Έλλη Αλεξίου, Όμως ο μπαμπας δεν ερχόταν
Τσίτση Μαριάνθη, μια προτεινόμενη εξέλιξη της ιστορίας Και ο επόμενος χρόνος ήρθε γεμάτος με την ανυπομονησία των παιδιών για τον ερχομό του πατέρα τους. Και έφυγε γεμάτος με τη λύπη και τη στεναχώρια τους. Σαν ένας άντρας ντυμένος με μαύρα, ταλαιπωρημένος από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε, γεμάτος με τη φτώχεια του, την πείνα, τη λύπη των ορφανών, τον κόπο των μητέρων τους που αγωνίζονταν να προσφέρουν τα καλύτερα στα παιδιά τους. Αλλά ήρθε ένας καινούριος χρόνος γεμάτος χαρά για κάποιους και λύπη για κάποιους άλλους. Κάποιοι πατεράδες γύρισαν, μα κάποιοι άλλοι όχι. Τα παιδιά έλεγαν, για να πνίξουν τον πόνο τους, πως μάλλον του χρόνου θα το πάρουν το τρενάκι. Ο Πέτρος πίστευε πως το τρένο δεν πρόλαβε τα προηγούμενα χρόνια να φέρει τον πατέρα του, αλλά σίγουρα θα του τον έφερνε και μετά θα ταξίδευαν μαζί σε όλο τον κόσμο με το δικό του τρένο. Πράγματι, λίγο πριν από την Πρωτοχρονιά ο πατέρας του Πέτρου γύρισε χαρούμενος, γεμάτος δώρα και παιχνίδια και φυσικά με το τρενάκι των ονείρων τους. Ο Πέτρος το πήρε και το αγκάλιασε και χώθηκε στα σκεπάσματά του. Έτσι είδε ο Πέτρος τον πατέρα του με τα μάτια της φαντασίας του. Στην πραγματικότητα ήταν ταλαιπωρημένος, με σκισμένα ρούχα, χωρίς βέβαια παιχνίδια και δώρα. Μόνο ένα μικρό ξύλινο βαγόνι που είχε φτιάξει μόνος του. Ήταν τόσο μικρό, ίσο με το μικρό δαχτυλάκι του Πέτρου. Αυτό όμως φάνταζε στα μάτια του μικρού παιδιού σαν εκείνο το τρενάκι στην βιτρίνα!