Η ιστορία αυτή είναι αφιερωμένη στη ΜΑΡΕΠΗ και στον Σεπτέμβριο, τον μήνα της Ηρεμίας.
Στην άκρη ενός νησιού, εκεί που το τέλος Σεπτέμβρη ακουμπά απαλά το Φθινόπωρο, δύο γυναίκες —η Ηρώ και η Ειρήνη— βρίσκονται να συγκατοικούν απροσδόκητα σ’ ένα παραδοσιακό κόκκινο σπίτι κοντά στη θάλασσα.
Μια κακοκαιρία. Ένα απρόβλεπτο λιμάνι. Μια παραχώρηση καλοσύνης...
Και κάπως έτσι, ξεκινά μια τυχαία συμβίωση που θα τους χαρίσει ό,τι πιο σπάνιο: Χώρο. Χρόνο. Ηρεμία.
Η μια φωτογραφίζει γατάκια. Η άλλη αναζητά τις ενεργειακές ροές του σπιτιού. Ανάμεσά τους, λέξεις στο scrabble, αχνιστά τσάγια και μυρωδιές κάρυ που περνούν κάτω από τις πόρτες.
Καθώς οι ώρες συμβίωσης περνούν χωρίς φασαρία, χωρίς ρολόγια, χωρίς επείγοντα, κάτι αθόρυβο θεμελιώνεται:
η ήρεμη συνύπαρξη.
Μια ιστορία για την απλότητα, την ευγένεια της σιωπής και την ήρεμη συντροφικότητα που δεν ζητά πολλά —μόνο να υπάρχει.
Μια ανάσα μέσα στον θόρυβο.