388

Page 19

Godard Jean-Luc

Μ

ια ρετροσπεκτίβα 52 ταινιών, μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους, πολλές σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα, που καλύπτουν όλο το φάσμα του 84χρονου κινηματογραφιστή, χωρίζοντάς το σε έξι ενότητες: «1950-1968 Νέο ΚύμαAuteur-Cahiers du Cinéma», «Οπλισμένες κάμερες», «Επιστροφή στη μυθοπλασία», «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα», «Γκοντάρ, ο ιστορικός του κινηματογράφου». Σε αυτή την τελευταία ενότητα εντάσσεται και η εκπληκτική σειρά «Histoire(s) du cinéma» που ο Γκοντάρ γύρισε σε διάστημα δέκα ετών (19881998), φωτίζοντας με τη δική του ματιά την εξέλιξη του κινηματογράφου μέσα στον 20ό αιώνα. Ο Ελβετός στην καταγωγή και υιοθετημένος από τη Γαλλία Ζαν Λικ Γκοντάρ ανήκει σε μια συνομοταξία καλλιτεχνών μιας άλλης εποχής που προέκυψε μετά τον πόλεμο, μιας γενιάς που ανήγαγε την αγάπη και το πάθος για τον κινηματογράφο σε αγώνα ενάντια στο σύστημα αξιών της καπιταλιστικής κοινωνίας της υπερκατανάλωσης. Ο άνθρωπος που φέρει τον τίτλο του «πάπα της νουβέλ βαγκ» δεν έχει πάψει τα τελευταία εξήντα χρόνια –από το 1954 μέχρι και σήμερα, σε προχωρημένη ηλικία– να στοχάζεται για την κατάσταση της ανθρωπότητας και να παράγει εικόνες μεγάλης αξίας. Απόδειξη η τελευταία του συμμετοχή στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών –ανέκαθεν τόπο δράσης του, που όμως δεν παύει να το κατακεραυνώνει παντοιοτρόπως– με την τελευταία ταινία του, το Adieu au langage, η οποία είναι και η μοναδική περίπτωση ταινίας του που βράβευσαν μόλις πριν από λίγες ημέρες με τον ίδιο απόντα. Η ταινία που θα καθόριζε την καριέρα του και μαζί την πορεία του παγκόσμιου κινηματογράφου δεν ήταν άλλη από το Με κομμένη την ανάσα (Α bout de souffle) του 1960: κάμερα στο χέρι, αυτοσχέδιοι διάλογοι που επινοούνταν επί τόπου, λίγο πριν από τη λήψη σε συνεργασία με τον Τριφό, γρήγορα γυρίσματα σαν κομάντο στους δρόμους του Παρισιού, jump cuts, άναρχη αφήγηση. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία με αναφορές στα αμερικανικά φιλμ νουάρ που τόσο αγαπούσε κι εκτιμούσε: ο Μπελμοντό-Μισέλ, μικροεγκληματίας που γουστάρει να μοιάζει με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, είναι τρελά ερωτευμένος με την Αμερικανίδα Τζιν Σίμπεργκ που πουλάει εφημερίδες στο Σανς Ελιζέ και κάνει ό,τι μπο-

ρεί για να την κατακτήσει. Με σύμμαχό του τον διευθυντή φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ, που έγινε ο πιο πιστός του συνεργάτης για πάρα πολλά χρόνια, αναποδογύρισε το σινεμά, δηλώνοντας: «Μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτήν τη σειρά». Το 1963 ήταν η χρονιά της επίσης εμβληματικής Περιφρόνησης (Le Mépris). Μια ταινίαδοκίμιο για τη διττή φύση του κινηματογράφου ως μορφής τέχνης και ως βιομηχανίας, βασισμένη σε μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και γυρισμένη στο Κάπρι με πρωταγωνίστρια την απόλυτη σταρ του γαλλικού σινεμά του ’60 Μπριζίτ Μπαρντό. Περιφέρεται γυμνή (κατ’ απαίτηση των Αμερικανών παραγωγών) με φόντο τη διάσημη βίλα Μαλαπάρτε, με τον Μισέλ Πικολί και τον Τζακ Πάλανς σε συνομιλία με τον Φριτς Λανγκ. Το 1964, στο Μια ξεχωριστή συμμορία (Bande à part), κινηματογράφησε τα όνειρα και τις φαντασιώσεις τριών φοιτητών, ενώ ένας αγώνας δρόμου μέσα στο Λούβρο έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου. Το Αλφαβίλ, Μια παράξενη περιπέτεια του Λέμμυ Κώσιον (Alphaville, Une étrange aventure de Lemmy Caution), εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Πολ Ελιάρ, είναι μια ταινία για την απελευθέρωση από την τυραννία, για τις ανάγκες της οποίας μετέτρεψε το Παρίσι σε ένα φουτουριστικό σκηνικό εν έτει 1965. Με τον Τρελό Πιερό (Pierrot le fou) επέστρεψε στον γκονταρικό έρωτα του «ζευγαριού στα όρια», επιστρατεύοντας για μια ακόμα φορά τους εκπληκτικούς Ζαν-Πολ Μπελμοντό και Άννα Καρίνα. Με απόλυτη ελευθερία έκφρασης και γραφής και αναρχική θεώρηση των πραγμάτων, σχεδόν χωρίς πλοκή, μπρεχτική αποστασιοποίηση κι ένα εκρηκτικό τέλος, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ταινία της νουβέλ βαγκ και το σύμβολο μιας εποχής γεμάτης ουτοπικές προσδοκίες. Ακολούθησε το Αρσενικό Θηλυκό (Masculin Féminin), όπου έκανε την πιο φευγάτη κινηματογραφική μελέτη της «γενιάς του Μαρξ και της Coca-Cola». Το 1966, πάντα λάτρης και συγχρόνως πολέμιος του αμερικανικού σινεμά, γύρισε το Συνέβη στην Αμερική (Made in USA), στο οποίο μια νέα γυναίκα, θηλυκή εκδοχή του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αποδύεται σε έρευνα για να ανακαλύψει τον εξαφανισμένο στο Ατλάντικ Σίτι εραστή της. Την ίδια χρονιά, στο πολυσήμαντο Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν (Deux ou trois choses que je sais d’ elle) η μυθοπλασία έχει πια αντικατασταθεί από ένα κινηματογραφικό κολάζ που περιέχει

από φιλοσοφία και κοινωνιολογία μέχρι αναφορές σε lifestyle περιοδικά και διαφήμιση – ένα οπτικό δοκίμιο για την πορνεία και την αναδόμηση του Παρισιού στα ’60s. Λίγο πριν από τον Μάη του ’68 που θα άλλαζε τα πάντα, ο στοχαστής και πολιτικά ευαισθητοποιημένος Γκοντάρ διαισθάνθηκε την εξέγερση και γύρισε την Κινέζα (La Chinoise). Πέντε φοιτητές απομονωμένοι σε ένα παρισινό διαμέρισμα ακούνε Ράδιο Πεκίνο και συζητάνε για την πολιτιστική επανάσταση, τις μορφές δράσης και το νόημα της τρομοκρατίας. Μέσα στον αναβρασμό του ’67, συμμετείχε στο συλλογικό φιλμ Μακριά από το Βιετνάμ (Loin du Vietnam), όπου μαζί με τους Γιόρις Ίβενς, Γουίλιαμ Κλάιν, Κλοντ Λελούς, Ανιές Βαρντά, Κρις Μαρκέρ και Αλέν Ρενέ εκφράζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την οργή τους για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Το επεισόδιο του Γκοντάρ είχε τίτλο Κάμερα-μάτι (Caméra-Oeil). Την ίδια χρονιά ήταν που γύρισε το εξωφρενικά βίαιο WeekEnd, μια παραβολή-καταγγελία του αστικού υλισμού μέσα από τη σουρεαλιστική, αλά Μπουνιουέλ, εξέλιξη ενός Σαββατοκύριακου στην εξοχή. Τον Μάη του 1968 ο Γκοντάρ πρωτοστάτησε τόσο στους αγώνες των φοιτητών όσο και στο Φεστιβάλ των Καννών. Μαζί με τον Φρανσουά Τριφό και τον Κλοντ Λελούς, αλλά και όποιους τους ακολούθησαν, κατάφεραν, με μια επεισοδιακή εισβολή στο φεστιβάλ που άφησε εποχή, να ακυρώσουν την ολοκλήρωσή του και να μη δοθούν βραβεία. Αργότερα θα έλεγε: «Ο Μάης του 1968 υπήρξε ένα σκούπισμα για πολλούς ανθρώπους και το να σκουπίσεις τη σκόνη δεν σημαίνει να ξεχάσεις το παρελθόν. Το να σκουπίσεις επιτρέπει να δεις καλύτερα αυτό που υπάρχει μέσα στο δωμάτιο, και το σκούπισμα του εαυτού μου μού επέτρεψε να αρχίσω να τοποθετούμαι ιστορικά και ως Γάλλος και ως κινηματογραφιστής. Δηλαδή ως κινηματογραφιστής που εργάζεται στη Γαλλία». Το 1975 και στράφηκε στον πειραματισμό με χρήση φιλμ και βίντεο, συνυπογράφοντας δύο ταινίες με την Αν-Μαρί Μιεβίλ: το ιδιόμορφο και πολυεπίπεδο Numéro Deux, σχόλιο πάνω στις σχέσεις εξουσίας στον κινηματογράφο και στην οικογένεια, και το Πώς πάει; (Comment ça va?), όπου κριτικάρει τα ΜΜΕ και την πολιτική, με την Αν-Μαρί Μιεβίλ να υποδύεται μια αριστερή δημοσιογράφο. Oταν το 1979 επέστρεψε στη μυθοπλασία με το Ο σώζων εαυτόν σωθήτω [Sauve qui peut (la vie)], το χαρακτήρισε «η δεύτερη

“πρώτη” μου ταινία». Μια άκρως απαισιόδοξη ταιν ία με πρωταγωνιστές την Ιζαμπέλ Ιπέρ, τη Ναταλί Μπέι και τον Ζακ Ντουτρόν. Στο Πάθος (Passion) του 1982 η Ιζαμπέλ Ιπέρ αναζητά τον έρωτα σε ένα κινηματογραφικό πλατό, ένα ξενοδοχείο κι ένα εργοστάσιο, ενώ με το Όνομα Κάρμεν (Prénom Carmen) κέρδισε το 1983 τη Χρυσή Άρκτο. Πρόκειται για μια γοητευτική ταινία στην οποία μπλέκει τη διάσημη νουβέλα του Μεριμέ με τη μουσική, τον έρωτα και την τρομοκρατία. Το Ντετέκτιβ (Détective) του 1985, ένα γκονταρικό φιλμνουάρ, το αφιέρωσε στον Τζον Κασσαβέτη και με τη δική του εκδοχή του Βασιλιά Λιρ (King Lear) έκανε το 1987 μια ριζοσπαστική ανάγνωση της τραγωδίας του Σαίξπηρ, τοποθετημένη σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, μετά το Τσέρνομπιλ. Την ίδια χρονιά, με το Πρόσεχε το δεξί σου ή Μια θέση στη γη όπως στον ουρανό (Soigne ta droite a.k.a. Une place sur la terre comme au ciel) οι ήρωες αναζητούν τη θέση τους σε αυτό τον κόσμο, στη σκιά ή στο φως, σε μια σπάνια έκρηξη του κωμικού στοιχείου, φόρο τιμής στον Ζακ Τατί. Το 1995, 65 ετών πια, ο Γκοντάρ αυτοβιογραφείται κινηματογραφικά με ειρωνεία και χιούμορ ανάμεσα σε αγαπημένα βιβλία, μουσικές και τσιτάτα στο ντοκιμαντέρ ΖΛΓκ/ ΖΛΓκ. Αυτοπροσωπογραφία του Δεκέμβρη (JLG/ JLG. Autoportrait de Décembre). Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τον ενέπνευσε να γυρίσει το Η δική μας μουσική (Notre Μusique), ένα τρίπτυχο βασισμένο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ενώ το μνημειώδες Socialism (Film Socialisme) αποτέλεσε το 2010 την πρώτη του απόπειρα να δημιουργήσει, με την ψηφιακή τεχνολογία, μια ταινία χωρισμένη σε τρία μέρη («Αυτά τα πράγματα», «Η δική μας Ευρώπη», «Οι ανθρωπότητές μας»). Στην πρεμιέρα της στο « Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών προβλήθηκε με υπότιτλους στην «ινδιάνικη διάλεκτο». Το ίδιο έτος η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε ειδικό τιμητικό βραβείο, το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει. «Ως ερασιτέχνης πάντα μαχόμουν τους επαγγελματίες και ως επαγγελματίας μαχόμουνα τους ερασιτέχνες, κι ακόμα ως Ελβετός μαχόμουν τους Γάλλους» έχει πει. Άρα, δεν είναι παράξενο που θέλει στον τάφο του να γραφτεί «Au contraire» (Αντιθέτως). Γιατί όλη του η ζωή υπήρξε μια αντίθεση σε κάθε σύμβαση: κινηματογραφική, κοινωνική, πολιτική. Και είναι ίσως ο μόνος κινηματογραφιστής που δεν ενέδωσε στις σειρήνες. Το Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα που μόλις προβλήθηκε στις Κάννες το αποδεικνύει περίτρανα. ¶ 29.5.14 – lifo

19


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.