368 low

Page 40

ΒΙΒΛΙΟΜΑΝΙΑ

Γυναίκες ταπεινωμένες Στη νέα της μελέτη η Κατερίνα Μάτσα καταπιάνεται με το γυναικείο φύλο και τους λόγους που το οδηγούν στην κατάχρηση.

από τον κωστή παπαγιώργη

Βιβλίο

Η

40 lifo – 9.1.14

γνωστή μας Κατερίνα Μάτσα συνεχίζει ακατάβλητη τις έρευνές της γύρω από την ψυχοπαθολογία της γυναικείας φύσης, και δη της τοξικομανίας που αλλοιώνει το φέρεσθαι της γυναίκας, οδηγώντας την σε μια κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού. Η φυσικότητα απορρίπτεται εξ υπαρχής, καθότι η πελατεία της ψυχιάτρου έχει να αντιμετωπίσει καταστάσεις και πρόσωπα που υποφέρουν από αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού: ανθρώπους για πέταμα, ταπεινωμένους, βασανισμένους, δυστυχισμένους, άνεργους, άστεγους, οροθετικούς, τοξικομανείς, αλκοολικούς, ψυχασθενείς, παρίες κ.λπ. Κεντρικός άξονας της έρευνας είναι βέβαια η «ντροπή», που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς εξακτινώνεται σε ένα επιστημονικό, πολιτικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό επίπεδο. Θα μπορούσε η Κ. Μάτσα να απλώσει την έρευνά της και τη θεραπεία της και στα δύο φύλα, εντούτοις την περιορίζει αποκλειστικά στις γυναίκες διότι αυτές την υποφέρουν πιο έντονα, παλεύοντας τόσο με τον εαυτό τους όσο και με την ανδροκρατική κοινωνία η οποία στιγματίζει διπλά την εξαρτημένη γυναίκα. Η

kατερίνα μάτσα Ταπείνωση και ντροπή, Γυναίκες τοξικομανείς Εκδόσεις Άγρα Σελ.: 153 Τιμή: €13,50

στροφή προς τις ψυχοδραστικές ουσίες συνδέεται με την ντροπή, την ταπείνωση, τον ψυχικό τραυματισμό, την κακοποίηση, την απαξίωση, την προσβολή, την περιφρόνηση, καθιστώντας τη γυναίκα –μικρή ή μεγάλη– ένα πλάσμα εμφορούμενο από αμυντικές στάσεις που τελικά δεν αποδίδουν, για μάχες που δίδονται χωρίς επιτυχία, για αποφάσεις που τελικά παραμένουν λόγια και μόνο λόγια. Τι άλλο επιζητεί η γυναίκα της «ντροπής» και της ταπείνωσης από την επιστροφή στην «υγιά» κοινωνία όπου θα εμφανιστεί, αν όχι ως ίση προς ίσους, τουλάχιστον ικανή να αντιμετωπίσει εμπόδια που κάποτε της φαίνονταν αξεπέραστα; Η Ελευθερία είναι 34 ετών, εξαρτημένη επί δωδεκαετία από ουσίες, κόρη αστυνομικού που είναι αλκοολικός, βίαιος, ιδιαίτερα προς τη μητέρα. Η βιαιότητα ήταν σύνηθες φαινόμενο ανάμεσα στους γονείς. Επίσης, υπάρχει και ένας αδελφός που συμπεριφέρεται βίαια. Ο πατέρας προτιμούσε η θυγατέρα να ήταν αγόρι και γι’ αυτό τη φώναζε Λευτέρη... Τελικά, η μάνα και η κόρη δραπέτευσαν από το σπίτι, με αποτέλεσμα η πατρική οργή να στραφεί ευθέως μόνο προς την κόρη. Έτσι, στα δεκαεπτά άρχισε να καπνίζει χασίς, συνδυάζοντάς το με αλκοόλ και χάπια. Αργότερα, στα 26 της, πέρασε στη χρήση ηρωΐνης. Σε όλες περίπου τις περιπτώσεις η ντροπή συνδυάζεται με χασίς, αλκοόλ και χάπια, και τελικά με ηρωΐνη. Η Ντίνα είναι 33 ετών, εξαρτημένη από ουσίες. Η οικογένειά της έχει τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Την κακοποιούσαν συστηματικά, καθότι έτρωγε αυτή το ξύλο από τον πατέρα όσο και από τον μικρότερο αδελφό. Επίσης την ξυλοκοπούσε και η μητέρα, τιμωρώντας τη συχνά με κόψιμο των μαλλιών της. Τέλος, στα 17 της άρχισε τη χρήση ηρωΐνης μαζί με τον αδελφό της. Στα τρία χρόνια ο αδελφός της πεθαίνει από υπερβολική δόση, στα 19 του. Oι γονείς ενοχοποίησαν την Ντίνα για τον θάνατο του αδελφού, ενώ η μάνα ντύθηκε στα μαύρα και πενθούσε μέχρι την εποχή που η κόρη εντάχθηκε στο πρόγραμμα. Η Ντίνα σε ηλικία τριών ετών είχε ζεματιστεί στον έναν μαστό, πράγμα που της προκαλούσε ντροπή στα παιδικά της χρόνια. Επίσης, πάνω σε αυτή την ντροπή βρήκε τόπο για να εμφανιστεί μια άλλη, εκείνη της σωματικής κακοποίησης από τους γονείς, που την ανάγκαζε να πηγαίνει στο σχολείο μαυρισμένη και ενίοτε κακοκουρεμένη. Στη συνέχεια προστέθηκε η ντροπή ότι έγινε «πρεζάκι». Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της ψυχολογικής απεξάρτησης κατόρθωσε να πενθήσει τον αδελφό της και να επεξεργαστεί τις σχέσεις της με τους γονείς. Κρίνει τους γονείς, χωρίς να τους απορρίπτει. «Δεν θέλω να δείχνω γυναίκα γιατί δεν με σέβονται και με κάνουν να ντρέπομαι» λέει η Ντίνα στην ομάδα του ψυχοδράματος... Πάνω στην ίδια τροχιά κινούνται και η Αντιγόνη και η Γιώτα. Αν το βλέμμα του άλλου παίζει καθοριστικό ρόλο σε κάθε κοινότητα, τότε δεν μπορούμε να φανταστούμε ιδιωτικό ή δημόσιο, ατομικό και κοινωνικό. Αν διαφοροποιήσουμε το ζώο από τον άνθρωπο, τότε ο χόμο σάπιενς διατηρεί έναν μυστικό χώρο μέσα του, τον οποίο φροντίζει να μην εκθέτει στον άλλον, μια απαραβίαστη ιδιωτικότητα, όπως τονίζει η Κ. Μάτσα. Ωστόσο, όταν η εν λόγω ιδιωτικότητα εκτεθεί βίαια στον άλλον, τόσο εμπράκτως όσο και συμβολικά, βλέπουμε να αναδύεται το συναίσθημα της ντροπής. Άλλωστε οι πρωτόπλαστοι, όταν άκουσαν να τους καλεί η φωνή του Θεού, απάντησαν ότι κρύφτηκαν διότι ήταν γυμνοί και ντράπηκαν. Ο Λακάν κάνει λόγο για

το «Δικαστήριο του Άλλου», όπως και ο Σαρτρ προσδίδει στο βλέμμα του άλλου οντολογικό χαρακτήρα. Κάτω από το βλέμμα του άλλου νιώθω να είμαι αυτό που κρίνει ο άλλος, γυμνός δηλαδή, ανήμπορος, σακατεμένος.

Ο

ι περιπτώσεις της Κυβέλης, της Ρούλας και της Ρέας ακολουθούν την ίδια μέθοδο. Μάλιστα, μας εκπλήσσει η ομολογία της Ρέας ότι η ηρωΐνη τής έπαιρνε την ντροπή και την έκανε να πιστεύει στον εαυτό της, γι’ αυτό άλλωστε συνέχισε να κάνει χρήση επί εικοσαετία, ωσότου τελικά να απευθυνθεί στη 18 ΑΝΩ. Ο τραυματισμός, παρατηρεί η Κ. Μάτσα, βιώνεται χωρίς να εμφανιστεί η ντροπή, η οποία κάνει την εμφάνισή της σε δεύτερο χρόνο. Η ντροπή, τονίζει η Κ. Μάτσα, πρέπει να εξετάζεται πάντα σε σχέση με δύο άξονες. Ο ένας αφορά την ιστορία του υποκειμένου, τα τραυματικά του βιώματα και την πορεία του στον κόσμο από τη στιγμή που γεννήθηκε. Ο δεύτερος αφορά τη δυναμική των εν ενεργεία συναισθηματικών του επενδύσεων. Αμφότεροι οι άξονες έχουν μεγάλη σημασία για την ανεύρεση των πηγών της ντροπής που έχει βιώσει ή και βιώνει ακόμα το εν λόγω άτομο. Ο Αντρέ Γκριν αναφέρεται στο φαινόμενο «της διάχυσης της ντροπής». Ντρέπεται κανείς για όλα, για τον εαυτό του, την οικογένειά του, τον τόπο καταγωγής, την τάξη, την εθνικότητά του. Άρα, η πηγή της ντροπής μπορεί να είναι σωματική, σεξουαλική, ψυχική, ηθική, κοινωνική και οντολογική. Επίσης, ο Πρίμο Λέβι, που επέζησε από το στρατόπεδο του Άουσβιτς, παρατηρεί ότι οι διασωθέντες κατακλύστηκαν από ντροπή όταν αντίκρισαν το βλέμμα των ελευθερωτών τους γεμάτο φρίκη μπροστά στην εικόνα τους. Η Μαργαρίτα, η Γιάννα, η Καίτη και η Πόπη ανήκουν στην κατηγορία της ντροπής και της ενοχής που δεν λέγεται, διότι δεν μπορεί κανείς να τη μοιραστεί. Δικαιολογημένα συμπεραίνει ο Λακάν ότι αυτός που ντρέπεται κρύβει την ενοχή του ακόμα και από τον εαυτό του, στην ουσία προτιμά τον θάνατο παρά την εξομολόγηση. Άλλωστε, όταν απουσιάζει το βλέμμα του Άλλου, ντροπή δεν υπάρχει. Στις περιπτώσεις αυτές συγκαταλέγονται: 1) οι διεστραμμένοι, για τους οποίους ο άλλος δεν υπάρχει, 2) τα παιδιά που έχουν υποστεί αισθητηριακή αποστέρηση στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, 3) εκείνοι που έχουν υποστεί σοβαρές νευρολογικές βλάβες στον ρινεγκέφαλο (αμυγδαλή) λόγω αποστημάτων, αιμορραγιών και άλλων αιτίων, 4) οι πάσχοντες από σοβαρή μελαγχολία με πλήρη αναστολή των ψυχολογικών λειτουργιών, 5) όσοι βρίσκονται στη φάση του πένθους, οπότε το άτομο πλημμυρίζει από ενοχές, χωρίς να αισθάνεται ντροπή. Αντίθετα, στις περιπτώσεις του αδύνατου πένθους υπάρχει ντροπή. Πάντως, ο παρανοϊκός αποδίδει την ντροπή στον Άλλον. Το παρανοϊκό υποκείμενο είναι ένα υποκείμενο που κάνει παραλήρημα την ντροπή του, καταργώντας την εσωτερικά και μεταθέτοντάς τη στον τόπο του Άλλου. Ντρέπομαι για τους άλλους, λέει ο παρανοϊκός. Ουσιαστικά, η θεραπεία του ασθενούς αφορά μια νέα ταυτότητα. Η ντροπή, με άλλα λόγια, απειλεί και τα τρία θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται η ταυτότητα του ανθρώπου, δηλαδή την αυτοεκτίμηση, τον συναισθηματικό δεσμό με τα δικά του πρόσωπα και το αίσθημα ότι ο ίδιος ανήκει σε μια κοινότητα ανθρώπων. Το υπερεγώ υπαγορεύει, ενώ το ιδανικό του Εγώ φιλοδοξεί και φαντάζεται. Η συστολή, γράφει ο Τισσερόν, προστατεύει, η ενοχή κοινωνικοποιεί, η ντροπή αποπροσανατολίζει.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.