4η Ομαδική Ποιητική Συλλογή - Εκδόσεις Διάνυσμα

Page 1

4

η Ομαδική

Ποιητική Συλλογή

δ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ



4η ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ


ISBN: 978-618-5256-14-2 Σειρά: Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές -4Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2017 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Συμμετέχοντες 2017 ekdoseisdianisma@gmail.com


ΑΛΕΞΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΒΑΡΑΒΒΆΣ ΜΕΤΆ... _ «Άρον Άρον σταύρωσον Αυτόν!» Το φοβερό στ’ αυτιά του κραύγασμ’ άκουγε ( που λευτεριά του χάρισε ζωή του ) και με διασκελισμούς ο Βαραββάς θεόρατους άφηνε πίσω του τα Ιεροσόλυμα πυγολαμπίδες σπρώχνοντας, με τους αγκώνες του, άστρα που στροβιλίζονταν τριγύρω του όλο οργή. Ακόμη δεν το καλοπίστευε... ( Νους, πώς να το χωρέσει; ) Ελεύθερος αυτός _ Εκείνος σταυρωμένος; Πέτρες πατώντας, χόρτα θυμωμένα, ο Βαραββάς γοργά με μάτια κόκκινα σαν αίμα απομακρύνονταν. _ «Γνώμη ν’ αλλάξουν οι όχλοι δεν μπορούν» θαρρεύτηκε. «Εκείνος στα καρφιά κρέμεται τώρα στο Σταυρό Του!» Μα φρίκη την ψυχή του βάραινε ανεξήγητο το δέος και μια Ενοχή που, σαν αυτήν, ποτέ δεν είχε νιώσει...

[ 5 ]


ΔΕΣΜΟΊ Αναρριχώμενη η Τριανταφυλλιά Βασιλική την πρόσοψη του Αρχοντικού κάλυπτε ολόκληρην ( ψηλή _ πλατιά από γκρίζα πέτρα πρόσοψη ) στα πολυκαιρισμένα κεραμίδια γνέφοντας με ρόδα της_ μπουκέτα κοραλλί. Μόνο το μεσιανό απ’ τα πέντε παραθύρια Θύρα του κεντρική το Οικόσημο ( χρυσή πανσέληνος γαλάζιος κρίνος ) ξεφεύγαν από κλώνων της αγκάλιασμα ( που άρωμα της κανέλας θύμιζε συγχρόνως καραμέλα ) Χρόνο κοιτώντας λιγοστούς διαβάτες να περνούν. Κι έβλεπες ( αραιά) να ξεπροβάλλ’ η Αρχόντισσα στη μεσιανή του Αρχοντικού φανέστρα ( λεπτή με δέρμα φίλντισι ξέπλεκα τα μαλλιά ασημένια γαλάζιες φορεσιές λευκές όλο δαντέλες ) σαν Σκανδιναβική θεότητα σαν ξωτικό. Σοβάδες του ριγμένους υγρασίες δεν φοβόταν αγαπημένων της φαντάσματα φρίκη της μοναξιάς. Δεν έφευγε ( είχε αλλού να πάει, αν ήθελε, σε θαλπωρή ) μα έμενε ‘κει όπου μπήκε νύφη• πιστή, το πληγωμένο Αρχοντικό να συντροφεύει, ανάσες του ν’ ακούει τις ύστατες... Σαν πέθανε ( θα είχε περάσει τα εκατό, ) ο Οίκος της ερειπώθηκε. _ Κι όσο για την Τριανταφυλλιά, αυτή δεν καταδέχτηκε ποτέ να ξανανθίσει.

[ 6 ]


ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΠΌΨΕ Το φεγγάρι πως πίνουν τα μάτια σου... Πέφτουνε στο κορμί σου ασημένιες σταλιές από φως, μονοπάτι στρωμένο για να βγούν, να διαβούν, πληγωμένες καρδιές. Είναι απόψε δική σου η νύχτα Στα δάχτυλα σου πλάσ’ την, με μια νέα μορφή. Κι αν δε στο ‘πα τότε που σε είδα Είσαι απλά, ειλικρινά, η πιο όμορφη! Μπροστά σου σωπαίνω, παιδί ντροπαλό Ρόδο μαραμένο, μια λέξη σου καρτερώ Φλέγομαι μέσα σε κρύο καιρό Γράφω πάλι για σένα και σου τραγουδώ. * Ο ΠΟΙΗΤΉΣ Εγώ αγαπημένη μου δεν είμαι ποιητής Μα ο,τι και αν μου δωσες, ποίημα θα στο κάνω Γιατί αυτοί που σφούγγισαν το δάκρυ της αυγής Η νύχτα το φεγγάρι της τους δίνει να ‘χουν φάρο.

[ 7 ]


ΤΟ ΠΑΡΆΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΡΊΓΚΙΠΑ «Πατέρα, έδιωξες τους Πέρσες! Για ‘με; Δεν έμεινε κανείς. Και ποιόν θα πολεμάω τώρα; Ποιά δόξα θα στεφθώ ευθύς; Ποιούς δρόμους άγνωστους να τρέξω; Να γίνω βασιλιάς ποιάς γης; Με ποιού αλόγου χαλινάρια θα λύσω το δεσμό ζωής; Αγώνας ποιός, και σε ποιό χώμα το δόρυ μου να καρφωθεί; Για ποιού θανάτου το χατήρι κορμιά να ρίξω στη γραμμή; Και πέρα εκεί, στα βάθη μέσα δεν έχει ο ήλιος γυρισμό και οι βασίλισσες των κλαίνε Με τη φωτιά των αστεριών.» Αυτά λέει ο Αλέξανδρος με άγρια, νεαρού ορμή μα δε γνωρίζει, νέοι Πέρσες Μέγα του στρώνουν διαδρομή.

[ 8 ]


ΜΥΣΤΙΚΌ Σε εκείνα τα μαλλία που πνίγονται τα μάτια παφλάζει η καρδιά σε χείλια σπάει κομμάτια Σε εκείνο το κορμί που σώζεται η νιότη χτυπιέται η λογική στου πάθους το αμόνι Και φέρνουνε πουλιά στα χείλη σου ακρογέλι Θέλω να σου το πω μα ο καιρός δε θέλει. Στο πρόσωπο αυτό που δεν αγγίξαν χρόνοι στα μάγουλα η ζωή ξυπνάει, μην είναι μόνη. Στα χέρια μια αγκαλιά ξανά τον κόσμο πλάθει αφού έχασε Εδέμ την ομορφιά να μάθει.

[ 9 ]


ΓΙΟΡΤΉ Πήγα σε γάμους και γιορτές που μοιάζαν με κηδεία. Νεκρολογία οι ευχές και γέλια κοροϊδία. Μα αυτός εδώ ο θάνατος μου μοιάζει με γιορτή. Γη και Ουρανός παντρεύονται με βέρα τη ψυχή.

[ 10 ]


ΝΕΦΕΛΗ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥ ΑΎΓΟΥΣΤΟΣ Δεν θα ακούσω το τραγούδι σου Μα μαντεύω ποιο θα ήταν το αγαπημένο Το γέλιο μόνο ακούω ανάμεσα στους εφιάλτες των ονείρων. Τα λόγια θυμάμαι, τους λόγους Τους πολέμους, ο ένας κοντά στον άλλο Τα στιχάκια που δεν ξεδίψασαν, δάκρυα στο βλέμμα Δεν ήξερα ότι σχημάτιζες λέξεις στα χρόνια που γύρευα τη σκιά μου Ποιος ψάχνει την ουρά στο χιόνι; Ποιος γνωρίζει πια το χθες; Συμφώνησα ακονίζοντας στο άγαλμα της ψυχής μου τις λεπτές αποχρώσεις Που δίδαξες, η μάχη των Ανθρώπων… Ναι, μαχόμαστε αμείλικτοι Γιατί θα θυμάμαι ότι η ζωή είναι μια αδιαπραγμάτευτη ταλαιπωρία Για μια βουτιά κάπου ανάμεσα στ΄’αστρα Ίσως εκεί που συναντώ την πορεία στην Αθανασία που χάραξε η σιωπή σου. Ούτε και κείνη δεν θα μάθεις. Φυλαχτό. Γινωμένοι από ελπίδα, δαίμονες, Αγγέλους Εισπνεύσαμε μια υπέρτατη πνοή. Αφήνοντας στην αυλαία του αποχαιρετισμού την Άγια μορφή ενός Δειλινού. «Τυχαίοι ευδαίμονες…» Κάποτε θα πουν για εμάς τους δύο.

[ 11 ]


(ΑΝΤΙΕΡΩΤΙΚΆ) Tα «ύστερα» από το βλέμμα σου, όλα εκείνα ας είναι ίχνη η μελωδία μου από χιόνι ήλιο και σκόνη. Μέσα μου μαρτυρούν δυο κόσμοι ένας όλος δικός σου κι ένας γεμάτος ζωή Δίδαξέ μου τι αγαπάς και μόνη μου ας μάθω να ξεχωρίζω τα πιο δυσδιάκριτα μονοπάτια ίσως σε ένα βράχο καθισμένη ίσως σε μια νότα που ξέφυγε ίσως σε μια θάλασσα που θα μας αφήσει καιρούς ίσως στα λεπτά αποχρώσεις ίδιων λουλουδιών στα ξορκίσματα φθηνών Καλοκαιριών, κρύβομαι για να σε δω στη μοναξιά των όρκων. Φεγγάρι… Πλένω από τη λάμψη το πρόσωπό μου Το χρυσάφι στην ακτή Εκείνος ο λυγμός κοντά ,μακριά σου. Φεύγω. Φεύγω από τη μελωδία της θάλασσας Ωρίμασα. Είναι ακόμη νύχτα. Δε θα ξημερώσει το όνειρο. Το έχω σφραγισμένο στο δάκρυ. Το «έπειτα» το δικό μου Ξεσκονίζοντας τα πόδια μου στην άμμο. Ξεχνώ. Κι αν αγαπώ δεν είναι από νερό δεν είναι από χώμα είναι από μια ακατάλληλη για μένα γλώσσα

[ 12 ]


ΑΓΑΠΙΟ ΑΡΖΟΥΜΑΝΙΔΗΣ ΕΛΑ Ξύπνα την αυγή. Έλα, πάμε μία βόλτα. Έλα, κοίτα τ’ αστέρια. Δες τα γυμνά ζευγάρια να λούζονται στο φως τους. Κοίτα τα που περπατούν στην παλίρροια. Έλα, άκου τον κόσμο να ξυπνά, Έλα έξω να νιώσεις το φως του ηλίου στο πρόσωπό σου Κοίτα το που σπάει τη νύχτα. Δες τους εραστές που κρύβονται… Τα τελευταία τους φιλιά πριν χωρίσουν. Οι φόβοι της νύχτας και του σκότους Γίνονται παρελθόν, έλα Έλα να μείνουμε μόνοι, έλα Εγώ κι εσύ, οι δυο μας. Έλα.

[ 13 ]


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΑΡΕΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΝΑ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΟΥΝ Οι σκιές μας μεγαλύτερες απ’ την ψυχή μας, Ο φόβος μας μεγαλύτερος απ’ την αγάπη μας. Ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια της Κι ο κόσμος ξαφνικά άλλαξε. Ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς ξεκίνησε τότε, στο ντιβάνι. Ένας ιππότης πεθαίνει, μια πριγκίπισσα κλαίει, Ένα βασίλειο καταρρέει. Ο εφιάλτης πλησίαζε με τρομαχτική ταχύτητα, Μα κανείς μας δεν το κατάλαβε. Η πόρτα «χτυπά» κι ο εφιάλτης ξεκινά. Με το τέλος του έμειναν μόνο σκορπίσματα ζωής. Ο ιππότης «πέθανε». Η πριγκίπισσα κλαίει, Η αγάπη κατέρρευσε. Τώρα έμεινε μια ιδέα για να τους θυμίζει, Τριγυρίζουν σα φαντάσματα εδώ κι εκεί... ...η ζωή συνεχίζεται... ...η αγάπη είναι παντοτινή... ...ίσως σε κάποια άλλη ζωή...

[ 14 ]


ΊΡΙΣ (ΛΟΎΛΑ ΒΆΧΛΑ) ΑΝΤΆΜΩΣΗ… Καθώς ο ήλιος βασίλευε κ κάτι από βαθύ κόκκινο χυνόταν στην απεραντοσύνη τ ουρανού κ της θάλασσας... Εκεί... Όπου οι δυο τους έδιναν το ύστερο φιλί της ημέρας -πάντα,μετά την ανατολήΣ αντάμωσα..... Είπα.... «Εγώ.... ήρθα για να σου ξυπνήσω ό,τι κοιμάται μέσα σου, χρονια τώρα...» Ήταν ρίσκο.... «Άκου... Εγώ.... ήρθα για να σου ξυπνήσω « πεθαμένες» ανάγκες..... Κι εσυ... μου ξύπνησες «πεθαμένα» όνειρα....!» Πώς να μην ερωτευθώ τούτη την ανεξίτηλη στιγμή του δειλινού!.. Τη στιγμή που ανταμώνουν η θλίψη κ το συναίσθημα, εκείνο... της δέουσας χαράς..... -ως αναγκαιότητα αλλά Κ ως ιερώς απαστράπτουσα ηδονή... Που ανταμώνουν οι ματιές....

[ 15 ]


τα χείλη.... που ξεστομίζονται αιώνιες αλήθειες.... Κ που το άγγιγμα των αισθήσεων Κ όλα όσα προσδιορίζει η παρουσία σου στην ύπαρξή μου, είναι παρόντα.... ................................................ Κ η απεραντοσύνη αγκάλιασε σφιχτά την αιωνιότητα..... Εκεί..... Καθώς το φεγγάρι, αργά κ σαγηνευτικά, πρόβαλε,πια, ολόγιομο κ ενδελεχες.... Εκεί..

[ 16 ]


ΑΝΎΨΩΣΗ.... Στις κορυφογραμμές του Νου ματώνει κάθε προσπάθεια μετάλλαξης.. Λέξεις χωρίς υπόβαθρο, ακονίζουν τα γρανάζια του χρόνου... Ακατανόητες πράξεις σκιαγραφούν το μέλλον απώτερου σκοπού.. . Ματιές κλεφτές στο παρελθόν, γνέφουν του παρόντος την επανάληψη... Μια θάλασσα άγρια, λυσσομανά μέσα στα έγκατα της ύπαρξης αναζητώντας θεό... Ένας άνεμος μανιακός βουίζει στ’ αφτιά των αισθήσεων και αλαφιασμένες μορφές ξεπροβάλλουν απ’ το πουθενά, με προορισμό το τίποτα... Και μέσα σε όλον τούτον τον πανικό, κάποιος αγναντεύει τον ορίζοντα... Στέκει υψηλότερα των περιστάσεων... Σαλεύουν οι καιροί, σαν τα μυαλά σε πανωλεθρία.... Μίλησέ μου για κάτι όμορφο... Γράψε σε μια κόλλα χαρτί τους στίχους και φτιάξε βαρκούλα... Άστη να πλεύσει απαλά στο υγρό των ματιών ακρογιάλι.... Έτσι, που η ακοή θα αφουγκραστεί ήχους... Η όραση θα εγκλωβίσει αποχρώσεις... Η όσφρηση θα ανακτήσει μνήμες... Οι αισθήσεις όλες θα συνευρεθούν σε τούτο το μυσταγωγικό δειπνο... Ο σκοπός ένας και μοναδικός... Η ανύψωση ....

[ 17 ]


ΠΑΓΚΆΚΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΉΣ... Βαδίζοντας στο περιθώριο Που κατ επιλογήν -κ όχι αδιακρίτωςκαταρρέω ανταμώθηκα με ξεφρενες υπάρξεις.... συνομίλησα με αλλόκοτες φωνές.... απεικόνισα μορφές κ στάσεις... Δεν έχω λόγια. Η φωνή μου σβήνει μπροστά στις σιωπηλές κραυγές ... Μια απόγνωση συνταράσσει την ωλιγορία των πολλών.. Τρικυμία προκαλείται στην ψυχή μου! Το περθώριο φαντάζει άδειο κάδρο... Ένας ζωγράφος ικανός θα επωμιζόταν το βάρος του περιεχομένου του... Αγκυλωμένες σκέψεις κ ρηχοί συναισθηματισμοί επι-τρέπουν στην απόγνωση το μεγαλείο.... Κι εγώ... όπως τόσοι άλλοι, θεατής μιας «αβάσταχτης ελαφρότητας του ‘είναι’»..

[ 18 ]


ΣΚΙΈΣ... Σαν πάλι χάραξε σ ακολούθησα με το βλέμμα μου. Είδα τον ίσκιο σου να πλανιέται άσκοπα, να δινεσαι αστόχαστα κ η νύχτα να φευγει μέσ απ τα μάτια σου.... Σ έφερα πάλι στο μυαλό μου ακούγοντας κάτι που σε θύμισε... Απλό κι ασήμαντο βέβαια... Κ βέβαια,θυμήθηκα το χρωμα των ματιών σου κ τις ανταύγειες μέσ απ τον ήλιο... Έχει πια ξημερώσει για καλα κι όσο κι αν θέλω να φέρω τη νύχτα πίσω, μου ειναι αδύνατο! Ψάχνω τα χνάρια σου..... Χάθηκαν όλα βιαστικά,βίαια.... Σε πήρε η νύχτα, αυτή η τρελη πόρνη! Μάτια μου,χάθηκες ολότελα.... Δε μου ειναι πια εύκολο να σε ακολουθώ... Η μορφή σου θολή, σαν το τζάμι που μόλις θόλωσα με την ανάσα μου... Δεν κάνω τίποτε άλλο, απ το να προσπαθώ να σε αναγνωρισω πίσω απ το βλέμμα το τυχαίο, πίσω απ τα χαμόγελα που μου σκορπίζουν.... Κανεις....κανενας δεν έχει το βλέμμα σου όταν με κοιτα κ πουθενά δε συνάντησα την παρουσία σου στην παρουσία κανενός Αφού τίποτε,μα τίποτε δε συγκρίνεται με εσένα.... . 3ο βραβείο Σικελιανά 2014


ΣΤΟ ΞΈΦΩΤΟ Η Αλήθεια γυμνή κυλιέται στην άμμο της θαλάσσης… Το κύμα σκάει πάνω της ξεβράζοντας άγρια φύκια. -Πονά η Αλήθεια! λες… -Τη γνωρίζεις; ρωτώ… Το φεγγάρι φωτίζει τα μάτια σου και πυροδοτεί τις ακροβασίες του πνεύματος… Αλήθεια μόνη… Γυμνή στο ξέφωτο του φεγγαριού. Μια νύχτα σαν όλες τις άλλες. Μια νύχτα αλλιώτικη απ’ τις άλλες… Να πλέκει εγκώμια στον ανθό της λησμονημένης άνοιξης! -Πονά η Αλήθεια! λέω…

Διάκριση απ’ τον 14ο διεθνή διαγωνισμό Ποίησης του λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ» 2014

[ 20 ]


ΣΟΦΙΑ ΑΤΣΑΛΗ ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΣΤΟ ΤΊΠΟΤΑ Ο μέσα κοσμος χαθηκε δεν είναι όπως πρωτα Τα ονειρα διναν χαρά πηγαια μα και φοβο Να γινουν όλα όπως τα θες και τη ζωή ν’αρπαζουν Τα βλεμματα τον ερωτά τα πάντα να εικαζουν Σαν όλα αποκαλυφθηκαν χτυπηθηκε η φυση Δεν ήτανε τα σωματα δεν ήταν οι ψυχες μας Ουτε ο νους πολυπλοκος που χάνει και κερδιζει Ήτανε η αλήθεια μου η ανάμνηση ο χρόνος Μαζί του έφυγα κι εγώ κι εσύ είσαι τόσο μονος Ένα γιατί απρόσωπο αγάπη δεν υπηρξε Ήτανε μια συναντηση δυο αστεριων στο συμπαν Η δυο κουκιων στο πιατο μου εσύ όμως θα ξερεις Μες τη σιωπη θα ζησουμε παρατερα από άλλους Μια πληγη στο τίποτα μια καρδιά στο ολο

[ 21 ]


ΜΠΟΡΩ Τώρα που κατοικώ νομίζω στον οθρανο μπορώ Τώρα που γεύτηκα τον απαγορευμένο καρπό μπορώ Τώρα που αθελα μου εξαπατημένη η κατά βάθος με χαρά Κρύβοντας τη χαρά της μαϊμούς απόλαυσα φιλιά κι έρωτα Έστω κι αργά έστω και λιγοστά μπορώ Τώρα που διακρίνω καμιά φορά ψέμα κι αλήθεια φόβο βοήθεια Θα διακριθώ απ’αυτόν που διδάχτηκε καλά την τέχνη του μιμούμαι Δεν προσποιούμαι θυμούμαι Δεν είναι ο πόνος δεν ειν’ το δάκρυ μες στο σκοτάδι καπου στην άκρη Την ηθοποιια επιβάλλει η αναγνώριση του κάτω κόσμου αλλά Ήμουν παιδί του πάνω κόσμου μπορώ Οι ξενοι Οσοι αγαπυν λιγο εκτιμουν είναι σαν ξενοι νικητες Λατινοι η και εραστες Ο κοσμος τους φανταστικος μοιαζει πολύ πραγματικος μα εμεις ισορροπησαμε Τα τειχη ιχνηλατισαμε στο πουθενα βαδισαμε Η αγαπη μας η αλλοκοτη δεν βρηκε αποδεκτη Κι όταν στο φωστο σκοτεινο θα ψαχνει ν’αναμετρηθει Αδικως πια και διχως ζωη Θα λεει τωρα ειμαι καλα Και τις ψυχες σας κουβαλω Χωρις να γινω φιλη με τον πονο

Η αθηναια φιλη μου στον πατο εχει μεινει Κυρηξε την αποδραση μελετησε τον κοσμο Εφερε φως κι ανταμωσε την ληθη συγχωραει Όμως εγω ειμαι κυριος ειμαι τσιγκουνης λιομα Και το ταμπεραμεντο τους το βαζω σε ένα πωμα [ 22 ]


Το ριψνω μεσα στον νερο στης θαλασσας τη φυση Εγω εζησα τον φανατισμο μ’έναν δικο μου τροπο Και μολις που καταλαβα του κοσμου αυτόν το δρομο Μυριστηκα μια το γελιο τους και μια τη δολια απατη Ξενυχτησα εκλαψα να βρω δικο μου μονοπατι Την αθηναια φιλη μου πολύ θα συντροφευσω Γιατι καθολου ασχημο δεν ειν να λογικευσω Σένα υγρο χορο σε θεατρο ολο φλογα Σένα τραγουδι αερινο σε μια ζωη ημιφως Γιατι η θερμη των στιγμων του αλογου μου για σενα Σένα ποταμι οδηγει όχι ποταμι ανθρωπων σένα ποταμι λεξεων ευκαιριων και χρονου Η ηδονη είναι τωρα εδώ και το μυαλο ξυραφι Δεν ηταν να παει στραφι Με των οικειων τον επαινο και της ψυχης κουσουρι Η ταξη είναι αμιμμητη κι ο ουρανος πιο κατω Το ποταμακι εκτρεπεται κι εγω θα κανω σαλτο

[ 23 ]


ΣΟΦΙΑ 1204 Φίλοι φεγγάρια υφαίνουνε πάτρια αμμουδιά και δάσος Νύχτες δεν δοκιμάζονται τα δάκρυα είναι πάθος Πάθος που δεν μοιράζεται και είναι πάθος η μέρα Ο ήλιος τη φλόγα μάχεται που αντανακλά η μητέρα Η νύχτα δεν ωρίμασε η μέρα δεν φοριέται Και φως στην αυγή του ερωτά το φως μου συλλογιέται Γιατί είσαι φυγόδικος του σκοταδιού της δύσης Κι εγώ κλέφτρα ενός σκοπού το λίγο φως να σβήσεις Μην μου κουράζεις το είδωλο μην τεντωθείς και άλλο Μην μου γυρνάς τον ίσκιο σου γιατί δεν έχω κάδρο Να μου χωρέσει η ζωγραφιά η στάλα δίχως άλλο Του απογεύματος που ζω αντίκρυ στο μετερίζι Που ΄’χτισες για να ξεχαστεί η αποκοτιά θερίζει Είχε για αγάπη θάνατο είχε λατρεία ωραία Ήτανε άνεμος καλός που φέρνει παραπέρα Ζωή ζητούσα άδικα μητέρα των παθών μου Μητέρα του αδιαλλάκτου φωτός των γειτόνων μου Από πολλά καλά του νου γεννιέται η αλήθεια Γεννιέται το συναίσθημα κι όχι τα παραμυθία Ζευγάρι εγώ δεν ήθελα να γίνω με το πάθος Ήθελα μονό να κοιτώ στην όψη αυτό το λάθος Το λάθος της αρχής του εντός την κούφια αγνή ελπίδα Θα σου χαρίσω τα’αγριο φως που κατακτά τα φίδια Στο τίποτα ο καημός αυτός στο τίποτα αλυσίδες Η αυγή δηλώνει ανάμνηση δεν πρόλαβα με ειδές

[ 24 ]


ΗΛΊΑΣ ΒΕΤΣΕΡΊΔΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑ «Σε μιαν ζωή αλλοτινή, μάγισσα σε φωνάζαν. Τις κόρες έκαμες πουλιά, τα παλικάρια άτια. Έκαμες το νερό κρασί, να πίνουν να μεθάνε και τις καρδιές που πόνεσαν, στ αστέρια να πετάνε. Τα ξωτικά κι οι κοπελιές, εσένανε γυρεύουν , να μάθουνε την τέχνη σου ανθρώπους να μαγεύουν. Όμως εσύ αλλόκοσμη έχεις χαρά να παίζεις, νύμφες,ανθρώπους,ξώτικα, όλους να τους μπερδεύεις. Στα στήθια σου με θήλασες, φίλτρα, ματζούνια κι άλλα κι αχόρταγα τα ρούφαγα χωρίς να σε ρωτάω. Όμως εσύ μου πρόσφερες της λησμονιάς το γάλα κι έτσι ευθύς λησμόνησα, πως πρέπει ν αγαπάω. Δώς μου σκληρή το βότανο, τ αντίδοτο να πάρω. Να θυμηθώ πως αγαπούν, τον έρωτα να νοιώσω. Γιατί σαι σύ η αγάπη μου κι απ τον καημό θα λιώσω.» 2014

[ 25 ]


ΕΡΩΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗ «Εμάλωνε ο Έρωτας μαζί με την Αγάπη, ποιος είναι ο καλύτερος, ποιος τάχα βασιλεύει. Εγω είμ η καλύτερη , ξεφώνησε η Αγάπη. Λευκή, γλυκιά, αμόλυντη, ποιος είν’που δεν με θέλει; Δίνω ανάσα στη ψυχή, την κάμω να πετάει και τις καρδιές που σκίστηκαν εγώ τις εμπαλώνω.

Ο Έρως την εκοίταξε με πονηρό το βλέμμα κι αμέσως της απάντησε με σκέρτσο και με νάζι.

Είναι τρανός ο Έρωτας και το γνωρίζουν όλοι, πως σαν θα ρίξω σαιτιές, κανένας δεν γλυτώνει.

Σαν η ψυχή ερωτευτεί, της κόβω την ανάσα. Και της καρδιάς το μπάλωμα,

κουρέλι εγώ το κάμω. Κι έβαλε στην σαίτα του σημάδι την Αγάπη. Κατάστηθα την πέτυχε,

[ 26 ]


επάνω στην καρδιά της. Εκείνη τον αγκάλιασε, τον φίλησε στο στόμα κι ένα της δάκρυ κύλησε, ευθύς μες στην ψυχή του. Κι αυτός την γλυκοκοίταξε, εσκίρτησε η καρδιά του και απαλά της χάιδεψε τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τρανός είναι ο Έρωτας , πανώρια η Αγάπη. Μα όταν οι δυό τους ενωθούν, και ο Θεός δακρύζει» 2016 * ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ Ή... ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ Αισθήσεις: Ένδειξη ζώντως οργανισμού. 1η αίσθηση. ΟΡΑΣΗ: Πάλι σε μπέρδεψα με την κοπέλα του κάτω ορόφου, που με καλημέρισε το πρωί. Μετά σε ξανάδα στο πρόσωπο της κυρίας, στο ταμείο του super market. Η μορφή σου παντού. Σε κάθε γυναικεία παρουσία που περνά από μπροστά μου. Σε βλέπω σε κάθε πρόσωπο. 2η αίσθηση. ΑΚΟΗ: Με βρίζεις. Μου λες λόγια αγάπης. Μου τραγουδάς μ αυτήν την .... ιδιαίτερη φωνή σου. Στ’ αυτιά μου ηχούν αμέτρητα σ αγαπώ σου, αμέτρητα άντε στο διάολο. Όμως είναι η φωνή σου κι αυτό μου είναι αρκετό.

[ 27 ]


3η αίσθηση. ΟΣΦΡΗΣΗ: Δεν με ξεγελά η μύτη μου. Είσαι εσύ. Ναι. Το άρωμα που αναβλύζει το δέρμα σου. Σκύβω χαμηλά και σε μυρίζω ανάμεσα στα πόδια σου. Μυρίζω τον ιδρώτα απο την αμασχάλη σου κι ερεθίζομαι. 4η αίσθηση. ΓΕΥΣΗ: Δεν ξέρω αν πιο πολύ θέλω να ταξιδέψω την γλώσσα μου πάνω στη δική σου, ή πάνω στις σκληρές ρόγες του στήθους σου. Η γεύση του λαιμού και της κοιλιάς σου...ονειροπόλα. 5η αίσθηση. ΑΦΗ: Τα δάχτυλα μου μετράνε κάθε πόντο του κορμιού σου. Δεν αγγίζουν. Δεν τολμούν ν αγγίξουν. Χαιδεύουν την αύρα σου. Αυτό το Θεικό φως που σ αγκαλιάζει. Θα’ θελα εγώ να σ αγκαλιάσω. Πέντε αισθήσεις που με δύο μόνο λέξεις μπορεί να σημαίνουν.... Σ’ ΑΓΑΠΩ , ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ , ΑΙ ΠΑΡΑΤΑΜΕ , Ή ......ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ !!!! 6η αίσθηση. ΔΙΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ. 7η αίσθηση. ΔΕΝ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ. Μάλλον είμαι ο μόνος νεκρός που έχει την κατάρα των ζωντανών. Την κατάρα να σε νοιώθω με όλες τις αισθήσεις μου.

[ 28 ]


ΚΑΤΙΝΑ ΒΛΑΧΟΥ ΘΕΛΩ Θέλω μιαν άνοιξη ακριβή κι ας την πληρώσω μ’ όσην ελπίδα μου απομένει Γιατί η ζωή δεν περιμένει το χελιδόνι να πετάξει Κι ούτε η μοίρα μου ‘χει τάξει άνοιξη δίχως να ματώσω

[ 29 ]


ΠΡΟΣΕΥΧΉ Τους λεμονανθούς Φόρεσε στα μαλλιά της Κι έγινε γιορτή Με τα δάχτυλά της άγγιξε το χώμα Και το χάιδεψε Ήρθαν στην ποδιά της κάθισαν πουλιά Και κελάηδησαν Δρόσισαν τα κύματα τα μικρά της πόδια Και την ξάφνιασαν Είδε το γαλάζιο ως μακριά ν’ απλώνεται Χαμογέλασε Μέγιστος ο κόσμος στην ψυχή της φάνηκε Ατελεύτητος Μέγιστο το κάλλος κι η σοφία του τόση Θαύμα ακατανόητο Προσευχή θα κάνει Τούτη τη σοφία να τη σέβεται Και μέχρι θανάτου τόσην ομορφιά Να τη γεύεται

[ 30 ]


ΠΟΛΑ ΒΑΚΙΡΛΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΔΩΣ ΑΡΓΕΙΟΙ! Εκτέλεσαν τις λέξεις κάποιοι ποιητή σε σταυρούς ηρώων τις έχουνε καρφώσει Άκου η αιδώς πώς θρηνεί πώς κλαίει η δικαιοσύνη! « Αργείοι, πού με σέρνετε δεν βλέπετε πως είμαι καρφωμένη;» Τα πέλματα ματώσανε αντριεύει η Ρωμιοσύνη πάρε το κόκκινο αίμα ποιητή και κάνε το τραγούδι

[ 31 ]


ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ Σκόνταψε το βλέμμα μου στον απέναντι τοίχο γκρίζος τοίχος γερασμένος κάτι ξεχαρβαλωμένα συνθήματα ήσαν οι μοναδικοί του ένοικοι αν θυμάμαι καλά για ελπίδα μιλούσαν και με αυτοπεποίθηση μεγάλη πρότειναν το χέρι στον περαστικό μοιράζοντας τριαντάφυλλα στις γυναίκες Δύσκολο πράγμα να συντηρήσεις ένα τριαντάφυλλο πρέπει ν’ αλλάζεις το νερό του καθημερινά αλλά κι αυτή η πράξη σου η μονότονη ημερομηνία λήξης έχει.

[ 32 ]


ΝΟΗΤΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Μικρές περιπλανήσεις του βιωτού μου ο κύκλος σε νοητές διαδρομές κλεισμένος Δίχως αρχή και τέλος δίχως όρια όπου ζωή και θάνατος ξεκίνημα νέας γενιάς ορίζουν κει που η αγάπη χείμαρρος τα φύλλα παρασέρνει σε πέλαγα ανοιχτόμυαλα πολυταξιδεμένα Μιζέρια δεν εγνώρισα δίπλα στ’ ακροθαλάσσι με φουσκωμένα όνειρα τα σύννεφα τρυγούσα του ουρανού το μέγα φως κρατώντας στην παλάμη και στις χιλιόχρονες κορφές των σκιερών βουνών μου σεργιάνιζα με τη ματιά μέχρι να πέσει ο ήλιος

[ 33 ]


ΣΑΝ ΤΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ Μες στη μεγαλοσύνη του απείρου την ασημαντότητά μου λογαριάζω. σάμπως τί είμαι; ένας σπόρος ριγμένος στου θεού την αγκαλιά που το καλό και το κακό στο νου μου όλο αναδεύω. Να βρω τον ήλιο μου γυρεύω σαν το μονόφθαλμο ηλιοτρόπιο καταμεσής στο πράσινο χωράφι.

[ 34 ]


ΓΙΏΤΑ ΓΕΡΟΓΙΏΡΓΗ Η ΑΠΟΥΣΊΑ ΣΟΥ αργά βυθίζομαι κι εγώ μες στη σιωπή σου αντέχω ακόμα ,αρκεί να μαι μαζί σου σκιές σκεπάζουν το χαμόγελο με πίκρα ότι είδα ,ότι είπα ,ότι αγάπησα και είχα δε θ αρνηθώ αλλάζω πόλεις,κι αγκαλιές να σε ξεχάσω μοιράζω όρκους κι υποσχέσεις ,πάω πάσο το ίδιο λάθος δυο φορές και τρεις θα κάνω να ζήσω τ όνειρο μαζί σου κι ας πεθάνω δε θ αρνηθώ τι αξία να χει ο κόσμος μακριά σου η απουσία σου εφιάλτης και παγίδα στο όνειρο μου σ έχω μόνο και φοβάμαι να ξυπνήσω και να λείπει η ελπίδα ζητώ μονάχα ένα χάδι σου ,μα φεύγεις σημάδι αφήνεις στην ψυχή μου,με παιδεύεις η νύχτα δεν περνά ,τόσο πολύ σε θέλω λέξη δε λες ,και πώς κοντά μου να σε φέρω να μη χαθώ παίρνω το χέρι σου και σε κοιτώ για ώρα πού πήγε εκείνο το κορίτσι ,που ναι τώρα που δε φοβόταν ,που γελούσε κι αγαπούσε να με κρατήσει όπως τότε με κρατούσε να μη χαθώ

[ 35 ]


Η ΔΙΚΙΆ ΣΟΥ ΣΙΩΠΉ μη με κοιτάς με μάτια που δειλιάζουν δώσε στον κόσμο τη δικιά σου σιωπή και θα μιλήσει μη μου ζητάς στο όνειρο να ζούμε δώσε στον κόσμο την αλήθεια σου κι ίσως να φτιάξει μη μ ακουμπάς με χέρια παγωμένα άσε με μένα μία μόνο στιγμή να σε ζεστάνω μη χαιρετάς δεν έχουμε τελειώσει άσε ν ακούω την ανάσα σου στην καρδιά πάνω μη με μεθάς με λόγια και με χάδια φίλα με μόνο να με ματώσεις στα χείλη τώρα μη νοσταλγείς ποτέ τα περασμένα φίλα με ,έλα για να με νιώσεις όχι άλλα λόγια μη θες εσύ όσα δεν έχεις δώσει μείνε εκεί,τ όνειρο σαν τελειώσει παρ’ τον καημό ,τον αναστεναγμό σου καν’τον τραγούδι ν ακουστεί


ΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ ΠΈΠΛΟ γκρίζο της ζωής μου το τοπίο με πινέλα χρώματα του βάζω χάραμα με βρίσκει μες στο κρύο να σε δικάζω πέτρινα τα πρόσωπα τριγύρω η αγάπη το χει σκάσει αυτό το χρόνο μάσκες όλοι φόρεσαν να κρύψουν δάκρυ και πόθο δραπετεύω πάλι να ξεφύγω το χαμόγελο σου να ξεχάσω τον πόνο όμως πως να απαλύνω αν δε σε φτάσω ήσουν η ελπίδα κι η χαρά μου εξάρτηση σου ήμουν και ανάγκη τον έρωτα που είχα στην καρδιά μου τον θέλω πάλι το σκοτάδι φίλος μου έχει γίνει δε φοβάμαι ούτε νιώθω θλίψη πέπλο το φοράω ,με τυλίγει ..πώς μου χεις λείψει πέπλο το φοράω και χορεύω ..να ρθεις γυρεύω η αγάπη σημάδι στης ψυχής το σκοτάδι

[ 37 ]


ΣΠΥΡΙΔΟΎΛΑ ΓΕΩΡΓΟΚΊΤΣΟΥ

ΓΙΑ’ ΣΕΝΑ ΠΟΥ ΡΩΤΆΣ ΓΙΑΤΊ ΦΕΎΓΟΥΝ

Για τα σπίτια που ΄γιναν συντρίμμια και χώμα. Σκόνη που ΄φυγε για άλλους ουρανούς. Για τις πατρίδες που σπαράζοντας έδωσαν εισιτήριο για έξοδο, δίχως επιστροφή. Για τους δρόμους που έχουν μεγάλες και βαθιές ρυτίδες, απ’ αυτές του πολέμου. Για τους φίλους που δεν χωρούσαν σ’ εκείνη τη βάρκα κι επιβιβάστηκαν σ΄ άλλες. Και δεν ξαναντάμωσαν. Για το άπειρο. Για το πουθενά. Για την «Ευρώπη». Για τα πράγματα που δε χωρούσαν στην τσάντα, στους ώμους, στις τσέπες. Ή και για εκείνα που βυθίστηκαν σε ανοίκεια πελάγη. Για τα χαμόγελα που πάγωσαν πιο πολύ κι απ΄ τα σώματα. Για τα μάτια που ‘κλειναν εσκεμμένα να μην αντικρύσουν την καταστροφή. Για τις στεριές τις αφιλόξενες που πνίγουν όσα χέρια τους απλώνονται. Γι΄ αυτό γεννήθηκε τούτο το ποίημα. Γι΄ αυτό και για ‘σένα. Για ‘σενα που ρωτάς γιατί φεύγουν. Και για ‘σένα που ρωτάς γιατί έρχονται. Και για ‘σένα που ψιθυρίζεις «Αφού ξέρουν..» Για΄ σένα που προσπερνάς και προσπερνάς και προσπερνάς. Για’ σένα που ξέχασες να είσαι αλληλέγγυος, που ξέχασες να είσαι άνθρωπος.

[ 38 ]


ΟΔΥΣΣΈΑΣ Ποια Ωγυγία σε κρατεί; Ποια Καλυψώ το δρόμο δε σου δείχνει; Δεν έχεις ρίζες Οδυσσέα. Οι θάλασσες, κοίτα! Απέραντες γαλάζιες, κι οι δρόμοι με χαραγματιές, λευκές γραμμές επιστροφής. Οι θάλασσες, κοίτα! Μαγιάτισε κι ηρεμούν για να γυρίσεις. Ποια Ωγυγία σε κρατεί; Σου κλείνουν τους δρόμους Οδυσσέα, τα φτερά σου κόβουν, σου σχίζουν τα πανιά και σε πλανεύουν. Τι τις ήθελες τις Ωγυγίες Οδυσσέα;

[ 39 ]


ΔΙΟΝΥΣΊΑ ΓΙΑΤΡΆ ΓΙΑ ΤΗ ΜΥΡΤΏ. Ασώματο το φόρεμα της νύχτας γλιστράει από τις χαραμάδες. Λείπει η καρδιά του και στέκεται βουβό στον τοίχο, να με συντροφεύει. Βρήκε σ’ εμένα ένα ταίρι. Όταν τα λόγια χύνονται σα νερό και δεν υπάρχει ψυχή να τ’ αγκαλιάσει, και χαμόγελο να τα γευτεί, τότε τι; Όταν το βλέμμα χάνεται στη θάλασσα, τότε τι; Nα πεις τι;!! Kαμιά απάντηση δε μπορεί να περπατήσει, πάνω από ένα κενό που ασφυκτιά, σ’ ένα χώρο κλεμμένο και ανήθικο, σε χρόνο λανθασμένα γεννημένο.

[ 40 ]


ΌΤΑΝ ΚΟΙΜΆΤΑΙ ΤΟ ΠΡΩΊ. Κοιμόταν το πρωί κι’ ήταν βουβά τα βήματα μου. Είχε ξαπλώσει το ποτάμι και αθόρυβα λιαζόταν. Η μέρα είχε ξυπνήσει με τον ήλιο οδηγό, μα τα παιδιά της, σα μάνα στοργική, στον ύπνο είχε αφήσει. Σάλευα αργά, την ησυχία μη ραγίσω. Χάιδεψα απαλά το γιασεμί, αγάπη να του δείξω. Λευκό μες στην κομψότητα και σ’ όλη του τη χάρη, ήταν παρέα των ματιών μου. Ήτανε θύμηση παλιά και μακρινή κάποιου καιρού μου παιδικού. Σ’ άλλη αυλή, που παίζαν τα μικρά μου χρόνια, ήρθε αυτό το γιασεμί να μου τα δείξει και ρίζες στην καρδιά μου να ζητήσει.

[ 41 ]


ΆΝΝΑ ΓΚΑΣΝΆΚΗ ΔΙΑΦΘΟΡΆΣ ΣΚΈΨΕΙΣ Μελιστάλαχτες λογοκρισίες. Σε τίτλους περιεχομένων αποκρουστικά ρηξικέλευθων. Θαρρείς ο κώδων αντέκρουσε τα κατεστημένα. Μα εκείνα ακάθεκτα τρυπώνουν στις όποιες αλήθειες. Όπιο του πνεύματος. Μελάνι μαύρο διαγράφει τις φωτεινές κουκκίδες του νου. Ξεγελώντας τα απροσπέλαστα. Ο κύβος ερρίφθη. Μα το κάστρο αγέρωχο το μέλλον ατενίζει. Δούλοι συνηθισμένων επαναλήψεων. Επανειλημμένα αυθάδεις. Τρυπώνουν στις αντιστάσεις των ευγενών. Διαστρεβλώνοντας όσα καθάρια εμμένουν. 18/01/2017

[ 42 ]


ΚΑΛΌΚΑΡΔΟΣ ΓΊΓΑΝΤΑΣ Στα μάτια του -δυο μικρές λατρεμένες κουμπότρυπεςΚαθρεφτίζονται όσα αντίκρισε. Χρόνια τώρα. Μικρές σοφίες. Στα μάτια του. Λάμπει η χαρά. Ενίοτε θριαμβεύει το πείσμα. Πολλάκις η ταραχή. Έχει διαβεί δρόμους με γνώριμους-άγνωστους περαστικούς. Έχει χορέψει χαρές. Έχει απώλειες θρηνήσει. Αυτός που στο βηματισμό του έμεναν άφωνα τ’ αηδόνια όταν στο ρυθμό της λίρας τα πόδια αιωρούνταν απ’ τη γη. Τώρα δειλά περπατά. Μα κι αν η θλίψη μου τον μεταμορφώνει.. Μέσα μου φαντάζει το ίδιο αγέρωχος. Νέος μιας άλλης εποχής. Με καρδιά γεμάτη αγάπη. Πολυταξιδεμένες συνειδήσεις. Καθημερινά θαύματα. Προσμένουν να τα συναντήσεις. Ιστορίες ανυπομονούν από το στόμα σου να ειπωθούν. Στίχοι σιγοτραγουδισμένοι τ’ αυτιά μας να χαϊδέψουν.

[ 43 ]


Πλάι μας. Σε όσα κατανοείς. Σε όσα θολώνουν κι ίσως δεν αντιλαμβάνεσαι. Με αγάπη περιτυλιγμένα όλα. Εμείς, εσύ, το παρόν, το μέλλον. Μια ηλιαχτίδα. Είσαι ο παππούς του δικού μου –μας- παραμυθιού που η φαντασία μεταμορφώνει σε καλόκαρδο γίγαντα. Της αγάπης διαστάσεις. Όλοι μαζί έχουμε δρόμο ακόμα. Αγάπης συνταγή. Μη το ξεχνάς. Γιατί… Τα παιδικά ξεφωνητά Στου σπιτιού σου την αυλή δε στέρεψαν. Έπεται συνέχεια. Ακολουθίες αγάπης. Πάντα και παντού. 09/01/2017 «για σένα, που πολύ αγαπώ.. Παππού Θανασάκη -όπως θα έλεγε η τρελή σου δισέγγονη-¨

[ 44 ]


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Λυπάμαι τα ποιήματα, που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών, στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων, έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα, γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες, με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν, έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο, ένα κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο, μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο. Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν, δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες, κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων. Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως. Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα; Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια, διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη, των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων. Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί, να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα, ένα μαύρο χελιδόνι, ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη. Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων, παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα. Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές. Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος. Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο. Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.

Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.

[ 45 ]


Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα. Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή. Τέλος, ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.

Τρίτο βραβείο στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος «Γιώργος Σεφέρης» (2017) που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας “Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – Edizioni La Zisa

[ 46 ]


ΑΣΘΕΝΕΙΑ Δεν θα πω πρωτάκουστα πράματα ως εκ τούτου το χειροκρότημα παρακαλώ να μην ακουστεί πέραν της αύρας του καθενός. Συνυπάρχω σε μια ομάδα, -κάποιοι την είπαν συμμορίαπνευματικής και κοινωνικής αφύπνισης ύστερα από θολές βολιδοσκοπήσεις συνείδησης. Μαζί με άλλους ομότεχνους λαφυραγωγούμε. Καθώς εφορμούμε στις λέξεις με λυσσαλέα όρεξη πολλάκις, πότε με πέλεκυς, πότε με κόμπο κρεμάλας ή ακόμα και με κοινά μαχαίρια οικιακής χρήσεως, διαγιγνώσκουμε τις αδυναμίες της ασθένειάς μας. Ποίηση. Γύρω από μια φωτιά, πίνουμε ποτά και άλλες νεκρώσιμες ουσίες Δεν κοιτάμε στα μάτια τους συντρόφους -ίσως από ντροπήκαι ανίατοι όντας επιθυμούμε διακαώς να ξεσκίσουμε τις σάρκες μας. Λουόμενοι με ποίηση μόνο θέλγητρο αυτό- κατασπάραξης.

[ 47 ]


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ Σ. ΓΝΉΣΙΟΣ ΤΙΜΩΡΊΑ Απόβραδο στην άκρη της ελπίδας, ο καημός σεργιάνι κάνει στους ήχους των ματιών σου, γίνεται λάσπη ο λυγμός σου, όνειρα, σκέψεις, κραυγές ένα χαρμάνι που πέτρα κάνει ο ίσκιος μιας αχτίδας. Κρυφά τα θέλω σου χάιδεψες σαν Μίδας, μαρμαρυγή το βλέμμα στο ταβάνι σέρνεται πάνω στα πρέπει των καιρών σου, σαν λησμονιά κρυφών αλλαλαγμών σου, στο στήθος χάραξε η μοίρα σου φιρμάνι οι ναυαγοί να βλέπουνε στο τέλος καταιγίδας.

[ 48 ]


ΤΑΞΊΔΙ ΟΝΕΊΡΩΝ Τα όνειρα ξεχάστηκαν στον δρόμο, δεν στάθηκαν στις όχθες της σιωπής, παράκουσαν τα λόγια και τον νόμο και πήραν το ποτάμι της φυγής. Στη βιάση τους γυρέψανε τον ήλιο, καλπάσανε σ΄αλόγων τις οπλές, ζευγάρωσαν με Κένταυρους στο Πήλιο, γινήκανε της μοίρας συμβουλές. Δε βρήκανε ποτέ τους την Ιθάκη, δεν ήταν ούτε καν αναπνοή, στο χώμα πάνω της σκιάς σου σταυρουδάκι κ΄η ανατολή στο πλάι του βουβή.

[ 49 ]


ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΆ Οι παπαρούνες είχαν γονατίσει ανάμεσα στους αβαγιανούς, τα κόκκινα πέταλά τους σκορπισμένα ολόγυρα αφουκράζονταν το πρώτο κλάμα του Μάη μέσα στην σιγαλιά της Ανάστασης, ενώ ο ορφανός τους πια μίσχος χόρευε με το τελευταίο όνειρο, αγκαλιασμένος με την ζεστή πνοή του Ζέφυρου.

[ 50 ]


ΔΈΣΠΟΙΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΆΔΟΥ ΘΡΎΨΑΛΑ Σε μια κάμαρα να κλειστώ Να ακούω της ψυχής τα λόγια Καθώς θα μου τρυπάνε το μυαλό -ΒαθιάΌλο και πιο βαθιά, Ώσπου να με διαλύσουν. -Να σκορπίσωΚι ένας γλυκός νοτιάς να εισβάλλει Απ ΄ τις μικρές χαραματιές των παραθύρων, Έρμαιο στα χέρια του να γίνει Κάθε κόκκος ύπαρξης, Κι έπειτα να χαθώ, Σαν σκόνη να πλανηθώ Στο άπειρο!

[ 51 ]


ΦΑΊΝΕΣΘΑΙ Μ ΄ ένα εγώ δοσμένο στο φαίνεσθαι , Σε περιτύλιγμα ακριβό και προσεγμένο Να κρύβει, -Να παραπλανείΤη θαμμένη αλήθεια που στοιχειώνει το κορμί σου -Αλήθεια που πάλλεταιΤαλαντώσεις αδιάκοπες σε σχοινί τεντωμένο, Φθαρμένο από μια ελαφρότητα αβάσταχτη, Με σαφή ροπή προς την καταστροφή. Διψάς γι ΄ αποδοχή -πρόσκαιρη τόνωσηΝαρκισσιστής δίχως εξόδους διαφυγής Κυοφορείς το «εγώ» που τρέφεις Με το τίποτα Και την ψυχή σου στην αφάνεια τιμωρείς

[ 52 ]


ΣΑΝΤΊΝΑ ΔΕΝΑΞΆ (ΛΊΚΝΟΝ) ΠΡΌΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΔΕΊΠΝΟ Σημάδια, χαρακιές βαθιές, πρώτες ύλες του πόνου. Κάθισε, σε παρακαλώ, το δείπνο δικό μου. Κερνάω κρασί, αίμα ζεστό στο κρύσταλλο που θάμπωσε το ψέμα. Πιες... κι αν θέλεις, σέρβιρε κι εμένα. Η αγάπη πρόσφορο επάνω στο τραπέζι - άρτος ιερός! Τα κρύα πιάτα της αμαρτίας που εξαγνίζει, πάει καιρός. Βλέμμα ψυχρό το φως λιγοστεύει. Κόμπος το δάκρυ παραμονεύει. Και ο λυγμός, μέρες βουβός, στα σωθικά μου λόγχη ελλοχεύει. Δυο λόγια αλλόκοτα, δύσπεπτα, βαριά, ανάσα κόβουνε και ευτυχία. Φρούτο σερβίρουν τον οίκτο πικρό και δεν αφήνουν ελπίδα καμία. Τελειώσαμε. Φεύγεις. Η μουσική ακόμη παίζει εντός, καταδιώκοντας την ησυχία. Κι η προδοσία άκαμπτη, σκληρή, τα όνειρα στο κατώφλι πυροβολεί, γελάει φρικτά... την πόρτα κλείνει ηχηρά, κόκκινη βάφει την ιστορία.


ΔΥΟ ΛΌΓΙΑ Δυο λόγια έριξα βαθιά Δυο λόγια, δυο κοράλλια Τάματα ήταν Προσευχές Λευκά μαργαριτάρια Τ’ άφησα προίκα του νερού Χαρίσματα δικά σου Γοργόνες να τα προσκυνούν Βέβηλοι μην τ’ αρπάξουν Δυο λόγια, διάφανοι σταυροί Έλεος και Αγάπη Κυματοθραύστες άσπιλοι Στον πόνο και στο δάκρυ

[ 54 ]


ΣΤ’ ΑΜΌΝΙ ΤΟΥ ΠΌΝΟΥ Όποιος δεν στεφανώθηκε τον πόνο και δεν κατεργάσθηκε τη λύπη στις πυρακτωμένες βέρες Όποιος δεν φόρεσε του σπαραγμού το βαθύχρωμο πέπλο και δεν γευμάτισε μαζί του στο τραπέζι της απόγνωσης Όποιος δεν χόρεψε την μπαλάντα της θλίψης και δεν γεύτηκε τα πικρά του φιλιά Όποιος δεν ένιωσε τα κοφτερά του νύχια να μπήγονται βαθιά στην τρυφερή σάρκα σε κάθε νυχτερινή τους συνεύρεση και την αναπνοή του να κόβεται από τα βαριά σκεπάσματα της απελπισίας Όποιος δεν στέγνωσε τ’ αστείρευτα δάκρυά του με το μαντήλι της υπομονής και δεν συμφιλιώθηκε με τον αναστεναγμό του Δεν έχει υποτάξει ακόμη το θηρίο μέσα του, γιατί μόνο στ’ αμόνι του πόνου σφυρηλατείσαι άνθρωπος.

[ 55 ]


Ο ΣΤΑΘΜΌΣ ΚΛΕΊΝΕΙ Και περνούν οι άνθρωποι από τη ζωή μας και φεύγουν όπως οι επιβάτες στον σταθμό. Άλλοι βιαστικοί, ανυπόμονοι να συναντηθούν με την μοίρα τους, το άγνωστο και προκλητικό. Άλλοι διστακτικοί, γεμάτοι αμφιβολίες μπλεγμένες γύρω από το δίλημμα της σωστής κατεύθυνσης. Κι άλλοι θλιμμένοι, ανίκανοι να δεχτούν ότι το ταξίδι τους τελείωσε κι η επιστροφή στα ίδια, τα γνωστά και καθημερινά, είναι υποχρεωτική. Όλοι όμως επιβιβάζονται και φεύγουν. Αγαπημένοι, φίλοι, συγγενείς, άνθρωποι που γνώρισες λίγο αλλά εκτίμησες πολύ, άνθρωποι που έπινες νερό στ’ όνομά τους και σου κάρφωσαν πισώπλατα το μαχαίρι. Άνθρωποι Μικροί και Μεγάλοι. Στο τέλος μένεις μόνος, σταθμάρχης και μηχανοδηγός, υπάλληλος στο γκισέ των εισιτηρίων και μικροπωλητής, φύλακας μαζί κι εργάτης να καθαρίζεις τα κατάλοιπα αυτής της αέναης κίνησης του πέρα - δώθε. Το ρολόι σήμανε δώδεκα. Ο σταθμός κλείνει. Όλα ησυχάζουν φαινομενικά, τα φώτα σβήνουν και μένουν μόνο τ’ ατελείωτα βήματα, τ’ αργόσυρτα...τα βιαστικά, να πηγαινοέρχονται μέσα σου ατελεύτητα, αφήνοντας ίχνη που ούτε ο ίδιος ο χρόνος δεν σβήνει.

[ 56 ]


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΟΓΕΝΗΣ Συμμετρία Φάσμα το πλήρες Οπές Δέσμες ενόρμηση εναλλαγή Αναμορφώνω τις κλίσεις Το όργανο συλλαμβάνει και καταυγάζεται δέομαι Όραση Οράσεως δωροδότη Φάος ρέον οφθαλμών Πνοή βαίνει το φίλητρον Φάσμα ατελές Το μονοπάτι Νους Οφθαλμός διάμεσος άλικος σκέδαση όρανος τέκτων αστήρ Ήλιος Πανόπτης

[ 57 ]


Νυξ αήρ

ιμάτια νέφη άργυρος Είναι το κάλεσμα. Απόκρυφος και σέλας ατραπών κάτοπτρο Φοίβου αδελφού καθάρτη τεθνεώτων μαγνήτη ύδατος μαγνήτη πνεύματος Ιδού φαίνει εκ νέφους όχημα ίππων φερέπτερων μελάνων ήμισυ λευκών Ακροάσου το ουρλιαχτό του λύκου είναι το πνεύμα ενός ανθρώπου σε θρήνο ο δίσκος σου ορατός ματώνει κρατήρες αίμα εξαπλώνεται στα άκρα υπέρκορο Αίγλη Σελάνα Μήνη

[ 58 ]


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΚΑΠΟΙΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΠΙΑ Τις λύπες σέρνει η χώρα μου μαρτυρολόγια υφαίνει. Απ’ τον ξύπνο στον ύπνο έπεα πτερόεντα πληγές αγιάτρευτες τίποτα να ησυχάσει ο νους να μην πονάει ο πόνος. Κάποιοι μονάχοι την κουβαλάνε πια μυστικά στο δρόμο του ο καθένας μονάχα αυτοί γνωρίζοντας το φως το άρωμά της σε σκοτάδια κι ερημιές σωπαίνοντας και δημιουργώντας μοναχοί τους.

[ 59 ]


ΜΗΝ ΕΧΟΝΤΑΣ ΑΛΛΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ ΤΟ ΑΙΜΑ Και να. Επιτάφιος κι αναστάσιμος ο ονειρικός τρομοκράτης ταχυδακτυλουργός του αιωνίου φόβου και τους θριαμβεύοντος σπαραγμού ξεγραμμένος απ’ τους πάντες κι απ’ τα πάντα ξεχύνεται άνεμος ελευθερωμένος κι ελευθερωτής γεμάτος συνθήματα κομμάτια λιωμένα πάθη κι αρχέγονες προσευχές. Ξεχύνεται χωρίς καμιά προοπτική επιστροφής -πώς να ορίσεις άλλωστε την αφετηρία της ορμής πώς να ξανακλείσεις τον αετό που εφορμά στη θύελλαανοίγοντας πυρ σε δασκάλους εργολάβους και ψυχαναλυτές σ’ εμπόρους ιερείς χρηματιστές και κομματάρχες σε ρουφιάνους και αστυνόμους πυροδοτώντας ιερουργός εμπρηστής τον πηχτό πολτό των είκοσι λεηλατημένων αιώνων δοσμένος ολοκληρωτικά στη δαπάνη του αίματος καταδικασμένος ζωντανός μέσα στο θάνατο αθάνατος.

[ 60 ]


ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ Ακροβάτης επαγγέλλομαι αλχημιστής εθελούσιος εξημερωτής παράξενων άγριων ζώων και προπονητής του θανάτου. Ονομάζω τον εαυτό μου στο μηδέν πετώ στο τίποτα αιωρούμαι στο χάρτη αφουγκράζομαι στίχους εικόνες το γοερό κλάμα του νηπίου νυχτοπούλι της ερημιάς νυχτοπούλι του στήθους στην κόψη ενός πεπρωμένου που δεν μπορώ ν’ αποφύγω χαιρετώ τον άνεμο που φυσά τη ρωγμή στον ύπνο σου το σπόρο που τολμά ν’ ανθίσει.

[ 61 ]


ΞΥΠΝΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟ ΑΙΜΑ Τις νύχτες το κορμί μου βαραίνει από ναυάγια ποιήματα ένας εφιάλτης ένας κακός ανεμοστρόβιλος με σκάβει ξεριζώνει τους χάρτες μου με παίρνει και με σηκώνει πέρα μακριά παραμιλώ στη μέση σου κρεμιέμαι ξυπνά μέσα μου το αίμα και κλαίει.

[ 62 ]


ΤΟ ΑΛΛΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ Ι Μας περιμένουν οι ανοιχτές θάλασσες. Εκεί οικήτορες για πάντα ΙΙ Πρόσω ολοταχώς κι ας μας μπατάρουν.

[ 63 ]


ΦΙΛΟΣΟΦΩΝΤΑΣ Είμαστε όλοι καλά Μαρία. Κανείς δεν ξερίζωσε τα σπλάχνα του κανείς δεν τσάκισε τη σιωπή του ούτε πνίγηκε στο ποτάμι. Είμαστε όλοι καλά και μετράμε τις μέρες φιλοσοφώντας φιλοσοφώντας φιλοσοφώντας.

[ 64 ]


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΑΓΟΥΝΗ ΙΧΝΗ Τις μεγάλες καλοκαιρινές νύχτες, όπου τίποτα δεν κινείται, παρά μια πανσέληνος στη χίμαιρα του ορίζοντα φωτίζοντας την υδρόγειο σφαίρα της εμπειρίας αναδεύοντας τη θάλασσα της μνήμης μπρος και πίσω σκορπίζοντας υπαινιγμούς σε διαφανείς αβύσσους, κοσκινίζω την άμμο της ιδιωτικής μου παραλίας μαζεύοντας στο κουβαδάκι μου τα γυαλισμένα ίχνη της ύπαρξής μου ανοίγοντας σχισμές με τις παλάμες και αλιεύοντας ασημαντότητες από τις απαγορευμένες ζώνες της επιθυμίας πριν προλάβουν να βυθιστούν στην κινούμενη άμμο της λήθης. Τοπογραφώντας την προσωρινή μνήμη, με γυμνά ακροδάχτυλα μαζεύω αυτά τα διάσπαρτα θραύσματα, που κοσμούν μια κοινή ακτή. Τίποτα εδώ δεν είναι αποκλειστικά δικό μου. Κάθε ζωή προκύπτει από άλλες ζωές, κορυφές και συντριβές, υποστηρίζοντας τον αιώνιο ρυθμό του απροσδιόριστου.

[ 65 ]


ΚΑΤΙ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Εκεί στην ακτή, πολλά όνειρα βρίσκονται θαμμένα μες στην άμμο εκεί όπου οι ανυπαρξίες της καρδιάς έρχονται και χάνονται με το κύμα και ξέφτια μπλε εξαϋλώνονται στις αφανείς αποχρώσεις του λυκόφωτος που στολισμένες με ήχους και αναστεναγμούς και ψιθύρους ατελείωτους σαν μελωδίες παρείσακτες περιφέρονται στις μεσονύκτιες στράτες σαν λησμονιές, σαν χίμαιρες απροσδιόριστες υγρά φιλιά μας δίνουν και κλείνουν απαλά τα μάτια μας με αόρατα χέρια.

[ 66 ]


ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ Τα χέρια σου είναι πολύ μικρά για να κρατήσουν όλα όσα επιθυμείς. Η διάφανη πεταλούδα που είναι μπλεγμένη στα μαλλιά σου δεν θα σε αγαπάει για πολύ. Το μαύρο χελιδόνι που κρατάς πεισματικά από μια κόκκινη κορδέλα θα διαφύγει και πάλι πίσω στην ταπετσαρία. Το πολύχρωμο πουλί που έπιασες αδέξια με μια ξόβεργα έχει τα πόδια του δεμένα κι έχασε τη θέλησή του να πετάξει μακριά. Είσαι πολύ αθώο για τόση δύναμη -για να κρατάς όλες τις μικρές αυτές ζωές στα χέρια σου, να τις κατέχεις και να προσπαθείς να τις δαμάσεις. Εσύ όμως, στέκεις πάντα εκεί μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη σου και χαμογελάς στο είδωλό σου αψηφώντας τους νόμους της φύσης.

[ 67 ]


ΧΑΝΤΡΕΣ Μοιάζουν με χάντρες από σπασμένα περιδέραια που πέφτουν κατρακυλώντας από το λαιμό των αγγέλων -το κάνουν σκόπιματα αφήνουν σαν ενδείξεις καθώς αιωρούνται ή ανυψώνονται ή απλά παίρνουν υπόσταση στη φαντασία των παιδιών που με μοναχικά βήματα περιπλανιούνται μέσα στα παραμύθια. Έχω συλλέξει πολλές χάντρες από τέτοια περιδέραια, γνωρίζοντας ότι θα γίνουν δάκρυα της νοσταλγίας του ανέκφραστου, σαν αργοκυλούν από της μνήμης το κομμένο νήμα.

[ 68 ]


ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ Θα έβαφα χρυσό αυτό το αστέρι θα έβαζα κόλλα στο πίσω μέρος του και θα το αποθήκευα σε ένα κουτί αναμνήσεων. Θα έφτιαχνα αυτό το αστέρι για το μέτωπο ενός παιδιού σαν επιβράβευση για τις υψηλές του επιδόσεις. Θα ήταν για μένα αυτό το αστέρι. Θα το άξιζα, πιστεύω σαν δώρο εξ’ ουρανού σταλμένο. Κάποτε το αστέρι μου ήταν χρυσό στην πάνω δεξιά γωνία ενός μπλε χαρτιού όπου είχα γράψει την αποστολή μου -ορθογραφημένη επιμελώς. Τώρα, σαν δώρο που δεν άξιζα, φτιάχνω ένα αστέρι κόκκινο που πέφτοντας χαράζει γράμματα φωτιάς που με σιβυλλικές αναλαμπές ανησυχεί, γλιστρώντας απ’ το Σύμπαν και που αιμορραγεί σαν μια πληγή που ψηλαφίζω με απαλά δάχτυλα.

[ 69 ]


ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ Θα μπορούσε απλά να ήταν ένα απόγευμα σαν οποιοδήποτε άλλο. Λέμε πώς η μοίρα έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να κατευθύνει τα πράγματα Σήμερα όμως όχι. Σήμερα επιτρέπει μόνο δώρα αλλόκοτα και εξωπραγματικά, γενναιόδωρα δοσμένα που μετατρέπουν κάθε ώρα σε άκτιστο φως. Παρατηρώ τους καθρέφτες που αντανακλούν την κορυφή μιας πυραμίδας ή έναν διάδρομο μακρύ για όσο πάει το μάτι, όπου μπορώ να διακρίνω στην είσοδο λουλούδια και να περιπλανηθώ για ώρα πολλή στο υποβλητικά θαμπό του φως μέχρι κι εκείνο να χαθεί μέσα στον εαυτό του. Ή, παρατηρώ τα σύννεφα σε κίνηση προς κάποιον ορίζοντα, καθώς μεταμορφώνονται σε γυάλινα βιτρώ παράθυρα κάποιου επιβλητικού ναού εκλύοντας δέσμες ζεστού αέρα. Στέκομαι και κοιτώ με θαυμασμό όπως βυθίζονται αργά σε φωτεινή πλημμύρα και αιωρούνται στη συνείδηση του άχρονου μέχρι το φως να δύσει.

[ 70 ]


ΜΑΡΜΑΡΥΓΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα πολλών αστεριών. Τα βλέπουμε να αντικατοπτρίζονται σε ανοιχτά πηγάδια και να εκτινάσσονται στις επιφάνειες των λιμνών. Φανταζόμαστε το μεγαλείο του θορύβου τους έτσι όπως εμφανίζονται απ’ τα παράθυρα του αιθέρα και από πόρτες φωτιζόμενες, φανερώνοντας σε όλο τους το φάσμα ήχους περιπλανώμενους σε κάθε σημείο της νύχτας, τη γαλήνη του ύπνου των πουλιών και τη σοφία της αναπνοής των μελισσών που ονειρεύονται στην ησυχία της κυψέλης. Έτσι τα παρατηρούμε από μακριά καθώς διαγράφουν τις παράλληλες τροχιές τους με τον ρυθμό του πεπρωμένου, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τα ονόματά τους -ίσως δύσκολα στην προφορά για τον καθένα. Είναι άραγε οι μυστικές εκλάμψεις των ελπίδων μας που σπινθηροβολούν παντού τριγύρω ή απλά ο απόηχος των τραγουδιών της νύχτας που περιφέρονται στις εσχατιές του αγέρα γεμάτα φαντασία και εξαπάτηση; Απαλλαγμένοι απ’ τα δεσμά της χθεσινής ματαιότητας ισορροπούμε σε μιαν άλλη, ιδεατή υπόσταση σε μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου που μεταμορφώνει κάθε στιλπνή μαρμαρυγή στης γης τον ατελή καθρέφτη σε ταξίδια ατέρμονα στις χώρες των χρωμάτων και κάθε αδύναμη φωνή ανέκφραστων πραγμάτων στον ήχο της ανύψωσης του εσώτερου εαυτού σε παλινδρομική πορεία προς το φως μέσα από τη λαμπερή διαφάνεια των δακρύων μας.

[ 71 ]


ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ Κάτω απ’ τον αστερισμό του τυχαίου, εκεί που οι δείκτες τέμνουν τον άθικτο χρόνο, στροβιλιζόμαστε στου αγνώστου τους κυκλώνες. Έρχονται και μας τυλίγουν σαν οπτασία αέρινη, σαν φευγαλέα τραγούδια σειρήνων από τα απύθμενα βάθη, σαν κύματα που ταξιδεύουν από άνεμο σε άνεμο, σαν μια πρόσκαιρη θύμηση ενός ανεπαίσθητου κόσμου ποτισμένη με το αλάτι των δακρύων μας για να μας αφήσουν στην ακτογραμμή, τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ανόδου και πτώσης, άμπωτης και παλίρροιας που ανεβαίνει και τραβιέται σε συνεχή ρυθμό με έναν παλλόμενο, αρχαίο ήχο ακολουθώντας την αδιάσπαστη τροχιά της νύχτας. Εκεί μπορούμε πραγματικά να βυθιστούμε μέσα στην έσχατη αιωνιότητα του ορίζοντα, κάτω από τον ίλιγγο των ουράνιων σωμάτων και την ανάμνηση ενός ήλιου μοναχικού που βασιλεύει σε αυτές τις μεγάλες θάλασσες όπου μπορούμε μόνο να ταξιδεύουμε στην επιφάνεια και ποτέ στα βάθη τους.

[ 72 ]


ΥΨΙΠΕΤΕΙΣ Διασχίζοντας τις αποχρώσεις του αιθέρα πετούν σε σχηματισμό στο ύψωμα ενός ουράνιου τόξου με ημικύκλια, σε παραδείσους ξεχασμένους πάνω από τις τεθλασμένες γραμμές των κεραυνών και τις χαμένες Ατλαντίδες εισβάλλοντας στις μυστικές κρύπτες της ψυχής και στα όνειρα των ταραγμένων κάτω από τα πέπλα μιας γαλήνιας μέθεξης. Είναι οι αισθήσεις που αφουγκράζονται τη σιωπή της μοναξιάς και αναδύονται στο φως διαπερνώντας τα όρια της θλίψης. Αγκομαχούν στη δίνη του χρόνου μα επιστρέφουν μέσα απ’ την ηχώ που ποτέ δεν ξεθωριάζει διανύοντας την αόρατη σκάλα μεταξύ ουρανού και γης, πτήσης και προσγείωσης.

[ 73 ]


ΒΊΚΥ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΆΚΟΥ ΓΥΝΑΊΚΑ .. ΕΓΏ .. Την είδα.. εκεί στων ονείρων μου τ΄αστρί ένα δοξάρι να κρατά και να αμύνεται στις λέξεις. Να δίνει μια παράσταση οργής σαν να τανε μια πράξη τελευταία. Την άκουσα να μετράει υπομονές.. απ΄την καρδιά της να δανείζεται σφυγμό για να τις ξεχρεώσει, να τις κερνάει προσμονή, από αρισμαρί και μέλι. Την είδα σαν κύμα ερημικό να αγρυπνά στου φεγγαριού το αλώνι, να λούζετε με της άρνης το νερό, τον ήλιο να ξεκρεμά απ΄το καημό, και την ψυχή της να στεγνώνει. Τα σύμβολα της δύναμης από τις ανάσες των πληγωμένων στεναγμών μεθοδικά να ανιχνεύει, σκυφτή να ακονίζει τη σιωπή του ευάλωτου εαυτού της, με τα μαχαίρια που στα στήθη της βαθιά είχε κρυμμένα. Στο ταξίδι της να είναι θεατής, με τη σιωπή, τη γλώσσα που μιλούν των ονείρων οι ναυαγοί, να γίνετε ζευγάρι. Να κρύβετε απ΄το μέτοικο τον όλεθρο, που κατοίκισε στον πανικό της και να του ψιθυρίζει πώς για κάθε πόνου αλλαξιά, μια δίκη του ετοίμαζε με θύμα τον λυγμό και σπαραγμό για θύτη. Με του Μάη τις φωτιές να ανάβει το κορμί της, και να το σβήνει στο φιλί που δροσολόγαγε συχνά με υάκινθο και κρίνα. Στον δεσμώτη πόνος της, τα χείλη τα ζεστά κρυφά να του προσφέρει, μαζί με τα πιο καλά της δάκρυα που του΄χε φυλαγμένα, από τότε που δεν είχε βουρκώσει ακόμα ο καιρός και στις μπούκλες των μαλλιών της σάλευαν, μίσχοι και τριαντάφυλλα, ενθύμιο για τον θυμό που όλο δυναμώνει. Τις θλίψεις της, κρυφά να φυγαδεύει και αυτές να βρίσκουν καταφύγιο στην αυθαίρετη δύναμή τους. Σε όνειρα πλάνα και τρισμέγιστα να της μισεύει ο λογισμός, που φιλόστοργα τα μεγάλωσε να τη φυλούν τα βράδια, για να αναδύεται σαν άνοιξη στο θάμπος το χειμώνα. Την είδα να ζει στην συνωμοσία της σιωπής, φυλακισμένη στο κορμί, στο χρώμα πάντα το λευκό. Μια πηλένια ζωγραφιά στο κάδρο της ζωής της, που τη μαστόρεψε η μοναξιά και την πέτρωσε η λήθη. Ηχεί η παρουσία της... [ 74 ]


Πάνω στα πλήκτρα της καρδιάς, φωνήεντα πατά και μέσα της, πάλλεται ένας στίχος ... Λευκός είναι ο ίσκιος μου μα έχει φεγγαρένια μάτια ψυχή έχει και κορμί κι ανασαιμιά ζεστή να ζεσταίνω το κέρινο κορμί μου ... Τις νύχτες χωρίς πανσέληνο βγαίνω κρυφά απ΄τα όνειρα και με το φως του ραψωδού ποτίζω τις τριανταφυλλιές που κάποτε ζωγράφισα στην ιχνογραφία της ψυχής μου .. Γυναίκα .. Εγώ...!

[ 75 ]


ΓΕΝΈΘΛΙΟΣ ΈΡΩΤΑΣ Το τελευταίο φιλί στα πόδια του έρωτα που διαβήκαμε αφήνω.. Κάτω απ΄το τραυματισμένο ουρανό με την ευτυχία δεμένη στο λαιμό ξεμακραίνω.. Κι όσο θα με προσπερνάς λύσε την σφαλισμένη σου ψυχή ζήτα της μια αναβολή.. απ΄ τη συμφωνημένη σιωπή το τελευταίο σ΄αγαπώ ν΄ακούσεις.. Κι αν δεν φοβάσαι σκύψε και πάρτο αγκαλιά ν΄αντέξει στου λυγμού τα δειλινά αυτό που βάφτισες αγάπη! Σαν ξαποστάσεις απ΄το φευγιό και στο δάκρυ του αναπαυθείς αγνάντι μου αν μπορέσεις να σταθείς κοίτα εκείνα τα απέθαντα γιασεμιά που πρόθυμα τα μάτωνα για σένα.. Παρέα μ΄ένα τσιγάρο σέρτικο κι αράθυμο το νου μου τον ξάστερο τυραννούσα έρωτας δίπλα σου ν΄ανατείλλω! Εσύ όλο γέλιο κι αρεσιά τον χορευτή παρίστανες.. ονειροπαγίδα γελαστή.. κυνηγιόσουνα με το φιλί εγώ λάθρα μέρευα τους καιρούς για να πετάξουμε ψηλά αλλά εσύ φοβήθηκες τα ύψη...!

[ 76 ]


ΝΑ ΈΡΧΕΣΑΙ Να έρχεσαι.. Κι ας ήσουν έρωτας ανάγωγος που χτύπησε αργά την πόρτα.. Τον χρόνο να μεριάζεις την ηλικία του γέλιου σου να κλέβω! Να μου φιλεύεις το φιλί στο λάθεμα της στράτας του ν΄ανατέλλω.. Να έρχεσαι.. Σαν από έρωτα εφηβικό με τρυφερεύει το φιλί σου.. Να επιστρέφεις απ΄τον πηγαιμό.. να διαβάζεις τη λέξη Σ΄αγαπώ που στα χείλη αυτοκτονεί γιατί αρνήθηκα να την προφέρω.. Σημάδια στα χνάρια σου ν΄αφήνεις μην χαθείς.. δεν έχω δρόμους μέσα μου είμαι αλωμένη πόλη ! Τα τείχη μου σύντομα θα πέσουνε ικέτισσα κι αν έγινα ανήξερη στο λιόγερμα με σύρανε να τεμαχίσουν το μυαλό μου.. Να είσαι εδώ.. να υπερασπιστείς.. αυτή την ήττα μου.. μαζί σου !

[ 77 ]


ΝΙΚΗΤΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ «ΒΕΝΕΤΊΑ» Αυτή η εξαίσια μουσική που η υπογραφή της χάνεται στους αιώνες κάνει τα δέντρα να ριγούν και να αναστενάζουν. Είναι θλιμμένη τέλεια αδάκρυτη ερημικά ως λέγει το μεγαλείο μες στη νύχτα.Σπρώχνει το χέρι μου σε αντίθετες λυτρώσεις ερχομών ή αναχωρήσεων κι αποφασίζει από πριν για όλα. Μέσα της κλείεται η σιωπή μα κι η σιωπή την ενέχει. Στο πορφυρό το δειλινό που η ψυχή είναι νερό,νερό μονάχα πάλι και ό,τι ακούγεται είν’ο αχός απ’την ανάμνηση του ωραίου γονδολιέρη. Σκορπίστηκαν οι στίχοι μου δεξιά κι αριστερά, τώρα απαιτείται μεγάλη προσπάθεια να τους ξαναμαζέψω και να τους αποδώσω ενιαίους για ένα ποίημα ομορφότερο της μουσικής και της Βενετίας..... * «ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΊ ΜΟΥ-1» Μια πρώτη ιδέα κρίνου,γιασεμιού και αλάβαστρου. Απάνεμος πρώτος ορισμός τα μάτια. Κι ένας χαρμάνης καπνιστής που δεν τον νοιάζει η μάρκα.Στο πρώτο γέλιο και στην κατάληξη των οριζόντων κατανυκτικά στη μέθεξη των απείρων που χρίζω δικιά μου,ατομική. Με το μεγάλο,θείο παράπονο των ανθρώπων στο πρόσωπο που ευλογώ. Μια πόλη άδεια από αισθήματα και κίνηση-πιόνι σε χέρι θεικό που στεραίωσε το φανταστικό ή μάλλον τη φαντασία. Ένα πρόσταγμα αγγέλων που σου αφήνει το περιθώριο ν’αρνηθείς όντας τόσο πολύ ευαίσθητος ως τα όρια της αθανασίας

[ 78 ]


ΑΝΝΑ ΖΑΝΙΔΑΚΗ ΤΟ ΧΩΝΕΥΤΉΡΙ Στο στόμα μας πολλών λογιών Οτι αρέσει εισβάλλουν Τροφές γλυκά ένα σωρό Μα άλλα διαβάλουν Λόγια φράσεις πάμπολες Δονούν και αναταράζουν Τα σωθικά συθέμελλα Και τα βουνά τρομάζουν Είναι οι μπόρες δυνατές Αυτές που θα προκύψουν Αντάρες έρχονται ευθύς Σαν τα δρομολογήσουν Τα γεγονότα που έβαλαν Και τα χουνε στο νου τους Αμαρτήματα προπατορικά Ρημάζουν τους εαυτούς τους Χωνευτήρι έπρεπε Εκεί να τα αποθέσουν Βριςίδια λόγια πολύπλοκα Για να τα καταθέσουν. Συλλογές τους θέλησαν Ετσι να προβάλλουν Αδικες και ανήθικες Για να μας καταβάλλουν Μα η αντρεία της ψυχής Δε τη σκιάζει πράμα Από δω και στο εξής Ζει να γευτεί το θάμμα Αυτό της αναγέννησης Καρδιάς που έβαλε στόχο Γιατί φροντίζει επιμελλώς Με τρόπο κι όχι κόπο. [ 79 ]


ΟΙ ΧΉΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΦΑΝΆ. σημαςία δεν τους δίνουν όταν φύγουν απ τη ζωή αφού υπηρεςίες δε θα γίνουν θα ναι όλα ασφαλή έτσι αυτοί θέλουν να λένε με αδιαφορία παμψηφή μα τα χωματα τους κλαίνε ως η ψυχή αποδημεί. εις Κυρίου εκεί τα μέρη θα ναι τώρα ασφαλείς δε θα εχουν να θωρρούνε διαταγές απιβολής. άλλοι πάλι κι αν φερθούνε ανθρωπίνως δυνατόν άλλοι θα τους υποτιμούνε ως ανήλιαγο εχθρόν που ρχεται και τους σκιάζει τον ήλιο απευθύς των τρόπωνκαι συμπεριφορών του να ναι όλα επεικής. μα τα δύσκολα μαντάτα ταξιδεύουν δυστυχώς κι έτσι βρέθηκαν ως χήρες κι ορφανά δυστυχώς να έχουν να προσπεράσουν σκοπέλους διαρκώς υφάλους που το Κράτος επιστεγάζει επιτυχώς ρίξτε μια ματιά θα λέω ς όσους είναι στο εξής καρεκλοκένταυροι εν τέλει και κινούνται απαθείς κάντε να νοιώθουν ευγενείς κι όχι ξεροκόματα της πείνας λες και είναι ιδεχθύς ως έγκλημα και σφάλμα τάσσονται πάντα διαρκώς

[ 80 ]


λες και θα σηκωθούνε οι νεκροί διά παντός να τους στήσουνε στα μέτρα να επιλέξουν ολοταχώς αφού δύνανται να στείλουν μήνυμα διακαώς. αν θα ηταν εις τη ζήση. δε τους έσκιαζε απειλή αυτοί θα τη γγνωμοδοτούσαν της επιβίωςής τους την πυγμή θα προβάλλαν και θα στέλναν ΄στ άπατα και αβαθή όσοι τη ζωή τους κρίναν αριθμών επιταγή. * Στη γιορτή σου φυλαχτό Θέλω να το κρατήσεις Το σημείωμα ψυχής Μονάχα να αντικρύσεις. Τι είσαι εσύ για μένα νε Κανένα μη ρωτήσεις Μόνο αφουγκράσου θαρρετά Σκέψεις μου μην αψηφήσεις Λογίσου τες και κοίταξε Τι νοιώθω τι πρεσβεύω Για σένα νε αγάπη μου Κι όλα τα κυριεύω Σα στη σκέψης σου εγώ Εγώ εσέ καμάρι Κανενός δε θα δεχθώ Δε θα του κάνω χάρη Εσένα νε προσκέφαλο Έχω στο μαξιλάρι Με την έννοια σου ξενυχτώ Που έχω κάθε βράδυ Να σαι γερός να χαίρομαι Εσένα νε για πάντα Ωσότου ο Πλάστης αφεθεί Για να μας χωρίσει πάντα

[ 81 ]


Μα πάντα ξέρε το καλά Είσαι ο θησαυρός μου Μοναδικο μου μέλλημα Άγγελος στο πλευρό μου Φύλακας θα σαι εσύ Κι εγώ για σένα Κανείς μη λάχει και πει Πράμα κακό για σένα Τα δόντια μου σαν το θεριό Αυτά εκεί θα δείξω Νύχια θα βγάλω αφενός Λατρείας για να δείξω Πως τρέφω και αναπτύσσομαι Απ την ματιά την πρώτη Εσένα θα χω οδηγό Της σκέψης μου στρατιώτη. * ΣΤΗΡΊΖΩ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΊΖΩ. στα λίγα χρόνια της γραφης έχω να διηγούμαι ελάχιστα τα έγγραφα έχω και τα λογούμαι. έτσι σκεφτόμουνα παλιά άραγε να τολμήσω το ότι έχω στην καρδιά αυτό να κυνηγήσω? βρεθήκανε φίλοι πολλοί και φίλες και μου είπαν συνέχισε και δόξασε γραφές σου αναδειχτήκαν . ήταν τα λόγια τους σοφά με δύναμη και πίστη έτσι κι εγώ απεφάσισα και η γραφή μου απεκρίθη. μη με αφήνεις μοναχή στον κόσμο των γραμμάτων δείξε τεράστια προσοχή ωφελήσου των αδυνάτων.

[ 82 ]


σημείων σου καταγραφής ώστε να δεις εγκάίρως το τι πρεσβεύει ο καθείας απ της ψυχής το μέρος. ξάφνου ακούστηκε βοή λες και κρότος συνεπάρει τα λόγια γίναν δάκρυα και η γραφή μου εξεπλαγην. γιατί είσαι σκεπτική γιατί παραμερίζεις εμένα που χω διαδεχτει καρδιά σου αφού ορίζεις? τότε η ψυχή δυνάμωσε πήρε ευθύς το λόγο και απότομα εστήθηκε να πεις σαν το ψυχολόγο. όσο κι αν ψάχνεις γιατρειά άδικα το ορίζεις, γιατί δεν είσαι άρρωστη μόνο να υποστηρίζεις. αυτό που έχεις σε εμέ να μη σου το νικήσουν κι έτσι η καρδιά παραμιλά κι άτιμα σ αφοπλίσουν. όσο ζεις ανέπνεε τον αέρα το δικό μου η γραφη αναστέναξε και χάθηκε από μπρος μου. λεπτο δεν έχασε ξανά και η ψυχή επίσθη πως η γραφή μου με κρατά και στα σωθικά εσείσθη. κρότος που ταν αδύνατον \όποιος τον ειχε ακούσει να μη λυγίσει μια στιγμή καμπάνα εκεί ακούσθη. εμφάνιση μας έκανε φύλακας άγγελος μου που ευθύς ετάχθηκε σιμα΄εις το πλευρό μου. τρόμαξα και ξύπνησα όνειρο ήταν μάλλον μα δυνατό αληθινό απ του υποσυννειδή του μου το περιβάλλον.

[ 83 ]


ΧΡΙΣΤΊΝΑ ΘΈΜΑ ΔΊΧΩΣ ΌΝΟΜΑ Πέρασε μέσα ξένε, μη διστάζεις... αστράφτει και θα φοβάσαι... Σε νιώθω... Εγώ φοβάμαι τις ξαφνικές τις μπόρες και την μοναξιά... φοβάμαι το άδειο το κρεβάτι, το ανέπαφο μαξιλάρι... φοβάμαι το κορμί μου το γυμνό, το πεινασμένο... Ακούς την καρδιά μου; βύθισε το βλέμμα σου μέσα της... τρέμω, μα δεν θα σε αφήσω να πνιγείς... την ανατριχίλα μου θα νιώσεις... τα υγρά μου χέρια και το ρίγος του πόθου, που να κρύψω προσπαθώ μα, μπροστά σου ουρλιάζει και με προδίδει... Με νιώθεις; με νιώθεις;... άλλο μην περιμένεις, ξένε... άσε τη λογική στην πόρτα σαν ομπρέλα που στάζει... και έλα τώρα, δίχως όνομα, ο φόβος να μας ενώσει ο φόβος και η βροχή... [ 84 ]


ΑΛΛΟΎ... 1 Σε μιαν άλλη γη, σε μιαν άλλη ζωή, ήσουν παρών και με χρώματα ονειρευόμουν... ήλθε μετά η λεηλασία κι έμεινε το φαιό... Μη μου το κλέβεις, μη με γυμνώνεις... 2 Θα σου μιλώ σα να είσαι απών, θες δε θες θα μ’ ακούς, δεν έχεις επιλογή... ούτε κι εγώ άλλοθι... Έπρεπε να το ξέρεις, κάποτε τελειώνουν οι σιωπές... 3 Το ένα κύμα μετά το άλλο, γαλανό, με κρόσσια παλιάς λατέρνας λευκά, υγρά ανηφορίζουν το λόφο... Ένας καταρράκτης επείγει ποτέ να μη φτάσουν εκεί που, από τον ήλιο λάθρα ζω... κι από τις λέξεις έχω μυστικά... [ 85 ]


ΜΈΘΗ 1 Πώς να σε λέω, σιωπηλέ μου άγγελε; πώς να σου μιλώ; αόρατος έρχεσαι νύχτα και μέρα... Πώς να σε ξέρω... 2 Αμφιταλαντεύεται ο σπόρος της ζωής γύρω από την πιο μικρή κουκκίδα... Ακροβατούν οι πλανήτες όλοι πάνω σ’ ένα δαχτυλικό αποτύπωμα... 3 Ο ήχος σου βελούδινος, Ευτυχία, απαλός σαν φευγαλέο άγγιγμα... Απόλαυση των εκλεκτών σου μόνο που μεθούν... Ζηλεύω...


ΘΟΔΩΡΉΣ Κ. ΗΛΙΌΠΟΥΛΟΣ ΠΡΙΝ ΤΗ ΔΙΑΎΓΑΣΗ Ένα βάρος ήμουν, που έδινε μονίμως το παρόν στο απαράμιλλο στέρνο σου. Κι όσο γυρνούσαν οι δείκτες, η πνοή σου όλο και με σχημάτιζε. Το σώμα μου ξεδιπλωνόταν όπως ένα τσαλακωμένο χαρτί. Έβγαζε αφτιά πιάνοντας ισχνά ραδιοκύματα, ακόμη και εκείνα που άλλαξαν τη γραφή τους στον χρόνο. Μύτη σαν αυτή του μυρμηγκοφάγου. Στόμα να λέει μεθοδευμένες λέξεις και άκρα με αδύναμες γροθιές. Αψίκορος πλέον, ανυπομονούσα να κοπεί το δέσιμο της αποληκτικής αλληλουχίας.


ΣΤΟ ΤΈΛΟΣ Στο τέλος έφυγαν αρκετοί, αδειάζοντας και επίσημα το φθηνό εορτολόγιο. Διαδραστικά· άφησαν πίσω τους σκονισμένα πικάπ βινύλια σαρανταπεντάρια. Ένα μεγεθυντικό φακό για τα ψιλά γράμματα. Φωτογραφίες ασπρόμαυρες που ξεθωριάζουν νοσταλγία και βιβλία για να φωλιάσουν φιλαναγνώστριες κατσαρίδες. Κι όλοι τους αυτή τη φορά ταξίδεψαν μόλις με ένα νόμισμα. Για φαντάσου! Να γυρίζεις τον κόσμο με ένα τόσο δα αντίτιμο. Σινικό τείχος, Δελχί, στου Καραμπάχ τη σύρραξη, Μάτσου Πίτσου. Στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης σε υπαίθριες αγορές και εφήμερα μονοπάτια. Μόνο ο Κωστής που· είχε τον τρόπο του, πέρασε στα λάθρα τον μήνα των ώριμων σταφυλιών. Πήρε μαζί του ευτυχώς κάποιους στίχους, για να σκεπάζεται τα κρύα βράδια και ένα φανάρι να τους διαβάζει όποτε βρέχει. Στίχοι που δε θα ομοιοκαταληκτήσουν ποτέ... XXVI-VI-ΧΙΙΙ


ΕΛΕΝΗ ΖΑΡΩΤΙΑΔΟΥ ΚΩΝΣΤΑ ΞΕΝΕ 1.

Ξένε, Tι με κοιτάζεις έτσι, αλλόκοτα; Πέρασα μέσα από φωτιές στη γέννα . Και από αναμμένα κάρβουνα Σε ηλικία βρεφική σχεδόν: Η ανθρώπινη κακία δεν λογαριάζει ηλικίες για να κάνει το κακό. Ξένε, το άκουσες; Με μια τυχαία κίνηση η Μοίρα, Με το ραβδί της, με άγγιξε σε τρυφερή ηλικία. Και κάθε τόσο αναθυμάται με μετά. Τι μου βρίσκει, δεν ξέρω. Γιατί το έκαμε αυτό; Γιατί το κάνει ; Ας ήταν να με απολησμονούσε πια. Σε ανέμελο λιβάδι ήθελα να με άφηνε απλά. Με μία νότα, ένα στίχο, μια μητρική αγκαλιά, Πέντε χρώματα, πινέλα, την Αγάπη μου σιμά. Στον Παράδεισό μου. Δίπλα σε αιωνόβιες κερκίδες.

[ 89 ]


2. Μα όχι. Εκείνη επιμένει. Σε κάτι χρόνια ήρθε πάλι, εχθρικά, σχεδόν με σήκωσε, ανάλαφρο που ήμουνα σαν πούπουλο, χηνόφτερο αγνοημένο, Την ώρα που οι ουρανοί βαφόντουσαν με μαύρη σβάστικα και μίσος Στην γαλάζια μου πέτρα, με γκρέμισε μια, με γκρέμιζε.... Την ώρα που η Πατρίδα χαροπάλευε ρυθμικά. Στη γαλάζια μου θάλασσα, με έπνιγε. Στον πιο όμορφο ουρανό του κόσμου που δεν ξέρει τι θα πει μονοτονία.. Ήρθαν εκείνοι, Με βουλιμία. Με απληστία. Όλα να τα σφετεριστούν. Κι ούτε του ουρανού τα πετεινά δεν έβρισκαν τροφή. Κι όλα λιμοκτονούν. Πού νάβρισκες τότε . Αφού τάπαιρνε η κατοχή. Πού να βρεις τώρα. Τα μούσκεψε τούτη η μπόρα. Σχιζόταν η καρδιά μου στα δυο ξένε, μικρό παιδί τότε εγώ και οι ψυχές μου, να ακούμε μέσα από κλειστές πόρτες, να περνά η λιτανεία των κάρων με τους νεκρούς από ασιτία προς τα νεκροταφεία της χώρας μας. Το δάκρυ στέρεψε.

[ 90 ]


3. Τρόμαζα, όταν άκουγα τους εχθρούς να τουφεκάν εκείνους που τους ξέφευγαν ή που αντιστέκονταν στη βία τους.. Έκλαψα όταν ένα πρωί είδα τα παράθυρα της Εβραιοπούλας γειτόνισσας κλειστά. Και να ψιθυρίζουν όλοι, μικροί, μεγάλοι, Άουσβιτς», «Άουσβιτς». Για τούτα τα παραπάνω συννεφιάζει συχνά τούτος ο ουρανός, ξένε. Ο ωραιότερος ουρανός του κόσμου, που δεν στέρησε ούτε από τον εχθρό την ομορφιά.. Μαυραγορίτες και πείνα. Και σπίτια ολόκληρα να πουλιούνται για δυο ντενεκέδες αιματηρά λουκάνικα. Αυτά και άλλα πολλά ήταν το μερτικό μας. Τότε. Μα τώρα; Μα και πατριώτες αντιστασιακοί. Μα και προδότες, ξένε. Αλισβερίσι. Χέρι με χέρι. Ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτά , και σήμερα. Πουλιέται η υπηκοότητα η Ελληνική στον οποιοδήποτε διαθέτει χρήματα πολλά. Εξόντωση. Για τούτο η αντίσταση. Άλλη υπόθεση το τι ακολουθεί. Πόσο αντιστράφηκαν οι ισορροπίες. Και μίσεψε ο ανθός της χώρας. Κι απόμειναν πολλοί από κείνους που καλύτερα να είχαν φύγει. Χαλασμός λοιπόν και πείνα. Λιμός λοιπόν. Κοντέψαμε, παιδιά, πατεράδες μανάδες να πεθάνουμε από την πείνα . Εμάς μας έσωσαν οι θυσίες της Μητέρας μας και μόνον αυτής. Σωθήκαμε λοιπόν.. Όπως και πολύς λαός. Δεν το θέλησε ο Θεός να εξαφανιστεί τελείως το γένος των Ελλήνων.

[ 91 ]


4. Ξένε, άδικα Μην εκνευρίζεσαι για την αντοχή του λαού μας. Μη σε εκπλήσσει το αήττητο ελληνικό πνεύμα. Μη ζηλεύεις τον ήλιο μας. Ήταν δικό μας το λαχείο. Ήταν κι αυτό τυχαίο. Όπως και όλα τα άλλα ..... Όπως βλέπεις, και πάλι γλιτώσαμε. Από τη φωτιά και τους όλμους, τα κρυοπαγήματα. Από τις ερπύστριες, τη Βέρμαχτ, τους βομβαρδισμούς. Τους εγκλεισμούς , την ασφυξία, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Την στερημένη Ελευθερία. Αυτά σου είναι γνωστά.

[ 92 ]


5. Και κύλησαν τα χρόνια. Τα στάχια γύρω ωρίμασαν στου Δέγλερη το κτήμα. Δύσκολα θα μας έβρισκες σαν παίζαμε κρυφτό, μέσα στο ρέμα το κρυφό Όπου ρυάκι αναιμικό αργοσαλεύει, σαν μνήμη περασμένων. Κι όταν το πούπουλο γίνηκε κυπαρισσάκι, δέκα χρόνια πιο ύστερα, Πάλι το φτερωτό ξωτικό θέλησε να μας πάρει στο βασίλειο της λήθης. Άλλοι ξένοι σαν κι εσένα ξεγέλασαν τον εύπιστο λαό μας να φαγωθούν. Χωρίς τέλος τα μίση. Η εκδίκηση. Χωρίς έλεος. Ο ανταγωνισμός. Για να δίνουμε σημασία σε σας τους ξένους παραπάνω από όση σας αξίζει. Όπως και το 21. Βλέπεις, ξένε, πίστεψαν πως η επιμονή τους θα νικούσε. Μα ξεφύγαμε από τη μέγγενη τους. Έδωσε ο Θεός τη δική του απάντηση. Και πάλι απέτυχε η απόπειρα τους.. Καταλαβαίνεις τώρα ξένε, έστω και λίγο; Και δεν είμαστε ούτε στη μέση της πορείας.

[ 93 ]


7. Άκου, ξένε, Τούτος ο τόπος ο ξερός, τα βράχια τα πλυμένα, Τα άρματα τα ηρωικά, συχνά τα προδομένα, Δεν παύουν να ανασαίνουνε, δεν παύουν να κροτούνε, Και τη σημαία μας ψηλά με δέος να βαστούνε. Μήπως μες στην ατμόσφαιρα, μαγνήτης και μπαρούτι, Ήλιος που σε τυφλώνει κι άλλες φορές χρυσώνει, μήπως κείνο που λένε το ριζικό, μοίρα και πεπρωμένο, είναι βαθειά στου γένους μας το αίμα ριζωμένο; Έτσι, για να μας δοκιμάζει, ο Θεός το κάθε τι μας στέλνει, Εξουθενώνει μας τη μια, την άλλην ανασταίνει;

[ 94 ]


8. Ξένε, μην έτσι με κοιτάς, Με αλλόκοτο ένα βλέμμα, Μην απορείς κι εξίστασαι, Και μην αγανακτείς. Έχεις δικά σου να χαρείς, Δικά σου να αυγατίσεις, Και την γλυκιά Πατρίδα μας, στα τέκνα της να αφήσεις. Κοίτα να βρεις την ομορφιά που φθόνησες εδώ ψάχνοντας όσο πιο βαθιά στον μέσα σου βυθό. Άδικα ξένε μην ποθείς. Γυρίσματα έχει ο χρόνος. Όσα κι αν ζήσαμε μαθές κι όσα θα ακολουθήσουν, την Γη, το Φως, την Θάλασσα, τα Βράχια, τα νησιά της, Τούτο το αγέρι που φυσά, κι όλα τα ταξιδεύει, Τα έμψυχα, τα άψυχα ό, τι κι αν τα ταράξει, Κανείς , ποτέ και τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει.

[ 95 ]


ΑΛΕΞΊΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΎΛΟΥ ΕΑΡΙΝΉ ΡΑΣΤΏΝΗ Στου αηδονιού το λάλημα ξεχνώ ποια είμαι. Και στο κελάρυσμα του ποταμού με βρίσκω πάλι, νεράιδα έκπτωτη στης γης τον μόχθο. Στις φυλλωσιές των δέντρων βλέπω φίλους, κι αδέλφια συναντώ σε κάθε φύσημα του άοκνου ανέμου. Κι όταν, καμιά φορά, στη ράχη του βουνού ανεβαίνω, ο Γολγοθάς μου γίνεται μικρή ανηφόρα και ζωντανεύει πάλι το όνειρο τ’ Απρίλη ανάμεσα στις λεύκες και στα πεύκα.

[ 96 ]


ΧΑΜΈΝΗ ΝΙΌΤΗ Από νωρίς ορφάνεψε η νιότη μου, πνιγμένη σε ιστορίες άλλων. Με μπέρδευαν τα λόγια και οι αναμνήσεις χρόνων που δεν είχα καν ζήσει. Κι όλο έμπλεκε η μία αφήγηση στην άλλη, τόσο που έμοιαζα να ζω χίλιες ζωές, ανάκατες, δυσοίωνες, με στάλες χαράς που χάνονταν στον χείμαρρο της λύπης. Μου πήρε χρόνους πολλούς, ανέμελους, να μάθω την αλήθεια και να ξεμπλέξω, μόνη μου, των ίσκιων το κουβάρι.

[ 97 ]


ΕΥΣΤΑΘΊΑ ΚΑΛΟΣΠΎΡΟΥ ΚΕΝΆ ΤΡΑΠΈΖΙΑ Κενά τραπέζια γεμάτα ανθρώπους δίχως συζητήσεις δίχως πεποιθήσεις δίχως αναζητήσεις Κενά τραπέζια γεμάτα ανάγκη για το παρελθόν για τη θλίψη το κρασί, τη στάχτη Κενά τραπέζια ραντεβού κλειστά σε βλέπω με βλέπεις κρυφά, ξανά Κενά τραπέζια γεμάτα ανθρώπους άγουρους, άγδαρτους άβγαλτους, άγνωστους

[ 98 ]


ΕΝΑΝΤΊΟΝ ΤΗΣ Κατρακυλούσε στις σκάλες καθώς βρισκόταν καθισμένη στην καρέκλα της σφαίρες της τρυπούσαν τα νεφρά όσο η ίδια κοιμόταν Κι όλο έκλαιγε να καθαρίσουν τα δάκρυα το αίμα της έψαχνε πάντα τη δύναμή της στους άλλους οι οποίοι αρνούνταν να τη βοηθήσουν Συννεφιασμένες όλες της οι μέρες χειμώνα, καλοκαίρι χιόνι και βροχή έμπαζε απ’ το παράθυρο κι έπεφταν και την έλιωναν τις ηλιαχτίδες δεν τις δεχόταν, της ζέσταιναν το δέρμα κι αυτό ειδικά, το φοβόταν Αγκομαχούσε και χαροπάλευε να περπατήσει μα πάντοτε κάποιος ήταν πίσω της να την ρίχνει κάτω, να την πιέζει με το πόδι του στην πλάτη και να την εμποδίζει Την λιθοβολούσαν άγνωστοι με τα μάτια τους ενόσω αυτή έτρωγε την ξεκοίλιαζαν έπειτα τα όρνια όπου κι αν βρισκόταν Αδιέξοδο παντού τον Ήλιο απαρνιόταν προτιμούσε το σκοτάδι όπου τα πνεύματα την χαράκωναν Πικρά τα λόγια όλων, κι αυτή στην άκρη να μένει σκυθρωπή, με κάτω το κεφάλι μ’ ένα μεγάλο κομμάτι γυαλιού καρφωμένο στην πλάτη και να κυλάει το αίμα και να το αφήνει και να χάνει τον Ήλιο και να τ’ αφήνει..

[ 99 ]


ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ «Η ΑΝΘΡΩΠΌΤΗΤΑ» Δεμένη σε μια άκρη θέλει να τρέξει και δεν μπορεί παρελθόν γεμάτη θέλει να παίξει μα έχει μνήμες αλυσίδες θέλει να περπατήσει μα σέρνεται ως του σκοινιού την άκρη θέλει να σηκωθεί μα οι ρίζες την τραβάνε κάτω Να το σπάσει; Ίσως και να το είχε σκεφτεί αν δεν είχανε μπήξει τον πάσσαλο στην καρδιά τόσο κοντά ώστε να της θυμίζει το δέσιμο και τη συνήθεια να μη μπορεί Ίσως να αλλάξει το μήκος αν το θελήσει μα να πετάξει ούτε λόγος Μια αλυσοδεμένη ανθρωπότητα στην άκρη του σκοινιού κρεμιέται Μόνο ψηλά δεν κοίταξε όλα τα άλλα που είναι ελεύθερα

[ 100 ]


ΤΟ ΚΕΛΙ Με ρίξαν πάλι πίσω στο κελί μου Μου πήρανε και το Σταυρό μου Καλύτερα… Είχε βαρύνει πια και δεν μπορούσα να το σηκώνω Είχε μουδιάσει το στήθος μου από το βάρος Πληγές και αίματα να έχω να θυμάμαι βυθισμένος στην ατέλειωτη σιωπή Μια σιωπή τόσο δυνατή που σιγεί και η ίδια Σαν παραφωνία πίσω από τα κάγκελα της φυλακής Ούτε φωνάζει, ούτε λυγά μόνο παραμένει σιωπηλή αναμένοντας μιαν άλλη εποχή Την εποχή του ψιθύρου·

[ 101 ]


ΠΌΠΗ ΚΛΕΙΔΑΡΆ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΔΑΚΡΥΑ Πρώτη φορά που έφευγες μακριά μου Από το σπίτι, απ’ την αυλή, απ’ το όνειρο Με μάτωσε του φιλιού σου το ξέσπασμα Το είδες πόσο φοβήθηκα την μεγάλη αγάπη Μα έμεινα να κυβερνώ την απουσία σου Μέρες και νύχτες σε γύρευα Περίμενα πως θα ’ρθεις ξανά Σε ζωγράφισε το χέρι μου, σ’ έπιασα Μα δε γύρισες Κι έσταξε αμέτρητα δάκρυα Ο ουρανός που φαινόταν δικός μας

[ 102 ]


ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ Γέμισαν τα ποτήρια τους με κρασί Και ήπιανε Σ’ έναν προδότη χειμώνα Σε μια άνοιξη ανυπόφορη Σ’ ένα φθινόπωρο που τους άξιζε Και σε καλοκαίρια που δεν τους καταδέχτηκαν ποτέ Άδειασαν τα ποτήρια τους Κοιταχτήκανε Όπως την πρώτη Για τελευταία φορά Κι έφυγαν για εκεί που δεν μπορούσανε να πάνε

[ 103 ]


ΗΛΊΑΣ ΚΟΠΑΝΆΚΗΣ ΤΟ ΆΣΩΤΟ ΕΓΏ Έρως αΐδιος συνούσιος του Αιγαίου σύμφυτος των αιωρούμενων κορυφών. Ανατύπωση του πρωτοτύπου ομοίωση στο χοϊκό σανίδι. Απελθών ο υιός ο νέος ζων ασώτως. Ασκητικός ο χρόνος σιωπά και περιμένει. Γενάρχης ο χρόνος ατάραχος, παντοτινά

εις εαυτόν.

Το επιβάλλον μέρος της παρουσίας σου ορεκτό φιλί και σταυρωτή αγκάλη. Θα ξανάρθω, να με περιμένεις. Θυγατέρα της περιούσιας νύκτας.

[ 104 ]


Η ΤΙΓΡΟΎΛΑ ΜΟΥ Θα ήθελα να είμαι τίγρης τώρα. Όχι ψέματα, ήθελα να πω να έχω μια τίγρη στην αγκαλιά μου, μικρή σε ηλικία, ακόμα στην ανάπτυξή της, και να την χαϊδεύω στα αυτάκια, στο μέτωπο ανάμεσα στα μάτια. Να τις μάθω ν’ αγαπά τις αντιλόπες κι ας τις κυνηγήσει στο τέλος. Το ξέρω πως δε θα την δαμάσω, η αποτυχία το πιο πιθανό σενάριο. Θα ήθελα μια τίγρης να ’μαι, να ’χω στην αγκαλιά μου

άντε πάλι,

μια τίγρη μέσα να την εκπαιδεύσω μακριά από το δάσος το δάσος των άγριων ζώων να εκπαιδεύσω την τιγρούλα μου δε θα πετύχω πολλά πράγματα μα θέλω να προσπαθήσω και να την αφήσω λεύτερη στην Ιθάκη της να την αφήσω ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη στο τέλος της. Αδύνατον να αποφασίσω για το τέλος της, το τέλος της είναι δικό της το τέλος, το τέλος πάντα δικό της θα ’ναι. Μα ως τότε θα προσπαθήσω να ξεχαστεί μέσα στην αγκαλιά μου χαϊδεύοντας την στα μικρά της αυτιά.

[ 105 ]


ΤΑ ΝΈΑ Για να φθάσουν τα νέα βαθειά στην απάτητη αβάνα θα πρέπει τα νέα να μπουν στο καράβι να ταξιδέψουν δίχως αποσκευές στο φοβερό κατάστρωμα να πάρουν αγχολυτικά τα νέα. Για να φθάσουν στον προορισμό τους ο ταχυδρόμος δε πρέπει να ξεχνά, να είναι γοργοπόδαρος και σαν βρεθεί στο ξέφωτο κι αγκαλιάσει τους γηγενείς μη ξεχαστεί στα φιλιά και στα «πως ομόρφυνες». Θα πρέπει με ανοικτό στόμα να αναγγείλει τα νέα ώστε όλοι να γνωρίζουν τα νέα που ούτως ή άλλως περασμένα λογαριάζονται.

[ 106 ]


ΔΗΜΉΤΡΙΟΣ ΑΘ. ΚΌΝΣΟΥΛΑΣ ΤΟ ΜΕΛΊ ΒΛΈΜΜΑ Το μέλι από τα μάτια σου τραβώ με τον χρωστήρα, να βάψω την ανατολή ως πέρα τη Ραφήνα, τους Πεταλιούς, την Κάρυστο και το μοναστηράκι του Αη-Παντελεήμονα, τα Κιόνια, τη Γαλάνη. Στη Ζαγορά που έσκυψα να πιώ, να ξεδιψάσω, το βλέμμα σου με λάβωσε και πια να ησυχάσω δεν ημπορώ, ξωθιά γλαυκή, του γλυκασμού πλανεύτρα, με το πλατύ χαμόγελο και τη φωτιά στο βλέμμα. Σύρε τον κεφαλόδεσμο να δέσω την πληγή μου, και λύσε τα μαλλάκια σου να πέσουν ως τη Δήλο, εκεί που γέννησε η Λητώ Απόλλωνα το Φοίβο, την ιοχέαιρα Άρτεμη τον Αύγουστον εκείνο.

[ 107 ]


ΙΚΕΣΊΑ Στὶς ἐφηλίδες σου κρεμῶ τὸ γιασεμί, κόρη λευκώλενη, φεγγοβολοῦσα κόρη, κυρὰ αβρόθωρη, καὶ στὸ μικρὸ μπαλκόνι πρόβαλλε σὰν ἀρχάγγελος καὶ σὰν εὐχή, ν’ ἀκούσεις τὸ τραγούδι μου καὶ τὸν καημὸ ποὺ σιγοκαίει στῆς ψυχῆς τὰ τρίσβαθα. Σεμνὴ Ἀρχόντισσα, πόθου τοξεύτρια, στοῦ Ταίναρου τὰ κύματα καὶ τὸ βυθὸ

τὴν ταπεινὴ παράκληση μου ξόρκισε, ἂν δὲ μὲ θές· κι ἐγὼ στῆς Μάνης τὰ βουνὰ ἀγρίμι θὰ χαθῶ, μὲ τὶς φρικτὲς ξωθιές λεβέντικα, σὰ μοναχὸς ποὺ στὴν καρδιὰ τὸ θεῖο Ἔρωτα κρατᾶ γιὰ προσευχὴ καὶ θυμιᾶ τὴ νιότη του γονυκλινῆς.

[ 108 ]


Η ΚΌΡΗ ΤΗΣ ΆΝΔΡΟΥ Στην Παναγιά-Θαλασσινή ανάβεις το καντήλί γαλάζιο φόρεμα φορείς κι αστράφτεις στο ασήμι. Χρυσοπλοκότατη κυρά, διαβαίνεις το γεφύρι καμαροτράχηλο, αψηλά στης Άνδρου τ’ ακρωτήρι. Για σένα, κόρη λυγερή, στενάζει η θύμηση μου, σα νύφη ν’ αβροστολιστείς και να’ρθω στην αυλή σου. Τα χρώματα της θάλασσας φορείς, νεραϊδοκόρη, σαν προσευχή, σα νάματα πρωί που ξημερώνει. Κι ο νιός πως να μη σ’αγαπά και να αναδακρυώνει, στον Αη-Παντελεήμονα σε περιμένει ακόμη. Γιατί η καρδιά του πως σκιρτά δε θα στο πει από φόβο, μήπως σβηστεί αχάραγα το όνειρο στον πόνο.

[ 109 ]


Η ΚΡΙΝΟΔΆΧΤΥΛΗ ΠΡΙΓΚΉΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΌΦΩΤΟΣ Απόψε που τα μάτια μου γεμίζουν φως – φως κι αγάπη, φως και προσευχή – για σένα στέκομαι στις πολεμίστρες της καρδιάς τοξότης· για σένα σύρω απ’ το θηκάρι μου δαμασκηνά χαμόγελα και ορτανσίες, ποιητής ιππότης, με το άλογο μου κάτω από το μπαλκονάκι το μαρμάρινο, ιοχέαιρα πριγκήπισσα της πανσέληνου. Μέσα στα μάτια σου της λήθης ο βυθός και της αγάπης, η νυχτερινή σου οπτασία στο φεγγαρόφωτο, γαλαζόθωρη κόρη του Αιγαίου. Για σένα τραγουδώ σε σύννεφα και σε πεφτάστερα, σε δακρυσμένα κάτοπτρα πίσω από ξαμάρτωτες κουρτίνες ως αντιμνίσια μυσταγωγίας. Τι γλυκιά η υποψία μειδιάματος στα χείλη σου, σαν ολομάρμαρο θωράκιο σε ναό βυζαντινό, κι εγώ ιεροφάντης αυλικός στο δροσοφίλημα σου. Πριγκήπισσα του στεναγμού, στ’ ολόφωτο μπαλκόνι που προβάλλεις να γίνω κρήνη δροσερή, να πιείς, να ξεδιψάσεις, κρινάνθεμο στα χείλη σου, καημός και δρόσος. Μια χάρη μόνο σου ζητώστα χέρια μου τα κρινοδάχτυλα σου να τα κρατήσω τρυφερά ώσπου να ξημερώσει.

[ 110 ]


ΚΛΥΔΩΝΙΣΜΟΊ Ξυπνάω από τον βόμβο των τρικυμισμάτων, αγνίζοντας τα βλέφαρα στον πελαγοδρόμο άνεμο – αποστροφή στα φρύγανα της Taormina, τη δοξαριά των ισοδομικών κυμάτων στα γαληνεμένα ερείπια σα λουκέτο αγάπης που κλειδώνει τη μορφή σου σε μαρμάρινους εξώστες. 5 Κι ιδού εγώ, δέσποινα, πολιοκρόταφος κούρος με το Γοργόνειο στο στήθος, σε καστροπολιτείες μακρινές και τορνευτά απογεύματα, στα ηφαιστειογενή ακρογιάλια του Stromboli, στους φιλήδονα ηλιοστάλακτους τρούλλους του Alberobello, στις περικύμονες εσχατιές του Capri- 10 ναι, κόρη! Εγώ με την πλανητική αμφιβολία στο στηθαίο του νόστου, σκύβω στης ακέφαλης Νηρηίδας το λεπτόκοκκο μάρμαρο ως σεβάσμιος κιθαρωδός σε άυλες αγκαλιές, σχεδόν αγνοώντας τον εγερσίβροτο μύστη που κλείνω μέσα μου. 15 Ο νόστος διαθλάται άλγεινος σε ανάερες φόρμες μέσα απ’ τα στενά της Messina, εκεί όπου αντηχεί το ρόπτρο της συνείδησης – l’immagine del silenzio. Μήπως κάποτε δεν έλαμναν σε τούτα τα στενά κωπήλατες τριήρεις ως πολύχρωμες ψηφίδες, 20 με τη φτερωτή αδημονία στη λαγόνα της πλώρης, θύοντας την αλγηδόνα της ψυχής στον έκθυμο πόντο ανάμεσα στις σκορπίνες και τους πλευρονήκτες; Ή πάλι δεν άκουσα τους κίονες της Concordia να πάλλονται στο θρήνο της φώκιας σα χοές με 25 αντισώματα μυσταγωγίας, ως λευκοχίτωνοι αναθέτες στις ελικόσχημες κοιλάδες; Θυμάμαι να παρασύρομαι από το ταξίδι των δελφινιών ως φυλακισμένος ειδωλοθύτης, άπειρος από τα αμπέλινα βράχια της ακτογραμμής και το δειπνοκλήτορα Έρωτα που κρέμεται στο ακρομάσθιο σου. Εδώ, στο θυμωμένο κλύδωνα, την ώρα που 30 το φως ιλαρό ματώνει στις άκανθες, προσμένω τα βήματα σου, δέσποινα, στη θαλασσοδαρμένη αποσκιά του καϊκιού ως αποχαιρετισμό απομεσήμερου. Διάφανη η σκέψη μου εξαϋλώνεται στο δίκταμο και το θυμάρι, ξετρυπώνει από 35 τις άλκιμες φραγκοσυκιές, τυλίγεται στην ανέμη της δεισιδαιμονίας ως σανδαλίζουσα Νύμφη στη ράχη του σιτοβολώνα, κάτω από τα πολυφωνικά φυλλώματα των ελαιόδεντρων. Τούτο το καλοκαίρι, μην αργείς – 40 αφουγκράσου το αλαφροΐσκιωτο τραγούδι των γυμνόσπερμων δίπλα στο κύμα. Σε σένα μιλώ· πέλαγος.

[ 111 ]


ΜΑΡΊΑ ΚΟΣΜΑΝΊΔΟΥ ΖΩΉ ΜΑΣΚΑΡΕΜΈΝΗ Αν άντεξα να ζω, ζωή μασκαρεμένηστο όνειρο που έφυγε, δίχως να περιμένει το κοίταζα και ευχόμουνα πίσω για να γυρίσει και όσες στιγμές δεν έζησα, τώρα να μου χαρίσει Τέτοια ζωή πως έζησα, δίχως να καταλάβω μα το μυαλό με γέλασε , πως όλα θα τα προλάβω λευκή ζωή που έζησα, λευκή βουβή ταινία κόσμος θολός και σιωπηλός, μια βαρετή ιστορία. Γρήγορα πέρασαν στιγμές που νόμιζα πως ζούσα και κάθε τι μηδαμινό , άδικα εκτιμούσα όλα όσα έπρεπε να δω, που έπρεπε να ζητήσω τα κλέψαν άλλα όνειρα, δεν έπρεπε ν΄αργήσω. Έζησα χρόνια απατηλά δεν ξέρω αν προλαβαίνω να δώσω αίμα στην καρδιά μη νιώσω πως πεθαίνω αν σ΄ένα γκρίζο ουρανό χρώματα ζωγραφίσω ίσως προλάβω να γεννηθώ, λίγο κι εγώ να ζήσω.

[ 112 ]


ΟΙ ΗΜΈΡΕΣ ΜΟΥ Έρχονται ημέρες που φωνάζω και σαν ηφαίστειο άγριο μοιάζω άσχημα συναισθήματα μοιράζω και όλο στο τίποτα κοιτάζω. Μα έρχονται ημέρες που γελάω και σαν παιδάκι τραγουδάω μόνο χαρά γύρω σκορπάω στην ευτυχία προχωράω. Έρχονται ημέρες που φοβάμαι και σαν βραδιάζει δεν κοιμάμαι τα όνειρα που κάνω δε γελάνε το φόβο μου δεν το σκορπάνε. Μα έρχονται ημέρες που ησυχάζω άδειο βιβλίο πάλι διαβάζω στα σύννεφα σχήματα ταιριάζω και όλο στο τίποτα κοιτάζω.

[ 113 ]


ΜΕΊΝΕ ΜΑΖΊ ΜΟΥ Μείνε μαζί μου στο ακρογιάλι τα αστέρια φωτίζουν το σύμπαν και πάλι η θάλασσα μοιάζει γυαλί που ραγίζει όταν η αύρα την ψυχή μας δροσίζει και όσο η νύχτα μυστικά ψυθιρίζει ο ήλιος δειλά την αυγή χρωματίζει ζεστές πινελιές από χρώμα και φως η νύχτα η μέρα αδερφή και αδερφός. Η νύχτα η μέρα το μαύρο το άσπρο ο ήλιος που μοιάζει πανέμορφο άστρο στα χέρια μου μέσα κρατώ τρυφερά την κάθε στιγμή μας που φεύγει γοργά και όπως τα πάντα ο χρόνος αλλάζει η κάθε στιγμή μας ανάμνηση μοιάζει λουλούδι γεννιέται, μεγαλώνει, ανθίζει γερνάει και πέφτει στο χώμα σκορπίζει. Θα φύγει η μέρα θα΄ρθει το σκοτάδι θα μείνεις μαζί μου για άλλο ένα βράδυ και εγώ προσπαθώ να δέσω με μάγια αστέρια να λάμπουν σε ήσυχα βράδια και όσο τα μάγια πού κάνω ξεφτίζουν τα λάθη μαχαίρια τις ζωές μας χωρίζουν θα φύγεις, θα μείνω, μισή , λυπημένη απ΄το χθες ως το τώρα και στο αύριο σπρωγμένη.

[ 114 ]


Η ΕΥΤΥΧΊΑ Με τι μοιάζει η ευτυχία και πως θ΄αποκτηθεί χάδι ζεστό του ήλιου που λάμπει το πρωί η μήπως με τ΄αστέρια που ρίχνουν φως στη γη σαν άσπρα περιστέρια σε μέρα γιορτινή. Με χάδια και με λόγια με μια ζεστή αγκαλιά οι ψύθιροι του αέρα τα γάργαρα νερά η μήπως με το γέλιο που έχουν τα παιδιά σαν τρέχουνε σε κήπο και λένε μυστικά. Με δάκρυα που τρέχουν απ΄την πολύ χαρά της θάλασσας το κύμα που μοιάζει συννεφιά η μήπως με ένα ποίημα που πίνεις βιαστικά και φεύγει το μυαλό σου ταξίδια μακρινά. Μα σαν την αποκτήσεις πόσο την εκτιμάς χάδι ζεστό της δίνεις τη σφίγγεις την κρατάς η μήπως τη βαριέσαι και πέρα την πετάς σε εγωισμούς ξεχνιέσαι και πια δεν την κοιτάς.

[ 115 ]


ΓΙΑ ΤΗΝ Π. Σαν ελαφίνα γυρνάς μες τη ζωή μου τα μάτια σου δυο φάροι αναμμένοι στα ξέπλεκα μαλλιά σου ο άνεμος ξαπλώνει και τραγουδά την ομορφιά σου που όλο μεγαλώνει. Η αύρα σου το σύμπαν μου στολίζει δίνει το νόημα στην κάθε μια στιγμή μου ο χρόνος δίπλα σου γιορτή που δεν τελειώνει μεθά η ψυχή μου και γελά και δυναμώνει. Ω!!! πόσα θέλω να σου πω συνέχεια αν μιλάω δεν πρόκειται να ακουστούν μέσα μου αυτά που νιώθω πηγάδι η καρδιά, αστείρευτο και μέσα εκεί γεννιούνται τα συναισθήματα θεριά, που κάνουν πως κοιμούνται. Ω!!! λουλουδάκι τρυφερό πανέμορφο συνάμα ήρθες μέσα στον κόσμο μου κι έφερες καταιγίδα μα όσο κι αν βρέχει κι αν φυσά τον κόσμο μου κι αν σαρώνει η αγάπη που΄χω στην καρδιά για σένα μεγαλώνει.

[ 116 ]


ΚΥΡΙΑΚΉ Πόση χαρά αισθανομαιι μόλις το βράδυ φτάσει της Κυριακής το βάσανο βιάζομαι να περάσει. Βάλτος με στάσιμα νερά, καράβι γερά δεμένο σπρώχνω την ώρα βαρετά, το χρόνο νιώθω να κυλά στο κύμα πεταμένο. Πόσο μονότονο και αργό το απόγευμα μου μοιάζει όταν η ώρα δεν περνά το χρώμα σβήνει στον καμβά τίποτα δεν ταιριάζει. Πόσο μου μοιάζει βαρετή και θέλω πια να φύγει δύσκολη μέρα η Κυριακή τη νιώθω να με πνίγει. Άδικο, ξέρω θα μου πεις, η μέρα πως δε φταίει πως φταίει η τόση μοναξιά που την καρδιά μου καίει. Άνθρωπος είμαι όμως εγώ και την αλήθεια κρύβω ρίχνω το φταίξιμο σ΄αυτή που δε μπορεί να αμυνθεί το δίκιο της το πνίγω.

[ 117 ]


ΜΠΈΤΤΥ ΚΟΎΤΣΙΟΥ ~ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΥ ~ Εμένα οι άνθρωποι μου.. Με αγάπησαν σαν καλοκαίρι.. Με πόνεσαν σαν φθινόπωρο.. Γεμάτο απο λύπες.. Με ξημέρωσαν με ένα χειμώνα αγκαλιά. Και με ξέχασαν την άνοιξη. Εμένα οι άνθρωποι μου.. Ήτανε γάζες για να μην ακουμπάω.. Τις πληγές μου. Οι άνθρωποι μου.. Ήτανε άσπρα πουλιά καθισμένα, στην άκρη της καθε μέρας μου. Κοράλλια ήτανε στον βυθό της ταραγμένης θάλασσας , που πνιγόμουνα κάθε φορά που κολυμπούσα. Νησιά στην μέση του ωκεανού ήτανε ,φάροι μοναχικοί και περήφανοι που δεν έφτανες ποτέ να τους αγγίξεις! Εμένα οι άνθρωποι μου ήτανε μια υγρή αγκαλιά στο βάθος του ωκεανού που κοιμόντουσαν κοχύλια και τραγουδούσανε γοργόνες τα βράδια. Ήτανε ο γερμένος ήλιος στην κορυφή ενός παγόβουνου την ώρα που η κάθε μέρα μου παραδινότανε βασανισμένη στην αγκαλιά του Μορφέα. Ήτανε οι δικοί μου θησαυροί που κρατούσα καλά φυλαγμένους στην ψυχή μου,φοβόμουνα να τους χάσω και έτρεμα μήπως τους κλέψει κάποια νύχτα και δεν τους ξαναδώ! Εμένα οι άνθρωποι μου.. Δεν είχανε όνομα.. Τους ονόμαζα.. Ζωή Μου.. Και με βύθισαν!

[ 118 ]


ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ Έχουνε πέσει τα μάτια μου σε μια λίμνη απο πρόκες και τα ψάχνω. Μαράζωσαν τα χέρια που έγραφαν για σένα και έγιναν δυο σκορπιοί που με τρυπάνε παντού.. Έγιναν μια ματωμένη τουλίπα στο μπαλκόνι μου.. Τα μαλλιά μου έγιναν φύκια που τα ξέρασε η θάλασσα σε μία ερημωμένη ακτή, τα καίει ο ήλιος και τα νανουρίζει το κύμα.. Όλα πάνω μου μεταμορφώνονται σε κάτι που λέγεται απουσία.. Σιγά σιγά ξέρω οτι θα με χάνω κομμάτι κομμάτι και θα με βρίσκω στα σκουπίδια.. Προσεύχομαι να γίνω ενα δέντρο έξω απο το σπίτι σου, ενα σπουργίτι στο παράθυρο σου, ένα όμορφο αδέσποτο στον δρόμο σου.. Προσεύχομαι να γίνω κάτι άλλο οτιδήποτε από αυτό το τίποτα που είμαι στη ζωή σου.. Κάτι που να έχει ζωή,να αναπνέει,να αγαπιέται.. Κάτι που δεν θα μοιάζει με εμένα, κάτι που μπορεί να το κοιτάξεις, να το αγκαλιάσεις να του μιλήσεις.. Χάνω πια σιγά σιγά την φωνή μου.. Καταπίνω οτιδήποτε θέλω να πω και πνίγομαι μέσα σε αυτό.. Δεν μιλάω δεν γελάω δεν χρησιμοποιώ το στόμα μου παρά μόνο για να εκπνεύσω εσένα.. Λυγίζω και παραδίνομαι.. Είναι ο καιρός που πέρασε και με μαστίγωσε χωρίς οίκτο, είναι ο πάγος στην καρδιά μου, είναι που κοιμάμαι κάθε βράδυ στην κορυφή ενος βουνού.. Ώσπου μια νύχτα.. Το ξέρω και το ελπίζω.. Θα με λυπηθεί ο Θεός που τον παρακαλώ σχεδόν κάθε βράδυ και θα με αγκαλιάσει.. Αφού τελικά ποτέ δεν έσκυψες να με βρεις και να με αγκαλιάσεις.. Εσύ...!

[ 119 ]


ΒΑΤΡΑΧΟΣ Είναι γυναίκες.. Που χορέψανε ένα βράδυ το πιο όμορφο ζεϊμπέκικο με την απόγνωση. Που τα μαλλιά τους έγιναν ιστοί από ένα απολιθωμένο δάσος και κανένα χέρι δεν τα ξανά άγγιξε ποτέ. Που τα χέρια τους έγιναν κλαδιά από δέντρα και τα δάχτυλα τους ρίζες που θρηνούν στο χώμα διψασμένες και ξερές. Είναι γυναίκες .. Που το στρώμα τους έγινε ένα αγκάθινο χωράφι και κανένα άλλο σώμα δεν μπόρεσε να πλησιάσει το δικό τους . Που ο θάνατος κοιμάται στην καρδιά τους και εκείνες σιγοτραγουδάνε για να μην τις ακούσει και ξυπνήσει. Που η φωνή του έγινε ένας απέραντος θρήνος και μια κραυγή μέσα στο λυκόφως της ζωής τους. Είναι γυναίκες .. Που προδόθηκαν με μεγαλύτερη ταχύτητα από το φως που περνάει τις γκρίζες γρίλιες της ψυχής τους. Που τα μάτια τους τα κρατάνε ανοιχτά δύο καρφιά και δύο παράπονα για την μαύρη εκείνη ώρα που άδειασαν στο πάτωμα τις αντοχές τους . Που κανένας ποτέ δεν τις είδε στον δρόμο γιατί τρέχουν πάντα να προλάβουνε την σκιά τους και βουτάνε στα λασπόνερα με αξιοπρέπεια και το κεφάλι ψηλά. Είναι γυναίκες.. Που κοιμήθηκαν σαν νεράιδες ένα βράδυ.. Και το πρωί ξύπνησαν τέρατα.. Παραμορφωμένα απο τον πόνο και τις μαχαιριές. Είναι γυναίκες.. Που φίλησαν τον βάτραχο και δεν έγινε ο δικός τους πρίγκιπας . Φίλησαν τον βάτραχο και έγινε ο πρίγκιπας μιας άλλης!

[ 120 ]


ΕΛΑΦΙ Και αν σε ρωτήσουνε.. Τι ήμουνα.. Πες τους ότι ήμουνα ελάφι .. Που πληγώθηκα.. Και γι’αυτό έτρεχα τόσο πολύ. Πες τους ότι ήμουνα χελιδόνι.. Που με ρίξανε από την φωλιά.. Για να χωρέσουν τα υπόλοιπα. Πες τους ότι ήμουν θρήνος.. σε ένα δάσος, ένα βράδυ.. Και δεν ξανά ακούστηκα ποτέ. Ότι ήμουνα ένα ψάρι πες τους.. Που κορόιδεψε τον εαυτό του.. Πώς γεννήθηκε πουλί.. Και τσακίστηκε στα βράχια. Όμως πέταξε για λίγο.. Όσο κρατάει εκείνη η στιγμή.. Που η μέρα συναντάει τη νύχτα. Για λίγο, ελάχιστα. Μόνο μην τους πεις ποτέ. Ποια ήμουνα. Ήμουνα εκείνη πού εσύ όρισες να είμαι.. Ήμουνα δική σου.

[ 121 ]


ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ Μεγαλώνοντας.. Έμαθα να είμαι πιο προσεκτική στους ανοιχτούς τάφους απο τριαντάφυλλα στη μέση του δρόμου μου. Έμαθα να είμαι πιο ευαίσθητη στην μυρωδιά του πτώματος κάτω απο τα λουλούδια. Εξοικειώθηκα να χορεύω αγκαλιά με έναν σκελετό από συναισθήματα,δάκρυα και αγάπη τα μεσάνυχτα και μετά να κουρνιάζω στο μαξιλάρι μου και να κοιμάμαι. Έμαθα πως να πίνουνε νερό τα χείλη απο τα ίδια μου τα δάκρυα και οτι το στόμα,δεν ματώνει απο την υγρασία που χάνει ,αλλά επειδή δεν ξαναλέει το όνομα που αγαπά ! Μεγαλώνοντας.. Προσεύχομαι να ξεχάσω την δολοφονία που έγινε,μα όχι την δίκη που ακολούθησε. Μπορώ να πίνω νερό απο το ίδιο ποτήρι με τους φονιάδες που με κομμάτιασαν,μα δεν μπορώ να τους εμπιστευτώ το παγουράκι μου. Μεγαλώνοντας.. Έμαθα να μην χορεύω στην βροχή απο το αίμα μου για να χειροκροτούν οι άλλοι. Έπαψα να περνάω το βράδυ από το δάσος,όχι επειδή φοβόμουν τον λύκο,αλλά την κοκκινοσκουφίτσα. Σιγά σιγά εάν είμαι πολύ τυχερή θα πάψω να μεγαλώνω απότομα!

[ 122 ]


ΜΙΑ ΜΕΡΑ Και μία μέρα... Όταν θα έρθεις να με ζητήσεις.. Δεν θα βρείς τίποτε απο εμένα εδώ. Θα σου γνέφουν οι περαστικοί.. Θα σου κρυφογελάνε τα παιδιά που παίζουνε.. Πώς με είδανε λίγο πρίν.. Να περνάω με ένα άσπρο φουστάνι.. Και έναν ήλιο στα μαλλιά. Μα δεν θα με προφταίνεις ποτέ. Ώσπου ένα βράδυ .. Θα σου ψιθυρίσουνε δύο νυχτολούλουδα.. Θα σου μαρτυρήσει το φεγγάρι.. Πώς τίποτα δεν μένει απο μία ψυχή όταν την σκοτώσεις.. Μόνο το σώμα μένει. Και περνάει πάντα έρημο και μόνο,τον δρόμο τ ης μοναξιάς και της λύπης.. Ψάχνοντας να βρεί ενα τέλος σε όλο αυτό το μαρτύριο.. Που το καταδίκασες.. Ερήμην του..

[ 123 ]


ΛΊΤΣΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ 1) ΚΑΙ ΛΑΣΠΕΣ ΜΙΛΟΥΝ Και η τέχνες σιωπούν. Και η γνώση πεθαίνει και οι τέχνες σιωπούν, τα μυαλά ξεβαμμένα, οι σιωπές φωνασκούν, οι ψυχές πουλημένες, οι ζωές βωμολοχούν. Στο βωμό των χρημάτων, οι λαλιές δεν μιλούν, σιωπές, πεθαμένες, και οι τέχνες σιωπούν. Άνθρωποι σάπιοι, οι ψυχές δεν ακούν. Προεδρεύουν, σαπίζουν, οι ψυχές σπαρταρούν, Πως; κατάντησες κόσμε, ξεπεσμός των αρχών, δεν υπάρχουν αξίες, πεθαμένες ψυχές. Ξεγελάσματα, βρόμα των καιρών τα δεινά. Είναι οι πράξει ανθρώπων, παραθέτουν πολλά, παραθέτουν δαιμόνους στη ζωή και κυλά. Φεύγει χάνετε ο χρόνος πάει φεύγει η πνοή. Και οι άνθρωποι γίναν πεταμένο χαλί ξεφτισμένα κορδόνια, ξεφτισμένες ζωές, λασπωμένες αξίες που έχουν κάνει φωλιές. Κάηκε πλέων ο κόσμος, λευτερία, μηδέν δούλοι όλοι γινήκαν των παθών και του χτες. [ 124 ]


Είναι οι άνθρωποι σάπιοι δυσωδία, βρομιά Τι ανάσα να δώσουν στων παιδιών τα μυαλά, πως να δώσουν ελπίδα για το φως στη ζωή. Όταν όλοι γινήκαν βρομεροί ποταποί. θέλω να έρθει το τέλος των ψυχών στη ζωή, ίσως έτσι γλυτώσει των παιδιών η ψυχή. ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΛΙΤΣΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ Π.Π.Κ. 11/6/2017 * 2) ΑΛΛΑΞΕ Άλλαξε λοιπών τα θέλω σου για να αλλάξεις τις ανάσες σου. Να τερματίσεις τους δρόμους. Εκεί που γίνηκε η αρχή να φέρεις το τέλος και μαζί με αυτό να φέρεις και το νέο χρώμα στα μάτια σου. Πέτα λοιπών τα παλιά σου αποκαΐδια αυτά που βασάνισαν τις μέρες σου σκοτεινιάζωντας τα όνειρα. Φύγε από τα γαντζωμένα σου επιμένω. Άφησε ότι σε παραβλέπει και σε αγνοεί είναι περιττό για την αλήθεια σου. Δες την αλήθεια κατάματα. Άφησε τις κωφάλαλες ανάσες που κυριεύτηκαν μες τη ψυχή σου ΙΣΩΣ ΑΛΛΆΞΕΙ Η ΠΟΡΕΊΑ ΣΟΥ. ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΛΙΤΣΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ Π.Π.Κ. 15/7/2017

[ 125 ]


3) ΕΊΠΕ... Είπε η καρδιά υπάρχω και ανασαίνω μέσα από τον άνεμο της Αλήθειας. Είπε το μυαλό υπάρχω για να σκέφτομαι μέσα στη μπόρα των δεδομένων. Είπε η ματιά κοιτώ και βλέπω των αλήθεια στα λόγια, που η σκέψη μουρμούρα. Κοιτώ και βλέπω και τα μάτια μου είναι κλειστά και όμως θωρώ, Είπε η γεύση, γεύομαι και νιώθω το αίμα και τη σάρκα της αληθείας μα και του ψέματος. Άκουσε η ακοή και δεν μίλησε γιατί τραγούδησε η Ψυχή το τραγούδι λέγοντας. Εγώ υπάρχω που είμαι η ψυχή, για λόγους που υπάρχετε όλοι εσείς. Υπάρχω και ταξιδεύω στο σύμπαν, με προορισμό το πέρασμα για το καθάριο φως. Έτσι που η καρδιά όταν ανασαίνει, τους ανέμους της αλήθειας και το μυαλό σκέφτεται από τις μπόρες των δεδομένων και η ματιά ! Τα μάτια, βλέπουν ενώ είναι κλειστά, θωρούν ενώ μόνο νιώθουν. Η γεύση γεύεται τη σάρκα από την αλήθειά και το ψέμα, η Ακοή ακούει το τραγούδι μου. Μέσα από όλα και άλλα πολλά λέγω πως η ψυχή πετά στα βάθη των χρόνων και χάνετε χωρίς να πεθαίνει στους ανέμους του σώματος και των αισθήσεων. ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΛΙΤΣΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ Π.Π.Κ. 21/4/2017

[ 126 ]


ΛΆΜΠΡΟΣ ΚΩΣΤΑΡΆΚΗΣ ΚΥΝΗΓΏΝΤΑΣ ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ Κυνηγώντας το όνειρο καθώς περνάει Από τόσο σιμά και δε σταματάει Να κάνει στάση να πει δυο κουβέντες Έστω δυο συλλαβές για σας λεβέντες Που ακόμα ονειρεύεστε έχετε ελπίδες Ενώ σας τις στέρησαν με μαύρες σελίδες Σας στέλνουν πεσκέσι σε χώρες ξένες Γερά μυαλά αδίστακτες πένες Γιατί φοβούνται τη δύναμή σας Αυτό που πηγάζει απ’ την ορμή σας Αν γίνει οργή η ορμή σαν ξεσπάσει Το σύστημα τούτο τον ύπνο θα χάσει Τότε το όνειρο θα κάνει στάση Να πάρει ανάσα να ξαποστάσει Σε κάποια πατρίδα που ήταν χαμένη Που ήταν πισθάγκωνα από κάποιους δεμένη Μαζί σας θα σκύψει και θα τη λύσει Θα πιεί απ’ τα δάκρυα που έχει χύσει

[ 127 ]


ΆΛΟΓΑ ΜΕ ΒΉΜΑ ΧΕΛΏΝΑΣ Ψήφισα Άνοιξη και βγήκε Χειμώνας Διάλεξα άλογα με βήμα χελώνας Ψήφισα άνδρες να γίνουν ηγέτες Όμως μου βγήκαν φτυστές μαριονέτες Βουλιάξαν αυτοί κι εγώ μαζί τους Όμως σε κείνους δεν ιδρώνει τ’ αυτί τους Στα τέσσερα μ’ έριξαν μου βάλαν σαμάρι Μου φόρτωσαν βάρη σαν να’μαι γομάρι Το’ χουνε δέσει καλά στο κορμί μου Τα΄χουνε βάλει με τη ζωή μου Περάσανε τόσοι με λόγια μεγάλα Πιάσανε θέσεις πήραν ρεγάλα Ρίχνει ο ένας στον άλλον τα βάρη Θρασύτατα λένε τους χρωστάμε και χάρη Χρόνια και χρόνια απ’ ότι θυμάμαι Οι ίδιοι κι οι ίδιοι μας κυβερνάνε

[ 128 ]


ΕΙΚΌΝΕΣ ΝΤΡΟΠΉΣ Βλέπω ανθρώπους με ώμους σκυφτούς Είχαν τον τρόπο τους σε άλλους καιρούς Ψάχνουν στους κάδους απομεινάρια τροφής Σε δρόμους,πλατείες, εικόνες ντροπής Έσφυζε η πόλη γεμάτη ζωή Σήμερα άκρα του τάφου σιωπή Κάποιοι διαβάτες κι αυτοί λιγοστοί Κινούνται τη νύχτα ψάχνουν τροφή Στα σκαλοπάτια σε μια εκκλησιά Κουβάρι ένα σώμα μες στο βοριά Τον λένε άστεγο όμως το ξέρουν στο σπίτι που έχασε ποιον ξένο θα φέρουν Με κάποια ντροπή το χέρι απλώνει Ζητά μια κουβέρτα να μην κρυώνει Το μόνο πράγμα που ζητά απ’ τους άλλους Να μην τους βλέπει σαν αντιπάλους

[ 129 ]


Λίλιαν Λαοκράτη ΕΓΚΈΛΑΔΟΣ Μια εσωτερική βουή Μια δόνηση ξαφνική και φρικαλέα, στο μέρος της καρδιάς Εκεί που είσαι μέσα Σείομαι συθέμελα απόψε Οι σκέψεις γλιστρούν απ΄το κεφάλι μου, σπάνε στο θώρακά μου, παρασύρουν στο πέρασμά τους απ΄τα σωθικά μου ό,τι ένιωσα, κι αυτό σπασμένο Και καταλήγουν όλα μαζί, Θρύψαλα στα πόδια μου. Ώσπου ν΄ανοίξεις τα μάτια σου ίσως να χει μείνει μονάχα ένα γλυκόπικρο παράπονο κάτω απ΄τα συντρίμμια Ή και τίποτα Μονάχα σκόνη Καληνύχτα

[ 130 ]


ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΆ ΣΤΟΝ ΆΤΥΧΟ Η τύχη υπάρχει πάντοτε στου καθενός τη ζήση, σαν σε κομπολογιού δεσιά χάντρα απο κεχριμπάρι. Αν πάει κάτω μια στιγμή, πάνω θα έρθει πάλι αν μια στροφή το χέρι σου ξανά θα τη γυρίσει. Μη νιώθεις θλίψη για όλ΄αυτά που πήγανε χαμένα. Φεύγουν και έρχονται όλα μας, σαν σμήνος χελιδόνια. Κάποια ξεχνούνε τη φωλιά κι άλλα γυρνούν με χρόνια. Εσύ προχώρα στο όνειρο Με τα φτερά ανοιγμένα. Όσα νύχτες σκεφτόσουνα θα γίνουν ξεχασμένα. Το πλήγωμά σου σίδερο, θα γίνει πανοπλία, όλα όσα πήρες σοβαρά θα μοιάζουν με αστεία. Και τότε στείλε αν θυμηθείς, Μια προσευχή για μένα

[ 131 ]


ΈΛΕΝΑ ΛΙΆΤΟΥ ΆΝΑΨΕ ΤΑ ΦΏΤΑ ΤΗΣ ΚΆΡΔΙΑΣ Με το λυχνάρι απόψε ψάχνεις ευτυχία για να βρεις; Πού να την αναζητήσεις; Σε ποιά καρδιά να απευθυνθείς; Τόσα χρόνια περιμένεις άδικα η αγάπη να φανεί. Τα δειλινά σου μοιάζουν άδεια. Αργά κυλούνε δίχως χάδια. Πόσο να αντέξει στο σκοτάδι η έρημη καρδιά σου κάθε βράδυ; Σήκω τα φώτα της να ανάψεις την αγάπη πάλι εσύ να ψάξεις. Τα φώτα της καρδιάς σου, άναψε, φώτα πολλά, εκθαμβωτικά. Τις γκρίζες μέρες να φωτίσουν, σκοτάδι να μην μείνει πουθενά. Άναψε τα φώτα της καρδιάς, όλο τον κόσμο θα μοιάζει να κρατάς. Οι μέρες σου θα γίνουνε γιορτή, αν η αγάπη στην καρδιά εγκατασταθεί.

[ 132 ]


ΛΑΘΗ Τα λάθη σου σε οδηγούν, με μανία το είναι σου τραβούν. Σε άλλους σε πάνε προορισμούς, σε απόμερους δρόμους, σκοτεινούς. Στερέψανε τα δάκρυα στα μάτια. Όλη η ζωή σου έγινε κομμάτια. Κατάματα τα λάθη όλα του χθες, πίσω στο χρόνο γύρισε και δες. Μέσα απ’ τα λάθη σου θα μάθεις, απ’ τα ναυάγια που θα πάθεις. Θα βρεις δρόμο σωστό να περπατήσεις, σε μονοπάτια νέα ξανά θα σεργιανίσεις. Λάθη πολλά η ζωή γεμάτη, μα όλα θα σου μάθουν κάτι. Τα λάθη σε γνώση αν μετατρέψεις, το βλέμμα στην κορφή θα στρέψεις. Μη φοβάσαι στη ζωή εσύ λάθη να μετρήσεις. Με χρυσά μαργαριτάρια, θα μοιάζουν αν τα αξιοποιήσεις.

[ 133 ]


ΛΑΜΠΡΙΝΉ ΛΙΆΤΣΟΥ ΚΩΠΗΛΆΤΗΣ Τραβάς κουπί καταμεσής φουρτουνιασμένης λίμνης. Πρόσεξες πως τον Αύγουστο βούτηξε το φεγγάρι εκεί, λίγο νερό να πιει και χάθηκε· είχε μαζέψει πάνω του τα όνειρα του κόσμου και βάλθηκες να ψάχνεις. Το ξέρεις πια, πως ουρανός δίχως σελήνη δεν είναι πλέον ουρανός! Χειμώνιασε· μα εσύ εκεί κωπηλατείς αδιάκοπα στη φουσκωμένη λίμνη. Κρύο, βροχή δεν σε πτοούν με βουρκωμένο το νερό… έχεις μαζί τα όπλα σου· όμως, δεν υπολόγισες το ξάφνιασμα του ανέμου! Ορθώνεσαι στη βάρκα σου κι όπως μ’ ορμή, πέφτουνε πάνω σου νερά μέσα στην παγωνιά, σου φτιάχνουνε γενειάδα· ξέπλεκα μακριά μαλλιά τα κρούσταλλα δείχνουν φτερά στα ανοιχτά σου χέρια. Έτσι, να κλυδωνίζεσαι, στη μάχη των ανέμων εκεί καταμεσής, μες στο θυμό της λίμνης αγέρωχος με τα κουπιά, μοιάζεις του Ποσειδώνα. Οι φλέβες σου κοχλάζουνε θέλουν να γίνεις πυρκαγιά, τους πάγους για να λιώσεις. Αγρίμι η λίμνη, εσύ θεριό σ’ έναν αγώνα αντοχών. «Ή ταν ή επί τας…» της μάνας λόγια· γνωρίζει εκείνη πως τρίτη λύση δεν θα βρεις. Εξόν και την επινοήσεις. [ 134 ]


ΦΛΌΓΑ Οικοδόμησα τη σκιά σου και με μια χούφτα ροδοπέταλα προσπάθησα να τη σμιλέψω… Φύσηξα απαλά τ’ όνειρό σου για να δώσω πνοή στις προσδοκίες σου! Προτίμησες αγάλματα κι αυτά να γίνουν μήπως τυχόν και δεν σου μοιάζουν πια· Θέλει δύναμη η ψυχή για να χτίσει Θέλει αντοχή η αγάπη να καρπίσει Θέλει τόλμη η ζωή να προχωρήσει. Στη θέληση στηρίζεται η υπέρβαση η υπέρβαση στη δύναμη της αλήθειας κι όλα, στη φλόγα της ψυχής.

[ 135 ]


ΘΕΌΔΩΡΟΣ ΜΆΓΙΣΤΡΟΣ Ο ΠΡΏΤΟΣ ΣΦΥΓΜΌΣ Οι νότες εισπνέουν σιωπή εκπνέουν φωνή. Η τάξη αρμονική. Το μέτρο το όριο του παλμού έξω δεν υπάρχει ζωή. Η μελωδία, η πηγή της ψυχής η υπέρτατη ουσία της αέναης υφής. Το φως λευκό πάνω σε μια άμαξα σκορπίζει στ’ άπειρο μουσική. Τ’ άστρα, η σελήνη φωτίζουν των ερωτευμένων κάθε διαδρομή. Η φαντασία γκρεμίζει τη λογική, μια καρδιά λιώνει δεν είναι κερί. Μια καμπάνα αντηχεί μια μελωδία τραντάζει του χάους το κενό μια σπίθα ανάβει δύο στόματα ένα φλογερό φιλί δύο άνθρωποι άκουσαν τη μελωδία ενός ερωτευμένου δειλινού το σύμπαν σείεται δεν είναι κεραυνός είναι ανθός ευωδιαστός είναι ο πρώτος της καρδιάς σφυγμός.

[ 136 ]


ΠΡΟΧΏΡΗΣΑ Κολυμπούσα όλος ρωγμές μες στα βουβά δάκρυα της χαλύβδινης σιγής. Μια σκιά ήμουν περιπλανώμενη στ’ απύθμενα μονοπάτια της ψυχής. Ένας ψίθυρος ανάσανε, βαθύς αντήχησε ο ήχος της ζωής . Άνοιξε το κρυφό παραθύρι της ψυχής, η αλήθεια διαχέει φως προφταίνεις από τη φθορά να λυτρωθείς. Άδεια η καρέκλα σου, άφησα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο την πήρα αγκαλιά κι αρχίσαμε να χορεύουμε κοιτώντας σε στα μάτια όπως παλιά. Κοίταξα ψηλά. Το φεγγάρι ολόγιομο. Ένα άστρο έλαμψε. Ταράχτηκα, νόμιζα ότι ήσουν εσύ. Στη λεμονιά αηδόνι κελαηδεί, γκρεμίζει στα τάρταρα τη σιωπή. Η μνήμη τεντώνει το χέρι κρατιέται σ’ ένα λιανό μοναχικό κλαδί. Η μελωδία του ανάλαφρο αγέρι τη σκόνη καθάρισε από τη λογική. Άστρο στραφτάλισε στην ψυχή αλήθεια ήσουν εσύ.

[ 137 ]


Στον κόκκινο τοίχο με αγανάκτηση με θυμό χάραξα με ‘κείνο το σουγιά ‘’το ξέρω, δεν χώραγες άλλο εδώ’’. Καιρός να σ’ αποχωριστώ. Ντύθηκα την αλήθεια, άνοιξα την πόρτα ο δρόμος απλώθηκε μακρύς κι άρχισα να προχωρώ. * ΣΥΝΤΡΟΦΙΆ ΜΕ ΤΗ ΛΊΜΝΗ Χοές δακρύων δροσίζουν τις νύχτες σαν μιλώ ψιθυριστά στη λίμνη των στεναγμών για σένα αγαπημένε μυρωδάτε ανθέ στολίδι του κήπου των αιώνιων στιγμών. Ταξίδι ξεκίνησες μακρινό περιπλανάσαι ανάερο σύννεφο στον ουρανό, απλώνω τα χέρια, μα αγγίζω το κενό. Η ψυχή μου γκρεμοτσακίστηκε στην άβυσσο σαν άκουσε στο κρεβάτι του πόνου το λευκό εκείνο το τελευταίο ‘’τώρα φεύγω, σ’ αγαπώ’’. Τελάλης ο βοριάς πικρός τ’ όνομα σου φωνάζει διαρκώς. Η αχλή σκεπάζει το νερό μάταια κοιτάω τη λίμνη το πρόσωπο σου δεν υπάρχει πια εδώ. Σφίγγεται η καρδιά μου, τρομάζω από την ατσάλινη του αγέρα τη φωνή μονάχος διαβαίνω το μονοπάτι ως την απόκρημνη κορυφή.

[ 138 ]


Το ρολόι γυρίζει σ’ άλλη εποχή, μιλάει για όλα τα παλιά, ένα παραμύθι ζωντανεύει μου χαμογελά. Κάπου εκεί στη λίμνη μια ξάστερη νύχτα ανέμελη βαρκάδα κάνουμε αγκαλιά. Ένα αηδόνι φλογέρα παίζει μες στη σιγαλιά τον ήλιο κουβαλάει στην αθώα του καρδιά. Βροχή ξεσπάει δυνατή, τάμπλα ρυθμικά ηχούν κεραυνός σπάει τη σιωπή, τραντάζεται η γη. Γλυκό ενθύμιο το κλέβει η άπονη στιγμή ανθίζει το μαρτύριο, κι η κάμαρη πια στενή. Το πνεύμα κουρασμένο ανάμεσα στη σιωπή και την κραυγή ακροβατεί. Τα χρώματα στροβιλίζονται στη δίνη του καημού, την τάξη το κύμα σέρνει σ’ άστατο χορό. Το βλέμμα θολό, τον ορίζοντα δεν διακρίνει, θλιμμένο πετάει την πυξίδα στο βυθό. Στην τσέπη πλήθια τα χρυσά φλουριά αδύναμα στέκονται ‘μπρος σ’ αυτά τα πελώρια ερωτηματικά. Η ώρα πέρασε ο φύλακας έδωσε εντολή, η κουβέντα τελείωσε πίσω πάλι στο κελί. Η πόρτα βαριά, χωρίζει τη ζωή από τη λευτεριά. Στα σκοτεινά γυρίζει το κορμί σ’ ένα κρεβάτι κουρασμένο γέρνει να ονειρευτεί, μια λίμνη, μια βαρκάδα, μια αγκαλιά, μια ξάστερη νύχτα που ο έρωτας μες στη σιγαλιά έκανε συντροφιά σε δύο αθώα νεαρά παιδιά κι ένα αηδόνι τραγουδούσε κι ήταν όλα τόσο όμορφα τόσο ιδανικά.

[ 139 ]


ΠΑΝΑΓΙΏΤΗΣ ΜΆΝΤΖΑΡΗΣ EL AMOR Στην Ελίνα Mi alma en tus manos mis besos en tu cuerpo, y mi corazón solo vibra por tí. Solía soñar con tu cara años antes de poder verla, y la realidad es más buena que mis pensamientos. La vida contigo es un sueño grande, y cada noche no quiero dormir porque mis ojos estarían cerrados. No lo sé si el amor es un regalo de Diós, pero quiero darte todo mi tiempo. Ahora princesa mía ven a nuestra cama, y duerme en mi abrazo mientras yo voy a admirarte hasta la sonrisa del amanecer.

[ 140 ]


DON’T LET Don’t let your eyes drop tears of sadness, don’t let your fear conquer the soul. Don’t let your heart surrender to madness, don’t let your mind play its role.

[ 141 ]


Εύη Μαραγκουδάκη ΑΜΑΛΓΑΜΑ Στις γερμένες μουριές το χαλάζι μούχλιασε από μια μάζα σελίδων αδειανής ταυτότητας στο στέμμα του κοκαλωμένου βασιλιά του Ιανουαρίου. Μόνος. Χωρίς εμένα. Κανείς άλλος δεν φαινόταν τριγύρω, κανείς δεν φώλιαζε ζοφερά στον αχνό της μοίρας. Μα πώς. Όλα στραφτάλιζαν στην τρύπα μιας ξεραμένης λίμνης προσδοκιών κι ενοχών. Γιατί, ποτέ δεν συλλογίστηκες, ούτε κόπιασες να μαντέψεις. Δεν ήξερες το μάθημα; Η εκφορά της αλήθειας σε έπαιξε στον άσσο. Δάχτυλα κεντούσαν παχιές γραμμές στο προσχέδιο της αποθυμιάς για το αυτονόητο. Ο κορμός της λήθης βάρυνε στην προβολή της σύντομης εκπνοής ενός έρωτα σαλού ανάμεσα στην ίντσα της παγωμάρας του εμείς και το δηλητήριο στη ξιφολόγχη του εγώ. Το δευτερόλεπτο σφύριξε ιλαρά την αλληλουχία μιας άταιρης κι απόκοσμης σύζευξης δυο όντων που κουκούλωσαν τον άνεμο με γροθιές ταλάντευσης για το αιώνιο ποτέ. Στο ίδιο δοχείο με το δείγμα της ραστώνης για την αναμονή του πάντα. Χαρακιές γέμισε το πρόσωπο από τους μορφασμούς σαν γράπωσες την μορφή του άοσμου μαύρου υγρού και του γκρίζου φόντου στο θολό άγαλμα της εμπάθειας. Οι τελευταίες συλλαβές δεν σχηματίστηκαν στο χείλος από δυσαρέσκεια για το καρδιοχτύπι της ανάσας μπρος σ’ ένα δίχτυ ισορροπίας και ήττας στο αεικίνητο μαζί. Σφύριγμα για το τέλος μιας ζωής που δεν πρόφτασε το σκαλοπάτι της εξίσωσης. Δείγμα ήθους; Ψήγμα φόβου για μια φωτογραφία που ξέχασες βίαια να σκίσεις; Άνομα έκλαιγα για φλόγες σβησμένες, απατηλά ψέλλιζες το όνομά μου στη νεφέλη μιας αγάπης δίχως θαυμαστικό ή κόμμα. Άχρωμη κι άκομψη έμεινε να κοιτά βλέμματα ξεθωριασμένης τύρβης για το έπειτα που δεν πλησίασε στο εκατοστό της ολότητας. Κρίμα. Και πίστευα, θα σκάλιζες την ύπαρξη μου για να αφουγκραστώ την έγνοια σου. Νίκησες; Νικήθηκα; Έζησες; Έσβησα; Κι ο χρόνος πότε θα κουβαλήσει τον σάκο της μύησης; Όταν τα άσαρκα νεύρα ενός παραπαίοντος έρωτα σιγήσουν στα κάγκελα;

[ 142 ]


ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ Μηδέν. Ένα, τρία, τέσσερα έφτασες στο μέτρημα της αέναης πίκρας, που ζάρωσε την σχισμή στο κέντρο της περιττής ύπαρξής σου. Τελεία. Όχι. Ποτέ δεν βγαίνει έτσι η παρτίδα, στράγγιξε το λαρύγγι μου από κύτταρα, στεναγμούς και μειδιάματα νυχτερινά για να σε συνεφέρω. Τα βλέφαρα ισοπέδωναν το αδέκαστο στη σκιά ενός ισχνού κύκνου, όσο σάλευες ουρλιάζοντας απών στο έμβολο της χρηστότητας. Γιατί; Δεν ήταν εύκολο αυτό, να ξέρεις. Σε παραίτηση χιμαιρική έδειχνε. Κάποτε, καθόλου, σε ρυθμό που κανείς δεν ένιωθε να ανιχνεύσει, σ’ έβλεπα να ξεμακραίνεις από το χέρι που ράγιζε να σε βαστάει ελαφρά. Έτσι, για να μην πονέσεις. Να μην λυγίσεις στο χιλιοστό του πνεύμονα που σφάδαζε υπομονετικά στο κλάσμα της φυγής. Ή στο ξετίναγμα της ριπής που κόπιαζε στο γρίφο της έκλειψης. Δεν πειράζει. Θα το αντέξω, είπα. Με όρκο. Γελώντας. Όχι. Για λίγο. Για πολύ. Για πάντα. Χωρίς το βάρος της αδρής συνείδησης του να χρειάζεται να παλέψεις με το γραμμάριο του αλάνθαστου ενστίκτου. Κι έπειτα ..... Δυο τραχιά επιφωνήματα να στολίζουν γύρω στο στόμα την αύρα στη θύμηση μιας ύστατης αυτοτέλειας για τον ζυγό έρωτα. Έδειχνα εγώ. Εσύ όμως; Το μέσο της αλυσίδας σου έτριζε ακούραστο. Δευτερόλεπτα. Μήνες. Εποχές δίχως κατάληξη κύλησαν σε αδειανά σκεπάσματα. Σε ίντσες χάρτη και βαμμένους θρόνους για να βουλιάξω αθόρυβα στα θραύσματα της νεαρής αγκάλης σου. Πάλι. Από νωρίς. Έκλαιγα. Φλυαρούσα. Αλυχτούσα. Τράνταζε το στήθος έλεος, λύπη και μένος να σε λαξεύσει αργά. Να χαλκέψει το μούδιασμα στον καρπό. Ήσουν δικός μου. Εσύ. Εγώ. Μαζί το σύνολο για το τέλος. Αθανασία.

[ 143 ]


ΚΙΒΩΤΟΣ Πρωί. Βράδυ. Αλμύρα. Πίκρα. Επίγνωση. Γεύση και αφή πριν την φαύλη σύγκρουση χειλιών που κάρφωναν κάθετα κι ακούσια την όψη σου. Δεν πέτυχε. Ολόλευκο το πιόνι έσβησε μεμιάς την μωβ πινελιά στην επαφή με τον νου. Αυτή που χόρευε στο πλευρό ενός μέθυσου χιονάνθρωπου χωρίς την πορτοκαλί κουΐντα μιας ομίχλης δοξασμένης από κυνισμό. Ίσως και να εξοστράκισε η αλήθεια την αστροφεγγιά του πιστευτού με ανάσες λυγμού. Σε ταξίδι λεκτικό των ίσως, αφού και γιατί όχι, εγκλωβίστηκες προτού η άρνηση της ενσυναίσθησης καρφώσει σφαιρικά τα πέταλα στο θυμάρι. Στάχυα φωτός πάλεψαν στο ευτελές κουβάρι αναζητήσεων και τμήσεων διττών με την απέχθεια της τάσης για το φαίνεσθαι, το θέλει και το έχει. Και τώρα; Ποιος συνεχίζει να έχει το έρμα ανάμεσα στις επάλξεις του; Να τρέφεται με δάφνες ελαίου, όσο η τσίκνα νοτίζει τα σπλάχνα με χρυσό. Να, δες. Η τρέλα καψάλισε τον ιστό, πλέκοντας στριφνά το μετάξι μιας λανθάνουσας επαφής. Διαισθήσεις και τραντάγματα έπαιξαν άρδην τον ρόλο τους, ξεσπαθώνοντας μια άφατη συγγνώμη χωρίς οστά και σφυγμό. Περπάτησες ως το επόμενο στενό, σκάβοντας ίντσα προς ίντσα την πάχνη της ψυχής σου. Με τα μάτια κλειστά. Τρέκλισες σαν από μεθύσι στο άρωμα κοκτέιλ που πότισε το δέρμα. Μέχρι εκεί. Τίποτα δεν εννόησες στο κόκκινο. Μια βοή. Ένα θηρίο από πέντε φωνήεντα με απόστροφο στη λάμψη της κόγχης. Έκρυψες το χνούδι στο μουστάκι για να μην καψαλίσεις τον ίσκιο. Δεν ταίριαζε με το όνομά σου. Υπόσταση είχε κάποτε, μου θύμισες καθώς το προσκεφάλι ζάρωσε στη θέρμη της στρόφιγγας. Μέτρησα περιθώρια για ηρωισμούς. Ξερόβηξες περιπαικτικά εικόνες και αυταπάτες για αριθμούς που άδειαζαν το μυαλό. Πού να σταθείς όρθιος; Βρύση δεν υπήρχε πουθενά.

[ 144 ]


ΜΑΣΤΟΡΟΎΔΗΣ ΓΙΏΡΓΟΣ ΠΡΏΤΗ ΜΑΤΙΆ ΤΙ ΘΑΛΑΣΣΙΆ... Ήχοι παντού. Ακούγονται σαν κελάρυσμα. Ζωή αλλού. Απλώνεται στο πρώτο γυάλισμα. Της ηλιαχτίδας μιας ζωής. Που πρόβαλλε ένα πρωί. Με κοίταξε με προσμονή. Βαθύ το μπλε της κοίταγμα. Και γω δέσμιος στο αντίκρισμα. Την πήρα αμέσως αγκαλιά. Φοβήθηκα τα δυο φιλιά. Γρήγορα να της δώσω. Ήτανε τόσο δα μικρή. Με κοίταζε σαν αστραπή. Της θάλασσας βροντή. Κι έμεινα να κοιτώ όλο ντροπή. Ανίκανος να της χαρίσω ένα φιλί. Μ αργότερα δε δίστασα. Σαν πέρασε η έκπληξη ατίθασα. Της χάιδεψα το πρόσωπο της. Ήταν ο πρώτος ο θεός της. Που φάνηκε σε μια ματιά. Και μου κλέψε ναι τη καρδιά. 24/5/2017 ΓΜ

[ 145 ]


Η ΠΡΟΣΜΟΝΉ ΣΟΥ ΔΏΡΟ ΜΟΥ... Στο γαλανόσπαρτο στρατί. Που βγάζει σ άγνωστο κόσμο. Ξεκίνησα ένα πρωί. Να διαγράψω την πορεία σου. Μαζί σου να κρατώ το χέρι σου. Και συ μονάχα να με κοιτάς. Σαν όνειρο το βλέμμα σου έριξες. Σε παραλίες της νυχτιάς. Που κάποτε εγώ ξενύχτησα. Με φίλο μου μόνο Βοριά. Να μου ανεμίζει τα μαλλιά. Να περιγράφει τη φορά. Πως θα ‘σαι άραγε σαν έρθεις. Τη ομορφιά στα μάτια θα έχεις. Και μου ψιθύρισε κρυφά. Γαλάζια θα ναι η ματιά. Που θα σε αποτρελάνει. Που τις πληγές σου όλες θα γιάνει. Δε τον επίστεψα πολύ. Είπα, Βοριάς είναι και μιλεί; Μα ψέματα δε μου είπε. Η λογική μου χάθηκε. Μόλις σε πρώτο κοίταξα... Και από τότε εγώ αγαπώ. Ένα μονάχα βλέμμα. Γι’ αυτό ζω. Αυτό το όμορφο το γαλάζιο σου... Μάτια μου γαλανά για πάντα... 24/5/2017 ΓΜ

[ 146 ]


ΤΟ ΒΛΈΜΜΑ ΣΟΥ Η ΖΩΉ ΜΟΥ... Πέρασε πάνω μου χαρές. Ματιές σου γλυκά σημάδια. Σβήσε μου μοναχά το χθες. Με δυο γαλάζια χάδια. Ρίξε μου σαν τις αστραπές. Το κοίταγμα του ονείρου. Βασάνισε με όπως θες. Με τον χαμό του απείρου. Εκείνον που όταν με κοιτάς. Χάνομαι ταξιδεύω. Και σαν αρχίσεις να γελάς. Τρελαίνομαι αρρωσταίνω. Άγγιξε δίχως να ρωτάς. Αξίζει να σου χαρίσω. Όλο το είναι μου ζητάς. Αμέσως να στο δωρίσω. Ούτε για μια στιγμή θαρρώ. Δε πρόστασα να διστάσω. Ούτε για ένα μόνο λεπτό. Δε μπόρεσα να μη φτάσω. Να ζω όπως μόνο με κοιτάς. Στο γαλανό ταξίδι σου. Ν αναπνέω σαν μου μιλάς. Θαλασσινό παιχνίδι σου... 24/5/2017 ΓΜ

[ 147 ]


ΠΌΤΕ ΟΥΡΑΝΌΣ ΚΑΙ ΠΌΤΕ ΘΆΛΑΣΣΑ... Κάθομαι στην άκρη και σε παρατηρώ. Τον ουρανό όπως κοιτάζεις. Και σκέφτομαι, πόσο απορώ. Τι διαφορά να έχουν. Τα μάτια σου τα γαλανά. Απ’ του ουρανού το χρώμα. Μετα μόνος μου χαμογελώ. Ανόητος που είμαι! Η διαφορά είναι απλή. Κάθε που συννεφιάζεις. Μοιάζει να είναι τ ουρανού. Το χρώμα των ματιών σου. Κι όταν χαμόγελα σκορπάς. Χαρά όταν φωτίζεις. Τότε τα δυο τα γαλάζια μου. Θάλασσα πως θυμίζουν. Όπως και να χει ένα γνωρίζω. Το μπλε που φυλακίζεις. Είναι το πιο όμορφο. Το πιο γλυκό. Το πιο λαμπρό μου χρώμα. Στα όνειρα, στη λογική. Στον ύπνο μου, στη τρέλα. Γιατί είσαι εσύ... 29/5/2017 ΓΜ

[ 148 ]


ΤΑΞΊΔΙ Η ΖΩΉ ΜΟΥ ΜΑΖΊ ΣΟΥ... Η λησμονιά της μυρωδιάς. Αλμύρας της μεγάλη. Γι’ αυτό και έχω εσένα. Άγγελε της ψυχής μου. Να με κοιτάς κάθε λεπτό. Να νιώθω πως στα νερά της. Βαθιάς γαλάζιας θάλασσας. Να κολυμπώ στις κόρες σου. Να ταξιδεύω μέσα τους. Να δω σαν πως με βλέπεις. Με το γαλανοφώτιστο. Το βλέμμα σου το εξαίσιο. Και συ κάθε φορά θαρρείς. Κοιτώντας με πόσο λάμπεις. Σαν χάντρες τα ματάκια σου. Που φέγγουν στο αχνό σκοτάδι. Που έτσι γυαλίζουν ανέγγιχτα. Στου ήλιου το μεσημέρι. Το αστραφτοφώτιστο σου απλό. Και μαγικό σου κοίταγμα. Που με πηγαίνει εκεί που πια. Πόνος δε μ ακουμπά. Μόνο το άγγιγμα σου αυτό. Το ίδιο να μ ανασταίνει. 29/5/2017 ΓΜ

[ 149 ]


ΝΕΚΤΆΡΙΟΣ ΜΠΈΣΗΣ ΝΎΧΤΑ Ξαφνικά έπεσε σκοτάδι, ο άνεμος σταμάτησε, λίγο πριν με ακουμπήσει και τότε, πολλά μικρά φώτα, με πλησιάζουν. Κρατούν όμως μια απόσταση, για να μην με ακουμπήσουν. Ένας άνθρωπος τρέχει, γυρίζει το κεφάλι του, για να κοιτάξει, τα μάτια του πέρασαν από πάνω μου και καρφώθηκαν στο κενό. Προσπάθησε να μου μιλήσει, αλλά δεν τον άφησα. Η νύχτα τότε, πήγε απέναντι, με χαιρέτησε, Τρύπωσε μέσα στην καρδιά μου. Δεν ξαναβγήκε ποτέ.

[ 150 ]


ΠΆΝΩ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΌΛΗ Θα αγκαλιαστούμε και θα πετάξουμε, μέχρι τα αστέρια. Μέσα στο νερό, πίσω από τα μάτια σου και πέρα από το βουνό, θα τρέξεις να κρυφτείς και σιωπώντας, θα νομίζεις πως τα πάντα έχουν τελειώσει και ξαναρχίζουν, κάθε βράδυ, την ίδια πάντα ώρα, όταν λίγο πριν τρεμοπαίξουν, τα βλέφαρα, τρεμοπαίζουν και σβήνουν, τα αστέρια, κάθε βράδυ, πάνω από την πόλη.

[ 151 ]


ΔΗΜΉΤΡΙΟΣ ΜΠΟΝΌΒΑΣ ΠΑΡΙΖΙΆΝΑ Τη μνήμη σου στους στίχους μου να βρω μπλεγμένη με τ’αρώματα, στις θάλασσες που αναζητώ χίλια κρυμμένα χρώματα. Μισός μέσα στου χρόνου τη βουή τα κύματα παλεύω, ναυάγιο πάνω σε νησί τα άστρα να χαζεύω. Στα λόγια της αιώνιας σιωπής γαλάζιο του Αιγαίου, στη θύμηση αρχαίας εποχής το ψήγμα του ωραίου.

[ 152 ]


ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΆΡΗ Σε ποια στεριά, σε ποιαν ακτή το παρελθόν χορεύει κάτω από πέτρινη σκεπή, τη λησμονιά γυρεύει. Κι ένας αφέντης βασιλιάς το χρόνο παζαρεύει. “Να’μουν της λάβας αρχηγός της έκρηξης δραπέτης, να’μουν ονείρων κυνηγός κι όχι ζωής επαίτης. Και σ’ένα μέλλον αδειανό, αχρείων υπηρέτης.” Ο χρόνος τότε γέλασε μ’όλα τα δυνατά του κι η λάβα τον εκέρασε καπνό στα όνειρά του. Και ένα μέλλον δύσβατο, να καίγεται η καρδιά του.

[ 153 ]


ΜΟΝΑΧΙΚΌΣ ΆΓΓΕΛΟΣ ΑΝΤΊΟ ΈΡΩΤΑ’’ Με δυο λέξεις, δυο φορές νεκρός. Ήταν το ομορφότερο που δεν αρκούσε στο παρόν. Ήταν το παρελθόν που αδημονούσε να γίνει μέλλον. Ήταν το μέλλον που κατέληξε σε παρελθόν. Σε μια κοινή ζωή όπου οι προσπάθειες μεταμορφώνονται σε βάλσαμο και χτίζουν κάθε αύριο. Πλανεύεσαι στην μαγεία Του δίχως να σε νοιάζει τι θα φέρει η επόμενη ημέρα. Αρκεί να έχεις δίπλα σου δυο μάτια που θα νοιάζονται για σένα και μια φωνή που θα γεμίζει τα αυτιά σου με ότι πιο γλυκό ειπώθηκε από χείλη. Ζήσε την κάθε στιγμή που αύριο δεν θα φέρει και μάθε ότι παίρνεις είναι τροφή που σε θεριεύει να συνεχίσεις, απλά αρκεί να ξέρεις να δώσεις κι εσύ. Εκείνος δεν ήξερε να δίνει, ήθελε μόνο να παίρνει και ένιωθε ότι χαράμιζε την αγάπη που του είχε. Παρομοίαζε την αγάπη της σαν όαση στην πιο καυτή έρημο, σαν το μοναδικό φως που του έκανε την νύχτα μέρα και τον χόρταινε αγάπη και ζεστασιά. Ήταν όλα εκείνα που ο φίλος μας δεν μπορούσε να της δώσει. Όσο κι αν έψαχνε μέσα του να βρει που κάνει λάθος αδιέξοδα συμπεράσματα στοίβαζε στο καθάριο του μυαλό. Ήταν εκείνη που τον έπνιγε με την αγάπη της, με την ζήλια της, με την υπερπροστατευτικότητά της; Δεν κατέληξε ποτέ πουθενά. «Αντίο Έρωτα»...

[ 154 ]


‘’Ο ΚΑΜΒΆΣ ΜΟΥ’’ Λευκός καμβάς οι σκέψεις μου. Μια παλέτα πεταμένη σε μια γωνιά και κάμποσα πινέλα λερωμένα με διαφορετικά χρώματα επάνω τους διάσπαρτα στο δωμάτιο. Το χρώμα επάνω τους ξεραμένο που πότισε μέχρι και την λαβή. Προσπάθησα να καθαρίσω τα πινέλα σε μια χούφτα από δάκρυα, αλλά μάταια να ξεπλύνω το χρώμα της ψυχής τους. Η δύναμη ανύπαρκτη επάνω τους. Σκλαβωμένες πινελιές που μαστίγωναν τον καμβά σε κάθε άγγιγμά τους, ταλαιπωρημένες πιτσιλιές που θαύμαζαν αριστούργημα στα μάτια των άλλων. Ο πόνος τους εμφανής μόνο σε δαύτα. Μετρούσαν λάθη ζωγραφίζοντας ότι έβλεπαν στα μάτια του οδηγού τους. Και μόλις τελείωναν την δουλειά τους έπεφταν αιμόφυρτα στο πάτωμα. Η παλέτα είχε αρχίσει να χάνει το ωοειδές της σχήμα με απλωμένη όλη την ίριδα πάνω της, μπερδεμένα τα χρώματα στο κορμί της, να μην μπορεί να αντέξει άλλο τον πόνο. Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του τρίποδα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το ένα πινέλο δεν γνώριζε το άλλο, συνυπεύθυνα στο στυγερό έγκλημα που μόλις διέπραξαν, μα άλλοθί τους εγώ. Κοιτώ τον καμβά που ώρες ερωτοτροπούσα. Ένα κατάλευκο πανί που δεν το άγγιξε ποτέ του χρώμα. Χειροκροτήματα και μπράβο για την πανδαισία χρωμάτων που τόσο όμορφα πλάγιασα το ένα μέσα στο άλλο μου λένε. Μα εγώ δεν βλέπω τίποτα...

[ 155 ]


‘’ΑΡΡΩΣΤΗΜΈΝΗ ΜΟΝΑΞΙΆ’’ Καθόταν και σπαταλούσε την ζωή του σε ανούσια αμαρτήματα. Ποτέ δεν ήταν καλά και κάθε επομένη χαραυγή νόμιζε πως δεν θα την ζήσει. Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά και οι ημέρες κατάπινε η μια την άλλη δίχως να γίνεται αντιληπτή η αίσθηση του χρόνου. Δεν τον ικανοποιούσε τίποτα πλέον, μια συνήθεια αλληγορική που έπαυε συκοφαντικά ν’ ανασαίνει. Πρωταγωνίστρια μια χαμένη ζωή που δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τις στιγμές που πλαισίωνε ο χρόνος. Πώς να γεμίσουν οι ώρες ενώ αύριο δεν ξέρω αν θα υπάρχω, γιατί να τις γεμίσω ενώ θα φύγω από δω, ποιο όφελος θα δειγματίσει την απουσία μου σαν κλείσω τα μάτια μου αναλογιζόταν. Και κυλούσε η ζωή σαν το νερό που ρίχνεις επάνω σου και στραγγίζει στην γη. Κοιτούσε τις ρυτίδες γεμάτα χέρια του μα αδυνατούσε να δει τα στιγμιότυπα που πλαισίωναν τον κενό του χρόνο, μια κενή ζωή. Στο σκέπασμα μιας νύχτας, τελευταία ανάσα που σώπασε. Ένα φως που ανήμπορος θαμπά κοιτούσε. Φωνές όπου άγνωστες για εκείνον ενοχλήσεις. Και η ζωή που τόσο άδικα καταδίκασε σαν δεύτερη ευκαιρία μια καινούργια ξεκινά. Ζήσε την τώρα γιατί δεύτερη ζωή δεν ξέρεις αν θα ζήσεις. Και αν είχες την τύχη αυτή σίγουρα το μόνο που θα άλλαζες θα ήταν η κακιά που αλόγιστα φορτώθηκες. Σε όλες όμως τις ζωές τα ίδια θα εισπράξεις, στο χέρι σου όμως είναι τα ρέστα που θα δώσεις...

[ 156 ]


‘’Ο ΕΧΘΡΌΣ ΜΟΥ’’ Φωτογραφικά καρέ περνούν μέσα στις σκέψεις μου. Πρόσωπα και στιγμές, κάποια περνούν αργά, άλλα στιγμιαία πριν εμφανιστούν εξαφανίζονται. Στολές που ντύνουν μόνο τον σκοπό που ψάχνουν να ξεπληρώσουν. Ντυθήκατε φίλοι, ντυθήκατε έρωτας, ντυθήκατε συγγενείς, ντυθήκατε αγάπη για να με ξεγελάσετε. Τόσος κόπος άδικος. Ξεχάσατε πηγαίνοντας για ύπνο να κρύψετε τις φορεσιές σας. Εκείνα τα φουστάνια με τα φανταχτερά χρώματα, τα κουστούμια που έλαμπαν από υπεροψία και ψευτιά μα ο καλύτερος κόμπος στο λαιμός σας, η θηλιά που περάσατε μόνοι σας. Μα ο πληγωμένος δεν κοιμάται ποτέ με κλειστά μάτια! Πάντα μέσα στο δήθεν θα ανασαίνει κι ο αληθινός εχθρός, εκείνος που θέλει να έχει έναν άξιο αντίπαλο απέναντι του. Αυτόν μην το συνερίζεσαι δεν θα σε βλάψει ποτέ, κι αν θελήσει να το κάνει θα το ξέρεις και θα σε κοιτά στα μάτια. Έτσι κερδίζεις την εμπιστοσύνη του εχθρού με τιμιότητα, όλα τα άλλα άφησέ τα να περάσουν γιατί κανένα πουλί δεν πέταξε δίχως φτερά. Και πίσω μου ο καλύτερος εχθρός. Περιμένει να ανακτήσω τις δυνάμεις μου για να αναμετρηθούμε. Ποιος εχθρός θα αναρωτιέστε; Μα φυσικά Εγώ...

[ 157 ]


‘’ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ ΖΩΉΣ’’ Φύλλα ξερά οι σκέψεις μου που τις παρασέρνει ο λογισμός στην ανάσα του, δεν καταφέρνει όμως να τις λογικέψει. Έτσι ανέμελα παράλογα καλπάζουν ξέγνοιαστες, ξεφεύγουν από την καθημερινότητα που τρέφεται με την στεναχώρια μας και χτυπούν δυνατά τα φτερά τους για ελευθερία και ζωή. Ότι θέλησε προσπάθησε, έσπασε τα δεσμά του ή και έσπασε τα δεσμά κάποιου άλλου απλά και μόνο για να χαρίσει ελευθερία. Φίλους και γνωστούς που η καθημερινότητα μας στερεί την παρουσία, να βρεθούμε να γελάσουμε και να μοιραστούμε ζωή, εκείνη την ξέγνοιαστη και ανέμελη που σου χαρίζει χρόνια, γιατί εκείνα θα έχουμε να θυμόμαστε και να αναπολούμε μεθαύριο. Κάθε πρωί στον καθρέφτη με αγγίζω όλο και πιο διαφορετικό, νιώθω ώρες ώρες το πρόσωπό μου παγωμένο κοιτώντας το ανέκφραστα. Κι όμως μέσα στα μάτια του διακρίνω λέξεις που περνούν και φτάνουν στα χείλη κι εκεί που πρέπει να τις πω, να τις φωνάξω δυνατά, εγώ τις καταπίνω ανέκφραστα και κάνω πως δεν τις γνώρισα ποτέ. Σκέψεις σκέψεις και μέσα στα μισά η απορία το πόσο θα αντέξεις; Κι όμως συνεχίζεις για να κατακτήσεις το τέλος. Το μοναδικό τέλος που γνωρίζεις την συνέχεια, καταλαβαίνεις τι λέω; Εκεί θα σκιαστούν οι σκέψεις σου. Εκεί θα ασπρίσει ο πόνος σου. Εκεί θα έχουν χαθεί τα πάντα. Τώρα που κατάλαβες, ζήσε...

[ 158 ]


ΜΩΡΑΐΤΗ ΣΤΑΜΑΤΊΑ ΔΕ ΦΟΒΆΜΑΙ Δε φοβάμαι να λέω αγαπώ, γιατί έχει δύναμη η λέξη. Πέτρα που πέφτει στο ήσυχο νερό κι ομόκεντρα αφήνει δαχτυλίδια. Μια πεντάφθογγη αμαξοστοιχία που φορτωμένη ξεκινά για αέναο ταξίδι κι όλοι σ΄ αυτή συντρέχουν. Δε φοβάμαι να λέω συγγνώμη, γιατί λυτρώνουν οι συγγνώμες. Είναι οδοδείκτες που φέρνουν το στραβό ξανά στον ίσιο δρόμο. Δε φοβάμαι να λέω καλημέρα, γιατί είναι ευχή όλο ζωή κι ελπίδα και μεράκι. Καλώς μας ήρθες μέρα, λέει, κι ας είσαι όπως κι αν είσαι, θες πρόχειρα πεζά φοράς θες κεφαλαία γιορτινά. Δε φοβάμαι να λέω καλημέρα, συγγνώμη, αγαπώ γιατί έχουν δύναμη οι λέξεις, απλώνουν ρίζες στις καρδιές κι ως τα ουράνια ανθίζουν.

[ 159 ]


ΈΝΑΣ ΚΎΚΛΟΣ ΕΊΝΑΙ Η ΟΜΟΡΦΙΆ Ένας κύκλος είναι η Ομορφιά όπου καθετί απέχει εξίσου απ΄ το κέντρο, έχει αρμονία, συμμετρία, συνοχή, οργάνωση και μέτρο. Προϋποθέτει η Ομορφιά του κύκλου αυτή την ολοκλήρωση. Είναι μια μορφή σε κύκλο ορισμένη. Η λέξη δα το μαρτυρεί. Αρχίζει με όμικρον βραχύ, κοφτό, τέλεια καμωμένον. Και μετά τον κύκλο, μετά το όμικρον ακολουθεί η μορφή, γιατί μορφή, σχήμα, ύπαρξη χωρίς το όμικρον χωρίς την τελειότητα του κύκλου μπορεί να είναι άμορφη ή δύσμορφη μα όμορφη δεν είναι. Η Ομορφιά, λοιπόν, είναι η τέλεια μορφή και τελειότητα σημαίνει ολοκλήρωση. Μα η Ομορφιά είναι Κυρά. Δούλο πιστό σε θέλει πάντα. Και ω! τι κόπος!! Πώς να επιτευχθεί αυτός ο κύκλος, πώς το πνεύμα, το σώμα, την ψυχή σε κύκλο τέλειον να σμιλεύσεις; Χαράκια και διαβήτες συνεχώς πρέπει να κρατάς, στη σμίλη μάστορας να γίνεις. Μόχθος καθημερινός στης Παιδείας και της Ηθικής το μεροκάματο. Μην ξεχαστείς και κατεβάσεις τα μανίκια.

[ 160 ]


Η ΣΟΦΊΑ ΤΗΣ ΓΛΏΣΣΑΣ Το δάκρυ και το στάχυ ορθώς ο λαός μας τα εξαίρεσε από τον γενικό κανόνα. Λιποταξία από την ταξιαρχία των ουδετέρων. Ο στρατηγός Ζωή τα όρισε σε άλλη θέση τεταγμένα. Δεν μπορεί με γιώτα να γραφούν, επειδή ένα «το» τα οδηγεί. Με τα πολλά πώς να εξισωθεί το δάκρυ που τόσο πόνο κουβαλά, απόσταγμα του κορμιού απ΄ το πολύ των στεναγμών το άλεσμα; Πώς να κρατηθεί από ένα γιώτα ρηχό και «ανοιχτό»; Κούπα κρυστάλλινη του πρέπει πολύτιμο ως είναι, μια γούβα αλυκή να μάσει την αρμύρα. Κι αν το δάκρυ θέλει κούπα, το στάχυ θέλει πύθο μεγάλο και βαθύ, γιατί μεγάλη και βαθιά η ανάγκη του λαού μας. Πολλούς λιμούς εγνώρισε, το στάχυ για χρυσάφι το λογιάζει κι όρισε ύψιλον γι ΄ αυτό κόκκος μην πάει χαμένος. Δάκρυ και στάχυ, το λοιπόν, ορίζουν τη μοίρα του λαού μας κι από κοντά ένα δόρυ ασφαλές καλά να τα φυλάει. Ω!! Γλώσσα Ελληνική σοφή Μ΄ ακρίβεια και με γνώση καμωμένη!!!

[ 161 ]


ΡΑΨΩΔΊΕΣ Ήξερε πολλές ιστορίες ο γερο-παραμυθάς. Του τις έμαθε η θάλασσα, η αιώνια ραψωδός. Μάζευε τα νέα απ΄τα πέρατα της γης, θυμόταν γεγονότα από αιώνες πριν και κύμα στο κύμα του τα κερνούσε συνοδευτικό για τη ρακή του. Είναι η ίδια θάλασσσα που αγκάλιασε την Αργώ και τον Ιάσονα, που κοίμισε τον Οδυσσέα, για να γυρίσει ξεκούραστος στην Ιθάκη του. Αυτή που κατάπιε τον Αιγέα και του ΄στειλε για συντροφιά κορμιά αμάχων απ΄τη Σμύρνη κι απ΄τη Συρία. Είναι η ίδια θάλασσα που ‘ μαθε στο λαό της να ‘ ναι ταξιδευτής, ονειροπόλος, ριψοκίνδυνος, να πονά, να βοηθά και να ελπίζει. Αυτή που γέννησε νησιά, πολλά νησιά να βρει φωλιά η κούραση και πάτημα το θάρρος. Είναι η ίδια θάλασσα που ‘ δωσε ψυχή στους μπουρλοτιέρηδες, που θρήνησε την Έλλη -αυτή του Φρίξου και την άλλη, γιορτή Δεκαπενταύγουστου. Είναι η ίδια θάλασσα που τη ράχη της την όργωσε η ζήλια και το μίσος των γυναικών για την αιώνια αγαπημένη, πριν γίνουν προσευχή και ικεσία για να εξευμενίσουν την υγρή θεά. Ήξερε πολλές ιστορίες ο γερο-Χρόνος. Τις έλεγε τα βράδια στα παιδιά. Τον χειμώνα δίπλα στο τζάκι, το καλοκαίρι δίπλα στο κύμα, πάντα με μια ρακή στο χέρι και λίγη θάλασσα στην άκρη των ματιών του. [ 162 ]


ΤΟ ΘΕΡΙΌ Άνθρωποι ησυχάστε! Μην κάνετε θόρυβο μεγάλο Μην τύχει και ξυπνήσει το θεριό. Χρόνια τώρα έχει λουφάξει στα έγκατα της γης. Γλίστρησε εκεί απ΄το πολύ αιματοβαμμένο χώμα μέσα από την τρύπα που το ίδιο άνοιξε με τα βαριά πατήματά του. Βούλιαξε και λούφαξε να μην αναπνέει τη δυσοσμία και πνιγεί στους καπνούς απ΄τις φωτιές που το ίδιο άναψε. Λούφαξε χορτάτο απ΄τα πολλά κορμιά που άλεσαν τα κοφτερά του δόντια. Άνθρωποι ησυχάστε! Φιλιώστε, αγαπηθείτε, Τραγουδήστε το τραγούδι της λογικής. Μην κάνετε θόρυβο μεγάλο. Όχι εντάσεις, όχι εκρήξεις Όχι ρήγματα και μάχες. Μην τύχει και ξυπνήσει το θεριό. Άνθρωποι , διαβάστε το χοντρό της Ιστορίας βιβλίο, Επαγρυπνείτε. Άνθρωποι, δουλέψτε. Πάρτε μηχανές, αξίνες Κάθε χάσμα κλείστε. Μην τύχει και ξυπνήσει το θεριό, Ο δίδυμος αδερφός της Δυστυχίας που ΦΑΣΙΣΜΟ τον έχουνε βαφτίσει.

[ 163 ]


ΝΙΚΟΛΆΚΗ ΧΡΎΣΑ «ΣΜΎΡΝΗ ΜΟΥ» ΈΛΕΓΕΣ ΓΙΑΓΙΆ... Σμύρνη αιώνια αγαπημένη τόσες μνήμες αλησμόνητες, τόσα λόγια τρυφερά απο προγονικά χείλη σφραγισμένα. Τόσες ομορφιές κι Ελληνισμός μέσα σου κρυμμένα. Της Ιωνίας ανθός, της ψυχής μου φώς, Τζιέρι μου , με έλεγες Θυμάσαι; Τότε που σου κρυβόμουν σα μικρό γατάκι κι εσύ έψαχνες να με βρεις κάτω απ το τραπέζι· να με πάρεις στα γόνατα σου και να μου τραγουδήσεις τα σμυρνέικα της καρδιάς σου. Άλλες φορές με πίκρα και πόνο, στα μάτια κοίταζες παλιές φωτογραφίες · που ήσουν ακόμα παιδούλα, και το παράπονο κρεμόταν ακόμα στα χείλη σου. Γιαγιά μου πόσο υπέφερες.. Ξεσπιτωμένη με ένα δισάκι στον ώμο· και την πίστη στην ψυχή τράβηξες γι’ άλλα μέρη ...της λησμονιάς.... Πόσες φορές δεν σκέφτηκα να κάνω εκείνο το ταξίδι να περπατήσω στην παραλία εκεί που κάποτε ήταν το σπίτι σου· το αρχοντικό σου εκεί που έμαθες να παίζεις [ 164 ]


τις πρώτες σου νότες, εκεί που μύριζες τα γιασεμιά και μετά ξενυχτούσες στην αγκαλιά της μάνας σου... Σε θυμάμαι μια γυναίκα αλλιώτικη απ’ τις άλλες, τα μαλλιά σου ξανθά ν’ ανεμίζουν, το κορμί αλαβάστρινο σφριγηλό, λες κι έμεινε εφηβικό σ’ εκείνη τη ρωγμή του χρόνου, για να θυμίζει την παλιά του αίγλη και εκείνο το χαμόγελο απόηχος μιας μνήμης ιστορικής πονεμένο θα το ‘λεγες μα τόσο λαμπερό... Σε θυμάμαι· στα τραγούδια που μυρίζουν πληγωμένη Ελλάδα · στο φώς που εξέπεμπες όταν μιλούσες για την δική σου πατρίδα στο άγγιγμα σου το τόσο διάφανο· άγγιγμα αγγέλου με μια υφή πόνου· του μακρινού και ξενιτεμένου...

[ 165 ]


ΣΤΟΥΣ ΉΡΩΕΣ ΤΟΥ ΧΘΕΣ... (ΚΥΠΡΟΣ,1974) Με τα μάτια κλειστά· η φοβέρα μακριά πως φωνάζει, το άδικο τρέχει να προφτάσει η απειλή· και τον πόνο σαν μαύρο χαλί, στον βωμό να στον προσφέρει. Με τα μάτια κλειστά, μας αδειάζουν φριχτά, μας προσφέρουν δάκρυ και αίμα. Κι είναι τόσο θολή η εικόνα αυτή· που τα μάτια μου ακόμα πως τρέχουν, σε εικόνες του χθες βέβηλες , τρομακτικές... Οι σκηνές πως περνούν, και φαρμάκι κερνούν, και τα χρόνια πίσω πως τρέχουν… Οι ανάσες βαριές· οι αλήθειες φριχτές· τον τόπο μας διαφεντεύουν. Η ψυχή λεβεντιά δεν γροικά αφεντικά, μόνο ο πόνος την μαρμαρώνει. Τα λεπτά πως περνούν· και οι ώρες αιμορραγούν, να ξεφύγουν για λίγο πώς θέλουν... Μα η μνήμη ριγεί, το κορμί ζαρώνει στον ήχο του τρόμου, και ο κόσμος για πάντα παγώνει. Το μυαλό διαπερνά [ 166 ]


μια ανάσα βαριά, είναι αυτή που στον σβέρκο σκαλώνει. Αλλά η ψυχή λεβεντιά, τα ιδανικά ποτέ δεν φιμώνει. Κι αν η μνήμη πονά, κι αν ματώνει η καρδιά, ο νους ποτέ δεν ξεχνά... Χρυσα Νικολακη 19.7.2017

[ 167 ]


ΜΙΛΤΙΆΔΗΣ ΝΤΌΒΑΣ ΑΓΑΠΗ Έρως της ζήσης, θεού η ανάβασις, στα πέτρινα κελιά της Απουσίας! Στου αηδονιού τον κέρινο κλωβό, αναζητάει ο θάνατος το πάθος της Αγάπης! Τύμπανα θυμωμένα και κλαγγές τη βέβηλη γυρεύουνε Ανάσταση της Φλόγας! Της Φλόγας που αχάραγα γελά, μαζί με τ’ άγια δόρατα, Νεράιδες και Μαινάδες! Κρασί κερνάρει ο αφέντης ο Χριστός, με θύμησες συγχώρεσης κι αλαλαγμούς που σβήνουν! Κεριά τ’ Αστέρια, των Αγίων συντροφιά! Χαμογελούν, επαίρονται για τ’ Άσπιλο σημάδι! Κραυγές τ’ Ονείρου κι αστρικές διαδρομές, στου Έρωτα τα σήμαντρα γυρεύουνε το μύρο! Το μύρο απ’ τις Πόρνης το Θεό, που των αγγέλων άγγιξε χορδές Ψυχών που κλαίνε! Είναι της Στύγας το αθάνατο νερό! Στου Δία τα αγήματα, όπου ζητούν Ειρήνη! Ειρήνη με το πάθος της ζωής! Χαμόγελο ο Έρωτας! Θάνατος η Αγάπη!

[ 168 ]


ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ Γήινων μεταλλάξεων, του ήλιου ο θεός, είν’ η ύλη στοιχείο απερίγραπτο! Ηφαίστεια κι αθάνατες μορφές ψιθυρίζουν στο βασίλειο του Πλούτωνα! Η Περσεφόνη κλαίει και χαμογελά, είν’ η Άνοιξη Ψυχή του Αγέννητου! Θύμησες με το δάκρυ το ιερό, ικετεύουν τις φωτιές που σκλαβώθηκαν! Ανάμνηση ο ήλιος στο παιδί, που είν’ το Μέλλον, η Ψυχή και τ’ Ανάθεμα! Γυρίζει ο κύκλος, Δύση και Ανατολή, σιωπούν, ψιθυρίζουν κι επαίρονται! Τα ονείρατα του Αιώνα μου γελούν! Είν’ Ψυχές, είν’ μορφές, είναι δύναμη! Δύναμη που το Φως την προσκυνά! Στρατιώτη προσοχή στο αντίκρισμα! Ήλιος και Νιότη, δύο όμορφα παιδιά! Κι οι Σειρήνες αρχίζουν να ψέλνουνε! Ψέλνουνε την ουράνια μουσική, του κινδύνου, της μομφής και της λύτρωσης! Υψώνονται στα άστρα τα πανιά! Το καράβι φοβάται τ’ απόνερα! Απόνερα λυτρώσεως πηγαιμού! Στης Αυγής το ταξίδι το δεύτερο! Το δεύτερο, το πρώτο, το υστερνό! Ταξιδεύει η Ελπίδα στα πέλαγα!

[ 169 ]


ΜΑΡΊΝΑ ΠΑΠΑΓΑΒΡΙΉΛ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΊΔΟΥ ΑΥΤΟΣ ΕΦΑ Επίμονο, συνεχές και ακατάπαυστο το κάλεσμα στην εξώθυρα του υποσυνείδητου αναγγέλλει υποβολή ευοίωνης, τεκμηριωμένης προοπτικής επιστημονικώς αποδεδειγμένης δια μέσου των αιώνων. Επιχειρεί παράκαμψη οχυρών απόρθητων εγκληματικά οικοδομημένων επί των ανακτόρων της στεγανοποιημένης σκέψης. Προτείνει περιδιάβαση στις όχθες της υπέρβασης, πρόσβαση στις ατέρμονες λεωφόρους του πολυδιάστατου Σύμπαντος, αποτολμά μετακίνηση του πέπλου της άγνοιας, αμφισβήτηση των τετριμμένων, αντιπαραθέτοντας ψηλάφηση της αλήθειας με αντάλλαγμα το πολλά υποσχόμενο σύμφωνο συμβίωσης με τη χαρά. -Επιστροφή εντός των τειχών Αντηχεί ηχηρά το κέλευσμα! Εξοργισμένος, πανικόβλητος ουρλιάζει ο αρχιστράτηγος των νευρώνων πασχίζοντας να επαναφέρει την τάξη, ενισχύοντας τις συνάψεις της θλίψης, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα μνήμης, μολύνοντας ασύστολα το κύτταρο της ζωής. -Παρακινδυνευμένη η αλλαγή πλεύσης, επιμένει, πόρρω απέχει της τάξης και της ηθικής. Ετερόκλητο πλήθος επιδοκιμάζει ενθουσιωδώς. Χίλια, μύρια μικροσκοπικά στρατιωτάκια ακολουθούν πειθήνια, άγονται και φέρονται σε μονοδιάστατους μονοδρόμους διαγράφοντας τροχιές επί φαύλων κύκλων στον πατροπαράδοτο χάρτη του τρόμου.

[ 170 ]


Φωνή βοώντος εν τη ερήμω η προτροπή του Δασκάλου απ’ την αντίπερα όχθη ματαίως δονείται στη μουσική των σφαιρών: <<Η ευτυχία είναι πάντα μέσα σου>>. Αυτός * έφα *Πυθαγόρας ο Σάμιος

[ 171 ]


ΠΡΕΛΟΎΔΙΟ ΑΝΆΤΑΣΗΣ Απόλυτη σιωπή. Η ανάσα ανάλαφρη -τόσο όσο απαιτεί η ζωοδόχος πνοήχαϊδεύει στοργικά το πάνω χείλος. Ονειρεμένη γαλήνη στα μύχια ρέει καθώς ευωδίες ανθέων λεβάντας ευγενώς τον αιθέρα θωπεύουν. Ακτίδα φωτός απαλά διεισδύει στου διάφανου χαλαζία το παγωμένο κρύσταλλο για ν’ αναλυθεί εκστατικά εις το εξ ου συνετέθη χρωματικό της Ίριδος φάσμα. Ο νους παραδίδεται ολοκληρωτικά στις ευεργεσίες του εύρους μιας ολιγόλεπτης παύσης διεργασιών και συνεπειών των θαλαμικών δομών. Ως άξιος προς μύησιν δόκιμος ασκείται επιμελώς στη διαδικασία της μεταμέλειας, της απόρριψης προτύπων πρώιμων και καταστροφικών. << Έλεγκαντ >>: αυταπόδεικτη προφητεία η ίαση… Αληθή, σεμνά, δίκαια, αγνά λογίζεται ο νους εις το εξής, ιχνηλατώντας συγκομιδή υγιών αναμνήσεων.

[ 172 ]


ΧΡΉΣΤΟΣ Θ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΊΟΥ Η ΧΑΣΜΩΔΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΜΥΛΟΥ Έκλεψα ένα κοχύλι από τα σπλάχνα της θάλασσας φύσηξα μέσα του πνοή και χάραξα την όψη του στην αμμουδιά του ονείρου σαν μια παρένθεση από ανυπόταχτες στιγμές που αφοπλίζουν τις συμπληγάδες και στροβιλίζουν τις διαβάσεις στις πρώιμες επιτομές της ευρωστίας του σήμερα. Έπαιξα σε μια ζαριά τον χείμαρρο του εφήμερου κι έπλεξα το στεφάνι του χρέους με μια χούφτα αγριοβότανα από τον αγρό της ευφορίας πριν εναγκαλισθώ στους αδιέξοδους διαδρόμους του οικοδομήματος της φθοράς την ανάσα του ανθρωπόκορμου ταύρου που αφουγκράσθηκε τα τύμπανα του ερέβους και φόρεσε μανδύα τιμωρού και χάλκινες παρωπίδες στο αδηφάγο του βλέμμα. Στο αίθριο του Κόσμου δεν υπάρχουν σκουπίδια μόνο αστέρια που ατενίζουν το σύνορο ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα

[ 173 ]


κι αδημονούν να σκορπίσουν φως σ’ εκείνους που πλανήθηκαν κι έγιναν ένα με τ’ αποφόρια του φυγόμαχου επισκέπτη της ζωής. Η αφήγηση στο βιβλίο του χρόνου δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Χαμένη στις δασώδεις υπώρειες της πλοκής των γεγονότων αδιαφορεί για την κορύφωση απαριθμώντας τα σύμβολα που κοιμίζουν τη σκέψη και υπογραμμίζουν την πορεία προς το απρόσμενο. Μια σταλαματιά ντροπής κύλησε αργά από τα μάτια της ιστορίας γι αυτούς που πρόδωσαν τον ήχο της φωτιάς κι άφησαν πίσω τους ένα σύννεφο καπνού προοίμιο συγκάλυψης της χασμωδίας του νερόμυλου με τις ατέρμονες μυλόπετρες ν’ αλέθουν τις νεράιδες που απεικόνισαν οι γιαγιάδες των παιδικών μας χρόνων. Ο απόηχος της βροχής διαποτίζει τη σάρκα του δειλινού κι αναπολεί εκείνα που χάθηκαν στις αυλακώσεις των επίχειρων μιας σύντομης διαδρομής που έμεινε προσηλωμένη στον μύθο ενός ουράνιου τόξου που δε φάνηκε ποτέ. [ 174 ]


Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΓΕΙΩΝ Σε μια σχισμάδα του βράχου των επίγειων ανάβλυζε η πηγή της ζωής. Έσκυψα να πιω μια γουλιά από το νερό που έβγαινε από τα σπλάχνα της. Επί ματαίω. Η ζωή χάθηκε τελεσίδικα σε μια σχισμάδα του βράχου των επίγειων όπου ανάβλυζε μια πηγή που υποσχέθηκε ζωή.

[ 175 ]


ΤΑ ΕΠΙΝΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ Στάθηκαν οι ώρες της βροχής στη θέα των εχθρών που απλώθηκαν στις πλαγιές της όψιμης ανατολής. Έσταξε ο χρόνος το βλέμμα του στο σχοινί με τα κουρέλια των μυθευμάτων. Σίγησαν τα τύμπανα της φωτιάς. Χρώμα θολό κι ο λόγος μάταιος στα επινίκια της παρακμής καθώς τα σύμβολα φθίνουν μπολιάζοντας το ιγμόρειο της προσμονής με φυσαλίδες αμφισβήτησης. Τρύπια σημαία που κυματίζει αναίτια στα χαρακώματα των προδομένων. Πόλη νεκρή όπου τ’ απόνερα της φθοράς κυλούν δίχως αιδώ στον υπόνομο των αχρείων. Δεν είναι η πάλη σκοπός μόνο διέξοδος στις επίμονες ακροβασίες των φτηνών χορηγών που αναπλάθουν την γύμνια τους καθώς εκτείνονται απροκάλυπτα στα υπόγεια των επιτύμβιων αλαλαγμών.

[ 176 ]


Ο ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ Έφυγαν οι μέρες του χρέους αθόρυβα όπως ήρθαν από το μέτωπο του μεσημεριού. Ένας απόηχος ξεχασμένος σε μια κόγχη του νου φόρεσε τα καλά του ρούχα κι απόθεσε παρακαταθήκη σιωπής στους πρόκριτους της αιώρας των ευπειθών. Η αμφισβήτηση του χθες δεν βρίσκει φως στα ταξίδια της δύνης των εγκάρσιων καθώς αναλίσκονται σε ασκήσεις διαφυγής μέσα από συμπληγάδες που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και συνθλίβουν το ακρόπρωρο της όψιμης διελκυστίνδας στη σκακιέρα του χρόνου ενώ τα μαχαίρια της σήψης με τις αμφίστομες λεπίδες καραδοκούν. Κλείνουμε τα μάτια για να μη δούμε το απρόβλεπτο να καθρεφτίζει τη γύμνια μας. Το ισοζύγιο στο δημοπρατήριο της ζωής δείχνει μηδέν με φυγόκεντρες τάσεις προς την αφαίρεση. [ 177 ]


Η επαγρύπνηση στο μάτι του κύκλωπα με τις επίκτητες ραβδώσεις που διηγούνται μαύρες επετείους υπνοβατεί. Τα μωρά ζητούν αναπνοές στο περιθώριο της μοίρας των αθώων. Τα δελτία καιρού εξαγγέλλουν επιδείνωση. Δεν έχουμε ξάρτια για ν’ αρμενίσουμε στα πέλαγα του ιχνηλάτη του ανέμου.

[ 178 ]


Η ΠΛΗΜΜΥΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Πήρα μια χούφτα χώμα κι έπλασα τη μορφή σου κατ’ εικόνα και ομοίωση του πρότυπου που εσύ ήθελες να μοιάσεις. Έφτυσα μέσα σου πνοή κι έδωσα κίνηση στα ξύλινα πόδια σου που απλώθηκαν σ’ ένα κομμάτι τεντωμένο σχοινί αυτόχθονες ακροβάτες ανεπαρκών διαδρομών στο κουκλοθέατρο του χρόνου σαν μαριονέτες λαβωμένες από τις παραφυάδες της παρακμής στιγματισμένες και μόνες ανήμπορες να αποδράσουν από τα χρώματα του δειλινού. Έπειτα κάθισα στα πόδια μιας ιτιάς κι αφουγκράστηκα τον ήχο της ζωής πίσω από πέτρες που κύλησαν στα χαλάσματα της δημιουργίας κι απόθεσαν τον ίσκιο τους στην απροκάλυπτη μυσταγωγία των υποχθόνιων πλοηγών με τις αυθαίρετες δονήσεις που απώθησαν εν μία νυκτί το ακροθαλάσσι της εύθραυστης συγκομιδής. Δεν ένοιωσα στο μάγουλο της προσμονής τα κύμβαλα της νιότης ν’ αναπαράγουν τον ήχο της φωτιάς μέσα από διαδικασίες ανάπλασης καθώς οι ανταύγειες

[ 179 ]


των πεπραγμένων της Γης εξέπεμπαν SOS στις όψιμες συνειδήσεις των αυτήκοων μαρτύρων της επήρειας του ευφάνταστου που ανέχτηκαν τα υπόγεια εκμαγεία των μιμητών της ευτέλειας των ισχυρών. Τις νύχτες της προσαρμογής εθελοντής δεσμώτης στην κάμαρα με τα κλειστά παραθυρόφυλλα αφύπνιζα το αίμα μου δια μέσου των ετερόφυλων της σκέψης δίχως να απαρνούμαι τις υφάλμυρες επισημάνσεις της γοργόνας που γεννήθηκε από την πλημμυρίδα του Αλέξανδρου ούτε να υποσκάπτω το προνόμιο των ανυπότακτων να σαλπίζουν στα χαρακώματα των ταπεινών πάνω από το κουφάρι του αγγελιοφόρου της φθοράς και ν’ αποθέτουν εχέγγυα γιορτής στο προγεφύρωμα της νίκης. Ο ταχυδρόμος αργεί. Με βήμα συμπαγές προσπερνούμε τους πλανόδιους πραματευτές αποφεύγοντας παλινδρομήσεις που εκτροχιάζουν το βλέμμα μας σίγουροι πια πως θα βρούμε σημάδι ελπίδας σ’ ένα γράμμα που κουβαλάει επάνω του τη σφραγίδα: «ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ».

[ 180 ]


ΝΙΚΟΛΈΤΤΑ ΠΑΠΑΤΌΛΗ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΆ ΤΟΥ ΜΟΡΦΈΑ Σαν θα σε πάρει ο Μορφέας αγκαλιά, δείξ’ του τον δρόμο του δικού σου παραδείσου. Ξέχνα τα πάντα και σαν άγγελος κοιμήσου, εκεί, στου ουρανού τα σύννεφα ψηλά. Κι όταν ο ύπνος θα σε πάει εκεί γλυκά, δώσε μορφή στα μαγεμένα όνειρά σου και ότι ακόμα δεν ξημέρωσε φαντάσου εκεί, στα κλειδωμένα χρόνων μυστικά. Κάπου εκεί θα βρίσκομαι κι εγώ και διψασμένος να σε δω θα περιμένω, σαν ταξιδιώτης στις γραμμές των τρένων. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ, σε περιμένω. Σαν θα σε πάρει ο Μορφέας αγκαλιά, κάνε μια στάση και τον έρωτα θυμήσου, αυτόν που έλεγες πως είναι η ζωή σου εκεί, στων αστεριών την αιώνια φωλιά. Κι όταν ο ύπνος θα σε πάει εκεί γλυκά, κάνε σινιάλο και θα βρίσκομαι κοντά σου και μην ξεχνάς πως έχω ακόμα τα κλειδιά σου, εκεί, στου σακακιού την τσέπη, αριστερά. Κάπου εκεί θα βρίσκομαι κι εγώ και διψασμένος να σε δω θα περιμένω, σαν ταξιδιώτης στις γραμμές των τρένων. Κάπου εκεί θα είμαι κι εγώ και θα σε περιμένω.

[ 181 ]


ΧΩΡΊΣ ΕΣΈΝΑ

Άδειο. Ένα δωμάτιο άδειο από χρώμα και φωνές. Ένα δωμάτιο άδειο από ήλιο και αέρα. Ένα δωμάτιο άδειο από εσένα. Χωρίς παράθυρο, χωρίς φως, χωρίς εσένα. Μόνο τοίχοι, ξεθωριασμένοι, σκοτεινοί, που αντέχουν τη σιωπή, την προσπερνάνε, μα της απουσίας σου το απόλυτο κενό δεν θα το αντέξουν για πολύ. Άδειο. Ένα δωμάτιο άδειο, τυραννικό σαν φυλακή. Ένα δωμάτιο άδειο, ασφυκτικό. Ένα δωμάτιο άδειο από εσένα. Χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον, χωρίς εσένα. Μόνο αναμνήσεις από γέλια και χαρές που τώρα έμειναν εκεί να με κοιτάζουν, μα δεν μιλάνε, δεν τραγουδούν, δεν ξεδιψάνε της καρδιάς τις προσμονές. Άδειο. Ένα δωμάτιο άδειο από όνειρα και ευχές. Ένα δωμάτιο άδειο από ανάσα και ιδρώτα. Ένα δωμάτιο άδειο από εσένα. Χωρίς ουρανό, χωρίς βροχή, χωρίς εσένα. Μόνο φωτογραφίες από στιγμές ευτυχισμένες που θυμίζουν άλλες εποχές, ζωντανές και περασμένες, μα δεν αναπληρώνουν τίποτα καλό και η ψυχή μου δεν λυτρώνεται. Άδειο. Ένα δωμάτιο άδειο από φιλιά και αγκαλιές. Ένα δωμάτιο άδειο από οικείες μυρωδιές.

[ 182 ]


Ένα δωμάτιο άδειο από εσένα. Χωρίς παρόν, χωρίς χαμόγελο, χωρίς εσένα. Και πρέπει εγώ από δω και μπρος να συνηθίσω μια ζωή, μια νέα ζωή, κουραστική, μοναχική, ασφυκτική, χωρίς εσένα. Χωρίς Εσένα...

2ο Βραβείο Ποίησης στον 25ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (Δεκέμβριος 2006)

[ 183 ]


ΓΙΆΝΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΌΠΟΥΛΟΣ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ Και στο ταξίδι της ζωής μόνος εσύ δεν εισαι θηρευτής μα και κυνηγημένος Ο χρόνος γρήγορα κυλά νιώθεις πως σε ξεπερνά και είσαι πικραμένος ‘Εκανες όνειρα πολλά κάνε μερικά αληθινά θα’ σαι ευτυχισμένος αυτή ειν ‘της ζωής η γοητεία κι ας μην μείνεις στην ιστορία δε θα’ σαι ξεχασμένος θα ζεις ναι πάντα θα ζεις θα ‘σαι κομμάτι της ψυχής μην είσαι γελασμένος σε όλους όσους σ’αγαπούν άνθρωποι σαν εσένα ζουν στο νου ζωντανεμένος

[ 184 ]


ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Τι κι αν δεν είμαι ποιητής των λέξεων δολοπλόκος κι εξερευνητής Τι κι αν όσα γράφω δεν μπορώ στον κόσμο ευχάριστα να τα περνώ Ναι δεν είναι εφικτό να πεις για ευτυχία όταν τριγύρω οι άνθρωποι ζουν με δυστυχία χάνεται το χαμόγελο φεύγει απο τα χείλη σβήνει η ελπίδα στην ματιά η ζωή απ΄’το καντήλι ευχολόγια να σας πω χαρά να ζωγραφίσω φοβάμαι το ακατόρθωτο πως να το πολεμήσω Καλό κουράγιο σ΄όλους μας αυτό θα δεηθώ και τ’όνειρο της άνοιξης να είναι κοντινό

[ 185 ]


ΕΜΕΙΝΕΣ ΕΚΕΙ Εμεινες μέσα εκεί ανελεύθερη φυλακισμένη σε αδαμάντινο κλουβί μέρα ήταν σε ζέσταινε ο ήλιος Δήθεν πετούσες χαρωπά τιτιβίζοντας δεξιά κι αριστερά νόμιζες ήξερες τι σε περιμένει Μα τρόπαιο ήσουν στη βορά διψασμένων ηδονοβλεψιών και συ καμάρωνες... παραδεισένιο ήσουν πτηνό με πλουμιστά φτερά αλλά χωρίς μυαλό ... δεν ήξερες πως να πετάξεις κι έμεινες εκεί να καμαρώνεις μέχρι που νύχτωσε...

[ 186 ]


ΠΟΛΕΜΟΣ ‘Ηρθε ο πόλεμος στη γειτονιά μας υπόκοφα ακούστηκαν οι σειρήνες του για να μας προειδοποιήσουν Μα εμείς γιατί να πολεμήσουμε ήδη υπόδουλοι είμαστε στους δανειστές που εταίρους κάποτε τους λέγαμε Γιατί να πολεμήσουμε γενναία Γιατί να παλέψουμε σαν λιοντάρια σε μια μάχη που και νικητές αν βγούμε σαν νικημένοι θα αντιμετωπιστούμε Δυο φορές έγινε τουλάχιστον αυτό Τρίτη φορά δεν πρόκειται είναι αρκετό Εκτός κι αν το προστάξουνε οι δυνάστες μας οι δανειστές μας οι εταίροι μας Τι ειρωνία Οι υπόδουλοι να υποδουλώνουν Οι σκλάβοι κι άλλους σκλάβους να σκλαβώνουν Όλα να τα δώσουν και να μην ξεχρεώσουν Κι έπαθλό μας Ο αφανισμός μας είτε νικήσουμε είτε νικηθούμε...

[ 187 ]


ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ Καληνύχτα θέλω να σου πω ελπίζω να μην ενοχλώ όποτε θέλεις και μπορείς εσύ να με ενοχλείς κι αν ποτέ δεν γίνει αυτό να βρεις στη ζωή σου το σκοπό αυτόν όποιον κι αν ζητάς ευτυχισμένη να περπατάς κάθε επιθυμία σου κι ευχή αμέσως να γίνεται αληθινή κι άσε με το δικό μου το μυαλό που και που νοερά να σε συναντώ σε ένα όνειρο απατηλό που δεν θα βγει αληθινό μα θα θυμάμαι τις στιγμές κι ας ήταν σύντομες μικρές κι αν είμαι ανάμνηση τώρα πια θυμίσου με γλυκά μην με αφήνεις να ξεθωριάσω τόσο γρήγορα ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

[ 188 ]


Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ Περήφανο τον είδαμε σήμερα το στρατό να παρελαύνει αγέρωχα τρόμος για τον εχθρό την χώρα που θα ήθελε να την καταπατήσει αυτός ήταν εκεί ελεύθερη να διατηρήσει Μα ο πόλεμος δεν γίνεται με βλήμα και με σφαίρα το βάσανα το οικονομικό μας λιώνει νύχτα-μέρα Λιώνει τη θρησκεία μας Λιώνει το λαό μας δεν θα αργήσει σύντομα να’ρθει και στο στρατό μας Η θύμηση της παρέλασης θα μείνει στο μυαλό το ηθικόν το ακμαιότατον θα σβήσει και αυτό.

[ 189 ]


ΞΕΝΟΣ Ξένο θέλησες να μ ‘έχεις στη ζωή σου Οι όρκοι αγάπης σβήστηκαν κι ας είχαν γραφτεί με κόπο Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ λόγια σκόρπια φευγαλέα στους αιθέρες Σαν να μη ζήσαμε τον έρωτα να μας διαπερνά το σώμα και το νου Σαν να μην νιώσαμε την αγάπη να ηλεκτρίζει την καρδιά και τα συναισθήματα Κακή η επιλογή σου Ξένος είναι ο εχθρός που ακόμα δεν τον γνώρισες

[ 190 ]


Η ΣΙΩΠΗ Και τίποτ άλλο δεν είπαν Δε χρειαζόταν Σα να τις πήραν τις λέξεις τα βλέμματα κι η ελπιδα Ελπίδα ότι αυτή μπορεί ,αυτή ξέρει Ποιός είναι Μπορεί να δει πίσω απο τα προφανή Τα τετριμμένα, πίσω απο το σκοτάδι Που γεννάει ο φόβος Κι η εγκατάλειψη Μπορεί να δει ότι ο δικός του φόβος είναι Και δικός της ότι... Έχουν ζήσει ίδιες ζωές Έχουν πει ίδια λόγια Έχουν κάνει τα ίδια όνειρα Και τίποτ’ άλλο δεν είπαν Τα ‘χαν πει όλα σε μια ματιά

[ 191 ]


ΕΝΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ Δεν υπάρχει Μεγάλη αγάπη μεγάλος έρωτας μεγάλο ταξίδι Μια είναι η αγάπη Ενας ο έρωτας Ενα και το ταξίδι Αγάπησε με Ερωτευσου με Ταξίδεψε με Στα μονοπάτια του μυαλού Στους δρόμους της καρδιάς Στη λεωφόρο της ψυχής Περιχαρής σ ακολουθώ... Στο ενα και μοναδικό Ηδονικο ταξίδι του νου των συναισθημάτων των αισθήσεων Συνοδοιπόρος, συνταξιδιωτης.. Σύντροφος...

[ 192 ]


Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ καλός ο δρόμος όσο ματωμένος δύσκολος κι αν είναι να τον αντέξω να τον ανέβω να περάσω βροχές μπόρες καταιγίδες ο ήλιος να με καίει τα χιόνια να με παγώνουν κι εγώ να πηγάινω να πηγαίνω να πηγαίνω όμως θα πρέπει κάποτε και να φτάσω ... ξέρω ότι το θες εσύ είσαι ο προορισμός δεν είπα ότι είσαι κοντινός αλλά ... και συ το θες να έρθω να φτάσω να σε φτάσω μην το αρνείσαι απλά βοήθησέ με όσο μπορείς ... μην μου το στερείς ....

[ 193 ]


ΣΤΡΑΤΉΣ ΠΑΡΈΛΗΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ..

Τα μάτια σου ραφινάρουν την σιωπή και μου την επιστρέφουν σαν υπέρτατο δώρο που μέσα στον άνεμο φωσφορίζει όπως να θέλει να καίγεται από της ικμάδας της την τόση την τόλμη. Τα μάτια σου είναι δύο λυρικά νομίσματα που με αυτά όλον τον έρωτα εξαργυρώνω και μένω πάντα μαθητής σε μια λέξη που δεν μπόρεσα ακόμα να φτάσω την κρυφή μουσική της. Τα μάτια σου υπερασπίζονται τον έρωτα με τόσους τρόπους που η νύχτα γίνεται ένα βιολί που θλιμμένα μιλάει. Φορώ την μοναξιά μου· κοιμάμαι. Είμαι τόσο απλός μα εσύ το ξέρω πως αλλιώς με φαντάζεσαι. Αλλά έχω αποτινάξει από εμένα αυτό το επίτηδες φιλολογικό τίποτα, έχω αφήσει να είναι τα λόγια μου τόσο καυτά, σαν κάστανα που ωραία μια γλύκα του καρπού συλλαβίζουνε, έχω υπάρξει πικραμένος, κουρασμένος, σχεδόν όπως όλοι οι άνθρωποι είναι, μετά που τους ταλαιπωρεί η δύσκολη ζωήμικρότεροι κι απ’ τον πραγματικό εαυτό τους. Και σε θέλω. Έρχεσαι με τα μεγάλα πράσινα μάτια σου που μια τίγρη που δεν θα εξημερώσω ποτέ μου θυμίζουνε-νικάς εμένα κι εσένα. Με ρωτάς πώς γράφω τόσο και τόσα ποιήματα- κι εγώ δεν ξέρω γιατί ένα χέρι αόρατο μέσα μου οδηγεί. Προσπαθώ να λέω το φως και των θεών τα σωσμένα. Καταλαβαίνω τον χρόνο σαν ένα αγκάθι που πονά όταν εγώ δεν ξέρω να μιλήσω όπως αρμόζει ούτε σ’ ένα πουλί που συναντάω το ξημέρωμα να τραγουδά ερωτικά τον μεγάλο καημό του.. Γιατί αποφασίζει τις μελαγχολίες του έρωτα η ζωή.. 31.10.2009

[ 194 ]


Μπήκα μέσα στον ήσυχο άνεμο από το μέρος που κανένας δεν ξέρει· περπάτησα κάτω από τους φίκους με τα πυκνά λάμποντα φύλλα που φλυαρούν βαρύτονα μέσα στο κάθε απόγεμα. (Ο ήλιος ξέρει την χλωροφύλλη τους καλά.) Και πήρα αυτόν τον δρόμο σκέψης που εναρμονίζεται μ’ αυτό το φως του απογέματος που θρυμματισμένο περιχύνει τις πέρα κορφές των βουνών που γελάνε σχεδόν απολιθωμένα. Ήπια την σιωπή που τριγύρω μου απλώθηκεμέχρι την τελευταία γουλιά. Είδα τον χορό του μικρού σπουργιτιού πάνω στις πλάκες κρατώντας ένα ψιχίο πολύτιμο αγαθό. Είδα το χνάρι της μοίρας που γράφει στις σελίδες του όρθρου την ψυχή μουσαν μία πεισμωμένη φωτιά που θέλει ν’ αγκαλιάσει όλον τον ορίζοντα.. Άφησα ελεύθερη την ταπεινή μου καρδιά!

[ 195 ]


ΣΤΑΎΡΟΣ Ξ. ΠΈΤΡΟΥ Ο ΦΌΒΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΌΚΟΤΟΥ Προχωράμε. Όλα περνούν. Όπως έχουν περάσει όλα τα υπόλοιπα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Ναι, προχωράμε, με το λιγότερα χειρότερο αισιόδοξο δρόμο ζωής. Με όσο το δυνατό περισσότερη χαρά λύπης και όσο το δυνατό λιγότερη λύπη χαράς. Μέσα στον παραλογισμό! Μέσα στο κρύο του καλοκαιριού. Μέσα στη ζέστη του χειμώνα. Στις εξαιρέσεις, τις υποσημειώσεις – στο περιθώριο. Στο αλλόκοτο του τετριμμένου και στο τετριμμένο του αλλόκοτου.

[ 196 ]


ΑΝΤΙΓΌΝΗ Και πολύ άργησα να γράψω αυτό το ποίημα μου. Καλοκαίρι, Κυριακή απόγευμα. Πάει ώρα που έχουν χτυπήσει οι καμπάνες για τον εσπερινό της Αγιάς Μαρίνας. Και εγώ να ξέρω πως ούτε αύριο δεν θα παίξω Αντιγόνη και ας διαθέτω ύφος αγάπης – δεν αρκεί, πρέπει να γίνεις μεγαλομάρτυρας, να σαν την Αγιά Μαρίνα. Τα΄χω μπερδέψει όλα μέσα στο μυαλό μου! Αντιγόνη, Αγιά Μαρίνα, Λειβαδίτη. (Είχα διαβάσει Λειβαδίτη πριν χτυπήσουν οι καμπάνες.) Αέναες προσπάθειες να τινάξω τη σκόνη της καθημερινότητας, πού στοιβάζει τόσο αλύπητα, για όσους δεν μπορούμε – ακόμα – να γίνουμε Αντιγόνη.

[ 197 ]


ΈΛΕΝΑ ΠΊΝΗ ΒΓΗΚΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΣΟΥ Βγήκα στον κήπο σου, έκοψα ένα ρόδο. Έβγαλα τ’ αγκάθια, χάιδεψα κορμί. Φίλησα τα φύλλα, πότισα μ’ αγάπη. Σκούπισα το δάκρυ, έκλεισα πληγή. Βγήκα στον κήπο σου, στράγγισα το φόβο. Φίμωσα το στόμα, «πρέπει» να μη βγει. Γέννησα τα άστρα, κέντησα φεγγάρι. Άφησα στη νύχτα, ήχος ν’ ακουστεί. Βγήκα στον κήπο σου, έκοψα ένα ρόδο. Μέτρησα τ’ ανθάκια, που ’τανε μαζί. Φύτεψα το πάθος, κέρασα μ’ ανάσα. Έπλυνα τα χέρια, αίμα να χαθεί. Βγήκα στον κήπο σου, έδιωξα τον πόνο. Σφάλισα τα μάτια, «πρέπει» μη φανεί. Έβαλα σε γλάστρα, πράσινο θυμάρι. Κέρασμα να φτιάχνω, σ’ όμορφη ζωή.

[ 198 ]


ΣΩΜΑΤΑ ΑΛΛΟΤΡΙΑ Κλείνω τα μάτια. Σταγόνες της βροχής ξεπλένουν τον πόνο. Σιωπές που βαδίζουν σε άγνωστο δρόμο. Ποιος νόμος της φύσης, μας γέννησε εμάς; Σφίγγω τα δόντια. Κραυγές της ψυχής που γράφουν τον στίχο. Εικόνες κοσμούν έναν ετοιμόρροπο τοίχο. Ποιος άνεμος της μοίρας, μας έθρεψε εμάς; Πλέκω τα χέρια. Σταγόνες ιδρώτα ποτίζουν το χώμα. Στιγμές που κρύφτηκαν σε γήινο στρώμα. Ποιος κλέφτης ονείρων, μας έγδυσε εμάς; Ντύνω το σώμα. Μπιγκόνιες στον κήπο που άνθισαν πρόωρα. Ζωγράφοι που έφτασαν σε τοπία όμορα. Ποιος μύστης χρωμάτων, μας έβαψε εμάς;

[ 199 ]


ΦΙΛΙΑ ΠΡΟΔΟΤΕΣ Φιλιά προδότες με συνάντησαν το βράδυ. Εκεί που γύριζα στης μοναξιάς το κρύο χάδι, σφάλισαν το στόμα, ανάσα να μη βγει. Φιλιά προδότες που μου άφησαν σημάδι. Θηρίο ήμερο στης φυλακής γυμνό σκοτάδι, κρύφτηκε στο σώμα, αγχόνη να μη δει. Κι εσύ μου είπες να σιωπήσω, το φως να αντικρίσω… Φιλιά δεσμώτες που μου έπλεξαν κουβάρι. Δυο σκέψεις τρύπωσαν στης λησμονιάς το μαξιλάρι, έκλεισαν τα μάτια, η θλίψη να μη βγει. Φιλιά δεσμώτες που μου άναψαν φεγγάρι. Τοπίο άχρωμο στου ουρανού το χαλινάρι, έσβησαν τ’ αστέρια, αλήθεια μη φανεί. Κι εγώ σου είπα να μιλήσω, το φόβο να λυγίσω…

[ 200 ]


ΘΑΝΆΣΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΌΠΟΥΛΟΣ ΑΦΟΥΣΟΥΤΌΠΑ Του έγραψε «..θα στήσουμε αντίσκηνο εκεί που σκάει η ηλιαχτίδα και θα τελειώσουμε όλα τα 36αρια φιλμ που μαζεύαμε σε όλη μας τη ζωή» Δεν του έγραψε ότι «κάτω απ’ το μαξιλάρι υπάρχει η παραλία» . Του έγραψε «είμαι ένα πάρτυ σε δυο σώματα» Δεν του έγραψε ότι «το όγδοο και το ένατο θαύμα δε φανερώνονται σε όλους» Του έγραψε «σ’ αγαπώ, ξεκουράσου» Δεν του έγραψε «τελειώνει κάπου ο ορίζοντας άραγε. χωρίς ερωτηματικό.» Το είπε αγάπη, Το είπα αποθέωση με αίματα.

[ 201 ]


ΑΝΟΊΓΕΙ ΤΟ ΝΕΡΌ ΥΠΈΡΟΧΑ Ο ΚΌΣΜΟΣ Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε

το ψιθύρισμα θα ψάχνει τη γυναίκα; η ματιά θα λησμονεί την κατάρα; ο οιωνός θα ανοίγει την απογοήτευση; ο κήπος θα παίρνει την ομίχλη; η έμπνευση θα φοράει την τραγωδία; το χαμόγελο θα θυμάται; το κτήνος θα ξεκινάει το χρώμα; το τραγούδι θα τρώει το αντίο; το ηλιοβασίλεμα θα φέγγει το δέος; το χόρτο θα μαγεύει την αγκαλιά;

Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε Πότε

η γη θα συνθλίβει το όνειρο; η γύμνια θα πενθεί τη σιωπή; η δύση θα πενθεί το χιτώνα; ο Ιούνης θα καταβροχθίζει το μεσημέρι; η συντέλεια θα στέλνει το μελάνι; το θάρρος θα αγαπά το γλάρο; η ηρεμία θα φιλάει το βογκητό; το κουπί θα αγαπά την εντέλεια; η παρηγοριά θα πίνει το κουδούνισμα; ο θεός θα διασώζει τη μοναξιά;

Όταν Όταν Όταν Όταν

η ορμή θα φωτίζει το σύννεφο... το ψέμα θα σκέφτεται το παράθυρο... ο άνεμος θα αλλάζει τη νωθρότητα... η κατάρα θα κοιτάζει τον παράδεισο...

[ 202 ]


ΠΑΙΔΊ ΣΤΟ ΝΕΡΌ Πριν τη δημιουργία της λίμνης υπήρχε η διαστολή των ματιών, των ματιών στα οποία φώλιασε ότι προσπάθησε ν’ ανέβει στη βάρκα. Θυμάσαι τη βάρκα Αλέξη ; ..άστο ..θα σου πω μετά.. Και τότε κοίταγα κάτοπτρα και τότε άρχισε να τρέχει μια μεγάλη βροχή από ψηλά που ζητούσε να πάρει το χώρο ..τόσος πόλεμος γι’ αυτόν το χώρο! Ξύπνησε για μάχη ο ιδρώτας στο πεδίο των μαύρων κύκλων αλλά η από ψηλά βροχή τον πέτυχε με ξεχασμένες λέξεις, κατανόηση - ζεστασιά - άνεμος, στο κουρασμένο απ’ το λίγο ύπνο φρεσκοζαρωμένο κορμί του ρίχνοντάς τον βίαια στα άχρωμα νερά των αναμνήσεων. Είδα την καταιγίδα να νικά και το ύψος των αυτών υγρών να πλαγιάζει άκομψα δίπλα στο οριζόντιο επίπεδο των ματιών που πρόλαβαν και πήραν εικόνα , όμορφη θαρρώ.. ναι όμορφη! Όσο για τη βάρκα Αλέξη.. γλίστρησα...

[ 203 ]


ΈΡΩΤΑΣ ΔΊΧΩΣ ΜΠΟΥ Είμαι, σκιαμαχώντας οριακά, ένα μολύβι σε ένα ποτήρι -να σου γράψω δε μπορώένα δομικό στοιχείο σε μια φάκα -να σε αγκαλιάσω αδυνατώμια δύναμη πελώρια σε κορμό δέντρου -ακούς; Τα φιλιά που δεν ακούς , τ’ ακούς; Σώματα που πάλλονται οι τελευταίες σκέψεις διάχυτες αισθήσεις σε ένα τραπέζι μπαλόνια, μια Χιονάτη που πίνει κρασιά εδώ πιο δίπλα με δανεικές υπόνοιες ενάντια σε λάθη πρόστυχα έμπειρα, ένα χρώμα λίγο κόκκινο καθόλου σίγουρο ο ορισμός του ανολοκλήρωτου, ένα φευγιό υπό κατάληψη οι τελείες του πάκμαν ρωτάνε “Που είναι το τέρας και που η μοναξιά;”. Ενός ρέκβιεμ μύρια επιτρέπονται τρένα -να χαρείς ή να τρέξεις να σωθείς“όσο δεν είμαστε σίγουροι, είμαστε ζωντανοί” , είπε ο έρωτας -αυτή η καμπάνα του μυαλού η πουτάνακαι χάθηκε στον παράξενό χρόνο που όσοι αγαπούν ζουν μόνο. Φεγγάρι στην Αρκτική είμαι... τώρα δε φοβάμαι τίποτα πια. Μπου!

[ 204 ]


ΛΆΘΟΣ ΕΠΟΧΉ Πήρα λίγο απ τον άγγελο απόψε , γεύση κουβάλησα στο χάδι , στο τεντωμένο παζάρι της στιγμής. Πιάνω ένα κομμάτι σκονισμένο άνεμο, πρέπει χρόνια να τριγυρνούσε πάνω μου, τον σπρώχνω χωρίς πονηρό ρυθμό στο νέο κομμάτι «εσύ», μεγάλος ο όγκος βύθισης στο μαξιλάρι που αφέθηκε γυμνό στη θέση «χ/χ/ε» και λίγο «α». Βαρύς ο χειμώνας , το καλοκαίρι τρέχει σε κουβέντα αδερφής χειμερίας νάρκης τη στιγμή που υποχωρεί και σπρώχνω το τσιμεντένιο υπόβαθρο στα φύκια όσων τόλμησε μια φωτογραφία. Στο βασίλειο εκείνης της αγκαλιάς υπήρχε ένα παιδάκι που περίμενε να φανεί το φεγγάρι..

[ 205 ]


ΧΡΉΣΤΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΈΣΗΣ Η ΕΥΕΡΓΕΤΙΔΑ Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ πολύ που βρέθηκες στο δρόμο μου. Και που έπεσες απάνω καταπάνω μου, όπως η μύγα στο σκουπίδι… Είχα μαζέψει, βλέπεις, πολύ πουρί γύρω μου, μεγάλη κρούστα, γυψωμένος καθώς ήμουν από πλάνες και ψευδαισθήσεις. Ώσπου ήρθες έξωθεν εσύ και με χτύπησες, μετά μανίας με χτύπησες, μ’ εκμεταλλεύτηκες και μ’ αποστράγγιξες τόσο, έως ότου να με αποτελειώσεις! Έντρομο με παράτησες, ημιθανή και ψυχορραγούντα… Μη μου στενοχωριέσαι, όμως! Έκανες αυτό που έπρεπε ή, τέλος πάντων, αυτό που μπορούσες να κάνεις… Δεν σε κακίζω! Κατέστρεψες ό,τι χρειαζόταν να καταστραφεί! Φαίνεται πως τότε ήταν η ώρα μου να αποκάμω… Δε βαριέσαι! Κι απ’ το θάνατο του παλιού εαυτού μας κάποιος καινούργιος θα αναδειχθεί, δεν μπορεί! Ξέρεις πολλούς σπόρους να σήπονται στη γη χωρίς, κατόπιν, να βλαστάνουν; [ 206 ]


ΑΣΤΡΑΠΟΒΡΟΧΟ Αστραπή είσαι. Ακτίστου φάους. Που νέκρωσες τον Άδη μου. Πυράκτωσες την κτήση μου. Και φώτισες τα βάθη και τα πλάτη όλης μου της υπόστασης. Εσύ μόνο μ’ έβγαλες απ’ τη μάντρα της φυλακής μου. Και με ξεδίψασες σαν όμβρος. Μ’ αγκάλιασες σαν απολωλός. Έγινες πύλη, δίοδος, πόρος, θύρα ανεωγμένη, και με οδήγησες στη ζεστή σου φωλιά, στο σωτήριό σου φως. Τόσο φορτωμένος από αγάπη ουρανός, είναι λογικό να ξεσπάς κάθε τόσο σε καταιγίδα. Έτσι μόνο διαπερνάς τη σκόνη της καταχνιάς μου! Με τη δρόσο της ψιχάλας σου, της αενάως βρύουσας ψυχής σου… Μόνο εσύ σταλάζεις μέσα μου την παρηγοριά, γιατί μόνο εσύ φέρνεις την ελπίδα. Και στα λέει αυτά ένας φύσει βραδύνους και σαλός, που, μια ζωή, του πωλούσαν για σπόρο καλό σαπρό σιτάρι και δεμάτια από ζιζάνια…

[ 207 ]


ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ Παντού γύρω μου πλίθινα τείχη, σινικά. Πολλά επάλληλα ημισφαίρια από αρμοκολλημένες λίθους. Πείτε μου, σας παρακαλώ, σε άβυσσο περιφέρομαι ή σε πηγάδι αρτεσιανό; Ποιος κινείται, εγώ, η γη, ο ήλιος ή όλους μάς κινεί κάποιος άλλος; Μόνο τη φωνή μου νογώ, ο θόλος μου είναι συμπαγής και γυάλινος! Νιώθω την ύπαρξή μου να κρέμεται από μια τόση δα DMC κλωστίτσα! Τα ’χει τινάξει η πυξίδα μου, φαίνεται, δεν το συζητάμε! Έλκεται μόνο απ’ τις δονήσεις μου τις ψυχικές… Την ντοπαμίνη μου την παρλιακή! Κι αυτό το σιχτιρισμένο το κράσπεδο φλέγεται απ’ την πολλή την πίσσα, είναι πολύ καυτό, θα ξεραθώ χάμω! Θα διαρραγώ, δεν βαστάω! Λες και με καταπίνουν άμμοι κινούμενες! Ποια η αρχή, ποιο το τέλος, πώς διασπάται τέτοιο οστράκινο κέλυφος, δείξτε μου! Ο μίτος περιπλέχθηκε, σώστε με, με τίποτα δε βρίσκω την άκρη του! [ 208 ]


Παντού ικριώματα μόνο βλέπω κι αγχόνες! Θεέ μου, τι απέγινε ο μίτος, βρόγχος έγινε, θηλιά και κόμπος, έτσι που με σφίγγει σα μέγγενη και σα στενός κορσές; Πείτε μου! Τι; * ΜΑΚΑΒΡΙΟ ΕΥΡΗΜΑ Μια μέρα ξεσφράγισα άρον – άρον τον τάφο μου. Μήπως κι ενώσω ξανά το σώμα μου με την ψυχή… Και τι να δω! Πουθενά ένα κερένιο ομοίωμα, πουθενά κάποιο σκύβαλό μου άψυχο, πουθενά -ούτε για δείγμα- κάποιο μου οστό! Αναγούλιασα είναι η αλήθεια, πάνιασα, αισθάνθηκα άβολα. Μα νικιέται έτσι εύκολα το κράτος του θανάτου; Απόρησα. Σε ποιο βάθος άραγε μαραίνεται το κορμί; Σε πόσο χρόνο γίνεται χάος, σποδός, τέφρα; Αναθυμιάσεις πάντως δεν εκπέμπονται, σίγουρα, μια φορά!

[ 209 ]


Ούτε ιστός σήπεται, γιατί, για να σήπεται ιστός, πρέπει πρώτα να αποδομείται, και, για να αποδομείται, πρέπει πρώτα να υπάρχει, να κείται. Τότε, αν δεν βρίσκομαι εδώ, σε ποιο κοιμητήριο της Γης αναπαύομαι; Σε ποια έρημο του Ερέβους; Ξανακοιτώ τις πλάκες για να σιγουρευτώ, μήπως κάπου έκανα λάθος. «Α. Ζ. (1948-2013)» . Ως εδώ καλά. Και η επιτύμβια επιγραφή συμπλήρωνε παρακάτω: «Απεβίωσε στον Ειρηνικό Ωκεανό, ύστερα από αεροπορικό δυστύχημα. Η σωρός του δεν ευρέθη ποτέ και απωλέσθη». Μάλιστα. Ώστε κενοτάφιο μού έφτιαξαν, λοιπόν. Ένα άδειο μνήμα. Άκαρπη άρα η αναζήτηση. «Καπνός» η «ζωή». … Κι αμέσως με κατέλαβε

[ 210 ]


οδυρμός μέγας και οδύνη πολλή. Και ξεράθηκε κι αυτό το λίγο φως που έκρυβα μέσα μου… Με το κουφάρι μου άφαντο, απολεσθέν και απόν, πώς θα συζευχθεί η ψυχή; Πώς θ’ αναβλέψει; Και ετελειώθημεν άδοξα μαζί του ˙ πρώτη η εξαπατημένη και εύπιστη ψυχή και, δεύτερος, εκών άκων, κι εγώ… * ΔΕΛΤΙΟ ΘΥΕΛΛΗΣ Στις προγνώσεις μου δεν πέφτω πάντα μέσα, το ομολογώ. Άλλωστε, δεν ισχυρίστηκα ποτέ μου ότι, σα μετεωρολόγος, «κάνω γκελ». Αλλά εσύ αναμενόσουν αίθρια και ξάστερη, ηλιοφανής και σταθερή, χωρίς αξιόλογη μεταβολή στη συμπεριφορά σου. Τουλάχιστον, αυτό προμήνυες στην αρχή, δεν μπορούσα να βάλω με το νου μου τα χειρότερα. Τώρα, κάποιες πρόσκαιρες νεφώσεις, κάποια έκτακτα καιρικά φαινόμενα είναι πάντα μέσα στο πρόγραμμα. Προς θεού, άνθρωποι είμαστε, ευμετάβλητα πλάσματα, ούτε άκακοι αμνοί [ 211 ]


ούτε κατασκευάσματα από χάλυβα! Με το πέρασμα όμως του καιρού φθινοπώριασες. Αλλεπάλληλα κύματα κακοκαιρίας σε σάρωσαν. Τα έκτακτα δελτία επιδείνωσης άρχισαν να γίνονται μόνιμα. Οι ισχυρές βροχές και οι σποραδικές καταιγίδες σου ολοένα και εντείνονταν. Πού και πού μάλιστα οι χαλαζοπτώσεις σου συνοδεύονταν κι από τόσο ισχυρούς ανέμους, που με αλάλιαζαν, με σφυροκοπούσαν, με «έπαιρναν και με σήκωναν» ένα πράγμα! Καμία εξασθένιση των καιρικών φαινομένων δεν σημειώθηκε έκτοτε. Ούτε καμιά σταδιακή βελτίωση της διάθεσής σου. Μόνο κακοκαιρία και βροχόπτωση. Μουνταμάρα και συννεφιά. Ένα σκηνικό καιρού όλο υγρασία και αντάρα. Βουρκωμένο και μπλαβί πέλαγο θυμίζουν πια τα μάτια σου. Κι απογυψωμένο γιαπί τα πουντιασμένα βλέμματά σου. Μα, έλεος, πόσα έκτακτα δελτία καιρού θα εκδίδεις ακόμη; Πόσες μανιασμένες θύελλες και απαγορευτικά μποφόρ θα σαρώνουν εφεξής τα εσώψυχά σου;

[ 212 ]


Ατελείωτος και βαρύς θα ’ναι και φέτος ο χειμώνας σου, το βλέπω. Ασήκωτος. Συφοριασμένος. Πώς θα ξεχειμάσω, άραγε, σε μια ψυχή όπου τα πάντα ψύχονται και στάζουν; Μου λες; Πώς;

[ 213 ]


Ελίνα Σταμπουλή “ΖΩΉ” Ζωή που άστραψες στην άβυσσο του ερχομού σου. Ζωή που πλάνεψες μες τα βαθιά νερά του ονείρου σου. Προσπάθησε να σώσεις την ύλη σου. Καν’ την λάγνα φύση τους γύρω φόβους σου να μαγέψεις Κάν’ την πνεύμα Ποτέ σε φυλακή μην πέσεις Μον’ να γυρνάς ελεύθερη στο άπειρο της ύπαρξής σου. Γιατί η Χάρυβδη του μαύρου χάους και ‘σε προσμένει τη λάμψη σου αυτή να πάρει εξόριστη τα κάτεργα της σκοτεινιάς να σε στείλει. Ιδρωκοπώντας άμοιρη και άυλη Ξανά το φως σου ν’ ανατείλει να προσμένεις Μες το ταξίδι των φριχτών αιώνων σου, μονάχη.

[ 214 ]


“ ΠΑΡΑΔΟΜΈΝΟΣ ΧΡΌΝΟΣ” Το τίποτα φοβάσαι. Μεσάνυχτα και κάτι. Ιδρώτας χαράζει την απραξία, παραδομένος Χρόνος , αργός Μια ελπίδα ξαπλώνει στο χαρτί. Ερωτική αποκάλυψη. Λέξεις ανείπωτες, άτολμες στου γραπτού οργασμού τη κορύφωση αποκτούν ήχο , δύναμη. ΄Ανοιξαν του Αιόλου οι ασκοί, πάλη η κράτηση του τελειωμένου. ΄Εμβρυο που δε θέλει να ξαναγεννηθεί, η γέννα μονόδρομος Αχνή ηλιαχτίδα τυφλώνει το άφαντο καινούριο αύριο. Είπαν είσαι γιατρός, ψεύτη Χρόνε.

[ 215 ]


ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ ΣΤΕΛΛΆΚΗ Ο ΝΊΠΤΩΝ ΤΑΣ ΧΕΊΡΑΣ Χρειάζεσαι ακόμα ένα Χριστό; Το δίκιο σήμερα διόλου αρεστό. Φτάνει ο θεάνθρωπος για τα σκισμένα ιμάτια του αρχιερέα; Ξεπλήρωσε ο Ιούδας με τα αργύρια το έλλειμμα. Σύμβολο αθανασίας ο σταυρός; Βιώνω δίπλα μου πολλούς μικρούς θανάτους. Είν’ σύγχρονο το δημοψήφισμα ή παλιό; Ο Βαραββάς κατήγορος που άφεση έδωσε η Ιερουσαλήμ στα σφάλματα του. Πριν ξημερώσει τρεις φορές να σ’ αρνηθώ; Γύρω μαζεύτηκαν πολλά κοκόρια. Στο αγκάθινο στεφάνι βάση να γενώ; Βαραίνει κι άλλο η κεφαλή, ματώνουν τα καρφιά του. Κι όσο παλεύεις για να γίνεις βασιλιάς, του όχλου τη βουή να φτάσεις με ξύδι πότισε το διψασμένο σου «εγώ» γιατί στον Πόντιο Πιλάτο μοιάζεις.

[ 216 ]


Ο ΝΕΑΡΌΣ ΕΡΓΟΛΆΒΟΣ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΎ ΣΤΡΑΤΟΠΈΔΟΥ Εκείνα τα άδολα σου χέρια, παιδικά, αγανακτισμένα μαζέψανε μια κρύα αγκαλιά με όπλα πλαστικά και στου τζακιού το έλεος τα ρίξαν μαζεμένα. Πήρες τα στρατιωτάκια που αντιμάχονταν πιο πριν και τα’ στησες σε κύκλο , για να ζουν αγαπημένα την Γηραιά την ήπειρο να αποκαταστήσουνε μαζί, τα μίση και τα πάθη όλα μοιάζουν φύλλα μαραμένα. Τραγούδια άρχισες να λες μελωδικά γιατί τους Ύμνους των κρατών δεν ξέρεις και σαν τελείωσες ψιθύρισες σιγά «Πολύπαθε μου κόσμε πια δεν θα υποφέρεις». Τους προπαππούδες που έχασες στη δύνη του πολέμου, τις προγιαγιάδες που δεν πρόλαβαν να σου χαρίσουν συμβουλή μαζί με τόσους αδικοχαμένους θέλησες να τιμήσεις με μια αθώα ανταμοιβή. Σε τούτη σου την ταπεινή ετοιμασία δεν θα έχεις την Αντάντ ούτε τις Κεντρικές Δυνάμεις για εχθρούς . Θα έχεις των ανθρώπων τη φιλαργυρία, τη δόξα και αγανακτισμένους των κομμάτων οπαδούς. Του Όουεν το «παπουτσωμένο αίμα» δεν μπορείς να ορίσεις έχεις τη δύναμη του νου για να πετάς και αφού το θέλεις την ειρήνη να αναστήσεις του παρελθόντος λάθη μην ακολουθάς. Εσύ δεν είσαι κοινωνός της θεωρίας οι πράξεις σου είναι γόνοι της καρδιάς είναι όμοιες με των ηρώων τις θυσίες μέσα από αυτές ευλόγως ξέρεις να εκτιμάς.

[ 217 ]


ΡΟΎΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΎΛΛΟΥ ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ Πόντο με πόντο, δάκρυ με δάκρυ Μέσα στη φλογερή νύχτα Στη μάχη των σωμάτων Μετρήσαμε τη δύναμής μας. Κι οι δυο κατακτητές! Ποιος ως το τέλος του πολέμου θ΄ αντέξει! Αντί στο δίπλα, πλάι και απέναντι. Κι οι δυο νικητές Κι οι δυο νικημένοι… * ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΑΝ ΑΙΜΑ Με καλωσόρισες σ΄ένα κόσμο που έρανες δικό σου. Ο κόσμος που έπλασες με έρωτα και με φωτιά . Κορμιά που πάλλονται Στους ήχους μιας χρόνιας μουσικής Σαν ασθένεια με ίαση και χωρίς. Αίμα που στάζει Σάρκα που σκιρτά Που έχει κουραστεί να σβήσει. Πόνος Η μόνη αδιέξοδος προδοσία Πόνος Η κάθοδός μας στο μολυσμένο αίμα.

[ 218 ]


ΧΡΊΣΤΟΣ Ρ. ΤΣΙΑΉΛΗΣ ΠΊΞΕΛ Πώς ένα μικρό κομμάτι ανυπαρξίας π ισοπεδωμένο ανταλλάζει την μία του διάσταση Ξανά για ένα δευτερόλεπτο ζωής ξ εκλιπαρεί για την εφήμερη ζωή σε μια οθόνη ε λάμψη σε ένα ταπεινό σαλόνι λ π

ι

ε

ξ

λ

Παρέα με μια οικογένεια π ίσως σε μια άλλη χώρα της γης ι ξένο - δεν το νοιάζει το θέμα ξ ελεύθερο - δεν το νοιάζει το χρώμα ε λερωμένο - και δεν το νοιάζει αν θα το δεις π

ι

ε

ξ

ι

λ

λ

Πώς ένα μικροσκοπικό ίχνος ευτυχίας π ιπποτικά πουλάει την αιωνιότητά του ι ξύζοντας την ύπαρξή του στο γκράφιτι ενός αναρχικού, εκεί στο κέντρο του ματιού ενός φιδιού λατρευτικά που έχει τυλιχτεί πάνω στην καρδιά π

ι

ξ

ε

ξ

λ

Παίρνοντας με το ζόρι την ψυχή ενός απέθαντου βοδιού ιμάντας που δένει και λύνει το ίδιο ι ξάγρυπνο - το νοιάζει το θέμα ξ ειρηνεμένο - το νοιάζει το χρώμα ε λάγνο - και το νοιάζει να το δεις λ

[ 219 ]

π


λ

ξ

ε

π

ι

Δύο πίξελς εμέ κι εσέ ν’ ανταμώσουμε εκάναν -αυτή τη στιγμήπριν και μετά δεν θα υπάρξει

π

π

δεν μας νοιάζει το χρώμα

ι

σε κοιτάω με κοιτάς

ι

ξ

π

ι

λ ξ

ι

ξ

ε

ε

λ ε

π

π

ξ

ε

πριν αλλάξουν κανάλι εκείνοι

ι

ξ

τώρα - φίλα με - τώρα

π ρ ι ν ν ι κ ή σ ε ι τ ο β ό δ ι

π

ε

λ λ

ι

ε

λ

ι

ξ

ε

λ π

[ 220 ]

ξ

λ


ΝΈΕΣ ΟΔΗΓΊΕΣ #233 ΑΛΆΣΙΑ Αφαλάτωση Δίψα Αμολάς ένα καράβι στη Μεσόγειο σου πέμπει η Μοίρα ένα σύμπαν κομήτες με το αλάτι δεν τρίβεις πληγές με τις πληγές δεν κρύβεις το φταίξιμό σου. Αφυδάτωση Λύσσα Αναπνέεις των Γιγάντων τη νόηση για να σε πατήσουν με μια μπότα ή δυο τις ουλές πρόχειρα αν ράβεις το καράβι θα φορτώνει το βιος σου σε ξένα λιμάνια εσσαεί Χώμα και πηλός ένα αγγείο μια Αφροδίτη και ένα σταυρουδάκι που φοράει σταυρουδάκι στο λαιμό. Καλά κρυμμένη φωτιά Η ζωή μου ολάκερη μια ουρά μία μύτη δυο πόδια βρεγμένα με αλμύρα και μυρωδιά σήψης.

[ 221 ]


ΝΈΕΣ ΟΔΗΓΊΕΣ #238 ΤΟ ΠΕΡΊΚΛΕΙΣΤΟ σύρμα μαντάτο για κακό έπεσε σούρουπο μουντό κινήθηκαν κοράκοι σύρθηκαν φίδια στον χορό πάσαραν τα μαντίλια στις γριές κι αρχίσανε τον Θρήνο. Σίμωσε ειμαρμέν’ ανείπωτη και των μουσών εσίγησε σοφή η έτοιμη ρήσις. Μέσα στους άγριους αχούς και στο βουβό το κλάμα ένα λευκό άτι ατίθασο πλεύρισε κυπαρίσσι. Αφουγκραζόνταν χωρικοί γροικούσαν οι αρχόντοι εις μάτην η φύλαξις αυτή μηδέ γοργό μηδέ βραδύ το βήμα του οχτρού -δεν ακουγότανεΚοιτάζανε στη θάλασσα φυλάγανε στους λόγκους κι ήτανε το περίκλειστο η μόνη μία λύσις. Στις παρυφές κουριάζανε στις στέγες τα εγγόνια πέτρες βαριές ‘τοιμάζανε να ρίξουν στις ορδές μα κάρδαμο κι ούζο βαρύ φερόταν να ζαλίζει θαμώνες και περαστικούς στα κάστρα των γιγάντων. [Φείδου την γλώτταν, τέκνο μου φείδου αγία την αβρότητα, [ 222 ]


την άγρια ετούτη τη στιγμή τη μέρα την τελευταία ετούτη, κρύβε το κόμπιασμα το αγνό βαθιά μες την ψυχή σου και σαν σε ζώσει η Φλύκταινα ο μαύρος φρενοσάλιαγκας κι η τριακονταποδαρούσα άρπαξε πρώτο το σπαθί δευτέραν την ασπίδα τα δέκα τση τα υπόλοιπα που έκοψες στη μάχη φόρεσε σφόδρα επάνω σου και δράμε ωσάν τη φούρια] κι άμα σιγάσει ο σαματάς με νίκη ή με ήττα αγκάλιασε τους ζωντανούς θάλψε τους τραυματίας μα μην δεχτείς ποτέ πως σκότωσες φίλιον ή οχτρόν, ξέχασε και θα ξεχαστεί σώπασε και θα φύγουν οι ερινύες που κάλεσες στη σκέψη πως θα μείνεις.

[ 223 ]


ΣΤΟ ΛΗΞΙΑΡΧΕΊΟ ΤΟΥ ΧΡΌΝΟΥ Κοιτάζω έναν κόσμο γεμάτο παραπήγματα στηριζόμενο σε κολόνες φθαρμένες από σφαίρες από νύχια απελπισμένα κολόνες γδαρμένες, εγκλωβισμένο στο τετραγωνισμένο λουπ ενός Παρθενώνα θεόρατου που κτίζεται ακόμη, την ώρα της πτώσης την ώρα της ύστατης κραυγής, Αλήθεια, πόσους εστήριξες πριν η ίδια στηριχθείς, σύμβολο του πόθου της ειρήνης ω, εσύ, υπαινιγμέ της αιώνιας ζωής; Γεννήθηκα να φοβάμαι τον κόσμο που ζω, αν ο ίδιος ζει ομαλά Κοιτάζω ανθρώπους οσφυοκάμπτες και τρεχάτους κρατάνε χαρτοφύλακες με καταπίστευμα, μαύρους, τρύπιους χαρτοφύλακες, οι περισσότεροι άδειοι, συγχυσμένη η Μοίρα, αλαφιασμένοι οι θεοί σε ολάκερη τη γη, ανυπόγραφα τα συμβόλαια, το διαβατήριό μου ληγμένο τα ληξιαρχεία του κόσμου διπλοκλειδωμένα [το μέλλον κανείς;] Γεννήθηκα να τρέμω στην ιδέα του κάθε ξυπνήματος, αν αφυπνίζει το φως Ακούω φωνές που αρνήθηκαν να πουν για την καταγωγή μου από ραδιόφωνα θαμμένα στα ερείπια πολιτισμών που πιστέψανε υπερβολικά στον εαυτό τους `Γεννήθηκες να φοβάσαι να σκέφτεσαι` `Γεννήθηκες να φοβάσαι να αγαπάς` τέτοια μου λένε για να μην μιλώ, τέτοια μου λένε για να κρυφτώ. Όχι. [ 224 ]


Ξύζω μια κολώνα αρπάζω έναν χαρτοφύλακα καμπουριάζω επιδεικτικά και στέκομαι γενναίος και έτοιμος μπροστά στο επόμενο τρένο. Όχι – δεν γεννήθηκα να φοβάμαι να φοβάμαι. * ΝΈΕΣ ΟΔΗΓΊΕΣ #227 Η ΧΡΟΙΆ και κάνει ήχο και χάνει το κιχ αυτό που κόβει απ’ το παιδί την άχνα κι υφαίνει μύθο και φράσσει με λίθο αυτό που σείει στο χωριό την πάχνα και ρίχνει τσιμέντο και νυχίζει τσακμάκι αυτό που ανάβει στο σπίτι τη θράκα και σπάει πιάτο και πιέζει σπυρί αυτό που κλέβει από το πουλί την Κυριακή και ανάβει φως και φανερώνει σκιά [ 225 ]


αυτή που μιλά για της ψυχής το μαύρο και κλείνει πόρτα και πόμολο τρώει αυτό που φυλάττει των μωρών τη ροή και τρίζει φύλλο και πέφτει αργά η ζωή που αρμόζει στου θανάτου τη χροιά * ΝΕΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ #235 Η ΠΑΓΙΔΑ «Πιανίστας κι αν γενείς - παιδί μου την ευχή μου» Μακάριζε η μάνα μου την ώρα που γεννιόμουν κι έτσι κι εγώ ανήξερος πείσθηκα στη βουλή της. Σελίδωσα τη μοίρα μου σ’ ένα μικρό τετράδιο μα καίει μόνη της κρυφά σελίδα τη σελίδα. Φακέλωσα τη σκέψη μου μήπως και μου ξεφύγει και κάνει σχέδια μόνη της μικρά αεροπλάνα. Σταμάτησα να τρέφομαι σταμάτησα να πίνω κι έγινα άσπρο αερικό κι έγινα πέτρα μαύρη Μαγείρεψα τα δάκτυλα στο αίμα μπαλαρίνας χορεύει πια για με μπροστά στους θαυμαστές της. Έρραψα με χρυσή κλωστή το στόμα να σωπάσει μα έγνεφε το βλέμμα μου μεγάλο μυστικό. [ 226 ]


Τραυμάτισα την έμπνευση τραυμάτισα το Μέτρο κι άρχισα οκτάδες να χαλώ κι άρχισα διεισδύσεις Φώλιασα σ’ ένα όργανο – ωραίο για τις ταφές μου μα δεν με άφησε να βγω μ’ αγάπησε για πάντα. Ρυθμό ήθελε για έξοδο νότες η σίτισή μου μα λάξευαν σαν πόντικες δίπλα μου τις φωλιές τους. Μίλησα σ’ Άγνωστο Θεριό μίλησα σε Φιλόσοφο νεκρό κι ήξεραν τα ντερτίπια του μαύρου αυτού Οργάνου. Τι θ’ απογίνω ήξεραν μα μύθους μόνο μου είπαν. Γεννήθηκα ξανά μικρός για τέταρτη φορά και έτσι αποφάσισα τη μέρα που θα φύγω όργανα μπαλαρίνες και κλωστές τετράδια και φακέλλους να μην τα εμπιστεύομαι μόνο τον εαυτό μου. «Πιανίστας κι αν γενείς - παιδί μου την ευχή μου» Έλεγ’ η μάνα μου ξανά – κάθε που με γεννούσε. * ΝΈΕΣ ΟΔΗΓΊΕΣ #234 ΚΑΡΆΒΙ ΤΡΕΛΌ παροξυσμός παροξυσμός ποτέ πια ξανά παροξυσμός Όλ’ αποκύημα του μηδενός Παροξυσμός Παροξυσμός ποτέ δεν υπήρξε [ 227 ]


παροξυσμός όλ’ αποκύημα ακτίδος φωτός [Λες ν’ αρρωστήσουμε κι οι δυο, να αποκτήσουμε αυτό το γδικιό;] δεν υπάρχει λατρεία λοστρόμοι καράβια με πήραν με κόλπο ορμή καναβάτσου φαρέτρα μαρτίου φαίνεσθαι φαίνεσθαι πόρρω απέχω αγάπη και μίσος και λίγη απαξία παροξυσμός παροξυσμός ποτέ πια ξανά παροξυσμός Όλ’ αποκύημα του μηδενός Παροξυσμός Παροξυσμός ποτέ δεν υπήρξε παροξυσμός όλ’ αποκύημα ακτίδος φωτός [ 228 ]


[Λες ν’ αρρωστήσουμε κι οι δυο, να αποκτήσουμε αυτό το γδικιό;] απέχω απέχω μα πάντα τα ίδια η απόσταση μία από εδώ ως εσένα που φεύγεις καράβι τρελό. * ΌΠΙΟ κοτόπουλο αδάμαστη ευθύνη ακατάλληλο σάντουιτς αλλόκοτο θανατηφόρα δίνη ρίξε τράβα τύλιξε ψήσε επάνω μου ό,τι μείνει μαργαριτάρι άμορφο η μοίρα του αγύρτη άπιαστο στρίφωμα άραβο θεατρική στολή μιας χρήσης σκίσε πέρνα [ 229 ]


κουβάριασε το σώμα μου ο χάρτης βουνό από άλευρο αλληγορία θεϊκή άκαμπτο ψάρι ευθυτενές Σισσύφια πορεία τρέξε ανάπνευσε τα δόντια τρίξε γλύψε από πάνω μου τη στάχτη λαίμαργα γράψε πορείες νέες, απάτητες, επάνω να γλυστρήσω, πες νέες λέξεις απ’ τους ήχους ηδονής που θα παράξουμε μαζί κορμιά από όπιο, αυτά που απομείνανε απ΄ το συμπόσιο ετούτο.

[ 230 ]


ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ Α. ΦΕΚΆΤΗΣ ΑΝΑΤΡΙΧΙΆΖΟΥΝ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΣΤΟ ΔΈΡΜΑ ΜΟΥ ΑΠΌ ΤΗΣ ΑΓΆΠΗΣ ΤΑ ΦΙΛΙΆ Καθώς το υπερεγώ σου προβάλει φάρο δεν έχει Το ένστικτο σου στην ακτή σε βγάζει μοναξιά τα λουλούδια κόβεις Πώς να τ ανεχτώ Μια προσδοκία διφορούμενη Ένας μικρός βαθύς μεσημεριανός ύπνος Μια αγάπη εκ γενετής στιγματισμένη βιώνει το ανέλπιστο προσδοκώμενο εσένα Πώς να διακοσμήσω το κάρμα μας με ευγενή λουλουδοχρώματα μια ομίχλη στη θάλασσα πνίγομαι σε ένα πεπρωμένο χωρίς άνοιξη περιμένω το φώς αργεί ανυπόμονο καλοκαίρι στάχτη γίνε έλα βρε χειμώνα και δώσε ζωή Στα όνειρα που ανατριχίλα τα δέρνει Στο σώμα σου τα φιλιά μου παραζάλη λέξεων Με σκοπό να χαράξουν τα ματωμένα γράμματα δεν τα σώζει κανένας επίδεσμος Πώς νόμιζα ότι μαχαίρι ο χρόνος κρατούσε Με μπέρδεψαν τα μάτια σου χείμαρρος Είσαι κομμάτια της αναπνοής μου Μια και εκεί μέσα είναι τα φιλιά σου Και η αιτία είναι η Αγάπη

[ 231 ]


ΕΞΟΜΟΛΌΓΗΣΗ Τρέμω αισθάνομαι τόσο μακρινός τόσο απών τόσο σιωπηλός Τα ψέματα είναι οι χαρές σου κι εσύ τις ντύνεις μεταξωτά Τ ομολογώ Σ αγαπώ πολύ Σ αγάπησα λίγο Μόνο τα σεντόνια λένε την αλήθεια και οι μαύροι κύκλοι από τις κάφτρες στο ξύλινο πάτωμα κι η ελαφήσια περπατησιά σου δεν τελείωσε την πνοή της Μου είπες θα φύγω Το πέρασα γι αστείο Γέλασα δυνατά έσπασε το γέλιο χίλια κομμάτια Τραυλίζω Αρχίζω να κλαίω σιγά Κλαίω δυνατά γοερά Ξέσπασα δεν το είπα σε κανέναν Ούτε στον εαυτό μου Τον καθρέφτη δεν κοίταξα Στα μαξιλάρια ταξίδεψα Τις μικρές τύχες έπνιξα Στην απαστράπτουσα ανασφάλεια μου

[ 232 ]


ΈΡΗΜΑ ΌΝΕΙΡΑ ΜΟΥ Έρημα μου όνειρα που Ούτε γιος Ούτε κόρη τα είδε λιθοβολημένα να σέρνονται ήχους γκάιντας να βουίζουν δώρα για τις ψυχές των βουνών Εκεί αποκαμωμένα Στην οργή των ανέμων χωρίς αλυσίδες ταμένα στον δόλιο έρωτα Εκεί ένας μικρός άγγελος που τον άφησε η βροχή ς της αντίρρηση ς εκεί ένας μικρός ήρωας Από της απιστίας τα νερά Και το αίμα των ονείρων σε μαβιά ποτάμια ναυαγισμένα τ αστέρια βρήκαν φωλιά σε μια λίμνη που μήτε Θεός την ευλόγησε Έρημα μου όνειρα αποκαμωμένα

[ 233 ]


ΖΟΎΜΕ ΈΝΑ ΥΠΟΤΙΘΈΜΕΝΟ ΑΎΡΙΟ Βηματίζει ο ένας στην ζωή του άλλου Κλείσε τον ήχο Της τηλεόρασης Θέλω ν ακούω τις αναπνοές του σπιτιού Θέλω να βλέπω τις σκιές από τα δωμάτια Θέλω να μυρίζω την σκόνη των επίπλων Να αφουγκραστώ την μοναξιά των στίχων κολλημένα στο ψυγείο Ανοίγω τις βρύσες να τρέχουν να γευτώ την μπόρα την βροχή Τα μάτια σου που είναι τα μάτια σου Μην δυναμώνεις τον ήχο της τηλεόρασης δεν αντέχω ανοργασμικές φωνές σε παρακαλώ Έλα να κοιμηθούμε έλα να μου πεις σιγά σιγά αργά αργά το όνειρο της σιωπής σου να το κρεμάσουμε στο φεγγάρι καλό ρούχο για τις όμορφες μέρες Άναψε ένα τσιγάρο Θα το δεχτώ Να σε χαϊδέψω στα μάτια στ αστέρια σου Ξημερώνει Τα φιλιά μου ανατριχιάζουν το δέρμα σου Και ο ήλιος καίει στον καφέ μου Δεν θέλω να τελειώσει ο χρόνος.... Ένα υποτιθέμενο αύριο Στην Καλημέρα σου ψυχή μου. ....... κι ας αργεί να βραδιάσει....

[ 234 ]


Η ΘΆΛΑΣΣΑ ΜΟΥ Να μου γεννάει της αγάπης η υπεροψία σταλαγματιές βροχής Μια θάλασσα χωρίς το στερητικό α Μια θάλασσα που δεν είναι γαλάζια ούτε πράσινη δίχως κύμα βουβή Να την διαβώ Να μείνω εκεί να σου πω μου λείπεις σε εγκατέλειψα σε ήθελα Να σε γευτώ ήθελα Να μεταμορφωθούν οι θάλασσες σε μια ερωτική σύγχυση της ενέργειας η χαρμολύπη δεήσεις της αύρας στον ήλιο να μπορέσω να δω να ακούσω τα λόγια Τα νυχτερινά Την στιγμή που η καρδιά της ψυχής σου Θα μαχαιρώσει το είναι μου Εγώ εκεί θα είμαι και θα περιμένω στο άπειρο του Έψιλον στο μεγαλείο του Έψιλον Άφυλος Έρωτας να γεννά κόρες και γιούς Και να είναι εκείνη η στιγμή που μπροστά στις λέξεις μένεις έκθαμβος και πρέπει να την ακούσεις και να την καταθέσεις Σαν ιερέας σε Ναό δικό σου Να ετοιμάζεις το λιθαράκι για την παγκόσμια σύνθεση του σύμπαντος Έτσι η θάλασσα μου προσμένει το κλειδί που μου χρωστάς Για τον Γολγοθά των φιλιών

[ 235 ]


ΚΑΜΠΉ ΜΙΑΣ ΈΚΛΕΙΨΗΣ Οι συνέπειες από μια έκλειψη ηλίου άγρυπνες σκέψεις στο λαβύρινθο του καλοκαιριού μ ακολουθούν σαστισμένες Μου φέραν δάκρυα σκούρα θαμπά σ ένα τελευταίο πείραμα ν αναχαιτίσω τα όνειρα μου ξεθώριασαν οι τοιχογραφίες ασπροντυμένα κύτταρα στο αίμα μου Τους στίχους μου από το παρελθόν ροκανίζουν μινιατούρες μολυβένιες σ ένα τόνο καταπίεσης εικονίζονται τα χρώματα αντιρρήσεις στο χρόνο μιας αναγέννησης που τριγυρνά γυμνή μ ένα μαχαίρι στα μάτια Να μου ματώνει το γλαυκό πλάνο στο τέρμα της ζωής Έχει θάνατο η καμπή της έκλειψης Ας την αποφύγω Καλύτερα...... Στα μάτια σου ας χαθώ Είναι προτιμότερο......

[ 236 ]


ΚΛΕΊΝΩ ΤΑ ΜΆΤΙΑ ΣΤΙΣ ΣΚΙΈΣ Ζητώ την λύτρωση..... και με τα φιλιά μου ορίζω την αγάπη Και από τον έρωτα την ζωή μου Ένας άγγελος της λήθης στην μνήμη μου εξοστρακίστηκε και στα λευκά μου χαρτιά τα καρφιά έβαλε στην άκρη και τα κεριά των επιθυμιών στο δωμάτιο άναψε Τρεις βδομάδες τώρα με τούς μύθους οι ευχές άγαρμπη άγκυρα ρίξανε να μην ξημέρωναν οι νύχτες οι νύχτες της απόγνωσης Το αποφάσισα Να γυρίσω πίσω την ζωή που μου έδωσες Από το στήθος μου στην πραγματικότητα πού έζησε το όνειρο σου σε διαθλάσεις άχρωμου φωτός σε μια θεϊκή φαντασία που δεν ωρίμασε ποτέ Και συ κορίτσι της θάλασσας στους πόθους μου έλα να κατοικήσεις γιατί το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ γιατί το σύμπαν θα είναι πάντα ερωτευμένο με το φεγγάρι ...... Κλεινω τις σκιές....

[ 237 ]


ΜΟΥ ΛΕΊΠΕΙΣ Αναθεωρω όσα δεν τόλμησα να δω ν ακούσω Να μιλήσω Έμεινα στην Άνοιξη εγώ Έχω μουδιασει στο δέρμα σου Σαν αγέρας που δεν δροσίζει παρά μόνο καίει Το ρίγος στην πλάτη Γυμνό με αφηνει τον Αύγουστο Έχει γκριζαρει το ακρογιάλι της προσμονής Είσαι στη πραγματικότητα Είμαι στο όνειρο Τα δάκρυα περισσεύουν Στις αποσκευές του Σεπτέμβρη Γιορταζω δυοφορές την μοναξια Μου λείπεις

[ 238 ]


ΌΜΟΡΦΕΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ Σα θα κρατήσω μια δροσιά Σα θα κρατήσω ένα μυστικό Τότε η ζωή θα πάρει άλλο δρόμο Θα χαθεί στου Ολύμπου τις κορφές Και ο Ήλιος πιο λαμπερός από κάθε άλλη φορά θα πετάξει πολύ ψηλά Σα θα κρατήσω τα δάκρυα Σα θα κρατήσω το φεγγάρι Τότε η μοναξιά θα πάρει άλλο δρόμο Θα χαθεί στις γειτονιές των άστρων Και η αγάπη πιο λαμπερή από κάθε άλλη φορά θα πετάξει ψηλά κι αυτή Στους ουρανούς σε ξεθωριασμένο καλοκαίρι Στους αιώνες των γιασεμιών Στο άρωμα τους θα ξεψυχήσω Εκεί την ψυχή μου θ αφήσω Για σένα

[ 239 ]


ΧΑΡΜΟΛΎΠΗ Βαθιά όλο και πιο βαθιά πέρα από την θάλασσα την χαρά μου έκρυψα Βαθιά όλο και πιο βαθιά πέρα από τα βουνά την λύπη μου έκρυψα Πες μου εσύ που με ρωτάς συχνά που μου μιλάς για Έρωτα Σε ποιον τόπο να ξενιτευτώ Σε ποιον τόπο να ζήσω Που το πάθος να βρω Και που το δίκιο Όλα τα στόματα τα άκουσα μα την καρδιά δεν είδα Η αγάπη μου που να’ναι Και ο έρωτας ...... Αθώες παιδικές κουβέντες Λεπίδες μίσους στους ενήλικες Θα πάρω το παιδί μέσα μου ταξίδι στης βροχής τη γη να εξαγνιστεί η ψυχή μού στης σωτηρίας το τραγούδι Η αναψυχή μου.......

[ 240 ]




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (κατά αλφαβητική σειρά) επιμέλεια: Νικολέττα Ψαθά


Α Η Αλεξία Αθανασίου είναι Κερκυραία ποιήτρια & συγγραφέας επ. φαντασίας. Ζει μόνιμα στο Νησί των Φαιάκων με τις δεκάδες φιλαρμονικές. * Ο Αναστασίου Ιωάννης γεννήθηκε στην Κόρινθο 23/8/1987. Φοίτησε στο Α.Τ.Ε.Ι. Πειραιά στο τμήμα Λογιστικής και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα οικονομικής επιστήμης. Επίσης, προσφέρει τις υπηρεσίες μου στον Μ.Κ.Ο. Mindspace. * Γεννημένη στην Πρέβεζα στις 15/11/1988. Η Νεφέλη Ανδριανού γράφει ποίηματα ημερολόγια κείμενα εκφράζοντας έτσι την ανησυχία καθώς και τις ευαισθησίες της. Από τα πρώιμα χρόνια της ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, τη μουσική αφιέρωσε όμως τα χρόνια της στη γραφή. αφετηρία της το 2009 στο συγγραφικό χώρο .Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο. Ακολούθησαν πέντε ποιητικές συλλογές. Όνειρο της τα επόμενα χρόνια μέσα από το υπαρξιακό που εκφράζει ειδικά στις δύο τελευταίες ποιητικές της συλλογές. Είναι οι σπουδές στον τομέα της Υγείας. Ζει μόνιμα στην Αθήνα τα τελευταία 12 χρόνια * Ο Αγάπιος Αρζουμανίδης γεννήθηκε στη Λάρισα μία δροσερή μέρα του Απρίλη. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Πάτρα. Τώρα Γερμανία. Αύριο ποιος ξέρει; «Το μέλλον είναι αβέβαιο…» όπως λένε και οι στίχοι του Roadhouse blues. * Η Σοφια Ατσαλη γεννηθηκε το 1983 στην Αθηνα . Στους αμπελοκηπους πηγε σχολειο και ήταν αριστη μαθητρια Υπερασπιζεται πολύ την πολη της. Σπουδασε δημιουργικη γραφη στη σχολη scripta manent . Μιλα αγγλικα , ιταλικα , ισπανικα και αραβικα Της αρεσει ο χορός και όλα τα ειδη χορου και αυτοεκφρασης.

Β Η Πόλα Βακιρλή Γιαννακοπούλου γεννήθηκε στο Σύδνεϋ αλλά μεγάλωσε στην Ακράτα. Τελείωσε τη φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του ΕΚΠΑ. Δίδαξε σαν φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: την ποιητική συλλογή “Φως στην άκρη της καταχνιάς” εκδ.BOOKSTARS που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2014, ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΛΩΝΙ εκδ. Γαβριηλίδης, Νοέμβρης 2015 και η τρίτη συλλογή από τις εκδ. Βεργίνα με τίτλο: ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΑ. Είναι παντρεμένη κι έχει δυο γιους. [ 244 ]


Ο Ηλίας Βετσερίδης γεννήθηκε το 1967 στον Πειραιά, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Τώρα εργάζεται σαν λιμενεργάτης, στο λιμάνι του Ικονίου. Έχει γράψει (ερασιτεχνικά πάντα) , παραμύθια, ιστορίες και ποιήματα. Αυτή είναι η πρώτη φορά που επιδιώκει να γίνουν ευρύτερα γνωστές οι σκέψεις του. Είχε και έχει ανήσυχο πνεύμα και του αρέσει να εκφράζεται μέσα από λέξεις σε οποιαδήποτε μορφή τους. * Η Κατίνα Βλάχου γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Γαλλία και εργάστηκε στην Κολωνία, την Αθήνα και την Κέρκυρα, όπου ζει από το 1988. Έχει γράψει τα βιβλία: Η Υπόθεση των Νημάτων, (Έψιλον 1996, Διώνη 2015), Το Πέταγμα του Γλάρου, ,( Έψιλον 1996), Έρως Ημίεργος, δίγλωσση έκδοση, (Ακρωτήρι 2005, Λοράνδου 2011), Οι Ψίθυροι στους Τοίχους, (Ροές 2009), Ατάκτως Ειρημένα, (Λοράνδου 2012) και Ο Χρόνος της Ελευθερίας (Λοράνδου 2013) Το τέμπο των καιρών, (Περισπωμένη 2015), Η λιτάνευση του ιχθύος, (Φιλύρα 2017) To αφήγημα Έρως Ημίεργος εκδόθηκε στα αλβανικά, (Dituria 2012) και Η Υπόθεση των Νημάτων επίσης (Νeraida 2013).

Γ Η Γιώτα Γερογιώργη κατάγεται από την Εύβοια ,μεγάλωσε στη Γερμανία και ζει στην Αθήνα. Είναι καθηγήτρια Γερμανικών και στιχουργός. Ποιήματα της συμπεριλαμβάνονται σε πολυσυμμετοχικές ποιητικές συλλογές όπως ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ7, ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΣΕΛΙΔΑ14 (το μιας αράχνης ιστός, είχε διακριθεί στο διαγωνισμό), e-bookPoem, 3η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΑΝΥΣΜΑ, καλλιτεχνικό ημερολόγιο 2017 και το καλοκαίρι 2017 στην ανθολογία από την ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ το «μισο αιώνα τώρα»που στο ΣΤ παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό απέσπασε το Γ βραβείο

*

Η Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου γεννήθηκε το 1992 στην Πρέβεζα όπου και διαμένει. Είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων και ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης στο οποίο διδάσκει. Ασχολείται με την ποίηση από το 2008, όπου δημιούργησε το δικό της blog και άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά της. Κάνει λογοτεχνική εκπομπή στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πρέβεζας. Άρθρα, πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ιστοσελίδες, περιοδικά και εφημερίδες. * Η Διονυσία Γιατρά γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οδοντοτεχνική και γραμματειακή υποστήριξη. Ασχολείται με τη γραφή και παρακολουθεί σεμινάρια ποιητικής γραφής.

[ 245 ]


Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην ΣΜΥΣχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Μετά την αφυπηρέτησή του, ασχολείται με την ποίηση. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε Πανελλήνιους και Διεθνείς Διαγωνισμούς. Συμμετείχε στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ, από το έτος 2014 μέχρι και σήμερα, ενώ οι Εκδόσεις : η ΠΡΟΦΗΤΙΣΑ, συμπεριέλαβαν το ποίημά του: «Έτσι ήταν το Δείλι μας» στη Ποιητική Συλλογή: Από Καρδιάς Από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ κυκλοφόρησε (2015) σε μορφή e-book η Ποιητική του Συλλογή: «Ωράρια Επιστροφών» ενώ από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ το συλλογικό έργο : Ταξίδια πολύτιμα του νου (2016), όπου συμμετείχε με άλλους τρεις ποιητές/ τριες. Στις σελίδες του διαδικτυακού χώρου www.easywriter.gr κυκλοφορεί σε μορφή e-book μέρος της Ποιητικής του δουλειάς. * Η Άννα Γκασνάκη ζει στη Βέροια. Είναι απόφοιτη Νομικής, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Διεθνών Σπουδών και νέα μαμά. Κάνει μαθήματα αγγλικών και γράφει κείμενα- άρθρα-ποιήματα- παιδικά παραμύθια. Έχει πάρει μέρος στη Βουλή των Εφήβων. Κείμενό της έχει συμπεριληφθεί στον τόμο “ImagineEurope in 2030”. Έλαβε μέρος στον 1ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό UNESCO ΙΘΑΚΗΣ 2016 και διακρίθηκε με έπαινο. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε τοπική εφημερίδα, διαδικτυακά και ποιήματά της στην 3η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των Εκδόσεων Διάνυσμα. * Ο Κωνσταντίνος Σ. Γνήσιος γεννήθηκε τον Απρίλιο του ‘68 στην Κυψέλη. Τελείωσε το 39ο Γυμνάσιο και Λύκειο Κυψέλης και ακολούθησε σπουδές βιομηχανικού σχεδιασμού στον ΑΚΤΟ, συνεχίζοντας την οικογενειακή επιχείρηση στον χώρο του επίπλου και της ξύλινης κατασκευής,όπου ο ίδιος άρχισε να δραστηριοποιείται από το 1989. Είναι υπεύθυνος έκδοσης της διμηνιαίας εφημερίδας « Μεσοτοπίτικα Νέα» του συλλόγου των απανταχού Μεσοτοπιτών Λέσβου η «Αναγέννηση». Έχει εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές στις εκδόσεις Ιωλκός. Πρωινή ψιχάλα (Ιούλιος 2008) και Η ντροπή στάθηκε στην πόρτα (Δεκέμβριος 2011) * Η Δέσποινα Γρηγοριάδου κατάγεται από τα Γιαννιτσά. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Διοίκηση επιχειρήσεων και γραφιστική. Το 2017 παρακολουθησε μαθήματα θεατρικής γραφής στο δημιουργικό εργαστήρι της “Script & Art”. Συμμετοχή στην 2η & 3η ομαδική ποιητική συλλογή των εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ. Έπαινος και διάκριση στον 1ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος Όμιλος UNESCO Κεφαλληνίας και Ιονίων Νήσων, 2016. Έπαινος για τη συμμετοχή στον Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό της UNESCO Πειραιώς και Νήσων, Ιανουάριος 2017.

[ 246 ]


Συμμετοχή στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017, εκδόσεις ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Συμμετοχή σε συλλογική έκδοση διηγημάτων, με τίτλο «ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΗ», Ιούνιος 2017, εκδόσεις ΡΩΜΗ, Θεσσαλονίκη

Δ Σαντίνα Δεναξά (Λίκνον): Οι λέξεις είναι μαγικές. Τις αγαπώ πολύ γιατί σηκώνουν με αντοχή απίστευτο φορτίο και λυτρώνουν κάθε βασανισμένη ψυχή. Είναι το καταφύγιό μου όταν η ζωή εκεί έξω λυσσομανά. * Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες («Μανδραγόρας», «Ένεκεν», «Δίοδος», «3 η χιλιετία» κ.α.) και εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά και Πολωνικά. * Ο Αλέξανδρος Διογένης γεννήθηκε την άνοιξη του 1986 στην Αθήνα. Σπούδασε τεχνολογία γεωπονίας. Συναρμόζεται με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη φωτογραφία. * Η Βασιλική Δραγούνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευρωπαϊκή Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης και έχει μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Εργάζεται στον αεροπορικό χώρο. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευθεί σε Πανελλήνιους και Διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν εκδοθεί σε συλλογικές ανθολογίες ποίησης και διηγημάτων καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Πτήση στο Φως», από τις Εκδ. Πνοές Λόγου και Τέχνης και υπογράφει ένα μικρό δείγμα γραφής στην προσωπική της ιστοσελίδα: http:// artifactspirit.blogspot.gr/ * Είμαι η Βίκυ Δρακουλαράκου. Δεν μου αρέσει να «συστήνομαι» παρά μόνο μέσα απ’ τη γραφή μου. * Ε-Ζ-Η-Θ Ο Νικήτας Ελεύθερος (Νικήτας Τσιενές) είναι ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει πως γεννήθηκε σώνει και καλά ντε το 1974 ούτε και πως θα πεθάνει κάποτε συγκεκριμένως κι οριστικώς...Ο Αιθέριος Αγαπημένος είναι ένας άνθρωπος που παράτησε τα πάντα στη ζωή του(σπουδές

[ 247 ]


κ.λ.π.) για να γράψει ποιήματα! Το αν έκανε καλά ή όχι θα το γράψει η ιστορία.... * Άννα Ζανιδάκη. Κατάγομαι απ’ την Καβάλα. Συμμετέχω και έχω βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, καθώς τα γραπτά μου, ποιήματα και διηγήματα, κοσμούν ανθολογίες και ημερολόγια, διαφόρων διαγωνισμών. Έχω δραστήρια ενασχόληση με προγράμματα και σεμινάρια ψυχολογίας, κοινωνιολογίας. Αρθρογραφώ σε ηλεκτρονικά περιοδικά, παρουσιάζω την εκπομπή ΑΡΑΞΟΒΟΛΙ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ, στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΞΑΝΘΗΣ. Έχω εκδώσει την 1η μου ποιητική συλλογή ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΗ πριν 2 χρόνια και τώρα, ήδη κυκλοφορεί το 1ο μου Μυθιστόρημα ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΠ ΑΓΡΥΠΝΗΣΙΝ ώστε να αφυπνιστούμε, να οδηγηθούμε σε δράσεις και αντιδράσεις, αποδοχές, παραδοχές, στον ένα και μοναδικό στόχο, ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. * Ο Θοδωρής Κ. Ηλιόπουλος ήρθε στον κόσμο τον Αύγουστο του ‘78. Έκανε τα πρώτα του βήματα στον πολυπολιτισμικό και πολυδοκιμασμένο πλέον Άγιο Παντελεήμονα. Όσο πέρναγαν τα χρόνια πήγαινε ολοένα και πιο βόρεια των Αθηνών, για να εξαφανιστεί μια δεκαετία περνώντας τα στενά του Ευρίπου. Εκεί μαθήτευσε τα οικονομικά, αλλά δεν τ’ ακολούθησε σχεδόν ποτέ, για να απασχοληθεί σε διάφορα άλλα πόστα. Ανέπτυξε έντονη δράση σε οικολογικά και μη βίαια κοινωνικά εγχειρήματα, όπου συμμετέχει ακόμη και σήμερα. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει και πάλι στην Αθήνα. Ασχολείται με τη δημιουργία και την επιμέλεια καλλιτεχνικών & πολιτιστικών προγραμμάτων, σκηνικά θεάτρου, ντοκιμαντέρ, τη συγγραφή θεατρικών έργων, σεναρίων ταινιών μικρού και μεγάλου μήκους, διηγημάτων κ.ά. * Η Χριστίνα Θέμα γεννήθηκε το 1958 στην Κέρκυρα όπου και ζει σήμερα. Μεταξύ άλλων έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στην Αθήνα και Παιδαγωγική Συμβουλευτική στο Μόναχο. Εργάστηκε στη Β/θμια Εκπ/ση στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Έχει διακριθεί ως Ποιήτρια, Πεζογράφος και Θεατρική Συγγραφέας σε Πανελλήνιους Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς και έχει συμμετάσχει σε Συλλογικές Ανθολογίες Ποίησης και Διηγήματος, καθώς και στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017. Έργο της συμπεριλαμβάνεται σε Αλβανική Ποιητική Ανθολογία, ενώ έχουν μελοποιηθεί Στίχοι της. Το 2016 κυκλοφορούν οι Ποιητικές Συλλογές (αυτοεκδόσεις) - ΟΣΤΡΆΚΩΝ ΚΕΛΎΦΗ ΚΕΝΆ – ΔΕΥΤΕΡΟΛΈΠΤΩΝ ΌΝΕΙΡΟ – ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΎΣ ΜΑΘΗΤΕΥΌΜΕΝΗ – “SAPPHO’S DISCIPLE”.

Κ

[ 248 ]


H Αλεξία Καλογεροπούλου είναι υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕτου Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Αθηνών και συνέχισε με άριστα τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στις Πολιτισμικές Σπουδές και στην Ανθρώπινη Επικοινωνία. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος, συντάκτρια και αρθρογράφος στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και στην ΕΡΤ. Είναι δημιουργός του ιστότοπου για το βιβλίο, τις τέχνες και τον πολιτισμό BookSitting.gr Έχει εκδώσει το βιβλίο «Είσαι το Κάρμα μου» (Εμπειρία Εκδοτική, 2010). Λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και συλλογές και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. * Καλοσπύρου Ευσταθία, γεννηθείσα στις 11 Ιουνίου το 1997. Απόφοιτη λυκείου, φοιτήτρια στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Βιοτεχνολογίας από το 2015. Ενασχόληση με το πιάνο, σε ωδείο, από το Δημοτικό σχολείο έως και σήμερα. Ενασχόληση με την ποίηση από το Γυμνάσιο, ερασιτεχνικά. Σπουδές και κατοχή πτυχίων Αγγλικών, Γαλλικών. Ένταξη στην 3η ομαδική ποιητική συλλογή το 2016 των εκδόσεων Διάνυσμα. * Η Χριστίνα Καραγιάννη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε ανθρωπιστικές επιστήμες. Ενίοτε γράφει από ανάγκη, όταν βρεθούν λέξεις να το επιτρέψουν. Συμμετείχε στην 1η, 2η, 3η και 4η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των Εκδόσεων Διάνυσμα, έχει εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή σε e-book, «Βουτιά στην Αίθηση», Εκδόσεις Διάνυσμα. * Η Πόπη Κλειδαρά γεννήθηκε το 1987 στη Μυτιλήνη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συγγραφέας και αρθρογράφος. Είναι έγγαμη και μητέρα μιας κόρης. * Ο Δημήτριος Αθ. Κόνσουλας (λογοτεχνικό-ιστορικό παρωνύμιο του Δημητρίου Αθ. Κούσουλα) είναι αρχαιολόγος, συγγραφέας και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 1982 και ανατράφηκε στο Άργος. Έλκει την καταγωγή του από ιστορικές οικογένειες της Μεσσηνιακής Μάνης και της Κρήτης. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία Τέχνης, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Κλασική Αρχαιολογία (Master of Arts), στο Πανεπιστήμιο της Βόννης (Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία). Εργάστηκε επί μακρώ σε σωστικές και συστηματικές ανασκαφικές έρευνες και σε αποθήκες μουσείων, ως επιβλέπων αρχαιολόγος. Έχει πραγματοποιήσει σειρά ανακοινώσεων και μελετών για την αρχαία ελληνική τέχνη σε διεθνή συνέδρια. * [ 249 ]


Η Μαρία Κοσμανίδου γεννήθηκε το 1971 στο Βούπερταλ Γερμανίας όπου και έζησε εκεί ως τα δέκα. Στη συνέχεια μετακόμισε στην όμορφη πόλη της Καστοριάς όπου ζει έκτοτε . Είναι απόφοιτος Τ.Ε.Λ από το τμήμα οργάνωσης και διοίκησης γραφείου. Της αρέσει να διαβάζει σχεδόν τα πάντα και με την ποίηση ασχολείται ερασιτεχνικά όλη της τη ζωή. Η πρώτη απόπειρα να εκδόσει κατι δικό της έγινε όταν συμμετείχε στην 3η ομαδική ποιητική συλλογή των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ με δύο ποίηματα. * Ο Ηλίας Κοπανάκης γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1977 στον Μαρουλά Ρεθύμνου. Είναι απόφοιτος της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στο «Περιβάλλον» από το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος από την Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης. στο οποίο είναι επιστημονικός συνεργάτης τα τελευταία 13 χρόνια. Επιχειρηματικά δραστηριοποιείται στον χώρο των απολυμάνσεων και εστίασης εστίασης (παραδοσιακή ταβέρνα «Μυλόπετρα» στον Μαρουλά Ρεθύμνου). Έχει συγγράψει ένα πολυσέλιδο βιβλίο για τον Μαρουλά (Εκδόσεις Καλαϊτζάκης, Ρέθυμνο, 2011). Το βιβλίο «Μαρουλάς Ρεθύμνου, Αναψηλάφηση μιας μακραίωνης πορείας στον χρόνο» έτυχε θετικών κριτικών στο χώρο της τοπικής ιστοριογραφίας. Επίσης έχει εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές, η πρώτη με τίτλο «Ίσκιος του Έρωτα» (Εκδόσεις Όστρια, Αθήνα, 2014) και η δεύτερη με τίτλο «Κηροδοσία των Ανέμων» (Εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα, 2015). * Ονομάζομαι Μπέττυ Κούτσιου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Έχω ταξιδέψει πολύ στην ζωή μου στην κυριολεξία, μα πάντα ταξίδευα καλύτερα όταν είχα μπροστά μου ένα χαρτί και ένα μολύβι.. Μου αρέσει να απομονώνομαι περισσότερο από κάθε τι άλλο και να γράφω. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή περιμένω όλη μέρα και χαίρομαι. Είμαι μόνη εγώ και οι λέξεις μου που τόσο αγαπάω και νομίζω ότι με αγαπούν και αυτές. Εύχομαι σε όλο τον κόσμο που με διαβάζει να βρεί την αγάπη και να γιατρευτεί από εκείνη! * Ονομάζομαι Λίτσα Κυπραίου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Σέρρες σε να χωριό της επαρχίας Φυλλίδος τη Νέα Ζίχνη. Παντρεύτηκα και έζησα τα πρώτα τρία χρόνια στο χωριό. Το 1988 μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη μαζί με την Οικογένεια μου, το σύζυγός μου και τα δύο μου παιδιά όπου κατοικώ μέχρι και σήμερα. Έχω αποφοιτήσει από το λύκειο ΕΠΑΛ και έχω πτυχίο Οικονομίας και διοίκησης. Σπουδάσα στα Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης στη σχολή Τεχνολόγων Γεωπόνων με ειδικότητα στη Αγροοικονομία.( Σύμβουλος σε αγροτικές επιχειρήσεις & επενδύσεις). Η γνώμη μου για

[ 250 ]


τη μάθηση είναι πως όσο είναι ζωντανός ο Άνθρωπος δεν τελειώνει ποτέ. Ασχολούμαι με την συγγραφή ποιημάτων και άλλον κειμένων, όπως είναι τα παραμύθια και κάποια άλλα κείμενα & κάποια πεζά( διηγήματα κ.λ.) που δεν έχουν δεις ακόμη το φως της δημοσιότητας. * Ο Λάμπρος Κωσταράκης γεννήθηκε στα Παλιάμπελα Βόνιτσας το έτος 1950. Είναι πτυχιούχος Πολιτικός Μηχανικός τέως Υπάλληλος Περιφέρειας Ηπείρου και από το 2010 συνταξιούχος του Δημοσίου. Σήμερα ζει και κατοικεί στην πόλη της Πρέβεζας. Έχει ήδη έτοιμες προς έκδοση δύο συλλογές τραγουδιών και ποιημάτων ενώ πρόσφατα μελοποιήθηκε στίχος του ο οποίος με τον τίτλο «Ευχή» συμπεριλαμβάνεται στο cd «Τραγούδια Ταξιδιάρικα» και κυκλοφορεί από τη Dando Music.

Λ

Η Λίλιαν Λαοκράτη γεννημένη πριν 30 περίπου χρόνια, με πνεύμα ανήσυχο, αισιόδοξο και καλλιτεχνικό, μάλλον αταίριαστο με το ονοματεπώνυμο Σαββίνα Κοτσερίδου. Μοιρασμένη ανάμεσα σε μεγάλες αγάπες. Την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, την αστική ζωή και τη φύση, τη δικηγορία και τη συγγραφή, που παραμένει η μεγαλύτερη αγάπη απ όλες. Παιδί του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής «Imaginarium», λατρεύω την ποίηση, τους ανθρώπους και το μαγικό ρεαλισμό, αποδεχόμενη ισότιμα το καθημερινό και το απίθανο, το συνηθισμένο και το εκπληκτικό. * Η Έλενα Λιάτου είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, εικονογράφος. Έχουν εκδοθεί παιδικά έργα της και ποιητικές συλλογές, ύστερα από βραβεύσεις. * Η Λαμπρινή Λιάτσου είναι Σχολική Σύμβουλος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι δασκάλα, πτυχιούχος Ψυχολογίας. Έχει λάβει επιβράβευση αριστείας από το Ι.Κ.Υ. κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Το Μεταπτυχιακό της αφορά στη “Δημιουργική Γραφή”, της Σχολής Επιστημών Αγωγής ΠΔΜ. Έχει ασκήσει καθήκοντα υπεύθυνης Αγωγής Υγείας και υπεύθυνης Σχολικών Δραστηριοτήτων για οκτώ σχολικά έτη, στην Π/θμια Εκπ/ση. Διαθέτει συγγραφικό και ερευνητικό έργο. Τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται στις Ανθρώπινες Σχέσεις, την Καινοτομία και τη Λογοτεχνία. Έχει λάβει μέρος ως Εισηγήτρια σε Διεθνή και Πανελλήνια Επιστημονικά Συνέδρια καθώς και σε ΠΕΚ και ΚΠΕ. Ποιήματά της έχουν βραβευθεί σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς Ποίησης και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις και Ανθολόγια. Είναι μέλος της ΕΛΣΗ (Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου).

[ 251 ]


Μ Θεόδωρος Μάγιστρος. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1973. Η ζωή μου όμως οργανώθηκε στη Χαλκίδα. Από τότε που συνειδητοποίησα τον εαυτό μου αποφάσισα να πολεμήσω το χρόνο και να προσφέρω με όλες μου τις δυνάμεις ότι δύναμαι στα νέα παιδιά. Έτσι αφιερώθηκα στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Καθώς το λευκό φως διαχέεται στο άπειρο και ο χρόνος χάνει την αξία του η έμπνευση μου ακολουθεί την αταξία και το ανεξήγητο της παλίρροιας του Ευρίπου. Γράφω γιατί οι σκέψεις είναι ικανές να αντισταθούν ή ακόμη και να ξεπεράσουν το χρόνο. Ελπίζω κάποια μέρα να καταφέρω να γράφω μουσική με λέξεις ως τότε θα ονειρεύομαι ένα μελωδικό αύριο. * Παναγιώτης Μάντζαρης. Είμαι απόφοιτος του Τμήματος Μαθηματικών, της Σχολής Θετικών Επιστημών, του Πανεπιστημίου Πατρών, με πιστοποίηση επιτυχούς παρακολούθησης της προπτυχιακής κατεύθυνσης σπουδών του τμήματος υπό τον τίτλο «Στατιστικής, Θεωρίας Πιθανοτήτων και Επιχειρησιακής Έρευνας». Επιπλέον είμαι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη Διδακτική των Μαθηματικών. Η εργασιακή μου εμπειρία περιλαμβάνει τη διδασκαλία μαθηματικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. * Η Εύη Μαραγκουδάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, με καταγωγή από την Κρήτη. Σπούδασε στο ΤΕΙ Βρεφονηπιοκομίας Αθήνας (ΣΕΥΠ) και εργάζεται από το 2003 ως παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας στο Κέντρο Προστασίας Παιδιού Αττικής “Η Μητέρα”. Το 2016 αποφοίτησε από το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής “Tabula Rasa”. Για καιρό αρθρογραφούσε στην ιστοσελίδαEcoview, ενώ κείμενά της δημοσιεύονταν στο διαδίκτυο. Συμμετείχε σε παραστάσεις με δραματικούς μονολόγους- μονόπρακτα και έχει διακριθεί με πλείστες πρωτιές σε διεθνείς και εγχώριους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Όμιλος για την Unesco Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος, Αμφικτυονία Ελληνισμού, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών κλπ). Βραβευθέντα κείμενά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολόγια και λογοτεχνικές συλλογές, ενώ το 2015 το διήγημά της με τίτλο “Αλλαγή ταυτότητας” εκδόθηκε σε συλλογή διηγημάτων αστυνομικού μυστηρίου. * Ονομάζομαι Μαστορούδης Γιώργος και είμαι 42 ετών. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίζω και διαμένω μέχρι και σήμερα. Είμαι καθηγητής αγγλικών και πληροφορικής και διατηρώ φροντιστήριο ξένων γλωσσών και πληροφορικής με τη σύζυγο μου εδώ

[ 252 ]


και 18 χρόνια. Έχω γράψει και γράφω ποιήματα, διηγήματα και επειδή λατρεύω το θέατρο, τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ μαθήματα θεατρικής γραφής και έχω γράψει δύο θεατρικά, εκ των οποίων το ένα ανέβηκε και στο σανίδι με μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που δημιουργήσαμε με τους γονείς των παιδιών από το νηπιαγωγείο μας. * Η Μωραΐτη Σταματία γεννήθηκε στα Κανάλια Μαγνησίας. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και εργάζεται ως φιλόλογος στο Βόλο . Είναι ιδρυτικό μέλος του ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΟΙΒΗΪΔΑΣ (ΚΕ.ΜΕ.ΒΟ.) και του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΛΙΜΝΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΡΛΑΣ στον γενέθλιό της τόπο, τα Κανάλια Μαγνησίας, όπου δραστηριοποιείται εθελοντικά ως υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Έχει συγγράψει το έργο «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ» (Δ. ΚΑΡΛΑΣ 2001), συμμετείχε με εισηγήσεις σε ημερίδες και παρουσιάσεις βιβλίων και έχει δημοσιεύσει άρθρα με θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς . Με τα ποιήματά της έχει διακριθεί σε πανελλήνιους και παγκόσμιους διαγωνισμούς. * O συγγραφέας Νεκτάριος Μπέσης γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα, έζησε στην Αίγινα μέχρι την ηλικία των 17, έκτοτε ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το 2008 εκδόθηκε το ποίημα του - Η αλμυρή μαγεία της Θάλασσας – στο περιοδικό Ραπόρτο (φύλλο 65). Το 2016 εκδόθηκε ηλεκτρονικά στην στήλη - εν καινώ – (24 γράμματα, με το ψευδώνυμο θελεμήτης ) η ποιητική συλλογή αστροφεγγιά. Η--- ορχήστρα του δάσους--- είναι η πρώτη του έντυπη έκδοση στις εκδόσεις 24 γράμματα. * Μοναχικός Άγγελος. Ξεκίνησα να αποτυπώνω κάποιες σκέψεις μου με το μελάνι της ψυχής μου.. Το μελάνι που χρησιμοποιώ είναι μόνο το μαύρο..δεν το επέλεξα εγώ.. Η ψυχή μου το επέλεξε.. Ήταν το μοναδικό που με γέμιζε με μοναξιά μου.. Το ψευδώνυμο μου είναι Μοναχικός Άγγελος εδώ και αρκετά χρόνια.. Γράφω βιωματικά τις περισσότερες φορές..και λατρεύω αυτό που κάνω.. Αδυναμία μου μεγάλη, μου αρέσει πολύ να παίζω με τις λέξεις.. Αυτός είμαι.. Εγώ.. * Ο Μπονόβας Δημήτριος γεννήθηκε στις 10-9-1989 στα Ιωάννινα. Σπούδασε στο Α.Τ.Ε.Ι. Δυτικής Μακεδονίας στο τμήμα Μηχανικών Η/Υ. Ξεκίνησε την ενασχόληση του με την μουσική και την συγγραφή απο την ηλικία των 17. Κάτοχος δύο πτυχίων θεωρητικών - ειδικό αρμονίας (2009) και πτυχίο αντίστιξης (2011) - καθώς και ενός πτυχίου ανωτέρων θεωρητικών - πτυχίο φυγής (2015) - απο το Ηπειρωτικό Ωδείο “Τσακάλωφ”, με εμπειρία στο πιάνο. Έχει συμμετάσχει στη 2η και 3η ομαδική ποιητική συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα (2015, 2016) ενώ έχει εκδόσει και μία προσωπική (Σύνθεσις - 2016). * [ 253 ]


Ν-Π *

* Ο Μιλτιάδης Ντόβας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1972. Σπούδασε Φιλοσοφία και Παιδαγωγική είναι δε Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ενώ εργάζεται ως Εκπαιδευτικός. Συνέγραψε πέραν της Διδακτορικής του, Διατριβής, η οποία τιτλοφορείται: «Ο Νέος Ανθρωπισμός στο έργο του Γιάννη Ιμβριώτη-Αξιολογικό σύστημα και φιλοσοφική προβληματική», δοκίμια, παραμύθια, τρεις χιλιάδες πεντακόσια ποιήματα, εφτά χιλιάδες χαϊκού και τρίστιχα και δύο έπη. Δημοσίευσε επτά ποιητικές συλλογές που τιτλοφορούνται: Ανδρομέδα Ένα, (2005), Δωδώνη, Κραυγές, (2006), Πανελλήνια Ένωση Συνεργασίας Νέων Λογοτεχνών, Ανδρομέδα Δύο, (2007), Δωδώνη, Θυμιές, (2012), Ωρίωνας, Αιχμαλωσιά, (2013), Ωρίωνας, Εκ Βαθέων Ψίθυροι, (2014), Ωρίωνας, Ανατολή, (2015), Ωρίωνας. Ποίηση του μεταφράστηκε στα Ιταλικά. Συμμετείχε σε δεκάδες Ανθολογίες. Ποιήματα του, δημοσιεύτηκαν σε Λογοτεχνικά Περιοδικά. Έτυχε πολλών βραβεύσεων. Είναι Τακτικό Μέλος της Ε.Ε.Λ, της Δ.Ε.Ε.Λ, της Π.Ε.Λ, της ΕΛΒΕ, της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, του Ε.Π.Ο.Κ, του Ομίλου UNESCO και άλλων Λογοτεχνικών Ενώσεων και Οργανισμών. * Η Μαρίνα Παπαγαβριήλ-Κωνσταντινίδου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε Οικονομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε Παιδαγωγικά στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Είναι κάτοχος πτυχίου πιάνου του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών. Από τα νεανικά της χρόνια ασχολείται με την ποίηση και την πεζογραφία. Ποιήματα και άρθρα της δημοσιεύτηκαν στο Περιοδικό Τρίτη Χιλιετία του Πανελλαδικού Ελλαδο-Κυπριακού Συνδέσμου ΠΕΛΚΥΠΟΣ και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2005 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο <<Σαν Γυναίκα στο Φιδάκι>>, το 2010 το δεύτερο μυθιστόρημα << Το Λιμπρέτο της Αγάπης>> και το 2015 το τρίτο μυθιστόρημα << ΚολιμπρίΤα πάντα είναι ένα ταξίδι>> Εκδόσεις εν Τύποις, Λευκωσία. Ποιήματά της περιλαμβάνονται στις Ομαδικές Ποιητικές Συλλογές των Εκδόσεων Διάνυσμα, Αθήνα. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ, Αθήνα η Ποιητική Συλλογή <<Ποιητικό Ημερολόγιο>>. Το παραμύθι της Jiri-Joe on Crystal Star αναρτήθηκε και κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή από την Amazon.com

[ 254 ]


Ο Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου έκανε και μεταπτυχιακές σπουδές, στα Τηλεπικοινωνιακά Συστήματα. Εργάζεται στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Έγραψε τους πρώτους του στίχους σε ηλικία 12 ετών. Έκτοτε μέχρι τα 18 του χρόνια έγραφε ανελλιπώς, δουλεύοντας κυρίως πάνω στα παραδοσιακά μέτρα. Από τα πρώιμα αυτά πονήματα δεν απόμεινε τίποτα. Ακολούθησε περίοδος σιωπής αρκετών ετών, η οποία όμως τερματίστηκε, με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός. Στη δεύτερη αυτή παραγωγική φάση υιοθέτησε πιο ελεύθερες φόρμες στον στίχο του, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο την νοηματική του απελευθέρωση. Ουδέποτε όμως εγκατέλειψε εντελώς τα συμβατικά εκφραστικά μέσα με τα οποία ξεκίνησε. * Νικολέττα Παπατόλη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Περιστέρι Αττικής. Έχω κάνει σπουδές Διοίκησης & Οικονομίας, καθώς και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Εργάζομαι ως Υπεύθυνη Πωλήσεων, Μάρκετινγκ και Δεοντολογίας σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, ενώ στο παρελθόν έχω εργαστεί ως συντάκτης περιοδικού και ιστοσελίδας. Είμαι παντρεμένη και έχω δύο υπέροχες κόρες. Έχοντας ξεκινήσει από τα εφηβικά μου χρόνια, μου αρέσει πολύ να γράφω, κυρίως ποιήματα και διηγήματα. Έχω συμμετάσχει σε ποιητικά ημερολόγια και έχω λάβει βραβεία και διακρίσεις σε αρκετούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. * Γιάννης Παρασκευόπουλος. ‘Ενα Κυριακάτκο μεσημέρι του Μαίου το 1970 είδα το πρώτο φως της ημέρας στον Πύργο Ηλείας, εκεί που μεγάλωσα ,εκεί που πρωτοέπιασα την πένα και άφησα τα συναισθάματά μου πάνω στο χαρτί για πρώτη φορά. Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα και η λογική με οδήγησε στην Κομοτηνή όπου το αίσθημα δικαιοσύνης που με διακατείχε μ’ ενέταξε στο Νομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου και απέκτησα το πτυχίο μου στη Νομική . Στο πίσω μέρος του μυαλού μου όμως η ποίηση κυριαρχούσε, είχα ανάγκη να εκφραστώ, να μοιραστώ με φίλους όλα αυτά που ανέβλυζαν μέσα μου. ‘Ετσι εξέδωσα την πρώτη μου ποιητική συλλογή τον Απρίλιο του 2016, το δικό μου «Μήνυμα Αισιοδοξίας’».Συνεχίζω να ασκώ τη δικηγορία στην Αθήνα όπου και διαμένω . Εχω εκδόσει την ποιητική συλλογή “Μήνυμα Αισιοδοξίας” τον Απρίλιο 2016 από τις εκδόσεις ΕΛΙΚΡΑΝΟΝ ,και “Ποιητικός λόγος Χαικού “τον Ιούλιο 2017 από τις εκδόσεις ΕΛΙΚΡΑΝΟν Εχω συμμετάσχει -στην 3η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ -στο Ανθολόγιο Ποιήσεως Χειμώνα 2016 των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ -στο Ανθολόγιο Ποιήσεως Καλοκαίρι 2017 των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ

[ 255 ]


Ο Στρατής Παρέλης γεννήθηκε,ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει από τις Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ, και όχι μόνο, πλήθος ποιητικών συλλογών. * Ο Σταύρος Ξ. Πέτρου γεννήθηκε στην Λεμεσό το καλοκαίρι του 1996. Σπούδασε στην Νομική Σχολή Αθηνών, σπουδές ωστόσο που σταμάτησαν ήδη σε προοιμιακό στάδιο φοιτώντας στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου, συμμετέχοντας στις παραστάσεις του διερευνητικού Θεατρικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου. Έχει λάβει τον τίτλο του Εκπαιδευτή Μη Τυπικής Μάθησης. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Ομίλου Φιλοσοφικών και Λογοτεχνικών Αναζητήσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου. Τιμήθηκε για την προσφορά του στον πολιτισμό με το Βραβείο «Ανδρέα και Μαίρης Λαδόματου». Επί σειρά ετών παρακολουθούσε μαθήματα ζωγραφικής σε σχολή στη Λεμεσό. Το Φεβρουάριο του 2016 έκανε την πρώτη του ατομική εικαστική έκθεση ενώ τον Απρίλιο του 2017 διοργάνωσε το πενθήμερο Φεστιβάλ «Σοφία Τέχνη και Παράδοση». Δημιουργίες του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές ενώ έργο του φιλοξενείτε ως έκθεμα από το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα του σε μαθητικά και φοιτητικά περιοδικά, σε σχολικές εκδόσεις, στον ημερήσιο τύπο, σε περιοδικά λόγου και τέχνης, συμμετέχοντας επίσης σε συλλογικές ποιητικές ανθολογίες. * Ονομάζομαι Έλενα Πίνη. Γεννήθηκα στην Αθήνα, όπου και σπούδασα στο τμήμα Βιολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή «Δέσμιοι Ονείρων» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Anima. Ποιήματά μου έχουν συμπεριληφθεί επίσης, στην 3η Ομαδική Ποιητική Συλλογή, Εκδόσεις Διάνυσμα και στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017, Ηλεκτρονικές Εκδόσεις tovivlio.net. Πρόσφατα βραβεύθηκα με έπαινο από την Unesco Πειραιώς και Νήσων για το ποίημά μου με τίτλο «Νοστ[αλγός]». Επίσης, στον 7ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ τιμήθηκα με Β’ Βραβείο για τον μουσικό στίχο, με τίτλο «Λεηλασία» και με Γ’ Βραβείο και έπαινο για το ποίημα, με τίτλο «Μοναξιά παντού». Σύντομα θα κυκλοφορήσει το δεύτερο προσωπικό μου έργο, με τίτλο «Κύκνεια Αγάπη» από τις Εκδόσεις Anima.

[ 256 ]


Σ-Τ-Φ Ο Θανάσης Σακελλαρόπουλος γεννήθηκε στις 17 Μάη του 1979 στην Καλαμάτα όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα σαν ελεύθερος επαγγελματίας . Είναι απόφοιτος του Οικονομικού Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ερασιτεχνικά γράφει , διαβάζει και συμμετέχει σε διάφορα projects ποίησης από το 1996. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστοσελίδες ενώ κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και άλλα έχουν αξιοποιηθεί ως στίχοι σε μουσικά κομμάτια. Διατηρεί από το 1999 το ηλεκτρονικό περιοδικό με τίτλο «www.e-missos.gr - το υπόστεγο της ανησυχίας» ενώ κατά καιρούς έχει συμμετάσχει στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη άλλων λογοτεχνικών (και όχι μόνο) ιστοσελίδων και περιοδικών. Το 2015 ασχολήθηκε με το διαδικτυακό ραδιόφωνο και από τότε συμμετέχει ενεργά σε μια ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο «Μια φορά και έναν καιρό ήταν..» . Τα ποιήματα με τα οποία συμμετέχει στην παρούσα ποιητική συλλογή αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδου της ζωής του με μεγάλη απόκλιση τόσο χρονική όσο και τρόπου γραφής. * Χρήστος Σκιαδαρέσης: Γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα αλλά κατάγεται από την Λευκάδα. Σπούδασε φιλόλογος και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία της Φιλοσοφίας. Διδάσκει στην Ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει πέντε λογοτεχνικά βιβλία και έχει δημοσιεύσει αρκετά έργα του σε ανθολογίες ποιημάτων και διηγημάτων. Δουλειές του έχουν φιλοξενηθεί και σε πανελλήνιας εμβέλειας περιοδικά και ιστότοπους. Έχει βραβευτεί και διακριθεί σε πολλούς πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της UNESCO, των εκδόσεων Πατάκη, του δήμου Πλαστήρα και των εκδόσεων Καστανιώτη προς τιμή του «Αντώνη Σαμαράκη», κ.ο.κ.). Είναι μέλος κριτικών επιτροπών σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και μέλος ερασιτεχνικών θιάσων. Τέλος, είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών. * Ελίνα (Ελένη) Σταμπουλή: Είμαι μουσικοπαιδαγωγός, παντρεμένη, μητέρα τριών αγοριών. Συγγραφικά συμμετέχω στην 3η ομαδική ποιητική συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα, Παραμύθι μου φιλοξενείται στη συλλογή «Δώσε κλώτσο να γυρίσει” των εκδ,“ Συμπαντικές διαδρομές « . Το 2016 ποίημα μου έλαβε το 3ο βραβείο από την “ Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού”. Έπαινο έλαβε ποίημα μου στον ΣΤ’ Πανελλήνιου Ποιητικό Διαγωνισμό «Καισάριος Δαπόντες» 2017 [ 257 ]


Η Αλεξάνδρα Στελλάκη γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1998.Είναι φοιτήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται κυρίως με το σκάκι. Λατρεύει τα ταξίδια και το καλό φαγητό ενώ ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς ανισότητες με ίσες ευκαιρίες για όλους τους ανθρώπους. Γράφει ποίηση,διηγήματα, κωμικά περιστατικά από την καθημερινότητα της ενώ δεν διστάζει να κριτικάρει τα παράξενα τις επικαιρότητας. Θρησκευόμενη με το δικό της τρόπο ελπίζει πως ο παράδεισος θα είναι γεμάτος βιβλία. * Η Σπυριδούλα-Ρούλα Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Έχει ειδικευτεί στις νέες τεχνολογίες.HΡΩΝ.Από το 1985 ζει μόνιμα στις Λεύκες Πάρου. Ποιήματα και αφηγήμα- τά της έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα λογοτεχνικά Περιοδικά: ΄΄Παριανά΄΄ ‘’Μανδραγόρας’’ ‘’Fractal’-tovivlio. net Και σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστοτόπους,όπως: dimitriosgogas. blogspot.com(Οι ποιητές που αγάπησα και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου(Ανθολόγιο Ποίησης) ’’Galaktika Poetike «ATUNIS»https:// atunispoetry.com/’’ ‘’Antologji e përhershme e Letërsisë Greke’’ -http:// homouniversalisgr.blogspot.gr/2017/05/blog-post_93.html?spref=fb- -http:// blooming-word.blogspot.gr/2017/05/blogpost_17.html?spref=fblicithos2. blogspot.g -‘’Στάχτες’’ κ.α. Από το 2013 είναι διαχειρίστρια του λογοτεχνικού ιστολογίου http://alisaxnh.blogspot.gr/ Αλισάχνη ~Λογοτεχνικές Παρουσιάσεις~ Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις: ’’τοβιβλίο.net ’’Τραινογραφίες, <<καλλιτεχνικό ημερολόγιο>> τοβιβλίο.net Ποιήματά της έχει μεταφραστεί στην Αγγλική γλώσσα από τον Ποιητή –μεταφραστή Μανώλη Αλυγιζάκη Και στην Αλβανική γλώσσα, από τους Ποιητές-μεταφραστές-Πέτρο Τζερκέζη, Βασίλειο Τσιούκλα (Vasil Çuklla) Τον Οκτώβριο του 2014 έλαβε το Γ΄ Βραβείο ανομοιοκατάληκτης λυρικής ποίησης με το ποίημα: ΄΄Αυλαία΄΄ <<Λογοτεχνικός διαγω- νισμός: Σικελιανά 2014>>Το 2013 εξέδωσε το βιβλίο <<Ματιές της ζωής από το κέντρο του Αιγαίου>> Τον Σεπτέμβριο του 2015 εξέδωσε την δεύτερη ποιητική συλλογή: <<Πληγές που θρέψαμε >>Εκδόσεις Διάνυσμα-Σειρά: Ποιητικά Διανύσματα. * Ο συγγραφέας Χρίστος Ρ. Τσιαήλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Καθηγητής Αγγλικών, ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες είναι ενεργός αθλητής τριάθλου. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων ‘Throwing Dice on a Chessboard’, 2010 και την ποιητική συλλογή ‘The Green Divorce’, 2012, και τα δύο με τον εκδοτικό οίκο Authorhouse. Τον Απρίλιο του 2016 με τις εκδόσεις Αρμίδα έχει εκδόσει το ‘Klotho Surfaces’, το πρώτο μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – ‘The Omniconstants Trilogy’. Το τελευταίο του βιβλίο, ‘Το Ψωμί’, 2017 με τον εκδοτικό οίκο

[ 258 ]


Γκοβόστης αποτελεί μια σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων. Ποιήματα και πεζογραφήματά του στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα έχουν εμφανιστεί σε συλλογές, λογοτεχνικά περιοδικά, και σε ανθολογίες, όπως ‘Η Πόλη αυτό το Βράδυ: Αθήνα’, ‘Φαντασμαγορία 2017: Αδιέξοδο’ ‘Το Ποτάμι του Χρόνου’, ‘Παράξενοι Έρωτες’. Το θεατρικό του ‘Στρείδια’ πήρε έπαινο και 6η θέση στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΤΕΠΚ Κερατσινίου, 2017. * Φεκάτης Α. Απόστολος. Σπουδές:Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, Απόφοιτος Τμήματος Στελεχών Διοίκησης, ΤΕΙ Δυτικής Μακδονίας

[ 259 ]



Η 4η ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ & ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΤΟΝ ΟΚΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2017 ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ


ekdoseisdianisma@gmail.com

ISBN 978-618-5256-14-2


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.