Στρατής Παρέλης, Υποδόριο φωνήεν...

Page 1

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΦΩΝΗΕΝ ΥΠΟΔΟΡΙΟ…

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ

ΑΘΗΝΑ 2018

1


2


ISBN: 978-618-5256-13-6 Σειρά: Διανυσματική Ποίηση Copyright © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ Copyright © Στρατής Παρέλης, 2017 ekdoseisdianisma@gmail.com

3


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΦΩΝΗΕΝ ΥΠΟΔΟΡΙΟ…

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ

4


Υποδόρια φωνήεντα Όλα συνοψίζονται σε θάνατο κι όλα έχουν το τέλος τους βεβαιωμένο. Γεγονότα που δονούνται αυστηρά πάνω σε πηχυαίους τίτλους των εφημερίδωνΗ μέρα κυλά γαλάζια, περιχυμένη του ήλιου το μέλι και φορώντας λεοντή Κατά κάτι φθαρμένη. Οι ώρες καταπίνουν την αιωνιότητα και παρφουμάρουν το κορμάκι του μεσημεριού με άρωμα μέντας. Ακούγεται η σκουριά. Τα δευτερόλεπτα πέφτουν λέπι λέπι όπως απ’ το σώμα του ψαριού η λιανοκόκαλη φυγή. Εκείνος που θυμήθηκε να αγαπήσει κέρδισε αποταμιεύσεις λυρικές. Ήτανε πάντα κάποιος που δεν φανταζόμασταν. Τα υποδόρια φωνήεντα που έμαθε ήτανε αρκετή περιουσία. Πότε ξοδεύτηκαν; Πού θα τα δώσει; Δύει ο κόσμος του και φαίνεται άκαιρος μέσα στην εποχή. Ο ποιητής ο μετρονόμος…

5


*

Πόσα ερωτηματικά να θραφείς και να γίνεις καθ’ όλα πλανόδιος; Γράφουν πάνω σου οι ώρες. Ένα φως καιροφυλακτεί να σε αποκαλύψει. Σιγή γύρω σου- μαντάρει τον χρόνο που κακώς δαπανήθηκε. Είναι αιχμή η σκέψη κι είναι όλα αφηνιασμένα. Τα φωνήεντα απιστούν αν δεν τα θωπεύσεις. Ένα ποταμάκι πληθυντικό εκβάλει μες την καρδιά σου. Η ποίηση είναι άσφαλτος δρόμος. Γιατί ονειρεύεσαι αφού είναι κάστρο ο ύπνος; Αναρριχήσου στις ψηλές κορφές των αναζητήσεων και άγγιξε την δρόσο της αυγής. Είναι το Ακατόρθωτο που σου ανήκει..

6


Με σημασίες της νύχτας.. Είμαστε οι ποιμένες όλων των απροσανατόλιστων πραγμάτων. Μας αξίζει σιωπή. Ο αέρας διαμοιράζει τα ιμάτια των δέντρων και ένα γαλανό φουσάτο φέρει την αναγέννηση στο βιβλίο μου. Για άλλες σημασίες ορμώμενος για άλλα κατορθώματα. Σ΄ αυτά τα φρούδα μεσημέρια όπου τα αγκαλιάζει ο ήλιος και πονώ πόνους ερώτων, φωνή είναι αντεστραμμένη, έως να γίνει αντίλαλος, η φωνή μου. Ποιος θα ζέψει τον δαίμονα στο υνί της ψυχής του;- αιθεροβατώ!! Μυρίζοντας από κοντά την νιόκοπη γαλήνη του νου μου· Είμαι ρακένδυτος και έχω ανάγκη μόνο αισθήματα. Η δεκοχτούρα ροκανίζει το στερέωμα και το ταπεινό ροκανίδι του καλοκαιριού μυρίζει πεύκο που έζησε και πεύκο που θα πεθάνει αφήνοντας πίσω του το ρετσίνι του δάσους. Αφάνταστες καμπύλες της ζέστας, μυτερά ράμφη που απειλούν το κορμάκι το άγιο του Ιουνίου, βάφονται απειλητικά και ζητούν ένα βάθος προϊστορίας για να ενθρονιστούν. Όταν βραδιάζει, οι σιλουέτες των ευκαλύπτων μαγκώνονται στις πόρτες του σκοταδιού και μουρμουρίζουν φοβίζοντας τον γείτονα χρόνο. Σημαίες από ατσάλι της νύχτας ξεδιπλώνονται ανήκοντας ολοένα και κάπου. Μιας και οι ώρες δεν ανήκουν πουθενά..

7


Τεταμένων αισθήσεων η ορμή… Να σου μιλά η πόα της Αλήθειας κι ας είσαι απορροφημένος με βιοποριστικά. Όμως πρέπει ν’ ακούς, να γεύεσαι, να αγαπάς. Η γειτονιά σου διφορούμενος καταυλισμός. Στον ουρανίσκο σου ιδρύει η γεύση το μέλι του καθαρμού. Έκαψες περιττά και έμεινες με τ’ απαραίτητα λόγια. Κανένα επιχείρημα δεν προβάλει ο Χρόνος. Σε δέχεται- όπως είσαι σε δέχεται. Κυρίαρχος σε τούτο το παιχνίδι το παράξενο της ζωής που ούτε θα νικήσεις ούτε θα σε κάμψουνε. Έχει χρώματα η αναζήτηση και είναι προσφιλής σου. Εμπαίζει η δόξα τους πάντες. Διψασμένε ουρανέ που κρύβεις τις καλές ιδέες μου; Θα αλλάξω το ύφος θα αγαπώ την παρένθεση Την περισπωμένη των πάντων την αποκαθήλωση Αυτών που λάτρεψαν οι άλλες εποχές. Είναι μια αναρχία λες τα κωνοφόρα προικιά σου; Θέλω να πω, το δέντρο σε εξίταρε σε έκανε ως βαθιά να δακρύσεις. Μετρώ και ξαναμετρώ: εμβριθώ όπως θέλει ο έρωτας. Το μελισσάκι των ανέμων ζουζουνίζει στο αυτί μου. Καημός! Ανυπολόγιστα τα αποκτηθέντα μου καθώς αλλάζει πρόσωπα ο λόγος μου και συμπεριλαμβάνει κι εσένα που με ακολούθησες σε τούτο το ταξίδι, ο απροστάτευτος ο ερωτοπαθής..

8


Μοναχικές πορείες του εγώ… Επαληθεύεται η αγρύπνια μου και η ρίζα του προβλήματος παραμένει Μέσα μου, δονώντας την ύπαρξη έως το βάθος. Στην κλίμακα του φωτός, Λάμψη! Και θερινό ηλιοστάσιο καλοζυγισμένο. Ωστόσο ο μισός πλανήτης προσφυγιάΤυλίγει σε λερωμένες κουβέρτες τα παιδιά του και κινεί Για το πλατύσκαλο της απελπισίας. Κάπως έτσι ανδρώνεται ο θάνατος. Παλιότερα Δίας, τώρα, πώς αλλιώς να τον ονομάσεις, θεό, Ζεύει τις συνειδήσεις σε έξαψη. Μικραίνει και μεγαλώνει κάνοντας τον θρησκευτικό πυρετό του Επιβαλλόμενο. Το ειδικό βάρος του φόβου ψάχνει αντίβαρο στην αναποδογυρισμένη λογική. Όλα υπάγονται σε ιδρωμένο νόημα και, οι ομιλίες που ντεραπάρονται μες την απελπισία, έχουν ταχύτητα μοναχική όπως Μοναχικές είναι οι ζωές μας και συναντώνται κάπου τυχαία και άσχετα Αφήνοντάς μας άφωνους και τρομερά απελπισμένους.

9


Της εικόνας το όλον.. Αφήνονται να μηρυκάσουν την σιωπή και η μέρα τα βρίσκει ανάσκελα κάτω απ’ τις συκιές, στον μεγάλο ίσκιο της απόφασης. Κουτάβια που βυζάξανε όλη την νύχτα την μεγάλη σκύλα των Αστερισμών. Τώρα κοιμόνται στο φαρδύ ησυχαστήριο της γης σαν αγγιγμένα από νεράιδα. Ιριδίζουν οι πέτρες και παραπέρα θα μυρίσει, αν τον σκουντήξεις, ο βασιλικός. Γεράνια όπως της γιαγιάς μου θα εφορμήσουνε στην καθαρή λιακάδα. Το γάλα κάποιας αίγας θα ξυπνήσει τα παιδιά. Σχολείο. Στο ποίημα που θα γραφεί, αρχέγονο σχολείο. Ένας μύστης είμαι που απομακρύνθηκε από εγκόσμιες αυταπάτες.

10


Της μέρας παίγνιο περίεργο… Να ακουστεί η προφητεία κι ας την συντελέσουν οι ώρες της μέρας: Φυτά που έγιναν ποτιστικά βιολιά και μυρίσαν σκόνη και άπειρο, Αγκύλες του καλοκαιριού, ό ερεθισμένος ευκάλυπτος, η μουριά η πλατύφυλλη· Αθροίζουν άνεμο τα χελιδόνια και κυνηγούν Ευθείες τεθλασμένες και απολεσθέντα παράδεισο· Συσκέπτονται οι αυθάδειες των αιθέρων με τον γαλανό ουρανό και ζητούνε την όψη την έξαψη· Ο μεσσίας των χρωμάτων ζωγραφίζει το ντελή κέφι των πραγμάτων· Η ύλη δεσπόζει στα σύνολα της γιορτής· Στις άγουρες ακροστιχίδες η έμπνευση περιχύνει με ζέση και γάλα Την λαγαρότητα την διαύγεια· Φάσματα του φωτός αγρυπνούν επάνω από την έννοια ποιητών που ρεμβάζουν Στον κόλπο της θαλάσσης τον έμορφο· Διανυκτέρευση στον τόπο της αγάπης, Φωτεινό άστρο που μηνά την προσφιλή μου ελπίδα, Τάξιμο να με βρούνε όλα τα καλά που ζήτησαΚι από παντού καθαρός ουρανός!

11


Απολογισμού αποτέλεσμα… Τι έχω να σου δείξω που να είναι κοφτερό Σαν το μυαλό του επαναστάτη που εφιλονίκησε Με τους συγκαιρινούς του κι απ’ τους φόβους του αναδύθηκε Νικητής κι αν φθαρμένος; Είναι ο άνθρωπος φτηνός μα ακουμπά πανάκριβα έργα. Ξεκεφαλώνει από την κωμωδία και βυθίζεται στην τραγωδία, Από την τραγωδία πλέει προς πελάγη Που η ειρωνεία τα τροφοδοτείΠώς να την κάνεις την ζωή προβλέψιμη; Ένα ηχείο έχει μες τον νου μας ο ουρανός και από αυτό μας αναγγέλλει ξαφνικούς θανάτους.. Ντύσου με δύναμη και πρόσεχε!!

12


Αμανάτι… Στην σκουριασμένη πόρτα λουλουδάκια κάνουν τον μπελά Της ζέστας του καλοκαιριού, υποφερτό. Ακρίδες πειναλέες ζεύουν στον ζυγό την λαιμαργία. Ο ασβέστης ομιλεί ελληνικά πάνω στις μάντρες. Η θάλασσα ταχυδρομεί διαύγεια στον ένοικο του Ιουνίου. Καθαρμός, των μυστηρίων των αφράστων καθαρμός! Συνήθειες των αέρηδων πελάζουν την όψη την άχραντη. Στον προαύλιο χώρο της έμπνευσης φίλια και έρωτες σημαντικοί. Του θέρους αμανάτι..

13


Νίκη… Αυτό που σου λείπει μπορεί να μην το έχει κανείς, μπορεί να είναι φεγγάρι επιγραμματικό πάνω απ’ την ωραία καρδιά σου, ή Αυταπάτη που σου επέστρεψε ο θεός για να κορδώνεσαι Πως τάχαμου κάπου πιστεύεις· Το ιοβόλο σκοτάδι σε θέλει, παραδίνεσαι εθελούσια Και ακινητείς μες τον φευγάτο κόσμο Της νύχτας που κρατά αρχαία κρόταλα και φοβερίζει Τις σκιές και τα άστρα. Στις πτυχές του χιτώνα σου μπερδεύεται η σιωπή και ο αντίλαλος Από την θρησκεία των αρχαίων θεών· ακροβατεί το φεγγάρι Στα μέλη σου που δεν λικνίζουν πια την Έκφραση έως την ραψωδία των ανέμων, Σ’ ακολουθούν σεμνά κορτσόπουλα Και ντύνεσαι με το πυκνό σκοτάδι καθώς αναφαίνεις Από τα όρη της αγρύπνιας να κρατάς φλογισμένα τριαντάφυλλα που δίνεις Στον πόθο μου να σωθεί πολλαπλά μια πατρίδα!

14


Αυτογνωσία… Να τακτοποιήσεις τον ουρανό σύμφωνα με τα δικά σου οράματα, τα αγάλματα γερνούν στο μουσείο, άνοιξε τις πύλες και γεύσου την πολύχυμη αυταπάτη, οι φωνές που σε κατοικούν δύουν κάποτε και μένεις λυπημένος να ακολουθείς τα ανείπωτα, ταξίδεψε με τον νου σου, όλες οι αποδράσεις είναι για σένα, αποστεωμένη μελαγχολία αγγίζει τα σπλάχνα σου -παράξενα στο λέω και παράξενα στο γράφωζήσε με τις εντάσεις της Στιγμής, στο θαλερό πλατύσκαλο των διεκδικήσεων..

15


Επίλογος εκ των ουκ άνευ… Ακονίζεις ένστικτα επάνω στο ρήμα της νύχτας, Ποτίζεις ανοσία τους πόθους μου, Δεν είναι ερωτικό το σκοτάδι Το σκοτάδι είναι μεταίχμιο της παρακμής, Το φως κραυγάζει προς τον όρθρο, Διεκδικεί την κόψη του, Χλόη ατίθαση χαριεντίζεται με το αεράκι, Η όψη σου λάμπει γενναιόδωρα στο εικόνισμα των πεποιθήσεών μου, Είσαι λιανή όπως ψιχάλα που δεν βρήκε το ταίρι της, Είσαι η καθαγιασμένη τελεία που τελεσφορεί τον επίλογο των ερώτων…

16


Λόγος της ύπαρξης… Ένα χάλκινο σήμαντρο που εγκλωβίζει το ημερινό φεγγάρι και το πάει έως ηλιοβασίλεμα, Ένα πουλί ρεκάζει φοβερίζοντας την τραμουντάνα Το παντζούρι που άνοιξε και το κορίτσι εφάνη’ χτενίζει τα λυμένα μαλλιά του, ο ήλιος, ο αντίλαλος Του φωτός μέσα στην Κυριακή, η μασχάλη του αέρα Που γέμισε μυγάκια και εξάψεις, το καθαρό προσκέφαλο Του ουρανού που κοιμήθηκε το αναίτιο άστρο, η μύγα που πετούσε χαμηλά, πάνω απ’ τα αδιόρθωτα σαρκία μας, το ποίημα Που λιποθυμούσε τους ερωτευμένους, ο ρεμβασμός Πάνω απ’ του Ιουνίου τις βροχές, στον κυκλοθυμικό καιρό μιας δόξας, η απόχη Που έπιασε το ψάρι το ασημένιο, να, δες το, σπαρταρά Και ισιώνει την καμπούρα του, γλιστρώντας Στα ήσυχα νερά της ειμαρμένης. Μέσα στις πικροδάφνες το κοτσύφι γέλασε για να σου πει, Κανένας πια δεν κελαηδάει σπίνος, Τα ανθάκια σμίγουν τα κεφάλια τους και θα ερωτευτούνε, Αρχίζει απ’ την αλφαβήτα ο χορός, Καλοσύνη σου κόρη, φίλα το παλικάρι σου, αγαπηθείτε, Ενεργά ηφαίστεια χαδιών δονούνε το κορμάκι το άγιο, Πες τα πες τα και τι πρεσβεύεις ομολόγησε, αυτός είναι ο λόγος για να υπάρχεις..

*

17


Κυριαρχούνε τα μάτιαΣαν να συσκέπτεται η σιωπή η μοναξιά μου και το φεγγάρι· και κάπου εκεί κολλάς και εσύ, Ανοίγοντας δίοδο για να ερωτευτώ το Αδύνατον!

18


Της Κυριακής μελαγχολικό τέτοιο παράπονο… Οι Κυριακές συντηρούν την μελαγχολία μου, ασθμαίνουν Καθώς τραβούν την ανηφόρα της πραγματικότητας και ζουν Αφήνοντας πίσω τους αιθάλη της λύπης. Είναι σαν κραταιά καμιόνια φορτωμένα κάρβουνο της συνείδησης, Έχει χρώματα η ψυχολογία κι απ’ όπου και αν την πιάσεις πονάει, Στον ύπνο καταφεύγουν οι νεράιδες, θέλουν να προστατεύσουν τα λεξιλόγιά σου, σκόνη Εγωιστική Από αντωνυμίες που μέσα σου πεθαίνουν Ποντάρουν στην φιλαυτία σου, να πόσο φθάρηκες παράφορα! Ένας φευγαλέος στοχασμός το μεσημεράκι Αλαφιασμένος και θρεμμένος με αγωνίες Τοκίζει το συμπέρασμα της κατάθλιψης Υπερβόρεια Στο ξέσκεπο στήθος σου. Κυρτή αττική χιλιοδοξασμένη, Χτυπά τα παλαμάκια της, ευχαριστιέται Που είναι αυτή που μάντρωσε την γαλήνη μέσα στον έρωτα Για το γαλάζιο τοπίο. Κι ο ουρανός (σύμβολο και για μένα καθ’ έξιν) Τσουρουφλίζεται από ιδέες θερμαντικές Που ούτε στα ποιήματα χωράνε. Πάσχω απ’ ό,τι πάσχω και προσδίδω υπεραξία Στης ύπαρξής μου το βραχνό ξεκαθάρισμα. Απουσιάζει η φύση μου από τα πανηγύρια. Με κρατούν αποφασιστικές μοναξιές και ρήμα το άναρχο. Ο χρόνος γιγαντώνεται για να με καταπιεί, Φοβάμαι μόνο μην μ’ εγκαταλείψουν οι φόβοι μου..

19


Καρυάτιδα.. Θρίαμβο βρίσκουνε τα αετώματα να σε υπερασπιστούνε, ψελλίζοντας τον λιγοστό αέρα και τις γιρλάντες του καλοκαιριού αποπλέεις μες την φαρδιά πεδιάδα του ουρανού Καρυάτιδα άλλων αποσκιρτήσεων, φρενιασμένη για να σηκώνεις βάρος περιστάσεων, μαρτυρώντας την ευγενική καταγωγή σου, αδιάφορα ο χρόνος τονίζει τις γεωμετρίες που βρίθουν γύρω σου, άτσαλες και τιποτένιες, ωστόσο δασκάλες που σε μάθαν’ το εγώ κι αυτό σημαντικό παιχνίδι που αόρατο υφαίνεται όπως κι εσύ μήτε να καταλάβεις μπορείς. Ο κάθε χρόνος είναι μάρμαρο, λαξευμένος όγκος της ύλης, είναι μορφή που παίρνει η αναστάτωση μέχρι να υπάρξει. Και σκέφτομαι πως η παρουσία σου εκεί, στα αψηλά στερεώματα, όπως να την αντικρύσω θαρρώ είναι όπως το μπόλι που εμφύτεψε ο Λάζαρος μες το κορμί της λεμονιάς κι εκείνο έπιασε, πέταξε λαίμαργα κλωνάρια που γεμίσαν άνθηέτσι εσένα οι Ιδέες σου, τις έσπειρες στον νου της ανθρωπότητας και όμορφα καλά καρπίζεις λίγο θεά, λίγο ιέρεια, λίγο η οδηγήτρα Ελπίδα πως θα γεννηθεί ο κόσμος πάλι ομορφότερος..

20


Ίδρυση του καθαρτηρίου… Αγαπώ θορύβους που δεν τους ξέρω μου ξυπνούν την ψυχή Και με μαθαίνουν χρώματα κείνα Που στα βουνά τα βρίσκω σ’ ένα λουλουδάκι άγνωστο που καλά κρατεί Την ανθισμένη του συνείδηση μες τον χειμώνα. Περιπλανήθηκα μέσα στις καστανιές. Ο άνεμος έπαιξε μαζί μου. Ο ήλιος περνούσε με ζόρι ανάμεσα Από των δέντρων τα φυλλώματα και νόμιζα Πως ονειρευόμουν μα όχι. Την ευχή σου στείλε μου παππού, κοίτα το δώρο Της σιωπής πόσο το αξιοποίησα! Άνθισε στα δικά μου χέρια. Βλέπω το φεγγάρι τα βράδια να εκβάλει τον καθαρό ποταμό του Μες την αγρύπνια μου. Ασημένιο. Νέφη κόλακες του ουρανού εδραιώνουν μια υποψία από μπόρα Καλοκαιρινή- για να πλυθούνε οι ευπρέπειες των στοχασμών μου στα ουράνια.. Αγαπώ θορύβους που δεν τους ξέρω: μια ρίζα ελιάς που γέμισε καρπό μες το μυαλό μου, ένα τζιτζίκι Που τετέρισε χαρούμενο κι ανέμελο ένα αεράκι Που φύσηξε και φύγαν πέρα οι μελαγχολίες!

21


Της εικόνας αυτό… Υδρόφιλο βαμβάκι σύννεφο Απολύει την ιδεατή ψιχάλα του Πάνω στην γη που τρέμει από θησαυρισμό και λύτρωση Ξαφνική. Ο κοχλιός Αραδίζει επάνω στα βρεγμένα φύλλα Κάθιδρος όλος. Μυρμηγκοφωλιές ξεβγάζουν την περιουσία τους Στον αποβροχάρικο ήλιο. Πράξεις της βεβαιότητας της ατμοσφαιρικής Ημέρες του Θεού ημέρες κούφιες Όπως να κάνει δείγματα η Δημιουργία Κρατούν τον ψυχισμό των όντων Σε εγρήγορση Αγωνία να μείνουν όλα Σωστά Το πουλί κελαηδάει Ο γλάρος ελαφροζυγίζεται στα υψηλά Δώματα Τα αμπέλια που καρποφορούν βελάζουν Και το σθεναρό αεράκι ρέπει πάνω στα δαφνόφυλλα Με σεβασμό και τάχος..

22


Ερωτικό αλλιώς!... Με ποιες χορταίνεις βλέψεις εμμένοντας Σε ποιήματα φωταγωγημένα τι Είναι να αγαπάς να σκαλίζεις τα κιτάπια του έρωτα να Παρενοχλείς τους ανίδεους ενώ Ήσυχη είναι η ζωή σου μιλάς Φρόνιμα πια δεν σε χωράει καμιά λογική από εκείνες που γνωρίζω, η λύπη σου Καταπιεσμένο μεγάφωνο, έτοιμη να φωνάξει ερημιάΝα ήμουν εγώ που σε άκουσα Να περιτρέχεις γύρω από λακωνικά φεγγάρια Αγρυπνώντας σπρώχνοντας τον ύπνο έξω από την φυλακή σου Και σε αγάπησα μηδενίζοντας τα κοντέρ μου Ξαναρχίζοντας να νιώθω εφήβου σκιρτήματα ανηφόρησα Στις πλαγιές των φιλιών σου νηστεύοντας Τραγούδια και λόγια ανούσια.. Με ποιες χορταίνεις σκέψεις αφήνοντας Να περιπλανηθείς σε μοναξιές που τρομάζουν σβήνοντας Το άστρο που ήρθε στο μπαλκόνι σου αναλαμβάνοντας Να φωτίσει μελαγχολίες ώσπου να χαθούν καταθλιπτικά Μάτια ως να χαμογελάσουν Γελάει επιτέλους η μέρα σου!

23


Ευσύνοπτο… Να πίνουν ουτοπία οι ρεαλιστές για να δυναμώνει το Πνεύμα ευαισθησίας τους! Να που ζητούμενο και απευκταίο είναι λυρικά δεμένα σ’ ένα άρμα που δίνει πάνω απ’ όλα υποταγή. Να που ωραία σύζευξη πετύχαμε δεχόμενοι να μας τροφοδοτούν οι αυταπάτες. Κι η μέρα προχωρά. Μία ευχή δεν φτάνει, μια ανάμνηση… Ούτε θρησκείες τώρα ούτε ο καπνός της θυσίας που αναβαίνει προς τον ουρανό. Ένα λουλούδι κοιτάζω που καλλιεργεί μπροστά στα μάτια μου της Ομορφιάς τις χαρές!

24


Της Τρίτης… Μέρα υπερσυντέλικη οχληρή μανίζοντας με τους ανθρώπους της. Ένα κύμα σκόνης φέρει του γαλαξία τα καμώματα να γίνουν κατανοητά στο παραλήρημα. Πάμπολλα νέφη στα υπερώα του ουρανού ανακαλύπτουν της υγρασίας τα θάρρητα. Ένας ήλιος κλεφτός βγαλμένος απ’ το ξύγκι της μουντάδας κλέβει την παράσταση της θαλπωρής. Το βιολί του ανέμου παίζει μελαγχολικές μπαλάντες. Στοιχίζει όραση η βροχή. Το Πνεύμα αγκαλιάζει το Σώμα και βυθίζονται στην μεταφυσική εικόνα του ευχαριστημένου.

25


Το φυλακτό του έρωτα… Απ’ το χοροδιδασκαλείο της καρδιάς αυτός ο ουρανομήκης καπνός σαν να εξαερώθηκαν τα σωθικά μας και μετά πνιγήκαν όλα γύρω στην βροχή. Στα ματόκλαδά σου βλέπω ένα κρύσταλλο που πάγωσε δάκρυ που την μελαγχολία σου εισηγείται στις σελίδες των ποιημάτων μου. Θυμάμαι φιλιά αγγίγματα κρυφά εκεί όπου συντρίβεται η λογική κι ο χρόνος. Περασμένα λόγια, κάτω απ’ τις αψίδες του καλοκαιριού, ρούχα ιδρωμένα, κρουστά φεγγάρια που νομοθέτησαν ακριβοδίκαια μέσα στην απουσία. Τίποτα δεν συνέβη μετά: έζησες όπως θα μπορούσες να ζήσεις ξιφομαχώντας κάπου κάπου με την καθαρή καρδιά σου. Καταρρέουν οι νύχτες σου αναφαίνει ο καθαρογραμμένος ουρανός και πίσω από την ύλη που σε έζωσε είμαι εγώ ερωτευμένος αεί αξιώνω ένα βλέμμα σου πιστό για μένα φυλακτό μου..

26


Μορφή.. Το ραγισμένο πρόσωπο επάνω στο σπασμένο κεραμίδι· το είδα, το διάβασα· μιλούσε ακατανόητα λόγια που έκαναν την ρωγμή χειρότερη· το φώτιζε μια υποψία όλα να σβήσουν μες το απόγευμα· σχεδόν το κράτησα μες το χέρι μου: ρίζα καυτή της ερημιάς. Και βούλιαξε στον καιρό αφήνοντας πίσω του ένα συριγμό από εκείνα που δεν πρόλαβε να πει καθόσον ζούσε. Βλέπεις αξίζει πάντα περισσότερα, απ’ όσα θα πιστεύαμε, ο θάνατος..

27


Το ραγισμένο πρόσωπο επάνω στο σπασμένο κεραμίδι· το είδα, το διάβασα· μιλούσε ακατανόητα λόγια που έκαναν την ρωγμή χειρότερη· το φώτιζε μια υποψία όλα να σβήσουν μες το απόγευμα· σχεδόν το κράτησα μες το χέρι μου: ρίζα καυτή της ερημιάς. Και βούλιαξε στον καιρό αφήνοντας πίσω του ένα συριγμό από εκείνα που δεν πρόλαβε να πει καθόσον ζούσε. Βλέπεις αξίζει πάντα περισσότερα, απ’ όσα θα πιστεύαμε, ο θάνατος..

28


Όπως το βρήκα… Όποτε μελετώ τις γωνίες ένα στρογγυλό νέφος από έννοιες άγνωρες ξεφορτώνουν νοήματα μες την αγρύπνια μου. Βλέπω την κοπέλα που μου μίλησε το απόγευμα· κρατά ένα μαντήλι και το ανεμίζει με νάζι· η μελαγχολία δεν θα της ταίριαζε. Όταν βραδιάζει, μια παράξενη μουσική που έρχεται απ’ το φως του φεγγαριού ξεκλειδώνει τα μέλη μου και νιώθω να χορεύω. Σκηνοθετώντας πάνω στις πλάτες του σκοταδιού.

29


Καλοκαίρι και ούτε… Το καλοκαίρι ζητά την ανταμοιβή του Ο πλουραλισμός του γεμίζει σκεπτικισμό τους αιθέρες Ένα μπαρούτι αψύ οπλίζει τα τριαντάφυλλα με θυμό Κάτω από τον ουρανό Ελπίζεις σε κάτι και ελπίζω Το εμβαδόν των πόθων μας Είναι γαλάζιο Κάποτε μια βροχούλα το αναστατώνει Ο έρωτας χωρά παντού Τον μεταφράζουν τα χελιδόνια Στην Βίβλο που αναγνώθει ο δραπέτης απ’ την φυλακή του κόσμου…

30


Στιγμιαίο κι αιώνιο… Εδώ όλα τα πράγματα έχουν μια θέση στον ήλιο. Καθαρές γραμμές και ο ορίζοντας που προχωρά ως τον γκρεμό του· Ήλιος γαντζωμένος πίσω από την συννεφιά, φεγγάρι την νύχτα αλλοπρόσαλλο και πυγμή της κουκουβάγιας που μουρμουρίζει πίσω από το πευκοδάσος, στην κορυφή μιας στέγης, κρυμμένη σκέψη που εποφθαλμιά στην ησυχία κάτι να αρπάξει. Η νύχτα ταριχεύει τις αντωνυμίες. Εγώ, εσύ, αυτός. Ένας μικρός θρίαμβος από φωνήεντα βουνίσια, περιλουσμένα φωνές των πουλιών που σμίγουν μέσα στα φυλλώματα, ψιχάλες που δεν στέγνωσαν ακόμα από την τελευταία βροχή, αέρας ακαλούπωτος. Απόηχος μιας αιωνιότητας που την ψάχνουμε στα σβησμένα άστρα, μετά τον ληγμένο θόρυβο της βροχής, στο φως ενός ηλιοβασιλέματος που ντεραπάρισε μες τον ρομαντισμό των νεφών, εκεί που η γη περιστρέφεται και σβήνει όλες τις πράξεις μας, αδιάφορη, εξουσιαστική..

*

31


Παραμύθι πιστευτό, αρχέγονο παραμύθι: κυλά αβίαστο μες τον καιρό. Κάτι υποψιαζόμαστε από το εύρος του αλλά όλα χωρούν μες την υπεραξία του ψεύδους. Και τούτο είναι το σημαντικό: μένεις μόνος σου με μια ελπίδα που δεν είναι ελπίδα αλλά ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι που πετά προς τον ουρανό σμίγοντας με το ψέμα των αιθέρων..

*

32


Στο απόγευμα έχουν κλονιστεί τα χρώματα και ζαλίζουν την τρεμουλιαστή όψη τους πάνω στα τζάμια των κτιρίων. Μισές αναλαμπές πόθου και μισές ερωτευμένων που ακούν στις νύχτες να τους δίνονται αγγίγματα, μελωδικά ρίγη που σκλάβωσαν και αυτόν που δεν μπορούσε να πιστέψει, παράδοση άνευ όρων στο φιλί και στις λαβωματιές της αγάπης. Απομάκρυνα όλες τις σοφίες και μου επετράπη να μείνω άφωνος κι αν αφελής. Αθώος πάραυτα. Τραγουδώ τα Ανείπωτα, κερδίζω όλα τα παιχνίδια, επιτελώ την καθαρή Ακροβασία να ενστερνίζομαι ιδέες τολμηρές και ιοβόλες. Στο απόγευμα έχω γευτεί όλες τις σιωπές που με πότισες, έχω αποσχηματίσει το Σύμπαν, οσμίζομαι μελαγχολίες πολλαπλασιασμένες, τι συμβαίνει και άραγε πού θα στραφώ αν λείψουν τα βαθιά μάτια σου και η καλόγνωμη καρδιά σου;

33


Παραπονάκι… Ένα βαθύ αφηνιασμένο κανάλι που αφήνει ίχνη ανέμου πάνω στις πλάτες της γης είναι η μέρα. Την σκουντά ένας παλαίμαχος ήλιος, σαν να ανάβει με το τσακμάκι του το τελευταίο τσιγάρο ενός θανατοποινίτη. Μετέχω σε όλα τα δράματα. Τα σουλουπώνω. Μέσα μου στερεώνονται κυκλώματα λειτουργούν τα μικροτσίπ των επικοινωνιών. Αυτό και όχι άλλο το ζητούμενο. Όπως και να το πω, θα παραξενευτείτε. Είναι η είσοδος μιας φυλακής που επηρεάζει την κερατένια ζωή μου. Και παλεύω εμμένοντας σε προσανατολισμούς λυρικούς, λες και θα με αφήσει ο βιοπορισμός να γελάσω..

34


* Στον ήλιο λαχανιάζουν οι αναπνοές Και στην ακύμαντη μίζερη συννεφιά Κρύβονται οι γλάροι της ουράνιας στέπας. Κρυφακούω μες τον ορίζοντα: Περισσεύουν χρώματα και διαθέσεις καλές· Μουρμουρίζει κάτι το δέντρο· Είναι το μεσημέρι που στέλνει τα σέβη του στο προάστιο της καρδιάς μας· Ανάγνωθε σωστά, η ποίηση σε συναντά να είσαι μυστικός και να βάλλεσαι Από εκείνα που δεν σου είπα και δεν μου είπες.

35


Σιωπηλό επαναστατικό δρώμενο… Ο καιρός κοντεύει να εδραιώσει μέσα μας καταθλιπτικές πεποιθήσεις. Φταίξανε όλα. Το σύστημα που δούλεψε αποχαυνωτικά, οι πολιτικάντηδες. Ζώστηκα φυσεκλίκια. Με λέξεις που με έκαιγαν, ζώστηκα φυσεκλίκια. Τώρα κλεισμένος στο υπερώο του μυαλού μου είμαι έτοιμος να μπήξω τις φωνές "ως πού θα πάει αυτό;" Άρχισα πλέον να πιστεύω σε επαναστάσεις που δεν είδα. Καλοπροαίρετος. Αγαπώ το θέατρο των αισθήσεων. Ξέρεις τι είναι να ελπίζεις σε αφυπνίσεις; Λογίζομαι μαθητής του επαΐοντα ανέμου. Ξεκαθαρίζω μέσα μου τα πάντα. Μπορεί κι η ποίηση να με τροφοδοτεί απολυτότητα, μπορεί κι η ποίηση. Πάντως κρατώ ένα άλικο ρόδο και το σμίγω με του βασιλικού την ευφράδεια: Για μένα μέγα αγίασμα!

36


*

Πού θα χορέψουμε και που θα διαλυθούμε πάνω στις παραλίες που γεμίσαν όστρακα και πεταλίδες θανατωμένες; Τα άστρα ρίξαν την σκόνη τους με το ξημέρωμα, βουίζει η μέλισσα μες τον αγρό, ο ήλιος είναι τελάλης των αθώων, κίνησε τα φωτεινά σου μάτια κατά το φως και νύσταξε κάτω από τις κάθετες ωραίες λεύκες που νομίζονται για στυλοβάτες της ανάμνησης, κίνησε τα νήματα της Αστραπής, ο νους σου βακχεύει αλαφροΐσκιωτε που ξέρεις τον Σκοπό σου· γράψου όπου δεν θα σβήσει το ήθος σου ούτε η Ιστορία ούτε ο ΜύθοςΞέρεις καλά να δείχνεις τα καλά σου!

37


Πείσμα… Ιούλιος κερνά και Ιούλιος πίνει. Σχήμα απόλυτο ζητά το καλοκαίρι. Τα μουδιασμένα φτερά του το θέλουν αναστημένο Να ονειρεύεται απέραντους ουρανούς. Και οι παρέες που θα ξεχυθούνε στις παραλίες, τα παιδιά Που θα φωνάζουν μέσα στα παιχνίδια τους, ο ήλιος Που θα τσουρουφλίσει την γη- θεοτικός. Ευέλπιδες ευκάλυπτοι μπαλώνουν την θύμηση με παρηγοριά. Ψήλωσε ο ήλιος· κρατά ρυθμό μεταξένιο· νότες ξέμπαρκες αφήνουν οσμή από νευρώδικό γιασεμί πάνω Στον καμβά της ατμόσφαιρας. Έντομα σμήνη διεκδικούν της μέρας το αίμα. Ακούω χαρές και χαχανητά που τραντάζουν το πρωινό ως την κρυμμένη υφή του. :Να που θα λείπω.. Θα με κρατάνε δέσμιο οι ανημπόριες μου και ο καιρός θα περνά αγαπώντας το βότσαλο και το λαύρο πείσμα μου. Πού θα μου πάει; Κάτι -όταν αφιερώνομαινομίζω κατορθώνω!

38


Θάλλω!... Πήζει το γάλα του Λόγου και το αποθέτει δροσερό μέσα στην καρδάρα ο Ιούλιος, Φτερωτοί δαίμονες μου μιλούν κι αποκρίνομαι, Είσαι γινάτι σήμερα είσαι γινάτι, Στραγγίζεις την φλέβα του πρωινού και την απομυζά ο ήλιος, Νταγιαντώ στο μεσημέρι, στο χέρι μου περίοπτο ρόδο Σπεκουλάρει τον θησαυρισμό του καλοκαιριού, Μαραίνονται τα επιφωνήματα που μπορώ, Ο στίχος πλέει ναυαρχίδες στην καρδιά μου, ερωτεύομαι πληθυντικές οφθαλμαπάτες, Και θάλλω! 1.7.2018

39


Ο αέρας… Συστατικό της Ομορφιάς το Χάος, Άδει Κινούμενο επί Σκοπόν Βοά και αντηχεί ευτυχισμένο στα ωραία σπίτια με τα κεραμίδια στις αυλές με τα ανθισμένα γαρίφαλα στον βοριά στον νοτιά και στον ζέφυρο κελαηδεί και ντύνει με νότες την ερημιά το αηδόνι και στην μεγάλη μάντρα με τις βουκαμβίλιες ο αέρας ερωτεύεται την λιακάδα χλιμιντρά και τρέπει την μελαγχολία σε φυγή ο αέρας της ψυχής μου μεγάφωνο..

40


Δική μου προσήλωση.. Όλα τα χιλιόμετρα που κάνω με απομακρύνουν από σένα Ζω με τον πυρετό μου, στον στενό χώρο της Επιθυμίας, Ο νους μου πάντα αντάρτης που δεν χωρά σε φυλακή, Σκοτεινιάζει Μια νυχτερίδα μαλώνει με το σύννεφο, ένας φανοστάτης γκρεμίζει τις εικασίες μου, Ακούω, Στο σκοτάδι περπατά η φαντασία μου δίχως παπούτσια, Η Κυριακή ξεθύμανε, η χαρά μου, Δένω το όνειρο με στοχασμό, η άθροιση είναι εκείνη που εκστασιάζεται Και παρούσα κανονιοβολεί επάνω στην δίνη των αισθημάτων, Έρχονται και φεύγουν οι άνθρωποι, κάτι αόριστο μένει από την μπουκωμένη παρουσία τους, Κάτι που στην απουσία δεν έχει και νόημα, ειδικό βάρος, οσμή, Θυμάμαι μόνο το επίμονο δόγμα Των ψευδαισθήσεων, το χρώμα που αφήνουν Πριν εγκαταλείψουν την σύντομη ζωή τους την τιποτένια. Η μνήμη πάντα καταφύγιο, πλανόδιος αγύρτης Που δίνει παρηγοριά στους φοβισμένους. Δεν θέλω! Θα μείνω να ακούω μουσικές που δεν εγκαταλείψανε το λούστρο τους στο διάβα των καιρών, Θα μείνω να διαβάζω χίμαιρες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν.. *

41


Δεν μου αφαιρούνται, αντίθετα κιόλας, μου προστίθενται ιδιότητες με τα χρόνια: διαγνώθομαι με ευαισθησίες οξύτερες και σαφώς παθιασμένες· δεν ξέρω τι μας επιφυλάσσει η μοίρα, δεν ξέρω καν αν υπάρχει μοίρα, βλέπω μέσα στο μέλλον να με φοβίζουν οι φαντασίες μου, να με κρατούν αιχμάλωτο μιας τόλμης που μιλά με τον ύπνο μου μόνο και υπαγορεύει όνειρα που δεν εξηγώ και τρομάζω. Στο πληκτρολόγιο οι λέξεις αποκτούν άλλα σχήματα: λες και αποχρωματίζονται και δεν έχουν αυτήν την κορύφωση που είχαν όταν τις έγραφα με το στυλό ή το μολύβι. Ωστόσο τις αγαπώ ίδια και ίδια θα τις υπερασπίζομαιγιατί γεννήθηκαν από το πάθος μου και στο πάθος μου θα βρίσκουν πάντοτε προσανατολισμό. Είναι ένας έρωτας που γεννήθηκε για να με ξεπερνάει και να με κάνει αποφασιστικότερο να ζω μέσα σε μια ποιητική συνδιαλλαγή..

*

42


Ανάποδα ενστερνίζομαι τον ουρανό Με κάνουν αλλόκοτο οι αταξίες μου Φασαρία κάνουν τα όνειρα Βάφεται το σύμπαν μου άλικο Πού υπήρξα ποιμένας και πού Αλιεύς; Τι έπιασα στην απόχη Ψάρι γλιστερό ή καθέτου γνώμης Μαλάκιο; Στον ήλιο άτακτος στην βροχή Φασαριόζος, τρέμουν στο πέρασμα μου οι ησυχίεςΑ παιδικάτα μου, α! δεν εκθρονίσατε από μέσα μου το Παιδί, αθώος υπήρξα Σ’ όλες τις γλαφυρές ηλικίες μου..

*

43


Κερδίζουν άνεμο τα χελιδόνια Και στο βαθύ μεσημέρι Κίβδηλος είναι ο φόβος και με προσήλωση Πάω να ενταχθώ στων φιλιών σου την μοίρα Στην νύχτα τα φεγγάρια δαψιλεύουν την σιωπή Όνειρα σκαρφαλώνουν στις ριγμένες κλίμακες των άστρων Κάτι μουρμουρά ο Θεός κάτι που σηκώνει Ανάγνωση Πάλι και πάλι Ερμητικά κρατάς τις ουράνιες σελίδες σου Όλα πάνω σου γίνονται μάτια Τα πάθη σου σκορπούν όπως η επικράτεια του αρώματος μες την ατμόσφαιρα Με πεθαίνεις!

*

44


Αφού τα αντιστρέψαμε όλα ας αντιστρέψουμε Και την φορά του πλανήτη- τι έχουν σημασία οι ορθότητες Τι οι Λογικές οι Αλήθειες μας τι; Καίνε Οι ουτοπίες μας και μας χλευάζουν, το λεξιλόγιο Μας απειθεί- βρικόλακας είναι η σελίδα μας, φτύνει Το σάπιο αίμα της επάνω στην γαστέρα του αιώνα· κι εμείς δεν είμαστε εκεί, εμείς Είμαστε σε τροχιά περί το ένα απαθές κρύο διάστημα..

45


Των περιστάσεων όλα… Θεωρητικά θα πρέπει να έχω ζήσει δυο φορές να έχω διυλίσει την κάμηλο να έχω νικήσει όλες τις μάχες και να έχει υπάρξει η κάθε σκέψη μου για αιώνες μέσα σε μια θερμοκοιτίδα Στον ρου των γεγονότων έχω χάσει την μιλιά μου όμως μίλησα με συναισθηματικές αποχρώσεις κράτησα το βιολί τριαντάφυλλο και να το λάλησα με το δοξάρι έναν όρθρο πολλά εκμυστηρευμένο Μου ήρθαν όλα εύκολα: οι μνήμες του νερού κι ίσως του Νείλου ένα μεσημεριάτικο τοπίο τότε που οι γυναίκες έβρισκαν τον ταπεινό Μωυσή μέσα στο καλαθάκι του να πλέει προς την γη των αθανάτων πρέπει να έχω κούτελο καθαρό και οξεία την μνήμη ταπεινώθηκα σποουδαιώθηκα ήπια το αθάνατο νερό- τώρα το μεσημέρι μπλαβίζει μες τις φλέβες μου, δικαιωμένο αειφόρα γη καρπίζει πάνω στο στέρνο μου αγαπώ να ερωτεύομαι είμαι βραχμάνος που αποκρυπτογραφεί την γύρω του ερημιά.. *

46


Σημαντικά πράγματα Και σημαντικοί άνθρωποι Όταν ξημερώνει πάνω από τα βουνά των σελίδων Απολαμβάνω την ησυχία που με γέννησε Τα μάτια μου στρέφουν κατά την ανατολή Ένα πουλί κελαηδάει Ο κόσμος ομόρφυνε!

*

47


Βαθύς κυματισμός της αστραπής Το πρωινό με ώχρα πασπαλίζει τις προσόψεις των κτιρίων Στον ήλιο απομένει να κοιτά τις επιδιορθώσεις Κι αυτό το λίγο αεράκι που σκουντά την θύμησηΑκινητούν όλα Το φως εισβάλει νικητήριο Ο έρωτας παντού εκεί Χρυσώνει με την αιωνιότητά του τις μυρσίνες!

48


Που θα ‘λεγε κι ο Ποιητής… Ποτίστηκα θάρρη παράξενα, είχα ποντάρει σε μοναξιές σε συνειδησιακά δρομάκια που οδηγούν σε μελαγχολικό εαυτό- περπατούσα μόνος, κοντά στην θάλασσα, όπως ένα κοχύλι που εγκατέλειψε τα όνειρά του στην στάθμη του ωκεανού· και σε είδα να ρεμβάζεις ησυχίας δρώμενα· Η καρδιά σου ήταν που μου μιλούσε; Η σκέψη σου; Σταλμένη μέσα από κύματα που αποκρυπτογραφούσε η σιωπή γύρω μουμαγνητίστηκα από το θετικό σου φορτίο, μέχρι ν’ αποφασίσει η μοίρα να μας ενώσει, κλείνοντας τον κύκλο, τελειώνοντας το λυρικό παραμύθι της Αγάπης, και μείνεις εκεί που κι η ζωγραφική δεν θα τολμήσει να σε πει τόσο ωραία που είσαικαλόγνωμο νεραϊδένιο προσωπάκι που θα ‘λεγε κι ο Ποιητής, αλλιώς ωραία!

*

49


Ένα ρήμα της ελληνικής, σου επιστρέφει πάντα την υπεραξία του, όσο κι αν θέλεις να το αγνοήσεις. Έχει την έννοια της επένδυσης μέσα του, είναι φλογοβόλο που ασκεί μια εξουσία από μακριά, και αλλάζει μέσα σου την πραγματικότητα. Τέτοιος ήχος τέτοιος αντίλαλος. Όπου φωνάζεις σε ακολουθεί η φωνή. Όταν έρθεις στα πράγματα να σκεφτείς πως οι εξουσίες σου είναι προσωρινές και από όλα διακυβεύονται. Γι αυτό χαμογέλα. Αν μπορείς, απλά χαμογέλα..

50


Κορίτσι μου… Αλαφροΐσκιωτη μέσα μου πλανιέσαι, μόνο εγώ πια σε ξέρω, ανοίγεις τα φτερά σου σαν ένα πουλί που δεν αγαπά παρά μόνο ελευθερία, μόνο εγώ πια σε ξέρω, δεν έχεις σχέδια Για το μέλλον, το μέλλον είναι ένα όνειρο που καταφεύγει στην σκιά, μόνον εγώ τρυγώ τα ζουμερά σταφύλια των αισθημάτων σου και επιστρέφω τους θησαυρούς σου στο φως των ερώτων, μανιασμένο κορίτσι μου, αειθαλές, που ζώστηκες ανατολές και απειλείς τον καθένα παράδεισο!

51


Εμού του λαλούντος… Είμαι λερωμένος με την λαχτάρα σου ρουφώ επιθυμίες που σε χαρακτηρίζουν, μια τρέλα χαοτική δεσπόζει στα φιλιά που δεν σου πήρα- τι μου χρωστάς πια και τι σου χρωστάω; Κανείς δεν ξέρει, μας οφείλει η ζωή, μας οφείλει εκείνα που μας στέρησε, μπουρδουκλώνονται μέσα στις μέρες σου οι προσφυγές μου στο ερωτικό κορμάκι σου, ηχείο που μιλά τα πάθη σου που αναγνώθω και μεταφράζω σε αγνή άπεφθη ποίηση του λαλούντος..

52


*

Το σώμα δονείται φωνήεν της ταραχής και υπερυψούται εις πάντας τους αιώνες· ζει με το πάθος του, εσύ είσαι που ζεις μέσα από την ζωγρησμένη ηδονή κι ενταφιάζεις όλες τις αμαρτίες που μπορείς στο θαλασσάχραντο μυστήριο ύμνοι διθυραμβεύουν και γαλάζιος αφρός στολίζει τα όμορφα μαλλιά σου ιέρεια και των καημών μου αγύρτισσα..

53


Αισθητηρίων ανάγνωσμα.. Κάποιος ανακατώνει τα χρώματα των αισθήσεων και καταφέρνει να χλιμιντρά ο ουρανός. Το θείο ελάφι τρέχει μέσα στο δασύ λιβάδι και πάει να ανταμώσει την θεά. Στο μεσημέρι ύστερα πυκνά δώρα της ζέστας ζέουν την ατμόσφαιρα σφριγηλώδη. Η χελιδόνα εσύ η χελιδόνα δράμει κατά την ανατολή του κόσμου· Παντού η μέριμνα σου να ταχτοποιείς τα άτακταπαντού Εσύ! Αγαπώ και δοξάζω, είμαι ο επιτετραμμένος σου να δίνω όση ψυχή και άλλη τόση έχει ανάγκη η ζωγραφιά που θα σε ιστορήσει..

54


Νικητής.. Με πνέουν σκέψεις μπορεί κι ένας βασανιστικός δαίμονας που με φιλεύει αγρύπνια κράτος είναι η νύχτα κινεί όλα τα νήματα την αγαπώ γιατί βολεύομαι στις ησυχίες μου όταν προχωρά οι απόχες της πιάνουν μετέωρα ψάρια κοσμήματα μιας τέχνης ακριβής ποτέ δεν την περιφρόνησα αντλώ τα μαγνάδια της και αποταμιεύω εντολές στίχων και κρυμμένα νοήματα σπουδαιότητας.. Νάτο που πάει πρίμα το βράδυ. Πιάνω ξανά τα εργαλεία μου. Στο τραπέζι που τα βιβλία κάνουν κατάληψη μια συστοιχία λέξεων βάλει κατά του στόχου του σκότους. Και η ανέλπιστη νίκη είναι μια πρόταση που την ζηλεύει κι ο έρωτας κι ο πόλεμος που βγάζει νικητή πάντα εσένα..

55


*

Όταν ανακαλύπτεις κερκόπορτες στο σώμα της φιλοσοφίας σου σημαίνει πως τελείωσε η εποχή της αθωότητας. Ένας εισβολέας σε απειλεί και σε τρομάζει. Έτσι γίνεται με τα χρόνια: κι όμως πρέπει να αλλάζεις θέσεις για να νιώθουν ζωντανές και σε εγρήγορση οι ρίζες σου, να νικούν το ράθυμο χώμα, το κρύο σύμφωνο της γης, το σκοτεινό μάτι του θανάτου. Όταν ανακαλύπτεις κερκόπορτες σημαίνει πως η φυλακή σου θα αλωθεί ένα φως θα εισβάλει, έστω και βαρβαρικό, θα ταράξει τα ύδατα και θα βρεθείς ν’ αγωνιάς στις μελωδίες μιας μουσικής που τρέπει τον εγωισμό σου προς τα βάραθραΝικούν οι επίμονοι Νικούν οι επικεντρωμένοι..

56


*

Θα σε γεννήσει το χρώμα Στον ύπνο μου θα ‘ρθεις αλητεύοντας μέσα σε λυρικές καταστάσεις Πώς αγαπιόμαστε πίσω απ’ τις μίζερες ψυχολογίες των ημερών; Έναν κρότο αφήνουν τα σύννεφα καθώς εξαπολύουν βροχή με ταχύτητα Και μπερδεύουν τον έσω κόσμο μου. Είμαι τυχερός ή άτυχος που γράφω τρέποντας τις ροπές των ερώτων έξω απ’ τον πλανήτη; Τι παράξενο! Ακολουθώ το ρήμα και η πρόταση κομματιάζεται και ματώνει καθηλωμένη μέσα στην νύχτα μας. Μόνο το φεγγάρι θα σου εξηγήσει τα πράγματα απόψε σωστά..

57


Από του όρθρου τούτο ερωτικό.. Τα σπίτια στοιχισμένα στο φως της αυγής, Ο αέρας εμπρηστικός αφήνει το ρυπαρό σάλιο του Επάνω στα ντουβάρια τους, Ένα πουλί σκαρφαλώνει στα χαμηλά κλαδιά του παραδείσου, Τα δέντρα γέρνουν κατά τον νοτιά, Κάθε μοναξιά έχει ιδεολογική απόχρωση, Υπομένουμε με ελπίδα, Ένα φλιτζάνι καφές στα χέρια σου, μία γουλιά που τρίζει σαν φωνήεν που ξορκίζει τον ύπνο, Στα παράθυρα στέκονται οι γλάστρες με τα τριαντάφυλλα, χαμογελάνε, Ό,τι σκέφτομαι επεκτείνεται ως το απώτατο διάστημα, Ερπυστριοφόρο, Πιο ισχυρή η αγάπη μας τώρα που την κοιτάμε Με απόσταση υποψιασμένου εραστή που τα χάνει όλα από εμπρός του, Είμαστε ανήσυχοι και ζητάμε ρέστα απ’ την αγάπη, Όλες οι ευθείες που πιστέψαμε έχουν τεθλασμένη κατάληξη, Συγκροτούν μια ποίηση τραυματισμένη, ένα μικρό ψέμα που τρέμει σαν αστραπή που δεν πιστεύει στον βεβηλωμένο πια εαυτό της, Είμαστε όσο αθώοι πιστεύουμε, Το μεσημέρι επικρεμάται στο κάδρο του ήλιου αλλά μια συννεφιά απειλεί τον ορίζοντα, Τα λόγια μας προσευχή Σμικρύνονται όπως ο σάλος τους μεταδίδει μια αδιόρατη θλίψη στο ατμοσφαιρικό δίχτυ τριγύρω μας, Με θέλεις και σε θέλω, αυτή είναι η επικράτεια των ονείρων μας,

58


Ο μικρός θυελλώδης ποταμός που ξεκίνησε από φιλί και κατέληξε ανοχύρωτο κάστρο, Βλέφαρο που πίσω του ο θεός κρύβει ηδονικά μυστικά..

59


Αθανασίας Κάτι.. Τα ναυάγια, λέει, είναι του προσώπου σου, όπως σβήνονται οι μοίρες και το στεγνό σύμφωνο πέφτει μέσα στα μεσημέρια σου διάπυρο όλο. Μελαγχολείς. Ένα σπίτι καίγεται μες τα μάτια σου. Ο κήπος του σβήνεται με την γομολάστιχα της ατυχίας και στον βορινό τοίχο του η θάλασσα σκάζει τα ψηλά κύματά της με μανία. Πήγε έτσι η ζωή, η ζωή είναι ένα σκοινί που το τεντώνει ο άνεμος. Καμία μουσική δεν μένει μέχρι τέλους. Τα βότσαλα στην παραλία ιριδίζουν και χαριεντίζονται με την ρέμβη σου. Πας να χαμογελάσεις. Ο θεός που ζωγραφίζει περιπέτειες του βίου και εξάρσεις κοιτά μες τα μάτια σου και σιγουρεύεται ότι δεν πήγε στράφι τόση αγρύπνια: έμαθες να διαβάζεις το Αόρατο. Και στα κρυφά που σε καψάλισε ο έρωτας, αντιλαλούν οι μέλισσες του ύπνου σου, ευτυχισμένες όλες που είδαν να καρπώνεσαι Αθανασίας Κάτι και να το φυλάς μην σου το αρπάξουν οι καιροί..

60


Πλησίασμα… Όσο και να σε συλλαβίσω θα είσαι άστρο που μου ξεφεύγει που εισχωρεί σε δικό του παράδεισο Ουρανοί έσονται χίλιοι και ξανά λάμπουν στον ήλιο τα φυτά, οι μυρωδιές ξεχύνονται και σε μεθούνε Όπως και σε ονόμασε ο Ιούλιος Μικρή θεά Οι νύχτες κορυφώνονται κι ίσως το καλοκαίρι Ζητά να παίξει τα παιχνίδια του, ο βουερός Ήλιος Κρατά μυστικά, στους βωμούς του Θύονται οι πορφυρές ηλιαχτίδες κι ο νόστος Για μια πατρίδα που χάσαμε καλά κρατεί Όσο κι αν θέλω να σε πλησιάσω είσαι λάβα και καις Τα φτενά ορθωμένα φτερά μου, δεν σε αγγίζω Παρά με τον νου, με την καρδιά μου ακόμα, ενώ Σε αποστηθίζω σαν παλιό αγαπημένο στιχάκι Που ευωδιάζει μέσα μου, αφήνοντας Χώρο να ανασάνει το νέο εύφλεκτο ποίημα..

61


Κυρά μου… Μέσα στα μπράτσα του ανέμου θα κοιμηθεί το φεγγάρι Ο ουρανός θα ματωθεί απ’ τα πιράνχας των νεφών Ρόδινη υγρασία θα περιφέρεται ανέστια Κι εγώ θ’ αναρωτιέμαι τι είναι πιο αβρό από το βλέμμα σου Επάνω μου, σαν χάδι απαλό του ανέμου, την ώρα Που βραδιάζει και εκείνος που θα ‘ρχότανε έχει πια φτάσει κι εσύ Σιγανοτραγουδάς ποτισμένη ποιότητες και ποιότητες. Ερωτικό είναι το φεγγάρι μελωδεί πίσω απ’ τα ψηλά κυπαρίσσια, Πανσέδες πολύχρωμοι τρεμίζουν κλέβοντας από το αεράκι νεύμα και νάζι, Το καλοκαίρι διεκδικεί ευφωνία, Μερεμετίζει την μορφή του ο ήλιος, Αγνός, αγνότερος όλων. Οπτασία των αβασίλευτων ματιών, κυρά μου, Σε συναντώ όταν όλα πια έχουν τελειώσει, Ορκίζομαι στην αγάπη μου, δες με Που συγκρατώ και του πλανήτη την φορά και προσγειώνω τα όνειρά μου κοντά σου..

62


Νεφεληγερέτης… Το σώμα μου είναι μια μελαγχολία που θα στην πω όταν ησυχάσουν τα άστρα. Με κρατούν χίμαιρες και δεν μπορώ να βολευτώ στον εαυτό μου ακόμα. Η νύχτα ξύνει το πιάτο της και ψίχουλα πλανητών γεμίζουν τον ουρανό με αιθάλη. Ο έρωτάς μας διατρέχει όλες τις στεριές και διαπλέει όλα τα πελάγη των αντιφάσεων. Τώρα πια σπουδαίο αυτί για τα σωστά μυστικά σου. Καίω, καίγομαι επειδή μ’ ακουμπάς. Νεφεληγερέτης..

63


Εικονικό… Θάλασσα πικραμένη κυκλοφορεί στις φλέβες μου· Παντού αχός· κρύσταλλα σπάζουν· Ο καθρέφτης του πρωινού ραγίζεται και εκβάλλονται πυκνές αυταπάτες· Ο εγωισμός μου κάποτε είναι μηρυκασμός προσωπικότητας και κάποτε είναι ανεκτίμητο δώροΜε κλονίζει και με θρέφει ταυτόχρονα· Άγουρη μπήκε η εφηβεία μου στην μεσηλικία· Ώριμες παρέμειναν οι σκέψεις που δεν έφτασα· Πρόφτασε φεγγάρι να δεις την ταξιαρχία του ουρανού· Πίσω από τις σκιές ορθώνονται τα αναστήματα των νάνων..

64


Ζημιά… Τα πάθη με εφηύραν για να δηλώσουν την παρουσία τους· Με είχαν ανάγκη, μας είχαν ανάγκη, σε μας πάτησαν πλήκτρα για να γράψουν το τεζαρισμένο φωνήεν τους· Κι ό,τι ήταν ζημιά, πάνω μας, αποτυπώθηκε, λες και θα μπορούσαμε να το αποτρέψουμε κιόλας! Αλλά δεν μετανιώνω για την κατάληξη: το λουλούδι έγινε λουλούδι όπως του άρμοζε κι εμείς κινηθήκαμε κατά την μεριά του φωτός των ερώτων δεινοί παριστάμενοι. Είναι μια χαρά που την προσεγγίζεις με καθαρή ψυχή και έκπληκτα μάτια. Την τροχιοδρομούν τα αισθήματα όμως εκείνα ποιος τα τροφοδοτεί και τα υποθάλπει; Βρήκα τα δύσκολα εύκολα και τους αφιερώθηκα, λίγοι θα καταλάβουν. Ανακάλυψα Μυστικά που ξεπερνούν την Ανάγνωση και με συνθλίβουν κι εμένα κι εσένα. Όλες οι συγκρατημένες συστολές μέσα μας σκόνη μπουχός. Ζούμε τρέποντας σε φυγή την γερουσία των παθών. Αν μπορέσω να σου εμπνεύσω μια ροδαλή κηλίδα ήλιο θα ζήσουμε μες το ώριμο ποίημα!

65


Μοντέρνα ερωτική προσέγγιση… Τρύπιο είναι το θάρρος μου, εμφορούμαι από ποιητικές αντηχήσεις, λυρικό καπέλο φορά ο ουρανός και κάνει ζέστα ο ήλιος κινεί το δίχτυ του, κοκκινωπό σαν λάβα αδηφάγα, εμπνέει τις νομοτέλειες του θανάτου, ποια είσαι αγκιστρωμένη μέσα μου και ερωτική πιο κι απόνα φεγγάρι που μιλά στην καρδιά μου; Αφήνω κατά μέρος την λύπη μου και σε προσεγγίζω, καθαρές γραμμές ενός πνεύματος χαράς που με ποτίζει, δεν με πτοεί τίποτε πια, σε έχω κι όλος ο κόσμος είναι δικός μου, μετέχω στο Κεφάλαιο της Αγάπης.

66


*

Τι θα μου λες όταν δεν θα υπάρχω, όταν κάποτε η καρδιά μου με προδώσει και μείνεις μόνη σου να κοιτάζεις όλα εκείνα που μαζί τα κοιτάζαμε; Θα νιώθω την λύπη σου. Να το ξέρεις. Απ’ όπου κι αν είμαι θα νιώθω την λύπη σου. Θα καμώνομαι πως δεν με νοιάζει αλλά μια σφαίρα θα μου τρυπά την καρδιά. Και θα έρχομαι στον ύπνο σου να σου πω πόσο πολύ σ’ αγαπάω, κλέβοντας χρόνο απ’ την αιωνιότητα που δεν μου ανήκει, θέλοντας να κάνω την γαλήνη σου σημαντική, θα σκορπώ λουλούδια λυρικά που θα μοσχοβολούν μέσα στον λήθαργο και θα μυρώνουν τα γυμνά όμορφα μέλη σου..

67


Της γαίας ετούτης καημός.. Όλα τα λόγια μας αποταμιεύτηκαν στο μεγάλο αρχείο του ουρανού. Πίκραναν οι πόλεις, η πατρίδα λιγόστεψε. Με πόνο το λέω. Κάποιοι δαγκώσαν τα ωραία ψαχνά της και την ματώσανε- θα το καταλάβεις στο μέλλον. Όσο σκέφτομαι τόσο με σβήνει το φως μου. Αυτά που εννοώ έχουν πυκνότητες θανάτου. Επιχείρημα καθαρό είναι η λύπη μου και στην αποκαλύπτω καθώς μιλάμε λόγια που η αγάπη αγαπά και θέλει. Κίνησε να ‘ρθεις κατά μένα· κάπου θα συναντηθούμε όπου δεν θα είναι η φθορά φθορά και ο κελαηδισμός ενός πουλιού ξεκλειδώνει το στήθος σου και το μέλλον..

68


*

Όπως και να το δω, κυριαρχείς! Με τα μεγάλα μάτια σου, σύντροφος επική της χαράς. Το παιχνίδι σταματά στα λόγια σου, η έκπληξη γεννά εντυπώσεις, Βαραίνουν με τα χρόνια τα κουράγια, βαραίνει η καρδιά, όμως εσύ δυναμιτίζεις θαρραλέα το Άγνωστο και τρέπεις την μελαγχολία μου σε φυγή. Κι αυτό που λέω δεν είναι ερωτικό επιφώνημα, επινόηση που η νύχτα μου έδωσε, είναι η πάσα αλήθεια που αντέχω: μοσχοβολάν’ οι ρίζες των αισθημάτων σου και με σπουδή τις λατρεύω γεννάμενος Αναγνώστης της Βίβλου που μου έμαθες ν’ ακολουθώ..

69


*

Η θέληση είναι επιθυμία που λαχανιάζει. Πίσω από το τζάμι είναι ένα παιδί που μένει φοβισμένο και ζει από τον κόσμο μακριά. Όλη του η ματιά ένας βομβαρδισμένος διάκοσμος. Όλη του η ματιά είναι μια φτώχεια. Πού παν’ οι κοινωνίες μας των ταμείων; Ποιός χρηματίζει Ποιόν και ακούγονται που διαβρώνουν Συνειδήσεις τα αργύρια; Αφού ξέρεις και πρόσεχε! Στα μάτια των παιδιών θα γραφούν οι πιο γλυκές μουσικές. Μόνο στα μάτια των παιδιών ελπίζω!

*

70


Σπαταλιούνται οι μέρες κι εγώ περιμένω πάντα μια ανταμοιβή για τις αγρύπνιες μου. Εσωτερικά μου συμβαίνουν όλα, εσωτερικά. Κάτι εδράζεται μέσα μου που υποβάλει και εκείνα που δεν θα μπορέσω να πω. Έχει μυστικό βάθος ο ύπνος μου. Κι ίσως μια κρύπτη από όπου ξεφυτρώνουν όμορφα όνειρα. Μόνο τα λίγα μαζεύω- όσα και πρόλαβα- τα πολλά μου διαφεύγουν προς μια ελευθερία αιωνιότητας! Και να το χαρούμενο γεγονός! Σαστίζω από συγκίνηση και με αυτά τα λίγα που μου δίνουν καθαρό οξυγόνο. Παιχνίδι με το φως, τον έρωτα και την έμπνευση..

71


Απολογισμός… Γυμναστική των έντονων φωτοσκιάσεων μέσα στην πράα ημέρα, χορός των εντόμων. Το ζαλισμένο αεράκι μπερδεύεται μες τα φυτά και φαλτσάρει στην ομιλία του επιτυχώς. Ο Ιούλιος κερδοφορία άνευ προηγουμένου. Είναι η Ελλάδα που μπορεί κι αντέχει, είναι η Ελλάδα μας. Από μια χαραμάδα τ’ ουρανού ο καπνός της θυσίας ανεβαίνει και κανείς θεός δεν είναι πια εκεί για να τον δεχτεί. Το φως είναι κώδικας αποκάλυψης απερίγραπτος. Πονάει το αίμα μου, έχω ενσκήψει πάνω από το πτώμα του αιώνα και προσεύχομαι παράταιρος μ’ αυτήν την σαθρή εποχή. Όλες οι πράξεις του δράματος είναι το έργο που θα πρωταγωνιστήσεις φίλε μου πριν να πεθάνεις. Πολλές φορές. Νάτο το θαύμα! Και ό,τι γράψεις θα περιπλανιέται πάνω απ’ την αποφορά και το μαγαρισμένο σώμα του εγωισμού του ανθρώπου που δεν κατόρθωσε ένα χαμόγελο απροσποίητο πριν σβήσουν όλα και χαθούνε..

72


Ένας μυστικός είσαι… Κανένας χρόνος δεν μοιράστηκε δίκαια ποτέ. Και όταν τον ξεφλουδίζεις μένει το τσόφλι του γδαρμένο και σαν να σκούριασε. Ζούμε την ζωή που ζούμε και θα πληρώσουμε σε άλλες διαστάσεις φορτία αγάπης -όταν την μπορέσαμε- και μια αλληλεγγύη που μας κάνει χρήσιμους σχεδόν. Αγαπώ να κοιτάζω τα λουλούδια που κυρτώνονται σαν βουδιστές μοναχοί που φορούν τα χρωματιστά πέταλά τους, αξίζοντας και κάτι παραπάνω από κείνο που είναι θαυμασμός και τους αναλογεί. Ποιητικές κλίμακες να αναρριχηθείς προς το φως, Μουσική σκεύος ανακουφιστικό, Ίαση. Ένας μυστικός είσαι που αναγνώθει στο στερέωμα τις πληθυντικές αυταπάτες του μα δεν βολεύτηκε ποτέ με φρούδα λόγια και με ματαιοδοξίες. Κανένας χρόνος δεν σε περιέχει· είσαι το λαξεμένο μάρμαρο που μαρτυρά το φιλοσοφικό λατομείο του, η ρίζα που μαρτυρά το δέντρο, η φωνή που παρακινεί σε Έγερση, η καθαρή Επανάσταση του όντος..

73


Προσωπικό μανιφέστο.. Τα πράγματα γύρω μας ζουν απατηλά μες την επιθυμία. Όταν τα αποκτούμε, πεθαίνουν. Η ύλη δεν έχει μοίρα ρόδινη. Τρέφομαι από εγωισμούς που δεν έχω. Η αυτοπεποίθησή μου λουλουδένια. Θρησκεύουν μέσα μου οι ανησυχίες. Βραδιάζει γύρω· ποδηγετούν την θέλησή μου τα φεγγάρια. Πλάστηκα για να αγαπώ την υπερβολή. Ο πληθυντικός είναι το δεδομένο μου. Συγκινούμαι από περιπέτειες άστρων. Δικαίως με αποφεύγετε: είμαι ηθικά ποτισμένος. Μασώ την δάφνη των ερώτων- μου κακιώνει η Πυθία. Η πράξη μου είναι η τόλμη μου είναι το πάθος μου είναι εγώ που θα γίνω εσύ- έτσι αν πλησιάσεις σε αυτά που λέω, θα με καταλάβεις.

74


Περνάει από πάνω μου και σβήνει έτσι το ατύχημα… Μασουλάω τις δεκαετίες μου λες για να επιστρέψω σε μια αμφίβολη νεότητα διατρέχω μια φυσική θεραπεία υπομονής ξεπερνάω εμένα. Ένα κομμάτι ύφασμα σχισμένο που ράφτηκε και ορίζει πάλι τα κομμάτια μου, ένας πόνος από τένοντες που ομονοούν, χαμένη ελαστικότητα που τρίζει, « τέντωσε, τέντωσε, τι να τεντώσω;… Χορτάρι η κάθε σάρκα..(πώς το έλεγε ο ποιητής;)».. Μένει ένα σύννεφο σε έναν ουρανό που δεν είναι συννεφιασμένος, ποιός αγαπά την βροχή, εισπράττω μια ρήξη που δεν είναι βελουδένια, σφίγγω τα δόντια, δακρύζω πίσω από ένα πόνο μεφιστοφελήΕίχα απόθεμα δυνάμεων φαίνεται, εξασφαλισμένο κουράγιο, όπως αυτό που είχα στον νου μου ίσως, πάλαι ποτέ, δυνατός και πεισματάρης ταυτόχρονα. Φοβήθηκα είναι αλήθεια τρόμαξα, είπα, δεν θα μπορώ να σηκώσω ούτε ένα όνειρο πια. Όμως πήγαν όλα καλά. Απέσπασα υγεία ερπυστριοφόρα. Με ξεπεράσαν για να τις ξεπεράσω οι συγκυρίες. Ένα χνούδι απαλό, ένα ελάχιστο πούπουλο που είναι έγνοια μου που είναι τακτοποιημένο λεξιλόγιο, φόρμα που πλάθει

75


το προσωρινό χάος μιας ζημιάςΕπικεντρωμένο φωνήεν για να πλάσω μια γλώσσα επιγραμματική, Ένα επιφώνημα του σώματος ένα απρόβλεπτο βάσανο που είναι η κακοτυχίαΤώρα, στα ξαφνικά, η λύτρωση κι ο γλυτωμός. Αυτό που έχω κολυμπά στην θάλασσα μιας λύπης αλλά τίποτα απαισιόδοξα δεν θα ερμηνεύσω..

76


Κατάσταση.. Α. Φύονται μέσα σου τα ρόδα που με συγκλονίζουν· Ερωτεύομαι την κατάσταση· Τρυφερές συμπάθειες ανθίζουν ανάμεσα σε σένα και μένα· Απ’ το κορμί σου ανατέλλει ο αισθηματικός δίφθογγος· Ο εγωισμός μου σμικρύνεται ως να χαθεί- απώλεια Μπρος στην δίνη του έρωτα: να η κατάσταση!

Β. Το πρόσωπό σου θα σχηματιστεί από τα φεγγάρια που ήπιες Και, όμως, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτή η παράξενη δίψα. Τα άστρα θα σου είναι ενώτια, τα λυρικά υψηλόμισθα άστρα· Και ο αέρας ενός παραδείσου που γεννήθηκε να σε φιλοξενεί Θα σμίγει όλες τις τριανταφυλλιές μες την καρδιά σου.. Γ. Δεν μπορώ να περιφρονήσω τίποτα, η περιφρόνηση είναι μια αλλεργία που δεν την έχω. Θέλω να σε βλέπω να χαμογελάς ανάμεσα στα πράγματα ξέροντας πως τα πράγματα δεν θα σου δώσουν ποτέ αληθινή ευτυχία· Και να γκρεμίζεις με αποφασιστικότητα τις πεποιθήσεις μου δείχνοντας Πως ο δρόμος που πρέπει είναι μοναδικά η Αγάπη..

77


Μπορεί να ανήκω… Μπορεί να ανήκω στις λέξεις μπορεί στην σιωπή. Ταυτότητα η μελαγχολική θωριά μου- αποσαφήνισέ μου πόσες νύχτες διαβάζοντας τα άστρα καρφώθηκαν τα μάτια σου στον φλογισμένο ορίζοντα, σμίγοντας τα βουνά πάνω από το ανεστραμμένο μπαλκόνι σου: Αναδύθηκαν λες απ’ τις σκέψεις σου, βαρυσήμαντα, με πρωραία δάση και τυλιγμένες στο πεύκο τις ωραίες πλαγιές τους. Θυμήσου τον αέρα που τα χάιδευε. Τον γλαφυρό αέρα που αποστήθιζε τις όμορφες χαράδρες, τα γκρεμνά, τις φωνές των πουλιών, την λιακάδα. Και στόλισε τα γυμνά μάτια μου με την αστραπή της βροχής, το πέταγμα του αετού, το αργό σάλεμα του κορυδαλλού, την μεσημεριάτικη αντηλιά, ως του νου το πλατύσκαλο. Μπορεί να ανήκω στις λέξεις μπορεί στην σιωπή, στο φορτίο της πέτρας από την κάψα του ήλιου, μπορεί να ανήκω στις στιχομυθίες των αστεριών, στου ουρανού την σεμνή κωμωδία..

*

78


Το καλοκαίρι εξαπολύει τις γιγάντιες δαγκάνες του πάνω σε κάθε σάρκα ιδρωμένη. Θρύπτονται οι αμηχανίες του, η κάψα τις αφομοιώνει. Ένα λάβαρο πλούτου ανεμίζει πάνω από τις ποθοκρατούμενες οράσεις. Παραλίες δοτικές ηλιοκαμένα κορμιά λιακάδας ανοσιότητες. Μπαρούτι των ενστίκτων μπαρούτι των αισθήσεων το χέρι νίβει το πρόσωπο και η μέρα εκκινεί την αξιοσύνη της κάθε αυγή. Μαθαίνω να σιωπώ και να διαβάζω..

79


Εκείνη… Το πρόσωπό της προεκτείνεται έως τον ουρανό Η λιακάδα ομονοεί με το αίμα της Ιούλιος, ζέστα πολύ Τα ιαματικά μάτια της σπείρουν ένα θόρυβο συμπόνιας. Στο προάστιο πλάκωσε κιόλας μεσημέρι Ιδρώνουν οι επιθυμίες της Η Ελλάδα στενάζει η Ελλάδα είναι κλειστό σύνορο που το απειλούνε. Σε τόση διαφάνεια ορατά γίνονται τα μυστικά μιας προσευχής, Δοκιμάζει ν’ αλλάξει την ευθεία Και ανακαλύπτει μια τεθλασμένη βολετή, Την τυραννά ο θετικός κι ο υπερθετικός της. Παίρνει ένα βιβλίο, διαβάζει, Το μπαλκόνι της βουλιάζει στον ευμενέστερο ήλιο. Με τον νου ταξιδεύει σε απόμακρα πλάτη Το πρόσωπό της λυγίζει σαν μουσική που μέλλεται να εισχωρήσει στην ψυχή μας. Την αγαπώ κλείνοντας το αγαλματένιο πρόσωπό της μες το μυαλό μου.

80


*

Αμαρτωλό δεν είναι τίποτα κοντά σου. Χτίζω μια μηχανή εντυπώσεων. Καθαρός φθόγγος της εξωστρέφειας, άπεφθο φωνήεν της αγάπης. Δεν είναι έρωτας αυτό είναι μια τρέλα ιλαρή, μια χαρούμενη στιγμή που ανήκει στους δυο μας, ένα πνεύμα ευδαιμονίας που μεθά την ψυχή μας και τρώει την σκουριά των αισθημάτων που δεν είναι ν’ αντέξουν.

*

81


Η θάλασσα χλευάζει τα βιβλία μας δεν έχει Ανάγκη από γλυκανάλατες παλινωδίες, μυστικά που δεν είναι να διαβαστούν· Τα ρήματά της ισορροπούν επάνω στα φτερά των ανέμων, είναι ένας κρυφός διάλογος να σε πω να με πεις. Στα ανυπόταχτα βότσαλα μια μουσική οργανώνει ο φλοίσβος κι είναι η παρτιτούρα το αψεγάδιαστο ακρογιάλι. Δύει ο ήλιος. Κλέψε όλο και κάτι από αυτά τα ολόχρυσα ηλιοβασιλέματα. Ποιήματα σαλεύουνε αργά σαν άστρα αντεγραμμένα πίσω από του ουρανού τις σκιέςΠοιήματα που ένιωσες κοντά σου να ανασαίνουν.

*

82


Ανάμεσα στα λουλούδια το φως αγκαλιάζει την μορφή της κλείνοντας την προσωπογραφία του έρωτα. Ό,τι έμαθες έμαθες κύριέ μου. Τώρα θα την κοιτάς που στολίζει τον κήπο. Γιατί όλες οι πεμπτουσίες συγκεντρώνουν τα βλέμματα και ζουν για να δικαιώνουν το Πάθος. Ξέρουν οι ποιητές!

83


Ερωτικό μαράζι… Οργανώνεις τα δηλητήρια των παθών και κάποτε είσαι το χρώμα των ερώτων, κινούνται πάνω σου οι αστερισμοί, βραχύβια φωνήεντα, όπως να κατακρημνίζονται μες της αβύσσου το στόμα, τελεσίδικες σιωπές, λιγάκι προ του ύπνου, εκεί που η ζάλη φέρνει το κόρωμα και στα σμιχτά φρύδια σου επάνω ο θεός στολίζει το καλοκαίρι του, ζωγραφίζει ο μαέστρος των συλλαβών τις ομοιοκαταληξίες του και ράβει την εγωιστική σου αντωνυμία στο κοντομάνικο μπλουζάκι των ανέμων, Κοίτα με, θαυμάζω την φωνή της σιωπής σου, στο μάγουλο της ατμόσφαιρας ερυθριά το φιλί που σου πήρα, με τα βλέμματα συνεννοούνται οι καρδιές, ζεύει στο άοκνο άροτρό του το φεγγάρι το πιο καλό σου όνειρο, κι είναι ερωτική απόψε η νύχτα, εμμένει σε συναντήσεις κρυφές πίσω από το φως το αργυρό που στόλισε το εικόνισμα της μοναξιάς πίσω από τους ψίθυρους « σε αγαπώ, μωρό μου» όταν η αιωνιότητα ράβει τις γαλανές κορδέλες της τηρώντας την ορθογραφία των ερωτευμένων..

*

84


Στο πρόσωπο αναλογεί ένας στοχασμός ακύμαντος· Βγήκε από τον ύπνο και χαρίστηκε στην διαφάνεια του πρωινού· Όπου το δεις μεταδίδει την αύρα του· Στα μάτια του μετέρχονται οι μελαγχολίες, απαλείφονται κάποτε· Το ζωγραφίζω ανήκοντας στους πιστούς του ακόλουθους· Κι όσα σου λέω, είναι ένα αλφαβητάρι του έρωτα όπου σε έχω και με έχεις..

*

85


Προλαβαίνω αυτά που γίνονται στο τέλος Τίποτα, σκόνη της Ιστορίας· όπως διαβάζω, τα γεγονότα με ξεπερνούν και ζω με την ψευδαίσθηση πως δεν θα πεθάνω· μια απάτη αυτό· ο χρόνος με σκουριάζει σαν να έχει θελήσει να με ξεκάνει και πρόωρα· αντιστέκομαι· με ποιήματα, με λέξεις· ξορκίζω το σκοτάδι τους και κερδίζω με χρώματα τις εντυπώσεις· ζω με έναν έρωτα για τα πάντα και τα πάντα με δέχονται και με αρνούνται δυνατά. Ποιώ! *

86


Το ώριμο φως του Ιουλίου, πρωί πρωί, εκκινεί την ιστορία των πραγμάτων και ρέπει τα πάντα προς την αιωνιότητα. Το συλλαβίζω, σχεδόν το συλλαβίζω, ξέροντας πως την ποίηση μόνο έτσι την αποστηθίζεις. Στις εκβολές του νου μου χιλιάδες πουλιά που κυνηγούν τα αστραφτερά ψάρια των ιδεών στα ρηχά νερά της συγκίνησης! Και τι άλλο να ζητήσω, τι να θέλω καλύτερο! Καλημέρα!

87


Όπερ και εγένετο.. Η μέρα φορά τα χαμόγελά της, χρώματα αβύσσου και καλοκαιρινές θερμοκρασίες, ένα σφύριγμα πουλιού κι ένα αεράκι Ελαφρύ, σχεδόν ανεπαίσθητο, που μορφάζει ανάμεσα στις φιστικιές του πάρκου, γαλαντόμο, φουρφουρίζει κάνοντας τα φύλλα των δέντρων ερωτευμένα, Ιουλίου ιερατικού, σταλμένο το φως από τον οίκο του Θεού, συντυχαίνω πεταλουδίτσες αβρές που μου μιλούν ανέγνοια, λεξιλόγια των ουρανών, απ’ την ψυχή μου ξεφορτώνω μαράζι των ερώτων, γλυκά πονά της αγάπης το μαχαίρι, γλυκά το φιλί που θα γίνει ανάμνηση και θα αναστήσει όλες τις νεότητες, γλυκά σου είπα και μου είπες..

*

88


Απίστευτες φωτιές και απίστευτοι άνθρωποι. Κάποτε αναρωτιέμαι πόσο θα αντέξει ακόμα αυτός ο τόπος. Η ατιμωρησία είναι καλός κράχτης για να έρθουν κατά δω κι άλλοι ρουφιάνοι. Χάλασε η μαγιά και θα ξινίσει το ψωμί. Τι ψάχνω η αφεντιά μου ανάμεσα σε κείνους που δεν έχουνε άλλον σκοπό από να θησαυρίζουν καταπατώντας το καθετί; Κανείς ρομαντικός δεν θα αποτρέψει την σαπίλα. Κι ας αγαπώ να μιλώ για τα ωραία της ζωής και για ιδεατά τριαντάφυλλα.

*

89


Μου ανήκει μόνο αυτό που δεν έχω, μια ανάσα δέντρου, ένα τιτίβισμα πουλιού, η πρώτη αχτίδα του ήλιου, καθώς εισβάλει στα όνειρα των κρεμαστών κήπων της αυγής και χορεύουν μαζί της τα επικά φυτά του ΙουλίουΒρήκα αυτά που έχασα, ένας ειρμός Είναι από κρυστάλλινα αισθήματα και καθαρογραμμένα πάθη που βελάζουν σαν αμνοί αθωότατοι στο απερίφραχτο λιβάδι των ονείρωνΚι όμως μικρή πατρίδα μου βοάς μες το αίμα μου, με σχηματίζεις, διάπυρη όλη, καλλιεργείς εντός μου παραδείσους φραστικούς κι υπεράνω των λέξεων, αυτά που δεν λέγονται άρρητα τροχοδρομούνται γύρω από την Ψυχή που ψάχνει να αναπαυτεί στο φως της Αστραπής και στου καημού μου την πυγολαμπίδα..

*

90


Ένα πτερύγιο που τρέμει μες τον άνεμο, μια γραφή που σε πάει εκεί που δεν μπορεί μην σε πάει, λεξιλόγιο ζεματιστό, φλέγον, ξαφνικά μη αναμενόμενο όμως· σ’ ακολουθώ κι ας με ακολουθεί η φωτιά επίμονα· σχέδια μέσα στην νύχτα, διάττοντες αστερισμοί, ατμόσφαιρα Θεού που όλα πια μου τα συγχώρεσε· ένας οδοιπόρος είμαι που κινείται κατά την αυγή των πραγμάτων· και του συμπαραστέκεσαι στο επικό ταξίδι των πνευμάτων.

*

91


Συναναστροφές πάνω στο δροσερό πρόσωπο της θαλάσσης· Είμαι ερωτευμένος με την εξωτική ομορφιά σου ανεμώνα μου! Ακολουθώ την περισπούδαστη σιωπή σου που μένεις εκεί καθηλωμένη αιώνες για να ζηλεύουν οι αιώνες· Μάγισσα φωτεινή, ρήγισσα των πόθων μου, πρωθιέρεια..

*

92


Σέρνω ρήματα κοντά σου σέρνω έναν αρραβώνα μυστήριο, Σέρνω την μοναξιά μου τον πόθο μου της αγάπης μου τα παιδέματα την φωτιά Νυχτώνει και αντιλαλούν οι φωταγωγημένες αιθρίες των ουρανών σου Ολοένα πιο κοντά σου κάθε μέρα πιο κοντά σαν ένα μουσικό στερέωμα που πολλαπλά σου ανήκει.

*

93


Οι μουσικές σου πλημμυρίζουν τον ουρανό Καλό κατευόδιο σε κείνους που σ’ ερωτευτήκανε Ζεις αναιρώντας τον θάνατο Σκέφτεσαι την σιωπή κι η σιωπή γίνεται ξαφνικά ομιλία Ένας αναστεναγμός χτίζει τα κάστρα σου Θα εφορμήσω..

94


Στεναχώρια ιοβόλα.. Στεναχώριες περπατούν στο χείλος της αβύσσου, Φεγγάρι γυρεύει την γέμιση, Το καλοκαίρι μοιρασμένο σε κλήρους- κάποιοι ατύχησαν, Ο άνεμος υποψία καταστροφής, ο άνεμος επάρατη αντήχηση, Στο πρώτο φως τρομάζεις, κανένα πουλί δεν θα μιλήσει του ύπνου σου, Ένα άστρο στον ουρανό θα είναι ένα δύσκολο άστρο, Πονάει η καρδιά σου, αίμα σταλάζει το φεγγάρι, Πώς χάνονται απρόσμενα οι ζωές και οι ψυχές; Αραχνοΰφαντος ουρανός, παγωμένη ανάμνηση, κλάμα βουβό, Μια σιγανή βροχούλα ντεραπάρει την ευαισθησία σου, Τα χώματα μαυρίζουνε και φαντάζουν αλλιώτικα να σε διώχνουν Από την γη που ως τα χτες ήταν εκεί και σε αγαπούσε. Δεν έχει τζιτζίκια του θέρους, κορυδαλλούς που χοροπηδούν χαρωπά, ευτυχισμένες Σουσουράδες που πλέκουν ερωτικό υμέναιο μέσα στο φωςαλλιώτεψε Κι η προσευχή σου απόψε, έγιναν πιο σκληρά τα λόγιαποιος έχει το κουράγιο Να ζήσει την τροπή των πραγμάτων προς ένα ζόρικο Άγνωστο;

95


Οι χαμένοι.. Αυτοί που χάθηκαν θα είναι πάντα σαν ένα ποίημα που δεν αποστηθίσαμε, Θα γυρίζουν ανάμεσά μας γυρεύοντας ευτυχισμένη κατάληξη, Θα νοσταλγούν μια αγκαλιά να τους χωρέσει, θα ζουν με διάπυρα παραπονιάρικα μάτια. Στο κενό των συναντήσεών μας θα κρατούν ματωμένα τριαντάφυλλα Και θα αποδομούν την κουρασμένη προσευχή μας· Θα καβαλικεύουν τον άνεμο, θα μας ψιθυρίζουν πόσο άδικο είναι να φεύγεις νωρίς Αφήνοντας πίσω σου ούτε ένα ψεγάδι. Κάποιοι θα πρόλαβαν να αγαπήσουν- οι άλλοι Θα μας ρωτούν πώς είναι αλήθεια ο έρωτας, Θα σκορπούν το ψυχικό άρωμά τους πάνω στις βαφτισμένες στο φεγγαρόφωτο πικροδάφνες Και θα κλαίνε μυστικά και φανερά αόρατοι και ορατοί σε μια αμφίβολη κτήση.. 27.7.2018

96


Κορίτσι δικό μου, γυναίκα μου! Ο ήλιος κερδίζει τα πάντα με γενναιότητα, Οι ηλιαχτίδες του αποτελούν καθαρή ειμαρμένη, Κάτι πουλιά αυτομολούν προς τον επιγραμματικό πέρα ορίζοντα, Κάτι αραιά ασυντόνιστα νέφη, Και η μέρα φθίνει κάποτε, όπως να έγειρε να κοιμηθεί Επάνω στων βουνών το μαξιλάρι· τρίζει βαθιά και γουργουρίζει η θάλασσα, Πλοιάρια την διαπλέουν κλείνοντας τον κύκλο πάνω στην δροσιά της· ο άνεμος είναι μια επιστολή για τον καθένα· άφησε το παράθυρο απόψε ανοιχτό να εισβάλει το ματωμένο φεγγάρι Και στολίσου με τις μπεσαλίδικες πικροδάφνες, Κορίτσι δικό μου, γυναίκα μου, κι έλα Στην κάμαρα που ζει για την ηθική της, έλα Να σε αγγίξω και να μοσχοβολήσεις όπως νυχτολούλουδο που ντρέπεται και δίνει το άρωμά του να μεθύσουν τα άστρα Απόψε Και πάντοτε..

*

97


Το φεγγάρι τήκεται μέσα στην μοναξιά μου και δεν αργεί να τελειώσει ο Ιούλιος. Πικρό εφέτος το ποθητό καλοκαίρι. Έσβησε το τσιγάρο του επάνω στην επιδερμίδα της ευαισθησίας μας. Οι ζωές που μείναν, οι ζωές που φύγανε- όλες θα λείψουν· η νύχτα τα τυλίγει όλα στον καθαρό οίστρο της. Όσα είπαμε θα ξεχαστούν κι ούτε μυαλό θα βάλουμε ξανά. Θα δούμε όπως πρωτόγονοι την θάλασσα και θα αφομοιωθούμε απ’ το καμένο τοπίο. Τουλάχιστον να φυτρώσουμε πάλι σαν δέντρα που δεν το έβαλαν κάτω.

*

98


Φυτρώνουν χέρια πάνω μου φυτρώνουν πουλιά Και γαλανίζει να τα πει ο ουρανός μου. Σκεφτικός μένω. Καθόλου αέρας. Η μέρα τσίριξε σαν φρένο ποδηλάτου και μετά Καλουπώθηκε γύρω από τον εαυτό της Αδέξια. Ένα ημερινό φεγγάρι πλημμύρισε τα πάντα και την θάλασσα Και υποσχέθηκε μια άλλου είδους ελευθερία.

*

99


Εμένα πάντα θα μου μιλά ένα δέντρο, θα μου μιλά η θάλασσα θα μου μιλούν οι άξεστες πέτρες ο γκρεμός της ηλιαχτίδας αφουγκράζομαι: πετούν σπίθες τα πυρωμένα λιθάρια σαν τσακμακόπετρες που βάλουν κατά τον βοριά το νερό ακούω που κελαρύζει μέσα στα ρυάκια αντήχηση των αοράτων στην καρδιά μου, πλησμονή των χοϊκών απηχήσεων· πώς σε ενστερνίζομαι γη, πώς σε αφομοιώνω και πώς μετατρέπεις το κουρασμένο κύτταρο μου σε οικουμενική προσευχή να την ακούσουνε όλοι!

100


Σκοτεινός ιδιοφυής τσαρλατάνος! Ανάμεσα σ’ αυτά που με χωρούν και σ’ αυτά που όχι Μένω εμβρόντητος να ξελεπιάζω χίμαιρες. Στο κενό το ένα ποδάρι μου Πατά γερά στην ουτοπία το άλλο. Ζω καθεστώτα αγρύπνιας, ποιος δεν το ξέρει Πως η πατρίδα έγινε άγονη χώρα; Συλλέγω αριθμούς και έχω αρνητικό διαρκώς αποτέλεσμα. Τίποτα δεν θα φτιάξει όπως το επιθυμώ. Ξεχνάω και αυτό τους πάντας κατέστρεψε. Ποιού είναι η κηδεία και ποιόν κλαίμε αλήθεια; Θα παραβιαστούν όσα δεν έπρεπε να παραβιαστούν και μπάχαλο μέγα θα γίνει Ο κόσμος μου. Σκοτεινός ιδιοφυής τσαρλατάνος!

101


*

Όταν κατάλαβα ότι όλος ο κόσμος ήταν μάτια Κατάλαβα ότι ό,τι αγαπούσα ήταν τα φωτεινά μάτια σου Και παραδόθηκα. Άρχισαν όλα μου από την αρχή. Συντελεσμένο της αγάπης μας το γεγονός. Βαθαίνει κιόλας Μέρα την μέρα. Τι προκύπτει που να μην είναι καθηλωτικός μεγαλόσχημος έρωτας; Σ’ ένα δυσεύρετο λουλούδι γράφτηκε το ποίημα Και στο διαβάζω εσωκλείοντας τα αισθήματά μου και τον πόθο.

102


Τα πουλιά… Όλα στην θέση τους, και ξυπνούν με μια ευεργετική μελαγχολία που τα στιλβώνει κάνοντας να μοιάζουν σαν να είναι στον παράδεισο. Ακίνητα λίγο, μετά πετούν παρασυρμένα απ’ τον αέρα και κυνηγώντας την ευτυχία του ήλιου. Τα διάβασα. ψιθύρισα τις φτερωτές επιθυμίες τους, τα μετέφρασα σε λέξεις και πάθος. Μετά έφυγαν λατρεύοντας μια φωταγωγία πρωινή που στολίζει την πλάση με κείνα που κι εσύ λαχταρούσες..

103


Υπνοβάτης… Αφήνω ένα φεγγάρι μέσα μου, παίρνω τους δρόμους Κλείνω την πόρτα κατεβαίνω τα σκαλιά Περπατώ μες την νύχτα Το προάστιο είναι μια σκούρα ανάμνηση της πατρίδας Σιγουρεύομαι Η υγρασία με περονιάζει Προχωρώ κάτι βήματα αναίτιου συλλογισμού Αυτοκίνητα περνούν από δίπλα μου ανασαίνω Τον αέρα των ξενυχτισμένων άφησα Πίσω μου τις ουτοπίες μου και έραψα καινούριες φορεσιές Ονείρων το φεγγάρι Λειψό πια με κοιτά και κάτι μουρμουρίζει Μπλέκονται μες τα κλαδιά οι ψίθυροι Είμαι υπνοβάτης που σηκώνει την σκόνη των ποιημάτων Όλα πασπαλίζονται μια άσπρη αρχέγονη σκόνη Ο μύθος μπερδεύεται με την ιστορία του Νυστάζω..

*

104


Όλη από ύλη ανέμου σαρώνει τον ουρανό του έρωτα..

και μιλάς μια πρωινή ευδία που και με στριμώχνει στο καναβάτσο

105


Κηδεία… Νομίζουμε βυζαίνουμε τον ουρανό Μα- στην πραγματικότητατην γη βυζαίνουμε αδιάκοπα· κι όταν Σταματήσει αυτό το σεβαστό γάλα Ο θάνατος επάνω μας αξιώνει δικαιώματα αναπνοής, νικάει. Καμία πια δεν είναι η ανάσα σου· και όταν Στο φέρετρο επιβεβαίωσες ότι το μηδέν είναι ο αριθμός ο σημαντικότερος Ήξερα πως το πρόσωπό σου το στραμμένο προς τον ουρανό δεν θα ξαναδεί πια τον ήλιο, Θα γεμίσουν στεναχώρια τα φθαρμένα πνευμόνια σου Και θα πλημμυρίσουν μπαρούτι της απουσίας. Καλό ταξίδι έτσι που είσαι έτοιμη από καιρό για να ζεις στην αδιαφάνεια Καλό ταξίδι έτσι που και το σκοτάδι πια δεν σε φοβίζει Ζήσε χωρίς να ζεις σκύψε κατά τον ουρανό Και σημάδεψε τον χρόνο με την απώλεια που ξεκάθαρα πια τώρα ορίζεις..

*

106


Η δύση όπως την αποτυπώνω ζητά καθαρή λεπτομέρεια. Ήλιος που βύθισε, χρυσαφένιος. Εξασφαλίζονται η ρέμβη και η νοσταλγία. Θεός ολούθε. Ζήτημα ενός φωτός το παν. Θρησκεία ανέμου σ’ όλα τα χαράματα μετά. Πρωίας λαυρεωτικής. Νικούν οι ρίμες.

107


Ο λωτός… Εισχωρεί το σύμπαν μέσα μας όπως Να ζητά καθαρή τρικυμία. Κι ό,τι ξεχνάμε θα ‘ρθει να μας βρει ανοίγοντας Πληθυντικά τους ορίζοντες. Στο σπίτι κάτω απ’ το βουνό, στον απερίφραχτο Ήλιο μέσα ο λωτός σφύζει από υγεία του μύθου. Κι άγουρος Ακόμη τρίζει δασκαλεύοντας Τα έντομα να μείνουν μακριά. Καιρός καλοκαιριού, ένας ύμνος Ανεβαίνει από αρχαιότητα κι ελληνικά ακούγεται η φωνή Όπως να ψάλλει κάποιος και να μην γνωρίζεις που κατέφυγε ο θεός..

*

108


Ο ήλιος δύει και κρατά το αλάτι της γεύσης του, πλοιάρια νοσταλγικά αργούν στον κόλπο, το κρασί της θάλασσας γλυκόπιοτο, μεθυστικό, χίλιες αντένες τρέμουν πάνω στα νερά, αιώνια δόξα. Έτσι μαλωμένα που είναι τα γλαροπούλια δεν θα βρουν πουθενά ουρανό να ησυχάσουνΘα ντρέπονται μες την γαλήνη να φωνάζουν κακιωμένα, Όταν βραδιάζει θα κινούνε τα μοτόρια τους τα άγραφα ποιήματα..

109


Τοιουτοτρόπως… Στον αφρό κοιμήθηκαν τα παραμύθια, Η αψάδα που τα πήρε τα εφύτεψε μες τα πελάγη, Στον έρωτα εσκιάχτηκα, στην αστραπή, Μπουμπουνητά που εσυνέβηκαν πρώτη του Αυγούστου, Λιγοθυμίες πάνω στον χορό της πικροδάφνης, Νερό που κρύωσε και μου το πρόσφερες σαν σε κοιτώ Που είσαι πρόσωπο που σμίλεψε η ανθάδα. Λιγόλογος ο κόσμος σου, λακωνικά ψιθυρίζεις, Η κάθε επιθυμία μου θα είναι τζόγος που δεν σε απόκτησα, Μικραίνει η μέρα σμίκρυνε ο σήμερα καιρός Πίκραναν πιο πολύ οι πόλεις των ανθρώπων Βουίζει όπως χρυσόμυγα ο θάνατος βουίζει Δεν συγκρατώ αντωνυμίες που με παραπλάνησαν Στον εαυτό μου αποδίδω εύσημα ερωτικής αγρύπνιας.

*

110


Στο αστεροσκοπείο του πολιτισμού το τηλεσκόπιο βλέπει μέσα από τον εγωισμό μας. Αμφιβολίες για το καθετί- από τι θρέφεται η ματαιοδοξία; Τουλάχιστον καλές προθέσεις έχουμε- αν ως το τέλος το κρατήσουμε το χρυσόμαλλο δέρας, να δεις που θα μας ξαναδεί αλλιώτικα ο θεός..

*

111


Πρέπει να ξέρουμε και τι θέλουμε όταν γκρεμίζουμε την πολυκατοικία για να κρατήσουμε το οικόπεδο. Θα το κάνουμε κήπο για να ακούσουμε πάλι να κελαηδούν πουλιά; θα φυτέψουμε δέντρα για να δούμε τον καλλικέλαδο καρπό τους; θα ξαπλώσουμε στην χλόη που ψήλωσε; θα κοιμηθούμε στις ωραίες ησυχίες της δροσιάς του; Ή θα μείνουμε με την βλακεία μας και θα είμαστε κατεδαφιστές του Καθετί και θα ζούμε με ιδανικό μας την Άρνηση- απόλυτοι άρχοντες του Τίποτα; *

112


Λήγουν τα λόγια μου όπως λήγει στο δέρμα μου η νεότητα. Τίποτα απ’ ό,τι ισχυρίστηκα ίσως τελικά δεν ισχύει. Έχουν έδαφος ρημαγμένο οι βεβαιότητες, το κατάλαβα μια νύχτα που κοιτάζοντας τον ουρανό ένιωσα πως είμαι λίγος, τραγικά λίγος. Οι λέξεις δίνουν το έναυσμα για μια παρηγοριά και σε κρατούν ντοπαρισμένο σε μια μέθη που σε κάνει να αντέχεις. Ωραίο και άσχημο αυτό. Ενότητα καθαρώς αντιθέτων. Να μια διαλεκτική που κομπάζει για τον εαυτό της και μας μαθαίνει σύνεση της πραγματικότητας. Κι όταν το καταλαβαίνουμε είμαστε οι τραγικοί αποδέκτες μιας κωμωδίας που την παίζουμε σαν τραγικοί ηθοποιοί.

*

113


Να δίνεις χρώμα στην ζωή κι ας είναι όλα όσα σου χαρίστηκαν στεγνά και άτονα. Δώσε απ’ την ψυχή σου μιας και ο λόγος σου πάντα θα καθρεφτίζει λίγο ουρανό και λίγη θάλασσα αλλά και θα εκπορεύεται από εκείνα που θα ήθελε να σου απαγορεύσει ο θεός. Ένα καταφύγιο Ομορφιάς μέσα στην δύσκολη πραγματικότητα και παραμένεις το ίδιο ιδεολόγος και το ίδιο παγανιστής όσο ένα ξερό φύλλο που παρασύρει ο χείμαρρος και θα καταλήξει στον άπεφθο ωκεανό.

*

114


Κουράστηκαν οι μέρες μου· κάπου έχασα και λίγο τον προσανατολισμό. Μια αντήχηση από θέληση που ατολμεί με κάνει να βλέπω στην αρχομένη πρωία το πρόσωπο της οικουμένης όπως πάντα επιθυμούσα να είναι. Η τάξη ίσως δεν μ’ ενδιαφέρει αν αυτό στερεί την πρωτοτυπία και ακρωτηριάζει την φαντασία μου. Ζητώ ρέστα δροσιάς από την καθαρή φλόγα που με εμπνέει. Οι απαιτήσεις μου είναι όπως τριαντάφυλλα που μες τον κήπο σου τραβούν το μάτι και σε αναγκάζουν σε κορυφαία προσήλωση. Ω θεϊκέ, ριζωμένε εντός μου, ουρανέ!

*

115


Μουντζουρώνω την εικόνα σου, δεν κάνω διάκριση, θέλω να σε αγγίξει το γερασμένο μου όνειρο, κι έτσι πάλι θα σ’ αγαπάω, μοιρασμένη ανάμεσα σε μένα και τον χρόνο, να τροχοδρομείς τις ιδέες που εγκατέλειψα μες τον αιώνα και μου επιστράφηκαν να τις σώσω πεισματάρικα όλες. Είχα τον κήπο, είχα το νερό, είχα το ομιλητικό φεγγάρι, την αγρύπνια για να με καψαλίσει η έμπνευση- είχα τον δρόμο, είχα τον τρόπο, την σιγουριά είχα ότι ο έρωτας είναι ένα ατίθασο παιδί που αγαπά να κοιτά τις ζημιές του. Τώρα δύω, με σκλαβώνει η λαχανιασμένη μου αναπνοή, με κινεί νωχελικά το εξουσιαστικό βράδυ. Άκου με που σου μιλώ, έχω ένα φως που μου περίσσεψε από τις τότε εφηβείες, έχω ένα φωνήεν που κοάζει σαν μικρό βατραχάκι που περιμένει με ένα φιλί να μεταμορφωθεί.

*

116


Δεν τέλειωσε το μεσημέρι και ερήμην του δικάστηκε ο τζίτζικας. Αυθάδης. Επιφορτίστηκε όλη την φλόγα του καλοκαιριού και αυθαιρέτησε νομίζοντας ποτέ δεν σφάλλει. Δικαίως τον ζηλέψανε όλοι. Τόση χαρά να τραγουδάς και να μην βάζεις μέσα γλώσσα πού να το ξαναβρείς;!

*

117


Μέχρι τον Αύγουστο εφτά ημέρες δρόμος. Αντιλαλούν μέσα του ωδικές αυταπάτες. Ένα σκισμένο σύννεφο βαραίνει πάνω στον καψωμένο ουρανό. Λίγη ή και καμία έγνοια. Μόνο το ποίημα ένα φιλοσοφικό απόθεμα από εκείνα που εγκαταλείφθηκαν μετά ‘πο τον κατακλυσμό σαν απολιθωμένα αισθήματα που δεν έχουν κουράγιο ζωή να βυζάξουν.

*

118


Παράξενη γη Χαμαιλέοντα μεθυσμένε Λιώνουν τα αισθήματά σου για τα όντα Αλλά κι αυτά πεθαίνοντας σε εκδικούνται Ποια χλωροφύλλη είναι το αίμα σου; Ποιος Ποταμός συλλαβίζει την χάρη σου; Ακίνητα όντα κι όμως κινούνται επί σκοπόν να αφανίσουν την ορμή του θεού. Και ο θεός είναι πάντα αυτοί οι ίδιοι οι δύσμοιροι, Μανταλένια μου!

*

119


Ο Αύγουστος φέρνει σε οργασμό την παλλακίδα του ήλιου Και την χειροκροτούν θαμώνες των ανέμων των άξεστων. Στην χλόη, στα φρυγμένα φύλλα, η ηλιαχτίδα σπιθίζει η άτιμη. Κι ένα δασύ φωνήεν της χαράς ζώνεται φυσεκλίκια πεντοζάλη και Χορεύει νυχτοήμερα πάνω στην γη που από έρωτα κλονίστηκε για τον αναποδογυρισμένο γαλαξία.

120


Ενότητα.. Αυτό που ραγίζεται και ομιλεί είναι το πρόσωπό σου μέσα στο πρόσωπό μου και αυτό σε μια μετάθεση που ανήκει σε διαφορετική ιστορία. Δεν είναι ο έρωτας, η αγάπη που διαρκεί, το πάθος, η σύσφιξη κάτω από τον ουρανό της φωτιάς- είναι Η σιωπή όπως εντός της οργανώνονται οι πληθυντικές πράξεις των προσεγγίσεων, εγώ να είμαι εσύ κι εσύ να είσαι εγώ, κάτω από μια νομοτέλεια συνταχτικού χρόνου ακαθόριστης διάρκειας- ενόσω Διαρκεί το άστρο και του φεγγαριού η αντήχηση λούζει τα δέντρα που χαριεντίζονται απόψε για χάρη σου.. *

121


Όταν ξυπνήσεις ανάμεσα στα φεγγάρια που σου ανήκουν Να ρετουσάρεις τον άνεμο και να αφήσεις να κυλά στην καρδιά σου Το βασανάκι του θεού που σ’ έπλασε. Τόση ζήλεια και η πρωία γίνεται ένα φασαριόζικο σύνολο Από βιολιά και τύμπανα των άστρων που χλιμίντρισαν στα χαμηλά Δωμάτια του ουρανού και γράφτηκε ξανά το παραμύθι της ζωής σου Για να ‘χει ο έρωτας πάντα υπόσταση..

122


Τα χέρια τους… Τα χέρια τους ψηφίζοντας επαφή και προσήλωση: Δεν κουράστηκαν, δεν εγκατέλειψαν την στιγμή της αφής, κυρτώθηκαν ή έγιναν κοίλα, σαν κουτάλες που μέσα τους στοίβαξε το καλοκαίρι την νόστιμη γεύση του. Αραχνοΰφαντα, σαν να σκορπίσανε τις αρετές τους, να δούλεψαν, να ερωτεύτηκαν, να μάζωξαν τα περιττά και να τα απομάκρυναν από το όνειρο το όμορφο της πραγματικότητας. Τα χέρια τους γυμνά και παιδαριώδη, σαν αλήθειες και σαν ψέματα, σκαρφάλωσαν το ένα πάνω στο άλλο και έγραψαν την τραγωδία τους, την ιλαρή τους τραγωδία κάνοντας μην ξεχαστεί το κάθε τους βαθύνοο πνεύμα που πρέσβευαν. Όταν νύχτωσε ψηλάφησαν το μάγο φεγγάρι και πήραν δροσιά από το ασήμι του. Μετά κοιμήθηκαν στον κρύο αέρα του μεσάνυχτου, ψαχουλεύοντας μια μνήμη που δεν ήταν δική τους. Τα είδα και τα είπα, με νουθέτησαν. Με καθοδήγησαν- έτσι σας γράφω: γιατί απ’ το πεπραγμένο τους οίδα κι εγώ τις Αλήθειες.

*

123


Από τα κάγκελα του φεγγαριού πιάνεται ο ουρανός Και η κουστωδία των άστρων ωραία καλπάζει μέσα στους μεγάλους λιμένες Ένας φεγγίτης σύννεφου μισάνοιχτος αφήνει μια αχτίδα να παραπλανά το σύμπαν Και μέσα σ’ όλα αυτά εγώ που σ’ αγαπώ και μήτε μία σπιθαμή μετακινούμαι από τούτο.. *

124


Προχώρησε η νύχτα, συρρικνώθηκαν οι επιθυμίες, είσαι εσύ κι εγώ και κάτι άλλο δεν χωρεί στον καθαγιασμένο μας παράδεισο, Ακόμη να ξημερώσει, όλη η αγάπη που σου ‘χω ένας απέραντος ύμνος που μιλά για χαρά! *

125


Το τοπίο μιλάει μέσα σου μ’ αυστηρή εχεμύθεια και απλώνεται στον καθαρό ουρανό ντελικάτο και μόνο. Ο κάμπος πέρα ως πέρα χρυσίζει και υπόσχεται θύελλα μιας καλής εποχής, μεστά ισχυρόγνωμα αλέτρια. Τότε ξημέρωσε, ο ήλιος σε έλουσε σαν μια θεά που πολύ ως τότε μας έλειψε. Πήραν φωτιά τα μαλλιά σου. Ένα αεράκι ψιθύρισε λόγια καημού και ήρθες κλείνοντας τον μύθο να μας πεις πόσο ακρίβυνε η Αρετή στα μέρη που γεννήθηκες και περπατούν οι λατρεμένες σου ελαφίνες..

126


Ζωγραφική των παρακμιακών αισθήσεων.. Αυτά που ξημερώνουν έχουν γνώμη σαν θάλασσες και συντελούνται πάνω στην συνείδηση της δροσιάς. Τα κτίρια σκορπίζονται σαν χρήμα ο σπάταλος Και ξεφεύγουν απ’ όλα. Διάθλαση, ανάκλαση, όλες οι διαστάσεις της στρεβλότητας Ρημάζονται και υποτάσσονται στο φως. Και των χρωμάτων η ουσία με βεληνεκές όσο η φαντασία φτάνει Ζωγραφίζουν την μαρμαρωμένη πραγματικότητα μεταπλάθοντάς την σε κάτι ιδεατό.

127


Βαθέως κάτι.. Όταν άνθισες ήταν οι προσευχές που σε μεταμόρφωσαν και σε έκαναν γόνιμη τόσο σαν ευφράδεια σταφυλιού σαν μυστικό σπίνου σαν ιερουργία Αυγούστου· και το καθαρό μελτεμάκι όπως φωνή λαούτου που στενάζει μες τα χέρια του μαέστρου σε είπε σε ανέδειξε σε εκδήλωσε όπως μια ζωντανή φωτιά κατακαίει τον φλοιό και φτάνει ως την ψίχα των Απωτάτων σε άφησε μπρος στα μάτια μου να είσαι εικόνα που δεν σχολιάζεται και μελαγχολικά βαθιά μου εδράζει..

*

128


Μπορώ να αφομοιώσω τα πιο αντιφατικά πράγματα και να τα μεταστοιχειώσω σε κάτι που να είναι βρώσιμο και προπαντός ηθικό. Αν ήμουν ωκεανός θα είχα να σας δώσω το θρεπτικό πλαγκτόν μου. Να μια ποιητική έξαρση που την διεγείρουν οι αντιφάσεις και την πλαισιώνει η καθαρή γραφή του «λυρικού βίου» όπως θα το έλεγε κάποτε αυτός ο Μέγας Ποιητής! Χαίρομαι που ένα έργο φτιάχνεται κι από εκείνα που δεν μου αρέσουν μα μπορώ να τα μεταβάλω σε μια εικόνα που δεν τα περιέχει ως χρώματα μα είναι ό,τι αφομοιώνω για να τα ανακυκλώσω αφήνοντος τα να είναι ό,τι δεν είναι, μα που τέρπουν τις αισθήσεις μου, τελικά. Σαν αποτέλεσμα και λεπτομέρεια όλα να τα δείτε…

Αν ξέρεις, νιώσε και κατάλαβε.. Κι οι ιδέες προεκτείνονται έως τον θάνατο και ζεις για να δοκιμάζεις τον δύσκολο πυρετό τους εφ’ όσον υιοθέτησες. Να έτσι όπως του έτυχε καποιανού να τον σκεπάσει ο ίσκιος ενός δέντρου που ψήλωσε ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του και τώρα δεν μπορεί να ορίσει την μέθοδο της ρίζας και το πλάτος. Εκτείνονται οι απόψεις και δεν τις ορίζεις καν. Ακολουθείς λες και σαν οπαδός θα διαπρέψεις. Κι όταν μεσημεριάζει, ο ύπνος είναι «ιερός, λιονταρίσιος», που είπε κάποτε κι εκείνος που αλαφροΐσκιωτα επάτησε μέσα στην ερημιά και ένιωσε πόσο χτυπάει επάνω σου το κύμα.

129


Ο άνεμος κι οι λέξεις.. Μπλέκονται στα δίχτυα και είναι λίγο αφηνιασμένα και λίγο αόρατα, Μετά τα ανασύρουν ψαράδες με σηκωμένα τα μπατζάκια τους και με τσιγάρο σβησμένο στα χείλη, τα ρίχνουν πάνω στην βάρκα τους και είναι αλίευμα αυτό του ουρανού, μην πεις της θαλάσσης, που ανήκει σε όλους και κανείς δεν θα πληρώσει για αυτό. Είναι ένα απόκτημα πώς να το πεις, να το πεις Ποίημα, να το πεις δωρεά του Θεού, που λάμπει και ιριδίζει πάνω στην λαδομπογιά της βάρκας και το λιμπίζονται οι γλάροι και θα το τραγουδήσουν οι μερακλήδες άνεμοι μόλις θα φτάσει το καΐκι στην στεριά- να ο μικρός ζωγραφικός σου παράδεισος! Τα κερδίζει όλα και στα δίνει ο Αύγουστος. Και το ελληνικό του μπόι θα το διακρίνεις από παντού, είναι η μοίρα σου να σε μπουρδουκλώνουν κι εσύ να ζεις χορεύοντας ξυπόλυτος επάνω στο βραστό τσιμέντο της προβλήτας, αφήνοντας τα ίχνη σου και στην Αθανασία και στον Έρωτα ακόμα. Καλόγνωμε, ακόλουθε του ήλιου, άρχοντά μου!

*

130


Έκανα τις προσθέσεις και πρόκοψα· μόνο απ’ το φεγγάρι αφαίρεσα το μισό· ήταν όπως αλήθεια παρακμασμένη· μετά χάιδεψα τον βασιλικό, όπως συνήθιζα: μύρισε όλο το σύμπαν· η νύχτα κουκούβισε στην παλάμη μου, δέχτηκε να μου είναι πειθήνια· μέτρησα από την αρχή: αριθμούν πολλών λογιών οι ευτυχίες. Κάτι θα έσωσα..

*

131


Και να δεις απλό που είναι· καμία πολυτέλεια· μια ψαθοσκεπή και να φυσάει ο αέρας ιαματικός· όσες σκέψεις και να κάνω θα παρασυρθούν από ένα τέτοιο θεϊκό καύχημα· ζω για να αγαπώ αυτές τις Στιγμές που δεν θα μπορούσε να αγοράσει κι ο πιο ζάμπλουτος της γης. Και πώς να σας το πω, πόσο μου έχουνε λείψει!

132


Στον Ποιητή που έλειψε αφήνοντας χνάρι του δόξα… Στο σκοτάδι γυρίζουν πρόσωπα πανικού και σαν γλιστερά ψάρια σαλεύουν σκιές μες την νύχτα την εύφλεκτηΕίναι οι Σκέψεις σου ατιθάσευτες αεικίνητες σαρωτικέςΌλες οι Νουθεσίες που άφησες, εκατόφυλλο ρόδο που αυγάζει κλείνοντας τα περιθώρια των εκπλήξεωνπλησίασα τις μυστηριακές καταβολές σου, οίδα αυτό που το ρήμα σου είπε, κατάλαβαΚαι προχώρησα στην ποίηση των Αναζητήσεων, γεύτηκα το μέλι των αινιγμάτων σουΕίναι ο τρόπος που έλειψες απ’ τα γεγονότα, είναι το κενό που αφήνει ένας Ιεροφάντης του καημούΣε κανένα λάθος δεν πίπτει ο Παθιασμένος ταπεινός δούλος της ΤέχνηςΣτερέωσες την βιταμινούχα τροφή σου στον ουρανίσκο μας και είπες "φάγετε τώρα, τούτο μου εστί το σώμα…" στο βάθος του καιρούΑ τα δηλητηριασμένα μυαλά των εμπαθών, αναστάτωση που φέρνουν, με την μιαρή τους μισαλλοδοξία!Εσύ δεν κουράστηκες να μην λυγάς, έμεινες εκεί που θέλει ψυχή λεόντων να αντέξειςΠάντα ανθρωποφάγος είναι ο πληθυσμός μας, πάντα νοστιμεύεται την ανθρώπινη σάρκαΜα η Ουσία είναι να μην είσαι υπερφίαλος που θέλει αφανισμούς και φρικαλεότητες, Η Ουσία πάντα είναι να είσαι Δορυφόρος της Αλήθειας Και τούτο Ποιητή το κατάφερες, βοηθώντας την Τέχνη να υπάρξει, βοηθώντας να υπάρξουμε κι εμείς, φωτισμένοι από το ασύντριφτο υψηλό Αγαθό σουΝυν και αεί…

133


*

Όλα είναι μια ραγισμένη πρόθεση που δεν την συμπαθώ Μετρώ φοβερές μέρες ώσπου να βρω τα ζύγια μου Κάποτε αισθάνομαι χαρταετός καλοφτιαγμένος Που ξυρίζει τα σβουριχτάρια του και πετά με μια καμαρωτή ουρά πολλά υποσχόμενηΑλλά είναι κι οι νύχτες το επίπλαστο χάδι τους το μαργαριταρένιο φεγγάρι Που ζαλίζει τον κήπο μου και μου σκορπά ολόγυρα μια άγουρη μυθολογία Τότε είμαι ένας πρόσφυγας αναγκών που δεν ικανοποιούνται Και μπλαβίζω τρώγοντας συμπόνια και αλληλεγγύη Λαχανιάζω κρίνοντας αυτόν που με κρίνει και είναι αιώνας..

134


*

Ποτέ δεν ήμουν για κατανάλωση Κλείστηκα στον εαυτό μου σαν μυστικό εμφιαλωμένο Όσοι με καταλάβανε κατάλαβαν- οι άλλοι Θα με δουν αναρτημένο στις μαρκίζες Των θεάτρων που δεν παίζουν πια παραστάσεις. Έχουνε σημασία οι Σημασίες μου, μην τις αγνοείται Δώστε βάρος στις Λεπτομέρειες αυτές με χαρακτηρίζουν Μου βάζουν φωτιά Εμένα οι λέξεις μου είναι μοχλοί Μετακινώ αδιάκοπα το Σύμπαν..

135


*

Λίγο το φως και δεν φτάνει στους κόλπους της νύχτας Ανοίγω τα κιτάπια της σαν τυφλοπόντικας φρενιασμένος Αποπού η απειλή εισχωρεί μες τον νου μου, αποπού καλπάζει Μέσα μου η ειρωνεία της πραγματικότητας; Το ξέρω είναι τραγική η κάθε μοίρα του ανθρώπου κι έως να χαθεί μες το χώμα Απ’ τα χαμένα μου κερδίζω μια γυμνή προσευχή κι ας θρησκεύω παράξενα Είμαι απόλυτος κι όπως ξυπόλυτα βαδίζω μες την έρημο των αισθημάτων Ακούει η Κατάφαση τα αντιφατικά σχέδιά μου.

136


*

Ήσυχο μαρτύριο προδίδει η σιωπή Συσσώρευσα όπως πηνίο τα μαγνητικά προβλήματα Πώς θα τα λύσω; Η αγωνία μ’ ακουμπάει όπως μια τσούχτρα την επιδερμίδα μου Οδυνηρός πόνος βαθύς και άτμητος Μπορεί να μικραίνω όπως ένας κοχλιός στο καβούκι του Χωρώ μέσα σε μία λύπη που δεν την ορίζω..

137


Εσώτατος απολογισμός… Το βραχύ σκέλος μου ακουμπά στο φεγγάρι και είναι τραχύ και πονεμένο, όπως το έχω ταλαιπωρήσει σε πολέμους για μια ανούσια δόξα, Είναι που λες αυτό που διαβάζω πάντα αδιάβαστο Το γνωρίζω και το απεμπολώ από επάνω μου σαν χίμαιρα στην λιακάδα, Η γραφή δέος ανεπίστροφο που μέσα μου φύεται όπως μια χλόη του θανάτου, Ποιο ίχνος αφήνει ο ουρανός και σε ποιες καταφεύγω θρησκείες του, μην ξέροντας κι εγώ αν ξανά θα πονέσω, κλείνοντας με τα χείλη μου την προσευχή του θνητού που θα παρακαλέσει για να τον συνδράμει ο ελεήμων θεός του; Κι αυτός- υπάρχει νεοεκδοθείς και να καταλαβαίνει από ανθρώπινο πόνο; Όχι, δεν είναι η βλαστήμια μου! Γιατί πια τόσο ένθεος απέγινα που ανθίζουν πάνω ομοούσια ρόδα..

138


Σάββατο… Άναρχο τραγουδάκι και το είπα πικραμένος ωστόσο Παρηγορώντας με, το λειψό ακόμα φεγγάρι Πυκνή νύχτα ρηχή μοναξιάΣκιές από ένα παλιό παραμύθι Σκιές γιγαντόσωμες Κλέβουν υπόσταση από τον άνεμο, είναι τα κατσαρά μαλλιά τους που πιάνονται στων δέντρων τα κλωνάριαΈνας πόλεμος η σιωπή με την αγρύπνια, μια οχλαγωγία νυχτερίδων Όσα είπα παρασύρθηκαν όσο να γίνουν άθυρμα του αέρα Το Σάββατο λούζει τις πικροδάφνες μαρτύριοΚαι τα σεπτά τριαντάφυλλα κατσουφιάζουν κάτω από το αργυρό φεγγάρι Ντελικάτα κι επώδυνα, αλωμένα από του αρώματος μια ταλαίπωρη λόξα Που πλημμυρίζει την αυλή και καλεί τους αγγέλους σε εγρήγορση.. 25.8.2018

139


Βουλιαγμένο παράπονο… Βάρυνε ο ουρανός και δεν τον ερμηνεύω με την όραση Φιλοδοξώ μην είμαι ορατός- πάντα τέτοιος θα ήθελα Ακόλουθος των νεφών- πονηρός νεφεληγερέτης Α Δία ωραία που έπαιξες! Κορόιδεψες τους πάντες Βρε μήπως έτσι ήταν πάντα οι θεοί; Τώρα που σκέφτομαι Ταξινομώ τις ουτοπίες μου κι όλο λαθεύω Πικραίνω Αυτό που με γουβιάζει με γεμίζει ύδατα στεντόρεια Όπως μια λίμνη που θεμέλιωσε ο νους μου Μέσα στην ερημιά Κι όσο νυχτώνει Γράφω το παραμύθι μου Αλλά εσείς ουδέποτε πιστέψατε κι ακούτε. Όπως να μην υπήρξατε παιδιά και γεννηθήκατε έτσι μεγάλοι..

*

140


Από το χνώτο σου η παρουσία προβάλλει αν Τα δάχτυλά μου σε ψηλαφίσουν ενώ δεν είσαι εκεί και από μελαγχολικό νέφος το πρόσωπό σου Ολοκάθαρα στον νου μου σχηματίζεταιΈρωτας αυτός και μοσχοβολάει μυστήριο Νικά την αχνή σκέψη και στο σπίτι αφήνει Τις μνήμες να γυρίζουν από κάμαρα σε κάμαρα προτού Βραδιάσει και κορυφωθεί το θέατρο των άφραστων σκιών αφού Μια οπτασία είσαι που δεν έχει ταίρι..

*

141


Πιες την απόψε την πανσέληνο και μεταμορφώσου σε μια πριγκίπισσα που αγαπά την νύχτα· τα άστρα σε πριμοδοτούν με το φως τους και στο πρόσωπό σου η κάθε αντιλαμπή τους τρέμει ως να γίνει η θάλασσα όλη μελάνι και μ’ αυτήν να γράψω λογάκια ερωτικά καθώς μεθώ και νιώθω πολύ να σε θέλω.. 26.08.2018

142


Κινήθηκε έξω από την ιστορία Σιτίστηκε ιδέες ευφραντικές που χωνεύονται δύσκολα Επαναστάτρια από γεννησιμιού της Οσμίστηκε τους κινδύνους- ποτέ δεν τους απέφυγε· Μίσησε και αγάπησε το αίμαΚι αυτό, τι αλήθεια μοχλός για να αλλάξουν τα πράγματα! Όπως το είδε έτσι το κατάλαβε Γύρω της στροβιλίστηκαν όλα για να δώσουν μια γνήσια κανονική λευτεριά..

143


Ξαφνική απουσία… Όπως ξημέρωσε και λάμπει κάτω από την ηλιαχτίδα η σιωπή· έντομα ακοίμητα πετούνε θέλοντας μια στάλα αίμα· ο Αύγουστος ασθμαίνει στ’ ανοιχτά του κάμπου· μες τον ασβέστη αναδύονται οι μάντρες και τα βότσαλα γυαλίζουν πάνω στην αφράτη άμμο· κοίλα φωνήεντα λαχανιασμένα τρέχουν στην γραμματική πεδιάδα· πατείς με πατώ σε, οι τόνοι σκανδαλίζονται να υπερασπιστούν μια εξουσία· κάπου εκεί που άρχισες να φεύγεις κατά τα ουρανομήκη δευτερόλεπτα· το ποίημα δεν φιλοξενεί απουσίες, αγαπά την κραταιά σιωπή, ίσως γι’ αυτό σε ακολούθησε στην σκιά που κατέφυγες και έκλεισε τα ρυάκια των στίχων με βρύα που μάσησαν το φεγγάρι και το επέστρεψαν ασημένιο και λίγο μέσα στον ουρανό που σε πήρε..

144


Βασίλισσα του δειλινού… Χωρούν μέσα μου κόσμοι Κυκλοφορούν τέτοιοι παράξενοι μιλούν μια γλώσσα με άφθονο ήλιο Τις άλλες μέρες που καταλαβαίνω κάτι έξω απ’ την αγρύπνια μου Είμαι ένας στίβος που οι δρομείς εντός του τρέχουν προς τα ουράνια Ξημερώνει και βραδιάζει Πάντα στον ίδιο τον σκοπό, που θέλει το δημώδες, λέω Εσύ εμφανίζεσαι με τα χρυσά σου ενώτια, βασίλισσα άλλου θριάμβου Κάπου στέκεσαι κάπου απαγγέλεις την γαλήνη του ηλιοβασιλέματος Από τις λέξεις σου λιποθυμώ Ενστερνίστηκα τόσο φως που δεν πια αντέχεται Διακοσμώ τα αετώματα του ουρανού με στίχους Νυχτώνει Σκέφτομαι αγκαλιές και ένα σχολείο ασμάτων Σκέφτομαι για να σκέφτομαι Με πλημμυρίζει απύθμενο πάθος..

*

145


Γύρισα: από τον χαμό μου από την εσωστρέφειά μου από τα λυρικά πάθη μου Και βολεύτηκα μέσα σε έναν λόγο που και λόγος δεν υπήρξε Του Σεπτεμβρίου Τετάρτη, πλέουν τα πάντα γύρω μου παντού Μια βοή από σύννεφο μετανιωμένο κραυγάζει τουλίπες αχνιστές επάνω στο Διάστημα Ένα σταφύλι διάφανο στο φως κρησάρει τις νομοτέλειες και τις τοποθετεί όπως ψηφίδες πάνω στα σκαλοπάτια του Θεού.

146


*

Να είσαι αισιόδοξος γιατί, πάντα, αυτό που αγαπάς θα ανθίσει- μάλιστα, παρασέρνοντάς σε ως την κορυφαία Χαρά!

147


* Ο ουρανός γυμνός και γεμισμένος με την απέραντη στάχτη του Και όσα σύννεφα τόσες οι πεταλούδες της έγνοιας σου Χορεύουμε κάτω από την πρωινή γεωμετρία των ηλιαχτίδων Μετρούμε ξανά την κάθε απόστασηΉμασταν κοντά πολύ κοντά τελικάΜόνο που δεν το καταλάβαμε έως να φέξει η μέρα τα καθαρά ίχνη της Και να μάθουμε πώς είναι αέρινα τα βήματα του φευγαλέου στοχασμού μας..

148


* Αυτό το χτυποκάρδι που δονεί τις φλέβες Είναι ύμνος μιας έσω θαλάσσης Που επιδεικτικά όλους τους αγνοείΑράγιστος μένει ο νους- επικρεμάται πάνω στα κλαδιά του μεσάνυχτου Μια νότα ένα πουλί μια μουσική που βρίθει χαρούμενες δοξασίες Από κείνες που μετέφρασα κάποτε και εγώΗ ηλικία μου όλες οι ηλικίες Η αναπνοή μου όλες οι αναπνοές Όσο θρήσκευσα θρήσκευσα- τώρα χλευάζω τον εαυτό μου που εμμένει σε ρομαντισμούς και αβρότητες Που δεν συνάδουν με την εποχή.

149


*

Στο κεφάλι μου γυρίζουν σύνολα αρίθμητων αριθμών μπουκωμένες αστραπές που ντουμανιάζουνε το σύμπαν κατάθλιψηΤω τρόπω των παρομοιώσεων όμως, όλα αισιόδοξα κι όμως τα βλέπω Φώτα παράξενα κανοναρχούν την αγρύπνια μου Είμαι διττός ο λέων ο γάτος Φύση και θέση ακάματο αιλουροειδές Εδίψασα φιλοσοφίες δίψασα Φως, μια δόξα δίψασα Ερωτική Να διασταλώ ες άπειρον μέσα στην αγκαλιά σου!

150


*

Μάθε να είσαι ταπεινός μέσα στο ανθισμένο τριαντάφυλλο Σαν ένα μικρό σκουληκάκι που επιστρεφεί στο χώμα κι η γη θα δείξει την γενναιοδωρία της Γιατί του Κρυφού οι φανερώσεις είναι κιόλας Αμοιβή, η εδική σου αμοιβή Μοιράσου στα πράγματα με την ζέση που θέλει ο άνεμος Συγκολλούνται οι αντιρρήσεις σου ως να γίνεις ο ίδιος Κατάφαση..

151


Εκάτη… Σαν ναυτικοί που κάθονται και κουβεντιάζουνε στο κομοδέσιο και είναι ακόμη Νύχτα και το άστρο Της τραμουντάνας καλά κρατεί, νέφη και άνεμος, από πού εκκινείς φαντασία μου, από πού Καλπάζεις και βρίσκω Κομμάτια ψηφίδες μες τον ύπνο μου, σκοτεινή Ειμαρμένη; Δεν σε είδα και σε είδα: ήσουν κρυμμένη μέσα στην φωτιά του ύπνου, σχεδόν Άϋλη, πάνω στα καταστρώματα, να φοβερίζεις το φεγγάρι και να ζεις για σένα μόνο, σκοτεινή θεά Που έζησε αιώνες πριν, τρίμορφη φοβερή Εκάτη..

152


*

Δεν κοιμάμαι, ακούω τον ουρανό, πονάει το αίμα μουπαραδοξότητες! Και γράφω κλείνοντας την φωνή μου σ’ ένα νεφαλάκι που πλανιέται στον ουρανό και κάτι θέλει να σου πει.

153


Απολογιστικό.. Κουβαλώ θλίψη μέσα μου, κληρονομημένη Απ’ την απογαλάκτιση Έρχομαι από μέρες καθαρής σιωπής, μυρίζω γύρη των κυττάρων Φούριες που αφομοίωσα! Ναι. Κλαίει το άστρο στην αγκαλιά μου. Εικόνες μιας Κρήτης προβάλλουν στον νου μου αρίθμητες. Κι ένα λεσβιακό καλοκαιράκι. Όλα παλιά. Πώς έζησα, πώς έγραψα, πώς τμήθηκα και χωρίστηκα σε χίλιες δυο αυταπάτες; Ο βιοπορισμός μου επέβαλε την αγρύπνια μου. Αρρώστησα όταν δεν ήτανε να αρρωστήσω. Και ήπια το σορόπι των λέξεων για να με κυνηγήσει η σακχαρώδης κατάρα μου. Όλους τους έρωτες συμπύκνωσα αμέριμνος και θορυβώδης. Νεότερος, περνούσα μέσα από τοίχους, τέτοια ήταν η λυρική δύναμή μου. Τώρα κρατώ το φλόγιστρο και είναι εντός η πυρκαγιά μου. Ο τεθλασμένος ευθεία εργάζομαι.

154


Εγωιστικό απολυτίκιο… Το μηδέν κοιμάται στην φωλιά του, οι υπόλοιποι αριθμοί εργάζονται για να φέρουν αποτέλεσμα. Ξημερώνει η μέρα των επιθυμιών, εμβρόντητος παρακολουθώ γεγονότα και πως ξετυλίγονται. Δευτέρα. Βαστάει ακόμα του καλοκαιριού το φως. Άοκνε φίλε που μου υπαγορεύεις λόγια, είσαι δαίμονας ή εγώ σε έκανα φίλο αφήνοντας την ψυχή μου να σπουδάσει το χάος; Αρχινώ να λείπω απ’ την κατάληξη των πραγμάτων και τα πράγματα κερδίζουν χρώμα απουσίας και έμπνευσης. Εγωιστικό απολυτίκιο ενός που άγιασε εμμένοντας σε ουράνιες συναντήσεις.

155


Λέξη καθ’ ύψος… Μια παράλληλη λέξη που επαγρυπνά έξω από τον Μύθο Κάθετη και οριζόντια Ταυτόχρονα Σαν δέσμη λέιζερ που ο μάστορης ακολουθεί να στερεώσει οροφή Και ποταμούς να στρώσει των ηλεκτρικών, μια λέξη Τελειωτική Και ανεδαφική τόσο ταυτόχρονα, βαρυσήμαντη Και μπελαλίδική που καπνίζει σαν αποκαΐδι πυρκαγιάς Μια λέξη εφάμιλλη θεϊκής ρήσης Που χαρίστηκε από έναν θεό που ξοδεύτηκε ο ίδιος μέσα στον εγωισμό του Ώσπου να γίνει πιστευτός ότι έτσι το πέτυχε Να συνετίσει οπαδούς Και να αιφνιδιάσει το Μέλλον.

156


Προσωπικό δρώμενο… Έδωσε αρρώστια το αρχείο του αίματος Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν από καρδιά, τα υπόλοιπα βρες τα στην στάχτη Δαιμονίζομαι κάτι φορές να ακούω βοριά που λυσσομανά στα παράθυρα Όλες μου οι νύχτες έχουν προσευχή Έχουν λύπη Τσαλακώνω σεντόνια και ράβω την κουρελιασμένη σκέψη μου Που παραξηλώνεται Μπάζω τον άνεμο στα δεξιά μου Το λένε κι οι γραφές: "Δεξιά του πατρός» Τα όνειρα πυροδοτούνται αφ’ εαυτού τους Βαθιά μεσάνυχτα η κουκουβάγια τραβά την κουρτίνα Μπαίνει φεγγάρι Στιλβώνει τα έπιπλα Η απουσία μοιράζεται σε κλήρους Η απουσία είναι αργυρή Η αγάπη είναι χρυσή και δεν εξαργυρώνεται Ένα κουρνιασμένο πουλί που το ξέρω Μου λέει μυστικά, σκάβει τον λάκκο μου Και μου λέει « Περάστε!» Έδωσε αρρώστια το αρχείο του αίματος Τα υπόλοιπα βρες τα στην στάχτη Στρατής Παρέλης ουραγός μιας κατάστασης αποσοβημένων αισθημάτων Γεμίζω μπαρούτι την μυσταγωγία μου Μην φοβηθείς Άκου που σου μιλώ – εργοταξιάρχης ενός κόσμου οραμάτων Τα υπόλοιπα βρες τα στην στάχτη Σβήνομαι όπου θα γραφτώ γράφομαι όπου σβήστηκα, με ερμηνεύουν οι ώρες..

157


Κηδεία αξόδευτη… Στην Αλεξάνδρα που έφυγε…

Ένα φως αχνό που χασμουριέται μέσα στην ομίχλη Μια ντροπαλή νυχτερίδα που πετά πάνω από τις γαλαρίες του Μεσάνυχτου Μια ποίηση όχι των λόγων μια Ποίηση των έργων κοντινή στον Θεό μια ποίηση μεταφρασμένη Από τον Ευαγγελιστή Καιρό μια εξαχνωμένη φιγούρα που δρασκελά τα σύνορα της νύχτας Και βαδίζει προς τον διψασμένο για έρωτα όρθρο, Τρέμουν επάνω από τον κήπο οι ομιλίες των φυτών Και τα τριαντάφυλλα απαλύνουν αυτό που άφησε πίσω της η κηδεία· Άκουσα τα κλάματά της ήτανε η μάνα που έχασε το παιδί της ήτανε η απαρηγόρητη μάνα Πολύ πόνεσα μαζί της και πολύ στεναχωρήθηκα Τόση αδικία που σέρνει μαζί του ο θάνατος τόση απονιά Πώς να το αντέξεις αυτό πώς να το μπορέσεις; Όταν ξημέρωσε για τα καλά με πήρε η δουλειά κοντά της Στην παγίδα των ξύλων μέτρησα και έκοψα αράγιστες μοριοσανίδες Όλα τα άλλα γύρω μου ήταν ραγισμένα και αναλφάδιαστα Και κραύγαζαν σαν μισοπεθαμένο λιοντάρι που πληγώθηκε Από την σφαίρα του αποφασισμένου για όλα κυνηγού… 12.9.2018

158


Η πέτρα γελά σαν φεγγάρι ευχαριστημένο Και το βουνό υψώνεται ως τον γλαφυρό ουρανό. Τρυφερά λουλούδια γεμίζουν φως την αυλή Στον αέρα στέκεται και σου δίνει θέα το βορινό σου μπαλκόνι. Όταν βγήκες να δεις ήταν πριν ξημερώσει ακόμα Και τα πουλιά ίσα που τιτιβίζανε από τον ύπνο, σαν μικρές φλογέρες που φυλάκισαν ήχο από άλλη προσευχή. Εκεί Που έζησες λευκά και σε βρίσκω τώρα γαλάζια Να ανασαίνεις κάτω από το φεγγαρόφωτο, σαν αγγελούδι Που το είπε προστατευτικά ο καθαγιασμένος Σεπτέμβριος..

159


[Αντέχω γιατί αγαπά να με αναστυλώνει το πείσμα μου!] Η μουσική είναι ο έπαινός των συναισθημάτωνΌλο το σκηνικό της είναι ένα βαθύ γράμμα που χωρά την ψυχή του θεού: Σωστά διαβάζεις: η ζωή ακυρώνει τον θάνατο μέσα από μια νότα που κομπάζει λυρικά· Είδα οίδα γνώρισα Στρέψου αρχαιότροπα για να καταλαβαίνεις· Εσωκλείω αισιοδοξία στην κουρασμένη ζωή μου· Ποιος ξέρει τι είναι ο βιοπορισμός πίκρα που έχει; Στύφτηκα μέχρι ρανίδας, αλήθεια σας λέω· Αντέχω γιατί αγαπά να με αναστυλώνει το πείσμα μου!

160


*

Ό,τι δεν εισέχει, σώσε το εξέχοντας- θέλω να πω μην φοβηθείς την εκδήλωση που έχει αγκάθια, την συμπεριφορά του βουνού, τον ήλιο που εκβάλει. Να το πρωινό, μυσταγωγεί και το σπουδάζουμε, αφήνει ένα ίζημα φωτιάς μέσα στον νου, μας μεταπλάθει. Και όταν το πριμοδοτούμε με την φροντίδα του όντος Ο κήπος θάλλει και γεμίζει ευφραντικά τριαντάφυλλα.

161


*

Μ’ ένα ποδήλατο που άπλωσε τα χρώματα παντού· τρέχει στην άκρη του δρόμου- τι να προλάβει; Κανείς δεν πρόλαβε ποτέ. Η ζωή σε προλαβαίνει απροετοίμαστο και σε αποφλοιώνεισαν ένα φρούτο που φυλούσε το αγιασμένο κορμάκι του. Τώρα ποδηλατεί. Ο ουρανός τον σκεπάζει όπως με νύχτα τον προστάτεψε. Ακούγονται οι ψίθυροι των ανθρώπων. Στα προάστια, στα σκοτεινά προάστια. Και τον καλεί η νύχτα στον ανοιχτό οντά της. Ίσως για όνειρα..

162


*

Σκέφτομαι φθινόπωρο, κι είναι σαν ένα ραγισμένο καλοκαίρι: Απηχεί η ζέστα ήλιους αβρούς και μελένια όμορφα μάτια, Η ησυχία του πρωινού κοίλη και κυρτή μες την παλάμη μου Ιριδίζει ο κόσμος όπως σ’ ένα τσαμπί σταφύλι ο αιώνας Προκαλώ την τύχη μου η τύχη μου είναι μια αναπάντεχη ατυχία Θράφηκα με νομοτέλειες και πάλι κάτι συμπληρώνω Βιταμινούχο όπως η φαντασία και καυτό Όπως το να μην ξέρεις πότε θα πεθάνεις Αντίφαση στην αντίφαση δείξε Θεέ μου και λίγο έλεος, ε φτάνει πια Να πολεμάς να μας συνετίσεις πυροβολώντας Στον καθρέφτη η εικόνα σου τρέμει και σ’ αγαπώ νομίζοντας πάλι θα σφάλλω Όπως και σφάλλει το πουλί που έζωσε με κελαηδισμούς το ωραίο ξημέρωμα..

163


*

Η σελίδα του απογεύματος σαν ένα εκατόφυλλο ρόδο ανοίγει Και εντοπίζεται των καθαρμών το φθινόπωρο. Πόσο ωραία μου λείπεις! Εκπυρσοκροτεί η φωτιά σου μέσα στον νου μου. Ο ουρανός έχει το καλοκουρδισμένο βιολί του Ακουμπισμένο πάνω στα γόνατα της Αλήθειας. Μόνο εγώ σε καταλαβαίνω απόψε, μόνο εγώ.

164


*

Ένας ήλιος που ξεθύμανε μες την μέρα Ένα ζαρωμένο γατί που κρύφτηκε μες την φασαρία του μεσημεριού Κάποιος γρατζούνησε κάτι στην παλιά ξεχασμένη κιθάρα Μια νότα ξέφυγε και κατρακύλησε επάνω στον γουβιασμένο δρόμο Φως ήρθε Και φως έφυγε Ζωγράφισες και ήταν τα χρώματα παλίρροια Έφτασαν λυρικά ως την καρδιά μου..

165


Επιγραμματικό… Ένα πρωί μουρμουρίζω κάτι που δεν ξέρω κι εγώ κι ο ουρανός αφήνει πάνω μου μια ζάλη όπως για να μην ακούω τα ωραία κρυφά τουΘέλω να πω λευκά και μαυρίζουν γύρω μου οι αυταπάτεςΛεκτικός λαβύρινθος να μην έχεις και τίποτα πια να ζητήσεις: Και του Θεού η εσωστρέφεια να μαίνεται που να μην ξέρεις κατά πού να τραβήξειςΛες να είναι το χάος που μας πλαισιώνει αυτή η έμπνευση που την ράγισε κατά το μεσάνυκτο η ευτυχία; Μια πένσα ανέμου σφίγγει τις φθινοπωρινές μαγείεςΌσοι ξέρουν να διαβάσουν βότσαλα ξέρουν και να αποστηθίσουν την θάλασσαΕγώ αγαπώ να μένω σιωπηλός ανάμεσα στα λουλούδια που αγαπούσε ο παππούς μου και φροντίζω να κλαίω όταν κανείς δεν με βλέπει – τι θα ‘φελούσε άλλωστε κι αυτό;

166


Μικρός και εκ των έσω απολογισμός… Σχέδιο έχει η νύχτα καθησυχαστικό· Μπάζει από παντού μεράκια· γίνομαι φίλος της μοναξιάς, αγαπώ την και σκέφτομαι πώς να την επεκτείνω έως άπειρο· Μπαρούτι μυρίζω και κάννη απύλωτη· Ίσως πυροβολώ στα τυφλά μα πάντα είναι καθαρός και ένας ο ΣτόχοςΟ κήπος είναι εφάμιλλος με την ηθική· Α ωραία που τα ριάλια μου αγοράζουν το γέλιο του σταφυλιού μες την παλάμη σου και να τσιμπώ ρόγα την ρόγα! Είμαι ευτυχισμένος όταν σου μιλώ, είμαι χαρούμενος που από την κουβέντα μας προκύπτει αυτό το όνειρο πολύτιμο που έχω…

167


Μυστικότητες… Αλλάζει το σχήμα του φεγγαριού και ζεύει αντιρρησία τον Σεπτέμβριο στο άρμα του φθινοπώρου· Ορμούν οι θάλασσες να μετακινήσουν το Σύμπαν στην αγκαλιά του Θεού· Μια σκόνη οφθαλμαπάτης νεύει στις πέρα επικράτειες να ομονοήσουν· Παύση των γεγονότων να ασχημαίνουν· Μόνο εμού η αντωνυμία δείχνει σθεναρά τον εγωισμό της· Εσού ο ψίθυρος αλλάζει το σχήμα του φεγγαριού και κάνει να διαβάζονται με επιφύλαξη τα μερομήνια· Αν ξέρει κάποιος από Μυστικότητες καταλαβαίνει..

168


*

Ζω την παλίρροια των αινιγμάτων σου κόσμε, Ζω την βουή σου Ακίνητος στο μέσον της γης ακίνητος κάτω από τον ουρανό Οσμίζομαι των άστρων το γιασεμί οσμίζομαι το θαλερό φως των αισθήσεων Είναι Πύλη η Φωτιά κι είναι Πύλη η Λάμψη Τόση είναι η υγεία του γέλιου μου που τραντάζεται ο σύμπας ύπνος μου Κι εσύ που ήσουν πάντα νεφεληγερέτης..

169


*

Θολό τοπίο και η πόλη ένα σκηνικό που κωφεύει· Αρνητικό στο φιλμ των εντυπώσεων· Ένα πουλί βάφει τα οκνά όνειρά του Με χρώματα και προχωρεί στην κατάθλιψη· Οι ώρες προσαρμόζονται στην απουσία· Ψιθυρίζει κάτι ο άνεμος· Ο κάθε στίχος είναι ένα όρυγμα απ’ όπου Πυροβολούν αντάρτες στοχασμοί που έχασαν κάθε ελπίδα· Όλα που ήξερες σπουδαία, συρρικνώνονται· Αν αποτρέψεις να χαθούν, θα σε υιοθετήσουν ματαιότητες.

170


*

Οι μέρες κυλούν, οι εβδομάδες κυλούν Σαν ένα απόλυτο δίχτυ που δεν αφήνει τίποτα να του ξεφύγει. Ποταμός οι ώρες και ξεχύνονται μες την απεγνωσμένη Διάρκεια. Ξημερώνει και σκοτεινιάζει Επουλώνοντας τις πληγές σε ένα σώμα που ζητά απελπισμένα την θανή του.

171


Σταφύλι… Σταφύλι αμπέλου φωτεινής α ύμνε Της γης μετέωρε Διθύραμβε που κρούεις Ανάμεσα από τα φύλλα το βαθύ ερυθρό σου Χρώμα, σαν αίμα Του Ιησού και του Άδωνη! Τρέμει ο ιριδισμός σου και στην όραση βαθαίνει Μειλίχιο νεύμα και χυμός ακράτου ηδονής- α βακχικό Φερέφωνο, πόση αθανασία εσωκλείεις Και δώσμου λόγια να σε πω.. Στα χέρια μου το μεστό σώμα σου ξαπλώνει Όπως για ύπνο διονυσιακό, και αν ο στίχος Τα καταφέρει να σε αγγίξει, ευθύς Ο μούστος σου αναβλύζει ως κεράννυμι από το αίμα τούτο Την οικουμένη μία Έμπνευση μοναδική και θεία!

172


*

Τι κόβει το μαχαίρι σου και μ’ αφορά; Θολό το καθετί που έρχεται κοντά μου· Άδικα πασχίζω να αναστήσω διαλέκτους λουλουδιών· Ο έρωτας απόχρωση του πάθους που δεν ξεθυμαίνει· Εκκινώ μια σκέψη νικητήρια- αρχίζει το τέλος· Ο κόπος μου ιδρώνει τις προσπάθειες να επιβληθώ Στο σκοτεινό ρήμα του θανάτου· Πίνω αισιοδοξίες ανθρακούχες· Πίνω- μεθώ· Είμαι- δεν είμαι..

173


* Γράφω σπουδάζοντας σιωπή- αγαπώ αυτό το μοναχικό βράδυ που είναι τρύπιο σαν κουμπαράς που δέχεται νομίσματα και αποδίδει ένα κέρδος ονείρων που δεν έχουν διάρκεια αλλά λαλούν σαν ντέφια που εγκλωβίζουν ουρανό και αποδίδουν σε όλα χαρούμενη κατάληξη. Απλό δεν είναι. Ανακατεύεις μέσα σου την γαλήνη με τον θόρυβο και προκύπτει ένα ουσιαστικό θάρρος που συναντά το ίχνος που αφήνει ο Θεός στην επικράτεια του κόσμου σου και όταν λίγοι θα πιστέψουν. Εκεί που βλέπεις και μπορείς να δεις, θρησκεύουν όλοι γαλάζια. Όπως η άπλα του ουρανού που γίνεται Ποίηση και όπως την αγαπάς μια ζωή και καλά σε καθορίζει..

174


*

Όλα τα φεγγάρια φέρνουν ένα ερωτικό βασανάκι που σε πονάει· Αγκύλη είναι η νύχτα που χωρά την καθιερωμένη ζωή σου: σαν φυλακή που με αυτήν ποτέ δεν ξεμπερδεύεις· Άλλοι μένουν στην πόλη και βλέπουν τον ουρανό σαν μια οξεία που τονίζει το κεφάλι τους και άλλοι μένουν στην ύπαιθρο και τους είναι οικεία τα άστρα και η μαγεία του ουρανού, τα πολλαπλά είδωλα της νύχτας, οι σιγανές φωνές των αγγέλων, οι ψίθυροι των θεών, η γαλήνη η απόλυτη. Το φεγγάρι ζαλίζει τις μυρσίνες, ένα ερωτικό τραγούδι αρχινά και πάει· Αλλά αν σφάλλεις και κορυφώσεις το αίνιγμα θα σου σύρουν τον μύθο- πρόσεχε! Αυτό το τσαπαρί που ρίχνεις, πολλαχού μπελάδες θα βγάλει και ούτε θα πετύχεις να χαρείς που είσαι μοιραία και όμορφη όπως γαρδένια που υπερασπίστηκε καθαρά ο καιρός..

175


*

Γδαρμένα σύννεφα και δίνουν έκπτωση στον ουρανό Καταλαβαίνω Όσα αποταμίευσα με δυναστεύουν Χωρούν μες τις λέξεις, δεν χωρούν Γίνονται βάρος Δραματικό Τώρα τα κοιτώ από απόσταση Είναι αφαιρετικά δικά μου Τα θέλω κάθετα και μου είναι πεισματικά οριζόντια Όπως με αλφαδιάζει η νύχτα για να κοιμηθώ κάτω από τον έναστρο ουρανό της.. Δράμα 30.9.2018

176


Τεκμήριο αρχαιολογικό.. Τα βουνά λογοκρίνονται απ’ την απολυτότητα του κάμπου· οι θεοί λείπουν· κανένας Δίας δεν πετά την σκούφια του να ξανακυβερνήσει· όλοι βαρέθηκαν την ματαιότητα που τους έτσουξε· τα σύννεφα αγγίζουν την αψηλή σκέπη των κορυφών και τρέμουν επάνω στον αέρα, μέσα στον ήλιο, μοιάζοντας βαμβάκι που σκορπά την απαλότητά του στον ουρανό. Χρησμοδοτική Κατερίνη. Άφθαρτη στους αιώνες. Και Δράμα τσουχτερή. Ήρθα και σαν ν’ απορροφήθηκα απ’ τις εικόνες σας. Εκστασιασμένος. Άκουσα και άκουσα. Πλήρης φεύγωμένοντας όμωςστον καθαρό ύμνο σας προσηλωμένος και νουνεχής..

177


Αίμα της Ποιήσεως.. Αν ζήσεις έρωτες αποσυμφορημένους Από αγρύπνιες αιχμηρές και πλάι της θαλάσσης Κοιμηθείς, σε ένα σπίτι που σχεδόν ναυάγησε μες τα ρηχά Θα ξέρεις πόσο τροφοδότησε με όνειρα τον ύπνο σου Ελόγου του και άντε να αντέξεις! Ζητώ και δέχομαι να με κεντούν θαυμαστικά. Όπερ και με καταλαβαίνεις πόσο με την λύπη γειτονεύω. Αν έλειπε δεν θα ‘χα τίποτα να γράψωΑν έλειπε θα ήμουν φωτεινός που θα μου έλειπε η χροιά. Και η φωνή μου δεν θα είχε αίμα να το δεις και αίμα να γευτείς και να το κοινωνήσεις.

178


* Ανοίγω τα μάτια και πέφτει σούμπιτη η πραγματικότητα. Σωριάζεται μπροστά μου λες και την χτύπησε κεραυνός. Έτσι είναι ευάλωτη λοιπόν, έτσι δεν αντέχει; Αθροίζω και βγάζουν ελλείμματα οι αριθμοί. Το σκηνικό που ήξερες αλλάζει. Μάλλον ο άνθρωπος δεν άντεξε τον άνθρωπο και έφτιαξε μια πρόχειρη ασπίδα για να αποφεύγει τις πολλές του συναναστροφές. Μάλλον κάπου λιγάκι αποτύχαμε.

179


Ομοιότητα… Καλώς καμωμένα τα όσα του ουρανού Αλλά εμένα η έγνοια μου μυρίζει ανθρωπίλα. Βαραίνει και ελαφρώνει το καθεστώς των σκέψεων Μην με στεναχωρείς αν θέλεις να με αναγνώσεις Πίσω απ’ την μελαγχολία μου σου τάζω μια κρυφή χαρά. Για τις δικές μου επιδιώξεις η λιακάδα μπάλωσε το τρύπιο σύννεφο Ούτε θεός φάνηκε ούτε κανένας Στύφισαν οι θρησκευτικότητες βαρετά τις ακούω· Είναι το ποιητικό ηχείο που βοά και πολλαπλά μου υπαγορεύει. Είναι που είμαι εσύ πίσω απ’ όλα εκείνα που είμαι και που σιγά σιγά διαπιστώνεις.

180


Λύπη όταν η νύχτα… Αγγίζω τ’ αστέρια, η λύπη μου αγγίζει τ’ αστέρια, Ένα βράδυ που ξεπλένει την μελαγχολία του περιβάλλοντος και τρυπά Την γλαφυρή ατμόσφαιρα του ουρανού. Ότι και να σου πω δεν θα καταλαβαίνεις, θα μείνεις στο εξωπραγματικό μπαλκονάκι σου Και θα κοιτάς το ίδιο άστρο που είναι εμβόλιμο στο βράδυ που απομακρύνθηκα χωρίς να το ξέρω. Κόπασε ο αέρας, Το πλοίο ανοίχτηκε στην θάλασσα, Ταξίδια για να έρθουμε, ταξίδια για να φύγουμε. Τόσα ταξίδια αποχωρισμού και τόσα για να ανταμώσουμε Που πρέπει να συνηθίσει κανείς αυτό το θέατρο που παίζει η ζωή. Όταν μεσάνυχτο, η σκέψη μου σε ανταμώνει και είναι πιο εύκολο το να μείνεις εδώ Που υπάρχουν αισθήματα και η καρδιά σου κοντά στην δική μου καρδιά..

181


*

Η βεβαιότητα πέθανε κλείνοντας την σελίδα της κατάφασης. Αντιφατικό είναι το αεράκι. Μάθε να το ακούς. Προπαντός μην είσαι φαντασμένοςΤο δίποδο καταλήγει τετράποδο αν δεν θορυβηθεί..

182


*

Ο ήλιος επάνω σου βραδύς καημός αλληλούια Τον έρωτα σιτίστηκες και έχεις έτσι μοσχοαναθρεφτεί Ερήμην μου συντελούνται τα λόγια σου Εμένα με τροφοδοτούνε πίκρα οι σιωπές. Άραγε πού κοιμήθηκες και δεν σε βρήκα Σε όνειρο να περιφέρεσαι μες την δική μου φαντασία Έμεινες ξάγρυπνη μήπως; Η βρήκες φωλιά Αετού να σε κρύψει στα γενναία φτερά του; Και κοίτα που αναπάντεχα μες το μαράζι θα χαθούμε Θα σε ζω σαν μία αυταπάτη που δεν πλησιάζει κανείς, Ασχήμυνε η ζωή και δεν το καταλάβαμε- έχουμε Μόνο φυλαχτό το πάθος και δεν φτάνει αυτό..

183


*

Θα έχω όστρακο και δεν θα το ξέρετε Θα έχω όστρακο, θα εμμένω Στα παιχνίδια της νύχτας, θα είμαι ευανάγνωστος και για τον καθένα Θα είμαι μακρινός και κοντινός Και φίλος και εχθρός και λίγος και πολύς, που νιώθει Να τον αγαπούν και να τον μισούν, θα είμαι απαραίτητος μοχλός να κινηθούν όλα μπροστά..

184


Γεωμετρία των αισθήσεων.. Το σφιχτό φως πάνω στο πρόσωπο του αγέρα Και συσπειρώνομαι, γίνομαι ελατήριο ονομαστό Με ακολουθούν τα πάθη μου, ζω με εσωστρέφεια Και κλονίζω τα πικραμένα μυαλά μου. Εισβάλει η γη μέσα μου, είμαι ο χοϊκός ακόλουθός της Πλασμένος από την ειδή της και φωτιά Δασκαλεύομαι πουθενά μην ανήκω. Και αν πεις θα με μάθεις θα έσφαλες Μάλλον, ο καιρός που περνά με κάνει ερμητικά κλειστότερο, ζω με την αρνητική εμφάνισή μου Και καμπυλώνω τον έρωτα για να χωρά σαν τόξο στα στήθη μου Να σε αγαπώ και να σε αγαπώ..

185


*

Ένα επιχείρημα φωτός είναι ο ουρανός Δεν ξέρω τι μπορώ να σου προσφέρω αν τελειώσει η αγάπη Ίσως τίποτα δεν θα έχει σημασία πια, ίσως γκρεμιστούνε όλα τα κάστρα των ονείρων Ήμασταν αθώοι κάποτε ήμασταν αγνοί Όλος ο κόσμος χώραγε στις άδειες μας τσέπες Αναρωτιέμαι τι κοστίζει να μπορώ να μην σε πικραίνω Να κρατώ τα χέρια σου σαν ένα παιδί Και να σου χαρίζω την φλογισμένη καρδιά μου..

186


* Αν επικοινωνήσουμε θα είναι ανάμεσα στους ιστούς των σχέσεων που δεν διευκρινίστηκαν ή στο περιθώριο των πραγμάτων που μας εξουσιάζουν, τρέχοντα ς εμείς να τα προλάβουμε και πουθενά δεν θα πάμε. Ψιχαλίζει στην λιανή μας ζωή. Ένας θάνατος μπαινοβγαίνει μες το μυαλό μας με παρρησία. Τον φοβόμαστε. Κι όμως είναι η μόνη αλήθεια μας. Όταν την κατανοούμε, προσπαθούμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα της απουσίας. Στο ίδιο μήκος κύματος που και παρόντες, απόντες υπήρξαμε.

187


*

Τα αστέρια χαμογελούν και ζητούν αναδιάταξη Όλο το μπαρούτι του ουρανού περιμένει τις νέες επαναστάσεις Η νύχτα γουρλώνει τα μάτια της και κοιτά τον Θεό Επισυνάπτει αθανασίες το στερέωμα Δεν έχω ύπνο, το ένα σκέλος μου με πολεμά Και το άλλο ηρεμεί και με βουτά σε αντιφάσεις Ίσως αυτά που ξέρω είναι λίγα των πολλών και τα πολλά αληθινά να τα ξέχασα Μικρός κι ασήμαντος μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει..

188


Εργάζεσαι στην δύσκολη πλευρά των αινιγμάτων.. Όταν διαβάζω τα σκοτάδια εσύ περισσότερο λάμπειςΕίναι που εκκινείς από αρετή και εντός σου δικαιώνεται ο κόσμος Είσαι καθαρή ουτοπία λάμψη στο αβυσσαλέο διάστημα Φρυκτωρία να μάθω πώς πολιορκεί ο καημόςΕργάζεσαι στην δύσκολη πλευρά των αινιγμάτων Στο μηδενικό που υποκλέβει αριθμούς εργάζεσαι Είσαι ο απλησίαστος πόλος των φώτων Η καθαγιασμένη έκπληξη να είναι η σοφία σου προσιτή στους πάντες. Και δυσκολεύεις τον αγώνα μου θέλω να σε μάθω απ’ την καλή Κι απ’ την ανάποδη, τώρα που είσαι Μίσχος και άνθος που είναι το ίδιο αιωνιότητα..

189


*

Στην αιχμή των επιφωνημάτων είναι ένα κοφτερό μαχαίρι που δεν στομώνει σε καμία προσπάθεια αλλά Αντιλάμπει μέσα στον πυρετό του εγκλήματος. Είναι ένα σώμα που τανύζεται σαν τόξο και φορά την δόξα των μυώνων του Στολίδι στην καθαρή επιδερμίδα του πάθους. Είναι μια μπαλαρίνα φωνή που υπενθυμίζει το ποιητικό σύμπαν των διδασκαλιών. Ένα θεϊκό συμβάν που περιέχει κι εσένα κι εμένα Όπως ο έρωτας μας καταγράφει..

190


*

Επιστρέφω από τα χείλη σου, έρχομαι απ’ την συνισταμένη των φιλιών σου· Η ζωή βαδίζει μέσα μου, ακούω τον καθαρό θόρυβό της, τέλος δίνω στα σχήματα της αγρύπνιας. Το απόγευμα βαδίζεις στον κήπο σου, μαδάς την ανάμνηση, αγαπάς τα ευάλωτα ρόδα. Ο ήλιος δύει επάνω σου, ο αέρας ζώνει την σιλουέτα σου κινώντας την αργά όπως σαλεύουν τα φεγγάρια μέσα στον φθινοπωρινό χρόνο του μεθυσμένου Οκτωβρίου..

191


*

Πόσο εύθραυστο το Τίποτα σου και όπως βγαίνεις από την νύχτα Πόσο σαθρό και μισοσβησμένο το αεράκι Που εισβάλει στο σπίτι σου, εκεί στα αψηλά δωμάτια Του φεγγαριού! Ψαυμένο το τοιχάκι από το άστρο και πατήματα όπως που θέλει το μεθυσμένο σκοτάδι Κάνουν να φαίνεσαι εξωπραγματική, αιθέρια στον ουρανό που κομπάζει. Εκεί σε είδα, σε ζωγράφισα, συγκλίνοντας τους τολμηρούς διαβήτες Του έρωτα- εκεί υπήρξε Αυτό που έζησε στην φαντασία μου, κι ας μην υπήρξα ποτέ αλήθεια εγώ!

192


*

Το ποίημα τρέχει στο αίμα μου, αδιαφορεί για την ηθική μου Με υποψιάζεται για όλα, δεν είμαι καθόλου ο μυημένος του Συντελείται ερήμην μου και ζητά τα ρέστα από τα πεπραγμένα μου, είναι μπουχός Που σκορπίζεται πάνω στον βίο μου και τον ανατρέπει Θέλει να θέλει και όταν το αναγνώθω είναι μια λαίλαπα που κατεδαφίζει την φαντασία μου Πώς να το πεις; Νικά προτού πολεμήσει, είναι σχήμα ζωής και σχήμα του θανάτου..

193


*

Το φορτίο μου αίνιγμα που δεν θα το λύσω Η γη επάνω μου εγώ επάνω της ποιός είναι ο αχθοφόρος του ντουνιά; Ρακένδυτος και ας ονειρευόμουνα φανταχτερές πεταλούδες Τρίζουν οι ραφές του κρανίου μου η Αλήθεια ξεπηδά, Αθηνά, και λες να μην αισθάνομαι λιγάκι νεφεληγερέτης; Φύτεψε την ελιά και θα σε βρει ο καρπός της Ότι όνομα και να σου δώσω θα είσαι λυπημένη πόλη μου θα είσαι μισογκρεμισμένος ναός Αρχαίος που συλλαβίζει δόξες αλλοτινές Και όπως συλλαβίζω προσευχή που δεν ξέρω, ο αιώνας κουρνιάζει μέσα μου και νιώθω όλες τις αδικίες του κόσμου να μου φαρμακώνουνε το σωθικό..

194


Της έμπνευσης και της εξομολόγησης… Πιο παράξενο το απόγευμα, γέρνει στο αποφασισμένο σύννεφο, απειλεί με βροχή. Κι ο Οκτώβριος σαν πρόλογος χειμώνα αλλάζει αποδεκατισμένες τις θερμοκρασίες. Συσπειρώνομαι. Αλλάζω. Ο ρυθμός μου μεταβάλλεται όπως ενός τζίτζικα που του ξεπνόησε η φωνή. Όπου με είδες με είδες με μάτια αλλιώτικά, και με κατάλαβες όταν κι εγώ ο ίδιος λίγο με ξέρω, είμαι αθώπευτο παιδί που του ‘λειψε η αγάπη, δεν είναι ηλικία η ηλικία μου, είμαι καημός που δεν θα καταλάβεις. Και σκηνοθετείς για μένα όταν ο βίος πικραίνειΓρατζουνά τον τοίχο η έμπνευση, είναι τραχιά και την νιώθεις μέσα στις κουρασμένες φλέβες σου.

195


*

Αν φύγεις πάρε μαζί σου και την απουσία. Όλα ρέπουν προς την νύχτα. Αγαπώ να είσαι εδώ, αλλά αφού θα φύγεις Άφησε τον αέρα να σε υπενθυμίζει.

196


Αρρύθμιστος πλανήτης, πόσο ελάχιστος είμαι Να μιλήσω, να πω; Στράβωσαν τα ίσια, οι νομοθεσίες κατά πώς βολεύει τους ισχυρούς Άλλαξε το κλίμα των εντυπώσεων. Με το σακατεμένο όνειρό μου πού πάω Και όλα συντελούνται ερήμην μου; Κλονισμένα φωνήεντα που ζουν απομυζώντας Τα σύμφωνα της ευρυθμίας. Δεν είμαι, δεν ξέρω. Κάθετος μέσα σε οριζόντιους ουρανούς και πόλεις που ντεραπάρισαν όπως οι μουσικές που δεν αρέσουν. Βολεύομαι να μην είμαι ο βολεμένος πουθενά. Στην τάξη των λίγων, ο μικρός, ο ελάχιστος..

197


*

Ο ύπνος (εκδοχή α΄) Ο ύπνος ήταν η συμμετοχή μου στο παιχνίδι του θανάτου: Τόσο καταπραϋντικός που λες και εγκατέλειψαν ένα μαχαίρι στα χέρια μου Οι μεγαλύτεροι φονιάδες!

198


Ο ύπνος (εκδοχή β΄) Ο ύπνος είναι η συμμετοχή μου στο παιχνίδι του θανάτου. Βαθύς ύπνος, και κάθετος. Ζητώ ειμαρμένη, βουλιάζω Στο ρήμα που ζητά μια ώριμη παρομοίωση Για να θραφεί. Η σιγουριά του είμαι και ταυτόχρονα απουσιάζω Γεννά αμφιβολίες οξειδωτικές. Το φεγγάρι καλλιεργεί τον αόριστο εαυτό του Πάνω απ’ τα Χανιά. Μετά βουλιάζει στο λιμάνι της Σούδας. Ακαταμάχητο! Χανιά 16.10.2018

199


Γράφονται οι λέξεις με αιχμηρό μελάνι Σαν αίμα- το κάθε αίμα είναι αιχμηρό. Η ποίηση είναι ένα μελανοδοχείο που γεμίζει τον κόσμο φωναχτά επιχειρήματα. Όλα τα βιβλία της είναι μια Βίβλος που αφήνει πίσω της την βίβλο των θρησκειών. Εκεί βρίσκεις τον έρωτα που μειδιά αφήνοντας το παράθυρό του ανοιχτό στον πιο ξεκάθαρο ουρανό. Χανιά 17.10.2018

200


Οι θεοί θα είναι πάντα ένα σύνορο αδιάβατο· Χτυπούν επάνω τους οι εποχές και συντρίβονται· Οι θεοί είναι δημιουργημένοι από φόβο και κατάνυξη Ακουμπούν την αιωνιότητα κι αυτή αλλάζει Χρώμα- σαν αιματοβαμμένος ουρανός που φοβίζει τα νεογέννητα πουλιά του.. Χανιά 17.10.2018

201


*

Ποιός κινεί τα νήματα εδώ, στο βαθύ πέλμα της θάλασσας και η μέρα σβήνεται σαν αφρός που κομπάζει; Απομακρύνομαι και κάτι με υποψιάζει. Παρασκευή. Οι αγάπες τελείωσαν. Αργεί ο Θεός, ο ουρανός συμπίπτει με του εγωισμού μου το βασανιστήριο. Είσαι μακρινή και δεν σε αγγίζω, η φαντασία μου δεν μπορεί να σε πλάσει Καθώς ζητάς νομοτέλειες κι εγώ για μια απλότητα που έχω, καμαρώνω Ο φτωχός. Παρασκευή. Ένας καπνός θυσίας ανεβαίνει προς τον ουρανό- είμαι εδώ που ενωθήκαν οι πόλοι- το φεγγάρι σφάζει τον όνο του- ένας βρικόλακας γκαρίζει τρέποντας σε φυγή το τάγμα των αγγέλων. Ίλιον 19.10.2018

202


*

Πάνω στον κύκλο του ουρανού το φεγγάρι λαχανιασμένο χορεύει κλέβοντας την παράσταση. Μια μουσική σε συντροφεύει. Λείπω. Πρόσεξε να μην πληγώσεις την νύχτα και στάξει επάνω σου την κολασμένη χολή της.

203


*

Τόσο επιγραμματικό είναι το βράδυ που χωρά μέσα του την αυτοκρατορία των άστρων. Μαλώνει η νύχτα να μπει στην αιωνιότητα. Μαλώνω με το σύννεφο να μείνω στην καρδιά σου.

204


*

Κοιμάσαι μέσα στον απίστευτο χρόνο του μηδενός. Έχεις επιστρατεύσει την ερχόμενη ώχρα να στολίσει τον ύπνο σου. Βαθαίνει ο κήπος, το ρόδο αγαλλιά να μυρίσει στο ταραγμένο μυαλό σου. Η ιστορία του πράγματος ντύνει την βραδιά με το μετάξι της ταραχής· και ζει ο έρωτας όπως τον θέλησες και όπως ο ίδιος σε θέλει.

205


*

Τα μάτια σου είναι το έντονο φωνήεντο της γραφήςΑκούγονται και όταν δεν μου μιλάνεΒρίσκω στον δισταγμό μου περιθώρια ανάσας Και με καίει όλον ο έρωτας, καταλήγω εθελούσια σκλάβος..

206


*

Βρώσιμη πάντα η ζωή μου και πικρή· Την ακολουθούν ως εμεγαλύνθησαν τριαντάφυλλα και ο κήπος Ο ιερατικός, της καρδιάς· Απ’ όπου κι αν εισβάλλει αλέκτωρ το ξημέρωμα αργεί· Η ποίηση τραμπαλίζεται μέσα στις γαλαρίες Του νου, εκεί όπου το Πιθανό θέση δεν έχει κι όλα Καταργούνται τα συστήματα· Διαβάζω την νύχτα- πάντα μου άρεσε αυτό! Ξεκρεμώ ένα άστρο και σε περιμένω. Αν αισθανθείς την αγάπη μου έλα, αλλιώς Άσε την νύχτα να σκεπάσει τις ατασθαλίες των άστρων και σκέψου Λιγάκι πόσο πονεί η θνητότητα..

207


*

Η Ξάνθη ήρθε πάντα στην ζωή μου ώσπερ διδαχή· Την άκουσα καλά· κι άφησε μέσα μου ένα ίζημα φωτιάς και δέους, μιαν απλότητα από κείνες που δεν μαθαίνεις σε κανένα σχολείο αλλά, αν έχεις καθαρό τον νου, μπορείς να την υιοθετήσεις για να σ’ οδηγεί Στην ζωή σου κι ακόμη.. Η Ξάνθη, σαν οπώρα που θα την ζηλεύανε πολλοί. Μελωδική και ντόμπρα- σαν ένα αλλιώτικο παιχνίδι της ζωής επάνω στην φθορά που ο θάνατος θέλει..

208


*

Μέσα στον βαθύ θόρυβο και την ρηχή μέρα: ένα θαλασσοπούλι πέταξε χαμηλά αγγίζοντας τα νέφη της φιλοδοξίας· κάτι τρύπησε τον ουρανό: ξεχύθηκαν οι λύπες μας· η Τρίτη εξοικονόμησε αρκετό φως ώστε να αντέξει· λάκισε η βδομάδα κατά την αιωνιότητα· ο Χρόνος συμμάχησε με την Ιστορία και έτρεψε σε φυγή τις τύψεις μας. Αθωωθήκαμε!

209


*

Το εγώ σου ένα γυμνασμένο δολοφονικό σκοτάδι αφανίζει την λάμψη του έρωτα και καταρρακώνει την όψη της ευτυχίας. Φορτίζει με ένστικτο απληστίας την συμπεριφορά σου και κάνει τον χαρακτήρα σου κοφτερό. Στο φινάλε της πράξης που αγαπιόμαστε αφήνει να φανούν τα δόντια μιας κακόβουλης τίγρης..

210


*

Να ναυαγήσεις πρόσωπο μες τις αισθήσεις Και να αναδυθείς φεγγάρι μες σε άλλους ουρανούς- μια ρίμα είσαι Που καταφέρνει να νικά τις ώριμες μελαγχολίες μου· έτσι ξεκουρδίζεται ο καιρός Και σε ερωτεύομαι πανωραία και μόνη Που μιλάς μες τον ύπνο μου, νεράιδα κι όπου μπόρεσες να ‘ρθεις..

211


Ερωτικό αλλιώς… Είναι αριθμός ένας και πίσω από όλα είναι η αγρύπνια μου, όσο σε βλέπω άλλο τόσο απουσιάζω, Φορώ τις τηλεσκοπικές ωτοασπίδες μου, έχω αρμέξει φως Και εθελούσια θα παραδίνομαι σ’ αυτήν την δίνη Έρωτας να σε αποκαλεί νικήτρια και έρωτας να με καθυποτάζει Εγώ εσύ κι εσύ εγώ ω πλανεύτρα! Αυτό που είσαι μου αρέσει προφανώς, γι’ αυτό και έχω πάνω μου αποτύπωμα αλήθειας Γυναίκα μοίρα, κυνηγώ λες μια σκιά και γράφω ποιήματα ερωτικής τύφλωσης, είναι το πυρ Όπως το φέρεις όταν δεν μπορώ και να προφυλαχθώ ούτε να ζήσω ησύχως μόνος κι έρημος και έχοντας εσένα συνεχώς στον νου μου..

212


*

Οι λέξεις δεν χωρούν την έξαψη των δυνάμεων και πως να πεις ποσό κουράστηκες να ελπίζεις; Θα αλλάξει κάποτε κάτι η θα αποθηριωθεί ο άνθρωπος; Ποιος ξέρει; Πάντως εκτιμώ την τιμιότητα των ανθισμένων λουλουδιών! Ωραία σαλπίζουν!

213


*

Ό,τι κλείστηκε μες την μνήμη είναι πικρό, Θυμίζει αγκάθι που δεν το απέβαλες ποτέ σου, Από τα έγκατα της γης ακούγεται κλάμα κι ένα βουβό Παράπονο τελαλίζει την λύπη της μάνας που πλήρωσε τόσο! Ο τάφος μιλά, άκου την φαρμακερή ιστορία του. Ποιά σάρκα Στενάζει και ποιά αφήνιασε να θέλει εκδίκηση από την χώρα του θανάτου; Ήρθε το καλοκαίρι και η άνοιξη και το φθινόπωρο και ο χειμώνας: όλα μπερδεύτηκαν τα ρήματα· απουσιάζεις λέοντα και όμως είναι ορατή η μορφή σου· Διαβαίνει τα άλλα βουνά και διαλαλεί παράσημα αισιοδοξίας:- μπορεί ο κόσμος να γίνει καλύτερος, μπορεί Να εξουσιάσουμε επάνω στο θηρίο.. 28.10.2018

214


*

Συζητώ μια σπίθα που σε χαρακτηρίζει· Μπατσίζεις τον άνεμο και φουντώνεις τα κατσαρά μαλλιά του· Είσαι η γελαστή παρένθεση του κανενός Και, ταυτόχρονα, όλων..

215


* Αχνό άνθος, περίφημο, Δασκαλεύεις την γραμματική μου σε σιωπή, Μυρίζεις έκσταση και δέος, είσαι πολλαπλά ουρανός Που αναγνώθω κλαίγοντας, Αχνό άνθος, σχηματισμένο κι ασχημάτιστο μέσα στον κήπο του Θεού Ανέταξε τις δυνάμεις μου και σώσε με Όπως μπορείς..

216


*

Μέσα στον αέρα σπρώχνουν τάση τα φωνήεντα και βάλλουν εναντίον της ερημιάς· Ο κόσμος που είσαι είναι διάφανο γυαλί και ιριδίζει αφήνοντας να υποψιάζομαι θεότητες· Μικροκαμωμένη και αρωματική σαν λαύρο μεσημέρι του Ιουλίου· Μαθαίνεις να μιλώ χαρές και να καθυστερώ μες τα σοκάκια της αγάπης..

217


*

Ενθουσιασμένος κι απογοητευμένος λοιπόν μέσα στη λεπτή διάσταση ενός αέρα που με φέρνει μακριά στο κάθετο σύνορο ενός απίστευτου ονείρου. Κι είναι η Στιγμή που χρηματοδοτεί τα πάντα κι είναι η Στιγμή που αναγκάζει γλαφυρά τα σύννεφα και όσο διαρκεί ακόμα ο περιρρέων χειμώνας. Γράφω και γράφομαι. Ενεργητικός και παθητικ-όντας. Με αγκαλιάζει η σιωπή

218


*

Χώμα σφυρήλατο της Λάρισας και ακόνι συννεφιασμένο του ουρανούΣυνοφρυώθηκα, κάπου μου μάνισε ο Θεός, κάπου τον έψαχνα, δεν θα βρεθήκαμε νομίζωΜπαρούτι είχε η μέρα, ανηφορικά τα λόγια και δεν επικοινωνήσαμεΒαρύναμε και μας πρόλαβε στα μισά η μελαγχολία.

219


*

Αυτός ο ζαχαρένιος θάνατος με αλώνει από μέσα· όταν θα νικηθώ θα έχουν τελειώσει όλα· το μυαλό μου θα είναι ένα λιβάδι που κανένα αλογάκι δεν ζηλεύει να τρέξει· κι ας είναι μια λιακάδα που είχα και ξέχασα, κι ας είναι ένας χρόνος που θα μοιάζει πάντα αόριστος..

220


*

Υπάρχει ένας σκληρός χρόνος ανάμεσα σε βουνά και πόλεις που βραδιάζουν κλείνοντας τους ανθρώπους στα ερμητικά δόκανά τους. Ειρμός να βγει η σκέψη σωστή. Άλλο το παραμύθι κι άλλο τι θέλεις στοχάζεσαι. Ερμαφρόδιτος χρόνος, εκούσια ακούσια υποταγμένη ζωή. Όπως και να κοιτάζω, κάρβουνο οι νότες, νεκρή η μουσική. Συντηρώ έναν λόγο που την λογοτεχνία παραξενεύει. Σαν νεφεληγερέτης παράξενος.

221


*

Απ’ όπου και να φύγεις, γυρνάς μες τις καρδιές που νοσταλγήσανε. Δεν νυχτώνει η ανάμνηση. Άκουσε τον αέρα που μεταφέρει τα φωτεινά μηνύματά σου. Άκουσε. Έχει πόνο ο χρόνος. Έχει καημό.

222


* Νοέμβριος και ούτε ο χειμώνας σε αλλάζει. Περπατάς εμμένοντας στου δόρατος την ακμή. Ικανός για πόλεμο εντυπώσεων όταν οι εντυπώσεις αναφλέγονται μηδαμινές. Πάτα το κουμπί και θα ανατιναχτείς μαζί με όλα. Σκόνη των ποιημάτων και μπουχός.

223


*

Κρουστό φεγγάρι και φυλλώματα που το αρχαίο δέντρο στόλισαν Της έμπνευσης ωραία φυλλώματα αγίνωτα στην αποκάλυψη Όταν μεσάνυχτα η διαφάνεια εξανεμίζεται και μένει Νέφος πικρό της νύχτα που με το μαχαίρι μου δεν το ‘κοψα ακόμα.

224


*

Μια άλλη φωνή μου βρήκα, εκεί που σωπαίνοντας μιλούσα μοναχά στον εαυτό μου. Μια άλλη φωνή. Την αναγνωρίζω να σημαίνει πολλά για μένα ευφάνταστα μήλα των εσπερίδων. Γυαλίζουν μέσα στο πουθενά και προκαλούν τον ήρωα να τα ζωγρήσει. Πού υπάρχει ο μύθος και πού η ιστορία συγχέεται; Καθαρός ύμνος μιας αυγής που μας έδωσε ελπίδα πως θα βρούμε τον ηρωικό αργοναύτη μας. Και λέω ό,τι λέω, από εντός μου αρδεύοντας όμορφα νάματα..

225


* Ταξιδεύω και με νανουρίζει πολύγνωμη θάλασσα. Μετά, ήσυχος ύπνος και να ονειρεύομαι εν εγρηγόρσει. Τι σημαίνουν όλα αυτά και στα καλά καθούμενα είναι οκνηρός ο πόνος και δεν θέλει να μετακινηθεί από πάνω μου; Βιοποριστικό παιχνίδι που θα πρέπει να το αντέξεις. Σαν μια ρουλέτα που θα βγαίνεις πάντα χαμένος.

226


*

Γραφόμενα που ομιλούν και δηλώνουν την αγωνία. Τα τοπία που αγαπώ περιώνυμα και κηλιδώνουν τον αμφιβληστροειδή· δοξασμένα. Μυστικό στο μυστικό, το παιχνίδι μεταβάλλεται και συνεχίζει να συναρπάζει. Έτσι η νίκη, έτσι η κατήχηση να μένεις ορθός σε μια πίστη που δεν ξέρει κι η ίδια πού πάει..

227


*

Τι ωραίο το ξημέρωμα! Λόγχες ήχων χτυπούν την αρμονία που ματώνει. Επιδέξια πουλιά βάφουν το χάος χαρωπό. Αυτός ο Θεός μας!

228


* Οι αριθμοί, το πλήθος, το άθροισμα. Μπαλωμένα φυτά από την ζωντανή χλωροφύλλη τους. Η ψυχή μας κουρασμένη και δύσκολη. Λίγη ανάσα, λίγη κατάθλιψη, λίγη ελπίδα. Ένας ήχος Κυρίου πάνω απ’ τα βουνά. Η γραφή περιπέτεια κι όπως μαγκανοπήγαδο ολοένα αποδίδει. Φωτίζεται το σύμπαν κι είναι ωραίο αυτό. Μας αξίζει.

229


*

Τι υπάρχει ήδη και φωτίζονται τα πάντα από τις προθέσεις μας; Βουλιάζει το μέλλον- αλλά τι κρατάς άνθρωπε Άσσο μες το μανίκι και καλά θα ποντάρουμε Στην Τύχη την ένδοξη; Άφησα πίσω μου σορόπι και ήρθα Να ερωτευτώ την αστραπή. Η Κρήτη με μπόλιασε. Την ακούω στο αίμα μου. Περπατώ και πεντοζάλης ξεθυμαίνει απ’ τα μπατζάκια μου Όπως που γεύομαι την ολοκάθαρη φωτιά Της αφράτης γης της.

230


*

Είναι μια φωτοβολίδα που καγχάζει μέσα στην νύχτα· Είναι ο γρύλος που πριονίζει επιδέξια το στερέωμα· Υγρά σοκάκια που στα λασπωμένα χαντάκι τους λαχπατά το φεγγάρι· Μια νύχτα ανάποδη μες τους νερόλακκους, μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη που κραδαίνει θύελλες μνήμης για να φοβηθούμε· Ασυγκράτητες πνοές του αέρα, ψύχος κακό· άδειασε το λαγήνι κι ένιωσα να μην μεθώ από τα πάθη μου.

231


Ο Χρόνος όπως τον κοιτάς… Τα ξεχνάμε όλα και, σαν από λήθη Το σπίτι γίνεται σαν θέατρο των αγαλμάτων. Φωνές Ακούγονται στα πίσω δωμάτια, μια μουσική Κεντρίζει την χορεύτρια να λικνιστεί ανάλαφρη στο καλογυαλισμένο Πάτωμα όπου, πιο πριν, ένας μικρούλης γάτος σύρθηκε σε μια γωνιά και μες το φως δοκίμασε την παιδική χαρά του. Σώμα να το ζηλέψει ο άνεμος, κυρτώνεται Και, όπως τόξο, βάλει για τον στόχο της Διαφάνειας· εκεί που το μεσημέρι κλονίζεται και συρρικνώνει τις ώρες του να ‘ρθει Ο Χρόνος ο ένας, ο ανίκητος, να σουλουπώσει όλο τούτο το χάος..

232


*

Μια πρώτη ανάγνωση για την ημέρα του Δεκέμβρη, Όπου αντηχεί, απειχούν θρησκεία οι θερμοκρασίες τηςΈνα στρουθί ευλαβείται να πετά χαμηλά και να τρεμίζει μες τον γαλανό αέρα· Αττική ένδοξη Αττική παρακμασμένη, Δονεί το σύνολο των παρομοιώσεων και μάλλον τρομαγμένος μοιάζω Από την φιλαυτία των δέντρων.

9.12.2018

233


*

Είσαι η γη είπα, είσαι το καθαρό φερέφωνο του ποταμού Η γεωγραφία του χώματος η καθαγιασμένη άνοιξη η συναπαντοχή Θεού και πλασμάτωνΕίσαι η φωταγωγημένη Άποψη της ζωής ο Έρωτας ο υπερούσιος ο άμωμος Όπως εγώ καταδεικνύω τα σεμνά πέταλα σου Ρόδο μου μέγα αρχαγγελικό..

234


* Ασφυκτικός ήλιος αγκομαχά να ανηφορίσει ξυπνητός σαν αίσθηση και Λαχανιασμένος ακουμπά επάνω στο πλατύσκαλο του κρύουΜπαλώνει το γινάτι του μπαλώνει την ευδία του κάμπου· Το ρήμα του είναι φωτεινό και τρέπει το ανεμούριο κατά τον Νότο· Τα μάτια μου αγαπούν τον θησαυρό του! Ψιθυριστά μήλα θυμίζουν την κεφάτη χώρα των εσπερίδωνΚαι η ντόμπρα διάθεσή του στιλβώνει τα φυλλώματα προτού ζαλισμένα πετάξουν τα πουλιά προς την πλανεύτρα Ανατολή!

9.12.2018

235


* Ανθίζεις με την τριανταφυλλένια χάρη των ερώτων· Και καρατομούμαι για χάρη σου γίνομαι ένα μηδενικό κατεστραμμένο· εξαντλήσαμε τα φεγγάρια και τις λυρικές νύχτεςτα φιλιά σου είναι βέλη που χτυπούν καίρια πάντα τον στόχο· ατμίζουν οι αυταπάτες μου· νέφος ολόκληρο σηκώνουν να διαβείς στον τελειωτικό ουρανό μου!

236


*

Η Ελλάδα με έδωσε κι η Ελλάδα με πήρε Αγνός προθέσεων και έκθετος στο ψύχος των συναναστροφών Η Λάρισα φαρδύ μεροκάματο που τσούζει Οι κάργιες με ξυπνούν κάθε πρωί Όπου και αν ακούσω αγωνία ο βίος Περισπάται η όχι ο άνθρωπος; Τι βρίσκει Κανείς συλλέγοντας φωνήεντα όταν βραδιάζει και ο ποταμός Αφήνει τα βατράχια να κοάζουν κλείνοντας το φως μες τους σιελογόνους αδένες τους; Ζαλιστική ατίθαση επαρχία!

237


* Μέσα στην γαστέρα του κάμπου χωνεύει η Λάρισα αγαλματένια πόλη Τονισμένο μπετόν ρουφά αχόρταγα την υγρασία του χειμώνα Ήπιος ύπνος Και ήπιος θάνατος Κάποτε τον θαυμάζω από την κερκίδα του αρχαίου θεάτρου Και παραμιλώ Σύννεφα γόνιμα ανασαίνουν στον βαρύ ουρανό Γιατί χειμώνας κομπάζει Κι η πόλη προσδοκά έναν μάγο να αναγγείλει κάτι Όταν κοιμούνται όλοι εδώ.

238


* Σκοτεινό πιόνι Ο χειμώνας εγγράφεται πάνω σου Ρίμες του ψύχους Μαρτυρούν την κρυφή σου συνδιαλλαγή Με τον τετελεσμένο Δεκέμβριο

239


*

Το χάος με ακούει σαν μια προσευχή που απευθύνεται σε σιωπηλούς αγγέλους· Αρπάζω κάτι απ’ την νύχταΈνα κομμάτι ουρανό και καλλιεργώ επίμονα τις αυταπάτες μου· ω σύνορο της ψυχολογίας και πόσο εγώ σε προκάλεσα! Ξημερώνει κλείνοντας τις αγκύλες των προθέσεων και χαράζει αφήνοντας το φως να είναι η ιερότερη Ευχαριστία!

240


*

Αν η Ρόδος χλιμιντρίσει πάνω στην γεωγραφία των ανέμων Οι άνεμοι θα καρφώσουν στην καρδιά μου το δυσανάγνωστο βέλος τους Κι η ποίηση θα είναι ένα μαντρί όπου θα φιλοξενηθούν ατίθασοι αμνοί

241


*

Ενταφιάζω χειμωνιάτικα σήματα και αποκρυπτογραφώ κουβεντούλες της βροχής· Όπως και να το καταλάβεις αυτό, πάντα κάτι άλλο θα είναι Από αυτό που κι εγώ εννοώ· Γυρίζω από Λαρίσης λημέρια· Άριστος χρόνος να απουσιάζεις: Τα έχω πια τα σημάδια: κάτι συντόμως θα μ’ εγκαταλείψει· ούτε σε μένα το ομολογώ· Συνοφρυώνομαι και μένω ασκεπής Κάτω από τον ουρανό που εγώ πάντα αλλιώς από σένα τον είδα.. 13.12.2018

242


Κορίτσι στων ανέμων την κόψη… Στον αέρα σκάζει ένα χαμόγελο σαν από ένα κορίτσι που αναστάτωσε την μέρα· είναι η συγκίνηση που ρέει στα νέφη, είναι η μουσική σαν πρίσμα ανοικτό της θαλάσσηςΚαι σε όλα μια σκόνη μπαχαρική Μπουχός· Άτμητα τα δευτερόλεπτα διχοτομούν την ευδία· Τα ακούς που βοούν ερμαφρόδιτα· Κι όπου το θηλυκό νικάει η τομή δεν κλείνει σύνορα αλλά περπατά εκεί που δεν το ξέρω: Τα μεσημέρια είναι σαν βελόνες που με κείνες έπλεκε η γιαγιά μου Σκουτιά απ’ άλλες εποχές που να τα δεις… Δεκέμβρης 2018

243


*

Προσδιορίζω σελίδες λευκές όπου του ήλιου το χνάρι αφήνει μίγμα ερωτικό· Τόση ζωή δεν χωρά στις γεωγραφίες της γης· Όλα τα κράτη ευφρόσυνα όνειρα όπου το πιο λευκό πουλί εισβάλει στην πατρίδα του μύθου· Ωραίο φως η αγρύπνια μου, ξεκαθαρίζει πού πατώ και πού βρίσκομαι· Αέναη γυμναστική περί το σώμα μιας λεβεντιάς που ζητά τα οράματα· Αέναη γυμναστική να μην λείπω κι ας είναι λευκές οι σελίδες που οιστρηλατώ..

244


Χειμωνιάτικη λιακάδα… Βγαίνει ο κάμπος απ’ την νάρκη του να τον βοσκήσουν οκνηρά βόδια Κι ο χρόνος ακινητεί παρ’ ελπίδα γαλάζιος. Ευκίνητα πουλιά κρατούν τον ατιθάσευτο άνεμο, την Στιγμή που ένας Γλάρος μπερμπάντης γράφει φως με τα φτερά του στον καθαρό ουρανό. Ο πόνος είναι άσχημος σύμβουλος του θανάτου, κι ούτε Την μελαγχολία σου αγαπώ. Θέλω την επιγραμματική φωτιά ενός συνόλου από ανεμώνες που ανατρέπουνε όλα τα μαθηματικά και είναι Σαν μια λιακάδα χειμωνιάτικη που την βοσκάνε άοκνες ελπίδες ότι κάτι Θα φτιάξει εδώ! Όπως ζητώ την καλοσύνευση! Δεκέμβρης 2018

245


* Τι συγγένειες έχει η νύχτα με την καρδιά μου; και το φεγγάρι πώς μου μιλά Ανοίγοντας την αυτοκρατορική βεντάλια του Στο πρίσμα του ουρανού; Μια δεκεμβριάτικη απόβαση στον ύπνο που δεν χόρτασα, μια Απατηλή μνήμη και όλα θα φτιάξουν τοκίζοντας την παρουσία τους με ελπίδαΞημερώνει σε λίγο, μια ψύχρα ανεβαίνει στα κλαδιά, Όλη την νύχτα ένα αγιάζι περόνιαζε τα δέντρα· Σε σκεφτόμουν, πολύ σε σκεφτόμουν· Και έπεσα να κοιμηθώ λάμνοντας σ’ ένα όνειρο που θησαυρίζει τα φιλιά σου καθιερωμένη ιέρεια! Δεκέμβρης 2018

246


*

Τιναχτό άνθος και το λουλούδι κραυγάζει λιακάδα Που ο χειμώνας έφερε· ντεραπαρισμένα σύμφωνα που ακουμπούν τα φωνήεντα, κράτος Εν κράτει, αμνησίκακο φως που σκορπά διαφάνεια και εκμυστηρεύσεις· ό,τι είδα είναι μια γνώση εξουσιαστική· η Ποίηση κορυφώνεται μέσα στον ελαιώνα, δύσκολα Λόγια που αγγίζουνε τα παραμύθια Αναφλέγονται όπως ο Χρόνος ορίζει· και μια πεμπτουσία ηρωικής Μαρτυρίας ανοίγει ιστορίες πολέμου παροτρυντικού Να σε μάθω και να με μάθεις απόψε.. Δεκέμβρης 2018

247


*

Στον αέρα μέσα παρασυρμένο ένα συμπυκνωμένο όνειρο που περιφέρεται Στους δρόμους της πόλης, γυμνό· Κουτουλά επάνω στα ντουβάρια των αισθήσεων, ξύνει την ώχρα Των τοίχων, μοιράζει πάθος- αλλά δεν μοιράζεται: ανέπαφο βολοδέρνει στον χρόνο των εκπλήξεων- ελπιδοφόρο. Και στολίζει την φαντασία μας με έξαψη, ανατινάζει Τις μπαρουταποθήκες του εγωισμού μας Και φυσά σ’ αυτές τις μέρες τις γιορτινές, ένα βαθύ κύμα χαράς, να στολιστούμε πάθη ολόφωτα, να μας βρει εξαγνισμένους το σύννεφο, να τρωθεί η κακία μας καίρια, να αγαπώ όπως εσύ μ’ αγαπάς..

248


* Φεγγάρι πάνω απ’ τα βουνά, φεγγάρι Κυλά όπως πανσέληνος το σώζει Ο μίσχος του είναι μια προσευχή να σ’ ανταμώσω Μην περιφρονείς την αγάπη μου, ο έρωτας ανάβει τα λαμπιόνια του να στολίσει την χάρη σου!

249


*

Βάρυνα και μ’ αρέσουν οι παρομοιώσεις Φαίνεται· σαν ένας έκπτωτος βασιλιάς που όλα πλέον τα έχασε· τιμαλφή είναι μόνο τα δώρα Των σκέψεων· ακουμπώ ουρανό- όσο Κι αν φαίνεται ετούτο παράξενο· και τρέχω Προς την μεριά του φωτός- μιας και εκεί Έχω αφήσει (από εφηβείας) το δυνατό χαρτί της ευαισθησίας μου!

250


Πρόσωπο που πεινάει συμπάθεια… Αράγιστο και όπως πίνει ήλιο Και μεθά, φλογοβόλο της ρίμας, πρόσωπο που πεινάει συμπάθεια, Φωτίζεται απ’ την ανάγκη του Έρωτα, τίποτα εδώ δεν σταματά, μια φιλοσοφία κραταιή και ωραία Το φέρνει στον νου μου, να σχηματιστεί από το Τίποτα, από μια ανάγκη των έσωθεν, Που όμορφα λαλεί μας η ζωή και όποιος ακούει, ακούει!

251


*

Όταν προβαίνεις στο παράθυρο κι είναι τα μάτια σου γεμάτα νοσταλγία· Ήχος απόκοσμος ακούγεται, η μελαγχολία δαγκώνει τα αφρόξυλα, Δεν δέχεσαι να αναπνεύσεις την λύπη, στυλώνεις τα μάτια σου σε ένα λουλούδι του κήπου Και δοκιμάζεις το σιρόπι της μοναξιάς σου Τόσο αλήθεια γλυκόπικρο..

252


Χριστούγεννα! Το ένα σκέλος φαντασία και το άλλο φως Θρυμματισμένο, άοκνο, που ντύνει την πλάση με το λούστρο του, ιαματικό φως, πράο, που μεγεθύνει τα πράγματα, κι όσο η ύλη έχει πέραση τόσο εγώ να την αρνούμαι, να κυριαρχεί Και να γαντζώνεται στον ιστό των λεξιλογίων, ωστόσο Να με θέλγει το Ποίημα, να εξουσιάζει επάνω μου Με ήχους, με χρώματα, με εικόνες και ορθότερο απόνα κυπαρίσσι να ψηλώνει έως να φτάσει Να βυζαίνει λυρικό ουρανό. Χριστούγεννα όπως και να το δεις- Χριστούγεννα! Ξεκαθαρίζουν οι προθέσεις και θα σκαρφαλώσω σ’ έναν πύργο υδάτινο Που σχηματίζει η βροχή και κατευθείαν με πάει Στο γλαφυρό παλάτι του ουρανού!

253


*

Να καταλάβεις θάνατο και να νιώσεις Και το σπουργίτι που τινάζει παγωμένο τα φτερά του.. Να γράφει πάνω σου ο βίος: Ασημαντότητες που βάφουν τον εγωισμό σου μελανό. Να σε πυροδοτούν οι σκέψεις- σαν ένα Επαναστατικό φερέφωνο που το κατευθύνουν Ηθικές περισπωμένες του άλλοτε. Να δεις. Να δεις λίγο και μέσα σου!

254


*

Χαλάει το περίγραμμα και εξοκείλω ανοίγοντας Το σύνορο ως να με βρεις Μπροστά σου, ατίθασο και περπατώντας Στην άμμο της περιπέτειας· Η μέρα ζει την λιακάδα της· Δεκέμβριος· ζήσε για να σε ευχαριστηθούν οι αγωνίες σου! Και πάλι Αναρριχώνται όλα σου μες τον καλόγνωμο ουρανό, φτηνά αγοράζοντας τα ακριβά και μόνο που ο έρωτας μένει Πιστεύω!

*

255


Ορμέμφυτο!... Τι συμβαίνει ζωηρό που να εγγράφεται χρώματα και το ακολουθεί καταπόδας η μέρα; χλιμιντρά όπως το άλογο το υπερήφανο Και αφήνει πίσω που την ζοφερή βραχνάδα Του ουρανού. Ο Δεκέμβριος σβήνει όπως πυγολαμπίδα που έπεσε Στο λάδι της νύχτας. Ένας ψίθυρος ακούγεται: φωνήεντα λάμπουν ανοιγοκλείνοντας την υπόστασή τους όπως τα μύδια στον βυθό. Μέσα σε τούτο που δεν καταλαβαίνεις κι απόλυτα, χαμογέλασε- η ζωή σου δίνει το έναυσμα της Αστραπής· όλα μια Ιδέα είναι· αν την σβήσεις Θα μαραθούν τα σωθικά σου και δεν θα σε πλησιάσει ο Έρωτας!

2018

256


Εαυτόν αντιμάχομαι! Η αλητεία μου παίζει άμυνα και δεν αλλάζει τίποτα από την τάξη του κόσμου· κρέμονται στο κενό οι φιλοδοξίες μου· πάσχω όπως μες την λιακάδα πάσχει ο τυφλοπόντικας και στο χωράφι προβάλει το κεφάλι του, ήσυχα, φοβισμένα. Παίζουν άμυνα οι αισθήσεις μου, το ένστικτο ακονίζει ορμές επάνω στο λαδάκονο της πραγματικότητας· ένα λουλούδι αναφαίνει μες το όνειρο του ουρανού· έχω προθέσεις αγνότερες του ρόδου· Εαυτόν αντιμάχομαι!

257


Προτροπή.. Ήσυχα κοιμούνται τα χωριά στο χιόνι· και στο δάσος Τα δέντρα πασπαλίζονται τουλούπες του χιονιού στα ωραία κλαδιά τους· οι αστερισμοί Σου γελούν απόψε· καμάρωσε Την νύχτα που σε αγαπά, καμάρωσε! Διττά μες την ζωή μοιράστηκες· ποιος να σε καταλάβει; Έχει πίκρα κάτι φορές το όνειρο, είναι αλήθεια. Θα ξημερώσει, σε λίγο. Δες. Στα μάτια σου ανήκουνε όλα τα μυστικά. Και το Ποίημα!

258


* Ένα πυρετό θέλω Αγνότητας και πού να σε βρω Εθελούσια παραδομένος στην αγάπη σου, Ήλιε, μαγικό άστρο Που ζεις εποπτεύοντας τις μίζερες ζωές μας, ω λύκε Πανέξυπνο πλάσμα, στο βαθύ δάσος του κόσμου!

259


* Δέντρα γυμνά σαν ορνιθοσκαλίσματα που η ώχρα Τα έντυσε· και η γη Αστόλιστη και φέρουσα το φέρον ποίημα που υφέρπει Τα κρατά μες την χούφτα της· χειμώνας· ήρθες να σταθείς στον παράδεισο του ρήματος· η σιωπή είναι η έγκλισή σου· αίμα χοϊκό δράμει σε όλα τα σιωπηρά φαινόμενα γύρω μας Και ακούγεται στον χρόνο που κι εσύ δεν κατανοείς.

260


*

Με περιέχεις σε περιέχω Όπως ο έγκλειστος σπόρος στην γαστέρα της γης Ανθίζει ο πόθος μου Φωνή έχει η σιωπή μου και σε γεννά Ένα ποίημα που ξεφλουδίζει την νύχτα Σε φέρνει κοντά μου Χορεύτρια ιλαρή που ζει στις φιγούρες της Χορεύτρια που μάγεψε αυτούς που την κοιτούν Κι εμένα!

261


Ερωτικό.. Ένα όφελος από ξενυχτισμένα πουλιά έχει ο ουρανός Και το δηλώνουνε περίτρανα οι άκαμπτοι αστερισμοί του. Στον έρωτα της ακροθαλασσιάς, στο καθαγιασμένο ύδωρ της προσευχής μας Πέταλα λουλουδιών και ανέγγιχτοι φωτισμένοι καθρέφτες. Ηχούν μέσα μας οι νότες του μειδιάματος Ηχούν για να σε ερωτεύομαι για να σε θέλω δίπλα μου Η θάλασσα είναι ένας ύμνος ακραιφνής Που μπάζει στην ζωή μου τα ψηφιδωτά χαλίκια. Ο πόθος λέγεται κάθε στιγμή που σου διαβιβάζω Σιωπές όσο με δίχως λέξεις να επικοινωνούμε Στον άρρητο χρόνο του διαστήματος! 2.1.2019

262


Έσχατη Θούλη… Μακρινό κάθε συμπέρασμα που μπορείς, αρχή και τέλος δεν έχουν οι αναζητήσεις Άκου ανθρωπάκο, ήρθες και ρίζωσες Παίζοντας επικίνδυνα παιχνίδια και εις βάρος του εαυτού σου ακόμα· Τώρα Γελάς που νιώθεις τις επιτυχίες Τόλμησες και συνέτριψες σύνορα μα σύνορα είναι πάντα εκεί υποψιάζεσαι Έσχατη Θούλη, κι είναι αλήθεια αυτό, μια αραχίδα κοντινά θα προσέγγισες ίσως κι η γνώση σου όπως αλλάζει σε κάνει ξαφνικά τον Μέγα Γελωτοποιό του σύμπαντος.

263


Αισθήσεις ξεκρέμαστες.. Η όραση θα αρχίσει να κερδίζει Όταν εμπιστευτεί την ακοή τηςΒρε τι παράξενα που λέω! Ας πούμε οι αισθήσεις μαλώσανε Και πια δεν συνεργάζονται: τότε Θα ξεχαρβαλωθεί το σώμα, θα ‘ναι Μια μουσική μπάντα που ο καθένας παίζει άλλον σκοπό· θλιβερό! Ανάγκη για πειθαρχία Λοιπόν! Και όπου φυσάει ο βοριάς, φυσάει. Στην εντέλειά του ο χρόνος αφανίζεταιΚάθετα άρχουν οι σκέψεις Μηδενίζονται τα κοντέρια Όσα χιλιόμετρα να γράψεις μες την περιπέτεια Ασήμαντος είσαι Η όραση ξέρει Η ακοή ξέρει Η αφή Η όσφρησηΠώς να σε προφυλάξουν; Αν είσαι ρομαντικός που αγαπά να σφάλει Θα την πατήσεις και θα σε κλάψουμε παρακάλα για την συγχορδία των αισθήσεων Μήπως και δεν σε νικήσουνε Οι ματαιότητες.. Ιανουάριος 2019

264


*

Κλειδώνει ο κόσμος μας, κλείδωσε Τι να τις κάνεις τις προοπτικές, τα υψηλά ποσοστά κερδοφορίας Των εταιρειών, τους κρατικοδίαιτους εργολάβους Που ξεπουλούν όσο όσο την έμπνευση Των εθνικών κλήρων, την σημαία Που έβγαλαν επάνω της το άχτι τους Ένα τσούρμο παράξενα τσογλάνια, τι Να την κάνεις την ορμή των ταμείων; Αγοράζουν τα πάντα Οι τραπεζοκένταυροι, ασουλούπωτο μένει το μέσα μας χάος Και είναι κουρελού εθνικοτήτων πλέον η πατρίδα..

265


*

Όταν τελειώνουν αυτά που έχω να πω, κλείνομαι στον εαυτό μου· κι αυτό είναι μια μυστική συνάντηση με τον εαυτό μου, μια σφυγμομέτρηση να δω μέχρι που πάει αυτός ο ορίζοντας της ευαισθησίας μου, που αύριο θα γεννήσει πάλι ποιήματα και πάλι εκμυστηρεύσεις. Να πόσο απλό είναι και όμως, ταυτόχρονα, πόσο σύνθετο, αν πας να το αναλύσεις. Βυθοσκόπηση το λες- με την έννοια που ο οφθαλμίατρος έβλεπε μες το μάτι μου προχθές όλα εκείνα που δεν φαίνονται με το μάτι που με κοιτάζει. Κρύβουμε τόσα πολλά τελικά; Και ποιά επιστήμη μας αναγνώθει με τον τρόπο που καταλαβαίνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, αλλά νιώθουμε και ασπαζόμαστε τα όποια συμπεράσματά της; Πτήση σε ουρανούς που δεν κατανοούμε. Και είμαστε πιλότοι δόκιμοι και θαυμαστοί!

266


*

Με άλμα πας στον Παράδεισο Με άλμα πας και στο Πουθενά· ένας ο τρόπος Εαυτόν και θυσίασε! Σκευωρούνε τα γύρω σου και σκηνοθετούν ματαιότητες· Πλέουνε για να συναντήσεις τα όνειρα· Να που νυχτώνει και δεν την φοβάσαι την νύχτα· Χορός να λάμψεις και χορός να αναληφθείς Σε ουρανούς καταγάλανους- η Ποίηση είναι η Αλήθεια! Επικεντρώνεσαι στο Φως που αγαπάς, αγαπώ Την καθαρή σου Προσήλωση Στου σκοπού τον Σκοπό!

267


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΦΩΝΗΕΝ ΥΠΟΔΟΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΠΑΡΕΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2019

268


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.