Η λεύγα 2 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 29.5.2011, φέροντας δικαίως στο εξώφυλλό της την ένδειξη Μάιος 2011. Διακινήθηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους, με αποτέλεσμα, ξεκινώντας από την Αθήνα, να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Δράμα, στα Γιάννενα, στην Κομοτηνή, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Ζάκυνθο, στο Αίγιο, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στα κέντρα του απόδημου ελληνισμού, αλλά και σε πολυάριθμους αιγιαλούς, όπου χρησιμοποιήθηκε στην αποτελεσματική μέτρηση αποστάσεων. Στη διάδοσή της συντέλεσαν φίλοι, συνεργάτες και συνοδοιπόροι, οι εκδόσεις Futura που ανέλαβαν τη διάθεση στα βιβλιοπωλεία, οι απεργιακές συγκεντρώσεις, οι πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι που ζή τησαν αντίτυπα για διακίνηση, οι ηλεκτρονικές λίστες, οι εφημερίδες και τα ιστολόγια που αναφέρθηκαν σε αυτήν. Έχοντας διαθέσει περισσότερα από 500 τεύχη, η λεύγα 2 συντέλεσε στην προσωρινή σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ η σημαντικότερη επιτυχία της εντοπίζεται στις ενορατικές ιδιότητες των συντακτών της. Κατά συνέπεια, η λεύγα τη νέα σχολική χρονιά διατηρεί την επιθυμία της να μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο, να διευρύνει τον κύκλο των συνεργατών της και να αρνείται ευγενικά να απαντήσει στην ερώτηση «τίνος είστε σεις», αποκρύπτοντας επιμελώς τα αδιαφανή κέντρα που την κατευθύνουν.
Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr
Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης Λεύγα 3 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2011) Φωτογραφίες: Αχιλλέας Βογιατζής, Μπάμπης Λουιζίδης Σχέδιο εξωφύλλου: Αλίκη Παναγιωτοπούλου Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr
4ú ÛÂ٤̂ÚÈÔ˜ levga.gr 2
Î·È ¿ÏϘ 19.997 ˘fi ÙË ı¿Ï·ÛÛ· levgamag@gmail.com
Γιάννης Βογιατζής, Το πρόβλημα της ζωής
4 10 17 20
Στέφανος Βαμιεδάκης, Απογραφής το ανάγνωσμα Κώστας Περούλης, Μια σύντομη ιστορία των αναθέσεων των δημοσίων έργων Ελένη Κυραμαργιού, Ο Ηλεκτρικός δεν έγινε ακόμη Μετρό Κωστής Καρπόζηλος, Τα παιδιά του ελληνικού λαού σε νέες περιπέτειες
26 Η χαμένη τιμή των Δημοσίων Υπαλλήλων 34 38 39 43 47 51
Γιώργος Καράμπελας, Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος Ελένη Κυραμαργιού, Παραμένοντας Προστάτης του Πολίτη Μαίρη Καλδή, Μονόλογοι από τη Γάζα Βιβή Αντωνογιάννη, Χαμένες ψευδαισθήσεις: Ελεημοσύνη και αλληλεγγύη Ξένια Μαρίνου, Σκιές ιστορίας από το περιθώριο Άγης Πετάλας, Η ανθρωπιά του προοδευτικού αντικομμουνισμού
57
60 65 69 72
Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία Γιώργος Καζαντζίδης, Ο ομπρελοκουβαλητής Βασίλης Κρίτσας, Σπορτ-Ματ: Αθλητισμός και ιστορικός υλισμός Γιώργος Μανουσέλης: Ψιλά γράμματα
[ ]
Το πρόβλημα της ζωής «Θέλουμε ζωή, όχι επιβίωση». Το πρωτοφώναξε ο γαλλικός Μάης και έτσι πήρε την άγουσα για την ελληνική πολιτική επικράτεια. Στη Μεταπολίτευση βρέθηκε μάλλον στη σκιά του πιο ευφάνταστου (και πιο λαλιώτειου) «η φαντασία στην εξουσία». Για χρόνια υπήρξε σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων· όταν «ωρίμασαν οι συνθήκες», ακολούθησε την πεπατημένη και πολιτογραφήθηκε στην καθημερινή ρητορική της ευρύτερης (εξωκοινοβουλευτικής) αριστεράς· πρόσφατα αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες του και έγινε κεντρικό μότο της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ (σύνθημα του φεστιβάλ νεολαίας του 2008, κεντρικό σλόγκαν στις Ευρωεκλογές του 2009). Σήμερα κατακλύζει αντιμνημονιακές αφίσες, καλέσματα σε πορείες, προκηρύξεις και μπροσούρες. Το δίλημμα όμως είχε κάποτε σκοπό να τρίψει στα μούτρα του μικροαστισμού την «πραγματικότητά» του, την «αλήθεια» του, να αποκαλύψει όσα εκείνος επιμελώς απέκρυπτε. Ο μικροαστισμός, έλεγε η σχετική ρητορική, ονόμαζε ζωή την επιβίωση, ταυτίζοντας την τέχνη της ζωής με την τεχνική της επιβίωσης, αλλάζοντας το νόημα και της μεν και της δε. Το σύνθημα σκόπευε να επανοικειοποιηθεί το περιεχόμενο των λέξεων, προκειμένου, ως συνήθως, να αποπειραθεί την επανοικειοποίηση των πραγμάτων: να επιστρέψει (σ)τη ζωή (σ)το πραγματικό νόημά της. Φυσικά το πρόταγμα ή η πρόθεση ήταν σαφώς περιεχομενική: να ξαναγεμίσει με σημασίες, με νοήματα η καταστατική συνθήκη, η προϋπόθεση της ύπαρξης, η «ζωή». Σε αυτή τη γραμμή το να επιβιώνεις ήταν κατάπτυστο και το να ζεις ευκταίο: η επιβίωση ήταν συνώνυμη της λάθρας ζωής, της αστόχαστης ύπαρξης, της γιάπικης καριέρας, της απερίσκεπτης κανονικότητας χωρίς ουσιαστικές (ήτοι, ουσιώδεις) εξαιρέσεις. Κι όλα αυτά στρέφονταν, προφανώς, κατά του μικροαστισμού. Με ένα μόνο πρόβλημα: το δίλημμα είχε γίνει εφικτό από αυτόν τον ίδιο τον μικροαστισμό που (υποτίθεται ότι) αρνιόταν. Ο διχασμός ζωής και επιβίωσης προϋποθέτει την ευημερία: μόνο αν έχει ξεπεραστεί το πρόβλημα της επιβίωσης μπορεί κανείς να αρχίσει να συζητάει για το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής. Το δίλημμα λοιπόν ερχόταν ασφαλώς από την εποχή της ευμάρειας: εκείνη την εποχή, «ζωή» ονομαζόταν η επιβίωση την οποία παραχωρούσε το καθεστώς στους υποτελείς, γι’ αυτό και έπρεπε να ανατραπεί από τον «ανταγωνιστικό» λόγο. Η εποχή της αφθονίας όμως έχει λάβει –εδώ και καιρό– τέλος, και το πρόβλημα της επιβίωσης αρχίζει δειλά δειλά να επιστρέφει. Μένει τώρα να φανεί αν η κατάρρευση των υλικών και κοινωνικών προϋποθέσεων του μικροαστισμού θα ανατινάξει εν τέλει και την ιδεολογική κυριαρχία του: αν δηλαδή η επισφάλεια της επιβίωσης θα επαναφέρει στο κέντρο το πρόβλημα της ζωής ως τέχνης του βίου. Προς ώρας, τα πράγματα κάθε άλλο παρά αισιόδοξα είναι. Η αβέβαιη επιβίωση οδηγεί προς το παρόν σε αναδίπλωση στις καθιερωμένες μορφές του θριαμβευτικού μικροαστι-
[ ]
σμού: στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων αυτό είναι ολοφάνερο. Είτε πρόκειται για ερωτική σχέση, συμβίωση, γάμο ή «οικογενειακό προγραμματισμό», η επιστροφή στην (οικονομική κατά βάση) ιδιωτικότητα είναι το τελευταίο στάδιο του μικροαστικού θριάμβου: είτε με τη μορφή της ορθολογικής και υπολογισμένης ερμητικότητας της (γιάπικης) «καριέρας της οικογένειας» (στεγαστικό, αυτοκίνητο, παιδιά, σκυλιά, πιστωτικές, προάστια, διακοποδάνεια) είτε με το αντεστραμμένο της είδωλο, τη (χίπικη) ελευθερία ως τακτική εξαίρεση, ως κανονισμένη μη κανονικότητα, ως διακοπές από την «κανονική ζωή» (με τις πλάτες φυσικά της μικροαστικής ιδεολογίας και οικονομίας). Για να μιλήσουμε παρωχημένα, βρισκόμαστε στη σφαίρα του «εποικοδομήματος», ενώ την ίδια στιγμή η «βάση» έχει απολέσει τη δυνατότητα να στηρίζει αυτό το εποικοδόμημα. Η απεγνωσμένη αγκίστρωση από τις συμβολικές μορφές του μικροαστισμού μαρτυρά την εύθραυστη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει αυτός. Οι στιγμές είναι ασφαλώς κρίσιμες! Και η κρισιμότητά τους εντείνεται ακόμα περισσότερο όσο απαντούμε σε ένα πραγματικό πρόβλημα με τον στρουθοκαμηλισμό της πλήρους υπαναχώρησης σε μια συμβολική σφαίρα, κατασκευασμένη από την κυριαρχία. Υπό αυτήν την έννοια, το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να αρνηθούμε στην πράξη το παλιό δίπολο: ο χωρισμός ζωής και επιβίωσης, εποικοδομήματος και βάσης, πρέπει να ανατραπεί. Στη θέση του, το μόνο που μας απομένει είναι να δώσουμε τον αγώνα για την επιβίωση, ναρκοθετώντας τη «ζωή». Γιάννης Βογιατζής
[ ]
Στέφανος Βαμιεδάκης
«Tι σε νοιάζει εσένα πού κοιμήθηκα;» Απογραφής το ανάγνωσμα*
Τ
ον Μάιο ολοκληρώθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) η Απογραφή Πληθυσμού 2011. Η Αρχή πρόβαλλε τη φετινή Απογραφή ως μια διαδικασία με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις αντίστοιχες του παρελθόντος. Επικαλέστηκε αλλαγές στη μεθοδολογία και τη φιλοσοφία σε μια προσπάθεια εναρμόνισης με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στο σχετικό Δελτίο Τύπου (22/7/2011) της ΕΛΣΤΑΤ με τα προσωρινά αποτελέσματα διαβάζουμε: «Τηρώντας τον Κανονισμό 763/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η Απογραφή του 2011 εστίασε στην καταγραφή του Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας σε αντίθεση με τις προηγούμενες Απογραφές, οι οποίες είχαν σκοπό την καταγραφή του de facto πληθυσμού. Γενικότερα, η μεθοδολογία της Απογραφής του 2011 διαφέρει σημαντικά σε αρκετά σημεία από αυτή προηγούμενων απογραφών, όπως στη διάρκεια της Απογραφής, στην απογραφή ατόμων στον τόπο μόνιμης κατοικίας τους κ.λπ.». Η φετινή απογραφή λοιπόν διαφημίστηκε ως η πιο έγκυρη συγκριτικά με τις προηγούμενες, δηλαδή ως η πιο «πιστή» και πιο κοντά στην «πραγματικότητα» καταγραφή των ατόμων και των νοικοκυριών της Ελλάδας. Ως κυριότερο ατού της νέας αυτής προσέγγισης ήταν η χρονική διάρκεια της όλης διαδικασίας. Πράγματι, η Απογραφή του 2011 διήρκεσε δύο εβδομάδες (10-24 Μαΐου), γεγονός που σύμφωνα με τη διοργανώτρια Αρχή θα επέτρεπε την καλύτερη δυνατή εφαρμογή της νέας λογικής, προσφέροντας βάθος και επιστημονική εγκυρότητα στην καταγραφή. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη μεθοδολογία μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες επιμέρους στοχεύσεις, κάπως υπόρρητες. Όπως αναφέρει και η Ε.Χ., τομεάρχης στην περιοχή του Αμαρουσίου, Στόχος υπήρξε όχι μία φωτογραφική εικόνα του * Ευχαριστούμε τους/τις: Γ.Γ., Χ.Χ., Ε.Π., Σ.Π., Ε.Χ., Ε.Π., Θ.Κ. για τη συμβολή τους. Ο συντάκτης του κειμένου περιορίστηκε απλώς στον άχαρο ρόλο της κοπτοραπτικής των ανταποκρίσεών τους.
πληθυσμού, αλλά η αποτύπωση της κίνησης των ατόμων στον χρόνο και τον χώρο. Για το λόγο αυτό [...] η διαδικασία θα διαρκούσε δεκαπέντε μέρες και όχι μία, όπως στην προ δεκαετίας απογραφή, ελπίζοντας ότι έτσι θα φανεί πού πραγματικά ζει το κάθε άτομο και θα αποφευχθεί η παραπλάνηση από οικογένειες που μεταβαίνουν στους τόπους καταγωγής τους για να απογραφούν εκεί. Δεν επρόκειτο επομένως για μία απλή καταμέτρηση του πληθυσμού, αλλά για έναν έλεγχο της κατα νομής των ατόμων στον χώρο. Είναι εμφανές ότι το στοιχείο αυτό αποτελεί ένα σημείο-κλειδί. Η προοπτική της απασχόλησης για δύο εβδομάδες αποτέλεσε σε πολλές περιπτώσεις το ισχυρότερο κίνητρο για τη συμμετοχή πλήθους ατόμων ως απογραφέων στη διαδικασία. Προκλήθηκε μάλιστα τέτοια κινητοποίηση, που οι περισσότεροι από εμάς βρεθήκαμε ξαφνικά να περιτριγυριζόμαστε από φίλους, γνωστούς και συγγενείς που έκαναν αιτήσεις για απογραφείς ή τομεάρχες. Η προσφορά σίγουρα υπερκάλυψε τη ζήτηση, γεγονός που εξηγεί και φαινόμενα μυστικοπάθειας που εμφανίστηκαν την περίοδο υποβολής των αιτήσεων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ.Γ., απογραφέας στο Γαλάτσι, «αρκετοί το ήξεραν αλλά ελάχιστοι το διακινούσαν σε γνωστούς και φίλους». Η ιδιαιτερότητα της φετινής Απογραφής (νέα μεθοδολογία, σημαντική διεύρυνση της χρονικής της διάρκειας κ.λπ.), αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες εντός των οποίων αυτή διενεργήθηκε προσφέρουν την ιδανική αφορμή για μια κριτική αποτίμηση, μέσα από τις μαρτυρίες και τις εμπειρίες των ίδιων των υποκειμένων που ανέλαβαν την υποχρέωση να την εκτελέσουν. Το τυρί και η φάκα Είναι φανερό ότι η Απογραφή στάθηκε για πολύ κόσμο η ευκαιρία να γίνει μια ευχάριστη και όχι ιδιαίτερα κουραστική παρένθεση στη συνθήκη της ανεργίας ή ένα συμπληρωματικό εισόδημα ή μια ακόμα περιστασιακή απασχόληση:
[ ]
Πριν την απογραφή ήμουν χαρούμενος που επι λέχτηκα επειδή πίστευα πως είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος να βγάλω λίγα χρήματα. Το βασικό ερώτημα όλων των απογραφέων ήταν «Πότε θα πληρωθούμε;». (Χ.Χ., Τρίπολη) Μια γρήγορη διαδικτυακή συμπλήρωση αίτη σης και ένα δίωρο σεμινάριο είναι σίγουρα όχι και ιδιαιτέρως κοπιώδης διαδικασία. Σίγουρα! Αν σκεφτεί κανείς ότι συμπληρώνοντάς την με ολίγες επισκέψεις σε άγνωστα σπίτια –συν ή πλην 150– της γειτονιάς σου μπορούν να αποφέρουν τα χρήματα για την κάλυψη κάποιων εκ των μελ λούμενων εξόδων. (Ε.Π., 6ο διαμέρισμα Αθηνών) Μία επιπλέον οικονομική ενίσχυση στο εισόδη μά μου σαφώς και ήταν το κίνητρο για τη συμ μετοχή μου στο εγχείρημα. (Γ.Γ., Γαλάτσι) Στάθηκα τυχερή μιας και από τους τόσους γνω στούς και φίλους που είχαν υποβάλλει ηλεκτρο νικά την αίτηση κληρώθηκα να «εργαστώ» δύο βδομάδες για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι. (Ε.Π., Ρέθυμνο) Εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι το σώμα των απογραφέων καλύφθηκε αποκλειστικά από νέους, φοιτητές, ανέργους, υποαπασχολούμενους κ.λπ., δηλαδή τους «συνήθεις υπόπτους». Όμως οι περιπτώσεις, όπως μας γνωστοποιήθηκαν, μιας συνταξιούχου της ΕΛΣΤΑΤ που εργάστηκε ως απογραφέας και μιας ψυχολόγου που εργάστηκε ως τομεάρχης για να βοηθήσει οικονομικά την κόρη της, σίγουρα δεν υπήρξαν οι μοναδικές. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα η ζήτηση αυτή εκφραζόταν και κατά τη διάρκεια της ίδιας της απογραφής, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χ. Χ. από την Τρίπολη «κάποιοι ρωτούσαν πώς βρήκα αυτή τη δουλειά και αν μπορούν να κάνουν και αυτοί αίτηση». Η διατίμηση της «εργασίας» (1,70 ευρώ το σπίτι και 1,30 ευρώ το «κεφάλι», 150 περίπου νοικοκυριά, χωρίς ασφάλιση φυσικά), σε συνδυασμό με το χρονικό εύρος της διαδικασίας δημι-
ούργησαν στους εργαζόμενους-απογραφείς την προσδοκία ότι, αν μη τι άλλο, το χρηματικό όφελος θα ήταν ανάλογο της δουλειάς. Αποδείχτηκε μάλλον το αντίθετο. Εντατικοποίηση, συνεχής έλεγχος, κοπιαστική αναζήτηση «πελατών», γραφειοκρατία και άλλες τέτοιες καταστάσεις παραπέμπουν μάλλον σε συνθήκες εργοστασίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι από τους απογραφείς με τους οποίους επικοινωνήσαμε για το θέμα δήλωσαν εκ των υστέρων μετανιωμένοι για την εμπλοκή τους: Μετάνιωσα όσο τίποτα άλλο που πήρα μέρος στην απογραφή. Κατ’ αρχάς είναι μιζέρια, καθώς απογράφεις, να σκέφτεσαι «ελπίζω να πετύχω πο λύτεκνη οικογένεια. 4 × 1,30 = 5,2 + 1,7 (το σπίτι) = 6,9» ή να υπολογίζεις πόσα χρήματα έβγαλες στο τέλος της μέρας ενώ έχεις επισκεφθεί κάθε σπίτι 5 φορές μέχρι να τους βρεις και έχεις τελειώσει 5 κάρτες ώστε να τους κλείσεις ένα τηλεφωνικό ραντεβού. Τα χρήματα είναι πολύ λίγα καθώς θα έπρεπε κάθε απογραφέας να κάνει μια προετοι μασία από το σπίτι, να βγει να απογράψει και να γυρίσει να ξαναδεί τα δελτία και να τα περάσει στη συγκεντρωτική κατάσταση. Η πίεση από τους τομεάρχες σχεδόν αφόρητη καθώς ήθελαν ανα φορά κάθε δύο μέρες για την πορεία της απογρα φής. Στον τομέα μου ξεκινήσαμε 5 απογραφείς και μόνο εγώ ήμουν ίδιος μέχρι το τέλος, οι υπόλοιποι παραιτήθηκαν. Όταν πλέον παρέδωσα το υλικό στην ΕΛΣΤΑΤ ένιωσα ελεύθερος! (Χ.Χ., Τρίπολη) Όσο περνάει ο καιρός και η πληρωμή αργεί αναρωτιέμαι αν θα έτρεχα ξανά από πόρτα σε πόρτα. (Ε.Π., Ρέθυμνο) Αν και οι δεκαπέντε ημέρες φάνηκαν στην αρχή αρκετές, η πραγματικότητα μας διέψευσε, γιατί η επικοινωνία με όλα τα νοικοκυριά (περίπου 150) απεδείχθη ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικα σία και έτσι και η προβλεπόμενη αμοιβή απο δεικνύεται τελικά αναντίστοιχη με τις πραγμα τικές ώρες εργασίας. Ουσιαστικά έπρεπε να εί μαστε σε ετοιμότητα ολόκληρη την ημέρα, από το πρωί, στις 9:00 μέχρι το βράδυ, στις 22:00. Οι τηλεφωνικές επαφές με τον τομεάρχη μας ήταν
[ ]
συνεχείς, όπως επίσης και οι επαφές με τους πολίτες, καθώς πολλοί εξ αυτών μπορούσαν να είναι διαθέσιμοι συγκεκριμένες ώρες, πράγμα που ακύρωνε το οργανωτικό μας σχέδιο. Οι πιέσεις από την πλευρά του τομεάρχη είχαν να κάνουν με την όσο το δυνατόν καλύτερη απο γραφική κάλυψη της περιοχής και συνίσταντο στην εξάντληση των περιθωρίων επικοινωνίας με τα νοικοκυριά που είχαμε στην αρμοδιότητά μας (κάποιοι «κρύβονταν») και συχνά για αυτόν τον σκοπό έκανε επίκληση στην αμοιβή (όσο πιο πολλά νοικοκυριά και άτομα απογράφαμε, τόσο πιο πολλά χρήματα θα παίρναμε). (Σ. Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών) Λόγω των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής που είχα αναλάβει, το πρωί δεν εντόπιζα τους κατοίκους. Τους άφηνα ειδοποι ητήριο. Το απόγευμα εντόπιζα τους περισσό τερους. Έτσι η ένταση της εργασίας κορυφω νόταν από τις 17:30 έως τις 21:30. Ακόμη δεν έχουμε πληρωθεί και φήμες αναφέρουν πως θα υπάρξουν περικοπές από όσα μας είχαν πει στην αρχή. Αν με ρωτούσε κανείς αν το μετάνιω σα θα έλεγα «ναι». Δεν έσωσα τίποτα με αυτά τα λεφτά. Πολλή ένταση και δουλειά αλλά και ψυχολογικού τύπου μεταβίβαση που δεν άξιζε τον κόπο. (Γ.Γ., Γαλάτσι) Η εντατικοποίηση μάλιστα υπογραμμίστηκε και από απογραφείς που είχαν τη δυνατότητα σύγκρισης με την προηγούμενη απογραφή του 2001: Eιδικά σε σύγκριση και με την προηγούμενη διαδικασία του 2001, περισσότερες ερωτήσεις, περισσότερη γραφική εργασία για τους απο γραφείς και τομεάρχες, πολύ μεγαλύτερη πε ριοχή ευθύνης. Δεν είναι άσχετο μ’ αυτό και η διάρκεια της απογραφής από μια ημέρα σε δύο βδομάδες. (Θ.Κ., Νέα Ιωνία) Στην περίπτωση του Θ.Κ., το πρόβλημα απέκτησε και άλλη διάσταση, αφού δεν είχε υπολογιστεί η αρνητική συσχέτιση πολεοδομίας-χρηματικής αντιστοίχησης. Όπως μας αναφέρει: Ανεξήγητο παραμένει γιατί χρεώνονταν σε απο
γραφείς περιοχές που δε θα τους απέφεραν καμιά αποζημίωση χρηματική. Εξηγούμαι: η απογραφή ήταν κτιρίων και ατόμων, οι απογραφείς όμως κα τέγραφαν μόνο κατοικίες, έτσι η χρέωση μιας ευ ρύτερης περιοχής [...] δεν προσέφερε τίποτε εκτός από λιγότερη εργασία και ακολούθως χρήματα. Συγκεκριμένα στον τομέα μου δύο ολόκληρα οι κοδομικά τετράγωνα καταλαμβάνονταν από ένα σχολείο, μια εκκλησία, ένα μουσείο κ.λπ. Αποκορύφωμα της κατάστασης αυτής υπήρξε το φαινόμενο των διαρροών. Το φαινόμενο αυτό προήλθε από την ανησυχία πολλών εργαζομένων-απογραφέων, που ήταν εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ και λάμβαναν επίδομα ανεργίας, ότι ακριβώς η απασχόλησή τους στην Απογραφή θα είχαν ως συνέπεια τη διαγραφή τους από τις λίστες ανέργων του ΟΑΕΔ και την περικοπή του σχετικού επιδόματος. Το ενδεχόμενο αυτό προκάλεσε διαρροές, διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις συνδικαλιστικού τύπου. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, οι αρμόδιες αρχές επιχείρησαν να επιλύσουν το ζήτημα, καθησυχάζοντας τους απογραφείς που ανήκαν στην κατηγορία αυτή. Στις 10 Μαΐου, ο αναπληρωτής Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Γ. Κουτρουμάνης, εξέδωσε δελτίου τύπου με το οποίο δήλωνε για τους απογραφείς ότι «αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με την απαραίτητη ρύθμιση έτσι ώστε να μην περικοπεί το επίδομα ανεργίας και να μην ακυρωθεί η κάρτα ανεργίας με αφορμή τη συμμετοχή τους για δύο εβδομάδες στο πρόγραμμα της απογραφής». Η αμηχανία είναι εμφανής, όπως φαίνεται και από τη διατύπωση: οι άνεργοι «συμμετέχουν» στο πρόγραμμα της Απογραφής, δεν απασχολούνται σε αυτό. Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Μαΐου, και ενώ η διαδικασία της Απογραφής έχει τυπικά ολοκληρωθεί, ο Γενικός Διευθυντής Εργατικού Δυναμικού του ΟΑΕΔ κυκλοφορεί εγκύκλιο για το ίδιο ζήτημα, με την οποία καλεί τις υπηρεσίες του οργανισμού να μην «προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά με την αναστολή του επιδόματος ή τη δια γραφή του δελτίου ανεργίας μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας», παραπέμποντας έτσι στο μέλλον τη ρύθμιση του θέματος με σχετικό νομοθέτημα.
[ ]
Το παραπάνω περιστατικό είναι ενδεικτικό μιας αντίληψης «απόψε αυτοσχεδιάζουμε» που διακατέχει την ελληνική διοικητική γραφειοκρατία. Ωστόσο, η αίσθηση προχειρότητας και ανοργανωσιάς χαρακτήρισε την όλη διαδικασία και σε άλλα επίπεδα, όπως υπογραμμίζεται από τους απογραφείς. Τα σεμινάρια για την εκπαίδευση ήταν διεκπεραιωτικά, οι ελλείψεις σε υλικό συνεχείς: Η εκπαίδευση μου έγινε σε ένα 4ωρο σεμινάριο από την ΕΛΣΤΑΤ. (Χ.Χ., Τρίπολη) Η όλη οργάνωση μπορώ να πω πώς ήταν υπο τυπώδης, τέτοια που να μπορέσει απλά να διεκ περαιώσει την όλη διαδικασία. Η «εκπαίδευσή» μας ως απογραφέων περιορίστηκε σε ένα δίω ρο ανάγνωσης ουσιαστικά του υποδείγματος του φυλλαδίου που είχαμε να συμπληρώσου με. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πρακτικής κυρίως φύσης και είχαν να κάνουν με την ποσότητα και τον τρόπο εφοδιασμού των απαραιτήτων (φυλλαδίων, δικαιολογητικών και κυρίως των «ειδικών» προβληματικών στυλό). (Θ. Κ., Νέα Ιωνία) Επιπλέον υπήρξε σχετική έλλειψη σε κάποια φυλλάδια. (Σ.Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών) Στο ζήτημα της αντιμετώπισης των μεταναστών, η εκπαιδευτική διαδικασία υπήρξε εξίσου γενναιόδωρη και διαφωτιστική, συνάμα δε χαρακτηριστική μιας νοοτροπίας που συνδυάζει αριστοτεχνικά τυπολατρία και ευθυνοφοβία: Καμία πρόβλεψη για τους μετανάστες. Για παράδειγμα, ενώ η στατιστική υπηρεσία είχε βγάλει πανελλαδικά αφίσες και υλικό σε άλλες γλώσσες [...] δεν δόθηκαν στους απογραφείς ή δεν κολλήθηκαν σε σημεία στην Παλιά πόλη για ανθρώπους που δεν θα μπορούσαν λόγω άγνοιας της γλώσσας να το πληροφορηθούν. Επιπρόσθετα η στατιστική είχε μιλήσει στο σεμι νάριο για μεταφραστές-διερμηνείς που φυσικά, όταν κάποιοι ενδιαφέρθηκαν για να εργαστούν έναντι αμοιβής, δεν υπήρχε καμία μέριμνα ή έστω ενδιαφέρον. (Ε.Π., Ρέθυμνο)
«Δεν χρειάζεται να επιμείνετε για ονόματα, αν κάποιος αλλοδαπός δεν θέλει να σας το δώσει», μας ενημέρωσαν οι υπεύθυνες του σεμιναρίου, «Βάλτε ένα ψεύτικο, Λουντμίλα, Εύα, Φατί, οτι δήποτε». (Ε.Χ., Μαρούσι) Απογράφεται η καθημερινότητα; Ας δούμε τώρα κάποιες πλευρές της Απογραφής που αφορούν τα ίδια τα ερωτηματολόγια. Πώς συσχετίζονται αυτά με τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού; Τι ρωτήθηκαν οι απογραφόμενοι και πώς αντιμετώπισαν τη λογική με βάση την οποία δομήθηκαν τα ερωτηματολόγια; Έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δει κανείς τις προσδοκίες του απογραφόμενου πληθυσμού σε σχέση με τα στοιχεία που ζητάει το κράτος, και σε ποιο βαθμό αυτή η διάδραση καθορίζεται από την τρέχουσα κοινωνική και οικονομική συγκυρία. Αυτό που φαίνεται έντονα είναι μια σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ ερωτηματολογίου και πραγματικών συνθηκών ζωής. Η αντιμετώπιση του ζητήματος της ανεργίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Παρατηρήθηκε μεγάλη αμηχανία και προσωπι κή δυσκολία αρκετών απογραφόμενων ανέρ γων ή ημι-απασχολούμενων στην ερώτηση
[ ]
«ποια ήταν η κύρια ασχολία σας την εβδομάδα 3-9 Μαΐου 2011;». Η λέξη «άνεργος» δεν κα ταγραφόταν στο ερωτηματολόγιο και αρκετοί ένιωθαν την ανάγκη να εξηγήσουν τον τρόπο που επιβίωναν, περισσότερο ως απολογία – απέναντι στον εαυτό τους κυρίως. Η «Άλλη περίπτωση» στο ερωτηματολόγιο κρύβει την ένταση και την αγωνία. Αλλά και όσοι δήλωναν συγκεκριμένη εργασία, αμέσως σχολίαζαν με κάποιο τρόπο το πόσο εντατικά εργάζονταν αρ κετές ώρες. Μειδίαζαν στην ερώτηση 17, «Ώρες απασχόλησης». (Γ. Γ. , Γαλάτσι)
ψουν με το τυχόν προαναφερόμενο επίδομα της ντροπής, ακόμα με ταλανίζει σαν ερώτημα. Το αυτό και περί των συνταξιούχων: πόσα έτη εργασίας κουβαλούν στην πλάτη τους, ποια η ανταπόδοση για τα έτη αυτά από το ασφαλι στικό τους ταμείο, είναι επαρκής η ιατροφαρ μακευτική περίθαλψη που λαμβάνουν; Χμ, who knows? Who cares? (Ε.Π., 6ο διαμέρισμα Αθηνών) Το ζήτημα αυτό μάλιστα αντιμετωπίστηκε και από τους ίδιους τους απογραφείς με χαρακτηριστική αιχμηρότητα:
Παρόμοια άποψη εκφράζουν και άλλοι: Όσο για το ερωτηματολόγιο, θα είχε ενδιαφέ ρον να σταθεί κανείς στους ορισμούς του εργα ζόμενου, του άνεργου για την στατιστική υπη ρεσία. Μήπως οι συντάκτες του ενημερωτικού εντύπου δεν ζουν ή δεν εργάζονται σε τούτη τη γη αλλά σε ένα παράλληλο σύμπαν... Καμιά ανταπόκριση, κανένα σημείο επαφής με την πραγματικότητα. Άλλη η καθημερινή εικόνα της εργασίας, με ημιαπασχολούμενους, ανασφάλι στους, με τη μαύρη εργασία που κρύβεται και καμουφλάρεται επιμελώς ως εργασία. (Ε. Π. , Ρέθυμνο) Η παντελής απουσία της λέξης ανεργία/άνερ γος από το ερωτηματολόγιο ξένισε πολύ τον κό σμο (και ορισμένους απογραφείς), σε σχετικές ερωτήσεις/διευκρινίσεις προς τους υπεύθυνους οι απαντήσεις κυμαίνονταν στο ότι τα ερωτη ματολόγια είναι έτοιμα και ακολουθούν ενιαία λογική/πολιτική με την ΕΕ… (Θ. Κ., Ν. Ιωνία) Οι ίδιες απορίες εκφράζονται με προσποιητή αφέλεια: Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων που έλαχε να συναντήσω ήταν είτε άνεργοι είτε συνταξιούχοι, με αποτέλεσμα το μισό ερωτη ματολόγιο να μην τους αφορά. Φυσικά, δια τι η εθνική στατιστική υπηρεσία δεν είχε καμία απο ρία για το πόσο καιρό είναι αυτοί οι άνθρωποι άνεργοι, αν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και τι ποσοστό των εξόδων τους μπορούν να καλύ
Ήταν ένα από τα σημεία που ακούστηκαν αντι δράσεις και αμηχανία τόσο από τους απογρα φείς όσο και από τους εκπαιδευτές-υπεύθυνους της στατιστικής υπηρεσίας. Αποκορύφωση η προβοκατόρικη ερώτηση: «Εμείς οι απογρα φείς τι δηλαδή, θεωρούμαστε εργαζόμενοι γιατί θα δουλέψουμε δυο βδομάδες;!» (Ε.Π., Ρέθυμνο) Από την άλλη, η «χειραγώγηση» του θέματος εργασία/ανεργία φαίνεται πως υπήρξε συνειδητή επιλογή από τις διοργανώτριες αρχές. Σε επίπεδο εργασίας από την άλλη, διαφά νηκε μία προσπάθεια να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας (εργαζόμενος θεωρήθηκε αυτός που απασχολήθηκε έστω και μία ώρα κατά την εβδομάδα 3-9 Μαΐου 2011), καθώς και ο χρό νος ανεργίας του καθενός (δεν προκύπτει από κάπου το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κά ποιος αναζητούσε εργασία). Και φυσικά δεν θα μπορούσε κανείς να αναμένει ερωτήματα σχε τικά με τις συνθήκες εργασίας του καθενός ή το είδος σχέσεων εργασίας με την εργοδοσία. (Ε.Χ., τομεάρχης στο Μαρούσι) Την άποψη αυτή επιβεβαιώνει και άλλος απογραφέας: Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα γενικά κάποιος, χωρίς να εξατομικεύσει τις τόσες διαφορετικές κατηγο ριοποιήσεις που όχι μόνο σκοπίμως δεν υπήρ
Gilbert Garcin
[ ]
χαν στο ερωτηματολόγιο, αλλά και στη θέση τους υπήρχε μια κατασκευασμένη και προδια γεγραμμένη απάντηση που χώραγε να δεχτεί στην αγκαλιά της κάθε απλήρωτη ημιαπασχό ληση που χριζόταν αυτομάτως εργασία. Δυστυ χώς δεν δόθηκε εκεί καμία μάχη… (Ε.Π., Ρέθυμνο) Το παράδειγμα της εργασίας/ανεργίας δεν ήταν το μοναδικό, αλλά το πιο χαρακτηριστικό, δεδομένης και της συγκυρίας. Οι αναφορές για νοικοκυριά γεμάτα άνεργους και απολυμένους, ακόμα και σε περιοχές «υπεράνω υποψίας» όπως το Μαρούσι, ενισχύουν την αίσθηση πλήρους αναντιστοιχίας ερωτηματολογίου και πραγματικών συνθηκών δια βίωσης. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι απογραφόμενοι σχολίαζαν δηκτικά το φαινόμενο αυτό ως συνολικό πρόβλημα του ερωτηματολογίου, γεγονός που επέτεινε την αίσθηση αδιαφορίας και εχθρότητας απέναντι στην όλη διαδικασία: Οι ερωτώμενοι σε όλα αυτά δυσφορούσαν και εκδήλωναν με ένταση και αγένεια την αντίθεσή τους (λίγοι) είτε απαντούσαν με χιούμορ, εκδη λώνοντας την απορία τους περί της χρησιμότη τας των ερωτήσεων και της λογικής απουσίας άλλων που σχετίζονταν με το θέμα της ανεργίας και του βιοτικού τους επιπέδου και της καθημε ρινότητάς τους […] Ακολούθως, τα σχόλια για την εφαρμοζόμενη πολιτική και τη μείωση εισο δημάτων έδιναν και έπαιρναν. Γενικά μετά την αρχική επιφυλακτικότητα ο κόσμος απαντούσε τονίζοντας τα θέματα της ανεργίας και της κα θημερινότητας και ρωτώντας για τη χρησιμότη τα της όλης διαδικασίας. (Θ. Κ., Νέα Ιωνία) Γενικά, υπήρχε η διάθεση για συνεργασία, αν και η συνολική απαξίωση για τα ερωτήματα της
απογραφής, όσον αφορά την επίτευξη του στό χου της (διαπίστωση βιοτικού επιπέδου) ήταν διάχυτη σε μεγάλο μέρος των ερωτώμενων. (Σ.Π., 7ο διαμέρισμα Αθηνών) Η τελετουργία της Απογραφής του Μαΐου που πέρασε διενεργήθηκε μέσα σε κλίμα σουρεαλισμού, οργής και απόγνωσης: σε αυτήν «συμμετείχαν» ως απογραφείς χιλιάδες άνεργοι και ημιαπασχολούμενοι, κάθε ηλικίας. Το σκηνικό πλούσιο σε εικόνες: νοικοκυριά με απολυμένους και ανέργους ρωτήθηκαν «αν κάνουν ανακύκλωση», κουτοπόνηροι μικροαστοί με μοντέρνες δουλειές στον τριτογενή τομέα και ύφος μπλαζέ επιβεβαίωναν τον ριζοσπαστικό ατομικισμό τους απευθυνόμενοι στους απογραφείς με ύφος «δεν μπορώ τώρα να σας απαντήσω αλλά ούτε και ξέρω πότε ούτε με ενδιαφέρει τι κάνετε ούτε ποιος σας έστειλε», φοβισμένοι μετανάστες δικαιολογούσαν την παρουσία πλήθους συμπατριωτών τους στο οίκημα δηλώνοντας ότι απλώς κάνουν επίσκεψη, μεγαλοστελέχη της Χρυσής Αυγής αντιμετώπιζαν την απογραφή ως κάτι ιερό «για το καλό της χώρας», απορημένοι απογραφόμενοι μετρούσαν τα τετραγωνικά της κουζίνας τους και γυναίκες που είχαν χάσει παιδιά απαντούσαν στην ερώτηση «πόσα παιδιά έχουν γεννήσει», ηλικιωμένοι που έβρισκαν ευκαιρία για παρέα και κουβέντα δίπλα σε νοικοκυραίους που αρνούνταν να δώσουν πληροφορίες για το επάγγελμα και τα τετραγωνικά του σπιτιού τους φοβούμενοι το κρατικό φακέλωμα. Κυρίως όμως η φετινή Απογραφή στάθηκε μια ευκαιρία να γνωριστεί και να συνομιλήσει ο κόσμος της εργασίας και της ανεργίας, απογραφείς και απογραφόμενοι. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε στα μέσα του 2012 τυπωμένα σε πίνακες από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.
[10]
Κώστας Περούλης
Μια σύντομη ιστορία των αναθέσεων των δημοσίων έργων: Θε μου κάνε να πάρω το εργάκι (και θα Σου δώσω και Σένα ποσοστάκι)
Γ
ιατί υπάρχει αυτό το μένος κατά των εργολάβων; Τα διόδια δεν είναι παρά η κορυφή ενός παλιού παγόβουνου, που φέρει από κάτω ένα γιγάντιο λαϊκό αίσθημα, στα όρια του συλλογικού, αστικού μύθου: οι εργολάβοι είναι «κλέφτες». Το λαϊκό αίσθημα σπανίως πέφτει έξω, σπανίως όμως αντιλαμβάνεται και τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Για παράδειγμα, θεωρεί, στην περίπτωση του εργολάβου, ότι η διαπλοκή να πάρει ένα έργο είναι ένα τηλεφώνημα, ενώ οι «πνευματικές» δυνάμεις του συγκεντρώνονται στη κατασκευή και την παραχώρηση, πώς να «βγάλει» απ’ τα τιμολόγια, τα υλικά, τα διόδια. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν θέτει έναν εργολάβο σε «πνευματική εγρήγορση», όσο η ανάληψη ενός έργου. Και τίποτα δεν τον υποτιμάει τόσο, όσο η λαϊκή δοξασία ότι τα εκατομμύρια παίρνονται με απευθείας αναθέσεις. Η δυνατότητα ανάληψης ενός έργου χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί έναν εργολάβο από έναν άλλον. Αυτοί που παίρνουν τα έργα ισχυροποιούνται οικονομικά, τεχνογνωσιακά και «πολιτικά», αφού μπορούν κατά βούληση να τα διαμοιράζουν υπεργολαβικά, δημιουργώντας σφαίρες επιρροής οι οποίες τελικά τους αποφέρουν κι άλλα έργα και μικρότερα κόστη. Στη σύγχρονη ιστορία της νομοθεσίας των δημοσίων έργων, τα συστήματα ανάθεσης έργων που χρησιμοποίησε η πολιτεία είναι αυτά και μόνο που υποδεικνύουν τι υπάρχει πίσω απ’ τον «προστατευτικό» μανδύα της διαφθοράς κάθε μεμονωμένου δημοσίου λειτουργού ή κυκλώματος, αποτυπώνοντας την επικοινωνία της με το οικονομοτεχνικό κεφάλαιο: όταν πριν από ενάμισι περίπου χρόνο ένα νέο νομοσχέδιο για την αλλαγή του τρόπου ανάθεσης αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, για μήνες υπήρξε έντονο παρασκήνιο, φορείς και άτομα συμμετείχαν στη δημόσια διαβούλευση, και τελικά, εν μιά νυκτί, το νομοσχέδιο αποσύρθηκε χωρίς εξηγήσεις. Μια αφήγηση της ιστορίας των αναθέσεων και των εργολαβικών πρακτικών πρέπει να ‘χει δύο
«πλοκές». Αν και όλοι μάθαμε να ταυτίζουμε τον εργολάβο και τα δημόσια έργα με τα «μεγάλα έργα», ο κόσμος μας αποτελείται από αναρίθμητους μικρούς εργολάβους και μικρά έργα, χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τα μεγάλα. Οι αναθέσεις στα μικρότερα έργα δεν αποτελούν παρά το είδος του σαιξπηρικού παρωδιακού καθρέφτη που αποτελούσε πάντα η δευτερεύουσα πλοκή απέναντι στην κύρια. Ωστόσο, είναι αυτή που φωτίζει μ’ ένα άλλο φως το «έργο» της ανάθεσης, και, κατά κάποιο τρόπο, τη «διαχρονική ουσία» της εργολαβικής καρδιάς. Θε μου, κάνε να πάρω το εργάκι… Όταν το 1984, με την απαρχή (και) της σύγχρονης ιστορίας της νομοθεσίας των δημοσίων έργων, καθιερώθηκε ως γενικός κανόνας των αναθέσεων η προσφερόμενη από τον εργολάβο «χαμηλότερη τιμή» (δηλαδή η υψηλότερη έκπτωση), σε πολύ σύντομο χρόνο, για να πάρει κανείς ένα έργο έπρεπε να δώσει έκπτωση έως και 80%. Δηλαδή, ένα έργο που το κόστος του είχε υπολογιστεί από την Τεχνική Υπηρεσία σε π.χ. 1 δισ. δρχ., ο εργολάβος υποσχόταν να το εκτελέσει με 200 εκατ. Ήταν αυτό δυνατόν; Δέκα χρόνια μετά, το 1994, και ενώ παρ’ όλα αυτά οι εργοληπτικές εταιρείες είχαν αρχίσει να συσσωρεύουν κέρδη, εισήχθη η «αιτιολόγηση» των προσφορών από τους υποψήφιους αναδόχους, προκειμένου να εξηγείται το πώς προέκυπτε η τιμή που έδιναν και να σταματήσουν οι ανεδαφικές εκπτώσεις «στην τύχη» μόνο και μόνο για να «κάτσει» το έργο. Για τέσσερα χρόνια, μέχρι που άλλαξε όλο το σύστημα, έγινε η σφαγή των αμνών. Οι Επιτροπές Διαγωνισμού απλώς απέρριπταν τις χαμηλότερες προσφορές ως «αναιτιολόγητες» και έργα κατέληγαν στον 20ο ή τον 30ο μειοδότη, αφού ένας ένας οι προηγούμενοι μειοδότες «τρώγονταν» μέχρι να φτάσει η σειρά στον «εκλεκτό». Μπορεί να είχε βρεθεί επιτέλους μια φόρμουλα τα έργα να καταλήγουν εκεί που πρέπει, δεδο-
μένου ότι το 1994 ξανασταθεροποιούνταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ξεκινούσε να ρέει το 2ο ΚΠΣ, όμως το σύστημα περιείχε πλέον τόσο εξόφθαλμη συναλλαγή που τελικά δυσχέραινε μάλλον –λόγω και της πολυδιάσπασης των φορέων ανάθεσης– μια «λογική» μοιρασιά των έργων σε λίγα χέρια – μια μοιρασιά που κυρίως δεν θα κόστιζε τέτοιες εκπτώσεις. Έτσι, όταν τον Φεβρουά ριο του 1998, ούτε 6 μήνες μετά την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ εν όψει του επερχόμενου τσουνάμι έργων καθιέρωνε τον διαβόητο μαθηματικό τύπο προκειμένου να τα διασφαλίσει από τον κίνδυνο καθυστερήσεων και κακοτεχνιών που συνεπάγονται οι μεγάλες εκπτώσεις, αλλά και από το «διεφθαρμένο» σύστημα των «αιτιολογήσεων» που το ίδιο είχε εισαγάγει, σίγουρα είχε υπόψη του την Εισηγητική Έκθεση του παλαιότερου ΠΔ 724/79 που καταργούσε την «δημοπρασία διά ποσοστού έκπτωσης μετ’ ευλόγου ορίου», έναν απλοϊκό πρόγονο του μαθηματικού τύπου: Το σύστημα τούτο… παρά το προφανές πλεο νέκτημα του να κατατείνει εις το να προφυ λάσσει τους μικρούς κατασκευαστάς από τας αλογίστους εκπτώσεις δημοπρασιών, αίτινες και εις βάρος των έργων αποβαίνουν αλλά και κοινωνικάς παρενεργείας είναι δυνατόν να προξενήσουν ουχ ήττον παρουσιάζει εν έντο νον μειονέκτημα, το ότι ευνοεί τον σχηματισμόν ομάδων εργοληπτών, συνεργαζομένων απλώς και μόνον διά να οδηγήσουν την έκπτωσιν της δημοπρασίας εις το επιθυμητόν υπ΄ αυτών ύψος και συνεπώς και εις τον υπ΄ αυτών υπο στηριζόμενον ανάδοχον, όστις και αμείβει αυ τούς, διά την τοιαύτην, αντιδεοντολογικήν και παράνομον παροχήν των υπηρεσιών των. Κατά τα τελευταία έτη το φαινόμενο τούτο έχει πα ρουσιάσει τοιαύτην επίτασιν ώστε κρίνεται ως ενδεδειγμένη η κατάργησις του συστήματος τούτου δημοπρατήσεως. Ο μαθηματικός τύπος ήταν στην πράξη ένας αλγόριθμος που υπολόγιζε, με βάση έναν περίπλοκο μέσο όρο των προσφορών που είχαν υποβληθεί, ποιες ήταν «υπερβολικά χαμηλές», τις οποίες και πέταγε αυτόματα έξω. Τα μεγάλα έργα
Μπάμπης Λουιζίδης
[11]
μοιράστηκαν στις πράσινες ή πρασινωπές εταιρείες (που ήταν συντριπτική πλειοψηφία) ως εξής: Οι «τρεις (πλέον) αδερφές» (Ελλάκτωρ, J&P Άβαξ, ΓΕΚ-Τέρνα) έκαναν μια πρώτη χοντρική μοιρασιά, μάζευαν τις εταιρείες-δορυφόρους και «έκοβαν» κοντινές εκπτώσεις για να διαμορφώσουν τον μέσο όρο: 5% ο ένας, 5,5% ο άλλος, 5,2% ο παραδίπλα κ.ο.κ. Λόγω του αριθμού τους, οι συνεννοημένοι καθόριζαν το εύρος του μέσου όρου όπου κινούνταν οι «λογικές» προσφορές κι έτσι, αυτός που ήταν έξω απ’ την ομάδα, και θα έδινε μια όντως λογική έκπτωση 20-25%, είχε αυτομάτως πεταχτεί εκτός, ως υπερβολικά χαμηλός, ενώ το έργο έπεφτε στον συγκεκριμένο εργολάβο που η προσφορά του είχε λάβει τη «σωστή θέση» στον διαμορφωμένο μέσο όρο. Στη σπάνια περίπτωση που κάποιος απ’ τους «εκτός» μάντευε το πού θα κυμανθεί ο μέσος όρος (της ομάδας), έμπαινε σφήνα και, όταν άνοιγαν οι προσφορές, τού έπεφτε το έργο στη ρουλέτα. Καθώς πλέον είχαν γίνει γνωστές οι προσφερθείσες εκπτώσεις, κάποιος απ’ την ομάδα έκανε ένσταση σε κάποιον άλλον της ομάδας, επειδή π.χ. του έλειπε ένα δικαιολογητικό, η Επιτροπή Διαγωνισμού την έκανε δεκτή και τον απέκλειε, και έτσι άλλαζε ξανά ο μέσος ο όρος τόσο ώστε η μπίλια τελευταία στιγμή να ξανακουνηθεί και να πάει στον επόμενο της ομάδας. Αντίστροφα με ό,τι ισχύει σήμερα, αυτός μπορούσε να μεταβιβάζει «υπεργολαβικά» εκεί που έπρεπε έως και το 70% του έργου. Οι μικρότερες πράσινες εταιρείες πήραν έτσι λιγότερα έργα στη
[12]
μοιρασιά, αλλά «πληρώνονταν» με υπεργολαβίες ή μικρά ποσοστά σε κοινοπραξίες σε έργα που έπαιρναν οι μεγάλες γιατί είχαν καλύτερη πρόσβαση στους «κατ’ εξαίρεσιν» τρόπους ανάθεσης. Τον μαθηματικό τύπο κυνήγησε λυσσαλέα και, τελικά (κατόπιν εορτής βέβαια, το 2003), κατάφερε να ρίξει ο μεγάλος γαλάζιος εργολάβος (Μηχανική), πετυχαίνοντας μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου την υποχρεωτική, εργασία-εργασία αξιολόγηση των «υπερβολικά χαμηλών προσφορών», κάτι που οδήγησε στο δικαστικό μπλοκάρισμα όλων των έργων για ενάμιση χρόνο και τελικά, στην κατάρρευση του συστήματος. Το παραπάνω ξεκίνησε από ένα έργο όπου η πράσινη ομάδα έδωσε εξωφρενικό εύρος εκπτώσεων από 5% έως 7,5% και ο γαλάζιος 24% (ΣΤΕ 527/2003). Η κριτική του μαθηματικού τύπου απ’ τους αντιφρονούντες εργολάβους επικεντρώθηκε πάντοτε στη μεθόδευση του πού θα πάει το έργο, «ξεχνώντας» το με πόσο θα πάει. Για να γίνει κατανοητό το γιατί, μπορούμε να πούμε ότι για ένα μικρομεσαίο «μεγάλο έργο» των 50 εκατ. ευρώ, με μια καλή έκπτωση μαθηματικού τύπου 5%, δηλαδή 2,5 εκατ., το δημόσιο το πλήρωνε 47,5 εκατ. Με μια κανονική ανταγωνιστική έκπτωση γύρω στο 25%, αν δεν υπήρχε συμπαιγνία, θα ‘χε πληρώσει το ίδιο ακριβώς έργο 37,5 εκατ. Σήμερα, με το σύστημα
της χαμηλότερης τιμής που ισχύει και πάλι, και τις συνήθεις εκπτώσεις του 50-60%, το ίδιο έργο θα γινόταν π.χ. με 25 εκατ. Οι διαφορές των ποσών αυτών, στο συγκεκριμένο παράδειγμα άνω των 20 εκατ. ευρώ, μπήκαν «καθαρές» στις τσέπες των εργολάβων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το κόστος των Ολυμπιακών Έργων και μόνο (γιατί την περίοδο του μαθηματικού τύπου υπήρξαν και άλλα πολλά, όπως σχεδόν όλη η Εγνατία Οδός, το κόστος της οποίας έφτασε τα 6 δισ., τα ΠΑΘΕ κ.ά.), έφτασε τελικώς τα 12 δισ. ευρώ. Απ’ την άλλη, στις μικρότερες κατηγορίες έργων –όπου λείπει πάντα το μάτι της δημοσιότητας– ο μαθηματικός τύπος γέννησε σκηνές απείρου κάλλους. Εκεί, κάθε λαμόγιος ξέθαβε τελειωμένες εταιρείες-φαντάσματα χωρίς δραστηριότητα και με κανονισμένα ανταλλάγματα τις έβαζε να συμπληρώνουν «ομαδοποιημένες» προσφορές ώστε να κάτσει η μπίλια σε κάποια απ’ αυτές και να «τσιμπήσει» το έργο, προκειμένου στη συνέχεια να το «πουλήσει» στον πραγματικά ενδιαφερόμενο. Βέβαια, αν άλλος «κατέβαζε» μεγαλύτερη ομάδα προσφορών, το έργο έκανε φτερά. Για το τι έγινε εκείνη την εποχή, αφήνουμε να μιλήσει το κείμενο ενός εργολάβου που λέει τον πόνο του στη δημόσια διαβούλευση (η οποία επιτέλους χρησίμεψε και σε κάτι):
[13]
Όλες οι εργοληπτικές επιχειρήσεις βρέθηκαν στο «μάτι του κυκλώνα» με τη δημιουργία των ομάδων από «νεκραναστημένα εργοληπτικά πτυχία», με «αρχηγούς» και «αρχηγίσκους»… το κόστος των «νεκραναστημένων Λαζάρων» στη «μαύρη αγορά» έγινε δυσβάσταχτο… είχε στόχο την «αρπαγή» της εργολαβίας… με κατάθεση έως και 170 προσφορών σε πολλές δημοπρασίες και με κόστος 800-1.000-1.500 ευρώ «ανά κεφαλή» συμμετέχοντος και συνολι κό «μαύρο κόστος» που μπορεί να πέρναγε και τις 150.000€. Ο ενδιαφερόμενος, για να πάρει κάποιο έργο ερχόταν σε συνεννόηση με τον αρχηγό, εξασφάλιζε 30, 50, 100 πτυχία, κανονί ζοντας τα έξοδα παράστασης, μεταφοράς, φα γητού, ξενοδοχείου και η ομάδα έρχονταν στην Πάτρα π.χ. και κατέθετε προκατασκευασμένες προσφορές έτοιμες από τον ενδιαφερόμενο μαζί με τις εγγυητικές στην Επιτροπή Δημο πρασίας και μόνο δημοπρασία δεν ήταν… οι «ατσίδες» έφτιαξαν ομάδες κρούσης για την κατάληψη της δημοπρασίας, πήγαιναν στα 4 σημεία του ορίζοντα… Ο αξιοπρεπής που δεν μπήκε σε ομάδα «χάθηκε» στο δαιδαλώδες λογισμικό του μαθηματικού τύπου μηδέποτε αναδειχθείς μειοδότης και αναδείχθηκαν τα επιπλέοντα φελλά.1 Ο μαθηματικός τύπος τέλειωσε μαζί με την κυβέρνηση Σημίτη. Η επαναφορά της απόλυτης μειο δοσίας από τον Σουφλιά, το 2004, προκειμένου να σπάσει το καρτέλ, ξαναγύρισε και τις προσφορές σε εκπτώσεις του 50-60%. Η σημερινή κατάρρευση του κλάδου ήταν αναπόφευκτη, αφού τις εκπτώσεις αυτές άντεξαν μόνο όσες εταιρείες είχαν μαζέψει «λίπος» απ’ το προηγούμενο καθεστώς, δεδομένου και ότι με το νέο σύστημα, για λόγους υποτιθέμενης συγκράτησης των εκπτώσεων, όσο πιο μεγάλη έκπτωση δίνεις τόσο μεγαλύτερη τραπεζική εγγύηση καλής εκτέλεσης προσκομίζεις και πληρώνεις. Έτσι, με την αλλαγή του συστήματος, και όσο έμεινε στην εξουσία η ΝΔ, συνέβη το 1. Βλ. και το ενδιαφέρον ρεπορτάζ της Καθημερινής για το πώς μαζεύονταν εργολάβοι έξω απ’ το ΥΠΕΧΩΔΕ σε παρακείμενο καφενείο, έχοντας κάνει κανονική «εταιρεία»: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_ 100048_24/06/2004_107898.
εξής: ενώ ο τζίρος των μεγάλων εταιρειών πολλαπλασιάστηκε (5 δισ. το 2008 έναντι 3,2 δισ. το 2004), τα καθαρά κέρδη έπεσαν (207 εκατ. το 2008 έναντι 319 εκατ. το 2004).2 Η λύση που βρέθηκε (πέραν απ’ τους «κατ’ εξαίρεσιν» τρόπους ανάθεσης), τουλάχιστον απέναντι στα φιλέτα, τους αμαρτωλούς αυτοκινητόδρομους, ήταν η εξής: καθεμία μεγάλη εταιρεία, πράσινη ή γαλάζια, ως εκ θαύματος κατέβηκε (ως leader κοινοπραξίας) ως μοναδική (ή μοναδική σοβαρή) υποψήφια σε έναν απ’ τους πέντε αυτοκινητόδρομους που είχε «επιλέξει», και, μολονότι σ’ αυτήν την περίπτωση ο νόμος προβλέπει την κήρυξη της δημοπρασίας ως άγονης λόγω έλλειψης ανταγωνισμού, τον πήρε. Στα μικρότερα έργα των εκατοντάδων πεινασμένων εργολάβων όμως, όπου τέτοια δυνατότητα θαύματος να «κατέβεις» μόνος σου σ’ ένα έργο δεν υφίσταται, ένας άλλος παμπάλαιος εργολαβικός «θεσμός» ξαναβγήκε απ’ το συρτάρι, το κολό κουρο. Πριν από τη δημοπρασία σ’ έναν Δήμο π.χ., οι υποψήφιοι, τριάντα ή πενήντα, μαζεύονται απ’ έξω, και προκειμένου να μην μπούνε μέσα και «ματώσουνε» με 60% εκπτώσεις, κάνουν κλήρωση μεταξύ τους. Ο τυχερός, μπαίνει μέσα με κάναδυο ακόμη στημένους για να φαίνεται ότι υπάρχει ανταγωνισμός, και παίρνει το έργο με έκπτωση 2%. Υποχρεούται ωστόσο να δώσει σε όσους συμμετείχαν στη διαδικασία –την οποία ελέγχει ένας «θεματοφύλακας» που ορίζεται να «κρατάει» τις συμμετοχές– ένα μικρό ποσοστό από τα λεφτά που θα πληρωθεί στο μέλλον όταν εκτελέσει το έργο, το κολόκουρο δηλαδή, που ανάλογα με τον αριθμό των συμμετοχόντων και το ύψος του έργου μπορεί να φτάνει από 150 έως 1.000-1.500 2. Βλ. Ανέστης Ταρπάγκος, «Τεχνικές Κατασκευές: Από τη “χρυσή 10ετία” στην κρίση υπερσυσσώρευσης και την κατάρρευση», περ. Θέσεις, 113, Οκτ.-Δεκ. 2010. Ο συγγραφέας αποδίδει το γεγονός σε κλασική καπιταλιστική «κρίση υπερσυσσώρευσης» του κεφαλαίου που συγκέντρωσαν οι εταιρείες στη χρυσή προ-ολυμπιακή περίοδο. Ωστόσο, πέραν του ότι τέτοια κρίση δεν υφίσταται, αφού τα κεφάλαια επανεπενδύονται σε άλλες δραστηριότητες (διαχείριση απορριμμάτων, ενέργεια, επέκταση στο εξωτερικό, real estate), το γεγονός οφείλεται στη συντριπτική μείωση των περιθωρίων κέρδους λόγω της αλλαγής του συστήματος ανάθεσης που οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερες εκπτώσεις και τεράστια χρηματοοικονομικά έξοδα απ’ τις αυξημένες τραπεζικές εγγυήσεις.
[14]
…και θα Σου δώσω και Σένα ποσοστάκι Οι μοιρασιές του παλιότερου μαθηματικού τύπου και της σημερινής μειοδοσίας που ‘καναν μεταξύ τους οι εργολάβοι δεν θα ‘ταν τίποτα χωρίς τις δια χρονικές «κατ’ εξαίρεσιν» διαδικασίες ανάθεσης. Μπορεί η απευθείας ανάθεση να είναι η απόλυτη φαντασίωση του εργολάβου, όμως, με εξαίρεση λίγα Ολυμπιακά Έργα της τελευταίας στιγμής, στα μεγάλα έργα η δημοσιότητα είναι εξαιρετικά αποτρεπτική. Βολικότερη υπήρξε πάντοτε η δημοπράτηση έργων «με τεχνικές ιδιαιτερότητες» με το σύστημα της μελέτης-κατασκευής, της λιγότερο λαμπερής μελετοκατασκευής. Στο σύστημα αυτό, οι εργολάβοι συντάσσουν και τη μελέτη του έργου η οποία βαθμολογείται από τις Επιτροπές του Διαγωνισμού (τεχνική προσφορά) και μόνο για όσους δεν κοπούν και περάσουν στην επόμενη φάση εξετάζεται συνδυαστικά και η οικονομική τους προσφορά (η έκπτωση) σε μια συνολική βαθμολογία. Για τον λόγο αυτό, το σύνθετο αυτό σύστημα εντάσσεται όχι στην ανάθεση με τη «χαμηλότερη τιμή», αλλά με τη «συμφερότερη προσφορά». Υπήρξε πάντα πρακτικά αδύνατον να 3. Κατά το slang.gr, κολόκουρο «σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη», ενώ στα δημόσια έργα μάλλον «προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο “μαλλί” (την ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα».
Μπάμπης Λουιζίδης
ευρώ ανά κεφάλι. Πολλοί «αεριτζήδες», που δεν έχουν καν τα μέσα να εκτελέσουν το έργο, πηγαίνουν απλά και βγάζουν μεροκάματο, και ακόμα πιο πολλοί στέλνουν δικούς τους ανθρώπους και σε άλλες δημοπρασίες που γίνονται συγχρόνως σε άλλους δήμους για να μαζέψουν κι από κει κολόκουρα.3 Αν κάποιος αρνηθεί να συμμετάσχει στη διαδικασία και μπει να χτυπήσει το έργο κανονικά (ο λεγόμενος «κανονιέρης»), αναγκάζει και τους υπόλοιπους να μπούνε μέσα και να «ματώσουνε». Θα μπορούσε πάντως να πει κανείς ότι τα κατώτερα στρώματα εργολάβων, παρουσιάζουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη και συνδιαχείριση του εργολαβικού ανταλλάγματος. εξηγήσει κανείς γιατί π.χ. μια μελέτη παίρνει 69 (στα 100) και κόβεται ή 71 και περνάει, ή γιατί μια μελέτη παίρνει 97 και μια άλλη 70 ώστε, η δεύτερη, που μπορεί να δίνει πολύ φτηνότερη οικονομική προσφορά, να «χάνει» από την πρώτη στη σούμα της βαθμολογίας, που παίρνει το έργο με μια ωραιότατη έκπτωση. Πλήθος από μεγάλα έργα, όπως π.χ. το Ολυμπιακό Χωριό, ο Κηφισός, το Μετρό Θεσσαλονίκης κ.λπ., πέρασαν από δω. Στα δε μεσαία και τα μικρότερα έργα, όπως συνήθως, γίνεται το έλα να δεις. Οι εργολάβοι δίνουν αληθινή μάχη να βάλουν τον δικό τους άνθρωπο στην Επιτροπή ή να βγάλουν τον άνθρωπο του άλλου.4 Αλλά και πάλι το έργο δεν σιγουρεύεται. Υπάρχουν αμέτρητες δικαστικές αποφάσεις όπου η Προϊ σταμένη Αρχή, που εγκρίνει το αποτέλεσμα του διαγωνισμού που υποβάλλεται από την Επιτροπή, απλώς αναβαθμολογούσε εν μιά νυκτί τις μελέτες και το πρωί το έργο είχε φύγει απ’ τα χέρια σου και είχε πάει αλλού. Σε μία τέτοια περίπτωση μάλιστα, που Προϊσταμένη Αρχή ήταν ο ίδιος ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, η Επιτροπή Διαγωνισμού αποτελούνταν από καθηγητές ΑΕΙ οι οποίοι θεώρησαν εαυτούς θιγμένους και στράφηκαν κατά της απόφασης του Υπουργού (δηλαδή όργανο του Δημοσίου στράφηκε κατά οργάνου του Δημοσίου) με τη διαδικασία που προβλέπεται για τους εργολάβους, ελλείψει άλλης (ΣΤΕ 4802/97)! Για να αποφεύγονται όλα
4. Βλ. π.χ. ΣΤΕ (ΑΣΦ) 569/2006, ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ) 470/2007, ΕΣ 210/2007, όπου προσβάλλεται η σύνθεση της Επιτροπής που βαθμολογεί.
[15]
αυτά όμως, προτιμάται ακόμα καλύτερα η εξαρχής εισαγωγή φωτογραφικών όρων στις προδιαγραφές του έργου (π.χ. τεχνική ικανότητα, εξοπλισμός, εμπειρία) τους οποίους πληρούν μόνο ή πληρούν περισσότερο ορισμένοι εργολάβοι – οι όροι αυτοί μεταφράζονται σε νόμιμα «βαθμουλάκια». Το «κατ’ εξαίρεσιν» αυτό σύστημα δημοπράτησης, το οποίο έφτασε καταχρηστικά να χρησιμοποιείται ακόμα και για κατασκευή απλών κτιρίων, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές μετά την αλλαγή κυβερνήσεων το 2005 και το 2009: οι δημοπρατήσεις με μελετοκατασκευή υπερτριπλασιάστηκαν σε σχέση με τις άλλες χρονιές.5 Οι απευθείας αναθέσεις, απ’ την άλλη, επιτρέπονται κυρίως για λόγους «απρόβλεπτου και κατεπείγοντος». Στα μικρότερα έργα το τι βαφτίστηκε «κατεπείγον και απρόβλεπτο» είναι μεγάλη ιστορία (π.χ. έργα πυροπροστασίας δάσους αμέσως μετά το τέλος του καλοκαιριού), τόσο που, με την πίεση και της Ε.Ε. το όριο για τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας των αναθέσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο έπεσε πια στο 1 εκατ. ευρώ. Από κει και κάτω, αρπάζει το έργο όποιος μπορεί. Από κει και πάνω, η πιο απλή τακτική είναι το έργο να «σπάει» σε μικρότερα που να μην ξεπερνούν το καθένα τους το εκατομμύριο, ώστε οι απευθείας αναθέσεις τους να μην περνάνε απ’ το Ελεγκτικό Συνέδριο που θα τις «γυρίσει πίσω». Στα πολύ μικρά δημοτικά έργα, όπου επιτρέπεται απευθείας ανάθεση χωρίς καμία αιτιολογία (από τη Δημαρχιακή Επιτροπή, ουσιαστικά, δηλαδή τον ίδιο τον Δήμαρχο), για μέχρι περίπου 10.000 ευρώ ή με πρόχειρο διαγωνισμό (χωρίς δημοσιεύσεις αλλά μόνο ανακοίνωση σε μια τοπική εφημερίδα, δηλαδή όποιος το μάθει «από μέσα») μέχρι 45.000 (το 2010 εν μέσω ελέγχου των δαπανών λόγω κρί-
5. (2005:141, 2006:73, 2007:30, 2008:43, 2009:103, 2010:45) Βλ. ιστοσελίδα της ΠΕΣΕΔΕ (http://www.pesede.gr/live/ page.php?section=news&id=593), όπου και οι συγκρούσεις κατώτερων-ανώτερων εργοληπτικών φορέων για να καταργηθεί η μελετοκατασκευή. Για πρόσφατες «φωτογραφήσεις», βλ. την ΣΤΕ 408/2011 και κυρίως τη διαμαρτυρία της ΠΕΣΕΔΕ για σωρεία δημοπρατήσεων φωτογραφικών μελετοκατασκευών το 2011 (http://www.pesede.gr/~pesede /site/UserFiles/DeltioTipou%2014-6-2011.pdf), δεδομένου ότι από το 2005 που καθιερώθηκαν τα τυποποιημένα τεύχη δημοπράτησης ελέω Ε.Ε., (φωτογραφικές) αποκλίσεις είναι δυνατές μόνο με έγκριση του Υπουργείου.
σης ο Παπακωνσταντίνου, αν και Υπουργός Οικονομικών και όχι Δημοσίων Έργων, το έκανε 60.000), μπορεί κανείς να δει την κατασκευή του ίδιου δρόμου να σπάει κάθε 50-100 μέτρα σε αμέτρητα δεκαχίλιαρα ή σαρανταπεντοχίλιαρα, ή για τα ίδια 100 μέτρα άλλο έργο να είναι η ασφαλτόστρωση και άλλο το πεζοδρόμιο. Τα έργα αυτά τα παίρνει με απευθείας ανάθεση ο ίδιος εργολάβος με εκπτώσεις του 2%. Φυσικά, δεν σηκώνουν μεγαλύτερη έκπτωση, γιατί αν και συνήθως υπερτιμολογημένα, ένα μεγάλο κομμάτι των χρημάτων του εργολαβικού ανταλλάγματος πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτούς που του έδωσαν το έργο. Και η προστασία του νόμου; Ο ριγμένος εργολάβος είχε πάντα από το νόμο πλήθος προδικαστικών και ένδικων μέσων: ένσταση, αίτηση θεραπείας, προσφυγή, ασφαλιστικά μέτρα. Και γινόταν το εξής: επειδή οι προθεσμίες για τις ενστάσεις κατά των Επιτροπών Διαγωνισμού (που είναι τυπική προϋπόθεση για όλα τα άλλα) ήταν σύντομες (επιπέδου 48ωρου) και άρχιζαν να «τρέχουν» από την κοινοποίηση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού, άρχιζε να παίζεται ένα κρυφτούλι για το πότε θα τοιχοκολληθεί ή θα σταλεί με φαξ η απόφαση. Ο εργολάβος που ήξερε ότι θα του «τη φέρουν», έπρεπε να τη «στήνει» έξω από την Υπηρεσία κάθε μέρα απ’ το πρωί, περιμένοντας. Τη μέρα που θα έλειπε, θα τοιχοκολλούνταν η απόφαση ή θα έφτανε στο γραφείο του το φαξ κάτι απογεύματα Παρασκευής, που δεν φαντάζεσαι δημόσιο υπάλληλο να βρίσκεται στο δικό του γραφείο και να δουλεύει. Και πάλι όμως. Κι αν ο εργολάβος προλάβαινε την ένσταση, που δεν είχε καμία τύχη συνήθως, μέχρι να κινηθεί δικαστικά το αμέσως επόμενο διάστημα, ο φορέας υπέγραφε τη σύμβαση ανάθεσης του έργου με τον «δικό» του – ακόμα και την ίδια νύχτα. Απ’ τη στιγμή που υπογραφόταν η σύμβαση όλα πια είχαν τελειώσει. Όταν κρινόταν τελεσίδικα η υπόθεση, μετά από χρόνια, το έργο είχε κατασκευαστεί προ πολλού από τον εργολάβο του, ο οποίος είχε πάρει τα λεφτά και είχε φύγει. Ο «ριγμένος» εργολάβος μπορούσε απλά να επιδιώξει αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη του, οπότε, αν αποφάσιζε να πληρώνει για μερικά ακόμα χρόνια τους δικηγόρους του, το Δημόσιο ξαναπλήρωνε αποζημίωση πάνω στο έργο που είχε ήδη πληρώσει. Μόλις το
[16]
2008, μετά από σχεδόν 25 χρόνια σύγχρονης νομοθεσίας των δημοσίων έργων και φυσικά ελέω Ε.Ε., απαγορεύτηκε απόλυτα επί ποινή ακυρότητας να υπογράφεται σύμβαση ανάθεσης ενός έργου, αν υπάρχει οποιουδήποτε τύπου εκκρεμότητα από τη δημοπράτηση. Με το νέο νομοσχέδιο που είχε δημοσιευθεί, προβλεπόταν ένα σύμφωνο ακεραιότητας που ο ανάδοχος εργολάβος θα υπέγραφε μαζί με τη σύμβαση ανάθεσης, με το οποίο θα… έδινε το λόγο του στην αναθέτουσα αρχή ότι «δεν μετήλθε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάθεσης παράνομα μέσα όπως δωροδοκίες, υποσχέσεις κλπ. προς τους υπαλλήλους και τα όργανα της αναθέτουσας αρχής». Η πλάκα του πράγματος δεν κάνει λιγότερο σοβαρή τη συνήθη αντιστροφή της πραγματικότητας από τους κυβερνητικούς ευφημισμούς. Τι προέβλεπε το νομοσχέδιο; Καθιέρωση ως κανόνα ανάθεσης ενός συστήματος «συμφερότερης προσφοράς» (ναι, αυτό με τις βαθμολογίες), όπου εκτός από την οικονομική έκπτωση θα μετράνε με αδιευκρίνιστη βαρύτητα η έκπτωση στον χρόνο αποπεράτωσης, η πλειοδοσία στον
χρόνο συντήρησης (άμεσο πλεονέκτημα συνεπώς για τις ισχυρές εταιρείες) και άλλα, επίσης αδιευκρίνιστα, τεχνικά κριτήρια. Γιατί αποσύρθηκε; Ίσως γιατί ο συνδικαλιστικός φορέας των δύο ανώτερων εργοληπτικών τάξεων (ΣΤΕΑΤ), που χαιρέτησε την αλλαγή στη διαβούλευση, πρότεινε, διακριτικά πάντως, πως ίσως θα ‘ταν καλύτερο να εφαρμοσθεί παράλληλα και ένας «αλγόριθμος» που να πετάει έξω τις πολύ χαμηλές προσφορές – μια και όλοι οι φορείς και των κατώτερων τάξεων εξόρκιζαν τις «καταστροφικές» εκπτώσεις. Η παρέμβαση της πολιτείας μέσω των συστημάτων ανάθεσης φαίνεται να έχει μια κάποια κυκλικότητα σε κάθε εποχή αναδιάταξης ή επανασυσσώρευσης του οικονομοτεχνικού κεφαλαίου: από μεμονωμένα επιλεκτική σε «συστημική». Καθώς αναπτυξιακά λεφτά του ΕΣΠΑ έρχονται όπου να ‘ναι από την Ε.Ε. και έργα θα ξαναβγούν στη γύρα, ίσως οι εκπτώσεις πρέπει να ξαναπέσουν συστημικά. Όπως και να ‘χει, σύντομα ο εργολάβος, που έχασε για λίγο την πίστη του με όσα του συνέβησαν στα διόδια, θα ξέρει πώς να ξανακάνει την προσευχή του.
[17]
Ελένη Κυραμαργιού
Ο Ηλεκτρικός δεν έγινε ακόμη Μετρό
Μ
ε μια διαφημιστική εκστρατεία που κόστισε 1.200.000 ευρώ στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες η ΗΣΑΠ Α.Ε. ενημέρωνε το επιβατικό κοινό για το μεγάλο έργο που επρόκειτο να ξεκινήσει. Μετά την ολοκλήρωσή του ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος –η γραμμή που συνδέει τον Πειραιά με την Κηφισιά και διέρχεται από το κέντρο της Αθήνας– θα ήταν ταχύτερος και ασφαλέστερος. Η εκστρατεία έλαβε χώρα στο μακρινό 2008 και ακόμα και σήμερα, τον Σεπτέμβρη του 2011, το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν ευθύνεται για αυτό η κρίση χρέους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή το Μεσοπρόθεσμο. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό τα έργα της ανακαίνισης της γραμμής θα διαρκούσαν 75 εβδομάδες. Ήδη έχουν ξεπεράσει τις 130, ενώ σπανίζουν πλέον οι διαβεβαιώσεις για τον τερματισμό τους. Η καθυστέρηση αυτή συνοδεύεται από την άρνηση των αρμοδίων να ενημερώσουν το επιβατικό κοινό για την πρόοδο των εργασιών, τις αιτίες της καθυστέρησης και το χρονοδιάγραμμα όπως έχει πλέον διαμορφωθεί· όλο το διάστημα που διαρκούν οι εργασίες, μονόστηλα στον τύπο και σε ειδησεογραφικά σάιτ ανακοινώνουν τις αλλαγές στα δρομολόγια, τα μεγάφωνα των σταθμών ζητούν την κατανόηση του επιβατικού κοινού για τη μείωση των δρομολογίων και οι λεωφορειακές γραμμές υποκαθιστούν τη συγκοινωνία ανάμεσα στους σταθμούς που έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Μέσα στην εικόνα του γενικευμένου χάους, το εισιτήριο έχει αυξηθεί με απόφαση του αρμόδιου υπουργείου από 80 λεπτά σε 1.40 ευρώ, αγνοώντας το αίτημα της εξαίρεσης που υπέβαλαν τα σωματεία των εργαζομένων στον ΗΣΑΠ μέχρι την ολοκλήρωση του έργου. Σύμφωνα με τη διαφημιστική-ενημερωτική εκστρατεία της ΗΣΑΠ Α.Ε., η γραμμή του ηλεκτρικού είχε εδώ και καιρό εξαντλήσει τα όρια ασφαλείας, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη την ανακαίνιση της υποδομής. Η ανακαίνιση της γραμμής θα γινόταν με την τοποθέτηση σταθερής επιδομής (οπλισμένο σκυρόδεμα) στη θέση των σκύρων (χαλίκια) και των ξύλινων σανίδων.
Τα έργα θα είχαν ως αποτέλεσμα α) οι γραμμές να μη χρειάζονται τακτική συντήρηση όπως στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος της συντήρησής τους, β) να αυξηθεί η ταχύτητα των συρμών – η διαδρομή από τον Πειραιά έως την Κηφισιά θα μειωνόταν κατά δέκα λεπτά, γ) να μειωθεί ο θόρυβος από την τριβή των συρμών με τις σιδηροτροχιές, με αποτέλεσμα να ανακουφιστούν οι κάτοικοι των περιοχών από όπου διέρχεται η γραμμή. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε τα έργα να γίνουν παράλληλα με τη λειτουργία της γραμμής: το τρένο θα εξακολουθούσε να λειτουργεί, θα έκλειναν προσωρινά κάποιοι σταθμοί, θα ξηλώνονταν διαδοχικά οι ράγες κάθε πλευράς, οι συρμοί θα διέρχονταν από την ίδια γραμμή και λεωφορεία θα επιστρατεύονταν για την εξυπηρέτηση των επιβατών. Η διαφήμιση απέκρυψε ότι ολόκληρα τμήματα της γραμμής θα παρέμεναν κλειστά για μήνες, ενώ το επιβατικό κοινό δεν ενημερώθηκε για το διάστημα που θα διαρκούσαν οι τροποποιήσεις αυτές. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και τον Αύγουστο του 2011, όταν πλέον το έργο βρίσκεται κοντά στην παράδοση, το τμήμα Πειραιάς-Ομόνοια, δηλαδή το ήμισυ της γραμμής, παρέμενε κλειστό τα σαββατοκύριακα, αποκόπτοντας το λιμάνι σε μια εποχή αύξησης της τουριστικής κίνησης. Σε γενικές γραμμές ο χρόνος μετακίνησης διπλασιάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των έργων εξαιτίας της παράλληλης λειτουργίας της γραμμής με την εκτέλεση των εργασιών ανακαίνισης – η διαδρομή από τον Πειραιά έως την Ομόνοια ορισμένες φορές ξεπέρασε τα σαράντα λεπτά, ενώ ανάλογες καθυστερήσεις εμφανίστηκαν και στο τμήμα της γραμμής ΟμόνοιαΚηφισιά. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα λεωφορεία που επιστρατεύτηκαν, διένυαν την ίδια απόσταση σε πολύ περισσότερο χρόνο, επιβαρύνοντας ταυτόχρονα την κυκλοφορία. Επιπλέον, σύμφωνα με τους εκπρόσωπους των εργαζομένων, η παράλληλη λειτουργία της γραμμής προκάλεσε την καθυστέρηση του έργου, μιας και οι εργασίες προχώρησαν πολύ αργά και με μεγαλύτερο χρηματικό
[18]
κόστος, ενώ σημειώνουν ότι η αμφιδρόμηση των γραμμών υπήρξε επικίνδυνη για την ασφάλεια των συρμών. Για περισσότερες από 130 εβδομάδες το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών της ΗΣΑΠ Α.Ε. είναι πολύ χαμηλό· οι επιβάτες είναι οι πρώτοι που βιώνουν τις επιπτώσεις, καθώς η μείωση των δρομολογίων επιφέρει καθυστερήσεις και μεγάλη πληρότητα στους συρμούς. Πίσω από το προφανές, δηλαδή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες επιβάτες επί δύο και πλέον χρόνια, υπάρχει μια παράλληλη πραγματικότητα. Καμία διαφήμιση του ΗΣΑΠ δεν γνωστοποίησε ότι κατά την προκήρυξη του έργου δεν κατατέθηκε μελέτη κόστους/ωφέλειας και μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, γεγονός που καταγγέλθηκε με την αποχώρηση των συνδικαλιστών του κλάδου από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του έργου και οι υπερβάσεις του θα μπορούσαν να αποτελέσουν το θέμα μιας διαφήμισης για τις βλαβερές συνέπειες του τρόπου ανάθεσης και παράδοσης των δημοσίων έργων. Το έργο «Ανακαίνιση υποδομής/επιδομής γραμμών και ενίσχυση της σήραγγας από Μοναστηράκι έως Ομόνοια της ΗΣΑΠ Α.Ε.», με προϋπολογισμό 109.697.088,11 ευρώ (+ ΦΠΑ) και συγχρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και το Ελληνικό Δημόσιο, ανέλαβε η κατασκευαστική κοινοπραξία Άκτωρ Α.Τ.Ε. – Μοχλός Α.Ε. στις 28 Φεβρουαρίου 2008 με εργολαβικό αντάλλαγμα 79.097.469,07 ευρώ (+ ΦΠΑ). Η Άκτωρ Α.Τ.Ε. υπήρξε ο τρίτος μειοδότης που κέρδισε και τον διαγωνισμό – στη συνέχεια ανέθεσε στον δεύτερο μειοδότη, την Μοχλός Α.Ε., την εκτέλεση ενός μέρος του έργου, καθιστώντας έτσι το έργο αντικείμενο κοινοπραξίας. Σύμφωνα με την αρχική σύμβαση, η Ανώνυμη Τεχνική Εταιρεία Άκτωρ υποχρεούνταν να παραδώσει το έργο μετά από διάστημα 75 εβδομάδων. Πιο συγκεκριμένα, η υλοποίηση του έργου θα ξεκινούσε 6 μήνες αργότερα (δηλαδή τον Αύγουστο του 2008) και αυτό θα παραδιδόταν τον Φεβρουάριο του 2010. Ακολούθησαν δύο διαδοχικές παρατάσεις στην έναρξη του έργου, με αποτέλεσμα αυτό να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2009, δηλαδή σχεδόν ένα έτος μετά την υπογραφή της σύμβασης και έξι μήνες μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία. Η πρώτη παράταση δόθηκε
λόγω της απεργίας των τραπεζικών υπαλλήλων τον Μάρτιο του 2008 και η δεύτερη γιατί κρίθηκε απαραίτητη η ενημέρωση του επιβατικού κοινού για τις τροποποιήσεις των δρομολογίων αλλά και για την αναγκαιότητα του έργου. Το κόστος της διαφημιστικής αυτής εκστρατείας (1.200.000 ευρώ) ανέλαβε εξολοκλήρου η ΗΣΑΠ Α.Ε. Σύμφωνα με το νέο χρονοδιάγραμμα η ανακαίνιση της γραμμής θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2010, όμως οι παρατάσεις συνεχίστηκαν και μετά την έναρξη του έργου. Οι εργασίες ανακαίνισης δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν στον χρόνο που είχε υπολογιστεί, λόγω της παράλληλης λειτουργίας του δικτύου –κάτι που είχαν ήδη επισημάνει δίχως αποτέλεσμα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο Δ.Σ. της εταιρείας– και των απαιτήσεων εφαρμογής της σταθερής επιδομής. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών ανακαίνισης, οι Δήμοι και οι εμπορικοί σύλλογοι –το δίκτυο διέρχεται από 9 δήμους– απαιτούσαν τη διακοπή εκτέλεσης των εργασιών σε περιόδους όπως τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες ή το Πάσχα. Η μετάθεση των προγραμματισμένων εργασιών σε μεταγενέστερη ημερομηνία επέφερε τη μετατόπιση του χρόνου ολοκλήρωσης στο συγκεκριμένο τμήμα και, κατά συνέπεια, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του επόμενου εργοταξίου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν προκάλεσαν νέες καθυστερήσεις και τροποποιήσεις στον αρχικό σχεδιασμό. Το κύριο ζήτημα ανέκυψε όταν, κατά την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής για την κατασκευή του κεφαλόδεσμου των μικροπασσάλων και την κατασκευή της κοιτόστρωσης στο τμήμα Μοναστηράκι-Ομόνοια, εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα (πηγάδια,
Μπάμπης Λουιζίδης
[19]
τμήματα αγαλμάτων), τα οποία έπρεπε να αποκαλυφθούν και να καταγραφούν. Ένα μνημείο του δωδεκάθεου, που αποκαλύφθηκε κατά την απομάκρυνση των σκύρων στο τμήμα ΘησείοΜοναστηράκι, οδήγησε ομάδα αρχαιολατρών σε δικαστική προσφυγή, προκειμένου να μην καταχωθεί. Άλλωστε η Α΄ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων είχε ήδη απαιτήσει τη διακοπή των εργασιών, ενώ είχε ξεκινήσει διαδικασίες σωστικής ανασκαφής και αποτύπωσης των ευρημάτων. Η σοβαρότητα του ζητήματος προκάλεσε την παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού, που αποφάσισε το «πάγωμα» της ανασκαφής, γεγονός που επέτρεψε την κατάχωση των ευρημάτων και την επανέναρξη των εργασιών, πριν διακοπούν από την αγωγή των αρχαιολατρών. Μόλις στα τέλη Ιουλίου του 2011 η οριστική απόρριψη της αγωγής σήμανε τη συνέχιση των εργασιών. Η συγκεκριμένη καθυστέρηση πέρα από τις τροποποιήσεις που επέφερε στο συνολικό χρονοδιά γραμμα υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται τα δημόσια έργα. Ενώ ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενο ότι η ανακαίνιση της γραμμής θα αντιμετώπιζε το αρχαίο παρελθόν των τόπων από όπου διέρχεται, δεν υπήρχε ίχνος κεντρικού σχεδιασμού για το πώς θα αντιμετωπιζόταν το ζήτημα. Η ελλιπής επεξεργασία εναλλακτικών σχεδίων ή κάθε πρόνοιας προξενεί αναμφίβολα απορίες, ιδίως όταν στο έργο εμπλέκεται μία κοινοπραξία με μακρά παράδοση στην ανάληψη δημοσίων έργων.
Και ενώ η ανακαίνιση της γραμμής οδεύει προς την ολοκλήρωσή της και πιθανά μια νέα διαφημιστική εκστρατεία θα ενημερώνει το επιβατικό κοινό για αυτό το μεγάλο έργο, κανείς δεν θα κάνει λόγο για την άστοχη εκτέλεσή του τα τελευταία δυόμιση χρόνια, για την ταλαιπωρία των επιβατών και την αδιαφορία των υπευθύνων για τη μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών σε συνδυασμό με τον διπλασιασμό σχεδόν της τιμής του εισιτηρίου. Επιπλέον σε καμία διαφημιστική εκστρατεία δεν θα γίνεται αναφορά σε μια σειρά από άλλα έργα που ήδη θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί αλλά ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει, όπως η υπογειοποίηση του τμήματος Πειραιάς-Φάληρο (το τμήμα αυτό δεν ανακαινίστηκε), η λειτουργία τριών νέων σταθμών και η επέκταση του δικτύου προς τον Άγιο Στέφανο. Η ανακαίνιση της γραμμής του ΗΣΑΠ είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο εκτελούνται τα περισσότερα έργα· απουσία μελέτης κόστους/ωφέλειας και μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η οποία θεωρείται μια αχρείαστη λεπτομέρεια, γενναιώδωρη κρατική επιχορήγηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, το οποίο στην ολοκλήρωση του έργου θα εμφανιστεί ως συντελεστής του εκσυγχρονισμού των υποδομών, ελλιπής ενημέρωση και υποτίμηση του κοινού, που επί δύο χρόνια είδε την καθημερινότητα του να υποβαθμίζεται. Ήταν ένα έργο που δεν κατάφερε να το τροποποιήσει η διαφωνία των εργατικών συνδικάτων, η υποβόσκουσα δυσαρέσκειά του επιβατικού κοινού αλλά μόνο –για λίγο– η σύγκρουση με το αρχαίο παρελθόν.
[20]
Κωστής Καρπόζηλος
Τα παιδιά του ελληνικού λαού σε νέες περιπέτειες Στρατηγέ ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ. Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει. Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Ξέρει να σκέφτεται. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου [Στους Δόκιμους Αστυφύλακες] απαγορεύεται η εισαγωγή, κατοχή και ανάγνωση σε οποιοδήποτε χώρο της Σχολής βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Βασική Διαταγή λειτουργίας Σχολής Αστυφυλάκων, 1996
«
Ν
α συγχαρούμε τα παιδιά του ελληνικού λαού (…) [που] σταθήκανε όρθιοι και προφυλάξανε τη λειτουργία της δημοκρατίας». Η Ντόρα Μπακογιάννη στην κοινοβουλευτική συζήτηση στις 30 Ιουνίου του 2011 συμπύκνωσε την ηγεμονική ρητορική γύρω από τη φύση και το ρόλο των σωμάτων ασφαλείας στην εποχή της κρίσης. Τα παιδιά του ελληνικού λαού, αυτοί που δεν είναι «Κολωνακιώτες» κατά τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη, είναι οι υπαγόμενοι στη διεύθυνση αστυνομικών επιχειρήσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και ειδικότερα οι «άνδρες των ΜΑΤ», αυτοί που εφάρμοσαν το επιτελικό σχέδιο της διάλυσης των συγκεντρώσεων στο διήμερο 28 και 29 Ιουνίου. Οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις τις μέρες της γενικευμένης καταστολής είναι κατάφορτες από κοινοτοπίες για τη λαϊκή καταγωγή όσων στελεχώνουν τις εν λόγω μονάδες, τις αντίξοες συνθήκες εργασίας τους και την αχαριστία της πολιτείας. Η εξύμνηση της προσφοράς της Ελληνικής Αστυνομίας συνιστά άλλωστε μόνιμο μοτίβο της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας. Ας μη λησμονούμε ότι η γιγάντωση του αστυνομικού σώματος και η ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων συνταξιούχων σε παραγωγική ηλικία, καθιστά τον «έλληνα αστυνομικό» ένα ιδιαίτερα επίζηλο εκλογικό ακροατήριο. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού το 2010, οι υπηρετούντες στα Σώματα Ασφαλείας ξεπερνούσαν τις 70.000, δηλαδή το 13% των μόνιμα εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Αν κάτι ξεχωρίζει –εκτός από την έμπνευση του Ευάγγελου Βενιζέλου να χαρακτηρίσει την
τοποθέτηση της Αλέκας Παπαρήγα «πολύ γκραμσιανή», με αποτέλεσμα ο εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ. να ξεκαθαρίσει ότι το κόμμα του προτιμά τον Αριστοτέλη– είναι η γενική ταύτιση των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου γύρω από τους ακαθόριστους κινδύνους που απειλούν τη δημοκρατία. Προς το παρόν αυτοί που απειλούν το πολίτευμα δεν έχουν όνομα – στην καλύτερη περίπτωση περιγράφονται ως «μπαχαλάκηδες» ή «κάποιες ομάδες». Αντίθετα, οι υπερασπιστές της δημοκρατίας έχουν όνομα και πρόκειται ακριβώς για τις αστυνομικές δυνάμεις, μέσα από την ακόλουθη συλλογιστική: το κοινοβούλιο είναι ο ναός της δημοκρατίας, οι αστυνομικοί προστατεύουν το κοινοβούλιο, άρα και τη δημοκρατία. Η ανάδειξη της συνεισφοράς της αστυνομίας στην απρόσκοπτη λειτουργία του πολιτεύματος δεν αποτελεί πρωτοφανές στοιχείο της πολιτικής ζωής. Όταν ο εχθρός είχε όνομα ήταν «τα Σώματα Ασφαλείας [που] φράσσουν τον δρόμον εις την κομμουνιστικήν συνωμοσίαν, προστατεύοντα το θεμέλιον του Δημοκρατικού πολιτεύματος».1 Η επιστροφή σε σχήματα που η μεταπολιτευτική ευφορία είχε καταστήσει περιθωριακά, καθώς η αστυνομική καταστολή διασφάλιζε την «εφαρμογή των νόμων» και όχι τη «λειτουργία της δημοκρατίας», είναι μία ένδειξη των μετασχηματισμών του πολιτικού λόγου που επιφέρει
1. Ε. Καλαντζής (υφυπουργός Εσωτερικών) στην κοινοβουλευτική συζήτηση 2.12.1958, όπως παρατίθεται στο Οι φί λοι και οι εχθροί της Δημοκρατίας, αποκαλυπτικαί συζητήσεις εις την Βουλήν, Αθήνα, 1959, σ. 5.
[21]
η εποχή της ύφεσης. Ταυτόχρονα, αποτυπώνει τις μεταβολές στο ρόλο που θα κληθούν να επιτελέσουν τα σώματα ασφαλείας, ιδίως σε συνάρτηση με την προϊούσα στρατιωτικοποίησή τους και τον ανάλογο επιχειρησιακό τους προσανατολισμό. Τέλος, εκφράζει την προσπάθεια ιδεολογικής θωράκισης των ίδιων των σωμάτων ασφαλείας – γιατί το μπρεχτικό «ελάττωμα» απασχολεί ακόμα τους «στρατηγούς». Η προσπάθεια διερεύνησης των ιδεολογικών μηχανισμών που λειτουργούν στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας προσκρούει σε μεγάλο βαθμό στον πολλαπλό κατακερματισμό τους, τη συνύπαρξη αντιφατικών τάσεων και τη λειτουργία ποικίλων μη χαρτογραφήσιμων μηχανισμών. Την τελευταία δεκαετία, οι διαδοχικές αναδιαρθρώσεις της Ελληνικής Αστυνομίας με την παράλληλη ίδρυση νέων εξειδικευμένων σωμάτων έχουν διευρύνει καθοριστικά το πεδίο δράσης της και την παρουσία της στον δημόσιο χώρο. Το σύμπαν των δεκάδων αρκτικόλεξων αποτυπώνει την επέκταση της επικράτειας της Ελληνικής Αστυνομίας – το
νεοσύστατο σώμα της Οικονομικής Αστυνομίας αποτελεί ένα ενδεικτικό παράδειγμα της συμπληρωματικής παρουσίας της δίπλα σε δημόσιους οργανισμούς. Σύμφυτη με την επέκταση αυτή υπήρξε η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας – είτε με την ανάληψη έργου όπως η φύλαξη των συνόρων (βλ. το σώμα των συνοριοφυλάκων) είτε με την ανανέωση του εξοπλισμού των σωμάτων που σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούνται στην καταστολή της κοινωνικής δια μαρτυρίας. Μία έμμεση επιβεβαίωση προσφέρουν οι επισημάνσεις της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων σε ένα πολυσέλιδο κείμενό της με τίτλο «Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας» και συγγραφέα τον διδάκτορα του τμήματος Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιώργο Παπακωνσταντή. Το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης εμφανίζεται ως ανασταλτικός παράγοντας στην κοινωνική νομιμοποίηση της αστυνομίας, καθώς «το πρόβλημα, […] έγκειται στην τάση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια για τη “στρατιωτικού τύπου”
[22]
καθημερινή αστυνόμευση, η οποία έχει εδραιωθεί ως πεποίθηση που έχουν αναπτύξει αρκετά ανώτερα στελέχη της Αστυνομίας. Θεωρούν ότι η στρατιωτικού τύπου στολή, ο αντίστοιχος εξοπλισμός, τα διάφορα στρατιωτικά σήματα και σύμβολα, συμβάλλουν στην καλύτερη αστυνόμευση. Η τάση αυτή υιοθετείται εύκολα από τους νεαρούς αστυνομικούς οι οποίοι θεωρούν ότι η στρατιωτική και εν πολλοίς “εμπόλεμη” εμφάνιση, τους προσθέτει κύρος και εξουσία».2 Οι συγκρούσεις του Δεκέμβρη του 2008 σήμαναν την επιτάχυνση αυτών των τάσεων: έκτοτε πυκνώνει η ίδρυση νέων ομάδων όπως οι μηχανοκίνητες ομάδες Δύναμη Ελέγχου Ταχείας Αντίδρασης (Δ.ΕΛ.Τ.Α.) και Δίκυκλη Αστυνόμευση (ΔΙ.ΑΣ.), ενώ ταυτόχρονα ένα νέο επιχειρησιακό δόγμα προκρίνει την προληπτική μαζική χρήση ασφυξιογόνων και χημικών. Πρόκειται για επιλογές της πολιτικής ηγεσίας, καθώς στον επιχειρησιακό σχεδιασμό συμμετέχει ο εκάστοτε αρμόδιος υπουργός – όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε με την απουσία του Χρήστου Παπουτσή από το κοινοβούλιο την ώρα των αστυνομικών επιθέσεων στις 29 Ιουνίου. Οι «καπελάκηδες» που δημιουργούσαν τον πρώτο φραγμό και οι Μονάδες Αποκατάστασης Τάξης που λάμβαναν διαταγή για χρήση δακρυγόνων ως έσχατη λύση έχουν αντικατασταθεί από τις εφορμήσεις των μηχανοκίνητων ομάδων και την προσομοίωση των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης με την Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα. Η ορατή αναβάθμιση του εξοπλισμού υπήρξε μία διαδικασία παράλληλη με την ποινική και πολιτική σκλήρυνση στην αντιμετώπιση της κοινωνικής ανυπακοής. Η επωδός του κατασταλτικού διημέρου υπήρξε αναμφίβολα η καλοκαιρινή ανακίνηση των σεναρίων για την παραγγελία και χρήση όπλων εκτόξευσης πλαστικών σφαιρών. Η ενδεχόμενη χρήση αυτών θα αποτελέσει σημαντική τομή στην πορεία στρατωτικοποίησης της αστυνομίας, καθώς προσδίδει στην κοινωνική σύγκρουση χαρακτηριστικά πολεμικής επιχείρησης σε αστικό περιβάλλον. Υπό αυτήν την οπτική, το ενδεχόμενο χρήσης του στρατού για την καταστο2. Γιώργος Παπακωνσταντής, Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας, Π.Ο.ΑΣ.Υ., Μάρτιος, 2011, σ. 20.
λή της κοινωνικής διαμαρτυρίας απομακρύνεται, καθώς τα κατασταλτικά σώματα που έχουν δημιουργηθεί μπορούν να επιτελέσουν το ίδιο έργο με μικρότερο κοινωνικό κόστος και κυρίως παρακάμπτοντας τις ταλαντεύσεις που δημιουργεί η ύπαρξη ενός μη μισθοφορικού στρατεύματος. Με όλους τους κινδύνους που ενέχουν οι νοητικές αφαιρέσεις, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι ο σημερινός εξοπλισμός και η εκπαίδευση των δυνάμεων των Μ.Α.Τ., των Ε.Κ.Α.Μ., της Δ.ΕΛ.Τ.Α., της ΔΙ.ΑΣ. θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανακατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973, ιδίως με τα μέσα άμυνας που επέλεξε εκείνη τη στιγμή το μαζικό κίνημα, δίχως να χρειαστεί η επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων. Η στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας και η απόδοση σε αυτήν του ρόλου του εγγυητή της δημοκρατικής ομαλότητας καθίσταται πιο εμφανής αν αναλογιστούμε τις αντίστοιχες πραγματικότητες στον Ελληνικό Στρατό. Ο τελευταίος εμφανίζεται εξοβελισμένος από τη δημόσια πολιτική συζήτηση, παρά μόνο ως ένας μπαμπούλας (βλ. δηλώσεις Πάγκαλου), ενώ δύσκολα διακρίνει κανείς στοιχεία ιδεολογικής λειτουργίας στην καθημερινότητά του. Ο προσανατολισμός στον «εξωτερικό εχθρό», έργο που μετά το 1989 απέκτησε νέα χαρακτηριστικά, σήμανε την ταυτόχρονη υποχώρηση της ιδεολογικής του λειτουργίας, μέσα από θεσμικές αλλαγές, όπως η κατάργηση της «διαπαιδαγώγησης», η απαγόρευση των εκφράσεων αλυτρωτισμού και εθνικισμού, η υποχώρηση των διακρίσεων, η απάλειψη του αντικομμουνισμού, η κατοχύρωση ενός στρατιωτικού κανονισμού που αναγνωρίζει ατομικά δικαιώματα. Το τραύμα του 1967 φάνηκε να καθορίζει τον βηματισμό του στρατού σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, καθώς η αποπολιτικοποίησή του υπήρξε όρος της μεταπολιτευτικής σταθερότητας. Είναι τέτοιος ο βαθμός της απουσίας του στρατού από την πραγματικότητα της κοινωνικής σύγκρουσης, που ένα δελτίο τύπου του Συνδέσμου Υποστήριξης και Συνεργασίας Μελών Ενόπλων Δυνάμεων (Σ.Υ.Σ.Μ.Ε.Δ) δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση – ακριβώς γιατί ο Σύνδεσμος έχει αποκλειστικά μέλη του εν ενεργεία στρατιωτικούς. Την 1η Ιουλίου 2011, ο Σύνδεσμος ενημέρωσε τον ελλη-
[23]
νικό λαό ότι «οι έλληνες στρατιωτικοί για να διαλύσουν οποιαδήποτε νεφελώδη αμφιβολία έχει διασπαρθεί τον τελευταίο καιρό […] διαβεβαιώνουν ότι απέχουν από κάθε προσπάθεια εμπλοκής τους σε οποιουσδήποτε πιθανούς αντισυνταγματικούς σχεδιασμούς ή φήμες, καταδικάζουν ως απαράδεκτα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά τυφλής και δυσανάλογης έκτασης χρήσης βίας εναντίον συμπολιτών τους. Θεωρούν αδιανόητη οποιαδήποτε λογική δικαιολόγησης τύπου “παράπλευρων απωλειών” της άσκησης βίας στο βωμό οποιουδήποτε σκοπού. Έχοντας αφομοιώσει όλα τα ιστορικά διδάγματα της νεότερης ιστορίας, και με πλήρη επίγνωση του ρόλου τους, διαβεβαιώνουν τους συμπολίτες τους ότι αποτελούν τον ακλόνητο ύστατο υπερασπιστή της πατρίδας και ως εκ τούτου και του λαού, και πως αν και εφόσον χρειαστεί θα πράξουν συνειδητά το καθήκον τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους, στους οποίους έχουν ορκιστεί πίστη και αφοσίωση, δίπλα και μαζί με το λαό ενάντια σε όποιον θελήσει να τα πλήξει». Η ανακοίνωση του ΣΥΣΜΕΔ συνέπεσε με τη νομική του κατοχύρωση ως αναγνωρισμένου σωματείου ύστερα από μία παρατεταμένη νομική περιπέτεια, κατά την οποία υπήρξαν ευθείες παρεμβάσεις, ενδεικτικές των λεπτών ισορροπιών γύρω από το ζήτημα της συλλογικής οργάνωσης στρατιωτικών. Η ίδρυση του ΣΥΣΜΕΔ αναμφίβολα δημιουργεί ρήγματα στην παγιωμένη αποπολιτικοποίηση του στρατεύματος, όσο και αν οι ιδρυτές του είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και διευκρινίζουν ότι δεν αποσκοπούν στη συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά «στη δημιουργία ενός φορέα διαλόγου, έκφρασης και ενημέρωσης των μελών των ενόπλων δυνάμεων για θέματα επαγγελματικής εξέλιξης και σταδιοδρομίας». Άλλωστε, οι άνθρωποι που σήμερα δραστηριοποιούνται στον Σύνδεσμο πρωταγωνίστησαν σε μία ιδιαίτερη κινητοποίηση στους δρόμους της Αθήνας, όταν ακόμα εκκρεμούσε η θεσμική αναγνώριση ως σωματείου. Έτσι, στις 3 Μαΐου του 2010, δύο μέρες πριν την πρώτη μεγάλη πανεργατική απεργία της εποχής της ύφεσης, εκατοντάδες ένστολοι συγκεντρώθηκαν στο Μοναστηράκι για έναν «περίπατο» – ένα τέχνασμα που διασφάλισε την οργάνωση μίας διαδήλωσης ενάντια στην οικονομική
πολιτική της κυβέρνησης δίχως να αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Πολλοί κουβαλούσαν τσάντες και σακούλες – σαν εκείνον τον διαδηλωτή του Μάριου Χάκκα που παθημένος από τα κυνηγητά κουβαλούσε μαζί του μια φραντζόλα για κάλυψη. Οι «ένστολοι περίπατοι» υπογραμμίζουν τη διαφορά με τα σώματα ασφαλείας, όπου ο συνδικαλισμός είναι κατοχυρωμένος –η ύπαρξη των δύο σωματείων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και η συμμετοχή τους στα συνέδρια της ΑΔΕΔΥ θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό θέμα ανάλυσης– και οι συντεχνιακές διαδηλώσεις των ποικίλων ομοσπονδιών του κλάδου συνηθισμένο φαινόμενο. Το κατοχυρωμένο συνδικαλιστικό δικαίωμα των αστυνομικών υπαλλήλων ανατροφοδοτεί την παρουσία της αστυνομίας στον δημόσιο χώρο – από την εικόνα των ένστολων αστυνομικών διαδηλωτών έως τη συστηματική παρουσία των συνδικαλιστικών τους εκπροσώπων στην τηλεόραση. Ο θεσμικός λόγος που αρθρώνεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου συνήθως παραπέμπει στο μέσο όρο της ρητορικής των σωματείων του ευρύτερου δημόσιου τομέα: συντεχνιακά αιτήματα διαπλέκονται με τη ρητορική καταγγελία της δημοσιονομικής πολιτικής και κυρίως του μνημονίου που αφανίζει τον κλάδο «μας». Η επακριβής παρακολούθηση των συνδικαλιστικών κατακερματισμών, των παραταξιακών αντιπαραθέσεων και ακόμα περισσότερο των διαφορετικών άτυπων δικτύων που λειτουργούν στο εσωτερικό των ποικίλων αστυνομικών σωματείων είναι έργο που προϋποθέτει μέγιστη υπομονή και ταξινομικές αρετές. Αντίθετα, δεν χρειάζεται μεγάλη παρατηρητικότητα για να δια κρίνει κανείς ότι πρόκειται για αφυδατωμένους, διεκδικητικούς στα όρια μίας «πολιτικής ορθότητας», μηχανισμούς. Στον αντίποδα, ένας γαλαξίας ιστοσελίδων, ανεπίσημων χώρων έκφρασης των αστυνομικών υπερβαίνει τα όρια του καθωσπρεπισμού. Νεότεροι αστυνομικοί, συχνά αυτοί που υπηρετούν στις μονάδες κρούσης, πρωτοστατούν στην αναδιήγηση περιστατικών από την καθημερινότητα των συγκρούσεων, υιοθετούν λεκτικά σχήματα της άκρας δεξιάς («οι άπλυτοι»), ενώ ταυτόχρονα
[24]
εμφανίζουν εαυτούς ως τους απόλυτους εγγυητές του Νόμου. Υπό την οπτική αυτή, η βία στη διαδήλωση καθαγιάζεται, καθώς πρόκειται για τη μοναδική στιγμή που ο Νόμος μπορεί να εφαρμοστεί. Ένα εικονογραφικό παράδειγμα είναι αρκετό: Οι περίπου 3.000 εγγεγραμμένοι σε μία ανεπίσημη σελίδα φίλων της Ομάδας ΔΙ.ΑΣ. στο Facebook έχουν την ευκαιρία να δουν τη φωτογραφία ενός πιστολιού με σιγαστήρα. Το πιστόλι εκπροσωπεί την αστυνομία, ενώ ο σιγαστήρας τη δικαιοσύνη –το σχετικό συνοδευτικό σημειώνει «η Αστυνομία προσπαθεί να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτερα γίνεται, συλλαμβάνοντας τους Παραβάτες του νόμου, όμως η Ελληνική Δικαιοσύνη έρχεται ως σιγαστήρας να “σβήσει” το έργο της Αστυνομίας, αφήνοντάς τους πάλι Ελεύθερους στους δρόμους να συνεχίσουν αυτό που έκαναν!!». Η εγνωσμένη παρουσία ακροδεξιών θυλάκων στις τάξεις της αστυνομίας δεν αφορά πλέον τα νοσταλγικά απομεινάρια της εποχής του νόμου και της τάξης. Τα «χουντογλέντια» της Θεσσαλονίκης έχουν αντικατασταθεί από μαχητικές τάσεις, που αντιμετωπίζουν τη σύγκρουση στο πεζοδρόμιο ως κομμάτι ενός πολέμου με ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Στο συνεχές αυτό, οι σχέσεις τμημάτων της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή δεν προκύπτουν από αφηρημένες ιδεολογικές ταυτίσεις, αλλά από την αίσθηση της δράσης και της αντιμετώπισης ενός κοινού «εσωτερικού» εχθρού. Θα ήταν αφελές να αποδώσει κανείς αποκλειστικά σε αυτές τις τάσεις τη βιαιότητα των κατασταλτικών μηχανισμών, όπως για παράδειγμα αυτή εκδηλώθηκε στις 28 και στις 29 Ιουνίου. Είναι το επίσημο επιχειρησιακό δόγμα αυτό που υπαγορεύει την αποφασιστική και προμελετημένη κλιμάκωση της σύγκρουσης, ενώ ταυτόχρονα η ιδεολογική θωράκιση των κατασταλτικών μονάδων εδράζεται στον θεσμικό λόγο της επιβολής του Νόμου, της υπεράσπισης της νομιμότητας, της προστασίας εν τέλει της δημοκρατίας. Οι έλληνες αστυνομικοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα μη προνομιούχα παιδιά του ελληνικού λαού που παρέχουν στην κοινωνία το προνόμιο της ασφάλειας. Η ασφάλεια αποτελεί δεσπόζουσα έννοια στο ιδεολογικό οπλοστάσιο των πολιτικών προϊσταμένων της αστυνομίας, όπως άλλωστε φάνηκε από τη μετονομασία του υπουργείου Δη-
μοσίας Τάξης σε υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ανάλογα, το κύριο ερευνητικό κέντρο της Ελληνικής Αστυνομίας ονομάζεται Κέντρο Μελετών Ασφαλείας. Οι ερευνητικές του δραστηριότητες, η διακριτική συνεργασία του με πανεπιστημιακά ιδρύματα και η παρουσία μελών Δ.Ε.Π. από τμήματα Πολιτικής Επιστήμης και όχι μόνο στο διοικητικό του συμβούλιο δεν θα μας απασχολήσουν προς το παρόν. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι η διάχυση του λόγου περί ασφάλειας μέσα από θεσμικούς και μη δρόμους και η σύνδεση αυτού με το αίτημα της ασφάλειας του πολιτεύματος. Το μηνιαίο περιοδικό Ασφάλεια και Προστασία (υπότιτλος: «οδηγός για προσωπική και οικογενειακή προστασία») συνιστά το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα του ομίλου Compupress Α.Ε. που φιλοδοξώντας να καλύψει την «ανάγκη πληροφόρησης του σημερινού έλληνα πολίτη», παρακολουθεί την παρουσία της αστυνομίας στην καθημερινότητα. Με επιμελημένη εμφάνιση, επαγγελματίες συνεργάτες και άφθονες διαφημίσεις το περιοδικό διαφοροποιείται από τα αφυδατωμένα θεσμικά περιοδικά, όπως η Αστυνομική Ανασκόπηση του αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και από τα φορτισμένα έντυπα του ευρύτερου πατριωτικού χώρου που απευθύνονται στους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας. Το αστυνομικό ρεπορτάζ, η αποδελτίωση της εγκληματικότητας, η παρουσίαση όπλων, προϊόντων ασφαλείας και τεχνικών αυτοάμυνας συνιστά τη μία όψη της ύλη του. Η άλλη συνίσταται στο ρεπορτάζ, όπου οι κύριες θεματικές κινούνται γύρω από τη δράση της αστυνομίας και τις εξελίξεις στα «γκέτο» της Αθήνας εκεί «που μετά τη δύση του ηλίου οι δρόμοι αδειάζουν» εξαιτίας των «λαθρομεταναστών» και των «επικίνδυνων παράνομων» και οι κάτοικοι οργανώνονται σε «επιτροπές κατοίκων». Στις σελίδες του Ασφάλεια και Προστασία οι συνεντεύξεις των εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας αποσκοπούν στην παρουσίαση του έργου της και στην εμπέδωση του νέου τύπου σχέσεων αυτής με την κοινωνία. Η συστηματική εξύμνηση της αστυνομίας παραπέμπει στις παραδόσεις οργανώσεων όπως ο «Όμιλος Φίλων της Ελληνικής Αστυνομίας» –που πλέον έχει εκσυγχρονιστεί σε ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Φίλων της Αστυνομίας με έδρα
[25]
Sterling Wood, Riot Control, Military Service Publishing Company, 1952.
την Αθήνα. «Συμπαραστάτης μας η κοινωνία» είναι ο τίτλος της συνέντευξης του Αθανάσιου Κοκκαλάκη, εκπρόσωπου τύπου της ΕΛ.ΑΣ., στο τρίτο τεύχος, ενώ το κύριο θέμα του δεύτερου παρουσιάζει την ομάδα ΔΙ.ΑΣ., τον «σύγχρονο “Ιερό Λόχο”». Το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής της αστυνομίας είναι κύριο μέλημα στη διάρθρωση των συνεντεύξεων, ιδίως σε αυτήν με τον επικεφαλής της ομάδας ΔΙ.ΑΣ., ταξίαρχο Γιώργο Σταύρακα. Στο όνομα αυτής άλλωστε υπογραμμίζεται η διαφορά με ένα –ακαθόριστο– παρελθόν, όταν η αστυνομία λειτουργούσε απωθητικά, με αποτέλεσμα ο συνταξιούχος «να κάνει μάθημα στα εγγόνια του και να τους λέει “αυτός ο αστυνομικός [του σήμερα] δεν είναι αυτός που γνώρισα εγώ δεκαετίες πριν”». Η επισήμανση της διαφοράς του «σήμερα» με «δεκαετίες πριν» είναι ένα διαρκές μοτίβο, παρόν στις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις που αναφέρονται στο θέμα της κοινωνικής ανυπακοής, στο λόγο των θεσμικών εκπροσώπων της Ελληνικής Αστυνομίας, στις δημοσιογραφικές παραινέσεις προς την ελληνική κοινωνία να υπερβεί την καχυποψία απέναντι στους κατεξοχήν εκπροσώπους της ελληνικής πολιτείας. Κάποτε οι πολίτες είχαν λόγο να δυσπιστούν και να αντιμετωπίζουν φοβικά την αστυνομία, σήμερα ο δημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος καθιστά αυτές τις συμπεριφορές αναχρονιστικές, εφόσον η αστυνομία βρίσκεται στο πλευρό του πολίτη. Η θεσμική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, μία πρόνοια που αφορούσε τις δυσλειτουργίες της
δημοκρατίας στο «χτες» και πλέον έχει καταστεί άνευ ουσίας, συνιστά προσφιλές και γνώριμο παράδειγμα για το πώς αρθρώνεται αυτή η συλλογιστική. Παρά την προσπάθεια αντιδιαστολής του δημοκρατικού «σήμερα» με το «χτες», η διαπίστωση «σήμερον, κανένα κόμμα πολιτικόν δεν θέλει την Χωροφυλακήν δούλην των ισχυρών και διώκτιν των αδυνάτων» και η διαβεβαίωση ότι «εσείς οι αστυνομικοί με το αδελφόν σας Σώμα της Χωροφυλακής είσθε οι φρουροί της ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» συνιστούν –με τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς– τα θεμέλια της νομιμοποιητικής ιδεολογίας για τη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών.3 Η εποχή της κρίσης και η κοινωνική πόλωση που τη συνοδεύει είναι αυτή που θα καθορίσει το περιεχόμενο των κατασταλτικών πολιτικών, αλλά και τις νέες διαχωριστικές γραμμές, όταν οι ακαθόριστοι εχθροί της σταθερότητας του πολιτεύματος, της «ειρήνης και της ασφαλείας του Κράτους» θα αποκτήσουν όνομα.
3. Πανελλήνια Ένωσις Συνταξιούχων και Αποστράτων Οπλιτών Χωροφυλακής, Χωροφυλακή και Τ.Α.Ο.Χ. [Ταμείο Αλληλοβοήθειας Οπλιτών Χωροφυλακής], Αθήνα 1955(;), σ. 13. Λόγος του Ιωάννη Μεταξά εις το Σώμα των αστυνομικών Αθηνών και Πειραιώς, 27.5.1937, όπως παρατίθεται στο Τέσσερα χρόνια διακυβερνήσεως Ιωάννου Μεταξά, τόμ. Δ’: Στρατός, Ναυτικόν, Αεροπορία, Τουρισμός-Ραδιοφωνία-Τύ πος-Διαφώτισις, Ιδεολογικόν Περιεχόμενον Εθνικού Κράτους, Αθήνα1940, σ. 244.
[26]
Η χαμένη τιμή των Δημοσίων Υπαλλήλων
Η στήλη Κοντραπούντο φιλοξενεί παρεμβάσεις πάνω σε έναν προκαθορισμένο, αλλά όχι περιο ριστικό, προβληματισμό. Στο τεύχος αυτό θέσαμε το ζήτημα των Δημοσίων Υπαλλήλων και του Δημοσίου Τομέα αποσκοπώντας σε μία συζήτηση που θα υπερέβαινε τα χιλιοειπωμένα επιχειρήματα είτε της συλλήβδην καταδίκης είτε της σθεναρής υπεράσπισής του. Ακολουθούν οι τοποθετήσεις που λάβαμε: Διαλύοντας τον κοινωνικό ιστό: η εποχή της αντιπαλότητας Νάση Αναγνωστοπούλου, γραφίστρια Είναι βολικό να ξεκινάμε μια συζήτηση έχοντας δεδομένο ένα πρόβλημα, ξεχνώντας πως ό,τι έχει σχέση με την κοινωνία δεν είναι μαθηματικά, οπότε οι απόλυτες έννοιες, τα θεωρήματα και τα αξιώματα δεν έχουν θέση. Το ζήτημα της εποχής των μνημονίων: Να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι; Οι περισσότεροι από εμάς, έχοντας πολλές κακές εμπειρίες από το δημόσιο γενικά και από εκείνους που απασχολούνται σε αυτό, απαντάμε αβασάνιστα «ναι», συνήθως χωρίς να θέτουμε προϋποθέσεις, εκείνες τουλάχιστον που θα θέταμε για το ίδιο ερώτημα αν αφορούσε τον ιδιωτικό τομέα. Θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να «δείξουμε» στους ευνοημένους αυτούς εργαζόμενους τι σημαίνει να ζεις την καθημερινότητά σου με το φόβο της «απόλυσης». Φόβο που σ’ αυτή τη ζοφερή εποχή βιώνουν χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί όμως ξεχνάμε πάντα ότι οι άνθρωποι αυτοί εργάζονται για λογαριασμό ενός κράτους διεφθαρμένου που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που θα όφειλε να είναι, δηλαδή ένα κράτος «πρόνοιας»; Αν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε εκείνη τη χρονική στιγμή όπου ο δημόσιος υπάλληλος άρχισε να γίνεται «πρόβλημα», θα δούμε ότι από τότε μέχρι σήμερα ουδέποτε εργάσθηκε για «εμάς», αφού δεν βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση γι’ αυτό το λόγο. Ο δημόσιος
υπάλληλος αποτελούσε και αποτελεί εργαλείο του νεοελληνικού –και τώρα πια εντελώς διεφθαρμένου– κράτους. Ήταν, και ακόμα περισσότερο σήμερα είναι, ένας «φορέας εξουσίας» που του δόθηκε ταυτόχρονα με τον μισθό του σαν αντάλλαγμα για τις διαφορετικές υπηρεσίες που καλείται να προσφέρει κάθε φορά. Ο νεοδιο ρισμένος υπάλληλος εκτελεί αυτές τις λειτουργίες αγνοώντας –ή μη θέλοντας να δει– ότι είναι το ένα από τα μέρη μιας συνδιαλλαγής, έχοντας σαν «άλλοθι» ότι αυτό που επιδιώκει είναι μια εργασία και μια αμοιβή, ενώ στην πραγματικότητα του προσφέρεται μια θέση κι ένας μισθός. Πολύ σύντομα αυτή η συνδιαλλαγή γίνεται φανερή και στον ίδιο, αλλά την αποδέχεται άλλοτε παθητικά, αδιαφορώντας για το αντικείμενο της εργασίας του, κι άλλοτε ενεργητικά, είτε απαιτώντας και αποκτώντας μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας απέναντι στον πολίτη είτε απαιτώντας μεγαλύτερο μερίδιο οικονομικού οφέλους πάρα πολλές φορές με παράνομους τρόπους. Πιο συγκεκριμένα: Ακόμα κι αν αγνοήσουμε –ως μη υπάρχουσες– τις παράνομες και διεφθαρμένες εκφάνσεις του δημόσιου ρόλου του, αυτός ο ρόλος-χαρακτήρας του δημοσίου υπαλλήλου είναι πολλαπλός. Καταρχήν, ως μισθωτός αποτελεί τον κρίκο μέσω του οποίου το κράτος διοχετεύει χρήμα (τον μισθό του) απευθείας στην πραγματική οικονομία (βλ. κατανάλωση), προσδοκώντας να το πάρει πίσω μέσω των άμεσων κι έμμεσων φόρων. Κατά δεύτερον, ως διορισμένος ανήκει πια στον ιδιότυπο στρατό των κομμάτων εξουσίας. Τρίτον, με αντάλλαγμα τη μονιμότητα γίνεται η εμπροσθοφυλακή του εργοδότη του, δηλαδή του κράτους, για τις επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και για την κατάργηση του κράτους δικαίου σε όλους τους εργαζόμενους. Τέταρτον, ως «εργαζόμενος», γί νεται «η βοήθεια του κράτους», για να κρατηθεί η ανεργία σε χαμηλά επίπεδα. Πέμπτον, και σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, ο δημόσιος υπάλληλος μετατρέπεται πολύ εύκολα σε σημα-
Gilbert Garcin
[27]
ντικό εργαλείο για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και για την καλλιέργεια κλίματος μισαλλοδοξίας και αντιπαλότητας. Τι σημαίνει όμως απόλυση δημοσίων υπαλλήλων γενικά; Χωρίς δηλαδή να έχουν προβεί σε αξιόποινες πράξεις; Και μάλιστα σε συνθήκες ολοκληρωτικής αποσύνθεσης της οικονομίας και επικείμενης καταστροφής ολόκληρων επαγγελματικών τάξεων; Σημαίνει ότι θα προστεθούν χιλιάδες άνεργοι στους ήδη υπάρχοντες. Οι άνεργοι αυτοί έχουν σοβαρά μειονεκτήματα σε σχέση με τους άλλους. Ποια επιχείρηση σε φάση αναζήτησης προσωπικού θα προσλάμβανε τον υπάλληλο ενός υπουργείου που δεν ξέρει να κάνει απολύτως τίποτε; Οι μισθωτοί του δημοσίου έχοντας σαν βάση τη μονιμότητά τους, αλλά και την εξουσία που το κράτος τους παραχώρησε έναντι υπηρεσιών ενίοτε βρώμικων, έχουν σχεδιάσει τη ζωή της οικογένειάς τους σε βάθος χρόνου. Έχουν πάρει δάνεια και άλλα ρίσκα, έχουν δεχθεί δηλαδή να είναι ο εύκολος τρόπος με τον οποίο το κράτος παίρνει πίσω το μισθό τους – ας μην ξεχνάμε ότι από αυτή την διαδικασία έχουν ωφεληθεί πολλαπλώς οι μετέχοντες στην εξουσία και η άρχουσα τάξη την οποία προστατεύουν. Από την άλλη μεριά, αυτό που όλοι συζητάμε σήμερα έχει να κάνει με τις δομικές παθογένειες του δημόσιου τομέα που, αν δεν αντιμετωπιστούν ριζικά και αποτελεσματικά, θα γίνουν το ένα και μοναδικό χαρακτηριστικό του. Κάτι που πολύ φοβάμαι ότι έχει πια συμβεί. Αφού για να
αλλάξουν αυτές οι δομές θα πρέπει πρώτα απ’ όλα ν’ αλλάξει το κράτος κι αυτό φοβάμαι ότι είναι πια αδύνατον στις παρούσες και συγκεκριμένες συνθήκες. Πάντως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι απλώς «αριθμοί» ή «χρήματα στην αγορά», αλλά άνθρωποι. Όσο κι αν αυτή η ανθρωποκεντρική προσέγγιση ούτε συγκινεί ούτε εξυπηρετεί πια κανέναν. Επισφαλείς σχέσεις εργασίας, μονιμότητα και παροχή δημοσίων αγαθών Χρυσούλα Βαρδή, συμβασιούχος υπουργείου Πολιτισμού Εν μέσω κρίσης και δημοσιονομικής στενότητας, ο δημόσιος τομέας έχει βρεθεί στη δίνη ενός κυκλώνα ισοπέδωσης των εργασιακών σχέσεων, προοιωνίζοντας τον κυκλώνα που αργά ή γρήγορα –μάλλον ραγδαία– θα συνταράξει τις εργασιακές σχέσεις και στον ιδιωτικό τομέα. Η υπόθεση των επισφαλών σχέσεων εργασίας στο Δημόσιο ανάγεται τουλάχιστον μια δεκα ετία πριν, αλλά υπό το πρόσχημα της σημερινής συγκυρίας εντείνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκπλήσσει με την εφευρετικότητα των μορφών απασχόλησης και να καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Υπάρχουν σήμερα δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες λειτουργούν σχεδόν εξολοκλήρου με συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, συμβασιού-
[28]
χους έργου, συμβασιούχους μιας ημέρας, εναποθέτοντας την παροχή των δημοσίων αγαθών στη διακεκομμένη και κατ’ επέκταση ελλιπή υπηρεσία ανθρώπων δίχως ορίζοντα προγραμματισμού πέραν ορισμένων μηνών, δέσμιων πολιτικής ομηρίας και σίγουρα έτη φωτός απεχόντων από την έννοια του «γραφειοκράτη», όπως τη συνέλαβε ο Μ. Βέμπερ, ικανού να υπηρετήσει με επάρκεια, εμπειρία, αμεροληψία και ακεραιότητα τον διοικούμενο, παράγοντας θετικά αποτελέσματα. Μάλιστα, ανατριχιάζει κανείς διαπιστώνοντας ότι το εντελώς άπειρο αυτό άνεργο δυναμικό εφέδρων «πάσης χρήσεως» θα θητεύει προσεχώς σε ευαίσθητους τομείς, όπως ιδρύματα ψυχικής υγείας, νοσοκομεία και σχολεία στο πλαίσιο προγραμμάτων «κοινωφελούς εργασίας» με μεσίτες μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ούτε καν οι τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της εκπαίδευσης δεν αποτελούν άραγε αρκούντως ευαίσθητους τομείς, ώστε να αξιώσουν δυναμικό μόνιμο, έμπειρο και ανεξάρτητο από πολιτικές πιέσεις; Η παγίωση της χρήσης συμβασιούχων και άνεργων εφέδρων για λίγους μήνες σε όλο το φάσμα των δημόσιων υπηρεσιών –ιδίως επειδή οι αποχωρήσεις από το δημόσιο δεν αντικαθίστανται με προσλήψεις μονίμων αλλά συμβασιούχων– αίρει επί της ουσίας τη μονιμότητα για μια μεγάλη μερίδα δημοσίων υπαλλήλων, καθιστώντας περιττή την τυπική συνταγματική της άρση. Καθιστά, επιπλέον, την παροχή δημόσιων αγαθών προς τα παιδιά, τους μετανάστες, τις μητέρες, τους συνταξιούχους, με άλλα λόγια τους κοινωνικά ευπαθείς, αλλά και τους διοικούμενους στο σύνολό τους, διακεκομμένη, αποσπασματική, ποιοτικά φτωχή και αναποτελεσματική. Το θεσμικό κεκτημένο του ελληνικού αστικού συντάγματος, όπως διαμορφώθηκε μέσα από αιματηρούς αγώνες και πισωγυρίσματα, διαφυλάσσει από το 1911 τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, με απώτατο σκοπό αφενός μεν να τους καθιστά ικανούς να αρνούνται την εκτέλεση διαταγών «προδήλως αντισυνταγματικών ή παράνομων», ακόμα κι όταν προέρχονται από τους ιεραρχικά ανωτέρους τους, αφετέρου δε να υπηρετούν και να μεταχειρίζονται τους διοικούμενους με αμεροληψία, υπεράνω διακρί-
σεων και πολιτικών πιέσεων. Με λίγα λόγια, η μονιμότητα θωρακίζει τον δημόσιο υπάλληλο από τις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας αλλά και της γραφειοκρατικής ιεραρχίας. Σε ένα σύστημα χωλαίνουσας αξιοκρατίας, ποιος δημόσιος υπάλληλος θα τολμούσε να αθετήσει μια αντισυνταγματική εντολή αν δεν τον προφύλασσε η μονιμότητα; Ποιος ιδιωτικός υπάλληλος είναι σήμερα σε θέση να ενεργεί σε πλήρη αντίθεση με τις εντολές του εργοδότη του ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η αξία του αναγνωρίζεται πλήρως; Ακόμα και ο πλέον ένθερμος θιασώτης της λειτουργικότητας της ελεύθερης αγοράς εργασίας θα δυσκολευόταν να απαντήσει καταφατικά. Σε μια κοινωνία όπου η εργασία θα αποτελεί πράγματι ύψιστο κοινωνικό δικαίωμα πλήρους αγωγιμότητας, οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν και πρέπει να είναι αιρετοί και ανακλητοί, υπόλογοι σε συνεχή κοινωνικό έλεγχο. Στη σημερινή, ωστόσο, ταξικά διαχωρισμένη κοινωνία, όπου αφενός η αξιοκρατία δεν έχει εμπεδωθεί και, αφετέρου, η απόκτηση τυπικών προσόντων αποτελεί προνόμιο ορισμένων και όχι όλων, ο δημόσιος χαρακτήρας των αγαθών και η διασφάλιση της συνεχούς και αδιάλειπτης παροχής τους προϋποθέτει την προάσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και καθιστά επίκαιρη όσο ποτέ την αποτροπή νέων πλατειών Κλαυθμώνος που θα εκτυλίσσονται από εργαζομένους με ημερομηνία λήξης έξω από τα κατά τόπους γραφεία του ΟΑΕΔ. Βάζοντας στο επίκεντρο το ζήτημα της ιδιοκτησίας: δημόσιο και μια άλλη πολιτική Γιώργος Τριανταφυλλόπουλος, φυσικός Το αν η δημόσια περιουσία είναι υποτιθέμενα ή πραγματικά δημόσια μπορεί να απαντηθεί πολύ απλά με το να θέσουμε το ερώτημα: οι αφετηρίες της συζήτησης αυτής μπορούν να τεθούν για το σύνολο των επιχειρήσεων; Αν όχι, τότε όντως υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των επιχειρήσεων η ιδιοκτησία των οποίων ανήκει στο κράτος, και εκείνων που η ιδιοκτησία τους ανήκει στους ιδιώτες. Η ουσία βρίσκεται επομένως όχι στον τρόπο λειτουργίας τους, στις αδυναμίες
[29]
τους, στον εργατοπατερισμό τους, στη χρησιμοποίησή τους ως μοχλών ψηφοθηρίας και στηριγμάτων του πολιτικού συστήματος, στη ρεμούλα ή σε κάθε τέτοιο παρακμιακό φαινόμενο, αλλά στην ίδια την ιδιοκτησία τους. Από την αρχή πρέπει να γίνει σαφές πως, σε κάθε ταξικά διαφοροποιημένη κοινωνία, η άρχουσα τάξη που κατέχει την πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί το σύνολο της κρατικής ισχύος για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Τέτοιου τύπου πολιτικές ήταν σχεδόν το σύνολο των πολιτικών που ακολουθήθηκαν την εποχή των κρατικοποιήσεων διαφόρων εταιρειών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές. Μέσω των κρατικοποιήσεων, υπερχρεωμένες εταιρείες γίνονταν κρατικές, μετατρέποντας έτσι τις ιδιωτικές ζημιές σε δημόσιες. Συχνά, μάλιστα, οι εταιρείες αυτές, μόλις γίνονταν κερδοφόρες με το χρήμα των εργαζόμενων, ιδιωτικοποιούνταν πάλι. Χρειάζεται επομένως ιδιαίτερη προσοχή στη θέση που θα πάρει το εργατικό κίνημα και τα κόμματα της αριστεράς απέναντι σε τέτοιες διαδικασίες. Οι δημόσιες επιχειρήσεις που εδώ όμως μας απασχολούν δεν είναι τέτοιου τύπου. Είναι, οι περισσότερες, επιχειρήσεις που σχετίζονται με την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, την ύδρευση και γενικά τις υποδομές και έχουν στηθεί από την αρχή με χρήματα των εργαζόμενων καθώς υπάγονταν στη σφαίρα των δημοσίων αγαθών ή είχαν απαγορευτικό κόστος για τους ιδιώτες, ενώ ήταν εντελώς απαραίτητες για την ανάπτυξη. Οι πράξεις και οι πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων όμως δεν συμβαίνουν εν κενώ, αλλά μέσα στην κοινωνία, η οποία είναι σύστημα δυναμικό, με πάρα πολλές δυνάμεις να δρουν ταυτόχρονα, καθώς και αντίρροπα. Η περίοδος μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι τη δεκαετία του 1980 περίπου ήταν μια περίοδος κατά την οποία οι εργαζόμενοι είχαν αρκετές κατακτήσεις. Οι συνθήκες που το επέβαλλαν αυτό συνδέονται με την ανάπτυξη ισχυρών εργατικών κινημάτων, ισχυρών αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και με την αίγλη του αντίπαλου στρατοπέδου των λεγόμενων σοσιαλιστικών χωρών.
Οι συνθήκες αυτές, καθώς και μια σειρά εσω τερικών λόγων του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, είχαν ως αποτέλεσμα σε μια σειρά από καπιταλιστικές χώρες να ιδρυθούν κρατικές επιχειρήσεις που σε σημαντικό βαθμό παρείχαν αυτά που μπορούμε να αποκαλέσουμε «δημόσια αγαθά». Μετά τη δεκαετία του ’80, και ιδιαίτερα μετά από αυτή του ΄90, οι συνθήκες άλλαξαν καθώς ο καπιταλισμός μετεξελισσόταν ταχύτατα σε παράσιτο, περνώντας στην χρηματοπιστωτική φάση του στις αναπτυγμένες χώρες. Μέσα στις νέες αυτές συνθήκες δεν υπήρχε χώρος για δημόσιους χώρους δράσης. Οι δημόσιες επιχειρήσεις και υποδομές βρέθηκαν από την αρχή στο στόχαστρο του κεφαλαίου. Αφού το τεράστιο κόστος για την ίδρυσή τους είχε ήδη αναληφθεί από το κράτος με χρήματα των εργαζόμενων, έπρεπε να περάσουν τώρα στα στοιχεία του κεφαλαίου και τα κέρδη τους έπρεπε να ενισχύσουν την κερδοφορία του. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ πως η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των επιχειρήσεων είναι επιβεβλημένη για τους εξής λόγους: Πρώτον, ο κοινωνικός έλεγχος στις δημόσιες επιχειρήσεις είναι σχετικά πολύ πιο εφικτός, τόσο μέσω της Βουλής όσο και μέσα από τα κόμματα και τα συνδικάτα. Ο κοινωνικός έλεγχος είναι θεσμικά κατοχυρωμένος κι αυτό φέρνει τη
[30]
δράση των δημοσίων επιχειρήσεων σε άμεση αντιδιαστολή με τη δράση των ιδιωτικών. Η εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη διαφάνεια στη συνολική δράση των δημοσίων εταιρειών συνδέεται και με την ευαισθησία, αλλά και τη διάχυτη άποψη στους εργαζόμενους πως έχουν λόγο στη συνολική δράση των δημοσίων επιχειρήσεων. Δεύτερον, η δυνατότητα ελέγχου αλλά και καθορισμού των τιμών προς μια πιο φιλολαϊκή τιμολογιακή πολιτική είναι πολύ ευκολότερος στις δημόσιες επιχειρήσεις, ενώ στις ιδιωτικές είναι απλώς αδύνατος. Η τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ, για παράδειγμα, βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο του κοινωνικού ελέγχου και της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής. Τρίτον, οι δημόσιες επιχειρήσεις (σε καθεστώς καπιταλισμού φυσικά) μπορούν με τη δράση τους και την πολιτική τους να επιβάλουν συνθήκες ανταγωνισμού που μπορούν να επιφέρουν μειώσεις τιμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ίδρυση της Cosmote και η κατακόρυφη μείωση των χρεώσεων των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας μετά την ίδρυσή της. Επειδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των αστών το γνωρίζουν αυτό, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε νομοθετικά απαγορεύσει την ίδρυση από τον ΟΤΕ εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Τέταρτον, τα κέρδη των δημοσίων επιχειρήσεων (τα οποία είναι πολλά, καθώς τα κέρδη μόνο της ΔΕΗ και του ΟΠΑΠ ανήλθαν, κατά το 2010, σε 2 δισ. ευρώ περίπου), είναι ποσά που εγγράφονται στα έσοδα του δημοσίου και επομένως βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Βουλής. Αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον ένα ποσοστό τους ξεφεύγει από το να γίνει βορά του κεφαλαίου και
σε ένα βαθμό χρησιμοποιούνται για την κάλυψη λαϊκών αναγκών, χρηματοδοτώντας κοινωνικές δαπάνες. Πέμπτον, σε περίπτωση αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών, κάτι που καθόλου δεν πρέπει να αποκλείεται, οι δημόσιες επιχειρήσεις θα αποτελέσουν το μοχλό της ανάπτυξης και της επανεκκίνησης της οικονομίας. Στις σημερινές συνθήκες, μάλιστα, ο λόγος αυτός αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς μπαίνει πλέον ανοικτά το ζήτημα μιας άλλης πολιτικής πρότασης για την Ελλάδα. Η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, αυτών κυρίως που συνδέονται με την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τις μεταφορές, τις υποδομές αλλά και τη γη και τα ορυκτά απλοποιεί σημαντικά τη δυνατότητα χρήσης τους από την πολιτική και κοινωνική πλειονότητα που θα στηρίζει μια άλλη φιλολαϊκή πολιτική με στόχο την ανάπτυξη. Να αλλάξουμε «τα κεντρικά» κόντρα στη θέληση του συστήματος Γιώργος Καρτσούνης, πρώην δημόσιος υπάλληλος Αν ρωτήσετε κάποιον Δημόσιο Υπάλληλο γιατί σας λέει κάτι παράλογο (μου συνέβη χθες), η απάντηση είναι συνήθως ότι έτσι λέει ο νόμος ή έτσι λένε τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ (περιορίζομαι στον στενό δημόσιο τομέα). Άρα οι δημόσιοι οργανισμοί δουλεύουν για κάποια Κεντρικά, που κατά προέκταση οδηγούν στο κράτος. Προφανές, αλλά όχι και αυτονόητο. Το αυτονόητο είναι ότι καθετί δημόσιο υπάρχει για τον δήμο, δηλαδή για τους πολλούς. Στην μεσιτευόμενη αστική δημοκρατία μας, όμως, οι σχέσεις πολίτη-δημόσιου υπάλληλου περνούν μέσα από την κεντρική εξουσία. Αυτή διόριζε τα δικά της παιδιά (που εύκολα τα απαρνείται μετά την ψήφο σαν κοπρίτες), που με τη σειρά τους (αρκετά από αυτά) καταλάβαιναν αυτήν την εύνοια σαν ανοχή στη λούφα ή και τη διαφθορά. Οι σχέσεις αυτές αναγκαστικής ή μη «συνενοχής» αποκρυσταλλώθηκαν και σε νόμους, διατάξεις, επιδόματα, αυτά που εύκολα χλευάζονται από τα κανάλια σήμερα. Όταν υπουργός Οικονομικών-καθηγητής ΑΕΙ «προσφέρει» στους συναδέλφους του, αντί δίκαια αιτούμενων αυξήσεων,
[31]
τη δυνατότητα να έχουν και ένα «χαρτζιλίκι» εκτός Ιδρυμάτων, τότε ποιος ευθύνεται απέναντι στον φοιτητή; Μα τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ βέβαια! Τι μπορεί να γίνει επομένως; Πώς μπορεί να αλλάξει ριζικά το «επάρατο» Δημόσιο; Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ τα ΚΕΝΤΡΙΚΑ. Όχι απλώς τα πρόσωπα (το όλοι είναι κλέφτες δεν λέει κάτι, αν το προεκτείνουμε πολύ θα βγούμε όλοι συνένοχοι ή ηθικοί αυτουργοί), όχι απλώς τα κόμματα, αλλά την ουσία της δημοκρατίας, τις σχέσεις και τις δομές της εξουσίας και γιατί όχι την ίδια την άρχουσα τάξη (αφού καθορίσουμε με νέους όρους την έννοια της τάξης). Εμείς οι «άλλοι», οι «καλοί» (δεν χρησιμοποιώ σκόπιμα όρους όπως «αριστεροί» ή «αριστερά», γιατί έχουν κακοποιηθεί και χρειάζονται επαναπροσδιορισμό ή ακόμα και μετονομασία) πρέπει να περιγράψουμε τι κοινωνία θέλουμε, τι δημοκρατία θέλουμε και ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά των ΔΥ που θα υπηρετούν τους πολίτες σαν ισότιμοι πολίτες. Να βρούμε τρόπους κοινωνικού ελέγχου και λογοδοσίας όσο πιο άμεσα γίνεται από τον «φυσικό εργοδότη», τον πολίτη, αλλά και εσωτερικής ιεραρχικής δομής που να εγγυάται την αποδοτική, οικονομική, αλλά και αξιοκρατική λειτουργία των υπηρεσιών. Με υπαλλήλους καταρτισμένους, πρόθυμους, περήφανους για τη δουλειά τους, ανεξάρτητους αλλά και κοινωνικά αφοσιωμένους (η καλή πλευρά της έννοιας «δημόσιος»). Όλα αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα, είναι αρετές που μπορούμε και πρέπει να ξανα-ανακαλύψουμε. Τώρα είναι η ευκαιρία! Τέτοιοι χαρακτήρες χτίζονται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες. Που πρέπει όμως να πηγαίνουν χέρι-χέρι με την ανάλυση, καθώς και την προβολή του νέου κοινωνικού «αφηγήματος» με πειστικές λεπτομέρειες. Οι νέες συλλογικότητες που θα προκύψουν από τους αγώνες που έχουν ήδη αρχίσει και μέσα στις τάξεις των ΔΥ, πρέπει να προβάλουν, αλλά και να προβάρουν από τώρα αυτό το νέο μοντέλο ΔΥ. Επειδή ο αγώνας θα είναι δύσκολος και η έκβαση δύσκολα προβλέψιμη, πρέπει τουλάχιστον να μείνουν σαν παρακαταθήκη κάποιοι νέοι θεσμοί και πρότυπα που θα έχουν δοκιμαστεί στην πράξη, πέρα και κόντρα στη θέληση του συστήματος (όσο αυτό είναι δυνατό).
Η πρώτη ελληνίδα δακτυλογράφος (Αρχείο Πουλίδη- ΕΡΤ)
Ούτε «γαλατικό χωριό» ούτε «κοπρίτες» Ευγενία Αδαμοπούλου, δημόσιος υπάλληλος Στην Ελλάδα, η πόλωση των απόψεων για τον δημόσιο τομέα είναι χαρακτηριστική της ανικανότητας των πολιτών να υπερβούν τη διχοτομική γραμμή σκέψης και να αναζητήσουν τη διαλεκτική λογική των πραγμάτων, αλλά και της υποκριτικής στάσης της πολιτείας, που, ενώ αναδεικνύει τον δημόσιο τομέα ως υπερτροφικό και αναποτελεσματικό, εξακολουθεί να τον χρησιμοποιεί ψηφοθηρικά. Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης είναι χαρακτηριστικός για τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγουν ιδεολογικές προκαταλήψεις ως αναγκαίες πολιτικές επιλογές. Η άποψη που κυριαρχεί γενικά στην ελληνική κοινωνία είναι πως ο δημόσιος τομέας, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, είναι αναποτελεσματικός. Άλλωστε, ιστορικά η δημοσιοϋπαλληλία σχετίζεται με την αντιπαραγωγικότητα. Οι «θεσιθήρες» του 19ου αιώνα είναι οι «κοπρίτες» του 21ου. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν προβλήματα στον δημόσιο τομέα και ως προς την παραγωγικότητα, αλλά και σχετικά με τις μεγάλες μισθολογικές ανισότητες που επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας αριστοκρατίας δημοσίων υπαλλήλων. Το βασικό, όμως, κατά την άποψή μου είναι πώς η λειτουργία του δημόσιου τομέα σχετίζε-
[32]
σουν την ισότητα. Αλλά αυτό προϋποθέτει κοινωνική παρέμβαση με τη μορφή της αναγωγής του δημοσίου αγαθού σε κοινό στόχο. Η δυναμική παρέμβαση και ο έλεγχος των εργατών επί των δημοσίων αγαθών νομίζω ότι μόνο σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων αλλαγών και επιστροφής στην πραγματική οικονομία μπορεί να επιτευχθεί. Για όλα φταίει το δημόσιο Γιάννης Γιαννάκος, δημόσιος υπάλληλος στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών
ται με εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις που έχουν μπει στο στόχαστρο όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις Η.Π.Α. Αυτή είναι η βασική παραδοχή, που σχετίζεται με την ουσία της εργασίας ως δικαιώματος και όχι ως καταναγκασμού. Από κει και πέρα μπορούμε να συζητήσουμε για τα επιμέρους προβλήματα. Το πιο βασικό είναι πώς ο δημόσιος τομέας δεν είναι ομοιογενής, παραδοχή που αναδεικνύεται και στο επίπεδο της σύνδεσης με την αγορά, αλλά και στο μισθολογικό επίπεδο, που επηρεάζεται από το προηγούμενο στην επίτευξη των συντεχνιακών στόχων. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο οι ΔΕΚΟ και οι εκπαιδευτικοί. Επειδή βέβαια το δημόσιο δεν μπορεί να απο τελέσει το γαλατικό χωριό που θα βρεθεί στο απυρόβλητο των παγκόσμιων εξελίξεων, απαιτείται αλλαγή πολιτικής σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, πολιτικής που θα αποκαθιστά το κοινωνικό κράτος και θα εξασφαλίζει την αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Σε συνδικαλιστικό επίπεδο, απαιτείται συζήτηση ανοιχτή για τον κάθε κλάδο και σύνδεση των επιμέρους στόχων μεταξύ τους, αλλά και κριτική προς κάθε κατεύθυνση. Θεωρώ ότι υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου που μπορούν να ελέγξουν τις παθογένειες του δημόσιου τομέα, να επιβάλουν την αξιοκρατία και να εξασφαλί-
Το κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα, το οποίο περνάει από τους διαύλους της αστικής προπαγάνδας και καθίσταται ηγεμονικός λόγος, είναι ένα: Για όλα φταίει το δημόσιο. Όμως ποιος είναι ο ουσιαστικός σκοπός που κρύβεται πίσω από τη στοχοποίηση του δημοσίου τομέα και των δημοσίων υπαλλήλων; Την εποχή που διανύουμε, που κυριαρχείται από αξίες όπως η οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα, που χαρακτηρίζεται από την αποδόμηση των συλλογικοτήτων, την απίσχνανση της κοινωνικής συνοχής και την εδραίωση της ιδιώτευσης, ως του μόνου αναγκαίου και φυσιολογικού τρόπου ζωής, αυτό που ενοχλεί και που πρέπει να παυθεί είναι ο δημόσιος, δωρεάν και κοινωφελής χαρακτήρας κάποιων αγαθών, τουλάχιστον όσων έχουν ακόμα απομείνει, καθώς επίσης και τα εργασιακά δικαιώματα που έχουν κατά καιρούς κατακτήσει οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ήδη, εδώ και καιρό, το κράτος συρρικνώνεται όλο και περισσότερο και πολλές υπηρεσίες του έχουν μεταβιβαστεί σε ιδιώτες. Οι τομείς του δημοσίου που αποδίδουν μετοχοποιούνται και ξεπουλιούνται στο μεγάλο κεφάλαιο. Οι κοινωνικές υπηρεσίες θεωρούνται πολυτέλεια και καταργούνται. Όπου έχει απομείνει κρατικό μονοπώλιο λειτουργεί με όρους αγοράς. Οι εργασιακές σχέσεις εντός του δημοσίου γίνονται όλο και πιο βάρβαρες. Ο ουσιαστικός σκοπός όλων αυτών είναι η αποδόμηση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, μέσω της πλήρους αποσάθρωσης του δημοσίου τομέα, του ξεπουλήματος όσων το-
[33]
μέων του μπορούν να αποφέρουν κέρδος στο κεφάλαιο, και της απελευθέρωσης των πάντων. Το γεγονός ότι η πλήρης απελευθέρωση και η απουσία κανόνων, σε μία κοινωνία με αυτά τα χαρακτηριστικά, ευνοεί πάντα τον δυνατότερο, δεν απασχολεί κανέναν. Μέσα σε αυτό το πολεμικό κλίμα των ημερών, φρονώ ότι η βασική μέριμνα των κάθε μορφής προοδευτικών συλλογικοτήτων πρέπει να είναι η προστασία του δημοσίου χαρακτήρα, τουλάχιστον όσων τομέων έχουν μείνει ακόμα υπό δημόσιο έλεγχο. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει την υπεράσπιση του δημοσίου ως έχει, ούτε το κουκούλωμα υπαρκτών προβλημάτων όπως η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις, η οκνηρία των δημοσίων υπαλλήλων ή ο καταπιεστικός ρόλος του κράτους. Σκοπός δεν είναι η συντήρηση αλλά η ριζοσπαστική ανατροπή τους. Αλλά για να μπορέσουν να λυθούν αυτά τα προβλήματα πρέπει πρώτα να γίνει αντιληπτό από πού εκπορεύονται. Γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι απομονώνονται από το κοινωνικό σώμα, εκμεταλλεύονται τον συνάνθρωπό τους ή αδιαφορούν για αυτόν και ενίοτε στρέφονται ακόμα και εναντίον του κοινωνικού συνόλου; Γιατί το κράτος είναι απρόσωπο και εχθρικό προς τον πολίτη και οι δημόσιοι υπάλληλοι εμφανίζονται ως η εμπροσθοφυλακή του; Γιατί το κράτος είναι στα χέρια της αστικής τάξης και οι δημόσιοι υπάλληλοι άθελά τους χρησιμοποιούνται ως στρατός κατοχής και ως βραχίονας διαίρεσης της εργατικής τάξης. Αξιο ποιούνται ως μέσο για την αναδιανομή του πλούτου και την επιβολή της αστικής εξουσίας. Όμως, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν γίνονται ποτέ μέρος της αστικής τάξης, αλλά χρησιμοποιούνται απλά ως καύσιμη ύλη στην κρεατομηχανή του ταξικού πολέμου. Έτσι πολύ εύκολα, όταν πια δεν είναι χρήσιμοι, ρίχνονται στην αρένα της κοινωνικής κατακραυγής ως τεμπέληδες, διεφθαρμένοι, προνομιούχοι κ.ά. Ο καπιταλισμός, όσο χρειάζεται την ύπαρξη θυλάκων δημοσίου χαρακτήρα, προκειμένου να καταπραΰνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, τους διατηρεί· τώρα που νιώθει ικανός να υπάρξει και χωρίς αυτούς, τους καταργεί. Το κράτος θα
παραμείνει πλέον μόνο ως φορέας νομιμοποίησης των εξουσιαστικών δομών της οικονομίας της αγοράς, καθώς και ως μέσο καταστολής των εργατικών διεκδικήσεων. Οποιαδήποτε άλλη λειτουργία του, όπως η προστασία και η διαχείριση των δημοσίων αγαθών, είναι άχρηστη πια για την αστική τάξη. Όμως η λύση στα προβλήματα του αστικού κράτους δεν είναι η περαιτέρω αποσύνθεσή του, αλλά η περαιτέρω κοινωνικοποίηση των υπηρεσιών του. Εξάλλου, οι παθογένειες του αστικού κράτους είναι μία αντανάκλαση των παθογενειών της αστικής κοινωνίας. Δεν είναι δυνατόν, σήμερα, που η παγκόσμια οικονομική κρίση αναδεικνύει τη φούσκα των χρηματοπιστωτικών αγορών, που γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πατάει πάνω σε σαθρές βάσεις, που διαφαίνονται τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος, το εργατικό κίνημα να πέφτει στην παγίδα της αυτοαναφορικότητας και της αλληλοεξόντωσης. Σκοπός δεν είναι ο περιορισμός των εργασιακών κατακτήσεων των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά η διάχυσή τους στην υπόλοιπη εργατική τάξη. Οι συνθήκες σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ ικανές για να μιλήσουμε για ενεργητική κοινωνική συμμετοχή, για λαϊκό έλεγχο και για κοινωνική λογοδοσία, σε ό,τι αφορά τον δημόσιο πλούτο. Επίσης οι συνθήκες είναι ώριμες για αγωνιστική διεκδίκηση περαιτέρω κοινωνικοποίησης οικονομικών πεδίων, άρα και διεύρυνση των ορίων του δημοσίου, στην κατεύθυνση μίας κοινωνίας που ο λαός θα έχει την εξουσία στα χέρια του και θα ελέγχει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Σε αυτή την κοινωνία θα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ουσιαστικό τρόπο οι παθογένειες των δημοσίων υπαλλήλων και να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας προς όφελος αλλά και υπό τον έλεγχο του λαού. Το μόνο που μένει είναι η εργατική τάξη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν πλέον οι αντικειμενικές συνθήκες για περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων. Επιμέλεια: Στέφανος Βαμιεδάκης, Κωστής Καρπόζηλος
[34]
Γιώργος Καράμπελας
Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος
Α
ς κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1918, αρχές του 1919. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις τελειώσει, μόνο που… ποτέ δεν άρχισε. Ας πούμε δηλαδή ότι βρισκόμαστε σε μια Ευρώπη που ζει επακριβώς τις συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, χωρίς να έχει περάσει από την ίδια την πολεμική σύρραξη του 1914-1918. Ο Μεγάλος Πόλεμος δεν έλαβε ποτέ χώρα ως τέτοιος, αλλά έχει μολοντούτο απλώσει όλη τη ζοφερή σκιά του στην ήπειρο. Πώς και γιατί, μη ρωτάτε – ακόμα. Ας υποθέσουμε και δυο-τρία πράγματα ακόμα. Το 1917 δεν έγινε καμιά Οκτωβριανή Επανάσταση: ο μπολσεβικισμός δεν επικράτησε στην υπό διάλυση τσαρική αυτοκρατορία· αν υπήρξε ολωσδιόλου, παρέμεινε ένα από τα πολλά «αριστερά» ρεύματα στην Ευρώπη εν γένει, και ως τέτοιο δεν προκάλεσε πουθενά επαναστάσεις ή εξεγέρσεις (η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, για παράδειγμα, θα ζουν γι’ αρκετά χρόνια ακόμα), ούτε εδραίωσε ως ορθοδοξία τον κεϊνσιανισμό και τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Επίσης, ο ιταλικός φασισμός δεν γεννήθηκε ποτέ: εκείνη η εκρηκτική «προπολεμική» (το επίθετο είναι φυσικά καταχρηστικό: πόλεμος δεν συνέβη, θυμίζουμε) σύνθεση εθνικισμού και συνδικαλισμού δεν έγινε ποτέ, ή αν επιχειρήθηκε, δεν μετατράπηκε τελικά σε φασισμό. Τέλος, δεν υπήρξε ούτε γερμανικός ναζισμός: οι ποικίλοι κεντροευρωπαϊκοί ακροδεξιοί σχηματισμοί και οι ομοιοπαθείς τους ιδεολογίες δεν βρήκαν ποτέ έναν Αδόλφο για να τις κυριεύσει και να τις αποχαλινώσει – ας πούμε ότι κάποιοι τον σκότωσαν, μαζί με κάποια πρωτοπαλίκαρά του, σ’ έναν καβγά που εξελίχθηκε σε μακελειό, σε μια ανώνυμη μπυραρία του Μονάχου… Η εικόνα που σχηματίζεται αν δεχτεί κανείς όλες αυτές τις πρόχειρες υποθέσεις συνοψίζεται με δυο λόγια στον τίτλο μας: «Μεσοπόλεμος χωρίς τέλος». «Χωρίς τέλος», θα πει εδώ χωρίς Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την ακρίβεια, θα πει επίσης «χωρίς αρχή», χωρίς Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,
γιατί είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη αρχής θα προεξοφλούσε και την ύπαρξη τέλους, υπονομεύοντας το πείραμά μας με την καταστροφική παρουσία ενός «ψυχικού» σπέρματος αριστοτελικής εντελέχειας. Εμείς όμως θέλουμε να ξεπεράσουμε κάθε πειρασμό ιστορικής τελεολογίας, και από τον αριστοτελισμό να συγκρατήσουμε το πολύπολύ μια μεσαιωνική λογική παραξενιά: την ιδέα ενός «ενδιάμεσου όντος», ενός καθαρά νοερού, καθαρά δυνητικού και αυστηρά ατελούς «πράγματος» που, δικαιολογημένα, τείνει να παίρνει τη μορφή του παρόντος – αυτής της χρονικότητας που μόνο χωρίς αρχή («πριν») και χωρίς τέλος («μετά») μπορούμε να τη συλλάβουμε, γι’ αυτό και μονίμως μας διαφεύγει. Καιρός να δώσουμε ένα περιεχόμενο σε αυτή τη μορφή. Το διαρκές «τώρα» της κρίσης Ένας «Μεσοπόλεμος» μεταξύ πολέμων κι επαναστάσεων που δεν έγιναν εγείρει βασανιστικά το ερώτημα της ίδιας του της προέλευσης. Ελλείψει πολέμων και μαζικών κινημάτων, κοινωνικών ή/ και κρατικών, από τα κάτω ή/και από τα πάνω, από πού μπορεί να προέρχεται η ιδιάζουσα μεσοπολεμική κρίση, αυτός ο μονίμως εμφανιζόμενος ως πρωτοφανής συνδυασμός ύφεσης, φτώχειας και γενικευμένου πληθωρισμού στην οικονομία όσο και στην κουλτούρα; Είναι ευνόητο ότι δεν θα μας απασχολήσουν εδώ τα ειδικά κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ή πνευματικά «αίτια» της κρίσης· έχοντας προαποκλείσει χάριν του πειράματος ιστορικές διεργασίες τόσο μεγάλης εμβέλειας, δεν μπορούμε βέβαια να περιμένουμε ότι θα κρατήσουμε αλώβητα κάποια επιμέρους, «τεχνοκρατικά» εξηγητικά σχήματα, που ως διά μαγείας θα διατηρούσαν ακέραιη την αλήθεια τους ακόμα κι αν εξαφανιζόταν (κυριολεκτικά) ο κόσμος γύρω τους. Αντιθέτως, αυτό που μας καλεί να κάνουμε το διανοητικό μας πείραμα είναι να υποθέσουμε ότι η κοινωνία, και η ιστορία της, έχουν εγκλωβιστεί και απομονωθεί σε ένα διηνεκές «τώρα», έχουν μετατραπεί
[35]
Kara Walker, A Warm Summer Evening in 1863 (2008). James Cohan Gallery, Νέα Υόρκη.
σε ολικά αυτόματα που δεν επηρεάζονται ούτε καν από συντριπτικές ενδογενείς κοινωνικοιστορικές δυνάμεις, όπως ο πόλεμος, το κίνημα, η επανάσταση. Η κατάσταση αυτή μπορεί να περιγραφεί και με αμιγώς λογικούς όρους: την ώρα που επιτελείται το λογικό ενέργημα της κρίσης, τα πράγματα μπαίνουν σε αναστολή, παύουν να κινούνται, άρα και να «υπάρχουν», και περιμένουν απλώς να κριθούν – ορισμένες φορές, μάλιστα, επιζητούν διακαώς να κριθούν για να μπορέσουν επιτέλους να «υπάρξουν», έστω κι αν αυτό που τους μέλλει είναι να καταδικαστούν τελεσίδικα. Η μεσοπολεμική κρίση δεν είναι λοιπόν αποτέλεσμα μιας λογικής κρίσης, δεν συνιστά κατηγορική πρόταση· είναι η ίδια η διαδικασία της λογικής κρίσης, ο χρόνος των ανασταλμένων πραγμάτων, το παρόν δίχως έκβαση, η σκέψη δίχως εκφορά. Όπως το έθετε ο Μπένγιαμιν κάπου ανάμεσα στον Αύγουστο του 1925 και τον Σεπτέμβριο του 1926: «Οι άνθρωποι που έχουν μαντρωθεί μες στον περίγυρο αυτού του τόπου έχουν χάσει τη ματιά για το περίγραμμα του ανθρώπου. […] Να φανταστεί κανείς τις οροσειρές των Άνω Άλπεων, όχι όμως με φόντο τον ουρανό αλλά με τις
πτυχώσεις ενός σκούρου υφάσματος. Οι όγκοι θα διαγράφονταν πια χωρίς σαφήνεια».1 «Τότε» και «σήμερα» Ένα «σκούρο ύφασμα» που καταργεί κάθε σαφήνεια, μια ζοφερή σκιά που κάθε τόσο απλώνεται από το πουθενά στην Ευρώπη: έτσι επανέρχεται ανά τις δεκαετίες στο προσκήνιο το αφηρημένο μας πλάσμα, ο υποθετικός Μεσοπόλεμος που εξέθλιψε τους πολέμους και απέμεινε να πλανάται στο διηνεκές πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ελεύθερος από τα δεσμά των χρονικών καθορισμών. Το «τότε» και το «σήμερα» παύουν έτσι να ισχύουν ως διακριτές στιγμές της ιστορίας, χάνουν κι αυτά το περίγραμμά τους και συγχωνεύονται σε μια άδηλη συγχρονία, στο τυποποιημένο επαναληπτικό «τώρα» του κοινωνικού αυτόματου. Στην ημερήσια διάταξη του μαρξισμού, όπως και ποικίλων παραλλαγών (δεξιών και αριστερών) ενός αναθερμασμένου εγελιανισμού, ήταν από παλιά οι προσπάθειες να δοθεί μια κατά το δυνατόν αντικειμενική περιγραφή της μόνιμης 1. Walter Benjamin, Μονόδρομος, μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 57.
[36]
«μεσοπολεμικής» κατάστασης του προηγμένου καπιταλισμού: μηχανή παραγωγής (οικονομικών) κρίσεων, διαλεκτική του Διαφωτισμού, θέαμα, πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο, κοινωνία των ομοιωμάτων, μεταμοντέρνα κατάσταση, τέλος της ιστορίας, κ.ο.κ. Γεννήματα «της εποχής τους», όλες αυτές οι θεωρίες, καλές ή κακές, παρέμεναν σε κάθε περίπτωση δέσμιες της «φιλοσοφίας της ιστορίας», παλινωδούσαν ανάμεσα στον ψυχαναγκασμό της ιστορικοποίησης και την ανακούφιση της ανιστορικότητας. Η «ψυχολογία», τρόπον τινά, μιας θεωρητικής αντίληψης της δίχως τέλος κρίσης είναι εύλογο να έχει αυτόν τον διπολικό χαρακτήρα, να αμφιρρέπει με ιλιγγιώδη ρυθμό και ένταση ανάμεσα στη μανία του κατεπείγοντος και την κατάθλιψη του μοιραίου. Σημάδι κι αυτό της πλήρους κατίσχυσης ενός κοινωνικού αυτοματισμού στον οποίο είτε βολεύεται κανείς, σαν καλή μαριονέτα, είτε ασφυκτιά και προσβλέπει εναγωνίως στο «θαύμα» μιας εξωτερικής παρέμβασης – από τον master of puppets, προφανώς… «Σήμερα», ίσως αρχίζει ν’ αναφαίνεται δειλά αυτό που υπέβοσκε από «τότε»: όσοι πιστεύουν ότι «η κατάσταση δεν μπορεί να πάει άλλο έτσι» την έχουν τελικά το ίδιο άσχημα με όσους έχουν φτάσει «να μετρούν τα φαινόμενα παρακμής σαν το απόλυτα σταθερό» – σε πείσμα του Μπένγιαμιν, που πίστευε ακόμα «τότε» ότι «η απαιτούμενη κατάσταση εντονότατης αδιάλειπτης προσοχής» του νηφάλιου καταγραφέα της ατελεύτητης Κρίσης ήταν πιο κοντά στο «θαύμα» από την αόριστη αίσθηση (και έκφραση) αγανάκτησης μπροστά στην επικείμενη καταστροφή (αλάθητη ένδειξη του «από βλακεία και δειλία ζυμωμένου τρόπου ζωής του Γερμανού αστού»).2 «Σήμερα», η αδιάλειπτη, βασανιστική προσοχή καλείται να στραφεί και στα ενδότερα, υπονομεύοντας εξίσου τα θαύματα όσο και το «αστικό» ζυμάρι. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες. Φτώχεια, ανία, τζόγος Μια κλεφτή ματιά στην κλεψύδρα αρκεί για να πείσει τον καθένα: «έρχονται» (από το παρελθόν ή από το μέλλον – το ίδιο κάνει μέσα στο αιώνιο 2. Ό. π., σ. 50-52.
παρόν μας) σαράντα χρόνια φτώχειας. Σαράντα χρόνια ανίας. Σαράντα χρόνια τζόγου. Πώς πολεμάς σε αυτές τις συνθήκες, όταν και οι πόλεμοι έχουν εκλείψει; Ο Μος Χαρτ, θεατρικός συγγραφέας του Μπρόντγουεϊ τη δεκαετία του 1930, μανιοκαταθλιπτικός και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος (γνήσιο τέκνο του «ιστορικού» Μεσοπολέμου δηλαδή), είχε πιάσει το νόημα: «Η ανία –έγραψε– είναι το βασικό γνώρισμα της φτώχειας –απ’ όλες τις ταπεινώσεις της τελευταίας, είναι ίσως η πιο δυσβάσταχτη– γιατί όπου δεν υπάρχουν λεφτά δεν υπάρχει και κανενός είδους αλλαγή». Και ο τζόγος, θα συμπλήρωνε κανείς, είναι η Aufhebung ανίας και φτώχειας μαζί, η ελπίδα της άρσης τους, η ασφαλιστική δικλείδα της διατήρησης και της διαιώνισής τους. Χρειάζεται απλώς κι εδώ ν’ απαλλαγούμε από τις αυταπάτες της σκέψης που «τμηματοποιεί»: φτώχεια-ανία-τζόγος είναι η τριπλή παραλλαγή όλης της για-πάντα-τωρινής ζωής μας, δεν είναι πια όψεις της ή πτυχές της. Η τριπλή παραλλαγή καλύπτει κάθε «τομέα», από την εργασία μέχρι τον έρωτα, από την εκπαίδευση μέχρι τη διασκέδαση, από την πολιτική μέχρι την τέχνη: εξίσου φτωχοί, εξίσου βαριεστημένοι, εξίσου τζογαδόροι (καλούμαστε να) είμαστε σε όλα. Το νιώθουμε και το σκεφτόμαστε καθημερινά, μόνο που αγνοούμε παντελώς τι πρέπει να κάνουμε με αυτό, ποια στάση πρέπει να τηρήσουμε· έτσι προτιμούμε να μην το νιώθουμε και να μην το σκεφτόμαστε. Δύσκολα γίνεσαι αμοραλιστής όταν δεν το έχεις εμπεδώσει ήδη από «πριν», και ακόμα πιο δύσκολα συνεχίζεις να είσαι όταν δεν σε παίρνει «πια». (Οι χρονικοί προσδιορισμοί έχουν συμβατική αξία σε όλη αυτή την παράγραφο, γι’ αυτό και μπαίνουν σε εισαγωγικά.) Νομιμόφρονες προλετάριοι ή ευαίσθητοι αστοί με όνειρα, πώς περιμένει κανείς να μετατραπούν αίφνης στον αντίθετο φαινότυπό τους, τον ανενδοίαστο μικροαστό που υπήρξε (μέχρι «πρότινος») το εθνικό μας σήμα κατατεθέν; Και πώς, αντιστρόφως, ο εν λόγω μικροαστός να κρατήσει γερά την αρπακτική του νοοτροπία, όταν του πετσοκόβουν νύχια, φτερά και ράμφος και τον στριμώχνουν στη γωνία; Ο «αλλοτινός» συνεκτικός ιστός του γενικευμένου κομφορμισμού μπορεί ν’ άλλαξε υφή
[37]
και να μετασχηματίστηκε σε γενικευμένη αγανάκτηση, η πολυπόθητη συνάντηση όμως που στάθηκε «ανέκαθεν» ανεύρετη «εξακολουθεί» να παραμένει τέτοια – η συνάντηση ανάμεσα στην ταξικά προσδιορισμένη ιδιοτέλεια και τον ιδεο λογικά φορτισμένο αλτρουισμό. Κι ωστόσο, η αναγωγή αμφότερων στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της τριπλής μας παραλλαγής βρίσκεται, και θα βρίσκεται επ’ αόριστον, σε πλήρη εξέλιξη· πώς και γιατί ξορκίζεται πανταχόθεν, ημών των ιδίων συμπεριλαμβανομένων, ως το «κακό» στο οποίο δεν πρέπει να υποκύψουμε; Το θέατρο του πολέμου Ο ταξικός αμοραλισμός δεν είναι παρά το ευκταίο σύστοιχο μιας ανομίας που έχει πάψει να παρεπιδημεί ανεπιθύμητη στο θεσμικό τοπίο και έχει καταστεί φανερά πια θεμέλιο της ίδιας της νόμιμης τάξης. Αντιμέτωποι με μια νομιμότητα που ταυτίζεται εφεξής με την απειλή της τιμωρίας, την άμεση ποινικοποίηση και πέραν τούτου ουδέν, οι ταξικώς ημέτεροι (αλλά όχι μόνο) υπήκοοι εύλογα θα μπορούσαν να παραμείνουν παράνομοι και αμετανόητοι, και θα είχαν βέβαια να υποστούν τις συνέπειες. Το ότι δεν το κάνουν είναι ευεξήγητο: κανείς δεν θέλει να υποστεί τις συνέπειες όταν δεν είναι σε θέση να τις αντέξει. Το πώς δικαιολογούν όμως στον εαυτό τους ότι δεν το κάνουν είναι πιο περίπλοκη υπόθεση, και μάλιστα βαρύνει περισσότερο στην πρακτική ανημποριά τους απ’ ό,τι ο γυμνός φόβος των συνεπειών. Δεν πρόκειται εδώ τόσο για το μεταφυσικών προεκτάσεων ερώτημα του τι κάνει τις κοινωνίες «νομιμόφρονες»· η απορία οφείλει να διατυπω-
θεί πιο πιεστικά: πώς συντηρείται και πώς αναδιατάσσεται η κοινωνικά αναγκαία φαινομενικότητα όταν το πέπλο της αίρεται τόσο βίαια και τόσο αδιαπραγμάτευτα, όταν η υποτίμηση της ζωής γίνεται τόσο διαφανής και τόσο καθολική; Η απάντηση εμπλέκει κατ’ αρχήν τα πάντοτε ίδια «μεσοπολεμικά» στοιχεία: «τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης» αφενός, τυφλή και πρωτόγονη «υποδούλωση στις δυνάμεις της κοινότητας» αφετέρου.3 Το ουσιώδες για την εύρυθμη λειτουργία της ιδεολογίας είναι να μην μπορεί να αρθρωθεί καμία σχέση (ούτε καν σχέση ειρωνικής αποστασιοποίησης) μεταξύ των δύο «ενστίκτων», αλλά να δρουν και τα δύο αστόχαστα και ταυτόχρονα, οδηγώντας τον φορέα τους να κουτουλάει ασταμάτητα από τον έναν τοίχο στον άλλο. Μέσα στο κοινωνικό κουκλοθέατρο, οι άλλες μαριονέτες πρέπει να δαιμονοποιούνται ακατάπαυστα, δίχως χρονοτριβή, και όλος μαζί ο θίασος οφείλει να επιδίδεται ανά τακτά διαστήματα σε εκείνο το είδος κανιβαλισμού που τόσο αρέσει στα παιδάκια. …Και στο μεταξύ, συμμαχίες θα φτιάχνονται και θα χαλάνε, σχέσεις θ’ αρχίζουν και θα τελειώνουν με πάταγο, φωνές θ’ ακούγονται βροντερές και θα σβήνουν απότομα, ορυμαγδός θα ξεσπά, θα περνά και θα χάνεται, αφήνοντας πίσω του υποσχέσεις για μία από τα ίδια εν καιρώ. Θέλουμε δε θέλουμε, το θέατρο το ζούμε κάθε μέρα εδώ. Αν επιμείνουμε και υπομείνουμε αρκετά, ίσως προλάβουμε να δούμε και την παράσταση να κατεβαίνει – ή τουλάχιστον ν’ αλλάζει πράξη. 3. Ό. π., σ. 56-57.
[38]
Ελένη Κυραμαργιού
Παραμένοντας Προστάτης του Πολίτη
Τ
ο φετινό καλοκαίρι οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες του υπουργού Προστασίας του Πολίτη ήταν πολλές· χρειάστηκε 2.840 τεμάχια χημικών και εκατοντάδες αστυνομικούς για να προστατεύσει το Σύνταγμα, τη δημοκρατία ή καλύτερα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε να εξαγάγει τις υπηρεσίες του και να απαγορεύσει τον απόπλου του Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ – Παραμένοντας Άνθρωποι, επεκτείνοντας τα χωρικά ύδατα του κράτους του Ισραήλ μέχρι το Κερατσίνι, και δεν δίστασε να μιλήσει χωρίς περιστροφές και μισόλογα στην ολομέλεια της Βουλής δηλώνοντας ότι στην Κερατέα «εφαρμόστηκαν οι κανόνες του αντάρτικου πόλης». Τρία πολύ διαφορετικά γεγονότα, με άλλη αφετηρία το καθένα, που όμως βρέθηκαν κάτω από τη σκέπη του ίδιου υπουργείου. Στην Κερατέα πραγματοποιήθηκε μια πολύμηνη τοπική κινητοποίηση ενάντια στη δημιουργία ΧΥΤΥ, με πολύ σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στα ΜΑΤ και τους κατοίκους. Για τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη η Κερατέα δεν ήταν μια μεμονωμένη υπόθεση, αλλά συνδέεται άμεσα με το κίνημα στις πλατείες και την απεργία στις 28 και 29 Ιούνη, σαν ένα οργανωμένο σχέδιο με προετοιμασία και τακτική: «η Κερατέα ήταν η “προπόνηση”. Η “προπόνηση” για το όποιο ενδεχόμενο θα είχαμε στο μέλλον. Ποια ήταν η τακτική; Η τακτική ήταν να οργανώνουμε φιλειρηνικές συγκεντρώσεις, να έρχεται ο κόσμος, γυναίκες, παιδιά, αθώοι. Είμαστε όλοι εκεί μαζί, εξοικειωνόμαστε και όταν αποφασίσουμε τότε διασπειρώμεθα ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, τους φιλήσυχους πολίτες, στις οικογένειες, στους ηλικιωμένους και οποιουσδήποτε άλλους και ρίχνουμε τις μολότοφ, το καπνογόνο και τις πέτρες, ή οτιδήποτε άλλο αποφασίσουμε. Αυτή είναι η μέθοδος. Η μέθοδος που αξιοποιήθηκε στην Κερατέα και είδαμε να εξελίσσεται και στο Σύνταγμα χθες».1
Οι εγκέφαλοι του σχεδίου αυτού δεν κατονομάζονται από τον κ. Παπουτσή. Είναι προφανώς για άλλη μια φορά οι γνωστοί-άγνωστοι, όλοι αυτοί που παρεισφρέουν στις πορείες και τις δια λύουν. Μήπως όμως όλο αυτό το σχέδιο ήρθε η ώρα να καταρρεύσει; Οι ασφαλίτες στις πορείες δεν είναι πια κοινό μυστικό, η σύμπραξη κράτους και παρακράτους δεν είναι ένας ακόμη αστικός μύθος και όλοι όσοι κατεβαίνουν στον δρόμο δεν είναι πια φοβισμένοι, για αυτό και οι μέθοδοι καταστολής δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικές όσο στο παρελθόν. Ο κόσμος γύρω από το Σύνταγμα παρέμενε για ώρες παρά τα χιλιάδες χημικά· όμως το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Σταθερότητας ψηφίστηκε. Και μιας και τα κατάφερε στο Σύνταγμα, σκέφτηκε να λύσει ένα ακόμη πρόβλημα. Δυο μέρες αργότερα με μια λιτή ανακοίνωση απαγόρευσε τον απόπλου από τα ελληνικά λιμάνια των πλοίων με ελληνική και ξένη σημαία με προορισμό τη θαλάσσια περιοχή της Γάζας. Καθήλωσε στα λιμάνια 9 πλοία και 350 ακτιβιστές, και παρεμπόδισε συστηματικά τον απόπλου του στολίσκου επιστρατεύοντας γραφειοκρατικά προσκόμματα και διοικητικά εμπόδια που καθημερινά εφεύρισκε το λιμενικό σώμα. Βέβαια είχε και απώλειες· το γαλλικό πλοίο Αξιοπρέπεια-Dignité-Al Karama, κατάφερε να φτάσει 50 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Γάζας, πριν καταληφθεί από το ισραηλινό ναυτικό – σε διεθνή χωρικά ύδατα. Τον Ιανουάριο του 2009 ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του αντιπολιτευόμενου ΠΑΣΟΚ, ο Χρήστος Παπουτσής επέκρινε την αδυναμία του ΟΗΕ και της Ε.Ε. «να ανταποκριθούν στα στοιχειώδη, δηλαδή να καταδικάσουν ένα έγκλημα εις βάρος της ανθρωπότητας, εις βάρος των αμάχων, γιατί αυτό γίνεται στην Παλαιστίνη. Βλέπουμε όλοι να μασάνε τα λόγια τους».2 Ο ίδιος άνθρωπος από τη θέση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη όχι απλά μασάει τα λόγια του, αλλά γίνεται συνένοχος ενός εγκλήματος.
1. Απόσπασμα από την ομιλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Χρήστου Παπουτσή, στη Βουλή για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 29.6.2011 στο κέντρο της Αθήνας.
2. Συνέντευξη Χρήστου Παπουτσή, τότε κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ, στο Ρ/Σ της ΝΕΤ 105,8 και τον δημοσιογράφο Θ. Σιαφάκα, 5 Ιανουαρίου 2009.
[39]
Μαίρη Καλδή
Μονόλογοι από τη Γάζα: Μαθητές και μαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους
Π
ώς βλέπουν οι νέοι τον κόσμο και το μέλλον σε εποχές βίας; Υπάρχει κανείς να τους ακούσει; Πόσο διαρκεί η ευαισθησία μας για ένα τραγικό γεγονός, όπως ο πόλεμος; Έχει νόημα η τέχνη σε έναν απάνθρωπο κόσμο; Σε αυτά τα ερωτήματα δόθηκε έμπρακτα μια απάντηση μέσα από το διεθνές πρόγραμμα Μονόλογοι από τη Γάζα, που ξεκίνησε από την Παλαιστίνη και πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και σε άλλες τριάντα χώρες μέσα στο 2010-2011. Ο πόλεμος στη Γάζα Τα παιδιά, οι νέοι Παλαιστίνιοι και οι οικογένειές τους στη Γάζα ζουν μέσα σε έναν βάρβαρο κλοιό, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Η κατοχή, ο πόλεμος, η πολιορκία και ο θάνατος είναι η καθημερινότητά τους. Σε σχετικές εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και ειδικών σε ζητήματα ψυχικής υγείας αναφέρονται τα ακόλουθα: Η επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας τον Δεκέμβριο 2008-Ιανουάριο 2009 ήταν εξαιρετικά βίαιη και στις 22 ημέρες που διήρκεσε είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 1.380 Παλαιστινίων, από τους οποίους οι 431 ήταν παιδιά. Τουλάχιστον 5.380 ήταν οι τραυματίες, από τους οποίους οι 1.380 ήταν παιδιά. Υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 άτομα αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους για ακόμα μία φορά. Σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, τόποι θρησκευτικής λατρείας και κέντρα πολιτισμού καταστράφηκαν. (World Health Organization, Gaza strip, Initial health needs assessments, Health Cluster, 16.02.2009) Η πρόσφατη βία και ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός απειλούν πολύ σοβαρά την ψυχική και πνευματική υγεία καθώς και την κοινωνική
«Πώς γίνεται όλος ο κόσμος να κοιμάται
κι εμείς να ζούμε στην Κόλαση;» αναρωτιόμουν.
ευημερία των ενηλίκων και των παιδιών. Η καταστροφή και ο πόνος που προκάλεσαν οι άγριοι βομβαρδισμοί και οι οδομαχίες για περισσότερες από τρεις βδομάδες ακολουθούν πολλά χρόνια κατοχής, συγκρούσεων και απωλειών. (Interagency statement on Mental Health in Gaza in 2009: Principles and response) Η καταγραφή των Μονολόγων και το διεθνές πρόγραμμα Το Θέατρο ASHTAR της Παλαιστίνης, με το πρόγραμμα Μονόλογοι από τη Γάζα έδωσε τη δυνατότητα σε αυτούς τους νέους να ανοίξουν διάλογο με τον εαυτό τους, με τους συνομηλίκους τους και με την παγκόσμια κοινότητα. Από τον Νοέμβριο του 2009 μέχρι τον Απρίλιο του 2010 μαθητές και μαθήτριες δεκατριών ως δεκαεπτά ετών με τη βοήθεια ενός θεατροπαιδαγωγού και ενός ψυχολόγου επεξεργάστηκαν και κατέγραψαν σε μορφή μονολόγων τις εμπειρίες, τις σκέψεις, τις ελπίδες, τα όνειρα και τους φόβους τους μετά την ισραηλινή εισβολή και κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα από τον Δεκέμβριο του 2008 μέχρι τον Ιανουάριο του 2009. Αξιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, τεχνικές του «θεάτρου των καταπιεσμένων» του Αουγκούστο Μποάλ, της δραματοθεραπείας και της αφήγησης. Ο ψυχολόγος Ναντέλ Σάαθ γράφει: «Μετά από μήνες δουλειάς παρατήρησα σημαντικές αλλαγές στην ψυχολογία των νέων. Ένιωθαν πως δεν ήταν μόνοι ύστερα από όσα είχαν τραβήξει […] Τους δόθηκε η δυνατότητα να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με τους άλλους, να νιώσουν ο ένας τον άλλον, να βελτιώσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις και να οικοδομήσουν καινούργιες, βαθιές φιλίες». Στη συνέχεια τα κείμενα μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και πάνω από σαράντα καλλιτεχνικοί και εκπαιδευτικοί φορείς από τριάντα χώρες πήραν μέρος σε αυτό το διεθνές πρόγραμ-
artintifada.wordpress.com
[40]
μα. Στις 17 Οκτωβρίου 2010 παρουσιάστηκαν από νέους ταυτόχρονα στη Γάζα και σε όλον τον κόσμο, και στις 29 Νοεμβρίου 2010 –Διεθνή Ημέρα Αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό– παρουσιάστηκαν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Τα κείμενα των Μονολόγων από τη Γάζα Τι λένε τα παιδιά από τη Γάζα; Πώς μπόρεσαν να καταγράψουν τόσο σπαρακτικές εμπειρίες; Πώς περιγράφει ένα παιδί τον θάνατο; Τα παιδιά στη Γάζα είναι σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Έχουν τα όνειρα και τους φόβους τους. Παλεύουν με τα προβλήματα αλλά και τις ελπίδες τους. Ζουν, όμως, σε έναν κόσμο κατακερματισμένο και αφύσικο, πολύ διαφορετικό από τον δικό μας. Σε μια φυλακή που σου αφαιρεί όλες τις λέξεις και όπου «κάθε φορά που το ρολόι δείχνει παρά πέντε, τρέμεις μήπως ξανάρχισε ο πόλεμος και σε φοβίζει καθετί που πετάει, ακόμα και οι μύγες». Θάνατος Εκεί η κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη και η κυρίαρχη πραγματικότητα είναι ο θάνατος που πλανιέται στους δρόμους, τόσο κοντά που τα παιδιά είναι διαρκώς τρομαγμένα και ανήσυχα. Το καθένα αντιδρά διαφορετικά στην απώλεια των αγαπημένων του προσώπων: αρνείται
να το πιστέψει, θυμώνει, φοβάται ή κλαίει έως ότου ο θάνατος να γίνει κάτι καθημερινό, κάτι «φυσιολογικό»: μια είδηση στην τηλεόραση, ένα κοινό θέμα συζήτησης. Από τότε που ο αδερφός μου έγινε Μάρτυρας, κοιμάμαι πια μόνος στο κρεβάτι. Παλιά κοιμόμασταν μαζί, το κεφάλι του ενός στα πόδια του άλλου. Δεν ήξερα πού τελείωνα εγώ και πού άρχιζε εκείνος. Τώρα έχω όλο το κρεβάτι δικό μου. Ο Άσραφ Α Σόσι από την οδό Αλ Ουέχντα Αλλά τα όνειρα, η ασφάλεια, η ελπίδα και το μέλλον είναι λέξεις που χάνουν το νόημά τους σε μια πόλη που σκοτώνει και το παραμικρό όνειρο. Μπήκα στο τζαμί και είδα τον πιο στενό μου φίλο, τον Μοχάμετ, κομματιασμένο, τυλιγμένο σε μια σημαία. Έκλαψα πολύ, πάρα πολύ […] Τον πήγαμε στο νεκροταφείο και τον θάψαμε. Έμεινα κοντά του και του έλεγα ότι τον αγαπώ και ότι είμαι πολύ θυμωμένος που με άφησε μόνο μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Άνας Άμπου Έιταχ από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν Όλοι μου έλεγαν ότι ο φίλος μου ο Ζάκι πέθανε, αλλά εγώ δεν τους πίστευα. Γι’ αυτό και δεν πήγα ούτε στο νοσοκομείο ούτε στην κηδεία
[41]
ούτε στα μνήματα. Γιατί ο Ζάκι δεν έχει πεθάνει […] Είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του που δεν έρχεται να με δει. Σταμάτησα κι εγώ να τον επισκέπτομαι στο σπίτι του. Είμαι σίγουρος ότι δεν έχει πεθάνει και είμαι επίσης σίγουρος ότι μια μέρα θα συναντηθούμε. Τότε θα τον μαλώσω, επειδή μου λείπει πάρα πολύ. Ο Σάμι Ελ Ζερζάουι από τη συνοικία Αλ Τουφάα Αρχίσαμε να κλαίμε πικρά για τον θείο μου, να τον θυμόμαστε και να μιλάμε γι’ αυτόν. Έτσι μιλούσαμε γι’ αυτόν αρκετό καιρό. Μετά μιλούσαμε λιγότερο, γιατί ο θάνατος έγινε κάτι φυσιολογικό στη Γάζα και το πιο κοινό θέμα συζήτησης. Ο Τάμερ Νάζεμ από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν Πόλεμος Τι σημαίνει η λέξη πόλεμος για τα παιδιά; Κάτι σκοτεινό, που σκάει με θόρυβο, που σε βρίσκει ξαφνικά όπου και να ’σαι και ρημάζει τη ζωή σου για πάντα. Που καταστρέφει ό,τι υπάρχει στην πόλη σου: τους ανθρώπους ακόμα και τα ζώα, τις πέτρες και τα δέντρα. Ένας κόκκινος ουρανός, μια φυλακή, ουρλιαχτά και ατέλειωτη θλίψη. Κάτι που καταστρέφει τις ίδιες τις λέξεις σου για τον κόσμο. Κάτι που σε γεμίζει φόβο. Ο πόλεμος δεν τελείωσε, ο πόλεμος είναι μεγάλος και φοβάμαι πως θα μεγαλώσω μαζί του. Πάντα φοβάμαι έναν νέο πόλεμο. Όταν σκάει ένα μπαλόνι, τρομάζω. Όταν φρενάρει απότομα ένα αυτοκίνητο, πετάγομαι είκοσι μέτρα κι όταν κλαίει ένα μικρό παιδί, κλαίω κι εγώ μαζί του. Όλη τη νύχτα ξαγρυπνάω περιμένοντας ένα καινούργιο ξημέρωμα, αλλά η μέρα που ξημερώνει είναι ίδια με την προηγούμενη. Η Σούχα Αλ Μάμλουκ από τη συνοικία Αλ Τουφάα Δεν ξέρω γιατί τη λέω αυτή την ιστορία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ζούμε μέσα σ’ ένα κλουβί, μια φυλακή, σαν εγκλωβισμένα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, αλλά είναι αιχμάλωτα. Παιδιά πεθαίνουν μπροστά στα μάτια των
μανάδων τους. Καρδιές κλαίνε και ουρλιάζουν όσο πιο δυνατά μπορούν, αλλά κανείς δεν τις ακούει. Κανενός η καρδιά δε μαλακώνει και κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται! Ο Μοχάμετ Κάσεμ από την οδό Αλ Σαφτάουι Θέλω να γράψω τα πιο όμορφα λόγια για τη Γάζα, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μη βλέπω τη φτώχεια, την πολιορκία και την πείνα. Λυπάμαι όχι μόνο για τα παιδιά της, αλλά και για τους ενήλικες, για τους νέους, τις γυναίκες, τα κορίτσια, για τα ζώα, για τις πέτρες, για τα δέντρα. Όλα στη Γάζα κλαίνε […] Μόνο η θάλασσα με βοηθάει να ονειρεύομαι. Ο Μαχμούτ Μπαλάουι από τον καταυλισμό Αλ Σάατε Πώς να κοιμηθείς με τις βόμβες να πέφτουν όλη νύχτα; Κι εμείς ξαπλωμένοι στο κρεβάτι να περιμένουμε τη μοίρα μας. Παντού καπνοί και φωτιές. Ο Μοχάμετ Ελ Ομράνι από τη συνοικία Αλ Σουζάια Αντί να έχει ωδεία και δραματικές σχολές η Γάζα έγινε σχολή πυροβολισμών και δολοφονιών. Η Φάτιμα Άταλαα από τη συνοικία Αλ Σέιχ Ραντουάν Όνειρα Άραγε πώς βλέπουν το μέλλον τα παιδιά στη Γάζα; Ονειρεύονται ατέλειωτα ταξίδια, αγαπάνε τη ζωή, χτίζουν καινούργιες σχέσεις, δημιουργούν μικρά έργα και παίζουν θέατρο. Αστειεύονται και σχολιάζουν με απορία τους μεγάλους και τις αντιφάσεις τους. Ταυτόχρονα μαθαίνουν να σκέφτονται, ωριμάζουν και αρχίζουν να καταλαβαίνουν τον κόσμο και τους ανθρώπους. Ονειρεύονται την ελευθερία και την ευτυχία. Αλλά υπάρχουν και οι δύσκολες μέρες, όταν η λέξη μέλλον δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους, γιατί το ηφαίστειο εκρήγνυται και το μόνο που μπορείς να ευχηθείς είναι ένας ωραίος θάνατος. Μου ’ρχεται να τρέχω, να τρέχω, να τρέχω στους δρόμους, μέχρι να πετάξει το μαντίλι
[42]
μου στον ουρανό και να πετάξω κι εγώ μαζί του… Θα ήθελα να με πάρει ένα πλοίο, να με πάει σ’ ένα μακρινό νησί και να με πετάξει στην ακτή. Μακριά απ’ τον κόσμο, μακριά απ’ όλα. Και ιδιαίτερα μακριά απ’ τον πόλεμο. H Αλάα Χατζάζ από τη συνοικία Αλ Σουζάια Ελπίζω να μην έρθει ποτέ η μέρα που θα ’μαι κι εγώ στην τηλεόραση, αφού σ’ αυτή δε βλέπουμε παρά μόνο θάνατο. Η Χίμπα Ντάουντ από την οδό Αλ Μινάα Το μέλλον μας στη Γάζα είναι σκοτεινό και άγνωστο. Σαν ένα ήσυχο ηφαίστειο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί. Σαν να είμαστε σε μια βάρκα χωρίς καπετάνιο στη μέση της μανιασμένης θάλασσας. […] Ακούω πως σε άλλες χώρες η παιδική ηλικία είναι ιερή, πως τα παιδιά ζουν τη ζωή τους χωρίς προβλήματα και φόβο. Στη Γάζα όμως κανείς δε λογαριάζει τα παιδιά, η κοινωνία τούς συμπεριφέρεται σαν να μην είναι παιδιά […] όποτε θέλει τα κάνει ενήλικες και όποτε θέλει τα ξανακάνει παιδιά. Οι περισσότεροι τούς συμπεριφέρονται λες κι έχουν μόνο σώμα, χωρίς μυαλό. Η Γιασμίν Ζάαρουρ από τη συνοικία Αλ Ντάραζ Να λοιπόν πού βρίσκονται η Γάζα και τα όνειρά της: η μεγαλύτερη ευχή μας έφτασε να είναι να έχουμε έναν ωραίο θάνατο κι όχι να ζήσουμε μια ωραία ζωή! Η Γιασμίν Άμπου Άμερ από τη συνοικία Αλ Σουζάια Οι Μονόλογοι από τη Γάζα στην Ελλάδα Στην Ελλάδα, στο πρόγραμμα συμμετείχε το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, που ανέλαβε τη μετάφραση και έκδοση των Μονολόγων στα ελληνικά1 και το συντονισμό εκδηλώσεων σε οκτώ πόλεις στις 17 Οκτωβρίου 2010. Στα καλλιτεχνικά δρώμενα στην Αθήνα, το Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, την Κέρκυρα, την 1. Μονόλογοι από τη Γάζα, μαθητές και μαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους, Έκδοση του Πανελληνίου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, Αθήνα 2010.
Κοζάνη, την Πρέβεζα, τη Ρόδο, τις Σέρρες και τη Χίο συνεργάστηκαν εθελοντικά πολλά σχολεία, θεατρικές ομάδες νέων και καλλιτέχνες, ενώ τις προσπάθειες στήριξαν σύλλογοι εκπαιδευτικών και γονέων, καλλιτεχνικές ενώσεις, θέατρα, δήμοι, πολιτιστικοί φορείς και μέσα επικοινωνίας. Η δύναμη του θεάτρου Η Ιμάν Αούν, καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεά τρου Ashtar, γράφει για το πρόγραμμα Μονόλογοι από τη Γάζα: Επειδή αρνούμαστε ν’ αποτελούμε απλώς στατιστικά στοιχεία στα δελτία ειδήσεων και επειδή αγαπάμε τη ζωή, όταν δε μας εμποδίζουν να τη ζήσουμε, γι’ αυτό αγαπάμε το θέατρο. Το θέατρο είναι θέληση που γίνεται δράση και διεκδικεί τη νίκη της ζωής. Οι Μονόλογοι από τη Γάζα είναι μια δυνατή κραυγή στα πέρατα του κόσμου, η οποία αρθρώνεται με λόγο και τρόπο καλλιτεχνικό. Ήθελα να προέρχεται από νέους και να απευθύνεται σε νέους. Γιατί οι σημερινοί νέοι είναι οι αυριανοί ηγέτες. Τριάντα τρεις έφηβοι από τη Γάζα πίστεψαν πως η φωνή τους δεν είναι μόνο τα ουρλιαχτά του φόβου και τα βογκητά της αγανάκτησης. Πίστεψαν πως από μέσα τους μπορεί να βγει μια άλλη φωνή, που λέει: «Φτάνει πια! Μας αξίζει ένας κόσμος καλύτερος, ένας κόσμος χωρίς πολέμους και πολιορκία, και, πάνω απ’ όλα, χωρίς κατοχή! Η ιδιαιτερότητα του προγράμματος ήταν ότι οι συγγραφείς των Μονολόγων είναι νέα παιδιά που ζουν σε μια χώρα υπό κατοχή. Σημαντικό χαρακτηριστικό η εθελοντική συμμετοχή μεγάλου αριθμού νέων από όλη την Ελλάδα και τον κόσμο, που εμπνεύστηκαν από τους Μονολόγους παρουσιάζοντάς τους με ιδιαίτερη πρωτοτυπία προκαλώντας ένα ζωντανό διάλογο με την τοπική αλλά και την παγκόσμια κοινωνία. Έτσι η τέχνη του θεάτρου δικαιώνεται υπερασπίζοντας την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη και τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού και του ανθρώπου. Αλλά και η συλλογική δράση ζωντανεύει τα πανανθρώπινα όνειρα για ένα δικαιότερο μέλλον σε όλη τη γη.
[43]
Βιβή Αντωνογιάννη
Χαμένες ψευδαισθήσεις: Ελεημοσύνη και αλληλεγγύη Όλοι μαζί. Η Ελλάδα μπορεί. Η εκστρατεία του ΣΚΑΪ αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ανοίξει διάλογο φέρνοντας κοντά τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες δέχονται άμεσα τις επιπτώσεις της κρίσης. Δεν πρέπει να σπάσει ο ιστός της κοινωνικής συνοχής […] Φορείς και ιδιώτες συνεισφέρουν εθελοντικά […] Τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε θα την περάσουμε Όλοι Μαζί… (από την πρόσφατη εκστρατεία του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ για την εθελοντική δράση στον καιρό της κρίσης) Ουτοπία ή πραγματικότητα; Ποια κοινωνία θέλουμε να έχουμε; Μια κοινωνία υπηκόων ή μια κοινωνία των πολιτών; Γίνε λοιπόν και εσύ εθελοντής τώρα! Συνεχής υποστήριξη σε όλη τη διάρκεια. Επίδομα το οποίο κυμαίνεται ανάλογα με τη χώρα από 60 έως 150 ευρώ/μήνα […] Είσαι πια έτοιμος για μια εμπειρία που θα αλλάξει τη ζωή σου!!! (από ανακοίνωση ΜΚΟ για επιδοτούμενα εθελοντικά προγράμματα για νέους στο πλαίσιο του Προγράμματος «Ευρωπαϊκή Εθελοντική Υπηρεσία»-ΕΕΥ)
Τ
ον περασμένο Ιούλιο εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το νομοσχέδιο για την Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα που προωθεί νέου τύπου οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες με σκοπό την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (περιβάλλον, πολιτισμός, παραδοσιακά προϊόντα, φροντίδα ευπαθών ομάδων).1 Ο αριθμός των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (στο εξής ΜΚΟ) που προσφέρουν εθελοντικό έργο τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο (βοήθεια προς αναπτυσσόμενες χώρες με προβλήματα υποσιτισμού και επιβίωσης, προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, προστασία του περιβάλλοντος, της φώκιας, της χελώνας, της τέχνης, της ελιάς κ.λπ.) έχει αγγίξει τα τελευταία είκοσι χρόνια τον «συντηρητικό» αριθμό των 32.000, σύμφωνα με στοιχεία του 2003… και από τότε κανείς δεν θέλει να μετράει, δεν θέλει να θυμάται. Τελευταία, στον αντίποδα των ΜΚΟ και του κρατικοδίαιτου εθελοντισμού, διαμορφώνονται νέες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης «από τα κάτω», σε τοπικό κυρίως επίπεδο (συλλογικές κουζίνες, χαριστικό/ ανταλλακτικό παζάρι, τράπεζα χρόνου όπου μια 1. Πρόκειται για το νομοσχέδιο που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τον προηγούμενο Μάρτιο η τότε υπουργός Εργασίας Λ. Κατσέλη και κατέθεσε στη Βουλή ο νυν υπουργός Γ. Κουτρουμάνης με τίτλο «Θεσμοθέτηση της Κοινωνικής Οικονομίας και της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας».
υπηρεσία ή γνώση προσφέρεται σε αντάλλαγμα μιας άλλης). Στην Ελλάδα της κρίσης, και φυσικά πέρα και πριν από αυτήν, η ανάγκη για δομές ή απλές πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης επικαιροποιείται ξανά. Σήμερα εντοπίζει κανείς εύκολα και μαζί επώδυνα την ανάγκη όλο και περισσότερων ανθρώπων για βοήθεια στα στοιχειώδη, καθώς και την ανάλογη ενεργοποίηση μέρους της κοινωνίας για συμμετοχή σε δομές οργανωμένης προσφοράς. Φιλανθρωπία και Εθελοντισμός Ιστορικά το κίνημα του εθελοντισμού αναπτύχθηκε ως εγχείρημα ιδεολογικής ενσωμάτωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των κοινωνικά περιθωριακών, στην ομαλότητα του καθησυχαστικού αστικού καπιταλιστικού συστήματος. Ο ρόλος του ήταν εκείνος του ελεγκτικού κοινωνικοποιητικού μηχανισμού που θα επέστρεφε στην αδιατάρακτη δεξαμενή των κανονικών, των λειτουργικών πολιτών, τους εν δυνάμει επικίνδυνους για τη διατάραξη της πολυπόθητης κοινωνικής ισορροπίας. Η κοινωνική εξαθλίωση συνιστά απειλή, η φτώχεια αρρώστια που χρήζει ίασης. Η χείρα βοηθείας από τους ευημερούντες της προηγμένης Δύσης απλώνεται πάνω σε εκμεταλλευόμενους, φτωχούς και νεόπτωχους, αστέγους, μη λειτουργικούς, τον τρίτο κόσμο. Η ιεραποστολή συντονίζεται εντός οργανωμένων
[44]
Kara Walker, The Rich Soil Down There, 2002. Museum of Fine Arts, Βοστόνη.
δομών (αστικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, ΜΚΟ) ή σε επίπεδο κοινότητας (οικογένεια, γειτονιά, ενορία), με σκοπό την ανακούφιση αυτών των πληθυσμών, την αφομοίωσή τους στο αμερόληπτο σύστημα παραγωγής των πρωτοπόρων πολυεθνικών εταιριών και τη «γενναιόδωρη προσφορά» ενός αξιοπρεπούς κοινωνικού βίου. Οι ομάδες που χρήζουν βοήθειας ανακουφίζονται, την ίδια στιγμή που μια σχέση εξάρτησης, κυρίως στο μακροπολιτικό επίπεδο της «αλληλοβοήθειας» μεταξύ κρατών, παγιώνεται. Cut για δύο στιγμιότυπα: Δίπλα στη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, πρέσβειρα καλής θελήσεως της ΟΥΝΕΣΚΟ, η Σούζαν Μουμπάρακ καλωσορίζει τους φιλεύσπλαχνους συνέδρους στο Διεθνές Φόρουμ «Ενάντια στην εμπορία ανθρώπων (End Human Trafficking Now)». Η Αγάπη Βαρδινογιάννη δεν κατάφερε να συμμετάσχει λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Ο Μουμπάρακ και η σύζυγός του μετά από χρόνια συμμαχίας σβήνονται από το χάρτη ως στυγνοί καταπιεστές. Η Μαριάννα Βαρδινογιάννη συγκινείται. Η αγάπη στο τέλος νίκησε… Δίπλα σε κάθε ορυχείο ή πετρελαιοπηγή πολυ εθνικής στον τρίτο κόσμο, χτίζονται δυο σχολεία με πρωτοβουλία κάποιων ΜΚΟ. Στο Αφγανιστάν έφτασαν και οι ΜΚΟ της χρεοκοπημένης Μεσογείου. Δίπλα στην προσφορά με ελεγχόμενο αποτέλεσμα, η εξαθλίωση εξακολουθεί να πλήττει αυτούς που η τύχη δεν ευνόησε… Το άτομο στην υπηρεσία του Κράτους Πώς όμως εξηγεί κανείς την κατακόρυφη αύξηση των εθελοντικών κινήσεων και οργανώσεων και τη συνακόλουθη αύξηση συμμετοχής των
πολιτών; Αγνό ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, αλληλεγγύη με όρους κοινοτισμού, ανεργία άρα πολύς ελεύθερος χρόνος, επιδοτήσεις όσον αφορά τις πιο οργανωμένες δομές, φοροαπαλλαγές όσον αφορά τους επαγγελματίες του είδους; Για κάθε πιθανή απάντηση, η νεοφιλελεύθερη έμφαση στην ατομική διάσταση της δράσης λειτούργησε ως καταλύτης. Στο πλαίσιο της περίφημης «κοινωνίας των πολιτών», και της παράλληλης συρρίκνωσης των υπηρεσιών του πάλαι ποτέ Κράτους Πρόνοιας, η ευθύνη από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα –και τις υποχρεώσεις του προς τη βάση– μετατέθηκε στο άτομο, την κοινότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω της ίδρυσης αστικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μασκαρεμένων ανεξάρτητων ΜΚΟ και συζήτησης για τη συλλογική ευθύνη. Ήρθε η ώρα το απρόσωπο Κράτος να συναντηθεί με τον ενεργό πολίτη, το νέο υποκείμενο που νοιάζεται, στοχάζεται και συμμετέχει∙ οι ευκαιρίες πολλές: από το e-government έως τη φυσική συμμετοχή σε εθελοντικές δραστηριότητες. Κι όμως το κράτος προεξαγγελτικά οφείλει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνική δικαιοσύνη αντί για την εργολαβία επούλωσης της αδικίας. Στην υπερμοντέρνα θεώρησή του, με την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς, επιτυγχάνει τον διπλό στόχο χωρίς σκιές στις δημόσιες σχέσεις: ισορροπία και αρμονία του κοινωνικού ιστού και ταυτόχρονη ανάπτυξη μιας νέας αγοράς βασισμένης στην κοινωνική επιχειρηματικότητα.2 2. Η θεσμοθέτηση συνεταιριστικού τύπου κοινωνικών επιχειρήσεων με κάθετη ιεραρχία και περιθώρια επενδυτικού
[45]
Η ενσωμάτωση ανάλογων κινήσεων «κοινωνικής αλληλεγγύης» από ΜΚΟ ή λιγότερο οργανωμένες τοπικές δράσεις στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο αστικής διακυβέρνησης εξυπηρετεί πολλαπλά: σταδιακή αποχώρηση από υποχρεώσεις παροχών κράτους πρόνοιας και αποποίηση της ευθύνης, ψευδαίσθηση συμμετοχικής δημοκρατίας με άνοιγμα δημόσιου διαλόγου μεταξύ κράτους-πολίτη για την κοινή συμβολή σε αλλη λέγγυες δράσεις, αυτορρύθμιση της κοινωνίας μέσω της άμβλυνσης των κοινωνικών εντάσεων, εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση κοινωνικών παροχών. Η αξία της ατομικής συμβολής δραστηριοποιεί, καθησυχάζει, συμφέρει. Ας βοηθήσουμε, αλλά να μην αμφισβητήσουμε. Ας συμμετέχουμε για να ενεργοποιηθούμε. Κοινός παρανομαστής της πλειοψηφίας των εθελοντικών κινήσεων είναι η αποφυγή σύνδεσης με την πολιτική ανάλυση και πράξη που ριζοσπαστικοποιεί τα ερωτήματα και δεν αποδέχεται χριστιανικά την κοινωνική ανισότητα ως αναπόφευκτο κακό της κοινωνίας στην οποία έτυχε να ζούμε. Το ατομικό με όρους προσωπικής ικανοποίησης και αυτοπραγμάτωσης αντικαθιστά το πολιτικό εκεί που η πολιτική δράση απειλεί. Η ηθική ηχώ, που εγκαλεί το άτομο να ενεργοποιηθεί για να αποσαφηνίσει τα ατομικά του δικαιώματα, επισκιάζει την πολιτική συνειδητοποίηση του συστήματος που παράγει τις αιτίες της κοινωνικής ανισότητας: «Όταν η πολιτική απωθεί τους περισσότερους και τα “οράματα” χρεοκοπούν, οι πολιτικές επιδιώξεις εμφανίζονται με τη μάσκα του κοινωνικού ενδιαφέροντος: […] τοπικές πρωτοβουλίες, ηθικίζουσες διεκδικήσεις».3 κέρδους με κρατική ή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναπαράγει στην πραγματικότητα τις πρακτικές της οικονομίας της αγοράς. Εντός του ευρέος φάσματος της κοινωνικής επιχείρησης (social business) εντάσσονται επιχειρήσεις κοινωνικής και οικολογικής χρησιμότητας με φαινομενικά μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος αμφισβητείται ήδη από πολλούς ως ένα ακόμη τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού με σκοπό την αύξηση των κερδών του μέσω της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών. Όπως εύσχημα σχολίασε ο εκπρόσωπος του White House of Environmental Policy, «[...] η οικολογική πολιτική δεν είναι για μας ιδεολογία αλλά ευκαιρία να κλείσουμε δουλειές» (La Repubblica, 17.6.1994)». 3. Δ. Δημούλης, «“Κοινωνία πολιτών” και κοινωνικός μετασχηματισμός. Από τη φιλανθρωπία στον αντικαπιταλισμό», περ. Θέσεις, 77 (Οκτ.-Δεκ. 2001).
Kara Walker, African/American, 1998. MoMA, Νέα Υόρκη.
Το συμφέρον αντικαθίσταται από το δικαίωμα και «κανένα δικαίωμα δεν υφίσταται χωρίς υποχρεώσεις» (Giddens). Αυτό είναι το γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί ο τρίτος τομέας του εθελοντισμού, του οικολογικού κινήματος, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της προσφοράς του ενεργού πολίτη. Όταν η συζήτηση για τα human rights κάνει πρωτοσέλιδα, η κριτική για την ταξικότητα των διαχωρισμών καταχωνιάζεται σε καρτ-ποστάλ για γραφικούς... Η νέα συλλογικότητα Στην άλλη πλευρά του λόφου, πέρα από το φιλανθρωπικό έργο του ομίλου Βαρδινογιάννη και των «ανεξάρτητων» ΜΚΟ, τον τελευταίο καιρό ανθίζουν όλο και περισσότερες προσπάθειες κοινωνικής αλληλεγγύης «από τα κάτω», σε επίπεδο γειτονιάς, κοινότητας ή πλατείας, ως απάντηση στον απομονωτισμό, την ιδιώτευση και τη μελαγχολία του καιρού της κρίσης. Πέραν της αυτονόητης αναγνώρισης, επιτρέπεται να προβληματιστεί κανείς για τα πιθανά κίνητρα: κίνητρα ηθικά, που σχετίζονται με την πολιτική ενεργοποίηση στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας αλλά και πέραν αυτής σε ένα πλαίσιο κοινοτιστικού κομμουνισμού του τύπου «βοηθώ άρα
[46]
Kara Walker, Πολιτική εισόδου (Μέρος 1ο), 2003. Library and Archives Canada’s, Οτάβα.
αντιδρώ»∙ κίνητρα ψυχολογικά, που προβάλλουν την ατομική δράση, ξεπλένοντάς την από την αναπόφευκτη ενοχή του αυτάρκη και ακόμη λειτουργικού πολίτη, του τύπου «βοηθώ άρα μοιράζομαι, έχω ήσυχη τη συνείδησή μου»∙ κίνητρα ρευστά και σύμμεικτα σαν αυτά που κουβαλάμε όλοι. Αυτά για τα κίνητρα. Για τις αιτίες της «κατάστασης» δεν υπάρχει μη κυβερνητική δομή και τοπικές οργανώσεις, δεν γίνονται συνέδρια στο Κάιρο∙ τουλάχιστον όχι σε εσωτερικούς χώρους. Η πραγματικότητα δικαιολογεί κάθε εγχείρημα που προεκτείνει τη δράση του στην κοινωνική αλληλοϋποστήριξη μακριά από τους επίσημους θεσμούς και τα μαγαζάκια του. Το δικαιολογεί ή ακόμη το επιτάσσει, τουλάχιστον όσο τα αίτια εμμένουν και «η εξέγερση είναι δίκαιη».
Πέρα όμως από την πραγματική, έστω και μερική, προσφορά σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, το στοίχημα της σύνδεσης μιας αφηρημένης συλλογικότητας με την πολιτική πάλη, ενάντια σε ένα σύστημα που «χρειάζεται κοινωνικά ευπαθείς» για να επιβιώσει, εκκρεμεί. Όσο η ριζική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αναβάλλεται, οι νέες συλλογικότητες της πόλης, της γειτονιάς, της πλατείας θα συνεχίζουν να αξιοποιούνται από τον επίσημο πολιτικό λόγο ως ειρηνικές κινήσεις ευαίσθητων πολιτών. Όσο η κριτική και η πράξη «μεταθέτουν» την πολιτική στο όνομα μιας καινοφανούς συλλογικότητας με αξιώσεις αληθινής δημοκρατίας και οικουμενικών δικαιωμάτων εντός του υπάρχοντος συστήματος, όλες αυτές οι φωνές διεκδίκησης θα μοιάζουν με απολύτως αναγκαίες σιωπηρές κραυγές.
[47]
Ξένια Μαρίνου
Σκιές ιστορίας από το περιθώριο*
Η
Κραυγή του Λαού είναι ενδεχομένως η πιο καλοστημένη μίξη Ιστορίας και μυθοπλασίας που επιχειρήθηκε ποτέ σε graphic novel. Μια περιθωριοποιημένη μορφή τέχνης, το κόμικ, συναντά στο περιθώριο του Παρισιού τους αντιήρωες της Ιστορίας που και αυτή με τη σειρά της θα σταλεί στο περιθώριο, αμέσως μετά την κορυφαία στιγμή της. Ιστορικά γεγονότα και μυθοπλασία ξεκινούν σε πορεία παράλληλη, με την αστυνομία να παζαρεύει μέσα στη νύχτα τη συγκάλυψη ενός εγκλήματος σε κάποια γέφυρα του Σηκουάνα, και τον αστυνόμο Μεπλισέ να προβλέπει εξεγέρσεις στα κόκκινα προάστια. Διάσπαρτες, αρχικά ασύνδετες αλλά διεισδυτικές ματιές στην πόλη συγκροτούν τις ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα που σταδιακά διασταυρώνονται και ενώνονται μέσα στο εξεγερμένο Παρίσι. Οι ήρωες της μυθοπλασίας του Vautrin –τυχοδιώκτες, κακομοίρηδες, μανιακοί στα όρια λογικής και περιθωρίου– έρχονται σε πρώτο πλάνο, ενώ στο βάθος μαίνεται η πρώτη κοινωνική επανάσταση των εργατών. Τα προσωπικά δράματα μοιάζουν αρχικά να ξεδιπλώνονται ανένταχτα και ανεπηρέαστα από την Ιστορία, όμως στην πορεία οι ήρωες παίρνουν θέση, καθένας με το δικό τρόπο, στα στρατόπεδα της επανάστασης. Στην ιστορική καταγραφή συμβάλλουν και οι δύο δημιουργοί, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα όσον αφορά τη μορφή του graphic novel ανήκει σχεδόν αποκλειστικά στον Tardi. Το στοιχείο εκείνο που έχει σαφώς διατηρηθεί από το μυθιστόρημα του Vautrin είναι μια κατά κύριο λόγο γραμμική αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, που ξεκινά την 18η Μαρτίου και φτάνει στο τέλος της αιματηρής εβδομάδας. Ωστόσο στο graphic novel ο Tardi επιμηκύνει το σενάριο, δίνοντας περισσότερο χρόνο στα γεγονότα που μεσολαβούν μέχρι την πτώση της Κομμούνας, γεγονός που * Ταρντί – Βωτρέν, Η κραυγή του λαού: Ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, ΚΨΜ, Αθήνα 2011.
δικαιολογεί την έκδοση τεσσάρων τόμων, στη θέση του αρχικού σχεδίου έκδοσης τριών.1 Το ταξίδι στην Ιστορία στηρίζεται πάνω στα διατάγματα του Κεντρικού Κομιτάτου και την υλοποίηση όσων από αυτά εντέλει εφαρμόστηκαν, ακολουθώντας σημαντικές ημερομηνίες της ιστορίας της Κομμούνας, ενώ πλαισιώνεται από ιστορικές προσωπικότητες της πολιτικής ζωής και των ανώνυμων οδοφραγμάτων. Παρότι ο Vautrin δεν το έχει ποτέ επιβεβαιώσει, το κομμάτι της μυθοπλασίας, μοιάζει και αυτό να στηρίζεται σε ένα εκκλησιαστικό σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε τις μέρες της Κομμούνας, ξεσηκώνοντας το διεθνή Τύπο: σε κρύπτη, κάτω από το μοναστήρι της εκκλησίας Saint-Laurent, στο Faubourg Saint-Antoine του 10ου Διαμερίσματος του Παρισιού, βρέθηκαν παλιότεροι σκελετοί ανδρών και πρόσφατα πτώματα γυναικών που είχαν δολοφονηθεί από μοναχούς και ηγούμενους. Από εκεί και πέρα όμως το graphic novel αποτελεί ουσιαστικά δημιούργημα του Tardi και πρόκειται για μια ακόμα μεταγραφή μυθιστορήματος,2 δημιουργώντας επί της ουσίας ένα καινούργιο κείμενο, αντί να περιοριστεί στη λογική μιας απλής εικονογράφησης. Ο σχεδιαστής επεμβαίνει σημαντικά και εύστοχα στον περιορισμό και την αλλαγή διαλόγων, ακολουθώντας μια ακόμα πιο ιδιόρρυθμη διάλεκτο του δρόμου, ανιχνεύσιμη κυρίως σε λαϊκά έντυπα και σπανιότερα σε εφημερίδες του 19ου αιώνα, ενώ ταυτόχρονα προχωρά στην προσθήκη προσώπων σε δεύτερους ρόλους προκειμένου να φέρει σε μια
1. Le Cri du Peuple, 4τομο: Les Canons du 18 Mars (2001), L’espoir assassiné (2002), Les heures sanglantes (2003), Le testament des ruines (2004), εκδ. Casterman. 2. Στη λογική του graphic novel ο Tardi μεταγράφει το Le petit bleu de la côte ouest του Jean-Patrick Manchette, 5 άλμπουμ βασισμένα σε polar του Léo Malet από όπου χρησιμοποίησε τον ήρωα Nestor Burma, καθώς και το μυθιστόρημα Jeux pour mourir του Géo-Charles Véran. Στην περίπτωση του Céline (Voyage au bout de la nuit, Casse-Pipe, Mort à Crédit) ή ακόμα και του Jules Verne, περιορίζεται σε απλή εικονογράφηση.
[48]
πιο αστυνομική εκδοχή το κομμάτι της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση με άλλες δουλειές του, Η Κραυγή του Λαού συνειδητά δεν ακολουθεί ένα σφιχτό και μοιρασμένο χρονοδιάγραμμα, με τα Κανόνια της 18ης Μάρτη (ολόκληρο δηλαδή τον πρώτο τόμο της γαλλικής έκδοσης) να καλύπτει ουσιαστικά μια μέρα, ενώ τους υπόλοιπους τρεις να δια τρέχουν συνοπτικά τους δυο μήνες εστιάζοντας στην κορύφωση της αιματηρής εβδομάδας. Η σχέση του Tardi με την Ιστορία, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της δουλειάς του, παρά το γεγονός ότι συχνά δηλώνει πως το αποτέλεσμα στα άλμπουμ του απέχει πολύ από την ιστορική ακρίβεια, μιας και «ο ιστορικός ασχολείται με τον αριθμό οβίδων ανά τετραγωνικό μέτρο», κάτι που δεν απασχολεί ιδιαιτέρως τον ίδιο. Η Ιστορία για αυτόν αποτελεί συνήθως την αφορμή και το κάδρο μέσα στο οποίο θα στηθούν οι ήρωές του, ενώ ενίοτε προβαίνει ηθελημένα και στην αλλοίωσή της, προκειμένου απλά και μόνο να εξυπηρετηθεί η δραματική αφήγηση. Πέρα από το εξαιρετικό εικαστικό αποτέλεσμα, η εξοικείωση του Tardi με την Ιστορία και η άνεσή του να της κλείνει το μάτι είναι ενδεχομένως το πιο συναρπαστικό στοιχείο στο έργο του. Με αυτόν τον τρόπο, οι αναχρονισμοί μέσα στο άλ-
μπουμ, όπως η παρουσία του Blanqui την ημέρα των εκλογών της Κομμούνας (ενώ στην πραγματικότητα είχε ήδη συλληφθεί από τις 18 Μάρτη), ή η γέννηση του έργου L’origine du Monde του Gustave Courbet (έργο του 1866 και όχι του 1871), αποδεικνύονται στοιχεία λειτουργικά που αφομοιώνονται και συγκροτούν τον συνεκτικό ιστό μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Αλλά και σε ό,τι αφορά το καθαρά σχεδιαστικό αποτέλεσμα, ο Tardi ξεφεύγει από την απλή αναπαράσταση οπτικών ντοκουμέντων (φωτογραφιών κ.λπ.) και δεν διστάζει να αλλάξει μορφή σε σημεία της πόλης ρισκάροντας διαφοροποιήσεις στην προοπτική του τοπίου, αλλά κερδίζοντας πάντα στο τελικό αποτέλεσμα και στην ιστορία που έχει να διηγηθεί. Οι πηγές του είναι αναρίθμητες (μουσεία, φωτογραφίες, αντικείμενα, συζητήσεις με ιστορικούς) και στην προσπάθειά του να αποφύγει ζωγραφικά και καλλιτεχνικά εν γένει έργα ως πηγή πληροφόρησης, καταφεύγει σε γραπτές μαρτυρίες και αναμνήσεις Κομμουνάρων, ιδιαίτερα στα κείμενα του δημοσιογράφου της εφημερίδας Père Duchêne, Maxime Villaume (Mes Cahiers Rouges au temps de la Commune), από όπου αντλεί περιγραφές και χρονογραφήματα. Βοηθητικό στοι-
[49]
χείο στην ανασύνθεση της Ιστορίας είναι το δίχως άλλο και η παρουσία του φωτογράφου, από τον φακό του οποίου περνούν οι σημαντικότερες καταγραφές οδοφραγμάτων, μα και σπουδαίες στιγμές, όπως η κατεδάφιση της στήλης στην πλατεία Vendôme. Οι Κομμουνάροι ποζάρουν στα οδοφράγματα, κυρίως στο εσωτερικό της πόλης και όχι τόσο στις γραμμές του μετώπου, ενώ παράλληλα, μια σειρά πορτρέτων που σώζονται ως σήμερα –και που αρχικά εκτιμήθηκε λανθασμένα ότι συνέβαλαν στην ενοχοποίηση Κομμουνάρων την περίοδο της δίκης– μαρτυρούν τη συμμετοχή ανθρώπων κάθε φύλου και ηλικίας στην επανάσταση. Μέσα από τις σελίδες του κόμικ περνούν πιστά αντίγραφα, από τον οπλισμό και τις στολές των ένοπλων Κομμουνάρων, μέχρι τις πόρτες της φυλακής Roquette και τα δημόσια κτίρια, ενώ σε δεύτερο πλάνο εντοπίζει κανείς τις αφίσες του Εθνικού Τυπογραφείου που προσπερνούν καθημερινά οι εργάτες στους τοίχους των δρόμων του Παρισιού. Οι αφίσες των Κομμουνάρων, αλλά και όλη η δραστηριότητα γύρω από την παραγωγή και δια νομή του ενημερωτικού υλικού της Κομμούνας, συγκροτούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της. Παρά το πλήθος των τυπογραφείων που επιστρατεύονται ή ενοικιάζονται για την ενημέρωση του εξεγερμένου Παρισιού, καίρια θέση κατέχει το Εθνικό Τυπογραφείο, ένας στρατηγικής σημασίας οργανισμός που το 86ο τάγμα Φεντεραλιστών της Εθνοφυλακής σπεύδει να επιτάξει για να τον θέσει στις υπηρεσίες της Κομμούνας. Εκεί τυπώνονται με μεγάλη αυστηρότητα οι αποφάσεις του Κεντρικού Κομιτάτου, τα διατάγματα, καθώς και η Journal Officiel. Παρά την πληθώρα μπροσούρων και προκηρύξεων που προκύπτουν από τυπογραφεία ιδιωτών και σώζονται ακόμα, ο Tardi επιλέγει να στολίσει τους τοίχους της πόλης σχεδόν αποκλειστικά με αφίσες του Εθνικού Τυπογραφείου, διακριτές από το τρίπτυχο liberté-égalité-fraternité, ενώ φροντίζει να αποδώσει πιστά την ιδιαίτερη κατανομή του κειμένου και την αρίθμησή, στοιχεία που πιστοποιούσαν την προέλευσή τους και τις καθιστούσαν αναγνωρίσιμες από μεγάλη απόσταση, κάνοντας ενδεχομένως με αυτόν τον τρόπο μια ιδιαίτερη αναφορά στο Εθνικό Τυπογραφείο και
τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε την άνοιξη του 1871. Πέρα όμως από την προφανή έρευνα του Tardi, υπάρχει μια δεύτερη, κρυμμένη θα έλεγε κανείς ιστορική αποτύπωση, η οποία στην πραγματικότητα εξελίσσεται σε πολιτική ερμηνεία των γεγονότων και ουσιαστικό σχολιασμό. Πρόκειται για την χωροταξική αναδιαμόρφωση της γαλλικής Μητρόπολης και τον αποκλεισμό των εργατών από σημαντικό κομμάτι, μιας πόλης άλλοτε δικής τους. Με μια πρώτη ματιά, η ιστορία που παρουσιάζεται στο κόμικ μοιάζει να ξεκινά και να τελειώνει με την άνοδο και την πτώση της Κομμούνας. Όμως μέσα από το επίμονο σουλατσάρισμα των ηρώων της Κραυγής του Λαού, ο Tardi θα μπορέσει, με μια οπτική αφήγηση, να εξιστορήσει μια διαφορετική και ακόμα πιο παλιά ιστορία, αυτήν του «εκσυγχρονισμού» της επαναστατικής πρωτεύουσας. Όταν ο καπετάνιος και ο Ζικέ αναλαμβάνουν να μεταφέρουν τον Γκροντέν στην Κουκουβάγια, ο ρυθμός της αφήγησης κόβεται απότομα και το στοιχείο της αγωνίας –εύκολο εργαλείο στα χέρια του Tardi– χάνεται ηθελημένα. Η ως τότε καταιγιστική δράση αντικαθίσταται από τα μακρόσυρτα πλάνα της διαδρομής των ηρώων ανά μεσα στο κέντρο και τα εργατικά προάστια. Ο σχεδιαστής συνειδητά αφιερώνει αλλεπάλληλα καρέ και πλήθος σελίδων κάθε φορά που οι ήρωες κάνουν τη συγκεκριμένη διαδρομή, αποδίδοντας έτσι στο ακέραιο μια βραδύτητα που οι εργάτες είναι καταδικασμένοι να υποστούν στο πέρασμά τους από το λαμπερό κέντρο στα θλιβερά προάστια. Ο χρόνος στο κόμικ διαστέλλεται και το καταστροφικό έργο του βαρόνου Haussmann με τη
[50]
διαίρεση της πόλης σε κέντρο και βιομηχανική ζώνη, έρχεται στο προσκήνιο με αριστοτεχνικό τρόπο. Η δεκαετία 1858-1868 υπήρξε το απόγειο της εφαρμογής των σχεδίων της Β΄ Αυτοκρατορίας όσον αφορά τη μετατροπή του πρώτου Διαμερίσματος σε κέντρο εξουσίας και καταστολής, όταν 10.000 εργάτες διώχνονται από τα έως τότε φθηνά σπίτια της Cité για να ακολουθήσουν το δρόμο της Belleville και της Montmartre, ενώ στη θέση των κατεδαφισμένων γειτονιών υψώνονται το Αρχηγείο της Αστυνομίας (που θα ολοκληρωθεί το 1906) και το Δικαστικό Μέγαρο. Παράλληλα, μέσα από συζητήσεις και σχέδια που ξεκινούν κοντά στο 1840 και οργανώνονται μετά την επανάσταση του 1848, η πόλη οχυρώνεται για πολλοστή φορά στην ιστορία της, ενώ παράλληλα ενισχύεται με 16 φρούρια υπό το φόβο κοινωνικών εξεγέρσεων. Στο σχέδιο αποκλεισμού των ταραχών της πρωτεύουσας εντάσσεται και η κατασκευή καινούριων σιδηροδρομικών σταθμών σε κεντρικά σημεία της πόλης –για τη μεταφορά στρατού από την επαρχία– με στόχο την άμεση καταστολή κάθε πιθανής εξέγερσης. Ο Tardi περιδιαβαίνει με τα βήματα του Ζικέ και των υπολοίπων ηρώων όλα τα καινούργια στοιχεία της πόλης με μεγάλη ακρίβεια για να οδηγηθεί στις παραγκουπόλεις. Εκεί, οι εργατικές τάξεις, ζουν τις συνέπειες των έργων του Haussmann («καλλιτέχνη της κατεδάφισης» κατά τον Benjamin) και γκετοποιούνται, ενώ στην ήδη εξαθλιωμένη καθημερινότητά τους προστίθενται κάποιες ώρες, πεζής συνήθως, πορείας προς και από το κέντρο. Η πόλη έχει πια χωριστεί στα δύο. Το φωτεινό κέντρο ρίχνει τη σκιά του στα προάστια και οι «μαύρες» παραγκουπόλεις γίνονται τελικά κόκκινες. Ενδεικτική η επιμονή του Tardi να σχεδιάζει τα μεγαλύτερα οδοφράγματα –ιδιαίτερα αυτό
της Rivoli– υψωμένα στα boulevards που ανοίχτηκαν από τον Haussmann για την αποφυγή συρράξεων, οδοφραγμάτων και για άμεσο έλεγχο του πλήθους. Οι εργάτες απάντησαν στο έργο της Β΄ Αυτοκρατορίας, μέσα σε αυτούς ακριβώς τους δρόμους, υψώνοντας οδοφράγματα που κατά περιπτώσεις έφτασαν σε ύψος το δεύτερο όροφο των γύρω σπιτιών, ενώ κατά την αιματηρή εβδομάδα οι εμπρησμοί είχαν σαν στόχο ως επί το πλείστον κτίρια εξουσίας και διοίκησης. Ο Tardi κάνει μια σαφή επιλογή ως προς την προβολή και την ερμηνεία της Κομμούνας. Το βλέμμα του εστιάζει στο στρατόπεδο των εργατών και τάσσεται απόλυτα μαζί τους, φέρνοντάς τους για πρώτη φορά στο προσκήνιο, ενώ η πλευρά των Βερσαλλιών καταδικάζεται στο σκοτάδι. Αυτό που δίνει στο κόμικ λόγο και υπόσταση λοιπόν δεν είναι η ιστορική τυπολατρία του graphic novel για την Κομμούνα, αλλά η ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση του Tardi που αφήνει κατά μέρος εθνικές παραμέτρους και προβάλλει συστηματικά στοιχεία που συνηγορούν στον ταξικό της χαρακτήρα. Εξάλλου η εμπλοκή του Tardi με την Ιστορία, συνήθως δεν έχει να κάνει απλά και μόνο με μια προσωπική αδυναμία για την εποχή που περιγράφει. Στην πραγματικότητα μοιάζει να αποτελεί σχόλιο, κατάρα ή ευχή για την εποχή στην οποία γεννιέται το κάθε του έργο, γι᾽αυτό και το περιθώριο που σκιαγραφεί είναι πάντα αναγνωρίσιμο, κοντινό και οικείο. Η ιστορία του Tardi τιμωρεί όσους δεν διαλέξουν το πόστο τους. Έτσι, ένας προς έναν, οι «κακομοίρηδες» κραυγάζουν, παίρνουν τα όπλα και ακόμα και όταν χάνουν, βρίσκουν συνέχεια της Ιστορίας τους σε ένα κοινό όραμα που συνοψίζει ο Ζικέ στο τελευταίο απρόβλεπτο καρέ: Ούτε Θεός ούτε Αφέντης.
[51]
Άγης Πετάλας
Η ανθρωπιά του προοδευτικού αντικομμουνισμού*
Τ
α Πορφυρά γέλια, το τελευταίο μυθιστόρημα του Μ. Φάις, είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό, και με τον τρόπο του, αφόρητα επικαιρικό: το πρόσφατο ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού βρήκε, με κάποια έστω καθυστέρηση, σε αυτό, το λογοτεχνικό του αντίστοιχο. Τούτη η καθυστέρηση είναι φυσιολογική: όλες οι συνάψεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών του ανθρώπινου λόγου μαστίζονται από έναν τέτοιο ανακριβή συγχρονισμό. Κι ωστόσο, η καθυστέρηση αυτή δεν απέβη μοιραία για το έργο του Μ. Φάις: πλάι σε ένα ακόμη άρθρο των Μαραντζίδη και Καλύβα για την «κόκκινη βία» της αντίστασης και του εμφυλίου, σε κάποιο κυριακάτικο φύλλο, το μάτι του αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να γλιστρήσει στη σελίδα της λογοτεχνικής κριτικής, χωρίς να αισθανθεί πως ο νους του πήδηξε γρήγορα από ένα θέμα σε ένα άλλο. Πριν προχωρήσουμε, ας δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στις σελίδες του μυθιστορήματος, που χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, δεν είναι παρά μια ακολουθία καταιγιστικών διαλόγων σε στεγνά διαλογική-θεατρική φόρμα, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας νέος και η γιαγιά του, που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ο εγγονός μαίνεται κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολυβολεί με κοφτές, σκληρά ειρωνικές και κυνικές διακηρύξεις την ιστορία, την ιδεολογία και τους ηγέτες του. Από το στόμα του εγγονού δεν ξεφεύγει σχεδόν κανείς και τίποτε που να έχει έστω και αμυδρή σχέση με το ΚΚΕ και ο αναγνώστης πρέπει να έχει μακρά θητεία στη μελέτη της ιστορίας του ΚΚΕ για να παρακολουθήσει ένα τόσο ιστορικά «λεπτομερές» υβρεολόγιο. Η γιαγιά υποβάλλεται από τον εγγονό της σε έναν διαρκή εξευτελισμό εξαιτίας της ολόψυχης ταύτισής της με ακριβώς αυτά τα πρόσωπα, αυτή την ιδεολογία, αυτό το Κόμμα. Υπήρξε κάποτε, μαθαίνει ο αναγνώστης, η δογματική «Κόκκινη * Μισέλ Φάις, Πορφυρά γέλια, Πατάκη, Αθήνα 2010.
Δασκάλα», που υπέταξε ολοκληρωτικά τη ζωή της στις προσταγές του Κόμματος και του Νίκου Ζαχαριάδη. Η άμοιρη γριούλα, αντί οποιασδήποτε αντίκρουσης, ψελλίζει ακατάληπτες φράσεις, νοητικά ανήμπορη να αρθρώσει αντίλογο στις παράφορες επιθέσεις του εγγονού της. Μα το πρόσωπο που είναι (αφανώς) παρόν σε τούτο το διάλογο είναι η μορφή του (νεκρού) παππού, ενός ταπεινού ανθρωπιστή της εποχής του, υποβολέα του εθνικού θεάτρου και συγκεκριμένα της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, επίμονου μεταφραστή των Βακχών του Ευριπίδη, ο οποίος υπέστη διώξεις από το Κόμμα στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Ο νέος αναφέρεται συνεχώς στο αγαπημένο πρόσωπο του παππού του και ταυτόχρονα ψέγει την κομματική «τύφλωση» της σκληροτράχηλης γιαγιάς του (του «θηλυκού Ζαχαριάδη της ζωής του», όπως την αποκαλεί ο εγγονός), που όχι μόνο δεν αντιστάθηκε στην κομματική καταδίωξη του παππού, αλλά αντίθετα την επικρότησε, αμετανόητα πιστή στον «ανθρωποφαγικό» σαδισμό του Κόμματος. Από ένα μαγνητόφωνο, ακούγεται η καταγεγραμμένη από τον εγγονό εύθραυστη φωνή του παππού που απαγγέλλει αποσπάσματα της μετάφρασής του των Βακχών. Έτσι, ο εγγονός εισάγει στο σκηνικό υπόβαθρο τον ευριπίδειο λόγο, που λειτουργεί ως διαρκής υπόμνηση της οντολογικής αβύσσου από την οποία ξεμυτίζει και στην οποία καταλήγει ο κατά Φάις μαιναδισμός της διαχρονικής, επαναστατικής βίας. Δύο άλλα πρόσωπα, που σαν φαντάσματα αναδύονται από τα σκοτάδια της νοσηρής ιστορίας της οικογένειας κάνουν επίσης τη φαρσική τους εμφάνιση στο κυψελιώτικο ρετιρέ όπου εκτυλίσσεται το δράμα. Πρόκειται για τα παιδιά της γιαγιάς, τον Στάθη, τηλεπωλητή βιβλίων παλαβής μεταφυσικής συνωμοσιολογίας, και τον Στράτο, φυλακισμένο μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Σε τούτη τη θορυβώδη σκηνή, η μορφή του παππού αναδύεται κι αυτή από μια καταπακτή, ένα γυμνό, χθόνιο,
[52]
βουβό φάντασμα που παίζει ακορντεόν. Ο νέος ξαναπιάνει το νήμα της λεκτικής εξόντωσης της γιαγιάς, μα τούτη τη φορά, σαν να έχει ξυπνήσει από το λήθαργο της ολοκληρωτικής της άνοιας, εκείνη μοιάζει να ανταποκρίνεται προσωρινά, με έναν παράδοξο, παραληρηματικό τρόπο, που φλέγεται από εσωτερική ένταση: εκφράζει τη σχεδόν ιερή αγάπη της για το πρόσωπο του Νίκου Ζαχαριάδη, πενθεί για την τραγική κατάληξή του και, παράλληλα, ξεστομίζει κάποια λόγια αυτο-υπεράσπισης, που όμως, στο εξαρχής υπονομευμένο από τον συγγραφέα πεδίο των λόγων της, μοιάζουν εξ ορισμού υποκριτικά, ξύλινες, στερεότυπες δικαιολογίες που μεγαλύνουν τη φρίκη που θέλουν να καλύψουν. Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος απαρτίζεται από τέσσερις ξεχωριστές αφηγήσεις, που εναλλάσσονται εξακολουθητικά, ως την προ οδευτική κατάληξη της καθεμιάς τους: Στην πρώτη αφήγηση, ο παππούς (που αποκαλείται «φτερουγισμένος παππούς») αναθυμάται την ιστορία της παρ’ ολίγον εξόντωσής του από τους ίδιους τους συντρόφους του. Η δεύτερη αφήγηση ανήκει στη γιαγιά (που αποκαλείται «γιαγιά που ξεχάστηκε») και εξαντλείται σε φαντασιώσεις για το πώς θα κυλούσε η ζωή στη χώρα, ύστερα από την επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στον Εμφύλιο. Στο σημείο αυτό, ο Μ. Φάις, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την χιλιοειπωμένη κοινοτοπία σύμφωνα με την οποία, αν είχε επικρατήσει ο ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο, η Ελλάδα θα είχε μετατραπεί σε ένα γιγάντιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, μας παρουσιάζει, σε «σατιρικούς» τόνους, μια γελοία δυστοπία, υπενθυμίζοντάς μας ότι τούτη η δυστοπία ταυτίζεται με το αληθινό, επιθυμητικό όνειρο της κόκκινης δασκάλας και των ομοίων της. Η τρίτη αφήγηση ανήκει σε ένα μέλος της Αυτοάμυνας (που αποκαλείται «δαίμονας του παππού»), το οποίο επιφορτίστηκε με το καθήκον να δολοφονήσει τον παππού για λογαριασμό του κόμματος. Το ότι ο παππούς επέζησε από τούτη την ανόσια καταδίωξη, δεν οφείλεται –πληροφορείται ο αναγνώστης– ούτε στη σωτήρια παρέμβαση της κομματικά πιστής συζύγου του ούτε στην (αδιανόητη για ένα σωστό δολοφονικό όργανο του Κόμματος) ευσπλαχνία του εκτελεστή της Αυτοάμυνας,
αλλά, απλώς, σε ένα τυχαίο συμβάν που ξεστράτισε τη σφαίρα του δολοφόνου. Υποκείμενο της τέταρτης και τελευταίας αφήγησης είναι ο ίδιος ο εγγονός (που αποκαλείται «καυλωμένος εγγονός»), ο οποίος μονολογεί, σπαρασσόμενος από τον στομωμένο ερωτισμό που του εμπνέουν δύο γυναίκες, η μία απόγονος εγκλείστων σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, η άλλη απόγονος δεσμωτών σταλινικού γκουλάγκ. Όπως το θέτει με τη γλώσσα του εγγονού ο Μ. Φάις: «Κολίμα – Μπιρκενάου σημειώσατε Χ». Ας σκύψουμε για λίγο σε ορισμένες μόνο από τις συνδηλώσεις και αλληγορίες των λογοτεχνικών σχημάτων του συγγραφέα: Το θύμα της Ιστορίας είναι ο παππούς, ένας γλυκός και ήπιος ανθρωπιστής με αξιώσεις διανοουμένου, συντριμμένος στις μυλόπετρες μιας «ολοκληρωτικής ιδεολογίας» και ενός «εγκληματικού» πολιτικού σχηματισμού, που κατασφάζει τα ίδια του τα μέλη. Η ιδιότητα του παππού, ως επίδοξου διανοουμένου, είναι αυτή που του προσδίδει όλη του τη δραματική αίγλη. Η συναισθηματική και κριτική εγρήγορση, ιδιότητες ενός «σκεπτόμενου» υποκειμένου, μας διδάσκει ο Μ. Φάις, είναι αυτές που μπορούν αρχικά να παρασύρουν ένα τέτοιο πρόσωπο σε μια «ουτοπική γιορτή». Ταυτόχρονα, οι ίδιες ιδιότητες, είναι εκείνες που μοιραία συγκρούονται με τη βίαιη βακχεία στην οποία καταλήγει μια τέτοια «γιορτή». Στο πρόσωπο του παππού, το ήθος της καλοσύνης του ένσαρκου προσώπου συγκρούεται με το βίαιο ήθος της Ιστορίας. Η γιαγιά δεν είναι παρά η μετωνυμία ενός πολιτικού Κόμματος, του οποίου η ιστορική συνεισφορά, κατά τον εγγονό-Μ. Φάις, εξαντλείται στην εμπέδωση της φονικής μανίας καταστροφής και αλληλοεξόντωσης, της ακραιφνούς προσωπολατρίας και του παραμερισμού κάθε ανθρώπινου συναισθήματος έναντι του υπέρτερου στόχου της εγκαθίδρυσης ενός «στρατοπεδικού» κομμουνισμού. Μια τέτοια γιαγιά, ένα τέτοιο Κόμμα, μας νουθετεί ο Μ. Φάις, δεν μπορεί παρά να έχει καταλήξει, σήμερα, ένα θλιβερό, γηραλέο ανθρώπινο σκύβαλο με ολοκληρωτική άνοια. Ό,τι μας έχει αφήσει για παρακαταθήκη τούτη η γιαγιά, αυτό το Κόμμα, υπαινίσσεται ο Μ. Φάις, είναι «η νεοσταλινική μνήμη», μαζί με δυο άλλα
[53]
κακά γεννήματα της στρεβλής της μήτρας: την ανόητη αριστερίστικη τρομοκρατική βία και την ουφολογική συνομωσιολογία, πασπαλισμένη με μπόλικη νεοβυζαντινή πατριωτική αγυρτεία. Η ζωική ορμή που αναβλύζει από την ψυχή του εγγονού παρεκτρέπεται σε ένα συνονθύλευμα εφιαλτικών ονειρώξεων, όπου η βία, ο ερωτισμός, ο αναστοχασμός της Ιστορίας, εκβάλλουν σε μια παραληρηματική αμηχανία. Ο εκτελεστής της Αυτοάμυνας, τέλος, είναι ο αντίποδας του παππού. Αν ο διανοούμενος παππούς είναι θύμα της ρομαντικής του ευπιστίας, ο λαϊκός άνθρωπος που ενσαρκώνει ο εκτελεστής της Αυτοάμυνας είναι πιστός ακριβώς επειδή είναι ένας ακαλλιέργητος, καθημερινός τύπος. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια γνώριμη φιγούρα: αυτή του λαϊκού ανθρώπου, υποψήφιου βασανιστή και τυπικού υποχειρίου του «ολοκληρωτισμού», του ίδιου ανθρωπότυπου που εμφανίζεται στον Φασισμό, τον Κομμουνισμό, την Ελληνική Χούντα και γενικώς σε όλα τα καθεστώτα που ο Μ. Φάις πασχίζει, με κάθε μέσο και τρόπο, να εξομοιώσει. Αν το πρώτιστο θέμα της κριτικής μας ήταν τα Πορφυρά γέλια ως μυθιστόρημα πολιτικά καταγγελτικό και ιστορικά «διδακτικό», θα δοκιμάζαμε απλώς (πράγμα που θα μας ήταν ευκολότερο) να
δείξουμε το γιατί τα στοιχεία του ηθικού ολέθρου που μας παρουσιάζει ο Μ. Φάις για θέσφατα ως προς την αποτίμηση εποχών, ηγετών, στελεχών και απλών μελών του ΚΚΕ, τα έχει αντλήσει από την πιο σκουριασμένη αντικομμουνιστική εργαλειοθήκη· θα δείχναμε το γιατί η ιστορία του ΚΚΕ δεν είναι «ένα μπαμ και ένα κρακ»· το γιατί ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Άρης Βελουχιώτης δεν ήταν «πρωτοξάδερφα στη βία»· το γιατί ο Νίκος Ζαχαριάδης, όταν γύρισε από το Νταχάου δεν είχε «χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο»· το γιατί τα μέλη του ΚΚΕ δεν βγαίνουν μέσα από τον «Νικολάκη, ο Νικολάκης μέσα από τον Σήφη, ο Σήφης μέσα από τον τσάρο». Πράγματι, αν διαλέξει κανείς να αντιπαρατεθεί με τις αμέτρητες σκαιές ύβρεις, που με το άλλοθι της «θεατρικότητας» και της «προφορικότητας» –δηλαδή μιας καλλιτεχνικής-μορφικής «πρωτοτυπίας» που πολύ επαινέθηκε από την κριτική– επιτρέπουν στον εγγονό-Μ. Φάις να ξεσπαθώσει πολιτικά (μια υπερβολικά ευδιάκριτη εκτόνωση εκ μέρους του συγγραφέα), προσωρινά απελευθερωμένος από τις «ορθόδοξες» λογοτεχνικές συμβάσεις, οι δυνάμεις μας θα εξαντλούνταν σύντομα από την απόγνωση. Το θέμα όμως, το υπαινιχθήκαμε ήδη, δεν είναι τόσο το μυθιστόρημα Πορφυρά γέλια καθαυ-
[54]
τό, αλλά η καλή αφορμή που μας δίνει να εντοπίσουμε στο περιεχόμενό του, το είδος και τα όρια ενός σύγχρονου αντικομμουνισμού, που αναπαράγεται με λίγο-πολύ όμοιους όρους σε μια σειρά από άρθρα και αφηγήματα που εμφανίζονται πλέον με καταιγιστική συχνότητα σε μυθιστορήματα, μα εξίσου σε λόγια ή λαϊκά έντυπα ευρείας διάδοσης. Ας διευκρινίσουμε όμως τι εννοούμε με αυτή τη βαριά κατηγορία του αντικομμουνισμού που μόλις εξαπολύσαμε. Αν επιχειρήσουμε στα πρόχειρα να ταξινομήσουμε τις διαχρονικές πολεμικές εναντίον του κομμουνισμού (του αμιγώς θεωρητικού κομμουνισμού ή του ιστορικού κομμουνισμού, του σαρκωθέντος και παθόντος και ταφέντος) μπορούμε να διακρίνουμε δύο εξίσου ισχυρές κριτικές κατηγορίες. Σύμφωνα με την πρώτη κριτική κατηγορία (και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί εξίσου και με την έννοια της μομφής), ο κομμουνισμός είναι εξαρχής και εξ ορισμού ένα θεωρητικό και πρακτικό «σύστημα» άσκησης «ολοκληρωτικής» βίας, «κατάπνιξης της ατομικότητας», «στρατοπεδικού τύπου ομοιομορφίας» και «στραγγαλισμού κάθε ελευθερίας». Αυτού του είδους την πολεμική την εντοπίζουμε στον πυρήνα του θεσμικού αντικομμουνισμού του ψυχροπολεμικού κόσμου. Η εικονοποιΐα του κομμουνισμού σε αυτού του είδους τον λόγο συνοψίζεται σε δυο λέξεις: εκτελέσεις και γκουλάγκ. Σύμφωνα με τη δεύτερη κριτική κατηγορία (η οποία δανείζεται από τη φοβερή ισχύ της κοινοτοπίας σχεδόν το σύνολο του επιχειρήματός της), η «ιδέα του Κομμουνισμού» είναι μια ελκυστική, κατ’ αρχήν, ουτοπία, που όμως είναι καταδικασμένη να παραμένει μια ιστορική κενολογία, ένα μη πρακτικό ιδανικό, λόγω της πανταχού παρούσας, αιώνιας και αμετάβλητης «ανθρώπινης φύσης». Κατά το ίδιο σχήμα, κάθε απόπειρα πραγμάτωσης του «κομμουνιστικού ιδανικού», μοιραία εκβάλλει στην απάνθρωπη τερατωδία μιας ανεξέλεγκτης, σχεδόν οντολογικά εγχαραγμένης στα ανθρώπινα όντα, βίας, πόρισμα που εξάγεται από την παρακολούθηση των ιστορικών γεγονότων και αποδεικνύει απλώς τη θεωρητική ισχύ του αμέσως προηγούμενου αξιώματος. Από διαφορετική αφετηρία, καταλήγουμε μοιραία στις ίδιες εικόνες: εκτελέσεις και γκουλάγκ.
Θα μπορούσε κανείς, στο σημείο αυτό, να διατυπώσει μια ένσταση: οι παραδοχές της δεύτερης κριτικής κατηγορίας δεν συνιστούν αντικομμουνισμό. Ίσα-ίσα, περιέχουν έναν υπόρρητο θρήνο για τη –«δυστυχώς αντικειμενική»– αδυναμία «της ανθρωπότητας» να εκπληρώσει τις επιταγές ενός «ιδεώδους», στο οποίο παρ’ όλα αυτά πιστώνεται μια ευγενική πρόθεση και ένας παραδείσιος σκοπός. Η διαφορά εκείνων που προτιμούν τη δεύτερη πολεμική για να δράσουν (ας τους ονομάσουμε απλώς «τραγωδούς-δημοκράτες») από εκείνους που εμμένουν στις αρετές της πρώτης πολεμικής (ας τους ονομάσουμε «νεομακαρθικούς») είναι πως οι μεν είναι πολιτικά «προοδευτικοί», ενώ οι δε «συντηρητικοί». Και αυτό έχει τη σημασία του, όπως θα δούμε παρακάτω. Ας θυμηθούμε για μια ακόμη φορά μια φράση που περιγράφει το μυθιστόρημα του Μ. Φάις στο οπισθόφυλλο: «ένα μυθιστόρημα για την κατάρρευση της πορφυρής ουτοπίας». Τι κατέρρευσε; Η ουτοπία. Και πότε καταρρέει μια ουτοπία; Όταν προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα. Και γιατί καταρρέει μια ουτοπία που προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα; Η απάντηση βρίσκεται στις Βάκχες! Με λίγα λόγια, η ουτοπία που προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα καταρρέει, διότι η ερεθιστική βακχεία της βίας είναι προέλευση, μοίρα και όριο του όντος και της Ιστορίας του. Ας επιστρέψουμε όμως στην ταξινόμηση που κάναμε στους δύο πόλους της αντικομμουνιστικής πολεμικής: από την πολεμική του νεομακαρθισμού δανείζεται κανείς την εξάρτυση του στρατιώτη και από την πολεμική του τραγωδού-δημοκράτη το κατάλευκο πέπλο των «καλών προθέσεων» με το οποίο καλύπτονται το κράνος, το αμπέχονο και η ρομφαία. Μα ποιο είναι αυτό το στοιχείο σύνδεσης που μπορεί να φέρει τόσο κοντά τον μαχητικό αντικομμουνιστή με τον τραγωδό της «ανθρώπινης» ατέλειας; Ποιο άλλο εκτός από την επίκληση της Ηθικής; Εδώ λοιπόν είναι ο κόμπος! Ο Μ. Φάις έχει φορέσει το πέπλο της δεύτερης πολεμικής (ο κομμουνισμός, μια κατ᾽αρχήν ευειδής, παρθένος δεσποινίς-ουτοπία) και καλπάζει καταπάνω στον εχθρό, με τη λαβή της σπάθας του να σκαλώνει στις πτυχώσεις του λευκού του πέ-
[55]
πλου. Βία, εξανδραποδισμός, προσωπολατρία, γκουλάγκ, Μπούλκες, αυτοκτονίες, απαγχονισμοί, βασανισμοί αστών και τροτσκιστών, κραυγάζει την πολεμική ιαχή του ο Μ. Φάις και ρίχνεται στο θήραμά του έτοιμος να σαρώσει με τη ρομφαία του τις «ιλαροτραγικές επιβιώσεις» που συνιστούν οι «νεοσταλινικοί» του τόπου μας. «Κύριοι», ανακρίνει τα θύματά του πριν τα σκοτώσει ο καβαλάρης της Ηθικής, «Μας υποσχεθήκατε την αταξική κοινωνία της αρμονίας και τι μας δώσατε; Οφείλατε να μας παράσχετε τουλάχιστον ένα νέο Χριστό και εσείς μας προσφέρατε ένα Στάλιν και ένα Ζαχαριάδη» (και τα δύο αυτά ονόματα για τον Μ. Φάις είναι δύο βδελυρά κεφάλια της ίδιας, απόλυτα διαβολικής, Λερναίας Ύδρας). Οι ενάρετοι δεν συγχωρούν ποτέ στους κομμουνιστές τόσο βαριές παρασπονδίες, γιατί τουλάχιστον οι καλόγνωμοι άνθρωποι σαν τον Μ. Φάις αναγνωρίζουν πως η «ουτοπία» ήταν καλή, πως η «ουτοπία» δεν έπρεπε «να χάσει τα λογικά της» (αν και βέβαια οι Βάκχες μας διδάσκουν πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά). Αν αντιτάξει κανείς στον «τραγωδό-δημοκράτη» την –ομολογουμένως κοινότοπη– ένσταση πως και ο αστός, στο ρου της Ιστορίας ψεύδεται, δολοπλοκεί και δολοφονεί, ο «τραγωδός-δημοκράτης», ως
γνήσιος προοδευτικός, θα γλιστρήσει εύκολα από την παγίδα. Δεν τον αφορά καθόλου αυτή η αντιπαράθεση: δεν τρέφει καμία εκτίμηση για τους αστούς, αναγνωρίζει τα «λάθη» και τα παραστρατήματα της αστικής δημοκρατίας («Και καλά, τους δεξιούς χεσμένους τους έχω. Γαϊδούρια ήταν γαϊδούρια παραμένουν. Μια ζωή φιλοτομαριστές. Εμείς γιατί δεν ζητήσαμε μια συγγνώμη από όλον αυτό τον κόσμο; Μια συγγνώμη για τη φρίκη που τον περίμενε αν νικούσαμε», αναρωτιέται ο Μ. Φάις διαμέσου του εγγονού) Στο όνομα της «ουτοπίας», εκείνοι που αποκαλέσαμε «τραγωδούς-δημοκράτες» απαιτούν από τους κομμουνιστές να είναι παντού και πάντοτε η ενσάρκωση της αρετής, η προσωποποίηση και έμπρακτη απόδειξη της «ουτοπίας» στην οποία δηλώνουν πως ομνύουν. Στον σοσιαλισμό, στην ιστορία του σοσιαλισμού, δεν επιτρέπεται να υπάρχουν ποτέ ήρωες, θύματα, μάρτυρες, βλάκες, γραφειοκράτες, άνθρωποι που λάθεψαν. Δεν επιτρέπεται να υπάρχει δεσποτισμός, εργατικός έλεγχος, αυταπάρνηση, τρομοκρατία, τρυφερότητα, παραγωγή χάλυβα, αρχές, παραβίαση αρχών, ερμηνεία, παρερμηνεία, ανατροπή, προσωπολατρία, άδολος θαυμασμός, στρατιώτες, αριβισμός, πυρηνικά, σχολεία, ψυχιατρεία.
[56]
Για να κάνουμε το επιχείρημά μας πιο καθαρό: ο κ. Χ, συγγραφέας μυθιστορημάτων, μπορεί να σφάζεται με τον ορκισμένο ομότεχνό του, για τη διεκδίκηση ενός λογοτεχνικού βραβείου, μπορεί να βάζει παγίδες, να συνωμοτεί με τους φίλους του κριτικούς, να μετέρχεται κάθε μέσο για να εξοντώσει τον ανταγωνιστή του. Ο Νίκος Ζαχαριάδης (ή όποιος άλλος στη θέση του), με την ευθύνη μιας τεράστιας μερίδας του λαού στις πλάτες του, με τα τουφέκια προτεταμένα εναντίον του, με την κόψη του ξυραφιού της χαοτικής και τιτάνιας Ιστορίας να γλύφει τον ανθρώπινο λαιμό του, όφειλε να είναι ένας αγνός, μη βίαιος, έντιμα μελαγχολικός κομμουνιστής, ένας φιλόπτωχος ανθρωπιστής που είχε την υποχρέωση, στις συνεδριάσεις του πολιτικού γραφείου, να απαγγέλλει με θρηνητική φωνή το Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα. Ακόμη και αν όλη η ιστορική τους ύπαρξη, ακόμη και αν ολόκληρος ο κοινωνικός περίγυρος, οι δυσκολίες και οι συνθήκες στις οποίες ζουν και δρουν οι κομμουνιστές αντιστοιχεί στη διαμόρφωση, την εξύψωση ή και τη διαφθορά (αν έτσι θα ήθελε να θέσουμε το πρόβλημα ο Μ. Φάις) των ηθών τους, εκείνοι οφείλουν να στέκουν πάνω και πέρα από όλα τούτα, σωστά τάγματα αγγέλων. Ο Μ. Φάις δεν έχει καμία αμφιβολία πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα: δεν είναι τυχαίο πως φράσεις όπως: «μονολιθικοί; Και βέβαια ήμασταν μονολιθικοί. Όταν πηγαίνεις να πεθάνεις τι θα είσαι;» (ίσως η μοναδική φράση σε όλο το μυθιστόρημα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην ατελείωτη παράθεση «θηριωδιών» που απαριθμεί ο εγγονός-Φάις) παραχώνεται κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα λόγια της ανοϊκής γιαγιάς, ώστε να φαίνεται εξίσου παράλογη, διαστροφική και ανούσια. Πώς άραγε θα μπορούσαν να πετύχουν οι κομμουνιστές μια τέτοια θέωση, μια τέτοια χερουβική πλαισίωση του «ιδανικού», την οποία οφείλουν στους ενάρετους επικριτές των αμαρ-
τωλών προγόνων τους; Μα ασφαλώς μην κάνοντας το παραμικρό. Οι ιδέες δεν λερώνουν τα χέρια. Μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα σε πανεπιστημιακά σεμινάρια. Σε αυτό το σημείο οι «τραγωδοί- δημοκράτες» είναι ένα βήμα μπροστά από τους «νεομακαρθικούς». Μπορούν να ανέχονται τον κομμουνισμό να κυκλοφορεί ως ιδέα, να ανατέμνεται με ακαδημαϊκή σχολαστικότητα ως μια ακόμη ιστορική ουτοπία, σαν ένα ακόμη σκονισμένο χειρόγραφο πλάι στην Πολιτεία του Ήλιου ή τη Νέα Ατλαντίδα, αλλά για το όνομα του καλού Θεού, όταν αυτή η ιδέα τολμά να αξιώνει μερίδιο στην πολιτική Πράξη, τότε πρέπει κανείς να την πατάει στο κεφάλι. Προτιμήσαμε να μην αποτιμήσουμε τα Πορφυρά γέλια από άποψη ιστορική, πολιτική ή λογοτεχνική. Σταθήκαμε μόνο, πολύ λειψά είναι η αλήθεια, σε μια μόνο πτυχή: Το πώς, η φορτική «ανθρωπιά» της Ηθικής επίκλησης, από την οποία τροφοδοτείται ένας ολοένα και σφοδρότερος, σήμερα, ιδεολογικός αγώνας κατά του κομμουνισμού, στην πραγματικότητα απ-ανθρωποποιεί έντεχνα την Ιστορία, ώστε να την εγκλωβίσει για πάντα στην αίθουσα ενός ηθικού δικαστηρίου: Στην αίθουσα αυτή, η Ιστορία δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα μπρος. Σαν πάει να ξεφύγει, οι αστυνομικοί-φρουροί του Ηθικού Νόμου την προλαβαίνουν στην πόρτα και την επαναφέρουν, σιδηροδέσμια, στο εδώλιο. Ακόμη κι όταν, καταδικασμένη πια, την έχουν σύρει στο μπουντρούμι του εξαγνισμού, κάπου σε μια νέα Ακροναυπλία, οι δεσμοφύλακες έχουν πάρει εντολές να επαγρυπνούν: Από κει μέσα μπορεί να αποδράσουν πάλι τα φοβερά παιδιά της, ικανά να καταχωρισθούν στα μελλοντικά εγχειρίδια της Ηθικής εγκληματολογίας, ως ήρωες, ως θύματα ή ακόμη και ως θύτες, ανάλογα με τη μοίρα που θα τους επιφυλάξουν οι πολυκύμαντες εύνοιες και διαβολές των τόπων και των εποχών.
[57]
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑ Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΧΑΙΡΕΙ ΣΕΒΑΣΜΟΥ Με τη συστράτευση του Λαού –και με την επεξεργασία κι εφαρμογή ενός νέου Συντάγματος– είμαστε πεπεισμένοι ότι υπάρχει τω όντι μια δυνατότητα να υπερβούμε τη μεγάλη αυτή κρίση. Η νέα Μάγκνα Κάρτα πρέπει να διατηρεί τη δημοκρατία –ναι, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, όχι όπως συνέβαινε τα 37 πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσής μας. Διατήρηση της δημοκρατίας σημαίνει διατήρηση του κανόνα της ψήφου, που είναι η βάση όλων των μοντέρνων πολιτικών ελευθεριών. Γνωρίζουμε ότι ο κανόνας αυτός είναι το αντίθετο απ’ ό,τι πρυτάνευε στην πρωτόγονη δημοκρατία: στους αρχαίους Έλληνες, ο κανόνας ήταν η καταμέτρηση των ψήφων όσων ήταν ρητά έτοιμοι να πολεμήσουν για το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, και ο Πλάτων (όπως και η ιστορία) έδειξε πώς η πρωτόγονη αυτή δημοκρατία μετατράπηκε σε αταξία και δεσποτισμό. Η δημοκρατία με τη μοντέρνα έννοια πρέπει να οριστεί ως ένας τρόπος να κάνουμε τους ανθρώπους να ψηφίζουν για θέματα για τα οποία κανείς δεν είναι πρόθυμος να πολεμήσει. Το χαρακτηριστικό αυτό πρέπει να εξαρθεί: στο μέλλον θα είναι απαραίτητο να καλούμε τους πολίτες να ψηφίζουν για ένα σωρό πράγματα που δεν βλάπτουν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας· και οι πολίτες πρέπει να συνεχίσουν να διαλέγουν ανάμεσα σε διαφορετικούς υποψηφίους. Όμως οι υποψήφιοι αυτοί, απ’ όπου κι αν προέρχονται, πρέπει με τη σειρά τους να προεπιλέγονται από μια αληθινή ελίτ εντός της πολιτικής εξουσίας, της οικονομίας και της κουλτούρας. Ποια λοιπόν θα είναι η «αφήγησή» μας (για να το θέσουμε όπως οι «κυβερνώντες» μας); Ενώ οι πιο καλλιεργημένοι από τους αντιπάλους μας βρίσκουν μέσεςάκρες τη δική τους αφήγηση στην Αθήνα του Περικλή ή στη Φλωρεντία πριν από τους Μεδίκους –μοντέλα τα οποία πρέπει να παραδεχτούν ότι είναι ανεπαρκέστατα, ωστόσο αντάξια του πραγματικού τους σχεδίου, καθώς αμφότερα επιδεικνύουν σε γελοιωδέστατο βαθμό (και πίσω από τον ουτοπικό ριζοσπαστισμό της υπερ-δημοκρατίας) την αδιάκοπη βία και την αταξία που τους είναι σύμφυτες–, εμείς απεναντίας προβάλλουμε ως δική μας αφήγηση της ποιοτικής κοινωνίας την Πολιτεία της Βενετίας, που στην εποχή της ήταν επαρκής, ακόμη και τέλεια. Ιδού η ομορφότερη κυριαρχία στην ιστορία: κανείς δεν της αντιστεκόταν, ούτε της ζητούσε να λογοδοτεί. Σε αυτήν, επί αιώνες δεν υπήρχαν ούτε δημαγωγικά ψέματα ούτε σοβαρές φασαρίες, και ελάχιστη μόνο αιματοχυσία. Ήταν μια τρομοκρατία αμβλυμμένη από την ευτυχία, την ευτυχία του καθένας στη θέση του. Και δεν λησμονούμε ότι η ενετική ολιγαρχία, που επιστρατεύτηκε σε ορισμένες στιγμές ενάντια στους ένοπλους εργάτες του Αρσενάλε, είχε ήδη ανακαλύψει την αλήθεια, ότι μια ελίτ επιλεγμένη από τους εργάτες πάντοτε απορεί κι εξίσταται με τα παιχνίδια που παίζουν οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας. ΚΕΝ ΣΟΡ (Αύγουστος 1975 – Αύγουστος 2011)
[58]
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ 2.0 Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την πρόσφατη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009, η ελληνική οικονομία επέδειξε αξιοσημείωτες αναπτυξιακές επιδόσεις. Παρά την επιτυχία αυτή, όμως, το κράτος παρέμεινε όμηρος, ως ένα βαθμό, καλά εδραιωμένων ομάδων συμφερόντων, είτε αυτές ήταν συνδικάτα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είτε επιχειρηματικά συμφέροντα στους παραδοσιακούς ή/και χαμηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας κλάδους της οικονομίας. Αυτές οι ομάδες συμφερόντων ένιωσαν να απειλούνται από την πρόκληση των σαρωτικών δυνάμεων του ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και θεώρησαν ότι τα συμφέροντά τους προστατεύονταν καλύτερα από ένα πανταχού παρόν και παντοδύναμο κράτος. Οι πολίτες, επίσης, στην πλειοψηφία τους συνέχισαν να προσβλέπουν στο κράτος για την ικανοποίηση κάθε λογής αναγκών (από αποζημιώσεις για ζημιές από φυσικές καταστροφές χωρίς να έχουν καταβληθεί ασφάλιστρα μέχρι την εξασφάλιση δουλειάς στο Δημόσιο). Η εξάρτηση αυτή από το κράτος έχει οδηγήσει πολλούς πολίτες στην πεποίθηση ότι όλα όσα τους συμβαίνουν δεν είναι αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών για εργασία, αποταμίευση, μόρφωση κτλ., αλλά αποτέλεσμα παντοδύναμων εξωγενών παραγόντων, όπως για παράδειγμα, οι πλούσιοι και οι ισχυροί, oι αγορές, οι μεγάλες δυνάμεις, κ.λπ. Οι αντιλήψεις αυτές έρχονται βεβαίως σε σύγκρουση με τις ανάγκες λειτουργίας μίας σύγχρονης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, η παρούσα κρίση χρέους αναμένεται να αφυπνίσει την κοινωνία στην αναγκαιότητα συμμορφώσεως με τους κανόνες του παγκόσμιου ανταγωνισμού, ασκώντας μία βαθιά παιδευτική επίδραση στους πολίτες.[...] Η εθνική ανεξαρτησία και η ευημερία της χώρας δεν κερδίζεται με την υπερκατανάλωση και την υπερχρέωση, ούτε με την υιοθέτηση «κουτοπόνηρων» εισηγήσεων περί αθετήσεως των δανειακών της υποχρεώσεων. Κερδίζεται με την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της αξιοπιστίας της και με την ανταγωνιστικότητα και την αποταμίευση. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας (σε ισοτιμίες ισοδύναμης αγοραστικής ικανότητας) ανέρχεται στα 7,6 χιλ. δολάρια και της Ελλάδος στα 28,4 χιλ. δολάρια. Ωστόσο, η Κίνα σημειώνει συνεχή και σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, αυξάνοντας συνεχώς τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα (τα οποία σήμερα υπερβαίνουν τα 3.100 δισ. δολάρια), ενώ η Ελλάδα καταγράφει συνεχώς μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό της ισοζύγιο (τα οποία υπερέβησαν τα 30 δισ. ευρώ το 2009) με αποτέλεσμα την υπερχρέωσή της, τη δημοσιονομική εκτροπή του 2009 και την κρίση δημοσίου χρέους το 2010. Τα νοικοκυριά στην Κίνα καταναλώνουν το 45% του ανωτέρω σχετικά χαμηλού εισοδήματός τους. Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα καταναλώνουν το 90%. Αυτή είναι η αιτία που η Ελλάδα βλέπει την ανεξαρτησία της να τίθεται σε κίνδυνο και όχι το Μνημόνιο, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν πολλοί τελευταία. Αντιθέτως, το Μνημόνιο, όπως εξειδικεύθηκε πρόσφατα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015, αποτελεί τους βασικούς μηχανισμούς που εάν εφαρμοσθούν αποτελεσματικά θα δώσουν τη δυνατότητα στη χώρα μας να ανακτήσει στο ακέραιο τόσο την αξιοπιστία και την ευημερία όσο και την ανεξαρτησία της. Alpha Bank, Οικονομικό Δελτίο, 115 (Ιούλιος 2011)
[59]
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ Σήμερα ο όρος «προλεταριάτο» ισχύει τόσο άνισα για τις συνιστώσες του ώστε η επανάσταση εύκολα φαντάζει ατομική έγνοια. Για τους μισθωτούς, των οποίων οι μισθοί και η μακροχρόνια ένταξη σε συνδικάτα και ενώσεις εξασφαλίζουν μια ορισμένη, μικρή έστω, ασφάλεια για το μέλλον, κάθε πολιτική δράση ενέχει τον κίνδυνο τεράστιων απωλειών. Αυτοί δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με εκείνους που ακόμα και σήμερα έχουν να χάσουν μόνο τις αλυσίδες τους. Δουλειά και δυστυχία δεν πάνε πια μαζί, οι άνθρωποι δεν τα βιώνουν και τα δύο μαζί. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι περνούν καλά, ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι λιγότερο βίαιες ή ότι η ύπαρξη «εφεδρικού στρατού» δεν ρίχνει πια τους μισθούς. Η δυστυχία των μισθωτών συνεχίζει να είναι η συνθήκη και η βάση αυτής της κοινωνίας. Ο μισθωτός όμως δεν είναι πια το παράδειγμα αυτού που χρειάζεται κατεπειγόντως την αλλαγή. Ακόμα και σήμερα, η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού θα ήταν καλύτερη για τους προλετάριους από τον καπιταλισμό, η διαφορά όμως ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση των μόνιμα εργαζόμενων και την προσωπική τους ζωή στον σοσιαλισμό μοιάζει λιγότερο βέβαιη, πιο θολή απ’ ό,τι ο κίνδυνος της απόλυσης, της δυστυχίας, της φυλακής και του θανάτου που μπορούν να προσμένουν αν τυχόν συμμετάσχουν σε έναν επαναστατικό ξεσηκωμό ή ίσως απλώς σε μια απεργία. Η ζωή των ανέργων, ωστόσο, είναι κόλαση. Τα δύο επαναστατικά στοιχεία, το άμεσο συμφέρον από τον σοσιαλισμό και μια καθάρια θεωρητική αυτοσυνείδηση, δεν είναι πια κοινό κτήμα του προλεταριάτου, αλλά βρίσκονται τώρα σε διαφορετικά κομμάτια του. Στη σημερινή Γερμανία, αυτό εκφράζεται με την ύπαρξη δύο εργατικών κομμάτων και με την ταλάντευση πολλών ανέργων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Έτσι οι εργάτες είναι καταδικασμένοι σε πρακτική ανικανότητα. Η αδημονία των ανέργων βρίσκει θεωρητική έκφραση στην κενή επανάληψη των συνθημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η βεβαιότητα της καταβύθισης στη δυστυχία της ανεργίας δεν αφήνει σχεδόν κανέναν που έχει ακόμα δουλειά να ακολουθήσει τα κομμουνιστικά απεργιακά καλέσματα. Ακόμα και οι άνεργοι απελπίζονται και παραιτούνται καθώς αντιμετωπίζουν τον φοβερό μηχανισμό εξουσίας που απλώς περιμένει να επιστρατευτεί σε έναν αιφνίδιο, ασφαλώς ακίνδυνο εμφύλιο πόλεμο, ανυπομονώντας να δοκιμάσει όλα του τα όπλα… Έτσι οι κομματικές διαταγές χάνουν κάθε νόημα. Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, οι ρεφορμιστές αγνοούν πλέον ότι οι συνθήκες δεν μπορούν να βελτιωθούν μέσα στον καπιταλισμό. Έχουν χάσει κάθε θεωρητική επίγνωση και οι ηγέτες τους είναι πιστή αντανάκλαση των πιο εξασφαλισμένων μελών: πολλοί προσπαθούν με κάθε τρόπο, ακόμα και με την αποκήρυξη όλων των αρχών τους, να κρατήσουν τις δουλειές τους. Για να ξεπεραστεί αυτή η κατάσταση στη θεωρία, χρειάζεται να εξαλειφθεί στην πράξη ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης – και γι’ αυτό δεν αρκεί η καλή θέληση. Κι ούτε χρειάζεται να γίνεται κανείς συγκαταβατικός όταν τα περιγράφει αυτά ή να παριστάνει ότι όποιος καταλαβαίνει τι συμβαίνει μπορεί και ν’ αποφύγει τις συνέπειες. Και στα δύο κόμματα υπάρχουν κάποιες από τις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Μαξ Χόρκχάιμερ [1927], Dämmerung. Notizen in Deutschland, 1934
[60]
Αλέκος Λούντζης
Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία
Τ
αλάντωση είναι η παλινδρομική περιοδική μεταβολή οποιουδήποτε φυσικού μεγέθους γύρω από μία κεντρική τιμή. Η θέση του σώματος μεταβάλλεται αρμονικά γύρω από τη θέση ισορροπίας του. «Αργά ή γρήγορα, όταν ξεκίνησαν να γίνονται, τα πράγματα δεν κώλωσαν πουθενά».1 Το ίδιο αργά ή γρήγορα σταμάτησαν. Το σφιγμένο χέρι που ασκούσε πίεση λύγισε, τα δάχτυλα άνοιξαν, η ταλάντωση ολοκληρώθηκε. Το τεντωμένο έλασμα που άγγιξε τα όρια αντοχής των υλικών του κάποια στιγμή «αρμονικά» επανήλθε. Επανήλθε όμως σε θέση ισορροπίας; Η χρήση του σκληρού αποθεματικού καταστολής ήταν ως απόφαση οριακή. Η υλοποίησή της έμοιαζε με παιδικό παιχνίδι: αμείλικτο με πρόσοψη αθωότητας, διασκεδαστικό για τους νικητές, με απολύτως προβλέψιμη κατάληξη. Η ηχώ του άγριου παιχνιδιού σφύριζε και αφού τελείωσε. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Έτσι, ξαφνικά, ένα απόγευμα του όχι και τόσο καλού καιρού, απλώθηκε η μεγάλη ησυχία. Βημάτιζε βαριεστημένα προς το περίπτερο στην πιο ασήμαντη ημερήσια τελετουργία. Ο περιπτεράς έκοψε τον εθισμό με το μάτι και από τρία μέτρα απόσταση άρχισε να ξεδιπλώνει μια πλαστική φυσαρμόνικα με όλα τα τσιγάρα της αγοράς. Αυτοεξυπηρετήθηκε, πλήρωσε και απομακρύνθηκε σαστισμένος. Στην πρώτη ημέρα στη νέα δουλειά ήταν προετοιμασμένη για υπολογισμούς. Τα τελευταία 5 χρόνια είχε περάσει 11 «πρώτες ημέρες» και είχε πάρει τα μέτρα. Για τη δωδέκατη χρειάστηκαν 9 μήνες ανελέητο «πηγαινέλα»: 11 διά 5 επί 9, γάμησε τα. Η ταλαιπωρία και η ανακούφιση της παρείχαν διπλή θωράκιση για οτιδήποτε. Στην «καλημέρα» της εισέπραξε δυο νεύματα, ένα τυπικό χαμόγελο, μια κυρτή ανεμίζουσα παλάμη· και μπόλικη αδιαφορία. Ξαφνιάστηκε αλλά υπολόγισε. Είπε για αρχή να βγάλει και εκείνη τον σκασμό. Κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων «γεγονότων» χανόταν στις αγέλες που κάλπαζαν κάτω από τα παράθυρα της σιωπηλής Τζένης των Αθηνών.2 Μετά την ταλάντωση χάθηκε στην επαρχία, φοβούμενος τα αντίποινα του «παλινορθωμένου κράτους» και κυρίως τη μνησικακία των δορυφόρων του. Ξεμύτισε όταν έπαψαν να ακούγονται ειδήσεις για ετεροχρονισμένες διώξεις· όταν έπαψαν να ακούγονται ειδήσεις γενικώς. Εκείνη φυλλομέτρησε την παρακμή της αγγλοσαξονικής βιτρίνας, γδάρθηκε από τη δια-τριβή, αρρώστησε με τις ίσες αποστάσεις και αποφάσισε να τις καλύψει. Μια ωραία των ημερών πακέταρε εαυτήν και επέστρεψε στη μητρίδα.3 Χωρίς νοσταλγικές αυταπάτες, χωρίς παράπονα, με φόρα. Απλώς, επέστρεψε. Γνωρίστηκαν σε μια οθόνη LCD και ας έχουν απωθήσει τη λεπτομέρεια. Από ένα ενδιαφέρον blog που παρέπεμπε σε ένα πολιτικό site που έβγαζε σε ένα forum συζήτησης στο Facebook και τα λοιπά. Στα καλλιστεία των απομονωμένων με συλλογικό ψευδώνυμο, στην αιχμή της εναλλακτικής μόδας. Δεν το παραδέχτηκαν ποτέ, ούτε σε οικείους ούτε μεταξύ τους. Συναντήθηκαν υπό τον τρόμο ότι είναι οι τελευταίοι ομιλούντες στον καιρό της σιωπής, οι μόνοι ηχητικοί πομποί στο μπετόν της ησυχίας· και συγκατοίκησαν αμέσως. Στεγάστηκαν σε άλλη μια κατασκευή για πρωτόπλαστους ή 1. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο πρώτο: Βάθος πεδίου», Λεύγα 1, Μάρτιος 2011, σ. 50. 2. Βλ. ό.π. 3. Βλ. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο δεύτερο: Κάτοικοι εξωτερικού», Λεύγα 2, Μάιος 2011, σ. 64-67.
Αχιλλέας Βογιατζής
[61]
ναυαγούς κλειστού χώρου, με την ομοιόμορφη επιπλοποιία αναξιοποίητων ταλέντων. Είδη υγιεινής IDEAL, καναπές-κρεβάτι IKEA, μαμ, κακά και νάνι. Η ηλεκτρονική «επανάσταση» των γέρων σιωπηλών είχε ανοίξει νησίδες στις σιδερόφραχτες αποικίες αλλά πήρε παράξενη τροπή στο «κέντρο». Οι κοινωνικά δικτυωμένοι χρήστες έκοψαν τον γόρδιο δεσμό και μπλέχτηκαν στα καλώδια. Όταν η πρωτοπορία αφυδατώθηκε, ο εθισμός άφησε πίσω του μια τεράστια ενοχική παρτούζα που συνευρίσκεται με κωδικοποιημένα μηνύματα και απόκρυψη κλήσεως. Αποτίναξαν την τυραννία της προφορικότητας, αποστόμωσαν την εξουσία, αφέθηκαν ελεύθεροι να φωλιάζουν στην ιδιωτική ηδονή. Μια ιδιωτικότητα τόσο ιδιωτική σαν κελί απομόνωσης. Η σχέση μαζί της τον είχε επενδύσει με μια μεμβράνη προβλέψιμου αλλά προστατευτικού κυνισμού· το κέλυφος κάθε του διάθεσης. Η πρόχειρη κατασκευή ενίοτε ζάρωνε, αλλά κατά κανόνα απορροφούσε τις εκδορές της πραγματικότητας πριν αγγίξουν τον ανθό. Ο ανθός που, μετά τις ήσυχες ημέρες της κρυψώνας, είχε γυρίσει στην ξένη πόλη που γεννήθηκε, στο ξένο διαμέρισμα που ζούσε τα τελευταία εννέα χρόνια. Είχε μόλις επιστρέψει από θερινές διακοπές, από σύντομη εξορία, από την πρωινή δουλειά, από τη βραδινή προβολή του κινηματογράφου IDEAL. Η ιδανική σύγχυση σκαλισμένη σε μια μέτριας ποιότητας ζώνη δερματίνης. Τα πρωινά κυκλοφορούσαν ασκόπως σε μια πόλη στο mute και χωρίς ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού θα είχε ψωνιστεί τελείως. Έκανε τον κομπάρσο σε όλες τις ταινίες sci fi που είχε αφήσει στη μέση. Η παρούσα φαντασίωση δεν είχε τίποτα επιστημονικό και δεν έλεγε να τελειώσει. Εκείνη έβρισκε την όλη φάση διασκεδαστική. Ήταν η πραγματοποίηση της πιο απωθημένης της κατάρας: Να ξημερώσει μια ημέρα που θα το βουλώσουν όλοι. Αμήν. Τα απογεύματα, άλλοτε συνωμοτούσαν στους ελάχιστους προφορικούς θύλακες που είχαν απομείνει και άλλοτε γκρίνιαζαν κατ’ οίκον. Μετά τον πρώτο μήνα έμοιαζαν με κορεσμένο ζευγάρι που χαρτοπαίζει μπροστά στη θάλασσα και ειρωνεύεται τα παιδιά του γιατί αντί να χαίρονται τη φύση αποβλακώνονται στο Playstation. Τα ήξεραν, τα έλεγαν, ένιωθαν ξεχωριστοί και ντρέπονταν για την κατάντια της νεολαίας. Οι συχνοί τσακωμοί ήταν περισσότερο σύμπτωμα της ομιλούσας μεταξύ τους κατάστασης παρά πρόβλημα μεταξύ τους. Ένας γείτονας που τους άκουσε να ψιθυρίζουν άρχισε να χειρονομεί επιθετικά και συνέχισε με ασκήσεις σκοποβολής στο μπαλκόνι τους. Η ομολογουμένως δυσανάλογη δυναμικότητα της «απάντησής» του, έστειλε τον γείτονα στο ΚΑΤ και εκείνη ένα βήμα από την εξώπορτα. Είχε μπουχτίσει από επιδείξεις
Αχιλλέας Βογιατζής
[62]
δύναμης, δεν τις υπέφερε καθόλου. Η ταλάντωση των νεύρων τους γύρω από τη θέση ισορροπίας δεν εξελισσόταν πολύ αρμονικά. Εκτός από υποχρεωτικά αμίλητοι, έπρεπε να ζήσουν και αόρατοι στη μικρή τους πόλη. Το βράδυ ξεκίνησαν για τη σιωπηρή διαμαρτυρία. Φορούσαν και οι δύο μαύρα όπως σημειωνόταν στο sms· σαν θεματικό πάρτι. Δύο χιλιάδες μαυροντυμένοι σιωπηλοί, ο ένας δίπλα στην άλλη, χειρονομούσαν διακριτικά για να μην προδώσουν τη στάση τους, συνευρίσκονταν ησύχως για λόγους αδιευκρίνιστους, πορεύονταν μπερδεμένοι αλλά αυτάρεσκοι στον επιτάφιο της εποχής. Αφομοιώθηκαν και οι δύο χωρίς τσιμουδιά. Ήταν ένας παράλληλος νέος κόσμος μόνο με νεύματα, γκριμάτσες, χειρονομίες και ορφανούς διαλόγους. Όσο και να περιγράφεις, δεν λες τίποτα. Οι σιωπηλοί γλεντούσαν την απελευθέρωση από την ομιλία σε ένα ισοπεδωτικό remix του πραγματικού: «βραχυκύκλωναν τα σεσουάρ», «έβαφαν τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσαν», παραληρούσαν δημόσια και ιδιωτικά. Σφράγιζαν κάθε λεκτική παρεμβολή με όλους τους ανορθόδοξους τρόπους: την κάλυπταν με θόρυβο, τη βάφτιζαν ακατανόητη, της πετούσαν πέτρες. Η πολιτεία είχε αρχίσει να συνηθίζει τα σιωπηλά «νέα μέτρα», όπως συνήθισε τόσα και τόσα. Η ήσυχη χώρα άκουγε τον ήχο της αναπνοής της και ανέμενε στωικά κάποιο εκκωφαντικό νέο. Τα βράδια οι οικογένειες έσμιγαν και καρφώνονταν αμίλητες στις αμίλητες ειδήσεις. Η παρακολούθηση των τηλεοπτικών δελτίων έμοιαζε ταξίδι με καράβι τον Αύγουστο. Χαζεύεις από μακριά τις κινούμενες εικόνες και προσπαθείς να μαντέψεις τον σχολιασμό. Ακίνητοι άνκορμεν σε παγωμένο πλάνο, σύντομα ρεπορτάζ από το μεγάλο σιωπητήριο με επεξηγηματικούς υποτίτλους (super), μια αγχωτική εκδοχή έγχρωμου βωβού κινηματογράφου. Από το ραδιόφωνο μεταδίδονταν σποραδικά μαγνητοφωνημένα μηνύματα για οργανωτικά ζητήματα: «Παρατείνεται η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων»,
Αχιλλέας Βογιατζής
[63]
«Απεργούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Αττική», «Αναμένονται ακραία καιρικά φαινόμενα» κ.λπ. Η ρετρό φωνή από τον καιρό της ομιλίας ήταν κονσερβοποιημένη και απροσδιόριστη σαν αυτόματος τηλεφωνητής. Η φραγή του προφορικού σήμανε τη μεγάλη ευκαιρία του γραπτού λόγου. Επιτέλους, έφτανε η ώρα του καταρτισμένου αναγνώστη· αν και το να διαβάζεις τις σύγχρονες εφημερίδες ήταν σα να χορταίνεις με τσιπς. Η σύνθεση και η αποσύνθεση των τίτλων στα ημερήσια φύλλα ήταν ενδεικτική: «Ακατανόητη βία. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτός ο κλεφτοπόλεμος»: η απορία στην εξουσία. «Ξένος δάκτυλος στα θεμέλια του κράτους»: είχαν ξεμείνει από ιδέες και έκαναν copy-paste μια παλιά χρυσή επιτυχία. «Οι καμένοι έκαψαν την πόλη. Πρέπει να σιγήσουν»: σκληρό, αλλά τουλάχιστον είχε ενδιαφέρον ο υπαινιγμός. Για τους σιωπηλούς, καμένους και αβλαβείς, δεν υπήρχαν νεόώτερα. Η αναζήτηση της έγκυρης διατύπωσης συνεχιζόταν υπό το βάρος μιας εύγλωττης κοινοτοπίας: «Όταν τα πράγματα συμβαίνουν, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά»: και ας είναι ο λόγος πιο απαραίτητος από ποτέ. Στην ομοφωνία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αρχικά, η αιθάλη της σιωπής νανούρισε όλους τους μετρονόμους που διέγνωσαν: «κάτι παροδικό, συμπτωματικό, μη εξηγήσιμο αλλά και μη σημαντικό, στ’ αλήθεια». Αργότερα, όταν διαπέρασε και τις πιο καλές μονώσεις, όταν εξαπλώθηκε παντού, οι «μετρονόμοι» την οικειοποιήθηκαν για να μη μετρήσουν. Η «σιωπηρή διαμαρτυρία» συγκίνησε, έγινε πηγή έμπνευσης, εξαγώγιμο προϊόν, διαφημιστικό σποτ, ελπίδα των αδικημένων, στόχος ειρωνείας των εστέτ, ανέκδοτο … λόγος και μετά πηχτή σιωπή χωρίς σαφή διαμαρτυρία. Έγινε αστική φοβία χωρίς κέντρο και χωρίς προηγούμενο. Και όμως ο ιός δεν είχε προσβάλει τους πάντες. Ούτε καν τους περισσότερους. Όταν σίγησαν τα φερέφωνα, ο εθισμένος τηλεθεατής ένιωσε το βραχυκύκλωμα από το μέτωπο ως τα ακροδάχτυλα. Τα χειριστήρια πάγωσαν στις ιδρωμένες παλάμες και η πιο στεγανή ιδιωτικότητα πλημμύρισε με αγωνία σε 30 δευτερόλεπτα. Στον αφρό
[64]
των ημερών επέπλεαν χιλιάδες αγουροξυπνημένοι σιωπηλοί. Ένας σωρός χαλασμένα αντισώματα από 7 χρόνια φαγούρας και 2.500 νύχτες αϋπνίας. Και όμως ο ιός δεν είχε προσβάλει τους πάντες. Ίσως ούτε καν έναν. Η ψυχογενής σιωπή, γνωστή διεθνώς ως mutismus (από το λατινικό mutitas που σημαίνει αφωνία) είναι μια επικοινωνιακή διαταραχή. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές… Όταν η σιωπή μετρήθηκε και χαλιναγωγήθηκε πλήρως, η υποταγή γνώρισε την πιο ασφυκτική μορφή της. Χωρίς κραυγή, χωρίς αντίλογο, χωρίς καν αναστεναγμό. Η κραταιά ησυχία κροτάλιζε πιο δυνατά από ερπύστριες. Οι μικρομεσαίοι άρχοντες του ιδιωτικού άλλαζαν κάθε πρωί τα κατουρημένα σεντόνια. Η βοή ερχόταν από μέσα προς τα έξω, από τα αφτιά προς το λαρύγγι· και δεν χυνόταν πουθενά. Στον ακάλυπτο της ιδιωτικής οικίας η σιωπή βαρούσε σαν κρητικός γάμος, μα κανείς δεν τολμούσε να βγει στο μπαλκόνι. Κανείς δεν άνοιγε το στόμα του. Δεν ακουγόταν λέξη. Όταν το «μουσικό χαλί» ξηλώθηκε, οι πεθαμένοι έκαναν πως κοιμούνται. Όσο αιφνίδια σκέπασε το ίδιο μυστηριωδώς έσπασε· τα πάντα σε κομμάτια. Ένας για έναν και όλοι για όλους. Έμελλε να βρεθεί κάποιος. Η Τζένη, ψημένη στο παραπέτασμα, ήξερε να μεταβολίζει τη σιωπή χωρίς να πουλάει τα λόγια της. Είχε ασκηθεί να περιμένει, να ακούγεται χωρίς ήχο, να ξεγελάει το φόβο όταν έφτανε η στιγμή της. Είχε περάσει δώδεκα χρόνια να κοντοστέκεται, στο κλάσμα δεν δίστασε καθόλου. Καθόταν στωικά στο παράθυρο ώρα πριν. Ακόνιζε τη φωνή και τις λίγες λέξεις: Πεθαίνετε στον ύπνο σας. Δεν είναι ευχή, είναι κατάντια. Πείτε επιτέλους κάτι. Στον βουβό τόπο μπορούσες να μετρήσεις τα βήματα στα πεζοδρόμια. Η μια φωνή έτριξε σαν κρύσταλλο, η ηχώ από τις χίλιες έσπασε το γυαλί. Εκείνος περνούσε από κάτω. Από το ίδιο παράθυρο, από την ίδια σιωπηλή Τζένη, από την ίδια φωνή που ζύγιζε όλες τις λέξεις. Ίσως και να τον περίμενε. Μπορεί για μια στιγμή τα μάτια να κρυφοέπαιξαν. Μπορεί και όχι. Με την πρώτη πρόταση, η φανταστική διαμαρτυρία έγινε πραγματική. Ακολούθησε σύντομη και απόλυτη ησυχία, πραγματική και αυτή. Οι άνθρωποι όταν δεν μιλάνε καθόλου, συνήθως δεν έχουν τίποτα να πουν. Ιδιωτεύουν στα σκατά που συνήθισαν τη μυρωδιά τους. Όσοι παραμένουν ζωντανοί οφείλουν να λένε κάτι, έστω και μαλακίες. Αλλιώς δεν υπάρχει λόγος για τίποτα. Στην έσχατη ανάγκη, το κατοικίδιο γίνεται θηρίο. Σε ζοφερό καιρό, δεν υπάρχει τρύπα να κρυφτεί. Στο κυνήγι της τροφής του, θα στραφεί οπουδήποτε, θα είναι δίκαιο μέσα στον κύκλο του απολύτως τυχαίου, σαν αμερόληπτη δικαιοσύνη. Όταν η πραγματική ησυχία έγινε λόγος, ο θόρυβος δεν ήταν πια ελέγξιμος. Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αναχαίτισης, διαχείρισης, λογιστικής. Τα ιδιωτικά απαστράπτοντα είδη υγιεινής δεν καθάριζαν τον ιδρώτα, δεν ξέπλεναν τα υγρά. Η ροή διάβρωνε τα οστά της σκουριασμένης κλειδαριάς που κρατιόταν πια από δύο μεντεσέδες. Η τάξη των πραγμάτων, όμως, δεν άντεχε άλλα ανθυγιεινά «γεγονότα». Τότε άρχισε η μαζική διασπορά των αντιβιοτικών.
[65]
Γιώργος Καζαντζίδης
Ο ομπρελοκουβαλητής*
Ν
α ποια είναι η δουλειά μου μέσες άκρες: κάθε φορά που βρέχει με το τουλούμι και το νερό, καταλήγοντας από μικρά ρυάκια σε ασυγκράτητους χειμάρρους, πνίγει αδιακρίτως ό,τι βρίσκει μπροστά του –έντομα, φυτά, ζώα ή καμιά φορά ακόμη και απρόσεχτους ή αδιάφορους απλώς για τη ζωή τους ανθρώπους– ή τις ημέρες εκείνες που όσο και να προσπαθεί κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το παραμικρό ίχνος από σύννεφο στον ουρανό, βλέποντας τα πάντα γύρω του να παραδίνονται αβοήθητα στην πυρά του ήλιου (με λίγα λόγια δηλαδή όλες τις μέρες του χρόνου, καθώς, πράγμα παράξενο, στον τόπο που ζω ή θα έχει ήλιο ή θα βρέχει, ποτέ στη ζωή μου για παράδειγμα δεν θυμάμαι να σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, να κοίταξα προς τα πάνω και να είδα, ικανοποιώντας έτσι έναν από τους κρυφούς μου πόθους, έναν συννεφιασμένο απλώς ουρανό), στέκομαι έξω από την κεντρική είσοδο ενός εκ των κτιρίων από τα οποία απαρτίζεται το Υπουργείο, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή και χωρίς καμία σχετική προειδοποίηση, που σίγουρα θα διευκόλυνε κατά πολύ την δουλειά μου, να βγει κάποιος από τους αναρίθμητους ανώτερους υπαλλήλους, τους οποίους και έχω οριστεί να προστατεύω, εγώ και όλοι οι υπόλοιποι του σιναφιού μου, με την ομπρέλα μου, από την βροχή και τον ήλιο. Από τη Διεύθυνση εδώ και καιρό φροντίζουν να μας επισημαίνουν τακτικότατα πόσο σημαντική είναι η υγεία των ανωτέρων υπαλλήλων για την απρόσκοπτη λειτουργία του Υπουργείου –μέσα από ανακοινώσεις που μεταδίδονται ανά μία ώρα μέσω των μεγαφώνων, τα οποία εικάζεται ότι βρίσκονται κρυμμένα κάπου στις σκεπές των κτιρίων, μιας και κανένας μας δεν τα έχει δει ποτέ του, φυλλάδια τα οποία αποστέλλονται κάθε βράδυ στα δωμάτιά μας την ώρα που κοιμόμαστε ή γραπτά συνθήματα στους τοίχους– και, κυρίως, πόσο μοιραία θα μπορούσε να αποβεί η απουσία ενός από δαύτους έστω και για λίγα μόνο λεπτά από το πόστο του. Κάποτε, λένε, ένας που είχε πουντιάσει για τα καλά (καθώς ο προσωπικός του ομπρελοκουβαλητής ήταν κατά πολύ κοντότερός του και, παρά τις επίμονες προσπάθειες που κατέβαλλε, δεν κατάφερνε να καλύπτει πλήρως το πολύτιμο κεφάλι του κυρίου του προστατεύοντάς το από τη δυνατή βροχή) και ο οποίος είχε αναγκαστεί να λείψει για δύο ολόκληρες μέρες από τη δουλειά του, έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο την ομαλή λειτουργία όχι μόνο του τομέα του, μα ολόκληρου του Υπουργείου, με αποτέλεσμα οι συνεργάτες του να τρέχουν αγχωμένοι από γραφείο σε γραφείο προκειμένου να καλύψουν το δυσαναπλήρωτο κενό κι εμείς να μπερδεύουμε πανικόβλητοι τους παρτενέρ μας. Το Υπουργείο φυσικά, ύστερα από το οδυνηρό αυτό συμβάν φρόντισε να λάβει τα μέτρα του προς αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον: προσέλαβε λοιπόν έναν γεροδεμένο λιμενεργάτη, κοντά δύο μέτρα, αναθέτοντάς του να κουβαλάει στην αγκαλιά του –ή στους ώμους του, ανάλογα με τις περιστάσεις– τον κοντούλη ομπρελοκουβαλητή, προκειμένου ο τελευταίος να είναι σε θέση πια να κάνει τη δουλειά του πιο άνετα, μα κυρίως, πιο αποτελεσματικά. Μερικά από τα πλέον σκληροπυρηνικά μέλη του Σ.Ο. (Συνδικάτο Ομπρελοκουβαλητών) έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν, τονίζοντας ότι η κίνηση αυτή του Υπουργείου θα καταργούσε σκανδαλωδώς οποιαδήποτε έννοια εργασιακής ισότητας, μα, ως συνή* Για ένα πρώτο σχεδίασμα, βλ. εφ. Κακοφωνίξ, Φεβρουάριος 2001, σ. 4. Η παρέλευση μίας δεκαετίας εκρίθη ικανός χρόνος ωρίμανσης των σκέψεων του συγγραφέως, ο οποίος συστηματικά λησμονεί την ομπρέλα του.
Gilbert Garcin
[66]
θως, τα παράπονά τους δεν έπιασαν τόπο. «Το ζήτημα θα διευθετηθεί οριστικά από τον ίδιο τον Υπουργό», διαβάσαμε σε ένα φυλλάδιο που διανεμήθηκε τη μέρα που ακολούθησε την αποστολή εγγράφου διαμαρτυρίας από μέρους μας, μα αντί αυτό να ικανοποιήσει το σωματείο, αντιθέτως εισπράχθηκε σαν μία τελεσίδικα αρνητική απάντηση στα αιτήματά μας, καθώς ήταν και είναι γνωστό πως, αν και ο Υπουργός είναι ένας σχετικά καλόβολος άνθρωπος –έτσι λένε τουλάχιστον, αν και κανένας από εμάς δεν τον έχει δει ή ακούσει ποτέ του– που συμμερίζεται τις αγωνίες και τις ανάγκες μας, το έγγραφο θα έπρεπε προτού καταλήξει στο γραφείο του να εγκριθεί από διάφορες επιτροπές και υποεπιτροπές προτού κριθεί πως αφορά ένα ζήτημα άξιο της προσοχής του τελευταίου. Όλοι μας γνωρίζαμε πως η όλη διαδικασία θα έπαιρνε καιρό –ίσως χρόνια ολόκληρα–, οπότε και αποφασίσαμε ομόφωνα πως αντί να περνάμε τις κατά τα άλλα ξέγνοιαστες μέρες μας αναμένοντας το σχετικό πόρισμα και δηλητηριάζοντας τη ζωή μας με ανούσιο άγχος θα ήταν φρονιμότερο να διαγράψουμε από το μυαλό μας το όλο συμβάν χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως κανείς από εμάς έπαψε ποτέ του να φθονεί τον ευνοούμενο του Υπουργείου. Σε γενικές γραμμές δεν παραπονιέμαι: η δουλειά του ομπρελοκουβαλητή είναι σχετικά απλή, και γι᾽αυτό εύκολη, αρκεί φυσικά να έχεις συνεχώς τα μάτια σου ανοιχτά –στο κάτω κάτω της γραφής, υπάρχει και καμιά δουλειά στην οποία δεν πρέπει να είσαι προσεχτικός σε αυτό που κάνεις;– και να βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή σε εγρήγορση. Γιατί αν ξεχαστείς, κοιτώντας λόγου χάρη αφηρημένος τη λάσπη ή αποκοιμηθείς καταπτοημένος από τη ζέστη και την υγρασία και δεν αντιληφθείς εγκαίρως πως ο ανώτερος υπάλληλος βγαίνει από την πόρτα έξω από την οποία στέκεσαι, αυτός ασφαλώς και δεν θα κάτσει να σε περιμένει (και με το δίκιο του, κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο για τους ανώτερους υπαλλήλους). Έτσι θα εκτεθεί αργά ή γρήγορα στην βροχή ή στον ήλιο, και όσο η υγρασία ή η ζέστη τον ενοχλήσει άλλο τόσο αυτός θα φροντίσει να σε εκδικηθεί στο μέλλον. Κι αυτό δεν θα το κάνει αμέσως, με τρόπο ξεκάθαρο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα απολυθείς διαμιάς. Αντιθέτως θα σε αφήσει αρκετό καιρό να βασανιστείς, διασκεδάζοντας με την ιδέα ότι κάθε βράδυ θα πέφτεις για ύπνο με τον φόβο ότι την επομένη θα σου ανακοινωθεί η απόλυσή σου ή, ακόμη περισσότερο, σκεπτόμενος ότι μερικές φορές μπορεί και να ονειρεύεσαι πως μιας και δεν έχασες μέχρι τώρα τη δουλειά σου, στο τέλος μπορεί και να τη γλιτώσεις, πράγμα φυσικά αδύνατο. Και πάλι αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να σου κάνει. Το πλέον
[67]
αναμενόμενο είναι ότι μέχρι τελικά να απολυθείς θα βάλει τα δυνατά του να κάνει τη ζωή σου πραγματική κόλαση. Πολλές φορές, για παράδειγμα, όσο πολυάσχολος και βιαστικός και αν είναι θα κρυφοκοιτά πίσω από την πόρτα προτού βγει. Σε περίπτωση που θα αντιλαμβάνεται ότι εσύ κοιμάσαι, θα περνά από δίπλα σου βιαστικά, βήχοντας δυνατά ή κλοτσώντας σε με την άκρη του παπουτσιού του δήθεν κατά λάθος και θα επιταχύνει το βήμα του τόσο ώστε μέχρι εσύ να βγεις από τον λήθαργό σου αυτός να έχει απομακρυνθεί κι εσύ να βλέπεις μόνο την πλάτη του κλαίγοντας και βλαστημώντας τον εαυτό σου για την αργοπορία του. Θα σκέφτεσαι πως πάει, αυτό ήταν, ακόμη και αν είχες μία κάποια ελπίδα ύστερα από την πρώτη ολιγωρία σου να κρατήσεις τη δουλειά σου, τώρα πια την έχεις πατήσει για τα καλά. Άλλες φορές πάλι θα βγαίνει, εσύ θα ξυπνάς εγκαίρως και τότε αυτός προσποιούμενος πως ξέχασε κάτι σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του θα ξαναμπαίνει μέσα στο κτίριο, ξεσπώντας σε γέλια παρέα με τους συναδέλφους του οι οποίοι θα έχουν στοιβαχτεί πίσω από την πόρτα περιμένοντας να παρακολουθήσουν το γελοίο θέαμα. Λίγες μέρες πριν, ένας από αυτούς σκέφτηκε κάτι ακόμη πιο διασκεδαστικό. Αφού έντυσε το σκύλο του –που είχε τις ίδιες περίπου διαστάσεις με αυτόν– με τα μαύρα ρούχα της δουλειάς του, τον φυγάδευσε με θόρυβο από την πόρτα. Ο συνάδελφός μου με την κούραση που είχε ούτε που κατάλαβε πως επρόκειτο απλώς για ένα κακόγουστο αστείο. Σηκώθηκε λοιπόν αγουροξυπνημένος και αλαφιασμένος και άρχισε να τρέχει μυξοκλαίγοντας πίσω από το σκυλί. Και από ό,τι φαίνεται θα του έπαιρνε πολύ ώρα να αντιληφθεί μέσα στην αναστάτωσή του την φάρσα που του έκαναν, αν δεν τον συνέφερναν τα εκκωφαντικά γέλια των ανωτέρων υπαλλήλων που είχαν ξεμυτίσει από τα παράθυρα του Υπουργείου απολαμβάνοντας με την ψυχή τους το όλο θέαμα. Και γενικά γελάνε πολύ μαζί μας οι ανώτεροι υπάλληλοι. Υπάρχει μάλιστα μία φήμη, σύμφωνα με την οποία το Υπουργείο έχει εδώ και χρόνια ανακαλύψει αποτελεσματικότερα μέσα προστασίας της υγείας των υπαλλήλων του, πράγμα που αν όντως αληθεύει, καθιστά φυσικά εμάς και τις ομπρέλες μας ολότελα άχρηστους. Ωστόσο συνεχίζουν να μας κρατάνε για άλλους λόγους, τους είμαστε λέει απαραίτητοι γιατί εξαιτίας μας μπορούν και διασκεδάζουν, ξεσκάνε λιγάκι από τη μονότονη και κουραστική εργασία τους. Μέσα όμως στον ομπρελόκοσμο κυκλοφορεί και μία άλλη φήμη, πιο παρήγορη για εμάς τους ομπρελοκουβαλητές. Οι γεροντότεροι από εμάς που ξέρουν από ιστορία ισχυρίζονται πως οι πρώτοι ομπρελάνθρωποι επί γης, εκμεταλλευόμενοι σωστά το ένα και μοναδικό όπλο τους (με άλλα λόγια τις ομπρέλες τους), κατόρθωσαν με τον καιρό να υπερισχύσουν έναντι των πολυάριθμων εχθρών τους, και, καθώς ήταν από τη φύση τους σκληρόκαρδοι και εκδικητικοί, να τους αφανίσουν από τον πρώτο έως τον τελευταίο. Η στρατηγική τους ήταν σχετικά απλή: ανοίγοντας τις ομπρέλες τους και τοποθετώντας τις πάνω από τα κεφάλια των αντιπάλων τους τούς έκρυβαν τον ήλιο, μέχρις ότου οι τελευταίοι χάσουν τα λογικά τους και αυτοκτονήσουν, μην αντέχοντας το συνεχές σκοτάδι. Όταν κάποτε ξεμπέρδεψαν και με τον τελευταίο από δαύτους αποφάσισαν να το γλεντήσουν. Αυτό που φυσικά βρισκόταν στο μυαλό όλων ήταν η σκιά. Τόσο καιρό εξαιτίας των συνθηκών κάτω από τις οποίες έδιναν τη μάχη τους με τα υπόλοιπα είδη είχαν μπουχτίσει στον ήλιο, τους είχε γίνει με λίγα λόγια αφόρητος. Σαν πήγαν ωστόσο να σκεπαστούν με τις ομπρέλες τους διαπίστωσαν προς μεγάλη τους απογοήτευση πως οι τελευταίες είχαν σχεδόν καταστραφεί εξαιτίας της πολυκαιρινής χρήσης τους, ο ήλιος είχε δυστυχώς για αυτούς αλλοιώσει ανεπανόρθωτα το ύφασμα από το οποίο ήταν φτιαγμένες. Βλαστημώντας τον με τις γροθιές τους υψωμένες, προσπάθησαν να τις επιδιορθώσουν, μάταια όμως. Ο Θεός λένε σκέ-
[68]
φτηκε να τους τιμωρήσει με τον τρόπο αυτό για την αλαζονεία του είδους τους. Μην μπορώντας λοιπόν να τον υπομείνουν άλλο πια, αποφάσισαν με τον καιρό να χτίσουν ένα τεράστιο θολωτό οικοδόμημα μέσα από το οποίο δεν θα μπορούσε να περάσει η παραμικρή αχτίδα – αν και για να μην ξεχάσουν ολότελα πως είναι να ζεις έξω, στον πραγματικό κόσμο, προνόησαν να τοποθετήσουν σε κεντρικά σημεία του θόλου αρκετές εκατοντάδες γεννήτριες και προβολείς που κάθε τόσο τίθενται σε λειτουργία φωτίζοντας την σκοτεινή κατοικία τους. Αφότου το τελείωσαν σχετικά γρήγορα –η ανάγκη τους πίεζε– μπήκαν μέσα και επιτέλους βρήκαν την ησυχία τους. Άθελά τους όμως ξεχάστηκαν, εθίστηκαν στη σκιά και αποφάσισαν πως δίχως αυτή δεν θα μπορούσαν πια να ζήσουν. Όπως όμως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι ομπρελάνθρωποι ήταν από τη φύση τους δραστήριοι και αλαζόνες, πολύ γρήγορα κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσαν να υπομείνουν για πολύ τη ζωή τους δίχως να έχουν κάποιον με τον οποίο θα αναμετριόνται, ικανοποιώντας έτσι τον εγωισμό τους. Εφηύραν λοιπόν τους ανωτέρους υπαλλήλους, οι οποίοι και είναι –λένε– προγραμματισμένοι να βγαίνουν από τις αναρίθμητες πόρτες του Υπουργείου ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ωθώντας έτσι τους ομπρελοκουβαλητές να ανταγωνίζονται αναμεταξύ τους σε ετοιμότητα και ταχύτητα. Με τον καιρό, όπως ήταν φυσικό, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους φούντωσε, δεν ήταν ράτσα που μπορούσε να κρατηθεί για πολύ μακριά από έριδες και φιλονικίες και η κακία και ο φθόνος έπληξε τις σχέσεις τους. Οι πονηρότεροι από αυτούς προχώρησαν σε δολιοφθορές των εσωτερικών ρολογιών των ανωτέρων υπαλλήλων, και κάπως έτσι λένε θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι απότομες έξοδοι μερικών από τους τελευταίους καθώς και τα γέλια και οι κοροϊδίες που ακολουθούν. Όλα αυτά ωστόσο αν έγιναν, έγιναν πολύ καιρό πριν. Με την πάροδο του χρόνου, οι δύο εκδοχές μπερδεύτηκαν η μία με την άλλη και κανείς ούτε οι ανώτεροι υπάλληλοι ούτε οι ομπρελοκουβαλητές γνωρίζουν ποιος πραγματικά έχει το πάνω χέρι. Η υποψία σέρνεται στα πρόσωπα όλων ανεξαιρέτως και αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι πως και οι δύο πλευρές φοβούνται την αλήθεια η μία περισσότερο από την άλλη, έχοντας πια μάθει η καθεμία να ζει ανώδυνα και ευτυχισμένα μέσα στην αβεβαιότητα.
[69]
Βασίλης Κρίτσας
Σπορτ-Ματ Η σχέση του αθλητισμού με τον ιστορικό υλισμό*
Λ
ένε ότι το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. «Καθρέφτης σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», όπως έλεγε η ιερόδουλη στα «Ναυάγια» της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Αν το δούμε από αυτό το πρίσμα, η περίφημη φράση του Όσιμ, «η μπάλα είναι πόρνη», αποδίδει στη στρογγυλή θεά, εξ αντανακλάσεως ίσως, την ιδιότητα που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ίδια τη ζωή. Την οποία όμως συνεχίζουμε να αγαπάμε, κατά το γηπεδικό «όσο μας πληγώνεις, τόσο μας πωρώνεις». Η ζωή είναι στρογγυλή, απρόβλεπτη, χτυπάει στο δοκάρι και διαψεύδει τα μεγάλα όνειρα για λίγα εκατοστά. Πολλές φορές κυλάει βαρετά, σαν στημένο παιχνίδι, με προκαθορισμένους ρόλους και ταξικά όρια για τον καθένα. Με μπόλικο κατενάτσιο και διαρκή αντίσταση, για να μη μας πάρουν πίσω τα κεκτημένα. Χιμαιρικές αντεπιθέσεις, όπου συνήθως δεν κατεβάζουμε πολύ κόσμο στην αντίπαλη περιοχή – κι αν το κάνουμε, δεν έχουμε επιτελικό σχέδιο για να σκοράρουμε. Αλλά κι ελάχιστες στιγμές χαράς κι ικανοποίησης, κάτι σαν γκολ της τιμής στο τέλος. Παραφράζοντας τον γνωστό ορισμό του Λίνεκερ για το ποδόσφαιρο, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι με διάφορες κοινωνικές τάξεις που έρχονται αντιμέτωπες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι εκμεταλλευτές. Ενώ το γκολ παραμένει άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους. Ακόμα κι οι καλύτεροι επιθετικοί σπάνια έχουν καλύτερο ποσοστό ευστοχίας από ένα γκολ ανά επτά τελικές προσπάθειες, κατά μέσο όρο. Κι είναι εντελώς αμφίβολο ότι η ζωή θα μας δώσει τόσες ευκαιρίες. Ας το πάρουμε αντίστροφα. Τα περισσότερα σύγχρονα ομαδικά αθλήματα αποτελούν μετουσίωση αρχέγονων ενστίκτων και προσομοιώνουν στις σημερινές συνθήκες το πρωτόγονο κυνήγι. Γι’ αυτό και ο κοινωνιολόγος Ντέσμοντ Μόρις έδωσε στη μελέτη του για το άθλημα τον τίτλο: «Η φυλή του ποδοσφαίρου». Η φυλή είναι η ομάδα που συνεργάζεται για να φτάσει στον στόχο και να πετύχει την αντίπαλη εστία που συμβολίζει το θήραμα. Το οποίο στέκεται ακίνητο, αλλά αυτό αντισταθμίζεται από τον τερματοφύλακα και τους αμυντικούς που το προστατεύουν κι αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμείς αποκαλούμε κυνηγό στα ελληνικά, τον παίκτη που αγωνίζεται στη θέση του κεντρικού επιθετικούσέντερ φορ. Παράλληλα, το ποδόσφαιρο έχει ενσωματώσει μια σειρά χαρακτηριστικά που καθρεφτίζουν τη σημερινή ταξική κοινωνία. Τον καταμερισμό ρόλων στην ενδεκάδα, που θυμίζει τον καταμερισμό εργασίας στην παραγωγή. «Ταξικές» διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιθετικών, που προσφέρουν γκολ και θέαμα, και των περιφρονημένων αμυντικών. Αλλοτρίωση του παίκτη που γίνεται γρανάζι μιας συστηματοποιημένης μηχανής, χωρίς φαντασία και πρωτόβουλο πνεύμα. Κι επιστασία της ομάδας από τον προπονητή, που έχει διευθυντικό δικαίωμα πάνω στους παίκτες και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους μεταθέσει στον πάγκο ή στην κερκίδα. Παρά τις εσωτερικές διακρίσεις και τα ιεραρχικά της χαρακτηριστικά, μια οργανωμένη ομάδα είναι ανώτερη από ένα άναρχο μπουλούκι που παίζει χύμα για τη χαρά * Απ’ τις αρχικές συλλαβές των ρώσικων λέξεων για τον αθλητισμό και τον υλισμό (ματεριαλισμό), κατ’ αντιστοιχία των κωδικοποιημένων ονομασιών που είχαν δώσει οι σοβιετικοί στο διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό (Δια-ματ και Ιστ-ματ αντίστοιχα).
[70]
της συμμετοχής, περίπου όπως οι οργανωμένες ταξικές κοινωνίες ήταν ανώτερες από τις πρωτόγονες αγέλες. Αλλά το ζητούμενο παραμένει η διαλεκτική υπέρβαση, το «οργανωμένο χάος». Μια ομάδα που να καταργεί τις θέσεις μες στο γήπεδο, όπως ο Άγιαξ των 70ς και να επανεφευρίσκει την χαμένη χαρά του παιχνιδιού, όπως η Μπαρτσελόνα. Με τον ίδιο τρόπο που η εργασία στον κομμουνισμό δεν θα στοχεύει στους δείκτες παραγωγής, αλλά αποκλειστικά στη χαρά της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές των αστικών μέσων ονόμασαν αυτό το στιλ παιχνιδιού ολοκληρωτικό –total football– προκειμένου να το σπιλώσουν και να δυσφημήσουν την ουσία του. Η ιστορική πορεία του ποδοσφαίρου είναι παράλληλη με αυτήν του καπιταλισμού. Ξεκίνησε στην Αγγλία, τον καιρό που ο Μαρξ μελετούσε την οικονομία της κι έγραφε το Κεφάλαιο. Είδε την χώρα που το γέννησε να χάνει τα σκήπτρα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, αλλά να κρατάει τον αυτοκρατορικό μεγαλισμό, παρά την παρακμή της – όπως και στην πολιτική. Και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κλαμπ να κλέβουν ταλέντα και πρώτες ύλες από τον Νέο Κόσμο της (Λατινικής) Αμερικής, για να βγάλουν οικονομικά κι αγωνιστικά οφέλη. Το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο αναδύει τη σαπίλα του συστήματος. Κακό θέαμα, λίγα γκολ, στημένοι αγώνες, τζόγος, βία, αναβολικά, μπράβοι, λαμόγια, ραντεβού θανάτου, διαιτητές, ξέπλυμα χρήματος κ.ά. Το κοινοτικό κεκτημένο χάνεται μαζί με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, την κοινή ώρα έναρξης των αγώνων, τις κοιλίτσες των παικτών, που πρέπει να έχουν προδιαγραφές υπεραθλητών για να σταθούν σε κορυφαίο επίπεδο, και τη φωνή του Μανώλη Μαυρομάτη. Σήμερα οι εκφωνητές κι οι παίκτες μοιάζουν να έχουν βγει –με ελάχιστες εξαιρέσεις– από το ίδιο άχρωμο κι άοσμο καλούπι. Η κοινωνία του μέλλοντος θα βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά, δίνοντας καινούρια χαρακτηριστικά στο παιχνίδι. Οι ομάδες θα είναι αυτοδιαχειριζόμενες στα πρότυπα της Κορίνθιανς του Σόκρατες, ενώ διαιτητές και προπονητές θα καταστούν περιττοί και θα απονεκρωθούν μαζί με τα υπόλοιπα κρατικά όργανα. Οι παίκτες των δύο ομάδων θα επιλύουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους, χωρίς να προσφύγουν σε κάποιον άρχοντα –του αγώνα και γενικά– για να διευθύνει την αναμέτρηση. Όπως παίζουν δηλαδή οι παρέες στις αλάνες. Ένα είδος πρωτόγονου κομμουνισμού, που θα οικοδομηθεί μελλοντικά σε ανώτερη βάση. Ο αθλητισμός προσφέρει πολλά παραδείγματα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Π.χ. για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία. Οι μεγάλοι αστέρες φαίνονται στα κρίσιμα και λάμπουν όταν δεν υπάρχει φως στο τούνελ. Αλλά δεν κερδίζουν μόνοι τους τον αντίπαλο. Η μονάδα αναδεικνύεται μέσα από το σύνολο – κι αντιστρόφως. Ο Μέσι στη Μπαρτσελόνα είναι πρώτο βιολί σε μια ομάδα-ορχήστρα, που δίνει παράσταση σε κάθε αγώνα και τον κάνει κονσέρτο για πολυβόλα. Αλλά στην Αργεντινή γίνεται αγνώριστος, όπως όλοι οι υποψήφιοι διάδοχοι του Μαραντόνα. Ούτε κι ο ίδιος ο Ντιέγκο δεν κατάφερε να ξορκίσει, ως προπονητής, την κατάρα του στο περσινό Μουντιάλ. Εκεί δηλαδή που οι Ισπανοί συμπαίκτες του Μέσι στην Μπαρτσελόνα στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου. Μπορεί να μην είχαν φαντεζί παίκτη σαν τον Μέσι, να κούρασαν κάποιους με το τίκι-τάκα, και να είχαν τη χαμηλότερη επιθετική συγκομιδή πρωταθλήτριας στα χρονικά (μόλις επτά γκολ σε ισάριθμα ματς, όλα από μπλαουγκράνα). Αλλά μετέφεραν σχεδόν αυτούσιο στην εθνική το στυλ της Μπάρτσα με τη γνωστή κατοχή μπάλας, και κυριάρχησαν στη διοργάνωση. Η μέθοδος είναι πιο σημαντική από το ατομικό ταλέντο. Κι ο Λένιν έλεγε ότι
[71]
κανείς δεν κατάλαβε πραγματικά το Κεφάλαιο του Μαρξ χωρίς να διαβάσει τη Λογική του Χέγκελ. Εννοώντας βασικά τη μέθοδο του Μαρξ και τις κατηγορίες της διαλεκτικής: ουσία, φαινόμενο, απλούστατη αφαίρεση (το εμπόρευμα), ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κ.λπ. Κι αν ο Χέγκελ πέφτει κάπως στρυφνός στις μάζες για να τον καταλάβουν, μπορούν να δουν τη δουλειά του Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό για να κατανοήσουν την σημασία της μεθόδου. Όποιος παίζει έξυπνα και μεθοδικά, παίρνει νίκες και τίτλους ακόμα και όταν αποδυναμώνεται (απώλεια Πέκοβιτς, Γιασικεβίτσιους) ή αντιμετωπίζει θεωρητικά ανώτερους αντιπάλους (Μπαρτσελόνα). Η μέθοδος του Ομπράντοβιτς φέρνει με τη σειρά της στο προσκήνιο τη σχέση του υποκειμενικού παράγοντα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Αντικειμενική μπορεί να είναι η υπεροχή μιας ομάδας – π.χ. του καπιταλιστικού μπλοκ απέναντι στη σοβιετική Ρωσία. Αυτό σημαίνει ότι αν παίξουν δέκα φορές μεταξύ τους, οι καπιταλιστές θα κερδίσουν τις περισσότερες. Αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι ντετερμινιστικά προκαθορισμένο. Πόσο μάλλον που η ιστορία είναι σαν νοκ-άουτ αγώνας, χωρίς περιθώρια –στρατηγικής– ήττας. Εκεί μπαίνει το ζήτημα της δράσης του υποκειμένου. Τι μπορεί να κάνει για αξιοποιήσει τις αντιφάσεις του αντιπάλου και να κερδίσει; Αν οι σύντροφοι ερμήνευαν με ποδοσφαιρικούς όρους τα ιστορικά γεγονότα που τους σημάδεψαν, θα είχαν πιο νηφάλιες προσεγγίσεις από τις σημερινές. Πώς να μη στήσεις τείχος του Βερολίνου γύρω από την εστία σου, όταν οι παγκόσμιοι συσχετισμοί είναι εναντίον μας – σαν να παίζουμε με παίκτη λιγότερο; Και πώς να μην απαιτείς σιδερένια πειθαρχία μες στην ομάδα, όταν δεν μιλάμε καν για ένα παιχνίδι, αλλά για –ταξικό– πόλεμο διαρκείας; Από την άλλη όμως... Πώς να μην αγανακτείς, όταν έχεις χρυσή ευκαιρία στο 44΄, κι αστοχείς προ κενής εστίας, με τους αστούς να λείπουν στο Κάιρο; Πώς να μη σαστίζεις όταν χάνεις με ανατροπή του σκορ –και του σοσιαλισμού– με γκολ στο 89’ και το 91΄; Σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ στον τελικό της Βαρκελώνης! Είναι μετά να μην κλαις γοερά, σαν τον Σάμουελ Κουφούρ, πεσμένος στο χορτάρι; Και να μην ψάχνεις για τον προδότη Γκόρμπι, που ήταν πιασμένος από τον αντίπαλο, και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του στη σέντρα; Πώς αλλιώς να εξηγήσεις την παρακμή και την ήττα μιας ομάδας με τόσο βαριά φανέλα, τέτοιο υλικό και ιστορία; Κι έτσι φτάσαμε στο τέλος της ιστορίας. Τριπλό σφύριγμα λήξης. Κι ο Γκόρμπι μας πρόδωσε, πριν κοράκι σφυρίξει τρις. Μαύρο κοράκι με νύχια γαμψά. Αλλά ο αγώνας μας δεν τελείωσε. Είμαστε ιστορικά αισιόδοξοι για την εργατική ρεβάνς και τον τρίτο γύρο. Vencerémos.
[72]
Παίρνω θέση, προτείνω ιδέες ενόψει της Συνδιάσκεψης της 3ης Σεπτέμβρη 2011 Το «Πρόγραμμα Επανεκκίνησης» στην οικονομία, την κοινωνία και το κράτος που φιλοδοξούμε να διαμορφώσουμε στην Εθνική μας Συνδιάσκεψη, στις 3 Σεπτεμβρίου 2011, έχει ανάγκη τη δική σου γνώμη, τον δικό σου ιδιαίτερο προβληματισμό. Συ μπλήρωσε το παρακάτω ερωτηματολόγιο και πάρε θέση απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα όπως είναι οι στόχοι και τα οράματα της σοσιαλδημοκρατίας, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, το μεταναστευτικό, οι προτεραιότητες του κοινωνικού κράτους. Ερωτήσεις και θέσεις Ποια πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη σας, η προτεραιότητα στη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης (ιεραρχήστε κατά σειρά) ❏ ❏ ❏ ❏ ❏ ❏
Η απέλαση των παράνομων μεταναστών Η απέλαση των παράνομων και η παρότρυνση των νόμιμων να εγκαταλείψουν τη χώρα Η ενίσχυση της ένταξης των νόμιμων μεταναστών Η απέλαση όλων όσοι δεν έχουν αληθινό δικαίωμα ασύλου Η δημιουργία αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου και χορήγησης ασύλου Η ένταξη των μεταναστών στο ΙΚΑ
Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα σήμερα είναι…; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω) ❏ ❏ ❏ ❏ ❏ ❏
Ανύπαρκτο Λειτουργεί μόνο προς όφελος των συντεχνιών Υπερβολικά δαπανηρό για αυτά που παρέχει Σωστά προσανατολισμένο, δεν χρειάζεται σοβαρές αλλαγές Θετικό αλλά χρειάζεται σοβαρές αλλαγές στο πού στοχεύει ΔΓ/ΔΑ
Μέσα στις παρούσες συνθήκες τι πιστεύετε σχετικά με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και του κοινωνικού κράτους; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω) ❏ ❏ ❏ ❏ ❏ ❏
Είναι έννοιες ασύμβατες Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο κοινωνικό κράτος Πρέπει να συμβαδίζουν απόλυτα Βρίσκονται σε σωστή σχέση μεταξύ τους που πρέπει να διατηρηθεί ΔΓ/ΔΑ
Τελικός οραματικός στόχος των Σοσιαλδημοκρατικών/Σοσιαλιστικών κομμάτων πρέπει να είναι: (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω) ❏ ❏ ❏ ❏
Να μικραίνουν διαρκώς τις ανισότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών Να καταργήσουν ολοκληρωτικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής Να προσφέρουν τις δυνατότητες ώστε κάθε άνθρωπος να αναπτύσσει την προσωπικότητά του ελεύθερα και αυτόνομα Να εγκαθιδρύσουν μία μεικτή οικονομία (Ιδιωτικός-Δημόσιος-Κοινωνικός Τομέας)
Είστε μέλος ή φίλος του ΠΑΣΟΚ; (διαλέξτε ένα από τα παρακάτω) ❏ ❏ ❏ ❏
Είμαι μέλος του ΠΑΣΟΚ Είμαι φίλος του ΠΑΣΟΚ Δεν έχω καμία τέτοια ιδιότητα Άλλο http://survey.pasok.gr/index.php?sid=84885&lang=el