Ο χειροτέχνης του αίματος

Page 1

MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 3

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΜΟΥΔΑΤΣΑΚΙΣ

Ο ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ Μυθιστόρημα

8

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 4

©

Copyright Τηλέμαχος Μουδατσάκις – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5339-6


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

8 Α΄ ΜΕΡΟΣ

Οκτώβρης του 1944 [9-24]

Β ΄ ΜΕΡΟΣ

Το δράμα από το 1941 ως το 1944 [27-133]

Γ ΄ ΜΕΡΟΣ

Οκτώβρης του 1944 [137-145]

Δ΄ ΜΕΡΟΣ

Είκοσι και ένα χρόνια μετά Οκτώβρης του 1965 [149-356]

ΥΣΤΕΡΟ [357-358]

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ - Β Ι Β Λ Ι Ο Γ ΡΑΦ Ι Α [359-360]

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ [361]

ΓΛΩΣΣΑΡΙ [363-366]


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 6


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 7

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ο Κ Τ Ω Β Ρ Η Σ Τ ΟΥ 19 4 4

8


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 8


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 9

 Ι 

ΛΕΝΕ ΟΤΙ ο νεκρός ακούει μιαν ώρα μετά που θα πεθάνει, αλλά μόνον ακούει, ήχους που δεν εννοεί. Όταν βρίσκει το κλειδί στο νεκρικό του κοστούμι δεν έχει χρόνο να τους ανοίξει, τους ήχους, σε λίγο παύει και ν ’ακούει. Ο θάνατος, νέο πράγμα, δεν έχεις χρόνο να τον μάθεις. Τι κι αν ακούς, αφού δεν βλέπεις. Λένε επίσης ότι η παπαρούνα της θάλασσας έχει πολλά μάτια που ακούν, αλλά δεν βλέπουν. Ανακτά την όρασή της μόλις πεθάνει, τη διατηρεί για μιαν ώρα περίπου. Όμως ποτέ δεν χάνει την αφή της και αυτό το ξέρουν καλά οι αλιείς μαργαριταριών. Έτσι, αν η ακοή έχει μετατρέψει τα μάτια σε άπληστα αφτιά, η αφή βοηθά την παπαρούνα να επιβιώσει. Η ίδια όμως έχει σύγχυση είδους, είναι φυτό και ζώο και αυτό εξαρτάται από την αίσθηση που κάθε φορά υπερτερεί. Η αφή υπερτερεί στη γέννα, αυτή πιέζει τον ασκό με τα μαργαριτάρια, τα μάτια κινούνται για να τα ακούσουν, αλλά η παπαρούνα της θάλασσας δεν τα βλέπει ποτέ· αν θελήσει να τα δει, πρέπει να βιαστεί και να πεθάνει. Έχει όμως μιαν άλλη αρετή, αυτή της γεύσης, που λειτουργεί ως όραση όσον καιρό γαλακτίζει στον ασκό της τα μαργαριτάρια. Που σημαίνει ότι εφόσον τα γεύεται, τα βλέπει. Πάντως όραση ασύγχυτη δεν έχει. Μόνον υπό όρους. Και όμως η ίδια έχει δημιουργηθεί για να τη βλέπουν και αυτό το ξέρουν καλά στον βυθό οι κολυμβητές.

9


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 10

Ο Πάμφιλος ο στυλίτης τους βεβαίωνε αργότερα ότι η Κωστάντζα συνέχιζε, αν και νεκρή, να τον ακούει, καθώς το στήθος της έσταζε γάλα και τα δάκρυα είχαν ναρκώσει τα μάτια της. Στις 13 Οκτωβρίου του ’44, ο όψιμος αντάρτης Γύπας με τον Γαβρήλο την είχαν ρίξει σε μια λατσίδα.* Το σώμα της, με άραφες ουλές, έμεινε εκεί ασάλευτο για πολλές ώρες. Ο Γύπας τη βρήκε στο κτήμα της, έξω από τους Λαζαράδες, στη Ρίχτρα, να βωλοκοπά να αφρατέψει το χώμα για να σπείρει. Μόνη πάντα στον αγώνα της επιβίωσης. Η κατηγορία; «Τα ’χυνε στους Γερμανούς!/ Αιτία για κάθε πάθος. Ο Γύπας, όπως και οι άλλοι όψιμοι αντάρτες, βιαζόταν να δείξει έργο για να αξιωθεί τον έπαινο στην Αντίσταση. Τώρα, που η Κατοχή είχε τελειώσει και οι Γερμανοί έφευγαν ατιμώρητοι – αντίσταση εκ του ασφαλούς. Άντρες, γεμάτοι από το άχυρο της έπαρσης, περιέφεραν την αναίμακτη μάσκα τους· οι ίδιοι που κρύβονταν τα χρόνια της ανάγκης, έβγαιναν τώρα να κάμουν πρόσωπο. Κάτι σαν αυτούς που συμμετέχουν εικονικά στην καθέλκυση ενός οχήματος, χωρίς να συμβάλλουν με ωστικό έργο, αλλά που διεκδικούν μετά την επιτυχία της προσπάθειας. Ήταν η ώρα που η Αντίσταση γνώριζε από τους μαχητές της τελευταίας στιγμής την πιο ανιστορική παρακμή, η ώρα των ομοιωμάτων. Κι ενώ ο Γύπας, στην πρώτη πράξη του εγκλήματός του, είχε σύρει την Κωστάντζα στην κουφάλα μιας χαρουπιάς να τη βιάσει, άλλοι αναζητούσαν το θύμα –αθώο ικέτη– πριν ματώσουν πάνω του τη λίμα τους. Όλοι από το ίδιο φίλτρο, αυτό που εμπνέει τα παράσιτα και νοθεύει τον ήρωα. Οι πραγματικοί αγωνιστές ήταν επιεικείς ακόμη και με τους προδότες μετά την Κατοχή, όχι όμως και πριν. Αυτοί δεν εξαργύρωσαν με έπαθλα και εξουσίες τον αγώνα τους, πέθαναν αγνοημένοι και φτωχοί. Οι όψιμοι αντάρτες –καθώς οι Γερμανοί έφευγαν ηττημένοι πάνω στα μηχανοκίνητα, κατηφείς, με το χέρι στη σκανδάλη 10


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 11

από φόβο μην τους χτυπήσουν οι Κρητικοί– έπιαναν τις γυναίκες που είχαν φιλίες με τους Γερμανούς, τις μαστίγωναν, τις κούρευαν γουλί και τις έβγαζαν στον δρόμο, καλώντας τον κόσμο να τις γιουχάρει. Αν είχαν μικρά παιδιά, τους τα έδιναν παραμάσχαλα για να στιγματιστούν μαζί τους ή, το χειρότερο, τα διαπόμπευαν κι αυτά· τα αγοράκια με φούστες, για να τα εκθηλύνουν ιλαρά, και πινακίδες στο στήθος: «Η μάνα μου η δωσίλογη...», «Η μάνα μου η πουτάνα...», «Ο πατέρας μου ο προδότης...». Η πομπή είχε τους καλλωπισμούς της ωδής του κτήνους. «Φώναξέ το πάλι, ρε», πίεζε ο αντάρτης, «πού είναι ο πατέρας σου ρε, πες το μπάσταρδο, πού; Στο τσιγκέλι, πες το, κρεμασμένος». Τα πιο μικρά, νηστικά και ταλαιπωρημένα, λιποθυμούσαν και οι αντάρτες τα ξάπλωναν σε μποξάδες και έκαναν παρωδίες κηδείας· έτσι για να σπάσουν την ψίχα της ψυχής τους. Άλλα, από την αγωνία, λέρωναν το βρακί τους, για να δώσουν την αφορμή στους άλλους να ψέξουν την ανανδρία τους. Όλα μικρά από τεσσάρων ως οκτώ χρόνων, το ένα να πέφτει πάνω στο άλλο, με κρίσεις αβαδίας, σπασμούς, να τρίζουν τα δοντάκια τους, άλλα να κλαίνε, τα δάκρυα να καλλιγραφούν στο κάρβουνο, καθώς τους είχαν μαυρίσει το πρόσωπο. Οι αντάρτες να πιάνουν το κλάμα με χοντρές μιμήσεις, οι ίδιοι να εξωθούν τα μεγάλα παιδιά, που είχαν χάσει τους γονείς τους στην Αντίσταση, να προπηλακίσουν τα μικρά, χωρίς να εννοούν το μέγεθος της προσβολής στον νεκρό. Σε άλλα έδεναν ουρές από κονσερβοκούτια πιέζοντάς τα να τρέχουν, για να γεμίσει ήχο ερινύας το πεντάγραμμο. Στη διαπόμπευση της 12ης Οκτωβρίου1 τους πετούσαν άχυρα να κάμουν έμφαση τελετής ή τα κατάβρεχαν για να έχει τιμή η λάσπη. Σ’ ένα, το πιο ευτραφές, είχαν δέσει λάσκα τα σφυρά· βά1. Η ημερομηνία αυτή όπως και το συναφές γεγονός δεν μαρτυρείται, υποβάλλεται όμως από τη ριπιδωτή διαγωγή του όψιμου αντάρτη. 11


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 12

διζε σαν τραυματισμένη γελοιογραφία, έπεφτε και πάλι όρθιο μες στα χάχανα. Όσοι γνώριζαν τον βίο του όψιμου αντάρτη τους επέστρεφαν τη δειλή τόλμη ζητώντας τους να ομολογήσουν πού κρύβονταν τα δύσκολα χρόνια, χωρίς, όχι μόνον να παίρνουν απάντηση, αλλά να κινδυνεύουν να θεωρηθούν και προδότες. Η ευτυχία ωστόσο από τη «νίκη» θόλωσε το αίσχος της διαπόμπευσης· οι Γερμανοί έφευγαν!  ΙI 

Ο γΥΠΑΣ αιφνιδίασε την Κωστάντζα στη Ρίχτρα, την έσυρε

αποφασισμένος να την τελειώσει. Κανείς δεν άκουγε. Οι Λαζαράδες απείχαν. Την ξεφάσκιωσε σκίζοντάς της τα χασεδένια εσώρουχα, πάλεψε ώσπου του έμειναν ξέφτια δαντέλας στα δόντια· με τα ρουθούνια χωμένα στο στήθος της άτυχης. Η Κωστάντζα αντιστάθηκε· γνώριζε τις επιθυμίες του Γύπα, ποτέ δεν είχε ενδώσει. Εκείνος την απειλούσε, αλλά δεν είχε τολμήσει, καθώς την προστάτευε ο ισχυρός Γερμανός αξιωματικός Κλάους. Το πρόσχημά του ήταν: προδοσία – κατηγορία που όλα αυτά τα χρόνια καλλιεργούσε στους Λαζαράδες, ώστε να έχει το κοινό αίσθημα με το μέρος του. Τώρα ούτε αυτό υπολόγιζε. Αναρχοαυτόνομος αντάρτης, με βρόμικο μητρώο, έπαιζε με όλα για όλα. Έκανε φιλίες που τις διέφθειρε, αφού αποκτούσε το ζητούμενο. Είχε μια ζωώδη γοητεία, γι’ αυτό και έπειθε για τις προθέσεις του. Σε προσέγγιζε με μείγμα ιδεών, υπολογίζοντας στην ημιμάθεια και στον φόβο σου· αντί για χιούμορ διέθετε μια ειρωνεία, σε ευνοούσε για να σε υποσκάψει, να σε αφήσει πτώμα ψυχής. Η δράση του πήγαζε λες από ένα προγονικό κύτταρο σαν σε καταγώγιο σώματος. Η ματιά του περιείχε αράχνη, κλωστή από μολυσμένο αίμα. Επιζητούσε μονίμως την πρωτιά στο έγκλη12


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 13

μα. Άρχιζε πάντα από την ανάποδη, για να πετύχει την καλή που ήταν ακόμη πιο ανάποδη. Δεν συγχωρούσε την άρνηση, μ’ αυτήν έχανε την εξουσία, την προκοπή στους επαίνους. Στο χάσμα της Αντίστασης εμφανίστηκε με οίηση οπλαρχηγού, χωρίς ποτέ ν’ αγωνιστεί, αλλά καθώς κινήθηκε σ’ όλη την Κρήτη την περίοδο της Κατοχής, έπειθε για πλαστές ανδραγαθίες. Αυτό που τον προκαλούσε στην Κωστάντζα ήταν ότι με το αδιαφιλονίκητο ένστικτό της τον απώθησε. Αυτό θα πλήρωνε τώρα με τη ζωή της, μ’ ένα φόνο χαριστικό στη Ρίχτρα. Κι ενώ ο Γύπας βιαιοπραγούσε, ο μικρός Κήρυκος, το τρίτο από τα παιδιά της Κωστάντζας, έτρεχε ανύποπτο στο παρακείμενο έλος. Έπαιζε μ’ ένα άσπρο κοκοράκι, που του έφευγε από τα χέρια όταν τα ψάρια έβγαζαν τη νωθρή παλέτα τους στα βρύα σκορπώντας φυσαλλίδες στη λάσπη. Το πτηνό σάλταρε να παίξει μαζί τους, καθώς όμως βούλιαζε στο νερό, έπεσε ο Κήρυκος να το σώσει και καρφώθηκε στον βούρκο, που εκεί είναι λευκός εξαιτίας του άσπρουγα. Η φωνή του διέκοψε για λίγο την πραγματεία του βιασμού, γιατί ο Γύπας συνέχισε χτυπώντας αλύπητα την Κωστάντζα στο στήθος· τα χέρια της δεμένα πισθάγκωνα. Ο μικρός Κήρυκος βγήκε δύσκολα από το έλος που είχε πηγή στη Ρίχτρα, στον μεγάλο βράχο. Μέσα από μυστικές στοές κυλούσε εδώ αγίασμα από το χιόνι που δεν έλειπε ποτέ από την κορυφή της. Το κοκοράκι του Κηρύκου ζητούσε να σώσει από πνιγμό το νήπιο στείβοντάς του βιαστικά με το ράμφος το μουσκεμένο πουκαμισάκι που ξεχείλιζε με τα κεντίδια. Ο ψαμμίτης κράτησε για λίγο το βήμα του παιδιού στον βυθό, ενώ εκείνο άρπαζε τα φύλλα που έπλεαν στο έλος, λες για να σωθεί. «Μάνα, μάνα», φώναξε, «έλα να με βγάλεις, δεν μπορώ...» Πού ν’ ακούσει όμως η Κωστάντζα, ρημαγμένη από την αδιάκοπη βία. Το φθινόπωρο έφερε βροχή, άνυδρη, από όπου λες και έλειπε το νερό. Ο Οκτώβρης του ’44 μεικτός, νίκη και ήττα. Όταν ο Γύ13


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 14

πας άκουσε το νήπιο, έδωσε εντολή στον Γαβρήλο να το πνίξει στο έλος, εμπρός στη μάνα του, «κάμε διπλά μάτια να το δεις, σκύλα», και τη νύχτα να το φέρει στους Λαζαράδες στην πλατεία, εκεί να το κρεμάσει στη θηλιά, να κάμει θέα πνιγμού. Είχε μάθει στα μπράβο από κείνους που έχασαν τους δικούς τους με την προδοσία και τώρα έχαναν τον εαυτό τους με την εκδίκηση. Ο Γύπας οργίαζε, αυτό που άξιζε σ’ εκείνον ήταν η σκιά του, το απείκασμα, όχι βέβαια η ανδρεία. Η Κωστάντζα μόλις άκουσε το παιδί της όρμησε, δεμένη, στο έλος, το βρήκε χωμένο ως τη μέση σαν νησάκι. — Αγοράκι μου βγες, έλα, σιγά-σιγά· περίμενε θα ’ρθει ο Κοσμάς μας να σε πάρει στο χωριό. — Εσύ; — Έχω δουλειά με περιμένει ο... ήθελε να πει ο μπαμπάς, αλλά την εμπόδισε η πληγή της λέξης. Ο Κήρυκος τινάχτηκε λες από νόστο μελλοντικής στιγμής, δέθηκε στον λαιμό της και τη γέμισε φιλιά, ενώ άρπαξε σφιχτά τον Γύπα από το γένι, που με το τσαπράζι στο χέρι θα το ’σφαζε, αν δεν είχε την ευτυχία του θύματος με την Κωστάντζα, πρόλαβε όμως και του ’σκισε τον καρπό. — Τη δουλειά σου, είπε στον Γαβρήλο, κι έλα να με βρεις στη λατσίδα... διάξε* κατά πώς είπα. Η Κωστάντζα αποχωριζόταν το παιδί της, που με τον τρόπο του τη στήριζε στο μαρτύριο. Ο Γαβρήλος το απομάκρυνε. — Κηρυκάκι μου, μωρό μου... τι σου ’φταιξε το παιδί, δειλέ. Εμένα κάμε ό,τι θες, χρόνια με πολεμάς και δεν βρίσκεις αιτία... αγοράκι μου. — Πόσοι Γερμανοί σε γαζώσανε, ε; Μέτρησες, μωρή καρφίτσα, πόσους έφαγες, ξεπάστρεψες το μισό χωριό. — Ψέματα, φώναξε εκείνη. — Το πρωί μας τουφεκίζανε με το χαρτί σου... ονομαστικά και το βράδυ σου κάνανε κρεβάτι. 14


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 15

— Ποτέ, εγώ ποτέ! Είχαν επιτάξει το σπίτι μου, το ξέρεις... άλλο είχες στο νου σου, άλλο που δεν σου ’τρεξε. — Θα μου τρέξει τώρα, όλο μαζί... ετοιμάσου για το δικό μου απόσπασμα, είπε κι έλυσε το εσώρουχό του... — Όχι, σκότωσέ με... παρά αυτό. — Θα σε σκοτώσω, αλλά πρώτα θα σου πετάξω τα μάτια όξω, όπως ξέρω εγώ!... Θα τα βάλω στην κονσέρβα και θα τα στείλω στο καφενείο για τα κόλλυβα. Κι ενώ τη χτυπούσε, αίμα χυνόταν στο στέρνο της και από τα μάτια της έβγαινε άνθος φωτιάς. Ήταν η αρχή της κόλασης για τη φτωχή γυναίκα και το παιδί της, γιατί ο Γύπας συνέχισε και μες στη λατσίδα, όπου η Κωστάντζα αν και «νεκρή» εξακολουθούσε να «ζει».

 ΙΙΙ 

Ο γΑΒΡΗΛΟΣ, κι αυτός όψιμος αντάρτης, ζητούσε το παράσημο

χωρίς να ξοδιαστεί, υπάκουος στον κατηχητή του, τον Γύπα. Πήρε τον Κήρυκο σηκωτό, έσκισε λουρίδα από το πουκαμισάκι του, που ήταν ακόμη βρεμένο, και του έδεσε τη μαχαιριά στον καρπό. Δεν είχε τα κότσια να τον σφάξει ούτε να τον διαπομπεύσει. Ακολουθούσε τον Γύπα για να χωθεί στο υποζύγιο της Κωστάντζας, που την ποθούσε κι αυτός κρυφά, όπως όλοι οι Λαζαράδες, καθώς η φοίτηση των Γερμανών αξιωματικών στο σπίτι της τους προκαλούσε βάρβαρες ερωτικές φαντασιώσεις. Από το χωριό έφτανε ό,τι απομένει από καμπάνα, κάτι σαν λυγμός σείστρου πάνω στο σίδερο, το έλος παραπλανούσε τα πλατάνια, καθώς βύθιζαν το ανίατο νύχι τους στον ταφταδένιο χυλό του. Τα πουλιά της Ρίχτρας φώλιαζαν παράωρα στα μανίκια της, που έχαιναν αναιδώς στο μετέωρο στέρνο. Ο Γαβρήλος 15


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 16

δοκίμασε ν’ αφήσει το νήπιο μόνο του να πνιγεί, να μη χρεωθεί τον φόνο, ενώ το κοκοράκι έσερνε διαρκώς αποτρεπτικό φτερό ως έπος θαύματος. Ο Κήρυκος έκλαιγε κοιτώντας τον Γύπα, που απομάκρυνε τη μάνα του στο μούχρωμα – ένα κλάμα από αυτά που αλλάζουν την τάξη του κόσμου. Ο Γαβρήλος του βούλωσε το στόμα να μην το ακούει και το νήπιο του σφράγισε τα δάκτυλα σφίγγοντας με δύναμη το σαγονάκι του. — Να ψοφήσεις μόνο σου, μπάσταρδο, είπε, μη σε φορτωθώ, και του ’κλεισε το στόμα. Αργότερα το ’φερε σε μια χαρουπιά, πήρε κοφινάκι και το ’χωσε μέσα, περνώντας του τη βουρλιά στον λαιμό, που αν πνιγεί, να πνιγεί μόνο του καθώς θα πάλευε να λυθεί. Βλέπεις τον διευκόλυνε η υποκρισία, μιλούσε κι αυτός με μάσκα στον εαυτό του. Αυτός ήταν ο όψιμος αντάρτης, αυτός που φόρεσε επίδεσμο στις πληγές που δεν έλαβε. Ο ίδιος κηλίδωσε την ανδραγαθία, ναι, ανέδειξε όμως την ευφορία της. Η Αντίσταση άλλαζε μάτι, φορούσε το άλλο, το γυάλινο και τρεφόταν από την κνήμη της. Το ιδεώδες καιγόταν στο αναλόγιο και ο Θεός έπληττε την εκκλησία. Οι μεταπράτες είχαν τώρα τον λόγο, τη δική τους ραφή για τις πληγές, το δικό τους χαίρε! Κρυφό και φανερό. Τις εντυπώσεις, μόνον αυτές ζητούσαν, αυτές – θα τις είχαν κερδίσει;... Ο Γαβρήλος πήρε το κοφινάκι με το νήπιο και το κρέμασε στη χαρουπιά. Το ανήσυχο κοκοράκι πέταξε, κάθισε στο χείλος της κόφας και άρχισε να κρώζει στη βία. Ο μικρός Κήρυκος δάγκωνε τα χείλη του σκούζοντας πνιχτά, σαν να είχε καρφί στον ουρανίσκο, ενώ ο Γαβρήλος απομακρυνόταν αφήνοντας τη ράχη του να γελά από οίκτο και φόβο. Την ίδια στιγμή ο Γύπας έφθανε οδηγώντας την Κωστάντζα στη λατσίδα· της έδωσε μια και την γκρέμισε μέσα. Καθώς μάλιστα αντιστάθηκε στον βιασμό, τη χτύπησε όπως το χταπόδι που δεν έχει δράμι νόησης στα κότσια του. 16


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 17

Έτσι έδιαξε ο προδότης στους «προδότες», αν οι δεύτεροι ήταν όντως προδότες, γιατί εκείνος ήταν προδότης. Και δεν ήταν μόνος, τώρα που έφευγαν οι Γερμανοί, στον επίλογο της νίκης, όταν οι ήρωες αποσύρονταν, με σκληρή αυτοκριτική, χαρίζοντας το έπαθλο στους νεκρούς, οι αντάρτες της τελευταίας στιγμής οργίαζαν μετατρέποντας την υποψία σε κατηγορία για να επιτύχουν το θύμα. Κι ενώ οι σημαίες άνοιγαν αυλαίες στους δρόμους, οι ίδιοι εξεβίαζαν όχι μόνο τους προδότες αλλά και τους αδαείς, ένα μόνο «χαίρετε» να είχαν με τους Γερμανούς, αρκούσε για να υποκύψουν στους εκβιασμούς για χρήμα, περιουσίες και σαδιστική λαγνεία. Η Κωστάντζα βρέθηκε σπαράζοντας βαθιά στη λατσίδα!  ΙV 

Η ΡΙΧΤΡΑ ήταν ο μέγας βράχος, στην κορυφή του έβρισκες πά-

ντα χιόνι, που άφηναν ξυστά τα σύννεφα πριν αλλάξουν ξάρτια. Εδώ, πάγωνε μια αθέατη εκκλησία, γι’ αυτό και το νερό του έλους που κατέληγε εκεί, μέσα από κρυφό φλεβισμό, θεωρούνταν ιαματικό. Η Ρίχτρα, με σπηλιές μικρές και μεγάλες φοδραρισμένες με πόα – φωλιές για τα πουλιά και τα όρνια. Βράχοι από βασάλτικο γυαλί φορούσαν δακτυλίδι στη μάνα. Τα χέρια της ωχρά σαν βάζα μαγγανικά, απ’ όπου ξεγλιστρούσαν πραγματικές σαλαμάνδρες κι ύστερα ένα πινέλο μεταξωτό ν’ αλείφει με πίσσα τις σχισμές. Η Ρίχτρα, ο μέγας βράχος! Η κοιλιά της γεμάτη μωρά που έβγαζαν το φαλακρό τους κεφάλι να ορχείται πριν από τον τοκετό. Και ύστερα το κίτρινο να χύνεται πάνω στο βαθύ μπλε. Οι εποχές της άλλαζαν ενδυμασία· η άνοιξη της φορούσε λειριά από άγρια ορχιδέα, το φθινόπωρο την έγδυνε, ο χειμώνας της έδινε σάβανο για να κατέβει στο έλος. Η Ρίχτρα! Στη δεξιά άκρη, ένας δεύτερος βράχος σχημάτιζε με τον 17


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 18

πρώτο χωνί-λαιμό, που έφερνε τα νερά της βροχής, άλλοτε στο έλος αναψύχοντάς το, άλλοτε σε ρυάκια μιας χρήσης. Ψηλά στο διάσελο, το Μοναστήρι της Κυρίας Ελεούσας. Ολόγυρα εύφοροι λόφοι που άνοιγαν σαν πάπυροι με χλόη. Η Ρίχτρα τελείωνε σε σκόρπιους βράχους – όρθιες ανθρώπινες φιγούρες βασανισμένες· οι ξωμάχοι μπερδεύονταν μαζί τους, ενώ ο νότος τις υποχρέωνε στον θρήνο αν έβρισκε το λαρύγγι τους. Στην περιοχή είχαν κτήματα οι Λαζαράδες, τα Αϊτάνια, το Βορίτσι και οι Χαρασανοί, που συνέρρεαν εδώ κάθε χρόνο την ημέρα των Φώτων για τη ρήψη του σταυρού στο έλος και τη θέα του θαύματος των ιχθύων. Από τα χωριά που σχημάτιζαν ακανόνιστο τρίγωνο με επίκεντρο τη Ρίχτρα, οι Λαζαράδες ήταν το πολυπληθές κέντρο, η πολίχνη της περιοχής. Τον ίδιο Οκτώβρη του ’44, στις 13, ένας Γερμανός αξιωματικός, ο Ματτίας, με δυο στρατιώτες περνούσε με τρίκυκλο από την περιοχή και προορισμό το αεροδρόμιο του Ηρακλείου, για την επιστροφή μετά την ήττα. Σχεδίαζε να επισκεφθεί το Καινούργιο Χωριό, να φωτογραφίσει τον πύργο του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου. Ο Ματτίας ως φιλότεχνος –από τους πρώτους που πάτησαν στην Κρήτη το ’41– είχε ακούσει για τον συγγραφέα του Φορτουνάτου· η σποραδική «ανάγνωση» του έργου, η καταγραφή αποσπασμάτων από προφορικές πηγές, του είχαν εμπνεύσει την αγάπη για την κρητική γλώσσα και τον δεκαπεντασύλλαβο. Σε κάθε ευκαιρία ζητούσε να μάθει όλο και περισσότερα, μιλούσε ήδη λίγα ελληνικά. Περνώντας από τη Ρίχτρα στάθηκε να θαυμάσει το τοπίο, άρχισε μάλιστα να συλλέγει βότανα που θα έπαιρνε μαζί του στη Γερμανία. Ένα σύννεφο κατέβαινε χαμηλά, το έλος κλειστό – με τις φωνομιμίες των ιχθύων· ο Ματτίας προχώρησε, έφτιαξε ματσάκι από φασκόμηλο και αγριόμεντα. Οι στρατιώτες του εκεί, στο τρίκυκλο, με το τίμημα της ήττας και του φόβου. Ήταν η στιγμή που αιφνιδίασε το κοκοράκι του Κηρύκου: πέταξε μες στο 18


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 19

σύννεφο, που διαρκώς χαμήλωνε, ήρθε στη χαρουπιά, κάθισε στο χείλος της κόφας κι έκρωξε κοφτά καταγγέλλοντας το περιεχόμενο. Ο Ματτίας το ακολούθησε, καθώς, ανήσυχο, τσιμπολογούσε το παιδί να το βγάλει από τη νάρκη, όπου το είχε βυθίσει ο πόνος και η κακουχία. Όταν το άκουσε να κλαίει –δεν είχε άλλα δάκρυα μόνο λυγμούς– ξεκρέμασε το κοφινάκι· βρήκε το νήπιο αιμόφυρτο και κρύο· το ξεσπαργάνωσε από τις βουρλιές, το ζέστανε, του ’δωσε τις πρώτες βοήθειες από το φορητό φαρμακείο και το πήρε μαζί του. Σε δυο μέρες, και όχι το ίδιο βράδυ, ο μικρός Κήρυκος, στην αγκαλιά του σαραντάχρονου αξιωματικού, πετούσε με την ταπεινωμένη Λουφτβάφε για τη Γερμανία! Το κοκοράκι πέταξε ψηλά, ώσπου χάθηκε, κανένας δεν το είδε πια. Λες και ήρθε να πει το μυστικό του σ’ έναν πένθιμο άγγελο. Αν ήταν γύψινο, θα έλεγες πως έπεσε κι έγινε κομμάτια στον βράχο της Ρίχτρας, αλλά δεν ήταν.  V 

ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΠΑΝΤΑ Οκτώβρη του ’44, ξημερώματα στις έξι, μια

γυναίκα οδηγεί στην ακτή ένα αγοράκι, τον Γιαννιό, με σκούφο, παλτό, γαλότσες στα πόδια, βουργιδάκι στην πλάτη με τροφή κι ένα μπουκέτο υάκινθους στο χέρι. Το παιδί θα έμπαινε στο πλοίο, που είχε αγκυροβολήσει στον Πόρο (με ιδιαίτερες προφυλάξεις, αφού η θάλασσα από το λιμάνι του Ηρακλείου ως την Ντία παρέμενε ναρκοθετημένη), για την Αλεξάνδρεια. Η οδηγία που έχει είναι, αφού βγει από τη βάρκα, ν’ ανέβει τη σκάλα, να προχωρήσει και να κατέβει στο αμπάρι, εκεί να κρυφτεί και να περιμένει τον θείο του. Η οδηγία είναι πραγματική, η γυναίκα οφείλει να βεβαιωθεί ότι με την αναχώρηση του πλοίου θα έχει φύγει και το παιδί, τουλάχιστον αυτό. Οι πληροφορίες για το πλήρωμα, εν μέρει τους επιβάτες και τον επόμενο προορισμό είναι 19


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 20

γνωστές. Ο «Αρχάγγελος» θα μετέφερε στην Αλεξάνδρεια Άγγλους στρατιώτες καθώς και συγγενείς των συμμάχων που απέμεναν στην Κρήτη μετά την τακτική αποχώρηση των Γερμανών. Ανάμεσά τους θα χανόταν, για να βρεθεί ως άγνωστος, και ο Γιαννιός. Στο αμπάρι είχαν φορτώσει άχυρο και χαρούπι, τελευταίο εφόδιο για τα στρατιωτικά υποζύγια στη Βόρεια Αφρική, που αργότερα θα τα άφηναν στους ντόπιους στη Μάρσα Ματρούχ και σε άλλους θύλακες της Αντίστασης. Σε μεγάλες ποσότητες ήταν φορτωμένο και πολεμικό υλικό από τον αφοπλισμό των Γερμανών – όπλα που οι Άγγλοι όχι μόνο δεν εμπιστεύτηκαν στους Κρήτες που τα είχαν κερδίσει με το αίμα τους, αλλά συχνά τα έριχναν και στη θάλασσα να καταστραφούν. Σε χαρτόκασες είχε φορτωθεί υπόλοιπος ρουχισμός και υπόδηση, που παρέμενε αποθηκευμένος, στην εποπτεία πάντα των Άγγλων. Και αυτόν τον είχαν στερηθεί οι άνδρες της Αντίστασης, που πολεμούσαν ρακένδυτοι και ανυπόδητοι στη χιονισμένη Νίδα και στις Μαδάρες. Η γυναίκα που συνόδευε τον Γιαννιό –σχεδόν είχε ολοκληρωθεί η επιβίβαση, εκείνο το πρωινό του Γενάρη– άλλαξε γνώμη και οδήγησε η ίδια το παιδί στο πλοίο, με τη δικαιολογία στον έλεγχο ότι είχαν προηγηθεί οι γονείς του. Του έδειξε μια σκάλα στο αμπάρι, του είπε να κατέβει κι εκεί να περιμένει τον θείο του, που θα ερχόταν να του κάνει χαρές, σε λίγο. Αφού ολοκλήρωσε ακουσίως την αποστολή της κι αφού το πλοίο έλυσε για να σαλπάρει, η κυρία αποχώρησε με ένοχη ανακούφιση, βέβαιη ωστόσο ότι –έτσι της έλεγαν– ένας άνδρας της Αντίστασης θα υποδεχθεί το παιδί στην Αλεξάνδρεια, με ασφαλείς οδηγίες για την τύχη του. Γι’ αυτό άλλωστε κρατούσε και τα λουλούδια –ένα ματσάκι υάκινθους– ως πυξίδα της ταυτότητάς του. Σε λίγο έκλεισαν οι καταπακτές και ο Γιαννιός βρέθηκε μόνος στο σκοτάδι. Ο φόβος τού έφερε κλάμα και ανακλαστικά εμετό. Αργότερα έγειρε από τη νύστα στο δάπεδο. Τα ποντίκια, 20


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 21

που μυρίστηκαν φαγητό, ροκάνισαν μαζί με το τρωγάλι* και τις άκρες από τα ρουχαλάκια του, και όχι μόνον. Τη νύχτα έζησε έναν εφιάλτη, νόμισε ότι βρέθηκε σε μια μάντρα με σιδερικά, όπου ζητούσε –ανάμεσα σε αλλόκοτα έντομα– ν’ αλλάξει κεφάλι, φορούσε το ένα μετά το άλλο, ενώ τα δάκτυλά του είχαν γίνει βίδες, που ήταν αναγκασμένος να μασήσει. Ένας κατάδικος στη μάντρα του έλεγε ότι πρέπει ν’ αλλάξει δόντια για να μπορεί να μασάει τέτοια τροφή. Ο Γιαννιός κλαίγοντας φώναζε τον θείο του, ενώ τα ποντίκια συνέχιζαν το έργο τους· συγχέοντάς τα στον εφιάλτη του, νόμιζε ότι ήταν κουρντιστά παιχνίδια που πλήγωναν. Σε λίγο ο κατάδικος τον έφερε σ’ ένα πηγάδι με πίσσα. — Ρίξε μέσα τα λουλούδια σου, του είπε, μετά πέσε κι εσύ, εγώ έχω αλυσίδες στα πόδια, δεν μπορώ, φυλάω τη μάντρα, το κεφάλι που φόρεσες το άφησε προχθές εδώ ένα άλλο παιδί, μου είπε να μην το δώσω σε κανέναν· εσύ το φόρεσες, βγάλ’ το, βγάλε και το πόδι σου, έλα, γιατί σε λίγο θα σου κόψουν το αληθινό· πάρε κι αυτό το πουλί, φόρα το, δεν βλέπεις; Το δικό σου κατουράει χωρίς να σε ρωτά, σφίξε το. — Με λένε Γιαννιό, με λένε Γιαννιό, φώναζε στον εφιάλτη του. — Έλα, μη φωνάζεις, χύσε εδώ το νεράκι απ’ το στόμα σου· έλα, έτσι κάνουν όλα τα παιχνίδια για να μη σκουριάσουν, έλα, γιατί σε λίγο θα κλείσει η μάντρα. Όμως ο ύπνος του παιδιού είχε ακόμη πολλή σάρκα (και πολλά ποντίκια), που ζητούσε παλεύοντας να την ξεκολλήσει από πάνω του, γιατί βλάσταινε ως τον λαιμό και το έπνιγε. Όσα παιχνίδια γνώριζε στα πέντε του χρόνια γίνονταν τώρα μικροί βασανιστές. Η Κατοχή είχε στεριώσει το ίνδαλμά της, η μνήμη του πολέμου έτρεχε πίσω από τα αισθήματα – οι εκτελέσεις, το αίμα. Τα παιδιά είχαν ζήσει την πορεία των γονιών τους στο απόσπασμα ή την ασιτία στο κούφιο στήθος της μάνας τους. Ο εφιάλτης του Γιαννιού συνέχισε, με τον κατάδικο να οδη21


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 22

γεί το παιδί στις νάρκες, ζητώντας του να χορέψει πάνω σ’ έναν άρτο, και είδε το σώμα του να διαμελίζεται, τα πόδια του να χορεύουν μόνα τους και τα μάτια του να μπαίνουν στις κόγχες παλιού παιχνιδιού, εκεί που ήταν άλλοτε τα φανάρια. Μάζεψε τα χέρια του από τις φατρίες που τα μοιράζονταν, αλλά δεν μπορούσε να τα φορέσει, γιατί έκαιγαν. Έμεινε έτσι με τη μήτρα του σώματος, ώσπου να βλαστήσουν εκ νέου τα μέλη του, αλλά έπρεπε να περιμένει να μεγαλώσει. Ήταν ο πυρετός και ο φόβος, κυρίως η απώλεια της αίσθησης του χρόνου –γιατί ήδη είχε ξημερώσει και βραδιάσει και ο «Αρχάγγελος» πλησίαζε στην Αλεξάνδρεια– που του έφερναν την παραίσθηση. Ένα μείγμα ύπνου και εγρήγορσης, με την πραγματική όμως αίσθηση ότι του έλειπε το στομάχι, λες και στη θέση του ήταν μια ξεφούσκωτη σακούλα – από τη νηστεία. Το απόγευμα στην εκφόρτωση ένας ναυτικός βρήκε τον Γιαννιό στο αμπάρι λεηλατημένο από τα τρωκτικά, με τους υάκινθους να κτερίζουν τη σιωπή του. Ποιος όμως ήταν ο προορισμός του και ποιος είχε την ευθύνη για την απομάκρυνσή του από την Κρήτη;  VI 

ΚΙ ΕΝΩ ΟΙ γΕΡΜΑΝΟΙ, πεζοί ή στα μηχανοκίνητα, από την πλα-

τεία ως το λιμάνι και το αεροδρόμιο, αναχωρούσαν με τάξη που επέβαλλε η ταπείνωση, ο λαός είχε βγει στις Τρεις Καμάρες να εορτάσει και εορτάζοντας να πενθήσει. Οι χωρικοί κρατούσαν πλάκες με τα ονόματα των χωριών που είχαν κάψει οι Γερμανοί. Άλλοι τις κρεμούσαν στους στύλους, άλλοι τις περιέφεραν. Παιδιά, από τα έξι καμένα χωριά της Βιάννου, τυλιγμένα με κόκκινες βρεγμένες λινάτσες, είχαν περικυκλώσει ένα μεταγωγικό με Γερμανούς, που έφεραν ευθύς το χέρι στη σκανδάλη από φόβο 22


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 23

μήπως ακολουθήσει επεισόδιο. Αλλά και γριές μάνες, που είχαν χάσει τα παιδιά τους στην Αντίσταση, πλησίαζαν τους φονιάδες κι έστηναν αντίκρυ το πρόσωπό τους άνυδρο, ξυλογραφημένο από τη θλίψη σε στάση εγκαρτέρησης. Να ήταν αυτό τιμωρία για τον ατιμώρητο; Η νίκη δεν μπορούσε να αναμετρηθεί με την ήττα, η ήττα ήταν αήττητη ως εκεί που η λέξη μένει έξω από την έννοια. Και το θέατρο σκληρό· μόνο θεατές, ο λαός έβλεπε τους Γερμανούς φασκιωμένους στα στρατιωτικά τους ν’ αναχωρούν και οι Γερμανοί έβλεπαν τον λαό στα μαύρα να σβήνει την οργή του. Στα μαύρα, άσπρες ήταν μόνο οι ταινίες με τα ονόματα των χωριών και τη φράση: Εσύ το έκαψες – Du hast es verbrannt. Εκείνη ωστόσο την ημέρα, στα μέσα Οκτωβρίου του ’44, όπου η σιωπή, σαν εξόδια ωδή, τόνιζε το τέλος –ο λαός είχε αποκηρύξει τη δράση των ανταρτών με θύματα κυρίως παιδιά από γονείς προδότες–, ένα γερμανικό αυτοκίνητο έφερε φρέσκια γαλέτα και την άδειασε σωρό στην πλατεία, να ριχτεί ο λαός πεινασμένος να πάρει κι εκείνοι να φωτογραφίζουν, να έχουν ψευδομαρτυρία για τη δράση τους στην Κρήτη, όπως το έπραξαν και στο παρελθόν. Όμως κανείς δεν πλησίασε· αναγκάστηκαν έτσι ν’ αποσύρουν το δολωμένο δώρο, ενώ τώρα τους φωτογράφιζαν οι Έλληνες να μαζεύουν άτακτα το ψωμί, δίπλα από τους αποστεωμένους, σαν ρίγες μαύρες χωρικούς, με όση υπερηφάνεια τους άφηνε ο Χάρος. Σ’ αυτό το κλίμα, όπου η Κρήτη είχε πεθάνει με πολλούς θανάτους και όπου η νίκη ματαίωνε τη νίκη γιατί δεν υπήρχε ήττα για αντιζύγι, ένα κορίτσι στα δεκάξι, έγκυος, με ξανθιές πλεξίδες, ροζ παλιό φουστάνι με γιακά στο κοπανέλι, διέσχισε το πλήθος φωνάζοντας «Τζούλιους... Τζούλιους». Πάλευε ν’ ανοίξει διάδρομο να φθάσει ως τα μηχανοκίνητα· βγήκε από τα τείχη, στην πύλη του Αγίου Γεωργίου, στο νεύμα του Τζούλιους έπεσε πάνω του και τον τύλιξε με τα χέρια της. Η νέα είχε γνωρίσει τον Γερμανό στρατιώτη στον κόλπο 23


MOUDATSAKIS sel_final_Layout 1 20/09/2011 3:21 μ.μ. Page 24

της Φόδελε, εκεί που κάποτε μια νύφη άπλωσε το μαντίλι της να στεγνώσει κι έγινε θάλασσα. Εδώ, στο κύμα του κόλπου, ο Τζούλιους συναντούσε κρυφά τις νύχτες τη νέα, που, έγκυος τώρα, διωγμένη από το χωριό της, τη Ρογδιά, δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί, αλλά ούτε κι εκείνος. Περπάτησε όλη τη νύχτα για να κατέβει στην πόλη, να τον προλάβει. — ... Όταν τελειώσει η Κατοχή θα ’ρθω να σε πάρω, θα ζήσουμε μαζί, εδώ ή στη Γερμανία. — Ναι, εδώ, εκεί που σε γνώρισα, στον κόλπο, ψηλά στον βράχο, του ψιθύρισε. Μείνε. — Πού, πώς; — Όπως, όπως. — ... Η Κρήτη μ’ έχει μαγέψει· με πλήγωσε από τις πληγές που της δώσαμε. Εγώ όμως δεν σκότωσα κανέναν, αντίθετα πρόδωσα τους δικούς μου, ακόμη κι αιχμαλώτους σας φυγάδευσα... Σ’ αγαπώ! — Το ξέρω, είσαι τόσο καλός, θυμάμαι στην Παναγία τον Αύγουστο... νόμιζαν πως πήγες να συλλάβεις κάποιον και σε χτύπησαν. Τα μάτια του Τζούλιους βούρκωσαν. Έσφιξε πάνω του τη νέα. Κι ενώ η σκηνή είχε αιφνιδιάσει τις δυο πλευρές, ένας όψιμος αντάρτης, που το θεώρησε προσβολή, σήκωσε το κλεμμένο τόμιγκαν και τους χτύπησε· με την πρώτη σφαίρα έπεσε νεκρός ο Τζούλιους, η δεύτερη αστόχησε πάνω στη νέα που γύρισε να δει τον φονιά, η τρίτη τη βρήκε στην κοιλιά και η χαριστική στο μέτωπο. Η άτιμη φάρα του Γύπα είχε πάλι τον λόγο. Με τη μεσιτεία των Άγγλων, παρά την οργή των Γερμανών –που είχαν συμφωνήσει εκεχειρία με τους άντρες της Αντίστασης–, κολάστηκε το επεισόδιο. Εκείνοι έθαψαν τον Τζούλιους, η νέα όμως έμεινε άταφη στο ανατολικό τείχος. Λένε ότι για την ταφή της, ημέρες αργότερα, φρόντισαν κάποιοι αλήτες, αφού πρώτα της πήραν για αμοιβή τα χρυσά σκουλαρίκια! 24


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.