Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις

Page 1

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 5

ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ

Η ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ c Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ

ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 6

Το παρόν έργο μεταφράστηκε με την αρωγή της Γενικής Διεύθυνσης Βιβλίου, Αρχείων και Βιβλιοθηκών της Πορτογαλικής Δημοκρατίας / Direção-Geral do Livro, dos Arquivos e das Bibliotecas – DGLAB / Portugal. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: José Saramago, O Ano da Morte de Ricardo Reis

Copyright José Saramago, 1984 All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2017 ©

1η έκδοση: Νοέμβριος 2020 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. ΓΡΑΦΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-381.63.10 FAX: 210-382.25.30

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-6689-1


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 7

Σοφός είναι αυτός που αρκείται στο θέαμα του κόσμου. ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ

Η επιλογή τρόπων να μη δρω υπήρξε πάντα η μέριμνα και το μέλημα της ζωής μου. ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΣΟΑΡΕΣ

Αν μου πουν πως είναι παράλογο να μιλώ έτσι για κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε, θ’ απαντήσω πως ούτε για τη Λισαβόνα έχω αποδείξεις ότι υπήρξε ποτέ, ούτε για μένα που γράφω, ή για οτιδήποτε, όπου κι αν είναι αυτό. ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 8


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 9

Ε

νω απ’ τη χλομή πόλη, τα νερά του ποταμού κυλούν θολά απ’ τη λάσπη, πλημμύρα στις όχθες. Ένα σκοτεινό πλοίο πάνω στην κατηφή πλημμυρίδα, είναι το Χάιλαντ Μπριγκέιντ που έρχεται να δέσει στην προκυμαία της Αλκάνταρα. Το υπερωκεάνιο είναι βρετανικό, των Βασιλικών Ταχυδρομείων, το χρησιμοποιούν για να διασχίσουν τον Ατλαντικό, μεταξύ Λονδίνου και Μπουένος Άιρες, σαν τη σαΐτα του αργαλειού, πέρα δώθε στους δρόμους της θάλασσας, πιάνοντας πάντα στα ίδια λιμάνια, Λα Πλάτα, Μοντεβιδέο, Σάντος, Ρίο ντε Ζανέιρο, Περναμπούκο, Λας Πάλμας, μ’ αυτή τη σειρά ή την αντίστροφη, και, αν δεν ναυαγήσει στο ταξίδι, θα πιάσει ακόμα Βίγο και Μπουλόν-σιρ-Μερ, και επιτέλους θα μπει στον Τάμεση όπως μπαίνει τώρα στον Τάγο, ποιος απ’ τους δύο ποταμούς ο μεγαλύτερος, ποιο απ’ τα δυο χωριά. Δεν είναι μεγάλο πλεούμενο, έχει εκτόπισμα δεκατέσσερις χιλιάδες τόνους, κρατάει καλά όμως στη θάλασσα, όπως αποδείχθηκε ξανά σε τούτον τον διάπλου, στον οποίο, παρά τη διαρκή κακοκαιρία, μονάχα οι μαθητευόμενοι ωκεάνιοι ταξιδιώτες έπαθαν ναυτία, ή εκείνοι που, αν και βετεράνοι, υποφέρουν από αθεράπευτη ευαισθησία στομάχου, κι επειδή έχει τόσο σπιτική και άνετη εσωτερική διαρρύθμιση, του έδωσαν τρυφερά, όπως και στο Χάιλαντ Μόναρκ, το δίδυμο αδέρφι του, το ιδιωτικό επώνυμο των βαποριών της οικογένειας. Είναι και τα δύο εξοπλισμένα με ευρύ-

9

ΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΝΑ Η ΣΤΕΡΙΑ. BΡΕΧΕΙ ΠΑ-


10

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 10

χωρα κάσαρα για σπορ και ηλιοθεραπεία, μπορεί κανείς να παίξει, λόγου χάρη, κρίκετ, το οποίο, ως παιχνίδι γηπέδου, μπορεί επίσης να παιχτεί πάνω στα κύματα της θάλασσας, επιδεικνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι για τη βρετανική αυτοκρατορία τίποτα δεν είναι αδύνατο, αν αυτή είναι η βούληση εκείνου που την κυβερνά. Στις ήπιες μετεωρολογικά ημέρες, το Χάιλαντ Μπριγκέιντ είναι παιδική χαρά και παράδεισος των γέρων, όχι όμως σήμερα που βρέχει, κι άλλο απόγευμα δεν θα έχουμε. Πίσω από τα νοτισμένα απ’ το αλάτι τζάμια τα παιδιά κρυφοκοιτάζουν την γκρίζα πόλη, άστυ επίπεδο πάνω σε λόφους, σαν να ’ταν χτισμένη μόνο με ισόγεια σπίτια, πού και πού ένας ψηλός τρούλος, κάποια βεβιασμένη μετόπη, κάποιος όγκος που μοιάζει με χαλάσματα κάστρου, εκτός αν όλα αυτά είναι ψευδαίσθηση, χίμαιρα, αντικατοπτρισμός που δημιούργησε το κινητό παραπέτασμα νερών που πέφτουν από τον κλειστό ουρανό. Τα ξένα παιδιά, που η φύση τα προίκισε αδρότερα με το χάρισμα της περιέργειας, θέλουν να μάθουν το όνομα του τόπου, κι οι γονείς τους τα πληροφορούν, ή τα παραπέμπουν στις παραμάνες, στις nurses, στις bonnes, στις fräulein, ή σε κάποιον ναυτικό που περνούσε για να πάει στα ξάρτια, Λισαβόνα, Λίσμπον, Λισμπόν, Λίσαμπον, τέσσερις διαφορετικοί τρόποι άρθρωσης, πέρα από τους ενδιάμεσους και τους απροσδιόριστους, κι έτσι έμαθαν τα μικρά αυτό που πριν αγνοούσαν, και ήταν ίδιο μ’ αυτό που ήδη ήξεραν, τίποτα, ένα όνομα μόνο, προφερμένο κατά προσέγγιση, προς μεγαλύτερη ακόμα σύγχυση των νεαρών μυαλών, με τον ιδιαίτερο τονισμό των Αργεντίνων, όταν επρόκειτο για τέτοιους, ή των Ουρουγουανών, των Βραζιλιάνων και των Ισπανών, που, παρότι έγραφαν όλοι Lisboa, στα καστιλιάνικα ή στα πορτογαλικά του ο καθείς, έλεγαν όμως τα δικά τους, πέρα απ’ την εμβέλεια του κοινού αυτιού και των μιμήσεων της γραφής. Όταν νωρίς αύριο το Χάιλαντ Μπριγκέιντ πιάσει λιμάνι, ας έχει έστω μια στάλα ήλιο κι ανέφελο ουρανό, μη κι η γκρίζα τούτη ομίχλη του αλλοπρό-


σαλλου καιρού συσκοτίσει εντελώς, πάνω που φάνηκε στεριά, την ήδη φθίνουσα μνήμη των ταξιδιωτών που περνούν από δω για πρώτη φορά, τούτων των παιδιών που επαναλαμβάνουν Λισμπόα, μεταμορφώνοντας κι αυτά με τη σειρά τους το όνομα σε άλλο όνομα, κι εκείνων των ενηλίκων που συνοφρυώνονται κι ανατριχιάζουν απ’ τη γενική υγρασία που ποτίζει ξύλα και σίδερα, σαν να είχε στραγγίξει μόλις απ’ τον βυθό της θάλασσας το Χάιλαντ Μπριγκέιντ, πλοίο φάντασμα εις διπλούν. Από δική του αρέσκεια και βούληση, κανείς δεν θα ήθελε να μείνει σ’ αυτό το λιμάνι. Λίγοι είναι αυτοί που θα κατέβουν. Το υπερωκεάνιο άραξε, έπεσε ήδη η σκάλα επιβίβασης, χωρίς βιασύνη αχθοφόροι και εκφορτωτές άρχισαν να εμφανίζονται κάτω, τελωνειακοί υπηρεσίας βγαίνουν από τα καταφύγια των υπόστεγων και εκτελωνιστές ξεπροβάλλουν. Η βροχή μαλάκωσε, ένα τίποτα σχεδόν. Οι επιβάτες μαζεύονται στην κορυφή της σκάλας, διστάζοντας, σαν να αμφιβάλλουν ότι έχουν άδεια αποβίβασης, μη τυχόν υπάρχει καραντίνα, ή σαν να τρέμουν τα ολισθηρά σκαλοπάτια, είναι όμως η σιωπηλή πόλη που τους τρομάζει, μήπως πέθαναν οι άνθρωποι εδώ κι η βροχή πέφτει μόνο για να διαλύσει σε λάσπη όποιον ακόμα στέκεται όρθιος. Κατά μήκος της προκυμαίας, άλλα πλοία αραγμένα φέγγουν άτονα πίσω απ’ τα θαμπά φινιστρίνια, τα βίντσια είναι μαύρα, κλαδεμένα κλωνάρια, οι γερανοί ακίνητοι. Είναι Κυριακή. Πέρα απ’ τις αποθήκες της προκυμαίας ξεκινά η σκυθρωπή πόλη, αποτραβηγμένη πίσω από προσόψεις και τείχη, προφυλαγμένη προς το παρόν απ’ τη βροχή, τραβώντας λες μια κουρτίνα θλιβερή και κεντημένη, κοιτάζοντας έξω με μάτια κενά, ακούγοντας το γουργούρισμα του νερού στις στέγες, απ’ την υδρορροή μέχρι κάτω, ως τον βασάλτη των ρείθρων, τον καθαρό ασβεστόλιθο των πεζοδρομίων, τις πληθωρικές σχάρες των υπονόμων, σηκωμένες κάποιες, μπας κι είχε πλημμύρα. Κατεβαίνουν οι πρώτοι επιβάτες. Με κυρτωμένους ώμους

11

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 11


12

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 12

κάτω απ’ τη μονότονη βροχή, κουβαλούν τσάντες και βαλιτσάκια κι έχουν το χαμένο ύφος όσων έζησαν το ταξίδι σαν ένα όνειρο ρευστών εικόνων, ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό, ο μετρονόμος της πλώρης να ανεβοκατεβαίνει, η ζυγαριά του κυματισμού, ο υπνωτικός ορίζοντας. Κάποιος μεταφέρει ένα παιδί στην αγκαλιά, που από τη σιωπή του πρέπει να είναι Πορτογαλάκι, δεν σκέφτηκε να ρωτήσει πού βρίσκεται, ή το ενημέρωσαν από πριν, όταν, για ν’ αποκοιμηθεί γρήγορα στην πνιγηρή καμπίνα, του υποσχέθηκαν μια όμορφη πόλη και μια ευτυχισμένη ζήση, παραμύθι δηλαδή, γιατί φαίνεται δεν τους πήγε καλά η μετανάστευση. Και μια ηλικιωμένη γυναίκα, που προσπαθεί πεισματικά ν’ ανοίξει την ομπρέλα, αφήνει να της πέσει απ’ τη μασχάλη ένα μικρό κουτί από πράσινο στρατσόχαρτο σε σχήμα μπαούλου, έσπασε το κουτί πάνω στις πέτρες της προκυμαίας, πετάχτηκε το καπάκι, έσκασε ο πάτος, δεν περιείχε κάτι ακριβό, μονάχα πράγματα συναισθηματικής αξίας, κάτι χρωματιστά κουρέλια, μερικές επιστολές, φωτογραφίες που πέταξαν, κάτι χάντρες από κομποσκοίνι που ήταν γυάλινες κι έσπασαν, λευκά κουβάρια τώρα λεκιασμένα, ένα απ’ όλα εξαφανίστηκε ανάμεσα στην προκυμαία και στα πλαϊνά του πλοίου, είναι επιβάτισσα της τρίτης θέσης. Μόλις πατούν το πόδι τους στην ξηρά, τρέχουν να βρουν καταφύγιο, οι ξένοι μουρμουρίζουν για την καταιγίδα, σαν να φταίμε εμείς για την κακοκαιρία, ξεχνούν, φαίνεται, πως στις Αγγλίες και στις Γαλλίες τους είναι ακόμα χειρότερα συνήθως, τέλος πάντων, μη χάσουν ευκαιρία να περιφρονήσουν τις φτωχές χώρες, ακόμα και για μια φυσική βροχή, εμείς που έχουμε ισχυρότερους λόγους να παραπονεθούμε και πάλι σωπαίνουμε, αναθεματισμένος τούτος ο χειμώνας, πόσο χώμα ξεριζώνει απ’ τους γόνιμους κάμπους μας, και πόσο θα μας λείψει, τόσο μικρό που είναι το έθνος μας. Ξεκίνησε ήδη το ξεφόρτωμα των αποσκευών, κάτω απ’ τις αστραφτερές τους κάπες οι ναύτες μοιάζουν με κουκουλοφόρα ξόανα, κι από κάτω οι Πορτογά-


λοι αχθοφόροι κινούνται πιο ελαφρά ντυμένοι, κασκέτο με γείσο, κοντή νιτσεράδα, αλλά τόσο αδιάφοροι στο μεγάλο μουσκίδι που τρομάζει το σύμπαν, ίσως αυτή η περιφρόνηση προς τις ανέσεις να κάνει συμπονετικά τα πουγκιά των ταξιδιωτών, πορτοφόλια τα λένε τώρα, κι απ’ τη συμπόνια ν’ ανέβει και το φιλοδώρημα, τι καθυστερημένος λαός, με το χέρι απλωμένο, ο καθένας πουλά ό,τι του περισσεύει, παραίτηση, ταπεινότητα, υπομονή, κι ας ψάξουμε εμείς ποιος κάνει εμπόριο στον κόσμο με τα εμπορεύματα αυτά. Οι ταξιδιώτες πέρασαν το τελωνείο, λίγοι όπως υποθέσαμε, θα τους πάρει όμως κάμποσο να βγουν από κει, με τόσα χαρτιά που πρέπει να γράψουν οι τελωνειακοί της βάρδιας και τόσο επιμελή καλλιγραφία που έχουν, ίσως οι πιο σβέλτοι να ξεκουράζονται τις Κυριακές. Έξω σκοτεινιάζει κι είναι ακόμα τέσσερις το απόγευμα, λίγη σκιά ακόμα και θα ’ναι νύχτα, ωστόσο εδώ μέσα είναι όπως πάντα, οι αδύναμες λάμπες αναμμένες όλη μέρα, μερικές καμένες, εκείνη εκεί έχει καεί εδώ και μια βδομάδα κι ακόμα δεν την αντικατέστησαν. Τα παράθυρα βρόμικα, αφήνουν να τα διαπερνά ένα υδάτινο φως. Ο βαρύς αέρας μυρίζει βρεγμένα ρούχα, ξινές αποσκευές, λινάτσα απ’ τους μπόγους, κι η μελαγχολία εξαπλώνεται, βουβαίνει τους επιβάτες, σκιά χαράς δεν υπάρχει σε τούτη την επιστροφή. Το τελωνείο είναι ένας προθάλαμος, το μεταίχμιο ενός περάσματος, τι να γίνεται εκεί έξω. Ένας γκριζομάλλης άντρας, ξερακιανός, υπογράφει τα τελευταία χαρτιά, παραλαμβάνει τα αντίγραφά τους και τώρα μπορεί να φύγει, να κατέβει, να συνεχίσει τη ζωή του στη στέρεα γη. Τον συνοδεύει ένας αχθοφόρος το παρουσιαστικό του οποίου δεν πρέπει να περιγράψουμε λεπτομερώς, διαφορετικά θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον η εξέτασή του, προκειμένου να μη σπείρουμε τη σύγχυση στον νου όσων κληθούν, αν ποτέ αυτό ζητηθεί, να διακρίνουν τον έναν από τον άλλον, αφού θα ’πρεπε και για τούτον εδώ να πούμε πως είναι ξερακιανός, γκριζομάλλης, μελαχρινός και ξυρισμένος, όπως ειπώθηκε και

13

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 13


14

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 14

για τον άλλον, κι ωστόσο είναι τόσο διαφορετικοί, επιβάτης ο ένας, αχθοφόρος ο άλλος. Φορτώνει ο δεύτερος τη μεγάλη βαλίτσα σ’ ένα μεταλλικό καροτσάκι, τις άλλες δύο, μικρές συγκριτικά, τις κρέμασε στον λαιμό του με μια αλυσίδα γύρω απ’ τον αυχένα, σαν ζυγό ή μετάλλιο τάγματος. Εδώ έξω, υπό την προστασία μιας φαρδιάς μαρκίζας, ακουμπά κάτω το φορτίο και πάει να ψάξει για ταξί, σπάνια έχει χρειαστεί, συνήθως υπάρχουν κάμποσα τριγύρω κατά την άφιξη των βαποριών. Ο ταξιδιώτης κοιτάζει τα χαμηλά σύννεφα, μετά τις λούτσες στο ανώμαλο έδαφος, τα νερά της προκυμαίας, βρόμικα από λάδια, φλούδια, απορρίμματα διάφορα, και τότε παρατηρεί μερικά πολεμικά πλοία, διακριτικά, δεν περίμενε να βρίσκονται εκεί, γιατί ο φυσικός χώρος τέτοιων πλεούμενων είναι η ανοιχτή θάλασσα, ή, όταν δεν πρόκειται για περίοδο πολέμου ή πολεμικών ασκήσεων, στον ποταμόκολπο, που είναι αρκετά φαρδύς για να αγκυροβολήσουν όλοι οι πολεμικοί στόλοι του κόσμου, όπως έλεγαν παλιά κι ίσως ακόμα σήμερα να επαναλαμβάνουν, χωρίς να νοιάζονται να δουν ποιοι στόλοι είναι αυτοί. Άλλοι επιβάτες βγήκαν από το τελωνείο, ακολουθούμενοι απ’ τους δικούς τους εκφορτωτές, και τότε εμφανίστηκε το ταξί πιτσιλώντας νερό με τις ρόδες του. Συναγερμός σήμανε στους υποψήφιους που χειρονομούσαν, όμως ο αχθοφόρος πήδηξε απ’ το πεζοδρόμιο, έκανε μια φαρδιά χειρονομία, Είναι για κείνον τον κύριο, αποδεικνύοντας έτσι πως ακόμα και σ’ έναν ταπεινό υποτακτικό του λιμανιού της Λισαβόνας, αν η βροχή και οι περιστάσεις βοηθήσουν, θα του χαριστεί να κρατήσει στα απλά του χέρια την ευτυχία, για να τη δώσει ή να την αφαιρέσει μέσα σε μια στιγμή, όπως ο Θεός τη ζωή, καθώς πιστεύεται. Την ώρα που ο οδηγός άνοιγε την μπαγκαζιέρα, τοποθετημένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ο ταξιδιώτης ρώτησε, κάνοντας για πρώτη φορά αισθητή τη βραζιλιάνικη προφορά του, Γιατί βρίσκονται στην προκυμαία εκείνα τα πλοία, κι ο αχθοφόρος απάντησε ασθμαίνοντας, βοηθούσε τον οδηγό ν’ α-


νεβάσει τη μεγάλη βαλίτσα, τη βαριά, Ααα, είναι η προκυμαία του πολεμικού ναυτικού, εξαιτίας της κακοκαιρίας τα ρυμούλκησαν προς τα εδώ, διαφορετικά ήταν ικανά να παρασυρθούν και να πάνε να εξοκείλουν στο Αλζές. Ήρθαν άλλα ταξί, είχαν αργήσει, ή το υπερωκεάνιο είχε δέσει πριν την αναμενόμενη ώρα, τώρα στο πλάτωμα είχε στηθεί παζάρι, η ικανοποίηση της ζήτησης ήταν απλό πράγμα, Τι σας οφείλω, ρώτησε ο ταξιδιώτης, Δώστε ό,τι θέλετε πάνω στην ταρίφα, απάντησε ο αχθοφόρος, αλλά δεν είπε ούτε για ποια ταρίφα επρόκειτο ούτε την κανονική τιμή της υπηρεσίας του, εμπιστεύτηκε την τύχη που βοηθά τους τολμηρούς, κι ας είναι κι αχθοφόροι, Έχω μόνο αγγλικά χρήματα πάνω μου, Α δεν πειράζει, και στην απλωμένη δεξιά του παλάμη είδε να κάθονται δέκα σελίνια, νόμισμα που έλαμπε περισσότερο απ’ τον ήλιο, ο βασιλικός αστέρας αποφάσισε επιτέλους να νικήσει τα σύννεφα που βάραιναν πάνω απ’ τη Λισαβόνα. Λόγω των μεγάλων φορτίων και των έντονων συγκινήσεων, ο πρώτος όρος για μια μακρά και ευδόκιμη ζωή αχθοφόρου είναι να έχει ρωμαλέα καρδιά, χάλκινη, διαφορετικά ο ιδιοκτήτης της παρούσας θα είχε πέσει ξερός, κεραυνοβολημένος. Θέλει να ανταποδώσει την υπερβολική γενναιοδωρία, τουλάχιστον να μη χρωστά σε λόγια, γι’ αυτό προσθέτει πληροφορίες που δεν του ζήτησαν, μαζί με τις ευχαριστίες του που δεν ακούγονται, Είναι αντιτορπιλικά, κύριε, δικά μας, πορτογαλικά, είναι το Τάγος, το Ντάο, το Λίμα, το Βόγκα, το Τάμεγκα, το Ντάο είναι αυτό εδώ, το πιο κοντινό. Δεν έχουν καμία διαφορά, θα μπορούσαν να ανταλλάξουν ονόματα, είναι όλα ίδια, δίδυμα, βαμμένα σε θανατερό γκρίζο, πλημμυρισμένα απ’ τη βροχή, χωρίς ψυχή ζώσα στα καταστρώματα, οι σημαίες μουσκεμένες σαν κουρέλια, μακριά από μας το να θελήσουμε να δείξουμε ασέβεια, τέλος πάντων, μάθαμε τελικά πως το Ντάο είναι εκείνο, ίσως αργότερα να έχουμε ξανά νέα του. Ο αχθοφόρος σηκώνει το κασκέτο του και ευχαριστεί, το ταξί βάζει μπρος, ο οδηγός ζητά να του πουν, Για πού, κι η ε-

15

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 15


16

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 16

ρώτηση αυτή, τόσο απλή, τόσο φυσική, τόσο κατάλληλη για την περίσταση και τον τόπο, καταλαμβάνει εξαπίνης τον ταξιδιώτη, λες και το εισιτήριο που είχε αγοράσει στο Ρίο ντε Ζανέιρο υπήρξε και εξακολουθούσε να είναι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, ακόμα και τα περασμένα εκείνα που, στον καιρό τους, συνάντησαν μόνο σιωπή, και πριν προλάβει καλά καλά να ξεμπαρκάρει βλέπει πως δεν είναι έτσι, ίσως γιατί του έκαναν μία από τις δύο μοιραίες ερωτήσεις, Για πού, η άλλη, η χειρότερη, θα ήταν Για τι. Ο οδηγός κοίταξε απ’ τον καθρέφτη του, νόμισε πως ο επιβάτης δεν είχε ακούσει, άνοιγε το στόμα του τώρα για να επαναλάβει, Για πού, έφτασε όμως πρώτη η απάντηση, αναποφάσιστη ακόμα, και αναβλητική, Σ’ ένα ξενοδοχείο, Ποιο, Δεν ξέρω, και μόλις είπε, Δεν ξέρω, έμαθε ο ταξιδιώτης τι ήθελε, με τόσο ακλόνητη πεποίθηση σαν να είχε περάσει όλο του το ταξίδι μελετώντας την επιλογή του, Κάποιο, εδώ κάτω, κοντά στο ποτάμι, Κοντά στο ποτάμι είναι μόνο το Μπραγκάνσα, στην αρχή της οδού Αλεκρίν, δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, Το ξενοδοχείο δεν το θυμάμαι, ξέρω όμως πού είναι η οδός, έχω ζήσει στη Λισαβόνα, είμαι Πορτογάλος, Α, είστε Πορτογάλος, από την προφορά νόμισα πως είστε Βραζιλιάνος, Είναι τόσο αισθητή, Ε, είναι κάπως, Έχω δεκαέξι χρόνια να έρθω στην Πορτογαλία, Δεκαέξι χρόνια είναι πολλά, θα συναντήσετε πολλές αλλαγές εδώ, και με τα λόγια αυτά σώπασε απότομα ο οδηγός. Του ταξιδιώτη δεν του φάνηκαν πολλές οι αλλαγές. Η λεωφόρος που ακολουθούσαν συνέπιπτε, σε γενικές γραμμές, με αυτή της μνήμης του, μόνο τα δέντρα ήταν ψηλότερα, δεν παραξενεύεται, εξάλλου μεγάλωναν δεκαέξι χρόνια, κι αν στην αδιαφανή του θύμηση είχε κρατήσει πράσινες φυλλωσιές, η χειμερινή γύμνια των κλαδιών μίκραινε τώρα το μέγεθος της δεντροστοιχίας, οπότε ερχόταν το ίδιο. Η βροχή είχε αραιώσει, μόνο μερικές διάσπαρτες σταγόνες έπεφταν, αλλά ούτε μια χαραμάδα γαλάζιου δεν είχε ανοίξει στο διάστημα, τα σύννε-


φα δεν ξεχώριζαν το ένα απ’ το άλλο, σχημάτιζαν μία και μόνη εκτενέστατη στέγη σε χρώμα μολυβένιο. Έβρεξε πολύ, ρώτησε ο επιβάτης, Κατακλυσμός, είναι δυο μήνες τώρα που ο ουρανός διαλύεται στο νερό, απάντησε ο οδηγός κι έκλεισε τους υαλοκαθαριστήρες. Λίγα αυτοκίνητα περνούσαν, ελάχιστα τραμ, πότε πότε κάποιος πεζός που έκλεινε επιφυλακτικά την ομπρέλα του, κατά μήκος των μεγάλων πεζοδρομίων τα βουλωμένα λούκια σχημάτιζαν λούτσες, ταβερνεία στη σειρά ανοιχτά, θλιβερά, τα γλοιώδη φώτα κυκλωμένα από σκιά, η κατηφής εικόνα ενός βρόμικου κρασοπότηρου πάνω στον τσίγκινο πάγκο. Οι προσόψεις αυτές είναι ένα τείχος που κρύβει την πόλη, και το ταξί προχωρεί κατά μήκος του, χωρίς βιασύνη, σαν να αναζητά μια ρωγμή, ένα πορτάκι, μια θύρα προδοσίας, είσοδο στον λαβύρινθο. Περνά αργά το τρένο του Κασκάις, φρενάροντας τεμπέλικα, ερχόταν με ταχύτητα ικανή να προσπεράσει το ταξί, έμεινε όμως πίσω, μπαίνει στον σταθμό όταν το αυτοκίνητο κάνει πια τον γύρο της πλατείας, κι ο οδηγός ενημερώνει, Το ξενοδοχείο είναι εκείνο, στην αρχή του δρόμου. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα καφενείο, πρόσθεσε, Καλύτερα να πάτε πρώτα να δείτε αν έχει δωμάτια, δεν μπορώ να περιμένω ακριβώς απ’ έξω λόγω των τραμ. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε, κοίταξε φευγαλέα το καφενείο, Royal το όνομά του, εμπορικό παράδειγμα μοναρχικής νοσταλγίας σε καιρό δημοκρατίας, ή απομεινάρι της τελευταίας βασιλείας, μεταμφιεσμένο εδώ σε εγγλέζικο ή γαλλικό, περίεργο πράγμα, το κοιτά κανείς και δεν ξέρει πώς να πει τη λέξη, ρόιαλ ή ρουαγιάλ, είχε τον χρόνο να πραγματευτεί το ζήτημα γιατί δεν έβρεχε πια και ο δρόμος είναι ανηφόρα, ύστερα φαντάστηκε πως επέστρεφε απ’ το ξενοδοχείο, με δωμάτιο ή ακόμα χωρίς, και το ταξί άφαντο, εξαφανισμένο μαζί με τις αποσκευές, τα ρούχα, τα χρηστικά αντικείμενα, τα χαρτιά του, κι αναρωτήθηκε πώς θα ζούσε αν του στερούσαν αυτά και όλα τα άλλα αγαθά. Είχε αφήσει ήδη πίσω του τα εξωτερικά σκαλιά του ξενοδοχείου ό-

17

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 17


18

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 18

ταν κατάλαβε, με τις σκέψεις αυτές, πως ήταν πολύ κουρασμένος, αυτό ένιωθε, μια πολύ μεγάλη κούραση, μια ψυχική νύστα, μια απελπισία, αν γνωρίζουμε επαρκώς περί τίνος πρόκειται ώστε να προφέρουμε τη λέξη και να την κατανοήσουμε. Μόλις έσπρωξε την πόρτα του ξενοδοχείου, ήχησε μια ηλεκτρική χρυσόμυγα, κάποτε πρέπει να ήταν κουδουνάκι, ντριν ντριν, δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε την πρόοδο και τις βελτιώσεις της, υπήρχε μια κατακόρυφη σκάλα, και πάνω στην άκρη της κουπαστής, χαμηλά, μια φιγούρα από χυτό σίδηρο σήκωνε με το δεξί χέρι μια γυάλινη υδρόγειο, παριστάνοντας, η φιγούρα, έναν βαλέ ντυμένο αυλικό, αν έχει κάτι να κερδίσει η έκφραση από την επανάληψη, γιατί είναι πλεοναστική, αφού κανείς δεν έχει δει ποτέ βαλέ που να μην είναι ντυμένος αυλικός, γι’ αυτό εξάλλου υπάρχουν οι βαλέδες, πιο επεξηγηματικό θα ήταν, Ένας αυλικός ντυμένος αυλικός, από την κοψιά των ρούχων, μοντέλο ιταλικό και αναγεννησιακό. Ο ταξιδιώτης σκαρφάλωσε τα ατέρμονα σκαλιά, απίστευτο πόσο χρειάστηκε ν’ ανέβει για να φτάσει στον πρώτο όροφο, είναι η ανάβαση του Έβερεστ, ένας άθλος, όνειρο και ουτοπία ακόμα για τους ορειβάτες, πάλι καλά που εμφανίστηκε στην κορυφή ένας άντρας με μουστάκι και μια λέξη ενθαρρυντική, άντε, δεν τη λέει, έτσι όμως μεταφράζεται ο τρόπος που κοίταξε κι έσκυψε απ’ το ψηλοκρεμαστό κεφαλόσκαλο, για να διερευνήσει ποιος καλός άνεμος και ποιος κακός καιρός φέρνουν εδώ αυτόν τον πελάτη, Καλησπέρα, κύριε, Καλησπέρα, μέχρι εκεί φτάνει η ανάσα του, ο άντρας με το μουστάκι χαμογελά με κατανόηση, Ένα δωμάτιο, και το χαμόγελο ανήκει σ’ αυτόν που λέει πως λυπάται, δεν υπάρχουν δωμάτια σ’ αυτόν τον όροφο, εδώ είναι η ρεσεψιόν, η τραπεζαρία, το σαλόνι, πιο μέσα η κουζίνα και το οφίς, τα δωμάτια είναι πιο πάνω, γι’ αυτό θα χρειαστεί ν’ ανεβούμε στον δεύτερο όροφο, αυτό εδώ δεν κάνει γιατί είναι μικρό και σκοτεινό, ούτε αυτό γιατί το παράθυρο βλέπει πίσω, αυτά εδώ είναι κατειλημμένα, Θα ήθελα ένα


δωμάτιο απ’ όπου να μπορώ να βλέπω το ποτάμι, Α, πολύ ωραία, τότε θα σας αρέσει το διακόσια ένα, ελευθερώθηκε σήμερα το πρωί, θα σας το δείξω αμέσως. Η πόρτα ήταν στο τέλος του διαδρόμου, είχε μια μικρή σμαλτωμένη επιγραφή, μαύρα νούμερα σε λευκό φόντο, αν δεν ήταν τούτο εδώ ένα ταπεινό δωμάτιο ξενοδοχείου, χωρίς πολυτέλειες, αν είχε το διακόσια δύο στην πόρτα, τότε ο πελάτης θα μπορούσε να λέγεται Ζασίντο και να είναι κτηματίας απ’ το Τόρμες και τα επεισόδια αυτά δεν θα συνέβαιναν στην οδό Αλεκρίν, αλλά στην Ηλυσίων Πεδίων,1 δεξιά όπως ανεβαίνει κανείς, όπως και το ξενοδοχείο Μπραγκάνσα, μόνο σ’ αυτό μοιάζουν τα δύο. Του άρεσε του ταξιδιώτη το δωμάτιο, ή τα δωμάτια, για να είμαστε πιο ακριβείς, γιατί ήταν δύο, που ενώνονταν σ’ ένα ευρύχωρο άνοιγμα, σε αψίδα, από εκεί ο χώρος του ύπνου, κοιτώνα θα τον έλεγαν σε άλλες εποχές, από εδώ το καθιστικό, όλο μαζί ένα διαμέρισμα σαν κανονική κατοικία, με τη σκούρα του επίπλωση από γυαλισμένο μαόνι, τα στόρια στα παράθυρα, το θολό φως. Ο ταξιδιώτης άκουσε το τραχύ τρίξιμο ενός τραμ που ανέβαινε τον δρόμο, είχε δίκιο ο ταξιτζής. Τότε του φάνηκε πως είχε περάσει πολλή ώρα από τότε που βγήκε απ’ το ταξί, αν ακόμα βρισκόταν εκεί, και χαμογέλασε από μέσα του στον φόβο του μήπως τον κλέψουν, Σας αρέσει το δωμάτιο, ρώτησε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, με φωνή και εξουσία αντίστοιχη της θέσης, αλλά και μαλαγάνικη, όπως ταιριάζει στη δουλειά του ξενοδόχου, Μου αρέσει, θα το κρατήσω, Για πόσες μέρες, Δεν ξέρω ακόμα, εξαρτάται από κάποια ζητήματα που έχω να λύσω, κι απ’ τον χρόνο που θα μου πάρουν. Ο διάλογος είναι o συνήθης και η συνομιλία πάντα η ίδια σε τέτοιες περιπτώσεις, σε τούτον εδώ όμως υπάρχει ένα στοιχείο πλαστό, γιατί ο ταξιδιώτης δεν έχει ζητήματα να τακτοποιήσει στη Λισαβόνα, κανένα ζήτημα που ν’ αξίζει να ονομαστεί έτσι, είπε ψέματα, αυτός που κάποτε είχε δηλώσει πως απεχθάνεται την ανακρίβεια.2

19

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 19


20

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 20

Κατέβηκαν στον πρώτο όροφο, και ο ξενοδόχος φώναξε έναν υπάλληλο, τον μικρό για τα θελήματα ή τον άντρα για το κουβάλημα, να πάει να φέρει τις αποσκευές του κυρίου, Το ταξί περιμένει μπροστά στο καφενείο, κι ο ταξιδιώτης κατέβηκε μαζί του για να πληρώσει το αγώι, ακόμα χρησιμοποιείται σήμερα στα πορτογαλικά αυτό το λεξιλόγιο του αμαξά και αγωγιάτη, και για να βεβαιωθεί πως δεν λείπει τίποτα, καχυποψία που στρέφεται σε λάθος κατεύθυνση, άδικη κρίση, γιατί ο ταξιτζής είναι τίμιος άνθρωπος και θέλει μόνο να του πληρώσουν όσα δείχνει το ταξίμετρο, μαζί με το συνηθισμένο φιλοδώρημα. Δεν θα έχει την τύχη του αχθοφόρου, δεν θα υπάρξουν άλλες διανομές σβόλων χρυσού, γιατί στο μεταξύ ο ταξιδιώτης άλλαξε στη ρεσεψιόν μερικά από τα εγγλέζικα χρήματά του, δεν είναι πως μας κουράζει η γενναιοδωρία, αλλά δεν είναι για κάθε μέρα, και η επίδειξη αποτελεί προσβολή προς τους φτωχούς. Η βαλίτσα ζυγίζει πολύ παραπάνω απ’ τα λεφτά μου, κι όταν αυτή έφτασε στο κεφαλόσκαλο, ο ξενοδόχος, που βρισκόταν εκεί αναμένοντας και επαγρυπνώντας για τη μεταφορά, έκανε μια χειρονομία βοήθειας, το χέρι προς τα κάτω, συμβολική κίνηση, όπως η ρίψη της πρώτης πέτρας, γιατί το φορτίο ανέβαινε φορτωμένο όλο στην πλάτη του μικρού, μικρός στο επάγγελμα, όχι στην ηλικία, γιατί από δαύτη κουβαλά μπόλικη, φορτωμένος τη βαλίτσα σκέφτεται γι’ αυτήν τις πρώτες λέξεις της πρότασης, στηριζόμενος από τη μια κι από την άλλη πλευρά σε αχρείαστη βοήθεια, αφού μια δεύτερη, ολόιδια, έδινε τώρα και ο πελάτης, πονώντας που τον έβλεπε να πασχίζει τόσο. Βρίσκεται πια καθ’ οδόν για τον δεύτερο όροφο, Στο διακόσια ένα, Πιμέντα, τη φορά αυτήν ο Πιμέντα στάθηκε τυχερός, δεν θα χρειαστεί ν’ ανέβει στους ψηλούς ορόφους, και μέχρι εκείνος ν’ ανέβει, ο πελάτης επέστρεψε στη ρεσεψιόν, ασθμαίνοντας λίγο απ’ την προσπάθεια, πιάνει την πένα και γράφει στο βιβλίο εισόδου σχετικά με τον εαυτό του, το οποίο είναι απαραίτητο για να μάθουμε ποιος λέει ότι είναι,


στο τετραγωνάκι της ριγωτής και διαγραμμισμένης σελίδας, όνομα Ρικάρντο Ρέις, ηλικία σαράντα οκτώ ετών, γεννηθείς στο Πόρτο, οικογενειακή κατάσταση άγαμος, επάγγελμα ιατρός, τελευταία διεύθυνση Ρίο ντε Ζανέιρο, Βραζιλία, κι από εκεί συνεχίζει, ταξίδεψε με το Χάιλαντ Μπριγκέιντ, μοιάζει με την αρχή μιας εξομολόγησης, μιας πολύ προσωπικής αυτοβιογραφίας, όλα τα απόκρυφα περιέχονται σ’ αυτή τη χειρόγραφη σειρά, τώρα το μόνο που μένει είναι να ανακαλυφθούν και τα υπόλοιπα. Κι ο ξενοδόχος, που είχε τσακίσει τον λαιμό του για να παρακολουθήσει την αλληλουχία των γραμμάτων και να αποκωδικοποιήσει, αμέσως μετά, τη σημασία τους, σκέφτεται πως έμαθε αρκετά και λέει, Κύριε δόκτορα, δεν είναι ακριβώς υπόκλιση, είναι μια σφραγίδα, η αναγνώριση ενός δικαιώματος,3 ενός προσόντος, ενός χαρίσματος, που απαιτεί άμεση ανταπόδοση, κι ας μην είναι γραπτή, Το όνομά μου είναι Σαλβαδόρ, είμαι ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου, ο διευθυντής, για ό,τι χρειαστείτε, γιατρέ, απλώς πείτε μου, Τι ώρα σερβίρεται το δείπνο, Το δείπνο είναι στις οκτώ, κύριε δόκτορα, ελπίζω να μείνετε ικανοποιημένος με την κουζίνα μας, έχουμε και γαλλικά πιάτα. Ο δόκτωρ Ρικάρντο Ρέις παραδέχτηκε με ένα νεύμα της κεφαλής την προσδοκία του, πήρε την γκαμπαρντίνα και το καπέλο που είχε ακουμπήσει σε μια καρέκλα και αποσύρθηκε. Ο μικρός τον περίμενε από τη μέσα μεριά του δωματίου, με την πόρτα ανοιχτή. Ο Ρικάρντο Ρέις τον είδε από την είσοδο του διαδρόμου, ήξερε πως όταν θα έφτανε εκεί, ο άντρας θα άπλωνε το υπηρετικό, αλλά και επιτακτικό του χέρι, σε αναλογία με το βάρος του φορτίου, και καθώς βάδιζε παρατήρησε, δεν το είχε αντιληφθεί νωρίτερα, πως υπήρχαν πόρτες μόνο απ’ τη μια πλευρά, η άλλη ήταν ο τοίχος που σχημάτιζε το κλιμακοστάσιο, το σκεφτόταν σαν να επρόκειτο για σημαντικό ζήτημα που δεν έπρεπε να ξεχάσει, πραγματικά ήταν πολύ κουρασμένος. Ο άντρας πήρε το φιλοδώρημα, περισσότερο το ένιωσε παρά το κοίταξε, αυτά έχει η συνήθεια, κι έμεινε ικανο-

21

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 21


22

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 22

ποιημένος, τόσο μάλιστα που είπε, Κύριε δόκτορα, ευχαριστώ πολύ, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε πώς το ήξερε, αφού δεν είχε κοιτάξει το βιβλίο των επισκεπτών, συμβαίνει όμως οι κατώτερες τάξεις να μην υπολείπονται καθόλου σε αντίληψη και οξυδέρκεια των ατόμων που έχουν κάνει σπουδές και έχουν μορφωθεί. Ο Πιμέντα πονούσε μόνο στο φτερό της μιας ωμοπλάτης λόγω κακής εφαρμογής, επάνω του, μιας σανίδας ενίσχυσης της βαλίτσας, δεν του φαίνεται η μεγάλη του εμπειρία στο κουβάλημα. Ο Ρικάρντο Ρέις κάθεται σε μια καρέκλα, το βλέμμα του τριγυρνά, εδώ θα ζήσει για ποιος ξέρει πόσες μέρες, ίσως τελικά να νοικιάσει σπίτι και ιατρείο, ίσως να επιστρέψει στη Βραζιλία, προς το παρόν το ξενοδοχείο αρκεί, ουδέτερος τόπος, χωρίς δέσμευση, μεταβατικός σε ζωή μετέωρη. Πίσω απ’ τις ατσαλάκωτες κουρτίνες τα παράθυρα φωτίστηκαν ξαφνικά, είναι τα φανάρια του δρόμου. Άργησαν. Τελείωσε αυτή η μέρα, ό,τι απομένει απ’ αυτήν αιωρείται μακριά πάνω απ’ τη θάλασσα και διαφεύγει, πριν από λίγες μόλις ώρες ο Ρικάρντο Ρέις έπλεε σ’ αυτά τα νερά, τώρα ο ορίζοντας βρίσκεται εκεί που φτάνει το χέρι του, τοίχοι, έπιπλα που αντανακλούν το φως σαν μαύρος καθρέφτης, κι αντί για τον βαθύ παλμό των ατμομηχανών, ακούει τον ψίθυρο, το μουρμούρισμα της πόλης, εξακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ν’ αναστενάζουν, να φωνάζουν μακριά, τώρα μερικά προσεκτικά βήματα στον διάδρομο, μια γυναικεία φωνή που λέει, Έρχομαι, πρέπει να είναι η καμαριέρα, μ’ αυτά τα λόγια, αυτή τη φωνή. Άνοιξε ένα παράθυρο, κοίταξε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει. Η υγρασία του ανέμου που πέρασε πάνω απ’ το ποτάμι μπαίνει στο δωμάτιο, συνεφέρνει την κλειστή ατμόσφαιρα, σαν το άπλυτο ρούχο σε ξεχασμένο συρτάρι, το ξενοδοχείο δεν είναι σπίτι, καλό είναι να το υπενθυμίσουμε ξανά, όλο και κάποια μυρωδιά τού ξεμένει, μια ιδρωμένη αϋπνία, μια ερωτική νύχτα, ένα βρεγμένο πανωφόρι, η σκόνη που σκουπίστηκε απ’ τα παπούτσια την ώρα της ανα-


χώρησης, κι ύστερα έρχονται οι καμαριέρες να στρώσουν τα κρεβάτια με καθαρά σεντόνια, να σκουπίσουν, μένει ακόμα η αύρα των γυναικών, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αποφύγουμε, είναι τα σημάδια της ανθρώπινης ιδιότητάς μας. Άφησε το παράθυρο ανοιχτό, πήγε ν’ ανοίξει άλλο ένα, και, χωρίς το σακάκι, ανανεωμένος, με αιφνίδιο σφρίγος, άρχισε ν’ ανοίγει τις βαλίτσες, σε λιγότερο από μισή ώρα τις άδειασε, μετέφερε το περιεχόμενό τους στα έπιπλα, στα συρτάρια του κομό, τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη, τα κοστούμια στις κρεμάστρες της ντουλάπας, τη μαύρη ιατρική του τσάντα στο σκοτεινό βάθος του ντουλαπιού, και τα βιβλία σ’ ένα ράφι, τα λίγα αυτά που είχε φέρει μαζί του, κλασική λατινική γραμματεία που δεν διάβαζε πια τακτικά, κάτι τσαλακωμένους Εγγλέζους ποιητές, τρεις-τέσσερις Βραζιλιάνους συγγραφείς, τα πορτογαλικά δεν ήταν ούτε μια δωδεκάδα, κι ανάμεσά τους υπήρχε ένα που ανήκε στη βιβλιοθήκη του Χάιλαντ Μπριγκέιντ, είχε ξεχάσει να το παραδώσει πριν την αποβίβαση. Αυτή την ώρα, αν ο Ιρλανδός βιβλιοθηκάριος έχει αντιληφθεί την απουσία του, θα έχει εξαπολύσει χοντρές και ατιμωτικές κατηγορίες ενάντια στη λουζιτανική πατρίδα, χώρα σκλάβων και κλεφτών, όπως είπε ο Μπάιρον και θα πει κι ο Ο’Μπράιεν, από τέτοιες μικρές, τοπικές αιτίες γεννιούνται συνήθως μεγάλα και παγκόσμια αποτελέσματα, είμαι όμως αθώος, το ορκίζομαι, ήταν αμέλεια, αυτό και τίποτ’ άλλο. Έβαλε το βιβλίο στο κομοδίνο για να το τελειώσει μια απ’ τις επόμενες μέρες, αν του κάνει κέφι, ο τίτλος του είναι The god of the labyrinth, συγγραφέας του ο Χέρμπερτ Κουέιν,4 Ιρλανδός κι αυτός, η σύμπτωση δεν έχει κάτι το μοναδικό, μοναδικό όμως είναι το όνομα, αφού χωρίς σοβαρό λάθος στην προφορά θα μπορούσε να διαβαστεί Κέιν, τι Κουέιν τι Κέιν,5 συγγραφέας που βγήκε απ’ την ανωνυμία μόνο και μόνο επειδή κάποιος τον βρήκε στο Χάιλαντ Μπριγκέιντ, αν τώρα υπήρχε εκεί μόνο ένα αντίτυπο δικό του, πάει κι αυτό, ένας λόγος παραπάνω για να ρωτήσουμε

23

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 23


24

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 24

Κέιν, Ποιος. Η πλήξη του ταξιδιού και ο υπαινιγμός του τίτλου τον είχαν προσελκύσει, ένας λαβύρινθος με έναν θεό, τι θεός ήταν άραγε αυτός, και τι λαβύρινθος, τι λαβυρινθώδης θεός, και τελικά του προέκυψε ένα απλό αστυνομικό μυθιστόρημα, μια κοινή ιστορία δολοφονίας και έρευνας, ο εγκληματίας, το θύμα, εκτός αν το θύμα προϋπάρχει του εγκληματία, και τέλος ο ντετέκτιβ, κι οι τρεις τους συνεργοί στον θάνατο, σας λέω ειλικρινά πως ο αναγνώστης των αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι ο μοναδικός και πραγματικός επιζών της ιστορίας που διαβάζει, όπως ίσως μοναδικός και πραγματικός επιζών είναι κάθε αναγνώστης που διαβάζει οποιαδήποτε ιστορία. Έχει και μερικά φύλλα χαρτί που θα τα φυλάξει, σελίδες με στίχους, η παλαιότερη με ημερομηνία τη δωδεκάτη Ιουνίου του χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα, ερχόταν ο πόλεμος, ο Μεγάλος, όπως τον είπαν αργότερα μέχρι να κάνουν άλλον μεγαλύτερο, Ατάραχες είναι, Δάσκαλε, όλες οι ώρες που χάνουμε, αν στην απώλειά τους, σαν σε ανθοδοχείο, εμείς βάλουμε λουλούδια, και στη συνέχεια κατέληγε, Απ’ τη ζωή θα φύγουμε ήσυχοι, χωρίς καν μεταμέλεια γιατί ζήσαμε. Δεν είναι έτσι, στη σειρά, γραμμένα, η κάθε αράδα φέρνει μαζί τον δικό της υπάκουο στίχο, μ’ αυτόν τον τρόπο όμως, συνεχείς, αυτοί κι εμείς, με μόνη παύση αυτή της αναπνοής και της απαγγελίας, τους διαβάζουμε εμείς, κι η πιο πρόσφατη σελίδα απ’ όλες φέρει την ημερομηνία της δεκάτης τρίτης Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια τριάντα πέντε, πέρασε ενάμισης μήνας από τότε που την έγραψε, σελίδα με μικρό χρόνο ζωής, και λέει, Ζουν μέσα μας αναρίθμητοι, όταν σκεφτώ ή αισθανθώ, αγνοώ ποιος είναι αυτός που σκέφτεται και αισθάνεται, είμαι μονάχα ο τόπος όπου εκτυλίσσονται η σκέψη και η αίσθηση, και μολονότι δεν τελειώνει εκεί, είναι σαν να τελειώνει, αφού δεν υπάρχει άλλο τίποτε απ’ το να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Αν είμαι μονάχα αυτό, σκέφτεται ο Ρικάρντο Ρέις αφού το διάβασε, ποιος άρα-


γε τώρα να σκέφτεται όσα εγώ σκέφτομαι, ή σκέφτομαι πως σκέφτομαι στον τόπο του σκέπτεσθαι που είμαι, ποιος να αισθάνεται όσα αισθάνομαι, ή αισθάνομαι πως αισθάνομαι στον τόπο του αισθάνεσθαι που είμαι, ποιος με χρησιμοποιεί για να σκέφτεται και να αισθάνεται, και απ’ όσους αναρίθμητους ζουν μέσα μου, ποιος απ’ όλους είμαι εγώ, ποιος, ποιες σκέψεις και αισθήσεις να είναι άραγε αυτές που δεν μοιράζομαι γιατί ανήκουν μόνο σ’ εμένα, ποιος είμαι εγώ που οι άλλοι δεν είναι ή δεν υπήρξαν ή δεν θα γίνουν. Συγκέντρωσε τα χαρτιά, είκοσι χρόνια μέρα με τη μέρα, σελίδα τη σελίδα, τα φύλαξε σ’ ένα συρτάρι του μικρού γραφείου, έκλεισε τα παράθυρα και άφησε να τρέξει ζεστό νερό για να πλυθεί. Ήταν λίγο μετά τις επτά. Συνεπής, ενώ αντηχούσε ακόμα ο τελευταίος χτύπος των οκτώ στο μεγάλο ρολόι που διακοσμούσε το κεφαλόσκαλο της ρεσεψιόν, ο Ρικάρντο Ρέις κατέβηκε στην τραπεζαρία. Ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ χαμογέλασε, σηκώνοντας το μουστάκι πάνω από τα ακάθαρτα δόντια του, κι έτρεξε να του ανοίξει τη διπλή πόρτα με τα γυάλινα βιτρό, με τα μονογράμματα Η και Β6 πλεγμένα σε απανωτές καμπύλες, με απολήξεις και προεκτάσεις από τον φυτικό κόσμο, με υπομνήσεις ακάνθου, φύλλου φοινικιάς, τυλιγμένων φύλλων δέντρων, για να τιμήσουν οι εφαρμοσμένες τέχνες το κοινότοπο ξενοδοχειακό επάγγελμα. Ο μετρ τού έκανε χώρο να περάσει, δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες στην τραπεζαρία, μόνο δύο γκαρσόνια που μόλις είχαν στρώσει τα τραπέζια, ακούγονταν θόρυβοι από το οφίς πίσω από την πόρτα με τα μονογράμματα, από εκεί θα έμπαιναν σε λίγο οι τερίνες, τα σκεπαστά πιάτα, οι πιατέλες. Η επίπλωση είναι η συνήθης, όποιος έχει δει μία τραπεζαρία τις έχει δει όλες, εκτός αν το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας, δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση εδώ, μερικά αδύναμα φώτα στην οροφή και στους τοίχους, μερικές κρεμάστρες, λευκές πετσέτες στα τραπέζια, πάλλευκες, το καμάρι της διεύθυνσης, λευκασμένες στα πλυντήρια, ή ίσως πλυμένες απ’ την πλύστρα του Κανέσας,7 που

25

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 25


26

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 26

χρησιμοποιεί μόνο σαπούνι και νερό, με τόση βροχή, εδώ και τόσες μέρες, θα ’χει μείνει πίσω στις παραγγελίες. Κάθισε ο Ρικάρντο Ρέις, ο μετρ τού λέει τι υπάρχει για φαγητό, σούπα, ψάρι, κρέας, εκτός αν προτιμάτε το γεύμα διαίτης, κύριε δόκτορα, δηλαδή άλλο κρέας, άλλο ψάρι, άλλη σούπα, εγώ θα σας το συνιστούσα, για ν’ αρχίσετε να συνηθίζετε στην καινούργια διατροφή, νεοαφιχθείς από τους τροπικούς μετά από απουσία δεκαέξι χρόνων, μέχρι κι αυτό το ξέρουν στην τραπεζαρία και στην κουζίνα. Κάποιος στο μεταξύ έσπρωξε την πόρτα που συνδέει την τραπεζαρία με τη ρεσεψιόν, μπήκε ένα ζευγάρι με δυο μικρά παιδιά, αγόρι και κορίτσι, με χρώμα κέρινο τα δυο τους, κατακόκκινοι οι γονείς, νόμιμα τέκνα λόγω ομοιότητας, ο αρχηγός της οικογένειας μπροστά, οδηγός της φυλής, η μητέρα αγγίζοντας τα βλαστάρια τους που προχωρούν στο μέσο. Μετά εμφανίστηκε ένας χοντρός, βαρύς άντρας, με μια χρυσή αλυσίδα σταυρωτά πάνω απ’ το στομάχι του, από το ένα τσεπάκι του γιλέκου ως το άλλο, κι αμέσως μετά ένας άλλος άντρας, πολύ αδύνατος αυτός, με μαύρη γραβάτα και μαύρο περιβραχιόνιο, κανείς άλλος δεν μπήκε μέσα το τελευταίο τέταρτο, ακούγονται τα μαχαιροπίρουνα να ακουμπούν στα πιάτα, ο πατέρας των παιδιών, ανυπόμονος, χτυπά το ποτήρι με μαχαίρι για να καλέσει το γκαρσόνι, ο αδύνατος άντρας, ενοχλημένος λόγω πένθους και αγωγής, τον κοιτάζει επίμονα και αυστηρά, ο χοντρός μασά, μειλίχιος. Ο Ρικάρντο Ρέις κοιτάζει συλλογισμένα τον πυκνό ζωμό της κοτόσουπας, τελικά επέλεξε τη δίαιτα, υπάκουσε στην υπόδειξη, από αδιαφορία, όχι γιατί θεώρησε πως αυτή έχει κάποιο πλεονέκτημα. Ένα κροτάλισμα στις τζαμαρίες τον ειδοποίησε πως ξανάρχισε να βρέχει. Αυτά τα παράθυρα δεν βλέπουν στην οδό Αλεκρίν, άραγε ποια είναι αυτή η οδός, αν κάποτε ήξερε, δεν το θυμάται, αλλά το γκαρσόνι που έρχεται να του αλλάξει πιάτο εξηγεί, Αυτή είναι η οδός Νόβα ντε Καρβάλιο, κύριε δόκτορα, και ρωτά, Λοιπόν, σας άρεσε η κοτόσουπα, από την προφορά το γκαρ-


σόνι φαίνεται πως είναι απ’ τη Γαλικία, Μου άρεσε, από την προφορά έχει ήδη φανεί πως ο πελάτης έζησε στη Βραζιλία, γερό φιλοδώρημα κονόμησε ο Πιμέντα. Η πόρτα άνοιξε ξανά, τώρα μπήκε ένας μεσήλικας άντρας, ψηλός, επίσημος, με μακρύ και ρυτιδιασμένο πρόσωπο, κι ένα κορίτσι κάπου είκοσι χρονών, κι ούτε, αδύνατη, αν και θα ήταν ακριβέστερο να πει κανείς λιγνή, κατευθύνονται προς το τραπέζι μπροστά στον Ρικάρντο Ρέις, έγινε ξάφνου προφανές πως το τραπέζι τούς περίμενε, όπως ένα αντικείμενο περιμένει το χέρι που συχνά το αναζητεί κι εκείνο υπηρετεί, θα είναι τακτικοί πελάτες, ίσως οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, έχει ενδιαφέρον πώς ξεχνάμε ότι και τα ξενοδοχεία έχουν ιδιοκτήτη, ετούτοι, είτε είναι είτε όχι, διέσχισαν την αίθουσα με βήμα ήρεμο σαν στο σπίτι τους, είναι πράγματα που τα σημειώνει κανείς όταν κοιτάζει προσεκτικά. Το κορίτσι είναι προφίλ, ο άντρας έχει γυρισμένη την πλάτη, συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά ο δικός της τόνος ανέβηκε όταν είπε, Όχι, πατέρα, καλά νιώθω, επομένως είναι πατέρας και κόρη, ελάχιστα συνηθισμένος συνδυασμός για ξενοδοχείο, σ’ αυτές τις ηλικίες. Το γκαρσόνι ήρθε να τους σερβίρει, σκυθρωπός αλλά οικείος στους τρόπους του, ύστερα απομακρύνθηκε, τώρα η αίθουσα είναι σιωπηλή, ούτε τα παιδιά δεν υψώνουν τη φωνή, παράξενη περίπτωση, ο Ρικάρντο Ρέις δεν θυμάται να τα έχει ακούσει να μιλούν, ή είναι βουβά, ή έχουν τα χείλη τους κολλημένα, πιασμένα με αόρατους συνδετήρες, παράλογη έμπνευση, εφόσον τρώνε. Το αδύνατο κορίτσι τελείωσε τη σούπα, αφήνει το κουτάλι, το δεξί της χέρι πάει να χαϊδέψει, σαν οικόσιτο ζωάκι, το αριστερό χέρι που ξεκουράζεται στην ποδιά της. Τότε ο Ρικάρντο Ρέις, έκπληκτος από την ίδια του την ανακάλυψη, παρατηρεί πως εξαρχής το χέρι εκείνο ήταν ακίνητο, αναλογίζεται πως το δεξί χέρι μόνο του ξεδίπλωσε την πετσέτα, και τώρα αρπάζει το αριστερό και το ακουμπάει πάνω στο τραπέζι, με πολλή φροντίδα, εύθραυστο κρύσταλλο, και το αφήνει εκεί,

27

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 27


28

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 28

δίπλα στο πιάτο, να παρακολουθήσει το γεύμα, τα μακριά δάχτυλα απλωμένα, ωχρά, απόντα. Ο Ρικάρντο Ρέις αισθάνεται ανατριχίλα, την αισθάνεται ο ίδιος, κανείς δεν την αισθάνεται για λογαριασμό του, ανατριχιάζει μέσα κι έξω απ’ το δέρμα του, και κοιτάζει συνεπαρμένος το παράλυτο και τυφλό χέρι που δεν ξέρει πού να πάει αν δεν το πάρουν μαζί, εδώ για να μαζέψει ήλιο, εδώ για ν’ ακούσει μια συζήτηση, εδώ για να σε δει αυτός ο κύριος δόκτωρ που ήρθε από τη Βραζιλία, χεράκι δυο φορές αδέξιο, επειδή είναι απ’ αυτή την πλευρά κι είναι ζερβό, αριστερό, αδρανές, χέρι νεκρό, χέρι νεκρό που την πόρτα δεν θα χτυπήσεις.8 Ο Ρικάρντο Ρέις παρατηρεί πως τα πιάτα του κοριτσιού έρχονται προετοιμασμένα απ’ το οφίς, το ψάρι καθαρισμένο από κόκαλα, το κρέας τεμαχισμένο, τα φρούτα ξεφλουδισμένα και κομμένα, είναι προφανές πως κόρη και πατέρας είναι γνωστοί πελάτες, μαθημένο το ξενοδοχείο, ίσως μάλιστα να ζουν εδώ. Το γεύμα έφτασε στο τέλος του, εκείνος καθυστερεί ακόμα λίγο για να δώσει χρόνο, χρόνο για ποιο πράγμα, τελικά σηκώθηκε, κάνει πέρα την καρέκλα, κι ο θόρυβος απ’ το σύρσιμο, κατά τύχη υπερβολικός, κάνει το πρόσωπο του κοριτσιού να γυρίσει, από μπροστά είναι μεγαλύτερη απ’ την εικοσάχρονη που είχε φανεί πριν, αμέσως όμως το προφίλ της την αποκαθιστά στην εφηβεία, ο λαιμός ψηλός και εύθραυστος, το σαγόνι λεπτό, η γραμμή ολόκληρη του σώματος ασταθής, ανασφαλής, ατελής. Ο Ρικάρντο Ρέις βγαίνει από την τραπεζαρία, πλησιάζει την πόρτα με τα μονογράμματα, εκεί θ’ ανταλλάξει υποκλίσεις με τον χοντρό άντρα που επίσης βγαίνει, Η εξοχότητά σας πρώτος, Αλίμονο, επ’ ουδενί, βγήκε πρώτος ο χοντρός, Ευχαριστώ πολύ την εξοχότητά σας, ένας αξιοσημείωτος τρόπος να πει κανείς, Επ’ ουδενί, αν παίρναμε κάθε λέξη κατά λέξη, πρώτος θα περνούσε ο Ρικάρντο Ρέις, γιατί είναι αναρίθμητοι, σύμφωνα με τη δική του κατανόηση. Ο ξενοδόχος Σαλβαδόρ τείνει ήδη το κλειδί του διακόσια ένα, είχε την πρόθεση, περιποιητικός, να το παραδώσει, ωστό-


σο αποσύρει με λεπτότητα τη χειρονομία, ίσως ο πελάτης να θέλει να βγει για να ανακαλύψει τη νυχτερινή Λισαβόνα και τις μυστικές της απολαύσεις, μετά από τόσα χρόνια στη Βραζιλία και τόσες μέρες ωκεάνιου διάπλου, παρότι η χειμωνιάτικη νύχτα ορέγεται περισσότερο την ησυχία του σαλονιού, εδώ δίπλα, με τις βαθιές και ψηλές δερμάτινες πολυθρόνες του, τον κεντρικό πολυέλαιο, με τα ακριβά του κρύσταλλα, τον μεγάλο καθρέφτη όπου χωρά όλη η αίθουσα και μέσα του διπλασιάζεται, σε μια άλλη διάσταση που δεν είναι η απλή αντανάκλαση των κοινών και γνωστών διαστάσεων με τις οποίες αυτός έρχεται αντιμέτωπος, πλάτος, μήκος, ύψος, γιατί δεν βρίσκονται εκεί, μία προς μία, διακριτές, παρά συγκερασμένες σε μία και μόνη διάσταση, σαν ακατάληπτο φάντασμα ενός σχεδίου ταυτόχρονα μακρινού και οικείου, με την αντίφαση που περιέχει αυτή η εξήγηση και την οποία η συνείδηση περιφρονεί από τεμπελιά και μόνο, ιδού ο Ρικάρντο Ρέις ατενίζει τον εαυτό του στο βάθος του καθρέφτη, ένας απ’ τους αναρίθμητους που είναι, όλοι τους όμως κουρασμένοι, Θ’ ανέβω επάνω, είμαι κουρασμένος απ’ το ταξίδι, δυο βδομάδες με κακοκαιρία, αν έχετε πουθενά σημερινές εφημερίδες, για να ενημερωθώ για τις εξελίξεις στην πατρίδα μέχρι να κοιμηθώ, Ορίστε, κύριε δόκτορα, και τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκαν το κορίτσι με το παράλυτο χέρι και ο πατέρας της, πέρασαν προς το σαλόνι, εκείνος μπροστά, εκείνη πίσω, μ’ ένα βήμα ανάμεσα, το κλειδί βρισκόταν ήδη στο χέρι του Ρικάρντο Ρέις, οι γκρίζες, θαμπές εφημερίδες επίσης, μια ριπή ανέμου βάρεσε την εξώπορτα, πέρα απ’ το βάθος της σκάλας, η χρυσόμυγα βούιξε, δεν είναι κανείς, μονάχα η καταιγίδα που επιδεινώνεται, η νύχτα αυτή δεν θα φέρει τίποτε άλλο της προκοπής, βροχή, ανεμοθύελλα σε στεριά και θάλασσα, μοναξιά. Ο καναπές του δωματίου είναι άνετος, τα ελατήρια, απ’ τα τόσα σώματα που κάθισαν πάνω τους, εξανθρωπίστηκαν, σχηματίζουν μια απαλή γούβα, και το φως του λαμπατέρ που βρί-

29

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 29


30

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 30

σκεται πάνω στο γραφείο φωτίζει την εφημερίδα από καλή γωνία, δεν μοιάζει καν με ξενοδοχείο, είναι σαν το σπίτι μου, σαν την οικογενειακή αγκάλη της εστίας που τώρα δεν έχω, κι ίσως ούτε θ’ αποκτήσω, αυτές είναι οι ειδήσεις της γενέθλιας γης μου, και λένε, Ο αρχηγός του Κράτους εγκαινίασε αναμνηστική έκθεση για τον Μοζίνιο ντε Αλμπουκέρκ9 στο Γενικό Πρακτορείο των Αποικιών,10 και να μην παραλείψουμε τις αυτοκρατορικές επετείους, ούτε να ξεχάσουμε τις αυτοκρατορικές μορφές, Ανησυχίες εκφράζονται για την Γκολεγκά, δεν θυμάμαι πού βρίσκεται αυτή, α, στο Ριμπατέζο, αν οι πλημμύρες καταστρέψουν το φράγμα των Είκοσι, πολύ παράξενο όνομα, από πού να βγήκε, θα γίνουμε μάρτυρες μιας επανάληψης της καταστροφής του χίλια οχτακόσια ενενήντα πέντε, το ενενήντα πέντε ήμουν οχτώ χρονών, φυσικό είναι να μη θυμάμαι, η ψηλότερη γυναίκα στον κόσμο ονομάζεται Έλσα Ντρογιόν κι έχει ύψος δύο μέτρα και πενήντα εκατοστά, αυτήν δεν θα την κάλυπτε η πλημμύρα, και την κοπέλα πώς τη λένε άραγε, εκείνο το χέρι, παράλυτο, μαλθακό, ήταν από αρρώστια, από ατύχημα, Πέμπτα παιδικά καλλιστεία, μισή σελίδα με φωτογραφίες μικρών παιδιών, ολόγυμνων, οι δίπλες τους στη φόρα, θρεμμένα με την τοπική φαρίν λακτέ, κάποια απ’ αυτά τα μωρά θα γίνουν εγκληματίες, αλήτες και πόρνες, έτσι που τα εξέθεσαν, σε τρυφερή ηλικία, στο άξεστο βλέμμα του όχλου, που δεν σέβεται την αθωότητα, Προχωρούν οι επεμβάσεις στην Αιθιοπία, κι από τη Βραζιλία τι νέα έχουμε, καμία είδηση, τελείωσαν όλα, Γενική προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων, δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναμη ικανή να ανακόψει την ηρωική ορμή των Ιταλών στρατιωτών, τι θα μπορούσε να κάνει, τι θα κάνει, αντιμέτωπη μ’ αυτήν, η αβυσσηνιακή λαζαρίνα, η φτωχή λόγχη, η ταλαίπωρη ματσέτα, Ο δικηγόρος της διάσημης αθλήτριας ανακοίνωσε ότι η εντολοδόχος του υπεβλήθη σε μια σημαντική εγχείρηση αλλαγής φύλου, σε λίγες μέρες θα είναι ένας κανονικός άντρας, σαν εκ γενετής, μην ξεχάσετε


μόνο να του αλλάξετε και το όνομα, ποιο όνομα, ο Μποκάζ11 ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, πίνακας του ζωγράφου Φερνάντο Σάντος, έχει κι εδώ καλές τέχνες, Στο Κολιζέου παίζεται Το τελευταίο θαύμα με την τσαχπίνα και αγαλματένια Βανίζ Μεϊρέλες, Βραζιλιάνα σταρ, πλάκα έχει, στη Βραζιλία δεν την ήξερα, δικό μου σφάλμα, εδώ με τρία εσκούδα γενική είσοδο, πολυθρόνα από πέντε εσκούδα, σε δύο προβολές, πρωινή τις Κυριακές, Το Πολιτεάμα παίζει τις Σταυροφορίες, εκπληκτική ιστορική ταινία, Στο Πορτ-Σάιντ αποβιβάστηκαν πολυάριθμες αγγλικές δυνάμεις, κάθε εποχή έχει τις σταυροφορίες της, σήμερα είναι αυτή, ενώ φημολογείται ότι συνέχισαν προς τα σύνορα της Ιταλικής Λιβύης, Κατάλογος Πορτογάλων που απεβίωσαν στη Βραζιλία το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, δεν ξέρω κανένα απ’ τα ονόματα, δεν χρειάζεται να νιώσω δυσφορία, δεν είναι απαραίτητο να πενθήσω, στ’ αλήθεια όμως πέθαναν πολλοί Πορτογάλοι εκεί κάτω, Αρτοδοσία στους φτωχούς σε όλη τη χώρα εδώ, ενισχυμένο δείπνο στα άσυλα, τι καλή μεταχείριση έχουν στην Πορτογαλία οι υπέργηροι, τι καλή μεταχείριση και τα ανάπηρα παιδιά, λουλουδάκια του δρόμου, κι αυτή η είδηση, Ο δήμαρχος του Πόρτο τηλεγράφησε στον υπουργό Εσωτερικών, σε σημερινή συνεδρίαση το δημοτικό συμβούλιο παρουσία μου με εκτίμηση για το διάταγμα αρωγής προς τους φτωχούς τον χειμώνα αποφάσισε να χαιρετίσει την εξοχότητά σας γι’ αυτή τη μοναδικής ωραιότητας πρωτοβουλία, και άλλες, Δημόσιες βρύσες γεμάτες περιττώματα κοπαδιών, έξαρση ευλογιάς στο Λεμπουσάο και τη Φατέλα, γρίπη στο Πορταλέγκρε και τυφοειδής πυρετός στο Βαλμπόν, πέθανε από ανεμοβλογιά κορίτσι δεκαέξι ετών, βουκολικό λουλουδάκι του αγρού, άσπλαχνα κομμένο κρίνο τόσο νωρίς, Έχω σκύλα φοξ τεριέ, όχι καθαρόαιμη, που έχει κάνει ήδη δυο γέννες, δεν γλίτωσε κανένα, πείτε μου, κύριε συντάκτη, τι να κάνω, Ο κανιβαλισμός των σκύλων, αγαπητέ συμβουλευόμενε αναγνώστη, οφείλεται γενικώς στην κακή σίτιση κατά την κυοφορία,

31

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 31


32

SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 32

στην ανεπάρκεια κρέατος, θα πρέπει να της δίνετε άφθονη τροφή, της οποίας η βάση θα είναι το κρέας, αλλά να μη λείψει ούτε το γάλα, το ψωμί και τα λαχανικά, εν ολίγοις, μια πλήρης διατροφή, αν και πάλι δεν της περάσει το κουσούρι, τότε δεν έχει γιατρειά, σκοτώστε την ή μην αφήσετε να τη βατέψουν όταν την πιάσει ο οίστρος, ή στείλτε τη για στείρωση. Ας φανταστούμε τώρα τις γυναίκες που δεν σιτίζονται καλά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, χωρίς κρέας, χωρίς γάλα, λίγο ψωμί και λάχανα, να έτρωγαν κι εκείνες τα παιδιά τους, κι αφού το φανταστήκαμε και επιβεβαιώσαμε ότι αυτό δεν συμβαίνει, είναι εύκολο εντέλει να διακρίνουμε τους ανθρώπους από τα ζώα, το σχόλιο αυτό δεν το πρόσθεσε ο συντάκτης, ούτε ο Ρικάρντο Ρέις, που σκέφτεται κάτι άλλο, ποιο όνομα θα ήταν κατάλληλο για τη σκύλα αυτή, δεν θα την πει Ντιάνα ή Σαΐνι, και τι μπορεί να προσδώσει ένα όνομα στο έγκλημα ή στα κίνητρά του, αν το αποτρόπαιο ζώο πεθάνει από δηλητηριασμένη πίτα ή πυροβολισμό κυνηγετικού απ’ το χέρι του αφέντη του, επιμένει ο Ρικάρντο Ρέις και επιτέλους βρίσκει το σωστό προσηγορικό, ένα που προέρχεται από τον Ουγκολίνο ντέλα Γκεραρντέσκα, τον αρχικανίβαλο κόμη που έφαγε γιους κι εγγόνια, κι υπάρχουν γι’ αυτό μαρτυρίες, και εγγυήσεις, στην Ιστορία των Γουέλφων και Γιβελλίνων, στο αντίστοιχο κεφάλαιο, καθώς επίσης και στη Θεία Κωμωδία, Κόλαση, στίχος τριακοστός τρίτος, ας ονομαστεί λοιπόν Ουγκολίνα η μάνα που τρώει τα παιδιά της, τόσο παρά φύση ώστε να μην κινούνται τα σωθικά της από έλεος όταν με τα ίδια της τα σαγόνια ξεσκίζει το θερμό και μαλακό δέρμα των ανυπεράσπιστων, τα κατακρεουργεί, τσακίζει τα τρυφερά τους κόκαλα, και τα καημένα τα σκυλάκια, βογκώντας, πεθαίνουν χωρίς να δουν ποιος τα κατασπαράζει, η μάνα που τα γέννησε, Ουγκολίνα, μη με σκοτώσεις, είμαι το παιδί σου. Η εφημερίδα που τόσο ήρεμα εξηγεί μια τέτοια φρίκη πέφτει στα γόνατα του Ρικάρντο Ρέις, που αποκοιμήθηκε. Μια


SARAMAGU_RICARDO REIS sel_Final.qxp_Layout 1 30/10/20 1:18 PM Page 33

33

ξαφνική ριπή ανέμου κάνει τα τζάμια να τρίξουν, η βροχή πέφτει σαν κατακλυσμός. Στους έρημους δρόμους της Λισαβόνας βαδίζει η σκύλα Ουγκολίνα αφρίζοντας αίμα, γρυλίζοντας στις πόρτες, ουρλιάζοντας σε πλατείες και κήπους, δαγκώνοντας μανιασμένη την κοιλιά της όπου μεγαλώνει ήδη η επόμενη γέννα.

2 – Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.