ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Η Λουίζα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Κρατούσε τα μάτια της ορθάνοιχτα στην προσπάθειά της να μην κοιμηθεί. Δε φορούσε πιτζάμες, τα κανονικά της ρούχα φορούσε και όταν ήρθαν πριν από μια ώρα οι γονείς της για να την καληνυχτίσουν, εκείνη είχε κρυφτεί σχεδόν ολόκληρη κάτω από την κουβέρτα για να μην το καταλάβουν. Επιτέλους, το φως που έμπαινε στο δωμάτιο από τις χαραμάδες της πόρτας, έσβησε. Στο διάδρομο ακούστηκαν τα ελαφρά βήματα της μητέρας που πήγαινε για ύπνο στο δωμάτιο των γονιών. Τα βήματα του πατέρα όμως, δεν ακολούθησαν. Εδώ και μερικές μέρες ο μπαμπάς κοιμόταν στο σαλόνι. Δεν ήθελε πια να κοιμάται με τη μαμά. Οι γονείς της Λουίζας ήθελαν να χωρίσουν. Αύριο θα πήγαιναν στο δικαστήριο για να πάρουν διαζύγιο. Γι’ αυτό και η Λουίζα θα έφευγε.
Είχε ετοιμάσει ένα σακίδιο με τρόφιμα το οποίο ήταν κρυμμένο κάτω απ’ το κρεβάτι της. Σηκώθηκε, πήρε το σακίδιο και άνοιξε το παράθυρο του δωματίου. Τότε σκέφτηκε το Χάρη. Ο Χάρης, ο μικρός της αδερφός, ήταν μόλις τεσσάρων ετών και κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο με εκείνη. Τις τελευταίες μέρες η Λουίζα ήταν η μόνη του παρηγοριά. Όταν η μαμά τσακωνόταν με τον μπαμπά και εκείνος έκλαιγε, τον παρηγορούσε και έπαιζε μαζί του μέχρι να του περάσει το κλάμα. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του με τίποτα. Γι’ αυτό πλησίασε 1