Το Πράσινο ως Καθήκον στη Σύγχρονη Αρχιτεκτονική

Page 1



Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδ. έτος 2016-2017

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΩΣ ΚΑΘΗΚΟΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Λάλα Αλεξάντρ | Α.Μ. 1307 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ρόδη Άλκηστις

Πάτρα, 9 Νοεμβρίου 2016



Because it [sustainability] has become an empty formula, and because, for that reason, it’s getting harder and harder to think about ecology without becoming ironic. - R. Koolhaas

Αrchitects will, of course, continue to ornament their drawings with green grass and trees while working with the Romantic image of a happy and contented nature. - Mark Jarzombek


ABSTRACT The matter of investigation of the current research study is the “green” trend in contemporary architecture, the extensive definition of the term, the issues related to it and the design criteria for a “green” or ecological architecture that respond to modern standards. Through different scales, the “green” trend is being detected, subjected to criticism, and eventually dealt with. The range of the scales in which it can be detected accentuates the urgent need for a comprehensive approach to architecture and urban design, and explains why “green” is, or has to be, “a duty”. The methodology is based firstly on bibliographical research and statistics that contribute to the better understanding of the terminology in use. The references are drawn from printed and web publications, statements and conclusions by international conferences on climate change and environmental decay, and data from various approaches on the international scene. These are supplemented with consumer trends and behaviour research, lectures on the philosophical dimension of the phenomenon and interviews of architects who approach it critically. Finally, the research refers to contemporary theories in order to analyze and develop design criteria. The research study is divided into four chapters. The first one focuses on the most frequently occurring terms related to green architecture. The second chapter combines selective analyses of green strategies that are derived from different social groups, highlighting the scale of the issue and putting into question the position of architectural design. The third chapter analyzes the attitudes and criticism relating to three different scales in order to investigate the problems associated with the term of sustainability. Finally, in the fourth chapter, through criteria, modern theories and examples, there is an attempt to respond to the questions raised in the second section and addresses the problems detected at the start of the investigation.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείμενο της παρούσας έρευνας αποτελεί η ‹πράσινη› τάση στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, η διευκρίνηση του όρου, τα ζητήματα που παρουσιάζονται σχετικά με αυτόν και τα κριτήρια σχεδιασμού μίας ‘πράσινης’, ή οικολογικής αρχιτεκτονικής με τα σημερινά δεδομένα. Παραθέτονας διαφορετικές κλίμακες, η ‹πράσινη› τάση εντοπίζεται, υποβάλλεται σε κριτική και τέλος, αντιμετωπίζεται. Το εύρος της κλίμακας εφαρμογής της, τονίζει την επιτακτικότητα μίας εμπεριστατωμένης προσέγγισης από τον αρχιτεκτονικό και αστικό σχεδιασμό, και επεξηγεί γιατί το ‹πράσινο› είναι, ή πρέπει να είναι ‹καθήκον›. H μέθοδολογία στηρίζεται αρχικά σε βιβλιογραφική έρευνα και στατιστικά με σκοπό την υιοθέτηση της ορολογίας. Οι πηγές αντλούνται απο έντυπες και διαδικτυακές δημοσιεύσεις , ανακοινώσεις και συμπεράσματα διεθνών συνεδρίων με αντικείμενο την κλιματική αλλαγή και περιβαλλοντική παρακμή, καθώς και από δεδομένα διαφορετικών προσεγγίσεων στη διεθνή σκηνή. Συμπληρώνεται, με έρευνες καταναλωτικών τάσεων και συμπεριφορών, διαλέξεις πάνω στη φιλοσοφική διάσταση του φαινομένου και συνεντεύξεις αρχιτεκτόνων με κριτική στο φαινόμενο στάση. Τέλος, η έρευνα αναφέρεται σε σύγχρονες θεωρίες με σκοπό να αναλύσει και να αναπτύξει κριτηρία σχεδιασμού. Η έρευνα διαρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο επικεντρώνεται στους πιο συχνά εμφανιζόμενους όρους που σχετίζονται με το πράσινο στην αρχιτεκτονική. Το δεύτερο συνδυάζει επιλεκτικές αναλύσεις στρατηγικών πρασίνου προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, τονίζοντας το εύρος του ζητήματος και θέτοντας ερωτηματικά για τη θέση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Στο τρίτο, αναλύονται οι στάσεις και οι κριτικές που αφορούν τρεις διαφορετικές κλίμακες με στόχο να διερευνηθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με την έννοια της βιωσιμότητας. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο, μέσα από κριτήρια, σύγχρονες θεωρίες και παραδείγματα, γίνεται μία προσπάθεια ανταπόκρισης στα ερωτήματα που θέτει το δεύτερο κεφάλαιο και αντιμετώπισης των προβλημάτων που εντοπίζονται στην αρχή της έρευνας.


РЕЗЮМЕ Целью данного исследования является «зеленая» тенденция (тренд) в современной архитектуре, разъяснение этого термина, а также вопросы, связанные с ним и критерии проектирования для «зеленой» или экологической архитектуры, которые отвечают современным стандартам. Ссылаясь на различные области применения, обнаруживается, что «зеленый» тренд идентифицируется, подвергается критике и, наконец, внедряется. Диапазон шкалы применения подчеркивает актуальность комплексного подхода со стороны архитектурного и городского дизайна, и объясняет, почему “зеленое” есть, или должно быть “необходимостью”. Методика основана в первую очередь на исследовании научной литературы и статистических данных, которые способствуют лучшему пониманию используемой терминологии. Источниками данного исследования являются печатные издания и интернетпубликации, заявления и выводы международных конференций по проблемам изменения климата и ухудшению состояния окружающей среды, а также данные из различных дискуссий на международной арене. Всё вышеупомянутое дополняются информацией о потребительских тенденциях , поведенческих моделях, данными из лекций о философских масштабах проблемы, а также материалами из интервью с критически мыслящими архитекторами. Наконец, использовались данные современных теорий и направлений для более глубокого анализа и разработки критериев дизайна. Исследовательская работа состоит из четырех разделов Первый раздел освещает наиболее часто употребимые термины, относящиеся к «зеленой» архитектуре. Второй раздел объединяет избранные аналитические данные о «зеленых» стратегиях , являющихся результатом деятельности различных социальных групп, подчеркивая масштабность темы и значимость архитектурного дизайна. Третий раздел анализирует отношения и критические замечания, касающиеся трех различных масштабов с целью изучения проблем, связанных с концепцией устойчивости. Четвертый раздел c помощью различных теорий, критериев и примеров, ставит целью ответить на вопросы, поставленные во второй части и пролить свет на темы, определенные в начале данного исследования.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

13

1. ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ 1.1. Βιωσιμότητα

20

1.2. Πράσινο = Βιωσιμότητα ;

21

1.3. Greenwashing

24

2. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ 2.1. Η διεθνής προσέγγιση στην ανάκτηση πρασίνου

30

2.2. LEED | πιστοποιημένη αξιολόγηση πρασίνου

31

2.3. Εικόνες Βιωσιμότητας | Βιομίμηση και “Πράσινο Καμουφλάζ”

37

2.4. Guerilla Gardening | Μία αυτόβουλη ικανοποίηση της πράσινης ανάγκης

43

3. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ 3.1. Lifestyle | Οικολογικές εναλλακτικές η πράσινες ενοχές;

48

3.2. Αρχιτεκτονική | Αντι-στάσεις και κριτικές

52

3.3. Αστική κλίμακα | Πράσινο, τεχνολογία και ο ρόλος του σχεδιασμού

55

4. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ 4.1. Συμβίωση, Διάκριση, Ορατότητα | S.Hagan

62

4.2. Διατήρηση, Έλξη, Σύνδεση | L.Hosey

68

4.3. Ecological Urbanism

75

4.4. Συμπεράσματα - σύνθεση κριτηρίων

86

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

92

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

98

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

103


12 ΕΙΣΑΓΩΓΉ

[1] Eakins, Arcadia, 1883

[2] Michael Sorkin, New York City (Steady) State, 2010


13

ΕΙΣΑΓΩΓΗ H φύση, καθ’όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ήταν παρούσα σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου. Από τη συμβολική εικόνα της στους κήπους της Βαβυλώνας, την τιθάσευσή της στους κήπους των βασιλικών ανακτόρων, την απαραίτητη αγροτική ανάπτυξη σε όλους του πολιτισμούς ανά τον κόσμο και τις θρησκείες που θεωρούσαν τη φύση ως μία οντότητα η οποία είχε τη δύναμη να διαχειρίζεται, να προσφέρει αλλά και να τιμωρεί – πάντα το φυσικό περιβάλλον είναι αυτό που έδινε τις βάσεις για την προσαρμογή και την αρμονική συμβίωση στον κόσμο που κατοικούμε. Σημείο καμπής σε αυτή την ‘αρμονκή’ συνύπαρξη αποτέλεσε η βιομηχανική επανάσταση. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος ενδυναμωμένος με ικανότητες που του προσφέρει η τεχνολογία, επιβάλλεται στη φύση, αγνοώντας εσκεμμένα ή όχι τις συνέπειες. Τα νέα επιτεύγματά του, του επιτρέπουν να αφήσει το στίγμα της εποχής του - αυτό που θα δηλώσει τη μετάβαση στην ‘καινοτομία’ και το ‘νέο’. Ζητάει περισσότερα και ταυτόχρονα προσπαθεί να καλύψει τις καινούριες ανάγκες του με τεχνητό τρόπο, εγκαταλείποντας την έμφυτη ανάγκη του για συνύπαρξη με το φυσικό περιβάλλον. Συνεπώς αναπτύσσεται μία ασυνείδητη ή μη σύγκρουση με τη φύση, της οποίας το μέγεθος των αποτελεσμάτων θα του αποκαλυφθεί ευρέως όταν πια θα έχουν εκδηλωθεί. Σήμερα, ως απόρροια των παραπάνω, η φύση επηρεάζεται εν μέρει απο τις ανθρώπινες δραστηριότητες: Τhe temperature and rainfall are no longer the work of some separate, uncivilizable force, but instead in part a product of our habits, our economies, our ways of life.. -Bill McKibben, The End of Nature1 Αυτό που συμβαίνει όμως, είναι η φαινομενική συνειδητοποίηση των αποτελεσμάτων της σύγκρουσης του ανθρώπινου παράγοντα με τη φύση και της απώλειας του άφθαρτου χαρακτήρα της. Ο λόγος για την κλιματική αλλαγή, που εμφανίστηκε σαν αποτέλεσμα της επιρροής του πολιτισμού στο φυσικό περιβάλλον και τις οικολογικές διεργασίες του. Η εμφάνιση αυτής της νέας σχέσης ανθρώπου - περιβάλλοντος, των προβλημάτων της, και των απειλών που αυτή ενέχει οδηγεί σε μία επο1

McKibben Bill [2006], The End of Nature, Νέα Υόρκη: Random House Trade Paperbacks, σ.40


14 ΕΙΣΑΓΩΓΉ

χή όπου η ανάγκη για την επανεύρεση των χαμένων ισορροπιών είναι όλο και πιο επιτακτική. Αυτό φαίνεται από τις διαφορετικές κλίμακες στις οποίες παρουσιάζεται η τάση του «φιλικού προς το περιβάλλον». Στα πλαίσια του τρόπου ζωής επιδιώκεται η «πράσινη συνείδηση», στην πολιτική εμφανίζονται ‹πράσινα› κόμματα και γίνεται λόγος για βιώσιμες τακτικές σε διεθνή συνέδρια , οι επιχειρήσεις προωθούν πράσινα προϊόντα και στρατηγικές, ενώ γύρω από όλα αυτά υπάρχει έντονη αμφισβήτηση της αληθότητας των σκοπών τους. Στο χώρο της αρχιτεκτονικής και του ευρύτερου σχεδιασμού του χώρου (αστικός, πολεοδομικός σχεδιασμός) αυτή η ανάγκη εκφράζεται και εδώ μέσω της όλο και πιο συχνής χρήσης των όρων ‹βιωσιμότητα› και ‹πράσινο›. Οι δύο όροι που χρησιμοποιούνται στη διεθνή βιβλιογραφία και δημοσιεύσεις αδιακρίτως έχουν σχηματίσει τη νέα εικόνα της οικολογίας. Υπάρχει μία αίσθηση χρέους - κάτι που αποτελεί θετικό στοιχείο - στο σύγχρονο σχεδιασμό να τους εφαρμόζει , όμως πολλές φορές περιορίζεται είτε σε επιφανειακές λύσεις πρασινοποίησης ή σε καθαρά τεχνικές προσεγγίσεις, που λανθασμένα προβάλλονται ως αντιπροσωπευτικά δείγματα βιώσιμου σχεδιασμού. Στην περίπτωση του κυριολεκτικού πρασίνου που χρησιμοποιείται ως δήλωση βιωσιμότητας, αν και μπορεί να υπάρχει αισθητική προσέγγιση, η περιβαλλοντική αποδοτικότητα δεν είναι δεδομένη. Αντίστροφα, στην καθαρά τεχνική προσέγγιση, η αισθητική πειθώ και ο πολιτισμικός αντίκτυπος που μπορεί να έχει ένα έργο παραμελείται προς όφελος της αποδοτικότητάς του: Today, the common view of sustainable design may suggest that a range of mechanistic parts and measures can be put together in a way that is similar to selecting appliances from a catalogue. - Sang Lee, Aesthetics of Sustainable Architecture2 This ideological dimension of the aesthetic, its power to win over and hold, has been ignored, or rejected as suspect, by many of those engaged in environmental design. - S.Hagan3 Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να εξεταστεί η ‹πράσινη› τάση που παρατηρείται στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, διευκρινίζοντας τον όρο, τα σχετικά ζητήματα και τα κριτήρια για μία αν όχι ‹πράσινη›, τουλάχιστον 2

Sang Lee [2011](επιμ.), Aesthetics of Sustainable Architecture, Rotterdam: 010 Publishers, σ.14

3

Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.15


15

οικολογική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική η οποία συμπεριλαμβάνει την αισθητική, την αποδοτικότητα και το κοινωνικό όφελος. Παραθέτονας τις διαφορετικές κλίμακες, η ‹πράσινη› τάση εντοπίζεται, υποβάλλεται σε κριτική και τέλος, αντιμετωπίζεται. Το εύρος της κλίμακας τονίζει την επιτακτικότητα μιάς εμπεριστατωμένης προσέγγισης στο θέμα από τη μεριά της αρχιτεκονικής, ενώ επεξηγεί γιατί πλέον το ‹πράσινο› είναι, ή πρέπει να είναι ‹καθήκον›. Στο πρώτο κεφάλαιο, η έρευνα επικεντρώνεται στους συνήθεις όρους που σχετίζονται με το πράσινο στην αρχιτεκτονική, οι οποίοι αποτελούν και τη βάση της διερεύνησης. Προσδιορίζεται η ‘βιωσιμότητα› μέσω διαφορετικών αναφορών και ύστερα αναλύεται αντιπαραθετικά με το ‹πράσινο› για να εντοπιστούν οι διαφορές και ομοιότητές τους. Επιπλέον εξηγείται και ο όρος του ‘greenwashing’ που θα χρησιμεύσει στην ανάλυση και τον εντοπισμό παραδειγμάτων τα οποία εμπεριέχουν χαρακτηριστικά του. Το δεύτερο κεφάλαιο συνδυάζει επιλεκτικές αναλύσεις στρατηγικών πρασίνου από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ως εφαλτήριο της έρευνας, τονίζοντας το εύρος του ζητήματος και θέτοντας ερωτηματικά για τη στάση της αρχιτεκτονικής, τα οποία θα επιχειρηθεί να απαντηθούν στο τέλος της έρευνας . Συγκεκριμένα, αναλύονται οι προσεγγίσεις διεθνών πολιτικών (διασκέψεις, συνέδρια), των οργανισμών πιστοποίησης (LEED), των σχεδιαστών (βιομίμηση), των κατοίκων (Guerilla Gardening), προσδιορίζοντας τα πολλαπλά επίπεδα περιβαλλοντικού προβληματισμού τα οποία θα πρέπει να λάβει υπόψιν η αρχιτεκτονική. Το τρίτο αναλύει τις στάσεις και τις κριτικές σε τρεις διαφορετικές χωρικές κλίμακες με στόχο να διερευνηθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με την έννοια της βιωσιμότητας, όπως αυτή εντοπίζεται στο lifestyle, την αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό της μεγαλύτερης κλίμακα (αστικής, πολεοδομικής). Στην πρώτη ενότητα βασική αναφορά αποτελούν κριτικές από φιλόσοφους, οικονομολόγους και στατιστικά στοιχεία από έρευνες συμπεριφορας καταναλωτών, στη δεύτερη, της αρχιτεκτονικής, χρησιμοποιούνται κριτικές από αντιπροσώπους του κλάδου, οι οποίες κατηγοριοποιούνται μέσω της θεωρίας της Elizabeth K.Meyer. Η τρίτη βασίζεται σε κριτικές πάνω στις σύγχρονες στρατηγικές βιώσιμων και έξυπνων πόλεων. Στο τέταρτο κεφάλαιο, επιχειρείται η απάντηση στα ερωτήματα που


16 ΕΙΣΑΓΩΓΉ

θέτει το δέυτερο κεφάλαιο και η αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται στο τρίτο. Με βασική αναφορά το θεωρητικό έργο της Susannah Hagan και του Lance Hosey, αναλύονται κριτήρια και πρότυπα στρατηγικών, τα οποία υποστηρίζονται και επεξηγούνται μέσω παραδειγμάτων. Τέλος, μέσω της συγκριτικής ανάλυσης, προτείνονται νέα κριτήρια που προκύπτουν απο την παρούσα έρευνα.

3

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ


17

2

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΣΕΩΝ

1

ΠΡΑΣΙΝΟ, ΒΙΩΣΙΜOTHTA, GREENWASHING

4

ΛΥΣΕΙΣ;

[3] Διάγραμμα διασύνδεσης των ενοτήτων της έρευνας


18 ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

[4] Διάγραμμα - τα βιβλία που κυκλοφορούν κάθε χρόνο με τίτλο το «πράσινο» σε σύγκριση με τα υβριδικά αμάξια.


19

1.ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες όλο και πιο συχνά εμφανίζονται όροι που με κάποιες διαφορές μεταξύ τους, αναφέρονται εν γένει στην “φιλική προς το περιβάλλον” προσέγγιση. Το οικολογικό, το βιώσιμο, το οργανικό και κατά κύριο λόγο το πράσινο είναι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται με μεγάλη συχνότητα σε πολλούς τομείς. Στο εμπόριο, ξεκινώντας από τοπικές εταιρίες (π.χ. Cocomat) μέχρι και επιχειρήσεις παγκόσμιας κλίμακας (π.χ. εταιρία πετρελαίου - ΒΡ), η σχετική ορολογία χρησιμοποιείται επίμονα για να υπογραμμίσει την ενεργή στάση που τηρεί η κάθε φορά διαφορετική επιχείρηση. Στον κόσμο της πολιτικής, από δήμους και τοπικές οργανώσεις, μέχρι και παγκόσμια συνέδρια, οι δηλώσεις και οι στόχοι τακτικά τονίζουν πράσινες και βιώσιμες προσεγγίσεις, ενώ το κοινό ενθαρρύνεται να ακολουθεί έναν πιο οικολογικό τρόπο ζωής. Αντίστοιχα, στην αρχιτεκτονική παρατηρείται μεγάλη αύξηση στην χρήση των όρων “βιωσιμότητα” και “πράσινο”, με την τάση να ενισχύεται από συστήματα πιστοποίησης ( LEED, BREEAM, Greenstar στην Αυστραλία, CASBEE στην Ιαπωνία), δημοσιεύματα και άλλους φορείς που έχουν δημόσια απήχηση. Αρκεί να δει κανείς την αύξηση στον αριθμό των βιβλίων που εκδίδονται ανά χρόνο με θέμα τη βιωσιμότητα και το “πράσινο” ως μέρος των τίτλων τους (εικ.4). Η παρούσα έρευνα, επομένως, επιδιώκει έναν προσδιορισμό αυτών των όρων, με σκοπό να τονιστούν τα κοινά και μη χαρακτηριστικά τους. Εκτός από τους γενικούς χαρακτηρισμούς των όρων θα αναλυθούν και τα ανάλογα παραγωγά τους στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής ορολογίας, που θα βοηθήσουν και στα επόμενα σημεία της έρευνας.


20 ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

1.1 Βιωσιμότητα Ο πιο διαδεδομένος ορισμός που κυκλοφορεί είναι αυτός που καθιερώνεται από τα Ηνωμένα Έθνη το 1987 και αφορά τη "βιώσιμη ανάπτυξη": "Βιώσιμη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες" 1. Ο Charles V.Kidd, όμως, στο άρθρο του πάνω στην εξέλιξη του όρου της βιωσιμότητας τονίζει την ανάγκη να συγκεκριμενοποιείται η έννοιά του: “Οι ρίζες του όρου "βιωσιμότητα" είναι τόσο βαθειά ενσωματωμένες σε κατά βάση διαφορετικές ιδέες - με την κάθε μία να έχει τις προΰποθέσεις να θεωρηθεί έγκυρη - που η αναζήτηση για μία περιγραφή του μοιάζει άσκοπη. Η ύπαρξη πολλαπλών προσδιορισμών είναι ανεκτή εφόσον κάθε αναλυτής περιγράψει ξεκάθαρα τι εννοεί αναφερόμενος στη βιωσιμότητα” 2. Στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής, ο Ιnaki Abalos προσθέτει: “Η βιωσιμότητα έχει γίνει ένας πολύ γενικός όρος που καλύπτει αναρίθμητες δραστηριότητες, από τη γεωπολιτική έως και το βιομηχανικό σχεδιασμό. Η αναγωγή του στη διαχείριση των φυσικών πόρων που απαιτεί μία ισορροπία μεταξύ προόδου και βιοποικιλότητας είναι πολύ γενική για να εφαρμοστεί αντικειμενικά στην αρχιτεκτονική"3. Ο πιο πρόσφατος προσδιορισμός που συνάδει με το περιεχόμενο της έρευνας είναι ο εξής: “Η ιδιότητα του να διατηρείται κάτι σε ένα σταθερό επίπεδο χωρίς να εξαντλεί φυσικούς πόρους ή να προκαλεί σοβαρή οικολογική ζημιά”4. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Susannah Hagan, αυτή τη στιγμή 1 http://www.un-documents.net/our-common-future.pdf 2 Kidd V. Charles [1992], “The evolution of sustainability”, Journal of Agricultural and Environmental Ethics, 03/92, σ.12 3 Inaki Abalos [2009], “Beauty from sustainability?”, Harvard Design Magazine, άνοιξη/καλοκαίρι 2009, σ.36 4 http://www.collinsdictionary.com/dictionary/english/sustainable


21

το βιώσιμο στην αρχιτεκτονική είναι ένας τρόπος αναφοράς στην οικολογική βιωσιμότητα. Όμως, όπως τονίζει, η βιωσιμότητα εμπεριέχει και την έννοια της "κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας". Το κοινωνικό κομμάτι "γιατί υπονοεί την δημόσια υγεία και την πιο δίκαιη κατανομή των φυσικών πόρων και φυσικών ρίσκων" και το οικονομικό με την έννοια του μακροπρόθεσμου κέρδους ή της επιστροφής στην περίπτωση της επένδυσης.5 Η συγκεκριμένη αντίληψη τονίζεται και από τον Peter Buchanan: "Η βιωσιμότητα, στην ευρύτερη, πλήρη έννοιά της, απαιτεί επίσης οικονομική βιωσιμότητα και κοινωνική ισότητα. Χωρίς τα τελευταία, κάθε περιβαλλοντική πρωτοβουλία είναι καταδικασμένη να αποτύχει".6 Στα πλαίσια της έρευνας, όταν γίνεται αναφορά στο όρο της βιωσιμότητας ή στο επίθετο "βιώσιμος’’, θα υπονοούνται και τα τρία συνθετικά της περιγραφής του – το οικολογικό μέρος, το κοινωνικό και το οικονομικό.

1.2 Πράσινο = Βιωσιμότητα ; Στη γενικότερη χρήση του - και στα πλαίσια που στην παρούσα έρευνα εξετάζεται - το πράσινο είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία, με την πιο μεγάλη συχνότητα χρήσης του το να εντοπίζεται το 2007. Από τα πράσινα προϊόντα παντός τύπου μέχρι και την πολιτική με τα ‘πράσινα’ κόμματα, από το πράσινο βιομηχανικό σχεδιασμό έως και την πράσινη αρχιτεκτονική, το πράσινο επίθετο πλέον εμφανίζεται παντού. Ακόμη και το μπετόν, -η παραγωγή του οποίου έχει από τα πιο υψηλά επίπεδα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα - μετατρέπεται σε υλικό με "πράσινες ιδιότητες" (βλ. άρθρο του διαδικτυακού τόπου "theguardian")7. Με τη δυναμική του ενσωμάτωση στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, και ακόμα πιο πολύ στην εμπορική ιδιόλεκτο, το πράσινο απέκτησε μεγάλη σημασία ως καταπραϋντικός παράγοντας στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Αναλύοντας τι ακριβώς εννοείται με τον όρο αυτόν, γίνεται εμφανές ότι είναι συνυφασμένος με την έννοια του περιβάλλοντος: 5 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.3 6 Peter Buchanan [2007], “Invitation to the dance: Sustainability and the expanded realm of design”, Harvard Design Magazine, φθινόπωρο/άνοιξη 2007, σ.22 7 https://www.theguardian.com/sustainable-business/2016/mar/04/making-concrete-green-reinventing-the-worlds-most-used-synthetic-material


22 ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

- "Χαρακτηρίζοντας κάποιον ή κάτι πράσινο, εννοούμε ότι βλάπτει το περιβάλλον όσο λιγότερο γίνεται" 8. "Που δείχνει ενδιαφέρον ή υποστηρίζει την οικολογία και τείνει να διατηρεί την περιβαλλοντική ποιότητα (όντας ανανακυκλώσιμο, βιοδιασπώμενο ή χωρίς ρύπους)" 9. Eνώ ως ‘πράσινη αρχιτεκτονική’ ορίζεται: "Ο σχεδιασμός κτηρίων που, κατά κάποιον τρόπο, προστατεύει το φυσικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, πράσινη ενέργεια (= ενέργεια που παράγεται από τον άνεμο, το νερό ή τον ήλιο)" 10. Στα περισσότερα άρθρα αρχιτεκτονικής και στην πλειονότητα της βιβλιογραφίας , το ‘πράσινο’ και η ‘βιωσιμότητα’ χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, καθιστώντας τα δύο συνώνυμα στην κοινή αντίληψη. Ποιές όμως είναι οι διαφορές που αιτιολογούν την ύπαρξη και την χρήση δύο διαφορετικών όρων που αναφέρονται, υποτιθέμενα, στην ίδια έννοια; Από τους ορισμούς του πρασίνου που διατυπώθηκαν, φαίνεται ότι πρόκειται για μία έννοια αρκετά γενικευμένη, κάτι που απαιτεί μία ανάλυση των κοινών και μη χαρακτηριστικών των δύο. Στο επίπεδο των ορισμών τους, και οι δύο όροι αναφέρονται στο περιβάλλον και την ελάχιστη δυνατή διαταραχή του ενώ το πράσινο εμπεριέχει στοιχεία του βιώσιμου (δηλαδή την προστασία του περιβάλλοντος). Μέσω του ορισμού της βιωσιμότητας, όμως, τονίζονται οι πιο συγκεκριμένοι και αλληλένδετοι στόχοι που επιδιώκονται, από τη στιγμή που ενσωματώνονται η κοινωνική και οικονομική σταθερότητα ως προαπαιτήσεις συνάμα με τον οικολογικό παράγοντα. Επιπλέον, η βιωσιμότητα αναφέρεται και στην μελλοντική διαστασή της, δίνοντας έμφαση στην παράμετρο του χρόνου, κάτι που θέτει πιο υψηλά στάνταρ από αυτά που καθορίζει το πράσινο. Μία καλύτερη κατανόηση της διαφοράς εντοπίζεται στην διατύπωση του David Dornfeld στο βιβλίο του για την πράσινη παραγωγή, όπου

8 http://www.collinsdictionary.com/dictionary/english/green 9 http://www.merriam-webster.com/dictionary/green 10 http://dictionary.cambridge.org/us/dictionary/english/green-architecture


23

αυτή ορίζεται ως το "βήμα προς τη βιώσιμη παραγωγή"11. Η βιωσιμότητα για τον Dornfeld είναι κάτι πιο ολικό, που απαιτεί διαφορετικά τμήματα να συνεργαστούν μαζί, με το πράσινο να είναι ένα μέρος του και να αντιπροσωπεύει "τα βήματα προς έναν πιο βιώσιμο κόσμο"12. Στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής, αυτός ο ορισμός μπορεί να εντοπιστεί στα υλικά που εφαρμόζονται και αποκαλούνται πράσινα, όπως αυτό του ανακυκλωμένου ξύλου μπαμπού. Αν και το ίδιο είναι πράσινο λόγω της επανάχρησης του υλικού, η μεταφορά του στις άλλες χώρες το καθιστά πολλές φορές μη βιώσιμο, εφόσον κατά τη διάρκειά της παράγονται ρύποι που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, το ξύλο χρησιμοποιούμενο στην κατασκευή παρότι θεωρείται πιο φιλικό προς το περιβάλλον και "πράσινο", μπορεί και αυτό αναλόγως με τον τρόπο παραγωγής του να μην είναι εν τέλει βιώσιμη λύση, όταν η εταιρεία που το προμηθεύει έχει ανεύθυνη ως προς το περιβάλλον στρατηγική ( π.χ. εξάντληση φυσικών πόρων). 11 Dornfeld David [2010], Green Manufacturing: Fundamentals and Applications, Νέα Υόρκη: Springer, σ.7 12 Ο.π.

ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ [5] Πράσινο δεν σημαίνει και βιώσιμο


24 ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

Επομένως, το ‘πράσινο’ αποτελεί έναν εξ ορισμού εννοιολογικά ασθενέστερο όρο ως προς αυτόν της βιωσιμότητας. Επιπλέον, η εγκυρότητά του διακυβεύεται ακόμα πιο πολύ όταν εντοπίζεται η κατάχρησή του στα πλαίσια του greenwashing.

1.3 Greenwashing Ο επίσημος ορισμός του greenwashing είναι ο εξής: “ Παραπληροφόρηση που διαδίδεται από μία οργάνωση με σκοπό να παρουσιάσει μία περιβαλλοντικά υπεύθυνη δημόσια εικόνα.” 13 Στα ελληνικά ο συγκεκριμένος όρος δεν έχει μία επίσημη μετάφραση. Αναλόγως το περιεχόμενο στα πλαίσια του οποίου χρησιμοποιείται κάθε φορά μεταφράζεται περιφραστικά, ως: "περιβαλλοντικό ξέπλυμα", "οικολογική χροιά", "πράσινη πλύση εγκεφάλου" και "διάδοση ψευδών πληροφοριών" .14 Πρόκειται για έναν όρο που έκανε την πρώτη εμφανισή του το 1998 με την απότομη άνοδο στη χρήση του να σημειώνεται από το 2006. 15 Στο χαρακτηριστικό στοιχείο της ‘παραπληροφόρησης’ που εντοπίζεται στον πρώτο ορισμό, μπορεί να προστεθεί και αυτό της "επιφανειακής ή ανειλικρινούς επίδειξης ενδιαφέροντος για το περιβάλλον", που αναφέρεται στον προσδιορισμό του όρου από το λεξικό Collins. Ένα παράδειγμα τακτικής greenwashing θα μπορούσε να αποτελέσει μία εταιρεία που επικαλείται την φιλική προς το περιβάλλον προσέγγισή της για λόγους μάρκετινγκ μέσω ‘πράσινης’ συσκευασίας, χωρίς να ενεργεί όμως στην πράξη με οικολογικούς τρόπους. Για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του greenwashing, το καναδέζικο πρακτορείο περιβαλλοντικού μάρκετινγκ - TerraChoice – έθεσε επτά κριτήρα – “αμαρτίες” ( όπως η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, ή η ψεύτικη εικόνα-ετικέτα) βάσει των οποίων ένα προϊόν μπορεί να χαρακτηριστεί 13 http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/greenwash 14 Μεταφράσεις του όρου στην ελληνική γλώσσα από τις συζητήσεις του

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2002 και του 2007, πηγή: http://www.europarl. europa.eu/portal/el 15 http://www.collinsdictionary.com/dictionary/english/greenwash


25

[6] Ann Demeulemeester Shop Seoul, MASS STUDIES, Νότια Κορέα


26 ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ

ως “ψευδο-οικολογικό”. Οι έρευνές τους που στηρίχθηκαν σε αυτά τα κριτήρια έδειξαν ότι το 2010 από τα 4744 προΐόντα που εξετάστηκαν, μόνο το 4,5 τις εκατό αυτών ήταν καθαρά ως προς τις “αμαρτίες του greenwashing”.16 Μία σύνδεση του greenwashing με τη βιωσιμότητα βρίσκεται στην διατύπωση του αρχιτέκτονα Peter Buchanan στο σχετικό του άρθρο: "Αν ο όρος μπορούσε να επαναφερθεί στην αρχική του έννοια, το βιώσιμο θα σήμαινε την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, όχι κάποια ελάχιστη πρόοδο προς αυτό το ιδανικό, όπως τώρα συμβαίνει με το greenwashing, το οποίο πολλές φορές αντικαθιστά τη βιωσιμότητα".17 Στην αρχιτεκτονική τα παραδείγματα του greenwashing εντοπίζονται πολλές φορές μέσω της δήλωσης οικολογικού ενδιαφέροντος με κύριο εργαλείο την εικονική "παραπλάνηση". Ο πιο χαρακτηριστικός τρόπος ανάδειξης μίας φιλικής στάσης προς το περιβάλλον είναι η χρήση φύτευσης - πράσινης κάλυψης στις όψεις και οροφές ενός κτηρίου, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει περιβαλλοντική βιώσιμη απόδοση (βλ. παράδειγμα του γραφείου MASS στη Νότια Κορέα - εικ. 6). Δείγμα greenwashing μπορεί να αποτελεί και ένα έργο που δεν παρουσιάζει απαραίτητα εμφανή στοιχεία φύτευσης, αλλά χρησιμοποιεί σύμβολα εναλλακτικών ενεργειών, όπως την ανεμογεννήτρια στην κορυφή του Anara Tower στο Ντουμπάι (εικ.7) που ουσιαστικά μιμείται τη μορφή της, χωρίς να παρέχει κάποια λειτουργία. Περισσότερες αναφορές στον όρο υπό τη σκοπιά της αρχιτεκτονικής θα ερευνηθούν στα επόμενα κεφάλαια, ενώ θα χρησιμοποιηθεί αυτούσιος, εφόσον δεν υπάρχει μετάφραση που να εκφράζει επαρκώς την έννοιά του.

16 http://sinsofgreenwashing.com/findings/greenwashing-report-2010/index.html 17 Peter Buchanan [2007], “Invitation to the dance: Sustainability and the expanded realm of design”, Harvard Design Magazine, φθινόπωρο/άνοιξη 2007


27

[7] Anara Tower, Dubai, ΗΑΕ



2. ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

[8] Στρατηγικές πρασίνου - Κολλάζ


30 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

2.1 - Η διεθνής προσέγγιση στην ανάκτηση πρασίνου Governmental regulations, economic incentives, and alternative technologies are not everything. The project of a climate compatible society has to be culturally embedded - Claus Leggewie Ξεκινώντας με τη Διεθνή Διάσκεψη Του Ρίο Ντε Τζανέϊρο το 1992, όπου πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα του περιβάλλοντος σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ακολούθησε μία εκτεταμένη και διεθνής προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή. Τα Ηνωμένα Έθνη καθιέρωσαν ετήσιες διασκέψεις με τον τίτλο “Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές”, τα οποία ξεκίνησαν το 1994 και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα με την πιο πρόσφατη να λαμβάνει χώρα στο Παρίσι το 2015 (COP21). Το Πρωτόκολλο του Κιότο που συνετάχθη στο συνέδριο του 1997 αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά αφού “είναι το πρώτο διεθνές νομικά δεσμευτικό έγγραφο που χρησιμοποιεί μηχανισμούς της αγοράς για την επίλυση παγκοσμίων περιβαλλοντικών προβλημάτων”1 κάτι που παροτρύνει τη συμμετοχική προσπάθεια αλλά και, με άλλα λόγια, δίνει τη δυνατότητα σε εταιρίες να εμπορεύονται μεταξύ τους “μονάδες” άνθρακα. Ως κύριος στόχος τέθηκε η μείωση των αερίων που επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά το ελάχιστο του 5% μέχρι το 2012 για 38 βιομηχανικά ενεργές χώρες 2. Σήμερα, μετά τη λήξη της πρώτης προθεσμίας, τα αποτελέσματα δείχνουν μία διφορούμενη εικόνα. Οι συνολικές εκπομπές αερίων αυξήθηκαν, ενώ οι 38 χώρες δεσμευμένες στο Πρωτόκολλο κατάφεραν στο σύνολο να μειώσουν σημαντικά τις εκπομπές τους ανά έτος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2012 σε σύγκριση με το 1990 . Παράλληλα, 10 από αυτές έφτασαν το στόχο τους με την εξαγορά μονάδων άνθρακα που αναφέρθηκαν προηγουμένως - κάτι που σημαίνει ότι οι μειώσεις τους δεν ήταν πραγματικές - ενώ δύο από τις μεγαλύτερες χώρες Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδάς – ουσιαστικά δεν συμμετείχαν, παρότι

1 Τσουδέρος Ιωάννης Εμμ.[2008], Οικολογική Συμπεριφορά των Πόλεων, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σ.66 2 http://unfccc.int/kyoto_protocol/items/2830.php


31

είχαν υπογράψει το Πρωτόκολλο.3 Σε αυτό το σημείο είναι αναμενόμενο να τεθούν κάποιοι προβληματισμοί. Μπορεί η πολιτική δύναμη να επιφέρει τις αναγκαίες αλλαγές; Μπορούν να γίνουν πράσινα ολόκληρες χώρες; Η μήπως η απάντηση μπορεί να εντοπιστεί σε μικρότερη κλίμακα; Σε έναν υπολογισμό του Τhe Why Factory (Πανεπιστήμιο του Delft) πάνω στη διάσκεψη στη Κοπεγχάγη το 2009 (COP15) φαίνεται ότι ύστερα από 1,328,624 εργατοώρες δεν συντάχθηκε κανένα νομοθετικό έγγραφο. Θέτοντας το ερώτημα “εάν η δημοκρατία είναι πολύ αργή για να πετύχει τη βιωσιμότητα”4 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενδυνάμωση του ρόλου της πόλης είναι πιο αποτελεσματική σε χώρες που αργούν να οργανώσουν την σχετική πολιτική τους, εφόσον η πόλη είναι “ αρκετά συμπαγής για να ενεργοποιήσει το κοινό και ταυτόχρονα αρκετά μεγάλη για να έχει πραγματική ισχύ”5. Ή, διαφορετικά, η από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση στο πράσινο είναι λειτουργική στην κλίμακα της πόλης, όμως η πιο εκτατεμένη, παγκόσμια κλίμακα είναι δύσκολο να ελεγχθεί και να λειτουργήσει με άμεσα αποτελέσματα.

2.2 LEED: πιστοποιημένη αξιολόγηση πρασίνου Looking at the buildings that are certified with the international LEED label...shows that the total number is still very small. -Winy Maas Το παγκόσμιο σύστημα περιβαλλοντικής αξιολόγησης LEED (Leadership in Energy and Environmental Design ), η ιδέα της δημιουργίας του οποίου συνελήφθη τη δεκαετία του 90’ από τους ιδρυτές του USGBC6 τέθηκε σε δημοσιότητα το 200 και πλέον έχει τη μεγαλύτερη απήχηση σχετικά με άλλα συστήματα αξιολόγησης ( όπως BREEAM,Greenstar) . Aφορμή ήταν η ανάγκη μίας πιο συγκροτημένης απάντησης στο ‘σύνδρομο του άρρωστου κτηρίου’ (ανεπαρκής αερισμός, αδιάφορος προς το περιβάλλον σχεδιασμός) και της σωστής εφαρμογής των 3 https://www.newscientist.com/article/2093579-was-kyoto-climate-deal-a-success-figures-reveal-mixed-results/ 4 Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010, σ.159 5 Ο.π. σ.162 6 USGBC - United States Green Building Council ( μτφρ. Συμβούλιο Πράσινου Οικοδομείν των ΗΠΑ)


32 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

συστημάτων που θα το αντιμετωπίζουν. Το σύστημα αξιολόγησης στηρίζεται σε “υφιστάμενες και δόκιμες τεχνολογίες που αξιολογούν τις περιβαλλοντικές επιδόσεις” και “παρέχουν ένα οριστικό πρότυπο για το τι συνιστά ‘πράσινο κτίριο’ από πλευράς σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας”7. Ενώ, σύμφωνα με τον Brendan Owens – αντιπρόεδρο τεχνικής ανάπτυξης του USGBC, αποστολή του είναι “να αλλάξει ο τρόπος σκέψης για το χτίσιμο των κτηρίων” μέσω της “αναζωπύρωσης της ηθικής στάσης των αρχιτεκτόνων, μηχανικών, σχεδιαστών κ.α. ότι ‘εγώ είμαι υπεύθυνος για την εξυπηρέτηση της κοινωνίας»8. Σήμερα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη, τέταρτη έκδοσή του –το LEED v4 του 2013- το σύστημα πράσινης αξιολόγησης αποτελείται από 4 κατηγορίες: LEED για τον σχεδιασμό και την κατασκευή κτηρίων, LEED για σχεδιασμό και κατασκευή εσωτερικών χώρων, LEED για οικοδομικές εργασίες και συντήρηση, LEED για ανάπτυξη γειτονιών. Η ίδια η αξιολόγηση στηρίζεται σε 9 βασικά τμήματα: 1 – Ενοποιητική διαδικασία, 2 – Τοποθεσία και μετακίνηση, 3 – Βιώσιμα οικόπεδα, 4 - Επάρκεια νερού, 5 – Ενέργεια και ατμόσφαιρα, 6 – Υλικά και πόροι, 7 – Εσωτερική περιβαλλοντική ποιότητα, 8 – Καινοτομία, 9 – Τοπική προτεραιότητα. Κάθε τμήμα, όταν τηρηθεί, προσδίδει πόντους στο έκαστο έργο το οποίο με τη σειρά του, αναλόγως τη βαθμολογία που συγκέντρωσε, επιβραβεύεται με ένα από τα 4 πιστοποιητικά: Απλή πιστοποίηση, Ασημί, Χρυσό, Πλατινένιο πιστοποιητικά. Το σύστημα βοήθησε να εκτιμηθούν και να ληφθούν σοβαρά υπ’όψιν τα φιλικά προς το περιβάλλον υλικά και τα ενεργειακά συστήματα από τις επιχειρήσεις-οργανισμούς που αντιμετώπιζαν το ζήτημα ως “δύσπιστοι”9. Περισσότερο, το πιστοποιητικό LEED άρχισε να θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για κάθε αρμόδιο του έργου που θέλει να εκδηλώσει την περιβαλλοντική της ευαισθησία. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, εκτός της εφαρμογής ενεργειακών συστημάτων στο κτήριο, να ενημερώνονται πιο αποτελεσματικά για τη σωστή χρήση του κτιρίου, που συνεισφέρει και στην υγεία των χρηστών και την παραγωγικότητά τους. Κάτι, που με τη σειρά του, προσδίδει περισσότερο κύρος στην ίδια, ενισχύει τη δημόσια εικόνα και αυξάνει την ανταγωνιστικότητα του κατόχου του LEED. 7 Γεώργιος Α. Πανέτσος [2009], “Σημείωμα των επιμελητών”, Δομές, 06/14, σσ. 26 8 http://www.usgbc.org/articles/part-2-green-building-explosion-2003-2009 9 http://www.leed.net/leed-construction-articles/getting-started-green-building.asp


33

Βεβαίως, το LEED ως ένα σχετικά πρόσφατα θεσμοθετημένο σύστημα αξιολόγησης, δέχεται κάποιες κριτικές που αφορούν διάφορες πτυχές του. Ένα ζήτημα είναι ότι αρκετά πιστοποιημένα έργα δεν αντεπεξέρχονται στο ενεργειακό τους πλάνο αφού περάσουν την αξιολόγηση. Αυτό συνήθως οφείλεται στην μη τήρηση του προγραμματισμένου ωραρίου χρήσης τους, με αποτέλεσμα η κατανάλωση της ενέργειας σε κτήρια LEED να είναι μεγαλύτερη από αυτήν των πιστοποιημένων κτηρίων της ίδιας κατηγορίας . Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποτέλεσε θέμα συζήτησης στα μέσα, είναι αυτό του Κέντρου Παιδιού Ιmaginon στη Βόρεια Καρολίνα, όπου η προγραμματισμένη χρήση των 2 ωρών του κτηρίου την ημέρα μετέπειτα ανήλθε στις 7, ενώ τα γραφεία λειτουργούσαν και το Σαββατοκύριακο. Συνεπώς, αντί η χρήση του πετρελαίου να μειωθεί στο ένα τρίτο μετα την απόκτηση του πιστοποιητικού, αυξήθηκε στο διπλάσιο10. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η συνέπεια και μετά την απόκτηση του πράσινου πιστοποιητικού είναι σημαντικός παράγοντας στο να έχει αυτό μακροχρόνια ισχύ, ενώ παραμελείται από αρκετούς, όταν δύσκολα κάτι τέτοιο μπορεί να ελεγχθεί από το LEED. Υπάρχουν και άλλα προβληματικά σημεία. Για παράδειγμα, το σύστημα αξιολόγησης που βασίζεται σε πόντους, όπως τονίζει η Vanessa Quirk, “σε εναθαρρύνει να ‘ξεγελάσεις’ το σύστημα και να μην σκεφτείς το περιβάλλον καθόλου” 11. Με παρότρυνση το κύρος του πιστοποιητικού και της ιδέας των περισσότερων πόντων, στο σχεδιασμό ενός κτηρίου μπορούν να προστεθούν δευτερεύοντα στοιχεία που δεν θα αποτελούσαν μέρος του εάν δεν αποσκοπούσε στην αξιολόγησή του. (εικ.3). Ύστερα, τίθεται θέμα για την σημασία της καινοτομίας, εφόσον αυτή παίρνει τους λιγότερους πόντους στην αξιολόγηση με το τεχνολογικό κομμάτι να αποτελεί το κύριο ζητούμενό της. Παρατηρείται ότι είναι συχνό φαινόμενο να παραμελείται η αισθητική και να δίνεται έμφαση αποκλειστικά στο να συμπληρωθούν ενεργειακοί πόντοι σε ένα έργο.12 Τέλος, ζητούμενο αποτελεί και η πιο ολική προσέγγιση από την πλευρά του LEED, που αφορά στην αντιμετώπιση στη μεγαλύτερη κλίμακα. Γίνεται λόγος για πρότζεκτ με την πράσινη πιστοποίηση όπως το Spaceport 10 http://www.fastcompany.com/1714517/can-green-building-council-polish-leeds-tarnishedstandards 11 http://www.archdaily.com/227934/where-is-leed-leading-us-and-should-we-follow 12 http://www.treehugger.com/sustainable-product-design/the-four-sins-of-leedwashing-leedgreen-buildings-that-perhaps-arent-really-green/page2.html


34 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

America, στο Νέο Μεξικό, διαστημικό σταθμό στη μέση της ερήμου ή το νέο κτήριο της τράπεζας HSBC στην περιφέρεια του Ιλλινόις, όπου το πρώτο εκ φύσεως παράγει σημαντικές ποσότητες υποξειδίου του αζώτου – πολύ πιο βλαβερό από το διοξείδιο του άνθρακα – και το δεύτερο απαιτεί την καθημερινή μετακίνηση 3,000 εργατών.13 Επιπρόσθετα στο ζήτημα της κλίμακας, μπορούν να προσμετρηθούν ποσοτικά στοιχεία. Σύμφωνα με τον υπολογισμό του The Why Factory του Πανεπιστημίου Delft, με τα δεδομένα του 2010, τα 35.000 πρότζεκτ με πιστοποίηση LEED ( που αναλογούν περίπου σε 420 εκ. τ.μ.) αν συμπυκνωθούν, μπορούν να να xωρέσουν σε 4 τετράγωνα κατά μήκος του Central Park στο Μανχάτταν.14 Σήμερα, ο αριθμός των πρότζεκτ φτάνει τα 79.000 (αναλογούν περίπου σε 1,4 δις τ.μ.) και αν πάλι, συμπυκνωθούν, πλέον μπορούν να καλύψουν όλο το Central Park (εικ.9). 13 http://www.treehugger.com/sustainable-product-design/the-four-sins-of-leedwashing-leedgreen-buildings-that-perhaps-arent-really-green/page2.html 14 Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010, σ.242

[9] LEED


35

Χωρίς αμφιβολία, το σύστημα LEED βοήθησε στην προώθηση της οικολογικής προσέγγισης του πράσινου κτηρίου ( και σταδιακά της γειτονιάς), κάτι που φαίνεται με την σταθερή αύξηση των πιστοποιημένων κτηρίων. Ο αριθμός τους, όμως, παραμένει μικρός σε σχέση με τo παγκόσμιο απόθεμα κτηρίων, όπως δείχνει το προαναφερθέν παράδειγμα του Central Park, και μερικά από αυτά δεν αντεπεξέρχονται στις ενεργειακές τους δαπάνες. Τίθεται εδώ το ερώτημα αν μπορεί το LEED να ενισχύσει δραστικά τον τρόπο που επηρεάζει το δομημένο περιβάλλον το φυσικό. Αν και οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα αυξάνονται σε ικανοποιητικό βαθμό, οι ολικές εκμπομπές βλαβερών αερίων και η δαπάνη ένεργειας δεν μειώνονται. Είναι αρκετό ένα παρόμοιο σύστημα στην αποτελεσματική ανάκαμψη από την οικολογική κρίση; Και ταυτοχρόνως με όλα αυτά, υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί στο σχεδιασμό ενός πράσινου έργου η συλλογή πόντων και ταυτόχρονα να εκτιμηθεί περισσότερο η αισθητική του; Είναι καθόλου απαραίτητη, τέλος, η εικόνα σε σύγκριση με την τεχνολογία που λειτουργικά υπερέχει ως προς το σκοπό του βιώσιμότητας;


36 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

[10] Paris 2050, Vince Callebeaut


37

2.3 ΕΙΚΟΝΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ : ΒΙΟΜΙΜΗΣΗ + «ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ» “It’s a disaster area if all [architects] do is add eco-bling to their buildings instead of dealing with the fundamentals. “ - George Ferguson “One of the fundamental problems inherent in the current use of the term ‘mimetic’ is that it often refers to literally mimicking, imitating and emulating certain natural organisms and/or conditions. When applied to the discussions on architectural sustainability, this position, that we can imitate and replicate biological organisms in nature in order to deal with our needs and problems, misleads and distorts the fundamental issues in sustainability.” - Sang Lee, Stephanie Holzheu Στo πιο πρόσφατο συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών πάνω στην κλιματική αλλαγή (COP21) , το Παρίσι έθεσε ως έναν από τους στόχους του να μειώσει κατά 75% τα αέρια θερμοκηπίου μέχρι το 2050.15 Παράλληλα με αυτήν την απόφαση δημοσιεύτηκε το πρότζεκτ του βέλγου αρχιτέκτονα Vincent Callebaut που οραματίζεται το Παρίσι του 2050 ως μία έξυπνη πόλη. Το όραμα αποτελείται από 8 πρότυπα πύργων μεικτής χρήσης που ενσωματώνουν τους κανόνες του βιοκλιματισμού με στόχο να ”διασφαλίσουν την συνεχή τους αφοσίωση στις βιώσιμες προσπάθειες, αλλά και να ενθαρρύνουν τους κατοίκους να εφαρμόσουν φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής στην καθημερινότητά τους”16. Οι αντιπροσωπευτικές εικόνες του οράματος φανερώνουν μία προσέγγιση στο ζήτημα μέσω της βιομίμησης, με μορφές εμπνευσμένες από τη φύση. Την ίδια στιγμή είναι κυρίαρχη η παρουσία πρασίνου με τη μορφή δέντρων, θάμνων και άλλων φυτεύσεων πάνω στις κατασκευές, οι οποίες ενσωματώνονται επιβλητικά πάνω στο Παρίσι, είτε ως προσθήκες στα ήδη υπάρχοντα κτίσματα της πόλης ή ως ανεξάρτητα κτίρια (εικ.10). Παρόμοιες εικόνες παραμετρικών ουρανοξυστών συχνά με εμφανή πράσινα στοιχεία έχουν γίνει αρκετά δημοφιλή στα μέσα 15 http://unfccc.int/meetings/paris_nov_2015/session/9057/php/view/decisions.php 16 http://www.archdaily.com/585254/vincent-callebaut-s-2050-parisian-vision-of-a-smart-city


38 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

διαδικτυακής ενημέρωσης και παρουσιάζονται σε μεγάλη συχνότητα ως αντιπρόσωποι του «βιώσιμου». Η βιωσιμότητα ως έννοια μέσα από αυτές τις αναπαραστάσεις αποτελεί ένα λεπτό θέμα, εφόσον ορίζονται αυτονόητα η φύτευση και το οργανικό σχήμα ως κύρια στοιχεία του. Μία εξήγηση αυτού του φαινομένου μπορεί να βρεθεί στη διατύπωση του Lance Hosey σχετικά με τη βιομίμηση: “η γεωμετρία της περιπλοκότητας είναι το σχήμα της οικολογίας”.17 Πιο συγκεκριμένα, αναλύοντας την προσέγγιση στο σχεδιασμό μέσω φυσικών μορφών, αναφέρει την απλότητα ως το καταστροφικό στοιχείο του μοντερνισμού (δηλ. γεωμετρικά σχήματα) και πως σύμφωνα με έρευνες, σημειώνεται μεγαλύτερη “ενστικτώδη έλξη” για τα πιο φυσικά σχήματα, απ’ότι για σχήματα γεωμετρικά, με ξεκάθαρη μορφή. Επιπλέον,σημειώνει: “ ένα πιο ελκυστικό design μας αποτρέπει από το να το εγκαταλείψουμε ”.18 Είναι αναγκαία, όμως, συνυφασμένη η μορφή δανεισμένη από τη φύση με τη βιωσιμότητα; Είναι απαραίτητο το φυσικό σχήμα στο να κινητοποιήσει τον πιο οικολογικό τρόπο ζωής; Οι The Why Factory του Πανεπιστημίου Delft, αντιμετωπίζουν το ζήτημα με μία πιο επιφυλακτική στάση. Αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι η βιομίμηση μπορεί να είναι ένας ενδιαφέρον τρόπος σχεδιασμού, θέτουν το ερώτημα “αν από μόνη της [η βιομίμηση], μπορεί να κάνει την αρχιτεκτονική πιο οικολογική”, και έπειτα ” τονίζουν ότι “μπορεί να αποτελεί μία ψευδαίσθηση της φύσης, αλλά μπορεί να είναι και μία μορφή του greenwashing ”.19 Πιο συγκεκριμένα, ο Sang Lee και η Stefanie Holzheu, στο άρθρο τους «Building as Envelope», αναλύοντας τη βιομίμηση σημειώνουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η προσέγγιση «φαίνεται να παράγει επιπλέον εργαλεία και μέσα χωρίς να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κύρια αιτία της μη βιώσιμης κατάστασης»20, ενώ αποτυγχάνει να απευθυνθεί στη σύχρονη σχέση με το περιβάλλον διαμέσου της κριτικής. Ο Winy Maas ενισχύει το επιχείρημα παρομοιάζοντας το πράσινο (φύτευση) στις όψεις και τις οροφές των κτιρίων με “καμουφλάζ”, που αποτελεί και το δεύτερο συστατικό της νέας βιώσιμης 17 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.91 18 Ο.π. σ.7 19 Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010, σ.83 20 Sang Lee [2011](επιμ.), Aesthetics of Sustainable Architecture, Rotterdam: 010 Publishers, σ. 129


39

εικόνας. Αυτού του είδους καμουφλάζ μπορεί να βρεθεί και σε παλιότερα παραδείγματα, όπως στo Forest City του Derek Walker, στο οποίο όλη η πόλη του Milton Keynes (Αγγλία), θα εξαφανιζόταν στο τοπίο μέσω της «κάλυψής» της από δέντρα (εξώφυλλο.). To θέμα της φύτευσης σε κτίρια μεγάλης και μικρής κλίμακας σε αστικό περιβάλλον έχει αποτελέσει τελευταία ένα φλέγον ζήτημα, ενισχυμένο από την τρέχουσα τάση της φύτευσης σε πύργους-ουρανοξύστες ( π.χ. το Soaring Green Garden Tower , ΝΥ του Daniel Libeskind ). Η σύγχρονη ανάγκη για μία πιο βιώσιμη προσέγγιση εκφράζεται μέσω μίας υπερβολικής, και αρκετές φορές περιττής, πράσινης διακόσμησης. Πρόκειται περισσότερο για τη δήλωση της στάσης που παίρνει ένα έργο, η οποία διευκολύνεται στην έκφρασή της μέσω της άμεσης οπτικής επίδρασης στο κοινό. H φύση, όπως επισημαίνει ο Wade Graham, μετρατρέπεται σε «αξεσουάρ του αστικού τρόπου ζωής»21. Εμφανίζεται σε οροφές βιομηχανικών και εμπορικής χρήσης κτηρίων, σε όψεις γραφείων, μουσείων, ξενοδοχείων και οπουδήποτε αλλού μπορεί να προσαρτηθεί, χωρίς πάντα να υπάρχει μία πραγματικά βιώσιμη προσέγγιση. Βεβαίως, αυτή η παρορμητική τάση δήλωσης του “φιλικού προς το περιβάλλον”, δεν είναι απαραίτητο ότι προέρχεται πάντα από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που χρησιμοποιεί ως αφορμή ο κριτικός τέχνης Kriston Capps για το άρθρο του22, αποτελεί η αρχιτεκτονική μελέτη για το Ολυμπιακό Χωριό του 2010 στο Βανκούβερ. Σημειώνει πως παρά τον “φιλόδοξο σχεδιασμό” και τις διαβεβαιώσεις του υπεύθυνου του έργου – Hank Jasper – πως “δεν χρειάζεσαι τοίχους από χλοοτάπητα και δέντρα εννέα μέτρων στην οροφή για να το κάνεις βιώσιμο”, το σχέδιο απορρίφθηκε από ανώτερους εφόσον υπήρχε επιφύλαξη για το εάν θα φανεί αρκετά πράσινο. Πριν από αυτό, το 21 http://www.latimes.com/opinion/op-ed/la-oe-graham-folly-of-green-buildings-20160306story.html 22 http://prospect.org/article/green-building-blues


40 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

έργο θα αναλάμβανε ο Robert A.M. Stern – γνωστός μεταμοντέρνος αρχιτέκτονας – εν τέλει όμως τη θέση του πήρε ένα άλλο αρχιτεκτονικό γραφείο, αφού για τις αρχές της πόλης του Βανκούβερ ο σχεδιασμός δεν «εξέφραζε αρκετά τη βιωσιμότητα». Ο Kriston Capps σχολιάζει αυτή την αντίληψη μέσα από τις τελικές απεικονίσεις του Ολυμπιακού Χωριού του Vancouver για το 2010, που τηρούσε τα πράσινα οπτικά κριτήρια : “Με την λειτουργία να έχει θέση προτεραιότητας, ο σχεδιασμός του κτιρίου του Ολυμπιακού Χωριού έχει μία εξ ορισμού “πράσινη” εικόνα: ογκώδες, γυάλινο, σκεπασμένο με πλαισιωμένη φυλλωσιά. Φαίνεται σαν να ξέχασαν οι υπεύθυνοι να σχεδιάσουν το μέρος.»23 Παρόμοια έργα στην εικόνα των οποίων κυριαρχεί το πράσινο στοιχείο δεν είναι κάτι παντελώς καινούριο. Ένας από τους αρχιτέκτονες που εστιάσε στο πράσινο πριν διευρυνθεί ως τάση, είναι ο Emilio Ambasz. Ο Ambasz χρησιμοποιεί το πράσινο ως κύριο στοιχείο στο σχεδιασμό από την αρχή της επαγγελματικής του δραστηριότητας ( π.χ. Cordoba House (1975), Lucile Halsell Conservatory (1988), Fukuoka Prefectural International Hall (1994). Παράλληλα, ενώ τα έργα του έχουν κερδίσει βραβεία οικολογικού σχεδιασμού ( όπως το κτήριο στη Fukuoka), ο ίδιος δηλώνει : “Η προσέγγισή μου είναι να διακοσμώ χρησιμοποιώντας τη φύση”24. Η προσέγγιση του στηρίζεται, όπως αναφέρει, στο γεγονός ότι είναι μοντερνιστής, αλλά αντιλαμβάνεται την ανάγκη για διακόσμηση μέσα από τη σκοπιά του μεταμοντέρνου κινήματος. Δεν θα ήταν εύστοχο να απορρίψει κανείς κατηγορηματικά το οργανικό σχήμα της βιομίμησης ή να εναντιωθεί στο ίδιο το πράσινο, ύστερα από μία περίοδο παγκόσμιου μοντερνισμού και της “γκρίζας πόλης”. Ο κόσμος ωθείται από μόνος του, παρακινούμενος από τις σύγχρονες συνθήκες, σε μία ανανέωση. Θα ήταν σκόπιμο όμως, να υπάρχει μία πιο εις βάθος αντιμετώπιση των προβλημάτων του αστικού περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο να τεθούν προβληματισμοί για το εάν ένα σχήμα που θυμίζει τη φύση μπορεί εν τέλει να ενισχύσει τη βιωσιμότητα και αν μία πράσινη επένδυση μπορεί να συμβάλλει στην βελτιώση μίας περιοχής στην ευρύτερη κλίμακα. Είναι βιώσιμη η κατασκευή και η συντήρηση φαινομενικά βιώσιμων έργων; Ποιοι θα είναι οι παράγοντες-κριτήρια - σε λειτουργικό αλλά και αισθητικό επίπεδο - που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα; Υπάρχει, τέλος, μία ατζέντα που θα μειώνει το ρίσκο του να θεωρηθεί ένα έργο “ψευδοπράσινο” ; 23 http://prospect.org/article/green-building-blues 24 http://www.architectmagazine.com/design/the-elusive-mr-ambasz_o


41

[11] Fukuoka Prefectural International Hall, Emilio Ambasz

[12] Vancouver Olympic Village 2010


42 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

[13] Φυτεύσεις Guerilla


43

2.4 GUERILLA GARDENING: Μία αυτόβουλη ικανοποίηση της πράσινης ανάγκης «If you love nature, stay away from it» - Edward Glaeser Ένα από τα πιο ισχυρά παραδείγματα της αυθόρμητης επιστροφής στη φύση είναι αυτό του Henry D. Thoreau – ένας από τους πρώτους περιβαλλοντολόγους, ο οποίος αφιέρωσε δύο χρόνια από τη ζωή του βιώνοντας τη φύση από κοντά με αποτέλεσμα να γράψει το Walden ( πρώτη έκδοση – 1854). Το βιωματικό κατά κύριο λόγο έργο του περιγράφει την πλήρη ενσωμάτωση στη φύση ενός ανθρώπου που αναπτύσσεται στο περιβάλλον της πόλης, όμως δεν βρίσκει ποτέ θετικά στοιχεία μέσα σε αυτήν. Η πνευματική του αναζήτηση διαμέσου της επανασύνδεσης με τη φύση, όπου αναζητεί αξίες όπως η αυτάρκεια, απλότητα μέσα στα πλαίσια του υπερβατισμού25, απομυθοποιείται από τον Edward Glaeser, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ηarvard. Στο βιβλίο του Triumph of the City, ο Glaeser βασίζεται στο ειρωνικό συμβάν, όταν ο ίδιος ο Τhoreau, κάποια χρόνια πριν απομονωθεί στο δάσος, κατά λάθος έβαλε φωτιά σε δασική έκταση 1,2 τ.χμ. Το ηθικό δίδαγμα για τον Glaeser είναι - ”αν αγαπάς τη φύση, μείνε μακρυά της”26. Για τους Guerilla Gardeners, μάλλον ισχύει μία παραλλαγή αυτής της φράσης: αν αγαπάς τη φύση, φερ’την κοντά σου . Πρόκειται πλέον για ένα διεθνές φαινόμενο που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 στη Νέα Υόρκη, όπου κάτοικοι πήραν την πρωτοβουλία να φυτέψουν κήπους σε κενά σημεία της πόλης με σκοπό να προσδώσουν μία λειτουργία σε αυτά και μέσω αυτών των σημειακών παρεμβάσεων να ενισχύσουν το πράσινο της πόλης. Ο χώρος μπορεί να είναι δημόσιος ή και ιδιωτικός, και πληροί τις προϋποθέσεις των Guerilla Gardeners εφόσον δεν χρησιμοποιείται και δεν έχει στοιχεία φύτευσης. Στοχοποιούνται αστικοί χώροι που ενισχύουν την “απομόνωση, αποξένωση, εξαΰλωση και την δυστροπία”27. Ύστερα από τέσσερις δεκαετίες το Guerilla Gardening είναι όλο και

26 Glaeser Edward L. [2012] , Triumph of the City, London: Pan Books, σ. 201 27 Tracey, David [2007], Guerrilla Gardening: A Manualfesto, Gabriola Island, BC: New Society Publishers, σ.37


44 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΚΛΙΜΑΚΕΣ

πιο επίκαιρο με μία πληθώρα βιβλίων-οδηγών (On Guerrilla Gardening: A Handbook for Gardening Without Boundaries, 2008, Guerrilla Gardening: A Manualfesto, 2007 τα πιο πρόσφατα) και διαδικτυακών ιστότοπων να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες, ενώ ο αριθμός των παρεμβάσεων αυξάνεται συνεχώς. Tα αποτελέσματα της κάθε παρέμβασης είναι πάντα θετικά: “τα αντίδοτα στα προβλήματα της πόλης” εκφράζουν “ομορφιά, παραγωγικότητα, την αίσθηση της κοινότητας και πολύ αισιοδοξία”.28 Επιπλέον, τα μέλη της κοινότητας αποκτούν μεγαλύτερη αντίληψη του φυσικού στοιχείου, έρχονται πιο κοντά στην οικολογική προσέγγιση μέσω του Guerilla Gardening και ευαισθητοποιούνται σχετικά με οικολογικά ζητήματα. Η πρόθεση, όμως, του Guerilla Gardening εμπεριέχει και άλλους παράγοντες που αφορούν στην ίδια τη σημασία των πράξεών τους. Η φύτευση χωρίς άδεια στην πόλη είναι μία αντίδραση στην έλλειψη ταυτότητας και ποικιλομορφία της πόλης, καθώς και στην αδυναμία της αρχιτεκτονικής τοπίου να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα: “ οι μικρότερες λεπτομέρειες των δημόσιων χώρων που δίνουν σε ένα μέρος προσωπικότητα εξαλείφονται μέσω του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου και αρχιτεκτονικής τοπίου, κανόνων σχεδιασμού και κωδίκων δεοντολογίας”.29 Παράλληλα γίνεται λόγος από υποστηρικτές του κινήματος για την αισθητική του βιώσιμου που αναπτύσσεται. Είναι όμως αυτή η νέα αισθητική της βιωσιμότητας και κατ’επέκταση της βιώσιμης πόλης; Αυτό που φαίνεται, έχοντας παρατηρήσει τη δράση και τη λογική των Guerilla Gardeners είναι ότι αφενός μεν υπάρχει μία αυξανόμενη ανάγκη για πράσινο στην πόλη από την πλευρά της κοινότητας, αφετέρου δε οι δημόσιοι φορείς και η αρχιτεκτονική δεν μπορούν να ανταποκριθούν ακόμα αποτελεσματικά στα ζητούμενα και τις υποχρεώσεις που τους προσάπτονται. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι : Θα είναι οι μικρής κλίμακας αυτόνομες παρεμβάσεις που θα προσφέρουν την σύγχρονη ‘ανακούφιση των αστικών θυμάτων της νέας, αδάμαστης μητρόπολης’30, όπως χαρακτηρίστικαν από τον Adriaan Geuze και τον Matthiew Skjonsberg τα πάρκα του Hausmann και του Olmsted του 19ου αι.; Θα 28 Reynolds Richard [2008], On Guerrilla Gardening: A Handbook for Gardening Without Boundaries, New York: Bloomsbury, σ.57 29 Ο.π., σ.52 30 Adriaan Geuze, Matthew Skjonsberg (2014), “Δεύτερη φύση: Νέες επικράτειες για τους εξορισμένους”, Δομές, 07/14, σσ.14


45

ήταν μία λύση να θεσμοθετηθούν τέτοιες δράσεις ως συστατικό στοιχείο της νέας οικολογικής συνείδησης; Είναι ικανές οι σημειακές παρεμβάσεις να συμβάλλουν αποτελεσματικά στη μεγαλύτερη (πολεοδομική και χωροταξική) κλίμακα; Τέλος, πώς μπορεί να ανταποκριθεί η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός χώρου σε παρόμοια ζητήματα και να παρακινηθεί από αυτά;



3. ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ


48 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

3.1 Lifestyle | Οικολογικές εναλλακτικές ή πράσινες ενοχές; «66% percent of global respondents say they are willing to pay more for sustainable goods, up from 55% in 2014 (and 50% in 2013)» - Nielsen Co. Η πράσινη τάση επεκτείνεται σε όλες τι κλίμακες. Μία από αυτές είναι και ο κόσμος του καταναλωτή ή, αλλιώς, του ατόμου που επηρεάζεται από εξωτερικά ερεθίσματα, αποκτάει μία αίσθηση υπευθυνότητας και ωθείται να αλλάξει τη στάση και συμπεριφορά του για να ανταποκριθεί στο ρόλο που αναλαμβάνει ως συντελεστής στο κοινό καλό. Οι συνήθειές του αποκτάνε άλλη ουσία, χωρίς απαραίτητα να αλλάζουν μορφή. Για το καινούριο, υπεύθυνο άτομο, η ανάγκη να συμβάλλει ικανοποιείται κατά κύριο λόγο με πράσινα προϊόντα. Πράσινα τρόφιμα, βιβλία, οικιακές συσκευές, αυτοκίνητα και οτιδήποτε παρουσιάσει το πράσινο στοιχείο είναι τα μέσα για την απόκτηση της πράσινης συνείδησης. Τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν. Έρευνες από εταιρείες1 που αναλύουν και προβλέπουν καταναλωτικές συμπεριφορές δείχνουν ότι σε παγκόσμιο επίπεδο (για το 2014), το 55% των καταναλωτών σε 60 διαφορετικές χώρες ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν ακριβότερα προϊόντα από οικολογικά υπεύθυνες εταιρείες, ενώ σύμφωνα με έρευνα του 2013, το 71% των Αμερικανών λάμβαναν υπ’όψην τους τον παράγοντα του περιβάλλοντος στα ψώνια τους.2 Στην Αγγλία, για παράδειγμα, το 76% του ενήλικου πληθυσμού δίνει μεγάλη σημασία στα «ηθικά και πράσινα διαπιστευτήρια των προϊόντων, συμπεριλαμβάνοντας την διαδικασία παραγωγής και διανομής τους, όπως και τη φήμη των εταιριών».3 Ένα ισχυρό δείγμα είναι τα οργανικά τρόφημα, οι πωλήσεις των οποίων αυξήθηκαν κατά 11% το 2014, ενώ τα έσοδα των σχετικών εταιρειών από τα 3,5 δις το 1997 δεκαπλασιάστηκαν στα 35 δις το 2014 με την συνεχή άνοδο να αναμένεται τουλάχιστον μέχρι το 2018. 4 1 Στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιούνται στοιχεία από τις εταιρίες ανάλυσης καταναλωτικών συμπεριφορών όπως: Euromonitor International, Nielsen και Μintel. 2 http://www.nielsen.com/content/dam/nielsenglobal/dk/docs/global-sustainability-report-oct-2015.pdf 3 http://www.mintel.com/press-centre/social-and-lifestyle/mintel-identifies-four-key-uk-consumer-trends-for-2015 4 https://www.franchisehelp.com/industry-reports/green-industry-report/


49

Μία μετάφραση αυτών των στατιστικών βρίσκεται στον όρο του «green guilt», ή «πράσινες ενοχές» οι οποίες οδηγούν στην κάθε είδους φιλική προς το περιβάλλον συμπεριφορά, είτε με τις μικρές πράξεις (όπως ανακύκλωση, εξοικονόμηση νερού-ενέργειας) ή σε χρήση υπηρεσιών ή προϊόντων που προσφέρουν αντιστάθμιση των βλαβερών εκπομπών. Η προώθηση της οικολογικής ευθύνης από ποικίλους φορείς σε μεγάλη συχνότητα είναι η πηγή αυτών των ενοχών. Για τον Stephen T. Asma, καθηγητή φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Сolumbia, το αίσθημα του χρέους πρέπει να υπάρχει, αλλά το «υπερβολικό άγχος προέρχεται από τα πράσινα τεχνάσματα μάρκετινγκ»5, το οποίο και οδηγεί στις ενοχές. Ο ίδιος επισημαίνει , χωρίς να υποτιμά τη σημασία του περιβαλλοντικού παράγοντα, πως ειδικά η επόμενη γενιά συχνά βρίσκει τον εαυτό της υπερβολικά ένοχο για το πώς «το είδος της ( ο άνθρωπος ) αλλοίωσε και κατέστρεψε την πανέμορφη συμφωνία της φύσης» και ότι «νιώθει ανάξια του πλανήτη της».6 Σαν συνέπεια, αυτή του είδους ενοχή στην ακραία της μορφή είναι που μπορεί εν τέλει να προκαλέσει απογοήτευση και ύστερα, ως επακόλουθο, την αδράνεια. Από την άλλη, μπορεί να μετατραπεί σε είδος θρησκευτικού φανατισμού που επακολουθείται από υπερβολικές αντιδράσεις ως προς τις πράξεις που δεν ακολουθουν πράσινους κανόνες. Όμως η μέση λύση και πιο διαδεδομένη για την αντιμετώπιση των πράσινων ενοχών, μετά τα πράσινα προϊόντα που προαναφέρθηκαν, είναι η εξαγορά τους. Τους μηχανισμούς εξαγοράς των πράσινων αμαρτημάτων (ή ενοχών) και την αποτελεσματικότητά τους αναλύει διεξοδικά ο οικονομολόγος Mathew J. Kotchen σε σχετικό του άρθρο. «Η αντιστάθμιση άνθρακα»7, όπως την ονομάζει, επιτρέπει την εξαγορά του αποτυπώματος άνθρακα με την συνεισφορά χρηματικής ενίσχυσης (συνήθως μικρού ποσού) σε επενδύσεις στην ανανεώσιμη ενέργεια, αναδασώσεις, και άλλα πρότζεκτ που συνεισφέρουν στην μείωση των ρύπων. Ένα παράδειγμα αποτελεί η κατάθεση ενός συμβολικού ποσού κατά την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων, το οποίο αντισταθμίζει τους ρύπους της αερομεταφοράς συνεισφέροντας στη φύτευση δέντρων ή άλλων πρότζεκτ εξοικονόμησης ενέργειας. Η επιτυχία του μηχανισμού αυτού σημείωσε μία απότομη 5 https://www.american.edu/cas/literature/upload/WPE-Reading-October-24-2015.pdf 6 Ο.π. 7 Matthew J. Kotchen [2009], “ Offsetting Green Guilt”, Stanford Social Innovation, Άνοιξη 2009, σσ.26


50 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

άνοδο, σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, αμέσως μετά την κυκλοφορία του πλέον γνωστού ντοκιμαντέρ «An Inconvenient Truth» του αμερικανού ακτιβιστή και πολιτικού Al Gore, με τα έσοδα των εταιρειών που παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες να υπερβαίνουν την άνοδο των 300% μέσα σε ένα χρόνο. 8 Αν και εκ πρώτης όψεως αυτή η άνοδος είναι σημαντική και ελπιδοφόρα, τίθεται ο προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστών ως προς την ολική συνεισφορά και την εξισορρόπηση των παγκόσμιων επιπέδων των ρύπων. Σύμφωνα με τον M. J. Kotchen, αυτή η προσέγγιση λειτουργεί με έναν πιο σύνθετο τρόπο και δεν μπορεί να αποτελέσει κύριο παράγοντα στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων. Από μία πιο ολική άποψη, τα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των ρύπων που μειώθηκαν χάρη στους αντισταθμιστές είναι πολύ λιγότερο από αυτών που παράγονται κάθε χρόνο. Επομένως, είναι σχεδόν αδύνατο να σταματήσει η κλιματική αλλαγή μόνο διαμέσου της εξαγοράς της. Επιπλέον, ως προς την ατομική συμπεριφορά, η δυνατότητα της άμεσης λύτρωσης με την αποπληρωμή του περιβαλλοντικού χρέους χαλαρώνει τους ηθικούς περιορισμούς του συμμετέχοντα, κάτι που του δίνει πιο πολλά περιθώρια για απερίσκεπτες οικολογικά πράξεις. Αυτό βέβαια, δεν υφίσταται ως γενικός κανόνας και λειτουργεί ανά περίπτωση. Στην πιο ιδανική, οι εκπομπές μειώνονται, (κατά κεφαλήν) όταν υπάρχει συνεισφορά σε παρόμοια προγράμματα αλλά και παράλληλα τηρείται οικολογικά υπεύθυνος τρόπος ζωής. Τέλος, σημειώνει ο Kotchen, είναι σημαντική η διαπίστωση εγκυρότητας των υπόσχεσεων της εταιρείας (εντοπισμός τακτικών greenwashing), εφόσον κάποιος αποφασίσει να συνεισφέρει για να μειώσει τις ενοχές του ή όπως τονίζει, να «δυναμώσει την [οικολογική] του φήμη».9 Μία ενδιαφέρουσα άποψη για τα παραπάνω μπορεί να βρεθεί στα λόγια ενός από τους σύγχρονους και πιο δραστήριους φιλόσοφους, του Slavoj Zizek. Σε μία ομιλία που έδωσε το 201010 περιγράφει την τάση μας να αποφεύγουμε τις ενοχές που μπορεί να έχουμε ή να παραδεχτούμε τον λάθος τρόπο ζωής μας, προσδίδοντας άλλο νόημα στις αξίες που δεν μπορούμε να αποχωριστούμε. Για αυτόν, τα οργανικά προϊόντα, τα ανα8 http://www.erb.umich.edu/News-and-Events/colloquium_papers/JacobsenJMP.pdf 9 Matthew J. Kotchen [2009], “ Offsetting Green Guilt”, Stanford Social Innovation, Άνοιξη 2009, σσ.28 10 Σημειώσεις από τη βίντεο διάλεξη του Slavoj Zizek, Πηγή: http://library.fora.tv/2011/04/04/ Slavoj_Zizek_Catastrophic_But_Not_Serious


51

κυκλωμένα είδη, και άλλα παραδείγματα που υποστηρίζουν την εναλλακτική λύση είναι εργαλεία που ελαφραίνουν την αίσθηση ευθύνης απέναντι στην οικολογική καταστροφή. Οι παρομοιώσεις που κάνει ο Zizek συμπυκνώνουν το νόημα που θέλει να δώσει μέσα από παραδείγματα της καθημερινής κατανάλωσής μας: «καφές χωρίς καφεΐνη, άπαχη κρέμα, μπύρα χωρίς αλκοόλ». Πρόθεσή του είναι να τονίσει το γεγονός πως η προσαρμογή σε επιφανειακές λύσεις δεν επιφέρει αισθητά αποτελέσματα. Αντιθέτως, αν υπάρχει ο στόχος της ριζικής αλλαγής, αυτός πρέπει να επιτευχθεί διαμέσου πιο ουσιαστικών επιλογών. Υπάρχει η ανάγκη για μία μεγαλύτερη ειλικρίνεια των προθέσεών μας και όχι της φαινομενικότητάς τους, με βασικό συντελεστή την αίσθηση ευθύνης όταν επικαλείται το πράσινο.

GREEN GUILT GREENWASHING


52 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

3.2 Αρχιτεκτονική | αντι-στάσεις και κριτικές A lot of ecodesign is essentially pretentious greenwash. -Ken Yeang Περισσότερη ειλικρίνεια και ευθύνη χρειάζεται και στον χώρο της αρχιτεκτονικής. Εδώ, οι απόψεις ως προς το πράσινο και την εγκυρότητά του γίνονται πιο συγκεκριμένες, θέτοντας αρκετές φορές τον όρο υπό αμφισβήτηση. Για τον Mirko Zardini, το πράσινο χάνει την έννοιά του όταν εφαρμόζεται τμηματικά, χωρίς να τηρούνται προϋποθέσεις μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας στη συνέχεια. Σε ένα άρθρο του πάνω στο greenwashing, o Zardini συμπεραίνει: ‘‘η οικονομία της ενέργειας δίνει απλούστατα ευκαιρίες για ενεργειακές δαπάνες αλλού’’ και ύστερα προσαρμόζει τη λογική του Slavoj Zizek στην αρχιτεκτονική: ‘‘Με την ίδια λογική, ένα κτίριο μηδενικών εκπομπών, μηδενικής ενέργειας θα άρμοζε άψογα να συγκαταλέγεται ανάμεσα στον καφέ χωρίς καφεΐνη και τον πόλεμο χωρίς πολεμικές επιχειρήσεις’’11. Η πρόθεση του Zardini δεν είναι να αμφισβητήσει εν γένει την αποτελεσματικότητα της πράσινης προσέγγισης, αλλά τον ρόλο και την πραγματική της απόδοση σε έναν κόσμο που κατά το πλείστον λειτουργεί επιφανειακά. Έπειτα, αξίζει να αναφερθούν απόψεις και δηλώσεις περί βιώσιμου και πρασίνου οι οποίες είναι αρκετά πιο κατηγορηματικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της έκφρασης κορεσμού από τον Grawe Sam επιμελητή του περιοδικού Dwell: «Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Η βιωσιμότητα αρχίζει να με κουράζει.»12 Ή, ύστερα, στη συνέντευξή του στη γερμανική ιστοσελίδα ενημέρωσης «Spiegel» το 2008, ο Rem Koolhaas σχολιάζει: «Η βιωσιμότητα έχει γίνει μία διακόσμηση. Τα σχέδια ολοένα και περισσότερο βγαίνουν νικητήρια σε διαγωνισμούς επειδή είναι κυριολεκτικά πράσινα, και επειδή κάπου συμπεριλαμβάνουν ένα μικρό ανεμόμυλο ... Έχει γίνει μία άδεια φόρμουλα».13 Ένα χρόνο μετά, στη διάλεξη που έδωσε στο Harvard με θέμα τη βιωσιμότητα προσθέτει: 11 Zardini Mirko, [2010], “(Against) the Greenwashing of Architecture”, New Geographies, 02, σσ. 146 12 Grawe Sam [2007], “Sustainability 24/7”, Dwell, Νοέμβριος, 11, σσ.41 13 http://www.spiegel.de/international/world/rem-koolhaas-an-obsessive-compulsion-towards-the-spectacular-a-566655.html


53

«Έχουμε όλες αυτές τις εικόνες από κτίρια που δεν αποδίδουν σωστά. Όμως οι απαντήσεις μας δεν είναι απαραίτητα πολύ βαθιές ... Αμήχανα, αντιστοιχούσαμε την ευθύνη με την κυριολεκτική πρασινοποίηση»14. Ξεκάθαρα o Koolhaas αναφέρεται στη γενικότερη λάθος αντίληψη που υπάρχει για το τί σημαίνει βιώσιμο και το πώς αυτό μεταφράζεται σε άμεσα εύληπτες ποιότητες (πράσινο - στοιχεία φύτευσης) οι οποίες βιάζονται να δηλώσουν την οικολογική τους συνείδηση. Ο ίδιος, αν και στην ίδια συνέντευξη τονίζει ότι πάντα έθετε ως σημαντική παράμετρο την αποδοτικότητα στα έργα του, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το βιώσιμο παρά μόνο με σαρκαστικές προθέσεις. Αυτού του χαρακτήρα σχόλια μπορύν να βρεθούν και σε άλλες δηλώσεις από γνωστούς αρχιτέκτονες. Ο Peter Eisenman επισημαίνει: « το «πράσινο» και η βιωσιμότητα δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την αρχιτεκτονική. Μερικά από τα χειρότερα κτίρια που έχω δει έχουν γίνει από βιώσιμους αρχιτέκτονες»15. Ενώ μία απο τις μεγαλύτερες δημοσιότητες στον κλάδο, ο Frank Gehry, περιγράφει την πράσινη αρχιτεκτονική ως αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων και χαρακτηρίζει τα κτήρια που έχουν εγκριθεί από το διεθνές σύστημα ενεργειακής πιστοποίησης LEED ως «ψευδή».16 Τί μπορεί να σημαίνει μία τέτοιου είδους αντιμετώπιση από φιγούρες της διεθνούς αρχιτεκτονικής, που αποτελούν πρότυπα και πηγή έμπνευσης για πολλούς αρχιτέκτονες της νέας γενιάς; Μήπως η διαμάχη πάνω στο θέμα «αρχιτεκτονική ή βιωσιμότητα/πράσινο» προκύπτει από την υπερβολική χρήση μίας λέξης που έχει μετατραπεί σε έναν γενικό και αόριστο χαρακτηρισμό, ο οποίος πλέον έχασε το νόημα για πολλούς εξαιτίας λανθασμένων συσχετισμών και συμφραζόμενων; Μία εξήγηση μπορεί να δοθεί χρησιμοποιώντας την περίληψη των στάσεων των αρχιτεκτόνων προς τη βιωσιμότητα από την Elizabeth K. Meyer. Στο άρθρο της, που εξηγεί τους λόγους που πρέπει να δίνεται έμφαση στην αισθητική πλευρά της βιωσιμότητας, χωρίζει την αντιμετώπιση των αμερικανών αρχιτεκτόνων σχετικά με τη βιωσιμότητα σε τέσσερις κατηγορίες 17 : 14 http://oma.eu/lectures/sustainability-advancement-vs-apocalypse 15 http://curatorialproject.com/interviews/petereisenmanii.html 16 http://featuresblogs.chicagotribune.com/theskyline/2010/04/looking-down-on-the-stunningview-of-the-frank-gehry-designed-pritzker-pavilion-from-the-art-institute-of-chicagos-renzo-pian. html 17 Meyer K. Elizabeth [2008], “Sustaining Beauty. The performance of appearance. A manifesto


54 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

1. «Οι χασμώμενοι» (Yawners) : «αναγνωρίζω και συνεχίζω» 2. «Eνστερνισμός» (Embrace) : «προσαρμόζομαι και προσηλυτίζω» 3. «Απόρριψη» (Dismiss) : «αποφεύγω και υποτιμώ» 4. «Περιφρόνηση» (Distain): «ασπάζομαι προσωπικά και αποστασιοποιούμαι δημόσια» Στην πρώτη ομάδα (Yawners) εννοούνται οι αρχιτέκτονες που ασπάζονται την ιδέα της οικολογικής τακτικής στο έργο τους, όμως κρατάνε μία ύποπτη στάση ως προς τον όρο της βιωσιμότητας, εφόσον θεωρούν ότι αυτός χρησιμοποιείται κυρίως ως μηχανισμός του μάρκετινγκ και greenwashing. Με άλλα λόγια, οι οικολογικές αρχές της βιωσιμότητας για τους «χασμώμενους» δεν είναι κάτι καινούριο και υπήρχαν από παλιά - κάτι που ισχύει ειδικά στα παραδοσιακά χτίσματα - απλώς αρνούνται να τις ομαδοποιήσουν χρησιμοποιώντας έναν καινούριο τίτλο. Στη δεύτερη (Embrace), η Meyers κατηγοριοποιεί τη στάση που βλέπει τη βιωσιμότητα απο καθαρά τεχνική πλευρά, όπου ο σχεδιασμός δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Έπειτα, στην τρίτη ομάδα (Dismiss), περιλαμβάνονται οι προσεγγίσεις που θεωρούν απαραίτητη την έκφραση μέσω της αρχιτεκτονικής μορφής, η οποία υπερέχει της οικολογικής απόδοσης. Τέλος, στην τέταρτη (Distain), ανήκουν εκείνοι που ενστερνίζονται τη σύγχρονη οικολογική προσέγγιση (σε αντίθεση με τους πρώτους, που είναι προσκολλημένοι στις παραδοσιακές αντιλήψεις) αλλά δεν το δηλώνουν ως βιώσιμο, εφόσον θεωρούν πως κάνοντας χρήση του όρου υποτιμούν τη σχεδιαστική δύναμη και ιδέα που υπάρχει πίσω από το έργο. Από την κατηγοριοποίηση της Meyers συμπεραίνεται μία αρκετά περίπλοκη εικόνα, που τονίζει ακόμα πιο πολύ την ύπαρξη του διλήμματος στην αρχιτεκτονική κοινότητα : «βιωσιμότητα ή αρχιτεκτονική»; Όμως, όπως τονίζει η ίδια, αυτού του τύπου ο διχασμός δεν είναι απαραίτητος και, παρατηρώντας σύγχρονα έργα φαίνεται όλο και περισσότερο να εξομαλύνεται. Και όπως φαίνεται από τις ομάδες που ανέφερε, αυτό που ξενίζει πολλούς αρχιτέκτονες είναι η χρήση του ίδιου του όρου, όταν μπορεί η ίδια η στραγική τους να τηρεί τα κριτήριά του. Αυτή η αποστασιοποίηση από τη χρήση του όρου είναι κατανοητή εφόσον αυτός πολλές φορές χρησιμοποιείται χωρίς να εννοείται, σε κερδοσκοπικά πλαίσια ή με στόχο αυτοπροβολής. Για αυτόν τον λόγο είναι σημαντικό να γίνει ξεκάθαρο το τι προϋποθέτει το βιώσιμο διαμέσου της αποσαφήνισής του. Αυτό θα θέσει τα πλαίσια στα οποία έχει ισχύ και θα ορίσει το όριο εκτός in three parts”, Journal of Landscape Architecture, Άνοιξη 2008, σσ.12-14


55

του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή greenwashing. Σε επόμενο κεφάλαιο θα αναλυθούν οι θεωρίες που συνδυάζουν όλες τις τακτικές και που, κυριότερα, δεν απαιτούν την καθαρά τεχνική ή καθαρά σχεδιαστική τακτική, αλλά δίνουν βάρος και στους δύο παράγοντες.

3.3 Αστική κλίμακα | Πράσινο, τεχνολογία και ο υποβαθμισμένος ρόλος της αρχιτεκτονικής “It is extremely difficult and expensive to make changes of any sort to an established city.. there are still strong market pressures to continue the trend towards decentralisation and out-of-town developments.” - M.J. Breheny “Why do Smart Cities offer only improvement?” - Rem Koolhaas Αντίθετα με την κλίμακα των μεμονωμένων έργων, στον πολεοδομικό σχεδιασμό, την πιο ευρεία κλίμακα, τίθεται προβληματισμός όχι τόσο για την ονομασία της νέας προσέγγισης ή την εγκυρότητά της, αλλά περισσότερο για τις ίδιες τις τακτικές που επικρατούν. Οι περισσότερες, λόγω και της κλίμακας προέρχονται από το πολιτικό πεδίο και τις επενδύσεις, καθιστούν το ζήτημα πιο σύνθετο, αφού δεν εμπλέκονται μόνο προσωπικές, κερδοσκοπικές κυρίως αποφάσεις, αλλά γενικότερες συζητήσεις που αφορούν και - άλλους παράγοντες. Όσον αφορά στις τακτικές που έχουν στόχο εφαρμογής τις υπάρχουσες πόλεις, οι πιο διαδομένες είναι δύο. Η πρώτη, που εμφανίζεται πολύ συχνά στις συζητήσεις περί «βιώσιμης πόλης», είναι η ύπαρξη πρασίνου σε αυτήν. Στις ευρωπαϊκές πολιτικές, για παράδειγμα, κατά το πλείστον προωθείται η πρασινοποίηση, όπου «το κυριολεκτικό πράσινο - πανίδα και χλωρίδα - γίνεται ιδεολογικά απαραίτητο»18 . Εκτός του ιδεολογικού κίνητρου που αφορά στα περιβαλλοντικά οφέλη, τα eco-belts (οικο-ζώνες), τα green grids (οικο-κάναβοι), οι πράσινες και οι μπλε υποδομές19 έχουν ως στόχο την πολυλειτουργικότητα, εννοώντας και τις κοινωνικές λειτουργίες, όπως ορίζεται από έρευνες της Ε.Ε. (COST Action C11: Green Structure and Urban Planning, 2005).20 Η δεύτερη τάση ειναι η πύκνωση της 18 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.58 19 Υδάτινα στοιχεία -υποδομές 20 Werquin Ann Carol [2005] (επιμ.), Green Structure and Urban Planning, Λουξεμβούργο: Office for Official Publications of the European Communities, σ.256


56 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

[14] Masdar City


57

πόλης, με κύριο στόχο τη μείωση των εκπομπών - (Canons of Sustainable Architecture and Urbanism, 2008), μέσω της ελαχιστοποίησης της χρήσης των ιδιωτικών μετακινήσεων και της αυτάρκειας κάθε περιοχής μέσω των τοπικών εμπορικών και κοινωνικών υποδομών. Ο προβληματισμός, κατά συνέπεια βρίσκεται στην παράλληλη εφαρμογή δύο αντικρουόμενων τάσεων: περισσότερος πράσινος χώρος σημαίνει μείωση εκμεταλλέυσιμων οικοπέδων προς κατοίκηση, ενώ όπου η πράσινη τακτική εφαρμοστεί, θα υπάρχει περισσότερος ανταγωνισμός για την κατοίκηση πλησίον του και μετακίνηση κατοίκων (φαινόμενο του gentrification). Κάτι παρόμοιο θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική βιωσιμότητα, εφόσον η δυνατότητα κατοίκησης σε πράσινες περιοχές μετατρέπεται σε προνόμιο των πιο οικονομικά εύπορων, εκτοπίζοντας τον λιγότερο εύπορο πληθυσμό εκτός πόλεως και μειώνοντας την επιδιωκόμενη πυκνότητα. Παράλληλα, όλα εξαρτώνται από την προσωπική επιλογή του κάθε κατοίκου. Αν η συμπύκνωση καταφέρει απλά αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας , χωρίς να ενισχύονται οι κοινωνικές υποδομές, τότε ο κάτοικος, πολύ απλά, δεν θα επιθυμεί να ζει εκεί. 21 Έπειτα, μπαίνει το ζήτημα της αισθητικής και του ρόλου του αρχιτέκτονα σε τέτοιου είδους αναπτύξεις. Τα κείμενα των Ηνωμένων Εθνών που ορίζουν τις βιώσιμες τακτικές για την αστική ανάπτυξη επικεντρώνονται στο ηθικό περιεχόμενο που προσφέρουν, αγνoώντας τον πολιτισμικό παράγοντα, την έκφραση ή κάποια μορφή τυπολογίας.22 Όλο αυτό μεταφράζεται στην πράξη ως «γλώσσα του πολιτικού και κοινωνικού μηχανικού, όχι του σχεδιασμού», ενώ οι αρχιτέκτονες αργούν να αντεπεξέλθουν, γιατί ουσιαστικά «ακολουθούν αντί να ηγούνται σε αυτό το πεδίο»23. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι γίνεται λόγος για τις πόλεις που ανοικοδομούνται , εφόσον εκεί που υπάρχει η ενσωμάτωση του αρχιτεκτονικού στοιχείου συνήθως πρόκειται για πόλεις στη φάση του σχεδιασμού ή οράματος. Σημαντικό είναι να ερευνηθεί επομένως πιο διεξοδικά ο λόγος που οι υπό κατασκευή ή οι ήδη χτισμένες βιώσιμες πόλεις στερούνται αρχιτεκτονικών στρατηγικών. Μία απάντηση μπορεί να βρεθεί αναλύοντας την περίπτωση της έξυπνης πόλης (smart city), - μία προσπάθεια για βιώσιμη πόλη που κατά 21 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.58 22 έγγραφο UN 2014: https://esa.un.org/unpd/wup/Publications/Files/WUP2014-Highlights.pdf 23 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.59


58 ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΤΑΣΗ

βάση χρησιμοποιεί τις τεχνολογικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τον Boyd Cohen, σχεδιαστή κλιματικών στρατηγικών, «μία έξυπνη πόλη είναι αυτή που εκμεταλλεύεται την τεχνολογία και την καινοτομία για να χρησιμοποιήσει αποδοτικά τις πηγές και να μειώσει το μέγεθος του οικολογικού αποτυπώματος».24 Ο ίδιος είναι και ο δημιουργός διαγράμματος που προτείνει ανά κατηγορία δράσεις για τις πόλεις ώστε να βελτιώσουν την απόδοσή τους, αποτελώντας βασική αναφορά-οδηγό για έξυπνες πόλεις. Η έξυπνη πόλη αποτελεί προς το παρόν μία αναπτυσσόμενη ιδέα, και οι στρατηγικές της μπορούν να εφαρμοστούν σε μία υπάρχουσα πόλη με σκοπό την οικολογική αναβάθμισή της ή ώς apriori σχέδιο για μία πόλη, με την πρόθεση να είναι «έξυπνη». Στα μέσα ενημέρωσης η κυρίαρχη εικόνα που ταυτίζεται με την έξυπνη πόλη είναι εκείνη της «μελλοντικής πόλης« με το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της Μάσνταρ στο Άμπου Ντάμπι που είναι υπό κατασκευή. η πόλη Σόγκντο στη Νότια Κορέα είναι η πρώτη πραγματοποιημένη έξυπνη πόλη, προβαλλόμενη επίσης ως πρότυπο. Ο Koolhaas, στην ομιλία του πάνω στις έξυπνες πόλεις στα πλαίσια της συνάντησης του High Level Group 25, θέτει μερικούς προβληματισμούς ασκώντας κριτική στο γενικότερο κλίμα ελέγχου και προβλεψιμότητας που συνοδεύει την έξυπνη πόλη, στην μελλοντική εικόνα που λειτουργεί ως θέλγητρο καθώς και τη σημασία της πολιτικής δύναμης στην αποτελεσματικότητά τους. Συγκεκριμένα, τονίζει: «η ρητορική των έξυπνων πόλεων βασίζεται σε σλόγκαν - φτιάξε προβληματικούς σωλήνες, σώσε εκατομμύρια». Εδώ αμφισβητείται η απλουστευμένη λογική που «βασίζεται σε αισθητήρες» για να αντιμετωπίσει κάθε είδους πρόβλημα και η ιδέα πως όσο πιο ανεπτυγμένο και μεγάλο το σύστημα ελέγχου τόσο λιγότεροι οι κίνδυνοι. Η δυσπιστία του έγκειται, όπως αναφέρει, στο γεγονός ότι η «αστική ευφυΐα» - γνώση συσσωρευμένη ανά τους αιώνες - παραλείπτεται και στη θέση της τίθενται ως πρότυπα απλουστευμένα διαγράμματα ελέγχου. « Πρέπει να εξερευνήσουμε και το τι θεωρείται ‘έξυπνο’ σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές γνώσης»26. Με άλλα λόγια, η πόλη - το «πεδίο του αρχιτέκτονα» για τον Koolhaas - μετατρέπεται σε μία ζώνη εφαρμογής και δοκιμής τεχνολογιών, με τη σχεδόν απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν, χωρίς να γίνεται λόγος για ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο. Μία παρατήρησή του που μεταφράζει την τάση στο επίπεδο 24 https://www.wien.gv.at/english/transportation-urbanplanning/interview-boyd-cohen.html 25 Ομιλία του R.Koolhaas στις Βρυξέλλες, 24 Σεπτεμβρίου 2014: ec.europa.eu/archives/commission_2010-2014/kroes/en/content/my-thoughts-smart-city-rem-koolhaas.html 26 Ο.π.


59

των αξιών: «Οι παραδοσιακές Ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας, ισότητας, και αδελφότητας αντικαθίστανται στον 21ο αιώνα από αυτές της άνεσης, ασφάλειας και βιωσιμότητας.»27 Για τον Mark Wigley, πρόεδρο της αρχιτεκτονικής σχολής του Columbia, οι έξυπνες πόλεις είναι ένα επιπλέον έσοδο για εταιρείες πληροφοριών (όπως IBM, Siemens κ.α.): «Η έξυπνη πόλη δεν είναι έξυπνη ιδέα. Είναι ουσιαστικά ένα επιχειρησιακό πρότυπο που χρησιμοποιείται από εταιρείες που μπορούν να πείσουν δημάρχους να χρησιμοποιήσουν τις πλατφόρμες λογισμικού τους και αντιμετωπίζουν τις πόλεις τους ως επιχειρήσεις, τις οποίες μπορούν να διαχειρηστούν μέσω μετρήσεων.» 28. To ίδιο υποστηρίζεται και από τον Greenfield, στο βιβλίο του Against the Smart City (2013): «Η ιδέα της έξυπνης πόλης στην πλήρη σύγχρονη μορφή της φαίνεται να έχει προέλθει εντός των επιχειρήσεων, παρά από κάποιο κόμμα, οργάνωση ή άτομο αναγνωρισμένο για τις συνεισφορές του στη θεωρία και πρακτική τους αστικού σχεδιασμού». Γίνεται, ξεκάθαρο, επομένως, ότι η έμφαση στην καινοτομία στα πλαίσια της πόλης, δίνεται στην τεχνολογία, που υποστηρίζεται από πολυεθνικές εταρείες και πολιτικές πιέσεις. Στη μεγάλη κλίμακα υπάρχει μία τάση για χρήση μίας πιο σίγουρης λύσης στα οικολογικά προβλήματα, όμως εμφανώς παραμελείται η πολιτισμική διάστασή της. Ίσως κάτι τέτοιο μπορεί να οφείλεται στην αποτυχία των αρχιτεκτονικών οραμάτων του περασμένου αιώνα (μοντερνισμός - Ville Radieuse του Le Corbusier), που στην εφαρμογή τους δεν εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους, ενώ η τεχνολογία στην οποία στηρίζεται η ανάπτυξη τώρα είναι κάτι πιο μετρήσιμο και ελεγχόμενο. Σημασία όμως έχει να βρεθεί μία αρχιτεκτονική προσέγγιση που να μπορεί να συνεργαστεί με τις εφαρμογές της τεχνολογίας στην κλίμακα της πόλης, αλλά και να αναδείξει τη σημασία του πολιτισμού, της ιδέας και της έκφρασης. Ή, αλλιώς, αναδιατυπώνοντας τη φράση της Hagan, η αρχιτεκτονική να σταματήσει απλώς να ακολουθεί, αλλά να συμπορεύεται. Στο επόμενο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια εύρεσης μίας προσέγγισης μέσω του Ecological Urbanism.

27 O.π. 28 https://www.arch.columbia.edu/files/gsapp/imceshared/108_FEATURE_MARKWIGLEY_Amman.pdf


60 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ


4. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Έχοντας αναλύσει την σύγχρονη συνθήκη και τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν το πράσινο, είναι σημαντικό να διερευνηθεί η σχετική θεωρία, μέσω της οποίας είναι εφικτό να σχηματιστεί μία εικόνα για το τι σημαίνει μία αποδεκτή πράσινη προσέγγιση. Οι παράγοντες, τα κριτήρια και τα εργαλεία ανάλυσης που παρουσιάζονται παρακάτω θα αποτελέσουν μία ισχυρή βάση για το σκοπό αυτό. Πρώτα στα κεφάλαια 4.1 και 4.2 αναλύονται δύο προσεγγίσεις που μπορούν να εφαρμοστούν και στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής, ενώ στο 4.3 αναλύεται το Ecological Urbanism ως απάντηση στα ζητήματα που εντοπίστηκαν στη μεγαλύτερη κλίμακα.


62 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

4. 1 Συμβίωση, Διάκριση, Ορατότητα - S.Hagan “The ‘new’ is not only new science, but new forms and ideas” - Susannah Hagan Στο βιβλίο της «Taking Shape», η Susannah Hagan αναλύει διεξοδικά τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τον περιβαλλοντικό παράγοντα, τονίζοντας το ζήτημα της αισθητικής. Ξεφεύγει από την λειτουργική προσέγγιση που αποσκοπεί μόνο στο να δώσει μία τεχνική λύση στο πρόβλημα και που αντιμετωπίζει την αρχιτεκτονική μορφή ως δευτερεύον στοιχείο. Για την Hagan, η αισθητική αποτελεί ηθική υποχρέωση , ενώ η αρχιτεκτονική ,ως συμβόλισμός, πρέπει να αναλάβει πρωταγονιστικό ρόλο στη νέα εποχή της βιωσιμότητας. Στην ηθική, που συνέβαλε ουσιαστικά στην έννοια της βιωσιμότητας, προστίθεται η μορφή, καθιστώντας τες, κατ’αυτόν τον τρόπο, αλληλένδετες έννοιες. Όπως τονίζει, για να επιτευχθεί μία μεταστροφή στην αρχιτεκτονική, δεν μπορεί να απουσιάζει η ιδέα από τη μορφή. Με αυτό να αποτελεί κύριο επιχειρημά της, προτείνει τρία κριτήρια με τα οποία μπορεί κανείς να αναγνώσει αλλά και να παράξει βιώσιμη1 αρχιτεκτονική:

Συμβίωση (Symbiosis) «Blurring the line between the man-made and the given» Το πρώτο κριτήριο που θέτει η Hagan - η Συμβίωση - αναφέρεται στην δυνατότητα του κτηρίου να υφίσταται ως μέρος ενός δυναμικού συστήματος, με το οποίο συνεργάζεται αρμονικά τόσο κατά τη διάρκεια της κατασκευής όσο και της λειτουργίας του. Μία συμβιωτική σχέση δημιουργείται όταν « το κτήριο αντιμετωπίζει την έλλειψη τάξης ως ένα φυσικό σύστημα, θολώνοντας τα όρια μεταξύ τεχνητού και υπάρχοντος»2. Για παράδειγμα, η ανανεώσιμη ενέργεια ή τα ανακυκλώσιμα υλικά σε μία κατασκευή πληρούν το κριτήριο της Συμβίωσης. Πρόκειται ουσιαστικά για το τεχνικό μέρος μία βιώσιμης αρχιτεκτονικής, όπου δίνεται έμφαση στην κυκλική ροή της ενέργειας, όπως και συμβαίνει στη φύση. Το κριτήριο αυτό, επομένως, θα μπορούσε να αναλυθεί σε κατηγορίες διαφορε1 Παρουσιάζοντας τα κριτήρια η Hagan χρησιμοποιεί τον όρο “environmental architecture” (περιβαλλοντική αρχιτεκτονική) εφόσον βιώσιμη για αυτήν είναι εκείνη που θα πληροί και πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια, πέρα από το περιβαλλοντικό. 2 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press , σ.101


63

τικών τεχνολογιών - χαμηλών και υψηλών - και η συνέργεια των οποίων, όπως θα φανεί παρακάτω, είναι η επιθυμητή ανιμετώπιση. Αρχικά, η προσέγγιση μέσω «χαμηλών τεχνολογιών» εμπνέεται από τους μηχανισμούς της φύσης και, όπως τονίζει η Hagan, δεν είναι κάτι καινούργιο. Στην πραγματικότητα πριν υπάρξει η τεχνολογική ανάπτυξη που επέτρεψε στον άνθρωπο να δημιουργήσει το σύγχρονο σύστημα που ακολουθεί μία γραμμική παρά κυκλική ροή ενέργειας, η βιώσιμη αντιμετώπιση υπήρξε σχεδόν δεδομένη στην παραδοσιακή ( ή τοπική) αρχιτεκτονική3. Το προϊόν του «απλού χτίστη»4 εμπεριείχε τη λογική του περιορισμού, το οποίο ανάγκαζε στην καλύτερη εκμετάλλευση των πόρων που υπήρχαν, με στόχο τη μέγιστη αποκόμιση των παράγωγών της. Αυτή η επίγνωση των ορίων είναι που πρέπει, κατά τη Hagan, να ξαναβρεθεί στη γενική αντίληψη του αρχιτέκτονα, και όχι μία «κυριολεκτική επιστροφή στην παράδοση»5, που στην ουσία θα απορρίψει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών. Επομένως, είναι σημαντικό να τεθεί σαν βασική προϋπόθεση η ιδέα ενός ενιαίου συστήματος, και όχι «μία συλλογή συστημάτων που μπορεί να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους»6, όπως συμβαίνει στα κτήρια που βασίζουν τον κλιματισμό τους μόνο σε μηχανικά μέσα. Μία εξ ολοκλήρου παθητική στρατηγική βιώσιμου σχεδιασμού, για παράδειγμα, περιορίζεται από φυσικούς παράγοντες οι οποίοι αναπόφευκτα ορίζονται ως οι κύριες αναφορές. Αποτέλεσμα αυτού είναι να παράγεται μία αρχιτεκτονική κατά κύριο λόγο λειτουργική με λίγες δυνατότητες να εκφράσει το σκοπό της. Ο συνδυασμός των παθητικών και των ενεργητικων συστήματων, από την άλλη, δίνει μία μεγαλύτερη ευχέρεια στο σχεδιασμό, εφόσον ο αρχιτέκτονας έχει την πρόθεση να δημιουργήσει κάτι το οποίο ξεπερνά μια καθαρά τεχνική επίλυση. Η Hagan εδώ επισημαίνει πως ένας αρχιτέκτονας που έχει αρχικό στόχο μία κυρίως λειτουργικά βιώσιμη αρχιτεκτονική, μπορεί να σταματήσει εως αυτό το κριτήριο. Μία τέτοιου είδους προσέγιση θα μπορούσε να συσχετιστεί, όμως, εν μέρει με την κατηγορία του «Eνστερνισμού» (προσαρμόζομαι και προσηλυτίζω) που αναφέρει η Meyer (βλ. κεφάλαιο 3). Εφόσον κάτι τέτοιο δεν αρκεί για να αντεπεξέλθει κάποιος στις ανάγκες 3 Μτφρ. από vernacular. 4 Scruton Roger (1994), The Classical Vernacular, Mάντσεστερ: Carcanet, σ.3 5 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.104 6 Ο.π.


64 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

της βιωσιμότητας σήμερα (κοινωνική, οικολογική, οικονομική), μπορεί να επεκτείνει την πρόσεγγισή του κάνοντας «αρχιτεκτονικούς υπαινιγμούς» και να ενισχύσει τη βιωσιμότητα λειτουργώντας σύμφωνα με το δεύτερο κριτήριο - την Διάκριση.

Διάκριση (Differentiation) «Using the old in new ways» Ως συνέχεια λοιπόν, ή ως το επόμενο στάδιο, όπου η αρχιτεκτονική αρχίζει να επηρεάζεται πιο πολύ από τον περιβαλλοντικό παράγοντα, ορίζεται το κριτήριο της Διάκρισης. Μέσω αυτού δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το παλιό με νέο τρόπο, « επιτρέποντας στον αρχιτέκτονα να μεταφέρει, με περιβαλλοντικούς όρους, το ενοποιητικό σημείο μεταξύ φυσικής τοποθεσίας και πολιτισμικού τόπου»7. Πιο συγκεκριμένα, η Διάκριση είναι ο συνδυασμός των εκάστοτε πολιτισμικών και κλιματικών συνθηκών που προσφέρουν περισσότερα ερεθίσματα και επιρροές στην παραγωγή ενός αρχιτεκτονικού έργου, σε αντίθεση με τη Συμβίωση, όπου λαμβάνεται υπ’όψιν η βιώσιμη απόδοση αποκλειστικά σε τεχνικά πλαίσια και ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται. Οι συντελεστές του κριτηρίου της Διάκρισης - πολιτισμός και κλίμα είναι στενά συνυφασμένοι. Τη σημαντική σχεση μεταξύ τους εξηγεί η ακτιβίστρια Vandana Shiva στο βιβλίο της πάνω στην βιοποικιλότητα : «Η συνύπαρξη των πολιτισμών, των μορφών ζωής και οικοτόπων έχει συντηρήσει την βιολογική ποικιλότητα σε αυτόν τον πλανήτη. Η πολιτισμική και η βιολογική ποικιλότητα πάνε μαζί», και στην συνέχεια προσθέτει : «Η διάβρωση της βιοποικιλότητας έχει σοβαρές οικολογικές και οικονομικές επιπτώσεις εφόσον η ποικιλότητα είναι η βάση της οικολογικής και κοινωνικής σταθερότητας»8. Επομένως είναι σημαντικό αυτά τα ζητήματα να συνυπολογίζονται στα κριτήρια βιωσιμότητας που υιοθετεί ενας αρχιτέκτονας. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι, όπως τονίζει η Hagan, να μην καταλήξει αυτή η εκδήλωση ενδιαφέροντος σε μία καθαρά παραδοσιακή, τοπικιστική προσέγγιση, όπως έγινε με τα έργα του Hassan Fathy9 στις 7 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.127 8 SHIVA, Vandana (1993). Monocultures of the Mind. London: Zed Books, σ.65 9 Ο Hassan Fathy (1900-1989), ένας από τους πιο γνωστούς αιγύπτιος αρχιτέκτονας, απέρριψε με το έργο του την Αίγυπτο της βιομηχανικής εποχής, επαναφέροντας τεχνικές που χρησιμοποιούσαν το ψημένο από τον ήλιο τούβλο, τα οποία ήταν βασικά υλικά κατασκευής των οικοδομημάτων από την εποχή των φαραώ.


65

δεκαετίες του 1950-60, με τα οποία επεδιώχθη μια εξ ολοκλήρου επιστροφή στην προ-μοντέρνα εποχή και την παραδοσιακή οικοδόμηση. Το επιχείρημα της είναι πως στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου το προ-μοντέρνο σχετίζεται με « την κατωτερότητα, την στέρηση και τη συναισθηματικότητα»10, μία αρχιτεκτονική που συνδυάζει τοπικές παραδόσεις με δυτικές τεχνολογίες έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει αποδεκτή. Ύστερα, ένα ενδιαφέρον σχετικό ερώτημα που τοποθετεί η Hagan είναι εάν οι «ξένοι», και ιδίως εκείνοι από τη Δύση, πρέπει να προσαρμοστούν στις εκάστοτε παραδόσεις και να τις αναπαραγάγουν. Σαν παράδειγμα φέρνει μία ιδιαίτερη περίπτωση, αυτήν της Ιαπωνίας, η οποία έχει και ξεχωριστό πολιτισμικό πλούτο, αλλά και την ανάλογη τεχνολογική πρόοδο της Δύσης. Πιο συγκεκριμένα, συγκρίνοντας το Kamiichi Pavillion (1992) του Peter Salter, με το Water Temple (1993) του Tadao Ando, συμπεραίνει πως η αναφορά του δεύτερου στην ιαπωνική κουλτούρα δεν είναι προφανής, αντίθετα με αυτό του Salter. Το Water Temple επανερμηνεύει παραδοσιακά στοιχεία με ριζοσπαστικό τρόπο, κάτι που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, ενώ το Kamiichi Pavillion έχει ξεκάθαρες αναφορές που δηλώνουν την πρόελευσή του. Μέσω του παραδείγματος φαίνεται πως ο «επισκέπτης» αρχιτέκτονας δύσκολα αποκτά την ευχέρεια που μπορεί να έχει ο γηγενής . Συμπεραίνεται, επίσης, ότι «η κύρια διαφορά μεταξύ της αρχιτεκτονικής του ενός πολιτισμού με τον άλλο, δεν είναι η φυσική τοποθεσία, αλλά το επίπεδο της τεχνολογίας».11 Στο σημείο που γίνεται μία συμφωνία μεταξύ της φυσικής τοποθεσίας και της τεχνολογίας, είναι που αρχίζει να προσεγγίζεται το κριτήριο της Διάκρισης. Όταν χρησιμοποιηθούν παραδοσιακές τεχνικές και υλικά μαζί με ανεπτυγμένη τεχνολογία στον τόπο προέλευσής τους, υπάρχει η επαφή με το πολιτισμικό κομμάτι της Διάκρισης. Αντιθέτως, αν εφαρμοστούν σε κάποια άλλη τοποθεσία, η πολιτισμική αξία αφαιρείται και μένει μόνο η περιβαλλοντική. Ειδικά όταν χρησιμοποιούνται τοπικά υλικά, ενισχύεται η αλληλεπίδραση του έργου με το περιβάλλον του, κάτι που αποτελεί έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να τηρηθεί το κριτήριο. Όταν, πλέον, με τη χρήση των προαναφερθέντων συντελεστών, αρχίσει να παράγεται μία καινούρια μορφή, εμφανίζεται το κριτήριο της Ορατότητας.

10 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.118 11 Ο.π., σ.123


66 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Ορατότητα (Visibility) «The building not only stands, but stands for.» Η νέα μορφή που θα παραχθεί, για να πληροί το κριτήριο της ορατότητας, σύμφωνα με τη S.Hagan, πρέπει να είναι προϊόν συνειδητών τροποποιήσεων που έχουν σκοπό να αντιπροσωπεύσουν την (περιβαλλοντική) βιωσιμότητα ή να εκφράσουν μία σχέση της αρχιτεκτονικής με τη φύση. Είναι το σημείο όπου η βιώσιμη τεχνική συναντά την Αρχιτεκτονική, ξεπερνώντας τη συμβατική τακτική που αδυνατεί να δώσει νέο νόημα στα δεδομένα ώστε να παράξει καινοτομία. Για να ερμηνεύσουμε το κριτήριο της Ορατότητας συναρτήσει των δύο προηγουμένων, χρησιμοποιούμε τη σύγκριση του μηχανικού με τον «bricoleur» που περιγράφει ο Levi - Strauss: «ο μηχανικός πάντα προσπαθεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς που του επιβάλλονται από μία συγκεκριμένη φάση του πολιτισμού, ενώ ο «bricoleur», λόγω προδιάθεσης ή ανάγκης, πάντα μένει μέσα σε αυτούς»12. Κατ’αναλογία, στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, ένας βιωσιμικός αρχιτέκτονας που ικανοποιεί το κριτήριο της Oρατότητας, υπερβαίνει όχι μόνο τον ιδιοφυή εμπειροτέχνη («bricoleur») του Levi-Strauss(που παραμένει στα όρια της Συμβίωσης και της Διάκρισης), αλλά και τον ολιστικό Μηχανικό του Derrida13. Εκφράζει στην ουσία μία περιβαλλοντική αρχιτεκτονική που μπορεί να ασκεί αυτοκριτική και να έχει αυτοαναφορικότητα. Πρόκειται για μία περιβαλλοντική αρχιτεκτονική που ξεπερνάει την κοινότυπη μέθοδο, που κάνει κριτική στον εαυτό της, που αυτοαναφέρεται. Μία καλύτερη κατανόηση μπορεί να προκύψει από τα παραδείγματα που αναφέρει η Hagan προσδιορίζοντας το κριτήριο. Αρχικά αναφέρεται στην προσέγγιση του James Wines των SITE, όπου η λειτουργία και η έκφραση αποκτούν αντίθετη σχέση προτεραιότητας εν συγκρίσει με αυτά που παράγει συνήθως η περιβαλλοντική αρχιτεκτονική: «το περιβαλλοντικό κέρδος (μεγαλύτερη θερμική μόνωση) είναι υποπροϊόν μίας αυτοπαθούς ατζέντας, παρά μία συγκεκριμένη ορατότητα που είναι υποπροϊόν μίας περιβαλλοντικής ατζέντας»14. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία τακτική που θέτει ως βασικό στόχο την ανάδειξη της σχέσης της αρχιτεκτονικής με τη φύση, και ύστερα την προσαρμογή της μορφής στις 12 Claude Levi-Strauss [1962] , The Savage Mind, σ.19 13 Jacques Derrida [1970], “Structure, Sign, and Play in the Discourse of the Human Sciences” 14 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.128


67

στρατηγικές βιωσιμότητας ( δηλ. Συμβίωση, Διάκριση). Μερικά παραδείγματα αυτής της προσέγγισης είναι τα έργα του Emilio Ambasz (κτήριο γραφείων στη Φουκουόκα) ή του Edwar Cullinan (Film Centre) όπου ο πολιτισμός και η φύση, ή το αντικείμενο και το τοπίο συγχωνεύονται. Σύμφωνα με τη Hagan αυτός είναι ξεκάθαρα ένας τρόπος παραγωγής περιβαλλοντικής αρχιτεκτονικής που πληροί όλα τα κριτήρια, και ένας από τους πολλούς που οδηγούν στο κριτήριο Ορατότητας. Επιπλέον, η Hagan αναφέρεται στη σημασία του θεωρητικού-φιλοσοφικού υποβάθρου για την εύρεση νέων προσεγγίσεων σχεδιασμού και φέρνει ως παράδειγμα την έννοια της αποδόμησης του Jacques Derrida και τον τρόπο ερμηνείας του από αρχιτέκτονες όπως ο Eisenman και ο Tschumi μέσω του αποδομισμού. Ο κύριος λόγος που αναφέρεται σε αυτό είναι ότι, όπως τονίζει, μέχρι τώρα οι τακτικές μίας περιβαλλοντικής αρχιτεκτονικής απευθύνονταν στην τακτοποιημένη φύση, «τη φύση ως τάξη, την κλασσική επιστήμη και τις παραδοσιακές αρχιτεκτονικές»15, ενώ κάτι που θα αναφερόταν στην μη-γραμμικότητα και θα αποδομούσε την τάξη μπορεί να έδινε περισσότερες ευκαιρίες για την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής στην βιωσιμότητα. Αυτό συμβαίνει, στη θεωρία τουλάχιστον, με τον αποδομισμό, όπου αίρονται οι μονόπλευρες αναγνώσεις και δυαδικές επεξεργασίες εννοιών, και γίνεται μία ανατροπή της ιεραρχίας. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να εφαρμόσει ο Eisenman στο Bio-Centrum του Geothe University (1987) με την ανιπαράθεση της τάξης και της αταξίας, της συμμετρίας και του αποδομημένου, όχι απλά αντιστρέφοντας την κάθε έννοια για να επιτύχει την άλλη, αλλά «αναγνωρίζοντας και αναπαριστώντας χωρίς προνόμια και τις δύο έννοιες από διαφορετικές αντιθέσεις ζεύγων»16. Μία τέτοια είδους αρχιτεκτονική προσέγγιση, αν και, σύμφωνα με τη Hagan, δεν κατάφερε να μεταφράσει στην πράξη την θεωρία που αποτέλεσε την πηγή δημιουργίας της, θα μπορούσε να εφαρμοστεί πιο αποτελεσματικά στην περίπτωση της περιβαλλοντικής αρχιτεκτονικής. Σε αυτήν, προσφέρονται άλλες έννοιες που μπορούν να αναλυθούν και να αναπαρασταθούν με τη λογική του αποδομισμού. Δίνονται περισσότερες ευκαιρίες στο να τονιστεί η αρχιτεκτονική ιδέα, και όχι το αντικείμενο - δηλαδή να αντιστραφεί η ιεραρχία όπου το αντικείμενο υπερισχύει της ιδέας. 15 Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press, σ.129 16 Ο.π., σ.134


68 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Βεβαίως, η Hagan δεν παρουσιάζει το συγκεκριμένο ρεύμα της αρχιτεκτονικής ως τη μία και μοναδική μέθοδο για να επιτευχθεί το κριτήριο της Ορατότητας. Στόχος της είναι να κάνει κατανοητό το γεγονός πως η περιβαλλοντική αρχιτεκτονική είναι ανοιχτή ακόμα και στις πιο ασύμβατες φαινομενικά τακτικές, πως δεν χρειάζεται να περιοριστεί στη λειτουργική της σοβαρότητα. Σημαντικό είναι βεβαίως, να μην ξεφύγει από αυτήν εντελώς, εννοώντας πως η Συμβίωση και η Διάκριση είναι αλληλένδετα στοιχεία στην τριάδα των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν σε μία πλήρη περιβαλλοντική αρχιτεκτονική, δηλαδή στη βιωσιμότητα. Είναι προφανές πως ένα έργο που μπορεί να πληροί το κριτήριο της Ορατότητας μόνο, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο, επειδή μόνο του είναι φαινομενικό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως greenwashing, ενώ σκοπός είναι, όπως διαπιστώνεται και από τις κριτικές στάσεις αρχιτεκτόνων σε προηγούμενο κεφάλαιο, μία στοχευμένη προσέγγιση που πληροί όλες τις προϋποθέσεις.

4. 2 Διατήρηση, Έλξη, Σύνδεση - L.Hosey The ‘new’ is not only new science, but new forms and ideas Μία άλλη προσέγγιση που επικεντρώνεται περισσότερο στην αισθητική, είναι αυτή του Lance Hosey, που αναλύει διεξοδικά στο βιβλίο του The Shape of Green. Προτείνει τρεις αρχές που «ωθούν την αισθητική της οικολογίας»17. Αφορμή για την δημιουργία τους υπήρξε η πεποίθηση πως η αντίληψη της αισθητικής, καθώς και η έμπνευση δεν αποτελεί ένα αποκλειστικό ‘χάρισμα’των λίγων. Αντιθέτως, για τον Hosey, η έμπνευση είναι κάτι που μπορεί να έρθει στον καθένα, αρκεί να υπάρχει επιθυμία για καινοτομία σε συνδυασμό με τις σωστές αφορμές, οι οποίες και μπορούν να αναζητηθούν μέσω των αρχών του. Πριν προχωρήσει στην ανάλυση των τριών αρχών, - Διατήρηση, Έλξη, Σύνδεση - ο Hosey χωρίζει σε δύο πιο γενικές κατηγορίες τον τρόπο προσέγγισης στη βιωσιμότητα, οι οποίες θυμίζουν έμμεσα τα κριτήρια της Hagan, και πιο συγκεκριμένα αυτό της Ορατότητας. Σημειώνει, λοιπόν, ότι οι «πράσινες τεχνικές» μπορούν να χωριστούν σε δύο γενικές κατηγορίες, αυτές που είναι εμφανείς και αυτές που δεν είναι: το ΑΟΡΑΤΟ πράσινο και το ΟΡΑΤΟ. Το αόρατο, που δεν περιορίζει τόσο την αρχιτεκτονική εκφραστικά, έχει γίνει, κατά την άποψή του, ο πιο συνήθης τρόπος προ17 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.33


69

σέγγισης της βιωσιμότητας, αφού παράγοντες όπως η ενσωματωμένη ενέργεια, οι πηγές υλικών κ.α., μπορούν να ρυθμιστούν με περισσότερη ευκολία, χωρίς να είναι ορατά στο τελικό αποτέλεσμα. Το τεχνικό μέρος της βιωσιμότητας, με άλλα λόγια, είναι ανεξάρτητο από την επεξεργασία της αρχιτεκτονικής μορφής, και αντίστροφα. Για το ορατό πράσινο, από την άλλη, αναφέρει πως η μορφή, το σχήμα και η εικόνα μπορούν να έχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην διατήρηση και την άνεση που θα έχει ένα έργο: « βασικές αποφάσεις για το σχήμα - το ‘φαίνεσθαι και την αίσθηση’ του σχεδιασμού - είναι απαραίτητες για τη βιωσιμότητα».18 Παρακάτω, περιγράφονται και επεξηγούνται οι αρχές.

Διατήρηση (Conservation) The public dialogue about climate change centers on renewable resources - where and how we get energy and materials but this is only half the challenge. - Lance Hosey H πρώτη από τις τρεις αρχές, η Διατήρηση (Conservation), θέτει ως βασικό παράγοντα την αποδοτικότητα και την πρωτύτερη προσέγγιση του Buckminster Fuller «να κάνεις περισσότερα χρησιμοποιώντας λιγότερα»19. Αν και, τονίζει ο Hosey, στρατηγικές όπως υλικά ή καλύτερος εξοπλισμός για τη διατήρηση αποδοτικότητας είναι αναμφισβήτητα βοηθητικά, το κομμάτι του σχεδιασμού μπορεί να προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες, εφόσον κατά τη διάρκειά του μπορούν να εφαρμοστούν οι σωστές τεχνικές και όχι να ενσωματωθούν έπειτα βεβιασμένα πάνω σε ένα δεδομένο σύστημα-σχήμα. Χρειάζεται μία σωστή και ολοκληρωμένη στρατηγική, και όχι μεμονωμένες τακτικές. Ποιοί είναι αυτοί οι παράγοντες του σχεδιασμού όμως που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα αποτέλεσμα που θα διέπεται από βιώσιμότητα; Ένας παράγοντας, σύμφωνα με τον L.Hosey, είναι το μέγεθος - κάτι που επιδρά σημαντικά στην κατανάλωση. Παίρνοντας σαν παράδειγμα το Wee House - πρότυπο οικολογικό σπίτι 30 τ.μ. - αναφέρει πως η τάση σήμερα ευνοεί αυτή την προσέγγιση, ή τουλάχιστον ανά περιόδους. Οι κατοικίες που χτίζονταν στις ΗΠΑ το 2008, για παράδειγμα, σύμφωνα με το on-line περιοδικό USA Today, μίκρυναν κατά 10 %. Τα στατιστικά του 2012, όμως δείχνουν ότι οι κατοικίες με 4 δωμάτια έχουν μεγαλύτερη 18 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.6 19 Fuller R. Buckmnister, https://www.bfi.org/about-fuller/biography


70 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

ζήτηση20, ενώ ο μέσος αριθμός των ατόμων του νοικοκυριού μειώνεται κάθε χρόνο. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για μικρές κατοικίες ανεβαίνει με τον ίδιο ρυθμό, και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Αν εξετάσει κανείς το παράδειγμα της Ιαπωνίας, θα δει πως οι μικρές κατοικίες παραμένουν δημοφιλείς, αφού εκτός από το ιδεολογικό υπόβαθρο, κίνητρο για ελαχιστοποίηση των τετραγωνικών αποτελεί και η μέιωση της αξίας του ακινήτου, 30 χρόνια μετά την κατασκευή του.21 To συμπέρασμα των παρατηρήσεων και αυτό που θέλει να τονίσει ο Hosey είναι ότι «το μικρό είναι το νέο μεγάλο»22, οι τάσεις απλώς δείχνουν τη δεκτικότητα του κοινού και ένα εύφορο έδαφος στο οποίο μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικές τακτικές. Βεβαίως, η μείωση του εσωτερικού χώρου συνοδεύεται συνήθως από επανεργοποίηση του εξωτερικού χώρου, εφόσον ο δημόσιος χώρος είναι ελκυστικός. Επειδή, όπως τονίζεται από τον Hosey, στα McMansions23 (ογκώδεις αμερικάνικες επαύλεις) όλοι οι συγκεντρωμένοι χώροι δημόσιου χαρακτήρα συνήθως βρίσκονται εντός του ιδιωτικού χώρου , το σινεμά - τηλεόραση, το πάρκο - κήπος, η πλατεία - σαλόνι, πρέπει να ξαναβρεθούν στο δημόσιο χώρο. Κατ’αυτόν τον τρόπο, δεν θα υπάρχει η έντονη ανάγκη για την συγκέντρωση όλων αυτών των λειτουργιών σε έναν χώρο (κατοικία) και θα είναι σημαντικός παράγοντας για την δημιουργία μικρότερων χώρων κατοικίας (σε παράκατω υποκεφάλαιο περιγράφεται μια πιο αναλυτική προσέγγιση που αφορά τη μεγαλύτερη κλίμακα διαμέσου του Ecological Urbanism). Σημασία έχει, όμως, όχι μόνο να βελτιστοποιείται η αρχιτεκτονική, αλλά και η προσαρμογή της στους φυσικούς εξωτερικούς παράγοντες, παίρνοντας το αρμόζον σχήμα. Κάνοντας μία αναφορά στην αεροδυναμική που προσπαθούν να επιτύχουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες και την έμπνευση που μπορεί να προσφέρουν οι μηχανισμοί της φύσης για την δημιουργία ενός αποδοτικότερου σχήματος, ο Ηοsey τονίζει τη σημασία αυτής της λογικής στην αρχιτεκτονική. Σύμφωνα με έρευνα του National Renewable Energy Laboratory, κατά την οποία έγιναν τρεις χιλιάδες προσομοιώσεις, συμπεραίνεται πως βελιστοποιώντας το σχήμα μπορεί να 20 http://www.usatoday.com/story/news/nation/2013/06/08/houses-bedrooms-family-size-homes/2390141/ 21 http://www.archdaily.com/450212/why-japan-is-crazy-about-housing 22 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.35 23 Όρος που γενικότερα χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για να περιγράψει ένα πρόσφατο ή νεόχτιστο πολυώροφο κτήριο που δεν διακατέχεται από κάποιο συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό στυλ και στηρίζεται στην επιφανειακότητα, τονίζοντας το μέγεθος αντί για την ποιότητα.


71

εξοικονομηθεί το 60% των ενεργειακών δαπανών κατά μέσο όρο, χωρίς επιπλεόν κόστος. Ένα παράδειγμα είναι αυτό του Πύργου της Σαγκάης, το οποίο χάρη στην ιδέα της στροφής 120 μοιρών κατά τον κάθετο άξονα κατάφερε να μοιράσει το ρεύμα των ανέμων στις όψεις του, κάτι που μείωσε τη χρήση σιδέρου στην κατασκευή κατά 25% και εξοικονόμησε συνολικά 60 εκ. δολλάρια.24 Η αρχή της Διατήρησης, η βελτίωση δηλαδή της μορφής για την μεγιστοποίηση της απόδοσης, αν και σημαντική, δεν επαρκεί για να κάνει τη μεγάλη αλλαγή. Γιατί, χωρίς αισθητική, δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για καινοτομία. Όπως είπε ο γνωστός περιβαλλοντολόγος Baba Dioum το 1968: « Στο τέλος, θα διατηρούμε μόνο αυτό που αγαπάμε, θα αγαπάμε μόνο αυτό που καταλαβαίνουμε, και θα καταλαβαίνουμε μόνο αυτό που μας έχουν μάθει». Αυτή η ιδέα διέπει και την επόμενη αρχή που θέτει ο Hosey, την Έλξη.

Έλξη (Attraction) When you look at what people find attractive, it is consistent across cultures...We have some innate or hardwired beauty detector - Hanne Lie Σχετικά με τη δεύτερη αρχή, o Ηosey αναφέρει: «Όταν κάποιος μισεί κάτι, δεν θα το χρησιμοποιήσει, ανεξαρτήτως της λειτουργικότητας του σχεδιασμού». Αν με αυτή τη διατύπωση συνδυαστεί και το πρώτο μέρος της φράσης του Dioum - «θα διατηρούμε μόνο αυτό που αγαπάμε», είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι πέρα από την κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα πρέπει να λαμβάνεται υπ’όψιν και η συναισθηματική βιωσιμότητα. Αυτό, εξ ορισμού, είναι δύσκολο να μετρηθεί ποσοτικά, όμως οι σύγχρονες προσεγγίσεις που παρουσιάζει ο Hosey μπορούν να εξηγήσουν τι μπορεί να προκαλέσει συναίσθηματα. Για παράδειγμα, η New Economics Foundation ανέπτυξε την εξίσωση-τύπο που χρησιμοποιεί τρεις βασικές μεταβλητές - διαιρώντας την ευημερία και το προσδόκιμο ζωής με το οικολογικό αποτύπωμα - για να μετρήσει τον «δείκτη ευτυχίας» σε διάφορες χώρες του κόσμου.25 Αν και μία τέτοιου τύπου προσέγγιση φαινομενικά δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κτήρια και δεν εχει εφαρμοστεί με τόσο εκτενή τρόπο, θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα για να αποδείξει τη σημασία που έχουν τα συναισθήματα που προκαλεί ένα κτήριο σε σχέση με τη σωστή χρήση 24 http://www.archdaily.com/783216/shanghai-tower-gensler 25 http://happyplanetindex.org/about/


72 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

του. Ποιά όμως, είναι τα οπτικά εναύσματα που μπορούν να επιφέρουν θετικές εντυπώσεις και συναισθήματα στον χρήστη, κάτοικο ή θεατή; Μία απάντηση βρίσκεται στην επιστημονική προσέγγιση των V.S. Ramachandran και Diane Rogers-Rachamandran, που προτείνουν τον όρο « η νευρολογία της αισθητικής». Μέσω αυτού και των συνυφασμένων «έξι νόμων»26, υποστηρίζουν πως η αντίληψη της ομορφιάς προέρχεται κατά βάση μέσα από την εξέλιξη. Αυτοί οι νόμοι της αισθητικής, τονίζουν, «μπορούν να προσπεράσουν όχι μόνο πολιτισμικά όρια, αλλά και αυτά των διαφορετικών ειδών».27 Επεξηγώντας, αναρωτιούνται εαν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση το γεγονός ότι οι άνθρωποι έλκονται από την ομορφιά κάποιων ζώων,όταν αυτά εξελίχθηκαν για να έλκουν το ένα το άλλο. Αυτή η άποψη μπορεί να βρεθεί και σε πιο παλιές προτάσεις, όπως αυτή του Edward Wilson, που υποστηρίζει ότι η εξέλιξη, που ξεκίνησε από τη σαβάννα της Αφρικής (τότε πλούσιο σε βλάστηση τοπίο) επέβαλε ασυνείδητα κατά τη διάρκεια της επέκτασης του είδους μας την επανεύρεση των στοιχείων της, ή και ακόμα το χτίσιμό τους. O Hosey, παίρνοντας σαν αφορμή την συγκεκριμένη άποψη, σημειώνει: « Ο σχεδιασμός τοπίου είναι ένας τύπος αρχαιολογίας του υποσυνειδήτου που εξορύσσει την απόμακρη μνήμη, κλειδωμένη στη συλλογική μας συνείδηση, από την απαρχή του είδους μας».28 Αυτή η σκοπιά - πως το όμορφο συνδέεται άμεσα με τη φύση και τα στοιχεία της, εφόσον έτσι προέκυψε γενεαλογικά - υπάρχει ως βάση στην έννοια της Βιοφιλίας ( που πρωτοεμφανίστηκε σαν τίτλος βιβλίου του Wilson το 1987). O περιβαλλοντολόγος - ψυχολόγος Heerwagen διακρίνει τρεις τύπους Βιοφιλίας: Κυριολεκτική (Literal), Πανομοιότυπη (Facsimile) και Ενθυμητική (Evocative). Eφαρμόζοντάς το στην αρχιτεκτονική, στην πρώτη κατηγορία ανήκει η χρήση πραγματικών, φυσικών στοιχείων, όπως η υψηλή ή χαμηλή φύτευση, κήποι κτλ. Η δεύτερη κατηγορία αφορά την φωτογραφική αναπαράσταση και την ρεαλιστική απεικόνιση της φύσης. Τέλος, η τρίτη έχει να κάνει με την έμμεση έννοια της φύσης, χωρίς την κυριολεκτική αναπαράστασή της, αλλά με στρατη26 Οι έξι νόμοι της αισθητικής σύμφωνα με τη νευρολογία: “grouping, symmetry, hypernormal stimuli, peak shift, isolation and perceptual problem solving” 27 https://www.scientificamerican.com/article/the-neurology-of-aesthetics/ 28 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.45


73

γικές που μιμούνται τους κανόνες της και χρησιμοποιούν αφαιρετικά στο σχεδιασμό τις οργανωτικές αρχές και τις ποιότητες της. Κάτι ανάλογο περιγράφει και η Hagan στο κριτήριο της Ορατότητας. Αυτή η μη κυριολεκτική χρήση του φυσικού στοιχείου θα μπορούσε να προσφέρει πολλές εναλλακτικες μορφές στο πεδίο της βιώσιμης αρχιτεκτονικής. Ένα δείγμα στο οποίο μπορούν να εντοπιστούν δύο από τις στρατηγικές, είναι το υπό κατασκευή μουσείο του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι του Jean Nouvel. Η κυριολεκτική χρήση της φύσης (πρώτη τεχνική) φαίνεται στα στοιχεία της φύτευσης και την τεχνητή λίμνη που περιβάλλει το μουσείο. Η τρίτη προσέγγιση (Ενθυμητική Βιοφιλία) μπορεί να βρεθεί στην περίτεχνα κατασκευασμένη οροφή του μουσείου που «ήταν εμπνευσμένη από τα αλληλοεπικαλυπτόμενα φύλλα φοινίκων»29. Έτσι, δίνεται η αίσθηση παραμονής σε κάποιο τροπικό δάσος χρησιμοποιώντας ουσιαστικά το φως και τη σκιά που παράγεται. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί πως η αναπαράσταση, έμμεση ή κυριολεκτική χρήση της φύσης, εμπεριέχει ένα λεπτό όριο. Αν χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αισθητική και όχι για τη δημιουργία ενός σχήματος που ευνοεί βιώσιμες τακτικές, μπορεί να συγκαταλεγεί στα δείγματα greewashing. Για την αποφυγή μίας τέτοιας επιφανειακότητας είναι απαραίτητο να ληφθεί υπ’όψιν και η επόμενη αρχή, αυτή της Σύνδεσης .

Σύνδεση (Connection) To be rooted is perhaps the most important and least recognised need of the human soul. - Simone Weil Όμοιο με το κριτήριο της Διάκρισης της Hagan, η αρχή της Σύνδεσης αφορά στο άμεσο περιβάλλον ένός αρχιτεκτονικού έργου και τα κλιματικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του. Είναι η στιγμή που η αρχιτεκτονική παράγει ένα «κομμάτι του τόπου»30, ενισχύοντας το γεωγραφικό και πολιτισμικό χαρακτήρα του. Ένα σύνηθες, αλλά ισχυρά επεξηγηματικό παράδειγμα είναι αυτό του ιγκλού. Χρησιμοποιώντας μόνο τοπικά υλικά (πάγος) και προσαρμοζόμενο στο κλίμα με τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών διαβίωσης στο εσωτερικό του (θερμότητα), μπορεί να 29 http://louvreabudhabi.ae/en/building/Pages/architecture.aspx 30 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.52


74 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

χαρακτηριστεί βιώσιμο. Οσον αφορά τη σημασία του τοπικού παράγοντα, ο Hosey εστιάζει στην επίδραση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης στον εκάστοτε πολιτισμό και πως αυτό έχει εκφάνσεις και στην αρχιτεκτονική. Παράδειγμα αυτού είναι οι αρχιτέκτονες που εφαρμόζουν τις ίδιες στυλιστικές τακτικές ανεξαρτήτως τοποθεσίας, κυρίως χάρη στο όνομα τους, όπως ο Frank Gehry ( οι κριτικές πάνω στη βιώσιμη τάση που αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο προέρχονται επί το πλείστον από αρχιτέκτονες αυτής της κατηγορίας). Στόχος της βιωσιμότητας, βέβαια, δεν είναι να θυσιαστεί η πρωτοτυπία ή ο προσωπικός χαρακτήρας του κάθε δημιουργού και να αντικατασταθεί με μία καθαρά τοπικιστική προσέγγιση. Είναι σημαντικό όμως αυτά τα δύο να συνδυάζονται για να παράγεται κάτι πολιτισμικά επίκαιρο; Ο Arne Naess, φιλόσοφος και ιδρυτής της βαθιάς οικολογίας, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε « να διατηρούμε τον πλούτο και την ποικιλία της ζωής στον πλανήτη - και αυτό συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη πολιτισμική ποικιλότητα».31 Μία καθολικής εφαρμογής βιώσιμη αρχιτεκτονική με προκαθορισμένο στυλ αποτυγχάνει να απευθυνθεί σε τοπικές ιδιατερότητες, παραδόσεις και συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, ένα έργο που επιδιώκει την αναφορά στην τοπική κουλτούρα, συμβάλλει στη διατήρησή της, αφού « η εικόνα της αρχιτεκτονικής μπορεί να ενισχύσει την ταυτότητα μίας κοινότητας, ενστερνίζοντας το στοιχείο που κάνει μοναδικό το εκάστοτε μέρος»32. Αντίθετα, η προσπάθεια προσαρμογής πιο οικουμενικών χαρακτηριστικών σε τοπικά πλαίσια, δεν (εν)δυναμώνει τη σχέση του τοπικού πληθυσμού με το μέρος, μειώνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο και την ευαισθησία που απαιτείται για έναν αποδοτικότερο τρόπο ζωής ως προς το μέρος και τη διατήρησή του. Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορεί να παραληφθεί η κλιματική ενσωμάτωση χωρίς την προφανή πολιτισμική, που είναι ουσιαστικά μία ενδιάμεση λύση. Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα που χρησιμοποιεί τοπικές τεχνικές εξελίσσοντάς τες είναι το Menara Mesiniaga στο Kuala Lumpur του Ken Yeang. Εδώ, αν και η τεχνολογική του προσέγγιση είναι άρτια και εμπνέεται από την παράδοση, η αισθητική προσέγγιση φαίνεται να παραλείπει 31 Naess, A. [1988] , “Deep Ecology and Ultimate Premises”, The Ecologist, τεύχος 18, σ. 130 32 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press, σ.51


75

να απευθυνθεί στον τοπικό χαρακτήρα. Αυτό, βέβαια δεν αφαιρεί την εγκυρότητά του, αντιθέτως δείχνει τα αποτελέσματα μίας πιο αφαιρετικής προσέγγισης και τονίζει ότι σε κάθε περίπτωση υπάρχουν εύφορες συνθήκες για πειραματισμό. Το Πολιτιστικό Κέντρο Jean-Marie Tijbaou στη Νέα Καληδονία του Renzo Piano, για παράδειγμα, δείχνει πως είναι εφικτό να επιτευχθεί η κλιματική αλλά και η πολιτισμική προσαρμογή. Η αφαιρετική μορφή του κοχυλιού που έχουν οι πύργοι προέρχεται από τα τοπικά παραδοσιακά κτίσματα ενώ ο αερισμός τους και αυτός προσαρμόζεται στο τοπικό κλίμα. Αν και τα υλικά εισήχθησαν από την Αφρική, το έργο του Piano φαίνεται να αρμόζει πλήρως στην τοποθεσία του. Επιπλέον, το πολιτιστικό κέντρο πληροί και τις τρεις αρχές που αναλύθηκαν: έχει ενδιαφέρουσα, αισθητικά ικανοποιητική μορφή (Έλξη), είναι αποδοτικά σχεδιασμένο, τηρώντας την περιβαλλοντική βιωσιμότητα (Διατήρηση) και έχει αναφορές στην τοποθεσία του (Σύνδεση). Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ,όπως και στο τελευταίο παράδειγμα που αναλύθηκε, μία επαρκώς βιώσιμη προσέγγιση έγκειται στην τήρηση και των τριών αρχών που προτείνει ο Hosey. Ο συνδυασμός τους έχει τη δυνατότητα να παράξει ένα έργο που θα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τη βιώσιμη σκέψη. Και τα πρότυπα, ειδικά τα υλοποιημένα έργα, είναι σημαντικά ως ορόσημα και κίνητρα για ανάπτυξη ανάλογων σκεπτικών και τακτικών.

4. 3 Εcological Urbanism - M.Mostafavi, S.Hagan Ο όρος Ecological Urbanism , αν και εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1999 από τον Miguel Ruano (ecourbanismo) και το 2006 σε άρθρο33 του Jeffrey Hou, έγινε ευρέως γνωστός από τον Mohsen Mostafavi το 2010 μέσω του βιβλίου του με τον ομώνυμο τίτλο,. Το Εcological Urbanism του Mostafavi προτάθηκε σαν απάντηση στο Landscape Urbanism, το οποίο είχε να κάνει περισσότερο με το ίδιο το τοπίο παρά με την πόλη και την ενσωμάτωση της οικολογικής τακτικής. Η νέα μορφή urbanism, αντιθέτως, ορίζει την «ευάλωτη φύση του πλανήτη και των πόρων του(, περισσότερο,) ως μία ευκαιρία για υποθετικές σχεδιαστικές καινοτομίες παρά ως μία μορφή τεχνικής νομοθεσίας για την προώθηση συμβατικών λύσεων»και «ενσωματώνει τις εγγενείς αντιφάσκουσες συνθήκες μεταξύ 33 Τίτλος άρθρου: Hybrid Landscapes: Toward an Inclusive Ecological Urbanism on Seattle’s Central Waterfront


76 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

της οικολογίας και του urbanism»34, όπως αυτές που αναλύθηκαν σε προηγούμενο κεφάλαιο. Στο συλλογικό αυτό βιβλίο, τονίζεται η αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας νέας προσέγγισης όπου κυριαρχεί η συνεργασίας των διαφορετικών γνωστικών πεδίων. Η προσέγγιση εμπεριστατώνεται με τα ανάλογα παράδειγματα Στο πιο πρόσφατο βιβλίο της Hagan (Ecological Urbanism: the nature of the city), η προσέγγιση αποκτάει πιο συγκροτημένη μορφή, προτείνοντας συγκεκριμένες τακτικές που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς επίτευξή της. Για τη Hagan, το Ecological Urbanism , πέρα από αυτά που ορίζονται από τον Mostafavi, αποτελεί και την απάντηση στην ιδέα της βιώσιμης πόλης, αφού δίνεται έμφαση στο περιβάλλον αλλά και στο σχεδιασμό με τρόπο που δεν γίνεται στην γενικότερη βιώσιμη προσέγγιση. Εδώ, αξιοποιούνται ισότιμα όλοι οι παράγοντες - αρχιτεκτονική, αστικός σχεδιασμός, μηχανική, ψηφιακή αναπαράσταση - που φέρνουν εις πέραν το βιώσιμο έργο. Πιο συγκεκριμένα, τονίζοντας πρώτα τη διαφορά ανάμεσα στο «urban ecology» και το Ecological Urbanism35, υπογραμμίζει ότι στόχος είναι, αρχικά, να δοθεί έμφαση στον «αστικό μεταβολισμό», που είναι « ο τρόπος που οι πόλεις πρέπει να διαμορφώνονται ή να αναδιαμορφώνονται ώστε να μειώνουν τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις και να ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους μπροστά στην κλιματική αλλαγή»36. Οι πόλεις, συνεπώς, πρέπει να πάρουν το ρόλο του παραγωγού και όχι ενός μολυσματικού στοιχείου - κάτι που μπορεί να επιτευχθεί αν εφαρμοστεί η ιδέα ενός οικοσυστήματος, δηλαδή μίας κυκλικής ροής τον πόρων (αξιοποίηση του απορρίμματος). Έπειτα, εκτός από τη λειτουργία, πρέπει να ενισχυθεί και να αναπροσαρμοστεί (σχεδιαστικά) η ίδια η πόλη στους επικείμενους και απρόβλεπτους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Αυτά μπορούν να γίνουν είτε ενσωματώνοντας φυσικά οικοσυστήματα, είτε μέσω τεχνητών οικοσυστημάτων. Το τελευταίο, όμως, περιορίζεται στην τεχνική συμβατική λύση, που υποτάσσεται σε τεχνολογικά εργαλεία. Αυτό που απαιτείται είναι να συμπεριληφθεί το πολιτισμικό 34 Mostafavi Mohsen, Gareth Doherty (επιμ.), Ecological urbanism, Mπάντεν: Lars Müller Publishers, 2010, σ.20 35 Εφόσον, επισημαίνει η Hagan, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται εναλλάξιμα, πρέπει να τονιστεί ότι στο “urban ecology” το ουσιαστικό είναι το κυρίαρχο, δηλαδή η “οικολογία”. Στο Ecological Urbanis, η έμφαση δίνεται στο αστικό (urbanism). 36 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.23


77

στοιχείο, με κύρια αφετηρία και αφορμή «την αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης κουλτούρας και του βιοφυσικού περιβάλλοντός της». «Το βιοφυσικό περιβάλλον επηρεάζει τον άνθρωπο, και ο άνθρωπος επηρεάζει αυτό» 37 - αυτός είναι και ο λόγος που οι σχεδιαστές πρέπει να αποκτήσουν έναν πιο συνδυαστικό τρόπο σκέψης. Για το Ecological Urbanism, ο πολιτισμός δεν παράγεται αποκλειστικά από τον πολιτισμό. Η κουλτούρα είναι συνυφασμένη με το φυσικό στοιχείο και το στοιχείο του σχεδιασμού είναι απαραίτητο για την μετατροπή των πόλεων. Ποιά είναι όμως τα μοντέλα -στρατηγικές, που μπορούν να εκπληρώσουν τους στόχους του Ecological Urbanism; Η Hagan στην ανάλυσή της χρησιμοποιεί τρεις παραδειγματικές προσεγγίσεις από την ιστορία - το Garden City του Ebeniser Howard, την Ville Contemporaine του Le Corbusier και το Broadacre City του Frank L. Wright - για να εξετάσει την αποτελεσματικότητά τους στη σύγχρονη πολεοδομία και τις χρησιμοποιει για να εντοπίσει τη μορφή της νέας προσέγγισης. Mε βάση αυτές, καταλήγει σε τρία μοντέλα στα οποία μπορεί να στηριχτεί το Ecological Urbanism: The garden, The boundary, The continuum. 37 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.23


78 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Ο Κήπος (The garden) Το πρώτο μοντέλο πολεοδομίας - Ο κήπος (The garden)- προέρχεται από το Garden City (κηπούπολη) του Εbenezer Ηοward , οι αρχές της οποίας, περιληπτικά, βασίζονται σε κυκλικά διαγράμματα ζωνοποίησης, στον περιορισμένο αριθμό κατοίκων, στην έμφαση στα οικολογικά οφέλη του πρασίνου, στην αντιστοίχηση πράσινων τετραγωνικών σε κάθε κάτοικο, στην τοπική παραγωγή , στην απαλλαγή από το αυτοκίνητο και, τέλος, στην διοίκηση της πόλης μέσω των κατοίκων και όχι του κεφαλαίου38. Το μοντέλο του Howard γνώρισε επιτυχία και με βάση αυτό ιδρύθηκαν δύο πόλεις , το Letchworth και Welwyn, ενώ στοιχεία όπως η «πράσινη ζώνη» και οι «πράσινες υποδομές» επηρέασαν και συνεχίζουν να έχουν επιρ-

[15] «Κήπος» - Σχεδιάγραμμα

ροή στη σύγχρονες στρατηγικές των πόλεων, όπως φαίνεται και από τις δημοσιεύσεις των μελών της Ε.Ε. ( όπως το Green Structure and Urban Planning, 2005). Πιο συγκεκριμένα , η σύγχρονη πόλη που ακολουθεί το μοντέλο του Κήπου και πλέον αποκαλείται eco-city, βασίζεται - εκτός από τις προαναφερμένες αρχές του Howard- και στην πυκνότητα των κατοίκων, τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας (ανεμογεννήτριες, ηλιακοί συλλέκτες, παθητική θέρμανση) και στην οικολογική λειτουργία των πράσινων χόρων (διάδρομοι αερισμού, συλλογή νερού βροχής, απορρόφηση υετού), οι οποίοι, με τη συμβολή του σχεδιασμού , δίνουν έμφαση και στην πολιτισμική διάσταση της οικολογικής πόλης. Για να εξεταστεί η αποτελεσματικότητα των στρατηγικών του Κήπου 38 Οι αρχές περιγράφονται αναλυτικά στο βιβλίο Garden Cities of To-Morrow (1901 πρ.εκ)


79

στην πράξη, μπορεί να χρησιμεύσει η περίπτωση της πόλης του Freiburg στη Γερμανία, η οποία θεωρείται «μία από τις πιο πράσινες πόλεις του πλανήτη»39. Οι «οικολογικές γειτονιές» Vauban με 60 κατοικίες ανά εκτάριο και Rieselfeld με 43 αντίστοιχα, ως προς την ενεργειακή τους απόδοση δείχνουν μία εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση σε σύγκριση με το μέγιστο επιτρεπτό στη Γερμανία (65 kwh αντί των 75). Kαι στις δύο, επιπλέον, εφαρμόζεται η μέθοδος του plus energy, κατά την οποία το κάθε σπίτι παράγει περισσότερη ενέργεια από αυτήν που καταναλώνει, διοχετεύοντας την υπόλοιπη στo δίκτυο της περιοχής40, ενώ τα στοιχεία πρασίνου είναι ενσωματωμένα στην πόλη με τρόπο που μπορεί να ενισχύσει τις οικολογικές διαδικασίες. Τέλος, η χρήση του αυτοκινήτου είναι πολύ σπάνια και η κατοχή ενός ορίζεται στα 5% των κατοίκων. Από κοινωνικής άποψης, υπάρχουν οι απαραίτητες υποδομές, όπως συλλογικά εστιατόρια, πολυεθνική εκκλησία, τοπική αγορά κ.α. που φαινομενικά τηρούν όλες τις προϋποθέσεις. Η ατμόσφαιρα εντός της πόλης, παρ’όλα αυτά, δείχνει τις παράπλευρες επιπτώσεις της αυστηρής οικολογικής πολιτικής της. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Andrew Purvis για την Guardian, η ζωή σε αυτές τις δύο περιοχές υστερεί των ανέσεων που βρίσκει κανείς σε μία τυπική επαρχιακή πόλη ενώ η αίσθηση ευθύνης που δημιουργεί η πόλη μπορεί να καταντήσει πιεστική. Για παράδειγμα, η κατοχή αυτοκινήτου στη Vauban απαιτεί την πληρωμή 18,000 ευρώ για την ύποχρεωτική φύλαξή του σε βιώσιμο κτήριο πάρκινγκ , όπου η μη τήρηση αυτού μπορεί να οδηγήσει στην κατάσχεση της μισής περιουσίας κατοίκου, ενώ πολλοί για να αποφύγουν το πρόστιμο ισχυρίζονται ότι το αμάξι που χρησιμοποιούν είναι δανεισμένο. Ακόμη και τα εστιατόρια υπενθυμίζουν την ανάγκη της πράσινης συνείδησης, περιορίζοντας την κουζίνα τους μόνο σε χορτοφαγικά πιάτα. Σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η μονοτονία της πόλης: « τα οικοδομικά τετράγωνα, χτισμένα να φτάνουν το ίδιο ύψος, θυμίζουν το Ανατολικό Μπλοκ»41. Ενώ το Freiburg αποτελεί πόλη με πλούσια μεσαιωνική ιστορία, η μορφή που πήραν οι νέες γειτονιές περιορίστηκαν σε αυστηρούς επαναληπτικούς όγκους - υποδοχές για εφαρμογές ενεργειακής βιωσιμότητας. Συνοψίζοντας, για να λειτουργήσει το μοντέλο του Κήπου ή και της οικολογικής πόλης, όπως σημειώνει και η Hagan, χρεάζονται «ένα επίπεδο 39 https://www.theguardian.com/environment/2008/mar/23/freiburg.germany.greenest.city 40 https://www.vauban.de/en/topics/history/276-an-introduction-to-vauban-district 41 https://www.theguardian.com/environment/2008/mar/23/freiburg.germany.greenest.city


80 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

φωτισμένης κυβέρνησης, οικονομικής ευμάρειας και δημόσιας κατανόησης που δεν μπορεί να βρεθεί σε πολλές χώρες»42. Περισσότερο, χρειάζεται και η καλύτερη ενσωμάτωση του σχεδιαστικού στοιχείου, που μπορεί να βρεθεί μέσα από μία μη συμβατική διαρρύθμιση της πόλης και της εικόνας της. Αν η προσέγγιση μέσω του Κήπου έχει ως αποτέλεσμα τις πόλεις που αναλύθηκαν, τότε αυτή μπορεί να χρησιμεύσει μόνο σαν τεχνολογική μέθοδος του Ecological Urbanism, που δεν έχει την επιθυμητή παρουσία της κουλτούρας. Επιπλέον, το παρόν μοντέλο πόλης, με την τήρηση όλων των παραμέτρων, ταιριάζει περισσότερο σε πιο ανεπτυγμένες χώρες με λιγότερο πληθυσμό, αφού «είτε η μικρή πυκνότητα με σπίτια και κήπους, είτε η υψηλότερη πυκνότητα με περιβάλλοντα φυσικά στοιχεία, που μπορούν να διασφαλίσουν σε κάθε κάτοικο ελάχιστα τετραγωνικά δημόσιου πράσινου χώρου , είναι μία ανέφικτη πολυτέλεια σε πολλά μέρη του κόσμου»43. Όπου, όμως, μπορεί να εφαρμοστεί, είναι αναγκαίο να συνδυαστεί η οικολογική, κοινωνική και αστική λειτουργία με τον αρμόζοντα σχεδιασμό, χωρίς κάποιο να υπερισχύει του άλλου. Ειδάλλως το αποτέλεσμα θα εί ναι μία υποδομή που ‘θυσιάζεται’ για έναν πράσινο τρόπο ζωής.

To Όριο (The boundary) Αν μία βασική αρχή στο πρώτο πρότυπο - «Ο Κήπος» - ήταν ο περιορισμένος πληθυσμός (π.χ. γειτονιά), τότε για το Όριο είναι η αυξημένη πυκνότητά του, η οποία επεκτείνεται και στην τρίτη διάσταση (ύψος). Η Hagan βρίσκει τις ρίζες της συγκεκριμένης προσέγγισης στη λειτουργική πόλη όπως η Ville Contemporaine του Le Corbusier, όπου παρουσιάζεται μία έμφαση των αστικών ορίων, η ενσωμάτωση της φύσης σε αυτά και η χρήση «πράσινων ζώνών» που διαχώριζε τα προάστια. Επικρατεί επίσης η ιδέα της κοινωνικής και λειτουργικής ζωνοποίησης: κάθε χώρος είχε τον δικό του λόγο ύπαρξης, ενώ ο πληθυσμός χωριζόταν ανάλογα με την κοινωνική του θέση44 . Περισσότερο το παράδειγμα της Ville Contemporaine χρησιμεύει για το μοντέλο του Ορίου όχι τόσο ως αναφορά στην ιδέα της ζωνοποίησης (κάτι που στη σύγχρονη προσέγγιση αποφεύγεται), όσο μία υπενθύμιση «της ανάγκης για υψηλό σχεδιαστικό

42 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.45 43 Ο.π. 44 Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική, Έκδοση Δ’, Μετάφραση Θ.Ανδρουλάκης, Μ.Πάγκαλου, Αθηνα: Θεμέλιο, σ.145


81

επίπεδο όταν πρόκειται για υψηλές πυκνότητες»45. Ο Edward Ng εξηγεί τους λόγους που οι πόλεις επιδιώκουν υψηλή πυκνότητα: «ψηλότερη και πιο συμπαγής πόλη σημαίνει διατήρηση των πολύτιμων πόρων, μείωση των αποστάσεων μετακίνησης και αντίστοιχα της ενέργειας που απαιτείται, ενώ τα δημόσια μέσα μεταφοράς γίνονται πιο αποδοτικά»46, ενώ άλλα θετικά είναι η μείωση των αξιών γης, ελαχιστοποίηση εγκληματικότητας, ενίσχυση κοινότητας. Για το Ecological Urbanism όλα αυτά πρέπει να υποστηρίζονται από οικολογικές στρατηγικές, όπως η ανανεώσιμη ενέργεια για θέρμανση και ψύξη, με υποδομές για την ανακύκλωση των «γκρίζων και μαύρων» νερών και τον ηλεκτρισμό κ.α. Είναι απαραίτητη, επίσης, η σύνδεση της κάθε μικρο-περιοχής με την ευρύτερη βιοπεριοχή, για να διασφαλιστεί ένα επίπεδο αυτάρκειας. Ο συνδυασμός της «εξελιγμένης τεχνολογίας, της δημοκρατικής οργάνωσης και του περιβαλλοντικά ενήμερου σχεδιασμού»47, με την παράμετρο της κοινωνικής βιωσιμότητας να είνα πάντα σε ισχύ, μπορεί να απαλλάξει την πυκνότητα από αρνητικούς συσχετισμούς και να μειώσει την επιθυμία για την ‘φυγή στην εξοχή’. Με την προσαρμογή της πυκνότητας και την ενσωμάτωση πρασίνου στην πόλη, ο κάτοικος έχει λιγότερα κίνητρα για την εγκατάλειψή της, ενώ αντιμετωπίζονται και «ενδιάμεσες» περιοχές - αυτές που δεν ανήκουν ούτε στο αστικό κέντρο ούτε στα προάστια και είναι συσχετισμένες με την περιθωριοποίηση, την εγκληματικότητα

[16] «Το Όριο» - Σχεδιάγραμμα

45 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.47 46 Edward Ng [2010], Designing high-density cities for social and environmental sustainability, London Sterling, Νέα Υόρκη: Routledge, σ. 15 47 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.51


82 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

και το χαμηλό επίπεδο ζωής. Η πύκνωση, βέβαια, δεν είναι ένα εύκολος στόχος να επιτευχθεί. Στη διαδικασία μπαίνουν θέματα νομοθεσίας, προσωπικής ιδιοκτησίας, ανταγωνισμού για τους χώρους προς αναβάθμιση, ενώ είναι δύσκολο να ελεγχθεί η επιθυμία του ίδιου του κατοίκου να παραμείνει ή όχι στην περιοχή, από το οποίο εξαρτάται και όλη η επιτυχία του εξεταζόμενου μοντέλου. H δημιουργία του θέλγητρου για να κατοικηθεί μία περιοχή μπορεί εύκολα να αποτύχει εάν η ενοποίηση του κενού και κτισμένου χώρου δεν επιτευχθεί μέσω του σχεδιασμού. Κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα εμφανές σε μία ήδη κτισμένη περιοχή. Σύμφωνοι με την προσέγγιση του σχεδιασμού πρέπει να είναι και οι κυβερνητικοί παράγοντες, τονίζει η Hagan: «παράλληλα με την πύκνωση χρειάζεται πολιτική και οικονομική δέσμευση για υψηλότερα επίπεδα συντήρησης και κοινωνικής περίθαλψης, καθώς και για υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού»48. Σε αντίθετη περίπτωση, υπάρχει το ενδεχόμενο μιας αμιγούς πολιτικής αντιμετώπισης που θα στρέφεται σε καθαρά πρακτικές και προσωρινές λύσεις (όπως στην Αυστραλία, όπου η κυβέρνηση των Νέας Νότιας Ουαλίας έδινε υψηλή χρηματική ανταμοιβή σε όποιον μετακόμιζε εκτός της πρωτεύουσας)49. Το Όριο, λοιπόν, χρειάζεται μία πολύπλευρη προσέγγιση με τη συμμετοχή συντελεστών από όλα τα απαραίτητα πεδία. Σημαντικό είναι η πολιτική της εκάστοτε πόλης να αναγνωρίζει την αξία του σχεδιασμού και την επίδραση που μπορεί να έχει στην κοινωνική αποδοτικότητα και να τον εντάσσει στην τεχνολογική-οικολογική ατζέντα της. Το πρότυπο του Ορίου, παρά τη συνθετότητά που , είναι μία προσέγγιση που, με τη σωστή εφαρμογή της μπορεί να ανατρέψει την αποτρεπτικη αντίληψη για τα αστικά κέντρα και να εξυγιάνει προβληματικές περιοχές από κοινωνικής και οικολογικής άποψης, αποδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία του σχεδιαστικού παράγοντα. Στη σημερινή συνθήκη, της ολοένα και αυξανόμενης αστικοποίησης και των ζητημάτων που προκύπτουν εξαιτίας της(ανεξέλεγκτη σημειακή συγκέντρωση πληθυσμού), είναι σημαντικό να υπάρχει μία προσέγγιση που μετατρέπει τα προβλήματα σε εφαρμόσιμες λύσεις.

To συνεχές (The continuum) / Το πεδίο (The field) 48 Ο.π., σ.58 49 https://www.theguardian.com/environment/georgemonbiot/2011/jun/30/sustainable-cities-urban-planning


83

«There is a need of simple regulations which ensure that society protects the values of natural processes and is itself protected.» - Ian McHarg «We think of the figure not as a demarcated object but as an effect emerging from the field itself as moments of intensity, as peaks or valleys within a continuous field.» - Stan Allen To τρίτο και τελευταίο πρότυπο του Ecological Urbanism ξεφεύγει από τα όρια ή την ονομασία της πόλης αυτής καθ’αυτής. Σε αντίθεση με το μοντέλο του Κήπου, στο οποίο η ανάπτυξη περιορίζεται σε προκαθορισμένα όρια, και το μοντέλο του Ορίου, όπου τα αστικά κέντρα πυκνώνουν με την απορρόφηση πληθυσμού, το Συνεχές «ξεχωρίζει μέσα από την απόρριψη όχι τόσο της επιθυμίας για όριο ή διαφορά, αλλά της ανεφικτότητας μίας τέτοιας απλουστευμένης σαφήνειας»50. To Συνεχές, κατά τη Hagan, όντας και το πιο ριζοσπαστικό από τα άλλα, είναι το πιο αποτελεσματικό μοντέλο και το πιο επιθυμητό για εφαρμογή. Αναφέρεται ταυτόχρονα στην πόλη, τα προάστια και την ύπαιθρο και δεν ευνοεί το ένα περισσότερο από το άλλο, όπως γινόταν μέχρι τώρα και γίνεται στις προσεγγίσεις των πόλεων. Πρόκειται για μία προσέγγιση που αντιλαμβάνεται το χτιστό(κατοικημένες περιοχές) και το άχτιστο (ύπαιθρος) ως ένα ενιαίο οικοσύστημα.

[17] «Το Συνεχές» - Σχεδιάγραμμα

50 https://www.architecturalreview.com/archive/viewpoints/ecologicalurbanism/8679977. article


84 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Όπως και τα άλλα δύο μοντέλα του Ecological Urbanism, το Συνεχές βρίσκει τις βάσεις του σε προϋπάρχουσες θεωρίες. Αρχικά,παίρνοντας ως βάση την λογική του Broadacre City του Frank L. Wright, το μοντέλο αποκτάει πιο ολικό χαρακτήρα. Το Broadacre City προσέφερε την ιδέα της «συγχώνευσης» του αστικού, περιφερειακού και αγροτικού. ο Wright στοχεύει σε μία αποκέντρωση, αφαιρώντας την έννοια του αστικού κέντρου και μοιράζοντας τις διαφορετικές λειτουργίες σε έναν υπαίθριο κάναβο, τοποθετώντας την ίδια στιγμή την κοινωνική βιωσιμότητα στο επίκεντρο. Επιτυγχανει έτσι, μία «οργανική ενσωμάτωση της ζωής του πολίτη - δουλειά και αναψυχή, πόλη και εξοχή, ατομικότητα και κοινότητα, φάρμα και εργοστάσιο»51. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί, ότι το μοντέλο του Broadacre City εξυπηρετεί το Ecological Urbanism ως λογική, χωρίς να παίρνει αναφορές από την αναπαράστασή της . Έπειτα, το δεύτερο συστατικό στοιχείο για το Συνεχές αποτελούν οι τακτικές που ανέπτυξε ο Ian Mc Harg, ο οποίος τόνισε τη σημασία της ανάλυσης της κάθε περιοχής προς ανάπτυξη, που περιλαμβάνει την χαρτογράφηση των φυσικών χαρακτηριστικών της (γεωλογικά, υδρολογικά, τοπογραφικά και χαρακτηριστικά βλάστησης) και ύστερα την έρευνα των κοινωνικών και πολιτισμικών στοιχείων (όπως σημεία ιστορικής σημασίας, εγκληματικότητα , μολύνσεις κ.α.)52. Μια προσέγγιση σαν και αυτή δίνει τη δυνατότητα επεξεργασίας κάθε περιοχής με μοναδικό τρόπο, που ενημερώνεται από το φυσικό και πολιτισμικό φόντο: «αυτές οι αρχικές συνθήκες δεν είναι μόνο οικολογικές, αλλά και κοινωνικές, ιστορικές, ακόμα και ιατρικές (δημόσια υγεία)»53. Μέσα από αυτές τις αναφορές, η Hagan, προτείνει μία νέα έννοια, το Πεδίο (The Field), υπό τη σκοπιά της οποίας μπορεί να βρεθεί ένα «υβριδικό οικοσύστημα», που περιλαμβάνει τη φύση και τον πολιτισμό, και μπορεί να εφαρμοστεί σε δομημένο ή μη περιβάλλον, συγχωνεύοντάς τα. Για να είναι εφικτή μία προσέγγιση αυτού του τύπου, είναι σημαντικό το Πεδίο να συλλαμβάνεται ως η ενότητα των μετρήσιμων φυσικών συνθηκών (όπως αυτά στην τακτική του Mcharg) και των «εντάσεων» της καθε φορά διαφορετικής τοποθεσίας ( όπου ένταση είναι η πολιτισμική βαρύτητα μίας περιοχής). Παράλληλα, μέσω της αλληλοσυσχέτισης των περιοχών - πόλη, προάστια, περιφέρεια -, μπορεί να επιτευχθεί μία δυναμική οικολογική συνέχεια που λειτουργεί ενοποιητικά για αυτές. Γενικώς, 51 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.61 52 ΜcHarg Ian [1995], Design With Nature, Wiley 53 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.66


85

η σύλληψη μέσω του Πεδίου, που αντιπροσωπεύει το Συνεχές, επιτρέπει την ισόνομη διανομή των πόρων , ενώ « όλες οι μορφές μη βιώσιμης αποίκησης θα είχαν ίσες δυνατότητες εξυγίανσης»54, αφού θα ήταν λειτουργικά αναπόσπαστα από το εκτενές οικοσύστημα. Μία καλύτερη κατανόηση του μοντέλου του Πεδίου (ή Συνεχές) βρίσκεται στις μελέτες των R_E_D (Research into Environment + Design), και συγκεκριμένα αυτών για την πόλη του Gothenburg της Σουηδίας και την Wuppertal. Στην πρώτη ( συνεργασία με τους East Architects), η προσέγγιση προέρχεται από την ευάλωτη σχέση της πόλης με το νερό, όπου το ποτάμι - πηγή εσόδων για την πόλη - είναι μεταβλητό ως προς τα επίπεδα του νερού του και ενδέχεται να επηρεαστεί από την κλιματική αλλαγή. Η μελέτη που προτάθηκε καταφέρνει να αναστρέψει την απειλητική φύση της πλημμύρας - προτείνοντας υποδομές εντός πόλης που μπορούν να φιλοξενήσουν το νερό - και να ενσωματώσει τη λογική της στη ζωή των κατοίκων.Το νερό γίνεται αφορμή για την ύπαρξη νέων λειτουργιών και πόλων έλξης στην πόλη, όπως η «Πλατεία Νερού», όπου υπάρχουν λειτουργίες ακόμα και όταν είναι πλημμυρισμένη, ή τις πολλαπλές νέες πράσινες ζώνες που συμβάλλουν στην απορρόφιση του υδάτινου στοιχείου αλλά αποτελούν και θέλγητρο για κατοίκηση εντός πόλης55. Όπως συμπεραίνει και η Hagan: «το νερό έγινε το ενοποιητικό στοιχείο για να συγκρατήσει πολιτιστικές, εμπορικές, κοινοτικές και οικιακές χρήσεις, ένα νέο πάρκο, υποδομές αναψυχής και μία νέα μαρίνα» 56- ένα μη συμβατικό αποτέλεσμα για ένα τόσο τεχνικό,φαινομενικά, πρόβλημα. Στην δεύτερη περίπτωση, της Wuppertal, οι R_E_D είχαν να αντιμετωπίσουν μία μετα-βιομηχανική πόλη που σταδιακά χάνει τον πληθυσμό της από 360,000 σήμερα εκτιμάται η πτώση στους 282,000 το 2040. Ακολουθώντας, κατά βάση, την τακτική ανάλυσης του McHarg που αναφέρθηκε νωρίτερα, η ομάδα μελέτης συνέταξε χάρτες βασισμένους σε στοιχεία όπως ανεργία , απασχόληση, δημογραφική σταθερότητα-αστάθεια, χρήσεις κτηρίων. Σε αυτούς προστέθηκαν και περιβαλλοντικοί χάρτες, που ανέλυαν «τοποθεσίες οικοσυστημικών πόρων και υποβάθμισης, επίπεδα ενεργειακής ζήτησης και τοποθεσίες πιθανής ενεργειακής παραγω54 https://www.architecturalreview.com/archive/viewpoints/ecologicalurbanism/8679977.article 55 http://alvstaden.goteborg.se/wp-content/uploads/2012/12/rivercity_vision_eng_web.pdf, σ.11 56 Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge, σ.19


86 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

γής»57. Ο συνδυασμός αυτών των χαρτογραφήσεων έδωσε τη βάση της στρατηγικής που αποτελείτο από στοιχεία φύτευσης που με το πέρασμα του χρόνου θα δημιουργούσαν μία πράσινη υποδομή εντός του αστικού ιστού. H πράσινη υποδομή, με τη σειρά της, συντεταγμένη με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, προσφέρει πολλές ευκαιρίες για παραγωγή και αναψυχή. Κατ’αυτόν τον τρόπο προκύπτει «ένα περίεργο υβρίδιο, κατά το ήμισυ πόλη, κατά το άλλο αγροτικό χωριό»58, που συμπεριλαμβάνει ποιότητες και των δύο, οι οποίες θα μπορούσαν να κρατήσουν τον πληθυσμό που ήδη έφυγε ψάχνοντάς τες σε άλλα μέρη. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι η προσέγγιση μέσω του μοντέλου του Πεδίου δεν περιορίζεται στους τίτλους που προσδιορίζουν μία τοποθεσία(πόλη, προάστια, περιφέρεια,εξοχή) και μπορεί να εφαρμόσει και τα προηγούμενα μοντέλα (Κήπος, Όριο) σημειακά. Ενήμερο των συνθηκών της κάθε περιοχής δρα εξισορροπώντας το διαχωρισμό μεταξύ ανθρώπου-φύσης και προσφέρει νέα χωροταξικά «υβρίδια», που μπορούν να να ανταποκριθούν σε προβλήματα με ανορθόδοξο - για τα σημερινά δεδομένα - αλλά εξυγιαντικό τρόπο. Μέσα σ’όλα αυτά σημαντικό ρόλο παίζει ο σχεδιασμός, μέσω του οποίου η στρατηγική αποκτάει μορφή και προσκαλεί τον κόσμο να έρθει σε επαφή μαζί της - από το οποίο φαίνεται και όλη η επιτυχία της κάθε πρότασης.

4. 4 Συμπεράσματα - Σύνθεση Κριτηρίων Αναλύοντας τα κριτήρια που εξετάστηκαν παρατηρείται ότι το καθένα από αυτά δεν είναι ανεξάρτητο στοιχείο, αλλά ,αντιθέτως, το ένα συμπληρώνει το άλλο ενώ αρκετές φορές σε παραδείγματα ένα κριτήριο θα πρέπει να συνεπάγεται το άλλο. Η ενότητα που παρουσιάζουν - την οποία και οι ερευνητές τονίζουν - προσφέρει μία καλύτερη αντίληψη της πραγματικής έννοιας της βιωσιμότητας, η οποία αποτελεί απόρροια μίας σύνθεσης και ενσωμάτωσης διαφορετικών τρόπων ανάγνωσης, διαφορετικών τεχνολογιών και διαφορετικών ερεθισμάτων. Ταυτοχρόνως, και σε όλες κλίμακες (αρχιτεκτονική,αστική, πολεοδομική, χωροταξική) δίνεται έμφαση στη σημασία του σχεδιασμού (design): - Ο Hosey επιμένει στη σημασία της μορφής και στις τρεις αρχές που προτάσσει - σχήμα για την απόδοση, σχήμα για την απόλαυση, σχήμα για το μέρος 57 Ο.π., σ.77 58 Ο.π.


87

- Η Hagan, αναλύοντας σταδιακά τα βήματα προς την πλήρη βιωσιμότητα, καταλήγει με την Ορατότητα (μη συμβατικές σχεδιαστικές προσεγγίσεις), την οποία, ουσιαστικά, ορίζει ως γενεσιουργό (αιτία) της νέας αντίληψης περί βιωσιμότητας - Το Ecological Urbanism, τέλος, ως προσέγγιση δικαιολογεί την ίδια ύπαρξή του με την απαραίτητη προϋπόθεση του σχεδιασμού (σε συνέργεια με όλους τους απαραίτητους παράγοντες). Αυτό που ενοποιεί εννοιολογικά και λειτουργικά τις κλίμακες, βέβαια, δεν είναι μόνο ο σχεδιασμός: αν σε μία περιοχή, για παράδειγμα, εφαρμοστεί το μοντέλο του Συνεχούς, η στρατηγική που θα επιδιωχθεί στη μεγάλη κλίμακα θα έχει ή, τουλάχιστον, θα πρέπει να έχει, αντίκτυπο στην μικρή - δηλαδή τις σημειακές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις - ώστε να υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι,η μία κλίμακα ενημερώνει και εμπλουτίζει την άλλη. Ιδανικά, και στα πλαίσια της έρευνας, το Ecological Urbanism παρέχει τις γενικές οδηγίες και προδιαγραφές, τις οποίες ο σχεδιασμός σημειακά ερμηνεύει και αναπαριστά, προσαρμοζόμενος στις συνθήκες που επικρατούν. Χωρίς την αρμόζουσα τακτική σημειακά, δεν θα υπάρξει δυνατότητα εφαρμογής του γενικού εκτεταμένου οράματος. Συνεπώς, η επίτευξη μίας οικολογικής στρατηγικής εξαρτάται από τον συσχετισμό των δύο κλιμάκων και τον συντονισμό των διαφόρων συντελεστών, οι οποίοι θα πρέπει να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Επιπλέον, διαθέτοντας ένα εύρος κριτηρίων στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής κλίμακας, μπορεί να εξυπηρετεί μία ανακατάταξη αυτών και παράλληλα μία συγχώνευσή τους, ώστε να παραχθούν νέα, πιο περιεκτικά κριτήρια, στηριζόμενα στο περιεχόμενο αυτών που προτείνουν η S.Hagan και o L.Hosey. Η σύγκριση μεταξύ των κριτηρίων δεν είναι αναγκαία, εφόσον η ίδια η λογική τους παρουσιάζεται ως αλληλένδετη, χωρίς να υπερτερεί κάποιο έναντι άλλου και επειδή το καθένα αναφέρεται σε διαφορετικούς παράγοντες, Επομένως, μέσω της σύνθεσης και προσδιορισμού συγγενικών στοιχείων, το ένα κριτήριο εμπλουτίζει το άλλο: «Συμβίωση + Διατήρηση = Σύμπραξη»: Και οι δύο όροι αναφέρονται έμμεσως στο τεχνικό κομμάτι της βιωσιμότητας ή, αλλιώς, στην ενεργειακή αποδοτικότητα. Στη Συμβίωση, που συμπεριλαμβάνει στρατηγικές παθητικών, ενεργητικών συστημάτων ή τον συνδυασμό τους, μαζί με τα αντίστοιχα φιλικά προς το περιβάλλον υλικά , προστίθεται η αρχή της Διατήρησης του Hosey στο οποίο δίνεται έμφαση στο σχήμα και την ενσωμάτωση σε αυτό όσων κατατάσσονται στη Συμβίωση, ενώ τονίζεται η


88 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

σημασία του μεγέθους (μεγαλύτερη περιεκτικότητα, μικρότερος όγκος) του σχήματος που θα παραχθεί. Η αρχή που προτάσσεται είναι η μεταξύ τους Σύμπραξη. Με την Σύμπραξη εννοείται η σωστή επιλογή παθητικών συστημάτων που αρμόζουν σε εκάστοτε συνθήκες, αλλά και η συνεργασία τους με τα ενεργητικά - όλα σε σύμπραξη με στόχο την οικονομία χώρου, ευνοώντας παράλληλα το σχήμα που μπορεί να προσφέρει ενεργειακή αποδοτικότητα όπως και όλα τα παραπάνω. Μία σύμπραξη της τεχνολογίας, της αρχιτεκτονικής ως σχεδιασμού, και των αναγκών του σύγχρονου κόσμου. «Διάκριση + Σύνδεση = Ενημερότητα»: Η δεύτερη ενότητα έχει να κάνει περισσότερο με τον πολιτισμικό παράγοντα στην επίτευξη της βιωσιμότητας. Η βιοποικιλότητα είναι συνυφασμένη με την πολιτισμική ποικιλότητα. Με την ανάδειξη του τοπικού πολιτισμού μέσω της χρήσης και ανάπτυξης τοπικών τεχνικών προσαρμογής στο κλίμα (κλιματική Διάκριση) ή την ενσωμάτωση χαρακτηριστικών εννοιών - συμβόλων (πολιτισμική Διάκριση) αυτή η ποικιλότητα δυναμώνει, εφόσον δεν αντικαθίσταται από μία διεθνή προσέγγιση, όπως τονίζει στην τακτική της Σύνδεσης ο Hosey. Η Ενημερότητα στηρίζεται στο κριτήριο της Διάκρισης και εμπλουτίζεται με την επιχειρηματολογία της Σύνδεσης, που υπογραμμίζει τη σημασία της τήρησης του πολιτισμικού παράγοντα στην συνθήκη ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος που επιβάλλεται χωρίς να διαχωρίζει. Η στρατηγική που θα χρησιμοποιηθεί, επομένως, πρέπει να είναι ενήμερη των κλιματικών και πολιτισμικών συνθηκών, και του βαθμού στον οποίο χρειάζεται να τονιστούν αυτές ώστε να έχουν την θετική επιρροή στην αντιμετώπιση των κατοίκων. «Ορατότητα + Έλξη = Ενθύμηση»: Συνδυάζοντας αυτά τα δύο κριτήρια, αναζητείται μια νέα αναπαράσταση και εννοιολόγηση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση (Ορατότητα), η οποία θα πρέπει να είναι ευχάριστη στο κοινό (Έλξη). Η Ενθύμηση λειτουργεί ως συμφιλιωτής σ’αυτήν τη σχέση. Προσπαθεί να εξαλείψει τις προκαταλήψεις περί βιώσιμης αρχιτεκτονικής, δείχνοντας την ικανότητά της να συνεργάζεται με την τεχνολογία αλλά να διατηρεί και τον εξερευνητικό χαρακτήρα της, που μπορεί να τη φέρει στον επαναπροσδιορισμό των δεδομένων. Αντίστοιχα, στην περίπτωση των μοντέλων που προτείνει η Hagan στα πλαίσια του Ecological Urbanism, το καθένα παρουσιάζει προτερήματα ή μεινοεκτήματα αναλόγως των υπαρχόντων συνθηκών της κάθε περιοχής και των απαιτουμένων απο αυτές:


89

«Ο Κήπος»: Το συγκεκριμένο μοντέλο, όπως τονίστηκε νωρίτερα, έχει περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσει σε πιο οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες με διαθέσιμες εκτάσεις και μικρό πληθυσμό. Σε χώρες που υπάρχει υψηλός ανταγωνισμός για τις εκτάσεις από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς,το πρότυπο του Kήπου είναι πιθανό να μετατραπεί σε ένα κερδοσκοπικό εγχείρημα, που θα εξυπηρετεί μεμονωμένα, άμεσα συμφέροντα παρά τα μακροπρόθεσμα οφέλη (μείωση δαπανών, εξοικονόμηση φυσικών πόρων). Εκεί, όπου μπορεί να εφαρμοστεί, απαιτείται μία καλύτερη οργάνωση των φορέων διοίκησης , η συμβολή των πολιτών/χρηστών της περιοχής , και η δυνατότητα συντήρησης των νέων υποδομών για τη μέγιστη δυνατή απόδοσή τους. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία όλων αυτών αποτελεί βασική προϋπόθεση ο σχεδιασμός να εξασφαλίζει αστικές ποιότητες και να συνδέει τις ανάγκες της πόλης με την ευρύτερη περιοχή, παράγοντας ή αναβαθμίζοντας μία περιοχή που προσφέρει ελκυστικά κίνητρα (όπως υποδομές αναψυχής, ανέσεις ) για να κατοικείται. «Το Όριο»: Με βασική στρατηγική την πύκνωση, ούτε αυτό το μοντέλο έχει καθολική εφαρμογή. Για να επιτευχθούν τα οφέλη του - μείωση αποστάσεων ,ρύπων, αξιών γης και ό,τι προαναφέρθηκε- είναι σημαντικό να υπάρχει οικονομικό αντιστάθμισμα, να μπορεί χωρικά να δεχτεί την πύκνωση και την ίδια στιγμή να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής εντός της περιοχής. Εδώ ο ρόλος του σχεδιασμού είναι ακόμα πιο κρίσιμος, μιας και η ίδια η προσέγγιση έχει χωρική διάσταση, η οποία και καθορίζει την ποιότητα του αποτελέσματος. Η πρασινοποίηση σημειών της περιοχής, για παράδειγμα, δεν θα έχει αποτέλεσμα, αν χωροταξικά δεν ενισχύσει την ποιότητα και τη συνοχή του αστικού ιστού. Αν το αποτέλεσμα, συνεπώς, προβάλλει ακόμη πιο πολύ τα υπάρχοντα προβλήματα, τότε ο πληθυσμός είνα πιο πιθανό να μειωθεί. Ένα επιτυχές δείγμα του Ορίου θα ήταν αυτό που λειτουργεί επιλεκτικά, όταν μπορεί να αξιολογήσει τις συνθήκες ως γόνιμες ή μη, και που μπορεί να αυξήσει την πυκνότητα προσφέροντας τις επιθυμητές ποιότητες. «Το Συνεχές»: Όπως και υποδηλώνει η ονομασία του μοντέλου, το Συνεχές αναφέρεται σε μία συνέχεια μεταξύ του κατοικημένου(πόλη) και του ακατοίκητου (ύπαιθρος) και μπορεί να εφαρμοστεί, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, σε όλες τις συνθήκες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάλυση μίας περιοχής στα πλαίσια του συγκεκριμένου μοντέλου πάντα ξεκινάει από την ευρύτερη περιοχή, προσπαθώντας να εντοπίσει τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που θα εξασφαλίσουν την αρμονική


90 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ

συνύπαρξη του ‘πολιτισμού’ και της ‘φύσης’. H μέθοδος χαρτογράφησης του McHarg (φυσικά χαρακτηριστικά τόπου σε συνδυασμό με τα κοινωνικοπολιτικά) εμφανίζει καινούριες στρατηγικές που εξισορροπούν την οικολογική ροή μεταξύ του σύνθετου και φυσικού. Τα προβλήματα που προκύπτουν από φυσικά φαινόμενα (όπως στην περίπτωση του Goethenburg) μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για νέου τύπου υποδομές, που τα μετατρέπουν σε λειτουργικά κομμάτια του κτισμένου περιβάλλοντος. Το πράσινο ως χρήση, για παράδειγμα, στηρίζεται στο σκοπό της δημιουργίας συνθηκών που θα συμβάλλουν στην οικολογική αλλά και κοινωνική αποδοτικότητα ενός τόπου (όπως απορρόφηση υδάτων - έλξη πληθυσμού). Παράλληλα, το ίδιο το μοντέλο δεν αποκλείει τα άλλα, αναφερόμενο σε μία σύνθεση στρατηγικών που είναι απόρροια των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περιοχής. Στα πλαίσια του είναι δυνατή και η πύκνωση (Όριο) όπου είναι αναγκαία, αλλά και το πιο ‘αραιό’ μοντέλο όπου υπάρχει η διαθέσιμη έκταση (Κήπος). Βεβαίως, όπως και στα άλλα δύο, η στρατηγική θα εφαρμοστεί αποτελεσματικά με το σωστό σχεδιασμό, που θα μπορεί να προτρέψει και τον χρήστη/κάτοικο προς μία πιο υπεύθυνη στάση.


91


92 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Θέτοντας, αρχικά, τις βάσεις της έρευνας μέσω του προσδιορισμού των βασικών όρων του αντικειμένου της, αποσαφηνίστηκε η χρήση τους στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού. Η έννοια της βιωσιμότητας που χρησιμοποιείται γενικώς από διαφορετικούς τομείς, όπου τονίζεται συνήθως η οικολογική κυρίως χροιά της, συγκεκριμενοποιείται όταν εντοπιστούν οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράμετροι. Μία βιώσιμη προσέγγιση δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής αν παράλληλα με τη διασφάλιση των φυσικών πόρων αυτοί δεν κατανεμηθούν σωστά και προβλεφθεί η οικονομική αποδοτικότητά της. Αυτές οι δύο χαρακτηριστικές διαστάσεις, σε συνδυασμό με την παράμετρο της μελλοντικής αποτελεσματικότητας που χαρακτηρίζει τη βιωσιμότητα, είναι και που διαχωρίζουν την βιωσιμότητα από μια στρατηγική απλής ‘πρασινοποίησης’. Το πράσινο ως έννοια εξασφαλίζει κυρίως μία προσωρινή, παρά μακρόχρονη αποδοτικότητα. Συμπεραίνεται από αυτό το συσχετισμό ότι το πράσινο είναι πολύ γενικός όρος για να μπορεί να χρησιμοποιείται ως εναλλακτικός της βιωσιμότητας, και ειδικά όταν ο πρώτος εμφανίζεται σε μεγάλη συχνότητα στα πλαίσια του greenwashing. Το greenwashing, μια ψευδαίσθηση της περιβαλλοντικής ευθύνης, είναι η αιτία παρερμηνείας των οικολογικών στόχων του σχεδιασμού. Αποτελεί μία επιφανειακή εκδήλωση περιβαλλοντικής ευαισθησίας όπου οι στόχοι της βιωσιμότητας απλοποιούνται και εν τέλει αγνοούνται. Στη συνέχεια , αναλύθηκαν οι τρόποι με τους οποίους διαφορετικά κοινωνικά σύνολα και φορείς εκδηλώνουν την επιθυμία τους για αύξηση του πρασίνου, και εξετάστηκε η αποτελεσματικότητά τους μέσα από δεδομένα και παρατηρήσεις. Αρχικά,στην κλίμακα των διεθνών στρατηγικών, διακρίνεται μία δυσκολία στην εφαρμογή των στόχων που τίθενται. Φαίνεται ότι ο αριθμός των χωρών που ανταποκρίνονται στα απαιτούμενα των διεθνών συμφωνιών (Κυότο, COP15) είναι ανεπαρκής για να εξισορρόπησει το αποτυπώμα του άνθρακα σε παγκόσμια κλίμακα. Παράλληλα, πολλές κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα το προβλημα, καταφεύγοντας


93

σε διάφορα τεχνάσματα - όπως στην εξαγορά μονάδων άνθρακα - με σκοπό να προβάλλουν μία ουσιαστικά εικονική πρόοδο και να διατηρήσουν τα συμφεροντά τους. Μεταβαίνοντας στις προδιαγραφές που θέτουν οι θεσμοθετημένοι οργανισμοί, η έρευνα εντοπίζει προβλήματα και στην περίπτωση του LEED (Leadership in Energy and Environmental Design) . To σύστημα περιβαλλοντικής αξιολόγησης κτηρίων παρά την προώθηση ενός ενεργειακά αποδοτικού ( ολοκληρωμένου σχεδιασμού και την σταθερή αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων, παραλείπει και αδυνατεί να ελέγξει κάποια σημαντικά σημεία και προβλήματα. Όπως διαπιστώνεται από παραδείγματα, ένα κτήριο δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσει να πληροί τις προαπαιτήσεις της πιστοποίησης και μετά την απολαβή της, ενώ η ποιότητα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, δηλαδή η ασιθητική ενός έργου δεν τίθεται ως προαπαιτούμενο. Σημαντική είναι και η παρατήρηση πως η ποσότητα των έργων που αξιολογούνται αδυνατεί να αντισταθμίσει σε κάποιο αποτελεσματικό βαθμό το σύνολο των βλαβερών εκπομπών. Ένα θέμα που ανέσυρε ακόμα πιο πολλούς προβληματισμούς είναι η ερμηνεία της βιωσιμότητας όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από συγκεκριμένους αρχιτέκτονες, πολεοδόμους και θεωρητικούς. Συμπεραίνεται ότι τα διαρκώς αυξανόμενα παραδείγματα βιομίμησης δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαία και τη νέα εικόνα της βιωσιμότητας, όπως αυτή παρουσιάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία. Το ζήτημα που εντοπίζεται είναι ότι πολλά δείγματα αυτής της προσέγγισης μεταφράζουν τους στόχους της βιωσιμότητας σε μία μίμηση οργανισμών και φυσικών καταστάσεων, που απλοποιεί μία σύνθετη, κατά βάση, έννοια. Το ίδιο συμβαίνει και με την αδιάκριτη χρήση του πρασίνου (φύτευση) ως επιδερμίδα στα κελύφη των κτηρίων ή την ενσωμάτωσή του εντός αυτών, που εκλαμβάνονται ως τα κύρια χαρακτηριστικά που δηλώνουν μία βιώσιμη στρατηγική, χωρίς πάντα να γίνεται λόγος για άλλα, πιο ενήμερα βιώσιμα συστήματα. Από τα κοινωνικά σύνολα που εξετάστηκαν, είναι αυτό των πολιτών όπου διαπιστώνεται η ανάγκη να στραφεί η εφαρμογή της βιωσιμότητας σε αστική κλίμακα. Μέσω των αυτόβουλων σημειακών παρεμβάσεων, όπως των Guerilla Gardeners, τονίζεται η έλλειψη φύτευσης στα αστικά κέντρα , η απουσία στρατηγικών συμμετοχής των κατοίκων καθώς και μία ανάγκη για αποτελεσματική ενημέρωση σε τοπικό επίπεδο.


94 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα επιλεχθέντα παραδείγματα φανερώνουν τα πολλαπλά επίπεδα περιβαλλοντικού προβληματισμού τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει ο σχεδιασμός. Τα προβληματικά του σημεία εντοπίζονται στη συνέχεια μέσα από την ανάλυση των αρνητικών κριτικών της πράσινης τάσης. Μέσα από αυτές διαφαίνονται οι λόγοι που υπάρχει η έλλειψη αποτελεσματικής προσέγγισης, όταν η ευθύνη έγκειται ταυτοχρόνως στον τρόπο ζωής, την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό. Για παράδειγμα, κάποια από τα προβλήματα που εντοπίζονται στην εφαρμογή του LEED, όπως η λήξη της αποδοτικής χρήσης του πιστοποιημένου κτηρίου, είναι αποτέλεσμα των επιφανειακών επιδιώξεων στα πλαίσια του lifestyle, ενώ το φαινόμενο των «πράσινων ενοχών» μπορεί να αναγνωστεί και ως η αιτία του greenwashing στην αρχιτεκτονική. Στα πλαίσια της ίδια λογικής, η ομαδοποίηση της Elizabeth K. Meyer των στάσεων ως προς τη βιωσιμότητα σε διαφορετικά ‘στρατόπεδα’ δείχνει μία κατάσταση διχασμού, που δικαιολογεί και την έλλειψη προσεγγίσεων που να επιλύουν τα ζητούμενα της βιωσιμότητας. Από τη μία, αρχιτέκτονες-σχεδιαστές - (Gehry, Eisenman) περιφρονούν την πράσινη τάση για χάρη της αισθητικής και από την άλλη, αρχιτέκτονες -’μηχανικοί’ δίνουν μεγάλη έμφαση στο τεχνικό κομμάτι εις βάρος της. Η αδιάκοπη προώθηση των όρων της βιωσιμότητας και του πρασίνου, που αγγίζει τα όρια της ‘μόδας’ ενισχυόμενη από τους μηχανισμούς μάρκετινγκ εν τέλει έχει αρνητικές επιπτώσεις, εφόσον δημιουργεί αντιπαραθέσεις και εμποδίζει την εφαρμογή των ουσιαστικών, χαρακτηριστικών στοιχείων της βιωσιμότητας. Παρομοίως και στην περίπτωση της μεγαλύτερης κλίμακας του αστικού χώρου, η επιδίωξη άμεσων οικολογικών ποιοτήτων παραβλέπει απαραίτητα κριτήρια της βιωσιμότητας, όπως αυτό της κοινωνικά δίκαιης κατανομής του χώρου, ενώ στους στόχους που τίθενται δεν αναφέρεται η αισθητική ως απαραίτητο συστατικό. Ως εκ τούτου, χαρακτηριστικά που απαλείφονται από το διχασμό των τάσεων και την παράλειψη σημαντικών παραγόντων, αναπληρώνονται όχι με τον αποτελεσματικότερο τρόπο εκ μέρους των ανεξάρτητων στρατηγικών. Μία πιο αποτελεσματική προσέγγιση στα προβλήματα που εντοπίστηκαν διατυπώνεται μέσω της σύγχρονων θεωριών. Συγκεκριμένα, προσδιορίζονται τα αναγκαία χαρακτηριστικά μίας βιώσιμης στρατηγικής στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής μέσω της σύνθεσης κριτηρίων που προτείνει η S. Hagan και των αρχών του


95

L.Hosey, και έπειτα στην ευρύτερη (αστική, πολεοδομική, χωροταξική) μέσω της σύγκρισης των προτύπων του Ecological Urbanism. Στην μικρή κλίμακα – αυτή της αρχιτεκτονικής - οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για μία βιώσιμη προσέγγιση χωρίζονται σε τρεις αλληλένδετες κατηγορίες - τεχνολογία και μορφή, πολιτισμική και κλιματική προσαρμογή, εννοιοδότηση και αισθητική - οι οποίες συγκεκριμενοποιούνται μέσω τριών προτεινόμενων κριτηρίων. Το πρώτο κριτήριο της Σύμπραξης -σύνθεση «Συμβίωσης» (Hagan) και «Διατήρησης» (Hosey) - αναφέρεται στη σημασία της συνεργίας των παθητικών και ενεργητικών συστημάτων που ανταποκρίνονται στις συνθήκες της εκάστοτε κλιματικής περιοχής με την αποδοτικότητα της ογκοπλασίας και του μεγέθους ενός έργου. Το δεύτερο κριτήριο της Ενημερότητας - σύνθεση της «Διάκρισης» (Hagan) και της «Σύνδεσης» (Hosey) - θέτει ως βασικό παράγοντα την ενημέρωση από το γύρω περιβάλλον και την ανάδειξη των πολιτισμικών και κλιματικών ιδιαιτεροτήτων της τοποθεσίας που φιλοξενεί το έργο. Το τρίτο κριτήριο της Ενθύμησης - σύνθεση «Ορατότητας»(Hagan) και «Έλξης» (Hosey) - τονίζει τον εννοιολογικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η βιώσιμη αρχιτεκτονική, ο οποίος μπορεί να ενισχυθεί από τη σημερινή σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης και να αναδείξει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της αισθητικής στον όρο της βιωσιμότητας. Ενώ και τα τρία κριτήρια είναι ίσης σημασίας, εφόσον καλύπτουν διαφορετικές απαιτήσεις της βιωσιμότητας και απαιτείται η παράλληλη εφαρμογή τους, το τρίτο - η Ενθύμηση - είναι αυτό που πιθανότατα θα αποκαλύψει νέες επίκαιρες εκδοχές της βιώσιμης αρχιτεκτονικής. Στη μεγαλύτερη κλίμακα - την αστική, πολεοδομική, χωροταξική προσδιορίζονται τρία μοντέλα σχεδιασμού του χώρου στα πλαίσια του Ecological Urbanism - «ο Κήπος», «το Όριο», «το Συνεχές» - των οποίων οι διαφορές έγκεινται στις συνθήκες της εκάστοτε περιοχής υπό μελέτη. Το πρώτο μοντέλο του «Κήπου» που αφορά κατά βάση στην ενίσχυση των οικολογικών προσόντων της φύτευσης και την εφαρμογή εναλλακτικών πηγών ενέργειας, απαιτεί την ύπαρξη διαθέσιμης έκτασης, τη μικρότερη πυκνότητα πληθυσμού και την οικονομική δυνατότητα εκ μέρους των θεσμικών οργάνων για να εφαρμοστεί. Το δεύτερο μοντέλο - πρότυπο του «Ορίου» - αφορά στην τακτική της πύκνωσης και μπορεί να εφαρμοστεί εκεί που οι συνθήκες της το επιτρέπουν, ώστε οι ποιότητες του χώρου να ενισχυθούν και όχι να υποβαθμιστούν για χάρη των ωφελειών της πύκνωσης. Το τρίτο και πιο ευρύτερης εφαρμογής μοντέλο του «Συνεχούς» στηρίζεται


96 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

στην ιδέα της σύμπτυξης του κτισμένου και του άκτιστου, του κατοικημένου και του ακατοίκητου σε ένα νέο υβριδικό οικοσύστημα, χωρίς να αποκλείει και την παράλληλη εφαρμογή των προηγούμενων δύο προτύπων. Και στα τρία ο ρόλος του σχεδιασμού είναι ζωτικής σημασίας, εφόσον μέσω αυτού η κάθε στρατηγική αποκτάει υλική διάσταση και εικόνα, τα οποία και μπορούν να επηρεάσουν την οικολογική αντίληψη του κατοίκου-χρήστη. ‘Μεσολαβητής’ μεταξύ των στρατηγικών που εντοπίζονται στα πρότυπα του Ecological Urbanism και της υλοποίησής τους είναι η κλίμακα της αρχιτεκτονικής. Η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των προτύπων εξαρτάται από τον τρόπο που η αρχιτεκτονική σημειακά θα αποτυπώσει το γενικότερο όραμα. Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα κριτήρια σχεδιασμού που προτείνονται είναι αλληλένδετα με τα μοντέλα της εκτενέστερης χωρικής οργάνωσης. Ολοκληρώνοντας, μέσα από την ανάλυση των κριτηρίων για μία βιώσιμη προσέγγιση στο σχεδιασμό και μέσα από όλη την έκταση της διερεύνησης, καταλήγουμε σε ανάλογα συμπεράσματα. Τονίζεται για άλλη μια φορά η σημασία της αναζήτησης απαντήσεων μέσω της προϋπάρχουσας θεωρίας, η οποία όταν επανεξεταστεί υπό τη σκοπιά των σύγχρονων αναγκών μπορεί να προσφέρει καινούριες, αποτελεσματικές και καινοτόμες προσεγγίσεις στο βιώσιμο σχεδιασμό. Αυτό εντοπίζεται στην περίπτωση του μοντέλου του Συνεχούς, το οποίο αναπροσαρμόζοντας την ιδέα του Broadacre City του F.L.Wright και τις θεωρίες του Ian McHarg στα σύγχρονα δεδομένα, κατάφερε να μετατρέψει ένα πρόβλημα σε ένα κοινωνικά ευπρόσδεκτο και ωφέλιμο γεγονός (βλ. Goethenburg). Η ικανότητα κριτικής εφαρμογής των καινοτομιών - και όχι η χρήση τους για χάρη του ‘νέου’ - σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της ήδη συσσωρευμένης αρχιτεκτονικής γνώσης, είναι απαραίτητη για την εύρεση ολοκληρωμένων λύσεων στα νέα ζητήματα που εκδηλώνονται. Μέσω αυτής της ικανότητας, η αρχιτεκτονική, παράλληλα με την τεχνική λύση που απαιτεί η βιωσιμότητα, μπορεί να νοηματοδοτήσει, να σχολιάσει, να προσδώσει αισθητική και να προσφέρει κίνητρα για τον ενστερνισμό ενός πιο υπεύθυνου τρόπου ζωής. Κατά αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η βεβιασμένη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων μέσω της παραγωγής ‘μνημείων’ στην οικολογία που σκεπάζουν (μεταφορικά και κυριολεκτικά) με πράσινο τα πραγματικά ζητήματα και καταστέλλουν προσωρινά τις πράσινες ενοχές.


97

Η αρχιτεκτονική και γενικότερα ο σχεδιασμός του χώρου δεν είναι ανάγκη να ‘θυσιαστούν’ για να εκπληρώσουν το ‘πράσινο καθήκον’ τους. Αντιθέτως, αν εκλάβουμε τη βιωσιμότητα ως αδιαμφισβήτητο συστατικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής, τότε δεν θα υφίσταται πλέον η ανάγκη ‘πράσινου καθήκοντος’.


98 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βιβλία Tracey David [2007], Guerrilla Gardening: A Manualfesto, Gabriola Island, BC: New Society Publishers Reynolds Richard [2008], On Guerrilla Gardening: A Handbook for Gardening Without Boundaries, New York: Bloomsbury Charles E Beveridge and Carolyn F Hoffman [1997](επιμ.), The Papers of Frederick Law Olmsted, Baltimore: Johns Hopkins University Press Tate Alan [2003], Great city parks, London: Spon Press, 2003 Gissen David [2003], Big and Green: Toward Sustainable Architecture in the 21st Century, New York: Princeton Architectural Press Yeang Ken [2000], The Green Skyscraper: The Basis for Designing Sustainable Intensive Buildings, Munich, London, New York: Prestel Glaeser Edward L. [2012], Triumph of the City, London: Pan Books Rybczynski Witold [2015] , Makeshift Metropolis: Ideas About Cities, μετφρ. Maxim Korobochkin, Moscow: Strelka Press MVRDV [2015], KM3-EXCURSIONS ON CAPACITIES, Barcelona: Actar Hagan Suzannah [2001], Taking Shape, Oxford: Architectural Press Hagan Suzannah [2015], Ecological Urbanism: the nature of the city, New York: Routledge Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010 Hosey Lance [2012], The Shape of Green: Aesthetics, Ecology, and Design, Washington: Island Press Λέφας Παύλος [2003] (επιμ.), Αύριο, Οι Πόλεις, Αθήνα: Πλέθρον Sang Lee [2011](επιμ.), Aesthetics of Sustainable Architecture, Rotterdam: 010 Publishers


99

Τσουδέρος Ιωάννης Εμμ.[2008], Οικολογική Συμπεριφορά των Πόλεων, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Thomas [2008], Hot, Flat and Crowded – Why We Need a Green Revolution – and How it Can Renew America, Nέα Υόρκη: Farrar, Straus & Giroux Dornfeld David [2010], Green Manufacturing: Fundamentals and Applications, Νέα Υόρκη: Springer Farmer John [1996], The Green Shift, Oxford. London and Boston: Butterworth Architecture Scruton Roger [1994], The Classical Vernacular, Manchester: Carcanet SHIVA, Vandana [1993], Monocultures of the Mind, London: Zed Books. Gausa Manuel [2003](επιμ.), The Metapolis Dictionary of Advanced Architecture: City, Technology and Society in the Information Age, Βαρκελώνη:Actar Werquin Ann Carol [2005] (επιμ.), Green Structure and Urban Planning, Λουξεμβούργο: Office for Official Publications of the European Communities Mostafavi Mohsen, Gareth Doherty (επιμ.) [2010], Ecological urbanism, Mπάντεν: Lars Müller Publishers, Howard Ebenezer [1902], Garden Cities of To-Morrow, Λονδίνο: Faber and Faber Εdward Ng [2010], Designing high-density cities for social and environmental sustainability. London Sterling, Νέα Υόρκη: Routledge, 2010

Διαδικτυακές Πηγές Ηνωμένα Έθνη, « Report of the World Commission on Environment and Development: Our Common Future «, Un Documents, 1986 στο www. un-documents.net/our-common-future.pdf (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016)


100 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Collin’s Dictionary: «sustainable» στο www.collinsdictionary.com/ dictionary/english/sustainable, «Green»στο www.collinsdictionary.com/ dictionary/english/green (Τελευταία επίσκεψη 28 Οκτωβρίου 2016) Annie Kane, «Making Concrete green: reinventing the world’s most used synthetic material», The Guardian , 3/3/2016, στο www.theguardian.com/ sustainable-business/2016/mar/04/making-concrete-green-reinventingthe-worlds-most-used-synthetic-material (Τελευταία επίσκεψη 15 Σεπτεμβρίου 2016) Merriam-Webster, «green» στο www.merriam-webster.com/dictionary/ green (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016) Oxford Dictionaries, «greenwash» στο www.oxforddictionaries.com/ definition/english/greenwash (Τελευταία επίσκεψη 28 Σεπτεμβρίου 2016) Ηνωμένα Έθνη , «Kyoto Protocol», Un Documents, 11/12/1997 unfccc. int/kyoto_protocol/items/2830.php (Τελευταία επίσκεψη 20 Σεπτεμβρίου 2016) Michael Le Page, «Was Kyoto climate deal a success? Figures reveal mixed results», News Scientist, 14/06/2016 στο www.newscientist.com/ article/2093579-was-kyoto-climate-deal-a-success-figures-reveal-mixedresults/ (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016) Alec Appelbaum, «Can the Green Building Council Polish LEED’s Tarnished Standards?», FastCompany, 01.06.11 στο www.fastcompany. com/1714517/can-green-building-council-polish-leeds-tarnishedstandards (Τελευταία επίσκεψη 16 Σεπτεμβρίου 2016) Lloyd Alter, «The Four Sins of LEEDwashing: LEED Green Buildings That Perhaps Aren’t Really Green», TreeHugger, 17/03/2009 στο www.treehugger.com/sustainable-product-design/the-four-sins-ofleedwashing-leed-green-buildings-that-perhaps-arent-really-green/ page2.html (Τελευταία επίσκεψη 10 Οκτωβρίου 2016) Wade Graham, «Are we greening our cities, or just greenwashing them? «, LATimes, 6/03/2016 στο www.latimes.com/opinion/op-ed/laoe-graham-folly-of-green-buildings-20160306-story.html (Τελευταία επί-


101

σκεψη 8 Οκτωβρίου 2016) Kriston Capps, «Green Building Blues», The American Prospect, 12/02/2009, στο prospect.org/article/green-building-blues (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016) Vernon Mays, «The Elusive Mr. Ambasz», Architect Magazine, 31/07/2009 στο www.architectmagazine.com/design/the-elusive-mr-ambasz_o (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016) Nielsen, «Global Sustainability Report», στο www.nielsen.com/content/ dam/nielsenglobal/dk/docs/global-sustainability-report-oct-2015.pdf (Τελευταία επίσκεψη 29 Σεπτεμβρίου 2016) Mintel, «Four Key Consumer Trends», 23/10/2014 στο www.mintel. com/press-centre/social-and-lifestyle/mintel-identifies-four-key-ukconsumer-trends-for-2015 (Τελευταία επίσκεψη 29 Σεπτεμβρίου 2016) Grant Jacobsen , «The Al Gore Effect: An Inconvenient Truth and Voluntary Carbon Offsets», University of California-Santa Barbara, στο www.erb.umich.edu/News-and-Events/colloquium_papers/ JacobsenJMP.pdf (Τελευταία επίσκεψη 29 Σεπτεμβρίου 2016) Spiegel Online,»An Obsessive Compulsion towards the Spectacular»(Συνέντευξη με τον Rem Koolhaas) 18/07/2008 στο www.spiegel.de/ international/world/rem-koolhaas-an-obsessive-compulsion-towardsthe-spectacular-a-566655.html (Τελευταία επίσκεψη 28 Οκτωβρίου 2016) Rem Koolhaas, «Advancement VS. Apocalypse», (Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Harvard), 03/04/2009, στο oma.eu/lectures/sustainabilityadvancement-vs-apocalypse (Τελευταία επίσκεψη 15 Οκτωβρίου 2016) Vladimir Belogolovsky, Συνέντευξη με τον Peter Eisenmann, 18/06/2009, στο curatorialproject.com/interviews/petereisenmanii.html (Τελευταία επίσκεψη 12 Οκτωβρίου 2016) Blair Kamin, «Frank Gehry holds forth on Millennium Park, the Modern Wing and why he’s not into green architecture», Chicago Tribune, 07/04/2010, στο featuresblogs.chicagotribune.com/theskyline/2010/04/


102 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

looking-down-on-the-stunning-view-of-the-frank-gehry-designedpritzker-pavilion-from-the-art-institute-of-chicagos-renzo-pian.html (Τελευταία επίσκεψη 15 Οκτωβρίου 2016) Martin Schipany, «And he saw that it was «smart» - Interview with climate strategist Boyd Cohen», στο www.wien.gv.at/english/transportationurbanplanning/interview-boyd-cohen.html (Τελευταία επίσκεψη 10 Σεπτεμβρίου 2016) Alastair Townsend, «Why Japan is Crazy About Housing», Archdaily, 21/11/2013, στο www.archdaily.com/450212/why-japan-is-crazy-abouthousing (Τελευταία επίσκεψη Οκτώβριος 2016) Επίσημη Ιστοσελίδα του Λούβρου στο Άμπου Ντάμπι, στο louvreabudhabi.ae/en/building/Pages/architecture.aspx (Τελευταία επίσκεψη Σεπτέμβριος 2016)

Άρθρα σε περιοδικά Stephan Buerger, Δήμητρα Κατσώτα, Γεώργιος Α. Πανέτσος [2009], «Σημείωμα των επιμελητών», Δομές, 01/09, σσ. 50 Zardini Mirko, [2010], «(Against) the Greenwashing of Architecture», New Geographies, 02, σσ. 139 Kidd V. Charles [1992], “The evolution of sustainability”, Journal of Agricultural and Environmental Ethics, 03/92 Inaki Abalos [2009], “Beauty from sustainability?”, Harvard Design Magazine, άνοιξη/καλοκαίρι 2009 Peter Buchanan [2007], “Invitation to the dance: Sustainability and the expanded realm of design”, Harvard Design Magazine, φθινόπωρο/άνοιξη 2007 Grawe Sam [2007], «Sustainability 24/7», Dwell, Νοέμβριος, σ. 11 Γεώργιος Α. Πανέτσος [2009], «Σημείωμα των επιμελητών», Δομές, 06/14, σσ. 24 Matthew J. Kotchen [2009], « Offsetting Green Guilt», Stanford Social


103

Innovation, Άνοιξη 2009, σσ.26 Naess, A. [1988] , «Deep Ecology and Ultimate Premises», The Ecologist, τεύχος 18, σσ.128-131 Guy Simon, Farmer John [2001], «Reinterpreting Sustainable Architecture», Journal of Architectural Education, Φεβρουάριος 2001, σσ. 140-148 Meyer K. Elizabeth [2008], «Sustaining Beauty. The performance of appearance. A mainfesto in three parts», Journal of Landscape Architecture, Άνοιξη 2008, σσ.6 - 23

Άρθρα σε βιβλία Sam Jacob (2014),D.Alastair, G.Webber (επιμ.) A clockwork Jerusalem, σσ. 7 - 21, Λονδίνο: The Vinyl Factory

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ 1.[πίνακας], Thomas Eakins, Arcadia, 1883, Πηγή: https://commons. wikimedia.org/wiki/File:Thomas_Eakins_Arcadia.jpg 2.[κολλάζ], Michael Sorkin, New York City (Steady) State, 2010 Πηγή: http://www.metropolismag.com/Point-of-View/August-2010/ Americans-bring-their-can-do-approach-to-Venice/ 3.[διάγραμμα], προσωπική επεξεργασία 4.[διάγραμμα], Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010, σ. 68 5.[κολλάζ], Πηγή: http://www.thenomadstudio.net/greenvarnish/ 6.[φωτογραφία], Πηγή: http://www.e-architect.co.uk/images/jpgs/ architects/ann_demeulemeester_shop_seoul_06.jpg


104 ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

7.[φωτογραφία], Πηγή: http://www.killadesign.com/wp-content/ uploads/2015/01/Anara-Tower-in-Dubai.jpg 8.[κολλάζ], προσωπική επεξεργασία, Πηγές:i) http://cdn2.spiegel. de/images/image-43059-galleryV9-abcd-43059.jpg, ii) http://www. raaderum.com/wp-content/uploads/gg2-resized.jpg 9.[κολλάζ] , προσωπική επεξεργασία, Πηγή: Maas Winy, Ulf Hackauf, Pirjo Haikola [2014], Green Dream: How Future Cities Can Outsmart Nature, Rotterdam: nai010, σ. 185 10.[φωτογραφία], Πηγή: http://aasarchitecture.com/wp-content/ uploads/Paris-Smart-City-2050-by-Vincent-Callebaut-11.jpg 11.[φωτογραφία], Πηγή: http://www.greenroofs.com/projects/acros/ acros1.jpg 12.[φωτογραφία], Πηγή: http://www.vitaroofs.com/wp-content/ uploads/2014/02/VANCOUVER-OLYMPIC-VILLAGE-3-of-5.jpg 13.[φωτογραφία], Πηγή: https://maddyflynn.files.wordpress. com/2011/04/img_7806.jpg 14.[φωτογραφία], Πηγή: http://www.l-a-v-a.net/assets/Uploads/Masdar300dpiSimon-Perry05-8.jpg 15,16,17. [σχεδιάγραμμα], Πηγή: https://www.architectural-review. com/archive/viewpoints/ecological-urbanism/8679977.article


105


106 ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟΥ | ΚΡΙΤΗΡΙΑ


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.