Μανώλης Αναστασάκης, Editorial στο GRA Review No 8-9/2015 “ΑΘΗΝΑ 2020”, σσ. 7-9
«Η µορφή της πόλης αλλάζει πιο γρήγορα, αλλοίµονο, από την καρδιά ενός θνητού». Ο Charles Baudelaire στο ποίηµά του “Le Cygne” του 1857 συµπυκνώνει στον περίφηµο αυτό στίχο του τη νοσταλγία για το Παρίσι που χάνεται από τις σχεδιασµένες σαρωτικές διανοίξεις λεωφόρων του Haussmann. Κάθε πόλη έχει τους ισχυρούς και ήπιους χρόνους της και, κατ’ αντιστοιχία έντασης, η σύγχρονη Αθήνα µεταµορφώνεται τη δεκαετία του 1960. Η µαζική ανοικοδόµηση επιφέρει καταστροφές και η Αθήνα των χωµατόδροµων και µονώροφων και διώροφων φτωχικών µονοκατοικιών µετατρέπεται ανοργάνωτα σε µία πόλη εξαώροφης πολυκατοικίας. Το κέντρο της πόλης χάνει ένα κοµµάτι µνήµης από ιδιαίτερα νεοκλασικά κτήρια και ανοικοδοµείται µε 8όροφες νέες κατασκευές καθώς και µε αξιόλογα δείγµατα µίας µοντέρνας αρχιτεκτονικής. Με αυτήν την µεταπολεµική αστική και αρχιτεκτονική κληρονοµιά πορεύονται οι τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπου η αστικοποίηση εξαπλώνεται άναρχα, µε το λεκανοπέδιο να προσοµοιάζει πλέον από ψηλά µε χαλικοστρωµένο τοπίο. παράλληλα όµως αναπλάθονται οι κεντρικές περιοχές και επανεξετάζεται η αρχιτεκτονική κληρονοµιά του 19ου αιώνα. Οι εγκαταστάσεις και οι υποδοµές για τους ολυµπιακούς αγώνες του 2004 σφραγίζουν αυτήν τη δεύτερη µεταπολεµική περίοδο. Μία νέα µεταµόρφωση της αθηναϊκής µητρόπολης έχει δροµολογηθεί και διαφαίνεται ότι κατά τη δεκαετία του 2020 οι αθηναίοι της τρίτης ηλικίας θα έχουν για 3η φορά την ευκαιρία να βιώσουν ένα µεταλλαγµένο αστικό τοπίο. Η κρίση έχει επιβραδύνει το βηµατισµό των αλλαγών, οι συνθήκες όµως είναι ώριµες και οι πρωταγωνιστές σε ετοιµότητα. Το µεγάλο έργο σε φάση ολοκλήρωσης είναι το «Κέντρο Πολιτισµού Ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος» και παραπληρωµατικά σε αυτό η προγραµµατιζόµενη σε φάση οριστικής µελέτης «Ανάπλαση του Φαληρικού Όρµου». Τα δύο αυτά µεγάλα έργα, µε την ευτυχή σφραγίδα του Renzo Piano, αναβαθµίζουν το πολιτιστικό, αρχιτεκτονικό και φυσικό τοπίο της Αθήνας και αναπροσδιορίζουν εµφατικά τη σχέση της µε τη θάλασσα. Η εµβέλειά τους είναι τέτοια ώστε από µόνα τους θα µπορούσαν να υποστηρίξουν το πέρασµα της πόλης σε µια νέα εποχή.
Κι όµως, για την Αθήνα υπάρχει µία µεγαλύτερη πρόκληση. Είναι η µοναδική ίσως πόλη στον «ανεπτυγµένο» κόσµο η οποία έχει την ευκαιρία να διαχειριστεί 6.200 στρέµµατα αδόµητης έκτασης σε νευραλγικό σηµείο του αστικού ιστού. Είναι σαν το Hyde Park στο Λονδίνο και το Central Park στη Νέα Υόρκη µε τις γύρω περιοχές τους, να προκύπτουν ως θέµατα για αστικό σχεδιασµό µετά την ώριµη αστικοποίησή τους. Για την περιοχή «Ελληνικό» του πρώην διεθνούς αεροδροµίου της Αθήνας, έχουν πολλαπλώς διασταυρωθεί ιδέες και προτάσεις από δηµόσιους και επιστηµονικούς φορείς µε πρώτο σηµαντικό ορόσηµο για την αξιοποίησή της το διεθνή διαγωνισµό του 2004. Το Α’ βραβείο των γραφείων Iterae/OLM (iterae Serero+Fernandez architects) είναι υπόδειγµα στρατηγικής σχεδιασµού ο οποίος ενσωµατώνει τη µορφολογία εδάφους, το φυσικό οικοσύστηµα, τη διαχείριση φυσικών πόρων, την αστική ανάπτυξη, µέσα από ένα πλέξιµο συνθετικής οργάνωσης των φυσικών και τεχνητών στοιχείων και µέσα από µία δυναµική διαχείριση χρονικών µετασχηµατισµών. Ακόµα όµως και εάν δεν θεωρήσουµε πρώιµη οικονοµικά και πολιτικά αυτή την πρόταση, η διαχείριση τέτοιας εµβέλειας και ποιότητας στρατηγικών και δυναµικών παρεµβάσεων απαιτεί υψηλού επιπέδου δηµόσια διοικητική συγκρότηση και οργάνωση. Ας σκεφτούµε ότι ο ανεπτυγµένος Καναδάς δοκιµάζεται ακόµα µε την υλοποίηση του Α’ βραβείου των ΟΜΑ το 2000 για το Downsview park στο Toronto, µία πρόταση που έθεσε πρώτη µε ουσιαστικό τρόπο το ζήτηµα της χρονικής και δυναµικής ανάπτυξης των αστικών πάρκων. Η προσγείωση στο «Ελληνικό» έρχεται µε τεχνοκρατικούς όρους το 2011 µε την πρόταση Acebillo για µία “slim city”, η οποία συνδέει την αποσυµφόρηση πυκνοδοµηµένων περιοχών της Αθήνας µε την ανάπτυξη της περιοχής του πρώην αεροδροµίου. Οι προτάσεις όµως που θέτουν συνολικότερες διαχειρίσεις του αστικού απαιτούν όχι µόνο ισχυρή πολιτική βούληση και δύναµη αλλά και χρόνο για να ωριµάσουν οι κοινωνικές συναινέσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν απουσιάζει ένας ισχυρός οικονοµικός παίκτης οπότε το δηµόσιο ασθµαίνει εάν δεν παρακολουθεί απλώς τις συνεχώς µεταβαλλόµενες κοινωνικές και οικονοµικές πιέσεις.
Πέρα όµως από τη γενικότερη φιλοσοφία και αντίληψη της κάθε πρότασης αστικής ανάπλασης, αυτή κινδυνεύει να µείνει ανολοκλήρωτη εάν δεν υποστηριχθεί τελικά από έναν αρχιτεκτονικό σχεδιασµό µε ποιότητα. ∆ιότι η σχεδιασµένη γενική κατεύθυνση των αστικών µεταβολών εδράζεται µεν στο χωροταξικό επίπεδο και στη διαµόρφωση στρατηγικών παρεµβάσεων τα οποία κινούνται στη µεγάλη κλίµακα της πόλης (βλ. εδώ τη δηµοσίευση του ερευνητικού προγράµµατος της Περιφέρειας Αττικής), η ποιότητα όµως
της εφαρµογής τους κρίνεται στο σχεδιαστικό επίπεδο. Επιγραµµατικά: ένα θέµα είναι η χωροθέτηση παράκτιου πάρκου στο φαληρικό όρµο και ο προγραµµατισµός για µια νέα εθνική βιβλιοθήκη και λυρική σκηνή, άλλο θέµα όµως είναι ο ευτυχής ή ατυχής σχεδιασµός τους. Ας φανταστούµε για λίγο το αποτέλεσµα της υλοποίησης αυτών των έργων εάν εφαρµοζόταν η διαδικασία της µελετοκατασκευής! Ας σκεφτούµε ακόµα την αρχιτεκτονική «τρύπα» που αποτέλεσε η ανάπλαση της περιοχής “Les Halles” στο Παρίσι. Μία ουσιαστική αστική ανάπλαση προϋποθέτει λοιπόν έναν συγχρονισµό και µία σύµπνοια της χωροθέτησης, της στρατηγικής, των φορέων σχεδιασµού και υλοποίησης, των διαδικασιών αποφάσεων και εφαρµογής καθώς και της αρχιτεκτονικής πρότασης. Το «Ελληνικό» της Lamda development διαθέτει το µεγάλο αρχιτεκτονικό όνοµα για έναν επιτυχή σχεδιασµό: Foster+Partners. Εάν ο ρόλος του Foster δεν περιοριστεί στο προτεινόµενο master plan που στόχος του ήταν να κερδηθεί ο οικονοµικός διαγωνισµός για την αξιοποίηση του έργου και εµπλακεί ουσιαστικότερα στο σχεδιασµό του, µπορεί η Αθήνα να ελπίζει ότι θα αποκτήσει ένα σηµαντικό Μητροπολιτικό Πάρκο. Οι παγίδες της διαχείρισης αυτού του τεράστιου έργου είναι ο κατακερµατισµός και ο εγκλωβισµός στην οικονοµική µόνο διάσταση. Μένει να αποδειχθεί ότι οι φορείς που θα αποφασίσουν για τις µελέτες που θα ακολουθήσουν και εκείνοι που θα διαχειριστούν την υλοποίηση και αξιοποίηση αυτής της µοναδικής έκτασης διαθέτουν έναν διευρυµένο ορίζοντα πολιτικών αστικής παρέµβασης.
Η πεζοδρόµηση της Πανεπιστηµίου έχει το ευτύχηµα να διαθέτει το φορέα υποστήριξης - το Ίδρυµα Ωνάση - το οποίο φιλοδοξεί να συµµετέχει σε µία σηµαντική αστική παρέµβαση στο κέντρο της πρωτεύουσας. ∆ιαθέτει ακόµα το επεξεργασµένο πλαίσιο αστικής παρέµβασης µέσα από το Ρυθµιστικό Σχέδιο της Αθήνας. Η προκήρυξη του ευρωπαϊκού αρχιτεκτονικού διαγωνισµού έθετε τον ευρύτερο προβληµατισµό τόσο για το τι είναι σήµερα µία µητροπολιτική κεντρικότητα όσο και για τον επαναπροσδιορισµό της χρήσης του αυτοκινήτου στα κέντρα των πόλεων - Re-think Athens ονοµάστηκε το σχέδιο αυτό. Η βραβευθείσα µελέτη του γραφείου OKRA δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει διεθνή αναφορά αστικής ανάπλασης, η απλότητά της όµως επιτρέπει στην εξαιρετική αρχιτεκτονική κληρονοµιά του κέντρου της πόλης να αναπνεύσει και να αναδειχθεί. Επιπλέον, όπως αναφέρει εδώ ο Π. Τουρνικιώτης, «το τελικό αποτέλεσµα είναι µια βιοκλιµατική παρέµβαση αιχµής … και θα σε καλεί να απολαύσεις τον υπαίθριο βίο στην πόλη µέσα στο ίδιο το κέντρο της».
Στην κατεύθυνση του αναπροσδιορισµού της κυκλοφορίας στις πόλεις εντάσσεται και ο Ποδηλατόδροµος Φάληρο-Κηφισιά, ένα έργο ενταγµένο στο Μητροπολιτικό ∆ίκτυο ποδηλάτου του Ρυθµιστικού Σχεδίου Αττικής και υλοποιηµένο στο µεγαλύτερο τµήµα του. Όπως αναφέρει εδώ ο Θ. Βλαστός, το στοίχηµα δεν είναι µόνο συγκοινωνιακό αλλά η υποδοµή του ποδηλάτου να αναπτύσσει κυρίως πράσινες διαδροµές οι οποίες είναι σηµαντικές τόσο για την ενίσχυση σηµαντικών πόλων εκπαίδευσης και πολιτισµού όσο και για την αναβάθµιση της αισθητικής και του περιβάλλοντος της πόλης. Η επιτυχία της κάθε παρέµβασης και της κάθε αλλαγής κρίνεται τελικά στη µακρά διάρκεια, στο κατά πόσον δηλαδή ένα έργο θα ενταχθεί αρχιτεκτονικά και βιωµατικά στο αστικό περιβάλλον υποδοχής του. «Αντιλαµβάνοµαι την πόλη σαν το δοχείο της ύπαρξής µας, σαν το πλατό που παίζεται η ταινία της ζωής µας» αναφέρει εδώ ο Ιωάννης Γρηγοριάδης στη συνέντευξή του στην Αρτέµιδα Ποταµιάνου. Και συνεχίζει: «Η καταγραφή της πόλης δεν αποτελεί µόνο το σκηνικό αλλά και το αφηγηµατικό πλαίσιο, το σενάριό της». Είµαστε λοιπόν µέρος της πόλης, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και θεατές ταυτόχρονα, και εάν µας εκπλήσσει µία φορά το απόφθεγµα του Ουίνστον Τσώρτσιλ «Μορφοποιούµε τα κτήριά µας, στη συνέχεια όµως µας µορφοποιούν αυτά», η έκπληξη είναι πολλαπλή για τις πόλεις όταν αντιλαµβανόµαστε ποια είναι εκείνα τα αστικά χαρακτηριστικά τους που µας χαροποιούν ή µας ξενίζουν. Η Αθήνα µπορεί τη επόµενη δεκαετία να µας προσφέρει ένα καλύτερο δηµόσιο αστικό πλαίσιο ζωής και όσο την αλλάζουµε εµείς προς τα καλύτερο η πόλη θα µας το ανταποδίδει.
Μανώλης Αναστασάκης από το άρθρο αρχισυντάκτη στο GRA Review No 8-9 / 2015