Το ευ ζην τραγουδιστό
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής (ισοκράτης)
«...Κι ο Οδυσσέας στο αρχοντικό του Αλκίνοου κίνησε να πάει· μα πριν πατήσει το χάλκινο κατώφλι, στάθηκε και δούλευεν ο νους του· τι φως ολούθε απ᾿ του λιοντόκαρδου του Αλκίνοου το παλάτι το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν — σα φεγγαριού, σαν ήλιου. Χάλκινοι οι τοίχοι του ζερβόδεξα, που απ᾿ το κατώφλι ως μέσα τραβούσαν, και ψηλά τους έζωνε μια ζώνη από λαζούρι. Μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν το σπίτι, κι ασημένιοι πάνω στο χάλκινο στηρίζουνταν κατώφλι οι παραστάτες· κι είχε κρικέλι ατόφιο μάλαμα κι ανώφλι ατόφιο ασήμι. Κι ήταν και δυο σκυλιά ζερβόδεξα χρυσά, και δυο ασημένια, μαστορεμένα από τον Ήφαιστο με τη σοφή του τέχνη, του Αλκίνοου να φυλάν του αντρόκαρδου το σπίτι νύχτα μέρα, κι ήταν αθάνατα κι αγέραστα. Και μες στο αρχονταρίκι απ᾿ το κατώφλι ως μέσα αδιάκοπα γραμμή θρονιά ακουμπούσαν στους τοίχους δώθε κείθε, κι έβλεπες απάνω τους ριγμένα λεπτά, καλόφαντα σκεπάσματα, φασμένα από γυναίκες. Εκεί συχνά των Φαίακων οι άρχοντες να φαν, να πιουν κάθονταν, κι είχαν μπροστά τους όσα θα 'φταναν γι᾿ ακέριο χρόνο ακόμα. Μαλαματένιοι πάνω νιούτσικοι σε στέριους στυλοβάτες στέκαν κρατώντας μες στα χέρια τους δαυλιά φλογαναμμένα, να 'χουν να φέγγουν στους συντράπεζους τις νύχτες στο παλάτι. Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει· άλλες αλέθουν στους χερόμυλους καρπό χρυσό σα μήλο, άλλες υφαίνουν για τη ρόκα τους γυρνούνε, καθισμένες, καθώς της λεύκας της λιγνόκορμης τα φύλλα, δίπλα δίπλα, κι απ᾿ τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει· τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες, στα πελάγη να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι στην τέχνη του αργαλειού οι γυναίκες τους· τις μοίρανε η Παλλάδα και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες να 'ναι. Απόξω απ᾿ την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,