Ο θρύλος της Σιφνιάς Κασσιανής
«Στη θέση που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας της Βρυσιανής, ήτανε στα παληά τα χρόνια, ένα μικρό μόνο εκκλησιδάκι του Άη-Βλάση που το θώρειες σαν ασπροπελίστερο ανάμεσα στο πράσινο των δεντρώ και του σκινοποδιού. Τη φρόντιση για την εκκλησιά του Άγιου, είχε μια αφιερωμένη στ' όνομα του καλογρηά, η Κασσιανή, πούμεν' εκεί σιμά, σ' ένα μικρό κελλάκι, τριγυρισμένο απόναδυο φτωχοχώραφα. Ο Άη-Βλάσης ήτανε κείνη την εποχή το ξαπόστασμα των βοσκών και των στρατοκόπηδων που ηγύρναγαν από το Φάρο και τον Πλατύγιαλο. Κάποιο, λοιπονά, δειλινό, γερμένος στα καλά ο νήγιος, νάσου ξαφνικά μπροστά στην Κασσιανή ένας αψηλός, γερομπρατσωμένος κι' όμορφος νηος, με μαλλιά ανάκατα, κόκχινα γένεια στο πηούνι, βρώμικος και κακοσιγουρεμένος. Είπε της πως τ' όνομά του ήτανε Βασίλης Λογοθέτης, πως ύστερ' από φουρτούνα άγρια ηκατάφερε ν' αράξη το καράβι του στον Φάρο και της εγύρεψε νερό να δροσιστή. Η καλογρηά τόνε φίλεψε μ' ότι βρισκούντανε στο φτωχικό της και μια που η νύχτα είχε σκεπάσει για τα καλά τη γης, τούπε να ξεβραδυάση στο κελλί της. Με το πρώτο φως όμως της μέρας, ο ξένος είχε γενεί άφαντος από τον Άη-Βλάση. Κι' ήφτασε, λένε, μονάχα μια νυχτιά, εκείνη η νυχτιά, για να μαυρίση τη ζωή της καμένης της Κασσιανής. Γιάντα σαν ηπέρασ' ο πρεπούμενος καιρός, οι εννηά μηνάδες, που γεννούνε οι γυναίκες, ήρθε στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί, ξανθόξανθό κι' ωραίο. Κι' έτσι η φρόντιση της Κασσιανής ηγίνηκε διπλή, γιάντα μαντζί με τον Άγιο, είχε πια και το παιδάκι. Ο κόσμος όμως την περιφρόνεψε για την παρανομία της. Κανείς πια δεν ηπέρνα από τη μεριά της καταφρονεμένης. Μονάχ' από τον Θεολόγο του Μουγγού της στείλανε παπά για να βαφτίση το μωρό, που το βγάλανε Βενιαμί. Έξε για εφτά χρόνια ηπεράσανε, μαύρα κι' άραχνα για τη δυστυχισμένη μάννα. Και νάσου πάλε ξαφνικά ο μισέρ Βασίλης ο Λογοθέτης, ο γονιός του Βενιαμί. Τσ' έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και τσ' εφίλησε μάννα και παιδί. Μα η χαρά πούφερ' ο ερχομός του δεν ηβάσταξε πολύ. Γιάντα ξανάφυε κι' ήπηρε μαντζί του ο κακούργος και τον Βενιαμί αφίνοντας την άμοιρη τη μάννα μοναχιά στην ερημιά της. Ηκόντεψε να τσε στρίψη το λοϊκό της από τον πόνο της αμαρτωλής. Και τώρα δα να κάνης πως αρωτάς τα γύρω εκεί βουνά, θε να σου πούνε πως ακόμα ανατριχούνε σα θυμηθούνε τον θρήνο και τον εδαρμό της. Εκεί, πλάϊ στο εικόνισμα του Άη-Βλάση, ήτανε κι' ένα της Παναγιάς, που τόσο κι' εκείνη πόνεσε για το παιδί της. Γονατιστή τήνε παρεκάλιε η Κασσιανή μέρα και νύχτα. Ήλεγέ της να τήνε συγχωρέση για το αμάρτημα της, να τήνε λυπηθή και να τσε φέρη το παιδί της πίσω.