Εκεί οπού πάγαινα τρέχοντας μου παρουσιάζεται ένας πολύ μεγάλος πλάτανος και είχε έναν κλώνο πολύ μεγάλον κι᾿ απάνου ήταν ένα χρυσό πουλί.
Τόσο το ζήλεψα!
Στάθηκα να το κάμω σίγρι και στάθηκα αρκετά.
Θα πέρναγα από-κάτου τον κλώνο οπού᾿ ταν το πουλί.
Ζύγωσα κοντά του αυτό είχε το κεφάλι του εις τα φτερά του και κοιμάταν.
Έρριξα το χέρι μου και το ᾿πιασα.
Του έλεγα «Τέτοιο όμορφο πουλί και ήσουν νυστασμένο και σ᾿ έπιασα!»
Και το λιμπίζομουν και το λυπώμουν.
Το βαστούσα εις το χέρι μου κ᾿ έτρεχα δια τον Κριτζώτη.
"...Εκεί μου παρουσιάζεται ένας μ᾿ ένα κάρρο και είχε και τα παιδιά του μέσα.
Σαν είδα τα παιδιά «θα μου γυρέψουν το πουλί» είπα και το᾿ κρυψα εις την τζέπη μου.
Και μ᾿ αυτό ξύπνησα..."