"Για να μην κάμη αρχή κακού, χυθή εμφύλιο αίμα"

Page 1

Ο Ισοκράτης επιλέγει Τὴν πρώτη χρονιὰ πολιόρκησαν τοὺς ντόπιους Τούρκους εἰς τὸ κάστρον τῶν Ἀθηνῶν μαζὶ μ᾿ ὅση φρουρὰ ἦταν, τοὺς πολεμοῦσαν πολλὰ γενναίως. Καὶ τοὺς περιόρισαν εἰς τὸ κάστρο καὶ κάμαν καὶ ρεσάλτο μέσα εἰς τὸν Σερπετζὲ καὶ σκοτώθηκαν κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Καὶ τὰ δυὸ μέρη πολεμοῦσαν γενναίως. Ἦρθε ὁ Ὀμέρπασσας Βεριόνης μὲ μίαν δύναμιν κ᾿ ἔκαμε πολὺν καιρὸν ῾στὴν Ἀθήνα, καὶ διάλυσε τὴν πολιορκίαν κ᾿ ἔπαθαν οἱ δυστυχεῖς Ἀθηναῖγοι πολλὰ δεινά, σκοτωμούς, σκλαβιὲς καὶ ζημιὲς πλῆθος. Φεύγοντας ὁ Βεργιόνης συνάχτηκαν πάλε ἡ χώρα καὶ τὰ χωριὰ καὶ πολιόρκησαν τοὺς Τούρκους, κατοίκους καὶ φρουρά, ὀπίσω ῾στὸ κάστρο στενά. Καὶ σώθη τὸ νερό τους καὶ ὁ ζαϊρές τους, τῶν Τούρκων, καὶ παραδόθηκαν μὲ συνθήκη. Κ᾿ ἢ συνθήκη ἔμεινε εἰς τὸ χαρτὶ μοναχά. Ρίχτηκαν ῾στοὺς παραδομένους κ᾿ ἔσφαξαν πλῆθος γυναικόπαιδα κι᾿ ἄντρες πολλούς. Γλύτωσαν καὶ καμπόσοι διὰ τὴν συνθήκη κι᾿ ἄλλοι εἰς τὰ προξενεῖα. Τὸ βίον τοὺς τὸ ῾καμαν δυὸ μερίδια, ἕνα νὰ πάρουν ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς πολιορκοῦσαν καὶ τ᾿ ἄλλο νὰ μείνη διὰ τὸ κάστρο, νὰ πουληθῆ καὶ μὲ τὰ χρήματα νὰ τὸ ῾φοδιάσουνε ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἀναγκαῖα. Κουβάλησαν τὸ βίον ἀπάνου ῾σ τὰ μαγαζειά, εἰς τὸ κάστρο. Τὸ δοκίμασαν ἕνα χέρι πρῶτα οἱ πρόκριτοι, ἦταν ὁ γέρο Ζαχαρίτζας κι᾿ ἀνιψιὸς τοῦ Νικολάκης, ἦταν οἱ Βλαχαῖγοι, ὁ Βρανᾶς κι᾿ ἄλλοι. Εἶχαν κι᾿ ἀρχηγὸν τὸν Μπατζακάτζα μ᾿ ἄλλους συντρόφους τοῦ στρατιωτικούς. Τραβήσανε οἱ νοικοκυραῖοι καὶ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτοὺς ὅσα δὲν τράβησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τελευταῖα τοὺς ἄφησαν κι᾿ ὅλο τοὺς τὸ πράμα εἰς τὴν ἐξουσίαν τοὺς οἱ νοικοκυραῖγοι κ᾿ ἔφυγαν διὰ τὰ νησιά. Μαζὶ μ᾿ ὅσους ἦταν τότε δημογέροντες ἦταν κ᾿ ἕνας τίμιος νοικοκύρης, τὸν εἶχαν εἰς τὸ βίον τοῦ κάστρου νὰ τὸ προσέχη, τὸν ἔλεγαν Χατζὴ Γιωργαντὰ Σκουζέ. Τοὺς ἄφησε κι᾿ αὐτὸς κρυφίως κ᾿ ἔφυγε. Καὶ τοὺς ἄφησε ἐλεύτερους νὰ κάμουν τοὺς σκοποὺς τοὺς εἰς τὸ βίον τοῦ κάστρου. Ἀφοῦ κάμαν ὅ,τι μπόρεσαν, εἶχαν ὑποψίαν ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴν μαρτυρήση ὕστερα τί λείπει, ὅτι ἤξερε τί βίον ἦταν. Νὰ πάρουνε αὐτεῖνοι, νὰ δώσουν κ᾿ ἐκεινοῦ δὲν ἤθελε, ὅτ᾿ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος. Ἔφυγε. Στείλαν καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴν Κούλουρη μὲ δύναμη τ᾿ ἀρχηγοῦ τοὺς Μπατζακάτζα καὶ μὲ δική τους. ῾Στὸ δρόμο τὸ᾿ ῾κοψαν τὸ κεφάλι. Πιάσαν κι᾿ ἄλλους νοικοκυραίους, τοὺς φυλάκωσαν κι᾿ ὅ,τι ἄλλες καλωσύνες τοὺς ὑπαγόρευε ἡ ψυχὴ τοὺς τοὺς κάναν. Τότε ὅλοι οἱ τίμιοι νοικοκυραῖγοι κι᾿ ὁ Σαρρὴς καὶ οἱ Λεκκαῖγοι κι᾿ ὁ Μελέτης Χασιώτης κι᾿ ἄλλοι ἑνώθηκαν καὶ μὲ στρατήγημά τους πῆραν τὸ κάστρο καὶ διῶξαν ὅλους αὐτοὺς καὶ λευτέρωσαν καὶ τοὺς φυλακωμένους νοικοκυραίους ἀπὸ τὴν χάψη. Ἀφοῦ πῆραν αὐτεῖνοι τὸ κάστρο, οἱ διωχμένοι πῆγαν εἰς τὸν Ὑψηλάντη καὶ Νικήτα καὶ εἶπαν νὰ τοὺς παραδώσουνε τὸ κάστρο ὁποῦ ῾χαν τὰ κλειδιὰ μαζί τους, καὶ τὸ κάστρο τὸ βαστοῦσαν ἄλλοι. Πῆρε τὰ κλειδιὰ ὁ Ὑψηλάντης κι᾿ ὁ Νικήτας κ᾿ ἦρθαν μ᾿ ἀσκέρια δικά τους, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ φίλοι μαζί, καὶ τήραγαν τὸ κάστρο ἀπὸ κάτου τὴν χώρα, ποὺ τὸ βαστοῦσαν ἄλλοι κι᾿ αὐτεῖνοι βαστοῦσαν τὰ κλειδιά.[1] Τότε συναχτήκανε ὅλοι οἱ νοικοκυραῖοι καὶ οἱ ἀρχηγοὶ ὁποῦ ῾χαν τὸ κάστρο κι᾿ ἀποφάσισαν ὅλοι συνφώνως νὰ τὸ δώσουνε τοῦ Δυσσέα καὶ νὰ τὸν κάμουν ἀφέντη δικόνε τους γιὰ νὰ λευτερωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅλο τὸ παρτίδο τοὺς ἀποφασίζουν τότε καὶ μένει ῾στὸ κάστρο ὁ Σαρρὴς κι᾿ ὁ Γιωργάκη Λέκκας κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὰ χωριά, καὶ στέλνουν τὸν Μῆτρο Λέκκα καὶ Βασίλη Μελέτη Χασιώτη κ᾿ ἔρχονται γυρεύοντας κι᾿ ἀνταμώνουν τὸν Δυσσέα. Ἀφοῦ τοῦ ξηγηθήκανε τὰ αἴτια καὶ τοῦ εἶπαν πὼς τὸν θέλουν ἀφέντη, αὐτὸς γύρευε κάστρο εἰς τὸν οὐρανὸ κι᾿ ὅταν τὸ ῾βρε εἰς τὴν γῆς, ἔτρεξε σὰν τὸ ὄρνιον εἰς τὸ ψοφίμι. Ἦρθε εἰς τὴν Γραβιά, ὁποῦ ἤμαστε κ᾿ ἐμεῖς μὲ τὸν Γκούρα ἤφερε καὶ τοὺς στελμένους Ἀθηναίους διὰ νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ἀθήνα. Τοὺς ἀποκριθήκαμε αὐτεινῶν καὶ τοῦ Δυσσέα, δὲν ἀφίνομε τοὺς Τούρκους εἰς τὸ προσκέφαλό μας καὶ νὰ πᾶμε νὰ κλειστοῦμε εἰς ἕνα κάστρο καὶ ν᾿ ἀφήσωμε νὰ σκλαβωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Τὸ φιλονικήσαμε πολύ. Ἐγὼ ἤμουν ἀνάντιος κι᾿ ὅσους εἶχα μαζί μου ἦταν σύνφωνοι μ᾿ ἐμένα, καθὼς κι᾿ ὅλοι οἱ Σαλωνίτες. Μᾶς εἶπε ὁ Δυσσέας νὰ πᾶμε νὰ μεράσουμε τὸ βίον τοῦ κάστρου καὶ νὰ πάρωμεν τὸ μερίδιόν μας, ὅτι φυλάγαμε ἐμεῖς τὰ στενὰ καὶ δὲν πῆγαν τροφὲς ῾στοὺς κλεισμένους Τούρκους καὶ παραδόθη τὸ κάστρο, καὶ νὰ πάρωμε τὸ μερίδιόν μας. Τοῦ λέγω: «Μηνάχουμε σίγουρα τὰ κεφάλια μας κι᾿ ὅ,τι φοροῦμε, καὶ γυρεύομε νὰ πᾶμε καὶ δι᾿ ἄλλα; Ἀφοῦ ὅμως τὸ φιλονικήσαμεν καὶ μᾶς εἶπαν κι᾿ αὐτός, ὁ Δυσσέας, καὶ οἱ στελμένοι τὴν ἀκαταστασίαν τους, τῶν Ἀθηναίγων, καὶ τὸν


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.