
10 minute read
Τι συνιστά κακοτεχνία
Η ύπαρξη κακοτεχνιών σε ένα έργο ή σε μια κατασκευή αποτελεί τον κύριο λόγο πρόκλησης διαφορών ή/και αντιπαραθέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων. Κατά συνέπεια το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος μιας μεγάλης προσπάθειας που γίνεται από την Επιτροπή ΕΜΕΔ ΕΤΕΚ για να εξηγήσει της έννοια της κακοτεχνίας στα οικοδομικά συμβόλαια (όχι όμως για καταγραφή του ορισμού της κακοτεχνίας). Δυστυχώς ο επιστημονικός και επίσημος ορισμός της κακοτεχνίας απουσιάζει και δεν έχει τεκμηριωθεί και καταγραφεί βιβλιογραφικά και επιστημονικά μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τον Γ. Μπαμπινιώτη, κακοτεχνία (η) είναι η κατασκευή που δεν πληροί τις αναγκαίες προδιαγραφές, κακή ή ακαλαίσθητη κατασκευή, εκτέλεση ενός έργου με ελαττώματα ή ατέλειες, ενώ ο όρος αναφέρεται στη δημιουργία κατασκευών που γίνονται πρόχειρα ή με ελαττώματα.
Ενώ σύμφωνα με το «AI overview» κακοτεχνία σημαίνει έλλειψη επιδεξιότητας και καλαισθησίας στην κατασκευή ενός έργου, ή ένα ελάττωμα ή ατέλεια σε μια κατασκευή που οφείλεται στην προχειρότητα ή την αδεξιότητα.
Η έννοια της κακοτεχνίας στα οικοδομικά συμβόλαια συσχετίζεται με κατασκευαστικό ελάττωμα ή απόκλιση από τις προδιαγραφές, τα σχέδια ή τους όρους του συμβολαίου, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας, τη μείωση της αντοχής, την αλλοίωση της αισθητικής ή την επηρεασμένη λειτουργικότητα του έργου. Στα οικοδομικά συμβόλαια της ΜΕΔΣΚ, γίνεται αναφορά σε ελαττωματική εργασία ή χρήση ακατάλληλων υλικών που αποκλίνουν από τις συμφωνημένες προδιαγραφές, τα σχέδια ή τους όρους του συμβολαίου, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα, την αντοχή ή τη λειτουργικότητα του έργου. Ενώ ο κώδικας καλής πρακτικής των κατασκευών καλύπτει προσδοκίες ποιότητας, ορθής εγκατάστασης υλικών και ανθεκτικότητας κατασκευών και εγκαταστάσεων.
Στην κυπριακή νομοθεσία, ο όρος «κακοτεχνία» παρόλο που εντοπίζεται και αναφέρεται συχνά, δεν φαίνεται να ορίζεται με σαφήνεια σε κάποιο συγκεκριμένο νόμο, και συνεπώς παρατηρείται έλλειψη σαφούς ορισμού και εξήγησης. Αντίθετα, στην ελληνική νομοθεσία γίνεται αναφορά και σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 681), μια κατασκευή θεωρείται ελαττωματική όταν:
Δεν ανταποκρίνεται στους όρους της σύμβασης (π.χ. χρήση υλικών χαμηλότερης ποιότητας).
Παρουσιάζει τεχνικές ατέλειες που την καθιστούν ακατάλληλη ή μειώνουν την αξία της.
Παραβιάζει πολεοδομικούς ή τεχνικούς κανονισμούς.
Δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης της οικοδομικής βιομηχανίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κακοτεχνία στις κατασκευές ορίζεται κυρίως μέσω νομοθεσίας όπως η Consumer Rights Act 2015 και οι οικοδομικοί κανονισμοί που θεσπίστηκαν από τη νομοθεσία Building Act 1984 (Building regulations). Αυτοί οι νόμοι και τα πρότυπα θέτουν προσδοκίες για την ποιότητα, την ασφάλεια και τη συμμόρφωση της κατασκευής με τους νόμους και πρότυπα. Ο νόμος Consumer Rifhts Act 2015 ορίζει ότι όλες οι υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής, πρέπει να παρέχονται με «εύλογη προσοχή και επιδεξιότητα». Υπάρχει πληθώρα αναφορών στη βιβλιογραφία, με κυριότερη κατά τη γνώμη μου, αυτή που δίνεται στο Hudson’s Building and Engineering Contracts, όπου καταγράφεται ο ορισμός της κακοτεχνίας ως «work which fails to comply with the express descriptions or requirements of the contract, including, very importantly, any drawings or specifications, together with any implied terms as to its quality, workmanship, performance or design».
Η κυπριακή νομοθεσία έχει εναρμονιστεί και έχει ενσωματώσει τις διατάξεις της Οδηγίας 92/57/ΕΟΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των «Ελάχιστων Προδιαγραφών για Προσωρινά ή Κινητά Εργοτάξια» Κανονισμών του 2002 (Κ.Δ.Π. 172/2002), οι οποίοι επιβάλλουν την εφαρμογή διαδικασιών που διασφαλίζουν την πρόληψη κακοτεχνιών και τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων συντελεστών του κατασκευαστικού έργου. Όμως απουσιάζουν σαφείς νομοθεσίες όπως το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασίλειου που αναφέρεται πιο πάνω.
Β. Πρόληψη και Διόρθωση Κακοτεχνιών
Στην περίπτωση εντοπισμού κακοτεχνίας που προκλήθηκε εξ υπαιτιότητας του εργολάβου (εκτός εάν υπάρχουν άλλες ενδείξεις, οδηγίες του Αρχιτέκτονα / Πολιτικού Μηχανικού ή οδηγίες του διαχειριστή του συμβολαίου), αυτός υποχρεούται να διορθώσει την κακοτεχνία ή τα ελαττώματα, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και τους όρους του συμβολαίου. Για παράδειγμα, το «Έντυπο Κυρίως Συμβολαίου για Οικοδομικά Έργα» που συντάχθηκε από τη Μικτή Επιτροπή Δομικών Συμβολαίων Κύπρου (ΜΕΔΣΚ), βασισμένο στο αγγλικό JCT, καθορίζει τις υποχρεώσεις του εργολάβου σε περίπτωση εντοπισμού κακοτεχνίας.
Σε περίπτωση κακοτεχνίας, ο διαχειριστής του συμβολαίου, Αρχιτέκτονας / Πολιτικός Μηχανικός μπορεί να ζητήσει:
Διόρθωση των ελαττωμάτων,
Ανάλογη χρηματική αποκοπή,
Αποζημίωση για ζημιές (εάν μπορεί να αποδείξει ζημιά),
Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί και ακύρωση της σύμβασης (αυτό βέβαια μπορεί να προκύψει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις).
Επίσης το πιστοποιητικό προσωρινής παραλαβής που εκδίδεται από τον Αρχιτέκτονα μετά την πάροδο του χρόνου κατασκευής και την παραλαβή του έργου καθορίζει τις υποχρεώσεις του εργολάβου για την αποκατάσταση κακοτεχνιών ή επουσιωδών εργασιών και μάλιστα αυτό μπορεί να καθοριστεί και εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, μετά από γραπτές οδηγίες του Αρχιτέκτονα.
Με βάση το συμβόλαιο του ΜΕΔΣΚ, σε περίπτωση που ο εργολάβος δεν ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις, ο Αρχιτέκτονας / Πολιτικός Μηχανικός και ο ιδιοκτήτης έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την αποκατάσταση των ελαττωμάτων από άλλο εργολάβο, τον οποίο μπορούν να διορίσουν κατάλληλα για την ανάληψη της σχετικής εργασίας, ακολουθώντας πάντα τις πρόνοιες του συμβολαίου.
Βέβαια είναι πάντα απαραίτητο να εξετάζεται σε βάθος η σύμβαση και όλα τα σχετικά έγγραφα του κατασκευαστικού έργου. Με άλλα λόγια, για να θεωρείται ότι ένα πρόβλημα αποτελεί πράγματι κακοτεχνία, θα πρέπει να κριθεί κατά πόσο οι παρεκκλίσεις είναι προς τα άνω ή προς τα κάτω από τα πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και πόσο σοβαρή είναι η παρέκκλιση, εάν είναι μόνιμο ελάττωμα ή κάτι μικρό και εύκολα διορθώσιμο, εάν αποτελεί υπέρβαση πρότυπου ή νομοθεσίας. Σε πολλές περιπτώσεις, μια απόκλιση που δεν εξετάζεται σε συνάρτηση με τα συμβατικά έγγραφα του έργου (τεχνικές προδιαγραφές, εγκεκριμένα σχέδια, οδηγίες, κατασκευαστικές λεπτομέρειες, συγγραφή υποχρεώσεων εργολάβου, κ.λπ.) μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Γ. Εντοπισμός Κακοτεχνίας
Πώς μπορεί ένας Μηχανικός να ορίσει και να καταγράψει μια κακοτεχνία σε οικοδομή;
Ένα συχνό ερώτημα που προκύπτει πολλές φορές από συνάδελφους αφορά τον τρόπο καταγραφής μιας κακοτεχνίας. Η καταγραφή μιας κακοτεχνίας από τον επιβλέποντα Μηχανικό είναι μια διαδικασία που απαιτεί τεχνική τεκμηρίωση, αντικειμενικότητα και συμμόρφωση με τις προδιαγραφές του έργου. Ο επιβλέπων Μηχανικός μπορεί να ακολουθήσει, μεταξύ άλλων, κατ’ ελάχιστον τα εξής πέντε (5) βήματα που εξηγούνται περιληπτικά πιο κάτω:
1. Αυτοψία και διαπίστωση του προβλήματος
Επιτόπια εξέταση της κατασκευής για εντοπισμό αποκλίσεων από τα σχέδια, τις προδιαγραφές ή τους κανονισμούς.
Συγκριτική αξιολόγηση με τα σχέδια εφαρμογής, τις προδιαγραφές υλικών και τα συμβόλαια.
Χρήση των ορθών μετρητικών εργαλείων για ενόργανη παρακολούθηση και αξιολόγηση (π.χ. αλφάδι, θερμοκάμερα, υγρασιόμετρο) για αντικειμενική αξιολόγηση.
2. Τεχνική τεκμηρίωση
Περιγραφή της κακοτεχνίας: Συγκεκριμένη και με επιστημονική αναλογία διατύπωση του προβλήματος.
Αναφορά στις προδιαγραφές: Συσχέτιση και αντιπαραβολή με τα εγκεκριμένα σχέδια, την τεχνική περιγραφή ή τους σχετικούς κανονισμούς και νομοθεσίες (π.χ. Ευρωκώδικες, Εθνικές Τεχνικές Προδιαγραφές).
Εκτίμηση της σοβαρότητας: Κατηγοριοποίηση του προβλήματος σε επίπεδο σοβαρότητας, π.χ. ως δομική κακοτεχνία (επικίνδυνη για τη στατική λειτουργία) ή αισθητική/λειτουργική κακοτεχνία, ή πρόβλημα που θα επηρεάσει την αντοχή στον χρόνο του δομήματος (durability) ή πρόβλημα ήσσονος σημασίας.
3. Φωτογραφική τεκμηρίωση
Λήψη φωτογραφιών ή βίντεο από διαφορετικές γωνίες.
Επισήμανση των προβληματικών περιοχών με σκίτσα ή γραφήματα.
Καταγραφή της κακοτεχνίας και επισήμανσή της με κείμενο στις φωτογραφίες, σχέδια κ.λπ.
4. Σύνταξη τεχνικής έκθεσης
Στοιχεία έργου: Ονομασία, τοποθεσία, εμπλεκόμενοι φορείς.
Περιγραφή κακοτεχνίας: Τεκμηρίωση με στοιχεία από τις προδιαγραφές και φωτογραφίες.
Αιτιολόγηση: Πιθανές αιτίες του προβλήματος και τεχνική τεκμηρίωση.
Προτεινόμενες διορθωτικές ενέργειες: Τεχνικές λύσεις για αποκατάσταση του προβλήματος.
5. Επίσημη κοινοποίηση
Αναφορά στον ιδιοκτήτη, τον εργολάβο ή και τον υπεύθυνο του έργου.
Συμπερίληψη στο ημερολόγιο έργου για επίσημη καταγραφή.
Διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές (όπου απαιτείται).
Αν η κακοτεχνία δεν αποκατασταθεί από τον εργολάβο, τότε ο μηχανικός μπορεί να συντάξει τελική έκθεση μη συμμόρφωσης και να ζητήσει την αποκατάσταση της κακοτεχνίας από άλλο εργολάβο, τον οποίο θα διορίσει για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τους όρους και τα προβλεπόμενα στο οικοδομικό συμβόλαιο του έργου.
Δ. Ερωτήματα συναδέλφων και απλών πολιτών
1. Ποια είναι η ελάχιστη, αποδεκτή απόκλιση από την καθετότητα, ώστε να μην οριστεί κακοτεχνία;
Συνήθως και στην απουσία συγκεκριμένης πρόνοιας στα έγγραφα Συμβολαίου, η ελάχιστη αποδεκτή απόκλιση από την καθετότητα σε οικοδομικά έργα εξαρτάται από τους τεχνικούς κανονισμούς, τα πρότυπα και την κατηγορία της κατασκευής. Στην Κύπρο και την Ελλάδα, ισχύουν συνήθως τα πιο κάτω όρια, τα οποία βασίζονται κατ’ αναλογία σε διεθνή πρότυπα όπως οι Ευρωκώδικες (EN 1990 - 1999) και οι Εθνικές Τεχνικές Προδιαγραφές (ΕΤΕΠ 01-03-01-00) της Ελλάδας, το ΕΝ 13670 για κατασκευές από σκυρόδεμα, το ΕΝ 1090 για μεταλλικές κατασκευές, ή/και το DIN 18202.
Αποδεκτές αποκλίσεις από την καθετότητα
(i) Τοίχοι, υποστυλώματα και φέροντα στοιχεία:
o ±10 mm σε ύψος έως 3 m
o ±20 mm σε ύψος έως 6 m
o ±2 mm ανά m, για ύψος άνω των 6 m
(ii) Τοίχοι πλήρωσης & χωρίσματα:
o ±5 mm σε ύψος έως 3 m
o ±2 mm ανά m, σε ύψος άνω των 3 m
(iii) Επενδύσεις και επιχρίσματα:
o ±3 mm ανά 1 m ύψους
o Μέγιστη συνολική απόκλιση 10 mm για ύψη έως 4 m
Εάν οι αποκλίσεις υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια που προνοούν τα πρότυπα και το συμβόλαιο, τότε θεωρούνται κακοτεχνία και μπορεί να απαιτηθεί άμεσα διόρθωση ή αποκατάσταση, σύμφωνα με όσα προβλέπονται ρητά στη σύμβαση.
Τα εν λόγω όρια δεν είναι απόλυτα για κάθε έργο, αλλά παρέχουν μια αρχική ένδειξη. Υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες κατασκευών (Class I, II & III), καθεμία με τις δικές της ανοχές (tolerances), αλλά και ειδικές ανάγκες και τεχνικές προδιαγραφές για κάθε έργο. Για τον λόγο αυτό, οι Πραγματογνώμονες / Μηχανικοί / ειδικοί προτρέπονται να μελετούν ειδικά και πολύ προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του κάθε έργου.
2. Ποιο είναι το ελάχιστο εύρος ρωγμής που ορίζεται ως κακοτεχνία;
Το ελάχιστο εύρος ρωγμής που θεωρείται κακοτεχνία εξαρτάται από το είδος και τη σημαντικότητα της κατασκευής, τη θέση της ρωγμής, τα γεωμετρικά της χαρακτηριστικά εάν είναι ενεργή ή μη η ρωγμή και τα αποδεκτά όρια που ορίζουν οι τεχνικοί κανονισμοί.
Γενικά αποδεκτά όρια ρωγμών (Ευρωκώδικες & ΕΤΕΠ 03-01-03-00)
(a) Ρωγμές σε φέροντα στοιχεία (δοκάρια, υποστυλώματα, πλάκες)
Εύρος μικρότερο 0,2 mm → Συνήθως αποδεκτό.
Εύρος από 0,2 μέχρι 0,4 mm → Έλεγχος αν επηρεάζει τη στατική λειτουργία ή την ανθεκτικότητα στον χρόνο.
Εύρος > 0,4 mm → Μπορεί να θεωρηθεί κακοτεχνία, ειδικά αν αυξάνεται ή επιτρέπει τη διείσδυση νερού.
Εύρος > 0,5 mm → Ανησυχητικό για τη στατική λειτουργία, απαιτεί έλεγχο και διερεύνηση.
(β) Ρωγμές σε τοιχοποιία & σοβάδες
Εύρος < 0,2 mm → Αισθητικό πρόβλημα, δεν θεωρείται απαραίτητα κακοτεχνία.
Εύρος 0,2 – 0,5 mm → Μπορεί να απαιτεί διόρθωση, ειδικά εάν επιδεινώνεται.
Εύρος > 0,5 mm → Χαρακτηρίζεται κακοτεχνία, ειδικά αν υπάρχει αποκόλληση επιχρίσματος.
(γ) Ρωγμές σε αρμούς & πλακοστρώσεις
Εύρος > 1 mm → Συνήθως αποτελεί κατασκευαστικό ελάττωμα.
3. Πότε μια ρωγμή είναι σίγουρα κακοτεχνία;
Παρόλο που κάθε έργο είναι διαφορετικό, και πολλές φορές εξαρτάται από τη σημαντικότητα ή την κατηγορία σπουδαιότητάς τους θεωρείται κακοτεχνία:
Όταν ξεπερνά τα αποδεκτά όρια.
Όταν είναι ενεργή ρωγμή και αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου.
Όταν συνοδεύεται από αποκόλληση ή εισροή υγρασίας.
Όταν εμφανίζεται σε καινούργιο κτήριο και είναι ενεργή μεγάλου εύρους, χωρίς να εντοπίζονται εμφανή αίτια ή προβλήματα.
Ε. Συμπέρασμα
Καταληκτικά, σημειώνεται ότι ο ορισμός της κακοτεχνίας δεν αποτελεί ένα απλό ή απολύτως ξεκάθαρο ζήτημα, καθώς δεν ορίζεται ρητά ούτε καταγράφεται με σαφήνεια σε κώδικες ή πρότυπα. Μέσα από το παρόν άρθρο επιχειρείται με απλό τρόπο η ερμηνεία και αποσαφήνιση της έννοιας αυτής.
Συνοψίζοντας, πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, θα μπορούσε καταληκτικά να γίνει αποδεκτό ότι κακοτεχνία είναι κάθε κατασκευαστική εργασία που δεν είναι ικανοποιητικής ποιότητας κατά την κρίση του Αρχιτέκτονα / Πολιτικού Μηχανικού του έργου, δεν πληροί τις συμφωνημένες προδιαγραφές του κατασκευαστικού συμβολαίου και επιφέρει μείωση της ποιότητας, της αντοχής, της αισθητικής ή/και της λειτουργικότητας του έργου. Επιπλέον, κακοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί η λανθασμένη εφαρμογή τεχνικών οδηγιών και προδιαγραφών του μελετητή και κάθε απόκλιση από τα θεσμοθετημένα πρότυπα. Σε κάθε έργο, ωστόσο, είναι απαραίτητο να μελετώνται οι ειδικές συνθήκες και πρόνοιες που το αφορούν, η σύμβαση του έργου καθώς και τα εγκεκριμένα σχέδια και οι τεχνικές προδιαγραφές που το διέπουν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι αναμένεται το άρθρο αυτό να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω εμπλοκή της κοινότητας των Μηχανικών και των Πανεπιστημίων, με στόχο μια πιο τεκμηριωμένη επεξήγηση και καταγραφή της έννοιας της κακοτεχνίας, ώστε στο μέλλον να οδηγηθούμε σε έναν επίσημο ορισμό, ικανό να υιοθετηθεί τόσο στη νομοθεσία όσο και στα συμβόλαια. Καταληκτικά, θα ήθελα να εκφράσω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου σε όλα τα μέλη της Επιτροπής ΕΜΕΔ του ΕΤΕΚ για τα εποικοδομητικά τους σχόλια και παρατηρήσεις τα οποία ήταν πολύ χρήσιμα για τη συγγραφή του άρθρου αυτού.
Eur. Ing. Πλάτωνας Στυλιανού, B.Eng. (Hons), MSc, MCS, CEng, FICE, FCIArb. Chartered Civil Engineer – Ανώτερος Διαιτητής – Certified Adjudicator – Accredited Mediator – Συντονιστής Επιτροπής ΕΜΕΔ - ΕΤΕΚ
