Η απόπειρα ιδιοποίησης του Αρχαιοελληνικού Είναι, το οποίο ουδέποτε υπήρξε, μιας που η αρχαιοελληνική σκέψη και τέχνη αποτέλεσε το πρωτότυπο, δίχως πρότυπο, αποτέλεσε δηλαδή παραδειγματικό πρότυπο και κανόνας αξιολόγησης των μεταγενέστερων, ανέδειξε όχι απλώς τη διαφορά των νεώτερων μέ τους κλασικούς, αλλά τους οδήγησε στην συνειδητοποίηση ότι δεν έχουν τίποτα κοινό με τους Έλληνες, όπως το κατανόησε τόσο ο Χέντερλιν, όσο και αργότερα ο Νίτσε. Με άλλα λόγια, η πίστη στους Αρχαίους ισοδυναμούσε με τη μέγιστη δυνατή απόσταση από αυτούς, δηλαδή όσο πιο πιστοί στη μίμηση του αρχαιοελληνικού παραδείγματος έμεναν οι ερμηνευτές του, τόσο αποδεσμεύονταν από αυτό, τόσο παρήγαγαν μια πραγματικά νεωτερική τέχνη. Η δομή αυτού του παράδοξου, ήταν ενδεχομένως, μια υπόρρητη φιλοδοξία και επιδίωξη των ρομαντικών, κυρίως του Χέντερλιν, του Νοβάλις, του Σίλλερ, του Γκαίτε, να συγκροτήσουν την Γερμανική πολιτισμική και πολιτική ταυτότητα.