ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ : ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ

Page 1

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ

ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Ο Αλέξης καρπούζος γεννήθηκε 9 Απριλίου 1967 στην Αθήνα. Παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και κοινωνικών σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μαθήματα πολιτικής επιστήμης στη Νομική Σχολή Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στην ψυχανάλυση και την ψυχολογία της μάθησης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκε ενεργά με τα κοινωνικά και οικολογικά κινήματα, όπως και με τα κινήματα στέγης της εποχής. Συμμετείχε στα μαθήματα και τις διαλέξεις οντολογίας και μεταφυσικής που παρέδιδαν οι Έλληνες φιλόσοφοι, Κορνήλιος Καστοριάδης και Κώστας Αξελός και συνδέθηκε φιλικά μαζί τους. Ο Αλέξης καρπούζος, μας καλεί να στοχαστούμε το αδιανόητο, να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, να αφυπνιστούμε και να διερευνήσουμε τα μυστήρια μέσα στον εαυτό μας, δηλαδή τα μυστήρια του σύμπαντος, γιατί το σύμπαν είμαστε εμείς, είμαστε οι αγγελιοφόροι του. ΤΟΠΟΘΕΣΊΑ WEB: https://www.alexiskarpouzos.com/

1

ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ


Το "Διαγώνιο Μονοπάτι" συνιστά την Οδό για την υπέρβαση των αντιθέσεων και την μεταμόρφωση της Συνείδησης. την Οδό για την ενορατική εμπειρία του Αόρατου, το οποίο ο Αλέξης καρπούζος, το θεωρεί ως Καλειδοσκόπιο που αέναα μεταμορφώνεται. Όπως λέει ο Αλέξης καρπούζος "δεν υπάρχει Ουρανός και Γη, Πλάσματα του Κόσμου και Θεότητες, Φύση και Ιστορία που αντιπαρατίθενται, αλλά το Αόρατο Κέντρο, μετέωρο και φευγαλέο, που συντονίζει τις σχέσεις και ρυθμίζει τις διαφορές τους".

2


Περιεχόμενα .................................................................................................................................................................................... 1 ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ.................................................................................................................................................. 1 Αλέξησ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ .......................................................................................................................................................... 1 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ........................................................................................................................................................................ 1 ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ............................................................................................................................................................ 1 ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ .................................................................................................................. 4 2. ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΑΟΡΑΤΟ .................................................................................................................................... 7 ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ .......................................................................................................................... 7 3.ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ ..................................................................................................................................... 10 4. ΝΙΤΣΕ: Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ......................................................................................................................... 13 5.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ ......................................................................................................................... 22 6. Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ ................................................................................................................................ 24 7. Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ..................................................................................................................................... 27 8. ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ .................................................................................................................................................... 31 9. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ ............................................................................................................................... 35 10. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ ...................................................................................................................... 40 13. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ .............................................................................................................................................. 43 14. ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΚΕΨΗ ................................................................................................................ 46 15. ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ ..................................................................................................................................... 47 16. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ .......................................................................................................... 50 ΦΑΙΝΟΜΕΝΕΣ” ΚΑΙ “ΝΟΟΥΜΕΝΕΣ” ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ......................................................................................................... 52 ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ................................................................................... 54 17. ΤΟ ΑΛΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ...................................................................................................................................... 55

3


1. Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Η σκέψη είναι οδός και όχι μέθοδος. Η μέθοδος υπακούει σε ένα σύνολο προ διατεταγμένων κανόνων, που αποβλέπουν σε ένα προκαθορισμένο σκοπό. Η λειτουργία της μεθόδου είναι τεχνικο-επιστημονική, δηλαδή θεμελιώνεται σε αιτιατά και επεξηγηματικά σχήματα που αποβλέπουν μέσω των παραστάσεων και των αναπαραστάσεών τους στον υπολογισμό, την μέτρηση και τον έλεγχο του «αντικειμένου τους», από τα ορθολογικά και ενσυνείδητα «υποκείμενα». Η λογική της μεθόδου είναι τεχνική και η τεχνική είναι το εργαλείο της οργάνωσης. Πράγματι, η ανόργανη και οργανική φύση ενέχει μία οργάνωση, την οποία ο άνθρωπος αναγνωρίζει, αλλά συγχρόνως την αναδιαμορφώνει. Τι γίνεται με αυτό που δεν μπορεί να δαμαστεί, που διαφεύγει της δυνατότητας, υπολογισμού, της μέτρησης, της πρόβλεψης και του ελέγχου; Τι γίνεται δηλαδή με αυτό που δεν μπορεί να γίνει έννοια, ιδέα ή σύμβολο; Με το χάος, το κενό, το τίποτα, το μηδέν; Η σκέψη -ανοιχτή, ποιητική από τη φύση της- δοκιμάζει την εμπειρία του κόσμου, δηλαδή επιχειρεί να ανταποκριθεί στους ρυθμούς του κόσμου και στις μεταμορφώσεις των αποσπασμάτων του. Ξετυλίγεται πριν από την έλευση της μεταφυσικής διάκρισης του κόσμου σε «αντικείμενο’’ και «υποκείμενο», πριν δηλαδή την αναγνώριση αιτιοκρατικών χωροχρονικών συσχετίσεων, τη δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων μεταξύ πρότερου και ύστερου, αιτίας και αποτελέσματος, πριν την περιγραφή κάθε διυποκειμενικής εμπειρίας, και πορεύεται πέραν από αυτήν. Ερωτά για την προέλευση και του προορισμό του Κόσμου, του Κόσμου, ως ΕνΠαν και πασχίζει να μιλήσει για αυτό που μας αφορά ζωτικά, γι’ αυτό που αποδεσμεύει τη δύναμη του αδύνατου, γι’ αυτό μάς εμψυχώνει και μάς συντρίβει: τον Κόσμο στην Ανοιχτή Ολότητά του. Η σκέψη εκδηλώνεται πριν από τη φιλοσοφία, Οι Ουπανισάδες, οι Βέδας και ο Βουδισμός στις Ινδίες, ο ΛάοΤσε. ο Βουδισμός Ζεν και η Ταοϊκή παράδοση στην Κίνα, ο Ζωροάστρης στο Ιράν, οι Ιουδαίοι προφήτες του Ισραήλ και ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, οι Άραβες μύστες και ποιητές, με τη μεταφυσική θρησκευτικότητά τους, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης με την αφαιρετικότητα της σκέψης, φίλοι της σοφίας, στοχάζονται το ΕνΠαν, διατυπώνουν παραγωγικές σκέψεις και αφυπνίζουν το ‘’συμπαντικό πνεύμα’’, προτείνοντας ένα άνοιγμα που προϋποθέτει νηφάλια και γαλήνια ετοιμότητα για να αναγνωριστεί. Η καθιέρωση της συστηματικής και μεθοδικής σκέψης, της φιλοσοφίας και της επιστήμης που καθιστούν το Εν-Παν, Ον, και η οποία διδάσκεται σε σχολές και διαιρείται σε κατηγορίες εισέρχεται στο προσκήνιο με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και φτάνει μέχρι τον Χέγκελ, τον τελευταίο μεγάλο φιλόσοφο, ο οποίος επισκοπεί ιστορικά και συστηματικά το σύνολο της ιστορίας της φιλοσοφίας και εξαντλεί όλες τις φιλοσοφικές δυνατότητες. 4


Αυτοί που ακολουθούν μετά τον Χέγκελ, οι Κίργκεργκορ, Μάρξ, Νίτσε, Χάιντεγγερ κ.λ.π,, επιχειρούν να χαράξουν μια σκέψη και ένα στυλ σκέψης πέραν της μεταφυσικής-ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Αυτό που κυρίως επιτυγχάνουν είναι να αποδομήσουν περαιτέρω τα είδωλα των μεταφυσικών αφαιρέσεων, παραμένοντας δέσμιοι της μεταφυσικής- ιδεαλιστικής παράδοσης, υποψιάζουν όμως για το άνοιγμα σ΄έναν άλλο ορίζοντα. Η σκέψη λοιπόν, είναι πρόδρομος της φιλοσοφίας, την διατρέχει και την διαδέχεται. Από την εμπειρία του μεταφυσικού που δεσπόζει στην αρχαϊκή εποχή μεταβαίνουμε στην εμπειρία της μεταφυσικής σκέψης που δοκιμάζει και δοκιμάζεται η ιστορική εποχή και στην εμπειρία μιας σκέψης που δεν είναι μεταφυσική, αλλά μετέωρη και ανοίγεται στην μετα-ιστορική εποχή του ανοικτού χωροχρόνου της ενότητας του πολλαπλού και της πολλαπλότητας του Ενός. Από την προ-κατηγορηματική σκέψη της γλώσσας των αρχαίων στοχαστών και ποιητών, μεταβαίνουμε στην κατηγορηματική γλώσσα της αρχαιοελληνικής σκέψης, τον λογικό πυρήνα του Δυτικού Πολιτισμού που ολοκληρώνεται πλανητικά, και πλέον στην μετα-κατηγορηματική ποιητική σκέψη που στοχάζεται τον κόσμο ως ενιαία και πολυδιάστατη Ολότητα.

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Οι μεταμορφώσεις της γλώσσας της σκέψης έχουν τις αντίστοιχες μεταμορφώσεις στο πεδίο της ψυχικής εμπειρίας της συνείδησης. Πρωτογενώς εκδηλώνεται η αρχαϊκή δομή της ψυχικής εμπειρίας την οποία καλούμε μαγική συνείδηση που χαρακτηρίζει την Ονειρική Εποχή, την εποχή του μεταφυσικού, όπου η ιερότητα του κόσμου, ως δύναμη ενιαία και αδιαίρετη εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση του κόσμου. Σ΄αυτή την εποχή το εμπειρικό και το υπερβατικό δεν διακρίνονται, το ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο συγχωνεύονται και συγκροτούν την άχρονη ταυτότητα του Όλου. Στην αρχαία δομή της ψυχικής εμπειρίας, την οποία καλούμε μυθική συνείδηση και η οποία διέπει το αίσθημα της θρησκευτικότητας παρατηρείται η ταύτιση του κόσμου μ΄ένα μυθικό συμβολικό ον (τοτέμ), το οποίο επέχει θέση υπερβατικού σημαίνοντος και αποτελεί σημείο υπαρξιακής αναφοράς από το οποίο αρδεύει νόημα η κοινότητα. Το μυθικό συμβολικό ον, το οποίο εκδηλώνεται μέσω του ανθρώπου μετασχηματίζεται σε μυθολογική αρχή. Μυθολογικές αρχές συνιστούν ο αρχαιοελληνικός Λόγος, δηλαδή η ένθεη φύση του λόγου, στον χριστιανικό μεσαίωνα, ο Λόγος μετουσιώνεται σε Θεό-Λόγο. Στη νεώτερη δομή της ψυχικής εμπειρίας που καλούμε ορθολογική συνείδηση, το ανθρώπινο υποκείμενο (αντικειμενικό) τίθεται απέναντι από το αντικείμενο (‘’φύση’’) και επιχειρεί να ο ελέγξει μέσω της παράστασης, η οποία συνιστά μια λογική αφαίρεση. Το Υπερβατολογικό Εγώ, το Εγώ του Ενσυνείδητου- Ορθολογικού Υποκειμένου ανταγωνίζεται τον φυσικό κόσμο και προσπαθεί τη τη βούλησή του να τον ελέγξει και να τον κυριαρχήσει στις επιδιώξεις του. Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΛΟΓΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ/ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑΣ Στην μακραίωνη εξέλιξη της συνείδησης από τη μαγική εποχή στη μυθικο-θρησκευτική παρατηρούμε το μεγάλο ρήγμα στη συνείδηση, από τη συνείδηση της άχρονης Ολότητας στη συνείδηση του εαυτού-εγώ, που αντιλαμβάνεται αποσπασματικά τον εαυτό του και τον κόσμο, απόρροια της δημιουργίας του νοητικού κόσμου των συμβόλων που λειτουργούσε παράλληλα με τον φυσικό κόσμο, Η ρωγμή (σχάση) στη συνείδηση ισοδυναμεί με ‘’πτώση’’ από τον Άχρονη Ενότητα του Ονείρου, στην Ένχρονη Πολλαπλότητα της νοητικής και συμβολικής εμπειρίας. Από την προ-λογική εμπειρία της Ολότητας στην λογική εμπειρία της αποσπασματικότητας, από το απεριόριστο συνεχές στο πεπερασμένο ασυνεχές, από την κοσμική συνείδηση του Παντός στη συνείδηση του εαυτού-εγώ που ξετυλίγει τον Άχρονο Εν και το χρονίζει, διαφοροποιώντάς το. Από την εμπειρία του μεταφυσικού που δεσπόζει στην αρχαϊκή εποχή μεταβαίνουμε στην εμπειρία της μεταφυσικής σκέψης που δοκιμάζει και δοκιμάζεται η ιστορική εποχή και στην εμπειρία μιας σκέψης που δεν είναι μεταφυσική, αλλά μετέωρη και ανοίγεται στην μετα-ιστορική εποχή του ανοικτού χωροχρόνου της ενότητας του πολλαπλού και της πολλαπλότητας του Ενός. Από την προ-κατηγορηματική σκέψη της γλώσσας των αρχαίων στοχαστών και ποιητών, μεταβαίνουμε στην κατηγορηματική γλώσσα της αρχαιοελληνικής σκέψης, τον λογικό πυρήνα του Δυτικού Πολιτισμού που ολοκληρώνεται πλανητικά, και πλέον στην μετα5


κατηγορηματική ποιητική σκέψη που στοχάζεται τον κόσμο ως ενιαία και πολυδιάστατη Ολότητα. Οδεύουμε πλέον στην ψυχική εμπειρία του μη νοητού Αόρατου Εν-Πολλαπλού, της υπερλογικής συνείδησης της Ενιαίας και Πολυδιάστατης Κοσμικής Ολότητας/Αποσπασματικότητας. Το Αόρατο Εν-Πολλαπλό, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό σε μια ενότητα, μη ταυτολογική, που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αναφερόμαστε στον ‘’άκοσμο’’ κόσμο, στην αρχέγονη σπείρα, αόρατη ως τέτοια που ‘’είναι’’ οι μεταμορφώσεις του Χρόνου. Ο ‘’άκοσμος’’ κόσμος, που παρέμεινε ‘’Άσκεφτος’’, παρά τις μεγαλειώδεις προσπάθειες στοχασμού του, ‘’είναι’’ Αυτό που προηγείται της Σκέψης και της Γλώσσας, τις διατρέχει και τις υπερβαίνει, παραμένοντας πάντα μετέωρο και φευγαλέο. Αυτό, το ΄΄Άσκεφτο’’, δεν εκφαίνεται και δεν εκφέρεται και καμμιά κρίση δεν μπορεί να το διατυπώσει αποφαντικά, φανερώνεται στο ‘’αίφνης’’ της στιγμής, στην αιφνιδιαστική διάνοιξη στο απεριόριστο, αρκεί να είμαστε δεκτικοί για να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του.

6


2. ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΚΟ ΑΟΡΑΤΟ ΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ Μέχρι τώρα η σκέψη, εξαρτημένη από την έρευνα του Κόσμου (Είναι), ως θετικότητα, ως η πληρότητα της παρουσίας του Κόσμου, ως ‘’ουσίας’, εργάζεται με τον συλλογισμό, την λογική επιχειρηματολογία, διατυπώνοντας κατηγορικές ή κατηγορηματικές φράσεις, πασχίζοντας να αποδείξει την Αλήθεια, το Νόημα, την Αιτία, τον τον Σκοπό. Συνεχίζουμε να μιλάμε με όρους του είναι, του μη είναι, του όντος, του μη όντος, λέμε ‘’αυτό είναι’’, ‘’αυτό δεν είναι’’ και καταθέτουμε λόγους και αιτίες που ερμηνεύουν και εξηγούν του κόσμο και τα ‘’όντα’’. Η ανάγκη του ανήκειν σ ένα πλαίσιο σκέψης και δράσης και η ανάγκη εξασφάλισης και βεβαιότητας από τις συμβολικές μορφές και τις φαντασιακές ταυτότητες-ταυτίσεις, φαίνεται ακόμα ανθεκτική. Αυτή η ανάγκη είναι κατανοητή μέσα στα πλαίσια του κλασικού Λόγου, την μέγιστη μεταφυσική αφαίρεση, όπου η ύπαρξη αιτιοκρατικών χωροχρονικών συσχετίσεων, η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων μεταξύ πρότερου και ύστερου, αιτίας και αποτελέσματος και κατ΄ επέκταση η περιγραφή κάθε διυποκειμενικής εμπειρίας είναι απότοκες της διάκρισης του Όλου σε γνωρίζον υποκείμενο και αντικείμενο προς εξέταση, σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, θα λέγαμε με σύγχρονους όρους. Άλλωστε ο ίδιος ο Λόγος, ως Απόλυτο Υποκείμενο (Αντικειμενικό), ως άχρονη Θετικότητα, διαστέλλεται και διακρίνεται από τον μη –Λόγο, την άβυσσο του Μηδενός, την Απόλυτη Σιωπή. Αυτό που προηγείται του Λόγου και της Γλώσσας, που τα διατρέχει και τα υπερβαίνει, δεν είναι ένα σημείο, δεν έχει αρχή και τέλος, άνοιγμα από όπου όλα αναδύονται και όλα επιστρέφουν. Αναζητώντας τη γενεαλογική καταγωγή αυτής της οντολογικής εξέλιξης (την διαστολή και την διάκριση ττου Όλου σε μέρη, όπου το ένα μέρος υποτάσσεται στο άλλο), ανατρέχουμε στους προσωκρατικούς στοχαστές όπου ήδη διαφαίνεται η διάκριση, μιας που γίνονται οι πρώτες απόπειρες να οριστεί και να ονομαστεί ο Κόσμος, να γίνει δηλαδή ένα ιδιαίτερο ον, ένα σημείο. Η εξέλιξη αυτή τυποποιείται στους κλασικούς της ελληνικής αρχαιότητας που συγκεκριμενοποιούν και μορφοποιούν του Κόσμο, τον ταυτίζουν με μια αφηρημένη οικουμενική μορφή (Ένθεη Φύση) και τον υποτάσσουν στην Ιδέα ή και την Ύλη. Έκτοτε η δυαδικότητα αποτελεί το γενετικό υλικό της φιλοσοφικής σκέψης στη μακραίωνη πορεία της και διαμορφώνει τη μοίρα του ιστορικού κόσμου της Δύσης που ολοκληρώνεται πλανητικά και δύει. Αυτή η οντολογική εξέλιξη, η δυαδικότητα, είχε ως μοιραία συνέπεια ο Κόσμος να γίνει ένα Ον που το θεμελιώνει η σκέψη μέσω των παραστάσεων, ένα ενδοκοσμικό ον, έστω το πιο γενικό και καθολικό. Έτσι όμως απωθήθηκε στο ασυνείδητο της σκέψης το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Εν-Όλον, λησμονήθηκε η σχέση μας μ΄Αυτό που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δίχως Αυτό να είναι ον και να υπάρχει, το καλειδοσκοπικό Αόρατο Εν, το Σύν-ολο όλων των προοπτικών και των δυνατοτήτων. Αυτό, το Αόρατο ΕνΠολλαπλό, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό σε μια ενότητα, μη ταυτολογική που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό το Εν-Πολλαπλό, αόρατο ως τέτοιο, που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, δίχως να ταυτίζεται μ΄αυτές, δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Κόσμου είναι οι μεταφυσικές αφαιρέσεις του, η έννοια-ες του Κόσμου. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για τον Κόσμο και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του. Η ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεων-παραστάσεων παράγει την εξουσία της δύναμης, συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας, της μνησικακίας και της εκδικητικότητας που νοηματοδοτούν την ηθική της ατομικής/εγωϊστικής συνείδησης. Η ‘’ιδιοποίηση’’ του Κόσμου που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, δίχως να έχει ιδιότητες και να γνωρίζει διακρίσεις, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Αυτό, η μη τοπολογία του καλειδοσκοπικού Αόρατου, η αέναη μεταμόρφωση της Ενότητας- Πολλαπλότητας, χαράζει το διαγώνιο μονοπάτι της 7


συμφιλίωσης όντων και πραγμάτων. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι αρθρώνονται σε μια Ολότητα τα αποσπάσματα και συντονίζονται από έναν αόρατο ρυθμό. Η σκέψη που ξετυλίγεται σ΄αυτό το σημείο προϋποθέτει μια μη-εννοιολογική κατανόηση του α-διανόητου, μια ευφυία, αστραπιαία, που θα ιχνηλατούσε τα σημάδια εκδήλωσης του αόρατου κενού, άλλη όψη του Πλήρους, μια ακραία ευαισθητοποίηση που θα προαισθανόταν το αόρατο άγγιγμα του κόσμου στις στιγμιαίες, διαχρονικές και παν-χρονικές εκφάνσεις του και θα μάντευε το μήνυμά του, μια ακρόαση της φωνής της σιωπής, τον αντίλαλο του κόσμου στην συνείδηση. Η δυαδικότητα στον τομέα της οντολογικής σκέψης είχε το ανάλογό της στο σύνολό της θεωρίας της γνώσης, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη με τη φιλοσοφία του Είναι έως και τον Καρτέσιο και την φιλοσοφία του Νοειν (Σκέπτομαι άρα Υπάρχω) και στην κατάληξή της με το λογικό θετικισμό του κύκλου της Βιέννης και τη γνωσσανάλυση του Βιτγκενστάιν, θεμελιώθηκε στη μεταφυσική διάκριση Υποκειμένου – Αντικειμένου. Τόσο η κλασική γνωσιοθεωρία όσο και η νεώτερη επιστημολογία συγκροτούν τη θεωρητική και μεθολογική δομή της σκέψης τους στην αρχή της διάκρισης και προβάλλουν την αξιωματική πεποίθηση ότι η γνώση αποκτάται από έναν εξωτερικό-αμέτοχο παρατηρητή μέσω νοητικών κατασκευών που συνιστούν αναπαραστάσεις των ‘’αντικειμένων’’ στα οποία αποβλέπει η συνείδηση. Έτσι διαμρφώνονται κοσμοεικόνες και κοσμοθεωρίες για τον Κόσμο και τη Φύση, πρόκειται όμως για μυθικές ή μυθολογικές αφηγήσεις που συντάσσονται αφαιρετικά από τα συμβολικά-σημειωτικά συστήματα. Όμως ο ‘’εξωτερικός’’ παρατηρητής και το ‘’αντικείμενο’’ προς παρατήρηση συνιστούν Αυτό που τους συνιστά, το Αόρατο ΕνΠολλαπλό, που δεν γνωρίζει διακρίσεις, αλλά στεγάζει αρθρωμένες τις διαφορές. Οι νοητικές κατασκευές εδράζονται στη λογική της συλλογιστικής απόδειξης, το κατ΄εξοχήν όργανο του θετικού-τεχνικού πνεύματος και του αιτιοκρατικού του πυρήνα, και στην αποδειξιμότητα της νεώτερης πειραματικής μεθόδου, η οποία ασκείται σ΄ ένα πεδίο εκ των προτέρων οροθετημένο και καθορισμένο, αναζητώντας μια κατεύθυνση όντας προσανατολισμένη προς αυτό που θέλει να φτάσει και το οποίο κατευθύνει. Κυρίαρχο κατηγόρημα του θετικιστικού-ορθολογικού πνεύματος είναι η βούληση για δύναμη και κυριαρχία. Έτσι, επιστημολογικά κριτήρια αληθείας του νεώτερου υλιστικού/μηχανιστικού πνεύματος, γίνονται ο υπολογισμός, η μέτρηση και η ποσοτικοποίηση και κατ΄επέκταση η χειραγώγισή τους και τα ηθικά-αξιακά ισοδύναμα αυτού του πνεύματος είναι η σκοπιμότητα, ο ωφελισμός, η χρησιμοθηρία. Όμως αυτά που υπολογίζει, που μετράει και ποσοτικοποιεί ο άνθρωπος είναι τα προϊόντα των νοητικών κατασκευών, οι αντανακλάσεις των προβολών του, τα είδωλα του που σιτίζουν τον ναρκισσιστικό εγωϊσμό του. Ο φετιχισμός των ειδώλων κάνει τον άνθρωπο να μικραίνει και να εξαφανίζεται, να μένει δίχως Κόσμο, δίχως Άνοιγμα. Κόσμος, το αστέρι του ανθρώπου, αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει εργάζεται αθόρυβα και αθέατα για την μεταμόρφωση του ανθρώπου, για την ανάληψή του και την σύντηξή του στο Ανοιχτό Όλον. Όλα τα εξηγηματικά σχήματα, και όλες οι νοητικές κατασκευές της σύγχρονης επιστήμης, όσο τολμηρές και εάν είναι, όσο και εάν σχετικοποιούν το υποκείμενο και το αντικείμενο, ενέχουν εικονικότητα (η οποία δεν είναι μόνο πραγματική ούτε και και μόνο φανταστική ή φαντασιακή) και αναφέρονται έκδηλα ή άδηλα σε μια μυθική ή μυθολογική αρχή. Αυτή η αρχή συνιστά την πεμπτουσία της μεταφυσικής σκέψης, την ιδρυτική πράξη της δυαδικότητας. Απαιτείται ένας τεχνικο-επιστημονικός στοχασμός που δεν θα καταφεύγει στην αναπαράσταση, ακόμα και εάν είναι μη παραστατικός. Αυτό σημαίνει ότι η επιστημολογία δεν θα εμμένει στην παρουσία και θα την εξιολογεί θετικά και δεν θα απορρίπτει την απουσία και δεν θα την αξιολογεί αρνητικά. Μια επιστημολογία που θα ευλαβείται αυτό που επέχει, το ανυπολόγιστο, αυτό που διαφεύγει, το μηδέν και το τίποτα και θα συντονίζεται με το χρόνο και τις μεταμορφώσεις του. Μια επιστημολογία που θα αρνείται τα συστήματα και τα πρότυπα, επιεδή γνωρίζει ότι αίτια και αιτιατά και οι δεσμοί τους, μέρη και ολότητες, όπως και το αποκαλούμενο όλον θεμελιώνονται σ΄Αυτό, το αθεμελίωτο, στην άβυσσο του μηδενός, άλλη όψη του Κόσμου, απο την οποία αναδύονται και στην οποία επιστρέφουν, μεταμορφωμένα. Θα αναρωτηθει δικαιολογημένα κάποιος-α, αυτό που αναφέρουμε δεν εκφεύγει από τη δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης; δεν δείχνει το τέλος της γνώσης; όπως την γνωριζουμε; Αυτό που λέμε είναι ότι μετά το τέλος της γνώσης χαράζεται ένα διαγώνιο μονοπάτι, το μονοπάτι της συνείδησης, η συνείδηση της ποιητικότητας του Κόσμου που πληροφορεί γι΄αυτό που δεν είναι, το Αδια-νόητο που μετέχουμε και το μεταμορφώνουμε, αγνοώντας το, δίχως Αυτό να μας αγνοεί. Αυτό προϋποθέτει να 8


εισέλθουμε στο βασίλειο της σφαιρικής σκέψης, που δεν αποκλείει τίποτα και τα πάντα την διαφωτίζουν, στην Αποδοχή του Κόσμου, που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ως ρυθμός των μεταμορφώσεων του χρόνου, ως σπείρα, με διπλή είσοδο και έξοδο που τα δύο άκρα της είναι ταυτόχρονα σημεία εκκίνησης και άφιξης. Αυτό σημαίνει την ανάδυση ενός πλάσματος που κεραυνοβολείται απευθείας από τον Κόσμο, συντονίζεται μ΄αυτό που τον δρομολογεί, τον συνδέει, τον διατηρεί και τον μεταμορφώνει, ένα πλάσμα που απέρχεται, επερχόμενο και επέρχεται, απερχόμενο. Έν πλάσμα που δεν τοπο-θετείται απλώς σε ορισμένο σημείο του ιστορικού χωρόχρονου, αλλά έχει συνείδηση ότι μετέχει της υπέρλογης εμπειρίας του ενιαίου κοσμικού χωροχρόνου, ότι διαμορφώνεται και διαμορφώνει Αυτό που δεν είναι, το Αόρατο Εν/Πολλαπλό που επαλαμβάνεται διαφοροποιημένα.

9


3.ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ Το ξετύλιγμα της σκέψης, πριν από τη σύσταση της φιλοσοφίας (μεταφυσικής), κατά τη διάρκεια της λάμψης της, μετά την ολοκλήρωσή της της, στοχεύει Αυτό, το Εν Παν. Τόσο η Ανατολική όσο και η Δυτική μεταφυσική διατυπώνουν τους όρους της ενότητας του Κόσμου. Όμως, αναζητώντας την Ουσία του Κόσμου, το Νόημα της Όντος, διαχωρίζουν το Μηδέν από το Είναι, το Τίποτα από το Όλον, το Κενό από το Παν, την Σκέψη από τη Ζωή, αποδίδοντας, σ΄ ένα από τα αντίθετα, θέση Υπερβατικής Αρχής. Στην Υπερβατική Αρχή δόθηκαν διάφορα ονόματα, οι Ινδοί το ονόμασαν Atman – Brahman, οι Κινέζοι Ταό, οι Αιγύπτιοι Θεό Φθα, στην Αρχαϊκή Ελληνική εποχή το ονόμασαν Λόγο, στην κλασική Ελληνική περίοδο του 5 ου αιώνα το ονόμασαν Ένθεη Φύση, Στον Χριστιανικό Μεσαίωνα, Παντοδύναμο Θεό, στον Μοντέρνο Κόσμο, Κυρίαρχο Άνθρωπο, Ενσυνείδητο Υποκείμενο των αντικειμένων και τέλος Κοινωνία των Ανθρώπων, στον κόσμο της Τεχνικής την ονομάζουν Σύμπαν της ύλης-ενέργειας-πληροφορίας. Όλες αυτές οι ονομασίες αποτέλεσαν μεταφυσικές αφαιρέσεις, οι οποίες εξειδανικεύθηκαν και λατρεύθηκαν ως είδωλα-φετίχ, αποτέλεσαν τα μεταφυσικά και ανθρωπολογικά τοτέμ και ταμπού του Ανθρώπινου πολιτισμού γιατί επιχείρησαν να υποτάξουν τον Κόσμο στο Νόημά τους, επιχείρησαν να συστήσουν μια σκέψη μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, μια σκέψη που θεμελίωνε τη σχέση σε μια Υπερβατική Αρχή, η οποία υπέτασσε τον κόσμο στο νόημά της. Όλες αυτές οι βιωματικές, εννοιολογικές και συμβολικές μορφές σκέψης αποτέλεσαν ολικές μορφές του Κόσμου όχι τον Κόσμο στην Ανοιχτή Ολότητά, ορατές εκδηλώσεις του αόρατου Κόσμου. .Τι είναι όμως Αυτό που επιδέχεται πολλαπλών ερμηνευτικών προσδιορισμών και πολλαπλών ονομασιών; Ο Κόσμος, Αυτό, λέγεται με πολλούς τρόπους γιατί είναι ΄΄Ενα και πολλαπλό. Αυτό το ενιαίο και πολυδιάστατο, αιωρούμενο και παλλόμενο κέντρο που διατηρείται άσκεφτο, αν και μετέχει, εμπνέει και συντρίβει όλες τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Αυτό, το ριζικά Άσκεφτο, εμψυχώνει τη σκέψη και τον δομικό της πυρήνα, τη συνείδηση, δίχως να είναι ή να υπάρχει. Κόσμος, Αυτό, το ριζικά Άσκεφτο, επέχει, διαφεύγει της δυνατότητας εννοιολόγησης και συμβολοποίησης, αποτελεί το αίτιο του Λόγου, της σκέψης και της συνείδησης, δίχως να είναι Λόγος ή μη Λόγος, Σκέψη ή μη Σκέψη, Συνείδηση ή μη Συνείδηση, έναρθρος λόγος ή σιωπή.. Αυτό, «είναι» η άλλη όψη της Σκέψης και ταυτόχρονα «είναι» το άρρητο, το α-διανόητο, το αδύνατο, η Σκέψη βρίσκεται συνεχώς σε σχέση με το ά-σκεφτο, την άρνηση, την αρνητικότητα και το μηδέν. Αυτό που είναι, είναι ταυτόχρονα «είναι» και «τίποτα», έτσι η Σκέψη συνιστά την φασματική, περιστρεφόμενη ταλάντωση του είναι, ως πλήρες και του τίποτα, ως κενό. Αυτό που ξετυλίγεται ως Χρόνος, ενιαία και πολυδιάστατα, δίχως να είναι ή να υπάρχει, ενέχει τον πλούτο του διαφορετικού, δεν είναι ποτέ ολικό, ακέραιο και πλήρες, το κενό, το τίποτα και το μη πλήρες είναι πάντοτε επι το έργον και μάς εμφανίζεται ανεξάντλητο από δυνατότητες. Κόσμος, το άλλο όνομα του Χρόνου, είναι αυτό που ενώνει χωρίς να ταυτίζει και χωρίς να διακρίνει Είναι και μη Είναι, Παν και Τίποτα, Πλήρες και Κενό. Κόσμος, Αυτό που ξετυλίγεται ως Χρόνος, Ενιαία και Πολλαπλά. Αυτό, η Ενότητα του Πολλαπλού και η Πολλαπλότητα του Ενός, δε γνωρίζει Οντολογικό θεμέλιο, Υπερβατικό, όπως στην Ανατολική Μυστικιστική σκέψη, Φυσικό, όπως στην Φιλοσοφική σκέψη της κλασικής αρχαιότητας, Θείο, όπως στην θεολογία του χριστιανικού μεσαίωνα, ούτε και Ανθρώπινο, όπως στον ουμανιστικό επιστημολογικό στοχασμό των σύγχρονων, Κόσμος, το αβυσσαλέο άνοιγμα που αποκαλύπτεται μέσω των μεταμορφώσεων του Χρόνου. Κόσμος «είναι» οι μεταμορφώσεις του Χρόνου, Χρόνος «είναι» οι μεταμορφώσεις του Κόσμου, που δεν υπακούει σε πρότυπα, πράγματα ή καταστάσεις εκ των προτέρων υπάρχοντα, ούτε και των υστέρων δοσμένα. Ο Κόσμος ‘’είναι’’ Αυτό που διατηρείται και μεταμορφώνεται από τη συμμετοχή των όντων που διαμορφώνουν και τις τρεις διαστάσεις του Χρόνου και διαμορφώνονται από αυτόν. Το Αυτό ξετυλίγεται ως Χρόνος και η σκέψη «είναι» ο Χρόνος που σκέπτεται ‘’τον’εαυτό του’’, Χρόνος «είναι» η Σκέψη που σκέπτεται τον Χρόνο, στον χρόνο με τον Χρόνο. Χρόνος και Σκέψη, οι χρόνοι του Χρόνου και οι σκέψεις της Σκέψης αποτελούν διαστάσεις της Ανοικτής Ολότητας του Κόσμου, που δεν είναι αλλά ξετυλίγεται, αποσυρόμενος, ως Χρόνος. 10


Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ- Η ΑΔΙΑΝΟΗΤΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν Σκέψη και Κόσμος ταυτίζονται η διακρίνονται; Από την αρχή της οντολογικής λογικής (Αριστοτέλης), με την αρχή της ταυτότητας, της μη αντίφασης, έως το τέλος της που ονομάστηκε διαλεκτική (Χέγκελ), με την αρχή της αντίφασης, Ίδιο και Άλλο ενεργούν ανταγωνιστικά και συμπληρωματικά. Ο Χέγκελ και συμφωνεί με τον Αριστοτέλη και δεν συμφωνεί μαζί, αποδέχεται και δεν αποδέχεται την αρχή της ταυτότητας του Αριστοτέλη. Δεν την αποδέχεται με την έννοια ότι ‘’μαζί και κατά το αυτό’’ ένα «κατηγόρημα» μπορεί να είναι κατηγορούμενο και να μην είνα κατηγορούμενο του Αυτού. Το αποδέχεται με την έννοια ότι το θέτειν παραμένει διάφορο του τεθειμένου και το έχει ήδη «αρνηθεί» και «αρνούμενο» και ξεπερνώντας τον εαυτό του. Η συμφωνία και η ασυμφωνία των αντιθέτων και των αντιιφατικών αξίζουν μήπως «κατά το αυτό»; Όχι, αν το αυτό γίνεται κατανοητό με την έννοια του Αριστοτελη, ναι, αν γίνει κατανοητό με την έννοια του Χέγκελ. Θα λέγαμε ότι το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, ο μυστικός δεσμός τους συνιστά την αναπνοή και την εκπνοή της σκέψης. Το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, το Αυτό με άλλα λόγια, ξετυλίγεται ως Χρόνος του Κόσμου και ο Κόσμος ξετυλίγεται ως Χρόνος. Το Αυτό, ως ο Χρόνος του Κόσμου, ως ο Κόσμος του Χρόνου, επέχει από κάθε δυνατότητα εννοιολογικού ή ονοματικού προσδιορισμού, ανονομάτιστο και ακατανόμαστο, ανώνυμο και πολυώνυμο εκδηλώνεται και ταυτόχρονα αποσύρεται. Η θνητή του αθανασία, η αθάνατη θνητότητά του ξετυλίγονται ως στιγμή, διάρκεια, μεταμόρφωση, μαζί, και στις τρεις διαστάσεις του, συγχρονικώς και διαχρονικώς, δηλαδή πανχρονικώς. Αυτό, Μία Αντιφατική Δομή, Μη Παραστατική. Η σκέψη αναγνωρίζει ότι Αυτό που είναι δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Μέχρι τώρα όλες οι οντολογικές και γνωσιοθεωρητικές διακρίσεις, Ίδιο και Άλλο, Έν και Πολλαπλό, θεμελιώνονταν στην Αριστοτέλεια λογική της ταυτότητας ή της μη αντίφασης, που απέκλειε τον μέσο και αναζητούσε αποχρώντα λόγο. Μπορούμε να ξεπεράσουμε τη σκέψη που είναι μονιστική, δυαδική ή τριαδική και να σκεφτούμε ταυτόχρονα την ταυτότητα, τη διαμεσολάβηση και τη διαφορά. Μπορούμε πλέον να πούμε ότι κάθε πράγμα, κάθε έννοια είναι η ενότητα του αυτού (που δεν είναι ταυτόσημο με το ίδιο) και του αντιθέτου του. Πρόκειται μάλλον για την ενότητα των αντιθέτων και των αντιφατικών, παρά για την ταυτότητά τους. Οι αντιθέσεις, οι αντιφάσεις, τα πολικά συμπλέγματα δρουν μαζί και ενάντια, μορφοποιούν ένα σύνολο που δεν αγνοεί τις διαφορές. Η σκέψη που επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε διέπεται από το λογική της μη λογικής, των υπερβατικών διασυνδέσεων και των μεταμορφωτικών διχτύων. Ο Κόσμος της Ενότητας-Πολλαπλότητας, δεν θεμελιώνεται σε Τίποτα, είναι ανοιχτός στο χωρίς θεμέλιο, στην άβυσσο, απ΄ όπου όλα προέκυψαν και όπου όλα επιστρέφουν, μεταμορφωμένα. Αυτός ο Κόσμος, ως Ενότηταπολλαπλότητα, τα πράγματα και έννοιες των πραγμάτων, διέπονται από επιμειξίες και μείγματα που φωτίζονται από ρωγμές. ΚΛΕΙΣΤΟ ΕΝ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΟΛΟΝ Σ΄αυτό το σημείο αναδεικνύεται μια ριζική μεταστροφή της σκέψης και της σχέσης της με τον Κόσμο. Στη χαραυγή της Δυτικής Σκέψης, ο Παρμενίδης διατυπώνει την ταυτότητα σκέψης και Είναι (ότι ταυτόν εστί νοείν τε και είναι), ενώ η Πλατωνική Οντολογία των Αιώνιων Προτύπων (προτεραιότητα των Ιδεών-Μορφών έναντι της Ύλης) αλλά και η Αριστοτελική Μεταφυσική των «πρώτων αιτιών» και των «Δυναμικών αρχών» (προτεραιότητα της Ύλης = δυνάμει μορφή) θεμελιώνουν την διάκριση Σκέψης και Κόσμου. Θα λέγαμε ότι Σκέψη και Κόσμος ανακύπτουν στην τάξη του Αυτού και το συγκροτούν, διαφοροποιώντας το. Κόσμος και Άνθρωπος δεν απαρτίζουν ούτε μία ούτε δύο συμπαγείς ενότητες και ακόμα λιγότερο οντότητες. Ο Άνθρωπος (αυτό που τον διαπερνά) παράγει τον κόσμο που τον παράγει και συγχρόνως, ο κόσμος παράγει τον άνθρωπο που τον παράγει. Κόσμος και Άνθρωπος είναι ομογενή, συνανήκουν, βρίσκονται σε αντιστοιχία, συνιστούν το Αυτό, που μπορεί να αποκληθεί Εν- όλον, Παν – Τίποτα. Το Τίποτα που τα αναιρεί Όλα ‘’είναι’’ το άλλο ‘’πρόσωπο’’ του Όλου. Όλον και Τίποτα συντήκονται στο Αυτό. Το Συμβάν του Αυτού, χωρίς θεμέλιο, φυσικό ή μεταφυσικό, μείγμα που διαφοροποιείται απροσδιόριστα, ρυθμίζει το χρόνο και ρυθμίζεται από αυτόν. Έτσι, το ερώτημα του Χρόνου συνιστά ταυτόχρονα το άνοιγμα του Κόσμου, o χρόνος συνιστά το 11


πεδίο εντός του οποίου πραγματώνονται κάθε προ-φιλοσοφική, φιλοσοφική, αλλά και μετα-φιλοσοφική ερμηνεία και κατανόηση του Κόσμου.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ Ολόκληρος ο χρόνος περιέχει σε κάθε μία από τις στιγμές του και τις τρεις διαστάσεις του, κάθε μία από τις διαστάσεις του Χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) είναι και η ίδια τρισδιάστατη, ξεδιπλώνεται σε κάθε τόπο και στιγμή της ανοικτής σπείρας, της οποίας η «αρχή» και το «τέλος», είναι διαρκώς εκτεθειμένα στο μέλλον. Θέτουμε σε εισαγωγικά την αρχή και το τέλος γιατί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ημερολογιακώς προσδιοριστέα αρχή του χρόνου, αλλά ούτε και να προβλέψουμε το τέλος του. Κάθε αναφορά για την αρχή και το τέλος τίθενται στον χρόνο. Αλλά, ας επανέλθουμε, Κατ΄αυτόν τον τρόπο λοιπόν, ο χρόνος ξετυλίγεται ως αρχέγονη σπείρα, όπου οι δύο άκρες της σπείρας είναι ταυτόχρονα αναχώρηση και άφιξη που ξετυλίγεται απροσδιόριστα. Έτσι, στην ανοικτή Ολότητα του Χρόνου, που περιστρέφεται ως σπείρα, όλα επαναλαμβάνονται ακατάπαυστα, αλλά μεταμορφωμένα. Επανάληψη του «Ίδιου» και ανάδυση του καινούργιου ως «‘Άλλο», συνδέονται άρρηκτα και δονούνται στον ενωτικό και διαφοροποιό ρυθμό της πανχρονικότητας του χρόνου και των αέναων μεταμορφώσεών του. «Ίδιο» και «Άλλο» συνιστούν το Χρόνο καθώς και κάθε έναν από τους απεριόριστους χρόνους του. Ο Χρόνος το ενιαίο και πολυδιάστατο Ανοιχτό Όλον, ξετυλίγεται, αποσυρόμενο, «είναι» το Ίδιο και την ίδια στιγμή το αντίθετό του, το Άλλο και το διαφορετικό (το διαφέρον και το διάφορο), δίχως το Ίδιο και το Άλλο να διακρίνονται ή να ταυτίζονται. Ίδιο και Άλλο συνυπάρχουν και αλληλοδιαμορφώνονται. Ίδιο και Άλλο δεν συνιστούν ένα αδιαφοροποίητο, αμετάβλητο και αδιαμεσολάβητο, μη αντιφατικό Σύνολο, μια ταυτότητα συμπαγής και ακέραιη που αποκλείει τις αντιπαραθέσεις. Η ταυτότητα δεν συνιστά ενότητα γιατί ταυτότητα και ενότητα δεν είναι ταυτόσημες αφού η ενότητα ενέχει ετερότητα και διαφορά. Ίδιο και Άλλο, ενωμένα και διαφοροποιημένα, προκύπτουν από το Αυτό και το παράγουν ως διαφορετικό κατά το ρυθμό του Χρόνου. Το Αυτό δεν είναι για να το ιδιοποιούμαστε με τις παραστάσεις μας, οι παραστάσεις του Αυτού είναι μεταφυσικές αφαιρέσεις του Αυτού, η έννοια του Αυτού. Ο άνθρωπος ιδιοποιείται τις παραστάσεις του για το Αυτό και θεμελιώνει την ανθρωποκεντρική εμπειρική κοσμοεικόνα του, η οποία αποτελεί τον μυθολογικό του ορίζοντα, μέσω του οποίου αρδεύει νόημα και σκοπό. Η ιδιοποίηση του Κόσμου μέσω των μεταφυσικών αφαιρέσεωνπαραστάσεων συνιστά τη ρίζα της ιδιοκτησίας (ιδιωτικής ή δημόσιας), της κατοχής, της επέκτασης, της κατάκτησης, της απαλλοτρίωσης και βέβαια των βαθέων υπαρξιακών αισθημάτων, της υποταγής, της κυριαρχίας και της μνησικακίας. Η ιδιοποίηση Αυτού που δεν είναι, αλλά μετέχει σ΄όλα και σε τίποτα, δίχως αυτό να είναι ον, ιδέα, ή πράγμα, συνιστά τη ιστορία της μεγάλης πλάνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Όμως η σιωπηλή δύναμη Αυτού συντρίβει τις ανθρωποκεντρικές αξιώσεις για έλεγχο και κυριαρχία, όπως εκφράζεται από το ‘’θετικιστική ή μυστικιστική αφέλεια’’ περί Αλήθειας και Πραγματικότητας και μάς ανοίγει εκείθεν και πέραν του Ανθρώπου, μαζί με τον Άνθρωπο, στο ενωτικό και διπλό παιχνίδι Ανθρώπου και Κόσμου, Αυτού του Μοναδικού Καλειδοσκοπικού Αόρατου. Αυτό, οι Μεταμορφώσεις του Αόρατου, δεν μπορεί να υποστεί μεταφυσική αφαίρεση, να συγκεκριμενοποιηθεί και να μορφοποιηθεί, να ταυτιστεί με μια ειδική ή αφηρημένη οικουμενική μορφή, καταυγάζει αινιγματικά τη διαύγεια της Ολότητας του Κόσμου, άλλη όψη του Μηδενός.

12


4. ΝΙΤΣΕ: Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ Κάθε σημαντική σκέψη εμπεριέχει πάντα την ίδια της την αντίφαση, την παραδοξότητα και την πολυσημία της. Ακριβώς γι΄αυτό δεν σημαίνει τίποτα να της αντιταχθούμε με πολεμική διάθεση ή να εξαντληθούμε στο θαυμασμό σαν να ήταν ιερό κείμενο. Θα ήταν πιο γόνιμο να να την εξετάσουμε, να της θέσουμε ερωτήματα και να αναδείξουμε τη ριζική ένταση που τη διέπει, η οποία συχνά λησμονείται. Μία και μόνο σκέψη εμπνέει όλα τα κείμενα του Νίτσε που η θεματική τους ποικιλία επισκιάζει την ενότητα που τα συνδέει. Αυτή η σκέψη έχει φιλοσοφική προέλευση και θέλει να ανατρέψει την παραδοσιακή μεταφυσική της Δύσης, να ξεπεράσει και να καταργήσει τη φιλοσοφία, πραγματώνοντάς τη μέσω των βουλητικών δυνάμεων της ζωής, του πάθους και της δημιουργίας. Το ίδιο ακριβώς επεδίωξε και ο Μάρξ με την κριτική της αλλοτρίωσης του ανθρώπινου είναι – της αλλοτρίωσης της εργασίας και της οικονομίας, της πολιτικής, της ανθρώπινης ύπαρξης και των ιδεών – αποβλέποντας στην επανασυμφιλίωση του ανθρώπου με τη Φύση κι τη φύση του. Αν για τον Μάρξ επανασυμφιλίωση σημαίνει κατάκτηση του κόσμου από τον άνθρωπο μέσω του απεριόριστου ξετυλίγματος των δυνάμεων της τεχνικής που θα επιφέρει πλήρη ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών ,τη βασιλεία της αφθονίας και τον κόσμο της διαφάνειας παντός είναι και παντός γίγνεσθαι για τον Νίτσε πραγμάτωση της φιλοσοφίας και επανασυμφιλίωση του σνθρώπου με τον εαυτό του και τον κόσμο σημαίνει αποδοχή της δημιουργικής ορμής της ζωής, της βούλησης για δύναμη και παραγωγή κανονοφανών εμπειριών και μορφών, μη αναγώγιμων στο ιστορικό παρελθόν. Όμως και οι δύο –με συγκλίσεις και μεγάλες διαφορές- διατηρούνται δέσμιοι της μεταφυσικής παράστασης του νεώτερου κόσμου που αποδίδει για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου προνομιούχο ρόλο στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα, η οποία καθίσταται το θεμέλιο παντός είναι. Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο, ο Κόσμος αποτελείται από τον κόσμο του υποκειμένου και τον κόσμο των αντικειμένων, καθώς ο άνθρωπος είναι το γιγνώσκον και (αντικειμενικό) Υποκείμενο που δρα επί των αντικειμένων και τα συλλαμβάνει μέσω της αναπαραστατικής του ικανότητας. Ο Νίτσε δεν είναι ένας ‘’συστηματικός’’ φιλόσοφος με την κλασική έννοια, αλλά ένας στοχαστής που στοχεύει αποσπάσματα της Κοσμικής Ολότητας, η σκέψη ‘’του’’ όμως δεν είναι διαχωρισμένη από το διάβημα και από την ολότητα της ιστορίας της σκέψης. Το έργο ‘’του’’ εντάσσεται στο χρόνο, διαφωτίζει και πραγματώνει μια από τις όψεις του Κόσμου, εντάσσεται στο γίγνεσθαι του όντος και εκφράζει μια κίνησή του, κίνηση που θα την χαρακτηρίζαμε διαλεκτική. Η Ίδια η Διαλεκτική όμως, πέραν από την αξίωση ενοποίησης της Σκέψης και του Κόσμου, του Υποκειμένου και του Αντικειμένου, διατηρεί τους αντιθετικούς όρους και δεν τους ξεπερνά προς την κατεύθυνση της ενιαίας και πολυδιάστατης σκέψης και του κοινού του ορίζοντα, του Αόρατου, που δεν είναι καν ορίζοντος, αλλά αβυσσαλέο άνοιγμα. απεριόριστων δυνατοτήτων. Ιστορικο-Φιλοσοφικό πλαίσιο Το ιστορικο-φιλοσοφικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται η σκέψη του Νίτσε συντάσσεται από τη διαμάχη ανάμεσα στον κοσμικό ορθολογισμό και το λογικό αθεϊσμό του Διαφωτιισμού από τη μια πλευρά κα τον ανορθολογικό αντι-Διαφωτισμό και το άλογο άλμα πίστης από την άλλη. Έννοια ή Ζωή; Λόγος ή Πάθος; Αυτά είναι τα θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούν τον φιλοσοφικό στοχασμό τον 19 ο αιώνα Το ζήτημα της θέσης του Λόγου και της ορθολογικότητας ενός μεγάλου μέρους της ανθρώπινης ύπαρξης αποτέλεσε τη σύγκρουση που βρίσκεται στον πυρήνα των διαφωνιών στην ηπειρωτική παράδοση μέχρι και τις ημέρες μας, παραδείγμτος χάριν, στη διαμάχη νεωτερικότητας / μετανεωτερικότητας. Ο Νίτσε επιχειρεί να θέσει όρια στις δυνατότητες του Λόγου και της ορθολογικότητας –είχε προηγηθεί ο Κάντ με την Πρώτη Κριτική – την Κρτική του Καθαρού Λόγου – και να αναδείξει τις ψυχο-φυσιολογικές ενορμήσεις ως δυνάμεις διάπλασης και μορφοποίησης της μοίρας του όντος . Ο Νίτσε, όπως και ο Κίρκεγκωρ, επέκριναν την εννοιολογική συστηματοποίηση της ιστορικής ζωής και τον αφηρημένο –αντικειμενικό συλλογισμό που εξέφραζε η φιλοσοφία του Χέγκελ και αντέταξαν, όχι μόνο ως επιχείρημα αλλά και ως μαρτυρία ζωής το φευγαλέο και ασαφή χαρακτήρα της ζωής και της ύπαρξης και την βιωμένη εμπειρία της υποκειμενικότητας. Απέναντι στον 13


κοσμικό χωροχρόνο και την αντικειμενικότητα της αλήθειάς του που επιχείρησε να περιγράψει ο υπερβατικός ιδεαλισμός του Χέγκελ, αντέταξαν την υπαρξιακό χωροχρόνο της υποκειμενικής εμπειρίας και την εσωτερική –ατομική αλήθεια, όπως αυτή διαμορφώνεται τις κρίσιμες στιγμές από τις επιλογές και τις αποφάσεις του υποκειμένου που καταργούν και συγχρόνως θεσπίζουν καινούργιες δυνατότητες. Εν ολίγοις, επεσήμαναν ότι η αμιγώς διανοητική σύλληψη του νοήματος του κόσμου έχει περιορισμένη εμβέλεια στα ζητήματα της ζωής και της ψυχής και πρέπει να συμπληρωθεί από τη βούληση και τη δύναμη των αισθημάτων. Η σύλληψή τους αυτή συνέβαλλε αποφασιστικά στο να προαισθάνθούν τα προμηνύματα της ανθρωπολογικής συμφοράς που διαμορφώνονταν στην εποχή τους από την απλοϊκή φόρμα της επιστημονικής γνώσης και την κυριαρχία των αφηρημένων νοητικών-γνωστικών σχημάτων Χωρίς να ολισθήσουν στον ιρασιοναλισμό, αποδέχτηκαν τη δύναμη της λογικής, την εγκυρότητα του λογικού ισχυρισμού και της επιστημονικής σκέψης, αλλά αναγνώρισαν και τα όρια της στην καθοδήγηση της ζωής. Αναγνώρισαν την απεριόριστη πλαστικότητα και ελαστικότητα της ψυχής, το αβυσσαλέο χάος της, την ανορθολογική και παράλογη όψη της και διερεύνησαν τον ακοινωνικό χαρακτήρα των ενορμήσεων, τον ακατανόητο, αχαλίνωτο και αντιλειτουργικό χαρακτήρα τους, τον εγωκεντρισμό της ψυχικής μονάδας, την παντοδυναμία του ασυνειδήτου, την ικανότητα μετουσίωσης, την ικανότητα συμβολισμού, την αντικατάσταση της ηδονής του οργάνου από την ηδονή της παράστασης και την ακόρεστη δίψα για νόημα. Επιχείρησαν να αποκρυπτογραφήσουν τις διαδικασίες της κοινωνικής θέσμισης μέσω των βαθοδομικών ψυχικών χαρακτηριστικών και υποψιάστηκαν ότι αυτό γίνται είτε με καταστολή είτε με μετουσίωση τους. Εν τέλει, αμφισβήτησαν τη δύναμη της λογικής να εισχωρήσει και να φωτίσει πλήρως τις ψυχικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τις κοινωνικο-ιστορικές πεποιθήσεις και καθοδηγούν το βίο των ανθρώπων και ανέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο της ασυνείδητης φύσης της ψυχής στη διαμόρφωση των παθών, των στάσεων και των συμπεριφορών. Μ΄αυτή την έννοια προοικονόμησαν τις εξελίξεις στο χώρο της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Μεταφυσική και Αθωότητα του Γίγνεσθαι Τι είναι Μεταφυσική; Ο Νίτσε ορίζει τη μεταφυσική ως τη διαίρεση του Όλου στα δύο, η οποία προέκυψε όταν η μυθική ενότητα της προφιλοσοφικής εμπειρίας του Κόσμου, όπως εκδηλώθηκε στους προσωκρατικούς στοχαστές και τους τραγικούς της αττικής περιόδου, άρχισε να διαχωρίζεται από τον Πλάτωνα στις περιοχές του Είναι και του φαίνεσθαι, του υπεραισθητού και του αισθητού.Ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική οντολογική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι, θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι και διακηρύτει την αθωότητα του Γίγνεσθαι. Έτσι όμως αντιστρέφει τους όρους του κλάσματος της δυτικής μεταφυσικής και διατηρείται δέσμιός της, αν και υποδεικνύει τον δρόμο για έναν μη μεταφυσικό στοχασμό, πιο ανοιχτό και ποιητικό που δεν δεσμεύεται από τις κατηγορίες του κλασικού Λόγου (Αντικειμενικού) ή μοντέρνου Λόγου (Υποκειμενικού). Ο Νίτσε, ως αντίλαλος της σκεπτόμενης ρήσης του Ηράκλειτου «Αιών παίς εστί παίζων, πεσσεύων παιδός ή βασιληίη», ξεπερνώντας την ανθρωπολογική και ουμανιστική ερμηνεία του Κόσμου, κατανοεί τη μη ολική ολικότητα του Κόσμου-Τίποτα, τον Κόσμο ως παιχνίδι του Χρόνου, τον Χρόνο ως Παιχνίδι και συνδέει τον άνθρωπο με την αλήθεια και την πλάνη που του επιβάλλεται. Αλήθεια και Πλάνη είναι προσωπεία του περιπλανωμένου ρυθμού, του ενιαίου και αδιαίρετου Χρόνου που επαναλαμβάνεται αιώνια, σύμφωνα με τον Νίτσε, υπό τη μορφή της αέναης ροής δύναμης απο σημείο σε σημείο και θέτει τον κόσμο πάντα σε σχέση με την προοπτική. Όμως και ο ‘’προοπτικισμός’’ του Νίτσε συνιστά μια προοπτική αυτού που δίνεται προς προοπτική θέαση, δίχως αυτό να είναι Όν, Ιδέα ή Μορφή. Αυτό, το καλειδοσκοπικό Αόρατο Εν που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄αυτό δίχως να ταυτίζεται μ΄αυτά, συνιστά το Άνοιγμα της Αβύσσου, μπροστά στο οποίο ο Νίτσε υποχωρεί. Η Προοπτική θεώρηση του Κόσμου Ο ‘’προοπτικισμός’’ του Νίτσε αρνείται την ύπαρξη ενός άχρονου και αμετάβλητου Κόσμου, αναγνωρίζει τη χρονική φύση της ανθρώπινης κατάστασης, που επιβάλλει τη δυναμική και εν τω γίγνεσθαι ύπαρξη του ατόμου που δεν είναι ποτέ στατική και ολοκληρωμένη. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή δεν ακολουθεί τη ροή ορθολογικών συλλογισμών και είναι πάντα ανοιχτή στην αβεβαιότητα που επιφυλάσσει το μέλλον, Τόσο 14


υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια τί συμβαίνει κάθε στιγμή. Η ασάφεια, η αοριστία και τα διφορούμενα, διαποτίζουν τη ψυχο-φυσική ζωή. Ειδικά σε θέματα ηθικής δεν μπορεί να αναζητηθεί μαθηματική ακρίβεια, επιλέγουμε και αποφασίζουμε και αυτό ενέχει ρίσκο. Ειδικά τα ερωτήματα για την ύπαρξη ή όχι κοσμικής αλήθειας και για το νόημα της ζωής δεν μπορούμε να τα μεταφράσουμε σε μια καθολική αντικειμενική γλώσσα που να υποδεικνύει ένα μοναδικό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Η αλήθεια για αυτά τα ερωτήματα δεν είναι ζήτημα ανακάλυψης αλλά υπαρξιακής απόφασης και φυσικά η απόφαση δεν επιλέγει στα τυφλά χωρίς κριτήρια, ωστόσο η φύση της επιλογής δεν καταργεί απλώς μια υπάρχουσα κατάσταση αλλά κυρίως θεσπίζει μια καινούργια. Ακριβώς γι΄αυτό το λόγο ο Νίτσε είχει μια αμφίθυμη στάση απέναντι στον Σωκράτη, από την μια επέκρινε με δριμύτητα την ευλαβική προσήλωση στον ορθό Λόγο, από την άλλη όμως αναγνώριζε το θάρρος του να τολμήσει το «άλμα» στο κενό, εκτιμούσε την απόφασή του να ρισκάρει και να διακινδυνεύσει πέρα από τη βεβαιότητα της λογικής σκέψης και να βιώσει την ένταση της πιθανότητας η ζωή να συνεχίζεται με διαφορετικό τρόπο μετά τον θάνατο. Ο κόσμος ως ερμηνεία Μέσα σ΄αυτό μεταφυσικό και οντολογικό πλαίσιο τίθεται το ζήτημα της ερμηνευτικής μεθόδου. Η αντικαρτεσιανή φύση της ερμηνευτικής μεθόδου θέτει το γνωσιοθεωρητικό πλαίσιο των πολλαπλών εννοιών της αλήθειας και των πολλαπλών ορθολογισμών και αυτό γιατί η γνώση –για τον Νίτσε συγκεκριμένα- είναι ερμηνεία που διενεργείται σε ιστορικο-κοινωνικό και ψυχο-φυσιολογικό συγκείμενο, έτσι αρνείται την ύπαρξη ενός θεμελιώδους «κειμένου» και διαγράφει την ελπίδα οριστικής κατανόησής του. Η γνώση δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη ή αποδεικτική-αιτιώδης, είναι η ερμηνεία της ερμηνείας, αυτή η πεποίθηση κατατείνει σ΄ένα είδος πραγματιστικής προσέγγισης της αλήθειας και της γνώσης. Η γνώση, σύμφωνα μ΄αυτή τη θεώρηση, είναι γνώση-δύναμη, Η απουσία ενός άχρονου κόσμου και ως εκ τούτου η ανυπαρξία αντικειμενικής Αλήθειας, αποδεσμεύει τις δημιουργικές δυνατότητες του ανθρώπου από τον ασφυκτικό κλοιό που τις είχε θέσει ο Κλασικός Λόγος και προσφέρει στο πάθος και τη φαντασία τα πρωτεία της γνωστικής παραγωγής. Με τον Νίτσε η αλήθεια χάνει το Αντικειμενικό έρεισμά της και ‘’προσωποποιείται’’, γίνεται ηθική αξία που βιώνεται υποκειμενικά ως βεβαιότητα. Το άτομο, δυνητικά, μπορεί να αποτινάξει τα νοητικά και ηθικά κληροδοτήματα της παράδοσης και της ιστορίας, που λειτουργούν ως στερεότυπα πρότυπα σκέψης και δράσης και οδηγούν στην ομοιομορφία, δηλαδή στην απώλειια της ατομικότητας και να χαράξει τη δική του πορεία, να δημιουργήσει μια ψυχο-νοητική ασυνέχεια και να γίνει πρωτότυπο, δίχως πρότυπο. Αυτό βέβαια απαιτεί την απομάκρυνση του ατόμου από την αγελαία ζωή και την υιοθέτηση της μοναχικής ζωής που θα του δίνει τη δυνατότητα να επιτύχει την εναρμόνιση ζωής και σκέψης, κατά το σωκρατικό πρότυπο. Με την παραπάνω θέση, ο Νίτσε, επικρίνει τη καινούργια μυθολογία του Λόγου, το πνεύμα της αφαίρεσης που οδηγεί σε μια νοητική ομοιομορφία, τη κυριαρχία της επιστημονικής φόρμας και την μαζική κοινωνία – και τους φορείς της -που διαμορφώνεται, μέσα στην οποία οι άνθρωποι υποτιμούνται, αλλοτριώνονται και αποξενώνονται από τον εαυτό τους και τους άλλους, χάνουν την αίσθηση της αξίας τους. Έτσι, χάνεται η ποικιλία, η διαφορετικότητα και η ελευθερία της ιδιαιτερότητας. Συνέπεια τούτου είναι ο φόβος για το ρίσκο και τη διακινδύνευση, ο φόβος για τη δημιουργία, η αποστροφή για το μεγαλείο, την ευγένεια και τη γενναιοδωρία, χαρακτηριστικά του αριστοκρατικού πνεύματος και ήθους που ο Νίτσε επιφυλλάσσει στους ‘’εκλεκτούς’’. Ο μνησίκακος ανθρωπολογικός τύπος που διαμορφώνεται στην αγελαία ‘’κοινωνία’’ ρέπει στον φανατιισμό και τη μισαλοδοξία, ζηλεύει, φθονεί και επιδιώκει την καταστροφή των δημιουργικών πνευμάτων που τον ταπεινώνουν μιας που δείχνουν την ασημαντότητά του. Ο ίδιος ο μνησίκακος άνθρωπος είναι η επαρκέστερη απόδειξη του εκφυλισμού και της παρακμής, είναι η ανθρωπολογική έκφραση του μηδενισμού ή αλλιώς διατυπωμένα, το τέλος του ανθρωπισμού και του ουμανισμού. Σ΄αυτό το σημείο, ο Νίτσε απευθύνει κάλεσμα στα ελεύθερα πνεύματα, τους μοναχικούς, τους διαφορετικούς, να μην επικαλούνται πλέον τα ιδανικά και τις αξίες της αγέλης και να χαράξουν με τη θέληση, τη δημιουργικότητα και το πάθος τους ένα νέο μονοπάτι ζωής, μια μεταστροφή της εμπειρίας. Μόνο έτσι θα καταξιώσουν την ανθρωπινότητα του ανθρώπου, θα διασώσουν και θα εξυμνήσουν την ανθρωπιά, όταν οι ίδιοι υπομείνουν και αντέξουν την απουσία μεταφυσικού σκοπού και θεολογικού νοήματος και καταφέρουν να δημιουργήσουν μια ζωή με αξία και νόημα. Η διάγνωση του Μηδενιστικού πνεύματος 15


Ο Νίτσε διαγνώσκει τα αίτια του μηδενισμού – τα αποδίδει στη πίστη στην υπερβατικότητα της θεότητας, στην αθανασία της ψυχής και την ηθική του δούλου που έχουν καλλιεργήσει όλες οι μεταφυσικές αρχές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές – και διαβλέπει την επέλαση και την επικράτηση του υπαρξιακού κενού. Στηλιτεύει, χωρίς περιστροφές, όλων των ειδών τους –ισμούς που αφαιρούν την πίστη στην παρούσα ζωή για χάρη της κενότητας των αφηρημένων θεολογικών-μεταφυσικών ιδεωδών που αναφέρονται σ΄ένα μοραλιστικό και ηθικολογικό επέκεινα (υπερβατικό ή εκκοσμικευμένο) και εδράζονται σ΄ένα διαχρονικό σύστημα αξιών το οποίο απαξιώνει, ποινικοποιεί και συνθλίβει τη βουλητική δύναμη για πνευματική δημιουργία και ψυχικο-ηθική ανανέωση. Όλα τα παρασιτικά στοιχεία στην ιστορία όχι απλώς επικαλούνται αυτό το σύστημα αξιών για να εδραιώσουν, να αναπαραγάγουν την θεσμική εξουσία τους και βέβαια να αποτρέψουν το υγιές, το δυνατό, το άριστο να αναδειχθεί και να φωτίσει καινούργιους δρόμους εμπειρίας και σκέψης, αλλά το αναγορεύουν σε αδιαπραγμάτευτη δύναμη αξιολόγησης της ζωής. Έτσι, ο Νίτσε, κηρύσσει το θάνατο της πίστης στο θεό, τον οποίο έχει διακηρύξει η σύγχρονη επιστήμη, την αποδόμηση των υπερβατικών ιδανικών, των αξιών, των σημασιών και το τέλος του μεταφυσικού σκοπού. Προβλέπει ότι πλησιάζει η εποχή όπου το ερώτημα «γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει» δεν θα απαντιέται, θα παραμένει δηλαδή μετέωρο και η ερήμωση του νοήματος θα απλώνεται και θα καταλαμβάνει όλη την υπαρξιακή επικράτεια. Η διάγνωση του μηδενισμού από τον Νίτσε συνοδεύεται από το αίτημα για το ξεπέρασμά του. Αυτός είναι ο λόγος που επιμένει ότι νέες κατηγορίες και νέες αξίες απαιτούνται που θα μάς επέτρεπαν να αντέξουμε αυτό τον κόσμο του γίγνεσθαι χωρίς να περιέλθουμε σε απελπισία ή να εφεύρουμε κάποιον θεό και να υποταχθούμε ενώπιον του για άλλη μία φορά. Θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία του ξεπεράσματος του μηδενισμού και προτείνει την κατάργηση των υφιστάμενων αξιών του ιουδαικούχριστιανικού πολιτισμού – την μεταξίωσή τους, την επαναξιολόγησή τους – και το ξεπέρασμα του ανθρώπου από τον υπεράνθρωπο. Ο υπεράνθρωπος, αποδεσμευμένος από κάθε ηθικό καταναγκασμό, δημιουργεί τις δικές του αξίες, γίνεται ο «Νόμος», το νόημα της ζωής και πραγματώνει την πλήρη αυτονομία του, ενάντια στους περιορισμούς των υπερβατικών αρχών. Η μέγιστη δημιουργική αύξηση της ζωής συνιστά το ιδεώδες αυτού του πλάσματος που διαδέχεται τον άνθρωπο. Μπορούν όμως όλοι οι άνθρωποι να ανταποκριθούν σ΄αυτό το ιδεώδες; Η δυνατότητα και η ικανότητα δημιουργίας ανώτερων ηθικών και αισθητικών αξιών που καταφάσκουν και εξυψώνουν τη ζωή, επιφυλάσσεται μόνο στα ‘’ελεύθερα πνεύματα’’. Θέτουμε σε εισαγωγικά τα ελεύθερα πνεύματα για να δείξουμε ότι για τον Νίτσε δεν υφίσταται ελεύθερη βούληση, πράγμα που σημαίνει ότι τα ‘’ελεύθερα πνεύματα’’ δεν μπορούν να πράξουν διαφορετικά, δεν έχουν τη δυνατότητα της επιλογής. Φαίνεται, ο Νίτσε, να υποστηρίζει ότι τα ελεύθερα πνεύματα είναι γενετικά προγραμματισμένα να υπακούουν σ΄αυτό που αντιλαμβάνονται, να ενεργούν με τρόπο που παρακάμπτει την αγελαία συμπεριφορά, που καταφάσκει στα κίνητρα για ζωή και σφραγίζει με τη δύναμη και το θάρρος του τις συνειδήσεις. Φαίνεται να προυπογράφει ένα είδος ψυχο-κοινωνικού ντετερμινισμού. Σ΄αυτό το σημείο αναδεικνύεται ο ‘’σκληρός’’ πυρήνας της σκέψης του Νίτσε. Ο Νίτσε αρνήθηκε σθεναρά κάθε έννοια ελεύθερης βούλησης αλλά και την ηθική επιλογή που εδράζεται σ΄αυτήν, έτσι όμως απορρίπτει την έννοια της ευθύνης και απαλλάσσει ό,τι συμβαίνει στον ανθρώπινο κόσμο. Η στοχαστική του προσπάθεια συνίσταται στο να επαναφέρει στη γη τον άνθρωπο, να τον απομακρύνει από τη πλάνη του υπερβατικού και του αιώνιου. Αυτή η προσπάθεια τον έστρεψε στις βιολογικές-φυσιολογικές και πολιτισμικές δυνάμεις που συνιστούν τον άνθρωπο και οι οποίες αποτελούν τη λογική προυπόθεση για τη διατύπωση κρίσεων σε επίπεδο ηθικής. Όλες αυτές οι ιρασιοναλιστικές δυνάμεις και ορμές συντάσσουν τον σημασιολογικό χώρο που ορίζεται από τον Νίτσε ως «βούληση για δύναμη». Η «βούληση για δύναμη» συνιστά το πρωταρχικό αίτιο της συμπεριφοράς. Όμως τι είναι η «βούληση για δύναμη»; Η ερώτηση αυτή προκύπτει από το μεταφυσικό ερώτημα «τελικώς τι υφίσταται»; Αν και ο Νίτσε είναι αρνητικά προδιαθετημένος απέναντι στη μεταφυσική εντούτοις δεν ξεφεύγει από τα δίχτυα της. Αναζητά και θέτει μια μεταφυσική αρχή και τη θέτει ως υπερβατικό αίτιο της κοσμικής δημιουργίας και κατ΄ επέκταση της ανθρώπινης ιστορίας. Η βούληση για δύναμη με την κοσμική έννοια είναι η κινητήριος δύναμη του σύμπαντος, από βιολογική άποψη, αποτελεί την ακατανίκητη κινητήρια δύναμη της βιόσφαιρας, ενώ στην ψυχολογική της διάσταση, αποτελεί την ορμή για εξουσία και έλεγχο. Όπως σημειώνει ο Paul Ricoeur «η φύση στο σύνολό της είναι η βούληση για δύναμη» και μ΄αυτή την έννοια κατέταξε τον Νίτσε στους μέτρ της δυσπιστίας, μαζί με τον Μάρξ και τον Φρόυντ. Σ΄αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι η βούληση για δύναμη, όπως για τον Μάρξ η Πράξη και για τον Φρόυντ το 16


Ασυνείδητο είναι μεταφυσικές αρχές, οι οποίες τέθηκαν ως ανώτερες ενοποιητικές αρχές για να ξεπεραστούν οι δυϊσμοί που είχαν προκύψει από το καντιανό σύστημα.

Ελευθερία, ευθύνη, κληρονομείν και μεταξίωση των αξιών Ο θάνατος του θεού και η έλλειψη πίστης στο υπερβατικό θείο που έχει διακυρήξει η σύγχρονη επιστήμη σημαίνει για τον Νίτσε ότι πρέπει να αναλάβει ο άνθρωπος την απόλυτη ελευθερία του. Αυτό, αν το ερμηνεύσουμε με φαινομενολογικούς όρους, σημαίνει ότι όλος ο ‘’κόσμος’’ (ο ορίζοντας των προθέσεών μας) αποτελεί δική μας δημιουργία για την οποία φέρουμε αποκλειστική ευθύνη. Ο Νίτσε δεν δικαιολογεί ποτε το αυτεξούσιο, αντίθετα, αναφέρεται στην ευθύνη στον υπέρτατο βαθμό: Πώς μπορεί ο άθρωπος να κατοικεί έναν κόσμο χωρίς Θεό; Πώς μπορεί να δώσει νόημα σε μια γη που δεν κατοικεί πια ο Θεός; Πώς μπορεί να το κάνει αυτό όταν παραδίδει την ευθύνη της ελευθερίας του στα Είδωλα της Μεταφυσικής; Τα ερωτήματα αυτά συγκροτούν το νόημα του ηθικού στοχασμού του Νίτσε και συγχρόνως απευθύνει κάλεσμά να επωμισθεί ο άνθρωπος την πρόκληση της ελευθερίας. Αυτό που απαιτεί ο Νίτσε είναι ο άνθρωπος να αναλάβει το απεριόριστο βάρος της ευθύνης που συνεπάγεται η ανάληψη της ελευθερίας. Δεν διαχωρίζει, όπως καταλαβαίνουμε, την ευθύνη από την ελευθερία, σε αντίθεση βέβαια με τον πυρήνα της υπερμοντέρνας φαντασίωσης περί ελευθερίας που διαχωρίζει την ελευθερία από την ευθύνη και αναγορεύει το Εγώ σε φετιχιστικό είδωλο και βέβαια όπως όλα τα φετίχ –και το Εγώ- καλύπτουν το πρωταρχικό άγχος, το οποίο συνδέεται με τη συνθήκη του ανυπεράσπιστου της ύπαρξης. Ο πανηγυρισμός του Εγώ, της αυτονομίας του, της αυτοτέλειάς του είναι σύμπτωμα της εποχής, ο Λακάν την ονόμασε την «πιο μεγάλη τρέλα». Γιατί τι νόημα έχει η ελευθερία αποσυνδεδεμένη από την ευθύνη; Η ελευθερία διαχωρισμένη από την ευθύνη, συμπίπτει με μια φαντασίωση παντοδυναμίας που εξορκίζει τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ύπαρξης. Έτσι το ναρκισσιστικό εγώ στρέφει την πλάτη του στο Άλλο, αναζητά απόλαυση χωρίς το Άλλο. Έτσι, άθελα και ασυνείδητα, επιβάλλει αυτό που θέλει να αποφύγει, τον μηδενισμό του, τον αφανισμό του. Η φαντασίωση της ελευθερίας αρνείται ότι υπάρχει όριο, ότι έχουμε προέλευση, ότι είμαστε τέκνα μιας γενεαλογικής σειράς για την οποία έχουμε συμβολικό χρέος και η οποία δεν περιορίζεται στον άνθρωπο και την ιστορία του, αλλά σχετίζεται με το σύνολο του κοσμο-ιστορικού γίγνεσθαι. Το Εγώ αρνείται ότι είμαστε τέκνα που έχουμε κληρονομήσει το Υπερβατικό Άλλο, όπως και εάν εκφράζεται, όπου και εάν τοποθετούνται οι εμπειρικές του εκδηλώσεις. Όμως τα τέκνα μπορούν να κληρονομήσουν και το κληρονομείν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ήδη ορφανός, γυμνός, έρημος, ελλιπής. Κάθε κίνηση του κληρονομείν προϋποθέτει μια τομή, το χωρισμό, το τραύμα της εγκατάλειψης του Συμβολικού Πατέρα (Νόμου), τη βίωση της απώλειας, την ορφανιά. Το κληρονομείν δεν συνιστά την αναζήτηση μιας καθησυχαστικής ταυτότητας, την παλινδρόμηση στο ιστορικό παρελθόν και στις παρωχημένες ιστορικές ταυτότητες-ταυτίσεις που συνδηλώνουν το φόβο του αποχωρισμού από τα αγαπημένα αντικείμενα άυλα και υλικά και την ανάληψη της ευθύνης για εξατομίκευση και δημιουργία ρηξικέλευθων ιδεών και μορφών ζωής. Το κληρονομείν προϋποθέτει μια ανάληψη του παρελθόντος, διατήρηση και συγχρόνως υπέρβαση του, μια ρήξη με το παρελθόν ένα άλμα στο μέλλον και την εγκαινίαση του καινούργιου. Με άλλα λόγια το κληρονομείν αποτελεί μια ριψοκίνδυνη πράξη, μια πράξη που στοχεύει στο ανεκδήλωτο, το οποίο ενέχει το εκδηλωμένο, μεταμορφωμένο, και το πολιορκεί με θέληση και δημιουργική φαντασία. Αυτό το έιδος κληρονομείν που περιγράφουμε σημαίνει ότι οι άνθρωποι αφήνουν τους νεκρούς να πεθάνουν και ουσιαστικά τους ολοκληρώνουν, τους τιμούν και τους ξεπερνούν, ενέχοντάς τους. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν είναι πια κληρονόμοι μιας που θεωρούν το Εγώ το θεμέλιο της προσωπικής τους ύπαρξης, σημαίνει ότι δεν πεθαίνουν τους νεκρούς, δηλαδή επιτρέπουν στους νεκρούς να καθορίζουν τη μοίρα τους, δίχως να το αντιλαμβάνονται. Και πέραν από αυτό που έχει κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες, ίσως το πιο συγκλονιστικό είναι το γεγονός ότι αρνούνται το θάνατο, αρνούνται τη θνητότητα και το πεπερασμένο της ύπαρξης και έτσι φοβούνται να 17


ζήσουν, να ζήσουν ως δημιουργοί, ως πειραματιστές, ως καινοτόμοι, να παράξουν τις δικές τους ζωές, σύμφωνα με τις θελήσεις, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά τους. Ο συλλογισμός που αναπτύσσουμε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νεκροί είναι ακόμα ζωντανοί και οι ζωντανοί είναι ήδη νεκροί. Ο υπερμοντέρνος διαχωρισμός της ευθύνης από την ελευθερία συνίσταται στον διαχωρισμό της πράξης του λόγου από τις συνέπειές της. Ο Νίτσε είχε επισημάνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα προετοιμασμένος για την ελευθερία, πως τείνει να την αρνείται, να συμβιβάζεται παθητικά, να καταφεύγει στον όχλο, να απολαμβάνει την απώλεια της ατομικότητάς του. Οι μάζες παραιτήθηκαν από την ελευθερία για να υπηρετήσουν τον Θεό του Αιτίου (της Φύσης – του Θεού – του Ενσυνείδητου Λόγου, της Ιστορίας, της Φυλής, της Ιδεολογίας, του Ανθρωπισμού κ.λ.π). Ο Νίτσε προειδοποίησε ότι η εμπειρία της ελευθερίας είναι αβυσσαλέα, ιλιγγιώδης και αγχωτική. Τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να αναλάβουν την ελευθερία τους; Να αναλάβουν την απουσία μεταφυσικής εγγύησης ή την έλλειψη υπερβατικού θεμελίου; Πράγματι, η ελευθερία προκαλεί άγχος γιατί εκθέτει τον άνθρωπο στο συγκυριακό και χωρίς εγγύηση χαρακτήρα των επιλογών του και των πράξεών του. Ενώπιον του αβάσταχτου άγχους της ελευθερίας οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ατομικότητά τους, θυσιάζουν τον εαυτό τους και αναζητούν καταφύγιο στην αδιαφοροποίητη μάζα, προσχωρούν στην τρέλα της αγελαίας ζωής και βέβαια ρέπουν στον ολοκληρωτισμό και το μίσος. Στον εικοστό αιώνα η τρέλα της ιδεολογίας προσέλαβε τη παρανοϊκή μορφή της καταστροφής του εχθρού και απορρίφθηκε η αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο πραγματικός εχθρός βρίσκεται μέσα μας. Όσον αφορά το ζήτημα της ευθύνης και τη σχέση της με την ελευθερία παρατηρείται μια αντινομία στη σκέψη του Νίτσε: Την ευθύνη μπορούν να την αναλάβουν μόνον όσοι είναι προ-ορισμένοι για κάτι τέτοιο, όσους η φύση έχει προικίσει με τις απαραίτητες προϋποθέσεις να αναλάβουν το έργο της ανάπλασης της ανθρωπινότητας, να σώσουν τον άνθρωπο από την απόγνωση που προκαλεί η συνειδητοποίηση της κοσμικής ασημαντότητάς του. Αυτό όμως σημαίνει ότι αρνείται την ευθύνη σε όλους όσοι δεν είναι προορισμένοι για ελευθερία, έτσι όμως δεν τους απαλλάσσει και έμμεσα τους νομιμοποιεί, ακυρώνοντας την κριτική του; Οι ηθικές αξίες της ευγένειας και οι αισθητικές αξίες του ωραίου, η ένωση ττου υψηλού με το ωραίο συνασπίζονται για να λυτρώσουν από τη ματαιότητα, μ΄αυτή την έννοια η τέχνη μπορεί να αντικαταστήσει τη θρησκεία. Άλλωστε ο Νίτσε ανατρέχει στη τραγική σκέψη των αττικών ελλήνων αναζητώντας το μίτο της αριάδνης που θα τον κάνει να εξέλθει του διανοητικού λαβυρίνθου στο οποίο έχει εγκλωβιστεί ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο μηδενισμός του Νίτσε, εκείνος τον οποίο μάχεται και ο οποίος πλήττει τη θέλησή του δεν αρνείται το ‘’είναι’’ ή τον ‘’κόσμο’’, αλλά το νόημά τους, τις αξίες και τις αλήθειές τους. Δεν αρνείται τη φύση, τη δημιουργία, αλλά τα πάγια νοήματα, τα θεσμισμένα ιδανικά και τις αξίες που ενδύονται την μεταφυσική ουσία, που επικαλούνται τον υπερβατικό Λόγο του Απόλυτου, δηλαδή του άχρονου και του αμετάβλητου. Αν ανατρέξουμε στον αρχαίο στοχασμό, θα λέγαμε ότι η αρχαία σοφιστική με τον οντολογικό και γνωσιοθεωρητικό μηδενισμό της και συγκεκριμένα ο Γοργίας, λέγοντας ‘’ουδέν εστί’’, αναφέρονταν στην αδυνατότητα να μιλήσει κανείς για το «είναι», δεν το αρνούνταν, άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για τους έλληνες της κλασικής αρχαιότητας, για τους εβραίους ή τους χριστιανούς θεολόγους να αρνηθούν την ποιητικότητα του κόσμου. Ενώ λοιπόν, η σκέψη του Νίτσε, εξαρτάται από την κλασική οντολογία, μιας που αναφέρεται στο ‘’Είναι’’, άμεσα ή έμμεσα, εντούτοις προετοιμάζει το δρόμο για μια άλλη ερώτηση, η οποία μένει να διερευνηθεί. .

Μια φιλική αντιπαράθεση με τη Νιτσεϊκή σκέψη

Η έμφαση στο Γίγνεσθαι και όχι στο Είναι,η βούληση γα δύναμη, ο υπεράνθρωπος και η αιώνια επιστροφή του ίδιου συνιστούν τις δομικές αρχές της ερμηνευτικής πρότασης του Νίτσε τόσο για το οντολογικό, όσο για το γνωσιοθεωρητικό αλλά και για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ο Νίτσε αντιστρέφει την πλατωνική οντολογική αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Γίγνεσθαι, θέτει ως πρωταρχικό το Γίγνεσθαι και διακηρύτει την αθωότητα του Γίγνεσθαι. Η βούληση για δύναμη, ως μεταφυσική αρχή, τίθεται ως ενοποιητική αρχή για το ξεπέρασμα των δυϊσμών που κληρονόμησε το καντιανό σύστημα στην ηπειρωτική φιλοσοφία, δεν καταρθώνει όμως παρά να αντιστρέψει τα πρόσημα του μεταφυσικού-ιδεαλισμού, αφού θέτει τη βούληση της δύναμης ως πρωταρχικό αίτιο της Κοσμικής δημιουργίας. Ο υπεράνθρωπος ετεροπροσδιορίζεται από τον υπάνθρωπο και διατηρεί άρρηκτους δεσμούς μαζί του, έτσι και οι δύο ανθρωπολογικού τύποι εκδηλώνονται 18


ανθρωποκεντρικά. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου αποτελεί ένα φαταλιστικό δόγμα το οποίο δέχεται ότι η μοίρα προκαθορίζει τα γεγονότα και αποκρυσταλλώνεται σ΄ αυτό που ο Νίτσε ονομάζει «αιώνια επιστροφή».Διατυπώνει αυτή τη θέση πιστεύοντας ότι απορρέει από το γεγονός ότι οι επιλογές μας είναι μετρήσιμες αλλά ο χρόνος είναι ΄΄απειρος. Συνεπώς, σύμφωνα με την εξήγησή του, ό,τι δύναται να συμβεί, θα επαναληφθεί άπειρες φορές. Ο φαταλισμός του έχει προοπτικό χαρακτήρα, αφορά σε όσα έχουν καταγραφεί στο βιβλίο της ζωής και στις σελίδες που ακολουθούν.Ο Νίτσε δεν προτείνει την παθητική μοιρολατρία αλλά την ενεργητική αγάπη της μοίρας (amor fati), όπως δίδασκαν οι στωικοί της ελληνιστικής περιόδου. Την θεωρία αυτή μπορούμε να την δεχτούμε όπως την παρουσιάζει, δηλαδή ως αποδοχή του αναπόφευκτου ή να την ερμηνεύσουμε ως ηθική προσταγή για έμπρακτη γενναιότητα και φρόνηση, ως «λύτρωση από το παρελθόν μέσα από μια αποφασιστική πράξη βούλησης», όπως μάς προτρέπει ο Ζαρατούστρα στο ομώνυμο έργο του. Ενώ ο Κάντ αρνείται τη δυνατότητα εμπειρικής απόδειξης του θεού ή της αθανασίας της ψυχής. εντούτοις διατηρεί τόσο το θεό και την αθανασία της ψυχής ως αξιωματα του πρακτικού λόγου, ο Νίτσε πηγαίνει πέραν του Κάντ, σ΄αυτό το σημείο. Με τη σκέψη της αιώνιας επιστροφής μάς καλεί να φανταστούμε έναν κόσμο χωρίς θεολογικό νόημα ή μεταφυσική εγγύήση που επαναλαμβάνει τον εαυτό της επ΄ άπειρον και επανέρχεται αδιάλειπτα. Η επιβεβαίωση αυτής της σκέψης θα σήμαινε, σύμφωνα με τον Νίτσε, ότι έχουμε υπερνικήσει τον μηδενισμό. Ο αθεϊσμός του Νίτσε δεν αποτελεί απλή δήλωση ότι δεν υπάρχει θεός αλλά αποτελεί προσπάθεια να χειραφετηθούν οι άνθρωποι από τα είδωλά τους στα οποία προσφεύγουν με δουλοπρέπεια. Να τονίσουμε ότι ο Νίτσε επιτίθεται τόσο στον θεϊσμό όσο και στον πανθεϊσμό που διατύπωσε ο Σπινόζα, στον πανθεϊσμό διακρίνει την παρουσία του θεού σ΄ όλα τα πράγματα και έτσι δεν επιτρέπει να στοχαστούμε το σύμπαν χωρίς Θεό. Η προτροπή του Νίτσε να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε την εμπειρία μιας ζωής χωρίς μεταφυσική εγγύηση ή προδιαγεγραμένο νόημα νοηματοδοτείται μέσα στο πλαίσιο του νεώτερου υλιστικού και μηχανιστικού πνεύματος. Συγκεκριμένα ο Ντεκάρτ γράφει στους ‘’Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας’’, «η συνήθης αναζήτηση των τελικών αιτιών είναι εντελώς άχρηστη στη φυσική». Ο κόσμος δηλαδή δεν εκφράζει κανέναν σκοπό, κυβερνάται από φυσικούς νόμους για την εξακρίβωση των οποίων μπορούμε να καταβάλουμε τη μέγιστη προσπάθεια, αλλά οι οποίοι είναι αδιάφοροι στην ανθρώπινη προσπάθεια. Η γνώση του φυσικού σύμπαντος του Κοπέρνικου΄και του Γαλιλαίου είναι χωρίς νόημα ή τελικό σκοπό, μιας που το φυσικό σύμπαν είναι μια μηχανική κατάσταση με ντετερμινιστική λογική. Ο Κόσμος έχει νόημα ή σκοπό σε σχέση με ποιόν; Αν έχει νόημα σκοπό ή όχι ποιος θα το αποφασίσει; Αν αποφασίζει το ανθρώπινο υποκείμενο με τη βούλησή του τότε τί δίνει τη δυνατότητα στο υποκείμενο να αποφασίσει; Η δύναμη της βούλησης θα απαντούσε, μάλλον, ο Νίτσε, με αυτή την απάντηση όμως αναγορεύεται η βούληση για δύναμη σε υπερβατικό σημαίνον και έτσι συνεχίζει να περιστρέφεται ο τροχός της Δυτικής Μεταφυσικής. Το ερώτημα για το νόημα και το σκοπό και η δυνατότητα απόφασης μήπως συνιστά το υπερβατικό υπόβαθρο του Κόσμου και τοπο-θετεί τη συνείδηση σε σχέση με τον Κόσμο; Στις τοποθετήσεις του Νίτσε αποκαλύπτεται η γνωσιοθεωρητική διάκριση γνωρίζοντος υποκειμένου και αντικειμένου προς γνώση και διαφαίνεται η οντολογική διάσταση Κόσμου και Σκέψης, αφού διακρίνεται ο Κόσμος από τη Σκέψη και η ανθρωπολογική αντίθεση, αφού διακρίνεται η Φύση από τη Συνείδηση. Εύστοχα αναγνωρίζει ότι ο Κόσμος δεν είναι παρά σε σχέση με τη Σκέψη, αλλά και η Σκέψη δεν είναι παρά σε σχέση με τον Κόσμο, Σκέψη και Κόσμος συνανήκουν και συν-διαμορφώνονται συνιστούν Αυτό, που τα συνιστά, το Αόρατο ΕΝ, που δεν είναι αλλά ξετυλίγεται ως Κοσμικός Χωροχρόνος, ενιαία και πολυδιάστατα, συγχρονικά-διαχρονικά-πανχρονικά, τοπικά-οικουμενικά-συμπαντικά. Αυτό, το Αόρατο Εν που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δεν έχει Λόγο να είναι, Άνοιγμα απεριόριστων δυνατοτήτων, Δυνατότητα απεριόριστων ανοιγμάτων. Σκέψη και Κόσμος, το χωροχρονικό ξετύλιγμά της ά-τοπης τοπολογίας του Κενού, άλλη όψη του Πλήρους, διασπάται σε χωροχρονικές πολλαπλότητες από το ενσυνείδητο εγώ που κατασκευάζει κόσμους που έχουν λόγο και αιτία και αποβλέπουν σε σκοπούς, οι οποίοι διατρέχονται από μη λόγο, απροσδιοριστία και τυχαιότητα. Φύση και Συνείδηση συνιστούν λογικές κατασκευές της Δογματικής μεταφυσικής-ιδεαλιστικής ή και υλιστικής φιλοσοφίας. Η Φύση πλάθεται από Συνείδηση και η Συνείδηση, Φυσικοποιείται, θα λέγαμε ότι συνιστούν μια ενιαία και διπλή ταυτόχρονα, όχι απλώς σχέση, αλλά ρυθμό που συντονίζεται σύμφωνα με τον Χρόνο και εξαιτίας του. Εδώ να σημειώσουμε ότι η αιώνια επιστροφή του ίδιου συνιστά επιστροφή της αιωνιότητας και μέσα στην αιωνιότητα και όχι μέσα στο χρόνο. Όμως η αιωνιότητα είναι μια τροπικότητα του χρόνου, μια ιδέα που τίθεται στο χρόνο και με το χρόνο. Επίσης η ιδέα της αιώνιας επιστροφής του ίδιου, αποδέχεται ένα ‘’σύμπαν’’ 19


που διέπεται από αναγκαιότητα, που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, στη συνέχεια και τη χρονική συμμετρία. Έτσι, όμως, υποβαθμίζεται ο δημιουργικός ρόλος της χαοτικότητας/τυχαιότητας του κόσμου, η ανάδυση του απρόσμενου και μη ορισμένου παράγοντα που αναδεικνύει καινοφανείς μορφές μη αναγώγιμες στο παρελθόν, που ‘’σπάει’’συμμετρίες, παράγει ασυνέχειες και μη αναστρέψιμες εξελίξεις. Σ΄αυτό το σημείο ο ίσκιος του νεώτερου επιστημολογικού κοσμοειδώλου, του νευτώνειου ντετερμινιστικού κόσμου κυκλώνει τη σκέψη του Νίτσε. Όσον αφορά το Θεό, ο Νίτσε στοχάζεται και επικρίνει εύστοχα το είδωλο του θεού που λατρεύεται ως φετίχ και παράγει διαμάχες και συμφορές. Δεν διακρίνει όμως τον θεό ως Ον, Ιδέα, ή Μορφή που έχει προκύψει από λογική αφαίρεση -απότοκη της ανθρωποκεντρικής έπαρσης και αλλαζονίας- από αυτό που μετέχει σ΄όλα δίχως αυτό να είναι Ιδέα, Ον ή Μορφή. Αυτό, το Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές εκδηλώσεις του ορατού συνιστά το Ιερό του Κόσμου, Αυτό, το Ιερό του Κόσμου δείχνει την ενότητα του απεριόριστου και φιλοδωρεί τη συνείδηση της συνύπαρξης. Μ΄αυτή την έννοια το Ιερό που αποκαλύπτεται και συγκαλύπτεται, ταυτόχρονα, ξετυλίγει τη συνείδηση της κοσμικότητας του όντος, κάνει το ον να υπερβαίνει τη φαινομενικότητα της εγωϊστικής μικρότητάς του και να δεξιώνεται την Άχρονη Ολότητα, απόσπασμα της οποίας είναι και το ίδιο. Η ιερότητα της Άχρονης Ολότητας συνιστά την ψυχή του Όντος, την υπερβατική του διάσταση. Η βούληση για δύναμη και ο ίσκιος της τεχνικής Η σκέψη του Νίτσε αναδεικνύονται στο φόντο μιας μυθολογίας, η οποία όμως διαφεύγει από τη στοχαστική εργασία του Νίτσε και γι΄αυτό διατηρείται άσκεφτη. Η μυθολογία που αναφερόμαστε είναι η νεώτερη όσο και αρχαία, οντο-θεο-τεχνολογία. Η βούληση για δύναμη, που προτείνει ως αντίδοτο στην παρακμή και τον εκφυλισμό του ανθρώπου, ενώ φωτίζει τη θέληση για τεχνική, τη θέληση δηλαδή για οργάνωση, σχεδιασμό και στοχευμένη κατεύθυνση, μια βούληση κοσμική -που την εκφράζει ο εκκοσμικευμένος επιστημονικός ορθολογισμός – και όχι μεταφυσική, εντούτοις δεν κατορθώνει να σκεφτεί ότι η δύναμη και η ενέργεια της τεχνικής, που έρχεται απο μακριά και πηγαίνει μακριά, διαμορφώνει τη θέληση για δύναμη και διαμορφώνεται από αυτήν, δίχως όμως να ταυτίζεται. Να διευκρινήσουμε ότι δεν συγχέουμε τη τεχνική με τη τεχνολογία, η τεχνική είναι δύναμη και ενέργεια δόμησης-οργάνωσης, που διατρέχει, διαμορφώνει, αλλά διαφεύγει από το λόγο και βέβαια από τις υλοποιημένες εφαρμογές της. Η τεχνική, συνιστά πράττειν, είναι δύναμη και ενέργεια δόμησης – κωδικοποίησης μετάδοσης και ανταλλαγής πληροφορίας που το μετέωρο κέντρο της διαφεύγει, αν υπάρχει κέντρο. Βέβαια με την μορφή που την γνωρίζουμε η τεχνική είναι δημιουργία του νεώτερου κόσμου, απότοκη του υλιστικού, μηχανιστικού, ντετερμινιστικού και αναγωγιστικού τρόπου σκέπτεσθαι οι δομικές αρχές του οποίου είναι ο υπολογισμός, η μέτρηση και η ποσοτικοποίηση του παντός, η χειραγώγισή του με ηθικό σκοπό τον έλεγχο, την κτήση, την κατάκτηση και την κυριαρχία καθετί υπαρκτού. Μετά τον μηδενισμό – Η ακτινοβολία του Αόρατου Ένα βλέμμα που επιχειρεί να σκεφτεί το μετέωρο και φευγαλέο κέντρο της σχέσης ανθρώπου και κόσμου και του αόρατου κέντρου τους, θα΄ηταν διαθέσιμο να τεθεί σε σχέση με τον κόσμο που δεν είναι ‘’αληθινός’’, ‘’καλός’’ ή όμορφος’’ ή το αντίστροφο, με τον κόσμο που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται χωροχρονικά, που τον προσεγγίζουμε και απομακρύνεται, που αφήνει σημεία στο δρόμο του, δίχως να αποκαλύπτει το μυστικό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, μια εμπειρία που κλονίζει εκ βάθρων τη διάκριση του υπερβατολογικού και του εμπειρικού και επιπλέον τη διάκριση της ενδοκοσμικότητας και της υπερβατικότητας. Ο Κόσμος, το Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, ανατρέπει τις δομές και τις ιεραρχίες και δεν εγκλωβίζεται στις ιστορικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις, ούτε στα νοητικά συστήματα, τις μεθοδολογίες και τις επιστημολογικές εξηγήσεις. Άλλωστε έγιναν προσπάθειες να προσεγγιστεί ο Κόσμος στην κατεύθυνση της ‘’φύσης’’, του ‘’θεού’’, του ‘’ανθρώπου΄΄, έγιναν προσπάθειες να εξιχνιασθεί η ουσία του, να αποκαλυφθεί το μυστικό του και βέβαια προτάθηκαν οδοί σωτηρίας και υποσχέσεις λύτρωσης. Ο Ά-κοσμος κόσμος, το ξετύλιγμά του, ο αόρατος ρυθμός της χρονικής επιστροφής του Ίδιου που περιλαβάνει το Διαφορετικό, (Ίδιο και Διαφορετικό ως μια διαφορική ενότητα),. η φωνή του ερωτήματος – του οποίου ο άνθρωπος ειναι ο αγγελιοφόρος – που διαπνέει 20


όλες τις ερωτήσεις και όλες τις απαντήσεις, διατηρείται αίνιγμα και αυτό το αίνιγμα μάς καλεί και μάς θέτει σε κίνηση. Η ερώτηση που διατηρείται μετέωρη είναι: πώς να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε την εμπειρία αυτού που μάς δρομολογεί και μάς προσανατολίζει; Πώς να δεχτούμε αυτό που μάς εμψυχώνει, δίχως να απαντήσουμε καταφατικά, με παρηγορητικούς λόγους ή αρνητικά, με πεσσιμιστικούς αφορισμούς; Δίχως δηλαδή να το ορίσουμε και να το ονοματίσουμε; Δίχως να το κάνουμε Ιδέα, Όν ή Μορφή; Πώς να δοκιμάσουμε την εμπειρία της ενότητας και της διαφοράς Ανθρώπου και Κόσμου που συνδέονται άρρηκτα, που δονούνται στο μετέωρο ρυθμό του Χρόνου, ο οποίος αρνείται παραγωγικά, καταστρέφοντας, δημιουργεί και δημιουργώντας, καταστρέφει; Πώς να δεχτούμε το αρχέγονο παράδοξο συμβάν της δημιουργίας-καταστροφής χωρίς να το αποδώσουμε σε κάποια Αρχή που αποβλέπει σ΄έναν σκοπό; Πώς να δεχτούμε, ταυτόχρονα γέννηση και αφανισμό; Τη γέννηση που αφανίζει και τον αφανισμό που γεννάει; Όσοι εγγράφονται σ΄αυτές τις ερωτήσεις και πειραματίζονται με την εκμηδένιση του μηδενιστικού μηδενός, θέτουν τον εαυτό τους σε τροχιά ανάληψης του ανθρώπου, όχι στην κατεύθυνση του υπερανθρώπου ή του υπο-ανθρώπου, τύποι οι οποίοι ορίζονται ανθρωποκεντρικά, αλλά στην κατεύθυνση του κενού χωροχρόνου, αξεχώριστου από το Μηδέν. Η αδιάκοπη πορεία του ανθρώπου και του κόσμου, ο οποίος κατοικείται από τίποτα και που το κατοικεί, ξετυλίγει την αρχέγονη σπείρα του Κόσμου σημαδεμένη από το τίποτα που είναι το όριο των πάντων, που συνιστά το μέγιστο όριο. Μετακινούμαστε συνέχεια στο όριο του που μετακινείται και μάς παρασύρει εκεί από όπου προερχόμαστε, στην ά-τοπη τοπολογία του Κόσμου.

21


5.Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ Μετά τους προσωκρατικούς και ιδιαίτερα μετά τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Χέγκελ κάθε μεταφυσική σκέψη διατυπώνει τους όρους της ενότητας του Κόσμου, αναζητώντας την ουσία του, διαχωρίζοντας όμως το είναι από το μηδέν, το είναι από το φαίνεσθαι, τα πράγματα από τα φαινόμενα, αποδίδοντας σ΄ένα από τα δύο αντίθετα, θέση υπερβατικής Αρχής. Οι κλασικές μεταφυσικές-ιδεαλιστικές ή και υλιστικές θέσεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούσαν έναν προ-δεδομένο κόσμο που διέπεται από μια υπερβατική αναγκαιότητα και έναν φυσικό κόσμο που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, που διέπεται δηλαδή από συνέχεια, αιτιότητα και χρονική συμμετρία- η γνώση του οποίου οδηγεί εγγύτερα στη Θεία- Άχρονη Σοφία. Δέσμιοι της ιδεολογικής επένδυσης της διάνοιας, δηλαδή της Δογματικής μεταφυσικής, επιχείρησαν να εξαλείψουν το ερώτημα του Κόσμου, να επιβάλλουν την Αλήθεια, την Αιτία, το Σκοπό της Απόλυτης Αλήθειας. Αν αυτός είναι ο οντολογικός ορίζοντας της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, ομόλογη ήταν και η επιστημολογική πεποίθηση για τη συμπαντική φύση (μακροσκοπική και μικροσκοπική), η οποία νοηματοδοτούνταν μέσα στο πλαίσιο της μεταφυσικής ιδέας, δηλαδή μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή διαμορφωνόταν μια εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, όπου όλα θα μπορούσε κανείς να τα προβλέψει και να τα εξηγήσει. Αυτή η μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου συνεπάγεται την άρνηση της δημιουργίας, της συνεχούς δημιουργίας καινούργιων κόσμων και δημιουργία μορφών που δεν είναι αναγώγιμες οι μεν στις δε, θα λέγαμε ότι είναι απερίσταλτες και δεν μπορούν να αναχθούν οι μεν στις δε. Η Δογματική μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου αρνείται την ποιητικότητα του Κόσμου, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος. Ονομάζουμε Κόσμο – όχι τον εμπειρικό κόσμο, αλλά το Εν-Παν που δεν περιορίζεται σε μια από τις διαστάσεις του -, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος, γιατί ο βασικός του προσδιορισμός είναι από τη μια το ανεξάντλητο και το απύθμενο και ταυτόχρονα το ανεξάντλητο και το απύθμενο είναι δύναμη και ενέργεια μόρφωσης και μορφοποίησης κόσμων. Με άλλα λόγια διατυπωμένα τα παραπάνω θα λέγαμε ότι το Χάος είναι και Κόσμος γιατί είναι δημιουργία κόσμων και μορφών εκ του μηδενός, αλλά ακριβώς γι΄αυτό το λόγο ο Κόσμος είναι και Τάξη, δηλαδή είναι οργάνωση, είναι ολότητα κόσμων και μορφών που η ίδια είναι κατά το μάλλον ή ήττον ως ολότητα οργανωμένη που ενέχει και Χάος και μ΄αυτή την έννοια «είναι» απροσδιόριστος. ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ; Από το άχρονο, αναλλοίωτο, αυτόνομο Είναι της παραδοσιακής μεταφυσικής φιλοσοφίας (Φύση, Θεός, Ενσυνείδητο Ορθολογικό Υποκείμενο) που διέπεται από εγγενή αναγκαιότητα και που το αναπαριστούν έλλογα υποκείμενα-παρατηρητές, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά στο νου τους, μεταβαίνουμε σε έναν Κόσμο, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο οποίος συν-διαμορφώνεται με τη Σκέψη. Η Σκέψη, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο Κόσμος ως δέσμη δυνητικά απεριόριστων σκέψεων, συνδιαμορφώνονται και συν-παράγονται, συνιστούν Αυτό που τα συνιστά. Αυτό, το ενιαίο και διαφοροποιημένο Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές μορφές του ορατού ούτε είναι ούτε δεν είναι, ούτε υπάρχει, ούτε δεν υπάρχει, αναδύεται από ένα αρχέγονο βάραθρο, από μια άβυσσο που αποκαλούμε Μηδέν, ως κενός χωροχρόνος που ξετυλίγει τα θαύματα και τα πλήγματά του Αόρατου Εν και επιστρέφει σ΄αυτό και το μεταμορφώνει. Δεν υπάρχει πλέον η Σκέψη και ο Κόσμος, η Σκέψη δεν είναι μέσα στον Κόσμο ούτε και ο Κόσμος μέσα στην Σκέψη, η Σκέψη ειναι η άλλη όψη του Κόσμου και ο Κόσμος η άλλη όψη της Σκέψης, θέτουμε σε εισαγωγικά το είναι για να αναδείξουμε ότι αυτή η ενιαία και ταυτόχρονα διπλή σχέση, δεν είναι στατική και αμετάβλητη, ούτε όμως δυναμική και μεταβαλλόμενη, δεν είναι καν σχέση, αλλά αόρατος ρυθμός που διαρκεί και αλλάζει, συντονίζει και μεταμορφώνει αμοιβαία την ενότητα/πολλαπλότητα του Ανοίγματος που διέπεται από παραδοξότητα. Ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος (δηλαδή αυθαίρετη επινόηση της ανθρωπομορφικής και ανθρωποκεντρικής συμβατικής λογικής) αλλά ά-τοπος τόπος της παν-τοπολογίας του 22


σύμπαντος που διέπεται από χρονικότητα. Η ανάδυση του ανθρώπου, η διατήρησή του και η μεταμόρφωσή του είναι σύμφωνη με τον χωροχρόνο του ερωτώμενου κόσμου, η ερώτηση που τίθεται στον άνθρωπο και τον συστήνει, μεταβάλλει και τον τοπο-θεσία της ύπαρξής του στο κοσμο-ιστορικό γίγνεσθαι. Σε επιστημολογικό πεδίο, από τη μεταφυσική ιδέα μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή η εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, μεταβαίνουμε σε μια στοχαστική θεώρηση του φυσικού κόσμου, δηλαδή σε μια ενδεχομενική και πιθανοκρατική θεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι ο φυσικός κόσμος δεν συνιστά ένα ον υλικό ή ιδεατό, κλειστό, άχρονο, αμετάβλητο, αυτοτελές και ακέραιο, αυτές οι έννοιες συνιστούν λογικές αφαιρέσεις της ανθρωποκεντρικής νόησης, αλλά χαρακτηρίζεται από: α) ανοιχτότητα, άνοιγμα, δυνητικά, απεριόριστων δυνατοτήτων, β) από εγγενή ρευστότητα, απροσδιοριστία και σχετικότητα- μεταβλητότητα, γ) από χρονικότητα και όχι από μεταφυσική κλειστότητα. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου εκδηλώνεται μέσα από τη διαφοροποιητική κίνησή της μεταβαλλόμενης τοπολογίας του κενού χωροχρόνου και των πολλαπλών δυνατοτήτων πραγμάτωσής της. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου μάς διαμορφώνει -όχι χωρίς τη δική μας συμμετοχή – ενώ πάντοτε μάς διαφεύγει, μιας που για να σκεφτούμε, να μιλήσουμε και να πράξουμε θεματοποιούμε και σχηματοποιούμε αυτό που μεταμορφώνεται. Όμως καμιά λέξη και κανένα πράγμα δεν αφήνονται να θεματοποιηθούν οριστικά και να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Καμιά σκέψη δεν είναι ποτέ πλήρης και εξαντλητική, καμιά μέθοδος δεν κατορθώνει να ακινητοποιήσει το ρου του κόσμου και ο λόγος και η ρευστότητα δεν αφήνονται να συλληφθούν οριστικά από καμιά ενοποίηση. Η παραδοχή ότι τίποτα δεν είναι και δεν λέγεται στο σύνολό του και ότι η ομιλία και η πράξη συνιστούν αφαιρέσεις αυτού που δεν είναι παρά εν τω γίγνεσθαι μπορεί να μάς κάνει να μάθουμε και να ξαναμάθουμε. Αυτό, οι μεταμορφώσεις του Αόρατου Κόσμου δεν είναι, ξετυλίγεται ως Όλον-Τίποτα, ως Τίποτα – Παν. Το ξετύλιγμα αυτό, ο Χρόνος – και όχι οι χρόνοι που εκδηλώνονται μέσα στη γλώσσα της σκέψης και εξαιτίας της και οικοδομούν κόσμους του Κόσμου-, η μη συμμετρική συμμετρία του Όλον-Τίποτα, του Τίποτα-Παντός που περιστρέφεται ενιαία και τρισδιάστατα, συγχρονικά – διαχρονικά-πανχρονικά, τοπικά, οικουμενικά και συμπαντικά.

23


6.

Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ

Ο Κόσμος παράγει τη Σκέψη ή η Σκέψη τον Κόσμο; Πρώτα είναι η Σκέψη, η Ιδέα, το Πνεύμα και μετά ο Κόσμος, όπως υποστηρίζει ο δογματικός ιδεαλισμός και ο σπιριτουαλισμός ή πρώτα είναι ο Κόσμος, υλικός ή άλλης τάξης και μετά η Σκέψη, όπως υποστηρίζουν ο δογματικός υλισμός και ο απλουστευτικός ρεαλισμός; Υπάρχει η Σκέψη δίχως τον Κόσμο και ο Κόσμος δίχως την Σκέψη; Πρώτα είναι το ένα και μετά το άλλο; Υπάρχει το Ένα και το Άλλο; Συνιστούν μια Μονιστική Ενότητα ή μια δυαδικότητα; Ο Κόσμος είναι Ον, Ιδέα, Μορφή που μπορεί να αναπαρασταθεί; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα προϋποθέτουν μια μεταφυσική Πρώτη Αρχή, ως έναρξη, ως αφετηρία, ως εξουσία. Η μεταφυσική πρώτη αρχή συνιστά τον μυθο-λογικό πυρήνα της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης σ΄όλες τις ιστορικές εποχές, τόσο στην Δυτική όσο και στην Ανατολική και Ασιάτική έκφρασή της. Η μεταφυσική αρχή τίθεται ως το θεμέλιο του Κόσμου, μια θεμελίωση που παραμένει ταυτολογική ή ετερολογική, που είναι ο Λόγος ή η Αιτία των γινομένων και που ζητά τον λόγο ή την αιτία των γινομένων. Σ΄όλες τις εποχές μιλούσαν για το Λόγο, για τη γλώσσα και τη σκέψη του ανθρώπου και του κόσμου, για την Ομολογία. Ποιά η σχέση της Ομολογίας μ΄αυτό που δεν είναι Ομολογία, με τη Μη Ομολογία; Το αναίτιο; Το ριζικά έτερο; το Τίποτα, την άβυσσο του Μηδενός; Ο δρόμος που οδηγεί πέρα από το δοσμένο και το επιτελούμενο, δεν αρνείται, δεν διαγράφει, δεν στρέφεται εναντίον, αλλά περνάει διαμέσου αυτού, το αφομοιώνει και το ξεπερνάει. Δεν έχουμε ‘’νέα’’ αρχή, αντλώντας από αρχαϊκές πηγές, ανταποκρινόμαστε σ΄αυτό που μας απευθύνεται, σ΄αυτό που μάς δρομο-λογεί, μάς συνδέει, μάς διατηρεί και μάς μεταμορφώνει. Αυτό δεν έχει μια οροθετημένη αρχή και δεν έχει έναν αμετάκλητο σκοπό, αυτό μάς προτάσσεται ως σχέση ανθρώπου-κόσμου. Μαζί με τον κλασικό Λόγο και πέραν του Λόγου, ανοίγεται η Σκέψη. Η Σκέψη (pensee, Denken) αποτελεί το στοχασμό που έχει στόχο το Εν-Παν, Αυτό, το Αόρατο Εν-Παν, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό σε μια ενότητα, μη ταυτολογική, που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄Αυτό, δίχως Αυτό να είναι ον ή μη ον, να υπάρχει ή να μην υπάρχει, το Σύν-ολο όλων των προοπτικών και των δυνατοτήτων. Η Σκέψη, με άλλα λόγια, στοχεύει Αυτό, τη μη ταυτολογική ταυτότητα, το μη ταυτόσημο ίδιο που δεν διαθέτει ιδιότητες, που δεν εγγυάται καμιά ιδιότητα και ως εκ τούτου δεν προσφέρεται για καμιά ιδιοποίηση και κατοχή μιας που δεν ανήκει σε κανένα πλαίσιο και δεν δύναται να απαλλοτριωθεί από κανένα εννοιολογικό σύστημα. ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ Βέβαια μια τέτοια σκέψη που προσπαθούμε να ξετυλίξουμε έχει να αντιμετωπίσει ένα θεμελιώδες νοητικό και γλωσσικό ζήτημα: την υπέρβαση του είναι. Από την κλασική εποχή της φιλοσοφίας μέχρι και τους νεώτερους χρόνους, το απαρέμφατο του ρήματος είναι και η ουσιαστικοποιημένη μορφή του, η μετοχή του ενεστώτα, ον, και τα παράγωγα του, ουσία, υπόσταση, οντικότητα, αρθρώνουν και συγκροτούν κάθε γλώσσα που συντάσσεται σε προτάσεις, οι οποίες συνδέονται με τους κανόνες της γραμματικής, της σύνταξης, της οντο-λογικής λογικής. Το ρήμα είναι και όλοι οι σχηματισμοί του, τόσο στην κατηγορηματική μορφή της πρότασης, όσο και στη θεωρησιακή μορφή της πρότασης, όπου υποκείμενο και αντικείμενο επιτελούν λειτουργίες που ανταλλάσσουν τους σημασιακούς τους ρόλους, αντλούν την οντο-λογική τους ισχύ από τη μεταφυσική του άχρονου, συμπαγούς, αναλλοίωτου και αμετάβλητου Είναι, που παριστά η σκέψη και όχι από το είναι που δεν είναι παρά εν τω γίγνεσθαι. Οι λέξεις είναι, ον, ουσία, παρουσία, οι οποίες σημάδευσαν τη φιλοσοφία (θεωρημένη ιστορία) και την ιστορία (πραγματωμένη φιλοσοφία) του πολιτισμού, επιχείρησαν να κατανομάσουν το υπερβατικό «κάτι» και του απέδωσαν τον χαρακτήρα του Απόλυτου, ομόσημου με την αιωνιότητα, δεν αποτέλεσαν όμως παρά δομές, στιγμές, αποκρυσταλλώματα και μεταμορφώσεις του Αόρατου Εν που ξετυλίγεται ως χρόνος, όχι τυχαία, ούτε αναγκαία, αλλά ως προσανατολισμένη περιπλάνηση, ως στοχευμένη ενδεχομενικότητα που επαναλαμβάνεται διαφοροποιημένα,

24


Η γραμματικο-συντακτική δομή της πρότασης στις σύγχρονες γλώσσες εχει τη μορφή υποκείμενουρήματος- αντικείμενου. Αυτή η δομή τείνει να διαιρέσει τα πράγματα σε διακεκριμένες οντότητες, οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως στατικές και αμετάβλητες από τη φύση τους. Η δομή υποκείμενο- ρήμα- αντικείμενο της γλώσσας, εππιβάλλεται ακόμη και στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται μια προφανή ακαταλληλότητα. Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε τη φράση ≪Χιονίζει.≫ Πού βρίσκεται αυτό που προκαλεί το χιόνι; Σαφώς, είναι ακριβέστερο να πούμε: ≪το χιόνι συμβαίνει≫ ή «συμβαίνει να χιονίζει» Παρόμοια, λέμε συνήθως, ≪Ένα στοιχειώδες σωματίδιο δρα πάνω σε ένα άλλο.≫ Αλλά, κάθε σωματίδιο είναι μόνο μια αφαίρεση από μια σχετικά αμετάβλητη μορφή κίνησης μέσα στο συνολικό πεδίο του κόσμου. Έτσι θα ήταν πιο εύστοχο να λέμε ≪Τα στοιχειώδη σωματίδια είναι ρέουσες μετατοπίσεις συσχετισμένες και αλληλοδιαμορφούμενες, επειδή τελικά ενοποιούνται και διαφοροποιούνται≫ Το ίδιο είδος περιγραφής ισχύει επίσης και στον μακρόκοσμο. Λέμε στην καθημερινή γλώσσα ότι ο παρατηρητής παρατηρεί το αντικείμενο ή ο παρατηρητής επηρεάζει το παρατηρούμενο. Όμως ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο συνιστούν λογικές αφαιρέσες («το ανθρώπινο ον που παρατηρεί≫ και το ≪αντικείμενο της παρατήρησης≫) που συντελούνται στα πλαίσια μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας, Αόρατης ως τέτοιας, που δημιουργείται και διαφοροποιείται αέναα. Όπως έχουμε ξαναπεί η λογική αφαίρεση σε ‘’Υποκείμενο’’ και ‘’Αντικείμενο’’ έχει το δομικό της ισοδύναμο στη γραμματικο -συντακτική δομή της γλώσσας (υποκείμενο- συνδετικό ρήμα-κατηγόρημα ή κατηγορούμενο) που διακρίνει το ον από το γίγνεσθαι, τα ονόματα από τα ρήματα και δημιουργεί δύο ξεχωριστές οντότητες με πάγιες, αμετάβλητες και αδιαφοροποίητες ταυτότητες-ιδιότητες, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους (το υποκείμενο-δράστης και το κατηγόρημα – δράση). Έτσι, όμως, αγνοείται η δυναμική και αμφίδρομη σχέση δράστη και δράσης, η χρονική διάσταση της σχέσης τους, οι αέναες διεργασίες- μεταμορφώσεις της σχέσης τους. Ο δράστης και η δράση είναι πάντα και παντού χρονικές, παίρνουν και δίνουν χρόνο, καθώς εγγράφονται σ΄έναν χρόνο του Χρόνου, τον τροφοδοτούν. Δράστης και δράση μεταμορφώνονται στον χρόνο και τον μεταμορφώνουν. Δράστης και δράση συνιστούν αυτό που τα συνιστά, αυτό ‘’είναι’’ οι μεταμορφώσεις του Κόσμου, Αόρατου ως τέτοιου. Η παραγωγική υπέρβαση του συνδετικού ρήματος ‘’είναι’’, των κατηγορηματικών προτάσεων, αυτό είναι, αυτό δεν είναι, των κατηγορηματικών γραμματικών, συντακτικών, οντολογικών απαιτήσεων απαιτεί προσοχή, επιμονή και ευαισθησία σ΄αυτό που μας καλεί να σκεφτούμε και να μιλήσουμε αυτό, το Όλον-Τίποτα. Αυτό που παραμένει μετέωρο και φευγαλέο, που μας απευθύνεται και μας προκαλεί, που φανερώνεται στα ονόματα και τα πράγματα που μιλάμε και τα δημιουργούμε και δημιουργούμαστε, δίχως όμως αυτό να απο-καλύπτεται και να προσφέρεται για γλωσσική αποτύπωση. Αυτό, οι μεταμορφώσεις του, δεν ‘’περνά’’ στην άρθρωση του νοήματος, αποτελεί κατ΄εξοχήν ενέργεια, που δεν υπάγεται στις κατηγορίες του λόγου, της κοινοποιήσεως, της γλωσσικής μεταδόσεως και της ερμηνείας. Οι κατηγορηματικές προτάσεις, όλων των ειδών, ενέχουν την αξίωση της θεμελίωσης, την οποια βέβαια προύποθέτουν, όμως καμιά θεμελίωση και καμιά διαδικασία δεν παύει να ε/ίναι ταυτολογική ή ετερολογική και ζητάει πάντα ένα λόγο, αγνοώντας αυτό που διαφεύγει με το οποίο σχετίζεται. ‘’’Υποκείμενο’’ και ‘’Αντικείμενο’’, Σκέψη και Κόσμος δεν διακρίνονται, ούτε και ταυτίζονται, συνδιαμορφώνονται και συν-μεταβάλλονται στο χρόνο, με το χρόνο και για να σκεφτούμε το χρόνο απαιτείται να σκεφτούμε τη Σκέψη που τον ξετυλίγει’ σε μια αμφίδρομη σχέση. Σ΄αυτό το σημείο αναδεικνύεται η χρονική διάσταση της στοχαστικής σκέψης και η στοχαστική διάσταση του χρόνου. Ο Χρόνος συνιστά τη Γλώσσα της Σκέψης, τόσο στην εμπειρική και υλική-συμβολική της εκφορά (που διέπεται από μια συνεχή, αιτιοκρατική και χρονικά συμμετρική δομή- αντιστρέψιμη) όσο και στην υπερ-εμπειρική και άυληενδεικτική, υπαρξιακή και βιωματική εκφορά της (που διέπεται από ασυνεχείς, ενδεχομενικές και χρονικά ασύμμετρες διαδικασίες- μη αντιστρέψιμες). Ο Χρόνος, το ξετύλιγμα του Κόσμου, ο Κόσμος το ξετύλιγμα του Χρόνου συνιστούν Αυτό που τα συνιστά. Αυτό, μια ταυτότητα, μη ταυτολογική, εγκλείει το Ίδιο, το Άλλο και το Διαφορετικό σε μια ενότητα, μη ταυτολογική, που επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα. Αυτό, το ενιαίο και διαφοροποιημένο σύνολο, στεγάζει, αρθρωμένες τις διαφορές, εμπειρικού και υπερ-εμπειρικού, αισθητού και υπεραισθητού, συγκεκριμένου και ιδεατού. Αυτό, το ριζικά αδιανόητο είμαστε εμείς, όχι ως πεπερασμένες υπάρξεις, δέσμιοι της υλικής και φαινομενολογικής συνείδησης, αλλά ως απεριόριστες και αόρατες διεργασίες της κοσμικής ποιητικότητας. Στο κατώφλι της μεγάλης εξόδου, από το νοησιαρχικό εγώ, 25


ναρκισσιστικό και αυτιστικό, στον ανοιχτό κόσμο, τις υπερβατικές διασυνδέσεις και τα μεταμορφωτικά άυλα δίχτυα.

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ Ο Χρόνος, το ξετύλιγμα του Αόρατου Κόσμου, Κόσμος, το ξετύλιγμα του Αόρατου Χρόνου, είναι ή δεν είναι; Υπάρχει ή δεν υπάρχει; Τα ερωτήματα αυτά επαναλαμβάνονται και αναζητούν απεγνωσμένα αιτιακές εξηγήσεις και ερμηνευτικούς προσδιορισμούς των αρχικών ‘’συνθηκών’’. Και σ΄αυτό το σημείο, τα ερωτήματα θέτονται με τη λογική της διάκρισης. Θα λέγαμε ότι ο Κόσμος δεν είναι μια καθαρή Θετικότητα (Είναι), αλλά ούτε μια καθαρή Αρνητικότητα (μη είναι). Η Απολυτότητα της Σκέψης αίρεται, δίχως όμως να μεταπίπτουμε στην Απολυτότητα της Σχετικότητας της Σκέψης. Η θετικότητα του Είναι και η Αρνητικότητα του μη Είναι περιστρέφονται στην ανοιχτή σπείρα του Χρόνου, που τα δύο άκρα της είναι ταυτόχρονα σημεία εκκίνησης και άφιξης, έτσι η αντίφαση δεν είναι μόνον αντίφαση, αλλά μια δυαδική δομή, μη παραστατική. Το ον, αυτό που είναι, δεν είναι αυθύπαρκτο, στατικό καιι αναλλοίωτο, είναι ταυτόχρονα «είναι» και «τίποτα», «πλήρες» και «κενό». Η σκέψη, το σκέπτεσθαι πιο εύστοχα, εκδηλώνει αέναα την εναλλασσόμενη σχέση Είναι και μη Είναι, το σκέπτεσθαι τίθεται συνεχώς σε σχέση με το άσκεφτο, το άρρητο, το α-διανόητο που το ενέχει και το διαφοροποιεί. Θα αναρωτηθει και δικαιολογημένα κάποιος-α, η λέξη Αυτό, που ενέχει σε μια μη ταυτολογική ταυτότητα το ίδιο, το άλλο και διαφορετικό, δεν αποτελεί μια έννοια της λογικής σκέψης, υπέρτατη ή αρχική, δεν αποτελεί την τελευταία λέξη του στοχασμού; Να διευκρινήσουμε ότι Αυτό ‘’είναι’’ πέραν από τη δυνατότητα ορισμού μιας που δεν είναι ον, διαπερνά τους ορισμούς και διαφεύγει συνεχώς, συνιστά το ανείπωτο που εντούτοις εκδηλώνεται στο ειπωμένο, δίχως ανείπωτο και ειπωμένο να ταυτίζονται εντελώς και δίχως να διακρίνονται απόλυτα. Αυτό ‘’είναι’’ τόσο έννοια, όχι αρχική ή τελική, όσο και εμπειρία, όχι μόνο στατική ή μόνο δυναμική. Έννοια και Εμπειρία της Έννοιας ρυθμίζονται και συντονίζονται από Αυτό που μάς δρομο-λογεί, μάς συνδέει, μάς διατηρεί και μάς παρασύρει, από το ρεύμα της σκέψης που μάς κυκλώνει, μάς επιβάλλεται και μάς μεταμορφώνει. Για να μπορέσουμε να στοχαστούμε και να μιλήσουμε μια μετα- οντολογική σκέψη που ενσωματώνει τον άνθρωπο στον Κόσμο, φιλικά και δημιουργικά, απαιτείται μια υπέρβαση της Αριστοτέλειας κατηγορηματικής δομής της πρότασης (υποκείμενο – κατηγορούμενο), η οποία αποτελεί μια μεταφυσική αφαίρεση και κατασκευάζει μια ανθρωποκεντρική εικόνα για τον κόσμο και τα όντα, διαμορφώνει μια κατοπτρική σχέση μαζί τους. Βέβαια η Αριστοτελική οντο- λογική λογική και η σύγχρονη εκδοχή της η λογική Boole, ορίζονται στα πλαίσια της άχρονης, επίπεδης και ευκλείδειας γεωμετρίας. Θα μπορούσαμε να εγγράψουμε την αντίληψη που προκύπτει από την ευκλείδεια γεωμετρία στον ορίζοντα μιας παν-γεωμετρίας, μιας παν-τοπολογίας που είναι εν τω γίγνεσθαι του χρόνου. Αυτό προϋποθέτει μια σκέψη που αναγνωρίζει ότι Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Τότε θα αναδεικνυόταν η μη τοπολογία του καλειδοσκοπικού Αόρατου η αέναη μεταμόρφωση της Ενότητας- Πολλαπλότητας, τότε θα χαραζόταν το διαγώνιο μονοπάτι της συμφιλίωσης όντων και πραγμάτων. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι αρθρώνονται σε μια Ολότητα τα αποσπάσματα και συντονίζονται από έναν αόρατο ρυθμό. Μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε μια μη-εννοιολογική κατανόηση του α-διανόητου, μια εξελιγμένη ευφυία που θα ιχνηλατούσε τα σημάδια εκδήλωσης του αόρατου κενού, άλλη όψη του Πλήρους, μια ακραία ευαισθητοποίηση που θα προαισθανόταν το αόρατο άγγιγμα του κόσμου στις στιγμιαίες, διαχρονικές και παν-χρονικές εκφάνσεις του και θα μάντευε το μήνυμά του, μια ακρόαση της φωνής της σιωπής, τον αντίλαλο του κόσμου στην συνείδηση. 26


7. Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ .ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Αν η κλασική μεταφυσική θεωρούσε ότι μια υπερβατική και αμετάβλητη αρχή (Ιδέα-Νους ή Θεός-Λόγος) νοημστοδοτεί το είναι όλων των υπαρκτών, αν δηλαδή αναζητούσε το νόημα και την αλήθεια πέραν του αισθητού, η επιστημονική φιλοσοφία της μοντέρνας εποχής, καθιστά το ορθολογικό και ενσυνείδητο εγώ της υποκειμενικότητας, φορέα της νοηματοδότησης και της αλήθειας καθετί υπαρκτού. Μαθηματική επιστήμη, τυπική ή συμβολική λογική και πειραματική τεχνική κωδικοποιούν μια συστηματική εμμένεια, δίχως να έχουν ανάγκη να αναφερθούν στο υπερβατικό, στο απροσδιόριστο, το ακαθόριστο. Όντα και πράγματα αποιεροποιούνται και αδειάζουν από νόημα μιας που μετουσιώνονται σε μετρήσιμα αντικείμενα προς απόδειξη, έλεγχο, ιδιοποίηση και κατάκτηση. Η σκέψη και η γλώσσα ερμηνεύονται με αναφορά το υποκειμενικό εγώ, η σκέψη περιορίζεται στη διάσταση του μεθοδικού υπολογισμού, της μέτρησης και της ποσοτικοποίησης, η γλώσσα εξαντλείται στο να αποδίδει λογικές ιδιότητες στα αντικείμενα του κόσμου που τίθενται απέναντι στα υποκείμενα. Έτσι το ανθρώπινο ον, σταδιακά, αποξενώνεται όλο και περισσότερο από τον Κόσμο, τη Φύση, τα όντα. Το εγώ, η υποκειμενικότητά του, διαμορφώνει την ιερή πεποίθηση ότι είναι ο αποκλειστικός δημιουργός της σκέψης του και των έργων που προκύπτουν από τη δράση του. Μέσα σ΄αυτή την ιστορικοπολιτισμική ατμόσφαιρα του νεώτερου κόσμου, της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας, όπου καταρρέει η Υπερβατική τάξη του Νοήματος και απουσιάζουν τα μεταφυσικά θεμέλια, αναδεικνύεται και εδραιώνεται η μυθολογική μορφή του νεώτερου ανθρώπου, που θα τον ορίζαμε ως ανθρωποκεντρική, υποκειμενική ναρκισσιστική και εγωιστικά ατομικιστική. Η βούληση της δύναμης, ο ωφελισμός, η σκοπιμότητα και η χρησιμοθηρία συνιστούν τα ηθικο-αξιακά τοτέμ της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, η οποία παράγει το πραξιακό πρότυπο της βιοθεωρίας. Η μόνη δύναμη που ενεργεί πλέον στην Ιστορία είναι ο υποκειμενικός και ενσυνείδητος λόγος των αφαιρετικών σχημάτων, των καθολικών ιδεών και εννοιών, του υπολογιστικού, αριθμητικού και μετρητικού πνεύματος που μηδενίζει κάθε ποιότητα και μοναδικότητα των όντων. Η υλική μετουσίωση αυτού του πνεύματος είναι η οικονομική μηχανή του Κεφαλαίου, η οποία είναι μια ιστορική δύναμη εξ ολοκλήρου εμμενής. Βέβαια αφηρημένες ιδέες και υλικές δυνάμεις ενεργούν αμοιβαία και συμπληρωματικά, Από την Αναγέννηση και μετά η Θεϊκή φύση του Λόγου, μεταμορφώνεται σε Λόγο της αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας. Η αντίθεση Λόγου και Πίστης, μετασχηματίζεται σε αντίθεση νόησης και συναισθήματος, ορθολογισμού και ανορθολογισμού. Η παραπάνω αντίθεση οδηγήθηκε στο αποκορύφωμά της την εποχή των ‘’Φώτων’’, η θρησκευτική πίστη εκλογικεύτηκε σε θρησκεία του Λόγου, η θρησκεία του Λόγου ή η φυσική θρησκεία της ορθολογικής νόησης δεν χρειαζόταν τη μαρτυρία καμμιάς αποκάλυψης για να θεμελιώσει τις αλήθειές της, αρκούσε η δογματική παραδοχή της φυσικής υπεροχής και του κύρους του Ανθρώπινου Λόγου και των εγγενών δυνατότητών του. Το ερώτημα που κληροδότησε ο Κάντ στους νεώτερους φιλοσόφους είναι εάν η Δυτική Μεταφυσική, όπως είχε αναπτυχθεί από τον Πλάτωνα, μέχρι των Λάιμπνιτζ και τον Σπινόζα ήταν ζωντανή ή η μεταφυσική της υποκειμενικότητας, που αφετηρία της είχε το ego cogito του Καρτέσιου, διαμόρφωσε τέτοιους όρους που εκθρόνισε το Απόλυτο Είναι (Φύση, Θεός) και κατέστησε την μεταφυσική γνώση αδύνατη ή αβέβαιη και τον άνθρωπο δέσμιο της φυσικής αναγκαιότητας. Άλλωστε το καντιανό σύστημα ενίσχυσε την υπονόμευση του Κλασικού Λόγου να στοχάζεται το Απόλυτο μιας που κατέστησε αδύνατη την αλληλεπίδραση μεταξύ a priori εννοιών και εμπειρικών εποπτειών. Αυτό είχε ως συνέπεια να ‘’απαγορεύεται’’ η νοητική πρόσβαση στα αναπόδεικτα αντιικείμενα της κλασικής μεταφυσικής (ο Θεός, η Ψυχή), αλλά και πέρα από αυτό αφαιρέθηκε η δυνατότητα γνώσης τόσο των πραγμάτων καθεαυτά όσο και αυτού που ο Κάντ περιέγραψε ως ‘’νοούμενο’’ θεμέλιο του εαυτού, χωρίς φαινομενική παρουσία. Αν η κριτική του Λόγου από τον Κάντ έθεσε όλες τις πεποιθήσεις σε ‘’ανάκριση’’ και έτσι υπονόμευσε τα θεμέλια της ηθικής και θρησκευτικής πεποίθησης, τότε η αυτοκριτική του Λόγου, η μετακριτική του Λόγου, οδήγησε στην αμφιβολία για τα πάντα, εν τέλει κατέληξε στον μηδενισμό. 27


Σ΄αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι οι δυϊσμοί που κληρονόμησε η καντιανή φιλοσοφία σημάδεψε όλη τη φιλοσοφία που ακολούθησε. Αναζητήθηκαν ανώτερες ενοποιητικές αρχές για να ξεπεραστούν οι δυϊσμοί: Ο Φίχτε εντόπισε αυτή την ενοποιητική αρχή στη δραστηριότητα του υποκειμένου, ο Σέλλινγκ στην έννοια της δύναμης ή της ζωής που εκφράστηκε στην πρώιμη φιλοσοφία του για τη φύση, για τον Χέγκελ ενοποιητική αρχή ήταν η έννοια του Πνεύματος, για τον Σοπενάουερ η έννοια της βούλησης, για τον Νίτσε η Δύναμη, για τον Μάρξ η Πράξη και για τον Φρόυντ το Ασυνείδητο. Όλες αυτές οι αρχές αποτέλεσαν τις καινούργιες μεταφυσικές αρχές, αλλά χάραξαν συγχρόνως και έναν νέο δρόμο στοχασμού, στοχασμό της υποψίας, όπως έχει χαρακτηριστεί από τον Πωλ Ρικαίρ μιας που διερεύνησαν τις βαθιές δομές που διέπουν του πνεύμα, τη ψυχή και την κοινωνία και υποκινούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η ΑΠΟΜΑΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΗΔΑΜΙΝΟΤΗΤΑ Ενώ στον Αρχαιοελληνικό στοχασμό, η φύση είναι ένθεος Λόγος, στον Χριστιανικό Μεσαίωνα, η φύση είναι Θεϊκή Δημιουργία και στην Αναγέννηση η φύση είναι έκφραση ‘’της παγκόσμιας ψυχής’’, στον στοχασμό του υποκειμενικού Λόγου της νεωτερικότητας, η φύση είναι απρόσωπη αντικειμενική ύλη που κυβερνάται από νόμους αιτιωδώς εξηγήσιμους, αλλά εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση. Το σύμπαν είναι απέραντο και μηχανικό σύστημα, δίχως νόημα ή ακοπό. ‘’Η αιώνια σιωπή του απείρου σύμπαντος με γεμίζει φόβο’’ γράφει ο Pascal το 1650. Αυτή η ριζικά μετσχηματισμένη κοσμοθεωρία αποτελεί έκφραση τη ιστορικής και πνευματικής εμπειρίας που έχει σηματοδοτηθεί ως Διαφωτισμός. Όπως θα σημείωσει ο Max Weber, η επιστημονική επανάσταση, οδήγησε στην απομάγευση της φύσης, στην κατάρρευση της υπερβατικής τάξης του νοήματος και των αξιών και εν τέλει στον μηδενισμό της σήγχρονης ζωής. Ο Δυτικός Πολιτισμός και το τεχνικό-επιστημονικό πνεύμα του άρχισε να κατρακυλά ασυλλόγιστα και ανυποψίαστα στα βάθη της υπαρξιακής αβύσσου και της οντολογικο-ιστορικής μηδαμινότητας που προσλαμβάνει πλανητική διάσταση. Η θεμελιώδης μεταφυσική αρχή του νεωτερικού πνεύματος: γίνεται η βούληση για δύναμη, έλεγχο και κυριαρχία. Η βούληση αντιμετωπίζει τα όντα ως αντικείμενα ενός χρησιμοθηρικού υπολογισμού και τα υποτάσσει σ΄αυτό τον σκοπό. Ο απώτερος σκοπός της είναι η επ΄απειρον επέκταση της εξαντικειμενικοποίησης των όντων και η χρήση τους για ωφελιμιστικούς σκοπούς. Έτσι η επιστήμη χάνει τον θεωρητικό της προσανατολισμό και γίνεται λειτουργικό όργανο της τεχνικής ορθολογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκμετάλλευση των πάντων, η αλήθεια δεν έχει τον χαρακτήρα της διερεύνησης με πρόθεση την κατανόηση και την δημιουργική ένταξη και συμμετοχή του ανθρώπου στον κόσμο, αλλά την αριθμητική – ποσοτικοποιημένη προσέγγιση και ερμηνεία των όντων με πρόθεση την χειραγώγισή τους για εγωιστικούς σκοπούς. Ορίζουσες ιδιότητας της νεώτερης κοσμοθεωρίας, γίνεται η βούληση για έλεγχο, ο ψυχρός υπολογισμός, η ακατάσχετη μέτρηση, η λατρεία της ποσοτικοποίησης των πάντων, η μαθηματική σχηματοποίηση και κυριαρχία, η λατρεία των υποκειμενικών αναπαραστάσεων και των διακοσμητικών και θεαματικών οργάνων και προϊόντων τους, Η κυριαρχία της τεχνικο-επιστημονικής ορθολογικότητας και της θετικιστικής ιδεολογίας του διαιρεί επ΄άπειρον το Όλον σύμπαν με βούληση να το ιδιοποιηθεί, να το κατακτήσει. Η ρομαντική ποίηση είναι η απεγνωσμένη και τραγική απόπειρα συμφιλίωσης και ειρήνευσης των αντιμαχόμενων στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής, στη μάχη, με την έπαρση και της αλλαζονία της ορθολογιστικής διάνοιας και της εμπειρικής συνείδησης.Από την ασυγκράτη επέλαση της τεχνο-επιστήμης απελευθερώνονται προμηθεϊκές δυνάμεις που ιδιοποιούνται, επιβάλλονται και κυριαρχούν τα όντα, εκμηδενίζοντας τον κόσμο μέσα στον οποίο φανερώνονται και μ΄αυτή την έννοια τα απο-ιεροποιούν. Παράγωγες επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι ο εκτοπισμός της σημασίας του Θεού στο κοσμο-ιστορικό γίγνεσθαι, η ερήμωση της φύσης και η διάλυση των κοινοτικών δεσμών. Οι εκδηλώσεις αντίδρασης, αντίστασης και άρνησης απέναντι στην αποδόμηση του Απόλυτου, στο βίαιο ξερίζωμα του υπερβατικού αισθήματος, στη λεηλασία της φύσης και στην πεζότητα του σύγχρονου πολιτισμού ήταν συνδεδεμένες με ένα ισχυρό αίσθημα απώλειας και εγκατάλειψης. Η απόρριψη του παρόντος, που ήταν πνιγηρό και αβάσταχτο, εκφράστηκε με ‘’προδρομικές’’ ομιλίες και χειρονομίες που απέπνεαν νοσταλγία.

28


ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΕΡΗΜΟΣ Όμως τι είναι ο μηδενισμός; Θα απαντήσουμε απλά και άμεσα: Ο μηδενισμός ισοδυναμεί με το θάνατο της πίστης στο θεό, τον οποίο έχει διακηρύξει η σύγχρονη επιστήμη, την αποδόμηση των υπερβατικών ιδανικών, των αξιών, των σημασιών και το τέλος του μεταφυσικού σκοπού. Το ερώτημα «γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει» δεν απαντιέται, παραμένει μετέωρο και η ερήμωση του νοήματος απλώνεται και καταλαμβάνει όλη την υπαρξιακή επικράτεια. Τα πάγια νοήματα, τα θεσμισμένα ιδανικά και οι αξίες που ενδύονται την μεταφυσική ουσία, που επικαλούνται τον υπερβατικό Λόγο του Απόλυτου, δηλαδή του άχρονου και του αμετάβλητου απο-νομιμοποιούνται στο κοινωνικό φαντασιακό ως ρυθμιστικοί άξονες υπαρξιακής αναφοράς. Όμως δεν μηδενίζονται μόνο οι διανοητικές ή ηθικές ‘’ιδέες’’ και ‘’αξίες’’, αλλά, κυρίως, εκμηδενίζεται το ερώτημα του είναι, το ερώτημα του κόσμου. Έτσι, όμως, το μηδενιστικό πνεύμα αδυνατεί να σκεφτεί το είναι ή τον κόσμο, αφήνει το ίδιο το τίποτα ‘’άσκεφτο’’. Αυτό που επιτυγχάνει είναι το παν να έχει αξία και τίποτα να μην έχει αξία. Όμως διακηρύσοσντας ότι όλα είναι ίδια – όλα αξίζουν και όλα είναι αδιάφορα- και τίποτα δεν αξίζει – τίποτα δεν έχει αξία- παραμένει δέσμιος στον μικρό κόσμο και τα μικρά τίποτα, αγνοώντας τον απέραντο κόσμο, την άβυσσό του και το μεγάλο Τίποτα. Αυτό εν ολίγοις που εκμηδενίζεται είναι η ενδοκοσμικότητα, ο ανθρωπομορφικά και ανθρωποκεντρικά διαμορφωμένος κόσμος που θεμελιώνεται στην Απολυτότητα του Λόγου –Αντικειμενικού ή Υποκειμενικού- και στην υπερβατική βεβαιότητα των νοητικών κατηγοριών και των ηθικών ιδεωδών. Έτσι κλείνει ένας ιστορικο-κοσμικός κύκλος ανθρωποκεντρικής θεώρησης και ανοίγει μια Πύλη για τη Γνώση της ανοιχτής Ολότητας, αδιαχώριστης από το Μηδέν. Το Μηδέν, αυτό που δεν έχει αξία αλλά δίνει αξία σ΄όλα και μεταβάλλει την αξία τους, αυτό που αποτελεί το σημείο ισορροπίας της δημιουργίας και της καταστροφής, αυτό που σχετίζεται με το κενό και την απουσία όντων και πραγμάτων αλλά κάνει τα όντα να είναι και να μην είναι ταυτόχρονα, να έχουν παρ-ουσία και ταυτόχρονα να είναι αφανή και αθέατα, αυτό που κάνει τα ζων να πεθαίνει και το πεθαμένο να ζει, δίχως να διακρίνει ζωή και θάνατο. Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ Στους καιρούς μας όλο και πιο συχνά οι άνθρωποι αναφέρονται στον μηδενισμό, άμεσα ή έμμεσα με φράσεις όπως ‘’τίποτα δεν έχει νόημα’’ όλοι το ίδιο είναι’’ κ.λ.π. Στον πυρήνα των μεταφυσικών πεποιθήσεων βασιλεύει το υπαρξιακό κενό, η νοσταλγία του Απόλυτου και της Ολιστικής κατανόησης και εμπειρίας που έχει θρυμματιστεί, ωθεί στην αναζήτηση υποκατάστατων θεωριών και αντιλήψεων που εξειδανικεύονται. Συχνά οι άνθρωποι παλινδρομούν σε αρχαϊκές μορφές πεποιθήσεων και πρακτικών που τις εκλογικεύουν, τις ανακαινίζουν, έτσι υπερ-αναπληρώνουν την απώλεια, την εγκτάλειψη, την ερημιά. Όμως όλα αυτά δεν καταφέρνουν να πληρώσουν το κενό. Ο μηδενισμός που έρχεται από μακριά και έχει προοικονομήσει το προβλεπτό μέλλον, συνιστά το ονττολογικο-ιστορικό πεπρωμένο της Δύσης που ολοκληρώνεται πλανητικά και δύει. Το ερώτημα που τίθεται είναι: πως θα μπορούσαμε να αντέξουμε τη μηδενιστκή κατάσταση δίχως να παλινορθώσουμε τα παλιά είδωλα ή να κατασκευάσουμε καινούργια; Θα ήταν πιο γόνιμο, αντί για την πίστη ότι μπορεί να ξεπεραστεί ο μηδενισμός με ‘’βολονταριστικές’’ θεωρίες και πρακτικές και με μυστικιστικές διαισθήσεις, να κατανοηθεί ότι ο μηδενισμός είναι μια κατάσταση των όντων και των πραγμάτων που διαρκεί και θα διαρκέσει και που συγχρόνως αυτή την κατάσταση την κατοικεί και την υπονομεύει η δύναμη που την εκμηδενίζει. Ο μηδενισμός δεν μπορεί να είναι ολικός και ριζικός γιατί τότε θα αρνιόταν την ύπαρξή του, αγνοεί το μυστικό που τον διαμορφώνει, το Μηδέν και την ολική αδυνατότητα κατανόησής του, ελέγχου ή εκμηδένισής του. Όταν οι άνθρωποι συλλογίζονται και λένε ότι όλα μηδενίζονται, συγχέουν την κυρίαρχη΄ασημαντότητα του σύγχρονου πολιτισμού που την περιβάλλει η μηδενιστική ατμόσφαιρα, με το 29


Μηδέν και ούτε υποψιάζονται ότι το μηδέν, η σκέψη και ο κόσμος συνανήκουν και συν-παράγονται. Όμως, άσχετα αν υποψιάζονται ή όχι, το μηδέν που αρνούνται τους συναντά και τους μηδενίζει, δίχως να το ξέρουν ή να το θέλουν. Καθημερινά οι άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία της σχέσης με το Μηδέν, μια δοκιμασία που δεν είναι πειραματισμός, αλλά συνάντηση με την άβυσσο, ανάδυση, βύθιση και μεταμόρφωσή της, η οποία τους επιβάλλεται και που δεν μπορούν να αποφύγουν την παραδοξότητά της. Έτσι, οι άνθρωποι είναι θύματα αυτού που μάχονται, θύματα του μηδενός, το οποίο μηδενίζει τα πάντα, εκτός από τον εαυτό του. ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ – Η ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ Ένα βλέμμα που επιχειρεί να σκεφτεί το μετέωρο και φευγαλέο κέντρο της σχέσης ανθρώπου και κόσμου και του αόρατου κέντρου τους, θα΄ηταν διαθέσιμο να τεθεί σε σχέση με τον κόσμο που δεν είναι ‘’αληθινός’’, ‘’καλός’’ ή όμορφος’’ ή το αντίστροφο, με τον κόσμο που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται χωροχρονικά, που τον προσεγγίζουμε και απομακρύνεται, που αφήνει σημεία στο δρόμο του, δίχως να αποκαλύπτει το μυστικό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε την εμπειρία του, μια εμπειρία που κλονίζει εκ βάθρων τη διάκριση του υπερβατολογικού και του εμπειρικού και επιπλέον τη διάκριση της ενδοκοσμικότητας και της υπερβατικότητας. Ο Κόσμος, το Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές όψεις ττου ορατού, ανατρέπει τις δομές και τις ιεραρχίες και δεν εγκλωβίζεται στις ιστορικές παραστάσεις και αναπαραστάσεις, ούτε στα νοητικά συστήματα, τις μεθοδολογίες και τις επιστημολογικές εξηγήσεις. Άλλωστε έγιναν προσπάθειες να προσεγγιστεί ο Κόσμος στην κατεύθυνση της ‘’φύσης’’, του ‘’θεού’’, του ‘’ανθρώπου΄΄, έγιναν προσπάθειες να εξιχνιασθεί η ουσία του, να αποκαλυφθεί το μυστικό του και βέβαια προτάθηκαν οδοί σωτηρίας και υποσχέσεις λύτρωσης. Ο Ά-κοσμος κόσμος, το ξετύλιγμά του, ο αόρατος ρυθμός της χρονικής επιστροφής του Ίδιου που περιλαβάνει το Διαφορετικό, (Ίδιο και Διαφορετικό ως μια διαφορική ενότητα),. η φωνή του ερωτήματος – του οποίου ο άνθρωπος ειναι ο αγγελιοφόρος – που διαπνέει όλες τις ερωτήσεις και όλες τις απαντήσεις, διατηρείται αίνιγμα και αυτό το αίνιγμα μάς καλεί και μάς θέτει σε κίνηση. Η ερώτηση που διατηρείται μετέωρη είναι: πώς να σκεφτούμε και να δοκιμάσουμε την εμπειρία αυτού που μάς δρομολογεί και μάς προσανατολίζει; Πώς να δεχτούμε αυτό που μάς εμψυχώνει, δίχως να απαντήσουμε καταφατικά, με παρηγορητικούς λόγους ή αρνητικά, με πεσσιμιστικούς αφορισμούς; Δίχως δηλαδή να το ορίσουμε και να το ονοματίσουμε; Δίχως να το κάνουμε Ιδέα, Όν ή Μορφή; Πώς να δοκιμάσουμε την εμπειρία της ενότητας και της διαφοράς Ανθρώπου και Κόσμου που συνδέονται άρρηκτα, που δονούνται στο μετέωρο ρυθμό του Χρόνου, ο οποίος αρνείται παραγωγικά, καταστρέφοντας, δημιουργεί και δημιουργώντας, καταστρέφει; Πώς να δεχτούμε το αρχέγονο παράδοξο συμβάν της δημιουργίας-καταστροφής χωρίς να το αποδώσουμε σε κάποια Αρχή που αποβλέπει σ΄έναν σκοπό; Πώς να δεχτούμε, ταυτόχρονα γέννηση και αφανισμό; Τη γέννηση που αφανίζει και τον αφανισμό που γεννάει; Όσοι εγγράφονται σ΄αυτές τις ερωτήσεις και πειραματίζονται με την εκμηδένιση του μηδενιστικού μηδενός, θέτουν τον εαυτό τους σε τροχιά ανάληψης του ανθρώπου, όχι στην κατεύθυνση του υπερανθρώπου ή του υπο-ανθρώπου, τύποι οι οποίοι ορίζονται ανθρωποκεντρικά, αλλά στην κατεύθυνση του κενού χωροχρόνου, αξεχώριστου από το Μηδέν. Η αδιάκοπη πορεία του ανθρώπου και του κόσμου, ο οποίος κατοικείται από τίποτα και που το κατοικεί, ξετυλίγει την αρχέγονη σπείρα του Κόσμου σημαδεμένη από το τίποτα που είναι το όριο των πάντων, που συνιστά το μέγιστο όριο. Μετακινούμαστε συνέχεια στο όριο του που μετακινείται και μάς παρασύρει εκεί από όπου προερχόμαστε, στην ά-τοπη τοπολογία του Κόσμου.

30


8.

ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ Φρόυντ: Η Διάνοιξη της Σκέψης και ο ίσκιος του Λόγου

Η διερεύνηση της ασυνείδητης σφαίρας του ανθρώπινου ψυχισμού και των πολύπλοκων διεργασιών του, από τον Φρόυντ, δεν παρείχε, απλώς, ένα ευρετικό εργαλείο για την ερμηνεία και κατανόηση των ψυχικών εκδηλώσεων, αλλά, κυρίως, απομυθοποίησε τον ανθρωποκεντρικό ναρκισσισμό και τη φιλοσοφικήμεταφυσική πεποίθηση ότι το αυτοσυνειδητοποιημένο υποκείμενο της νεωτερικότητας, διέπεται από αυτάρκεια και διαφάνεια και κατ΄ επέκταση είναι υπεύθυνο και ελέγχει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις πράξεις του και αποφασίζει με την αυτόνομη βούλησή του. Η φροϋδική ανακάλυψη του ασυνειδήτου ανατρέπει την καρτεσιανή έννοια της υποκειμενικότητας, αμφισβητεί την καρτεσιανή εξίσωση υποκείμενο=εγώ=συνείδηση. Η “κοπερνίκεια” μετατόπιση του κέντρου της συνείδησης από το υποκειμενικό εγώ στην ασυνείδητη δομή του ψυχισμού υποψιάζει για τα αβυσσαλέα σκοτάδια του όντος και τη χαώδη υφή του Κόσμου που δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο συμβολικό λόγο, ενώ τον διατρέχει, και μόνιμα διαφεύγει. Έτσι προβληματικοποιεί –χωρίς να τις υπερβαίνει- τις έννοιες-φετίχ, όπως αλήθεια, πραγματικότητα, αυθεντικότητα, ίδιον, ιδιοποίηση και ανήκειν και δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης γνώση, ούτε καμία βασική βεβαιότητα, αφού όλα τα συμβολικά-γνωστικά συστήματα και η ίδια η επιστήμη, της οποίας είναι συγκρατημένα, αλλά και πεισματικά υπέρμαχος, συνιστούν εκλογικεύσεις σε σχέση με το πραγματικό, αφαίρεση σε σχέση με το συγκεκριμένο, γενίκευση σε σχέση με το ειδικό, τα εκλογικευμένα στοιχεία, εξειδανικεύονται και γίνονται ιδέες, ιδεώδη, ιδανικά και αρχές με αναφορά ένα μεταφυσικό επέκεινα, ένα νοηματικό υπερπέραν. Αποκαλύπτει ότι οι συμβολικές θεσπίσεις συνιστούν εξειδανικεύσεις –αγνοεί βέβαια τη βαθύτερη σημασία τους- και οι φαντασιακές ταυτότητες-ταυτίσεις, ριζικές αυταπάτες. Ενώ πάσχισε να φωτίσει και να ξορκίσει τους πανάρχαιους ίσκιους του ανορθολογισμού, της πίστης στο υπερφυσικό, εντούτοις το εγχείρημα, εκπληρώθηκε, αποτυγχάνοντας. Το λέμε αυτό γιατί η ψυχανάλυση –και εξαιτίας του Φρόυντ και όχι μόνο των φροϋδιστών- συνιστά μια ‘’αντιθεολογική’’ θεολογία, μια ‘’αντιθρησκευτική’’ ‘’μεταθρησκεία’’, ο μεταφυσικός πυρήνας της οποίας διαθέτει όλα τα δομικά γνωρίσματα της κλασικής μυθολογίας και της μοντέρνας μυθο-λογίας, της τεχνολογίας, βέβαια ο Φρόυντ, το αναγνώριζε. Όλο το εγχείρημα του Φρόυντ κινείται μεταξύ εκείνου που ο ίδιος ονομάζει ορμεμφυτική μυθολογία και της ελπίδας σε μια μέλλουσα φαρμακοδυναμική και τεχνική δράση. «Το δόγμα των ορμεμφύτων είναι, ούτως ειπείν, η μυθολογία μας» γράφει στις Nouvelles conferences sur la psychanalysis. «Το μέλλον θα μάς μάθει, ας ελπίσουμε, να δρούμε άμεσα, με τη βοήθεια ορισμένων χημικών ουσιών, επί των ποσών ενέργειας και του καταμερισμού τους μέσα στον ψυχικό μηχανισμό», λέει μέσα στο Abrege de psychanalyse. Η Μεταφυσική της Ψυχανάλυσης Ο μεταφυσικός – φιλοσοφικός χωροχρόνος που νοηματοδοτεί την Φροϋδική εμπειρία είναι η κυρίαρχη Υποκειμενικότητα (Αντικειμενική) των νεώτερων καιρών με τους ζωτικούς του μύθους, με δεσπόζον μύθο, το μύθο της παντοδυναμίας του Λόγου, του τεχνικο-επιστημονικού λογισμού και της θετικότητάς της. Ενώ εργάζεται με πνεύμα ριζοσπαστικής αποδόμησης και ανατροπής του μεταφυσικού δυϊσμού και υπαινίσσεται μια άλλη προοπτική, εντούτοις δεν κατορθώνει παρά να αντιστρέψει τους όρους της μεταφυσικής προοπτικής και μένει υποτελής της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, κάνοντας την Ύλη το Υπερβατικό σημαίνον, δέσμιος του νατουραλιστικού επιστημολογικού προτύπου και της υλιστικής έκφρασής της. Να μην λησμονούμε όμως ότι γνωσιοθεωρητικό «παράδειγμα» της εποχής του θεμελιώνεται στην καρτεσιανή μεταφυσική που διακρίνει 31


τον κόσμο σε res extensa και σε res cogitans και το κοσμολογικό «παράδειγμα», εδράζεται στην νευτώνεια φυσική και την αιτιοκρατική αντίληψη του χρόνου. Παρά την αμφισβήτηση από τον Φρόυντ των θεμελιωδών εννοιών-λέξεων της Δυτικής Μεταφυσικής, εντούτοις η ανθρωπολογία του παραμένει ανθρωποκεντρική, επιμένει να χρησιμοποιεί σχήματα και πρότυπα ερμηνευτικής κατανόησης και αιτιακής εξήγησης και όχι μόνο δεν καταφέρνει να αποδεσμευθεί από αυτές τις διακρίσεις και να σκεφτεί αυτό που δίνεται προς σκέψη και οικοδόμηση, αλλά μένει προσηλωμένος- παρά την αμφισβήτησή τους- στις έννοιες της αλήθειας και της πραγματικότητας και δεν τολμά να τις μετατοπίσει προς τον ορίζοντα, προς τα δίκτυα -και όχι τις αιτίες- τον κόσμο της περιπλάνησης. Ο εν λόγω κόσμος, ξεδιπλώνεται και αναδιπλώνεται και μέσα σε μια αδιάκοπη μεταμόρφωση, παραμένει δίχως αρχή και τέλος. Ο χωρίς θεμέλιο Κόσμος, μέσω του οποίου εμφανίζονται αίτια και δεσμοί, μέρη και πολυσύνθετα και ακόμα το περίφημο όλον της μεταφυσικής, συνιστά την ενότητα του πλήρους και του κενού, του Παντός και του Τίποτα. Αυτή η Ενότητα, η μη ταυτολογική, διανοίγει και διανύει έναν τόπο μη τοπολογικό, που ανοίγεται και παραμένει χαίνων, καθώς έχει ερημωθεί από αυτό που αποσύρεται, τον χρόνο, τον μη χρονολογικό. Έτσι και η Φροϋδική σκέψη δομείται στο πλαίσιο των ‘’αρχετυπικών τοτέμ’’ του κλασσικής φιλοσοφικής και κοσμολογικής σκέψης που είναι οι δυαδικές αντιθέσεις και η αιτιοκρατική αρχή, τα οποία καθορίζουν, διαχρονικά, το σύστημα των κοινωνικών αναπαράστασεων. Ασυνείδητο Ενώ λοιπόν, ο Φρόυντ, εκθρονίζει το νεωτερικό κοσμοείδωλο της συνείδησης, το ego cogito, και το υποκαθιστά με το ασυνείδητο (Αυτό), εντούτοις και το ασυνείδητο, αυτός ο αρχέγονος φαντασιακός ορίζοντας, διερευνάται και συλλαμβάνεται ορθολογικά από το γνωστικό Υποκείμενο και την αναπαραστασιακή του ικανότητα. Του διαφεύγει ο μυθολογικός ορίζοντας της ψυχανάλυσης, ο μεταφυσικός πυρήνας της, μιας που διακρίνει τον Άνθρωπο από τον Κόσμο, διακρίνει τον Κόσμο σε κόσμο της πραγματικότητας και σε κόσμο της αναπαράστασης και δεν υποψιάζεται την συνύπαρξη ανθρώπου και κόσμου, την ενωτική και διπλή ταυτόχρονα εκδήλωση του μοναδικού Αόρατου Εν-Πολλαπλού που ξετυλίγεται χωροχρονικά. Κόσμος και Άνθρωπος ανήκουν αμοιβαία ό ένας στον άλλο και βρίσκονται πάντα τοποθετημένοι στο κέντρο της όλης σχέσης, αδιαχώριστης από το χρόνο που κατοικεί στο κέντρο της όλης σχέσης, και της κίνησης των μεταμορφώσεών της. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι: Το ασυνείδητο ως μια λογική κατασκευή, δεν ερμηνεύεται από το ενσυνείδητο υποκείμενο; Αυτή η ερμηνεία, δεν είναι μια ερμηνεία που διατυπώνει το συνειδητό για το ασυνείδητο; Το ασυνείδητο δεν περιλαμβάνεται στην ερμηνεία που διατυπώνει το συνειδητό; Το ασυνείδητο δεν έχει τη συνείδησή του; Άλλωστε η δυνατότητα ερμηνείας του δεν μάς το δείχνει; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί και δίνονται για τη σχέση συνειδητού-ασυνείδητου είναι διπλές: τοποθετούν το ένα στο πεδίο του πνευματικών δυνάμεων και το άλλο στο πεδίο των υλιστικών δυνάμεων. Μια πιο ριζική προσέγγιση δεν βλέπει αυτές τις δυνάμεις, ούτε ως ανταγωνιστικές, ούτε ως συμπληρωματικές, ούτε και τις συνθέτει σε μια αδιαφοροποίητη ενότητα. Αυτό που παρουσιάζεται υπό την όψη της δυαδικότητας κυριαρχείται από έναν ενιαίο και πολλαπλασιαζόμενο ρυθμό: οι δύο εκδηλώσεις ούτε ταυτόσημες είναι, αλλά ούτε διαχωρισμένες, ενεργούν και οι δύο, ενιαία. Αν ξεπεράσουμε τις λογικές αρχές, δηλαδή την αρχή της ταυτότητας, την αρχή της αντίφασης, την αρχή του αποκλειόμενου μέσου ή τρίτου και την αρχή του αποχρώντος λόγου, τότε θα κατανοήσουμε ότι Αυτό που είναι, δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Θα κατανοήσουμε ότι η ψυχαναλυτική εργασία και όλη η επιστημονική εργασία, δεν στοχεύουν Αυτό από το οποίο όλα προέρχονται και στο οποίο μετέχουν, αλλά ασχολούνται με τη δευτερογενή παραγωγή του κόσμου σε «υποκείμενο» και «αντικείμενο», απότοκη του αποβλεπτικού ενεργήματος του ενσυνείδητου υποκειμένου και των δημιουργικών δυνατοτήτων του. Δεν αναρωτιούνται ποιά είναι ο ορμή όλων αυτών, ποιά η προέλευση του «υποκειμένου» και του «αντικειμένου»; Από ποιόν ορίζοντα ξεπήδησε αυτός ο διαχωρισμός και αυτοί οι προσδιορισμοί; Τί τα κάνει να εμφανίζονται, να εξαφανίζονται, να επανεμφανίζονται κατά το ρυθμό των μεταμορφώσεων; Οι ‘’φυσικοί νόμοι’’, οι ‘’αρχές’’ και οι ‘’κανόνες’’ που διέπουν το «υποκείμενο», το «αντικείμενο» και τις σχέσεις τους είναι αναλλοίωτα και αιωνίως στατικά; δεν υπόκεινται στο χρόνο; δηλαδή δεν μεταβάλλονται κατά την ερμηνευτική δυναμική που 32


κάθε φορά αναπτύσσεται στο χρόνο, με το χρόνο; Τι είναι αυτό που επιδέχεται απεριόριστων ερμηνευτικών προσδιορισμών, δίχως αυτό να εξαντλείται σ΄αυτές; Τι κάνει τις ερμηνείες να διαφοροποιούνται και να αλλάζουν; Η ίδια η φαινομενολογία του ερμηνευτικού εγχειρήματος δεν μάς δείχνει την Ανοιχτότητα του Κόσμου, δηλαδή τις μεταμορφώσεις του; Η Ανοιχτότητα δεν συστήνει την αγωνία του ανθρώπου; Όσο το γνωστικό εγχείρημα παραμένει ενδοκοσμικό, δηλαδή δέσμιο της αλήθειας, του όλου, της πραγματικότητας, του πραγματικού, τόσο θα αφήνει τον Κόσμο, άσκεφτο, και τον άνθρωπο περιορισμένο στη φαινομενολογική/ατομική του ύπαρξη. Μπορούμε να αναλάβουμε τη δυαδική αντίθεση συνειδητού και ασυνειδήτου και να την εγγράψουμε στον σφαιρικό χωροχρόνο και στις μεταμορφώσεις του. Ανατρέχοντας πέραν της διάκρισης, διασχίζοντάς την, έχουμε να σκεφτούμε το αινιγματικό κέντρο από όπου προέρχονται οι μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις. Το κέντρο αυτό – το διαρθωμένο και εν κινήσει σύνολο – δεν δρά σαν αιτία, πραγματική, μεταφυσική ή μεταφορική, αλλά αυτό το κέντρο, παρόν-απόν, ένα και διαφοροποιημένο μαζί, γνωρίζει πολλαπλές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιά διάσταση προηγείται και ποιά έπεται. Συνειδητό και Ασυνείδητο δεν είναι παρά όψεις, ίδιες και ενάντιες αυτού του αποσπασματικού-ολικού Σχεδίου, ενός Σχεδίου προωτότυπου, δίχως πρότυπο. Ενός Σχεδίου όπου το τυχαίο είναι το όργανο της αναγκαιότητας που δεν αποτελεί το αμετάκλητο και ουδέποτε επέρχεται ολοκληρωτικά και ουδέποτε πραγματοποιείται εντελώς. Το συμβάν του κόσμου είναι διαφοροποιημένο απροσδιόριστα. Γιατί το τίποτα είναι διαρκώς επί το έργον, εκμηδενίζει. Αυτό που φανερώθηκε, δημιουργήθηκε ‘η παράχθηκε έχει επίσης διαγραφεί. Το τίποτα είναι μαζί το ασήμαντο τίποτα που τα αναιρεί όλα και το άλλο πρόσωπο του όλου. Όλον και τίποτα ενώνονται, διαφοροποιημένα. Η συνειδηση, ως ερμηνεία και η ερμηνεία ως συνείδηση, διέπονται από την αρχή της αιτιότητας που συνιστά μια ερμηνεία της τοπολογίας του ορατού κόσμου της φαινόμενης συνείδησης, μια σταθερή αναπαράσταση της πεπεπρασμένης υφής του υλικού Κόσμου που εξειδανικεύεται θεωρητικά. Το ασυνείδητο, ως μη συνειδητό, δεν επιδέχεται καθολικής διαύγασης, διαφεύγει της δυνατότητας ολοκληρωτικής ένταξης στη συμβολική τάξη, θα λέγαμε ότι είναι ένα παιχνίδι φωτοσκιάσεων, ένας τόπος μη τοπολογικός που το διέπει ένας χρόνος μη χρονολογικός. Το ασυνείδητο συνιστά μια εγκάρσια τομή, όπου καταρρέει η οριζόντια ντετερμινιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία του ενσυνείδητου υποκειμένου και η συνεπαγόμενη βεβαιότητα στην πρόβλεψη και αναδύονται από το αρχέγονο μη χαοτικό-χάος, νοούμενες ‘’οντότητες’’ και διακλαδώσεις απρόβλεπτες, δομές διασποράς και διασκορπισμού, μη γραμμικές, που συνιστούν διερευνήσεις νέων ειδών οργάνωσης στο στερέωμα του χωροχρόνου –που συντίθεται ψυχικά-, οι οποίες συνιστούν διερευνήσεις νέων ειδών οργάνωσης στο ψυχικό στερέωμα που συντίθεται χωροχρονικά. Τα σημεία διακλάδωσης συνθέτουν έναν χάρτη της μη αντιστρεπτότητας του χρόνου, έτσι, η δυναμική των διακλαδώσεων, αποκαλύπτει ότι ο χρόνος είναι μη αντιστρεπτός αλλά μπορεί να αναδιπλώνεται (να συγκεφαλαιώνει) και να ξεδιπλώνεται απροσδιόριστα. Επίσης αποκαλύπτει ότι η κίνηση του χρόνου δεν είναι μετρήσιμη. Αν και οι ατιώδεις συνάφειες λειτουργούν κάθε στιγμή, οι διακλαδώσεις συμβαίνουν απρόβλεπτα, αυτό συνδηλώνει ότι το ασυνείδητο συνιστά ένα μείγμα αναγκαιότητα και τυχαιότητας, αυτό το μείγμα συνθέτει την ιστορία του όντος που εγγράφεται στο χρόνο του κοσμοιστορικού γίγνεσθαι, που δεν ταυτίζεται με το Χρόνο, την Πανχρονικότητα. Με βάση τα παραπάνω, ακριβώς επειδή το ασυνείδητο δεν είναι αναγώγιμο στη συμβολική τάξη, αν και αφήνει τα ίχνη και τα αποτυπώματά του σ΄αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει τελική σύνθεση στη διαλεκτική των αντιθέσεων, αυτό που συνήθως αντιπροσωπεύεται από τη χεγκελιανή έννοια της απόλυτης γνώσης, η οποία συνδηλώνει τη δυνατότητα της κοσμοιστορικής προόδου. Ο τρεμάμενος χωροχρόνος –όπως εκδηλώνεται στη συμβολική δομή, όπου απουσιάζει οποιαδήποτε σταθερή σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενοανατρέπει τις αυταπάτες μονιμότητας και σταθερότητας του Εγώ και αναδεικνύει την αγωνία, την έλλειψη και τη στέρηση ως καταστατικές διαστάσεις της συγκρότησης του ανθρώπου, οι οποίες συνιστούν ψυχικές δυνάμεις υπέρβασης και εξέλιξης. Προχωρώντας πέραν από τη αναλυτική διάκριση συνειδητού-ασυνειδήτου, οι οποίες συνιστούν λογικές κατασκευές, θα λέγαμε ότι ο ορατός κόσμος της έλλογης- μη λογικής της συνείδησης, η ερμηνεία του, και ο αόρατος κόσμος της μη λογικής-λογικότητας του ασυνειδήτου, άρρητος, κατά βάση, συνιστούν αυτό που τα συνιστά, τη Σφαίρα, το ελάχιστο σημείο ‘’συνάντησης’’ και 33


‘’διαλόγου’’ του Λόγου με το Άρρητο, της Φωνής με τη Σιωπή, του Πραγματικού με το Φανταστικό, ενας μη τοπολογικός τόπος, ομοιογενής και ένα πεδίο ισορροπίας, Συμμετρικό, που διέπονται από το εν χρόνω, Άχρονο, διαφοροποιημένο απροσδιόριστα, άλλη όψη του Μηδενός. Όνειρο Ο Φρόυντ, στην ερμηνευτική των ονείρων, υπαινίσσεται, εύστοχα, ότι η ερμηνεία του ονείρου μπορεί να φτάσει μέχρι κάποιου σημείου, δείχνει δηλαδή το ριζικά πεπερασμένο του ερμηνευτικού εγχειρήματος. Το όνειρο ξεπηδά από το χάος του ασυνείδητου ή και του Κόσμου και ποια η σχέση τους; Αλλά για ποιό χάος μιλάμε; Της μυθολογίας, της ποίησης, της φιλοσοφίας ή εκείνο που μελετά η επιστήμη και προσπάθεί να το αντιμετωπίσει η τεχνική, οι οποίες αποτελούν ταξινομήσεις (μιας δομής χαοτικής ή ήδη ταξινομημένης;) Αναφερόμαστε στην αστραπή της αβύσσου, τον κόσμο δηλαδή ή στο χάος που μάς περιβάλλει και μάς διαπερνά; Μπορούμε να πούμε ότι όλες αυτές οι ερωτήσεις έχουν ένα κοινό, αλλά μετέωρο και αθέατο κέντρο, αλλά διαφέρουν όσον αφορά τις κατευθύνσεις που προσανατολίζονται. Αν το χάος είναι το πρωταρχικό χάσμα από το οποίο αναδύθηκαν όλα και αν κατοικούμε το χάος που είναι μέσα μας, σ΄αυτή την περίπτωση μιλάμε για το χάος ενώ είμαστε ήδη ρυθμισμένοι από τον κόσμο που είναι ρυθμισμένος. Ο κόσμος είναι αναπόφευκτα ερμηνευμένος, δηλαδή μεταμορφωμένος, χωρίς να υπάρχει ή να έχει υπάρξει μια κατάσταση ή ένα γίγνεσθαι αυθεντικό και αμετάβλητο. Η ερμηνεία, μεταμορφώνει, και θέτει υπό ερώτηση, γίνεται η ίδια ερώτηση, αυτού που δεν είναι, αλλά ξετυλίγεται ως χρόνος. Όλες οι ερμηνείες είναι προσωρινά καταλύματα που θα γίνουν ερείπια, ενώ μια άλλα ερμηνεία αναμένει το χρόνο της για να γίνει ο τόπος και η στιγμή του κόσμου και η οποία με τη σειρά της θα οδηγηθεί στον όλεθρο. Όλα όσα είναι και γίνονται, δίχως να διακρίνεται το είναι από το γίγνεσθαι, δεν είναι ποτέ πλήρη και ακέραια, μέσα στην έλλειψη και τη στέρηση, χαράζουν ένα σημάδι στην αρχέγονη σπείρα του κόσμου που επαναλαμβάνεται διαφοροποιημένα. Το όνειρο, η εκδήλωση του ριζικά ανοίκειου, αυτού που δεν μπορεί να θεματοποιηθεί, η ανευ υποκειμένου Ανοιχτότητα, όπου δεν υπάρχει εγώ, αιτιότητα, τοπικότητα, γραμμικός χρόνος και δυαδικές αντιθεσεις- διακρίσεις, στο όνειρο όλα επικοινωνούν στιγμιαία και ακαριαία σε έναν τόπο μη τοπολογικό και σ΄εναν χρόνο μη χρονολογικό. Αυτο δείχνει ότι από ένα αρχαϊκό βάραθρο, από την άβυσσο του μηδενός, αναδύεται το μη χαοτικό χάος της κοσμικής ποιητικότητας, οι απροσδόκητοι, αδιανόητοι και απεριόριστοι ορίζοντες της ψυχής, τα θαύματα και τα πλήγμάτά της, στο οποίο επιστρέφουν και το μεταμορφώνουν και μεταμορφώνονται. Στο όνειρο συνομιλούν Αυτό, ως ριζικό φαντασιακό της ύπαρξης, και το κοσμικό Αυτό, ως ριζική απροσδιοριστία από τη οποία αναδύεται το ριζικό φαντασιακό, το οποίο ανανεώνει τη ριζική απροσδιοριστία του κοσμικού Αυτού. Αυτό, η Σφαίρα, συνιστά ένα κατηγόρημα που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με τον “εαυτό του” και ως εκ τούτου δεν αποτελεί ένα ορίσιμο σύνολο, δεν σχηματίζει μια ολότητα. Αντίθετα, Αυτό “είναι” το Σύνολο όλων των συνόλων, ανοικτό στην αρχέγονη σπείρα του Χρόνου και στις απεριόριστες μεταμορφώσεις του.

34


9. ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ ….Η μεταβολή ‘’παραδείγματος’’ στη σύγχρονη αστρονομία και κοσμολογία ξεκίνησε από τον Κοπέρνικο, θεμελιώθηκε από τους Kepler και Galileo, και ολοκληρώθηκε με τον Newton. Η Κοπερνίκεια επανάσταση μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή με μια πολύ ευρύτερη και πιο σημαντική έννοια. Δεν είναι απλώς ότι ο Κοπέρνικος αναγνώρισε ότι η Γη δεν ήταν το απόλυτο και ακίνητο κέντρο του σύμπαντος, εξίσου σημαντικό ήταν ότι η ουράνια κίνηση εξηγείται από την άποψη της κίνησης του παρατηρητή, η οποία αποτέλεσε την κεντρική ιδέα του σύγχρονου πνεύματος. Η ‘’αλλαγή παραδείγματος’’ στην κοσμολογική προοπτική δεν σήμαινε μόνον την χειραφέτηση από την αρχαία και μεσαιωνική πεποίθηση περί του ‘’αντικειμενικού κόσμου’’, αλλά σήμαινε και μια ριζική εκτόπιση του ανθρώπινου όντος από το κέντρο του σύμπαντος σε μια περιφερειακή θέση, σ΄ένα απέραντο και απρόσωπο σύμπαν που τη συνόδευε ένα αίσθημα γενικευμένης απογοήτευσης και απελπισίας. Μ΄αυτή την έννοια εξελίχθηκε μια εποχική μεταβολή στη σχέση με τον κόσμο και τη ψυχή, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στην αστρονομία, στη φιλοσοφία και τη θρησκεία, αλλά αναδιάταξε την αρχιτεκτονική του κοινωνικού φαντασιακού. Η κοπερνίκεια επανάσταση επέφερε ριζικές αλαγές στη φιλοσοφία και την επιστημολογία, οι οποίες ξεκίνησαν με τον Descartes και κορυφώθηκαν με τον Kant. Descartes και Kant ‘’ξυπνησαν σε ένα κοπερνίκειο σύμπαν’’, γι΄αυτούς η ανθρωπότητα ήταν έρημη στο αχανές σύμπαν, ένα κοσμικό μόριο, ανέκκλητα σχετικό και αδιάφορο. Ο Descartes ήταν αυτός που κατανόησε και άρθρωσε την εμπειρία του αναδυόμενου αυτόνομου σύγχρονου εαυτού που είναι κατά βάση διακριτός και ξεχωριστός από τον αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο, τον οποίο επιδίωκε να καταλάβει και να κυριαρχήσει. Ο Descartes εξέφρασε με φιλοσοφικούς όρους τη βιωματική συνέπεια αυτού του νέου κοσμολογικού πλαισίου, ξεκινώντας από τη θέση της ριζικής αμφιβολίας για τον κόσμο, και τελείωσε στο cogito . Κάνοντας αυτό, έθεσε σε κίνηση φιλοσοφικές διεργασίες που ξεκινούν από τον Locke τον Berkeley, τον Hume και καταλήγουν στον Kant, ο οποίος επιφέρει μια ριζική μεταστροφή στον φιλοσοφικό στοχασμό και πυροδοτεί μια μεγάλη επιστημολογική κρίση. Ο Καρτέσιος ήταν με αυτή την έννοια το κεντρικό σημείο μεταξύ του Κοπέρνικου και του Καντ, μεταξύ της Κοπερνίκειας επανάστασης στην κοσμολογία και της κοπερνίκειας επανάστασης στο επιστημολογία. Και το λέμε αυτό γιατί αν ο ανθρώπινος νους ήταν κατά κάποιο τρόπο θεμελιωδώς ξεχωριστός και διαφορετικός από τον φυσικό κόσμο της ύλης και αν η μόνη πραγματικότητα στην οποία είχε άμεση πρόσβαση ήταν η εμπειρία του, τότε ο κόσμος που συλλαμβάνεται από τον νου ήταν τελικά μόνο η ερμηνεία του κόσμου. Η γνώση της πραγματικότητας δεν παρείχε πλέον καμία εγγύηση ότι ο νους θα μπορούσε να ανικατοπτρίζει με ακρίβεια έναν κόσμο με τον οποίο η σύνδεσή του ήταν τόσο έμμεση και διαμεσολαβημένη..Αντί αυτού, ο ανθρώπινος νους καθορίζεται από τις δικές του υποκειμενικές δομές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εμπειρία των φαινομένων και όχι των πραγμάτων, τις εμφανίσεις των πραγμάτων και όχι τις αυτοδύναμες υπάρξεις τους Έτσι, ο Καντ, αξιοποιώντας τους προπομπούς του, συντάσσει τις επιστημολογικές συνέπειες του καρτεσιανού cogito . Φυσικά ο ίδιος ο Καντ έθεσε ως γνωστικές αρχές, υποκειμενικές δομές, τις οποίες θεωρούσε ότι ήταν απόλυτα, a priori μορφές με βάση τις φαινομενικές βεβαιότητες της Νευτώνειας φυσικής. Με τον καιρό όμως, αυτό που έφερε ο Καντ στη φιλοσοφία και την επιστημολογία δεν ήταν τα χαρακτηριστικά της λύσης του, αλλά η έναρξη της μεγάλης κρίσης, γιατί ο Καντ εστίασε την προσοχή στο κρίσιμο γεγονός ότι όλη η ανθρώπινη γνώση είναι ερμηνευτική. Ο νους δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει άμεση και καθολική γνώση του αντικειμενικού κόσμου, γιατί το αντικείμενο που γίνεται αντιληπτό δομείται από την εσωτερική οργάνωση του υποκειμένου. Ετσι το οντολογικό σχίσμα του Descartes ενισχύθηκε από την Καντιανή επιστημολογία και πλέον το σχίσμα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου δεν μπορούσε να γεφυρωθεί. 35


Έτσι, η κοσμολογική αποξένωση της σύγχρονης συνείδησης που ξεκίνησε ο Κοπέρνικος και η οντολογική αποξένωση που ξεκίνησε ο Descartes ολοκληρώθηκε από την επιστημολογική αποστασιοποίηση που ξεκίνησε ο Kant: μια τριπλά αμοιβαία αποξένωση της ψυχής από τον κόσμο. Στην επόμενη εξέλιξη του σύγχρονου νου, κάθε μία από αυτές τις θεμελιώδεις μετατοπίσεις, που τις συσχετίζουμε συμβολικά με τις μορφές του Κοπέρνικου, του Descartes, και του Καντ, όχι απλώς διατηρήθηκαν αλλά επεκτάθηκαν και πιέστηκαν στα άκρα με την εξελικτική επιστημολογία του Δαρβίνου που είδε την οργανική συγγένεια των ειδών τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς και αδιάκοπης μεταβολής. Έτσι ο άνθρωπος αποκαλύφθηκε ότι δεν διαθέτει ένα απόλυτο είναι που του παρέχει υπαρξιακή ασφάλεια, όχι μόνον δεν είναι το στέμμα της Θεϊκής δημιουργίας, το ευνοημένο παιδί του σύμπαντος, αλλά μάλλον ένα ακόμη εφήμερο είδος στην εξελικτική διαδικασία του ‘’βαθέους χρόνου’’ που θα μεταμορφωθεί στον χρόνο όπως μεταμορφωμένη είναι η ύπαρξη που συνειδητοποιεί τον χρόνο, στον χρόνο. Η ψυχανάλυση αντιπροσώπευε το τρίτο χτύπημα στην παιδική αφέλεια του ανθρώπου, το πρώτο ήταν η θεωρία του Κοπέρνικου για το ηλιοκεντρικό σύστημα και η δεύτερη ήταν η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η ψυχανάλυση αποκάλυψε ότι όχι μόνο η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, όχι μόνο ο άνθρωπος δεν είναι το προνομιούχο επίκεντρο της κοσμικής δημιουργίας, αλλά ακόμη και ο ανθρώπινος νους και το ενσυνείδητο εγώ, η πολύτιμη αίσθηση της ύπαρξης ενός λογικού εαυτού, είναι μόνο μια πρόσφατη και επισφαλής ανάπτυξη από την αρχέγονη ταυτότητα της φύσης, και το ανθρώπινο εγώ δεν είναι καθόλου κύριος του σπιτιού του, αντίθετα είναι ενεργούμενο μη συνειδητών ενορμήσεων και παθών. Και πάλι, όπως ο Κοπέρνικος και όπως ο Καντ, αλλά σε ένα εντελώς νέο επίπεδο, ο Freud έφερε τη θεμελιώδη αναγνώριση ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα του αντικειμενικού κόσμου διαμορφώνεται συμβολικά, εν πολλοίς από τις ασυνείδητες δυνάμεις που υποκινούν τον ψυχισμό του υποκειμένου, αυτό συνέβαλλε περαιτέρω στην αποδυνάμωση του ανθρωποκεντρικού ναρκισσισμού, αλλά και στη σχετικοποίηση της αλήθειας.. Ουράνια Μεταμόρφωση Στον 20ο αιώνα, τα ‘’χτυπήματα’’ στον ανθρωποκεντρική αλλαζονία και υπεροψία συνεχίστηκαν, οι εξελίξεις στη φυσική, τα μαθηματικά και τη βιολογία στον 20 αιώνα συνέβαλλαν καίρια και αποφασιστικά. Για παράδειγμα η μοντέρνα μοριακή βιολογία μάς δείχνει ότι όλες οι μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη κωδικοποιούνται σε μια κοινή γενετική γλώσσα, μια βαθιά ενότητα διέπει την επιφανειακή ποικιλία της ζωής. Ολόκληρος ο περίπλοκος ιστός της γήινης ζωής αποτελεί ένα συνεκτικό και αλλληλένδετο σύστημα ανάδρασης. Η αστροφυσική μάς διαβεβαιώνει ότι το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο από άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο και άζωτο, από μικρότερες ποσότητες φωσφόρου και θείου και από μικρότερες ποσότητες σιδήρου και άλλων ιχνοστοιχείων. Τα σχετικά ελαφριά στοιιχεία, όπως το οξξυγόνο και το άζωτο δημιουργούνται μέσα στους πυρήνες των άστρων με τη διαδικασία που λέγεται ‘’νουκλεοσύνθεση’’. Τα βαριά στοιχεία, όπως ο σίδηρος, δημιουργούνται με τη σειρά τους από τα ελαφρότερα κ.λ.π. Αν τα άστρα εκραγούν σαν ‘’σουπερνόβες’’ σπέρνουν στο διαστρικό διάστημα τις χημικές ουσίες που είναι απαραίτητες για τη ζωή. Τα περισσότερα, λοιπόν, άτομα που δομούν τα σώματά μας, κατασκευάζονται στην καρδιά κάποιου άστρου. Όταν κοιτάζουμε τον ουρανό τη νύχτα, νοιώθουμε τη συγγένεια με τα φώτα που καίνε στην κοσμική νύχτα, θυμόμαστε τις αρχέγονες ρίζες μας, συνδεόμαστε με την ίδια μάς την ύπαρξη. Είμαστε παιδιά των άστρων, από τον διασκορπισμό της ενέργειας τους δημιουργούνται τα όντα και με το θάνατό τους θα διασκορπιστούν στα άστρα για να δημιουργήσουν νέες μορφές ζωής σε άλλους συμπαντικούς τόπους Αν κοιτάξουμε τα πράγματα από μια άλλη προοπτική θα αποκαλυφθεί μια ακόμα βαθύτερη σχέση. Το πιο απλό άτομο στον πίνακα των στοιχείων είναι το υδρογόνο, είναι το βασικό συστατικό της κοσμικής δημιουργίας, όλα τα άλλα προήλθαν από αυτό.Οι πυρήνες όλων σχεδόν των ατόμων υδρογόνου στον κόσμο, δημιουργήθηκαν στο πρώτα ελάχιστα λεπτά της Κοσμικής έκρηξης. Η γέννηση του σύμπαντος προμήθευσε την πρώτη ύλη για την κατοπινή σύνθεση όλων των πιο σύνθετων στοιχείων, με την πυροδότηση των άστρων. Από μια βαθύτερη έννοια μπορούμε να παραδεχτούμε ότι όλα τα φυσικά συστατικά του σώματος προέρχονται απευθείας από τη γέννηση του σύμπαντος. Όλα τα όντα του κόσμου συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, υφαίνοντας μία άψογη, ολιστική μονάδα πληροφορίας. Η φυσική της εποχής μας, για παράδειγμα η θεωρία της σχετικότητας, μάς πληροφορεί ότι τίποτα δεν είναι χωριστό στο σύμπαν, αντίθετα όλα συνδέονται στον ενιαίο τετραδιάστατο χορό του γίγνεσθαι που διακλαδίζεται απροσδιόριστα και παράγει τις πολλαπλές 36


κοσμικές πραγματικότητες, οι οποίες όμως αποτελούν διαφορετικές προοπτικές και όψεις του του σφαιρικού χωροχρόνου. Η κβαντική φυσική, με τις παραδοξότητές της, αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε τη συνείδηση χωριστά από αυτό που παρατηρεί κάθε φορά, να θεωρουμε το ‘’υποκείμενο’’ ανεξάρτητο από το ‘’αντικείμενο’’. Κάθε πράξη παρατήρησης κάνει τη διακύμανση της πιθανότητας του κβαντικού κύματος να τοπο-θετείται σε σύνολα που μπορούμε να τα παρατηρήσουμε και να μετρήσουμε., Η ύλη, σε βαθοδομικό επίπεδο, δεν θεμελιώνεται σε τίποτα, διασκορπίζεται στο κενό που είναι πλήρους ενέργειας. Το κβαντικό κύμα είναι ένα μαθηματικό φάντασμα, μια διακύμανση της πιθανότητας -που συνιστά μια απροσδιόριστη κατάσταση- όταν δεν το παρατηρούμε, η θέση που καταλαμβάνει στον χωροχρόνο είναι απόρροια της παρατήρησης. Με άλλα λόγια η συνείδηση συμμετέχει ενεργά στη δυναμική του σύμπαντος, συμβάλλει στη διαμόρφωση του κόσμου που βιώνεται ως υπαρκτός. Τα πάντα είναι πιθανά, η πράξη παρατήρησης είναι αυτή που διαλέγει το μονοπάτι στο τοπίο του χωροχρόνου και συγχρόνως η πράξη παρατήρησης δημιουργεί τα πολλαπλά μονοπάτια και τις απεριόριστες διακλαδώσεις τους που συνυπάρχουν αθέατα στον ενιαίο χωροχρόνο. Αυτό είναι και το νόημα της θεωρίας των παράλληλων ή πολλαπλών συμπάντων.Το κβαντικό κύμα και τα φυσικά σωματίδια που αποτελούν την ύλη και το πνεύμα είναι συμμετρικά σε σχέση με την κατεύθυνση του χρόνου, δηλαδή το τοπίο του χωροχρόνου, τουλάχιστον όσον αφορά τα κβάντα μπορεί να κινηθεί εξίσου προς κάθε κατεύθυνση, άρα ο χρόνος είναι άχρονος. Αυτή η η συμμετρική δομή δεν γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη υπάρξη που βιώνει το πέρασμα του χρόνου και αυτό συνίσταται στην εντροπία κάθε συστήματος, η οποία αυξάνεται με το χρόνο και αυτή είναι η σημασία της περίφημης φράσης ‘’το βέλος του χρόνου’’. Έτσι, ο Κόσμος, που θεμελιώνετσι σε Τίποτα, συνιστά μια συμμετρική –μη συμμετρική δομή, αντιφατική και παράδοξη, ασαφή και διφορούμενη. Ο άχρονος, εν χρόνω Κόσμος, επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα, παράγοντας απροσδιοριστία. Στο κατώφλι της μεγάλης εξόδου Τοποθετημένος, ο άνθρωπος, στον απέραντα εκτεταμένο κόσμο της σύγχρονης αστρονομίας, άρχισε να εκτοπίζεται ξαφνικά, από το ευγενές κέντρο του Κόσμου από το οποίο μπορούσε να ατενίζει με υπερηφάνεια την Δημιουργία, σ΄έναν ασήμαντο κάτοικο ενός μικροσκοπικού πλανήτη που φωτίζεται από ΄΄εναν μεσόκοπο ήλιο που κάποτε θα σβήσει, έναν πλανήτη που περιστρέφεται στην άκρη ενός γαλαξία, ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες που λάμπουν, σε ένα σκοτεινό, αδιάφορο, ψυχρό και γι΄αυτό απειλητικό σύμπαν. Όταν κοιτάζει ο άνθρωπος τον ουρανό έχει πια την αίσθηση της κλίμακας, καταλαβαίνει ότι το αμυδρό φως που φτάνει στα μάτια του από τα μακρινά άστρα, ξεκίνησε το ταξίδι του πολύ πριν από την εποχή που τα σπονδυλωτά αφήσουν τη θάλασσα για να περπατήσουν για πρώτη φορά στη στεριά. Ισορροπώντας η σύγχρονη ψυχή, στο όριο της απεραντοσύνης και στο χείλος του αχανούς, νοιώθει ευάλωτη και μόνη, φοβισμένη, αλλά κάτι κάτι περισσότερο, μέσα στους μακρινούς ορίζοντες, βλέπει το σκοτάδι που απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα, το σύμπαν στο οποίο ζούμε και από το οποίο προερχόμαστε. Τη στιγμή που αποκτούμε επίγνωση της κοσμικής κλίμακας, συνειδητοποιούμε μια αδιανόητη ιδέα, το πλήρωμα του χρόνου και το θάνατο του αιώνιου, τον θάνατο όχι με την περιορισμένη έννοια του εγώ-εαυτός, αλλά με την καθολική έννοια του τέλους των ‘’πάντων’’, μιας που η σύγχρονη κοσμολογία δεν αποκλείει και αυτό το ενδεχόμενο. Η επιστημονική γνώση είναι κατά αναλογία, η άλλη όψη που εκδίωξε τον άνθρωπο από το προστατευτικό καταφύγιο της Εδέμ, ανασήκωσε το προστατευτικό πέπλο του εφησυχασμού. Αυτή η εξέλιξη ισοδυναμεί με μια ‘’ρωγμή στη συνείδηση’’, με μια δεύτερη ‘’Πτώση’’, μια κατάρρευση της μυθικής βάσης της ζωής, μια απώλεια της μακραιώνης ανθρώπινης ταυτότητας, μια διαγραφή των πανάρχαιων και οικείων σχημάτων, των καθησυχαστικών βεβαιοτήτων. Η επιστήμη παρήγαγε μια μη αναμενόμενη, μια αθέλητη (;) γνώση, το εγώεαυτός χωρίς την ασπίδα της πίστης στο αιώνιο Υπερβατικό που τον προστάτευε από το φάσμα του θανάτου, της οριστικής και αμετάκλητης εκμηδένισής του, είναι ευάλωτο σε φόβους και αγωνίες που το αποσταθεροποιούν ψυχικά και κοινωνικά. Την ώρα που η επιστήμη, η γνώση και ο έλεγχος της φύσης πάνω στον φυσικό κόσμο γνωρίζει έναν ‘’θρίαμβο’’, ο πυρήνας της ψυχής του Δυτικού Ανθρώπου, που ολοκληρώνεται πλανητικά, γνωρίζει μια ‘’αποτυχία’’. Βλέπουμε μια φοβερή αντίφαση, που βέβαια είναι κατανοητή και εν πολλοίς αναμενόμενη, εξαιτίας, ακριβώς, της ίδιας της λογικής που διέπει τη σύγχρονη επιστημονική΄φιλοσοφία. Στον πυρήνα της ψυχής, υπάρχει πλέον ένα κενό, το κενό αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι η αιτία της σύγχρονης αγωνίας, αλλά μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την Άνοδο. 37


Ο Υπαρξιακός ‘’Διπλός Δεσμός’’ Η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, εμφανίζεται ως βαθιά αντιφατική και ακατανόητη, θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε ένα είδος ‘’διπλού δεσμού’’, όπως χαρακτήρισε ο ανθρωπολόγος Gregory Bateson τη σχέση του βρέφους με τη μητέρα. Η Διπλή Δέσμευση’’ ορίζεται ως μια άλυτη κατάσταση, όπου μια παγιδευμένη και ανίσχυρη εαυτοεικόνα, ουσιαστικά δεν έχει άλλη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αντίφαση και να βιώσει την ενότητα, παρά μόνο μέσω της διάλυσης. Όταν από τη μια έχουν αποκοπεί οι σχέσεις με τον κόσμο και από την άλλη έχουν διαρραγεί οι σχέσεις με τον άλλο, τότε ο άνθρωπος νοιώθει απελπιστική μοναξιά, απομόνωση, φόβο και τρόμο. Για να ξεφύγει από τις εγγενείς αντιφάσεις του ‘’διπλού δεσμού’’ υπερ-αναπληρώνει με τον ναρκισσσισμό και τον εγωκεντρισμό, τη βία και τη καταστροφή. Αυτός ο διπλός διχασμός- δεσμός της σύγχρονης συνείδησης έχει αναγνωριστεί στη μία ή την άλλη μορφή, τουλάχιστον από την εποχή που ο Pascal: δήλωνε «Είμαι τρομαγμένος από την αιώνια σιωπή αυτών των άπειρων χώρων». Οι ψυχολογικές και πνευματικές προδιαθέσεις βιώνονται ως παράλογες σε σχέση με τον κόσμο που αποκαλύπτεται από την επιστημονική θεωρία. Έχουμε δύο μηνύματα αντιφατικά, από τη μια η υπαρξιακή κατάσταση που αναζητά νόημα και σκοπό και από την άλλη πλευρά μαθαίνουμε ότι το σύμπαν από το οποίο προερχόμαστε, είναι εντελώς αδιάφορο σε αυτή την αναζήτηση. Αλλά υπάρχει ένας κρίσιμος τρόπος με τον οποίο η σύγχρονη κατάσταση δεν είναι ταυτόσημη με την ψυχιατρικό διπλό δεσμό, και αυτό είναι το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι απλά ένα ανήμπορο παιδί, αλλά έχει εμπλακεί ενεργά στον κόσμο με το Προμηθεϊκό σχέδιο του ελέγχου της φύσης. Ο Προμηθέας που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους, περιόρισε τη δύναμη των θεών και ενίσχυσε τη δύναμη των ανθρώπων. Με άλλα λόγια η ψυχο-νοητική ενδυνάμωση που παράγεται από τη τιθάσευση και αξιοποίηση της δύναμης-ενέργειας-πληροφορίας, της τεχνικής δηλαδή, σε διαδραστική σχέση μαζί της, αποδυναμώνει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και η φυσική τάξη από την οποία προήλθε. Η εν λόγω αμφισημία συμβολίζεται από την κατάσταση του Προμηθέα, που είναι μισός άνθρωπος και μισός Θεός. Η διάξευξη από τη φυσική τάξη, όταν έκλεψε τη φωτιά, τιμμωρείται με την απομόνωση του Προμηθέα και με τις επιθέσεις που δέχεται από τον αετό, έτσι και η διαφοροποίηση του ανθρώπου από τη φύση είναι συγχρόνως η ουσία της μοναδικότητάς του, αλλά και πηγή των ανησυχιών του που αποσταθεροποιούν το εγώ-εαυτός. Το λέμε αυτό γιατί όπως στο μύθο της εκδίωξης των πρωτόπλαστων από την αρχέγονη ζούγκλα της φυσικής αθωότητας, έτσι και στο μύθο του Προμμηθέα, ο άνθρωπος γνωρίζει μια κατα-στροφή, δηλαδή μια ριζική στροφή, οδηγείται πλέον σε μια αβέβαιη αναζήτηση σ΄ένα κόσμο που τον κάνει οδυνηρό η αίσθηση των διαχωρισμών. Πτώση και Άνοδος Η σύγχρονη κατάσταση εξωθεί στα άκρα το Προμηθεϊκό όραμα της αποδέσμευσης από τη φυσική αναγκαιότητα, την εξατομίκευση και την αυτονομία απο τη μήτρα της φύσης, αλλά σταδιακά και αναπόφευκτα η νεώτερη νευτώνεια, καρτεσιανή και καντιανή αντίληψη, εξελίσσεται σε μια κατάσταση που αφηγούνται ο Kafka και ο Beckett, της υπαρξιακής απομόνωσης, του παράλογου, σε ένα είδος φρενίτιδας. Εγκαταλελειμμένος, ο σύγχρονος άνθρωπος, θρυμματισμένος, σε μια κατάσταση ακραίας σύγχυσης και άγχους σε μια ανεξήγητα ασυνάρτητη κατάσταση βαθιάς τραυματικής έντασης, απόρροια της απουσίας υποστηρικτικού πλαίσίου, το οποίο παρείχε η σχέση με τη φύση, Όμως αυτή η εξέλιξη ισοδυναμεί, συγχρόνως, με μια θεραπευτική ίαση από το νεώτερο ναρκισσιστικό και εγωιστικό πνεύμα, μια αναπόφευκτη εξέλιξη για τη γέννηση, την Άνοδο. Η εκτεταμένη και ριζική κατάρρευση τόσων πολλών μορφών-δομών του εικοστού αιώνα υποδηλώνει τόσο το θάνατο μιας εποχής όσο και τη γέννηση ενός νέου συμμετοχικού και ολιστικού οράματος για τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλέον, μετεωρίζεται, εκετεθειμένος και απροστάτευτος, δίχως τις προστατευτικές μεταφυσικές αφαιρέσεις που είχε εξειδανικεύσει, έχει μετατοπιστεί σε ένα τόπο, άτοπο, βιώνει έναν χρόνο, μη χρονολογικό, έχει καταστεί ένας ξένος που περιπλανιέται στον συμπαντικό χωρόχρόνο που διακλαδίζεται απεριόριστα. Οι άνθρωποι, που δεν είναι άνθρωποι, αλλά ερευνητές και πειραματιστές ή καλύτερα διαβάτες που οδοιπορούν, δίχως να γνωρίζουν προς ποιά ακριβώς κατεύθυνση στοχεύει η πορεία τους και γιατί, ήδη βρίσκονται σε διαδικασία ανάληψης και ξεπεράσματος, μετατοπισμένοι 38


σ΄έναν τόπο, μη τοπολογικό και σ΄έναν χρόνο, μη χρονολογικό, στον Κόσμο, όχι τον φυσικοεπιστημονικό, τον Κόσμο, ως Εν-Παν, ως Παν-Τίποτα, το Συν-όλο όλων των συνόλων. Αν όλα αυτά δείχνουν τη μεγάλη ‘’Πτώση’’ του Ανθρώπου, πτώση σε σχέση με την εαυτοεικόνα του, μπορούμε, εξίσου, να τη θεωρήσουμε ως τη μεγάλη ‘’Άνοδο’’, από τον περιορισμένο άνθρωπο του ανθρωποκεντρικού ουμανισμού, που ως Υποκείμενο τοπο-θετείται και εναντιώνεται στο Αντικείμενο, στο εκεταμένο και απεριόριστο κοσμικό πλάσμα της συμπαντικότητας, με την πλήρη έννοια του όρου. Άλλωστε ό ά άνθρωπος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον Κόσμο. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι ο Κόσμος που παρουσιάζεται υπό την όψη της δυαδικότητας κυριαρχείται από έναν ενιαίο και πολλαπλασιαζόμενο ρυθμό: οι δύο εκδηλώσεις ούτε ταυτόσημες είναι, αλλά ούτε διαχωρισμένες, ενεργούν και ενιαία και διαφοροποιημένα. Μπορούμε να αναλάβουμε τις δυαδικές αντιθέσεις και να τις εγγράψουμε στον σφαιρικό χωροχρόνο και στις μεταμορφώσεις του που τον διαφοροποιούν απροσδιόριστα. Ο σφαιρικός χωροχρόνος, οι μεταμορφώσεις ‘’του’’, αδιαχώριστος από το μηδέν, δεν είναι, δημιουργείται και καταστρέφεται ταυτοχρόνως. Ανατρέχοντας πέραν των διακρίσεων, διασχίζοντάς τες, έχουμε να σκεφτούμε το αινιγματικό κέντρο από όπου προέρχονται οι μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις, οι οποίες ενέχουν αυτό το κέντρο άσχετα αν το αγνοούν. Το μετέωρο αυτό κέντρο – το διαρθωμένο και εν κινήσει σύνολο – δεν δρά σαν αιτία, πραγματική, μεταφυσική ή μεταφορική, αλλά αυτό το κέντρο, παρόν-απόν, ένα και διαφοροποιημένο μαζί, γνωρίζει πολλαπλές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιά διάσταση προηγείται και ποιά έπεται. Θα λέγαμε ότι η εξελικτική διαδικασία εμπλουτισμού της συνείδησης είναι η κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας μέσω της συνείδησης, για να κλείσει ο κύκλος ανάδρασης ανάμεσα στην ύλη και το νου και να διαβούμε το κατώφλι της εξόδου προς το μεγάλο Όλον. Αυτό έχει ήδη συμβεί, ο χωροχρόνος ‘’τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του’’ για να σχηματίσει τη σφαίρα της αχρονικότητας, όχι την άχρονη ισορροπία (όπου δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, ούτε μέλλον, μια κατάσταση που καταλύεται η Σκέψη, ο Λόγος και η Συνείδηση και γλυστράμε στο βάραθρο του αβυσσαλέου Μηδενός) αλλά τον καθολικό χρόνο της συνείδησης (όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον, συνυπάρχουν, ενιαία και τρισδιάστατα, δηλαδή κάθε διάσταση περιλαμβάνει και τις άλλες δύο, όπως εκδηλώνονται συγχρονικά, διαχρονικά και πανχρονικά, τόσο τοπικά, όσο πλανητικά και συμπαντικά). Ο δρόμος για τις απάτητες και αφώτιστες κορυφές διέρχεται μέσα από τον θάνατο του εγώ-εαυτού και στοχεύει την κατεύθυνση της ενιαίας διόρασης του κόσμου. Όπως δεν υπάρχει ο κόσμος και ο άνθρωπος, έτσι δεν υπάρχει η γη και ο ουρανός, ο ρυθμός που διατηρεί ενωμένες τις διαφορές, τις συντονίζει και τις πολλαπλασιάζει, αόρατος ως τέτοιος, συνιστά το αδιανόητο, αγγελιοφόροι του οποίου είμαστε.

39


10. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ Μετά τους προσωκρατικούς και ιδιαίτερα μετά τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Χέγκελ κάθε μεταφυσική σκέψη διατυπώνει τους όρους της ενότητας του Κόσμου, αναζητώντας την ουσία του, διαχωρίζοντας όμως το είναι από το μηδέν, το είναι από το φαίνεσθαι, τα πράγματα από τα φαινόμενα, αποδίδοντας σ΄ένα από τα δύο αντίθετα, θέση υπερβατικής Αρχής. Οι κλασικές μεταφυσικές-ιδεαλιστικές ή καιυλιστικές θέσεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούσαν έναν προ-δεδομένο κόσμο που διέπεται από μια υπερβατική αναγκαιότητα και έναν φυσικό κόσμο που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, που διέπεται δηλαδή από συνέχεια, αιτιότητα και χρονική συμμετρία- η γνώση του οποίου οδηγεί εγγύτερα στη Θεία- Άχρονη Σοφία. Δέσμιοι της ιδεολογικής επένδυσης της διάνοιας, δηλαδή της Δογματικής μεταφυσικής, επιχείρησαν να εξαλείψουν το ερώτημα του Κόσμου, να επιβάλλουν την Αλήθεια, την Αιτία, το Σκοπό της Απόλυτης Αλήθειας. Αν αυτός είναι ο οντολογικός ορίζοντας της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, ομόλογη ήταν και η επιστημολογική πεποίθηση για τη συμπαντική φύση (μακροσκοπική και μικροσκοπική), η οποία νοηματοδοτούνταν μέσα στο πλαίσιο της μεταφυσικής ιδέας, δηλαδή μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή διαμορφωνόταν μια εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, όπου όλα θα μπορούσε κανείς να τα προβλέψει και να τα εξηγήσει. Αυτή η μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου συνεπάγεται την άρνηση της δημιουργίας, της συνεχούς δημιουργίας καινούργιων κόσμων και δημιουργία μορφών που δεν είναι αναγώγιμες οι μεν στις δε, θα λέγαμε ότι είναι απερίσταλτες και δεν μπορούν να αναχθούν οι μεν στις δε. Η Δογματική μεταφυσική πρόσληψη του Κόσμου αρνείται την ποιητικότητα του Κόσμου, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος. Ονομάζουμε Κόσμο – όχι τον εμπειρικό κόσμο, αλλά το Εν-Παν που δεν περιορίζεται σε μια από τις διαστάσεις του -, το αβυσσαλέο μη χαοτικό χάος, γιατί ο βασικός του προσδιορισμός είναι από τη μια το ανεξάντλητο και το απύθμενο και ταυτόχρονα το ανεξάντλητο και το απύθμενο είναι δύναμη και ενέργεια μόρφωσης και μορφοποίησης κόσμων. Με άλλα λόγια διατυπωμένα τα παραπάνω θα λέγαμε ότι το Χάος είναι και Κόσμος γιατί είναι δημιουργία κόσμων και μορφών εκ του μηδενός, αλλά ακριβώς γι΄αυτό το λόγο ο Κόσμος είναι και Τάξη, δηλαδή είναι οργάνωση, είναι ολότητα κόσμων και μορφών που η ίδια είναι κατά το μάλλον ή ήττον ως ολότητα οργανωμένη που ενέχει και Χάος και μ΄αυτή την έννοια «είναι» απροσδιόριστος. ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ; Από το άχρονο, αναλλοίωτο, αυτόνομο Είναι της παραδοσιακής μεταφυσικής φιλοσοφίας (Φύση, Θεός, Ενσυνείδητο Ορθολογικό Υποκείμενο) που διέπεται από εγγενή αναγκαιότητα και που το αναπαριστούν έλλογα υποκείμενα-παρατηρητές, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά στο νου τους, μεταβαίνουμε σε έναν Κόσμο, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο οποίος συν-διαμορφώνεται με τη Σκέψη. Η Σκέψη, ως δέσμη, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο Κόσμος ως δέσμη δυνητικά απεριόριστων σκέψεων, συν-διαμορφώνονται και συν-παράγονται, συνιστούν Αυτό που τα συνιστά. Αυτό, το ενιαίο και διαφοροποιημένο Αόρατο Εν που εκδηλώνεται στις πολλαπλές μορφές του ορατού ούτε είναι ούτε δεν είναι, ούτε υπάρχει, ούτε δεν υπάρχει, αναδύεται από ένα αρχέγονο βάραθρο, από μια άβυσσο που αποκαλούμε Μηδέν, ως κενός χωροχρόνος που ξετυλίγει τα θαύματα και τα πλήγματά του Αόρατου Εν και επιστρέφει σ΄αυτό και το μεταμορφώνει. Δεν υπάρχει πλέον η Σκέψη και ο Κόσμος, η Σκέψη δεν είναι μέσα στον Κόσμο ούτε και ο Κόσμος μέσα στην Σκέψη, η Σκέψη ειναι η άλλη όψη του Κόσμου και ο Κόσμος η άλλη όψη της Σκέψης, θέτουμε σε εισαγωγικά το είναι για να αναδείξουμε ότι αυτή η ενιαία και ταυτόχρονα διπλή σχέση, δεν είναι στατική και αμετάβλητη, ούτε όμως δυναμική και μεταβαλλόμενη, δεν είναι καν σχέση, αλλά αόρατος ρυθμός που διαρκεί και αλλάζει, συντονίζει και μεταμορφώνει αμοιβαία την ενότητα/πολλαπλότητα του Ανοίγματος που διέπεται από παραδοξότητα. Ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος (δηλαδή αυθαίρετη επινόηση της ανθρωπομορφικής και ανθρωποκεντρικής συμβατικής λογικής) αλλά ά-τοπος τόπος της παν40


τοπολογίας του σύμπαντος που διέπεται από χρονικότητα. Η ανάδυση του ανθρώπου, η διατήρησή του και η μεταμόρφωσή του είναι σύμφωνη με τον χωροχρόνο του ερωτώμενου κόσμου, η ερώτηση που τίθεται στον άνθρωπο και τον συστήνει, μεταβάλλει και τον τοπο-θεσία της ύπαρξής του στο κοσμο-ιστορικό γίγνεσθαι. Σε επιστημολογικό πεδίο, από τη μεταφυσική ιδέα μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή η εικόνα του σύμπαντος ως μια απέραντη ταυτολογία, μεταβαίνουμε σε μια στοχαστική θεώρηση του φυσικού κόσμου, δηλαδή σε μια ενδεχομενική και πιθανοκρατική θεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι ο φυσικός κόσμος δεν συνιστά ένα ον υλικό ή ιδεατό, κλειστό, άχρονο, αμετάβλητο, αυτοτελές και ακέραιο, αυτές οι έννοιες συνιστούν λογικές αφαιρέσεις της ανθρωποκεντρικής νόησης, αλλά χαρακτηρίζεται από: α) ανοιχτότητα, άνοιγμα, δυνητικά, απεριόριστων δυνατοτήτων, β) από εγγενή ρευστότητα, απροσδιοριστία και σχετικότητα- μεταβλητότητα, γ) από χρονικότητα και όχι από μεταφυσική κλειστότητα. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου εκδηλώνεται μέσα από τη διαφοροποιητική κίνησή της μεταβαλλόμενης τοπολογίας του κενού χωροχρόνου και των πολλαπλών δυνατοτήτων πραγμάτωσής της. Η ενότητα του συμπαντικού κόσμου μάς διαμορφώνει -όχι χωρίς τη δική μας συμμετοχή – ενώ πάντοτε μάς διαφεύγει, μιας που για να σκεφτούμε, να μιλήσουμε και να πράξουμε θεματοποιούμε και σχηματοποιούμε αυτό που μεταμορφώνεται. Όμως καμιά λέξη και κανένα πράγμα δεν αφήνονται να θεματοποιηθούν οριστικά και να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Καμιά σκέψη δεν είναι ποτέ πλήρης και εξαντλητική, καμιά μέθοδος δεν κατορθώνει να ακινητοποιήσει το ρου του κόσμου και ο λόγος και η ρευστότητα δεν αφήνονται να συλληφθούν οριστικά από καμιά ενοποίηση. Η παραδοχή ότι τίποτα δεν είναι και δεν λέγεται στο σύνολό του και ότι η ομιλία και η πράξη συνιστούν αφαιρέσεις αυτού που δεν είναι παρά εν τω γίγνεσθαι μπορεί να μάς κάνει να μάθουμε και να ξαναμάθουμε. Αυτό, οι μεταμορφώσεις του Αόρατου Κόσμου δεν είναι, ξετυλίγεται ως Όλον-Τίποτα, ως Τίποτα – Παν. Το ξετύλιγμα αυτό, ο Χρόνος – και όχι οι χρόνοι που εκδηλώνονται μέσα στη γλώσσα της σκέψης και εξαιτίας της και οικοδομούν κόσμους του Κόσμου-, η μη συμμετρική συμμετρία του Όλον-Τίποτα, του Τίποτα-Παντός που περιστρέφεται ενιαία και τρισδιάστατα, συγχρονικά – διαχρονικά-πανχρονικά, τοπικά, οικουμενικά και συμπαντικά.

41


12. ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟ: ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΗΣ Κόσμος και Άνθρωπος ταυτίζονται ή διακρίνονται; Αυτό επιχειρεί να διαλευκάνει η φιλοσοφία την οποία εκ των υστέρων ονομάσαμε μεταφυσική, η οποία κάνει τον Κόσμο ένα ιδιαίτερο ον, που διαθέτει αναλλοίωτη ουσία και την οποίο η σκέψη παριστά. Θα λέγαμε ότι ο Κόσμος δεν είναι δίχως τον Άνθρωπο (δηλαδή δεν λέγεται και δεν γίνεται ερώτημα για τη σκέψη) που δεν είναι δίχως τον Κόσμο. Κόσμος και Άνθρωπος δεν κάνουν ούτε ένα, ούτε δύο, συνιστούν Αυτό που τους συνιστά, δίχως Αυτό να είναι ή να μην είναι, να υπάρχει ή να μην υπάρχει, να έχει θεμέλιο ή να μην έχει. Αυτό, ο ‘’άκοσμος’’ κόσμος, η αρχέγονη σπείρα, αόρατη ως τέτοια ‘’είναι’’ οι μεταμορφώσεις του, το ‘’Άσκεφτο’’, που προηγείται της Σκέψης και της Γλώσσας, τις διατρέχει και τις υπερβαίνει, παραμένοντας πάντα μετέωρο και φευγαλέο. Αυτό, το ΄΄Άσκεφτο’’, δεν εκφαίνεται και δεν εκφέρεται και καμμιά κρίση δεν μπορεί να το διατυπώσει αποφαντικά, φανερώνεται στο ‘’αίφνης’’ της στιγμής, στην αιφνιδιαστική διάνοιξη στο απεριόριστο. Από την αρχή της οντολογικής λογικής (Αριστοτέλης), με την αρχή της ταυτότητας, της μη αντίφασης, έως το τέλος της που ονομάστηκε διαλεκτική (Χέγκελ), με την αρχή της αντίφασης, Ίδιο και Άλλο ενεργούν ανταγωνιστικά και συμπληρωματικά. Ο Χέγκελ και συμφωνεί με τον Αριστοτέλη και δεν συμφωνεί μαζί, αποδέχεται και δεν αποδέχεται την αρχή της ταυτότητας του Αριστοτέλη. Δεν την αποδέχεται με την έννοια ότι ‘’μαζί και κατά το αυτό’’ ένα «κατηγόρημα» μπορεί να είναι κατηγορούμενο και να μην είνα κατηγορούμενο του Αυτού. Το αποδέχεται με την έννοια ότι το θέτειν παραμένει διάφορο του τεθειμένου και το έχει ήδη «αρνηθεί» και «αρνούμενο» και ξεπερνώντας τον εαυτό του. Η συμφωνία και η ασυμφωνία των αντιθέτων και των αντιιφατικών αξίζουν μήπως «κατά το αυτό»; Όχι, αν το αυτό γίνεται κατανοητό με την έννοια του Αριστοτελη, ναι, αν γίνει κατανοητό με την έννοια του Χέγκελ. Θα λέγαμε ότι το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, ο μυστικός δεσμός τους συνιστά την αναπνοή και την εκπνοή της σκέψης. Το Κλειστό Εν και το Ανοιχτό Όλον, το Αυτό με άλλα λόγια, ξετυλίγεται ως Χρόνος του Κόσμου και ο Κόσμος ξετυλίγεται ως Χρόνος. Το Αυτό, ως ο Χρόνος του Κόσμου, ως ο Κόσμος του Χρόνου, επέχει από κάθε δυνατότητα εννοιολογικού ή ονοματικού προσδιορισμού, ανονομάτιστο και ακατανόμαστο, ανώνυμο και πολυώνυμο εκδηλώνεται και ταυτόχρονα αποσύρεται. Η θνητή του αθανασία, η αθάνατη θνητότητά του ξετυλίγονται ως στιγμή, διάρκεια, μεταμόρφωση, μαζί, και στις τρεις διαστάσεις του, συγχρονικώς και διαχρονικώς, δηλαδή πανχρονικώς. Αυτό, Μία Αντιφατική Δομή, Μη Παραστατική. Η σκέψη αναγνωρίζει ότι Αυτό που είναι δεν είναι ίδιο με τον εαυτό του, είναι αντιφατικό, δεν αποκλείει το μέσο, δεν έχει αποχρώντα λόγο. Όλες οι οντολογικές και γνωσιοθεωρητικές διακρίσεις, Ίδιο και Άλλο, Έν και Πολλαπλό, θεμελιώνονται στην Αριστοτέλεια λογική της ταυτότητας ή της μη αντίφασης, που αποκλείει τον μέσο και αναζητά αποχρώντα λόγο. Όμως στον Κόσμο, μεταξύ του Α ή μη Α, κυριαρχεί πάντα μια Τρίτη πιθανότητα που είχε αποκλειστεί, μ΄αυτό τον τρόπο επικρατούν οι επιμειξίες, τα μείγματα και τα πολικά συμπλέγματα. Ας επικαλεστούμε παραδείγματα από τη σύγχρονη επιστημολογία που ενισχύουν τα παραπάνω: Με τον Γκέντελ ξεπερνιέται η αριστοτέλεια λογική και η σύγχρονη εκδοχή της, η λογική Boole, ενώ με την κβαντομηχανική επιβεβαιώνεται ακριβώς ότι ο αποκλειόμενος τρίτος είναι η πηγή και η μήτρα του Κόσμου, η μήτρα που γεννά την ύπαρξη, η οποία δεν χρειάζεται την ταυτότητα. Έτσι αναδεικνύεται το παιχνίδι του Χρόνου, το καλειδοσκοπικό Αόρατο Εν-Πολλαπλό, οι μεταμοροφώσεις Του.

42


• • •

13. Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Η κλασική οντολογική και μεταφυσική αντιπαράθετε το Είναι με το Γίγνεσθαι. Το Είναι θεωρούνταν αιώνιο, σταθερό και αναλλοίωτο και εξισωνόταν με την Αλήθεια και την Αντικειμενική Γνώση, ενώ το Γίγνεσθαι θεωρούνταν αέναα κινητό και μεταβαλλόμενο και εξισωνόταν με την Πλάνη και την Υποκειμενική Πεποίθηση. Από τη μια η συμμετρία και η απόλυτη αναγκαιότητα του Είναι και οι αναστρέψιμες – ντετερμινιστικές διαδικασίες, οι οποίες μπορούν να προβλεφθούν και να υπολογιστούν με απόλυτη βεβαιότητα και από την άλλη η ασυμμετρία και η απροσδιοριστία του Γίγνεσθαι και οι μη αναστρέψιμες – τυχαίες διαδικασίες που παράγουν αβεβαιότητα, σχετικότητα, καινοτομία και δημιουργικότητα. Το Είναι θεωρούνταν Ίδιο και αδιαφοροποίητο, θεωρούνταν δηλαδή, ότι διέπεται από την αρχή της ταυτότητας, ενώ το Γίγνεσθαι θεωρούνταν ότι διαφοροποιείται και μεταβάλλεται αενάως, είναι συνεχώς Άλλο, διέπεται δηλαδή από την αρχή της ετερότητας. Στον νεώτερο κόσμο η αντιπαράθεση Είναι και Γίγνεσθαι, Αλήθειας και Πλάνης, Αντικειμενικής Γνώσης και Υποκειμενικής Πεποίθησης ανοίγει περισσότερο και δημιουργεί το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ δύο διανοητικών και πολιτιστικών κόσμων: των επιστημών της φύσης (θετικές) και των επιστημών του πνεύματος (κοινωνικές και ανθρωπιστικές), του κόσμου της Επιστήμης και του κόσμου της Τέχνης. Η Αλήθεια εξαντλείται στην εννοιολογική γνώση και την βεβαιότητα της αποδεικτικής μέθοδου, κατά το μεθοδολογικό πρότυπο των φυσικών επιστημών. Η Επιστήμη γίνεται η κυρίαρχη μορφή γνώσης και διακρίνεται από την αλήθεια των ιστορικών και κοινωνικών βιωμάτων, από την αλήθεια της τέχνης και από την αισθητική εμπειρία. Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι στον νεώτερο κόσμο οι επιστήμες της φύσης (θετικές) ασχολούνται με το Είναι, ο στόχος τους είναι η αναγκαιότητα, η συμμετρία, το αναλλοίωτο, το δεδομένο και η βεβαιότητα, η οποία συνδέεται με μια αιτιοκρατική περιγραφή του φυσικού κόσμου τον οποίο επιχειρούν να εξηγήσουν. Οι επιστήμες του πνεύματος (Φιλοσοφία, κοινωνικές-ανθρωπιστικές) ασχολούνται με το Γίγνεσθαι της ζωής, της ιστορίας και του βιώματος το οποίο επιχειρούν να κατανοήσουν, το μέτρο σ΄αυτές τις επιστήμες το δίνουν οι έννοιες της σχετικότητας, της ασυμμετρίας, της απροσδιοριστίας, της αβεβαιότητας, του απρόβλεπτου, της επιλογής και του ρίσκου. Οι επιστήμες της φύσης ιχνηλατούν το υπερ-ατομικό, ως καθολικό φαινόμενο και οι επιστήμες του πνεύματος, το ατομικό συμβάν και την μοναδική ιδιαιτερότητά του. Αυτό που διαχωρίζει τους δύο διανοητικούς και πολιτιστικούς κόσμους είναι η θεώρηση του χρόνου, η αντιπαράθεση δηλαδή ανάμεσα στον αναστρέψιμο και ντετερμινιστικό χρόνο των επιστημών της φύσης και τον μη αναστρέψιμο και μη ντετερμινιστικό χρόνο των επιστημών του πνεύματος. Μέσα σ΄αυτή την αντιπαράθεση υποκρύπτεται το μείζον αίνιγμα της σχέσης του Κόσμου και του Ανθρώπου. Η κλασική οντολογία (αρχαιελληνική και ιουδαιοχριστιανική) θεωρούσε σημείο έναρξης και εκκίνησης τον κόσμο και σημείο κατάληξης και άφιξης τον άνθρωπο (Αντικειμενικός Λόγος), το νεώτερο φιλοσοφικο-επιστημονικό πνεύμα θεωρούσε το αντίστροφο (Υποκειμενικός Λόγος). ‘’Αντικειμενικός Λόγος’’ της Φύσης ή του Θεού και ‘’Υποκειμενικός Λόγος’’ του Ανθρώπινου Νου συνιστούν μεταφυσικές αφαιρέσεις που υποκρύπτουν την οντολογική διαίρεση Συμπαντικής Φύσης και Ανθρώπινης Ιστορίας, την γνωσιοθεωρητική διαίρεση Ύλης και Ιδέας και την ανθρωπολογική διαίρεση σώματος και ψυχής. Η πρωταρχική οντολογική διαίρεση (Κόσμου και Ανθρώπου) είναι αποτόκη της ανθρωποκεντρικής εξειδανίκευσης του Λόγου, της απολυτοποίησης της αξιακής χρήσης του ‘’Ορθού Λόγου’’. Συνέπεια της διαδικασίας αυτής υπήρξε η παραγωγή ανθρωποκεντρικής υπεραξίας, η οποία οδήγησε σταδιακά στα σκοτεινά μονοπάτια της μανιχαϊκής αντίληψης. Ο Λογικός Πυρήνας της ανθρωποκεντρικής θεωρίας, σε όλες τις ιστορικές βαθμίδες εξέλιξής της, είναι εξ 43


υπαρχής αυτο-οριζόμενος. Έτσι αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε το μη ειναι, το κενό, το τίποτα, το μηδέν, το απρόσμενο, το μη ορισμένο, το τυχαίο και το εμβόλιμο στοιχείο. Εν ολίγοις η αρχική θετικότητα του Λόγου και ο επιστημονικός θετικισμός που τον διαδέχτηκε στον νεώτερο κόσμο, αποσιώπησε την αρνητικότητα, το μη ορίσιμο, το αδάμαστο και ανυπολόγιστο στοιχείο του κόσμου. Διερευνώντας στοχαστικά την επιστημολογία των φυσικών επιστημών του καιρού μας θα λέγαμε ότι η τάξη ως επανάληψη (αναγκαιότητα) και το χάος ως δυνατότητα για καινοτομία (ελευθερία), λειτουργούν συμπληρωτικά, μ΄αυτή την έννοια οι περιγραφές και οι προβλέψεις των διαφόρων φαινομένων μπορούν να προσεγγισθούν μόνο στοχαστικά και πιθανοκρατικά και όχι με την βεβαιότητα της αιτιοκρατικής θεώρησης. Αυτό σημαίνει ότι τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου διερευνώνται από την προοπτική του χρόνου και αυτή η προοπτική αντιστοιχεί σε μια αντιμετώπιση της ιστορίας της φύσης ως μια διαδοχή διακλαδώσεων που οδηγούν στην εμφάνιση νέων δομών στον χωροχρόνο που τον αναδομούν. Ακριβώς αυτή η εξέλιξη δημιουργεί μια ριζική μεταβολή στο φαντασιακό της επιστήμης: Το ιδεώδες της κλασικής επιστήμης, τόσο και στην αναγεννησιακή και νεώτερη επιστημολογία, αλλά όπως εκφράζεται ακόμα και στη θεωρία της σχετικότητας, ήταν η γεωμετρία του στατικού και αμετάβλητου κόσμου. Η επιστήμη του καιρού μας, η οποία αναγνωρίζει και τις μη αναστρέψιμες διαδικασίες, αφηγείται την ιστορία του κόσμου, τον οποίο αντιμετωπίζει ως ανοικτό χωροχρόνο, και την γεωμετρία ως μεταβαλλόμενη τοπολογία των πολλαπλών διαστάσεων. Πρόκειται για τον χωροχρόνο που ξετυλίγεται με την Μεγάλη Έκρηξη, την ύλη-ενέργεια σε διαρκές γίγνεσθαι και η οποία καταλήγει ύστερα από πολλές μεταμορφώσεις-διακλαδώσεις στην ιστορική κοινωνία, στους λόγους και στις πράξεις των ανθρώπων. Αυτή η αφήγηση της ιστορίας του κόσμου συντάσσεται μετά από μια ‘’κατάληξη’’, ένα ‘’τέλος’’ και διακινδυνεύεται η αντίστροφη φορά για να οδηγηθούμε στην ‘’αφετηρία‘’, στην ‘’αρχή’’. Βλέπουμε ότι οι δύο άκρες της σπείρας είναι ταυτόχρονα αναχώρηση και άφιξη. Μ΄αυτή την έννοια ο Λόγος αφηγείται με μια αφήγηση ορθολογική. Ο Λόγος δεν είναι το αντίθετο του Μύθου, αλλά το συμπλήρωμά του, όπως το κυρτό και το κοίλο ενός σφαιρικού σώματος που αλληπροσδιορίζονται αμοιβαία, έτσι ώστε το βάθος της κοιλότητας να ορίζει την επιφάνεια της κυρτότητας κάθε φακού. Μπορούνε να αντιληφθούμε το Λόγο ως την κυρτή όψη της κοίλης πλευράς που είναι ο Μύθος. Ο Κόσμος, στην υπερβατικότητά του είναι η συμμετρική σχέση Είναι και μη Είναι, Παν και Τίποτα, Πλήρους και Κενού. Στο χωροχρονικό του ξεδίπλωμα, αίρεται η συμμετρία και ο Κόσμος εκδηλώνεται μέσω των πολλαπλών μεταμορφώσεων του, κάθε στιγμή και σε κάθε τόπο, συνδυάζοντας σε μια ανοικτή ενότητα, κανονικότητα και τυχαιότητα, νομοτέλεια και απροσδιοριστία, αναγκαιότητα και ενδεχομενικότητα. Ο Χρόνος είναι ο μετέωρος ρυθμός που σχετίζει και συντονίζει τις αντιθέσεις, ανοίγει προοπτικές και γόνιμες δυνατότητες. Χρόνος και σκέψη δεν διακρίνονται, αντιστοιχίζονται και λειτουργούν συμπληρωματικά, η σκέψη σκέπτεται το χρόνο, μέσα στο χρόνο, με το χρόνο, είναι ο χρόνος που σκέπτεται τον εαυτό του. Ο Χρόνος είναι βιωμένος (υπαρξιακός-ψυχολογικός), αλλά και χρόνος που η σκέψη μας τον σκέπτεται (κοσμολογικός). Ο Χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος και προοδευτικός, ούτε κυκλικός και επαναληπτικός, ούτε διαδοχή στιγμών ή διάρκεια που ρέει, δεν διακρίνεται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο χρόνος δεν είναι άχρονος (ιδεατός), υπερ-χρονικός (αιώνιος), μη χρονικός (χωρικός). Να διευκρινήσουμε ότι ο χρόνος στον οποίο αναφερόμαστε δεν σχετίζεται με την τέταρτη διάσταση του χώρου, όπως θεωρείται στη θεωρία της σχετικότητας, αλλά νοηματοδοτείται σ΄έναν ευρύτερο ερμηνευτικό ορίζοντα. Όλες οι τροπικότητες του χρόνου κατανοούνται μέσα στον ορίζοντα του χρόνου, που κάνει όλες τις τροπικότητες να συμβαίνουν. Ο ορίζοντας του χρόνου δεν μπορεί να θεματοποιηθεί, αποτελεί το νοητό όριο που διακρίνει την πεπερασμένη δυνατότητα σαφούς και βέβαιης γνώσης, αλλά και τη δυνατότητα υπέρβασης και διάνοιξης στο απριόριστο και την απροσδιοριστία. Ο ορίζοντας του χρόνου δημιουργεί τη συνείδηση ότι η πεπερασμένη και θνητή φύση του ανθρώπου, αναδύεται ταυτόχρονα με τη δυνατότητα της επίγνωσης του απεριόριστου (με την έννοια της έλλειψης περιορισμών) και σε συνάρτηση μ΄αυτήν και είναι ακριβώς αυτή η δυνατότητα του απεριόριστου που καθιστά τον άνθρωπο ον υπερβασιακό. Ολόκληρος ο Χρόνος στην τρισδιάστατη δομή του, περιέχει σε κάθε μία από τις στιγμές του και τις τρεις διαστάσεις του και κάθε μία από τις διαστάσεις του είναι και η ίδια τρισδιάστατη. Ο Χρόνος στην ολότητά του ξετυλίγεται ως ανοικτή σπείρα, όπου όλα επαναλαμβάνονται και μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Επανάληψη του ίδιου ως ταυτότητα και ανάδυση του Άλλου ως ετερότητα, συνδέονται άρρηκτα και 44


δονούνται στον παλμό της πανχρονικότητας. Αυτές οι κατηγορίες του φιλοσοφικού-μεταφυσικού στοχασμού (Είναι και Γίγνεσθαι, Ίδιο και Άλλο, Ταυτότητα και Ετερότητα, Υποκείμενο και Αντικείμενο) δε συγκροτούν ούτε μια δυαδικότητα (αρχική αυτονομία και αυτοτέλεια υποκειμένου-αντικειμένου) ούτε μια Μονιστική ενότητα [αναγωγή ή υποταγή του αντικειμένου (της Ύλης, της ετερότητας) από το υποκείμενο ή αντίστροφα: του υποκειμένου, (του Λόγου, της έννοιας, του ποιείν και πράττειν) από το αντικείμενο] αλλά μια μη ταυτολογική ταυτότητα, ένα διαφορικό σύνολο. Η μη ταυτολογική ταυτότητα ή με άλλους λόγους το ενιαίο και διαφορικό σύνολο είναι σύμβολα του άρρητου και μ’ αυτήν την έννοια δεν μπορούν να αντικειμενικοποιηθούν νοητικά, δηλαδή να αναπαρασταθούν και να απεικονισθούν. Πρόκειται για το Αυτό που περιλαμβάνει τα αντίθετα, τη σχέση και τη διαφορά τους μέσα στη διαδικασία του είναι εν τω γίγνεσθαι Κόσμου-Χρόνου. Με άλλους λόγους το Αυτό “είναι” το αθεμελίωτο και μη αναπαραστάσιμο Έν-Πολλαπλό, το Έν-Όλον, το ανοικτό και μη ορίσημο Συν-όλο όλων όσων είναι και γίνονται που περιστρέφεται σπειροειδώς σύμφωνα με το ρυθμό του Κόσμου-Χρόνου. Η σκέψη του Κόσμου και η σκέψη του Ανθρώπου λειτουργούν αμφίδρομα, αμοβαία και συμπληρωματικά και ξεδιπλώνονται στο Γίγνεσθαι του Χρόνου. Όλα όσα Είναι, Γίνονται, αλλά το Γίγνεσθαι, Είναι και το Είναι Δεν Είναι παρά εν τω Γίγνεσθαι. Άνθρωπος και Κόσμος δεν διακρίνονται, δίχως να ταυτίζονται, δεν διαθέτουν ένα άχρονο είναι, μια πάγια φύση, μια αμετάβλητη ουσία, ένα απόλυτα προκαθορισμένο πεπρωμένο, δεν πραγματώνουν ένα υπερβατικό σχέδιοπρότυπο. Η σχέση με τον εαυτό μας, που δεν είναι υποκείμενο και με τους άλλους που δεν είναι αντικείμενα, πηγάζει από το μετέωρο και φευγαλέο κέντρο της σχέσης ανθρώπου-κόσμου που εκδηλώνεται χωροχρονικά μέσω των πολλαπλών μεταμορφώσεων του. Στην ανοικτή σπείρα του Χρόνου συνδέονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα, η αναγκαιότητα του ντετερμινιστικού χρόνου και η επαναληψιμότητα που παράγει, με την απροσδιοριστία του μη ντετερμινιστικού χρόνου που παράγει καινοτομία, δημιουργικότητα και ελευθερία. Στην ανοικτή σπείρα του χρόνου, παρελθόν, παρόν, μέλλον, χαρακτηρίζουν κάθε τόπο και κάθε στιγμή της ανοιχτής σπείρας του χρόνου, της οποίας η ‘’αρχή’’ και το ‘’τέλος’’ είναι διαρκώς εκτεθειμένα στο μέλλον. Ο άνθρωπος σκέπτεται τον χρόνο, αλλά και ο χρόνος ‘’σκέπτεται’’ τον άνθρωπο. Ετσι αίρεται ο διαχωρισμός μεταξύ των επιστημών της φύσης και του πνεύματος, της διάκρισης χώρου και χρόνου, ύλης και σκέψης και συγκροτείται μια μη Ολιστική Γνώση, η Γνώση του ανοικτού χωροχρόνου και των αέναων μεταμορφώσεων του.

45


14.

ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΚΕΨΗ

Η Σκέψη οργανωμένη σε σύστημα λογικών αρχών (λογική οντολογική, τυπική λογική, διαλεκτική, φαινομενολογική ή συμβολική λογική) οι οποίες θεμελιώνονται και τίθενται αξιωματικά, επιβάλλονται και διαμορφώνουν τη γραμματικο-συντακτική δομή της γλώσσας,τα ορθολογικά διαβήματα της σκέψης και δημιουργούν την «πραγματικότητα». Όμως στο σημείο αυτό ανακύπτουν τα παρακάτω ερωτήματα: Οι «πρώτες αρχές» της σκέψης είναι αρχές που διέπουν τον κόσμο ή οι «πρώτες αρχές» είναι αρχές που διέπουν τη σκέψη; Είναι με άλλα λόγια οντο –λογικές ή οντο-λογικές; Ο Κόσμος διέπεται από Σκέψη ή η Σκέψη αποδίδει τον Κόσμο; Πρώτα είναι η Σκέψη,η Ιδέα, το Πνεύμα και μετά ο Κόσμος, όπως υποστηρίζει ο δογματικός ιδεαλισμός και σπιριτουαλισμός ή πρώτα είναι ο Κόσμος, υλικός ή άλλης τάξης και μετά η σκέψη, όπως υποστηρίζουν ο δογματικός υλισμός και ο απλουστευτικός ρεαλισμός; Υπάρχει η Σκέψη δίχως τον Κόσμο και ο Κόσμος δίχως τη Σκέψη; Πρώτα είναι το Ένα και μετά το Άλλο; Υπάρχει το Ένα και το Άλλο; Ο Κόσμος «είναι» ον, αντικείμενο ή Ιδέα που μπορεί να αναπαρασταθεί; Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη μεταφυσική προϋπόθεση της πρώτης αρχής, της έναρξης, της αφετηρίας; Απαιτείται ένα άλλο στυλ σκέψης και ζωής να διατυπώσει και να εκφράσει μια σκέψη που συμπεριλαμβάνει ολόκληρη τη σχέση ανθρώπου και κόσμου, τη χωροχρονική τους δομή και τις αέναες μεταμορφώσεις τους. Βέβαια μια τέτοια σκέψη έχει να αντιμετωπίσει ένα θεμελιώδες νοητικό και γλωσσικό ζήτημα: την υπέρβαση του είναι. Μέχρι και την εποχή μας, το απαρέμφατο του ρήματος είναι και η ουσιαστικοποιημένη μορφή του, η μετοχή του ενεστώτα, ον και το παράγωγο, ουσία, υπόσταση, οντικότητα, αρθρώνουν και συγκροτούν κάθε γλώσσα που συντάσσεται σε προτάσεις, οι οποίες συνδέονται με τους κανόνες της γραμματικής, της σύνταξης, της οντο-λογικής λογικής. Το ρήμα είναι και όλοι οι σχηματισμοί του, τόσο στην κατηγορηματική μορφή της πρότασης, όσο και στη θεωρησιακή μορφή της πρότασης, όπου υποκείμενο και κατηγορούμενο επιτελούν λειτουργίες, που ανταλλάσσουν τους σημασιακούς ρόλους τους, αντλούν την οντο-λογική τους ισχύ από τη μεταφυσική του άχρονου συμπαγούς, αναλλοίωτου και αμετάβλητου Είναι, που παριστά η σκέψη, και όχι από το είναι, που δεν είναι, παρά εν τω γίγνεσθαι. Θα λέγαμε ότι ο κόσμος «είναι» η άλλη όψη της σκέψης και ταυτόχρονα δεν είναι, (το άρρητο, το α-διανόητο, το αδύνατο, το μηδέν). Κόσμος και «άκοσμο», Είναι και μη Είναι συνιστούν Αυτό που τα ενέχει και τα διαφοροποιεί. Η θετικότητα του Είναι και η αρνητικότητα του μη Είναι περιστρέφονται στην ανοικτή σπείρα του Χρόνου και έτσι η αντίφαση δεν είναι μόνον αντίφαση, αλλά ύπαρξη των αντιθέτων,μια δυαδική δομή, μη παραστατική. Τα αντίθετα που «αντιμάχονται» μεταξύ τους αλληλοσυμπληρώνονται και συνενώνονται σε μια ενότητα που δεν αποφεύγει τις τομές και τις διαφορές μεταξύ των αντιθέτων. Η εμπειρία της σκέψης ενωτική και διαφοροποιητική, διατρέχεται από τη σύγκρουση των δυναμικών αντιθέτων που ενεργούν με ιδιαιίτερο τρόπο, η οποία προκύπτει από μια ενότητα και απολήγει σ΄αυτήν. Η εμπειρία μας συνιστά μια ολότητα διαφορική που ξετυλίγεται στον μονο-τρισδιάστατο χρόνο. Από την εμπειρία του μεταφυσικού που δεσπόζει στην αρχαϊκή εποχή μεταβαίνουμε στην εμπειρία της μεταφυσικής σκέψης που δοκιμάζει και δοκιμάζεται η ιστορική εποχή και στην εμπειρία μιας σκέψης που δεν είναι μεταφυσική, αλλά μετέωρη και ανοίγεται στην μεταιστορική εποχή του ανοικτού χωροχρόνου της ενότητας του πολλαπλού και της πολλαπλότητας του Ενός. Από την προκατηγορηματική σκέψη της γλώσσας των προσωκρατικών στην κατηγορηματική γλώσσα της αρχαιοελληνικής σκέψης και στην μετακατηγορηματική ποιητική σκέψη που στοχάζεται τον κόσμο ως ανοικτή ολότητα. 46


15. ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ Οι επιστημολογικές εξελίξεις στα πλαίσια της σύγχρονης φυσικής και ιδιαίτερα της κβαντικής θεωρίας, ανατρέπουν ριζικά το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, όπως έχει διαμορφωθεί χιλιάδες χρόνια, και αυτό γιατί η ανθρώπινη γνώση, όπως εννοείται και γίνεται αντιληπτή, θεμελιώνεται στην οντολογική διάκριση του Κόσμου σε Υποκείμενο και Αντικείμενο. Επίσης, οι παραπάνω εξελίξεις αμφισβητούν το κυρίαρχο εργαλείο της γνωσιοθεωρίας που είναι η παράσταση (ως εικόνα, είδωλο, σημείο, ιδέα κ.λ.π). Τόσο η κλασική γνωσιοθεωρία (Πλάτωνας-Αριστοτέλης) όσο και η νεώτερη επιστημολογία (Descartes, Kant, Mach) συγκροτούν τη θεωρητική και μεθολογική δομή της σκέψης τους στην μεταφυσική αρχή της διάκρισης του Κόσμου από τον Σκέψη και θεμελιώνουν την σιωπηλή ή αιτιολογημένη πεποίθηση ότι η γνώση αποκτάται από έναν εξωτερικό-αμέτοχο παρατηρητή που αναπαριστά στον νου, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά, αυτό στο οποίο αποβλέπει ο νους. Η θεμελίωση της γνώσης σε κάποιο υπερβατικό σημαίνον (Ιδέα-Πλάτωνας, Θεϊκός νους-Αριστοτέλης, Θεός, η δομή της εννοιακής σκέψης-Kant, η αισθητηριακή εμπειρία-Mach) προϋποθέτει ότι έχει νόημα να μιλάμε για την αλήθεια simpliciter δηλαδή «απολύτως», για το πώς είναι τα πράγματα καθέαυτά ή για το πώς μας παρουσιάζονται στην εμπειρία, Η γνωσιοθεωρία της θεμελίωσης έχει λογικό πυρήνα της τη θεωρία της αλήθειας ως αντιστοιχίας του νου ή των αισθήσεων με το πράγμα. Αλλά και η εναλλακτική θεωρία της αντιστοιχίας, η θεωρία της συνεκτικότητας, που υποστηρίζει ως αλήθεια τις λογικές σχέσεις των πεποιθήσεων που συνδέονται συνεκτικά μεταξύ τους, υπαινίσσεται την αντιστοιχία του συστήματος πεποιθήσεων με πράγματα και γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Σ΄αυτό το σημείο σκιαγραφούμε τις δύο ακραίες θεωρίες και ψυχολογίες της γνώσης (βέβαια μεταξύ των δύο άκρων ευδοκιμούν πολλές αποχρώσεις): τον ρεαλισμό, τον αντικειμενισμό, τους υπέρμαχους της επιστημονικής ορθολογικότητας και από το άλλο άκρο τους σχετικιστές, τους ανορθολογιστές, τους υπέρμαχους του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού. Για τους υπέρμαχους της επιστημονικής ορθολογικότητας υπάρχουν αντικειμενικά συμβάντα και το θεμέλιο για την αντικειμενική γνώση είναι η γνώση ως αντιστοιχία του λόγου ή της εμπειρίας μ΄ αυτά τα συμβάντα. Σε αντίθεση οι υπέρμαχοι του κονστρουκτιβισμού υποστηρίζουν ότι η αλήθεια είναι σχετική, συγκυριακή και υποκειμενική, τα πάντα σχετικεύονται και ανάγονται στο επίπεδο της καθαρά υποκειμενικής γνώμης ή στην καλύτερη περίπτωση της διυποκειμενικής συμφωνίας που εξαρτάται όχι από τον κόσμο, αλλά από κοινωνικοικονομικούς παράγοντες και ιδεολογίες, σ΄αυτή την περίπτωση η αλήθεια προσλαμβάνει το χαρακτήρα της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας (πραγματισμός) ή μια κοινωνιολογική – ψυχολογική ερμηνεία του πραγματισμού, όπου αληθές είναι ότι μας κάνει να αισθανόμαστε ασφαλείς και ικανοποιημένοι (μετα-μοντέρνα αφήγηση για τη γνώση). Οι ακραίες φιλοσοφικές και ψυχολογικές θεωρίες της Αλήθειας, Ρεαλισμός – Αντι-ρεαλισμός δείχνουν τη ναρκισσιστική προσήλωση της νόησης στον αφελή θεμελιωτισμό, ο οποίος αποτελεί την προ-συνειδητή κατάσταση της επιστημονικής διάνοιας, όπως έχει διαμορφωθεί χιλιάδες χρόνια στο πλαίσιο του Ιουδαϊκού – Ελληνικού και Χριστιανικού πολιτισμού. Η προ-συνειδητή κατάσταση της επιστημονικής διάνοιας, η a priori παραδοχή της (η αρχική προκείμενη του συλλογισμού της) είναι η ύπαρξη ενός απόλυτα ανεξάρτητου κόσμου, ανεξάρτητου από τη σκέψη (αφελείς υλιστικές – ρεαλιστικές θεωρήσεις) ή το ακριβώς αντίστροφο, ο κόσμος είναι πλάσμα του νου, (αφελείς ιδεαλιστικές-αντι-ρεαλιστικές θεωρήσεις). Αυτές οι a priori 47


προσυνειδητές μεταφυσικές προϋποθέσεις, αποτελούν αξιακές και μεθολογικές αφετηρίες της επιστημονικής σκέψης και του φαντασιακού των επιστημόνων, έτσι διαμορφώνεται το πλαίσιο της επιστημονικής ιδεολογίας και μεθοδολογίας που a posteriori αναγνωρίζεται ως apriori οντολογική κατάσταση του κόσμου. Η ύπαρξη ενός αντικειμενικού υλιστικού κόσμου ή η ύπαρξη ενός υποκειμενικού ιδεαλιστικού κόσμου (αντικειμενικού), δηλαδή η διάκριση του Κόσμου σε Αντικείμενο και Υποκείμενο, σε Ύλη και Σκέψη (που συνιστά μια κρίση Αξίας και όχι επιστημονικό γεγονός) συνιστά το «είδωλο της φυλής” από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα ‘’είδωλα της φυλής’’, ο ντετερμινισμός, ο αναγωγισμός, οι δυαδικές αντθέσεις, η γραμμική αιτιότητα, η τοπικότητα κ.λ.π. Σ΄αυτό το σημείο Θα αναφερθούμε κωδικοποιημένα στα νεώτερα ‘’είδωλα της φυλής’’, όπως διαμορφώθηκαν τους τελευταίους τρεις αιώνες. Βέβαια, τα περισσότερα απο αυτά αποτελούσαν με διαφοροποιήσεις, τα τοτέμ της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης και μεθόδου σ΄όλες τις εποχές, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη έως τον Νεύτωνα και τον Καρτέσιο, βέβαια στους καιρούς μας οι ‘’επιστήμονες’’ ενεργούν κυρίως μέ βάση αυτά τα τοτέμ, άσχετα αν έχουν καταρρεύσει. 1. Η Αρχή τού φυσικαλισμού: Υπάρχει ένας προ-δεδομένος Κόσμος, ο οποίος είναι το θεμέλιο και η αιτία για την εμφάνιση όλων των φαινομένων, ένας a priori cosmos, ανεξάρτητα από την παρατήρηση ή το πείραμα (ο «μύθος του δεδομένου”). 2. Η Αρχή τού Αντικειμενισμού: Ο προ-δεδομένος φυσικός κόσμος, ο οποίος διαχωρίζεται από την ανθρώπινη σκέψη και συνείδηση, μπορεί να διερευνηθεί και να αποδειχθεί αντικειμενικά μέσω της αποδειξιμότητας της λογικής μεθόδου και των ποσοτικών επιστημονικών παρατηρήσεων, μέσω πειράματος και μαθηματικής ανάλυσης. Τα ψυχικά βιώματα ή τα διαπροσωπικά πνευματικά φαινόμενα της νόησης δεν αποτελούν θέματα ενδιαφέροντος για την επιστημονική ορθοδοξία γιατί δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των φαινομένων που μπορούν να υπολογιστούν, να μετρηθούν και να ποσοτικοποιηθούν, δηλαδή να χειραγωγηθούν (το «ταμπού της υποκειμενικότητας»). 3. Η αρχή της υλικής ουσίας: Δεν υπάρχει καμία άλλη πραγματικότητα πέραν από τη φυσική πραγματικότητα και καμία αλήθεια ή αλήθειες δεν μπορούν να εντοπιστούν πέραν από την υλική αντικειμενικότητα που ερευνά η ρεαλιστική “επιστημονική μέθοδος”. 4. Η Αρχή του αναγωγισμού: Η άρρητη υποκειμενική εμπειρία, νοητική, ψυχική και πνευματική συνιστούν καθαρά φυσικές ηλεκτροχημικές και νευροβιολογικές διεργασίες και συνδέσεις. Η σκέψη, η ψυχική εμπειρία και η συμπεριφορά δεν είναι παρά “αναδυόμενες ιδιότητες”, του υλικού οργανισμού, ένα επιφαινόμενο ή «τεχνούργημα» του φυσικού εγκεφάλου και των φυσικο-χημικών διεργασιών του. Η αιτιότητα είναι πάντα «προς τα πάνω» από τη σωματική με την ψυχική. Η αντίστροφη αιτιότητα, η “Πτωτική αιτιότητα, δηλαδή από τη ψυχική σφαίρα στη φυσική, έχει ιδεολογικά αποκλειστεί, έχει αποκλεειστεί δηλαδή, η αμφίδρομη και διαδραστική σχέση των τριών οντολογικών πεδίων, του σώματος, της σκέψης και της ψυχής. Και βέβαια αγνοείται το τυχαίο και εμβόλιμο στοιχείο μιας που η θεμελιώδη πεποίθηση είναι ένας ‘’κλειστός’’ κόσμος, αιτιοκρατικός, και γι΄αυτό βέβαιος και πρόβλέψιμος. 5. Η αρχή του Καθολικού ντετερμινισμού: Όλες οι εκδηλώσεις καθορίζονται από τις τοπικές, καθαρά φυσικές αιτίες τους. Αν γνωρίζαμε όλες τις αρχικές αιτιώδεις προϋποθέσεις, τότε θα μπορούσαμε να προβλέψουμε ή να προσδιορίσουμε με απόλυτη βεβαιότητα όλες τις συνέπειες (αντικείμενα / εκδηλώσεις) στο σύμπαν. Αυτή η περίφημη θέση του Laplace., η οποία αποτελεί το υπερ-εγώ της σύγχρονης επιστήμης, έχει ‘’σαρωθεί’’ από την απροσδιοριστία και την ενδεχομενικότητα του υποατομικού κόσμου. 6. Η Αρχή του κλεισίματος: Η φυσική σφαίρα όλης της ύπαρξης είναι “αιτιακά κλειστή», διέπεται από την αναστρεψιμότητα του χρόνου και αποκλείει οποιοδήποτε μη-φυσική εξήγηση και την μη αναστρεψιμότητα του χρόνου, την παραγωγή δηλαδή, καινοφανών μορφών, μη αναγώγιμων στο παρελθόν. 7. Η αρχή της καθολικότητας: Ο Κόσμος είναι ένα κλειστό Όλον, έτσι αγνοείται το Μηδέν, το Κενό και το Τίποτα. Η λογική του κλειστού όλου είναι μια λογική διακρίσεων στο βαθμό που η κατασκευή της απορρέει από την εξαίρεση ή τον αποκλεισμό όλων εκείνων που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ιδιότητα. Το μη Όλον, αποκλείει τις διακρίσεις, δεδομένου ότι αδύνατον να οριστεί η ύπαρξη οποιασδήποτε εξαίρεσης. Το Κενό, δεν διακρίνει, δεν αποκλείει, δεν εξαιρεί Τίποτα. Το κενό, συνιστά το συμβάν του Κόσμου και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε λογικής ή μαθηματικής-αλγοριθμικής 48


τεκμηρίωσης. Είναι εγγενώς απροσδιοριστογενές και όποια πρόταση επιχειρήσει να το διατυπώσει είναι αναποφάνσιμη. Το Κενό είναι ασύστατο και ουδέτερο, Οι παραπάνω μεταφυσικές παραδοχές και πεποιθήσεις αποτελούν τα τοτέμ του θετικισμού-επιστημονισμού, η λατρεία του σύγχρονου και μεταμοντέρνου επιστημονικού υλισμού που διαπερνά το φαντασιακό των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών, των ανθρωπιστικών και διαμορφώνει την παγκόσμια μαζική κουλτούρα. Όλα τα παραπάνω ’’είδωλα της φυλής’’ συνιστούν τα protoreligion και είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την έκλειψη του Λόγου, της Σκέψης και την παλινδρόμηση της συνείδησης σε αταβιστικές ψυχικές-κοινωνικές στάσεις και συμπεριφοράς. Από την άλλη βέβαια, αυτά τα ‘’είδωλα της φυλής’’ καταρρέουν πλέον, περνάνε στη ζώνη του λυκόφωτος. Αλλά γι΄ αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο μάθημα.

Το Διαγώνιο Μονοπάτι Του Στοχασμού Η οντολογία της κβαντικής μηχανικής επιβάλλει μια επιστημολογία σκεπτική, στοχαστική και ερωτηματική. Σ΄αυτό το σημείο το πνεύμα του Σκώτου φιλόσοφου Hume αντηχεί επίκαιρο όσο ποτέ: η επιστημονική γνώση ήταν πάντα και παραμένει πάντα προσωρινή και αβέβαιη. Ένας μετριοπαθής σκεπτικισμός, όπως τον διατύπωσε ο David Ηume, παραμένεις αξιόπιστος σε μια μετα-καντιανή, μετα-μεταφυσική σκέψη. Ο ριζικός επιστημικός σκεπτικισμός των πυρωνιστών (Pyrrhonic) αυτοαναιρείται όπως και οι μεταφυσικές πεποιθήσεις θεμελίωσης σε ακλόνητες οντολογικές ή επιστημολογικές αρχές. Από αυτή την εξέλιξη χαράζεται ένα διαγώνιο μονοπάτι που συνδυάζει από την μια πλευρά την ‘’εξωτερική’’ διάσταση της σκέψης, την λογικά έγκυρη σκέψη και την αιτιοκρατική συλλογιστική με τις πεπερασμένες δυνατότητες της και από την άλλη πλευρά την ‘’εσωτερική’’ διάσταση της σκέψης, τη στοχαστική, διαισθητική, ενορατική και βιωματική διερεύνηση και τις απεριόριστες δυνατότητες της. Στο διαγώνιο αυτό μονοπάτι, όπου αίρεται η διάκριση του φυσικού και του νοητού, συνδυάζεται η βεβαιότητα της αιτιώδους, γραμμικής και αναστρέψιμης λειτουργίας των τοπικών χωροχρονικών διαδικασιών με την ενδεχομενικότητα της αναιτιώδους, της μη γραμμικής και μη αναστρέψιμης λειτουργίας των μη τοπικών χωροχρονικών διαδικασιών. Έτσι, αίρεται και η επιστημολογική διάκριση αξιών και γεγονότων που εδράζεται στην οντολογική διάκριση «είναι» και «γίγνεσθαι», η οποία χωρίζει το σύμπαν της γνώσης σε φυσικομαθηματικές και κοινωνικο-ανθρωπιστικές επιστήμες. Το διαγώνιο μονοπάτι είναι Αυτό το ενιαίο και πολυδιάστατο μετέωρο και φευγαλέο υπερ-νοητό κέντρο που μετέχει σ΄όλα και όλα μετέχουν σ΄αυτό, δίχως αυτό να είναι Ον, δίχως να ταυτίζεται με μια ειδική ή οικουμενική ιδέα ή μορφή, ξετυλίγεται ως χρόνος. Αυτό, η διαύγεια του ανοίγματος, καταυγάζει το μηδέν, ίδια και άλλη όψη του Κόσμου, ‘’είναι’’ οι μεταμορφώσεις του.

49


16. Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ «Η κβαντική θεωρία είναι ολοκληρωτικά ολιστική (ηolistisch ganzheitlich), αρνείται το τετελεσμένο των διαχωρισμών…Ο κόσμος δεν αποτελείται από αντικείμενα. Μόνο η πεπερασμένη γνώση του ανθρώπου κατακερματίζει σε αντικείμενα το Όλον – στο οποίο και ο ίδιος ανήκει – προκειμένου να κκατατοπιστεί» C.F.Von Weizsacker Για την κβαντική θεωρία ο Κόσμος είναι ενιαίος και αδιαίρετος, όλα τα στοιχεία που τον συγκροτούν βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοδιασύνδεσης. Η διασύνδεση των πάντων είναι ιδιαίτερα εμφανής στις μη-τοπικές αλληλεπιδράσεις του κβαντικού κόσμου. Το φαινόμενο της κβαντικής συζευξιμότητας, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί μια αρχή υπέρθεσης, καθώς και η απορρέουσα έννοια της κβαντομηχανικής μη διαχωρισιμότητας, ως εγγενές στοιχείο της κβαντικής θεωρίας, συνεπάγεται ότι η αδιαίρετη ενότητα του Όλου συνιστά θεμελιώδες γνώρισμα του κβαντικού κόσμου, όμως ούτε η θεωρία ούτε το πείραμα είναι δυνατόν να προσπελάσουν και να αποκαλύψουν τη δομή ή την υφή της Ολότητας. Η Ολότητα είναι ανεξάρτητη από την επιλογή ενός παρατηρητή ή τον προσδιορισμό ενός πειραματικού πλαισίου ή τη μετρητική συσκευή ή από τη δράση του υποκειμένου της γνώσης, της νόησης και των επιστημικών πρακτικών ή ενεργημάτων του. Η Ολότητα αφορά στην περιοχή των κβαντικών συζευγμένων συσχετίσεων, δυνητικοτήτων και κβαντικών υπερθέσεων, στοιχείων που διέπονται από μία μη-Μπούλειαν Λογική Δομή. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό της κβαντικής θεωρίας είναι ότι η επίτευξη οποιασδήποτε συνεπούς και έγκυρης εννοιολογικής περιγραφής ή η ικανότητα απόδοσης γνωρισμάτων και ιδιοτήτων σ΄ένα ‘’αντικείμενο’’ μέσω του γλωσσικού συμβολισμού ή η δυνατότητα αναφοράς σε πειραματικά προσπελάσιμα γεγονότα, προϋποθέτει ως αναγκαίο όρο την αποσυσχέτιση και τον διαχωρισμό της Ολότητας του Κόσμου, σε διακριτές οντότητες, οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, δεν είναι όμως κβαντικώς συζευγμένες. Στην κβαντομηχανική καλώς ορισμένο αντικείμενο δημιουργείται μέσω μιας τομής Heisenberg, δηλαδή μέσω μιας διαδικασίας αφαίρεσης και προβολής της μη Μπούλειαν Ολιστικής περιοχής σε ένα Μπούλειαν πλαίσιο, το οποίο καθιστά αναγκαία την αποκοπή των κβαντικών συζευγμένων συσχετίσεων από το περιβάλλον του για να αποκτηθεί πρόσβαση στην εμπειρική πραγματικότητα και να συντελεσθεί η περιγραφή της μέτρησης. Δηλαδή η επίτευξη αιτιοκρατικών χωροχρονικών συσχετίσεων, η δυνατότητα χρονικών διασυνδέσεων μεταξύ πρότερου και ύστερου, αιτίας και αποτελέσματος και κατ΄ επέκταση η περιγραφή κάθε διυποκειμενικής εμπειρίας, προϋποθέτουν την διάκριση του Όλου σε γνωρίζον ‘’υποκείμενο’’ και 50


‘’αντικείμενο’’ προς εξέταση, σε παρατηρητή και παρατηρούμενο. Η κβαντική μηχανική αναγνωρίζει ότι ο παρατηρητής είναι καθεστωτικός παράγοντας στη συγκρότηση του παρατηρούμενου, οι παρατηρητές αρχίζουν σιγά-σιγά να αναγνωρίζουν πλέον τον προθεσιακό (intentional) χαρακτήρα απο τον οποίο διαποτίζεται η γνωσιοθεωρητική πρακτική. Οι παρατηρητές αποκτούν συνείδηση των δημιουργικών δυνατοτήτων τους και συνεπώς του κατασκευαστικού χαρακτήρα των πολλαπλών κόσμων τους, Σ΄αυτό το σημείο θα προβούμε σε αφαιρετικότερους στοχασμούς όσον αφορά την οντολογική φύση της κβαντικής θεωρίας. Η διάκριση του Όλου σε υποκείμενο και αντικείμενο εισάγει τις χωροχρονικές σχέσεις, την αιτιότητα, παράγει τον Λόγο, τη διάκριση θεωρίας και πράξης και εν τέλει το τεχνικοεπιστημονικό πνεύμα που υπολογίζει, μετρά, ποσοτικοποιεί τα μεγέθη και τα χειραγωγεί κατά βούληση. Όλα όσα παράγονται από τη διάκριση του Κόσμου σε Υποκείμενο και Αντικείμενο παράγουν την ανθρωποκεντρική θεώρησηπαράσταση του Κόσμου, τη μυθολογική διαμόρφωση της συνείδησης, τη φαινομενολογική ύπαρξη, την ύπαρξη τινός. Ο Κόσμος που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι συνιστά ένα απόσπασμα του Κόσμου, το Όλον διασπάται σε πολλαπλές προοπτικές (διαφορές φάσης της συνειδησιακής βίωσης του Χρόνου, δηλαδή διαφορές επίπεδων αντίληψης, συνείδησης και ψυχο-νοο-τροπίας) που τον θεωρούν μέσω των εκάστοτε προοπτικών κάθε φορά και τις οποίες αναγορεύουν σε καθολικές προτάσεις και ύπατες αλήθειες ενω δεν αποτελούν παρά πεπερασμένες διερευνήσεις του απεριόριστου Κόσμου, σχετικές προσεγγίσεις του Απόλυτου……… Κβαντικός Εναγκαλισμός (quantum entanglement) Ο Τζον Μπελ (John Bell) και το περίφημο θεώρημά του απέδειξε τον κβαντικό εναγκαλισμό, το οποίο μαζί με την υπέρθεση, αναδεικνύουν την επιστημολογική συνθήκη της κβαντικής παραδοξότητας.Η κατάσταση του κβαντικού εναγκαλισμού (quantum entanglement) εκφράζει το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» και ‘’απροσπέλαστης’’ στον εξορθολογισμό και στην εξαντικειμένισή της από τη συνείδηση του υποκειμενικού εγώ, μέσω του τριγώνου κβαντικό γεγονός – συσκευή μέτρησης – νοούν υποκείμενο. Η κατάσταση του κβαντικού ενεγκαλισμού επιφέρει ένα ρήγμα στην ειδική θεωρία της σχετικότητας. Ο κβαντικός εναγκαλισμός μπορεί να περιγραφεί ως μια αρχή κβαντικής υπέρθεσης, η οποία περιλαμβάνει δύο ή περισσότερα σωματίδια. Πρόκειται για μια υπέρθεση των καταστάσεων δύο ή περισσότερων σωματιδίων, τα οποία εκλαμβάνονται ως ένα σύστημα. Η χωρική απόσταση – τουλάχιστον έτσι όπως τη γνωρίζουμε – φαίνεται να εκμηδενίζεται σε σχέση με ένα τέτοιο σύστημα. Δύο συστήματα που μπορεί το ένα να βρίσκεται χιλιόμετρα ή έτη φωτός μακριά το ένα από το άλλο, είναι σε θέση να συμπεριφέρονται με έναν συντονισμένο τρόπο: ό,τι συμβαίνει στο ένα συμβαίνει ακαριαία και στο άλλο, ανεξαρτήτως της μεταξύ τους απόστασης. Αυτό όμως σημαίνει ότι ο ‘’εναγκαλισμός’’ παραβιάζει την ειδική θεωρία της σχετικότητας, παραβιάζει δηλαδή την αρχή του ανώτατου ορίου της ταχύτητας του φωτός στο Σύμπαν, την αρχή ότι η πληροφορία δεν μπορεί να ταξιδέψει ταχύτερα από το φως. Και όμως, ο ‘’εναγκαλισμός’’, δείχνει την υπέρβαση του χωροχρόνου και αυτό γιατί όταν αναφερόμαστε σε δύο ή τρία εναγκαλισμένα σωματίδια, εννοούμε ένα δομικό σύστημα, τα δομικά στοιχεία του οποίου δεν επηρεάζονται από τη μεταξύ τους φυσική απόσταση. Δηλαδή τα εναγκαλισμένα σωματίδια ενεργούν ως μία Ενιαία Οντότητα με δύο Μορφές. Η κατάσταση του κβαντικού εναγκαλισμού (quantum entanglement) εκφράζει το κατώφλι μιας φυσικής κατάστασης «απρόσιτης» και ‘’απροσπέλαστης’’ στον εξορθολογισμό και στην εξαντικειμένισή της από τη συνείδηση του υποκειμενικού εγώ, μέσω του κλασικού επισττημολογικού τριγώνου κβαντικό γεγονός – συσκευή μέτρησης – νοούν υποκείμενο. Αυτή η εξέλιξη ανατρέπει ριζικά το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης, όπως έχει διαμορφωθεί χιλιάδες χρόνια και αυτό γιατί η ανθρώπινη γνώση, όπως εννοείται και γίνεται αντιληπτή, θεμελιώνεται στην οντολογική διάκριση του Κόσμου σε Υποκείμενο και Αντικείμενο. Επίσης, αμφισβητείται το κυρίαρχο εργαλείο της γνωσιοθεωρίας που είναι η παράσταση (ως εικόνα, είδωλο, σημείο, ιδέα κ.λ.π). Τόσο η κλασική γνωσιοθεωρία (Πλάτωνας-Αριστοτέλης) όσο και η νεώτερη επιστημολογία (Καρτέσιος) συγκροτούν τη θεωρητική και μεθολογική δομή της σκέψης τους στην μεταφυσική αρχή της διάκρισης του Κόσμου από τον Σκέψη και θεμελιώνουν την σιωπηλή ή αιτιολογημένη πεποίθηση ότι η γνώση αποκτάται από έναν εξωτερικό-αμέτοχο παρατηρητή που αναπαριστά στον νου, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά, αυτό στο οποίο αποβλέπει ο νους. Όμως, όπως ξαναγράψαμε, στα πλαίσια της κβαντικής οντολογίας, ο παρατηρητής, το ερώτημα ΄που διατυπώνεται προς διερεύνηση, το πειραματικό πλαίσιο και οι ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος του, μετέχουν στην διαμόρφωση του Κόσμου μέσω του προθεσιακού 51


ενεργήματος και τον αναπλάθει νοηματικά μέσω των συμβολικών-σημειακών μορφών, οι οποίες συντάσσονται ιστορικο-κοινωνικά μέσω της δημιουργικής φαντασίας, τις εκάστοτε υλικές αναγκαιότητες και τα ποικίλα συμφέροντα που διέπουν την κάθε εποχή. Εδώ, διαπιστώνουμε την ποιητική φύση του Κόσμου, τη δυνατότητα αλληλοδιαμόρφωσης και αλληλοπαραγωγής της Φύσης και της Ιστορίας, της ύλης-ενέργειαςπληροφορίας και της ψυχο- νοητικής έκφρασης του σκέψης και του συμβόλου. Η Φύση, ιστορικοποιείται, και η Ιστορία, φυσικοποιείται. Η Ύλη, Εμψυχώνεται, και η Ψυχή Υλοποιείται, η Φύση Ππνευματικοποιείται και το Πνεύμα Υλοποιείται. Μια σχέση αδιατάρακτη που ξετυλίγεται στον χρόνο, με τον χρόνο. Μια σχέση που δεν διακρίνει και δεν ταυτίζει τα αντίθετα, αλλά τα μεταβολίζει αμοιβαία σύμφωνα με το ρυθμό του χρόνου, συγκροτώντας αυτό που δεν είναι Ον, Ιδέα ή Μορφή, το Αόρατο Εν/Πολλαπλό.

ΦΑΙΝΟΜΕΝΕΣ” ΚΑΙ “ΝΟΟΥΜΕΝΕΣ” ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ Ως νοούμενο στη φιλοσοφική γραμματεία εννοείται το μη αισθητό πράγμα, το υπεραισθητό, αυτό που συλλαμβάνεται μέσω της αφαιρετικής σκέψης, αυτό που μπορούμε να το σκεφτούμε μόνο με το νου. Στην φιλοσοφική παράδοση, ως νοούμενα, μπορούμε να κατατάξουμε τις Πλατωνικές Ιδέες ή τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Βέβαια και οι δύο αυτές μεταφυσικές θέσεις θεωρούν έναν προ-δεδομένο κόσμο που διέπεται από μια υπερβατική αναγκαιότητα και έναν φυσικό κόσμο που υποτάσσεται στην αναστρεψιμότητα, σε ντετερμινιστικούς νόμους -και τη χρονική συμμετρία-, η γνώση των οποίων οδηγούν εγγύτερα στη θεία, άχρονη Σοφία, υποβαθμίζουν όμως την ποιητικότητα του Κόσμου. Άλλωστε μετά τους προσωκρατικούς και ιδιαίτερα μετά τον Ηράκλειτο μέχρι και τον Χέγκελ κάθε μεταφυσική σκέψη διατυπώνει τους όρους της ενότητας του Κόσμου, αναζητώντας την ουσία του, διαχωρίζοντας όμως το είναι από το μηδέν το είναι από το φαίνεσθαι, τα πράγματα από τα φαινόμενα. Ο σκόπελος στον οποίο σκοντάφτει η φιλοσοφία είναι η κλειστότητα της ενότητας, είτε ιδεαλιστική είτε υλιστική η ενότητα διατηρείται κλειστή στον εαυτό της, αυτάρκης, αυθύπαρκτη και αυθυπόστατη. Όμως για να υπάρξει ενότητα απαιτείται κλειστότητα, το είναι, ταυτολογικό, είναι απόλυτο και άσχετο με οτιδήποτε άλλο, με το Άλλο του. ΄Ετσι σττην κλασική μεταφυσική ελλοχεύει διαρκώς ένας φιλοσοφικός ναρκισσισμός, ένα είδος διανοητικού αυτισμού ή νοησιαρχικού εγωϊσμού. Αν όμως η κλειστότητα υπήρξε ο σκόπελος της φιλοσοφίας, τότε η χρονικότητα είναι ο ύφαλος πάνω στον οποίο σκοντάφτει συνεχώς η μεταφυσική, επειδή η ανοιχτότητα, η απροσδιοριστία και η δημιουργικότητα είναι όλα όσα αντίκεινται στην κλειστότητα της ενότητας. Η κβαντική οντολογία είναι αποκαλυπτική της ποιητικότητας του κόσμου μέσω του θεμελιώδους γνωρίσματος του φυσικού κόσμου, της απροσδιοριστίας και της ανάδειξης καινοφανών μορφών μη αναγώγιμων στο παρελθόν, δηλαδή μορφών που δημιουργούνται από αυτό που ήδη υπάρχει πάντα και χρησιμοποιώντας στοιχεία απ΄αυτό που υπάρχει ήδη, αλλά ως μορφή αυτό που προκύπτει είναι κάτι καινούργιο και αυτή η μορφή, ως οργανική ενότητα, προέρχεται από το χάος που είναι οργανώσιμο σε κάποιο βαθμό. Το χάος, μη χαοτικό, αποτελεί την ορίζουσα ιδιότητα του Κόσμου, Κόσμου που ‘’είναι’’ ανεξάντλητος και από την άλλη ‘’είναι’’ ικανότητα δημιουργίας και μορφοποίησης.. (Όλα αυτά θα τα αναπτύξουμε σε επόμενο μάθημα). Ας επιστρέψουμε όμως στο βασικό θέμα μας. Ο όρος ‘’νοούμενο’’ συνδέεται με τη μεταφυσική θεωρία του Κάντ για το ‘’πράγμα καθεαυτό’’, το ‘’όντως ον’’. Σύμφωνα με τον Κάντ, ενώ τα φαινόμενα μπορούν να γίνουν αντιληπτά μόνο μέσω των αισθήσεων, τα πράγματα καθεαυτά είναι τα φυσικά όντα τα οποία διαφεύγουν της αισθητηριακής αντίληψης και επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα γνώσης, μπορούν όμως να τα σκεφτούμε. Η θεμελιώδης διαφορά της κβαντικής μηχανικής σε σχέση με το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό’’ είναι ότι στο κβαντικό πεδίο τα φυσικά όντα δεν είναι ‘’όντως όντα’’, δηλαδή δεν είναι ‘’πραγματικά’’ ‘η ‘’αντικειμενικά’ , με την έννοια του καλώς ορισμένα κατά ένα εγγενή, αυτοτελή, αμετάβλητο και απόλυτο τρόπο. Έτσι, ο όρος ‘’νοούμενο’’ που χρησιμοποιούμε δεν τον ταυτίζουμε με το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό’’, μια οντολογική κατηγορία δηλαδή αποδεσμευμένη από τη συνείδηση του σκεπτόμενου όντος. Αντίθετα, θεωρούμε ότι το ‘’νοούμενο’’ είναι δυνάμει ‘’ον’’, δέσμη δυνατοτήτων, μη τοπικά και χρονικά τοπο-θετημένη, φορέας δυνάμει του συνόλου του Κόσμου. ‘’Νοούμενη’’, μπορούμε να ορίσουμε τη συνείδηση, πριν την αναγνώρισή της (αυτοσυνείδηση) από το εξατομικευμένο νοήμων υποκείμενο, ‘πριν την πτώση’’ (‘’σπάσιμο’’ της παν-χρονικότητας σε διαστάσεις), θα λέγαμε ποιητικά, από το μη νοητό Εν, τον Άχρονο Κόσμο. Το ‘’νοούμενο’’ καθορίζει την αυτοσυνείδηση που το καθορίζει και μεταμορφώνονται αμοιβαία κατά το χωροχρονικό ξεδίπλωμα του Κόσμου. Η νοούμενη Συνείδηση, 52


απεριόριστη και απέραντη, διευθετεί το χρονικό πεδίο, όπου εμφανίζεται το πεπερασμένο αυτοσυνείδητο ον, με αυτή την έννοια η αυτοσυνείδηση καθορίζεται από τη Συνείδηση, μέσα από ότι μας απο-καλύπτει, ενώ ταυτόχρονα αποσύρεται. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί και διαθέσιμοι να δεξιωθούμε το μήνυμά της. Όπως είπαμε και σε άλλο μάθημα, η περιγραφή του υποατομικού κόσμου στα πλαίσια της κβαντικής μηχανικής είναι συναρτημένη από το πειραματικό πλαίσιο. Η αλληλεπίδραση με το πειραματικό πλαίσιο (ερώτηση+θεωρία+μέτρηση+περιβάλλον) συνιστά το αναγκαίο φυσικό πλαίσιο για την υποστασιοποίηση των κβαντικών οντοτήτων, οι οποίες δεν είναι απόλυτες πραγματικότητες, αλλά οντικές δυνητικότητες (ontic potentiality) του κβαντικού όντος. Με άλλα λόγια το κβαντικό ον, πριν την μέτρηση, είναι σε μια κατάσταση υπέρθεσης, η μέτρηση, η αλληλεπίδραση κατά τη μέτρηση και το πειραματικό πλαίσιο μέτρησης θα το διαμορφώσει, δηλαδή το κβαντικό ον θα εκδηλώσει μια καλώς ορισμένη ιδιότητα βάσει των συνθηκών του πειραματικού πλαισίου. Η διαδικασία της μέτρησης στην κβαντική μηχανική «μορφοποιεί» το αντικείμενο της θεωρίας, αυτό αποδομεί την πεποίθηση της αντικειμενικής υπόστασης των μικροφυσικών οντοτήτων. Έτσι η αδυναμία απόδοσης εγγενών ιδιοτήτων στα μικρο-φυσικά συστήματα μετατρέπεται από όριο στη γνώση σε όρο δυνατότητας για τη γνώση. Με βάση τα παραπάνω η ‘’φαινόμενη’’’ οντότητα που εκδηλώνεται,ως αντικείμενο παρατήρησης, φέρει ιδιότητες της φύσης του κβαντικού ‘’όντος’’ συναρτήσει των καθορισμένων πειραματικών συνθηκών. Οι κβαντικές ιδιότητες αυτές, όπως είπαμε, δεν είναι προδεδομένες, αλλά πλαισιο-συναρτημένες από ένα προ-επιλεγμένο, καλώς ορισμένο πλαίσιο. Το κβαντικό ‘’ον’’ δεν διαθέτει μια αναλλοίωτη «ταυτότητα» αλλά μια δυνάμει ύπαρξη, η δυνάμει ύπαρξη μετασχηματίζεται σε ενεργεία ύπαρξη και πραγματώνεται οντικά υπό τις δεδομένες συνθήκες που χαρακτηρίζει το εκάστοτε πειραματικό περιβάλλον. Οπότε αυτό που λέμε κβαντικό ‘’ον’’ συνιστά ένα διαφοροποιημένο σύνολο των δυνάμει και ενεργεία προσδιορισμών του, οι δυνάμει και ενεργεία προοσδιορισμοί δεν αντιτίθενται τυπικά αλλά αντιτίθενται διαλεκτικά και πραγματώνονται αμοιβαία και συμπληρωματικά. Αν το κβαντικό ‘’ον’’ είναι ένα διαφοροποιημένο σύνολο, ως ολότητα συνίσταται από το σύνολο των δυνατών σχέσεων στις οποίες το κβαντικό ‘’ον’’ μπορεί να βρεθεί. Έτσι η ολότητα του κβαντικού ‘’όντος’’ είναι το σύνολο, δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων ενώ το κβαντικό ‘’ον’’, που διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της μέτρησης, συγκροτείται από το σύνολο των ιδιοτήτων του. Εν ολίγοις, τα κβαντικά όντα, η εκδήλωσή τους, οι ιδιότητές τους, οι καλώς ορισμένς τιμές που τους αποδίδονται δεν είναι προ-δεδομένα και ανεξάρτητα απο τη νόηση. Η νόηση, το ερώτημα και το πειραματικό πλαίσιο που δοκιμάζει την θεωρητική υπόθεση, μορφοποιούν και καθορίζουν παραγωγικά το κβαντικό ον. Στην κβαντική μηχανική δεν υπάρχουν απόλυτα αντικείμενα, ουσιωδώς ορισμένα (καλώς ορισμένα), κατά έναν εγγενή τρόπο, με ιδιότητες δηλαδή, αυτοτελείς και αμετάβλητες ιδιο-συστάσεις του φυσικού κόσμου. Το κβαντικό ον δεν έχει ‘’πραγματικότητα’’ ή ‘’αντικειμενικότητα’’ δεν είναι το καντιανό ‘’πράγμα καθεαυτό, το ‘’όντως είναι’’ της κλασικής οντολογίας, αντίθετα τα κβαντικά όντα που πραγματεύεται η κβαντική μηχανική, αναπαριστούν φορείς προτύπων, οι καταστατικές ιδιότητες των οποίων προκύπτουν ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το πειραματικό τους πλαίσιο ή με το περιβάλλον τους. Ο τρόπος εκδήλωσης της ύπαρξής τους εξαρτάται από το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούνται καθώς και από τις διαδκασίες αφαίρεσης που υπεισέρχονται κατά τρόπο αναγκαίο στην διατύπωση του επιστημονικού λόγου. Έτσι η διαχωρισιμότητα των αντικειμένων και η τοπικότητα των μικροφυσικών αντικειμένων που εμπειρικά παρατηρούνται, παράγονται μέσω της αποκοπής ή της αφαίρεσης των συζευγμένων συσχετίσεων του αντικειμένου που εξετάζεται από το περιβάλλον του. Έτσι, τα κβαντικά όντα που προκύπτουν είναι πλαισιακά εξαρτημένα, μπορούμε για αυτό να μιλάμε για ‘’φαινόμενες’’ οντότητες, των οποίων η διαμόρφωσή τους συνδηλώνεται από την εκάστοτε θεωρία. ‘’ Φαινόμενες’’ οντότητες δεν σημαίνει ότι αποτελούν απλώς και μόνο δημιουργικές επινοήσεις της νόησης, αλλά αναδεικνύουν και αντανακλούν δομικές σχέσεις του φυσικού κόσμου, απρόσιτα στην αισθητηριακή εποπτεία, συναρτήσει βέβαια ενός καλώς ορισμένου θεωρητικού και πειραματικού πλαισίου. Θα λέγαμε ότι το κβαντικό ον γίνεται γνωστό μέσω των εκδηλώσεών του, μόνο διαμέσου των ‘’φαινόμενων’’ υπάρξεών του. Από τη στιγμή που μιλήσαμε για ‘’φαινόμενες’’ οντότητες, σημαίνει ότι ‘’νοούμενες’’ οντότητες είναι αυτές πριν γίνει η τομή Heisenberg, πριν διαχωριστεί το υποκείμενο από το αντικείμενο, πριν υπάρξει οποιαδήποτε αλληλεπίδραση του ενσυνείδητου εγώ. Η έννοια της ‘’νοούμενης’’ οντότητας παραμένει, πειραματικά, απροσπέλαστη οντότητα, συνέπεια αυτού είναι να μην 53


παρέχει στο υποκειμενικό εγώ, πληροφοριακό περιεχόμενο που θα ήταν δυνατό να υποβληθεί σε πειραματικό έλεγχο. Κάθε φορά που παρατηρείται η ‘’νοούμενη’’ οντότητα μεταμορφώνεται σε ‘’φαινόμενη’’ οντότητα.

ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ Ο όρος ‘’οντική δυνητικότητα’’ παραπέμπει στην αριστοτελική μεταφυσική και συγκεκριμένα στον γενετικό δεσμό μεταξύ ‘’δυνάμει’’ και ‘’ενέργεια’’ όντος. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τον Αριστοτέλη, η σκέψη του Χέγκελ, αναφορικά με τη διαλεκτική σχέση δυνατότητας-πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική στο παρακάτω σημείο: « Ό,τι είναι πραγματικό μπορεί να ενεργεί, ένα Πράγμα εκδηλώνει την πραγματικότητά του μέσω αυτού το οποίο παράγει. Το Είναι του που βρίσκεται σε σχέση με το άλλο είναι η εκδήλωση του εαυτού του. Όταν όλες οι συνθήκες ενός Πράγματος είναι στο ακέραιο παρούσες, τότε αυτό εισδύει στην Πραγματικότητα, η πληρότητα των συνθηκών είναι η ολότητα ως τέτοια που επηρεάζει το περιιεχόμενο, και το Πράγμα το ίδιο είναι τούτο το περιεχόμενο που έχει το χαρακτηριστικό να είναι εξίσου ένα πραγματικό όσο και δυνατόν». Ο πολυδύναμος και πολυμορφικός μετασχηματισμός της Χεγκελιανής δυάδας “δυνητικότηταπραγματικότητα” ή του κλασικού Αριστοτελικού ζεύγους “δυνάμει-ενεργεία” “είναι” Αυτό (ενιαίο και διαφορικό σύνολο) που συγκροτείται -και συγκροτεί – από τις πολλαπλές χωροχρονικές μεταμορφώσεις των σχέσεων που το “δομούν” και αυτό για να μπορεί να “συμβαίνει” ο ενιαίος και πολυδύναμος μετασχηματισμός της δυάδας “δυνητικότητα-πραγματικότητα”, ή “δυνάμει-ενεργεία”. Μ’ αυτήν την έννοια το Αυτό συνιστά Οντότητα και ταυτοχρόνως Ενιαία και Διαφορική Ολότητα σχέσεων. Ως Οντότητα συγκροτείται από το σύνολο των δυνάμει και των ενεργεία ιδιοτήτων του. Ως Ολότητα συνίσταται από το σύνολο των δυνάμει και ενεργεία σχέσεων. Τόσο η Οντότητα όσο και η Ολότητα όσο και η σχέση τους αποτελούν συναρτησιακές κατηγορίες, δομούνται από τη λογική της συμπληρωματικότητας ή αλλιώς της μη ταυτολογικής ταυτότητας. Το Αυτό (Δομή της Διαφοράς [Οντότητα=Εν, Ολότητα=Πολλαπλό]) συνιστά ένα κατηγόρημα που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με τον ”εαυτό του” και ως εκ τούτου δεν σχηματίζει μια Ολότητα. Αντίθετα, το Αυτό “είναι” το Σύνολο όλων των συνόλων ανοικτό στην απεριόριστη σπείρα της Αχρονικότητας του Χρόνου. Ό,τι ως δυνάμει εισέρχεται στη σφαίρα της ενεργεία ύπαρξης, υπό δεδομένες συνθήκες, είναι με τη σειρά του δυνάμει υπό διαφοροποιημένες συνθήκες. Δυνάμει και Ενεργεία ύπαρξη αλληλοδιαμορφώνονται και αλληλομεταβάλλονται, σε οντολογικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε τη παθητική μεταφυσική της πρόσληψης του όντος και μεταβαίνουμε στη μεταφυσική της διερεύνησης του γίγνεσθαι ως τρόπου ύπαρξης του όντος. Από το άχρονο, αναλλοίωτο, αυτόνομο και δομημένο Είναι της παραδοσιακής μεταφυσικής φιλοσοφίας που διέπεται από εγγενή αναγκαιότητα και που το αναπαριστούν έλλογα υποκείμενα-παρατηρητές, περισσότερο ή λιγότερο ισομορφικά στο νου τους, μεταβαίνουμε σε έναν Κόσμο, ως άνοιγμα δυνητικά απεριόριστων δυνατοτήτων, ο οποίος συν-διαμορφώνεται σε σχέση με τη σκέψη και τη συνείδηση. Από η μεταφυσική ιδέα μιας καθολικής φυσικής αιτιοκρατίας, όπου δεν υπάρχει καμία ρωγμή, καμία ρήξη της ντετερμινιστικής συνέχειας, δηλαδή όλα στο σύμπαν υπακούουν σε αυστηρούς νόμους και σε αναλογίες μεταξύ αιτιών και αποτελεσμάτων, δηλαδή όλο το σύμπαν ως μια απέραντη ταυτολογία, μεταβαίνουμε σε μια στοχαστική θεώρηση του Κόσμου. Και λέμε στοχαστική και πιθανοκρατική θεώρηση του Κόσμου γιατί αναδύεται μια ερμηνεία από τη σύγχρονη φυσική και την κοσμολογία που δρομολογεί μια μέση οδό μεταξύ δύο αλλοτριωτικών παραστάσεων. Ενός ντετερμιινιστικού κόσμου, χωρίς δημιουργικότητα και ενός κόσμου αυθαίρετου, που είναι έρμαιο της τύχης. Διανοίγεται πλέον ένα μονοπάτι ανάμεσα στους σιδερένιους νόμους και τα αυθαίρετα συμβάντα, ανάμεσα στο προβλέψιμο και ελέγξιμο αφ΄ενός και του απρόβλεπτου και μη ελέγξιμου, αφ΄ετέρου. Το μονοπάτι αυτό διερευνά και περιγράφει τόσο το μικροσκοπικό όσο και το μακροσκοπικό πεδίο ως δυνατότητες, χωρίς να τις αναγάγει σε αναπόφευκτες, προβλέψιμες συνέπειες ντετερμινιστικών νόμων. Αναγνωρίζεται ότι ο κόσμος ‘’ξεγλιστρά από τα βρόχια του επιστημονικού διχτιού’’, όπως σημείωνε ο Whitehead. Με άλλα λόγια, πιο οντολογικά, θεωρούμε τον Κόσμο ως χάος, ως άβυσσο, ως απύθμενο βάραθρο, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργία, μια δύναμη και ενέργεια μορφοποίησης που δεν είναι απόλυτα ανερμάτιστη, 54


ούτε και απόλυτα προκαθορισμένη, (σε αντίθεση με την καντιανή γνωσιοθεωρία των a priori δεδομένων) και η οποία επιθέτει ένα κόσμο στο χάος, δηλαδή ένα σύνολο που είναι κατά το μάλλον ή ήττον οργανωμένο και κανονισμένο. Μέ άλλα λόγια ο Κόσμος «είναι» άβυσσος, χάος και απύθμενος που ενέχει τη δυνατότητα της μορφοποίησης και της δόμησης και ο Κόσμος που διαμορφώνεται ενέχει την άβυσσο, το χάος, που τον ενέχει. Χάος είναι ο Κόσμος, διότι είναι δημιουργία μορφών εκ του μηδενός, αλλά ακριβώς για τον ίδιο λόγο ο Κόσμος είναι οργάνωση πολλαπλών μορφών, ολότητα πολλλαπλών σχέσεων που η ίδια η ολότητα είναι κατά το μάλλον ή ήττον ολότητα οργανωμένη. Άρα η άβυσσος του χάους είναι απύθμενη και ανεξάντλητη αλλά ταυτόχρονα είναι και δυνατότητα δημιουργίας και μορφοποίησης, δηλαδή είναι οργανώσιμη σε κάποιο βαθμό. Το ξετύλιγμα του αβυσσαλέου χάους δημιουργεί Κόσμο και αυτό το ξετύλιγμα είναι ο Χρόνος, ο Χρόνος ξετυλίγει τη σχέση της αβύσσου και του Κόσμου και μεταμορφώνει και τα δύο οντολογικά πεδία που τον μεταμορφώνουν. Με βάση τα παραπάνω, Κόσμος και άβυσσος, Τάξη και Χάος, ριζική απροσδιοριστία και Μορφή, συνυπάρχουν, συνδιαμορφώνονται και συν-παράγονται. Ο άνθρωπος στην ατομική ή στη συλλογική του έννοια μετέχει στον Κόσμο και την Άβυσσο, είναι και ο ίδιος άβυσσος, χάος και κόσμος και αυτό γιατί είναι ον της φαντασίας και του φαντασιακού, ατομικής φαντασίας, συλλογικού και κοινωνικού φαντασιακού, είναι.ο ίδιος φορέας της; Κοσμικής δύναμης δημιουργίας και μορφοποίησης. Ο Άνθρωπος ενσαρκώνει την ιδέα της αντίφασης και της παραδοξότητας, «κατοικεί» τόσο στην άβυσσο όσο και στον Κόσμο, είναι τοπο-θετημένος χωροχρονικά στην πεπερασμένη συνθήκη ζωής του, αλλά και απειρίζεται στην απεριόριστη και απέραντη εξορία του αβυσσαλέου χάους. Αυτή η δύναμη δημιουργίας και μόρφωσης που διέπει τον άνθρωπο, ως αναπόσπαστο στοιχείο της Ολότητας του Κόσμου, είναι το ποιητικό στοιχείο στον άνθρωπο, ποιητικό στοιχείο του οποίου και ο ίδιος ο Λόγος είναι ένα κλαδί. Ο Λόγος ο ίδιος είναι ποιητικό δημιούργημα της ψυχής, εκδήλωση της κοσμικής ποιητικότητας που δεν έχει Λόγο να είναι.

17. ΤΟ ΑΛΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Η μεταβολή ‘’παραδείγματος’’ στη σύγχρονη αστρονομία και κοσμολογία ξεκίνησε από τον Κοπέρνικο, θεμελιώθηκε από τους Kepler και Galileo, και ολοκληρώθηκε με τον Newton. Η Κοπερνίκεια επανάσταση μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή με μια πολύ ευρύτερη και πιο σημαντική έννοια. Δεν είναι απλώς ότι ο Κοπέρνικος αναγνώρισε ότι η Γη δεν ήταν το απόλυτο και ακίνητο κέντρο του σύμπαντος, εξίσου σημαντικό ήταν ότι η ουράνια κίνηση εξηγείται από την άποψη της κίνησης του παρατηρητή, η οποία αποτέλεσε την κεντρική ιδέα του σύγχρονου πνεύματος. Η ‘’αλλαγή παραδείγματος’’ στην κοσμολογική προοπτική δεν σήμαινε μόνον την χειραφέτηση από την αρχαία και μεσαιωνική πεποίθηση περί του ‘’αντικειμενικού κόσμου’’, αλλά σήμαινε και μια ριζική εκτόπιση του ανθρώπινου όντος από το κέντρο του σύμπαντος σε μια περιφερειακή θέση, σ΄ένα απέραντο και απρόσωπο σύμπαν που τη συνόδευε ένα αίσθημα γενικευμένης απογοήτευσης και απελπισίας. Μ΄αυτή την έννοια εξελίχθηκε μια εποχική μεταβολή στη σχέση με τον κόσμο και τη ψυχή, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στην αστρονομία, στη φιλοσοφία και τη θρησκεία, αλλά αναδιάταξε την αρχιτεκτονική του κοινωνικού φαντασιακού. Η κοπερνίκεια επανάσταση επέφερε ριζικές αλαγές στη φιλοσοφία και την επιστημολογία, οι οποίες ξεκίνησαν με τον Descartes και κορυφώθηκαν με τον Kant. Descartes και Kant ‘’ξυπνησαν σε ένα κοπερνίκειο σύμπαν’’, γι΄αυτούς η ανθρωπότητα ήταν έρημη στο αχανές σύμπαν, ένα κοσμικό μόριο, ανέκκλητα σχετικό και αδιάφορο. Ο Descartes ήταν αυτός που κατανόησε και άρθρωσε την εμπειρία του αναδυόμενου αυτόνομου σύγχρονου εαυτού που είναι κατά βάση διακριτός και ξεχωριστός από τον αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο, τον οποίο επιδίωκε να καταλάβει και να κυριαρχήσει. Ο Descartes εξέφρασε με φιλοσοφικούς όρους τη βιωματική συνέπεια αυτού του νέου κοσμολογικού πλαισίου, ξεκινώντας από τη θέση της ριζικής αμφιβολίας για τον κόσμο, και τελείωσε στο cogito . Κάνοντας αυτό, 55


έθεσε σε κίνηση φιλοσοφικές διεργασίες που ξεκινούν από τον Locke τον Berkeley, τον Hume και καταλήγουν στον Kant, ο οποίος επιφέρει μια ριζική μεταστροφή στον φιλοσοφικό στοχασμό και πυροδοτεί μια μεγάλη επιστημολογική κρίση. Ο Καρτέσιος ήταν με αυτή την έννοια το κεντρικό σημείο μεταξύ του Κοπέρνικου και του Καντ, μεταξύ της Κοπερνίκειας επανάστασης στην κοσμολογία και της κοπερνίκειας επανάστασης στο επιστημολογία. Και το λέμε αυτό γιατί αν ο ανθρώπινος νους ήταν κατά κάποιο τρόπο θεμελιωδώς ξεχωριστός και διαφορετικός από τον φυσικό κόσμο της ύλης και αν η μόνη πραγματικότητα στην οποία είχε άμεση πρόσβαση ήταν η εμπειρία του, τότε ο κόσμος που συλλαμβάνεται από τον νου ήταν τελικά μόνο η ερμηνεία του κόσμου. Η γνώση της πραγματικότητας δεν παρείχε πλέον καμία εγγύηση ότι ο νους θα μπορούσε να ανικατοπτρίζει με ακρίβεια έναν κόσμο με τον οποίο η σύνδεσή του ήταν τόσο έμμεση και διαμεσολαβημένη..Αντί αυτού, ο ανθρώπινος νους καθορίζεται από τις δικές του υποκειμενικές δομές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εμπειρία των φαινομένων και όχι των πραγμάτων, τις εμφανίσεις των πραγμάτων και όχι τις αυτοδύναμες υπάρξεις τους Έτσι, ο Καντ, αξιοποιώντας τους προπομπούς του, συντάσσει τις επιστημολογικές συνέπειες του καρτεσιανού cogito . Φυσικά ο ίδιος ο Καντ έθεσε ως γνωστικές αρχές, υποκειμενικές δομές, τις οποίες θεωρούσε ότι ήταν απόλυτα, a priori μορφές με βάση τις φαινομενικές βεβαιότητες της Νευτώνειας φυσικής. Με τον καιρό όμως, αυτό που έφερε ο Καντ στη φιλοσοφία και την επιστημολογία δεν ήταν τα χαρακτηριστικά της λύσης του, αλλά η έναρξη της μεγάλης κρίσης, γιατί ο Καντ εστίασε την προσοχή στο κρίσιμο γεγονός ότι όλη η ανθρώπινη γνώση είναι ερμηνευτική. Ο νους δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει άμεση και καθολική γνώση του αντικειμενικού κόσμου, γιατί το αντικείμενο που γίνεται αντιληπτό δομείται από την εσωτερική οργάνωση του υποκειμένου. Ετσι το οντολογικό σχίσμα του Descartes ενισχύθηκε από την Καντιανή επιστημολογία και πλέον το σχίσμα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου δεν μπορούσε να γεφυρωθεί.

Έτσι, η κοσμολογική αποξένωση της σύγχρονης συνείδησης που ξεκίνησε ο Κοπέρνικος και η οντολογική αποξένωση που ξεκίνησε ο Descartes ολοκληρώθηκε από την επιστημολογική αποστασιοποίηση που ξεκίνησε ο Kant: μια τριπλά αμοιβαία αποξένωση της ψυχής από τον κόσμο. Στην επόμενη εξέλιξη του σύγχρονου νου, κάθε μία από αυτές τις θεμελιώδεις μετατοπίσεις, που τις συσχετίζουμε συμβολικά με τις μορφές του Κοπέρνικου, του Descartes, και του Καντ, όχι απλώς διατηρήθηκαν αλλά επεκτάθηκαν και πιέστηκαν στα άκρα με την εξελικτική επιστημολογία του Δαρβίνου που είδε την οργανική συγγένεια των ειδών τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς και αδιάκοπης μεταβολής. Έτσι ο άνθρωπος αποκαλύφθηκε ότι δεν διαθέτει ένα απόλυτο είναι που του παρέχει υπαρξιακή ασφάλεια, όχι μόνον δεν είναι το στέμμα της Θεϊκής δημιουργίας, το ευνοημένο παιδί του σύμπαντος, αλλά μάλλον ένα ακόμη εφήμερο είδος στην εξελικτική διαδικασία του ‘’βαθέους χρόνου’’ που θα μεταμορφωθεί στον χρόνο όπως μεταμορφωμένη είναι η ύπαρξη που συνειδητοποιεί τον χρόνο, στον χρόνο. Η ψυχανάλυση αντιπροσώπευε το τρίτο χτύπημα στην παιδική αφέλεια του ανθρώπου, το πρώτο ήταν η θεωρία του Κοπέρνικου για το ηλιοκεντρικό σύστημα και η δεύτερη ήταν η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η ψυχανάλυση αποκάλυψε ότι όχι μόνο η Γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος, όχι μόνο ο άνθρωπος δεν είναι το προνομιούχο επίκεντρο της κοσμικής δημιουργίας, αλλά ακόμη και ο ανθρώπινος νους και το ενσυνείδητο εγώ, η πολύτιμη αίσθηση της ύπαρξης ενός λογικού εαυτού, είναι μόνο μια πρόσφατη και επισφαλής ανάπτυξη από την αρχέγονη ταυτότητα της φύσης, και το ανθρώπινο εγώ δεν είναι καθόλου κύριος του σπιτιού του, αντίθετα είναι ενεργούμενο μη συνειδητών ενορμήσεων και παθών. Και πάλι, όπως ο Κοπέρνικος και όπως ο Καντ, αλλά σε ένα εντελώς νέο επίπεδο, ο Freud έφερε τη θεμελιώδη αναγνώριση ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα του αντικειμενικού κόσμου διαμορφώνεται συμβολικά, εν πολλοίς από τις ασυνείδητες δυνάμεις που υποκινούν τον ψυχισμό του υποκειμένου, αυτό συνέβαλλε περαιτέρω στην αποδυνάμωση του ανθρωποκεντρικού ναρκισσισμού, αλλά και στη σχετικοποίηση της αλήθειας.. 56


Ουράνια Μεταμόρφωση

Στον 20ο αιώνα, τα ‘’χτυπήματα’’ στον ανθρωποκεντρική αλλαζονία και υπεροψία συνεχίστηκαν, οι εξελίξεις στη φυσική, τα μαθηματικά και τη βιολογία στον 20 αιώνα συνέβαλλαν καίρια και αποφασιστικά. Για παράδειγμα η μοντέρνα μοριακή βιολογία μάς δείχνει ότι όλες οι μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη κωδικοποιούνται σε μια κοινή γενετική γλώσσα, μια βαθιά ενότητα διέπει την επιφανειακή ποικιλία της ζωής. Ολόκληρος ο περίπλοκος ιστός της γήινης ζωής αποτελεί ένα συνεκτικό και αλλληλένδετο σύστημα ανάδρασης. Η αστροφυσική μάς διαβεβαιώνει ότι το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο από άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο και άζωτο, από μικρότερες ποσότητες φωσφόρου και θείου και από μικρότερες ποσότητες σιδήρου και άλλων ιχνοστοιχείων. Τα σχετικά ελαφριά στοιιχεία, όπως το οξξυγόνο και το άζωτο δημιουργούνται μέσα στους πυρήνες των άστρων με τη διαδικασία που λέγεται ‘’νουκλεοσύνθεση’’. Τα βαριά στοιχεία, όπως ο σίδηρος, δημιουργούνται με τη σειρά τους από τα ελαφρότερα κ.λ.π. Αν τα άστρα εκραγούν σαν ‘’σουπερνόβες’’ σπέρνουν στο διαστρικό διάστημα τις χημικές ουσίες που είναι απαραίτητες για τη ζωή. Τα περισσότερα, λοιπόν, άτομα που δομούν τα σώματά μας, κατασκευάζονται στην καρδιά κάποιου άστρου. Όταν κοιτάζουμε τον ουρανό τη νύχτα, νοιώθουμε τη συγγένεια με τα φώτα που καίνε στην κοσμική νύχτα, θυμόμαστε τις αρχέγονες ρίζες μας, συνδεόμαστε με την ίδια μάς την ύπαρξη. Είμαστε παιδιά των άστρων, από τον διασκορπισμό της ενέργειας τους δημιουργούνται τα όντα και με το θάνατό τους θα διασκορπιστούν στα άστρα για να δημιουργήσουν νέες μορφές ζωής σε άλλους συμπαντικούς τόπους Αν κοιτάξουμε τα πράγματα από μια άλλη προοπτική θα αποκαλυφθεί μια ακόμα βαθύτερη σχέση. Το πιο απλό άτομο στον πίνακα των στοιχείων είναι το υδρογόνο, είναι το βασικό συστατικό της κοσμικής δημιουργίας, όλα τα άλλα προήλθαν από αυτό.Οι πυρήνες όλων σχεδόν των ατόμων υδρογόνου στον κόσμο, δημιουργήθηκαν στο πρώτα ελάχιστα λεπτά της Κοσμικής έκρηξης. Η γέννηση του σύμπαντος προμήθευσε την πρώτη ύλη για την κατοπινή σύνθεση όλων των πιο σύνθετων στοιχείων, με την πυροδότηση των άστρων.

Από μια βαθύτερη έννοια μπορούμε να παραδεχτούμε ότι όλα τα φυσικά συστατικά του σώματος προέρχονται απευθείας από τη γέννηση του σύμπαντος. Όλα τα όντα του κόσμου συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, υφαίνοντας μία άψογη, ολιστική μονάδα πληροφορίας. Η φυσική της εποχής μας, για παράδειγμα η θεωρία της σχετικότητας, μάς πληροφορεί ότι τίποτα δεν είναι χωριστό στο σύμπαν, αντίθετα όλα συνδέονται στον ενιαίο τετραδιάστατο χορό του γίγνεσθαι που διακλαδίζεται απροσδιόριστα και παράγει τις πολλαπλές κοσμικές πραγματικότητες, οι οποίες όμως αποτελούν διαφορετικές προοπτικές και όψεις του του σφαιρικού χωροχρόνου. Η κβαντική φυσική, με τις παραδοξότητές της, αποδεικνύει ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε τη συνείδηση χωριστά από αυτό που παρατηρεί κάθε φορά, να θεωρουμε το ‘’υποκείμενο’’ ανεξάρτητο από το ‘’αντικείμενο’’. Κάθε πράξη παρατήρησης κάνει τη διακύμανση της πιθανότητας του κβαντικού κύματος να τοπο-θετείται σε σύνολα που μπορούμε να τα παρατηρήσουμε και να μετρήσουμε., Η ύλη, σε βαθοδομικό επίπεδο, δεν θεμελιώνεται σε τίποτα, διασκορπίζεται στο κενό που είναι πλήρους ενέργειας. Το κβαντικό κύμα είναι ένα μαθηματικό φάντασμα, μια διακύμανση της πιθανότητας -που συνιστά μια απροσδιόριστη κατάσταση- όταν δεν το παρατηρούμε, η θέση που καταλαμβάνει στον χωροχρόνο είναι απόρροια της παρατήρησης. Με άλλα λόγια η συνείδηση συμμετέχει ενεργά στη δυναμική του σύμπαντος, συμβάλλει στη διαμόρφωση του κόσμου που βιώνεται ως υπαρκτός. Τα πάντα είναι πιθανά, η πράξη παρατήρησης είναι αυτή που διαλέγει το μονοπάτι στο τοπίο του χωροχρόνου και συγχρόνως η πράξη παρατήρησης δημιουργεί τα πολλαπλά μονοπάτια και τις απεριόριστες διακλαδώσεις τους που συνυπάρχουν αθέατα στον ενιαίο χωροχρόνο. Αυτό είναι και το νόημα της θεωρίας των παράλληλων ή πολλαπλών συμπάντων.Το κβαντικό κύμα και τα φυσικά σωματίδια που αποτελούν την ύλη και το πνεύμα είναι συμμετρικά σε σχέση με την κατεύθυνση του χρόνου, δηλαδή το τοπίο του χωροχρόνου, τουλάχιστον όσον αφορά τα κβάντα μπορεί να κινηθεί εξίσου προς κάθε κατεύθυνση, άρα ο χρόνος είναι άχρονος. Αυτή η η συμμετρική δομή δεν γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη υπάρξη που βιώνει το πέρασμα του χρόνου και αυτό συνίσταται στην εντροπία 57


κάθε συστήματος, η οποία αυξάνεται με το χρόνο και αυτή είναι η σημασία της περίφημης φράσης ‘’το βέλος του χρόνου’’. Έτσι, ο Κόσμος, που θεμελιώνετσι σε Τίποτα, συνιστά μια συμμετρική –μη συμμετρική δομή, αντιφατική και παράδοξη, ασαφή και διφορούμενη. Ο άχρονος, εν χρόνω Κόσμος, επαναλαμβάνεται, διαφοροποιημένα, παράγοντας απροσδιοριστία.

Στο κατώφλι της μεγάλης εξόδου Τοποθετημένος, ο άνθρωπος, στον απέραντα εκτεταμένο κόσμο της σύγχρονης αστρονομίας, άρχισε να εκτοπίζεται ξαφνικά, από το ευγενές κέντρο του Κόσμου από το οποίο μπορούσε να ατενίζει με υπερηφάνεια την Δημιουργία, σ΄έναν ασήμαντο κάτοικο ενός μικροσκοπικού πλανήτη που φωτίζεται από έναν μεσόκοπο ήλιο που κάποτε θα σβήσει, έναν πλανήτη που περιστρέφεται στην άκρη ενός γαλαξία, ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες που λάμπουν, σε ένα σκοτεινό, αδιάφορο, ψυχρό και γι΄αυτό απειλητικό σύμπαν. Όταν κοιτάζει ο άνθρωπος τον ουρανό έχει πια την αίσθηση της κλίμακας, καταλαβαίνει ότι το αμυδρό φως που φτάνει στα μάτια του από τα μακρινά άστρα, ξεκίνησε το ταξίδι του πολύ πριν από την εποχή που τα σπονδυλωτά αφήσουν τη θάλασσα για να περπατήσουν για πρώτη φορά στη στεριά. Ισορροπώντας η σύγχρονη ψυχή, στο όριο της απεραντοσύνης και στο χείλος του αχανούς, νοιώθει ευάλωτη και μόνη, φοβισμένη, αλλά κάτι περισσότερο, μέσα στους μακρινούς ορίζοντες, βλέπει το σκοτάδι που απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα, το σύμπαν στο οποίο ζούμε και από το οποίο προερχόμαστε. Τη στιγμή που αποκτούμε επίγνωση της κοσμικής κλίμακας, συνειδητοποιούμε μια αδιανόητη ιδέα, το πλήρωμα του χρόνου και το θάνατο του αιώνιου, τον θάνατο όχι με την περιορισμένη έννοια του εγώ-εαυτός, αλλά με την καθολική έννοια του τέλους των ‘’πάντων’’, μιας που η σύγχρονη κοσμολογία δεν αποκλείει και αυτό το ενδεχόμενο. Η επιστημονική γνώση είναι κατά αναλογία, η άλλη όψη που εκδίωξε τον άνθρωπο από το προστατευτικό καταφύγιο της Εδέμ, ανασήκωσε το προστατευτικό πέπλο του εφησυχασμού. Αυτή η εξέλιξη ισοδυναμεί με μια ‘’ρωγμή στη συνείδηση’’, με μια δεύτερη ‘’Πτώση’’, μια κατάρρευση της μυθικής βάσης της ζωής, μια απώλεια της μακραίωνης ανθρώπινης ταυτότητας, μια διαγραφή των πανάρχαιων και οικείων σχημάτων, των καθησυχαστικών βεβαιοτήτων. Η επιστήμη παρήγαγε μια μη αναμενόμενη, μια αθέλητη (;) γνώση, το εγώεαυτός χωρίς την ασπίδα της πίστης στο αιώνιο Υπερβατικό που τον προστάτευε από το φάσμα του θανάτου, της οριστικής και αμετάκλητης εκμηδένισής του, είναι ευάλωτο σε φόβους και αγωνίες που το αποσταθεροποιούν ψυχικά και κοινωνικά. Την ώρα που η επιστήμη, η γνώση και ο έλεγχος της φύσης πάνω στον φυσικό κόσμο γνωρίζει έναν ‘’θρίαμβο’’, ο πυρήνας της ψυχής του Δυτικού Ανθρώπου, που ολοκληρώνεται πλανητικά, γνωρίζει μια ‘’αποτυχία’’. Βλέπουμε μια φοβερή αντίφαση, που βέβαια είναι κατανοητή και εν πολλοίς αναμενόμενη, εξαιτίας, ακριβώς, της ίδιας της λογικής που διέπει τη σύγχρονη επιστημονική φιλοσοφία. Στον πυρήνα της ψυχής, υπάρχει πλέον ένα κενό, το κενό αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι η αιτία της σύγχρονης αγωνίας, αλλά μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την Άνοδο.

Ο Υπαρξιακός ‘’Διπλός Δεσμός’’

Η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, εμφανίζεται ως βαθιά αντιφατική και ακατανόητη, θα μπορούσαμε να την θεωρήσουμε ένα είδος ‘’διπλού δεσμού’’, όπως χαρακτήρισε ο ανθρωπολόγος Gregory Bateson τη σχέση του βρέφους με τη μητέρα. Η Διπλή Δέσμευση’’ ορίζεται ως μια άλυτη κατάσταση, όπου μια παγιδευμένη και ανίσχυρη εαυτοεικόνα, ουσιαστικά δεν έχει άλλη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αντίφαση και να βιώσει την ενότητα, παρά μόνο μέσω της διάλυσης. Όταν από τη μια έχουν αποκοπεί οι σχέσεις με τον κόσμο και από την άλλη έχουν διαρραγεί οι σχέσεις με τον άλλο, τότε ο άνθρωπος νοιώθει απελπιστική μοναξιά, απομόνωση, φόβο και τρόμο. Για να ξεφύγει από τις εγγενείς αντιφάσεις του ‘’διπλού δεσμού’’ υπερ-αναπληρώνει με τον ναρκισσσισμό και τον εγωκεντρισμό, τη βία και τη καταστροφή. Αυτός ο διπλός διχασμός- δεσμός της σύγχρονης συνείδησης έχει αναγνωριστεί στη μία ή την άλλη μορφή, 58


τουλάχιστον από την εποχή που ο Pascal: δήλωνε «Είμαι τρομαγμένος από την αιώνια σιωπή αυτών των άπειρων χώρων». Οι ψυχολογικές και πνευματικές προδιαθέσεις βιώνονται ως παράλογες σε σχέση με τον κόσμο που αποκαλύπτεται από την επιστημονική θεωρία. Έχουμε δύο μηνύματα αντιφατικά, από τη μια η υπαρξιακή κατάσταση που αναζητά νόημα και σκοπό και από την άλλη πλευρά μαθαίνουμε ότι το σύμπαν από το οποίο προερχόμαστε, είναι εντελώς αδιάφορο σε αυτή την αναζήτηση.

Αλλά υπάρχει ένας κρίσιμος τρόπος με τον οποίο η σύγχρονη κατάσταση δεν είναι ταυτόσημη με την ψυχιατρικό διπλό δεσμό, και αυτό είναι το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι απλά ένα ανήμπορο παιδί, αλλά έχει εμπλακεί ενεργά στον κόσμο με το Προμηθεϊκό σχέδιο του ελέγχου της φύσης. Ο Προμηθέας που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους, περιόρισε τη δύναμη των θεών και ενίσχυσε τη δύναμη των ανθρώπων. Με άλλα λόγια η ψυχο-νοητική ενδυνάμωση που παράγεται από τη τιθάσευση και αξιοποίηση της δύναμης-ενέργειας-πληροφορίας, της τεχνικής δηλαδή, σε διαδραστική σχέση μαζί της, αποδυναμώνει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και η φυσική τάξη από την οποία προήλθε. Η εν λόγω αμφισημία συμβολίζεται από την κατάσταση του Προμηθέα, που είναι μισός άνθρωπος και μισός Θεός. Η διάξευξη από τη φυσική τάξη, όταν έκλεψε τη φωτιά, τιμμωρείται με την απομόνωση του Προμηθέα και με τις επιθέσεις που δέχεται από τον αετό, έτσι και η διαφοροποίηση του ανθρώπου από τη φύση είναι συγχρόνως η ουσία της μοναδικότητάς του, αλλά και πηγή των ανησυχιών του που αποσταθεροποιούν το εγώ-εαυτός. Το λέμε αυτό γιατί όπως στο μύθο της εκδίωξης των πρωτόπλαστων από την αρχέγονη ζούγκλα της φυσικής αθωότητας, έτσι και στο μύθο του Προμμηθέα, ο άνθρωπος γνωρίζει μια κατα-στροφή, δηλαδή μια ριζική στροφή, οδηγείται πλέον σε μια αβέβαιη αναζήτηση σ΄ένα κόσμο που τον κάνει οδυνηρό η αίσθηση των διαχωρισμών.

Πτώση και Άνοδος Η σύγχρονη κατάσταση εξωθεί στα άκρα το Προμηθεϊκό όραμα της αποδέσμευσης από τη φυσική αναγκαιότητα, την εξατομίκευση και την αυτονομία απο τη μήτρα της φύσης, αλλά σταδιακά και αναπόφευκτα η νεώτερη νευτώνεια, καρτεσιανή και καντιανή αντίληψη, εξελίσσεται σε μια κατάσταση που αφηγούνται ο Kafka και ο Beckett, της υπαρξιακής απομόνωσης, του παράλογου, σε ένα είδος φρενίτιδας. Εγκαταλελειμμένος, ο σύγχρονος άνθρωπος, θρυμματισμένος, σε μια κατάσταση ακραίας σύγχυσης και άγχους σε μια ανεξήγητα ασυνάρτητη κατάσταση βαθιάς τραυματικής έντασης, απόρροια της απουσίας υποστηρικτικού πλαίσίου, το οποίο παρείχε η σχέση με τη φύση, Όμως αυτή η εξέλιξη ισοδυναμεί, συγχρόνως, με μια θεραπευτική ίαση από το νεώτερο ναρκισσιστικό και εγωιστικό πνεύμα, μια αναπόφευκτη εξέλιξη για τη γέννηση, την Άνοδο. Η εκτεταμένη και ριζική κατάρρευση τόσων πολλών μορφών-δομών του εικοστού αιώνα υποδηλώνει τόσο το θάνατο μιας εποχής όσο και τη γέννηση ενός νέου συμμετοχικού και ολιστικού οράματος για τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλέον, μετεωρίζεται, εκετεθειμένος και απροστάτευτος, δίχως τις προστατευτικές μεταφυσικές αφαιρέσεις που είχε εξειδανικεύσει, έχει μετατοπιστεί σε ένα τόπο, άτοπο, βιώνει έναν χρόνο, μη χρονολογικό, έχει καταστεί ένας ξένος που περιπλανιέται στον συμπαντικό χωρόχρόνο που διακλαδίζεται απεριόριστα. Οι άνθρωποι, που δεν είναι άνθρωποι, αλλά ερευνητές και 59


πειραματιστές ή καλύτερα διαβάτες που οδοιπορούν, δίχως να γνωρίζουν προς ποιά ακριβώς κατεύθυνση στοχεύει η πορεία τους και γιατί, ήδη βρίσκονται σε διαδικασία ανάληψης και ξεπεράσματος, μετατοπισμένοι σ΄έναν τόπο, μη τοπολογικό και σ΄έναν χρόνο, μη χρονολογικό, στον Κόσμο, όχι τον φυσικοεπιστημονικό, τον Κόσμο, ως Εν-Παν, ως Παν-Τίποτα, το Συν-όλο όλων των συνόλων. Αν όλα αυτά δείχνουν τη μεγάλη ‘’Πτώση’’ του Ανθρώπου, πτώση σε σχέση με την εαυτοεικόνα του, μπορούμε, εξίσου, να τη θεωρήσουμε ως τη μεγάλη ‘’Άνοδο’’, από τον περιορισμένο άνθρωπο του ανθρωποκεντρικού ουμανισμού, που ως Υποκείμενο τοπο-θετείται και εναντιώνεται στο Αντικείμενο, στο εκεταμένο και απεριόριστο κοσμικό πλάσμα της συμπαντικότητας, με την πλήρη έννοια του όρου. Άλλωστε ό ά άνθρωπος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον Κόσμο. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει ότι ο Κόσμος που παρουσιάζεται υπό την όψη της δυαδικότητας κυριαρχείται από έναν ενιαίο και πολλαπλασιαζόμενο ρυθμό: οι δύο εκδηλώσεις ούτε ταυτόσημες είναι, αλλά ούτε διαχωρισμένες, ενεργούν και ενιαία και διαφοροποιημένα. Μπορούμε να αναλάβουμε τις δυαδικές αντιθέσεις και να τις εγγράψουμε στον σφαιρικό χωροχρόνο και στις μεταμορφώσεις του που τον διαφοροποιούν απροσδιόριστα. Ο σφαιρικός χωροχρόνος, οι μεταμορφώσεις ‘’του’’, αδιαχώριστος από το μηδέν, δεν είναι, δημιουργείται και καταστρέφεται ταυτοχρόνως. Ανατρέχοντας πέραν των διακρίσεων, διασχίζοντάς τες, έχουμε να σκεφτούμε το αινιγματικό κέντρο από όπου προέρχονται οι μεταγενέστερες διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις, οι οποίες ενέχουν αυτό το κέντρο άσχετα αν το αγνοούν. Το μετέωρο αυτό κέντρο – το διαρθωμένο και εν κινήσει σύνολο – δεν δρά σαν αιτία, πραγματική, μεταφυσική ή μεταφορική, αλλά αυτό το κέντρο, παρόν-απόν, ένα και διαφοροποιημένο μαζί, γνωρίζει πολλαπλές μεταμορφώσεις, χωρίς να μπορούμε να πούμε ποιά διάσταση προηγείται και ποιά έπεται. Θα λέγαμε ότι η εξελικτική διαδικασία εμπλουτισμού της συνείδησης είναι η κατανόηση της εξελικτικής διαδικασίας μέσω της συνείδησης, για να κλείσει ο κύκλος ανάδρασης ανάμεσα στην ύλη και το νου και να διαβούμε το κατώφλι της εξόδου προς το μεγάλο Όλον. Αυτό έχει ήδη συμβεί, ο χωροχρόνος ‘’τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του’’ για να σχηματίσει τη σφαίρα της αχρονικότητας, όχι την άχρονη ισορροπία (όπου δεν υπάρχει ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, ούτε μέλλον, μια κατάσταση που καταλύεται η Σκέψη, ο Λόγος και η Συνείδηση και γλυστράμε στο βάραθρο του αβυσσαλέου Μηδενός) αλλά τον καθολικό χρόνο της συνείδησης (όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον, συνυπάρχουν, ενιαία και τρισδιάστατα, δηλαδή κάθε διάσταση περιλαμβάνει και τις άλλες δύο, όπως εκδηλώνονται συγχρονικά, διαχρονικά και πανχρονικά, τόσο τοπικά, όσο πλανητικά και συμπαντικά). Ο δρόμος για τις απάτητες και αφώτιστες κορυφές διέρχεται μέσα από τον θάνατο του εγώ-εαυτού και στοχεύει την κατεύθυνση της ενιαίας διόρασης του κόσμου. Όπως δεν υπάρχει ο κόσμος και ο άνθρωπος, έτσι δεν υπάρχει η γη και ο ουρανός, ο ρυθμός που διατηρεί ενωμένες τις διαφορές, τις συντονίζει και τις πολλαπλασιάζει, αόρατος ως τέτοιος, συνιστά το αδιανόητο, αγγελιοφόροι του οποίου είμαστε.

60


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.