Συνταγματική Αναθεώρηση

Page 1

330 8-10 | 3 | 2019 Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι Μ Α Ζ Ι Μ Ε Τ Η Ν « Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α Τ Ω Ν Σ Υ Ν ΤΑ Κ Τ Ω Ν » Τ Ο Υ Σ Α Β Β Α Τ Ο Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ο Υ

Συνταγματική Αναθεώρηση ΧΡΙΣΤΌΦΌΡΌΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ

ΚΏΣΤΑΣ ΖΏΡΑΣ

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΌΛΌΠΌΥΛΌΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΠΌΥΡΔΑΛΑΚΗΣ

ΣΠΥΡΌΣ ΒΛΑΧΌΠΌΥΛΌΣ

13

ΚΏΣΤΑΣ ΔΌΥΖΙΝΑΣ

ΠΑΥΛΌΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΜΤΣΙΔΌΥ

ΓΙΏΡΓΌΣ ΚΑΤΡΌΥΓΚΑΛΌΣ

καθηγητές Πανεπιστημίου αναλύουν τις επίμαχες αλλαγές που έρχονται

ΓΙΏΡΓΌΣ ΣΏΤΗΡΕΛΗΣ

ΣΠΥΡΙΔΏΝ ΦΛΌΓΑΐΤΗΣ

ΛΙΝΑ ΠΑΠΑΔΌΠΌΥΛΌΥ

ΠΗΝΕΛΌΠΗ ΦΌΥΝΤΕΔΑΚΗ


4

36

8-10 Μαρτίου 2019

|

ΤΡΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗΣ

Αποκλίσεις και συναινέσεις

Του Χριστόφορου Βερναρδάκη, υπουργού Επικρατείας, επ. καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

αρά το γεγονός ότι η παρούσα συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να είναι πολύ βαθύτερη, ωστόσο είναι η πρώτη αναθεώρηση στη μεταπολιτευτική περίοδο που προβαίνει σε καίριες, μεγάλες και διευρυμένες αλλαγές. Η πρώτη αναθεώρηση του 1985/86 υπήρξε πολύ ουσιαστική μεν, περιορίστηκε όμως στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι αμέσως προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις του 2001 και του 2008 χαρακτηρίστηκαν από την επιστημονική και πολιτική κοινότητα «άνευρες» και επικεντρώθηκαν σε δευτερεύοντα ζητήματα, παρά τη μεγάλη συναίνεση που διαμόρφωνε τότε ο «παλιός δικομματισμός». Η συναίνεση των δύο τότε κυρίαρχων κομμάτων, ακριβώς επειδή ήταν συναίνεση «μηδενικού αθροίσματος», κατάφερε να μην αφήσει κανένα θεσμικό αποτύπωμα. Η σημερινή αναθεώρηση δεν είναι συναινετική και δεν προετοιμάστηκε σε συνθήκες σύγκλισης των προγραμματικών σχεδίων μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Επίσης, ξεκίνησε σε ένα περιβάλλον οκτακομματικής Βουλής και μάλιστα σε συνθήκες ρευστότητας του κομματικού συστήματος, κάτι που δεν μπορούσε εύκολα να δημιουργήσει συνθήκες ισορροπίας. Για την ακρίβεια, υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα όπου οι αποκλίσεις είναι έντονες, υπάρχουν άλλα ζητήματα όπου οι αποκλίσεις είναι μικρότερες και άλλα, τέλος, ζητήματα όπου, έστω και κατόπιν πολιτικών ή κοινωνικών πιέσεων, διαμορφώθηκαν ισχυρές πλειοψηφίες (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο 86 περί της ευθύνης υπουργών).

Π

Ακριβώς λοιπόν επειδή η σημερινή αναθεώρηση δεν είναι συναινετική, γι’ αυτόν τον λόγο θα είναι και η πιο ουσιαστική και η πιο διευρυμένη θεματικά. Γιατί οι όποιες συγκλίσεις επιτευχθούν θα είναι συγκλίσεις αναγκαίες, δυναμικές, με στρατηγικό ιδεολογικό πρόσημο και με τη διαμεσολάβηση εκλογών που θα διαμορφώσουν τη νέα σύνθεση της Βουλής και οι οποίες θα κρίνουν την κατεύθυνση της χώρας τα επόμενα χρόνια. 1. Κοινωνικά δικαιώματα απέναντι στις αγορές και το κεφαλαίο Η βασική διαφοροποίηση που έχει ανακύψει από την αναθεωρητική διαδικασία είναι αυτή μεταξύ των «στρατηγικών νεοφιλελευθεροποίησης» του Συντάγματος, που εκφράζεται από τη Ν.Δ. και την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛΛ., και της στρατηγικής υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων αγαθών, όπως εκφράζεται στην πρόταση της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα βασικά σημεία της πρώτης είναι: η πρόταση περί «συνταγματοποίησης» του δημοσιονομικού κόφτη –άποψη που πάλεψε πολύ το ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της μνημονιακής επιτροπείας– και η εμβληματική για τους νεοφιλελεύθερους πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 16, με τη δυνατότητα λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στο ζήτημα αυτό είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι βρίσκει και την υποστήριξη του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος στην αναθεώρηση του 2008 (ως εισηγητής του ΠΑΣΟΚ τότε) είχε αποδομήσει με πληρότητα την πρόταση της Ν.Δ. Αίφνης, όχι μόνον εμφανίστηκε να την υιοθετεί, αλλά στη συζήτηση των επιτροπών είχε υποστηρίξει ότι μόνον εάν το άρθρο 16 συμπεριλαμβανόταν στις αναθεωρητέες διατάξεις θα έπρεπε η αντιπολίτευση (δηλαδή η Ν.Δ. και το ΚΙΝ. Α Λ Λ .) ν α σ υμμετάσχει στη συζήτηση.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι, στον πολιτικό του λόγο, ο Ευάγγ. Βενιζέλος ασκεί κριτική στον δήθεν «συνταγματικό λαϊκισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, που ταυτίζεται με τη μη υιοθέτηση από τη μεριά του τελευταίου των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Πρόκειται για την πιο κοινότοπη αποδοχή του ιδρυτικού μύθου της σύγχρονης ολιγαρχίας και των συστημικών (mainstream) ΜΜΕ: κάθε επίκληση στον «λαό» και τα δικαιώματα των υποτελών τάξεων ταυτίζεται με κάτι ριζικά κακό. Στον αντίποδα αυτών των ιδεών, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνουν την ανάγκη να διευρυνθούν τα κοινωνικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος, αλλά και να προστατευθούν τα δημόσια αγαθά. Οι προτάσεις αυτές έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή για την ελληνική κοινωνία και τη συντεταγμένη πολιτεία, αφού οι μνημονιακοί νόμοι της απορρύθμισης των οικονομικών και εργασιακών δικαιωμάτων έχουν δημιουργήσει το γνωστό «πλαίσιο παρασυντάγματος», μέσα στο οποίο διευρύνθηκαν και μονιμοποιήθηκαν οι μηχανισμοί «έκτακτης ανάγκης» και «νομοθεσιών εξαίρεσης». 2. Και ο «θεσμικός εκσυγχρονισμός»… Υπάρχουν και τα μεγάλα ζητήματα του «θεσμικού εκσυγχρονισμού» της χώρας που τίθενται στην αναθεωρητική διαδικασία, με κορυφαίο, ίσως, το ζήτημα του ουδετερόθρησκου κράτους (ο περίφημος «διαχωρισμός»). Το ζήτημα αυτό αγγίζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό Σύνταγμα και θα περίμενε λογικά κανείς μια μεγαλύτερη «εκσυγχρονιστική» συνέπεια, τουλάχιστον από τους κατ’ επάγγελμα «ευρωπαϊστές». Το σημείο αυτό αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «απο-φιλελευθεροποίησης» των νεοφιλελεύθερων. Η επίκληση των στρατηγικών απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς συνοδεύεται από υπερ-συντηρητικές ή και απολύτως αυταρχικές ιδεολογίες. Και η σύμμειξη αυτή, νεοφιλελευθερισμός, αυταρχισμός και εθνικισμός (όπως φάνηκε και από τη Συμφωνία των Πρεσπών), αποτελεί σήμερα την πρώτη ύλη μετάλλαξης της ταυτότητας του παλιού κε ν τ ροδεξιού πολιτικού χώρου, αλλά και της ηγετικής ομάδας του ΚΙΝ.Α Λ Λ ., που ταυτίζεται με χαρακτηριστική ιδεολογική ευκολία μαζί του.


|

39 37

8-10 Μαρτίου 2019

5

Ποινική ευθύνη υπουργών και συνταγματική αναθεώρηση αναθεωρηθεί έως σήμερα μόνον είκοσι επτά φορές. Η ανάγκη αναθεώρησης ορισμένων ειδικότερων διατάξεων

Του Σπύρου Βλαχόπουλου, καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

άθε φορά που οξύνεται η κριτική στο κοινο β ουλ ε υ τ ι κό σύστημα και στο πολιτικό προσωπικό, η ριζική αλλαγή του Συντάγματος προβάλλεται ως η «μαγική λύση». Ωστόσο, το αίτημα για ριζική συνταγματική αναθεώρηση δεν λαμβάνει υπόψη του ορισμένες πολύ σημαντικές παραμέτρους: Κατ’ αρχάς, το Σύνταγμα του 1975 αποδείχθηκε στις βασικές του επιλογές ένα πετυχημένο Σύνταγμα, στο οποίο στηρίχθηκε η σταθερότερη και μακροβιότερη δημοκρατία στον τόπο μας. Περαιτέρω, η σημασία του εθνικού συνταγματικού κειμένου βαίνει διαρκώς μειούμενη σε συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και διεθνοποίησης της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εξάλλου, εκτός από την τυπική συνταγματική αναθεώρηση υπάρχει και η «άτυπη» συνταγματική μεταβολή, κυρίως μέσω της νομολογίας των δικαστηρίων που προσαρμόζει το Σύνταγμα στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ας μην ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα των ΗΠΑ του 1787, ένα από τα πιο πετυχημένα Συντάγματα παγκοσμίως, έχει

Κ

Ωστόσο, θα εθελοτυφλούσαμε εάν δεν παραδεχόμασταν τον προβληματικό χαρακτήρα ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος που επιβάλλεται να αναθεωρηθούν. Το Σύνταγμα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο της έννομης τάξης και γι’ αυτό χρειάζεται αναθεώρηση και προσαρμογή ύστερα από την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος. Η ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση για την ποινική ευθύνη των υπουργών Η παρατήρηση αυτή ισχύει προεχόντως για την αναζήτηση των ποινικών ευθυνών από υπουργούς και διατελέσαντες υπουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η ποινική δίωξη για υπουργικά αδικήματα ασκείται από τη Βουλή και η υπόθεση δικάζεται από Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από αρεοπαγίτες και συμβούλους Επικρατείας. Η παρούσα Βουλή, στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας αναθεώρησης, ήδη στην πρώτη ψηφοφορία, ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία την αναθεώρηση του άρθρου 86, όχι όμως για να απεμπλακεί η Βουλή από την ποινική δίωξη κατά υπουργών. Η αναθεώρηση του άρθρου 86 φαίνεται να περιορίζεται στην κατάργηση ορισμένων προνομιακών διατάξεων, όπως της δυνατότητας αναστολής της δίωξης και της ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 (σύμφωνα με την οποία η Βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της «μέχρι το

πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος»). Μια άτολμη αναθεώρηση Η κατάργηση των ανωτέρω προνομιακών ρυθμίσεων είναι πράγματι επιβεβλημένη και αναγκαία. Σε αυτό θα συμφωνήσουμε όλοι και δεν χρειάζεται περαιτέρω επιχειρηματολογία. Το ζήτημα όμως που ανακύπτει έγκειται στο ακόλουθο ερώτημα: Για ποιον λόγο θα πρέπει να διατηρηθεί η αρμοδιότητα της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, αντί η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί σε έμπειρους δικαστικούς λειτουργούς ή ακόμη και σε ένα συλλογικό τους όργανο; Κατ' αρχάς, η ίδια η ιστορική καταγωγή του θεσμού της ποινικής ευθύνης των υπουργών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχουν πλέον οι ιστορικοί λόγοι που δικαιολογούσαν στο παρελθόν την άσκηση της ποινικής δίωξης από το νομοθετικό σώμα. Ειδικότερα, o πρόδρομος της αναζήτησης της ποινικής ευθύνης των υπουργών από τη Βουλή βρίσκεται στην Αγγλία, όταν δεν είχε καθιερωθεί ακόμη η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών. Ετσι, η αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης από τη λαϊκή αντιπροσωπεία λειτουργούσε ως υποκατάστατο της ελλείπουσας κοινοβουλευτικής ευθύνης. Από τη στιγμή όμως που εδραιώθηκε η κοινοβουλευτική ευθύνη, η εμπλοκή της Βουλής των Κοινοτήτων στην αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης απώλεσε το ιστορικό δικαιολογητικό της θεμέλιο, με αποτέλεσμα να εφαρμοστεί για τελευταία φορά το 1804. Μήπως όμως και παρότι δεν συντρέχουν πλέον οι ιστορικοί

λόγοι για την ανάμιξη της Βουλής στην ποινική διαδικασία κατά υπουργών, η εφαρμογή της στον χρόνο υπήρξε επιτυχής ώστε να δικαιολογείται η διατήρησή της; Αρκεί μια αναδρομή στη συνταγματική μας ιστορία, χωρίς να χρειάζεται καν να αναφερθούμε στην υπόθεση Κοσκωτά και στις πλέον πρόσφατες περιπτώσεις, για να μας πείσει για το αντίθετο. Συνήθως, η ποινική ευθύνη των υπουργών αποσκοπούσε στη δίωξη του πολιτικού αντιπάλου και τα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν δεν είναι λίγα: από τη δίωξη του Μιχαήλ Σπυρομήλιου τη δεκαετία του 1850 μέχρι τις διώξεις του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και του Χαρίλαου Τρικούπη τις δεκαετίες του 1880 και του 1890. Η δίωξη βέβαια του πολιτικού αντιπάλου κορυφώνεται στον πρώτο εθνικό διχασμό. Μόλις οι βενιζελικοί ανακτούν την εξουσία το 1917, οι πρώην πρωθυπουργοί Στέφανος Σκουλούδης, Σπυρίδων Λάμπρου και Δημήτριος Γούναρης κατηγορούνται, μεταξύ άλλων, για αντισυνταγματική ανάληψη εξουσίας, για εφαρμογή της πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου και για υποστήριξη φιλογερμανικής προπαγάνδας. Το αντίπαλο «στρατόπεδο» δεν ξεχνά και έτσι την άνοιξη του 1933 υποβάλλεται πρόταση ποινικής δίωξης του Ελευθέριου Βενιζέλου για υποβοήθηση του αποτυχημένου κινήματος του Νικόλαου Πλαστήρα. Σε άλλες περιπτώσεις η Βουλή ξεκινάει τη διαδικασία ποινικής δίωξης του πολιτικού αντιπάλου και στη συνέχεια την αναστέλλει με επίκληση της ανάγκης «εθνικής ομοψυχίας». Ετσι, τη δεκαετία του 1990, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας αναστέλλει την ποινική δίωξη κατά του Α. Παπανδρέου για

τις τηλεφωνικές υποκλοπές και το ίδιο συμβαίνει λίγο αργότερα όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αναστέλλει την ποινική δίωξη κατά του Κ. Μητσοτάκη, πάλι για σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών. Ο έλεγχος της συνδρομής των προϋποθέσεων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος από έναν υπουργό δεν είναι πολιτικό ζήτημα. Απλά γίνεται πολιτικό επειδή εμπλέκεται ένα πολιτικό όργανο, η Βουλή. Οπως παρατηρούσε ήδη από το 1891 ο Χ. Τρικούπης ενώπιον της Βουλής: «Κατηγορούμενος θα είμαι ενώπιον της δικαστικής αρχής. Ενώπιον υμών είμαι βουλευτής και ως βουλευτής ήλθον, ίνα ελέγξω τα παρ’ υμών τελούμενα και κατηγορήσω τους διέποντας τα καθ’ υμάς». Ποιος φοβάται τον δικαστή; Τελικά, ο βαθύτερος λόγος για την ανάθεση στη Βουλή της ποινικής δίωξης υπουργών ίσως στηρίζεται σε δυσπιστία έναντι του δικαστή. Φοβόμαστε, ίσως, ότι εάν ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα στους εισαγγελείς, τότε θα ασκούνται αφειδώς και απερίσκεπτα ποινικές διώξεις και θα προκληθούν επικίνδυνες εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Και εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα: Δεν εμπιστευόμαστε τον δικαστή και εμπιστευόμαστε τον πολιτικό μας αντίπαλο; Εάν υπάρχει πρόβλημα λόγω των ενδεχομένως υπερβολικά πολλών ποινικών διώξεων, αντί να επιλύσουμε το πρόβλημα αυτό για όλους, προστατεύουμε μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία, τους υπουργούς; Μπορεί μια συνταγματική διάταξη να στηρίζεται και να αποπνέει δυσπιστία απέναντι στον θεσμό της Δικαιοσύνης;


6

38

8-10 Μαρτίου 2019

|

Συντακτική και συντεταγµένη Του Κώστα Δουζίνα, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Α' Πειραιά, καθηγητή της Νομικής και κοσμήτορα της Σχολής των Ανθρωπιστικών Σπουδών και Τεχνών του Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

Ο

σύγχρονος συνταγµατισµός θεµελιώνεται σε δύο αντιφατικές αρχές. Τη λαϊκή κυριαρχία σύµφωνα µε την οποία όλες οι εξουσίες προέρχονται από τον λαό και ασκούνται προς όφελός του. Αλλά οι υπάρχουσες συνταγµατικές µορφές περιορίζουν και πολλές φορές µαταιώνουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός είναι κυρίαρχος αλλά η κυριαρχία του είναι περιορισµένη. Αυτό είναι το περίφηµο «συνταγµατικό παράδοξο», που παίρνει διάφορες µορφές: την αντίστιξη αντιπροσωπευτικής και άµεσης δηµοκρατίας, νόµου και πολιτικής, νοµιµοποίησης και νοµιµότητας. Η συντακτική εξουσία ανήκει στον λαό αλλά ασκείται από αντιπροσώπους και σε µορφές που καθορίζει το Σύνταγµα. Πώς εξηγείται το παράδοξο; Το Σύνταγµα και οι κεντρικές έννοιες της κυριαρχίας και του συνταγµατισµού προέρχονται από την κληρονοµιά της θεολογίας στην πολιτική φιλοσοφία, είναι κληροδοτήµατα της «πολιτικής θεολογίας». Στη µεσαιωνική δηµόσια τάξη, το δίκαιο ήταν ιεραρχηµένο. Το φυσικό δίκαιο, που είχε θεία προέλευση, ήταν ανώτερο και υπερτερούσε του νόµου του αυτοκράτορα ή του φεουδάρχη. Ετσι, η εκκλησία καθιέρωνε την πρωτοκαθεδρία της σε σχέση µε την κοσµική εξουσία. Μετά την εκκοσµίκευση και την υποχώρηση του δηµόσιου ρόλου του Θεού, η ιεράρχηση των κανόνων παρέµεινε, αλλά πήρε νέο περιεχόµενο. Η παντοδυναµία του Θεού µεταµορφώθηκε στην κυριαρχία του αυτοκράτορα, του βασιλιά ή, µετά τις επαναστάσεις του 18ου αιώνα, του λαού (ΗΠΑ) ή του έθνους (Γαλλία). Ο φορέας της κυριαρχίας είναι πανίσχυρος, νοµοθετεί, το νεωτερικό δίκαιο είναι ιστορικά µεταβλητό και εν δυνάµει επικίνδυνο για τους κατόχους της εξουσίας. Ο µεγάλος φόβος της ανερχόµενης αστικής τάξης και της φιλελεύθερης ιδεολογίας είναι ότι η επέκταση της ψήφου

2

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του ∆ικαίου», ο νεαρός Μαρξ εισήγαγε µια σηµαντική διάκριση: «Η σύγκρουση µεταξύ Συντάγµατος και νοµοθετικής εξουσίας δεν κάνει άλλο παρά να αγνοεί τη σύγκρουση του Συντάγµατος µε τον εαυτό του, µια αντίφαση στην ίδια την έννοια του Συντάγµατος». Ο Χέγκελ, δάσκαλος του Μαρξ, θεωρούσε ότι το Σύνταγµα σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις υποτάσσοντας τις τελευταίες στην κρατική κυριαρχία. Παρουσίαζε τον αρχηγό του κράτους ως ένα συµβολικό πρόσωπο χωρίς ουσιαστικές αρµοδιότητες. Το Σύνταγµα απλά σηµατοδοτεί την ήδη οργανωµένη δοµή κοινωνίας και κράτους. Ο Μαρξ υποστηρίζει, αντίθετα, την ιδέα του δηµοκρατικού Συντάγµατος όπως αυτή αναδύθηκε στη Γαλλική Επανάσταση. Το Σύνταγµα δεν θεµελιώνεται στο κράτος, αλλά στη συντακτική εξουσία του λαού, µια εντελώς αντίθετη έννοια της κυριαρχίας, µε σαφή αντι-ηγεµονική διάσταση. Ο γαλλικός συνταγµατισµός είναι αντιφατικός, ανοίγει τον δρόµο για µια συλλογική αυτο-κυβέρνηση που µπορεί να αµφισβητεί ακόµη και τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Η ένταση µεταξύ της κυριαρχίας και της δηµοκρατικής αρχής δεν εξαντλείται τη στιγµή της επανάστασης ή της συνταγµατικής νοµοθέτησης. Παραµένει ενεργή και ανταγωνίζεται την

στους άκληρους θα υποσκάψει τα θεµέλια της κοινωνίας. Απαιτούν λοιπόν τον περιορισµό της πολιτικής εξουσίας για να αποτραπεί η κατάργηση της ιδιοκτησίας και

Το διττό Σύνταγµα

κυριαρχία. Το Σύνταγµα αποτελεί µια ιστορικά διαµορφωµένη πολιτική και νοµική µορφή η οποία εδράζεται στην ισορροπία των κοινωνικών δυνάµεων (αρχή της κυριαρχίας), αλλά επιτρέπει στη δηµοκρατική αρχή τον περιορισµό και την ανατροπή της. Συντακτική εξουσία είναι η δύναµη αυτοπροσδιορισµού και αυτοδιοίκησης του λαού,

των άλλων ατοµικών ελευθεριών. Πρέπει λοιπόν το δίκαιο που εκπορεύεται πλέον από την πολιτική εξουσία ταυτόχρονα να την περιορίζει και να προστατεύει

που µεταφέρεται στα αντιπροσωπευτικά σώµατα και θεσµούς ή ασκείται άµεσα από τον λαό. Είναι η ισχύς και η βούληση που οργανώνουν την κοινωνική αναπαραγωγή και βρίσκονται πίσω από κάθε συντεταγµένη µορφή άσκησής της. Η συνταγµατική λαϊκή κυριαρχία, θεµέλιο και πηγή της κρατικής εξουσίας, προϋποθέτει τη συντακτική εξουσία ως δύναµη που προηγείται κάθε µορφοποίησης ή θέσπισής της. Ιστορικά, το υποκείµενο της συντακτικής εξουσίας έχει πάρει διάφορες µορφές: δήµος, έθνος, λαός ή πλήθος. Εξίσου, η συντεταγµένη εξουσία έχει µορφοποιηθεί ως αντιπροσωπευτική, συµµετοχική ή άµεση δηµοκρατία. H µη µορφοποιηµένη συντακτική εξουσία αποτελεί προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και του πλήθους, ως µορφής άσκησης λαϊκής εξουσίας. Αυτή η ιδέα της συντακτικής εξουσίας, που υπάρχει πριν από τις συγκεκριµένες µορφές της, µαζί µε την ιδέα της αφηρηµένης συνταγµατικής µορφής, δηµιουργεί την παράδοξη σχέση νόµου και δήµου, που εµφανίζεται ως συνταγµατική, και την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.

την κοινωνική εξουσία που στηρίζεται στην ατοµική ιδιοκτησία. Αν το δίκαιο ρυθµίζει και περιορίζει όµως την πολιτική εξουσία, πρέπει λογικά να προέρχεται από

µια δύναµη ισχυρότερη από την παροδική πλειοψηφία που το νοµοθετεί. Η δηµιουργία του Συντάγµατος και


|

39

8-10 Μαρτίου 2019

7

εξουσία του συνταγµατισµού Αν το Σύνταγµά µένη εξουσία) είναι από την Αµερικανική αποτελέσµατα επαΕπανάσταση αρχικά µας υιοθετήσει νάστασης, απελευαποτελεί µια πρώτη την άποψη θέρωσης, ανατροαπάντηση στο παπής δικτατοριών και της ∆εξιάς περί ράδοξο. Η ιεράρχηολοκληρωτισµών, ση µεταξύ Θεού και ισολογισµένων της άσκησης αυτού πιστών γίνεται τώρα προϋπολογισµών που η Γαλλική Επαδιάκριση µεταξύ κυνάσταση και ο αββάς ρίαρχου και υπηκό- ή ιδιωτικών Σεγιές ονόµασαν ων, ενώ η ανωτερό- πανεπιστηµίων, πρώτοι συντακτιτητα του φυσικού επί κή εξουσία (pouvoir θα κάνει τον του κοσµικού δικαίου con st it u a nt). Η αναπαράγεται στη νεοφιλελευθερισµό άσκησή της στη Φισχέση Συντάγµατος κρατική ιδεολογία λαδέλφεια, στο Πακαι κοινού δικαίου. ρίσι ή στην Τροιζήνα Τα Συντάγµατα είναι µια συλλογική εκφράζουν µια ανώπολιτική πράξη που τερη «συντακτική» αλλάζει τον κόσµο. εξουσία και υπερτερούν των Αυτή η πράξη είναι οντολογική µετέπειτα νοµοθετηµάτων που και επιτελεστική: όταν οι Αµεπεριορίζονται από τις συνταγµαρικανοί επαναστάτες δηλώνουν τικές διακηρύξεις. Ετσι, η νοµοστην αρχή της ∆ιακήρυξης της θετική εξουσία και το υποκείµενό Ανεξαρτησίας «We, the People», της διαιρούνται σε ανώτερες και αναφέρονται ταυτόχρονα στο κατώτερες µορφές: η συντα«ποιοι» είµαστε και στο τι θέλουκτική εξουσία εγγράφεται µε να γίνουµε στο µέλλον. Αυτή στο Σύνταγµα και περιορίη δήλωση δηµιουργεί τον λαό ζει τις µελλοντικές δράσεις που εµφανίζεται να εκπροσωτης πολιτικής. πεί. Κάτι «µαγικό» συµβαίνει τη Η ανάδειξη της σηµαστιγµή που η συλλογική δράση σίας της συντακτικής δηµιουργεί τον εαυτό της. Αυτό εξουσίας αποτελεί λογική το «εµείς» ως συντακτική εξουδιέξοδο αλλά και ιστορική σία είναι η δύναµη που αλλάζει απάντηση στο συνταγµατην ιστορία, αναπαράγει την τικό παράδοξο. κοινωνική ύπαρξη και Ολα τα σηµαπαραµένει κρυµµένη ντικά Συντάγαλλά ζωντανή στο µατα της νεωσυνταγµατικό κείµετερικότητας νο µέχρι την επόµενη (η συντεταγεµφάνισή της.

3

Το υλικό Σύνταγµα

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ δεν εξαντλείται µε την πολιτική αυτοδιάθεση που µεταφέρεται στα αντιπροσωπευτικά σώµατα και θεσµούς -βουλευτές, Βουλή, κυβέρνηση- ή ασκείται άµεσα από τον λαό. Η πολιτική εξουσία και η νοµική της µορφή συµπληρώνονται από αυτό που ονοµάζεται «υλικό» ή «παραγωγικό» Σύνταγµα: τη δύναµη των εργαζοµένων να αναπαράγουν την κοινωνία, την οικονοµία και τον πολιτισµό µε την εργασία τους. Το υλικό µέρος του Συντάγµατος συµπυκνώνει και εκφράζει τον συσχετισµό των κοινωνικών δυνάµεων τη στιγµή της σύστασής του, θεµελιώνοντας την κλασική θέση της κριτικής θεωρίας ότι το Σύνταγµα αποτελεί συµπύκνωση και έκφραση της ταξικής ισορροπίας. Τα φιλελεύθερα Συντάγµατα του 19ου αιώνα εστίαζαν στην προστασία της περιουσίας, της ελευθερίας των συµβάσεων και των ατοµικών δικαιωµάτων. Επανειληµµένα τα δικαστήρια υποστήριξαν την ιδιοκτησία ενάντια στην ελευθερία. Ετσι, τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι η περιουσία των αφεντικών υπερίσχυε της ελευθερίας των δούλων, η ελευθερία των συµβάσεων ανέτρεψε τους πρώτους νόµους για τον περιορισµό των ωρών εργασίας και την απαγόρευση της παιδικής εργασίας. Το µεταπολεµικό δίκαιο αναγνωρίζει την ταξική πάλη και συνταγµατοποιεί σταδιακά την εργασία. Τα Συντάγµατα της ∆υτικής Ευρώπης µορφοποίησαν την ταξική ανακωχή και τον συµβιβασµό του κοινωνικού κράτους, επικυρώνοντας τον δύσκολο γάµο αγορών και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναγνωρίζουν έτσι τον δηµιουργικό ρόλο της εργασίας και των εργαζοµένων, προσδιορίζοντας και περιορίζοντας την παραγωγική δύναµη. Ταυτόχρονα εκφράζουν και συναρθρώνουν την εξουσία του κεφαλαίου να διοικεί την εργασία και να προγραµµατίζει την οικονοµία. Στη νέα παγκόσµια τάξη µετά το 1989, έχουµε την προσπάθεια συνταγµατοποίησης του νεοφιλελευθερισµού, στο µέλλον θα συνταγµατοποιήσουµε τον δηµοκρατικό σοσιαλισµό. Αν το Σύνταγµά µας υιοθετήσει την άποψη της ∆εξιάς περί ισολογισµένων προϋπολογισµών ή ιδιωτικών πανε-

πιστηµίων, θα κάνει τον νεοφιλελευθερισµό κρατική ιδεολογία. Για πρώτη φορά µετά την πτώση του «υπαρκτού», µια ταξική ιδεολογία θα έχει αποκτήσει τη συνταγµατική καθολικότητα. Αλλά στον µεταφορντικό καπιταλισµό, η κοινωνική αναπαραγωγή έχει περάσει σε µεγάλο βαθµό από τον πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα στην οικονοµία της γενικής διάνοιας και στην άυλη εργασία και παραγωγή. Υπάρχει λοιπόν το τυπικό και το υλικό Σύνταγµα. Το πρώτο υποβάλλει την πολιτική στο δίκαιο. Στο «υλικό» Σύνταγµα ανήκουν οι βασικές αρχές της εκάστοτε οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης. Αποτελεί αυταπάτη των συνταγµατολογούντων να πιστεύουν ότι η συντακτική εξουσία και η λαϊκή κυριαρχία αποτελούν απλή ρητορεία που νοµιµοποιεί οτιδήποτε επιθυµεί η εκάστοτε πλειοψηφία ή ότι οι σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας είναι εξωσυνταγµατική ύλη. Εδώ βρίσκεται η υλική έννοια της συντακτικής εξουσίας και το πραγµατικό της υποκείµενο. Η απαίτηση συναίνεσης που επιβάλλει η διαδικασία αναθεώρησης µε τις δύο Βουλές και τις αυξηµένες πλειοψηφίες αποτελεί τη νοµική έκφραση της νοµιµοποιηµένης εξουσίας. Το υλικό Σύνταγµα, από την άλλη πλευρά, συµπυκνώνει την ισορροπία κοινωνικών δυνάµεων και αποτελεί τη συνταγµατική έκφραση της δύναµης των λίγων επί των πολλών. Ο συνταγµατικός λόγος είναι διττός: µια τεχνική διοικητική γλώσσα που κανονικοποιεί την πολιτική. Αλλά και η κριτική πολιτική διάλεκτος που πολιτικοποιεί τη δυσαρέσκεια, αµφισβητεί την κοινωνική ισορροπία και «οραµατίζεται» µια νέα πραγµατικότητα. Ο συνταγµατικός λόγος συνδυάζει εποµένως τον χώρο της εµπειρίας και τον ορίζοντα της προσδοκίας, τον κυρίαρχο λόγο που σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις και τον δηµοκρατικό που θεµελιώνεται στη συντακτική δύναµη του λαού. Αυτή είναι η µεγάλη πρόκληση του καιρού µας: η συνταγµατοποίηση δεν είναι πια αποκλειστικά αντικείµενο εθνικής θεσµοποίησης, ενώ η οριζόντια και δικτυωµένη εργασία και αναπαραγωγή αντιστρατεύεται τους παραδοσιακούς κάθετους και συγκεντρωτικούς θεσµούς. Η συντακτική εξουσία επέστρεψε στις καταλήψεις και τις αντιστάσεις µετά το 2010. Οι νέες δικτυωµένες και οριζόντιες µορφές εργασίας βρήκαν πολιτική έκφραση και ζητούν θεσµική αναγνώριση.


8

40

8-10 Μαρτίου 2019

|

Συνταγματική αναθεώρηση και συνταγματική φιλία

Του Παύλου Ελευθεριάδη, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υποψήφιου ευρωβουλευτή με τη Ν.Δ.

τρέχουσα διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης πραγματοποιείται χωρίς συναίνεση μεταξύ των κομμάτων. Δεν έγινε έτσι δυνατόν να γίνει μια γενναία ανανέωση του Συντάγματος, όπως για παράδειγμα αυτή που υποστηρίζει η πρόταση για ένα «Καινοτόμο Σύνταγμα», που προετοιμάστηκε από την ομάδα των κ. Στέφανου Μάνου και Νίκου Αλιβιζάτου - την οποία συζητήσαμε στο Φόρουμ των Δελφών την εβδομάδα που πέρασε. Μια τέτοια γενναία αναθεώρηση θα ήταν ο καλύτερος τρόπος, πιστεύω, να συμβολίσουμε την επανεκκίνηση της χώρας μετά τα δέκα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Αυτή η ευκαιρία δυστυχώς χάθηκε. Θεωρώ υπεύθυνο γι' αυτήν την αποτυχία τον πρωθυπουργό, που επιδίωξε -για άλλη μια φοράμια οξεία σύγκρουση με την αντιπολίτευση. Θα ήταν πολύ προτιμότερο αν η αναθεώρηση ξεκινούσε με έγκριση όλων των προτεινόμενων από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα διατάξεων με λιγότερες από 180 ψήφους, ώστε η νέα Βουλή να τις αναθεωρήσει μόνο αν υπάρχει αυξημένη πλειοψηφία. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να εγγυηθεί ευρύτερες συναινέσεις στη δεύτερη φάση της αναθεώρησης. Δεδομένου ότι μετά από κάθε αναθεώρηση ξεκινά μια περίοδος 5 ετών κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει άλλη, σύμφωνα με το άρθρο 110, ίσως θα ήταν προτιμότερο η τρέχουσα αναθεώρηση να μην προχωρήσει. Η γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την επόμενη Βουλή, πιθανότατα με μια νέα κυβέρνηση.

Η

Τι πρέπει όμως να κάνουμε διαφορετικά για να πετύχουμε τη συναίνεση; Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να εκφράζουμε αυτά που μας ενώνουν, χωρίς να παραγνωρίζουμε αυτά που μας χωρίζουν. Τα τελευταία χρόνια, με τα έντονα πάθη που γέννησε η οικονομική κρίση, ξεχάσαμε, νομίζω, τον ενοποιητικό ρόλο του δημοκρατικού μας Συντάγματος. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, αυτό της Επιδαύρου του 1822, ήταν από τα πιο μοντέρνα και δημοκρατικά της εποχής του. Η Επανάσταση του 1821 στράφηκε αμέσως στις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας, τις οποίες αποτύπωσε σε έναν καταστατικό χάρτη, όπως απαιτεί το κράτος δικαίου, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αμερικής και της Γαλλίας.

Δεν ήταν ένα απομονωμένο παράδειγμα. Το 1844 ήμασταν από τις πρώτες χώρες της Ευρώπης που εισήγαγαν Σύνταγμα, κοινοβουλευτική δημοκρατία και καθολική ψηφοφορία για την εκλογή βουλευτών – δυστυχώς μόνο για τους άνδρες. Εκτοτε η συνταγματική μας παράδοση είναι μια από τις πιο σημαντικές της Ευρώπης – σημειώνω το έργο των Σαρίπολου, Σβώλου και Μάνεση αλλά και άλλων, και της σπουδαίας δουλειάς που γίνεται σήμερα στα πανεπιστήμιά μας, αλλά και στα πανεπιστήμια του εξωτερικού από Ελληνες ερευνητές. Πιστεύω ότι αυτή η σημαντική παρακαταθήκη που μας άφησαν, με πολλές θυσίες, οι παλιότερες γενιές εξηγεί πώς οι θεσμοί μας άντεξαν μέσα στην οικονομική κρίση. Η έξοδος από το ευρώ αποφεύχθηκε. Οι ακραίες φωνές περιθωριοποιήθηκαν. Αν και υπήρξε τραγική πολιτική βία, για παράδειγμα στην περίπτωση της Μαρφίν, αυτή τελικά δεν πήρε εκτεταμένες διαστάσεις. Ισως λοιπόν είναι ώρα να δούμε τη σχέση μας με τους δημοκρατικούς θεσμούς μας διαφορετικά, όχι μόνο ως εργαλεία αλλά και ως σύμβολα της «πολιτικής φιλίας» που μας ενώνει. Ο όρος είναι του Αριστοτέλη. Τον χρησιμοποιεί στα «Ηθικά Νικομάχεια» για να περιγράψει την ηθική σχέση ισότιμων πολιτών σε μια δημοκρατία. Αυτό που τους συνδέει δεν είναι κοινωνικό ή προσωπικό, αλλά «πολιτικό», δηλαδή σχετιζόμενο με την πόλη και τη

Ο Αριστοτέλης συνδέει την πολιτική φιλία με την «ομόνοια», όχι τη συμφωνία ή την «ομοδοξία». Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, οι πολίτες ομονοούν όταν βασίζουν την κοινωνική τους ζωή σε κανόνες ισότητας και αμοιβαιότητας

δομή της. Ο όρος περιγράφει πιο παραστατικά τι σημαίνει ότι συμμετέχουμε στο δημοκρατικό τόξο. Ο Αριστοτέλης συνδέει την πολιτική φιλία με την «ομόνοια», όχι τη συμφωνία ή την «ομοδοξία». Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, οι πολίτες ομονοούν όταν βασίζουν την κοινωνική τους ζωή σε κανόνες ισότητας και αμοιβαιότητας. Ισως, έτσι, ένας πιο κατάλληλος όρος στη σύγχρονη εποχή να είναι ο όρος «συνταγματική φιλία». Αυτό που μας ενώνει ως πολίτες είναι η αφοσίωσή μας στους δημοκρατικούς κανόνες του καταστατικού χάρτη. Ετσι λοιπόν, οι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες μιας δημοκρατίας είναι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, οι οποίοι διαφωνούν επί της ουσίας αλλά συμφωνούν για τη διαδικασία επίλυσης των διαφορών τους, δηλαδή της εκλογικής διαδικασίας και του Συντάγματος. Με την έννοια αυτή όλοι όσοι συμμετέχουν στις εκλογές και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δεν μπορεί να είναι εχθροί. Οπως ακριβώς δύο αντίπαλες ποδοσφαιρικές ομάδες δεν είναι εχθροί αλλά αντίπαλοι που παίζουν με κοινούς κανόνες και δίνουν τα χέρια πριν και μετά το παιχνίδι. Η συνταγματική φιλία, όπως και η κανονική φιλία, έχει όμως αυστηρούς κανόνες και βέβαια απαιτεί ειλικρινή προσπάθεια για τη διατήρησή της. Οποιος παραβιάζει το Σύνταγμα ή αγνοεί τις παραβιάσεις που κάνουν άλλοι δεν μπορεί να είναι συνταγματικός φίλος. Αυτοί που αποκλείονται είναι οι παράνομοι: όσοι ασκούν βία, όσοι είναι διεφθαρμένοι ή όσοι παραβιάζουν το Σύνταγμα στην επιδίωξή τους για πολιτική επιρροή. Αποκλείονται για παράδειγμα ένα ναζιστικό κόμμα που ασκεί φυσική ή λεκτική βία, ένα κόμμα που προωθεί ενεργά -με πράξεις και όχι μόνο ευχολόγια- τη βίαιη επανάσταση ή ένα πραξικόπημα ή την εισβολή στο κοινοβούλιο ή τον ξυλοδαρμό ενός βουλευτή και μια πολιτική ομάδα όπως ο «Ρουβίκωνας», που ασκεί συστηματικά πολιτική βία και εκφοβισμό για πολιτικούς σκοπούς. Αυτοί δεν είναι «συνταγματικοί φίλοι», αφού ο σωστός πολίτης δεν ασκεί ποτέ πολιτική βία. Χρησιμοποιεί μόνο τον ελεύθερο λόγο. Η συνταγματική φιλία, συνεπώς, δεν αποκλείει τους πονηρούς, τους λαοπλάνους, τους λαϊκιστές ή τους δημαγωγούς. Στον λαό εναπόκειται η ευθύνη να μην πείθεται από τη δημαγωγία και το ψέμα. Κάποιοι μπορεί να μη φέρονται σωστά, αλλά να φέρονται νόμιμα. Ο λαός έχει τελικά την ευθύνη της κρίσης του. Εφόσον οι δημαγωγοί και οι ψεύτες δεν διεκδικούν την εξουσία με τη βία αλλά με την πειθώ, μπορούν να είναι «συνταγματικοί φίλοι» με τους αντιπάλους τους – αν και όχι ίσως προσωπικοί ή κοινωνικοί φίλοι. Το μήνυμα του Αριστοτέλη είναι ότι δεν είναι ανάγκη να συμπαθούμε ο ένας τον άλλον ή να συμφωνούμε στις προτεραιότητές μας, για να έχουμε συνταγματική ομόνοια μεταξύ μας. Αν δούμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους ως «συνταγματικούς φίλους» με τους οποίους μπορούμε να διαφωνούμε για τα πολιτικά, συμφωνώντας όμως στα συνταγματικά, ίσως η συναίνεση για τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα, στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, της ανισότητας και της πελατοκρατίας, που κρατούν τη χώρα μας δέσμια της οικονομικής και τεχνολογικής καθυστέρησης, να γίνει κάπως πιο εύκολη.


|

39 41

8-10 Μαρτίου 2019

9

Προοδευτική τομή στους θεσμούς Του Κώστα Ζώρα, ομότιμου καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, πρ. αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Ο

κύκλος των προθύμων και υπάκουων στα κελεύσματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρυτάνεων, οι έμποροι της παιδείας, η οικονομική ολιγαρχία και οι πολιτικοί εκφραστές της απέτυχαν παταγωδώς να εντάξουν στον κατάλογο των αναθεωρητέων διατάξεων το άρθρο 16 του Συντάγματος, προκειμένου μέσω ιδιωτικών πανεπιστημίων να δημιουργηθεί κλειστό κύκλωμα ανώτατης παιδείας για τους γόνους της αριστοκρατίας και χώρος συγκεκριμένου ιδεολογικού προσανατολισμού. Βεβαίως, παράλληλος στόχος, η αποδυνάμωση έως κατάργηση του δημόσιου πανεπιστημίου. Ο αριστοτεχνικός συνδυασμός θρησκευτικής ουδετερότητας της πολιτείας, επικρατούσας θρησκείας για λόγους ιστορικής παράδοσης και εθνικών καταβολών παρά για θρησκευτικούς λόγους, αλλά και ερμηνευτικής δήλωσης η οποία ερμηνεύει αυθεντικά τον όρο «επικρατούσα θρησκεία» ολοκληρώνει την έκταση και ισχύ των ατομικών δικαιωμάτων των σχετικών με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, της θρησκευτικής πίστης και της θρησκευτικής λατρείας (άρθρο 13 του Συντάγματος). Κράτος κοσμικό, πιστό στα νάματα του Διαφωτισμού. Η επέκταση της προστασίας από διακρίσεις και για διακρίσεις με βάση το φύλο, την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό συμπληρώνει έναν κρίσιμο χώρο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η συνταγματική προστασία, δηλαδή η ανώτατη νομικοπολιτική προστασία, του μειονοτικού και διαφορετικού ανθρώπου απελευθερώνει κυριολεκτικά και το σύνολο μιας κοινωνίας. Ιδεολογικό πρόσημο Η αναθεωρητική διαδικασία ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Με πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών, όπως προβλέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος. Σε κάθε συνταγματικό κείμενο, ως πολιτικό κείμενο, αναζητούμε την ιδεολογική καταγωγή αλλά και την ιδεο-

λογική κατάληξη. Η ιδεολογία της πρότασης της αρχικής έμπνευσης, της οποίας σχεδόν όλα τα σημεία έγιναν ήδη δεκτά από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, είναι βαθύτατα δημοκρατική και προοδευτική και ανταποκρίνεται στις πιο λαμπρές συνταγματικές παραδόσεις και τους ιστορικούς πολιτικούς αγώνες της ανανεωτικής Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας και του ριζοσπαστικού Κέντρου. Δηλαδή ανατρέχει στα πρωτοπόρα συνταγματικά κείμενα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία (1821-1830), με αναφορές στα αξιώματα της Γαλλικής Επανάστασης, στο Σύνταγμα της εδραίωσης του συνταγματικού κράτους (1864), στο Σύνταγμα της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας (1927), στα ΕΑΜικά κείμενα για Λαϊκή Δικαιοσύνη και Τοπική Αυτοδιοίκηση (1944) και στις δημοκρατικές κατακτήσεις του Συντάγματος του 1975. Λαϊκή κυριαρχία Η λαϊκή κυριαρχία ως θεμελιώδης πυλώνας του δημοκρατικού πολιτεύματος διευρύνεται και ενισχύεται κατά τρόπο πρωτόγνωρο για τη σύγχρονη ελληνική συνταγματική πραγματικότητα. Η αντιπροσώπευση και ο κοινοβουλευτισμός εμπλουτίζονται με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, λαϊκά δημοψηφίσματα). Ο λαός καθίσταται πρωταγωνιστής και όχι απλός θεατής των θεσμικών και πολιτικών διαδικασιών ή απλός συμμέτοχος μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια. Αποφασιστική αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος της παρατηρούμενης ευρύτατης

βάση τη διαδικασία εκλογής αλλά με βάση τις αρμοδιότητες (βλέπε εξουσίες) του Προέδρου. Δύσκολα αντιλαμβάνομαι πώς μια πρόταση αναθεώρησης με κεντρικό άξονα την ενίσχυση της συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος θα μπορούσε να εξαιρέσει παντελώς το εκλογικό σώμα από τη διαδικασία εκλογής ΠτΔ. Η επόμενη Βουλή έχει τον λόγο. Απλή αναλογική

συστημικής και πολιτικής αποξένωσης των πολιτών. Κοινωνικό κράτος Η αρχή του κοινωνικού κράτους αποκτά την πραγματική σημασία της, όπως αυτή θεμελιώθηκε στον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από τα προγράμματα εργατικών και σοσιαλιστικών κυβερνήσεων. Αντιγράφω από την πρόταση «Το κράτος εγγυάται μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους». Ομολογουμένως πρωτοποριακό κείμενο για συνταγματική αναθεώρηση. Δηλαδή κατοχύρωση εθνικών συστημάτων υγείας και περίθαλψης, εργασιακών δικαιωμάτων, συλλογικών διαπραγματεύσεων, διαιτησίας, κατώτατου μισθού και βασικών κοινωνικών αγαθών, όπως το νερό και η ηλε-

κτρική ενέργεια, σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και ελέγχου. Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Συνταγματικό προβάδισμα στον δημόσιο χαρακτήρα και την εργασία. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Η αποσύνδεση της διάλυσης της Βουλής και των συνακόλουθων πρόωρων εκλογών από την εκλογή ΠτΔ συγκεντρώνει ευρύτατη κοινοβουλευτική συναίνεση. Ομως οι εκλογές ήταν ένας τρόπος παρουσίας, έστω και έμμεσης, του εκλογικού σώματος στην εκλογή του ΠτΔ. Ο λαός θα πρέπει να καλείται να εκλέξει τον Πρόεδρο όταν η Βουλή αποτυγχάνει να επιτύχει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία. Ο φόβος για προεδρική κατολίσθηση του πολιτικού συστήματος είναι αβάσιμος. Το πολίτευμα καθίσταται προεδρικό ή ημιπροεδρικό όχι με

Η καθιέρωση της απλής αναλογικής, δηλαδή της σύμπτωσης, έστω και μη απόλυτης, της κατανομής των βουλευτικών εδρών και του συσχετισμού των κομμάτων στο εκλογικό σώμα, επιτυγχάνει ως αποτέλεσμα να μην εξαρτάται το εκλογικό σύστημα από τις διαθέσεις της εκάστοτε, έστω και αυξημένης, κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και δημιουργεί στην κοινωνία και στην πολιτική κουλτούρα συνεργασιών και συναινέσεων μεταξύ των όμορων ιδεολογικά χώρων. Ευθύνη Η αναθεώρηση του άρθρου 86, η οποία συμπαρασύρει και τον σκανδαλώδη νόμο περί ευθύνης ή περί ατιμωρησίας ορθότερα υπουργών, και ο περιορισμός της βουλευτικής ασυλίας καταργούν εύλογες ενστάσεις των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Θεσμικός συνδυασμός Ο περιορισμός της βουλευτικής θητείας σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές περιόδους, ώστε η πολιτική να μην εξελίσσεται σε βιοποριστικό επάγγελμα, σε συνδυασμό με την απαίτηση ο πρωθυπουργός να είναι βουλευτής και την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας κατά της εκάστοτε κυβέρνησης ενισχύουν σοβαρά τα κοινοβουλευτικά ερείσματα του πολιτεύματος. Συμπέρασμα Ο λαός στις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη της αναθεωρητικής Βουλής θα βρεθεί μπροστά στην πιο ριζοσπαστική πρόταση αλλαγής της συνολικής πολιτικής αρχιτεκτονικής του Συντάγματος της δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και στην υπέρτατη ευθύνη κάθε πολίτη-εκλογέα να την εξοπλίσει και να τη θωρακίσει με την απαιτούμενη θεσμικά αυξημένη πλειοψηφία.


10

42

8-10 Μαρτίου 2019

|

Aνάχωμα στην άνοδο του φασισμού

Της Ιφιγένειας Καμτσίδου, αν. καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, προέδρου του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης

αναθεώρηση του Συντάγματος ξεκίνησε με αφορμή τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας και εξελίσσεται σε κλίμα έντονης πολιτικής ανησυχίας, που γεννά η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Τούτη η συνθήκη υπογραμμίζει την ευθύνη των πρωταγωνιστών της αναθεωρητικής διαδικασίας, καθώς με αυτήν αναμένεται να εξαλειφθούν οι δυσλειτουργίες του πολιτεύματος και να ενισχυθούν τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική διακυβέρνηση και στα οφέλη της. Αντίθετα, αν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα επεξεργαστεί η αναθεωρητική Βουλή δεν φανούν ικανές να πλαισιώσουν αποτελεσματικά την υλοποίηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, να βελτιώσουν τους όρους πολιτικής αντιπροσώπευσης, να δυναμώσουν τον έλεγχο των κυβερνώντων από τους πολίτες και να θωρακίσουν την κοινωνική αξιοπρέπεια όλων όσοι βρίσκονται στην επικράτεια, η αναθεώρηση θα αποδειχθεί φενάκη και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα υποστεί ισχυρό πλήγμα. Με δυο λόγια: η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί το πιο ισχυρό –ίσως το έσχατο από νομική άποψη– όπλο προάσπισης της δημοκρατίας, στην παρούσα δε συγκυρία, ενδεχόμενη αστοχία του αναθεωρητικού εγχειρήματος θα νομιμοποιήσει τη δράση αυτών που ανοιχτά πια υποστηρίζουν ολοκληρωτικές απόψεις και επιδιώκουν την ανατροπή της συνταγματικής τάξης. Από την παραπάνω σκοπιά, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προτάσεις που αφορούν μια ήπια «αναδιάρθρωση» της αντιπροσωπευτικής αρχής, δηλαδή οι προτάσεις για τη θέσπιση ανώτατου ορίου βουλευτικών θητειών (άρθρο 56 Συντ.), για την καθιέρωση λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (άρθρο 73 Συντ.) και δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία (άρθρο 44 Συντ.) και βέβαια η πρόταση για τη συνταγματοποίηση των βασικών χαρακτηριστικών της απλής αναλογικής και για την πρόβλεψη βουλευτών απόδημου ελληνισμού. Ειδικότερα, η εισαγωγή προσωρινού κωλύματος εκλογιμότητας έπειτα από τρεις συνεχόμενες βουλευτικές θητείες αναμένεται να επηρεάσει θετικά τους όρους ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού και να βελτιώσει τη σχέση που αυτό διατηρεί με το εκλογικό σώμα. Η στελέχωση της λαϊκής αντιπροσωπείας θα πραγματοποιείται όχι με βάση το βιογραφικό των υποψηφίων, αλλά μέσα

Η

από την αντιπαράθεση των διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων. Ετσι, παρέχεται η ευκαιρία σε νέα πρόσωπα, κατά τεκμήριο λιγότερο συνδεδεμένα με την υπουργική ή κομματική εξουσία, να ασκήσουν το βουλευτικό αξίωμα, η δύναμη των δυναστειών της πολιτικής ζωής περιορίζεται και η εκλογή αποκτά ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Απάντηση στην αποξένωση του λαού από τις πολιτειακές λειτουργίες αποτελούν οι προτάσεις για τη συμμετοχή του στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Τόσο η τροποποίηση του άρθρου 73 Συντ. προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας από θεσμούς που εκφράζουν την τοπική αυτοδιοίκηση, όσο και η προσεκτική πρόταση για το δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία (άρθρο 44 Συντ.) εξυπηρετούν τον παραπάνω στόχο. Συμπληρώνοντας την ισχύουσα ρύθμιση για το νομοθετικό δημοψήφισμα, οι δυο αυτές μεταρρυθμίσεις μπορεί να στηρίξουν τη δημοκρατική συμμετοχή, να ευνοήσουν την επίδραση των κοινωνικών ρευμάτων στις πολιτικές διαδικασίες και να επανασυνδέσουν τον πολίτη με την πολιτική. Ακόμη, δημοκρατικά επωφελής μπορεί να αποβεί η πρόταση για τη συνταγματική καθιέρωση των βασικών χαρακτηριστικών της απλής αναλογικής στο εκλογικό σύστημα. Η απλή αναλογική επιτρέπει την πιστότερη αποτύπωση της βούλησης του εκλογικού σώματος στη σύνθεση της Βουλής, είναι το εκλογικό σύστημα που εξασφαλίζει τη βέλτιστη εκπροσώπηση. Ετσι, η κοινοβουλευτική παρουσία όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων καθρεφτίζει στη Βουλή τις τάσεις, τις απόψεις, τα ρεύματα που αναπτύσσονται στην κοινωνία, ευνοεί τη σύνδεση των πολιτών με τους αντιπροσώπους τους. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, έντονη είναι η συζήτηση αν η αυθεντική εκπροσώπηση αποτελεί επαρκή παράγοντα για την ενίσχυση και ουσιαστικοποίηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Επιπλέον, δεν πρέπει να αμελείται το γεγονός ότι η τροποποίηση του εκλογικού συστήματος δεν αποτελεί συνταγματική ύλη, αλλά ανάγεται στις αρμοδιότητες του κοινού νομοθέτη και ως εκ τούτου αποτελεί ένα από τα αντικείμενα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η συνταγματοποίησή του μοιάζει να υποτιμά κά-

H αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί το πιο ισχυρό –ίσως το έσχατο από νομική άποψη– όπλο προάσπισης της δημοκρατίας, στην παρούσα δε συγκυρία, ενδεχόμενη αστοχία του αναθεωρητικού εγχειρήματος θα νομιμοποιήσει τη δράση αυτών που ανοιχτά πια υποστηρίζουν ολοκληρωτικές απόψεις και επιδιώκουν την ανατροπή της συνταγματικής τάξης

πως την παραπάνω διάσταση, να εκνομικεύει το ζήτημα αναμόρφωσης του εκλογικού συστήματος και μαρτυρά μια έλλειψη εμπιστοσύνης στις πολιτικές διαδικασίες. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για παρέμβαση που μπορεί να ευνοήσει τη λαϊκή συμμετοχή και αξίζει να υιοθετηθεί. Ευτυχή εξέλιξη αποτελεί η μη υπερψήφιση του άρθρου 30 Συντ., που προβλέπει ότι εκλεκτορικό σώμα για την ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι η Βουλή. Ετσι, η επιδιωκόμενη αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα και απομακρύνεται το ενδεχόμενο να προβλεφθεί η άμεση εκλογή του αρχηγού του κράτους. Είναι καθήκον της αναθεωρητικής Βουλής να διαφυλάξει τον υπερκομματικό χαρακτήρα της προεδρικής εκλογής και, αποφεύγοντας τα ερμηνευτικά τεχνάσματα, να διατηρήσει την έμμεση εκλογή: σε περιόδους όπου ο ισχυρός αρχηγός προβάλλει ως η μόνη ελπίδα του έθνους, η εγκατάσταση διαδικασίας που θα καθιστά ένα πρόσωπο προνομιακό συνομιλητή του εκλογικού σώματος και κύριο αντιπρόσωπό του, μπορεί να δειχθεί επικίνδυνη. Τέλος, οι κοινοβουλευτικές εργασίες ανέδειξαν απορίες της αναθεωρητικής διαδικασίας, με αφορμή τις οποίες αναπτύχθηκαν απόψεις που γεννούν ένταση με τη δημοκρατική αρχή και τείνουν να απομειώσουν τη σημασία της συμμετοχής του εκλογικού σώματος στο αναθεωρητικό εγχείρημα. Αναφέρομαι στο ζήτημα της δεσμευτικότητας των αποφάσεων της πρώτης Βουλής ως προς το περιεχόμενο ή την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η αναθεωρητική Βουλή και στο ερώτημα πώς θα διασφαλιστεί ότι το αναθεωρημένο Σύνταγμα θα αντανακλά τις επιλογές της πλειοψηφίας των πολιτών. Το άρθρο 110 Συντ. διαρρυθμίζει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των δυο Βουλών, η βούληση των οποίων είναι αναγκαία για την τροποποίηση του καταστατικού χάρτη, η οποία πάντως προϋποθέτει τη μεσολάβηση του εκλογικού σώματος. Από τις συνταγματικές διατάξεις είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς σε μια «ιεράρχηση» της συμμετοχής καθεμιάς Βουλής στην όλη διαδικασία, ιδίως επειδή η αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών αρκεί να διαμορφωθεί στην πρώτη Βουλή, σε αυτήν που διαπιστώνει απλώς την ανάγκη αναθεώρησης, οπότε η διαδικασία ολοκληρώνεται από την αναθεωρητική Βουλή με την πλειοψηφία των 151 βουλευτών, δηλαδή στην πράξη από την κυβερνητική πλειοψηφία. Αν, λοιπόν, οι επιλογές της πρώτης Βουλής δεν ασκούν καμιά επιρροή στο περιεχόμενο των νέων συνταγματικών ρυθμίσεων, στην κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η αναθεωρητική Βουλή, τούτο σημαίνει ότι ακόμη και μια μονοκομματική κυβέρνηση μπορεί να θέσει εκποδών κατευθύνσεις που διαμορφώθηκαν μέσα από ευρύτατες κοινοβουλευτικές συμπράξεις και η μεσολάβηση του λαού να χάσει το νόημά της. Αξιζε, επομένως, η παρούσα Βουλή να είχε εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης του άρθρου 110, προκειμένου να είναι η αναθεωρητική Βουλή που αποφασίζει με αυξημένη πλειοψηφία. Μια τέτοια αλλαγή θα ανάγκαζε τα πολιτικά κόμματα να θέτουν στο προσκήνιο της εκλογικής αντιπαράθεσης τα ζητήματα της αναθεώρησης, να αναζητούν ουσιαστικές συναινέσεις για τα κρίσιμα θεσμικοπολιτικά θέματα, θα ενδυνάμωνε τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της αναθεωρητικής διαδικασίας. Σε αυτή τη στιγμή, όμως, το θέμα έχει κλείσει οριστικά.


|

39 47

8-10 Μαρτίου 2019

11

Μια δημοκρατική και προοδευτική αναθεώρηση Του Γιώργου Κατρούγκαλου, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, υπουργού Εξωτερικών

άθε συνταγματική αναθεώρηση έχει ιστορικό χαρακτήρα. Προσδιορίζει τη φύση και τη λειτουργία του πολιτεύματος, αλλά και του «ζωντανού Συντάγματος», του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζεται το Σύνταγμα στην πράξη. Το Σύνταγμα δεν είναι ουδέτερο κείμενο. Είναι ένα παλίμψηστο στο οποίο αποτυπώνονται οι κοινωνικοί αγώνες με συγκεκριμένο πρόσημο. Και αυτό γιατί ναι μεν εκφράζει, σε τελική ανάλυση, τη βούληση των κοινωνικά και οικονομικά κυρίαρχων (ο Μάνεσης παρέπεμπε σχετικά στον Θρασύμαχο: «ἐν ἁπάσαις ταῖς πόλεσιν ταὐτὸν εἶναι δίκαιον, τὸ τῆς καθεστηκυίας ἀρχῆς συμφέρον»), αλλά και οι αγώνες των εξουσιαζόμενων αφήνουν καθαρό το αποτύπωμά τους πάνω του, ιδίως στις διατάξεις για τα δικαιώματα. Η συγκεκριμένη αναθεώρηση έχει μια πρόσθετη ιστορική διάσταση γιατί συμπίπτει και σηματοδοτεί την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα, στην πλήρη ανάκτηση της δημοκρατικής κυριαρχίας της. Και πρέπει, συνεπώς, να επέμβει διορθωτικά στα θεσμικά τραύματα που επέφερε το «παρασύνταγμα» των μνημονίων, ιδίως των δύο πρώτων. Διεξάγεται, τέλος, σε μια περίοδο που η ίδια η Ευρώπη διχάζεται και δοκιμάζεται. Και το τι θα είναι κανονικότητα μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου είναι το μέγα ζητούμενο. Βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σε διλημματικές εκλογές, όπου συγκρούονται μετωπικά δύο απόψεις για το μέλλον όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και των κρατών-μελών. Από τη μία είναι ο ιδιόμορφος «γάμος» εθνικισμού και φιλελευθερισμού. Και από την άλλη, η δική μας, η προοδευτική άποψη, που θέλει μια Ευρώπη με ανοιχτές κοινωνίες, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Στο πλαίσιο αυτό, η πρότασή μας για την αναθεώρηση δεν είναι ασπόνδυλη, αλλά έχει δύο βασικές στοχεύσεις: εμβάθυνση της δημοκρατίας και ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί. Βασική επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού είναι να κρατηθούν τα κεντρικά διακυβεύματα της πολιτικής και ιδίως της οικονομίας εκτός δημοκρατικής δι-

Κ

αδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η προσπάθεια να «συνταγματοποιηθεί» ο χρυσός κανόνας περί ελλειμμάτων, ώστε να εφαρμόζεται πάντα στην Ευρωπαϊκή Ενωση μόνο μία οικονομική πολιτική, πέραν της δημοκρατίας, πέραν της πολιτικής λογοδοσίας, πέραν της θέλησης των πολιτών, πέραν της εναλλαγής των κομμάτων στην κυβέρνηση. Στο ίδιο επίπεδο κινείται η θεσμική επιδίωξη να στεγανοποιηθούν ολόκληροι χώροι της πολιτικής μέσω της ανάθεσης, για παράδειγμα, κρίσιμων κανονιστικών αποφάσεων για την οικονομία σε ανέλεγκτες πολιτικά κεντρικές τράπεζες, ή της ανάθεσης κρίσιμων τομέων πολιτικής ύλης σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές. Και βέβαια, ο νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει τον ιστορικό συμβιβασμό του κράτους πρόνοιας, με μια ολομέτωπη επίθεση κατά των κοινωνικών δικαιωμάτων και των καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών. Και, αναπόφευκτα, όταν αδυνατίζει το αριστερό χέρι του κράτους, αυτό που δίνει τις παροχές και τα δικαιώματα, ενισχύεται το δεξί, το χέρι του αυταρχισμού, το χέρι που με την επίκληση του νόμου και της τάξης αμφισβητεί δικαιώματα και ελευθερίες. Συναινέσεις και συγκρούσεις: οι κατευθύνσεις της αναθεώρησης Στο πλαίσιο αυτό είναι θετικό ότι αναδείχθηκαν συναινέσεις και μάλιστα εκεί που ήταν κρίσιμες για την τιμή του πολιτικού κόσμου. Υπήρξαν πράγματι ευρύτατες πλειοψηφίες υπέρ της αναθεώρησης του απαράδεκτου καθεστώτος ασυλίας του πολιτικού προσωπικού, που έμεινε αλώβητο στις προηγούμενες αναθεωρήσεις. Αναδείχθηκαν, όμως, και οι ση-

μαντικές πολιτικές διαφορές μεταξύ των εκφραστών των δύο κύριων διλημματικών επιλογών, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας. Η τελευταία ευθυγραμμίστηκε απολύτως με τις απόψεις του αρχηγού της περί «αδαούς πλειοψηφίας» (29/3/2016), περί «τεχνητού διαχωρισμού μεταξύ πλούσιων και φτωχών» (2/12/2017) ή με την πανηγυρική του δήλωση της 16/9/2017 ότι «δεν τρέφει αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση». Εκπλήσσει, πάντως, η στάση της ως προς την καταψήφιση της πρότασής μας για την απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, αρχή που έχουν αποδεχθεί όλα τα συντηρητικά συστημικά κόμματα στην ήπειρό μας. Παρόμοιες επιλογές κατατάσσουν τη Νέα Δημοκρατία σε μια ιδιαίτερη θέση στον νέο πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, πιο κοντά στον Ορμπαν παρά στον Γιούνκερ ή τη Μέρκελ. Η πρώτη θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος που επιδιώξαμε εμείς να ενισχύσουμε είναι η δημοκρατική: πλήρης ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο Βουλής, αλλά και ενίσχυση του πολίτη μέσω θεσμών άμεσης δημοκρατίας, συμπληρωματικών και όχι ανταγωνιστικών προς την αντιπροσωπευτική. Στο πλαίσιο αυτό προτείναμε την εισαγωγή της νομοθετικής λαϊκής πρωτοβουλίας (που συγκέντρωσε ευρύτατη πλειοψηφία), της κύρωσης με δημοψήφισμα συνθηκών που μεταβιβάζουν κρατικές αρμοδιότητες, αλλά και γενικότερα τη διεύρυνση της συμμετοχής του πολίτη στην πολιτική, στη vita activa της Χάνα Αρεντ. Εμβληματική πρότασή μας στο

H πρότασή μας για την αναθεώρηση δεν είναι ασπόνδυλη, αλλά έχει δύο βασικές στοχεύσεις: εμβάθυνση της δημοκρατίας και ανάσχεση του νεοφιλελευθερισμού. Οι στόχοι αυτοί είναι συμπληρωματικοί

πλαίσιο αυτό είναι η πλήρης καθιέρωση της απλής αναλογικής, στις βουλευτικές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ακριβώς γιατί ενισχύει τη λαϊκή κυριαρχία επιτρέποντας την πιστότερη δυνατή αντανάκλαση της βούλησης του λαού. Και ακριβώς επειδή μας ενδιαφέρει η λαϊκή κυριαρχία να ασκείται αποτελεσματικά, συμπληρώνουμε τις προτάσεις αυτές με άλλες που αφορούν, για παράδειγμα, την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας, τη δυνατότητα να μπορεί η Βουλή να αναδεικνύει και να διατηρεί σταθερές κυβερνήσεις. Και επειδή θέλουμε να ενισχύσουμε και τον δημοκρατικό χαρακτήρα άσκησης της πολιτικής, τη δημοκρατία και όχι την τεχνοκρατία, προωθήσαμε προτάσεις που αφορούν την ιδιότητα του πρωθυπουργού, που πρέπει να είναι βουλευτής, και προτάσεις που αφορούν την ενίσχυση του κύρους των βουλευτών και την προστασία τους από τον επαγγελματισμό του λειτουργήματός τους, σχετικές με τον αριθμό των θητειών που μπορεί να υπηρετήσουν. Ανάλογης λογικής είναι και η πρότασή μας για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: αποσύνδεση της εκλογής του από τη διάλυση της Βουλής και άμεση εκλογή του, ως ultimum refugium, αν καταστεί αδύνατη η κοινοβουλευτική εκλογή. Σε μια σπάνια κίνηση θεσμικής υποκρισίας, η Νέα Δημοκρατία υπερψήφισε την πρόταση αυτή, αν και δήλωσε ότι διαφωνεί και θα επιδιώξει να την τροποποιήσει στην επόμενη Βουλή. Η δεύτερη διάσταση της πρότασής μας αφορά τα δικαιώματα, τον φιλελεύθερο και κοινωνικό χαρακτήρα του Συντάγματός μας. Ενισχύουμε με τις προτάσεις μας την κανονιστική πυκνότητα και αγωγιμότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων και την παροχή τους μέσω καθολικών υπηρεσιών στις οποίες θα έχουν ισότιμη πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Και, τέλος, τολμούμε να αποτυπώσουμε στην ελληνική θεσμική πραγματικότητα τον ευρωπαϊκό πολιτικό μέσο όρο ως προς τους διακριτούς ρόλους κράτους και θρησκείας, με πλήρη σεβασμό στην Εκκλησία της Ελλάδας και στην ευαγγελική ρήση τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του Θεού τω Θεώ. Η ολοκλήρωση αυτής της προοδευτικής και δημοκρατικής αναθεώρησης θα είναι ένα από τα διακυβεύματα των προσεχών εκλογών. Ο λαός με την ψήφο του θα την εξασφαλίσει.


12

48

8-10 Μαρτίου 2019

|

Το Σύνταγμα, τα δημοψηφίσματα και

Του Ηλία Γ. Νικολόπουλου, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ο ισ χ ύ ον ε λ λ ην ικό Σ ύ ν τ α γ μα τ ου 1975/86/20 01/20 08 ανήκει στην κατηγορία των αυστηρών Συνταγμάτων με την έννοια αφενός του αποκλεισμού μελλοντικής αναθεώρησης των διατάξεών του που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του (ρήτρα αιωνιότητας) και αφετέρου της δυσχερέστερης διαδικασίας αναθεώρησης των υπόλοιπων διατάξεών του σε σχέση με την ακολουθούμενη διαδικασία τροποποίησης ή κατάργησης των εκάστοτε ισχυόντων νόμων (απαίτηση αναθεώρησης με συμμετοχή διαδοχικά της πρώτης Βουλής και του εκλογικού σώματος που θα εκλέξει τη δεύτερη Βουλή, η οποία και θα καθορίσει οριστικά το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων). Τα άμεσα όργανα της Πολιτείας (ο λαός, που είναι το ανώτατο όργανο του κράτους, η Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τα δικαστήρια κατά την απονομή της Δικαιοσύνης) έχουν αρμοδιότητες που ορίζονται αποκλειστικά από το

Τ

Σύνταγμα, δεν μπορούν να τις υπερβούν ή να τις διευρύνουν και υπό αυτήν την έννοια είναι συντεταγμένα όργανα της πολιτείας. Σύμφωνα με τα παραπάνω, υφίστανται ορισμένοι περιορισμοί της αναθεωρητικής διαδικασίας που αφορούν (εκτός από τη ρητή και απόλυτη απαγόρευση αναθεώρησης του σκληρού πυρήνα του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας –π.χ. απαγόρευση της μετατροπής του συστήματος διακυβέρνησης σε προεδρικό ή ημιπροεδρικό- και των άρθρων που αναφέρονται σε συγκεκριμένα θεμελιώδη δικαιώματα και στη διάκριση των λειτουργιών - άρ-

θρο 110 παρ 1 του Συντάγματος) τις διατάξεις που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και αναφέρονται στην απαγόρευση της συρρίκνωσης των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων θίγοντας τον πυρήνα τους και στην κατάλυση της κυριαρχίας του κράτους με τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων κρατικών οργάνων σε διεθνείς ή υπερεθνικούς οργανισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ενωση). Το ισχύον Σύνταγμα, για να διευκολύνει την προετοιμαζόμενη ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, προέβλεψε λαμβάνοντας σχεδόν αυτολεξεί το άρθρο 58 του συνταγματικού κειμένου της δικτατορίας

Η εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος για την κύρωση διεθνούς σύμβασης με την οποία προτείνεται η μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους σε διεθνείς ή υπερεθνικούς οργανισμούς είναι επιτυχής και επιβεβλημένη

1968/73 α) τη δυνατότητα μεταβίβασης συνταγματικών αρμοδιοτήτων των οργάνων του ελληνικού κράτους σε όργανα διεθνών οργανισμών με διεθνή συνθήκη ή συμφωνία μετά από έγκριση της πλειοψηφίας των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 28 παρ 2 και β) να επιτρέπονται περιορισμοί στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας με πλειοψηφία 151 βουλευτών αν τηρηθούν τέσσερις προϋποθέσεις που είναι οι εξής: 1) η εξυπηρέτηση σπουδαίου εθνικού συμφέροντος 2) να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα 3) οι βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και 4) να τηρούνται οι αρχές της ισότητας και της αμοιβαιότητας (άρθρο 28 παρ 3). Εν προκειμένω, είναι πρόδηλη μια αντιφατικότητα όταν για τη μεταβίβαση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς απαιτείται μια ανέλεγκτη απόφαση της Βουλής από 180 βουλευτές και για τη θέσπιση περιορισμών στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μόνο η απόφαση 151 βουλευτών, αφού όμως τηρηθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Δίνεται η εντύπωση ότι οι περιορισμοί της εθνικής κυριαρχίας είναι υποδεέστερο θέμα από αυτό της μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνή ή υπερεθνικά. Αν και η Βουλή είχε εφαρμόσει σε απώτερο παρελθόν σωρευτικά τις προϋποθέσεις και των δύο παραγράφων, τον Μάιο 2010 και αναφορικά με το πρώτο μνημόνιο συνεργασίας, η


|

39 49

8-10 Μαρτίου 2019

13

τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας εκτίμησε κατά πλειοψηφία, λανθασμένα κατά τη γνώμη μας, ότι το πρώτο Μνημόνιο δεν ήταν διεθνής σύμβαση ώστε να απαιτούνται σωρευτικά η αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων αλλά και οι παραπάνω πέντε προϋποθέσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίθηκε αναγκαίο να προταθεί η θέσπιση δημοψηφίσματος (εγκριτικού ή απορριπτικού) για την κύρωση διεθνούς σύμβασης μετά τη θετική απόφαση της Βουλής. Θεωρώ ότι η εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος για την κύρωση διεθνούς σύμβασης με την οποία προτείνεται η μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους σε διεθνείς ή υπερεθνικούς οργανισμούς είναι επιτυχής και επιβεβλημένη ώστε ο υπό στενή έννοια λαός (εκλογικό σώμα) να δίνει ή όχι την τελική έγκριση για μία τεράστιας σημασίας μεταβίβαση συνταγματικών αρμοδιοτήτων από τα κρατικά όργανα που ο ίδιος έχει εκλέξει. Οι προς αναθεώρηση σύμφωνα με την πρώτη ψηφοφορία της Βουλής διατάξεις περιλαμβάνουν και τη θέσπιση του θεσμού του δημοψηφίσματος λαϊκής πρωτοβουλίας, που σαφώς διαφοροποιείται από το κυβερνητικής-κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας ισχύον μέχρι σήμερα δημοψήφισμα (θέσπισή του στο άρθρο 44 παρ. 2, αλλά και σε τοπικά δημοψηφίσματα, άρθρο 102 παρ. 2). Η πολιτική πρακτική σε όλες τις χώρες αλλά και στην Ελλάδα απέδειξε ότι τεράστια σημασία έχει σε ποιο κρατικό όργανο ανατίθεται η κίνηση της διαδικασίας για την

προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Σε καμία περίπτωση, όπως δυστυχώς συμβαίνει στην Ελλάδα αλλά και στην αλλοδαπή, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν πρέπει να ανατίθεται στην εκτελεστική λειτουργία (κυβέρνηση, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ) ούτε στο Κοινοβούλιο, που άλλωστε δεν έχει ποτέ τη διάθεση να προσφύγει σε αυτό και να αυτοαναιρεθεί (χαρακτηριστικές οι ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη συνταγματική καθιέρωσή του στη Γαλλία από το 1980 μέχρι σήμερα, που αποτελεί αίτημα των «κίτρινων γιλέκων»). Είναι σαφές ότι η προκήρυξη δημοψηφίσματος με πρωτοβουλία των

πολιτών οι οποίοι θα θέσουν και το ερώτημα συνιστά δημοψήφισμα με την κυριολεκτική έννοια του όρου (referendum), άλλως οδηγούμαστε σε διαστρέβλωση του θεσμού σε μορφές προσωπικού δημοψηφίσματος (plebiscitum). Σε θετική κατεύθυνση κινείται η τροποποίηση του άρθρου που αφορά τη νομοθετική πρωτοβουλία βουλευτών (πρόταση νόμου) και υπουργών (νομοσχέδιο) στις οποίες προστίθεται και ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, με την έννοια ότι συγκεκριμένος αριθμός πολιτών (100.000 κατά την εισήγηση) μπορεί να υποβάλει πρόταση νόμου η οποία θα συζητηθεί υπο-

χρεωτικά στη Βουλή. Επίσης, παρόμοια δημοτική λαϊκή πρωτοβουλία, με τη θέσπιση τοπικών λαϊκών συνελεύσεων, προβλέπεται και στο υπό τροποποίηση άρθρο 102 που αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση. Οι παραπάνω θεσμοί των οποίων προτείνεται η εισαγωγή στο Σύνταγμα μαζί με τον θεσμό της λαϊκής νομοθετικής αρνησικυρίας (όταν οι πολίτες μπορούν να εναντιωθούν και να μπλοκάρουν την εφαρμογή ψηφισμένου νομοσχεδίου) αφορούν ουσιαστικά τις πράξεις των κυβερνώντων ώστε οι πολίτες να μην επιλέγουν μόνο πρόσωπα, όπως συμβαίνει στα αμιγή αντιπροσωπευτικά συστήματα, αλλά να παρεμβαίνουν και στις πράξεις των προσώπων-αντιπροσώπων τους. Πράγματι, το κύριο μειονέκτημα κάθε αντιπροσωπευτικού συστήματος είναι ότι η Βουλή εκπροσωπεί τον απόντα λαό (εκλογικό σώμα) μέχρι τις επόμενες εκλογές, γεγονός που οδηγεί στην αποξένωση του πολίτη από τα κοινά και γενικότερα από τη λήψη αποφάσεων που τον αφορούν. Οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, άλλως θεσμοί λαϊκής παρέμβασης, προσπαθούν να αντιπαρέλθουν το παραπάνω μειονέκτημα επιτυγχάνοντας έναν συνδυασμό του αντιπροσωπευτικού συστήματος με την άμεση δημοκρατία, ώστε να δίνεται στον λαό η δυνατότητα να παρεμβαίνει κατά τη λήψη αποφάσεων που τον αφορούν. Η ευόδωση και ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας και στους παραπάνω τομείς θα συντείνει στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.


14

50

8-10 Μαρτίου 2019

|

Αναθεώρηση «χαµηλής πτήσης»

Της Λίνας Παπαδοπούλου, αν. καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου Νομική Σχολή ΑΠΘ

ιλούµε για την αναθεώρηση του τυπικού Συντάγµατος. Πλέον όµως έχει πρωτόγνωρα διευρυνθεί η ύλη του µη τυπικού, ουσιαστικού Συντάγµατος, και δη του «εξωγενούς», ορθότερα υπερεθνικού, αυτού δηλαδή που εµπεριέχεται και απορρέει ιδίως από τις συνταγµατικού χαρακτήρα διατάξεις του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, καθώς και από τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε∆∆Α - γνωστού και ως δικαστηρίου του Στρασβούργου) βάσει της Ευρωπαϊκής Σύµβασης στο πλαίσιο του Συµβουλίου της Ευρώπης. Η νοµολογία του Στρασβούργου -και λιγότερο αλλά παράλληλα και εκείνη του ∆ικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.)- δηµιουργεί έναν ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο δικαιωµάτων, ο οποίος τείνει προς τη σύγκλιση και την οµογενοποίηση των διαφορετικών εθνικών έννοµων τάξεων. Και αν το Ε∆∆Α επηρεάζει κυρίως το Σύνταγµα των δικαιωµάτων, το ενωσιακό δίκαιο προσδιορίζει αποφασιστικά, παρότι ενίοτε αδιαφανώς, τα όρια και τις αρµοδιότητες των κρατικών οργάνων (κυβέρνησης, Βουλής, δικαστηρίων, εκλογικού σώµατος). Συνεπώς, η αναθεώρηση του τυπικού Συντάγµατος ενός κράτους-µέλους της Ε.Ε. και του Συµβουλίου της Ευρώπης δεν κατέχει πια, πολιτικά και κανονιστικά, το µονοπώλιο της συνταγµατικής διαρρύθµισης.

Μ

Ελλειψη συναίνεσης για τα σημαντικά Είναι κοινός τόπος ότι η επιτυχής ολοκλήρωση της αναθεωρητικής διαδικασίας

προϋποθέτει πολιτική συναίνεση και κλίµα συνδιαλλαγής µεταξύ των πολιτικών κοµµάτων, το οποίο έχει τορπιλιστεί, εδώ και µια οκταετία, από τις δυνάµεις του λαϊκισµού. Συνεπώς, η συγκεκριµένη αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι καταδικασµένη να πετύχει τα ελάχιστα, όπως φάνηκε από την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή. ∆ύο διατάξεις που αφορούν τις «ελίτ» της κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας (ακαταδίωκτο των βουλευτών, άρθρο 62Σ και ποινική δίωξη των υπουργών, άρθρο 86 Σ) ορθώς προτείνονται για αναθεώρηση, αλλά εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο του λαϊκισµού, χωρίς να λύνουν ουσιαστικά προβλήµατα. Για τα τελευταία προσπάθησε να µιλήσει η Ν.∆., διαγιγνώσκοντας την ανάγκη να τεθεί -επιτέλους!- το κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, να απελευθερωθούν οι δηµιουργικές δυνάµεις της ελληνικής κοινωνίας από τα κρατικά δεσµά (όπως για παράδειγµα µε την κατάργηση του υποκριτικού κρατικού µονοπωλίου στην τριτοβάθµια εκπαίδευση), να επικαιροποιηθεί η συνταγµατική περιβαλλοντική προστασία, να καταργηθεί η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής από την κυβέρνηση για εθνικό θέµα µε σταθερούς εκλογικούς κύκλους και να διασφαλιστεί συνταγµατικά η δηµοσιονοµική βιωσιµότητα. Οταν όµως η αναθεωρητική διαδικασία εργαλειοποιείται από την κυβερνητική πλειοψηφία ως προεκλογικός µηχανισµός, κάθε διάλογος είναι προσχηµατικός και αποβαίνει άκαρπος. Θρησκεία Ενόψει και της πρώτης παρατήρησης, κάποιες από τις προτάσεις που υπερψηφίστηκαν τουλάχιστον από την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής στην τρέχουσα διαδικασία αναθεώρησης έχουν βεβαιωτικό χαρακτήρα των µη τυπικών µεταβολών που έχουν ήδη επέλθει µέσα από τη νοµολογία του Ε∆∆Α, όπως για παράδειγµα η συσταλτική ερµηνεία της βουλευτικής ασυλίας στην έκφανσή της ως «ακαταδίωκτου» των βουλευτών (άρθρο 62 Σ, βλ. σχετική απόφαση Τσαλκιτζής κ. Ελλάδας του 2006). Εξίσου, βεβαιωτικό χαρακτήρα πρέπει να δεχθούµε ότι έχει και η πρόταση για ερµηνευτική δήλωση στο άρθρο 3 Σ και ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, καθώς η τελευταία απορρέει τόσο από το

άρθρο 13 Σ και τη σχετική νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων όσο και από τη νοµολογία του Ε∆∆Α. Ετσι, ενώ η θρησκευτική ουδετερότητα του όρκου των βουλευτών είναι ήδη κατοχυρωµένη (βλ. και απόφαση Buscarini του Ε∆∆Α, 1999, βάσει της οποίας έχει επί της ουσίας τροποποιηθεί ήδη το άρθρο 59 Σ), στον θρησκευτικό αποχρωµατισµό του κράτους συνεισφέρουν θετικά οι προτάσεις για κατάργηση του θρησκευτικού αποκλειστικά όρκου των βουλευτών και του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας (το οποίο πρότεινε και η Ν.∆.). Θεσμοί «ημι-άμεσης δημοκρατίας» Το ελληνικό Σύνταγµα υπολείπεται σχεδόν όλων των άλλων κρατών-µελών της Ε.Ε. σε θεσµούς «άµεσης» (ή ηµι-άµεσης) δηµοκρατίας. Μιλούµε κυρίως για τη δυνατότητα προκήρυξης δηµοψηφίσµατος και για το πολιτικό δικαίωµα λαϊκής νοµοθετικής πρωτοβουλίας. Η ενίσχυση των δυνατοτήτων αυτών κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση προκειµένου να ενισχυθεί ο ρόλος των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας, µε τρόπο συµβατό µε το αντιπροσωπευτικό σύστηµα. Ωστόσο, οι σχετικές προτάσεις πρέπει να συνοδεύονται από θεσµούς ελέγχου τυχόν κατάχρησης τέτοιων δυνατοτήτων. ∆υστυχώς το αντισυνταγµατικό και παράλογο δηµοψήφισµα του 2015 αποδυνάµωσε την πειστικότητα των προτάσεων υπέρ των θεσµών αυτών. Απέδειξε, ταυτόχρονα, ότι απαιτείται προληπτικός έλεγχος της προκήρυξης δηµοψηφίσµατος από ανεξάρτητο όργανο, για παράδειγµα δικαστικό, προκειµένου να αποτρέπονται και να αποφεύγονται ευθείες παραβιάσεις ή καταστρατηγήσεις, όπως αυτή του 2015. Ειδάλλως, οι αµεσοδηµοκρατικοί θεσµοί υποσκάπτουν, αντί να ενισχύσουν, τη δηµοκρατία. Η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας Αν τελικά αυτή η αναθεώρηση ολοκληρωθεί από την επόµενη Βουλή, θα έχει ως κύριο αντικείµενό της την αποσύνδεση της αδυναµίας της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας από τη διάλυσή της, καθώς προς την κατεύθυνση αυτή συµφώνησαν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Ν.∆. Η ανάγκη αυτή της αναθεώρησης του άρθρου 32 Σ θεωρείται πλέον κοινός τόπος

–µε αξιόλογη πάντως αντιλογία υπέρ της διατήρησης της ισχύουσας συνταγµατικής µηχανικής– αφού η κύρωση της διάλυσης είναι υπερβολική για έναν Πρόεδρο χωρίς πολιτικό ρόλο, µε συµβολικές και ρυθµιστικές, ρητά εκ του Συντάγµατος πάντως, προβλεπόµενες αρµοδιότητες. Πέραν της κατεύθυνσης αυτής, για την οποία διαπιστώθηκε συναίνεση, το συγκεκριµένο περιεχόµενο θα αποφασιστεί από την επόµενη Βουλή, αν δηλαδή επιλεγεί, εφόσον δεν επιτευχθεί η αυξηµένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η άµεση εκλογή από τον λαό ή η εκλογή µε απόλυτη πλειοψηφία από τη Βουλή ή και άλλη πρόταση (π.χ. από διευρυµένο σώµα εκλεκτόρων). Η άµεση εκλογή πάντως, παρότι θα µετέτρεπε σε συγκρουσιακή τη σχετική διαδικασία –κάτι που πάντως καµιά από τις άλλες λύσεις δεν αποτρέπει αποτελεσµατικά–, θα ενίσχυε τη νοµιµοποίηση του Προέδρου και θα του επέτρεπε να ασκήσει ουσιωδώς τις αρµοδιότητές του, ως θεσµικό αντίβαρο σε έναν υπερενισχυµένο πρωθυπουργό. Μια δυσκίνητη αναθεωρητική διαδικασία Εντελώς εκτός συζήτησης έµεινε δυστυχώς η ίδια η αναθεωρητική διαδικασία, καθώς η σχετική πρόταση της Ν.∆. για απλοποίησή της (απόλυτη πλειοψηφία στην προτείνουσα και 3/5 στην κατεξοχήν αναθεωρητική Βουλή, µε κατάργηση της πενταετίας αναµονής) δεν έλαβε την απαραίτητη πλειοψηφία. Ετσι, το Σύνταγµά µας παραµένει εξαιρετικά αυστηρό και η αλλαγή του επαφίεται ακόµη περισσότερο στις άδηλες και µη τυπικές µεταβολές (µέσω νοµοθεσίας και νοµολογίας και από διεθνείς ή υπερεθνικές συνθήκες, όπως επισηµάνθηκε). Συνεπώς, η αναθεώρηση έστω και ελάχιστων διατάξεων καθυστερεί για περίπου µία οκταετία την επόµενη προσπάθεια. Η πενταετία πάντως, µε βάση το γράµµα του άρθρου 110 παρ. 6 Σ, θα πρέπει να υπολογίζεται από την περάτωση της προηγούµενης και µέχρι την περάτωση, και όχι την έναρξη, χωρίς καν εχέγγυα ολοκλήρωσης, της επόµενης αναθεώρησης. Ακριβώς επειδή, αναθεώρηση χωρίς ολοκλήρωσή της µε σχετικό Ψήφισµα της Βουλής και δηµοσίευση σε ΦΕΚ του νέου κειµένου του Συντάγµατος δεν υφίσταται.


|

39 51

8-10 Μαρτίου 2019

15

Οι παράπλευρες ωφέλειες Του Μιχάλη Σπουρδαλάκη, καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επικεφαλής της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

ο ζήτηµα της διαδικασίας της συνταγµατικής αναθεώρησης αποτέλεσε σηµαντικό επίδικο της όλης πρωτοβουλίας. Από την επιλογή της συγκυρίας, την οργάνωση της διαβούλευσης, τον τρόπο και τον χρόνο της διατύπωσης των προτάσεων µέχρι την επίσηµη έναρξη της τυπικής διαδικασίας στην Ολοµέλεια της Βουλής (Νοέµβριος), τις συζητήσεις της Επιτροπής της Βουλής για την Αναθεώρηση και τέλος την τελική ψηφοφορία, η διαδικασία αποκάλυψε στάσεις και απόψεις του πολιτικού προσωπικού και των πολιτών που αξίζουν την προσοχή. Γύρω από αυτές τις στιγµές/φάσεις της διαδικασίας συγκροτήθηκαν επιχειρήµατα πολιτικής αντιπαράθεσης που τροφοδότησαν και τροφοδοτήθηκαν από την έντονη πόλωση της περιόδου. Ετσι, αναπτύχθηκαν µύθοι και προπαγανδιστικές αφηγήσεις για την ίδια τη διαδικασία, που εν πολλοίς συγκαλύπτουν σηµαντικές δυνατότητες και τάσεις που αυτή απρόσµενα ανέδειξε. Τάσεις και δυνατότητες που όχι µόνο διαλύουν τους σχετικούς µύθους, οι οποίοι ακόµη δηλητηριάζουν και υπονοµεύουν την ύψιστη πολιτική και θεσµική διαδικασία της αναθεώρησης, αλλά φαίνεται να κληροδοτούν κάποια ελπιδοφόρα χαρακτηριστικά στον πολιτικό µας πολιτισµό και στη λειτουργία της δηµοκρατίας. Η όλη διαδικασία κινήθηκε, παρά την αντιπολιτευτική ρητορική, στη βάση ενός µακροσχεδιασµού. Στον αντίποδα της γνωστής πρακτικής της προχειρότητας που συνήθως ορίζεται από συγκυριακές σκοπιµότητες, η παρούσα αναθεώρηση ήταν µια έµπρακτη υπόσχεση του κυβερνώντος κόµµατος από το 2009, όταν δηλαδή είχε ήδη περιλάβει συγκεκριµένες προτάσεις στο πολυσέλιδο πρόγραµµά του (ως Συνασπισµός). Στη συνέχεια, το 2013 ως αξιωµατική αντιπολίτευση συγκρότησε δια/ υπερκοµµατική επιτροπή ειδικών πανεπιστηµιακών για τον εκδηµοκρατισµό του ελληνικού πολιτικού συστήµατος. Μια επιτροπή που, παρ’ όλο που λοιδορήθηκε ως «επι-

Τ

τροπή σοφών», παρήγαγε σχετικές προτάσεις. Στην επέτειο της Μεταπολίτευσης το 2016, ο πρωθυπουργός ανήγγειλε, µε πανηγυρικό µάλιστα τρόπο, το συγκεκριµένο πλαίσιο της εκκίνησης της αναθεώρησης από την παρούσα Βουλή. Λίγους µήνες µετά συγκροτήθηκε η Επιτροπή ∆ιαλόγου για τη Συνταγµατική Αναθεώρηση. Πρωτοβουλία καινοτοµική διότι: α) επιχειρούσε να ανοίξει τη σχετική διαβούλευση προδιαδικαστικά της τυπικής διαδικασίας που ορίζει το άρθρο 110 του Συντάγµατος ενηµερώνοντας τους πολίτες, β) επιδίωκε να καταγράψει την προβληµατική και τις ιδέες των πολιτών γύρω από τα επίδικα της αναθεώρησης, γ) αναγνώριζε, τουλάχιστον έµµεσα, ότι η διαδικασία αυτή διασφάλιζε τη δυνατότητα καταγραφής και αξιοποίησης της κοινωνικά παραγόµενης γνώσης και, τέλος δ) αποτελούσε µια προσπάθεια αναγνώρισης και απάντησης στη χρόνια και πανθοµολογούµενης κρίσης εκπροσώπηση. Παρά την έλλειψη εµπειρίας σε διαδικασίες δηµόσιας διαβούλευσης, η συµµετοχή των πολιτών παρουσίασε στοιχεία σοβαρότητας και υψηλής ποιότητας, τόσο κατά τις διά ζώσης συναντήσεις σε πρωτεύουσες περιφερειών της χώρας όσο και στις δύο φάσεις της ηλεκτρονικής διαβούλευσης. Η θετική αυτή εµπειρία αποτελεί τρανή απόδειξη ότι όταν οι πολίτες καλούνται να συµµετέχουν σε ανοικτές διαδικασίες που σέβονται τις απόψεις τους, χωρίς διακρίσεις, αποκλεισµούς ή µε αγκιτατόρικες διαθέσεις, η ποιότητα του διαλόγου και οι συµβολές είναι παραγωγικές. Οι απόψεις που συγκεντρώθηκαν στην ογκώδη έκθεση της Επιτροπής αποτελούν τρανή απόδειξη αυτής εµπειρίας. Η Επιτροπή ∆ιαλόγου για τη Συνταγµατική Αναθεώρηση αντιµετωπίστηκε σχεδόν από το σύνολο της αντιπολίτευσης πολεµικά ή στην καλύτερη περίπτωση µε επιθετική αδιαφορία, ενώ τα ΜΜΕ, µε ελάχιστες εξαιρέσεις, ακολούθησαν κατ’ ουσίαν την ίδια γραµµή. Θα µπορούσε να ερµηνεύσει και να κατανοήσει κανείς τη στάση αυτή ως αποτέλεσµα συντηρητικών ιδεολογικών επιφυλάξεων απέναντι σε πρακτικές οι οποίες εµπλέκουν τον λαό, ως υποκείµενο της δηµοκρατίας, σε συµµετοχικές διαδικασίες. Ωστόσο, εκείνο που ξενίζει από τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης είναι ότι, τουλάχιστον σε επίπεδο κεντρικής γραµµής και µερικών απολύτως ελεγχόµενων φορέων κοινωνικής εκπροσώπησης (λ.χ. ΓΣΕΕ κ.ά.), φαίνεται να µην έχει κατανοήσει πως µεγάλο µέρος της

κρίσης έχει να κάνει µε την κρίση εκπροσώπησης που είχε δηµιουργήσει η παλαιά πολιτική διευθέτηση της σχέσης κοινωνίας – κρατικής εξουσίας. Κρίση που προέκυψε από την απόσταση από ή και αποστροφή του πολιτικού συστήµατος προς την κοινωνία και την οποία δεν µπορούσε να αγνοήσει η αναθεωρητική διαδικασία, ακόµα και στη φάση της προετοιµασίας. Ευτυχώς όµως αυτό το ιδιότυπο εµπάργκο έσπασε από το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν ήδη σε άλλη λογική. Κάτι που κατανόησαν δηµοτικές και περιφερειακές αρχές, όπως και άλλες συλλογικότητες, που παρά την αντικυβερνητική τους προέλευση συµµετείχαν ενεργά στη διαβούλευση, αγνοώντας κοµµατικές γραµµές και αγκυλώσεις. Συµπέρασµα: Η κοινωνική γνώµη, η κοινωνική δυναµική και κίνηση δεν µπορεί να είναι πάντα µιντιακά ή (παλαιο)κοµµατικά ελεγχόµενη. Η τουλάχιστον αµφίθυµη διάθεση των κοµµάτων της αντιπολίτευσης σχετικά µε την αναθεώρηση εκφράστηκε από τη συνήθως έµµεση απειλή απονοµιµοποίησης διά της αποχώρησης από τη συζήτηση για το Σύνταγµα. Ωστόσο, η ψυχραιµία µεγάλου αριθµού βουλευτών που συµµετείχαν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή, καθώς και το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο των δεκαοκτώ συνεδριάσεών της, οι οποίες συχνά προσοµοίαζαν σε ακαδηµαϊκό σεµινάριο, σε συνδυασµό µε τη δηµοσιότητα που διαθέτουν οι διαδικασίες αυτές, ουσιαστικά ακύρωσαν τέτοιες προδιαθέσεις. Την ίδια στιγµή, η δυναµική που δηµιουργήθηκε εντός της Κ.Ε., καθώς και η σύνεση του προεδρείου περιόρισαν τις µαξιµαλιστικές φωνές της αναθεώρησης και ακύρωσαν άλλες που έχουν την τάση να ονοµάζουν λαϊκισµό κάθε τι που τολµά να φαντάζεται τη δι-

H αντιπαράθεση για τις αναθεωρητέες διατάξεις προστατεύτηκε σε έναν βαθµό από το τοξικό πολωτικό κλίµα της περιόδου και έτσι δηµιουργήθηκαν απρόσµενες συγκλίσεις. Συγκλίσεις που φαίνεται να έχουν καταλήξει σε αναθεωρητικές προτάσεις οι οποίες επιχειρούν να αποφεύγονται στο µέλλον οι παθογένειες που σηµειώθηκαν την περίοδο της κρίσης

εύρυνση των δεδοµένων θεσµικών ορίων του κράτους δικαίου και της δηµοκρατίας. Ετσι, η αντιπαράθεση για τις αναθεωρητέες διατάξεις προστατεύτηκε σε έναν βαθµό από το τοξικό πολωτικό κλίµα της περιόδου και έτσι δηµιουργήθηκαν απρόσµενες συγκλίσεις. Συγκλίσεις που φαίνεται να έχουν καταλήξει σε αναθεωρητικές προτάσεις οι οποίες επιχειρούν να αποφεύγονται στο µέλλον οι παθογένειες που σηµειώθηκαν την περίοδο της κρίσης. Τέλος, η διαβούλευση ακύρωσε την πολύ διαδεδοµένη άποψη ότι η επικράτηση των κοινωνικών και οικονοµικών αξιών του νεοφιλελευθερισµού είναι απολύτως ηγεµονική στη χώρα. Η ιδιαίτερη έγνοια πολιτών και κοινωνικών φορέων για την προστασία των κοινών, της ενέργειας, του νερού και των δηµόσιων πολιτιστικών φορέων είναι ενδεικτική ότι η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία δεν αποτελεί µια από τα κάτω διαδικασία. Με δεδοµένες τις παραπάνω ωφέλειες από τη µέχρι τώρα τυπική και άτυπη διαδικασία, προκύπτει αβίαστα το συµπέρασµα ότι αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν την αφετηρία πρωτοβουλιών κινητοποίησης και συµµετοχής µέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας από την επόµενη αναθεωρητική Βουλή. Επιπλέον, οι παράπλευρες αυτές ωφέλειες θα πρέπει να αποτελέσουν το πλαίσιο συστηµατικής θεσµικής παρακολούθησης της δυναµικής του καταστατικού χάρτη της χώρας, ώστε στο µέλλον η διαδικασία αυτή να λειτουργήσει πιο αποτελεσµατικά αφού µε τη συµµετοχή των πολιτών και των φορέων τους θα καταγράφει και θα αποτυπώνει θεσµικά και ίσως συνταγµατικά κοινωνικές ιδέες, επιδιώξεις και αναγκαιότητες.


16

52

8-10 Μαρτίου 2019

|

Μια ιδεολογικοπολιτική αποτίμηση

Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

ε δεδομένο το αποτέ λεσμα τ ης π ρ ώτ ης ψ η φ ο φ ο ρί ας ως προς τη συνταγματική αναθεώρηση και εν αναμονή της δεύτερης, θα είχε νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επιχειρηθεί μια πρώτη απάντηση σε δύο αλληλένδετα ερωτήματα που αιωρούνται πάνω από τις επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς αναλύσεις αυτής της περιόδου. Μπορεί πράγματι μια αναθεώρηση να έχει «προοδευτικό πρόσημο»; Και αν ναι, έχει τέτοιο πρόσημο το αναθεωρητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε εύκολη ούτε μονοσήμαντη. Είναι αναμφίβολο, εν πρώτοις, ότι η συνταγματική πολιτική, της οποίας απόρροια είναι οι προτάσεις αναθεώρησης, είναι υποσύνολο της ευρύτερης πολιτικής και εκπορεύεται από κομματικές δυνάμεις με αντικρουόμενες αξιακές επιλογές ως προς τον ρόλο του κράτους, το πολιτικό σύστημα και τη σημασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αντίθετα, η λογική της «ουδέτερης αναθεώρησης», με αποκήρυξη κάθε ιδεολογικού προσήμου στο όνομα των γενικότερων συμφερόντων του «λαού» και της «πατρίδας», έχει την ίδια αξία με τη γενικότερη θέση περί «άχρωμων» μεταρρυθμίσεων που υπηρετούν δήθεν, άνευ ετέρου, τον επιβαλλόμενο «εκσυγχρονισμό» (ο οποίος όμως συνήθως ταυτίζεται –παρά τις αόριστες και παραπλανητικές διακηρύξεις– με την άκριτη προσαρμογή στη σημερινή καταθλιπτική πραγματικότητα του «αχαλίνωτου καπιταλισμού»). Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι για να γίνει αναθεώρηση απαιτείται ευρύτερη συναίνεση (τουλάχιστον 3/5 σε μία από τις δύο εμπλεκόμενες Βουλές). Ωστόσο, η συναίνεση αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνει και τους δύο βασικούς αντιτιθέμενους πολιτικούς

Μ

πόλους (Αριστερά-Δεξιά). Το πώς και με ποιους όρους θα εκφραστεί είναι συνάρτηση των ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που διαμορφώνονται σε μια δεδομένη συγκυρία, δηλαδή των συσχετισμών των οποίων τη θεσμική αποτύπωση αποτελεί –σε τελευταία ανάλυση και με πολλαπλές έστω διαμεσολαβήσεις και διαθλάσεις– και η ίδια η συνταγματική αναθεώρηση. Τα παραπάνω, πάντως, δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν και άλλες κρίσιμες αντιθέσεις που ενδέχεται υπό προϋποθέσεις να επισκιάζουν την κύρια αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς και να εμφανίζονται σαν κυρίαρχες. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι αντιθέσεις Δημοκρατία-Ολοκληρωτισμός και Ευρώπη-Αντιευρώπη, οι οποίες από τη φύση τους συνεπάγονται πολύ ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες και ενδέχεται να επικαθορίζουν, σε μια δεδομένη συγκυρία, τις θεσμικές επιλογές. Επίσης, σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που ταλανίζει τη χώρα μας, είναι εύλογο να διαμορφώνονται, συγκυριακά έστω, ετερόκλητες συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις, που υπερβαίνουν τις παραδοσιακές ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις. Ολα αυτά επιτάσσουν πράγματι, υπό συγκεκριμένους πολιτικούς όρους, την πρόταξη ευρύτατων διακομματικών συναινέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των θεμελιωδών αρχών και των βα-

σικών κοινωνικών κατακτήσεων της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας. Με αυτά τα δεδομένα, το ερώτημα αν νοείται «προοδευτική» αναθεώρηση πρέπει μεν να απαντηθεί κατ’ αρχήν καταφατικά, αλλά υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, συναρτώμενο ευθέως με τρία αλληλένδετα ερωτήματα: πρώτον, ποιες πολιτικές δυνάμεις συσπειρώνονται γύρω από τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες, δεύτερον, πού αποβλέπουν αυτές οι πρωτοβουλίες και τρίτον, πόσο πολιτικά και θεσμικά πρόσφορες αποδεικνύονται στην πράξη, σε μια δεδομένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Υπό αυτό το τριπλό πρίσμα, μπορούμε να αποτιμήσουμε τόσο τις δύο προηγούμενες αναθεωρητικές πρωτοβουλίες όσο και τη σημερινή: Α. Η αναθεώρηση του 1986, με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, ήταν εν μέρει μόνο προοδευτική. Απάλλαξε μεν, με συμφωνία μόνον των «προοδευτικών» δυνάμεων, την πολιτική ζωή από την ιδιότυπη «κηδεμονία» που της είχε επιβάλει, μέσω του Συντάγματος του 1975, ο πατριάρχης της συντηρητικής παράταξης Κωνσταντίνος Καραμανλής, αλλά εν τέλει όχι μόνο παρέμεινε –κακώς– μονοθεματική αλλά και εκκόλαψε, στο όνομα της ενίσχυσης της Βουλής, τον πρωθυπουργοκεντρισμό. Β. Η αναθεωρητική πρωτοβουλία του 1995 στην αφετηρία της υπήρξε προοδευτική. Ωστόσο, πα-

ρότι οι συσχετισμοί ήταν επίσης πρόσφοροι, η αρχική στόχευση του Ανδρέα Παπανδρέου για ευρείες και τολμηρές τροποποιήσεις τέθηκε, μετά τις εκλογές του 1996, στην προκρούστεια κλίνη μιας μονομερούς συμφωνίας ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στην άχρωμη, άοσμη και πλαδαρή αναθεώρηση του 2001 (με αρκετές πάντως τροποποιήσεις προς την ορθή κατεύθυνση). Γ. Το αναθεωρητικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ σφραγίστηκε εξ αρχής από τον εγγενή αριστερισμό του, ο οποίος, βέβαια, κάθε άλλο παρά συνεπάγεται όντως προοδευτικές επιλογές. Οχι μόνο διότι είναι εκτός τόπου και χρόνου ως προς τους πραγματικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και διότι οδηγεί αρχικά μεν σε «αυταπάτες», στη συνέχεια σε άτακτη υποχώρηση και συντηρητικές αναδιπλώσεις και εν τέλει σε αποτυχία πραγμάτωσης έστω και μέρους των διακηρυσσόμενων μαξιμαλιστικών στόχων. Αυτό ακριβώς συνέβη και με την εν εξελίξει αναθεώρηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είχε ούτε απέκτησε στην πορεία σοβαρή και ρεαλιστική προοδευτική συνταγματική πολιτική. Από τις ανεκδιήγητες και εκτός της ισχύουσας έννομης τάξης αντιλήψεις περί «συντακτικής συνέλευσης» και «συνταγματικού δημοψηφίσματος» (στις οποίες έβαλε φρένο, ευτυχώς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας…) περάσαμε στις

γενικές και αόριστες εξαγγελίες του πρωθυπουργού, στον αμφιλεγόμενο και άνευ αποτελέσματος «κοινωνικό διάλογο» και εν τέλει σε καθυστερημένη, περιορισμένη και αγχωτική συζήτηση στην Επιτροπή Αναθεώρησης. Αλλά και εκεί δεν πρυτάνευσε η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων, προκειμένου να περάσουν –με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς– τουλάχιστον ορισμένες όντως ρεαλιστικές προοδευτικές προτάσεις που υποβλήθηκαν σε αυτό το τελικό στάδιο. Αντίθετα, αφ’ ενός μεν επεδείχθη πλήρης αδιαλλαξία απέναντι στις ουκ ολίγες θετικές προτάσεις της Ν.Δ. (διότι, βεβαίως, δεν ήταν όλες «νεοφιλελεύθερες»…), αφ’ ετέρου δε επελέγη η ατυχέστατη «εργαλειοποίηση» μιας ενδιαφέρουσας θεωρητικής συζήτησης για το αν δεσμεύει (και πώς) η πρώτη Βουλή την επόμενη. Αυτό οδήγησε σε μια ακραία και αλαζονική στάση ως προς τον ρόλο της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας, που έδωσε απλόχερα τόσο στη Ν.Δ. όσο και στο Κίνημα Αλλαγής το άλλοθι που αναζητούσαν… Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ολες οι διατάξεις που είχαν προοδευτικό πρόσημο (θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, μορφές άμεσης πολιτικής συμμετοχής, αναλογικό εκλογικό σύστημα στις βουλευτικές –και μόνον– εκλογές, πολιτικά δικαιώματα αλλοδαπών με μόνιμη διαμονή, νομοθετικός καθορισμός της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους) πέρασαν μόνο με την – οριακή και ευκαιριακή– κυβερνητική πλειοψηφία και κατά πάσα πιθανότητα θα απορριφθούν στην επόμενη Βουλή όπου απαιτούνται τουλάχιστον 180 ψήφοι. Αν λοιπόν δεν προκύψει κάποια εμπλοκή με την εκλογή του Προέδρου –που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συνολική απόρριψη της αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή…– φαίνεται ότι η αναθεώρηση θα περιοριστεί σε ελάχιστες διατάξεις, που είναι μεν χρήσιμες για τη βελτίωση της λειτουργίας του πολιτεύματος, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να τη χαρακτηρίσουν προοδευτική. Εκτός αν θεωρήσουμε ότι ο προοδευτικός χαρακτήρας της έγκειται σε αυτό που ξεστόμισε ευθαρσώς ο εισηγητής της πλειοψηφίας: να αποτραπεί, για τα επόμενα δέκα χρόνια, η αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια…


|

39 53

8-10 Μαρτίου 2019

17

Του Σπυρίδωνα Ι. Φλογαΐτη, καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

Ε

ίμαι της γνώμης ότι τα ακόλουθα ζητήματα είναι κεντρικής σημασίας για τη συζήτηση περί συνταγματικής αναθε-

ώρησης: 1. Ο τρόπος εκλογής του Πρόεδρου της Δημοκρατίας είναι κεντρικό ζήτημα ως μη όφειλε. Στην πραγματικότητα, η όλη συζήτηση γίνεται με τη σκέψη ότι ο τρόπος εκλογής προσδιορίζει και τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στο πολιτειακό σύστημα, ως εάν η άμεση εκλογή από τον λαό να συνδέεται αναγκαία με προεδρικού τύπου αρμοδιότητες, ενώ η έμμεση εκλογή από το Κοινοβούλιο να σημαίνει περιορισμένο ρόλο του Προέδρου στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η σκέψη αυτή είναι λανθασμένη, διότι υπάρχουν κράτη όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από τον λαό, αν και δεν έχει αυξημένες αρμοδιότητες, όπως π.χ. η Πορτογαλία, ενώ υπάρχουν κράτη όπου ο Πρόεδρος εκλέγεται από το Κοινοβούλιο, έχει κατά το γράμμα σχεδόν τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες με τον Ελληνα Πρόεδρο, όμως στην πράξη δυνατότητα άσκησης άμεσης παρέμβασης σε πολιτικές επιλογές, όπως π.χ. μπορεί και συχνά αρνείται τον διορισμό κάποιου ως υπουργού ή ακόμη και πρωθυπουργού, παρά τις σχετικές προτάσεις. Η αλήθεια είναι ότι και ο Ελληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τις σημερινές του αρμοδιότητες, έχει μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως λέγεται πολιτική δύναμη, διότι ορίζεται από το Σύνταγμα ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος», ιδιότητα που έχει προφανή κανονιστική ισχύ, ενώ λανθασμένα οι λοιπές αρμοδιότητές του, π.χ. ως προς τον διορισμό των υπουργών, ερμηνεύονται με βάση τις συνθήκες του πολιτεύματος που αναπτύχθηκαν σε ανώμαλες εποχές επί βασιλευομένης δημοκρατίας, λησμονώντας την πολιτειακή ασυνέχεια μεταξύ της βασιλευομένης και της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του Συντάγματος του 1975. Η σύνδεση της εκλογής του Προέδρου με την προσφυγή στις κάλπες δεν είναι σύστημα τιμωρίας του κοινοβουλίου που δεν κατορθώνει να αναδείξει Πρόεδρο, όπως συνήθως λέγεται και γράφεται, αλλά σύνδεση της εκλογής του Προέδρου με τη

Τα 4 κεντρικής σημασίας ζητήματα της αναθεώρησης Ενα ζήτημα που καμιά πολιτική δύναμη δεν θέλει να εξετάσει είναι η ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου παραγωγής κανόνων δικαίου. Είναι χαρακτηριστική η συντηρητική και αναχρονιστική αντίδραση του πολιτικού συστήματος σε κάθε ιδέα εισαγωγής συστήματος σοβαρής και οργανωμένης διαβούλευσης κατά την παραγωγή κανόνων δικαίου

λαϊκή βούληση, αφού η προσφυγή στον λαό γίνεται για να ενισχυθούν εκλογικά εκείνοι που θα προτείνουν τον κατά τον λαό καταλληλότερο για το αξίωμα. Είναι αλήθεια ότι το ιταλικό σύστημα εκλογής Προέδρου από το Κοινοβούλιο, με συνεχείς επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες και συνεχώς μειούμενο ποσοστό αναγκαίων θετικών ψήφων, θα ήταν η καταλληλότερη λύση, ιδιαίτερα για όσους θέλουν να κρατήσουν πιστά το κοινοβουλευτικό σύστημα. 2. Ενα ζήτημα που καμιά πολιτική δύναμη δεν θέλει να εξετάσει και που δεν προτάθηκε από καμιά συνταγματική αναθεώρηση μέχρι σήμερα είναι η ανάγκη εκσυγχρονισμού του τρόπου παραγωγής κανόνων δικαίου, είτε από το κοινοβούλιο είτε από τα όργανα της διοικήσεως. Το υπάρχον σύστημα αποτελεί κωδικοποίηση και εκλογίκευση των αναγκαίων απαντήσεων στα ερωτήματα και τις πρακτικές της δεκαετίας του '50, αντί να λάβει υπόψη του τις στο μεταξύ επελθούσες πρακτικές διεθνώς. Είναι χαρακτηριστική η συντηρητική και αναχρονιστική αντίδραση του πολιτικού συστήματος σε κάθε ιδέα εισαγωγής συστήματος σοβαρής και

οργανωμένης διαβούλευσης κατά την παραγωγή κανόνων δικαίου. Η ισχύουσα νομοθεσία, η οποία επιβλήθηκε με χίλιους κόπους από τους δανειστές, μακράν απέχει από τη διαβούλευση όπως πρωτοεισήχθη διεθνώς με το American Procedure Act 1946, και θυμίζει μάλλον παζάρι της Ανατολής. 3. Το άρθρο 16 εξελίχθηκε με τα χρόνια σε ένα είδος ταμπουριού και για τις δύο πλευρές, εκείνους που θέλουν απόλυτο κρατικό έλεγχο στα πανεπιστήμια και τους άλλους που θέλουν τη δυνατότητα ιδρύσεως και μη κρατικών πανεπιστημίων. Απ' ό,τι φαίνεται αυτή η συζήτηση δεν θα τελειώσει ποτέ, με τη ζωή να ξεπερνά τις ιδεολογίες και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο και για τις δύο πλευρές, για τους μεν διότι η αλήθεια είναι πως η χώρα είναι γεμάτη από ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως και αν λέγονται, ενώ για τους δε διότι τα υπάρχοντα παραδείγματα παρεχόμενης ανώτατης ιδιωτικής παιδείας σπανίως ξεπερνούν το επίπεδο διδακτηρίων. Η αλήθεια όμως είναι ότι με το υπάρχον άρθρο 16 είναι δυνατόν να δημιουργηθούν «ιδιωτικά» πανεπιστήμια στην Ελλάδα και μάλιστα να

είναι πλήρως ενταγμένα στο εθνικό σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης. Το Σύνταγμα απαιτεί τα πανεπιστήμια να έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δηλαδή να δημιουργούνται από το κράτος με νόμο, οι καθηγητές να είναι δημόσιοι λειτουργοί και η προπτυχιακή παιδεία να παρέχεται δωρεάν. Θα μπορούσε η νομοθεσία να προβλέψει ότι ένα κοινωφελές ίδρυμα που επιθυμεί να δημιουργήσει πανεπιστήμιο θα πρέπει να υποβάλει μια τεχνικοοικονομική μελέτη στο υπουργείο Παιδείας, την οποία, εάν πληροί τους όρους του νόμου, το υπουργείο θα ενσωματώσει σε ένα σχέδιο νόμου δημιουργίας ΝΠΔΔ που θα παραχωρηθεί για τη λειτουργία του στο συγκεκριμένο ίδρυμα. Η προτεινόμενη λύση αποτελεί το σύστημα δημιουργίας «ιδιωτικών» πανεπιστημίων της μεγάλης γείτονος χώρας, ικανοποιεί προφανώς και τις δύο πλευρές της ατέρμονος συζήτησης και είναι παράξενο γιατί δεν συζητείται. 4. Το άρθρο 24, έγραφα ενόψει της αναθεώρησης του 2001, δεν αποτελεί πρόβλημα. Ιδιαίτερα στην αρχική του γραφή του 1975 ήταν άρτια γραμμένο και εσωτερικά ισορροπημένο, στο πλαίσιο μάλιστα μιας συστηματικής ερμηνείας του με πληθώρα άλλων διατάξεων του Συντάγματος. Το πρόβλημα, έγραφα τότε, είναι η ερμηνεία που του δίνεται στο πλαίσιο ιδεοληψιών του δικαστή. Αποδείχθηκε η αλήθεια του ισχυρισμού εκείνου, διότι έκτοτε ο δικαστής βελτίωσε σημαντικά τη νομολογία του, αν και δεν έχει κάνει ακόμη τα αποφασιστικά βήματα που πρέπει. Αν δεν αλλάξει νοοτροπία ο δικαστής, όσες φορές και να αλλάξει το άρθρο 24, η ισορροπημένη ερμηνεία δεν θα επιτευχθεί.


18

54

8-10 Μαρτίου 2019

|

Περιμένοντας την αναθεώρηση - Σκη ση, η αναθεώρηση απαιτεί αυξημένες πλειοψηφίες, συνεπώς χρειάζεται ήρεμο πολιτικό κλίμα και διάθεση συναίνεσης και συγκλίσεων μεταξύ των κομμάτων. Β. Ποιες είναι οι πολιτικές συνθήκες; Κύριο ρόλο στην αναθεώρηση έχουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Στην

Της Πηνελόπης Φουντεδάκη, καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

αναθεώρηση του Συ ν τάγματος είναι μια περίπλοκη πολιτική διαδικασία όπου εμπλέκονται νομικοί κανόνες, πολιτικές συγκρούσεις, εξουσιαστικός λόγος και κυρίως ιδεολογική επικάλυψη του «νομικού» επιχειρήματος. Το κείμενο που ακολουθεί έχει την εξής δομή: Πρώτα (Α.), καταγράφω βασικά σημεία, ομοφώνως αποδεκτά, για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στη συνέχεια (Β.), περιγράφω τις πολιτικές συνθήκες, εστιάζοντας στα δύο κυρίαρχα κόμματα. Τέλος (Γ.), εξετάζω πώς οι πολιτικές συνθήκες επηρέασαν τη μέχρι τώρα αναθεώρηση του Συντάγματος. Η συνέχεια έπεται...

Η

Α. Πώς προσδιορίζεται η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος; Η ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος κρίνεται βάσει ορισμένων βασικών παραδοχών. Τα Συντάγματα στις δημοκρατίες της Ευρώπης, όπου εντάσσεται η Ελλάδα, έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά. Εχουν έναν πυρήνα διατάξεων (θεμελιώδεις αρχές) που δεν αναθεωρούνται ποτέ. Αυτές οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται εξ ορισμού σε ένταση μεταξύ τους: προβλέπουν τη δημοκρατία ως α) πλειοψηφική αρχή (δημοκρατικό στοιχείο) β) κράτος δικαίου (φιλελεύθερο στοιχείο), που προστατεύει κυρίως τις ατομικές ελευθερίες. Το κράτος δικαίου στηρίζει τις δημοκρατίες που θεσπίζουν τη (θολή πλέον) διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, δηλαδή τη διαφορετική αντιμετώπιση του κράτους (που έχει το μονοπώλιο της έννομης βίας) από τον

ιδιώτη: Ο ιδιώτης πράττει ελεύθερα όσα δεν απαγορεύονται, το κράτος πράττει μόνο όσα ρητώς προβλέπονται από τον νόμο. Για τον λόγο τούτο το κράτος είναι αναγκαστικά πολύ περισσότερο δυσκίνητο. Επιπλέον, τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το κράτος, ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά, έχουν εσωτερικές τριβές μεταξύ τους. Γι’ αυτό απαιτούνται η στάθμιση και η ισορροπία. Είναι κείμενα λιτά για να εφαρμόζονται σε μάκρος χρόνου υπό διαφορετικές πολιτικές συνθήκες. Οταν εμφανίζονται νέα δεδομένα προς ρύθμιση, το κράτος προκρίνει την απλή νομοθετική διαδικασία και μόνο όταν αυτή δεν επαρκεί, καταφεύγει στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτω-

Ευρώπη, πρόσφατα φαινόμενα, όπως η ισλαμιστική τρομοκρατία, τα μεταναστευτικά ρεύματα, ο νεο-εθνικισμός, ο λαϊκισμός συνετέλεσαν στην ανάδυση αντισυστημικών κομμάτων που υποβαθμίζει τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Τα αντισυστημικά κόμματα επιτίθενται στο κράτος δικαίου, αρνούνται το διεθνές σύστημα των δι καιωμάτων του ανθρώπου, αν τ ιτ ίθ ε ν ται στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, επιβά λ λουν την εθνοκεντρικ ή αν τί λ ηψη της οικονομίας και του κρά-

τους, καταφεύγουν στον «λαό» σε βάρος των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Σήμερα, σε Πολωνία, Ουγγαρία και Ρουμανία, ο λαϊκισμός και ο αυταρχισμός των κυβερνήσεων πλήττουν καίρια το κράτος δικαίου. Στην Ελλάδα τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς εμφανίζουν ιδιαιτερότητες. Η Κεντροδεξιά έχει υπερανεπτυγμένη τη συντηρητική της πτέρυγα, υποστηρίζοντας την κρατικιστική οικονομία, αντιτιθέμενη σε νέες ατομικές ελευθερίες, εστιάζοντας στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, της πατρίδας, της θρησκείας, έναντι μιας αναιμικής φιλελεύθερης πτέρυγας, που επιθυμεί την ενίσχυση του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, των μειοψηφιών, της ιδιωτικής οικονομίας. Η ελληνική Κεντροαριστερά διαθέτει τη σοσιαλδημοκρατική της πτέρυγα, που επιζητεί την ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κρατικής παρουσίας εντός της οικονομίας της αγοράς. Η «κομμουνιστογενής» πτέρυγα, με τις μνήμες τού (ατέρμονου) Εμφυλίου, χαρακτηρίζεται από την αντίθεση στις αγορές και


|

39 55

8-10 Μαρτίου 2019

19

νή Πρώτη

την καχυποψία έναντι της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης, επιδιώκοντας την υπερεπέκταση του κράτους και την άρνηση του ευρωπαϊκού και διεθνούς προσανατολισμού. Η ύπαρξη του ΚΚΕ, παλαιοκομμουνιστικού κόμματος αδιέξοδης ιδεολογικής αγκύλωσης, και η άνοδος της νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής συμπληρώνουν το πολιτικό σκηνικό. Ας δούμε τους δύο «πρωταγωνιστές». Ο ΣΥΡΙΖΑ ανεδείχθη ως κυβερνητικό κόμμα με αντισυστημικά-κινηματικά χαρακτηριστικά επί των οποίων σωρεύτηκε η συνεργασία με το προσωποπαγές ακροδεξιό κόμμα των ΑΝ.ΕΛΛ. Η αμφιθυμία στη διακυβέρνηση της χώρας (αντανάκλαση του ανομοιογενούς προσωπικού του αλλά και του ακροατηρίου του), που εκδηλώθηκε στην αρχική ρήξη με τους δανειστές και στον επώδυνο συμβιβασμό, συνεχίστηκε σε πολλά επίπεδα, όπως με το ατυχές δημοψήφισμα και την ευτυχή αγνόησή του, αλλά και με τη θετική Συμφωνία των Πρεσπών. Εκμεταλλευόμενος τη διαιρετική τομή μνημόνιο-αντιμνημόνιο, «λαός» εναντίον διεθνών «ελίτ», κατάφερε να ανταποκριθεί στα

Η Ν.Δ. υπέβαλε σειρά πολλών (υπερβολικά πολλών για τις συνθήκες) εύλογων και μη προτάσεων, δεν εστίασε στα καίρια, παγιδεύτηκε από την καινοφανή δημόσια πρόσκληση για αμοιβαία ψήφιση των προτεινομένων, αρνήθηκε την αναθεώρηση των επιλήψιμων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, ακόμη και τη συμβολική απαγόρευση διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και υπέστη πολιτική ήττα

αντιστοίχως αμφίθυμα αισθήματα των Ελλήνων και να κερδίσει την αποδοχή αναγκαίων αποφάσεων για οικονομικές θυσίες που η Κεντροδεξιά ουδέποτε θα μπορούσε να επιβάλει. Ο πολιτικός ρεαλισμός πιστώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο επειδή με τη μετάλλαξή του επέφερε πλήγμα στα χρόνια σύνδρομα του αντιευρωπαϊσμού και του «φιλορωσισμού». Η Ν.Δ. με τη σειρά της επέλεξε να ασκήσει οξεία αντιπολίτευση, με ελάχιστη αυτοκριτική για το παρελθόν της δικής της διακυβέρνησης, πιεζόμενη μεταξύ της παραδοσιακής λαϊκής Δεξιάς (με τους βαρόνους του εθνικισμού και των πελατειακών σχέσεων) και της φιλελεύθερης αντίληψης της οικονομίας και του κράτους. Η υποστήριξη μιας καταστροφικής διακυβέρνησης (2004-2009), η εμμονή στην παρούσα σχέση κράτους και εκκλησίας, η αντίθεση στη Συμφωνία των Πρεσπών δείχνουν αδυναμία στήριξης εύλογων πολιτικών. Γ. Τι απέδειξε η μέχρι τώρα διαδικασία αναθεώρησης; Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε μια κομματικώς εργαλειακή αντίληψη, σε κάκιστη συγκυρία, με

πόλωση, έπαρση, υπερβολές. Στην Ολομέλεια εγκρίθηκαν 32 από τις συνολικά 36 προτάσεις που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ και 3 από τις 59 της Ν.Δ. Η σύγκλιση επετεύχθη μόνο στη μη διάλυση της Βουλής κατά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, στον περιορισμό της βουλευτικής ασυλίας, στις εξεταστικές επιτροπές, στην ποινική ευθύνη των υπουργών, στα στρατιωτικά δικαστήρια, στις ανεξάρτητες αρχές και στην κατάργηση παρωχημένων μεταβατικών διατάξεων. Με τις κυβερνητικές (περίπου) ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε μια δειλή θρησκευτική ουδετερότητα (χωρίς να αγγίξει την προμετωπίδα του Συντάγματος, την υποχρεωτική θρησκευτική εκπαίδευση, τον προσηλυτισμό) και επιπλέον την απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου, τη (διακηρυκτική) ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη λαϊκή συμμετοχή (δημοψηφίσματα κ.ά.), τη συνταγματοποίηση της απλής αναλογικής με την καταγέλαστη πρόβλεψη εκλογής 5 βουλευτών από τους απόδημους Ελληνες, την (ανούσια) πρόβλεψη νόμου για σύστημα περιφερειακής οργά-

νωσης της κεντρικής διοίκησης και προστασία των νησιωτικών και ορεινών περιοχών. Η άρνηση αναθεώρησης του άρθρου 16, τόσο για τη μορφή των δημόσιων πανεπιστημίων ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (επίτευγμα του «Συντάγματος» της χούντας) όσο και για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά και του άρθρου 24, για την αντιμετώπιση της χρόνιας αυθαίρετης δόμησης σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος, αποτέλεσαν ιδεολογική σημαία στη σύγκρουση με τη Ν.Δ., αλλά σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Η ευκαιρία αναθεώρησης της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε αυτή να ολοκληρώνεται σε μία Βουλή, χάθηκε μεσοπέλαγα. Παραμένει ζητούμενο πώς με αναλογικότατο εκλογικό σύστημα θα σχηματίζονται συμμαχικές κυβερνήσεις (όπου απαιτούνται γραπτές συμφωνίες συνεργασίας) εντός τριών (!) ημερών, όπως επιβάλλει το (κάκιστο) άρθρο 37 για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η Ν.Δ. υπέβαλε σειρά πολλών (υπερβολικά πολλών για τις συνθήκες) εύλογων και μη προτάσεων, δεν εστίασε στα καίρια, παγιδεύτηκε από την καινοφανή δημόσια πρόσκληση για αμοιβαία ψήφιση των προτεινομένων, αρνήθηκε την αναθεώρηση των επιλήψιμων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, ακόμη και τη συμβολική απαγόρευση διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και υπέστη πολιτική ήττα. Συμπέρασμα Η χώρα μας βρίσκεται σε κρίση πολιτικής αναξιοπιστίας, σε κρίση οικονομική, με ελλείμματα στο κράτος δικαίου. Οι αιτίες οφείλονται ελάχιστα στις ρυθμίσεις του ισχύοντος Συντάγματος και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο παράγονται και εκτελούνται οι νόμοι, στην αργόσυρτη απονομή της δικαιοσύνης, στο φορολογικό σύστημα και στη συστημική διαφθορά. Η άποψη ότι το Σύνταγμα φταίει για τα ανωτέρω και χρειάζεται αναθεώρηση για να επιλυθούν οι στρεβλώσεις οφείλεται είτε σε φαντασιώσεις περί του κανονιστικού εύρους του Συντάγματος, είτε σε σκοπιμότητα μετάθεσης ευθυνών από την απλή στην αναθεωρητική Βουλή, χωρίς αποτέλεσμα.



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.