Παραμύθια τελικόβ1

Page 1

5ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΑΛΑΙΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ

Από μικρός αναγνώστης, μικρός συγγραφέας Πολιτιστικό πρόγραμμα της Β’ τάξης

2014 1


Στα πλαίσια του πολιτιστικού προγράμματος «από μικρός αναγνώστης μικρός συγγραφέας» οι μαθητές της Β’ τάξης αξιοποίησαν προηγούμενες εμπειρίες τους –ποιος άλλωστε δεν έχει ακούσει ή δεν έχει

διαβάσει παραμύθια;- και τις συστηματοποίησαν γράφοντας τις δικές τους ιστορίες. Ανακάλυψαν τα δομικά στοιχεία των παραμυθιών μέσα από την τράπουλα του Propp και τα ενσωμάτωσαν στα δικά τους. Ενθαρρύνθηκαν να γίνουν από αναγνώστες συγγραφείς των δικών τους ιστοριών και αφέθηκαν να λειτουργήσουν αυθόρμητα μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής, δημιουργικότητας και συνεργασίας. Έτσι ήρωες γνωστοί από το χθες και από το σήμερα, πλάσματα φανταστικά μέσα από βιβλία και αγαπημένες παιδικές ταινίες αποτέλεσαν την πηγή της έμπνευσής τους. Ταυτόχρονα βελτίωσαν τον προφορικό και τον γραπτό τους λόγο και αντιλήφθηκαν την ανάγκη να ξαναγράψουν ένα κείμενο βελτιώνοντάς το με βάση τις παρατηρήσεις τις δικές τους ή άλλων. Διαπίστωσαν ότι επικοινωνούν καλύτερα με τους άλλους, όταν χρησιμοποιούν τις κατάλληλες λέξεις στην κατάλληλη θέση, όταν τα γραπτά δηλαδή είναι σωστά από γραμματική και συντακτική άποψη. Σκέφτηκαν, ονειρεύτηκαν, όξυναν τη φαντασία τους, βίωσαν συναισθήματα και πάνω απ’ όλα χάρηκαν. Κατάλαβαν ότι «οτιδήποτε βλέπεις μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από

οτιδήποτε αγγίξεις» (Χανς Κρίστιαν Άντερσεν). Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον διευθυντή του σχολείου Μάνο Περίδη, την εικαστικό Ευνίκη Σαμαρά και τον καθηγητή της Πληροφορικής Δημήτρη Παππά.

Οι δασκάλες της Β’ τάξης Δήμητρα Σμυρλή Αθηνά Χουλιάρα

2


Περιεχόμενα σελίδα

1. Μικρός Πρίγκιπας εναντίον κακιάς Μυλωνούς

4

2. Η Πεντάμορφη και ο ληστής

12

3. Ο Τζακ σώζει τη Θλιμμένη Χώρα

20

4. Ο Τοσοδούλης αντιμέτωπος με το Τέρας

27

5. Λούης ο Φαλαινούλης …στο πλαίσιο του προγράμματος Comenius, μία ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό από τα παιδιά της Β’ τάξης (Β1 και Β2)

3

35


Μικρός Πρίγκιπας εναντίον κακιάς Μυλωνούς Γράφουν οι: Μιχάλης Αβλαστιμίδης, Αλίκη Βατού, Κωνσταντίνος Ζιώγας, Θεοδώρα Λύρα, Νίκος Μπουλιγαράκης, Μαρία Τζιούτζιου

4


Μ

ια φορά κι έναν όμορφο καιρό ζούσε ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Όταν αρρώστησε βαριά, έδωσε τον θρόνο του στον

μικρότερο, τον Μικρό Πρίγκιπα, που όλοι τον αγαπούσαν στη χώρα, γιατί ήταν καλόκαρδος, ευγενικός, γενναίος, έξυπνος και μυαλωμένος. Όλα κυλούσαν ήρεμα στο βασίλειο, ώσπου ένας αγγελιαφόρος έφερε στο παλάτι ένα γράμμα με την υπογραφή της Κακιάς Μυλωνούς. Το γράμμα έγραφε: Μικρέ Πρίγκιπα, Σε προσκαλώ στον πύργο μου. Θέλω να μιλήσουμε και να σου δείξω κάτι που σε ενδιαφέρει. Σε περιμένω σύντομα. Κακιά Μυλωνού Η Κακιά Μυλωνού ήταν μια μάγισσα φοβερή και τρομερή που όποτε βαριόταν σκεφτόταν και το χειρότερο έκανε διάφορα για να ταλαιπωρήσει τους κατοίκους του βασιλείου. Έριχνε βροχές και πλημμύριζαν τα πάντα, δηλητηρίαζε το νερό και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιουν, αιχμαλώτιζε και έκανε υπηρέτες της 5


όποιους, χωρίς να ξέρουν, ζητούσαν να τους φιλοξενήσει στον πύργο της για να περάσουν τη νύχτα και άλλα πολλά. Τώρα το σχέδιό της ήταν να παγιδέψει τον Μικρό Πρίγκιπα και να τον βάλει να την υπηρετεί για όλη του τη ζωή. Έτσι ο Πρίγκιπας αργά το βράδυ, την ίδια μέρα που πήρε το γράμμα, πήδηξε πάνω στον κάτασπρο άλογό του και ξεκίνησε να τη βρει μήπως και γλίτωνε τους υπηκόους του από άλλες συμφορές. Οι αυλικοί του προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν να πάει, αλλά αυτός δεν άκουγε κανέναν. Περνώντας από το Καταραμένο Δάσος τα ξημερώματα συνάντησε έναν περίεργο Γάτο, που μιλούσε και περπατούσε ανθρώπινα. Φορούσε στολή σωματοφύλακα και στη ζώνη του είχε ένα σπαθί που τέτοιο δεν είχε ξαναδεί ο Μικρός Πρίγκιπας. Ήταν, όπως όλοι θα καταλάβατε, ο Παπουτσωμένος Γάτος που του είπε να προσέχει στον δρόμο και ότι όταν τον χρειαστεί θα είναι δίπλα του. «Να, πάρε κι αυτό το διαμαντένιο σπαθί. Θα σε βοηθήσει να ξεπεράσεις τις παγίδες που έχει στήσει η Κακιά Μυλωνού», του είπε. 6


Ο Μικρός Πρίγκιπας ήθελε να μάθει ποιες είναι οι παγίδες, αλλά ο γάτος εξαφανίστηκε μεμιάς. «Μα πού πήγε;» αναρωτήθηκε. Σήκωσε αδιάφορα του ώμους του και προχώρησε. Κρατούσε σφιχτά στο χέρι του το διαμαντένιο σπαθί όταν ξαφνικά άκουσε κάτι περίεργους θορύβους. Ξανά μπροστά του ήταν ο γάτος που του είπε: «Πρόσεξε γιατί όπου να’ ναι αρχίζουν οι δοκιμασίες σου!». Ο Πρίγκιπας τον ρώτησε πού εξαφανίστηκε νωρίτερα και αυτός απάντησε: «Δεν εξαφανίστηκα. Σε ακολουθούσα όπου κι αν πήγαινες. Τώρα ήρθε η ώρα να εμφανιστώ για να σε βοηθήσω». 7


Και ξεκίνησαν για την περιπέτειά τους. Έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουν από δυο σπηλιές. Στην πρώτη ζούσε ένα λιοντάρι. Ευτυχώς κοιμόταν βαθιά και περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους κατάφεραν να βρουν την έξοδο χωρίς να χρειαστεί να το αντιμετωπίσουν.

Η επόμενη σπηλιά είχε βουλωμένη την έξοδό της με δύο τεράστιους βράχους. Μπήκαν αλλά δεν μπορούσαν να βγουν. Τότε ο Παπουτσωμένος Γάτος είπε στον Πρίγκιπα: «Ήρθε η ώρα να βγάλεις το σπαθί σου!». Το έβγαλε ο Πρίγκιπας, χτύπησε τους βράχους και τους έκοψε σε χιλιάδες κομματάκια. 8


Κόντευαν να φτάσουν στον Πύργο της Κακιάς Μυλωνούς. Όταν βρέθηκαν μπροστά του είχε πια νυχτώσει. Στην είσοδο υπήρχε ένας πυρσός και τον πήραν μαζί τους, γιατί μέσα στο βαθύ σκοτάδι δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους. Καθώς προχωρούσαν άκουσαν το σούρσιμο από τις παντόφλες της Κακιάς Μυλωνούς. Κρύφτηκαν, αλλά χωρίς επιτυχία γιατί η μάγισσα τους βρήκε και τους έπιασε. Τους έκλεισε σε ένα κλουβί. Μόλις όμως

έφυγε,

ο

Πρίγκιπας έβγαλε το διαμαντένιο

σπαθί

του, το ακούμπησε στην κλουβιού

πόρτα

του

και

την

κατέστρεψε. Η Κακιά Μυλωνού άκουσε το σπάσιμο της πόρτας και έτρεξε αμέσως να δει τι συμβαίνει αλλά ο Πρίγκιπας και Γάτος είχαν 9


εξαφανιστεί. Στην πραγματικότητα την ακολουθούσαν. Ήταν λίγα βήματα πίσω της. Όταν τους κατάλαβε, αυτοί έτρεξαν να κρυφτούν και χώθηκαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί βρήκαν ένα φίλτρο και ο Παπουτσωμένος Γάτος κατάλαβε ότι η φριχτή μάγισσα το είχε ετοιμάσει για να το δώσει στον Πρίγκιπα να το πιει ώστε να τον κάνει υπηρέτη της. Το πέταξε έξω από το παράθυρο και ετοίμασε στο πι και φι ένα άλλο. Σε λίγο η Κακιά Μυλωνού τους βρήκε και ο Πρίγκιπας της είπε: «Κακιά Μυλωνού, πριν μου δείξεις αυτό για το οποίο με κάλεσες, θέλω να σου δώσω εγώ ένα δώρο, μιας και πρώτη φορά βρέθηκα στο σπίτι σου». Αυτή περίεργη καθώς ήταν τον ρώτησε ποιο είναι το δώρο. Ο Πρίγκιπας απάντησε: «Ας πιούμε πρώτα ένα ποτήρι κρασί, να ξεκουραστώ και λιγάκι και μετά θα στο δώσω. Πρέπει να έχεις υπομονή γιατί το δώρο μου είναι πολύτιμο και θα σε κάνει πραγματικά ευτυχισμένη». Ο Γάτος έφερε τα ποτήρια και η Μυλωνού με την πρώτη γουλιά ένιωσε μια μικρή ζαλάδα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε όμως να πίνει και όταν τέλειωσε το ποτήρι με το κρασί είχε γίνει διαφορετική. Από 10


στρίγγλα είχε γίνει αρνάκι. Μες την καλή χαρά και την καλοσύνη. Μέχρι και το πρόσωπό της άλλαξε. Από κακάσχημη είχε γίνει μια πολύ συμπαθητική κυρία.

Και οι τρεις μαζί πήραν το δρόμο της επιστροφής για το βασίλειο. Για πάρα πολλά χρόνια ο Μικρός Πρίγκιπας ήταν βασιλιάς με σύμβουλό του τον Παπουτσωμένο Γάτο. Την Καλή Μυλωνού την προσλάβανε για να φτιάχνει φάρμακα και να γιατρεύει τους αρρώστους. Και έζησαν χρόνια καλά και καταπληκτικά από εδώ και πέρα… 11


H Πεντάμορφη και ο ληστής Γράφουν οι: Μαρία Αντωνιάδου, Μηνάς Καψάνης, Αθηνά Κωτσοπούλου, Άγγελος Λιακόπουλος, Γκεράρντ Μεχίλι, Πάνος Παπάς

12


Λ

ένε πως μια φορά ζούσε ένα κορίτσι ίδιο με νεράιδα που λευκά πάντοτε φορούσε ρούχα. Είχε ομορφιά μεγάλη και τη λέγανε

Πεντάμορφη. Ήταν πλούσια και είχε ό,τι ζητούσε. Όλοι οι νέοι ήθελαν να την πάρουν για γυναίκα τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ένας φοβερός ληστής πού όλοι έτρεμαν ακόμα και με το άκουσμα του ονόματός του. Όχι πώς ήξεραν το όνομά του, απλώς με τη λέξη ληστής τινάζονταν στον αέρα από τον φόβο τους, σαν να τους είχε τσιμπήσει μύγα ή καλύτερα αλογόμυγα. Έφτασαν λοιπόν τα γενέθλια της Πεντάμορφης και θα γινόταν πια 19 χρονών. Ο πατέρας της είπε ότι έφτασε η ώρα να παντρευτεί και να διαλέξει το ταίρι της. Της εξήγησε κιόλας ότι αυτό έπρεπε να το κάνει γρήγορα γιατί την Παρασκευή θα γινόταν ο χορός του παλατιού και εκεί ο βασιλιάς θα τη ρωτούσε ποιον ήθελε για άντρα και θα ανακοίνωνε τον τυχερό. Ο ληστής μόλις το έμαθε μαύρισε από το κακό του και άρχισε να σκέφτεται τι να κάνει για να είναι ένας από τους υποψήφιους γαμπρούς. Σιγά μην ήθελε αυτόν η Πεντάμορφη! Όμως αυτός δεν θα το έβαζε κάτω. 13


Άρχισε να σκέφτεται. Μετά από ώρες του ήρθε μια ιδέα: «Θα μεταμφιεστώ σε πρίγκιπα» είπε «αλλά πώς;». Τότε θυμήθηκε ότι είχε έναν φίλο ράφτη. Έτρεξε στο ραφτάδικο και με ανυπομονησία του είπε: «Ράψε μου ένα ρούχο πριγκιπικό και γρήγορα». «Γιατί;» ρώτησε ο ράφτης. « Άσε μωρέ τα λόγια και ράβε. Πρέπει να πάω στο χορό του παλατιού.» Ο ράφτης αναρωτήθηκε πώς, αφού σίγουρα θα τον αναγνώριζαν όμως ο ληστής είχε βρει τον τρόπο: Θα φορούσε μια μάσκα και θα γινόταν αγνώριστος, ίδιος ο πρίγκιπας που κάθε κοπέλα ονειρεύεται.

14


Μόλις τελείωσε ο ράφτης το κοστούμι ο ληστής δεν κρατιόταν να πάει στην καλύβα του και να το φορέσει. Το έβαλε την ίδια ώρα και τη μάσκα επίσης. Ντύθηκε και ήταν άλλος άνθρωπος. Έβαλε και τον ράφτη να πλύνει το ταλαίπωρο άλογό του και αυτό από γκρίζο έγινε κατάλευκο σαν το χιόνι.

Ήρθε η μέρα του χορού. Την ώρα του πρωινού ο πατέρας της Πεντάμορφης την προειδοποίησε ότι στο παλάτι που θα πάνε δεν θα πρέπει να βγει από την αίθουσα ούτε καν στον κήπο γιατί μπορεί να εμφανιζόταν ο ληστής και να την έκλεβε. 15


Όταν πήγαν στο παλάτι το κορίτσι ήθελε πολύ να βγει έξω και παράκουσε την εντολή του πατέρα του. Κρυφά απ΄ όλους βγήκε στον κήπο και αφού κατάλαβε ότι είναι ασφαλής σκέφτηκε να περάσει και την πύλη του κάστρου. Καθώς περπατούσε και χάζευε τον ουρανό που ήταν γεμάτος αστέρια, σκόνταψε σε μια πέτρα και στραμπούλιξε το πόδι της. Την ώρα εκείνη πήγαινε προς το παλάτι ο ληστής. Τέτοια τύχη δεν την περίμενε! Μπροστά του η Πεντάμορφη, που σαν τον είδε ξεγελάστηκε από τα φανταχτερά του ρούχα και δέχτηκε να τη βοηθήσει. Αυτός την ανέβασε το άλογό του, όμως αντί να πάει στο παλάτι, άλλαξε δρόμο. Το κορίτσι κατατρομαγμένο άρχισε να ουρλιάζει, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Στο παλάτι τώρα ο πατέρας της κατάλαβε κάποια στιγμή ότι η μοναχοκόρη του έλειπε. Αναστατώθηκε, έβαλε τις φωνές και άρχισε να κλαίει τη μοίρα του. Τον λυπήθηκε ο βασιλιάς και είπε στο πριγκιπόπουλο να κάνει ότι μπορεί για να βρει την Πεντάμορφη. Το πριγκιπόπουλο, που κρυφά την 16


αγαπούσε και ανησυχούσε για την τύχη της, όπως και ο πατέρας της, πήρε τον δρόμο, χωρίς στρατό, αλλά με συντροφιά μια γυναίκα, την κυράΚαλή. Αυτή τον είχε μεγαλώσει και είχε μαγικές δυνάμεις. Έκανε μόνο τα καλό και πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους που τη χρειάζονταν. Ψάξανε μέρες και νύχτες τα γύρω χωριά, στα δάση ακόμα και στα απόκρημνα βουνά. Πουθενά το κορίτσι. Δεν απογοητεύτηκαν όμως και συνέχισαν την αναζήτηση. Κάποια στιγμή είδαν μπροστά τους μια καλύβα και μπήκαν μέσα για να ψάξουν. Τότε είδαν τον ληστή να κοιμάται βαθιά και να ροχαλίζει.

17


Δίπλα του ήταν ένα κλουβί που μέσα έκλαιγε η Πεντάμορφη σιγανά σιγανά. Tα ρούχα της ήταν βρόμικα, τα μακριά μαλλιά της μπερδεμένα και το χειρότερο έτρεμε σαν το φύλλο. Η κυρά-Καλή την πλησίασε και της είπε: «Μην κλαις, κοπέλα μου, εμείς θα σε βοηθήσουμε». «Ναι, εμείς!» συμπλήρωσε το πριγκιπόπουλο και άρχισε να ψάχνει τo κλειδί του κλουβιού μέχρι που το βρήκε μέσα σε μια κατσαρόλα. Ξεκλείδωσε και η Πεντάμορφη βγήκε, αλλά, πριν προλάβουν να φύγουν, ο ληστής ξύπνησε και άρχισε να τους κυνηγάει. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και ο ληστής κόντευε να τους πιάσει. Τότε η κυρά – Καλή έβγαλε το χρυσό δαχτυλίδι της και σημαδεύοντας το ληστή είπε τα μαγικά λόγια «στόκο, τακαλόκο, νάκα, πάκας», δηλαδή «στο καλό να πας!». Ο ληστής εξαφανίστηκε και κανείς δεν τον ξαναείδε. Γύρισαν πια στο παλάτι ήρεμοι και ασφαλείς. Το πριγκιπόπουλο αμέσως ζήτησε από τον πατέρα της Πεντάμορφης το χέρι της. Σύντομα

18


παντρεύτηκαν και έζησαν χρόνια πολλά και ευτυχισμένα με την κυράΚαλή κοντά τους να μεγαλώνει τα παιδιά τους.

19


O Τζακ σώζει τη Θλιμμένη Xώρα Γράφουν οι: Αλέξανδρος Αδαμίδης, Κωνσταντίνα Μπογοσιάν, Εμμανουέλα Ντραγκότη, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, Ελεονώρα Σαρηγεωργίου, Θεοδώρα Σπανού

20


Σ

τον καιρό των ιπποτών υπήρχε μια χώρα, πλούσια μα και φτωχή μαζί. Πλούσια γιατί οι άνθρωποι είχαν χρυσάφι πολύ και φτωχή

γιατί έλειπε το χαμόγελο από τα πρόσωπα όλων. Ήταν η Θλιμμένη Χώρα, η Χώρα του Φεγγαριού, η χώρα που ο ήλιος δεν τη ζέσταινε. Παγωμένη η χώρα, παγωμένες και οι καρδιές. Ώσπου… Μια μέρα δεν άντεξαν οι κάτοικοί της άλλο μες στη θλίψη και στο σκοτάδι και έστειλαν αγγελιαφόρο στη χώρα των Χαρούμενων Παιδιών. Ο αγγελιαφόρος ζήτησε από τον βασιλιά να τους βοηθήσει ώστε να βρουν κι αυτοί τη χαρά. Δεν ήξερε όμως πόσο σκληρός ήταν με τους ξένους. Καλός ήταν μόνο με τους υπηκόους του, γι΄αυτό κι αυτοί ήταν τόσο χαρούμενοι. Ο βασιλιάς αρνήθηκε κι έδιωξε τον αγγελιαφόρο. Δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα! Και τι να κάνει ο αγγελιαφόρος; Έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι. Τη συζήτηση άκουγε όλη αυτή την ώρα ένα νεαρό αγόρι. Τον έλεγαν Τζακ και ήταν υπηρέτης στο παλάτι χωρίς να το θέλει. Όπως όλα τα αγόρια του καιρού του ήθελε να γίνει γενναίος 21


ιππότης, αλλά ο σκληρόκαρδος βασιλιάς του το είχε απαγορεύσει. «Ιππότης θα γίνεις μόνο αν μου πεις που έκρυψες τη χήνα που γεννάει χρυσά αυγά. Αλλιώς όλη σου τη ζωή θα με υπηρετείς και αλίμονό σου αν τολμήσεις να φύγεις. Δεν θα μπορείς να βρεις μέρος να κρυφτείς!». Μα ο

Τζακ δεν είχε πια τη χήνα. Είχε κρατήσει μόνο λίγα αυγά για κάποια δύσκολη στιγμή και την είχε αφήσει ελεύθερη να ζήσει τη ζωή της. Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, μέσα σε μια στιγμή ο Τζακ αποφάσισε να βοηθήσει τους ανθρώπους της Θλιμμένης Χώρας. Δεν θα ζούσε μέσα στον φόβο πια. Θα έκανε και αυτός κατορθώματα. Έτρεξε να βρει τον αγγελιαφόρο της. «Να υπολογίζεις σε μένα», του είπε και ξεκίνησαν. 22


Καθώς προχωρούσαν είδαν έναν γίγαντα που πήγαινε κι αυτός στη Θλιμμένη Χώρα. Κάθε δυο μήνες πήγαινε εκεί για να μην μπορεί ο ήλιος να βγει και να μην χαίρονται οι άνθρωποι. Κρύφτηκε ο καθένας πίσω από ένα δέντρο, αλλά ο γίγαντας τους είδε και τους είπε: «Για νη μη σας φάω πρέπει να κάνετε πέντε δοκιμασίες». -Ποιες είναι αυτές οι δοκιμασίες; -Η πρώτη είναι να ψάξετε στο δάσος και να βρείτε το ξωτικό που θα σας βοηθήσει

στις

άλλες

Περπάτησαν

μια

τέσσερις.

μέρα μέσα στο μεγάλο δάσος. Έψαχναν στις κουφάλες των δέντρων, στις φωλιές των πουλιών, μέσα στους θάμνους και τελικά βρήκαν το ξωτικό. Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκαν στον γίγαντα μαζί με το ξωτικό για τη δεύτερη 23


δοκιμασία που ήταν να πάνε στο αντικρινό βουνό και να βρουν το μαγικό ραβδί. Ξεκίνησαν για το αντικρινό βουνό, περπάτησαν τρεις μέρες και κουρασμένοι έφτασαν εκεί. Μα πού να ήταν το μαγικό ραβδί;

Τότε

το

ξωτικό

στριφογύρισε το χέρι του και μεμιάς είδαν μπροστά τους το ραβδί και το πήραν. Καθώς πήγαιναν να βρουν τον γίγαντα ο Τζακ σκέφτηκε να τον κοροϊδέψει. Αφού είχαν πια το ξωτικό και το ραβδί μπορούσαν να ξεφύγουν. Την ώρα λοιπόν που του σερβίριζαν το φαγητό του, έριξαν δυνατό υπνωτικό στο κρασί του κι αυτός έπεσε ξερός. Τότε ο αγγελιαφόρος βρήκε την ευκαιρία και είπε στον Τζακ όλη την ιστορία. Ο γίγαντας έφταιγε για όλα. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τη θλίψη των κατοίκων της χώρας του. 24


«Μα τότε δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι» είπε ο Τζακ. «Κάτι πρέπει να κάνουμε για να μην πατήσει ποτέ πια το πόδι του εκεί». Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε βαδίζοντας πάνω κάτω, δεξιά και αριστερά, έξυνε το κεφάλι του μπας και του κατεβεί καμιά καλή ιδέα και τελικά αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον γίγαντα. Όταν λοιπόν ξύπνησε αυτός, ο Τζακ του πρότεινε να μονομαχήσουν . Όποιος κέρδιζε θα μπορούσε να πάει στη Θλιμμένη Χώρα και όποιος έχανε θα πήγαινε όπου αλλού ήθελε. Ο γίγαντας χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε ξεκαρδισμένος στα γέλια. Ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να νικήσει με την πρώτη αυτό το αδυνατούτσικο αγόρι. Θα μπορούσε βέβαια και να το κάνει μια μπουκιά, αλλά τι να κάνουν μια και δυο μπουκιές σ’ ένα γίγαντα. Έτσι εκείνο το βράδυ της Τετάρτης αναμετρήθηκαν. Πολέμησαν όσο πιο καλά μπορούσαν για ώρες. Ο γίγαντας κουράστηκε κάποια στιγμή, όχι όμως και ο Τζακ αφού το ξωτικό και το μαγικό ραβδί τού είχαν δώσει τις δυνάμεις τους. Έριχνε μπουνιές χωρίς να σταματά και ο γίγαντας ένιωθε σαν να τρυπάγανε καρφιά το σώμα του. Στο τέλος νικήθηκε και αυτή την ντροπή δεν μπορούσε να την αντέξει. Έγινε καπνός και ποτέ 25


κανείς δεν άκουσε γι΄αυτόν. Ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί. Ο Τζακ και ο αγγελιαφόρος κουρασμένοι έπεσαν ξεροί κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και κοιμήθηκαν κουρασμένοι. Πρωί-πρωί ξεκίνησαν για τη Θλιμμένη Χώρα. Όταν έφτασαν εκεί κοίταξαν τους κατοίκους και είδαν το χαμόγελο στα πρόσωπά τους και τον ήλιο να λάμπει. Ο αγγελιαφόρος τους είπε όλα όσα είχαν συμβεί κι αυτοί έκαναν ιππότη τον Τζακ. Του χάρισαν ότι μπορούσε να φανταστεί. Η Θλιμμένη Χώρα έγινε η Χαρούμενη Χώρα. Ο Τζακ ήταν πια ο ήρωάς της που συνέχισε να κάνει κατορθώματα μέχρι που έγινε γεράκος.

26


Ο Τοσοδούλης αντιμέτωπος με το Τέρας Γράφουν οι: Άγγελος Αραϊτζόγλου, Νίκος Αργύρης, Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος, Θανάσης Μαυρίδης, Κατερίνα Μπάνι, Μυρσίνη Τζοβελέκη

27


Μ

ια φορά στα παλιά τα χρόνια γεννήθηκε ένα μωρό λίγο διαφορετικό ή μάλλον πολύ διαφορετικό από τα άλλα.

Ήταν τόσο δα μικρό, όσο η παλάμη μας, αλλά καθώς μεγάλωνε όλοι καταλάβαιναν πως όσο μπόι του έλειπε τόσο μυαλό είχε. Ήταν ο Τοσοδούλης. Όταν ο Τοσοδούλης έγινε 15 χρονών αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του γιατί ο πατέρας του τον μισούσε που ήταν πιο έξυπνος από αυτόν. Δεν τον ένοιαζε που ήταν μια σταλιά. Έτσι τον έδιωξε. «Να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!», του είπε και τον πέταξε έξω από το σπίτι σαν να ήταν σκουπιδάκι. Λυπημένος και χωρίς να ξέρει ποιο δρόμο να ακολουθήσει μπήκε μέσα σε ένα καταπράσινο αλλά τρομακτικό δάσος. Περπάταγε μέρες και νύχτες, δεν κοιμόταν ούτε σταμάταγε. Φοβόταν πολύ και τα γόνατά του έτρεμαν. Είχε ακούσει ανατριχιαστικές ιστορίες για τέρατα και κακές μάγισσες που ζούσαν στα δάση και έκαναν κακό στους περαστικούς.

28


Κουρασμένος, νηστικός, διψασμένος κα χωρίς παπουτσάκια πια, αφού είχαν λιώσει μετά από τόσες μέρες πεζοπορίας, συνάντησε ένα μεγάλο κάστρο. Ένιωσε ανακούφιση. Κάποιος θα ζούσε εκεί και θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει. Χτύπησε την πόρτα μία, δύο, τρεις φορές, αλλά κανείς δεν του άνοιξε. Με όση δύναμη του είχε απομείνει, σκαρφάλωσε και μπήκε από την κλειδαρότρυπα. Κάθισε σε μια πέτρα λαχανιασμένος και θαύμαζε το παλάτι, όταν εμφανίστηκε μπροστά του μια μικρούλα αραχνούλα. Την έλεγαν Σάρλοτ και κάτι προσπαθούσε να του πει με τη σιγανή φωνούλα της. Η Σάρλοτ ήθελε να τον προειδοποιήσει για το επικίνδυνο Τέρας που ζούσε εκεί, αλλά ο Τοσοδούλης δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Τότε ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό μουγκρητό και εμφανίστηκε το Τέρας με τα κοφτερά του δόντια, τα γυριστά του νύχια, τα μοβ αγκάθια σε όλη του την πλάτη και τα μάτια που έβλεπαν τα πάντα, όσο μικρά και να ήταν.

29


Άρχισε να τους κυνηγάει. Ο Τοσοδούλης ήθελε να το αντιμετωπίσει αλλά ο φόβος του τον είχε νικήσει. Τα είχε χαμένα και κρύος ιδρώτας έλουζε το μέτωπό του. «Τρέξε!» του φώναξε η Σάρλοτ που ήξερε το δωμάτιο όπου το Τέρας έκρυβε το μαγικό ραβδί, ένα όπλο που το έκανε ανίκητο. Το Τέρας πήγε να πιάσει την αραχνούλα, όμως αυτή έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κρύφτηκε ανάμεσα σε δυο πέτρες. Ο Τοσοδούλης τρέμοντας σαν τον κυνηγημένο λαγό θυμήθηκε εκείνη την ώρα κάποια λόγια που του είχε πει ο πατέρας του μια μέρα

30


που ήταν στις καλές του: «Να μη φοβάσαι! Μάθε να αντιμετωπίζεις τον φόβο σου!». Με θάρρος πια άρχισε να ακολουθεί κρυφά το Τέρας, όμως αυτό άκουσε τα βηματάκια του, γύρισε απότομα και τον έπιασε. Πάλευε ο καημένος με τα μικρά χεράκια του αλλά δεν κατάφερε τίποτα.

Το Τέρας τον κλείδωσε σε ένα κλουβάκι και τον έδεσε σφιχτά με αλυσίδες. Ο Τοσοδούλης έκλαιγε κατατρομαγμένος και πάλι γιατί ήξερε ότι είχε φτάσει το τέλος του: Το Τέρας θα τον έτρωγε για βραδινό!

31


Όση ώρα γίνονταν αυτά, η Σάρλοτ κατάφερε να βρει το μαγικό ραβδί και με τις κρυφές δυνάμεις του έσπασε τις αλυσίδες του Τοσοδούλη. Παρέα έτρεξαν να φύγουν από το κάστρο. Τώρα όμως ο Τοσοδούλης είχε ξαναβρεί το θάρρος του και αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να αντιμετωπίσει το Τέρας. Άρχισε να το προκαλεί. Το κορόιδευε, του έβγαζε τη γλώσσα και του έλεγε: «Έι, γατούλα, για έλα προς τα δω. Μήπως φοβάσαι;». Κάπως έτσι ξεκίνησε η μεγάλη μάχη. Ο Τοσοδούλης εναντίον του Τέρατος με όπλο το μαγικό ραβδί που του έδωσε η Σάρλοτ. Πάλευαν, ενώ η αράχνη με όλη της τη δύναμη έφτιαχνε έναν τεράστιο ιστό. Στην αρχή το Τέρας δεν πάθαινε τίποτα, αλλά κάποια στιγμή η δύναμη του μαγικού ραβδιού το έκανε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει πάνω στον ιστό. Μπλέχτηκε εκεί που δεν το περίμενε! Όσο και να προσπαθούσε να βγει από εκεί τίποτα δεν γινόταν! Όλο και πιο πολύ μπερδευόταν. Στο τέλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μόνο το μουγκρητό του ακουγόταν γεμάτο οργή και θυμό.

32


Τότε η Σάρλοτ έφερε από τη φωλιά της ένα φίλτρο που της είχε δώσει η γιαγιά της, βούτηξε το μαγικό ραβδί σε αυτό και το έκανε μαγικό ραβδί της φωτιάς. Έτσι έκαψαν το κάστρο και το Τέρας. Όλοι έμαθαν στο βασίλειο τι είχε συμβεί.Η είδηση ότι δηλαδή ένα τόσο δα μικρό ανθρωπάκι είχε νικήσει το φοβερό Τέρας, έφτασε παντού. Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε και έκανε ένα πάρτι προς τιμήν του Τοσοδούλη, αλλά και της Σάρλοτ. Ήθελε να τους ανταμείψει αλλά δεν ήξερε πώς και τους ρώτησε.

33


Ο Τοσοδούλης όμως είχε σκεφτεί την ανταμοιβή του. Δεν ήθελε χρήματα και δόξα, αλλά μόνο την αγάπη και την εμπιστοσύνη του πατέρα του γι’ αυτό ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά. Αυτό κι έγινε. Ο πατέρας του μετανοιωμένος του ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά του και τον αγκάλιασε. Όσο για τη Σάρλοτ, το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει παρέα με τον φίλο της τον Τοσοδούλη στο αγρόκτημά του. Ο Τοσοδούλης φυσικά δεν της χάλασε το χατίρι. Κι έζησαν και οι τρεις μαζί καταπληκτικά χρόνια κι εμείς καλύτερα.

34


Λούης, ο Φαλαινούλης Μια ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό…

35


Πόσο περήφανοι ήταν σήμερα ο μπαμπάς και η μαμά. Περήφανοι και συγκινημένοι! Το μωρό τους μεγάλωσε πια και σήμερα θα πήγαινε για πρώτη φορά στο σχολείο. Φόρεσαν και οι τρεις τα καλά τους και ξεκίνησαν. Έγινε ο αγιασμός, έβγαλε ένα σύντομο λόγο ο διευθυντής και την ώρα που έπαιρναν οι μαθητές τα καινούρια τους βιβλία ακούστηκε ένα: «Ααααααααα! Το πτερύγιό μου! Μου το έσπασες, χοντρέ!».

36


Όλοι έμειναν άφωνοι και κυρίως ο «χοντρός» που είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, ένας γλυκούλης φαλαινούλης με το όνομα Λούης. Ο Λούης ζήτησε συγγνώμη και καταντροπιασμένος βγήκε από την τάξη και πήγε να συναντήσει τους γονείς του. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα, όχι όμως και η γλώσσα του την οποία είχε καταπιεί. «Μα είμαι εγώ χοντρός;» ρώτησε τη μαμά του, αφού πρώτα διηγήθηκε όλο το περιστατικό. «Όχι, Λούη μου, δεν είσαι χοντρός. Είσαι μια δυνατή και υγιέστατη μικρή φάλαινα». Ο Λούης φάνηκε να ανακουφίζεται αλλά την επόμενη μέρα…. Τα βάσανά του άρχισαν. Κανένας δεν ήθελε να καθίσει στο θρανίο μαζί του, άσε που και ο ίδιος δεν καλοχωρούσε. Του έπεφτε λίγο στενό. Στο διάλειμμα όλοι έφευγαν μακριά του και έπαιζαν, ενώ αυτός καθόταν μόνος του σε μια γωνιά του προαυλίου και έκλαιγε από μέσα του με μαύρο δάκρυ. Κάποια στιγμή που μια μπάλα από φύκια του έσκασε κατακέφαλα όλα τα ψαράκια έσκασαν στα γέλια και ας έβλεπαν ότι πονούσε και ένα τεράστιο καρούμπαλο εμφανίστηκε στο μέτωπό του.

37


Έτσι ήταν το σχολείο; Άλλα του είχαν πει. Η μαμά έλεγε ότι το σχολείο είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για όλα τα παιδιά και ο μπαμπάς συμπλήρωνε: «και να δεις πόσους φίλους θα κάνεις!». Μακάρι να έφτανε το μεσημέρι. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει! Να πάει στο σπίτι του! Μήπως να μιλούσε στη δασκάλα του, την κυρία Ρούλα Τσιπούρα; Άσε καλύτερα, πρώτη μέρα και να άρχιζε τα παράπονα. Σκεφτόταν όσα του είχαν συμβεί και που μυαλό για μάθημα. Όλα τα ψαράκια έγραφαν και μόνο αυτός δεν έκανε τίποτε. Η κυρία τον πλησίασε, προσπάθησε να του πιάσει το πτερύγιο και να τον βοηθήσει να γράψει, αλλά ο μικρός αρνιόταν να συνεργαστεί. Το μεσημέρι, στο σπίτι του πια, αφού έφαγε τη σούπα από πλαγκτόν που μαγείρευε τέλεια η μανούλα του, ετοίμασε τις εργασίες του για την επόμενη μέρα και φαινόταν χαρούμενος. Έπεσε για ύπνο και όταν έφτασε το πρωί δε σηκωνόταν από το κρεβάτι. Πονούσε η κοιλιά του, έλεγε, και ζαλιζόταν. Φυσικά δεν πήγε στο

38


σχολείο, αλλά μια αρρώστια, και μάλιστα ψεύτικη, δεν κρατάει για πάντα.

Ξημέρωσε η νέα μέρα και σέρνοντας την ουρά του έφτασε στο σχολείο. «Πού ήσουν χθες, χοντρούλη;» τον ρώτησαν ο σπάρος ο Τάσος και η μουρμούρα η Αμαλία. Δεν απάντησε. Μπήκε στην τάξη και όλα τα ψαράκια άρχισαν να τον στραβοκοιτάνε λες και αυτός δεν ήταν μέλος της ομάδας. Μόνο το χταποδάκι, ο Λάκης Ασπονδυλάκης τον πλησίασε και του είπε: «Μη δίνεις σημασία, έτσι απαίσια φέρονταν και σε μένα πέρυσι, γιατί δεν ήμουν ψάρι, αλλά μαλάκιο. Κι εσύ καημένε μπορεί να μοιάζεις με ψάρι, 39


αλλά είσαι θηλαστικό.»

«Τι πρέπει να κάνω; Πες μου, σε παρακαλώ!» «Πρώτα – πρώτα, μίλησε στην κυρία Ρούλα. Δεύτερον, φρόντισε να αποκτήσεις φίλους. Τρίτον, μην είσαι κλαψιάρης και δείξ’ τους τι αξίζεις. Εγώ για παράδειγμα πέρυσι είχα πάθει μελαγχολία, αλλά μπήκαν καλά στο μυαλό μου τα λόγια της δασκάλας: Κανένα ψαράκι δεν πρέπει να νιώθει αβοήθητο και φοβισμένο. Πήγα και της τα είπα όλα, ότι κανείς δεν με παίζει, ότι με φωνάζουν Zελεδένιο, ότι από τη στενοχώρια μου δεν έχω πια μελάνι και δεν μπορώ να προστατευτώ.

40


Κι αυτή, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Μια μέρα, την ώρα της γυμναστικής που έλειπε ο τερματοφύλακας με έβαλε να παίξω στη θέση

του. Αποδείχτηκα θησαυρός για την ομάδα. Τα οκτώ μου πλοκάμια δεν άφηναν να ξεφύγει τίποτα. Αμέσως ανέβηκα στην εκτίμηση των συμμαθητών μου και κατάλαβαν ότι κάθε πλάσμα έχει την αξία του. Τα λόγια του Λάκη του έδωσαν δύναμη. Στο διάλειμμα έπαιξε και μαζί του και ένιωσε ανακούφιση. Μέσα στην τάξη σήκωνε το πτερύγιό του και έδινε ολόσωστες απαντήσεις σε ότι κι αν ρωτούσε η κ. Ρούλα. «Ο χοντρός έχει μυαλό» ακούστηκε η 41


φωνή του ξιφία. «Ποιος είναι ο χοντρός;» ρώτησε η δασκάλα. Κανείς δεν μίλησε εκτός από τον Λάκη. «Τον Λούη φωνάζουν κάποιοι χοντρό». Η δασκάλα δεν έχασε ευκαιρία και άρχισε και πάλι να τους μιλά για το πόσο διαφορετικοί και ξεχωριστοί είναι όλοι τους. Τους θύμισε την περίπτωση του Λάκη και τα ψαράκια έσκυψαν τα κεφάλια τους νιώθοντας ντροπή και θυμήθηκαν τους καλούς τους τρόπους.

Στο διάλειμμα δειλά- δειλά τα ψαράκια τον πλησίασαν και ο Λούης δεν έχασε την ευκαιρία να μπει στην ομάδα. Έκανε μπουρμπουλήθρες με τον φυσητήρα του πετώντας τα ψηλά, τα άφηνε να κάνουν τσουλήθρα στην 42


πλάτη του, τα πήγαινε βόλτες από τη μια άκρη του προαυλίου στην άλλη σαν σίφουνας. Και αυτά ήταν πολύ χαρούμενα. Όλοι πια στο σχολείο του βυθού ήταν

ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ

και

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ!

ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΕΝΩΜΕΝΗ!!!

43


44


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.