ΤΑ ΑΘΟΡΥΒΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΒΗΜΑΤΑ

Page 1

Αλέξανδρος

Μιχάλο γλο υ

Α λέξανδρος Μιχάλογλου

Τα α θ όρυ β α της ζωής βήμ ατ α Τα αθόρυβα

Σειρά: Λογοτεχνία | Ελληνική Ποίηση

της ζωής βήματα



Ι. Καθώς ο ήλιος διαφεντεύει νηφάλιος. Λογιάζει στην αρχή της ξεγνοιασιάς νιόκοπα δέντρα με ελπίδες κι ανθούς, φυτά άσκεπα και δίποδα ριζόμορφα περίσσια, σπαρμένα μέταλλα και κοιτάσματα με λογής λογής ονόματα χαραγμένα. Με αδρούς ελιγμούς στοιχειοθετεί αγρίμια βραχύβια με ορμές κι ένστικτα, χλωρίδα ουράνια κι αστέρια ψηφιδωτά ζυγιασμένα, κοπάδια θηλαστικών και πτηνών στο περιβόλι της ζωής. Θηλυκώνει σε ανθρώπινες θυμαρίσιες βουνοπλαγιές ηλιοβασιλέματα κεχριμπαρένια, εκθαμβωτικά, κι εμπειρίες, ξάστερα πρωινά, ανέμελα, κι επιθυμίες, στρατιές ψυχών κι όντων σε κοίλες και κυρτές υποδοχές. Με αόρατη χάρη υφαίνει σπιθίσματα σκέψεων και φιλοδοξίες, περίτεχνα γεννήματα και πολύβουες στιβάδες ιδεών, αρμαθιές συνειρμών και πράξεων στο αλώνι του μόχθου.


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

8

Το κύμα αμφίδρομο κι εγώ εκεί Εκεί εγώ ο στηριγμένος σε δύο αγκώνες τη ρίζα του βουνού κράταγα και τη γενιά, ανάσες καυτές την ψυχή έζωναν, μια δεξιά, μια αριστερά, κι ανηφόριζαν· μήτε ρίζες κατείχα μήτε γενιές κι ήταν δεύτερος ο μήνας Οκτώβρης μιας φθινοπωρινής και μικρής σονάτας με το όνομα το γενέθλιο είκοσι. Από δύο νιφάδες χιονιού ξεχώριζα τη γη, απόμακρη και σταχτιά, στη σιγή με αναφιλητά πρώτα μίλησα και στα σωθικά ξαγρύπνησα· μήτε χιόνια κατείχα μήτε χώματα κι ήταν γνωστό το ξαφνικό κλάμα ενός ερχομού και μιας γέννας και ο πηλός υγρός, άβυσσος. Το κύμα αμφίδρομο κι εγώ εκεί στηριγμένος. Με δύο μικρές παλάμες μέτραγα την απόσταση από πέτρα σε πέτρα· ο ήλιος τότε την ευχή του φιλοδώρησε και στο κορμί του όρθρου κατηφόρισε·


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

9

μήτε απόσταση κατείχα μήτε παλάμες κι ήταν αθέατος o γήινος ανήφορος μιας ηλιαχτίδας και μιας πνοής κι ο ίσκιος μικρός, μικρός σαν άνθρωπος. Φωνές γλυκές που ένιωσα κι ανέμους να πέφτουν στο σώμα όπως η σκιά κι ο χρόνος το χαμόγελο έδειξε και κρυφά τα δόντια του έτριξε· μήτε φωνές κατείχα μήτε ανέμους κι ήταν ζωή η πρώτη ανάσα μιας επιστροφής και μιας αυγής κι ο φόβος αγίνωτος, άχρωμος. Το κύμα αμφίδρομο κι εγώ εκεί στηριγμένος τις ρίζες του βουνού κράταγα και τη γενιά. Τον αξημέρωτο νου ξεφύλλιζα με χέρια ανήμπορα κι ένστικτα, στο φως, ακαθόριστος, βλεφάριζα και στη γαλιφιά του ήλιου σάστιζα· δεν αρνούμαι, σ’ εικόνες τρόμαζα, άμορφες σχεδόν αραδιασμένες, ήχους σμίγοντας και βλέμματα κι η γλώσσα ανήμπορη, άπειρη.


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

10

Εκεί γλυκόλογα μάντευα και καημούς, σε κάτασπρα γλίστραγα μερόνυχτα, ξάγρυπνος, στην αντηλιά αγνάντευα στεριές, στεριές κι αστέρια· ταξίδια κενά γεφύρωνα και λόγια, σε πόρτες αδιάβατες σκάλωνα και δίχτυα, αγνούς οφθαλμούς και γύρω τους ίσκιους στα απύθμενα αράδιαζα τα πρώιμα τα κύματα. Χειμώνας θα ήταν ή καλοκαίρι και με ματιές την ηχώ του φωτός χαράκωνα κι απόσταζα, κρυφές οι σταλαγματιές και με λέξεις στο χάος βημάτιζα κι ανίχνευα· στο κέντρο στέναζα και φύλαγα σημεία και όρια και σύμβολα, σβηστό το φεγγάρι και στον αχό τρεμούλιαζα, με αθέατες κλωστές στριφογύριζα· στο φως που δεν είναι μόνον φως παιχνίδιζα, με σαγόνια θέριεψα και τις νύχτες στο ένα πλάι ακουμπισμένος αγνοούσα τη βουή και την όψη της ανθρώπινης αβύσσου.


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

11

Τότε ο αβασάνιστος του αέρα στη ζυγαριά του φωτός τα πέντε δάχτυλα άπλωσα, τα σπλάχνα ανάδευσα και στη ζεστασιά τη βολική ανάγκη ξεχώρισα και στέριωσα μόλις τη ράγα του αντίχειρα στα χείλη ακούμπησα· ευθύς μια μούσα πρόβαλε ολόρθη και τον αντίχειρα βάφτισε στους αιθέρες, το ιδρωμένο ένιωσα δάχτυλο νωπό και γλυφό για να γνωρίζω και με ακολούθησε στον δρόμο της πνοής. Εκεί στάθηκε και θεμέλιο απίθωσε στον γλιστερό πυθμένα λίθο με πικρούς γλυκούς πυρήνες μέσα του παλιές εμπειρίες ψυχής κι εξαφανίστηκε. Ο άπραγος της φαμίλιας στην αγκαλιά της μάνας τα τέσσερα δάχτυλα έδειξα, το κλάμα μπέρδεψα και στην κραυγή την πρώτη σκέψη πρόλαβα και βύθισα μόλις τον δείκτη στον κρόταφο άγγιξα· δεύτερη μούσα φάνηκε επώνυμη, στον αντίλαλο τον δείκτη βάφτισε, δοξασμένη έσυρα φωνή μελωδική για να γνωρίζω και με ακολούθησε στην πορεία του πόνου. Εκεί γονάτισε κι ελικοειδή τοποθέτησε στον υγρό βυθό κοχύλα με στικτές αυλακιές μέσα της, βαθιές ανήλιαγες σπηλιές κι αποχώρησε.


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

12

Ο άκρυφτος του ήλιου στη σιωπή της μέρας τα τρία δάχτυλα φανέρωσα, τα μάτια γλύκανα και στο ημίφως την απλή κίνηση πισωγύρισα κι έκρυψα μόλις τη σκιά του μέσου δαχτύλου διέκρινα· τρίτη μούσα ανάλαφρα πλησίασε και το μέσο βάφτισε σε ηλιαχτίδες, με πανέμορφα πέρασα χρώματα το δειλινό για να γνωρίζω και με ακολούθησε στον δρόμο της χαραυγής. Εκεί απόμεινε και διάφανο κάρφωσε στην αμμώδη μεριά άξονα με πολύτιμα διαμάντια μέσα της φωτεινούς σκιερούς χιτώνες κι αναχώρησε. Ο αλάκιστος των άστρων στον αφρό της νύχτας τα δύο δάχτυλα πλήγωσα, το αίμα αντίκρισα και στην επαφή τη ματωμένη παλάμη πίεσα και πόνεσα μόλις τις πληγές του παράμεσου στέγνωσα· κι άλλη μούσα ζύγωσε αθόρυβα και τον παράμεσο βάφτισε σε αρώματα, τον πρώτο καλημέρισα ανθό στο ξημέρωμα για να γνωρίζω και με ακολούθησε στη στροφή της γης. Εκεί έσκυψε κι ανέγγιχτα φύτεψε στον πυθμένα της ματιάς νημάτια με αύρα θαλάσσια μέσα της αιώνιες μυρωδιές λουλουδιών κι αποσύρθηκε.


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

13

Ο ακάλεστος του ονείρου στο πρόσωπο της ώρας το δάχτυλο θύμισα, τη θαλπωρή αναζήτησα και στη βροχή το δέρμα νότισα και ρίγησα μόλις στη ράγα του μικρού δαχτύλου το νόημα έδεσα· κι η στερνή μούσα σίμωσε καλοσυνάτη και το μικρό βάφτισε σε σώματα με φιλί αβρό άγγιξα θεσπέσια βλέφαρα για να γνωρίζω και με ακολούθησε στην κορυφογραμμή του νου. Εκεί στύλωσε και μεθοδικά έστρωσε κατά μήκος της θωριάς στιβάδες με λεπτόθραυστα φύλλα μέσα τους ρόδινες χαρακτές σάρκες κι απομακρύνθηκε. Ύστερα της σάρκας ο εφήμερος στα αποτυπώματα της δοκιμής βημάτισα, τις μούσες αγκάλιασα και τον κόσμο, αγνούς ερεθισμούς χάραξα και θάρρεψα στην ξώπορτα μόλις τα δάχτυλα στη χούφτα έσμιξα· αμέσως μια αστραπή έσχισε το σύμπαν στα δύο και βρέθηκα στις τέσσερις παλάμες της μοναξιάς, σε φωνές σκόνταψα και μέθυσα, ελκυστικές κι αγέρωχες, που σαν σπίθες έμπνευσης φώτισαν την άβυσσο. Εκεί είδα και στο σύνολο κατανόησα στον παράλληλο του ζυγού τη μέρα με αθροίσματα μικρά καρπών μέσα της ουράνια γήινα όντα θαλάσσια και προχώρησα.


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

14

Επειδή χρόνια πριν με πάθος φιλοτεχνούσα βατό δρομάκι με τη μορφή ανθρώπινου σφυγμού, αναπάντεχα τη ζωή ανακάτευα στα όνειρα και τα όνειρα στη ζωή· αμέτοχος, όπως ο σαστισμένος με νότες, ανίδεος καθώς ήμουνα μπροστά στα λημέρια του ήχου. Η ψυχή τρικύμιζε στη φλυαρία.

Αν και σιωπηλός, με δύο χέρια θώπευα όλη την επιφάνεια της μέρας, στην ενδοχώρα ξεφλούδιζα τους καρπούς των αισθήσεων μπας και μιαν άλλην αίσθηση συλλάβω· ανασφαλής, όπως ο ερωτευμένος με αμηχανία, αμετανόητος καθώς ήμουνα μπροστά στα εμπόδια του νου. Η ψυχή καμάρωνε στο κελί.


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

15

Κι επειδή, ασάλευτος, πίσω από κόγχες τη διαύγεια έθελγα και τα χαρίσματα μεταξύ μεσημεριού και μεσονυχτίου θρυμμάτιζα θεόρατα κύματα μοναξιάς στο αρχιπέλαγος της βούλησης· τρομαγμένος, όπως ο προδομένος με χρόνια, αβέβαιος καθώς ήμουνα μπροστά στο απόσπασμα της σιωπής. Η ψυχή μεροληπτούσε στο ζύγι.

Αφού, ανυπεράσπιστος, σε φυλλωσιές κυττάρων και κρυψώνες του κρανίου γεύτηκα αναλώσιμες ζωές, παρακάμπτοντας την ατολμία, άδραξα τα όνειρα τα άδολα· σκεπτικός, όπως ο αναποφάσιστος με διλήμματα, μονάχος καθώς ήμουνα μπροστά στο θέατρο του ήλιου. Η ψυχή χειροκροτούσε την απόφαση.


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

16

Κι αφού, σκυφτός, στα θεμέλια της καρδιάς επέλεξα την αθωότητα, στοίβες άχρηστων πράξεων και λέξεων αλλά και γήινες υποσχέσεις με σπουδή αποτέφρωσα· ανήσυχος, όπως ο πικραμένος με αποτυχία, αρχάριος καθώς ήμουνα μπροστά στο ανεμοβόρι της ζωής. Η ψυχή χόρευε στο φεγγαρόφωτο.


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

17

Έτσι, γραφή και ανάγνωση επειδή δεν γνώριζα πριν κι αφού τώρα έμαθα μόλις από νυγμούς ερωτικούς στα λιβάδια του Είναι αχολογάει η αγάπη μεσοστρατίς ήχους γεύτηκα στο δρομολόγιο της αναπνοής όπου ξεκίνημα ταυτόχρονα και γυρισμός, αγκαλιασμένοι, πεζοπορούν δίχως να ξέρουν στην κορύφωση της καταιγίδας ξεχωρίζει ο καραβοκύρης σε ερημικό μονοπάτι αδιασταύρωτο κατηφορίζοντας και ανηφορίζοντας αναζητούσα την αιτία του ήχου και της γαλήνης σε ηχοχρώματα και συνηχήσεις στη μοναξιά του ανθρώπου πρώτα ο άνεμος τρελαίνεται σαν μια χημική αντίδραση που ζωή κι όνειρα τέλος δεν έχουν, μιας κι η αμφίδρομη πορεία σαν μνήμη συνεχίζεται ατελείωτη με καταλύτες στην αμμουδιά της απελπισίας λιάζεται η ελπίδα


Αλέξανδρος Μιχάλογλου

18

τον φόβο ερμήνευσα και την απόγνωση με εικόνες απλοϊκές, έγχρωμες, βρίσκοντας στην απερίφρακτη καρδιά αναλλοίωτη πανάρχαια αίσθηση θαλπωρής στο γινάτι του Εγώ νοθεύεται η αγνότητα το ερέθισμα στα κύτταρα ανέλυσα με διαπεραστική ελαφίσια ματιά τρέχοντας το φωτεινό διάλειμμα στην τακτή προθεσμία γήινης αστραπής στους θαμώνες της συγκίνησης εκτροχιάζεται η σκέψη την καμπύλη διόρθωσα του κύματος με ταχύτητα ανόθευτης ηλιαχτίδας στην άλλη όχθη πατώντας να αδράξω ήθελα αυθεντικές της καρδιάς αξίες στην ανεμοζάλη της ματαιότητας κρυφοκοιτάζεις την αλήθεια. Έτσι, γραφή και ανάγνωση επειδή δεν γνώριζα πριν κι αφού τώρα μόλις έμαθα από λάμψεις επίγειες στα υπόγεια του μυαλού το στερνό κύτταρο κρύβει την αλήθεια


Τα αθόρυβα της ζωής βήματα

19

γραμμή τράβηξα στο πρόσωπο του δειλινού με την άκρη της ανυπομονησίας σημαδιακή, σφυγμούς ξέκλεψα και δίμορφες νύχτες παραμερίζοντας το πελάγωμα του δισταγμού στις αυλόπορτες των άστρων στροβιλίζεται ο εγωισμός το απλό και κατανοητό είδα κι ένιωσα κατά πώς το βήμα ροκάνιζε τον χρόνο σαν να μην έβλεπα τίποτε άλλο στην οικουμένη παρά μόνον τη γοητεία της γνώσης στις ανήλιαγες ρίζες το ορατό θηλυκώνει το αόρατο πειρασμούς και τύψεις καταχωνιασμένες μύριζα το ένα κύτταρο πάνω στο άλλο κι η σκιά βάραινε, κάθε μέρα νοσταλγούσα πιο πολύ κάτι, κάτι άλλο έπρεπε, πιο αγνό, να καρποφορήσει στον κύκλο της ζωής η ελευθερία χάνεται πρώτη ψάχνοντας το δικό μου βάρος φωτός, αφουγκράστηκα όλα τα είδη των θορύβων, τους χωμάτινους θρόμβους στην παλάμη ζύγιασα και σε σταλαγματιές αιμάτινες τότε έσκυψα φθαρτός κι άφθαρτος καθώς δρασκέλιζα τον ορίζοντα.


Από τις τόσες τριγύρω που σκορπίζει ομορφιές η φύση ανεπιφύλαχτα και γενναιόδωρα φρόντισε με μητρική αγάπη τον άνθρωπο. Τον προίκισε με αισθήσεις, με συναισθήματα, με νόηση, με θέληση αλλά και με συνείδηση. Και προπαντός με ελευθερία. Ελευθερία να σπείρει και να καλλιεργήσει στα χωράφια της φαιάς ουσίας τη νόηση, τα συναισθήματα και τις αξίες της ζωής. Αυτή είναι η δική μας μαγιά. Να κοσκινίσεις πρέπει πολύ καλά τη γνώση μέσα στη συνείδηση, απομακρύνοντας τις ξένες προσμίξεις. Τότε μόνον η γνώση διαπερνά το Είναι μας και γίνεται κατανόηση. Κι η κατανόηση όχι μόνον απομακρύνει τον πεισματάρη εγωισμό, αλλά και τις αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα. Φτάνει να ζυμώσεις το μίγμα με γουλιές αγάπης για να μην κολλάει στα χέρια της συνείδησης. Μιας συνείδησης άλλου επιπέδου που θα βλέπει και θα ακούει τις φωνές τής σάρκας, της ψυχής και του πνεύματος. Μιας συνείδησης που πρέπει να ανανήψει με αθόρυβα βήματα από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Αλλά αυτή θα είναι η συνείδηση που θα δρασκελίσει το κατώφλι της νέας σου ζωής. Το κύμα αμφίδρομο κι εγώ εκεί. Το κύμα αμφίδρομο κι εγώ εκεί στηριγμένος τις ρίζες του βουνού κράταγα και τη γενιά.

ISBN: 978-618-85385-1-1


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.