Απόψε στη Σαμαρκάνδη
ΖΑΝ ΚΛΟΝΤ ΚΑΡΙΕΡ
ΖΑΝ ΚΛΟΝΤ ΚΑΡΙΕΡ
Απόψε στη Σαμαρκάνδη Η πιο γνωστή από τις ιστορίες που σχετίζονται με το θάνατο κατάγεται από την περσία. Ο Φαρίντ Αλ-Ντιν Ατάρ τη διηγείται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ένα πρωί, ο χαλίφης μιας μεγάλης πόλης είδε το μεγάλο βεζίρη του να έρχεται βιαστικός σε κατάσταση έξαψης. Τον ρώτησε το λόγο αυτής της πρόδηλης ανησυχίας και ο βεζίρης τού είπε: «σε ικετεύω, άφησέ με να φύγω από την πόλη απόψε κιόλας».
«Γιατί;» «Το πρωί, καθώς διέσχιζα την πλατεία για να έρθω στο παλάτι, αισθάνθηκα ένα χτύπημα στον ώμο. Γύρισα και είδα το θάνατο, που με κοίταζε στα μάτια». «Το θάνατο;» «Ναι, το θάνατο. Τον αναγνώρισα, ήταν ντυμένος στα μαύρα και φορούσε ένα κόκκινο μαντίλι. Βρίσκεται εδώ. Με κοιτούσε για να με κάνει να φοβηθώ. Με αναζητεί, είμαι βέβαιος γι’ αυτό.
Άφησέ με να εγκαταλείψω την πόλη τώρα. Θα πάρω το καλύτερο άλογό μου κι απόψε κιόλας θα βρίσκομαι στη σαμαρκάνδη». «Ήταν στ’ αλήθεια ο θάνατος; είσαι σίγουρος;» «Απολύτως. Τον είδα όπως βλέπω κι εσένα. Όπως είμαι σίγουρος ότι είσαι εσύ, έτσι είμαι σίγουρος και για εκείνον. Άφησέ με να φύγω, σου το ζητώ σαν χάρη». Ο χαλίφης, που αγαπούσε το βεζίρη του, του επέτρεψε να φύγει. Ο άντρας επέστρεψε στην κατοικία του, σέλωσε το πρώτο από τα άλογά του και πέρασε καλπάζοντας τη μια από τις πύλες της πόλης με κατεύθυνση τη Σαμαρκάνδη.
Ένα λεπτό αργότερα, ο χαλίφης, που βασανιζόταν από κάποια μυστική σκέψη, αποφάσισε να μεταμφιεστεί, όπως έκανε μερικές φορές, και να βγει από το παλάτι.
Κατευθύνθηκε ολομόναχος προς τη μεγάλη πλατεία, ανάμεσα στους θορύβους της αγοράς αναζήτησε με τα μάτια το θάνατο, τον αντιλήφθηκε, τον αναγνώρισε. Ο βεζίρης δεν είχε κάνει λάθος. Επρόκειτο για το θάνατο, ψηλό και ισχνό, ντυμένο στα μαύρα, με το πρόσωπο μισοκρυμμένο πίσω από ένα κόκκινο βαμβα κερό μαντίλι. Πήγαινε από τη μια ομάδα στην άλλη μέσα στην αγορά χωρίς να τον προσέχει κανείς, ακουμπώντας ελαφρά στον ώμο έναν άντρα που εξέθετε το εμπόρευμά του, αγγίζοντας το μπράτσο μιας γυναίκας που κουβαλούσε ένα δεμάτι μέσ ντας, αποφεύγοντας ένα παιδί που έτρεχε καταπάνω του. Ο χαλίφης προχώρησε προς το θάνατο. Τούτος τον ανα γνώρισε αμέσως, παρά τη μεταμφίεσή του, και υποκλίθηκε σε ένδειξη σεβασμού. «Έχω μια ερώτηση να σου θέσω», του είπε ο χαλίφης χαμηλόφωνα. «Σε ακούω». «Ο πρώτος βεζίρης μου είναι ένας άντρας νέος ακόμα, υγιής, ικανός και τίμιος. Γιατί σήμερα το πρωί, ενώ ερχόταν στο παλάτι, τον χτύπησες και τον τρόμαξες; γιατί τον κοίταξες απειλητικά;
Ο θάνατος φάνηκε να εκπλήσσεται ελαφρά κι απάντησε στο χαλίφη: «Δεν ήθελα να τον τρομάξω. Δεν τον κοίταξα απειλητικά. Δηλώς, όταν πέσαμε ο ένας επάνω στον άλλο, τυχαία, μέσα πιο πλήθος και τον αναγνώρισα, δεν μπόρεσα να κρύψω την εκπληξή μου, που πρέπει να τη θεώρησε απειλή». «Γιατί αυτή η έκπληξη;» ρώτησε ο χαλίφης. «Επειδή», απάντησε ο θάνατος, «δεν περίμενα να τον δω εδώ. Θα τον συναντήσω απόψε στη σαμαρκάνδη».