Πειραματική καλλιέργεια φυτών με στόχο εφαρμογές για την προστασία του περιβάλλοντος

Page 1

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧ Ο Λ Η

ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ∆ΙΠΛΩΜΑ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗΣ «∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ»

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΙΤΛΟΣ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Πειραµατική καλλιέργεια φυτών µε στόχο εφαρµογές για την προστασία του περιβάλλοντος

Σουλτανόπουλος Αναστάσιος Α.Μ. 46256

ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΣ

ΠΑΤΡΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011

1


Μια νέα επιστηµονική αλήθεια δεν θριαµβεύει µε το να πείθει τους αντιπάλους και να τους κάνει να βλέπουν το φώς, αλλά επειδή τελικά οι αντίπαλοι πεθαίνουν και µια νέα γενιά µεγαλώνει µε αυτή την γνώση .

ΜΑΞ ΠΛΑΝΚ (1858-1947) Νοµπελίστας της κβαντικής µηχανικής

2


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Αισθάνοµαι την ανάγκη πρώτα απ’ όλα µέσα από αυτή τη σελίδα να ευχαριστίσω ιδιαίτερα τον Επιβλέποντα, Καθηγητή Βαρνάβα Σωτήρη του Τµήµατος Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών για την ανάθεση του θέµατος, την εξασφάλιση της επιστηµονικής υποστήριξης, τη συνεχή καθοδήγησή του κατά την εγκατάσταση και παρακολούθηση των πειραµάτων, αλλά και την αµέριστη υποστήριξή του µε πολύτιµες υποδείξεις και συµβουλές κατά την εκπόνηση της παρούσας διπλωµατικής διατριβής ειδίκευσης. Ευχαριστώ θερµά το µέλος της εξεταστικής επιτροπής κ. Καλουβρουζίωτη Ιωάννη για τις κριτικές παρατηρήσεις και υποδείξεις που συνετέλεσαν στη βελτίωση της παρούσας διατριβής. Ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω και στον συνάδελφο κ. Αλέξανδρο Ζήσιµο για την για την βοήθεια στην διεξαγωγή των µετρήσεων και στο στήσιµο του πειράµατος, καθώς και όλους όσους εργάστηκαν για την λήψη των δεδοµένων τόσο των πειραµατικών καλλιεργειών του ηλίανθου

όσο και για την ανάλυση των

αποτελεσµάτων Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά µου για την ηθική στήριξη που µου προσέφεραν. Το συγγραφικό έργο είναι αφιερωµένο στα τρία µου παιδιά τον Παύλο τον Θανάση και τον Ορέστη καθώς και στην αγαπηµένη µου σύζυγο Γιώτα.

3


1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της µεταπτυχιακής διατριβής ήταν η µελέτη επίδρασης του ελαιοπυρήνα, τέφρας πυρηνόξυλου καθώς και ο συνδυασµός τέφρας και ελαιοπυρήνα, σε καλλιέργεια Ηλίανθου (Helianthus annus ), της ποικιλίας DALIA . Το πείραµα πραγµατοποιήθηκε στην περιοχή Αταλάντης του Νοµού Φθιώτιδος, την καλλιεργητική περίοδο 2011 σε έδαφος καλά στραγγιζόµενο που ταξινοµείται στα αµµοαργιλοπηλώδη εδάφη . Ο πειραµατικός αγρός που εγκαταστάθηκε αφορούσε τους ακόλουθους χειρισµούς : Α) Χρήση ελαιοπυρήνα σε ποσοστό 7 % κ.ό σε ανάµιξη µε το έδαφος Β) Χρήση τέφρας ελαιοπυρηνόξυλου 1,5 % κ.ό Γ) Ανάµιξη τέφρας και ελαιοπυρήνα σε ποσοστό 1,5% και 8 % αντίστοιχα . ∆) Μάρτυρας Με τρείς επαναλήψεις (blocks) κάθε εφαρµογή σε πλήρως τυχαιοποιηµένες οµάδες. Μελετήθηκε η αύξηση και η ανάπτυξη της καλλιέργειας µε την µέτρηση φυτικών χαρακτηριστικών (ύψος φυτού, εµβαδόν φυλλικής επιφάνειας) µεταβολή του PH από την χρήση των υλικών καθώς και η παραγόµενη βιοµάζα από το σύνολο του φυτικού υλικού (καρποφόρα όργανα, βλαστοί, φύλλα, ρίζες) . Οι δειγµατοληψίες έγιναν σε τακτά χρονικά διαστήµατα σε κάθε πειραµατικό τεµάχιο καθ’ όλη την διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου 2011. Τα αποτελέσµατα του πειράµατος έδειξαν ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές όσον αφορά το ύψος των φυτών, τα φυτά ολοκλήρωσαν κανονικά το κύκλο τους και το µέγιστο ύψος (1,40 εκ) το έλαβαν τα φυτά στα οποία έγινε χρήση ελαιοπυρήνα. Οι µεταβολές στο εµβαδόν της φυλλικής επιφάνειας χωρίς να υπάρχουν στατιστικά σηµαντικές διαφορές εντούτοις επέδειξαν µια σαφή ανοµοιοµορφία στα φυτά που έγιναν επεµβάσεις σε σχέση µε το µάρτυρα. Οι µεταβολές του PH από την ρήψη των υλικών στο έδαφος ήταν αναµενόµενες λόγω των ακραίων τιµών PH της τέφρας. Οι αποδόσεις σε βιοµάζα ακολούθησαν τα γενικά στάνταρ απόδοσης του Ηλίανθου χωρίς να εµφανίζονται ουσιαστικά µεγάλες µεταβολές, κατά την ανάλυση των διαγραµµάτων η χρήση ελαιοπυρήνα και τέφρας έδωσε µια υπεροχή στην παραγόµενη βιοµάζα .

4


Ουσιαστικά δεν έχουµε αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη και στην µορφολογία του Ηλίανθου από την χρήση των υλικών. Πιθανόν µια χρήση του ελαιοπυρήνα λόγω της µεγάλης αναλογίας C/N πολλούς µήνες πριν την σπορά µπορεί να συµβάλει θετικά στην ανάπτυξη των φυτών. Ο χρόνος εφαρµογής όµως πρέπει να καθοριστεί από µελέτες στο εργαστήριο και σε πειραµατικό επίπεδο.

5


ABSTRACT The aim of the postgraduate thesis was the study of the effect of olive cake, ash destoned olive cake, as well as the combination of ash and olive cake, on the cultivation of Sunflower (Helianthus annus), variety DALIA. The experiment was held in the region Atalanti of Prefecture Fthiotida, during the farming period 2011, in well-drained ground that is categorized in the SCL grounds. The experimental field that was installed concerned the following handlings: A) Use of oil-stone in rate of 7% of PG in mixture with soil B) Use of ash of destoned olive cake 1, 5% of PG G) Mixture of ash and oil-stone in percentage 1, 5% and 8% respectively. D) Witness With three repetitions (blocks) each application in complete, randomized block teams. The increase and the growth of cultivation were studied with the measurement of plant characteristics (height of plant, area of leaf surface) change of PH from the use of materials, as well as the produced biomass from the total of plant material (crop-bearing bodies, shoots, leaves, roots). The samplings were measured in regular time intervals in each experimental item during the whole farming period 2011. The results of the experiment showed that statistically important differences with regard to the height of plants do not exist; the plants completed their circle normally and the plants which reached the greatest height (1, 40 m), were the ones where oil-stone was used. Despite the fact that the changes in the area of leaf surface did not demonstrate statistically important differences, an explicit unevenness in the plants to which interventions were made – as opposed to the witness plant – was noticed. The changes of PH from the drop of materials in the soil were expected because of the extreme prices of ash-PH. The output in biomass followed the general standard output of Sunflower without presenting substantially great changes, whereas during the analysis of diagrams the use of oil-stone and ash gave supremacy to the produced biomass. Basically, we do not have a negative effect neither on the growth nor on the morphology of Sunflower because of the use of these materials.

6


It is likely that the use of oil-stone a lot of months before the seeding can contribute to the growth of plants in a positive way, because of the big proportion of C/N. The time of application however should be determined by studies both in the laboratory and on an experimental level.

7


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ................................................................................................................... 4 ABSTRACT ....................................................................................................................... 6 1. ΗΛΙΑΝΘΟΣ................................................................................................................. 10 1.1 ΓΕΝΙΚΑ................................................................................................................ 10 1.2. ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ ............................................................. 13 1.3. ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ ............................................................. 14 1.4. ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ (ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΣΠΟΡΑΣ, ΑΡ∆ΕΥΣΗ, ΛΙΠΑΝΣΗ) .................................................................................................................. 18 1.4.1. Εποχή σποράς ............................................................................................ 18 1.4.2. Πυκνότητα φύτευσης ................................................................................. 20 1.4.3. Άρδευση ..................................................................................................... 21 1.4.4. Λίπανση ..................................................................................................... 23 1.5. ΣΤΑ∆ΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ........................................................................................... 24 1.6. ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΝΤΗΖΕΛ ........................................... 28 2 ΠΕΙΡΑΜΑ .................................................................................................................... 28 2.1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ................................................................................. 28 2.2 ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ .......................................................................................... 29 2.2.1 Ελαιοπυρήνας ............................................................................................. 29 3. ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ................................................................. 31 3.1. ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ Ε∆ΑΦΟΥΣ -ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΣΠΟΡΑΣ ................................................... 31 3.2 ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ Ε∆ΑΦΟΥΣ........................................................ 32 3.3. ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ......................................................... 33 3.3.1. Ελαιοπυρήνας ............................................................................................ 33 3.3.2 Τέφρα πυρηνόξυλου ................................................................................... 33 3.3.3 Φυτικό Υλικό .............................................................................................. 34 3.3.4. Φωτογραφίες Πειραµατικού Αγρού........................................................... 35 4 ∆ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ....................................................................................................... 36 4.1 ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ ............................................................. 37 4.1.1 Ύψος φυτών ................................................................................................ 37 4.1.2 Μέτρηση pH ............................................................................................... 38 4.1.3 Πραγµατικό εµβαδό φύλλου ....................................................................... 39 4.1.4 Επίδραση των επεµβάσεων στο πραγµατικό εµβαδόν των φύλλων ........... 40 4.1.5 Ξηρό βάρος φυτού ...................................................................................... 41 5 . ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ............................................................ 44 6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ ................................................................................. 44

8


7. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ............................................. 45 8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ............................................................................................................. 47 8.1.ΝΟΜΟΣ ΦΘΙΩΤΙ∆ΟΣ ( Ε∆ΑΦΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ).......................................................... 47 8.2 . ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ...................................................................................... 48 8.3. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ .............................................................................. 54 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................ 59

9


1. ΗΛΙΑΝΘΟΣ 1.1 ΓΕΝΙΚΑ Ο ηλίανθος (Helianthus annuus L), ετήσιο φυτό που ανήκει στην οικογένεια Compositae, είναι ένα από τα 67 είδη του γένους Helianthus. Καλλιεργείται σε µεγάλο εύρος εδαφικών και κλιµατικών συνθηκών από ξηρές περιοχές µε άρδευση µέχρι θερµές περιοχές χωρίς άρδευση. Καταγόµενος από την Αµερική, ο ηλίανθος εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη τον ο

15 αιώνα, ενώ το 1716 όταν άρχισε η βιοµηχανική επανάσταση στην Αγγλία και αναπτύχθηκαν πολλές ερευνητικές δραστηριότητες, έγινε για πρώτη φορά εξαγωγή ελαίου από τους σπόρους του. Το έλαιο αυτό προοριζόταν για βιοµηχανική χρήση, ενώ στα τέλη του 18ου αιώνα χρησιµοποιήθηκε στην ανθρώπινη διατροφή. Τον 19ο αιώνα υπάρχει πλέον παραγωγή και διακίνηση ηλιελαίου σε εµπορική κλίµακα στη Ρωσία, η οποία το 1991-92 έφθασε να παράγει το 27% της παγκόσµιας παραγωγής κατέχοντας την 1η θέση. Το 1990, ο ηλίανθος µε 21 εκατοµµύρια. τόνους κατείχε την 3η θέση µετά τη σόγια και το βαµβάκι στην παγκόσµια παραγωγή ελαιούχων σπόρων (Πιν. 1). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι χώρες µε τη µεγαλύτερη παραγωγή ηλιέλαιου είναι η Γαλλία, η Ισπανία και η Ρουµανία µε παραγωγή κατά µέσο όρο την τελευταία δεκαετία 491.078, 402.888 και 278.525 τόνους ανά έτος αντίστοιχα. Ακολουθούν οι Ολλανδία, Ουγγαρία, Ιταλία, Γερµανία και Βουλγαρία (FAO, 2010).(∆ιάγραµµα 1) Η παραγωγή ηλιέλαιου παρουσιάζει αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια και η παγκόσµια παραγωγή ξεπερνά τα 10 εκατ. tn σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία του FAO (2010). Η Ευρώπη δίνει πάνω από το 60% της παγκόσµιας παραγωγής και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ανοδικές τάσεις (διάγραµµα 2 )

10


∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 Τα σηµαντικότερα έλαια στον κόσµο την πενταετία 2004-2008 ( πηγή FAO 2010).

∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 2 Παραγωγή ηλιέλαιου σε τόνους σε Ευρώπη ,Αµερική, Ασία, Αφρική και Ωκεανία κατά µέσο όρο για τα έτη 2004-2008 (πηγή FAO,2010).

11


∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 3 Παραγωγή ηλιέλαιο σε τόνους στην Ελλάδα από το 1999 έως το 2009. (Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, 2010).

Η µέση απόδοση σε ξερικές εκτάσεις είναι 131-150 kg/στρ ενώ σε αρδευόµενες εκτάσεις η απόδοση είναι της τάξης των 300 kg/στρ (FAO 2001). Ο ηλίανθος δίνει την δυνατότητα χρησιµοποίησης όλων των τµηµάτων του. ∆ίνει δύο τύπους σπόρων, τους µεγάλους που προορίζονται για άµεση εδώδιµη κατανάλωση και τους µικρούς που είναι κατάλληλοι για εξαγωγή ελαίου. Μέχρι σήµερα το ηλιέλαιο χρησιµοποιείται ως εδώδιµο λόγω της υψηλής του τιµής και των οριακών αποθεµάτων σε σύγκριση µε άλλα έλαια και δευτερευόντως στην βιοµηχανία για την παρασκευή σαπουνιών, κεριών, βερνικιών, χρωµάτων καθώς και για φωτισµό (North Dakota State University 1995, Αυγουλάς et al. 2001). Από τα περιβλήµατα των σπόρων µπορεί να παραχθεί στυπόχαρτο και από το εσωτερικό του βλαστού τυπογραφικό χαρτί υψηλής ποιότητας. Η εντεριώνη του βλαστού είναι από τις πιο ελαφρές γνωστές ουσίες και µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε εφαρµογές σωσιβίων και σλάιντς µικροσκοπίου. Οι ξηροί βλαστοί αποτελούν εξαιρετικό καύσιµο, ενώ η στάχτη που αποµένει έχει υψηλή περιεκτικότητα σε κάλιο. Μετά την εξαγωγή του ελαίου, η πούλπα που αποµένει, αποτελεί ζωοτροφή υψηλής θρεπτικής αξίας µε 20-30% περιεκτικότητα σε ακατέργαστη πρωτεΐνη (Murphy 1994, Αυγουλάς et al. 2001). Πρόσφατα έχουν αναπτυχθεί ποικιλίες υψηλών ελαιούχων αποδόσεων, των οποίων το λάδι παρουσιάζει υψηλή αντιοξειδωτική σταθερότητα και καλύτερες

12


διαιτητικές ιδιότητες από τους σταθερούς γενότυπους. Ο ηλίανθος είναι µια πλούσια πηγή φυτικού ελαίου µε µεγάλη περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα κυρίως παλµιτικό, στεατικό, ελαϊκό και λινελαϊκό. (Fuller et al. 1967). Το ελαϊκό και λινελαϊκό οξύ αποτελούν το 85-90% των συνολικών λιπαρών οξέων των σπόρων (Kilman, Earle, 1964, Lagravere et al. 1998, Murphy 1994). Η αναλογία τους εξαρτάται από τον γενότυπο και τις κλιµατικές συνθήκες. H µέση περιεκτικότητα ολόκληρου του σπόρου σε λάδι είναι 40-50% και του ενδοσπερµίου 50-60%. Η υψηλή ποιότητα λόγω της σύνθεσης των λιπαρών οξέων και οι θετικές εξελίξεις στις τεχνολογίες επεξεργασίας καθιστούν το ηλιέλαιο ενδιαφέρουσα πηγή βιοκαυσίµων. Στο µέλλον µπορεί να εξασφαλιστεί η χρήση των φυτικών ελαίων ως καυσίµων σε κινητήρες diesel ή σε καυστήρες θέρµανσης, είτε µε προσαρµογή εξαρτηµάτων στους κινητήρες, είτε µε προσαρµογή ιδιοτήτων των φυτικών ελαίων µε κατάλληλη επεξεργασία (µετεστεροποίηση, πυρόλυση), ή κατόπιν δηµιουργίας προσµίξεων µε συµβατικό καύσιµο diesel, σε διµερή µίγµατα, ή µε προσθήκη πτητικού διαλύτη και παρασκευή µικρογαλακτωµάτων, εξασφαλίζοντας την παραγωγή καυσίµων µε αποδεκτές φυσικές και χηµικές ιδιότητες (Γερονικολού 2004).

1.2. ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ Ο ηλίανθος ανήκει στην οικογένεια composite,τάξη (Synantherales). Τα είδη Η.annuus και H.tuperosus χρησιµοποιούνται ως είδη διατροφής, ενώ τα είδη Η.argopyllus,

H.depilis,

H.decapetalus,

H.Maximiliane

και

ο

Η.salisifolius

καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Ο βασικός αριθµός των χρωµατοσωµάτων είναι 17 ενώ υπάρχουν διπλοειδής,τετραπλοειδής και εξαπλωειδής ποικιλίες ( Ξανθόπουλος,1993) Οι ποικιλίες επίσης διακρίνονται µε βάση το ύψος των φυτών σε υψηλόσωµες, µετριώσωµες και χαµηλόσωµες .Θεωρείται ότι η εξηµέρωση του ηλίανθου έγινε µε µεταβίβαση γενετικού υλικού από το ζιζάνιο P.periolaris στο H.Annuus

13


1.3. ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑΝΘΟΥ Ο ηλίανθος είναι µονοστέλεχο φυτό µε 20-30 έµµισχα φύλλα, που καταλήγει σε ένα σύνθετο άνθος (ταξιανθία).Η ταξιανθία είναι επάκρια κύπτουσα, µε κεφαλή σε σχήµα δίσκου, µε διάµετρο 7,5-60 cm και ακτινωτή διάταξη των πολυάριθµων ανθέων. Το ύψος των καλλιεργούµενων ποικιλιών φθάνει τα 160-180 cm και η διάµετρος βάσης του βλαστού τα 2,5-3 cm. Τα χαρακτηριστικά αυτά επηρεάζονται πολύ από το περιβάλλον και τις καλλιεργητικές µεταχειρίσεις (ακτινοβολία, θερµοκρασία, εποχή και πυκνότητα σποράς, γονιµότητα εδάφους, άρδευση, λίπανση, κλπ.). Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης, ο βλαστός είναι ευθύς, ενώ αργότερα στις περισσότερες περιπτώσεις κάµπτεται. Η κάµψη γίνεται σε ορισµένο ύψος του στελέχους, και αυτό επηρεάζει την τελική γωνία κλίσης της ταξιανθίας του φυτού. Στα µισά του βιολογικού κύκλου το φυτό αποκτά το µέγιστο ύψος του. Η αύξηση του ηλίανθου ακολουθεί την τυπική σιγµοειδή καµπύλη αύξησης. Τα φύλλα

είναι 20-30 έµµισχα και διαφορετικού µεγέθους, τα µεγαλύτερα

βρίσκονται µεταξύ 8ου και 20ου κόµβου και αντιπροσωπεύουν το 60-70% της συνολικής φιλικής επιφάνειας, η οποία κυµαίνεται από 0,2-0,4 m2 και παίζει σηµαντικό ρόλο στην συγκέντρωση λιπαρών ουσιών στο σπόρο. Ο ηλίανθος σχηµατίζει το 50% της συνολικής φυλικής επιφάνειας µέχρι την περίοδο της εµφάνισης των ανθοταξιών και το 75% µέχρι την άνθιση. Τα νεαρά φύλλα, τα βράκτια και οι ταξιανθίες ακολουθούν την πορεία του ήλιου (ηλιοτροπισµός), µέχρι την έκπτυξη όλων των περιφερειακών ανθέων. Ο ηλιοτροπισµός αυξάνει τη φωτοσύνθεση µέχρι 10% και, παρότι ανήκει στα C3 φυτά, ο ηλίανθος χαρακτηρίζεται από σχετικά υψηλούς ρυθµούς φωτοσύνθεσης (40-50 kg CO2 h-1 ha-1,) ιδίως σε πρώιµα φαινολογικά στάδια. Στη συνέχεια µειώνεται µε µεγαλύτερη ταχύτητα από ότι στα άλλα φυτά, γι’ αυτό και η διατήρηση των φύλλων έχει πολύ µεγάλη σηµασία στον ηλίανθο. Η φυλική επιφάνεια είναι µία από τις σηµαντικότερες παραµέτρους του, επειδή προσδιορίζει το παραγωγικό δυναµικό και ερµηνεύει τις ικανότητές του για αποτελεσµατική χρήση νερού και θρεπτικών στοιχείων. Η µέγιστη φυλική επιφάνεια που αναπτύσσεται εξαρτάται από την πυκνότητα σποράς. Η διάρκεια ζωής των φύλλων είναι επίσης σηµαντική παράµετρος, και απώλεια των φύλλων προκαλεί σοβαρή πτώση στις τελικές αποδόσεις. Εξαρτάται από την ταχύτητα ανάπτυξης των

14


φύλλων, το µέγιστο µέγεθος της φυλικής επιφάνειας και την ταχύτητα καταστροφής της, ενώ η γονιµότητα του εδάφους και το νερό την επηρεάζουν περισσότερο από την ποικιλία. Η διάρκεια ζωής των φύλλων µετά την άνθιση κυµαίνεται από 30-90 ηµέρες και εξαρτάται από την θερµοκρασία και την διαθεσιµότητα νερού (Ξανθόπουλος 1993). Χαρακτηριστική είναι η αύξηση της ρίζας του ηλίανθου, η οποία µεγαλώνει ταχύτερα από το υπέργειο τµήµα του φυτού. Όταν το φυτό αποκτήσει 40 cm ύψος, η ρίζα έχει ήδη φθάσει τα 70 cm. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης αναπτύσσονται πολλές δευτερεύουσες ρίζες οι οποίες εκτείνονται οριζόντια µέχρι να εξαντληθεί το νερό των ανώτερων εδαφικών στρωµάτων και στην συνέχεια στρέφονται κατακόρυφα. Ο ηλίανθος ενώ µπορεί να εκµεταλλευτεί µεγάλο όγκο εδάφους λόγω του µεγάλου όγκου του ριζικού του συστήµατος, παρουσιάζει µικρή διεισδυτικότητα και οι ρίζες στρέφονται οριζόντια όταν παρουσιαστεί εµπόδιο, χάνοντας έτσι την ικανότητά τους να αντλούν νερό και θρεπτικά στοιχεία από µεγάλα βάθη. Το βάθος του ριζικού συστήµατος µπορεί να φθάσει τα 150-270 cm, αλλά η ανάπτυξη του γίνεται σε βάθος κάτω από τα 15 cm αφήνοντας έτσι το επιφανειακό στρώµα εδάφους ανεκµετάλλευτο (Ξανθόπουλος 1993). Ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για την ανάπτυξη του ηλίανθου και η διάρκεια των διαφόρων σταδίων ανάπτυξης εξαρτώνται από τον γενότυπο και τις κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν κατά την περίοδο του βιολογικού κύκλου σε σχέση µε τις απαιτούµενες θερµοµονάδες του υβριδίου (Thermal Units ή Growing Degree Days, Olivier, Annandate 1998, Ferreira, Abreu 2001). Με χαµηλότερες θερµοκρασίες, η διάρκεια ανάπτυξης του φυτού είναι µεγαλύτερη από ότι σε υψηλές θερµοκρασίες και τα φυτά χρησιµοποιούν περισσότερο νερό, προσλαµβάνουν περισσότερη ακτινοβολία και παράγουν περισσότερη βιοµάζα, ενώ µε την καθυστέρηση της σποράς επισπεύδεται η ανάπτυξη διότι τα φυτά αντιµετωπίζουν υψηλότερες θερµοκρασίες κατά το βλαστικό στάδιο (Cirilo, Andrade 1994, Rawson et αl. 1986). Επίσης οι Ferreira, Abreu (2001) σε πειράµατα στη νότια Πορτογαλία βρήκαν ότι αύξηση των µέσων ηµερήσιων θερµοκρασιών από 17,7 οC σε 21,3 οC, ελάττωσε την διάρκεια του διαστήµατος από 113 ηµέρες σε 86 ηµέρες. Γενικότερα µπορεί να λεχθεί ότι οι απαιτήσεις των καλλιεργούµενων ποικιλιών του ηλίανθου από τη σπορά µέχρι τη συγκοµιδή, εκφρασµένες µε βάση τους 0 ο C είναι 2350 GDD για τις πρώιµες και 2425 GDD για τις µεσο-πρώιµες και όψιµες ποικιλίες (Ξανθόπουλος 1993). 15


Η διάρκεια του βιολογικού κύκλου του ηλίανθου εξαρτάται από τον γενότυπο, την εποχή σποράς και τις συνθήκες περιβάλλοντος της περιοχής καλλιέργειας. Μπορεί να κυµαίνεται από 80 ηµέρες στην Ρωσία µέχρι 170 ηµέρες στο Μεξικό, ενώ η διάρκεια των διαφόρων σταδίων ανάπτυξης σε ηµερολογιακό χρόνο είναι (Αυγουλάς et al. 2001) 11 ηµέρες από την σπορά µέχρι το φύτρωµα, 33 ηµέρες από το φύτρωµα µέχρι την εµφάνιση των ανθικών καταβολών, 27 ηµέρες από την εµφάνιση των ανθικών καταβολών µέχρι την έναρξη της άνθισης, 8 ηµέρες από την έναρξη µέχρι την ολοκλήρωση της άνθισης και 30 ηµέρες για την ωρίµανση του σπόρου. Μελέτες στη φαινολογία του ηλίανθου έδειξαν ότι η έναρξη της άνθισης σηµατοδοτούσε το τέλος της παραγωγής φύλλων και την µετάβαση από την βλαστική στην αναπαραγωγική ανάπτυξη (Goyne et αl. 1982), ενώ οι Ferreira, Abreu (2001) διαπίστωσαν ότι από την εµφάνιση των ανθικών καταβολών µέχρι την άνθιση, η κεφαλή και τα βλαστικά όργανα (φύλλα και βλαστοί) αυξάνονται ταυτόχρονα, αλλά µετά την άνθιση η βιοµάζα των φύλλων και των βλαστών ελαττώνεται, ενώ της κεφαλής αυξάνεται µέχρι την ωρίµανση µε τη χρησιµοποίηση των προϊόντων της αφοµοίωσης που είχαν αποθηκευτεί στα φύλλα και στους βλαστούς σε προηγούµενα στάδια (Conor, Sandras 1992, Gimenes et αl. 1994, Fandrade 1995). Η σταθερότητα του θερµοκρασιακού χρόνου έχει χρησιµοποιηθεί για την εµφάνιση ενός φύλλου στα διάφορα φυτά (Ritchie 1991, Sharrat 1999) και στον ηλίανθο (Kiniry et αl. 1992, Hall et αl. 1995). Οι Villalobos, Ritchie (1992) και Ferreira, Abreu (2001) αναφέρουν την τιµή των 20οC-days ως θερµικό χρόνο για την εµφάνιση ενός φύλλου. Όλα τα φύλλα ανεξάρτητα από την θερµοκρασία χρειάζονται τις ίδιες βαθµοηµέρες για την ανάπτυξή τους, παρότι ο αριθµός ελαττώνεται µε την αύξηση της ακτινοβολίας, και ότι για την ίδια ακτινοβολία ο αριθµός των φύλλων είναι µικρότερος αν η θερµοκρασία είναι µικρότερη (Rawson et αl. 1984, 1986). Ο ηλίανθος ανήκει στα φυτά που είναι ουδέτερα στην επίδραση της φωτοπεριόδου, και οι περισσότερες ποικιλίες µπορούν να ανθίσουν ανεξάρτητα από το γεωγραφικό πλάτος στο οποίο θα καλλιεργηθούν. Κάθε ηµέρα ανθίζουν 3-4 οµόκεντροι κύκλοι ανθέων από την ταξιανθία του κάθε φυτού και έχει άµεση και θετική σχέση µε τις θερµοκρασίες που επικρατούν. Με µέση ηµερήσια θερµοκρασία 24οC ανθίζουν 4-5 κύκλοι. Από τα άνθη του δίσκου, τα περιφερειακά (40-80) είναι συνήθως άγονα και φέρουν ένα µεγάλο γλωσσοειδές κίτρινο πέταλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι γόνιµα. Ο 16


ηλίανθος είναι κατά κανόνα σταυρογονιµοποιούµενο φυτό, γιατί τα άνθη του είναι πρώτανδρα και υπέργυνα. Επιπλέον πολλές ποικιλίες έχουν το χαρακτηριστικό του αυτοασυµβίβαστου. Η επικονίαση γίνεται κυρίως µε έντοµα (κυρίως µέλλισες) γιατί η γύρη είναι βαριά και δεν µεταφέρεται µε τον αέρα (Αυγουλάς 2008). Στην Ελλάδα η άνθιση του ηλίανθου αρχίζει και τελειώνει συνήθως µέσα στον µήνα Ιούνιο και διαρκεί 10-15 ηµέρες (Ξανθόπουλος 1993). Ο ηλίανθος προσαρµόζεται σε διάφορα γεωγραφικά πλάτη, από την Ρωσία µέχρι την Αργεντινή και µπορεί να καλλιεργηθεί σε όλους σχεδόν τους τύπους εδαφών, από πολύ φτωχά µέχρι πολύ γόνιµα. Προσαρµόζεται πολύ καλά τόσο στα αµµώδη όσο και στα αργιλώδη εδάφη. ∆εν έχει µεγάλες απαιτήσεις σε γονιµότητα, αλλά ο καλός αερισµός και η καλή στράγγιση είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη του ριζικού του συστήµατος. Προσαρµόζεται καλά σε εδάφη ελαφρώς όξινα έως ουδέτερα και αποδίδει ικανοποιητικά σε εδάφη ελαφρώς αλκαλικά. Είναι

µετρίως

ανθεκτικός

σε

αλατούχα

εδάφη

και

αναπτύσσεται

ικανοποιητικά χωρίς µείωση των αποδόσεων σε σπόρο και λάδι σε εδάφη µε αλατότητα από 2-4 mmhos cm-1 (Ayers, Westcot 1985, Francois 1996). Στις περιοχές της Μεσογείου και ειδικότερα στις παραθαλάσσιες το θαλασσινό νερό εισέρχεται στους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες προκαλώντας αύξηση της αλατότητας και του νερού και του εδάφους (Hamdy et al. 1995). Στις περιπτώσεις αυτές µπορεί να θεραπευτεί το πρόβληµα της αλατότητας µε καλλιέργεια ξερικού ηλίανθου (Francois 1996). Οι Baldini et al. (2002) και Fragella et al. (2002) παρατήρησαν αύξηση του ρυθµού ελαϊκό / λινελαϊκό οξύ σε αλατούχες συνθήκες, όταν υπήρχε έλλειψη νερού στο στάδιο του γεµίσµατος του σπόρου, που µπορεί να οφείλεται στην επιτάχυνση της

συγκέντρωσης

λιπιδίων

και

στην

διάρκεια

όλων

των

ενζυµατικών

δραστηριοτήτων συµπεριλαµβανοµένης και της ∆12 δεσαντουράσης (Baldini et al. 2002). Το νεαρό φυτό παρουσιάζει µεγάλη αντοχή στις χαµηλές θερµοκρασίες. Στο στάδιο των κοτυληδόνων αντέχει στους -2οC και στο στάδιο του ενός ζεύγους φύλλων στους -8οC. Η αντοχή του µειώνεται στη συνέχεια και στο στάδιο των 8-10 φύλλων γίνεται πολύ ευαίσθητο, οπότε θερµοκρασίες περί τους 0οC µπορεί να προκαλέσουν ολοκληρωτική καταστροφή. Ο ρυθµός φωτοσύνθεσης µεγιστοποιείται στους 28οC. Θερµοκρασίες από 24-26οC την ηµέρα και 18-20οC τη νύχτα δίνουν τις µεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο. Η θερµοκρασία επιδρά σηµαντικά στη σύνθεση

17


του ηλιέλαιου, ενώ δεν επηρεάζει την περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι, παρά µόνο όταν ξεπεράσει τους 35οC για µεγάλο χρονικό διάστηµα (Ξανθόπουλος 1993). Η αλλαγή στη σύνθεση του ηλιέλαιου (ελαϊκό-λινελαϊκό) οφείλεται στην επίδραση των χαµηλών θερµοκρασιών κατά την περίοδο ωρίµανσης των σπόρων. Ο ηλίανθος σχηµατίζει λιπαρά οξέα µε διπλούς δεσµούς (πολυακόρεστα). Οι χαµηλές θερµοκρασίες ενεργοποιούν τις ∆12 δεσαντουράσες (αφυδρογονάσες), µε τις οποίες δηµιουργείται ένας επιπλέον διπλός δεσµός, και το ελαϊκό οξύ µετατρέπεται σε λινελαϊκό, ενώ οι υψηλές θερµοκρασίες τις αδρανοποιούν και µεγάλο ποσοστό του ελαϊκού οξέος παραµένει αναλλοίωτο (Garrces, Mancha 1991). Το ελαϊκό και το λινελαϊκό οξύ αποτελούν το 85-90% των συνολικών λιπαρών οξέων, ενώ µεταξύ τους υπάρχει στενή αντίστροφη σχέση (Kilman, Earle 1964). Η επίδραση των θερµοκρασιών είναι µικρότερης σηµασίας για τα υψηλά ελαιοδοτικά υβρίδια από ότι στις σταθερές ποικιλίες στην περιεκτικότητα των οξέων (Lagravere et al. 2000).

1.4. ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΕΣ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ

(ΕΠΟΧΗ

ΚΑΙ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ ΣΠΟΡΑΣ,

ΑΡ∆ΕΥΣΗ, ΛΙΠΑΝΣΗ)

1.4.1. Εποχή σποράς Η καθυστέρηση της σποράς επισπεύδει την ανάπτυξη λόγω των υψηλότερων θερµοκρασιών (Cirilo, Andrade 1994, Bange et αl. 1997). Συντόµευση του σταδίου αύξησης µειώνει το ποσοστό της δεσµευόµενης ακτινοβολίας και εποµένως και την τελική βιοµάζα

(De la Vega, Ηall 2002a,b), ενώ πρωιµότερες σπορές δίδουν

σηµαντική αύξηση στη διάρκεια ζωής των φύλλων (Barros et αl. 2003) και στον αριθµό των φύλλων (Ferreira, Abreu 2001). Παρατηρήθηκε ότι συγκριτικά πρωιµότερες σπορές από Μάιο σε Μάρτιο (D’ Amato, Giordano 1992), από Απρίλιο σε Μάρτιο (Fragella et al. 2002) και από Μάρτιο σε Φεβρουάριο (Sarno et al. 1992, Barros et αl. 2003) προκάλεσαν αύξηση των αποδόσεων, ενώ από Ιούλιο σε Ιούνιο δεν παρατηρήθηκαν διαφορές, ίσως λόγω των βροχοπτώσεων του Φθινοπώρου (στάδιο γεµίσµατος του σπόρου) (Cilardi et al. 1990). Οι Cilardi et al. (1990) και Fragella et al. (2002) παρατήρησαν µείωση στην συγκέντρωση του ελαϊκού και αντίστροφα αύξηση του λινολεϊκού καθώς καθυστερούσαν οι ηµέρες γεµίσµατος του σπόρου. Οι Roberston, Green (1981)

18


κατέληξαν ότι οι µεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε ελαϊκό οξύ επιτυγχάνονται µε σπορές Απριλίου και οι χαµηλότερες σε πιο όψιµες σπορές. Όλοι οι συγγραφείς συµφωνούν ότι οι µεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε ελαϊκό οξύ προκύπτουν όταν οι µέσες θερµοκρασίες στο στάδιο γεµίσµατος του σπόρου είναι υψηλές και αντιστρόφως. Ο ηλίανθος µπορεί να σπαρθεί όταν η θερµοκρασία εδάφους φθάσει τους 8οC. Για τις περισσότερες περιοχές της πεδινής Ελλάδας η θερµοκρασία αυτή εξασφαλίζεται περί τα µέσα Μαρτίου. Κατά τη διάρκεια του βιολογικού κύκλου, εάν το εύρος θερµοκρασιών κυµαίνεται από 24-26οC την ηµέρα έως 18-20οC τη νύχτα θα παραχθούν οι µεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο (Ξανθόπουλος 1993). Σε πειράµατα της Ελληνικής Βιοµηχανίας Ζάχαρης στη Σίνδο Θεσσαλονίκης τα έτη 2002-2003, φάνηκε ότι η καθυστέρηση της σποράς από τον Μάιο στον Ιούνιο και η ελλειµµατική άρδευση προκάλεσαν χαµηλότερες αποδόσεις (κατά 6,5%), µικρότερο βάρος 1000 σπόρων (κατά 6,2%) και χαµηλότερη περιεκτικότητα σε λάδι (κατά 23%) (Σκαράκης 2002, 2003). Σε πειράµατα που έγιναν από το 1985-1987 στη Σίνδο από το Ινστιτούτο Βάµβακος και Βιοµηχανικών Φυτών µε τις ποικιλίες ελεύθερης επικονίασης GK-70 και δύο συνθετικές ποικιλίες αυτής, φάνηκε ότι οι θερµοκρασίες την περίοδο γεµίσµατος του σπόρου επηρέασαν το ποσοστό των δύο λιπαρών οξέων και την µεταξύ τους σχέση (ελαϊκό / λινελαϊκό), που κυµάνθηκε από 0,64 -0,69 (χαµηλές θερµοκρασίες)

έως

1,02

σε

υψηλότερες

θερµοκρασίες.

Συγκεκριµένα

η

περιεκτικότητα του ελαϊκού οξέος κυµάνθηκε από 34,0-36,5% και του λινελαϊκού από 51,5-55,0%, όταν το άθροισµα GDD κυµάνθηκε από 535-582οC-d, ενώ τα ποσοστά άλλαξαν σε 43,0-46,0% για το ελαϊκό οξύ και 42,5-46,0% για το λινελαϊκό, όταν το άθροισµα GDD έφθασε το 652οC-d (Ξανθόπουλος, ∆οϊτσίνης 1989). Τα αποτελέσµατα συµφωνούν µε αυτά της διεθνούς βιβλιογραφίας, όπου αναφέρεται ότι οι υψηλές θερµοκρασίες δίνουν µεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ και µικρότερη σε λινελαϊκό (νότιες χώρες), ενώ σε χαµηλές θερµοκρασίες τα ποσοστά διαµορφώνονται αντίστροφα (βόρειες χώρες). Τα ελληνικά πειραµατικά δεδοµένα όµως είναι ελάχιστα, πράγµα που δηλώνει την ανάγκη περαιτέρω εκτεταµένης έρευνας.

19


1.4.2. Πυκνότητα φύτευσης Η πυκνότητα των φυτών επηρεάζει το µέγεθος του σπόρου και της κεφαλής. Σε χαµηλότερες πυκνότητες αυξάνει το µέγεθος. Οι ελαιδοτικές ποικιλίες σπέρνονται πυκνότερα από τις µη ελαιδοτικές, διότι δεν ενδιαφέρει το µέγεθος του σπόρου αλλά η απόδοση σε σπόρο που επηρεάζεται από τον αριθµό των φυτών ανά µονάδα επιφάνειας, τον αριθµό σπόρων ανά κεφαλή και το µέσο βάρος του σπόρου. Ο ηλίανθος όµως έχει τη δυνατότητα να εξισορροπεί τον µειωµένο αριθµό φυτών µε αύξηση του µεγέθους των κεφαλών και του βάρους του σπόρου (Andrade 1995). Ο µέσος αριθµός φυτών ανά στρέµµα κυµαίνεται από 5.000-6.000. Μείωση του αριθµού των φυτών σε ποσοστό 10-15% δεν επηρεάζει σηµαντικά τις αποδόσεις (Ξανθόπουλος 1993). Σε πειράµατα ξερικού ηλίανθου στην νότια Πορτογαλία, διαπιστώθηκε ότι ο αριθµός των σπόρων ανά κεφαλή καθώς και το µέσο βάρος του σπόρου µειωνόταν σηµαντικά µε την αύξηση της πυκνότητας (από 1.700 σε 4.600 φυτά/στρ). Η χαµηλή πυκνότητα µείωσε σηµαντικά την διάρκεια ζωής των φύλλων. Ιδανική πυκνότητα για τις µεσογειακές συνθήκες θεωρούνται τα 3.500 φυτά/στρ, διότι δίδει τις µεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο, αντισταθµίζοντας τον µικρότερο αριθµό σπόρων µε την αύξηση του βάρους του (Barros et al. 2003). Οι Ferreira, Abreu (2001) διαπίστωσαν µεγαλύτερο LAI (2,5-3,0 m2 m-2) στις υψηλότερες πυκνότητες (11.400 φυτά/στρ), από τις χαµηλότερες (1,6- 2,0 m2 m-2 µε 4.000 φυτά/στρ) και µεγαλύτερη συνολική βιοµάζα (1,0 t/στρ έναντι 0,66 t/στρ), ενώ ο αριθµός των φύλλων, ο συντελεστής πρόσληψης του φωτός από την φυλλοστοιβάδα και η αποτελεσµατικότητα της ακτινοβολίας δεν επηρεάστηκαν από την πυκνότητα των φυτών. Το Πανεπιστήµιο της Β. Ντακότα (ΗΠΑ) αναφέρει πυκνότητες σποράς από 3.700-6.100 φυτά/στρ ανάλογα µε τον τύπο του εδάφους, τις βροχοπτώσεις και τις τελικές

αποδόσεις,

και

µικρότερες

πυκνότητες

σε

εδάφη

µε

µικρότερη

υδατοϊκανότητα και ανεπαρκείς βροχοπτώσεις. Ο επιθυµητός αριθµός φυτών ανά στρέµµα σύµφωνα µε τα τελευταία πειραµατικά δεδοµένα είναι: A) Για ξηρική καλλιέργεια 4500-5000 φυτά /στρ B) Για ποτιστική καλλιέργεια 5500-6000 φυτά στρ

20


Ποσότητα σπόρου 350-500 gr/στρ ( ∆εδοµένα από τεχνικό φυλλάδιο καλλιέργειας Ηλίανθου από εταιρεία Syngeta Hellas AEBE)

1.4.3. Άρδευση Αναφέρεται ότι o ηλίανθος καταναλώνει µεγάλες ποσότητες νερού για τη σύνθεση ενός γραµµαρίου ξηρής ουσίας σε σχέση µε άλλα φυτά, και αυτό αποδίδεται στο µεγάλο αριθµό και µέγεθος των στοµατίων και στη µικρότερη αντίσταση που προβάλλουν στην κίνηση του νερού, έτσι ώστε κάτω από ίδιες λοιπές συνθήκες, η διαπνοή του ηλίανθου είναι αυξηµένη από την διαπνοή άλλων ανοιξιάτικων φυτών. Σε περιόδους όµως ξηρασίας το φυτό εξασφαλίζει υδατική ισορροπία µειώνοντας την επιφάνεια των φύλλων όταν η έλλειψη υγρασίας συµβεί στα πρώτα στάδια ανάπτυξης, ή απορρίπτοντας αριθµό φύλλων, όταν η έλλειψη υγρασίας παρατηρηθεί κατά το στάδιο της άνθισης. Οι λειτουργίες αυτές το καθιστούν ανθεκτικό στην ξηρασία. Σε συνθήκες έλλειψης νερού, µια καλλιέργεια ηλίανθου αφήνει πολύ λιγότερη υγρασία στο έδαφος από ότι το σιτάρι ή η σόγια. Κάτω από συνθήκες άρδευσης οι αποδόσεις αυξάνονται κατά 35%. Κατά το στάδιο της άνθισης και της φυσιολογικής ωρίµανσης, το νερό είναι σηµαντικός παράγων και επηρεάζει το σχηµατισµό και το γέµισµα των σπόρων, καθώς και την περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι. Όπου η διαθεσιµότητα του νερού είναι περιορισµένη, εάν η άρδευση εφαρµοστεί σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, µπορεί να αυξήσει σηµαντικά τις αποδόσεις σε σπόρο (Stone et al. 1996). Κατάλληλη εποχή για άρδευση είναι µια εβδοµάδα πριν την άνθιση έως και δύο εβδοµάδες µετά την λήξη της (Ξανθόπουλος 1992), ή κατά την διάρκεια εµφάνισης των ανθικών καταβολών-άνθισης-γεµίσµατος του σπόρου (Osman et al. 1975, Karaata 1991), ή εµφάνισης των ανθικών καταβολών -αρχής άνθισης- τέλους άνθισης (Unger 1983). Έρευνα στο Πανεπιστήµιο της Β. Ντακότα έδειξε ότι οι αποδόσεις επηρεάζονται περισσότερο από την έλλειψη νερού κατά το στάδιο της άνθισης και λιγότερο κατά το περίοδο της αύξησης (από το φύτρωµα µέχρι πριν την εµφάνιση των ανθικών καταβολών). Μείωση της άρδευσης κατά 20% στην περίοδο από το φύτρωµα µέχρι πριν την εµφάνιση των ανθικών καταβολών προκάλεσε µείωση των αποδόσεων µόνο κατά 5%, ενώ µείωση της άρδευσης κατά 20% στην µετά ανθοφορία περίοδο προκάλεσε

21


µείωση των αποδόσεων κατά50%. Οι αποδόσεις κυµαίνονται από 224 kg/στρ σε ικανοποιητικές συνθήκες υγρασίας και γονιµότητας εδάφους µέχρι 550 kg/στρ σε άριστες συνθήκες. Οι Fragella et al. (2002) διαπίστωσαν ότι η άρδευση έδωσε αύξηση 77% στις αποδόσεις λόγω της αύξησης του βάρους και του αριθµού των σπόρων και υψηλότερες αποδόσεις σε λάδι. Οι Joel et al. (1997) παρατήρησαν µείωση της µετατρεποµένης σε βιοµάζα ακτινοβολίας κατά 30% και πτώση του LAI κατά 85% στην περίπτωση έλλειψης νερού µε αποτέλεσµα τη µείωση της παραγόµενης βιοµάζας κατά 60%. Η πλήρης ή σε µικρότερα ποσοστά άρδευση αλλά στα κρίσιµα στάδια της ανάπτυξης (ανθικών καταβολών –άνθισης - γεµίσµατος του σπόρου) αυξάνει σηµαντικά το ύψος των φυτών, τη διάµετρο κεφαλής, το βάρος 1000 σπόρων και την απόδοση σε βλαστούς και σε σπόρους (Talha, Osman 1974, Murriel 1975, Karami 1977, Demiroren 1978, Andhale, Kaldhlor 1978, Jana et al. 1982, Turner, Rawson 1982, Unger 1982, Harman et al. 1982, Karaata 1991, Tan et al. 2000, Goksoy et al. 2004). Οι Goksoy et al. (2004) βρήκαν ότι οι τµηµατικές αρδεύσεις στα διαφορετικά στάδια δεν επηρέασαν σηµαντικά την περιεκτικότητα σε λάδι, σε αντίθεση µε τους Murriel (1975), Jana et al. (1982), Tan et al. (2000), Fragella et al. (2002), που διαπίστωσαν θετική επίδραση των αρδεύσεων στην περιεκτικότητα σε λάδι. Ο Karaata (1991) δεν διαπίστωσε σηµαντική αύξηση της περιεκτικότητας σε λάδι µε την αύξηση της ποσότητας του εφαρµοζόµενου νερού αλλά µε την εφαρµογή της άρδευσης στο στάδιο της άνθισης και του γεµίσµατος του σπόρου, ενώ οι Talha, Osman (1974), Jana et al. (1982), Kadayifci, Yildirim (2000), και Goksoy et al. (2004) βρήκαν αύξηση των αποδόσεων σε λάδι µε την αύξηση της ποσότητας του εφαρµοζόµενου νερού. Οι αποδόσεις σε σπόρο µπορούν να αυξηθούν µέχρι και 85,4%, και σε λάδι µέχρι και 88% µε πλήρεις αρδεύσεις στα στάδια ανθικών καταβολών-άνθισηςγεµίσµατος του σπόρου (Goksoy et al. 2004). Οι Talha, Osman (1974) παρατήρησαν αύξηση του ρυθµού ελαϊκού / λινελαϊκού οξέος στις σταθερές ποικιλίες και σε υψηλούς ελαιοδοτικούς γενότυπους στην περίπτωση έλλειψης νερού και ειδικότερα στο στάδιο του γεµίσµατος του σπόρου (Fragella et al. 2000, 2002, Baldini et al. 2000, 2002). Ο Unger (1982) βρήκε ότι υπάρχει θετική σχέση µεταξύ της περιεκτικότητας σε ελαϊκό οξύ και της άρδευσης στο βλαστικό στάδιο, ενώ οι Salera,

22


Baldini (1998) παρατήρησαν ότι η άρδευση δεν επηρέασε την περιεκτικότητα σε ελαϊκό οξύ. Μια µόνο περίπτωση από την ελληνική έρευνα µπορεί να αναφερθεί για την άρδευση του ηλίανθου και συγκεκριµένα από την Ελληνική Βιοµηχανία Ζάχαρης στη Σίνδο Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 2002-2003, όπου φάνηκε ότι η καθυστέρηση της σποράς από τον Μάιο στον Ιούνιο και η ελλειµµατική άρδευση προκάλεσαν χαµηλότερες αποδόσεις κατά 6,5%, µικρότερο βάρος 1000 σπόρων κατά 6,2% και χαµηλότερη περιεκτικότητα σε λάδι κατά 23% (Σκαράκης 2002, 2003). Εξ αυτού φαίνεται η µεγάλη ανάγκη για µελέτη των απαιτήσεων και της επίδρασης της άρδευσης στις αποδόσεις και την περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι. 1.4.4. Λίπανση Το άζωτο (Ν) είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες λίπανσης που επιδρά στην απόδοση και την περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι και πρωτεΐνη. Οι Joel et al. (1997) παρατήρησαν µείωση της αφοµοίωσης κατά 35% και πτώση του LAI κατά 45% στην περίπτωση έλλειψης Ν µε αποτέλεσµα τη µείωση της παραγόµενης βιοµάζας κατά 49%. Οι Scheiner et al. (2002) διαπίστωσαν ότι η Νλίπανση αύξησε τον αριθµό των σπόρων ανά κεφαλή αλλά δεν επηρέασε το ατοµικό βάρος του σπόρου. Οι Steer, Seiler (1990) διαπίστωσαν ότι η επίδραση της Νλίπανσης είναι µικρή και εξαρτάται από την εποχή εφαρµογής, ενώ οι Hussein et al. (1980) και Merrien, Milan (1992) αναφέρουν τη µείωση των αποδόσεων σε λάδι. Οι τελευταίοι αναφέρουν επίσης ότι η µειωµένη περιεκτικότητα σε λάδι είναι αντιστρόφως ανάλογη µε την περιεκτικότητα του σπόρου σε πρωτεΐνη λόγω της Νλίπανσης. Οι Blamey, Chapman (1981) διαπίστωσαν ότι αντίθετα από την Ν-λίπανση, η προσθήκη Ρ αύξησε την περιεκτικότητα του σπόρου σε λάδι. Η ελληνική έρευνα έχει να παρουσιάσει µόνο τα πειράµατα του Ινστιτούτου Βάµβακος και Βιοµηχανικών Φυτών Σίνδου, που πραγµατοποιήθηκαν τα έτη 1988-1990, µε την ποικιλία “Καβησός”, η οποία δέχτηκε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα Ν-λίπανσης (0 – 5 – 10 – 15 kg/στρ) και τέσσερα διαφορετικά επίπεδα Κ-λίπανσης (0 – 10 – 20 – 30 kg/στρ), και όπου φάνηκε ότι η Ν-λίπανση έδωσε σηµαντικά µεγαλύτερες αποδόσεις σε σπόρο έως και 29,47%, µε χαµηλά επίπεδα Ν (5 kg/στρ), αλλά µη σηµαντικές διαφορές για υψηλότερα επίπεδα (10 ή 15 kg/στρ) (Ξανθόπουλος, ∆οϊτσίνης 1994).

23


Από την διεθνή βιβλιογραφία φαίνεται ότι οι απόψεις είναι πολλές φορές αντικρουόµενες, ενώ τα ελληνικά δεδοµένα είναι ανεπαρκή. Αυτό υπαγορεύει την ανάγκη για περισσότερη έρευνα της επίδρασης των καλλιεργητικών τεχνικών και της προσαρµοστικότητας των ποικιλιών πάνω στις αποδόσεις σε σπόρο και στην περιεκτικότητα και σύνθεση του ηλιέλαιου και µάλιστα κάτω από συγκεκριµένες εδαφοκλιµατικές συνθήκες της περιοχής καλλιέργειας, προκειµένου να καταλήξουµε σε πιο ασφαλή συµπεράσµατα για την δυνατότητα της καλλιέργειας του ηλίανθου στην Ελλάδα σε εµπορική κλίµακα µε σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίµου µε θετικό ενεργειακό ισοζύγιο (εκροών / εισροών) και οικονοµικό όφελος.

1.5. ΣΤΑ∆ΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Ο βιολογικός κύκλος των φυτών του ηλίανθου χωρίζεται σε διάφορα στάδια τα οποία ανταποκρίνονται σε µορφολογικές µεταβολές του φυτού και οι οποίες γίνονται εύκολα διακριτές. Το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η καλλιέργεια καθορίζεται από το στάδιο που βρίσκεται το 50% των φυτών της (Ξανθόπουλος, 1993). Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαχωριστούν τα στάδια ανάπτυξης . Ένα από τα πιο διαδεδοµένα καθορίζει πέντε κύρια στάδια (Arnaud,1986): •

Φύτρωµα (VE)

Βλαστικό στάδιο (V)

Εµφάνιση ανθικής καταβολής (R)

Άνθιση (R5)

Ωρίµανση (R9)

Το καθένα από τα κύρια αυτά στάδια χωρίζεται σε επιµέρους στάδια, που προσδιορίζονται από δύο κωδικούς. Η διαίρεση της καλλιέργειας σε φάση βλαστική και αναπαραγωγική, σύµφωνα µε τους Schneiter και Miller, παρουσιάζεται στον πίνακα (1) αυτό είναι σηµαντικό γιατί δίνει στους παραγωγούς, τους επιστήµονες και στη βιοµηχανία µια κοινή βάση συζήτησης για την ανάπτυξη του φυτού. Ο συνολικός χρόνος για την ανάπτυξη του φυτού του ηλίανθου και ο χρόνος µεταξύ των διάφορων φάσεων ανάπτυξης εξαρτάται από το γενετικό υπόβαθρο του φυτού και τις συνθήκες στην καλλιεργητική περίοδο. Για να προσδιοριστεί το στάδιο ανάπτυξης σε µια φυτεία ηλίανθου, θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ο µέσος όρος ανάπτυξης µεγάλου αριθµού φυτών. Αυτή η µέθοδος διαβάθµισης χρησιµοποιείται και για µεµονωµένα φυτά αλλά και για την ταξινόµηση µίας µόνης κεφαλής σε

24


διακλαδωµένο φυτό ηλίανθου. Στην περίπτωση του διακλαδωµένου ηλίανθου, προχωρούµε σε ταξινόµηση, χρησιµοποιώντας µόνο τον κύριο κλάδο ή την κύρια κεφαλή. Στα στάδια R7 έως R9, χρησιµοποιούµε, αν είναι δυνατό, υγιείς κεφαλές, χωρίς παθήσεις, για να προσδιορίσουµε την ανάπτυξη του φυτού, γιατί κάποιες παθήσεις είναι δυνατό να προκαλέσουν αποχρωµατισµό της κεφαλής. Φάση και VE Εµφάνιση Βλάστησης

Περιγραφή Εµφανίζεται το βλαστάρι και το πρώτο φύλλο πάνω από τις κοτυληδόνες έχει λιγότερο από 4 εκ.

Στάδια Βλάστησης(δηλ. V-1, V-

Τα στάδια αυτά ορίζονται µε τη µέτρηση του

2,V-3,V-4 κλπ.)

αριθµού πραγµατικών φύλλων που έχουν µήκος τουλάχιστον 4 εκ., αρχίζοντας ως V-1, V-2, V-3 κλπ. Αν τα κατώτερα φύλλα έχουν µαραθεί, µετρήστε τα αποτυπώµατα των φύλλων (εξαιρώντας εκείνα τα σηµεία όπου εφάπτονται οι κοτυληδόνες) για να προσδιορίσετε το σωστό στάδιο

Στάδια Αναπαραγωγής R1

Tο ακραίο µπουµπούκι σχηµατίζει µάλλον µια µικροσκοπική άνθινη κεφαλή παρά µια δέσµη φύλλων. Όταν το κοιτάξουµε ακριβώς από πάνω, τα ανώριµα φυλλαράκια σχηµατίζουν ένα αστέρι.

Στάδια Αναπαραγωγής R2

Tο ανώριµο µπουµπούκι επιµηκύνεται κατά 0.5 έως 2.0 εκ. πάνω από το κοντινότερο φύλλο που είναι σε επαφή µε το µίσχο. Αγνοείστε τα φύλλα που αγγίζουν απευθείας το πίσω µέρος του µπουµπουκιού.

Στάδια Αναπαραγωγής R3

Το ανώριµο µπουµπούκι ξεπερνά τα 2 εκ. σε µήκος πάνω από το κοντινότερο φύλλο

25


Στάδια Αναπαραγωγής R4

Αρχή της ανθοφορίας. Όταν κοιτάζουµε το φυτό από πάνω, είναι ορατά ανώριµα ακτινωτά άνθη.

Στάδια Αναπαραγωγής R5 (φάση

Αυτό το στάδιο είναι η έναρξη της άνθησης.

άνθησης)

∆ιαιρείται σε δύο υπό-στάδια που εξαρτώνται

ΣΤΑ∆ΙO R5.1,R5.2,R5.3 κλπ

από το ποσοστό της περιοχής κεφαλής (άνθηδίσκοι) που έχει ολοκληρωθεί ή είναι υπό άνθιση. Π.χ. R-5.3(30%), R-5.8 (80%) κ.λπ.

ΣΤΑ∆ΙΟ R6

Η ανθοφορία έχει ολοκληρωθεί και τα ακτινωτά άνθη µαραίνονται.

ΣΤΑ∆ΙΟ R7

Το πίσω µέρος της κεφαλής αρχίζει να αποκτά αχνό κίτρινο χρώµα.

ΣΤΑ∆ΙΟ R8

Το πίσω µέρος της κεφαλής είναι κίτρινο, τα φυλλαράκια όµως παραµένουν πράσινα.

ΣΤΑ∆ΙΟ R9

Tα φυλλαράκια γίνονται κίτρινα και καφέ. αυτό το στάδιο θεωρείται η φυσιολογική ωρίµανση.

26


V-E

V-2

V-4

R1

R2

R3

R3 Top View

R 5.1

R 5.5

R59

R-6

R-7

R-8

R-9

Πραγµατικό Φύλλο 4εκατ.

Εικόνα 1 Τα κυριότερα στάδια ανάπτυξης του Ηλίανθου ( Schneiter and Miller )

27


1.6. ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΝΤΗΖΕΛ Από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά ότι ο ηλίανθος είναι βασικές εναλλακτικές καλλιέργειες για την αποκατάσταση και πρόληψη των συνεπειών της υποβάθµισης των εδαφών και του γεωργικού εισοδήµατος εξαιτίας της µονοκαλλιέργειας, για την αποτροπή της µείωσης των ορυκτών αποθεµάτων και των δασών του πλανήτη, για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιµα και για την προστασία του περιβάλλοντος. Η καλλιέργεια του ηλίανθου παράγει πρώτη ύλη για ενέργεια (βιοκαύσιµα) µε προορισµό τους κινητήρες αυτοκινήτων και τους καυστήρες θέρµανσης. Οποιαδήποτε ανάλυση και σχεδιασµός σεναρίων χρήσης γης µε αµειψισπορές που θα περιλαµβάνει τον ηλίανθο θα πρέπει

βασίζεται στην ανάλυση της

καταλληλότητας συγκεκριµένων περιοχών µε δεδοµένους εδαφο-κλιµατικούς παράγοντες για τις καλλιέργειες αυτές, και πιο συγκεκριµένα σε ποσοτικές εκτιµήσεις των δυναµικών παραγωγής και των απαιτούµενων εισροών για την πραγµατοποίησή τους ώστε να προκύπτουν οι λόγοι κόστους-απόδοσης, τους οποίους χρειάζονται οικονοµολόγοι και πολιτικοί για την σύγκριση µε υφιστάµενες δοµές και την εξεύρεση βέλτιστων συνδυασµών χρήσης γης. Όµως, η διερεύνηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι τα δεδοµένα που αφορούν δυναµικό παραγωγής του ηλίανθου είναι γενικά ανεπαρκή, όπως ανεπαρκή είναι επίσης και τα ερευνητικά αποτελέσµατα σχετικά µε τις απαιτούµενες εισροές και καλλιεργητικές τεχνικές, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Για το λόγο αυτό, σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η µελέτη της χρήσης βιοµηχανικών αποβλήτων (ελαιοπυρήνας, τέφρα πυρηνόξυλου) ως εδαφοβελτιωτικά σε µία ποικιλία ηλίανθου κάτω από Ελληνικές συνθήκες, η ανταπόκριση της ποικιλίας κάτω από διαφορετικές ποσότητες υλικών καθώς και ο προσδιορισµός του δυναµικού παραγωγής προκειµένου να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα για τη δυνατότητα χρήσης των υλικών αυτών στην Ελλάδα .

2 ΠΕΙΡΑΜΑ 2.1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Σκοπός του πειράµατος είναι η καλλιέργεια του φυτού σε διάφορα υποστρώµατα (µείγµα υπολείµµατος και εδάφους) που περιέχουν απόβλητα από ανθρώπινες και βιοµηχανικές δραστηριότητες η παρακολούθηση και η µέτρηση της

28


ανάπτυξής του (ύψος φυτών, υπολογισµός πραγµατικού εµβαδού φύλλων, ξηρή µάζα) ώστε να προκύψουν συµπεράσµατα για την ευρεία χρήση της µεθόδου για την βελτίωση εδαφών και την αξιοποίηση της παραγόµενης βιοµάζας .

2.2 ΜΕΘΟ∆ΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ Στην

συνέχεια

γίνεται

µια

περιγραφή

των

αποβλήτων

που

θα

χρησιµοποιηθούν σε µείγµα µε το εδαφικό υπόστρωµα πάνω στα οποία θα καλλιεργηθούν τα φυτά και θα γίνουν οι µετρήσεις που αφορούν την ανάπτυξή τους. 2.2.1 Ελαιοπυρήνας Ο ελαιοπυρήνας είναι το στερεό απόβλητο των ελαιουργείων που προέρχεται από τον διαχωριστήρα που διαχωρίζει τα υγρά από τα στερεά µέρη του ελαιοκάρπου (DECATER). O ελαιοπυρήνας περιέχει υψηλή υγρασία η οποία εξαρτάται από τον τύπο λειτουργίας του ελαιουργείου, τριφασικό ή διφασικό. Ανάλογα λοιπόν προκύπτει και το ποσοστό υγρασίας το οποίο στο µεν διφασικό κυµαίνεται από 55-65% ενώ στο τριφασικό έχουµε µέγιστη υγρασία περίπου στο 38%, τα ποσοστά ποικίλουν ανάλογα µε τον τύπο ελιάς και την εποχή συγκοµιδής

του

ελαιοκάρπου.

Τα

υπόλοιπα

µέρη

του

ελαιοπυρηνόξηλου

αποτελούνται από το ξυλώδες τµήµα το οποίο προέρχεται από την θραύση του πυρήνα τις ελιάς σε ποσοστό 45 %, µικρή περιεκτικότητα σε λάδι σε ποσοστό 3-4 % καθώς επίσης ανόργανες και οργανικές ενώσεις οι οποίες είναι και υπεύθυνες για την οσµή που εκπέµπεται από τα πυρηνελαιουργεία. Η Ελλάδα αποτελεί την τρίτη ελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσµο - µετά την Ισπανία και την Ιταλία - και µια µέτρια εκτίµηση της ετήσιας παραγωγής του ελαιοπυρηνόξηλου αγγίζει τους 700 - 800.000 τόνους /έτος .(Εικόνα 3) Η κατανοµή των παραγόµενων ποσοτήτων ελαιοπυρήνα στην ελληνική επικράτεια φαίνεται στην Εικόνα 2.

29


Εικόνα 2 Κατανοµή των παραγόµενων ποσοτήτων ελαιοπυρήνα στην Ελληνική επικράτεια

Εικόνα 3 : Παραγωγή ελαιόλαδου και ελαιόκαρπου στις Μεσογειακές χώρες

2.2.2 Τέφρα από καύση Ελαιοπυρηνόξηλου Η τέφρα η οποία µένει από την καύση του πυρηνόξυλου µε βάση την ανάλυση τις ψίχας του πυρηνόξυλου κυµαίνεται 4,5 % . Με βάση την παραγόµενη ποσότητα πυρηνόξυλου στην Ελλάδα (700.000800000 τόνοι) η αναµενόµενη ποσότητα τέφρας ανέρχεται στους 31500-36000 τόνους ετησίως..

30


3. ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας εγκαταστάθηκε την καλλιεργητική περίοδο 2011 στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και συγκεκριµένα στην αγροτική Αταλάντης του Ν. Φθιώτιδος (συντεταγµένες 38ο39΄24,44΄΄Β και

περιοχή

23ο02΄01,32΄΄Α, και υψόµετρο 32 m.), πειραµατικός αγρός ο οποίος περιελάµβανε ένα πλήρως τυχαιοποιηµένο σχέδιο µε τρείς χειρισµούς και έναν µάρτυρα, µε τρείς επαναλήψεις έκαστος, µε την πιο κάτω διάταξη: I

II

III

M

E7%

M

E7%

ET8+1,5%

T1,5%

T1,5%

M

ΕΤ8+1,5%

ΕΤ8+1,5%

T1,5%

E7%

Όπου Μ=

Μάρτυρας

Ε7%=

Ελαιοπυρήνας σε ποσοστό 7% κο

Τ1,5%=

Τέφρα ελαιοπυρηνόξηλου σε ποσοστό 1,5 %

ΕΤ8%+1,5%= Ελαιοπυρήνας 8% σε συνδυασµό µε τέφρα ελαιοπυρηνόξυλου 1,5 %

3.1. ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ Ε∆ΑΦΟΥΣ -ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΣΠΟΡΑΣ Η σπορά του αγρού έγινε στις 25 Απριλίου 2011. Προηγήθηκε κατεργασία του εδάφους µε άροση σε βάθος 35 εκατοστών και στην συνέχεια κατά την διάρκεια του χειµώνα έγινε κατεργασία µε καλλιεργητή. Την άνοιξη 5 ηµέρες πριν την σπορά έγινε ρήψη των υλικών στα πειραµατικά τεµάχια και ενσωµάτωση αυτών µε σβολοτρίφτη (Εικόνες 4 & 5) έτσι ώστε να επιτευχθεί οµογενοποίηση των υλικών µέχρι 20 εκ βάθος . Επιµέρους λίπανση πλην των εδαφοβελτιωτικών δεν έγινε . Η πρώτη άρδευση για το φύτρωµα δεν έγινε λόγω βροχόπτωσης στις 27 Απριλίου

(στο

παράρτηµα 1

δίνονται

αναλυτικά

στοιχεία

άρδευσης

και

βροχόπτωσης)

31


Η σπορά στα πειραµατικά τεµάχια (εικόνα 6) έγινε σε γραµµές µε σπαρτική µηχανή αραβοσίτου 4 σειρών και σε αποστάσεις 0,75 m µεταξύ των γραµµών και 0,23 m επί της γραµµής, εξασφαλίζοντας πυκνότητα 32 φυτών ανά πειραµατικό τεµάχιο ήτοι 6.428 φυτών/στρ (εικόνα 7) . Η διάσταση των πειραµατικών τεµαχίων είναι 3 µέτρα επί 2 µέτρα και 1 µέτρο διάδροµος µεταξύ των τεµαχίων ώστε να διευκολύνονται οι µετρήσεις . ,

\ Εικόνα 4 Ρήψη υλικών

Εικόνα 5 Ενσωµάτωση υλικών

Εικόνα 6 Πειραµατικά τεµάχια

Εικόνα 7 Σπορά Ηλίανθου

3.2 ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ Ε∆ΑΦΟΥΣ Το έδαφος χαρακτηρίζεται ως Αµµοαργιλοπηλώδες (SCL) σύµφωνα µε την ταξινόµηση των εδαφών (Bouyoucos, 1962), είναι καλά στραγγιζόµενο, µε ασβεστούχο υπόστρωµα (Εικόνα 1, παράρτηµα 1) µε PH 8,1 και οργανική ουσία 1,45% . Στο παράρτηµα ΙΙ δίδεται η πλήρης περιγραφή του εδαφικού προφίλ.

32


3.3. ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΕΣ Ι∆ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ 3.3.1. Ελαιοπυρήνας Μια τυπική σύσταση του ελαιοπυρήνα δίνεται στον Πίνακα 1 µε βάση την ανάλυση που πραγµατοποιήθηκε στα εργαστήρια της AGROLAB A.E.

Μονάδες

Ποιοτική ανάλυση

Μονάδες

Στοιχειακή ανάλυση

(Units) Υγρασία

12,3%

Τέφρα

3,49-4,5

(Units) C

48

NO3-N

3,5mg/kg

Aαναλογία C/N

209

Ολικό άζωτο

0,23%

Οργανική ουσία

96,7 %

Na

188 mg/kg

7,1

Αγωγιµότητα

9.Ms/cm

PH Ανώτερη Θερµ. ∆ύναµη HHV (Kcal/Kg)

5.955,3

Κατώτερη θερµ.∆ύναµη LHV (Kcal/Kg)

2560

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Ποιοτική και στοιχειακή ανάλυση ξηρού ελαιοπυρήνα

3.3.2 Τέφρα πυρηνόξυλου Η τέφρα είναι το στερεό υπόλειµµα από την καύση του πυρηνόξηλου . Το πυρηνόξηλο αποτελείται από : 1. Από τον πυρήνα της ελιάς που είναι ξυλώδες και κατακερµατισµένος 2. Από το σαρκώδες µέρος –ψίχα ελιάς (υπό µορφή σκόνης) 3. Και από την φλούδα του καρπού επίσης σε µορφή σκόνης . Με βάση της αναλύσεις το ξυλώδες µέρος ανέρχεται σε ποσοστό 55% του βάρους , ενώ το υπόλοιπο 45% είναι η σκόνη (ψίχα και φλούδα) . Το ποσοστό του ελαιολάδου το οποίο παραµένει µετά την εκχύλιση ανέρχεται σε ποσοστό 0,5%-1,2% επί ξηρού βάρους . Η σύνθεση του πυρηνόξηλου σαν καύσιµο υλικό είναι περίπου ίδια µε αυτή του ξύλου σύµφωνα µε τις αναλύσεις του (ΕΜΠ 2000) και έχει όπως παρακάτω . ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΠΟΣΟΤΗΤΑ

ΑΝΘΡΑΚΑΣ ( C)

49.7%-50.1%

33


Υ∆ΡΟΓΟΝΟ (Η)

6%-7%

ΑΖΩΤΟ

( Ν)

1,1%-1,6%

ΘΕΙΟ

(S)

0.01%-0.08%

ΟΞΥΓΟΝΟ

(Ο)

38,1%-38,8%

Με βάση τον πιο πάνω πίνακα η πολύ χαµηλή περιεκτικότητα σε θείο και η απουσία βαρέων µετάλλων καθιστούν το προϊόν σηµαντικό ως καύσιµη

ύλη. Το

περιβαλλοντικό του µειονέκτηµα είναι η υψηλή περιεκτικότητα σε τέφρα την οποία θα εξετάσουµε στην συγκεκριµένη µελέτη αν µπορεί να χρησιµοποιηθεί σαν εδαφοβελτιωτικό. Η τέφρα αυτή µε βάση την στοιχειακή ανάλυση την οποία πραγµατοποιήσαµε στα εργαστήριο τις Agrolab ABEE βρέθηκε να περιέχει

Ποιοτική ανάλυση

Μονάδες

Στοιχειακή ανάλυση

(Units)

Μονάδες (Units)

Υγρασία

-

C

152

Τέφρα

-

NO3-N

108 mg/kg

Aναλογία C/N

20

Ολικό άζωτο

0,23%

Οργανική ουσία

9,2 %

Na

2700 mg/kg

PH

13,3

Αγωγιµότητα

<120.Ms/cm

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Ποιοτική και στοιχειακή ανάλυση τέφρας ελαιοπυρήνα

Με βάση τις φυσικοχηµικές ιδιότητες των υλικών και της υψηλής τιµής του PH της τέφρας και της υψηλής αγωγιµότητας θεωρήθηκε σκόπιµο η αναλογία στο πειραµατικό να µην υπερβαίνει την τέφρας, ενώ στον ελαιοπυρήνα

αναλογία 1 µέρος εδάφους προς 150 µέρη

λόγω των πιο πάνω παραµέτρων επιλέχθηκε η

αναλογία 1 προς 8.

3.3.3 Φυτικό Υλικό Τα µορφολογικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του υβριδίου που θα καλλιεργηθεί σύµφωνα µε το τεχνικό φυλλάδιο της εταιρείας CAUSSADE SEMENCES είναι: ΟΝΟΜΑ: Υβρίδιο DALIA CS

34


Υβρίδιο µικρού βιολογικού κύκλου µε ανθεκτικότητα στην οροβάγχη. Φυτό χαµηλού ύψους µε µεγάλη οµοιοµορφία στο χωράφι, κεφαλές µεγάλου µεγέθους µε καλό γέµισµα και πολύ µεγάλη ελαιοπεριεκτικότητα. Είναι υβρίδιο µε ανθεκτικότητα σε τέσσερις κύριες φυλές περονοσπόρου και µε καλή ανθεκτικότητα στην phomopsi , sclerotinia capitulum και καλή στην sclerotinia top. O συνιστώµενος αριθµός φυτών ανά στρέµµα για µια καλή παραγωγή ανέρχεται σε 6000-6500 φυτά /στρ για ποτιστικές καλλιέργειες και 5.000-5.500 φυτά/στρ για ξερικές καλλιέργειες.

3.3.4. Φωτογραφίες Πειραµατικού Αγρού

Εικόνα 8 Στάδιο βλαστικής ανάπτυξης V-8

Εικόνα 9 .Στάδιο άνθησης

35


Εικόνα 10 Στάδιο ωρίµανσης

4 ∆ΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ Κατά την διάρκεια της καλλιέργειας πραγµατοποιήθηκε δειγµατοληψία για κάθε χειρισµό µε τυχαία λήψη 2 φυτών από κάθε επανάληψη απορρίπτοντας τις γραµµές των περιθωρίων από κάθε επανάληψη. Για τον υπολογισµό του ύψους γινόταν µέτρηση κάθε 10 ηµέρες µετρώντας από την βάση του φυτού µέχρι το ακραίο σηµείο, στην συνέχεια όταν είχαµε εµφάνιση τις ταξιανθίας γινόταν από την βάση µέχρι το σηµείο κάµψης της ταξιανθίας. Για τον υπολογισµό του εµβαδού φυλλικής επιφάνειας µετρήθηκε το 5ο -6ο φύλλο καθώς και το 16ο -17ο . Η µέτρηση έγινε κάθε δεύτερη ηµέρα µετρώντας το µήκος και το πλάτος του συγκεκριµένου φύλλου χωρίς να µετρείται τα έλασµα και υπολογίζονταν το εµβαδό κάθε µέτρησης µε την βοήθεια του προγράµµατος AutoCAD 2010 (Γινόταν αποτύπωση του φύλου σε χαρτί, γινόταν scan και µε την βοήθεια τις εντολής AREA του AutoCAD υπολογιζόταν το πραγµατικό εµβαδόν κάθε φύλλου). Για την µελέτη της µεταβολής του pH έγινε δειγµατοληψία εδάφους την 56 ηµέρα µετά την σπορά από κάθε πειραµατικό τεµάχιο και σε βάθος 20 εκ, τα δείγµατα οµογενοποιήθηκαν σύµφωνα µε τους κανόνες δειγµατοληψίας των εδαφών 36


και στάλθηκαν σε εργαστήριο για ανάλυση, τα αποτελέσµατα καταγράφηκαν και αποτυπώθηκαν σε διάγραµµα. H επιλογή της ηµέρας δειγµατοληψίας, έγινε ώστε να υπάρχει ένα διάστηµα µετά την ρήψη των υλικών (60 ηµερών περίπου) έτσι ώστε να γίνουν οι διεργασίες εντός του εδάφους. Για τον προσδιορισµό του ξηρού βάρους των φυτών ( ΞΒ) επιλέχθηκαν τυχαία τρία (3) φυτά από κάθε πειραµατικό τεµάχιο, (επιλέχθηκαν φυτά από τις εσωτερικές γραµµές) στέγνωσαν και το συνολικό βάρος καταγράφηκε και εκφράσθηκε σε γραµµάρια (gr).(Εικόνα 11).

4.1 ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ 4.1.1 Ύψος φυτών Στο διάγραµµα 1 παρουσιάζεται η πορεία ανάπτυξης του Ηλίανθου των τεσσάρων επεµβάσεων. Όπως φαίνεται στο διάγραµµα εµφανίζεται µια υπεροχή των φυτών στα πειραµατικά τεµάχια όπου έγινε επέµβαση µε ελαιοπυρήνα ενώ ακολουθούν τα φυτά στα οποία δεν έγινε εφαρµογή (µάρτυρας). Με βάση την στατιστική ανάλυση

για την 35η

αποδεικνύεται ότι για επίπεδο σηµαντικότητας 5%

ηµέρα ανάπτυξης

δεν υπάρχουν στατιστικά

σηµαντικές διαφορές, το ίδιο ισχύει και για την 53 ηµέρα. Τα φυτά αποκτούν το µέγιστο ύψος 80 ηµέρες µετά το φύτρωµα τις καλλιέργειας και στην συνέχεια έχουµε µια σταθεροποίηση του ύψους .

37


∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 Ανάπτυξη φυτών ανάλογα µε τις ηµέρες FTL=First true leves BE= Bud Energence FA= First anthesis LA= Last anthesis PM= Physiology maturity

4.1.2 Μέτρηση pH Η οξύτητα του εδάφους παρατηρείται σε περιοχές όπου οι βροχοπτώσεις είναι αρκετά υψηλές ώστε να εµπλέκονται σηµαντικά ποσά εναλλακτικών βάσεων από τα επιφανειακά στρώµατα. Η αλκαλικότητα επέρχεται σε ένα έδαφος όταν επικρατούν υψηλά επίπεδα κορεσµού από βάσεις. Η παρουσία αλάτων, ειδικά ανθρακικού ασβεστίου, µαγνησίου, νατρίου ενισχύει την κυριαρχία των ιόντων υδρογόνου, στο εδαφικό διάλυµα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες τα εδάφη είναι αλκαλιωµένα εξαιτίας της παρουσίας του ανθρακικού νατρίου και εµφανίζουν τιµές pH µεγαλύτερες του 9. Τα αλκαλικά εδάφη είναι χαρακτηριστικά εδάφη ξηρών και ξηροθερµικών περιοχών. Μία µεταβολή του pH στο έδαφος υποδηλώνει καθαρά µια σηµαντική τροποποίηση στο εδαφικό περιβάλλον η οποία έχει να κάνει µε την διαθεσιµότητα των θρεπτικών στοιχείων.

38


Στον πειραµατικό αγρό η µέτρηση του pH πραγµατοποιήθηκε µε την µέτρηση του στην πάστα κορεσµού. Στο διάγραµµα 2 φαίνεται η µεταβολή του pH µε βάση τα χρησιµοποιούµενα υλικά. Η µεταβολή του pH oπου χρησιµοποιήθηκε τέφρα (pHtτέφρας= 13,3) έστω και στο µικρό ποσοστό που χρησιµοποιήθηκε προκάλεσε αύξηση της τιµής του pH (8,47 αντί του αρχικού 8,10), ενώ η χρήση του ελαιοπυρήνα (7,1 pH ) προκάλεσε µια µικρή µείωση του αρχικού δείγµατος (7,99 αντί του αρχικού 8,10 )

∆ιάγραµµα 2 . Μεταβολή PH σε κάθε πειραµατικό τεµάχιο

4.1.3 Πραγµατικό εµβαδό φύλλου Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα που καταγράφηκαν από την δειγµατοληψία και µε την βοήθεια των στατιστικών πακέτων EXCEL και MINITAB V 16 έγινε η διαγραµµατική

απεικόνιση

των

αποτελεσµάτων

και

ο

υπολογισµός

τις

παλινδρόµησης. Όπως φαίνονται και στα διαγράµµατα (6,7,8,9) του παραρτήµατος ο υπολογισµός του πραγµατικού εµβαδού µπορεί να υπολογισθεί µε απόκλιση (+5%,5%) µε την σχέση LEAF AREA cm2 =0.31065+0.6413(L*W) Όπου L= Μήκος φύλλου σε cm W= Πλάτος φύλλου σε cm

39


Εικόνα 11 . 5ο φύλλο Ηλίανθου στο οποίο φαίνεται η σήµανση του φύλλου

5 φύλλο

Εικόνα 12 Μέτρηση µήκους και πλάτους επιφάνειας πραγµατικού φύλλου

4.1.4 Επίδραση των επεµβάσεων στο πραγµατικό εµβαδόν των φύλλων

Με την βοήθεια τις στατιστικής ανάλυσης διαπιστώθηκε ότι κάθε επέµβαση είχε µια διαφορετική επίδραση στο πραγµατικό εµβαδόν των φύλλων (διαγράµµατα 3 & 4). Από αυτά διαπιστώνουµε ότι οι επεµβάσεις επηρέασαν την ανάπτυξη του

40


φύλλου η στατιστική επεξεργασία κατά ANOVA δεν έδειξε στατιστικά σηµαντικές διαφορές για την 35η ηµέρα για το 5ο φύλλο, όπως και για το 16ο φύλλο 58η ηµέρα (παράρτηµα )

∆ιάγραµµα 3 Σχέση πραγµατικού εµβαδού µε την επέµβαση, 5 φύλλο

∆ιάγραµµα 4 Σχέση πραγµατικού εµβαδού µε την επέµβαση, 16 φύλλο

4.1.5 Ξηρό βάρος φυτού Η συνολική ξηρή ουσία µελετήθηκε στον Ηλίανθο από τους Ferreira and Adreu (2001). Οι ερευνητές αυτοί κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι η ξηρή ουσία αυξάνεται µε την πάροδο του χρόνου και φτάνει στο µέγιστο κατά την άνθιση. Στην

41


συνέχεια µετά την άνθιση έχουµε µείωση της βιοµάζας στο κορµό και στα φύλλα αλλά σταδιακή αύξηση της βιοµάζας της ταξιανθίας µέχρι την άνθηση. Στον πειραµατικό αγρό, η µέτρηση της συνολικής ξηρής ουσίας έγινε 94 ηµέρες µετά την σπορά στο στάδιο ωρίµασης. Η µέτρηση της υγρασίας των σπόρων µετρήθηκε και υπολογίσθηκε στο 17%. (Παράρτηµα , εικόνα 12) Στο διάγραµµα 5 γίνεται υπολογισµός της περιεχόµενης ξηρής ουσίας µε βάση την σχέση ΠΞΟ = ΞΒ (Ξηρό βάρος ) / ΧΒ (Χλωρό βάρος ). Στο διάγραµµα 6 γίνεται απεικόνιση της υπολογιζόµενης παραγόµενης ξηρής ουσίας µε βάση την σχέση ΥΠΞΟ = ΠΞΟ * ΧΛΩΡΟ ΒΑΡΟΣ ΦΥΤΩΝ Τέλος στο διάγραµµα 7 γίνεται απεικόνιση της ξηρής βιοµάζας / στρ και γίνεται και αντιστοίχιση της παραγόµενης βιοµάζας µε το ΤΙΠ ( Τόνοι ισοδύναµου πετρελαίου, 1 ton Βιοµάζας ισοδυναµεί µε 0,4 ton πετρελαίου ).

Εικόνα 11. ∆ειγµατοληψία φυτών για προσδιορισµό ξηρής ουσίας

42


∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 5 Υπολογισµός πριεχόµενης ξηρής ουσίας

∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 6 Υπολογιζόµενη παραγωγή Ξ.Ο

43


∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 7 Ποσότητα βιοµάζας και αντιστοίχηση µε ΤΙΠ

Από την ανάλυση των διαγραµµάτων προκύπτει ότι ανά στρέµµα µπορούν να εξαχθούν 3-3,5 ton ξηρής βιοµάζας. Η χρήση των πρόσθετων υλικών δεν επηρέασε τις τελικές αποδόσεις σε βιοµάζα ενώ επέδειξε και µια αύξηση στον συνδυασµό ελαιοπυρήνα τέφρας.

5 . ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσµάτων έγινε µε την βοήθεια του προγράµµατος EXCEL και του στατιστικού πακέτου ΜΙΝΙΤΑΒ V10. Οι δοκιµές σηµαντικότητας έγιναν µε το κριτήριο F και οι συγκρίσεις των µέσων πραγµατοποιήθηκαν µε την µέθοδο Duncan η οποία βασίζεται σε µια οµάδα σηµαντικών διαφορών µε τιµή που αυξάνεται ανάλογα µε τον αριθµό των µέσων που συγκρίνουµε.

6. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ Η ανάπτυξη και οι αποδόσεις του Ηλίανθου έχουν µελετηθεί από πολλούς επιστήµονες. Στο συγκεκριµένο πείραµα µελετήθηκε η επίδραση τριών υλικών ελαιοπυρήνα, τέφρα από πυρηνόξυλο καθώς και ο συνδυασµός αυτών στην ανάπτυξη του Ηλίανθου, και στις αποδόσεις. Οι διαφορές όσων αφορά το ύψος στην διάρκεια του βιολογικού κύκλου ήταν στατιστικά µικρές.

44


Τα φυτά τα οποία δέχθηκαν επέµβαση µε ελαιοπυρήνα έδειξαν µετά την 90 ηµέρα µια υπεροχή έναντι των άλλων φυτών αλλά αυτό δεν είχε στατιστικά σηµαντική διαφορά. Τα φυτά στα οποία δεν έγινε καµία επέµβαση (µάρτυρας) εµφάνισαν την ταχύτερη πρώτη ανάπτυξη η οποία δεν ολοκληρώθηκε µε προσέγγιση του τελικού ύψους νωρίτερα από τα άλλα φυτά. Παρόµοια ανάπτυξη εµφάνισαν και τα φυτά τα οποία δέχθηκαν επεµβάσεις µε τέφρα και τέφρα µε ελαιοπυρήνα. Τα φυτά που δέχθηκαν την επέµβαση µε ελαιοπυρήνα και εµφάνισαν την τάση για µεγαλύτερο ύψος δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το 1,40m.. Το ύψος είναι γενετικά

ένα

ελεγχόµενο

χαρακτηριστικό,

που

επηρεάζεται

όµως

από

περιβαλλοντικές συνθήκες (κλίµα-έδαφος) και σύµφωνα µε αρκετούς ερευνητές (Fick et al.,1974;Qaizar et al ., 1991) ασκεί θετική επίδραση στις αποδόσεις σε σπόρο και σε έλαιο στον Ηλίανθο. Η µεταβολή του PH του εδάφους όπως φαίνεται και από το διάγραµµα 2 ήταν αναµενόµενη λόγω της υψηλής τιµής της τέφρας 13,3 και του ελαιοπυρήνα 7,1 η µεταβολή του PH δεν φαίνεται να επηρέασε τις τελικές αποδόσεις. Αντίθετα οι χρήση των υλικών επηρέασε το πραγµατικό εµβαδό των µετρούµενων φύλλων (5ο και 16ο ), το οποίο µε βάση την στατιστική ανάλυση και σε επίπεδο σηµαντικότητας 5% δεν είχε στατιστικά σηµαντική διαφορά. Η διαφορά αυτή πιθανόν να οφείλεται στην έλλειψη απορρόφησης Ν ή την επίδραση κάποιων άλλων παραγόντων και θα πρέπει να εξετασθεί περεταίρω. Σύµφωνα µε τον (Scoric,1992) η διατήρηση ενεργής φυλλικής επιφάνειας είναι καθοριστική για το γέµισµα των σπόρων. Τέλος η χρήση των υλικών δεν επηρέασε τις τελικές αποδόσεις σε βιοµάζα µε βάση την ανάλυση των διαγραµµάτων και µάλιστα η χρήση ελαιοπυρήνα σε συνδυασµό µε τέφρα επέδειξε µια µικρή αύξηση στην παραγόµενη βιοµάζα.

7. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ Το κλίµα της περιοχής µελέτης χαρακτηρίζεται από το τυπικό µεσογειακό κλίµα µε ζεστό και ξηρό καλοκαίρι είναι σχετικά υγρό και ψυχρό χειµώνα. Κατά του

45


µήνες Νοέµβριο – ∆εκέµβριο – Ιανουάριο, σηµειώνεται η υψηλότερη υγρασία, ενώ η µικρότερη σηµειώνεται κατά τους µήνες Ιούλιο –Αύγουστο. Ο αριθµός των ηµερών βροχής είναι µικρός και το ετήσιο βροχοµετρικό ύψος δεν υπερβαίνει τα 600-800mm. Το έτος του πειράµατος 2011 ο µήνας Απρίλιος εµφάνισε έντονα φαινόµενα βροχόπτωσης µικρής διάρκειας µε αποτέλεσµα να καθυστερήσει η σπορά κατά 15 ηµέρες, επίσης έντονα φαινόµενα βροχόπτωσης εµφανίσθηκαν και τον µήνα Μάιο χωρίς όµως να δηµιουργήσουν προβλήµατα στην καλλιέργεια λόγω τις σύστασης του εδάφους. Ο αριθµός ηµερών βροχής του Μαΐου (8 ηµέρες) υπερέβησαν κατά πολύ τον µέσο αριθµό βροχών τις περιοχής. Τα κυριότερα κλιµατολογικά δεδοµένα για τους µήνες κατά τους οποίους πραγµατοποιήθηκε το πείραµα στην ευρύτερη περιοχή του αγροκτήµατος αναλύονται στο διάγραµµα 8.

∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ 8 Μηνιαία κατανοµή βροχόπτωσης –θερµοκρασιών από Απρίλιο-Ιούλιο Ποσότητα βιοµάζας και αντιστοίχηση µε ΤΙΠ

46


8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8.1.ΝΟΜΟΣ ΦΘΙΩΤΙ∆ΟΣ ( Ε∆ΑΦΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ) (Εργασία Σουλτανόπουλος Αναστάσιος 1994 )

Πρόσφατα Αλλουβικά ( RECEBT ALLOUVIAL)

LITHOSOL ΕΠΙ ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΩΝ

LITHOSOL-ALFISHOL ΕΠΙ ΣΧΗΣΤΟΛΙΘΩΝ Ή ΦΛΥΣΧΟΥ

REGOSOLS –INCEPRISOL ΕΠΙ ΤΡΙΤΟΓΕΝΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ

LITHOSOL-ALFISOLS ΕΠΙ ΦΛΥΣΚΟΥ, ΕΛΑΦΡΩΣ ΟΞΙΝΑ

47


8.2 . ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ 35η ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Source DF SS MS F P ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ 3 73,417 24,4722 2,30 0,177 ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ 2 0,500 0,2500 0,02 0,977 Error 6 63,833 10,6389 Total 11 137,750

Normal Probability Plot (response is ΤΙΜΕΣ) 99

95 90

Percent

80 70 60 50 40 30 20 10 5

1

-5,0

-2,5

0,0 Residual

2,5

5,0

48


ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ 58η ΗΜΕΡΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Source ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ Error Total

DF SS MS F P 3 387,75 129,250 0,20 0,894 2 885,79 442,896 0,68 0,542 6 3908,88 651,479 11 5182,42

Normal Probability Plot (response is ΤΙΜΕΣ) 99

95 90

Percent

80 70 60 50 40 30 20 10 5

1

-50

-25

0 Residual

25

50

49


ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΜΒΑ∆ΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ 35η ΗΜΕΡΑ Two-way ANOVA: ΤΙΜΕΣ versus ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ; ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ Source ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ Error Total

DF 3 2 6 11

SS 957,14 712,94 2060,36 3730,44

MS 319,048 356,470 343,393

F 0,93 1,04

P 0,482 0,410

Normal Probability Plot (response is ΤΙΜΕΣ) 99

95 90

Percent

80 70 60 50 40 30 20 10 5

1

-50

ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ 1 2 3 4

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ 1 2 3

-40

Mean 72,7 48,7 60,6 67,1

-30

-20

-10 0 Residual

10

20

30

40

Individual 95% CIs For Mean Based on Pooled StDev ---------+---------+---------+---------+ (------------*------------) (------------*------------) (------------*------------) (-------------*------------) ---------+---------+---------+---------+ 40 60 80 100

Mean 67,625 67,825 51,375

Individual 95% CIs For Mean Based on Pooled StDev --+---------+---------+---------+------(-------------*-------------) (-------------*--------------) (-------------*-------------) --+---------+---------+---------+------32 48 64 80

50


ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΜΒΑ∆ΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ 58η ΗΜΕΡΑ Τwo-way ANOVA: ΤΙΜΕΣ versus ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ; ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ Source ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ Error Total

DF 3 2 6 11

SS 14163 3650 180348 198162

MS 4721,0 1825,1 30058,1

F 0,16 0,06

P 0,921 0,942

S = 173,4 Normal Probability Plot (response is ΤΙΜΕΣ) 99

95 90

Percent

80 70 60 50 40 30 20 10 5

1

-300

ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ 1 2 3 4

ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ 1 2 3

-200

Mean 296,357 235,233 231,400 201,867

Mean 261,075 218,618 243,950

-100

0 Residual

100

200

300

Individual 95% CIs For Mean Based on Pooled StDev ---+---------+---------+---------+-----(----------------*---------------) (----------------*---------------) (---------------*----------------) (---------------*----------------) ---+---------+---------+---------+-----0 150 300 450

Individual 95% CIs For Mean Based on Pooled StDev ---------+---------+---------+---------+ (-----------------*----------------) (----------------*-----------------) (----------------*-----------------) ---------+---------+---------+---------+ 120 240 360 480

51


ΠΑΛΙΝ∆ΡΟΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ 5ο ΦΥΛΛΟ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

ΤΕΦΡΑ

LEAF AREA cm2 = 0,3107 + 0,6413 L*W cm2

LEAF AREA cm2 = 0,3106 + 0,6413 L*W cm2

90

R-Sq R-Sq(adj)

80

100,0% 100,0%

80

R-Sq R-Sq(adj)

100,0% 100,0%

70

LE A F A R EA cm 2

LEA F A R EA cm 2

70 60 50 40 30

60 50 40 30

20 20

10

10

0 0

20

40

60 80 L*W cm2

100

120

140

20

40

ΕΛΑΙΟΠΥΡΗΝΑΣ

60 80 L*W cm2

100

120

ΕΛΑΙΟΠΥΡΗΝΑ ΚΑΙ ΤΕΦΡΑ

LEAF AREA cm2 = 0,3106 + 0,6413 L*W cm2

LEAF AREA cm2 = 0,2071 + 0,6413 L*W cm2 R-Sq R-Sq(adj)

60

70

100,0% 100,0%

R-Sq R-Sq(adj)

100,0% 100,0%

60 LEAF AREA cm2

LEAF AREA cm2

50

40

30

50 40 30 20

20

10 10 20

30

40

50

60 70 L*W cm2

80

90

100

0

20

40

60 L*W cm2

80

100

52


ΠΑΛΙΝ∆ΡΟΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ 16ο ΦΥΛΛΟ Fitted Line Plot

Fitted Line Plot

LEAF AREA cm2 = 0,3192 + 0,6413 L*W cm2

LEAF AREA cm2 = 0,3536 + 0,6412 L*W cm2 S R-Sq R-Sq(adj)

350

0,0417511 100,0% 100,0%

R-Sq R-Sq(adj)

250

100,0% 100,0%

LEA F A R EA cm2

LEAF AREA cm2

300

250

200

200

150

150 100 100 200

300

400 L*W cm2

500

600

100

150

200

250 300 L*W cm2

350

400

Fitted Line Plot

Fitted Line Plot

LEAF AREA cm2 = 0,8691 + 0,6394 L*W cm2

LEAF AREA cm2 = 0,1176 + 0,6409 L*W cm2 R-Sq R-Sq(adj)

250

140

100,0% 100,0%

R-Sq R-Sq(adj)

100,0% 100,0%

130

LEA F A REA cm2

LEAF AREA cm2

120 200

150

100

110 100 90 80 70 60 50

50 100

150

200

250 300 L*W cm2

350

400

100

125

150 L*W cm2

175

200

225

53


8.3. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΔΟΚΙΜΩΝ TEST REPORT

54


55


56


Παράµετροι για αξιολόγηση των εδαφών

CaCO3 (%) Ph < 4.5 4.5-5.0 5.1-5.5 5.6-6.0 6.1-6.5 6.6-7.3 7.4-7.8 7.9-8.4 8.5-9.0

Εξαιρετικά Όξινο Πολύ ισχυρά Όξινο Ισχυρά Όξινο Μέτρια Όξινο Ελαφρά Όξινο Ουδέτερο Ελαφρά Αλκαλικό Μέτρια Αλκαλικό Ισχυρά Αλκαλικό

< 0.5 0.5-2.0 2.0-20.0 20.0-40.0 > 40.0

Φτωχό σε Ca Μετρίως εφοδιασµένο Ικανοποιητικά πλούσιο Πολύ πλούσιο Ασβεστώδες

Οργανική ουσία (%) Ολική εις κατιόντα Εναλλακτική Ικανότητα (CEC = meq / 100 g εδάφους) > 30 Πολύ υψηλή 30-25 Υψηλή 24-18 Μέτρια 17-13 Μέση 13-8 Χαµηλή <8 Πολύ χαµηλή

∆ιαθέσιµος Ρ [mgP/kg] Εκτατικές καλλιέργειες και κηπευτικά Πολύ ανεπαρκές 0-10 Ανεπαρκές 6-15

Πολύ φτωχό Φτωχό Μετρίως εφοδιασµένο Ικανοποιητικά εφοδιασµένο Πλούσιο

<1 1-2 2-3 3-5 >5

0-10 11-25

∆ιαθέσιµο Κ [meqK/100g] Εκτατικές καλλιέργειες και κηπευτικά Πολύ ανεπαρκές 0-0.129 Ανεπαρκές 0.130-0.255

Θερµοκήπια

Μέτρια επαρκές

-

-

Μέτρια επαρκές

0.256-0.384

Επαρκές

16-25

26-30

Επαρκές

0.385-0.639

Υπέρ επαρκές

26-45

31-50

Υπέρ επαρκές

>0.767

Ηλεκτρική αγωγιµότητα (mS/cm) <2 Κανονικά εδάφη >2

Αλατούχα εδάφη

Άζωτο (%) gN /100 g Φτωχό Μετρίως εφοδιασµένο Πλούσιο

Θερµοκήπια

0-0.255 0.2560.384 0.3850.512 0.5130.767 >0.767

< 0.15 0.15 - 0.2 > 0.2

57


Εικόνα 13 Μέτρηση υγρασίας σπόρων

Εικόνα14 Πυρηνόξυλο

58


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1.

ADEME (1996), Rape Methyl Ester-Energy, Ecological and Economic Assessments,

TELLES

Report,

EUREC

Network

on

Biomass

(Bioelectricity). 105 2.

ΑΕΒΙΟΜ (2004), Statement of AEBIOM on the Green Paper from the Commission on renewable sources of energy. f…\ Green Paper for the future. Renewable sources of energy (European Commission). ht.

3.

AEBIOM (1995), Strategy for biomass. European biomass Association: 24. Alakangas, E. (1996), Bioenergy in Finland. AFB-NETT. European network to coordinate information exchange between national biomass energy programmes on agricultural and forestry biomass. Final report-phase I. VTT ENERGY-FINNISH BIOENERGY ASSOCIATION PUBLICATIONS I: 35...

4.

Amaducci, S., Amaducci, M., Benati, R. and Venturi, G. (2000), Crop yield and quality parameters of four annual fibre crops in the North of Italy. Industrial Crops and Products II, Elsevier, 179-186. Andhale, R.K., Kaldhlor, P.N. (1978), Effect of irrigation schedules under varying levels of nitrogen on growth, yield, quality and water use of sunflower (Helianthus annuus L.). Indian J. Maharashira Agric. Univ. 3, 200-203.

5.

Andrade, F. H. (1995), Analysis of growth and yield of maize, sunflower and soybean grown at Balcarce, Argentina. Field Crops Res. 41, 1-12.

6.

Angus, J., Cunningham, R., Moncur, M. and Mackenzie, D. (1981), Phasic development in field crops. Field Crops Res., 3, 365-378. 106

7.

Αποστολάκης, Μ., Κυρίτσης, Σ. και Σούτερ, Χ. (1987), Το ενεργειακό δυναµικό της βιοµάζας γεωργικών και δασικών υποπροϊόντων, στο Έρευνα στον Ελληνικό χώρο, Ινστιτούτο Τεχνολογικών Εφαρµογών, ΕΛΚΕΠΑ, Αθήνα: 208.

8.

Ayers, R.S., Westcot, D. W. (1985), Water quality for agriculture. FAO Irrigation and Drainage Paper, 29 Rev.1. Rome, Italy.

9.

Αυγουλάς, Χρ., Ποδηµατάς, Κ., Παπαστυλιανού, Π. (2001), Φυτά Μεγάλης Καλλιέργειας. Εκδόσεις Σταµούλη, 342-350.

59


10.

Baldini, M., Giovanardi, R., Vannozzi, G. (2000), Effect of different water availability on fatty acid composition on the oil in standard and high oleic sunflower hybrids. In: Procc. of XV Intern. Sunflower Conf. Toulouse, vol. I, pp. A79-84.

11.

Baldini, M., Giovanardi, R., Tahmasebi-Enferadi, S., Vannozzi, G.P. (2002), Effects of water regime on fatty acid accumulation and final fatty acid composition in the oil of standard and high oleic sunflower hybrids. Ital. J. Agron. 6 (2), 119-126.

12.

Bange, M.P., Ηammer, G.L., Rickert, K.G. (1997), Environmental control of potential yield of sunflower in the subtropics. Aust. J. Agric. Res. 48, 231240.

13.

Barros, J.F.C., De Carvalho, M., Basch, G. (2003), Response of sunflower to sowing date and plant density under Mediterranean conditions. European J. Agronomy (Article in Press) xxx, 1-10...

14.

Blamey, F.P.C and Chapman, J. (1981), Protein, oil and energy yields of sunflower as affected by N and P fertilization. Agron. J. 73, 583-587. 107

15.

Bledsoe, V.K. and Webber, C.L., III (2001), Crop maturity and yields components. 5th Natl. Symp., New crops & New Uses: Strength in Diversity, Conf. Programm and Abstracts. Nov., Atlanta, GA, 64, 10-13.

16.

Cilardi, A.M., Ferri, D., Lanza, F., Losavio, N., Santamaria, P. (1990), Effetti dell epoca di semina e degli ibridi su resa quanti-quanlitativa e countenouto in acidy oleico e linoleico nell olio del girasole (Helianthus annuus L.). Rivista di Agronomia 24 (2/3), 250-256.

17.

Cirilo, A.G., Andrade, F.H. (1994), Sowing date and maize productivity. II. Kernel number determination. Crop Sci. 34, 1044-1046..

18.

Clark, T., Cunningham, F. and Wolff, I. (1971), A search for new fiber crops. Tappi, 54, 63-65.

19.

Conor, D.J., Sandras, V.O. (1992), Physiology of yield expression in sunflower. Field Crop Res. 30, 333-389..

20.

D’ Amato, A., Giordano, I. (1992), Effects of climate on the response of sunflower (Helianthus annuus L.) in relation to sowing time in a southern environment of Italy. In: Procc. of XIII Intern. Sunflower Conf. Pisa, vol. I, pp. 106-112.

60


21.

De la Vega, A.J., Hall, A.J. (2002a), Effects of planting date, genotype and their interactions on sunflower yield. I. Determinants of oil-corrected grain yield. Crop Sci. 42, 1191-1201.

22.

De la Vega, A.J., Hall, A.J. (2002b), Effects of planting date, genotype, and their interactions on sunflower yield. II. Components of oil yield. Crop Sci. 42, 1202-1210.

23.

Demiroren, T. (1978), Determination of evarotranpiration of sunflower in Tokat, No.25. Journal of Tokat Region Soil Water research Institute, Tokat, 27.

24.

Doorenbos, J., Kassam, A.H. (1979), Yield response to water. F.A.O. Irrigation and drainage Paper 33. F.A.O., Rome, 193. 108

25. Israilides C.J., A.G. Vlyssides, V.N Mourafeti and G. Karvouni (1997) 'Olive oil wastewater treatment with the use of an electrolysis system', Bioresource Technology, Vol. 61, pp. 163 – 170. 26. 27.

FAO (1996), RENEWABLE ENERGY, Potential energy crops for Europe and the Mediterranean region. REU Technical series 46: 2-21, 160-188.

28.

FAO (1999.2001,2010), διαθέσιµο στο http/www.fao. org.

29.

Fandrade, F.H. (1995), Analysis of growth and yield of maize, sunflower and soybean grown at Balcarce, Argentina. Field crops Res. 41, 1-12.

30.

Ferreira, A.M. αnd Abreu, F.G. (2001), Description of development, light interception and growth of sunflower at two sowing dates and two densities Mathematics and Computers in Simulation J., 56, 369-384.

31.

Fragella, Z., Rottuno, T., Di Caterina, R., De Simone, G., De Caro, A. (2000), Effect of supplementary irrigation on seed yield and oil quality of sunflower (Helianthus annuus L.) grown in a semi-arid environment. . In: Procc. of XV Intern. Sunflower Conf. Toulouse, vol. I, pp. C139-144.

32.

Fragella, Z., Rottuno, T., Tarantino, E., Di Caterina, R., De Caro, A. (2002), Changes in seed yield and oil fatty composition of high oleic sunflower (Helianthus annuus L.) hybrids in relation to the sowing date and water regime. Eur. J. Agron. 17, 221- 230.

33.

Francois, L.E. (1996), Salinity effect on the four sunflower hybrids. Agron. J. 88, 215-219.

61


34.

Fuller, M., Diamond,J., Applewhite, T. (1967), High oleic sunflower oil. Stability and chemical modification. J. Am. Oil Chem. Soc. 44,264-267.

35.

Garrces, R., Mancha, M. (1991), In vitro oleate desaturate in developing sunflower seeds. Phytochemistry 30 (7) 2127-2130.

36.

Γερονικολού, Λ. (2004), Μεταπτυχιακή ∆ιατριβή, “Πειραµατική µελέτη παραγωγής φυτικού λαδιού από τέσσερις ποικιλίες ηλίανθου µε σκοπό την χρήση του ως καύσιµο”, του τµήµατος Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής του Γ.Π.Α. Ειδίκευση στα ενεργειακά συστήµατα και ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Επιβλέπων, Παπαδάκης Γ., 51-67.

37.

Gimenes, C., Connor, D.J., Rueda, F. (1994), Canopy, development, photosynthesis and radiation use efficiency in sunflower in response of nitrogen, Field crops Res. 38, 15-27.

38.

Goksoy, A.T., Demir, A.O., Turan, Z.M., Daguslu, N. (2004), Responses of sunflower to full and limited irrigation at different growth stages. Field Crops Res. 87, 167-178. 109

39.

Goyne, P.J., Hammer, G.L., Woodruff, D.R. (1982), Phenology of sunflower cultivars. I. Classification of responses. Aust. J. Afric. Res. 33, 243-250.

40.

Graef, M., Krahl, J., Bunger, J. (1996), Energetic Balancing and Environmental Aspe-cts of Vegetable Oil Fuel Production and Use, Paper 96D-016, presented at the Conference on Agricultural Engineering, Madrid, Spain, 23-26 September.

41.

Hall, A.J., Connor, D., Sandras, V.O. (1995), Radiation use efficiency of sunflower crops: effects of specigic leag nitrogen and ontogeny. Field Crops Res. 41, 65-77.

42.

Hamdy, A., Lasram, M., Lacirignola, C. (1995), Les problèmes de salinité dans la zone Mediteranee. C.R. Acad. Agric. 81, 47-60.

43.

Harman, W.L., Unger, P.W., Jones, O.R. (1982), Sunflower yield response to furrow irrigation on fine textured soils in the Texas high plains. Miscellaneous Publication 1521. Texas Agric. Experiment Station, 35..

44.

Higgins, J.J., Haun, J.R. and Kooch, E.J. Leaf development: Index of plant response to environmental factors. Agronomy Journal 56:489-492.

45.

Husingi, G. (1989), Agricultural fibres for paper pulp. Outlook on Agr.,18, 96-103.

62


46.

Hussein, M.A., El Hattab, A.H., Ahmed, A.K. (1980), Effect of plant spacing and nitrogen levels on morphological characters, seed yield and quality in sunflower (Helianthus annuus L.). J. Agron. Crop Sci. 149, 148-156.

47.

Jana, P.K., Misra, B., Kar, P.K. (1982), Effect of irrigation at different physiological stages of growth on yield attributes. Yield consumptive use and water use efficiency on sunflower. Indian Agric. 26, 39-42.

48.

Kadayifci, A., Yildirim, O. (2000), Relationships between water and yield in sunflower. Turkish J. Agric. For. 24, 137-145.

49.

Karaata, H. (1991), Water-production functions of sunflower under Kirklareli conditions, No. 28. J. of Ataturk Village Affair Research Institute, Kirklareli, 92.

50.

Karami, E. (1977), Effect of irrigation and plant population on yield andyield components of sunflower. Indian J. Agric. Sci. 47, 15-17.

51.

Kilman, M.L. and Earle, F.R. (1964), Agronomic performance and chemical composition of the seed of sunflower hybrids and introduced varieties. Crop Sci. 4, 417-420.

52.

Kiniry, J.R., Blanshet, R., Williams, J.R., Texier, V., Jones, C.A., Cabelguenne, M. (1992), Sunflower simulation using the EOIC and ALMANAC models. Field Crops Res. 30, 403-423.

53.

Kugler, D. (1988), Kenaf Newsprint. U.S. Department of Agriculture, Cooperative State Research Service, US.

54.

Κυρίτσης,

Σ.

(2001),

ΒΙΟΑΙΘΑΝΟΛΗ.

Εργαστήριο

Γεωργικών

Κατασκευών, Γεωπονικό Πανεπιστήµιο, Αθήνα: 2-11. 55.

Larson, E.D. and Williams, R.H. (1995), Biomass Plantation Energy Systems and Sustainable Development, in Energy as an Instrument for SocioEconomic Develoment: 91-106. 111

56.

Lagravere, T., Kleiber, D., Dayde, J. (1998), Performance agronomique et conduits culturales du tournesol oléique. Réalités et perspectives. Oléagineux Crops Gras Lipides 5 (6), 477-485.

57.

Lagravere, T., Champolivier, L.D., Lacombe, S., Kleiber, D., Berville, A., Dayde,J. (2000), Effects of temperature variations on fatty acid composition

63


in oleic sunflower oil (Helianthus annuus L.) hybrids. In Procc. of 15th Intern. Sunflower Conf. Toulouse, vol. I, A73-78. 58.

Merrien, A., Milan, M.J. (1992), Physiologie du tournesol, CETIOM, Pari.

59.

Murriel, J.L. (1975), Yield of sunflower in yield plots in response to various watering regimes and to irrigation during critical phases of growth. In: Proc. Of the 6th Intern. Sunflower Conf. International Sunflower Association, Romania, 577-582.

60.

Murphy, D.J. (1994), Designer Oil Crops, Breeding, Processing and Biotechnology. VCH., Weinheim, Germany.

61.

NNFCC, διαθέσιµο στο http://www.nnfcc.co.uk/products/energy/eindex.cfm

62.

North

Dakota

State

University

(1995),

διαθέσιµο

στο

http://

www.ext.nodak.edu. 63.

Ξανθόπουλος, Φ.Π. (1992), Οι δυνατότητες του Ηλίανθου σε ξηροθερµικές συνθήκες. Γεωτεχνική Ενηµέρωση, 32, 31-35.

64.

Ξανθόπουλος, Φ.Π. (1993) Ο ηλίανθος. Εθνικό Ίδρυµα Αγροτικής Έρευνας. Ινστιτούτο Βάµβακος και Βιοµηχανικών Φυτών. Θεσσαλονίκη. 112

65.

Ξανθόπουλος,

Π.

θερµοκρασιών

κατά

Φ.

και την

∆οϊτσίνης,Γ.Α. περίοδο

(1989),

ανάπτυξης

του

Eπίδραση

των

ηλίανθου

στην

περιεκτικότητα σε ελαϊκό και λινελαϊκό οξύ. Γεωργική Έρευνα, 13, 141-150, ISSN 0253-9489. 66.

Ξανθόπουλος, Π. Φ. και ∆οϊτσίνης,Γ.Α. (1994), Επιδράσεις αζώτου και καλίου σε

αγρονοµικά γνωρίσµατα του

ηλίανθου. Πρακτικά 5ου

Εδαφολογικού Συνεδρίου, Ξάνθη 25-27 Μαΐου. 67.

Ofoli, R.Y. and Stout, B.A. (1980), Making Ethanol for Fuel on Farm, Extention Bulletin E 1438, Michigan State University, East Lansing, Mi.

68.

Olivier, F.C., Annandate, J.G. (1998), Thermal time requirements for the development of green pea. Field Crops Res. 56, 301-307.

69.

Osman, f., Talha, M. (1975), The effect of irrigation regime on yield and consumption of sunflower seed oil. Egypt J. Soil Sci. 15, 211-218.

70.

Pryde, E. H. (1981), Vegetable Oil vs. Diesel Fuel: Chemistry and Availability of vegetable Oils, in the Alcohol and Vegetable Oils as Alternative Fuels, Proceedings of Regional Workshop, USDA, Washington, D.C. 64


71.

Rawson, H.M., Dunstone, R.L., Long, M.j., Begg, J.E. (1984), Canopy development,

light interception and seed production in sunflower as

influenced by temperature and radiation. Aust. J. Plant Physiol, 11 255-265. 72.

Rawson, H. M., Dunstone, R. L. (1986), Simple relationships describing the responses of leaf growth to temperature and radiation in sunflower, Aust. J. Plant Physiol. 13, 321-327.

73.

Ritchie, J.T. (1991) Wheat phasic development. In: J.Hanks, J.T. Ritchie, (ed), Modeling plant and soil systems. Agronomy Monograf 31, Am. Soc. Agron., Madison, WI, 31-54.

74.

Roberston, J.A., Green, V.E. (1981), Effect of planting date on sunflower seed oil content, fatty acid composition and yield in Florida. JAOCS 58, 698701.

75.

Roubanis, N. (1997), Renewable Energy Sources Statistics in the European Union. In IEA conference proc. Biomass Energy: Key issues and priority needs. OECD, Paris: 474.113

76.

Salera, E., Baldini, M. (1998), Performance of high and low oleic hybrids of sunflower under different environment conditions. Note II. Helia 21 (28), 5568.

77.

Sarno, R., Leto, C., Cibella, R., Carruba, A. (1992), Effects of different sowing times on sunflower. In: Procc. of XIII Intern. Sunflower Conf. Pisa, vol. I, pp. 390-409.

78.

Schneiter, A.A. and Miller, J.F. (1981), Description of sunflower Growth stages. Crop Sci. 21: 901-903.

79.

Scheiner, J.D., Gutierrez-Boem, F.H., Lavado, R.S. (2002), Sunflower nitrogen requirement and 15N fertilizer recovery in western Pampas, Argentina. European Journal of Agronomy 17, 73-79.

80.

Sharrat, B. (1999), Thermal requirements for barley maturation and leaf development in interior Alaska. Field Crops Res. 63, 179-184.

81.

Σκαράκης, Γ. (2002, 2003), Ελληνική Βιοµηχανία Ζάχαρης, “Πρόγραµµα ∆ιαµόρφωσης Ποικιλιών”, µη δηµοσιευµένα αποτελέσµατα.

82.

Σκαρβέλης, Μ. και Ντζούρας, Ν. (1997), Προβληµατισµοί σε σχέση µε την ενεργειακή αξιοποίηση της δασικής βιοµάζας µε έµφαση στο Ν. Ευρυτανίας στα Πρακτικά συζήτησης στρογγυλής τράπεζας και ηµερίδας, ΕΘΙΑΓΕ, Αθήνα: 56-60.

65


83.

Σούτερ, Χ. (1992), Βιοµάζα και ενεργειακή αξιοποίηση αυτής, ΚΑΠΕ, Πικέρµι,Αθήνα 2-7.

84.

Σούτερ, Χ. (1998), Βιοµάζα-Βιοκαύσιµα. Μία νέα δυναµική διάσταση καθοριστικής σηµασίας για το Ενεργειακό και Γεωργικό Μέλλον της Χώρας, στα Πρακτικά συζήτησης στρογγυλής τράπεζας και ηµερίδας, ΕΘΙΑΓΕ, Αθήνα: 21.

85.

Steer, B.T., Seiler, G.J. (1990), Changes in fatty acid composition pf sunflower seeds in response to time of irrigation application, supply rates and defoliation. J. Sci. Food Agric. 51, 11-26.

86.

Stone, l.R., Schlege, A.J., Gwin, R.E., Khan, A.H. (1996), Response of corn, grain sorghum and sunflower to irrigation in the high plains of Kansas. Agric. Water Manage. 30, 251-259.

87.

Talha, M., Osman, F. (1974), Effect of soil water stress on water economy and oil composition in sunflower (Helianthus annuus L.). J. Agric. Sci. Cambridge 84, 49- 56.

88.

Tan, S., Beyazgul, M., Avcieri, Z., Kayam, Y., Kaya, H.G. (2000), Effect of irrigation at various growth stages on some economic characters of first crop sunflower. J. Aegean Agric. Res. Inst. 10, 1-34.

89.

Tigas, K., Kotronarou, N., Kapiris, M. and Siakkis, Sh. (1997), Renewable energy sources statistics for 1996 – Greece, in Final report of Eurostat contract No.4.1030/D/96-015,SOEC 651300002, Centre for Renewable Energy Sources.

90.

Turner, N.C., Rawson, H.M. (1982), Yield and harvest index of sunflowers cultivars influence of duration and water stress. In Proc. of 10th Intern. Sunflower Conf. Australian Sunflower Assoc. Toowoomba, Australia, 38-42.

91.

UNEP (1991), GREEN ENERGY: biomass fuels and the environment. United Nations Environment Programme.

92.

Unger, P.W. (1981), Time and frequency of irrigation effects of sunflower production and water use. Soil Sci. Soc. Am. J. 46, 1072-1076.

93.

Unger, P.W. (1983), Irrigation effects on sunflower growth development and water use. Field Crops Res. 3, 181-194.

94.

USDA (Soil Survey Staff) (1975), Soil Taxonomy. A basic system of soil classification for making and interpreting soil surveys. Agric. Handbook 466. Washington DC, 754 p.

66


95.

Villalobos, F.J., Ritchie, J.T. (1992), The effect of temperature on leaf emergence rates of sunflower genotypes. Field Crops Res. 29, 37-46.

67


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.