Πέτρες Χρυσές και Κουρέλια

Page 1


Πέτρες Χρυσές και Κουρέλια


Πρώτη έκδοση: Αθήνα 1965 Δεύτερη έκδοση Αθήνα 2016

Ιστολόγιο: http://karthara.blogspot.gr/


ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΡΑ

Πέτρες Χρυσές και

Κουρέλια

ΑΘΗΝΑ 2016


ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

- Θρήνος για τη Μητέρα μου, Ποίηση, Αθήνα 1981, 2016 - Ο Αίολος, Ποίηση, Αθήνα 2013

- Ο Σετλά, Μυθιστόρημα, Αθήνα 2015 - Τα Κουκλάκια, Ποίηση, Αθήνα 2016 - Λεηλασίες, Θεατρικό, Αθήνα 2016


ΤΟ ΨΩΜΙ ΠΡΩΤΑ Το ψωμί πρώτα σε όλους! το ψωμί, το νερό, τη φωτιά. Ανοίχτε τους μύθους γκρεμίστε τους φόβους, μπροστά η ανθρωπιά.


ΓΕΝΝΗΤΟΥΡΙΑ Με κάποια ανησυχία τρέχουμε, με υπέρτερο βήμα. Στη γυάλινη μήτρα πέντε-έξη ανθρώπινα έμβρυα σε ενάμνιο υγρό μεγαλώνουν σχήματα δοσμένα από πριν. Αλλάζουν, μεγαλώνουν αλλάζοντας τα θαύματα. Στα μαιευτήρια γεννιέται το μέλλον. Γυναίκες ανάσκελα τίκτουν τα μέλλοντα. Οι σάλπιγγες τα-τα – τα - τα, πριν εννιά μήνες τα – τα - τα. Ο ερχόμενος δόξα του κόσμου, τιο-τιο-τιο.


Σ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Κάπου σ' αυτή τη γειτονιά μένει ένα παιδί' το έλεγε μια φίλη, που κάνουν συντροφιά — ένα παιδί, μια ζωγραφιά. Κάπου εδώ ένα παιδί παιδεύει τη χαρά' το φλογερό του στόμα στ' αστήθι μου πουλί — δεν το προφταίνω στο φιλί.


ΕΝΑΝ ΠΑΝΑ ΖΗΤΩ Περπατώ-περπατώ και με κόβουν στα δυο ερημιές, συμπληγάδες. Έναν Πάνα ζητώ σε δωμάτιο πλεχτό με φτέρη αράδες. Κυπαρίσσι στιφό κρεβατάκι νωπό πόσα χρόνια κοιμόμουν! Με βιβλίο σοφό i τον κόσμο γριφό ήταν σα να φοβόμουν. Έναν Πάνα ζητώ με κέρατα δυό και τρίχωμα πρώτης. Να μου παίζει αυλό και τρελά θα γελώ, αν μου βγει Πανα-γιώτης.


ΧΩΡΙΣΜΟΣ Μη γράφεις. η μνήμη και ο έρωτας και η λήθη με πονούν. Μη γράφεις στην άμμο «σε αγαπώ». Μετεωρίτες κινηθήκαμε ψηλά δίνοντας προβολή στην πτώση. Δίνοντας χέρια αγκαθωτά στις συναντήσεις μας απόντες. Μια πλαστική που απέτυχε η ένωσή μας, το κουράγιο μας. Η ομορφιά μας μια πληγή θεραπευμένη συρρικνώθηκε αφήνοντας βαθιά ουλή στα αντιμέτωπα, αποτελειώνοντας τις παραστάσεις. Από την πόρτα ως το παράθυρο πας κι΄έρχεσαι με ένα γκρεμό στο πρόσωπο, με κάποιον που γκρεμίζεις. Γυρεύοντας την τρίτη λύση, τράβηξες τα μαλλιά σου από την άβυσσο. Τράβηξες το συρτάρι με τα πράματά σου. 0ι πόρτες άνοιξαν, καλό ταξίδι.


ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ Τύφλα στο μεθύσι χόρευες γύρω στον εαυτό σου, γύρω σ' αυτό το άγαλμα της σφίγγας, τρικλίζοντας απάνω στο ντιβάνι — καταλάβαμε, έχασες το παιχνίδι όταν είπες τέλεια ένωση οι Σιαμαίοι αδελφοί, δίδυμοι, δικέφαλοι, τρίποδες, ποτέ δεν έπαιξαν πόκερ τετ-α-τετ... Υποκρινόμενος εξέχασες το ρόλο της ρουλέτας, Χτες βράδι που ποντάρισες στο μηδέν έχασες κάποιον με δάκρια βαριά κάτω από σύννεφο στεγνό εσκέπαζες το πρόσωπό σου,


εσκέπαζες τα στήθια σου θάλασσες με βουνά. Ώσπου ναρθεί η μπόρα Όλο το είναι σου σεισμός. Με κεραυνούς υστερικούς αναταράχτηκες, νερό και πάνω πάγος, ώσπου να φύγει η ώρα. Δεν είχες πέραση καμιά: καράβι δίχως όραση, με ξεχασμένο νόστο. Στην δροσερή απανεμιά άγνωστος και λυπητερός με ξεχασμένο χρέος. Λυπητερός και μόνος δεν έβρισκες μια θέση. Πέρασες λυγμός σε θάλασσα μακριά. Μπροστά απ' όλα πέρασες, δεν έβρισκες τις θέσεις. Διπρόσωπε, γέλα ξεγέλα, ξεγελάστηκες. Μετά απ' την απογαλάκτιση εσύρθηκες στα συναφή.


Υπνοβάτης, όνειρο, καπνός, εσύρθηκες καπνός. Μαινόμενος αναποφάσιστα μπροστά στο 6ργανο που παίζεται με άλλους. Χτύπησες. Με άδειο δίχτυ το κενό. Το εκκρεμές εχτύπησε

'

τις επιφάνειες των πραγμάτων. Κοίτα, αυτός ο μύλος που γυρίζει με τον παρατυχόντα άνεμο, αλέθει και γυρίζει το αίμα σου. Με διάνοια σταματημένη, αλέθει και γυρίζει, σάρκα και οστά. Σήμερα όλα αλέθονται, χώμα, νερό, μια σκόνη. Πακέτα συνταγές, το ύφος σε γραμμάρια, σύνθεση ορισμένη. Με την ανάλυση κάτι θα γίνει. Διαλυτικά. Καρδιά και νύχι δύο αθάνατες πληγές.


Πόνεσες για λόγο ασαφή. Λόγος χωρίς επιβολή, χωρίς λόγο βιταμίνη σε διάνοια νεκρή, ενοχή. Τύφλα στο μεθύσι στο στόμα της αυλαίας σε λυπήθηκαν, σωριάστηκες ένα βουνό. Βγάλε αυτό το σκελετό από τα μάτια σου, βγάλε αυτό το σκελετό απ' το κορμί σου. Όταν μπήκες στα παρασκήνια, τα φλάς εφωτογράφισαν, έξω απ' τη σκηνή, πιο έξω απ' τους θεατές σκοινιά να κρεμαστείς. Κισσός στο στύλο της σκεπής που πέφτει, διακοπή, νύχτα περίεργη, με δρόμους σιωπηλούς.


ΤΟ ΦΩΣ ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΩ Στην αγκαλιά μου που πονεί πολύ θα σε φιλήσω. Μα αν γίνει το φιλί πικρό; Το φως αν καταλύσω; Στην αγκαλιά μου που πονεί, αν γίνει η καρδιά μικρή και δε σε συγχωρήσω και γίνει το φιλί πικρό, το φως θα καταλύσω.


ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Πέντε πάνου, πέντε κάτου, όλα τάθελε δικά του. Το άσπρο χώμα του θανάτου πρόσταζε λιβανωτά. Άντε, προσκυνήστε τώρα, τον περνάει η νεκροφόρα. Άλλη μια ανηφόρα, τον κατήφορο μετά. Τί ρωτάς αν είν' ο Κροίσος; Τί σε νοιάζει πια για μίσος, αν επέθανε, αν ίσως πέθανε αυτός που ξέρεις; Όποιος νάναι το αξίζει ο κακός να ξεκληρίζει! Έτσι δεν θα βασανίζει, έτσι δεν θα υποφέρεις. Ώπα! Σηκωθείτε πάλι! Απ΄ τη μια μεριά στην άλλη του κουνιέται το κεφάλι, λες και είναι ζωντανός.


Τον γελοίο, τον αφρόνη! ήθελε και πολυχρόνι και την τσέπη να φουσκώνει. Τώρα νάτον πελιδνός. Πιο καλά να τον βυθίσουν μεσ' τον τάφο να τον κλείσουν. Όσοι θεν' ας τον πατήσουν, όλα είν' επιτρεπτά. Θα τους έβγαζα το μάτι, αν τον καίγανε σε στάχτη και το βρωμερό του άχτι το σκορπίζαν στα σπαρτά. Άγρια σπόρια και ζιζάνια, με μια γνώμη: στην αφάνεια! Ώπα! Πάρτε περηφάνεια! Όλοι σπίτι και φαΐ. Ρούχα καθαρά και φώτα, για σωστή αγάπη ρότα. Φτώχεια-πλούτη σε ισότητα, στη χαρά όλοι μαζί.


ΜΟΝΑΞΙΑ Το φεγγάρι γιόμισε με φως τις άδειες κόχες του Οιδίποδα: πέτρες χρυσές και κουρέλια. Η άγκυρα βυθίστηκε στις κόχες των βυθών κρατώντας μια κραυγή και μια ανάσα. Στον τόπο του ξεριζωμένου ασύνδετα πατιούνται πάθη και αξιώσεις. Πατιέται και σωπαίνει μνήμη θαμμένη ζωντανή κάτω από τη νάρκη του φιδιού που κουλουριάζεται το χώμα. Που εκτείνονται κήποι και δρόμοι έρημοι, βάρη αόρατα στα μάτια, που πέφτουν, διάτρητα χέρια του κενού, ίσκιος πόνου στην πέτρα, χωρίς υποδομή' χωρίς μια στάλα ζέστα,


Δαναΐδα, το πέτρινο νερό (κουά-κουά) σωπαίνει. Ο βάτραχος στο αίμα σου (κουά-κουά) σωπαίνει. Kι΄ εσύ, κι' εσύ, κι' εσύ, όταν χειροκροτούσες, φόραγες αλυσίδες. Σε έδεσαν κι' εσένα σ' ανέμους με σειρήνες. Όταν επρόσπεσες να αγαπάς, σου έκλεισαν την πόρτα, όνειρο ξένο αρνητικό, βουλιάζοντας, παρακοιμώμενες ψευτιές ... Βαρύ επίπεδο σε φύλλα που τερμάτιζε πράσινος ήλιος. Γιγάντινο το χέρι του Αίητη δραπέτευε καρδιά, μνημονικό, μαζεύοντας τις σάρκες του παιδιού του. Της Μήδειας τον αδερφό που κείνη εκομμάτιασε


πολλές ισορροπίες. Ρέκαζε, ίδιο τσακάλι που διψά, κόκκινος ανοιχτός λαιμός κομμένος απ΄τα στέρνα ΟΥΡΙΟΣ ΑΝΕΜΟΣ . . . Νύχτα απαίσια πεθαίνεις. Ώσπου ξεχάστηκε κι' αυτό. Χιλιάδες δηλητήρια γεννιούνται και πεθαίνουνε, απάνω σου, υπόστρωμα γλυκό, ισότονο υπόστρωμα για τις ισορροπίες... Βάδην!!! Μ' αυτόν τον όμορφο, τον πλάνο ουρανό μια νύχτα του Σεπτέμβρη καήκαμε μαζί. Μικρή, πικρή σχεδία, κύλα μέσα στο αίμα μου εικόνες της φωτιάς. Καήκαμε μαζί,


κύλα τις περιστάσεις. Εσκόρπισε το γέρμα εχτές, προχτές, πριν γεννηθείς ... Τότε που τραγουδούσες ιστίο με καρδιά με το μεγάλο ρεύμα, έφυγες. Πόσες φορές μου έπεσε από τα χέρια μου το πρόσωπό σου στα ποτάμια. Όταν άνθιζες ... Όταν διάταζες ... Όταν υπέκυπτες ... Πόσες φορές μου έπεσε από τα χέρια μου το όνομά σου στους ανέμους. Όταν ήσουνα. Όταν δεν ήσουνα. Με το κασκέτο σου στη γη, έτσι με χαιρετούσες, ουρανέ μου, διάσελο τιτιβίζοντας ως μέσα τον ίσκιο. Θυμάμαι ... θυμάμαι ... ξεκινώντας στο δρόμο.


Το φεγγάρι γιόμισε με φως τις άδειες κόχες του Οιδίποδα: Πέτρες χρυσές και κουρέλια.


ΧΩΡΙΣ ΥΠΟΜΟΝΗ! Δεν θέλω πια' διώχτ' από δω τα μάτια της υπομονής. Μέριαχτα όλα από μπροστά μου, στόλια, βραχιόλια και σκαλιά και αυτά τα μάτια τα σκυλιά να μην τα ξαναΐδώ! Έξω, λοιπόν, κι' εσύ κι' αυτά τα είδη της υποταγής. Εμπρός απ' την αρχή. Γκρέμιστα όλα, πειστήρια, παραθύρια, τους τοίχους, τη σκεπή, την κάμαρά μου νάχω αδειανή, να μπει το φως ολούθε. Και μετά πάντα μπροστά, χωρίς υπομονή. Πίκρες και φόβο και ανοχή απ' την καρδιά μου θα αποδιώξω. Στρείδι και μύδι στα παλιά δεν είναι να γινώ, ό,τι με κάνει να πονώ, ευθύς φθονώ. Εμπρός, χωρίς υπομονή!


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Πληγή δεμένη με ματόφυλλα. Νοσταλγία, μέσα σου τρέχει η καρδιά μου με δυο στροβίλους. Μέσα μου χαλάει ο κόσμος! Πόνεσα κάθε άκρη σου με τις επάλξεις καταγής. Τρέμοντας μη δε γυρίσεις καλοκαίρι. Τρέμοντας τον έλεγχο της αδιάφορης παρουσίας. Μισώντας τον έλεγχο της ήττας. Πληγή δεμένη με τους δρόμους. Νοσταλγία, μέσα σου τρέχει ένα σύννεφο, μια γυρισμένη πλάτη, το δεύτερο πρόσωπο, μελλούμενο της αγάπης. 'Εσύ μου, αγάπη μου, αρνήθηκες με υποσχέσεις γυρισμού, Βρώμικα αρνήθηκες με υποσχέσεις.


Πληγή δεμένη με τραγούδια, Νοσταλγία, μέσα σου πύκνωσαν οι μπλάβοι κύκλοι της μονοτονίας. - Με το γύρισμα του φεγγαριού ... - Απ6 τον άλλο δρόμο ... - Τον ερχόμενο μήνα ... μέχρι να βυθιστεί κανείς στην απομόνωση. Πληγή δεμένη με εγκαρτέρηση. Νοσταλγία, μέσα σου τρέχει το απόφωνο φτασμένο γράμμα. Στα σιωπηλά του σχέδια χαμογελάνε, κλαίνε, παραμερίζονται κατακίτρινα φύλλα, ανταποκρίνονται. Στις ακροποταμιές κατάθεσε η ανάμνηση τις αποβλέψεις, σωρεύοντας αναμονές στις πρώτες ύλες των ερειπίων. Πολύχρωμη μάσκα της ήττας. Νοσταλγία.


ΕΠΙΜΕΝΩ

Επιμένω, αγάπη μου, ναι, επιμένω το στόμα σου, τις άκριες των νυχιών σου να φιλήσω. Επιμένω, αγάπη μου, να σε φιλήσω — να ζήσω.


ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ

Με κοιτάζεις μέσα από το τζάμι, και από το μπαλκόνι σου ψηλά, ερευνητικά με κοιτάζεις, όταν ρίχνω πέτρες στα πουλιά που ξεδιψάνε στο ρυάκι. Γιατί κρυφοκοιτάζεις μέσα στις ρωγμές μου; Γιατί καταμετράς τις πέτρες των εκρήξεων μου, μόλις βραδιάζει; Οι βράχοι μου, που ανέβαινα και έβλεπα μακριά, συντρίβονται. Και, πως θα κρύψω τη συντριβή μου και το νεκρό πουλί από τη γεύση μου; . . . Και πώς θα κρυφτώ από τα μάτια σου, και τα γλυκά πεταλουδάκια, από τις φλόγες που ραμφίζουνε το αίμα μου, και πώς θα ξαναζήσω με τους καταλύτες; Άφησέ με μόνη. Με βάτα και τριαντάφυλλα αντάλλαξα τ' αγκάθια μου, αναζητώντας τους αληθινούς μου ικέτες στις πυκνές ηρεμίες. Έστρωσα το κρεββάτι μου απάνω στο ρυάκι. Ένα μικρό γιοφυράκι για τρυφερά πόδια είναι το κρεββάτι μου. Θέλω να κοιμηθώ.




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.