Θρήνος για τη Mητέρα μου

Page 1

Μ ΑΡΙ Α Κ ΑΡ Δ ΑΡ Α

ΘΡΗΝΟΣ Για τη Μητέρα μου 1


3


Θρήνος για τη Μητέρα μου

4


Πρώτη Έκδοση: 1981 Δεύτερη Έκδοση: 2016

© Μαρία Καρδαρά

Ιστολόγιο: http://karthara.blogspot.gr/

5


Μαρία Καρδαρά

ΘΡΗΝΟΣ Για τη Μητέρα μου Ιδιωτική Έκδοση

ΑΘΗΝΑ 2016

6


6


Γνώρισα τον Άδη όταν είδα τη Μητέρα μου νεκρή και τους λυγμούς μου δεν αποστόμωσαν κελαηδισμοί και ουρανός ούτε η θνητή μου ύλη. Ακούμπησα το θάνατο μάγουλο με μάγουλο όταν φίλησα τη Μητέρα μου νεκρή και υδρία δακρύων παντού ταπεινώθηκα και με θρήνους μετρώ τη ζωή μου. Συντριμμένη και μόνη

7


τον αέρα εστέναξα, το νερό καταπίκρανα, στο χιόνι μαρτύρησα το γάλα που ήπια. Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό. Εγώ που το θάνατο στον ύπνο εξέχασα και το φθαρτό εσαρκώθηκα και πολύ αγάπησα και πολύ αναστέναξα συντριμμένη και μόνη σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι και στις άδειες κραυγές μου λιγοψυχώ.

8


Και τη δύση μου ο θάνατος νέκρωσε. Να μη βλέπω ένα πράσινο χώμα που διαλύεται στα πέρατα. Να μη βλέπω ένα σύννεφο άσπρο που γυρίζει στον κόσμο τη σκιά της μητέρας μου ανώνυμη πια. Ω, η φθορά του ήλιου η νεκρή Μητέρα μου! Το παρήγορο φέγγος της θαλπωρής την οδύνη του θανάτου περιβάλλεται. Ω, οι απελπισίες των ρόδων μεγαλύτερες απ΄τα εγκόσμια έργα και πάρεργα. Οι ιστορίες των λυγμών.

9


Ο ουρανός της φωτιάς κατακαίγεται στην απότιστη ρίζα ο επόμενος θάνατος. Ερημιά μου ο δρόμος! Ερημιά μου τα δέντρα! Ό,τι αγαπάω είναι νεκρό. Καταστάσεις χωρίς να ηχούν περιφέρονται είδη της σήψης στις λαμπερότερες κεραίες της αντίληψης. Θα ματώσουν αναίμαχτα. Θα συμπεριληφθούν στο θάνατο οι Μητέρες και η δύναμη. Αφήστε τις σωτηρίες το αθάνατο κάλλος της Μητέρας μου

10


πέθανε. Μητέρα μου, ας είχα γεννηθεί από τη μαύρη πέτρα, από την πίσσα νύχτα. Όπου γεννιέσαι για να τρως μια μπουκιά ψωμί κλεμμένη από το χέρι του χάρου. Με ταπείνωσε ό θάνατος της Μητέρας μου. Και ο κόσμος αυτός τη Μητέρα που νέκρωσε προκοπή δε θα δει! Ειν' ο κόσμος που τρώει τις σάρκες του,

11


ειν' ο κόσμος που ρεύεται αίμα, ο κόσμος Μηδέν. Ερημιά μου το φως! Ερημιά μου η μνήμη! Απαθής των κτηνών η διασκέδαση, των θυμάτων η νόηση μέχρι κει που την κόβουν τα δόντια. Τα νερά περιβάλλουν τα κήτη, ουρανοί περιβάλλουν τα όρνια. Διψάνε και πίνουν του ματιού τους το αίμα. Ό αέρας ο διάφανος εκκολάπτει κρυφά

12


το πρωτόγονο ωχ, με βρωμιές και αρώματα. Το φως εμποδίζει των νεκρών την επίσκεψη. Με ταπείνωσε ό θάνατος της Μητέρας μου. Και ο κόσμος αυτός τη Μητέρα που νέκρωσε προκοπή δε θα δει! Eιν΄ο κόσμος που ρεύεται αίμα και τη μακάβρια του σάρκωση δικαιώνει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος να μαρτυρήσει το θάνατο. Να θρηνεί!

13


Και να πεθαίνει. Μητέρα μου, λυπήσου με που ζω το Μηδέν και το Άπειρο πάθος σου εδώ κλειδωμένη σε τοίχους από ναφθαλίνη. Το νεκροπούλι λάλαγε το θάνατο κρεμασμένο ανάποδα σε λαστιχένιους σωλήνες. Μητέρα μου, ούτε μια σταγόνα ζωής πια δεν πίνεις ούτε μια ανάσα ζωής πια δεν παίρνεις ...

14


Τα θλιβερά τους μέτρα ήχησαν το Μηδέν η τεχνολογία διαλύθηκε. Τα βουνά και η έκταση με χτύπησαν κατακόρυφα. Με ταπείνωσαν όλα! Μητέρα μου, λυπήσου με που ζω το Μηδέν και το Άπειρο πάθος σου, ταπεινωμένη και μόνη. Ήρθε μπροστά μου η καινούργια γνώση σοφά φαγωμένη ολούθε και από μέσα της έβγαινε ή πρωτόγονη θέα του θάνατου, φριχτή όσο ποτέ,

15


θλιμμένη όσο ποτέ για την παραμονή της ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Και το φως σκοτεινιάζει και στο σκοτάδι ωρύεται ή αλυσωμένη: θάφτε τους νεκρούς σας επανέρχομαι! Μητέρα μου, την έπαρση του θάνατου είδα και κρίθηκα, εγώ η Μηδέν! Ταπεινωμένη και μόνη χύμησα να χτυπηθώ. Μέσα μου άκουσα το γέλιο

16


του θάνατου, καθώς βελόνες άγγιξαν τα μάτια μου παραμέρισα. Έκλαιγα απελπισμένη. Τα δάκρυά μου κύλησαν στο χλωμό πρόσωπό σου, που μου έγνεφε ησυχία ...... Ησυχία …… Μην κλαις, το δάκρυ σου δε με φτάνει. Μη φωνάζεις, η φωνή σου δε με φτάνει. Μητέρα, παρουσία της ζωής, μίλησέ μου για τελευταία φορά. Το λατρευτό σου πρόσωπο

17


μου έγνεψε ησυχία ...... Ησυχία …… όλα είναι η τελευταία φορά. Η γέννησή σου η τελευταία φορά. Ο θάνατός σου η τελευταία φορά. Εγώ η Μηδέν, που με σβήνει η άπνοια και την αίσθηση χάνω, σε κόσμο νεκρό περιφέρομαι. Συντριμμένη και μόνη με τη νεκρή Μητέρα μου να ανασταίνεται μακριά μου, να ανασταίνεται μακριά της, ζωντανή μες το φως και αυτό νάναι ψέμα. Και το Μηδέν στο αίτιο

18


και το Μηδέν στην κρίση. Μηχανές με πήραν με θόρυβο και με απόκαμαν η μισή γνώση, οι μισές πράξεις. Πάρτε τα καρφιά σας! είπα τετέλεσται. Μα όχι! ό βόγγος της λύπης μου με προσπερνά. Δειλινό πικρό που στενάζεις πίσω τον ήλιο τα χρώματα τυφλά εκπληρώνουν την αγωνία του άστρου. Πίσω τον ήλιο

19


τρέμει και κλαίει των θνητών η απόσταση. Πού να σταθώ; Περνάει ο θάνατος, αντέχει ο θάνατος και η τάφρος γυρίζει. Στα μαύρα νερά της το άλογο τρώει το λαμπρό κι' αυγατημένο μου φεγγάρι, θα φάει και μένα! Με τραβάει απ' τα μαλλιά και τα χέρια, κόβουμε τα κεφάλια μας και τα αλλάζουμε. Το καινούργιο απόλυτο. Το άλογο κλαίει.

20


Στην άδεια στέρνα του τα τέσσερα βήματα βουλιάζουν και χάνονται. Μητέρα μου, δε βρίσκω τα χνάρια μας. Το χώμα φυτρωμένο αγκάθια. Ο αέρας αγκάθια. Μητέρα μου, εγώ η Μηδέν το Μηδέν εκουρέλιασα. Και τα κουρέλια μου φώτισαν ταπεινώσεις πολλές και θλίψη μεγάλη και αφώτιστη έμεινα. Το βήμα μου είδες αργό,

21


τη σκέψη αργή, το χέρι αργό. Για σένα στεκόμουν! Και τα κουρέλια μου φώτισαν νύχτες και δάκρυα και αφώτιστη έμεινα. Και το χέρι μου φώταγε που εσύ το ακούμπαγες. Και τα μάτια μου φώταγαν τα όμορφα μάτια σου που με είχαν χαρά τους. Μητέρα, σου έλεγα, δε σ' αφήνω ποτέ να πεθάνεις. Όμως σε στόλισα και λουλούδια πολλά κοντά σου επήρες. Το παγωμένο σου πρόσωπο

22


πολύ το εφίλησα και νεκρή στα χέρια σε κράτησα. Και δεν παραφρόνησα, γιατί είμαι η Μηδέν. Από ξαφνική οδύνη οι μελωδίες σταμάτησαν. Η λαμπρότητα της ζωής και ο ύμνος της, το παρήγορο κάλλος και η ένταση των χρωμάτων, όλα τα λουλούδια με ένα φτερό της άπνοιας απονεκρώθηκαν. Ήχοι παντοίων θανάτων μετέωροι ή τρομαγμένοι κρύβονταν στα παπούτσια

23


της Μητέρας μου. Κι' αν κάποιος τίναζε τα χρυσάνθεμα, ή δροσιά τους θα έπεφτε σαν από έκρηξη υπνωτικών κυττάρων. Ολόκληρη η μουσική είχε τελειώσει στους βρυχηθμούς των σαρκοβόρων. Πρωτόγονα δέντρα ψήλωναν δικούς τους ασυλλόιστους ήχους, τα απέραντα φύλλα μάνιαζαν τους ήχους της φωτιάς των συντριμμένων αστεριών. Η Μητέρα μου δε θα μιλήσει ξανά ... Οι λυγμοί μου αντήχησαν

24


στη σιωπή της τους άδειους φρουρούς της ζωής, ενώ συνεχιζόταν ο υπόκωφος γδούπος του θάνατου. Η αυγή αναστέναξε τα πένθιμα φίλτρα των οδηγών ένα ωχ, του αντίλαλου η ζωή που σταμάτησε στον τελευταίο λυγμό της. Η απάτη της τελετής φύσαγε κατά πάνου μου τους βδελυρότερους ήχους της. Η δόλια επισημότητα κάρφωνε στην καρδιά μου τις ετοιμασίες για την απώθηση της Μητέρας μου.

25


Τσακίστε με όλα! Με τσακισμένα πλευρά ανασαίνω ευρύτερα τον πόνο μου. Με ραϊσμένη φωνή φωνάζω δυνατότερα τη λύπη μου. Ποιος να μ' ακούσει; Η Μητέρα μου είναι νεκρή. Πάγωσε το αίμα μου ο θάνατος της λατρευτής. Την παίρνει, λέει, το χώμα την ενώνεται. Και παίρνει τ' όνομά της όλο το θνητό. Κι' αυτό που ματαιώνεται απ' το έρεβος κι' αυτό που ματαιώνεται για το αύριο. Ταξίδια μεσ' τους πάγους και τους καπνούς -

26


έχουν οι παραζάλες άλλες θερμότητες. Τα ανώδυνα που σμίγουν με τα ανώδυνα. Και στην απάνου σμίξη το οδυνηρό. Αυτό που σε φλογίζει και σε απομεθά. Και το υποστηρίζεις και γίνεται η σάρκα που δεν ήθελε ποτέ της να πεθάνει. Μονάχα μια φορά σάστισε και πέθανε. Ένα ρολόι από χώμα το έλεγαν θάνατο ή αδιανόητο,

27


σήμαινε συνέχεια τις νεκρές του ώρες. Ω, αυτές οι νεκρές ώρες με αφύπνισαν μέσα στη συφορά μου! Η πανέμορφη και η ζωγραφισμένη στους ουρανούς, η μοναδική μου Μητέρα στο χάος ραγίζεται χλωμή και αμίλητη. Ω, η αίσθηση της παρουσίας της μέσα στα νεκρά αστέρια! Το υπέροχο φέγγος της έσβησε πια. Τη ζωή που αγάπησα δική μου, τη ζωή που μέσα της έζησα, τον πρώτο μου λόγο,

28


χάνω για πάντα. Συντριμμένη και ολόκληρη από ρίγη διαφάνηκα μέσα στα κλεισμένα μάτια της. Οι αφές του θάνατου με σχημάτισαν χρώματα και φύλλα της νύχτας. Έμελλε να αποζήσω με νεκρά είδη. Αλλά όχι, Μητέρα μου, δε θα αποχωριστούμε για σένα είμαι νεκρή. Το απέραντο φέρετρό σου παίρνει και μένα. Το φέρετρό σου τα χώρεσε όλα!

29


Οι νεκρώσιμες ακολουθίες των φυτών πρόβαλαν από ραγισμένους τοίχους, έσταζε μούχλα το έλεος του πρόσκαιρου ή του αναπόφευχτου. Τα σκοτεινότερα ηχεία «η γαλήνη του θάνατου, η γαλήνη του τάφου» ήχησαν για τα ζώα. Τα σφαγμένα παγώνια φώναζαν απελπισμένα. Τα πολύχρωμα φτερά τους τίναζαν ήχους από αίμα αποκλειστικά αθώους. Οι σύγχρονοι ήχοι

30


έκοβαν τις ρίζες τους ψηλότερα, ένα είδος λαμπερής αφάνειας. Των κραυγών οι αμετάπειστοι ήχοι τα κατάξερα σπλάχνα εδάκρυσαν. Το φυγιό και την πέτρα. Ο θάνατος μας είχε αποκλείσει από τη δροσιά των υγρών ήχων. Το νερό ήταν νεκρό. Τα θαύματα που ανατινάχτηκαν στις υπόγειες εκρήξεις των ουρανών

31


με ταχύτητα ήχου διέγραψαν τη μαγεία τους. Ο θάνατος παραμένει. Και τα περισσότερα δάκρυα. Το ανοιχτό παράθυρο γκρεμίστηκε από μόνο του για κάποια διέξοδο η διέξοδος δε χρειαζόταν. Oι θρυμματισμένοι ήχοι των προσανατολισμών ή το βάθος του κόσμου, δεν είχαν απόσταση. Ίδιες καθημερινές επαφές στάζουν μακάβριες ώρες. Ολόκληρος ο ουρανός

32


μαζί με τη σοφία του θάβεται σε απόσταση τάφου. Παγωμένοι βοριάδες λεηλάτησαν τη θερμότητα, και ένας απέραντος λυγμός στους ήχους των όντων μετάδωσε την ταραχή και τη νέκρα. Το φέρετρο μετακινήθηκε σε ήχους τρικυμίας ... Στο πρόσωπο της Μητέρας μου ακούμπησα, για προστασία. Τα πνιγμένα καραβόσκοινα πέρναγαν θηλειές στο λαιμό μου και έπρεπε να επεκταθώ πέρα από την αβουλία μου ή τη χαμένη συνοχή.

33


Σήμανε ο ήχος από σκοτάδι. Το θλιβερό ανάγγελμα της καμπάνας αποχαιρετάει τη Μητέρα μου και κορφές των βουνών σταυρωμένες στο άπειρο αποδίδουν το ύστατο χαίρε. Μητέρα μου, χαίρε. Το γλυκύτερο φως μου αγκαλιάζει νεκρή τη μητέρα μου και την ακολουθεί. Η πρώτη ζωή μου, σήμερα, θάβεται. Αιώνια Μνήμη, τα πρωτόγνωρα δάκρυα σου δος μου, να κλαίω τη Μητέρα μου, τη μοναδική και την άφαντη.

34


Τα πρώτα σου δάκρυα που το φως μέσα τίναξε στων ανθρώπων τα μάτια όταν είδαν το θάνατο άρνηση ζέστας. Και τον κόσμο τον άκοσμο μέσα τους πήραν, και τον θάνατο μέσα τους πήραν, τα φτερά των εντόμων έσχατη γνώση και έσχατη αλήθεια. Αιώνια Μνήμη, τα θλιβερότερα δάκρυα σου δος μου να κλαίω τη Μητέρα μου,

35


τη μοναδική και την άφαντη. Τα πικρότερα δάκρυα που ο ήλιος ποτέ δεν τα ζέστανε και φεγγάρι ποτέ κοντά τους δε φτάνει. τη σιωπή των νεκρών που δακρύζει το αίμα. Αιώνια Μνήμη, τα ματωμένα δάκρυα σου δος μου, να κλαίω τη Μητέρα μου, τη μοναδική και την άφαντη. Τον άνιωθο κόσμο οι κραυγές αισθημάτισαν,

36


για να βγαίνουν τα όνειρα, που δεν ήξεραν τάχα το θάνατο έσχατη γνώση και έσχατη αλήθεια. Αιώνια Μνήμη, τα απαρηγόρητα δάκρυα σου δος μου, να κλαίω τη Μητέρα μου, τη μοναδική και την άφαντη. Ω, μη λέτε, να μην κλαίω τη Μητέρα μου. Oι μητέρες δε μετριούνται με τα χρόνια,

37


με το γάλα και το ψωμί. Μα, τί κλαίω για όνειρα και χαμένες ελπίδες; Τη ζωή που επέθανε, τη νεκρή Μητέρα μου κλαίω. Αιώνια Μνήμη, την καταχνιά και τα δάκρυα δος μου, να κλαίω τη Μητέρα μου. Πού να βρω τόσα δάκρυα, βόγγους και θρήνους; Μητέρα μου, πού να σε βρω; Ανοίγει ο τάφος και μου θάβει τα μάτια.

38


Κλείνει ο τάφος και μου θάβει το αίμα. Πώς να αντέξω το άδειο, τη σιωπή και τη νέκρα; Ω, απουσία αβάσταχτη, απουσία Μητέρας! Μητέρα μου, με παίρνει η παραλογιά. Κείνο το σπίτι είναι άδειο, δε θέλω να το ξέρω! Κανένας δε με περιμένει. Στην άδεια καρέκλα σου κάθομαι, ακίνητη όπως εσύ, αμίλητη όπως εσύ, άδεια όπως εσύ ... Και δεν ξεχωρίζω

39


την απουσία σου απ' τη δική μου. Το άδειο κρεββάτι σου, αφηνιασμένο άλογο, με τρέχει και με ρίχνει στη σκοτεινιά και τον ίλιγγο. Ναι, Μητέρα μου, τα δικά μας τα μεγάλα πόνοι και πίκρες! Για μένα ήρθαν παρηγοριές και ματαιότητες να με συντρίψουν ακόμα! Μάταιος και απαρηγόρητος ο θάνατος. Τα δικά μου δάκρυα ήθελαν άτολμοι ζωντανοί και άτολμοι νεκροί να ξεπλύνουν το άβουλο ον,

40


και το σκληρό γιατί. Για μένα ήρθαν τα ξεχασμένα πουλιά, μαδημένα και πένθιμα. Οι χάλκινες προσωπίδες να ερμηνέψουν έμενα! Τα χαώδη στόματα ρέκαζαν, έτσι είναι τα ανθρώπινα, αδυναμία και φθορά ... Απ' τα χαώδη στόματα βγαίναν μούμιες και κόκκαλα οι πρώην άνθρωποι, κρεμασμένοι στις αόρατες θηλειές τους αιωρήθηκαν γύρω μου. Ο αέρας μύριζε την ουσία τους και σκόρπαγε ουσίες και αξίες,

41


αδυναμία και φθορά ... Τα χαώδη στόματα άνοιξαν να ρητορέψουν τον άτρωτο λόγο, δε φυτρώνουν οι νεκρές Μητέρες ... Δεν ακούω τίποτα! και τί να ακούσω; Άτρωτος λόγος δεν είναι; άστον να χτυπιέται και να πατιέται. Θεός δεν είναι; άστον να πεθάνει! Οι θεοί είναι πολλοί, η Μητέρα μου μία! Μητέρα μου, τον καπνό γυρίζω κατά μέσα και τα σκοτάδια πιέζω

42


των θανάτων. Και το στόμα του θάνατου, ανοίγω με το στόμα μου και τον μπουκώνω τις πίκρες της μέρας και της νύχτας μου. Δεν έχω πια, ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Την απέραντη ερημιά μου ζώνω στον τάφο σου και τον παίρνω στον ώμο. Μητέρα μου, πού να πάμε για να πεθάνω και γω ... Και να τρίξουμε στα δόντια μας το σύφλογο και το πράο και τις τέσσερες μούτζες.

43


Μητέρα μου, δε σε βρίσκω πουθενά ... Στον αέρα δε φαίνεσαι, στη βροχή μόνο σμίγεις στο δάκρυ μου. Στη ζωή πια δεν είσαι και σε άστρι κανένα. Στον τάφο ορίζεσαι πρώτη ζωή μου. Έσβησε τον ήλιο μου ο θάνατος. Και τις μέρες μου βρίσκω θλιμμένες και έρημες. Ω, πού είναι το νοήμονο φως; Πού είσαι Μητέρα μου;

44


Πρωτόπλαστη και θαλπωρή, φτωχό σου παραπούλι σε είχα και με ζούσες. Τώρα που σε έχασα κόπηκα απ΄τη ρίζα, Πού είναι η Μητέρα μου; Δεν έχω άλλον από σένα. Εσύ θα χαιρόσουνα, εσύ και θα έκλαιγες. Κι' αν ήθελα κάποια χαρά να σου την έδινα ήταν. Κρυσταλλένια στο αίμα μου, το δικό σου το αίμα σε γυρεύει και κλαίει. Κρυσταλλένια στη σκέψη μου, οι άδειες σκιές του φεγγαριού με στοιχειά και σκοτάδια

45


με δένουν και κλαίω. Μητέρα μου, μεσ' τη ζωή σου έζησα την ασυνήθιστη ζωή μου, την ποτέ μυθική και ανώδυνη. Πρώτη εσύ, των θελκτικών κινήτρων το μήνυμα άτμισες, στο χώμα εντύπωση των ουρανών, αστεριών νεοφώτιστων την αναμονή. Με μαχαίρι, απ' τη σάρκα σου μ' έκοψαν και πληγωμένη βγήκα στον κόσμο. Με τις πρώτες κραυγές μου

46


την ανάσα μου πήρα, τη μοναξιά και το δάκρυ. Με γαλάζιες αφές, στις πηγές σου κοντά με ξανάφερες, με τις χούφτες σου τον ήλιο με πότισες. Στην ωραία μορφή σου τον κόσμο εγνώρισα τρυφερό και βαριά πληγωμένο. Μοναδικό μου γνωστό Μητέρα μου! Εκεί που ήσουνα, εκεί που ήρθα, εκεί που χάρηκα, εκεί που έκλαιγα, που είχα σπίτι.

47


Μοναδικό μου γνωστό Μητέρα με το φως! Πρώτα με αγάπαγες, μετά με συμβούλευες. Κι΄ας ήμουν η Μηδέν δε με αντάλλαξες Σε ευχαριστώ. Μητέρα μου, που δεν είσαι, Μητέρα μου, που δε με βλέπεις, Μητέρα μου, που δε με ξέρεις, χωρίς σκιά στα διάφανα, σε ποτίζω το νερό που πίνω και μένεις νεκρή. Σε δίνω στον ήλιο και μένεις νεκρή. Και γω, επιμένω

48


και σε λέω Μητέρα μου! Kαι συ, ήπιες το αθάνατο νερό αφού είχες πεθάνει. Θα τρελαθώ να σ' αναστήσω! Θα είσαι βελανιδιά και θα σε λέω Μητέρα. Θα είσαι το νερό που πίνω και θα σε λέω Μητέρα. Θα είμαστε μαζί! Θα σε κρατώ από το χέρι, θα περπατάμε ... Το βήμα μου θα είναι σιγανό, σαν το δικό σου. Όταν φτάσουμε στα χωράφια θα μας οργώσουν και θα θαφτούμε στο χώμα.

49


Τις νύχτες θα βγαίνουμε άδεια κεφάλια και θα καθόμαστε στο κούτσουρο της πεσμένης συκιάς και θα μου δηγιέσαι ... Μεγάλη δηγήτρα της λύπης, μοιρολοΐστρα ποιητικιά! Τα δάκρυά σου πότισαν νεκρούς και σκοτωμένους σε μνήματα μικρά και μεγάλα. Χαροκαμένη, Μητέρα μου! από χάρους μικροβίων και ανίατων, από χάρους πολέμου. Την πατρίδα τη φόρεσες μαύρη, τη λευτεριά

50


με τίμημα το παιδί σου. Μητέρα μου, όταν έβλεπες στις παρελάσεις τους πύραυλους και τα τανκς, έλεγες κλαίγοντας, παιδάκι μου, θα σε σκοτώσουν! Να σε παρηγορήσω, σου έλεγα, ο γιός σου είναι νεκρός, κανένας δε μπορεί να τον σκοτώσει! Και τα παιδιά του κόσμου παιδιά μου είναι, έτσι έλεγες, Μητέρα μου, σκέψη φωτεινή σαν την αλήθεια. Χαροκαμένες, Μητέρες, κλαίγατε η μια το παιδί της άλλης. Σηκώνατε τα μνήματα με τα κλάματα και μένατε μισές από το δάκρυ.

51


Βάνατε πάλι την αξίνα στον ώμο και σπέρνατε για ζωντανούς και πεθαμένους. Πολυπαιδεμένη Μητέρα μου, πρώτη αγρότισσα! Σήκωνες τη δουλιά με τα γερά και ψυχωμένα σου χέρια κι' απ' το πρωί, μέχρι το βράδι έσκαβες και φύτευες, έσπερνες και θέριζες και τη νύχτα έκανες μέρα. Όταν γέρασες με το λόγο όλα τα οδήγαγες. Απ' τα μάτια σου δεν ξέφευγε τίποτα.

52


Και τα χαλίκια έβανες σε χρήση. Με ρώταγες για τα δέντρα και τα σπαρτά και δεν ήσουν ευχαριστημένη, αν δεν έπιανες τη δουλιά με τα χέρια σου. Μητέρα μου, δυνατή μεσ' το φως, λαμπερή στο σκοτάδι, δεν πίστευα πως θα πεθάνεις. Μητέρα μου τον ήλιο εφύτευες. Με τον Ιδρώτα σου πότισες στάρια και χώματα, με τα χέρια σου σήκωσες

53


βουνά και ποτάμια. Κι' αν άφηνες τη δουλειά ήταν να κλάψεις. Πικραμένη, Μητέρα μου, τη λύπη σου έπαιρνε η ζωή μου και δεν ήξερα πού είναι οι πεθαμένοι μας, να πάω να σου τους φέρω. Έμπαινε ο ουρανός στο σπίτι μας και στα παράθυρα και στο τραπέζι και στο γιούκο έβρισκε μαύρο. Λίμναζε το δάκρυ σου, πίναν τα χελιδόνια και χάναν την άνοιξη. Και γω μεγάλωνα

54


και έλεγα, η νιότη μου δε φελάει, αφού τα αδέρφια μου, νέα και όμορφα πέθαναν. Και ο Πατέρας και η Μητέρα, δεν τα γλύτωσαν. Μάθαινα, έχει όρια η ζωή και άλλο oι επιθυμίες ... Φώναζα θυμωμένη, πνεύμα-χώμα, μυαλό και αντιμυαλό φούσκες με πύον! Τί ωφελούσε; Έδενα γύρω μου τους κλόουν με ... κάτι αθάνατα, να με γελοιοποιούν για να γελάσω. Και έβγανα το συμπέρασμα,

55


με ψεύτικους ανθρώπους να γιομίσει η γης, να πεθαίνουνε ψεύτικα. Νεκροστόλιζα την κούκλα μου με φύλλα μεταξωτά, την έκλαιγα και την έθαβα στα βάτα. Μετά την ανάσταινα, τη φύσαγα στον ήλιο και έβανα τη χρωματιστή ομπρελίτσα στο κεφάλι της, να μη μαυρίσει την ομπρέλα δεν την έθαβα, οι νεκροί δε θέλουνε τίποτα. Και η φωνή και η δροσιά τους λειώνει. Πίστευα την κούκλα μου αθάνατη.

56


Την άφηνα να την παίζουν οι γάτες, τα σκυλιά και τα αστέρια, πόδια έχεις, της είπα, πήγαινε όπου θέλεις … Κάποιο μεσημέρι, μόλις πρόλαβα το γουρούνι και δεν την κατάπιε, την είχε όμως μασημένη μια κούκλα δράμα, νεκρή επί σκηνής …. Κλαίγοντας, χτύπησα το ζο, και πέταξα την κούκλα μου στα φουσκιά. Στο διάβολο! είπα, που θα κλαίω για νεκρές κούκλες και γιατί δεν έχω φτερά …

57


Δω, υπάρχουν πρωτόγονα χέρια, πρωτόγονα μάτια πρωτόγονες πατούσες και πρωτόγονος θάνατος. Μητέρα μου, παρουσία της ζωής, έσπερνες τα γυρίσματα του φεγγαριού και φύτρωνε το χρυσό και το πράσινο. Το κορμί σου εβλάσταινε, ανθισμένη, Μητέρα μου. Στα χέρια σου ωρίμαζε η καρδιά και το αύριο. Η γης φύτρωνε στο περπάτημά σου, σε ακολουθούσαν γεννήματα

58


και ελιές, αμπέλια και φώτα. Τα δέντρα που φύτεψες σε λέγαν Μητέρα. Οι κορφές τους έσκυβαν στην ποδιά σου, τις δροσιές και το θρόισμα. Μητέρα μου, όπου να ήσουνα η φωνή σου ηχούσε τον κόσμο! Η διαύγεια του λόγου σου, οι τρομεροί θυμοί σου, οι βροντερές βρισιές σου, ανεβαίναν τον ουρανό και ολοκλήρωναν το Σύμπαν! Εγώ, που έζησα στο ντόρο της φωνής σου,

59


τώρα, δεν έχω μίλημα, ούτε αντιμίλημα … Στο ξεροπήγαδο της ερημιάς μόνο τη σκοτεινιά και το στεναγμό μου ακούω. Σκουντουφλώντας μέσα μου, σκουντουφλώντας γύρω μου, η σιωπή σου. Μητέρα μου, δε σε βρίσκω στις ελιές και στους δρόμους. Από το σπόρο που έσπειρες κόβω το ανθάκι, το λειώνω στα χέρια μου και η αφή μου πληγώνεται. Απόκαμα, να χτυπώ την απουσία σου

60


με δάκρυα. Και συ, να μη με ξέρεις … Πολυπαιδεμένη, Μητέρα μου, ζύμωνες τα αστέρια να αυγαταίνει το ψωμί μας. Με την πούλια άναβες το φούρνο πάταγες τη λάμψη και ανέβαινες στον ουρανό, να ταΐσεις τα χαράματα την πρώτη μπουκιά. Μητέρα μου, σκόνη δεν καθόταν απάνω σου, τον ήλιο και τον ουρανό έδενες στη ζωή σου.

61


Ψωμοδότρια! Απ΄τα χέρια σου έφαγαν πουλιά και άνθρωποι Με ένα ποτήρι κρασί αναστήλωνες βασανισμένους και έρημους. Τα ψυχοπαράσκευα, με την παναγιάρα σφράγιζες καταμεσής τα πρόσφορα νάχουν επισημότητα και τέχνη τα ψωμιά των πεθαμένων … Πικραμένη Μητέρα μου, ο ύπνος σου στέναζε, η μέρα σου στέναζε. Κρυβόμουνα στα χορτάρια και μάζωνα λουλούδια

62


να σου φέρω. Λαμπρή μου μαυροφόρα! καθόσουνα στο κεφαλόσκαλο και έκλαιγες. Σου έδινα τα λουλούδια ούτε τα κοίταγες. Με δακρυσμένο θυμό, μου έλεγες, πέτα τα ερμολούλουδα, εμείς δεν έχουμε γιορτές. Κι έλεγα μέσα μου, εγώ, σε έχω πάνου από γιορτάδες και πάνου από χαρές … Εγώ σε έχω μάνα! Τότε αποφάσισα να μη σε αφήσω

63


ποτέ να πεθάνεις. Μητέρα μου, δεν άντεξα, πέθαινα και γω. Το ξερα, πέθαινα μέσα σου και είπα: η Μητέρα μου, δε θα μ΄αφήσει να πεθάνω. Θα ζήσουμε μαζί! Εμείς, Μητέρα μου, δεν πάσχαμε για πολλά, εμείς δεν είχαμε χαρές. Να είσαι μόνο ήθελα ! Ευωδιά της νεραντζιάς, πώς σε άφησα να πεθάνεις; Την καρδιά μου σου άνοιξα να κρυφτείς και το αίμα μου κλαίει.

64


Ω, Μητέρα μου, εσύ που ήσουνα δυνατή σα βοριάς και γκρέμιζες τα χαλάσματα να περνάει η άνοιξη, στο θάνατο δεν αντιστάθηκες. Δε φώναξες, δεν έκλαιγες … Ήσυχα αποκοιμήθηκες τον ύπνο το νεκρό. Με το πικρό παράπονο πως σ΄άφησα να πεθάνεις και έμεινα ολομόναχη. Μητέρα μου, δεν έχω άλλη φωνή από το θρήνο μου. Άλλη σιωπή. Ας μη χτυπούν την πόρτα μας

65


με φώτα οι ημέρες. Εμείς πεθάναμε, δεν έχουμε χαρές.

66


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.