and other short stories of one picture









Platis + Stilos, ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.


Απρίλιος 2022. Πρώτη έκδοση για την ελληνική γλώσσα Jemma Press .
Lay out, εξώφυλλο: Platis + Stilos Ατελιέ: Aγγελική Φασιλή
Copyright: Λευτέρης Σταυριανός, εκδόσεις Jemma info@jemmacomics.com Αλκιβιάδου 138-140, Πειραιάς, τηλ. 21 0422 7664
Νίκος Πλατής nikolas_platis@yahoo.gr Γιάννης Στύλος ystilos@hotmail.com
ISBN: Απαγορεύεται η αναπαραγωγή του έργου με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του εκδότη.
and other short stories of one picture STILOS






What exactly is Α Stone’s Throw away from Hell?
It is a windfall booklet, written and illustrated by two friends: the author Nicos Platis and the comics illustrator Yannis Stilos.
Wanna find out more?
Stilos, taking his time, painted 25 wonderful, magical picture paintings (most of them sometime between 2009 and 2012), which he posted on his blog: www.ystilos.com

Platis was inspired by these 25 picture paintings and fancifully told the tales, out of the blue, 12 years later (late autumn 2021, to be more precise).
Thereafter, Platis and Stilos would engage in long exchanges of views, proposals, ideas, laughs, plans on paper, concerns, video calls on Messenger, telephone calls, and, little by little, were led to Α Stone’s Throw away from Hell?, the booklet at hand.




In the year of our Lord 1957, there was this stray Muscovite dog, constantly ravenous, always famished. Nameless, up to the moment when she got caught by the animal control officer of the Soviet Space Agency, was hastily christened Laika and subsequently launched into outer space inside Sputnik 2, thus becoming the first earthly creature in orbit over it’s birth planet. The whole endeavour was done in the heat of the moment, hurriedly and poorly developed with the sole purpose of coinciding with the 40th anniversary of the Russian Revolution and, of course, the accordant glorification of (the then First Secretary of the Communist Party of the Soviet Union) Nikita Khrushchev. Naturally, no one put Laika’s return to Earth into consideration. She was just left high and dry, into all kinds of harm’s way. And yet, against all odds, Leika survived. She got romantically involved with Tin Tin’s canine companion, Snowy, had a family with numerous offspring and lived happily ever after together on the planet Feax, until they passed, smirking, over into dog Paradise.








He was born in Athens. “Elena’s” maternity ward. On a Sunday of 1951. At the break of dawn or maybe earlier, between the 16th and the 17th of June. There were very few things he could remember from that day. Puffy clouds on a clear blue sky. Muffled voices and incoherent words. A cough of embarrassment. When he was six months old, his grandmother Eleni took him in, at her home in Piraeus. That’s where he met Mr. Batman (who was, at the time, her in-house lover). He stayed with them until boarding school. The day he was about to leave, the Batman taught him how to fly, so he could soar away (even though they say that the Shadowman can’t fly).






Echo and Narcissus! And a green cat. Their cat! And their turquoise creek! Contrary to a mythologists’ belief, it was Echo who, at some point, seduced Narcissus with her beauty, literally having him head over heels; So, in reality, Echo did not fall victim to any kind of erotic rejection, didn’t sink into despair, nor did she hide in the woods like a freak, reverberating the voices of others (that was their echo).
Rather, it was her own voice resounding through the forest as she sang. Of course, truth is that she was ear - piercingly cacophonous and raucous but, then again, who cares?





In the year 38 or perhaps 37 BC, somewhere in the Apennine Mountains, while travelling from Rome to Brindisi (a journey of about two weeks at the time), the very famous Horatio went through some extremely rough moments, in a small hostel, high up in the mountains. The firewood was dripping with moisture, the chimney was smoking like an Athenian diesel taxi, the bed was uncomfortable and the straw mat was full of fleas and bedbugs. But the worst thing was having been stood up by that dark girl with the cute smile and the lusciously arched tits. Horatio wrote about it: “I stayed awake like an idiot until midnight, waiting for a liar”. The girl who never showed up was called Emilia and she was originally from Brindisi; a distant relative of my uncle “Tasos the Italian”, who made a living by building handmade cages for songbirds.


I have no idea how Cerberus ended up being Beelzebub’s favorite pet and, had I not seen it with my own eyes, I’d never believe it. But yes, it was them. Walking up the hill, without a care in the world, playing fetch. The Prince of Darkness would throw a yolk yellow ball and Cerberus would bring it back. As soon as he did, the Evil One would snatch it from his jaws and throw it back, as far away as he could. Over and over again, until dusk and the sky taking on an outlandishly green hue. Where did all of this happen? A stone’s throw away from Hell.










Have you heard the story of Dr. Manuel Contreras Pancho Villa and his shadow? Where - wait for it - the shadow became autonomous and abandoned him once and for all, henceforth deciding to rehabilitate the destitute shadows of those in need of medical assistance? Yep, that’s exactly how things turned out! However, the specific reasons why the aforementioned doctor lost his shadow remain unknown.

Of course, his obsessive fear of elevators must have played a decisive role in him ending up flying solo. His poor shadow was exhausted of this, year in year out, up and down the stairs to the tenth floor, where his office was. All along with the fact that the buzzer was always out of order, forcing both of them to run downstairs and open the door manually, every single time (as you rightfully assumed).




July 13, 2021.

Now, this is a nice route to the sea.
About an hour’s worth of dawdling; and an endless urban beach.
The water is also wonderful today.
Crisp and invigorating, as much as it should be. All of a sudden, I spot a commotion on the left bank:
A woman drowned.

Heart attack, someone said.
She was the one heard the other day, saying, “better that death should find you at sea; and they ought to burry you in your swimsuit”.
“Better than what?” Asked the woman next to her, on the bus.
“Better than breathing through a tube, on life support - better than hospital food as your last meal”, replied the suicide lady, giving out a sterling smile, Emma Stone style.




Εκεί στη στροφή, στην Κακιά Σκάλα, σχεδόν απέναντι από την πυραμίδα του Χέοπα, ο Νικ Βάισμαν έχασε τον έλεγχο του τιμονιού... Η Μάρθα Ντολόρες την ίδια ακριβώς στιγμή, κάπου 2500 μίλια μακριά από το συμβάν, ανατρίχιασε σύγκορμη κι άφησε να της ξεφύγει ένα σπαραξικάρδιο “Ω, Θεέ μου! Γιατί το έκανες αυτό Νικ;”. “Μη φοβάσαι, Μάρθα”, της αντιγύρισε ο Νικ, “έχω τον έλεγχο!”






μφανίστηκε, μια μέρα των ημερών, στον Εθνικό Κήπο, ένας πολικός κροκόδειλος. Έτσι, από το πουθενά. Ένας άσπρος κροκόδειλος πνιγμένος στα κλάματα και τ’αναφιλητά. Γιατί έκλαιγε κι αναφιλούσε; Προφανώς, γιατί, με το λιώσιμο των Παγετώνων, έχασε ολοσχερώς τον Πόλο του. Ειδοποιήθηκε, βεβαίως, η Φιλοζωική Εταιρεία Αθηνών και, μέσω του ΕΚΑΒ, στειρώθηκε επί τόπου, οπότε οι απόγονοί του δεν θα διατρέξουν το θανάσιμο τούτο κίνδυνο των αδέσποτων ζώων από τα τροχοφόρα και τους τύπους αυτούς που “κερνάνε” φόλες τα πεινασμένα.







Ένα όνειρο την κατάτρεχε κάθε τόσο, ένας μικρός εφιάλτης. Βρισκόταν, λέει, ανακούρκουδα, μέσα σε μια ξύλινη ντουλάπα


που στηριζόταν με το ένα της πόδι στο άκρον ενός γκρεμού
και ένα πουλί ερχόταν και καθόταν στην άκρη άκρη της σκεπής της, οπότε και η ντουλάπα άρχιζε να μετεωρίζεται κι εκείνη ξυπνούσε αλαφιασμένη. Σ’ ένα άλλο συχνό όνειρο αυτής της εποχής έμαθε να πετάει. Πώς; Στεκόταν προσοχή και πίεζε με τις παλάμες τους μηρούς της. Όσο μεγαλύτερη ήταν η πίεση τόσο ψηλότερα έφτανε. Όταν χαλάρωνε χαμήλωνε. Κι ύστερα ανοιγόκλεινε τα χέρια της σαν τον φτερωτό Έρωτα του Μποτιτσέλι, όπως ακριβώς πράττουν και τα πετεινά του ουρανού. Πολύ, μα πολύ αργότερα, εκεί γύρω στα 18 της, έμαθε πως ένας Άγγλος ασκητής πετούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο άγιος Μάθιου.






Σε μια προηγούμενη ζωή του ήταν φαροφύλακας και τη γυναίκα του
την λέγαν Στέλλα. Ήταν τότε που
τα στίφη των σταυροφόρων θέριζαν
κι αλώνιζαν παντού, σχεδόν, στον
ελλαδικό το χώρο. Τι στιγμές ονειρικές που έζησε στην αγκαλιά
της Στέλλας, ενόσω γύρω τους μαίνονταν σφαγές και μάχες! Αυτές

οι λαχανιασμένες φωνίτσες της
όταν ήταν σε οργασμό ακόμα ηχούν
στα αυτιά του.
Μέχρι και σήμερα οι μνήμες τούτες τον γεμίζουν χαρά κι έξαψη, το ίδιο και τον ψυχολόγο του . ο οποίος, όμως, δεν άντεξε άλλο ο έρμος αυτή την φαντασιωτική ένταση, κουράρεται πλέον συστηματικά κι αυτός, από έναν άλλο ψυχολόγο ειδικευμένο στις μεσαιωνικές μεσογειακές υποσεξουαλικής φύσεως.










Μέχρι τα ύστερα νιάτα του ήταν φανατικός μισογάτης, γατοφοβικός ως τα τρίσβαθά του. Ώσπου εμφανίστηκε στο διάβα της ζωής του (ως δια μαγείας, θαρρείς) ένα μαύρο ηλεκτρίκ γατάκι, που τον πήρε από πίσω, τον ακολούθησε λες και ήταν ο σκύλος του. Πέρασαν μαζί την είσοδο της επί της οδού Πατριάχου Ιωακείμ κείμενη πολυκατοικία, στο ασανσέρ άρχισε να τρίβεται στοργικά στα μπατζάκια του και να παίζει με τα κορδόνια των παπουτσιών του. Μετά από δέκα μέρες κοιμόντουσαν μαζί στο κρεβάτι, λες και ήσανε ζευγάρι ερωτευμένων ανθρώπων. Αυτή (το γατάκι που μεγάλωσε κι έγινε μια πανέμορφη, μαύρη, ηλεκτρίκ γάτα) τον αγάπησε τόσο, που για χάρη του



14 Ιουλίου (ξημερώματα).


Τι όνειρο κι αυτό!
Μια πόλη ολόκληρη, λέει, κατοικημένη αποκλειστικά από
αλτσχαϊμερικούς κι ανοϊκούς.
Γυναίκες και άντρες. Χωρίς
συνοδούς, ιατρικό προσωπικό
και συγγενείς. Μόνοι τους. Αυτοί
και η άνοιά τους.
Μια πόλη αυτόνομη και με πλήρη αυτάρκεια στα πάντα.
Όλα δούλευαν ρολόι. Ο κηπουρός περιχαρής και
χαμογελαστός, ο μπάρμαν και ο οδηγός ταξί το ίδιο, η γηραιά πωλήτρια ανθέων επίσης, η κυρία με το αυτόματο που λήστευε την τράπεζα παρομοίως. Ονειρικά πράματα! Σαν όνειρο σούπερ















Οι υψίποδες έζησαν σε τούτο δω τον πλανήτη περί τα 160.000.000 χρόνια (όσα πάνω κάτω και οι δεινόσαυροι). Διακατέχονταν, λέει, από πηγαίο φιλοζωικόν φρόνημα, αγαπούσαν και φρόντιζαν με στοργή τα κατοικίδιά τους, στα οποία, μάλιστα και έδιναν υψιποδικά ονόματα υψηλού κύρους, όπως: Κρισόλαος, Μουανδελούπη , Μπάινταλουπα , ΔουρΔουρ, ΦίντελΚάστροκαι Μικετίτι . Άγνωστο πως, μια μέρα των ημερών, αίφνης, χάθηκαν





Και το φεγγαράκι πήρε την επιστολή* τού σφόδρα ερωτευμένου, την διακτίνησε ως έπρεπε και, εν συνεχεία, την έριξε κάτω από την πόρτα τής αγαπημένης του. Κι αυτή διάβασε τούτα τα μαγικά λόγια που της έγραψε ο αγαπημένος της και πέταξε στα ουράνια, έγινε ίσια κι όμοια με το φεγγαράκι εκείνης της νύχτας. Ένα ουράνιο σώμα! Ένας πλάνητας πλανήτης θηλυκού γένους!
* Kατιτίς σαν...πρωτόγωνο e-mail. Διάσημος τρόπος επικοινωνίας στην προκομπιουτερική περίοδο. Την έγραφαν (την επιστολή) με πένα, μολύβι ή στιλό. Και (επειδή, άκουσον άκουσον, δεν διέθεταν οι άνθρωποι τάμπλετ ή κομπιούτερ) την έστελναν με το ταχυδρομείο (post), κι έκανε (ανάλογα την περίσταση, την απόσταση και την εποχή) από μισή μέρα μέχρι και χρόνια, για να φτάσει στα χέρια του παραλήπτη.











Η Σούζη Κιούζι είχε δικό της δωμάτιο, με ποδοπάτητη ταπετσαρία και ένα ροζ καθρέφτη για να λατρεύει το είδωλό της. Όμορφη γάτα, καλό ζώο! Μου άρεσε ν’ ακούω την τραγουδιστή νιαουριστή φωνίτσα της, ιδίως όταν πεινούσε ή θύμωνε για κάτι. Όταν ξυριζόμουν χαϊδευόταν ζιγ ζακ ανάμεσα στα πόδια μου, όταν κοιμόμουν χουρχούριζε δίπλα από κάποιο αυτί μου, κι όταν ερωτοτροπούσα νύχιαζε τα σεντόνια κι έκανε αγριάδες στην ερωμένη μου, ζήλευε παράφορα. Τη νύχτα, πριν αναχωρήσει για τον γατικό Παράδεισο, ήλθε να με αποχαιρετήσει. Η γλυκούλα μου!





Πάντα του άρεσε να σκαρφαλώνει εναέριες σκάλες και επικλινείς στέγες... Να ατενίζει την πόλη αφ’ υψηλού, αργοπίνοντας το αχνιστό ντράνκαν κόφι του υπό το φως της πανσελήνου. Αργά το βράδυ, βέβαια, όλα αυτά, όταν αρχίζουν να τρίζουν και να καπνίζουν για τα καλά τα μπουριά από τις ξυλόσομπες και η πυκνή ομίχλη ν’ αγκαλιάζει τη Γκόθαμ Σίτι και τους έρποντες, με θανάσιμο τρόπο, αντιπάλους του.


Ένας σεπτός και ουδόλως κομπορρήμων ιερεύς από το Ζεφύρι, ενώ αγρυπνούσε, παρουσία ένθερμων πιστών Ρομά εξοπλισμένων με μπαζούκας, διαβάζοντας μετά εμφανούς οπτικής δυσκολίας, υπό το φως ενός μόνο κηρίου (κεριού), κάτι τις της ημέρας από τας ιεράς γραφάς, διεπίστωσε έκπληκτος ότι η φλόγα του κεριού δυνάμωσε αιφνιδίως σε φωτεινή ένταση, σαν από ξημερώματα να είχε γίνει μεσημέρι και κατακαλόκαιρο, ας πούμε. Και τότε αναρωτήθηκε: “Πώς είναι δυνατόν; Γιατί φέγγει περισσότερο τώρα το κερί;” Κι όπως γύρισε το κεφάλι του, βλέπει να στέκεται μπροστά του, στα δύο βήματα με πολύ σεβασμό και ευλάβεια ο χιονάνθρωπος των Ιμαλαϊων* ... * O Μπάτμαν των Ιμαλαϊων για την ακρίβεια.








Συνοψίζοντας, ο αστρονόμος Carl Edward Sagan, την προσφυγή στην άγνοια υπερθεματίζει* με τούτα τα λόγια: “Η απουσία αποδείξεων δεν αποτελεί απόδειξη της απουσίας”. Άρα υπάρχει κι ο Θεός; Ναι; Κι αφού υπάρχει τι Διάολο υποτίθεται πως κάνει εκεί κάτω στην Αφρική; Μάτια δεν έχει, δεν βλέπει; Ούτε νου, γρι δεν κατανοεί; Είναι, λοιπόν, ένας Θεός χωρίς φιλότιμο και ενσυναίσθηση; Χρειάζονται άλλες αποδείξεις για να αποφανθεί κανείς κατηγορηματικά για το απολύτως περιττόν της παρουσίας, αλλά κι αυτής ακόμα της ύπαρξής του; Ναι,


Στα έγκατα του Δούρειου Ίππου λειτουργούσε, λέει, μυστικό καταγώγιο, ένα αντάξιο της κάκιστης φήμης του καμπαρέ. Τα βράδια Τρώες και Έλληνες συνωστίζονταν σ’αυτό προκειμένου να δουν το χορό των εφτά πέπλων της Πηνελόπης του Οδυσσέα. Ο οίνος εννοείται, βεβαίως, πως έρεε άφθονος εκεί μέσα. κρασάκι σαντορινιό κυρίως, απ’ αυτό που ο Αθήναιος στους “Δειπνοσοφιστές” αποκαλεί “αγαθό δαίμονα”.








Πόσο όμορφα δείχνουν κάποια χρώματα, πόσο ελκυστικά! Όπως το υπέρυθρο της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, το διάφανο μπλε του αττικού ουρανού, το ροζ από το “μαλλί της γριάς” των αλλοτινών λούνα παρκ, το ωχρό κίτρινο στα πρόσωπα των κοριτσιών που πρόκειται να “αδιαθετήσουν”, το ηλεκτρίκ πράσινο κάποιων διαρροών, οι κόκκινες στάλες πάνω στο φρέσκο χιόνι από το αίμα του κυνηγημένου, το θαμπό μαύρο της νύχτας.






Κι ενώ όλα είχαν προγραμματιστεί στην εντέλεια για την υποδοχή του νέου έτους 2022, στα καντράν, τις ατζέντες και τα τάμπλετ εμφανίστηκε (άγνωστο πώς και γιατί) το παρελθόν 2009. Καθόλου άσχημα, μα καθόλου! Ούτως πως επέστρεψαν στις ζωές τους οι αγαπημένοι νεκροί (ο θείος ο Τζανής, ας πούμε), οι παγετώνες ανέκτησαν πάλι το κύρος τους, ο Νικ Βάισμαν και η Μάρθα Ντολόρες ξαναγνωρίστηκαν και ξανακευρανοβολήθηκαν από το αστραπιαίο εκείνο χτυποκάρδι, έζησαν για δεύτερη φορά τον παθιασμένο έρωτά τους οι τυχεροί. Που πάει να πει πως όλα καλά κι όλα ωραία. Αίσιον κι ευτυχές το 2009, λοιπόν! Σουρ!




















