Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα

Page 1

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

1


Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

2


Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα ‘’ μικρών Λιμνών Εικόνες & Περιηγήσεις ’’ Θεόδωρος Σωτ. Κουσουρής

Περιεχόμενα

Σελ.,

Πρόλογος..........................................................................................................

4

Εισαγωγή..........................................................................................................

4

1. Ήπειρος & Δυτική Ελλάδα..........................................................

5-65

(Τα Υδάτινα Σώματα και Ο Αλπικός Τρίτωνας, Η Βίδρα, Οι Λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας, Μιά Θάλασσα από Λίμνες:Αμβρακικός, Τα Πηγάδια στο Σούλι)

2. Μακεδονία, Θράκη & Θεσσαλία.............................................

66-140

(Τα Υδάτινα Σώματα και Η Διαχείριση των Καλαμιώνων, Η Λίμνη των Φιλίππων, Λογοτεχνική Διάθεση)

3. Στερεά Ελλάδα, Εύβοια & Πελοπόννησος............................

141- 262

(Τα Υδάτινα Σώματα και Η Μέδουσα του Γλυκού Νερού, Το Λάμπασμα στις Λίμνες, Η Λίμνη Τάκα, Λιμνίσιες Βάρκες)

4. Κρήτη και υπόλοιπα Νησιά......................................................

263-435

5. Ενδιαφέρουσες Υγροτοπικές Επισημάνσεις.........................

436-470

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

3


Πρόλογος Μέσα από την πολύχρονη γνώση και εμπειρία, αναφορικά με τις Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει αρκετή ασάφεια ή και σχετική άγνοια ως προς την περιβαλλοντική λειτουργικότητα και αξία των ‘’μικρών Φυσικών Λιμνών’’, καθώς, ενώ αποτελούν στοιχείο του ελληνικού περιβάλλοντος, η σημαντικότητά τους -βιοποικιλότητα, δείκτες συνήθως αδιατάρακτου περιβάλλοντος, υδρολογικές λειτουργίες και αξίες, γεωμορφολογική εξέλιξη και προοπτική, στήριξη της ντόπιας ζωής με των καθημερινών ασχολιών, οικοτουριστική και άλλα- παραβλέπεται ή και θεωρείται αμελητέα. Ωστόσο, αυτοί οι μικροί υγρότοποι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος. Και σε αυτές τις μικρές λίμνες ανήκουν και θα μας απασχολήσουν στο ψηφιακό αυτό βιβλίο, μεταξύ των άλλων, και οι εκατοντάδες ‘’Εποχικές Λιμνούλες της Βροχής και του Χιονιού’’ στα βουνά, στους κάμπους και στις παράκτιες περιοχές. Αυτές είναι τα Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα ή Λιμνία, οι γνωστές σε τοπικό επίπεδο ως Λάκκοι, Λούτσες, Κολύμπες, Αρόλιθοι, Ρουσσιές, Γούρνες, Γκιόλες, Λούμπες κ.ά.. Επίσης, στις μικρές λίμνες συγκαταλέγονται και οι Λιμνοδολίνες στις καρστικές περιοχές, οι Ορεινές λίμνες στην αλπική και υποαλπική ζώνη (π.χ., Δρακόλιμνες, Ορεινοί Βάλτοι, Λάκκοι, Λιμνοπηγές), οι χιλιάδες Κολυμπήθρες ή Φυσικές Πισίνες ή Λιμνούλες που σχηματίζονται μέσα σε βυθίσματα-κοιλώματα της κοίτης των ποταμών και των δέλτα τους, στα φαράγγια ή και σε πηγές, οι Βάθρες ή Βόθνες ή Λιμνούλες στη βάση των καταρρακτών, αλλά και οι Ημιφυσικές ή Τεχνητές μικρές λίμνες (π.χ., Λεπιδόλακκοι, Μπάρες, Λούμπες) σε ορυχεία, λατομεία και άλλες κοιλότητες του εδάφους που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν από τις δραστηριότητες του ανθρώπου (π.χ., από τη λήψη υλικών οδοποιίας, οικοδομικών και άλλων εργασιών). Σημειώνεται ότι στο βιβλίο αυτό δεν λήφθηκαν υπόψη οι τεχνητές λίμνες, οι λιμνοδεξαμενές, πολλά από τα έλη και τις λιμνοθάλασσες, και άλλοι υγρότοποι που απέχουν από το χαρακτηρισμό ‘’μικρές Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’. Υπενθυμίζεται ότι για τις μεγάλες ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’ μπορείτε να ενημερωθείτε από τη ψηφιακή έκδοση http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/. Τα κείμενα αυτού του ψηφιακού βιβλίου, αντλήθηκαν μέσα από σχετικές ιστοσελίδες -περιηγητικές, οδοιπορικές και αναρριχητικές εξορμήσεις- διαφόρων επιστημονικών και φυσιολατρικών φορέων, το πρόγραμμα ‘’Οι προστατευόμενες Περιοχές Natura 2000 στην Ελλάδα’’ της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης, το έργο ‘’Δίκτυο Natura 2000’’ του ΥΠΕΧΩΔΕ, το πρόγραμμα Υγροσκόπιο Νήσων ‘’Προστασία των Νησιωτικών Υγρότοπων της Ελλάδας´´ του WWF Ελλάς (http://oikoskopio.gr), και από πολλούς ιστοχώρους οικολογικού, περιβαλλοντικού, τουριστικού, φυσιολατρικού χαρακτήρα κ.ά. (π.χ., http://www.naturagraeca.com, http://www.partetavouna.gr, http://www.adventure.com, http://www.skyrunners.com, http://www.go-mrp.com, http://www.routes.gr, http://www.web-Greece.gr, http://www.hellaspath.gr, http://ellas2.wordpress.com). Οι πηγές άντλησης των πληροφοριών, αλλά και οι φωτογραφίες που παρατίθενται στα επιμέρους κείμενα, έγιναν με γνώμονα τη σχετικά ενιαία αποτύπωσή τους με σταχυολόγηση ή και διασκευή των επιμέρους πρωτοτύπων κειμένων. Ως εκ τούτου στα σταχυολογημένα κείμενα υπάρχει σχετική ανομοιογένεια συντακτική και γραμματική. Ωστόσο, ευχαριστούμε ανώνυμους και επώνυμους κειμενογράφους, φωτογράφους, αλλά και φίλους με έγκυρες και εύστοχες παρατηρήσεις, καθώς χωρίς αυτούς δεν θα ήταν δυνατή αυτή η ψηφιακή έκδοση.

Εισαγωγή. Και μια που μιλάμε για μικρές σε μέγεθος φυσικές λίμνες, οι προοπτικές διατήρησης και προστασίας αυτών των οικοσυστημάτων και υδατοσυλλογών, λαμβάνει επείγοντα χαρακτήρα, καθώς οι κλιματικές αλλαγές, ιδιαίτερα στο Μεσογειακό χώρο, αποτελούν έναν επιπλέον παράγοντα υποβάθμισης ή και εξαφάνισης αυτών των υγροτοπικών ψηφίδων του ελληνικού περιβάλλοντος. Είναι γνωστό ότι η νότια Ευρώπη και το σύνολο της λεκάνης της Μεσογείου συγκαταλέγονται στις πλέον ευάλωτες περιοχές στην κλιματική αλλαγή της Ευρώπης, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και των μειωμένων βροχοπτώσεων. Από τα υγροτοπικά συστήματα, πολλά εφήμερα αναμένεται να εξαφανιστούν και πολλά μόνιμα να συρρικνωθούν. Επίσης, η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τα μεσογειακά λιμναία οικοσυστήματα, από άποψη διαθεσιμότητας και ποιότητας νερού. Ειδικότερα οι παράκτιοι υγρότοποι είναι ευπαθείς στην ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, σε μεταβολές στη συχνότητα και την ένταση των καταιγίδων, καθώς και στη διάβρωση, στις κατολισθήσεις και τις πλημμύρες. Μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι μεσογειακοί υγρότοποι φαίνεται ότι έχουν σχετικά προσαρμοστεί σε εποχιακές αλλαγές των κλιματικών συνθηκών που αντανακλούν κυρίως σε μεταβολές στην υδροπερίοδό τους. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να τους επηρεάσει, αν και δεν φαίνεται να είναι ο μόνος παράγοντας μεταβολής τους. Επίσης, οι σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές έχουν επιδράσει στους υγροτόπους και στο παρελθόν και αναμένεται να τους επηρεάσουν και κατά τον τρέχοντα αιώνα. Παλαιότερα, οι υγρότοποι κινδύνευαν από αποξηράνσεις και αλλαγή στις χρήσεις της γης. Σήμερα κινδυνεύουν και από την κλιματική αλλαγή και από τις καταπατήσεις και τη ρύπανση, ενώ η πίεση πάνω τους αναμένεται να δράσει σε συνέργια με τις πιο πάνω ανθρωπογενείς πιέσεις. __________

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

4


1. Ήπειρος και Δυτική Ελλάδα

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

5


1. Οι μικρές Λίμνες στην Ήπειρο και στη Δυτική Ελλάδα

Περιεχόμενα

1.1

Σελ.

Εισαγωγή

7

Αλπικές και Υποαλπικές Λίμνες και Λιμνία στην Ήπειρο

7-22

(Οροπέδιο Λιμνών, Διαδρομές προς τα Εποχικά Λιμνία, Δρακόλιμνη Αετομηλίτσας, Δρακόλιμνη Τύμφης ή Γκαμήλας, Δρακόλιμνη Σμόλικα, Λίμνη Ζορίκα, Λίμνη Λάκκου ή Αρβανίτα)

1.2

Πεδινές και Ημιορεινές Λίμνες και Λιμνία στην Ήπειρο

22-33

(Λίμνη Βηρός ή Πηγών Λούρου, Λίμνη Ζαραβίνα, Λίμνη Ζηρός, Λίμνη Καλοδίκι, Μεσογειακά Εποχικά Λιμνία στη Θεσπρωτία, Λίμνη Ριαχόβου και Βοϊδόλιμνες, Λίμνη Τούμπα)

1.3

33-37

Λιμνοδολίνες στη Δυτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία) (Λίμνες Ξηρόμερου, Λίμνες Βόνιτσας-Ακτίου)

1.4

Βάθρες ή Βόθνες, Φυσικές Πισίνες, Κολυμπήθρες στην Ήπειρο

38-43

(Βόθνες Κεραμίτσας, Βάθρες ‘’Μπαλντα ντι Στρίγκα’’, Οβίρες Ρογκόβου, Λίμνες ποταμού Αχέροντα) 1.5

(Λίμνες στο δέλτα του ποταμού Αχελώου, Λιμνοθάλασσες στο δέλτα του ποταμού Καλαμά) 1.6

43-48

Λίμνες στα Δέλτα των Ποταμών Αχελώου και Καλαμά Λίμνες

και

48-65

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες (Ο Αλπικός Τρίτωνας στην Ελλάδα, Η Βίδρα στην Ελλάδα, Μαρτυρίες:Οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας, Άλλοτε, Μια Θάλασσα από Λίμνες: Αμβρακικός, Τα ιστορικά Πηγάδια στο Σούλι)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

6


Εισαγωγή Η ΄Ηπειρος και η Δυτική Ελλάδα-Αιτωλοακαρνανία, περιφέρειες με σχετικά μικρές εκτάσεις (περίπου 9200 τ.χλμ., και 5450 τ.χλμ., αντίστοιχα, διαθέτουν και αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% και το 4%, αντίστοιχα της συνολικής έκτασης της Ελλάδας), χαρακτηρίζονται ως οι πλέον υγροτοπικές και υγροφόρες περιοχές της χώρας μας, με πλειάδα από σχετικά μεγάλες σε έκταση φυσικές λίμνες (π.χ., Τριχωνίδα, Παμβώτιδα, Λυσιμαχεία, Αμβρακία, Οζερός, Βουλκαριά ), από τεχνητές λίμνες (π.χ., Κρεμαστά, Καστράκι, Στράτος, Πουρνάρι Ι και ΙΙ, Πηγές Αώου, Ράγιο στον Καλαμά), ενώ τα παράλιά τους είναι γνωστά για την παρουσία μεγάλων και παραγωγικών λιμνοθαλασσών (π.χ., Μεσολόγγι, Αιτωλικό, Αμβρακικός, Σαγιάδας-Καλαμάς), ενώ την ενδοχώρα τους διαρρέουν μεγάλα και μικρά ποτάμια (π.χ., Αχελώος, Άραχθος, Εύηνος, Μόρνος, Λούρος, Καλαμάς, Αχέροντας, Αώος, Βοϊδομάτης), δέλτα ποταμών (π.χ., Αχελώος, Καλαμάς), επίπεδα λασποτόπια και υγρά λιβάδια, έλη, βάλτους, χείμαρρους και ρυάκια. Εξάλλου, αυτές οι γεωγραφικές περιοχές, φιλοξενούν και ένα πολύ σημαντικό αριθμό από μικρές σε έκταση υδατοσυλλογές και υγροτοπικά οικοσυστήματα, τα οποία συγκαταλέγονται στα πλέον ευαίσθητα και που συμπληρώνουν τη σημαντικότητα και μωσαϊκότητα του ελληνικού περιβάλλοντος για τη βιοποικιλότητα και την περιβαλλοντική κληρονομιά. Σε αυτά, μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται, μικρές φυσικές λίμνες, εποχικές λιμνούλες, και άλλες μικρές υγροτοπικές περιοχές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των μικρών φυσικών οικοσυστημάτων και υδάτινων σωμάτων στην Ήπειρο, είναι οι αλπικές και υποαλπικές λίμνες –εποχικές ή και μόνιμες στις ορεινές περιοχές (αριθμούν περισσότερα από 50 υδάτινα σώματα), οι λίμνες Ζαραβίνα, Ζηρός, Τούμπα Ιωαννίνων, Βυρός Τερόβου, η λίμνη και ο βάλτος Καλοδίκι, οι Μεσογειακές εποχικές λίμνες στη Θεσπρωτία, (μεταξύ Παραμυθιάς και Μαργαρίτι οι Λιμνοπούλα, Προντάνη, Κυρά Παναγιά, Μεσοβουνίου, Κανέτα, Παλαιόκαστρου, Βουλίτσα), οι μικρές λίμνες-έλη στη Λωρίδα της Σαγιάδας Θεσπρωτίας (Φτελιάς, Μαντήλα, Παγανιά, Παραλία Καλαμά, Κάτω Αετού, Νενούδα και άλλες μικρότερες και εποχικές), οι γνωστές φυσικές πισίνες-

κολυμπήθρες την ξηρή περίοδο στα ποτάμια με μειωμένη ή διαλείπουσα ροή, οι βάθρες-κοιλότητες στη βάση των καταρρακτών, οι λιμνοπηγές και άλλα. Στη Δυτική Ελλάδα, παρόμοια μικρά φυσικά υδάτινα σώματα και οικοσυστήματα είναι για παράδειγμα οι μικρές φυσικές λίμνες η Ρούστα, η Βάλιτσα στο δέλτα του Αχελώου ποταμού, το Μεγάλο και το Μικρό Λινοβρόχι (λίμνες Κομήτη και Σαλτίνη αντίστοιχα), το Λινοβρόχι Λιβαδάκου, το Λινοβρόχι Παλιαμπέλων, η Γαβού, η Αβιλαριά. και άλλα πολύ μικρά καρστικά βυθίσματα στην περιοχή του Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας. Σημειώνεται ότι, σε σχετικά πρόσφατη διδακτορική διατριβή (Γκολούμποβιτς-Δεληγιάννη, 2011- Διδακτ., Διατριβ.,, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 315σελ., Καρστική γεωμορφολογική εξέλιξη στη δυτική, Η περίπτωση τηε περιοχής Ξηρομέρου), στην περιοχή Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας (δυτικά της λίμνης Αμβρακίας), υπάρχει σημαντικός αριθμός από φυσικές λιμνοδολίνες (αριθμούν περίπου 267, με περιοδική ή μόνιμη πλήρωση με νερό), αλλά και ανθρωπογενείς ψευδο-δολίνες (385 τεχνητές υδροδεξαμενές στα κοκκινοχώματα ή σε ανασκαμμένα κοιλώματα ) που αντιπροσωπεύουν υδροδεξαμενές, οι οποίες αποτελούν σημαντικό στοιχείο για την επιβίωση και ανάπτυξη της περιοχής. Οι λιμνοδολίνες αυτές βρίσκονται σε υψόμετρα από 200-300 μέτρα (85%), αλλά και ψηλότερα (π.χ. σε 500-600 μέτρα υψόμετρο, βρίσκονται 24 τέτοιες λιμνοδολίνες), ενώ το βάθος τους ποικίλει, όπως και η έκτασή τους. Οι περισσότερες φυσικές λίμνες στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα έχουν κοινή προέλευση. Ανήκουν στη ζώνη των καρστικών λιμνών η οποία ξεκινά από τις νότιες Άλπεις, διασχίζει τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, την Αλβανία και διαμέσου της Ηπείρου, της δυτικής Μακεδονίας και της δυτικής Ελλάδας καταλήγει στην Πελοπόννησο. Δηλαδή, οι λίμνες αυτές σχηματίστηκαν, ως αποτέλεσμα ενδογενών κυρίως δυνάμεων του φλοιού της γης (τεκτονικές κινήσεις), αλλά και εξωγενών συνθηκών, όπως είναι οι διαλυτικές διεργασίες του νερού (π.χ.,καρστικοποίηση,διάβρωση-αποσάθρωση), η δράση των πλημμυρών, η ιζηματοποίηση και άλλα..

1.1 Αλπικές και Υποαλπικές Λίμνες και Λιμνία στην ΄Ηπειρο Η γεωϊστορία της Ελλάδας μας ενημερώνει ότι πριν από περίπου 10-15 χιλιάδες χρόνια, την εποχή των τελευταίων παγετώνων που κάλυπταν τον ελλαδικό χώρο, εμφανίστηκαν πολλές φυσικές λίμνες. Κατά κανόνα περιοχές που έχουν πολλές λίμνες ήταν περιοχές που είχαν καλυφθεί από πάγους (οι περισσότερες στην Ευρώπη βρίσκονται στη Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία και κάποιες στη Ρωσία ). Ανάμεσα στις Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

7


ελληνικές μικρές σε μέγεθος φυσικές λίμνες ξεχωρίζουν οι ορεινές αλπικές ή και υποαλπικές λίμνες. Άλλες αποτελούν καρστικά βυθίσματα ή και συμβολή υδρογραφικών δικτύων αντίθετων κλίσεων και η πλειονότητάς τους το πιθανότερο αποτελούν κατάλοιπα των τελευταίων παγετώνων. Οι λίμνες αυτές διατηρούν σχεδόν όλο το χρόνο σχεδόν σταθερή στάθμη και αυτό αποδίδεται στην ύπαρξη είτε τοπικών αρτεσιανών φαινομένων, είτε υπόγειων πηγαδιών, είτε στο λιώσιμο του χιονιού που σε αρκετές περιοχές συμβαίνει ακόμη και τον Ιούλιο. Οι ορεινές αυτές λίμνες είναι μικρές σε μέγεθος, με λιγότερο πολύπλοκες τροφικές αλυσίδες από αυτές των πεδινών λιμνών, έχουν λιγοστά θρεπτικά συστατικά, ενώ η έντονη ηλιακή ακτινοβολία το καλοκαίρι, η έλλειψή της τον χειμώνα για αρκετούς μήνες, καθιστούν τις αλπικές και τις υποαλπικές λίμνες μοναδικά οικοσυστήματα. Όλα αυτά αποτελούν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση και τη μέτρηση (δείκτες περιβάλλοντος) των οικολογικών διεργασιών, καθώς παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία στις αλλαγές του περιβάλλοντος. Την εποχή στις υποχώρησης των τελευταίων παγετώνων από την Ευρώπη (πριν από περίπου 10-15 χιλιάδες έτη), εμφανίστηκαν ως κατάλοιπα-απομεινάρια οι αλπικές φυσικές λίμνες. Η Ελλάδα έχει περισσότερες από 60 τέτοιες λίμνες, από στις οποίες περίπου 30 είναι μεγαλύτερες σε έκταση από 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν οι ορεινές αλπικές λίμνες στα βουνά στις Τύμφης και του Σμόλικα, στο Γράμμο, γενικότερα στον ορεινό όγκο στις Πίνδου, στο Βελούχι, στο Καλλίδρομο, στη Γκιώνα, στα Βαρδούσια, στον Ελικώνα, στην Οίτη, στον Παρνασσό, στο Χελμό και στα Ζήρια, μέχρι και την Κρήτη στα Λευκά Όρη (Ομαλόςς Σαμαριάς) και στον Ψηλορείτη (Ομαλός Βιάννου). Οι αλπικές-ορεινές λίμνες είναι μικρές σε μέγεθος, ενώ οι περισσότερες είναι εποχικές. Συνήθως, βρίσκονται σε υψόμετρα από 1800 έως 2917 m., και το χιόνι σκεπάζει το έδαφος περίπου 6-8 μήνες. Ο συνδυασμός των αντίξοων συνθηκών (π.χ. χαμηλές θερμοκρασίες, ξηρότητα του αέρα, δυνατοί άνεμοι), καθιστούν την περίοδο βλάστησης μικρή σε χρονική διάρκεια, ενώ τα εκεί λιγοστά φυτά (ενδημούν πολλά σπάνια) έχουν αναπτύξει ειδικές προσαρμοστικές ικανότητες για να αντεπεξέλθουν στις αντίξοες συνθήκες. Η ενεργός υδρόβια ζωή διαρκεί περιορισμένο χρονικό διάστημα και έχουν απλές τροφικές αλυσίδες σε σύγκριση με αυτές των λιμνών σε χαμηλότερα υψόμετρα. Οι υψηλές διακυμάνσεις στις θερμοκρασίες των νερών στις, τα λιγοστά θρεπτικά συστατικά, η έντονη ηλιακή ακτινοβολία το καλοκαίρι και η έλλειψή στις για αρκετούς μήνες το χειμώνα, καθιστούν στις αλπικές λίμνες μοναδικά και ιδιαίτερα οικοσυστήματα. Ανάμεσα στις αλπικές και υποαλπικές λίμνες της Ηπείρου, οι πλέον γνωστές είναι οι ‘’Δρακόλιμνες’’ στη Β. Πίνδο, στον ορεινό όγκο της Τύμφης ή Γκαμήλας, στο Σμόλικα και λιγότερο γνωστές στις πλαγιές του Γράμμου, στην πλευρά των Ιωαννίνων, και προς τη πλευρά των Γρεβενών το όρος του Μαυροβουνίου (Φλέγκας) και του Λάκμου (Περιστερίου). Επίσης στην ίδια ορεινή περιοχή και ειδικότερα στον ορεινό όγκο της Τύμφης και σε υψόμετρα από 1500 μέχρι 2050 μέτρα συναντώνται 11 μικρές λίμνες εποχικού χαρακτήρα. Οι περισσότερες από αυτές τροφοδοτούνται με τα νερά της βροχής και από το λιώσιμο του χιονιού ή και από πηγές. Οι ‘’Δρακόλιμνες’’, αν και πολύ μικρές σε μέγεθος, είναι από τις πλέον γνωστές φυσικές ορεινές λίμνες. Οι λίμνες αυτές φορτωμένες με μύθους και δοξασίες από τους κτηνοτρόφους και άλλους κατοίκους των επί μέρους περιοχών, αποτελούν περιοχές υπερσυγκέντρωσης αιγοπροβάτων, αλλά και πόλο έλξης αρκετών επισκεπτών τα τελευταία χρόνια, με σοβαρά επακόλουθα για την ποιότητα του περιβάλλοντός τους. Σχεδόν σε όλα τα Ελληνικά βουνά, ακόμη και σε αυτά που βρίσκονται και σε νοτιότερες περιοχές, συναντά κανείς την άνοιξη υδάτινες συλλογές, μικρές λίμνες, οι περισσότερες των οποίων αργότερα, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο, σβήνουν αναμένοντας τις βροχές και τα χιόνια του χειμώνα. Αυτά τα στοιχεία, οι μικρές υδατοσυλλογές, οι οικότοποι προσδίδουν πρόσθετο ενδιαφέρον και ομορφιά στα Ελληνικά βουνά. Μεταξύ άλλων, εξέχουσα θέση κατέχουν οι εποχικού χαρακτήρα ορεινές λίμνες, που κοσμούν το πράσινο των αλπικών λιβαδιών και ημερεύουν το γκρίζο των βράχων στις απόκρημνες πλαγιές, αλλά και που συνήθως εξαφανίζονται είτε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, είτε κάτω από το πάγο και το χιόνι, που τις καλύπτει τη χειμερινή περίοδο. Οι επισκέπτες των βουνών μας γνωρίζουν καλά ορισμένες από αυτές τις λίμνες και ιδιαίτερα εκείνες που κρατούν το νερό όλο τον χρόνο. Για τις άλλες, τις εποχιακές, πρέπει κανείς να τις επισκεφθεί έγκαιρα, την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού, για να τις συναντήσει και να θαυμάσει την ομορφιά τους. Ορεινές λίμνες στην χώρα μας υπάρχουν βέβαια και ως αποτέλεσμα δημιουργίας τεχνητών φραγμάτων σε ποτάμια (π.χ. φράγμα Ταυρωπού, Νέστου, Αώου, Μόρνου, Εύηνου κ.ά.). Άλλες λίμνες σε ορεινές περιοχές έχουν επίσης δημιουργηθεί από κατολισθήσεις (διακοπή-φραγή της ροής του ποταμού και δημιουργία Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

8


φυσικής φραγμολίμνης) στα πρανή ορεινών ποταμών (π.χ. λίμνη Τσιβλού στην Αχαΐα, Στεφανιάδας στην Καρδίτσα, κ.ά.).

ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΛΙΜΝΩΝ, ΖΑΓΟΡΙ, ΤΥΜΦΗ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.zagori.gov.com, http://www.adventure.com, http://www.go-mrp.com, http://www.diafragma.gr, http://www.about-ioannina.gr).

http://www.skyrunners.com,

Tο ‘’Οροπέδιο των Λιμνών’’ στο Ζαγόρι, είναι μια σχετικά επίπεδη οροκοιλάδα, ένα υψίπεδο, μέσα σε ένα στενόμακρο μεγάλο φυσικό βύθισμα, ανάμεσα στις κορυφές της Τύμφης (υψηλότερη κορυφή η Γκαμήλα, +2497 μέτρα), Αστράκα (+2.436μ), Λάπατος (+2.251μ), Πλόσκο (+2377 μ.) και την κορυφογραμμή της Δρακόλιμνης. Εκεί στο τέλος της άνοιξης που λειώνουν τα χιόνια, σχηματίζοντα αναρίθμητες μικρές και μεγάλες λίμνες (το κατώτερο σημείο του οροπεδίου έχει υψόμετρο +1750 μέτρα ). Γι αυτό το λόγο η περιοχή ονομάζεται από τους κατοίκους του Πάπιγκου ‘’Οροπέδιο των Λιμνών’’. Ειδικότερα, το οροπέδιο βρίσκεται περίπου 150 μέτρα χαμηλότερα (20 λεπτά της ώρας περπάτημα) από το Ορειβατικό Καταφύγιο της Αστράκας (στη θέση Ραδόβολη, πάνω από το οροπέδιο των λιμνών και σε υψόμετρο 1950 μ.). Η κοιλάδα των λιμνών είναι μακρόστενη, τη διασχίζει προς τα βόρεια η κοίτη ενός ρυακιού. Παράλληλα με το ρυάκι κινείται το μονοπάτι, που οδηγεί μετά από μερικές ώρες στην περίφημη από το παρελθόν- Μονή Στομίου στα ορεινά της Κόνιτσας, πάνω από το φαράγγι του ποταμού Αώου.

Στο οροπέδιο αυτό δεσπόζει η Ξερόλουτσα. ‘’Το λιβάδι που διασχίζουμε, αργά το καλοκαίρι, με ξεκούραστο πια μονοπάτι, είναι καλυμμένο με παχύ, καταπράσινο χορτάρι, φαινόμενο ασυνήθιστο για τα τέλη του Ιούλη. Οφείλεται, βέβαια, στις πολλές χιονοπτώσεις του φετινού χειμώνα, που παρέτειναν χρονικά την υγρασία του εδάφους και τη θαλερότητα του χορταριού’’. Όλες αυτές οι λίμνες στο ‘’Οροπέδιο των Λιμνών’’ ξηραίνονται το καλοκαίρι, εκτός από τη λίμνη Ριζίνα (υψόμετρο στα +1806 μέτρα). Η Ριζίνα είναι μια ρηχή λίμνη με πλούσια υδρόβια βλάστηση, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για μια περιοχή που βρίσκεται σε τόσο μεγάλο υψόμετρο. Όπως μας ενημερώνει στο βιβλίο του ο Χαρητάκης .Ι. Παπαιωάννου (2004), ‘’Το Πάπιγκο και τα βουνά του’’ . «…… Στην πραγματικότητα η Ριζίνα δεν είναι λίμνη αλλά βάλτος με πλούσια υδρόβια βλάστηση, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για μια περιοχή που βρίσκεται σε τόσο μεγάλο υψόμετρο. Από επιστημονικές έρευνες που έγιναν στη λάσπη αυτού του βάλτου και που περιλαμβάνουν τη μελέτη των γυρεόκοκκων, που είχαν εναποτεθεί στο πέρασμα του χρόνου, βρέθηκε πως η περιοχή αποτέλεσε ένα από τα ελάχιστα φυσικά καταφύγια, όπου διασώθηκαν είδη δέντρων της εύκρατης ζώνης κατά την διάρκεια του τελευταίου μεγάλου παγετώνα. Ειδικότερα στο τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου, η περιοχή σκεπαζόταν από πυκνά δάση με μεγάλη ποικιλότητα στον αριθμό των δασικών ειδών (16 είδη) που κατά περιόδους αυξομείωναν την έκταση και τον αριθμό τους. Στα είδη αυτά περιλαμβάνονται η οξυά, το έλατο, το πεύκο, οι φράξοι, οι λεπτοκαρυές η φλαμουριά, οι γάροι η όστρυα και άλλα. Από το 2.000 π.χ. και έπειτα συστηματικές αποξηλώσεις της δενδρώδους βλάστησης που έγιναν από τον άνθρωπο οδήγησαν στο 1.000 μΧ περίπου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

9


στην οριστική διαμόρφωση του σημερινού, γυμνού από δεντρώδη βλάστηση, τοπίου στο οροπέδιο των λιμνών. Το οροπέδιο των λιμνών με τις λίμνες και τον βάλτο του είναι μοναδικά στην Ελλάδα.

Όπως έχουμε αναφέρει σε άλλη ανάρτηση της ομάδας μας, στον ορεινό όγκο της Τύμφης και σε υψόμετρο μεταξύ +1500 έως τα +2050 μέτρα., υπάρχουν 11 μικρές ορεινές, αλπικές ή υποαλπικές λίμνες, που η διάμετρός τους δεν ξεπερνά τα 100-200 μέτρα>>. Η ευκολότερη πρόσβαση για το ’’Οροπέδιο των Λιμνών’’ και τη ‘’ Δρακολίμνη της Γκαμήλας’’, ξεκινά από το χωριό Μικρό Πάπιγκο, στα Ζαγοροχώρια. ‘’Το μονοπάτι οδηγεί στο ορειβατικό καταφύγιο –περνώντας από 4 πηγές – μετά από 3 ώρες πορεία. Από το καταφύγιο κατηφορίζουμε με αριστερή κατεύθυνση προς την λάκκα όπου σχηματίζεται μια εποχιακή και ρηχή λίμνη η ‘’Ξερόλουτσα’’ ή ‘’Λάκκα του Τσουμάνη’’ σε υψόμετρο περίπου 1750 μέτρων. Σε αυτό το κοίλωμα της περιοχής υπάρχουν πολλές πηγές και άλλες μικρότερες εποχικές λίμνες. Κατόπιν διασχίζουμε ένα ομαλό λιβάδι, συναντάμε ένα μικρό ρέμα και ανηφορίζουμε με ευδιάκριτο μονοπάτι μέχρι την κύρια Δρακόλιμνη της Τύμφης. Μία ώρα και 15 λεπτά μετά την αναχώρησή μας, από το Ορειβατικό Καταφύγιο της Αστράκας, φτάνουμε στο αλπικό λιβάδι της Τύμφης, στα 2.050 μέτρα, σε ένα υψίπεδο. Εκεί είναι η πλέον γνωστή ’’η Δρακολίμνη της Τύμφης’’ ή Γκαμήλας, στα ριζά της κορυφής Πλόσκος (2.377μ.) και δίπλα στο γκρεμό που βλέπει προς τον Αώο ποταμό. Έχει επιφάνεια περίπου 5-8 στρέμματα, σχήμα ελλειψοειδές, περίμετρο περίπου 120 μ. και βάθος που δεν ξεπερνά τα 3 μέτρα’’ (photo by D. Golidopoulos/Panoramio, diafragma.gr, Takis Fere/facebook2015).

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΚΑΙ ΜΟΝΙΜΑ ΛΙΜΝΙΑ-ΛΟΥΤΣΕΣ, ΣΤΑ ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ. (Πηγές: σταχυολόγηση απο Http://www.zagori.gov.gr, http://www.hotelsline.gr, http://www.routes.gr, http://www.webGreece.gr/zagorochoria, http://www.hellaspath.gr).Στα Ζαγοροχώρια υπάρχουν αρκετές λίμνες, με εποχική ή

και με μόνιμη παρουσία νερού. Άλλες είναι μικροσκοπικές και άλλες μεγαλύτερες, που θα μας εντυπωσιάσουν όμως με το άγριο επιβλητικό τους φυσικό τοπίο που τις περιβάλλει. Οι περιοχές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

10


όπου βρίσκονται αυτές οι λιμνούλες είναι σημαντικοί βιότοποι για την εικόνα της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής, καθώς συνθέτουν δάση, θαμνώνες, λιβάδια, βοσκοτόπια, μαζί με τα αρπακτικά πτηνά, τα μικρά θηλαστικά, τα αγριοκάτσικα και τα άλλα ζώα της περιοχής. Οι περισσότερες από αυτές τις λιμνούλες δέχονται νερά από το λιώσιμο του χιονιού, τα νερά της βροχής, αλλά και τα νερά από τις εκεί πηγές-βρύσες. Στις πεζοπορικές διαδρομές συναντούμε αυτές τις λιμνούλες με τις τοπικές ονομασίες ως Λούτσες, Ξερόλουτσες, Λιμνοπηγές, Αλπικές και Υποαλπικές Λιμνούλες, Δρακόλιμνες, Λάκκες. Οι καλύτερες εποχές για να επισκεφθούμε αυτές τις λιμνούλες είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο. Για τις περισσότερες από αυτές λιμνούλες έχουν υπάρξει σχετικές αναρτήσεις φυσιολατρών και πεζοπόρων. Ωστόσο, αξίζουν ιδιαίτερης μνείας οι ακόλουθες πεζοπορίες. Για τη Δρακόλιμνη της Τύμφης ή Γκαμήλας: Η Δρακόλιμνη της Γκαμήλας βρίσκεται στην Τύμφη σε υψόμετρο περίπου 2050 μέτρων. Βρίσκεται μέσα σ’ ένα μοναδικό φυσικό τοπίο και αποτελεί δημοφιλή ορειβατικό προορισμό. Η αλπική αυτή λίμνη έχει μόνιμο νερό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι οι Αλπικοί Τρίτωνες. Στην λίμνη μπορείτε να φτάσετε μετά από 4 περίπου ώρες πεζοπορίας από το Μικρό Πάπιγκο, ενώ απέχει 1 ώρα από το οργανωμένο καταφύγιο στο διάσελο της Αστράκας. Για τη Λίμνη Ξερόλουτσα: Η λίμνη Ξερόλουτσα βρίσκεται σε υψόμετρο 1750 μέτρων και είναι η ένωση δυο λιμνών που σχηματίζονται από τα νερά των πηγών της κοιλάδας Λάκα Τσουμάνη. Δεν έχει μόνιμο νερό καθώς τα νερά της συνήθως στερεύουν το καλοκαίρι λόγω του μικρού βάθους, αλλά όταν υπάρχει νερό αξίζει να θαυμάσετε το πανέμορφο τοπίο. H Δρακόλιμνη Λάκκα Τσουμάνη στις Τύμφης ή έλος Τσουμάνη, με έκταση περίπου 18 στρέμματα, βρίσκεται 1.8 Km βόρειο-βορειοανατολικά από την κορυφή Αστράκα. Τροφοδοτείται από το λιώσιμο του χιονιού, πηγές και κατακρημνίσματα. Κατά τη διάρκεια ερευνών για την υδρόβια χλωρίδα σε αυτή τη Δρακόλιμνης (Ιούλιος, 1992) είχαν μετρηθεί, θερμοκρασίες νερού 13-22οC, αγωγιμότητες 98176μmhos και τιμές pH 6.9-7.5. Από την υδρόβια ή υδροχαρή βλάστηση βρέθηκαν 20 taxa, από τα οποία επικρατούν τα είδη Carex rostrata, C. acuta. Επίσης, είχαν βρεθεί μεταξύ των άλλων το πτεριδόφυτο Equisetum palustre και τα αγγειόσπερμα Callitriche palustris, Cerastium fontanum triviale, Silene roemeri, Hippuris vulgaris, Polygonum arenastrum, Ranunculus trichophyllus trichophyllus, Veronica beccabunga, Carex acuta, C. caryophyllea, C. echinataC. Rostrata, Eleocharis palustris palustris, Poa compressa, Juncus articulates, Luzura sudetica, Potamogeton trichoides. Για τη Λίμνη με τα Νούφαρα: Η λίμνη με τα νούφαρα βρίσκεται στο ανατολικό Ζαγόρι, μόλις 4 χλμ. από το χωριό Γρεβενίτι. Είναι μια μικρή λίμνη που βρίσκεται μέσα σε πυκνό δάσος και τα νερά της είναι καλυμμένα με νούφαρα ( Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε παρακάτω). Να κα μερικές ορειβατικές διαδρομές όπου θα συναντήσουμε αυτές και πολλές άλλες Λιμνούλες, Λούτσες και Λάκκες. Προς Ορειβατικό καταφύγιο - Δρακόλιμνη (2050 μ.): Η διαδρομή για το καταφύγιο και στη συνέχεια για τη Δρακόλιμνη αρχίζει από το Μικρό Πάπιγκο (υψ. +980 μ.). Έχει ανατολική κατεύθυνση και με πορεία σ' ένα καλοσχηματισμένο μονοπάτι περνά από τη βρύση Αβραγόνια, τη βρύση Αντάλκη, τη βρύση Τράφο και τη βρύση Κρούνα. Η πιο σύντομη και ξεκούραστη διαδρομή για το καταφύγιο είναι η διαδρομή με τα πιο πολλά νερά. Στο καταφύγιο φτάνετε σε 3 ώρες περίπου και από 'κει κατηφορίζετε στη Λάκκα με τις στάνες Τσουμάνη και τη Ξερόλουτσα (ανάλογα με την εποχή θα τη βρούμε, είτε σαν επίπεδη χορταριασμένη λάκα το καλοκαίρι, είτε σαν εποχιακή λίμνη την άνοιξη, είτε σαν κανονικό παγοδρόμιο τον χειμώνα ). Διασχίζουμε τη Ξερόλουτσα, περνάμε από πηγή και ανηφορίζοντας ΒΑ σε ομαλή κόψη φτάνουμε στη Δρακόλιμνη που βρίσκεται στο διάσελο ανάμεσα στον Πλόσκο και την ομώνυμη κορυφή. Αφήνουμε αριστερά τη Λιμνούλα Ριζίνα (+1806 μέτρα υψόμετρο) και με ανηφορική κατεύθυνση καταλήγετε στη Δρακόλιμνη σε 1 ώρα και 15 λεπτά πορείας. Η διαδρομή έως το καταφύγιο είναι σηματοδοτημένη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

11


με λευκή πινακίδα, που φέρει στο εσωτερικό της κόκκινο ρόμβο με τον κωδικό 03: Προς Καταφύγιο - Γκαμήλα (+2497 μ.): Η διαδρομή αυτή στο πρώτο τμήμα της ακολουθεί τη διαδρομή που οδηγεί στο καταφύγιο. Από το καταφύγιο κατηφορίζετε αριστερά στην Ξερόλουτσα, περνάτε τη λίμνη Ρωμιόβρυση σε 30 λεπτά περίπου, όπου βρίσκετε το τελευταίο νερό για την κορυφή μέχρι λίγο πριν τη λούτσα Ρομπόζη όπου στρίβετε αριστερά εγκαταλείποντας το 03 και ακολουθείτε ανηφορική κατεύθυνση με πρόχειρα κόκκινα σημάδια και μικρές κολόνες από στοιβαγμένες πέτρες. Η πορεία συνεχίζεται στα ριζά του Πλόσκου και από 'κει σε 2,5 ώρες από το καταφύγιο καταλήγετε στην κορυφή. Καλές συνθήκες για τις χειμερινές διαδρομές της Γκαμήλας είναι από αρχές Φεβρουαρίου μέχρι τέλη Απριλίου.

Η Ξερόλουτσα (photo:Takis Fere-2015)

Η Ξερόλουτσα το καλοκαίρι (photo:Takis Fere-2015)

Η Αρβανίτα (photo:Takis Fere-2015)

Προς Καταφύγιο Αστράκας: Η διαδρομή ξεκινά από την πλατεία έξω από το Μικρό Πάπιγκο, διασχίζει το χωριό και ανηφορίζει προς το καταφύγιο της Αστράκας περνώντας σταδιακά από τις τέσσερις πηγές. Την Αβραγόνιο λίγο έξω από το χωριό, την Αντάλκη που το νερό της λέει ο τοπικός Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

12


θρύλος ότι έρχεται από το βάραθρο της Προβατίνας, την Τράφο λίγο πριν τη διασταύρωση για Αστράκα και τέλος την Κρούνα λίγο πριν την τελική ανηφόρα για το ανακαινισμένο καταφύγιο, στο διάσελο της Αστράκας. Το μονοπάτι για το καταφύγιο της Αστράκας ξεκινά από το Μικρό Πάπιγκο και είναι σηματοδοτημένο. Κινείται με ανατολική κατεύθυνση και οδηγεί σε 3 ώρες στο καταφύγιο της Αστράκας περνώντας από τέσσερις πηγές. Το καταφύγιο βρίσκεται πολύ κοντά στο διάσελο της Αστράκας, σε υψόμετρο +1950 μέτρα περίπου, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για εξορμήσεις στις γύρω κορυφές. Βορειοανατολικά του καταφυγίου σχηματίζεται ένα οροπέδιο σε υψόμετρο περίπου +1750 μέτρα, που έχει ονομαστεί Λάκκα Τσουμάνη, αφού εκεί βρίσκεται η στάνη της οικογένειας Τσουμάνη. Σ' αυτήν φτάνει κανείς από το καταφύγιο σε 20 λεπτά. Εκεί σχηματίζονται μικρές λίμνες, που αργά το καλοκαίρι ξεραίνονται. Η μεγαλύτερη είναι η Ξερόλουτσα. Διασχίζοντας το οροπέδιο με βορειοανατολική κατεύθυνση και περνώντας από μια πηγή, μετά από 1 ώρα και σε υψόμετρο +2050μ περίπου, υπάρχει η διάσημη Δρακόλιμνη, στα νερά της οποίας ζουν οι Αλπικοί τρίτωνες (Ichthyosaura alpestris) που επιβιώνουν το χειμώνα πέφτοντας σε χειμερία νάρκη. Για την κορυφή της Γκαμήλας I, απαιτείται 2 ώρες πεζοπορία από το καταφύγιο. Το μονοπάτι περνά από τη Λάκα Τσουμάνη και στη βάση της Αστράκας συναντά μια πηγή, τη Ρωμιόβρυση, που εποχικά δημιουργεί μια μικρού λίμνη απο τα νερά της. Μετά συνεχίζει προς τα ανατολικά για να περάσει από το διάσελο ανάμεσα στην Αστράκα και τον Πλόσκο στα +1950 μέτρα και τελικά κινείται βορειοανατολικά για να καταλήξει στην κορυφή. Καλές και σταθερές συνθήκες για τις χειμερινές διαδρομές της Αστράκας είναι από αρχές Μαρτίου μέχρι τέλη Απριλίου. Σκαμνέλι-Στάνη Κάτσανου-Βρυσοχώρι: Ξεκινάμε από το Σκαμνέλι και βγαίνοντας από το χωριό κινούμαστε πάνω σε ομαλή ανηφορική ράχη. Διασχίζουμε μερικές φορές χωματόδρομο. Σε υψόμετρο περίπου +1700 μέτρα, όταν η ράχη καταλήγει σε βράχια, την εγκαταλείπουμε ακολουθώντας χωματόδρομο που κινείται αριστερά της. Συνεχίζουμε την ομαλή ανηφορική πορεία στην Λάκκα αριστερά από την ράχη. Καταλήγουμε στην πηγή Γκούρα, σε υψόμετρο +2000 μ., κάτω από την ΝΔ πλευρά της κορυφογραμμής Γκούρα-Τσούκα Ρόσσα, που είναι μεν βραχώδης και απότομη, αλλά με τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τις επιβλητικές βορειανατολικές ορθοπλαγιές των ίδιων κορυφών. Από την πηγή Γκούρα κατευθυνόμαστε στο πέταλο που σχηματίζεται από τη Γκούρα και τα Μεγάλα Λιθάρια και ανηφορίζουμε στο διάσελο ανάμεσα στις δύο κορφές λίγο κάτω από τα +2300 μέτρα. Εδώ τελειώνει ο ανήφορος. Κατηφορίζουμε στις Λάκκες που απλώνονται κάτω μας, και ακολουθούμε σταθερή ΒΔ πορεία προς τη δασωμένη ράχη "Λημέρια των Κλεφτών". Στη ρίζα αυτής της ράχης, περίπου στα +1700 μέτρα, βρίσκεται η ‘’Στάνη του Κάτσανου’’ με τη διαμορφωμένη ‘’Λούτσα του Κάτσανου’’ για τη συγκέντρωση νερού. Κατηφορίζουμε στη ρεματιά κάτω από τη στάνη. Το αραιά σηματοδοτημένο μονοπάτι κινείται στο αριστερό μέρος της ρεματιάς, και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μη προσπεράσουμε το σημείο όπου στρίβουμε δεξιά, διασχίζουμε τη ρεματιά, και αρχίζουμε να τραβερσάρουμε μέσα στο δάσος κάτω από τις ορθοπλαγιές της Τσούκα Ρόσσα. Το μονοπάτι κινείται μέσα στο δάσος, περνά από την Νεραϊδόβρυση και καταλήγει σε δασικό δρόμο. Τον ακολουθούμε για λιγότερο από 2 χλμ μέχρι να δούμε σηματοδότηση που μας βάζει ξανά σε μονοπάτι αριστερά. Ακολουθούμε το μονοπάτι αυτό για να φτάσουμε σε λιγότερο από μία ώρα στο όμορφο Βρυσοχώρι με την καταπληκτική θέα στην ορθοπλαγιά της Τσούκα Ρόσσα. Προς τη Τσούκα Ρόσσα: Η πρόσβαση στην Τσούκα Ρόσσα γίνεται από το δρόμο Γιάννενα - Κ. Ζαγόρι, μέχρι το Βρυσοχώρι που βρίσκεται κάτω από τη Τσούκα Ρόσσα. Στο Βρυσοχώρι μπορούμε να έρθουμε και από Γρεβενά - Βασιλίτσα - Παλαιοσέλι - Γέφυρα Αώου ή Κόνιτσα - Παλαιοσέλι Γέφυρα Αώου. Δυο χιλιόμετρα πριν το χωριό μπαίνουμε σε χωματόδρομο αριστερά και κατόπιν πιάνουμε χωματόδρομο δεξιά. Περνάμε ρέμα και κάνουμε αμέσως αριστερά. Ανηφορίζουμε, κάνουμε δεξιά φουρκέτα και μετά από 1 χιλιόμετρο φτάνουμε σε ξέφωτα ανάμεσα στις οξιές όπου κατασκηνώνουμε. Λίγο πιο κάτω σε 200 μέτρα υπάρχει πηγή στ' αριστερά μας. Το σημαδεμένο μονοπάτι ξεκινά λίγο πριν τη πηγή, στην αρχή από τρακτερόδρομο και μας βγάζει ακριβώς στη βάση της ορθοπλαγιάς. Κατάλληλη εποχή για βράχο είναι από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Οκτωβρίου. Αν το ¨Μεγάλο Ζωνάρι ¨ κρατά χιόνι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στις λιθοπτώσεις. ‘’ Για την επιστροφή υπάρχουν δυο επιλογές:α) Από την κορυφή φεύγουμε ανατολικά ως το διάσελο της Γκούρας στα +2300 μέτρα. Από εκεί φεύγουμε δεξιά κάτω προς Λούτσα Κατσάνου - Νεραϊδόβρυση κατασκήνωση (2 - 2,5 ώρες).β) Από το διάζωμα υποχωρούμε από τ' αριστερά του με ραπέλ από δέντρο. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

13


Το κοντινότερο χωριό είναι το Βρυσοχώρι.’’ Βραδετό, Λούτσα Ρομπόζη, Γκαμήλα: Ξεκινάμε μέσα από το Βραδέτο (+1340 μ.) κατευθυνόμενοι ΒΑ προς το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Αφήνουμε αμέσως το δρόμο που φτάνει στο ξωκλήσι και συνεχίζουμε ΒΑ. Περνάμε από δύο στάνες που φτάνει δρόμος και διασχίζουμε το ρέμα στη τοποθεσία Αυγερινός. Συνεχίζουμε προς τα ανατολικά και διασχίζουμε το χωματόδρομο που πάει στον Αυγερινό. Μετά τη διασταύρωση με το δρόμο στρεφόμαστε ΒΑ και καταλήγουμε στα +1750 μέτρα, σε λούτσα-δεξαμενή που βρίσκεται στο τέλος του προηγούμενου δρόμου. Μπροστά μας βρίσκεται το ύψωμα Καζάρμα ή Φυλάκιο, στη κορυφή του πέταλου που ξεκινάει από το Τσεπέλοβο. Έχουμε δύο επιλογές. Να περάσουμε τη Καζάρμα από δεξιά (Α) ή από αριστερά (Δ). Αν επιλέξουμε τη διαδρομή από δεξιά (Α), περνάμε από τη Λούτσα Τζάνοβα (στάνη Μυριούνη), κατηφορίζουμε το Μέγα Λάκκο, τον οποίο έχουμε πάντα αριστερά μας, και φτάνουμε στη βρύση Κρούνα. Από τη Κρούνα συνεχίζουμε παράλληλα με το Μέγα Λάκκο και το διασχίζουμε εκεί που είναι πια ομαλός. Ανηφορίζουμε ΒΔ, και λίγο κάτω από τα +1800 μ. συναντάμε τη Γκαϊλότρυπα (βάραθρο βάθους 158 μ.). Απο τη Γκαϊλότρυπα συνεχίζουμε ΒΔ περνώντας τη πηγή και τη στάνη Αρβανίτη και τελικά φτάνουμε στη Λούτσα Ρομπόζη. H Δρακόλιμνη Λούτσα Ρομπόζη στις Τύμφης, βρίσκεται 1,5 χλμ., νότιο-ανατολικά της κορυφής Αστράκας, σε υψόμετρο +1900 μέτρα και έχει έκταση περίπου 16 στρέμματα. Τροφοδοτείται από το λιώσιμο του χιονιού και από κατακρημνίσματα. Κατά τη διάρκεια ερευνών για την υδρόβια χλωρίδα σε αυτή τη Δρακόλιμνη (Ιούλιος, 1992 και Αύγουστος, 1994) είχαν μετρηθεί, θερμοκρασίες νερού 8-18οC, αγωγιμότητες 20-65μmhos, pH 5.8-7.4, και είχαν περιγραφεί 15taxa, με κυρίαρχα τα Sparganium aqngustifolium και Eleocharis palustris. Επίσης, είχαν βρεθεί μεταξύ των άλλων το βρυόφυτο Leptodictyum riparium και τα αγγειόσπερμα; Callitriche brutia, Silene pusilla tymphaea, Achillea abrotanoides, Doronicum columnae, Elatine alsinastrum, Epilobium collinum, Plantago atrata, Saxifraga taygeta, Limosella aquatic, Koeleria splendens, Poa annua, Potamogeton sp.Συνεχίζοντας ευθεία (ΒΔ) μέσα στις λάκκες καταλήγουμε στη Ξερόλουτσα ή Λάκκα Τσουμάνη. Από τη λούτσα Ρομπόζη συνεχίζουμε δεξιά (ΒΑ), και όλο ανηφορικά κατευθυνόμαστε προς την κορυφή. Εφοδιαζόμαστε με νερό από τη πηγή που βρίσκεται πριν του Ρομπόζη, γιατί δεν υπάρχει άλλη πηγή έως την κορυφή. Η καταγραμμένη διαδρομή για τη κορυφή ακολουθεί το αριστερό μονοπάτι, κάτω από τον Πλόσκο. Και είναι μοναδικές όλες οι διαδρομές, όπου συναντάμε εκτός των άλλων και τις πολυάριθμες λιμνούλες, τις Λούτσες των ντόπιων (photo: http://www.panoramio.com by D. Golidopoulos, S. Saltani, Δ. Μακρουλάκης, Takis Fere/facebook και άλλοι). ΥΠΟΑΛΠΙΚΕΣ ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΕΣ ΤΗΣ ΑΕΤΟΜΗΛΙΤΣΑΣ, ΚΟΝΙΤΣΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ. (Πήγες:σταχυολόγηση από http://www.konitsa.gr, http://www.aetomilitsa.com, http://ellas2.wordpress.com/…/αλπικέςλίμνες-ηπείρου-και-δ…/, http://askioperierga.blogspot.com, http://thesecretlealthuth.blogspot.com ).

Στις αλπικές πλαγιές του όρους Γράμμος, στις την πλευρά του νομού Ιωαννίνων, υπάρχουν δυο Δρακόλιμνες στην Αετομηλίτσα (παλιά Δέντσικο ή Ντένισκο). Η μία είναι αρκετά κοντά στο χωριό και είναι πολύ μικρή, είναι το «Δάκρυ του Δράκου», ενώ η άλλη είναι αρκετά πιο μακριά και είναι μεγαλύτερη. Αυτή τη μεγαλύτερη Δρακόλιμνη, που οι ντόπιοι τη θεωρούν άπατη, την αντικρύζεις πολύ πριν φθάσεις στο διάσελο, ανάμεσα από στις κορυφές Κιάφα και Περήφανο. ‘’Αφήνουμε το δρόμο και κατηφορίζουμε για 10 περίπου λεπτά στη χορταριασμένη απότομη πλαγιά, για να απαθανατίσουμε την ομορφιά της και να περιηγηθούμε τις όχθες της. Τα υδροχαρή φυτά ψαθιά. (Typha sp) κυριαρχούν. Οι γυρίνοι (ατελή στάδια βατράχων) αφθονούν, αλλά δεν παρατηρούμε ίχνος από Τρίτωνες που είδαμε σε όλες τις άλλες ορεινές λίμνες. Αυτό ίσως και να οφείλεται στο γεγονός ότι, μερικά χρόνια πριν, είχαν εμπλουτίσει με γόνο πέστροφας την Δρακόλιμνη αυτή. Τώρα, ούτε Τρίτωνες αλλά ούτε και πέστροφες υπάρχουν εκεί. Υπολείμματα από καβούρια που βρέθηκαν υποδεικνύουν την ύπαρξη των οστρακόδερμων αυτών στη λίμνη. Επίσης, παρατηρήθηκαν να αφθονούν από τα έντομα τα οδοντόγναθα (Odonata) που είναι βιοδείκτες καθαρού υδάτινου περιβάλλοντος.’’ ‘’Και ο μύθος θέλει την ύπαρξη ενός δράκου στο χωριό της Αετομηλίτσας ο οποίος παρά τη φοβερή του όψη ήταν καλόκαρδος και μόνο καλό έκανε στους κατοίκους. Παρόλα αυτά όμως, αυτοί αποφάσισαν να τον διώξουν. Έτσι λοιπόν, με ξύλα και πέτρες κατόρθωσαν να τον οδηγήσουν μακριά από το χωριό, ψηλά προς τις κορυφές του Γράμμου. Ο δράκος πικραμένος, διωγμένος βάναυσα από τους ανθρώπους που τόσο αγαπούσε, παρακάλεσε λίγο να ξεκουραστεί και εκεί πάνω από το αγαπημένο του χωριό έβγαλε ένα δάκρυ που αποτέλεσε την πρώτη μικρή δρακόλιμνη. Οι άνθρωποι όμως, δεν συγκινήθηκαν καθόλου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

14


και συνέχισαν να τον διώχνουν έως ότου πολύ πιο πάνω, εκεί απ’ όπου ο δράκος δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίσει ποτέ πια το χωριό. Έτσι, ο δράκος παρακάλεσε να σταματήσει για λίγο και εκεί είναι που έβγαλε αυτή τη φορά, ένα μεγαλύτερο δάκρυ, το οποίο σχημάτισε την μεγαλύτερη δρακόλιμνη πολύ πάνω από το χωριό.’’

Η περιοχή που βρίσκεται το χωριό Αετομηλίτσα (στην θέση Μηλιά, κοντά σε μια λίμνη-βάλτο) είναι γεωμορφολογικά προβληματική από πολύ παλιά. Το έδαφος στις πλαγιές υποχωρεί, σπάει και είναι επιρρεπές σε κατολισθήσεις. Στα βλάχικα η Δρακόλιμνη λέγεται «γκρτσά» που σημαίνει σαθρό, κάτι που σπάει, υποχωρεί. Σύμφωνα με άλλη παράδοση που ακούσαμε στην Αετομηλίτσα, ‘ ’’. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο παραδόσεις αναφέρονται σε καλό και όχι σε κακό στοιχείο. Το άδολο, ανόθευτο πνεύμα των κατοίκων της περιοχής προσπαθούσε να συνδέσει και να εξηγήσει με υπερφυσικές δυνάμεις και φανταστικές ιστορίες τα καθαρά φυσικά αίτια των κατολισθήσεων που συνδέονται με την ποιότητα των εδαφών, την διαδρομή των υδάτων, την έλλειψη φυτικής-δασικής κάλυψης λόγω υπέρμετρης βοσκήσεως κ.ά. στην περιοχή (Fotos by sotpapad from Panoramio and http://www.eosartas.gr).

Η ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΤΥΜΦΗΣ Ή ΓΚΑΜΗΛΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.hydronaftes.gr, http://www.apeirosgaia.wordpress.com, http://www.eosartas.gr, http://canyoning-caving.blogspot.com, http://www.enallaxnews.gr/…/autes-einai-oi-pio-omorfes-lim…/).

Δρακόλιμνες ονομάζονται οι αλπικές λίμνες, κυρίως της Ηπείρου, όπου διαβιεί το αμφίβιο Τρίτωνας (κν., Δράκος, επιστ., Ichthyosaura alpestris, syn., Triturus alpestris veluchiensis). Ανάμεσα στις πλέον γνωστές Δρακόλιμνες είναι εκείνες της Γκαμήλα, του Σμόλικα, της Γκιστόβας στο Γράμμο, οι λίμνες του Φλέγκα στο Μαυροβούνι, και η λίμνη Βερλίγκα στο όρος Περιστέρι. Στον ορεινό όγκο στις Τύμφης, και σε υψόμετρα μεταξύ +1500 και +2050 μέτρων υπάρχουν έντεκα μικρές ορεινές λίμνες, των οποίων η διάμετρος δεν ξεπερνά τα 100 με 200 μέτρα. Η μεγαλύτερη και γνωστότερη από αυτές είναι η Δρακόλιμνη της Τύμφης ή Γκαμήλα, ανάμεσα στις κορυφές Λάπατος και Πλόσκος. Αποτελεί πολυσύχναστο ορειβατικό προορισμό και είναι γνωστή για τους αλπικούς Τρίτωνες που φιλοξενεί στα νερά της, ενώ στη διαδρομή προς αυτή μπορεί κανείς να συναντήσει χρυσαετούς, όρνια, γυπαετούς, αγριόγιδα και άλλα ζώα. Η πεζοπορία ως εκεί διαρκεί περίπου 4-5 περίπου ώρες, με αφετηρία το Μικρό Πάπιγκο (2 χλμ BA), στα Ζαγοροχώρια. Αυτή η Δρακόλιμνη βρίσκεται σε αλπικό λιβάδι της Τύμφης, σε υψόμετρο περίπου +2050 μέτρα, το σχήμα της είναι ελλειψοειδές με περίμετρο γύρω στα 400 βήματα, η έκτασή της περίπου 8-10 στρέμματα. Για το βάθος της λίμνης έχουν ακουστεί πολλές εικασίες και μύθοι, μεταξύ των οποίων πως ‘’ένας Μπέης επί Τουρκοκρατίας έβαλε ένα πρωτοκολυμβητή από την Πρέβεζα να καταδυθεί και να μετρήσει το βάθος της. Αυτός χάθηκε στο εσωτερικό της λίμνης για 10 λεπτά και αφού κατάφερε να βγει ζωντανός, κατατρομαγμένος άφησε εντολή να μην επιχειρήσει κανείς το ίδιο εγχείρημά’’. Σύγχρονες μετρήσεις έδειξαν πως το μεγαλύτερο βάθος της λίμνης δεν ξεπερνάει τα 3-5 μέτρα, ανάλογα με την εποχή και τον πλημμυρισμό της λίμνης.Η λίμνη αυτή στη ροή του χρόνου θεωρείται πως είναι δημιούργημα της τελευταίας παγετώδους γεωλογικής περιόδου, στο φυσικό περιβάλλον του ορεινού όγκου της Τύμφης. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

15


Τοπογραφικά η Δρακόλιμνη της Τύμφης οριοθετείται στα ΒΔ της κορυφής Πλόσκος (+2377 μ.), στα ΒΑ της κορυφής Αστράκας (+2436 μ.), στα Ν της μονής Στομίου από την οποία απέχει 3,5 ώρες και ΔΒΔ της κορυφής Γκαμήλα (+2497 μ.), η οποία είναι και η υψηλότερη κορυφή της Τύμφης. ‘’Η Δρακόλιμνη της Τύμφης απέχει 1 ώρα πεζοπορίας από το οργανωμένο καταφύγιο στο διάσελο της Αστράκας και 4-5 ώρες πεζοπορίας από το Μικρό Πάπιγκο. Η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο με τα πόδια. H διαδρομή σε ένα καλοδιατηρημένο μονοπάτι περνά απο 4 βρύσες (Αβραγόνια, Αντάλκη, Τράφος, Κρούνα) μέχρι το ορειβατικό καταφύγιο της Αστράκας. Μετά το καταφύγιο, κατηφορίζουμε στη ‘’Λάκκα Τσουμάνη’’ με τις πέτρινες στάνες και τη ‘’Ξερόλουτσα’’ (εποχική λιμνούλα), αφήνουμε αριστερά τη λιμνούλα ‘’Ριζίνα’’ και με ανηφορική κατεύθυνση φτάνουμε στη Δρακόλιμνη. Αξιοσημείωτες εποχικές κυρίως λιμνούλες στην περιοχή εκτός απο τη Ξερόλουτσα και τη Ριζίνα, είναι και η λίμνη Ρωμιόβρυση, το Ρομπόζι, του Αϊ-Λιά και άλλες μικρότερες’’.

Η λαϊκή παράδοση ήθελε τη λίμνη να επικοινωνεί με τον Αώο ποταμό, υψομετρική διαφορά μεγαλύτερη των 1300 μέτρων, την ύπαρξη υπόγειων περασμάτων, καθώς και άλλες εικασίες, όπως συνοδεύουν όλες σχεδόν τις λίμνες στον ελλαδικό χώρο. Στη λίμνη έχει επιχειρηθεί κατάδυση το 1996. Τα αποτελέσματα της εξερεύνησης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ‘’Experimental–Γιαόραμα’’, όπου αναφέρθηκε χαρακτηριστικά πως ‘’το μεγαλύτερο μέρος του βυθού καλύπτεται από πυκνά, καταπράσινα και μεταξένια στην αφή υδρόβια φυτά, αμέτρητοι αλπικοί τρίτωνες και το μέγιστο βάθος ήταν μόλις 5 μέτρα’’ (Περιγραφή από Πέτρο Νικολαΐδη). Παρατηρώντας τα ρηχά νερά στις όχθες της λίμνης εύκολα εντοπίζουμε τους Αλπικούς Τρίτωνες που είναι αμφίβια με ουρά. Τα ζώα αυτά έχουν μήκος γύρω στα 10-12 εκ., κολυμπούν με εξαιρετική ευκολία και μπορούν να βαδίζουν και εκτός νερού. Ανήκουν στο είδος Ichthyosaura alpestris syn., Triturus alpestris veluchiensis (Wolterstorff), που, όπως φαίνεται, υπάρχει μόνο στην Ελλάδα (ενδημικό), δεδομένου ότι στην υπόλοιπη χερσόνησο του Αίμου (Βαλκάνια) και την Ευρώπη υπάρχει Triturus alpestris alpestris (Laurenti). Και στην εμφάνισή του εύκολα παρατηρεί το εντυπωσιακό πορτοκαλέρυθρο χρώμα του κάτω μέρους του σώματός του, και την δρακόμορφη όψη τους, ιδιαίτερα όταν, στην προσπάθειά τους να διαφύγουν, ανοίγουν τις σιαγόνες τους. Τα ζώα αυτά τρέφονται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα μέσα και έξω από το νερό. δράκος που, πετούσε βράχια σε εκείνον το δράκο της αντίστοιχης Δρακόλιμνης του Σμόλικα. Οι άσπρες πέτρες γύρω από την Δρακόλιμνη του Σμόλικα, σε αντίθεση με τους πρασινόλιθους που επικρατούν στο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

16


βουνό της Τύμφης, είναι λένε η απόδειξη για την αλήθεια του μύθου. Ο δράκος του Σμόλικα αναφέρουν ότι πετούσε πεύκα και ρόμπολα, γι' αυτό και η βορεινή πλευρά της Γκαμήλας είναι πολύ δασωμένη. Από τους κορμούς που έπεσαν στην λίμνη βγήκαν μαύρα (λάϊα) πρόβατα, ενώ από τις πέτρες που έπεσαν στην Δρακόλιμνη του Σμόλικα βγήκαν άσπρα κριάρια, τα οποία μόλις συνάντησαν στη βοσκή τα ‘’λάϊα’’ πρόβατα ζευγαρώθηκαν μαζί τους. Τα αρνιά που γεννήθηκαν πνίγηκαν στην λίμνη και έτσι νίκησε ο δράκος της Γκαμήλας’’.

Σύμφωνα με την παράδοση των χωριών της περιοχής, ‘’στα βάθη της Δρακόλιμνης ζούσε ένας Σύμφωνα με το θρύλο, οι δράκοι δεν επιτρέπουν στις λίμνες τους να αναμειχθεί κανένας άλλος, και ρίχνουν άγριο χαλάζι σε όποιον επιχειρήσει να το κάνει. Οι κάτοικοι στα Ζαγόρια διηγούνται πως ‘’ο Αλή Πασάς, τον Ιούλιο του 1814, θέλησε να ανεβάσει πάνω στη Δρακόλιμνη της Γκαμήλας δύο βάρκες από τα Γιάννενα. Κατόρθωσε να φέρει τις βάρκες του ως την κορυφή των Ζαγορίων, αγγαρεύοντας άντρες και γυναίκες της περιοχής. Η μία βάρκα όμως καταστράφηκε και διαλύθηκε επί τόπου και από τότε η κορυφή εκείνη ονομάζεται Μονόξυλο. Την άλλη την ανέβασαν ως το χωριό Ροδόβολη. Ξαφνικά ξέσπασε απροσδόκητα τρομερή καταιγίδα με βροχή, κεραυνούς και χοντρό χαλάζι, που αναποδογύρισε τις τέντες του Πασά και κατέστρεψε τη βάρκα. Ο Αλή Πασάς τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ από τη φοβερή θύελλα, ώστε καβάλησε αμέσως το άλογό του μέσα από στενά μονοπάτια κατρακύλησε ως το Σκαμνέλι. Μόλις εγκατέλειψε το βουνό αμέσως η καταιγίδα σταμάτησε και ο ουρανός καθάρισε. Εκείνος όμως δεν τόλμησε να ξαναγυρίσει. Λίγο διάστημα αργότερα, κάποιος Φάλαρης προσπάθησε κι’ αυτός ν’ ανεβάσει βάρκα στη μία Δρακόλιμνη, προκειμένου να απολαύσει μια βόλτα στα μυστήρια νερά της. Και αυτός δέχθηκε επίθεση σφοδρότατης χαλαζοθύελλας και ματαίωσε το εγχείρημά του’’. Η Δρακόλιμνη στις Τύμφης, διατηρεί σταθερή στάθμη, σχεδόν όλο το χρόνο και αυτό αποδίδεται στην ύπαρξη είτε αρτεσιανισμού, είτε υπόγειων αναβλύσεων, είτε στο αργό λιώσιμο του χιονιού που σε μερικά σημεία γίνεται ακόμη και τον Ιούλιο. Κατά τη διάρκεια ερευνών για την υδρόβια χλωρίδα στη Δρακόλιμνης (Ιούλιος, 1992 και 1994) είχαν μετρηθεί, θερμοκρασίες νερού 18-21οC, αγωγιμότητες 3070μmhos, και τιμές pH 7.9-8.7. Η βλάστηση είναι σχετικά άφθονη, κατά μήκος στις ακτογραμμής στις λίμνης. Η μακροφυτική βλάστηση στις Δρακόλιμνης στις Τύμφης αποτελείται από 11 taxa (είδη, υποείδη, ποικιλίες, μορφές) με κυρίαρχα τα είδη Sparganium angustifolium, Eleocharis palustris subsp. Palustris, Sagittaria sagittaria, αλλά υπάρχουν και τα είδη Potamogeton sp., Alopecorus aequalis, Ranunculus trichophyllus subsp. Trichophyllus, Callitriche palustris, Rorippa sylvestris, Plantago lanceolata, Εδώ ζει και ο αλπικός τρίτωνας (Ichthyosaura alpestris syn., Triturus alpestris veluchιensis, ενδημικό υποείδος στην Ελλάδα), και άλλα αμφίβια, όπως είναι η μπομπίνα και ο πρασινόφρυνος. Ο αλπικός τρίτωνας, είναι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

17


αμφίβιο μήκους 8-12 εκατοστόμετρων, ζει στα νερά των αλπικών λιμνών ή στα αργής ροής ρυάκια στις αλπικής ζώνης των βουνών. Βρίσκεται πάντοτε μέσα στο νερό ή σε υγρές θέσεις κοντά σε αυτό. Τρέφεται με διάφορα υδρόβια ασπόνδυλα και ξεχειμωνιάζει μέσα στο νερό ή κρυμμένος κάτω από πέτρες, ρίζες, κ.λ.π. Στην Ελλάδα υπάρχουν 3 είδη τριτώνων, ενώ στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη υπάρχει άλλο υποείδος, το Triturus alpestris alpestris. Ο αλπικός τρίτωνας θεωρείται σπάνιο είδος και είναι ένα από τα είδη άγριας ζωής που προστατεύονται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Γενικά οι Δρακόλιμνες, που είναι υποαλπικές υδατοσυλλογές, βρίσκονται σε σχεδόν απρόσιτες βουνοκορφές, αλλά η υπερβολική συγκέντρωση αιγοπροβάτων εποχικά, γύρω από αυτές, μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα ρύπανσης στη διαβίωση της εκεί υδρόβιας ζωής, με αποτέλεσμα να συμβαίνει συχνά μαζικός θάνατος των αλπικών τριτώνων που ενδημούν εκεί (φωτογραφίες: Κ. Ζίσης, Π. Παπαμικρόπουλοs, I. Strachinis, Takis Fere/facebook-2015). Η ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΣΜΟΛΙΚΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.eosartas.gr, http://www.kerasovo.gr, http://www.konpades.gr, http://www.zagoroxoria.gr, http://apeirosgaia.wordpress.com, Παπαδακη, 2010 -Μεταπτ., Διατρ., ΕΜΠ, 117σελ., Εκτίμηση στις οικολογικής κατάστασης λιμνών στις Ηπείρου, Παμβώτιδα και Δρακόλιμνες), Σαρίκα-Χατζηνικολάου, 1999 -Διδακτ., Διατρ., 497σελ., ΕΚΠΑ., Αθηνών, για χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα στις Δρακόλιμνες Ηπείρου, Λίμνη Ζαραβίνα και Παμβώτιδα κλπ, -Sarika-Hatzinikolaou et al., 1997 -Phyton, 37, 1, 19-30, for macrophytes in alpine aquatic ecosystem of Pindos).

Η δεύτερη σε μέγεθος μετά τη Δρακόλιμνη της Γκαμήλα, αλλά ισάξιας ομορφιάς, είναι η Δρακόλιμνη του Σμόλικα (στα βλάχικα λέγεται Ντιβιρλίγκα), παγετώδους και τεκτονικής προέλευσης. Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου +2200 μέτρων, κάτω από τον κώνο που σχηματίζει η κορυφή του Σμόλικα (+2637 μέτρα) σε ένα πλάτωμα. Έχει έκταση 3 με 4 στρέμματα, περίμετρο περίπου 375 -380 ανθρώπινα βήματα (περίπου 110 μέτρα), έχει σχετικά μεγάλο βάθος και τα νερά της όταν υπερχειλίζουν ρέουν προς την κοιλάδα του Κεράσοβου. Έχει σχήμα καρδιάς και ο πυθμένας στις παρυφές της κοκκινίζει, ενώ στα νερά της κολυμπούν τρίτωνες. Η λίμνη έχει γενικά γαλάζιο χρώμα και γιαυτό στα βλάχικα αποκαλείται ‘’Λάκου-Βίνιτου‘’. Η περιοχή είναι πανέμορφη με βιόλες, ορχιδέες, αγριομενεξέδες, σαξιφραγκιές και κρίνους στις παραλίμνιες περιοχές. Παρατηρώντας τα ρηχά νερά στις όχθες της λίμνης εύκολα εντοπίζουμε τους Αλπικούς Τρίτωνες, ενδιαφέροντα ουροδελή αμφίβια που απαντούν κυρίως σε αλπικές και υποαλπικές υδατοσυλλογές (π.χ., λιμνούλες, βρύσες, πηγές).

Κατά τη διάρκεια ερευνών για την υδρόβια χλωρίδα σε αυτή τη Δρακόλιμνη (Αύγουστος, 1991) είχαν μετρηθεί, θερμοκρασίες νερού 15-18οC, αγωγιμότητα 30-60μmhos, pH 6.7-7.8. Επίσης, σε αυτή τη Δρακόλιμνη βρέθηκαν 17 taxa φυτών με κυρίαρχο το Eleocharis palustris, αλλά υπάρχουν και τα Juncus alpinus alpestris, J. Inflexus, Luzula multiflora congesta, Cerastrium cerastoides, Blysmus compressus, Carex nigra, Carex ovalis, Carex paniculataEleocharis quinqueflora, Anthoxanthum alpinum, Deschampsia cespitosa Nardus stricta, phleum alpinum, Trisetum flavescens, Potamogeton sp.. Εξάλλου, στις παραλίμνιες περιοχές της φυτρώνουν βιόλες, ορχιδέες, αγριομενεξέδες, σαξιφραγκιές και κρίνοι. Η λίμνη μπορεί να προσεγγιστεί κι από το χωριό Πάδες (είναι το πιο σύντομο μονοπάτι) ή από το χωριό Παλιοσέλι (όπου και το παλιό και το νέο ορειβατικό καταφύγιο-πιθανότατα η πιο δημοφιλής διαδρομή). Και τα δύο χωριά βρίσκονται στο δρόμο που ενώνει την Κόνιτσα με το Δίστρατο και τη Βασιλίτσα. Επίσης, για Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

18


την προσέγγισή της μεταξύ άλλων η πεζοπορία αρχίζει, και από το χωριό Αγία Παρασκευή (παλιά Κεράσοβο) που απέχει περίπου 27 χλμ. από την Κόνιτσα. Το μονοπάτι με νότια κατεύθυνση, περνώντας από πανέμορφα δάση μαύρης πεύκης, μακεδονίτικου ελάτου, οξιάς και ρόμπολου και αρκετά ξέφωτα πλημμυρισμένα με κάθε λογής ανθισμένη ποώδη βλάστηση, μας οδήγησε μετά από 4 ώρες περίπου σε άδενδρη περιοχή. Ο σερπεντίνης, που ως πέτρωμα κυριαρχεί εδώ, δίνει με τις πρασινόφαιες αποχρώσεις του ένα ιδιαίτερο χρώμα στο τοπίο. Συνεχίζοντας την επίπονη ανάβαση φθάνουμε σε πλάτωμα και αντικρίζουμε ξαφνικά την Δρακόλιμνη, που φαντάζει πανέμορφη στην πράσινη χλοασμένη επιφάνεια που την περιβάλλει.

Ο θρύλος συνδέει την ύπαρξη ενός δράκου με τη λίμνη αυτή, ο οποίος είχε αντίπαλο ένα άλλο δράκο, της Γκαμήλας, του βουνού δηλαδή που βρίσκεται στα νότια, απέναντι από τον Σμόλικα. Εδώ λένε ότι νικητής βγήκε ο δράκος του Σμόλικα, ενώ το αντίθετο υποστηρίζουν στην περιοχή της Γκαμήλας. Ο δράκος του Σμόλικα νίκησε με τέχνασμα, διότι δεν πετούσε βράχια όπως εκείνος της Γκαμήλας αλλά μεγάλους σβώλους από αλάτι, τους οποίους κατάπινε ο αντίπαλός του και έτσι, φοβερά διψασμένος, ήπιε τόσο πολύ νερό που πέθανε. Κατά άλλη παράδοση της περιοχής, ‘’στην Δρακόλιμνη κατοικεί από πολύ παλιά ένα κακό πνεύμα που πρώτα ήταν τσομπάνος, ο οποίος μετά από ένα άτυχο έρωτα πνίγηκε μαζί με το κοπάδι του στην λίμνη’’. Άλλος μύθος αναφέρεται ‘’σε ένα χρυσό κριάρι που έβγαινε από τα νερά της λίμνης και ζευγάρωνε κρυφά με τις προβατίνες των γειτονικών κοπαδιών. Οι νεαροί τσομπάνηδες της περιοχής στην προσπάθειά τους να το πιάσουν έπεσαν και πνίγηκαν στην λίμνη’’. Οι παλιές αυτές δεισιδαιμονίες με τίποτα δεν μπορούν να επηρεάσουν την ομορφιά που αναδύεται από την λίμνη και να μας τρομάξουν, αποτρέποντάς μας από ένα σύντομο μπάνιο στα κρυστάλλινα, αλλά κυριολεκτικά παγωμένα νερά της. (Σημείωση: ο φίλος Ν.Νέζης/fb μας πληροφορεί τα εξής ‘’ Η ονομασία Λύγκα(ς) για το Σμόλικα είναι λανθασμένη, όπως και το Λύγκος. ΛΥΓΚΟΣ : Λανθασμένη ονομασία που αναγράφεται στους χάρτες της Γ.Υ.Σ. για την περιοχή της Βόρειας Πίνδου που εκτείνεται νότια του ορεινού συγκροτήματος του Βόϊου, ανατολικά του Αώου ποταμού και βόρεια των πηγών του (σήμερα τεχνητή λίμνη), δηλ. περιλαμβάνει τα συγκροτήματα Πέρδικα (Σκούρτζα) - Βασιλίτσα - Όρλιακας - Λιάγκουνα - Αυγό - Μαυροβούνι - Πυροστιά - Κακοπλεύρι. Σύμφωνα με τους ιστορικούς και διάφορους μελετητές και εγκυκλοπαίδειες Λύγκος ήταν η πρωτεύουσα της αρχαίας Λυγκηστίδος (χώρα των Λυγκηστών) στη ΒΔ Μακεδονία, που εκτεινόταν μεταξύ του Βαρνούντα και της λίμνης Βεγορίτιδας και μεταξύ της Φλώρινας και του Μοναστηρίου (Bitola) και όχι εκεί που τοποθετεί το τοπωνύμιο η Γ.Υ.Σ. Η ονομασία Λύγκος είναι αρχαία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Στράβων κ.ά.). Ο Livius την αναφέρει Lingon και ο Πλούταρχος Λύκος. Παλαιά γεωγραφικά και γεωλογικά άρθρα και χάρτες του 18ου και 19ου αιώνα, ανέφεραν λανθασμένα ως Λύγκος είτε τον Σμόλικα, είτε την Τύμφη (από το βιβλίο μου "Τα ελληνικά βουνά" – 2010’’).

ΛΙΜΝΗ ΖΟΡΙΚΑ Ή ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΝΟΥΦΑΡΑ, ΖΑΓΟΡΙ, ΗΠΕΙΡΟΣ (Πηγή:http://romiarizou.blogspot.com, http://www.naturagreaca.com).

Η λίμνη Ζορίκα είναι μια μικρή, φυσική και τελείως παραμυθένια λίμνη που βρίσκεται στο ανατολικό Ζαγόρι, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Φλαμπουράρι και Γρεβενίτι, ακριβώς πάνω στον επαρχιακό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

19


δρόμο που έρχεται από τη λίμνη των Πηγών του. Οι περισσότεροι τη γνωρίζουν ως ‘’η Λίμνη με τα Νούφαρα’’ ή ‘’η Λίμνη του Καπετάνου’’. Την ονομασία Ζορίκα την πήρε από το ομώνυμο ρέμα που κυλάει λίγο πιο κάτω. Η όχθες της από τη μεριά του δρόμου είναι ήρεμες και έτσι μπορεί κανείς με ευκολία να παρατηρήσει βατράχια και τρίτωνες, ενώ από τη μεριά του δάσους υψώνεται ήρεμα ένας πυκνόφυτος λόφος. Η λίμνη αγκαλιάζεται από ένα δάσος που αποτελείται από μαύρα πεύκα, ενώ λίγο πιο πάνω υπάρχουν οξιές. Μεγάλο μέρος της επιφάνειας της καλύπτεται από νούφαρα, τα οποία όταν ανθίζουν, στις αρχές του καλοκαιριού και δίνουν μια ονειρική εικόνα στο τοπίο. Εξάλλου, υπάρχουν πολλά υδρόφιλα φυτά, ενώ κάτω από τα δέντρα και δίπλα από το δρόμο λίγο πριν και λίγο μετά τη λίμνη, συναντώνται πολλά σπάνια φυτά. Σημαντικά φυτά της περιοχής είναι οι ορχιδέες Anacamptis morio, Neottia ovata, Cephalanthera rubra, C. longifolia, Platanthera chlorantha, Limodorum abortivum, Serapias orientalis και Ophrys epirotica, η ίριδα Iris sintenisii, το όνοσμα Onosma pygmaeum, η Orlaya daucorlaya, ο Stachys plumosa, το κολχικό Colchicum autumnale, το κυκλάμινο Cyclamen hederifolium, η αγριοφράουλα Fragaria vesca, η Scabiosa tenuis, ο κρόκος Crocus robertianus, η ενδημική Alkanna pindicola, το γεράνι Geranium versicolor και η σιληνή Silene fabarioides.

Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει πολλά είδη του δάσους. Στην περιοχή ζούνε μπούφοι και σπάνιοι μαύροι δρυοκολάπτες. Άλλα είδη είναι ο λευκονώτης δρυοκολάπτης, ο σταχτοδρυοκολάπτης, ο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

20


πευκοδρυοκολάπτης, ο σφηκιάρης, ο χουχουριστής, η σταχτοσουσουράδα, το γιδοβύζι, διάφορες τσίχλες (γερακότσιχλες, κοκκινότσιχλες, κότσυφες και κοινές τσίχλες) και πολλά μικροπούλια (τρυποφράχτες, θαμνοψάλτες, φυλλοσκόποι, θαμνοτσιροβάκοι, κοκκινολαίμηδες, καλόγεροι, γαλαζοπαπαδίτσες, σπίνοι, κ.ά.). Μέσα και γύρω από τη λίμνη ζούνε αλπικοί τρίτωνες, σαλαμάνδρες, κιτρινομπομπίνες, βαλκανοβάτραχοι, γραικοβάτραχοι, φρύνοι, τρανόσαυρες, νερόφιδα, σαΐτες, δεντρογαλιές, σπιτόφιδα, και οχιές. Στην περιοχή αυτή πολύ συχνή είναι η παρουσία της αρκούδας, ενώ απαντώνται και άλλα θηλαστικά στην περιοχή, όπως είναι οι αγριόγατες, τα ζαρκάδια, οι αλεπούδες, οι ασβοί, τα κουνάβια, οι λαγοί, οι σκίουροι και οι δεντρομυωξοί. Το ιδιαίτερο με τη λίμνη Ζορίκα, πέρα από τη μαγευτική ομορφιά της, είναι ότι αποτελεί ένα σπάνιο οικότοπο, μια μικρή φυσική λίμνη στη μέση του δάσους, σημαντικό βιότοπο για διάφορα είδη της δασικής πανίδας και χλωρίδας (photos: by B.Kokkalis, G.Ignatiadis, kmylon – Panoramio, Takis Fere). ΥΠΟΑΛΠΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΛΑΚΚΟΥ ´Η ΑΡΒΑΝΙΤΑ ΣΤΗ ΤΥΜΦΗ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.orivatikos.gr, http://apeirosgaia.wordpress.com, http://ellas2.wordpress.com, http://partetavouna.blogspot.com, http://www.hydronaftes.gr ).

Στην ανατολική πλευρά στις Τύμφης και σε υψόμετρα περίπου +1450 μέχρι +1650 μέτρα βρίσκονται οι Δρακόλιμνες Λάκκου ή Αρβανίτα. Οι λίμνες αυτές που είναι εποχικές, αρχίζουν να δέχονται τα νερά της βροχής από το φθινόπωρο, παγώνουν εξ ολοκλήρου το χειμώνα και βρίσκονται στην πιο ολοκληρωμένη μορφή στις στα τέλη στις άνοιξης. Το μέγιστο βάθος τους δεν ξεπερνά το 1.5-2 μέτρα, αλλά τους καλοκαιρινούς μήνες και λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και στις έλλειψης βροχόπτωσης, οι λίμνες ξεραίνονται. Ο επισκέπτης μπορεί να προσεγγίσει στις λίμνες από δασικό δρόμο, 500 μέτρα πριν από τη διασταύρωση Ηλιοχωρίου–Λάϊστας, στο κεντρικό Ζαγόρι. Στις γύρω πλαγιές, από αυτές στις λίμνες, υπάρχουν ζωντανά ρόμπολα, αλλά και κεραυνο-καμένοι κορμοί. Οι λίμνες Λάκκου ή Αρβανίτα βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του ορεινού όγκου της Τύμφης και σε υψόμετρο +1450 μέτρων, κάτω από το επιβλητικό βλέμμα της Γκούρας, δεύτερης ψηλότερη κορυφής της Τύμφης (+2463μ). Αποτελούν εποχιακές λίμνες, οι οποίες τροφοδοτούνται από το λιώσιμο του χιονιού και των πάγων τους ανοιξιάτικους μήνες. Οι λίμνες αρχίζουν να δέχονται τα νερά της βροχής από το φθινόπωρο, παγώνουν εξ ολοκλήρου τον χειμώνα και βρίσκονται στην πιο ολοκληρωμένη μορφή τους στα τέλη της άνοιξης. Το μέγιστο βάθος δεν ξεπερνάει το 1.5-2 μέτρα και λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και της έλλειψης βροχόπτωσης τους καλοκαιρινούς μήνες οι λίμνες ξεραίνονται. Ο επισκέπτης μπορεί να προσεγγίσει τις λίμνες από δασικό δρόμο, 500 μέτρα πριν τη διασταύρωση Ηλιοχωρίου – Λάιστας, στο κεντρικό Ζαγόρι. Να και μια μαρτυρία οδοιπορικού από τον Ορειβατικό Σύλλογο Ιωαννίνων: ‘’.... Η πορεία μας ξεκίνησε από τον χωματόδρομο που αρχίζει λίγο πριν τη διασταύρωση του επαρχιακού δρόμου Ιωαννίνων – Ηλιοχωρίου με τη παράκαμψη προς τη Λάιστα. Η πορεία προς τις λίμνες ξεκίνησε γύρω στις 9 το πρωί και σε λιγότερο από 1 ώρα οι πρώτοι ορειβάτες φτάσαμε στη πρώτη λίμνη. Ο δρόμος ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και λίγο πριν φτάσουμε στη κάτω λίμνη, συναντήσαμε τα πρώτα χιόνια. Το τοπίο πανέμορφο. Η θερμοκρασία στην ως τώρα παγωμένη περιοχή σταδιακά ανεβαίνει και η παγωμένη λίμνη αρχίζει σιγά-σιγά να υγροποιείται. Ήδη ένα μεγάλο μέρος της ήταν καλυμμένο από το νερό. Πλησιάζοντας με έκπληξη είδαμε τους Αλπικούς Τρίτωνες να κάνουν την εμφάνιση τους. Περπατώντας πάνω από τα χιόνια και περνώντας ανάμεσα μας άρχισαν να κατευθύνονται προς τα παγωμένα νερά της λίμνης. Μετά από ένα μικρό διάλυμα στη λίμνη, συνεχίσαμε τη πορεία μας προς την επόμενη λίμνη που βρίσκεται εκεί κοντά. Διασχίσαμε το χιονισμένο τοπίο και ανεβήκαμε τη μικρή πλαγιά που χωρίζει τους δυο υδρότοπους. Εκεί η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η λίμνη αυτή ήταν εντελώς παγωμένη και μόνο σε μια πλευρά της ο πάγος είχε αρχίζει κάπως να λιώνει. Από πάνω μας το βουνό ήταν φυσικά κάτασπρο με το τελευταίο χιόνι να είναι πολύ πρόσφατο. Η μεγάλη ηλιοφάνεια της μέρας έκανε το χιόνι στις πλαγιές του να λιώνει και σταδιακά όλο και περισσότερα κομμάτια αποκοβόταν και άρχισαν να πέφτουν. Μικρές και μεγάλες χιονοστιβάδες έκαναν την εμφάνιση τους μαζί με τον ανάλογο εντυπωσιακό θόρυβο. Ακόμη πιο θεαματικά ήταν τα σημεία που το χιόνι που κυλούσε, έπεφτε ξαφνικά από μεγάλο ύψος, δημιουργώντας έτσι απίθανους καταρράκτες χιονιού’’. (photo:Panoramio, Νίκος Νέζης,2009).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

21


__________

1.2 Πεδινές και Ημιορεινές Λίμνες και Λιμνία στην Ηπειρο ΛΙΜΝΗ ΒΗΡΟΣ Ή ΠΗΓΩΝ ΛΟΥΡΟΥ, ΤΕΡΟΒΟ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση http://www.maresei.gr).

από

http://www.hydronaftes.gr,

http://www.dodoni.gr,

http://romiarizou.blogspot.com,

O Βηρός ή Βυρός ή Βίρος ή Βουλιάστρα ή λίμνη Πηγών Λούρου, είναι μικρή λίμνη, λιμνοδολίνη, από όπου τα αναβλύζοντα νερά δημιουργούν τις κύριες πηγές του ποταμού Λούρου, στο Τέροβο Ιωαννίνων (30ο χλμ Ιωαννίνων-Άρτας). Βρίσκεται σε υψόμετρο +296 μέτρα, έχει σχήμα κυκλικό με μεγαλύτερη διάμετρο περίπου τα 93 μέτρα, περίμετρο γύρω στα 300 μέτρα, και μέγιστο βάθος 10.2 μέτρα. Η λίμνη δέχεται νερά από υπόγειους καρστικοιύς αγωγούς, και αφήνει επιφανειακά άνοιγμα μόνο στα ανατολικά μέσα από το οποίο τα νερά της τροφοδοτούν τον ποταμό Λούρο. Η θερμοκρασία του νερού παραμένει σχεδόν σταθερή καθόλη τη διάρκεια του χρόνου ανάμεσα στους 10.5-12οC, ενώ σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων τα φερτά υλικά και οι λασπορροές θολώνουν τα νερά της για λίγες ημέρες.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

22


Στη λίμνη συναντώνται πλούσια υδρόβια χλωρίδα, αλλά και ψάρια, βατράχια, καρκινοειδή, έντομα και άλλα υδρόβια ζώα. Όπως μας ενημερώνουν οι δύτες της κατάδυσης στη λίμνη (www.hydronaftes.gr), '' o βυθός είναι λασπώδης με διάφορα στρώματα ελαφριάς κρούστας στο μεγαλύτερο μέρος της λίμνης. Παρουσιάζει ανά εποχή ελαφρά συμπτώματα ευτροφισμού. Μπορούν επίσης να παρατηρηθούν όλο τον χρόνο τα αέρια που αναβλύζουν μέσα από τη λίμνη, πιθανώς περάσματα νερού εμπλουτισμένα με αέρα''. ΛΙΜΝΗ ΖΑΡΑΒΙΝΑ Ή ΝΕΖΕΡΟΣ, ΔΕΛΒΙΝΑΚΙ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγή: Θ. Κουσουρής, τεχνικές εκθέσεις και γνωματεύσεις, 1993 και 2001).

Η λίμνη Ζαραβίνα ή Νεζερός ή Νιζερός ή λίμνη του Δελβινακίου, βρίσκεται στο άκρο του αντίστοιχου λεκανοπεδίου στην επαρχία Πωγωνίου, Ιωαννίνων. Είναι ανοικτού τύπου καρστική λίμνη, τροφοδοτείται με νερό από επιφανειακές και από υπολίμνιες πηγές, αλλά και με το νερό της βροχής και του χιονιού, από μια τεράστια υδρολογική λεκάνη. Ειδικότερα, η λίμνη Ζαραβίνα, είναι μια φυσική υδατοσυλλογή, καλύπτεται και κατακλύζεται μόνιμα από νερά εδώ και εκατομύρια χρόνια, έχει πολύ μεγάλο βάθος (φτάνει και τα 31,5μέτρα), η επιφανειακή της έκταση καλύπτει 300.505 τετραγωνικά μέτρα, η επιφανειακή λεκάνη απορροής της (υδρολογική λεκάνη) καλύπτει έκταση 12.271.986 τετραγωνικών μέτρων, ενώ ο όγκος της λίμνης ανέρχεται περίπου στα 6.281.300 κυβικά μέτρα (στο υψόμετρο +458 μέτρα της επιφάνειας της λίμνης Ζαραβίνας) ( Ρηγίδης & Γόντικας, 1959, 1960, Νικολάου & Σαχπάζης, 1999). Η περιοχή της Ζαραβίνας, γενικά χαρακτηρίζεται ως πλούσια σε επιφανειακά νερά με κυριότερα υδάτινα σώματα τη λίμνη Ζαραβίνα (όγκος νερού 6.281.300 κυβικά μέτρα), τις επιφανειακές πηγές που βρίσκονται πέρα από τους καλαμιώνες της λίμνης και μέσα στις περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται οικολογικά, ως υγρά λιβάδια και οι οποίες τροφοδοτούν τη λίμνη και κατ’επέκταση τον ποταμό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

23


Νεζερό, ο οποίος παραλαμβάνει και απάγει τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης Ζαραβίνας με τη βοήθεια του Νεζεραύλακα.

Για να αξιοποιηθούν τα πλεονάζοντα νερά της λίμνης Ζαραβίνας, κατασκευάστηκε το σημερινό τσιμέντινο θυρόφραγμα - στο νότιο-νοτιοανατολικό τμήμα της- από το οποίο αρδεύονται 3.400 στρέμματα γεωργικής γης στον κάμπο της Σιταριάς, της Κοινότητας Λίμνης και του Κρυονερίου. Στην ίδια θέση υπήρχε και παλαιότερο λιθόκτιστο θυρόφραγμα το οποίο ανοιγόκλεινε με ξύλα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις κατασκευαστικές προδιαγραφές του προταθέντος φράγματος της μελέτης του Υπουργείου Γεωργίας (Ρηγίδης & Γόντικας, 1960), αυτό θα ήταν ικανό να έχει αποθηκευτική ικανότητα νερού, επιπλέον του όγκου της λίμνης Ζαραβίνας (6.281.300 κυβικά μέτρα) για πρόσθετα 875.000 κυβικά μέτρα (με τη βοήθεια του εκεί προταθέντος θυροφράγματος μεγίστου ύψους αποθηκευτικής ικανότητας 2,5 μέτρα πάνω από τη μέση στάθμη της επιφάνειας λίμνης). Το υπάρχον αρδευτικό θυρόφραγμα βρίσκεται στη φυσική έξοδο της λίμνης Ζαραβίνας, ακολουθεί με δύο κλάδους ο Νιζεραύλακας και μετά ο ποταμό Νιζερός ή Νεζερός ή Μπαξέδια, μέσω του οποίου ενώνεται με τον ποταμό Καλαμά. Επομένως, η λίμνη Ζαραβίνα, ο Νεζεραύλακας ή ποταμός Νεζερός ή Νιζερός, ο ποταμός Λιμπούσδα, ο ποταμός Γορμός ανήκουν στην ίδια υδρολογική ενότητα, στο ίδιο ποτάμιο σύστημα δηλαδή του ποταμού Καλαμά και είναι παραπόταμοί του. Εξάλλου, στην ευρύτερη περιοχή της Ζαραβίνας, εκτός της λίμνης Ζαραβίνας, των υγρών λιβαδιών, των επιφανειακών πηγών, στα κατάντη τους υπάρχουν και βαλτοτόπια –ο Βάλτος με έκταση 130 στρέμματα και οι Κόπρες με έκταση 110 στρέμματα. Η λίμνη Ζαραβίνα, που είναι μια σχετικά μεγάλη φυσική υδατοσυλλογή, έχει πολύ μεγάλο βάθος και κατατάσσεται ως πέμπτη στη σειρά των βαθύτερων φυσικών ελληνικών λιμνών μετά την Τριχωνίδα, το Ζηρό, τη Βεγορίτιδα και την Αμβρακία. Το κλίμα στην περιοχή είναι ηπειρωτικό με πολύ ψυχρό χειμώνα, πολλά χιόνια και παγετούς και σχετικά θερμό καλοκαίρι. Το 76% των βροχοπτώσεων πέφτουν στην περιοχή από το φθινόπωρο μέχρι το χειμώνα, και κατά 24% κατά την περίοδο της άνοιξης (Καρράς, 1973). Η ξηρά περίοδος για την περιοχή διαρκεί συνήθως 5 μήνες (Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο) και έτσι υπάρχει έντονο το πρόβλημα της ανάγκης του νερού, του αρδευτικού νερού για το οποίο έχει κατασκευαστεί στο σημείο της φυσικής ροής της λίμνης Ζαραβίνας το εκεί φράγμα (Ριγίδης & Γόντικας 1959,1960,1960α, Νικολάου & Σαχπάζης, 1999 ). Εξάλλου, είναι γνωστό ότι κάθε λιμναία λεκάνη ή λίμνη έχει πάντοτε κυμαινόμενη έκταση στην επιφάνειά της, η οποία εξαρτάται κυρίως από τη φυσική μεταβλητότητα των κλιματικών συνθηκών (βροχή, χιόνι, πλημμύρες, ανομβρία, ξηρασία, θερμοκρασία, εξάτμιση, υγρασία κ.ά ) της ευρύτερης περιοχής της. Επομένως, εάν η Ζαραβίνα δεν είχε το θυρόφραγμα, που σήμερα την περιορίζει, θα μπορούσε να επεκταθεί και πολύ μακρύτερα από τα σημερινά της όρια καταλαμβάνουσα πολλαπλάσια έκταση από τη σημερινή. Από γεωλογική άποψη (Παπανικολάου 1986, ΙΓΜΕ 1963, ΓΥΣ,1986, Ψαριανός 1992, Νικολάου & Σαχπάζης 1999), η περιοχή αποτελείται από ασβεστόλιθους οι οποίοι σε ορισμένα τμήματα καλύπτονται από φλύσχη, ο οποίος αποτελείται από σχιστολίθους, κερατολίθους, και γενικά αργιλλικά στρώματα. Ετσι, η ασβεστολιθική σύσταση του μεγαλυτέρου μέρους της λεκάνης απορροής της λίμνης Ζαραβίνας είναι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

24


υδατοπερατή, ενώ η καρστική δομή (σύμπλοκα συστήματα με ρωγμές, ρήγματα, σπηλαιοειδή ανοίγματα, δαιδαλώδη έγκοιλα κ.ά) του υποστρώματος και η πλούσια φυτοκάλυψη-δασοκάλυψη της περιοχής ελαττώνουν την επιφανειακή απορροή των νερών της βροχής.

Από περιβαλλοντική άποψη, στη λίμνη Ζαραβίνα, διαβιούν αρκετά ψάρια του γλυκού νερού (περισσότερα από έντεκα), μερικά από τα οποία είναι ενδημικά είδη της ευρύτερης περιοχής ή και της δυτικής Ελλάδας. Η λίμνη Ζαραβίνα, όπως και οι περισσότερες λίμνες στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα έχουν κοινή προέλευση. Ανήκουν στη ζώνη των καρστικών λιμνών η οποία ξεκινά από τις νότιες Άλπεις, διασχίζει τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής και διαμέσου της Ηπείρου και της δυτικής Ελλάδας καταλήγει στην Πελοπόννησο (Bogli, 1978). Σχηματίστηκαν δηλαδή οι λίμνες αυτές, ως αποτέλεσμα ενδογενών κυρίως δυνάμεων του φλοιού της γης (τεκτονικές κινήσεις), αλλά και εξωγενών συνθηκών, όπως είναι οι διαλυτικές διεργασίες του νερού, η δράση των πλημμυρών και η ιζηματοποίηση (Λεοντάρης, 1967, Ψαριανός, 1992). Εξάλλου, την τεκτονική προέλευση της λίμνης Ζαραβίνας φανερώνει η σχέση ανάμεσα στην έκτασή της προς την έκταση της εδαφικής της λεκάνης (λεκάνη απορροής) και που είναι 300.505 τετραγωνικά μέτρα προς 12.271.986 τετραγωνικά μέτρα=0,0245, ενώ η φύση της αποτυπώνεται μέσα από τη σχέση του μέσου προς το μέγιστο βάθος της και που είναι 25 μέτρα προς 31,5 μέτρα=0.79 (Wetzel, 1983, Κουσουρής, 1993 & 2001). Σημειώνεται, ότι την ίδια τεκτονική προέλευση έχει και η λίμνη Τριχωνίδα στην Αιτωλοακαρνανία, όπου η σχέση ανάμεσα στην έκτασή της προς την έκταση της εδαφικής της λεκάνης (λεκάνη απορροής) είναι 98,6 τ.χλμ/ 250τ.χλμ.=0,39, ενώ η φύση της ( σχέση του μέσου προς το μέγιστο βάθος της, είναι 29,08μ./57,0μ.) είναι 0,51 (Κουσουρής, 1993). Ωστόσο, στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και της δυτικής Ελλάδας, οι σημερινές λίμνες ή ομάδες λιμνών και πεδιάδων ή ομάδες λιμνών, πεδιάδων και ποταμοκοιλάδων ή ποταμών ( για παράδειγμα, α.Παμβώτιδα και Λαψίστα, β-.Ζαραβίνα, Σιταριά, Κρυονέρι και Παρακάλαμος, γ-. Τριχωνίδα, Λυσιμαχεία, Οζερός και Αμβρακία κ.ο.κ) αντιπροσωπεύουν τα τελευταία υπολείμματα και τα βαθύτερα σημεία τεράστιων

λεκανών, των κοιλαδολιμνών, που κάλυπταν ευρύτερες περιοχές κατά την πλειόκαινη γεωλογική περίοδο (Fels, 1952, Bogli, 1978, Λεοντάρης, 1967, Κουσουρής, 2001 ). Τέλος, η λίμνη Ζαραβίνα μαζί με τις γειτονικές περιοχές της κοιλάδας του Γόρμου ποταμού, το δάσος της Μερόπης και το Ωραιόκαστρο - συνολικής έκτασης 219,17 τετραγωνικά χιλιόμετρα -, έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος NATURA-2000, με υψηλή μάλιστα προτεραιότητα προστασίας και με κωδικό GR2130010 (NATURA-2000) (φωτογραφίες by Dimitris Kilymis from Flickr.com, Β. Λάππας και απο http://www.520greeks.com/wp-content/uploads/2013/11/6.jpg). ΛΙΜΝΗ ΖΗΡΟΣ, ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ (Πηγές: σταχυολόγηση από Manolaki et al., 2011 -Fres., Envir., Bul., 20,861-874, Aquatic and riparian flora in Ziros lake and the rivers Louros, Acheron, Vareli et al., 2009 -Harmfull Algae, 8, 3, 447-453, Planktothrix rubescens bloom in lake Ziros, Κουσουρής, 2003 -Προσωπικό ερευνητικό αρχείο για ποιότητα νερού και βυθομέτρηση της λίμνης Ζηρός). Η λίμνη Ζηρός, μια κλειστή λίμνη σε ελλειψοειδές σχήμα (έκτασης γύρω στα 600 στρέμματα), βρίσκεται σε

υψόμετρο + 56 μέτρα και τοπογραφικά στο ύψος της Παντάνασσας Φιλιππιάδας Άρτας, 2 χλμ., δυτικά της εθνικής οδούς. Είναι ιδιαίτερα βαθιά λίμνη της οποίας το βάθος της σύμφωνα με κάποιες μελέτες είναι 56 μ. (ΙΓΜΕ) και σύμφωνα με κάποιες άλλες φτάνει τα 60 μ. (μελέτη ΕΤΑΝΑΜ). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

25


Η δημιουργία της είναι αποτέλεσμα τεκτονο-καρστικών διεργασιών. Γεωλογικά η λίμνη δημιουργήθηκε στην τεκτονική επαφή των ασβεστόλιθων της Ιόνιας ζώνης (Παντοκράτορας) και Πλειοτεταρτογενών σχηματισμών, κατά μήκος της ρηξιγενούς δομής Ζηρού–Στεφάνης–Ζαλόγγου, που αποτελεί και την κύρια αιτία βύθισης του Αμβρακικού κόλπου. Ήταν ένα μεγάλο λιμναίο σπήλαιο του οποίου η οροφή κατέρρευσε πριν από 10.000 χρόνια περίπου. Η λίμνη Ζηρός αποτελεί την αποκάλυψη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα στο μέτωπο της ρηξιγενούς επιφάνειας. Ο μηχανισμός δημιουργίας της οφείλεται σε υπόγεια διάβρωση κατά μήκος του ρήγματος και κατακρήμνιση της οροφής. Δηλαδή, η λίμνη Ζηρός, είναι δολινολίμνη, που δημιουργήθηκε από την τεκτονο-καρστική δραστηριότητα της περιοχής. Υδρογεωλογικές μελέτες αναφέρουν ότι ο υδροφόρος ορίζοντας της λίμνης είναι ο ίδιος με αυτόν του ποταμού Λούρου, συνεπώς τα δύο υδάτινα συστήματα φαίνεται να επικοινωνούν. Οι διαστάσεις της λίμνης είναι περίπου 900Χ600 μέτρα. και το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 53 μέτρα, σύμφωνα με προσωπική βυθομέτρηση (πηγή: Αρχείο ΕΛΚΕΘΕ, 2003), ενώ το μέσο βάθος της λίμνης είναι περίπου τα 20 μέτρα. Κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου αναπτύσσεται θερμική στρωμάτωση στη λίμνη και κάτω από τα 10 μέτρα βάθος υπάρχει έντονη ανάπτυξη θερμοκλινούς. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται ετησίως από 22 μέχρι 9 βαθμούς Κελσίου στα βαθύτερα σημεία της λίμνης. Η λίμνη δεν τροφοδοτείται από επιφανειακά νερά, ποτάμια ή χείμαρρους, αλλά από υπόγειες πηγές νερού, στη βόρεια πλευρά και σε βάθος 12-15 μέτρων. Επίσης, η λίμνη δεν παρατηρήθηκε να έχει επιφανειακή εκροή υδάτων. Σχετικά με τη ζωή στα νερά της λίμνης, μέχρι στα πρώτα 10 μέτρα συναντώνται καβούρια, όστρακα, μικρά ψάρια γλυκού νερού και υδροχαρή φυτά. Η λίμνη φιλοξενεί επίσης νερόφιδα, λιμνόφιδα και νεροχελώνες ενώ υπάρχουν αναφορές και για την ύπαρξη της βίδρας.

Την άνοιξη του 2010 το νερό της λίμνης κοκκίνισε, κάτι που οφειλόταν, όπως έδειξε έρευνα του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, στην εμφάνιση του τοξικού κυανοβακτηριδίου Planktothrix rubescens. Κατά άλλη εκδοχή, ο εποχικός χρωματισμός των νερών της λίμνης αποδίδεται, μετά από έντονες βροχοπτώσεις και σε υλικά ερυθράς γης (Ερυθρογή, Redsoil, Terra rossa) που προέρχονται από τον παραπλήσιο ‘’Κοκκινόπηλο’’ της ευρύτερης περιοχής (ομάδα λόφων γεωλογικού ενδιαφέροντος που αποτελούν προϊστορικό καρστικό βύθισμα που πληρώθηκε από ερυθρές αργίλους σε ένα περιβάλλον παροδικών λιμνών με έντονες εναλλαγές υγρών και ξηρών περιόδων). Εξάλλου, κατά τη διάρκεια καταδύσεων

στη λίμνη, διαπιστώθηκε κάτω από το βάθος των 36 μέτρων η παρουσία υδρόθειου, η οποία πιθανότητα να οφείλεται στην αναγωγή των πλούσιων σε θειικά άλατα νερών της λίμνης, αλλά και στην αποσυνθεμένη οργανική ύλη (κυρίως τα φύλλα των γύρω από τη λίμνη δέντρων και θάμνων που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

26


συσσωρεύονται στον πυθμένα της λίμνης). Εξαιτίας, αυτής της κατάστασης, έχει διαπιστωθεί από προσωπική

έρευνα ότι η υπάρχουσα ιχθυοπανίδα της λίμνης, βρίσκεται σε βάθη νερού όχι μεγαλύτερα των 12 μέτρων, γεγονός το οποίο μπορεί να οφείλεται είτε στην έλλειψη οξυγόνου (ανοξικά ύδατα), είτε και στην παρουσία υδρόθειου. Από τα πλέον χαρακτηριστικά της λίμνη Ζηρός είναι ότι έχει ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, καθώς διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση παραλίμνιο δάσος από Νερόφραξο (Fraxinus angustifolia oxycarpa), πυκνή και δενδρώδη ανάπτυξη με λυγαριές (Vitex agnus castus), πλατάνια (Platanus orientalis), βελανιδιές, πεύκα και άλλη βλάστηση που δεν αφήνει κανένα κενό (παραλίμνιο δάσος με στοές). Σε σχετικά πρόσφατη βοτανική μελέτη στην περιοχή διαπιστώθηκε η παρουσία 21 taxa (είδη, υποείδη, ποικιλίες, μορφές). Από αυτά 2 είδη τα Batrachospermum sp. και Chara vulgaris f. longibracteata καταγράφονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ενώ 3 είδη της λίμνης τα Chara gymnophylla, Plagiomnium cuspidatum, και Najas minor, αναφέρονται ως σπάνια είδη για την Ελλάδα. Στη λίμνη διαβιούν λιγοστοί ιχθυοπληθυσμοί που προσελκύουν όμως το ενδιαφέρον των γύρω ερασιτεχνών αλιέων. Απαντώνται τρία ενδημικά είδη ψαριών: το Μουστακάτο ή Στροσίδι (Luciobarbus albanicus), ο Ποταμοκέφαλος Πελοποννήσου (Squalius peloponnensis) και η Λιάρα (Telestes pleurobipuntatus). Επίσης, έχει αναφερθεί και η ύπαρξη ενός ξενικού είδους, του χορτοφάγου κυπρίνου (Ctenopharyngondon idella) που είχε εισαχθεί στη λίμνη πριν από δεκαετίες, αλλά σήμερα η παρουσία του δεν είναι επιβεβαιωμένη. Εξάλλου, στο ζωοπλαγκτόν της λίμνης διαβιεί το καρκινοειδές Atyaephyra desmarestii, το οποίο στην Ελλάδα έχει πολλούς οικοφαινότυπους και όχι υποείδη, όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα. ΛΙΜΝΗ Ή ΕΛΟΣ ΚΑΛΟΔΙΚΗ Ή ΛΙΜΝΗ ΜΕ ΤΑ ΝΟΥΦΑΡΑ, ΠΑΡΓΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές:σταχυολόγηση από ‘’Οι Λίμνες http://www.prevezamuseum.spaces.live.com)

στην

Ελλάδα’’

και

από

http://www.parganews.com,

Η λίμνη Καλοδίκη, η λίμνη με τα Νούφαρα, όπως αλλιώς αποκαλείται, είναι ένας υγρότοπος περίπου 3.5 τ.χλμ., μεταξύ της Πάργας και Μαργαριτίου, δίπλα στον εθνικό δρόμο Ηγουμενίτσας-Πρέβεζας. Γεωμορφολογικά το έλος Καλοδικίου είναι ένα καρστικό βύθισμα, δολίνη, γεμισμένο με αργιλικά υλικά, στο οποίο έχει αναπτυχθεί πλούσιος βιότοπος. Το βάθος της λίμνης κυμαίνεται από 0.5 έως 5 μέτρα, ανάλογα με την εποχή, όπως και η έκταση του υγρότοπου και η φυσιογνωμία της βλάστησης. Η λίμνη ή έλος Καλοδίκη είναι ένας από τους σημαντικούς και ιδιαίτερους υγροτόπους στην Ελλάδα. Αποτελεί μοναδικό σχηματισμό τυρφώδους–γαιώδους περιοχής με μεγάλη οικολογική και ιδιαίτερη αισθητική αξία. O υγρότοπος αυτός αποτελείται από μια μεγάλη και μία μικρή λίμνη που βρίσκονται μέσα σε μια μικρή λεκάνη, τεκτογενούς προέλευσης και όπου είναι ενεργή η τυρφογένεση. Δηλαδή, οι δύο αυτοί γειτονικοί τυρφώνες καταλαμβάνουν έκταση 1.95 τ.χλμ., και περιβάλλονται από λόφους μέγιστου υψομέτρου 550 μέτρα. Το σύνολο του υγρότοπου ως ‘’Τόπος Κοινοτικής Σημασίας’’, είναι ένα σχετικά ετερογενής υγρότοπος γλυκού νερού με μικρής κλίμακας διακυμάνσεις και καλύπτει μια έκταση περίπου 8.45 τ.χλμ. Υποστηρίζεται, παλαιογεωγραφικά, ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου στην περιοχή υπήρχε μια μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού με εκτεταμένη βλάστηση, ενώ από την έναρξη της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, άρχισε να δημιουργείται και να συσσωρεύεται βαθμιαία η τύρφη. Ο σχηματισμός της τύρφης, τη δεκαετία του 1990 εκτιμήθηκε ότι ήταν πάχους 3.5 μέτρων και 0.5 μέτρων αντίστοιχα στο μεγαλύτερο και στο μικρότερο τέλμα της περιοχής. Τότε, η στάθμη του νερού στη λίμνη, είχε εποχική διακύμανση από 0 μέχρι 5 μέτρα. Εξάλλου, από το φθινόπωρο του 1992 που η λίμνη ξεράθηκε εντελώς, ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής υποχώρησε κατά 1.5-2.5 μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους. Τα επόμενα χρόνια, μετά τον πλημμυρισμό της περιοχής, η λίμνη είχε διαυγές νερό, χαμηλή αλκαλικότητα (144-205 mg/l CaCO3), και τα νερά της ήταν πλούσια σε φώσφορο, άζωτο και σίδηρο. Από την άποψη της χλωρίδας έχουν καταγραφεί 76 taxa (είδη, υποείδη, ποικιλίες), από τα οποία 42 είναι υγρόφυτα, 18 υγρόφιλα και 16 ξηρόφιλα. Από τα υδρόβια μακρόφυτα τα πλέον χαρακτηριστικά είναι τα Nymphaea alba, Phragmites australis, Typha angustifolia, Scirpus lacustris, S.maritimus και πολλά άλλα. Η οικολογική κατάσταση του υγρότοπου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό σε ένα μικρό φράγμα, που προστατεύει τον υγρότοπο από τις απορροές των γειτονικών γεωργικών καλλιεργειών. Όμως το φράγμα είναι πλημμελώς συντηρημένο και διαρροές του είναι σύνηθες φαινόμενο. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

27


Η σημαντικότητα του υγροτόπου, βασίζεται τόσο στην ορνιθοπανίδα που φιλοξενεί, λόγω της γεωγραφικής του θέσης (βρίσκεται στη δυτική μεταναστευτική οδό και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του δικτύου μεταναστευτικών σταθμών των πουλιών στην Δυτική Ελλάδα), όσο και στα φυσικά του χαρακτηριστικά (έλος γλυκού νερού, πλούσια βλάστηση με νούφαρα, κλπ.). Αποικίες από κρυπτοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες, μαυροπελεκάνους, χρυσαετούς, όρνια, νανοβουτηχτάρια, χουλιαρόπαπιες, τρυγόνια, κοτσύφια, καρακάξες και ψαρόνια, δίνουν ζωή στο έλος με τη μόνιμη παρουσία τους και την αναπαραγωγική τους δραστηριότητα. Στον Καλοδίκη έχει διαπιστωθεί σε εξειδικευμένες μελέτες ότι, όταν τα επίπεδα του νερού υπερβαίνει τα 4 μέτρα, πολλές κοινότητες βλάστησης εξαφανίζονται ή και υποχωρούν σημαντικά, ενώ άλλες κοινότητες εξαφανίζονται από τη λίμνη, όταν η στάθμη του νερού-υδροφόρου πέσει κάτω από η επιφάνεια του εδάφους. Έτσι, για την προστασία και διατήρηση του υγρότοπου και των οικοτόπων του, έχει προταθεί (Γεωργιάδης, 1994) να αυξηθεί η στάθμη του νερού της λεκάνης στο υψόμετρο +109.5 μέτρα, πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, αλλά και η αποκατάσταση της πλήρους στεγανότητας του φράγματος. Αυτές οι δράσεις θα οδηγήσουν, σε περίπου μέσο επίπεδο νερού ετησίως τα 2 μέτρα, στη μέση του βάλτου, επιτρέποντας τη διατήρηση των περισσότερων από τις υπάρχουσες κοινότητες των φυτών. Ωστόσο, εξαφάνιση των αναδυόμενων φυτών και των κοινοτήτων τους, λόγω των υπερβολικά υψηλών επιπέδων του νερού, θα επηρεάσει είδη πουλιών από την απουσία χώρων αναπαραγωγής. Η στάθμη του νερού θα πρέπει πάντα να διατηρείται, πάνω από το επίπεδο του εδάφους, προκειμένου να αποφευχθεί η οξείδωση στο στρώμα της τύρφης του βάλτου. Έτσι, ο οικολογικός ρόλος του βάλτου θα αναβαθμιστεί και ταυτόχρονα το νερό του βάλτου θα μπορούσε και να χρησιμοποιηθεί για την άρδευση των καλλιεργούμενων κάμπο του Μαργαριτίου, αλλά και για την προμήθεια πόσιμου νερού, με αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις. Στις αρχές του καλοκαιριού το έλος Καλοδίκη αλλάζει όψη. Μεταμορφώνεται σε έναν πολύχρωμο καμβά, αφού τότε βρίσκονται στην πλήρη ανθοφορία τους τα νούφαρα και συγκεκριμένα η κατηγορία Nymphea alba. Γι αυτό άλλωστε είναι γνωστή ως “η Λίμνη με τα Νούφαρα”. Τα τελευταία χρόνια, στην περιοχή του υγρότοπου παρατηρείται έντονος ευτροφισμός που προκαλείται από τη διάβρωση των εδαφών, τις γεωργικές δραστηριότητες και τη ρύπανση. Επίσης, το οικοσύστημα του υγροτόπου διαταράσσεται συχνά από παράνομες δραστηριότητες, όπως είναι το κυνήγι, η εναπόθεση σκουπιδιών και μπάζων, καθώς και οι παράνομες καλλιέργειες εντός του υγροτόπου, όταν αυτός υποχωρεί (photos by Harry Gouvas/prevezamuseum.spaces.live.com). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

28


ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΕΣ ΕΠΟΧΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΗΝ ΗΜΙΟΡΕΙΝΗ ΗΠΕΙΡΟ (πηγές:σταχυολόγηση από http://www.paramythia-online.gr, http://romiazirou.blogspot.gr, http://www.520greeks.com/sights/paramythia/, http://www.tixik.com/top-10-lakes-in-greece-3748275.htm).

Αυτές οι μεσογειακές εποχικές λίμνες βρίσκονται ανάμεσα στην Παραμυθιά και στο Μαργαρίτι Θεσπρωτίας. Με μεγαλύτερη τη λίμνη του Καλοδικίου υπάρχουν πολλές μικρές λίμνες, όπως είναι η Λιμνοπούλα , η Προντάνη ή Βροντάνη, η Γκρίκα, η Μόρφη και η Κανέτα, αλλά και άλλες πολύ μικρότερες σε έκταση. Οι περισσότερες από αυτές χάνουν (π.χ., με καταβόθρες,με άντληση για άρδευση) το μεγαλύτερο όγκο των νερών τους ή και ξηραίνονται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ από το παρελθόν ακόμη και σήμερα γίνονται έργα αποξήρανσή τους. Δηλαδή, η πλειονότητα αυτών των Μεσογειακών εποχικών λιμνών στη Θεσπρωτία έχουν εποχικό χαρακτήρα, ορισμένες μπορεί να διατηρήσουν νερό καθόλη τη διάρκεια του έτους, εφόσον το επιτρέψουν οι κλιματικές και υδρολογικές τους συνθήκες, διαθέτουν πλούσια ορνιθοπανίδα, ενώ δεν έχουν ψάρια,. α) Οι Λίμνες Λιμνοπούλα, Προντάνη ή Βροντάνη, Κυρά Παναγιά, Μεσοβουνίου. Οι 4 αυτές λίμνες βρίσκονται κοντά στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας (Ζώνη ειδικής προστασίας κατά Natura2000, –SPA, ’’Έλη Καλοδίκη, Μαργαρίτι, Καρτέρι, Λίμνη Προντάνη -GR2120006)’’. (photo:N. Lamprousis/Panoramio, Κ.Κούρτης/Panoramio, skaikairos). Η Λίμνη Λιμνοπούλα ( Natura2000, GR2120003), βρίσκεται κοντά στο χωριό Κρυσταλοπηγή και Κεφαλόβρυσο, σε υψόμετρο + 506 μέτρα, είναι εποχική λίμνη και έχει μέγιστη έκταση μέχρι 579 Km2. Το 1988 κατασκευάστηκε στραγγιστική τάφρος σε μια πλευρά της λίμνης, αλλά η διαδικασία αποστράγγισης δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη και η λίμνη κατακλύζεται το χειμώνα από νερά, φθάνοντας στο μέγιστο βάθος των 10 μέτρων. Οι αρχικές ελοφυτικές κοινότητες έχουν υποβαθμισθεί έντονα εξαιτίας της βόσκησης και δεν είναι πλέον αμιγείς. Η γρήγορη μετατροπή του οικοσυστήματος από λίμνη σε ξηρά έχει ως συνέπεια την είσοδο χερσαίων ξηρόφιλων φυτών. Στη νότια πλευρά της λίμνης η λυγαριά (Vitex agnus-castus) σχηματίζει μια περιφερειακή ζώνη από καλά αναπτυγμένους θάμνους. Κοντά στις καταβόθρες υπάρχει, κατά τη θερινή περίοδο, αποξηραμένη Chara sp., πάνω στο έδαφος και στις πέτρες. Από τα υπάρχοντα ζώα έχουν καταγραφεί τα Testudo hermanni, Testudo marginata, Emys orbicularis, Mauremys caspica, Phoxinellus spp. Το ιδιαίτερο οικοσύστημα της Λιμνοπούλας είναι ένας χαρακτηριστικός υγρότοπος ο οποίος προμηθεύει με νερό τη γύρω περιοχή και παρέχει υγρά λιβάδια για βόσκηση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η υγρόφιλη βλάστησή του προσφέρει ενδιαιτήματα σε αξιόλογη πανίδα, όπως είναι η παρουσία ενδημικών ψαριών και μεγάλων πληθυσμών αμφιβίων και βαλτοχελωνών, ενώ υπάρχει επίσης αξιοσημείωτη ορνιθοπανίδα. Η περιοχή είναι Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) «Λιμνοπούλα Παραμυθιάς», σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΚ, με κωδικό GR2120003 και έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000. Το ιδιαίτερο οικοσύστημα της Λιμνοπούλας είναι ένας χαρακτηριστικός υγρότοπος, ο οποίος προμηθεύει με νερό τη γύρω περιοχή και παρέχει υγρά λιβάδια για βόσκηση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στον συγκεκριμένο υγρότοπο φιλοξενούνται το χειμώνα παπιά σε μία από τις μεγαλύτερες πυκνότητες σε όλη την Ελλάδα, αναλογικά με την έκταση. Υπάρχουν επίσης αρπακτικά, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

29


όπως κραυγαετοί, ενώ αξιοσημείωτοι είναι οι πληθυσμοί των λευκοπελαργών που τρέφονται εκεί και φωλιάζουν στην γύρω περιοχή. Μεταξύ των σημαντικών ‘’κατοίκων’’ και ‘’επισκεπτών’’ της περιοχής, και που χρήζουν άμεσης προστασίας περιλαμβάνονται είδη ενδημικών ψαριών, μεγάλοι πληθυσμοί αμφιβίων και βαλτοχελώνων, καθώς και ένα σπάνιο είδος ακρίδας. Λίμνη Προντάνης ή Βροντάνη. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Αμπελιά, σε υψόμετρο +450 μέτρα και έχει μέγιστη έκταση μέχρι τα 335 στρέμματα, μέγιστο μήκος 1400 μέτρα, μέγιστο πλάτος περίπου 400 μέτρα και περιφέρεια λίμνης 4 χιλιόμετρα. Κοντά στο ίδιο χωριό και στο Μεσοβούνι, βρίσκεται η ομώνυμη μικρή εποχική λίμνη, η Λίμνη του Μεσοβουνίου, με έκταση που φτάνει μέχρι και τα 65 στρέμματα. Στο χωριό Κυρά Παναγιά βρίσκεται η ομώνυμη εποχική λίμνη, Λίμνη Κυρά Παναγιά, σε υψόμετρο + 80 μέτρα και που έχει μέγιστη έκταση που φτάνει μέχρι και τα 167 στρέμματα περίπου. β) Οι Λίμνες Παλαιοκάστρου, Καλοσυκιές, Κανέτα. Η λίμνη Παλαιοκάστρου, βρίσκεται στο χωριό Μαργαρίτι, στην Ηγουμενίτσα, σε υψόμετρο +110 μέτρα. Έχει έκταση που φτάνει μέχρι τα 1000 στρέμματα είναι αβαθής και ξηραίνεται εποχικά. Η Λίμνη Καλοσυκιές με μέγιστη έκταση μέχρι 400 στρέμματα, βρίσκεται κοντά στο χωριό Σπαθαραίοι, σε υψόμετρο + 20 μέτρα και είναι εποχική λίμνη. Η Λίμνη Κανέτα με μέγιστη έκταση που φτάνει και τα 87 στρέμματα, βρίσκεται σε υψόμετρο + 130 μέτρα και είναι εποχική λίμνη.

Λίμνη Γκρίκα και Λίμνη Ψάκας (φωτο:Κώστας Κούρτης/Panoramio)

Λίμνη Προντάνη

Λι μνοπούλα ή Χότχοβα (skaikairos.gr)

Η ΛΙΜΝΗ ΡΙΑΧΟΒΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΪΔΟΛΙΜΝΕΣ, ΠΩΓΩΝΙ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ. (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.laroutes.eu, http://www.epirus.org, http://www.pogoni.gr).

Η Λίμνη Ριαχόβου ή Ντοβρίτσι, για τους ντόπιους Σιούριζ, σε υψόμετρο περίπου τα +400 μέτρα, βρίσκεται λίγο πριν το χωριό Ριάχοβο, στο Πωγώνι Ιωαννίνων. Η λίμνη ενώνεται με τον ποταμό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

30


Καλαμά και περικλείεται μέσα σε ένα μοναδικό δρυοδάσος, στη θέση Ντοβρίτσι, που πήρε το όνομα της από την εκεί ομώνυμη πηγή. Η έκταση της λίμνης είναι γύρω στα 45 στρέμματα και το σχήμα της είναι περίπου τετράγωνο. Η λίμνη φιλοξενεί καλαμιώνες, άλλη ελόβια και υδρόβια βλάστηση, αλλά και μια μικρή παραλία, ενώ στολίδι της είναι το μικρό νησάκι στο κέντρο της, που αποτελεί καταφύγιο για πολλά και σημαντικά είδη παρυδάτιων πουλιών (π.χ., κυρίως Ερωδιούς). Επίσης, πιο κάτω από τη λίμνη υπάρχει ένας σημαντικός υγρότοπος γεμάτος καλαμώνες που αποτελεί και αυτός το μεγαλύτερο καταφύγιο παρυδάτιων πουλιών της περιοχής. Επάνω και δίπλα στη μικρή λίμνη του Ριάχοβου (κάτω από το δρόμο που οδηγεί στο χωριό Καταρράκτης, Πωγωνίου) σχηματίζονται 2 μικρές λιμνούλες, οι Βοϊδόλιμνες, που είναι γεμάτες με νούφαρα, και που αποτελούν συνέχεια του υδροφόρου συστήματος της περιοχής. Αυτές οι δύο λιμνούλες βρίσκονται μέσα στο δάσος με βελανιδιές. Στην ευρύτερη περιοχή και κοντά στον ποταμό Καλαμά, και στα χαμηλά υψίπεδα των λόφων, ο τύπος του κλίματος και ο ανθρώπινος παράγοντας καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη βλάστηση της ευρύτερης περιοχής. Μια ομοιογενής ζώνη βλάστησης έχει διαμορφωθεί στο χώρο, που ξεκινά από την κοίτη των ποταμών και τους χείμαρρους και φτάνει μέχρι τις κορυφές των βουνών. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τα παραποτάμια δάση με λεύκες, σκλήθρα, φτελιές και ιτιές, τους πουρναρότοπους, τις θαμνώδεις εκτάσεις, τα εκτεταμένα δάση δρυών, τις κουμαριές, τις αγριελιές, τον κέδρο, την κρανιά, την κουτσουπιά, το ρείκι, κ.ά.

Αρκετά είδη χλωρίδας συναντώνται στην περιοχή. Ξεχωρίζουν οι καμπανούλες (Campanula ramosissima, Campanula spathulata), τα γεράνια (Geranium nolle, Geranium robertium), οι βερόνικες (Veronica anagallis, Veronica beccabunga), οι κενταύριες (Centaurea calicitropa, Centaurea solstitialis), οι ορχιδέες (Orchis guadripunctata, Orchis simian, Ophrys fusca, Ophrys mammosa, Ophrys apifera), κ.ά. Η πανίδα της περιοχής παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον, καθώς φιλοξενεί αρκετά είδη μεγάλων θηλαστικών, όπως το αγριογούρουνο (Suss crofa), την αλεπού (Vulpes vulpes), τον λύκο (Canis lupus), τον λαγό (Lepus europaeus), το κουνάβι (Martes foina), τη νυφίτσα (Mustela nivalis), τον σκίουρο (Sciurus vulgaris), τον σκαντζόχοιρο (Erinaceus concolor) και περιστασιακά το ζαρκάδι (Capreolus capreolus). Πλούσια είναι και η ορνιθοπανίδα της περιοχής, με την παρουσία αρκετών σπάνιων και απειλούμενων ειδών, όπως ο σφηκιάρης (Pernis apivorus), ο ασπροπάρης (Neophron percnopterus), το σαΐνι (Accipiter brevipes), ο φιδαετός (Circaetus gallicus), η πετροπέρδικα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

31


(Alectoris graeca), κ.ά. Στα νερά των γύρω ρυακιών και ποταμών απαντώνται η καραβίδα (Astacus epiroticus), η πέστροφα (Salmo truta) και άλλα επτά (7) είδη ψαριών.

Κατά την επίσκεψη στην περιοχή αξίζει η περιήγηση γύρω από τη λίμνη και τους μικρούς υγρότοπους που δημιουργούνται γύρω της, οι οποίοι προσφέρονται για πεζοπορία, ποδήλατο βουνού και διαδρομές με άλογα (φωτογραφίες από Κώστα Βασιλείου και Μανώλη Μανούση).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

32


ΛΙΜΝΗ ΤΟΥΜΠΑ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: Sarika-Hatzinikolaou et al., 2003 -Phytocoenol., 33, 1, 93-151,The macrophytic vegetation in seven aquatic ecosystems in Epirus, NW Greece, Σαρίκα-Χατζηνικολάου, 1999 -Διδακτ., Διατρ., 497σελ., ΕΚΠΑ., Αθηνών, Χλωριδική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα στις Δρακόλιμνες Ηπείρου, Λίμνη Ζαραβίνα και Παμβώτιδα κλπ),

Η μικρή αυτή λίμνη βρίσκεται στην πεδιάδα της Λαψίστας, σε υψόμετρο +470 μέτρα, ανάμεσα στον οικισμό Άνω Λαψίστας και Περίβλεπτος, και είναι το τελευταίο κατάλοιπο της παλαιάς λίμνη της Λαψίστας (αρχικά κάλυπτε ολόκληρη τη λεκάνη των Ιωαννίνων και πολύ αργότερα η στάθμη της ήταν χαμηλότερη από εκείνη της Παμβώτιδας, οπότε αποτελούσαν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων). Η λίμνη Τούμπα έχει έκταση περίπου 50 στρέμματα και σχηματίζεται από τα νερά της ομώνυμης πηγής που τροφοδοτεί και τη λίμνη Παμβώτιδα και από αυτή την πηγή υδρεύεται μέρος της πόλης και Ιωαννίνων.

Από την άποψη της χλωρίδας στη λίμνη Τούμπα έχουν καταγραφεί 69 taxa (είδη, υποείδη, ποικιλίες), από τα οποία 42 είναι υδρόβια αγγειόσπερμα (π.χ.Typha domingensis, Veronica anagallis aquatic, Stachys palustris, Spirodella polyrhiza, Sparganium erectum, S.erectum neglectum, Scrophularia umbrosa, Scirpus lacustris, Rorippa amphibian, R.trichophyllus, R.sceleratus, Potamogeton pusillus, P.lucens, P.crispus, Phalaris arundinacea arundinacea, Persicaria amphibian, P.lapathifoilia pallida, Paspalum distichum, Ceratophyllum demersum demersum, Cyperus longus, Iris pseudacorus, Juncus articulates, Lemna minor, L.trisulca, Myriophyllum spicatum, M.verticillatum, Nasturtium officinale, Nuphar lutea, Nymphaea alba), 26 αγγειόσπερμα μονοκότυλα υγρόφιλα και 1 υδρόβιο πτεριδόφυτο (Azolla filiculoides). Επίσης, σε αυτή τη λίμνη έχει βρεθεί μεταξύ των άλλων μαλακίων και το σπάνιο γαστερόποδο Radomaniola curta (syn., Orientalina curta) . __________

1.3

Λιμνοδολίνες στη Δυτική Ελλάδα

ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΕΣ ΣΤΟ ΞΗΡΟΜΕΡΟ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ (πηγές: Μ. Γκολουμποβιτς-Δεληγιάννη, 2011. Καταστολή γεωμορφολογική εξέλιξη στη δυτική Ελλαδα. Η περίπτωση της περιοχής Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Διδακτ., διατρ., Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σελ., 315, Βλάμη, Ζογκαρης, Δημοπουλος, 2003. Βελανιδόδασος Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. οικοτουριστικές οδηγός. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ΥΠΕΧΩΔΕ, σελ., 75 ).

Στην περιοχή Ξηρόμερο, Αιτωλοακαρνανίας, μια κατεξοχήν άνυδρη περιοχή με καρστικό ανάγλυφο, υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός απο ΛιμνοΔολίνες, Δολίνες και Πόλγες (γεωμορφολογικός δομές σε καρστικό περιβάλλον), αλλά και Ψευτοδολίνες (ανθρωπογενείς κατασκευές με εκσκαφές). Όλα αυτά μαζί με τις υδροδεξαμενές αντιπροσωπεύουν μικρά υγροτοπικά συστήματά (οι Λούτσες των ντόπιων), που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

33


συμβάλλουν από πολύ παλιά στην επιβίωση και στη γεωργοκτηνοτροφική ανάπτυξη του Ξηρόμερου. Ο συνολικός αριθμός αυτών των υδροδεξαμενών φτάνει τις 385 σε αριθμό.

Οι ΛιμνοΔολίνες, 12 σε αριθμό, βρίσκονται πάνω στα κοκκινοχώματα της περιοχής, διατηρούν νερό όλο το χρόνο οι περισσότερες, έχουν χωνοειδή, δισκοειδή ή αστεροειδή μορφή, και είναι κυρίως δολίνες ´´διάλυσης´´ και σπάνια ´´εγκατακρημνισογενείς´´. Στη ροή του χρόνου οι ντόπιοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια ποσότητα νερού, στο άνυδρο Ξηρόμερο, για την άρδευση , κυρίως των καλλιεργειών τους, έχουν πολλές φορές διευρύνει τις φυσικές λιμνοδολίνες ή και έχουν τεχνητά διαμορφώσει, μιμούμενοι το φυσικό ανάγλυφο και τις γεωμορφολογικός δομές των φυσικών δολινών της περιοχής, κατασκευές με εκσκαφές κοιλοτήτων στο έδαφος (τεχνητές υδροδεξαμενές). (Σημείωση για ´´Το Καρστικό Ανάγλυφο και την Εξέλιξή του´´Το καρστικό ανάφλυφο δημιουργείται συνήθως στους ανθρακικούς σχηματισμούς (ασβεστόλιθους, δολομίτες) και στους εβαπορίτες (γύψους, ανυδρίτες). Αντιπροσωπεύεται από ένα σύμπλεγμα διαφορετικών επιφανειακών και υπόγειων καρστικών μορφών που εμφανίζουν ιδιαίτερα υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά. Το κύριο χαρακτηριστικό, αυτών των πετρωμάτων, είναι η μεγάλη ικανότητα της χημικής διάβρωσης και αποσάθρωσης (χημικής και μηχανικής) καθώς και της δευτερογενούς περατότητας της μάζας τους σε σχέση με τα άλλα πετρώματα. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι το φαινόμενο της καρστικοποίησης.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

34


Η καρστική εξέλιξη, δηλαδή η εξέλιξη του καρστικού αναγλύφου, είναι αργή και συνεχόμενη που διαρκεί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια , εξελισσόμενη σε μεγάλες επιφανειακές και υπόγειες εκτάσεις πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στην ανάπτυξη των επιφανειακών και υπόγειων μορφών του καρστικού αναγλύφου εκτός από τη χημική διάλυση, την αποσάθρωση και την απογύμνωση, δεν μπορούμε να παραλείψουμε και τον ρόλο της λιθολογίας, της γεωλογικής δομής και των τεκτονικών μετακινήσεων, όπως επίσης και της υδρογεωλογίας, του κλίματος και της βλάστησης. Ο Huntoon (1995) καθόρισε το καρστ ως εξής : '´Το σύστημα καρστ, είναι ένα ενσωματωμένο σύστημα της μάζας των διαλυτών πετρωμάτων, που με την επίδραση του νερού που κυκλοφορεί στα ίδια τα ορυκτά, και με την διαλυτότητα και την περατότητα τους, διαμορφώνονται καρστικές μορφές των κατακλάσεων, ρηγματώσεων, αγωγών που διευκολύνουν την κυκλοφορία του νερού. ” Στο καρστικό περιβάλλον η διάβρωση των πλαγιών ή και η απογύμνωση είναι ελάχιστη λόγω της σημαντικής διαπερατότητας του επιφανειακού νερού προς το βάθος. Στις πλαγιές των καρστικών κοιλάδων , στις οποίες έχουμε επιφανειακές ροές, έχει παρατηρηθεί κολλοβιακή εξέλιξη και σημαντική κατολίσθηση, καθίζηση και γκρέμισμα.

Η Μεγάλη Λούτσα στη Δεργοβίτσα (φωτό Σπ. Μπαράκου) Αυτά τα φαινόμενα έχουν ως αποτέλεσμα τον επικλινή σχηματισμό των πλαγιών των καρστικών κοιλάδων και το καρστικό εγκάρσιο προφίλ των σπάνιων ποτάμιων κοιλάδων του τύπου ´´κλεισούρας´´ και ´´φαραγγιού´´. Επίσης, το ίδιο φαινόμενο έχουμε και στα υπόγεια κανάλια και υπόγειες αίθουσες σπηλαίων αλλά, με μικρότερο μέγεθος αυτών των σχηματισμών. Με την υπόσκαψη των υπόγειων καναλιών έχουμε την κατολίσθηση τους, με συνέπεια τα τοιχώματα τους (των υπόγειων καναλιών) να σχηματίζουν οριζόντια κλίση. Επίσης, υπογείως έχουμε και τις καταπτώσεις των οροφών σε υπόγειες αίθουσες σπηλαίων. Αν αυτές οι αίθουσες υπάρχουν κοντά στην επιφάνεια του εδάφους , έχουμε γκρέμισμα των άνω στρωμάτων ή και καθίζηση του άνω εδάφους και άνοιγμα αυτών των υπόγειων αιθουσών προς τον επιφανειακό ορίζοντα, την επιφάνεια).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

35


ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΕΣ ΒΟΝΙΤΣΑΣ-ΑΚΤΙΟΥ, ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ (πηγές:σταχυολόγηση από Τσαμαρδά, 2006 -Μεταπτ., Διατρ., Χαροκόπειο Πανεπ., 184σελ., Τυπολογία των λιμνοθαλασσών Αμβρακικού κόλπου, http://imbriw.hcmr.gr/wp-content/uploads/2013/11/PENED.pdf Υπουργείο Ανάπτυξης, 1996 -ΕΜΠ, ΙΓΜΕ, ΚΕΠΕ, 335σελ., +4 Παραρτ., Σχέδιο προγραμ., Διαχειρ., Υδατ., Πόρων, http://www.akarnania.net, http://www.epoxi.gr, http://www.scubadive.gr).

Νότια και δυτικά της Βόνιτσας, υπάρχουν τρεις μικρές λίμνες με κοινό χαρακτηριστικό την κυκλική μορφή και τα αρκετά ψηλά τοιχώματα (γεωλογικό βύθισμα), πάνω από τη στάθμη του νερού τους. Επίσης, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Παλιάμπελα και Μοναστηράκι υπάρχει η μικρή λίμνη της Αβυλαριάς. Η πρώτη λίμνη, η Κομήτη ή Λινοβρόχι, βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 7 μέτρων, 2 χλμ βορειοδυτικά και λίγο έξω από τη Βόνιτσα, στα αριστερά του δρόμου Βόνιτσας-Λευκάδας. Ονομάζεται από τους ντόπιους και ‘’Λιμνοβρόχι’’ παραφθορά της λέξης ‘’λινοβρόχι’’, ονομασία που προέρχεται από την χρήση των νερών της λίμνης για την επεξεργασία λιναριού ή ότι δέχεται αυτή η μικρή λίμνη, πολύ μικρή ποσότητα νερών από τη βροχή. Η δεύτερη λίμνη, η Σαλτίνη ή Λιμνοθάλασσα του Ακτίου, είναι ουσιαστικά αβαθές παράκτιο έλος και βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο χιλιόμετρο του ιδίου πιο πάνω δρόμου, αλλά στα δεξιά της κατεύθυνσης προς την Λευκάδα. Την τρίτη λίμνη, τη Λειβαδάκια, θα την συναντήσουμε στα αριστερά μας, καθώς πηγαίνουμε στον δρόμο Βόνιτσα - Άκτιο, στην ομώνυμη θέση Λειβαδάκια. Οι δύο πρώτες λίμνες έχουν υφάλμυρο νερό, λόγω επικοινωνίας τους με τη γειτονική θάλασσα, ενώ η τρίτη λίμνη στα Λειβαδάκια έχει κανονικό πόσιμο νερό.

Η μορφή των λιμνών, το σχήμα τους, τα ‘’φρύδια’’ γύρω από αυτές, το βάθος τους, η ποιότητα των νερών, αλλά και οι άλλες παρόμοιες υπόγειες λίμνες που υπάρχουν στην περιοχή, οδηγούν άμεσα στο συμπέρασμα ότι η προέλευσή τους δεν μπορεί να ανήκει σε γεγονός πτώσης μετεωρίτη (αναφορές ντόπιων), αλλά είναι λίμνες τεκτονικών καταβυθίσεων, σπήλαια που πριν εκατομμύρια χρόνια έπεσαν οι οροφές των πέτρινων θόλων τους που υπήρχαν πάνω από μεγάλα σπηλαία της περιοχής ( πηγή: Τσαμαρδά, 2006, Ντίνος Στυλιανός - εφημερίδα Παναιτωλικά, http://www.epoxi.gr ) (Σημείωση: Η Δολίνη είναι γεωμορφολογικός σχηματισμός που συνίσταται από μία κλειστή λεκάνη, με κυκλικό ή ελλειπτικό σχήμα και πλάτος μεγαλύτερο από το βάθος (χοάνη). Οι δολίνες συναντώνται κυρίως σε ασβεστολιθικά ή δολομιτικά πετρώματα και οφείλονται είτε στην κατάρρευση της οροφής υπογείων σπηλαίων (εγκατακρημνισιγενείς), είτε στη χημική διάλυση των ασβεστόλιθων από τα νερά της βροχής (χοανοειδείς). Εμφανίζονται μεμονωμένες ή σε ομάδες και οι διαστάσεις τους ποικίλλουν, συνήθως όμως το βάθος τους είναι 5-15 μ. και η διάμετρός τους 20-25 μ. Στην Ελλάδα οι δολίνες είναι συνηθισμένο φαινόμενο, εξαιτίας της αφθονίας των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, και είναι συνήθως εγκατακρημνισιγενείς. Γνωστές είναι οι δολίνες στις οροσειρές της Γκιώνας, του Παρνασσού, των Βαρδουσίων, στην Αιτωλοακαρνανία, στην Κρήτη, στη Χίο κ.α .).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

36


Η λίμνη Κομήτη με έκταση 0.01 τ.χλμ, έχει βάθος που ξεπερνάει τα 10 μέτρα, το νερό της είναι γλυκό έως ελαφρά υφάλμυρο, ενώ εντυπωσιακή είναι η ανάπτυξη Χαρόφυτων (υδρόβια ανώτερα φυτά), αλλά και η ύπαρξη ψαριών, καβουριών, υδρόβιων χελωνών και πτηνών. Σύμφωνα με μια καταδυτική αφήγηση, μέσα στο βάθος της λίμνης υπάρχει ασθενές ρεύμα με κατεύθυνση ανατολική προς δυτική, δηλαδή προς τη γειτονική μικρότερη λιμνούλα με την οποία εικάζεται ότι υπάρχει υπολίμνια επικοινωνία. Εξάλλου, από τη φυσικοχημική σύσταση των νερών της εικάζεται ότι υπάρχει υπόγεια επικοινωνία με τη γειτονική πηγή του Βλυχού.

Χαρόφυτα και Κάβουρας στη λίμνη Κομήτη (photo: http://www.scubadive.gr

Η λίμνη Σαλτίνη ή Λιμνοθάλασσα ή Έλος του Ακτίου με έκταση γύρω στα 2,75 τ.χλμ, βρίσκεται 4 km νότια της Πρέβεζας (στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου Στέρνας, νότια από το αεροδρόμιο του Ακτίου) και αποτελείται από δύο τμήματα που xωρίζoνται από το δρόμο του Ακτίου και χρησιμοποιείται ως ιχθυοτροφείο. Περιμετρικά της υδάτινης περιοχής υπάρχει στενή ζώνη καλαμώνων, ενώ η βλάστηση της γύρω περιοχής είναι κυρίως αλοφυτική (π.χ.,Salicornia spp., Puccinelia spp.,) και με θαμνώνες κυρίως από αλμυρίκια. Το ανατολικό τμήμα (Μικρή Σαλτίνη) είναι μικρότερο και έχει ελάχιστο νερό, ενώ το δυτικό τμήμα είναι μια ρηχή λιμνοθάλασσα με αλμυρό και υφάλμυρο νερό και το έδαφός της είναι αμμοαργιλώδες. Στη νότια πλευρά της υπάρχει ένα τεχνητό κανάλι που συνδέει τη λίμνη με το Ιόνιο πέλαγος και έτσι μέσω αυτού του καναλιού εισέρχονται ψάρια από τη θάλασσα στη λίμνη, όπου και αλιεύονται.

Η γύρω περιοχή της Σαλτίνης είναι επίπεδη, με εκτεταμένες καλλιέργειες και χορτολίβαδα. Ανατολικά της λίμνης, κάτω από τον λόφο Στούπα παρατηρούνται εκτεταμένοι ελαιώνες και χορτολίβαδα. Στην περιοχή Άνω Πούντα, στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της λίμνης απαντούν ελαιώνες, θερμοκήπια, αλλά και χορτολίβαδα. Στα δυτικά και νοτιανατολικά τμήματα της λίμνης, η δενδρώδης παραποτάμια βλάστηση αντιπροσωπεύεται από όχι ιδιαίτερα σημαντικές διάσπαρτες συστάδες δέντρων. Οι εκτεταμένες πολύ ρηχές και λασπώδεις επίπεδες περιοχές, την κάνουν ένα πολύ σημαντικό σταθμό ανάπαυσης για τα μεταναστευτικά πουλιά. __________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

37


1.4 Βάθρες ή Βόθνες, Φυσικές Πισίνες-Κολυμπήθρες στην Ήπειρο Η οροσειρά της Πίνδου χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων και από άφθονα νερά, ρυάκια, χειμάρρους, καταρράκτες και στη βάση τους τις μικρές λίμνες, τις γνωστές Βάθρες ή Φυσικές πισίνες ή Κολυμπήθρες ή μικρές Οβίρες. (Ουσιαστικά αυτές οι κοιλότητες στη βάση των καταρρακτών δεν λογίζονται ως λίμνες, καθότι τα νερά τους είναι τρεχούμενα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, αυτοί οι καταρράκτες να μην έχουν νερό αργά το καλοκαίρι, οπότε τα νερά στις βάθρες είναι στεκούμενα και τότε μπορεί να υπολογιστούν ως εποχικές-περιστασιακές μικρές λίμνες). Ειδικότερα, στην περιοχή της βόρειας Πίνδου, μεταξύ άλλων βρίσκονται και οι

καταρράκτες στο χωρίο Ηλιοχώρι, στα Ζαγοροχώρια Ιωαννίνων. Τρεις καταρράκτες ´´Μπαλτά Ντι Στρίγγα´´ στο σύνολο, σχηματίζουν 2 μεγάλες καταπράσινες βάθρες, κυριολεκτικά μέσα σε παρθένο δάσος. Επίσης, ανάμεσα στο Μικρό και στο Μεγάλο Πάπιγκο, υπάρχει ένα μικρό φαράγγι που διασχίζει το ρέμα Ποτίστρες σχηματίζοντας λιμνούλες, τις "Κολυμπήθρες", όπου την καλοκαιρινή περίοδο πολλοί είναι εκείνοι που κολυμπούν εκεί. Εξάλλου, ξεκινώντας από την Βωβούσα και κατά μήκος του ποταμού Αώου και του Αρκουδορέματος φτάνουμε στον πυρήνα του εθνικού δρυμού της ´´Βάλια Κάλντά´´ όπου συναντάμε τις Βάθρες του Αρκουδορέματος. (Σημείωση για του Kαταρράκτες στην Ελλάδα -πηγές: σταχυολόγηση από http://atraposroute.blogspot.com, http:// www.wondergreece.gr, http://athensvoice.gr, http://www.pinterest.com, http://touristikos-odigos.blogspot.com, http://www.epirus.org, http://www.thetravelbook.gr, http:// romiarizou.blogspot.com - H Ελλάδα είναι μαζί με την Αυστρία, η ορεινότερη χώρα της Ευρώπης. Τα εδάφη της, ημιορεινά και ορεινά, ξεπερνούν το 70% της συνολικής της έκτασης. Σ’ αυτή την έκταση αναπτύσσεται ο απίστευτος αριθμός των 860 (!) αυτοτελών και ανεξάρτητων βουνών. 448 από αυτά είναι χαμηλά, το υψόμετρό τους δεν ξεπερνάει τα +1.000 μέτρα. Τα 359 έχουν μέσο ύψος, από +1000 έως +2000 μέτρα. Τα υψηλότερα ορεινά συγκροτήματα στην Ελλάδα είναι 53, με τις κορυφές τους να ξεπερνούν τα 2.000 μέτρα. Στο πολύπλοκο ανάγλυφο και στις χαραδρώσεις τόσων εκατοντάδων ορεινών όγκων, η προαιώνια δράση και διάβρωση του νερού έχουν δημιουργήσει ένα μεγάλο αριθμό καταρρακτών, που ξεπερνούν κατά πολύ τους 100! Αυτά τα μικρά θαύματα της φύσης είναι για τον φυσιολάτρη, τον πεζοπόρο και, κυρίως, το φωτογράφο μία από τις συναρπαστικότερες εμπειρίες στο φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας. Ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της ροής τους οι καταρράκτες διακρίνονται σε μόνιμους, η ροή των οποίων δεν διακόπτεται –παρά μόνον σε ακραίες περιπτώσεις– κατά τη διάρκεια του έτους και σε εποχικούς οι οποίοι, κατά τη θερινή περίοδο και τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου, στερεύουν. Μεγάλο ενδιαφέρον, οπτικό και αισθητικό, παρουσιάζει η κατηγοριοποίηση ανάλογα με τη μορφή ή τον τρόπο πτώσης του όγκου του νερού. Εδώ, η βασική διάκριση των καταρρακτών είναι σε κάθετους και κεκλιμένους. Στους κάθετους η πτώση του νερού μπορεί να είναι ελεύθερη ή σε επαφή με το πέτρωμα της κάθετης πλαγιάς. Στους κεκλιμένους η ροή του νερού μπορεί να είναι είτε ομοιόμορφη, είτε ασυνεχής. Στην πρώτη περίπτωση το πέτρωμα είναι λείο και ομοιογενές από τη διάβρωση του νερού. Βλέπουμε, λοιπόν, τον καταρράκτη να κυλάει μέσα στο μακρόστενο λούκι του απόλυτα πειθαρχημένος από την αρχή του σχηματισμού του ως το σημείο της συνάντησής του με το έδαφος, τη λιμνούλα, συνήθως, που σχηματίζει. Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία κεκλιμένων, πιο σπάνιων αλλά και πιο θεαματικών καταρρακτών, των λεγόμενων κλιμακωτών ή βαθμιδωτών. Ποιοι ονομάζονται έτσι; Είναι οι κεκλιμένοι μεν αλλά «απείθαρχοι» ή «απρόβλεπτοι» καταρράκτες. Που η μορφή τους μεταβάλλεται, σε μεγάλο βαθμό, από την εκάστοτε ποσότητα του νερού. Εδώ δεν έχουμε ομοιογενές λούκι στο πέτρωμα, διαμορφωμένο από τη μακρόχρονη διάβρωση του νερού,αλλά μια ασυνέχεια του πετρώματος, που εμφανίζει μια μορφή βαθμίδων ή, θα λέγαμε, σκαλοπατιών. Πέφτοντας με ορμή σ’ αυτά τα διαδοχικά επίπεδα ο καταρράκτης, δημιουργεί μια ατίθαση όψη, μια συνολική πτώση που κατακερματίζεται σε ισάριθμες μικροπτώσεις, ανάλογα με τον αριθμό των σκαλοπατιών. Πολλοί ενδιάμεσοι αφροί και άπειρα σταγονίδια δημιουργούν μια εικόνα που μεταβάλλεται συνεχώς και είναι τόσο πιο θεαματική όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος του νερού).

ΒΟΘΝΕΣ ΚΕΡΑΜΙΤΣΑΣ, ΚΑΛΑΜΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://neafiliaton.com, http://keramitsa.pblogs.gr, post_3731.html,

http://labastia.blogspot.gr/2010/08/blog-

Η Κεραμίτσα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Μουργκάνας, στη Θεσπρωτία, σε υψόμετρο +580 μέτρων στις πλαγιές της ομώνυμης κορυφής και σε απόσταση 20 περίπου χιλιόμετρα από τις Φιλιάτες. Για να συναντήσουμε αυτές τις βάθνες-βάθρες ξεκινάμε από το παλαιό ‘’Καλντερίμι’’ του ποταμού Λάγγαρη (παραπόταμος Καλαμά) που κατασκευάστηκε την περίοδο της τουρκοκρατίας και αποτελεί τμήμα του τότε δρόμου που ένωνε τα Γιάννενα με το λιμάνι της Σαγιάδας. Έτσι, από το Ιππικό πάρκο της Λεπτοκαρυάς της Θεσπρωτίας, για να φτάσουμε στις βάθνες (τοπική ονομασία για τις βάθρες) Κεραμίτσας πεζοπορούμε, αφού πρώτα διασχίσουμε το ομώνυμο φαράγγι. (φωτογραφίες Horse Park Leptokaria Thesprotia)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

38


ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ-ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ‘’ΜΠΑΛΝΤΑ ΝΤΙ ΣΤΡΙΓΚΑ‘’, ΗΛΙΟΧΩΡΙ, ΖΑΓΟΡΙ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.zagori.gov.gr, http://romiarizou.blogspot.com, http://photoioannina.blogspot.gr, http://www.iefimerida.gr).

Λίγο έξω από το χωριό Ηλιοχώρι, βρίσκονται οι εντυπωσιακοί καταρράκτες ‘’Μπάλτα ντι Στρίγκα’’, σε υψόμετρο περίπου +900 μέτρων. Πρόκειται για τρεις συνεχόμενους καταρράκτες (ο μεγαλύτερος ύψους 25 μέτρων), που σχηματίζουν φυσικές πισίνες-βόθνες-βάθρες στη βάση τους με ψυχρά έως παγωμένα νερά.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

39


Oι καταρράκτες στη θέση ‘’Μπάλτα Ντι Στρίγκα’’ είναι ένα τοπίο φυσικού κάλους και μαζί με τον αιωνόβιο απλοκλώναρο πλάτανο στο Μεσοχώρι αποτελούν τα σπουδαιότερα αξιοθέατα του χωριού. Ωστόσο, ακολουθώντας από τους καταρράκτες τις πινακίδες στο σηματοδοτημένο μονοπάτι φτάνεις σε 25 λεπτά στην πλατεία του χωριού. Στη διάρκεια της καταπράσινης διαδρομής συναντάς το πέτρινο γεφύρι του Πέτσου (photo: M.Vakaros).

ΟΒΙΡΕΣ - ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΕΣ - ΒΑΘΡΕΣ ΡΟΓΚΟΒΟΥ-ΠΑΠΙΓΚΟΥ, ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ. (Πηγές: σταχυολόγηση από http://www.naturagraeca.com, http://romiarizou.blogspot.com, http://www.iefimerida.gr).

Ανάμεσα στο Μεγάλο και Μικρό Πάπιγκο, στο Ρέμα Ρογκοβού ακολουθώντας ένα μονοπάτι, θα φτάσετε σε αυτές τις φυσικές Κολυμπήθρες ή Οβίρες -τα στρογγυλά κοιλώματα στη ροή του νερού, σαν μικρές φυσικές πισίνες- που λάξευσε το νερό στην πέτρα- σε μια στενή χαράδρα με τεράστιες, λείες σχεδόν οριζόντιες στρώσεις ασβεστολιθικών πλακών.

Πρόκειται για ένα «στένεμα» του ρέματος, που το μετατρέπει σε μικρό φαράγγι, δημιουργώντας με το νερό μικρές φυσικές πισίνες. Στο χαμηλότερο μέρος της ρεματιάς έχει κτισθεί και ένα μικρό φράγμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια μεγάλη φυσική πισίνα στην οποία μπορούν να κάνουν μπάνιο οι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

40


πιο ανθεκτικοί στο κρύο. Ιδανικό μέρος για βουτιές το καλοκαίρι ή για μπάνιο σε μία από τις ατομικές κολυμπήθρες, αποτελούν μεν κοινό μυστικό πλέον, αλλά αξίζει η εμπειρία. Οι Κολυμπήθρες είναι ένα σχετικά σπάνιο φυσικό φαινόμενο, που, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, κέρδισε το ενδιαφέρον μέχρι και του Αλή Πασά, ο οποίος απολάμβανε το μπάνιο του εκεί τους καλοκαιρινούς μήνες. Το θέαμα και η αίσθηση είναι μαγευτικά.

ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟ ΑΡΚΟΥΔΟΡΕΜΑ, ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ. (πηγές: σταχυολόγηση από http://romiarizou.blogspot.com, http://www.hellaspath.gr,http://www.pindosnationalpark.gr, http://www.zagoroxoria.gr).

Ο πυρήνας της Βάλια Κάλντα στον ποταμό Αώο είναι το Αρκουδόρεμα. Για να φτάσουμε εκεί η πεζοπορία ξεκινά απο τη Βωβούσα, το πιο απομακρυσμένο χωριό του Ζαγορίου. Μεταξύ άλλων σημαντικών γεωμορφών για την περιοχή είναι και η περίφημη Κολυμπήθρα, το σημείο όπου μεγάλα βράχια σχηματίζουν μια φυσική πισίνα - στέρνα με νερά γάργαρα και ορμητικά και παγωμένα. ‘’Μόλις συναντήσουμε το Αρκουδόρεμα, μπαίνουμε στο μονοπάτι Ε6, που ξεκινάει από τη δεξιά πλευρά του ρέματος. Μετά από μια μικρή ολιγόλεπτη πορεία φτάνουμε σε ένα καλοφτιαγμένο ξύλινο γεφυράκι και περνάμε στην απέναντι πλευρά της όχθης. Το μονοπάτι μας σύντομα διακλαδώνεται και εμείς ακολουθούμε τη δεξιά διαδρομή με προορισμό τη Βωβούσα και τους «καταρράκτες του Αρκουδορέματος», αφήνοντας αριστερά μας το μονοπάτι που οδηγεί στις λίμνες Φλέγκα. Συνεχίζουμε τη πορεία μας και σε λίγο συναντάμε μια μικρή πηγή, τη μοναδική που υπάρχει κατά μήκος της διαδρομής μας. Μετά από λίγα λεπτά περνάμε στην απέναντι όχθη του ποταμού. Για λιγότερα από 100 μέτρα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

41


ακολουθούμε το μονοπάτι που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του ρέματος και σύντομα αναγκαζόμαστε να περάσουμε ξανά μέσα από τα νερά για να επιστρέψουμε στην αριστερή του όχθη. Κατά μήκος της πορείας μας συναντάμε και τους «καταρράκτες» του Αρκουδορέματος, όπου τα ορμητικά νερά του σμίλεψαν τους βράχους και δημιούργησαν μικρές Οβίρες’’.

ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΑΧΕΡΟΝΤΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ. (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.acherontas.netne.net, http://motorideclub.com, http://www.iefimerida.gr).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

42


Ο ποταμός Αχέροντας, ρέει ανάμεσα στους ορεινούς όγκους της δυτικής Ηπείρου, από ένα στενό φαράγγι που δημιουργούν τα βουνά της Παραμυθιάς και του Σουλίου - γνωστό και ως ΄΄Στενά του Αχέροντα’’. Ο ποταμός Αχέροντας είναι ένας από τους πλέον καθαρούς της Ευρώπης, ενώ η ροή του ποικίλλει, σε πολλά σημεία. Όπου η ροή του νερού είναι ομαλή, σχηματίζονται μικρές λίμνες και νερόλακκοι κατάλληλοι για κολύμπι, παρέα με βίδρες και αχερωνογοβιούς (είδος ψαριού ενδημικού του Αχέροντα).

__________

1.5 Λίμνες στα Δέλτα των ποταμών Αχελώου και Καλαμά ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ, ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από http://thesis.ekt.gr/thesisBookreader/-Διατριβή Αγγελ., Βίτσου Λαμπράκη, 2008, Πανεπιστήμιο Πατρών, σελ., 222). Το δέλτα του ποταμού Αχελώου σχηματίζεται στην έξοδο του ποταμού από την κοιλάδα Παλαιομάνινων-Σταμνών, αποτελεί ιδιαίτερη μορφή δέλτα καθώς κατακλύζει μια καρστική περιοχή με πολλούς λόφους και έχει αναπτυχθεί από τα μεταφερόμενα υλικά του ποταμού, τα οποία αποθέτει στις εκβολές του, ενώ επηρεάζεται από τη θάλασσα. Το δέλτα του Αχελώου, είναι μια σύνθετη μορφή δέλτα, λοβοειδή εσωτερικά και τοξοειδή εξωτερικά. Υπάρχει επίσης μια εκτεταμένη ζώνη αμμωδών φραγμών-λουρονησίδων (περίπου 24 χλμ.) η οποία παγιδεύει πίσω της τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και εγκλωβίζει εσωτερικά το ‘’ευξείνιο’’ βύθισμα του Αιτωλικού (κακώς ονομάζεται λιμνοθάλασσα). Στο δελταϊκό τμήμα στην περιοχή Κατοχής-Εκβολών, ο ποταμός σχηματίζει μια μαιανδρική κοίτη ροής μέσα στις προσχώσεις του. Από τον Πεντάλοφο μέχρι την Κατοχή, η κοίτη ροής αρχίζει τις μεγάλες μαιανδρικές κάμψεις της, εγκιβωτισμένη σε πλευρικές όχθες και αναχώματα, ενώ η κοίτη ροής στο τμήμα Κατοχής-Εκβολές είναι μια τεχνητά διαμορφωμένη φυσική κοίτη ροής ενός υπερχειλίζοντα ποταμού, παρότι διατηρεί τις αμμώδεις νησίδες στα κεντρικά και πλευρικά τμήματα των κάμψεων. Ωστόσο, εκτεταμένα φραγματικά παράκτια συστήματα με παράλληλες βαθμίδες αποσάθρωσης συνδέονται με τις χαμηλότερες περιοχές των κύριων μαινδρικών κοιτών. Έτσι, η περιοχή του δέλτα, πίσω από τους παραλιακούς φραγμούς και προς το εσωτερικό έχει και σχηματίζει μικρές λίμνες γλυκού ή υφάλμυρου νερού (π.χ., Λίμνες Ρούστα και Βάλιτσα). Σημειώνεται ότι η έκταση αυτού του συστήματος των μικρών λιμνών αυξάνει προς τα ανατολικά από την περιοχή Άκρα Σκρόφα προς τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, δείχνοντας έτσι μια αυξανόμενη ηλικία των παραποτάμιων συστημάτων. Επίσης, στο εσωτερικό της δελταϊκής πεδιάδας παρατηρούνται εντελώς απομονωμένες–ξεκομμένες κοίτες που παραμένουν με μορφή ημισεληνοειδών λιμνών ή και μπορεί να σχηματίζουν λίμνες σε πλημμυρικές συνθήκες, απομεινάρια μαιάνδρων γεμάτα με καλαμώνες και που παγιδεύουν ιλυούχους πηλούς συχνά πλούσιους σε οργανικό υλικό (photo: xtsamis, anavasi, panoramio).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

43


ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΕΣ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΑΓΙΑΔΑ, ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση κυρίως απο http://nemertes.lis.upatras.gr -μεταπτ., Χ.Μαρκου, 2011., http://www.kalamasacherontas.gr, http://labastia.blogspot.gr/, www.kalamas-acherontas.gr, http://educandus.forumotion.com/t2335-topic, http://www.ornithologiki.gr, http://www.minagri.gr, http://repository.biodiversity-info.gr). Ο ποταμός Καλαμάς ή Θύαμις διασχίζει το βόρειο τμήμα της Θεσπρωτίας (έκταση λεκάνης απορροής 1894 τ.χλμ.), πηγάζοντας από τα βουνά της Πίνδου (Δούσκος, Μιτσικέλι, Κασιδιάρης) και χύνεται στο Ιόνιο

πέλαγος. Η εκβολή του ποταμού Καλαμά προχωρεί προς τη θάλασσα με γρήγορο ρυθμό και σήμερα έχει δημιουργηθεί αξιόλογο Δέλτα με επιμήκη μορφή. Το μήκος του είναι περί τα 2,5 χλμ από την παλαιά ακτογραμμή και η έκτασή του περί τα 13,5 τ.χλμ. Στον παράκτιο χώρο σχηματίζει εκτεταμένο δέλτα. Το δέλτα του Καλαμά περιλαμβάνει την παλαιά και τη νέα κοίτη του, αρδευόμενες με συλλογικά αρδευτικά δίκτυα γεωργικές εκτάσεις και παράκτιες προσχωσιγενείς ελώδεις εκτάσεις που κατακλύζονται περιοδικά από τη θάλασσα ή και το ποτάμι κατά την περίοδο πλημμυρικών ροών. Εκεί στις παλιές εκβολές του ποταμού καλαμά απαντώνται οι μικρές λίμνες του Φτελιά, Μαντήλας, Παγανιάς, Παραλίας Καλαμά, Κάτω Αετού, Νενούδας και η λιμνοθάλασσα Σκάλα Σαγιάδας. Η μορφή του Δέλτα είναι πέλματος πτηνού, πράγμα που σημαίνει έντονη τροφοδοσία σε υλικό από τα ανάντη. Η μορφή του, η εξάπλωσή του μέσα στη θάλασσα και η έκτασή του, εκτός από το μέγεθος προσφοράς σε στερεό υλικό, εξαρτάται και από την παρουσία, τη φορά κίνησης και την ταχύτητα των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

44


θαλάσσιων ρευμάτων της περιοχής. Σύμφωνα με στοιχεία της Δ.Ε.Η, η μέση υπερετήσια παροχή του ποταμού Καλαμά κοντά στην εκβολή του φθάνει τα 57 κμ/δευτ, ενώ οι αποθέσεις φερτών υλών στην περιοχή Κιοτέκι (κοντά στις εκβολές) ανέρχονται σε 1,442x106τόννοι/έτος, τα οποία προέρχονται από τη διάβρωση της μεσαίας ζώνης της λεκάνης απορροής του Καλαμά, που δομείται από φλυσχικά πετρώματα. Η διάβρωση αυτή ήταν ιδιαίτερα έντονη κατά τα περασμένα χρόνια, ενώ κατά τα τελευταία 30 χρόνια φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά, λόγω του περιορισμού της καλλιέργειας ορεινών επικλινών εδαφών, του περιορισμού της βοσκής των αιγοπροβάτων και της καλύτερης φύλαξης και εκμετάλλευσης των δασών. Η περιοχή του Δέλτα μαζί με τις εκει λίμνες και λιμνοθάλασσες καταλαμβάνουν έκταση περίπου τα 15000 στρέμματα και η ευρύτερη περιοχή περιέχει μία μεγάλη ποικιλία οικοτύπων σημαντικών για τη χλωρίδα και την ορνιθοπανίδα. Κατά μήκος της ακτογραμμής που εκτείνεται από τη Σαγιάδα μέχρι την Ηγουμενίτσα οι οικότοποι περιλαμβάνουν λιμνοθάλασσες, μικρές λίμνες, γλυκά και αλμυρά έλη, υγρά λιβάδια, συστάδες καλαμώνων και τις δύο εκβολές της παλιάς και νέας κοίτης του ποταμού. Προς το εσωτερικό απαντώνται λόφοι με φρύγανα και μακκία βλάστηση, συστάδες με αρμυρίκια και υπολείμματα παραποτάμιων δασών. Ο υγρότοπος των εκβολών του Καλαμά και το Δέλτα του αποτελούν ένα πλούσιο μωσαϊκό βλάστησης και ένα ιδιαίτερο τοπίο. Ποικίλες φυτοκοινότητες συγκροτούν 14 τύπους οικοτόπων, από τους οποίους ο οικότοπος "Λιμνοθάλασσες" είναι τύπος προτεραιότητας. Η φυσικότητα και η τυπικότητα ορισμένων από αυτές αναδεικνύουν την αξία της περιοχής, ενώ ο χλωριδικός κατάλογος αποτελείται από 497 φυτικά είδη. Το Δέλτα του Καλαμά περιλαμβάνει την νέα κοίτη του ποταμού (2.5 χλμ νότια της κοινότητας Σαγιάδας), την παλαιά κοίτη (0.5 χλμ ανατολικά της κοινότητας Κεστρίνης), αρδευτικά και αποστραγγιστικά κανάλια καθώς και περιοχές που κατακλύζονται συχνά από το νερό της θάλασσας. Η σημερινή έξοδος του ποταμού αποτελεί τεχνικό έργο που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1960 για γεωργικούς σκοπούς. Η έντονη ετήσια τροφοδοσία σε φερτές ύλες δημιούργησε το δέλτα, του οποίου η έκταση είναι περίπου 3 τ.χλμ. Σημαντικό είναι πως παρουσιάζει ικανή έκταση σχετικά αδιατάρακτης ενιαίας φυσικής ζώνης. Λιμνοθάλασσες: Βρίσκονται στην περιοχή της παλαιάς κοίτης και χαρακτηρίζονται από την παρουσία περιοχών με αλοφυτική βλάστηση. Ο οικότοπος αυτός περιλαμβάνεται στους τύπους οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και αποτελεί τύπο προτεραιότητας (Natura 2000: 1150) λόγω της επιτακτικής ανάγκης διατήρησης ή και αποκατάστασής του σε ικανοποιητικό επίπεδο. Τα κυρίαρχα φυτικά είδη που παρατηρούνται είναι τα: Potamogeton pectinatus, Ruppia maritima, Arthrocnemum macrostachyum και Sarcocornia perennis. Σημαντική είναι η συνεισφορά του Δέλτα στην προστασία και διατήρηση 170 ειδών ορνιθοπανίδας. Στο συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου συναντούμε τον Αργυροπελεκάνο στη νέα εκβολή του ποταμού, το Νανογλάρονο και το Ποταμογλάρονο που αναπαράγονται στην περιοχή καθώς και τη Χουλιαρομύτα που εμφανίζεται κατά τη μετανάστευση και πιθανόν να αναπαράγεται. Αλμυρά και Υφάλμυρα Έλη: Αυτός ο τύπος είτε σχηματίζει νησίδες σε μικρή απόσταση από την ακτή είτε απαντάται σε παράκτιες περιοχές. Χαρακτηριστικό φυτικό είδος του συγκεκριμένου οικότοπου είναι η Αρμυρίθρα. Πρόκειται για σαρκώδες φυτό που φυτρώνει σε παράκτιες περιοχές και υγροτόπους που δέχονται την επίδραση του αλμυρού νερού, ενώ η γεύση του θυμίζει αλμυρό σπαράγγι. Οι σπόροι του φυτού αποτελούν πολύτιμη τροφή για παρυδάτια και μικροπούλια. Επίσης στην περιοχή παρατηρούνται το Limonium narbonense και διάφορα αγρωστώδη όπως το Puccinellia festuciformis. Σε ζώνες κοντά σε αρδευτικές διώρυγες αναπτύσσονται βούρλα. Στα βόρεια της νέας κοίτης του ποταμού υπάρχουν υφάλμυρα έλη, τα οποία δημιουργήθηκαν από την είσοδο γλυκού νερού σε περιοχές που παλαιότερα ήταν αλίπεδα (αλμυρά λιβάδια). Οι τύποι της βλάστησης που παρουσιάζονται είναι : α) Κοινότητα με Scirpus maritimus και Juncus subulatus β) Καλαμώνες με Phragmites australis (αγριοκάλαμο) ή / και Typha domingensis (Ψαθί) γ) Δασύλλια με είδη Tamarix (αρμυρίκια). Είναι σημαντικός τύπος βλάστησης γιατί στη νέα εκβολή του Καλαμά στις συστάδες με είδη Tamarix βόσκουν άλογα (Equus caballus). Πρόκειται για μια από τις λιγοστές περιοχές της χώρας όπου υπάρχουν ακόμη ελεύθερα άλογα σε άγρια κατάσταση. Εξάλλου, οι καλαμώνες της περιοχής αποτελούν ιδανικό τόπο διατροφής και φωλιάσματος για αρκετά είδη Anatidae (πάπιες). Κατά την μετανάστευση πιθανολογείται η παρουσία ενός παγκοσμίως απειλούμενου είδους, της Λεπτομύτας (Numenius tenuirostris). Πρόκειται για ένα μεσαίου μεγέθους παρυδάτιο που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

45


οι πληθυσμοί του μειώνονται δραματικά τα τελευταία 20 χρόνια και σήμερα αποτελεί το σπανιότερο τουρλί του κόσμου.

Υγρά Λιβάδια: Στην περιοχή του Καλαμά ο οικότοπος των υγρών λιβαδιών έχει υποστεί μεγάλη υποβάθμιση και σε μεγάλο ποσοστό έχει καταστραφεί. Χαρακτηριστικά φυτικά και ζωϊκά είδη που απαντώνται είναι τα Lolium multiflorum (πολύ ανθηήρα) και Rumex conglomeratus. η Αβοκέτα (Recurvirostra avosetta), ο Καλαμοκανάς (Himantopus himantopus), η Πετροτριλίδα (Burhinus oedicnemus) και το Νεροχελίδονο (Glareola pratincola) τα οποία αναφέρονται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας ως Τρωτά είδη. Ενδεικτική είναι και η παρουσία της Μικρογαλιάντρας (Calandrella brachydactyla), ανήκει στα Στρουθιόμορφα και προτιμά να φωλιάζει στο έδαφος. Στα υγρά λιβάδια απαντάται και ο ηπειρωτικός λιμνοβάτραχος (Rana epeirotica), πρόκειται για ενδημικό είδος των βαλκανίων. Παραποτάμια Δάση: Στο Δέλτα, εξαιτίας της επέκτασης των καλλιεργειών υπάρχουν υπολείμματα παραποτάμιων δασών περιορισμένα σε στενές ζώνες. Σε αυτή την περιοχή αλλά και στα Στενά του ποταμού συναντούμε είδη όπως: ο πλάτανος, το κλήθρο ή σκλήθρο και η ασημοϊτιά. Ανάμεσα στις καλλιέργειες και τους λόφους παρατηρούνται δάση με Φτελιά, σε μορφή φυτοφραχτών αποδίδοντας ιδιαιτερότητα στο τοπίο. Σε αυτά τα δάση βρίσκουν καταφύγιο καρδερίνες, λούγαρα όπου τρέφονται με τους καρπούς των πλατανιών και των κλήθρων και σπίνοι. Η παραποτάμια βλάστηση, σε συνδυασμό με τις καλλιέργειες, τα κανάλια νερού και τις διάφορες συστάδες δέντρων προσελκύουν και έναν σημαντικό αριθμό ειδών πανίδας. Το νερόφιδο, το κυβόφιδο και η ποταμοχελώνα είναι χαρακτηριστικά είδη ερπετοπανίδας. Ο ασβός, η αλεπού, το κουνάβι και ο σκαντζόχοιρος είναι κάποια από τα θηλαστικά που έχουν παρατηρηθεί. Τα παραποτάμια δάση αποτελούν σημαντικό βιότοπο για τον μυοκάστορα και τη βίδρα ή αλλιώς ποταμόσκυλο. Σύμφωνα με την Διεθνή Ένωση Διατήρησης της Φύσης (IUCN) η βίδρα θεωρείται "τρωτό" είδος λόγω της σπανιότητας και της μείωσης των πληθυσμών της. Το νομικό καθεστώς προστασίας της στην Ελλάδα την κατατάσσει στα "αυστηρά προστατευόμενα είδη". Η ‘’Λουρίδα της Σαγιάδας’’ (έτσι έχει επικρατήσει να λέγεται παρότι δεν ανήκει στην περιοχή της Σαγιάδας) είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει το όνομά της. Μια στενή λουρίδα γης ανάμεσα στη θάλασσα και στη γειτονική μας χώρα, την Αλβανία. Αποτελεί τη βόρεια και δυτική παραθαλάσσια γη της Θεσπρωτίας, αμέσως μετά τη Σαγιάδα και απέναντι κυριολεκτικά από την πόλη της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

46


Κέρκυρας. Στη ‘’Λωρίδα’’ της Σαγιάδας φημισμένα είναι τα αλιεύματά της, ενώ ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσιάζει η ιχθυοκαλλιέργεια (λειτουργούν περίπου 30 παράκτιες μονάδες σε ιχθυοκλωβούς) κυρίως για την τσιπούρα και το λαυράκι.

Οι λιμνοθάλασσες (Δημόσια ιχθυοτροφεία) εκμισθώνονται για χρήση, με απόφαση του Περιφερειάρχη, στους Αλιευτικούς Συνεταιρισμούς (Σαγιάδας, Ηγουμενίτσας και Κεστρίνης) και κατανέμονται στα παράλια του Ν. Θεσπρωτίας ως εξής: α) Λιμνοθάλασσα Βόντας με έκταση περίπου 5.000 στρέμματα και Μπαστιά- Αλυκές με έκταση περίπου 3.000 στρέμματα, οι οποίες είναι εκμισθωμένες στον Αλιευτικό Συνεταιρισμό Σαγιάδας. β) Λούτσα-Παπαδιά με έκταση περίπου 3.000 στρέμματα και η Παλαιά Κοίτη Ποταμού Καλαμά με έκταση περίπου 500 στρέμματα. Η ουσιαστική αλιευτική εκμετάλλευση γίνεται σε μήκος 4-5 χλμ. από τις εκβολές και είναι εκμισθωμένες στον Αλιευτικό Συνεταιρισμό Κεστρίνης. γ) Λιμνοθάλασσα Καλάγκα με έκταση περίπου 700 στρέμματα και οι λιμνοθάλασσες Ρηχό και Βατάτσα οι οποίες βρίσκονται στη Βόρεια παραλία του όρμου της Ηγουμενίτσας. Το Ρηχό έχει επιφάνεια 970 στρέμματα και η Βατάτσα 830 στρέμματα, οι οποίες είναι εκμισθωμένες στον Αλιευτικό Συνεταιρισμό Ηγουμενίτσας. Στην περιοχή της Κεστρίνης χρησιμοποιούνται ακόμη παραδοσιακοί τρόποι αλιείας (Διβάρια, πεζόβολος).

Παραδοσιακά Υδροτριβεία (δριστέλλες ή ντριστέλλες, ή νεροτριβές) για το πλύσιμο χοντρών μάλλινων υφασμάτων

Τα κυριότερα προϊόντα των λιμνοθαλασσών είναι ο κέφαλος, τα χέλια, η τσιπούρα και το λαβράκι. Ενώ τα κυριότερα βενθοπελλαγικά προϊόντα: κουτσομούρες, μπακαλιάροι, γλώσσες, χταπόδια και σουπιές. Τα παραγόμενα προϊόντα, συνολικής ετήσιας παραγωγής περίπου 400 τόνων, διατίθενται Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

47


κυρίως χονδρικά στα κατά τόπους ιχθυοπωλεία, ενώ ελάχιστο ποσοστό διατίθεται λιανικά σε καταναλωτές ή εστιατόρια.(πηγή: Ν.Α. Θεσπρωτίας: Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης - Τμήμα Αλιείας, 2010). Παρά την οικολογική σημασία του δέλτα του Καλαμά, η περιοχή δεν υπάγεται στον κατάλογο των Υγροτόπων διεθνούς σημασίας της Σύμβασης Ραμσάρ και κανένα μέτρο διατήρησης και προστασίας δεν έχει ληφθεί για την περιοχή. Αναφέρεται μόνο στον κατάλογο των " Σημαντικών για την Ορνιθοπανίδα Περιοχών" της ICBP και σε προτάσεις οριοθέτησης "ευρύτερης" περιοχής ZOE. Αντίθετα, μεγάλα τμήματα της ευρύτερης δελταϊκής πεδιάδας του Καλαμά έχουν υποστεί στράγγιση και έχουν μετατραπεί σε αγροτική γη. Έχουν κατασκευαστεί, επίσης, συστήματα αρδευτικών διωρύγων και στραγγιστικών τάφρων. __________

1.6

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες

Ο ΑΛΠΙΚΟΣ ΤΡΙΤΩΝΑΣ Ichthyosaura alpestris ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.herpetofauna.gr, http://www.wwf.gr, http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx…).

‘’Ο Αλπικός Τρίτωνας ή Βουνοτρίτωνας, είναι ένα από τα πιο όμορφα αμφίβια που μπορεί να συναντήσει κανείς κυρίως στα βουνά της Ελλάδας. Μοιάζει με μικρό δράκο, και έχει μήκος 8 - 12 εκατοστόμετρα, με μεγαλύτερα τα θηλυκά άτομα. Τα θηλυκά γεννούν 250 με 300 αυγά μέχρι το πέρας της αναπαραγωγικής περιόδου. Το χρώμα αυτού του Τρίτωνα είναι καστανογκρί με κοκκινωπή κοιλιά. Μπορούμε να το βρούμε στην κεντρική Ελλάδα (οροσειρά Πίνδου) απο τα σύνορα με την Αλβανία μέχρι και τα βουνά της βόρειας Πελοποννήσου, καθώς και σε μικρό τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης. Η έκταση της περιοχής παρουσίας του στην Ελλάδα εκτιμάται σε 8 .500 τ.χλμ., από τα οποία 500 τ.χλμ στην Πελοπόννησο.

Το είδος με την επιστημονική ονομασία Ichthyosaura alpestris, μέχρι πρόσφατα ήταν γνωστό ως Triturus alpestris. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ανήκουν στο υποείδος Ichthyosaura alpestris, syn., Mesotriton alpestris veluchiensis. Οι πληθυσμοί στην Ελλάδα εμφανίζουν μεγάλο βαθμό γεωγραφικής απομόνωσης, υψηλή γενετική διαφοροποίηση και φαινόμενα ενδογαμίας. Πρόσφατες γενετικές μελέτες δείχνουν πως οι πληθυσμοί της Πελοποννήσου διαφέρουν σημαντικά τόσο σε επίπεδο mtDNA , όσο και στις συχνότητες αλλοενζύμων από τους πληθυσμούς της ηπειρωτικής χώρας και συγκροτούν διακριτή διαχειριστική μονάδα. Όσο αφορά την αναπαραγωγή (η ωρίμανση επιτυγχάνεται σε 2-3 έτη) αυτή διαφέρει ανάλογα με το υψόμετρο και το γεωγραφικό πλάτος. Στα βόρεια και μεγάλα υψόμετρα αναπαράγονται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στα νότια η αναπαραγωγική περίοδος είναι νωρίς την άνοιξη, ενώ έχει παρατηρηθεί δεύτερη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

48


περίοδος το φθινόπωρο. Τα θηλυκά γεννούν 100-200 αυγά, τα οποία εκκολάπτονται σε υδρόβιες προνύμφες. Η μεταμόρφωση συμβαίνει κατά το τέλος φθινοπώρου. Σε κάποιες περιπτώσεις η μεταμόρφωση καθυστερεί και γίνεται την επόμενη χρονιά. Τουλάχιστον 2 πληθυσμοί (π.χ., Τύμφη, Σμόλικας) εμφανίζουν παιδομόρφωση.

Οι τρίτωνες ζουν σε υψόμετρα από +700 έως +2400 μέτρα, συνήθως όμως προτιμούν υψόμετρα απο +1200 έως +2200 μέτρα, σε μόνιμους ή εποχικούς υγρότοπους, όπως σε μικρές λίμνες (π.χ., Δρακόλιμνες), ρυάκια με κρύο και διαυγές νερό που βρίσκονται σε δάση και δασικά ξέφωτα, σε αλπικά λιβάδια, ενίοτε σε πετρώδεις και άγονες περιοχές, αλλά και σε ποτίστρες ζώων και πηγές. Σε μεγάλα υψόμετρα διαχειμάζουν (χειμερινή νάρκη) κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ αντίθετα στις νοτιότερες περιοχές και στα χαμηλότερα υψόμετρα διαθερίζουν (θερινή νάρκη) κατά τους θερμούς θερινούς μήνες. Σε εποχικούς υγρότοπους, και μετά τη ξήρανσή τους, κατά τους θερινούς μήνες οι αλπικοί τρίτωνες ζουν στη χέρσο. Είναι δραστήριοι την ημέρα στα βαθύτερα τμήματα των υδάτινων όγκων και μετακινούνται στα ρηχότερα τη νύχτα. Τα ενήλικα τρέφονται στον πυθμένα, ενώ οι προνύμφες τους σε όλη τη στήλη του νερού. Έχει παρατηρηθεί ωοφαγία και κανιβαλισμός σε συνθήκες αυξημένης πληθυσμιακής πυκνότητας. Ο Aλπικός Τρίτωνας προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως ζωικό είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος του οποίου η διατήρηση επιβάλει τον καθορισμό ειδικών ζωνών διατήρησης), από τη σύμβαση της Βέρνης, ως είδος πανίδας υπό αυστηρή προστασία και από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981, ως προστατευτέο είδος. Παράλληλα απαντάται στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου και σε Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

49


περιοχές του δικτύου Natura 2000. Κίνδυνοι μείωσης αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Στερεάς, ενώ το είδος έχει εξαφανιστεί από το Παναχαϊκό όρος. Ευαίσθητοι είναι και οι πληθυσμοί στις Δρακολίμνες του Σμόλικα και της Τύμφης. Ο αλπικός τρίτωνας περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας. Στην Ελλάδα οι τοπικοί πληθυσμοί του Αλπικού Τρίτωνα, και ιδιαιτέρως της Πελοποννήσου και της ανατολικής Στερεάς, αντιμετωπίζουν κινδύνους δραστικής μείωσης ή και εξαφάνισης, ως αποτέλεσμα της εντεινόμενης υποβάθμισης και καταστροφής των ενδιαιτημάτων τους λόγω κλιματικών αλλαγών (π.χ., υψηλών θερμοκρασιών, ξηρασίας), ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (υπεράντλησης υδάτων, ρύπανσης, χειμερινού τουρισμού, μηχανοκίνητων σπορ και φυσικών καταστροφών, π.χ. πυρκαγιών). Άλλες απειλές είναι η συλλογή τους για επιστημονικές και ερευνητικές δραστηριότητες, οι μεγάλες τοπικές απομονώσεις και η ενδογαμία των τοπικών πληθυσμών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο Αλπικός Τρίτωνας εξαπλώνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Από τη βόρειο-ανατολική Γαλλία έως την Πολωνία, Ρουμανία και Ουκρανία, και από τη νότια Δανία έως τη βόρεια Ιταλία, και στα Βαλκάνια. Επιπλέον συναντάται σε δύο απομονωμένες περιοχές στη βόρεια και κεντρική Ισπανία και σε μια απομονωμένη περιοχή της κεντρικής Ιταλίας, ενώ το είδος έχει εισαχθεί στη Βρετανία. Οι Τρίτωνες στην Ελλάδα, πριν από μερικά χρόνια, κατατάσσονταν σε τρία γένη και τέσσερα είδη με χαρακτηριστικότερο το Ichthyosaura alpestris syn., Mesotriton alpestris. Έτσι, εκτός απο το γνωστό Αλπικό Τρίτωνα (Ichthyosaura alpestris) απαντούν τα υποείδη Τελματοτρίτωνας ή Τρίτων ο κοινός, Lissotriton vulgaris vulgaris (Linnaeus, 1758) και ο Lissotriton vulgaris graecus (Wolterstorff, 1905) , o Ανατολικός Λοφιοφόρος Τρίτωνας ή Λοφιοφόρος Τρίτων ή Μεγάλος Τρίτωνας, Triturus ivanbureschi , ο Δυτικός Λοφιοφόρος Τρίτωνας ή Τρίτωνας ο Μακεδονικός, Triturus macedonicus syn., T. cristatus που πρόσφατα ανάχθηκε σε είδος, αφού μέχρι πρότινος ταξινομούνταν σε υποείδος του είδους Triturus carnifex (Laurenti, 1768). Ειδικότερα: -Ο Τελματοτρίτωνας ή Τρίτωνα ο κοινός, επιστημονικά Lissotriton vulgaris vulgaris και ο Lissotriton vulgaris graecus, φτάνουνι το μέγιστο μήκος τα 11cm για το υποείδος L.v.vulgaris και τα 7.5cm για το υποείδος L.v.graecus. Ο φυλετικός διμορφισμός είναι έντονος. Τα αρσενικά είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά, με μεγαλύτερες κηλίδες και έντονα χρώματα, αναπτύσσουν νηκτική μεμβράνη στα πίσω πόδια και λοφίο. Τα θηλυκά γεννούν 60-300 αυγά τα οποία τυλίγουν με φύλλα υδρόβιων φυτών. Ζευγαρώνουν αμέσως μετά την χειμερία νάρκη σε στάσιμα ή ελαφρώς ρέοντα νερά. Η εξάπλωσή τους στην Ελλάδα περιλαμβάνει την Ηπειρωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα Ιόνια νησιά. -Ο Δυτικός Λοφιοφόρος Τρίτωνας ή Δυτικός Χτενοτρίτωνας, επιστημονικά Triturus macedonicus, έχει περιοχή εξάπλωσης τη Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρος, δυτική Στερεά Ελλάδα και Κέρκυρα. Πρόσφατα ανάχθηκε σε είδος αφού μέχρι πρότινος ταξινομούνταν σε υποείδος του είδους Triturus carnifex (Laurenti, 1768). Τελικό μέγεθος θηλυκών 18cm και αρσενικών 15cm. Κυρίως νυκτόβιο είδος. Παραμένει στο νερό περίπου το 1/3 του χρόνου κατά την περίοδο της άνοιξης, όπου και αναπαράγεται. Μέχρι το πέρας της αναπαραγωγικής περιόδου, τα θηλυκά γεννούν έως και 250 αυγά από τα οποία, λόγω μιας χρωμοσωμικής ανωμαλίας, μόνο τα μισά αναπτύσσονται τελικά. Το χειμώνα βγαίνουν στην ξηρά, κρύβονται κάτω από πέτρες ή κούτσουρα και συχνά πέφτουν σε χειμέρια νάρκη. Όσο τα διαθέσιμα στάσιμα νερά μειώνονται ή αυξάνονται οι ρύποι, τόσο το είδος αυτό τείνει να εξαφανισθεί. -Ο Ανατολικός Λοφιοφόρος Τρίτωνας ή Λοφιοφόρος Τρίτων ή Μεγάλος Τρίτωνας, επιστημονικά Triturus ivanbureschi, έχει περιοχή εξάπλωσης του περιλαμβάνει τη Θράκη και το ανατολικό τμήμα της κεντρικής Μακεδονίας. Σχετικά πρόσφατες μελέτες ανήγαγαν το ως τότε υποείδος Triturus karelinii arntzeni (Litvinchuk, Borkin, Dzukic & Kalezic, 1999) σε ξεχωριστό είδος. Αργότερα, αποδείχθηκε ότι ο ολότυπος του T. arntzeni ουσιαστικά ανήκε στο είδος T. macedonicus, έτσι το είδος περιγράφηκε εκ νέου με νέο ολότυπο ως T. ivanbureschi το 2013. Η ονομασία δόθηκε ως φόρος τιμής στο Βούλγαρο ερπετολόγο Ivan Buresh. Μέγιστο μήκος 18cm. Προτιμά κυρίως ορεινά δάση. Κυρίως νυκτόβιο είδος. Ζευγαρώνει στο νερό κατά την περίοδο της άνοιξης σε μικρές λίμνες, στάσιμα ή ελαφρώς ρέοντα νερά. Η μεταμόρφωση των προνυμφών συνήθως διαρκεί 3 με 4 μήνες. Η ενηλικίωση αρχίζει στο 3ο με 5ο έτος της ζωής του, ενώ η διάρκεια ζωής του υπολογίζεται στα 8-15 χρόνια με τα θηλυκά να ζουν περισσότερο από τα αρσενικά. Πέφτει σε χειμερία νάρκη το Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο ανάλογα με τη θερμοκρασία (photos by Ilias Strachinis and Marie Stille)’’. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

50


Η ΒΙΔΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.arcturus.gr, http://www.bluedot.gr, http://www.lifemag.gr, http://www.dasarxeio.gr, http://www.biodiversity-info.gr).

‘’ Η ευρασιατική βίδρα (Lutra lutra) ή ενυδρίδα ή ποταμόσκυλο, είναι ένα νυχτόβιο μικρόσωμο ζώο, ζει περίπου 20 έτη, και είναι μάλλον μοναχικό ζώο. Διαβιεί στις όχθες των ορεινών ποταμών και των λιμνών, σε έλη με ανεπτυγμένη παρόχθια βλάστηση, καθώς και σε παράκτιες περιοχές που διαθέτουν, όμως, πρόσβαση σε γλυκό νερό, το οποίο της είναι απαραίτητο για να καθαρίζει τη γούνα της. Η βίδρα έχει μακρύ, ελαστικό και μυώδες κορμί, παχύ και αδιάβροχο, γκριζοκάστανο τρίχωμα που απολήγει σε δυνατή, σαρκώδη ουρά, κοντά αυτιά και ρύγχος με παχιά μουστάκια. Τα πόδια της, κοντά, με νηκτικές μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα και το αεροδυναμικό σχήμα της, την καθιστούν δεινή κολυμβήτρια. Κολυμπά γρήγορα, κουνώντας την ουρά και το σώμα της και χρησιμοποιώντας σαν κουπιά τα πίσω πόδια της. Στη στεριά περπατά με δυσκολία και κοντοστέκεται όρθια, χρησιμοποιώντας ως στήριγμα την ουρά της. Θεωρείται από τα σπανιότερα και πιο απειλούμενα θηλαστικά της ηπείρου. Η βίδρα αποτελεί σημαντικό δείκτη υγείας των ορεινών υδάτων και γι’ αυτό προστατεύεται αυστηρά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Τρέφεται με ψάρια σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80%, αμφίβια, ερπετά (νερόφιδα), ασπόνδυλα (κυρίως καβούρια), πουλιά και μικρά θηλαστικά. Σημειώνεται ότι οι βίδρες που ζουν στις λίμνες Ζάζαρη και Χειμαδίτιδα τρώνε κυρίως πουλιά. Στην Ελλάδα θεωρείται ότι υπάρχει ένας από τους πυκνότερους και με μεγάλη εξάπλωση πληθυσμούς. Στην κεντρική Ελλάδα εμφανίζεται μία μικρή διάσπαση των πληθυσμών, ενώ μερικοί απομονωμένοι πληθυσμοί βρίσκονται στην Κέρκυρα, στη δυτική Πελοπόννησο και στη νότια Εύβοια.

Για την αναζήτησή της τροφής της βγαίνει τη νύχτα, ενώ αρκετά συχνά περνάει την μέρα στη φωλιά της, που πολλές φορές έχει είσοδο μόνο κάτω από το νερό. Αυτά κάνουν την παρατήρησή της κάπως δύσκολη. Στο παρελθόν την κυνηγούσαν για την γούνα της ή για ψυχαγωγία, αλλά τώρα γενικώς προστατεύεται (Π.Δ. 67/81). Η βίδρα απαντά σε μια μεγάλη ποικιλία υδάτινων ενδιαιτημάτων και δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε πολύ καθαρά νερά. Για την ανάπαυση και την αναπαραγωγή της επιλέγει ήσυχες τοποθεσίες, ανάμεσα σε βράχια με πυκνή παρυδάτια δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση ή καλαμώνες, ή κοιλότητες τις οποίες σκάβει κάτω από το έδαφος. Οριοθετεί με σαφήνεια τον ζωτικό της χώρο, η έκταση του οποίου κυμαίνεται ανάλογα με τη διαθέσιμη τροφή. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

51


Στους ποταμούς, ο ζωτικός της χώρος είναι γραμμικός και κυμαίνεται από 5 έως 40 χιλιόμετρα, ενώ στις λίμνες και τα έλη έχει πολυγωνική δομή. Σε ακτές με πλούσιες τροφικές πηγές, ο ζωτικός της χώρος μπορεί να φθάσει έως και το 1 χιλιόμετρο. Με ιδιαίτερα ανεπτυγμένες όλες τις αισθήσεις της, είναι εξαίρετη «κυνηγός» και συγκαταλέγεται μεταξύ των ανώτερων θηρευτών των υδάτινων οικοσυστημάτων. Η ευρασιατική βίδρα που αποτελεί το ευρύτερα απαντώμενο είδος βίδρας, είναι ένα από τα 13 είδη βίδρας που υπάρχουν στον κόσμο. Από αυτά πέντε είδη, μεταξύ των οποίων και η ευρασιατική, απειλούνται. Για τη βίδρα έχουν περιγραφεί 10 διαφορετικά υποείδη. Το όνομα ευρασιατική δεν ανταποκρίνεται στην ακτίνα της εξάπλωσής της, καθώς, εκτός από την Ευρώπη και την Ασία εξαπλώνεται και σε τμήματα της Αφρικής. Στο Λιχτενστάιν, στην Ολλανδία και στην Ελβετία θεωρείται είδος που έχει εξαφανισθεί.

Οι πυκνότεροι πληθυσμοί της απαντούν στις ακτές της Νορβηγίας. Η Ελλάδα, σύμφωνα με παλιότερες καταγραφές για το είδος, θεωρείται ότι φιλοξενεί έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς βίδρας στην Ευρώπη. Στην Κεντρική Ελλάδα εμφανίζεται διάσπαση των πληθυσμών, ενώ οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν εκτοπίσει τη βίδρα από πολλές περιοχές της Δυτικής Ελλάδας. Γεννούν, συνήθως την άνοιξη, 2-3 μικρά το έτος, τα οποία τον πρώτο χρόνο εξαρτώνται από τη μητέρα τους. Χρησιμοποιεί πολλά καταφύγια για ανάπαυση και αναπαραγωγή τα οποία είναι είτε ανοικτά, σε ήσυχες τοποθεσίες ανάμεσα σε βράχια με πυκνή παρυδάτια δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση ή καλαμιώνες, είτε σε κοιλότητες που σκάβει κάτω από το έδαφος. Η βίδρα θεωρείται απειλούμενο είδος και προστατεύεται από την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας, στο Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Ειδών της Παγκόσμιας Ένωσης για την Προστασία της Φύσης (ΙUCN) καθώς και στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Επίσης, προστατεύεται σύμφωνα με το Π.Δ. 67/81, τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979) και τη Σύμβαση της Ουάσιγκτον για το διεθνές εμπόριο των απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας (CITES, 1973). Τέλος, περιλαμβάνεται στον Κόκκινο Κατάλογο των Παγκοσμίως Απειλούμενων Ζώων και Φυτών των Ηνωμένων Εθνών. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι για την επιβίωση της βίδρας προέρχονται από τον άνθρωπο και είναι η ρύπανση των ποταμών και των λιμνών, η αποξήρανση των υγροτόπων και τα υδροηλεκτρικά φράγματα. Η καταστροφή της παρόχθιας βλάστησης σε λίμνες και ποτάμια λόγω της επέκτασης των αγρών, της κατασκευής δρόμων, της ευθυγράμμισης της κοίτης στα ποτάμια και η οικιστική ανάπτυξη. Η κατάκλιση των βιοτόπων από τεχνητούς ταμιευτήρες στα ποτάμια (Οι τεχνητοί ταμιευτήρες, συνήθως, δεν δημιουργούν κατάλληλους βιότοπους για το είδος λόγω έντονης αυξομείωσης της στάθμης και την απουσία παρόχθιας βλάστησης ). Για τη διατήρηση του είδους πρέπει να εξασφαλισθούν η επικοινωνία μεταξύ γειτονικών υποπληθυσμών, η προστασία της φυσικής βλάστησης στις όχθες, η ποιότητα και η στάθμη του νερού, η διατήρηση των πληθυσμών των ψαριών και να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις της άμεσης θανάτωσης και των τυχαίων ατυχημάτων (photo from http://www.dasarxeio.gr)’’. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

52


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ ΛΑΨΙΣΤΑΣ, ΑΛΛΟΤΕ (πηγές: σταχυολόγηση από κείμενα Γ. e.gr/Giannena/Giannena_Limni_Papaioannou-G.aspx , και post_12.html ).

Κ. Παπαιωάννου http://www.giannenaΣτ., Κωλέττα -http://zitsagate.blogspot.gr/2013/11/blog-

«Χίλια καντάρια ζάχαρη να ρίξουμε στη λίμνη, για να γλυκάνει το νερό να πιει η κυρά Φροσύνη»(σημείωση: λέγεται ότι από τότε άρχισε ο ευτροφισμός της λίμνης) . ‘’Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων παρέμενε αναλλοίωτο ένα οργανωμένο οικοσύστημα-υγροβιότοπος, επί αιώνες, όπως η ίδια η φύση απλόχερα και με σοφία είχε δημιουργήσει και μας το είχε παραδώσει. Αυτό το σύστημα αποτελούσαν: α) η λίμνη των Ιωαννίνων, η οποία εφάπτεται στη βορειοανατολική της πλευρά με τα ριζά του Μιτσικελιού από το άκρο του χωριού Λογγάδες (η παλιά Αρδομίστα) μέχρι το άκρο του χωριού Αμφιθέα (παλιά ονομασία Στρούνι) και β) η λίμνη-υγροβιότοπος της Λαψίστας, η στάθμη της οποίας ήταν χαμηλότερη από τη λίμνη των Ιωαννίνων.

Όταν η λίμνη ήταν καθαρή, είχε βατράχια και καραβίδες και τα παιδιά έπιαναν καραβίδες και νερόφιδα στην τότε αμμουδιά της πλατείας Μαβίλη, στην κυρά-Φροσύνη και στον Λασπότοπο. Τότε, ήταν άγνωστη η λέξη ευτροφισμός της λίμνης, που χρησιμοποιείται στις μέρες μας για να δηλώσει τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό του φυτοπλαγκτού, των καλαμιών και άλλων φυτών, με την ταυτόχρονη κατάληψη του υδάτινου χώρου της. Ας σημειωθεί ότι τα καλάμια δεν αναπτύσσονται στο νησί από την πλευρά της Ντραμπάτοβας, επειδή εκεί έχει μεγάλο βάθος η λίμνη. Αντίθετα από την πλευρά της Παναγίας Ελεούσας (με θέα το Κάστρο και τα Γιάννινα) το βάθος της λίμνης είναι μικρότερο και οι καλαμιώνες αναπτύσσονται περισσότερο. Παλιά οι νησιώτες και αρκετοί γιαννιώτες χρησιμοποιούσαν τα καλάμια και τα άλλα υδρόβια φυτά, για να φτιάξουν ένα σωρό χρήσιμα πράγματα. Από πράσινο φύλλο ρεζίνας ή από καφεκίτρινο φύλλο ρογκόζιου και με παραγεμισμένο το εσωτερικό τους από πλατσοπάθι έφτιαχναν ψαθωτές καρέκλες. Από ρεζίνα κατασκεύαζαν ειδικό χορτόσχοινο, που το χρησιμοποιούσαν σαν στημόνι στον αργαλειό, για να υφάνουν τις ψάθες. Από παπύρι κατασκεύαζαν ψάθες και τσοπανοκαλύβες. Επειδή το παπύρι δεν σαπίζει, οι νησιώτες το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν σημαδούρες (τους χιλιμπούκους), όπου έδεναν τα δίχτυα. Με ρογκόζιο έφτιαχναν καλλίτερης ποιότητας ψάθες και ψαθιά. Για κανίστρες και καλάθια οι νησιώτες χρησιμοποιούσαν χοντρόφυλλο ρογκόζιο ή καλάμι. Τα καλάμια τα χρησιμοποιούσαν οι αγρότες για αντιστηρίγματα των φυτών στους κήπους και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

53


στα χωράφια, καθώς και για το φράξιμο των χωραφιών. Με χορτόσχοινα από άλλα φυτά της λίμνης πλέκονταν τα καλάμια και φτιάχνονταν οι καλαμωτές. Από καλάμι γίνονταν και τα ψάθινα καπέλα. Εξάλλου, οι αγελάδες από το Πέραμα έτρωγαν το καλοκαίρι τις ρίζες των καλαμιών και λιάνιζαν στην κυριολεξία το πράσινο φύλλωμά τους. Ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε από τη λίμνη και τα προϊόντα της. Ειδικότερα οι νησιώτες σαν βαρκάρηδες με τα καΐκια και τις βενζίνες τους και σαν ψαράδες που έπιαναν τα λιμνίσια ψάρια και τάιζαν γενιές γιαννιωτών. Τα δε δύσκολα χρόνια της κατοχής τα παραλίμνια μποστάνια της πόλης, καθώς και τα γλίνια και τα κυπρίνια της λίμνης-που θείο χέρι φρόντισε να υπάρχουν σε αφθονία-έσωσαν στην κυριολεξία από την πείνα τους γιαννιώτες.

Από την Παμβώτιδα ( adriatic-route.gr, travelioannina.gr, flickr.gr )

Η λίμνη των Γιαννίνων κάθε χρόνο πρασίνιζε γύρω στα τέλη Μαΐου και οι νησιώτες έλεγαν ότι «η λίμνη έχει θέρμη». Θέρμη ήταν η πρασινίλα (το πλαγκτόν) που έβγαζε η λίμνη με τη ζέστη από τον πυθμένα της και η οποία υποχωρούσε με τους αέρηδες και έφευγε οριστικά τον χειμώνα (Νοέμβριο-Δεκέμβριο) με τους βοριάδες. Η θέρμη της λίμνης θεωρούνταν υγεία, γιατί ανανεωνόταν τα νερά του πυθμένα. Ήταν μια κατάσταση απαραίτητη και φυσιολογική στον βιολογικό κύκλο ανανέωσης της λίμνης. Οι νησιώτισσες είχαν την έγνοια να προλάβουν να πλύνουν τα ρούχα τους στη λίμνη μέχρι τον Μάιο μήνα-πριν από το Πάσχα-προτού κάνει την εμφάνισή της η πρασινίλα του πλαγκτόν, γι’ αυτό και συμβούλευαν τις νέες νοικοκυρές: «Πλύντε τα ρούχα σας στη λίμνη μέχρι τον Μάιο. Προτού πιάσει θέρμη τη λίμνη». Ο Μάτσικας ήταν ακρωτήρι της λίμνης. Το ίδιο και η θέση όπου βρίσκεται ο άγιος Νικόλαος Κοπάνων. Σε αυτές τις θέσεις Μάτσικα και αγίου Νικολάου Κοπάνων (περιοχή Λιμνοπούλας) καθώς και στον Λασπότοπο χτυπούσαν τα κύματα της λίμνης και γινόταν ο καθαρισμός των νερών (φιλτράρισμα). Γι’ αυτό από παλιά οι γυναίκες πήγαιναν να πλύνουν τα ρούχα τους και τα κοπάνιζαν για να γίνουν πιο καθαρά, στα βράχια στο Μάτσικα και στον άγιο Νικόλαο Κοπάνων (εξ ου και το όνομά του). Γλιστρούσαν οι πλακαριές εκεί πέρα. Ήταν κατάλληλη η τοποθεσία και για να τα απλώσουν. Όταν μπαζώθηκε πριν από το τέλος του 19ου αιώνα η περιμετρική τάφρος του κάστρου και σταμάτησαν κατ’ ανάγκη οι κάτοικοι της περιοχής Λειβαδιώτη (σημερινή Λεωφόρος Καραμανλή) να αδειάζουν σ’ αυτή τα υγρά λύματα των σπιτιών τους, τότε καθάρισαν και τα νερά στην περιοχή της κυρά-Φροσύνης. Τότε άρχισαν οι γυναίκες να πλένουν τα μάλλινα ρούχα των σπιτιών τους και στην περιοχή κοντά στη Σκάλα. Οι παλιότεροι αναφέρουν ότι τον χειμώνα, που ανέβαινε η στάθμη της λίμνης, το νερό έμπαινε-διείσδυε στο Μιτσικέλι, φιλτράρονταν και έβγαινε καθαρό την άνοιξη και το καλοκαίρι, που υποχωρούσε η στάθμη της (προηγούμενη αναφορά στα καρστικά πετρώματα). Έτσι τα ριζά του Μιτσικελιού τροφοδοτούσαν σε συνεχή βάση τη λίμνη των Ιωαννίνων με καθαρό νερό. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

54


Από τη θέση-παλιά πηγή Μπλιτς στην Αμφιθέα=Στρούνι και πιο πέρα στην πηγή-εστεβέλα της Ντραμπάτοβας και μέχρι την πηγή Μπουρνό πριν από τη μονή Ντουραχάνης υπήρχαν ένα σωρό μικρότερες και μεγαλύτερες πηγές, οι οποίες ανανέωναν τα νερά της λίμνης. Πριν από τη μονή Ντουραχάνης βρίσκεται η πηγή Μπουρνό, η οποία έχει μπαζωθεί (βουλώσει) από το υπόστρωμα του παραλίμνιου δρόμου που κατασκευάστηκε γι’ αυτό και υποχωρεί (καθιζάνει) σε μόνιμη βάση ο ασφαλτοτάπητας από τα πηγαία νερά που βγαίνουν. Η λιμνούλα που σχηματίζεται δίπλα στον δρόμο στην περιοχή Ντουραχάνης παλιά είχε ανοικτή πρόσβαση με την υπόγεια λεκάνη του Μιτσικελιού και οι ψαράδες πήγαιναν και έριχναν τα δίχτυα τους, για να πιάσουν ψάρια-μαρίτσια, που έβγαιναν από το Μιτσικέλι. Η πηγή της Ντραμπάτοβας, που μέχρι πρόσφατα είχε σταματήσει να λειτουργεί, επικοινωνούσε μέσω Μιτσικελιού με την πηγή Μπουρνό. Έτσι και από τις δύο πλευρές-και από Ντραμπάτοβα και από Μπουρνό-έβγαιναν ψάρια-μαρίτσια, τα οποία θέλουν τρεχούμενο και όχι στάσιμο νερό, για να επιβιώσουν. Πηγές είχε και το νησάκι της λίμνης. Στην περιοχή Σεράι (στον δρόμο προς Παναγία Ελεούσα), καθώς και στο εκκλησάκι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (μετά το μουσείο Αλή-Πασά) υπήρχαν πηγές, οι οποίες έκλεισαν (μπαζώθηκαν) με την κατασκευή του περιφερειακού δρόμου του νησιού στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Η λίμνη έχει και υπόγειες πηγές (όχι καταβόθρες), γιατί ποτέ οι ψαράδες δεν έχασαν τα δίχτυα τους (δεν τους τα ρούφηξαν οι καταβόθρες). Άπλωναν τα δίχτυα τους για να πιάσουν ψάρια και πάντοτε τα μάζευαν. Όταν στη διάρκεια της κατοχής ήρθαν οι γερμανοί στα Γιάννινα, εγκαταστάθηκαν κάποιοι από αυτούς στο σπίτι του Λάπα στο νησί. Έκαναν μετρήσεις στη λίμνη και βρήκαν ότι έχει 165 υπόγειες πηγές. Και είπαν χαρακτηριστικά ότι «αν ήξεραν οι γιαννιώτες το υπόγειο σπήλαιο που υπάρχει σε βάθος, θα έφευγαν αυθημερόν από τα Γιάννινα». Από αυτά προκύπτει ότι είναι πηγαίο το νερό της λίμνης και την εμπλουτίζει από διάφορα σημεία υπέργεια ή υπόγεια, από τα οποία και οδηγείται κατ’ ευθείαν σε αυτήν. Μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου (ειδικότερα μέχρι το ’37-’38) από το μεσόλιμνο (δηλαδή από το μέσο της λίμνης και στη γιαννιώτικη διάλεκτο μ’σόλιμνο ) έβγαζαν πηγαίο και καθαρό νερό οι νερουλάδες και το πουλούσαν στα γιαννιώτικα σπίτια. Ακόμη όσοι γιαννιώτες είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν δική τους βάρκα, έφταναν οι ίδιοι στο μ’σόλιμνο κι έπαιρναν νερό για τα σπίτια τους. Στα ρηχά νερά ανάμεσα στα χαμηλά υδρόβια φυτά στην περιοχή από άγιο Νικόλαο Κοπάνων-ΜάτσικαΛασπότοπο (νότια-νοτιοδυτική πλευρά της λίμνης) πήγαιναν πιο παλιά τον Μάιο μήνα τα ψάρια (όπως οι κυπρίνοι) και χτυπιότανε στο νερό, για να βγάλουν και να εναποθέσουν τα αυγά τους. Σε αυτή την περιοχή ήταν η θερμοκρασία κατάλληλη, για να επωαστούν τα αυγά σε αντίθεση με την περιοχή προς Μιτσικέλι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

55


(βορειοανατολική πλευρά), όπου τα νερά ήταν κρύα. Σήμερα και με την αλλαγή του κλίματος που έχει συντελεστεί, τα ψάρια τινάζονται για να αφήσουν τα αυγά τους στην περιοχή Ντουραχάνης, στα ριζά δηλαδή του Μιτσικελιού. Τον χειμώνα που ήταν κρύα τα νερά της λίμνης, τα ψάρια ακολουθούσαν τους υπόγειους διαύλους και πήγαιναν στις σπηλιές του Μιτσικελιού να ξεχειμωνιάσουν, γιατί υπήρχε αυτή η επικοινωνία μέσω των πηγών. Και οι ψαράδες, όταν ψάρευαν τον χειμώνα, έριχναν τα δίχτυα τους με κατεύθυνση το Μιτσικέλι, για να πιάσουν ψάρια.

1929 –-Βόλτα πάνω στα παγωμένα νερά της λίμνης (allnews-epirus.blogspot.gr)

Ίσως και το όνομα Παμβώτις, που αποδίδεται στη λίμνη των Ιωαννίνων από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης τον 12ο μ.Χ αιώνα να αιτιολογείται από τη δυνατότητα των ευλογημένων νερών του λεκανοπεδίου να διατρέφουν τους πάντες. Πράγματι η λέξη Παμβώτις προέρχεται ετυμολογικά από το παν+βώτωρ ή βούτης, όπου βώτωρ σημαίνει βοσκός και βούτης ο γελαδάρης, ο βουκόλος (από το βους). Παμβώτωρ είναι ο συντηρών, ο διατρέφων τους πάντες, οπότε Παμβώτις είναι αυτή που συντηρεί και διατρέφει τους πάντες’’. «Ως θηλυκού γένους η Παμβώτις (παν+βώτις) έχει περιεκτική σημασία και υποδηλώνει την τρέφουσα τα πάντα, από πλευράς κτηνών (αγελάδων, προβάτων, χοίρων κλπ.) και κατ’ επέκταση και τους ανθρώπους. Και αυτή η απόδοση της σημασίας προσιδιάζει καλλίτερα στην περιοχή αυτή, διότι λόγω των πολλών λειμώνων και χωραφιών δίπλα και πέριξ της λίμνης, έτρεφε παλιότερα όλα τα κτηνοτροφικά ζώα, μεγάλα και μικρά. Πρόβατα στους γύρω λόφους από τις παραλίμνιες εκτάσεις, βόδια μέσα στους πλούσιους λειμώνες, αλλά και στους χώρους μέσα στα έλη και στα τέλματα. Ως κατεξοχήν Παμβώτις θα πρέπει να θεωρηθεί όλη η άλλοτε κατακλυζόμενη περιοχή της λεκάνης Λαψίστας, η οποία, λόγω της υποχώρησης των νερών κατά τη θερινή περίοδο, προσφερόταν ιδιαιτέρως για τέτοιες δραστηριότητες, καθώς και η περιοχή Περάματος-Στρουνίου, όπου μέχρι σήμερα τρέφονται αγελάδες. Έτσι η ονομασία Παμβώτις δεν αποκλείεται να προσδιόριζε την αφθονία ολόκληρου του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, περιλαμβανομένων και των δύο λιμνών και όχι αποκλειστικά τη λίμνη των Ιωαννίνων, οπότε στην περίπτωση του Ευσταθίου θα πρέπει να θεωρηθεί σαν επιθετικός και όχι σαν ονοματικός της Λίμνης προσδιορισμός». Ο Στέφανος Κωλέττας στο βιβλίο του «Οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας» αναφέρει ‘’Η λίμνη της Λαψίστας κάλυπτε τη λεκάνη, όπου δεσπόζει το χωριό Λαψίστα, στο οποίο οφείλει και το όνομά της. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

56


Η στάθμη της ήταν σε χαμηλότερο υψόμετρο από τη στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων. Η επιφάνειά της αυξομειώνονταν με την εναλλαγή των εποχών. Κατά την περίοδο του χειμώνα με τις έντονες βροχοπτώσεις ανέβαινε η στάθμη της λίμνης των Ιωαννίνων (οι παλιότεροι έλεγαν ότι «φούσκωνε η λίμνη» ή ότι «είχε φουσκονεριά») και τα νερά της ξεχείλιζαν από την πλευρά του Περάματος, όπου είναι και το χαμηλότερο σημείο της. Εκεί υπήρχαν εννέα περάσματα-νερομάνες από το κτήμα Τζουριάδη (στον άγιο Νικόλαο Κοπάνων) μέχρι την πηγή Σεντενίκο (κοντά στη διακλάδωση της εθνικής οδού Ιωαννίνων-Θεσσαλονίκης με στρατόπεδο Περάματος και Αμφιθέα), από όπου τα νερά της λίμνης των Ιωαννίνων περνούσαν-οδηγούνταν μέσω Περάματος στη λίμνη της Λαψίστας. Με τις παρατεινόμενες βροχοπτώσεις η μόνιμη υπερχείλιση της λίμνης των Ιωαννίνων τον χειμώνα είχε σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίζει όλος ο κάμπος του περάσματος προς τη Λαψίστα-το οποίο πέρασμα πήρε με την πάροδο του χρόνου το όνομα Πέραμα-μέχρι το πέρασμα του Λυκοστόμου με την ομώνυμη γέφυρα, όπου ήταν η απαρχή των ορίων της λίμνης Λαψίστας. Στη θέση Λυκόστομο ήταν το μικρότερο άνοιγμα-δίοδος της περιοχής Λαψίστας από ξηρά σε ξηρά, με συνέπεια να είναι το μοναδικό πέρασμα των λύκων από το Μιτσικέλι (που σημαίνει Αρκουδοβούνι) στην απέναντι πλευρά του λεκανοπεδίου∙ γι’ αυτό και πήρε το όνομα Λυκόστομο (το πέρασμα ήταν στο στόμα του λύκου). Οι συνεχείς ποσότητες νερού που δεχόταν τον χειμώνα η λεκάνη της Λαψίστας είχαν ως συνέπεια την άνοδο της στάθμης της λίμνης της σε υψηλότερες περιοχές προς Νεοχώρι-Ασφάκα-Πετσάλι. Κατά την έκφραση των παλαιότερων «τον χειμώνα πνιγόταν στα νερά όλη η περιοχή γύρω από τη Λαψίστα». Η λίμνη της Λαψίστας ήταν μικρότερη σε έκταση και είχε μικρότερο βάθος από τη λίμνη των Ιωαννίνων. Η ίδια η φύση είχε στο πέρασμα των αιώνων με σοφία δημιουργήσει στο ευρύτερο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων ένα σπάνιο οικοσύστημα από δύο λίμνες: τη Μεγάλη λίμνη των Ιωαννίνων και τη Μικρή αδελφή της, εκείνη της Λαψίστας, οι οποίες αποτελούσαν ένα δίδυμο σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, όπου η ύπαρξη της μιας συνδεόταν άμεσα από την καλή λειτουργία και ύπαρξη της άλλης. Οι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας σχηματίστηκαν πριν από εκατομμύρια χρόνια.

Ψαράδες, πίνακας του Κενάν Μεσαρέ (1889-1965) (enplosimioseis.blogspot.gr)

Η λίμνη της Λαψίστας είχε βασική κύρια υπόγεια πηγή της εκείνη της Τούμπας, από την οποία υδρεύονται σήμερα με πόσιμο νερό οι δήμοι και κοινότητες του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων μέσω του ΣΥΔΚΛΙ (Σύνδεσμος Υδρεύσεως Δήμων και Κοινοτήτων Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων). Επίσης την πηγή του Κρυονερίου σε απόσταση 500 μέτρων περίπου από την Κάτω Λαψίστα, καθώς και από τις ανάβρες-τις θέσεις εκείνες όπου ανάβρυζε το νερό, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη πηγή. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

57


Όταν τον χειμώνα η χωρητικότητα της λεκάνης της λίμνης Λαψίστας έφτανε σε οριακό σημείο, τα πλεονάζοντα νερά της έβρισκαν διέξοδο στις χωνεύτρες των Μύλων Μπριάτουκας και στις ψηλότερες χωνεύτρες του Ραϊδιού. Από εκεί οδηγούνταν υπόγεια στους μύλους της Βελτσίστας (δηλαδή της Κληματιάς) και στη συνέχεια στον ποταμό Καλαμά. Την άνοιξη και μέχρι το καλοκαίρι υποχωρούσε διαδοχικά η στάθμη των νερών της λίμνης Λαψίστας και περιορίζονταν η επιφάνειά της. «Ξεπλένονταν η περιοχή» κατά τα λεγόμενα των κατοίκων της. Έτσι τα χωράφια στην περιοχή Νεοχωρίου-που είχαν μεγαλύτερο υψόμετρο και καλύπτονταν από λίγο νερό«ξαστέρωναν πιο γρήγορα» και σπέρνονταν με καλαμπόκι και ρύζι. Η λάσπη αυτών των εκτάσεων είχε υποστεί φυσική λίπανση και δημιουργούσε εύφορο έδαφος κατάλληλο για αποδοτικές μονοκαλλιέργειες, όπως συνέβαινε με τις πλημμύρες των παρακείμενων εκτάσεων στο Νείλο ποταμό. Η στάθμη της λίμνης στην περιοχή της κοινότητας Λαψίστας είχε μέτριο βάθος. Το καλοκαίρι που έπεφτε η στάθμη της έμεναν εκεί βούρκος και παπύρια. Τον χειμώνα η στάθμη της λίμνης άγγιζε τη θέση, όπου σήμερα βρίσκεται το φυτώριο της Λαψίστας. Η περιοχή ‘’Πνιγμένη’’ (ο λόφος όπου σήμερα είναι εγκατεστημένα τα πτηνοσφαγεία ‘’Πίνδος’’) τον χειμώνα περιβαλλόταν από νερά. Για τον έλεγχο της στάθμης των νερών και την καλλίτερη κατανομή τους την περίοδο άνοιξης-καλοκαιριού στις αποκαλυπτόμενες εκτάσεις της Λαψίστας είχε δημιουργηθεί ένα σύστημα λειτουργίας ιδιοκτησίας Ντούμα-Αθανασιάδη. Τα νερά από τις πηγές Τούμπας διέσχιζαν μέσω ενός αυλακιού, που αποκαλείται «παλιαύλακο», την κτηματική περιοχή της Λαψίστας (σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τη Λαψίστα ) μέχρι να καταλήξουν στα χωνέματα των Μύλων Ροδοτοπίου-Λαψίστας. Ο εν λόγω παλιαύλακας διατηρείται μέχρι σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του και λειτουργεί σαν αποστραγγιστικός, όταν η περιοχή πλημμυρίζει με νερά οδηγώντας τα στα χωνέματα.

Την περίοδο του καλοκαιριού όλα τα ψάρια μαζευόταν στην περιοχή Τούμπας, όπου τα νερά ήταν κρύα. Απομακρύνονταν τον Μάιο μήνα και γεννούσαν στα ρηχά, για να γυρίσουν αμέσως μετά στην Τούμπα. Το φθινόπωρο μόλις άρχιζαν τα πρώτα μπουμπουνητά και έπεφταν οι πρώτες βροχές, τα χέλια (είχαν πια μεγαλώσει) έφευγαν για τη θάλασσα από τις χωνεύτρες γύρω στον Οκτώβριο με Νοέμβριο μήνα. Τότε ήταν η στιγμή που περίμεναν οι ντόπιοι για να φτιάσουν ιβάρια με ξύλα στις χωνεύτρες και μάζευαν κάθε πρωί οκάδες τα χέλια. Την άνοιξη τα χέλια (νεογέννητα μικρά) από το Γιβραλτάρ ακολουθούσαν από ένστικτο την ίδια μεγάλη διαδρομή και επέστρεφαν μέσα από τις χωνεύτρες στη λίμνη της Λαψίστας. Τον χειμώνα που κατακλύζονταν από νερά η περιοχή του Περάματος και οι δύο λίμνες γινόταν ένας υδάτινος όγκος μαρίτσια-καραβίδες-χέλια-βατράχια από τη λίμνη της Λαψίστας (που έχει χαμηλότερη στάθμη σε σχέση Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

58


με τη λίμνη των Ιωαννίνων) έφθαναν και πλημμύριζαν στην κυριολεξία τη λίμνη των Ιωαννίνων και

χόρταιναν τους γιαννιώτες με φρέσκο, εκλεκτό και νόστιμο ψάρι.

Παλιά η περιοχή των πηγών της Τούμπας ήταν μόνιμος βούρκος. Λασπώνει ακόμα και σήμερα, μετά την αποξήρανση που έχει συντελεστεί στη λίμνη της Λαψίστας. Η Τούμπα είναι υπόγειο πηγαίο νερό. Στην περιοχή υπάρχει υπόγεια λεκάνη, η οποία επικοινωνεί άμεσα με την παρακείμενη υπόγεια λεκάνησπήλαιο του Μιτσικελιού. Όμως τα πετρώματα του σημερινού πλέον κάμπου της Λαψίστας είναι αδιαπέραστα σε βάθος (έχουν δηλαδή μεγάλο βαθμό συμπύκνωσης). Σε ορισμένα μάλιστα σημεία-όπως στην περιοχή του Λυκοστόμου-το υπέδαφος έχει και κάρβουνο. Αυτό γίνεται φανερό, επειδή λόγω της συμπύκνωσης δεν απορροφάται σε βάθος επιφανειακό νερό μολυσμένο από τα χημικά λιπάσματα, που χρησιμοποιούνται για το πότισμα των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Αν συνέβαινε τα μολυσμένα επιφανειακά νερά να απορροφούνται και να οδηγούνται στην υπάρχουσα υπόγεια λεκάνη της Λαψίστας, τότε θα είχε μολυνθεί τόσο ο υδροφόρος ορίζοντας των πηγών Τούμπας, όσο και το γειτνιάζον νερό των σπηλαιώσεων του Μιτσικελιού.

Στις αποξηραμένες πια εκτάσεις του σημερινού κάμπου της Λαψίστας γίνονται σήμερα γεωτρήσεις για την ανεύρεση νερού. Έτσι στα ριζά του κάμπου (στις άκρες του) βρίσκεται νερό σε βάθος 15 με 17 μέτρα. Μπορεί ανάλογα με τη σύσταση του πετρώματος να χτυπήσεις νερό και στα 5 μέτρα. Στο εσωτερικό του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

59


κάμπου της Λαψίστας (βαθιά, εκεί όπου η στάθμη του εδάφους είναι χαμηλή) γίνονται γεωτρήσεις σε βάθος μέχρι 80 μέτρα, προκειμένου να βρεθεί νερό της υπάρχουσας υπόγειας λεκάνης και όχι επιφανειακό. Ένας απέραντος υγροβιότοπος ήταν το σύστημα των δύο λιμνών του ευρύτερου λεκανοπεδίου Ιωαννίνων. Εδώ μεγάλωναν και πολλαπλασιαζόταν ψάρια μικρά και μεγάλα σε άφθονες ποσότητες∙ από τσίμες, δρομίτσες, γλίνια, κυπρίνια και μαρίτσια, μέχρι καραβίδες, χέλια και βατράχια. Εδώ εύρισκαν τον φυσικό τους χώρο τα υδρόβια πουλιά, για να ζήσουν και να πολλαπλασιαστούν. Εδώ ήταν τα απέραντα χλοερά λιβάδια, για να βοσκήσουν χωρίς πρόβλημα οι αγελάδες. Εδώ μπορούσαν με το άφθονο νερό να καλλιεργήσουν τα παρακείμενα χωράφια τους οι κάτοικοι του λεκανοπεδίου. Από εδώ μπορούσαν οι άνθρωποί του να πιούνε άφοβα πηγαίο και καθαρό νερό, φιλτραρισμένο από τα καρστικά πετρώματα του Μιτσικελιού. Εδώ στις δύο λίμνες του-τη μεγάλη και τη μικρή-γινόταν τα οργανωμένα κυνήγια με τα γνωστά «κλείσματα»-δηλαδή τα κλεισίματα των περασμάτων των πουλιών από τους γιαννιώτες-που τόσο παραστατικά περιγράφει ο Δ. Σαλαμάγκας. Εδώ μέσα-στις δύο λίμνες, στο νησί και περιμετρικά τους γίνονταν οι οργανωμένες βαρκάδες, τα παραλίμνια πανηγύρια των μοναστηριών και των εξωκλησιών, καθώς και τα υπέροχα γλέντια από μερακλήδες γιαννιώτες, που έχουν αφήσει εποχή. Το όνομα της λίμνης Λαψίστας οφείλεται στο ομώνυμο χωριό Λαψίστα, το οποίο κατείχε κεντρική θέση στη νοτιοανατολική ακτή της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η λίμνη προϋπήρχε αυτού. O Pouqeville θεωρεί το όνομα ελληνικής προέλευσης και το ετυμολογεί από τη λέξη Λάσπη, στην οποία προστέθηκε η σλαβικής προέλευσης κατάληξη –ιστα και η αρχική ονομασία ήταν Λασπίστα και με αντιμετάθεση του-σπ σε –πς έγινε Λαψίστα. Ο Στέφανος Μπέτης θεωρεί το όνομα σλαβικό κι αυτό αποτελείται από τη ρίζα λαψ, που σημαίνει καλάμι και την παραγωγική κατάληξη –ιστα, που σημαίνει τον τόπο, όπου βρίσκεται το πράγμα που αναφέρεται στο θέμα και συγκεκριμένα εδώ το καλάμι ή τα καλάμια. Πράγματι το χωριό είχε πλήθος τέτοιων φυτών σε αυτοφυή κατάσταση. Λαψίστα λοιπόν θα τη μεταφράζαμε ακριβώς Καλαμοχώρι ή Καλαμιώνας. Αλλού όμως γράφει ότι το Laps (σλαβικό) σημαίνει έλος και με την τοπωνυμική κατάληξη –ιστα σημαίνει εγκατάσταση ή συνοικισμό παραλίμνιο ή παράβαλτο.

Αγώνες αλιείας κυπρίνου στην Παμβώτιδα (photo: M.Vakarow/photoioannina.blogspot.gr)

Η λίμνη της Λαψίστας, που κάποτε κάλυπτε χιλιάδες στρέμματα στα βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, δεν υπάρχει πια. Η χαριστική βολή στο οικοσύστημά της δόθηκε το 1954, όταν η λίμνη αποξηράνθηκε τελείως για να παραδοθεί ο άδειος πυθμένας της στην καλλιέργεια, για να γίνουν τα νερά και οι καλαμιώνες της χωράφια. Ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας Στέφανος Κωλέττας δεν ξέχασε όμως. Και σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο του -Οι Λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας- περιγράφει με ευαισθησία, ακρίβεια και φωτογραφικά ντοκουμέντα, έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε. «...Η λίμνη της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

60


Λαψίστας ήταν ένας απέραντος και πλουσιότατος υγρότοπος, μέσα στον οποίο, εκτός των άλλων, εύρισκε φυσικό καταφύγιο ένα αναρίθμητο πλήθος πουλιών... Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό να προσελκύει όλους τους κυνηγούς της περιοχής, οι οποίοι γύριζαν στο σπίτι τους πάντα φορτωμένοι με πλούσια κυνήγια.

(photo: kostasgr)

Υπήρχαν όμως και πολλοί ντόπιοι κυνηγοί, οι οποίοι σχεδόν ζούσαν από το κυνήγι και γενικότερα από την ενασχόλησή τους με τη λίμνη. Κυνηγούσαν καθημερινά δεκάδες παπιά, φαλαρίδες, χήνες, παλάζια και διάφορα άλλα, χωρίς να κινδυνεύει ποτέ η διατάραξη της βιολογικής ισορροπίας και χωρίς να απειλείται η μείωση ή η εξαφάνιση κάποιου είδους. Τις παγερές μέρες του χειμώνα κατέφθαναν κατά σμήνη οι μεγάλες και νόστιμες αγριόχηνες, πετώντας πάνω από τη λίμνη. Αυτές αποτελούσαν ένα από τα πιο πλούσια και ακριβά κυνήγια των κατ' επάγγελμα κυνηγών. Και δεν ήσαν βέβαια μόνο οι κάτοικοι της Λαψίστας και των περιχώρων αυτοί που ασχολούνταν με το κυνήγι (φωτογραφίες-αρχείο: Ναπολέοντα Ροντογιάννη, Άγγελου Καλογερίδη, Ιφιγένειας Χριστιάς Μπάη, Γ.Κίτσιου’’.)

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΛΙΜΝΕΣ: ΑΜΒΡΑΚΙΚΟΣ (πηγή:σταχυολόγηση απο http://www.thetravelbook.com, κείμενο Ο.Χαραμή, φωτο Η.Μήλας).

‘’Τσουκαλιό, Ροδιά, Λογαρού, Τσοπέλι, Βαθύ, Πωγωνίτσα, Μάζωμα, Κόφτρα, Παλαιομπούκα.........70 τ. χλμ υδάτινου ....οργασμού. Χωρισμένα σε ζώνες προστασίας ανάλογα το οικοσύστημα - λουρονησίδες, υφάλμυροι βάλτοι, Δέλτα, υγρολίβαδα, παραλίμνια δάση, καλαμιώνες. Τι είναι θάλασσα, τι λίμνη, τι ποταμός; Τι είναι γη και τι τρέσα από όστρακα και λάσπη; Η στάθμη είναι σε μόνιμη αυξομείωση, τα όρια ασαφή, τα βήματα διστακτικά, δοκιμάζουν πριν τολμήσουν το πάτημα. Και τα βλέμματα αφημένα στο ατέλειωτο μπλε-πράσινο, μα πάντα στα απέναντι βουνά της Ακαρνανίας σκαλωμένα. καλάθια φορτωμένα λαχταριστή κουτσομούρα. Να προλάβεις την ώρα του ούζου για να μάθεις πώς τηγανίζεται σωστά η γαρίδα Αμβρακικού, πώς παστώνεται ο κέφαλος πριν ψηθεί και γίνει «πετάλι», πώς φτιάχνονται οι γωβιοί μπουρδέτο. Να βρεις τις γυναίκες της Κορωνησίας που μαθαίνουν από κοριτσάκια να ράβουν τα δίχτυα αντί για τις κάλτσες και να πετύχεις σίγουρα τους ψαράδες της λιμνοθάλασσας στα διβάρια τους. Έχουν να σου πουν τόσα για τα μυστικά του ψαρέματος, που γίνεται με τον ίδιο τρόπο εδώ και αιώνες. Πώς καμακώνουν το χέλι της ασέληνες φθινοπωρινές νύχτες, τις χελονύχτες. Πώς κάνουν «βόλο» με τα δίχτυα στο ομαδικό ψάρεμα. Πότε τσιμπάει στα καλαμίδια ο γωβιός και πότε παγιδεύεται στο νταούλι...Πώς ποντίζουν το γαμπαρόδιχτο και το κουτσομουρόδιχτο στη θάλασσα... Γιατί κάθε ψάρι έχει το δίχτυ του. Γιατί τσακώνονται διαρκώς με την όφια, τον κορκοράνο... Τι είναι οι βολκοί που παγιδεύουν τα χέλια, τι ο γκάγκαμος για τα όστρακα και τι το θεαματικό νταλιάνι... Πραγματική επιστήμη, όχι αστεία! Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

61


Ξυπνάς πρωί. Να στήσεις καρτέρι στα πουλιά και στους ψαράδες της θάλασσας, που βγαίνουν με τα Κάθε λουρονησίδα είναι ένας πρωτόγνωρος περίπατος. Ετούτη οδηγεί στην Κόπραινα, στις εκβολές του Βωβού. Η Κόπραινα ήταν λιμάνι της Αρτας μετά την απελευθέρωση και μέχρι τη δεκαετία του '40. Είχε τελωνείο, ξενοδοχείο, καφενείο... Γεμάτες οι αποθήκες εμπορεύματα που μεταφέρονταν με βαγονέτα στις μαούνες κι από εκεί στα βαπόρια. Ο φάρος του 1907 αναστηλώθηκε κι έγινε το «Σπίτι του Φαροφύλακα». Οι αποθήκες και το τελωνείο το ίδιο, στεγάζουν το περιβαλλοντικό κέντρο Αράχθου, το μουσείο Αλιείας και τρεις εκπαιδευτικούς που περιμένουν να ξεναγήσουν τους μαθητές. Ευτυχώς όχι άδικα! Στις εκβολές του ΄Αραχθου τα πράγματα περιπλέκονται. Ο ποταμός κρύβει καλά τα μυστικά του από τους μη πλέοντες. Προσπαθείς από το μαρτυρικό χωριό Κομμένο, μα χάνεσαι στον υγρότοπο του Πλαματερού. Επιχειρείς από το Νεοχώρι - εδώ τουλάχιστον τον βλέπεις. Πορτοκάλια κι ακτινίδια κρέμονται γύρω σου... να κόψω αναρωτιέσαι ή θα με κυνηγήσουν; Κοντά στο Δέλτα, ανάμεσα στα κόκκινα ποώδη αρμυρίκια, η πορεία είναι αβέβαιη. Αφήνεις χνάρια στο λασπώδες έδαφος, δίπλα σε εκείνα του γλάρου. Ενα, δύο, τρία... μπρος στον βάλτο εκείνος πετά. Πάλι πίσω εσύ! Παχυκάλαμος, Ψαθοτόπι, Ανέζα. Χωριά, όλα ψαράδικα κι όλα αγροκτηνοτροφικά. Κι όλες οι κολόνες της ΔΕΗ και τα καμπαναριά στολισμένα με φωλιές πελαργών. Νότια κι άλλες λιμνοθάλασσες, Κόφτρα και Παλιομπούκα. Νιώθεις στο δέρμα σου το νερό, μα δεν το βλέπεις. Η σωτηρία έρχεται μαζί με τον κεντρικό δρόμο που κατεβαίνει από Αρτα. Η τεράστια ευθεία σε καταπίνει. Οι καλαμιώνες θεριεύουν, ζαλίζουν τον νου κι η μυρωδιά από τα στάσιμα νερά το ίδιο. Ο Αμβρακικός κόλπος είναι ο μεγαλύτερος υδροβιότοπος της Ελλάδας, ένας από τους σημαντικότερους της Μεσογείου. 450 τ.χλμ. θαύματος, που δέχεται τα αλμυρά νερά και ψάρια του Ιονίου (Τα ψάρια περνούν από το Ιόνιο στον Αμβρακικό και στις λιμνοθάλασσες την άνοιξη για να αναπαραχθούν στα ζεστά του νερά. Τα ανοίγματα των λουρονησίδων φράζονται από τα ιβάρια - τα μεγάλα ψάρια πιάνονται και ο γόνος συγκρατείται.), από ένα άνοιγμα 600 μ., την μπούκα, το Στενό της

Πρέβεζας.

Τρία ποτάμια στα βόρεια. Λούρος, Άραχθος κι ο μικρός Βωβός. Υπερδραστήριοι εδώ και αιώνες, παρασύρουν τις φερτές ύλες, κοντράρονται με τους αιώνιους νοτιάδες, φτιάχνουν λουρονησίδες κι εκείνες υφάλμυρες λίμνες, σπίτια για ζώα και πουλιά. Είκοσι λιμνοθάλασσες. Φυσικά ιχθυοτροφεία που θρέφουν γενιές και γενιές αρτινών και πρεβεζάνων. Και 290 ειδών πουλιών.Αργυροπελεκάνοι που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

62


επιπλέουν νωχελικά, τσικνιάδες που ισορροπούν σε ποντισμένους πασσάλους, κορμοράνοι και γλάροι σε μακροβούτια διαρκείας. Αβγοτάραχα που στεγνώνουν στον ήλιο, κοφίνια που ξεχειλίζουν τσιπούρες και λαβράκια κι άλλα τίγκα στην κουτσομούρα και τη σαρδέλα. Ρινοδέλφινα στ' ανοιχτά, χέλια στα... κλειστά, πριάρια παντού - πότε με τέρμα τις μηχανές, πότε προωθούμενα από τις φουρκάτες, τα ιδιότυπα ντόπια «κουπιά» μα πάντα δίχως καρίνα. Νεροβούβαλοι στα λασπόνερα, γελάδια στους δρόμους, κουνούπια σε διαρκή περιπολία. Λουρονησίδες που «τρέχουν» στα νερά, ιβάρια ( Ιβάρια, διβάρια, γιβάρια, από το λατινικό vivarium. Πλεκτή καλαμωτή και ξύλινοι πάσσαλοι αντικαθίστανται σταδιακά από ένα μείγμα αλουμινίου και πολυεστερικού υλικού και τσιμεντοκολόνες, ο τρόπος ψαρέματος όμως παραμένει ίδιος), που αλλάζουν την πλεκτή

καλαμωτή με αλουμινένια κι αντανακλάσεις μέσα στην απόλυτη σιωπή.

Το νερό σε κυκλώνει από παντού. Δεξιά το Τσουκαλιό, αριστερά η Λογαρού, οι δύο μεγαλύτερες λιμνοθάλασσες του Κόλπου, μπροστά ο Αμβρακικός και το λιμάνι της Σαλαώρας. Λιμάνι δεν υπάρχει. Υπήρχε στα χρόνια του Αλή. ΄Ενα φυσικό αλιευτικό καταφύγιο μόνο έχει μείνει, το παλιό τελωνείο που έγινε κέντρο έρευνας και πληροφόρησης, μα δεν λειτουργεί, κι ένας μόλος που στήνονται οι ερασιτέχνες ψαράδες και ρίχνουν τα σκάφη οι εκδρομείς. Ο δρόμος που οδηγεί στην Κορωνησία δεν είναι δρόμος, είναι θρύλος. ΄Ενα κορδόνι, 7 χλμ., λες και τρέχεις πάνω στη θάλασσα. Ή λιμνοθάλασσα; 100 οικογένειες σε υποδέχονται στην Κορωνησία που κάποτε ήταν νησί, ένα από τα 7 Κορακονήσια του Αμβρακικού. 100 οικογένειες, 80 ψαράδες – μέλη του αλιευτικού συνεταιρισμού ο οποίος εκμεταλλεύεται τη Λογαρού, αρκετοί ελεύθεροι ψαράδες που ρίχνονται στη θάλασσα και μια Παναγιά, η Κορωνησιώτισσα, 10 αιώνων πιθανώς και φημισμένο κάποτε μοναστήρι, που αναστηλώνεται. Και ψαροταβέρνες μπόλικες. Κι όλες καλές με τέτοιο ψάρι! Πίσω στη Σαλαώρα το «ράμμα», η στέρεη λουρονησίδα, σε τραβά στα δυτικά. Ιβάρια, ψαράδες, κολυμβητές που βρίσκουν κάτι σε ετούτα τα νερά - αυτούς δεν τους ζηλεύεις, τα πουλιά μόνο. Ακόμα πιο πίσω, στην Παλαιοσκαμιά, συνεχίζεις δυτικότερα. Κάθε χωματόδρομος κάπου καλά θα σε βγάλει. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, ανάμεσα στις λιμνοθάλασσες Ροδιάς και Τσουκαλιό που σχηματίζουν το σημαντικότερο σύμπλεγμα του Αμβρακικού, νιώθεις μόνος, μα δεν είσαι. Ενα κρώξιμο απ' τη μια, ένα φτερούγισμα απ' την άλλη, μια μάχη που δίνεται μέσα στο νερό... Πολυκοσμία για την ακρίβεια... Είναι και οι ψαράδες στο Τσουκαλιό, τα μέλη του συνεταιρισμού Αγίου Νικολάου Ανέζας... Είναι κι ο ΑϊΒλάσσης μέσα στην καταχαραγμένη σπηλιά του κι η Παναγιά της Ροδιάς, ιδρυμένη στους Βυζαντινούς Χρόνους, μα ανακαινισμένη εκ θεμελίων τον 19ο αιώνα. Τους πιάνεις κουβέντα, τους τάζεις λαμπάδες, μα πουλί….. ούτε αυτοί σε κάνουν! Κι έπειτα βλέπεις τις βάρκες και τα σκάφη. Στη Στρογγυλή αναπτερώνονται οι ελπίδες για πλεύση τουλάχιστον. Τρέχεις έως το κατώφλι του παλιού σχολείου που στεγάζει το κέντρο υποδοχής, μα το βρίσκεις κλειστό. Η υποδοχή κι η ενημέρωση πήγαν περίπατο... μαζί με τις προσπάθειες της Μονής Προφήτη Ηλία για προβολή και προστασία. Ευτυχώς ο Φορέας Διαχείρισης Αμβρακικού περιπολεί κι αν η παρέα είναι μεγάλη προσφέρει ξενάγηση και ποδήλατα. Λίγο βορειότερα βρίσκεις τα ερείπια αγρέπαυλης, λιοτριβιού και λουτρών, Ρωμαϊκών Χρόνων. Ο Αμβρακικός κατοικήθηκε από την αρχαιότητα, στα βόρεια όμως κυρίως από την ίδρυση της Νικόπολης και μετά. Ακόμη πιο πάνω είναι και το κάστρο Ρωγών στη θέση της αρχαίας πόλης Βουχέτιον. Η Άρτα τελείωσε και μόνο η εθνική οδός σού δίνει διέξοδο στη θάλασσα της Πρέβεζας - οι εκβολές του Λούρου είναι αδιάβατες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

63


Από τη Μαργαρώνα-Βαθύ στην Πωγωνίτσα, από το Μάζωμα στο Τσοπέλι... Από τα ιβάρια που επιμένουν στο ξύλο, στους μαραγκούς που επιμένουν στα καρνάγια και ακόμη πιο πέρα, στο Σκαφιδάκι, στους ψαράδες που δουλεύουν πεισματικά το νταλιάνι, την εντυπωσιακή κατασκευή και ακόμα πιο εντυπωσιακό τρόπο ψαρέματος που έφερε από τη Μαύρη Θάλασσα ένας πρόσφυγας ψαράς. Κάπου εδώ οι λιμνοθάλασσες τελειώνουν. Κι ο χρόνος το ίδιο. Ο ήλιος σ' εγκαταλείπει. Οι βάλτοι της Αρτας και της Πρέβεζας βυθίζονται στο μυστήριο. Ιβάρια και πλάβες πλέουν στον… ουρανό, πτηνά και ψάρια χάνονται στο σκοτάδι. Η υγρασία τσακίζει κόκαλα και το θεριό, ο Ήταυρος, αρχίζει να μουγκρίζει μέσα απ' τις καλαμιές. Εσύ πάλι, χαίρεσαι που δεν έγινες πουλί. Ώρα για ούζο, γάμπαρη και κέφαλο πετάλι..’’. (Σημείωση: Σχετικά πρόσφατες επιλεγμένες βιβλιογραφικές πηγές για ειδικότερα ζητήματα περιβάλλοντος που αφορούν τον Αμβρακικό κόλπο: -Σκούντζου, Ά. Χ. (2015). Παλαιοπεριβαλλοντική εξέλιξη σε έναν ημίκλειστο κόλπο: Αμβρακικός κόλπος (Doctoral dissertation). -Κουντουρά, Κ. (2014). Μελέτη της υδροδυναμικής, της τροφικότητας και της υποξίας ενός κλειστού Μεσογειακού κόλπου (Αμβρακικός) (Doctoral dissertation). -Σαλμάς, Κ. (2014). Αμβρακικός κόλπος προβλήματα και προοπτικές. -Παπαχριστοπούλου, Ε., & Παυλίδη-Πάλλα, Μ. Ε. (2013). Χρονική διακύμανση φυσικοχημικών παραμέτρων της υδάτινης στήλης στον Αμβρακικό κόλπο(Doctoral dissertation). -Σωτήρχου, Δ. (2012). Μελέτη Αμβρακικού κόλπου (Doctoral dissertation). -Τσουκαλά, Β. Δ., & Tsoukala, V. D. (2011). Διαχείριση της παράκτιας περιοχής του Αμβρακικού Κόλπου. -Βαλερά, Κ. Σ., & Valera, K. S. (2009). Επιπτώσεις των οδικών αξόνων σε ευαίσθητες οικολογικά περιοχές: Η περίπτωση της Ιόνιας οδού στην προστατευόμενη περιοχή του Αμβρακικού κόλπου για το τμήμα 2, Α/Κ Αμφιλοχίας-Α/Κ Ν. Κομποτίου (ΧΘ 101+ 200 έως 129+ 053). Μια στρατηγικής σημασίας κριτική περιβαλλοντική προσέγγιση. -Χρηστιά, Χ. (2006). Οικολογική έρευνα των λομνοθαλασσών Ροδιά, Τσουκαλιό, Λογαρού του Αμβρακικού Κόλπου (Περιοχή Ramsar).

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΣΤΟ ΣΟΥΛΙ, ΗΠΕΙΡΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.thespro.gr, romiarizou.blogspot.com).

‘’Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της μακρόχρονης πολιορκίας του Σουλίου από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και του γιού του Βελή, στα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τα ιστορικά πηγάδια του Σουλίου ήταν πηγή ζωής για τους ανυπότακτους Σουλιώτες και παρείχαν στους ηρωικούς μαχητές και στις οικογένειές τους το δυσεύρετο στην περιοχή ζωογόνο νερό. Στην ευρύτερη περιοχή των χωριών του Σουλίου βρίσκονται διασκορπισμένα περί τα 400 πηγάδια, τα οποία αποτελούσαν ουσιαστικά δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού, σε μια ορεινή, βραχώδη και άνυδρη περιοχή.

Κάθε οικογένεια διατηρούσε το δικό της, προκειμένου να εξασφαλίσει νερό για τις ανάγκες της, ενώ πολλά συνδέονταν μεταξύ τους με ένα ευφυές δίκτυο αγωγών. Σήμερα, στη περιοχή ‘’Πηγάδια’’ υπάρχουν περίπου 67 πηγάδια -τα περισσότερα όρθια και σε καλή κατάσταση- στην περιοχή όπου βρίσκονται τα σπίτια των Μποτσαραίων, των Τζαβελλαίων και άλλων οπλαρχηγών της επανάστασης. Βορειότερα στο βουνό υπάρχει η λιθόστρωτη δεξαμενή συλλογής νερού της βροχής. Μέσω ενός υπόγειου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

64


δικτύου κεραμικών αγωγών, αυτή συνδέεται με τα πηγάδια, τροφοδοτώντας κάθε οικογένεια με την πολύτιμη πηγή ζωής. Κι αν η πολιορκία έληξε άδοξα το 1803, με την παράδοση των Σουλιωτών και τη θυσία στο Κούγκι, τα εκατοντάδες πετρόκτιστα πηγάδια μένουν και σήμερα εκεί, δύο και πλέον αιώνες μετά, ως ιστορικά σύμβολα αντίστασης και ζωντανοί μάρτυρες της ιστορίας του τόπου. Κάποια στέκουν αγέρωχα και στιβαρά, δίπλα σε μνημεία της αντίστασης, κάποια άλλα έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου, κινδυνεύοντας με κατάρρευση και εξαφάνιση.

Το κάθε πηγάδι είναι φτιαγμένο λιθάρι -λιθάρι, σε σχήμα κυκλικό, ενώ λιθόστρωτος είναι ο χώρος που το περιβάλει. Τα πηγάδια ήταν ουσιαστικά στέρνες, γιατί εκεί συγκέντρωναν το νερό της βροχής και συνδέονταν μεταξύ τους υπογείως με κεραμικές σωληνώσεις, ενώ γέμιζαν νερό από μία μεγάλη γούρνα, φυσική δεξαμενή νερού, που βρίσκεται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της περιοχής. Αυτή η φυσική δεξαμενή είναι πλακόστρωτη και συγκοινωνεί με τα πηγάδια μέσω του δικτύου των κεραμικών σωλήνων (πρωτότυπο κείμενο Β. Ιγνατιάδης)’’.

(proinoslogos.gr) Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

65


__________

2. Μακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

66


2. Οι μικρές Λίμνες στη Μακεδονία, στη Θράκη και στη Θεσσαλία

Περιεχόμενα

2.1

Σελ.

Εισαγωγή

68-69

Οι Αλπικές και Υποαλπικές Λίμνες και Λιμνία

69-89

(Λίμνες Αρρένες, στη Βάλια Κάλντα, Βασιλίτσα, Βερλίγκα, Λιμνοπηγή Γαλανή και Φαντίνες, Γκίστοβα, Μεσολούρι, Μόσια, στον Όλυμπο, στα Περτουλιώτικα λιβάδια, Λίμνη Στεφανιάδα, Λίμνες Φλέγκα ) 2.2

Πεδινές και Ημιορεινές Λίμνες και Λιμνία

89-106

(Λιμνοπηγή Αργυροπουλίου, Βρωμόλιμνη Πρέσπας, Ζηρέλια Μαγνησίας, Ισμαρίδα και Φτελέα στη Ροδόπη, Νησί Έδεσσας. Μπάρες στο Χορτιάτη, Πικρολίμνη, Τριστινίκα Χαλκιδικής, Τυρφώνας Καλής Κοιλάδας στην Πέλλα, Σμαραγδένια ή Γαλάζια Λίμνη στο Κιλκίς) 2.3

Μικρές Λίμνες σε Εκβολικά Συστήματα

106-115

(Λίμνες στο δέλτα Αξιού-Αλιάκμονα, Λίμνες στο δέλτα του ποταμού Έβρου,οι Λίμνες της Χρυσούπολης και το δέλτα του ποταμού Νέστου, Μικρές Λίμνες στο δέλτα του ποταμού Πηνειού) 2.4

Μικρές Λίμνες στη Βάση των Καταρρακτών

115-123

(Βάθρες στο Αρκουδόρεμα – Αγίας Βαρβάρας, Λεπίδα, Λειβαδίτη ή Τραχωνίου, Αχλαδόρεμα Φράκτου-, στον Ενιπέα, στον Κόκκινο Βράχο Ορλιά, στο ρέμα Ορλιά, στο φαράγγι 9 Πιερίδων Μουσών, στο φαράγγι της Καλυψούς Κίσσαβος, στο Πήλιο, στο Πόζαρ ) 2.5

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες

123-140

(Τα υπέρ και τα κατά της διαχείρισης των καλαμώνων, Η λίμνη Πρασιάδα ή λίμνη της Δράμας ή λίμνη των Φιλίππων, Λογοτεχνική διάθεση)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

67


Εισαγωγή Η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία είναι τα γεωγραφικό διαμέρισμα στην Ελλάδα με τη μεγαλύτερη σε έκταση κάλυψη με νερά. Ειδικότερα, στη Μακεδονία συναντούμε μεγάλες και μικρότερες σε έκταση φυσικές λίμνες, τεχνητές λίμνες και άλλες υγροτοπικές περιοχές. Έτσι, εκτός από τους γνωστούς μεγάλους υγρότοπους της συνθήκης Ramsar (π.χ. Πρέσπες, Βεγορίτιδα, Βόλβη, Ορεστιάδα, Δοϊράνη, Χειμαδίτιδα, Πετρών, Ζάζαρη, Κορώνεια δέλτα Αξιού-Αλιάκμονα, τεχνητή λίμνη Κερκίνης κ.ά), υπάρχει πλήθος μικρών ή μεγαλύτερων λιμνών, ελών, ποταμών που πολλά από αυτά απειλούνται ήδη με συρρίκνωση ή και αποξήρανση. Ανάμεσα σε αυτούς του υγρότοπους είναι μεταξύ των άλλων, η Λιμνοθάλασσα εκβολών Στρυμόνα, τα Μακεδονικά Τέμπη ή Στενά Ρεντίνας, το Φαράγγι Σκάλας κοντά στο Ζαγκλιβέρι, η Λίμνη Δοϊράνη, η Πικρολίμνη Κιλκίς, το Φαράγγι Γαλλικού κοντά στο χωριό Καμπάνης Κιλκίς, οι Πηγές της Αραβησσού στην Πέλλα που είναι υγρότοπος από πηγαία νερά, οι Εκβολές του Γαλλικού ποταμού στο Καλοχώρι, η Κοίτη του ποταμού Ανθεμούντα μεταξύ Ν. Ραιδεστού και Αγ. Παρασκευής, οι Εκβολές του Ανθεμούντα κοντά στο αεροδρόμιο, η Αλυκή Αγγελοχωρίου, η Αλυκή Πάλιουρων μεταξύ Επανωμής-Μηχανιώνας, ο Υγρότοπος Επανωμής, τα Έλη Μοίρας μεταξύ Ν. ΚαλικράτειαςΝ.Ηράκλειας, οι Εκβολές του ποταμού της Σωζόπολης στον οικισμό Βεριά της Χαλκιδικής, τα δύο Έλη Σταυρονικήτα κοντά στο ξενοδοχείο Σάνη στη Κασσάνδρα Χαλκιδικής, ο υγρότοπος του Αγίου Μάμα, οι εκβολές Χαβρία μεταξύ Ψαχουδιών-Βατοπεδίου και Μεταμόρφωσης στη Χαλκιδική, η λίμνη Μαυρόμπαρα (αποτελεί μνημείο της φύσης από το 1997 και μοναδικό υγρότοπο με δύο σπάνια είδη της νεροχελώνας το Emys orbicularis hellenica και το Mauremys caspica) στη Κασσάνδρα Χαλκιδικής, και πολλές άλλες μικρές λίμνες. Εξάλλου σημειώνεται ότι στις υδρολογικές λεκάνες της Δράμας υπάρχει ο υγρότοπος με τα τενάγη των Φιλίππων και στις Σέρρες υπήρχε ο υγρότοπος του Αχινού που αποξηράνθηκε το 1936. Στις υδρολογικές λεκάνες της Μυγδονίας, στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης, εκτός από τις λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, υπήρχαν οι Βρωμόλιμνες, Μαυρούδα και Λάντζα, που αποξηράνθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950, και το έλος Ζαγκλιβέρι (Καλαμωτό). Στη λεκάνη Θερμαϊκού-Γιαννιτσών από πολύ παλιά είχαν δημιουργηθεί πολλές προσχωσιγενείς λίμνες και έλη, που όμως έχουν αποξηρανθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες (από το 1930-36 οι Αρτζάν, Αματόβου, Γιαννιτσών). Βορειότερα, και πάνω στη συνοριακή γραμμή με τα Σκόπια υπάρχει η λίμνη Δοϊράνη, ένας πολύ σημαντικός υγρότοπος, ενώ ανάμεσα στα χωριά Σκρά και Κούπα του Κιλκίς, υπάρχει μια μικρή λίμνη, η Γαλάζια ή Σμαραγδένια λίμνη (φυσική λίμνη με γαλαζοπράσινα στο χρώμα νερά, και με απολιθωμένους οργανισμούς στον πυθμένα της, περιτριγυρισμένη από πυκνή βλάστηση από οξιές, φουντουκιές, κισσούς και κληματσίδες) που τροφοδοτείται από τους καταρράκτες του Σκρά,.

Επίσης στο Κιλκίς υπάρχει και η αλκαλική, εποχική λίμνη, η Πικρολίμνη. Στις υδρολογικές λεκάνες της δυτικής Μακεδονίας σχηματίστηκαν οι καρστικές λίμνες Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη, το έλος Σαρι-Γκιόλ και η λίμνη Ορεστιάδα στην Καστοριά. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα, μέσα σε καρστικά και τεκτονικά βυθίσματα δημιουργήθηκαν πολλές μεγάλες λίμνες, όπως είναι οι λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα, αλλά και πολύ μικρότερες λίμνες (π.χ., η Βρωμολίμνη στον υγρότοπο της Μικρής Πρέσπας), οι αλπικές λίμνες στα βουνά του Γράμμου (τμήμα Μακεδονίας), των Γρεβενών και της Καστοριάς. Η περιοχή της Θράκης αποτελείται από μια μακριά, στενή λωρίδα γης ανάμεσα στην οροσειρά της Ροδόπης στα βόρεια, το βόρειο Αιγαίο πέλαγος προς τα νότια, τον ποταμό Νέστο προς τα Δυτικά και τον ποταμό Έβρο προς τα ανατολικά. Η περιοχή κυριαρχείται από γόνιμες πεδιάδες, η δεύτερη μεγαλύτερη μετά τη Θεσσαλία, ένα πολύ μεγάλο αριθμό και εκτεταμένες υγροτοπικές περιοχές με λιμνοθάλασσες, ποταμούς, δέλτα ποταμών και λίμνες. Σε αυτή την περιοχή της Ελλάδας εντάσσονται, ‘’Το Εθνικό Πάρκο Α. Μακεδονίας και Θράκης’’ ως το μεγαλύτερο υγροτοπικό πάρκο στην Ελλάδα (περιλαμβάνει τις ήδη προστατευόμενες περιοχές του δέλτα Νέστου, της λίμνης Βιστωνίδας, της λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, έκτασης περίπου 930000 στρέμματα, με 22 λιμνοθάλασσες, λίμνες γλυκού νερού, έλη και άλλες υγροτοπικές περιοχές διεθνούς σημασίας) και το ‘’Εθνικό Υγροτοπικό Πάρκο Δέλτα Έβρου’’, που αποτελεί υγρότοπο διεθνούς σημασίας (έκτασης 84220 στρέμματα). Επίσης, εδώ υπάρχουν οι ακόλουθες

υγροτοπικές περιοχές Natura2000: το Δέλτα του ποταμού Έβρου -GR1110001, ο Ποταμός και η κοιλάδα Φιλιούρη -GR1130006, οι Λίμνες και οι λιμνοθάλασσες της Κομοτηνής -GR1130009 και GR1130010, η Κοιλάδα του ποταμού Κομψάτου -GR1130007, το Δέλτα του ποταμού Νέστου και οι λιμνοθάλασσες της Κεραμωτής, -GR1150010, αλλά και το Αισθητικό Δάσος του ποταμού Νέστου, GR1120004. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

68


Ο κύριος κορμός της γεωγραφικής περιοχής της Θεσσαλίας αποτελείται από εκτεταμένες πεδιάδες και οι οποίες περιφερειακά οριοθετούνται από τις οροσειρές της Πίνδου, του Τυμφρηστού (Βελούχι), της Όθρυς, του Ολύμπου, της Όσσας (Κίσσαβος), του Μαυροβουνίου και του Πηλίου. Εξάλλου, η Θεσσαλία διαθέτει ελάχιστες φυσικές λίμνες και περιορισμένες φυσικές υγροτοπικές περιοχές. Παλαιότερα, υπήρχαν σε αυτή την περιοχή οι λίμνες Κάρλα (αποξηράνθηκε το 1962, αλλά επαναδημιουργήθηκε πρόσφατα), η Ασκουρίδα ή Ασκυρίδα στην Καλλιπεύκη στον κάτω Όλυμπο (αποξηράνθηκε το 1911 και δόθηκε η περιοχή για γεωργική εκμετάλλευση), η Νεσσωνίδα, κοντά στην Α’ βιομηχανική περιοχή της Λάρισας, στις παρυφές του οικισμού Καλύβια στην περιοχή Φασούλα (αποξηράνθηκε η παλαιά λίμνη, αλλά ένα μικρό τμήμα της -ονομάζεται Μαυρολίμνη ή Καρατσαϊρ(;) ή Γκιούλμπερι- εξακολουθεί να διατηρείται ως έλος τη χειμερινή περίοδο και όταν υπερχειλίζει τα πλεονάζοντα νερά της διοχετεύονται μέσω διώρυγας στον Πηνειό ποταμό. Κατά την αρχαιότητα λέγεται ότι κάλυπτε μεγαλύτερη περιοχή από εκείνη της γειτονικής Βοιβηίδας, αλλά συχνά ξηραίνονταν). Σήμερα, η νέα Κάρλα έχει επαναδημιουργηθεί.

Στη Θεσσαλία, υπάρχουν επίσης, ως φυσικές λίμνες, η Στεφανιάδα ή Βρωμολίμνη στην περιοχή Αργιθέα Καρδίτσας, μικρή λίμνη του Κίσσαβου στο φαράγγι Καλυψώ με τον καταρράκτη του (ύψος πτώσης νερών 70 μέτρα), μικρή λίμνη στον καταρράκτη Σωτηρίτσας Μελίβοιας, η λίμνη Καθαρόμπαρα στο δέλτα του Πηνειού ποταμού, τα δύο Ζηρέλια στην περιοχή του Αλμυρού και η αλπική ορεινή λίμνη Βερλίγκα ή Βουρλίγγα, στη Θεσσαλική πλευρά της Πίνδου, απ΄όπου πηγάζει ένας κλάδος του Αχελώου ποταμού. (Σημείωση: επιμέρους αναλυτικές πληροφορίες μπορούν να αναζητηθούν στις ιστοσελίδες: Υπουργείο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Υπουργείο Γεωργίας και Τροφίμων ΕΚΒΥ/www.ekby.gr/ekby/el/Greek_Wetlands_main_el.html, ΕΛΚΕΘΕ/http://www.hcmr.gr, ΙΝΑΛΕ/ http://www.inale.gr, MedWet/http://www.medwet.gr /Φυτώκα Ε., 2000, Αμφίβιον, τ.,32, Απογραφή των Ελληνικών υγροτόπων, Τραπεζα Ελλάδος /Βέλλα, Κυριακοπούλου και συν,- 2011, Έκδοση Τράπεζας Ελλάδος, Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής, 72σελ., Κίνδυνοι και επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στη βιοποικιλότητα και στα οικοσυστήματα, Κουσουρής, U., 2015, Οι Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα/http:www.issuu.tkouss/docs/the-lakes-in-greece, καθώς και σε σχετικές εκδόσεις WWF/Ελλάς, Ορνιθολογικής Εταιρίας, και πολλές άλλες εργασίες και διατριβές Πανεπιστημίων ).

__________

2.1 Οι Αλπικές και Υποαλπικές Λίμνες και Λιμνία Στον Εθνικό Δρυμό της Πίνδου ‘’Βάλια Κάλντα’’ βρίσκονται οι αλπικές λίμνες Λάκκου στην περιοχή του Αυγού (ανατολική πλευρά της Τύμφης) και στην υποαλπική ζώνη οι δύο λίμνες της Φλέγκας βορείως της ομώνυμης κορυφής του βουνού Μαυροβουνίου (σύνορο Γρεβενών και Ιωαννίνων), σε υψόμετρο +1960 και +1940 μέτρα περίπου, ενώ λίγο χαμηλότερα υπάρχει και τρίτη εποχική αλπική λίμνη. Οι Λίμνες Λάκκου ή Αρβανίτα (ανατολική πλευρά Τύμφης), συναντώνται σε υψόμετρο περίπου +1450 μέτρα, κάτω από την κορυφή της Γκούρας (δεύτερη υψηλότερη κορυφή της Τύμφης). Στο βουνό Γράμμος υπάρχουν αρκετές αλπικές λίμνες. Η πιο γνωστή είναι η Λίμνη Γκίστοβα (στα βλάχικα σημαίνει αιδοίο), που βρίσκεται στην περιοχή της Καστοριάς, σε υψόμετρο +2350 μέτρα, και σε απόσταση 200 μέτρων από την κορυφή του Γράμμου, και είναι η υψηλότερη αλπική Δρακόλιμνη της χώρας μας. Κατεβαίνοντας από τα ψηλότερα του Γράμμου, και πολύ πριν από το χωριό Χρυσή και με κατεύθυνση προς τα δεξιά, ένα μονοπάτι οδηγεί προς τη Δρακόλιμνη Μουτσάλια, σε υψόμετρο +1729 μέτρα,, η οποία είναι αρκετά μεγάλη, περιτριγυρισμένη με οξιές και με κοντινή βρυσομάνα που την τροφοδοτεί. Επίσης, στον ορεινό όγκο του Γράμμου (ανάμεσα Καστοριάς και Ιωάννινα), βρίσκονται και άλλες αλπικές λίμνες, όπως εκείνες που απαντώνται σε επίπεδη έκταση και σε υψόμετρο +1740 μέτρα, βορείως της κορυφής Πάνω Αρένα (Αρίνα στα βλάχικα σημαίνει χώμα και άμμος). Οι Λίμνες Αρένες, τρεις τον αριθμό, μέσα σε ένα αμιγές δάσος οξιάς, στην τοποθεσία Μουτσάλια. Κοντά στην ορεινή διαδρομή ΣαμαρίναΣμίξη, στο νομό Γρεβενών, βρίσκεται η Λίμνη Γαλανή ή Λίμνη της Βασιλίτσας. Στην ίδια περιοχή του χιονοδρομικού της Βασιλίτσας υπάρχει και μια άλλη αλπική λίμνη η Γκούρα, με διάμετρο περίπου 50 μέτρα και που ξηραίνεται το καλοκαίρι (διοικητικά ανήκει στο Δίστρατο Ιωαννίνων). Η Λίμνη της Γριάς ή Μόσια (Μόσια στα βλάχικα σημαίνει γριά) είναι και αυτή ορεινή λίμνη στο Σμόλικα, βρίσκεται ανάμεσα στις κορυφές Φούρκα και Σαμαρίνα, σε υψόμετρο +2150 μέτρα και κοντά στη ‘’Βάλια Κίρνα’’, στην ‘’Κοιλάδα του Διαβόλου’’. Εκτός από την κύρια λίμνη τη Μόσια, υπήρχαν και άλλες δυο μικρότερες τις οποίες τροφοδοτούσε με τα νερά της. Ψηλά στο οροπέδιο της Βουρλίγκας, στο όρος Περιστέρι ή Λάκμος (το βουνό Περιστέρι αποτελεί τμήμα της οροσειράς της νότιας Πίνδου και βρίσκεται στα όρια των νομών Τρικάλων και Ιωαννίνων και ανήκει διοικητικά στη διευρυμένη κοινότητα Ασπροποτάμου της πρώην κοινότητας Χαλικίου, Τρικάλων), η περιοχή γεμίζει από νερά που σχηματίζουν

μια εποχική λίμνη, από περίπου δέκα μαιανδρισμούς φυσικών νεραυλάκων, ενώ υπάρχουν και άλλοι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

69


νεραύλακες στις γύρω πλαγιές που σχηματίζονται από πρόσκαιρες πηγές. Η εποχική αυτή λίμνη είναι η Δρακόλιμνη Βερλίγκα, ή Βρίγγα ή Ντιβερλίγγα ή Βουρλίγγα ή Δρακόλιμνη Λάκμου ή Περιστερίου (σε υψόμετρο 2295 μ.). Η περιοχή αυτή αποτελεί μια από τις πηγές του ποταμού Αχελώου και βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου +2050 μέτρων. ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΑΛΠΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΑΡΕΝΩΝ ´Η ΜΟΥΤΣΑΛΙΑ ΣΤΟ ΓΡΑΜΜΟ. (Πηγές: σταχυολόγηση απο http://apeirosgaia.wordpress.com, http://www.naturagraeca.com, http://ellas2.wordpress.com, http://www.hellasweather.com, http://partetavouna.blogspot.com, http://www.hydronaftes.gr ). Οι λίμνες Μουτσάλια (μουτσάλια στα βλάχικα σημαίνει βρεγμένος) ή λίμνες Αρένων (αρένα στα βλάχικα σημαίνει αμμουδερός τόπος) είναι σύμπλεγμα δύο μικρών αλπικών λιμνών και βρίσκονται στο σύνορο μεταξύ νομών Ιωαννίνων και Καστοριάς, όπως επίσης και Ελλάδας και Αλβανίας. (η συνολική τους έκταση είναι περίπου 15 στρέμματα και επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα ρυάκι μήκους περίπου 60 μέτρων). Οι λίμνες

αυτές βρίσκονται σε υψόμετρο +1740 μέτρων και μέσα σε ένα κατάφυτο δάσος οξυάς, στη σκία της κορυφής του ορεινού όγκου του Γράμμου, Πάνω Αρένα (+2196 μέτρα).

Η λίμνη που βρίσκεται στα ανατολικά είναι η κύρια λίμνη (περίμετρος περίπου 800 μέτρα και μέγιστο βάθος που δεν ξεπερνά το 1 μέτρο), ονομάζεται και λίμνη Μουτσάλια και δέχεται τα νερά της δυτικής λίμνης. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα σκεπάζεται από πάγο. Η άλλη λίμνη στα δυτικά αγγίζει τις πλαγιές που ανεβαίνουν στη κορυφή του βουνού, έχει περίμετρο περίπου 1000 μέτρα, είναι αρκετά ρηχή, ενώ τα νερά της να λιγοστεύουν αρκετά το καλοκαίρι. Οι δύο λίμνες τροφοδοτούνται τόσο από φυσικές υπόγειες πηγές, όσο και από εποχιακά νερά (χειμαρρικά νερά από τη βροχή και το λιώσιμο του χιονιού ), ενώ τα πλεονάζοντα νερά της μικρότερης λίμνης τροφοδοτούν τη μεγαλύτερη λόγω της υψομετρικής διαφοράς. Και οι δύο λίμνες ξαφνικά μαγεύουν τον επισκέπτη, καθώς δεν διακρίνονται μέχρι να προσεγγιστούν σε κοντινή απόσταση. Τα πυκνά δάση που περιβάλλουν αυτές στις λίμνες σε συνδυασμό με τη σχετική τους απομόνωση, προσδίνουν σε αυτές τεράστια οικολογική αξία με πολλά σπάνια είδη της πανίδας να ζουν στη γύρω περιοχή. Εξάλλου, ο πυθμένας αυτών των λιμνών είναι καλυμμένος με πυκνή βλάστηση, που πολλές φορές φθάνει και στην επιφάνεια και δίνει πράσινο χρώμα στα νερά τους. Έτσι, η περιοχή αποτελεί σημαντικό καταφύγιο για την αναπαραγωγή αμφιβίων και η παρουσία του τρίτωνα, αποτελεί σημαντικό βιοδείκτη για τη ζωτικότητα της περιοχής και το αδιατάρακτο περιβάλλον. Ειδικότερα, στο υδάτινο περιβάλλον τους συναντώνται τρία είδη Τρίτωνες (δράκοι): ο αλπικός (Ichthyosaura alpestris, syn., Triturus alpestris veluchiensis), ο κοινός Τρίτωνας (Lissotriton vulgaris) και ο λοφιοφόρος Τρίτωνας (Triturus cristatus). Επίσης στη περιοχή της λίμνης ζεί και ο κίτρινος βάτραχος (Bombina variegata) και ο βάτραχος των ρυακιών (Rana graeca), καθώς και η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra), η αμμόσαυρα (Lacerta agilis) και η αλπική οχιά (Vipera berus) της οποίας ο Γράμμος είναι η νοτιότερη περιοχή εξάπλωσής της στον Ευρωπαϊκό χώρο. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

70


Η πρόσβαση στις λίμνες γίνεται μέσω χωματόδρομου, είτε από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων, είτε από το Πευκόφυτο Καστοριάς. Ο δρόμος γίνεται απροσπέλαστος τους χειμερινούς μήνες, λόγω της έντονης χιονόπτωσης και οι λίμνες παγώνουν ολοκληρωτικά, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται απλώς για ένα καλυμμένο από το χιόνι οροπέδιο (φωτο: Γ. Πατρουδάκης και απο partetavouna.blogspot.com). ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΔΡΥΜΟ ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ, ΠΙΝΔΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.pindosnationalpark.gr, http://www.katafigiovaliacalda.gr, http://www.fora.gr, http://iliochori.blogspot.com). ‘’ Εθνικός Δρυμός Πίνδου «Βάλια Κάλντα» (Ζεστή Κοιλάδα) ιδρύθηκε το 1966, η συνολική έκτασή του

φτάνει τα 7.000 εκτάρια από τα οποία τα 3.300 αποτελούν τον πυρήνα του δρυμού. Εκεί θα φτάσετε αφού περάσετε το χωριό Περιβόλι και πάρετε τον δρόμο για Βωβούσα , όπου θα συναντήσετε πινακίδα η οποία σας κατευθύνει αριστερά προς Εθνικό Δρυμό. Σε λίγη ώρα φτάνετε στη διασταύρωση του Σταυρού. Εκεί αν θέλετε αφήνετε το αυτοκίνητο και προχωράτε πεζοί ή συνεχίζετε μ’ αυτό αν είναι 4χ4. Και οι δύο δρόμοι οδηγούν στο Αρκουδόρεμα. Στο τέλος του χωματόδρομου υπάρχει μονοπάτι δεξιά που οδηγεί στους καταρράκτες και συνεχίζοντας μετά από 3 ώρες περίπου ανάβαση φτάνετε στις λίμνες Φλέγκα. Ειδικές διαδρομές μέσα στον Δρυμό απαιτούν γνώση της περιοχής ή οδηγό και φυσικά 4χ4’’.. Ο δρυμός περικυκλώνεται από τα βουνά του ορεινού συμπλέγματος του Σμόλικα με κορυφές πάνω από +2000 μέτρα τις Αυγό +2177μ., Πυροστιά +1967μ., Μηλιά ή Κακοπλεύρι +2160μ, Φλέγγα +2159μ, Τρία Σύνορα +2050μ, Αυτιά +2082μ, Καπετάν Κληδή +2036μ, Σαλατούρα +2019μ., Δίκορφο +1977 μέτρα. Τα νερά που κατεβαίνουν από τις πλαγιές των κορυφών και τα ρέματα Φλέγκας, Σαλατούρας και Μνήματα τροφοδοτούν το Αρκουδορέμα, παραπόταμο του Αώου, που αποτελεί και τη μοναδική έξοδο της λεκάνης, που με δυτική κατεύθυνση ενώνεται μαζί του στα Σμιξώματα. Σε πλατώματα και μικρές κοιλάδες των βουνών υπάρχουν πολλές αναβλύσεις και μικρές αλπικές λίμνες με κυριότερες τον «Λάκκο του Αυγού» που βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου +1600 μέτρων, ανατολικά νοτιοανατολικά της κορυφής Αυγό και οι δίδυμες λίμνες του Φλέγκα, που βρίσκονται βόρεια βορειοανατολικά της κορυφής Φλέγκα. Στις λίμνες αυτές ζει ο αλπικός τρίτωνας (Ichthyosaura alpestris syn., Triturus alpestris veluchiansis). Οι λίμνες της Φλέγκας βρίσκονται στην υποαλπική ζώνη του βουνού Μαυροβουνίου, ενώ η λίμνη Λάκκος στην περιοχή του Αυγού. Οι δύο λίμνες της Φλέγκας βρίσκονται στο νομό Γρεβενών σε υψόμετρο +1960 και +1940 μέτρα αντίστοιχα. Είναι ρηχές και με μικρή βιοποικιλότητα, αποτελούν όμως το σύμβολο της περιοχής και θεωρούνται σαν απόλυτος προορισμός για τους ορειβάτες του Εθνικού Δρυμού της Πίνδου. Στα νερά αυτών των λιμνών βρίσκουν καταφύγιο οι αλπικοί τρίτωνες. Η περιοχή των λιμνών καλύπτεται με χιόνια από τον Οκτώβριο ως τον Μάιο. Με το λιώσιμο των χιονιών, σπάνια είδη λουλουδιών φυτρώνουν στις γύρω περιοχές. Ο μύθος λέει ότι ‘’ο γιος του Μακεδόνα, Πίνδος, αφότου τον έδιωξαν οι αδελφοί του ήρθε εδώ με το ελάφι του και τον δράκοντα Λύγκο από του οποίου τα δάκρυα, μετά τον θάνατο του Πίνδου δημιουργήθηκαν οι δύο λίμνες’’. Η λίμνη Λάκκος είναι άλλη μια μικρή και άγνωστη υποαλπική λίμνη. Το μεγαλύτερο κομμάτι της είναι καλυμμένο με χόρτα που κρύβουν καλά τα μυστικά της. Στους γύρω λόφους δεκάδες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

71


αστραποκαμένοι κορμοί ρόμπολων σχηματίζουν απίθανες μορφές. Λόγω της ιδιομορφίας της περιοχής, αποτελεί αυτή ιδανικό χώρο προστασίας της αγρίας πανίδας και βρίσκουν εδώ καταφύγιο σπάνια μεγάλα θηλαστικά όπως η Αρκούδα (Ursus arctos) ο Αγριόγατος (Felis sylvestris), ο Λύγκας (Lynx lynx), το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra), και η Βίδρα (Lutra lutra).

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιοχής είναι το ρομπόλα (Pinus leucodermis) που φυτρώνουν από τα +1600μ., έως τα +1900 μέτρα, ενώ ζωντανό μνημείο της φύσης είναι οι τεράστιοι αστραποκαμένοι κορμοί από Ρόμπολα που είναι διάσπαρτοι στην περιοχή.

Ο Εθνικός Δρυμός ‘’Βάλια Κάλντα’’ αποτελείται από δυο ζώνες τον πυρήνα και την περιφερειακή του ζώνη. Στον πυρήνα που η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται από τρία διάσελα, βόρεια από τη Σαλατούρα Σταυρού, +1650 μέτρα, ανατολικά από τη Σαλατούρα Παπαγιάννη, +1630 μέτρα, νοτιοανατολικά από τη Σαλατούρα Μηλιάς, +1740 μέτρα, επιτρέπεται η πεζοπορία, αλλά απαγορεύετε κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Ειδικά οι επισκέπτες πρέπει να γνωρίζουν πως δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στον πυρήνα με αυτοκίνητο, η κατασκήνωση και η παραμονή στον πυρήνα μετά τη δύση του ηλίου, το άναμμα φωτιάς, η απόρριψη σκουπιδιών, η συλλογή οποιονδήποτε οργανισμών, η κοπή δέντρων, η συλλογή βοτάνων, το κυνήγι, το ψάρεμα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

72


ΑΛΠΙΚΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΙΤΣΑ, ΓΡΕΒΕΝΑ (πηγες: σταχυολόγηση από http://www.avdella.gr, http://www.gtp.gr, http://www.snow-vasilitsa.gr). Στην ομαλή ανατολική πλευρά της Βασιλίτσας (κορυφή +2249 μέτρα) είναι χτισμένα τα χωριά Σμίξη, Αβδέλλα και Περιβόλι, ενώ η Γομάρα (κορυφή +2126 μέτρα) είναι μια ξεκομμένη κορυφή του

συγκροτήματος της Βασιλίτσας που χωρίζεται από τον κύριο όγκο της με βαθύ σκίσιμο που ανοίγει το ρέμα της Νεροτριβής (ή Μπραζιώτικο ρέμα) προς τα δυτικά και το οποίο καταλήγει - όπως και ο δρόμος που το παρακολουθεί από λίγο ψηλότερα - στο χωριό Δίστρατο.

Στο διάσελο της Γομάρας με τη Βασιλίτσα βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Χιονοδρομικού Κέντρου Βασιλίτσας (αναβατήρες λειτουργούν στη βόρεια και την ανατολική όψη της κορυφής) 1 χλμ. περίπου δυτικά από το διάσελο και λίγα μέτρα πιο πάνω από το δρόμο βρίσκεται η λίμνη της Γομάρας, ενώ στα ανατολικά της ψηλότερης κορυφής του βουνού μια ακόμα αλπική λίμνη, η Γκούρα, κρύβεται σ' ένα βύθισμα περίπου στα +1800 μέτρα υψόμετρο. Στη νοτιοδυτική πλευρά του συγκροτήματος της Βασιλίτσας ανοίγεται η μακριά κοιλάδα ‘’Βάλια Στάθη’’, μια από τις πιο δυσπρόσιτες και άγριες κοιλάδες της περιοχής, η οποία καταλήγει στον Αώο (φωτογραφία: Γ. Κοκοτής και by Christos, http://www.snow-vasilitsa.gr). Να και μια ποιητική αφήγηση για τη λίμνη της Βασιλίτσας (By TaRa), ¨Η Ψυχή των Λιμνών: ‘’Σήμερα ήμουν καθισμένη στις όχθες των ελληνικών λιμνών, μόνη μου, έχοντας συντροφιά το ζωντανό μολύβι μου, (ζωντανό, όπως είπε η φίλη μου Οδύσσεια) κι ένα χαρτί. Είδα θαυμάζοντας εκείνες τις λίμνες που έχει η Ελλάδα ανάμεσα στα δάση και τα βουνά της...Όλες πολύ όμορφες γιατί τις έκανε ο Θεός για τη χαρά και την ηρεμία μας. Σταμάτησαν τα μάτια μου στη λίμνη της Βασιλίτσας...είχα δει φωτογραφίες απ᾿ αυτή. Τόσο ψηλά είναι, που μοιάζει περισσότερο μια λίμνη... όχι στη γη αλλά στον ουρανό! Κάθησα στην όχθη της και σιγά σιγά μια γλυκιά ηρεμία μπήκε μέσα στο πνεύμα και την καρδιά μου. Δεν θυμήθηκα που είμαι ορφανή, η γαληνή ησυχία και γλυκύτητα της λίμνης έκαναν να νιώθω ότι είχα κι έχω μητέρα.. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

73


Έφτασε η νύχτα, η ώρα που η σελήνη χτενίζει τα ασημένια μαλλιά της, έχοντας σαν καθρέφτη τη λίμνη και σαν μάρτυρες τα δέντρα, το άρωμα των λουλουδιών, τις πέτρες και τις κουκουβάγιες...Ένιωθα μια βαθειά ηρεμία, άρχισα να μιλάω στη σιωπή μου με τη λίμνη, της είπα όλα αυτά που γράφω, της είπα ότι λατρεύω την Ελλάδα, της είπα για τις χαρές και τις λύπες μου, ότι επιτέλους την έφτασα αυτή την νύχτα....Μια αράχνη που έπλεξε το ύφασμα της μας κοίταξε και χαμογέλασε...Τα δάχτυλά μου άγγιξαν λίγο το νερό της κι έβαλα εκείνες τις σταγόνες στο στήθος μου...ήθελα να βάλω μέσα του όλη τη γλυκύτητα και την ηρεμία που με έκανε να νιώθω...η λίμνη της Βασιλίτσας!!! ´´(Λίμα, Περού, 13/10/ 2011, η Τάρα)). Η ΑΛΠΙΚΗ ΛΙΜΝΗ ΒΕΡΛΙΓΚΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ´Η ΛΑΚΜΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.aspropotamos.org, http://www.mountainsgreece.com, http://www.opopilis.gr ).

http://www.eosartas.gr,

http://www.herpetofauna.gr,

‘’….Χτες βράδυ ονειρεύτηκα ότι ξεκινάμε μαζί για να βρούμε τις πηγές του ποταμού. Ένας γέρος μας οδηγούσε. Όσο προχωρούσαμε, το ποτάμι μίκραινε και έσπαγε σε χίλια μικρά ρυάκια…….Κάποια στιγμή, ψηλά, κάτω από τις χιονισμένες κορφές, ο γέρος μας έδειξε ένα κομμάτι γης από άγριο χορτάρι σ’ένα σκιερό και υγρό μέρος. Κάθε φύλλο χόρτου κρατούσε μικρές σταγόνες δροσιάς που έπεφταν κάθε τόσο στο μαλακό χώμα. Αυτό το λιβάδι, είπε ο γέρος, είναι οι πηγές του ποταμού΄΄ (από την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το Λιβάδι που Δακρύζει»). Η Βερλίγκα, ή Δρακόλιμνη Λάκμου ή Περιστερίου ή Βουρλίγκα ή Ντοβερλίγκα ή Βρίγγα (στα βλάχικα σημαίνει κύκλος, κυκλικό σχήμα), βρίσκεται σε υψόμετρο +2050 μέτρων, στο νομό Τρικάλων, στους πρόποδες της κορυφής του Λάκμου, Τσουκαρέλα (+2295 μέτρα). Αποτελεί μια απο τις πηγές του ποταμού Αχελώου. Το όνομα της λίμνης, και της τοποθεσίας, “Βερλίγκα” είναι η βλάχικη λέξη για το μαιανδρικό σχήμα, το οποίο δημιουργεί η ροή της λίμνης και των πηγών, καθώς κατηφορίζουν για χαμηλότερα υψόμετρα. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για λίμνη, αλλά για περίπου δέκα φιδόμορφες ‘’νεροσυρμές’’ (αυλάκια στο έδαφος που δημιουργούνται από τα νερά της βροχής ή του χιονιού στην κατηφορική τους πορεία, το υδρογραφικό δίκτυο μιας περιοχής), που καταλαμβάνουν έκταση περίπου 10 στρεμμάτων και που αποτελούν την αρχή του Ασπροπόταμου-Αχελώου ποταμού, εκεί είναι οι πηγές του. Η περιοχή βρίσκεται σε Ζώνη Ειδικής Προστασίας ενταγμένη στο πρόγραμμα NATURA2000 (GR2130007). Η ευκολότερη πρόσβαση είναι από το χωριό Χαλίκι και παίρνοντας το χωματόδρομο με κατεύθυνση βορειοδυτική. Φθάνουμε στην βρύση Καρβελού και από εκεί με μονοπάτι οδηγούμαστε στη Δρακόλιμνη. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

74


Ο μύθος θέλει την ύπαρξη δράκου, στον οποίο οφείλεται και το μαιανδρικό σχήμα. ‘’Ο δράκος, με μορφή φιδιού, βγήκε μέσα από το βράχο, διέγραψε τη πορεία που ακολουθεί σήμερα το νερό και μπήκε πάλι μέσα στη γη, στο σημείο όπου χάνονται και πάλι τα νερά’’.

Τη Δρακολίμνη Βερλίγκα περιγράφει πολύ όμορφα ο διηγηματογράφος Κώστας Κρυστάλλης σε κείμενο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παρνασσός» το 1890. Το καλοκαίρι του 1998 ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “ΤΑ ΝΕΑ” Γιάννης Ντρενογιάννης επισκέφθηκε την δρακολίμνη Βερλίγκα και έγραψε για αυτή ένα πολύ παραστατικό άρθρο. ´´Πέρα από τους δύο γνωστούς δράκους, που ζούσαν ο ένας στην κορυφή του Σμόλικα (Λύγγος) και ο άλλος στην Γκαμήλα ή Τύμφη και τσακώνονταν μεταξύ τους (με τις αντίστοιχες λίμνες τους), υπήρχε και ένας τρίτος. Ένα θεριό που δεν φαινόταν. Μονάχα μια φορά πετάχτηκε μέσα από την πηγή, στριφογύρισε στην τρίτη Δρακόλιμνη και μετά βρήκε μια τρύπα και χάθηκε πάλι στα σωθικά τού Λάκμωνα (όρος Περιστέρι). Άλλοι είπαν ότι έμοιαζε με φίδι θεόρατο, και άλλοι τον είδαν σαν μαύρο δυνατό κριάρι. Η τρίτη αυτή Δρακόλιμνη ήταν σχεδόν κυκλική, μικρότερη από τις δύο άλλες, μα είχε το χαρακτηριστικό ότι χώνευε τα νερά της σχηματίζοντας χοάνη για τούτο και οι Βλάχοι της περιοχής την ονόμασαν Βρίγγα (κύκλος). Ετούτη η Δρακόλιμνη δεν διατηρεί πλέον νερό από το καλοκαίρι έως τα τέλη φθινοπώρου, πράγμα φυσιολογικό, αφού «πεθαίνει». Οι Δρακόλιμνες αποτελούν ένα γεωλογικό φαινόμενο που οφείλεται στην εποχή των παγετώνων. Βέβαια τα ίχνη των παγετώνων έχουν εξαφανιστεί από τα ελληνικά βουνά και τα μόνα στοιχεία που έχουν απομείνει είναι η Μαύρη Πεύκη και οι Δρακόλιμνες, οι οποίες έχουν και κάποιο όριο ζωής, σίγουρα περιορισμένο. Το Χαλίκι σκαρφαλωμένο στα +1150 μέτρα είναι το βορειότερο χωριό της περιοχής του Ασπροποτάμου και μπορείτε να φτάσετε είτε μέσο Πύλης Τρικάλων, είτε από την Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

75


Καλαμπάκα, είτε από το Μέτσοβο (χωματόδρομος)”. Η ΛΙΜΝΟΠΗΓΗ ΓΑΛΑΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΦΑΝΤΙΝΕΣ-ΠΗΓΕΣ, ΣΜΙΞΗ-ΑΒΔΕΛΛΑ, ΓΡΕΒΕΝΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.mtbxpert.gr, http://www.pantotellada.gr, http://www.airtour.gr).

Το χωριό Σμίξη συνδέεται με αυτοκινητόδρομο με τα Γρεβενά, μέσω της Νομαρχιακής οδού Γρεβενών – Βασιλίτσα , άλλα και με όλα τα γύρω χωριά. Εκεί στην περιοχή της Σμίξης βρίσκεται η υποαλπική λίμνη Γαλανή. Ουσιαστικά πρόκειται για μια λιμνοπηγή, καθώς τροφοδοτείται απο την εκεί πηγή. Έχει μικρό μέγεθος και το χειμώνα είναι συχνά καλυμμένη από χιόνι. Είναι κρυμμένη ανάμεσα σε πεύκα και έλατα, σε κατάφυτους λόφους. Με τους σεισμούς του 1995 στην περιοχή των Γρεβενών, η λίμνη υπέστη ρήγμα και τα νερά της απείλησαν το χωριό.

Το Σμιξιώτικο ρέμα, στα Γρεβενά, που πηγάζει από τη Βασιλίτσα και καταλήγει στον ποταμό Βενέτικο, περνά για 3 περίπου χλμ από την περιφέρεια της Αβδέλλας και εμπλουτίζεται από τα νερά των γύρω πηγών, όπως είναι οι ‘’Φαντίνες’’ (πηγές), αλλά και η λίμνη Γαλανή. Περπατώντας στη Σμίξη θα βρείτε και πολλές βρύσες εκατοντάδες χρόνων παλιές. Η βρύση το Ματσάλι στην πλατεία του χωριού κατασκευάστηκε πριν από 350-400 χρόνια, όπως και η Μηλίκη στην άκρη του χωριού. Η Σιόπουτλου Ντιντζιά, που σημαίνει η επάνω βρύση, φτιάχτηκε πριν από 350 χρόνια. Η βρύση Σακελλάρη είναι επίσης παλιά, όπως και η βρύση της Αγίας Παρασκευής που έγινε ταυτόχρονα με την ίδρυση του χωριού.

(φωτογραφίες Γ.Κοκοτής και απο http://www.panoramio.com).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

76


Γύρω από το χωριό υπάρχουν άφθονες πηγές με εξαιρετικό νερό, όπως η Γαλανή (υψόμετρο +1400 μέτρα, ΒΔ), η Γκούρα (Δ-ΒΔ), το Τριαντάφυλλο (υψηλότερο +1500 μέτρα, Δ-ΒΔ), η Γκαρακούζι κοντά στη Σμίξη, η Μαυροφαντίνα, η Πηγή του Προφήτη Ηλία στην ομώνυμη εκκλησία, η Πηγή του Μακρυκώστα, η Τσιάρη Τσιούγκον, η Πλάκα χαμηλά στο Σμιξιώτικο ρέμα Ντάμπλος, η Μπίγκα, η Λιανορίκα προς τη Βασιλίτσα, η πηγή του Τσιαβντάλη (υψόμετρο 1900 μέτρα), η Μπαντεμσιάτα στο δρόμο προς τη Σαμαρίνα, η Σιούταλη, η Τσιουμάνη (υψόμετρο 1400 μέτρα) κοντά στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής και τέλος οι Δύο Βρύσες στον κεντρικό δρόμο προς Βασιλίτσα. Αλλά και οι πηγές Τζιλέτι (υψόμ. +1350μ.), Τζαρτζάνη (υψομ.+1500μ.), Λυσσόρο (υψομ.+1700μ.), και πολλές άλλες. Επίσης, σε υψόμετρο περίπου +2000 μέτρα, υπάρχει και μια μεγάλη ορεινή λίμνη με πολύ νερό μόνιμο, η οποία καταλαμβάνει εμβαδόν περίπου 3000 τμ. Το δάσος της Αβδέλλας (το ομώνυμο χωρίο, ένα από τα πέντε βλαχοχώρια στην aνατολική Πίνδο, βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου +1300 μέτρων) που καλύπτει την περιοχή αποτελείται κυρίως από πεύκη, ρόμπολο, ελάτη, οξιά, δρυς. ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΓΚΙΣΤΟΒΑ, ΓΡΑΜΜΟΣ. (Πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.eosartas.gr, Http://www.kathemera.gr, http://www.hydronaftes.gr, ).

Η λίμνη Γκιστόβα, ή Δρακόλιμνη του Γράμμου, παγετώδους προέλευσης, είναι η λίμνη που βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή στα +2355 μέτρα. Το σχήμα της λίμνης είναι συμπιεσμένο ελλειπτικό. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στα σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας και ανήκει στο Νομό Καστοριάς. Η προσέγγιση της μπορεί να γίνει από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων με 5-6 ώρες πορεία, είτε από το Πληκάτι Ιωαννίνων με τις ίδιες ώρες πορείας, είτε από τη Γράμμουστα (Γράμμος) Καστοριάς με 2-3 ώρες ανάβασης στη λίμνη. Θεωρείται πως οφείλει και αυτή η λίμνη την ύπαρξη της στους παγετώνες της τελευταίας γεωλογικής περιόδου.Τα νερά της χαρακτηρίζονται από το γαλαζοπράσινο χρώμα τους και το μεγαλύτερο βάθος της ποικίλει από 3.5-5 μέτρα, ανάλογα με την εποχή και τον πλημμυρισμό της λίμνης.

Λίγα μέτρα πριν τη δρακολίμνη Γκιστόβα: Ανήκει οριακά στη χώρα μας (από την αριστερή όχθη της αρχίζει η Αλβανία1η φωτό). .Στη 2η φωτό βλέπουμε μια από τις 2-3 λιμνούλες που συναντά κανείς κατεβαίνοντας από τη δρακόλιμνη προς το χωριό Γράμμος (Γράμουστα) (by Dimitris Dimitriou)

Ο θρύλος θέλει τη λίμνη να φτάνει πάνω από τα 50 μέτρα βάθος, ενώ μια άλλη εκδοχή θέλει τη λίμνη να επικοινωνεί υπογείως με το Θεσσαλικό κάμπο και τον Παγασητικό κόλπο. Ντόπιοι κτηνοτρόφοι διηγούνται μια ιστορία, όπου υπήρξε μια προσπάθεια παλαιότερα, να μεταφέρουν τα νερά της λίμνης, μέσω ορύγματος, στη γειτονική Αλβανία. ‘’Καθώς οι εργάτες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

77


έσκαβαν με τα εργαλεία και ο καιρός ήταν καλός, ξαφνικά ξέσπασε μια καταιγίδα και οι κεραυνοί σκότωσαν τους εργάτες. Από εκείνη την ημέρα, δεν υπήρξε ξανά καμία αντίστοιχη προσπάθεια’’. Το όνομα της λίμνης σημαίνει στη βλάχικαη διάλεκτο ‘’αιδοίο’’. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές, που έχουν να κάνουν με το πως δόθηκε η ονομασία στη λίμνη, αν και όλες συνδέονται μεταξύ τους. Η πρώτη εκδοχή είναι πως πήρε το όνομα αυτό από το σχήμα που έχει η λίμνη, το οποίο παραπέμπει σε γυναικείο γενετήσιο όργανο. Η δεύτερη εκδοχή είναι πως ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι οι κοπέλες από τα κοντινά χωριά πήγαιναν στη λίμνη για μπάνιο, όπου τις ακολουθούσαν οι νεαροί των χωριών, προκειμένου να δουν τα κάλλη τους. Η τρίτη εκδοχή, που συνδέεται με την ιστορία, είναι πως περί το 1780 στη λίμνη Γκιστόβα πνίγηκαν 10 ή 12 γυναίκες, είτε για παραδειγματισμό, είτε γιατί αυτοκτόνησαν για να γλιτώσουν την ατίμωση από τις ορδές των κλεφτών του Αλή Πασά. Σημαντικό ρόλο στα γεγονότα φαίνεται ότι έπαιξε η όμορφη Σάνα, κόρη του Γραμμουστιανού αρχιτσέλιγκα Χατζηστέργιου, ο οποίος αρνήθηκε να παραχωρήσει την κόρη του στο χαρέμι του Πασά των Ιωαννίνων. Ο Αλή Πασάς έκαψε το χωριό της Γράμμουστας, η Σάνα αυτοκτόνησε για να μην ατιμωθεί και οι όμορφες κοπέλες του χωριού πνίγηκαν στη λίμνη.

Προσεγγίζοντας τη Γκιστόβα από ψηλά (φωτο: Λ. Ζιούτης)

Και από καταδυτικές περιγραφές σταχυολογούμε: ‘’Το επόμενο πρωί μας βρήκε να ετοιμάζουμε τον καταδυτικό εξοπλισμό και να ανυπομονούμε να βουτήξουμε στα κρύα νερά της λίμνης που λόγω του πρωινού της ώρας έχει πέσει στους 14 βαθμούς. Σαρώσαμε λοιπόν το βυθό, ο οποίος μετά ενάμιση με δύο μέτρα από την στεριά που είναι πετρώδης, γίνεται λασπώδης με «βούρκο» που φτάνει και τα 40-50 εκατοστά. Μερικοί ίσως θα απογοητευτούν αλλά σύμφωνα με τους υποβρύχιους υπολογιστές που είχαμε μαζί μας, το βαθύτερο σημείο της λίμνης δεν ξεπερνά τα 3,5 μέτρα, κάτι που συμφωνεί και με μια παλιότερη μέτρηση από την επιφάνεια που είχε πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 2002. Βέβαια το βάθος μπορεί να φτάσει και τα 4,5 με 5 μέτρα νωρίτερα το καλοκαίρι όπως μαρτυρούν τα σημάδια περιμετρικά της λίμνης. Το συνολικό εμβαδόν της, ανάλογα και την εποχή πάντα, είναι περίπου στα 7.000 τ.μ. Το νερό της διατηρείται όλο το χρόνο και εκτός από το λιώσιμο του χιονιού τροφοδοτείται και από τουλάχιστον μία πηγή. Η ζωή μέσα στα κρυστάλλινα νερά είναι άφθονη! Πέρα από την πληθώρα των αλπικών Τριτώνων (Ichthyosaura alpestris syn., Triturus alpestris veluchiensis) συναντήσαμε και άλλα είδη τα οποία προσπαθούμε να ταυτοποιήσουμε σε συνεργασία με βιολόγους΄΄. (Αφήγηση για την κατάδυση απο Παπαδάμο Στέργιο, Τριανταφυλλίδη Νικόλαο, Παπαδόπουλο Κώστα οι οποίοι με την πολύτιμη βοήθεια του Σπύρου Γεώργιου, ανέβηκαν στο όρος Γράμμος για να καταδυθούν στη λίμνη Γκιστόβα).

ΥΠΟΑΛΠΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΠΙΚΕΣ ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΥΡΙ, ΓΡΕΒΕΝΑ. (Πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.origin2.ethnos.gr, http://www.e-city.gr, http://content-mcdn.ethnos.gr/).

Εδώ είναι και η "Λίμνη" που έχει επιφάνεια 150 τ.μ., στην οποία η πρόσβαση γίνεται μέσω χωματόδρομου και στη συνέχεια μέσω μονοπατιού. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

78


Δίπλα από την κοινότητα Μεσολούρι, περνάει ένα ποτάμι, που πηγάζει από το Δοτσικό (στο οποίο ποτάμι ζουν πέστροφες), ενώνεται με αυτό της Αετιάς και χύνονται αμφότερα στο Βενέτικο ποταμό. Βορειοδυτικά του χωριού στα +1326 μ. υψόμετρο συναντάμε την "Κορυφή Πέτρα", όπου βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα. Είκοσι εννέα (29) χιλιόμετρα δυτικά των Γρεβενών από χωματόδρομο, συναντάμε το μικρό οικισμό του Μεσολουρίου, χτισμένο σε +1020 μέτρα υψόμετρο. Το Μεσολούρι κατοικείται μόνο το καλοκαίρι από 90 περίπου οικογένειες, κτηνοτρόφους, ελεύθερους επαγγελματίες και καταστηματάρχες. Η περιοχή διαθέτει πολλά νερά και νότια προς τους Φιλιππαίους υπάρχουν πολλές πηγές, ενώ βόρεια συναντάμε το "Κρυοπήγαδο" (υπάρχει και πέτρινη βρύση μ' αυτό το όνομα στην πλατεία του χωριού, η οποία κατασκευάστηκε ταυτόχρονα με την ίδρυση του Μεσολουρίου και νότια σε 2 χλμ. απόσταση τη Γερακίνα ). Από εδώ η θέα προς την Καστοριά, το Γράμμο, το Βίτσι, τον Κίσσαβο και τον Όλυμπο είναι μαγευτική. Το ίδιο ισχύει και για τις κορυφές " Τσούκα" (+1220 μ.) νοτιοδυτικά και "Κρανιά" (+1237 μ.) 2-2,5 χλμ. νότια. Ανάμεσα στις κορυφές "Πέτρα" και " Τσούκα" υπάρχει ρέμα που σχηματίζει "βυρό" (μικρό λάκκο με νερό).

Πιο κάτω σχηματίζονται δύο καταρράκτες ύψους 3,5 μ. και 2,5 μ. αντίστοιχα, σε μια απόσταση 1-1 ,5 χλμ. δυτικά από το Μεσολούρι. Στις κορυφές ευδοκιμεί μαύρη πεύκη, άρκευθος και δρυς. Τα ίδια δέντρα καθώς και είδη σφενδάμου, κρανιά και όστρυα απαρτίζουν το δάσος του Μεσολουρίου, στο οποίο βρίσκουν καταφύγιο αλεπούδες, λαγοί και αγριόχοιροι. Το χωριό περιβάλλεται από δασώδη έκταση, αποτελούμενη από πεύκα, έλατα, βελανιδιές και κέδρα. Η πανίδα της περιοχής έχει μεταξύ άλλων αρκούδες, λύκους, αλεπούδες, ζαρκάδια, σκίουρους. αρκετά είδη αετών, γερακιών και άλλων πουλιών. Επίσης, σε περίπου 4 χιλιόμετρα απο το Μεσολούρι και μέσα σε δάσος με μαύρη Πεύκη στην τοποθεσία λίμνες, υπάρχουν δυο μικρές λίμνες που εχουν επιφάνεια 150 τ.μ., και 50 τ.μ., αντίστοιχα, και σε υψόμετρο περίπου +1050 μέτρων. Σε αυτές τις λιμνούλες συναντάται ο Αλπικός βουνοτρίτωνας. Επίσης στα ρηχά, λασπώδη νερά κολυμπούν αρκετές στικτές νεροχελώνες (ένα από τα δύο είδη που ζουν στα ελληνικά γλυκά νερά -το άλλο είναι η γραμμωτή νεροχελώνα-, και αναπαράγονται σε μεγάλους αριθμούς 2 είδη βατράχων, καθώς και σαλαμάνδρες) . Μάλιστα, η μέση ετήσια θερμοκρασία των νερών τους

είναι σχετικά υψηλότερη από τις άλλες Δρακόλιμνες της Πίνδου, οι οποίες βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, οι τρίτωνες εδώ είναι οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος. Οχι σπάνια στις όχθες τους που καλύπτονται σε αρκετά σημεία από πυκνούς καλαμιώνες, οι αρκούδες αναζητούν την τροφή τους (νεροχελώνες, σαλιγκάρια). Τα ίχνη τους (πατημασιές ή τρίχωμα σε σπασμένα δενδρύλλια και καλάμια) είναι εύκολα διακριτά. Από το ξωκλήσι της Παναγίας που βρίσκεται ανάμεσα στο Μεσολούρι και στις λιμνούλες ξεκινά σημαδεμένο μονοπάτι που οδηγεί μέσα από πυκνό δάσος στη Σαμαρίνα (3,30 ώρες) και στο Δοτσικό (1,30 ώρες). Στην κοντινή περιοχή υπάρχουν ακόμη δύο Δρακόλιμνες. Η μια σε υψόμετρο +1800 μέτρων και η άλλη κάτω από την κορφή της Βασιλίτσας στα +2050 μέτρα. Αν θέλετε να γνωρίσετε την άγνωστη αυτή γωνιά του διάσημου κατά τα άλλα γρεβενιώτικου βουνού μέσα από πεζοπορικά μονοπάτια, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

79


αξίζει

να

έρθετε

σε

επαφή

με

το

τοπικό

γραφείο οικοτουρισμού www.venetikos.gr)(φωτογραφίες Χρ. Δημάδης και http://www.panoramio.com).

(τηλ. 24620-85032

Η ΑΛΠΙΚΗ ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΗ ΜΟΣΙΑ, ΣΜΟΛΙΚΑΣ, ΓΡΕΒΕΝΑ. (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.hellaspath.gr, http://www.eosartas.gr, http://www.panoramio.com, http://www.siatista.info, http://www.myvisit.gr, http://askioperierga.blogspot.com, http://thesecretlealthuth.blogspot.com ).

Η μικρή αυτή αλπική λίμνη βρίσκεται στο όρος Σμόλικας, σε υψόμετρο +2150 μέτρων, ανάμεσα στις κορυφές Φούρκα και Σαμαρίνα. Η Μόσια (στα βλάχικα σημαίνει γριά) είναι γαλάζια την άνοιξη και το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα καλύπτεται τελείως από τα χιόνια. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η κύρια λίμνη τροφοδοτεί με τα καθαρά νερά της άλλες δύο μικρότερες που βρίσκονται χαμηλότερα. Περπατώντας γύρω από τις λίμνες παρατηρείστε τους άφθονους αλπικούς τρίτωνες, που κολυμπούν στα παγωμένα νερά τους και θαυμάστε το απομονωμένο τοπίο και τις απόκρημνες πλαγιές της Μόσιας. Η ευκολότερη πρόσβαση είναι μέσω της Σαμαρίνας. Η λίμνη βρίσκεται κοντά στη “Βάλια Κίρνα”, ή στα ελληνικά “Κοιλάδα του Διαβόλου”. Μπορείτε να φτάσετε στη Δρακόλιμνη της Μόσιας έχοντας ως αφετηρία το φημισμένο χωριό Σαμαρίνα. ‘’Ανηφορίζοντας στο πευκοδάσος που υπάρχει πάνω και δυτικά του χωριού, μετά από πορεία 2 ωρών σε καλά σηματοδοτημένο μονοπάτι θα φτάσετε σε πηγή και έπειτα σε γυμνή περιοχή όπου το τοπίο είναι ιδιαίτερα σκληρό, αλλά με πανέμορφα άνθη γεντιανής (αγριοπιπεριά) και τουλίπας. Φθάνουμε σε διάσελο ανάμεσα από τις κορυφές Καπετάν Τσεκούρας και Μπογδάνι. Ένας σταυρός σχηματισμένος με πέτρες που παρατηρούμε εκεί λέγεται ότι δείχνει τον τάφο Μακεδονομάχου, ίσως του ίδιου Καπετάν Τσεκούρα. Μετά από περίπου 3,5 ώρες πορεία νοτιοδυτικά, σε υψόμετρο +2150 μ., θα αντικρίσετε τη μοναδική ομορφιά της Δρακόλιμνης της Μόσιας. Στην πορεία, ρωτήσαμε ένα βοσκό το πως θα μπορέσουμε να κατέβουμε την δυσπρόσιτη κοιλάδα των δαιμόνων (Βάλια Κίρνα), την οποία ατενίζαμε από το δυτικό της άκρο’’. ‘’Από εκεί’’ μας απάντησε και έδειξε με το χέρι του…… ‘’εκεί όπου βγαίνουν τα νερά της Δρακόλιμνης της Μόσιας’’. ‘’Είναι πολύ όμορφη’’, μας είπε, ‘’ η λίμνη αυτή. Κάθε άνοιξη, όσο πιο γρήγορα μου επιτρέπει ο καιρός, την επισκέπτομαι να πιούμε εγώ και τα ζώα μου από το κρυστάλλινο νερό της για να μας πάνε όλα καλά’’. Και μια άλλη περιήγηση. ´´Στεκόμαστε να θαυμάσουμε μακριά προς τη Μόσια τις άσπρες νεροσυρμές που αυλακώνουν τα γυμνά βράχια, ανάμεσα από τα χιόνια που υπάρχουν ακόμη σε πολλά σημεία στις Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

80


απόκρημνες πλαγιές. Συνεχίζουμε την πορεία σε ιδιαίτερα σκληρό και άγονο, αλλά ταυτόχρονα πλούσιο τοπίο σε πανέμορφα άνθη της γεντιανής και της τουλίπας. Μετά από 2 ακόμη ώρες πορεία νοτιοδυτικά, αποφασίσαμε να κινηθούμε αριστερά χωρίς μονοπάτι προς την κατεύθυνση της Δρακόλιμνης, την οποία όμως δεν βλέπαμε ακόμη. Προσέχοντας κάθε μας βήμα επάνω σε πέτρες και βράχια, που είμαστε αναγκασμένοι να βαδίζουμε, ανακαλύπτουμε σκουριασμένο και παραμορφωμένο τμήμα αεροπλάνου, σημάδι των μαχών που προφανώς έγιναν εδώ στην δεκαετία του ’40’’. Και η πεζοπορία μας συνεχίζεται. ‘’Κινούμαστε σε ένα πετρώδες τοπίο με ελάχιστη ποώδη βλάστηση, ακούμε όμως και βλέπουμε νερά να πέφτουν από ψηλά και από παντού σε μια συμφωνία νερών και βράχων, που λες και προσπαθεί να ημερέψει την αγριότητα του βουνού και να μας προσελκύσει βαθύτερα εκεί στην κλειστή τοποθεσία που πρέπει να βρίσκεται η Δρακόλιμνη. Κατεβαίνοντας μια απόκρημνη πλαγιά στο βάθος δεξιά μας είδαμε την Δρακόλιμνη που αναζητούσαμε.

Ήταν γαλάζια, στεφανωμένη σχεδόν ολόγυρα από χιόνια, που έντυναν μέχρι τα πόδια της τις απόκρημνες πλαγιές. Ήταν πράγματι πολύ όμορφη, μοναχική και σιωπηλή στην παγωμένη φωλιά της. Ακόμη μισή ώρα πορεία περίπου και φθάσαμε κοντά της, σε υψόμετρο 2.150 μ. Παρατηρήσαμε ότι εκτός από την κύρια λίμνη υπήρχαν και άλλες δυο μικρότερες τις οποίες τροφοδοτούσε με τα καθαρά νερά της. Περπατήσαμε γύρω-γύρω τις λίμνες αυτές, παρατηρήσαμε τους άφθονους Αλπικούς Τρίτωνες, που κολυμπούσαν στα κρύα νερά τους και θαυμάσαμε το απομονωμένο του τοπίου και τις απόκρημνες πλαγιές της Μόσιας, που, αν και παγωμένες, τις αγκαλιάζουν ζεστά και τις προστατεύουν’’ (Φωτογραφίες της Μόσιας απο http://www.siatista.info και απο http://www.panoramio.com, Θ. Εμπρικίδης ). ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ ΛΙΜΝΕΣ, ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.olympusfd.gr, http://pieria.forthnet.gr/paralsc/PARUSIA%20OLYMP.htm, http://www.ihunt.gr).

http://www.mountainspirit.gr,

Στον Όλυμπο πολλοί αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν λίμνες, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Υπάρχουν πολλές μικρές εποχικές λιμνούλες ή Λούτσες, κυρίως στην περιοχή Μπάρα και Ντριστέλα (Μικρά και Μεγάλα Καζάνια, Μικρή και Μεγάλη Γούρνα, Ντρίστελα-λιμνοδολίνη και άλλες μικρότερες), οι οποίες δημιουργούνται από το λιώσιμο του χιονιού και τα νερα της βροχής. Υπάρχει όμως και μια εποχική λίμνη, η Λασπολίμνη, στην περιοχή της παλαιάς λίμνης Ασκουρίδας (αποστραγγίστηκε το 1911 και σχεδιάζεται να επαναδημιουργηθεί ) στην Καλλιπεύκη του Κάτω Ολύμπου, η οποία στις αρχές της άνοιξης σχηματίζει μια μικρή λασπόλιμνη στην άκρη του εκεί οροπεδίου. Εξάλλου υπάρχει και η λιμνοπηγή, λίμνη Γυαλί στο Αργυροπούλι του Κάτω ´Ολύμπου. Και όπως μας πληροφορεί ο φίλος Νίκος Νέζης σε σχόλιό του ´´πάνω στον Όλυμπο, υπάρχουν τέσσερις μικρές λούτσες (περιοδικές λιμνούλες), μία ανώνυμη μεταξύ Καλόγερου και Φράγκου Αλώνι (σε υψόμ. +2550μ.+2540μ.), τη Ντριστέλα μεταξύ Πύργου και Χότζα (σε υψόμ. +2430μ. - +2.350μ.), μία ανώνυμη στην αρχή της Σταλαματιάς (σε υψόμ. +2300μ.) και τη Μπάρα, νότια του οικισμού Πέτρα (σε υψόμ. +680μ.-+660μ). Επίσης, στους πρόποδες του Ολύμπου υπάρχουν μερικές μικρές λίμνες και λιμνοδεξαμενές (ταμιευτήρες), που δημιουργήθηκαν με τη διάνοιξη δρόμων και τα διάφορα αναχώματά τους, όπως είναι, στην Καλλιθέα, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

81


στη Σκοπιά-Ολυμπιάδα, στη Σκαμνιά, στο Πύθιο, στα Καλύβια, στον Παλαιό Σπαρμό και δυτικά της Μπάρας στο ρέμα Βαρδαμπά´´. Η βόρεια πλευρά του Ολύμπου, διατρέχεται απο πολλά φαράγγια, ρέματα, καταρράκτες και βάθρες (μικρές λίμνες, κολυμπήθρες, φυσικές πισίνες). Οι πλέον εντυπωσιακές βάθρες συναντώνται στη ρεματιά του Ορλιά (διαδρομή Άγιος Κωνσταντίνος, καταφύγιο Κορομηλιάς, ρεματιά Ορλιά), στους καταρράκτες της Αγίας Κόρης στο φαράγγι της Βροντους προς Κοπανούλα και διάσελο ´Ελατος, στους καταρράκτες της Αγίας Τριάδας (διαδρομή Άγιοι Απόστολοι, 3 Πριόνια, παπά-Αλώνι), στο φαράγγι του ποταμού Ενιπέα και σε πολλές άλλες περιοχές. Γενικά η περιοχή του Ολύμπου φημίζεται για τα όμορφα ρέματα, τα ποταμάκια και τις πανέμορφες λιμνούλες. Μια τέτοια όμορφη λιμνούλα, η οποία είναι προσβάσιμη, βρίσκεται στην περιοχή του Δίου Πιερίας. Όταν βρεθούμε στο κέντρο του χωριού θα δούμε πινακίδα η οποία μας προτρέπει να πάμε προς τους καταρράκτες Ορλιάς. ‘’Στη συνέχεια θα ακολουθήσουμε τη σήμανση με την ένδειξη -προς Όλυμπο-. Ακολουθούμε αυτές τις καφέ ταμπέλες οι οποίες θα μας οδηγήσουν έξω από το χωριό. Θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε την πλαγιά, ώσπου στα δεξιά μας θα δούμε ένα μικρό εκκλησάκι κι ένα χώρο αναψυχής. Εκεί αν θέλουμε μπορούμε να θαυμάσουμε τον καταρράκτη που σχηματίζεται ακριβώς από κάτω μας’’.

Επίσης, διασχίζοντας το φημισμένο φαράγγι του ποταμού Ενιπέα, μέσα από μια μαγευτική διαδρομή με πυκνή βλάστηση, θα συναντήσουμε μικρές φυσικές λιμνούλες, βάθρες και μικρούς καταρράκτες, αλλά και ξύλινα γεφύρια και καταβόθρες, όπου χάνονται τα νερά. Πολλές από τις ρεματιές στον Όλυμπο έχουν νερό όλο το χρόνο, σχηματίζουν καταρράκτες με μικρές βάθρες στη βάση τους. Το νερό τους, συνήθως λόγω της εξαιρετικής του ποιότητας καταλήγει σε δίκτυα ύδρευσης. Οι πηγές του Ολύμπου είναι πολλές αλλά ελάχιστες συναντάμε σε υψόμετρο πάνω από τα +1000 μέτρα. Εξάλλου, στον Όλυμπο υπάρχει και μια μικρή τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην έξοδο της ρεματιάς Ξερολάκκι πάνω από το χωριό Πέτρα. Πολύ κοντά στην περιοχή του κυρίως Ολύμπου, υπάρχει ο Κάτω Όλυμπος. Βουνό τελείως ξεχωριστό και διαφορετικό από τον κυρίως Όλυμπο, ομαλό, με υπέροχα δάση. Το ασφαλτοστρωμένο δίκτυο από Λεπτοκαρυά προς Καρυά (24 χλμ) και από Νέο Παντελεήμονα προς Παλαιό Παντελεήμονα - Παλαιά Σκοτίνα - Καλλιπεύκη - Καρυά (42 χλμ ), μας δίνει τη δυνατότητα επίσκεψης σε πολλά αξιοθέατα του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

82


βουνού, άμεσα και γρήγορα. Ανάμεσα από παλιούς οικισμούς και ξωκλήσια γύρω από τα ορεινά χωριά, υπάρχει μέσα στο δάσος η πανέμορφη μικρή τεχνητή λίμνη στην περιοχή «Κατής» (υψόμετρο περίπου +1400 μέτρα). Στο χωριό Αργυροπούλι (+164 μέτρα υψ) και 2,5 χλμ ΝΔ του χωριού, στους πρόποδες του Κάτω Ολύμπου βρίσκεται το ποτάμι Μάτι με τη λίμνη του, γνωστή ως Γυαλί Αργυροπουλίου Τυρνάβου. Μοναδική φυσική πηγή εναπομείνασα στη Θεσσαλία, με βάθος γύρο στα 6-10 μέτρα να αναβλύζει συνέχεια στον πυθμένα και με τον μύθο ότι ‘’μέσα υπάρχει ολόκληρη πόλη με εκκλησία και το Ιερό του Πλούτωνα με δράκοντες που σκάβουν και αναταράσσουν το νερό’’. Για δεκαετίες κυριαρχούσε ο φόβος στον καθένα που θα επιχειρούσε να κολυμπήσει σ’ αυτό. Η λίμνη Γυαλί, με έκταση 250 στρέμματα, αποτελεί τον πυρήνα οικοσυστήματος με πλούσια χλωρίδα (πουρνάρι, παλιούρι, αγριελιά, παπαρούνα, χαμομήλι, μολόχα, βάτος κ.α.) και πανίδα (κεφαλόπουλα, καραβίδες, χέλια, λεπιδόπτερα, υμενόπτερα, ορθόπτερα, δίπτερα,στα παλαιά χρόνια υπήρχε η ονομαστή Τούρνα σπάνιο ψάρι καθώς και βίδρες ακόμη σπανιότερο είδος κ.α.). Επίσης, παλαιότερα η λίμνη φιλοξενούσε στο οικοσύστημά της τη σπάνια στο είδος ‘’Ασημένια Πάπια’’ το αργυρό πουλί εκ της οποίας έλαβε το όνομα το χωριό και η οποία αποτελεί το έμβλημα, σύμβολο του χωριού. Η πρόσβαση στην πηγή επιτυγχάνεται μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Το Μάτι πηγάζει από τους πρόποδες της Μελούνας και μετά την ένωση του με τον Πηνειό, έχει μήκος 12 χλμ περίπου. Η παλιά κοίτη του ποταμού, Μάτι, προσφέρεται για περιπάτους και ερασιτεχνικό ψάρεμα καραβίδας.

Η τεχνητή λίμνη στο ρέμα Βαρδαμπά (υψ. 730μ.), στην περιοχή Μπάρα της Πέτρας, λίγο πριν την ένωσή του με το Ξερολάκκι (πληροφ., και φωτο: Ν, Νέζης)

Υπάρχουν και οι λιμνούλες που σχηματίζονται από τους καταρράκτες του Ενιπέα, του Ορλιά, της Αγίας Κόρης κ.ά. ρεμάτων. Εδώ η λιμνούλα στον λεγόμενο και δίδυμο καταρράκτη του Ενιπέα (υψ. 1.000μ. περίπου) (πληροφ., και φωτο: Ν, Νέζης)

Σε ένα σκαλοπάτι του βουνού που γέρνει ομαλά προς το υψίπεδο της κοιλάδας του Νεζερού και σε υψόμετρο +1100 μέτρων, συναντάμε το πάλαι ποτέ ακμάζον κεφαλοχώρι της Καλλιπεύκης. Το παλιό όνομά της ήταν ‘’Νεζερό’’ και προήλθε από την σλαβική ρίζα Εζερός ή Νεζερός που σημαίνει λίμνη. Πράγματι, αν έρθετε εδώ τον Απρίλη θα δείτε μια ρηχή λασπολίμνη να καλύπτει μικρό μέρος του οροπεδίου. Αποτελεί τμήμα της παλιάς λίμνης Ασκυρίδoς ή Ασκουρίδας που ήταν μια από τις ψηλότερες φυσικές λίμνες της Ελλάδας καθώς βρισκόταν σε υψόμετρο +1000 μέτρων. Κάλυπτε μια έκταση μεγαλύτερη των 5.500 στρεμμάτων και χαρακτηριζόταν από πλούσια παρόχθια βλάστηση με όμορφα νούφαρα, ενώ στα νερά της φιλοξενούσε σημαντικά είδη ιχθυοπανίδας. ´Ετσι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα η Καλλιπεύκη ήταν ένα ορεινό... ψαροχώρι! Το 1907 ξεκίνησαν τα έργα αποστράγγισης της λίμνης και ολοκληρώθηκαν το 1911. Το έδαφος που απελευθερώθηκε από το νερό δόθηκε προς καλλιέργεια. Σήμερα υπάρχουν μελέτες για την επανασύσταση της λίμνης και μερική αποκατάσταση του υγρότοπου με σκοπό τη βελτίωση του μικροκλίματος της περιοχής, την περιβαλλοντική αναβάθμιση και την τουριστική αξιοποίηση. Και για την ιστορία της, ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος κάνει λόγο για το ¨ Έλος της Ασκυρίδος ¨ (Ascuridem paludem), αναφερόμενος στα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι προς την Θεσσαλία. Κατά το Μεσαίωνα η λίμνη απέκτησε το Σλαβικό όνομα Νεζερός, όνομα που διατηρείται ακόμα και σήμερα από τον τοπικό πληθυσμό. Το 1911 δημιουργήθηκε μια κατασκευή αποστραγγιστικής τάφρου, αλλά και σήραγγας που διοχέτευσε τα νερά της λίμνης στην περιοχή των Γόννων. Στη θέση της παλιάς λίμνης απέμεινε ένα εύφορο οροπέδιο που αποδόθηκε στον τοπικό πληθυσμό για γεωργική εκμετάλλευση (κυρίως πατάτες). Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας γνωστό παγκοσμίως κυρίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας-+2918 μ.) κατοικούσαν οι Δώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

83


σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες. Ο συμπαγής ορεινός του όγκος δεσπόζει επιβλητικός στα όρια Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της μοναδικής αυτής κληρονομιάς, ανακηρύχθηκε ήδη από το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας. Η έκταση του κυρίως Ολύμπου ανέρχεται στα 500 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η έκταση που κατέχει είναι σχεδόν κυκλική με μέση διάμετρο 25 χιλιόμετρα περίπου και περίμετρο γύρω στα 80 χιλιόμετρα. Όσον αφορά τον Εθνικό Δρυμό Ολύμπου, η έκτασή του ανέρχεται σε 238.411 στρέμματα με πυρήνα 40.000 στρεμμάτων. Το ανάγλυφο του Ολύμπου εμπεριέχει πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία που του προσδίδουν γοητεία και αίγλη. Βραχώδεις και απόκρημνες κορυφές, βαθιές χαράδρες, αλπικά λιβάδια και πυκνά δάση, συνθέτουν αυτό το σπάνιο γλυπτό. Τα πετρώματα του Ολύμπου άρχισαν να σχηματίζονται πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια στο βυθό μιας σχετικά ρηχής θάλασσας, από όπου αναδύθηκε και άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει τη δική του μορφή. Στην περίοδο των παγετώνων έγιναν σημαντικές ανακατατάξεις στη μορφή του βουνού αφού οι πάγοι που έλιωσαν μετέφεραν τεράστιες ποσότητες πετρωμάτων από τις κορυφές προς τους πρόποδες του βουνού. Με το λιώσιμο και των τελευταίων πάγων, εδώ και 10.000 χρόνια περίπου, ο Όλυμπος πήρε τη σημερινή του μορφή. Η πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της περιοχής καταφαίνεται και από την γεωμορφολογία του Εθνικού Δρυμού και όλου του Ολύμπου: 52 κορυφές υψώνονται από τα +760 μ. ( Παλαιόκαστρο) μέχρι τα +2917 του Μύτικα, μεγάλες ρεματιές και βαθιές χαράδρες (Μαυράλογγος, Μακρύρρεμα, Ξεροβάκκι κ.ά.) βαθειές αμφιθεατρικές κοιλότητες (Μικρά και Μεγάλα Καζάνια, Μικρή και Μεγάλη Γούρνα, Ντρίστελα), σπήλαια και βάραθρα που πολλά ακόμα μένουν ανεξερεύνητα. Η φύση και η διάταξη των πετρωμάτων σε συνδυασμό με το κλίμα ευνοούν την εμφάνιση πολλών πηγών, κυρίως κάτω από τα +2000 μέτρα υψόμετρο, μικρών εποχιακών λιμνών και χειμάρρων, και ενός μικρού ποταμού, του Ενιπέα, που οι πηγές του βρίσκονται στη θέση Πριόνια και οι εκβολές του στο Αιγαίο. Το κλίμα του Ολύμπου επηρεάζεται από τη γεωγραφική του θέση, τον όγκο του, το πέτρωμα και την έκθεση των πλαγιών. Σε γενικές γραμμές είναι μεσογειακό, δηλαδή θερμό και ξηρό το καλοκαίρι και υγρό το χειμώνα. Επτά μήνες περίπου το χρόνο καλύπτεται από χιόνια (από το Νοέμβριο ως τον Μάιο), ενώ το συνολικό ποσό του νερού που δέχεται ο Όλυμπος, είτε με τη μορφή χιονιού το χειμώνα είτε με τη μορφή βροχής ή χαλαζιού το καλοκαίρι, είναι μεγάλο. Είναι, δηλαδή, η ποσότητα του νερού περίπου 3 με 4 φορές υψηλότερη από την ποσότητα του νερού που δέχεται η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη (1100 έως 1800 χιλιοστά το χρόνο, ενώ η Θεσσαλονίκη δέχεται 500 και η Αθήνα 400 χιλιοστά το χρόνο υδάτινων κατακρημνισμάτων). Η μισή ποσότητα του νερού πέφτει με τη μορφή χιονιού ενώ η άλλη μισή πέφτει σαν βροχή ή χαλάζι. Η μέση θερμοκρασία το χειμώνα κυμαίνεται από τους -20ο C μέχρι και τους +10ο C και το καλοκαίρι από τους 0ο C έως τους 20ο C χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τιμές πέρα από αυτά τα όρια. Σε κάθε 100 μέτρα ανάβασης στον Όλυμπο η θερμοκρασία πέφτει περίπου μισό βαθμό. Έτσι, εάν στη θάλασσα έχουμε 20ο C, την ίδια ώρα στο Μύτικα - και εφόσον ισχύουν οι ίδιες καιρικές συνθήκες - θα έχουμε περίπου 5ο C. Τέλος, οι άνεμοι στον Όλυμπο είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ μερικές φορές ξεπερνούν σε ταχύτητα τα 100 χιλιόμετρα ανά ώρα. Ως προς τη βλάστηση Υπάρχουν συνολικά πέντε διαδοχικές υψομετρικές ζώνες βλάστησης χωρίς σαφή όρια μεταξύ τους: -Από 0-+300 μέτρα υψόμετρο. είναι η ζώνη όπου καλλιεργούνται κυρίως αμπέλια και ελιές, ευδοκιμούν πολλά οπωροφόρα δέντρα και φύονται τα φρύγανα. -Από +300-+700 μ., στη ζώνη των αείφυλλων σκληρόφυλλων (μακκία), υπάρχουν τα πλατύφυλλα αειθαλή με συνηθέστερα είδη καστανιές, δρυς, κουμαριές κ.α. Από τα +700 - +1600μ εκτείνεται η ζώνη με μικτό δάσος κωνοφόρων και φυλλοβόλων. Κυρίαρχο είδος βλάστησης είναι η μαύρη πεύκη. Εμφανίζονται ακόμη η οξιά, σε μικρές ομάδες η ελάτη, σποραδικά η φτελιά, η αγριοκερασιά, ο ίταμος, η κρανιά και μια σημαντική ποικιλία από ποώδη φυτά. -Από τα +1600-+2100μ. εκτείνεται η ζώνη του ορεινού δάσους κωνοφόρων, με το χαρακτηριστικό και σπάνιο είδος πεύκου το ρόμπολο καθώς και την ορεινή πεύκη. Η ζώνη αυτή αντιπροσωπεύεται από ασθενή ποώδη βλάστηση που περιλαμβάνει σπάνια είδη φυτών, ενδημικά των Βαλκανίων. -Πάνω από το όριο των +2100 μέτρα υψόμετρο. εκτείνεται η αλπική ζώνη, όπου στα λιβάδια, στους βράχους και στις απότομες πλαγιές ζουν μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά αγριολούλουδα και τα περισσότερα ενδημικά φυτά του Ολύμπου. Στη χλωρίδα του Ολύμπου έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα πάνω από χίλια επτακόσια (1700) είδη φυτών, περίπου το 25% της ελληνικής χλωρίδας. Στην γυμνή από δέντρα αλπική ζώνη υπάρχουν πάνω Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

84


από 150 είδη φυτών. Από αυτά, τα μισά βρίσκονται μόνο στη Βαλκανική χερσόνησο και τα είκοσι τρία (23) είναι ενδημικά του Ολύμπου, μοναδικά στον κόσμο. Στην πανίδα του Ολύμπου, η οποία περιλαμβάνει σημαντική ποικιλία ειδών, έχουν καταγραφεί τριάντα δύο (32) είδη θηλαστικών, όπως το αγριοκάτσικο (Fupicapra rupicapra), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), η αγριόγατα (Felis sulvestris), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) κ.α. Στα οκτώ διαφορετικά οικοσυστήματα του δρυμού, από τα 300μ. μέχρι τα 2918μ., έχουν παρατηρηθεί εκατόν τέσσερα (104) είδη πουλιών ορισμένα από τα οποία είναι σπάνια. Από τα απειλούμενα με εξαφάνιση είδη φωλιάζουν ή τρέφονται στην περιοχή του δρυμού 11 είδη αρπακτικών (το 41% του πληθυσμού της Ευρώπης), όπως ο Γυπαετός (Gypaetus Barbatus), ο Μαυρόγυπας (Aegypius monachus), ο Φιδαετός (Circaeyous gallicus), το Σαΐνι (Accipiter brevipes), ο Χρυσαετός (Aquila chrisaetos), το Χρυσογέρακο (Falco biarmicus) και ο Πετρίτης (Falco peregrinus) και 7 είδη δρυοκολαπτών (το 70% του πληθυσμού της Ευρώπης). Έχει ακόμη μία σπάνια ερπετοπανίδα (φίδια, χελώνες, σαύρες, κ.λ.π.), ορισμένα αμφίβια στα ρέματα και τις εποχικές λίμνες και μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες για τις οποίες ο Όλυμπος φημίζεται (Οι φωτογραφίες είναι κυρίως απο http://www.myvillage.gr). ΛΙΜΝΙΑ-ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΣΤΑ ΠΕΡΤΟΥΛΙΩΤΙΚΑ ΛΙΒΑΔΙΑ, ΠΕΡΤΟΥΛΙ, ΤΡΙΚΑΛΑ (Πηγές: σταχυολόγηση από http://www.pertouli.gr, http://www.trekkingpindos.gr, http://www.iefimerida.gr και naturaGreaca -Περτουλιώτικα Λιβάδια).

από

Σε υψόμετρο περίπου +1.090 μέτρων στις πλαγιές του Κόζιακα και σε απόσταση 54 χλμ. δυτικά από την πόλη των Τρικάλων, ένας ορεινός παράδεισος περιτριγυρισμένος από βουνά, πυκνά δάση, καταπράσινα λιβάδια και τρεχούμενα νερά περιμένει να σας κατακτήσει.

Ανάμεσα από τις κορυφές και πλαγιές του Κόζιακα, της Βίγγας, της Μπουντούρας, της Φούρκας, του Κεπτινέλου από τη μία πλευρά από τη Γκιώνα, της Μπέρτα - Βαθύ από την άλλη παρεμβάλλεται το οροπέδιο των μεγάλων Περτουλιώτικων Λιβαδιών (περίπου 5 χλμ. πριν από το χωριό Περτούλι, το ελατοδάσος αρχίζει να υποχωρεί και στη θέση του εμφανίζονται θάμνοι και χορτάρι. Είναι τα καταπράσινα Περτουλιώτικα Λιβάδια, με τα χαμηλά υδρόφιλα φυτά ) τα οποία διασχίζει ρέοντας από το Βαλόρεμα, ο Περτουλιώτικος ή Ξεριάς,

παραπόταμος και τροφοδότης του ποταμού Άσπρου ή Αχελώου. Στο διάβα του ο ποταμός διαγράφει μαιανδρικά σχήματα, τα ‘’κλούρια’’ όπως τα λένε οι ντόπιοι, που φιλοξενούν ποταμόψαρα και βατράχια. 'Την εποχή που λιώνουν τα χιόνια σχηματίζονται πολλά μικρά ποταμάκια, αλλά και πολλές μικρές λίμνες εποχικού χαρακτήρα - εποχικά λιμνία του χιονιού και της βροχής. Από εκεί ξεκινάει και το χιονοδρομικό κέντρο. Στην περιοχή θα συναντήσετε άλογα που καλπάζουν, αγελάδες που βόσκουν ελεύθερες, ρυάκια και μικρές λιμνούλες, ενώ ζαρκάδια και ελάφια περνούν από δίπλα σας την ώρα που κάνετε πικνίκ, στους χώρους αναψυχής. Από τα Περτουλιώτικα λιβάδια μπορείτε να φτάσετε μέσα από μονοπάτι στο καταφύγιο «Χατζηπέτρος», σε υψόμετρο +1.738 μέτρα. Όλη η γύρω περιοχή του Περτουλίου ένας τεράστιος βιότοπος, κατάφυτες βουνοπλαγιές, απότομες χαράδρες, άγρια φαράγγια, ρεματιές, νερά, κοιλάδες, λιβάδια, όλα εναρμονισμένα ιδανικά, συνθέτουν τον περιβάλλοντα χώρο του οικισμού, προσδίδουν απαράμιλλη ομορφιά. Σε μια έκταση οκτακοσίων περίπου στρεμμάτων, συνυπάρχουν αρμονικά ένα πλήθος αγριολούλουδων, αγριόχορτων, εντόμων, πουλιών, ζώων που βόσκουν στο παχύ χορτάρι όπως, γελάδια, πρόβατα και άλογα των Περτουλιωτών. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

85


Τα μαγευτικά Περτουλιώτικα λιβάδια, ο αγαπημένος τόπος συνάντησης των Σαρακατσαναίων, αποτελούν έναν ορεινό βιότοπο που συνδυάζει την εξερεύνηση στη φύση με τις αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες του βουνού. Τα λιβάδια βρίσκονται σε υψόμετρο +1130 μέτρων στα ορεινά Τρίκαλα ανάμεσα στους μεγάλους ορεινούς όγκους της περιοχής. Η έκταση τους φτάνει τα 1.000 στρέμματα και απλώνονται σε ένα οροπέδιο που αγκαλιάζεται από ελατοδάση σε ένα τριγωνικό σχήμα που μοιάζει με κεφαλαίο λάμδα (Λ). Στα ανατολικά τους σηκώνεται ο Κόζιακας, στα δυτικά η Νεράιδα και στα νότια καταλήγουν οι μικρές κορφές Γκαλντερίμι (+1338 μ.), Γκλαμπάτσα (+1491 μ.) και Σάσα (+1305 μ.) που αποελούν τις βόρειες απολήξεις των Λούπατων και του Αυγού. Τα Περτουλιώτικα λιβάδια ξεκινάνε από τον αυχένα Τζάτζα στα νότια, φτάνουν στον αυχένα του Κόζιακα όπου τραβερσάρουν, καταλήγοντας στα όρια του ορεινού οικισμού του Περτουλίου. Εδώ βρίσκονται και οι πηγές του Περτουλιώτικου ρέματος το οποίο διασχίζει όλη την περιοχή των ορεινών Τρικάλων εκβάλλοντας στον Ασπροπόταμο -Αχελώο.

Το τοπίο στα Περτουλιώτικα λιβάδια είναι μοναδικό. Μαίανδροι από ρυάκια, μικρές λίμνες και λούτσες, ένα μαύρο ελατόδασος και επίπεδα χορτολίβαδα στα οποία βόσκουν άλογα και αγελάδες. Οι λούτσες στις άκρες των ρυακιών και του δρόμου είναι ίσως ο πιο κατάλληλος τόπος στην Ελλάδα για να θαυμάσει κανείς τους αλπικούς τρίτωνες. Τα νερά είναι κρυστάλλινα και εδώ ζούνε εκατοντάδες άτομα αυτού του όμορφου ζώου. Άλλα αμφίβια είναι οι σαλαμάνδρες, οι κιτρινομπομπίνες, οι φρύνοι και οι σβελτοβάτραχοι. Η ερπετοπανίδα της περιοχής αποτελείται από μεσογειακές χελώνες, κονάκια, πρασινόσαυρες, τρανόσαυρες, τοιχογουστέρες, σαΐτες, νερόφιδα, στεφανοφόρους, σπιτόφιδα και οχιές. Ο ασφαλτόδρομος και οι εγκαταστάσεις του χιονοδρομικού κέντρου αποθαρρύνουν τα μεγάλα θηλαστικά που ζούνε στα γύρω δάση να πλησιάσουν στα λιβάδια, παρότι η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα σε διάσελα που αποτελούν περάσματα για τα ζώα. Στην περιοχή εκτός από την πλούσια ορνιθοπανίδα, στα γύρω δάση και βουνά ζούνε αρκούδες, ζαρκάδια, αγριόγατοι, αλεπούδες, ασβοί, δασοκούναβα, νυφίτσες, δασομυωξοί και σκίουροι. Χτισμένο αμφιθεατρικά, το Περτούλι αποτελούσε στο παρελθόν τόπο συνάθροισης των κτηνοτρόφων της περιοχής. Σήμερα αυτό που κάνει το χωριό να ξεχωρίζει και να αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα ορεινά θέρετρα της Ελλάδας, είναι τα γραφικά πέτρινα σπίτια του με τις κόκκινες ή πέτρινες στέγες, το χιονοδρομικό κέντρο και οι καλές τουριστικές υποδομές. ΛΙΜΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΔΑ, ΑΡΓΙΘΕΑ, ΚΑΡΔΙΤΣΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.stefaniada.gr,http://www.thessaliatv.gr/news/13350/h-agnwsth-limnh-thsstefaniadas/, Τσαπρούνη, 2013 -Πτυχ., Διατρ., Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, 89σελ., Γεωμορφολογική χαρτογράφηση και μελέτη λίμνης Στεφανιάδας)

Η λίμνη Στεφανιάδα, είναι μια φυσική φραγματογενής λίμνη. Είναι, η μικρότερη σε ηλικία φυσική λίμνη της Ελλάδας, καθώς δημιουργήθηκε από φυσικά αίτια τον Ιανουάριο του 1963, όταν κατολίσθηση έφραξε το πέρασμα χειμάρρου (Κουμπουριανίτικο ρέμα, κλάδος του Αχελώου) με Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

86


αποτέλεσμα η δημιουργηθείσα λεκάνη, να γεμίσει με νερό (η κατολίσθηση τότε, πέρα από την δημιουργία της φυσικής λίμνης παρέσυρε τον τότε οικισμό της Στεφανιάδας, σπίτια, ζώα και ένα νερόμυλο, ο οποίος βρισκόταν στην ένωση των δύο παραποτάμων). Η Στεφανιάδα, είναι πιο μικρή από τη λίμνη του Τσιβλού στην Πελοπόννησο, που και αυτή δημιουργήθηκε με παρόμοιο τρόπο, διακόπτοντας την εκεί ορεινή ροή του ποταμού Κράθη, το 1913. Η έκταση της λίμνης είναι περίπου τα 175 στρέμματα, το σχήμα της είναι ελλειπτικό με διαστάσεις περίπου 200x400 μέτρα, και βρίσκεται στο υψόμετρο των + 700 μέτρα. Η λίμνη υδροτροφοδοτείται από τους παραπόταμους του Αχελώου ποταμού. Πιο συγκεκριμένα νοτιοανατολικά από το Πετριλιώτικο, βορειοανατολικά από το Κουμπουριανίτικο και νοτιοδυτικά από το Στεφανιώτικο ρέμα. Από αυτά τα ρέματα μόνο το Κουμπουριανίτικο έχει μόνιμη ροή όλο το χρόνο, ενώ τα υπόλοιπα ρέματα έχουν παροδική-εποχική ροή. Εξάλλου, η λίμνη είναι, περιτριγυρισμένη από δάση, έχει σχετικά απότομες όχθες και η στάθμη της επηρεάζεται από τις εποχιακές βροχές.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λίμνης είναι ο μεγάλος ρυθμός ανανέωσης των υδάτων της, λόγω της μικρής συνοχής των πετρωμάτων που συγκρατούν τα νερά της και που ήταν η αιτία του σχηματισμού της. Επίσης η λίμνη αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση γιατί, ενώ σχηματίσθηκε από φυσικά αίτια εντούτοις, έχει όμοια χαρακτηριστικά με τις τεχνητές λίμνες των φραγμάτων. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΙΣ ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΕΣ ΤΟΥ ΦΛΕΓΚΑ, ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ, ΠΙΝΔΟΣ. (πηγές: σταχυολόγηση απο http://apeirosgaia.wordpress.com).

http://www.eosartas.gr,

http://www.hellaspath.gr,

http://www.pindosresort.com,

Σε υψόμετρο +1960 μέτρα και +1940 μέτρα αντίστοιχα υπάρχουν δύο εντυπωσιακές μικρές λίμνες, πάνω στα υπαλπικά υψίπεδα του βουνού Μαυροβούνι στη Φλέγκα, προσφέροντας πανοραμική θέα προς τη ¨Ζεστή Κοιλάδα¨ (Βάλια Κάλντα). Ψηλότερα βρίσκεται η μεγαλύτερη λιμνούλα, ενώ η μικρότερη βρίσκεται λίγα μέτρα χαμηλότερα. Και οι δύο στέκονται ακριβώς κάτω από τη κορυφή Φλέγκα (υψόμετρο +2157 μέτρα) του Μαυροβουνίου. Οι λίμνες του Φλέγκα επικοινωνούν μεταξύ τους αφού από τα νερά της πάνω Φλέγκας χύνονται στην κάτω, μέσω ενός μικρού ρυακιού. Με τη σειρά τους τα νερά της κάτω Φλέγκας, όταν υπερχειλίσουν χύνονται στο Αρκουδόρεμα της Βάλια Κάλντα. Οι λίμνες αυτές που αποτελούν το σύμβολο της περιοχής και συνδέονται με πολλούς θρύλους, έχουν νερό ολόκληρο το χρόνο και στα νερά τους ζούνε διάφορα αμφίβια όπως τρίτωνες ( Ichthyosaura alpestris, syn., Triturus alpestris veluchiensis) και βατράχια (Bombina variegate, Rana graeca). Ο μύθος θέλει τον Μακεδόνα, που ήταν γιός του Δία ή του Αίολου, να έχει τρεις γιούς, ο ένας από τους οποίους ήταν ο Πίνδος. ‘’Κάποτε τα αδέρφια του τον φθόνησαν και αποφάσισαν να τον Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

87


σκοτώσουν. Αυτός, καθώς το έμαθε, έφυγε και κρύφτηκε στα βουνά. Εκεί ζούσε με το κυνήγι και είχε φίλο το δράκο Λύγκο. Κάποτε, τα αδέρφια του ανακάλυψαν τον τόπο που έμενε, έστησαν καρτέρι και, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του δράκου, τον σκότωσαν. Επιστρέφοντας ο δράκος, αναζήτησε το φίλο του και τον βρήκε νεκρό. Από τα δάκρυα του δράκου, σχηματίστηκαν μικρές λίμνες, οι Δρακόλιμνες ("Λάκλου Μάρε" και "Λάκλου Νιίκου"), ενώ τα γύρω βουνά πήραν το όνομα Πίνδος σε ανάμνησή του’’. Υπάρχουν πολλά μονοπάτια που οδηγούν στις λίμνες Φλέγκα. Ένα ξεκινάει απ’ το Αρκουδόρεμα στο ύψος της συμβολής με το ρέμα «Μνήματα». Ένα άλλο από το ρέμα «Σαλατούρα» , άλλο από το διάσελο «Σαλατούρα Μηλιάς» και ακολουθεί την κορυφογραμμή του Μαυροβουνίου. Χρόνος ανάβασης 3 έως 4 ώρες περίπου.

Επίσης από την πλευρά του Μετσόβου υπάρχει το σεσημασμένο μονοπάτι Ρ6 που ακολουθεί το δασικό δρόμο μέχρι το ορειβατικό καταφύγιο του Δήμου Μετσόβου και μετά ακολουθώντας την κορυφογραμμή του Μαυροβουνίου καταλήγει στις Λίμνες ή στην κορυφή της Φλέγκας. Χρόνος ανάβασης απ’ το καταφύγιο 1,5 έως 2 ώρες περίπου. Επίσης υπάρχει ένα άλλο μονοπάτι που ξεκινάει από την τοποθεσία ‘’Άσπρα Λιθάρια’’ και καταλήγει στα ‘’Αυτιά της Φλέγκας’’ (χρόνος ανάβασης 1 ώρα περίπου) και μετά στις Λίμνες Φλέγκας. Τέλος από το χωριό Βωβούσα διασχίζοντας το Αρκουδόρεμα ανηφορικά υπάρχει μονοπάτι που καταλήγει, τόσο στην πεδιάδα της Βάλια Κάλντας ( χρόνος ανάβασης 4,5 έως 5 ώρες), όσο και στις Λίμνες Φλέγκας (χρόνος ανάβασης 7 ώρες περίπου ). Αναλυτικά αυτή η διαδρομή περιγράφεται ως εξής: ‘’από τη Βωβούσα, ακολουθούμε τον κεντρικό ασφάλτινο δρόμο για Γιάννενα και λίγο πριν την σιδερένια γέφυρα στρίβουμε αριστερά στη θέση όπου υπάρχει και ξυλουργείο. Ακολουθούμε τον χωματόδρομο και στην διχάλα που συναντάμε αγνοούμε το παρακλάδι που φεύγει αριστερά και συνεχίζουμε ίσια παράλληλα με το ποτάμι. Στο σημείο συναντάμε και πινακίδα του Ε6. Προχωρούμε και περνάμε ένα συρμάτινο φράκτη, διασχίζοντας χωράφια, πάντα παράλληλα με το ποτάμι. Αφήνοντας τα χωράφια , μπαίνουμε σε καλοπατημένο μονοπάτι και στη συνέχεια σε δάσος διασχίζοντας δύο ρέματα. Αφού περάσουμε και το Βαθύρεμα στη απέναντι όχθη του Αώου βλέπουμε το καταφύγιο Βάλια Κάλντα. Στο σημείο αυτό το μονοπάτι έχει μισοπέσει και χρειάζεται λίγο προσοχή για να το περάσουμε. Συνεχίζουμε σε δασωμένο εύκολο πεδίο και φτάνουμε σε μεγάλες σάρες δίπλα στις όχθες του Αώου. Τις διασχίζουμε και φτάνουμε σε σημείο (πινακίδα Ε6) όπου φεύγουμε αριστερά κερδίζοντας ύψος σε σχέση με το ποτάμι. Tο μονοπάτι καθαρό και καλοπατημένο ανηφορίζει και στην συνέχεια τραβερσάρει για να συναντήσει ακόμα μια σειρά από απότομες σάρες που θέλουν προσοχή. Μπαίνουμε πάλι μέσα στο δάσος και συναντάμε διασταύρωση. Δεξιά και κάτω οδηγούμαστε στα σμιξώματα. Όμως για Βάλια Κάλντα συνεχίζουμε αριστερά και σιγά σιγά μπαίνουμε στη χαράδρα του Αρκουδορέματος. Το μονοπάτι αφού περάσει μερικές εύκολες σάρες φτάνει στα +1200 μέτρα υψόμετρο, κατηφορίζει απότομα μέχρι τα +1115 έτρα. για να διασχίσει ρέμα. Το περνάμε και ανηφορίζουμε πάλι απότομα έως τον χαρακτηριστικό αυχένα στα +1165 μέτρα. που προσφέρετε για στάση και ξεκούραση. Αμέσως μετά κατηφορίζουμε πάλι και φτάνουμε στο πρώτο πέρασμα του Αρκουδορέματος στα +1110 Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

88


μέτρα. Περνάμε το ποτάμι, ακολουθώντας τα σημάδια στα βράχια. Από εδώ και πέρα το μονοπάτι κινείται παράλληλα με το Αρκουδόρεμα έχοντας το πάντοτε στα αριστερά μας, ενώ θα χρειαστεί αρκετές φορές να ανεβοκατεβούμε την πλαγιά για να αποφύγουμε τα απότομα σημεία.

Σε μία ώρα περίπου μετά το πέρασμα του ρέματος φτάνουμε τους καταρράκτες του Αρκουδορέματος που τους διακρίνουμε κάτω χαμηλά. Είναι από τα ομορφότερα σημεία της διαδρομής. Δέκα λεπτά μετά τους καταρράκτες θα πρέπει να διασχίσουμε το Αρκουδόρεμα για δεύτερη φορά και αφού κάνουμε πενήντα μέτρα να το ξαναπεράσουμε για τρίτη και τελευταία φορά. Από εδώ ανηφορίζουμε απότομα, περνάμε από πηγή και φτάνουμε στη διασταύρωση με την ξύλινη πινακίδα για τις λίμνες Φλέγκα (ως εδώ 4,5-5,5 ώρες από τη Βωβούσα). Αν σκοπεύουμε να κατασκηνώσουμε στις λίμνες δεν χρειάζεται να προμηθευτούμε νερό από εδώ αφού σε όλη την διαδρομή υπάρχουν ποταμάκια και πήγες. Ανηφορίζουμε από την ξύλινη πινακίδα ανάμεσα σε πανύψηλα ρόμπολα σε καλό μονοπάτι. Λίγο πιο πάνω στα +1480 μέτρα, στις πρώτες οξιές μπορούμε να κατασκηνώσουμε (έχουμε όμως προμηθευτεί νερό νωρίτερα καθώς σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει πηγή) ή να προστατευτούμε από τους κεραυνούς. Συνεχίζουμε διασχίζοντας γούπατα με πράσινα χόρτα και τρεχούμενα νερά (+1520 μ.) - (προσοχή στο μονοπάτι μπορεί να το χάσουμε) ώσπου φτάνουμε στη στάνη του Κώστα Καλογήρου (1,5 ώρες, από κατασκήνωση)-(προσοχή στα σκυλιά). Στο σημείο αυτό τραβερσάρουμε αριστερά και μετά από μια καλή κόντρα φτάνουμε στις πόρτες. Η θέα προς τις λίμνες είναι φανταστική. Περνάμε με προσοχή ( το χειμώνα ) τρεις σάρες και κατευθυνόμαστε προς τις λίμνες σε καλοπατημένο μονοπάτι. Η συνέχεια είναι εύκολη αφού βλέπουμε την κορυφή και μπορούμε να την προσεγγίσουμε σε 45' ‘’. (Καταγραφή διαδρομής: Κυμπουρόπουλος Σπύρος, Σιδηράς Γιώργος, Δασκαλούδης Θανάσης)(photo:xristos dimadis et al.,) __________

2.2 Πεδινές και Ημιορεινές Λίμνες και Λιμνία Η ΛΙΜΝΗ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΙΟΥ, ΤΥΡΝΑΒΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ (περιγράφεται και πιο πάνω στις λίμνες του Ολύμπου) (πηγές: σταχυολόγηση από http://psilopoulos.mysch.gr, www.spearfishingforum.gr, ampelwnaslarisas.blogspot.com, Migiros et al., 2011 -Cent., Eur., J., Geoscien., 3, 2, 215-228, Pinios river-Hydrological, Geomorphological elements and changes during the quaternary, Loukas, 2010 -Desalin., 250, 1, 266-273, Surface water quality and quality assessment in Pinios river)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

89


Η Λίμνη Αργυροπουλίου ή Μάτι Τύρναβου ή Γεφυρούλες, είναι μια μικρή λίμνη βορειοανατολικά του Τύρναβου, στην περιοχή Αργυροπουλίου (παλαιότερα Ηλώνη και Καρατζόλι). Έχει έκταση περίπου 250 στρέμματα, και αποτελεί τον πυρήνα ενός σημαντικού οικοσυστήματος (υγροτοπική περιοχή περίπου 5000 στρεμμάτων) με πλούσια χλωρίδα (πουρνάρι, παλιούρι, αγριελιά, παπαρούνα, χαμομήλι, μολόχα, βάτος κ.α .) και πανίδα (κεφαλόπουλα, καραβίδες, χέλια, λεπιδόπτερα, υμενόπτερα, ορθόπτερα, δίπτερα κ.α. ). Επίσης, η λίμνη αυτή είναι πηγή ζωής για το χωριό, καθώς χρησιμοποιείται για την άρδευση των χωραφιών του. Ο υγρότοπος τροφοδοτείται από πηγές και καλύπτεται από καλαμώνες (Phragmites australis), ενώ περικλείεται από γεωργικές εκτάσεις. Σοβαρή απειλή για την περιοχή αποτελούν η ανεξέλεγκτη υδροληψία, υπογείων και επιφανειακών υδάτων για άρδευση των καλλιεργειών, αλλά και οι κάθε είδους απορρίψεις στερεών απορριμμάτων. Τα τελευταία χρόνια έχει κατασκευαστεί στη λίμνη τεχνητό φράγμα για την καλύτερη αξιοποίηση των νερών της. ΛΙΜΝΗ ΒΡΩΜΟΛΙΜΝΗ Ή ΒΙΡΟΣ, ΜΙΚΡΗ ΠΡΕΣΠΑ, ΦΛΩΡΙΝΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.spp.gr, http://www.prespes.gr, Βραχνάκης Μ., και συν., 2011-Τελική Έκθεση, ΤΕΙ Λάρισας, Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών, 107 σελ. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/).

Η Βρωμολίμνη ή Βιρός, βρίσκεται το πιο ευαίσθητο τμήμα του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού των Πρεσπών. Είναι ένα εσωτερικό σώμα νερού, με κανονική όμως επικοινωνία με τα νερά της Μικρής Πρέσπας. Η έκτασή της περικλείεται από το εγκαταλειμμένο χωριό Οπάγια, την τοποθεσία Κούλα, τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, και τη Μικρή Πρέσπα. Ανάλογα με τη στάθμη της Μικρής Πρέσπας και τα πλημμυρικά φαινόμενα της περιοχής μπορεί να φαίνεται ως ένα ή δύο και τρία ανεξάρτητα υδάτινα σώματα. Εκεί στη Βρωμολίμνη υπάρχουν οι μεγάλες αποικίες των πελεκάνων, των κορμοράνων, των χηνών και πολλών ερωδιών και γιαυτό η περιοχή είναι απαγορευτική για οποιαδήποτε επίσκεψη. Τις αποικίες των πουλιών μπορεί να παρατηρήσει ο επισκέπτης με κυάλια, είτε από τον μικρό λόφο Γκόριτσα, στα νοτιοανατολικά, είτε από το παρατηρητήριο που υπάρχει στα βόρεια, δίπλα στο δρόμο Άγιος Γερμανός-Ψαράδες. Είναι ο ιδανικότερος τόπος για παρατήρηση πουλιών στην Πρέσπα.

Η Βρωμολίμνη ανάμεσα στη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα (Χρ. Τόσκας, Θ. Πανογεώργος)

ΛΙΜΝΕΣ ΖΗΡΕΛΙΑ Ή ΖΕΡΕΛΙΑ, ΑΛΜΥΡΟΣ, ΜΑΓΝΗΣΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από Dietrich, Lagios, et al., 2013 -Solid Earth 5, 1511-1573, The enigmatic Zwrelia twin-lakes), Λάγιος και συν., 2010 -Τεχν. Έκθεσ., Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Οι αινιγματικές δίδυμες λίμνες Ζερέλια, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, δύο κρατήρες από πιθανή πτώσης μετεωρίτη)

Πρόκειται, για δύο λίμνες ηφαιστειογενούς ή κατ’άλλους καρστικής προέλευσης (τα δεδομένα προέλευσης των δύο Ζηρελιών πρόσφατα το 2010 ανατράπηκαν από νέα μελέτη), κυκλικού σχήματος, σε υψόμετρο +130 περίπου μέτρα στους βόρειους πρόποδες της Όθρυς, στην περιοχής της Ευξεινούπολης, στον Αλμυρό. Η Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

90


μεγαλύτερη και δυτική έχει μέσο βάθος περίπου 8 μέτρα και μέγιστη διάμετρο περίπου τα 250 μέτρα, ενώ η μικρότερης και ανατολική έχει μέγιστο βάθος περίπου 6 μέτρα, και διάμετρο περίπου τα 150 μέτρα. Παλαιότερα, οι λίμνες αυτές θεωρούνταν πως είναι καρστικές δολίνες ή ότι έχουν ηφαιστειογενή προέλευση. Όμως, οι ερευνητές Ε. Λάγιος και J., Dietrich Volker το 2010, μετά από έρευνα που πραγματοποίησαν στην περιοχή κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για δίδυμους κρατήρες που δημιουργήθηκαν από πρόσκρουση μετεωρίτη με τη Γη. Υποστηρίζουν μάλιστα, ότι από τα ευρήματά τους φαίνεται ότι η πρόσκρουση αυτή έλαβε χώρα κατά την εποχή του Ολόκαινου, πριν από 12500 με 7000 χρόνια και το πιθανό μέγεθος των θραυσμάτων που προσέκρουσαν εκτιμάται ότι κυμαίνονταν από 10 έως 30 μέτρα. Το φαινόμενο αυτό είναι μοναδικό στην Ελλάδα, ενώ σε ολόκληρη την Ευρώπη οι αντίστοιχες περιπτώσεις-θέσεις δεν ξεπερνούν τις 40 από 178 σε ολόκληρο τον πλανήτη. Επίσης, οι ίδιοι ερευνητές, από ορυκτολογική άποψη, βρήκαν ότι στις ρηχές όχθες της λίμνης, παρουσιάζονται πολυμικτικός χαλαζίας σε ανθρακικά λατυποπαγή και συσσωματώματα πηλού τα οποία έχουν μικρή διαστρωμάτωση, αλλά δεν είναι ηφαιστειακές δομές. Εξάλλου, στις ανθρακικές μήτρες βρήκαν μερικώς ‘’τετηγμένο ζιρκόνιο’’, ρουτίλιο και ιλμενίτη, για την τήξη των οποίων απαιτούνται θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 1400–1800 °C, και οι οποίες όμως δεν απαντώνται σε διαδικασίες μαγματισμού και φαινόμενα μεταμόρφωσης, στο γήινο φλοιό και τον ανώτερο μανδύα της Γης. Για τις δίδυμες αυτές ‘’αινιγματικές’’ λίμνες μπορούν να εξαχθούν οι εξής υποθέσεις. που καλούνται να εξηγήσουν την προέλευση αυτών των λιμνών: α) είναι τύπου ‘’Μάαρ’’ ηφαιστειακοί κρατήρες. β) είναι προέλευσης υδροθερμικής ή διοξειδίου του άνθρακα ή κρατήρες έκρηξης αερίου, πιθανότατα υδρογονανθράκων. γ) δολινολίμνες λόγω καρστικοποίησης. δ) κρατήρες μικρής διάστασης μετεωρίτη. Η τελευταία αυτή δ) εξήγηση τεκμηριώνεται από την πιο πάνω έρευνα με βάση γεωλογικές, πετρολογικές και γεωφυσικές αποδείξεις.

Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/. ΛΙΜΝΗ ΙΣΜΑΡΙΔΑ ΚΑΙ ΛΙΜΝΗ ΦΤΕΛΕΑ, ΡΟΔΟΠΗ, ΘΡΑΚΗ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.pamth.gov.gr, http://www.jti-rhodope.eu,http://www.eox-rodopi.gr, και από Μπούσμπουρας και συν., 2010 -Τεχν., Έκθεσ., Περιφ., Αν.,Μακεδονίας Θράκης, 144σελ, Διαχείριση καλαμιώνων λίμνης Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

91


Ισμαρίδας, Περγαντής και συν., 2010 -Τεχν., Έκθεσ., Διαχειριστικό σχέδιο εθνικού πάρκου δέλτα Νέστου, Βιστωνίδας, Ισμαρίδας, Boskidis et al., 2010- J., Envir., Scien., Health, 45,11, 1421-1440, Changes of water quality and SWAT modelling of Vosvozis river basin, Αγγελάκης, 2008 -Μεταπτ., Διατρ., ΔΠΘ, 112σελ., Πανίδα ιχθύων και αμφιβίων Μακεδονίας- Θράκης, Economou et al., 2007-Medit., Mar., Scien., 8,1,91-166, The freshwater ichthyofauna of Greece, *Φορέας Διαχείρισης Νέστου και λιμνών Βιστωνίδας και Ισμαρίδας- http://www.epamath.gr/).

Η λίμνη Ισμαρίδα παλαιότερα Μητρικού ή Μάνα, βρίσκεται στα νότια του νομού Ροδόπης, ανατολικά της λίμνης Βιστωνίδας και σε απόσταση 3 χλμ. από τη θάλασσα, συγκεκριμένα από τον όρμο Ανοικτό. Καταλαμβάνει έκταση 2.3 τετραγ. χιλιομέτρων περίπου. Το μέγιστο βάθος της είναι 1.5 μ. και το μέσο βάθος 1 μ. Είναι η μοναδική σε ολόκληρη τη Θράκη η οποία έχει εξ’ ολοκλήρου γλυκό νερό. Η επιφάνεια της λίμνη Ισμαρίδας καλύπτεται σχεδόν στο σύνολό της από το προστατευόμενο ελόφυτο νεροτρίβολο ή νεροκάστανο ή τριβολοκρατέλες (Trapa natans ), ενώ εντυπωσιακή είναι η επέκταση των καλαμιώνων περιμετρικά της λίμνης. Επίσης, μεγάλο μέρος της λίμνης καλύπτεται από νούφαρα (Nymphaea alba), ενώ τοπικά επιπλέει η φακή του νερού (Lemna minor). Ο καλαμιώνας στη λίμνη Ισμαρίδα, έχει επεκταθεί σημαντικά τα τελευταία 35 χρόνια, με μεγαλύτερη επέκταση την ανατολική, νότια και βορειοδυτική πλευρά της λίμνης. Η λίμνη Φτελέα ή Καραγατσέλι, μαζί με τη γειτονική Έλος, αποτελούν δύο παραθαλάσσιες, ρηχές λίμνες με αλμυρό νερό, λασπώδεις ακτές, αμμώδεις λωρίδες γης, παραλίες προς τη μεριά της θάλασσας και αλμυρά έλη. Υπάρχει ένας σύνδεσμος μεταξύ τους και χωρίζονται με ένα ανάχωμα. Στα βόρεια και βορειοανατολικά περιβάλλονται από αρδευόμενη, καλλιεργούμενη γη. Στα νότια, προς τη θάλασσα, υπάρχουν βραχώδεις ακτές. Στη λιμνοθάλασσα Πτελέα ή Καραγατσέλι και Έλος συναντώνται οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί φοινικόπτερων. Η προσπέλαση γίνεται από τον οικισμό Γλυφάδα.

Ειδικότερα, για τη λίμνη Ισμαρίδα, στο βορειοανατολικό τμήμα της απλώνονται εκτεταμένοι καλαμώνες. Η έκτασή του καλαμώνα, πριν από την κατασκευή του ανατολικού αναχώματος, ήταν γύρω στα 786 στρέμματα, ενώ το 2010 έφτανε τα 1742 στρέμματα. Με βάση αεροφωτογραφίες και στοιχεία πεδίου (2010) οι καλαμιώνες (π.χ. Phragmites australis) καταλαμβάνουν έκταση 1674,48 στρέμματα, οι συστάδες με βούρλα (π.χ. Scirpus spp.,) 0.32 στρέμματα και οι συστάδες με ψαθιά (π.χ Typha spp.,) 67,38 στρέμματα. Σε αυτές τις εκτάσεις θα πρέπει να προστεθεί ο καλαμιώνας, πολύ χαλαρής δομής, που εμφανίζεται εξωτερικά του αναχώματος, σε κατακλυζόμενες από νερά εκτάσεις Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

92


στα βορειοανατολικά και οι οποίες ήταν υγρά λιβάδια, πριν από την κατασκευή του αναχώματος και την αποκοπή τους από την άμεση υδρολογική επικοινωνία με τη λίμνη.

Η Λίμνη Ισμαρίδα ή Μητρικού (φωτο Μ. Παναγιωτοπούλου/http://www.ornithologiki.gr)

Η λίμνη χρησιμοποιείται ως εκτατικό ιχθυοτροφείο, ενώ αποτελεί αποδέκτη επεξεργασμένων λυμάτων της πόλης της Κομοτηνής, αλλά και ανεπεξέργαστων αποβλήτων από μεταποιητικές μονάδες της ευρύτερης περιοχής. Τα τεχνικά έργα στο δίαυλο την περίοδο 1985-86, αποσκοπούσαν στο να λειτουργεί ως εσοδευτικό στόμιο για τα ευρύαλα ψάρια (π.χ. κεφαλόπουλα, τσιπούρες, λαυράκια) που θα εισέρχονταν στη λίμνη, για την αύξηση της ιχθυοπαραγωγής. Το 1999 κατασκευάστηκε στο δίαυλο και ιχθυοσυλληπτικός φραγμός, ενώ υπάρχει και πρόχειρο θυρόφραγμα για τη ρύθμιση της στάθμης της λίμνης. Εξάλλου, την περίοδο 1976-1985 κατασκευάστηκε περιφερειακό ανάχωμα εξωτερικά του οποίου δημιουργήθηκε αποστραγγιστική τάφρος για την προστασία των καλλιεργειών που βρίσκονται στα ανατολικά της λίμνης. Σε περιόδους ανομβρίας το μέσο βάθος της λίμνης μειώνεται μέχρι και το 0,5 μέτρα, ενώ το βορειότερο τμήμα της ξηραίνεται συνήθως κατά τον Αύγουστο. Σε αυτές τις περιόδους (Αύγουστος και Σεπτέμβριος 1991-1992) είχε διαπιστωθεί επίσης ότι η αλατότητα μέσα στη λίμνη μπορεί να κυμαίνονταν σε υψηλά επίπεδα (17.0-35%0), ενώ συνήθως σε υγρές συνθήκες κυμαίνονταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα ( 0.17-4.0%0). Στη λίμνη εκβάλλει ο ποταμός Βοσβόζης, με λεκάνη απορροής περίπου τα 82,3 τ.χλμ , ενώ ο γειτονικός ποταμός Φιλιούρης, εκβάλλει κατευθείαν στο Θρακικό πέλαγος. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 διανοίχτηκε και εκβαθύνθηκε δίαυλος Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

93


επικοινωνίας της με τη θάλασσα, μήκους γύρω στα 5,5 χλμ. Από τεκτονική και γεωμορφολογική άποψη, η ευρύτερη περιοχή της λίμνης Ισμαρίδας χαρακτηρίζεται από έντονη τεκτονική και νεοτεκτονική δραστηριότητα. Η λίμνη θεωρείται ευτροφική έως υπερτροφική και οι καλαμιώνες αντιπροσωπεύουν τον κυρίαρχο τύπο βλάστησης με ιδιαίτερα εντυπωσιακή την εξάπλωση του νεροκάστανου ή τριβελοκρατέλας (Trapa natans). Τα κυριότερα προβλήματα της λίμνης είναι η διαρκής επέκταση του καλαμιώνα, ο οποίος ευνοεί ορισμένα είδη πανίδας προσφέροντας καταφύγιο και θέσεις φωλιάσματος, ωστόσο η μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους της λίμνης σε ενιαίο καλαμιώνα περιορίζει τον αριθμό των ειδών πουλιών που θέλουν να φωλιάσουν ή να τρέφονται στη λίμνη, ενώ επιδρά αρνητικά στην αναπαραγωγή και τη διαβίωση της ιχθυοπανίδας.

Λίμνη Πτελέα και Έλος (by http://www.jti-rhodope.eu)

Οι λίμνες Φτελέα και Έλος και το ιχθυοτροφείο Μολυβωτής στη Θράκη (by GregoryGR, http://www.kom.gr/Panoramio). Σε πολλές αναφορές αυτή η φωτογραφία λανθασμένα αναφέρεται ως λίμνη Ισμαρίδα ή Μητρικού.

Η σημερινή λίμνη Ισμαρίδα (έκταση περίπου 3.4 τ.χλμ), αλλά με τις γειτονικές λίμνες ή λιμνοθάλασσες (π.χ., Πτελέα ή Καραγατσέλι, Έλος ή Καρατζαλή), τα έλη (Ξηρολίμνη, Αρωγή), τη λίμνη Βιστωνίδα και τις λιμνοθάλασσες (π.χ., Αρωγή ή Καρατζά, Ξηρολίμνη ή Φαναρίου, Λαγός, Αλυκή ή Μέση), εντάσσονται σε ένα μεγάλο ενιαίο σύμπλεγμα υγροτοπικών περιοχών (περιοχή Ramsar και Natura2000), το οποίο είναι σημαντικό για την ευρύτερη περιοχή, καθώς διαθέτει Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

94


πολυποίκιλους τύπους οικοτόπων και συντηρεί στα ενδιαιτήματά τους πλούσια χλωρίδα και πανίδα, με χαρακτηριστικό την παρουσία σπάνιων και απειλούμενων υδρόβιων πτηνών. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο ‘’Οι Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/

Το ενιαίο υγροτοπικό σύστημα της περιοχής Ξάνθης-Κομοτηνής (Λίμνες: Βιστωνίδα, Πτελέα, Έλος, Ισμαρίδα, Λιμνοθάλασσες: Λαφρούδα, Λάφρα, Λάγος, Νταλιάνι, Ξηρολίμνη, Αλυκή, Καρατζά)

ΛΙΜΝΗ ΝΗΣΙ, ΕΔΕΣΣΑ (πηγές: σταχυολόγηση από Grigoriadis et al., 2009-(Plant Biosys., 143, 1, 162-172, Habitat and characteristics of the Agras wetland, Καλαϊτζίδης, 2007 -Διδακτ., Διατρ., Πανεπιστήμιο Πατρών, 350σελ., Εξέλιξη της τυρφογένεσης στην Ελλάδα, Grigoriadis et al., 2007 -Plant Biosyst., 143, 1, 162-172, Hydrological, hydrochemicall characteristics of the Agras wetland), Papademetriou et al., 2005 -EAAP public., Ed., Georgoudis, Rosati, Mosconi, No 115, 140-144, Flora of the Agra lake)

Η λίμνη Νησί της Έδεσσας, είναι μέρος της υγροτοπικής περιοχής της τεχνητής λίμνης του ΆγραΒρυττών, συνολικής έκτασης περίπου 6000 στρεμμάτων και βρίσκεται 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Έδεσσας. Η λίμνη τροφοδοτείται από πηγές του Εδεσσαίου ποταμού, ενώ μέχρι το 1990 ήταν υδρολογικά εξαρτημένη από τη λίμνη Βεγορίτιδα. Με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος το 1955 στον πυρήνα του υγρότοπου, δημιουργήθηκε η τεχνητή λίμνη του Άγρα. Σήμερα, το οικοσύστημα της περιοχής έχει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, καθώς δεν μοιάζει ούτε με λίμνη, αλλά ούτε και με ποταμό. Σήμερα, το λιμναίο περιβάλλον τοποθετείται σε δυο μικρές λεκάνες. Η μικρότερη, η Λίμνη Νησιού, βορειοδυτικά της κύριας λίμνης που είναι και μεγαλύτερη και αποτελεί την τεχνητή λίμνη του Άγρα και τοποθετείται σχεδόν στην κατεύθυνση ανατολή-δύση, παράλληλα προς τον Εδεσσαίο ποταμό. Καταγράφεται ότι στη λίμνη του Νησιού, ο τυρφώνας αναπτύχθηκε κατά τη σταδιακή χερσοποίηση του αρχικού λιμναίου περιβάλλοντος ως αποτέλεσμα είτε επιβράδυνσης της βύθισης του υποβάθρου (τεκτονικός παράγοντας), είτε επικράτησης έντονα ξηρών συνθηκών (κλιματικός παράγοντας) ή και ως συνδυασμός αυτών. Σήμερα το λιμναίο περιβάλλον καλύπτει την αξονική περιοχή του τυρφώνα στο κεντρικό και νότιο τμήμα της λεκάνης, ενώ σχεδόν παράλληλα με τον άξονα της λίμνης ρέει ο Εδεσσαίος ποταμός. Η Λίμνη του Νησιού, ή ο Τυρφώνας του Νησιού (υψόμετρο +475 και +480 μέτρα), αποτελεί ένα εκτεταμένο σύγχρονο ελώδες πεδίο που καταλαμβάνει έκταση περίπου 12 τ.χλμ και που αναπτύσσεται σε μια επιμήκη και στενή λεκάνη τη λεκάνη του Νησιού ή Άγρα. Οι ελώδεις εκτάσεις της περιοχής ήταν γνωστές στην αρχαιότητα ως έλος ‘’Τιάβου’’. Η περιοχή οριοθετείται νότια και νοτιοδυτικά από τον ορεινό όγκο του Βέρμιου, από τα βόρεια και βορειοδυτικά από την οροσειρά του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

95


Βόρα, από τα ανατολικά με χαμηλούς λόφους και την κοιλάδα του Εδεσσαίου ποταμού ( ή Άγρα ή Βόδα) και από τα δυτικά περιορίζεται από λόφους που χωρίζουν την περιοχή από τη γειτονική λεκάνη της Πτολεμαΐδας, Αμύνταιου και τη λίμνη Βεγορίτιδα. Στο βόρειο τμήμα του τυρφώνα και περιθωριακά του υπάρχει εκτεταμένη ζώνη γεωργικής καλλιέργειας, αλλά και περιφερειακά κανάλια αποστράγγισης του έλους, με συνέπεια τον περιορισμό της σύγχρονης τυρφογένεσης.

Η λίμνη Νησί, Eδεσσα (by Jimli/Panoramio

Το κύριο τυρφογενετικό φυτικό είδος της περιοχής είναι το ασβεστόφιλο σπαθόχορτο ή κοψιάς Cladium mariscus, και τα Carex limosa, Cyperus longus, Scirpus spp., αλλά και άλλα τυρφογενετικά είδη όπως στα ενδιάμεσα λιμνοτελματικά πεδία οι καλαμώνες με Phragmites australis, Typha spp., ενώ στις λιμναίες συνθήκες τα Myriophullum spp., Nymphaceae και κατά θέσεις το Iris pseudacorus. Αυτός ο τυρφώνας στο Νησί της Έδεσσας, χαρακτηρίζεται ως ενδοηπειρωτικός ασβεστο-αλκαλικός τοπογενής ποω-τυρφώνας, τα χαρακτηριστικά του οποίου ελέγχονται από τη συνδυαστική επίδραση της τεκτογενούς δραστηριότητας και των κλιματικών συνθηκών. (Σε γενικές γραμμές, στην Ελλάδα κάθε ενδοηπειρωτικός τυπογενής τυρφώνας, με κατεύθυνση από το χερσαίο περιβάλλον με τα υγρά λιβάδια προς το λιμναίο περιβάλλον, αποτελείται από α) το τελματικό πεδίο όπου φυτρώνουν διάφορα αγροστώδη, και ακολουθεί η ζώνη με τα Cladium mariscus και Carex spp., β) το λιμνοτελματικό πεδίο όπου υπάρχει η ζώνη με τα είδη Phragmites australis, Scirpus spp., Typha spp., Juncus spp., Cyperus spp. Σε αυτό το πεδίο και στη γειτνίασή του με το λιμναίο περιβάλλον συναντώνται κυρίως τα είδη Nymphaea spp., Potamogeton pectinatus, P.crispus, P.filiformis, Myriophullum venticillatum, Ceratophyllum demersum, Chara vulgaris, Nitella flexilis, Utricularia minor, U.vulgaris, Vallisneria spiralis, και άλλα).

Το πλέον χαρακτηριστκό του υγροτοπικού περιβάλλοντος είναι η ποικιλομορφία και το μωσαϊκό της υδρόβια μακροφυτικής χλωρίδας που είναι εντυπωσιακά. Συνολικά έχουν καταγραφεί 325 taxa (είδη, ποικιλίες. υποείδη, μορφές), από τα οποία κυριαρχούν στην περιοχή τα υδρόβια μακρόφυτα Cladium mariscus (δημιουργεί τύπους οικότοπους που προστατεύονται κατά προτεραιότητα), Sparganium erectum, Vallisneria spiralis, Centaurea grisebachii, Alisma plantago aquatica, Sedum acre, Carex acuta, C.davalliana, C. distans, C.divisa, C. humilis, C.riparia, C.polyphylla, C.pseudocyperus, C.caryophyllea, C. flacca, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

96


Cyperus longus, Eleocharis palustris, Scirpus lacustris, Potamogeton spp., Myriophyllum spp., και πολλά άλλα. Δηλαδή, ο κυρίαρχος τύπος βλάστησης στον υγρότοπο είναι οι καλαμώνες, με χαρακτηριστικά είδη τα σπαθόχορτα ή κοψιά, καλάμια, βούρλα και ψαθιά, η επέκταση των οποίων όμως σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται σε βάρος άλλων βιοτόπων του υγροτόπου. Στο δυτικό κυρίως τμήμα της λίμνης και κοντά στον οικισμό των Βρυττών, όπου διατηρούνται ενεργοί επιφανειακοί τυρφώνες, σχηματίζονται υγρά λιβάδια, με κυρίαρχο φυτό το σπαθόχορτο Cladium mariscus και χαρακτηριστικά είδη τα καλάμια, τα ψαθιά και τα βούρλα, δημιουργώντας "ασβεστούχους βάλτους", οικοτόπους προτεραιότητας για την Ε.Ε. με βάση την Οδηγία των Οικοτόπων. Στα υγρά λιβάδια παρατηρούνται κάθε χρόνο μοναδικά φυτά, όπως είναι οι ίριδες και οι ορχιδέες (Cephalanthera longifolia, Epipactis palustris, Orchis palustris, Dactylorhiza maculata, Dactylorhiza incarnate, Ophrys sphegodes, κλπ.). Πρόκειται πάντως για ασταθή και ευαίσθητα οικοσυστήματα, άμεσα εξαρτώμενα από τη διατήρηση συγκεκριμένης στάθμης του υδροφορέα, με μεγάλη οικολογική σημασία, αφού αποτελούν δείκτη διατήρησης των περιβαλλοντικών και υδρολογικών συνθηκών στην περιοχή. Το ευαίσθητο αυτό οικοσύστημα κινδυνεύει από τις διαταραχές της υδρολογίας, την σε βάρος του επέκταση των καλαμώνων και των καλλιεργειών και σε κάποιες περιπτώσεις και από την ανεξέλεγκτη βόσκηση. Κατά μήκος των καναλιών και σε παρόχθιες θέσεις απαντούν υδρόφιλα είδη όπως ιτιές και λεύκες, ενδιαιτήματα πολύ σημαντικά για τη διαβίωση σπάνιων αρπακτικών και υδρόβιων πουλιών. Στις υδάτινες επιφάνειες κυριαρχούν πλευστόφυτα όπως οι ποταμογείτονες και τα νούφαρα, δημιουργώντας θέσεις κατάλληλες για την απόθεση των αυγών των ψαριών. Στον υγρότοπο φιλοξενούνται αρκετοί ζωικοί οργανισμοί. Από τα θηλαστικά, πιο χαρακτηριστικό είναι ο μυοκάστορας, είδος που τρέφεται με υδρόβια φυτά και σημαντικότερο η βίδρα. Ο λιμνοβάτραχος και το νερόφιδο είναι τα πιο κοινά από τα πολλά είδη αμφίβια και ερπετά του υγροτόπου. Η λίμνη φιλοξενεί σε αραιούς πληθυσμούς με αρκετά είδη ψαριών. Tα είδη που έχουν καταγραφεί στη λίμνη είναι τα εξής: γλίνι (Tinca tinca), τσιρώνι (Rutilus rutilus), κέφαλος (Leuciscus cephalus), γριβάδι (Cyprinus carpio), κουτσουράς (Carassius carassius), πεταλούδα (Carassius auratus gibelio), γουλιανός, μπριάνα, πλατίκα, τούρνα και άλλα. Τα τελευταία χρόνια έχουν εισαχθεί από τον άνθρωπο πεταλούδες, ιταλικοί κυπρίνοι, κουνουποφάγοι και πρόσφατα ο χορτοφάγος κυπρίνος. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί η συνύπαρξη στον υγρότοπο δύο ειδών καραβίδας, ενός αυτόχθονου (Astacus torrentium και όχι το A.fluviatilis) και ενός εισαγόμενου αμερικάνικου είδους. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής, μαζί με τις καραβίδες, στήριζαν παλιότερα αρκετούς επαγγελματίες ψαράδες, σήμερα όμως έχει σχεδόν εξαλειφθεί η αλιευτική παραγωγή. Τα πουλιά θεωρούνται η σπουδαιότερη ομάδα ζωικών οργανισμών του υγροτόπου, συνιστώντας το βασικό λόγο προστασίας του. Εδώ αναπαράγονται παγκόσμια και ευρωπαϊκά προστατευόμενα είδη πουλιών, όπως η βαλτόπαπια, το μουστακογλάρονο και ο μικροτσικνιάς, καθώς και τα πιο κοινά πουλιά, με μόνιμη παρουσία στην περιοχή, όπως ο κύκνος, η φαλαρίδα, το νανοβουτηχτάρι και η νερόκοτα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο εμφανίζονται αρκετά μεταναστευτικά, με σημαντικότερα τα δύο είδη πελεκάνων, αρκετά είδη ερωδιών, αλλά και σπάνια αρπακτικά, όπως ο χρυσαετός. Στον υγρότοπο μέχρι σήμερα έχουν παρατηρηθεί 164 είδη πουλιών. Από το 2009 ορίστηκαν τα είδη προτεραιότητας του υγροτόπου, όπως αυτά περιγράφονται από την Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη και συμπληρώθηκαν με είδη που προέκυψαν από την παρακολούθηση των ετών 2008 και 2009. Μεταξύ αυτών είναι η βαλτόπαπια (Aythya nyroca), ο αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus), το γκισάρι, (Aythya ferina), ο νυχτοκόρακας (Nycticorax nycticorax) κ.ά. Η βαλτόπαπια είναι ένα είδος που παρατηρείται κυρίως τέλος καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Κατά την αναπαραγωγική περίοδο προτιμά τη "σιγουριά" που εξασφαλίζουν οι πυκνοί καλαμιώνες, οπότε δύσκολα γίνεται αντιληπτή. Αντίθετα, ο κύκνος (Cygnus olor) είναι ένα είδος που παρατηρείται εύκολα στον υγρότοπο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, άλλωστε από κάποιους η περιοχή αποκαλείται "Λίμνη των Κύκνων". Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι στο παρελθόν η ΔΕΗ είχε εισάγει κύκνους στον υγρότοπο. Στην προσπάθεια να μείνουν οι νεαροί κύκνοι στη λίμνη σχεδόν κάθε χρόνο με ανάλογους χειρισμούς μειωνόταν η πτητική ικανότητα των πουλιών. Η τακτική αυτή έχει σταματήσει πια μετά από παρεμβάσεις της Ορνιθολογικής. Από σχετικές μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι μεταξύ των άλλων ο νυχτοκόρακας τρέφεται σε παρόχθια βλάστηση, ο κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides) σε παρυφές καλαμιώνα, ενώ ο μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus) επέλεγε και τους δυο οικοτόπους για τροφοληψία. Εξάλλου, πάνω από 68 είδη πτηνών χρησιμοποιούν την περιοχή για φώλιασμα, διαχείμανση και αναπαραγωγή, ενώ η περιοχή είναι σημαντική για μια από τις τέσσερις αποικίες του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

97


μουστακογλάρονου (Chlidonias hybridus) στην Eλλάδα και του σπανιότατου στην χώρα μας μαυρογλάρονου (Chlidonias niger). Mεταναστευτικά πουλιά, όπως οι πελεκάνοι, χρησιμοποιούν τη λίμνη ενώ εδώ είναι μια από τις λίγες γνωστές περιοχές αναπαραγωγής της ροπαλόπαπιας (Netta rufina). Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/ ΤΑ ΗΜΙΦΥΣΙΚΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΛΙΜΝΙΑ Ή ΜΠΑΡΕΣ ΣΤΟ ΧΟΡΤΙΑΤΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. (Τεχνητά ή ημιφυσικά λιμνία είναι οι γνωστές Μπάρες των ντόπιων). (Πηγή: σταχυολόγηση από http://www.hortitis570.gr, κείμενο Σταύρος Υφαντής).

Οι λεγόμενες Μπάρες στο Χορτιάτη, είναι τεχνητά, ημιφυσικά εποχικά λιμνία τα οποία στο παρελθόν εξυπηρετούσαν στην παραγωγή πάγου για οικιακή και επαγγελματική χρήση. Σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του εκεί φυσικού περιβάλλοντος με ενδιαφέρουσα πανίδα και χλωρίδα. Ο Στ. Υφαντής μας ενημερώνει σχετικά με τις Μπάρες. ‘’ Όσοι οι ανεβαίνουν για πρώτη φορά το μονοπάτι από το χωριό προς το καταφύγιο του ΣΕΟ με απορία σταματούν σε κάποιες μεγάλες τρύπες κάτω από τις καστανιές. Οι εικασίες που κάνουν όμως οι περιπατητές απέχουν πολύ από την πραγματικότητα καθώς είναι αδύνατο να τη φανταστούν: Είναι Τα μαγαζιά του πάγου. Για αρκετούς αιώνες οι κάτοικοι του Χορτιάτη παρήγαγαν και διακινούσαν πάγο πολύ πριν κάνει την εμφάνιση του ο βιομηχανοποιημένος πάγος. Η πρώτη ιστορική μαρτυρία που εμείς τουλάχιστον γνωρίζουμε είναι του τούρκου περιηγητή του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπή που επισκέφτηκε την Θεσσαλονίκη το 1623: «Ψηλά προς τις κορυφές του βουνού, υπάρχουν πολλές μικρές λίμνες που μοιάζουν σαν μάτια ζωής. Το χειμώνα, που το κρύο είναι τσουχτερό, οι λιμνούλες παγώνουν και μετατρέπονται σε κρυστάλλινες επιφάνειες. Κατά τη Νεβρούζ του Ιουλίου, οι ραγιάδες του Χορτάτζ σπάζουν τις επιφάνειες, φορτώνουν τους πάγους σε γαϊδούρια και τους φέρνουν και τους πουλάνε στην αγορά της Θεσσαλονίκης»1. Φυσικά αγοραστές του πάγου είναι οι πλούσιοι έμποροι της πόλης καθώς και οι "αϊάνηδες" δηλ. οι διοικητικοί, άρχοντες της πόλης.

Πολλά χρόνια αργότερα τον Δεκέμβριο του 1812 ο άγγλος γιατρός H. Holland που περιηγήθηκε την Ελλάδα γράφει: ‘’Η Θέα από το κάστρο της Θεσσαλονίκης προς τη χερσόνησο της αρχαίας Παλλήνης περιορίζεται από το βουνό που λέγεται Χορτιάτης λίγα μίλια προς τα νοτιοανατολικά της πόλης και στις πλαγιές του οποίου φυλάσσεται πάγος μέσα σε πηγάδια σε όλη τη διάρκεια του έτους για τις ανάγκες του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης’’. Ωστόσο η κατασκευή του πάγου ήταν μια πραγματική τέχνη. Συνήθως κοντά σε ρέματα, σε βαθύσκια και απάνεμα μέρη υπήρχαν οι "μπάρες", επίπεδα πλατώματα όπου συγκεντρωνόταν το νερό από τις πολυάριθμες πηγές ή τα χιόνια. Τις νύχτες η επιφάνεια του νερού πάγωνε. Την επόμενη μέρα οι Χορτιατινοί άνοιγαν τρύπες στον πάγο και έβγαζαν το νερό από πάνω ώστε να παγώσει και αυτό. Όταν ο πάγος έφτανε σε πάχος τα 10 εκατοστά τον έκοβαν και τον αποθήκευαν στα "μαγαζιά". Τα μαγαζιά ήταν δύο ειδών. Είτε οι μεγάλες τρύπες, σκαμμένες βαθιά στο χώμα, είτε κυκλικές ξερολιθιές χτισμένες «από εντόπιο λίθο κατά ιδιοφυώς στρωμένες ζώνες ψαροκόκκαλο». Και στις δύο περιπτώσεις είχε ληφθεί πρόνοια ώστε τα νερά από το λιώσιμο των πάγων το καλοκαίρι να μην λιμνάζουν και λιώνουν τον πάγο αλλά να διαφεύγουν. Γι' αυτά έστρωναν τον πάτο με μεγάλες πέτρες, κοτρώνες, "ντοσιμέ" στα τούρκικα, που επέτρεπαν την απορροή των νερών στο έδαφος. Εκεί «θήκιαζαν τον πάγο και τον τοποθετούσαν σωστά, όπως στρώνεις μια αυλή με πλάκες». Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

98


Μετά από κάθε στρώση πάγου έστρωναν φύλλα οξυάς, μετά πάλι πάγο έως ότου γεμίσει το μαγαζί οπότε το σκέπαζαν με ένα παχύ στρώμα φύλλων οξυάς πάχους 20-30 εκατοστών. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε φύλλα οξυάς λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το μυστικό ήταν στο κοτσάνι του φύλλου. Πράγματι τα φύλλα της οξυάς έχοντας πολύ μικρό κοτσάνι στρωνόταν πυκνά χωρίς κενά και δεν άφηνε τον αέρα να περάσει. Το καλοκαίρι, "όταν έσφιγγαν οι ζέστες", οι Χορτιατινοί άνοιγαν τα μαγαζιά χαράματα, φόρτωναν τον πάγο σε γαϊδούρια, τον σκέπαζαν με λινάτσες και νωρίς το πρωί ήταν στην πόλη όπου τον πουλούσαν, εξασφαλίζοντας έτσι ένα καλό μεροκάματο, συνήθως σε χονδρέμπορους παντοπώλες που αναλάμβαναν την διανομή. Από τους πλούσιους πελάτες που αρχικά ήταν οι μόνοι αγοραστές του πάγου, τα ζυθοποιεία που στις αρχές του αιώνα γνώρισαν μεγάλη ακμή σερβίροντας παγωμένη μπύρα ως την μεταπολεμική διάδοση της "παγωνιέρας" που έγινε πλέον λαϊκό είδος οι Χορτιατινοί είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό του βιομηχανοποιημένου πάγου που στην Θεσσαλονίκη άρχισε να παράγεται από το 1892. Στη διάρκεια της κατοχής η παραγωγή του πάγου σταμάτησε, "ποιος νοιαζόταν για πάγο όταν δεν είχε να φάει", και μεταπολεμικά μόλις 5 παγοποιοί συνέχισαν την παράδοση. Τελευταίος παγοποιός ο Άγγελος Γκουραμάνης που σταμάτησε το 1956. Ήδη τα πρώτα ηλεκτρικά ψυγεία είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και να εκτοπίζουν τον πάγο, Ο Χορτιάτης ηλεκτροδοτείται το 1957, κανείς πια δεν ενδιαφέρεται για τον χειροποίητο πάγο’’.(άλλες πηγές:- Αγγελινούδη Α.Β., Σαββοπούλου Ξανθά Μπακαϊμη Αλεξ, Η Ιστορία του Χορτιάτη, Έκδοση του Πνευματικού Κέντρου Κοινότητας Χορτιάτη, 1974. -Holland Henry, Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία (1812-1813), εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1989. -Θεοδωρίδη Πάνου, Ορεσίβιος Πάγος στο αφιέρωμα «Η πόλη και ο πάγος», περιοδικό ΤΑΜΑΡΙΞ, τεύχος 5, Μάϊος 1997, έκδοση Ο.Π.Π.Ε.Θ. -Γκουραμάνης Άγγελος, Συνέντευξη στην Όλγα Τσαντήλα, στο «Η πόλη και ο πάγος», ό.π. -Βαλαχά Γ. Θεοδώρου, Ο Χορτιάτης στις παλιές ιστορίες, εκδόσεις Χορτιάτης 570, Θεσσαλονίκη 1996). (Σημείωση από Κ. Καρπαδάκη: τεχνητά λίμνια στον Χορτιάτη, είναι οι λεγόμενες "μπάρες", από τις οποίες συλλέγονταν καλής ποιότητας πάγος. Συνυπάρχουν πάντα με βαθείς λάκκους παραδίπλα τους, τα λεγόμενα "μαγαζιά", όπου φυλάσσονταν σκεπασμένα τα κομμάτια πάγου και διατηρούνταν ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες. Σήμερα λίγες κρατάνε νερό τον χειμώνα και σε περίοδο πυκνών βροχοπτώσεων). (http://www.hortiatis570.gr/By Σωτήρης Τοκαλατσίδης)

ΛΙΜΝΗ ΠΙΚΡΟΛΙΜΝΗ, ΚΙΛΚΙΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.pikrolimnispa.gr, http://www.pikrolimnispa.gr, http://www.naturagraeca.com)

Η Πικρολίμνη είναι μια περιοδικά, αβαθής, κατακλυζόμενη λίμνη στα νότια του νομού Κιλκίς, σε υψόμετρο περίπου +50 μέτρων. Είναι μια κυκλική, μικρή λίμνη (η έκταση της κυμαίνεται μεταξύ 3,7 και 4,5 τ.χλμ., με βάθος από 0,5 μέχρι 0,7 μέτρα, μέγιστο μήκος της φτάνει τα 2,4 χλμ., μέγιστο πλάτος 2,3 χλμ. και η περίμετρος της είναι περίπου 8,5 χλμ) της Μακεδονίας, που τα ιδιαίτερα στοιχεία που την αποτελούν της προσδίνουν

μια μοναδικότητα για τον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για την μοναδική λίμνη της ηπειρωτικής Ελλάδας που έχει αλμυρό νερό. Η εποχική λίμνη Πικρολίμνη, είναι αλκαλική-αλμυρή λίμνη που στεγνώνει εντελώς την καλοκαιρινή περίοδο, σχηματίζοντας λιμναίους εβαπορίτες (οι εβαπορίτες είναι χημικά ιζηματογενή κοιτάσματα που προέρχονται από την απόθεση διαφόρων χλωριούχων και θειϊκών αλάτων Κ, Na, Ca σε θαλάσσιες ή λιμναίες λεκάνες. Με τη σταδιακή εξάτμιση του νερού αυτών των λεκανών καθιζάνει αρχικά το ανθρακικό ασβέστιο, σχηματίζοντας ανθρακικά ορυκτά, στη συνέχεια καθιζάνει το θειϊκό ασβέστιο, σχηματίζοντας θειϊκά ορυκτά και τέλος, όσο η εξάτμιση συνεχίζεται καθιζάνει το χλωριούχο νάτριο – NaCl σχηματίζοντας χλωριούχα ορυκτά. Τα κύρια ορυκτά των εβαποριτών είναι η γύψος, ο ανυδρίτης και ο αλίτης). Η λίμνη σχηματίστηκε σε μια αβαθή βύθιση στην πεδιάδα του Κιλκίς και βρίσκεται, δυτικά του Γαλλικού ποταμού. Ο πυθμένας της αποτελείται από πηλό με θειούχες ενώσεις και νιτρικά άλατα. Εκεί γύρω, υπάρχουν πηγές μεταλλικού νερού που και έχουν ιαματικές ιδιότητες. Στη λίμνη λειτουργεί Πηλοθεραπευτήριο και το καλοκαίρι η πηλοθεραπεία γίνεται εντός στη λίμνης σε ειδικά διαμορφωμένη όχθη. Η Πικρολίμνη ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων με διαφορετική ονομασία και οι πληροφορίες των αρχαίων πηγών μιλούν για την περιοχή των Κλιτών και κυρίως για τη λίμνη Πικρολίμνη, απ' όπου ανάβλυζαν οι θειούχες λάσπες, στην περιοχή και από όπου εξαγόταν το ‘’Χαλαστραίον Νίτρον’’, το Νάτρον, δηλαδή η Σόδα (Na2CO3). Τα νερά της είναι εμπλουτισμένα με διαλυμένα μέταλλα που έχουν συσσωρευτεί στον πυθμένα της λόγω εξάτμισης. Δηλαδή, εμφανίζεται υψηλή συγκέντρωση διαλυτών ιόντων, που με την εξάτμιση ακολουθεί καθίζηση των ορυκτών, κλασματική διάλυση και ανακύκλωση των διαλυμένων ουσιών, κ.ο.κ. Επίσης, η προοδευτική αυτή συγκέντρωση της άλμης σε αλκαλικές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

99


λίμνες οδηγεί στην προνομιακή καθίζηση του ανθρακικού νατρίου, ακολουθούμενο από καθίζηση των θειικών και χλωριούχων αλάτων.

Γύρω από τη λίμνη απλώνονται καλλιέργειες και διάσπαρτες πυκνόφυτες συστάδες φυσικής βλάστησης. Στην περίμετρο της υπάρχουν αγριοκαλαμιές του είδους Phragmites australis και ανάλογα με τη στάθμη της εμφανίζονται είδη υφάλμυρων βάλτων, όπως είναι Sacropoterium, sp., ενώ εμφανίζονται και βούρλα (Juncus sp.,, Elymus sp.). Η λίμνη καλύπτεται από άλγη, αλλά και από μια σπάνια αλοφυτική βλάστηση, η οποία διαφέρει από αυτή των παραθαλάσσιων υδροβιότοπων, λόγω της διαφορετικής σύστασης των αλάτων της. Αυτή η βλάστηση αποτελείται κυρίως από φυτά, όπως η Puccinellia convoluta, Crypsis aculeata, Suaeda maritima, Camphorosma annua, Plantago coronopus, αμάραντο Limonium gmelinii, Spergularia sp.,και άλλα.

Η Πικρολίμνη είναι ένας πολύ σημαντικός υγρότοπος για την ορνιθοπανίδα. Συχνά στα νερά της σταθμεύουν μεγάλα κοπάδια από φοινικόπτερα, ενώ πολλά σπάνια παρυδάτια είδη την επιλέγουν για διαχείμαση, όπως οι αργυροπελεκάνοι. Από τα αρπακτικά στην περιοχή απαντώνται γερακίνες, σφηκιάρηδες, φιδαετοί, καλαμόκιρκοι, βαλτόκιρκοι, λιβαδόκιρκοι, ξεφτέρια, νανογέρακα, κιρκινέζια και μαυροκιρκίνεζα. Από τα παπιά, εδώ απαντώνται ασπρομέτωπες χήνες, ψαλίδες, χουλιαρόπαπιες, κιρκίρια, σφυριχτάρια, σαρσέλες, πρασινοκέφαλες, γκισάρια και βαρβάρες. Τα υπόλοιπα υδρόβια και παρυδάτια είδη περιλαμβάνουν σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, μικροτσικνιάδες, πετροτουρλίδες, νανοσκαλίδρες, λασπότρυγγες, πρασινοσκέλιδες, καλαμοκανάδες, ποταμοσφυριχτές, καστανοκέφαλους γλάρους, ποταμογλάρονα, αβοκέτες, μαυροβουτηχτάρια, σκουφοβουτηχτάρια, νεροχελίδονα, νανοπουλάδες, κ.ά. . (φωτ. τοπίου: Γιώργος Πατρουδάκης) (Πηγή: http://www.naturagraeca.com ) Η λίμνη Πικρολίμνη, σήμερα δεν τροφοδοτείται με νερό από καμιά επιφανειακή απορροή, παρά μόνο από τη βροχή. Στο παρελθόν, η κύρια πηγή του νερού στη λίμνη ήταν το νερό του εδάφους. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

100


Ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος αναφέρει ότι υπήρχαν πολλές πηγές στη μέση της λίμνης. Στη σύγχρονη περίοδο αναφέρονται ότι υπήρχαν αυτές οι πηγές, αλλά μετά το σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1981, εξαφανίστηκαν. Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης υπάρχει ένας αριθμός πηγαδιών και δύο πηγές βρίσκονται στην περιοχή της λίμνης (η μία βρίσκεται στα νότια περίμετρο της λίμνης, και η άλλη βρίσκεται στο χωριό Πικρολίμνη ). Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/ Η ΜΙΚΡΗ ΛΙΜΝΗ ΤΡΙΣΤΙΝΙΚΑ, ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ (πηγή: σταχυολόγηση από http://wi-fi-votaniki.net/taxonomy/term/21)

Η μικρή αυτή λίμνη γλυκού και όχι αλμυρού νερού βρίσκεται στη Σιθωνία Χαλκιδικής. Πρόκειται για ένα αβαθές βύθισμα πίσω από μια εκτεταμένη αμμώδη παραλία, ενώ περιμετρικά η λίμνη καλύπτεται από πυκνούς καλαμώνες και πίσω από αυτούς υπάρχει πυκνή μακκία βλάστηση.

Η λίμνη της Τριστινίκας, Σιθωνία Χαλκιδική ( φωτο: Σπ., Μπαλάς)

ΛΙΜΝΙΑ ΜΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΟ ΤΥΡΦΩΝΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ, ΟΡΟΣ ΒΟΡΑΣ, ΠΕΛΛΑ. (Πηγή: σταχυολόγηση κυρίως απο http://www.lhilna.gr). Η περιοχή της Καλής Κοιλάδας (ή Ντόμπρο Πόλγε ή Πόλιε), αποτελεί τμήμα του όρους Βόρας, στην

Πέλλα και βρίσκεται πάνω από το εγκαταλειμμένο χωριό Λουτράκι, στα σύνορα με τα Σκόπια και σε υψόμετρα περίπου +1680-+1750 μέτρων. Είναι ο μεγαλύτερος ενεργός τυρφώνας με σφάγνα (σφαγνώνας) στη χώρα (έκτασης 3.350 στρέμματα και με περίμετρο περίπου 5 χιλιομέτρων) με τεράστιο βοτανικό, παλαιοβοτανικό και φυτογεωγραφικό ενδιαφέρον. Είναι πολύ σπάνιος συνδυασμός υγρότοπου, τυρφώνα και αλπικού λιβαδιού, που φιλοξενεί σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας. Αυτό το υποαλπικό οροπέδιο-υψίπεδο, αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό και σπάνιο οικοσύστημα το οποίο φιλοξενεί πολλά σπάνια είδη της χλωρίδας και πανίδας. Οι σφαγνώνες είναι εκτεταμένες περιοχές με αβαθείς κοιλότητες και με στάσιμο νερό, που λόγω της υψηλής υγρασίας και της οξύτητας, φιλοξενούν σε στρώσεις παλαιοβοτανικό υλικό (π.χ., αποσυντεθημένα βρύα) και καλύπτονται από διάφορα σπάνια ζωντανά υδροχαρή φυτά. Ο ορεινός τυρφώνας της Καλής Πεδιάδας έχει ενταχθεί στα Δίκτυα NATURA 2000 και CORINE-Biotopes και έχει χαρακτηρισθεί ως Περιοχή Προστασίας Ορνιθοπανίδας. Στα πλαίσια του NATURA 2000, περιλαμβάνεται στην προστατευόμενη έκταση ΖΕΠ, το Όρος Βόρας με κωδικό GR1240001, ΕΖΔ, και οι Κορυφές του όρους Βόρα και κωδικό GR1240008. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

101


Ειδικότερα, πρόκειται για οροπέδιο-υψίπεδο που φιλοξενεί μια φυσική λεκάνη, σπάνιας παλαιό βοτανικής και περιβαλλοντικής αξίας, με πολλές μικρές λίμνες και φυσικά κανάλια και περιβάλλεται από δάσος οξιάς, μαυρόπευκα και στην ανάβαση με καστανιές και κερασιές. Το οροπέδιο έχει δημιουργηθεί πάνω σε ηφαιστειογενή και πυριγενή πετρώματα. Πλατάνια, βελανιδιές, πυκνό δάσος οξιάς, ξέφωτα με φτέρες, άγρια λουλούδια, φρούτα του δάσους, ρέματα, καταρράκτες, βάθρες, δεσπόζοντες βράχοι, πέτρινα τοιχία, πηγές στο βράχο, το συμμαχικό νεκροταφείο και επιτύμβιες επιγραφές είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν το φαντασμαγορικό πλαίσιο της ανάβασης μέχρι την Καλή Πεδιάδα. Εκεί οι επισκέπτες αντικρίζουν το μεγαλύτερο ενεργό ορεινό τυρφώνα της Ελλάδας, ένα πραγματικό Μνημείο της Φύσης συνολικής έκτασης περίπου 3.350 στρεμμάτων, με πλούσια βλάστηση και 22 διαφορετικά είδη χλωρίδας και αλπικής βλάστησης. Ιστορικά ο τόπος είναι γνωστός για τις φονικές μάχες που δόθηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και για το Για να φτάσει κανείς στην περιοχή περνά μέσα από ένα εντυπωσιακό, παρθένο δάσος οξιάς που σταματάει λίγο πριν το οροπέδιο. Τα δάση που απλώνονται γύρω από το οροπέδιο είναι από τα ομορφότερα της χώρας μας. Με κυρίαρχο είδος την οξιά, τα δάση δημιουργούν όμορφα «μπαλώματα» από μακεδονικά έλατα, πλατύφυλλες βελανιδιές, μακεδονικές βελανιδιές, άρκευθους, ίταμους, δασικά πεύκα, καστανιές, αλλά και την πολύ σπάνια για την Ελλάδα, πενταβέλονη πεύκη. Μερικά από σπάνια φυτά που βρίσκει κανείς στη περιοχή είναι το εντομοφάγο Drosera anglica, η Gentianella bulgarica, η υδροχαρής βιόλα Viola palustris, η Genista depressa, το Geum coccineum, η Bruckenthalia spiculifolia, η Pulmonaria rubra, η Achillea chrysocoma, η Potentilla aurea chrysocraspeda, ο Ranunculus cacuminis, ο κρόκος Crocus pelistericus, η φριτιλάρια Fritillaria montana, η Gentiana punctata και οι σπάνιες ορχιδέες Dactylorhiza cordigera, D. sambucina, D. baumanniana, Coeloglossum viride, Cephalanthera rubra, Gymnadenia frivaldii, Epipactis palustris και Corallorhiza trifida. Το οροπέδιο προσφέρει μοναδική θέα, καθώς από τα ανατολικά ξεπηδά εντυπωσιακά από το δάσος, ο πέτρινος, κωνικός όγκος της Κράβιτσας, ή όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι «Αγελαδίτσα», ενώ λίγο πιο μετά υψώνεται η κορυφή του Πέτερνικ, ανάμεσα από το μικτό δάσος των Προμάχων. Στα δυτικά βρίσκονται οι κορυφές του Σοκόλ και της Κιλιντέρκα, ενώ στα νότια απλώνεται αμφιθεατρικά η πεδιάδα της Αλμωπίας. Η περιοχή υπήρξε πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και της Βουλγαρίας. Η Καλή Κοιλάδα συγκεντρώνει κάθε χρόνο πολλούς λάτρεις της βοτανικής, καθώς εδώ φυτρώνουν σε αφθονία είδη που δεν απαντώνται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

102


Η ορνιθοπανίδα που ζει κοντά στο οροπέδιο περιλαμβάνει πολλά σπάνια είδη. Η περιοχή θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές για το μικρό, λευκό γύπα ασπροπάρη, που έχει εξαφανιστεί από άλλες περιοχές της χώρας μας. Από τα αρπακτικά, πάνω από την περιοχή πετάνε χρυσαετοί, φιδαετοί, σφηκιάρηδες, γερακίνες, διπλοσάινα, σαΐνια, ξεφτέρια, βραχοκιρκίνεζα, χρυσογέρακα και μπούφοι. Στα δάση και στα αλπικά απαντώνται πολλά είδη, όπως σπάνιες δασόκοτες, μαύροι δρυοκολάπτες, πευκοδρυοκολάπτες, πρασινοδρυοκολάπτες, φάσσες, σταρήθρες, χιονάδες, πυρροκότσυφες, γιδοβύζια, δεντροκελάδες, νεροκελάδες, γερακότσιχλες, χρυσοβασιλίσκοι, δεντροτσοπανάκοι, χιονοψάλτες, χιονοκότσυφες, βουνοπαπαδίτσες, λοφιοπαπαδίτσες, αιγίθαλοι, σταχτοπετρόκληδες, κοράκια, βλαχοτσίχλονα, βουνοτσίχλονα και χρυσοτσίχλονα. Στην πανίδα της ευρύτερης περιοχής υπάρχουν μεταξύ άλλων όπως ο λύκος (Canis lupus), ο χρυσαητός (Aquila chrysaetos chrysaetos), ο φιδαητός (Circaetus gallicus), ο ασπροπάρης (Neophron percnopterus) και πολλά άλλα. Η περιοχή, είναι τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και η φυσική του κατάσταση είναι άριστη. Δεν έχει υποστεί ανθρώπινες παρεμβάσεις πλήν της απόληψης νερού και η κατάσταση του φαίνεται σταθερή, με απαραίτητη τη συντήρηση του, μιας και για αιώνες δεν έχει υποστεί καμιά αλλαγή. Όπως και στις υπόλοιπες υψομετρικά υψηλές περιοχές της οροσειράς του Βόρα, του Πινόβου και της Τζένας, το κλίμα του οροπεδίου είναι υγρό ηπειρωτικό με μικρής διάρκειας θερμό θέρος, χωρίς ξηρή περίοδο και δριμύ χειμώνα, στη διάρκεια του οποίου είναι αυξημένες οι χιονοπτώσεις και οι ημέρες παγετού. Από γεωμορφολογική άποψη τα σχετικά κείμενα μας ενημερώνουν τα εξής: Η Αλμωπία γεωλογικά ανήκει στην ομώνυμη "Ζώνη της Αλμωπίας ". Η ζώνη αυτή μαζί με τη "Ζώνη του Πάϊκου", ανατολικά και τη 11 ζώνη Παιονίας " ανατολικότερα αποτελούν την παλιά "Ζώνη Αξιού". Η Ζώνη Αξιού αρχίζει από την περιοχή των Σκοπίων και εκτείνεται προς νότο μέχρι το Θερμαϊκό κόλπο, με διεύθυνση ΒΒΔΝΝΑ, υπό μορφή μιας λωρίδας πλάτους 30 - 70 χιλιομέτρων. Δυτικά της Αλμωπίας βρίσκεται η ‘’Πελαγονική Ζώνη’’. Κατά το Πλειο-Τεταρτογενές στην περιοχή της Αλμωπίας έδρασαν εφελκυστικές δυνάμεις, οι οποίες προκάλεσαν τη δημιουργία νέων ρηγμάτων και την επαναδραστηριοποίηση παλαιότερων. Τα ρήγματα αυτά διαμόρφωσαν τη λεκάνη της Αλμωπίας και διευκόλυναν την άνοδο μαγματικού υλικού από το εσωτερικό της γης. Το μάγμα τροφοδότησε, πριν από 2 με 5 εκατομμύρια χρόνια, τα ηφαιστειακά κέντρα του Βόρα. Οι τότε ηφαιστειακές εκρήξεις ήταν πολύ ισχυρές και από τους κρατήρες των ηφαιστείων εκχύθηκαν μεγάλες ποσότητες λάβας και εκτοξεύτηκαν στην ατμόσφαιρα τεράστιες ποσότητες πυροκλαστικών υλικών. Τα υλικά αυτά κάλυψαν μεγάλες περιοχές τόσο στον ορεινό όγκο του Βόρα, όσο και στη Νότια Αλμωπία. Ηφαιστειακή στάχτη έφτασε σε μεγάλες αποστάσεις (Θεσσαλονίκη, Κοζάνη και Πτολεμαϊδα). Τα ηφαιστειακά πετρώματα, από πετρογραφική άποψη, διακρίνονται σε τραχείτες, λατίτες και ανδεσίτες. Στην περιοχή της Αλμωπίας υπάρχουν και πολλά άλλα πετρώματα, όπως μάρμαρα, γνεύσιοι, μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι, φυλλίτες, ασβεστόλιθοι, οφιόλιθοι και τεταρτογενή ιζήματα. Ειδικότερα κατά το Πλειστόκαινο (πριν 2 εκατομμύρια χρόνια) στη περιοχή της Αλμωπίας "ύψωμα Σκρέτα" υπήρξαν τοπικά κάποιες λίμνες, μέσα στις οποίες έγινε απόθεση ασβεστολίθων που εγκλείουν αποτυπώματα φυτικής προέλευσης. Εξαιτίας της δράσης του γεωθερμικού πεδίου τα τελευταία εκατομμύρια χρόνια και των εν ενεργεία θερμοπηγών στην περιοχή Λουτρών Λουτρακίου δημιουργήθηκαν αποθέσεις τραβερτίνη μεγάλου πάχους, από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα. Σήμερα στην περιοχή το ανάγλυφο είναι έντονο, ενώ η ισχυρή μεταφορική ικανότητα των χειμάρρων έχει ως αποτέλεσμα τις εκτεταμένες προσχώσεις της λεκάνης της Αλμωπίας. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

103


Ως προς την πρόσβαση στο υψίπεδο, ‘’ ο δρόμος για τη Καλή Πεδιάδα είναι δασικός και απαιτεί κατάλληλο όχημα. Παρόλα αυτά το οδικό δίκτυο βρίσκεται σε καλή κατάσταση και η σήμανση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαρκής. Για να φτάσουμε στο οροπέδιο, περνάμε το Άνω Λουτράκι και συνεχίζουμε βόρεια την ανάβαση μας προς το βουνό ακολουθώντας τις σχετικές πινακίδες. Λίγα χιλιόμετρα μετά το Άνω Λουτράκι, μπορούμε να κάνουμε στάση στο σημείο Γκρέζντιν, όπου υπάρχει υπόστεγο, τραπέζι και πόσιμο νερό. Στο σημείο υπάρχουν επίσης πολλές καστανιές που μαζί με τον διαμορφωμένο χώρο κάνουν το μέρος κατάλληλο για υπαίθριο γεύμα. Για τους λάτρεις της πεζοπορίας και της ορειβασίας η πρόσβαση στο οροπέδιο γίνεται και με τα πόδια, με σημείο εκκίνησης το σημείο ‘Στάνες’ πάνω από Άνω Λουτράκι. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορες προτεινόμενες ορειβατικές διαδρομές ελαφρώς παραλλαγμένες μεταξύ τους που περιλαμβάνουν σημεία όπως τα υψώματα Σοκόλ ή Γεράκι, Σκοπιά, Πάνου, το Μαυρόρεμα, τον Φραντζούζο κ.α., με σημείο τερματισμού τη Καλή Πεδιάδα. Οι πιο γνωστές διαδρομές με σημείο εκκίνησης το οροπέδιο είναι εκείνες που καταλήγουν στις κορυφές Κράβιτσα και Σοκόλ οι οποίες και προσφέρουν μοναδική θέα’’ (Έργο: Ανάδειξη των Πολιτιστικών Μνημείων και της Φυσικής Κληρονομιάς του Δήμου Αλμωπίας Μέσω Ερευνών Πεδίου και Ψηφιακών Εφαρμογών στο Πλαίσιο της Πράξης, «Living History, Living Nature». Αναθέτουσα Αρχή Δήμος Αλμωπίας, Εκτέλεση απο DOTSOFT technology, projects, solutions, Ιούνιος 2015). (Σημείωση: Στην Ελλάδα τα σημαντικότερα Έλη-Ε, υπάρχοντες Τυρφώνες, Σφαγμώνες-Τ, και κατεστραμμένοι ΤυρφώνεςΚΤ, βρίσκονται στις περιοχές: Ελατιά -Ε, Λαϊλιάς-Ε, Φίλιπποι-Τ, Νησί-Ε, Καλή Πεδιάδα-Ε, Βόρας-Ε, Μικρή Πρέσπα-Ε, 8: Χειμαδίτιδα-Τ, Ιωάννινα-Ε, Καλοδίκι-Ε, Κορώνη-Τ, Βουλκαριά-Ε, Κατούνα-Τ, Κερί-Ε, Αγουλινίτσα-ΚΤ, Χωτούσα-Τ, Άγιος Φλώρος-Τ, Κωπαΐδα-ΚΤ. -Τυρφώνας είναι μια ελώδης περιοχή στην οποία έχει αποτεθεί τύρφη ή ακολουθία στρωμάτων τύρφης με ενδεχόμενη συμμετοχή και άλλων οργανικών ιζημάτων, συνολικού πάχους τουλάχιστον 30 cm. -Σφαγνώνας ή Σφαγνώδη είναι μια βαλτώδης και ελώδης έκταση η οποία αποτελείται από σποραδικά υπολείμματα ξυλώδους βλάστησης, ενώ επικρατούν φυλλοβόλα βρύα της τάξης των σφαγνωδών (μοναδικό γένος το Σφάγνον-Sfagnum με 350 είδη) τα οποία είναι βρύα με βλαστό όρθιο που φθάνει τα 30 cm ύψος. Η μακρόχρονη και χωρίς οξυγόνο αποσύνθεση αυτών των φυτών δημιουργεί την τύρφη. Μεταξύ άλλων αυτή η περιοχή, εκτός απο ιδιότυπο οικότοπο που συντηρεί σπάνια και σημαντική πανίδα και χλωρίδα, μπορεί να προσφέρει και καύσιμη ύλη, ενώ αποτελεί Παλαιοβοτανικό Μουσείο της Φύσης. -Τύρφη είναι ένα χαλαρό, οργανογενές (οργανικής προέλευσης) και οργανικό (οργανικής σύστασης) καύσιμο ίζημα, που σχηματίζεται με συσσώρευση περισσότερο ή λιγότερο αποσυντεθειμένων και χουμιωμένων φυτικών συστατικών στα έλη και σε συνθήκες έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα. Ο σχηματισμός και η απόθεση τύρφης αναφέρονται ως τυρφογένεση. Σε φυσική κατάσταση η περιεκτικότητα της τύρφης σε νερό είναι >75% κατά βάρος και σε ανόργανα συστατικά <50% κατά βάρος, στην ξηρή μάζα). Η τύρφη αποτελεί το αρχικό ίζημα, από το οποίο προέρχονται όλοι οι άλλοι γαιάνθρακες. **-Έλος είναι εδαφική έκταση, στην οποία μόνιμα λιμνάζουν αβαθή νερά. Έλη σχηματίζονται συνήθως εκεί, όπου συρρέουν όμβρια, πηγαία ή επιφανειακά νερά και εμποδίζεται η απορροή τους από γεωμορφολογικούς κυρίως παράγοντες. Για να σχηματιστεί ένα έλος, πρέπει να ισχύει η γενική σχέση: Ε+ Β³ ΕΑ + Κ + ΕΔ, όπου Ε: η ποσότητα επιφανειακού νερού που κατ’ έτος εισρέει στο έλος, Β: η ποσότητα των ετήσιων μετεωρικών κατακρημνισμάτων, ΕΑ: η ποσότητα που κατ’ έτος απορρέει επιφανειακά από το έλος, Κ: η ποσότητα νερού που κατ’ έτος κατεισδύει, ΕΔ: η ποσότητα που εξατμίζεται και διαπνέεται στην ατμόσφαιρα μέσα σε ένα έτος. Η διαφορά μεταξύ των μελών της ανισότητας δίνει την ποσότητα νερού που συγκρατείται στο έλος κάθε χρόνο. Στα έλη αναπτύσσεται πλούσια βλάστηση, που διακρίνεται σε ελόβια και υδρόβια. Τα ελόβια φυτά αναπτύσσονται στα μέρη του έλους, στα οποία η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα είναι κοντά στην εδαφική επιφάνεια (λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω από αυτήν), ενώ σε πιο βαθιά νερά ευδοκιμούν τα υδρόβια φυτά. Από τα ελόβια κι εν μέρει τα υδρόβια φυτά και τα υπολείμματά τους προέρχονται τα φυτικά συστατικά, που συνιστούν την τύρφη. Έλος, στο οποίο έχει αποτεθεί τύρφη ή ακολουθία στρωμάτων τύρφης με ενδεχόμενη συμμετοχή και άλλων οργανικών ιζημάτων, συνολικού πάχους τουλάχιστον 30 cm, καλείται τυρφώνας).

ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΑ ή ΓΑΛΑΖΙΑ ΛΙΜΝΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΣΚΡΑ ΣΤΟ ΠΑΪΚΟ, ΚΙΛΚΙΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://partetavouna.blogspot.com, http://www.hikingexperience.gr, http://www.myvillage.gr)

http://www.goumenissa.info,

Είναι μια φυσική μικρή λίμνη, ουσιαστικά μια βάθρα, η οποία οφείλει τα γαλαζοπράσινα νερά της σε απολιθωμένους και ασβεστοποιημένους οργανισμούς στον πυθμένα της. Βρίσκεται μέσα σε ένα σχεδόν αδιαπέραστο δάσος από φουντουκιές, κισσούς και κληματίδες, στις βορειοανατολικές πλαγιές του όρους Πάϊκο, στο Κιλκίς, κοντά στο χωριό Σκρα. Το τοπίο είναι ειδυλλιακό με πολύ πυκνή βλάστηση και απότομες πλαγιές, όπου σχηματίζονται μικροί καταρράκτες. Και φυσικά, εδώ γνωρίζεις εκ των έσω το πλούσιας βλάστησης μακεδονίτικο βουνό. Κοντά στον ομώνυμο οικισμό, ο επισκέπτης αντικρύζει ένα μικρό θαύμα της φύσης. Μέσω μιας πανέμορφης διαδρομής φτάνει σε μια περιοχή με πλούσια βλάστηση, όπου συναντά τον πρώτο καταρράκτη του Σκρα, στη ρίζα του οποίου υπάρχει μια μικρή σπηλιά με λεπτούς σταλακτίτες. Λίγο πιο κάτω ο επισκέπτης μένει έκθαμβος από το κάλλος της μικρής Γαλάζιας Λίμνης ή Σμαραγδένιας Λίμνης. Συνεχίζοντας, η βλάστηση πυκνώνει και το έδαφος Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

104


γίνεται απόκρημνο. Εκεί συναντούμε το δεύτερο καταρράκτη του Σκρα που πέφτει με πάταγο πάνω στους βράχους δημιουργώντας ένα εκπληκτικό φυσικό τοπίο.

Κάπου εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Πρώτον, γιατί για να βρεις τη διαδρομή για τη λίμνη Μεταλλείου σίγουρα θα αναγκαστείς να λοξοδρομήσεις. Δεύτερον, γιατί αν θες να συνεχίσεις για τους καταρράκτες του Σκρα και τη Γαλάζια ή Σμαραγδένια λίμνη, θα χρειαστεί να διασχίσεις τα 10 υπόλοιπα χιλιόμετρα σε χωμάτινο, δασικό δρόμο. Το θετικό, βέβαια, είναι πως και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει εναλλακτική λύση, αλλά το σημαντικότερο μειονέκτημά της είναι πως δεν διασχίζει το Κοτζά Ντερέ. Ο λόγος για το Μεγάλο Ρέμα, το θαύμα του Πάϊκου, παράλληλα στο οποίο κινείται ο παλιός δρόμος που ένωνε το Σκρα με την Αξιούπολη. Από εδώ περνούσαν τα στρατεύματα κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμη και σήμερα διακρίνονται μισογκρεμισμένα γεφύρια χαμηλά στο ποτάμι και τα χαλάσματα των γαλλικών νοσοκομείων.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

105


Ως προς τη λίμνη του Μεταλλείου, αυτή είναι τεχνητή λίμνη (μήκος 2 χλμ. και βάθος 35 μ.) φτιάχτηκε μεν για αρδευτικούς σκοπούς, παρ' όλα αυτά πολλοί την επισκέπτονται για αναψυχή ή ψάρεμα. Όσο για τα παλιά μεταλλεία που λειτουργούσαν γύρω της έως τον Β' Παγκόσμιο, λέγεται πως απασχόλησαν για 2 χρόνια τον Γιώργο Zορμπά, τον άνθρωπο που ενέπνευσε τον ήρωα του Ν. Kαζαντζάκη (πηγή: http://www.neolaia.gr/2011/05/09/smaradgenia-limnh-kilkis/). __________

2.3 Μικρές Λίμνες σε Εκβολικά Συστήματα Είναι γνωστό ότι τα εκβολικά συστήματα ανήκουν στις υγροτοπικές περιοχές και αποτελούν ένα χώρο, που από τη φύση της γεωμορφολογίας της περιοχής, τα υδρολογικά χαρακτηριστικά του ποταμού, αλλά και τη δυναμική του θαλασσίου μετώπου, δημιουργούν συνήθως μικρές υδατοσυλλογές εποχικού ή και μόνιμου χαρακτήρα, τις λιμνούλες των εκβολικών συστημάτων. Σε αυτό το κεφάλαιο θα μας απασχολήσουν οι λιμνούλες στα υγροτοπικά συστήματα των δέλτα Αξιού Αλιάκμονα, Έβρου και Νέστου. Εξυπακούεται ότι υπάρχουν και άλλες μικρές λίμνες στα εκβολικά συστήματα και άλλων ποταμών της Μακεδονίας της Θράκης και της Θεσσαλίας. ΜΙΚΡΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΥΓΡΟΤΟΠΙΚΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΔΕΛΤΑ ΑΞΙΟΥΑΛΙΑΚΜΟΝΑ. (http://axiosdelta.gr, Vokou D, Giannakou U, Kontaxi Ch, Vareltzidou S (2016) Axios, Aliakmon and Gallikos Delta Complex, Νorthern Greece, In Encyclopedia of Wetlands, Vol. 4 World Wetlands, Finlayson M., Prentice C. & R. Milton (eds), Springer, ISBN-13: 9789400740006, www.minagric.gr).

Πρόκειται για το μεγαλύτερο και σημαντικότερο υγροτοπικό σύμπλεγμα στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει το δέλτα του ποταμού Αξιού, καθώς και την κοίτη του, το δέλτα του ποταμού Αλιάκμονα, τη Λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου, τις εκβολές του Γαλλικού ποταμού, τους υγροτόπους της Αλυκής Κίτρους, τον υγρότοπο της Νέας Αγαθούπολης, τα επίπεδα αλίπεδα, τα παραποτάμια δάση, τα αμμοθινικά συστήματα και άλλα. Είναι ένα σύστημα ποτάμιων εκβολών, ελών, μικρών λιμνών, λιμνοθαλασσών, αλυκών κ.ά. Μικρές λίμνες συναντώνται και είναι εμφανείς συνήθως τη ξηρή περίοδο και είναι αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών ή και ανθρωπογενών (π.χ., χωματοληψίες). Και αυτές οι λιμνούλες σφύζουν ζωής. Η προστατευόμενη περιοχή στο Δέλτα του Αξιού-Αλιάκμονα περιλαμβάνει μια ποικιλία υδάτινων σωμάτων -ποταμούς με τις εκβολές και τους παραπόταμούς τους, μικρές λίμνες, λιμνοθάλασσες, υδατοσυλλογές μικρές και μεγάλες, φυσικές ή τεχνητές και βέβαια την παράκτια ζώνη Χάρη στη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

106


μεγάλη εναλλαγή οικολογικών συνθηκών που την χαρακτηρίζουν –από αγροτικές καλλιέργειες και λιβάδια ως αλατώδη εδάφη, λασποτόπια και αμμόλοφους. Η περιοχή αποτελεί έναν ιδανικό βιότοπο για πολλά είδη άγριων ζώων και πουλιών. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο σχεδόν τριακόσια είδη πουλιών, ανάμεσά τους πολλά σπάνια και απειλούμενα. Η σημερινή εικόνα της περιοχής, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, οφείλεται σε ανθρωπογενείς παρεμβάσεις και τεχνικά έργα που έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες όπως η εκτροπή του Αξιού ποταμού, τα υδροηλεκτρικά φράγματα στον Αλιάκμονα και τον Αξιό αντίστοιχα, η δημιουργία αρδευτικού και αποστραγγιστικού δικτύου, καθώς και η δημιουργία των παράκτιων αναχωμάτων.

Η περιοχή του Δέλτα Αξιού δεν είχε πάντα τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Στο πέρασμα των χρόνων η έκτασή της και η μορφολογία της άλλαξε πολλές φορές, είτε εξαιτίας φυσικών διεργασιών, είτε λόγω ανθρώπινων παρεμβάσεων. Ειδικότερα, πριν από περίπου 24.000 χρόνια η περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου ήταν στεριά, την οποία αποστράγγιζαν οι ποταμοί Αξιός, Γαλλικός, Αλιάκμονας και Μογλενίτσας στην Αλμωπία. Στη συνέχεια -πριν περίπου 18.000 χρόνια, στην Ολόκαινο εποχή- η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε, εξαιτίας της τήξη των παγετώνων. Το θαλασσινό νερό εισχώρησε προς τα βόρεια κατακλύζοντας το βύθισμα του Θερμαϊκού και όλη την πεδινή περιοχή της λεκάνης Θεσσαλονίκης – Γιαννιτσών, μέχρι βορειότερα στις παρυφές των ορεινών όγκων. Κατά τον 5ο αιώνα, οι πόλεις Σκύδρα και Πέλλα ήταν παραθαλάσσιες. Ιστορικά στοιχεία από την εποχή εκείνη δείχνουν την ταχύτατη εξέλιξη του δελταϊκού συστήματος των τεσσάρων ποταμών. Οι εκβολές των ποταμών μετατοπίστηκαν σημαντικά και στις νέες εκβολές άρχισε η ταχύτατη απόθεση φερτών υλών. Ο Αξιός και ο Γαλλικός σχημάτισαν ένα εκτεταμένο δέλτα μεταξύ Θεσσαλονίκης και Γιαννιτσών με τάση διχοτόμησης του βόρειου τομέα του θαλάσσιου κόλπου. Σε διάστημα μερικών εκατοντάδων ετών τα δέλτα των ποταμών Αξιού, Γαλλικού και Αλιάκμονα ενώθηκαν δημιουργώντας μια νέα ξηρά που διχοτόμησε τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Το εσωτερικό τμήμα μετατράπηκε αρχικά σε λιμνοθάλασσα με υφάλμυρο νερό και αργότερα, όταν αποκόπηκε πλήρως από τον Θερμαϊκό, μετατράπηκε σε έλος. Έτσι, δημιουργήθηκε σταδιακά η προσχωσιγενής Λίμνη των Γιαννιτσών ή λίμνη Λουδία. Αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, τη «σκυτάλη» στο έργο της διαμόρφωσης της σημερινής εικόνας της περιοχής πήραν οι ανθρώπινες παρεμβάσεις με τα μεγάλα τεχνικά έργα που πραγματοποιήθηκαν (μεταξύ του 1929 και του 1936 έλαβαν χώρα μεγάλα υδραυλικά έργα, όπως τα κανάλια παροχέτευσης και αποστράγγισης, έργα εγγειοβελτιωτικά, καθώς και κατασκευές αναχωμάτων. Με τα έργα αυτά, δημιουργήθηκαν μεγάλες εκτάσεις, οι οποίες παραχωρήθηκαν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Επιπλέον η κατασκευή του αρδευτικού και του αποστραγγιστικού δικτύου ευνόησε την γεωργική δραστηριότητα ). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

107


Τα πιο σημαντικά από αυτά τα έργα ήταν η εκτροπή της πεδινής κοίτης του Αξιού και η αποστράγγιση της Λίμνης των Γιαννιτσών. Ο ποταμός Αξιός μετατοπίστηκε από το φυσικό του ρου. Η αποστράγγιση της λίμνης των Γιαννιτσών πραγματοποιήθηκε μέσω της κατασκευής ενός μεγάλου τεχνητού καναλιού, που πήρε το όνομα του παλιού ποταμού Λουδία. Παράλληλα ο ποταμός Μογλενίτσας εκτράπηκε και πέφτει πια μέσα στην κοίτη του Αλιάκμονα. Η διαρκής μετατόπιση της κοίτης των ποταμών, οι αλλαγές στα μέτωπα των δελταϊκών σχηματισμών και ο χειμαρρικός χαρακτήρας της ροής τους, είχαν πια δημιουργήσει -στον 20ο αιώνα- μία νέα εκτεταμένη εύφορη πεδιάδα και το μεγαλύτερο δελταϊκό σχηματισμό της χώρας. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, η μείωση της υδατοπαροχής και της στερεοπαροχής όλων των ποταμών είχε ως αποτέλεσμα την ανακοπή της δελταϊκής εξέλιξης. Στην προστατευόμενη περιοχή Δέλτα Αξιού, τα ποτάμια, οι λιμνοθάλασσες, οι αλμυρόβαλτοι, τα εύφορα χωράφια και η θάλασσα παρέχουν καταφύγιο για εκατοντάδες είδη φυτών και ζώων. Συνολικά υπάρχουν περισσότερα από 370 είδη φυτών. Ορισμένα είναι προστατευόμενα, όπως ο κρίνος της θάλασσας, η φτέρη του νερού και το νεροκάστανο, ενώ άλλα, αν και απαντούν σε μεγάλους αριθμούς σε πολλά σημεία της προστατευόμενης περιοχής, συμβάλλουν τα μέγιστα στη διατήρηση της φυσιογνωμίας-δομής και λειτουργικότητας των παράκτιων υγροτοπικών οικοσυστημάτων: Η περιοχή του Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα είναι ένας πολύτιμος βιότοπος για πολλά είδη ζώων, κάποια από τα οποία κινδυνεύουν με εξαφάνιση, όπως ο λαγόγυρος και η βίδρα, κάποια τα οποία τα συναντάμε δύσκολα γιατί κινούνται είτε μέσα στη βλάστηση -αγριόγατες, φίδια, χελώνες- είτε αθόρυβα τις νύχτες –νυχτερίδες-, άλλα όπως οι λύκοι κυκλοφορούν σε ομάδες κυρίως όταν σκοτεινιάζει, ενώ η παρουσία κάποιων είναι πιο συχνή, αν και όχι πάντα φανερή (π.χ., αλεπούδες, ασβοί, μυγαλές, μυωξοί). Η περιοχή είναι παγκόσμιας ορνιθολογικής σημασίας, καθώς βρίσκεται σε έναν από τους βασικούς μεταναστευτικούς διαδρόμους της Ευρώπης, αλλά και γιατί εδώ σταθμεύουν, φωλιάζουν ή ξεχειμωνιάζουν σημαντικοί πληθυσμοί σπάνιων πουλιών όπως ο αργυροπελεκάνος, η αβοκέτα, η λιμόζα, ο νυχτοκόρακας, ο κρυπτοτσικνιάς, το νεροχελίδονο, ο μαυροκέφαλος γλάρος και η λαγγόνα, ο στρειδοφάγος και ο θαλασσοσφυριχτής. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί 295 είδη πουλιών -δηλαδή το 66% των ειδών που έχουν παρατηρηθεί έως σήμερα στην Ελλάδα- από τα οποία τα 103 είδη φωλιάζουν Συνολικά έχουν καταγραφεί 50 είδη θηλαστικών, 27 είδη αμφίβιων και ερπετών, περισσότερα από 50 είδη ψαριών των εσωτερικών νερών και της θάλασσας και 65 είδη ασπόνδυλων – στην πλειονότητά τους έντομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αμμοθίνες της Αλυκής Κίτρους έχει παρατηρηθεί ένας από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς μεσογειακής χελώνας στην Ευρώπη. Λόγω της υδρογραφικής ιδιαιτερότητας των μεταβατικών νερών, είναι δύσκολο να καθοριστεί ο πραγματικός αριθμός των ειδών ιχθυοπανίδας του γλυκού νερού, αφού συχνά στα κατάντη νερά των ποταμών απαντούν πολλά θαλάσσια ευρύαλα -που αντέχουν σε αξιοσημείωτες μεταβολές της αλατότητας- είδη που χρησιμοποιούν τα εκβολικά συστήματα για τροφοληψία, αναπαραγωγή και ξεκούραση. Στην ευρύτερη περιοχή του Εθνικού Πάρκου έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 38 είδη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

108


ιχθυοπανίδας εσωτερικών υδάτων, ενώ στη θαλάσσια περιοχή μπροστά από τις εκβολές του Αξιού καταγράφηκαν παλαιότερα περίπου 20 θαλάσσια είδη. Εξάλλου, έχουν καταγραφεί πολλά είδη από πεταλούδες, λιβελούλες, κολεόπτερα, αλλά και υδρόβια μαλάκια –θαλάσσια ή του γλυκού νερούγαστερόποδα και δίθυρα. Η περιοχή Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα και γειτονικών υγροτοπικών περιοχών, είναι πολύ σημαντική για την ευρύτερη περιοχή, καθώς παρέχει ζωτικής σημασίας υπηρεσίες και αγαθά, όπως είναι μεταξύ άλλων, ότι ρυθμίζει το κλίμα, παρέχει νερό για ύδρευση και άρδευση, προσφέρει προϊόντα για τροφή, προστατεύει τις κατοικημένες και τις αγροτικές περιοχές από πλημμύρες, παρέχει ευκαιρίες για έρευνα, εκπαίδευση και αναψυχή και άλλα. ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΕΒΡΟΥ

(πηγές: σταχυολόγηση από http://www.evros-delta.gr, http://www.mitnet.gr, http://ornithologiki.gr, http://www.travelforgreece.gr, http://www.emtgreece.com, και Skias et al., 2013 -Inter., J., Water, 7, 1, 104-121, Application of SWOT analysis for the management of transboundary river Evros, Halkos, Jones, 2011 -Mun., Pers., RePEc Arch., pap., no 34581, 7, 33pp., Social factors influencing thw decision to pay for thw protection of diversity in two national parks of northern Greece, WWF Ελλάς, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, 2009 -Ελληνικοί Υγρότοποι Ραμσάρ: Αξιολόγηση Προστασίας και Διαχείρισης, 39σελ.).

Ο ποταμός Έβρος, (μήκος περίπου 515 km και πηγάζει από το όρος Ρίλα της Βουλγαρίας, όπου και ονομάζεται Μαρίτσα, ενώ τα 15km αποτελούν φυσικό όριο μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας και τα 203 km μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας), εκβάλλει στο Θρακικό Πέλαγος στον κόλπο της Αίνου, όπου σχηματίζει εκτεταμένο Δέλτα. Η έκταση του Δέλτα (‘’Εθνικό Υγροτοπικό Πάρκο Δέλτα Έβρου’’ και υγρότοπος διεθνούς σημασίας προστατευόμενο από τη σύμβαση Ramsar) ανέρχεται περίπου σε 200 km2, από τα οποία τα 105 km2 ανήκουν στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα στην Τουρκία. Το βόρειο ανατολικό τμήμα του Δέλτα, γνωστό και ως πλημμυρίζουσα ζώνη, καλύπτεται από πυκνούς θαμνώνες με αρμυρίκια, ενώ κατά μήκος του ποταμού σχηματίζεται πυκνό δάσος με λεύκες, ιτιές, σκλήθρα, φτελιές, και άλλα. Νοτιότερα το δάσος παραχωρεί τη θέση του σε πυκνούς και αδιαπέραστους καλαμώνες, κοντά στη λίμνη Νυμφών (έκτασης περίπου 2600 στρέμματα) και στις άλλες λίμνες γλυκού νερού όπως το Τσεκούρι (έκτασης περίπου 460 στρέμματα), τη Σκέπη, τα Σπίτια, τη Γυναίκα. Στα κανάλια γλυκού νερού και σε υδάτινες εκτάσεις κατά μήκος του ποταμού αναπτύσσεται ελόβια και υδρόβια βλάστηση ( ψαθί –Τypha angustifolia, βούρλα και σάζια – Juncus spp., και Scirpus spp., το νεροκάστανο -Trapa natans, η φακή του νερού -Lemna minor, και πολλά άλλα).

Οι φερτές ύλες και τα γλυκά νερά, που κατέβαζε ο ποταμός Έβρος από τη λεκάνη απορροής του και με τη δράση της θάλασσας, συντελούν στο σχηματισμό και στη διαμόρφωση του δέλτα του. H μικρή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

109


υψομετρική διαφορά του δέλτα από την επιφάνεια της θάλασσας και η ροή του ποταμού, με τις μεγάλες διακυμάνσεις στην παροχή του, έχουν ως αποτέλεσμα να πλημμυρίζει εποχικά η περιοχή ανάμεσα στους δύο βραχίονές του δέλτα, από τις Φέρες μέχρι τη θάλασσα, για αρκετούς μήνες κάθε χρόνο. Αποτέλεσμα των δράσεων αυτών είναι, η πολυσχιδής μορφολογία των ακτών, ο σχηματισμός λιμνών (π.χ. Νυμφών, Σκέπη, Τσεκούρι, Σπίτια, Γυναίκα), λιμνοθαλασσών (π.χ. Δράνα ή Δράκοντας, Λακί, Μονολίμνη ή Παλούκια), ελών, αμμονησίδων (π.χ. Ασάνης, Καραβιού Ξηράδι), αμμοθινών και πλήθος άλλων υγροτοπικών περιοχών.

Η περιοχή συντηρεί πλούσια ορνιθοπανίδα, ιχθυοπανίδα και θηλαστικά. Πλούσια είναι και η χλωρίδα του, οι δε αλοφυτικές του διαπλάσεις είναι από τις πιο εκτεταμένες στην Ελλάδα. Στον ποταμό Έβρο και το δέλτα του έχουν βρεθεί πάνω από 46 είδη ψαριών, 7 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών και περισσότερα από 40 είδη θηλαστικών. Αναμφίβολα όμως, η μεγάλη αξία του δέλτα συνίσταται στην πλούσια ορνιθοπανίδα του. Έχουν παρατηρηθεί περισσότερα από 300 είδη πουλιών. Επίσης, στην περιοχή απαντώνται όλοι οι τυπικοί σχηματισμοί και οι μονάδες βλάστησης ενός μεσογειακού δέλτα. Έχουν καταγραφεί περισσότερα από 350 φυτικά είδη τόσο στο δέλτα, όσο και στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού.

Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο ‘’Οι Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/ ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗΣ, Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΛΙΜΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.epamath.gr, http://www.mitnet.gr, http://xrysoupoli.blogspot.com, http://www.hellenica.de/Griechenland/Geo/GR/ChrysoupolisKavala.html, και από Μποσκίδης, 2011 -Διδακτ., Διατρ., Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, 208σελ., Περιβαλλοντική διαχείριση λεκάνης ποταμού Νέστου), Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

110


Το Δέλτα Νέστου βρίσκεται στα νότια σύνορα της Καβάλας και της Ξάνθης, ενώ οι λίμνες της Χρυσούπολης βορειοανατολικά της ομώνυμης πόλης. Η τεράστια υγροτοπική περιοχή απλώνεται προς τα νότια, καταλαμβάνοντας μία αρκετά μεγάλη έκταση από την Νέα Καρβάλη μέχρι τα Άβδηρα με μήκος ακτογραμμής περίπου 50 χιλιομέτρων. Έχει συνολική έκταση περίπου 550.000 στρ., και αποτελεί Υγροβιότοπο Διεθνούς σημασίας και μέρος του εκεί Εθνικού Πάρκου που περιλαμβάνει και τις λίμνες Βιστωνίδα και την Ισμαρίδα. Οι λίμνες της Χρυσούπολης, βρίσκονται σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από 20 μικρούς έως μετρίους σε έκταση υγρότοπους. Από αυτούς οι 7 μεγαλύτεροι θεωρούνται λίμνες και λιμνούλες. Συνολικά καλύπτουν μια έκταση περίπου 20 τ.χλμ. Σημειώνεται ότι την υπόψη περιοχή διαμορφώνουν δύο αποφασιστικοί παράγοντες: πρώτον οι δεδομένες φυσικές συνθήκες όπως π.χ. το λοφώδες ανάγλυφο, η ποικιλία εδαφών (αμμώδη στα κοιλώματα, κοκκινόχωμα στα υψώματα) και κυρίως οι μικροί διάσπαρτοι υγρότοποι και δεύτερον η ανθρώπινη δραστηριότητα (κατά κύριο λόγο η γεωργία και η κτηνοτροφία). Οι λίμνες της Χρυσούπολης έχουν πλούσια υδρόβια χλωρίδα (νούφαρα, νεροκάστανα, βούρλα, καλαμιές κ.ά.) και πανίδα (πουλιά, βάτραχοι, νεροχελώνες, υδρόβια σαλιγκάρια, έντομα ). Η μεγαλύτερη και σπάνιας φυσικής ομορφιάς είναι η ‘’Ψεύτικη Λίμνη’’, γνωστή ως Αλατζά Γκιόλα (το όνομά της είναι τούρκικό και σημαίνει ψεύτικη λίμνη, γιατί ουσιαστικά είναι έλος. Μύθοι και παλιές ιστορίες λένε πως ο βυθός της κρύβει έναν μικρό οικισμό που βούλιαξε με τους σεισμούς). Οι άλλες πολύ μικρότερες λίμνες είναι ουσιαστικά νερόλακκοι.

Υπάρχουν δύο εκδοχές για την ύπαρξη αυτών των λιμνών. Η πρώτη αναφέρει ότι αυτές ήταν κάποτε λιμνοθάλασσες, όταν ακόμη οι εκβολές του Νέστου ήταν βόρεια, πριν δημιουργηθεί το σημερινό Δέλτα. Με την απόθεση των φερτών υλών του ποταμού οι λιμνοθάλασσες περιορίστηκαν. Στην συνέχεια με την εισροή φρέσκου νερού (επιφανειακά και υπόγεια) και όταν η θάλασσα απομακρύνθηκε αρκετά από αυτές, ξεπλύθηκε το αλάτι δημιουργώντας τις σημερινές λίμνες. Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι οι λίμνες είναι παλιές κοίτες του ποταμού οι οποίες αποκόπηκαν από το ποτάμι λόγω φυσικών μηχανισμών. Οι λίμνες αυτές φιλοξενούν αριθμό ειδών υδρόβιας χλωρίδας όπως νούφαρα, νεροκάστανα, νεροφτέρη καθώς και βούρλα και καλαμιές. Το ότι στα πλαίσια μίας και μόνο έρευνας βρέθηκαν πάνω από 400 είδη φυτών, επιβεβαιώνει την πλούσια χλωρίδα της περιοχής των Λιμνών της Χρυσούπολης.

Οι λίμνες με τους καλαμώνες τους είναι εν μέρη καλυμμένες με εντυπωσιακά χαλιά από Νούφαρα (Nymphea alba), ενώ καταγράφηκαν στην περιοχή και 15 είδη ορχιδέων. Αυτός ο αριθμός αντιστοιχεί στο 43% των ειδών της ευρύτερης περιοχής (π.χ., Limodorum abortivum και τα υβρίδια Orchis morio x papilionacea και Serapias vomeracea ssp. longipetala x bergonii.). Η πιο πάνω βλάστηση μαζί με το νερό δημιουργούν συνθήκες κατάλληλες ώστε να φιλοξενηθούν βάτραχοι, νεροχελώνες, υδρόβια σαλιγκάρια καθώς και διάφορα έντομα. Αυτά με την σειρά τους προσελκύουν διάφορα είδη ορνιθοπανίδας (προφυροτσικνιάς, λαγγόνα, σαρσέλα, καλαμόκιρκος κ.λ.π). Ειδικότερα έχουν καταγραφεί στις λίμνες της Χρυσούπολης συνολικά 211 είδη πουλιών. Από τα αναπαραγόμενα είδη ξεχωρίζουν ο Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus), ο Πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), η Πετροτριλίδα (Burhinus oedicnemus), το Ορτύκι (Coturnix coturnix), ο Καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus) και η Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulus), ενώ η περιοχή είναι σημαντικός χώρος διατροφής για τους πελαργούς. Τον χειμώνα συγκεντρώνονται εδώ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

111


μερικές δεκάδες Λαγγόνες (Phalacrocorax pygmeus) για διατροφή, ενώ έχουν παρατηρηθεί να κυνηγούν σε τακτική βάση ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), το Διπλοσάινο (Accipiter gentilis), ο Πετρίτης (Falco peregrinus) και Όρνια (Gyps fulvus). Επίσης στα νερά αυτών των μικρών λιμνών απαντώνται 13 είδη ψαριών του γλυκού νερού.

Στην περιοχή, η παρουσία των ειδών όπως Leucaspius delineatus, Rhodeus sericeus amarus και Cobitis stroumicae αποδεικνύει την ακόμη καλή ποιότητα νερού στην περιοχή και υποδηλώνει οικολογικά ισορροπημένο περιβάλλον. Όπως η πανίδα των αμφιβίων έτσι και το μεγαλύτερο μέρος της πανίδας των ερπετών της συνολικής περιοχής ενδημεί και στην περιοχή των Λιμνών της Χρυσούπολης, ή κυρίως σ΄αυτήν, όπου έχουν καταγραφεί 8 είδη αμφιβίων και 12 είδη ερπετών. Η συγκεκριμένη περιοχή συνδέει οικολογικά και γεωγραφικά το Δέλτα του Νέστου, το παραποτάμιο δάσος και την κοντινή βόρεια ορεινή περιοχή. Κάτι που αντικατοπτρίζεται στο ευρύ φάσμα των βιοτόπων και την ποικιλία των ζωικών και φυτικών ειδών. Αυτή η μοναδικότητα στο Δέλτα του Νέστου σε συνδυασμό με τον δεύτερο σημαντικό παράγοντα, δηλαδή την γεωργία και την κτηνοτροφία, που ασκούνται στην περιοχή, δημιούργησαν έναν οικολογικά πολύτιμο χώρο. Λόγω των δεδομένων φυσικών συνθηκών και υπό την επίδραση της γεωργίας και της βόσκησης δημιουργήθηκε εδώ ένα πλουσιότατο μωσαϊκό που το συνθέτουν ξερολίβαδα, θαμνώνες, λόχμες δασικής βλάστησης, οπωρώνες, ελαιώνες, άλλες καλλιέργειες, καλαμιώνες, περιοδικά κατακλυζόμενες εκτάσεις και μόνιμες υδάτινες επιφάνειες γλυκού νερού Τα στάσιμα γλυκά νερά με τους καλαμιώνες και τις βαλτώδεις εκτάσεις που τα περιβάλλουν προσδίδουν στην περιοχή τεράστια οικολογική αξία, η οποία μεγιστοποιείται λόγω της γειτνίασής τους με ποικίλους ξηρότοπους (καρστικοί σχηματισμοί, ξηρά λιβάδια, πρίνωνες, βοσκότοποι κλπ.).το παραποτάμιο δάσος του Νέστου, γνωστό και ως ‘’Μεγάλο Δάσος’’ ή Κοτζά Ορμάν. Το Δέλτα Νέστου δημιουργήθηκε από τις αποθέσεις των φερτών υλών που αποθέτει ο ποταμός στις εκβολές του. Ο σχηματισμός του Δέλτα επηρεάστηκε από την δράση του ποταμού και τον κυματισμό της θάλασσας. Έτσι το δυτικό τμήμα διαμορφώθηκε από την δράση και αλληλεπίδραση των διαφόρων κοιτών του Νέστου καθώς οι λιμνοθάλασσες κατά μήκος της ακτής οφείλονται στο φυσικό διαχωριστικό βραχίονα που διαμορφώθηκε από τις συνεχείς αποθέσεις φερτών υλικών. Το ανατολικό τμήμα αποτελείται κυρίως από φερτά υλικά εκτός από ένα κλάδο του ποταμού. Το Δέλτα του Νέστου είναι από τους πιο σημαντικούς υγροτόπους της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, λόγω έκτασης και ποικιλίας των βιοτόπων του. Είναι ενταγμένο ως μία εγγραφή στον Κατάλογο Υγροτόπων Διεθνούς Σημασίας σύμφωνα με την Σύμβαση Ramsar, ανήκει στο δίκτυο Natura 2000 καθώς και στις Περιοχές Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι τμήμα του Εθνικού Πάρκου Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης που εκτείνεται από το Δέλτα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

112


Νέστου μέχρι τις λίμνες Βιστωνίδας και Ισμαρίδας. Στην πραγματικότητα το Δέλτα του Νέστου αποτελείται από μωσαϊκό επιμέρους υγροτόπων από τους οποίους οι μεγαλύτεροι και πιο διακριτοί, είναι οι εξής από τα δυτικά προς τα ανατολικά: η Λιμνοθάλασσα Βάσσοβας, η Λιμνοθάλασσα Ερατεινού, η Λιμνοθάλασσα Αγιάσματος, η Λιμνοθάλασσα Κοκάλας, η Λιμνοθάλασσα Χαϊδευτού, η Λιμνοθάλασσα Κεραμωτής, η Λιμνοθάλασσα Μοναστηρακίου και η Λιμνοθάλασσα των Μαγγάνων. Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί την ευρύτερη περιοχή και να απολαύσει από κοντά την φύση, είτε με αυτοκίνητο είτε ακόμη καλύτερα με ποδήλατο (φωτο: http://xrysoupoli.blogspot.com). Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/

ΜΙΚΡΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://psilopoulos.mysch.gr, www.spearfishingforum.gr, ampelwnaslarisas.blogspot.com, Migiros et al., 2011 -Cent., Eur., J., Geoscien., 3, 2, 215-228, Pinios river-Hydrological, Geomorphological elements and changes during the quaternary, Loukas, 2010 -Desalin., 250, 1, 266-273, Surface water quality and quality assessment in Pinios river)

Ανάμεσα στους παραθαλάσσιους οικισμούς Στόμιο, Νέα Μεσάγκαλα και Παλαιόπυργο, στα παράλια της Λάρισας, βρίσκεται το Δέλτα του Πηνειού. Η πεδινή περιοχή του Δέλτα του Πηνειού ποταμού ( ο Πηνειός εκτείνεται και διατρέχει ένα σημαντικό τμήμα της κεντρικής Ελλάδας. Πηγάζει από τις νότιες περιοχές της οροσειράς της Πίνδου, και διασχίζει τη Θεσσαλική πεδιάδα για να εκβάλει στο Αιγαίο Πέλαγος κοντά στην περιοχή του Κάτω Ολύμπου, ενώ στις εκβολές του σχηματίζεται το ‘‘Δέλτα του Πηνειού’’ με άνοιγμα περίπου 13χλμ., στο θαλάσσιο μέτωπο), δημιουργήθηκε από την προσχωματική δράση του ποταμού, μετά το γεωλογικό ρήγμα

ανάμεσα στις οροσειρές του Ολύμπου και του Κισσάβου, απ΄όπου τα νερά της παλαιάς και μεγάλης Θεσσαλικής λίμνης βρήκαν διέξοδο προς τη θάλασσα. Ανάλογα με το υδρολογικό καθεστώς του ποταμού και τις εποχικές κλιματικές αλλαγές, στην περιοχή του δέλτα σχηματίζονται μικρές εποχικές και όχι μόνο λίμνες. Ανάμεσα σε αυτές αναφέρεται και η Λίμνη Καθαρόμπαρα, η οποία είναι μέρος του οικοσυστήματος των υγροτοπικών περιοχών του δέλτα του Πηνειού ποταμού. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

113


Η περιοχή, λόγω της πλούσιας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί, έχει μεγάλη οικολογική και κοινωνικο-οικονομική αξία. Σήμερα, οι εκβολές του Πηνειού Ποταμού αποτελούν έναν υγρότοπο που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαφύλαξη της βιολογικής ποικιλότητας και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας του. Συγκεκριμένα η περιοχή του Δέλτα Πηνειού (περιοχή Κοινοτικού ενδιαφέροντος S.C.I., Ειδικής Προστασίας με βάση την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, Corine, CITES, Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους, Natura2000=GR1420002 ):

α) Διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά, ώστε να περιλαμβάνεται στις περιοχές που ισχύει το καθεστώς προστασίας των διεθνών συμβάσεων της Βόννης, της Βέρνης, της Βαρκελώνης, της Ουάσιγκτον (CITES). β) Έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους. γ) Aνήκει στη λίστα των βιοτόπων Corine και αποτελεί περιοχή "ειδικής προστασίας" σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΕ., και στις περιοχές Natura2000 -GR1420002. δ) Περιλαμβάνει υγροτοπικούς οικοτόπους, δάση με άγριες ελιές, καλλιεργούμενους ελαιώνες, βοσκότοπους, παράκτια, αλλά και το σημαντικότερο παραποτάμια δάση, εποχικές λίμνες, αμμοθίνες, αλίπεδα και αμμώδεις χερσότοπους. ε) Σε διεθνές επίπεδο ανήκει στις σημαντικές περιοχές για τα πτηνά (ΣΣΠ, και ICBP-IWRB) εφόσον εκεί πολλά παρυδάτια είδη πτηνών χρησιμοποιούν τα έλη του και φωλιάζουν πολλά αρπακτικά πουλιά. Στην περιοχή παρατηρήθηκαν 226 είδη πουλιών που ανήκουν σε περισσότερα από 50 γένη. στ) Η περιοχή του δέλτα, έχει χαρακτηριστεί ως καταφύγιο ή φυσικό εκτροφείο θηραμάτων, ενώ απαγορεύεται η αλιεία κατά την περίοδο της αναπαραγωγής των ψαριών.

Από ιχθυολογική άποψη, η ιχθυοπανίδα των γλυκών νερών του ποταμού και της θαλάσσιας περιοχής είναι πλούσια σε πληθυσμούς και σε είδη. Η ιχθυοπανίδα των γλυκών νερών περιλαμβάνει 37 είδη ψαριών και άλλα 11 με πιθανή παρουσία, ενώ εκείνη της γειτονικής θαλάσσιας περιοχής, περιλαμβάνει 123 είδη ψαριών από τα οποία μόνο τα 10 από αυτά έχουν πιθανή παρουσία σήμερα. Εκτός από την οικολογική αξία της περιοχής, το Δέλτα έχει μεγάλη σημασία για την άρδευση, την κτηνοτροφία, την υλοτομία, την αμμοληψία, την ύδρευση, την αναψυχή, τον τουρισμό, την εκπαίδευση και την επιστήμη. Το φυσικό οικοσύστημα των εκβολών του Πηνειού ποταμού, δέχεται έντονες πιέσεις και από τη γεωργία και την οικιστική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα την περαιτέρω Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

114


υποβάθμιση των φυσικών πόρων (υγρότοποι, παραποτάμια δάση, ακτές) και τη μείωση της οικολογικής και τουριστικής αξίας της περιοχής. Η περιοχή του Δέλτα Πηνειού θεωρείται ένα φυσικό οικοσύστημα, και ο ποταμός είναι σημαντικός για τα μοναδικά παραποτάμια δάση του, και επομένως, η καταστροφή των μικρών λιμνών και των ρεμάτων της περιοχής, έχει ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της φυσικής ενότητας και την εμπόδιση της ομαλής λειτουργίας της. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε και στο ψηφιακό βιβλίο για τις ‘’Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/

__________

2.4 Μικρές Λίμνες στη Βάση των Kαταρρακτών Οι μικρές λίμνες που δημιουργούνται στη βάση των καταρρακτών είναι γνωστές ως βάθρες, φυσικές πισίνες και κολυμπήθρες. Όμως ουσιαστικά δεν αποτελούν λίμνες, καθώς το νερό τους είναι συνήθως τρεχούμενο και μόνο σε περιόδους ξηρασίας ή και αργά το καλοκαίρι μπορεί να συναντήσουμε λιμνούλες με στεκούμενο νερό. Ο Στ. Ζόγγαρης/fb υπενθυμίζει ότι ΄΄ Aυτά τα ποτάμια λιμνία ενδιαιτήματα (plunge pools, scour pools, ή γενικότερα river pools) δεν είναι λιμναία συστήματα (lentic systems) στην καθιερωμένη και πιο συχνή ταξινόμηση. Ενώ οι συνθήκες μπορεί εποχικά να θυμίζουν τα λιμναία είναι ουσιαστικά "ποτάμιοι σχηματισμοί''. Απλά το διευκρινίζω και όπως όλοι ξέρουμε τα "όρια" είναι ανθρωπογενή για μια πιο πρακτική ταξινόμιση.’’. ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΑΡΚΟΥΔΟΡΕΜΑΤΟΣ, ΠΑΡΑΝΕΣΤΙ, ΔΡΑΜΑ. (Καταρράκτες Αγίας Βαρβάρας, Λεπίδα, Λειβαδίτη ή Τραχωνίου, Αχλαδορέματος). (Πηγές: http://www.paranestiotes.gr, http://www.paranesti.gr, http://www.advride.gr, http://www.hikingexperience.gr, http://www.naturagraeca.com , http://www.fdor.gr).

Είναι γνωστό ότι στο Εθνικό Πάρκο της Οροσειράς της Ροδόπης βρίσκεται και το Παρθένο Δάσος του Φρακτού, ένα από τα πέντε πιο σημαντικά παρθένα δάση της Ευρώπης. Ιδιαίτερα σημαντικοί βιότοποι του Πάρκου είναι το παραποτάμιο δάσος σκλήθρου της Ροδόπης στο Βαθύρεμα, οι όξινοι τυρφώνες στην Ελατιά και στο Λειβαδίτη, οι καταρράκτες του Αχλαδορέματος, το δάσος της Τσίχλας και της Χαϊντούς, ο καταρράκτης του Λειβαδίτη, το δάσος του Λεπίδα, τμήμα του ποταμού Νέστου και το δάσος της Σημύδας. Η Οροσειρά της Ροδόπης είναι το πιο πλούσιο σε βιοποικιλότητα και το πιο παρθένο Εθνικό Πάρκο της Ελλάδας και μια από τις πιο σημαντικές περιοχές για την άγρια φύση στην Ευρώπη. Ωστόσο, εκεί βρίσκονται και οι καταρράκτες με τις βάθρες-φυσικές πισίνες τους στην Αγία Βαρβάρας, στον Λεπίδα, στο Λειβαδίτη-Τραχώνι και τρεις καταρράκτες στο Αχλαδόρεμα Φράκτου. -ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ. ‘’ Ξεκινάμε από το Παρανέστι Δραμας παίρνοντας βόρεια κατεύθυνση, προς Παρθένο Δάσος Φρακτού. Ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος και κινείται παράλληλα με το Αρκουδόρεμα, το οποίο βλέπουμε συνεχώς στα αριστερά μας. Στα 6 χλμ. από το Παρανέστι υπάρχει σημαντική διασταύρωση. Αριστερά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

115


πάει για τεχνητή λίμνη Νέστου, Θερμιά και Παρθένο Δάσος, ενώ δεξιά πάει για καταρράκτη Αγ. Βαρβάρας, καταρράκτη Λεπίδα, καταρράκτη Λειβαδίτη ή Τραχωνίου, Πρασινάδα και Σίλλη. Εμείς πάμε δεξιά και συνεχίζουμε σε άσφαλτο, έχοντας όμως τώρα στα δεξιά μας το Αρκουδόρεμα, έναν από τους μεγαλύτερους παραπόταμους του Νέστου. Στα 13 χλμ. από το Παρανέστι θα συναντήσουμε πινακίδα που μας δείχνει ότι αν πάμε αριστερά θα βγούμε στα χωριά Πρασινάδα και Σίλλη, εμείς όμως συνεχίζουμε ευθεία, δηλαδή προς Διπόταμα. Θα κάνουμε ακόμη 5 χλμ. και συμπληρώνοντας 18 χλμ. από το Παρανέστι θα βρούμε στα δεξιά μας την ταμπελίτσα που γράφει "προς καταρράκτη Αγ. Βαρβάρας". Στρίβουμε δεξιά και σε 300 μ. αναγκαστικά θα αφήσουμε το όχημά μας μπροστά στο ποτάμι. Περνάμε με τα πόδια πάνω από ένα μικρό ξύλινο γεφυράκι και συνεχίζουμε στο μονοπάτι για ακόμη 300 μ. μέσα στο δάσος, ώσπου φτάνουμε στον καταρράκτη. Τριγύρω απλώνεται πυκνή βλάστηση. Ο καταρράκτης είναι εντυπωσιακός, έχει ύψος περίπου 15 μ. και συνεχή ροή όλο το χρόνο, αλλά Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο μειώνεται κάπως το νερό. Στη βάση του καταρράκτη σχηματίζεται στρογγυλή φυσική λιμνούλα-βάθρα. Να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγοι όσοι τολμούν εκεί μια βουτιά το καλοκαίρι. Στην όχθη της λιμνούλας το δασαρχείο έχει τοποθετήσει ξύλινα παγκάκια’’.

-ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΛΕΠΙΔΑ. ’’ Συνεχίζουμε για ακόμη 3 χλμ. οπότε φτάνουμε στον οικισμό Διποταμα που απέχει 21 χλμ. από το Παρανέστι. Από τα Διπόταμα συνεχίζουμε βόρεια, προς το Δάσος Λεπίδα. Ο δρόμος είναι χωμάτινος αλλά σε καλή κατάσταση. Στα 4 χλμ. από τα Διπόταμα βρίσκουμε πάνω στο δρόμο (στην αριστερή πλευρά) ένα χαρακτηριστικό στρόγγυλο ξύλινο κιόσκι. Εκεί δίπλα θα βρούμε εύκολα και τη μικρή ταμπελίτσα του δασαρχείου που μας δείχνει το μονοπάτι για τον καταρράκτη του Λεπίδα. Το μονοπάτι κατηφορίζει απότομα και σε περίπου 15΄ λεπτά της ώρας φτάνουμε στον εντυπωσιακο καταρρακτη. Έχει ύψος περίπου 25 μέτρα και σχηματίζει στη βάση του μικρή φυσική λιμνούλα-βάθρα. Στο γυρισμό θα χρειαστούμε 30΄ λεπτά απότομης ανηφόρας’’. -ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ Ή ΤΡΑΧΩΝΙΟΥ. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

116


‘’Επιστρέφουμε στα Διπόταμα και παίρνουμε το δρόμο προς τον οικισμό Τραχώνι (υπάρχει πινακίδα).Το πέρασμα του ποταμού τους ανοιξιάτικους μήνες θέλει προσοχή γιατί κατεβάζει αρκετό νερό. Ο δρόμος όμως τώρα γίνεται βατος χωματοδρομος 7χλμ μεχρι το Τραχωνι, αλλα τα υπολοιπα ειναι πιο δυσκολος. Ο στόχος είναι να επισκεφθούμε τον καταρράκτη του Λειβαδίτη ή Τραχωνίου, ίσως τον ψηλότερο των Βαλκανίων. Ο καταρράκτης βρίσκεται κοντά στα σύνορα των νομών Δράμας και Ξάνθης και έτσι έχει δύο ονομασίες: καταρράκτης του Τραχωνίου για τους Δραμινούς ή του Λειβαδίτη για τους κατοίκους της Ξάνθης. Βρίσκεται σε μια περιοχή μοναδικού φυσικού κάλλους, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Κούλα και σε υψόμετρο 1.200 μέτρων, κοντά στο διάσημο για την παρθένα φύση του, δάσος της Χαϊντούς. Μέσα σε μια δασωμένη χαράδρα βόρεια του χωριού Λειβαδίτης, κυλάει το μικρό ποτάμι Μυλοπόταμος, παραπόταμος του Αρκουδορέματος. Σε κάποιο σημείο του ποταμού τα νερά σχίζουν κάθετα τον βράχο, πέφτοντας από ύψος 40 περίπου μέτρων, δημιουργώντας έτσι τον καταρράκτη του Λειβαδίτη. Από εκεί τα νερά φεύγουν σε ένα ήρεμο ρυάκι.Να σημειωθεί ότι το καλοκαίρι, μεσημεριανές ώρες σε περίοδο καύσωνα, στο σημείο αυτό η θερμοκρασία είναι περίπου 15°C - 16°C χαμηλότερη απ' ό,τι είναι στην παραλία.

-ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΑΧΛΑΔΟΡΕΜΑΤΟΣ ΦΡΑΚΤΟΥ. ‘’Χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο το Δασικό Εργοτάξιο του Φρακτού, ξεχυθήκαμε να απολαύσουμε τα μαγικά τοπία της περιοχής. Πρώτος σταθμός του οδοιπορικού μας οι καταρράκτες του Αχλαδορέματος και η περιοχή του Αχλαδοχωρίου (Κρουσόβου). Η προσέγγιση στην είσοδο του μονοπατιού που θα μας οδηγήσει στους καταρράκτες μπορεί να γίνει είτε οδικώς είτε με τα πόδια. Από το εργοτάξιο παίρνουμε τον κατηφορικό δρόμο για το παρθένο δάσος. Σε χίλια μέτρα συναντάμε διασταύρωση με πινακίδες πληροφόρησης και μπάρα στον ένα κλάδο. Εμείς στρίβουμε αριστερά σε μονοπάτι. Το μονοπάτι κινείται σε πανέμορφο δάσος από πανύψηλα πεύκα και συστάδες σημύδας. Σε μισή ώρα καταλήγουμε στο Τζάκι ρέμα όπου φτάνει και ο δρόμος που αφήσαμε παραπάνω. Συνεχίζουμε στο δρόμο, περνάμε από κιόσκι με θέα και κατηφορίζουμε για να συναντήσουμε το Αχλαδόρεμα. Περνάμε το ρέμα και συνεχίζουμε στο δρόμο για να φτάσουμε σε δεξιά στροφή. Στο σημείο αυτό υπάρχει μικρό σπιτάκι και πινακίδες προς τους καταρράκτες. Οι καταρράκτες είναι τρεις και βρίσκονται αρκετά κοντά στο άβατο του παρθένου δάσους. Ακολουθούμε πια το ευδιάκριτο και καλοσηματοδοτημένο μονοπάτι μέσα στο πυκνό και βαθύσκιωτο δάσος. Μετά από 300 μέτρα συναντάμε τον πρώτο καταρράκτη ύψους 7 μέτρων. Συνεχίζουμε για να συναντήσουμε διασταύρωση μονοπατιών. Δεξιά στρίβει για τα ερείπια του Αχλαδοχωρίου (σε όλες τις διασταυρώσεις υπάρχουν πινακίδες), αλλά εμείς συνεχίζουμε ίσια επάνω για τον δεύτερο καταρράκτη ύψους 18 μέτρων. Για τον τρίτο και πιο εντυπωσιακό καταρράκτη/ ύψους περίπου 70 μέτρα,. χρειάζεται λίγη μεγαλύτερη προσπάθεια, αφού το μονοπάτι είναι ανηφορικό και επίπονο, ενώ θέλει να δείξουμε προσοχή στις επικλινείς και γλιστερές σάρες που υπάρχουν στο τελευταίο κομμάτι της προσέγγισης στον καταρράκτη, τον οποίο μπορούμε να θαυμάσουμε μόνο από απόσταση’’ (photo by G.Natsis, http://www.naturagraeca.com, http://www.sfedona.gr, http://www.hikingexperience.gr).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

117


ΒΑΘΡΕΣ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΕΝΙΠΕΑ, ΠΙΕΡΙΑ. (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.olympusfd.gr, http://www.faretra.info, http://www.mountolympus.gr, http:// pezopories.blogspot.com)

Ο Ενιπέας είναι ποταμός της Πιερίας, ο οποίος διαρρέει το Λιτόχωρο. Η ονομασία του ποταμού προέρχεται από κάποια θαλασσινή θεότητα, πατέρα του Πελία και του Νηλέα και συζύγου της Τυρώς. Πρόκειται για προσωποποίηση του Ποσειδώνα. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία οι 7 Μούσες έλουζαν τα μαλλιά τους στον ποταμό Ενιπέα. Ο Ενιπέας σχηματίζει στη θέση Πριόνια του Ολύμουπου, καταρράκτες. Στις βάσεις τους δημιουργούνται κολυμπήθρες-βάθρες ή και φυσικές πισίνες. Είναι ο μοναδικός ποταμός στον Όλυμπο που έχει σχεδόν συνεχή ροή. Κατά μήκος της διαδρομής του ποταμού βλέπεις εντυπωσιακές ορθοπλαγιές, χαράδρες και ρεματιές, πυκνή βλάστηση, 7 γραφικές ξύλινες γέφυρες, τρεχούμενα νερά, λιμνούλες με κρυστάλλινα νερά και οι μικροί καταρράκτες συνθέτουν ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, που γοητεύει τους λάτρεις των ορεινών διαδρομών. Το διεθνές μονοπάτι ορειβατικών διαδρομών Ε4, ύστερα από διαδρομή μήκους περίπου 9 χιλιομέτρων καταλήγει στη θέση «Πριόνια», στις πηγές του Ενιπέα, σε υψόμετρο +1100 μέτρα.

Η μυθολογία παρουσιάζει τον Ενιπέα ως έναν πάρα πολύ όμορφο νέο, αντικείμενο πόθου για όλες τις θεές, ο οποίος όμως έδειξε την προτίμησή του στη θεά του έρωτα, Αφροδίτη, προκαλώντας την οργή της Ήρας. Για να τον εκδικηθεί, η βασίλισσα των θεών τον μεταμόρφωσε σε ποταμό και τον καταράστηκε όσο όμορφος ήταν, τόσο επώδυνο να είναι το τέλος του. Έτσι, ο μοναδικός ποταμός του Ολύμπου, που έχει τρεις πλούσιες πηγές στη θέση Πριόνια (υψόμετρο 1100μ.) και γαλαζοπράσινα, κρυστάλλινα νερά, δεν εκβάλλει πουθενά, παρά χάνεται στα χωράφια του νομού της Πιερίας (Πηγή:Χάρης Μπαζάκος/2014). ΒΑΘΡΕΣ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ‘’ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΒΡΑΧΟΣ’’ ΣΤΟΝ ΟΡΛΙΑ Ή ΕΛΙΚΩΝΑ Ή ΒΑΦΥΡΑ, ΠΙΕΡΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.anasta.de, http://www.veriotis.gr).

‘’Στον ανατολικό Όλυμπο, δυτικά του Δίον υπάρχουν οι καταρράκτες Ορλιάς ή Ουρλιάς. Απο το Δίον, ακολουθώντας την πινακίδα προς «Καταφύγιο Κορομηλιά» και στη συνέχεια τις πινακίδες «Όλυμπος», στα 4 χλμ περίπου συναντάμε το ξωκλήσι των Αγ. Κων/νου και Ελένης και λίγα μέτρα παραπάνω, αφήνουμε το αυτοκίνητο. Ακολουθούμε πεζοπορώντας το δρομάκι που μας οδηγεί στον ένα καταρράχτη, ο οποίος δημιουργεί μικρή λίμνη, στην οποίαν κανείς μπορεί να δροσιστεί. Στο δρομάκι αυτό, πριν φτάσουμε στον καταρράχτη, βλέπουμε σε ένα βράχο -στα δεξιά μας- ζωγραφισμένη μία κόκκινη καρδιά η οποία μας καλεί να ακολουθήσουμε το μονοπάτι και σε τρία λεπτά καταλήγουμε στο δεύτερο καταρράχτη, ποιο ψηλό και πιο επιβλητικό, ο οποίος επίσης δημιουργεί μικρή λίμνη, μεγαλύτερη από την πρώτη και πιο βαθειά. Αρκετοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής πάνε εκεί για μπάνιο και πικνίκ. Σύμφωνα με την παράδοση, το ποτάμι Ελικώνας ή Βαφύρας ή Ουρλιάς (ονομάστηκε έτσι απ’ το θόρυβο, τα βουητά του νερού) είναι αρχαιότατος ποταμός της Πιερίας ο οποίος ‘’χάθηκε από τη ντροπή του αρνούμενος να εξαγνίσει τις Μαινάδες -μαινόμενες γυναίκες του Δία- που θέλησαν να ξεπλύνουν τα χέρια τους εκεί από το αίμα του Ορφέα, αφού τον σκότωσαν στο Δίον’’.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

118


´Ετσι, το νερό του ποταμού χάθηκε από το έδαφος και ξαναβγήκε στην επιφάνεια εκεί λίγο έξω από το Δίον, όπου σχηματίζονται και δυο καταρράκτες, που είναι προσβάσιμοι. ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΟΥΣ, ΚΙΣΣΑΒΟΣ (πηγή: http://lartourism.thessaly.gov.gr/fysiko-periballon/faraggia ).

Η περιοχή του Κισσάβου χαρακτηρίζεται από τις έντονες αντιθέσεις του. Από την μια οι όμορφες ακτές του και από την άλλη ο επιβλητικός του ορεινός όγκος, με τα πανέμορφα δάση και τις απόκρημνες χαράδρες και τα φαράγγια που κάνουν το τοπίο απλά μαγευτικό. Το φαράγγι που δεσπόζει στην περιοχή και τραβάει την προσοχή είναι το φαράγγι της Καλυψούς. Αυτό το φαράγγι βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Κίσσαβου, κοντά στο χωριό Καρύτσα. Έχει πολλά ‘’jump’’ στις μεγάλες και καθαρές βάθρες του. Είναι ανοιχτό φαράγγι με εντυπωσιακές κατακρημνίσεις βράχων. Το καλοκαίρι έχει μικρή ποσότητα νερού. Το πιο ιδιαίτερο και τεχνικό τμήμα του είναι ο 70μετρος καταρράκτης, που βρίσκεται προς το τέλος του φαραγγιού, στη θέση Κολυμπήθρα,όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει τα ιαματικά νερά. Πριν τον μεγάλο καταρράκτη και εξαιτίας της μεγάλης και απότομης καθετότητας έχουμε όμορφη θέα προς την θάλασσα. Ας επιχειρήσουμε μία ανάβαση μέχρι την Άνω Σωτηρίτσα από εύκολο ασφαλτοστρωμένο δρόμο 6-7 χλμ. Στην άκρη του χωριού και με θέα στη Μελίβοια βρίσκεται η αρχή του μονοπατιού που θα μας οδηγήσει μετά από πέντε λεπτών πεζοπορία στον πανέμορφο καταρράκτη της Άνω Σωτηρίτσας. Μόνο οι τολμηροί και οι μυημένοι στο canyoning μπορούν να διασχίσουν το φαράγγι της Καλυψούς, γιατί είναι επικίνδυνο και υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

119


Το φαράγγι, μοναδικού φυσικού κάλλους, βρίσκεται στην καρδιά του καταπράσινου Κισσάβου. ‘’Στο Φαράγγι της Καλυψώς μπορεί να φτάσει κάποιος ανηφορίζοντας τον δρόμο από τον παραλιακό οικισμό Κόκκινο Νερό, στο δρόμο για το χωριό Καρίτσα. Λίγο πριν το χωριό στρίβουμε αριστερά στο χωματόδρομο, ο οποίος θα μας βγάλει στο φαράγγι. Είναι πραγματικά μοναδικό. Ανάλογα με την κλίση και την διαμόρφωση του εδάφους, δημιουργούνται αμέτρητοι μικροί και μεγάλοι καταρράκτες, λίμνες μικρότερες αλλά και μεγαλύτερες, που κολυμπάει κανείς με θέα το Αιγαίο, οχτώ καταρριχήσεις με σχοινιά και, σαν αποκορύφωμα, ο συγκλονιστικός καταρράκτης των 70 μέτρων, ένα θέαμα μοναδικό. Δίκαια το Φαράγγι της Καλυψούς θεωρείται ως ένα από τα πιο όμορφα και ενδιαφέροντα φαράγγια στον Ελλαδικό χώρο’’.

Ένας από τους καταρράκτες του Ορλιά, κοντά στο χωριό της Παλιάς Βροντούς (www.thetravelbook.com)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

120


ΒΑΘΡΕΣ ΚΑΙ ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ (πηγές: σταχυολόγηση από http://partetavouna.blogspot.gr, http://www. travelphoto.gr, http://www.twodaysoff.gr

Στο Πήλιο και ειδικότερα στην ανατολική πλευρά του, η οργιώδη βλάστηση συμπληρώνεται με τα άφθονα νερά, τους καταρράκτες, τις βάθρες τους και ανάμεσα σε απότομους βράχους και τα τρεχούμενα νερά, συναντώνται πολλές μικρές λιμνούλες.

Ένας μεγάλος καταρράκτης με τη βάθρα του βρίσκεται στη θέσα Μεγαλόβραχος, και είναι ορατός μόνο από λίγα σημεία της διαδρομής ανάμεσα στα χωριά Ζαγορά και Πουρί. Επίσης, στην Πορταριά που έχει πολλά νερά συναντούμε τον καταρράκτη Κάραβο με τη βάθρα του. Εξάλλου, στο χωριό Σωτηρίτσα ή Κάπιστα, στις πλαγιές της νοτιοανατολικής Όσσας, υπάρχει και ένας άλλος καταρράκτης. ΜΙΚΡΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΩΝ 9 ΠΙΕΡΙΔΩΝ ΜΟΥΣΩΝ’ Ή ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟ, ΒΕΛΒΕΝΤΟ, ΚΟΖΑΝΗΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://pinakio.blogspot.com/2014/02/blog-post_17.html, http://visit-msv.gr/place/οκαταρράκτης-σκεπασμένο, http://www.clickatlife.gr/, http://www.monopatia.skai.gr/default.asp?pid=4&mid=113)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

121


Στα ριζά των δυτικών Πιερίων βρίσκεται η είσοδος του ρέματος της Λάφιστας (ή αλλιώς Λαφόρεμα), το οποίο ξεκινάει από το Καταφύγι και χύνεται στην τεχνητή λίμνη του Αλιάκμωνα, το Πολύφυτο. Από το Βελβεντό και σε απόσταση περίπου 2,5 χλμ. βρίσκεται το Φαράγγι των ‘’ 9 Πιερίδων Μουσών’’, ή αλλιώς το ‘’Σκεπασμένο’’. Η περιοχή βαπτίστηκε έτσι από ένα σημείο όπου το ρέμα σκεπάζεται από τη γη. Το Σκεπασμένο αποτελεί ένα τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τους καταρράκτες και τις φυσικές λιμνούλες, τους πλατανεώνες, τις παγωμένες πηγές, την πλούσια βλάστηση, τους εντυπωσιακούς βράχους. Από το ξύλινο «παρατηρητήριο», πρόσφατα διαμορφωμένο, μπορεί κανείς να απολαύσει τη θέα του πρώτου τριπλού καταρράκτη, ύψους 25 μέτρων. Υπάρχει ειδική έκταση – πάρκο, που διαμορφώθηκε έτσι ώστε να μπορεί να υποδεχτεί ακόμα κι εκδηλώσεις ή συναυλίες. Από την περιοχή του πάρκου, ο επισκέπτης έχει επίσης τη δυνατότητα να προχωρήσει στην κορυφή (κοίτη) του φαραγγιού, ψηλά από τον πρώτο καταρράκτη, συναντώντας μικρές φυσικές λίμνες, σκεπασμένες από αιωνόβια πλατάνια και άλλα αυτοφυή δέντρα. Οι επισκέπτες μπορούν να συνεχίσουν την ανάβαση στο Φαράγγι, ακολουθώντας το παλιό μονοπάτι προς το Καταφύγι. Η διαδρομή αυτή, πέρα από τη μαγεία της ανάβασης, κρύβει μικρές εκπλήξεις. Πέρα από τους δέκα (10) ακόμα καταρράκτες, μικρούς και μεγαλύτερους, υπάρχουν και περίπου είκοσι (20) λιμνούλες αλλά και απομεινάρια παλιών νερόμυλων (φωτογραφίες από Σ.Αναστασόπουλος, http://www.kozanimedia.gr, http://kozan.gr, http://visit-msv.gr, http://kanotapanta.blogspot.com). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΠΟΖΑΡ, ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ. Στις βάσεις των μικρών καταρρακτών στην περιοχή των ιαματικών λουτρών Πόζαρ, δημιουργούνται βάθρες-λιμνούλες, ενώ η οργιώδης βλάστηση και το επιβλητικό όρος Καϊμάκτσαλαν, συνθέτουν μια μαγευτική εικόνα. (Φωτο: Γ. Πατρουδάκης/http://www.thetravelbook.gr,http://imerografos.blogspot.gr, http://www.loutrapozar.info).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

122


__________

2.5

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες

ΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΜΩΝΩΝ ΣΕ ΛΙΜΝΕΣ (πηγή: σταχυολόγηση από τη μελέτη ‘’Καθορισμός και περιγραφή των απαιτούμενων παρεμβάσεων για τη βέλτιστη διαχείριση του καλαμιώνα της λίμνης Ισμαρίδας’’ Μπούσμπουρας, Δ., Μ. Παναγιωτοπούλου, Γ. Καζόγλου, Φ. Φωτιάδης, Γ. Κλάδος, 2010, 144 σελ., + χάρτες - Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ).

Οι καλαμιώνες για τα υγροτοπικά οικοσυστήματα -μεταβατικό στάδιο μεταξύ των υδάτινων και των χερσαίων οικοσυστημάτων-, αποτελούν πρώιμο σχετικά στάδιο της διαδοχής από τα υδάτινα οικοσυστήματα προς τη χέρσο. Και έτσι, η απουσία διαχείρισής τους οδηγεί νομοτελειακά προς τη βαθμιαία υποχώρηση του υγρότοπου, ο οποίος αντικαθίσταται αρχικά από μη υγροτοπικές ποώδεις διαπλάσεις και αργότερα από χερσαίες θαμνώδεις ή δενδρώδεις. Η διαδικασία αυτή συχνά επιταχύνεται από φυσικά φαινόμενα ή ανθρωπογενείς επιδράσεις όπως οι περίοδοι ξηρασίας, η αλλαγή της υδρολογίας μιας περιοχής ή η αποκοπή του υγροτόπου από τις κύριες πηγές τροφοδοσίας του σε νερό. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας της διαδοχής οδηγεί σε σημαντικές οικολογικές αλλαγές, αφού τα είδη της χλωρίδας και πανίδας που ήταν προσαρμοσμένα στις υγροτοπικές συνθήκες, χάνουν το ενδιαίτημά τους και αντικαθίστανται από είδη χερσαίων οικοσυστημάτων. Δηλαδή, τα φυσικά οικοσυστήματα υπόκεινται σε συγκεκριμένες διεργασίες οι οποίες μακροχρόνια τείνουν να τα οδηγήσουν σε ένα τελικό στάδιο ‘’climax’’ μέσω της οικολογικής διαδοχής. Ωστόσο, η διαχείριση των καλαμιώνων παρεμβαίνει επιβραδύνοντας τις διεργασίες της διαδοχής ή ακόμη και αντιστρέφοντάς τις, για να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ των διαφόρων τύπων ενδιαιτημάτων που συνιστούν το μωσαϊκό του υγροτόπου. Οι μέθοδοι διαχείρισης των καλαμιώνων περιλαμβάνουν τη βόσκηση, διάφορες τεχνικές κοπής, τη χειμερινή καύση, και άλλες δραστικότερες μεθόδους, αλλά όχι ήπιες και όχι φιλικές προς το περιβάλλον, όπως οι εκχερσώσεις ελαφριάς μορφής, οι εκσκαφές, η χρήση ζιζανιοκτόνων και ο βιολογικός έλεγχος της βλάστησης με τη χρήση συγκεκριμένων ειδών ζώων (π.χ. χορτοφάγος κυπρίνος). Η εφαρμογή των τελευταίων μεθόδων σε προστατευόμενες περιοχές χρήζει ιδιαίτερης μελέτης και προσοχής λόγω των ευαίσθητων και σημαντικών οικολογικών χαρακτηριστικών της περιοχής, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι κατά την εφαρμογή μιας μελέτης δεν υπάρχει, συνήθως, μηχανισμός επαρκούς επίβλεψης και διασφάλισης ότι στην πράξη θα εφαρμοστούν όσα αναφέρονται στη μελέτη. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

123


Σημαντικός για τη διαχείριση των καλαμιώνων μιας λίμνης και την πιθανή αποκατάσταση ή δημιουργία και διατήρηση υγρών λιβαδιών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της παραλίμνιας ζώνης είναι και ο ρόλος της διαχείρισης της στάθμης των υδάτων.

Κοινό σημείο μεταξύ των προτεινόμενων διαχειριστικών πρακτικών της βλάστησης είναι το γεγονός ότι ανακόπτουν τη φυσική εξέλιξή της, διατηρούν δηλαδή την οικολογική διαδοχή σε πρώιμα στάδια. Συνοδευτική της διαχείρισης είναι η παρακολούθηση της βλάστησης και χλωρίδας ως το πλέον αξιόπιστο εργαλείο για την καταγραφή της εξέλιξης των ποιοτικών και δομικών χαρακτηριστικών της βλάστησης σε περιοχές, όπου εφαρμόζονται συγκεκριμένες διαχειριστικές πρακτικές. Μεταξύ των διαφόρων μεθόδων παρακολούθησης, που εφαρμόζονται στους διάφορους τύπους βλάστησης, συχνά απαιτείται να γίνουν τροποποιήσεις δοκιμασμένων μεθόδων ή συνδυασμοί διαφορετικών τεχνικών (αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από μεγάλο αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών, με κυριότερες για την παρούσα μελέτη αυτές των Papanastasis (1992), Παπαναστάση και Νοϊτσάκη (1992), Mesléard & Perennou (1996), Hawke & José (1996), Benstead et al. (1997), Benstead et al. (1999), Sinnassamy & Mauchamp (2000), Καζόγλου κ.ά. (2001), Keddy (2002) και Καζόγλου (2007). Βόσκηση. Η εκτατική άσκηση της βόσκησης κτηνοτροφικών ζώων στους υγροτόπους, εξασκούμενη πάντα μέσα στα όρια της βοσκοϊκανότητας κάθε περιοχής (η οποία δεν είναι πάντα γνωστή αν δεν έχει προηγηθεί σχετική έρευνα) αποτελεί συνηθισμένη πρακτική διαχείρισης της βλάστησης με σκοπό την αύξηση της βιοποικιλότητας. Σε πολλούς προστατευόμενους υγροτόπους της Δυτικής Ευρώπης, οι φορείς διαχείρισης των περιοχών αυτών διατηρούν ιδιόκτητα κοπάδια ζώων ή συνάπτουν συμβόλαια με κτηνοτρόφους. Οι τελευταίοι, βόσκουν τα κοπάδια τους βάση συγκεκριμένου σχεδίου διαχείρισης και πληρώνουν το αντίστοιχο τίμημα για την εκμετάλλευση της βοσκήσιμης ύλης προς όφελος του κτηνοτροφικού τους κεφαλαίου. Όμως, σε άλλες περιπτώσεις και συνήθως όταν χρειάζονται δραστικότερες διαχειριστικές παρεμβάσεις (π.χ. έλεγχος πυκνών διαπλάσεων υπερυδατικών ελόφυτων), εφαρμόζεται η ακριβώς αντίθετη πρακτική, δηλαδή η δωρεάν παραχώρηση των προς διαχείριση βοσκήσιμων εκτάσεων ή ακόμη και η πληρωμή κτηνοτρόφων για να εισάγουν τα βόσκοντα ζώα τους σε μια προστατευόμενη περιοχή . Η παρόχθια ζώνη των υγροτόπων είναι πολύ ελκυστική για τα αγροτικά ζώα και ιδιαιτέρως για τα βοοειδή λόγω των παρακάτω γνωρισμάτων: α) αποτελεί κρίσιμη πηγή φυτικής και ζωικής ποικιλότητας, β) είναι περισσότερο παραγωγική σε βιομάζα σε σχέση με τα γειτονικά λιβάδια, γ) έχει ήπιο ανάγλυφο, δ) υπάρχει συνεχής παρουσία νερού, ε) η ποώδης και ξυλώδης βλάστηση παραμένει ενεργή κατά το μακρύ και άνομβρο καλοκαίρι, σε αντίθεση με τα γειτονικά λιβάδια, παρέχοντας έτσι στα ζώα χλωρή τροφή υψηλής θρεπτικής αξίας, και στ) αν η ζώνη αυτή είναι δασωμένη, τα ζώα μπορούν να αναζητούν στα δένδρα προστασία από τον καύσωνα, τις καταιγίδες και τους ισχυρούς ψυχρούς ανέμους. Όπως και με τις υπόλοιπες τεχνικές διαχείρισης της βλάστησης, η βόσκηση ανακόπτει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης του υγρότοπου προς περισσότερο χερσαία οικοσυστήματα και διατηρεί τα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

124


ενδιαιτήματα στα πρώτα στάδια της διαδοχής, π.χ. διατηρεί τις υγρολιβαδικές επιφάνειες ελεύθερες από υψηλά ελόφυτα (π.χ. καλάμι, ψαθί). Σε σχέση με τις υπόλοιπες τεχνικές διαχείρισης της βλάστησης, η βόσκηση παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες ως προς τις επιδράσεις της στα φυτά. Οι άμεσες επιδράσεις της περιλαμβάνουν την κατανάλωση των φυτών με συνέπεια αλλαγές στη δομή και σύνθεση της βλάστησης. Οι έμμεσες αφορούν τις επιδράσεις που προέρχονται από το ποδοπάτημα των ζώων (διάσπαση οργανικής ουσίας και καταστροφή τμημάτων φυτών ) και την έκκριση κοπράνων και ούρων (θανάτωση φυτών, αλλά και αύξηση συγκεντρώσεων θρεπτικών στοιχείων κατά τόπους ).

Οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση καθορίζονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους από την επιλεκτικότητα ως προς τα είδη ή τα τμήματα των φυτών που καταναλώνονται ως τροφή από τα βόσκοντα ζώα, την ένταση της βόσκησης, τη συχνότητα και την εποχή που εφαρμόζεται. Η επιλεκτικότητα της βόσκησης σχετίζεται άμεσα με το είδος του ζώου, παράμετρος η οποία καθορίζει την ικανότητά του να βόσκει και να παραμένει για μεγάλα ή μη χρονικά διαστήματα σε υγρά ενδιαιτήματα, τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις του. Ορισμένα είδη αγροτικών ζώων, όπως οι βραχυκερατικές αγελάδες και οι βούβαλοι, μπορούν να βόσκουν πολλές ώρες μέσα στο νερό, καταναλώνοντας φυτά ή τμήματα φυτών πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η συγκεκριμένη ικανότητα αυτών των ζώων τα καθιστά ιδανικά κυρίως για την αποκατάσταση και διαχείριση υγρών λιβαδιών. Η βόσκηση, εκτός από τα φυτά και τις φυτοκοινότητες, επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα και την ποικιλότητα των ειδών πανίδας των υγροτόπων. Έμμεσα ωφελεί τα ασπόνδυλα, τα πουλιά και τα θηλαστικά των «ανοιχτών» ενδιαιτημάτων, όπως είναι τα υγρά ποολίβαδα, και μειώνει τους αριθμούς των ειδών που ενδιαιτούν σε «κλειστά» ενδιαιτήματα, όπως οι πολύ πυκνοί καλαμιώνες και τα παρόχθια δάση. Η σχετικά έντονη βόσκηση διατηρεί τα ενδιαιτήματα για είδη πουλιών όπως οι χήνες και τα παρυδάτια, καθώς επίσης και για είδη ασπόνδυλων όπως τα κολεόπτερα. Η εκτατική ελαφριά βόσκηση δημιουργεί και διατηρεί ένα μωσαϊκό ενδιαιτημάτων, όπου μπορεί να συνυπάρχουν ζώνες χαμηλής ποώδους βλάστησης με υψηλά ελόφυτα, θάμνους και δέντρα. Η κοπριά των βοοειδών συνεισφέρει σημαντικά στην είσοδο θρεπτικών στον υγρότοπο, με αποτέλεσμα την αυξημένη ιχθυοπαραγωγή. Προσοχή όμως χρειάζεται όταν η βόσκηση εφαρμόζεται για τη βελτίωση ενδιαιτημάτων, όπου φωλιάζουν συγκεκριμένα είδη παρυδάτιων πουλιών, καθώς τα μεγάλα φυτοφάγα ζώα μπορεί να καταστρέψουν φωλιές στο έδαφος. Οι άμεσες επιδράσεις αναφέρονται σε είδη ασπόνδυλων που εξαρτώνται αποκλειστικά από την ύπαρξη μεγάλων οπληφόρων ζώων και σε διάφορα είδη ομοσιτισμού, όπως ο ερωδιός γελαδάρης Bubulcus ibis που ακολουθεί τα μεγάλα ζώα ή κάθεται πάνω τους όταν βόσκουν και τρέφεται με μικρά σπονδυλόζωα και ασπόνδυλα που εντοπίζει στο έδαφος κατά το πέρασμα τους. Οι επιδράσεις της βόσκησης καθορίζονται σημαντικά από την ένταση και τη εποχή εφαρμογής της. Η παράμετρος της έντασης έχει μελετηθεί διεξοδικά σε χερσαία λιβαδικά οικοσυστήματα και για διάφορα είδη αγροτικών ζώων. Όμως, ως διαδικασία υπολογισμού του αριθμού των ζώων που μπορούν να βόσκουν ανά μονάδα επιφάνειας και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα σε υγρά οικοσυστήματα, όπως τα υγρά ποολίβαδα και οι καλαμιώνες, παρουσιάζει πολλές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

125


ιδιαιτερότητες λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών των υγρών συστημάτων σε σχέση με τα χερσαία, όπως για παράδειγμα α) περισσότερη ανομοιογένεια στη σύνθεση και δομή της βλάστησης, β) ασταθές υδρολογικό καθεστώς, και γ) δυσκολία πρόσβασης για τα ζώα σε όλη την έκταση της επιφάνειας που θεωρητικά μπορεί να βοσκηθεί.

Πρέπει να τονιστεί, ότι οι επιδράσεις της βόσκησης στην υγροτοπική βλάστηση μπορεί να είναι διαφορετικές από υγρότοπο σε υγρότοπο εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ αυτών (π.χ. τύποι εδαφών, υδρολογικό καθεστώς), ακόμη και αν με μια πρώτη εκτίμηση μοιάζουν σε πολλά σημεία. Η ένταση της βόσκησης και η διάρκειά της καθορίζονται επίσης από τους ευρύτερους σκοπούς της διαχείρισης των υγροτοπικών περιοχών, όπως για παράδειγμα από το αν φωλιάζουν σε αυτές σπάνια υδρόβια πουλιά. Ενδεικτικά αναφέρονται τα στοιχεία των: α) Hecker & Lucchesi (1999), οι οποίοι διενήργησαν πειραματισμό με ενήλικες αγελάδες βάρους 250 κιλών της φυλής Camargue σε καλαμιώνες με εύκολη πρόσβαση στην υγροτοπική περιοχή Marais du Vigueirat (*) (Γαλλία), β) Mesél ard & Perennou (1996) για τα ίδια βόσκοντα ζώα σε καλαμιώνες στην περιοχή Tour du Valat (**) της Γαλλίας, και γ) Gordon et al. (1990), οι οποίοι εξέτασαν διάφορες περιοχές της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης (***), όπου η εφαρμοζόμενη διαχείριση της βλάστησης αφορούσε σε συνεχή βόσκηση κατά τη διάρκεια όλου του έτους πλην των χειμερινών μηνών, με σημαντικές επιδράσεις επί των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα σχετικό παράδειγμα από την ελληνική πραγματικότητα. Σε πείραμα της Εταιρίας Προστασίας Πρεσπών (ΕΠΠ) την περίοδο 1997-2001 στη λίμνη Μικρή Πρέσπα, η εφαρμογή εκτατικής συνεχούς βόσκησης βούβαλων σχετικά μέτριας έντασης (1,11-1,82 ΖΜ/εκτάριο) στην περιοχή έρευνας επέφερε ευνοϊκές αλλαγές στη δομή των υγρών φυτοκοινοτήτων, με κυριότερη την αύξηση των υγρολιβαδικών ειδών φυτών και τη μείωση των υψηλών ελόφυτων, και θετικές επιδράσεις στα διατρεφόμενα είδη πουλιών και στην αναπαραγωγή των φυτόφιλων ειδών ψαριών. Παρόμοιες ήταν οι επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων και κατά τη διάρκεια προγράμματος LIFEΦΥΣΗ στην ίδια περιοχή από τον Ιούλιο του 2002 έως τον Ιούνιο του 2007, με τη διαφορά ότι εφαρμόστηκε σύστημα περιτροπικής βόσκησης σε οκτώ παραλίμνιες περιοχές. Οι μέσες ετήσιες εντάσεις βόσκησης που καταγράφηκαν στη διάρκεια του προγράμματος αυτού (για το διάστημα 20022006) ήταν από 3,7 έως 5,1 Ζωικές Μονάδες ανά εκτάριο. Έτσι, προκύπτει ότι οι τιμές έντασης βόσκησης που εφαρμόστηκαν στις παραλίμνιες περιοχές της Μικρής Πρέσπας ήταν σαφώς υψηλότερες από αυτές που αναφέρουν οι συγγραφείς που αναφέρονται στον παραπάνω πίνακα. Αυτό όμως οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υψηλή παραγωγή των καλαμιώνων της Μικρής Πρέσπας, στην οποία οφείλονται και οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της βοσκοϊκανότητας αυτών. (* Πειραματισμός σε καλαμιώνα με εύκολη πρόσβαση. Οι εντάσεις βόσκησης αφορούν σε κανονική βόσκηση (απομάκρυνση του 50% περίπου της βοσκήσιμης ύλης, γεγονός που δεν επιδρά σημαντικά στα φυτά) αγελάδων της φυλής Camargue (βάρους 250 κιλών). ** Πειραματισμός σε διάφορους τύπους βλάστησης (περιοδικώς κατακλυζόμενοι βάλτοι και καλαμιώνες). Οι αναφερόμενες εντάσεις βόσκησης αφορούν αγελάδες της φυλής Camargue (βάρους 250 κιλών) και δεν προκάλεσαν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

126


καταστροφές στις υφιστάμενες φυτοκοινοτήτες. *** Πειραματισμός σε διάφορους υγροτόπους. Οι εντάσεις βόσκησης αφορούν ενήλικα μεγάλα ζώα διάφορων φυλών και επέδρασαν σημαντικά σε βάρος των υφιστάμενων φυτοκοινοτήτων - οι εντάσεις βόσκησης με πάνω από 2 ζώα/εκτάριο θεωρούνται γενικώς υψηλές).

Η βόσκηση στους υγροτόπους της λίμνης Ισμαρίδας μπορεί να εφαρμοστεί με μεγάλα κτηνοτροφικά ζώα με βόσκηση εντός κάποιων εκτεταμένων περιφραγμένων περιοχών ή με καθοδήγηση των ζώων από βοσκό. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται η εκπόνηση ‘’Ειδικής Λιβαδοπονικής Μελέτης’’. Στην πρώτη περίπτωση τα ζώα είναι υποχρεωμένα να βοσκήσουν εντός μιας συγκεκριμένης περιοχής με συγκεκριμένη διαθεσιμότητα και ποικιλία φυτών με αποτέλεσμα να καταναλώσουν τη βοσκήσιμη ύλη που υπάρχει εντός της περίφραξης, που θα προκαλέσει σχετικά γρήγορο και αποτελεσματικό έλεγχο της υγροτοπικής βλάστησης. Στη δεύτερη περίπτωση τα ζώα έχουν περισσότερη ελευθερία ως προς την επιλογή των φυτών που βόσκουν και δεν υποχρεώνονται να καταναλώσουν ανεπιθύμητα φυτά. Είναι λοιπόν πιθανό να μην ελέγξουν πολύ αποτελεσματικά την ελοφυτική βλάστηση, εκτός εάν ο βοσκός έχει την ικανότητα να τα στρέφει, έστω και μικρά χρονικά διαστήματα, προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Κοπή της βλάστησης. Η κοπή της βλάστησης στους ευρωπαϊκούς υγροτόπους αποτελεί πρακτική με μακρόχρονη ιστορία και συχνά αποτελεί προτεινόμενη πρακτική για τη διατήρηση εκτάσεων υγρών ποολίβαδων με στόχο την αποτροπή πλημμυρών σε παρακείμενες περιοχές και την εγκατάσταση ξυλωδών θάμνων. Σε υγροτοπικές περιοχές με μακρά παράδοση στην κοπή ή τη βόσκηση, έχουν αναπτυχθεί εξειδικευμένες μορφές χλωρίδας και πανίδας ως αποτέλεσμα της αδιάκοπης απομάκρυνσης της βιομάζας. Σε σύγκριση με τη βόσκηση, η κοπή είναι μη επιλεκτική μέθοδος που προσδίδει ομοιόμορφη δομή στη βλάστηση, ενώ έχει αποδειχθεί ότι ο συνδυασμός κοπής (ειδικά για συγκομιδή χορτονομής) και βόσκησης (μετά την κοπή) είναι σημαντικός για τη διατήρηση υψηλής ποικιλίας ειδών σε ποολιβαδικές φυτοκοινότητες. Εξίσου σημαντική για την ποιότητα της βλάστησης είναι η απομάκρυνση της κομμένης βιομάζας, με την οποία επιτυγχάνεται διάνοιξη των συστάδων και, συνεπώς, διευκόλυνση της φύτρωσης των σπόρων, και μείωση των θρεπτικών σε ποολίβαδα που κόβονται και συγκομίζονται κάθε χρόνο, γεγονός που ευνοεί λιγότερο παραγωγικά φυτά και προωθεί τη χλωριδική ποικιλότητα των συστάδων. Έτσι, κατά την εφαρμογή κοπών σε καλαμιώνες, αλλά και σε υγρολιβαδικές εκτάσεις, προτείνεται η συλλογή και απομάκρυνση της παραγόμενης κομμένης βλάστησης εκτός της περιοχής κοπής, ή έστω η τοποθέτησή της επιτόπου σε σωρούς με σκοπό τη φυσιολογική αποσύνθεση ή κάψιμό της. Αυτό γίνεται διότι η κομμένη βιομάζα έχει μεγάλο όγκο και στην περίπτωση που αφήνεται απλωμένη και αμάζευτη, προκαλεί αλλοίωση διαφόρων χαρακτηριστικών του εδάφους (π.χ. δημιουργία ανοξικών συνθηκών, ευτροφισμός), αύξηση του οργανικού υποστρώματος και δυσχέρεια στην εφαρμογή μελλοντικών τεχνικών διαχείρισης.

Από πειράματα σε διαπλάσεις αγρωστοειδών και καλαμιώνων σε έλος της Δ. Ευρώπης προέκυψε ότι οι συστηματικές κοπές της βλάστησης προκάλεσαν μείωση της παραγωγής στις κομμένες επιφάνειες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

127


σε σχέση με τους μάρτυρες. Στο πείραμα που πραγματοποιήθηκε από την ΕΠΠ στη δυτική όχθη της λίμνης Μικρή Πρέσπα την περίοδο 1997-2001, η θερινή κοπή της βλάστησης των καλαμιώνων (μία φορά ανά έτος) ευνόησε την κάλυψη των υγρολιβαδικών ειδών φυτών και επηρέασε σημαντικά τα δομικά χαρακτηριστικά του καλαμιού προκαλώντας μείωση στις πυκνότητες των νέων και ξηρών ιστάμενων βλαστών, στο ύψος και στη διάμετρό τους, ιδιαίτερα μετά από τρεις διαδοχικές ετήσιες εφαρμογές. Όμως, η διακοπή της επέφερε άμεση επανάκαμψη του καλαμιού με αποτέλεσμα, ως διαχειριστικό μέσο, η θερινή κοπή να πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά κάθε έτος για την καταπολέμηση του καλαμιού ή και σε συνδυασμό με τη βόσκηση βούβαλων. Η κοπή της βλάστησης, αποτελεί επίσης συνήθη πρακτική διαχείρισης της βλάστησης των καλαμιώνων και καθορίζεται από τρεις παραμέτρους: α) την εποχή εφαρμογής, β) τη συχνότητα, και γ) την έκταση. Ανάλογα με τους στόχους της διαχείρισης, η κοπή μπορεί να εφαρμόζεται κατά τους καλοκαιρινούς ή τους χειμερινούς μήνες. Τα αποτελέσματα της κοπής σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά. Η συχνότητα της κοπής αφορά στον αριθμό των κοπών του καλαμιώνα μέσα σε ένα έτος ή στην περιοδικότητα της κοπής μεταξύ περισσότερων ετών. Οι σχετικές αποφάσεις καθορίζονται από τους σκοπούς της διαχείρισης ενός καλαμιώνα (προστασία συγκεκριμένων ενδιαιτημάτων, εμπορική χρήση των καλαμιών ή και τα δύο), οι οποίοι καθορίζουν και την έκταση της κοπής. ελόφυτων, αναβαθμίζοντας έτσι τη χλωριδική ποικιλότητα του καλαμιώνα και διατηρώντας επιφάνειες νερού ελεύθερες από τέτοια φυτά. Αυτό γίνεται διότι απομακρύνονται τα χλωρά φωτοσυνθετικά τμήματα των φυτών σε μια εποχή, που το μεγαλύτερο μέρος του ενεργειακού αποθέματος (ολικοί μη δομικοί υδρογονάνθρακες και υδατοδιαλυτοί υδρογονάνθρακες) των καλαμιών και άλλων υψηλών υπερυδατικών φυτών έχει μεταφερθεί από τα ριζώματα στα ανώτερα τμήματα για την ανάπτυξή τους και την παραγωγή σπόρων. Παράλληλα, μειώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ υψηλών ελόφυτων και λοιπών ποωδών φυτών, καθώς με την απομάκρυνση των πρώτων τα δεύτερα έχουν περισσότερο χώρο για να αναπτυχθούν, δεν σκιάζονται και δεν ανταγωνίζονται πλέον για θρεπτικά συστατικά. Η πρακτική αυτή αποτελεί συνήθη μέθοδο διαχείρισης των καλαμιώνων σε προστατευόμενες περιοχές, ενώ ταυτόχρονα συνδυάζεται με τη συγκομιδή χόρτου από αυτές. Εξάλλου, αυτή η πρακτική αποτελεί μια από τις πλέον ενδεδειγμένες μεθόδους διαχείρισης καλαμιώνων για τη δημιουργία ή αποκατάσταση υγρών ποολίβαδων και ανοιχτών επιφανειών νερού μέσα σε καλαμιώνες.

Η καλοκαιρινή κοπή οδηγεί κυρίως στον έλεγχο (μείωση ζωτικότητας) των κυρίαρχων υψηλών Η αποτελεσματικότητα της καλοκαιρινής κοπής ως προς την καταπολέμηση των καλαμιών διαφέρει ανάλογα με το αν γίνεται πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η καλοκαιρινή κοπή πάνω από Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

128


την επιφάνεια του νερού εφαρμόζεται σε καλαμιώνες με στεγνό έδαφος ή σε πολύ ρηχά νερά. Η κοπή γίνεται συνήθως μεταξύ Ιουνίου – Αυγούστου με συμβατικά ή εξειδικευμένα μηχανήματα (π.χ. γεωργικοί ελκυστήρες με παρελκόμενους κοπτικούς μηχανισμούς, μηχανές με φαρδιά ελαστικά ή ερπύστριες κ.ά. ). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο γεγονός ότι, στην περίπτωση που η πρώτη κοπή είναι προγραμματισμένη για την αρχή του καλοκαιριού, είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντική ενόχληση σε είδη της υγροτοπικής ορνιθοπανίδας (και όχι μόνο) που εκείνο ακριβώς το διάστημα φωλιάζουν μέσα στους καλαμιώνες. Το γεγονός αυτό μεταθέτει την κοπή κατά 1-2 μήνες αργότερα. Επιπλέον, εάν η κοπή γίνει νωρίς δίνεται χρόνος στο καλάμι να ξαναμεγαλώσει, οπότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθεί τουλάχιστον μια ακόμη κοπή μέσα στο ίδιο έτος. Η καλοκαιρινή κοπή πάνω από την επιφάνεια του νερού είναι πιο εύκολη στην εφαρμογή από την κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού, λιγότερο όμως αποτελεσματική στον περιορισμό της ανάπτυξης του καλαμιού. Η καλοκαιρινή κοπή κάθε έτος επιφέρει μείωση της παραγωγής βιομάζας και προωθεί τη χλωριδική ποικιλότητα στον καλαμιώνα, ιδιαίτερα αν κατά το θέρος οι περιοχές που κόβονται δεν είναι πλημμυρισμένες. Μετά δηλαδή από κάποια έτη συνεχόμενων κοπών το καλάμι και τα άλλα υψηλά φυτά θα αντικατασταθούν από περισσότερα είδη λιγότερων ανταγωνιστικών φυτών, κατάσταση θεμιτή ιδιαίτερα όσον αφορά στη δημιουργία υγρολίβαδων. Η κοπή των καλαμιών μπορεί επίσης να γίνει χειρωνακτικά ή με ελαφριά φορητά χορτο-θαμνοκοπτικά μηχανήματα, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και την έκταση των επιφανειών που κόβονται. Για την κοπή σχετικά μεγάλων επιφανειών συνιστάται η χρήση μηχανημάτων σχετικά μεγάλης ιπποδύναμης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κοπή των καλαμιώνων αποτελεί μια επίπονη και χρονοβόρα εργασία, ιδιαίτερα όταν οι περιοχές παρέμβασης είναι υγρές ή πλημμυρισμένες, η μορφολογία του εδάφους παρουσιάζει ανωμαλίες και όταν υπάρχει μεγάλος όγκος ξηρής οργανικής ουσίας. Η καλοκαιρινή κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού εφαρμόζεται με ειδικά αμφίβια ή πλωτά μηχανήματα, όταν επιθυμείται περιορισμός της εξάπλωσης υψηλών υπερυδατικών φυτών, όπως το καλάμι, το βούρλο και το ψαθί, και διατήρηση ανοιχτών επιφανειών νερού χωρίς απαραίτητα να προηγείται αποστράγγιση του καλαμιώνα προκειμένου να διευκολυνθεί η κοπή. Με αυτήν τη μέθοδο επιτυγχάνεται: α) κοπή των φυτών κατά την περίοδο αύξησής τους και απομάκρυνση του φωτοσυνθετικού τους τμήματος, β) αποκλεισμός παροχής οξυγόνου στα ριζώματα των φυτών, και γ) μείωση παραγωγής βλαστών κατά την επόμενη άνοιξη. Συστηματικές κοπές με πλωτά μηχανήματα γίνονται εδώ και αρκετά χρόνια στις λίμνες Καστοριάς, Παμβώτιδας και Άγρα με σκοπό την αποτροπή της εγκατάστασης ελοφυτικής βλάστησης σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και τη διατήρηση περιμετρικών καναλιών με ανοιχτά νερά. Πλωτό μηχάνημα έχει επίσης αγοραστεί για την διαχείριση στην λίμνη Πετρών με βάση το οποίο έχει εκπονηθεί μελέτη διαχείρισης των καλαμιώνων. Δεν είναι όμως το καταλληλότερο για την περιοχή. Αντιθέτως είχε προταθεί στην αρχική μελέτη για την διαχείριση των καλαμιώνων στην περιοχή αμφίβιο μηχάνημα το οποίο θα ήταν προσφορότερο για την περιοχή, καθώς θα μπορούσε να εξυπηρετήσει και μόνιμες και επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να δημιουργηθούν νέες μόνιμες επιφάνειες νερού μέσα σε ένα καλαμιώνα με αποτέλεσμα τη δημιουργία μωσαϊκού καλαμιού και ανοιχτών επιφανειών νερού, γεγονός που ωφελεί συγκεκριμένα είδη πουλιών, ψαριών, υδρόβιων ασπόνδυλων και φυτών. Όταν γίνεται κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα εξής σημεία: -Μετά την πρώτη κοπή θα πρέπει πιθανώς να ακολουθήσουν διαδοχικές κοπές κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου των φυτών (Απρίλιος - Σεπτέμβριος). Αυτό γίνεται διότι κατά την πρώτη κοπή, ανάλογα με το βάθος κοπής, είναι δυνατό να μην κοπούν βλαστοί που έχουν ακόμη μικρό ύψος και δεν έχουν ακόμη φθάσει στην επιφάνεια του νερού. -Για τη δημιουργία ανοιγμάτων στον καλαμιώνα, οι κομμένοι βλαστοί θα πρέπει να παραμείνουν κάτω από την επιφάνεια του νερού κατά την ίδια περίοδο. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, απλά μειώνονται οι πιθανότητες πλήρους ελέγχου των φυτών και απαιτούνται κοπές της αναβλάστησης. -Οι κοπές δεν πρέπει να προκαλούν ενόχληση στην άγρια ζωή. Προκειμένου για κοπή κάτω από την επιφάνεια του νερού σε σχετικά ρηχά νερά η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με: α) φορητά χορτοκοπτικά μηχανήματα με πριονωτό δίσκο και σταθερή λάμα / κεφαλή πάνω από το δίσκο, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν σε βάθος μέχρι ένα μέτρο, και β) τροχήλατες φρέζες από τις οποίες αφαιρούνται οι σκαπτικές λάμες στο πίσω μέρος και τοποθετείται ειδικό κοπτικό μαχαίρι πλάτους ενός μέτρου στο μπροστινό μέρος. Αυτές μπορούν να κόψουν καλάμια μέχρι βάθους 30 εκατοστών και σε σκληρό σχετικά έδαφος για να μην κολλήσουν στη λάσπη. Συχνά τοποθετούνται διπλές ή τριπλές ρόδες στο μηχάνημα για να μη βουλιάζει. Πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοια μηχανήματα χρησιμοποιούνται με απόλυτη επιτυχία στη Βρετανία, όπου όμως Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

129


τα καλάμια έχουν γενικώς πιο αδύνατους βλαστούς και χαμηλότερο ύψος από ότι τα καλάμια σε ελληνικούς υγροτόπους. Συνεπώς, η προμήθεια τέτοιων μηχανημάτων θα πρέπει να γίνεται αφού πρώτα εξασφαλίζεται (από την κατασκευάστρια εταιρία) η δυνατότητα κοπής καλαμιών διαμέτρου πάνω από 10 χιλιοστά. Η χρήση χειρωνακτικών εργαλείων, όπως δρεπάνια (πολύ αποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις μικρών επιφανειών), μπορεί να γίνει αφού προηγηθούν μηχανικές κοπές και έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των βλαστών ανά μονάδα επιφάνειας ή εφόσον αφορούν σε μικρές επιφάνειες.

Η χειμερινή κοπή απομακρύνει μόνο τα νεκρά στελέχη του καλαμιού και καταλήγει συνήθως στην αναβάθμιση της ποιότητας του καλαμιώνα, καθώς δεν επιτρέπει τη συσσώρευση ξηρής ουσίας στο υπόστρωμα και ανακόπτει τη φυσική διαδοχή της βλάστησης. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται πρόσκαιρες ανοιχτές επιφάνειες μέσα στον καλαμιώνα, ευνοείται η ανάπτυξη του καλαμιού κατά την επόμενη αυξητική περίοδο και συνήθως μειώνεται η χλωριδική ποικιλότητα του καλαμιώνα. Η κομμένη βιομάζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους εμπορικούς σκοπούς ή να αποτεθεί σε σωρούς και να καεί ή να αποσυντεθεί. Η χειμερινή κοπή γενικά είναι προτιμότερη από το κάψιμο των καλαμιώνων διότι επιτρέπει την απόληψη βιομάζας, χωρίς να καταστρέφει τους πληθυσμούς των ασπόνδυλων οργανισμών που ενδιαιτούν στο οργανικό υπόστρωμα του καλαμιώνα. Ως τεχνική διαχείρισης, συνδυάζει τους εξής στόχους: -δημιουργία πρόσκαιρων ανοιχτών επιφανειών από το χειμώνα ως τις αρχές Μαΐου, εποχή κατά την οποία το καλάμι και το ψαθί αναπτύσσονται ταχύτατα καλύπτοντας τις κομμένες επιφάνειες, -επιτρέπει το σχεδιασμό και την εφαρμογή συστήματος διαχείρισης προσαρμοσμένου στους διαθέσιμους πόρους και τη ζήτηση του καλαμιού στην αγορά, ως προϊόν της διαχείρισης, -παράγει καλής ποιότητας στελέχη καλαμιών για την κατασκευή σκεπών, επιβραδύνει το ρυθμό διαδοχής της βλάστησης των καλαμιώνων και την επακόλουθη απώλεια χρήσιμου καλαμιού, -ωφελεί την άγρια ζωή διατηρώντας τα ενδιαιτήματα των καλαμιώνων. Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων ανά έτος παράγει πολλούς λεπτούς και με μεγάλες ταξιανθίες βλαστούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά επιδιώκονται, όταν το καλάμι χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς, π.χ. σκεπές και καλαμωτές. Η τεχνική αυτή γενικώς προάγει την κυριαρχία του καλαμιού, μειώνοντας τη χλωριδική ποικιλότητα στον καλαμιώνα. Κατά την εφαρμογή προγράμματος διαχείρισης με χειμερινή κοπή ανά έτος θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το γεγονός, ότι η απομάκρυνση των νεκρών βλαστών καλαμιού διαταράσσει τη διαχείμαση πολλών ασπόνδυλων ειδών που ενδιαιτούν μέσα στους βλαστούς. Στις περιπτώσεις λοιπόν που η έκταση των περιοχών είναι ικανή, θα πρέπει κατά το σχεδιασμό μιας φιλικής προς το περιβάλλον διαχείρισης κάποιες επιφάνειες να παραμένουν εκτός διαχείρισης ή να προβλέπεται για αυτές διαχείριση με μεγάλο περίτροπο χρόνο (πάνω από 3 - 5 έτη). Με τον τρόπο αυτό οι πληθυσμοί των ασπόνδυλων βρίσκουν καταφύγιο στις μη διαταραγμένες περιοχές και μπορούν να επανεποικίσουν τις κομμένες επιφάνειες. Αυτή η μέθοδος ευνοεί επίσης διάφορα είδη θηλαστικών και πουλιών (π.χ. τόπους τροφοληψίας για μουστακαλήδες Panurus biarmicus το χειμώνα και θέσεις φωλιάσματος για υδρόβια πουλιά την άνοιξη). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

130


Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων ανά δύο έτη εφαρμόζεται σε πολλές προστατευόμενες περιοχές, από όπου τα κομμένα καλάμια προωθούνται σε αγορές. Οι βλαστοί είναι συνήθως ψηλότεροι, με μεγαλύτερη διάμετρο, με πυκνές ταξιανθίες και λιγότεροι ανά μονάδα επιφάνειας από αυτούς που προέρχονται από ετήσια χειμερινή κοπή και συνήθως παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες βιομάζας, καθώς προσφέρεται στον καλαμιώνα ένα διάστημα «ξεκούρασης». Με την τεχνική αυτή εξασφαλίζεται η ύπαρξη μη διαταραγμένων περιοχών για δύο συνεχόμενα έτη, γεγονός που ωφελεί διάφορους οργανισμούς που ενδιαιτούν στους καλαμιώνες και επιτρέπει την ανάπτυξη ποωδών φυτών ανάμεσα στα καλάμια. Για τους λόγους αυτούς προτιμάται έναντι της κοπής ανά έτος σε σημαντικούς για την άγρια ζωή υγρότοπους. Η χειμερινή κοπή καλαμιώνων με μεγαλύτερο χρόνο περιτροπής (3-15 έτη) εφαρμόζεται κυρίως σε περιοχές όπου δεν υπάρχει εμπορική ζήτηση για τα καλάμια και η διαχείριση εφαρμόζεται για την προστασία της βιοποικιλότητας, προσφέροντας στην πανίδα πολύτιμες αδιατάρακτες περιοχές. Το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των κοπών εξαρτάται από τους διαθέσιμους πόρους και τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κομμένη βιομάζα μαζεύεται σε σωρούς όπου καίγεται ή αφήνεται να αποσυντεθεί. Στη δεύτερη περίπτωση δημιουργείται πολύτιμο ενδιαίτημα για ασπόνδυλα, μικροπούλια, ερπετά και πιθανώς για μικροθηλαστικά. Κοπές ανά 3-5 έτη μειώνουν τη συσσώρευση νεκρού οργανικού υποστρώματος και αποτρέπουν την εγκατάσταση ξυλωδών φυτών των οποίων η απομάκρυνση είναι δύσκολη και δαπανηρή. Κοπές ανά μεγαλύτερα διαστήματα μπορεί να εφαρμόζονται για την προστασία συγκεκριμένων ειδών, όπως ο καλαμόκιρκος Circus aeroginosus που συχνά φωλιάζει στον ίδιο καλαμιώνα για αρκετά χρόνια. Το 1990, στον υγρότοπο Leighton Moss της περιοχής Lancashire στη Μεγάλη Βρετανία, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα με πειραματικές κοπές ανά 5 - 10 έτη. Ο αρχικός στόχος ήταν να κόβονται κάθε χρόνο 4-8 εκτάρια από τα 79 συνολικά εκτάρια του καλαμιώνα. Επιλέχθηκαν μικρές υπομονάδες του καλαμιώνα διαμέτρου 30-40 μέτρων, διασκορπισμένες σε όλη την έκτασή του, κυρίως όμως στις ξηρότερες περιοχές, όπου η συσσώρευση νεκρής οργανικής ύλης ήταν μεγαλύτερη. Οι κοπές γίνονταν το χειμώνα και η βιομάζα καιγόταν επί τόπου. Μετά από 6 χρόνια πειραματισμού, το σύνολο των κομμένων επιφανειών ανά έτος μειώθηκε σε 3 εκτάρια, καθώς στο σύνολο του καλαμιώνα υπήρχε μικρός ρυθμός συσσώρευσης οργανικού υποστρώματος και εκτιμήθηκε ότι αφήνονταν ανεπαρκείς αδιατάρακτες επιφάνειες χρήσιμες για το φώλιασμα των μουστακαλήδων. Οι ήταυροι Botaurus stellaris χρησιμοποιούν τις πρόσφατα κομμένες επιφάνειες για διατροφή και οι καλαμόκιρκοι κυνηγούν στις ανοιχτές κομμένες περιοχές. Εκτιμάται ότι ο μεγάλος αριθμός μικρών διασκορπισμένων επιφανειών είναι περισσότερο ωφέλιμος από την ύπαρξη μίας ή δύο μεγάλων κομμένων επιφανειών. Παράλληλα, από την αρχή του πειράματος, αυξήθηκαν οι αριθμοί αναπαραγόμενων ζευγαριών φαλαρίδας Fulica atra, νεροκοτσέλας Rallus aquaticus και καλαμοποταμίδας Acrocephalus scirpaceus. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται συνήθως στην χειμερινή κοπή καλαμιών είναι τα φορητά θαμνοκοπτικά και οι τροχήλατες φρέζες με προσαρμοσμένη κοπτική λάμα ή μεγαλύτερα ερπηστριοφόρα μηχανήματα με κοπτικό μαχαίρι στο μπροστινό ή στο πλαϊνό τμήμα του μηχανήματος. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

131


Καύση. Η καύση της βλάστησης αποτελεί μια εύκολη, χαμηλού κόστους και υψηλής αποτελεσματικότητας τεχνική για την απομάκρυνση μεγάλων ποσοτήτων βλάστησης σε εγκαταλελειμμένες εκτάσεις υγρών ποολίβαδων και καλαμιώνων πριν από την επαναφορά φιλικότερων πρακτικών διαχείρισης με βόσκηση και κοπές. Εφαρμόζεται επίσης σε περιπτώσεις συσσώρευσης κομμένης ανεπιθύμητης φυτομάζας τοποθετημένης σε σωρούς ή σειρές σε σημεία περιοχών, που βρίσκονται υπό καθεστώς διαχείρισης με κοπές. Η φωτιά σε καλαμιώνες και υγρά λιβάδια μπορεί να είναι καταστρεπτική για τους ασπόνδυλους οργανισμούς και για αυτό το λόγο προτείνεται η περιορισμένη εφαρμογή της κατά τη διάρκεια των μηνών Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου. Οι φωτιές επηρεάζουν σημαντικά και τους ρυθμούς συσσώρευσης τύρφης σε υγροτόπους. Γενικά, σε προστατευόμενες περιοχές συστήνεται η χρήση της φωτιάς με βάση διαχειριστικό σχέδιο και μόνο εντός της χειμερινής περιόδου, καθώς τις υπόλοιπες εποχές θεωρείται καταστρεπτική, ειδικά για είδη της άγριας πανίδας που δεν μπορούν να την αποφύγουν, όπως τα μαλάκια, τα ασπόνδυλα και οι νεοσσοί πουλιών. Οι επιδράσεις της χειμερινής καύσης στη βλάστηση των καλαμιώνων συνοψίζονται στα εξής σημεία: -απομάκρυνση της ξηρής ιστάμενης και κατακείμενης βιομάζας που υπάρχει στον καλαμιώνα με αποτέλεσμα τη δημιουργία επιφανειών πρόσκαιρα ελεύθερων από υψηλά ελόφυτα, -παραγωγή περισσότερων και λεπτότερων βλαστών καλαμιών κατά την επόμενη περίοδο ανάπτυξης, -αύξηση του ρυθμού επαναφοράς θρεπτικών στοιχείων στον υγρότοπο, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση ευτροφικών φαινομένων, που με τη σειρά τους μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην ποιότητα των υδάτων και τη σύνθεση των φυτοκοινοτήτων, -καταστροφή του οργανικού υποστρώματος όταν η φωτιά καίει σε βάθος, γεγονός που βλάπτει τους πληθυσμούς ασπόνδυλων που διαχειμάζουν σε αυτό. Οι παραπάνω επιδράσεις της είναι παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται από την χειμερινή κοπή των καλαμιώνων, αν και η δεύτερη τεχνική θεωρείται λιγότερο δραστική. Πριν το κάψιμο καλαμιώνων καλό είναι να διανοίγονται ζώνες πυρασφάλειας πλάτους τουλάχιστον τριών μέτρων γύρω από τις περιοχές παρέμβασης και να υπάρχουν εργαλεία για την καταπολέμηση της φωτιάς στην περίπτωση που επεκταθεί σε γειτονικές επιφάνειες.

Η εφαρμογή της τεχνικής αυτής μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: α) Κάψιμο αντίθετα με τη φορά του ανέμου. Με τον τρόπο αυτό, εξασφαλίζεται αργό και βαθύ κάψιμο των όρθιων ξηρών βλαστών και του οργανικού υποστρώματος, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική αποικοδόμηση του καλαμιώνα. Επίσης εξασφαλίζεται ο έλεγχος της φωτιάς. β) Κάψιμο προς τη φορά του ανέμου. Σε αυτήν την περίπτωση απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή, καθώς μέσα σε λίγα λεπτά οι φλόγες μπορούν εύκολα να ξεπεράσουν τα πέντε μέτρα σε ύψος. Το κάψιμο είναι γρήγορο και επιφανειακό αφήνοντας ανέπαφο το κατώτερο τμήμα του οργανικού υποστρώματος και, σε πολλές περιπτώσεις, άκαυτα τμήματα στην περιοχή παρέμβασης. Στην περίπτωση που πρόκειται να καούν κομμένα στελέχη καλαμιών συνίσταται η συγκέντρωση των κομμένων υλικών σε σωρούς σε κεντρικά σημεία των περιοχών παρέμβασης ή σε σειρές κατά μήκος των περιοχών και σε αποστάσεις δέκα μέτρων μεταξύ των σειρών. Η εκκίνηση της καύσης μπορεί να γίνει με άναμμα ορισμένων ξηρών φύλλων με αναπτήρα ή απλό φλόγιστρο προπανίου. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

132


Αποκομιδή οργανικής ύλης. Η τεχνική αυτή αφορά στη συγκέντρωση και μεταφορά εκτός καλαμιώνα της οργανικής ύλης, που είναι συσσωρευμένη στο υπόστρωμα, είτε ως ξηρή ουσία είτε σε κατάσταση αποσύνθεσης. Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που έχει συσσωρευτεί μεγάλος όγκος οργανικής ουσίας. Η υπερβολική συσσώρευση οργανικής ύλης μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ζωτικότητας του καλαμιώνα και στο κλείσιμο (μπάζωμα) ανοιχτών επιφανειών μέσα σε αυτόν. Η μέθοδος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί χειρωνακτικά ή μηχανικά, ανάλογα με την επιφάνεια που πρέπει να καθαριστεί και το βάθος στο οποίο πρέπει να προχωρήσει η αποκομιδή, χωρίς να αλλοιώσει τη δομή του εδάφους κάτω από το οργανικό υπόστρωμα. Για να πραγματοποιηθεί χειρωνακτικά πρέπει πρώτα να προηγηθεί απομάκρυνση των βλαστών με κοπή των καλαμιών. Έτσι μπορεί να συσσωρευτεί η ποσότητα των μικρών τμημάτων ξηρών βλαστών που προέρχονται από το κόψιμο του καλαμιώνα με τσουγκράνες με μεγάλα, ισχυρά και αραιά δόντια. Η μηχανική αποκομιδή μπορεί να συνδυαστεί με ελαφριές εκσκαφές για τη δημιουργία ανοιγμάτων ή μικρών λιμνών μέσα στον καλαμιώνα. Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές, οι μηχανικές παρεμβάσεις τροποποιούν σημαντικά τα ενδιαιτήματα καθώς απομακρύνουν την ξηρή ουσία και τα ανεπιθύμητα φυτά, αλλάζουν το υδρολογικό καθεστώς κ.λπ Τα αποτελέσματα συχνά είναι μη αντιστρέψιμα, με αποτέλεσμα να είναι ευεργετικά ή καταστροφικά ανάλογα με το σχεδιασμό και τον τρόπο εφαρμογής τους. Σε περιπτώσεις βαθέων εκσκαφών διαταράσσεται η συσσωρευμένη στο έδαφος ποσότητα σπόρων, γεγονός που επηρεάζει την επακόλουθη εγκατάσταση των υδρόφυτων, και διασπάται το υπεδάφιο αδιαπέραστο από το νερό στρώμα με αποτέλεσμα να μην πλημμυρίζονται πλέον οι σκαμμένες περιοχές. Επιδράσεις υδρολογικής διαχείρισης στη βλάστηση (με ιδιαίτερη αναφορά στην εισροή θαλασσινού νερού σε υγροτόπους γλυκού νερού). Οι επιδράσεις του υδρολογικού καθεστώτος (ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των εισροών και εκροών νερού ή, τελικά, της στάθμης) στην υγροτοπική βλάστηση φαίνεται να είναι περισσότερο έμμεσες και σαφώς πιο πολύπλοκες από ότι οι επιδράσεις της βόσκησης, της κοπής και της καύσης, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως άμεσες διαταραχές με κύριο χαρακτηριστικό την απομάκρυνση της βιομάζας των φυτών. Ο Keddy (2002) υποστηρίζει ότι το εύρος και η συχνότητα των διακυμάνσεων των επιπέδων των υδάτων καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των υγροτόπων, όπως ακριβώς η ένταση και η συχνότητα της φωτιάς καθορίζει τα χαρακτηριστικά των δασών. Το πλημμύρισμα των καλαμιώνων και των υγρών ποολίβαδων αποτελεί βασικό παράγοντα διατήρησης της βιοποικιλότητάς τους. Η υγρασία του εδάφους επηρεάζει τη χλωριδική τους σύνθεση και την καταλληλότητα των φυτοκοινοτήτων για είδη της άγριας πανίδας (π.χ. φωλεάζοντα είδη υδροβίων πουλιών). Οι πλημμύρες επηρεάζουν τα υγροτοπικά συστήματα με αποθέσεις φερτών υλικών και διαβρώσεις, που προσδίδουν νέα χαρακτηριστικά στα ενδιαιτήματα. Αυτές οι διαταραχές δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για πρόδρομα είδη φυτών και διατηρούν πρώιμα διαδοχικά στάδια. Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα φυτά των υγροτόπων στην πλημμυρισμένη φάση τους είναι η ανάπτυξη ανοξικών συνθηκών στο υπόστρωμα και οι συνακόλουθες χημικές μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στα κορεσμένα με νερό εδάφη. Οι μηχανισμοί αντίδρασης των υγροτοπικών φυτών στις πλημμύρες, τις διακυμάνσεις της στάθμης των υδάτων και την περιοδική αποστράγγιση των εδαφών είναι πολλαπλοί. Ορισμένα είδη, όπως το Phragmites australis, ευνοούνται από την αυξομείωση της στάθμης και συγκεκριμένα από το χειμερινό-εαρινό πλημμύρισμα και τη θερινή-φθινοπωρινή πρόσκαιρη ξήρανση των επιφανειακών στρωμάτων των υγροτοπικών εδαφών. Αντίθετα, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είδη, όπως τα ψαθιά (Typha spp), αναπτύσσονται καλύτερα υπό συνθήκες περισσότερο παρατεταμένης πλημμύρας, καταλαμβάνοντας συνήθως υφέσεις του αναγλύφου ή γενικώς χαμηλότερες τοποθεσίες, που καλύπτονται από λιμναία ύδατα για μακρά χρονικά διαστήματα. Σημαντικές αλλαγές στη βλάστηση προκαλούνται από δραστικότερες παρεμβάσεις στο υδρολογικό καθεστώς, όπως π.χ. η σημαντική αύξηση της στάθμης των υδάτων, που έλαβε χώρα στη λίμνη Κερκίνη με την ύψωση των περιφερειακών αναχωμάτων (κατά 6m) από το 1982 και μετά. Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις του νέου υδρολογικού καθεστώτος ήταν η εξαφάνιση των καλαμιώνων, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν στην μόνιμη κατάκλυσή τους και στις αυξομειώσεις της στάθμης της λίμνης κατά 4-5m μέσα σε κάθε έτος. Αν και συνήθως η διαχείριση των ποσοτήτων του νερού είναι σημαντικότερη, η ποιότητα του νερού επηρεάζει επίσης τη βλάστηση των παρόχθιων περιοχών. Οι εκπλύσεις γεωργικών εδαφών και η άμεση ή έμμεση διάθεση λυμάτων αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές παροχής θρεπτικών στοιχείων (και ρυπογόνων ουσιών) στους υγροτόπους. Το καλάμι ευνοείται από την ύπαρξη ευτροφικών συνθηκών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η υψηλή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

133


συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων συσχετίστηκε με την υποβάθμιση των καλαμιώνων. Οι ευτροφικές συνθήκες ευνοούν επίσης ταχυαυξή και κυρίαρχα είδη, όπως τα κυανοφύκη και τα μικρά επιπλεόντα φυτά του γένους Lemna. Η υπερβολική ανάπτυξη αυτών οδηγεί σε ανταγωνισμό με άλλα είδη φυτών για θρεπτικά στοιχεία και ηλιακή ακτινοβολία. Κατά συνέπεια, μειώνεται η διαύγεια των υδάτων και εξειδικευμένοι θηρευτές, όπως οι ερωδιοί, δεν μπορούν να δουν τα θηράματά τους, ενώ οι πληθυσμοί των υδρόβιων ασπόνδυλων πλήττονται επίσης από τη μείωση των λιγότερο ανταγωνιστικών υδρόβιων φυτών. Γενικά, οι ισορροπίες στην τροφική αλυσίδα είναι λεπτές και η υπερβολική παροχή θρεπτικών στοιχείων μπορεί να τις επηρεάσει σημαντικά. Η διαύγεια των υδάτων και η ύπαρξη πολλών διαφορετικών ειδών φυτών σε αυτά αποτελούν γενικώς δείκτη καλής ποιότητας. Οι μηχανισμοί αντίδρασης των φυτών στις αλλαγές του υδρολογικού καθεστώτος σε συνδυασμό με άλλες φυσικές ή τεχνητές διαταραχές προκαλούν διαφοροποιήσεις στη δομή και σύνθεση της υγροτοπικής βλάστησης. Η συχνότητα των πυρκαγιών και οι υδρολογικές παράμετροι αποτελούν τους κύριους παράγοντες διαμόρφωσης των υγροτοπικών φυτοκοινοτήτων στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Οι χαμηλής έντασης φωτιές μπορούν απλά να προκαλέσουν απομάκρυνση της υπάρχουσας βλάστησης, αλλαγές στη σύνθεση της βλάστησης (με αποτέλεσμα από ξυλώδης να γίνει ποώδης) και αύξηση της ποικιλίας ειδών. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας, οι εντονότερες πυρκαγιές μπορούν να κάψουν την οργανική ουσία στο έδαφος, δημιουργώντας έτσι νέες υφέσεις στο ανάγλυφο και λιμνούλες. Όσον αφορά τις επιδράσεις της εισροής θαλασσινού νερού (αύξηση αλατότητας) σε καλαμιώνες που βρίσκονται σε υγροτόπους γλυκών νερών, αυτές συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία: -Το καλάμι Phragmites australis είναι ικανό να ευδοκιμήσει σε υφάλμυρα νερά και μάλιστα να αναπτύξει εκτεταμένους καλαμιώνες σε εκβολές ποταμών και αλμυρόβαλτους. Όμως, η εισροή θαλασσινού νερού σε καλαμιώνες που έχουν αναπτυχθεί σε γλυκό νερό μπορεί να είναι καταστροφική για αυτούς, καθώς προκαλείται μείωση της ευρωστίας των καλαμιώνων και θανάτωση πολλών άλλων στοιχείων της άγριας ζωής. Η επανάκαμψη των καλαμιώνων μετά από τέτοια γεγονότα μπορεί να διαρκέσει μερικά έτη. - Το είδος Phragmites australis, σύμφωνα με τους Mesléard & Perennou (1996), αντέχει σε μέγιστη συγκέντρωση αλατιού 10 g/lt (στο νερό) κατά την αυξητική περίοδο και σε υψηλότερες συγκεντρώσεις εκτός αυξητικής περιόδου. Οι Sinnassamy & Mauchamp (2000) αναφέρουν ότι η ανάπτυξη του φυτού μειώνεται σε συγκεντρώσεις αλατιού από 5 έως 20 g/lt (το θαλασσινό νερό περιέχει 35 g/lt), ενώ υπάρχουν καλαμιώνες που αντέχουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα αλατότητας (45-50 g/lt) για πολύ σύντομες χρονικές περιόδους. Οι ίδιοι συγγραφείς όμως, επισημαίνουν ότι η περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι δεν αποτελεί τον καλύτερο δείκτη του στρες που προκαλείται στο φυτό λόγω αλατότητας διότι σημαντικό ρόλο παίζουν και τα επίπεδα αλατότητας μέσα στο έδαφος, όπου μάλιστα εμφανίζεται διαβάθμιση των συγκεντρώσεων ανάλογα με το βάθος, το καθεστώς πλημμυρίσματος και την πηγή του νερού της πλημμύρας (π.χ. παλίρροια, ποτάμι ή αποστραγγιστική τάφρος). -Το ψαθί Typha spp. και το βούρλο Scirpus lacustris, είδη φυτών που απαντώνται στις λίμνες Παμβώτιδα, Μικρή Πρέσπα, Ισμαρίδα και αλλού, εμφανίζουν ανθεκτικότητα σε συγκεντρώσεις αλατιού 1-1,5 g/lt και έως 20 g/lt αντίστοιχα. -Ενδεικτικά αναφέρεται και η ανθεκτικότητα των τυπικών αλόφυτων Salicornia spp. και Arthrocnemum spp. με τιμές έως 150 g/lt αντίστοιχα και 100 g/lt αντίστοιχα (στα νότια και νοτιοανατολικά της Βιστωνίδας και Ισμαρίδας απαντώνται τα τυπικά αλόφυτα Suaeda spp. και Salsola spp. που επίσης αντέχουν σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές αλατότητας ). -Η διαβάθμιση στα επίπεδα αλατότητας μεταξύ ενός υγροτόπου με γλυκό νερό και της θάλασσας μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία εξειδικευμένων φυτοκοινοτήτων. -Οι καλαμιώνες που αναπτύσσονται σε αλμυρά νερά συντηρούν διαφορετικά είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας σε σχέση με τους καλαμιώνες των γλυκών νερών και εμφανίζουν γενικώς χαμηλότερη ποικιλότητα. Συχνά, οι ανοιχτές επιφάνειες μέσα σε καλαμιώνες αλμυρών υδάτων δεν φιλοξενούν άλλους τύπους βλάστησης, παρά μόνο καλάμι, ενώ η απουσία μεγάλων πληθυσμών ψαριών και αμφιβίων ίσως αποτελεί την αιτία απουσίας φωλεαζόντων ήταυρων Botaurus stellaris μέσα σε αυτούς (από παρατηρήσεις σε υγροτόπους της Μ. Βρετανίας). Ορισμένα από τα παραπάνω σημεία φαίνεται να συνηγορούν στην παρατηρούμενη ανάπτυξη συγκεκριμένων φυτοκοινοτήτων στη λίμνη Ισμαρίδα σε σχέση με τα επίπεδα αλατότητας. Τα τελευταία πιθανότατα κλιμακώνονται από μηδενικές τιμές ή πολύ χαμηλές τιμές αλατιού στο νερό στα βόρεια λόγω της εκβολής του χειμάρρου Βοσβόζη (π.χ. συστάδες καλαμιού, ψαθιού και βούρλων στο εσωτερικό της λίμνης), σε υψηλότερες τιμές προς τα νότιανοτιοανατολικά λόγω της ενωτικής με τη θάλασσα τάφρου και της υφαλμύρωσης της περιοχής Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

134


ανατολικά-βορειοανατολικά του ανατολικού αναχώματος, όπου κυριαρχεί αποκλειστικά το καλάμι ως ανθεκτικότερο των υπολοίπων στην αυξημένη αλατότητα. Συνδυασμένες επιδράσεις μεθόδων διαχείρισης. Για την επίτευξη συγκεκριμένων διαχειριστικών στόχων, συχνά εφαρμόζονται συνδυασμοί των παραπάνω πρακτικών (κοπές, πλημμύρισμα, φωτιά, βόσκηση). Σε ορισμένους υγροτόπους της Β. Αμερικής, η εισβολή και κυριαρχία ψαθιών μείωσε την ποικιλότητα ειδών φυτών και επηρέασε αρνητικά τα υδρόβια πουλιά, γεγονός έχει συμβεί σε λίμνες της χώρας μας (π.χ. λίμνη Χειμαδίτιδα). Συγκεκριμένα, εφαρμόστηκαν διάφορες μέθοδοι κοπής με χειρωνακτικά και μηχανικά μέσα για τον περιορισμό των διαπλάσεων με ψαθιά και ενώ η κοπή προκάλεσε περιοδική μείωση της πυκνότητάς τους κατά 50-95%, ο επιτυχής περιορισμός της αναβλάστησής τους εξαρτήθηκε από τη διάρκεια του πλημμυρίσματος μετά την κοπή. Εκτιμήθηκε ότι η κατάκλυση μετά την κοπή θα εξαντλούσε τα αποθέματα οξυγόνου και υδρογονανθράκων στα ριζώματα και υπολογίστηκε ότι το βάθος νερού των 40 εκ. την άνοιξη θα προκαλούσε μηδενική αναβλάστηση ψαθιών στις περιοχές μελέτης. Άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι η αναστολή της διαδοχής σε καλαμιώνες πραγματοποιείται με την εφαρμογή συνδυασμένων τεχνικών κοπών, καύσεων και πλημμυρίσματος. Ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων διαταραχών δημιουργεί ανομοιογενείς διαπλάσεις σε υγροτόπους γλυκών υδάτων. Οι Szalay & Resh (1997) πραγματοποίησαν πειραματικούς χειρισμούς κοπής και καύσης σε υπερυδατικές φυτοκοινότητες του αγρωστώδους Distichlis spicata για να συγκρίνουν τις επιδράσεις αυτών στα φυτά και τους ασπόνδυλους οργανισμούς. Η έρευνά τους πραγματοποιήθηκε σε έναν υγρότοπο στην Καλιφόρνια, με υφάλμυρα νερά, έκτασης 3500 εκταρίων και πολύ σημαντικό για τη διαχείμαση δεκάδων χιλιάδων παπιών. Οι χειρισμοί περιελάμβαναν κοπή ή καύση των διαπλάσεων του Distichlis spicata στα τέλη του θέρους και πλημμύρισμα των επιφανειών μετά από μερικές εβδομάδες. Η καύση σχεδόν δεκαπλασίασε την αφθονία των κυρίαρχων ασπόνδυλων (Diptera και Hemiptera) σε σχέση με τους μάρτυρες, ενώ η κοπή δεν είχε σημαντικές επιδράσεις. Όσον αφορά στους μικρο-ασπόνδυλους οργανισμούς, βρέθηκαν λιγότερο άφθονοι στις καμένες επιφάνειες. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι πληθυσμοί ασπόνδυλων είναι ευαίσθητοι σε διαταραχές, όπως η καύση και η κοπή, ενώ ο χρόνος εκτέλεσής τους, η έκταση και η έντασή τους μπορούν να επηρεάσουν τη σχετική αφθονία τους. Οι Walker & Wehrhahn (1971) μελέτησαν τους καθοριστικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες των υγροτόπων εκτεταμένων ποολίβαδων στην περιοχή Saskatchewan του Καναδά και συμπέραναν ότι ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν οι διαταραχές (βόσκηση, κοπή και «φυσικές διαταραχές») ακολουθούμενος από τη διαθεσιμότητα θρεπτικών, το υδατικό καθεστώς και τέλος την αλατότητα. Τέλος, σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση της υγροτοπικής βλάστησης μετά από κατά τόπους καταστροφικά φαινόμενα που προκλήθηκαν από φωτιά, πλημμύρα, πάγο και βόσκηση, παίζουν οι θαμμένοι στο έδαφος βιώσιμοι σπόροι (απόθεμα σπόρων). Για πολλά είδη φυτών των ελών και των υγρών ποολίβαδων, η ευκαιριακή αναγέννηση αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα εγκατάστασής τους από σπόρους. Συμπεράσματα επί των μεθόδων διαχείρισης. Από την περιγραφή των μεθόδων διαχείρισης, που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, προκύπτουν τα παρακάτω βασικά συμπεράσματα: -Οι διάφορες πρακτικές διαχείρισης της βλάστησης στους υγροτόπους σπάνια εφαρμόζονται απολύτως αυτόνομα, π.χ. η βόσκηση σε υγρές φυτοκοινότητες σχετίζεται σχεδόν πάντοτε με το πλημμύρισμα των βοσκόμενων επιφανειών (εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν τεχνικά έργα ελέγχου και ρύθμισης του πλημμυρίσματος μιας έκτασης, όπως θυροφράγματα και αναχώματα – και πάλι όμως στη διάρκεια ενός πλήρους ετήσιου κύκλου, περισσότερες από μία μορφές διαχείρισης θα έχουν εφαρμοστεί).

-Οι επιδράσεις των διαφόρων διαχειριστικών πρακτικών είναι σχετικά προβλέψιμες, όταν αυτές εφαρμόζονται όσο το δυνατό πιο αυτόνομα και σε μακροχρόνια βάση ή όταν ο συνδυασμός τους εφαρμόζεται με κάποια σταθερά πρότυπα. -Σε πολλές περιπτώσεις, οι επιδράσεις συνδυασμένων διαχειριστικών πρακτικών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και τα αποτελέσματά τους σε συγκεκριμένους υγροτόπους δεν μπορεί να αναμένεται να επιβεβαιωθούν με βεβαιότητα αν εφαρμοσθούν σε άλλους υγροτόπους. Για ορισμένες άλλες περιπτώσεις, όπως για το συνδυασμό καύσης και βόσκησης σε υγροτοπικές φυτοκοινότητες, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα, παρά μόνο εμπειρικές καταγραφές των επιδράσεων της συγκεκριμένης πρακτικής σε επιφάνειες υγρών ποολίβαδων ή σε υγροτοπικές περιοχές που έχουν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

135


καταληφθεί από δένδρα και θάμνους. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ύπαρξης συστήματος παρακολούθησης της βλάστησης με στόχο τη μέτρηση και ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της διαχείρισης. Εν Κατακλείδι. Το ζήτημα της διαχείρισης των καλαμιώνων τίθεται από πολλούς φορείς τοπικά. Συχνά όμως δεν γίνεται αντιληπτή η αξία των καλαμιώνων για την βιοποικιλότητα και την παραγωγή της λίμνης. Η διαχείριση των καλαμιώνων θα πρέπει να προχωρήσει μόνο αφού γίνει κατανοητή η αξία τους και το ότι ο στόχος δεν είναι η εξαφάνισή τους αλλά συγκεκριμένες διαμορφώσεις για την βελτίωση της αξίας τους και την αναβάθμιση του ρόλου τους ανάμεσα στα υπόλοιπα ενδιαιτήματα και φυτοκοινότητες. Η σημασία των καλαμιώνων έγκειται και στα εξής: -Παρέχουν καταφύγιο σε πουλιά, ψάρια, θηλαστικά, αμφίβια, ερπετά και πολλά είδη ασπόνδυλων οργανισμών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ειδικά για πολλά ασπόνδυλα, οι καλαμιώνες και πιο συγκεκριμένα οι βλαστοί του κοινού καλαμιού Phragmites australi) αποτελούν το μοναδικό χώρο διαχείμασης και ανάπτυξης των προνυμφών για ένα ή δύο χρόνια. -Παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για το φώλιασμα και το κούρνιασμα πολλών υδρόβιων πουλιών. Ιδιαίτερα το καλάμι δημιουργεί με τα ριζώματά του πολύ συμπαγείς επιπλέουσες νησίδες, που έχουν τη δυνατότητα να αντέξουν βάρος εκατοντάδων κιλών στην επιφάνειά τους, όπως πχ αποικίες πελεκάνων. -Αποτελούν πηγές τροφοδοσίας δομικών υλικών για είδη πουλιών που χρησιμοποιούν ξερά καλάμια και άλλα υπολείμματα των καλαμιώνων για να χτίσουν τις φωλιές τους σε άλλες τοποθεσίες. -Δρουν ως φίλτρα για τα νερά των καλλιεργειών που καταλήγουν στη λίμνη και τα νερά από τον βιολογικό καθαρισμό των αστικών λυμάτων. Τα νερά αυτά περιέχουν σημαντικές ποσότητες θρεπτικών στοιχείων από τη λίπανση των παρακείμενων αγρών, και των νερών του βιολογικού καθαρισμού αλλά και υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων. Οι καλαμιώνες διασπούν πολύπλοκες ενώσεις και απορροφούν σημαντικές ποσότητες φωσφόρου και νιτρικών από τις απορροές υδάτων των καλλιεργειών. Η λειτουργία αυτή συμβάλλει στη διατήρηση καλής ποιότητας υδάτων της λίμνης και στη μη διοχέτευση σημαντικών ποσοτήτων - άμεσα προσλήψιμων-θρεπτικών στοιχείων σε αυτήν, γεγονός που αποτρέπει τον ευτροφισμό. -Παρέχουν μεγάλες ποσότητες βοσκήσιμης ύλης, που μπορεί να χρησιμοποιείται για την απευθείας βόσκηση μεγάλων κυρίως κτηνοτροφικών ζώων ή ως χειμερινή ζωοτροφή, αλλά και δομικών υλικών για την κατασκευή καλαμοσκεπών και καλαμωτών (π.χ. φράχτες με ιδιαίτερα υψηλή εμπορική αξία).

Οι παραπάνω αξίες των καλαμιώνων πολλαπλασιάζονται όταν αποτελούν τμήμα ενός μωσαϊκού ενδιαιτημάτων, όπως ανοίγματα με ελεύθερες επιφάνειες νερού μέσα στους καλαμιώνες και υγρολίβαδα. Η σημασία των υγρών λιβαδιών είναι πολλαπλή καθώς: -Αποτελούν άριστους χώρους αναπαραγωγής ψαριών και αμφιβίων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικά για φυτόφιλα είδη ψαριών, όπως ο κυπρίνος, ψάρια δηλαδή που εναποθέτουν τα αβγά τους πάνω στην επιφάνεια φυτών που καλύπτονται από ρηχό νερό. Η αναπαραγωγή των ειδών αυτών, που επιτελείται συνήθως από τα μέσα της άνοιξης ως τα μέσα Ιουνίου, εξαρτάται σημαντικά από τη διάρκεια της περιόδου που τα υγρολίβαδα είναι επαρκώς πλημμυρισμένα (πάνω από 20 εκ. νερού). -Παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις ασπόνδυλων οργανισμών στα διάφορα στάδια της ζωής τους (από προνύμφες ως ολοκληρωμένα άτομα), με τα οποία διατρέφονται πολύ εξειδικευμένα ως προς τη διατροφή είδη πουλιών, όπως η χαλκόκοτα Plegadis falcinellus και ο πορφυροτσικνιάς Ardea purpurea. -Λειτουργούν ως κύριοι χώροι διατροφής για πολλά είδη υδρόβιων πουλιών, τα οποία διατρέφονται με ψάρια, αμφίβια, ερπετά και ασπόνδυλα ή βόσκουν. Αυτό ισχύει τόσο για τα πουλιά που φωλιάζουν στην Ισμαρίδα, όσο και για τα είδη εκείνα που επισκέπτονται την περιοχή κατά τη διάρκεια της εαρινής και φθινοπωρινής μετανάστευσης. -Παρέχουν τη δυνατότητα συλλογής χόρτου για ζωοτροφή από συγκεκριμένες τοποθεσίες της παραλίμνιας ζώνης. Η δραστηριότητα αυτή είναι πολύ σημαντική για τους κτηνοτρόφους μιας περιοχής, καθώς μπορούν να εξασφαλίσουν μεγάλο τμήμα των απαραίτητων εφοδίων για το χειμώνα με πολύ χαμηλό κόστος. Επιπλέον, η βοσκήσιμη ύλη των υγρών λιβαδιών μπορεί να βόσκεται απευθείας από αγελάδες, βούβαλους, αιγοπρόβατα και άλογα.

-Η ύπαρξη και η διατήρησή των καλαμιώνων αποτρέπει τη χερσοποίηση των παρόχθιων ενδιαιτημάτων της κάθε λίμνης. ΛΙΜΝΗ ΠΡΑΣΙΑΔΑ Ή ΘΕΣΤΙΔΙΑ Ή ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ Ή ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ Ή ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΠΡΑΒΙΟΥ Ή ΒΑΛΤΑ, ΤΕΝΑΓΗ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΔΡΑΜΑ (Πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.domaine-michailidi.gr -πρωτότυπο κείμενο απο το βιβλίο ´´Δράμα, Ηδωνίδα γη και Πρασιάδα λίμνη´´ Τηλ.Τσελεπίδης και απο http://www.cludsfinder.gr -κείμενο Γ.Γουδάκης). Η λίμνη που αποστραγγίστηκε, που χάθηκε γύρω στο 1930. ´´Παλαιοί Δραμινοί, Καβαλιώτες και Σερραίοι θα θυμούνται τις νεροφαγάνες των Αμερικανικών εταιρειών Μονκς και Ούλεν που το 1930 έκαναν την αποξήρανση της Πρασιάδας λίμνης. Μια λίμνη που λεγόταν του Πραβίου, Μπερεκετλή Γκιολ από τους Τούρκους, Ιολίτιδα από τους Ρωμαίους, Τενάγη των Φιλίππων ή Βάλτα, από τους Καβαλιώτες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

136


και τους Δραμινούς και δέσποζε τότε στο λεκανοπέδιο της Δράμας. Από παιδιά θυμόμαστε ότι ο κάμπος μετά την αποξήρανση ήταν σχεδόν μια επίπεδη επιφάνεια. Όμως με τον καιρό δημιουργήθηκε μια κλίση προς την κεντρική τάφρο ώστε στο κέντρο του τυρφώνα (Τενάγη Φιλίππων) μέσα σε 25 χρόνια από την αποστράγγιση της λίμνης, να έχει «βουλιάξει» το έδαφος κατά 3 μέτρα. Το 2005, μετά από 3 εικοσιπενταετίες η κλίση έφτασε τα 6,50 μέτρα. Εδώ πρέπει να πούμε ότι από το 323 π.Χ. μέχρι το 1930, έτος που ξεκίνησε η αποξήρανση, το βάθος της λίμνης ήταν 6,50 μέτρα . Εξάλλου, μεταξύ άλλων παρεμβάσεων το 2003 η ΔΕΚΕ της Καβάλας με τεράστιες φαγάνες έκανε καθαρισμό και εκβάθυνση της κεντρικής τάφρου των τεναγών των Φιλίππων, ως και δευτερευουσών τάφρων και συγχρόνως δημιούργησε βαθύ φράγμα στη γέφυρα της Νικήσιανης ώστε να πέσει η στάθμη του πυθμένα της τάφρου. Κατασκεύασε επίσης στραγγιστικά και ρυθμιστικά αντλιοστάσια σε χαμηλές περιοχές και δημιούργησε νέα θυροφράγματα ´´. Κατά τον καθηγητή σπηλαιολογίας κ. Βασ. Γιαννακόπουλο το Σπήλαιο Αλιστράτης, την εποχή του Πλειοκαίνου, η περιοχή ήταν κοίτη ποταμού. Τα νερά του Μααρά, της Αγίας Βαρβάρας, των πηγών του Κεφαλαρίου, του Ντικιλί-Τας και των βουνών του λεκανοπεδίου, αυτά που δημιούργησαν την Πρασιάδα λίμνη, έβρισκαν διέξοδο στις ποτάμιες ρωγμές και τα πηλώδη υπεδάφη του Σπηλαίου. Με την έξοδό τους όμως από το σπήλαιο, που έχει υψόμετρο +120 μέτρα, δημιουργούσαν καταρράκτες 110 μέτρων μέχρι την λίμνη του Αχινού όπου κατέληγαν και που είχε υψόμετρο 10 μέτρα. Τα νερά με τα χρόνια υποχώρησαν, έφτασαν στο υψόμετρο του Μααρά κι έτσι δημιουργήθηκε το φαράγγι του Αγγίτη. Στις πλαγιές της Καλλιθέας, με απόλυτο υψόμετρο 400 μέτρα, βρέθηκαν χαλκάδες που οι ψαράδες της μεγάλης λίμνης έδεναν τις βάρκες τους. Άρα η λίμνη Πρασιάδα ξεπερνούσε σε βάθος τα 350 μέτρα. Την εποχή της Αιγηίδας, 12.000 με 15.000 χρόνια π.Χ., που δεν υπήρχε Αιγαίο πέλαγος, η λίμνη είχε τις δόξες της στο λεκανοπέδιο της Δράμας και ως διέξοδο στα νερά της είχε το ποτάμισπήλαιο της Αλιστράτης. Οι Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππος Β’ και Μ. Αλέξανδρος επιχείρησαν να αποξηράνουν τη λίμνη, διότι ήταν και εστία ελών κάνοντας τη ζωή στην περιοχή του κάμπου προβληματική. Όμως δεν μπόρεσαν, με τα μέσα που διέθεταν την εποχή τους, να την αποξηράνουν. Μέσα σε αυτό το λεκανοπέδιο της Δράμας, μέχρι το 1935, απλώνονταν ελώδεις εκτάσεις και μια τεράστια λίμνη 120 χιλιάδων στρέμματων. Το μυθικό της όνομα, κατά τον Όμηρο είναι Θεστίδια λίμνη. H λίμνη πήρε το όνομά της από τον Θέστιο, το νόθο γιο του Θρακιώτη θεού Άρη και της θνητής Δημοδίκης. Τα νερά της λίμνης κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων «φουσκώνουν» και καταλαμβάνουν έκταση πάνω από 135.000 στρέμματα.

(geotee.anmak.gr, Βαβουλίδου, 2001)

Η λίμνη την εποχή της δόξας της διέθετε πλούσιο απόθεμα αλιευμάτων. Έχουμε πάρα πολλά στοιχεία γι’ αυτό. Από τους Θράκες Πρασιείς μετονομάστηκε σε Πρασιάδα. Νότια της λίμνης ζούσε το δραστήριο αυτό θρακικό φύλο, οι Πρασιείς. Αποζούσαν από το ψάρεμα στην πλούσια λίμνη. Αυτή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

137


είναι η πολύ γνωστή ψαροφόρα Πρασιάδα λίμνη του Ηροδότου, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει ο ιστορικός. Έριχνες, λέει, το καλάθι και γέμιζε ψάρια. Αργότερα όταν έφτασαν οι κατακτητές Ρωμαίοι ήρθε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεγάλος αριθμός Ρωμαίων εποίκων από την Ιολίτιδα της σημερινής Ιταλίας. Και για να θυμούνται την πατρίδα τους οι Ρωμαίοι νέοι έποικοι μετονόμασαν την Πρασιάδα λίμνη «Ιολίτιδα». Οι Έλληνες, όμως συνήθιζαν να δίνουν στη λίμνη το όνομα της κοντινότερης με αυτή παραλίμνιας πόλης. Έτσι μετά τους αρχαίους Πρασιείς και οι Πραβιώτες την έλεγαν λίμνη του Πραβίου, οι Δραμινοί λίμνη της Δράμας, οι κάτοικοι των Φιλίππων, λίμνη των Φιλίππων, κλπ. Τη λίμνη αυτή, όταν οι Τούρκοι κατάκτησαν το 1373 την περιοχή και είδαν πόσο πλούσια σε ψάρια ήταν, την ονόμασαν Μπερεκετλή-Γκιόλ, που σημαίνει πλούσια λίμνη, ευλογία Θεού λίμνη και πολύφερνη λίμνη. Βάλτα την έλεγαν οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία κι αργότερα. Όμως, όλος ο κάμπος την εποχή των βροχοπτώσεων, Άνοιξη και Φθινόπωρο, ήταν πάντα κατακλυσμένος με πολλά νερά. Και όταν αποσύρονταν τα βροχόνερα, το καλοκαίρι και την εποχή της ξηρασίας, σχηματίζονταν γύρω από τη λίμνη έλη. Η μεγάλη Πρασιάδα λίμνη, τότε, έβρεχε την Ελευθερούπολη (Πράβι) και τα νερά της έφταναν μέχρι τον Αμυγδαλεώνα και χτυπούσαν πάνω στα τείχη των Φιλίππων. Η αγαπημένη γραφική Ιολιανή λίμνη των Ρωμαίων έγλυφε με τη δροσιά της τα πόδια του Ματίκιου όρους, του σημερινού Παγγαίου και τα απόνερά της σχημάτιζαν θανατηφόρα έλη γύρω από το καλυβοχώρι Καλαμπάκι, ενώ ήταν πλημμυρισμένο το σημερινό χωριό Μαυρολεύκη. Μια λίμνη εξαιρετικά θεαματική και απέραντη. Αλλά και μια λίμνη κυρίαρχη με το υγρό μεγαλείο της πάνω στο μεγάλο κάμπο της Ηδωνίδας χώρας από την ομίχλη των προϊστορικών χρόνων και μέχρι πριν από εβδομήντα χρόνια. Τις όχθες της λίμνης και τα βαλτόνερα κάλυπταν τεράστιοι καλαμιώνες και πλατύφυλλα αιωνόβια δένδρα. Ένα αληθινά οργιαστικό και σύνωρα μαγευτικό κι ευφρόσυνο φυσικό τοπίο, μέσα κι έξω από τη λίμνη.

´´Λαπατιές χονδρόφυλλες, παχιές, με μεγάλα άπλυτα σκληρά φύλλα πλάι σε ραγάζια, δύο μέτρα ψηλά πάνω από τα σκούρα νερά, θροούσαν σφυρίζοντας στο πρώτο αεράκι. Πλατύφυλλες νυμφαίες, άπλωναν νωχελικά όλη τη μεγαλοπρέπειά τους γεμάτες μυστήριο κι ύποπτη σιωπή. Και καλαμιές… καλαμιές… Πολλά καλάμια, τεράστια, ως τέσσερα μέτρα, υψώνονταν σαν απροσπέλαστο ολοπράσινο τείχος το Καλοκαίρι και σαν χρυσοκίτρινο αποτρεπτικό κάστρο-σύνορο το Χειμώνα. Κι εδώ κι εκεί βάγιες, τα σεκίτια των τούρκων, που με τις βέργες τους οι παραλίμνιοι οικιστές πλέκοντας με δεξιοτεχνία κατασκεύαζαν τα περίφημα και γερά κοφίνια. Ήταν απαραίτητα για άχυρα και καπνά και για εργαλεία στο ψάρεμα. Αλλά κατασκεύαζαν κι άλλα πράγματα, μια ποικιλία από αντικείμενα για πολλαπλές χρήσεις ´´. Βέβαια δεν έλειπαν οι λεύκες και οι ιτιές του νερού. Και μαζί οι κρεμοκλάδες κλαίουσες, σα νύφες πανέμορφες και ντροπαλές, που στόλιζαν τις ακρολίμνιες παραλίες. Πράγματι οι όχθες της λίμνης, σε όλο το απέραντο μήκος της, ήταν καταπληκτικά όμορφες και γραφικές. Και τις αστροφεγγιές ο ουρανός καθρεπτίζονταν μέσα στη μυστηριακή και σαγηνευτική αγκαλιά της Πρασιάδας λίμνης. Λες και σε καλούσε να βυθιστείς στα σπλάχνα της κι εκεί να αναζητήσεις το ιστορικό μεγαλείο του τόπου σου. Να αναβαπτιστείς στην ένδοξη ιστορική πορεία των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

138


προγόνων σου ώστε να πληρωθεί η απογυμνωμένη ψυχή σου από ιδανικά κι αρχές που μας έλειψαν τόσο πολύ. Την ημέρα καθώς ταξίδευες με τις ιδιόμορφες βάρκες για το Πράβι, έβλεπες μέσα στα διάφανα νερά να καθρεπτίζονται οι επιβλητικές δασωμένες πλαγιές με τις οξιές και τις καστανιές, τα έλατα και τις βελανιδιές και τα πλατύφυλλα τεράστια πλατάνια που αγκάλιαζαν, τότε, όλη τη βορινή πλευρά του Συμβόλου όρους, του Βίβλινου βουνού, όπως το αποκαλέί ο ποιητής Επίχαρμος ο Κείος (5ος αιώνας π.Χ.). Σύμβολο λεγότανε το σημερινό Παγγαίο. Έτσι αναφέρεται από το διάσημο έλληνα ιστορικό Δίωνα τον Κάσιο (155-235 π.Χ.) κι έτσι το ονομάζουν όλοι οι χαρτογράφοι-γεωγράφοι έλληνες και ξένοι, από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Νικησιανιώτης συγγραφέας Τριαντάφυλλος Ράντσιος, που ευτύχισε να χαρεί τα διάφανα νερά της Πρασιάδας λίμνης γράφει. ‘’Οι κάτοικοι της Νικήσιανης ασχολούνταν με το ψάρεμα στη Βάλτα. Είχε πολύ καλά ψάρια, κυρίως μικρόψαρα, αγριβάδια και τούρνες κι ολίγα χέλια και γουλιανούς. Οι κάτοικοι επίσης ασχολούνταν με τις ψάθες. Ένα ειδικό χόρτο που φύτρωνε στη λίμνη. Κι εκτός από τις σπιτικές ανάγκες στρώνανε τις ψάθες και στα δωμάτια αντί για χαλιά». Και συνεχίζει. «Και τροφοδοτούσαν με χαλιά όλα τα χωριά του κάμπου κι έφταναν, τα έργα των χεριών τους, μέχρι το Νευροκόπι και την Άνω Βροντού. Επίσης χρησιμοποιούσαν τις ψάθες για να σκεπάσουν τον καπνό, αλλά ήταν χρήσιμες και στην επεξεργασία του καπνού, στην συσκευασία και στην δεματοποίησή του, καθώς και σαν περιτύλιγμα στις ντάνες, προκειμένου να τις κάνουν εξαγωγή σε όλο τον κόσμο’’. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ, ΣΕΡΡΩΝ (πηγή: σταχυολόγηση απο http://me-mia-matia-ston-ilio.blogspot.com). ‘’Πριν καιρό είχα μάθει για μια λίμνη που υπάρχει κοντά στο χωριό Άγιο Πνεύμα Σερρών. Και αποφασίσαμε να την επισκεφτούμε. Ο δρόμος ήταν πολύ άσχημος. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν φτάσαμε και αυτό που αντικρίσαμε ήταν υπέροχο. Η Λίμνη χωμένη ανάμεσα σε δυο λόφους, βουβή και υπομονετική πότιζε τις αγελάδες και τα μποστάνια. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η απόλυτη ησυχία. Δεν ακούγονταν ούτε το θρόισμα των φύλλων. Την προηγούμενη μέρα είχαμε πάει στη θάλασσα και σκέφτηκα πόσο αδικημένη κάθετε εδώ μόνη της η λίμνη και κανείς δεν την ξέρει. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι έτσι είναι τα μοναδικά πράγματα. Μοναχικά και σπάνια.Και έτσι έγραψα την παρακάτω ιστορία για τη λίμνη.

´´Μια φορά πριν χρόνια, ένας Άνθρωπος έφτιαξε μια Λίμνη. Μακριά από την πόλη. Ανάμεσα σε δύο λόφους. Ήθελε να συγκεντρώνει το νερό της βροχής για να ποτίζει τις αγελάδες του. Η Λίμνη ήταν πολύ όμορφή, αλλά πάντα στενοχωρημένη. Στεκόταν εκεί, ανάμεσα τις φυλλωσιές των δέντρων βουβή και αμίλητη, με αφοσίωση στη δουλειά της. Το Καλάμι την ρώτησε.-Τι έχεις Λίμνη και είσαι θλιμμένη;-Θέλω Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

139


να γίνω Θάλασσα, του αποκρίθηκε. Δεν μπορώ απλά να στέκομαι εδώ, αποξενωμένη και έρημη και απλά να ποτίζω τα ζώα. Θέλω να ικανοποιώ τους ανθρώπους. Τόσο όμορφη που είμαι και δε με βλέπει κανείς. Κανείς δεν παίζει στα νερά μου, κανείς δε με χαίρεται. Δες η Θάλασσα πόσο τυχερή είναι. Έχει όλο τον κόσμο δικό της. Με αυτά τα λόγια ξαναέπεσε στην μελαγχολία της.Ένα ξημέρωμα όμως κάτι άλλαξε. Ένα ζευγάρι φάνηκε στις όχθες της. Με ένα άσπρο πουκάμισο αυτός και με ένα λευκό φόρεμα αυτή. Σαν θεοί και οι δυο, έβγαλαν τα ρούχα τους και έπεσαν στα νερά της. Και τότε η Λίμνη ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο. Ένιωσε την αγάπη τους, την καρδιά τους, την ηδονή τους. Και τα νερά της αγρίεψαν από τα σώματά τους, η σιωπή της έσπασε από την ανάσα τους, σαν τουφεκιά στον ήσυχο αέρα. Ενώθηκαν στα νερά της, ένιωσαν ότι βρίσκονταν σε ένα τσουβάλι γεμάτο έρωτα, που τους προστάτευε και τους νοιαζόταν. Όταν τελείωσαν ντύθηκαν και έφυγαν. Και άφησαν πίσω τις αισθήσεις τους, τα βλέμματά τους, τα φιλιά τους’’. ‘’Και τη Λίμνη πάλι μόνη…… αλλά..…-Καλάμι…… δεν χρειάζεται να είμαι θάλασσα. Είμαι εδώ για τους λίγους. Γι΄ αυτούς που μπορούν να με φτάσουν. Που μπορούν να περπατήσουν, να σκαρφαλώσουν. Είμαι εδώ γι΄ αυτούς που μπορούν να με εκτιμήσουν. Να καταλάβουν την σιωπή μου.Από τότε ανά διαστήματα συντρόφευσε πολλούς ανθρώπους και ένιωσε πολλά έντονα συναισθήματα. Ένωσε ζευγάρια, σκούπισε δάκρυα μοναχικών, έπαιξε με παιδιά, γέλασε με φίλους. Και έτσι η Λίμνη ξανά δεν στεναχωρήθηκε. Γιατί είχε βρει τον σκοπό της´´. (Κείμενο: Μαρία Νικολάου). __________

(lifestymfalia.gr) Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

140


3. Στερεά Ελλάδα, Εύβοια και Πελοπόννησος

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

141


3. Οι μικρές Λίμνες στη Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο Σελ.

Περιεχόμενα Εισαγωγή

3.1

144

Αλπικά και Υποαλπικά Εποχικά ή Μόνιμα Λιμνία

145-168

(Λιμνία στα Βαρδούσια, στο Βελούχι, στη Γκιώνα, στον Ελικώνα, στα Βουνά της Εύβοιας, στο Καλλίδρομο, στην Κυλλήνη, στην Όθρυ, στην Οίτη, στον Παρνασσό, στον Πάρνωνα, στο Χελμό και σε άλλα Βουνά) 3.2

Πεδινές και Ημιορεινές μικρές Λίμνες και Λιμνία

169-205

3.2α. Στη Στερεά Ελλάδα (Λίμνες Βουλιαγμένη Αττικής και Ηραίου, Λίμνη Κουμουνδούρου, Λιμνίο Βουρβά Σπάτων, Λίμνη Παραλίμνη. Λίμνη Στόμι Σχινιά)

169-180

3.2β. Στην Εύβοια (Λιμνία Αγαπητού, Αγδινών 1,2,4, Λίμνος, Λίμνη Δύστος, Λιμνία Μεγάλη Σβάλα, Μικρή Σβάλα, Οροπέδιου Ταναΐδας )

3.3

180-187

3.2γ. Στην Πελοπόννησο (Λίμνες Καϊάφα, Λάμια, Μουστός, Λιμνοθάλασσα Στρογγύλη, Λίμνη Στυμφαλία, Λίμνη Τσιβλού, Άλλες Μικρές Λίμνες κ.ά.)

187-205

Ημιφυσικές–Τεχνητές- Λίμνες από Εξορυκτικές και άλλες Δραστηριότητες

206-222

(Λίμνες στο Μπελέτσι, Λίμνες Ορυχείων Εύβοιας γενικά, 14 Λίμνες Ορυχείων Βόρειας Εύβοιας, άλλα Τεχνητά Λιμνία στην Εύβοια, Λίμνες των Ορυχείων στη Μεγαλόπολη Πελοποννήσου ) 3.4

3.5

Μικρές Λίμνες στη Βάση των Καταρρακτών -Βάθρες, Βόθνες, Φυσικές Πισίνες-

223-243

3.4α. Στη Στερεά Ελλάδα ( Κρεμαστός, Ντράφι, Πάντα Βρέχει, Πέτρας)

223-227

3.4β. Στην Εύβοια ( στη Δίρφη, στην Όχη, στη Βόρεια Εύβοια) 3.4γ. Στην Πελοπόννησο ( Αραπόλιμνα και Μαύρη Λίμνη, Βροντός, Λεπίδας, Μαυρονέρης, Νέδα, στον Πάρνωνα, στο Πολυλίμνιο, Τρίτωνας, Ύδατα Στυγός)

227-231

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες

243-262

231-243

(Η Μέδουσα του Γλυκού Νερού Craspedacusta sowerbii στην Ελλάδα, Το Μύδι του Γλυκού Νερού Dreissena blanci στην Ελλάδα, Το Λάμπασμα ‘’Will O’ the Wisp’’ στις Λίμνες στην Ελλάδα και οι Λαϊκές Δοξασίες-Μύθοι του, Οι Λιμνίσιες Βάρκες στην Ελλάδα)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

142


Η Λίμνη Νεβρόπολη στο Καλλίδρομο

Η Λίμνη Στυμφαλία ( φωτογραφία Δ. Λαμπρίδης)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

143


Εισαγωγή Στη Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο, έχουν καταγραφεί, μεταξύ των άλλων, εκτός από τις γνωστές φυσικές λίμνες τους (π.χ., Βουλιαγμένη, Δύστος, Ηραίου, Καϊάφας, Κουμουνδούρου, Παραλίμνη, Στόμι, Στυμφαλία, Τάκα, Υλίκη,) που παρουσιάζονται αναλυτικά στην ψηφιακή έκδοση ‘’Οι Φυσικές Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/, και πληθώρα από μικρά φυσικά ή ημιφυσικά υδάτινα σώματα –εποχικά, μόνιμης κατάκλυσης, παράκτια, εσωτερικά, λίμνες ορυχείων, αλπικά, ορεινά, πεδινά, λιμνοδολίνες, αλλά και βάθρες, κολυμπήθρες και φυσικές πισίνες σε ποτάμια, φαράγγια και καταρράκτες - τα οποία πρωτίστως σε τοπικό επίπεδο συνθέτουν τη συνέχεια των υγροτοπικών περιοχών σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, με τις λειτουργίες και τις αξίες τους. Αυτά τα μικρά σε έκταση υγροτοπικά οικοσυστήματα, είναι και σημαντικά, αλλά και είναι αναγκαία η προστασία και η διατήρησή τους, καθώς αποτελούν δομικά στοιχεία του τοπικού περιβάλλοντος, συντηρώντας και διαιωνίζοντας τη ζωή από τα χαμηλότερα προς τα ανώτερα οικολογικά επίπεδα (π.χ., βιοποικιλότητα, τροφικά πλέγματα, διάδρομοι ζωής, εμπλουτισμός υδροφορέων, συνδιαμόρφωση κλιματικών χαρακτηριστικών ). Η φυσική γεωγραφία αυτών των περιοχών σε γενικές γραμμές έχει ως ακολούθως: Η Στερεά ή Κεντρική Ελλάδα –Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα Φθιώτιδα και Ευρυτανία - είναι μία από τις πλέον ορεινές περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στο κεντρικό τμήμα της με τη νότια Πίνδο (π.χ., Γκιώνα, Βαρδούσια, Παρνασσός, Τυμφρηστός, Άγραφα, Καλοιακούδα, Χελιδόνα), αλλά και το Καλλίδρομο, την Όθρυ, την Οίτη, την Κίρφη, Ελικώνας, το Πτώον όρος, το Χλωμό όρος και νοτιότερα, τον Κιθαιρώνα, τα Γεράνια, τον Πατέρα, την Πάρνηθα, την Πεντέλη, τον Υμηττό, τον Όλυμπο Αττικής και άλλα χαμηλότερα βουνά. Ως προς τα υδάτινα σώματα, αυτή η περιοχή χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα υγροτοπικών περιοχών οι οποίες είναι σημαντικές για το φυσικό περιβάλλον και διαδραματίζουν κάποιο ρόλο -λειτουργία και χρήση - για τις τοπικές κοινωνίες. Στην Αττική και στη Βοιωτία, που έχουν χαμηλό ύψος βροχοπτώσεων, υπάρχει εντυπωσιακός αριθμός υγροτοπικών περιοχών, όχι μόνο παράκτιων αλλά και εσωτερικών. Εξάλλου, στη Φθιώτιδα, Φωκίδα και Ευρυτανία εντυπωσιάζει η εξάπλωση και κατανομή των υγροτοπικών περιοχών τους. Εδώ συναντούμε μικρές λίμνες εποχικού ή και μόνιμου χαρακτήρα στις αλπικές και υποαλπικές περιοχές, αλλά και σε ημιορεινές και πεδινές περιοχές, καθώς και βάθρες σε καταρράκτες και φαράγγια. Η Εύβοια ως νησί, έχει ιδιόμορφα κλιματικά (μικροκλίμα) και φυσιογραφικά χαρακτηριστικά (ανάγλυφο), τα οποία δημιουργούν ποικιλία ενδιαιτημάτων, αλλά και διατηρούν ενδημική, σπάνια, ή και προστατευόμενη χλωρίδα και πανίδα. Η γεωγραφική περιοχή της Εύβοιας ως προς τα νερά και τις υγροτοπικές περιοχές της χαρακτηρίζεται εξαιρετικά πολύ πλούσια και εντυπωσιακή, καθώς πέρα από τις φυσικά υδάτινα σώματα υπάρχει και μεγάλος αριθμός τεχνητών υδατοσυλλογών, κυρίως με τις λίμνες των ορυχείων-ανοιχτών λατομείων του λευκόλιθου και των γαιανθράκων (π.χ., υπάρχουν 9 τεχνητές λίμνες στα ορυχεία Τρούπι-Κάκκαβος, στα ορυχεία του Αλιβερίου και της ΛΑΡΚΟ, τεχνητές λίμνες, λιμνία και λιμνοδεξαμενές). Στα βουνά της, τα ψηλότερα, τη Δύρφη (+1743μ. ) και την Όχη (+1398μ.), αλλά και στα χαμηλότερα (π.χ., Καντήλι, Ζάρακας ή Βεϊζι,), υπάρχουν πολλά μικρά υδάτινα σώματα και μικρές υδατοσυλλογές-λίμνες. Σε χαμηλότερα υψόμετρα οι ρεματιές είναι κατάφυτες από πλατάνια, ενώ στις κοίτες των ρεμάτων σχηματίζονται εποχικά και μικρές λίμνες. Μικρές όμως λίμνες σχηματίζονται και ψηλότερα, σε φυσικά βυθίσματα επίπεδων πλαγιών, από το νερό των λυομένων χιονιών, ενώ στα ορεινά λιβάδια της Δίρφης (πάνω από τα +1200 μέτρα υψόμετρο το βουνό είναι εντελώς γυμνό), κυλούν υδάτινα ρέματα (στα νότια κυρίως τμήματα του ορεινού όγκου της στις θέσεις Πλακόρεμα, Στενιώτικο, Μακρυκάπα κ.ά.). Η Πελοπόννησος είναι κυρίως ορεινή περιοχή (π.χ., Χελμός, Κυλλήνη, Ερύμανθος, Μαίναλο, Πάρνωνας, Ταΰγετος, Παναχαϊκό). Οι πιο εκτεταμένες πεδιάδες αναπτύσσονται στα βορειοδυτικά και δυτικά με τις κοιλάδες των ποταμών Αλφειού και Πηνειού (Αχαΐα και Ηλεία), στα ανατολικά (Αργολίδα), αλλά και στα νότια στις κοιλάδες των ποταμών Ευρώτα (Λακωνία) και Πάμισου (Μεσσηνία). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Πελοπόννησο αποξηράνθηκα τα τελευταία 50 χρόνια σημαντικές υγροτοπικές περιοχές (για παράδειγμα, ανάμεσα σε αυτές είναι η λίμνη Μουριά και η λιμνοθάλασσα Αγουλινίτσα -1969-1972, η λίμνη Φενεός ή Φονιάς σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων στην Κυλλήνη, οι υγρότοποι της Νέας Κίου και της Λέρνης στην Αργολίδα, στην Αρκαδία υγρότοποι του οροπεδίου, αλλά και παράκτιοι στην Κυνουρία). Παρόλα αυτά, οι σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές εντοπίζονται στη βορειοδυτική και

δυτική Πελοπόννησο με λίμνες και λιμνοθάλασσες (π.χ., λίμνη Πρόκοπος, Στροφιλιά, έλη Λάμιας, λιμνοθάλασσες Καλογριάς και Κοτύχι, λίμνη Καϊάφα, λιμνοθάλασσα Γιάλοβα), γενικότερα με ποταμούς, παραπόταμους και στις εκβολές τους (π.χ., Αλφειός, Πηνειός, Γλαύκος, Ευρώτας, Λούσιος, Ασωπός, Σελινούντας, Βουραϊκός, Νέδα, Νέδωνας, Πάμισος), με εσωτερικές και παράκτιες φυσικές και τεχνητές λίμνες (π.χ., Στυμφαλία, Τάκα, Τσιβλού, Μουστού, Ψήφτα, Φενεού, Δόξας, Δασίου ), μικρές λίμνες εποχικού ή μόνιμου χαρακτήρα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές (π.χ., ορεινή Κορινθία, Αροάνια, Πολυλίμνιο Μεσσηνίας ), με πηγές και κεφαλάρια, αλλά και βάθρες στη βάση καταρρακτών, φυσικές πισίνες σε ποτάμια και άλλα.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

144


3.1 Αλπικά και Υποαλπικά Εποχικά ή Μόνιμα Λιμνία Είναι γνωστό ότι η γεωμορφολογία μιας περιοχής σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες και τη βλάστηση, αποτελούν προεξέχοντες παράγοντες για τη διαμόρφωση, μεταξύ των άλλων και για τα υδρολογικό καθεστώς και τις υγροτοπικές περιοχές. Και ορεινές περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας, της Εύβοιας και της Πελοποννήσου έχουν καταγραφεί πολλές μικρές φυσικές υδάτινες συλλογές, ως επί το πλείστον εποχικού χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν και μόνιμες μικρές λίμνες. Ειδικότερα, εκεί όπου απαντώνται περιοχές με καρστική γεωμορφολογία, είναι και το πιθανότερο να υπάρχουν αυτά τα λιμνία. Και οι ντόπιοι αναφέρονται κατά περίπτωση σε Λάκκες, Γούπατα, Γούρνες, Δολίνες και άλλα. Στις λίμνες των βουνών των πιο πάνω περιοχών, δεν υπάρχουν γνωστοί θρύλοι σχετιζόμενοι με δράκους, όπως συνηθίζεται με τις αλπικές λίμνες της Ηπείρου. Ίσως, οι ξηρότερες και φωτεινότερες συνθήκες που επικρατούν εδώ, να μην υπέβαλαν τόσο τους κατοίκους των γύρω περιοχών, όσο εκείνες, οι πολύ αντίξοες συνθήκες της Ηπείρου. Παρόλα αυτά συναντούμε πληθώρα από μικρές λίμνες, που εξυπηρετούν τοπικές ανάγκες, διαμορφώνουν τη συνέχεια του υγροτοπικού μωσαϊκού, στηρίζουν τη βιοποικιλότητα και το τοπικό περιβάλλον. Και μιλάμε για αλπικές, υποαλπικές και άλλες ορεινές μικρές λίμνες μόνιμου ή και εποχικού χαρακτήρα. Αξίζει τον κόπο να τις γνωρίσουμε, να τις προσεγγίσουμε, να τις αποτυπώσουμε και να τις προστατεύσουμε. ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΑΡΔΟΥΣΙΑ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://apodrasistinellada.blogspot.com, http://mires46.blogspot.com, http://allougialou.blogspot.com, http://www.summitpost.org). Οδοιπορώντας για να συναντήσουμε τις εποχικές λιμνούλες στα Βαρδούσια (κορυφή +2495μ.), ‘’ξεκινάμε από τη Σπερχειάδα, και ανεβαίνουμε στα Μάρμαρα ή Σέλιανη. Έξω από το χωριό και λίγο πριν το εκεί καφενείο παίρνουμε το μονοπάτι σε πυκνοδασωμένη πλαγιά. Απέναντι μας έχουμε το Στεφάνι και περνάμε δίπλα από την Παραθύρα (Παναγιά Σελιανήτισσα). Το μονοπάτι είναι απότομο και υπάρχουν πολλά πεσμένα δέντρα. Πρώτη στάση στο ξέφωτο της Αγίας Παρασκευής απολαμβάνοντας τη θέα στο συγκρότημα των Βαρδουσίων. Η κορυφή Πυραμίδα, όνομα και πράμα κλέβει την παράσταση. Συνεχίσουμε από μονοπάτι, περνώντας πρώτα από τον αρχαιολογικό χώρο με τους προμυκηναϊκούς τάφους (Δωριείς οι πρόγονοι). Το δάσος είναι πυκνό, βγαίνουμε στον Κάμπο, συνεχίζουμε στον κεντρικό χωματόδρομο, και βρίσκουμε τη διασταύρωση της Ανατολής (Πέρα Χωμήριανης). Παρακάμπτουμε το δρόμο, το τοπίο αλλάζει, και η βλάστηση ελαττώνεται, αλπικό τοπίο, αντικρίζουμε από κοντά τις πλαγιές από τη θέση Σινάνι και βλέπουμε τις 2 λίμνες τα Ζηρέλια κατά τους ντόπιους. Είμαστε σε υψόμετρο +1650 μέτρα, στην αρχή του οροπεδίου Πιτιμάλικο, στην θέση Σταυρός, πάνω από το χωριό Αθανάσιος Διάκος. Η τροφοδοσία αυτών των δύο λιμνίων (στην ανώτερη πλημμυρική στάθμη τους είναι ένα λιμνίο) γίνεται από τα γύρω ρυάκια που δέχονται τα νερά από τα χιόνια που λύωνουν στις γύρω πλαγιές. Τα ένα λιμνίο πολλές φορές φαίνεται καφετί σε χρωματισμό από τα λασπόνερα και το άλλο, συνήθως καθρεπτίζει το γαλάζιο του ουρανού. Και στο βάθος μια απότομη χιόνινη μύτη ξεπροβάλλει’’. Εξάλλου, σε κάποια άλλη αναφορά διαβάζουμε ‘’στα Βαρδούσια, σε οροπέδιο του ορεινού όγκου της Γραμμένης Οξιάς, κοντά στα χωριά Κολοκυθιά Φθιώτιδας, Μάρμαρο και Ανατολή, υπάρχει ένα εποχικό λιμνίο με την ονομασία Ζερέλια ή Ζερέλια Μαρμάρου ή Ψευτοζερέλια (τα γνωστά Ζερέλια είναι στον Αλμυρό Μαγνησίας). Το λιμνίο αυτό στην πλημμυρική του στάθμη είναι ένα λιμνίο, ενώ αργότερα, στα μέσα της άνοιξης με τις αρχές καλοκαιριού, η στάθμη του νερού πέφτει, οπότε διακρίνονται δυο ξεχωριστές λίμνες, δίδυμες λιμνούλες’’ (photo: Μ. Kostaki, http://www.panoramio.com, πληροφορίες από Elias Tselos). Και μια άλλη αναρρίχηση στα Βαρδούσια και το Μεγάλο Κάμπο, όπου δημιουργούνται εποχικές λίμνες από το λιώσιμο του χιονιού και τα νερά της βροχής. ‘’Από το χωρίο Αθανάσιος Διάκος, ακολουθήσαμε ένα παλιό μονοπάτι Ε4 που ελίσσονταν μέσα στα έλατα. Μετά την εκκλησία του Προφήτη Ηλία βαδίζαμε σε μια καταπράσινη αλπική ζώνη, στην οποία έβοσκαν πολλά κοπάδια προβάτων με την άγρυπνη παρουσία τσοπανόσκυλων τα οποία από μακριά μας έδειχναν τις άγριες διαθέσεις τους. Σε υψόμετρο περίπου +2000 μέτρων μέσα στην καταπράσινη αλπική ζώνη δυτικά του βουνού είναι δυο ορειβατικά καταφύγια. Από εκεί τραβερσάραμε για την κορφή ακολουθώντας ένα σημαδεμένο μονοπάτι πολύ ανηφορικό μέσα σε ένα χαλασά (σάρα).Η εικόνα ήταν καταπληκτική, μπροστά μας είχαμε το βραχώδες ανάγλυφο που κυριολεκτικά κρέμονταν τα βράχια πάνω από τα κεφάλια μας και το ονομάζουν «Πλάι του Γκιώνη». Η πορεία ήταν πολύ κοπιώδης, γίνονταν πολλές στάσεις και στο τέλος Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

145


ακολουθήσαμε ένα λούκι το οποίο μας οδήγησε σε ένα καταπράσινο οροπέδιο γνωστό ως Μέγας Κάμπος. Υπήρχαν λίγες χιονούρες και κάθε λογής πολύχρωμα αγριολούλουδα. Περπατήσαμε πάνω στο μοναδικό αυτό τοπίο μαγεμένοι από την ομορφιά του.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

146


Από το νότιο σημείο του κάμπου πήραμε ένα πολύ ανηφορικό δύσβατο μονοπάτι και μετά από λίγο βρεθήκαμε πάνω στην πιο ψηλή κορφή των Βαρδουσίων τον Κόρακα (υψ.+2475μ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

147


Στα Βαρδούσια, σε υψόμετρο +1650 μέτρα περίπου, στην αρχή του οροπεδίου Πιτιμάλικο, στην θέση Σταυρός, πάνω από το χωριό Αθανάσιος Διάκος, σχηματίζεται και μια άλλη εποχιακή λίμνη, που τροφοδοτείται από τα ρυάκια που δέχονται τα νερά των χιονιών που λιώνουν από τις γύρω πλαγιές. ΤΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΜΝΙΟ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΕΛΟΥΧΙ Ή ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΣ, ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.lekakis.com, http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.com,).

http://www.info-karpenisi.gr,

http://www.velouxi.gr

,

Μια μικρή εποχική λίμνη του χιονιού και της βροχής (Εποχικό Λιμνίο), βρίσκεται στο όρος Βελούχι ή Τυμφρηστός και σε υψόμετρο περίπου +1870 μέτρα. Αυτή η λίμνη είναι αλπικού τύπου, έχει διάμετρο στην ανώτερη στάθμη της γύρω στα 25 μέτρα και έχει ιδιότυπη υδρόβια χλωρίδα και πανίδα εποχικού χαρακτήρα. Η λίμνη διατηρεί σχεδόν σταθερή τη στάθμη της τις περισσότερες εποχές του χρόνου (ξηραίνεται την καλοκαιρινή περίοδο σε παρατεταμένες συνθήκες ανομβρίας της περιοχής ), καθώς το νερό της προέρχεται από το λιώσιμο των χιονιών που σκεπάζουν τη γύρο περιοχή. Καμιά φορά αυτά τα λιμνία διατηρούνται μέχρι και τον Ιούνιο, και εξαρτώνται από τις τοπικές βροχές, αλλά και στην ύπαρξη υπόγειων αναβλύσεων μέσα στη λίμνη. Η μικρή αυτή αλπική λίμνη χρησιμοποιείται από μετακινούμενους κτηνοτρόφους για να ξεδιψάσουν τα ζώα τους τα οποία φέρνουν τους καλοκαιρινούς μήνες για να τραφούν από τα πλούσια βοσκοτόπια που σχηματίζονται μετά από το χειμώνα

. Η λίμνη αυτή βρίσκεται 750 μέτρα μακριά από το Ορειβατικό Καταφύγιο στο Βελούχι ( υψομ., +1840 μέτρα περίπου), στο Χιονοδρομικό Κέντρο Εδώ θα δεις τους Αλπικούς Τρίτωνες του Βελουχιού – Ichthyosaura alpestris syn., Mesotriton alpestris veluchiensis και παλαιότερη ονομασία Triturus alpestris (Μοιάζει με μικρό δράκο, έχει μήκος 8 - 12 εκ., το χρώμα του είναι καστανογκρί με κοκκινωπή κοιλιά και ζει Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

148


στην οροσειρά της Πίνδου και στον ορεινό όγκο της βόρειας Πελοποννήσου, καθώς και σε μικρό τμήμα της Ροδόπης, σε υψόμετρα από +700 έως +2400μ. συνήθως σε μόνιμους ή εποχικούς υγρότοπους, όπως σε μικρές λίμνες -οι Δρακόλιμνες-, σε ρυάκια με κρύο και διαυγές νερό που βρίσκονται σε δάση και δασικά ξέφωτα, σε αλπικά λιβάδια, ενίοτε σε πετρώδεις και άγονες περιοχές, αλλά και σε ποτίστρες ζώων και πηγές), αλλά και πολλές προνύμφες διπτέρων εντόμων (φωτογραφίες από:http://www.info-karpenisi.gr, Panoramio/Η.Τσέλος).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΓΚΙΩΝΑ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.greece.com, http://www.eosartas.gr). Στη Γκιώνα (κορυφή +2510μ.),, στην τοποθεσία Βαθιά Λάκκα κάτω από την υψηλότερη κορυφή Πυραμίδα (+2510 μ.) σχηματίζεται στο τέλος του χειμώνα με το λιώσιμο των χιονιών πανέμορφο εποχικό λιμνίο, το οποίο αργότερα δίνει την θέση του σε ανθισμένο χαλί από Crocus velouchensis (βαλκανικό φυτό, με ευρεία εξάπλωση στην ορεινή Ελλάδα).

Το οδοιπορικό προς τη Γκιώνα αρχίζει από Λαμία, Καλοσκοπή και ανεβαίνουμε μέχρι τη θέση Μνήματα. Καθώς ανεβαίνουμε τα δέντρα μειώνονται και το τοπίο γίνεται αλπικό. Πλησιάζοντας στη Βαθειά Λάκκα βλέπουμε την κορυφή να δεσπόζει πάνω μας επιβλητική με άγρια ομορφιά που συναρπάζει κάνοντάς μας να ξεχάσουμε τα Βαρδούσια που τόση ώρα θαυμάζαμε. Φτάνουμε στη Βαθειά Λάκκα όπου κάνουμε την πρώτη μας στάση ενώ θαυμάζουμε την κορυφή, αλλά και την αντανάκλαση της στην λιμνούλα από κάτω. Συνεχίζουμε την ανάβασή μας προς το διάσελο και από εκεί ξεκινάμε για την κορυφή πατώντας όλο και περισσότερο χιόνι’’(φωτογραφίες από by cosmetology from Panoramio).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

149


Απ´εκεί η πεζοπορία και η αναρρίχηση έχουν προτεραιότητα. ‘’Σε όλη τη διαδρομή θαυμάζουμε το πυκνό δάσος από έλατα που μας περιτριγυρίζει και μετά από 20 λεπτά αρχίζουμε να περπατάμε σε χωματόδρομο. Σύντομα τον εγκαταλείπουμε για να ακολουθήσουμε το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει στη Βαθειά Λάκκα.

ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΕΛΙΚΩΝΑΣ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://partetavouna.blogspot.com, http://forum.snowreport.gr, http://www.oreivatikoskiriakiou.gr, Παπαδοπουλου, 1990 -Δελτ. Γεωλ., Εταιρ., ΧΧΙ,61-70, Μορφογεννητική μελέτη της πόλγης του Ελικώνα, http://www.oiti.gr). Στον Ελικώνα (κορυφή +1748μ.), σε μικρό οροπέδιο και σε υψόμετρο περίπου +850 μέτρων, στο χωριό Ελικώνας (παλαιότερα Ζερίκι), νοτιοδυτικά της κορυφής Παλιοβούνα, ανάμεσα στο ελατοδάσος,

σχηματίζεται την άνοιξη μια εποχική λίμνη που ξεδιψά τα ζώα στη νότια άνυδρη πλευρά του βουνού. Η ευκολότερη πρόσβαση στην περιοχή γίνεται από τη Λειβαδιά προς Αράχοβα, με κατεύθυνση το χωριό Αγία Άννα και λίγο βορειότερα φτάνουμε στο χωριό Ελικώνα. Εξάλλου, στη διαδρομή από την Κοιλάδα των Μουσών, κατευθυνόμενοι προς το χωριό Πόλιανη, φθάνουμε στο Ξηρόρεμα και πεζοπορώντας δίπλα και μέσα στο ποτάμι, βλέπουμε μικρούς καταρράκτες, πολλές μικρές λίμνες και τελικά φτάνουμε στην πηγή Αράπη. Το χωριό περιβάλλεται από πυκνό ελατοδάσος, ενώ μια μικρή λιμνούλα και καταπράσινα ορεινά λιβάδια καλωσορίζουν τους επισκέπτες. Και από ένα άλλο οδοιπορικό προς το λιμνίο του Ελικώνα, διαβάζουμε. ‘’Με ορειβατικό σύλλογο της Αθήνας περπατήσαμε ένα μικρό τμήμα του Ελικώνα. Ξεκινήσαμε από ένα σημείο το βουνού με την ονομασία Λούτσα Τζαβέλα, που είναι εποχικό λιμνίο, λίγο έξω από το χωριό Ζερίκι ή Ελικώνας, πιάσαμε την τρίτη ψηλότερη κορυφή του Ελικώνα, τη Μεγάλη Λούτσα (+1 548 μέτρα) και έπειτα κατηφορίσαμε στο Κυριάκι (720 μέτρα). Η διαδρομή στο 75% ήταν μέσα στο έλατα τα οποία σταματούσαν λίγο πριν την κορυφή, κοντά στα +1500 μέτρα και συνέχιζαν μέχρι 100-150 μέτρα υψομετρική πριν το Κυριάκι. Υπέροχος πραγματικά ο Ελικώνας, ειδικά η κορυφή της Μεγάλης Λούτσας (εποχικό λιμνίο) είναι το καλύτερο σημείο του βουνού, πολύ πυκνό δάσος εντελώς παρθένο. Αποτελεί μια εκτεταμένη κορυφή 3-3,5 χλμ μήκους, με υψόμετρο πάνω από τα +1500 μέτρα σε όλο το μήκος της. Αυτή η κορυφή ίσως δέχεται από τα μεγαλύτερα ποσά χιονιού στο βουνό λόγω του βόρειου προσανατολισμού και του μεγάλου και για αρκετά χλμ μήκους της. Άλλωστε στα ριζά αυτής της κορυφής στον οικισμό του Ελικώνα συντηρείτε για 4-5 μήνες εποχική λίμνη. Όπως έχουμε ξαναπεί, οι βόρειες από τις νότιες πλαγιές του βουνού δεν έχουν εντελώς καμία σχέση. Αν το νότιο τμήμα έχει 20 εκατ., βροχόπτωση ή χιονόπτωση, το βόρειο μπορεί να έχει πάνω από το 1 μέτρο. Όσο για την ομιχλοβροχή στο βουνό με καιρό βόρειου ρεύματος πρέπει να προσφέρει πολλά mm νερό στο βουνό. Πολύ ευεργετικό φαινόμενο, διότι όλο αυτό το νερό απορροφιέται αργά από το βουνό. Τα χιόνια στο βουνό είναι πολλά.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

150


Τα τελευταία χρόνια, από το 2005 και μετά ο οικισμός του Ζερικίου (Ελικώνας) και Αγίας Άννας έχουν δει και πάνω από 1,5 μέτρο χιόνι. Το άσχημο με το βουνό είναι ότι δεν το κρατάει εύκολα, λόγω μικρού υψομέτρου και των ισχυρών ζεστών νοτίων καταβατών που είναι ιδιαίτερα σφορδοί στην περιοχή λόγω του καναλισμού του Κορινθιακού κόλπου’’.

Μια μικρή εποχιακή λίμνη και εκτεταμένα δάση ελάτης καλωσορίζουν τους επισκέπτες στο χωριό Ζερίκι 850 μέτρα υψόμετρο (Φωτογραφίες: Ζερμαίν Αλεξάκη & Θοδωρής Αθανασιάδης www.viewsofgreece.gr)

Το όμορφο αυτό βουνό είναι γνωστό με αυτό το όνομα από τα πανάρχαιά χρόνια. Σύμφωνα με την μυθολογία είχαν εδώ την κατοικία τους οι εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Σήμερα ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιοποικιλότητα του βουνού και κυρίως η χλωρίδα του. Στα ανατολικά αναπτύσσονται εκτεταμένα δάση ελάτων σε υψόμετρο πάνω από τα +500 μέτρα, ενώ χαμηλότερα υπάρχουν πυκνά δρυοδάση. Έχουν καταγραφεί 1.200 είδη φυτών, ανάμεσά τους και πολλά απειλούμενα με εξαφάνιση. Για τους ορειβάτες ο Ελικώνας αποτελούσε ανέκαθεν ένα ευχάριστο και ενδιαφέρον πεδίο για σύντομες πεζοπορικές εξορμήσεις (φωτογραφία από Σοφία Μακρή-skaikairos). ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ (πηγές: σταχυολόγηση από Gloer, Falniowski, Pesic, 2010 -J. of Conchol., 40, 2, 179-185, The bithyniidae of Greece, Gastropoda, Gloer, Pesic, 2010 -J. of Conchol., 40, 3, 249-257, The Planorbis species of the balkans with the descriptions of Pl., vitojensis new sp., Gastropoda , Economou et al., 2007 -Mediter., Mar., Scien., 8/1, 91-166, The freshwater ichthyofauna of Greece-an update based on a hydrographic basin survey, Maurakis et al., 2004 -Biol., Bratis., 59/2, 173Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

151


179, The occurrence of Potamon species, Decapoda, Bracyura relative to lotic stream factors in Greece, Βλάμη, 2000 Τεχν., Έκθεσ., ΤΕΝΑΕ,ΟΙΚΟΣ, Η περιοχή της Όχης, Κάρυστος, Μαρμάρι,Καφηρέας, και από τα http://partetavouna.blogspot.com, http://www.wondergreece.gr, http://www.evia-guide.gr, http://www.allaroundevia.gr, http://www.infocenterevia.gr, http://e-onthemountain.blogspot.com).

Στα βουνά της Εύβοιας, τα ψηλότερα, τη Δύρφη (+1743μ. ) και την Όχη (+1398μ.), αλλά και στα χαμηλότερα (π.χ., Καντήλι, Ζάρακας ή Βεϊζι,), υπάρχουν πολλά μικρά υδάτινα σώματα και μικρές υδατοσυλλογές-λίμνες. Αυτές οι μικρές φυσικές λίμνες ή λιμνία που σχηματίζονται ψηλότερα, τις συναντάμε σε φυσικά βυθίσματα επίπεδων πλαγιών, από το νερό των λυομένων χιονιών, ενώ στα ορεινά λιβάδια της Δίρφης (πάνω από τα +1200 μέτρα υψόμετρο το βουνό είναι εντελώς γυμνό), κυλούν υδάτινα ρέματα (στα νότια κυρίως τμήματα του ορεινού όγκου της στις θέσεις Πλακόρεμα, Στενιώτικο, Μακρυκάπα κ.ά.), και στη γύρω περιοχή υπάρχουν οι σπάνιοι κρόκοι Crocus sieberi. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, στη θέση Αγία Κυριακή της Άνω Στενής, τα τρεχούμενα νερά και οι εκεί καταρράκτες, αλλά και οι μικρές λίμνες που σχηματίζονται στην πορεία του ποταμού, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό σκηνικό. Η Όχη, στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα της διασχίζεται από φαράγγια (π.χ., Δημοσάρη, Αγίου Δημητρίου, Αρχάμπολης), έχει απότομες δασωμένες (δασική και θαμνώδη βλάστηση) πλαγιές προς τη θάλασσα, και πολλές πηγές και ρέματα. Εδώ στον ορεινό χώρο βρίσκονται και οι λίμνες των ορυχείων που είναι τεχνητά συστήματα που στην πορεία του χρόνου απέκτησαν ένα ημιφυσικό περιβάλλον. Αυτά όμως θα μας απασχολήσουν σε παρακάτω κεφάλαιο. Επίσης, σε χαμηλότερα υψόμετρα οι ρεματιές είναι κατάφυτες από πλατάνια, ενώ στις κοίτες των ρεμάτων σχηματίζονται εποχικά και μικρές λίμνες. Και μια που αναφερόμαστε στα νερά και στις υγροτοπικές περιοχές της Εύβοιας, αξίζει να αναφερθούν και τα ακόλουθα. Σε σχετικά πρόσφατα (2010) επιστημονική δημοσίευση ξένων επιστημόνων διαπιστώθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι στην Εύβοια διαβιούν και τα ενδημικά και σπάνια γαστερόποδα του γλυκού νερού Pseudobithynia euboeensis και Pseudobithynia zogari (π.χ., στην Όχη, Μαρμάρι, Κάρυστο και τη λίμνη Βίδρα Καρύστου), αλλά και το επίσης ενδημικό γαστερόποδο Planorbis atticus (συνώνυμο με το Pl.atticus v. arethusae και το Pl.umbilicatus v. heterodoxa). Αυτά, έχουν βρεθεί στο βουνό Όχη στη νότια Εύβοια και στα ρυάκια του Λάλα και του Αετού, κοντά στην Κάρυστο και ψηλότερα στην πηγή Μετόχι. Σημειώνεται, ότι το γένος Bithynia είναι γνωστό, ενώ το γένος Pseudobithynia είναι σπάνιο ή και απουσιάζει από τις άλλες βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα, είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των ενδημικών ειδών που ανήκουν στην οικογένεια Bithyniidae, τόσο του γένους Bithynia (π.χ., Bithynia graeca στη λίμνη Παμβώτιδα, Β.hellenica στη λίμνη Τάκα και τον ποταμό Κράθη, B. prespensis, στις Πρέσπες και την λίμνη Ορεστειάδα, B.kastorias, στη λίμνη Ορεστειάδα και στις Πρέσπες, Β. candiota και B.cretensis,σε υδάτινα σώματα γλυκού νερού της Κρήτης), όσο και για το γένος Pseudobithynia (π.χ., Pseudobithynia ambrakis στη λίμνη Αμβρακία, Ps.westelundi και Ps.hemmeni στη λίμνη Παμβώτιδα, Ps.renei στην Κέρκυρα, στην λίμνη Τριχωνίδα τα Ps. trichonis, Ps.panetolis, Ps. falniowskii, το Ps.gittenbergeri στη νήσο Σάμο, Ps. euboeensis στην Εύβοια,και το Ps.zogari με πλατιά κατανομή εκτος από την Εύβοια –σε ρυάκια του όρους Όχη, λίμνη Βίδρα στη Κάρυστο, και στο Λιτόχωρο, Πρέβεζα, Παξούς, Πάργα, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Μεσσηνία και Λακωνία. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το είδος Pseudobithynia zogari είναι νέο είδος γαστεροπόδου για την επιστήμη και δόθηκε αυτό το όνομα προς τιμή του ερευνητή Στ. Ζάγκαρη, του ΕΛΚΕΘΕ, ο οποίος το βρήκε στην Εύβοια και αλλού).

Εξάλλου, στην Εύβοια έχουν καταγραφεί και τα προστατευόμενα αμφίβια, η ποταμοχελώνα και η βαλτοχελώνα (Mauremys rivulata και Emys orbicularis), ο ποταμοκάβουρας (Potamon fluviatile), το υδρόβιο θηλαστικό βίδρα (Lutra lutra), και ψάρια του γλυκού νερού, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη επικαιροποιημένη καταγραφή (τα ενδημικά Barbus euboicus στο Μανικιώτικο ρέμα, Barbus sperchiensis στα ποτάμια Νηλέας και Κηρέας, Squalius sp., στα ποτάμια Κηρέας, Νηλέας και Μανικιώτικο, Knipowitschia caucasica στα ρέματα Ρηγιά και Λάλας στην Κάρυστο, αλλά και τα ψάρια που έχουν εισαχθεί στα υδάτινα σώματα της περιοχής, δηλαδή ο κυπρίνος –Cyprinus carpio στη λίμνη Δύστος και το κουνουπόψαρο –Gambusia holbrooki στη λίμνη Δύστος και τα ρέματα Ρηγιά και Λάλας, αλλά και το κοσμοπολιτικό χέλι Anguilla anguilla ). ΛΙΜΝΙA ΕΠΟΧΙΚA ΣΤΗ ΝΕΒΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΠΑΛΑΙΟΣΟΥΒΑΛΑ, ΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΟ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές:σταχυολόγηση από πηγές: http://partetavouna.blogspot.com, http://www.neoi-palaioxwriou.gr, http://www.travelstories.com, http://kallidromo-kallidromon.com, harp://www.routes.gr, http://www.neoi-palaioxwriou.gr). Το Καλλίδρομο (κορυφή +1399 μ.), βουνό της Στερεάς Ελλάδας, βρίσκεται νότια της Οίτης στη

Φθιώτιδα. Χαρακτηριστικό του βουνού είναι η πλούσια βλάστηση και το έλατο που υπάρχει παντού, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

152


παρά το σχετικά χαμηλό υψόμετρο. Στο βουνό υπάρχουν αρκετά νερά που το χειμώνα και την άνοιξη σχηματίζουν πολλές εποχικές φυσικές λίμνες.

Ειδικότερα, σε ένα οροπέδιο κοντά στο ορειβατικό καταφύγιο, στον παλιό δασικό δρόμο, που ενώνει το Ελευθεροχώρι με τη Μενδενίτσα και όχι πολύ μακριά από το χωριό Ελευθεροχώρι, υπάρχουν δύο μεγάλα καρστικά βυθίσματα που κρατούν νερό και σχηματίζουν 3 εποχικές λίμνες τη χειμερινή περίοδο μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Οι 2 αποτελούν την ορεινή λίμνη, με την ονομασία Παλιοσουβάλα, ή Λίμνη της Μενδενίτσας (με έκταση περίπου 2–4 εκτάρια το καθένα), περίπου στα +1000 μέτρα υψόμετρο, περιβάλλονται από έλατα και στα νερά τους ζουν πολλά αμφίβια. Η άλλη, η μικρότερη (έκτασης περίπου 0.05 εκτάρια) η Λίμνη Νεβρόπολη ή Λίμνη του Καλλίδρομου (στα +1100 μέτρα υψόμετρο), στη θέση Τριανταφυλλιά Νεβρόπολης (7 χλμ., βόρεια του χωριού Παλαιοχώρι Δωριέων), λέγεται από τους ντόπιους Λούτσα. Εδώ σε αυτή την περιοχή της Νεβρόπολης (προέρχεται από τις λέξεις Νεβρός=νεογέννητο ελάφι και τη λέξη Πόλη. Η περιοχή σύμφωνα με την παράδοση ήταν τόπος αναπαραγωγής ελαφιών πριν απο πολλά χρόνια) μπορούμε να δούμε αγέλες άγριων αλόγων να βόσκουν στα γειτονικά λιβάδια και

να ποτίζονται απο το νερό της λίμνης. Στα λιμνία αυτά αναπτύσσεται τυπική εαρινή υδρόβια χλωρίδα με είδη όπως τα Myosurus minimus, Polygonum aviculare, Juncus bufonius, Ranunculus lateriflorus, Gnafalium uliginosum, Mentha cervina και Isoetes heldreichii. Η περιοχή ανήκει στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

153


Επίσης, στη λίμνη της Νεβρόπολης ζει κι ένα είδος Τρίτωνα, που είναι σπάνιο και προστατευόμενο είδος, καβούρια και άλλα ζώα. Το τοπίο στην περιοχή αυτών των εποχικών λιμνών είναι σχετικά σπάνιο για τον Ελλαδικό χώρο. Τα λιβάδια απλώνονται ανάμεσα στα έλατα και τις κορυφές, τα χρώματα μαγευτικά την άνοιξη, ενώ το χειμώνα το χιονισμένο τοπίο και οι παγωμένες εποχικές λίμνες δημιουργούν εξωπραγματικό σκηνικό. Η έντονη παρουσία του νερού με τις εποχικές λίμνες (Νεβρόπολη και Παλαιοσουβάλα), πηγές, ρυάκια και χείμαρρους συμβάλλει στη δημιουργία μεγάλης ποικιλότητας ενδιαιτημάτων και ενός ιδιαίτερα όμορφου τοπίου.

Στο Καλλίδρομο, η κορυφή που βρίσκεται πάνω από τις Θερμοπύλες ονομάζεται Ελαφοβούνι. Άλλες γνωστές τοποθεσίες στους φίλους του Καλλίδρομου είναι η Αγορασιά, η Καλαμποκιά, και στην κορυφή ο Αη-Λιάς. Δεξιότερα είναι τα Ισώματα, το Μουρούζο με τις Λάκκες του (εποχικές λιμνούλες), οι Λυκότρυπες και τα Λαζαρά με τα Χοντρά δέντρα, το Ψηλόραχο, τα Καρτέρια και η Κεδρόραχη με τις Ντουσκόλακες δεξιά της, το Στρώμα και το Μεγάλο Χάραμα που οδηγεί στα Νεραϊδάλωνα,στο Ξεροπήγαδο, στην Κορομηλιά κι από εκεί στην επιβλητική Γκιόζα. Το Καλλίδρομο ως βουνό είναι βατό (το λέει και η ονομασία του), έχει πάρα πολλά αλώνια και τσουμάρια, εποχικές λιμνούλες, πηγές με βρύσες και ποτίστρες, σπάνια βότανα και μανιτάρια. Σημειώνεται ότι η βόρεια κυρίως πλευρά του Καλλίδρομου, έχει χαρακτηριστεί τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

154


ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΚΥΛΛΗΝΗ Ή ΖΗΡΙΑ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (ΛΙΜΝΕΣ ΔΑΣΙΟΥ, ΜΕΓΑΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ ΛΙΜΝΗ ΦΕΝΕΟΥ) (πηγές: σταχυολόγηση από http://okeanis.lib.teipir.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/265/pol_00641.pdf?sequence=1 (πτυχ. εργ., Κ Παπαναστασόπουλος, 2010,ΤΕΙ Πειραιά, http://www.e-ziria.gr, http://www.orosziria.gr). Η γεωμορφολογία της Κυλλήνης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη οροπεδίων, όπου από το χειμώνα και την άνοιξη τα νερά λιμνάζουν σχηματίζοντας λιμνία. Συγκεκριμένα βόρεια και βορειοανατολικά της κορυφής Μεγάλη Ζήρια, απλώνεται το Οροπέδιο Λιβάδι (+1500 μ.) και το Ξερολίβαδο (1500μ.), ενώ νοτιοδυτικά της κορυφής απλώνεται το οροπέδιο Σκαφιδιά (+1298 μ.). Το οροπέδιο Ξερολίβαδο φτάνει μέχρι τη Λίμνη Δασίου και στο οροπέδιο Λιβάδι δημιουργούνται λιμνία σε δυο-τρεις δολίνες, που παλιότερα συγκροτούσαν τη λίμνη Μεγαγιάννη. Από εκεί τα νερά δεν φαίνεται να έχουν επιφανειακή διέξοδο. Ένα μέρος τους εισέρχεται στις ρωγμές των ασβεστολιθικών πετρωμάτων και ρέουν υπογείως μέχρι να βρουν διέξοδο, δημιουργώντας πηγές στα κατάντη. Τα νερά των πηγών αυτών, που συλλέγουν τα υπόγεια νερά του ασβεστολιθικού ορεινού όγκου της Κυλλήνης, καταλήγουν στη λίμνη της Στυμφαλίας, στις πηγές των ποταμών Σύθα, Όλβιου, Τρικαλίτικου και στις πηγές των οροπεδίων της Κυλλήνης, όπως Μικρό Κεφαλάρι, της Περδικούλας, του λόφου του ναού του Ερμή, Καλανάκου, καθώς και στις πηγές στα γειτνιάζοντα ορεινά χωριά. Το οροπέδιο Σκαφιδιά, ανάμεσα στη Μικρή (υψόμετρο +2080μ.) και στη Μεγάλη Ζήρια ή Κυλλήνη (υψόμετρο +2376μ.), το χειμώνα και την άνοιξη κατακλύζεται και αυτό από νερά. Μέχρι το καλοκαίρι μεγάλο μέρος των νερών έχει απορροφηθεί και έχει τροφοδοτήσει τις χαμηλότερες πηγές της Κορινθίας, μετατρέποντας στην ουσία την Κυλλήνη σε ζωτικό υδατοσυλλέκτη της περιοχής. Ακριβώς σε αυτή τη γεωμορφολογία οφείλεται η ονομασία Κυλλήνη, που χαρακτηρίζεται από πολλές κοιλότητες και λακκώματα (κύλλους), εποχιακές λίμνες όπως η Δασίου και Μεγαγιάννη και πολλές μικρές Δολίνες (η Κυλλήνη λέγεται και Ζήρια, πιθανόν από σλαβική λέξη που σημαίνει βελανίδι ). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, οι συγκεντρώσεις νερού σχηματίζουν το χειμώνα και την άνοιξη στην ανατολική πλευρά του οροπεδίου της Κυλλήνης τη Λίμνη Μεγαγιάννη και πολλές δολίνες με νερό και στη δυτική τη Λίμνη Δασίου. Τα άφθονα νερά της πρώτης διοχετεύονται με υπόγεια απορροή στο Κεφαλάρι προς την πλευρά της Στυμφαλίας και της δεύτερης στο Μικρό Κεφαλάρι προς τα Μεσαία Τρίκαλα. Επίσης, εδώ υπάρχει η χαράδρα της Φλαµπουρίτσας, με πολλά ρυάκια και νερά που αναβλύζουν κάτω από τα αιωνόβια δένδρα και χάνονται σε υπόγειες διαδρομές. Η λίμνη Δασίου, μαζί με τις κορυφές της Κυλλήνης και τη χαράδρα της Φλαμπουρίτσας (περιοχή Natura2000), χαρακτηρίζονται, ως περιοχές ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και σημαντικότητας που χρήζουν προστασίας (έχουν καταγραφεί περίπου 1000 taxa χλωρίδας, σχετικά υψηλό ποσοστό ενδημισμού με 122 taxa ή 12.8% της συνολικής χλωρίδας, με 4 ενδημικά είδη της Κυλλήνης, με 28 ενδημικά της Πελοποννήσου και 90 ενδημικά που εξαπλώνονται σε περισσότερες από μια φυτογεωγραφικές περιοχές, στα ανώτερα υψομετρικά επίπεδα - +1000+2376μ.-παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση ενδημικών ειδών, η οποία σχετίζεται κυρίως με τη φυτοκοινωνιολογική Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

155


απομόνωση αυτών των οικοτόπων -+1000-+1500μ.: 62 taxa , 1500-2000: 97 taxa , 2000-2376: 59 taxa-, επιπλέον πάνω από τα 1600μ.υψόμετρο παρατηρείται εξαιρετικά μεγάλη ποικιλότητα σε τύπους οικοτόπων ).

Ένα οδοιπορικό μας πληροφορεί. ‘’Ωστόσο, μετά τη λίμνη Στυμφαλία αρχίζουν οι ανηφόρες μέχρι να φτάσουμε σε ένα δεύτερο οροπέδιο όπου στην άκρη του βρίσκεται η αρχαία Φενεός. Περνώντας το χωριό φτάνουμε στην τεχνητή λίμνη Δόξας, με τα πεύκα και τα έλατα δίπλα της και το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου στη μέση της. Το τοπίο θυμίζει εύκολα Ελβετία και τα διάφορα χωριά Φενεού, απλώνονται στο ομώνυμο οροπέδιο που σχηματίζεται ανάμεσα από το Χελμό και τη Ζήρια. Είναι μια περιοχή, γεμάτη ιστορία και μύθους. Σύμφωνα με το μύθο οι καταβόθρες που ρούφαγαν τα νερά της λίμνης ήταν οι πύλες του Άδη’’. Η Λίμνη Δασίου. (Natura2000=GR2530001, Κορυφές όρους Κυλλήνη, Ζήρια, και χαράδρα Φλαμπουρίτσας). Η εποχική Λίμνη Δασίου έκτασης περίπου 60 στρεμμάτων, βρίσκεται στον ορεινό όγκο της Κυλλήνης (στις βορειοδυτικές παρυφές του υψιπέδου της) σε υψόμετρο +1480 μ. και χαρακτηρίζεται ως πόλγη, δηλαδή ρηχή λίμνη (πόλγη= μια μεγάλη πεδινή έκταση, συνήθως σε μεγάλα υψόμετρα που περιβάλλεται από απότομες πλαγιές ή κορυφές βουνών και που δημιουργήθηκε από τις διαλυτικές διεργασίες του νερού πάνω στα ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής. Συνήθως, όταν αυτή η περιοχή δεν έχει επιφανειακή απορροή, αλλά μόνο υπόγεια μέσα από καταβόθρες κλπ). Συγκρατεί Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

156


νερό τους περισσότερους μήνες του χρόνου (8-9 μήνες), αλλά ξηραίνεται το καλοκαίρι, όπου αναπτύσσεται ένα καταπράσινο λιβάδι.

Η ευρύτερη περιοχή είναι μια καρστική λεκάνη, στο εσωτερικό της οποίας αποτέθηκαν κυρίως αργιλικής σύστασης ιζήματα μεγάλου πάχους, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση υδατοστεγανών συνθηκών και σταδιακά οδήγησαν στη δημιουργία της λίμνης, η οποία δέχεται νερά από τις βροχοπτώσεις και τις χιονοπτώσεις. Το ορεινό κλίμα της περιοχής, το ανάγλυφο και ο τύπος του γεωλογικού υποστρώματος επηρεάζουν και ρυθμίζουν τη συγκέντρωση και τη διαθεσιμότητα του νερού της λίμνης. Η λίμνη Δασίου, είναι μια από τις λίγες λίμνες της Πελοποννήσου και μια από τις ελάχιστες της Ελλάδας σε αυτό το υψόμετρο (+1480 μέτρα περίπου). Και η λίμνη Δασίου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο φυσικών υδατοσυλλεκτών, με τη μορφή εποχιακών λιμνών και δολινών της Κυλλήνης. Τα νερά του ορεινού όγκου μέσα από υπόγειες απορροές καταλήγουν σε πηγές, που φτάνουν μέχρι τα χαμηλότερα υψόμετρα, όπως της Στυμφαλίας, από τις οποίες αυτή τη στιγμή υδρομαστεύεται ένα μεγάλο μέρος της Κορινθίας, του Μικρού Κεφαλαρίου από τις οποίες υδρεύονται τα Τρίκαλα, της Αγίας Βαρβάρας, από τις οποίες υδρεύεται ο Δήμος Ξυλοκάστρου Η Λίμνη Μεγαγιάννη. Στην ανατολική πλευρά του οροπεδίου της Κυλλήνης, οι συγκεντρώσεις νερού σχηματίζουν το χειμώνα και την άνοιξη, τη λίμνη Μεγαγιάννη και πολλές άλλες δολίνες με νερό (στη δυτική πλευρά της Κυλλήνης βρίσκεται η λίμνη Δασίου). Τα άφθονα νερά της λίμνης Μεγαγιάννη, διοχετεύονται με φυσική υπόγεια απορροή στο Κεφαλάρι προς την πλευρά της λίμνης Στυμφαλίας, ενώ εκείνα της λίμνης Δασίου, στο Μικρό Κεφαλάρι προς τα Μεσαία Τρίκαλα Κορινθίας. Η Παλαιά Λίμνη Φενεού. To οροπέδιο του Φενεού είναι γεωλογικά μια ‘’πόλγή’’ (διαστάσεων περίπου 700 μέτρα Χ 15 χιλίομετρα). Υπήρξε στο παρελθόν, ως μεγάλη λίμνη -η παλαιά Λίμνη του Φενεού- και κατά μεγάλα διαστήματα είχε μέγιστη έκταση που έφτανε μέχρι και τα 194 τ.χλμ στρέμματα (λέγεται ότι το 1935 είχε έκταση 30 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μέγιστο βάθος τα 50 μέτρα). Αυτό συνέβαινε διότι τα δύο ποτάμια της κοιλάδας της Φενεού, ο Όλβιος και ο Δόξας, εμποδίζονταν περιστασιακά από φυσικά αίτια να παροχετεύσουν τα νερά τους προς τις πηγές του Λάδωνα στο Πλανητέρο. Το αποτέλεσμα ήταν τα νερά τους να διοχετεύονται στο οροπέδιο της Φενεού και να δημιουργούν τη ομώνυμη λίμνη. Με την πάροδο του χρόνου από φυσικά κυρίως αίτια (π.χ., γεω-ολισθήσεις, συσσώρευση ή και απαγωγή φερτών υλικών, τεκτονικές και γεωμορφολογικές διεργασίες), οι υπάρχουσες στην περιοχή υπόγειες σήραγγες και διαδρομές (π.χ., καταβόθρες, βάραθρα), κυρίως στις νότιες απολήξεις του οροπεδίου, ‘’έλυσαν’’ το πρόβλημα της συσσώρευσης του νερού των δύο ποταμών στο οροπέδιο. Κατά περιόδους όμως, οι καταβόθρες φράσσονταν-έκλειναν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σταδιακά πλημμυρισμός εδαφών, έλη και με τον καιρό να μετατρέπονται σε λίμνη. Από μαρτυρίες παλαιών κειμένων, φαίνεται ότι οι καταβόθρες της περιοχής του Φενεού, που άνοιξαν το έτος 1897, αποστράγγισαν τότε το οροπέδιο, η λίμνη αποξηράνθηκε και οι κάτοικοι της περιοχής βρήκαν εύφορο έδαφος για να το καλλιεργήσουν. Σήμερα, τους χειμερινούς μήνες συγκεντρώνεται ποσότητα νερού, στη δυτική πλευρά του οροπεδίου, στους πρόποδες του όρους Σαϊτάς, που σε συνδυασμό με την απουσία βλάστησης στον ορίζοντα της περιμέτρου της πεδιάδας, υποδηλώνουν την ύπαρξη της λίμνης κατά την αρχαιότητα. Επίσης, στην περιοχή ανάμεσα στα όρη Χελμός και Ντουρντουβάνα, απέναντι από τους πρόποδες της Ζήριας, έχει δημιουργηθεί η τεχνητή λίμνη Δόξα, σε υψόμετρο +900 περίπου μέτρων, για την κάλυψη των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

157


αρδευτικών αναγκών της περιοχής. Σήμερα κοντά στην παλιά λίμνη με τη βοήθεια ενός φράγματος ξανά συγκεντρώθηκαν τα νερά κι έτσι έχουμε την ομώνυμη λίμνη Δόξα σχετικά πρόσφατα το 1988. Προς βορρά έχει το όρος Κυλλήνη, νότιο-ανατολικά τον Ολίγυρτο και δυτικά τον Χελμό. παλιά ήταν πλημμυρισμένο από τα νερά των ποταμών Δόξα και Όλβιου και ακόμα μέχρι σήμερα μπορεί να ξεχωρίσει κανείς το ύψος της στάθμης του (παλαιότερα εδώ ήταν η λίμνη του Φενεού).

Η περιοχή της Παλαιάς Λίμνης του Φενεού

Η λίμνη της Φενεού και οι καταβόθρες αποτέλεσαν στα αρχαία χρόνια πηγή μύθων και ιστοριών, επισημαίνοντας έτσι τον σημαντικό ρόλο τους στη ζωή και στις μετακινήσεις των ντόπιων πληθυσμών. Τελευταία φορά οι καταβόθρες άνοιξαν το 1897, αποξηραίνοντας τη λίμνη και προσφέροντας στους κατοίκους της περιοχής μεγάλες εκτάσεις για καλλιέργεια. Από τότε η μεγάλη λίμνη δεν έχει εμφανιστεί ξανά, κάτι όμως που δεν έχει αποκλειστεί για το μέλλον, ενώ μικρά λιμνία, μικρά υδάτινα σώματα εμφανίζονται κατά την υδροφόρα περίοδο, τα οποία όμως συνήθως ξηραίνονται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

158


ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΟΘΡΥΣ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.taxydromos.gr, http://www.eosalmyrou.gr, http://www.naturagraeca.com, http://www.wondergreece.gr, http://e-onthemountain.blogspot.com, http://www.routes.gr ). Η Όθρυς (κορυφή +1726μ.) είναι οροσειρά που διαχωρίζει τη Θεσσαλία και τη Μαγνησία από τη Στερεά

Ελλάδα. Στη θέση Πόρτες (διασταύρωση του Αχλαδίου, αριστερά της εθνικής οδού, και με ανοδική κατεύθυνση προς το χωριό Σπαρτιά, ένας χωματόδρομος οδηγεί ψηλότερα στις Πόρτες), υπάρχει μια μικρή εποχική λίμνη. Εξάλλου, ανατολικά, κοντά στο χωριό Βρίνιανη, βρίσκεται η Νεροσπηλιά, ένα υπόγειο καρστικό σπήλαιο, με νερά, σταλακτίτες και σταλαγμίτες, λιμνούλες και απολιθωματοφόρα πετρώματα. Εξάλλου, και τα Ζερέλια Μαγνησίας βρίσκονται στους βόρειους πρόποδες της Όρθρυς σε υψόμετρο περίπου +130 μέτρα. ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΟΙΤΗ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://kallidromo-oros.blogspot.gr, http://e-onthemountain.blogspot.gr, http://www.eecology.gr/DiscView.asp?mid=1356&forum_id=11& ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

159


Στο όρος Οίτη (κορυφή +2152μ.), ο τύπος οικότοπου ‘’Εποχικά Λιμνία’’, έχει αναγνωριστεί σε περισσότερες από 3 περιοχές με συνολική έκταση πάνω από 0.03 εκτάρια. Ειδικότερα, τα πλέον γνωστά βρίσκονται στις Λειβαδιές και σε περίπου +1800 μέτρα υψόμετρο, στο Γρέβενο και στην Αλύκαινα σε περίπου +1900 μέτρα υψόμετρο, ενώ από οδοιπορικές περιγραφές φαίνεται να υπάρχουν και πολλά άλλα εποχικά λιμνία στην Οίτη (π.χ., Λίμνη Αετός, Λίμνη Τζιρός). Επίσης, ένα ακόμα γνωστό μικρό λιμνίο εμφανίζεται βόρεια από την κορυφή Τράπεζα. Εδώ στη Οίτη αυτός ο τύπος οικότοπου, παρουσιάζεται σε μικρές κοιλότητες σε γκρίζο φλύσχη. Εκεί, όταν λιώνει το χιόνι, δημιουργούνται ρηχά λιμνία, τα οποία τελικά ξηραίνονται νωρίς το καλοκαίρι. Χαρακτηριστικά είδη υδρόβιων ή και αμφίβιων φυτών είναι τα Corrigiola litoralis, Ranunculuslateriflorus, Myosurus minimus, Lythrum tribracteatum και το μοναδικό Veronica oetaea. Ειδικότερα, το Veronica oetaea, το μικροσκοπικό αμφίβιο φυτό, φυτρώνει μόνο στην Οίτη, και μόνο στα εποχικά της λιμνία στις Λειβαδιές και πουθενά αλλού στον κόσμο. Το συγκεκριμένο είδος ανθίζει όταν ξεραίνονται τα εποχιακά λιμνία, μεταξύ μέσων Μαΐου και μέσων Ιουνίου, ανάλογα με τις μετεωρολογικές συνθήκες.

Τα λιμνία της Οίτης είναι ένας πραγματικά σπάνιος τύπος οικότοπου, καθώς συνδυάζουν το μεγάλο υψόμετρο με το μεσογειακό κλίμα, ενώ ξεραίνονται πολύ γρήγορα αφού πλημμυρίσουν. H Veronica oetaea είναι το πιο ευάλωτο δημιούργημα των οικοτόπων αυτών, με έναν από τους πιο σύντομους κύκλους ζωής στον φυτικό κόσμο – περίπου τρεις εβδομάδες από την εμφάνιση έως το τέλος της καρποφορίας του. Οι πιο πάνω πληροφορίες προέρχονται κυρίως από το φορέα ‘’Εθνικός Δρυμός Οίτης’’ (ο Εθνικό Δρυμό της Οίτης, ιδρύθηκε το 1966, και έχει στη δικαιοδοσία του έκταση 70 τετραγωνικά χιλιόμετρα ). Κάτω από την κορυφογραμμή Αετός στο βουνό της Οίτης, υπάρχει μια λιμνοδολίνη, η γνωστή στους ντόπιους Λίμνη Οβορός (στα σλάβικα σημαίνει στάνη, μαντρί, σταύλος) ή Λίμνη Αετός. Είναι εποχική λίμνη η οποία λόγω της μειωμένης χιονόπτωσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιό σπάνιο να καλύπτεται από νερό. Εξάλλου, μαρτυρίες επισκεπτών κάνουν λόγο γιά ύπαρξη ρωγμής στην κοίτη της λίμνης και ξαφνική απώλεια των νερών της. Η διαύγαση του νερού της άλλοτε είναι διάφανη και άλλοτε λασπώδης, ανάλογα με το ρυθμό στο λιώσιμο του χιονιού ή και την απουσία ή μη ισχυρής βροχόπτωσης. Όταν υπάρχει νερό στη λίμνη η ποσότητά του δεν είναι ευκαταφρόνητη και βεβαίως εξαρτάται από τον υετό της χρονιάς (πηγή: http://www.oiti.gr, http://ypati.wordpress.com). Αυτή η μικρή λίμνη είναι φυσικός υγρότοπος που τροφοδοτείται από πηγαία ύδατα, αλλά και από το νερό των λιωμένων χιονιών. Μέσα στη λίμνη διαβιούν αλπικοί τρίτωνες, βδέλλες, ίσως χέλια ( μαρτυρίες ντόπιων), ένα είδος σπάνιου μικρού ψαριού ο πελασγός –Pelasgus sp., αλλά και υδρόβια χλωρίδα με μυριόφυλλα, ποταμογείτονες και άλλα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

160


Λίμνη Αετός ή Οβορός

Στο ίδιο βουνό την άνοιξη στο οροπέδιο της Καταβόθρας, αλλά και αλλού, σχηματίζονται επίσης άλλες εποχιακές μικρές λίμνες όπου φυτρώνουν υδρόβια φυτά και στις όχθες τους βρίσκεις και νάρκισσους. Σε ένα βουνό με τόσα νερά δεν θα μπορούσαν να λείπουν εκτός από τις μικρές λίμνες, και οι καταρράκτες, με πιο εντυπωσιακό (130μ. ύψος) τον καταρράκτη πάνω από το χωριό Κομποτάδες, στο Στενοβούνι, που στερεύει μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Λίμνη Τζιρός (φωτο: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης)

Και για την προσέγγιση της λίμνης: ‘’Φεύγοντας από τη βρύση της Παύλιανης στο βουνό της Οίτης, κατηφορίζουμε την ομώνυμη κοιλάδα σε ξύλινα σκαλοπάτια και στα αριστερά έχουμε ένα όμορφο ρυάκι. Περνάμε ξύλινα γεφυράκια και χώρο αναψυχής μέσα σε πυκνό δάσος. Φτάνουμε σε δεντρόσπιτο δίπλα σε μια μικρή λίμνη – υγρότοπο, το γνωστό Τζιρό που τροφοδοτείται απο γειτονική πηγή. Ακολουθώντας το μονοπάτι παρακάτω θα συναντήσουμε τον οικισμό Κούβελο της Υπάτης, Φθιώτιδας’’. (πηγές: σταχυολόγηση από Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, http://kallidromo-oros.blogspot.gr/, http://www.e-

ecology.gr/DiscView.asp?mid=1356&forum_id=11&, http://www.oiti.gr, http://e-onthemountain.blogspot.gr/, http://zogaris.blogspot.gr/2012/11/expedition-pavliani-valley-and-tziros.html (Athens Nature Journal, nov., 2012). http://www.ypati.wordpress.com,). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

161

,


ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ, ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.travelstyle.gr, φωτογραφίες:Α.Παπαδοπουλου/skaikairos, M.Chavakis/Panoramio, Ε.Κουρκουλοπούλου/Αράχωβα-Magazine, http://www.thetravelbook.gr)

Στον Παρνασσό (κορυφή +2457μ.) και μέσα στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού του Παρνασσού (ιδρύθηκε το 1938) που φιλοξενεί πολλά σπάνια και απειλούμενα είδη ζώων (π.χ., λύκους, ζαρκάδια, αγριογούρουνα και γυπαετούς), βρίσκεται μια εποχική λίμνη του χιονιού και της βροχής, η Λίμνη του Παρνασσού, στο ανατολικό τμήμα του Δρυμού, τριγυρισμένη από έλατα. Ωστόσο, εποχικές λίμνες υπάρχουν και στο οροπέδιο Λιβάδι Αράχοβας, σε υψόμετρο περίπου +1050 μέτρων. Εκεί είναι η Λίμνη Πινιγούρα ή Λίμνη της Αράχοβας, που είναι αβαθής λίμνη και που προσφέρεται για κανό ή καγιάκ και η οποία το καλοκαίρι ξηραίνεται. Αυτή η εποχική λίμνη δημιουργείται όταν πλημμυρίζουν τα νερά του παραπόταµου Τροιζηνίκου από τις έντονες βροχοπτώσεις και το λιώσιµο του χιονιού (τέλη φθινοπώρου μέχρι τα μέσα της άνοιξης). Είναι ιδανικό μέρος για πικ-νικ, ιππασία, πεζοπορία, ποδηλασία και φωτογράφιση ακόμα και την εποχή που δεν έχουν συσσωρευτεί νερά και είναι ένα καταπράσινο λιβάδι. Αρκετές φορές στο παρελθόν έχουν ακουστεί σκέψεις για τεχνητή λίµνη στην περιοχή (σημείωση: είναι πολύ πιθανό στον Παρνασσό να υπάρχει μόνο η Λίμνη Πινιγούρα ή και άλλες μικρότερες σε απομονωμένες περιοχές ).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΩΝΑ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.fdparnonas.gr, http://www.arcadia.ceid.upatras.gr, http://www.discoverkynouria.gr). Το όρος Πάρνωνας ή Μαλεβός (ψηλότερη κορυφή η Μεγάλη Τούρλα ή Κρόνιο, με υψόμετρο +1936μ.), είναι ο μεγαλύτερος ορεινός όγκος της Πελοποννήσου. Καταλαμβάνει έκταση 2000000 στρέμματα, από τα οποία τα 650000 είναι πάνω από την ισοϋψή των 1000 μέτρων. Κατεβαίνοντας από τα οροπέδια και τις πλαγιές του Πάρνωνα, όπου αναβλύζουν τα νερά των χειμάρρων Τάνου, Βρασιάτη και Δαφνώνα, υπάρχουν μερικές μικρές λίμνες εποχικού χαρακτήρα. Στο οροπέδιο του Πάρνωνα, και σε υψόμετρο γύρω στα 1650 μέτρα, κοντά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία προς την κορυφή, υπάρχει είναι καταπράσινο λιβάδι και μια εποχική λίμνη, που το χειμώνα τη βρίσκουμε παγωμένη, ενώ αργά το καλοκαίρι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

162


συνήθως ξηραίνεται. Η υδρόβια ζωή είναι περιορισμένη, καθώς η λιμνούλα είναι σχεδόν πάντοτε θολωμένη από τα γύρω εδαφικά υλικά (photo by Takis Leontidis, Nikos Nezis). Επίσης, στο φαράγγι Λεπίδα, κοντά στο χωριό Πλάτανος στη Καστάνιτσα, που όλα τα νερά του οροπεδίου εδώ στραγγίζονται, υπάρχει, μετά ένα καταρράκτη 42 μέτρων, μία από τις εντυπωσιακότερες Λιμνούλες-Χύτρες, πάνω από έξι μέτρα βάθος και πιο κάτω υπάρχει άλλη μία μικρότερη λίμνη, βάθους περίπου 2 μέτρων, ενώ παρακάτω υπάρχει ένας άλλος καταρράκτης 70 περίπου μέτρων. Αυτές οι λίμνες μέσα στο φαράγγι δεν έχουν νερό αργά το καλοκαίρι. Κυρίως, τρία ποτάμια-χείμαρροι πηγάζουν από τις πλαγιές της οροσειράς του Πάρνωνα καταλήγοντας στον Αργολικό κόλπο (Τάνος, Βρασιάτης, Δαφνώνας). Η περιοχή αυτή έχει καταρράκτες, μικρές λίμνες, σπηλιές, πηγές, τρεχούμενα νερά και φαράγγια (τα πλέον εντυπωσιακά είναι αυτό του Λούλουγκα, της Μάζας, των Σπηλακίων και της Ζαρμπάνιτσας - κατά μήκος του Βρασιάτη -που καταλήγει στον Αγιο Ανδρέα).

Την εποχή που κατεβαίνουν τα νερά από τα λιωμένα χιόνια του Πάρνωνα σχηματίζονται κατά μήκος τους μικρές λίμνες και καταρράκτες. Στην περιοχή, της κοιλάδας της Τριποταμιάς (βρίσκονται τα χωριά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

163


Καστάνιτσα, Πλάτανος, Σίταινα και Χάραδρος), υπάρχουν πολλές χαράδρες, με ρέματα και πηγές, καταρράκτες

και σπήλαια (π.χ., η χαράδρα του Δαφνώνα είναι η πιο γνωστή για την ομορφιά της, με τις απότομες πλαγιές της, το μαιανδρισμό του χειμάρρου της, με σπάνια ενδημικά φυτά). Στη θέση Πρόπαντες Παλαιοχωρίου (περιοχή Αγ. Βασιλείου, Πλατανακίου και Παλαιοχωρίου), εκτός από τα δάση με τα δενδρόκεδρα, υπάρχει ένα σπηλαιοβάραθρο (με βάθος 315 μ. το δεύτερο πιο βαθύ βάραθρο στην Ελλάδα), όπως και στα Πελετά (σπηλαιοκαταβόθρα βάθους 495 μ., με σταλακτίτες και μικρές λιμνούλες).

Η μικρή λίμνη στο οροπέδιο του Πάρνωνα στα +1650μ. (photo by Takis Leontidis)

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ Η ΜΑΥΡΟΛΙΜΝΗ ΣΤΟ ΧΕΛΜΟ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.exploring-greece.gr, http://www.hellaspath.gr, http:// hikingexperience.gr). O ορεινός όγκος του Χελμού ή Αροάνια (κορυφή +2318μ.) βρίσκεται στη βόρεια Πελοπόννησο. Στα ανατολικά του ορεινού αυτού συμπλέγματος, οι ψηλότερες κορυφές σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω από τη μυθική κοιλάδα των ‘’Υδάτων της Στυγός’’, όπου και δημιουργείται ένας εντυπωσιακός καταρράκτης 200 μ., ενώ σε υψόμετρο +2050 μ. βρίσκεται η μοναδική αλπική λίμνη της Πελοποννήσου, η Μαυρόλιμνη. Ειδικότερα, η Λίμνη Μαυρόλιμνη, που είναι εποχικό αλπικό λιμνίο, βρίσκεται αρκετά επάνω από τα ‘’Υδατα της Στυγγός’’, στην πεζοπορία από το χωριό Περιστέρα προς την ψηλότερη κορυφή, τη Ψηλή Κορφή (+2355 μ.). Αυτό το λιμνίο είναι παγετώδους προέλευσης, και βρίσκεται σε μικρό οροπέδιο στον ‘’Επάνω Κάμπο’’, κάτω από το διεθνές τηλεσκόπιο ‘’ Αρίσταρχος’’. Το χειμώνα είναι παγωμένη, την άνοιξη τροφοδοτείται από νερό του χιονιού που λιώνει, ενώ συνήθως ξηραίνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Για την πρόσβασή της, ‘’ανεβαίνουμε από το χιονοδρομικό του Χελμού προς το αστεροσκοπείο του Χελμού Σταθμεύουμε για λίγο μετά το τέλος της ανηφόρας στα αριστερά που έχει στηθεί το πληροφοριακό κιόσκι του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού. Από το κιόσκι αριστερά ο δρόμος συνεχίζει για το Αστεροσκοπείο Αρίσταρχο, ενώ δεξιά κατηφορίζει προς μία Στάνη. Η θέση εδώ λέγεται Άνω Λιθάρι, και λίγο πριν τη Στάνη ξεκινά το μονοπάτι για την Μαυρολίμνη και τα Υδατα της Στυγός. Η λίμνη Μαυρολίμνη από μακριά μοιάζει με τριγωνικό γήπεδο ποδοσφαίρου’’. Στο Χελμό απαντώνται σημαντικοί οικότοποι λόγω της παρουσίας φυτικών και ζωικών ειδών με υψηλό ποσοστό ενδημισμού. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της περιοχής του Χελμού ως «δεξαμενή βιοποικιλότητας». Χαρακτηριστικό του τοπίου του ορεινού όγκου του Χελμού, είναι η παρουσία δασών Κεφαλλονίτικης ελάτης (Abies cephalonica) και Μαύρης πεύκης (Pinus nigra) σε Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

164


χαμηλότερα υψόμετρα, που σχηματίζουν ιδανικά καταφύγια για τα μεγάλα θηλαστικά και τα πουλιά της περιοχής (photo by Nikos Nezis).

ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΜΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΒΟΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (Σταχυολογημένες πηγές: Παπαδημητρίου, 2000 -Βιβλίο, Το Μαζαράκι των Πειρών και της Παναχαΐας και το Μαζαράκι

των Πατρών και της Ωλενίας. Από 1600 π.Χ. μέχρι σήμερον, Αδαμακόπουλος και συν., 1988 -Τα βουνά του Μωριά, 230σελ., Φορέας Διαχείρισης Χελμού-Βουραϊκού- http://www.fdchelmos.gr/el/geopark/geotopoi.html, Φορέας Διαχείρισης όρους Πάρνωνα, Υγρότοπου Μουστού- http://www.fdparnonas.gr/el/recommended-routes, και http://www.hellaspath.gr/, http://www.e-ziria.gr/s_lakes.html, http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/places/menalo.htm, http://www.parnonas-taygetos.gr/el, http://www.parnonas.gr/?p=487, http://www.ekby.gr/EEA_Taygetos/Consultation/Taygetos-consultation.pdf, http://www.mani.org.gr/taigetos/piges/pig.htm, http://ellinikifysi.gr/foreis-diaxeirishs/#.UyAkPqNWGUk). Στην ορεινή Αχαΐα: Ανάμεσα στο Χελμό και το Παναχαϊκό (κορυφή +1928μ.), υπάρχουν πολλά

επιμέρους αυτόνομα βουνά στα οποία υπάρχουν μικρές υδατοσυλλογές κυρίως εποχικού χαρακτήρα. Ανάμεσα σε αυτές τις μικρές λίμνες οι πλέον γνωστές, στο βουνό Μπάρμπας (+1613μ.) και ειδικότερα στο οροπέδιο της Ρακίτας-Ασπροκκλησιά, που διαρρέεται από το ρέμα Τσίκιζα (Άνω Μαζαράκι, υψόμετρο +1130 μ.), είναι δύο λίμνες. Η μεγαλύτερη η Ρακίτα (περίμετρος περίπου 900 μέτρα) και η μικρή λίμνη Βεργούρι (περίμετρος λιγότερη από 150 μέτρα), περιτριγυρισμένες από καλαμώνες. Εδώ έχει καταγραφεί και η παρουσία του αλπικού τρίτωνα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

165


Η Αλπική Λίμνη Ρακίτας, Αχαϊα (photo by www.greece.com)

Επίσης, στην περιοχή της ορεινής Αχαΐας βρίσκεται και το Σπήλαιο των Λιμνών (17 χλμ από τα Καλάβρυτα, 9 χλμ από την Κλειτορία) στα Καστριά Αχαΐας, το οποίο έχει 13 υπόγειες λίμνες, αλλεπάλληλες κλιμακωτές και σε τρεις ορόφους. Η διάβαση των λιμνών μέσα στο σπήλαιο γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές μικρές γέφυρες. Στο όρος Ερύμανθος: Ο Ερύμανθος ή Ωλενός (κορυφή +2224 μ.), έχει πολλές πηγές και αλπικά λιβάδια

που βρίσκονται πάνω από τα 1500 μέτρα. Εκεί, μετά το λιώσιμο του χιονιού σχηματίζονται μικρές Λίμνες εποχικού χαρακτήρα, που το καλοκαίρι εξαφανίζονται. Το μεγαλύτερο τμήμα των βόρειων πλαγιών του όρους καλύπτονται από δάση κωνοφόρων με το Κεφαλλονίτικο έλατο (Abies cephalonica) και που χαρακτηρίζονται από καλή δομή και πυκνές συστάδες μέχρι το υψόμετρο των +1800-+1900 μέτρων. Οι νότιες πλαγιές του όρους καλύπτονται και από δάση Κεφαλλονίτικου έλατου και από αραιές συστάδες βουνοκυπάρισσου (Juniperus foetidissima) που συναντώνται από υψόμετρο +1600+1700 μέτρα και πάνω. Στον Ερύμανθο απαντάται η σπάνια πεταλούδα Ραrnassio αpollo και εδώ φυτρώνει το δηλητηριώδες μανιτάρι, αμανίτης ο μυγοκτόνος (Amanita muscaria). Οι πηγές του Πηνειού βρίσκονται στον Ερύμανθο και ανάμεσα στις κορυφές του Ωλονού και του Αστρά, όπου από τα επιφανειακά νερά από το λιώσιμο του χιονιού το καλοκαίρι σχηματίζονται μικρά ρυάκια και λιμνούλες. Η πρώτη πηγή του Πηνειού είναι το "Κεφαλόβρυσο" στην περιοχή Μέγας Πλάτανος και μέχρι την πηγή "Κάνδαλος" υπάρχουν πολλές μικρές πηγές, η Μεγάλη Βρύση και η Μικρή Βρύση οι δύο πηγές που υδρεύεται και αρδεύεται κυρίως το χωριό είναι οι επόμενες μεγάλες πηγές του Πηνειού. Από την αρχή της πορείας του ο Πηνειός δέχεται τα νερά πολλών μικρών ποταμών που έχουν νερό όλο τον χρόνο, μερικοί από αυτούς είναι το "Μπερδεσολάγκαδο", το "Λαγκάδι του Χαριά", το "Λαγκάδι του Ντάρνου", το Λαγκάδι της "Παναγιάς", το "Λαγκάδι του Βλάχου", "το ποτάμι της Κερέσοβας" όπου λίγα μετρά μετά αρχίζει το Φαράγγι του Πηνειού. Από τις πηγές του ως την Κερέσοβα ο Πηνειός είναι γνωστός σαν Ξενιάς. Στην ίδια περιοχή στην κοίτη του αλλά και στους παραπόταμους του υπάρχουν καταβόθρες και βάραθρα όπου χάνεται κάποια ποσότητα του νερού. Το πιο γνωστό από αυτά είναι η Δρακότρυπα. Ο Πηνειός στο ξεκίνημα του από τον "Μέγα Πλάτανο" σχηματίζει μεγάλο φαράγγι, με πλατάνια κι έλατα, με πολλές βαθιές λιμνούλες στην κοίτη του με βαθύτερη αυτή του "Μπαρδούση". Από τα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

166


Καλύβια της Κρυόβρυσης αλλάζει η κοίτη του έως την περιοχή Ταβέρνα. Μετά την Ταβέρνα ξεκινά άλλο φαράγγι γνωστό και σαν φαράγγι Ακρώρειας όπου έχει πλούσια βλάστηση και δέντρα κυρίως πλατάνια, υπάρχουν πολλά παλιά πέτρινα αλλά και ξύλινα παραδοσιακά γεφύρια και νερόμυλοι. Στην κοίτη του Πηνείου και μέσα στο φαράγγι υπάρχουν δύο μικρές λίμνες με μεγάλο βάθος, η Μαύρη Λίμνη και η Δρακόλιμνα ή Αραπόλιμνα. Αναλυτική περιγραφή παρουσιάζεται παρακάτω στο κεφάλαιο για τις ‘’Βάθρες των Καταρρακτών’’.

Η Μαύρη Λίμνη, Πηνειός (http://www.akroria.gr/index.php/multimedia/category/16-mayrh-limnh.html )

Οι δύο λίμνες Αραπόλιμνα και Μαύρη Λίμνη βρίσκονται κοντά στο σημείο όπου έχει εντοπιστεί η Μυκηναϊκή Νεκρόπολη. Εδώ είναι δύο τοποθεσίες πραγματικά μαγευτικές. Ο συνδυασμός πράσινου και υγρού στοιχείου δημιουργούν δύο λίμνες φυσικού κάλλους αλλά και ανάσας δροσιάς, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Για να τις προσεγγίσει ο επισκέπτης πρέπει να ακολουθήσει τον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση από Αγία Τριάδα προς Πανόπουλο, Αρχαίας Ολυμπίας και στις αρχές του πανέμορφου δάσους της Κάπελης υπάρχει μικρό δρομάκι στα αριστερά που οδηγεί στις μοναδικές αυτές τοποθεσίες (πηγή: http://www.akroria.gr/index.php/village/sights/arapolimna-mayrh-limnh.html). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

167


Η Αραπόλιμνα ,Πηνειός (http://www.akroria.gr/index.php/multimedia/category/16-mayrh-limnh.html)

Στο όρος Μαίναλο: Ο ορεινός όγκος του Μαινάλου (κορυφή +1981μ.) καταλαμβάνει το κέντρο της Πελοποννήσου και το μεγαλύτερο τμήμα του Νομού Αρκαδίας. Εκτείνεται από το οροπέδιο της Τρίπολης μέχρι τον ποταμό Λούσιο στα δυτικά και από τη Μεγαλόπολη μέχρι την λίμνη του Λάδωνα βόρεια, σε μια έκταση περίπου 1500000 στρεμμάτων, και το καθιστά ένα από τα πλέον εκτεταμένα ορεινά συγκροτήματα της Ελλάδος. Οι συνεχείς εναλλαγές δεκάδων κορυφών και χαράδρων με εκατοντάδες ορεινούς λειμώνες και οροπέδια δίνουν ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο. Το γεγονός μάλιστα ότι τα περισσότερα από τα υψίπεδά του παρουσιάζουν αρνητική κλίση (δολίνες, γούπατα, λάκκες), καθιστά το Μαίναλο μοναδικό γεωμορφολογικό σχηματισμό σε ολόκληρη την Ελλάδα. Όπως προείπαμε, τα περισσότερα από τα υψίπεδα στο Μαίναλο παρουσιάζουν αρνητική κλίση, δηλαδή υπάρχουν πολυάριθμα βυθίσματα με ‘’Δολίνες, Γούπατα, και Λάκκες’’ (π.χ., Τρανή Λάκκα, Λάκκα Τρεστενά, Λάκκες Ρουχοί, Γούπατα Πιτερού, Γούπατα Ακόβου, Δολίνες Κεχρωτής, Μαυροχούνες, Ξερόκαμπος, Ρούχι, Κάπελη κ.ά.), όπου δημιουργούνται εποχικά μικρές λίμνες. Το φυσικό ανάγλυφο συμπληρώνεται από

πολλές πηγές και υδάτινες ροές, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα του, λόγω στεγανότητας των πετρωμάτων (φλύσχης, σχιστόλιθοι), όπου σχηματίζεται ένας από τους μεγαλύτερους υπόγειους υδροφορείς της Πελοποννήσου. Στο 65% περίπου της ορεινής ζώνης εκτείνεται το ελατοδάσος και μαζί με συστάδες δρυών, πρίνων, πεύκης, κέδρων και κάθε μορφής βλάστησης, αποτελεί το υπόβαθρο μιας πολύ πλούσιας χλωρίδας μανιταριών. Η ορνιθοπανίδα και η πανίδα του βουνού, είναι πολύ πλούσια, ενώ η περιοχή έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενη στο δίκτυο Natura2000/GR2520001. Στο όρος Ταΰγετος ή Πενταδάκτυλος: Ο Ταΰγετος (κορυφή 2407μ.), καλύπτει έκταση περίπου 2500 τετραγωνικών χιλιομέτρων (μήκος 115 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 30 χιλιόμετρα) και αποτελείται κυρίως από ασβεστόλιθους και μάρμαρο, ενώ είναι αρκετά πλούσιος σε νερά. Σημαντικές είναι οι πηγές του (π.χ., της Αγίας Μαρίνας στην Άρνα, οι πηγές Πενταυλοί, Μαγγανιάρη, Άη-Γιάννη της Τρύπης, Άη Δημήτρη του δάσους της Βασιλικής, Μουζιά και άλλες). Στη ροή μερικών πηγών σχηματίζονται μικρές λίμνες μόνιμης κατάκλυσης και

πολλοί καταρράκτες. Επίσης, στον Ταΰγετο υπάρχουν ιαματικές πηγές για λουτροθεραπεία ή και για πόση (π.χ., χλωριονατριούχες, σιδηρούχες, αλατούχες ή πικροπηγές). Το μεγαλύτερο μέρος του βουνού καλύπτεται από έλατα και μαυρόπευκα, ενώ έχει μεγάλο αριθμό ρεμάτων και μικρών ποταμών. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας, λόγω της μεγάλης του έκτασης, με 25 αποκλειστικά ενδημικά είδη, ενώ αποτελεί πέρασμα για τα μεταναστευτικά πουλιά. Από γεωμορφολογική και οικολογική άποψη είναι πολύ ενδιαφέρον, μεταξύ των πολλών φαραγγιών, το φαράγγι του Βυρού (από εκεί διερχόταν η Βασιλική Οδός που ένωνε την αρχαία Σπάρτη με το λιμάνι της Καρδαμύλης στο Μεσσηνιακό κόλπο, έχει μήκος 19 χιλιόμετρα και το ψηλότερο σημείο του διέρχεται από υψόμετρο περίπου 1400 μέτρων), που κατά μήκος του υπάρχουν δάση

μαυρόπευκου και Κεφαλλονίτικου έλατου, ενώ ανάμεσα τους υπάρχουν και άλλα είδη δέντρων, όπως κέδροι, κυπαρίσσια, καρυδιές και άλλα. __________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

168


Πεδινές και Ημιορεινές μικρές Λίμνες και Λιμνία στη Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο 3.2α. Στη Στερεά Ελλάδα 3.2

Η Στερεά ή Κεντρική Ελλάδα –Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα Φθιώτιδα και Ευρυτανία-, ως προς τα υδάτινα σώματά της χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα υγροτοπικών περιοχών οι οποίες είναι σημαντικές για το φυσικό περιβάλλον και διαδραματίζουν κάποιο ρόλο-λειτουργία και χρήση για τις τοπικές κοινωνίες. Στην Αττική και στη Βοιωτία, που έχουν χαμηλό ύψος βροχοπτώσεων, υπάρχει εντυπωσιακός αριθμός υγροτοπικών περιοχών, όχι μόνο παράκτιων αλλά και εσωτερικών. Εξάλλου, στη Φθιώτιδα, Φωκίδα και Ευρυτανία εντυπωσιάζει η εξάπλωση και κατανομή των υγροτοπικών περιοχών τους. Και δεν είναι μόνο οι παράκτιοι υγρότοποι, αλλά και οι κοιλάδες, και εκβολές ποταμών και χειμάρρων. ΛΙΜΝΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ, ΑΤΤΙΚΗ (πηγές: σταχυολόγηση απο το ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-inGreece). Η Λίμνη Βουλιαγμένη, στο νότιο άκρο του Υμηττού, κοντά στη θάλασσα, είναι μια φυσική υφάλμυρη λίμνη (με νερά ιαματικών ιδιοτήτων), καρστικής προέλευσης και τεκτονικής δημιουργίας. Η λίμνη διαμορφώθηκε, όταν τμήμα της οροφής ενός μεγάλου υπόγειου σπηλαίου (το σπήλαιο βρίσκεται μέσα στα ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής) κατέρρευσε, πριν από περίπου 2000 χρόνια λόγω τεκτονικών κινήσεων και της έντονης καρστικοποίησης της περιοχής. Για τη λίμνη Βουλιαγμένη, δεν υπάρχουν αναφορές από την αρχαιότητα, ούτε και από το γεωγράφο- περιηγητή Παυσανία. Η λίμνη, βρίσκεται στο βάθος ενός εγκοίλου (ύψος γκρεμού στο δυτικό τμήμα της περίπου 30 μέτρα), έχει έκταση περίπου 4 στρέμματα, μέγιστο βάθος 13 μέτρα (στο κύριο υδάτινο σώμα της), μέγιστο μήκος 260 μέτρα και πλάτος 145 μέτρα. Η λίμνη, δεν έχει άμεση επιφανειακή επικοινωνία με τη γειτονική θάλασσα και η στάθμη της επιφάνειάς της βρίσκεται περίπου μισό μέτρο ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας. Στον πυθμένα της λίμνης, υπάρχει η είσοδος ενός πολυδαίδαλου υποβρύχιου σπηλαίου που εκτείνεται σε μήκος τουλάχιστον 3123 μέτρων (εξερευνημένο). Στην ίδια αυτή περιοχή, βρίσκεται και μια πολύ μακριά υπόγεια σήραγγα με μήκος 800 μέτρα, πλάτος από 60 έως 150 μέτρα, ενώ το βάθος της, κατά μέσο όρο, φτάνει περίπου τα 80 μέτρα. Το συνολικό μήκος των 14 υπόγειων σηράγγων του σπηλαίου φαίνεται ότι φθάνει συνολικά τα 4.3 χιλιόμετρα. Τα νερά της λίμνης έχουν υφάλμυρα χαρακτηριστικά, με αλατότητα 14.5-17%0. Δηλαδή, η λίμνη τροφοδοτείται και με γλυκά και με θαλασσινά νερά. Τα γλυκά νερά προέρχονται από μια πηγή γλυκού νερού σε βάθος 17 μέτρων, ενώ τα θαλασσινά νερά προέρχονται από τη θάλασσα με την οποία επικοινωνεί η λίμνη μέσω υπολίμνιων στοών-σηράγγων και από βάθη μεγαλύτερα των 50 μέτρων. Τα θαλασσινά αυτά νερά έρχονται στη λίμνη από υπόγεια κανάλια, και είναι θερμά (28-35°C), υποδεικνύοντας ότι σε κάποιο πολύ μεγάλο βάθος των στοών της, επικοινωνεί υπόγειο σύστημα σηράγγων με γεωθερμικό πεδίο. Τα νερά της λίμνης, ως προς τα φυσικοχημικά τους χαρακτηριστικά, σε ολόκληρη τη στήλη του νερού δείχνουν παρόμοιες συνθήκες οι οποίες διαφέρουν ελάχιστα σε εποχική βάση. Έτσι, η θερμοκρασία του νερού ποτέ δεν πέφτει κάτω από τους 180C και κυμαίνεται συνήθως από 21-280C (αρχές άνοιξης και καλοκαίρι αντίστοιχα). Το διαλυμένο οξυγόνο αναφέρεται ότι κυμαίνεται από 6.5-8.5mg/l, η αλατότητα από 16-18%ο, η αγωγιμότητα είναι περίπου στα 25mS/cm, και το pH γύρω από το 7.2. Επίσης, τα νερά της Βουλιαγμένης, έχουν αυξημένη περιεκτικότητα σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία, όπως κάλιο, νάτριο, λίθιο, αμμώνιο, ασβέστιο, σίδηρος, χλώριο και ιώδιο, ενώ σε περιοχές όπου ο πυθμένας της είναι λασπώδης, κυριαρχούν θειούχες ενώσεις με συχνές εκλύσεις υδρόθειου. Από την άποψη του έμβιου κόσμου της, η λίμνη Βουλιαγμένη έχει χαρακτηριστεί, από διάφορους ερευνητές ως ιδιότυπο σύστημα υφάλμυρου νερού, καθώς οι αβιοτικές συνθήκες της είναι σχεδόν σταθερές, έχει πολύ μεγάλο βάθος και στερείται άμεσης επικοινωνίας με τη γειτονική θάλασσα και έτσι εμποδίζεται η μετακίνηση-μετανάστευση των οργανισμών της. Η λίμνη, διατηρεί ενδημικά είδη (ένα ψάρι, μία θαλάσσια ανεμώνη και ένα κοχύλι), οργανισμούς που έχουν εγκλιματιστεί σε αυτό το σταθερό περιβάλλον και θεωρείται ως ειδικό οικοσύστημα που αξίζει να υιοθετηθεί ως ‘’Φυσικό Μνημείο’’. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

169


12 φυτικά taxa, 21 ασπόνδυλοι βενθικοί οργανισμοί και 3 ψάρια. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη αφθονία πανίδας παρατηρείται στο σκληρό υπόστρωμα του πυθμένα της με 21 taxa, και στα λιβάδια του φανερόγαμου Ruppiα cirrhosa με 17 taxa, ενώ μικρότερη είναι η παρουσία βενθικών οργανισμών στο λασπώδες υπόστρωμα του πυθμένα της λίμνης. Εξάλλου, κυριαρχούν, σε περιοχές με σκληρό υπόστρωμα και μέσα στα λιβάδια της Ruppia ricchosa, το γαστερόποδο Hydrobia acuta (1250-12242 άτομα/ τ.μ.), το ισόποδο Lekanosphaera hookeri (89-2300 άτομα/τ.μ.), και το αμφίποδο Gammarus aequicauda (525-2367 άτομα/ τ.μ.). Σε περιοχές με μαλακό υπόστρωμα, κυριαρχούν, το δίθυρο Abra segmentum (8-7578 άτομα/ τ.μ.), το γαστερόποδο Hydrobia acuta (778-27644 άτομα/ τ.μ.), το ισόποδο Lekanosphaera hookeri (56-2300 άτομα/ τ.μ.), και το αμφίποδο Microdeutopus anomalus (11-1244 άτομα/ τ.μ.), ενώ απαντάται περιστασιακά, αλλά σε πολύ μεγάλη αφθονία και το δίθυρο Cerastoderma glaucum (11- 1894 άτομα/ τ.μ.). Επίσης, στη βενθική πανίδα έχουν καταγραφεί πολύχαιτοι (Capitella capitata, Hedeste diversicolor, Mana junkia sp., Spio sp.,), ολιγόχαιτα (Limnodrilus sp.,), άλλα γαστερόποδα (Acteum sp., Caecum sp.,), σπόγγοι (Clioa sp.,), κωπήποδα, θυσανόποδα-βαλανοειδή, νηματώδη, πλατυέλμινθες, τρηματοφόρα, οστρακώδη, νύμφες εντόμων. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό ότι η ενδημική της λίμνης θαλάσσια ανεμώνη Paranemonia vouliagmeniensis (καταγράφηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980), σε σκληρό υπόστρωμα και σε λιβάδια της Ruppia, έχει αφθονία, 83-560 άτομα/ τ.μ., σε μαλακό υπόστρωμα 11-278 άτομα/m2, ενώ σε περιοχές όπου υπάρχουν εκλύσεις υδρόθειου, η αφθονία της βρέθηκε να είναι 83-283 άτομα/τ.μ. Σημειώνεται, ότι η ανεμώνη αυτή είναι ζωοτόκος οργανισμός, ενώ η διατροφή της στηρίζεται σε μικροοργανισμούς, αλλά και σε διαλυμένες οργανικές ουσίες που βρίσκονται στα νερά της λίμνης. Εξάλλου, διαπιστώθηκε ότι, για τα δύο κοχύλια της λίμνης (Abra segmentum και Cerastoderma glaucum), η αναπαραγωγική τους στρατηγική είναι κατάλληλα προσαρμοσμένη στο ιδιόμορφο περιβάλλον της λίμνης. Το πρώτο είδος φαίνεται να ζει περίπου 18 μήνες, ενώ το δεύτερο περίπου 12 μήνες. Το πρώτο βρίσκεται μέσα ίζημα μέχρι και τα 5 cm βάθος, ενώ το δεύτερο μπορεί να ζει παραχωμένο στο ίζημα, αλλά και πάνω στα φύκια που βρίσκονται στους βράχους και στον πυθμένα της λίμνης. Ιδιαίτερα, ο πληθυσμός του δίθυρου Cerastoderma glaucum, παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικολογική ισορροπία των νερών της λίμνης, αφού το κάθε άτομο μπορεί να διηθεί-φιλτράρει, 1-3 λίτρα νερού σε ημερήσια βάση, καθαρίζοντάς το από διάφορους μικροοργανισμούς και οργανικά συστατικά.

Ως προς τους υδρόβιους οργανισμούς της λίμνης έχουν καταγραφεί με λεπτομέρεια ότι απαντώνται, Στη λίμνη Βουλιαγμένη έχουν καταγραφεί τρία είδη ψαριών. Το χέλι (Anguilla anguilla), ένας γωβιός (Millerigobius macrocephalus) και το είδος Poecilia latipina το οποίο θα πρέπει να έχει εισαχθεί στη λίμνη, καθώς δεν υπάρχει στην Ελλάδα και έχει εγκλιματιστεί με επιτυχία στο εκεί περιβάλλον ( σε ορισμένες εκλαϊκευμένες αναφορές αναφέρεται ότι είναι το είδος Garra rufa, το οποίο ζει και αναπαράγεται σε ποτάμια συστήματα και στις ιαματικές πηγές στην Τουρκία, Συρία, Ιράν, Ομάν και στη σύγχρονη εποχή, χρησιμοποιείται στα Spa, ως μέσο αναζωογόνησης του δέρματος, καθόσον απολεπίζουν το δέρμα των λουόμενων).

Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece. Τα ιαματικά νερά της λίμνης ενδείκνυνται για ρευματικές παθήσεις, αθλητικές κακώσεις, παθήσεις νευρικού συστήματος, δερματοπάθειες και γυναικολογικές παθήσεις. (Σταχυολογημένες πηγές: Economou, Koutsikos, et al., 2012- In preparation, Identification and morphological variation of a feral population of sailfin mollies, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

170


Poecilia latipinna, from Lake Vouliagmeni, Koutsikos, Zogaris et al., 2012 -Medit., Mar., Scien., 13.2, 268-277, Recent contributions to the distribution of the freshwater ichthyofauna in Greece, Nicolaidou, et al., 2012 -Medit., Mar., Scien.,Collect., Artic., 13, 1, 162-174, New Mediterranean biodiversity records, June 2012, Vanhove et al., 2011 -Zoolog., Anzeig., A J., Compar., Zool., 250.3, 195-204, First record of a landlocked population of marine Millerigobius macrocephalus: Observations from a unique spring-fed karstic lake, lake Vouliagmeni and phylogenetic positioning, Perdikaris et al., 2010 -Rev., Aquacul., 2, 3, 111-120, Alien fish and crayfish species in the Hellenic freshwaters and aquaculture).

ΛΙΜΝΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗ ή ΗΡΑΙΟΥ (στο Στερεο-ελλαδικό τμήμα της Κορινθίας) (πηγές: σταχυολόγηση από το ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-inGreece, Δ. Σπηλιοπούλου -http://www.arxaiologia.gr/assets/media/PDFofIssues/6249.pdf, -K.Gaki-Papanastasiou et al,. Annal.,Geophys., http://www.annalsofgeophysics.eu/…/article/viewArticle/3994Η., -S. Katsanevakis, 2005 & 2007, Endang Species Res: Number 7 Mar.,Biol.1)

Η λίμνη Βουλιαγμένη στο Ηραίο Περαχώρας, περικλείεται από τις τελευταίες υπώρειες των Γερανείων ορέων, στη βόρεια και δυτική πλευρά της. Είναι μια σχεδόν κλειστή λίμνη με θαλασσινό νερό, καθώς επικοινωνεί με τον Κορινθιακό κόλπο, μόνο με ένα στενό, μικρό σε μήκος και ρηχό δίαυλο που διανοίχθηκε περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα. Στο δίαυλο αυτό παρατηρούνται έντονα παλιρροϊκά φαινόμενα. Εικάζεται ότι η σημερινή λίμνη είναι το υπόλειμμα ενός θαλάσσιου βυθίσματος-τάφρου που προϋπήρχε στην περιοχή όταν η στάθμη της θάλασσας, σε γεωλογικούς χρόνους, είχε κατακλύσει την ευρύτερη περιοχή. Μια άλλη εκδοχή, αναφέρει ότι η λίμνη σχηματίστηκε από λεβητοειδείς κατακρημνίσεις πολυάριθμων υπόγειων σπηλαίων της περιοχής. Κατά την άποψή μας, η πρώτη εκδοχή είναι ισχυρότερη, όπως μαρτυρούν και τα παλαιοντολογικά ευρήματα θαλάσσιας πανίδας και χλωρίδας, μέσα, έξω και στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης σε μεγαλύτερα υψόμετρα, μέχρι και τα 100 μέτρα. Η λίμνη έχει επίμηκες ωοειδές σχήμα, επιφάνεια περίπου 1.5 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το μεγαλύτερο μήκος της στην κατεύθυνση Ανατολή-Δύση είναι περίπου 1880 μέτρα, το μεγαλύτερο πλάτος της 930 μέτρα, ενώ το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 49 μέτρα, και βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της λίμνης. Η θερμοκρασία των νερών της στα βαθύτερα σημεία είναι περίπου σταθερή όλο το χρόνο (10-14οC), οι επιφανειακές θερμοκρασίες ποικίλουν από 14oC το χειμώνα μέχρι και 30oC το καλοκαίρι, ενώ η θερμική και αλατούχα στρωμάτωση των νερών της (11 μέχρι 18 μέτρα) ξεκινά από νωρίς την άνοιξη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

171


μέχρι νωρίς το φθινόπωρο. Ωστόσο, εκείνο που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι οι αβιοτικοί παράγοντες της λίμνης ποικίλουν από περίοδο σε περίοδο και επομένως αυτή η ιδιαιτερότητα έχει άμεση επίπτωση στους ζωντανούς οργανισμούς της λίμνης. Κατά καιρούς, επιδιώχθηκε η ιχθυοτροφική και αλιευτική αξιοποίηση της λίμνης (π.χ. οστρεοκαλλιέργεια), αλλά οι προσπάθειες τελικά απέτυχαν εξαιτίας του ιδιότυπου λιμνολογικού της χαρακτήρα (μερομικτικός έως πολυμικτικός). Παρόμοιο υδρολογικό και λιμνολογικό καθεστώς έχουν στην Ελλάδα η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού και η λίμνη Μουστός, στο Άστρος Κυνουρίας. Ειδικότερα, επειδή η λίμνη Βουλιαγμένη βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τη θάλασσα, αλλά και επειδή το βάθος της είναι σχετικά μεγάλο -49 μέτρα-, δημιουργείται έντονη θερμική και αλατούχα στρωμάτωση στα νερά της, όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος το επιτρέπουν (νηνεμία, υψηλές θερμοκρασίες, ξαφνική βροχόπτωση). Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται σχετικά συχνά ανοξικές συνθήκες (έλλειψη και απουσία οξυγόνου) στο βυθό και τα βαθύτερα στρώματα του νερού της. Έτσι, η παραγωγή υδροθείου (αναγωγή των θειϊκών αλάτων του θαλασσινού νερού) είναι δεδομένη. Ωστόσο, όταν αυτό το τοξικό αέριο, με τη διάσπαση της στρωμάτωσης των νερών –εξαιτίας έντονων καιρικών φαινομένων- φτάσει στα ρηχότερα τμήματα της λίμνης, θανατώνε την εκεί πανίδα και χλωρίδα της. Σε αρκετές περιοχές στα ρηχά της λίμνης, φαίνεται αυτό το αποτέλεσμα με εκατόμβη κελυφών από στρείδια, μύδια και άλλα μαλάκια (ελασματοβράγχια και γαστερόποδα) που εκβράζονται στην παραλία. Τα κελύφη αυτά μαρτυρούν τη μαζική θανάτωση αυτών των ζώων, όταν οι υδρολογικές και λιμνολογικές συνθήκες το επιτρέπουν και εξαιτίας του εκλυόμενου στο νερό υδρόθειου. Τότε ο βυθός της λίμνης καλύπτεται από μία λευκή έως υπόλευκη σκόνη (νέκρωση-κάψιμο της μικρο και μακροχλωρίδας της από τη δράση της τοξικότητας του υδρόθειου). Κατά μία άλλη εκδοχή η ύπαρξη των τεράστιων ποσοτήτων κελυφών από δίθυρα –κυρίως τα είδη Mytilaster marioni, Parvicardium exiguum και το γαστερόποδο Ventrosia ventrosa - που εκβράζονται στην παραλία της λίμνης (σημειώνεται ότι αυτά τα είδη δεν υπάρχουν σήμερα ζωντανά στη λίμνη), προκλήθηκε όταν η λίμνη ενώθηκε με τον Κορινθιακό κόλπο, πριν από ένα αιώνα περίπου, και δέχθηκε θαλασσινά νερά που νέκρωσαν αυτά τα μαλάκια. Σημειώνεται ότι πρόσφατη έρευνα για τα μαλάκια του πυθμένα της λίμνης διαπίστωσε την παρουσία μιας αφθονότατης βενθικής πανίδας που περιλαμβάνει 110 είδη γαστεροπόδων, 90 δίθυρα μαλάκια, 4 πολυπλακοφόρα και 3 είδη σκαφοπόδων. Επίσης, σημειώνεται ότι η χλωρίδα γύρω από τη λίμνη είναι η τυπική Μεσογειακή κυρίως με μικρές συστάδες από πεύκα (Pinus halepensis), και εκτεταμένες εκτάσεις με πουρνάρια (Quercus coccifera) και σχίνα (Pistacia 1entiscus). Η λίμνη στην αρχαιότητα, ονομαζόταν ‘’Εσχατιώτις’’ και ‘’ Γοργώπις’’ -από τη Γόργη, κόρη του Μεγαρέως και σύζυγο του Κορίνθου, που συντετριμμένη από την είδηση του θανάτου των παιδιών της έπεσε στη λίμνη και πνίγηκε. Η ευρύτερη περιοχή κατά τους αρχαιολόγους ανήκε στα Μέγαρα, όμως κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ., (750-725 π.Χ.) καταλήφθηκε από τους Κορινθίους, οι οποίοι κατ’αυτόν τον τρόπο ήλεγχαν ολόκληρο τον Κορινθιακό κόλπο. Στην περιοχή της λίμνης που κατοικείται τουλάχιστον από το 3.000 π.Χ., ανακαλύφθηκαν οικισμοί της Πρωτοελλαδικής Ι και Πρωτοελλαδικής ΙΙ, περιόδου. Από την αρχαία αποικία των Μεγαρέων ‘’Αίγειρα’’, που βρισκόταν στα βόρεια της λίμνης, δεν έχει βρεθεί κανένα λείψανο. Αντίθετα, έχει ανακαλυφθεί ένας οικισμός, που χρονολογείται στην πρωτοελλαδική περίοδο, περίπου 30 μ. δυτικά του καναλιού από τη λίμνη στο θαλάσσιο χώρο. Ένας άλλος οικισμός, της δεύτερης πρωτοελλαδικής περιόδου, έχει έρθει στο φως στα βορειοδυτικά, και 300 μέτρα από τη λίμνη. Από διάσπαρτα ευρήματα της τρίτης και δεύτερης χιλιετίας π.Χ., συνάγεται ότι η περιοχή ήταν αραιά κατοικημένη από αγρότες και αλιείς. Στην περιοχή βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Ηραίου, δίπλα σε έναν από τους παλαιότερους πέτρινους φάρους σε λειτουργία στο ακρωτήριο του Ηραίου ή Μελαγκάβι. Το Ηραίο ήταν αρχαίος οικισμός και ναός που ήταν αφιερωμένος στην ‘’Ακραία και Λιμενία’’ Ήρα. Οι αρχαιολόγοι, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, πίστευαν ότι εκεί υπήρχαν δύο ιερά, αφιερωμένα στην Ήρα την Ακραία, στο άκρο της στεριάς προς τη θάλασσα και στην Ήρα τη Λιμενία ψηλότερα στην γειτονική κοιλάδα. Νεώτερες ανασκαφές έχουν οδηγήσει σήμερα τους ερευνητές στην άποψη ότι υπήρχε ένα μόνο ιερό. Εκεί, εκτός από τα τμήματα ναού αφιερωμένου στην Ακραία-Λιμενία Ήρα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περίπλοκο υδραυλικό σύστημα, -με ορύγματα, σήραγγες και εντυπωσιακές υπόγειες καμαρωτές σκάλες-, η λειτουργία του οποίου δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητή. Επίσης, έχουν βρεθεί και ίχνη από τμήματα κατοικιών οι οποίες μαρτυρούν μια συνεχή παρουσία στην περιοχή από τους προϊστορικούς χρόνους έως τη Ρωμαϊκή εποχή. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

172


Η λίμνη Βουλιαγμένη στην Περαχώρα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε πρότυπο ναυταθλητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και να λυθεί το πρόβλημα του υδροθείου με εδικές τεχνικές παρεμβάσεις (π.χ. σιφωνισμός από το βαθύτερο τμήμα ης λίμνης, αερισμός και διάσπαση της στρωμάτωσης). Η λίμνη και η γύρω περιοχή έχει πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα από τη νεολιθική, κλασσική μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο, αλλά και παλαιοντολογικό, γεωμορφολογικό, παλαιογεωγραφικό, ζωογεωγραφικό και οικολογικό ενδιαφέρον με αντίστοιχα ευρήματα. Εξάλλου, η λίμνη έχει ένα ιδιότυπο λιμνολογικό καθεστώς, που δεν τις επέτρεψε να αξιοποιηθεί ιχθυοτροφικά, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του αρμόδιου Υπουργείο, αγνοώντας ή μη γνωρίζοντας αυτή την ιδιομορφία.

Η λίμνη της Βουλιαγμένης, έχει κηρυχτεί, με υπουργική απόφαση, το 1992, ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, καθώς αποτελεί ιδιαίτερο γεωφυσικό φαινόμενο και τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ Ή ΚΑΘΑΡΜΩΝ, ΑΤΤΙΚΗ (πηγές: σταχυολόγηση από ΕΛΚΕΘΕ, 2011 -Τεχν., Έκθεσ., ΕΛΚΕΘΕ/ΕΛΠΕ, Παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας του νερού της λίμνης Κουμουνδούρου και σχεδιασμός δράσεων διαχείρισης αποκατάστασης και ανάδειξης, Μπρομπονά, 2010 -Μεταπ., Διατρ., Πανεπ., Πατρών, 159σελ., Περιβαλλοντικοί παράμετροι λίμνης Κουμουνδούρου, Κορώνειας, Παμβωτιδας, Γιδαράκος και συν., 2009 -Τεχν., Έκθεσ., Πολυτεχνείο Κρήτης/ΕΛΠΕ, Παρακολούθηση υδροφόρου ορίζοντα, υπεδάφους ΒΕΑ, ΕΛΠΕ- Υδρογεωλογική μελέτη στη ΒΕΑ και τη λίμνη Κουμουνδούρου, Μιμίδης, Ρίζος, 2009 - Πρακτ., 8ου Πανελ., Γεωγραφ., Συνεδρ., 433-442, Υδρογεωλογία της λίμνης Κουμουνδούρου, Mimides et al., 2009 (Proceed., BALWOIS, Traces of oil products and hydrocarbons occuring in the lake Koumoundourou), Karageorgis et al., 2008 -Water Air Soil Poll., 204, 243-258, Use of enrichment factors for the assessment of heavy metal contamination in the sediments of Koumoundourou lake) Η σημερινή λίμνη Κουμουνδούρου, είναι ότι απέμεινε από δύο λίμνες, τους Ρειτούς ( στην αρχαιότητα αποτελούσαν το όριο μεταξύ Αθηνών και Ελευσίνας) που υπήρχαν στην περιοχή από την κλασσική

αρχαιότητα. Σύμφωνα με αρχαία κείμενα, οι Ρειτοί ήταν δύο μικρές τεχνητές λίμνες που σχηματίστηκαν από τα νερά ομάδας πηγών που βρίσκονταν στις δυτικότατες παρυφές του όρους Αιγάλεω, όταν έμμεσα φράχθηκαν οι απορροές τους προς τη γειτονική θάλασσα, κατά τη διάνοιξη μιας αρχαίας οδούς προς την Ελευσίνα. Αυτές οι δύο λίμνες, λέγεται ότι ήταν γεφυρωμένες, προκειμένου να διευκολύνεται η διέλευση των ταξιδιωτών και όσων πήγαιναν για τα ‘’Ελευσίνια Μυστήρια’’, δεδομένου ότι η περιοχή ήταν τότε αδιάβατη εξαιτίας των ελών και των ρεμάτων. Μερικοί αρχαιολόγοι διατείνονται ότι βόρεια της σημερινής λίμνης, στις πλαγιές του παρακείμενου λόφου, υπήρχε λιθόστρωτος δρόμος, που παρέκαμπτε την τότε ελώδη περιοχή των Ρειτών. Από τις δύο τότε λίμνες, η βόρεια λίμνη ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα, ενώ η ‘’προς το Άστυ’’, η νότια Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

173


λίμνη, ήταν αφιερωμένη στην κόρη της Περσεφόνη, ενώ μόνο οι ιερείς των θεοτήτων αυτών είχαν το δικαίωμα να ψαρεύουν στις λίμνες. Η βόρεια λίμνη, η λίμνη της θεάς Δήμητρας, γνωστή και ως Κεφαλάρι, αποστραγγίστηκε και επιχωματώθηκε κατά τη δεκαετία του 1950, για την εγκατάσταση των Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου (ΕΛΔΑ). Η νότια λίμνη της Περσεφόνης, διατηρείται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή ως λίμνη Κουμουνδούρου. Ο αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος Ι. Τραυλός (1908-1985) εντόπισε μακρύ τοίχο, στο κέντρο περίπου της λίμνης Κουμουνδούρου, που προφανώς αποτελούσε μέρος του φράγματος που συγκρατούσε τα ύδατα και διαμόρφωνε τη λίμνη. Επίσης, ο Τραυλός αναγνώρισε, ότι οι λίθοι που είχαν χρησιμοποιηθεί στο φράγμα ήταν σε δεύτερη χρήση και βάσει της μορφολογίας τους, τους συνέδεσε με το δομικό υλικό του ‘’Ελευσινιακού Τελεστηρίου’’, ναού που είχε ανεγείρει ο Πεισίστρατος στην περιοχή και που καταστράφηκε από τους Πέρσες το 479 π.Χ. Ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας (115-180 μ.Χ.), παρότι αναφέρει μόνο τα ρέματα της περιοχής των Ρειτών, δεν κάνει καμιά αναφορά για τις τότε λίμνες, οι οποίες, σύμφωνα με διάφορους μετέπειτα περιηγητές, διατηρούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μ.Χ. Μάλιστα, οι εκροές των λιμνών προς τη θάλασσα χρησιμοποιούνταν για να θέτουν σε κίνηση δύο παράλιους υδρόμυλους, που είχαν χτιστεί κοντά στις λίμνες, στις αρχές του περασμένου αιώνα, αν όχι νωρίτερα, όπως αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Fr., Pouqueville που επισκέφτηκε την περιοχή κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1810. Παλαιοί κάτοικοι της περιοχής Σκαραμαγκά αναφέρουν ότι και οι δύο λίμνες υπήρχαν, μέχρι και τη δεκαετία του 1950. Τις περιγράφουν ότι είχαν πεντακάθαρα, συνεχώς ανανεούμενα νερά, γεμάτες ψάρια, κυρίως κέφαλους, τσιπούρες, αλλά και λαυράκια, χέλια κ.ά. Επίσης, αναφέρουν ότι οι δύο λίμνες περιβάλλονταν από υψηλούς καλαμώνες, όπου έβρισκαν καταφύγιο πολλά πουλιά. Η ονομασία της νότιας λίμνης, δηλαδή της λίμνης Κουμουνδούρου, ανάγεται είτε στο όνομα οικογένειας γαιοκτημόνων στους οποίους ανήκε η περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, είτε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (1817-1883), στη θητεία του οποίου κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1860, έγιναν επιπλέον έργα επιχωμάτωσης και οδοποιίας, μεταξύ της ακτής του Σκαραμαγκά και της λίμνης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιφάνεια της λίμνης Κουμουνδούρου μειώθηκε σημαντικά εξαιτίας της διαπλάτυνσης της εθνικής οδού Αθηνών Κορίνθου. Η λίμνη Κουμουνδούρου, βρίσκεται στις νοτιοδυτικές απολήξεις του Ποικίλου όρους (με το ύψωμα Καψαλώνας με υψόμετρο +273 μέτρα και ύψωμα Γκίκα προς τα διυλιστήρια με υψόμετρο +77 μέτρα), νοτιοδυτικά του στρατοπέδου διακίνησης και αποθήκευσης καυσίμων (στρατιωτικές εγκαταστάσεις της 871 ΑΒΕΚ), και των διυλιστηρίων ΕΛΠΕ, ΕΛΙΝΟΙΛ, ενώ μια χερσαία ζώνη πλάτους περίπου 50-250 μέτρων (50 μέτρα κοντά στην έξοδο προς τη θάλασσα, εκ των οποίων τα 20 μέτρα αποτελούν το οδόστρωμα της Εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου), τη χωρίζει από τη γειτονική θάλασσα, τον κόλπο του Σκαραμαγκά. Η υδρολογική της λεκάνη οριοθετείται από τα βουνά της Χασιάς στα βόρειαβορειοδυτικά, το όρος Αιγάλεω ανατολικά-νοτιοανατολικά και προς τα δυτικά-νοτιοδυτικά από το ρέμα Γιαννούλα της περιοχής Ασπρόπυργου. Η λίμνη, που είναι ρηχή (ως επί το πλείστον βάθη 1-1.5 μέτρα) και μερομικτική, μαζί με την γύρω ελώδη περιοχή καλύπτει επιφάνεια 250 περίπου στρεμμάτων, και συνδέεται με τον κόλπο του Σκαραμαγκά-Ελευσίνας, μέσω ενός στενού και αβαθούς διαύλου που διέρχεται κάτω από τον εκεί Εθνικό δρόμο. Η λίμνη βρίσκεται σε μια περιοχή όπου υπάρχουν πολλές πηγές ρύπανσης. Στο παρελθόν και επανειλημμένα έχει ρυπανθεί από πετρελαιοειδή, μέσω υπόγειων διαρροών από τα γειτονικά διυλιστήρια, ενώ μια άλλη πηγή ρύπανσης εικάζεται ότι μπορεί να σχετίζεται με το ΧΥΤΑ (σκουπιδότοπος απλής απόθεσης) των άνω Λιοσίων, ο οποίος λειτουργούσε από το 1960 μέχρι το 1998, χωρίς μεμβράνη στεγανοποίησης. Σημειώνεται, ότι η απόσταση μεταξύ σκουπιδότοπου και λίμνης είναι αρκετά μακριά, όμως η λιθολογία της περιοχής αποτελείται από διαπερατά πετρώματα και επομένως δεν αποκλείεται να επηρεάζεται υπογείως η λίμνη, όπως εικάζουν ορισμένες μελέτες. Από υδρο-γεω-μορφολογική προσέγγιση, στην εγγύτερη και ευρύτερη ημιορεινή περίμετρο της λίμνης εντοπίζονται πολύ διαπερατοί σχηματισμοί, ως αποτέλεσμα της καρστικής διεργασίας των ασβεστολίθων της περιοχής, ενώ η καρστικότητα αυτών των ασβεστολίθων δεν παρουσιάζει ομοιογένεια, λόγω του σποραδικά δολομιτικού χαρακτήρα τους, αλλά και της παλαιογεωγραφικής και τεκτονικής εξέλιξής τους. Εξάλλου, καταγράφεται η παρουσία αργιλικών σχηματισμών προς τη γειτονική θάλασσα που υποδηλώνει φραγμένο κάρστ προς τη θάλασσα και βορειοδυτικά το κάρστ παρουσιάζεται ως ατελώς φραγμένο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις εκεί περιορισμένες παράκτιες αναβλύσεις νερού. Ωστόσο, η εκκένωση του καρστικού υδροφόρου της πηγής που εκβάλλει Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

174


στο βυθό της λίμνης γίνεται με πολύ βραδύ ρυθμό που σημαίνει ότι οι παροχετευτικότητες του καρστικού συστήματος είναι μικρές, ενώ οι ειδικές επιδόσεις μεγάλες, όπως μεγάλος είναι και ο όγκος του υδροφόρου. Ωστόσο, αυτό εγγυάται την απρόσκοπτη ροή πηγαίου νερού μέσα στη λίμνη και άρα τη διατήρηση του οικοσυστήματός της από άποψη υδροτροφοδοσίας.

Η Λίμνη Κουμουνδούρου (http://www.naturagraeca.com)

Η λίμνη Κουμουνδούρου, τροφοδοτείται από υπολίμνιες αναβλύσεις (κυρίως στη βόρεια, βορειο-δυτική περιοχή) και από τα νερά της βροχής, μέσω του υδρογραφικού της δικτύου της λεκάνης και απευθείας στην επιφάνειά της. Επίσης, αν και η στάθμη της λίμνη βρίσκεται περίπου 1.4 μέτρα, πάνω από μέσο υψόμετρο της γειτονικής θάλασσας (κόλπος της Ελευσίνας), συνδέεται με αυτή, μέσα από στενό και αβαθή δίαυλο και με ρυθμό απορροής περίπου 30 κυβικά μέτρα νερού την ώρα. Η αλατότητα του νερού της λίμνης δεν ξεπερνάει το 17%ο, όταν στη γειτονική θάλασσα είναι 2839.9%ο. Εξάλλου, φαίνεται ότι τα νερά της ανανεώνονται συχνά και έτσι καταγράφηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και στο νερό και στο ίζημα, αλλά και χαμηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών, ενώ υψηλή είναι η διαύγεια των νερών της. Στη λίμνη έχουν αναφερθεί περίπου 64 είδη φυτοπλαγκτού, είδη ζωοβένθους με χαρακτηριστικά ρυπασμένων περιοχών (π.χ., ο πολύχαιτος Nereis sp.), γαστερόποδα, ελασματοβράγχια, καρκινοειδή, αλλά και ψάρια (π.χ., κεφαλοειδή, χέλια) και νεροχελώνες. Στις όχθες της λίμνης κυριαρχούν αραιές συστάδες με το νεροκάλαμο (Phragmites australis), βούρλα (π.χ. Scirpus sp., Juncus sp.,)., και στα επίπεδα αλίπεδα της λίμνης αρμυρίθρες (π.χ. Arthcocnemum fruticosum). Στην άκρη της λίμνης βρίσκεται και ένα μικρό δάσος από ευκαλύπτους. Στα νερά της λίμνης, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο, συχνά παρατηρείται έλλειψη οξυγόνου, μείωση του pH, οπότε τα ιόντα αμμωνίου μετατρέπονται σε αδιάλυτη αμμωνία, που είναι πολύ τοξική για τους υδρόβιους οργανισμούς, αλλά παρατηρείται περιστασιακά και έκλυση υδρόθειου από τα ιζήματα (επίσης τοξικό). Αποτέλεσμα αυτών παρουσιάζονται περιστασιακά μαζικοί θάνατοι ψαριών και άλλων οργανισμών. Γενικότερα, η ποιότητα του νερού της λίμνης δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα υποβαθμισμένη, ενώ το ίζημα είναι σχετικά ρυπασμένο, λόγω της συσσώρευσης χημικών ρυπαντών και ιδιαίτερα επιβαρυμένο με οργανική ύλη που αποικοδομείται σε συνθήκες απουσίας οξυγόνου (σαπίζει η οργανική ύλη και εκλύονται τοξικά αέρια για την υδρόβια ζωή). Η ρύπανση του ιζήματος σχετίζεται επιπλέον και με τη διαφυγή-διαρροή πετρελαιοειδών από τα διυλιστήρια και τις απορροές του γειτονικού στρατοπέδου (ΕΛΠΕ Ασπροπύργου, τις δεξαμενές ΕΛΙΝΟΙΛ και τις αποθήκες καυσίμων του παρακείμενου στρατοπέδου Ξηρογιάννη ). Εξάλλου, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το οικοσύστημα της λίμνης μπορεί να ρυπαίνεται υπογείως, από τα στραγγίσματα των παλαιών χωματερών των Άνω Λιοσίων και της Φυλής, και υπέργεια, μέσω των αέριων ρύπων (εκπομπή αέριων ρύπων και αιωρούμενων σωματίδιων) των εργοστασίων της περιοχής του Θριάσιου πεδίου. Ο διαχρονικός εμπλουτισμός με βαριά μέταλλα των ιζημάτων της λίμνης, δείχνει ότι η κύρια τροφοδοσία της ρύπανσης προέρχεται: α) από το σύστημα των υπολίμνιων πηγών της λίμνης στη βορειο-ανατολική περιοχή της, που μεταφέρει και οργανικούς ρύπους-υδρογονάνθρακες, και ανόργανους ρύπους–βαριά μέταλλα, από την ευρύτερη υδρολογική λεκάνη και πιθανότατα από την Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

175


παλαιά χωματερή των Άνω Λιοσίων, β) από τις επιφανειακές απορροές της διπλανής Εθνικής οδούς και, γ) από την ατμοσφαιρική εναπόθεση που συνεισφέρει στη συσσώρευση μολύβδου, χαλκού ψευδαργύρου και άλλων μετάλλων στα ιζήματα της λίμνης.

Ειδικότερα, τα μέταλλα βανάδιο, χαλκός και μόλυβδος είναι ισχυρά εμπλουτισμένα, με ένα παράγοντα από 5 μέχρι και 10, σε σχέση με το φυσικό επίπεδο της περιοχής. Τα μέταλλα χρώμιο, μαγγάνιο και νικέλιο είναι μετρίως εμπλουτισμένα με ένα παράγοντα από 3-5, σε σχέση με το φυσικό επίπεδο της περιοχής. Το κοβάλτιο και ο ψευδάργυρος είναι ελαφρώς εμπλουτισμένα, από 1.5-3, σε σχέση με το φυσικό επίπεδο της περιοχής, ενώ δεν υπάρχει εμπλουτισμός για το μολυβδαίνιο και το αρσενικό. Σημειώνεται ότι το βανάδιο και το νικέλιο κυρίως απαντούν σε υψηλές συγκεντρώσεις στο αργό πετρέλαιο και στα υπολείμματα των καυσίμων (π.χ., ατμοσφαιρική εναπόθεση, Εθνική οδός, διαρροές δεξαμενών και αγωγών, απορροές-ξέπλυμα επιφανειών). Ο μόλυβδος προέρχεται από τα καύσιμα, αν και έχει απαγορευτεί η χρησιμοποίηση του, από τη καύση των σκουπιδιών και τα εξωτερικούς ελαιοχρωματισμούς κτιρίων. Το χρώμιο, νικέλιο και χαλκός σχετίζονται με βιομηχανικές δραστηριότητες όπως είναι τα χυτήρια, η καύση σκουπιδιών, και η καύση ορυκτών καυσίμων, ο χαλκός σε αστικά κέντρα προέρχεται από τα φρένα των οχημάτων και ο ψευδάργυρος από τα λάστιχα των οχημάτων (φθορές και καύση). Η λίμνη φιλοξενεί το μεγαλύτερο αριθμό υδρόβιων πουλιών, σε σχέση με τους λοιπούς υγρότοπους της Αττικής. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός τους αποτελείται από φαλαρίδες (ο αριθμός τους το Δεκέμβριο του 2008 αναφέρεται ότι ανήλθε στα 1060 άτομα ). Η παρουσία της βαλτόπαπιας, (που ο αριθμός των ατόμων της που παρατηρήθηκαν το Δεκέμβριο του 2008 ανήλθε σε 25 άτομα), είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αυτή βρίσκεται και στο ‘’Κόκκινο βιβλίο’’ των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας (επικαιροποίηση 2009) με την ένδειξη VU-τρωτό. Η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία το 2009 είχε καταγράψει 38 είδη πτηνών, από τα οποία 5 είδη περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας 2009/147/ΕΚ για τη διατήρηση των άγριων πτηνών (πρώην Οδηγία 79/409), ενώ αργότερα ο αριθμός τους έφτασε περίπου τα 50 είδη, μεταξύ των οποίων, η παγκοσμίως απειλούμενη βαλτόπαπια (Aythya nyroca), το κιρκίρι (Anas crecca), η χουλιαρόπαπια (Anas clypeata), το σφυριχτάρι (Anas penelope), το γκισάρι (Aythya ferina), και άλλα. Γενικότερα, η λίμνη φιλοξενεί κυρίως υδρόβια πουλιά που τη χρησιμοποιούν για διαχείμαση, αλλά και μεγάλο πλήθος από γλαρόμορφα πτηνά. Επιπλέον, στη λίμνη αναπαράγονται νερόκοτες, φαλαρίδες και νανοβουτηχτάρια. Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί για τη λίμνη Κουμουνδούρου είναι, ότι το κύριο περιβαλλοντικό της πρόβλημα είναι ότι η περιοχή είναι αποδέκτης βιομηχανικών και άλλων ρύπων που υποβαθμίζουν τον υγρότοπο και επηρεάζουν αρνητικά την κατάσταση των ειδών που ενδιαιτούν σε αυτή, ενώ η απρόσκοπτη ροή του εκεί πηγαίου νερού μέσα στη λίμνη είναι ένας ενθαρρυντικός παράγοντας για τη διατήρηση του οικοσυστήματός της από άποψη αυτοκαθαρισμού και εξυγίανσης, με την κατάλληλη όμως διαχείριση, καθότι αναδεικνύονται περιοδικά ευαίσθητες ισορροπίες και επιπλέον απειλές. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

176


ΛΙΜΝΙΟ ΛΟΥΤΣΑ ΒΟΥΡΒΑ, ΣΠΑΤΑ, ΑΤΤΙΚΗ (πηγές:

σταχυολόγηση από Σημειώσεις και φωτογραφία Ν. Νέζης, http://spataartemis.gr/userdata/docs/grafeio_typou/epixeirisiako_2011.pdf και από το βιβλίο ‘’Πουλιά της Αττικής’’, Σταύρακα και Σκαρέα-2015). Στην περιοχή Μετόχι Βουρβά (Μετόχι Μονής Πεντέλης) στα ανατολικά-βορειοανατολικά των Σπάτων

υπάρχει ένα εποχικό λιμνίο σημαντικής έκτασης. Μετά την κατασκευή του αεροδρομίου Ελ., Βενιζέλος το υδρολογικό του καθεστώς έχει τροποποιηθεί, αλλά η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια χαμηλή κοιλότητα του εδάφους που συγκεντρώνει νερά από τη γύρω περιοχή και κυρίως ειναι πλέον ο φυσικός αποδέκτης των ομβρίων του αεροδρομίου. Η περιοχή όταν κατακλύζεται από νερά συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό υδρόβιων πτηνών.

ΛΙΜΝΗ ΠΑΡΑΛΙΜΝΗ Ή ΤΡΕΦΙΑ Ή ΤΡΟΦΙΑ, ΒΟΙΩΤΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από Leonardos, et al, 2010 -J., Freshw., Ecol., 20.4, 715-722, Life history traits of ylikiensis roach Rutilus ylikiensis- in two Greek lakes of different trophic state, Dimaki, 2007 -Herpetozoa short note 19, ¾, 179-181, Herpetofauna in the area of the lakes Yliki and Paralimni and the Kifissos river, Cook, Vardaka, Lanaras, 2004 -Acta Hydroch., Hydrobiol., 32, 107-124, Toxic cyanobacter in Greek freshwaters, 1987-2000, in lakes Amvrakia, Kastoria, Mikri Prespa, Pamvotis, Vistonis etc, Papadopoulou-Vrinioti et al., 2003 -Proceed., Conf., The water in 21th century, problems and perspectives, 7pp., Correlationof the slope configuration in Iliki and Paralimni lakes with the tectonism of the area).

Η λίμνη Παραλίμνη, βρίσκεται στο βύθισμα, που σχηματίζεται από τα βουνά Πτώο, Κτυπά και τη λίμνη Υλίκη με την οποία τη συνδέει διώρυγα μήκους 2.5 Km και έχουν υψομετρική διαφορά οι δύο λίμνες περίπου τα 33 μέτρα. Με την διώρυγα που συνέδεε τις δύο λίμνες διοχετεύονταν τα πλεονάζοντα νερά της Υλίκης προς αυτήν, ωστόσο, η λίμνη αποξηράνθηκε, κυρίως μετά την ανομβρία του 1993 και αποδόθηκε στην καλλιέργεια, κυρίως κηπευτικών. Πριν την αποξήρανσή της η επιφάνεια της έφθανε τα 15 τ.χλμ., είχε μήκος 8 χλμ., και πλάτος 2 χλμ. Τότε, το νερό της λίμνης με σύγχρονες εγκαταστάσεις ταχυ-διυλιστηρίου τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό την πόλη της Χαλκίδας. Το υπόβαθρο της Παραλίμνης, εξαιτίας της γεωμορφολογικής σύστασης της περιοχής, διασχίζεται από ρήγματα, ρωγμές και καταβόθρες. Παλαιότερα τροφοδοτούνταν με νερό μόνο από τις υπόγειες καταβόθρες της Υλίκης και από τα γειτονικά ρέματα. Σήμερα, εκτός από τις καταβόθρες μπορεί να τροφοδοτηθεί με νερό και από μια διώρυγα 2.5 χιλιομέτρων, που τη συνδέει με την Υλίκη και όταν τα νερά της Υλίκης υπερχειλίσουν. Η λίμνη Παραλίμνη, περιλαμβάνει πολλά είδη οικοτόπων και ενδιαιτημάτων, όπως σημεία πυκνής και αραιής υδρόβιας βλάστησης, μεγάλη επιφάνεια νερού, καλαμιώνες, υγρά λιβάδια, βαλτώδεις περιοχές και γειτνιάζει με ορεινούς όγκους και κάθετα βράχια που πέφτουν απότομα στο νερό. Στα νοτιοδυτικά της λίμνης υπάρχει μια εκτεταμένη περιοχή γεμάτη άσπρα νούφαρα (Nymphaea alba), η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση του είδους, τόσο νότια στην Ελλάδα. Στη λίμνη φυτρώνουν διάφορα υδρόφιλα είδη, όπως τα Potamogeton crispus, P. nodosus, Ceratophyllum demersum, και Myriophyllum spicatum και άλλα. Άλλοτε, στη λίμνη Παραλίμνη, σημαντικές ήταν οι εκτάσεις παρόχθιων καλαμιώνων, που κάλυπταν τις όχθες της και δημιουργούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο για το φώλιασμα υδρόβιων πτηνών. Μέχρι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

177


το 1993, η πανίδα της περιοχής ήταν πολύ πλούσια σε ιχθυοπανίδα και αμφίβια, αλλά και σε ερπετά και θηλαστικά που ζούσαν γύρω από αυτήν. Από καιρό σε καιρό, μετά από εκτεταμένη υγρή περίοδο και βροχές και την επανασύνδεσή της με την Υλίκη, έχει αρχίσει να γεμίζει η Παραλίμνη, με αποτέλεσμα πολλά πουλιά να προσελκύονται από το υγρότοπό της. Εξάλλου, η Παραλίμνη θεωρείται ένας από τους ελάχιστους μεσόγειους υγρότοπους που έχουν απομείνει στην νοτιοανατολική Ελλάδα και καθώς βρίσκεται πάνω στο μεταναστευτικό διάδρομο της ανατολικής ηπειρωτικής χώρας για τα μεταναστευτικά πτηνά, ενώ η αναγέννησή της και η προστασία της αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.

(photo by http://www.naturagraeca.com)

Στα βουνά γύρω από τη λίμνη υπάρχουν δάση από βελανιδιές και πυκνά πουρνάρια που πιο χαμηλά δίνουν τη θέση τους σε φρύγανα, ενώ κοντά στη λίμνη φυτρώνουν διάσπαρτα λίγες λεύκες και πλατάνια. Κοντά στις όχθες βγαίνουν διάφορα ενδιαφέροντα είδη, όπως ο Astragalus graecus, o Stachys spruneri, οι ορχιδέες Ophrys calocaerina, O. sicula, O. leochroma, Serapias vomeracea, Anacamptis pyramidalis, A. fragrans, A. papilionacea, κ.α. Η ερπετοπανίδα της Παραλίμνης είναι ιδιαίτερα πλούσια από σαύρες, όπως αβλέφαρους, λιακόνια, τρανόσαυρες, σιλιβούτια και από πολλά είδη φιδιών, όπως νερόφιδα (Natrix natrix persa), λιμνόφιδα (Natrix tessellata), πρασινόφιδα, δεντρογαλιές, λαφιάτες, αγιόφιδα, σπιτόφιδα και οχιές. Από τα αμφίβια συναντά κανείς, πρασινόφρυνους, βαλκανοβάτραχους, ευκίνητους βάτραχους και δεντροβάτραχους. Στα νερά της λίμνης ζούν ποταμοχελώνες-Μauremys rivulata και βαλτοχελώνες -Emys orbicularis hellenica, ενώ στις γύρω πλαγιές συναντάς, μεσογειακές χελώνες και κρασπεδοχελώνες (Testudo marginata, Testudoi hermanni boettgeri). Από τα θηλαστικά ξεχωρίζει στη λίμνη η περιστασιακή παρουσία της βίδρας –Lutra lutra. Η ιχθυοπανίδα της λίμνης Παραλίμνης, είναι σχεδόν παρόμοια με εκείνη της γειτονικής λίμνης Υλίκης, με τη διαφορά ότι εδώ δεν υπάρχει η πεταλούδα –Carassius auratus gibelio, η οποία αφθονεί στην Υλίκη. Περιλαμβάνει πολλά σπάνια και ενδημικά είδη όπως τη στενότοπη ενδημική του τοπικού υδρογραφικού συστήματος (π.χ., Βοιωτικός Κηφισός), την καλαμίθρα ή χιόνα (Scardinius graecus), τα ελληνικά ενδημικά τη χερακούβα ή δρομίτσα (Rutilus ylikiensis), το σκαρούνι ή κέφαλο (Luciobarbus ή Barbus graecus), τη πασκόβιζα ή τσιρώνι (Telestes ή Pseudophoxinus beoticus), το ενδημικό της βαλκανικής πελασγό ή ντάσκα (Pelasgus stymphalicus), το κοσμοπολιτικό χέλι (Anguilla anguilla), αλλά και είδη που έχουν εισαχθεί στο παρελθόν, όπως ο κοινός κυπρίνος (Cyprinus carpio) και ο χορτοφάγος κυπρίνος (Ctenopharyngodon idella). Εξάλλου, η περιοχή της Παραλίμνης, φιλοξενεί κατά καιρούς μεγάλους αριθμούς από υδρόβια, παρυδάτια και αρπακτικά πουλιά. Τα νερά της φιλοξενούν σχεδόν όλα τα είδη των ερωδιών της Ελλάδας (πορφυροτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, μικροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες και τους σπάνιους ήταυρους). Πρόκειται για το νοτιότερο σημείο όπου κάνουν φωλιές οι πελαργοί στη χώρα μας. Επίσης, στην περιοχή έχει διαπιστωθεί η παρουσία του σπάνιου βουνοσφυριχτή. Στους λόφους και στα χωράφια ζούνε πέρδικες, αμπελουργοί, ορτύκια, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

178


βραχοτσοπανάκοι, ψευταηδόνια, χαλκοκουρούνες, τσαλαπετεινοί, κ.α. Από τα αρπακτικά συναντώνται φιδαετοί, σπιζαετοί, γερακίνες, σφηκιάρηδες, καλαμόκιρκοι, λιβαδόκιρκοι, πετρίτες, βραχοκιρκίνεζα, κιρκινέζια, κ.α. Άλλα σημαντικά είδη της περιοχής είναι οι χαλκόκοτες, οι τσιχλοποταμίδες, οι αλκυόνες, οι νερόκοτες, οι φαλαρίδες, οι πρασινοκέφαλες πάπιες και τα μπεκατσίνια.

(Photo by:zogaris.blogspot.com)

Η Παραλίμνη, στο παρελθόν, έχει αποξηρανθεί αρκετές φορές, εξαιτίας της ανομβρίας, ενώ κάθε χρόνο τα χωράφια με τα μπαμπάκια και τα αμπέλια επεκτείνονται σε βάρος του υγροτόπου και της λίμνης. Η περιοχή απειλείται από τις περιοδικές ανομβρίες, την άντληση των υδάτων της για το πότισμα των γύρω καλλιεργειών, από τις απορροές των καλλιεργούμενων χωραφιών που χρησιμοποιούν αγροχημικά, την ανεξέλεγκτη βόσκηση, το παράνομο κυνήγι, τους σκουπιδοσωρούς και τα μπάζα. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece. ΛΙΜΝΗ ΣΤΟΜΙ Ή ΑΛΜΥΡΗ ΛΙΜΝΗ ΣΧΙΝΙΑ, ΑΤΤΙΚΗ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.ornithologiki.gr/gr/sppe/grbon.html/, http://postgra.hydro.ntua.gr/docs/lessons/30/chatzibiros/shinias.pdf, http://www.2bparks.org/download/file/10_963_13.-1.4-e-paper-schinias-case-study-gr-pp9.pdfΦορέας Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Σχινιά Μαραθώνα -ΦΟΔΕΠΑΣΜhttp://itia.ntua.gr/greenmarathon/lib/schinias.pdf, http://itia.ntua.gr/greenmarathon/, Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας, 2001 -Τεχν., Έκθεση, ΥΠΕΧΩΔΕ, ΤΔΦΠ, Διαχειριστική μελέτη βιότοπου Σχινιά Μαραθώνα),

Ο υγρότοπος του Σχινιά, εμφανίζει, γλυκό, υφάλμυρο και αλμυρό νερό, καλαμιώνες, αλμυρίκια, αλοφυτική βλάστηση και υγρά λιβάδια. Διακρίνεται σε δύο τμήματα. Στο δυτικό κυριαρχεί το γλυκό νερό και στο ανατολικό και κεντρικό η παρουσία των αλμυρόβαλτων έχει εξαπλωθεί σε βάρος λιγότερο υφάλμυρων ενδιαιτημάτων. Το έλος αυτό κατακλύζεται το χειμώνα από νερά, ενώ το Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

179


καλοκαίρι σχεδόν αποξηραίνεται, ιδιαίτερα τα εξαιρετικά ξηρά και θερμά χρόνια. Εδώ και στη γύρω περιοχή απαντάται μεγάλη ποικιλία απειλούμενης ορνιθοπανίδας (π.χ., τα είδη Ardea purpurea, Ardeola ralloides, Circus aeruginosus, Circus pygargus, Cisticola juncidis, Egretta garzetta, Ixobrychus minutus, Plegadis falcinellus). Η Λίμνη Στόμι ή Αλμυρή, βρίσκεται στο χαμηλότερο τμήμα του υγροτόπου, στην ανατολική του άκρη, και πλημμυρίζει εποχικά με υφάλμυρο ή αλμυρό νερό. Πριν από την κατασκευή της αποστραγγιστικής διώρυγας της Μακαρίας πηγής, σχηματιζόταν εκεί λίμνη με μόνιμο νερό, ενώ από το σημείο αυτό, τα νερά του έλους και της Μακαρίας πηγής έβγαιναν προς τη θάλασσα. Σήμερα, η λίμνη Στόμι, είναι εποχική και πλημμυρίζει μόνο κατά την υγρή περίοδο. Σε αυτή τη λίμνη, αλλά και στην ευρύτερη υγροτοπική περιοχή αναφέρεται και μεγάλο πλήθος από ασπόνδυλη πανίδα ( π.χ., Ορθόπτερα –Discoptila sp., Gryllomorpha sp., Οδοντόγναθα –Anax imperator, Anax ephippiger, Λεπιδόπτερα –Hipparchia aristaeus, Danaus chrysippus, Gegenes nostrodamus). Στην περιοχή συναντάται το σπάνιο ορχεοειδές Orchis palustris και πολλά απειλούμενα υδρόβια πουλιά, όπως τα φλαμίνγκο Phoenicopterus ruber, κιρκινέζι -Falco naumanni και καλαμοκανάς -Himantopus himantopus. Η Μακαρία Πηγή είναι καρστική λιμνοπηγή που παλαιότερα ανάβλυζε στη βορειοδυτική άκρη του Εθνικού Πάρκου, συντηρώντας δύο μικρές λίμνες γλυκού έως υφάλμυρου νερού. Οι λίμνες διαθέτουν υδρόβια και παρόχθια βλάστηση με καλάμια. Εκεί ζει ένα μικρό ενδημικό ψάρι, η ντάσκα -Pelasgus ή Pseudophoxinus stymphalicus subsp. marathonicus, αλλά έχουν αναφερθεί και χέλια. Η φυσική ροή της πηγής έχει πλέον αποκατασταθεί (μετά τα Ολυμπιακά έργα) και σήμερα ο κύριος όγκος των νερών της ρέει προς τον υγρότοπο μέσω του Ολυμπιακού κωπηλατοδρομίου. Στο τεχνητό κανάλι που παροχέτευε παλιότερα το σύνολο των νερών της πηγής στη θάλασσα, σήμερα διατηρεί συνεχώς οικολογική παροχή, για να διατηρηθεί η βλάστηση που αναπτύχθηκε εκεί, όπως υδροχαρή και ελόβια φυτά, αλλά και χαρόφυτα – Chara sp., στο βυθό του καναλιού.

3.2β. Στην Εύβοια Η Εύβοια ως νησί, έχει ιδιόμορφα κλιματικά και φυσιογραφικά χαρακτηριστικά (ανάγλυφο), τα οποία δημιουργούν ποικιλία ενδιαιτημάτων, αλλά και διατηρούν ενδημική, σπάνια, ή και προστατευόμενη χλωρίδα και πανίδα. Η γεωγραφική περιοχή της Εύβοιας ως προς τα νερά και τις υγροτοπικές περιοχές της χαρακτηρίζεται εξαιρετικά πολύ πλούσια και εντυπωσιακή, καθώς πέρα από τις φυσικά υδάτινα σώματα υπάρχει και μεγάλος αριθμός τεχνητών υδατοσυλλογών, κυρίως με τις λίμνες των ορυχείων-ανοιχτών λατομείων του λευκόλιθου και των γαιανθράκων (π.χ., υπάρχουν 9 τεχνητές λίμνες στα ορυχεία Τρούπι-Κάκκαβος, στα ορυχεία Αλιβερίου και ΛΑΡΚΟ, τεχνητές λίμνες, λιμνία και λιμνοδεξαμενές).

Περισσότερες πληροφορίες δείτε kai στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΓΑΠΗΤΟΥ, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Το Λιμνίο του Αγαπητού βρίσκεται περίπου 3.2 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοανατολικά της Λιχάδας, στο Δήμο Ιστιαίας – Αιδηψού της Εύβοιας. Πρόκειται για ένα μικρό παράκτιο υγρότοπο σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης που βρίσκεται στην άκρη ενός μικρού ακρωτηρίου. Το γλυκό νερό προέρχεται από τις επιφανειακές απορροές της λεκάνης, ωστόσο ο υγρότοπος δέχεται την επίδραση της θάλασσας είτε υπογείως είτε με τον κυματισμό και διατηρεί νερό όλο το χρόνο. Παραλιακά υπάρχει δρόμος που διακόπτει την όποια επικοινωνία του υγρότοπου με τη θάλασσα. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν κάποιες διάσπαρτες εξοχικές κατοικίες και γίνεται ελεύθερη κατασκήνωση. Στον υγρότοπο απαντάται ο οικότοπος 1420 - Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες (Sacrocornetea fruticosi). Η βλάστηση είναι αλοφυτική με Salicornia sp. ενώ υπάρχουν και μερικά βούρλα (Juncus sp.). Επιπλέον, περιμετρικά του υγρότοπου και στην ευρύτερη περιοχή απαντώνται σχίνοι, πεύκα και ελιές ( Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης 8/2014) . Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

180


ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΑΓΔΙΝΩΝ 1, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Το Λιμνίο Αγδινών 1 βρίσκεται περίπου 2.8 χιλιόμετρα δυτικά – βορειοδυτικά του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού της Εύβοιας. Πρόκειται για ένα μόνιμο λιμνίο γλυκού νερού σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης, το οποίο σχηματίζεται σε μια κοιλότητα, σε υδατοστεγή εδάφη. Συγκεντρώνει νερό από τις επιφανειακές απορροές και το νερό είναι στάσιμο, ενώ πιθανόν τους χειμερινούς μήνες το πλεονάζων νερό να καταλήγει στον ποταμό Ξηριά που βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση στα νότια του λιμνίου. Στην περιοχή εκτείνεται πευκοδάσος με ρητινοσυλλογή, ενώ υπάρχουν καλλιέργειες και γίνεται και βόσκηση αιγοπροβάτων.

Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι 72Α0 - Καλαμώνες και 92C0 - Δάση Platanus orientalis ενώ μια πιο ενδελεχής μελέτη θα κατεδείκνυε και άλλους τύπους οικότοπων. Στο λιμνίο φύονται κυρίως ψαθιά (Typha sp.), αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και πλατάνια (Platanus orientalis) ενώ ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η υφυδατική βλάστηση (Myriophyllum sp.). Περιμετρικά του λιμνίου έχει φτέρες, κουτσουπιές, λυγαριές, καρυδιές κ.α. Επίσης η πανίδα είναι πλούσια με μεγάλους πληθυσμούς από βατράχια και οδοντόγναθα (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης 8/2014). ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΑΓΔΙΝΩΝ 2, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Το Λιμνίο Αγδινών 2 βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Ιστιαίας – Αιδηψού της Εύβοιας. Πρόκειται για ένα μόνιμο λιμνίο γλυκού νερού που σχηματίζεται στην κοίτη μικρού χειμάρρου που καταλήγει στον ποταμό Ξηριά. Η προσέγγιση του υγρότοπου είναι αρκετά δύσκολη, λόγω της πυκνής βλάστησης και της απουσίας οδικού δικτύου, ωστόσο οι σωλήνες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

181


που υπάρχουν φανερώνουν ότι το νερό χρησιμοποιείται για άρδευση. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει πευκοδάσος.

Στην περιοχή απαντάνται ο οικότοπος 72Α0 - Καλαμώνες ενώ μια πιο ενδελεχής μελέτη θα κατεδείκνυε και άλλους τύπους οικότοπων. Στο λιμνίο φύονται κυρίως αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και πλατάνια (Platanus orientalis) ενώ ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η υφυδατική βλάστηση. Επιπλέον περιμετρικά απαντώνται ιππουρίδες (Equisetum sp.). H πανίδα είναι πλούσια με μεγάλους πληθυσμούς από βατράχια (οι γυρίνοι είναι ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους) και οδοντόγναθα (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης 8/2014) . ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΑΓΔΙΝΩΝ 4, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr)

Το Λιμνίο Αγδινών 4 βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα ανατολικά – νοτιοανατολικά του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Ιστιαίας – Αιδηψού της Εύβοιας. Πρόκειται για ένα λιμνίο γλυκού νερού σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης που διατηρεί νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Περιμετρικά στο λιμνίο η βλάστηση είναι πολύ έντονη με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη η προσέγγισή του. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει πευκόδασος. Απαντώνται οι οικότοποι 72Α0 - Καλαμώνες και 92C0 Δάση Platanus orientalis ενώ μια πιο ενδελεχής μελέτη θα κατεδείκνυε και άλλους τύπους οικότοπων. Στο λιμνίο φύονται κυρίως ψαθιά (Typha sp.), κάλαμια (Phragmites australis), πλατάνια (Platanus orientalis) και ιππουρίδες (Equisetum sp.), ενώ στο λιμνίο ανεπτυγμένη είναι και η υφυδατική βλάστηση. Επίσης η πανίδα είναι πλούσια με μεγάλους πληθυσμούς από βατράχια και οδοντόγναθα (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης 8/2014). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

182


ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ Ή ΕΛΟΣ ΛΙΜΝΟΣ, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Το έλος Λίμνος βρίσκεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα δυτικά από τον οικισμό του Αγίου Γεωργίου, στον Δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού στην Εύβοια. Πρόκειται για μια έκταση 80 περίπου στρεμμάτων, ελαφρώς ταπεινωμένη σε σχέση με τις όμορες περιοχές, όπου δέχεται τις επιφανειακές απορροές και διατηρεί νερό κατά τους χειμερινούς μήνες. Το σύστημα είναι γενικά αδιατάραχτο εκτός από μικρές παρεμβάσεις που έχουν γίνει περιμετρικά (εκχερσώσεις για καλλιέργειες και για διέλευση οχημάτων με μικρή όμως ένταση, μαντριά για ζώα και βόσκηση και πολύ λίγες αποθέσεις αδρανών), οι οποίες όμως στην παρούσα φάση δεν πιέζουν ιδιάιτερα το σύστημα. Στο εσωτερικό του δεν υπάρχει πρόσβαση λόγω πυκνής βλάστησης. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν καλλιέργειες ελιάς και πευκοδάση. Απαντάται ο οικότοπος 92D0 Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) με κυρίαρχη την παρουσία της λυγαριάς (Vitex agnus castus). Περιμετρικά της διάπλασης αυτή φύονται παλιούρια (Paliurus spina-christi), φτελιές (Ulmus sp.), σχίνοι (Pistacia lentiscus), βάτα (Rubus sp.) και άλλα ξυλώδη είδη. Ο υγρότοπος δεν βρίσκεται σε κάποιο καθεστώς προστασίας (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης 20/08/2014).

ΛΙΜΝΗ ΔΥΣΤΟΣ Ή ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΠΤΥΧΩΝ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.naturagraeca.com, http://www.zarka.gr/notia-evia/76-nature-fisi/1179-dystoslake.html, και από Langangen, 2010 -Flora Mediter., 20, 149-157, Some charophytes collected on the island of Evia, Nikolakopoulos, Pavlopoulos, 2004 -Proc. of SPIE , Remot., Sens., Agricul., Ecosys., Hydrol., VI, doi: 10.1117/12.567172, Vol. 5568, Environmental monitoring of lake Distos, using multitemporal and multisensor remote sensing data )

Η σημερινή λίμνη ή έλος, αποτελεί το χαμηλότερο σημείο μίας κλειστής λεκάνης της περιοχής, χωρίς επιφανειακή απορροή, με την αποστράγγιση της οποίας είχαν ασχοληθεί ακόμη και οι Ερετριείς κατά την αρχαιότητα, όταν κατέλαβαν την περιοχή. Έχει μικρό βάθος, εκτεταμένους καλαμιώνες και ακανόνιστο σχήμα. Η λίμνη Δύστος, μια ευτροφική ρηχή λίμνη, βρίσκεται νοτιοανατολικά του Αλιβερίου και βόρεια των Ζαράκων. Η δημιουργία της πιθανότητα οφείλεται σε τεκτονικές διαταράξεις κατά τα τέλη της τριτογενούς γεωλογικής περιόδου, κατά τις οποίες η κοιλάδα του Δύστου μεταβλήθηκε σε κλειστή λεκάνη. Ένα από τα χαρακτηριστικά της είναι η αυξομειούμενη στάθμη της, ως αποτέλεσμα της επίδρασης των καιρικών συνθηκών και κυρίως του ετήσιου ύψους βροχόπτωσης στην περιοχή, αλλά και της δομής των πετρωμάτων (διάτρητος καρστικοποιημένος ασβεστόλιθος) που διευκολύνει την αυτόματη και σταδιακή απώλεια ποσοτήτων νερού. Η περιοχή συχνά μαστίζεται από περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, επικράτησης ξηροθερμικών συνθηκών, συνδυασμένα με την ένταση της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας, που εγκυμονούν κινδύνους ακόμα και δημιουργίας συνθηκών υφαλμύρωσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

183


Παλαιότερα τα νερά της διοχετεύονταν σε καταβόθρες, κάτω από τα ασβεστολιθικά βουνά του Ψωριάρης και της Τσούκα, αλλά και επιφανειακά από το ρέμα Βαθύ Κανάλι, περιοδικής ροής που εκβάλλει στο Πόρτο-Μπούφαλο. Σε περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας το μέγεθός της μειώνεται σημαντικά και σχεδόν η λίμνη αποξηραίνεται και με τη συμβολή των υπεραντλήσεων νερών για άρδευση και παλαιότερα για βιομηχανική χρήση από την τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής. Η σύσταση του εδάφους και η φυσική διάρθρωση της λεκάνης απορροής (π.χ., ομαλές κλίσεις, επίπεδα βοσκοτόπια), ευνοούν την ανάπτυξη πλούσιας ελόβιας και υδρόβιας βλάστησης και έτσι προσφέρεται η περιοχή για το φώλιασμα και την αναπαραγωγή υδρόβιων πτηνών. Η λίμνη Δύστος είναι χαρακτηρισμένη ως ‘’Ζώνη Ειδικής Προστασίας’’, καθώς είναι σημαντική περιοχή για τα πουλιά της Ελλάδας και έχει καταχωρηθεί (απόφαση του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) από το 1979 στον κατάλογο ‘’Important Bird Areas In the EEC’’ και σήμερα αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για τη διατήρηση των πτηνών. Η λίμνη Δύστος, σε σχετικά πρόσφατη καταγραφεί (2010), αναφέρεται ως λίμνη με υψηλό ευτροφισμό και είναι αλκαλική (καταγράφηκαν τιμές pH 8.7, αγωγιμότητα 1320μS/cm, ιόντα ασβεστίου 32 mg/l), όπως δείχνουν οι τιμές τις αγωγιμότητας και των ιόντων ασβεστίου. Σε παλαιότερες εποχές η λίμνη απλωνόταν σε μεγαλύτερη έκταση. Με τη ροή του χρόνου και τις δραστηριότητες του ανθρώπου η λίμνη συρρικνώθηκε. Είναι πλούσια σε βλάστηση και ιδιαίτερα με καλαμώνες (π.χ., Phragmites australis, Typha latifolia, Scirpus lacustris), οι οποίοι καλύπτουν περίπου το 90% της υδάτινης επιφάνειας της λίμνης, αφήνοντας διάκενα μόνο στο κέντρο και στις δυτικές όχθες της. Κατά μήκος της ακτής σε αβαθή τμήματα βρέθηκαν διάσπαρτες αραιές συστάδες από τα χαρόφυτα Chara connivens, αναμιγμένο με Chara globularis. Επίσης έχουν καταγραφεί και τα υδρόβια φυτά Myriophyllum sp., Scirpus lacustris, Potamogeton sp., Veronica anagallis-aquatica, Rorippa nasturtium-aquaticum, Ranunculus sp., Lemna gibor και πολλά άλλα. Ανάμεσα σε αυτή τη βλάστηση βρέθηκαν και νηματοειδή χλωροφύκη φύκη των γενών Cladophora και Oedogonium. στους γύρω λόφους απλώνονται μεσογειακοί θαμνώνες με σκίνα, αφάνες και θυμάρια, ανάμεσα στα οποία φυτρώνουν διάφορα λουλούδια. Τα πιο σημαντικά είναι ο κρόκος Crocus laevigatus, οι ίριδες Hermodactylus tuberosus και Gynandriris sisyrinchium, οι ορχιδέες Serapias bergonii, Orchis italica, Ο. papilionacea, Ophrys leucadica, Ο. sicula, Ο. leochroma, Ο. ferrumequinum, Ο. mammosa και Ο. aesculapii.

Η ερπετοπανίδα είναι και αυτή πλούσια αν και απειλείται έντονα από τις αποξηράνσεις. Εδώ, ζουν πρασινόφρυνοι, βαλκανοβάτραχοι, βαλτοχελώνες, ποταμοχελώνες, κρασπεδοχελώνες, τρανόσαυρες, νερόφιδα, δεντρογαλιές, και άλλα. Παλαιότερα, υπήρχαν αναφορές για την υπάρξη της βίδρας στην περιοχή, κάτι που δεν έχει επιβεβαιωθεί και είναι σχεδόν αδύνατη η ύπαρξή της. Η ιχθυοπανίδα της λίμνης περιλαμβάνει ψάρια που έχουν εισαχθεί στη λίμνη κατά το παρελθόν και είναι ο κοινός κυπρίνος ή γριβάδι και το κουνουπόψαρο (Cyprinus carpio και Gambusia holbrooki). Η λίμνη είναι πολύ σημαντική για την αναπαραγωγή δεκάδων παρυδάτιων ειδών. Από τα 9 είδη ερωδιών που υπάρχουν στην Ελλάδα, τα έξι έχουν παρατηρηθεί στη λίμνη, ενώ τα πέντε από αυτά φωλιάζουν εδώ. Πρόκειται για μικροτσικνιάδες, νυχτοκόρακες, ήταυρους, κρυπτοτσικνιάδες και λευκοτσικνιάδες. Από τα παρυδάτια και υδρόβια πουλιά στη λίμνη ζουν χαλκόκοτες, σταχτοτσικνιάδες, πορφυροτσικνιάδες, πελαργοί, βουβόκυκνοι, ακτίτες, αλκυόνες, πετροτουρλίδες, φαλαρίδες, μαχητές, νανοβουτηχτάρια, κοκκινοσκέληδες, καλαμοκανάδες, καλημάνες, μπεκατσίνια, κιρκίρια, πρασινοκέφαλες πάπιες, σαρσέλες, βαλτόπαπιες, κ.α. Από τα αρπακτικά συναντά κανείς Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

184


σπιζαετούς, φιδαετούς, σφηκιάριδες, γερακίνες, αετογερακίνες, δεκάδες καλαμόκιρκους, βαλτόκιρκους, στεπόκιρκους, πετρίτες, ξεφτέρια, δεντρογέρακα, μαυροκιρκίνεζα, μπούφους, κουκουβάγιες, τυτούδες, γκιώνηδες, κ.α. Από τα μικροπούλια στη λίμνη και γύρω από αυτήν ζουν 4 είδη από ποταμίδες, 7 είδη τσιροβάκων, 4 είδη από κελάδες, 3 είδη από σταχτάρες, 3 είδη από γλαρόνια, 3 είδη από στριτσίδες, αηδόνια, μελισσοφάγοι, βραχοτσοπανάκοι, χαλκοκουρούνες, αμπελουργοί, κ.α. Επίσης, είναι σημαντική η περιοχή για αναπαραγόμενους ερωδιούς. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται εννέα από τα 21 στην Ευρώπη που περιορίζονται, όταν αναπαράγονται, στη Μεσογειακή διάπλαση (π.χ., Alectoris graeca πετροπέρδικα, Aythya nyroca βαλτόπαπια, Ixobrychus minutus μικροτσικνιάς, Oenanthe hispanica ασπροκώλα, Sitta neumayer βραχοτσοανάκος, Hippolais olivetorum λιοστριτσίδα, Sylvia rueppelli μουστακοτσιροβάκος, Sylvia melanocephala μαυροτσιροβάκος, Sylvia cantillans κοκκινοτσιροβάκος, Emberiza caesia σκουρόβλαχος, Emberiza melanocephala αμπελουργός).

Τα τελευταία χρόνια η λίμνη περιορίζεται, καθώς τη θέση της παίρνουν τα χωράφια. Οι φωτιές στους καλαμιώνες είναι συχνό φαινόμενο, ενώ οι συνεχιζόμενες υδροληψίες για τη βιομηχανία και τη γεωργία απειλούν τη λίμνη με πλήρη αποξήρανση. Σε αυτά οφείλουν να προστεθούν τα νταμάρια στις δυτικές πλαγιές των λόφων που την περιβάλλουν, η ύπαρξη αιολικού πάρκου στους λόφους πάνω από τη λίμνη, το παράνομο κυνήγι και η ανυπαρξία διαχείρισης και ελέγχου. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece. ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΜΕΓΑΛΗ ΣΒΑΛΑ, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Η Μεγάλη Σβάλα βρίσκεται περίπου 3.2 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού Καστανιώτισσα και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού. Πρόκειται για ένα ορεινό εποχικό λιμνίο που τροφοδοτείται από τα νερά των βροχοπτώσεων και τις επιφανειακές απορροές κατά την υγρή περίοδο, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες το λιμνίο στεγνώνει.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

185


Ο υγρότοπος δεν δέχεται ιδιαίτερες πιέσεις εκτός από μικρής έντασης βόσκηση από αιγοπρόβατα και άλογα, ενώ και η κυνηγητική δραστηριότητα είναι σχετικά περιορισμένη. Στα νοτιοδυτικά όρια του λιμνίου υπάρχει μια στάνη που χρησιμοποιείται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην ευρύτερη περιοχή φύεται δάσος με βελανιδιές που υπόκειται σε διαχείριση, ενώ πυκνό είναι και το δίκτυο των δασικών δρόμων. Απαντάται ο οικότοπος 72Α0 - Καλαμώνες. Στο λιμνίο επικρατούν τα ψαθιά (Typha sp.), ενώ σημαντική είναι η παρουσία μέντας (Mentha sp.). Στον υγρότοπο παρατηρήθηκε ένας σημαντικός αριθμός αμφιβίων (Pelophylax kurtmuelleri και Hyla arborea), ενώ κατά την επίσκεψη διαπιστώθηκαν ίχνη από αγριογούρουνα (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 08/2012. Απογραφείς: Θ. Γιαννακάκης).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΜΙΚΡΗ ΣΒΑΛΑ, ΑΙΔΗΨΟΣ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Η Μικρή Σβάλα βρίσκεται περίπου 2.4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού Γαλατσάδες και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Ιστιαίας - Αιδηψού. Πρόκειται για ένα ορεινό εποχικό λιμνίο που τροφοδοτείται από τα νερά των βροχοπτώσεων και τις επιφανειακές απορροές κατά την υγρή περίοδο, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες το λιμνίο στεγνώνει. Ο υγρότοπος δεν δέχεται ιδιαίτερες πιέσεις εκτός από μικρής έντασης βόσκηση από αιγοπρόβατα και άλογα, ενώ και η κυνηγητική δραστηριότητα είναι περιορισμένη. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει δάσος με βελανιδιές που υπόκειται σε διαχείριση, ενώ πυκνό είναι και το δίκτυο των δασικών δρόμων. Απαντάται ο οικότοπος 72Α0 - Καλαμώνες με κυρίαρχο είδος το Phragmites australis ενώ σημαντική είναι η παρουσία μέντας (Mentha sp.). Στον υγρότοπο παρατηρήθηκε ένας σημαντικός αριθμός αμφιβίων (Pelophylax kurtmuelleri και Hyla arborea) ενώ κατά την επίσκεψη διαπιστώθηκαν ίχνη από αγριογούρουνα (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 08/2012. Απογραφείς: Θ. Γιαννακάκης).

ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΤΑΝΑΪΔΑΣ, ΔΙΡΦΗ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr) Το Λιμνίο οροπεδίου Ταναϊδας βρίσκεται περίπου 2.5 χιλιόμετρα νότια – νοτιοανατολικά του οικισμού Αγία Σοφία, στο Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων της Εύβοιας. Πρόκειται για ένα μόνιμο λιμνίο που βρίσκεται στην άκρη του οροπεδίου, σε υψόμετρο περίπου 1050 μέτρων. Δέχεται τις επιφανειακές απορροές από όλη τη λεκάνη του οροπεδίου και συγκεντρώνεται στο σημείο αυτό λόγω της παρουσίας αργιλικού υποστρώματος, ωστόσο στο ανατολικό του τμήμα υπάρχει μια καταβόθρα, από την οποία διαφεύγει το νερό όταν ανέβει η στάθμη του. Τους χειμερινούς μήνες το λιμνίο μπορεί να παγώσει. Η περιοχή αποτελεί καλοκαιρινό βοσκότοπο για αιγοπρόβατα και προφανώς η παρουσία νερού εξυπηρετεί αυτό το σκοπό. Επιπλέον παρατηρείται λίγο κυνήγι, ενώ μέσα στο λιμνίο εισέρχονται και αυτοκίνητα. Δεν απαντάται υγροτοπική βλάστηση (υγρολιβαδική, υφυδατική), ενώ περιμετρικά του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

186


λιμνίου όπως και στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν έλατα. Παρατηρήθηκαν φρύνοι (Bufo bufo), καθώς και γυρίνοι, πιθανότατα του ίδιου ζώου.

Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (GR2420011) ενώ είναι και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (GR111) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 8/2014).

3.2γ. Στην Πελοπόννησο Οι υγροτοπικές περιοχές της Πελοποννήσου ενταγμένες στο γεωμορφολογικό ανάγλυφό της, στις κλιματικές ιδιαιτερότητές της, αλλά κυρίως στις δραστηριότητες του ανθρώπου, εμφανίζουν συρρίκνωση την τελευταία εικοσαετία κατά 17000 στρέμματα περίπου. Παρόλα αυτά, οι σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές εντοπίζονται στη βορειοδυτική και δυτική Πελοπόννησο με λίμνες και λιμνοθάλασσες, γενικότερα με ποταμούς, παραπόταμους και στις εκβολές τους, με εσωτερικές και παράκτιες φυσικές και τεχνητές λίμνες, και σε μικρές ορεινές και ημιορεινές φυσικές λίμνες, με πηγές και κεφαλάρια και άλλα. ΛΙΜΝΗ ΚΑΪΑΦΑ, ΗΛΕΙΑ (πηγή: σταχυολόγηση από Lambrakis, Katsanou, Siavalas, 2014 -In Ed., A.Baba, J. Bundschuh, D.Chandrasekharam, Geothermasl Systems and Energy Resources: Turkey and Greece, Geothermal fields and thermal waters of Greece, an overview, 25-46pp., Christia et al., 2013 -Environ., Earth Sci., 1-16, Seasonal and spatial variations of water quality , substrate and aquatic macrophytes based on side scan sonar, in an eastern Mediterranean lagoon, Kaiafas, Ionian sea, Poulos et al., 2012 -Earth Sci., 66, 966–995, A geomorphological investigation of the formation and evolution of the Kaiafas sand-dune field (Kyparissiakos Gulf, Christia et al., 2011 -Bot., Marin., 54, 169-178, A survey of the benthic aquatic flora in transitional water systems of Greece and Cyprus, Κωστοπούλου, 2010 -Μεταπτ., Διατρ., Πανεπιστήμιο Πατρών, 91σελ., Γεωφυσικά και μικροβιολογικά χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας του Καϊάφα).

Η λίμνη ή λιµνοθάλασσα του Καϊάφα είναι ένα παράκτιο οικοσύστηµα, στις ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου, στη δυτική Πελοπόννησο, στη Ζαχάρω. Είναι μια υφάλμυρη, μερομικτική κατά την άποψή μας λίμνη, βαθιά για παράκτιο σύστημα (8.1 μέτρα, μετά την πρόσφατη βυθοκόρηση, ενώ έρευνες διαπίστωσαν ότι ποτέ δεν είχε βάθος μεγαλύτερο των 5 μέτρων στο παρελθόν ), και τεκτογενούς προέλευσης σε καρστικοποιημένο περιβάλλον (καρστικά σπήλαια και αναβλύσεις νερού). Στην πορεία του χρόνου μετασχηματίστηκε σε παράκτια λίμνη, σε συνδυασμό με τη δράση της αιολικής ενέργειας πάνω στους αμμόλοφους, της δράσης του κυματισμού της θάλασσας και της μεταφοράς φερτών υλικών των γύρω ποταμών (π.χ., Αλφειός ποταμός και άλλοι μικρότεροι). Η σημερινή λίμνη, συνδέεται με τη γειτονική θάλασσα με ένα δίαυλο επικοινωνίας και τοποθετείται πίσω από μια πλατιά αμμολουρίδα πλάτους περίπου 400 μέτρων, και συστήματος αμμοθινών (μήκος περίπου 6 χιλιόμετρα), του δάσους της Στροφυλιάς του Καϊάφα (έκταση περίπου 1500 στρέμματα με Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

187


κουκουναριες –Pinus pinea, χαλέπια πεύκα –Pinus halepensis, πλατάνια –Platanus orientalis, χαρουπιές – Ceratonia siliqua, αμμοφύλλα –Ammophila arenariae, αγρόπυρο –Agropyron mediterraneum, ευφόρβια – Euphorbia terracina, σιλένη –Silene nicaensis και πολλά άλλα ). Πολλές φορές ο δίαυλος αυτός στο

στόμιο επικοινωνίας του με τη θάλασσα, φράσσεται από αμμώδη συστατικά με τη δράση των κυμάτων και των ρευμάτων μεταφοράς φερτού υλικού της περιοχής. Η λίμνη, στη βόρεια πλευρά περιτριγυρίζεται από τον ορεινό ασβεστολιθικό όγκο του όρους Λαπήθα (οι Λάπηθες ήσαν μυθολογικά όντα ίδιας καταγωγής με τους Κενταύρους), με τα σπήλαια των Ανυγρίδων Νυμφών (σύμφωνα με τη μυθολογία κατοικούσαν εκεί οι νύμφες Καλλιάφεια, Πηγαία, Ίασις ) και το Γεράνιο Άντρον, από τα οποία αναβλύζουν ιαματικές πηγές (υδρο-θειο-νατριο-χλωριούχα και με άφθονα μεταλλικά ιόντα) και από τα οποία κυρίως τροφοδοτείται η λίμνη. Επίσης, η λίμνη δέχεται τα νερά ενός μικρού ποταμού, Μαυροποτάμι (ο αρχαίος ποταμός Άνυγρος=δύσοσμος ποταμός), και απορροές κυρίως μέσω αποστραγγιστικών καναλιών (π.χ., γεωργικές απορροές και αστικά λύματα).

Πρόσθετα, η λίμνη περιβάλλεται τμηματικά από ελώδεις περιοχές, γεωργικές καλλιέργειες, τσιμεντένιο κρηπίδωμα στα νότια περιθώριά της (εκτεταμένες παρεμβάσεις έγιναν τη δεκαετία του ’70, με την κατασκευή κρηπιδώματος στα νότια περιθώρια, εκβάθυνση σχεδόν στο σύνολο της λίμνης, επαναδιευθέτηση της εσωτερικής ακτής της αμμολουρίδας και της νησίδας των τουριστικών εγκαταστάσεων, αποξήρανση έκτασης στα βόρεια, διαπλάτυνση δίαυλου επικοινωνίας με τη θάλασσα), ενώ χαρακτηριστικό είναι το νησί της Αγίας Αικατερίνης,

που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της, συνδεόμενο με τη στεριά μέσω λουρίδας στεριάς περίπου 60 μέτρων και γέφυρας. Σημειώνεται, ότι με την καταστροφική πυρκαγιά του 1970, κατά την οποία αποτεφρώθηκε περίπου το 22% του δάσους της Στροφυλιάς, η περιοχή υποβαθμίστηκε σημαντικά (μαζί με την αποξηρανθείσα λίμνη Αγουλινίτσα, αποτελούσε σημαντικό βιότοπο για διαχείμαση, αναπαραγωγή και μετανάστευση πολλών πτηνών ), καθώς επηρέασε τα επιμέρους ενδιαιτήματα της περιοχής με διαφορετικό τρόπο και ένταση, ενώ σήμερα αρχίζει η περιοχή να ανακάμπτει σταδιακά. Εξάλλου, πρόβλημα για την περιοχή είναι το παράνομο κυνήγι (ο Καϊάφας, ήταν ονομαστός επίσης κυνηγότοπος για τις μπάλιζες, που τις κυνηγούσαν μέσα από μονόξυλα μέσα στη λίμνη) και η απαρχαιωμένη μονάδα βιολογικού καθαρισμού της Ζαχάρω, (όταν λειτούργησε το 1970, ήταν πρωτοποριακό και πρότυπο έργο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο), η οποία πολλές φορές διοχετεύει ακατέργαστα αστικά λύματα μέσα στη λίμνη του Καϊάφα. Η λίμνη Καϊάφα, γεωμορφολογικά, βρίσκεται στον πόδα ενός συμπαγούς καρστικοποιημένου ασβεστολιθικού αναγλύφου (όρος Λαπήθας), εντάσσεται με την ευρύτερη έννοια, στο υγροτοπικό σύστημα του ποταµού Αλφειού και της αποξηραμένης λίμνης Αγουλινίτσας. Σύμφωνα με έγκυρες διαπιστώσεις ελλήνων και ξένων επιστημόνων, το σύστηµα αυτό από το έτος 8000π.Χ., και εντεύθεν, προήλασε στη σημερινή του θέση σε τέσσερα ευδιάκριτα επεισόδια προέλασης. Μεταξύ άλλων, η λίμνη Καϊάφα, που ποτέ το βάθος της δεν ξεπερνούσε τα 5 μέτρα (με τη βυθοκόρηση της δεκαετίας του ’70 απέκτησε μέγιστο βάθος 8.1 μέτρα), µπορεί να θεωρηθεί ως η επιφανειακή εκδήλωση και συνέχεια ενός ψυχρού καρστκού υδροφόρου ορίζοντα που σχηµατίζεται στους ανω-κρηπιδικούς ασβεστόλιθους του όρους Λάπηθα που βρίσκεται στα ανατολικά της περιοχής. Εκεί ακριβώς απαντούν τα καρστικά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

188


σπήλαια με τις ιαματικές πηγές των ‘’Ανυγρίδων Νυµφών’’ και του ‘’Γεράνιου Άντρου’’. Τα θερµοµεταλλικά νερά αυτών των πηγών, δηλώνουν την παρουσία και ενός επιπλέον θερµού υδροφόρου ορίζοντα. Εξάλλου, τα νερά αυτών των πηγών εκφορτίζονται µέσα στη λίμνη, ενώ στη νησίδα της Αγίας Αικατερίνης (τουριστικές εγκαταστάσεις), υπάρχουν πηγάδια µε γλυκό νερό, προφανώς λόγω της εκφόρτισης του γειτονικού καρστ.

Τα νερά της λίμνης χαρακτηρίζονται ως υφάλµυρα (7.20-9.20%ο), καθόλη τη διάρκεια του έτους (2004). Γενικά, οι χαµηλές τιµές της αλατότητας δείχνουν περιορισμένη επίδραση του θαλασσινού νερού, ενώ αντιθέτως η δράση της καρστικής υδροφορίας συμβάλλει ουσιαστικά στη διατήρηση αυτών των τιµών (χαµηλότερες τιµές την περίοδο Μάρτιος 1995 και Μάϊος 1995, λόγω εµπλουτισµού του καρστικού υδροφόρου ορίζοντα µε ατµοσφαιρικά κατακρηµνίσµατα και τις υψηλότερες τιμές την περίοδο Αύγουστος 1995 και Οκτώβριος 1994, µε τη µείωση ή και την απουσία του προαναφερθέντος εµπλουτισµού ). Η δράση αυτή αφορά το σύνολο των νερών της λίμνης και εξηγεί την απουσία ζώνωσης της αλατότητας σε όλη τη διάρκεια του έτους (κατά την άποψή μας, εφόσον δεν υπάρχουν δεδομένα σε ολόκληρη τη στήλη του νερού δεν μπορούμε να αποφανθούμε για τη ζώνωσηστρωμάτωση των νερών της λίμνης).

Ως προς την ελόβια βλάστηση της λίμνης, αυτή κυριαρχείται από τους καλαμώνες (π.χ., Phragmites australis, Scirpus lacustris, Typha latifolia), ενώ εντυπωσιακή είναι η ανάπτυξη των υδρόβιων φυτών σε μεγάλο μέρος του πυθμένα της λίμνης. Έτσι, εκεί υπάρχει εκτεταμένη φυτοκάλυψη-λειμώνες με το χαρόφυτο Chara hispida f. corfuensis (στο νοτιοανατολικό τμήμα με ποσοστό κάλυψης 20-50%, ενώ στο βόρειο τμήμα το ποσοστό κάλυψης με λειμώνες ανέρχεται από 80-100%), πάνω σε ιλυώδη προς αμμώδη πυθμένα και σε διαυγή νερά, και το υδρόφυτο αγγειόσπερμο Potamogeton pectinatus (νοτιοανατολικό και κεντρικό τμήμα, ποσοστό κάλυψης 20-100%), που οι βλαστοί του σε αρκετά τμήματα του βυθού (16%) φτάνουν και μέχρι την επιφάνεια της λίμνη, και αναπτύσσεται πάνω σε λασπώδη και αμμολασπώδη υποστρώματα συνήθως με λίγες πέτρες και νεκρά όστρακα. Επίσης, έχει καταγραφεί μεταξύ των άλλων μακροφυκών και η παρουσία του οχρόφυτου Ectocarpus sp. Πρόσθετα, σημειώνεται ότι η ηχοβολιστική μελέτη της βλάστησης (2007, 2013), διαπίστωσε και περιοχές γυμνές από βλάστηση, όπου εμφανίζονται μικρές καταπτώσεις του πυθμένα με κρατηρόμορφες γεωμορφές που πιθανώς σχετίζονται με διαφυγές ρευστών (π.χ., αερίων ή και υγρών) από τον πυθμένα (σύμφωνα με προσωπική εκτίμηση, ανάλογες γεωμορφές και διαφυγές ρευστών εμφανίζονται και στη λίμνη Μουστός στο Άστρος Κυνουρίας, αυτά που αποκαλούνται στη λιμνολογία ‘’Will-O-Wisp’’ σχηματισμοί).

Στην ευρύτερη περιοχή του Καϊάφα, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη οικολογική αξία είναι οι υγροτοπικές εκτάσεις, όπου συναντώνται τουλάχιστον 42 ειδών πουλιών, ενώ στην ευρύτερη περιοχή έχουν παρατηρηθεί περίπου 162 είδη πουλιών, από τα οποία τα 76 είδη ανήκουν σε μη στρουθιόμορφα πουλιά, ενώ τα υπόλοιπα 86 ανήκουν στα στρουθιόμορφα. Τα παραλιακά αμιγή πευκοδάση της Στροφυλιάς, δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια σε είδη πανίδας. Στη βορειότερη όμως περιοχή, υπάρχει μεγαλύτερη ετερογένεια στο τοπίο με τα πευκοδάση να εναλλάσσονται με εποχιακούς βάλτους και η εμφανιζόμενη βιοποικιλότητα είναι πολύ πλουσιότερη. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

189


Άλλοι σημαντικοί οικότοποι στην περιοχή είναι οι βάλτοι, οι ελώδεις περιοχές, τα υγρά λιβάδια και οι ρηχές ανοικτές υδάτινες επιφάνειες, τα οποία όμως διαρκώς περιορίζονται και χάνουν την ετερογένειά τους. Από τα δασικά είδη πτηνών που φωλιάζουν στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα σπάνια πουλιά που φωλιάζουν στις ορθοπλαγιές πάνω από τη λίμνη, κυρίως ο μπούφος και ο πετρίτης, ενώ στις σπηλιές του βουνού έχουν καταγραφεί εννιά είδη νυχτερίδων. Άλλα κοινά είδη που φωλιάζουν στα βράχια είναι το βραχοκιρκίνεζο, ο βραχοτσοπανάκος, ο γαλαζοκότσυφας, ο αετομάχος και πολλά άλλα. Η λίμνη του Καϊάφα, γενικά αποτελεί ένα σημαντικό πόλο για τη διαχείμαση υδροβίων στην ευρύτερη περιοχή. Ένα από τα σημαντικότερα υγροτοπικά είδη που διαχειμάζουν στη λίμνη του Καϊάφα, είναι η παγκοσμίως απειλούμενη βαλτόπαπια. Η σταδιακή αύξηση της χρονικής και πληθυσμιακής παρουσίας αυτού του είδους τα τελευταία χρόνια στη λίμνη, δείχνει τη σημαντικότητα της περιοχής, αλλά και την αναγκαιότητα συνολικής προστασίας των εκεί οικοσυστημάτων. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece ΛΙΜΝΗ ΛΑΜΙΑ, ΑΧΑΪΑ (πηγές:

σταχυολόγηση από Φορέας Διαχείρισης Υγροτόπων Κοτυχίου-Στροφυλιάς: http://www.fdchelmos.gr/pdf/fdyks.pdf, και από Τσέλικα, 2010 (Μεταπτ., Διατρ., Πανεπιστήμιο Πατρών, 92σελ., Περιβαλλοντική υδρογεωλογική μελέτη της πεδινής ζώνης της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου με τη χρήση υδροχημικών μεθόδων), Οικονόμου και συν., 1999 (Τεχν., Έκθεσ., ΕΚΘΕ/ΠΕΝΕΔ, 341σελ., +4 Παραρτ., Ενδημικά ψάρια Δ.Ελλάδος και Πελοποννήσου, κατανομή, αφθονία κίνδυνοι, μέτρα προστασίας).

Η περιοχή της Αχαίας με τη λίμνη Λάμια και τις γειτονικές της, βρίσκεται στο σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών, λιμνών, ελών, αμμοθινών και δασών κατά μήκος των βορειοδυτικών ακτών της Πελοποννήσου (π.χ., Πρόκοπος, Λάμια, Πάπας, Στροφυλιά) που ανήκουν σε περιοχή Natura2000 και προστατεύονται από τη σύμβαση Ramsar. Η περιοχή αυτή συγκαταλέγεται στα σημαντικά οικοσυστήματα όπου αναπτύσσεται πλουσιότατη πανίδα και χλωρίδα και ποικιλομορφία οικοτόπων, ενώ δεν λείπουν και οι απειλές υποβάθμισης από κλιματικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες.

Οι Λίμνες 1=Πρόκοπος, 2=Λάμια, 3=Πάπας, 4=Στροφυλιά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

190


Ειδικότερα, η Λάμια, είναι αβαθής υδατοσυλλογή, με έκταση περίπου 4 τ.χλμ., μέγιστο πλάτος 3 χλμ., και μέγιστο πλάτος 1,1 χλμ., επικοινωνεί με τη θάλασσα, ενώ δέχεται σημαντικό μέρος των απορροών της λεκάνης, μέσω ρεμάτων και χειμάρρων. Η λίμνη ή το έλος Λάμια, είναι ποταμογενούς προέλευσης, καθώς τα νερά των χειμάρρων της περιοχής (π.χ., Βουπράσιος, Σκοτεινός, Ρούσκουλας, και τα ρέματα Ούρδικα, Μυλαύλακο ) στερούμενα άμεσης φυσικής εξόδου προς τη θάλασσα, δημιούργησαν το εκεί υδάτινο σώμα. Εξάλλου, και η παρεμβολή μιας υψηλής ζώνης αμμοθινών, απόκοψαν τη λίμνη από τη γειτονική θάλασσα με την οποία συνδέεται. μέσω μιας αύλακας μήκους 6500 μέτρων και πλάτους 20-30 μέτρων. Η λίμνη Λάμια, μαζί με τη γειτονική λιμνοθάλασσα Πρόκοπος, βρίσκονται ανάμεσα σε δασύλλια με αλμυρίκια και εκτεταμένα υγρά λιβάδια και αλίπεδα, ενώ στα περιθώρια των υδάτινων σωμάτων αναπτύσσονται περιοδικά κατακλυζόμενες εκτάσεις. Σε αυτές τις επίπεδες επιφάνειες η χλωρίδα που έχει καταγραφεί αποτελείται από αλόφυτα (π.χ., Arthrocnemum ftuticosum, Salsola kali, Salsola soda), κα άλλα είδη (π.χ., Chenopodium album, Limonium vulgare, Cressa cretica). Τόσο στη λίμνη, όσο και στη λιμνοθάλασσα έχουν αναπτυχθεί ελόβιες και υδρόφιλες φυτοκοινωνίες (π.χ., Phragmites australis, Typha domingensis, Alisma lanceolatum, Nasturium officinale, Ranunculus trichophyllus, Callitriche leniscula, Utricularia vulgaris, Lemna gibba, L. minor, Potamogeton sp., αλλά και χαρόφυτα όπως Chara hispida f.corfuensis, Ch., canescens). Στη λίμνη Λάμια έχουν καταγραφεί τα ψάρια ντάσκα –Pelasgus ή Pseudophoxinus stymphalicus, που είναι ενδημικό της Βαλκανικής, το εισαχθέν κουνουπόψαρο –Gambusia affinis και χέλια –Anguilla anguilla. Η λιμνοθάλασσα Καλόγρια ή ιχθυοτροφείο Πάππας (ιχθυοτροφική εκμετάλλευση) επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω εκβαθυσμένου αύλακα στο βόρειο άκρο του ακρωτηρίου Άραξος και μέσω τεχνητής τάφρου στην ανατολική πλευρά της. Η επιφάνειά της κυμαίνεται από 4-5 τ.χλμ., και τα βάθη της είναι μέχρι 5 μέτρα το μέγιστο. Τροφοδοτείται με τις απορροές ποταμοχειμάρρων, αριθμό πηγών εκφόρτισης της καρστικής υδροφορίας του γειτονικού λόφου Μαύρα Βουνά, αλλά και από τεχνητή ρυθμιζόμενη εισροή της θάλασσας. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece ΛΙΜΝΗ ΜΟΥΣΤΟΣ, ΑΣΤΡΟΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από τις δημοσιεύσεις, Koussouris T.,1978, Botanical observations in lake Meligou Peloponnisos, Greece. Thalassographica 2:19-25. Koussouris T., Photis G.,1979, Limnological conditions in the meromictic lake Meligou Astros Kinourias, Peloponnisos, Greece. Thalassographica 3:77-91, Koussouris T., et al.,1989, Unusual characteristics in a meromistic lake in Greece. Toxicological and Environmental Chemistry 20-21:307-312).

Η λίμνη Μουστός ή Μελιγκού ή Μελιγού, βρίσκεται σε ένα εκτεταμένο παράκτιο υγρότοπο, νότια του Άστρους Κυνουρίας. Καταλαμβάνει περίπου το 45% της υγροτοπικής περιοχής που περιλαμβάνει ελώδεις περιοχές, βάλτους, μικρές παράκτιες λίμνες, αλίπεδα, κ.ά. Ο υγρότοπος Μουστός περιλαμβάνει τους επιμέρους υγροτόπους που παλαιότερα συνδέονταν μεταξύ τους, δηλαδή, τη λίμνη ή λιμνοθάλασσα Μουστός, το Χερονήσι (παλιά κοίτη του ποταμού Βρασιάτη κοντά στον ομώνυμο λόφο ), ενώ βόρεια από το Παράλιο Άστρος και στην εκβολή του ποταμού Τάνου, βρίσκεται το Έλος Γλυφάδα ή Έλος Κάτω Βερβένων. Και οι τρεις υγρότοποι έχουν σχηματιστεί από την δράση των ποταμών Τάνου και Βρασιάτη και από καρστικές πηγές (υπόγεια νερά). Οι σημερινοί υγρότοποι μπορεί να διαχωρίζονται μεταξύ τους, αλλά στο παρελθόν καταλάμβαναν μια ενιαία περιοχή. Δημιουργήθηκαν από τα φερτά υλικά που έφερναν οι εκεί ποταμοί, τα οποία αποτέθηκαν στο τεκτονικό βύθισμα της περιοχής, ενώ συνδυαστικά και η κυματική ενέργεια της γειτονικής θάλασσας δημιούργησαν δέλτα με τις αποθέσεις τους και τον παράκτιο υγρότοπο. Σημειώνεται, ότι στην αρχαιότητα ο σημερινός λόφος του Παράλιου Άστρους και ο λόφος στο Χερονήσι ήταν δύο νησιά, ανάμεσα στον εκτεταμένο υγρότοπο της περιοχής. Η λίμνη Μουστός διαθέτει δύο σχεδόν παράλληλους τεχνητούς διαύλους επικοινωνίας με τη θάλασσα προς την οποία κινείται το νερό της λίμνης μονόδρομα, λόγω υψομετρικής διαφοράς (στάθμη λίμνης και στάθμη θάλασσας). Ο μεγαλύτερος και νοτιότερος δίαυλος, το λεγόμενο Βαυαρικό κανάλι (βρίσκεται σήμερα σε λειτουργία)– διανοίχθηκε την εποχή του Όθωνα, έχει μήκος 1180 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα., και μέσο βάθος περίπου τα 0.4 μέτρα, ενώ ο μικρότερος και βορειότερος δίαυλος, το κανάλι Πόρτες (σήμερα είναι ανενεργό), έχει μήκος περίπου τα 750 μέτρα, πλάτος 5 μέτρα, και μέσο βάθος τα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

191


0.3 μέτρα. Η λίμνη τροφοδοτείται με υφάλμυρο κυρίως νερό, μέσω μιας συστοιχίας πηγών (καρστικές πηγές υπερχείλισης) που βρίσκονται κυρίως στις δυτικές (υπώρειες ύψωμα Σοτοπό) και στις βορειοδυτικές όχθες της, αλλά και υπολιμνίως. Οι επιφανειακές πηγές (8-10 πηγές), έχουν σχετικά σταθερή και συνεχή παροχή όλο το χρόνο, ενώ η θερμοκρασία των νερού τους έχει μικρή ετήσια διακύμανση, αλλά η αλατότητα ακολουθεί εποχική διακύμανση. Η παροχή της μεγαλύτερης πηγής, είχε μετρηθεί στο απώτερο παρελθόν (1985) να είναι γύρω στα 530κυβ.εκατοστόμετρα ανά δευτερόλεπτο, ενώ των περισσοτέρων πηγών ήταν γύρω στα 200 κυβ.εκατοστόμετρα ανά δευτερόλεπτο. Εξάλλου, οι παροχές των καναλιών στο στόμιό τους με τη θάλασσα ήταν πολύ παλαιότερα, για το νότιο κανάλι γύρω στα 1200 cm3/sec, και για το βόρειο κανάλι περίπου τα 1300 cm3/sec. Η λίμνη Μουστός είναι μία ιδιότυπη και ιδιόμορφη υφάλμυρη λίμνη μερομικτικού χαρακτήρα, με διαρκές ή μόνιμο στρωματοποιημένο περιβάλλον στα νερά της (μονιμολίμνιο). Έχει μικρό βάθος (μέσο βάθος περίπου 1.45 μέτρα αλλά μέγιστο βάθος περίπου 5.5 μέτρα), αλλά χωνοειδούς μορφολογίας η οποία εκτός των άλλων ευνοεί το σχηματισμό του μονιμολιμνίου και φαινομένων γνωστών ως ‘’Will-O'-TheWisps’’. Στο μονιμολίμνιο των βαθιών νερών, καθόλη τη διάρκεια του έτους, διατηρείται σχεδόν σταθερή και σχετικά υψηλή θερμοκρασία (20.7-20.9 oC), η οποία είναι υπεύθυνη για την ημιαποσύνθεση του εκεί συσσωρευόμενου οργανικού υλικού, τη διάσπασή του σε μεθάνιο και άλλους υδρογονάνθρακες, ενώ ταυτόχρονα ανάγονται τα θειϊκά άλατα προς υδρόθειο. Εξάλλου, στα βαθύτερα τμήματα της λίμνης, στο ‘’μονιμολίμνιο’’ η αλατότητα είναι σχετικά υψηλή (19.2%ο -27.9%ο) σε σχέση με τα επιφανειακά νερά και παρουσιάζει εποχιακή διαφοροποίηση. Και δεν είναι παράξενο, τις νυχτερινές ώρες με ήρεμες καιρικές συνθήκες, να ‘’φωσφορίζει’’ η λίμνη κατά τόπους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι κάποιοι είναι μέσα στη λίμνη με φανούς. Αυτό είναι γνωστό φαινόμενο (Will-O-The-Wish στην αγγλική) που παρατηρείται σε βάλτους, έλη, λίμνες και τυρφώνες, όταν συμβαίνει ‘’αυτόχθονη’’ καύση του παραγόμενου εκεί μεθανίου ή άλλων υδρογονανθράκων που προέρχεται από τη συσσωρευμένη οργανική ύλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η παραγωγή μεθανίου αλλά και έκλυση υδρόθειο, είναι εμφανής με τη δημιουργία φυσαλίδων που ανέρχονται από τα βάθη του νερού. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια καταιγίδων με ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, μπορεί να αναφλέγονται σημεία της λίμνης ή και να ακούγονται εκρήξεις (air-guns στην αγγλική), που αποδίδονται στην ανάφλεξη εκρηκτικών αερίων στην επιφάνεια της λίμνης. Το φαινόμενο ‘’Will-O-The-Wisp’’, στην επιστήμη της λιμνολογίας, έχει να κάνει με σημειακές πηγές έκλυσης υδρόθειου από τον πυθμένα μιας λίμνης. Έτσι, στα σημεία αυτά που πυθμένα, το επιφανειακό ίζημα παίρνει λευκοανοιχτοπράσινη ή λευκο-ανοιχτοκίτρινη χροιά, όταν υπάρχει βλάστηση, αυτή νεκρώνεται παίρνοντας υπόλευκη χροιά, ενώ φυσαλίδες αναδύονται προς την επιφάνεια της λίμνης. Ακριβώς, αυτό το φαινόμενο με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, ενσκήπτει περιοδικά και στη λίμνη Μουστός ‘’κατακαίοντας’’ τη ριζωμένη βλάστηση, κατά περιοχές.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

192


Με έμφαση καταγράφουμε ότι δεν πρόκειται για λιμνοθάλασσα, όπως μερικοί αναφέρουν, αλλά για παράκτια μερομικτική υφάλμυρη λίμνη (το κύριο σώμα της λίμνης απέχει περίπου 1000 μέτρα από τη γειτονική θάλασσα).

Lambrothamnion papullosum ,σπάνιο είδος χαρόφυτου στη Λίμνη Μουστός

Η λίμνη τροφοδοτείται με σχετικά υφάλμυρα νερά από μια συστοιχία επιφανειακών και υπολίμνιων πηγών. Τα νερά των κύριων επιφανειακών πηγών που τροφοδοτούν τη λίμνη εμφανίζουν ως προς τη θερμοκρασία (π.χ., χειμώνας 19.1 oC, καλοκαίρι 18.3 oC, άνοιξη 19.7 oC), πολύ μικρή εποχική μεταβολή, ενώ ως προς την αλατότητα οι τιμές ακολουθούν εποχική διακύμανση (π.χ., χειμώνας 4.3%ο -6.8%ο, άνοιξηκαλοκαίρι 9.9%ο-13.1%ο). Εξαιτίας, της απότομης χωνοειδούς μορφολογίας της λίμνης, εγκλωβίζονται νερά με σταθερή θερμοκρασία στα βαθύτερα της λίμνης (20.7-20.9 oC) καθόλο το έτος, ενώ η αλατότητα των νερών εκεί ακολουθεί μεγάλη εποχική διακύμανση (π.χ., χειμώνας 19.2%ο, καλοκαίρι 27.9%ο, άνοιξη 23.2%ο). Εξάλλου, και στα αβαθή τμήματα της λίμνης, η θερμοκρασία των νερών εποχικά δεν έχει μεγάλες διακυμάνσεις, ακολουθεί τη διακύμανση της θερμοκρασίας των νερών που προέρχονται από τις πηγές, ενώ οι καιρικές συνθήκες φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν την εκεί επικρατούσα θερμοκρασία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την άποψη, ότι η πλειονότητα των νερών που προέρχονται από τις πηγές, ρέει κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα και διαπερνά σχεδόν ολόκληρη την επιφάνεια της λίμνης, μέχρι να φτάσει στα κανάλια εξόδου της. Δηλαδή, το θερμοκρασιακό καθεστώς στη στήλη του νερού, της λίμνης Μουστός διαμορφώνεται από τις πηγές (υδρολογία, χημισμός, θερμοκρασία), τη μορφολογία της λίμνης και τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του νερού. Έτσι, διακρίνονται θερμικά τρεις περιοχές. Η πρώτη βρίσκεται σε άμεση γειτονία με τις πηγές, η δεύτερη είναι στη βαθύτερη περιοχή της λίμνης και η τρίτη στις αβαθείς περιοχές της λίμνης (δεν λαμβάνονται υπόψη τα κανάλια επικοινωνίας της λίμνης με τη θάλασσα ). Εξάλλου, εποχιακά, τη χειμερινή περίοδο οι αβαθείς περιοχές μπορεί να αναμιγνύονται, αλλά στο κύριο σώμα της λίμνης διατηρείται θερμοκλινές, το οποίο ‘’κατεβαίνει’’ βαθύτερα, σε σχέση με την καλοκαιρινή και εαρινή περίοδο, που βρίσκεται σε μικρότερο βάθος. Δηλαδή, στη βαθύτερη περιοχή της λίμνης και στη χωνοειδή μορφολογία της δημιουργείται σταθερότατο ‘’μονιμολίμνιο’’, το οποίο μπορεί να διασπαστεί μόνο από απότομες εναλλαγές των καιρικών συνθηκών (π.χ., ισχυρός άνεμος ή και ισχυρή βροχόπτωση-καταιγίδα) και τότε είναι που συμβαίνουν τοξικές καταστάσεις για την υδρόβια ζωή της λίμνης (έκλυση του τοξικού υδρόθειου και άλλων αερίων, από το μονιμολίμνιο και το εκεί ίζημα του πυθμένα της λίμνης). Σημειώνεται, ότι τη θερινή περίοδο παρατηρούνται μεγάλες θερμοκρασιακές διαφορές μεταξύ επιφάνειας και πυθμένα της λίμνης. Αυτό οφείλεται μεταξύ των άλλων στις υψηλές θερμοκρασίες του αέρα, στην ύπαρξη χημικο-κλινούς (έντονη διαφορετική πυκνότητα στη χημική σύσταση των νερών), αλλά και στη χωνοειδή μορφή της λεκάνης στη βαθύτερη περιοχή, στην ύπαρξη ενός μικρού σε πάχος στρώματος νερού από λιγότερο υφάλμυρο νερό στην επιφάνεια της λίμνης, στην αφθονία οργανικού σε ημιαποσύνθεση υλικού στον πυθμένα της λίμνης και άλλα. Αυτή την περίοδο της στρωμάτωση του νερού, αυξάνει η θερμική συσσώρευση στο μονιμολίμνιο (βαθύτερη περιοχή της λίμνης), απομονώνεται η μεταφορά της (λόγω ύπαρξης έντονης θερμοκλίνης) στα ανώτερα στρώματα και στην επιφάνεια της λίμνης, οπότε δημιουργούνται έντονες ανοξικές συνθήκες στα βαθύτερα νερά, παραγωγή και έκλυση υδρόθειου και μεθανίου (τοξικών για την υδρόβια ζωή αερίων). Συγχρόνως, το επιφανειακό στρώμα του νερού, λόγω εξάτμισης χάνει θερμότητα, η θερμοκρασία του ελαττώνεται, ενώ μεγιστοποιείται η διαφορά θερμοκρασιών μεταξύ των βαθιών νερών και εκείνων της επιφάνειας. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

193


Η ορνιθολογική Εταιρία προσδίδει μεγάλη σημασία για την ορνιθοπανίδα της ευρύτερης περιοχής του υγρότοπου και αναφέρει τα ακόλουθα. ‘’Η περιοχή είναι σημαντική κυρίως για τη διαχείμαση και τη μετανάστευση των υδροβίων, αρπακτικών και στρουθιομόρφων πουλιών, καθώς βρίσκεται στο μεταναστευτικό διάδρομο των ανατολικών ακτών της Ελλάδας. Η λίμνη Μουστός, μετά τους υγροτόπους της Κρήτης, είναι ο πρώτος σχετικά μεγάλος υγρότοπος που συναντούν τα πουλιά μετά τη διάσχιση της Μεσογείου την άνοιξη. Καθώς οι υγρότοποι είναι περιορισμένοι στον μεταναστευτικό διάδρομο της ανατολικής χέρσου, ο Μουστός είναι σημαντικός για τη διατήρηση των υδροβίων και παρυδάτιων ειδών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, είναι ο σημαντικότερος υγρότοπος διαχείμασης υδρόβιων πουλιών στην ανατολική Πελοπόννησο. Εδώ βρίσκουν πολύτιμα ενδιαιτήματα λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας της περιοχής. Σημειώνεται η παρουσία του απειλούμενου πορφυροτσικνιά -Ardea purpurea (τρωτό είδος) και επίσης εδώ φωλιάζουν ορισμένα προστατευόμενα είδη υδρόβιων και στρουθιόμορφων πουλιών. Επίσης, σε αυτό τον υγρότοπο ξεχειμωνιάζουν πλήθη από νερόκοτες φαλαρίδες, κύκνους, αγριόπαπιες και άλλα. Μεταξύ άλλων έχουν καταγραφεί και τα πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), μικροτσικνιάς (Ιxobrychus minutus), σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), νεροκοτσέλα (Rallus aquaticus), στρειδοφάγος (Ηaematopus ostralegus), ποταμοσφυρικτής (Charadrius dubius), νανοβουτηχτάρι (Tachybaptus ruficollis), κρυπτοτσικνιάς (Ardeo laralloides), μαυρολαίμης (Saxo colatorquata), σφυριχτάρι (Anas penelope), κορμοράνος (Phalacrocorax carbo), πρασινοκέφαλη πάπια (Anas platyrhynchos), κιτρινοσουσουράδα (Motacilla flava) και πολλά άλλα’’. Το βένθος του υγρότοπου περιλαμβάνει διάφορα είδη γαστεροπόδων, διθύρων μαλακίων, ολιγοχαίτων, πολυχαίτων, καρκινοειδών, ποικιλία από νύμφες και ώριμα άτομα εντόμων που συνήθως απαντιώνται σε υφάλμυρες λίμνες ή και λιμνοθάλασσες. Ως προς την ιχθυοπανίδα στο Μουστό συγκεντρώνεται μια σημαντική ποικιλία από γνωστά ευρύαλα είδη τα οποία συναντάμε στις περισσότερες ελληνικές λιμνοθάλασσες. Εδώ όμως ζεί το σπάνιο ‘’ζαχαριάς της αλμυρής’’ ή ‘’ζαμπαρόλα της αλμυρής’’ ή ‘’γούργος’’ (Aphanius almiriensis, είναι στενά ενδημικό και απαντά πλέον μόνο στον Μουστό), χέλια (Anguilla anguilla), τις σπάνιες σακοράφες (Syngnathus abaster), πολλά είδη κεφάλων και κοντά προς τη θάλασσα συναντιόνται η αθερίνα, γόνοι τσιπούρας, λαβρακιού και μουρμούρας. Παλαιότερα, η λίμνη λειτουργούσε ως φυσικό εκτατικό ιχθυοτροφείο και την εκμεταλλεύονταν με μίσθωση, αλλά μετά τους αλλεπάλληλους θανάτους ψαριών, εξαιτίας της γηγενούς έκλυσης τοξικών αερίων η εκμετάλλευση αυτή εγκαταλείφθηκε. Η περιοχή είναι επίσης σημαντική για τη βίδρα, ένα είδος θηλαστικού που πρόσφατα καταγράφηκε στο Μουστό και αποτελεί έναν απομονωμένο βιώσιμο πληθυσμό. Περισσότερες πληροφορίες για τη λίμνη δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ´´Οι Λίμνες στην Ελλάδα´´, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-Greece ΛΙΜΝΗ Ή ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ, ΝΕΑΠΟΛΗ, ΛΑΚΩΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση και διασκευή από http://e-lakonia.blogspot.gr, http://velanidia-baladis.blogspot.com http://www.visitvatika.gr/imag…/Nature/Stroggili/map/map.jpg,). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

194


Η λιμνοθάλασσα ή λίμνη Στρογγύλη βρίσκεται στην νοτιοανατολική Λακωνία δίπλα στην παραλία της Πούντας και τη βυθισμένη αρχαϊκή πόλη του Παυλοπετρίου. Είναι περιοχή NATURA 2000 με κωδικό GR254002, αλλά είναι και βιότοπος CORINE με κωδικό τόπου A00030042. Είναι ένας μικρός παράκτιος υγρότοπος που διαχωρίζεται από τη θάλασσα, τον όρμο Βοιών, με μια αμμώδη λωρίδα και αμμόλοφους.

Στην περιοχή ζουν κάποια αξιόλογα πτηνά, ενώ γίνεται πολύ σημαντική η ύπαρξη της, καθώς η περιοχή είναι σημαντική για τα μεταναστευτικά πουλιά, λόγω της θέσης της πάνω σε μεταναστευτικό διάδρομο. Βόρεια της περιοχής, πολύ κοντά, στο χωριό Βιγκλάφια Μονεμβασιάς, βρίσκονται δύο υπόγειες λίμνες που ορισμένοι εικάζουν ότι είναι αυτές που τροφοδοτούν και με γλυκό νερό τη Στρογγύλη. Η Στρογγύλη, μαζί με τις γειτονικές μικρές λίμνες του Μαγγάνου και του Νερατζιώνα παίζουν ρόλο καθοριστικό στην ισορροπία του οικοσυστήματος της ευρύτερης περιοχής. Η Στρογγύλη αποτελεί καταφύγιο για 132 είδη πτηνών και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το σπάνιο και απειλούμενο είδος δενδρόθαμνου του θαλασσόκεδρου. Ουσιαστικά η Στρογγύλη είναι λιμνοθάλασσα, υφάλμυρη λιμναία έκταση και προφανώς δημιούργημα διεργασιών της ακτής στην παράκτια ζώνη - σε επαφή και εξάρτηση από το θαλάσσιο μέτωπο. Ωστόσο, αυτά τα υδάτινα σώματα ανήκουν στα "μεταβατικά νερά".Η Στρογγύλη έχει καταγραφεί ως υγρότοπος, η έκταση της οποίας κυμαίνεται από 300 έως 600 στρέμματα, ανάλογα με την περίοδο πλημμυρισμού της ή όχι. Επικοινωνεί μόνιμα με τη θάλασσα στο ΝΔ άκρο της με ένα αβαθές κανάλι μήκους 80-100μ. και εποχιακά (χειμώνας) με το Δ άκρο της σε περιπτώσεις θαλασσοταραχής. Στο δυτικό τμήμα της λιμνοθάλασσας, όπου τα νερά είναι βαθύτερα συγκεντρώνονται υδρόβια πουλιά, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

195


ενώ στην ανατολική πλευρά, όπου τα νερά είναι πιο ρηχά, τρέφονται τα μικρότερα παρυδάτια πουλιά. Και οι δύο κατηγορίες πουλιών κατά τη διάρκεια της εαρινής μετανάστευσης -διαχείμαση- σταματούν στην περιοχή, η οποία αποτελεί σημαντικό σταθμό στο μεγάλο ταξίδι τους από και προς την Αφρική. Ως προς την ιχθυοπανίδα της λιμνοθάλασσας, κάτοικοι αναφέρουν ότι παλιότερα υπήρχαν και πολλά ψάρια στη λίμνη (πρωτότυπο κείμενο: Κρούπης Ηλίας).

ΛΙΜΝΗ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΝΘΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από Ν.Αθανασόπουλος, 2013-http://www.nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/7877, Μουσείο Περιβάλλοντος Λίμνης Στυμφαλίας-http://www.yolkstudio.gr, http://www.lifestymfalia.gr, Σ.Ρούκης, 2013http://okeanis.lib.teipir.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/266/pol_00642.pdf?sequence=1, http://www.e-stymfalia.gr, και από Economou et al., 2007 -Medit., Mar., Scien., 8, 1, 91-166, The freshwater ichthyofauna of Greece-an update survey, Οικονόμου και συν, 1999 -Τεχν., Έκθεσ., ΕΚΘΕ/ΠΕΝΕΔ, 403σελ., Απειλούμενα ενδημικά ψάρια του γλυκού νερού της δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, Καλλίρης, Σπινθάκης, 1997 -Τεχν., Έκθεσ., Αναπτυξιακός Σύνδεσμος Στυμφαλίας, 243σελ., Ειδική μελέτη οικολογικής διαχείρισης λίμνης Στυμφαλίας).

Η Στυμφαλία, είναι μία από τις σπάνιες για την Ελλάδα ελώδης λίμνη ορεινού τύπου στο υψόμετρο +595 μέτρα. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό χαμηλότερο τμήμα του ομώνυμου οροπεδίου, περιβαλλόμενοι από τα βουνά Ζήρια, Ολίγυρτος και Μαυροβούνι ή Φαρμακά. Είναι μια αβαθής (μέσο βάθος 1.2 μέτρα και μέγιστο βάθος 2.3 μέτρα) ορεινή λίμνη, που η έκτασή της μπορεί να φτάσει την άνοιξη και τα 7.7τ.χλμ., ενώ στο τέλος της θερινής περιόδου μπορεί να συρρικνωθεί περίπου και στα 3.62τ.χλμ.. Υπάρχουν και χρονιές, όπως το 1978, το 1989 και το 1993, όπου η λίμνη ξηράνθηκε. Η λίμνη τροφοδοτείται με νερά από σύστημα χειμάρρων και ρεμάτων του ορεινού όγκου της περιοχής (π.χ. Καστανιώτικος, Λυκόρεμα, Κολιού, Αγία Σωτήρα), από το μικρό ποταμό Στύμφαλο, από πηγές του καρστικού συστήματος της περιοχής (π.χ., Καστανιά, Κεφαλόβρυσο, Κεφαλάρι, μέτωπο Δρίζα, Δροσοπηγή, Βελατσούρι), αλλά και από την ορεινότερη λεκάνη της Πελλήνης ή Παπαρηγόπουλου στα βορειοανατολικά, μέσω της σήραγγας στο Λαγοβούνι (στη λεκάνη αυτή υπήρχε παλαιότερα η Λίμνη Πελλήνη, 1.5 τ.χλμ έκτασης, που αποξηράνθηκε το 1889 ). Μεγάλο μέρος των τοπικών πηγών Στυμφαλίας, Μπουζίου, Κεφαλαρίου και Καστανιάς, μαζί με τα υπερχειλίζοντα νερά της λίμνης κατευθύνονται στο ‘’Βοχαϊκό Χάνδακα’’, που μέσω της σήραγγας του Αδριάνειου υδραγωγείου (κατασκευάστηκε το 20μX-50μX., για την ύδρευση της Κορίνθου) και του Ασωπού ποταμού μεταφέρει τα ύδατα της ευρύτερης περιοχής στην πεδινή Κορινθία. Ωστόσο, η φυσική αποστράγγιση της λίμνης (το 15 % περίπου του συνολικού υδάτινου δυναμικού του συστήματος της περιοχής) πραγματοποιείται μέσα από διάφορες μικρές ή μεγάλες καταβόθρες, όπως εκείνη της Γιδομάντρας και της Φόρτσας. Τα νερά αυτά, κινούμενα υπογείως προς τα νοτιοανατολικά, φαίνονται ότι εκφορτίζονται από πηγές του Αργολικού κόλπου. Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι ο Παυσανίας, το έτος 174 μ.χ., περιέγραψε πως τα νερά της Στυμφαλίας εξαφανίζονται σε χάσμα γης και εμφανίζονται πάλι στην Αργολίδα, όπου σχηματίζουν τον ποταμό Ερασίνο. Παλαιότερα, στο κέντρο της υδρολογικής λεκάνης της Στυμφαλίας, δεν υπήρχε λίμνη με τη σημερινή μορφή, αλλά μια ελώδη περιοχή που περιέβαλε τον ποταμό Στύμφαλο, στο μέσο του οροπεδίου. Η Στυμφαλία είναι σημαντική για την περιοχή, γιατί μεγάλο μέρος των νερών της χρησιμοποιείται για την άρδευση της γύρω από αυτήν καλλιεργούμενης περιοχής. Σημαντικό μέρος από τα νερά της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

196


διοχετεύονται σήμερα στον Ασωπό ποταμό. Επίσης, γίνεται άντληση νερών από τη λίμνη για την άρδευση παραλίμνιων εκτάσεων, καθώς και 5000 στρεμμάτων των περιοχών Λαύκα και Καστανιά, της λεκάνης της Στυμφαλίας. Μελλοντικά προβλέπεται επέκταση των αρδευτικών έργων για την άρδευση επιπλέον 30000 στρεμμάτων. Στις παραπάνω επεμβάσεις του ανθρώπου θα πρέπει να προστεθούν και διάφορα έργα δέσμευσης του νερού των χειμάρρων και των πηγών για ύδρευσηάρδευση και ο υψηλός ρυθμός επιχωμάτωσης με λεπτόκοκκο υλικό, το οποίο μεταφέρεται μέσω των χειμάρρων. Η επιχωμάτωση φαίνεται να σχετίζεται με την καταστροφή της δασικής βλάστησης. Επίσης, το έτος 1979, η ανατίναξη με δυναμίτη των τοιχωμάτων των καταβοθρών, επιτάχυνε το ρυθμό αποστράγγισης της λίμνης. Εξάλλου, η εντατικοποίηση των αγροτικών καλλιεργειών έχει αυξήσει το ποσό φωσφορικών και νιτρικών αλάτων που καταλήγουν στη λίμνη, με αποτέλεσμα τον ευτροφισμό και το διπλασιασμό σχεδόν της έκτασης της λίμνης που καλύπτεται από καλαμώνες, μεταξύ των ετών 1945 και 1987. Ωστόσο, όλες αυτές οι επεμβάσεις ελάττωσαν τις εισροές και αύξησαν τις απορροές νερού, με αποτέλεσμα η λίμνη να έχει μειωθεί τόσο σε έκταση , όσο και σε όγκο, σε σύγκριση με παλαιότερες περιόδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην σύμβαση του έτους 1881 για την αποξήρανση της λίμνης, αναφέρεται ως ελάχιστη έκταση, σε μη πλημμυρικές περιόδους, τα 6.4τ.χλμ. Σήμερα, το σύστημα της λίμνης Στυμφαλίας, δεν μπορεί να διατηρήσει ικανοποιητική ποσότητα νερού σε περιόδους ανομβρίας με άμεσο κίνδυνο ξήρανσής της. Ιστορικά, έχουν καταγραφεί οι εξής περίοδοι πλήρους ξηρασίας: 1889-90, 1977, Αύγουστος 1978, και Μάιος-Σεπτέμβριος 1990.

Στην ευρύτερη περιοχή περιμετρικά της λίμνης, μπορεί κανείς να συναντήσει ένα καταπληκτικό τοπίο με εναλλαγές πλούσιας βλάστησης με τεράστια δέντρα, πολυάριθμους θάμνους όπως ρείκια κα πουρνάρια, ρεματιές με πανύψηλα πλατάνια, καλαμιώνες και αγροτικές εκτάσεις, αλλά και απέραντα βοσκοτόπια. Τα κωνοφόρα δάση με την κεφαλληνιακή ελάτη, την μαύρη πεύκη, και τις επιβλητικές βελανιδιές, δίνουν επιπρόσθετη αξία στην περιοχή. Φύονται επίσης πολλά ενδημικά φυτά, δέντρα και θάμνοι, καρυδιές, ίταμος, αγριοκορομηλιές, αγριαχλαδιές, αλλά και θυμάρι, λεβάντα, τσάι του βουνού και άλλα. Στη λίμνη Στυμφαλία η ελόβια, υδρόβια και υδρόφιλη χλωρίδα αποτελείται από περίπου 24 taxa (π.χ., είδη, υποείδη, ποικιλίες). Από τα κυρίαρχα είδη είναι τα αγριοκάλαμα και τα ψαθιά (Phragmites communis και Typha angustifolia), που ως καλαμώνες καλύπτουν πάνω από το 55% της επιφάνειας της λίμνης. Εξάλλου, στη λίμνη έχουν καταγραφεί και τα είδη Nitellopsis obtusa, Myriophyllum spicatum, Μ. verticullatum, Percicaria amphibia, Ranunculus peliatus , R. peltatus, Ceratophylum demersum, Butommus umbellatus, Nasturtium offιcinale και διάφορα είδη Potamogeton . Ως προς το φυτοπλαγκτό, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις " άνθησης" του φυτοπλαγκτού, που οφείλεται σε υπερβολικό ευτροφισμό, λόγω εκπλύσεων γεωργικών λιπασμάτων. Η άνθιση αυτή συχνά συνοδεύεται από το θάνατο κυρίως ψαριών. Από την άποψη της ιχθυοπανίδας, σημειώνεται (π.χ., ερευνητική εργασία Οικονόμου και συν., 1999 ), ότι η λίμνη ξηράνθηκε κατά περιόδους, με σημαντικότερη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

197


περίοδο ξήρανσης αυτή του 1990, όταν για τουλάχιστον δύο μήνες "πέτρωσε" όλη η λίμνη, κατά την έκφραση των κατοίκων, με αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα ψάρια. Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο σοβαρό κατά τις προηγούμενες περιόδους ξηρασίας που είχαν μικρότερη διάρκεια και έτσι διατηρήθηκαν κάποιες μικρές λακκούβες με νερό ανάμεσα στους καλαμώνες. Όσο αφορά την περίοδο του 1990, οι κάτοικοι της περιοχής αποκλείουν το ενδεχόμενο να επέζησαν ψάρια στη λίμνη και αποδίδουν την σημερινή ύπαρξη ψαριών σε εμπλουτισμό που έγινε με ψάρια από την Υλίκη και συγκεκριμένα με κυπρίνο (Cyprinus carpio) και χιρακόβα (Rutilus ylikiensis από την Υλίκη). Το πρόβλημα με αυτή την εξήγηση είναι ότι δεν βρέθηκε Rutilus ylikiensis στη Στυμφαλία. Αντίθετα, βρέθηκε Leuciscus cephalus, που όμως δεν απαντάται στην Υλίκη, ώστε να υποτεθεί ότι η μεταφορά του έγινε τυχαία μαζί με τα Rutilus ylikiensis και Cyprinus carpio. Υπάρχει λοιπόν το ενδεχόμενο, ο σημερινός πληθυσμός της λίμνης να μεταφέρθηκε από μία τρίτη περιοχή από ιδιώτες.

Η λεκάνη της λίμνης Στυμφαλίας (στο βάθος η λίμνη) (photo by www.flickr.com).

(Stymfalia lake/by Μanos)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

198


Μία άλλη εκδοχή είναι, ότι ο τοπικός πληθυσμός ψαριών διασώθηκε, πιθανόν σε ορεινά ρέματα ή πηγές. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τα αποτελέσματα γενετικών ερευνών που δείχνουν ότι η γενετική δομή του τοπικού πληθυσμού διαφέρει από αυτή άλλων πληθυσμών του είδους σε βαθμό που να θεωρείται πιθανό ότι ο πληθυσμός Leuciscus της Στυμφαλίας, αποτελεί ένα ανεξάρτητο είδος. Μία παρόμοια εκδοχή είναι επίσης πιθανή και για την περίπτωση του Pelasgus ή Pseudophoxinus stymphalicus (εκπληκτικό σε αντοχή είδος που μπορεί να επιβιώσει κάτω από δυσμενέστατες οικολογικά συνθήκες). Έτσι, δεν αποκλείεται κάποια άτομα του είδους να επέζησαν κατά τη ξηρή αυτή περίοδο και οι απόγονοί τους να επανα-εποίκισαν τη λίμνη. Ωστόσο, μόνο μία σοβαρή συστηματική ή/και γενετική έρευνα θα μπορούσε να διευκρινίσει το ερώτημα της καταγωγή των τοπικών πληθυσμών των δύο ειδών.

Σε σχετικά πρόσφατη μελέτη (2007), της λίμνης Στυμφαλίας για την ιχθυοπανίδα της έχουν καταγραφεί, ο πελασγός της Στυμφαλίας ή ντάσκα -Pelasgus ή Pseudophoxinus stymphalicus (εκπληκτικό σε αντοχή είδος και μπορεί να επιβιώσει κάτω από δυσμενέστατες οικολογικά συνθήκες, ακόμα και σε ελάχιστο νερό, σε αρδευτικά αυλάκια, δεξαμενές, σε πηγάδια ή και υπόγεια ρέματα ), που παρουσιάζει ευρύτερη κατανομή στον Ελληνικό χώρο, το ενδημικό της Στυμφαλίας, η μπούλκα -Leuciscus cephalus, με μορφολογικές διαφοροποιήσεις από πληθυσμούς αυτού του είδους από άλλες περιοχές της Ελλάδας, ο κοινός κυπρίνος -Cyprinus carpio, που έχει εισαχθεί στη λίμνη, ο ποταμοκέφαλος της Πελοποννήσου -Squalius cf. peloponnensis, πιθανότατα εισαχθέν, αλλά αμφιβόλου ταξινομικής κατάστασης, και το γηγενές ποταμοκέφαλος του Μοριά -Squalius moreoticus, του οποίου ο πληθυσμός πιθανότατα έχει εξοντωθεί. Σε παλαιότερα στοιχεία αλιευτικής παραγωγής αναφέρεται και η παρουσία πέστροφας η οποία σήμερα φαίνεται ότι έχει εξοντωθεί (Δεν είναι όμως γνωστό αν πρόκειται για παραγωγή από αυτόχθονο πληθυσμό ενδημικής πέστροφας ή από εμπλουτισμό -καλλιέργεια ιριδίζου σας πέστροφας που πιθανόν να είχε εισαχθεί και έτσι υπάρχει κάποια ασάφεια σχετικά με τη γενετική ταυτότητα των πληθυσμών των παραπάνω ειδών ).

Η Στυμφαλία, είναι ένας πολύ σημαντικός ορεινός υγρότοπος και αποτελεί αξιόλογο μεταναστευτικό σταθμό των αποδημητικών πτηνών. Για πολλά από αυτά η λίμνη αποτελεί τόπο αναπαραγωγής και φωλιάσματός τους. Είναι ένας ιδανικός βιότοπος για τα 133 είδη προστατευόμενων, επαπειλούμενων και υπό εξαφάνιση πουλιών, μιας και αποτελεί καταφύγιο και για πολλά μεταναστευτικά πουλιά, όπως ο χρυσαετός, η σκουφοβουτηχτάρα, ο πορφυροτσικνιάς, η νανοβουτηχτάρα, ο καλαμόκιρκος, η βαλτόπαπια, η τσιχλοποταμίδα κλπ. Μεγάλη είναι και η σημασία της κατά τη μεταναστευτική περίοδο, κατά την οποία, ερωδιοί, χαλκόκοτες, καλαμοκανάδες και πάπιες βρίσκουν ιδανικούς χώρους για διατροφή και ξεκούραση. Η περιοχή Γιδομάντρα, δίπλα από τη λίμνη, έχει κηρυχθεί ‘’Καταφύγιο Θηραμάτων’’ και ψηλότερα, ο κάμπος της Πελλήνης έχει κηρυχθεί ‘’Ζώνη Διάβασης Τρυγονιών’’. Πελαργοί, αγριόπαπιες και αλκυόνες φωλιάζουν και αναπαράγονται εκεί, ενώ στα γύρω ορεινά, στις ρεματιές, στα απότομα φαράγγια, στις χαράδρες, στις κοιλάδες, αλλά και ανάμεσα στους καλαμιώνες, ζουν και αναπαράγονται πολλά σπάνια είδη άγριας, υδρόβιας και παρυδάτιας πανίδας. Κατά τη μυθολογία, στη Στυμφαλία βρήκαν καταφύγιο οι Στυμφαλίδες όρνιθες, που από ότι υποστηρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες πρόκειται για τις ‘’Φαλακρές χαλκόκοτες’’, Geronticus eremita Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

199


και ο Ηρακλής προσκλήθηκε, στον έκτο του άθλο να τις εξολοθρεύσει, μιας και αποτελούσαν την μάστιγα την περιοχής. Εξάλλου, στις όχθες της λίμνης έχουν παρατηρηθεί ποταμοκάβουρες (Potamon fluviatille), νερόφιδα, τρία είδη βατράχων και στην ευρύτερη περιοχή χερσοχελώνες, σαΐτες, σαπίτες, ερημόφιδα, σαύρες και πολλά άλλα. ΛΙΜΝΗ ΤΣΙΒΛΟΣ, ΑΧΑΪΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://hikingexperience.gr, http://kpe-akrat.ach.sch.gr/tsivlos.pdf και από Economou et al., 2007 -Medit., Mar., Scien., 8, 1, 91-166, The freshwater ichthyofauna of Greece-an update survey,*ΚΠΕ Ακράτας, 2003 - Ο υγροβιότοπος της λίμνης Τσιβλού, Έκδοση Παιδαγωγικής Ομάδας ΚΠΕ Ακράτας, 56σελ., Επιμ., Έκδος., Κ. Παπακωνσταντίνου, Οικονόμου και συν., 2001 -Τεχν., Έκθεσ., για Υπουρ., Γεωργίας, PESCA, 599σελ., Αλιευτική διαχείριση λιμνών Αιτωλοακαρνανίας, Ευρυτανίας, Καρδίτσας, Βοιωτίας, Αρκαδίας, Ηλείας, Αχαϊας). Η λίμνη Τσιβλός, μια ημιορεινή (υψόμετρο περίπου +780 μ.) και βαθιά μικρή λίμνη, βρίσκεται στις

παρυφές του όρους Χελμός (και εντός των ορίων του Εθνικού Πάρκου Χελμού-Βουραϊκού), κοντά στη Ζαρούχλα Ακράτας και περιβάλλεται από δάση. Σχηματίστηκε το 1913, όταν μια κατολίσθηση στην περιοχή (όπου βρισκόταν το χωριό Συλίβαινα που καταστράφηκε) έφραξε τη ροή του ποταμού Κράθη στην εκεί κοιλάδα. Το αρχικό μεγαλύτερο βάθος της λίμνης, αμέσως μετά τη δημιουργία της, έφτανε τα 77 μέτρα, ενώ σήμερα, μετά τις προσχώσεις που έχει δεχτεί η λίμνη, εδώ και 100 χρόνια, είναι περίπου στα 50 μέτρα. Ο Τσιβλός παραμένει και σήμερα μια ιδιαίτερα βαθιά λίμνη, με απότομες όχθες, ενώ η έκταση και η ακτογραμμή της αυξομειώνονται, καθώς η στάθμη της λίμνης ανεβοκατεβαίνει, ανάλογα με την εποχή και το ύψος των βροχοπτώσεων κάθε χρονιάς. Το εύρος των μεταβολών της στάθμης της λίμνης μπορεί να ξεπεράσει τα 10 μέτρα, δημιουργώντας μια χαρακτηριστική ζώνη χωρίς βλάστηση κατά μήκος της όχθης και περιμετρικά. Η λίμνη σήμερα τροφοδοτείται από τις ορεινές ροές του ποταμού Κράθη στα ανάντι (π.χ., ‘’Υδατα Στυγός’’, ρέματα και ρυάκια από τις γύρω πλαγιές) και τουλάχιστον από δύο πηγές που βρίσκονται κάτω από την επιφάνειά της. Η λίμνη βρίσκεται σε τέτοιο υψόμετρο όπου συναντιούνται οι δύο διαφορετικές ζώνες δασικής βλάστησης: η πεδινή με το χαλέπιο πεύκο και η ορεινή με το μαυρόπευκο και το έλατο. Σήμερα, γύρω από τη λίμνη επικρατούν δάση με μαυρόπευκο Pinus nigra, κεφαλλονίτικο έλατο -Abies cephallonica, χαλέπιο πεύκο -Pinus halepensis, αγριόκεδρα Juniperus oxycedrus, πουρνάρι -Quercus coccifera, βελανιδια -Qurcus pubescens, και στις ρεματιές και γύρω από τη λίμνη ιτιά, πλάτανος, σπάρτα και άλλα.

(photo:http:www.ellas2.wordpress.com)

(photo:http:www.metrogreece.gr)

Στον Τσιβλό έχουν αναφερθεί 24 είδη υδρόφιλων φυτών. Η καθαρά υδατική βλάστηση είναι ιδιαίτερα φτωχή με ένα μόνο υδρόφυτο, το μυριόφυλλο (Myriophyllum spicatum) που το βλέπουμε στο βυθό της λίμνης. Στις παρυφές της λίμνης, στα ρηχά νερά και μέσα στα ρέματα παρουσιάζονται και κάποια ελόφυτα, όπως είναι το αγριοκάλαμο (Phragmites australis) που σχηματίζει μικρές συστάδες σε ορισμένα σημεία (η διακύμανση της στάθμης και οι απότομες όχθες το εμποδίζει να επεκταθεί), το βούρλο (Scirpus maritimus) που βρίσκεται σε βαλτώδη σημεία και ξεχωρίζει από τα μυτερά, σα λόγχες φύλλα του και το πολυτρίχι (Equisetum telmateia) που είναι ένα πρωτόγονο είδος που επικρατεί στις ρεματιές, εκεί που το έδαφος είναι κορεσμένο με νερό. Επίσης, έχουν καταγραφεί και άλλα ελόφυτα (π.χ., Veronica anagalis-aquatica, Persicaria lapathipholia, Equisetunl telmateia, Mentha picata, και άλλα) . Η ιχθυοπανίδα της λίμνης Τσιβλού αποτελείται από πέντε είδη ψαριών γλυκού νερού. Από αυτά φαίνεται πως ένα είναι αυτόχθονο είδος (υπάρχουν αμφισβητήσεις), ο κέφαλος του γλυκού νερού ή τυλινάρι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

200


ή τροχιός (Squalius cf. peloponnensis ή Leuciscus cephalus), ενώ τα υπόλοιπα έχουν εισαχθεί, όπως ο κυπρίνος (Cyprinus carpio), το κουνουπόψαρο (Gambousia holbrooki), η ιριδίζουσα πέστροφα (Oncorhynchus mykiss, υπάρχει σε όλα τα πεστροφοτροφεία της Ελλάδας και ένα τέτοιο εκτροφείο υπάρχει στον Κράθη, κοντά στην Περιστέρα, λίγα χιλιόμετρα ψηλότερα από τον Τσιβλό, οπότε το πιθανότερο είναι ότι από εκεί έχουν ξεφύγει μερικές που ζουν στο ποτάμι, ενώ κάποιες άλλες έχουν μεταφερθεί στη λίμνη), η ντάσκα (Pelasgus ή Pseudophoxinus stymfalicus, είναι ενδημικό της Ελλάδας, ενώ η παρουσία της στον Τσιβλό αποτελεί μυστήριο, αφού δεν υπάρχει στον Κράθη, ούτε έχει αλιευτική ή κάποια άλλη αξία, ώστε να το εισαγάγει κάποιος. Πιθανό να έχει εισαχθεί τυχαία μαζί με κυπρίνους ή κουνουπόψαρα ή μπορεί να έχει μεταφερθεί με αυγά της που να ήταν κολλημένα στα πόδια ή στο πτέρωμα υδρόβιων πουλιών). Επίσης, με πρωτοβουλία κατοίκων της περιοχής και

χωρίς μελέτη, εκτός των πιο πάνω εισαχθέντων ψαριών, έχουν εισαχθεί και καραβίδες του γλυκού νερού (Astacus astacus). Σε όλες τις ρεματιές της περιοχής και στον ποταμό Κράθη υπάρχει ο ελληνικός ποταμοκάβουρας (Astacus fluviatile), ο λιμνοβάτραχος (Rana ridibunda), ο ελληνικός βάτραχος (Rana graeca), νεροχελώνες (οι γραμμωτές νεροχελώνες Mauremys caspica και οι στικτές νεροχελώνες Emys orbicularis), το νερόφιδο (Natrix natrix), το λιμνόφιδο (Natrix tesselata), και το μύδι του γλυκού νερού (Dreissena polymorpha). Στη λίμνη και στην ευρύτερη περιοχή των ορεινών ροών του Κράθη, ζει και το θηλαστικό βίδρα (Lutra lutra) ή σκύλος του νερού ή και κυνοπόταμο σε ορισμένα μέρη της Πελοποννήσου. Η λίμνη του Τσιβλού, καθώς είναι βαθιά και με φτωχή υδρόβια βλάστηση, προσφέρει πολύ λίγη τροφή στα υδρόβια πουλιά. Γι αυτό το λόγο φιλοξενεί λίγα είδη υδρόβιων ή παρυδάτιων πουλιών. Αυτά που συνήθως μπορούμε να δούμε είναι ο χειμερινός επισκέπτης η αλκυόνη (Alcedo atthis), σταχτοτσικινιάς (Ardea cinerea), νανοβουτηχτάρι (Tachybaptus ruficollis), λευκοσουσουράδα (Motacilla alba). Γύρω από τη λίμνη απαντούν τόσο τυπικά δασόβια πουλιά, που μένουν πάντα πάνω στα δέντρα, όσο και πουλιά που προτιμούν πιο ανοιχτές περιοχές και χωράφια (π.χ., ο καλόγερος -Parus major, η φαλαζοπαπαδίτσα -Parus caeruleus, και η ελατοπαπαδίτσα -Parus ater, ο πράσινος δρυοκολάπτης -Picus viridis, ο μεσαίος δρυοκολάπτης -Dendrocopos medius, ο νάνος δρυοκολάπτης –Dendrocopos minor και ο λευκονώτης δρυοκολάπτης -Dendrocopos leucotos). ΑΛΛΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΚΑΙ ΥΔΑΤΙΝΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (πηγές: http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece, http://www.southgreece.gr, http:www.naturagraeca.com, http://www.notiakynouria.gov.gr ). Και στη Πελοπόννησο υπάρχει πληθώρα από μικρές λίμνες, παράκτιες και εσωτερικές, αλλά και άλλες υγροτοπικές περιοχές. Ειδικότερα, στην Αργολίδα, έχουν καταγραφεί μεταξύ των άλλων οι μικρές Λίμνες Λάκκα Αγνούντος (περιοχή Δήμαινα), Σαχτούρη (παλαιότερα ήταν λίμνη, αλλά με τη διάνοιξη διώρυγας επικοινωνίας με τη θάλασσα, λειτουργεί σήμερα ως εκτατικό ιχθυοτροφείο, περιοχή Σωληνάριο, Πηγάδια, Μετόχι), Κονδύλη (περιοχή Δρέπανο, Κάντια), Κάντια (περιοχή Κάντια, Ασίνη Ναύπλιο), οι λιμνοθάλασσες Θερμησία ή Δάρδιζα (λειτουργεί ως εκτατικό ιχθυοτροφείο), Όρμος Κάπαρι Ερμιόνης, Βερβερόντας, έλη Κοιλάδας (Κοιλάδα Θερμησίας), έλη Γκιτζιρώνα (στο ΠόρτοΧέλι), έλη Γεωργόπουλου (στο Πόρτο-Χέλι), Βιβάρι-Δρέπανου, Ψήφτα (περιοχή Τροιζηνίας), τα τα έλη Πηγαδιών και Ακτής Πλέπι στα Πηγάδια-Μετόχι, το έλος Κοιλάδας, τα έλη Ναυπλίου, Νέας Κίου και Λέρνης (π.χ., έλος Ρουμάνι με πολλά μάτια ανάβλυσης νερού και τάφρους αποχέτευσης προς τη θάλασσα και τον π[οταμό Ερασσίνο), οι πηγές-βάλτος Λέρνης, οι πηγές Κεφαλαρίου, και άλλες μικρότερες, αλλά και οι κυριότεροι ποταμοί Ίναχος, Ερασίνος, οι εκβολές τους και οι χείμαρροι της περιοχής. Επίσης, ένα σημαντικό τμήμα του υδάτινου δυναμικού της Αργολίδας, αποτελούν οι πολυάριθμες πηγές της, ενώ έχουν αποξηρανθεί οι λίμνες της αρχαιότητας Λέρνη ή Ύδρα και η Αλκυονία. Λίμνη Λάκκα Αγνούντος, Νέα Επίδαυρος. Βρίσκεται 4 χιλιόμετρα βόρεια της κοινότητας Νέας Επιδαύρου και πρόκειται για μια εσωτερική μονίμως κατακλυσμένη λίμνη γλυκού νερού. Δημιουργήθηκε τεχνητά με τη φραγή μιας καταβόθρας της περιοχής και έτσι συγκεντρώνονται τα νερά από ένα τοπικό χείμαρρο και τις βροχοπτώσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως για κυνήγι. Η επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών και το παράνομο κυνήγι αποτελούν την κυριότερη απειλή για την περιοχή του υγρότοπου. Λίμνη Κονδύλι, Δρέπανο. Βρίσκεται διπλα στην παραλία του Αγίου Νικολάου, 5 χλμ από το Δρέπανο Αργολίδας. Πρόκειται για παράκτιο λιμνίο με γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

201


Λίμνη ή Λιμνοθάλασσα Σαχτούρη, Ερμιόνης. Η λίμνη ή λιμνοθάλασσα Σαχτούρη βρίσκεται 22 χλμ ανατολικά της Ερμιόνης και 7 χιλιόμετρα ανατολικά της Θερμησίας, στη νότια Αργολίδα και ανήκει σε ένα σύμπλεγμα μικρών, αλλά σημαντικών για την ορνιθοπανίδα, παράκτιων υγρότοπων που απλώνονται διαδοχικά στην Ερμιονίδα, στην νότια ακτογραμμή της Αργολίδας. Πρόκειται για την πρώτη λιμνοθάλασσα που συναντάει κανείς, όπως έρχεται από τα ανατολικά και την περιοχή της Τροιζηνίας. Το σχήμα της είναι ωοειδές, το μέγεθος της φτάνει τα 400 στρέμματα και η περίμετρος της περίπου τα 3 χλμ. Βρίσκεται δυτικά από την περιοχή Μετόχι, το μικρό λιμάνι που συνδέει την Ερμιονίδα με την Ύδρα. Πρόκειται για μια παράκτια μονίμως κατακλυσμένη λίμνη γλυκού νερού στην οποία διανοίχθηκε διώρυγα επικοινωνίας με τη θάλασσα για να λειτουργήσει ως ιχθυοτροφείο. Χρησιμοποιείται κυρίως για υδατοκαλλιέργειες, αλλά η επέκταση των αγροτικών καλλιεργειών, οι επιχωματώσεις και το παράνομο κυνήγι αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τη διατήρηση του οικοσυστήματος.

Το Παράκτιο Λιμνίο Κονδύλι, Δρέπανο Αργολίδας

Η Λιμνοθάλασσα Σαχτούρη, Ερμιόνη, Αργολίδας

Περιμετρικά της λιμνοθάλασσας υπάρχουν περιοχές με καλαμιώνες, σαλικόρνιες και υδρόφιλα είδη του γένους Juncus και Typha. Στους λόφους κυριαρχούν οι καλλιέργειες ελαιόδεντρων αλλά και περιοχές με μεσογειακή βλάστηση με σκίνα, πουρνάρια και διάφορα φρύγανα. Στην παραλία που απλώνεται σε μια στενή λωρίδα 700 μέτρων υπάρχουν πολλά αμμόφιλα είδη της ακροθαλασσιάς Λιμνοθάλασσα Ποτοκίων, Ερμιόνης. Είναι μία μικρή, λιμνοθάλασσα, στα νότια του όρμου, μόλις 3 χλμ. από τη πόλη της Ερμιόνης και η συνολική της έκταση φτάνει τα 300 στρέμματα. Μέσα σε αυτή την έκταση περιλαμβάνονται ρηχοί υγρότοποι με υφάλμυρο νερό, αλμυρόβαλτοι, λιβάδια με αλόφυτα, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

202


αμμώδεις λωρίδες, πολύ μικροί λόφοι και ξερές εκτάσεις που εποχικά κατακλύζονται. Στα ανατολικά καταλήγει σε έναν λόφο στο σημείο ακριβώς που βρίσκεται η μπούκα της λιμνοθάλασσας και στα ανατολικά της προστατεύεται από μια στενή λωρίδα άμμου 850 μέτρων. Στα νότια ένας ασφαλτόδρομος χωρίζει τη λιμνοθάλασσα από καλλιέργειες και κατοικίες. Μικρά ρέματα συμβάλλουν στα νερά της λιμνοθάλασσας τα οποία ανεβαίνουν με τις βροχές και πέφτουν τους καυτούς μήνες. Παρότι η λιμνοθάλασσα αποτελεί αξιόλογο βιότοπο για την ορνιθοπανίδα και την ιχθυοπανίδα, υπάρχουν σχέδια αξιοποίησης της με τη δημιουργία τουριστικών μονάδων. Η λιμνοθάλασσα Ποτοκίων είναι ένας εξαιρετικός τόπος για ορνιθοπαρατήρηση, καθώς η ποικιλομορφία της και η μηδαμινή όχληση στη περιοχή προσελκύουν δεκάδες είδη πτηνών. Στα κεντρικά της λιμνοθάλασσας υπάρχει ένας μεγάλος αλμυρόβαλτος γεμάτος με φυτά τους είδους Salicornia, ενώ προς τα ηπειρωτικά υπάρχουν σημεία με καλαμιές και βούρλα. Τα μόνα δέντρα που υψώνονται στην περιοχή είναι οι ευκάλυπτοι και τα αλμυρίκια. Στην παράλια λωρίδα και γύρω από τη λιμνοθάλασσα φυτρώνουν πολλά αμμόφιλα είδη, με πιο κοινά φυτά την Medicago marina, την αγριοβιολέτα Matthiola tricuspidata, την Anthemis tomentosa, τον Scolymus hispanicus, το Cardopatium corymbosum, την κίτρινη παπαρούνα Glaucium flavum, το Cakile maritima, το Eryngium maritimum, την Medicago minima, την κενταύρια Centaurea raphanina, το Ornithogalum divergens και το Mesembryanthemum nodiflorum.

Την περιοχή επισκέπτονται δεκάδες είδη πουλιών ιδιαίτερα κατά τη μεταναστευτική περίοδο, τα οποία προσελκύονται τόσο από τα κοπάδια των μικρών ψαριών, όσο και από τα ασπόνδυλα που κρύβονται λίγο κάτω από την αμμολάσπη των βάλτων. Συχνά καταφθάνουν μεγάλοι αριθμοί από σταχτοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, πορφυροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες και μικροτσικνιάδες, αλλά και μικρά κοπάδια από φοινικόπτερα. Αβοκέτες, χαλκόκοτες και χουλιαρομύτες απαντώνται πιο σπάνια. Από τα παπιά εδώ συναντάει κανείς πρασινοκέφαλες πάπιες, βαρβάρες, γκισάρια, κιρκίρια, ψαλίδες, καπακλήδες και χουλιαρόπαπιες. Από τα υπόλοιπα παρυδάτια εμφανίζονται καλαμοκανάδες, βροχοπούλια, αργυροπούλια, ακτίτες, λασπότρυγγες, κοκκινοσκέλιδες, πρασινοσκέλιδες, μαχητές, θαλασσοσφυριχτές, ποταμοσφυριχτές, αμμοσφυριχτές και πολλά άλλα (πηγή: σταχυολόγηση από http://www.naturagraeca.com). Υγρότοπος Ψήφτα, Τροιζηνίας. Ανήκει στους παράκτιους υγρότοπους. Πρόκειται για μια ρηχή λιμνοθάλασσα με πλούσιους καλαμιώνες και βάλτους, σε μια περιοχή που περιλαμβάνει ημιορεινά φαράγγια με ρέματα και πυκνή βλάστηση. Το χειμώνα συνήθως πλημμυρίζει, ενώ το καλοκαίρι η υδατική επιφάνεια κατεβαίνει, δημιουργώντας αλίπεδα και χαμηλή αλοφυτική βλάστηση. Λόγω της γεωγραφικής του θέσης και λόγω του ότι είναι ένας από τους λιγοστούς υγροτόπους της νότιας Ελλάδας, ο υγρότοπος της Ψήφτας έχει μεγάλη σημασία για τα μεταναστευτικά πουλιά, ως σταθμός ανάπαυσης και ανεφοδιασμού. Σύμφωνα με ορνιθολογικές μελέτες έχει υπολογιστεί ότι 89 είδη πουλιών από 34 διαφορετικές οικογένειες μεταναστεύουν ή διαχειμάζουν σε αυτόν τον υγρότοπο. Επίσης, αποτελεί σημαντικό καταφύγιο για διαχειμάζοντα πουλιά, κυρίως κύκνους, ερωδιούς και πάπιες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

203


Η Ψήφτα (photo:http://www.naturagraeca.com)

Στις υγροτοπικές περιοχές της Αρκαδίας συνήθως αναφέρονται, εκτός από τη Λίμνη Μουστός ή Μελιγγού, μια μικρή Λίμνη του Χερρονησίου (20 στρέμματα με τα νερά της να αναβλύζουν από τις παρυφές του ομώνυμου λόφου, νότια του Άστρους Κυνουρίας), και η τεχνητή σήμερα λίμνη Τάκα (σχετικά πρόσφατα δημιουργήθηκε τεχνητός ταμιευτήρας νερού, πάνω στην παλαιά λίμνη και σε μικρότερη έκταση). Νοτιότερα καταγράφονται, ο μικρός υγρότοπος του Φωκιανού, η τεχνητή λίμνη του Λάδωνα με τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του, ο Λούσιος ποταμός και ο Βουφάγος (παραπόταμος του Αλφειού), ο ποταμός Τάνος στο Άστρος, και τα έλη Τημενίου Άστρους. Εξάλλου, οι εξορυκτικές δραστηριότητες για αργιλόχωμα της κεραμοποιίας, έξω από την Τρίπολη και τα ανενεργά ορυχεία των γαιανθράκων της Μεγαλόπολης (π.χ., Αγίου Γεωργίου, Θωκνίας -έχει φυσικό όριο τον παταμό Ελισσώνα, Κυπαρίσσια Ι και ΙΙ) έχουν δημιουργήσει ποικίλα υδάτινα σώματα στην περιοχή. Μεταξύ των πηγών της Αρκαδίας, αναφέρονται οι πηγές Κανδύλας με σημαντικές καρστικές αναβλύσεις, αλλά και άλλες πηγές ανάμεσα στο Λεβίδι και στην Κανδήλα (τροφοδοτούνται από το καρστικό σύστημα ΠαναγίτσαςΔάρα ή Κανδήλας, ενώ παλαιότερα υπήρχε εκεί έλος που αποστραγγίστηκε με σήραγγα προς το Λάδωνα ποταμό), οι οποίες απορρέουν μέσω καταβοθρών. Υγρότοπος Φωκιανού. Είναι ένας μικρός υγρότοπος, έλος που βρίσκεται ακόμη σε καλή φυσική κατάσταση και αποτελεί δείγμα παράκτιου υγροτροπικού σχηματισμού. Γεωγραφικά τοποθετείται στα νότια της λίμνης Μουστός. Στο οικοσύστημα της εγγύτερης περιοχής του υγρότοπου του Φωκιανού υπάρχουν θαμνώνες, αγροστώδη, αγριοκαλάμια και αρμυρίκια.

Στα υγροτοπικά οικοσυστήματα της Αχαΐας, ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι υγρότοποι στη βορειοδυτική Αχαΐα με το σύμπλεγμα των λιμνοθαλασσών, λιμνών, ελών και υγρών λιβαδιών Καλογριά και Πρόκοπος στον Άραξο, Λάμια στην περιοχή Βουπρασίου και πιο νότια η Στροφυλιά και το Κοτύχι που τοποθετούνται γεωγραφικά στην Ηλεία. Στις υγροτοπικές περιοχές της Ηλείας, περιλαμβάνονται η λίμνη ή λιμνοθάλασσα του Καϊάφα, η τεχνητή λίμνη Πηνειού, και η λιμνοθάλασσα Κοτύχι στα Λεχαινά, αλλά υπάρχει και μεγάλος αριθμός Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

204


από χείμαρρους, ποταμούς (π.χ., ποταμοί Πηνειός, Αλφειός, Ερύμανθος, η Νέδα στα όρια Ηλείας Μεσσηνίας) , παραποτάμους, εκβολές ποταμών και εποχικές μικρές λίμνες και έλη. Επίσης, υπάρχουν εκατέρωθεν των εκβολών του Αλφειού ποταμού, τα τενάγη Αγουλινίτσας και Μουριάς, που είναι τα υπολείμματα των ομώνυμων λιμνοθαλασσών που αποξηράνθηκαν ( είχαν έκταση 37τ.χλμ. και 6τ.χλμ. αντίστοιχα και επικοινωνούσαν μέσω διωρύγων με τη θάλασσα) Στις υγροτοπικές περιοχές στην Κορινθία περιλαμβάνονται εκτός της Στυμφαλία στη Λαύκα της ορεινής Κορινθίας, οι ορεινές λίμνες, πάνω από τα Τρίκαλα Κορινθίας, η λίμνη Δασίου (πόλγη) και η λίμνη Μεγαγιάννη (πολλές φορές αναφέρεται ότι ανήκει στην Αχαΐα), βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του οροπεδίου της Κυλλήνης, εκεί όπου υπάρχουν και άλλες δολινολίμνες, η παλαιά λίμνη στο οροπέδιο του Φενεού και η τεχνητή λίμνη της Δόξας, το παράκτιο έλος Λεχαίου στο Λέχαιο, ο παράκτιος βάλτος Λούτσα Τσίγκου στον Κόρφο (έντονη αλλοίωση), ο ποταμός Ασωπός και οι εκβολές του (έντονη αλλοίωση), το έλος με τις υφάλμυρες πηγές στο Κοκκώσι, Μύλος Κάτω Αλμυρής ( υφάλμυρες πηγές Κοκκώσι και έλος), Κεχραιές και άλλες μικρότερες περιοχές στα παράκτια της περιοχής, αλλά και ψηλότερα στην ορεινή και αλπική ζώνη. Στις υγροτοπικές περιοχές της Λακωνίας δεσπόζει ο ποταμός Ευρώτας, που διασχίζει από τα βόρεια προς τα νότια τη Λακωνία, οι εκβολές, οι παραπόταμοι, τα έλη και οι πηγές του, δημιουργούν ένα ενιαίο υγροτοπικό σύστημα που δεσπόζει της περιοχής. Επίσης, στη Λακωνία υπάρχουν και άλλες υγροτοπικές περιοχές όπως, η λιμνοθάλασσα Στρογγύλη και οι μικρές λίμνες ή λιμνοθάλασσες Μαγγάνου και Νερατζιώνα στη Νεάπολη, τα έλη Βαλτάκι στο Γύθειο και Μαυροβουνίου-εκβολές ποταμού Σμήνους στο Μαυροβούνι, η λιμνοθάλασσα στο Γέρακα και πολλές άλλες. Λιμνοθάλασσα Γέρακα. Βρίσκεται στην ανατολική Λακωνία, προς το Μυρτώο πέλαγος, βόρεια του κόλπου της Μονεμβασίας. Πρόκειται για ανοιχτή προς το κόλπο λιμνοθάλασσα, 400 περίπου στρεμμάτων, στο βάθος πολύ στενού κόλπου που μοιάζει ως φιόρδ, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο λιμάνι (λιμήν Ιέρακας, ασφαλές αγκυροβόλιο για τη ναυσιπλοΐα ). Λόγω του μικρού της βάθους και της αφθονίας τροφής αποτελεί σταθμό μετανάστευσης, αλλά και τόπο διαχείμασης για μεταναστευτικά πουλιά και άλλα πτηνά (π.χ., λευκοτσικνιάς, αργυροτσικνιάς, σταχτοτσικνιάς, νανοβουτηχτάρι, μαυροβουτηχτάρι, σπιζαετός, χρυσογέρακο, πετρίτης, μπούφος, φιδαετός, θαλασσοκόρακας ) και ορισμένες φορές για κύκνους, πάπιες πρασινοκέφαλες κ.ά.

Στο Γέρακα έχουν παρατηρηθεί περίπου 110 είδη πτηνών και από αυτά τα 64 φωλιάζουν και αναπαράγονται στην περιοχή. Η διάβρωση της ακτής σε συνδυασμό με τις αποθέσεις φερτών υλικών από τα ποτάμια και τους χείμαρρους που ρέουν από τα γειτονικά βουνά και λόφους της περιοχής, έχουν διαμορφώσει στην άκρη-βάθος του ‘’φιόρδ’’ τη μικρή αυτή λιμνοθάλασσα __________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

205


3.3 Ημιφυσικές –Τεχνητές- Λίμνες από Εξορυκτικές και άλλες Δραστηριότητες Από τις κάθε είδους εξορυκτικές δραστηριότητες και τη λήψη διαφόρων υλικών ( π.χ., αδρανή υλικά, μεταλλεύματα, λιθάνθρακες, άργιλος) συνήθως δημιουργούνται ημιφυσικές λίμνες που είχαν όμως τεχνητή προέλευση. Στην πλειονότητά τους αυτές οι λίμνες βρίσκονται σε εγκαταλειμμένες επί μακρόν δραστηριότητες (π.χ., βόρεια Εύβοια, Μεγαλόπολη, Αττική, βόρεια Ελλάδα, Μήλος, Φωκίδα). Εξάλλου, ημιφυσικές λίμνες δημιουργούνται από τις δραστηριότητες του ανθρώπου (π.χ., λήψη άμμου και χαλικιών) μέσα στις κοίτες ποταμών σε πεδινές περιοχές στις εκβολές και στα δέλτα τους. Στην Αττική από τεχνικά έργα και από τη λήψη υλικών ή για προσωρινή δεξαμενή νερού έχουμε τη λίμνη στο Μπελέτσι της Πάρνηθας. Στην Εύβοια οι ημιφυσικές λίμνες, εξαιτίας των εξορυκτικών δραστηριοτήτων που εδώ και αρκετά χρόνια έχουν εγκαταλειφθεί, συναντώνται κυρίως στο Μαντούδι, στο Προκόπι και στο Αλιβέρι. Αυτές τα υδάτινα σώματα έχουν δημιουργήσει μία μεγάλη υγροτοπική περιοχή από πολυάριθμες λίμνες και έλη. Στην Πελοπόννησο, οι ημιφυσικές λίμνες προέρχονται κυρίως από τις εξορυκτικές δραστηριότητες του λιγνιτοφόρου πεδίου της Μεγαλόπολης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι λίμνες που έχουν δημιουργηθεί στα παλαιά ορυχεία της Εύβοιας έχουν μελετηθεί ιδιαιτέρως από το WWF Ελλάς/ http://www.oikoskopio.gr, ενώ τα κείμενα και οι φωτογραφίες που παραθέτουμε παρακάτω και αφορούν αυτές τις λίμνες προέρχονται από τις πιο πάνω μελέτες του WWF και έχουν σταχυολογηθεί αναλόγως. ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟ ΜΠΕΛΕΤΣΙ, ΠΑΡΝΗΘΑ, ΑΤΤΙΚΗ (ημιφυσικές λίμνες) (πηγές: σταχυολόγηση από Zogaris -Athens Nature Journal /Octob., 2013- http:// http://zogaris.blogspot.gr/2013/10/lakebeletsijust-north-of-athens.html, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2012 (Attica’s wetlands bird monitoring report, 2012, 72pp., Συντάκτες Μ. Τζάλη, Ν. Προμπονάς, J. Fric), http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=2730&aID=1164, http://issuu.com/ornithologiki/docs/2011_wetland_bird_monitoring_attica, Σαρλή, 2010 -Μεταπτ. Εργ., Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, 124σελ., Πηγαία ύδατα στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας).

Στο οροπέδιο και στο δάσος της Αγ.Τριάδας στο Κατσιμίδι της Πάρνηθας, υπάρχουν δυο μικρές σε έκταση λίμνες, σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Η μία, στα νοτιοανατολικά της κορυφής Μπελέτσι, σχηματίζεται από τα νερά της εκεί πηγής Ζιπούνι. Η δεύτερη, στα νοτιοδυτικά, κοντά στο παλιό εκκλησάκι της Αγ. Τριάδας, που ονομάζεται Λίμνη Κίρκης ή Μπελέτσι ή Κιθάρα, ( κατά το Δασαρχείο Πάρνηθας υπάρχει σύγχυση ως προς την ονοματολογία αυτών των λιμνών από τους ντόπιους), δημιουργήθηκε την τριετία 1972-75 από τους αναδόχους των εκεί έργων, ως δεξαμενή νερού για τα έργα που κατασκευάζονταν τότε στην περιοχή, αλλά και ως μελλοντικός υγρότοπος, καθώς το τεχνητό αυτό έργο συγκράτησε αφενός τα νερά της πηγής που βρίσκεται βόρεια, αφετέρου τα όμβρια ύδατα από τον υπερκείμενο λόφο με αποτέλεσμα το σχηματισμό της λίμνης. Η λίμνη έχει μέγιστη διάμετρο 130 μέτρα περίπου, το μεγαλύτερο βάθος της δεν ξεπερνά τα 5.3 μέτρα και κατά άλλους τα 9 μέτρα, ενώ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

206


το συνολικό της εμβαδόν αγγίζει τα 5-7 στρέμματα. Σήμερα, η λίμνη αυτή αποτελεί σημαντικό υγρότοπο της περιοχής, καθώς απαντώνται και αποδημητικά πουλιά, ψάρια (το ελληνικό σκαρούνι Luciobarbus graecus, και η καλαμίθρα -Scardinius graecus που είναι σπάνια ενδημικά που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, το κουνουπόψαρο –Gambousia affinis, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι υπάρχουν και χέλια –Anguilla anguilla), νύμφες εντόμων, δίθυρα μαλάκια (Unio sp., και άλλα), χελώνες, πάπιες, κύκνοι. Στην ευρύτερη περιοχή, η βλάστηση κυριαρχείται από πουρνάρια, μυρτιές, κουμαριές, βελανιδιές, πλατάνια, πεύκα, και πολλά άλλα φυτά. Παλαιότερα εδώ έρχονταν και τα ελάφια της Πάρνηθας. Η περιοχή των λιμνών Μπελέτσι προσεγγίζεται και από τη Βαρυμπόμπη, όπου μέσω της λεωφόρου Δεκελείας φτάνεις στην Ιπποκράτεια Πολιτεία, Αγ. Τριάδα με κατεύθυνση Αγ. Μερκούριος και Μαλακάσα. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΙΜΝΕΣ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.oikoskopio.gr, http://www.scubadive.gr, http://www.diss.fu-berlin.de, και από Georgiadis, Paragamian et al., 2010 -Environ., Hydrol., 1137-1142, Christodoulou & Stamou, Eds., Types of artificial bodies in the Aegean islands, their environmental impact and potential value for biodiversity, Langangen, 2010 -Flora Mediter., 20, 149-157, Some charophytes collected on the island of Evia, in 2009, Σπυρόπουλος, 2010 -Διδακτ., Διατρ., Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 283σελ., Αποκατάσταση λατομείων-ανοιχτών ορυχείων με χρήση τηλεπισκόπησης). Στην Εύβοια, μετά τη διακοπή των εξορυκτικών δραστηριοτήτων (π.χ., λευκόλιθος, γαιάνθρακες, χρώμιο, μαγνήσιο) στο Μαντούδι, στο Αλιβέρι και σε άλλες περιοχές, τα εγκαταλελειμμένα παλιά ορυχείαλατομεία φανέρωσαν την περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής (οι εξορυκτικές δραστηριότητες ξεκίνησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν σχεδόν αδιάκοπα μέχρι το 1980, οπότε σταμάτησαν εξαιτίας του διεθνή ανταγωνισμού για το λευκόλιθος). Αλλά, από την άλλη πλευρά, εδώ και αρκετά χρόνια, η φύση

προσπαθεί να ‘’επουλώσει’’ την υποβάθμιση που ο άνθρωπος δημιούργησε. Έτσι, στους ‘’κρατήρες’’ και στους διαμορφωμένους αναβαθμούς που είχαν δημιουργηθεί από τις εξορύξεις των υλικών, σχηματίστηκαν συνολικά 14 λίμνες και έλη (οι υδάτινες επιφάνειες των άλλοτε ορυχείων, φθάνουν περίπου τα 1.000 στρέμματα. Κατά προσέγγιση η μεγαλύτερη λίμνη έχει διαστάσεις 1χλμ. Χ 2χλμ., και μέγιστο βάθος να υπερβαίνει τα 200 μέτρα, ενώ η λίμνη του Μωραΐτη έχει διαστάσεις 800 μ.Χ 800 μ. και βάθος περίπου 120 μέτρα ). Δηλαδή, τα

υπόγεια ύδατα και οι βροχές τροφοδότησαν τις εκεί κοιλότητες των εξορύξεων και δημιούργησαν νέα σε ηλικία οικοσυστήματα τα οποία άρχισαν να φιλοξενούν πολλά είδη παρυδάτιας πανίδας και χλωρίδας. Οι λίμνες των ορυχείων στη βόρεια Εύβοια είναι ένα μοναδικό και σύνθετο ανθρωπογενές τοπίο, το οποίο στη ροή του χρόνου μετατρέπεται από τεχνητό σε ημιφυσικό ή και φυσικό οικοσύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ορυχείο στο Παρασκευόρεμα Μαντουδίου, το οποίο μετατράπηκε με φυσικό τρόπο σε λίμνη, από την εκτόνωση των εκεί υπογείων υδάτινων ρευμάτων. Γεωγραφικά οι λίμνες των ορυχείων στη βόρεια Εύβοια μοιράζονται γεωγραφικά σε δύο συμπλέγματα. Το πρώτο βρίσκεται προς τις ανατολικές ακτές της Εύβοιας, ανάμεσα στα χωριά Προκόπι και Μαντούδι, ενώ το δεύτερο εντοπίζεται στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους Κανδήλι, ανάμεσα στα χωριά Δαφνώνα, Τρούπι, Κάκκαβο, Σπαθάρι και Καλύβια. Οι λίμνες αυτές μπορούν να διακριθούν σε δύο γενικές κατηγορίες, οι οποίες διαφέρουν, τόσο όσον αφορά στα υδρολογικά χαρακτηριστικά τους, όσο και στην βλάστηση που αναπτύσσεται σε αυτές. Η πρώτη κατηγορία αφορά τις λίμνες που δημιουργήθηκαν από εκσκαφές για την εξαγωγή του υλικού (κυρίως του λευκόλιθου και των γαιανθράκων ), ενώ η δεύτερη αφορά τα έλη-λίμνες, τα οποία δημιουργήθηκαν στους χώρους απόθεσης των υπολειμμάτων, μετά την επεξεργασία για τη δέσμευση του οξειδίου του μαγνησίου (λευκόλιθος). Στην κατηγορία των λιμνών στους χώρους εξόρυξης, η τροφοδοσία γίνεται από καρστικές πηγές και τα κατακρημνίσματα, οι όχθες είναι κυρίως βραχώδεις και απότομες και το βάθος τους μεγάλο, χαρακτηριστικά που δεν ευνοούν την ανάπτυξη υγροτοπικής βλάστησης και ως εκ τούτου περιορίζουν και το είδος και τον αριθμό των ενδιαιτημάτων για την πανίδα. Αντιθέτως, στην κατηγορία των λιμνών στους χώρους απόθεσης των υπολειμμάτων, η τροφοδοσία γίνεται κυρίως από τη λεκάνη απορροής, οι όχθες παρουσιάζουν ήπιες κλίσεις και τόσο αυτές όσο και ο πυθμένας συντίθενται από λεπτόκοκκο υλικό, ενώ τα βάθη είναι μικρά, στοιχεία που ευνοούν την ανάπτυξη υγροτοπικής βλάστησης και πληθώρας ενδιαιτημάτων για την πανίδα. Η βλάστηση που απαντάται σε αυτήν την κατηγορία λιμνών είναι κυρίως υπερυδατική με αγριοκάλαμα και βούρλα και δευτερευόντως θαμνώδης και δενδρώδης με πικροδάφνες, πεύκα, πλατάνια και αρμυρίκια. Η δενδρώδης και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

207


θαμνώδης βλάστηση έχει προέλθει κυρίως από φυτέψεις που έγιναν για την υποτυπώδη αποκατάσταση του τοπίου μετά το πέρας των εργασιών της εκμετάλλευσης. Τόσο για τις τεχνητές λίμνες Κάκκαβου, όσο και για αυτές του Μαντουδίου -Παρασκευορέματος έχει προταθεί κατά καιρούς η χρήση τους για αρδευτικούς σκοπούς. Οι λίμνες και τα έλη που προσπαθεί να ‘’αποκαταστήσει’’ η Φύση στην περιοχή, διαφέρουν τόσο ως προς τα υδρολογικά χαρακτηριστικά τους, όσο και ως προς τη βλάστηση και την πανίδα που αναπτύσσεται. Αγριοκάλαμα και βούρλα, πικροδάφνες, πεύκα, ακόμη και πλατάνια απαρτίζουν το μωσαϊκό της βλάστησης στην περιοχή. Αυτό συμπληρώνεται από πολλά αμφίβια, ερπετά και πτηνά, αλλά και με ψάρια που εισήγαγαν οι κάτοικοι της περιοχής. Στις παλαιότερες αυτές λίμνες έχει αναπτυχθεί και υδρόβια βλάστηση, όπως για παράδειγμα τα χαρόφυτα a Chara canescens, Ch.kokeilii (αυτό το δεύτερο αναφέρεται ως σπάνιο στην Ευρώπη, ενώ έχει αναφερθεί μόνο στη λίμνη Παμβώτιδα και σε άλλες βαλκανικές χώρες), τα οποία βρέθηκαν σε σχετικά πρόσφατη έρευνα (2009) στην περιοχή. Οι μεγαλύτερες από τις λίμνες αυτές συντηρούν πληθυσμούς ψαριών του γλυκού νερού, πολλά έντομα και άλλους υδρόβιους οργανισμούς, ενώ την καλοκαιρινή περίοδο έχουν εμφανιστεί φαινόμενα αφθονίας στην ανάπτυξης φυτοπλαγκτικών οργανισμών. Εξάλλου, σε πρόσφατη καταγραφή ( 2013) της ορνιθοπανίδας στην περιοχή την λιμνών των ορυχείων Κάκκαβου (περιοχή Natura2000=GR2420003, Όρος Καντήλι, Κοιλάδα Προκοπίου και Δέλτα Ποταμού Kηρέα), βρέθηκαν να υπάρχουν 12 ειδών πτηνών που δεν είχαν παρατηρηθεί στο παρελθόν, τα περισσότερα από τα οποία ήταν υδρόβια και παρυδάτια πτηνά που προσέλκυσαν οι λίμνες της περιοχής (π.χ., φρυγανοτσίχλονο -Emberiza caesia, φιδαετός -Circaetus gallicus, σπιζετός -Hieraaetus fasciatus, πετρίτης -Falco peregrinus). Εξάλλου, σύμφωνα με δεδομένα του 2009, δύο λίμνες ορυχείων βόρεια από το Προκόπι, εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς τη διαύγεια και το χρώμα του νερού, οι ακτές τους είναι απότομες και η βλάστηση περιορίζεται σε μικρούς αβαθείς κολπίσκους κατά μήκος της ακτής όπου υπάρχει χονδρόκοκκο ασβεστούχο ίζημα. Σε αυτές τις λίμνες βρέθηκε να αναπτύσσεται σε αραιές και σκόρπιες συστάδες το χαρόφυτο Chara kokeilii, νεροκάλαμα –Phragmites australis, βουρλιές -Scirpoides holoschoenus, αλλά και νηματοειδή χλωροφύκη των γενών Spirogyra και Mougeotia. Επίσης, σε αυτές τις δύο λίμνες μετρήθηκαν επίσης και το pH με τιμές 8.7-9.0, αγωγιμότητα 500μS/cm, και ασβέστιο 14-20mg/l. Εξάλλου, σε άλλες λίμνες ορυχείων, δυτικά και νοτιοδυτικά από το Σπαθάρι, καταγράφηκαν στις 4 από τις οκτώ λίμνες της περιοχής, τιμές pH 8.7-9.6, αγωγιμότητα 440590μS/cm, ασβέστιο 10-14mg/l και χλωριόντα 20-30mg/l. Σε 3 από αυτές τις λίμνες εντοπίστηκε το χαρόφυτο Chara canescens, ενώ στη μεγαλύτερη από αυτές και καλά αναπτυγμένη λίμνη υπήρχαν σκόρπιες συστάδες από νεροκάλαμα και πυκνές συστάδες του πιό πάνω χαρόφυτου που κάλυπτε τον πυθμένα, ενώ εντοπίστηκαν και νηματοειδή φύκια του γένους Zygnema. Σε μικρότερες λίμνες της περιοχής μπορεί η ανάπτυξη των καλαμώνων να καλύπτει μεγάλο μέρος της λίμνης ή ακόμη και να απουσιάζει οποιαδήποτε ελόβια ή υδρόβια βλάστηση. Είναι γνωστό, ότι οι εξορυκτικές εργασίες, (και στην περίπτωσή μας οι επιφανειακές αυτές δραστηριότητες στη βόρεια Εύβοια), προξενούν γενικότερα υποβάθμιση των εδαφών, απώλεια της βλάστησης, αλλαγές στην τοπογραφία και στις υδρολογικές συνθήκες, αλλά και ρύπανση σε επιφανειακά και υπόγεια νερά. Και εύλογα οι τοπικές κοινωνίες απαιτούν την αναβάθμιση των περιοχών αυτών (π.χ., με αντίστοιχα θεματικά πάρκα, σε μουσεία των παλαιών μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, με αθλητικές εγκαταστάσεις) . Σε ανάλογες περιπτώσεις στο εξωτερικό, μεταξύ των άλλων, προτείνεται η κατάλληλη διαχείριση των εκεί υδάτων ώστε και να βελτιωθούν οι γεωτεκτονικές συνθήκες της περιοχής, αλλά και να χρησιμοποιηθούν κατάλληλα οι εκεί δημιουργηθείσες λίμνες και για την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και ως σημαντικό πλαίσιο εκκίνησης νέων δραστηριοτήτων ανάπτυξης της περιοχής. Οι 14 Λίμνες των Ορυχείων στη Βόρεια Εύβοια (πηγές: σταχυολόγηση απο http://wwfaction.wordpress.com, http://www.tovima.gr, http://www.scubadive.gr). Στη βόρεια και βορειοανατολική Εύβοια, στην περιοχή των άλλοτε ορυχείων, έχουν δημιουργηθεί συνολικά 14 υδάτινες επιφάνειες (λίμνες και έλη) που φθάνουν σε επιφάνεια τα 1.000 στρέμματα και δημιουργούν ένα μοναδικό σύνθετο τοπίο, ανθρωπογενούς προέλευσης, αλλά με φυσικές προεκτάσεις ως προς τη πρόσφατη μεταμόρφωσή τους. Το βάθος αυτών των λιμνών είναι πολύ μεγάλο. Σε κάποιες από αυτές τα μεγαλύτερα βάθη τους ξεπερνούν τα 100 μέτρα (η μεγαλύτερη εκτιμάται ότι έχει βάθος περίπου τα 230 μέτρα, ενώ αυτή του Μωραΐτη τα 120 μέτρα). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

208


Οι λίμνες των ορυχείων της Εύβοιας, όπως προείπαμε, κατανέμονται γεωγραφικά σε δύο συμπλέγματα. Το πρώτο βρίσκεται προς τις ανατολικές ακτές της Εύβοιας, ανάμεσα στα χωριά Προκόπι και Μαντούδι, ενώ το δεύτερο εντοπίζεται στις βορειοανατολικές παρυφές του όρους Κανδήλι, ανάμεσα στα χωριά Δαφνώνα, Τρούπι, Κάκκαβο, Σπαθάρι και Καλύβια.

Οι λίμνες των ορυχείων συνήθως τροφοδοτούνται με υπόγεια νερά που δημιουργούν ένα οικοσύστημα το οποίο φιλοξενεί πολλά είδη παρυδάτιας πανίδας και χλωρίδας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ορυχείο στο Παρασκευόρεμα Μαντουδίου που μετατράπηκε σε λίμνη από την εκτόνωση υπογείων υδάτινων ρευμάτων. Πλέον, παρά την υποτυπώδη αποκατάσταση από την εταιρεία εκμετάλλευσης, οι “προσπάθειες” της Φύσης έχουν δημιουργήσει ένα εξωπραγματικό τοπίο (σημειώσεις WWF/ Ν. Γεωργιάδης). ‘’Αγριοκάλαμα και βούρλα, πικροδάφνες, πεύκα, ακόμη και πλατάνια απαρτίζουν το μωσαϊκό της βλάστησης στην περιοχή. Αυτό συμπληρώνεται από πολλά αμφίβια, ερπετά και πτηνά, αλλά και μη ενδημικά ψάρια που εισήγαγαν κάτοικοι της περιοχής. Τα είδη αυτά βρήκαν εκεί ιδανικό περιβάλλον ενώ, δεκάδες είναι και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

209


τα άλλα είδη της περιοχής- όπως μικρά θηλαστικά- τα οποία κάνουν χρήση των συγκεκριμένων λιμνών και ελών, είτε για τροφή, είτε για ξεκούραση´´. Οι μεγαλύτερες από τις λίμνες συντηρούν πληθυσμούς ψαριών του γλυκού νερού και πάμπολλα έντομα στο νερό, και έξω από αυτό. Το καλοκαίρι το νερό έχει χαμηλή ορατότητα λόγο του ευτροφισμού (εξαρτάται και από ποια θα επισκεφτείτε). Το νερό το χειμώνα/άνοιξη είναι αρκούντως "δροσερό". Εκτός από τις λίμνες στην περιοχή των ορυχείων λευκόλιθου στη βόρεια Εύβοια έχουν σχηματιστεί και έλη στα σημεία όπου εναπόθεταν τα υπολείμματα των πετρωμάτων (π.χ.,αδρανή υλικά) μετά την επεξεργασία τους. Εκεί είχαν δημιουργηθεί «υποδοχές» οι οποίες σήμερα συγκεντρώνουν τα νερά της βροχής. Ωστόσο, οι λίμνες και τα έλη που αποκατάστησε η φύση στην περιοχή, διαφέρουν τόσο ως προς τα υδρολογικά χαρακτηριστικά τους, όσο και ως προς τη βλάστηση και την πανίδα που αναπτύσσεται. Η φύση προσπαθεί πάντα να επουλώνει τις πληγές που της προκαλεί ο άνθρωπος. Κάποιες φορές τα καταφέρνει και ανακτά τη χαμένη της αίγλη κι άλλες πάλι μεταμορφώνεται, στην προσπάθειά της να σβήσει τις ανθρώπινες μουτζούρες από τον καμβά της. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση των ανενεργών πλέον ορυχείων-λατομείων λευκόλιθου στη βόρεια Εύβοια, όπου η υποτυπώδης ανθρώπινη αποκατάσταση και οι προσπάθειες της φύσης, έχουν δημιουργήσει ένα εξωπραγματικό τοπίο, στο οποίο κυριαρχούν τα ορυχεία με τις 14 ημι-τεχνητές λίμνες. Τόσο οι τεχνητές λίμνες Κακάβου όσο και αυτές του Μαντουδίου –Παρασκευορέματος, έχουν χαρτογραφηθεί και απογραφεί πλήρως από το WWF Ελλάς, στο πλαίσιο του προγράμματος για την προστασία των νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Φωτογραφίες WWF ΕΛΛΑΣ/ Ν. Γεωργιάδης). Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 1. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 1 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κακάβου. Είναι ο όγδοος υγρότοπος σε μέγεθος από τους εννέα και ένας από τους τρεις στους οποίους παρατηρήθηκε ιχθυοπανίδα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής του εδάφους.

Το σύμπλεγμα τεχνητών λιμνών Τρουπίου-Κακάβου βρίσκεται στις βορειανατολικές παρυφές του Όρους Κανδήλι ανάμεσα στα χωριά Δαφνώνα, Τρούπι, Κάκαβο, Σπαθάρι και Καλύβια που υπάγονται στο Δήμο Μαντουδίου - Λίμνης - Αγίας Άννας. Οι λίμνες αυτές δημιουργήθηκαν από εξορύξεις σε ορυχεία (νταμάρια) λευκολίθου που πλέον είναι ανενεργά. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης). Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 2. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 2 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κακάβου στη βόρεια Εύβοια. Είναι ο έβδομος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα και ο μοναδικός που έχει καταγραφεί και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR242272000 και όνομα Τεχνητή λίμνη Γεροποτάμου. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

210


Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής μεταλλευτικών υλικών. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR110.Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες - κυρίως ρητινοσυλλογή, αλλά και τη βόσκηση αιγοπροβάτων (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 7/2006. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης ).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 3. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 3 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Είναι ο πέμπτος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα και ένας από τους τρεις στους οποίους παρατηρήθηκε ιχθυοπανίδα. Είναι επίσης και ο μοναδικός στον οποίο παρατηρήθηκε μικρός βαθμός ευτροφισμού από άγνωστη αιτία. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής.

Η δενδρώδης και θαμνώδης βλάστηση έχει προέλθει κυρίως από φυτέψεις που έγιναν για την υποτυπώδη αποκατάσταση του τοπίου μετά το πέρας των εργασιών της εκμετάλλευσης (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 4. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 4 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Είναι ο δεύτερος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα και ένας από τους τρεις στους οποίους παρατηρήθηκε ιχθυοπανίδα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο απόθεσης υπολειμμάτων και παρουσιάζει την υψηλότερη βιολογική αξία από τους εννέα. Στον υγρότοπο, που τροφοδοτείται από την λεκάνη απορροής, έχει αναπτυχθεί εύρωστο έλος καλαμιώνα ενώ περίπου η μισή του έκταση στα νοτιοδυτικά καλύπτεται από υγρό λιβάδι με βούρλα. Στον υγρότοπο απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων (με φθίνουσα σειρά κάλυψης): 72Α0 – Καλαμώνες και 72Β0 - Κοινωνίες των υψηλών βούρλων.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

211


Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 5. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 5 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου.

Είναι ο τρίτος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής και παρουσιάζει τη μικρότερη βιολογική αξία από τους εννέα. Στον υγρότοπο, που τροφοδοτείται από καρστική πηγή δεν αναπτύσσεται καθόλου υγροτοπική βλάστηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά ,με κωδικό GR110. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 6. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 6 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Είναι ο τέταρτος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο απόθεσης υπολειμμάτων και παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία μιας και κατά τη διάρκεια της απογραφής δεν είχε αναπτύξει ακόμα υγροτοπική βλάστηση. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

212


(κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή. Οι λίμνες βρίσκονται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR110 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 7. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 7 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Είναι η πιο μικρή σε μέγεθος από τις εννέα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο απόθεσης υπολειμμάτων και έχει μεσαία βιολογική αξία. Στον υγρότοπο, που τροφοδοτείται από την λεκάνη απορροής, έχει αναπτυχθεί έλος καλαμιώνα (τύπος οικοτόπου: 72Α0). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης). Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 8. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 8 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Είναι ο έκτος σε μέγεθος από τους εννέα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο απόθεσης υπολειμμάτων και έχει μεσαία βιολογική αξία. Στον υγρότοπο, που τροφοδοτείται από την λεκάνη απορροής, έχει αναπτυχθεί έλος καλαμιώνα (τύπος οικοτόπου: 72Α0). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 9. Η τεχνητή λίμνη ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου 9 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των εννέα τεχνητών λιμνών των ορυχείων Τρουπίου-Κάκκαβου. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

213


Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος υγρότοπος από τους εννέα. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής, η οποία έχει μικρή βιολογική αξία. Στον υγρότοπο, που τροφοδοτείται από καρστική πηγή έχει αναπτυχθεί μια μικρή λόχμη από αγριοκάλαμα ενώ περιμετρικά υπάρχουν λίγα φυτεμένα άτομα πικροδάφνης. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Αλιβερίου. Η τεχνητή λίμνη Ορυχείων Αλιβερίου βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο ανατολικά – νοτιοανατολικά του οικισμού Αγίου Λουκά και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Κύμης - Αλιβερίου. Έχει καταγραφεί και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR242278000 και όνομα «Δεξαμενή ορυχείου Αλιβερίου». Η λίμνη αυτή έχει προέλθει από εκσκαφικές δραστηριότητες σε λιγνιτωρυχεία, που στο παρελθόν εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των εγκαταστάσεων της ΔΕΗ και τροφοδοτείται από καρστική πηγή και τις απορροές από τη γύρω λεκάνη. Οι εξορυκτικές δραστηριότητες έχουν σταματήσει και η λίμνη που δημιουργήθηκε παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία λόγω των χαρακτηριστικών της (απότομα βραχώδη πρανή, μεγάλα βάθη, ελάχιστη υγροτοπική βλάστηση ). Παρ’ όλα αυτά, στη βιβλιογραφία αναφέρονται επισκέψεις από άγριες πάπιες και ερωδιούς (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά λόχμες με υπερυδατική βλάστηση αποτελούμενες από αγριοκάλαμα, ενώ υπάρχουν και λίγα βούρλα. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι πλέον ήπιες με κυρίαρχες τις γεωργικές καλλιέργειες (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 10/2007. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Μικρή Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Αλιβερίου. Η μικρή τεχνητή λίμνη ορυχείων Αλιβερίου βρίσκεται 1 χιλιόμετρο ανατολικά - νοτιοανατολικά από τον οικισμό Αγίου Λουκά του Δήμου Κύμης – Αλιβερίου, πολύ κοντά στη λίμνη λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου (EUB026). Ο υγρότοπος έχει δημιουργηθεί από απόληψη αδρανών. Έχει έκταση 2,7 στρέμματα και περιλαμβάνει ένα λιμνίο γλυκού Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

214


νερού περιμετρικά του οποίου υπάρχει πυκνή βλάστηση με ψαθιά (Typha sp.). Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία γραμμωτής νεροχελώνας (Mauremys rivulata) και βατράχων (Pelophylax kurtmuelleri) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν 8/2008).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Λάρκο. Η τεχνητή λίμνη Ορυχείων Λάρκο (Παγώντα) βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νοτιοανατολικά του οικισμού Παγώντα, στο Δήμο Διρφύων - Μεσσαπίων. Η λίμνη αυτή έχει προέλθει από εξορυκτικές δραστηριότητες για την παραγωγή νικελίου και τροφοδοτείται από καρστική πηγή. Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά μικρές λόχμες με υπερυδατική βλάστηση και λόγω των χαρακτηριστικών του (απότομα βραχώδη πρανή, μεγάλα βάθη, ελάχιστη υγροτοπική βλάστηση) παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες αφού η εξόρυξη νικελίου συνεχίζεται στη γύρω περιοχή ενώ στις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες περιλαμβάνονται κυρίως οι δασοπονικές, οι γεωργικές και η βοσκή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 1/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης ).

Τεχνητό Λιμνίο Ορυχείων Λάρκο 4. Η τεχνητή λίμνη Ορυχείων Λάρκο 4 βρίσκεται περίπου 1.7 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοδυτικά του οικισμού Τριάδα, στο Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων της Εύβοιας. Ο υγρότοπος έχει προκύψει από εξορυκτικές δραστηριότητες που πλέον όμως δεν υφίστανται στην περιοχή. Διατηρεί νερό όλο το χρόνο ενώ τα κάθετα πρανή δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη υγροτοπικής βλάστησης εκτός από ένα μικρό τμήμα που όμως λόγω της αδυναμίας πρόσβασης κοντά στον υγρότοπο δεν έγινε αναγνώριση. Περιμετρικά του λιμνίου υπάρχουν πεύκα μικρής ηλικίας. Όλη η περιοχή φαίνεται εγκαταλελειμμένη (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 8/2014). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

215


Τεχνητό Λιμνίο Ορυχείων Λάρκο 5. Η τεχνητή λίμνη Ορυχείων Λάρκο 5 βρίσκεται περίπου 2.1 χιλιόμετρα βόρεια - βορειοανατολικά του οικισμού Τριάδα, στο Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων της Εύβοιας. Αυτός ο υγρότοπος έχει προκύψει από εξορυκτικές δραστηριότητες που πλέον όμως δεν υφίστανται στην περιοχή. Διατηρεί νερό όλο το χρόνο ενώ η υγροτοπική βλάστηση αποτελείται από πολύ λίγα ψαθιά (Typha sp.). Επιπλέον, φιλοξενεί και πληθυσμούς από βατράχια (Pelophylax kurtmuelleri), ενώ έχει γίνει και εισαγωγή ψαριών. Γύρω από τη λίμνη και στις βαθμίδες του λατομείου υπάρχουν πεύκα μικρής ηλικίας, πιθανόν σε μια προσπάθεια για αποκατάσταση. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν καλλιέργειες ενώ σωλήνες και γεννήτριες δίπλα στη λίμνη φανερώνουν ότι γίνεται έντονη χρήση για άρδευση (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 8/2014).

Τεχνητή Λίμνη Ορυχείων Λάρκο 6. Η τεχνητή λίμνη Ορυχείων Λάρκο 6 βρίσκεται περίπου 2.7 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού Αγία Σοφία, στο Δήμο Διρφύων – Μεσσαπίων της Εύβοιας.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

216


Ο υγρότοπος έχει προκύψει από εξορυκτικές δραστηριότητες που πλέον όμως δεν υφίστανται στην περιοχή. Διατηρεί νερό όλο το χρόνο ενώ η υγροτοπική βλάστηση αποτελείται από πολύ λίγα ψαθιά (Typha sp.), αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και πλατάνια. Επιπλέον, φιλοξενεί και πληθυσμούς από βατράχια (Pelophylax kurtmuelleri). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχη τη βόσκηση, ενώ το λιμνίο χρησιμοποιείται και για το πότισμα των ζώων. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (GR2420011) ενώ είναι και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά,GR111 (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 8/2014). Τεχνητή Λίμνη Παρασκευόρεμα 2. Η τεχνητή λίμνη Παρασκευόρεμα 2 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των πέντε τεχνητών λιμνών των ορυχείων Μαντουδίου (Παρασκευορέματος). Είναι η τέταρτη σε μέγεθος από τις πέντε. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής με απότομα βραχώδη πρανή που τροφοδοτείται από καρστική πηγή. Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά μικρές λόχμες με υπερυδατική βλάστηση και λόγω των χαρακτηριστικών του (απότομα βραχώδη πρανή, μεγάλα βάθη, ελάχιστη υγροτοπική βλάστηση) παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές και γεωργικές δραστηριότητες αλλά και τη βοσκή, ωστόσο πολύ κοντά στις λίμνες λειτουργεί μικρή χωματερή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης). Τεχνητή Λίμνη Παρασκευόρεμα 3. Η τεχνητή λίμνη Παρασκευόρεμα 3 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των πέντε τεχνητών λιμνών των ορυχείων Μαντουδίου (Παρασκευορέματος). Είναι η δεύτερη σε μέγεθος από τις πέντε. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής με απότομα βραχώδη πρανή που τροφοδοτείται από καρστική πηγή. Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά μικρές λόχμες με υπερυδατική βλάστηση και λόγω των χαρακτηριστικών του (απότομα βραχώδη πρανή, μεγάλα βάθη, ελάχιστη υγροτοπική βλάστηση) παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές και γεωργικές δραστηριότητες αλλά και τη βοσκή, ωστόσο πολύ κοντά στις λίμνες λειτουργεί μικρή χωματερή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης ).

Τεχνητή Λίμνη Παρασκευόρεμα 4. Η τεχνητή λίμνη Παρασκευόρεμα 4 ανήκει στο ευρύτερο σύμπλεγμα των πέντε τεχνητών λιμνών των ορυχείων Μαντουδίου (Παρασκευορέματος). Είναι η μικρότερη σε μέγεθος από τις πέντε. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη σε χώρο εκσκαφής με απότομα βραχώδη πρανή που τροφοδοτείται από καρστική πηγή. Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά μικρές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

217


λόχμες με υπερυδατική βλάστηση και λόγω των χαρακτηριστικών του (απότομα βραχώδη πρανή, μεγάλα βάθη, ελάχιστη υγροτοπική βλάστηση) παρουσιάζει μικρή βιολογική αξία. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές και γεωργικές δραστηριότητες αλλά και τη βοσκή, ωστόσο πολύ κοντά στις λίμνες λειτουργεί μικρή χωματερή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης ). Τεχνητή Λίμνη Παρασκευόρεμα 5. Ο υγρότοπος ‘’Τεχνητή λίμνη 5’’ βρίσκεται 2 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το Μαντούδι, στο Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Πρόκειται για μια λίμνη έκτασης 7 στρεμμάτων που έχει δημιουργηθεί από εξορυκτικές δραστηριότητες. Βόρεια υπάρχουν εγκαταστάσεις για την παραγωγή καυστικής μαγνησίας ενώ νότια βρίσκονται οι τεχνητές λίμνες των ορυχείων λευκόλιθου Μαντουδίου (Παρασκευορέματος). Δεν έχουμε (WWF Ελλάς) επισκεφθεί τον υγρότοπο. Ο εντοπισμός και η οριοθέτησή του έγινε με ερμηνεία εικόνων Bing, Google Earth και των ορθοφωτογραφιών του Κτηματολογίου. Τεχνητό Λιμνίο Δαφνούσας. Η τεχνητή λίμνη Δαφνούσας βρίσκεται 1,3 χιλιόμετρα δυτικά του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Μαντουδίου - Λίμνης - Αγίας Άννας. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη που προήλθε από εκσκαφές σε λατομείο λευκολίθου. Η λίμνη αυτή τροφοδοτείται με γλυκό νερό από την ευρύτερη λεκάνη απορροής. Το νερό της λίμνης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ελάχιστο, το έδαφος ωστόσο, παραμένει κορεσμένο. Στη λίμνη έχει αναπτυχθεί εύρωστος καλαμιώνας με αγριοκάλαμα. Τα υπόλοιπα είδη που απαντώνται είναι δενδρώδη και θαμνώδη (πεύκα, πλατάνια, πικροδάφνες) και έχουν προέλθει κυρίως από φυτέψεις που έγιναν για την υποτυπώδη αποκατάσταση του τοπίου μετά το πέρας των εργασιών της εκμετάλλευσης. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις δασοκομικές δραστηριότητες (κυρίως ρητινοσυλλογή) αλλά και τη βοσκή. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR110 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2008. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης ).

ΑΛΛΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΛΙΜΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.oikoskopio.gr, http://www.faction.wordpress.com).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

218


Τεχνητό Λιμνίο Κουρδα, Κάρυστος. Η τεχνητή λίμνη Κούρδα βρίσκεται περίπου 1,7 χιλιόμετρα δυτικά του οικισμού Κατσαρώνι και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Καρύστου. Έχει προέλθει από εκσκαφικές δραστηριότητες για απόληψη αργίλου και τροφοδοτείται απ’ ευθείας από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και τις επιφανειακές απορροές της ευρύτερης λεκάνης. Οι παρατηρήσεις και η απογραφή πραγματοποιήθηκαν από μακρινές φωτογραφίες και από δορυφορική εικόνα γεγονός που δεν αφήνει περιθώριο για λεπτομερή καταγραφή των χαρακτηριστικών της. Στον υγρότοπο φαίνεται από τις εικόνες ότι φύονται περιμετρικά λόχμες με υπερυδατική βλάστηση. Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο και στη λεκάνη απορροής σχετίζονται κυρίως με τη γεωργία, αλλά και το κυνήγι. Τεχνητό Λιμνίο Παραγολίου, Χαλκίδα. Το τεχνητό λιμνίο Παραγολίου βρίσκεται περίπου 1,8 χιλιόμετρα νότια-νοτιοδυτικά του οικισμού Πισσώνα στην ομώνυμη περιοχή και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Χαλκιδέων.

Πρόκειται ουσιαστικά για παλαιά εκσκαφή με σκοπό την απόθεση λυμάτων παρακείμενης μονάδας ζωικής παραγωγής, η οποία έχει διακόψει τη λειτουργία της. Με τη διακοπή λειτουργίας της μονάδας, η εκσκαφή έχει μετατραπεί σε τεχνητή δεξαμενή κατακράτησης των υδάτινων απορροών, ωστόσο δεν έχει ακόμα αποκτήσει υγροτοπική βλάστηση και γι’ αυτό η βιολογική της αξία χαρακτηρίζεται ως μικρή. Στη δυτική όχθη του λιμνίου έχουν αποτεθεί μεγάλοι όγκοι αδρανών και απορριμμάτων, μια διαδικασία που μάλλον συνεχίζεται (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 12/2011. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης). Τεχνητό Λιμνίο Σουβάλα, Άγιος Νικόλαος, Κάρυστος. Η τεχνητή λίμνη Σουβάλα βρίσκεται περίπου 2,6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού Καλύβια και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Καρύστου. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο μικρές τεχνητές λίμνες που κατά την περίοδο των βροχών ενώνονται και σε συνδυασμό με τα γύρω (φυσικά) υγρά λιβάδια σχηματίζουν έναν εκτενή ημιφυσικό υγρότοπο. Τα λιμνία έχουν προέλθει από εκσκαφή για εξόρυξη αργίλου κατά τη δεκαετία του 1970 (Βλάμη, 2000). Με το πέρασμα των χρόνων οι λίμνες απόκτησαν μεγάλη βιολογική αξία αφού αποικήθηκαν από πλούσια υγροτοπική βλάστηση και αποτελούν καταφύγιο για δεκάδες μεταναστευτικά πουλιά και αμφίβια. Στην τεχνητή λίμνη Σουβάλα έχει αναφερθεί και ένας μικρός απομονωμένος πληθυσμός βίδρας, ο οποίος πιθανά μετακινείται σε όλες τις γειτονικές υγροτοπικές εκτάσεις μέσω των αποστραγγιστικών καναλιών του ποταμού Ρηγιά. Ωστόσο, κατά τις επισκέψεις μας στην περιοχή δεν παρατηρήθηκαν ίχνη του. Επιπρόσθετα, ο ερευνητής Γκαίτλιχ, σε παρατηρήσεις του το 1989, αναφέρει 13 παρυδάτια είδη πουλιών που παρατηρήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των ελών του κάμπου Καρύστου, χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές σε ποιους ακριβώς υγρότοπους παρατηρήθηκε το καθένα από αυτά. Στα υγρά τμήματα της λίμνης διαβιεί επίσης και εύρωστος πληθυσμός γραμμωτής νεροχελώνας (Mauremys rivulata). Η κύρια τροφοδοσία σε γλυκό νερό μάλλον γίνεται όπως και στην τεχνητή λίμνη Ψαθί, δηλαδή από τη λεκάνη απορροής και λόγω του υψηλού υδροφόρου ορίζοντα και δευτερευόντως από την εποχική σύνδεση με τα αποστραγγιστικά κανάλια του ποταμού Ρηγιά. Ένα μεγάλο τμήμα του υγρότοπου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

219


μπαζώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Οι κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι οι εντατικές καλλιέργειες, η βόσκηση και το κυνήγι. Τα μπαζώματα και οι στραγγίσεις για την επέκταση των καλλιεργειών αποτέλεσαν και αποτελούν την κύρια απειλή για την τεχνητή λίμνη και για τις γύρω από αυτήν υγροτοπικές περιοχές. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες, τη βοσκή και την ασυνεχή δόμηση. Η ευρύτερη περιοχή είχε προταθεί για ένταξη στο δίκτυο Φύση 2000 και πιο συγκεκριμένα μέσω της περιοχής: Όρος Όχη – Κάμπος Καρύστου – Ποτάμι – Ακρωτήριο Καφηρεύς. Ωστόσο, δεν εντάχθηκε και έτσι δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 12/2011. Απογραφείς: Ν. Γεωργιάδης ).

Τεχνητό Λιμνίο Τσακαίων, Κάρυστος.

Το τεχνητό λιμνίο Τσακαίων βρίσκεται 2,2 χιλιόμετρα νότια από τον οικισμό Μεσοχώρια του Δήμου Καρύστου. Έχει έκταση 1,2 στρέμματα και έχει δημιουργηθεί από απόληψη αδρανών υλικών. Στη νότια-νοτιοανατολική όχθη υπάρχει υπερυδατική βλάστηση με ψαθιά, ενώ μέσα στο λιμνίο επικρατής είναι η υφυδατική βλάστηση με βατράχια (Ranunculus sp.). Οι πληθυσμοί της γραμμωτής νεροχελώνας (Mauremys rivulata) και του λιμνοβάτραχου (Pelophylax kurtmuelleri) ήταν μεγάλοι σε σχέση με το μέγεθος του λιμνίου. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν εκτατικές καλλιέργειες και η βόσκηση είναι σχετικά έντονη. Το λιμνίο χρησιμοποιείται για το πότισμα των αιγοπροβάτων (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν 8/2008).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

220


Τεχνητό Λιμνίο Φύλλων, Χαλκίδα. Η τεχνητή λίμνη ή λιμνίο Φύλλων βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νότια - νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Χαλκιδέων. Αυτό το λιμνίο έχει προέλθει από εκσκαφικές δραστηριότητες για απόληψη αργίλου, που στο παρελθόν εξυπηρετούσε τις ανάγκες εγκαταστάσεων τοιχοποιίας-κεραμοποιίας της περιοχής και τροφοδοτείται από καρστική πηγή και τις απορροές από τη γύρω λεκάνη. Οι εξορυκτικές δραστηριότητες έχουν σταματήσει και ο υγρότοπος που δημιουργήθηκε έχει μετατραπεί σε παράνομο ΧΑΔΑ με ανεξέλεγκτες αποθέσεις αδρανών και αποβλήτων. Οι υπόλοιπες δραστηριότητες στον υγρότοπο σχετίζονται με τη γεωργία (ελαιώνες), αλλά και το κυνήγι. Στον υγρότοπο φύονται περιμετρικά λόχμες με υπερυδατική βλάστηση αποτελούμενες από ψαθιά και αγριοκάλαμα, ενώ στα νερά του ζουν εισηγμένα είδη ψαριών με κυρίαρχα τα γριβάδια (Cyprinus sp.). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχες τις γεωργικές καλλιέργειες (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 10/2007. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης).

Τεχνητό Λιμνίο Ψαθίου, Κάρυστος. Η τεχνητή λίμνη ή λιμνίο Ψαθί βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα δυτικά της Καρύστου και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Καρύστου. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη που προήλθε από εκσκαφή για εξόρυξη αργίλου κατά τη δεκαετία του 1970. Με το πέρασμα των χρόνων η λίμνη απέκτησε μεγάλη βιολογική αξία αφού έχει αποικηθεί από πλούσια υγροτοπική βλάστηση και αποτελεί καταφύγιο για δεκάδες μεταναστευτικά πουλιά, αμφίβια καθώς και για έναν εύρωστο πληθυσμό νεροχελώνων (Mauremys rivulata και Emys orbicularis).

Η κύρια τροφοδοσία σε γλυκό νερό σε αυτή τη λίμνη γίνεται από τη λεκάνη απορροής και λόγω του υψηλού υδροφόρου ορίζοντα και δευτερευόντως με την εποχική σύνδεση μέσω των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

221


αποστραγγιστικών καναλιών του ποταμού Ρήγια. Οι κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι οι εντατικές καλλιέργειες, η βόσκηση και το κυνήγι. Η μικρή έκταση της λίμνης λειτουργεί ως παγίδα για τα μεταναστευτικά πτηνά που κυνηγιούνται έντονα από τους κυνηγούς της περιοχής. Ο ορνιθολόγος Γκαίτλιχ, σε παρατηρήσεις του το 1989, αναφέρει 13 παρυδάτια είδη πουλιών που παρατηρήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή των ελών του κάμπου Καρύστου, χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές σε ποιους ακριβώς υγρότοπους παρατηρήθηκε το καθένα από αυτά. Τα μπαζώματα και οι στραγγίσεις για την επέκταση των καλλιεργειών αποτέλεσαν και αποτελούν την κύρια απειλή για την τεχνητή λίμνη και για τις γύρω από αυτήν υγροτοπικές περιοχές. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες, τη βοσκή και την ασυνεχή δόμηση. Περιμετρικά του υγρότοπου απαντάται ο τύπος οικοτόπου: 92D0 Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες (Nerio-Tamaricetea και Securinegion tinctoriae) ενώ στα όριά του απαντάται και ο: 1410 - Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi). Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με ψαθιά (Typha angustifolia) και βούρλα (Juncus sp.) ενώ υπάρχουν και εύρωστες συστάδες πικροδαφνών και λυγαριών. Η ευρύτερη περιοχή είχε προταθεί για ένταξη στο δίκτυο Φύση 2000 και πιο συγκεκριμένα μέσω της περιοχής: Όρος Όχη – Κάμπος Καρύστου – Ποτάμι – Ακρωτήριο Καφηρεύς. Ωστόσο, δεν εντάχθηκε και έτσι δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 10/2009. Απογραφέας: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΕΣ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ, ΑΡΚΑΔΙΑ, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (ΛΙΜΝΕΣ ΘΩΚΝΙΑ, ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ Ι ΚΑΙ ΙΙ)

(πηγές: σταχυολόγηση από http://dspace.lib.ntua.gr/bitstream/123456789/3708/3/dimitrakopoulous_lignitemine.pdf, και Δημητρακοπούλου, 2010 (Πτυχ., Εργασ., ΕΜΠ, 102σελ., Διερεύνηση δυνατότητας δημιουργίας λιμνών στις περιοχές των ορυχείων Μεγαλόπολης κατά τη μεταλιγνιτική περίοδο).

Είναι γνωστό, ότι στη λεκάνη της Μεγαλόπολης, η παλαιο-λιγνιτογένεση έγινε σε τέλματα ή αβαθείς λίμνες, σε θερμότερες συνθήκες κατά τη Πλειστόκαινη γεωλογική περίοδο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον ασυνεχή σχηματισμό λιγνιτικών στρωμάτων, που καλυπτόταν από φερτά γαιώδη υλικά του τότε Αλφειού ποταμού. Διακρίνονται τρία λιγνιτικά κοιτάσματα, πιθανόν λόγω της ύπαρξης τριών ανεξάρτητων λιμνών, με διαφορετικά φυσικοχημικά χαρακτηριστικά. Τα κοιτάσματα αυτά είναι: Χωρέμη-Μαραθούσα (ολικό βάθος 140μ.), Θωκνία-Κυπαρίσσια (έχει εξαντληθεί η εξόρυξη λιγνίτη, ολικό βάθος 20-100 μ.) και Καρύταινας (ολικό βάθος 45 μ.). Στην προσπάθεια αποκατάστασης των εδαφών στα ορυχεία της Μεγαλόπολης, μετά την ολοκλήρωση της εξορυκτικής διαδικασίας, έχουν δημιουργηθεί από παλιά υδατοσυλλογές (στα ανενεργά πλέον ορυχεία και στο δάπεδο των παλαιών ορυχείων), οι λίμνες Θωκνίας (έχει φυσικό όριο τον ποταμό Ελισσώνα) και Κυπαρίσσια Ι και ΙΙ, αλλά και σε θέσεις (π.χ.,αντλιοστάσια) των ενεργών ακόμη ορυχείων Μαραθούσας (χρονολογία ολοκλήρωσης εξόρυξης λιγνίτη, το 2016), Χωρεμίου (χρονολογία ολοκλήρωσης εξόρυξης λιγνίτη, το 2026). __________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

222


3.4

Μικρές Λίμνες στη Βάση των Καταρρακτών -Βάθρες, Βόθνες, Φυσικές Πισίνες-

Σε ποταμούς, μικρά και μεγάλα ρυάκια, αλλά και χείμαρρους, συνήθως το επίπεδο της κοίτης τους μεταβάλλεται από τα ψηλότερα στα χαμηλότερα και έτσι δημιουργούνται οι καταρράκτες. Η πτώση του νερού προκαλείται, όταν το νερό κατά την πορεία του, διερχόμενο πάνω από ανθεκτικά στη διάβρωση πετρώματα, συναντά λιγότερο ανθεκτικά πετρώματα τα οποία και στη συνέχεια παρασύρει δημιουργώντας ανισόπεδες κοίτες, ενώ ρέει σε κοίτη από ανθεκτικά πετρώματα, συναντά καθίζηση εδάφους που έχει προκληθεί από οιαδήποτε άλλη αιτία. Πολλές φορές στη βάση των καταρρακτών δημιουργούνται μεγαλύτερες οι μικρότερες κοιλότητες, όπου η συγκέντρωση του νερού σχηματίζει μικρές λίμνες, φυσικές πισίνες, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα ψευδολίμνες με τη στενή έννοια των λιμνών. Και καθώς το περιβάλλον είναι ρεόφιλο, η εκεί υδρόβια πανίδα και χλωρίδα διαφέρει σημαντικά με εκείνη των πραγματικών λιμνών. Τέτοιες βάθρες και φυσικές πισίνες στη βάση των καταρρακτών υπάρχουν χιλιάδες στην Ελλάδα, αλλά παρακάτω θα αναφερθούμε σε ορισμένες, τις σημαντικές και τις γνωστότερες.

3.4α. Στη Στερεά Ελλάδα ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΚΡΕΜΑΣΤΟ, ΟΙΤΗ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.canyoning.gr-κείμενο και φωτογραφιες Γ. Ανδρέου, ενώ κάνει σχόλια ο Ντ.Δημητρακόπουλος, http://www.pezoporia.gr, http://www.oiti.gr). ‘’Σχετικά με τον καταρράκτη Κρεμαστό στην Οίτη είχα διαβάσει ότι έχει ύψος 160 μέτρα. Ο Γιώργος Ανδρέου γράφει ότι ο Κρεμαστός έχει ύψος 180 μέτρα. Ενδεχομένως και τα δύο νούμερα να είναι σωστά, με την έννοια ότι ο Ανδρέου ίσως μέτρησε το ύψος από το οποίο μπήκε στον καταρράκτη, ενώ η άλλη μέτρηση ίσως αναφέρεται στο ύψος του καταρράκτη που βλέπει ο παρατηρητής. Εν πάσει περιπτώσει είναι πολύ ψηλός καταρράκτης και μόνο ο καταρράκτης στη Βάλια Κίρνα, κοντά στη Σαμαρίνα ίσως είναι ψηλότερος. Το ραντεβού μας ήταν νωρίς το πρωί στο χωριό Κομποτάδες, κοντά στη Λαμία. Η κατεύθυνση μας ήταν από το χωματόδρομο που ξεκινάει μέσα από το χωριό για την περιοχή Στενοβούνι, στην Οίτη, μέσα από την κοιλάδα του Στενοβουνίου. Φτάνοντας στην καταπράσινη και κατάφυτη ορεινή αυτή κοιλάδα αφήσαμε τα αυτοκίνητα μας στο τέρμα του δρόμου και ξεκινήσαμε ένα αρκετά όμορφο μονοπάτι μέσα από έλατα με κατεύθυνση την είσοδο του Γερακάρη ( φαράγγι με συνολικά 48 καταρράκτες) και την αρχή του Κρεμαστού.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

223


Το μονοπάτι πηγαίνει τραβερσάροντας προς τα δεξιά μας, περνάει το ρέμα που είναι ανάμεσα από το Στενοβούνι και την Αγριόβρυζα και κατευθύνεται προς την αρχή του Κρεμαστού. Η διαδρομή είναι πανέμορφη και αρκετά αλπική. Εκτός από αυτή την προσέγγιση υπάρχει και άλλη από το Άγιο Πνεύμα, ρέμα στην Οίτη που τα νερά του πέφτουν στο φαράγγι του Γοργοπόταμου και το βρίσκεις παίρνοντας τον βατό χωματόδρομο που οδηγεί μέσα στο βουνό από το χωριό Κουμαρίτσι. Όμως έχω την εντύπωση, χωρίς να το έχω προσπαθήσει, ότι η πρόσβαση στον Κρεμαστό από πάνω γίνεται ευκολότερα από την τοποθεσία Λιβαδιές η ακόμα και από το καταφύγιο. Βγαίνοντας λοιπόν στα 1600 μέτρα το θέαμα ήταν εκπληκτικό. Είναι από τις ομορφιές που δεν τις συναντάς και πολύ συχνά στην Ελλάδα. Απέραντη θέα. Όλος ο κάμπος, όλα τα βουνά, όλη η θάλασσα όλο το φαράγγι! Από κει και κάτω έπρεπε να φορέσουμε τους εξοπλισμούς μας και να ξεκινήσουμε την κατάβαση του Κρεμαστού. Το πιο όμορφο ραπέλ του καταρράκτη μας περίμενε στο τέλος. Η τελευταία αλλαγή είναι σε ένα πολύ καλό και ασφαλές πατάρι με ένα καταρράκτη 50 μέτρων. Αυτόν τον καταρράκτη με την εμπειρία μου τον χαρακτηρίζω σαν ένα από τους καλλίτερους. Μετά το τέλος του καταρράκτη πρέπει να προσέξετε πολύ την επιστροφή σας. Δεν υπάρχει μονοπάτι, αλλά στα δεξιά σας όπως κοιτάζετε στον κάμπο υπάρχει μία σάρα πολύ ανηφορική, που χρειάζεται λίγο προσοχή. Αυτή πρέπει να ανεβείτε για να βρείτε ξανά το μονοπάτι. Η εμπειρία από την κατάκτηση του Κρεμαστού ήταν αρκετά μεγάλη μιας και απαιτούσε καλές ορειβατικές γνώσεις, λόγω των δύσκολων περασμάτων από τα μονοπάτια προσέγγισης’’. ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΝΤΡΑΦΙ, ΠΕΝΤΕΛΗ, ΑΤΤΙΚΗ (πηγή:σταχυολόγηση από http://www.waterfall-hiking.gr - Φωτογραφίες καί κείμενο Ντ. Δημητρακόπουλος). Ο καταρράκτης σχηματίζεται από τα νερά του ρέματος Βαλανάρη ή Μέγα Ρέμα που αρχίζει κάτω από την κορυφή Μικρή Μαυρηνόρα της Πεντέλης και πέφτει στη θάλασσα κοντά στη Ραφήνα. Το χειμώνα που υπάρχουν πολλά νερά είναι πράγματι εντυπωσιακός. Ο καταρράκτες αυτός, ανάλογα με το νερό που φέρνει το ρέμα, αλλάζει και μορφή και πότε γίνεται δυνατός χείμαρρος και πότε δημιουργούνται δύο δίδυμοι καταρράκτες, όταν λιγοστεύει το νερό.

‘’Μέχρι την αρχή του καλοκαιριού υπάρχει στη βάση του καταρράκτη μία λιμνούλα, όπου οι πιο τολμηροί μπορούν να κάνουν ένα δροσιστικό μπάνιο. Πιστεύω ότι τα νερά είναι καθαρά γιατί στη μία όχθη του ρέματος υπάρχουν ελάχιστα σπίτι αρκετά μακριά από το ρέμα και στην άλλη μόνο το βουνό. H πρόσβαση στον καταρράκτη είναι πολύ εύκολη, τουλάχιστον όπως πήγα εγώ. Πηγαίνοντας από Αθήνα για Ραφήνα, Μαραθώνα κλπ διασχίζουμε την Παλλήνη. Δεν υπάρχει η δυνατότητα στροφής προς τα αριστερά. Μετά την εκκλησία, στο δεξί πεζοδρόμιο υπάρχει πινακίδα ¨Πεντέλη-Ντράφι¨ και ακριβώς απέναντι στρίβουμε αριστερά. Υπάρχει φανάρι. Αμέσως μετά, επειδή απαγορεύεται να πάμε ευθεία, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

224


παίρνουμε τον πρώτο δρόμο προς τα δεξιά (οδός Ελαιώνων) τον οποίον θα ακολουθήσουμε επίμονα γιατί είναι ο σωστός δρόμος. Προσοχή, είναι στενός με κλειστές στροφές. Αφού περάσουμε πινακίδα ¨Ντράφι¨ φτάνουμε στην οδό Αχαιών. Την ακολουθούμε αριστερά. προς την ανηφόρα. Αυτός είναι δρόμος πλατύς, σωστή Λεωφόρος, όχι στενωπός σαν την Ελαιώνων. Προχωράμε αρκετά. Είναι προφανές ότι δεξιά μας υπάρχει ρέμα. Όταν δούμε πινακίδα προς ¨Νταού Πεντέλη¨ κάνουμε αναστροφή γιατί έχουμε περάσει τον καταρράκτη. Κατηφορίζοντας αφήνουμε δεξιά μας την οδό Θεμιστοκλέους, σταματάμε το αυτοκίνητο και συνεχίζουμε στην Αχαιών με τα πόδια.

Κατηφορίζουμε δίπλα στους θάμνους στην αριστερή άκρη του δρόμου μέχρι να δούμε μικρό χωματόδρομο. Φτάσαμε στον καταρράκτη. Ακολουθούμε τον χωματόδρομο και σχεδόν αμέσως συνεχίζουμε σε κατηφορικό μονοπάτι. Στη διχάλα αν πάμε αριστερά θα βρεθούμε στο πάνω μέρος του καταρράκτη. Εκεί βλέπουμε το ρέμα όπως έρχεται στους καταρράκτες. Οι τολμηροί αν ξαπλώσουν στα βράχια μπορούν να ρίξουν μία ματιά στους καταρράκτες από επάνω. Περισσότερο εντυπωσιακό παρά ουσιαστικό. Γυρίζουμε λοιπόν πίσω, ακολουθούμε τη δεξιά διχάλα και κατεβαίνουμε μέχρι το νερό. Λόγω της εποχής, τέλος Μαρτίου και των πρόσφατων έντονων βροχοπτώσεων το νερό είναι πολύ και οι καταρράκτες χωρίς να είναι εντυπωσιακοί είναι πολύ όμορφοι. Ο αριστερός έχει πιο λίγο νερό. Ο καταρράκτης που είναι δεξιότερα κατεβάζει περισσότερο νερό αλλά μία πτύχωση των βράχων μας τον κρύβει’’. ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ, ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.info-karpenisi.gr,http://www.partetavouna.blogspot.com, http://www.fysiolatris.net).

Μία από τις πιο εντυπωσιακές και όμορφες περιοχές του νομού Ευρυτανίας είναι το φαράγγι "Πάντα Βρέχει", που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Ροσκά και Δολιανά νότια του νομού. Το "Πάντα Βρέχει" Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

225


δεν είναι ένα συνηθισμένο φαράγγι με την έννοια του ορισμού, αλλά αποτελεί το στενότερο σημείο του Κρικελοπόταμου, ανάμεσα στα βουνά Καλιακούδα και Πλατανάκι. Στο εντυπωσιακό αυτό φαράγγι, μήκους 100 περίπου μέτρων, μπορεί κανείς να δει από την πλευρά της Καλοιακούδας να πέφτουν νερά από μεγάλο ύψος, που με τα χρόνια διαβρωσαν το έδαφος και του έδωσαν αρνητικές κλίσεις. Το εκπληκτικό τοπίο συμπληρώνουν οι διάσπαρτες μικρές λιμνούλες και τα καταπράσινα βρύα που κρέμονται. Αμέτρητοι είναι οι συνεχόμενοι μικροί καταρράκτες σε συνολικό μήκος περίπου 80 μέτρων, που ρίχνουν τα νερά τους από ψηλά, από μια πλαγιά με αρνητική κλίση μέσα στον Κρικελοπόταμο. Λέγεται ¨Πάντα Βρέχει¨, ακριβώς διότι πάντα βρέχει, καθώς το νερό δε σταματά ποτέ να πέφτει από ψηλά. Μάλιστα τον Αύγουστο που το νερό λιγοστεύει, δημιουργείται μια τεράστια κουρτίνα από σταγονίδια, ακριβώς σα να ψιλοβρέχει.

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών η στάθμη του νερού δύσκολα ξεπερνά το ύψος της μέσης ενός ενήλικα και αυτό συμβαίνει σε μερικά σημεία μόνο, κάνοντας την διάσχιση του σχετικά εύκολη ακόμη και για παιδιά. Εκεί, τα παγωμένα νερά, που έρχονται από το απόκρημνο βουνό της Καλιακούδας, στην προσπάθεια τους να γίνουν ένα με τα νερά του Κρικελιώτη ποταμού βρίσκουν διέξοδο από πηγές στις κορυφές του φαραγγιού δημιουργώντας όμορφους καταρράκτες. Στην βάση των καταρρακτών του Πάντα Βρέχει δημιουργούνται μικρές φυσικές πισίνες, λιμνούλες, βάθρες που έχουν ψυχρά έως και παγωμένα νερά. Λόγω του μεγάλου ύψους τους, όμως, η ροή τους δεν είναι συνεχής και συμπαγής. Αντίθετα, διασπάται σε μια μεγάλη ακτίνα σε μικρές και μεγάλες σταγόνες, δημιουργώντας μια συνεχή τεχνητή βροχή. Το αποτέλεσμα είναι ένα μαγευτικό τοπίο. Ακόμα πιο βαθιά στην κοίτη του Κρικελιώτη, το ποτάμι καταλήγει σε μια ονειρική ¨Γαλάζια¨ λίμνη (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.taxidologio.gr). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

226


ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΠΕΤΡΑΣ, ΑΛΙΑΡΤΟΣ, ΒΟΙΩΤΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.canyoning.gr-κείμενο και φωτογραφιες Ντ. Δημητρακόπουλος, http://www.esterea.gr, http://thivaononlihe.blogspot.com).

‘’Αμέσως μετά την Αλίαρτο , αριστερά από τον δρόμο που πάει στη Λειβαδιά είναι το χωριό Πέτρα. Μία πινακίδα στο δεξί μέρος του δρόμου, μας δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε. Πάντως ο καταρράκτης, γύρο στα είκοσι μέτρα, είναι πολύ όμορφος και αξίζει τον κόπο να τον επισκεφθεί κανείς, ειδικά τον Φεβρουάριο η Μάρτιο η μετά από βροχοπτώσεις, όταν η παροχή του νερού είναι μεγάλη. Ο καταρράκτης έχει τρία τμήματα, το πρώτο εκεί που βγαίνει το νερό από το βράχο και πέφτει σε παταράκι, μετά το μεγάλο τμήμα και τέλος ένα μικρό τμήμα διαφυγής του νερού’’.

3.4β. Στην Εύβοια ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ-ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΣΤΗ ΔΙΡΦΗ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.hellasweather.gr, http://www.diacokes.gr, http://www.naturagraeca.gr,http://8848m.wordpress.com, http://www.eviaportal.com). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

227


Από τη Δίρφη ξεκινάνε τα δύο μεγάλα ποτάμια της Εύβοιας, ο Λήλας και ο Μεσσάπιος. Ένα από τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά του βουνού που προσελκύει πολλούς περιπατητές είναι οι χαράδρες και τα φαράγγια που ξεκινάνε από ψηλά και καταλήγουν σε πανέμορφες, απομονωμένες παραλίες από τη μεριά του Αιγαίου. ’Μετά τη Χαλκίδα και λίγο πριν τη Στενή, πηγαίνουμε στον Άγιο Αθανάσιο, χωριό χτισμένο στους πρόποδες της Δίρφης¸όπου βρίσκεται το φαράγγι της Αγάλης, ξεχωριστής φυσικής ομορφιάς, με ξύλινα γεφυράκια, λιμνούλες, τρεχούμενα νερά και επιβλητικές ορθοπλαγιές. Πριν φτάσουμε στον Άγιο Αθανάσιο στρίβουμε δεξιά προς το γήπεδο του χωριού. Εκεί είναι και η αρχή για το φαράγγι της Αγάλης. Το φαράγγι είναι εντυπωσιακό. Όμως, αργά την καλοκαιρινή περίοδο υπάρχει έλλειψη τρεχούμενου νερού. Παρόλη την έλλειψη υπάρχουν σημεία όπου το νερό ρέει άφθονο δείχνοντάς μας το μεγαλείο της φύσης. Την εποχή που το νερό υπάρχει σ σχετική αφθονία δημιουργούνται μικρές λίμνες. Αν η χρονιά είναι κανονική (με χιόνια) το καλοκαίρι όποιος πάει εκεί θα απολαύσει δροσιά και φύση’´. Η οροσειρά της Δίρφης (κορυφή Δέλφι, +1743 μέτρα) έχει έντονο ανάγλυφο και αξιόλογη χλωρίδα και ορνιθοπανίδα. Έλατα, δρύες, καστανιές, πλατάνια, φυλλοβόλα, σπάνια αγριολούλουδα, ρεματιές με τρεχούμενα νερά στολίζουν τις πλαγιές της Δίρφυος. Αναφέρεται ότι κατά την αρχαιότητα υπήρχε στην κορυφή της Δίρφης, ιερό της Διρφύας Ήρας. Η βλάστηση του βουνού είναι μοναδική. Εκτεταμένοι δασότοποι από κεφαλληνιακή ελάτη, βελανιδιές, καστανιές και πεύκα που συνδυάζεται με την μεσογειακή μακία, τα πευκοδάση και τα φρύγανα στα χαμηλά και με την αλπική βλάστηση στις κορυφές. Στα ρέματα φυτρώνουν τεράστια πλατάνια, σφενδάμια, και λεύκες ενώ συναντά κανείς ακόμα βουνοκυπάρισσα, σορβιές, ίταμους, γκορτσιές, κ.ά. Στις νότιες πλαγιές του βουνού απλώνεται το ‘’Αισθητικό Δάσος της Στενής’’ που χαρακτηρίζεται από την χλωριδική ποικιλότητα, τις πολυάριθμες πηγές και την όμορφη γεωμορφολογία. Στην περιοχή φυτρώνουν πολλά σπάνια και ενδημικά λουλούδια με αρκετά περιορισμένη εξάπλωση Οι επισκέπτες της Δίρφης, βουνό που προσφέρεται για περιπατητικές διαδρομές σε σηματοδοτημένα μονοπάτια, εντυπωσιάζονται από το φυσικό κάλλος της και το παραδοσιακό χρώμα των οικισμών της.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ-ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΟΧΗ, ΕΥΒΟΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.mountainsgreece.com, http://www.eviatravel.gr, http://www.travelphoto.gr). Το όρος Όχη (κορυφή +1399 μέτρα) βρίσκεται στο νότιο άκρο της Εύβοιας. Χαρακτηριστικό του βουνού είναι οι μεγάλες αντιθέσεις του. Στη νότια πλευρά, το τοπίο είναι ξηρό με ελάχιστα δέντρα, ενώ βορειοανατολικά, στα φαράγγια του Αγίου Δημητρίου και του Δημοσάρη. Ειδικότερα, στη μέση περίπου του φαραγγιού Δημοσάρη, θα βρείτε τον οικισμό Λενοσαίοι κοντά στον οποίο βρίσκεται και η περίφημη θέση Σκάλα Λενοσαίων με τους χαρακτηριστικούς μικρούς καταρράκτες και τις φυσικές πισίνες-μικρές λιμνούλες που σχηματίζουν τα πεντακάθαρα νερά του ρέματος. Το παλιό μονοπάτι παράλληλο με το ποτάμι και σκεπασμένο από τεράστια δέντρα, οι γάργαρες πηγές, οι γαλαζοπράσινες λίμνες-φυσικές πισίνες και το κελάηδισμα των πουλιών δημιουργούν ένα μαγευτικό φυσικό τοπίο. Η διαδρομή είναι βατή και διανύεται σε 3 έως 4 ώρες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

228


‘’Τα τελευταία χρόνια, το νότιο τμήμα του βουνού καταστράφηκε από απανωτές πυρκαγιές. Εξάλλου, οι πιέσεις για οικιστική ανάπτυξη στην περιοχή είναι μεγάλες, ενώ το τοπίο άλλαξε δραματικά και εξαιτίας των δεκάδων ανεμογεννητριών, η κατασκευή των οποίων είχε ως συνέπεια τη διάνοιξη ενός ολόκληρου δικτύου δρόμων στις πλαγιές του βουνού. Στην κορυφή του βουνού βρίσκεται ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα δρακόσπιτα όλης της Εύβοιας. Σπάνιο θέαμα είναι και το δάσος με τις αιωνόβιες καστανιές σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Η περιοχή είναι εκτεθειμένη στους ανέμους που έρχονται από την ανοιχτή θάλασσα, με αποτέλεσμα ακόμη και κάποιες καλοκαιρινές μέρες να επικρατεί τσουχτερό κρύο στην- σχετικά χαμηλή- κορυφή. Μια από τις ομορφότερες διαδρομές είναι το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι του Δημοσάρη και φτάνει ως την κορυφή. Εναλλακτικά, υπάρχει και δρόμος, ο οποίος οδηγεί μέχρι την είσοδο του φαραγγιού κοντά στο καταφύγιο, επιτρέποντας την είσοδο στο φαράγγι από την πάνω μεριά. Έτσι, από το Μαρμάρι, ακολουθούμε τις ταμπέλες για τα χωριά Παραδείσι και Άγιο Δημήτριο. Στη συνέχεια συναντάμε διασταύρωση και παίρνουμε τον αριστερό δρόμο για τις παραλίες Αγίου Δημητρίου και Καλλιανού. Συνεχίζουμε μέχρι την παραλία Καλλιανών, όπου συναντούμε μικρό γεφυράκι πάνω σε στροφή. Από εδώ ξεκινάει η διαδρομή μας. Το πρώτο κομμάτι του μονοπατιού γίνεται δίπλα στο ποτάμι, που διασχίζει όλο το φαράγγι. Σε αντίθεση με την ξερή νότια πλευρά του βουνού, η φύση εδώ οργιάζει. Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας κάτω από τη σκιά των δέντρων και σε είκοσι λεπτά περίπου το μονοπάτι χωρίζει στα δυο. Εμείς συνεχίζουμε ευθεία. Ακολουθούμε το δρόμο για περίπου 1.5χλμ., μέχρι να φτάσουμε στην τοποθεσία Λενοσαίοι και την εκκλησία Παναγία, όπου ξανασυναντάμε πάλι το ίδιο πιο πάνω μονοπάτι. Από την εκκλησία της Παναγίας ξεκινάει το ομορφότερο μέρος της διαδρομής. Το μονοπάτι ανηφορίζει και σε πολλά σημεία είναι λιθόστρωτο. Για λίγη ώρα χάνουμε το ποτάμι, που συνεχίζει να κυλάει δεξιά μας, και το βρίσκουμε ξανά πιο ψηλά. Οι μικροί καταρράκτες και τα περίεργα σχήματα στους βράχους από την πορεία των νερών συνθέτουν ένα εντυπωσιακό θέαμα. Στα δεξιά μας βρίσκονται οι κορυφές Ρέπεζα και Μπούμπλια με υψόμετρο κοντά στα 1.000 μέτρα, ενώ στο ποτάμι υπάρχουν βάθρες-μικρές λιμνούλες. Η διαδρομή μας τερματίζει λίγο πιο ψηλά από τη μεγαλύτερη βάθρα εκεί που συναντούμε το ξύλινο γεφυράκι’’.

ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.mountainsgreece.com, http://www.eviatravel.gr) Στις δασωμένες πλαγιές του Ξηρού Όρους στη βόρεια Εύβοια βρίσκεται ένα μικρό σύμπλεγμα από ρυάκια που δημουργούν διαδοχικούς καταρράκτες και βάθρες στη βάση τους, μέσα σε ένα πυκνό δάσος κωνοφόρων. Ανάμεσα στις γνωστότερες βάθρες είναι εκείνες στους καταρράκτες της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

229


Δρυμώνας, Παπάδες, Κρέμαση, Γερακιού και άλλες μικρότερες βάθρες σε άλλες περιοχές της βόρειας Εύβοιας. Καταρράκτες και Βάθρες Δρυμώνα:

Οι Καταρράκτες της Δρυμώνας βρίσκονται στην βόρεια Εύβοια μεταξύ του χωριού Κερασιά και Δρυμώνα σε υψόμετρο +620 μέτρων, στα ανατολικά του Καβαλάρη που αποτελεί ανατολική απόληξη του Ξηρού όρους. Πρόκειται για ένα υδάτινο σύστημα που αποτελείται από ένα δίκτυο ρυακιών και από έναν μεγάλο και δύο μικρούς καταρράκτες που δημιουργούν δύο μικρές λίμνες- βάθρες. Οι καταρράκτες είναι μέρος του εκεί ποταμού Σηπιά, με το μεγαλύτερο να πέφτει από ύψος 15 μέτρων. Η περιοχή έχει αξιοποιηθεί φυσιολατρικά-τουριστικά. Και μια περιγραφή για τους καταρράκτες και τις βάθρες του (Κείμενο-φωτογραφίες Ντίνος Δημητρακόπουλος): ‘’Στην ανατολική πλευρά της Βόρειας Εύβοιας κυλάει ο Σηπιάς. Αυτό το ρέμα αν και έχει μήκος αρκετά χιλιόμετρα, εκβάλλει σ τον βόρειο Ευβοϊκό βόρεια από το χωριό Λίμνη, δεν έχει πολύ νερό επειδή μαζεύει νερά από το όρος Ξηρό και τα χαμηλά υψώματα κοντά στο βουνό. Μάλιστα μετά τον Ιούνιο δεν έχει καθόλου νερό. Στην αρχή της άνοιξης και μέχρι αρχές Μαΐου σχηματίζει τους καταρράκτες κοντά στο χωριό Δρυμώνα. Ο μεγάλος καταρράκτης είναι αρκετά εντυπωσιακός, τους μήνες βέβαια που υπάρχει πολύ νερό. Στη βάση του σχηματίζεται μία μεγαλούτσικη λίμνη και το καλό είναι ότι κρατάει νερό μέχρι τον Μάιο. Μετά τον καταρράκτη υπάρχει ένας μικρότερος και μετά υπάρχει η απορροή των νερών που σχηματίζουν ωραίες εικόνες στα βράχια. Μπορεί κανείς να περπατήσει στις όχθες του ρέματος, αλλά δεν είναι κάτι το ενδιαφέρον. Πιο ενδιαφέρον είναι να περπατήσει κάποιος την περιοχή γύρο από τους καταρράκτες, όπου υπάρχει πευκοδάσος και έχει γίνει πολύ αξιόλογη και ήπια παρέμβαση με άνοιγμα διαφόρων διαδρομών’’. Καταρράκτες και Βάθρες Παπάδες: Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μοναδική ποικιλία βλάστησης όπου συναντά κανείς την προστατευόμενη Ευβοϊκή Δρύ, τον Φράξο, τον Ίταμο, τη Χαλέπια και Μαύρη Πεύκη, εντυπωσιακά δέντρα ριζωμένα στα βράχια. Μαζί με τους παράξενους γεωμορφολογικούς σχηματισμούς, τις υδατοπτώσεις και οι εκεί βάθρες, συνθέτουν ένα μοναδικό τοπίο. Καταρράκτης και Βάθρα Κρέμασης: Κρυμμένος από την πυκνή βλάστηση, σε ένα δύσβατο σημείο μέσα στο δάσος στα όρια των χωριών Μηλιές – Αγδίνες – Κρυονερίτης, υπάρχει ο καταρράκτης και η βάθρα του, με την ονομασία Κρέμαση. Δημιουργήθηκε από τις πήγες του πόταμου Ξηριά ή Κάλλας. Καταρράκτης και Βάθρα της Γερακιού: Πέντε χιλιόμετρα μακριά από το Πευκί βρίσκετε το χωριό Γερακιού, περίπου 700 μέτρα πριν το χωριό σε μια όμορφη τοποθεσία βρίσκεται ο καταρράκτης και η βάθρα της Γερακιού. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

230


3.4γ. Στην Πελοπόννησο ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΑΠΟΛΙΜΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΛΙΜΝΗ, ΜΠΟΥΚΟΒΙΝΑ, ΠΗΝΕΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ, ΗΛΕΙΑ. (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.akroria.gr, http://www.antroni.gr). Η Αγία Τριάδα (Μπουκοβίνα) βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού Ηλείας, κοντά στα σύνορα των νομών Ηλείας και Αχαΐας στην ιστορική περιοχή της Ακρώρειας, σε απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων από την Αρχαία Ολυμπία. δύο τοποθεσίες πραγματικά μαγευτικές. Ο συνδυασμός πράσινου και υγρού στοιχείου δημιουργούν δύο φυσικές πισίνες - λίμνες φυσικού κάλλους αλλά και ανάσας δροσιάς, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι δύο λίμνες βρίσκονται κοντά στο σημείο όπου έχει εντοπιστεί η Μυκηναϊκή Νεκρόπολη. Για να τις προσεγγίσει ο επισκέπτης πρέπει να ακολουθήσει τον κεντρικό δρόμο (111) με κατεύθυνση από Αγία Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

231


Τριάδα (Μπουκοβίνα) προς Πανόπουλο και στις αρχές του πανέμορφου δάσους της Κάπελης υπάρχει μικρό δρομάκι στα αριστερά που οδηγεί στις μοναδικές αυτές τοποθεσίες.

Ο Πηνειός ποταμός έχει τις πηγές του στη Βερβινή, τη σημερινή Κρυόβρυση και για αυτό ονομάζεται τοπικά και Βερβιναίϊκο ποτάμι. Ό άνω Πηνειός, γνωστός και ως Ξενιάς, κατεβαίνει προς τα Καλύβια της Βερβινής, όπου ο μισός πέφτει και χάνεται στη Διακότρυπα, ενώ ο άλλος μισός συνεχίζει μέχρι το Διπόταμο και εκεί ενώνεται με το ποτάμι της Κερέσοβας. Περνάει ανάμεσα από τα βουνά Γερακάρη και Κακοταροβούνι και κατευθύνεται προς το χωριό Κακοτάρι. Εμείς, το λέμε τοπικά Κακοταραίικο ποτάμι. Σε άλλα σημεία, οι στενωποί, δηλαδή τα μικρά ανοίγματα από τους λαξευμένους ασβεστόλιθους, έφταναν σε ύψος τα 30, έως και τα 50 περίπου μέτρα. Εκεί, αγρίευαν τα ορμητικά νερά, που δημιουργούσαν καταρράκτες, οι οποίοι έσκαγαν σε μεγάλες λίμνες. Η βλάστηση, αλλά και η χλωρίδα συνολικά, είναι πλούσια από υπεραιωνόβια πλατάνια με τεράστιους κορμούς, πουρνάρια, κουτσουπιές, αριές, σπάρτα, τεράστιες φτέρες και πολλά άλλα είδη δέντρων και θάμνων. Κάθε στροφή του ποταμιού, σου παρουσιάζει και κάτι καινούριο να θαυμάσεις και να καμαρώσεις. Στην πορεία, ένα ακόμη ξύλινο γεφύρι ξεπρόβαλε μπροστά μας, που στηριζόταν και αυτό σε γέρικα πλατάνια και αμέσως πιο κάτω βρήκαμε την Αραπόλιμνα. Η παράδοση λέει ότι ‘’Στο Κακοταρέικο ποτάμι, στο Καλυβά, στη δεξιά πλευρά του βράχου, ψηλά, φαίνεται ένα μελίσσι, ήταν μελίσσι αιωνόβιο, μπορεί να φαίνεται και τώρα, μπορεί να είναι και τώρα μελίσσι. Φαίνεται ο βράχος που έτρεχε το μέλι απ’ έξω από το … και λέγανε τότε ότι πήγε ένας Αράπης να το κόψει (τρυγίσει). Δέθηκε με μια τριχιά από πάνω, λέγανε ότι αυτό ανήκε σε κάποια θεότητα, σε κάποιο άλλο… ξέρω ‘γω. Και πήγε ο Αράπης να το κόψει και από το σχοινί που κατέβηκε κάτου ο Αράπης, κατέβαινε και ένα φίδι. Κατέβηκε και ένα φίδι και βγάνει το μαχαίρι του να κόψει το φίδι και κόβει και το σχοινί και έπεσε στη λίμνη’’. Η κοπιώδης πορεία μας συνεχίστηκε, με μια ανάσα ξεκούρασης, στην Μαύρη Λίμνη. Η Μαύρη Λίμνη πήρε το όνομά της, λόγω του χρώματος των νερών της. Οι μεγάλοι, κατάλευκοι, στρογγυλεμένοι βράχοι και το μεγάλο βάθος της λίμνης κάνει τα νερά να φαίνονται μαύρα. Μετά τη Μαύρη Λίμνη, κόψαμε αριστερά και βγήκαμε στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο της Παλιομποκοβίνας (Ακρώρειας) και, από εκεί, φτάσαμε στο χώρο δασικής αναψυχής, στην Κάπελη. (Σημείωση: Το δάσος Κάπελη-Φολόη είναι το μοναδικό επίπεδο δάσος της Ελλάδας, έκτασης 218.000 στρεμμάτων, και αποτελείται από σπερμοφυή βελανιδιά και είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura2000, λόγω της σημαντικότητάς του. Από εδώ πηγάζει ο Πηνειός ποταμός ή Πηνειακός Λάδωνας και σχηματίζεται το φαράγγι γύρω από το Αντρώνι, που χαρακτηρίζεται ως οικότοπος μεγάλης ιστορικής και οικολογικής αξίας. Λέγεται ότι εδώ ο Ηρακλής έριξε δίχτυ για να πιάσει τον Ερυμάνθιο Κάπρο. Η πεζοπορία στο φαράγγι θα συναντήσει τις δυο πιο πάνω φυσικές πισίνες- λίμνες-βάθρες. Κοντά στις κατοικημένες περιοχές και στις χαράδρες συναντάμε καστανιές, πλατάνια, πουρνάρια, αριές, κουμαριές, ρείκια, σπάρτα, καρυδιές, οπορωφόρα δέντρα και ορεινότερα σφάκα. Δυστυχώς μεγάλα κομμάτια του δάσους κόπηκαν και εκχερσώθηκαν από καταπατητές για να γίνουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και για να εκμεταλλευτούν την ξυλεία. Στην πλούσια πανίδα της, κατά την αρχαιότητα και μέχρι το 1950, είχε αγριογούρουνα, ζαρκάδια, ελάφια, ρήσους, ικτίνους. Σήμερα συναντάμε λαγούς, κουνάβια, αλεπούδες, τσακάλια, νυφίτσες, σκαντζόχοιρους και χελώνες. Από ορνιθοπανίδα συναντάμε πέρδικες, μπεκάτσες, φάσες, κίσες, κούκους, τρυγώνια, τσαλαπετεινούς, κορυδαλλούς, δρυοκολάπτες, αετούς, οξιές, αετομάχια, ξεφτέρια και κουκουβάγιες. Έχει ποικιλία ζωυφίων και μάλιστα από τις κατώτερες συνομοταξίες των εντόμων και ερπετών όπως οχιές, αστρίτες, δεντρογαλιές, αστριτοχές, σαΐτες, σαύρες, γαϊδουρομουστέλες, και χελώνες. Η Κάπελη είναι άνυνδρη και ξηρή το καλοκαίρι. Διατηρείται μόνο από την υγρασία, η οποία συντηρείται στο έδαφος λόγω της πυκνότητας των δέντρων που δεν αφήνουν τον ήλιο να περάσει. Η περιοχή προςφέρεται και για ποδηλατοδρομία. Η Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

232


περιβαλλοντική ποιότητα του δάσους επιβεβαιώνεται από την αξιολόγηση ως σημαντική περιοχή για τα πουλιά της Ελλάδος (ΣΠΠΕ). Έχει απογραφεί με την οδηγία 92/43 του συμβουλίου της Ε.Ε. για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων της άγριας πανίδας και της αυτοφυούς χλωρίδα ς).

ΒΑΘΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΒΡΟΝΤΟΣ, ΗΛΕΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.rivertrekking.gr).

http://www.waterfall-hiking.gr

-

Κείμενο-Φωτογραφίες

Ντ.

Δημητρακόπουλος,

Παρά το όνομα, ο Βρόντος είναι ένας πολύ συμπαθητικός καταρράκτης. Όπως δεν φαίνεται από μακριά και πρέπει να τον πλησιάσεις για να ανακαλύψεις την κρυψώνα του πίσω από τα ψηλά δένδρα, έχεις την εντύπωση ότι είναι ένα παιδί που έκανε μία ζημιά και κρύφτηκε για να μην το μαλώσουν. Εάν δεν πας με σαφείς οδηγίες που και πως θα τον βρεις, μόνο τα πολλά νερά που τρέχουν θα σε υποψιάσουν. Ακολουθείς τα νερά και αναγκαστικά κάποια στιγμή πρέπει να βγάλεις τα παπούτσια σου. Ανεβαίνεις λίγα μέτρα και ανάμεσα στους κορμούς και τα φυλλώματα των δένδρων τον βλέπεις. Ο μικρός χώρος που αφήνουν ελεύθερο τα δένδρα αρκεί για τον Βρόντο που δεν είναι και πολύ ψηλός.

Ο Βρόντος είναι από τους λίγους καταρράκτες που τρέχουν περιτριγυρισμένοι από κλαριά και φύλλα θάμνων, από βρύα, από υδροχαρή φυτά και δεδομένου ότι απέναντι δεξιά και αριστερά υπάρχουν δένδρα είναι σαν να βρίσκεται σε μια πράσινη φυλακή. Το τοπίο θα ήταν τέλειο αν η βάθρα που είναι λίγο πιο κάτω ήταν στη βάση του καταρράκτη. ‘’Ο Βρόντος είναι κοντά στην Καρύταινα. Μπορούμε να πάμε από δύο μεριές. Αν είμαστε στη Καρύταινα παίρνουμε το δρόμο για Ατσίχολο και συνεχίζουμε για το χωριό Μάραθα, παλαιότερα Βλαχόραφτη. Ο Παυσανίας μνημονεύει ότι στη περιοχή υπήρχε η αρχαία πόλη Μάραθα. Μέσα στο χωριό, απέναντι από ένα καθρέπτη που βοηθάει την στροφή των αυτοκινήτων, ξεκινάει χωματόδρομος τον οποίον ακολουθούμε μέχρι το γεφύρι του Κούκου, πάνω στον Αλφειό. Το γεφύρι κτίστηκε το 1870 από Λαγκαδιανούς μάστορες με ειδική τεχνική επειδή είναι πολύ ψηλά από το ποτάμι. Κούκος ήταν το παρατσούκλι ενός νέου που δολοφονήθηκε κοντά στο γεφύρι, το οποίο από τότε λέγεται γεφύρι του Κούκου. Περνάμε την γέφυρα. Απέναντι μας είναι οι εγκαταστάσεις της Trekking Hellas. Εκεί που τελειώνει το ξέφωτο γυρίζουμε ενενήντα μοίρες αριστερά, προχωράμε σε μονοπάτι παράλληλα στο δάσος και φτάνουμε στο νερό του καταρράκτη. Υπάρχει σχετική ξύλινη πινακίδα.Αν είμαστε στη γέφυρα του Αλφειού κάτω από τη Καρύταινα συνεχίζουμε για Ανδρίτσαινα. Σε 8,6 χιλιόμετρα, σε αριστερή στροφή του δρόμου, δεξιά υπάρχει μικρό πρόχειρο κτίσμα. Αφήνουμε τον κεντρικό δρόμο και παίρνουμε τον Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

233


ασφαλτοστρωμένο δρόμο που περνάει μπροστά από το κτίσμα. Προχωράμε για 3,5 χιλιόμετρα αδιαφορώντας για τις διασταυρώσεις και πριν τη γέφυρα του Κούκου σταματάμε. Τώρα στρίβουμε ενενήντα μοίρες δεξιά και βρίσκουμε το μονοπάτι για τον καταρράκτη’’. ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΛΕΠΙΔΑΣ, ΚΑΣΤΡΟ ΩΡΙΑΣ, ΠΑΡΝΩΝΑΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.rivertrekking.gr).

http://www.waterfall-hiking.gr

-

Κείμενο-Φωτογραφίες

Ντ.

Δημητρακόπουλος,

Ο Πάρνωνας η Μαλεβός, ψηλότερη κορυφή Μεγάλη Τούρλα 1936 μ., ευρίσκεται στην ανατολική Πελοπόννησο απέναντι από τον Ταϋγετο. Η ονομασία Πάρνωνας είναι πανάρχαια συγγενεύει με τα ονόματα των βουνών Παρνασσός και Πάρνηθα και σημαίνει «κορυφή που λάμπει». Στον Πάρνωνα υπάρχουν πολλά μοναστήρια, γιαυτό λεγότανε και Άγιο ‘Ορος της Πελοποννήσου. Κοντά στο χωριό Άγιος Πέτρος υπάρχει ένα από αυτά, η Μονή Μαλεβής, αφιερωμένη στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Ανατολικά της Μονής υπάρχει ένα γυμνό από βλάστηση οροπέδιο, ο Ξερόκαμπος, ή σύμφωνα με τους ντόπιους το Ξηροκάμπι, τα νερά του οποίου σχηματίζουν το ρέμα της Λεπίδας. Η ονομασία Λεπίδα προέρχεται μάλλον από τη λαϊκή έκφραση «έπεσε λεπίδι» και αναφέρεται στην κατάληψη του Φράγκικου κάστρου της Ωριάς, που είναι κτισμένο σε λόφο στο νότιο μέρος του οροπέδιου και είναι ορατός από τον δρόμο Μονή Μαλεβής-Αη-Γιάννης. Η ονομασία του κάστρου, σύμφωνα με τη ορθότερη εκδοχή αρχικά ήταν ‘’το Κάστρο της Ωραίας’’, που με τη πάροδο του χρόνου έγινε ‘’το Κκάστρο της Ωριάς’’. Σύμφωνα με το θρύλο στο κάστρο ζούσε μία ωραία βασιλοπούλα. Το τέλος όμως της συγκεκριμένης ήταν τραγικό, γιατί λίγο πριν την κατάληψη του κάστρου έπεσε στους καταρράκτες και σκοτώθηκε.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

234


Το ρέμα πηγάζει στη Βορειοανατολική άκρη του οροπέδιου, διασχίζει την ανατολική πλευρά του από βορρά προς νότο και στη Νοτιοανατολική άκρη του οροπέδιου βρίσκει διέξοδο, πέφτει από ψηλά και σχηματίζει τους καταρράκτες της Λεπίδας. Το ρέμα συνεχίζει μετά τον δεύτερο καταρράκτη σαν ρέμα Σπηλιάς και μετά το χωριό Πλάτανος σαν ρέμα Σπηλιάκια. (ΑΤΛΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ (ANAVASI DIGITAL- Eπιμέλεια Tοπωνυμικού Νίκος Νέζης). ‘’Από το κάστρο της Ωριάς, για να πάμε στον καταρράκτη, βγαίνουμε από την μικρή πύλη, που θυμίζει παιδικό παραμύθι και ακολουθούμε εμφανές μονοπάτι το οποίο σε ορισμένα σημεία θέλει προσοχή. Σε λίγο περνάμε από την κεντρική πύλη του κάστρου, από την οποία έβγαινε και η άτυχη βασιλοπούλα και συνεχίζουμε σε ομαλό μονοπάτι μέχρι τα ριζά του λόφου. Ακολουθούμε το μονοπάτι, φτάνουμε στην άκρη του οροπέδιου και προχωράμε σε ανοικτό πεδίο κυκλώνοντας το λόφο. Δίπλα στα ερείπια στάνης διακρίνουμε ακριβώς κάτω από τα πόδια μας σαφές και πατημένο, αλλά απότομο μονοπάτι. Εμπιστευόμαστε το μονοπάτι και μετά από ένα ενδιαφέρον πέρασμα βρισκόμαστε στο πάνω μέρος της πλαγιάς.Το μονοπάτι συνεχίζει ανεβαίνοντας απέναντι, περνάει ανάμεσα σε δένδρα, πάνω από βράχια και βγαίνει σε ανοικτό πεδίο με χαμηλή βλάστηση. Τραβερσάρουμε την πλαγιά χάνοντας ύψος. Και ξαφνικά τον βλέπουμε. Είναι εντυπωσιακός. Ένας μεγάλος, πάνω από εξήντα μέτρα και αμέσως μετά ένας μικρός γύρο στα δεκαπέντε. Όπως είμαστε ακόμα ψηλά βλέπουμε και τις γαλάζιες λιμνούλες όπου πέφτουν οι καταρράκτες. Επειδή τις προηγούμενες ημέρες έβρεχε συνέχεια, η ποσότητα του νερού είναι τεράστια. Κατεβαίνοντας χαμηλότερα διαπιστώνουμε ότι πιο κάτω υπάρχουν ακόμη τέσσαρες, ίσως και πέντε μικρότεροι καταρράκτες. Σε λίγο βλέποντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα στρίβουμε και κατεβαίνουμε, σχεδόν ευθεία στο ρέμα. Τώρα είμαστε ακριβώς απέναντι στους καταρράκτες και σχετικά κοντά. Ιδανική θέση για φωτογραφίες. Κατεβαίνουμε λίγο και φτάνουμε άνετα στο νερό. Δεν περνάμε απέναντι και ανεβαίνουμε από την όχθη προς τους μικρούς καταρράκτες μέχρι τη λιμνούλα. Εκεί η γυρίζουμε πίσω, η εάν μπορούμε να μπούμε στο νερό, περνάμε στην απέναντι όχθη. Εάν γυρίσουμε πίσω βρίσκουμε εύκολα μέρος να περάσουμε απέναντι. Ανεβαίνοντας την όχθη βγαίνουμε στο τέλος του χωματόδρομου, όπου υπάρχει διαμορφωμένο μονοπάτι. Στη συνέχεια του μονοπατιού υπάρχει ξύλινη ράμπα με κουπαστή που οδηγεί σε μικρή εξέδρα κοντά στον καταρράκτη, πάνω από την λιμνούλα. Η αλήθεια είναι ότι το έργο είναι ήπιας μορφής, δηλαδή γλυτώσαμε τα τσιμέντα. Εντούτοις επειδή το μονοπάτι που καλύφθηκε ήταν εύκολα προσβάσιμο, η δική μου άποψη είναι ότι αυτή η παρέμβαση σε ένα τόσο όμορφο τοπίο δεν ήταν απαραίτητη. Προχωρώντας προς την εξέδρα δεν βλέπουμε τους μικρούς καταρράκτες , γιατί είμαστε από πάνω τους και ο μεγάλος μισοκρύβεται πίσω από τα βράχια’’. ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΜΑΥΡΟΝΕΡΗΣ, ΧΕΛΜΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.waterfall-hiking.gr, http://greekmountains.blogspot.com, http://www.visitgreece.gr).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

235


Στο Χελμό ή Αροάνια όρη και σε υψόμετρο περίπου +2100 μέτρα, στη Νεραϊδοράχη (στην κορυφή της Νεραϊδοράχης είναι τοποθετημένο το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο των βαλκανίων ο ‘’Αρίσταρχος’’ ), βρίσκονται οι πηγές του πόταμου Κράθη, τα ‘’Ύδατα της Στυγός’’ Εκεί, σχηματίζεται ένας εντυπωσιακός καταρράκτης ο Μαυρονέρης, ο οποίος πέφτει σε απόκρημνο φαράγγι από ύψος περίπου 200 μέτρων και εισβάλλει στην κοίτη του ποταμού Κράθη. ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΗ ΝΕΔΑ, ΗΛΕΙΑ-ΜΕΣΣΗΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.in2life.gr –κείμενο και φωτογραφιες Η.Κουνάδη, http://www.visitilia.gr; http://ellas2.wordpress.com, http://www.diaforetiko.gr)

Το ποτάμι της Νέδας αποτελεί φυσικό σύνορο των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας. Οι πηγές του βρίσκονται στο όρος Λύκαιο κοντά στο χωριό Πέτρα στα όρια Μεσσηνίας και Αρκαδίας. Διανύει 32 χιλιόμετρα και εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος στην περιοχή Ελαία κοντά στην Κυπαρισσία. ‘’Ένας βατός και για μη 4x4 οχήματα χωματόδρομος ξεκινά λίγο έξω από τα Πλατάνια και καταλήγει στο τοξωτό γεφύρι. Αφού διασχίσετε το γεφυράκι, στρίβετε αριστερά και ακολουθείτε το βατό –στην αρχή ανηφορικό, μετά κατηφορικό– μονοπάτι προς την καρδιά του φαραγγιού. Μετά τον πρώτο καταρράκτη, αυτόν με το ξύλινο γεφυράκι, το μονοπάτι συνεχίζεται, και οδηγεί στα δεξιά στον μεγάλο, εντυπωσιακό καταρράκτη που βλέπετε στις περισσότερες φωτογραφίες της Νέδας, και ευθεία στο εκκλησάκι της Παναγίας και τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Φιγαλείας. το μονοπάτι που ξεκινά από ένα πέτρινο, τοξωτό γεφυράκι, ελίσσεται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, πλάι σε φουντωτούς θάμνους και κάτω από δέντρα που συχνά κρύβουν τον ουρανό.

Ξύλινες πινακίδες, αυτοσχέδια σκαλοπάτια εκεί όπου το μονοπάτι γίνεται απότομα κατηφορικό και ζωγραφισμένα στο χέρι βελάκια δείχνουν τον δρόμο. Το κελάρυσμα του νερού που καλύπτει τον ήχο των βημάτων στο πρώτο μισό της διαδρομής δίνει σιγά σιγά την θέση του στον θόρυβο του καταρράκτη. Μέχρι που, πίσω από την τελευταία στροφή του μονοπατιού, ο θόρυβος δυναμώνει και το σκηνικό αλλάζει, από βαθυπράσινο σε τιρκουάζ. Μια φυσική πισίνα βγαλμένη από την κινηματογραφική Γαλάζια Λίμνη γεμίζει από τα νερά του καταρράκτη ο οποίος πέφτει με θόρυβο από τα βράχια που την πλαισιώνουν. Ένα ξύλινο γεφυράκι την διασχίζει, επεκτείνοντας την διαδρομή. Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζει ο παράδεισος, σκέφτεσαι. Μέχρι να δεις τον δεύτερο καταρράκτη της Νέδας και να αλλάξεις γνώμη. Η Νέδα ήταν κόρη του Ωκεανού, και μια από τις τρεις νύμφες που ανέθρεψαν τον Δία στην Αρκαδία. Το ποτάμι που πήρε το όνομά της δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τον μύθο, όταν η Ρέα χτύπησε με ένα ραβδί την άνυδρη γη. Οι καταρράκτες της Νέδας πέφτουν από ύψος εφτά, ο μικρότερος και είκοσι μέτρων ο μεγαλύτερος και σχηματίζουν τιρκουάζ βάθρες ιδανικές για βουτιές στη σκιά των πλατανιών που τις κορνιζάρουν. Κάπου εκεί είναι που το βλέμμα χάνεται, στο απέραντο γαλαζοπράσινο του τοπίου, αναζητώντας τις νεράιδες που –δεν μπορεί– θα κρύβονται στη σκιά κάποιου βράχου. ΒΑΘΡΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΩΝΑ, ΑΡΚΑΔΙΑ (πηγές:σταχυολόγηση http://www.epathlo.gr, κείμενο: Γιάννης Φαρσαράκης | φωτογραφίες: Γιάννης Φαρσαράκης). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

236


Το φαράγγι της Λεπίδας µε τους επιβλητικούς καταρράκτες του είναι ένα από τα οµορφότερα και πιο άγνωστα θαύµατα της φύσης του βουνού Πάρνωνας. Ξεκινάει απο ένα οροπέδιο µε χαµηλή βλάστηση στις βόρειες παρυφές του βουνού ανάµεσα στο χωριό Αγιος Ιωάννης και στην µονή Μαλεβής, τον Ξερόκαµπο. Οι καταρράκτες είναι προσβάσιµοι για όλους. Μπορεί να τους επισκεφθεί ο απλός εκδροµέας µε αυτοκίνητο, ο πεζοπόρος που θέλει να γνωρίσει τα µονοπάτια της περιοχής αλλά και όποιος έχει γνώσεις στην κατάβαση φαραγγιών και θέλει να το κατέβει µε σχοινιά καθώς είναι πλήρως ασφαλισµένοι για Canyoning. Η καλύτερη εποχή για επίσκεψη είναι η άνοιξη καθώς τότε τα νερά είναι άφθονα και η φύση στολίζεται µε τα οµορφότερα χρώµατα. ‘’Από την κορφή του Κάστρου της Ωριάς, κτισµένο την περίοδο της Φραγκοκρατίας, ακούγεται η βοή του πρώτου καταρράκτη του φαραγγιού που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Εκεί τα πεντακάθαρα νερά από το ποταµάκι που διασχίζει το οροπέδιο αφήνουν τον ίσκιο των πλατανιών που τα σκεπάζουν σε όλη την διαδροµή τους ως εδώ και µπαίνουν στον σµιλεµένο και λείο, γυµνό από βλάστηση ασβεστόλιθο του φαραγγιού.

. Εκεί η ορµή του νερού έχει διαβρώσει τον βράχο και έχει δηµιουργήσει λιµνούλες, βαθιές βάθρες και έναν υπέροχο καταρράκτη ύψους 45 µέτρων. Αµέσως µετά συνεχίζει σαν ποταµάκι για λίγες εκατοντάδες µέτρα ώσπου να γίνει φαράγγι ξανά. Πιο όµορφο και άγριο αυτή την φορά, µε µεγαλύτερες λίµνες και βαθύτερες βάθρες. Το αποκορύφωµα είναι η έξοδος των νερών σε έναν τεράστιο και απότοµο γκρεµό όπου δηµιουργείτε ένας τεράστιος καταρράκτης ύψους 70 µέτρων. ∆εν περιγράφεται µε λόγια η οµορφιά του. το κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι οι τεράστιες αποθέσεις σταλαγµιτικού υλικού στο σηµείο που τρέχουν τα νερά και που δηµιουργούν µια αντίθεση µε τα γυµνά βράχια στα πλαϊνά του. Υπέροχα χρώµατα τον διακοσµούν ανάλογα µε την ποσότητα του νερού και την θέση του ήλιου και µικρά ουράνια τόξα εµφανίζονται τις ηµέρες που ο δυνατός άνεµος παρασέρνει τα σταγονίδια του νερού σε όλη την χαράδρα µπροστά του. Μετά τον µεγάλο καταρράκτη τα νερά συνεχίζουν σε ένα πολύ όµορφο ποτάµι µε βραχώδη κοίτη και τεράστια πλατάνια προς το χωριό Πλάτανος για να συναντηθεί λίγο παρακάτω µε τα άλλα φαράγγια του Βρασιάτη. Κρυµµένοι µέσα σε βαθειά χαράδρα, µεγαλοπρεπείς και επιβλητικοί, κυρίαρχοι µε την βοή τους σε όλη την περιοχή, ορθώνονται µε το τεράστιο ύψος τους οι καταρράκτες της Λεπίδας, ένα µνηµείο της φύσης για την Ορεινή Κυνουρία, στον Πάρνωνα. Τρία ποτάµια-χείµαρροι πηγάζουν από τις ανατολικές πλαγιές της οροσειράς του Πάρνωνα καταλήγοντας στον Αργολικό κόλπο, ο Τάνος, ο Βρασιάτης και ο ∆αφνώνας. Ένα θαυµαστό κόσµο, που εντυπωσιάζει και σαγηνεύει, αποτελούν τα φαράγγια του Βρασιάτη. Το φαράγγι των Σπηλακιών, της Λεπίδας, του Λούλουγκα, της Μαζιάς, της Κουτουπούς, της Ζαρµπάνιτσας, µε ανάγλυφους Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

237


σχηµατισµούς, εντυπωσιακούς καταρράκτες, αµέτρητες µικρές λίµνες, στενά περάσµατα και µε πλούσια χλωρίδα στην οποία κυριαρχούν τα θεόρατα και αιωνόβια πλατάνια, ξεδιπλώνουν αµέτρητες καταπληκτικές διαδροµές, διαφορετικού βαθµού δυσκολίας και χρονικής διάρκειας. Η διάσχισή τους αποτελεί αξέχαστη εµπειρία. Η περιοχή του είναι επίσης γεµάτη και από πολλές σπηλιές. Κοντά στη Μονή Αγίου Νικολάου Σίντζας είναι η περίφηµη σπηλιά του ∆ιονύσου. Σύµφωνα µε τη µυθολογία εδώ µεγάλωσε ο ∆ιόνυσος µε τη φροντίδα της Ινώς. Αξιόλογα είναι επίσης τα σπήλαια της Σωτήρας κοντά στον Πλάτανο και του Άσουλα στο Χάραδρο. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν, η καταβόθρα ∆έρσειος (οροπέδιο της Παλιόχωρας) και το εντυπωσιακό σπηλαιοβάραθρο Πρόπαντες µε βάθος 315 µ. κοντά στο Παλαιοχώρι’’.

ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟ ΠΟΛΥΛΙΜΝΙΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.mixanitouxronou.gr/o-krifos-paradisos-tis-peloponissou-limnes-katarraktes-piknivlastisi-ke-trechoumena-riakia, http://www.waterfall-hiking.gr, http://www.kalamatain.gr http//www.messinia1234.com, http://www.tripadvisor.com.gr,).

(Foto from: http://www.tripadvisor.co.za/LocationPhotoDirectLink-g77585…)

Στο χωριό Χαραυγή, στη μέση του δρόμου Καλαμάτας-Πύλου, βρίσκεται ένα μοναδικό φυσικού κάλλους τοπίο για τους λάτρεις της εξερεύνησης και της πεζοπορίας. Το σύμπλεγμα λιμνών, που ονομάστηκε Πολυλίμνιο, είναι καλά κρυμμένο μέσα στην πλούσια βλάστηση και θα πρέπει να τις αναζητήσετε μετά από μια πεζοπορία μερικών λεπτών. Αρχικά θα κατηφορίσετε σε ένα χωμάτινο μονοπάτι και μετά θα αρχίσετε να ελίσσεστε μέσα στην βλάστηση, τους καταρράκτες, τα τρεχούμενα ρυάκια και πάνω στα ξύλινα γεφυράκια. Οι λίμνες είναι συνολικά δεκαπέντε (15), αλλά είναι δύσκολο να τις εξερευνήσετε όλες, καθώς σε κάποιες απαγορεύεται η πρόσβαση. Μια από τις ωραιότερες, και ταυτόχρονα ευκολότερες διαδρομές, είναι εκείνη προς τη λίμνη Κάδη. Ξεκινώντας για την Κάδη, θα συναντήσετε πρώτα τη Λίμνη του Ιταλού, που θυμίζει μια φυσική πισίνα περιτριγυρισμένη από βράχια, δέντρα και μικρούς ορμητικούς καταρράκτες.Συνεχίζοντας την ανάβαση, μέσα από απότομα βράχια, μεγάλες πέτρες μέσα στο νερό και σιδερένια στηρίγματα θα βρεθείτε στην παραμυθένια λίμνη Καδούλα, που πήρε το όνομά της από το σχήμα της που θυμίζει καρδιά. Λίγα μέτρα πιο πάνω θα φτάσετε στην ωραιότερη λίμνη της διαδρομής. Η Λίμνη του Κάδη φημίζεται για τον φαντασμαγορικό, είκοσι μέτρων καταρράκτη που πέφτει με ορμή στα γαλαζοπράσινα νερά της και τα επιβλητικά βράχια. Κατά πολύ μεγαλύτερη σε μέγεθος από τις άλλες δύο, με υπέροχα, βαθυπράσινα νερά προκαλεί τους τολμηρούς να κάνουν μια βουτιά στα παγωμένα νερά, πηδώντας από τα βράχια που την περιτριγυρίζουν. Για όσους προτιμούν την ασφαλή οδό υπάρχει και μια «ομαλή» είσοδος στην άκρη με ρηχά νερά, που βαθαίνουν σταδιακά μέχρι να βρεθείτε, χωρίς να το καταλάβετε, στο κέντρο της λίμνης. Στο σημείο που πέφτει ο καταρράκτης το ορμητικά τρεχούμενο νερό δίνει την αίσθηση του μασάζ, στο “τζακούζι” που τόσο περίτεχνα έφτιαξε η φύση.. Μια λιγότερο δημοφιλής διαδρομή καταλήγει στις Λίμνες του Πανάγου και της Σταθούλας, οι οποίες πήραν τα ονόματά τους από τον Πανάγο Γραμματικόπουλο και τη Σταθούλα Θεριού, που πνίγηκαν στα νερά τους. Η Σταθούλα Θεριού πνίγηκε μαζί με τα δυο παιδιά της, κυνηγημένη από τις ορδές του Ιμπραήμ για να αποφύγει τη ατίμωση, όπως αναγράφει και η ταμπέλα στις όχθες της λίμνης. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

238


Παρά τις τραγικές ιστορίες τους, και οι δύο λίμνες είναι πανέμορφες, με ανοιχτόχρωμα, γαλαζοπράσινα νερά και σαφώς λιγότερο κόσμο από εκείνες της διαδρομής που καταλήγει στην Κάδη. Πανέμορφη είναι επίσης και η Μαύρη Λίμνα, πολύ κοντά σε ένα από τα δύο πάρκινγκ, με τον μικρό καταρράκτη της να κάνει «σκαλοπατάκι» και να καταλήγει απαλά στην βαθυπράσινη επιφάνειά της. Σε μια διαδρομή συνολικά τριών χιλιομέτρων στο Πολυλίμνιο υπάρχουν 15 διαδοχικές λίμνες με παράξενα ομολογουμένως ονόματα (π.χ., Kαδούλα, Μαυρολίμνα, του Τυχερού, του Ιταλού, του Πανάγου, της Σταθούλας και άλλα), αλλά και έναν καταρράκτη, της Κάδης, που ρίχνει τα νερά του από ύψος 25 μέτρων.

Λίμνη και καταρράκτης Καδή (Φωτο Νίκος Παυλάκης)

(πηγές: Η «Γαλάζια Λίμνη» της Ελλάδας -Ο εξωτικός παράδεισος με τις φυσικές πισίνες και τους καταρράκτες στην καρδιά της Πελοποννήσου [εικόνες] | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/news/209672/i-galazia-limni-tis-elladas-oexotikos-paradeisos-me-tis-fysikes-pisines-kai-toys#ixzz3zgtr2cTo και : http://www.mixanitouxronou.gr/o-krifosparadisos-tis-peloponissou-limnes-katarraktes-pikni-vlastisi-ke-trechoumena-riakia/)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

239


Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

240


Μαυρόλιμνα Χαραυγής, Μεσσηνία (φωτο: Νίκος Νέζης)

ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ ΤΡΙΤΩΝΑΣ, ΗΛΕΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.rivertrekking.gr).

http://www.waterfall-hiking.gr

-

Κείμενο-Φωτογραφίες

Ντ.

Δημητρακόπουλος,

‘’Ο ποταμός Τρίτωνας χύνεται στον Αλφειό. Ο καταρράκτης είναι κοντά στο δρόμο Ανδρίτσαινα – Κρέστενα, απέναντι από τη Μονή Σεπετού, όπου οδηγεί ασφαλτοστρωμένος δρόμος από το χωριό Αμυγδαλιές. Ο καταρράκτης είναι εντυπωσιακός και διακρίνεται ήδη από τον δρόμο προς τη Μονή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

241


στην οποία φτάνουμε σε πέντε λεπτά. Ο καταρράκτης είναι πολύ κοντά. Ανεβαίνουμε το ρέμα ανάντη. Ασφαλώς τα παπούτσια θα βραχούν και ένα κοντό παντελόνι θα κάνει την πορεία πιο εύκολη. Σε 15 λεπτά περίπου φτάνουμε στο πρώτο καταρράκτη, ο οποίος δεν είναι πολύ ψηλός αλλά τα νερά κυλούν σε όλο το πλάτος του και το θέαμα είναι ωραιότατο.

Επειδή ήταν προφανές ότι παραπάνω υπάρχει και άλλος καταρράκτης, αμέσως άρχισε η διερεύνηση των πρανών για να διαπιστωθεί αν υπήρχε πρόσβαση. Η πλαγιά δεξιά από τον καταρράκτη είναι απότομη, αλλά φαίνεται προσβάσιμη. Πράγματι, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο παρακάμψαμε τον πρώτο καταρράκτη και φτάσαμε στον δεύτερο ο οποίος είναι σαν ο δίδυμος αδελφός του πρώτου, με τα νερά να τρέχουν σε όλο το πλάτος του. Στο βάθος, πάνω από τον μεγαλύτερο καταρράκτη διακρίνεται τρίτος και μεγαλύτερος καταρράκτης. Είναι το τμήμα που διακρίναμε από τη Μονή Σεπετού. Εδώ όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Αριστερά υπάρχουν απότομα βράχια. Δεξιά ενδεχομένως υπήρχε δυνατότητα παράκαμψης του καταρράκτη, αλλά η πλαγιά ήταν πολύ απότομη και έπρεπε να ανέβουμε πολύ. Αποφασίσαμε να μη το κινδυνεύσουμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής’’. ΤΑ ΥΔΑΤΑ ΤΗΣ ΣΤΥΓΟΣ (πηγή: σταχυολόγηση από http://www.tovima.gr, TO ΒΗΜΑ κοινωνία, Έλλη Ισμαηλίδου, 18/11/2015, και http://www.visitgreece.gr). Στην περιοχή Νεραϊδοράχη του όρους Χελμός της Αχαϊας, και σε υψόμετρο +2.100 μέτρων βρίσκονται τα ¨ Ύδατα της Στυγός ¨, όπου σχηματίζεται ένας εντυπωσιακός καταρράκτης ο οποίος πέφτει σε απόκρυμνο φαράγγι από ύψος 200 μέτρων και εισβάλλει στην κοίτη του ποταμού Κράθι (απο εδώ πηγάζει ο ποταμός Κράθης). Τα ύδατα της Στυγός, ξεπερνούν τα όρια της αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Απασχολούν αρχαιολόγους, φιλολόγους, ως και τοξικολόγους, θέλγουν τολμηρούς ορειβάτες, διχάζουν τους ιστορικούς και τροφοδοτούν τις λαϊκές διηγήσεις με θρύλους. Η τοξικότητα των υδάτων της Στυγός είχε αναφερθεί ήδη στην αρχαιότητα από τον Ησίοδο, τον 8ο αιώνα π.Χ., και τον Παυσανία τον 2ο αιώνα μ.Χ. Έτσι, δυο Αμερικανίδες επιστήμονες, η ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, Αντριέν Μέιτζορ, και η ειδικός σε θέματα τοξικολογίας, Αντουανέτ Χέις, αναζητώντας την πιθανή τοξική ουσία στα ύδατα της Στυγός, διαπίστωσαν την παρουσία του βακτηρίου Micromonospora echinospora στα πετρώματα κάτω από το ποτάμι (στο Μαυρονέρι Χελμού). Ο μικροοργανισμός αυτός ανακαλύφθηκε τυχαία πριν από μερικά χρόνια και παράγει μια εξαιρετικά τοξική ουσία, την καλιχεαμυκίνη (calicheamicin). Κατά την ερευνήτρια Α. Μέιτζορ, ‘’η βακτηριδιακή τοξίνη προξενεί βλάβες στο DNA, και συγκεκριμένα μαζικό θάνατο κυττάρων. Αρχικά στα συμπτώματα σημειώνεται αδυναμία, κόπωση και πόνοι, αργότερα καταρρέουν τα εσωτερικά όργανα και τελικώς το νευρικό σύστημα’’. Για την καλιχεαμυκίνη δεν υπάρχει αντίδοτο, ενώ μικρή δόση είναι θανατηφόρα. Η διαπίστωση των Αμερικανίδων επιστημόνων παραμένει ανεπιβεβαίωτη, όμως, έχει διοργανωθεί ερευνητική αποστολή στη Στύγα με τη συμμετοχή του Ιταλού υδροχημικού Βάλτερ ντ' Αλεσάντρο. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

242


Σύμφωνα με τη μυθολογία, ‘’ Η Στύγα ήταν µια από τις Ωκεανίδες. Κατοικούσε μακριά από τους θεούς και είχε τα βουερά παλάτια της στα Τάρταρα. Τη Στύγα τη φυλάνε νύχτα μέρα δράκοι ακοίμητοι. Στην Τιτανομαχία ο Δίας με τους άλλους θεούς, το αδέλφια του, πολέμησε κατά του πατέρα του, του Κρόνου, που είχε τη βοήθεια των δικών του αδερφών, των Τιτάνων. Όμως, την παράταξη του Δία ήρθε να ενισχύσει η τιτανογενιά της φοβερής Ωκεανίδας της Στύγας, που 'χε παιδιά της το Κράτος και τη Βία, το Ζήλο και τη Νίκη. Η Στύγα του συμπαραστάθηκε και στη Γιγαντομαχία’’. Τα ύδατα της Στυγός συνδέθηκαν με θεολογικές και φιλοσοφικές ιδέες, όπως αυτές από τα Ελευσίνια Μυστήρια και τις Ορφικοπυθαγορικές δοξασίες για τη μετενσάρκωση. Ανέβλυζαν από ένα ψηλό βράχο και ύστερα χάνονταν μέσα στη γη, ενώ θεωρούνταν πως είχαν φοβερές ιδιότητες. Με αυτά καταπιάστηκαν ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος. Στα ύδατα της Στύγας ορκίζονταν όλοι οι θεοί, ακόμη και ο Ήλιος. Ήταν ο πιο μεγάλος όρκος των θεών και στα νερό της οι θεοί έκαναν την ποινή τους, όταν ήταν τιμωρημένοι. Το όνομά της προκαλούσε φόβο σε θεούς και ανθρώπους. Έλεγαν πως κανένα ζωντανό ον δεν επρόκειτο να ζήσει, εάν έπινε από το νερό αυτό. Το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ' αυτό. Αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός και το ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Μόνον οι οπλές των αλόγων άντεχαν, γι' αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα καμωμένα από οπλή αλόγου. ‘’Η Ψυχή ψάχνοντας να βρει το ταίρι της, τον Έρωτα, υποχρεώθηκε από την Αφροδίτη να κουβαλήσει νερό από τη Στύγα. Ο άτρωτος Αχιλλέας μόλις γεννήθηκε τον βούτηξε η μητέρα του Θέτιδα στα ύδατα της Στύγας για να τον κάνει αθάνατο. Η "Αχίλλειος Πτέρνα" όμως δεν βράχηκε από τα ύδατα κι έτσι βρήκε την ευκαιρία ο Πάρις να τον σκοτώσει αργότερα στον κάμπο της Τροίας με το βέλος του’’. Η ανάβαση για την περιοχή της Στυγός γίνεται από το χωριό Περιστέρα (ή Σόλος), 6 χιλιόμετρα από τη Ζαρούχλα. Από την πλατεία του χωριού, ξεκινάει το ανηφορικό μονοπάτι που καταλήγει στα Ύδατα της Στυγός, στον καταρράκτη Μαυρονέρι. Είναι απαραίτητη η βοήθεια οδηγού για να φτάσει κανείς εκεί, επειδή το μονοπάτι έχει πέσει και μπερδεύει λίγο στο πέρασμα. Απαιτεί μιάμιση ώρα περίπου περπάτημα, ενώ η πεζοπορία συνιστάται μετά το Μάιο, που ο καιρός ανοίγει.

___________

3.5

Ενδιαφέρουσες Περιγραφές, Αναμνήσεις, Μαρτυρίες

Η ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΝΕΡΟΥ Craspedacusta sowerbii ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. (πηγές: σταχυολόγηση από Κουσουρής Θ., και συν., 1991. Υδρoβιολογική μελέτη και εμπλουτισμός της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Τεχνική Έκθεση, σελ., 68, ΕΚΘΕ-Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, εργαστ., Εσωτερικών Υδάτων, http://freshwaterjellyfish.org – photo Mike Dunn, NC Museum of Natural Sciences, Karaouzas et al., Limnology, Japan Society of Limnology, Research Paper, 1-9, 2015, in http://www.researchgate.net/…/275232526_First_record_of_the…, Didžiulis, V.,2014. Invasive Alien Species Fact Sheet – Craspedacusta sowerbyi. Archived from the original NOBANIS on 19 December 2014, http://nas.er.usgs.gov/queries/FactSheet.asp?speciesID=1068, http://www.freshwaterjellyfish.org/, http://www.microscopy-uk.org.uk/mag/artdec99/fwjelly2.html).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

243


Η Μέδουσα του γλυκού νερού Craspedacusta sowerbii, ξενικό είδος και εισβολέας, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από τον υποφαινόμενο, στο πλαίσιο υδροβιολογικής μελέτης στην τεχνητή λίμνη του Μόρνου (Υδροβιολογική μελέτη τεχνητής λίμνης Μόρνου, ΕΚΘΕ, 1991), στα τέλη Αυγούστου του 1987, αλλά και τον Ιούλιο του 1990, στο επιφανειακό στρώμα του νερού, σε συνθήκες νηνεμίας και σε θερμοκρασίες νερού 25.7 βαθμούς C και 24.4 βαθμούς C , αντίστοιχα. Η αφθονία της ήταν εντυπωσιακή, όχι σε όλη την επιφάνεια, αλλά σε σμήνη, η χροιά των μεδουσών ήταν διάφανη, και η διάμετρος της ομπρέλας τους, στους τότε πληθυσμούς, κυμαίνονταν από 16 έως 23mm. Μια δεύτερη εμφάνιση αυτής της Μέδουσας στη Ελλάδα έγινε αρκετά πρόσφατα σε κανάλι μεταφοράς νερού, στην τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα (Karaouzas et al., 2015), ενώ από προφορική ενημέρωση του ΕΚΒΥ (2014), τελευταία εμφανίστηκε και στις τεχνητές λίμνες του ποταμού Νέστου.

Η Μέδουσα αυτή, διαφέρει ως προς τη δομή της από τις γνωστές μας μέδουσες της θάλασσας. Ανήκει στα υδρόζωα στα οποία περιλαμβάνεται η γνωστή ’Ύδρα'' των γλυκών νερών. Έχει σχήμα ομπρέλας και πληθώρα από πλοκάμια που περιέχουν τα ειδικά κύτταρα τις κνιδοκύστεις, απόπου εξέρχονται οι νηματοκύστεις για να συλλάβουν, παραλύσουν και θανατώσουν τη λεία τους (δεν έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι αυτές οι νηματοκύστεις προξενούν προβλήματα στον άνθρωπο ), η οποία συνήθως αποτελείται από μικρά, μικροσκοπικά κωπήποδα, κλαδοκεραιωτά, τροχόζωα και άλλες ομάδες από το ζωοπλαγκτόn των γλυκών νερών. Συνήθως διαβιούν σε ήρεμα νερά φυσικών και τεχνητών λιμνών, λιμνών αναψυχής, ανοιχτών δεξαμενών, μικρών λιμνών σε πάρκα, αλλά έχουν βρεθεί και σε μεγάλα ποτάμια όταν η ροή τους είναι πολύ αργή, επικρατεί ηλιοφάνεια και η θερμοκρασία των νερών είναι σχετικά υψηλή. Η εμφάνισή τους συμπίπτει συνήθως αργά το καλοκαίρι με μήνες αιχμής τον Αύγουστο και νωρίς το Σεπτέμβριο, δεν εμφανίζονται κάθε χρόνο, ενώ μπορεί στην ίδια περιοχή να ξαναεμφανιστούν μετά από 1 -3 χρόνια. Εξάλλου, η Craspedacusta είναι ευρυτοπικό και ανθεκτικό είδος και παρουσιάζει προτίμηση διαβίωσής του σε μεσοτροφικές μέχρι και ευτροφικές συνθήκες, σε ήρεμα νερά, αλλά και σε σχετικά ζεστά γλυκά νερά. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

244


Ως προς τον κύκλο της ζωής της, αυτός περιλαμβάνει δύο κυρίως στάδια: α) τον πολύποδα (αγενής αναπαραγωγή) που εδράζεται και σχηματίζει αποικίες και είναι προσκολλημένος σε υποβρύχια βλάστηση, βράχους και κάθε στέρεο αντικείμενο του πυθμένα και β) το στάδιο της μέδουσας (σεξουαλική αναπαραγωγή και γονιμοποίηση), όπου αυτή κολυμπά ελεύθερα στο νερό (βλέπε σχηματοποιημένη αναπαράσταση στις φωτογραφίες). Μια ανώριμη μέδουσα (περίπου 1 mm σε διάμετρο) προσκολλημένη ακόμη στον εδραίο πολύποδα της έχει 16 πλοκάμι, ενώ όταν ελεύθερα κυκλοφορεί για πρώτη φορά στο νερό, αν και ανώριμη έχει 8 πλοκάμια, αλλά μέσα σε μερικές ημέρες, ο αριθμός των πλοκαμιών της αυξάνεται σε 16, ενώ λίγο αργότερα σε ώριμη φάση (έχει εμφανείς γονάδες απόπου θα παραχθούν ωάρια και σπερματοζωάρια) η μέδουσα έχει αρκετές εκατοντάδες πλοκάμια. Ως προς το φύλο των ατόμων, συνήθως άλλα είναι τα αρσενικά άτομα και άλλα τα θηλυκά άτομα, ενώ έχει αναφερθεί σε μερικές περιπτώσεις ότι σε σμήνη των εμφανίσεων της βρέθηκαν μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά άτομα. Σε δυσμενείς συνθήκες (π.χ., έλλειψη τροφής, ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες), και ο πολύποδας πέφτει σε λήθαργο με τις ‘’Ποδοκύστεις’’ (έτσι μεταφέρεται αρκετά εύκολα από την εμπορία φυτών και ζώων ενυδρείων ή και από υδρόβια πτηνά σε ολόκληρο τον κόσμο) και η μέδουσα φτιάχνει σπόρια, μέσα σε ανθεκτικό περίβλημα χιτίνης (στάδιο νάρκης ) μέσα στο οποίο μπορεί να αντέξει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, αυτό το στάδιο εξυπηρετεί και την ανθρωπογενή ( π.χ., ζωντανά εμπορεύματα για ενυδρεία, έρμα πλωτών μέσων ) ή άλλη (π.χ., με τα μεταναστευτικά είδη πτηνών) μεταφορά και εποικισμό της σε άλλα περιβάλλοντα παγκοσμίως.

Η μέδουσα του γλυκού νερού Craspedacusta sowerbii (Lankester,1880) προέρχεται από την Κίνα (κοιλάδα Yangtze) και έχει εποικίσει από τα τέλη του 19ου αιώνα τα υδάτινα σώματα εύκρατων και υποτροπικών περιοχών παγκοσμίως. Η πρώτη παρουσία της στην Ευρώπη εντοπίστηκε σε μια δεξαμενή του Regent Park, στο Λονδίνο το 1880. Αργότερα υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξή της στη Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αναφερθεί η παρουσία της σε φυσικές και κυρίως σε τεχνητές λίμνες στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Αίγυπτο (Nozha hydrodrome, near Lake Mariut, Alexandria), στο Ισραήλ (one of the perennial streams flowing into Lake Kinneret), στην Ινδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Αργεντινή, Βραζιλία, Ιράκ (an artificial recreational lake north of Baghdad), Τουρκία (Reservoir in the Büyük Menderes River Basin, Kralkizi Dam Lake ). Το θερμό, για τη Ρωσία και τον Καναδά, καλοκαίρι του 2010 αναφέρθηκε η παρουσία της και στον ποταμό Μόσχοβα στη Μόσχας και στη λίμνη Falcon στον Καναδά. Τον τελευταίο καιρό, αυτή η μέδουσα έχει αναφερθεί ότι απαντάται συστηματικά ή και, σποραδικά σε τεχνητά υδάτινα σώματα, σε μια ποικιλία από φυσικές λίμνες γλυκών νερών σε ποτάμια με αργή ροή, σε ανοιχτές δεξαμενές νερού και σε άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα υδάτινα σώματα. Λόγω της υψηλής μορφολογικής πλαστικότητάς της, η ταξινόμηση του γένους Craspedacusta είναι αμφιλεγόμενη, με πολλά αντικρουόμενα είδη, υποείδη και ποικιλίες που περιγράφονται κυρίως από την Κίνα και την Ιαπωνία. Πρόσφατα (2009), με τη βοήθεια των μοριακών μεθόδων και εργαλείων, αποκαλύφθηκε η ύπαρξη τουλάχιστον τριών πολύ διαφορετικών περιοχών καταγωγής της C.sowerbii: το '' Kiatingi '', το '' Sowerbii'', και το '' Sinensis''. Έτσι, σε δείγματα της Craspedacusta στη Γερμανία και στην Αυστρία ανήκαν στη '' Kiatingi '' καταγωγή , υποδεικνύοντας ότι η περιοχή Kiatingi της Κίνας είναι η πιθανότερη προέλευση του μεδουσών που βρέθηκαν στην Κεντρική Ευρώπη. Η Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

245


κυρίαρχη παρουσία του είδους αυτού στα τεχνητά υδροσυστήματα –ενυδρεία, δείχνει ότι ο εποικισμός έγινε μέσα από τη μεταφορά υδρόβιων φυτών ενυδρείων.

ΤΟ ΜΥΔΙ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΥ ΝΕΡΟΥ ΖΕΒΡΑ - Dreissena blanci , syn., Dr., polymorpha - ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://envifriends.blogspot.gr/2012_03_01_archive.html, http://www.biogeosciences.net/7/3051/2010/bg-7-3051-2010.pdf, http://www.researchgate.net/publication/235945238).

Το Μύδι του γλυκού νερού, Ζέβρα (Dreissena blanci syn., Dr., polymorpha), είναι ξενικό και πολύ επεκτατικό είδος. Στην Ελλάδα είναι γνωστή η παρουσία του στις καθαρές φυσικές λίμνες (π.χ., Τριχωνίδα, Πρέσπες, Δοϊράνη, Ζηρός, Ζαραβίνα, Βόλβη, Τσιβλός ), και σε όλες τις τεχνητές λίμνες (π.χ., Κρεμαστά, Καστράκι, Μόρνος, Πολύφυτο ), ενώ νεκρά κελύφη του βρίσκουμε στα ιζήματα όλων των ελληνικών λιμνών, αποδεικνύοντας το πάλαι ποτέ καθαρό υδατικό περιβάλλον τους. Κατάγεται από τα Ουράλια και τον ποταμό Βόλγα, την Αράλη, τη Μαύρη θάλασσα και την Κασπία. Έχει κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ από το 1986 έχει γίνει επικίνδυνος εισβολέας και στις μεγάλες λίμνες των ΗΠΑ, καθώς μεταφέρθηκε με το υδάτινο έρμα πλοίου από την Ολλανδία ή κατ’άλλους έφτασε στις Μεγάλες Λίμνες των Η.Π.Α., προσκολλημένο σε εμπορικό πλοίο από τη Μαύρη θάλασσα.

Μεταξύ των χαρακτηριστικών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η παρουσία τους είναι η περίπτωση της υδροτροφοδοσίας της πόλης του Αγρινίου, η οποία έγινε χωρίς την απαραίτητη μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας του έργου ‘’ Υδροληψία και Υδροτροφοδοσία από την Τεχνητή Λίμνη Καστρακίου’’. Εδώ και αρκετές δεκαετίες το πρόβλημα της αφθονίας των πληθυσμών αυτού του μυδιού έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, φράσσοντας τους αγωγούς υδροτροφοδοσίας της πόλης, ενώ πολύ νεαρά στάδια του μυδιού εντοπίζονται ακόμη και πόσιμο νερό της πόλης. Πλην του οικολογικού προβλήματος επειδή είναι ξενικό είδος, η εγκατάσταση αυτού του μυδιού μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα υδροτροφοδοσίας, φράζοντας σωληνώσεις υδροδότησης, αλλά δημιουργεί και προβλήματα στα ύφαλα των πλωτών μέσων και εγκαταστάσεων (Fouling). Τα αρνητικά της εισβολής, είναι και η επικράτηση του έναντι των ενδημικών και τοπικών ειδών δίθυρων οστρακοειδών, η ανατροπή τροφικών αλυσίδων από υπερκατανάλωση του πλαγκτόν, η κάλυψη των βυθών από τα νεκρά κελύφη τους (έως και 100.000 άτομα/τ.μ.) και η εκπομπή μεθανίου από τη σήψη της σάρκας τους. Ως θετικά της εισβολής είναι η μείωση της θολότητας των νερών από την απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων πλαγκτόν που χρησιμοποιεί για να τραφεί, είναι δηλαδή ηθμοφάγο. Από τα μύδια ζέβρες επωφελούνται επίσης και τα υδρόβια πουλιά που βρίσκουν αρκετή και θρεπτική Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

246


τροφή. Έχει παρατηρηθεί, ότι οι προνύμφες του είδους μπορεί να μεταφερθούν και να επιζήσουν προσκολλημένες στα φτερά και τα πόδια των πουλιών, γιατί είναι ανθεκτικές έξω από το νερό όπως και τα ώριμα άτομα. Σημείωση από Κ. Καρπαδάκη/fb: χαρακτηριστικό της εκρηκτικής του ανάπτυξης σε ορισμένες λίμνες είναι η κάλυψη των αμμουδιών με αυτά, οπότε χαριτολογώντας λέγονται ‘’Κοχυλιές’’ αντί για αμμουδιές. Στην χώρα μας νομίζω, από τις φυσικές λίμνες μόνο η Δοϊράνη παρουσιάζει τέτοια έκρηξη ανάπτυξης και εξάπλωσης. http://cache3.assetcache.net/.../108678215-zebramussel...

Στην Ιρλανδία, η παρουσία αυτού του μυδιού έχει καταστρέψει τα οστρακοειδή του ποταμού Σάνον. Ιρλανδοί βιολόγοι βρήκαν ότι είναι φορέας πολλών επικίνδυνων παρασίτων όπως του πρωτόζωου (Giardia lamblia), που προσβάλει τον άνθρωπο και οικόσιτα ζώα. Στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη οι καταστροφικές συνέπειες της εισβολής τους είναι λιγότερες, γιατί αποτελεί πια κρίκο στις διάφορες τροφικές αλυσίδες από παλιά. Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξη του ήδη από τον 19° αιώνα (Τσεχία - Ουγγαρία). Στην Αμερική, πρώτη φορά παρατηρήθηκε το 1988 στις λίμνες Erie και St. Clair. Κατόπιν επεκτάθηκε στις λίμνες Superior και Οntario, όπου εξάλειψε πολλά αυτόχθονα είδη δίθυρων. Και από εκεί στη λεκάνη απορροής του Μισισιπή, του ποταμού Hudson της Νέας Υόρκης και σε πολλά άλλα ποτάμια και λίμνες των ανατολικών και κεντρικών Η.Π.Α. Το είδος μπορεί να ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα έξω από το νερό κι έτσι μπορεί να διαδοθεί και με χερσαίες μεταφορές. Οι προνύμφες του εισέρχονται σε σωληνώσεις ψυκτικών εγκαταστάσεων θερμικών εργοστασίων, υδροηλεκτρικών φραγμάτων, διυλιστηρίων νερού, συστημάτων υδροδότησης, αποχετεύσεων, βιολογικών καθαρισμών κ.λπ. Αφού εισέλθουν, μετατρέπονται σε τέλεια άτομα που προσκολλώνται με πολύ ισχυρό βύσσο και προξενούν ζημιές εκατομμυρίων δολαρίων φράζοντάς τις. Ενώ μπορούν να επιζήσουν και σε θερμοκρασίες που φτάνουν ακόμα και τους 37˚C, δυσκολεύονται σε θερμοκρασίες γύρω στους 0˚C. Για το λόγο αυτό δεν επεκτάθηκε προς τον Καναδά, παρά μόνο προς τις Νότιες Πολιτείες των Η.Π.Α. ΤΟ ΛΑΜΠΑΣΜΑ ΣΤΙΣ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ‘’Will-O'-The-Wisp’’, ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ - ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ. Τα ¨Will-O'-The-Wisps¨ ή ¨ Λιμναίοι Φανοί¨ ή ´´ Αναλαμπές ¨ είναι φαινόμενα που συνδέονται κυρίως με αυτανάφλεξη αερίων τα οποία δημιουργούνται από την αποσύνθεση φυτικού υλικού στον πυθμένα υδάτινων σωμάτων, κάτω απο ορισμένες φυσικοχημικές και καιρικές συνθήκες. Η έκφανση αυτών έχει εγείρει τη λαϊκή φαντασία με δοξασίες και μύθους. Στη λίμνη ‘’Μουστός’’ της Πελοποννήσου, στις λιμνοθάλασσες του Αιτωλικού, του Μεσολογγίου και του Αμβρακικού κόλπου, στη λίμνη Βουλκαριά της Αιτωλοακαρνανίας, στο έλος ‘’Καλοδίκης’’ στην Πάργα, σε άλλες υδατοσυλλογές με πυκνή υποβρύχια βλάστηση, και σε ενεργούς τυρφώνες ανά την χώρα εμφανίζονται περιστασιακά ή και μόνιμα φαινόμενα ‘’Will-O'-The-Wisps’’ ή Λιμναίες Αναλαμπές ή Λιμναίοι Φανοί ή Λιμναίες Φωτιές ή και ´’Λαμπάσματα ή ‘’Λάμπαστρα’’ κατά τη ντοπιολαλιά στα Κύθηρα. Στη σύγχρονη επιστήμη είναι αποδεκτό ότι, από την αποσύνθεση οργανικών οργανικών συστατικών (π.χ., φυτικό υλικό) μεταξύ άλλων παράγονται μεθάνιο (CH4), υδρογονάνθρακες, φωσφίνη (PH3) και άλλες ενώσεις. Σε θερμοκρασία δωματίου, η φωσφίνη είναι ένα άχρωμο, εύφλεκτο και εξαιρετικά δηλητηριώδες αέριο με τη μυρωδιά του σκόρδου, το οποίο στην επαφή με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο, οξειδούται σε διφωσφίνη (P2H4), η οποία αυτοαναφλέγεται και παράγει φωτεινή φλόγα (περαιτέρω παράγονται και άλλα υποπροϊόντα του φωσφόρου, όπως πεντοξείδιο του φωσφόρου που δημιουργεί παχύρευστο υγρόΘ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

247


υγρασία). Ουσιαστικά αυτά είναι τα ‘’Will-O'-The-Wisps’’ που παρατηρούνται σε υδατοσυλλογές,

κάτω από ορισμένες φυσικοχημικές συνθήκες του νερού και καιρικές συνθήκες. Ειδικότερα, σε ορισμένα υδάτινα σώματα (π.χ., σε υφάλμυρα, μεταβατικά,ή και σε υπεραλμυρά νερά) με πλούσια υποβρύχια βλάστηση και μεγάλη αποσύνθεση οργανικού υλικού, συνήθως δημιουργείται υδροφυσικοχημικό ‘’μονιμολίμνιο’’ το οποίο δεν επιτρέπει την πλήρη κυκλοφορία των επιφανειακών με τα υποκείμενα νερά. Το αποτέλεσμα είναι, στη μεγαλύτερη τη διάρκεια του έτους, να διατηρείται σχεδόν σταθερή και σχετικά υψηλή θερμοκρασία, η οποία είναι υπεύθυνη για την ημι-αποσύνθεση του εκεί συσσωρευόμενου οργανικού υλικού (κυρίως φυτικό υλικό), τη διάσπασή του σε μεθάνιο και άλλους υδρογονάνθρακες, ενώ ταυτόχρονα ανάγονται τα θειικά άλατα προς υδρόθειο. Εξάλλου, στα βαθύτερα τμήματα μιας υδατοσυλλογής, στο ‘’μονιμολίμνιο’’ η αλατότητα είναι σχετικά υψηλή σε σχέση με τα επιφανειακά νερά και παρουσιάζει εποχιακή διαφοροποίηση. Δηλαδή, στη βαθύτερη περιοχή ενός υδάτινου σώματος και εφόσον τυχαίνει να έχει χωνοειδή μορφολογία ευνοείται η δημιουργία σταθερού ‘’μονιμολίμνιου’’, το οποίο μπορεί να διασπαστεί μόνο από απότομες εναλλαγές των καιρικών συνθηκών (π.χ., ισχυρός άνεμος ή και ισχυρή βροχόπτωση-καταιγίδα). Και τότε είναι που συμβαίνουν τοξικές καταστάσεις για την υδρόβια ζωή της λίμνης (έκλυση του τοξικού υδρόθειου και άλλων αερίων, από το μονιμολίμνιο και το εκεί ίζημα του πυθμένα ). Και δεν είναι παράξενο, τότε, τις νυχτερινές ώρες με ήρεμες καιρικές συνθήκες, να ‘’φωσφορίζει’’ κατά τόπους μια λίμνη, δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση ότι κάποιοι είναι μέσα στο λίμνη με φανούς ή φανάρια. Αυτό είναι το γνωστό φαινόμενο,’’ Will-O’ TheWisps’’ στην αγγλική, και παρατηρείται σε βάλτους, έλη, λίμνες, λιμνοθάλασσες και τυρφώνες παγκοσμίως. Όταν δηλαδή συμβαίνει ‘’αυτόχθονη’, αυτοανάφλεξη, καύση του παραγόμενου εκεί μεθανίου ή άλλων υδρογονανθράκων που προέρχονται από τη συσσωρευμένη οργανική ύλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η παραγωγή μεθανίου, αλλά και έκλυση υδρόθειο, είναι εμφανής με τη δημιουργία φυσαλίδων που ανέρχονται από τα βάθη του νερού, ενώ ο πυθμένας καλύπτεται από μικρούς ‘’κρατήρες’’ έκλυσης του υδρόθειου. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια καταιγίδων με ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, μπορεί να αναφλέγονται σημεία μιας λίμνης ή και να ακούγονται εκρήξεις (air-guns στην αγγλική), που αποδίδονται στην αυτοανάφλεξη εκρηκτικών αερίων στην επιφάνεια μιας λίμνης. Το φαινόμενο ‘’Will-O’-The-Wisps’’, στην επιστήμη της λιμνολογίας, έχει να κάνει κυρίως με σημειακές πηγές έκλυσης και υδρόθειου από τον πυθμένα μιας λίμνης. Έτσι, στα σημεία αυτά που πυθμένα, το επιφανειακό ίζημα παίρνει λευκή-ανοιχτοπράσινη ή λευκή-ανοιχτοκίτρινη χροιά, και όταν υπάρχει βλάστηση, αυτή νεκρώνεται παίρνοντας υπόλευκη χροιά, ενώ φυσαλίδες αναδύονται προς την επιφάνεια της λίμνης. Για παράδειγμα, αυτό ακριβώς το φαινόμενο με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, ενσκήπτει περιοδικά και στη λίμνη ‘’Μουστός ‘’, στο Άστρος Κυνουρίας, ‘’κατακαίοντας’’ τη ριζωμένη εκεί υδρόβια βλάστηση, κατά περιοχές. Εξάλλου, στην ίδια λίμνη έχουν αναφερθεί τόσο τα φαινόμενα φανών και φαναριών κατά τη διάρκεια της νύκτας σε συνθήκες νηνεμίας, όσο και οι εκρήξεις ή εκπυρσοκροτήσεις πάνω από τη λίμνη κατά τη διάρκεια καταιγίδων. (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.todayifoundout.com/…/what-causes-will-o-the-wis…/, http://inamidst.com/lights/wisp/, http://www.mysteriousbritain.co.uk/…/will-o-the-wisp.html,κ… τις δημοσιεύσεις, Koussouris T., Photis G.,1979, Limnological conditions in the meromictic lake Meligou Astros Kinourias, Peloponnisos, Greece. Thalassographica 3:77-91, Koussouris T., et al.,1989, Unusual characteristics in a meromistic lake in Greece. Toxicological and Environmental Chemistry 20-21:307-312). ΣΗΜΕΙΩΣΗ -Λαϊκές Δοξασίες, Μύθοι – Λαογραφία: Οι λαϊκές δοξασίες για τα φαινόμενα ‘’ Will-

O'-The-Wisps ‘’ είναι ευρύτερα διαδεδομένο στις χώρες της Σκανδιναβίας, Βρετανίας, Σκωτίας, Γερμανίας, Πολωνίας και άλλες χώρες στις οποίες προϋπήρχαν εκτεταμένες ελώδεις και βαλτώδεις περιοχές, όπως και σε περιοχές με ενεργούς ή παλαιούς τυρφώνες. Η λαϊκή παράδοση και οι λάτρεις των παραφυσικών φαινομένων αποδίδουν αυτές τις εκφάνσεις φώτων (π.χ., σφαίρες φωτιάς, μπάλες φωτός) σε νεράιδες, σε φαντάσματα, σε ψυχές νεκρών, σε στοιχειά. Τα αποκαλούν νεραϊδόφωτα, σφαίρες φωτιάς, φανάρια ή κεριά φαντασμάτων, δάδες φανών, τρελή φωτιά, μαγικές λάμψεις κ.ά. Στη Μεγάλη Βρετανία και με διαφορετικές εκδοχές έχουν παραμύθια και δοξασίες ( π.χ., για το Jack το μεθύστακα, για τον τσιγκούνη, για τον κακό σιδερά) που μιλάνε για συνδιαλλαγές κακών και μοχθηρών ανθρώπων με το διάβολο, για μια περίοπτη και υπεύθυνη θέση στην κόλαση, καθώς οι πόρτες του παραδείσου είναι κλειστές γιαυτούς. Και για να υπερισχύσουν αυτοί οι κακοί άνθρωποι, τους προσφέρετε από το διάβολο ένα αναμμένο κάρβουνο που θα τους παρέχει ζεστασιά, αλλά και ζεστό φαγητό, αλλά θα αποτελέσει και το δέλεαρ για τους ταξιδιώτες της νύχτας. Έτσι, θα πρέπει αυτοί οι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

248


‘’κακοί άνθρωποι’’ να βγαίνουν έξω στην ύπαιθρο τα ομιχλώδη βράδια με αναμμένο το κάρβουνο και να παραπλανούν τους ταξιδιώτες που χρειάζονται βοήθεια τη νύχτα, οδηγώντας τους, όχι στο επόμενο χωριό ή τον προορισμό τους, αλλά σε κάποιο κοντινό έλος ή βάλτο, όπου θα πνίγονται ή και θα τους καταπίνει ο βάλτος με τα άλογα και τα υπάρχοντά τους. Σύμφωνα με τις Σλαβικές κυρίως δοξασίες τα ‘’ Will-O'-The-Wisps ‘’, που εμφανίζονται σαν μπάλες φωτιάς συνήθως σε βάλτους, είναι πνεύματα νεκρών ή υπερφυσικά όντα που προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν τους ταξιδιώτες από τον προορισμό τους, ώστε να χαθούν. Κάποιες φορές πιστεύουν πως πρόκειται για τα πνεύματα παιδιών που γεννήθηκαν νεκρά ή πέθαναν αβάπτιστα οι ψυχές των οποίων περιπλανιόνται ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση. Σε πολλές χώρες στη βόρεια Ευρώπη υπάρχει ο μύθος για το φαινόμενο της ‘’τρελής φωτιάς’’ (Ignis Fatuus) ή Will ο' the Wisp. Πρόκειται για φωτιά που έβλεπαν τη νύχτα οι ταξιδιώτες και όσοι πλησίαζαν έμπλεκαν μέσα σε βαλτώδεις κι επικίνδυνες περιοχές, όπου πολλές φορές έχαναν τη ζωή τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι πίσω από τα φώτα κρυβόταν ο ίδιος ο διάβολος, που κρατούσε στα χέρια του δύο πυρακτωμένα κάρβουνα της κόλασης και προσπαθούσε να αποπροσανατολίσει τους ταξιδιώτες. Ανάλογες δαιμονικές εμφανίσεις αναφέρει γλαφυρά ο σημαντικός λαογράφος μας, Ν. Πολίτης: ‘’Εν τη Ακροκεραυνί επιφαίνονται κατά το μεσονύκτιο, όταν είναι καταιγίς, φλόγια επί των άκρων τών σκοπέλων και ακούονται ανθρώπιναι φωναί. Τα φλόγια τα επιφαινόμενα εις τα λιβάδια είναι διάβολοι, κατά τας δοξασίας των Τυρολών. Γενικώς δε διαδεδομέναι είναι πάρα πολλοίς Ευρωπαϊκοίς λαοίς αι δοξασίαι περί δαιμονίων, άτινα ως φλόγια επιφαινόμενα παραπλανώσι τους οδοιπόρους, παρασύροντα αυτούς εις όλεθρον’’.

Για μας εδώ στην Ελλάδα υπάρχει και ο γνωστός μύθος για το θρυλικό ‘’Σφαιρικό φως του Ορχομενού’’. Είναι γνωστή η πολιτιστική παράδοση του Ορχομενού Βοιωτίας από αρχαιοτάτων χρόνων. Εκεί μεγαλούργησαν οι Μινύες, προϊστορικό ελληνικό έθνος που κατοικούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας, με τα πρωτοπόρα ακόμη και σήμερα υδραυλικά και αποστραγγιστικά έργα τους στην περιοχή της γειτονικής αρχαίας λίμνης Κωπαΐδας. Εικάζεται ότι εκείνα τα φαινόμενα με το ‘’Σφαιρικό Φως’’ μάλλον προέρχονταν από λάμψεις και κρότους που δημιουργούνταν από την αβαθή και εκτεταμένη ελώδη περιοχή της Κωπαΐδας, καθώς ο βάλτος, από τη σήψη της οργανικής ύλης, ανέδυε αυτοαναφλεγόμενα αέρια (π.χ., μεθάνιο). Και μάλιστα κατά τη διάρκεια καταιγίδων σε αυτή την περιοχή μπορούσαν να δημιουργηθούν οι λεγόμενες ‘’Σφαιρικές Αστραπές’’. Αν και αναφέρεται σε μεγάλη ποικιλία στις μορφές τους (ο όρος στην αγγλική είναι Balls Lightnings), μια τυπική σφαιρική αστραπή είναι μια λαμπερή σφαίρα διαμέτρου μερικών εκατοστών, που δημιουργείται από αυτοαναφλεγόμενα αέρια μιας περιοχής, αιωρείται πάνω από το έδαφος για μερικά λεπτά πριν τελικά εκραγεί ή αργοσβήσει. Σημειώνεται ότι από τον περασμένο αιώνα οι επιστήμονες απέδιδαν τις θεάσεις αυτές σε αέρια των βάλτων, αποκλείοντας κάθε εξωπραγματική φύση του φαινομένου, αν και οι λάτρεις των παραφυσικών φαινομένων υιοθετούν απόψεις με τις οποίες διαιωνίζουν μυστήρια, δοξασίες και μύθους. Στα Κύθηρα υπάρχει ο μύθος ότι με πύρινη μορφή εμφανίζονταν και τα στοιχειά ή τα ‘’θαλασσινά τελώνια’’. Μάλιστα έλεγαν ότι εμφανιζόταν ο βρυκόλακας ‘’Λάμπασμα ή Λάμπαστρο’’ ( από το ρήμα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

249


λαμπάζω ή λαμπάσσω που σημαίνει τρομοκρατώ με λάμψεις).

Και τα UFO θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε ‘’λαμπάσματα ή λάμπαστρα’’, αν κατοικούσαμε στα Κύθηρα (γιατί πολλά φαίνονται σαν φωτιές στον ουρανό). Λένε, ότι οι μυστηριώδεις αυτές πλανητικές λάμψεις ή φώτα μοιάζουν με σφαιρικές μπάλες, μεγέθους από μπαλάκι για ρακέτες μέχρι μπάλα της καλαθοσφαίρισης και τα παρομοιάζουν με τους ‘’σφαιρικούς κεραυνούς’’, ένα σπάνιο φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Η λαϊκή παράδοση σε πολλές χώρες (π.χ., Βαλτική, Σκανδιναβία, Ιρλανδία) πιστεύει ότι τα φαινόμενα ‘’ Will-O'-The-Wisps ‘’ αποτελούν το θεματοφύλακα και σηματοδοτεί τοπογραφικά τη θέση κάποιου κρυμμένου ‘’Θησαυρού’’ βαθιά μέσα στο έδαφος ή στο νερό, και μάλιστα λέγεται ότι στις αρχές του φθινοπώρου είναι η καλύτερη στιγμή για να αναζητηθεί αυτός ο θησαυρός και ανταμείβονται πλουσιοπάροχα όσοι έχουν το θάρρος και δεν τους τρομάζουν οι δοξασίες και οι θρύλοι για φαντάσματα, νεράιδες, ξωτικά, διαβόλους και τέρατα. Στην Ευρωπαϊκή λαογραφία, αυτά τα ‘’φώτα’’ πιστεύεται ότι είναι πνεύματα των νεκρών, νεράιδες, ή μια ποικιλία άλλων υπερφυσικά όντα που προσπαθούν να οδηγήσουν τους ταξιδιώτες στην εξαφάνισή τους. Στους ψαράδες της δυτικής Βεγγάλης και του Μπαγκλαντές αυτά τα φώτα στις αβαθείς περιοχές όπου ψαρεύουν, κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου λέγεται ότι οφείλονταν σε κάποιο είδος ανεξήγητων εμφανίσεων αερίων στα έλη, που μπερδεύουν τους αλιείς και τους έκαναν να χάνουν τον προσανατολισμό τους, και μπορεί ακόμη και να τους οδηγούσαν σε πνιγμό αν κάποιος αποφάσιζε να ακολουθήσει αυτά τα φώτα μέσα στις ελώδεις περιοχές. Οι τοπικές κοινότητες της περιοχής πιστεύουν ότι αυτά τα παράξενα φώτα που αιωρούνται στους βάλτους-είναι στην πραγματικότητα ‘’φώτα φαντασμάτων’’ που εκπροσωπούν τα φαντάσματα του ψαρά ο οποίος πέθανε στο ψάρεμα. Μερικές φορές μπορεί να μπερδεύουν τους ψαράδες, και μερικές άλλες φορές να τους βοηθούν να αποφύγουν μελλοντικούς κινδύνους. Στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη, τα φαινόμενα ‘’Will-O’-The-Wisps’’ είναι γνωστό ως ’’ Luz mala’’ (κακό φως) και είναι ένας από τους σημαντικότερους μύθους στη λαογραφία των δύο χωρών. Το φαινόμενο αυτό που συνήθως εμφανίζεται ως μία εξαιρετικά λαμπερή μπάλα φωτός η οποία αιωρείται πάνω από το έδαφος ή και επιπλέει πάνω από το νερό ελωδών περιοχών, είναι αρκετά τρομακτικό και παρατηρείται κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Στο Μεξικό καλούνται τα φαινόμενα ‘’Will-O’-The-Wisps’’ ως ‘’Brujas’’ (μάγισσες), και εξηγούνται ως οφθαλμαπάτη όπου μάγισσες μετατρέπονται σε μπάλες φωτός, αλλά σε άλλες περιοχές εικάζεται ότι οι φωτεινές μπάλες υποδεικνύουν το μέρος όπου είναι κρυμμένος χρυσός ή θησαυρός και μόνο με τη βοήθεια των παιδιών μπορούν να βρεθούν (‘’Luces del Dinero’’- φώτα χρημάτων, ή Luces del Tesoro -φώτα θησαυρού). Η ελώδης περιοχή της Μασαχουσέτης γνωστή ως Τρίγωνο ‘’Bridgewater’’, η εκεί λαογραφία τα αναφέρει για φαντάσματα και ξωτικά, όπως και στην Αυσταλία τα γνωστά φώτα ‘’ Min Min’’ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.todayifoundout.com/…/what-causes-will-o-the-wis…/, http://inamidst.com/lights/wisp/, https://en.wikipedia.org/wiki/Will-o'-the-wisp ). Η ΛΙΜΝΗ ΤΑΚΑ, ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ (πηγές: σταχυολόγηση από Αλεξίου, 2009 -Μεταπ., Διατρ., ΓΠΑ, 92σελ., Ολοκληρωμένη διαχείριση ταμιευτήρα Τάκας, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, 2008 -Τεχν. Έκθεσ., Δ/νση Μελετών και Κατασκευών, Οριστική μελέτη ταμιευτήρα Τάκας-Προμελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, Οικονόμου και συν., 1999 -Τεχν., Έκθεσ., ΕΚΘΕ/ΠΕΝΕΔ, 341σελ., +4 Παραρτ., Ενδημικά ψάρια Δ.Ελλάδος και Πελοποννήσου, κατανομή, αφθονία κίνδυνοι, μέτρα προστασίας, Koumpli-Savantzi et al., 1997 -Fed., Repert., 108, 5-6, 453-461, A contribution to the hydrophilous flora of Peloponnisos, Κορτέση, Αποστολίδης και συν., 1996 -Τεχν., Έκθεσ., ΟΤΜΕ και ΥΔΡΟΤΕΚ/Υπουργείο Γεωργίας, 88σελ., και 2 Παραρτ., Μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων ταμιευτήρα Τάκα, Ν. Αρκαδίας και από http://dspace.aua.gr/xmlui/bitstream/handle/10329/87/Alexiou.pdf?sequence=1, http://www.arcadiavoice.gr, http://www.naturagraeca.com, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/).

Η λίμνη Τάκα, αναφέρεται ως τέως λίμνη ή και έλος ή και ταμιευτήρα ή λιμνοδεξαμενή, καθώς σήμερα έχει δημιουργηθεί, πάνω στην παλαιά λίμνη και σε μικρότερη έκταση ταμιευτήρας νερού (σχήμα ταμιευτήρα τραπεζοειδές, μήκος μεγάλης βάσης περίπου 1,35μ., μήκος μικρής βάσης περίπου 1,12μ., ύψος τραπεζίου 0,85μ .) για την άρδευση της γύρω καλλιεργούμενης περιοχής (νότιο τμήμα Μαντινειακού οροπεδίου). Η Τάκα, βρίσκεται, νότια της Τρίπολης, στη νότια πλευρά του Μαντινειακού οροπεδίου, σε υψόμετρο +657 μέτρα και περιβάλλεται από λόφους με αραιή βλάστηση και είναι ανοιχτή προς τα ανατολικά (οροπέδιο της Τεγέας). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

250


Η λίμνη Τάκα αποτελούσε από πολύ παλιά ένα σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της Αρκαδίας. Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ρηχές και εποχικές λίμνες ( εποχικά κατακλυζόμενος υγρότοπος ) στην Ευρώπη. Το χειμώνα πλημμύριζε, αλλά στο τέλος της άνοιξης ξηραινόταν, καθώς τα νερά της κυλούσαν σε καταβόθρες που τροφοδοτούσαν τους υπόγειους υδροφορείς. Οι καταβόθρες συντηρούνταν και καθαρίζονταν από τους ντόπιους και διατηρούνταν ανοικτές με ειδικές πέτρινες κατασκευές. Όταν στο τέλος της άνοιξης τα νερά υποχωρούσαν παρέμεναν λιμνάζοντα νερά-έλη στις βαθύτερες περιοχές. Το καλοκαίρι το τοπίο άλλαζε εντελώς και στη θέση της λίμνης εμφανιζόταν μια πεδιάδα με υγρά λιβάδια. Τα τελευταία χρόνια, οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις και πιέσεις στην περιοχή της λίμνης, έχουν υποβαθμίσει σημαντικά το βιότοπο και έχουν οδηγήσει στη συρρίκνωση του. Ακόμα και έτσι όμως, η Τάκα εξακολουθεί να μας εκπλήσσει με τον φυσικό της πλούτο. Εκτός των άλλων ήταν και είναι γνωστή κυρίως για τη μεγάλη οικολογική της αξία, ειδικότερα για την ορνιθοπανίδα. Η λίμνη Τάκα αποτελεί ένα αναντικατάστατο οικοσύστημα, ικανό να υποστηρίξει μια πληθώρα ειδών, πολλά από τα οποία είναι σπάνια και απειλούμενα.

Η λίμνη, σε σχέση με την έκταση που κάλυπτε παλαιότερα, έχει συρρικνωθεί και παρουσιάζει έντονη εποχική διακύμανση της επιφάνειας της. Παρόλα αυτά, η Τάκα αποτελεί και σήμερα, σημαντικό υγρότοπο της Πελοποννήσου. Παλαιότερα, η λίμνη Τάκα αποτελούσε μια μεγάλη αβαθή εποχική λίμνη ( εποχικά κατακλυζόμενος υγρότοπος), η οποία γέμιζε με νερό το χειμώνα και την άνοιξη, το καλοκαίρι στο κέντρο της υπήρχε ένα μικρό έλος, ενώ τα νερά της διέφευγαν από φυσικές καταβόθρες της περιοχής. Αυτή η εποχική διακύμανση, ξεπερνούσε και τα 3 μέτρα, ενώ την καλοκαιρινή περίοδο το νερό περιορίζεται σε μερικές λακκούβες που έχουν δημιουργηθεί από την αργιλοληψία της τοπικής βιοτεχνίας τούβλων και κεραμιδιών. Το μέγεθος και το βάθος της μεταβάλλονταν σημαντικά από εποχή σε εποχή και από χρόνο σε χρόνο, ανάλογα με το ύψος των βροχοπτώσεων, την άρδευση των καλλιεργειών της πεδιάδας της Τεγέας, τη δραστηριότητα των πηγών, των υπογείων ρευμάτων και άλλα. Η Τάκα, ανήκει στην υδρολογική λεκάνη απορροής του Αλφειού ποταμού, όπου μέσω των καταβόθρων τον εμπλουτίζει με τα νερά της. Στη λίμνη απορρέουν τα υδατορέμματα της περιοχής που δεν έχουν σημαντική ροή, με κυριότερα το Σαραντάπορο και το Βαλτετσόρεμα. Στη νότια πλευρά της υπάρχει η μεγάλη καταβόθρα από την οποία απορρέουν τα πλημμυρικά νερά της περιοχής. Άλλες 5 καταβόθρες βρίσκονται στη βόρεια πλευρά. Η παροχετευτικότητα των καταβοθρών δεν είναι σταθερή, καθώς εμφανίζονται συχνές εμφράξεις του στομίου τους από φερτά υλικά, ενώ είναι σχετικά άγνωστα η υπόγεια λειτουργία και διαδρομή τους ( οι καταβόθρες συντηρούνταν και καθαρίζονταν από τους γεωργούς και διατηρούνταν ανοικτές με ειδικές πέτρινες κατασκευές). Τα εδάφη της πεδινής περιοχής της Τάκα, είναι αλλουβιακά και προήλθαν από εναποθέσεις φερτών υλικών από τα υδατορέμματα της περιοχής. Η λίμνη, εξαιτίας της έντονης διακύμανσης της στάθμης της, φιλοξενούσε στο παρελθόν περιορισμένο αριθμό ελόφυτων (π.χ., Eleocharis palustris, Ranunculus marginatus, Alisma plantago-aquatica), υδρόφυτων (π.χ., Potamogeton gramineus, Ranunculus rionii), αλλά και χαρόφυτα (π.χ., Chara globularis v.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

251


globularis). Από τη βενθική πανίδα στο παρελθόν είχε καταγραφεί στην Τάκα και το ενδημικό γαστερόποδο Bithynia hellenica.

Η προκαταρκτική πρόταση της Ελλ. Ορνιθολογικής Εταιρείας για την αποκατάσταση του υγροτόπου της Τάκας.

Στην ευρύτερη περιοχή της πεδιάδας της Τάκα συχνά απαντώνται η λευκή ιτιά (Salix alba) με την εύθραστη ιτιά (Salix fraxilis) σε μικρές συστάδες, στους καλλιεργούμενους αγρούς η μηλιά ( Pyrus malus), ενώ στα εγκαταλειμμένα χωράφια η γκορτσιά (Pyrus amygdaloformis), μάραθος, αγριοβίκος, καντηλάκι, μολόχα, τσουκνίδα γαλατσίδα και άλλα. Στα ρέματα απαντώνται λεύκες (αργυρόφυλλη –Populus alba, τρέμουσα –Populus tremula), πλατάνια (Platanus orientalis), σφενδάμνια (Acer monspessulanum), καλάμια και άλλα. Στα πεδινά τμήματα απαντώνται σπάρτα (Spartium junceum), βάτα (Rubus coesius), αγριοτριανταφυλλιές (Rosa sp.), ενώ στη δασική βλάστηση επικρατεί το πουρνάρι (Quersus coccifera), η ασφάκα (Phlomis fruticosa) η κοκορεβυθιά (Pistasia terebinthus), ο κράταιγος (Crataegus sp.) και άλλα. Η πανίδα της περιοχής είναι σχετικά πλούσια με νερόφιδα, αμφίβια, νυφίτσες, ασβούς, αλεπούδες, σκαντζόοιρους, λαγούς και πολλά πτηνά. Την περιοχή της Τάκα επισκέπτονται πλήθος από υδρόβια και άλλα πτηνά όπως χαλκόκοτα, καλαμόκιρκος, νυχτοκόρακας, βασιλαετός, γλαρονάκι, φιδαετός, αλκυόνη κ.ά. Παλαιότερα και κατά το χειμώνα συγκεντρώνονταν πολλά υδρόβια πουλιά, ιδιαίτερα τις περιόδους με παγωνιά στη βόρεια Ελλάδα. Αργά την άνοιξη, όταν η έκταση της παλαιάς λίμνης ήταν ακόμη πλημμυρισμένη, στα ρηχά νερά και στα υγρά λιβάδια της τρέφονταν ερωδιοί, χαλκόκοτες και μικρότερα παρυδάτια πουλιά σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Στην κρίσιμη περίοδο της εαρινής μετανάστευσης η Τάκα ήταν ο δεύτερος σημαντικός υγρότοπος που συναντούσαν τα πουλιά μετά τη διάσχιση της Μεσογείου (ο πρώτος είναι το δέλτα του Ευρώτα). Έτσι, σταματούσαν για να ξεκουραστούν και να τραφούν μερικές μέρες. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής που την καθιστούσε σημαντική για την πανίδα, ήταν τα υγρά λιβάδια και οι ρηχές εκτάσεις (με βάθος νερού μικρότερο από μισό μέτρο), όπου τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά μπορούσαν να τραφούν. Στις γύρω ημιορεινές περιοχές εξακολουθούν να φωλιάζουν αρπακτικά πουλιά που τρέφονται και στον υγρότοπο. Για αυτούς τους λόγους, η Τάκα και η γύρω από αυτήν έκταση χαρακτηρίσθηκε στο παρελθόν ‘’Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά’’ (ΣΠΠ) μετά την πρώτη καταγραφή που έγινε στην Ευρώπη το 1988 από την διεθνή ένωση των ορνιθολογικών οργανώσεων ‘’BirdLife International’’, με την συνεργασία της ‘’Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας’’ στην Ελλάδα. Στην συνέχεια όμως το 2000, στην δεύτερη αξιολόγηση που έγινε, η περιοχή δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της ως ΣΠΠ διότι, αν και τα είδη που υπήρχαν και πριν εξακολουθούσαν να επισκέπτονται την περιοχή, οι πληθυσμοί τους ήταν μικρότεροι τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλονταν κυρίως στις χρονιές παρατεταμένης ξηρασίας της περασμένης δεκαετίας, οπότε η έκταση δεν πλημμύριζε ή γιατί η έκταση που κατακλυζόταν από νερά ήταν μικρότερη, ενώ η πρόσφατη δημιουργία του ταμιευτήρα λειτουργεί προς το παρόν αρνητικά για τα υδρόβια πτηνά. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

252


Η έντονη διακύμανση της στάθμης της λίμνης αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα και για την ιχθοπανίδα, Ωστόσο, από τα αυτόχθονα είδη απαντάται το ενδημικό της βαλκανικής, πελασγός της Στυμφαλίας ή ντάσκα (Pelasgus ή Pseudofoxinus stymphalicus) που έχει την ικανότητα να διαβιεί σε μικρούς όγκους νερού ή και στη λάσπη και κάτω από ακραίες συνθήκες θερμοκρασιών, ο κοινός κυπρίνος (Cyprinus carpio) που έχει εισαχθεί στην περιοχή, όπως και το κουνουπόψαρο (Gambusia holbrooki). Η κατασκευή του ταμιευτήρα της Τάκα, μεταξύ των άλλων αποσκοπεί στην κάλυψη των αρδευτικών αναγκών μεγάλου τμήματος του κάμπου του Μαντινειακού λεκανοπεδίου, στην προστασία της περιοχής από την υπερχείλιση της λίμνης και τη συγκράτηση των νερών της με στόχο στην ανάδειξή της σε σημαντικό βιότοπο και τουριστικό πόλο. Σημειώνεται, ότι η περιοχή της Τεγέας αντιμετώπιζε ανέκαθεν οξύ αρδευτικό και υδροδοτικό πρόβλημα, με συνέπεια πολλές αγροτικές καλλιέργειες να έχουν εγκαταλειφθεί ή να είναι προβληματικές. Από τον Αύγουστο του 1999 έχουν αρχίσει οι εργασίες του έργου "Ταμιευτήρας Τάκας" που σκοπό έχουν την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών του νότιου τμήματος του Μαντινειακού λεκανοπεδίου. Το έργο περιλαμβάνει την κατασκευή ενός ταμιευτήρια υδάτων σχήματος τραπεζίου συνολικής επιφάνειας 1700 στρεμμάτων. Ο ταμιευτήρας βρίσκεται στο κέντρο της άλλοτε λίμνης και οριοθετείται από ένα ανάχωμα συνολικού ύψους 13 μέτρων και μήκους 4,4χλμ., ενώ το βάθος της απολήψιμης στοιβάδας νερού είναι τα 10 μέτρα. Η χωρητικότητα της τεχνητής αυτής δεξαμενής προβλέπεται να φθάσει τα 12.000.000 κυβικά μέτρα νερού, και το νερό θα χρησιμοποιηθεί για την άρδευση 30.500 στρεμμάτων γόνιμων εδαφών της περιοχής. Επίσης, έχουν προβλεφθεί από την μελέτη να χρησιμοποιηθούν φυσικά υλικά όπως πέτρες από την γύρω περιοχή και χώμα από την ίδια την λίμνη για την κατασκευή του αναχώματος, ώστε να διαταραχθεί στο ελάχιστο το περιβάλλον της περιοχής. Στο έργο αυτό συμπεριλαμβάνονται και δύο περιφερειακές διώρυγες μετά των ειδικών έργων εκτροπής που λειτουργούν ως αγωγοί μεταφέροντας στον ταμιευτήρα νερό από το Βαλτετσόρεμα και από το ρέμα της Μανθηρέας. Τέλος, το έργο συμπληρώθηκε με την κατασκευή αντλιοστασίου υδροληψίας δίπλα στο ανάχωμα του ταμιευτήρα και περιμετρικές αποχετευτικές τάφρους που οδηγούν τα εκτός του αναχώματος νερά της λίμνης στο αντλιοστάσιο και τις καταβόθρες.

Και σε σχετική έκθεση της Ορνιθολογικής Εταιρίας (συντάκτης Μπούσμπουρας), για τους κινδύνους και απειλές στον ταμιευτήρα της Τάκας αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: ‘’Σήμερα, η λίμνη Τάκα, μετά την αναδημιουργία της, βρίσκεται σε μια πολύ σημαντική περίοδο για την παραπέρα εξέλιξή της. Ο ταμιευτήρας που κατασκευάστηκε στην περιοχή έχει σκοπό τη συγκράτηση των νερών και την αγροτική αξιοποίηση των γύρω χωραφιών. Ο ταμιευτήρας που έχει τραπέζιο σχήμα και περίμετρο 4,4 χλμ. έχει αλλοιώσει το τοπίο της περιοχής. Η συγκράτηση των νερών σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση ή και απουσία των άλλοτε υγρών λιβαδιών στην περιοχή, έχει σαν αποτέλεσμα να λιγοστέψουν σε μεγάλο βαθμό τα χιλιάδες πουλιά που την επισκέπτονταν στο παρελθόν. Η λίμνη Τάκα είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σταδιακής υποβάθμισης ενός μοναδικού, άγριου οικοσυστήματος. Στην περιοχή κατασκευάστηκε ταμιευτήρας με σκοπό την συγκράτηση των νερών και την αγροτική αξιοποίηση των γύρω χωραφιών. Ο ταμιευτήρας που έχει τραπέζιο σχήμα και περίμετρο 4,4 χλμ. έχει αλλοιώσει δια παντός το τοπίο της περιοχής. Η ειρωνία μάλιστα είναι ότι το έργο βαφτίστηκε περιβαλλοντικό προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συγκράτηση των νερών σε συνδυασμό με το ανεξέλεγκτο κυνήγι κατά τη διάρκεια του χειμώνα έχει σαν αποτέλεσμα να λιγοστέψουν σε μεγάλο βαθμό τα χιλιάδες πουλιά που την Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

253


επισκέπτονταν στο παρελθόν. Είναι βέβαιο ότι η έντονη άρδευση σε λίγα χρόνια θα εξαφανίσει εντελώς τη λίμνη, καθώς πλέον, ακόμα και το χειμώνα, οι περιοχές γύρω από τον ταμιευτήρα μαζεύουν ελάχιστα νερά.

Η λίμνη Τάκα μαζί με τη λίμνη Στυμφαλία συνιστούν τους σημαντικότερους εσωτερικούς υγροτόπους της Πελοποννήσου. Είναι εποχιακά κατακλυζόμενος υγρότοπος με μεταβαλλόμενη έκταση ανάλογα με το ύψος των βροχοπτώσεων στη λεκάνη απορροής της. Η περίσσεια νερών αποχετεύεται από πέντε καταβόθρες που υπάρχουν γύρω από την λίμνη. Σε ιδιαίτερα ξηρές χρονιές η λίμνη ξεραίνεται ολοκληρωτικά. Η έκταση που καταλαμβάνει σήμερα η λίμνη Τάκα αποτελεί τμήμα της αρχικής της έκτασης, μέρος της οποίας έχει αποδοθεί στην καλλιέργεια μετά από έργα αποστράγγισης. Στη λίμνη Τάκα, το χειμώνα συγκεντρώνονταν πολλά υδρόβια πουλιά, ιδιαίτερα τις περιόδους με παγωνιά στην βόρεια Ελλάδα. Την Άνοιξη έως και το Μάιο η γύρω έκταση είναι ακόμη πλημμυρισμένη και στα ρηχά νερά και τα υγρά λιβάδια τρέφονταν ερωδιοί, χαλκόκοτες και μικρότερα παρυδάτια πουλιά σε πολύ μεγάλους αριθμούς. Στην κρίσιμη περίοδο της εαρινής μετανάστευσης η Τάκα είναι ο δεύτερος σημαντικός υγρότοπος που συναντούν τα πουλιά μετά την διάσχιση της Μεσογείου. Ο πρώτος είναι το δέλτα του Ευρώτα. Έτσι στην Τάκα σταματούν για να ξεκουραστούν και να τραφούν μερικές μέρες. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής που την καθιστά σημαντική για την πανίδα είναι τα υγρά λιβάδια και οι ρηχές εκτάσεις (με βάθος νερού μικρότερο από μισό μέτρο) όπου τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά μπορούν να τραφούν. Στις γύρω ημιορεινές περιοχές φωλιάζουν αρπακτικά πουλιά που τρέφονται και στον υγρότοπο. Για αυτούς τους λόγους η Τάκα και η γύρω από αυτήν έκταση έχει χαρακτηρισθεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (ΣΠΠ) μετά την πρώτη καταγραφή που έγινε στην Ευρώπη το 1988 από την διεθνή ένωση Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

254


των ορνιθολογικών οργανώσεων BirdLife International, με την συνεργασία της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας στην Ελλάδα. Στην συνέχεια όμως το 2000, στην δεύτερη αξιολόγηση που έγινε η περιοχή δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της ως ΣΠΠ διότι, αν και τα είδη που υπήρχαν και πριν εξακολουθούσαν να επισκέπτονται την περιοχή, οι πληθυσμοί τους ήταν μικρότεροι τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλονταν κυρίως σε χρονιές παρατεταμένης ξηρασίας οπότε η έκταση δεν πλημμύριζε ή γιατί η έκταση που κατακλυζόταν από νερά ήταν μικρότερη.

Η περιοχή όμως εντάχθηκε τελικά στο δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης NATURA 2000 λόγω της σπανιότητας των περιοδικά κατακλυζόμενων υγροτοπικών οικοσυστημάτων στην Ελλάδα. Με τον πρόσφατο νόμο για την «διατήρηση της βιοποικιλότητας» χαρακτηρίστηκε Ειδική Ζώνη Διατήρησης – ΕΖΔ. Η ιδιόμορφη κατάσταση στην περιοχή μετά την παρατεταμένη ξηρασία της προηγούμενης δεκαετίας και η απαίτηση κατοίκων και περιβαλλοντικών υπηρεσιών για διαχείριση των υδάτων οδήγησε στην ανάπτυξη ενός προγράμματος για την διατήρηση της λίμνης ως υγρότοπου, την προστασία των περιμετρικών εκτάσεων από τις πλημμύρες και την διαχείριση των υδάτων. Αυτό που όλοι οι κάτοικοι και οι φορείς επιθυμούσαν άρχισε να υλοποιείται δυστυχώς με έναν φαραωνικό τρόπο. Το έργο αντιμετωπίστηκε όπως τα συνηθισμένα έργα των μηχανικών και το περιβάλλον παραβλέφθηκε εντελώς. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ενός ταμιευτήρα που μοιάζει περισσότερο με μεγάλη πισίνα ή φράγμα παρά με λίμνη. Τεράστιοι όγκοι χώματος και χαλικιών περιβάλλουν την μισή περίπου από την πρώην κατακλυζόμενη έκταση. Τα εσωτερικά πρανή αποτελούνται από χαλίκια και η κλίση τους είναι μεγάλη και απαγορευτική για τα πουλιά. Τα ρηχά νερά και τα υγρά λιβάδια που χαρακτήριζαν την περιοχή δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτόν το σχεδιασμό. Έτσι ο ταμιευτήρας που δημιουργείται είναι κατάλληλος μόνο για ελάχιστα είδη πουλιών, όπως τα βουτηχτάρια και λίγα είδη παπιών και μόνο για τον χειμώνα. Χάθηκε έτσι η ευκαιρία να βελτιωθεί ο υγρότοπος και στην πραγματικότητα φτιάχτηκε ένας κλασικός ταμιευτήρας υδάτων όπως αυτοί που κατασκευάζονται με αποκλειστικό σκοπό την άρδευση. Το έργο παρουσιάζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως περιβαλλοντικό και στο εσωτερικό ως αρδευτικό. Φαίνεται ότι κάποιοι πιστεύουν ότι κορόιδεψαν τους «κουτόφραγκους» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν χρηματοδοτεί αρδευτικά έργα. Πριν μερικά χρόνια κατά την φάση κατασκευής πλημμύριζαν εκτάσεις περιμετρικά του ταμιευτήρα δίνοντας πάλι την παλιά εικόνα του υγροτόπου και προσφέροντας καταφύγιο και χώρους αναζήτησης τροφής σε υδρόβια και παρυδάτια πουλιά. Από αυτό φαίνεται ότι δεν είναι ακόμη αργά και ότι μπορεί με μια σειρά από τροποποιήσεις και βελτιώσεις να δημιουργηθούν αυτές οι εκτάσεις. Με παρεμβάσεις, σε εκβαθύνσεις που έχουν απομείνει μετά από την αργιλοληψία για την κατασκευή του ταμιευτήρα είναι δυνατόν να δημιουργηθούν δίπλα σ’ αυτόν λιμνούλες που να προσομοιάζουν με φυσικές όπου μπορεί να αναπτυχθεί υπερυδατική βλάστηση. Επίσης με την διαμόρφωση περιοδικά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

255


πλημμυριζόμενων εκτάσεων με την μορφή υγρών λιβαδιών στην βόρεια πλευρά θα προσφερθούν οι κατάλληλες εκτάσεις για τροφοληψία. Τέλος με την προσθήκη κάποιων νησίδων είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ασφαλείς θέσεις για το φώλιασμα και την ανάπαυση των πουλιών. Το αποτέλεσμα αυτό το βλέπουμε στον παρόμοιο ταμιευτήρα και επίσης περιοχή του δικτύου NATURA 2000 στο Αρτζάν Κιλκίς όπου ήδη φωλιάζουν σπάνια είδη γλαρονιών. Τα μέτρα αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με την γεωργία, ενώ είναι απολύτως συμβατά με την κτηνοτροφία. Θα προσφέρουν επίσης τη δυνατότητα για αναψυχή και οικοτουρισμό. Ένα Κέντρο Ενημέρωσης και μια περιβαλλοντική διαδρομή μπορούν να υποστηρίξουν τέτοιες δραστηριότητες. Χρειάζεται όμως περιβαλλοντική ευαισθησία και ξεκάθαρους στόχους για να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν σωστά. Προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση είχαν γίνει και παλαιότερα αλλά άφησαν αδιάφορους τους παράγοντες που υλοποιούσαν ή παρακολουθούσαν το έργο. Η κατασκευή του ταμιευτήρα της Τάκας, του Αρτζάν, όπως και του ακόμα μεγαλύτερου της πρώην λίμνης Κάρλας στη Θεσσαλία, αποτελούν τα τρία πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αρδευτικών κατά βάση έργων, που βαφτίστηκαν ως παρεμβάσεις περιβαλλοντικής αποκατάστασης για να χρηματοδοτηθούν από την Ε.Ε. Η χρηματοδότηση αυτή εγκρίθηκε από την Κοινοτική γραφειοκρατία, με βάση όμως συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους που μιλούν για σειρά έργων επαναδημιουργίας υγροτόπων στην περιφερειακή ζώνη των ταμιευτήρων και διαχείρισή τους ως υγροτοπικά οικοσυστήματα. Τα έργα ολοκληρώνονται και όλοι περιμένουμε να δούμε πότε και με ποιο τρόπο θα τηρηθούν οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Είναι χρέος όλων μας και ιδιαίτερα των τοπικών φορέων και των περιβαλλοντικών οργανώσεων να διεκδικήσουν με κάθε νόμιμο μέσο την άμεση εφαρμογή περιβαλλοντικών όρων αποκατάστασης του υγροτόπου’’. ΟΙ ΛΙΜΝΙΣΙΕΣ ΒΑΡΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (από την ιστοσελίδα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΚΑΦΗ – https://sites.google.com/site/greekboatplans/articles/traditional-boats-part-c ) (πηγές: -Έρευνα επί των Ναυπηγικών Δεδομένων των Ελληνικού Τύπου Σκαφών, Σχολή Ναυπηγών Ε.Μ.Π. του Επίτιμου Καθηγητή Α. Αντωνίου, Προσωπικές Παρατηρήσεις, Σημειώσεις, Έρευνες, -Μελέτες και Σχέδια. Παραδοσιακή και Σύγχρονη Ναυπηγοξυλουργική του Σταύρου Ψαθέρη, Αθήνα.-Τα Καράβια της Καστοριάς του Πάνου Τσολάκη. και από Πλάβες και άλλα πλεούμενα – http://tangelonias.blogspot.com, Οι βάρκες της Δοϊράνης – http://www.doirani-webnode.gr, Γαΐτα στην λιμνοθάλασσα–http://www.mesologgi.wordpress.com, Βάρκες στο γιαλό– http://www.photoioannina.blogspot.gr -Διάφορες Φωτογραφίες από το Διαδίκτυο όπως αναφέρονται).

Οι λιμνίσιες βάρκες μας διατηρούνται μορφολογικά αναλλοίωτες από το χρόνο και κατασκευάζονται, ακόμη και στις μέρες μας, πρωτόγονα, όπως και προ αιώνων, χωρίς καμιά ουσιαστική εξέλιξη ως προς το όνομα, το τόπο καταγωγής, το σχήμα και τον προορισμό τους, χωρίς τις βασικές απαιτήσεις της ναυπηγικής τέχνης.

Οι κατασκευαστές τους – απλοί μαραγκοί, αγρότες, ψαράδες των παραλιμνίων περιοχών – δεν έχουν καμία ουσιαστική επαφή με το λιμνίσιο ή θαλασσινό στοιχείο και τις απαιτήσεις του. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

256


Λόγω της σχετικής ηρεμίας των λιμνών, των μικρών αποστάσεων που κινούνται, του μικρού βάθους πλεύσης και άλλα, οι βάρκες αυτές διαμορφώνονται με πλατύ πυθμένα, που ανυψώνεται πρώρα και πρύμα, για την ευκολότερη υπερπήδηση της τυχόν υδρόβιας βλάστησης και την ευκολότερη ανέλκυση τους στις όχθες. Οι εγκάρσιες τομές τους έχουν σχήμα ορθογώνιου ή τραπεζίου για ευκολία της κατασκευής. Συνήθως, κατασκευάζονται από τη διαθέσιμη ξυλεία της περιοχής, όπως δρυς, καραγάτσι, καστανιά, πεύκο, λεύκη, και άλλα, ενώ στεγανοποιούνται και χρωματίζονται με πίσσα. Μεταξύ των πλέον γνωστών λιμνίσιων βαρκών ξεχωρίζουν και περιγράφονται οι (τα): Βάρκες της λίμνης των Ιωαννίνων (Παμβώτιδα Λίμνη) που τα βασικά κατασκευαστικά στοιχεία της βάρκας είναι ο επίπεδος πυθμένας της, που διαμορφώνεται από ένα μονοκόμματο τεμάχιο ξυλείας και τα τεμάχια του πλωριού και πρυμνιού παδοστήματος. Στα τεμάχια αυτά στερεώνονται οι πλευρές (αποτελούνται από 3 σειρές μαδεριών), με τη μέθοδο της κλιμακωτής αρμολογίας. Το μήκος τους κυμαίνεται από 5,50–6,0 μέτρα, το πλάτος τους από 1,10–1,20 μέτρα και το μέσο βάθος τους 0,60– 0,70 μέτρα. Στην Εικόνα 24 (από τη σχετική ιστοσελίδα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΚΑΦΗ) φαίνονται 2 χαρακτηριστικές βάρκες αυτού του τύπου (Βάρκες στο γιαλό – http://www.photoioannina.blogspot.gr). Γαΐτες -Πριάρια της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου που το μήκος τους κυμαίνεται από 5,0–7,0 μέτρα, και το πλάτος τους από 1,20–1,40 μέτρα. Επειδή, η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου είναι μια ιδιαίτερη μορφή υγρού στοιχείου, που αποτελείται από μια χερσαία έκταση και καλύπτεται από θάλασσα βάθους γύρω στα 30 εκατοστά απαιτείται η κατάλληλη διαμόρφωση των βαρκών της, για επικοινωνία και για αλιεία. Η κίνηση τους γίνεται με ένα κοντάρι που πιεζόμενο στο βυθό της λιμνοθάλασσας κινεί τη βάρκα. Αυτές τις λιμνίσιες βάρκες άλλοι τις ονομάζουν Γαΐτες και άλλοι Πριάρια. Αυτοί που τις ονομάζουν Πριάρια, τις ξεχωρίζουν ανάλογα με το μέγεθός τους. Τα πολύ μικρά τα ονομάζουν Γαΐτούλες, τα μικρά Γαΐτες και τα μεγαλύτερα Πισκαρέσες. Η μορφή και η κατασκευή αυτών των βαρκών είναι επηρεασμένη από τα θαλασσινά σκαριά, ανεξάρτητα από την διαμόρφωση του επίπεδου πυθμένα τους και τη δευτερεύουσα μέθοδο συνδέσεως των κατασκευαστικών μελών τους. Στην περιοχή του πρωραίου πάγκου υπάρχει μια υποδοχή η οποία χρησιμεύει για τη στήριξη ενός κοντού ιστού με πανί τύπου σακολέβα και μερικές φορές λατινιού με πόδι. Στις Εικόνες 25 και 26 (από τη σχετική ιστοσελίδα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΚΑΦΗ) φαίνονται 2 χαρακτηριστικές βάρκες αυτού του τύπου (Γαΐτα στην λιμνοθάλασσα – http://www.mesologgi.wordpress.com και http://www.aixmi-news.gr αντίστοιχα). Το μήκος των Καραβιών δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται σήμερα από 5,50–6 μέτρα, ενώ παλαιότερα έφτανε τα 7 μέτρα. Η κάτοψή τους είναι αρκετά επιμήκης με πλάτος 1,20–1,30 μέτρα στο φαρδύτερο σημείο. Το πλάτος τους στην πλώρη είναι 0,50 – 0,60 μέτρα και στην πρύμη 1,10–1,15 μέτρα. Το κοίλον τους είναι περί τα 0,60–0,80 μέτρα. Το μεγαλύτερο πλάτος τους βρίσκεται προς το τμήμα της πρύμνης. Η πλώρη από τα 3/4 περίπου του μήκους τους αρχίζει να ανυψώνεται, έτσι που να διευκολύνεται η πλεύση τους ανάμεσα και πάνω από τη βλάστηση της λίμνης.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

257


Καράβια της λίμνης της Καστοριάς που η πρωτότυπη μορφή τους διαφέρει από κάθε λιμνίσιο ή ποταμίσιο πλεούμενο στον κόσμο. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι οι έντονα υπερυψωμένες άκρες τους, οι οποίες διαμορφώνουν άνετα καθίσματα με πλάτη. Η κατασκευή του Καραβιού είναι αρκετά δύσκολη και απαιτούνται ειδικές γνώσεις και εμπειρία. Παρατηρώντας την εγκάρσια τομή του Καραβιού, ιδιαίτερα στην περιοχή του πυθμένα, διαπιστώνουμε μια μικρή μορφολογική ομοιότητα - προσέγγιση - με την καμπύλη μορφή που παρουσιάζουν τα θαλασσινά μας σκάφη. Η κατασκευή του Καραβιού ολοκληρώνεται με καλαφάτισμα μαζί με εσωτερικό και εξωτερικό πισσάρισμα. Τέλος όλη η κατασκευή βάφεται με λαδομπογιά, συνήθως χρώματος γαλάζιου. Στην Εικόνα 27 (από τη σχετική ιστοσελίδα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΚΑΦΗ) φαίνεται μία χαρακτηριστική βάρκα αυτού του τύπου, ενώ στην Εικόνα 28 ένα επιτυχημένο μοντέλο της (από το βιβλίο τα Καράβια της Καστοριάς του Πάνου Τσολάκη).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

258


Καράβια της λίμνης Κορώνειας και Βόλβης που κατασκευαστικά πλησιάζουν κατά πολύ τις θαλασσινές βάρκες στρογγυλού πυθμένα, με χαρακτηριστικά διαμορφωμένα στις ανάγκες της λίμνης. Η πλώρη και η πρύμη τους, είναι σχεδόν όμοιες μεταξύ τους και ομοιάζουν τη μορφή των Τρεχαντηριών, αλλά με μεγαλύτερη κλίση και περισσότερο έντονη καμπυλότητα. Η κατασκευή αυτού του τύπου των βαρκών απαιτεί σημαντική εμπειρία και τεχνική, κάτι που είναι ασυνήθιστο για τις λιμνίσιες βάρκες. Οι νομείς του έχουν πρωτεύοντα κατασκευαστικό ρόλο και τοποθετούνται σε ισαποστάσεις της τάξης των 30 εκατοστών. Έχουν μήκος 6,30 μέτρα, πλάτος 1,30 μέτρα και μέσο βάθος 0,60 μέτρα, αν και οι διαστάσεις αυτές ποικίλλουν ελαφρώς, ανάλογα με τις απαιτήσεις. Στην Εικόνα 29 (από τη σχετική ιστοσελίδα ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΚΑΦΗ) φαίνονται μια χαρακτηριστική βάρκα αυτού του τύπου (Πλάβες και άλλα πλεούμενα – http://tangelonias.blogspot.com).

Πλάβες των λιμνών Βεγορίτιδας, Δοϊράνης Πρεσπών & Καστοριάς. που το ιδιαίτερο γνώρισμά τους είναι η τραπεζοειδής εγκάρσια τομή καθ’ όλο το μήκος τους με την μεγαλύτερη πλευρά του τραπεζίου τον πυθμένα τους και το σχετικά φαρδύ κάτω τμήμα τους που βαθμιαία μειώνεται προς τα πάνω. Η κλίση των πλευρών τους είναι μεγαλύτερη στις Πλάβες της Βεγορίτιδας, μικρότερης της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

259


Πρέσπας και της Δοϊράνης και σχεδόν ανύπαρκτη στης Καστοριάς. Έχουν ολικό μήκος 6,30 μέτρα, μήκος πυθμένα 5,0 μέτρα, μέγιστο πλάτος μεταξύ 1,20-0,90 μέτρα και μέσο βάθος 0,60 μέτρα, αν και οι διαστάσεις αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες. Οι Πλάβες έχουν οξεία πλώρη και φαρδύτερη πρύμη γύρω στα 40 εκατοστά, με έντονη κλίση. Οι νομείς της τοποθετούνται κάθε 50 περίπου εκατοστά και αποτελούν το βασικό κατασκευαστικό τους στοιχείο. Στις Εικόνες 30 (Πλάβες και άλλα πλεούμενα – http://tangelonias.blogspot.com) και 31 (Οι βάρκες της Δοϊράνης – http://www.doirani-webnode.gr) φαίνονται 2 χαρακτηριστικές Πλάβες.

Εξάλλου, από το βιβλίο συλλογικής προσπάθειας ‘’Πλεούμενα των Λιμνών και Ποταμών του Τόπου μας’’ Αδ., Διαμαντίδης, 2015, σελ., 100, έκδοση ‘’Αρτέον’’, σταχυολογούμε από την εισαγωγή: ‘’ Με βιβλική απλότητα και ταπεινότητα, έσκαψαν κορμούς, που άφθονοι βρίσκονταν στις όχθες τους, και σκάρωσαν τα πρώτα πλεούμενα. Έτσι, γεννήθηκε η ξυλοναυπηγική. Στο διάβα του χρόνου, ανακάλυψαν τη σχεδία και έχτισαν τις πρώτες βάρκες. Απλά, πρωτόγονα πλεούμενα, δημιουργήματα της παρατήρησης, της μαστοριάς και της δεξιοσύνης, του μαραγκού, του ψαρά, του αγρότη, του κτηνοτρόφου, του περατάρη και κάθε απλού ανθρώπου που μοχθούσε για μια καλύτερη ζωή. Τα πλεούμενα των λιμνών, λιμνοθαλασσών και ποταμών του τόπου μας ήταν ο καθημερινός σύντροφος των ανθρώπων που έζησαν στις όχθες τους και συνέβαλαν στην κοινωνική, πνευματική, οικονομική και πολιτιστική εξέλιξή τους. Ποιος μπορεί να αγνοήσει τη συμμετοχή τους σε αγώνες για την ελευθερία, σε ψαρέματα που έθρεψαν γενιές και γενιές Ελλήνων σε περιόδους φτώχειας και ανέχειας, σε μεταφορές ανθρώπων και αγαθών, μα και στην ψυχαγωγία των ανθρώπων που έζησαν κοντά τους; Ίσως πολλοί να μη γνωρίζουν τις Πάσσαρες της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου στον Αγώνα του ’21, τα Τομπάζια της Ανατολής που μετέφεραν τον πλούτο της διασχίζοντας λίμνες και ποτάμια, τα βυζαντινά Ακάτια της Καστοριάς που την απελευθέρωσαν, τις Πλάβες τού Μακεδονικού Αγώνα και τόσα άλλα σκαριά, που ιστορικοί και περιηγητές αναφέρουν στα συγγράμματά τους. Η ιστορία και η ζωή των ανθρώπων που έζησαν στους υγρότοπους του τόπου μας καταγράφτηκε στα νερά τους και αποτυπώθηκε σε αυτά τα απλά, αλλά μοναδικά πλεούμενα. Το καθένα πλεούμενο είναι μοναδικό, και χαρακτηρίζει τον τόπο που έπλεε και τη ζωή των ντόπιων κατοίκων του. Αυθεντικά, παραδοσιακά έργα μαστοριάς και γνώσης, που αποκτήθηκε στο διάβα των αιώνων. Οι κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και το φυσικό περιβάλλον του κάθε υγρότοπου επηρέασαν το χτίσιμό τους και διαμόρφωσαν της τελική μορφή τους. Χρησιμοποιούμε τη λέξη «πλεούμενα», γιατί ακριβώς η παρούσα έκδοση δεν παρουσιάζει μόνο τις βάρκες των γλυκών και υφάλμυρων νερών του τόπου μας, αλλά και άλλες πλωτές επινοήσεις των προγόνων μας, όπως Περαταριές, Σχεδίες και Μονόξυλα. Πολλά από αυτά τα πλεούμενα δεν υπάρχουν πλέον, καθώς ο άνθρωπος τα αντικατέστησε με άλλα μέσα, ενώ πολλοί ντόπιοι εγκατέλειψαν την ψαροσύνη, καθώς οι ζωές άλλαξαν και τα ψάρια λιγόστεψαν’’. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

260


Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

261


__________

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

262


4. Κρήτη και υπόλοιπα Νησιά

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

263


4. Οι μικρές Λίμνες στην Κρήτη και στα άλλα Νησιά

Σελ.

Περιεχόμενα

4.1

4.2

4.3

Εισαγωγή

264-265

Λιμνία και Μικρές Λίμνες στην Κρήτη

265-312

4.1α.περιοχή Ηρακλείου

269-280

4.1β. περιοχή Λασιθίου

280-289

4.1γ. περιοχή Ρεθύμνου

289-296

4.1δ.περιοχή Χανίων

296-312

Λιμνία και Μικρές Λίμνες στα Νησιά του Αιγαίου

313-400

4.2α. Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο (Θάσος, Ικαρία, Λέσβος, Λήμνος, Σαμοθράκη, Χίος, Σποράδες –Αλόνησος, Σκιάθος, Σκόπελος, Σκύρος, Τσουγκριάς-)

313-359

4.2β. Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο (Κυκλάδες –Αμοργός, Άνδρος, Ίος, Θηρασιά, Κίμωλος, Κύθνος, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος και Αντίπαρος, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος, Τήνος-, Σαρωνικός –Αγκίστρι, Αίγινα, Σαλαμίνα-, Δωδεκάνησα –Κως, Πάτμος, Ρόδος, Χάλκη-)

360-400

Λιμνία και Μικρές Λίμνες στα Νησιά του Ιονίου και σε άλλα Νησιά

400-435

4.3α. Ιόνια Νησιά (Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Λευκάδα και Μεγανήσι)

404-432

4.3β. Αντικύθηρα, Κύθηρα και Ελαφόνησος Λακωνίας

432-435

Εισαγωγή Η ύπαρξη και η διατήρηση των φυσικών υγροτόπων –που είναι και πολυπληθείς, αλλά και στην πλειονότητά τους μικροί σε μέγεθος- στα ελληνικά νησιά εξαρτώνται από το κλίμα, τη γεωμορφολογία και το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής, αλλά και από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες (π.χ., απειλές έργων και παράνομες απορρίψεις, ευαισθητοποίηση πολιτών, διάχυση γνώσης). Οι νησιωτικοί υγρότοποι στην Ελλάδα είναι κυρίως παράκτιοι φυσικοί σχηματισμοί (π.χ., λιμνία πολυποίκιλα, έλη υφάλµυρου ή αλµυρού νερού ή γλυκού νερού, λιμνία σε εκβολές ρυάκων, λιμνοθάλασσες, αλυκές), μικρές φυσικές υδατοσυλλογές κατά κύριο λόγο (π.χ., λιμνία με εποχική ή όχι παρουσία νερού, μικρές φυσικές λίμνες), αλλά και ημιφυσικά (π.χ., λεπιδόλακκοι, μπάρες) και τεχνητά υδάτινα σώματα (π.χ., λιμνοδεξαμενές, τεχνητές λίμνες). Στην Κρήτη έχουν καταγραφεί και αποτυπωθεί περισσότερες από 195 υγροτοπικές περιοχές, 500 περίπου στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, περίπου 100 στα Ιόνια νησιά και περίπου 10 στα νησιά του Αργοσαρωνικού και Κορινθιακού κόλπου. Συνολικά, οι υγροτοπικές εκτάσεις στα νησιά µας καλύπτουν έκταση περίπου 106 τ.χλµ., και φιλοξενούν σπάνιους τύπους οικοτόπων, ενώ αποτελούν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

264


χώρους διατροφής, φωλιάσµατος και αναπαραγωγής πληθυσµών εκατοντάδων ειδών ζώων, πολλά από τα οποία είναι απειλούµενα ή και ενδημικά (π.χ., το γκιζάνι της Ρόδου, το ψάρι της Λέσβου, ο βάτραχος της Καρπάθου, ο βάτραχος της Κρήτης, κ.ά). Στα νησιά του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης, η Λήµνος είναι το νησί που καλύπτεται στο µεγαλύτερο ποσοστό από υγροτοπικές περιοχές (2,6%) και ακολουθεί η Λέσβος (1,4%). Εξάλλου, η περιφέρεια της Λέσβου έχει τους περισσότερους σε αριθμό υγρότοπους (περισσότερους από 68) και ακολουθούν οι Κυκλάδες τα Δωδεκάνησου (γύρω στους 52), η Εύβοια (περισσότερους από 23) και οι Βόρειες Σποράδες (περίπου 18). Οι Κυκλάδες παρουσιάζουν το µικρότερο ποσοστό κάλυψης µε υγροτόπους (0,03-0,1%), ενώ όλες οι άλλες οµάδες νησιών (Σποράδες, Δωδεκάνησα, Εύβοια) έχουν ενδιάµεσα ποσοστά (0,16-0,26%). Οι υγρότοποι µε έκταση µεγαλύτερη από ένα στρέµµα είναι περισσότεροι από 263 σε αριθμό, ενώ από αυτούς, περίπου οι µισοί έχουν έκταση από 1-20 στρέµµατα. Η µεγάλη πλειονότητα των νησιωτικών υγροτόπων δεν ξεπερνά τα 100 στρέµµατα και µόνο 18 υγρτότοποι έχουν έκταση µεγαλύτερη από 500 στρέµµατα. Οι µεγαλύτεροι υγρότοποι των νησιών του Αιγαίου, εκτός της Κρήτης, είναι: *στη Λήµνο η Αλυκή (6.500 στρέµµατα) και η Χορταρολίµνη (3.000 στρέµµατα), * στην Εύβοια οι λιµνοθάλασσες Μικρό και Μεγάλο Λιβάρι (1.000 στρέµµατα) και η λίµνη του Δύστου (4.750 στρέµµατα), * στη Λέσβο το σύµπλεγµα των υγροτόπων του µυχού του κόλπου της Καλλονής, αλλά και η Αλυκή Πολυχνίτου και το Ντίπι Λάρσου (από 3.000 στρέµµατα), * στη Νάξο η Αλυκή (περίπου 1.000 στρέµµατα), που είναι και ο µεγαλύτερος υγρότοπος των Κυκλάδων και η Αλυκή Τιγκακίου Κω (1.000 περίπου στρέµµατα) που είναι ο µεγαλύτερος υγρότοπος των Δωδεκανήσων. Οι δυο µεγαλύτεροι εποχιακοί υγρότοποι του Αιγαίου είναι στη Λέσβο η Μεγάλη Λίµνη της Αγιάσσου (περίπου 1300 στρέµµατα) και στη Ρόδο το εποχικό λιμνίο-έλος της Κατταβιάς (περίπου 1200 στρέµµατα). Στα Ιόνια νησιά, περιοχή με μεγάλο ύψος ετήσιας βροχόπτωσης, είναι φυσιολογικό να εμφανίζεται μεγάλος αριθμός υγροτοπικών περιοχών. Σημειώνεται με έμφαση ο εντυπωσιακός αριθμός μικρών φυσικών υδάτινων σωμάτων στην Κέρκυρα, αλλά και στην Κεφαλονιά. Τα τελευταία χρόνια οι ανθρώπινες δραστηριότητες (π.χ., επέκταση καλλιεργειών, εκχερσώσεις, αποστραγγίσεις, διανοίξεις δρόμων κ.ά) υποβαθµίζουν και συρρικνώνουν µε ανησυχητικούς ρυθµούς τους νησιωτικούς υγρότοπους, ενώ η περιβαλλοντικοί ευαισθητοποίηση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο δημιουργούν κάποια εχέγγυα για την προώθηση μέτρων προστασίας, αποκατάστασης και διαχείρισή τους. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι κατά πόσον μπορούν να υλοποιηθούν μέτρα προστασίας τους, αλλά και η συνέχεια διαχειριστικών πρακτικών και άλλων διαδικασιών που να στηρίζονται σε επιστημονικό υπόβαθρο (πηγές: σταχυολόγηση κυρίως από WWF/ http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/el_GR/index.php, http://www.wwf.gr/areas/island-wetlands, http://www.ekby.gr/ekby/el/Greek_Wetlands_main_el.html, http://www.ramsar.org/, http://www.env-edu.gr/Chapters.aspx?id=144, http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=245&language=el-GR , http://dasarxeio.com/2015/02/02/2115-2/, http://www.naturanrg.gr/ellhnikoi-ygrotopoi-thhsayroi-biopoikilothtas/ , http://geodata.gov.gr/maps/url?Cf, http://www.repository.biodiversity-info.gr/bitstream/11340/823/1/178.pdf , http://www.naturagreace.gr, http://geodata.gov.gr/labs/?Cg ).

4.1 Λιμνία και Μικρές Λίμνες στην Κρήτη Τα Λιμνία (π.χ., Κολύμπες, Λούτσες, Λιμνούλες της βροχής και του χιονιού, Γούρνες, Γκίολες, Αρόλιθοι, Ρουσσιές ειναι μερικές από τις τοπικές ονομασίες για τα εποχικά λιμνία) ή Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα κατά την επιστημονική ορολογία, είναι εποχικοί υγρότοποι, τύπος οικότοπου με προτεραιότητα για προστασία και εξαιρετικής οικολογικής σημασίας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία ('Habitats' Directive 92/43/EEC, κωδικός δικτύου Natura2000: 3170* ).

Οι οικότοποι αυτοί, είναι συνήθως μικροί σε έκταση, εμφανίζουν ιδιαιτερότητες και φιλοξενούν σημαντικό αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας, με σπάνια και ενδημικά είδη για το εκεί υγρό και το ξηρό περιβάλλον. Τα συναντούμε σε μικρά βυθίσματα του εδάφους τα οποία συγκεντρώνουν νερό κατά τη χειμερινή περίοδο και συνήθως αποξηραίνονται, κυρίως λόγω εξάτμισης, κατά τη θερινή περίοδο. Η μικρή τους έκταση και η περιοδικότητα στην υδροπερίοδο τους έχουν οδηγήσει στο να παραμελείται η αξία τους, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται συρρίκνωση ή και εξαφάνιση τους, λόγω των ισχυρών πιέσεων που δέχονται από διάφορες δραστηριότητες. Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα ή Λιμνία έχουν καταγραφεί στην Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ελλάδα είχαν καταγραφεί 48 εμφανίσεις Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

265


των Μεσογειακών Εποχικών Τελμάτων μέχρι το 1996, ενώ το 2002, τεκμηριώθηκε η ιδιαίτερη αξιόλογη παρουσία τους σε 26 μόνο περιοχές της Κρήτης, εκ των οποίων οι 5 τουλάχιστον βρίσκονται στα Χανιά (Γαύδος, Φαλάσσαρνα, Ελαφονήσι, Γεωργιούπολη, Ομαλός ), 10 στο Λασίθι (Κουρουνών, Λιβάδι, Δωριών, Κάτω Λιμνία δυο, Λαμνώνι, Ζίρου, Αγίου Αντωνίου Δωριών, Δρήρου, Παρακαλούρι), 6 στο Ηράκλειο ( Ομαλός Βιάννου, Βρωμολίμνη Γέργερη, του Διγενή το Μνήμα, Στρούμπουλας, του Τούρκου ο Λάκκος), και 5 στο Ρέθυμνο (Γαρύπας, Κισσού, Κληδισίου, Ορνέ, Παλέ). Αξίζει να τονιστεί ότι η Κρήτη αποτελεί τη νοτιότερη περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου συναντώνται τα ¨Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα ή Λιμνία¨. Ωστόσο, η πλέον αντιπροσωπευτική μορφή των εποχικών λιμνίων στην Κρήτη βρίσκεται στον Ομαλό της Σαμαριάς (περιοχή Σελινιώτικου Γύρου), αλλά και στη νήσο Γαύδο με τους αρόλιθους (τοπική ονομασία για τα εκεί λιμνία). Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, τα εποχικά λιμνία υποστηρίζουν μια πλούσια βιοποικιλότητα που περιλαμβάνει υψηλή και χαμηλή βλάστηση, αμφίβια και γυρίνους, έντομα, πολλούς μικροοργανισμούς και μακροασπόνδυλα. Μερικά από τα είδη είναι ενδημικά και μερικά μπορούν επίσης να βρεθούν αλλού. Ακόμη, τα εποχικά λιμνία είναι απομονωμένα ενδιαιτήματα, που αποτελούν σημαντικό περιβάλλον για πολλά μεταναστευτικά πουλιά. Παρέχουν, εκτός από έναν βιότοπο για τα απειλούμενα και σπάνια είδη, ένα σημαντικό σταθμό για πολλά πουλιά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Σε μερικές περιπτώσεις τα είδη πανίδας και χλωρίδας εξαρτώνται και από τις υδρολογικές αλλαγές των λιμνίων, όσο αφορά την αναπαραγωγή ή την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής τους. Παραδείγματος χάριν, η διακύμανση των πλημμυρικών περιόδων παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση όχι μόνο της ποικιλομορφίας των φυτικών ειδών, αλλά και στο να επιτρέψει σε αυτά τα είδη την αναπαραγωγή τους. Η αλλαγή του υδρολογικού καθεστώτος επομένως θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες στη βιοποικιλότητα της περιοχής. Επίσης, υπάρχει ισχυρή πιθανότητα τα εποχικά λιμνία να συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση της ομάδας γονιδίων των ειδών που εμφανίζονται στα προσωρινά αυτά υδάτινα σώματα, όπως επίσης και στα μόνιμα ύδατα. Αυτή η αυξανόμενη ποικιλομορφία μπορεί να είναι κρίσιμη για την επιβίωση των ειδών που θα αντιμετωπίσουν τις πιθανές μελλοντικές αλλαγές στο Μεσογειακό και στο παγκόσμιο κλιματικό περιβάλλον. Τα ‘’Μεσογειακά Εποχικά Λιμνία’’, όπως και όλοι οι εποχικοί υγρότοποι, παρά το μικρό μέγεθός τους, εξαιτίας των φυσικών τους λειτουργιών και διεργασιών (υδρολογική, οικολογική, βιο-γεωχημική, βιοπαραγωγική-τροφική, κλιματική-μικροκλιματική, κ.α.), έχουν πολυδιάστατο ρόλο και προς το περιβάλλον και προς τον άνθρωπο. Έτσι, δημιουργούν και παρέχουν οφέλη τα οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν: -Συγκράτηση και προσφορά νερού (π.χ. πότισμα ζώων, άρδευση, εμπλουτισμός υπόγειων νερών, προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα). -Παραγωγή τροφής (π.χ. βόσκηση αγροτικών ζώων, συντήρηση των τροφικών πλεγμάτων της άγριας ζωής). -Ποικιλία ενδιαιτημάτων και υποστήριξη της βιοποικιλότητας (οικολογική σημασία). -Βελτίωση της ποιότητας του νερού και ακινητοποίηση - μετασχηματισμός των ρύπων σε ανενεργά συστατικά (βιο-γεωχημική σημασία). -Επηρεάζουν το μικρο-κλίμα της περιοχής μειώνοντας τις ζημιές από παγετούς και καύσωνες (κλιματική σημασία). -Πολυποίκιλες ευκαιρίες για έρευνα, εκπαίδευση, οικοτουρισμό, αναψυχή κ.ά. Αυτό που επισημαίνουν σχετικές μελέτες είναι ότι η υδρόβια πανίδα των εποχικών λιμνίων στη δυτική Κρήτη (Ομαλός, Φαλάσαρνα, Κουρνά, Γαύδος), είναι σχετικά πλούσια, καθώς ξεπερνά, σε πολλές περιοχές, τα 50 είδη σε ασπόνδυλα. Ανάμεσα σε αυτά, για τους γνώστες της πανίδας, ξεχωρίζουν τα Δίπτερα (Chironomidae, Culex sp., Pericoma sp.,), τα Κολεόπτερα (Berosus affinity), τα Ημίπτερα (Plea minutes soma), τα Ετερόπτερα (Corixa sp.,), τα Οδοντόγναθα (Ischnura sp., Anax sp.,), γενικά τα έντομα (λάρβες και ενήλικα άτομα), αλλά και τα Οστρακώδη απο τα Καρκινοειδή (Cyprididae). Η ελόβια, αμφίβια και υδρόβια χλωρίδα στα εποχικά λιμνία της δυτικής Κρήτης (Ομαλός, Φαλάσαρνα, Κουρνά, Χρυσοσκαλίτισσα-Ελαφονήσι, Γαύδος), είναι σχετικά πλούσια. Να, μερικά αξιοπρόσεκτα είδη (για τους γνώστες της χλωρίδας): απο τα ελόφυτα Juncus effusus, Eleocharis palustris sub holoschoenus, απο τα αμφίβια Isoetes hysteric, Elatine alsinastrum, απο τα υδρόφυτα Ranunculus peltatus sub. fucoides, Callitriche truncata sub occidentalis. Επίσης, στις περισσότερες περιοχές συναντώνται και τα Juncus bufonius, Carex divisa sub scirpoides, Montia arvensis, Ranunculus lateriflorus, Lythrum hyssopifolia, Plantago weldenii, Callitriche brutia και πολλά άλλα (π.χ., Tillaea vaillantii, Elatine Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

266


macropoda, Pilularia minuta ,Trifolium nigrescens, Cyperus fuscus, Juncus hybridus, Bellium minutum, Lotus conimbricensis, Spergularia bocconei, Zannichellia palustris, Ranunculus rionii, Zannichellia pedunculata) (πηγές: ερευνητικά προγράμματα LIFE και MAICH στην Κρήτη, Bergmeier and Dimopoulos, Grillas etc).

Εξάλλου, οι υγροτοπικές περιοχές στην Κρήτη είναι πολυάριθμες, δημιουργώντας ένα μωσαϊκό οικοτόπων στους οποίους περιλαμβάνονται ποτάμια, έλη, λιμνία, λίμνες, πηγές, αναβλύσεις, τεχνητά λιμνία, λιμνοδεξαμενές, φραγματολίμνες και άλλες υδατοσυλλογές. Επίσης, σημειώνεται ότι, οι υδρολογικές λεκάνες της Κρήτης, στην πλειονότητά τους, χαρακτηρίζονται από τη σχετικά μικρή τους έκταση, το πολυποίκιλο φυσικό τους περιβάλλον, τους σημαντικούς βιότοπους για πουλιά και ενδημικά είδη χλωρίδας και πανίδας, τη μωσαϊκότητα των τύπων οικοτόπων, αλλά και την πληθώρα οικοτόπων προτεραιότητας για την προστασία τους ( οδηγία 92/43/ΕΕ, στις περιοχές του δικτύου Νatura 2000). Σύμφωνα με μια σχετικά πρόσφατη πολύ σημαντική καταγραφή από το WWF ο αριθμός των φυσικών ή και ημιφυσικών υδάτινων σωμάτων και οικοσυστημάτων ξεπερνάει τα 200 από τα οποία στην περιοχή Ηρακλείου έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 71, 46 στο Λασίθι, 33 στο Ρέθυμνο και 51 στην περιοχή των Χανίων. Ειδικότερα, η δυτική Κρήτη χαρακτηρίζεται ως περιοχή με τους πλουσιότερους φυσικούς και τεχνητούς υγρότοπους (π.χ. Τεχνητή λίμνη Αγιάς, Υγροτοπικό σύστημα Γεωργιούπολης, Λίμνη Κουρνά, Εκβολές Ταυρωνίτη, Κερίτη, Κοιλιάρη, Μορώνη, Έλος Φαλάσαρνα, Λιμνοδεξαμενές Κουντουράς, Χρυσοσκαλίτισσας, Στομίου ). Η Κρήτη, παρά το ξηροθερμικό κλίμα της, διαθέτει μερικές φυσικές λίμνες, όπως είναι μεταξύ άλλων οι λίμνες Κουρνά, Γεωργιούπολης, Μαχαιρίδα, και η λίμνη Τοπόλια στα Χανιά, αλλά και τα Εποχικά Μεσογειακά Τέλματα ή Λιμνία (τύπος οικότοπου με προτεραιότητα για προστασία, σύμφωνα με τη Natura 2000 στον Ομαλό της Σαμαριάς Χανίων, στην περιοχής της Χρυσοσκαλίτισσας με τις πολυάριθμες Ρουσιές, στον Ομαλό Βιάννου, στο Βάϊ, στη Φαλάσαρνα, στη Γαύδο με τους Αρόλιθους κ.ά ), τη λίμνη Ορνέ (Σπήλι, Ρεθύμνου), τη Λιβάδα (Θραψανού, Ηρακλείου), το Λιγαρά (κάμπος Μοχού, Ηρακλείου), τη λίμνη του Τούρκου ή Λάκκος ή Κολυμπάς (Αχεντριάς Ηαρακλείου), και άλλες. Αναλυτική περιγραφή για τις φυσικές λίμνες και μερικά

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

267


εποχικά λιμνία της Κρήτης δείτε και στο ψηφιακό βιβλίο ‘’Οι Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/. Αναλυτικά οι πλέον ενδιαφέρουσες περιοχές περιγράφονται παρακάτω, ενώ τα σχετικά στοιχεία αντλήθηκαν με σταχυολόγηση κυρίως από το WWF Ελλάς και το http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/el_GR/index.php, αλλά και από http://www.ekby.gr/ekby/el/Greek_Wetlands_main_el.html, http://www.ramsar.org/, http://www.envedu.gr/Chapters.aspx?id=144, http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=245&language=el-GR, http://dasarxeio.com/2015/02/02/2115-2/, http://www.naturanrg.gr/ellhnikoi-ygrotopoi-thhsayroibiopoikilothtas/, http://www.naturagreace.gr, http://geodata.gov.gr/labs/?Cg, http://geodata.gov.gr/maps/url?Cf, http://www.wwf.gr/areas/island-wetlands.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

268


4.1α. περιοχή Ηρακλείου ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΜΝΙΟ ΟΜΑΛΟΣ ΒΙΑΝΝΟΥ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Στην νοτιοανατολική Δίκτη και ειδικότερα στις παρυφές του συμπλέγματος των κορυφογραμμών του Αφέντη Χριστού (2025 μ.), Ψαρής Μαδάρας, Κούπας, περικλείονται λεκανοπέδια ποικίλων μεγεθών από τα οποία το μεγαλύτερο και πιο ονομαστό είναι ο Ομαλός. Βρίσκεται σε υψόμετρο +1350 μέτρα και έχει μήκος περίπου 4,5 χλμ. και πλάτος 600 μέτρα. Η περιοχή, στον Ομαλό Βιάννου, χρησιμοποιείται κυρίως για τη βόσκηση των αιγοπροβάτων τους θερινούς μήνες, καθώς κάθε χειμώνα το οροπέδιο καλύπτεται απο πυκνό χιόνι. Το τοπίο είναι μαγευτικό. Όταν τα χιόνια λιώνουν, στο κέντρο του οροπεδίου σχηματίζεται μια μικρή εποχική λίμνη, η οποία διατηρείται μέχρι και αργά το καλοκαίρι. Παραπλήσια της εποχικής λίμνης, βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος, ενώ μέσα στο ιερό της εκκλησίας έχει πηγή νερού που χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι . Κατά το WWF, το εποχικό λιμνίο Ομαλού Βιάννου βρίσκεται στο ομώνυμο οροπέδιο, 3 χιλιόμετρα βόρεια του οικισμού Κεφαλόβρυση του Δήμου Βιάννου. Πρόκειται για ένα εποχιακό λιμνίο περίπου 450 στρεμμάτων, σε υψόμετρο περίπου τα +1300 μέτρα (ο υψηλότερος νησιωτικός υγρότοπος της Ελλάδας) που πλημμυρίζει τους χειμερινούς μήνες από τις κατακρημνίσεις και τα νερά των απορροών. Το νερό καταλήγει μέσω ενός μαιανδρικού καναλιού σε μια καταβόθρα (χώνος) και ο υγρότοπος αποστραγγίζεται. Ωστόσο, τους ξηρούς μήνες διατηρείται λίγο νερό τοπικά που προέρχεται από μια πηγή στο βορειοδυτικό τμήμα. Στο παρελθόν έχουν γίνει προσπάθειες στράγγισης της περιοχής όπως μαρτυρούν τα μικρά κανάλια που καταλήγουν στην καταβόθρα, προφανώς για τη χρήση του υγρότοπου ως βοσκότοπος. Έτσι, μέσα στον υγρότοπο υπάρχει έντονη βόσκηση, ενώ υπάρχουν σκόρπιες και λίγες περιφράξεις για τον σταυλισμό των ζώων. Επιπλέον, όταν δεν έχει νερό, μέσα από την οριοθετημένη περιοχή διέρχονται αυτοκίνητα και υπάρχει και παράνομο κυνήγι. Στο βόρειο τμήμα του λιμνίου υπάρχει εκκλησία και εγκαταλειμμένο οίκημα που προορίζονταν για κέντρο υποδοχής επισκεπτών. Στην περιοχή φαίνεται να απαντάται ο οικότοπος 3170* - Μεσογειακά εποχικά λιμνία. Η υγροτοπική βλάστηση περιλαμβάνει Ranunculus sp. και Juncus sp., ενώ όταν υποχωρούν τα νερά υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη και άλλων φυτών, όπως κρόκοι (Crocus sp.), σταμναγκάθια (Cichorium spinosum), είδη της οικογένειας Compositae κ.α. Σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης περιοχής Δίκτης (Γκατζέλια και συν. 2001) στην ευρύτερη περιοχή έχουν παρατηρηθεί 175 είδη πουλιών εκ των οποίων τα 99 χαρακτηρίζονται είδη που χρησιμοποιούν υγροτοπικές περιοχές, ανάμεσά τους και πολλά παρυδάτια και υδρόβια. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4310006, και Καταφυγίου Άγριας Ζωής, Κ857, ενώ όλος ο ορεινός όγκος της Δίκτης είναι χαρακτηρισμένη Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, GR190 ( Επίσκεψη για την Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

269


απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 22.04.2009 ) (πηγές:σταχυολόγηση από www.cretanbeaches.com/…/οροπέδια-και.…/μικρός-ομαλός-βιάννου , http://www.geocaching.com/seek/cache_details.aspx, http://pezopories.blogspot.gr/2010/08/blog-post.html και άλλα).

ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΡΙ, ΜΙΡΑΜΠΕΛΟ, ΚΡΗΤΗ Στο Παρακαλούρι, σήμερα γνωστό ως Άγιος Κωνσταντίνος, μέχρι αργά το καλοκαίρι, ο επισκέπτης μπορεί να δει μια εποχική λίμνη 7 στρεμμάτων, το Λιβάδι, που φιλοξενεί υδρόβια ζωή και πτηνά, είναι περικυκλωμένη από ελαιώνες και άλλη βλάστηση (Πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.cretanbeaches.com και άλλες τοπικές ιστοσελίδες ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

270


ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΜΝΙΟ ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΑ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Στην ανατολική πλευρά άλλες ρίζας άλλες κορυφής του Όρους Στρούμπουλα, συναντάμε το οροπέδιο του Στρούμπουλα. Τυπικό οροπέδιο για τα ασβεστολιθικά εδάφη της Κρήτης και με ελάχιστη βλάστηση λόγω άλλες εντατικής υπερβόσκησης.

Ο Στρούμπουλας κρύβει μια μοναδικά άγρια ομορφιά. Στη μέσα πλευρά του οροπεδίου, στο σημείο με τη χαμηλότερη στάθμη υπάρχει η άγρια ομορφιά. Στη μέσα πλευρά του οροπεδίου, στο σημείο με τη χαμηλότερη στάθμη υπάρχει η εποχική λίμνη του Στρούμπουλα. Ο σχεδόν άγνωστος άλλες υγρότοπος συγκεντρώνει άλλες χειμερινούς μήνες τα νερά των βροχών τα οποία σχηματίζουν μία λιμνούλα το μέγεθος άλλες οποίας εξαρτάται από το ύψος των βροχοπτώσεων άλλες κάθε χρονιάς. Το έντονα κόκκινο χρώμα εποχική λίμνη του Στρούμπουλα. Ο σχεδόν άγνωστος αυτός υγρότοπος συγκεντρώνει κατά τους χειμερινούς μήνες τα νερά των βροχών, τα οποία σχηματίζουν μια λιμνούλα το μέγεθος της οποίας εξαρτάται από το ύψος των βροχοπτώσεων κάθε χρονιάς. Το έντονο κόκκινο χρώμα του οροπεδίου που λασπώνει με τις βροχές συντελεί έτσι ώστε το χρώμα του νερού να έχει πάντοτε καφετιά γεώδη απόχρωση (σταχυολόγηση άλλες http://www.cretanbeaches και άλλες τοπικές ιστοσελίδες) . ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟ ΕΛΟΣ ΑΦΡΑΘΙΑΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Το έλος Αφραθιάς βρίσκεται στο δήμο Φαιστού, περίπου 1,4 χλμ., βόρεια - βορειοανατολικά από τον οικισμό Καλαμάκι. Πρόκειται για ένα παράκτιο υγρότοπο που αποτελείται από εποχικά λιμνία, υγρολίβαδα και αμμοθίνες. Στα δυτικά διαχωρίζεται από τη θάλασσα με μεγάλες σταθεροποιημένες αμμοθίνες, μοναδικές για την Κρήτη, που φτάνουν και τα 40 μέτρα. Η παρουσία του νερού είναι εποχική και προέρχεται από τα νερά της λεκάνης απορροής, τους δε θερμούς μήνες υπάρχουν μικρά σκάματα που διατηρούν λίγο νερό. Στο παρελθόν, το έλος αποτελούσε τμήμα του δέλτα του Γεροποτάμου, ωστόσο η αλλαγή των χρήσεων γης και η μείωση του νερού του ποταμού προφανώς συρρίκνωσαν την εκβολή και μόνο υπολλειματικά υπάρχουν σήμερα κάποια τμήματα όπως η Αφραθιά και η Καταλυκή. Οι πιέσεις που ασκούνται στον υγρότοπο είναι αρκετές με σημαντικότερες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

271


την εξόρυξη άμμου για οικοδομική δραστηριότητα, την απόθεση μπαζών και την εκχέρσωση για καλλιέργειες, τη δημιουργία οδικού δικτύου μέσα στα όρια με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των ενδιαιτημέτων και την κίνηση ‘’off-road’’ οχημάτων στους αμμόλοφους για αναψυχή. Παρά τις παρεμβάσεις, ο υγρότοπος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό την φυσικότητα του, ενώ η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική και αποτελείται κυρίως από καλάμια του είδους Phragmites australis, ενώ επιπλέον σε μικρούς πληθυσμούς υπάρχουν αρμυρίκια (Tamarix sp.), βούρλα (Juncus spp.) και άλλα κυπεροειδή. Επιπλέον απαντώνται και επιγενή είδη αν και η παρουσία τους είναι περιορισμένη. Στην περιοχή, απαντάται ο οικότοπος 72Α0 - Καλαμώνες

Όλη η περιοχή είναι σημαντική για τα μεταναστευτικά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009). Επίσης στον υγρότοπο αναφέρεται η παρουσία της νεροχελώνας Mauremis rivulata και του κρητικού ενδημικού βατράχου Pelophylax cretensis. Τμήμα του υγρότοπου βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4310004 και το σύνολό του βρίσκεται εντός Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4310012, ενώ επίσης η περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, GR186. Επιπλέον ο υγρότοπος προστατεύεται στα πλαίσια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου πρώην Δήμου Τυμπακίου (ΦΕΚ 175/ΑΑΠ/2010) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 30.09.2008 & 05/05/2009) .

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΥΦΑΛΜΥΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΚΗ, ΕΛΟΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΠΥΡΓΟΥ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Η Καταλυκή-Έλος παραλίας Κόκκινου Πύργου, βρίσκεται στο δήμο Φαιστού, περίπου 2 χλμ., δυτικά βορειοδυτικά του Τυμπακίου. Πρόκειται για ένα υγροτοπικό παράκτιο σύστημα που αποτελείται από ένα χαρακτηριστικό υφάλμυρο εποχικό λιμνίο, καθώς και άλλα εποχικά υγρολίβαδα και αλμυρόβαλτοι περιμετρικά αυτού. Στο παρελθόν, ο υγρότοπος αποτελούσε τμήμα του δέλτα του Γεροποτάμου, ωστόσο η αλλαγή των χρήσεων γης και η μείωση του νερού του ποταμού προφανώς συρρίκνωσαν την εκβολή και μόνο υπολλειματικά υπάρχουν σήμερα κάποια τμήματα όπως η Καταλυκή και η Αφραθιά. Ο υγρότοπος δεν είναι ενιαίος μιας και εντός της οριοθετημέτης έκτασης διέρχονται δρόμοι που έχουν διασπάσει τη συνοχή του. Στο κεντρικό τμήμα υπάρχει έκταση, η οποία τους χειμερινούς μήνες πληρώνεται με νερό από τις απορροές αλλά και από τη θάλασσα, ενώ το καλοκαίρι η στάθμη πέφτει και αποκαλύπτεται το αλατούχο υπόστρωμα. Στο λιμνίο υπάρχουν σκάμματα, πιθανόν για αποστράγγιση του χώρου. Στα βόρεια, συνορεύει με το λιμνίο μια σχετικά πρόσφατα εκχερσωμένη και μπαζωμένη έκταση που συμπεριλαμβάνεται στην οριοθέτηση, ενώ οι υπόλοιπες υγρολιβαδικές εκτάσεις δεν συνδέονται άμεσα με το λιμνίο, λόγω του οδικού δικτύου. Επιπλέον, δρόμος έχει διανοιχτεί και στην παράκτια ζώνη, διακόπτοντας τη φυσική συνέχεια της Καταλυκής προς τη θάλασσα. Τέλος, περίπου το 1/3 της οριοθετημένης έκτασης βρίσκεται εντός των ορίων του στρατιωτικού αεροδρομίου Τυμπακίου. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

272


Οι έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες στην περιοχή (αεροδρόμιο, εντατικές καλλιέργειες, εκχερσώσεις, διανοίξεις δρόμων) έχουν συρρικνώσει τον υγρότοπο, ενώ η τάση για οικιστική ανάπτυξη συνιστά σημαντική απειλή. Επιπλέον, σημαντικό πρόβλημα για την ευρύτερη περιοχή αποτελεί και η υφαλμύρινση του υπόγειου υδροφορέα (Κοκολάκης 2007). Απαντώνται στην περιοχή οι οικότοποι 72Α0 - Καλαμώνες, 1420 - Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες (Sacrocornetea fruticosi) και 2110 - Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, ενώ η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με Scripus sp. και αλοφυτική (Arthrocnemum sp.). Όσο αφορά την πανίδα, όλη η περιοχή είναι σημαντική για τα μεταναστευτικά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009), ενώ το παράκτιο τμήμα αναφέρεται ως παραλία ωοτοκίας της θαλάσσιας χελώνας (Caretta caretta). Το μεγαλύτερο τμήμα του υγρότοπου βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4310012, του δικτύου Natura2000, ενώ επίσης τμήμα του είναι χαρακτηρισμένο ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, GR186. Επιπλέον ο υγρότοπος προστατεύεται στα πλαίσια του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου πρώην Δήμου Τυμπακίου (ΦΕΚ 175/ΑΑΠ/2010) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 30.09.2008 & 05/05/2009).

ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΚΗΠΕΡΑ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Ο Κηπεράς εντοπίζεται περίπου 1,4 χλμ., νότιο - νοτιοδυτικά του οικισμού Ευαγγελισμός. Πρόκειται για ένα τεχνητό υγρότοπο που έχει δημιουργηθεί πιθανόν από απόληψη αργίλου, αλλά έχει αποκτήσει λειτουργίες εποχιακού λιμνίου. Η είσοδος του νερού γίνεται από τα κατακρημνίσματα και τους θερινούς μήνες διατηρεί ελάχιστο νερό στο κέντρο του. Περιμετρικά υπάρχουν καλλιέργειες ελιάς, γεγονός όμως που δεν επηρεάζει τις υγροτοπικές λειτουργίες του, παρόλα αυτά ο υγρότοπος απειλείται από τη σχεδιαζόμενη επέκταση του αεροδρομίου Καστελλίου. Όλη η επιφάνεια του υγροτόπου καλύπτεται από υγροτοπική βλάστηση με κυρίαρχα είδη τα Potamogeton sp., Ranunculus sp., Eleocharis sp., Typha sp.. Επιπλέον στον υγρότοπο φιλοξενείται ένας σημαντικός πληθυσμός του κρητικού ενδημικού βατράχου Pelophylax cretensis (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 07.2008).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

273


ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ 1 , ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Το τεχνητό λιμνίο Αναποδάρη 1 βρίσκεται περίπου 2,4 χιλιόμετρα νότια - νοτιοανατολικά του οικισμού Γαρίπα, στο Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Όλος ο Αναποδάρης συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR432405000 και ονομασία "Ποταμός Αναποδάρης" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια περιοχή από την οποία γίνονταν απόληψη αργίλου για την κατασκευή του φράγματος Ινίου. Ο υγρότοπος πλημμυρίζει εποχιακά από τα νερά του ποταμού και τους θερμούς μήνες ξεραίνεται τελείως. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από 2 είδη βούρλων (Juncus sp.) και αρμυρίκια (Tamarix sp.). Στην ευρύτερη περιοχή κυριαρχούν οι καλλιέργειες ελιάς, ενώ θα πρέπει να αναφερθούν οι σημαντικές μεταβολές των υδρολογικών συνθηκών του ποταμού που έχουν επιφέρει πολλές εξωποτάμιες δεξαμενές και φράγματα ανάσχεσης τα οποία συγκρατούν τα νερά για άρδευση των καλλιεργειών (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 05.2009 ).

ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ 2, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Το τεχνητό λιμνίο Αναποδάρη 2 βρίσκεται περίπου 2,5 χλμ., νότια - νοτιοανατολικά του οικισμού Γαρίπα, στο Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Όπως προείπαμε ο Αναποδάρης στο σύνολό του συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR432405000 και την ονομασία "Ποταμός Αναποδάρης" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια περιοχή από την οποία γίνονταν απόληψη αργίλου για την κατασκευή του φράγματος Ινίου. Στην συνέχεια έγινε διαμόρφωση του χώρου σκοπό την δημιουργία λιμνοδεξαμενής για την άρδευση των καλλιεργειών που βρίσκονται περιμετρικά. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από Potamogeton sp. και Ranunculus sp. Στον υγρότοπο απαντάται ο ενδημικός κρητικό βάτραχος Pelophylax cretensis (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 05.2009 ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

274


ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ 3, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Τα τεχνητά λιμνία Αναποδάρη 3 βρίσκονται περίπου 2,3 χλμ., βόρεια από τα Κάτω Καστελλιανά, στον Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Όλος ο Αναποδάρης συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR432405000 και ονομασία "Ποταμός Αναποδάρης" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για ένα σύνολο από μικρές δεξαμενές "δωμάτια" οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την απόληψη αργίλου για την κατασκευή του φράγματος Ινίου. Το νερό εισέρχεται στον υγρότοπο από τον ποταμό σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ενώ κατά τους ξηρούς μήνες ο υγρότοπος στεγνώνει.

Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος 92D0 - Παρόχθια δάση-στοές της θερμής Μεσογείου (NerioTamariceteae) και της Νοτιο-Δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου. Η βλάστηση είναι κυρίως δενδρώδης με κυρίαρχο είδος τα αρμυρίκια (Tamarix sp.) τα οποία καλύπτουν τον υγρότοπο κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι κυρίως οι καλλιέργειες ελιάς, ενώ σημαντική μεταβολή των υδρολογικών συνθηκών του ποταμού έχουν επιφέρει οι πολλές εξωποτάμιες δεξαμενές και φράγματα ανάσχεσης τα οποία συγκρατούν τα νερά για άρδευση των καλλιεργειών. Μέσα στα όρια του υγρότοπου γίνονται εκχερσώσεις και μετατροπή των χέρσων τμημάτων σε καλλιεργούμενες εκτάσεις (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 05.2009 ).

ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ 4, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ

Το τεχνητό λιμνίο Αναποδάρη 4 βρίσκεται περίπου 2,2 χλμ., βόρεια - βορειοανατολικά από τα Κάτω Καστελλιανά, στον Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Όλος ο Αναποδάρης συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR432405000 και ονομασία "Ποταμός Αναποδάρης" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

275


1994). Πρόκειται για ένα υδατοσυλλέκτη ο οποίος έχει δημιουργηθεί από την απόληψη αργίλου για την

κατασκευή του φράγματος Ινίου. Το νερό εισέρχεται στον υγρότοπο από τον ποταμό σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, ενώ κατά τους ξηρούς μήνες ο υγρότοπος στεγνώνει. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος 92D0 - Παρόχθια δάση-στοές της θερμής Μεσογείου (NerioTamariceteae) και της Νοτιο-Δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου. Η βλάστηση είναι κυρίως δενδρώδης με κυρίαρχο είδος τα αρμυρίκια (Tamarix sp.) τα οποία καλύπτουν τον υγρότοπο κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι κυρίως οι καλλιέργειες ελιάς, ενώ σημαντική μεταβολή των υδρολογικών συνθηκών του ποταμού έχουν επιφέρει πολλές εξωποτάμιες δεξαμενές και φράγματα ανάσχεσης τα οποία συγκρατούν τα νερά για άρδευση των καλλιεργειών (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 05.2009 ). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΝΑΠΟΔΑΡΗ 5, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Το τεχνητό λιμνίο Αναποδάρη 5 βρίσκεται περίπου 1,9 χλμ., βόρεια - βορειοανατολικά από τα Κάτω Καστελλιανά, στο Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Ο Αναποδάρης στο σύνολό του συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR432405000 και ονομασία "Ποταμός Αναποδάρης" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια περιοχή από την οποία γίνονταν απόληψη αργίλου για την κατασκευή του φράγματος Ινίου. Στην συνέχεια έγινε διαμόρφωση του χώρου με σκοπό την δημιουργία λιμνοδεξαμενής για την άρδευση των ελαιόδεντρων που υπάρχουν στην περιοχή. Υγροτοπική βλάστηση δεν έχει προλάβει να αναπτυχθεί εκτός από μερικά άτομα Tamarix sp. Μέσα στην δεξαμενή υπάρχουν νεροχελώνες Mauremis rivulata (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 05.2009 ).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΣΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΤΟ ΜΝΗΜΑ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Η Εποχική λίμνη στου Διγενή το Μνήμα, δίπλα στη λιμνοδεξαμενή της Γέργερης, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση εποχιακού υγρότοπου, που συγκεντρώνει νερό το χειμώνα και ξηραίνεται το καλοκαίρι.

Η φυσική κοιλότητα όπου βρίσκεται, και έχει τη μορφή ανάποδου κώνου, αποτελεί ένα ξεχωριστό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

276


γεώτοπο. Αν και το εποχικό τέλμα-Λιμνίο είναι απομονωμένο, διατηρεί πληθυσμούς αμφιβίων και ποταμοχελωνών, προσελκύει υδρόβια και παρυδάτια πουλιά (ερωδιοί, χαραδριοί, τρύγγες, γλαρόνια κ.α.) και παράλληλα φιλοξενεί μεταναστευτικά πουλιά (πηγή: http://www.cretanbeaches.com).

Η Βρωμολίμνη Γέργερης -του Διγενή το Μνήμα, βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρα ανατολικά βορειοανατολικά της Γέργερης, στο Δήμο Γόρτυνας. Πρόκειται για ένα τεχνητό λιμνίο η οποία έχει προκύψει πιθανόν από την απόληψη αδρανών υλικών σε παλαιότερα χρόνια. Μια άλλη εκδοχή δημιουργίας του είναι η καθίζηση του εδάφους. Η είσοδος του γλυκού νερού γίνεται από τις κατακρημνίσεις, ενώ δέχεται και τα νερά της υπερχείλισης της Λιμνοδεξαμενής της Γέργερης που βρίσκεται στον ίδιο χώρο. Η παρουσία του νερού είναι εποχική και τους θερινούς μήνες η λίμνη στεγνώνει με αποτέλεσμα να μη διατηρεί σχεδόν καθόλου υγροτοπική βλάστηση. Το πρανές της λίμνης είναι αρκετά απότομο, εκτός από δύο σημεία (βόρεια και νότια) που μειώνεται η κλίση του. Στην περιοχή, στο πλαίσιο προγράμματος LIFE του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, 00/GR/00685, έχουν γίνει εργασίες ανάπλασης του χώρου με δενδροφυτεύσεις, κιόσκια και ένα κέντρο ενημέρωσης. Επιπλέον περιμετρικά της δεξαμενής υπάρχει ξύλινος φράκτης και πινακίδες ενημέρωσης (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 09.2008).

ΛΙΜΝΟΥΛΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ -ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΗ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΔΑΜΟΘΙ, ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ, ΚΡΗΤΗ (πηγή:σταχυολόγηση απο http://www.cretanbeaches.gr)

Το Δαμόθι, σε υψόμετρο +1680 μέτρα, ανάμεσα στις δύο κορφές της Κουρούνας, +1850 μέτρα και στον κύριο κορμό των κορυφών του Ψηλορείτη Αγκαθιάς και Τίμιος Σταυρός, +2456 μέτρα, βρίσκεται στο ‘’Ζωνιανό Αόρι’’ στη βόρεια πλευρά του Ψηλορείτη και είναι ένα από τα πιο ψηλά οροπέδια της Κρήτης. Η ονομασία Δαμόθι έχει όπως και σχεδόν όλα τα τοπωνύμια του Ψηλορείτη μινωική προέλευση και έχει παραμείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Τα σκιερά σημεία στο οροπέδιο Δαμόθι είναι σκεπασμένο με χιόνι τους περισσότερους μήνες του χρόνου, το οποίο κρατιέται μέχρι το Μάιο. Εκεί βρίσκεται μια τυπική καρστική δολίνη που είναι σε Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

277


δυο-τρία διαφορετικά σημεία στο έδαφος φυσικά σιφόνια (χώνοι στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα), τα οποία οδηγούν τα νερά από τα χιόνια που λιώνουν σε υπόγειους υδροφορείς και από εκεί στις πηγές σε χαμηλότερα υψόμετρα. ΛΙΜΝΗ ΑΛΜΥΡΟΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Ο υγρότοπος του Αλμυρού Ηρακλείου βρίσκεται στο Δήμο Μαλεβιζίου, περίπου 1,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το κέντρο του Γαζίου. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR431389000 και ονομασία «Τεχνητή λίμνη Αλμυρού» (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για ένα ετερογενές υγροτοπικό σύστημα που τροφοδοτείται από δύο υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Το νερό εκφορτίζεται στη θέση «Μάτι» μέσα από καρστική πηγή με παροχές που κυμαίνονται από 3,5 μέχρι 50 κ.μ. ανά δευτερόλεπτο (240x106 κ.μ./έτος, Μυλωνάς και συν. 2000β, Κοκολάκης 2007 ) και μεταβαλλόμενη αλατότητα ανά εποχή. Στην περιοχή της εκφόρτισης δημιουργείται μια λίμνη όπου στο πέρασμα των χρόνων έχει δεχτεί σημαντικές τροποποιήσεις. Αρχικά υπήρχαν υδρόμυλοι, ενώ το 1977 ανυψώθηκε το φράγμα με σκοπό την ελάττωση της αλατότητας των νερών λόγω υδροστατικής πίεσης, το οποίο βέβαια δεν συνέβη. Στο σημείο αυτό έχει γίνει τροποποίηση της κοίτης καιστη συνέχεια το νερό ακολουθεί μια σταθερή κοίτη και κατά τόπους σχηματίζονται αλμυρόβαλτοι, εποχικά λιμνία, καλαμιώνες και τελικά εκβάλει στη θάλασσα. Ωστόσο μετά το 1968 έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις που έχουν αλλάξει τα υδρολογικά χαρακτηριστικά του υγρότοπου και έχουν υποβαθμίσει σημαντικά την περιοχή. Λίγο βορειότερα από τον Αλμυρό, στα Λινοπεράματα, κατασκευάστηκε εργοστάσιο της ΔΕΗ και για την ψύξη των μηχανών διανοίχθηκε κανάλι που παίρνει περίπου το 1/3 των νερών της περιοχής. Οι μεγάλες υγροτοπικές εκτάσεις στην εκβολή επιχωματώθηκαν και κατασκευάστηκαν ξενοδοχειακές μονάδες, ενώ κάθετα στο ποτάμι διανοίχθηκε η εθνική οδός. Επίσης, υπάρχουν σημαντικές επεκτάσεις καλλιεργειών εις βάρος του υγρότοπου και τελικά ο υγρότοπος σήμερα έχει απολέσει πάνω από το 40% των εκτάσεων του (Πουρσανίδης και συν. 2012). Τέλος, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για αξιοποίηση των νερών του Αλμυρού. Υπάρχει πλήθος μελετών που προσπαθούν να εξηγήσουν τον μηχανισμό υφαλμύρωσης των νερών (βιβλιογραφική ανασκόπηση από Γιάνναρου 2009) ενώ το 2008 κατασκευάστηκε μονάδα αφαλάτωσης με δυνατότητα παραγωγής 1000 κ.μ./ημέρα πόσιμου νερού. Στον υγρότοπο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή απαντώνται 21 διαφορετικοί τύποι οικότοπων (περίπου το 1/4 των οικότοπων που απαντώνται στην Κρήτη, Μυλωνάς και συν. 2000β ). Δίπλα στην όχθη του ποταμού αναπτύσσονται καλαμώνες με Phragmites australis και Arundo donax (οικότοπος 72Α0) και μαζί με τα αρμυρίκια (Tamarix parviflora, οικότοπος 92D0) αποτελούν σημαντικά ενδιαιτήματα για την ορνιθοπανίδα.

Επιπλέον στον υγρότοπο απαντώνται αυτοφυείς συστάδες με φοίνικες του Θεόφραστου (Phoenix theophrastii – οικότοπος 9370*). Στον Αλμυρό και τις όμορες περιοχές έχουν καταγραφεί 11 είδη θηλαστικών, 206 είδη πουλιών, 6 είδη ερπετών, 3 είδη αμφιβίων της Κρήτης και τουλάχιστον 4 είδη ψαριών (Μυλωνάς και συν. 2000β, Economou et al. 2007). Ο υγρότοπος φιλοξενούσε στο παρελθόν μεγάλους πληθυσμούς από ποταμοχελώνες (Mauremys rivulata), ωστόσο σήμερα ο πληθυσμός τους είναι μειωμένος, γεγονός που αποδίδεται στην υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων και την αλιεία (ψάρεμα με Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

278


κιούρτους). Τα ασπόνδυλα είναι πολύ λίγο μελετημένα και νέες μελέτες αποκαλύπτουν νέες αναφορές για την Κρήτη (Ασπραδάκη 2013, Κανιαδάκη 2013). Σχεδόν ολόκληρη η οριοθετημένη περιοχή (εκτός από το κανάλι που πηγαίνει στη ΔΕΗ) βρίσκεται εντός των ορίων του Καταφυγίου Άγριας Ζωής «Αλμυρού Ποταμού-Κέρης» (ΦΕΚ 680/Β/2002) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 23.04.2008).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ Ο ΛΑΚΚΟΣ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ Ο υγρότοπος "Του Τούρκου ο Λάκκος" βρίσκεται σε υψόμετρο +750 περίπου μέτρων στα ανατολικά Αστερούσια Όρη, 2 χλμ., νοτιοανατολικά από τον οικισμό του Αχεντριά, στο Δήμο Αρχανών Αστερουσίων. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, ο υγρότοπος πήρε το όνομα του από τη δολοφονία ενός Τούρκου στη θέση αυτή. Πρόκειται για ένα εποχικό αβαθές λιμνίο σε αργιλώδες υπόστρωμα που δέχεται το νερό από την μικρή λεκάνη απορροής που δημιουργείται από τα γύρω υψώματα. Στο λιμνίο αναπτύσσονται βούρλα (Juncus sp.) σε περιορισμένη όμως έκταση, ενώ περιμετρικά κυριαρχούν τα φρύγανα (Euphorbia acanthothamnos, Coridothymus capitatus, Sarcopoterium spinosum, Drimia maritima κ.α.). Στην περιοχή απαντώνται όρνεα (Gyps fulvus), ενώ είναι πιθανή και η παρουσία γυπαετού (Gypaetus barbatus). Σχετικά έντονη είναι και η βόσκηση τόσο στην περιοχή του λιμνίου, όσο και στην γύρω περιοχή. Ο υγρότοπος διατηρεί στο ακέραιο τη φυσικότητα, καθώς δεν προσεγγίζεται από το οδικό δίκτυο.

Αυτός ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4310005 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4310013, ενώ όλη η περιοχή είναι Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Δ. Πουρσανίδης 04/2011). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΒΙΓΛΙ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ, ΚΡΗΤΗ

Το Βιγλί Καστελλίου βρίσκεται περίπου 1,2 χιλιόμετρα νότια - νοτιοδυτικά από τον οικισμό Διαβαϊδέ, στο Δήμο Μινώα Πεδιάδας. Πρόκειται για μια λιμνοδεξαμενή που έχει δημιουργηθεί με ανάχωμα σε αργιλώδες υπόστρωμα. Η κλίση του πρανούς είναι πολύ μεγάλη και δεν υπάρχει υγροτοπική Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

279


βλάστηση. Η λιμνοδεξαμενή έχει κατασκευαστεί για την άρδευση των καλλιεργειών ελιάς που υπάρχουν στην περιοχή (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 07.2008).

4.1β. περιοχή Λασιθίου ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ: (πηγή: WWF Ελλάς, Υγροσκόπιο Νήσων, ´´Προστασία των Νησιωτικών Υγρότοπων της Ελλάδας´´, http://oikoskopio.gr). Η Ανατολική Κρήτη και ειδικότερα το Λασίθι, χαρακτηρίζεται γεωμορφολογικά απο ορεινούς όγκους, οροπέδια, κοιλάδες και παράκτιες πεδιάδες. Το κλίμα χαρακτηρίζεται ως θερμό έως υποτροπικό στις νότιες περιοχές. Το εντυπωσιακό της περιοχής απο άποψη υδατικών πόρων και υδάτινων σωμάτων είναι ο αρκετά μεγάλος αριθμός φυσικών υγροτόπων αλλά και τεχνητών. Το WWF Ελλάς, έχει καταγράψει μεταξύ άλλων στο Λασίθι, περισσότερα από 10 εποχικά λιμνία, αριθμός αρκετά εντυπωσιακός για την Κρήτη. Μεταξύ αυτών αναφέρονται Εποχικά Λιμνία Κουρούνων, Λιβάδι, Δωριών, Κάτω Λίμνια (2 λιμνία), Λιμνώνι, Ζίρου, Αγίου Αντωνίου Δωριών, Δρήρου. ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΣΤΗΝ ΑΛΥΚΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Η Αλυκή της Χρυσής βρίσκεται στη θέση Αυλάκι, στο βορειοδυτικό τμήμα του ομώνυμου νησιού, 15 χιλιόμετρα νότια της Ιεράπετρας. Ο υγρότοπος καταλαμβάνει έκταση 10,5 περίπου στρεμμάτων και αποτελείται κατά το ήμισυ σχεδόν από ένα εποχικό αλμυρό λιμνίο στο οποίο γινόταν αλοπηγία κατά το παρελθόν (Παραγκαμιάν 2000), όπως φαίνεται και από τις διάφορες κατασκευές: στο ανατολικό τμήμα του υγρότοπου υπάρχει τεχνητό κανάλι και περιμετρικά η κοίτη είναι διαμορφωμένη με παλαιό τοιχίο και λιθοσωρούς. Η υπόλοιπη έκταση διατηρεί νερό μικρότερο χρονικό διάστημα και έχει αλοφυτική βλάστηση με Arthrocnemum macrostachyum, Atriplex halimus, Aeluropus lagopoides, Mesembryanthemum nodiflorum, κ.ά.. Στην περιοχή ο κύριος τύπος οικότοπου είναι ο 1420Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες (Sacrocornetea fruticosi). Τους θερινούς μήνες το λιμνίο ξηραίνεται και αποκαλύπτεται μια έκταση 3 περίπου στρεμμάτων καλυμμένη από αλάτι. Ο υγρότοπος έχει μεγάλο βαθμό φυσικότητας, ωστόσο στα ανατολικά υπάρχει μια οικία αλλά και παράνομες κατασκευές που έχουν επεκταθεί με επιχωματώσεις τμήματος του υγρότοπου. Επιπλέον έχουν φυτευτεί ξενικά είδη φυτών όπως φραγκοσυκιές (Opuntia ficus-indica) και μπούζι (Carpobrotus edulis). Επιπλέον, έχουν φυτευτεί αρμυρίκια (Tamarix smyrnensis), ενώ υπάρχουν και εποχιακές καλλιέργειες.

Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (με κωδικό GR4320003, ν. 3937 ΦΕΚ 60/Α/2011) και ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΦΕΚ 562/Β/1983), ενώ το λιμνίο έκτασης 4 στρεμμάτων περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Προεδρικού Διατάγματος για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

280


Ακόμα, η Χρυσή είναι χαρακτηρισμένη Αρχαιολογική περιοχή (ΦΕΚ 699/Β/26-5-1976) και Τόπος Ιδιαίτερου φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 50/Β/10-2-1982). Σχετικά πρόσφατα, εκπονήθηκε Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη για τη διαχείριση του νησιού (ΜΦΙΚ 2015) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 06/2008, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Κ. Παραγκαμιάν).

ΛΙΜΝΗ ΜΑΡΙΔΑΤΗ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Η Λίμνη Μαριδάτη βρίσκεται περίπου 3.2 χλμ., βόρεια - βορειοανατολικά από το Παλαίκαστρο, στο Δήμο Σητείας. Μικρός παράκτιος υγρότοπος που επιχωματώθηκε πλήρως το 2007 από το Δήμο Ιτάνου. Μετά από πιέσεις, ο Δήμος υποχρεώθηκε να απομακρύνει μέρος των επιχώσεων και ο υγρότοπος αφέθηκε να επανέλθει φυσικά στην πρότερή του μορφή. Σήμερα, ο υγρότοπος καταλαμβάνει την ίδια έκταση που είχε πριν την επιχωμάτωση. Πρόκειται για ένα παράκτιο λιμνίο που δέχεται νερό επιφανειακά ή υπόγεια από τη λεκάνη απορροής. Σε πολύ κοντινή απόσταση, νότια του λιμνίου καταλήγει εποχικός ρύακας και προφανώς πριν τη μεταβολή των χρήσεων γης (δόμηση, καλλιέργειες, διανοίξεις δρόμων) όλο το παραλιακό μέτωπο συνιστούσε ένα ενιαίο υγροτοπικό σύστημα. Απαντώνται οι οικότοποι 1310 - Πρωτογενής βλάστηση με Salicornia και άλλα μονοετή είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών και 72Α0 - Καλαμώνες. Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική με αρμυρήθρες (Salicornia sp.) και υπερυδατική με ψαθιά (Typha sp.). Ωστόσο, παρά την φαινομενική οικολογική αποκατάσταση του υγρότοπου, η βλάστηση δεν έχει επανέλθει στην πρότερη κατάσταση όπου κυριαρχούσαν τα βούρλα (Juncus sp.).

Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, με κωδικό GR4320006), ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, με κωδικό GR4320009 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR193, ενώ συμπεριλαμβάνεται και στο ΣΧΟΟΑΠ Ιτάνου ως προστατευόμενη περιοχή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 8/2008, 9/2011, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Δ. Πουρσανίδης).

ΛΙΜΝΗ ΜΠΙΜΠΙΚΟΥ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Η Λίμνη Μπιμπίκου βρίσκεται περίπου 1.6 χλμ βορειοανατολικά από το Παλαίκαστρο, στο Δήμο Σητείας. Πρόκειται για ένα μικρό παράκτιο υγρότοπο που δέχεται την επίδραση της θάλασσας ενώ η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται από τη λεκάνη απορροής. Το πιθανότερο είναι στο παρελθόν να καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση και να ενώνονταν με τον Κουρεμένο, όμως οι αλλαγές στις χρήσεις γης στην παράκτια ζώνη (διανοίξεις δρόμων, δόμηση, καλλιέργειες) έχουν περιορίσει την παρουσία νερού και υγροτοπικής βλάστησης σημαντικά. Ο υγρότοπος δέχεται πιέσεις λόγω της τουριστικής ανάπτυξης που υπάρχει στην περιοχή. Απαντάται ο οικότοπος 1310 - Πρωτογενής βλάστηση με Salicornia και άλλα μονοετή είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών. Περιμετρικά του λιμνίου κυριαρχούν τα αλόφυτα (Halimione portulacoides, Salicornia europea), ενώ στο νερό αναπτύσσεται υφυδατική βλάστηση (Bergmeier & Abrahamczyk 2008). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4320006 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4320009. Επιπλέον η ευρύτερη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

281


περιοχή έχει χαρακτηριστεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους, (ΦΕΚ 534/Β/1983) και Β’ Αρχαιολογική Ζώνη (ΦΕΚ 645/Β/1996). Εξάλλου, ο υγρότοπος βρίσκεται σε Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά , GR193 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 9/2011, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΧΙΟΝΑ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Η Χιόνα βρίσκεται περίπου 1.2 χλμ ανατολικά του οικισμού του Αγκαθιά, στο Δήμο Σητείας. Πρόκειται για ένα εποχιακό αλμυρό λιμνίο με αμμώδες υπόστρωμα, το οποίο δέχεται γλυκό νερό από τις επιφανειακές απορροές και από τον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ αλμυρό νερό εισέρχεται στον υγρότοπο μέσω του χειμέριου κύματος, ενώ εποχικά σχηματίζεται και ένα κανάλι επικοινωνίας στο νοτιοανατολικό του τμήμα.

Ένα αμμώδες μέτωπο χωρίζει την κατακλυζόμενη έκταση από την παραλία και τη θάλασσα, εγκλωβίζοντας το νερό στο λιμνίο κατά τους χειμερινούς μήνες. Στα βόρεια του λιμνίου υπάρχει ένα υγρολίβαδο, το οποίο όμως είναι σχετικά αποκομμένο από την κυρίως περιοχή του υγρότοπου. Σε πολύ κοντινή απόσταση, νοτιοδυτικά της Χιόνας βρίσκεται ο Μινωικός οικισμός του Παλαίκαστρου και μάλιστα μπάζα από τις ανασκαφές βρίσκονται στα όρια της Χιόνας. Επιπλέον δρόμοι έχουν ανοιχτεί εντός της οριοθετημένης έκτασης και στην περιοχή υπάρχουν ελαιόδεντρα. Η παραλία βραβεύεται με την Γαλάζια Σημαία, ωστόσο ο χώρος του υγρότοπου χρησιμοποιείται τους θερινούς μήνες για τη στάθμευση των αυτοκινήτων. Απαντώνται οι οικότοποι με κωδικό 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και κωδικό 1420 -Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες. Η βλάστηση είναι αλοφυτική και υγρολιβαδική (Arthrocnemum sp., Halimione portulacoides, Juncus sp., Scirpus sp.), ενώ περιμετρικά του λιμνίου έχουν φυτευτεί αρμυρίκια (Tamarix sp.). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

282


των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4320006 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4320009, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). Επιπλέον ο υγρότοπος προστατεύεται στα πλαίσια του Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης Δήμου Ιτάνου (ΦΕΚ 498/ΑΑΠ/2009), ενώ ανήκει και στην Α’ Αρχαιολογική Ζώνη Παλαίκαστρου (ΦΕΚ 645/Β/1996). Επίσης, η Χιόνα βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 534/Β/1983) και σε Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009). (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΛΑΤΣΟΛΙΜΝΗ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Η Αλατσολίμνη βρίσκεται στην περιοχή του Ξερόκαμπου, περίπου 7 χιλιόμετρα νότια νοτιοανατολικά από τη Ζάκρο, στο Δήμο Σητείας. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR432406000 και ονομασία "Λιμνοθάλασσα Ξηρόκαμπου Ζήρου" (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για ένα εποχιακό αλμυρό λιμνίο που δέχεται τα νερά των απορροών και την επίδραση της θάλασσας, κυρίως μέσω του κυματισμού. Τους χειμερινούς μήνες το λιμνίο γεμίζει με νερό και υπερχειλίζει προς τη θάλασσα ενώ το καλοκαίρι η στάθμη πέφτει αποκαλύπτοντας το αλατούχο υπόστρωμα.

Στο κέντρο του λιμνίου υπάρχουν διαμορφωμένα σκάμματα υποδηλώνοντας ότι στο παρελθόν γίνονταν συλλογή άλατος, όχι πάντως σε μεγάλη κλίμακα. Στην οριοθέτηση συμπεριλαμβάνεται η παραλία και οι θίνες καθώς και μια, ίσης περίπου έκτασης περιοχή στα βορειοανατολικά του λιμνίου με αμμώδες υπόστρωμα που συγκρατεί νερό τους υγρούς μήνες. Βλάστηση στο εσωτερικό του λιμνίου δεν υπάρχει, προφανώς λόγω αυξημένης αλατότητας, αλλά περιμετρικά αναπτύσσονται αλοφυτικά είδη με Salicοrnia sp. και Arthrocnemum sp., ενώ υπάρχουν επίσης μικρά τμήματα υγρών λιβαδιών με βούρλα (Juncus sp.) και αμμόφιλη βλάστηση με Pancratium maritimum, Eryngium maritimum, Ammophila arenaria και Euphorbia paralias. Απαντώνται οι οικότοποι 1420 - Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες (Arthrocnemetalia fructicosae), με κωδικό 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και με κωδικό 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες). Ο υγρότοπος είναι σημαντικός κατά την μεταναστευτική περίοδο για τα πουλιά, ενώ στην περιοχή έχουν αναφερθεί και φοινικόπτερα. Μέσα στην οριοθετημένη περιοχή υπάρχει ένα σπίτι, καθώς και οδικό δίκτυο για την πρόσβαση στην παραλία. Κατά τόπους υπάρχουν σημαντικές αποθέσεις μπαζών και επιχωματώσεις, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες στο λιμνίο εισέρχονται αυτοκίνητα και τροχόσπιτα. Επίσης, γίνεται θήρευση άγνωστης έντασης. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν καλλιέργειες, κυρίως Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

283


ελιάς και σχετικά μικρής έντασης δόμηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4320016 και της Β’ αρχαιολογικής Ζώνης περιοχής Ζίρου (ΦΕΚ 97/Β/1998), ενώ προστατεύεται ως Περιοχή Ειδικής Προστασίας στο ΣΧΟΟΑΠ του πρώην Δήμου Λεύκης (ΦΕΚ 539/ΑΑΠ/2009). (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 23.04.2009 ).

ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΠΥΡΓΙΟΛΙΚΙ ΖΙΡΟΥ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Το Πυργιολίκι (= το μέρος που μαζεύει νερό) Ζίρου εντοπίζεται περίπου 300 μέτρα νότια-νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού. Πρόκειται για ένα μόνιμο λιμνίο γλυκού νερού. Πιθανόν, μεγάλο μέρος της περιοχής να ήταν υγρότοπος στο παρελθόν, όπως υποδηλώνουν η ανασηκωμένη κοίτη, τα αποστραγγιστικά κανάλια και η ύπαρξη δεύτερου λιμνίου σε πολύ κοντινή απόσταση.

Σήμερα η έκταση του υγρότοπου είναι μόλις 3 στρέμματα. Κυρίαρχη βλάστηση είναι οι νεραγκούλες (Ranunculus sp.) ενώ απαντώνται μερικά βούρλα (Juncus sp.) καθώς και φυτεμένα δέντρα περιμετρικά του λιμνίου. Στον υγρότοπο καταγράφηκε η παρουσία του κρητικού βάτραχου Pelophylax cretensis. Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012), ενώ επιπλέον προστατεύεται στα πλαίσια του Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης π. Δήμου Λεύκης (ΦΕΚ 539/ΑΑΠ/2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009).

ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΗ ΕΠΟΧΙΚΗ ΤΗΣ ΛΥΓΕΡΗΣ ΚΡΙΤΣΑΣ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Ο υγρότοπος Λυγερής βρίσκεται 1,6 χλμ νότια των του οικισμού Φλαμουριανά. Πρόκειται για ένα μικρό υγρότοπο έκτασης σχεδόν 2 στρεμμάτων στη μέση μια δολίνης διαμέτρου 200μ. Ο υγρότοπος είναι εποχικός και διατηρεί νερό λίγους μήνες κάθε χρόνο. Η βλάστηση στον υγρότοπο είναι δενδρώδης και αποτελείται αποκλειστικά από λυγαριά (Vitex agnuscastus) από όπου προέρχεται και το τοπωνύμιο της περιοχής. Περιμετρικά του υγρότοπου, στο δάπεδο της δολίνης, υπάρχουν λίγα ελαιόδενδρα και στις πλαγιές διατηρούνται ακόμα αν και ερειπωμένες, αναβαθμίδες. Στο νότιο χείλος της δολίνης υπάρχει ερειπωμένος ανεμόμυλος που λειτουργούσε όταν στην ευρύτερη περιοχή καλλιεργούσαν σιτηρά. Σήμερα η βλάστηση της περιοχής είναι υποβαθμισμένη λόγω υπερβόσκησης, και περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο δενδρώδεις θαμνώνες με κυρίαρχα είδη το πουρνάρι, την αγριελιά, τη χαρουπιά και τον ασπάλαθο (Oleo ceratonion, τύπος οικότοπου 9320). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Π.Δ. για τους νησιωτικούς υγρότοπους (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) και βρίσκεται εντός των ορίων του Καταφυγίου Άγριας Ζωής Θύλακας (Αγ. Νικολάου Κριτσά) (ΦΕΚ 779/Β/1976). Επιπλέον βρίσκεται εντός των ορίων Τοπίου Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 50/Β/1982) και της αρχαιολογικής περιοχή Λατώ (ΦΕΚ 699/Β/1976), ενώ προστατεύεται και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

284


σύμφωνα με το ΣΧ.Ο.Ο.Α.Π. Αγίου Νικολάου (ΦΕΚ 460/ΑΑΠ/2010) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF Κ. Παραγκαμιάν 03/2008 ).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΒΑΔΙ, ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ

Το εποχιακό λιμνίο Λιβάδι βρίσκεται δίπλα στον οικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου, στο Δήμο Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για μια κλειστή λεκάνη έκτασης 7 περίπου στρεμμάτων, η οποία πλημμυρίζει εποχικά από τα νερά της βροχής και των επιφανειακών απορροών. Τους ξηρούς μήνες το λιμνίο στεγνώνει τελείως και ίσως λίγο νερό διατηρείται στα σκάμματα που έχουν διανοιχτεί στο βορειοανατολικό άκρο της δολίνης και στο πετρόκτιστο πηγάδι που υπάρχει στο κέντρο της. Περιμετρικά υπάρχουν καλλιέργειες ελιάς και το νερό του λιμνίου χρησιμοποιείται για άρδευση. Μέσα στην οριοθετημένη περιοχή υπάρχει κίνηση με τροχοφόρα προφανώς όταν δεν έχει νερό, ενώ γίνεται και βόσκηση. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από Scirpus sp. και Ranunculus sp., ενώ στην περιοχή φύονται και λίγα βούρλα Juncus sp. Όσο αφορά την πανίδα, καταγράφηκαν φρύνοι (Bufo viridis) και δεντροβάτραχοι (Hyla arborea). Στην περιοχή, πιθανότατα να απαντάται ο οικότοπος 3170* - Μεσογειακά εποχικά τέλματα. Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

285


μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) και από το Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Νεάπολης (ΦΕΚ 383/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009). ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΔΡΗΡΟΥ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ

Το εποχιακό λιμνίο Δρήρου βρίσκεται περίπου 1,1 χιλιόμετρα βόρεια-βορειοδυτικά του οικισμού Λίμνες στο Δήμο Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για υγρότοπο σε μια κλειστή λεκάνη που τροφοδοτείται με γλυκό νερό από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Η οριοθετημένη έκταση είναι σχετικά μεγάλη (35 στρέμματα) και περιλαμβάνει, εκτός από το εποχιακό λιμνίο, πηγάδια και 3 σκάμματα για την αποθήκευση νερού και την άρδευση των καλλιεργειών. Στην περιοχή υπάρχουν αποστραγγιστικά κανάλια, τα οποία οδηγούν τα νερά στα πηγάδια και τις λιμνοδεξαμενές. Εντός του υγρότοπου υπάρχουν καλλιέργειες, ενώ οι πλαγιές της κλειστής λεκάνης είναι από παλιά διαμορφωμένες με αναβαθμίδες. Επιπλέον στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν ελαιόδεντρα. Στην περιοχή πιθανότατα να απαντάται ο οικότοπος 3170* - Μεσογειακά εποχικά τέλματα. Η χλωριδική ποικιλότητα της περιοχής είναι πολύ μεγάλη, ενώ κυρίαρχα είναι τα Scirpus sp. Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) και από το Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Νεάπολης (ΦΕΚ 383/ΑΑΠ/2012). Επιπλέον βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους ( ΦΕΚ 666/Β/1970) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009 ). ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΟΥΡΟΥΝΩΝ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ

(πηγή: WWF Ελλάς, Υγροσκόπιο Νήσων, ´´Προστασία των Νησιωτικών Υγρότοπων της Ελλάδας´´, http://oikoskopio.gr). Το εποχιακό λιμνίο Κουρουνών βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, νότια από τον ομώνυμο οικισμό, στο Δήμο Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για μια φυσική έκταση που έχει διανοιχθεί και εκβαθυνθεί τεχνητά για να διατηρεί περισσότερο νερό. Συμβατικά αναφέρεται πλέον ως φυσικός υγρότοπος. Η οριοθετημένη έκταση καταλαμβάνει 8 περίπου στρέμματα τα οποία πλημμυρίζουν τους βροχερούς μήνες καλύπτοντας 4 πετρόκτιστα πηγάδια και ένα σκάμμα. Από το νερό αυτό αρδεύονται οι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

286


καλλιέργειες που βρίσκονται περιμετρικά του υγρότοπου, ενώ επιπλέον ο χώρος χρησιμοποιείται για το πότισμα αιγοπροβάτων. Μέσα στο νερό κυριαρχούν οι νεραγκούλες (Ranunculus sp.). Επίσης στα πηγάδια έχει γίνει εισαγωγή κουνουπόψαρων. Ο υγρότοπος συμπεριλαμβάνεται στο Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Νεάπολης (ΦΕΚ 383/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009). ΛΙΜΝΙΟ ΜΟΝΙΜΟ ΖΙΡΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΩΡΙΩΝ, ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Το λιμνίο Ζίρου βρίσκεται περίπου 300 μέτρα νότια από τον ομώνυμο οικισμό. Πρόκειται για ένα έλος γλυκού νερού το οποίο διατηρεί το νερό καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στο παρελθόν όλη η περιοχή διατηρούσε εποχικά νερό, ωστόσο η κατασκευή καναλιών για την αποστράγγιση των υδάτων έχει περιορίσει τις υγροτοπικές εκτάσεις. Στο λιμνίο παλαιότερα κατέληγαν υγρά απόβλητα ενώ είναι άγνωστο αν αυτό το πρόβλημα έχει πλέον λυθεί. Στο νοτιοδυτικό άκρο της υγροτοπικής έκτασης υπάρχει κανάλι από όπου φεύγουν τα νερά σε περίπτωση που γεμίσει το λιμνίο. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος 72Β0 -Κοινωνίες των υψηλών βούρλων. Η βλάστηση αποτελείται αποκλειστικά από Carex sp., ενώ περιμετρικά υπάρχουν φυτεμένοι ευκάλυπτοι και λεύκες. Είναι πιθανή η παρουσία του κρητικού βάτραχου Pelophylax cretensis. Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) ενώ επιπλέον προστατεύεται στα πλαίσια του Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης π. Δήμου Λεύκης (ΦΕΚ 539/ΑΑΠ/2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 04/2009).

ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΛΑΜΝΩΝΙ, ΚΑΤΩ ΛΙΜΝΙΑ (δύο), ΛΑΣΙΘΙ, ΚΡΗΤΗ Ο υγρότοπος είναι μια χωμάτινη δεξαμενή η οποία έχει κατασκευαστεί με σκοπό το πότισμα των αιγοπροβάτων που βρίσκονται στην περιοχή. Η Λιμνοδεξαμενή Λαμνώνι βρίσκεται περίπου 3,2 χλμ., ανατολικά-βορειοανατολικά από τη Ζίρο και σε πολύ κοντινή απόσταση από τον ομώνυμο και εγκαταλελειμμένο πλέον οικισμό. Στον υγρότοπο δεν παρατηρήθηκε σημαντική παρουσία υγροτοπικών φυτών ενώ παρατηρήθηκαν γυρίνοι, πιθανόν του είδους Bufo viridis.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

287


Όλη η ευρύτερη περιοχή είναι Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009) ενώ ο υγρότοπος συμπεριλαμβάνεται στο Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Λεύκης (ΦΕΚ 539/ΑΑΠ/2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Δ. Πουρσανίδης 04/2011). ΦΥΣΙΚΗ ΠΙΣΙΝΑ - ΓΚΙΟΛΑ ΒΛΥΧΑΔΑ ΣΤΙΣ ΚΟΚΕΣ ΛΑΣΙΘΙΟΥ, ΚΡΗΤΗ (πηγή:σταχυολόγηση απο http://www.cretanbeaches.com). Η Βλυχάδα στις Κόκες, Λασιθίου είναι μια φυσική πισίνα, γκιόλα, που έχει δημιουργήσει η φύση στο φυσικό βράχο της περιοχής, δίπλα στη θάλασσα. Η λέξη Κόκες στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα έχει πολλές διαφορετικές εξηγήσεις. Μία από αυτές σημαίνει και τις γραμμές πάνω στο βράχο που προέρχονται από κάποιο αιχμηρό εργαλείο. Και πραγματικά, λίγα μόλις μέτρα απόσταση από αυτή τη φυσική πισίνα υπάρχει ένα αρχαίο λατομείο από όπου αποκόπηκαν τμήματα βράχων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους για δόμηση ή και λιθόστρωση.

Τη φυσική πισίνα τη χωρίζει από τη θάλασσα ένα κομμάτι γης το οποίο όμως σε 2-3 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού της θάλασσας δημιουργεί ένα τούνελ 6 μέτρων που με ευρύχωρη υπόγεια σήραγγα ενώνεται με την πισίνα. Αυτός είναι και ο λόγος που το νερό στην πισίνα είναι γεμάτο με ψάρια που μέσα από τη σήραγγα εισέρχονται από τη θάλασσα στην πισίνα. Ο βυθός είναι εξίσου υπέροχος και έχει πολύ όμορφους χρωματισμούς. Στην εσωτερική της πλευρά η πισίνα κρύβει όμως την πραγματική όμορφη γωνιά της επειδή δημιουργεί ένα πολύ όμορφο σπήλαιο που ενώ δεν έχει σταλακτιτικό διάκοσμο είναι εντυπωσιακό. Στο σπήλαιο αυτό η διάβρωση με το χρόνο έχει σμιλέψει τον μαλακό ασβεστόλιθο και του έχει χαρίσει πολύ εντυπωσιακούς σχηματισμούς που δε συναντάμε εύκολα σε άλλα σπήλαια. Μέσα στο σπήλαιο και στο κομμάτι του που έχει νερό υπάρχει και μία Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

288


υπόγεια πηγή με ¨βλυχό¨ νερό που είναι και ο λόγος που η πισίνα έχει την ονομασία Βλυχάδα. Η πηγή αυτή έχει όλο το χρόνο νερό, και αυτός είναι ο λόγος που το νερό είναι σχετικά κρύο ακόμα και τις πιο ζεστές καλοκαιρινές ημέρες. Η πρόσβαση στη Βλυχάδα στις Κόκες είναι εφικτή μόνο με πεζοπορία. Η φυσική πισίνα στις Κόκες δεν είναι ορατή από τη θάλασσα και, παρά το πολύ μεγάλο της μέγεθος, αν κάποιος δεν την πλησιάσει πολύ κοντά, δεν φαίνεται. Προσφέρεται για μπάνιο επειδή το νερό έχει ικανοποιητικό βάθος, είναι πάντα γαλήνιο και δεν το επηρεάζει ο κυματισμός της θάλασσας. Το νερό μέσα στη φυσική πισίνα είναι εξαιρετικά διαυγές, όσο και παγωμένο, ιδιαίτερα στην εσωτερική πλευρά.

4.1γ. περιοχή Ρεθύμνου ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ Η ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στα Λευκά ´Ορη και τον Ψηλορείτη, χαρακτηρίζεται απο πολλά υδάτινα σώματα και υδατικούς πόρους. Οι υγροτοπικές περιοχές ξεκινούν απο τα πολυάριθμα φαράγγια, τους καταρράκτες, τους μικρούς ποταμούς με τις εκβολές τους, τις φυσικες λίμνες, τις φραγμολίμνες και τις λιμνοδεξαμενές, τους λεπιδόλακκους, τις λίμνες λατομείου, τις άφθονες πηγές, αλλά και τα εποχικά λιμνία. Μεταξύ των εποχικών λιμνίων τα πλέον γνωστά είναι εκείνα του Γαρύπα, Λιβάδι Βουρβουρέ, Κισσού, Κληδισίου, Παλέ. ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΒΑΔΙ ΒΟΥΡΒΟΥΡΕ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ

Το λιβάδι Βουρβουρέ βρίσκεται περίπου 2,2 χιλιόμετρα δυτικά νοτιοδυτικά του οικισμού Μυριοκέφαλα, στο Δήμο Ρεθύμνης. Πρόκειται για ένα σπάνιο σύστημα τυρφώδους έλους, μοναδικό στην Κρήτη. Δέχεται νερό από πηγή και από τις επιφανειακές απορροές, ενώ όλη η περιοχή αποτελεί τις πηγές του ποταμού Μουσέλα. Από εργασίες γυρεολογίας που έχουν γίνει για την περιοχή του έλους, προκύπτει ότι το κατώτερο στρώμα χρονολογείται στον 6ο αιώνα μ.Χ. (Fielding and Turland, 2005). Στο παρελθόν αναφέρονται φυτά όπως τα Blechnum spicant, Lathyrus neurolobus, Sibthorpia europea, Sphagnum auriculatus (που ήταν και η μοναδική αναφορά για την Κρήτη ), αλλά οι διαδοχικές ξηρασίες κυρίως λόγω αντλήσεων για κτηνοτροφική χρήση, είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των περισσοτέρων από αυτά. Σήμερα, η κυρίαρχη βλάστηση είναι πτεριδόφυτα (Pteridium aquilinum) και πλανάτια (Platanus orientalis), ενώ υπάρχουν και μερικοί αζίλακες (Quercus ilex). Κατά την απογραφή καταγράφηκαν οι εξής τύποι οικοτόπων: 5150 -Χέρσες εκτάσεις με φτέρη (πτεριάδες), 5420 -Φρύγανα Sarcopoterium spinosum και 92C0 -Δάση πλάτανου της Ανατολής. Η οριοθέτηση έχει γίνει συμπεριλαμβάνοντας τμήμα δρόμου μιας και η χάραξη του έχει κατακερματίσει τον υγρότοπο. Στα ανάντη του δρόμου υπάρχει εποχιακό λιμνίο μικρής έκτασης, καθώς και πηγή με πτέριδες και πλατάνια. Οι κυριότερη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

289


ανθρώπινη δραστηριότητα τόσο μέσα στον υγρότοπο, όσο και στην ευρύτερη λεκάνη απορροής είναι η κτηνοτροφία. Αυτή συνιστά και τη μεγαλύτερη απειλή λόγω της χρήσης του νερού για πότισμα των ζώων, καθώς και της βόσκησης μέσα στα όρια του υγρότοπου.

Ο υγρότοπος αυτός προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ

229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς).

για

την

απογραφή

WWF:

Θ.

Γιαννακάκης

03.2008)

(Φωτογραφίες

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΓΑΡΥΠΑΣ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ

Το εποχικό λιμνίο Γαρύπας εντοπίζεται 500 μέτρα βόρεια του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Μυλοποτάμου και βρίσκεται στα ανατολικά του όρους Σύμπετρο. Πρόκειται για μια μικρή υγροτοπική περιοχή, έκτασης περίπου 6 στρεμμάτων που βρίσκεται μέσα σε μια εντυπωσιακή δολίνη. Ο υγρότοπος τροφοδοτείται από τις επιφανειακές απορροές της μικρής λεκάνης και διατηρεί νερό μόνο τους υγρούς μήνες του χρόνου. Είναι πολύ ιδιαίτερη εποχική λίμνη καθ'ότι γεμίζει με νεραγκούλες, αλλά και γυρίνους Γύρω από το λιμνίο και μέσα στη δολίνη υπάρχουν κυρίως ελαιόδεντρα αλλά και φυσική μακί βλάστηση. Παλιότερα, όταν στέγνωνε ο υγρότοπος καλλιεργούνταν μποστανικά, αλλά σήμερα αυτή η πρακτική έχει εγκαταλειφτεί και στο λιμνίο κυριαρχεί η υγροτοπική βλάστηση. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 92D0 -Παρόχθια δάση-στοές της θερμής Μεσογείου και της Νοτιο-Δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου. Η κυρίαρχη βλάστηση είναι λυγαριές (Vitex agnus-castus), ενώ υπάρχουν και δύο είδη νεραγκούλες (Ranunculus spp.). Όσον αφορά την πανίδα, απαντώνται και τα τρία είδη αμφιβίων της Κρήτης, ο κρητικός ενδημικός Pelophylax cretensis, ο δεντροβάτραχος Hyla arborea και ο φρύνος Bufo viridis. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

290


Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009) (Φωτογραφίες Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΙΣΣΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ

Πρόκειται για ένα εποχικό λιμνίο που τροφοδοτείται από παρακείμενη πηγή. Η Λίμνη Κισσού βρίσκεται περίπου 600 μέτρα νοτιοανατολικά από τον ομώνυμο οικισμό, Αγίου Βασιλείου. Με την έναρξη της θερμής περιόδου ο υγρότοπος στεγνώνει και όλη η οριοθετημένη περιοχή καλλιεργείται. Η ελεύθερη επιφάνεια νερού καταλαμβάνει την μισή περιοχή και η υπόλοιπη είναι κορεσμένα εδάφη που κατά τόπους πλημμυρίζουν. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4330002, Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4330006 και συμπεριλαμβάνεται στο Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Λάμπης ως Περιοχή Ειδικής Προστασίας Υγρότοπων (ΦΕΚ 161/ΑΑΠ/2012). Εξάλλου, το λιμνίο αυτό βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009). (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009) (Φωτογραφίες Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς ).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΛΗΣΙΔΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ Η Λίμνη Κλησιδίου βρίσκεται 800 μέτρα ανατολικά του ομώνυμου οικισμού, στο Δήμο Αμαρίου. Πρόκειται για ένα εποχιακό λιμνίο που σχηματίζεται σε μια κοιλότητα στο έδαφος έκτασης περίπου ενός στρέμματος και τροφοδοτείται από τις επιφανειακές απορροές μιας μικρής σχετικά λεκάνης. Η έκταση αυτή είναι πιθανόν ιδιωτική και είναι περιφραγμένη. Περιμετρικά υπάρχουν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

291


καλλιέργειες με μποστανικά, αμπέλια και ελιές. Ο υγρότοπος στεγνώνει τους ξηρούς μήνες και δεν φαίνεται να καλλιεργείται. Σε περίπτωση έντονων βροχοπτώσεων, το νερό κατακλύζει και τις καλλιέργειες σε μια σχετική μεγάλη έκταση, αλλά η υγροτοπική βλάστηση περιορίζεται μόνο στην περιοχή που έχει οριοθετηθεί. Απαντάται αποκλειστικά το είδος Eleocharis palustris.

Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) και βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009)(Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009) (Φωτογραφίες Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΜΕΣΙΑΚΟ ΛΙΒΑΔΙ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ Το Μεσιακό Λιβάδι βρίσκεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα δυτικά του οικισμού Μυριοκέφαλα, στο Δήμο Ρεθύμνης. Πρόκειται για μια μικρή έκταση, το οποίο δέχεται τα νερά από πηγές που υπάρχουν στην περιοχή. Παρά το γεγονός ότι οι πηγές έχουν νερό όλο το χρόνο, οι κτηνοτρόφοι της περιοχής με λάστιχα το συλλέγουν για το πότισμα των ζώων. Η παρουσία του νερού είναι εποχική, ενώ δεν υπάρχει εμφανής έξοδος του νερού. Το τυρφώδες αδιαπέρατο υπόστρωμα του λιμνίου υποδεικνύει ότι ο μοναδικός τρόπος απώλειας του αποθηκευμένου νερού είναι η εξάτμιση. Στην οριοθέτηση του υγροτόπου συμπεριελήφθηκε, εκτός από τα στενά όρια του λιμνίου, και η δασωμένη έκταση περιμετρικά αυτού με Platanus orientalis. Καθαρά υγροτοπική βλάστηση δεν αναπτύσσεται μέσα στον υγρότοπο εκτός από τα πλατάνια που κυριαρχούν στο χώρο.

Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικό 92C0 -Δάση Platanus orientalis και Liquidambar orientalis και κωδικό 5420 -Φρύγανα από Sarcopoterium spinosum. Δεν υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες στα όρια του υγρότοπου και ουσιαστικά περιορίζονται μόνο στην μικρής Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

292


έντασης βόσκηση. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει κυνηγετική δραστηριότητα (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009). ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΜΝΙΟ ΟΡΝΕ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ (πηγή: σταχυολόγηση από http://www.cretanbeaches.com)

Η μικρή εποχική λίμνη του χωριού Ορνέ βρίσκεται σε υψόμετρο +300μ. στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του όρους Κέντρος, μόλις 500 μέτρα βορειοανατολικά από το χωριό Ορνέ. Η μικρή αυτή φυσική εποχική λίμνη σχηματίζεται το χειμώνα από τα νερά των πηγών της περιοχής που μεταφέρονται από τις χιονισμένες κορφές του Κέντρου και οριοθετείται σε ένα μικρό κοίλωμαβαθούλωμα της περιοχής, έκτασης περίπου 10 στρεμμάτων, περιτριγυρισμένο από ελαιώνες. Το καλοκαίρι η λίμνη αυτή ξηραίνεται (Πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.cretanbeaches.com και άλλες τοπικές ιστοσελίδες).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΠΑΛΕ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ (Φωτογραφίες Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς)

ΛΕΠΙΔΟΛΑΚΚΟΙ (τεχνητά ή και ημιφυσικά εποχικά λιμνία), ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ (Λιμνία Εποχικά ή Λεπιδόλακκοι στους Αρμένους, Καρές, Σελλίου).

Στο Ρέθυμνο η αγγειοπλαστική έχει εξέχουσα θέση, εδώ και αιώνες, στη λαϊκή παράδοση. Ως βασική ύλη χρησιμοποιείται ο πηλός, ο οποίος φτιάχνεται συνήθως από ‘’Λεπίδα, Κοκκινόχωμα ή και Κούμουλε ‘’ (τοπικές ονοματολογίες για τα αργιλλώδη υλικά της περιοχής ). Τα υλικά αυτά βρίσκονται σε αφθονία σε ολόκληρη την περιοχή του Ρεθύμνου. ´Ετσι, στη ροή του χρόνου, η συστηματική συλλογή αυτών των υλικών δημιούργησαν κοιλότητες-βαθουλώματα στο έδαφος, που μαζεύουν τα νερά της βροχής και παραμένουν υγροί μέχρι αργά το καλοκαίρι, ενώ σταδιακά εγκαθίσταται, σε αυτούς τους Λεπιδόλακκους, η υδρόβια ζωή. Σημειώνεται ότι, εκτός απο την αγγειοπλαστική η ¨Λεπίδα¨ χρησιμοποιούνταν ως μονωτικό υλικό για τις στέγες στα σπίτια των Ρεθυμνιώτικων χωριώ ν (φωτο Θ.Γιαννακάκης/WWF Ελλάς). (Οι φωτογραφίες είναι ενδεικτικές για ένα πλήθος από Λεπιδόλακκους που φιλοξενεί κάθε περιοχή).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

293


ΛΕΠΙΔΟΛΑΚΚΟΙ ΑΡΜΕΝΩΝ, ΡΕΘΥΜΝΟ Οι Λεπιδολάκκοι Αρμένων βρίσκονται περίπου 1,4 χλμ., νοτιοανατολικά από τον ομώνυμο οικισμό, στο Δήμο Ρεθύμνης. Πρόκειται για 2 λιμνοδεξαμενές που είχαν κατασκευαστεί αρκετά παλιά για το πότισμα των ζώων και διακρίνονται μεταξύ τους από ένα ανάχωμα. Η μια δεξαμενή είναι αρκετά μεγαλύτερη από την άλλη. Το υπόστρωμα είναι φλύσχης και το όνομα των δεξαμενών φανερώνει ότι στην περιοχή γίνονταν εξόρυξη λεπίδας (πέτρας ή και αργιλλικού χώματος) για την κατασκευή κατοικιών. Η τροφοδοσία των λεπιδολάκκων προέρχεται συνήθως από τα νερά των βροχοπτώσεων, ενώ διατηρούν νερό όλο το χρόνο. Λόγω της παλαιότητας των δεξαμενών, έχει αναπτυχθεί έντονη υγροτοπική βλάστηση που αποτελείται κυρίως από ψαθιά (Typha sp.). Αυτό, σε συνδυασμό με την παρουσία του κρητικού ενδημικού βατράχου Pelophylax cretensis προσδίδουν στα λιμνία μεγάλο βαθμό βιολογικής σημασίας. Περιμετρικά υπάρχουν καλλιέργειες ελιάς και αμπέλια, ενώ απαντάται και φρυγανική βλάστηση με Cistus sp., Sarcopoterium spinosum και Genista acanthoclada (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 06.2009).

ΛΕΠΙΔΟΛΑΚΚΟΙ ΚΑΡΩΝ, ΡΕΘΥΜΝΟ Οι Λεπιδολάκκοι Καρών βρίσκονται περίπου 500 μέτρα βόρεια βορειοανατολικά από τις Καρές, στο Δήμο Ρεθύμνης. Πρόκειται για 2 δημοτικές δεξαμενές οι οποίες κατασκευάστηκαν την δεκαετία του '90 με σκοπό το πότισμα των ζώων.

Το υπόστρωμα του λεπιδόλακκου είναι φλύσχης και το όνομα των δεξαμενών φανερώνει ότι στην περιοχή γίνονταν εξόρυξη λεπίδας (πέτρας ή χώματος) για την κατασκευή κατοικιών (οικοδομική δραστηριότητα). Η είσοδος του νερού γίνεται από τις επιφανειακές απορροές ενώ οι δεξαμενές διατηρούν νερό όλο το χρόνο. Δυτικά αυτών των υδατοσυλλογών υπάρχει άλλη μια μικρότερη ιδιωτική που δεν συμπεριλαμβάνεται στην οριοθέτηση. Όσο αφορά την πανίδα, αξίζει να αναφερθεί η παρουσία του λιμνόφιδου (Natrix Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

294


tessellata) και του κρητικού ενδημικού βατράχου (Pelophylax cretensis). Επίσης στην μία εκ των δεξαμενών έχει γίνει εισαγωγή χρυσόψαρων. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος 9310 - Δάση Quercus brachyphylla της Κρήτης, αν και δεν χαρακτηρίζει την οριοθετημένη έκταση του υγρότοπου. Επίσης, ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΦΕΚ 1090/Β/2002) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009).

ΛΕΠΙΔΟΛΑΚΚΟΙ ΣΕΛΛΙΟΥ, ΡΕΘΥΜΝΟ Οι Λεπιδολάκκοι Σελλίου βρίσκονται περίπου 600 μέτρα δυτικά από το Σελλί, στο Δήμο Ρεθύμνης. Πρόκειται για μια λιμνοδεξαμενή η οποία έχει κατασκευαστεί με σκοπό το πότισμα των ζώων. Το υπόστρωμα είναι φλύσχης και πολύ κοντά εντοπίζονται άλλες δύο μικρότερες δεξαμενές που όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στην απογραφή. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν καλλιέργειες ελιές ενώ δίπλα στην δεξαμενή υπάρχει μαντρί με αιγοπρόβατα. Υγροτοπική βλάστηση περιμετρικά του υγρότοπου δεν υπάρχει, ενώ μέσα στην δεξαμενή αναπτύσσονται νεραγκούλες (Ranunculus sp.). Όσο αφορά την πανίδα, αξίζει να αναφερθεί η παρουσία της νεροχελώνας Mauremis rivulata και του κρητικού ενδημικού βατράχου Pelophylax cretensis (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 06.2009).

ΤΕΧΝΗΤΑ ΛΙΜΝΙΑ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΑΡΙΝΩΝ, ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΡΕΘΥΜΝΟ, ΚΡΗΤΗ

Οι λίμνες του λατομείου Καρινών βρίσκονται στην περιοχή Καλογεράδο, περίπου 2,7 χλμ., δυτικάβορειοδυτικά του οικισμού Καρινών στο Δήμο Αγίου Βασιλείου. Πρόκεται για μικρά λιμνία που έχουν δημιουργηθεί από την εξορυκτική δραστηριότητα του λατομείου. Τροφοδοτούνται από τις επιφανειακές απορρές, ενώ η θέση και η έκταση τους δεν παραμένει σταθερή λόγω των εργασιών στο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

295


λατομείο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην έχει αναπτυχθεί σημαντική υγροτοπική βλάστηση, να μην φιλοξενείται η αντίστοιχη πανίδα και συνεπώς να μην παρουσιάζει η περιοχή καμία υγροτοπική αξία. Τα λιμνία βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα και επικοινωνούν μεταξύ τους με υπερχείλιση, ενώ παράλληλα τις χωρίζει δρόμος. Το υπόστρωμα του υγρότοπου είναι αργιλοαμμώδες (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 06.2009 ).

4.1γ. περιοχή Χανίων ΛΙΜΝΗ ΑΓΥΙΑΣ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Η λίμνη της Αγυιάς βρίσκεται βορειοδυτικά του ομώνυμου οικισμού και ανήκει διοικητικά στο Δήμο Χανίων. Συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR434376000 και ονομασία "Τεχνητή Λίμνη Αγιάς" (Ζαλίδης & Ματζαβέλας 1994). Ο υγρότοπος καταλαμβάνει έκταση περί τα 290 στρέμματα και περιλαμβάνει την τεχνητή λίμνη, υγρολίβαδα και ρύακες. Η τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε πάνω σε ένα μικρό παραπόταμο του ποταμού Κερίτη την περίοδο 1927-28 με την κατασκευή φράγματος με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος (εδώ και μερικά χρόνια ο υδρολεκτρικός σταθμός δεν λειτουργεί πλέον και έχει δημιουργηθεί μουσειακός χώρος). Οι εισροές νερού προς τη λίμνη προέρχονται από τις υπερχειλίσεις των παραλίμνιων πηγών και από τις απορροές του υδρογραφικού δικτύου της λεκάνης απορροής της λίμνης, όπως είναι κυρίως ρέματα και ποτάμια που βρίσκονται ανάντη της λίμνης (π.χ. τμήμα του Ξεκολωμένου ποταμού) (Νικολαΐδης και Καρατζάς 2010).

Οι κύριοι τύποι οικότοπων στην περιοχή είναι με κωδικούς 72Α0 –Καλαμώνες, 92C0 -Δάση πλάτανου της Ανατολής, αλλά και τον οικότοπο προτεραιότητας *7210 -Ασβεστούχοι βάλτοι. Στον υγρότοπο έχουν καταγραφεί περισσότερα από 130 είδη αγγειοσπέρμων και 4 είδη πτεριδόφυτων (Φουρναράκη και συν. 2003). Η υπερυδατική βλάστηση περιμετρικά της λίμνης περιλαμβάνει αγριοκάλαμα (Phragmites australis), καλάμια (Arundo donax) και συνοδά τα είδη του καλαμιώνα (Schoenoplectus lacustris, Panicum repens, Sparganium erectum subsp. Neglectum). Νότια υπάρχουν φυτοκοινωνίες με Gladium mariscus και νοτιότερα κυριαρχούν τα βούρλα (Juncus articulatus, Juncus effuses) και άλλες υδροχαρείς φυτοκοινωνίες με Dorygnium rectum, Lythrum junceum, Oenanthe pimpineloides, Cirsium creticum, Cyperus longus αλλά και ιτιές (Salix alba). Η υφυδατική βλάστηση περιλαμβάνει ποταμογείτονες (Potamogeton lucens), κερατόφυλλα (Ceratophyllum demersum), μυρόφυλλα (Myriophyllum spicatum), καλιτρίχια (Callitriche cophocarpa), αγριονεραγκούλα (Ranunculus trichophyllus) κ.ά.. Στις όχθες των ρυάκων και στα υγρολίβαδα υπάρχουν πλούσιες φυτοκοινωνίες με χαρακτηριστικά τα είδη Veronica anagallis aquatica, Rorippa nasturtium-aquaticum , Apium Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

296


nodiflorum, Mentha aquatica, Carex otrubae, Juncus effusus, Carex hispida κ.ά.. Η δενδρώδης/θαμνώδης βλάστηση περιλαμβάνει πλατάνια (Platanus orientalis), μυρτιές (Myrtus communis), ιτιές (Salix alba), αλμυρίκια (Tamarix parviflora), πικροδάφνες (Nerium oleander), βάτα (Rubus sanctus). Επίσης νότια της λίμνης έχουν φυτευτεί πεύκα (Pinus brutia) και ευκάλυπτοι (Εucalyptus tostrata). Η πανίδα της περιοχής είναι επίσης πλούσια σε είδη. Έχουν καταγραφεί περισσότερα από 200 είδη πουλιών (Αγοραστάκης και Λυμπεράκης 1998). Το χειμώνα συναντώνται αξιόλογοι πληθυσμοί από αγριόπαπιες (Anas platyrynchus) και φαλαρίδες (Fulica atra). Η Αγυιά θεωρείται ή σημαντικότερη περιοχή διαχείμασης της απειλούμενης με εξαφάνιση βαλτόπαπιας (Aythya nyroca) στην Ελλάδα. Μεταξύ των μεταναστευτικών ξεχωρίζουν τα: μαυροπετρίτης (Falco eleonore), σαρσέλα (Anas querquedula), μικροπουλάδα (Porzana parva), νανοπουλάδα (Porzana pusilla), καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutes), κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides), και πολλά άλλα, ενώ σπανιότερα εμφανίζονται ο κραυγαετός (Aquila pomarina) και ο φιδαετός (Circaetus gallicus). Στα διαχειμάζοντα πτηνά περιλαμβάνονται ο σταυραετός, ο καπακλής (Anas strepera), το μαυροβουχτάρι (Podiceps nigricolis) και μερικές φορές ο τσίφτης (Milvus migrans), η λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus) και η μουστακοποταμίδα. Μεταξύ των αναπαραγόμενων πτηνών της περιοχής αξίζει να αναφερθούν το νανοβουτηχτάρι, η φαλαρίδα, το γυδοβύζι, το αηδόνι και ο μυγοχάφτης. Από την υπόλοιπη πανίδα σπονδυλωτών αναφέρονται ο κρητικός βάτραχος (Rana cretensis), ο δενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο φρύνος (Bufo viridis) και η νεροχελώνα (Mauremys rivulata). Επίσης συναντώνται το σπιτικό σαμιαμίθι (Hemidactylus turcicus), η τρανόσαυρα (Lacerta trilineata), το λιακόνι (Chalcides occelatus), η δενδρογαλιά (Hierophis gemonensis), το σπιτόφιδο (Zamenis situlus), το νερόφιδο (Natrix tessellata), η ζουρίδα (Martes foina), ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor), η μυγαλή (Crocidura suaveolens), ο λαγός (Lepus europaeus), ο δασοποντικός (Apodemus sylvaticus), ο σπιτοποντικός (Mus domesticus), ο αρουραίος (Rattus rattus) και άλλα (Αγοραστάκης και Λυμπεράκης 1998). Επιπλέον έχουν εισαχθεί και αρκετά ξενικά είδη όπως ο βουβαλοβάτραχος (Rana catesbeiana), η αμερικάνικη χελώνα (Trachemys scripta), χρυσόψαρα, κουνουπόψαρα, κ.ά. Η λίμνη της Αγυιάς έχει αξιοσημείωτη βιοποικιλότητα και αποτελεί την πλέον δημοφιλή περιοχή ορνιθοπαρατήρησης στην Κρήτη. Επιπλέον αξιολογήθηκε ως η σημαντικότερη υδατοσυλλογή της Κρήτης για τις λειτουργίες «βιοποικιλότητα και ενδιαίτημα άγριας ζωής», «βελτίωση ποιότητας νερού» και «τοπίο – αναψυχή», και ως δεύτερη σημαντικότερη για τη λειτουργία «ενδιαίτημα υδρόβιων οργανισμών» (Δημαλέξης και συν. 2004). Δυστυχώς, δεν υπάρχει ίχνος περιβαλλοντικής διαχείρισης. Περιμετρικά της λίμνης υπάρχουν καφετέριες, εστιατόρια και η λίμνη προσελκύει αρκετό κόσμο, ενώ έχουν γίνει και έργα ανάπλασης του χώρου όπως πλακοστρώσεις, παγκάκια, ποδηλατόδρομοι, κ.ά. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνη Διατήρησης, GR4340006 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4340020 (Ν. 3937/2011, ΦΕΚ 60/Α/2011) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν 5/2009 ). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΣΠΡΗ ΛΙΜΝΗ, ΧΡΥΣΟΣΚΑΛΙΤΙΣΣΑ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Η Άσπρη Λίμνη βρίσκεται περίπου 1,1 χλμ., δυτικά του οικισμού της Χρυσοσκαλίτισσας, 500 μέτρα δυτικά της Μονής προς το Ελαφονήσι. Πρόκειται για μια μικρή κοιλότητα έκτασης 3.3 στρεμμάτων που σχηματίζεται σε ασβεστολιθικά εδάφη, σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων από τη θάλασσα. Ο κύριος όγκος νερού που γεμίζει την κοιλότητα, φαίνεται ότι εισέρχεται με τον κυματισμό, ενώ πιθανόν, σημαντική συνεισφορά έχουν και τα γλυκά νερά από τις βροχοπτώσεις. Ανάλογα με την εποχή κυμαίνεται και η στάθμη του νερού στο λιμνίο. Περιμετρικά η περιοχή κυριαρχείται από φρύγανα και σχίνους, ενώ απαντώνται και σημαντικές ποσότητες ελαφρόπετρας. Η Άσπρη Λίμνη συνδέεται με τη Χρυσοσκαλίτισσα με χωματόδρομο και προσελκύει κόσμο τους θερινούς μήνες. Ο δρόμος καταλήγει σε παραλία με λευκή άμμο, ωστόσο στην παραλία υπάρχει ξύλινη περίφραξη για την αποτροπή εισόδου σε μηχανοκίνητα μέσα. Η περιβαλλοντολογική σημασία της περιοχής είναι μεγάλη, καθώς αποτελεί τη δυτικότερη αποικία του Phoenix theophrasti (στον υγρότοπο υπάρχουν και μερικές συστάδες Φοίνικα του Θεόφραστου του προστατευόμενου κρητικού φοινικόδεντρου. Συστάδες αυτού του είδους υπάρχουν στο Βάι, στη Λίμνη Πρέβελης, τον Άγιο Νικήτα, τη Σούδα, όπως επίσης στη νότια Τουρκία και στα Κανάρια Νησιά ), αποτελώντας έτσι το δυτικότερο

άκρο εξάπλωσής του στην Κρήτη. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 1150 * Παράκτιες λιμνοθάλασσες και 9370 * -Φοινικοδάση του Phoenix που είναι και οι δύο οικότοποι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

297


προτεραιότητας. Εκτός από τους φοίνικες, απαντάται μια διάπλαση με Limonium sp. στην βορειοανατολική αμμώδη ακτή, ενώ ανάμεσα στα ασβεστολιθικά πετρώματα που υπάρχουν περιμετρικά αναπτύσσεται σκληρόφυλλη μακί βλάστηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4340015, ενώ τμήμα του βρίσκεται εντός Καταφυγίου Άγριας Ζωής (ΦΕΚ 234/Δ/2009). Εξάλλου, η περιοχή προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 11.2008 και http://www.cretanbeaches.com/).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΥΚΗ ΓΑΥΔΟΥ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Η Αλυκή Γαύδου βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού, 5 χλμ., νότια από το Καστρί. Έχει έκταση 28 στρέμματα και είναι ο νοτιότερος υγρότοπος της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα εποχικό λιμνίο το οποίο διαχωρίζεται από τη θάλασσα με μια αμμώδη ζώνη πλάτους 40μ. Η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται από τη μικρή λεκάνη απορροής του ενώ θαλασσινό νερό εισέρχεται όταν υπάρχει έντονος κυματισμός. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχον εγκαταλειμμένες αναβαθμίδες και η βλάστηση είναι θαμνώδης/δενδρώδης με επικρατούντα είδη το σχίνο, το θαμνοκυπάρισσο, το πεύκο και το θρούμπι (Μυλωνάς και συν. 1997). Η υδροφυτική βλάστηση του υγρότοπου είναι φτωχή. Υπάρχουν λίγα άτομα από δύο είδη βούρλων (Juncus heldreichianus, J. hybridus) (Bergmeier et al. 1997). Η Αλυκή αποτελεί μια από τις σημαντικότερες θέσεις του νησιού για τη διατροφή και ξεκούραση μεταναστευτικών Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

298


πουλιών, ιδιαίτερα των χαραδριόμορφων και ερωδιόμορφων. Για τις δύο αυτές κατηγορίες έχουν καταγραφεί περισσότερα από 20 είδη πτηνών (Μυλωνάς και συν. 1997).

Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4340013 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4340023 (ν 3937/2011, ΦΕΚ 60/Α/2011), ενώ συμπεριλαμβάνεται στο Π.Δ. για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF 5/2010. Απογραφέας: Κ. Παραγκαμιάν). ΛΙΜΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΥΠΟΛΗ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Η Λίμνη Γεωργιούπολης και ο Αλμυρός ποταμός βρίσκονται δίπλα στον οικισμό της Γεωργιούπολης, στον Δήμο Αποκορώνου. Πρόκειται για ένα υγροτοπικό σύστημα που περιλαμβάνει την καρστική πηγή του Αλμυρού, ένα υφάλμυρο έλος, τον Αλμυρό ποταμό και την εκβολή του. Η μέση παροχή της πηγής κατά τους χειμερινούς μήνες είναι σταθερή και μειώνεται κατά τους θερινούς μήνες (από τα τέλη Απριλίου μέχρι τον Οκτώβριο ) ενώ τα χλωριόντα κυμαίνονται μεταξύ 1100 και 1450 mg/lt (Αγοραστάκης & Λυμπεράκης 1998) καθιστώντας το νερό υφάλμυρο και ακατάλληλο για άρδευση και ύδρευση. Το αβαθές έλος πήρε την σημερινή του μορφή στις αρχές της δεκαετίας του ’50 με την κατασκευή ενός μικρού χωμάτινου φράγματος για την δημιουργία του υδροηλεκτρικού σταθμού που χρησιμοποιείται ως σήμερα. Το έλος, παρά το γεγονός ότι είναι μικρότερο των 80 στρεμμάτων και είναι έντονα τροποποιημένο φυσικό σύστημα, καταχρηστικά κατατάσσεται ως τεχνητός υγρότοπος στην κατηγορία Ramsar 6. Από το υδροηλεκτρικό σταθμό το ποτάμι συνεχίζει για περίπου 500 μέτρα και ενώνεται με ένα μικρό ρύακα (στους χάρτες της Γ.Υ.Σ. αναφέρεται με το όνομα Αλμυρός) και μετά καταλήγει στη θάλασσα. Ωστόσο, διαμορφώσεις έχουν γίνει και στην εκβολή ώστε να ελλιμενίζονται μικρά σκάφη και βάρκες. Στο παρελθόν οι υγροτοπικές περιοχές στην Γεωργιούπολη καταλάμβαναν μεγαλύτερες εκτάσεις, όμως ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρονται προσπάθειες για αποξηράνσεις ( Αγοραστάκης & Λυμπεράκης 1998). Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 72Α0 -Καλαμώνες και 1130 Εκβολές ποταμών. Κυρίαρχη είναι η υπερυδατική βλάστηση με χαρακτηριστικό είδος το αγριοκάλαμο (Phragmites australis), ενώ η μελέτη της χλωρίδας της περιοχής έχει γίνει στα πλαίσια προγράμματος LIFE (Φουρναράκη και συν. 2003). Όσον αφορά την ορνιθοπανίδα της περιοχής, στη Γεωργιούπολη έχει πραγματοποιήσει συστηματικές παρατηρήσεις η Coghlan (1988b, 1989, 1990, 1991, 2001). Επίσης, στην περιοχή καταγράφονται δύο είδη αμφιβίων (Pelophylax cretensis και Βufo viridis) καθώς και η ποταμοχελώνα Mauremys rivulata. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης (GR4340010) και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4340022, ενώ η ευρύτερη περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, GR180. Επιπλέον προστατεύεται ως Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

299


Περιοχή Ειδικής Προστασίας στα πλαίσια του Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Γεωργιούπολης (ΦΕΚ 19/ΑΑΠ/2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Δ. Πουρσανίδης 01.10.2008 ).

ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΡΝΑ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Η λίμνη Κουρνά βρίσκεται στο δήμο Αποκορώνου, περίπου 2,5 χλμ., βορειοδυτικά από τον ομώνυμο οικισμό. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR4343820 και ίδια ονομασία (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια φυσική λίμνη που προέρχεται από την κατάρρευση οροφής υπογείου σπηλαίου και η δημιουργία της ανάγεται σε μεταπλειοκαινικούς χρόνους (Κατσαδωράκης 1985). Η εκφόρτιση των νερών από υπολεκάνη των Λευκών Ορέων γίνεται σε υπόγεια καρστική πηγή στο νοτιοανατολικό άκρο της λίμνης στη θέση «Αμάτι» (μέση ετήσια εκφόρτιση ~80 εκ. κ.μ./έτος - Κοκολάκης 2007), ενώ η έξοδος γίνεται κυρίως στα βόρεια προς τον Δέλφινα ποταμό και δευτερευόντως στα δυτικά-βορειοδυτικά μέσω καταβοθρών (Τϊγκιλης 2007). Όλος ο υπόλοιπος πυθμένας καλύπτεται από αδιαπέρατα εδάφη (νεογενείς αποθέσεις) που εξασφαλίζουν τη στεγανότητά της λίμνης (Αγοραστάκης & Λυμπεράκης 1998). Η ποσότητα του νερού αυξομειώνεται εποχικά και έτσι το μέγιστο βάθος μεταβάλλεται ανάλογα με τις βροχοπτώσεις στην ορεινή ζώνη. Το νερό της λίμνης χρησιμοποιείται τόσο για άρδευση, όσο και για ύδρευση. Η λίμνη αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό της ευρύτερης περιοχής και ως εκ τούτου στις βόρειεςβορειοανατολικές όχθες της υπάρχουν εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης των επισκεπτών (κυρίως εστιατόρια) που ασκούν έντονες πιέσεις στο φυσικό οικοσύστημα μιας και έχουν επεκταθεί εις βάρος της λίμνης. Στην αλλοίωση του τοπίου συνεισφέρει και ο χωμάτινος δρόμος που οδηγεί στη θέση ‘’Αμάτι’’, ενώ τους θερινούς μήνες υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός θαλασσίων ποδηλάτων που βρίσκεται μέσα στη λίμνη. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες, 3140 -Σκληρά, ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp., 3260 -Ποταμοί από πεδινά σε ορεινά επίπεδα με βλάστηση Ranunculion fluitantis και Callitricho-Batrachion και 3170 -*Μεσογειακά εποχικά λιμνία. Όσο αφορά τη βλάστηση και τη χλωρίδα της περιοχής, αρκετές μελέτες έχουν γίνει για τη λίμνη Κουρνά (Οικονομίδου και συν. 1988, Yannitsaros & Koumpli-Sovantzi 1991, Koumpli-Sovantzi 1997, Φουρναράκη και συν. 2003, Langangen 2012 ). Στην όχθη, κυρίως στα νότια και δυτικά όπου οι επεμβάσεις στο τοπίο είναι οι ελάχιστες δυνατές υπάρχουν λυγαριές (Vitex agnus-castus), ενώ μέσα στη λίμνη αναπτύσσεται υφυδατική βλάστηση με αρκετά είδη (χαρόφυτα, βατραχιώδη). Η λίμνη φιλοξενεί επίσης πολλά είδη πουλιών, έχει αυτόχθονη ιχθυοπανίδα (ποταμοσαλιάρα & αθερίνα) και όλα τα είδη των αμφιβίων της Κρήτης. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4340010, Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4340022 και Καταφυγίου Άγριας Ζωής (ΦΕΚ 803/Β/2001) ενώ η ευρύτερη περιοχή είναι χαρακτηρισμένη ως Σημαντική Περιοχή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

300


για τα Πουλιά, GR180. Επιπλέον προστατεύεται ως Περιοχή Ειδικής Προστασίας στα πλαίσια του Σχεδίου Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης του πρώην Δήμου Γεωργιούπολης (ΦΕΚ 19/ΑΑΠ/2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Θ. Γιαννακάκης 24.04.2009).

Περισσότερες λεπτομέρειες για τη λίμνη Κουρνά μπορείτε να δείτε στο ψηφιακό βιβλίο ‘’ Οι Λίμνες στην Ελλάδα’’, http://www.issuu.com/tkouss/docs/the-lakes-in-greece/. ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΗ ΜΑΧΑΙΡΙΔΑ ΤΕΡΣΑΝΑΣ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ

Η Λίμνη Τερσανά βρίσκεται περίπου 1,8 χιλιόμετρα βόρεια βορειοδυτικά του οικισμού Χωραφάκια, δίπλα στην παραλία του Τερσανά και εκτός από ‘’Λίμνη’’ ονομάζεται και ‘’Βόθωνας’’ από τους κατοίκους της περιοχής. Αυτό το μόνιμο λιμνίο αποτελεί μια εντυπωσιακή καρστική δολίνη, όπου αναβλύζουν πηγές με υφάλμυρο νερό. Λίγα μέτρα μακρύτερα από αυτή τη λιμνοδολίνη υπάρχει και το μικρό εποχικό Λιμνίο του Τερσανά. Η στάθμη της λίμνης παραμένει σταθερή, χωρίς αυξομειώσεις στο μεγαλύτερο μέρος του έτους, ενώ τους θερινούς μήνες το νερό υποχωρεί. Ο υγρότοπος διατηρεί ακόμα την φυσικότητα του σε πολύ μεγάλο βαθμό και οι ανθρώπινες επεμβάσεις περιορίζονται σε δύο σημεία, ένα μικρό σπίτι που έχει χτιστεί παρόχθια στο νότιο τμήμα της λίμνης και η επέκταση της αυλής μιας εξοχικής κατοικίας στο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

301


νοτιοδυτικό τμήμα της η οποία έχει φυτευτεί με γκαζόν. Παρόλα αυτά η περιοχή περιμετρικά της δολίνης οικοδομείται και σύντομα θα αρχίσει να δέχεται πιέσεις κυρίως λόγω της δόμησης και της διαμόρφωσης του χώρου. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 72Α0 -Καλαμώνες και στον υγρότοπο κυριαρχού τα αγριοκάλαμα (Phragmites australis). Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF : Θ. Γιαννακάκης 12.2008).

Στην ευρύτερη περιοχή του Τερσανά φυτρώνει το φυτό Μαχαίριδα, Gladiolus italicus, που είναι φυτό με βολβοκόνδυλο, αρκετά κοινό σε καλλιεργημένα χωράφια, μια και ευνοείται από τις ανθρώπινες γεωργικές δραστηριότητες. Ανθίζει την άνοιξη, και τα μεγάλα ροζ-ερυθρά άνθη του, εμφανίζονται σε ένα ψηλό ανθικό στέλεχος (στάχυς). Συλλέγεται συχνά λόγω της ιδιαίτερα καλλωπιστικής του αξίας. Η λιμνοδολίνη της Μαχαιρίδας αποτελεί σημαντικό υδροβιότοπο που φιλοξενεί νερόφιδα, χελώνες και μεταναστευτικά πουλιά (Πηγή:σταχυολόγηση απο http://www.cteranbeaches.com , και φωτο απο Sophia Karagianni).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΜΙΚΡΟ ΤΕΡΣΑΝΑ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ

Το μικρό λιμνίο του Τερσανά βρίσκεται στη χερσόνησο Ακρωτηρίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα βορειοδυτικά από τα Χωραφάκια του Δήμου Χανίων. Πρόκειται για υπόλειμμα μεγαλύτερου υγρότοπου ο οποίος περιλάμβανε εκτάσεις βόρεια και βορειοδυτικά αλλά κατακερματίστηκε, αποστραγγίστηκε και επιχωματώθηκε. Στη σημερινή του έκταση, 4,6 στρέμματα, ο υγρότοπος Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

302


περιλαμβάνει ένα εποχικό λιμνίο γλυκού νερού το οποίο περιβάλλεται από βλάστηση με αλμυρίκια (Tamarix parviflora) και μια έκταση στα ανατολικά επιχωματωμένη με αδρανή υλικά (π.χ., τεμάχη ασβεστόλιθου, χώμα) πιθανά από διάνοιξη δρόμου. Η τελευταία έχει πλέον καλυφθεί από φρύγανα. Ο υγρότοπος απειλείται με πλήρη επιχωμάτωση (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν 11/2012). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΚΟΛΥΜΠΟΣ ΑΣΚΥΦΟΥ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Ο Κόλυμπος βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση, νοτιοδυτικά από τον οικισμό Καρές, στο οροπέδιο Ασκύφου. Πρόκειται για μια μικρή υδατοσυλλογή που έχει δημιουργηθεί από εργασίες απόληψης αργίλου για την κατασκευή κατοικιών και τροφοδοτείται από τις κατακρημνήσεις και τις επιφανειακές απορροές. Η έξοδος του νερού γίνεται από ένα μικρό κανάλι στο νότιο τμήμα της λίμνης.

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΜΑΥΡΟ ΝΕΡΟ, ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟ, ΣΦΑΚΙΑ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ

Το έλος Φραγκοκάστελου βρίσκεται 2 χλμ., νότια του οικισμού Πατσιανός, στην παραλιακή ζώνη δίπλα στο κάστρο του Φραγκοκάστελλου και ανήκει διοικητικά στο δήμο Σφακίων του νομού Χανίων. Πρόκειται για ένα σύστημα που περιλαμβάνει εποχιακά κατακλυζόμενες εκτάσεις που δέχονται νερό από επιφανειακές απορροές και από υπόγειες πηγές. Το νερό δεν εκρέει επιφανειακά από αυτές τις εκτάσεις εκτός από το τμήμα που καταλαμβάνει ο καλαμιώνας και που επικοινωνεί με Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

303


τη θάλασσα εποχιακά. Ο υγρότοπος δεν είναι ενιαίος αλλά αποτελείται από μικρότερες υγροτοπικές εκτάσεις που τις χωρίζουν κατοικίες, δρόμοι και μονοπάτια. Η οριοθετημένη έκταση καταλαμβάνει την παραλιακή ζώνη σε μήκος πάνω από 1 χιλιόμετρο. Μάλιστα πολλές εκτάσεις είναι περιφραγμένες και αναμένεται στα επόμενα χρόνια ο υγρότοπος να συρρικνωθεί δραματικά. Ανάλογα με την κατακλυζόμενη περιοχή κατανέμεται και η βλάστηση. Έτσι στο βορειοδυτικό τμήμα κυριαρχούν οι λυγαριές (Vitex agnus-castus), νοτιότερα υπάρχει μια έκταση με ψαθιά (Typha sp.), ενώ το τμήμα με τον καλαμιώνα καταλαμβάνει περίπου το 10% της συνολικά οριοθετημένης περιοχής. Καταγράφηκαν στην περιοχή οι εξής τύποι οικοτόπων με κωδικούς: 2110 Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, 3170* -Μεσογειακά εποχικά λιμνίοτα, 5420 -Φρύγανα Sarcopoterium spinosum, 6420 - Μεσογειακοί λειμώνες με υψηλές πόες και βούρλα, 72Α0 -Καλαμώνες και 92D0 Παρόχθια δάση-στοές της θερμής Μεσογείου και της Νοτιο-Δυτικής Ιβηρικής χερσονήσου. Ο υγρότοπος βρίσκεται μέσα σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Τόπος Κοινοτικής Σημασίας, κωδικός: GR4340012 και Τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (ΦΕΚ 785/Β/20-8-1980), ενώ έχει καταγραφεί και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR434383000 και την ονομασία: "Έλος Φραγκοκάστελλου". (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 03.2009). ΛΙΜΝΟΔΟΛΙΝΗ ΛΙΜΝΗ, ΚΙΣΣΑΜΟΣ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ

Ο υγρότοπος βρίσκεται στον οικισμό Λίμνη, στο Δήμο Κισσάμου Χανίων. Πρόκειται για ένα έγκοιλο που δέχεται νερό από τις κατακρημνίσεις και έτσι σχηματίζεται η λίμνη με μόνιμη την παρουσία του νερού. Περιμετρικά υπάρχουν πλατάνια που συνιστούν τον οικότοπο με κωδικό 92C0 -Δάση πλάτανου της Ανατολής (Platanion orientalis), ενώ πλησιέστερα στο λιμνίο φύονται αγρωστώδη. Το λιμνίο εμφανίζει φαινόμενα ευτροφισμού εξαιτίας της πλούσιας φυτικής ύλης (π.χ., πλατανόφυλλα) που πέφτει μέσα στο νερό. Όσο αφορά την πανίδα αναφέρονται αμφίβια (πιθανόν Pelophylax cretensis), ενώ έχουν εισαχθεί και χρυσόψαρα. Ο υγρότοπος οριοθετείται από οδικό δίκτυο, ενώ η δόμηση στον οικισμό είναι αρκετά αραιή. Στην ευρύτερη περιοχή φύονται καστανιές και καρυδιές, ενώ υπάρχουν και καλλιέργειες ελιάς. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4340004 και προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα των μικρών νησιωτικών υγρότοπων (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). Επίσης, ο υγρότοπος βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (Πορτόλου και συν. 2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 11.2008). ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ, ΚΙΣΣΑΜΟΣ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ Ο υγρότοπος εντοπίζεται περίπου 1,1 χλμ., δυτικά βορειοδυτικά από τον οικισμό Καβούσι και ανήκει διοικητικά στο δήμο Κισσάμου του νομού Χανίων. Πρόκειται για μια εποχιακά πλημμυριζόμενη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

304


έκταση που δέχεται νερό τόσο από επιφανειακά, όσο και από υπόγεια νερά. Παλαιότερα συνιστούσε μια ενιαία έκταση, αλλά ο παραλιακός δρόμος έχει χωρίσει τον υγρότοπο στα δύο. Κάτω από τον δρόμο υπάρχει αγωγός που ενώνει αυτά τα δύο τμήματα. Το νερό, ανάλογα με την εποχή κυμαίνεται από γλυκό μέχρι υφάλμυρο λόγω της γειτνίασης του υγρότοπου με τη θάλασσα. Στην ευρύτερη περιοχή έχει αναπτυχθεί ένας μεγάλος αριθμός θερμοκηπίων, ενώ καλλιεργούνται και ελιές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο υγρότοπος με νιτρικά και φωσφορικά από τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα που εφαρμόζονται. Καταγράφηκαν στην περιοχή οι εξής τύποι οικοτόπων με κωδικούς: 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) και 3170* -Μεσογειακά εποχικά λιμνίοτα, ενώ υπάρχει αμμόφιλη βλάστηση και καλάμια Phragmites australis. Για την περιοχή έχουν γίνει αναλυτικές μελέτες στα πλαίσια προγράμματος LIFE.

Η περιοχή αναμένεται να υποβαθμιστεί επιπλέον λόγω της τουριστικής και οικιστικής ανάπτυξης, αλλά και λόγω της κατασκευής θερμοκηπίων. Ο υγρότοπος αυτός βρίσκεται μέσα σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (κωδικός: GR4340001), Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (κωδικός: GR175) και Τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (ΦΕΚ 1242/Β/16-10-1973) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης 11.2008). Σήμερα, οι εποχικές λίμνες στη Φαλάσαρνα, όπως προαναφέρθηκε και πιο πάνω, έχουν περιοριστεί σε μία μόνο περιοχή που βρίσκεται πίσω από τον παραθαλάσσιο δρόμο που διαχωρίζει τις αμμοθίνες και την πεδιάδα της περιοχής. Πριν από μερικά χρόνια, στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν πολλοί τέτοιοι οικότοποι, αλλά με τις συνεχείς και παράνομες επιχωματώσεις και αποστραγγίσεις κατόρθωσαν να τους εξαφανίσουν και έτσι επέκτειναν τις ιδιοκτησίες τους σε δημόσιες εκτάσεις και σε προστατευόμενες περιοχές. Ο σημαντικός αυτός οικότοπος στη Φαλάσαρνα έχει μεγάλη ποικιλία υγρόφιλης βλάστησης, είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση σε ολόκληρη τη δυτική ακτή, αποτελεί τόπο ξεκούρασης και αναπαραγωγής για πουλιά και για αμφίβια. Οι φυτικές κοινωνίες του οικοτόπου αυτού αποτελούνται από νέες αναφορές για τα δεδομένε της Κρήτης, όπως είναι ο ‘’Ρανούγκουλος του Ριόνι’’, το ‘’Σπαργκάνιο το ευθυτενές’’, η Ευφόρβια η χιρσούτα’’, η ‘’Φύλλα η ανθοδέσμια’’ και αρκετά είδη ‘’Γιούνκου’’ που είναι σπάνια στην Κρήτη. Οι πιο πάνω ιδιαιτερότητες και οι ιδιομορφίες, αλλά και η βιοποικιλότητα και οι γεωμορφές των Μεσογειακών Εποχικών Τελμάτων ή Λιμνίων, προσφέρουν αξίες στους ντόπιους, εξισορροπούν τις λειτουργίες του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και ανοίγουν προοπτικές για τον ειδικό-εναλλακτικό οικο-τουρισμό. ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΣΤΟΝ ΟΜΑΛΟ ΣΑΜΑΡΙΑΣ, ΧΑΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο Τεχνικές Εκθέσεις Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων- ΜΑΙΧ, 2006 και Πολυτεχνείου Κρήτης, 2006, από https://sites.google.com/…/ep…/--periballontikes-periegeseis , και απο προσωπικό αρχείο δημοσιευμένο στον τοπικό τύπο και σε επιστημονικά περιοδικά ).

Ανεβαίνοντας από τους Λάκκους προς τον Ομαλό, μέσα από τη ‘’ Στράτα των Μουσούρω (ν)’’ κατά το ριζίτικο τραγούδι, δεσπόζει το οροπέδιο του Ομαλού της Σαμαριάς. Είναι συναρπαστική μια ορεινή περιοχή σε υψόμετρο περίπου +1080 μέτρα, το οροπέδιο του Ομαλού της Σαμαριάς που έχει έκταση περίπου τα 13 τετραγωνικά χιλιόμετρα, να ενσωματώνει μια μοναδική εποχική λίμνη (έκτασης περίπου 1600τ.μ., και στη θέση Ν35° 19' 35'' και Ε23° 53' 25'' ), να προσφέρει με τα βοσκοτόπια της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

305


άριστες συνθήκες διαβίωσης για περίπου 18000 αιγοπρόβατα που βόσκουν εκεί, να παράγει εύγευστα και θρεπτικά προϊόντα της ποιμενικής κτηνοτροφίας, ενώ τα απαραίτητα έργα για την επάρκεια του νερού (π.χ. λιμνοδεξαμενή, ποτίστρες κ.ά.) που χρειάζεται η περιοχή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, να καθυστερούν ή και να κωλυσιεργούν τεχνηέντως (τα έργα δημιουργίας της λιμνοδεξαμενής στον Ομαλό έχουν επανεκκινηθεί με απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη Χανίων στις 20/1/2015, καθώς εδώ και 4 περίπου χρόνια οι σχετικές εργασίες είχαν ανασταλλεί με την απόφαση 7229/27-12-2010).

Ανυπέρβλητη είναι η φυσιογραφία του τοπίο, πλούσια τα αποθέματα της τοπικής ιστορίας, πολύτιμη η περιβαλλοντική παρακαταθήκη με γεω-τόπους/τύπους και γεω-μορφές, με ενδημικά φυτά, με ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα, αλλά και από τους σημαντικότερους παραγωγικούς χώρους, ιδιαίτερα για την ποιμενική κτηνοτροφία και τα προϊόντα της. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του νομού εκτιμούν ότι μεγάλος αριθμός απο αιγοπρόβατα βόσκουν την περιοχή, συνήθως από αργά το Μάρτη μέχρι και τις αρχές του Νοέμβρη και ανάλογα με τον καιρό.

Το οροπέδιο σε πολύ παλαιότερες γεωλογικές εποχές ήταν μια μεγάλη λίμνη η οποία κυρίως μετά από τεκτονικές διαταράξεις και τη διαβρωτική – δυναμική και μεταφορική ενέργεια του νερού και του χιονιού, δημιούργησαν το σημερινό οροπέδιο. Η αποστράγγιση της περιοχής βασίζεται σε φυσικά σπηλαιοβάραθρα, όπως εκείνο του Τζανή στην είσοδο του οροπεδίου και σε άλλες μικρότερες καταβόθρες. Η περιοχή περιβαλλοντικά ανήκει στον Εθνικό Δρυμό της Σαμαριάς, αλλά και στα δίκτυα ένταξης προστατευόμενων περιοχών Natura2000 και Corine. Τα δίκτυα αυτά αποτελούν σημαντικά εργαλεία βιώσιμης ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ απαιτούν την ενεργό συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και την ενσωμάτωση των εκεί δραστηριοτήτων στην περιβαλλοντικής τους διαχείριση. Παρόλα αυτά το Natura 2000, απαξιώθηκε στην πορεία από τις ντόπιες κοινωνίες και αυτή τη φορά ως υπεύθυνοι χαρακτηρίζονται ορισμένοι ‘’στεγνοί’’ τεχνοκράτες, όψιμοι οικολογιστές και νεόκοποι ερευνητές, αλλά και πολιτικοί και κομματάρχες. Η λίμνη στον Ομαλό – στο μέσο του Σελινιώτικου γύρου στο οροπέδιο του Ομαλού της Σαμαριάς– είναι η πλέον χαρακτηριστική και διαφοροποιημένη μορφή Μεσογειακών Εποχικών Λιμνίων στο Ν. Χανίων. Είναι η γνωστή λίμνη του Ομαλού, απόπου ποτίζονται τα ζώα που βόσκουν στην περιοχή. Αυτός ο υγρότοπος του Ομαλού, πολύτιμη περιβαλλοντική παρακαταθήκη. Στην ουσία πρόκειται για τη μεγαλύτερη εποχική λίμνη της περιοχής,η οποία απειλείται και από έλλειψη κατάλληλης εμπειρίαςστο πλαίσιο της κοινωνικής συναίνεσης και της περιβαλλοντικής αγωγής-, αφού δεν συνεκτιμήθηκαν αδιαίρετα τα κοινωνικά και τα περιβαλλοντικά κριτήρια της περιοχής, ενώ η απαιτούμενη σ’αυτές τις Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

306


περιπτώσεις συναξιολόγηση τους ήταν μονοδιάστατη γιατί περιλάμβανε μόνο την ερευνητική συνιστώσα. Όσο για τον ευρύτερο βοσκότοπο της περιοχής του Ομαλού, αυτός κινδυνεύει από την υπερβολική βόσκηση, την ανεπάρκεια της περιοχής σε νερό, αλλά και γιατί τα αναγκαία έργα υποδομής για περισσότερο νερό καθυστερούν απελπιστικά. Εξάλλου, οι ιδιοκτήτες της περιοχής περιφράσσουν λιβάδια και φρυγανολιβαδικές εκτάσεις, κτίζονται εξοχικές κατοικίες, ενώ όσα εξαγγέλλονται απο τους πρόσκαιρους διαχειριστές προγραμμάτων, φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι αποτελούν εικονική πραγματικότητα, χωρίς οράματα και προοπτικές για βιώσιμη ανάπτυξη, αφού η πλειονότητα των κτηνοτρόφων και οι υπεύθυνοι φορείς (π.χ. Δασαρχείο, Φορέας Διαχείρισης του Δρυμού, ΤΟΕΒ, ΥΕΒ), δεν έχουν προσκληθεί να συνεισφέρουν τη σημαντική εμπειρία τους ουσιαστικά. Δηλαδή, το μεγαλύτερο πρόβλημα που συνήθως ανακύπτει σε τοπικό επίπεδο είναι ότι, κάθε περιοχή περιβαλλοντικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, δεν ενσωματώνεται με τις ή και στις τοπικές προτεραιότητες οποιουδήποτε περιβαλλοντικού αναπτυξιακού σχεδίου. Έτσι, κάθε τέτοιο σχέδιο φαντάζει και είναι όντος ξενόφερτο, οπότε και είναι φυσικό να απαξιώνεται από τους ντόπιους.

Εξάλλου, με τους σημερινούς ρυθμούς της ανορθόδοξης ανάπτυξης, υπάρχουν φόβοι και φοβίες σε τοπικό επίπεδο, γιατί η απαιτούμενη και η αναγκαία διαχείριση σε τοπικό φορέα, είτε μιλάμε για το νερό, είτε για τα βοσκοτόπια, είτε και για σημαντικούς τύπους οικοτόπων, θα περάσει στα χέρια των λίγων που βλέπουν κοντόθωρα την ανάπτυξη, μόνο ως επέκταση της τουριστικής αξιοποίησης, της εξοχικής κατοικίας και της συρρίκνωσης των γεωργικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, παρότι υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο και η αναγκαία θωράκιση σε περιβαλλοντικές και αισθητικές αυθαιρεσίες, συνήθως απουσιάζει ο ουσιαστικός έλεγχος των τοπικών αρχών πάνω σε αδειοδοτήσεις και ενέργειες, που αν μη τι άλλο θα δημιουργήσουν την απαρχή προβλημάτων και αντιπαραθέσεων. Άλλωστε, λίγες είναι εκείνες οι περιπτώσεις όπου κάποιο Δασαρχείο, κάποιος Φορέας Διαχείρισης, αλλά και οι Περιβαλλοντικές Οργανώσεις και η Τοπική Αυτοδιοίκηση εμμένουν στη σύμπραξη και στις συμμετοχικές διαδικασίες για οτιδήποτε αφορά και θα έχει επίπτωση στην καλύτερη προστασία του τοπικού περιβάλλοντος και στη συνέχιση των ήπιων δραστηριοτήτων των ντόπιων. Το οροπέδιο του Ομαλού, μαζί με το φαράγγι της Σαμαριάς, τον εποχικό υγρότοπο και τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, κατέχουν από τη φύση τους πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα, σταθερές, αλλά και προστιθέμενες αξίες, ενώ η κύρια προβληματική για την παραπέρα ήπια αναπτυξιακή πορεία της περιοχής, παρουσιάζει πολλαπλές εκφάνσεις. Για παράδειγμα, το οροπέδιο αποτελεί άριστο κτηνοτροφικό πεδίο με πλούσια λιβαδική παραγωγή και τούτο εξαιτίας των ευνοϊκών συνθηκών του εδάφους και της υγρασίας του, οπότε αναμενόμενη είναι και η πλούσια βοσκήσιμη βλάστηση της περιοχή. Επίσης, η επάρκεια του νερού στην ορεινή αυτή περιοχή αποτελεί πρώτης προτεραιότητας αναγκαιότητα για βιώσιμη ανάπτυξη. Τα ερωτήματα όμως που ανακύπτουν είναι μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: -Η περιοχή βόσκεται κανονικά ή υπερβολικά; -Τα βοσκοτόπια της περιοχής συρρικνώνονται; Και το ερώτημα προς τους αρμόδιους για την παραπέρα-αν υπάρχει- κτηνοτροφική πορεία της περιοχής είναι, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

307


τι θα γίνει αύριο και μεθαύριο με τις κλιματικές αλλαγές, την ανομβρία και τη συνεχιζόμενη οικιστική ανάπτυξη της περιοχής; Πως σχεδιάζουν να προστατεύσουν τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες; Μια πρόσφατη ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη μελέτη του ΜΑΙΧ, εκτιμά ότι ο Ομαλός βόσκετε υπερβολικά (υπερβόσκηση) και μάλιστα κατά 73% περίπου σε σχέση με τη βοσκο-ικανότητα της περιοχής, με δεδομένο ότι γύρω στα 18000 αιγοπρόβατα βρίσκονται στο οροπέδιο τουλάχιστον για 6 με 8 μήνες. Μάλιστα σε παρόμοιες μελέτες για τη βοσκο-ικανότητα στο Ν. Χανίων επισημαίνουν άλλοι ερευνητές ότι σε γενικές γραμμές τα φρυγανολίβαδα του νομού (π.χ. Χρυσοσκαλίτισσα, Χερσόνησος Γραμβούσας, Ακρωτήρι, Αποκόρωνας, Κίσσαμος) βόσκονται κατά 20% περισσότερο, δηλαδή υπάρχει και εκεί υπερβόσκηση. Το οροπέδιο άντεξε μέχρι σήμερα. Μέχρι πότε όμως θα αντέχει η περιοχή αυτή την υπερβόσκηση αν δεν παρθούν τα κατάλληλα μέτρα; Γνωρίζουμε επίσης ότι βόσκηση και περιβάλλον οφείλουν να πορεύονται δίπλα-δίπλα, ώστε και το περιβάλλον να παράγει και να ξαναπαράγει βιώσιμα και επαναληπτικά, αλλά και τα ζώα που βόσκουν να βρίσκουν τροφή σε επάρκεια και να είναι καλής ποιότητας. Οι κτηνοτρόφοι μάλιστα, ως οι καλύτεροι διαχειριστές των τοπικών λιβαδικών εκτάσεων, γνωρίζουν ότι η κανονική βλάστηση, όχι μόνο δεν υποβαθμίζει τα φυσικά οικοσυστήματα, αλλά απεναντίας δρα ευεργετικά τόσο στη λειτουργία τους –βλάστηση, άνθιση, παραγωγή σπερμάτων, πάλι βλάστηση κ.ο.κ-, όσο και στην αποτροπή της υποβάθμισής τους (π.χ. ασφακώνες) ή και στη δάσωσή τους (π.χ. φρυγανοποίηση ή θαμνοποίηση). Εξάλλου, οι βοσκοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι η υπερβόσκηση αποφυλλώνει τα φυτά που τρώγονται, περιορίζεται η ικανότητα των φυτών να ανθίσουν και να παράξουν σπέρματα, ενώ το έδαφος συμπιεζόμενο από τον υπερβολικό φόρτο σε ζώα μιας δεδομένης περιοχής, κομματιάζεται στη συνοχή του, με επακόλουθο τη γρήγορη διάβρωση, αποσάθρωση και τη μεταφορά του γόνιμου εδάφους μακρύτερα. Δηλαδή, χάνεται πολύτιμο γόνιμο έδαφος από την περιοχή του Ομαλού. -Το διαθέσιμο νερό στον Ομαλό είναι σε επάρκεια; Αν η απάντηση είναι όχι, γιατί καθυστερούν τα αναγκαία έργα υποδομής; Και ποιοι είναι οι κατά το νόμο αρμόδιοι για να σχεδιάσουν αυτά τα έργα; Είναι γνωστό ότι το νερό στον Ομαλό με την υπάρχουσα υποδομή –υπάρχουν μερικές βροχοδεξαμενές και λίγα πηγάδια- είναι περιορισμένο και χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκές για να καλύψει τις σημερινές παραδοσιακές δραστηριότητες της περιοχής. Παρόλο, που η μέση βροχόπτωση είναι γύρω στα 1600 χιλιοστά και υψηλή είναι και η χιονόπτωση κατά τους χειμερινούς μήνες, η περιοχή παρουσιάζει υδατικό έλλειμμα από το Μάϊο μέχρι και το Σεπτέμβρη της τάξης των 900 χιλιοστών. Τα απαραίτητα πρόσθετα έργα υδροληψίας και αποθήκευσης –ενδείκνυνται υπόγειες υδροδεξαμενές περιμετρικά του οροπεδίου που θα συλλέγουν το νερό της βροχής, αλλά και εκείνο από τα χιόνια, ενώ η λιμνοδεξαμενή, αν δεν τηρηθούν περιβαλλοντικοί κανόνες και κριτήρια, ενδεχομένως να δημιουργηθούν προβλήματα περιβαλλοντικά και μικρο-κλιματικά - καθυστερούν απελπιστικά, παρά τις όποιες προτάσεις της ΥΕΒ και του Δασαρχείου. Όσο για εκείνες τις παρεμβάσεις που προβλέπονται και σχεδιάζονται από αποσπασματικά προγράμματα, είναι παιδαριώδεις και αστείες στην υλοποίηση και στη βιωσιμότητά τους, ενώ οι ντόπιοι ομιλούν για κατευθυνόμενους μικροπολιτικούς καιροσκοπισμούς που θα ωφελήσουν τους ολίγους κατέχοντες και έχοντες προνόμια. Παρόλα αυτά, η εποχική λίμνη στον Ομαλό, όταν έχει νερό (στην κατάκλυσή της διατηρεί μέχρι και 3267 κυβικά μέτρα νερού) λειτουργεί ως εστία προσέλκυσης των ζώων που βόσκουν στην περιοχή. Όμως, με την πάροδο του καλοκαιριού, η λίμνη έχει και λιγότερο νερό, ρυπασμένο από τα περιττώματα των ζώων που έρχονται για να ποτιστούν, μέχρι που ξηραίνεται η λίμνη κατά τη θερινή και φθινοπωρινή περίοδο. Ωστόσο, η υγρασία του εδάφους συντηρεί πλούσια βοσκήσιμη τροφή και κατά τη ξηρή περίοδο. Εξάλλου, η διαχείριση της περιοχής της λίμνης, για το νερό που διαθέτει και την πλούσια βλάστηση που συντηρεί, είναι δύσκολη περίπτωση, καθόσον η περιοχή θεωρείται και περιβαλλοντική παρακαταθήκη και τύπος οικοτόπου που έχει ανάγκη προστασίας. Μια τέτοια διάσταση χρειάζεται διάλογο και συζήτηση με τους εκεί κτηνοτρόφους, γιατί αυτοί ζουν και μοχθούν καθημερινά στην περιοχή και είναι τουλάχιστον προσβολή και καταναγκασμός τους, όταν αλλότρια συμφέροντα (π.χ. καθαρά ερευνητικής ανησυχίας, πρόσκαιρου εντυπωσιασμού, μικροπολιτικά ) θα προσπαθήσουν να θέσουν όρια και περιθώρια στις μέχρι σήμερα δραστηριότητές τους. Μεγάλο επίσης πρόβλημα θα δημιουργήσουν ενέργειες όπως εκείνες της περίφραξη της λίμνης, ακόμη και εκείνη της οικολογικής περίφραξης με υπερυψωμένη βλάστηση ή και με θάμνους περιμετρικά της περιοχής, καθότι ο σημερινός διαχειριστής με τη μετάλλαξη της αυθεντικής πρότασης, έχει ήδη δρομολογήσει απρόβλεπτες ακολουθίες που αγγίζουν ακόμη και τη βιωσιμότητα της λίμνης, τη περιβαλλοντική ιδιαιτερότητα, αλλά και τη λιβαδική σημαντικότητά της (πηγές: σταχυολόγηση από Τεχνικές Εκθέσεις ΜΑΙΧ, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

308


2006 και Πολυτεχνείου Κρήτης, 2006, και σταχυολόγηση από https://sites.google.com/…/ep…/--periballontikesperiegeseis). Σημείωση :Τα ''Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα'' (ΜΕΤ) ή λιμνία, είναι εποχικοί υγρότοποι, οικότοποι προτεραιότητας για προστασία και εξαιρετικής οικολογικής σημασίας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία ('Habitats' Directive 92/43/EEC, κωδικός δικτύου Natura2000: 3170* ). Οι οικότοποι αυτοί, είναι συνήθως μικροί σε έκταση, εμφανίζουν ιδιαιτερότητες και φιλοξενούν σημαντικό αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας, με σπάνια και ενδημικά είδη για το υγρό και το ξηρό περιβάλλον. Τα συναντούμε σε μικρά βυθίσματα του εδάφους τα οποία συγκεντρώνουν νερό κατά τη χειμερινή περίοδο και συνήθως αποξηραίνονται, κυρίως λόγω εξάτμισης, κατά τη θερινή περίοδο. Η μικρή τους έκταση και η περιοδικότητα στην υδροπερίοδο τους έχουν οδηγήσει στο να παραμελείται η αξία τους, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται συρρίκνωση ή και εξαφάνιση τους, λόγω των ισχυρών πιέσεων που δέχονται από διάφορες δραστηριότητες. Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα ή Λιμνία έχουν καταγραφεί στην Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ελλάδα είχαν καταγραφεί 48 εμφανίσεις των Μεσογειακών Εποχικών Τελμάτων μέχρι το 1996, ενώ πρόσφατα (2002) τεκμηριώθηκε η ιδιαίτερη αξιόλογη παρουσία τους σε 24 μόνο περιοχές της Ελλάδας, εκ των οποίων οι 5 βρίσκονται στη Δ. Κρήτη (Γαύδος, Φαλάσσαρνα, Ελαφονήσι, Γεωργιούπολη, Ομαλός). Η εμφάνιση στον Ομαλό προστέθηκε (2005) στα πλαίσια του προγράμματος LIFE/ Φύση 2004 ‘Δράσεις για τη Διατήρηση των Μεσογειακών Εποχικών Τελμάτων στην Δ. Κρήτη’. Αξίζει να τονιστεί ότι η Κρήτη αποτελεί τη νοτιότερη περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου συναντώνται τα ‘Μεσογειακά Εποχικά Τέλματα ή Λιμνία’. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, τα εποχικά λιμνία υποστηρίζουν μια πλούσια βιοποικιλότητα που περιλαμβάνει υψηλή βλάστηση, αμφίβια και γυρίνους, έντομα, πολλούς μικροοργανισμούς και μακροασπόνδυλα. Μερικά από τα είδη είναι ενδημικά και μερικά μπορούν επίσης να βρεθούν αλλού. Ακόμη, τα εποχικά λιμνία είναι απομονωμένα ενδιαιτήματα, που αποτελούν σημαντικό περιβάλλον για πολλά μεταναστευτικά πουλιά. Παρέχουν, εκτός από έναν βιότοπο για τα απειλούμενα και σπάνια είδη, ένα τέλειο σταθμό για πολλά πουλιά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Σε μερικές περιπτώσεις τα είδη εξαρτώνται και από τις υδρολογικές αλλαγές των λιμνίων, όσο αφορά την αναπαραγωγή ή την ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής τους. Παραδείγματος χάριν, η διακύμανση των πλημμυρικών περιόδων παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση όχι μόνο της ποικιλομορφίας των φυτικών ειδών, αλλά και στο να επιτρέψει σε αυτά τα είδη την αναπαραγωγή τους. Η αλλαγή του υδρολογικού καθεστώτος επομένως θα μπορούσε να προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες στην βιοποικιλότητα. Υπάρχει επίσης ισχυρή πιθανότητα τα εποχικά λιμνία να συμβάλλουν στη μεγιστοποίηση της ομάδας γονιδίων των ειδών που εμφανίζονται στα προσωρινά καθώς επίσης και στα μόνιμα ύδατα. Αυτή η αυξανόμενη ποικιλομορφία μπορεί να είναι κρίσιμη για την επιβίωση των ειδών που θα αντιμετωπίσουν τις πιθανές μελλοντικές αλλαγές του παγκόσμιου περιβάλλοντος. Τα ‘Μεσογειακά Εποχικά Λιμνία’, όπως και όλοι οι εποχικοί υγρότοποι, παρά το μικρό μέγεθός τους, εξαιτίας των φυσικών τους λειτουργιών και διεργασιών (υδρολογική, οικολογική, βιο-γεωχημική, βιοπαραγωγική-τροφική, κλιματική-μικροκλιματική, κ.α.), έχουν πολυδιάστατο ρόλο και προς το περιβάλλον και προς τον άνθρωπο. Έτσι, δημιουργούν και παρέχουν οφέλη τα οποία μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν: -Συγκράτηση και προσφορά νερού (π.χ. πότισμα ζώων, άρδευση, εμπλουτισμός υπόγειων νερών, προστασία από πλημμυρικά φαινόμενα). -Παραγωγή τροφής (π.χ. βόσκηση αγροτικών ζώων, συντήρηση των τροφικών πλεγμάτων της άγριας ζωής). -Ποικιλία ενδιαιτημάτων και υποστήριξη της βιοποικιλότητας (οικολογική σημασία). -Βελτίωση της ποιότητας του νερού και ακινητοποίηση - μετασχηματισμός των ρύπων σε ανενεργά συστατικά (βιο-γεωχημική σημασία). -Επηρεάζουν το μικρο-κλίμα της περιοχής μειώνοντας τις ζημιές από παγετούς και καύσωνες (κλιματική σημασία). -Πολυποίκιλες ευκαιρίες για έρευνα, εκπαίδευση, οικοτουρισμό, αναψυχή κ.ά..

ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ Ή ΡΟΥΣΣΙΕΣ Ή ΚΑΙ ΑΡΟΛΙΘΟΙ, ΧΑΝΙΑ, ΚΡΗΤΗ ( Ρουσσιές στη Χρυσοσκαλίτισσα και Αρόλιθοι στη νήσο Γαύδο ) Στις μεσογειακές εποχικές λίμνες (οικότοπος με προτεραιότητα για προστασία), ανήκουν και οι Αρόλιθοι, οι Κολύμπες και οι Ρουσσιές, ως γεωμορφολογικές δημιουργίες και δομές που είναι άφθονες στην περιφέρεια των Χανίων. Οι αρόλιθοι στη Γαύδο, οι ρουσσιές στη Χρυσοσκαλίτισσα-Ελαφονήσι, αλλά και η λίμνη στον Ομαλό-Σαμαριά, ο βάλτος στη Φαλάσαρνα και οι παραλίμνιες εκτάσεις πίσω από τις λυγαριές που κατακλύζονται περιοδικά από νερά στη λίμνη του Κουρνά (σήμερα στον Κουρνά αυτές οι περιοχές έχουν περιοριστεί ή και εξαφανιστεί), είναι μερικές από τις ‘’Εφήμερες Λιμνούλες’’ (Εποχικά Μεσογειακά Τέλματα ή Λιμνία) της δυτικής Κρήτης που αποτελούν θύλακες βιοποικιλότητας, αλλά και οικοτόπους προτεραιότητας για προστασία, διατήρηση και ανάδειξη για τον ειδικό οικο-τουρισμό. Οι Αρόλιθοι στη νήσο Γαύδο, κατά την κρητική διάλεκτο είναι τα φυσικά βαθουλώματα, κοιλώματα πάνω στις πλακούρες, δηλαδή στα ασβεστολιθικά βράχια του νησιού που συγκρατούν το νερό της βροχής, απ’όπου ξεδιψάνε αιγοπρόβατα και βοσκοί. Αποτελούν μικροσκοπικά στολίδια του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και εξυπηρετούν εδώ και πολλές χιλιετίες μέχρι σήμερα, τον άνθρωπο και τα ζώα γιατί συγκρατούν το νερό της βροχής, έστω και σε μικρές ποσότητες, αλλά για μερικές μέρες. Σημειώνεται επίσης ότι ‘’Αρόλιθος’’ ονομάζεται και το παραδοσιακό χωριό στο Ηράκλειο, αλλά και είναι ονομασία ξενοδοχείων, ταβερνών και μεζεδοπωλείων στην Κρήτη. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

309


Αυτές, λοιπόν οι μικρές και εποχικές υδατοσυλλογές στη νήσο Γαύδο, κατά την επιστημονική ορολογία είναι τα ‘’Μεσογειακά Εποχικά Λιμνία ή οι Εφήμερες Μεσογειακές Λιμνούλες’’. Συναντώνται με τη μορφή πολλών μικρών βαθουλωμάτων – συστάδες από αυτά- σε επίπεδα ή με ελαφρά κλίση ασβεστολιθικά βράχια στις περιοχές του Αγ. Παντελεήμονα, στον οικισμό Καστρί, στα Φραγκουλέϊκα Μετόχια, στα σπίτια της Παπαδιάς πηγαίνοντας για τον Κόρφο και αλλού. Αυτά τα μικρά έως μικροσκοπικά σε μέγεθος λιμνία, βρίσκονται πολυάριθμα σε διαφορετικά υψόμετρα, από +50 μέτρα μέχρι και τα +310 μέτρα πάνω από τη θάλασσα.

Κατά τη βροχερή περίοδο και για όσο διάστημα έχουν νερό, διατηρούν ορισμένα υδρόφυτα, όπως είναι το ενδημικό φυτό ‘’Καλλιτρίχη την ωραία’’ που είναι μοναδικό για τη χλωρίδα του Αιγαίου και της Ελλάδας, αλλά και η ‘’Ζαννισέλια η ανθοφόρα’’ και η ‘’ Χάρα η κοινή’’. Επίσης σε άλλες θέσεις η σύνθεση των φυτο-κοινωνιών τους περιλαμβάνει φυτά βορειο-αφρικάνικης εξάπλωσης όπως είναι ένα είδος χαμομηλιού η ‘’ Ματρικάρια η χρυσίζουσα’’, η ‘’Τιλαία του Βαιλλάντη’’, η ‘’Κρηπίς η άτολμη’’, το ‘’ Πολύγωνο το θαλασσινό’’ κ.ά. Σημειώνεται ότι η ‘’Καλλιτρίχη την ωραία’’ θεωρείται ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία, γιατί η εξάπλωσή του περιορίζεται μόνο στη νήσο Γαύδο, όπως και στην Κυρηναϊκή της Λιβύης, Αφρική. Πιστεύουμε ότι οι σπόροι του φυτού αυτού ήλθαν και έρχονται κάθε χρόνο την άνοιξη με την ‘’κόκκινη βροχή’’ από την Αφρική. Ο οικότοπος αυτός όπως εμφανίζεται στη Γαύδο, δεν είναι γνωστός από πουθενά αλλού στον ευρωπαϊκό χώρο με παρόμοια οικολογική αξία, είναι μοναδικός και μπορεί να απειληθεί από μερικές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

310


δραστηριότητες του ανθρώπου (π.χ. πότισμα των ζώων με το νερό που συγκρατούν οι αρόλιθοι, εκχερσώσεις εδαφών, απορρίψεις σκουπιδιών). Οι Ρουσσιές, στην περιοχή Ελαφονήσι-Χρυσοσκαλίτισσα, που είναι κατά την επιστημονική ορολογία οι ‘’Εφήμερες Λιμνούλες’’ (Εποχικά Μεσογειακά Τέλματα ή Λιμνία), αποτελούν αβαθή βυθίσματα-βαθουλώματα πάνω στους πολύ-τεμαχισμένους και πολύ-διαρρηγμένους (καρστικοποιημένους) ασβεστόλιθους της περιοχής, μέσα στον τεράστιο θαμνότοπο της ευρύτερης περιοχής. Σήμερα όμως, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής ανάμεσα στη Χρυσοσκαλίτισσα και το Ελαφονήσι είναι καταπατημένο, και διασχίζεται από πολυάριθμους αγροτικούς δρόμους, ενώ οι επεκτάσεις των εκεί θερμοκηπίων είναι συνεχείς, εξαφανίζοντας το ζωτικό αυτό τύπο οικότοπου που θεωρείται ‘’οικότοπος με προτεραιότητα για προστασία’’.

Οι κοκκινόφαιες περιοχές στο χάρτη είναι οι Ρουσσιές – Εποχικά Λιμνία ανάμεσα στη Χρυσοσκαλίτισσα και το Ελαφονήσι

Οι μικρές αυτές εποχικές υδατοσυλλογές, οι ‘’Ρουσσιές’’, στο Ελαφονήσι- Χρυσοσκαλίτισσα, είναι πολυάριθμες και χαρακτηρίζονται από το ‘’ξανθοκόκκινο ή καστανοκόκκινο’’ χρώμα του εδάφους (terra rossa=κόκκινο έδαφος), ενώ διατηρούν εποχικά ιδιότυπη χλωρίδα. Αυτή η χλωρίδα αποτελείται από σπάνιες και εξειδικευμένες φυτικές κοινωνίες με κυρίαρχα είδη τα ‘’Κρηπίς η άτολμη’’, ‘’Τριφύλλι το ασφυκτικό’’ και άλλα.

Από μαρτυρίες-αναδρομικές αφηγήσεις των ντόπιων, αυτές οι μικροσκοπικές καστανο-ξανθοκόκκινες εκτάσεις εδάφους, έδιναν κάποια παραγωγή όσπριων και δημητριακών κατά την κατοχική περίοδο, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

311


ενώ σήμερα το κοκκινόχωμά τους αφού εκσκαφτεί, χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα για τις εγκαταστάσεις των θερμοκηπίων, ενώ οι θέσεις αυτών των οικοτόπων χρησιμοποιούνται ,κατά τη θερινή περίοδο, για χώρο στάθμευσης οχημάτων ή και απόρριψης σκουπιδιών και άχρηστων αντικειμένων. ΤΑ ΛΥΓΕΝΙΑ ΠΗΓΑΔΙΑ Ή ΟΙ ΠΗΓΑΔΕΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΛΩΝΙ ΧΑΝΙΩΝ, ΚΡΗΤΗ

Σε ένα οροπέδιο στο Παλαιλώνι Αποκορώνου, Χανίων, και πάνω σε μια ´´πόλγη´´ (γεωμορφολογική δομή) της περιοχής έχουν κατασκευαστεί απο την Ενετικοκρατούμενη περίοδο της Κρήτης, τα Λυγένια Πηγάδια. Είναι μια σειρά από πέτρινα, μεγάλα σε διάμετρο και σχετικά βαθειά πηγάδια, που κατασκευάςτηκαν απο πολύ παλιά για να αντιμετωπιστεί η παντελής έλλειψη πηγών νερού της περιοχής. Το χειμώνα, η στάθμη των πηγαδιών ανεβαίνει πολυ με αποτέλεσμα να ξεχειλίζουν και να σχηματίζεται μια μικρή λίμνη στην περιοχή, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες το νερό περιορίζεται μόνο στον πυθμένα τους. Επίσης, γύρω απο την περιοχή υπάρχουν πέτρινες λαξευτές γούρνες τις οποίες γέμιζαν με νερό για να ποτίζουν τα ζώα (Πηγές: Χριστ. Χειλαδάκης και πληροφορίες ντόπιων).

_________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

312


4.2 Λιμνία και Λίμνες στα Νησιά του Αιγαίου 4.2α. Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο (Θάσος, Ικαρία, Λέσβος, Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Σποράδες -Αλόνησος, Σκιάθος, Σκόπελος, Σκύρος, Τσουγκριάς-) Οι σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές στα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη καταγραφή του WWF, υπερβαίνουν σε αριθμό τις 226. Ειδικότερα, 148 συναντώνται στη Λέσβο, Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο, 20 στη Σάμο και Ικαρία, 30 στη Χίο και Οινούσσες, 11 στη Σαμοθράκη, 5 στη Θάσο και 19 στην Αλόνησο, Σκιάθο, Τσουγκριά , Σκόπελο, Σκύρο κ.ά. Σημειώνεται, ότι αυτές οι περιοχές είναι οι σημαντικότερες, καθώς υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες υγροτοπικές περιοχές. Πληρέστερη εικόνα των συνολικών υγροτοπικών περιοχών στα ελληνικά νησιά μπορείτε να δείτε στο http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/gallery/viewgallery.php?lang=el_GR (απογραφή WWF). Τα παρακάτω κείμενα και οι φωτογραφίες, που προέρχονται από την απογραφή του WWF και είναι σταχυολογημένα, αφορούν ορισμένα νησιά, όπου οι εκεί υγροτοπικές περιοχές προσομοιάζουν περισσότερο ή λιγότερο προς τα εποχικά ή μόνιμα λιμνία (π.χ., παράκτια, αλμυρού ή και γλυκού νερού), καθώς και τα ημιφυσικά λιμνία τεχνητής προέλευσης (εξαιρούνται οι φραγματολίμνες και οι λιμνοδεξαμενές). ΘΑΣΟΣ Η ΒΡΑΧΟΛΙΜΝΗ - ΓΚΙΟΛΑ ΣΤΗ ΘΑΣΟ Η Γκιόλα της Θάσου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση λίμνης. Είναι μια φυσική πισίνα με πράσινα νερά στο πλάι της θάλασσας. Σχηματίστηκε μέσα στους αιώνες με πρωτεργάτες τα κύματα της θάλασσας πάνω στους παράκτιους βράχους που την περικυκλώνουν. Τα καταπράσινα νερά της, τα οποία είναι πιο θερμά από αυτά της θάλασσας, έχουν βάθος περίπου τρία μέτρα. Οι δυο της πλευρές χαμηλώνουν, μέχρι να φτάσουν στο άλλο της άκρο, που αγγίζει σχεδόν την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτή η βραχόλιμνη είναι γνωστή και ως το «Δάκρυ της Αφροδίτης». Ο θρύλος λέει ότι την πισίνα αυτή τη δημιούργησε ο Δίας για να κολυμπά η Αφροδίτη. Αλλος θρύλος θέλει η λίμνη να ήταν το μάτι του Δία με το οποίο παρακολουθούσε την ερωμένη του (Πηγή: http://www. iefimerida.gr).

Ο Κ. Καρπαδάκης|fb επισημαίνει: ο σχηματισμός δείχνει πως ήταν θαλασσοσπηλια που κατέρρευσε η οροφή της σε κάποια εποχή. Πιθανόν να ήταν και μικρό λατομείο μαρμάρου στην αρχαία εποχή,γιατί τα βράχια γύρω έχουν κυβοειδείς τομές, οι οποίες λογικά θα είχαν εξομαλυνθεί αν οφείλονταν σε διασταυρούμενα τεκτονικά ρήγματα, τα οποία δεν αποκλείονται, αλλά μπορεί αυτά να διευκόλυναν την αποκόλληση κύβων μαρμάρου ή άλλου πετρώματος. ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΙΣΙΝΕΣ, ΜΙΚΡΕΣ ΛΙΜΝΕΣ Ή ΟΜΒΡΟΙ ΣΤΗ ΘΑΣΟ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

313


Στο καταπράσινο νησί της Θάσου συναντούμε καταρράκτες και βάθρες στις Μαριές, στο Ραχώνι και έναν καταρράκτη με μια ρηχή βάθρα στο βουνό Υψάριον. ‘’Κοντά στο χωριό Μαριές, βόρεια από την ογκώδη οροσειρά του Άη Μάτη και νότια από τον ορμητικό χείμαρρο, το γνωστό ως Μαριώτικο Λάκκο, η βλάστηση στην κοίτη του χειμάρρου είναι οργιώδης: σχίνα, μυρτιές, κουμαριές, ρείκια, κισσοί, αγριομηλιές, οξιές, δρύες, καστανιές, πλατάνια, φτέρες. Όλα∙ μαζί περιπλέκονται σε μια μαγευτική αρμονία και, σε συνδυασμό με το βουητό των μικρών καταρρακτών, δίνουν ένα θαυμάσιο τόπο αναψυχής. Ο χείμαρρος κατεβαίνοντας από το Υψαριό συναντά και άλλα μικρά ρυάκια, σχηματίζοντας έτσι ένα πλούσιο ποταμάκι, που το καλοκαίρι φτάνει αρκετά πιο κάτω από το χωριό, χαρίζοντας στις Μαριές μοναδική ομορφιά.

Βάθρες στους Καταρράκτες στις Μαριές (photo:arkiss)

Καταρράκτης στο Ραχώνι

Στο μαγευτικό αυτό φυσικό περιβάλλον μικροί αλλά θορυβώδεις καταρράκτες σχηματίζουν τέσσερις πανέμοφες λιμνούλες, Όμβρους κατά τους ντόπιους, που στα καθάρια νερά τους η λαϊκή φαντασία έβαλε ωραίες νεράιδες (στοίχινες) με τη ζωηράδα τους και την ομορφιά τους να εξάπτουν και να προκαλούν τη φαντασία..

Στις φυσικές λιμνούλες, ομβρούς στη ντόπια λαλιά, τα ζεστά καλοκαιρινά μεσημέρια οι νέοι του χωριού δροσιζόντουσαν, μια και η θάλασσα απέχει 12 χιλιόμετρα περίπου, ενώ στη μεγαλύτερη έριχνα και το σταυρό στα Θεοφάνεια. Οι ομβροί αυτοί φέρουν τα ονό- ματα: Αφαράδινας, του Σωτήρη, της Σφίγγαινας, του Μάντου. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω από το χωριό μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο έχει κατασκευαστεί τεχνητή λιμνούλα, η οποία με τα νερά της αρδεύει σημαντικό μέρος του ελαιοκάμπου των Μαριών’’ (Πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.ziti.gr/…/lao…/laographika_pdf/Augoustidis-Maries., Γ. Αυγουστίδης). Και η Περιβαλλοντική Κίνηση Θάσου μας ενημερώνει σχετικά με μια πεζοπορική εκδρομή στο Ραχώνι και τους εκεί καταρράκτες: ‘’Περπατώντας εν μέρει σε δασικό δρόμο και εν μέρει σε μονοπάτι, περάσαμε από το καστανόδασος του Ραχωνίου, και συναντήσαμε τις παλιές υδατομαστεύσεις που υδροδοτούν το Ραχώνι. Ακολουθώντας το ρέμα μέσα από κατάφυτη περιοχή φτάσαμε στο ‘κελί’ και την εκκλησία του Αι Γιάννη όπου θαυμάσαμε τον καταρράκτη στο διπλανό ρέμα’’ (πηγές: http://www.wondergreece.gr, http://thassos-nature.gr). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

314


ΙΚΑΡΙΑ

ΒΑΘΡΕΣ-ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΑΣ Ο ποταμός Χάλαρης στην Ικαρία, πριν καταλήξει στην παραλία του Να, διασχίζει το ομώνυμο φαράγγι σχηματίζοντας έναν εντυπωσιακό καταρράκτη το Ράτσο με 45 μέτρα ύψος που τροφοδοτεί μια μικρή πανέμορφη λίμνη και τον καταρράκτη Διπόταμος ή Διπλοπόταμος. Θα τον βρείτε μετά από περίπου μισής ώρας περπάτημα. Επίσης, στη νότια πλευρά της κορυφογραμμής του Αθέρα σε υψόμετρο +900 μέτρων περίπου, πάνω από τη περιοχή του Μαγγανίτη σχηματίζεται ο μεγαλύτερος και ψηλότερος καταρράκτης της Ικαρίας, ο καταρράκτης του χείμαρρου Ρυάκα με τη λίμνη Σελίνι, ύψους 60 μέτρων περίπου, που από μια παραξενιά της μορφολογίας του εδάφους μοιάζει σαν να πέφτει από μια κορυφή της οροσειράς. Σημειώνεται ότι οι καταρράκτες στην Ικαρία συνήθως δεν έχουν νερό κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Πληροφορίες για τα φαράγγια τις αντλήσαμε από την σελίδα του Ορειβατικού Πεζοπορικού Συλλόγου Ικαρίας (πηγές: http://ikaria2.webnode.gr/, http://opsikarias.blogspot.gr/2009/05/blog-post_25.html).

Λίμνη-Βάθρα Σελίνι . Καταρράκτης & Βάθρα Ράτσος, Διπόταμος: Βάθρα και Καταρράκτης

Καταρράκτης Ρύακας

ΛΕΣΒΟΣ Οι φυσικοί υγρότοποι της Λέσβου, σε έκταση περίπου 14 τετραγωνικών χιλιομέτρων (το 1/3 των υγροτοπικών εκτάσεων του Αιγαίου), είναι πολυποίκιλοι και πολύμορφοι. Ο δείκτης φυσικότητας των φυσικών υγροτόπων της Λέσβου είναι πολύ χαμηλός, καθώς οι περισσότερο είναι υποβαθμισμένοι ή απειλούνται με μη αναστρέψιμη υποβάθμιση. Εκτεταμένα συστήματα υγροτόπων υπάρχουν στους κόλπους της Καλλονής και και της Γέρας. Οι εσωτερικοί υγρότοποι έχουν ιδιάζουσα σημασία. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε η Μεγάλη Λίμνη της Αγιάσου που αποξηράνθηκε τη δεκαετία του 1930 για να μετατραπεί σε καλλιεργήσιμη γη, αλλά ωστόσο διατηρεί νερό για τουλάχιστον 6 μήνες το Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

315


χρόνο και τα υπολείμματα της αποτελούν εποχικό τέλμα. Αντίθετα η Μικρή Λίμνη της Αγιάσου βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης. Οι παράκτιες περιοχές περιμετρικά του Κόλπου της Καλλονής αποτελούν ένα ενιαίο οικολογικό σύστημα, καθώς στην περιοχή υπάρχει ένα μωσαϊκό αλιπέδων αλυκών, εκβολών μικρών ποταμών και χείμαρρων, καλαμιώνων, πευκοδάσους και ελαιώνων. Έτσι οι σχηματιζόμενοι υγρότοποι χρησιμεύουν ως καταφύγιο και τόπος αναπαραγωγής πολυάριθμων σπάνιων και προστατευόμενων ειδών πουλιών. Ανάμεσα σε αυτούς σημαντική θέσει έχουν, οι αλυκές Καλλονής και Πολιχνίτου, οι χείμαρροι Τσικνιάς, Βούβαρης, Μυλοπόταμος, Εννιά Καμάρες, Ποταμιά, Λιμνοθάλασσα των Μέσσων, το έλος της Σκάλας Καλλονής, των Παρακοίλων, της Νυφίδας, κ.α. Η περιοχή του Κόλπου, έχει ενταχθεί στο Εθνικό & Ευρωπαϊκό Κατάλογο "Ειδικών Περιοχών Διατήρησης της Φύσης" του Δικτύου Natura2000". Η περιοχή φιλοξενεί 252 είδη πτηνών εκ των οποίων 87 είναι προστατευόμενα είδη και περιλαμβάνονται στο Παρ. I της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα (Red Book, Σύμ. Βέρνης, Συμ. Βόννης). Σημαντικότερο όμως είναι ότι 101 είδη πουλιών φωλιάζουν εκεί, αριθμός που κρίνεται ιδιαίτερα αξιόλογος, ενώ 66 είδη είναι μεταναστευτικά. Τα τελευταία χρόνια η παρατήρηση των πουλιών στον εν λόγω υδροβιότοπο αποτελεί έναν πόλο έλξης ενδιαφέροντος επισκεπτών επιστημόνων-φυσιολατρών. Είδη όπως καστανόχηνες, αβοκέτες, καλαμοκανάδες, μαυροπελαργοί, λευκοπελαργοί, χαλκόκοτες, ροζ φλαμίγκος, θαλασσοκόρακες, φαλαρίδες, πετροτριδίλες, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, κύκνοι κλπ., συναντούνται στην περιοχή. Η καλύτερη εποχή για την παρατήρησή των πουλιών είναι η άνοιξη και το φθινόπωρο. Υγρότοπος Ντιπί-Λάρσος. Μεγάλης οικολογικής σημασίας για την περιοχή Ευεργέτουλα, είναι το υγροτοπικό σύστημα του έλος ‘’Nτιπί-Λάρσος’’ που μαζί με τον ποταμό Ευεργέτουλας, αποτελεί τον μεγαλύτερο καλαμιώνα στο Αιγαίο. Το έλος αυτό καλύπτεται σχεδόν στο σύνολο της επιφάνειας των στάσιμων νερών, από πυκνότατους και αδιάβατους καλαμώνες. Συνυπάρχουν υδρόφυτα και άλλα ελόφυτα, με τα νεροκάλαμα να παρουσιάζεται ως η μόνη ουσιαστικά ανεπτυγμένη από πλευράς χλωριδικής σύνθεσης και χωρικής εξάπλωσης.

Στις ελεύθερες επιφάνειες και στους εποχιακούς ή μόνιμους νερόλακκους αναπτύσσονται τα σπάνια είδη. Η μεγαλύτερη έκταση της παράκτιας ζώνης στο κόλπο της Γέρας καλύπτεται από αμμονιτρόφιλη βλάστηση. O υγρότοπος Nτιπί-Λάρσος στις εκβολές του φιλοξενεί μεγάλο αριθμό φυτών, ερπετών, αμφιβίων, πουλιών, εντόμων και την ακριβοθώρητη πια ενυδρίδα ή βίδρα (Lutra lutra). Ορισμένα είδη από αυτά χαρακτηρίζονται από τη σπανιότητά τους. Τα νερά των παραποτάμων των πηγών, δημιουργούν περιοχές φυσικού κάλλους, δίνοντας την δυνατότητα στην περιοχή να ενταχθεί, επίσης στο Εθνικό & Ευρωπαϊκό Κατάλογο "Ειδικών Περιοχών Διατήρησης της Φύσης" του Δικτύου NATURA 2000. Υγρότοπος Βατερών-Πολιχνίτου. Βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του κόλπου της Καλλονής, και αποτελεί έναν ιδιαίτερο υγρότοπο. Στην ευρύτερη περιοχή έχουν καταγραφεί πάνω από 100 είδη πουλιών, από τα οποία άλλα είναι αποδημητικά και άλλα όχι. Για τους βιολόγους και τους ερασιτέχνες παρατηρητές, αποτελεί ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας. Η παρατήρηση είναι δυνατή καθ' όλη την διάρκεια του έτους, ιδιαίτερα όμως την άνοιξη που υπάρχει μεγαλύτερη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

316


προσέλευση πτηνών. Είδη όπως ερωδιοί, φαλακροκόρακες, φλαμίγκος, χαλκόκοτες, τουρλίδες, λευκοπελαργοί, νερόκοτες, είναι μερικά από τα πουλιά που μπορεί να δει κανείς. Αλλά και οι χερσαίοι βιότοποι του Πολιχνίτου, αποτελούν σημαντικά τμήματα της περιοχής. Ερπετά, αμφίβια και προπαντός θηλαστικά, βρίσκουν καταφύγιο εκεί. Χελώνες, αλεπούδες, σαύρες, νυχτερίδες κ.α. συμπληρώνουν το φυσικό αυτό τοπίο. Ξεχωρίζει ανάμεσα στα σπονδυλόζωα το ομορφότερο θηλαστικό του νησιού, ο ασιατικός σκίουρος Sciurus Anomalus , ο οποίος ζει και υπάρχει μόνο εδώ. Στην περιοχή Bατερών, στις εκβολές των ποταμών Αλμυροπόταμος και Βούρκος, υπάρχει ένας ενδιαφέρον υγρότοπος με διάφορα είδη πουλιών και ζώων. Εκτός από την πανίδα, ξεχωριστή θέση κατέχει και η χλωρίδα στην περιοχή του Πολιχνίτου. Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται, κατά κύριο λόγο, από εκτεταμένους ελαιώνες και από τη σποραδική παρουσία μικρής έκτασης θαμνώνων που συντίθενται από πουρνάρια, σχίνους, κοκορεβιθιές (Pistacia terebinthus), βελανιδιές και μεγάλες εκτάσεις τραχείας πεύκης (Pinus brutia). Στις εκβολές του Αλμυροπόταμου, οι οποίες αποτελούν μικρό υγροτοπικό σύστημα, κυριαρχεί βλάστηση καλαμιώνων με νεροκάλαμα (Phragmites australis) και ψαθιά (Typha spp). Ανάντη των εκβολών εντοπίζεται υδρόφιλη βλάστηση που συνίσταται από πικροδάφνη Nerium oleander, αρμυρίκια (Tamarix spp.) και άλλα που συνθέτουν το μαγευτικό αυτό τοπίο. Στην περιοχή των Βατερών συναντά κανείς το κρινάκι της θάλασσας, Pancratium maritimum, που είναι ένα πολύ σπάνιο και όμορφο, άσπρο αγριολούλουδο που φυτρώνει το Σεπτέμβριο στην παραλία Βατερών. Παρομοίως και ο αμάραντος, Limonium sinuatum, την περίοδο της άνοιξης, γεμίζει από αυτό το χαμηλό φυτό με τα μπλε-λιλά λουλούδια του την παραλία των Βατερών. Η κόκκινη τουλίπα Tulipa boeotica, φυτρώνει την άνοιξη, σε μια πευκόφυτη περιοχή λίγο έξω από το χωριό Βρίσα, ενώ στην περιοχή του σχολείου στη Βρίσα θα βρείτε την ορχιδέα, Ophrys lutea. Μικροί Υδροβιότοποι Ερεσού-Δυτικής Λέσβου. Οι διάσπαρτοι μικροί υγρότοποι της Δυτικής Λέσβου, την άνοιξη που διατηρούν νερό, προσελκύουν τα μεταναστευτικά παρυδάτια και υδρόβια πουλιά και την εποχή αυτή κάθε μικρή υδάτινη επιφάνεια μπορεί να προσφέρει τροφή και ανάπαυση στους εξαντλημένους μετανάστες. Εξ ίσου σημαντική παράμετρος είναι η ποικιλία και ετερογένεια των επιμέρους χερσαίων βιοτόπων που μπορούν να καλύψουν έστω και πρόσκαιρα τις οικολογικές απαιτήσεις των μεταναστευτικών ειδών. Οι περισσότεροι φυσικοί υγρότοποι της περιοχής, όπως στα Λάψανα, στη Φανερωμένη, στο Φάρος Λιμένα, Ποταμός Τσιχλίωτας, Εκβολές Χρούσου, Ελάφι, Τεχνητή Λίμνη Μονής Πυθαρίου, Εκβολές Βούλγαρή-Ομβιόκαστρο, Σκάλα Ερεσού κλπ, είναι πολύ μικροί σε μέγεθος και συχνά αποξηραίνονται αρκετά νωρίς ώστε να μπορούν να φιλοξενήσουν μεγάλους αριθμούς ατόμων πουλιών ή να υποστηρίξουν πολλά ζευγάρια κατά την αναπαραγωγή. Με αυτή την έννοια ο καθένας ξεχωριστά δεν μπορεί, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθεί σημαντικός. Η οικολογική τους αξία όμως έγκειται στο γεγονός ότι δημιουργούν όλοι μαζί ένα δίκτυο πολύτιμων σταθμών τροφοδοσίας και ανάπαυσης για τα πουλιά και γι΄ αυτό επιβάλλεται η προστασία του συνόλου των μικρών υγροτόπων της περιοχής. Η παρουσία σημαντικών ειδών αμφιβίων και ερπετών επιβάλλει επίσης την προστασία των γλυκών νερών της σχετικά γυμνής από βλάστηση Δυτικής Λέσβου. Στην Σκάλα Ερεσού, στις εκβολές του ποταμοχείμαρρου Χαλάνταρα ή Ψαροπόταμο, υπάρχει υγρότοπος με χελώνες, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία από σπάνια είδη πτηνών που προσφέρονται για απλή παρατήρηση ή επιστημονική μελέτη καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου. Στη νήσο Λέσβο, έχουν καταγραφεί 56 φυσικοί και 7 τεχνητοί υγρότοποι. Μεταξύ άλλων έχουν ταυτοποιηθεί και οι παρακάτω υγρότοποι με την έκτασή τους σε στρέμματα: Έλος Αχλαδερής 15, Εκβολή Μακάρων 13, Κούκουμος 71, Εκβολή Ταξιάρχη Παρακοίλων 32, Εκβολή Ποταμιάς (Καραβούλια) 53, Μετόχι Λειμώνος 20, Σκάλα Καλλονής 76, Φαρμακιές 15, Έλος Νυφίδας 30, Άγιος Θεράπων (Πηγαδάκι) 30, Ανώνυμο έλος Περάματος 16, Εκβολή Χρούσου 17, Ψαροποταμός 36, Φάρος (Λίμενα) 23, Φανερωμένη 26, Λάψαρνα 7, Παλαιόκαστρο 56, Πεδή – Βάλτος Πεδής 47, Αλμυροπόταμος (Βατερά) 32, Μικρή Λίμνη Αγιάσου 51, Αγιασμούδια 19, Έλος Περάματος 25, Εκβολή Βούρκου 12, Δρότα 7, Σκάλα Νέων Κυδωνιών 2, Ρέμα Αγίου Ιωάννη 3, Λαγκάδα 3, Έλος Κοφινά 20, Ελάφι 18, Εκβολή Αλμυροποτάμου 7, Παληός 1, Ανοιχτός 8, Καμήλα 4, Κάμπος 6, Εκβολή Λαγκάδα 2, Αγία Σωτήρα 14, Εκβολή Ποδαράς 7, Εκβολή παραλίας Μήθυμνας 5, Εκβολή Κεχράδα (Ξηρολίμνη) 2, Εκβολή ρύακα Μάκρη 6, Αγία Βερονίκη 17, Εκβολή παραλίας Παρακοίλων 3, Εκβολή ρύακα Λούτα 4, Θερμοπηγές Πολιχνίτου 40, Έλος Αγίου Φανουρίου 6, Εκβολή Ασπροπόταμου 11, Εκβολή ρύακα Φαρκονιά 5 στρέμματα. Παρακάτω παρουσιάζονται τα πλέον σημαντικά λιμνία και οι μικρές λίμνες της Λέσβου. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

317


ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΟΙ ΛΟΥΤΣΕΣ ΠΑΛΙΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ

Στη Λέσβο, η ύπαρξη πολυάριθμων εποχικών λιμνίων, είναι βεβαιωμένη. Βρίσκονται διάσπαρτα κυρίως στο βόρειοανατολικό και το δυτικό τμήμα του νησιού, συνήθως πάνω σε ηφαιστειακά πετρώματα. Ειδικότερα, σε μια σχεδόν άγνωστη και απομονωμένη περιοχή στη βόρειοανατολική Λέσβο, στη Μεριά, υπάρχει μια μικρή έκταση που καλύπτει μια περίμετρο περίπου 6 χιλιομέτρων, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό οι διάσπαρτες μικρές φυσικές λίμνες, οι ´´Λούτσες´´ ή ´´Γκιόλες´´όπως τις ονομάζουν οι ντόπιοι, ‘’ οι Λούτσες Παλιού’’. Αυτές οι εποχικές λιμνούλες αναπτύσονται μέσα σε ένα αραιό δάσος πεύκης και καταλήγει στη γειτονική θάλασσα. Η περιοχή στα βόρεια συνορεύει με την περιοχή Σαρακήνα και το ακρωτήριο Τομάρι, ενώ στα δυτικά απλώνονται οι λόφοι που λίγα χιλιόμετρα μετά καταλήγουν στο χωριό του Μανταμάδου. Οι μικρές λίμνες απέχουν περίπου μισό χιλιόμετρο από τις ακτές, ενώ ένα ήρεμο ρέμα περνάει ανάμεσα τους και εκβάλλει σε μια όμορφη παραλία. Η περιοχή, παρότι αξεπέραστη σε φυσική ομορφιά, είναι από τις πιο άγνωστες του νησιού, κάτι που λειτουργεί υπέρ μιας σπάνιας ορνιθοπανίδας που εδώ έχει βρει τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης. Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα είδη που βρέθηκαν σε εποχικά λιμνία της Λέσβου είναι τα: Isoetes duriei, I. hystrix, Pilularia minuta, Callitriche brutia, Cicendia filiformis, Crassula vaillantii, Elatine alsinastrum, E. macropoda, Illecebrum verticilatum, Lotus conimbricensis, Lythrum borysthenicum, L. thymifolia, L. tribracteatum, Myosurus heldreichii, Ornithopus pinnatus, Pulicaria vulgaris, Radiola linoides, Ranunculus lateriflorus, R. ophioglossifolius, Veronica acinifolia, Antinoria insularis, Juncus capitatus, J.minutulus, J. pygmaeus, J. sphaerocarpus, J. tenageia. Η βλάστηση γύρω από τις Λούτσες Παλιού αποτελείται από μακία και φρύγανα με διάσπαρτα άτομα τραχείας πεύκης (Pinus brutia) που σε κάποια σημεία δημιουργούν όμορφα δασάκια. Στην περιοχή υπάρχουν κάποιες μεγάλες βελανιδιές, ενώ πάντου βρίσκονται χαμηλά πουρνάρια και λαδανιές που διακόπτονται από όμορφα χορτολίβαδα γεμάτα λουλούδια. Γύρω από τις λιμνούλες υπάρχει χαρακτηριστική υδρόφιλη βλάστηση με καλαμιές και βούρλα. Σημαντικά φυτά της περιοχής είναι η τουλίπα Tulipa orphanidea, η λεβάντα Lavandula stoechas cariensis, η παραθαλάσσια μολόχα Malcolmia chia, η κενταύρια Centaurea cyanus, ο Carthamus lanatus, ο Stachys spinulosa, ο Acanthus mollis, το Ornithogalum sphaerocarpum, η Parentucellia viscosa, το Muscari comosum, η κίτρινη παπαρούνα Glaucium flavum, το Teucrium divaricatum, η Anchusa azurea, το αμάραντο Limonium bellidifolium και οι ορχιδέες Limodorum abortivum, Anacamptis sancta, Orchis anthropophorum, Neotinea tridentata, Ophrys lesbis, O. minutula, O. buchephala και O. labiosa.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

318


Η περιοχή είναι ιδιαίτερα σημαντική για κάποια είδη της ορνιθοπανίδας. Στις μικρές λίμνες ζούνε και αναπαράγονται οι σπάνιες καστανόπαπιες. Από τα αρπακτικά ξεχωρίζει η παρουσία της αετογερακίνας και του σπιζαετού. Συχνά στην περιοχή σταθμεύουν σπάνιοι μαυροπελαργοί, ενώ πολύ συχνή είναι η παρουσία από μαυροκέφαλες κίσσες. Στους λόφους και τα φρύγανα συχνάζουν τα σπάνια σμυρνοτσίχλονα, ενώ άλλα είδη της περιοχής είναι τα τρυγόνια, οι σπάνιοι αιγαιοτσιροβάκοι, τα φρυγανοτσίχλονα, οι δεντροσταρήθρες, οι παρδαλοκεφαλάδες, οι τσαλαπετεινοί, οι μελισσοφάγοι, οι ασπροκωλίνες, οι σταχτοπετρόκληδες, τα γιδοβύζια, οι κοκκινοτσιροβάκοι, οι καρδερίνες, οι δεντροκελάδες, οι κατσουλιέρηδες, οι σπάνιοι αμμοπετρόκληδες. οι κουκουβάγιες και πολλά άλλα. Συχνά στις λίμνες σταθμεύουν διάφορα υδρόβια πτηνά, όπως σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, μικροτσικνιάδες, πρασινοκέφαλες πάπιες, νανοβουτηχτάρια και νερόκοτες. Στις λιμνούλες ζούνε αρκετές ποταμοχελώνες, ενώ στα λίγα βράχια εμφανίζονται συχνά τα μεγαλόπρεπα ´´κροκοδειλάκιά´. Άλλα ερπετά της περιοχής είναι η γραικοχελώνα, η τρανόσαυρα, ο οφίσωψ, ο τυφλίνος, ο έρυκας, το σπιτόφιδο, το αγιόφιδο, ο έφιος, το νερόφιδο και το λιμνόφιδο. Μεταξύ των θηλαστικών απαντώνται αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκαντζόχοιροι, λαγοί και διάφορα είδη νυχτερίδων. Οι Λούτσες Παλιού (Εποχικά Λιμνία) είναι ένας ξεχωριστός και σπάνιος υγρότοπος στη Λέσβο (πηγές:http:www.lesvosgreece.gr). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΚΟΥΚΟΥΜΟΣ, ΛΕΣΒΟΣ Ο Κούκουμος βρίσκεται περίπου 3,3 χλμ., νότια – νοτιοδυτικά από τα Παράκοιλα. Πρόκειται για ένα αλμυρό λιμνίο που πιθανόν να μη διατηρεί νερό τους θερμούς μήνες. Ο υγρότοπος διατηρείται σε καλή κατάσταση διατήρησης και δεν υπάρχει πρόσβαση για μηχανοκίνητο μέσο, ενώ η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή είναι αρκετά παλιά. Το λιμνίο είχε οριοθετηθεί στο παρελθόν με ξερολιθιές, ώστε να απομονωθεί η πλημμυριζόμενη έκταση και να προστατεύουν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οι βοσκότοποι. Διακρίνεται από τη θάλασσα από ένα αμμώδες μέτωπο που φιλοξενεί αμμόφιλη βλάστηση, ενώ στο βόρειο τμήμα υπάρχουν πηγάδια και παλιά αποστραγγιστικά κανάλια που διοχέτευαν το νερό από τις απορροές στο λιμνίο.

Στην ευρύτερη περιοχή γίνεται βόσκηση και καλλιέργειες ελιάς. Στο ανατολικό τμήμα υπάρχουν νεόδμητες εξοχικές κατοικίες που διοχετεύουν τα λύματα τους στον υγρότοπο, ενώ υπάρχει και μικρής έντασης κυνήγι. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

319


Εξάλλου, στην ευρύτερη περιοχή φύονται βούρλα (Juncus sp.), λυγαριές (Vitex agnus-castus) και αγριοκάλαμα (Phragmites australis) ενώ στην παράκτια ζώνη απαντάται αμμόφιλη βλάστηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, κωδικός GR4110004, ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, κωδικός: GR4110007 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, κωδικός: GR137, ενώ περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 4/2004, Κ. Παραγκαμιάν 2/2008 ). ΛΙΜΝΙΟ ΜΕΤΟΧΙ ΛΕΙΜΩΝA, ΛΕΣΒΟΣ

Ο υγρότοπος Μετόχι Λειμώνα, βρίσκεται 1,4 χλμ., νοτιοδυτικά του οικισμού της Καλλονής. Ταυτίζεται με την τοποθεσία "Λίμνη" και είναι μια διαπλάτυνση της κοίτης του ποταμού Εννιά Καμάρες σε απόσταση περίπου 2,5 χιλιόμετρα βόρεια της εκβολής. Συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Έχει έκταση σχεδόν 20 στρέμματα εκ των οποίων τα 2/3 είναι μόνιμα κατακλυσμένα με γλυκό νερό. Περιβάλλεται από καλλιέργειες και δρόμους. Η παρόχθια βλάστηση έχει μικρό πλάτους και αποτελείται κυρίως από λυγαριές (Vitex agnus-castus), αρμυρίκια (Tamarix sp.) και καλαμιώνες (Typha sp., Phragmites australis). Παρατηρήθηκαν βατράχια (Pelophylax bedriagae), νεροχελώνες (Mauremys rivulata) και ψάρια του γλυκού νερού. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4110004, Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110007 (ΦΕΚ 60/Α/2011) και περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). Επιπλέον βρίσκεται εντός της αρχαιολογικής περιοχής Ξηρόκαστρου (ΦΕΚ 978/Β/1991). ΛΙΜΝΙΟ ΥΦΑΛΜΥΡΟ ΑΓΙΟΣ ΘΕΡΑΠΩΝ, ΠΗΓΑΔΑΚΙ, ΛΕΣΒΟΣ Το έλος του Άγιου Θεράποντα βρίσκεται στην δυτική ακτή του κόλπου της Γέρας, 1,8 χλμ., από τον Κάτω Τρίτο. Συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για ένα εποχικό υγρότοπο με υφάλμυρο νερό έκτασης 38 στρεμμάτων ο οποίος έχει δεχθεί μεγάλη πίεση από ανθρώπινες δραστηριότητες, κυρίως εξ αιτίας επιχωματώσεων, μπαζωμάτων και διάνοιξης δρόμων. Περιλαμβάνει ένα λιμνίο υφάλμυρου νερού περιμετρικά του οποίου υπάρχει υπερυδατική (Juncus spp., Phragmites australis) και δενδρώδης (Tamarix spp.) βλάστηση και παράλληλα με την παραλία αλοφυτική (Salicornia spp, Arthrocnemum spp.). Εκτός της φυσικής εξόδου του νερού στα δυτικά έχει διανοιχθεί στο ανατολικό του τμήμα και ένα αποστραγγιστικό κανάλι. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4110005 και Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110013 (ΦΕΚ 60/Α/2011) ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του περιλαμβάνεται και στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012). Επιπλέον βρίσκεται εντός της αρχαιολογικής περιοχής «Πηγαδάκια» (ΦΕΚ 92/Β/1991). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

320


ΜΙΚΡΗ ΛΙΜΝΗ ΑΓΙΑΣΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Η Μικρή Λίμνη Αγιάσου βρίσκεται 2,1 χλμ., ανατολικά – βορειοανατολικά των Βασιλικών, σε πευκόφυτη περιοχή με υψόμετρο 200 μέτρα. Είναι εσωτερικός υγρότοπος, έκτασης 51,2 στρεμμάτων και συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Προκειται για ένα ομβροδίαιτο έλος με μεγάλη πυκνότητα κυπεροειδών που περιβάλλεται από μια παρόχθια ζώνη με λυγαριές. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική (Scirpus lacustris, Scirpus spp., Typha sp) και θαμνώδης/δενδρώδης (Vitex agnus-castus, Rubus sp., Pyrus amygdaliformis). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχετικά πρόσφατα αναφερθέντα είδη υφυδατικής (Myriophyllum alterniflorum) και υγρολιβαδικής βλάστησης (Gratiola officinalis, Baldellia ranunculoides, Juncus tenageia) (Bazos & Yannitsaros 2001). Ο υγρότοπος είναι μοναδικός για τη Λέσβο και βρίσκεται σε πολύ κατάσταση διατήρησης. Μοναδικό πρόβλημα είναι η κίνηση τροχοφόρων (αγροτικά και δίτροχα) περιμετρικά του υγρότοπου που υποβαθμίζει την παρόχθια βλάστηση.

Η Μικρή Λίμνη Αγιάσου βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110011 ( ΦΕΚ 60/Α/2011) και περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 4/2004, Κ. Παραγκαμιάν 2/2008). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

321


ΜΕΓΑΛΗ ΛΙΜΝΗ ΑΓΙΑΣΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Η Μεγάλη Λίμνη Αγιάσου βρίσκεται 4,6 χλμ., βορειοδυτικά της Αγιάσου. Είναι εσωτερικός υγρότοπος έκτασης 1,1 τετραγωνικών χιλιομέτρων και συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Η Μεγάλη Λίμνη ήταν πράγματι λίμνη πριν από τη δεκαετία του '30. Μετά αποξηράνθηκε με τη διάνοιξη ενός αγωγού και έκτοτε περιφράχθηκε και καλλιεργείται. Σήμερα, διατηρεί νερό μικρού βάθους στο μισό της έκτασής της κατά τη βροχερή περίοδο και γι'αυτό η καλλιεργητική δραστηριότητα κρατά λίγους μήνες κάθε χρόνο. Αν κλείσει ο αγωγός εξόδου του νερού η λίμνη θα επανέλθει στην πρότερή της μορφή. Η υγροτοπική βλάστηση (Juncus spp., Phragmites australis) περιορίζεται μεταξύ των καλλιεργούμενων αγροτεμαχίων.

Έχουν αναφερθεί δυο είδη αμφιβίων (Pelophylax bedriagae, Bufo bufo). Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110011 (ΦΕΚ 60/Α/2011) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 4/2004, Κ. Παραγκαμιάν 2/2008).

ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΜΕΣΟΤΟΠΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

322


Τα τεχνητά λιμνία Μεσοτόπου βρίσκονται 3 χλμ., νοτιοανατολικά της Ερεσού, δεξιά και αριστερά του δρόμου Μεσότοπος – Ερεσός. Συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου ως ‘’Δεξαμενές Μεσοτόπου’’ (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Συνολικά έχουν έκταση σχεδόν 65 στρέμματα και έχουν δημιουργηθεί από απόληψη αδρανών υλικών. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν βοσκότοποι, υποβαθμισμένοι θαμνώνες, φυσική δενδρώδης και θαμνώδης βλάστηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός της Σημαντικής Περιοχής για τα Πουλιά ‘’Νοτιοδυτική Λέσβος και Απολιθωμένο Δάσος’’ (Πορτόλου και συν. 2009) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004). ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΓΚΙΟΛΙ ΣΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Το Γκιόλι Σκαλοχωρίου βρίσκεται 1 χλμ., βορειοανατολικά του Σκαλοχωρίου. Πρόκειται για λιμνίο τεχνητά διαμορφωμένο σε ηφαιστειογενή πετρώματα ώστε να συγκρατεί τα νερά της βροχής για πότισμα των κτηνοτροφικών ζώων. Έχει έκταση 1,6 στρέμματα και συμπεριλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου ως «Λιμνοδεξαμενή Σκαλοχωρίου» (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν βοσκότοποι, υποβαθμισμένοι θαμνώνες, φυσική δενδρώδης (κυρίως δρυς) και θαμνώδης βλάστηση. Η λίγο ανεπτυγμένη παρόχθια βλάστηση περιλαμβάνει κυρίως λυγαριές (Vitex agnus-castus). Στο λιμνίο υπάρχουν νεροχελώνες (Mauremys rivulata) και βατράχια (Pelophylax bedriagae) (Επισκέψεις για την απογραφή : Ν.WWF Παναγιώτου 4/2004, Δ. Πουρσανίδη 5/2007 & Κ. Παραγκαμιάν 1/2008).

ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΚΛΕΙΟΥΣ, ΛΕΣΒΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

323


Το τεχνητό αυτό λιμνίο βρίσκεται σε μικρή απόσταση νότια της Κλειούς. Έχει έκταση 5,2 στρέμματα και έχει δημιουργηθεί από απόληψη υλικών. Το λιμνίο είναι ρηχό και εποχικό και το νερό του χρησιμοποιείται για το πότισμα αιγοπροβάτων. Λόγω εποχικότητας αλλά και της υπερβόσκησης δεν έχει αναπτυχθεί υπερυδατική ή υγρολιβαδική βλάστηση παρά μόνο υφυδατική (Ranunculus sp., Potamogeton sp.). Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110012 (ΦΕΚ 60/Α/2011) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Φ. Βρεττού 1/2008). ΛΙΜΝΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΟΣ ΑΓΙΑ ΣΩΤΗΡΑ, ΛΕΣΒΟΣ Ο υγρότοπος βρίσκεται σε οροπέδιο έκτασης 2,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, 3,9 χλμ., βόρεια βορειοδυτικά από το Αμπελικό. Πρόκειται για ένα εποχικό έλος και δυο τεχνητά λιμνία γλυκού νερού έκτασης 13,7 στρεμμάτων. Παλαιότερα το έλος είχε αρκετά μεγαλύτερο μέγεθος. Σήμερα ολόκληρη η έκταση του οροπεδίου καλλιεργείται. Αποστραγγιστικά κανάλια οδηγούν το νερό στην έκταση του υγρότοπου όπου έχουν διανοιχθεί και δυο λιμνία για να συγκεντρώνεται το νερό για λόγους άρδευσης. Τους υγρούς μήνες το νερό υπερχειλίζει και τροφοδοτεί τον ρύακα νοτιοδυτικά ο οποίος καταλήγει στο ρύακα Βούρκου. ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΠΟΡΤΟΣ ΜΕΣΟΤΟΠΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Κινούμενοι από το Μεσότοπο προς Ερεσό (περίπου 6,5χλμ από Μεσότοπο και 5χλμ από Ερεσσό), και αφού περάσουμε τον ποταμό Μαλλιόντα μπαίνουμε στην κοιλάδα Πορτός. Είναι μια μικρή κοιλάδα, 650 περίπου στρεμμάτων, που δημιουργείται στους νότιους πρόποδες του όρους Όρδυμνος και είναι γνωστή για την παρουσία της εκκλησίας του Άγιου Παντελεήμονα. Στο τέλος αυτής της κοιλάδας, αριστερά και δεξιά του δρόμου υπάρχουν όμορφες ημιφυσικές υδατοσυλλογές. Οι λιμνούλες αυτές δημιουργήθηκαν κατά την αποκομιδή χώματος από την περιοχή όταν κατασκευαζόταν το διπλανό φράγμα της μονής Πυθαρίου και υπήρχε ανάγκη χώματος στο έργο αυτό. Από τότε οι λιμνούλες αυτές δίνουν ζωή στη πανίδα της άνυδρης κατά τα άλλα δυτικής Λέσβου. Οι λιμνούλες είναι ουσιαστικά τρεις. Δύο στα βόρεια του δρόμου με μέγεθος περίπου 15 και 8 στρέμματα και μία νότια του δρόμου με μέγεθος περίπου 20 στρεμμάτων. Οι λιμνούλες μαζεύουν βρόχινα νερά τα οποία τις περισσότερες φορές κρατάνε μέχρι και το καλοκαίρι προσφέροντας έτσι προστασία σε πολλά είδη της εκεί ορνιθοπανίδας.

Η γύρω περιοχή διακρίνεται από μια ποικιλία ηφαιστειακών γεωτόπων, πάνω στους οποίους απλώνονται όμορφα χορτολίβαδα. Αυτό που κάνει ιδιαίτερο το τοπίο με τις λιμνούλες είναι ότι γύρω τους αναπτύσσονται σε μεγάλη πυκνότητα όμορφοι, πανύψηλοι άρτηκες (Ferula commumis). Άλλα δέντρα που συναντά κανείς στη περιοχή είναι τα αλμυρίκια και οι όμορφες τσερνοβελανιδιές. Ανάμεσα στα φρύγανα, γύρω από τις λιμνούλες μπορεί κανείς να βρει πολλά σπάνια φυτά της λεσβιακής χλωρίδας. Από αυτά ξεχωρίζουν ο Convolvulus elegantissimus, το Tordylium officinale, η λεβάντα Lavandula stoechas cariensis, το ορνιθόγαλο Ornithogalum pedicellare, η γλαδιόλα Gladiolus italicus, ο Adenocarpus complicatus, η αφάνα Sarcopoterium spinosum, ο σπάνιος κρόκος Crocus pallassii pallassii , οι ορχιδέες Anacamptis pyramidalis, Α. sancta, Orchis morio, Ο. papillionacea, Ophrys lesbis, O. Bucephala και πολλά άλλα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

324


Οι λιμνούλες στο Πορτό είναι ακόμα ένας εκπληκτικός τόπος ορνιθοπαρατήρησης, από τους τόσους που υπάρχουν στο νησί της Λέσβου. Την άνοιξη μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις σπάνιες καστανόπαπιες να κολυμπάνε αμέριμνες στις λίμνες, ενώ στις όχθες στέκονται σταχτοτσικνιάδες και λευκοτσικνιάδες. Στην περιοχή ζει και το σπάνιο σμυρνοτσίχλονο, ενώ από τα αρπακτικά εδώ συναντώνται γερακίνες, φιδαετοί, σπιζαετοί, αετογερακίνες, ξεφτέρια, πετρίτες, μαυροκιρκίνεζα, χρυσογέρακα, νανογέρακα, και κουκουβάγιες. Συχνά στις λιμνούλες σταθμεύουν νερόκοτες, ενώ η ορνιθοπανίδα συμπληρώνεται από δεκάδες είδη, όπως πετροτουρλίδες, σταχτάρες, σταχτοκεφαλάδες, παρδαλοκεφαλάδες, αμπελουργούς, βραχοτσοπανάκους, μελισσοφάγους, κατσουλιέρηδες, λιβαδοκελάδες, σταρήθρες, κουφαηδόνια, τρυγόνια, γαλαζοκότσυφες, σταχτοπετρόκληδες, μαυρολαίμηδες, ασπροκωλίνες, και πολλά άλλα (πηγή: σταχυολόγηση από http://www.naturagraeca.com). ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΠΕΤΡΙΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Το τεχνητό λιμνίο Πετρίου βρίσκεται 1,3 χλμ., νοτιοανατολικά από την Πέτρα, βορειοδυτικά του Πετρίου, δίπλα στη παλιά χωματερή. Έχει δημιουργηθεί από απόληψη αδρανών υλικών και έχει έκταση 2 στρέμματα. Ολόκληρος ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4110012 (ΦΕΚ 60/Α/2011). Επιπλέον, βρίσκεται εντός της αρχαιολογικής περιοχής Πέτρας (ΦΕΚ 505/Β/1992). Ο εντοπισμός και η οριοθέτησή του έγινε με ερμηνεία εικόνων Bing, Google Earth και των ορθοφωτογραφιών του Κτηματολογίου (Για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Φ. Βρεττού 1/2008). ΛΙΜΝΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΣΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ Πρόκειται για δυο τεχνητά λιμνία που έχουν δημιουργηθεί από απόληψη αδρανών υλικών. Βρίσκονται 1,1 χλμ., ανατολικά - νοτιοανατολικά από το Σκαλοχώρι και έχουν συνολική έκταση 5,2 στρέμματα. Ο εντοπισμός και η οριοθέτησή του έγινε με ερμηνεία εικόνων Bing, Google Earth και των ορθοφωτογραφιών του Κτηματολογίου (Για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Φ. Βρεττού 1/2008). ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΛΕΣΒΟΣ Το Τεχνητό Λιμνίο Αγίων Αποστόλων βρίσκεται περίπου 2,4 χλμ., δυτικά – νοτιοδυτικά από το Κεράμι και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Λέσβου. Πρόκειται για μια ορθογώνια τεχνητή δεξαμενή που προστατεύεται περιμετρικά με περίφραξη. Έχει κατασκευαστεί σε παλαιότερο χρόνο για την άρδευση των καλλιεργειών της περιοχής και η βλάστηση περιμετρικά είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη (Tamarix parviflora, Phragmites australis, Cyperus papyrus, Salix sp., Vitex agnus-castus, Eucalyptus sp.). Στο λιμνίο παρατηρήθηκε ένας σημαντικός αριθμός αμφιβίων (Pelophylax bedriagae) και ποταμοχελώνες (Mauremys rivulata). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη ειδικής προστασίας με κωδικό GR4110007 (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Φ. Βρεττού 1/2008).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

325


ΛΙΜΝΙΟ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΛΕΣΒΟΣ

Το Λιμνίο Αγίων Αποστόλων βρίσκεται περίπου 2,4 χλμ., δυτικά από το Κεράμι και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Λέσβου. Πρόκειται για ένα λιμνίο, με μεγάλο βαθμό φυσικότητας που αναφέρεται στην παρούσα απογραφή ως φυσικός υγρότοπος, υπάρχει όμως περίπτωση να έχει προκύψει από εκσκαφές σε παλαιότερο χρόνο. Δέχεται τα νερά από τη λεκάνη απορροής, ενώ στα ανατολικά υπάρχει μικρό κανάλι που απομακρύνει τα πλεονάζοντα ύδατα. Το λιμνίο βρίσκεται μέσα σε ιδιωτική έκταση και η πρόσβαση σε αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της αυξημένης βλάστησης που αναπτύσσεται περιμετρικά με κυρίαρχο είδος τις λυγαριές (Vitex agnus-castus) και νεραγκούλες (Ranunculus sp.) μέσα στο νερό. Απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 92D0 -Νότια παρόχθια δάσηστοές και λόχμες. Στην λεκάνη απορροής υπάρχουν καλλιέργειες ελιάς και βοσκοτόπια ενώ πολύ κοντά νοτίως του υγρότοπου υπάρχει μάντρα με οικοδομικά υλικά. Επίσης τόσο στο λιμνίο όσο και στην ευρύτερη περιοχή γίνεται κυνήγι (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Φ. Βρεττού 1/2008). ΛΙΜΝΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ, ΛΕΣΒΟΣ

Τα τεχνητά λιμνία Μανταμάδου βρίσκονται περίπου 0.7 χλμ., νοτιοανατολικά του ομώνυμου οικισμού και υπάγονται διοικητικά στο Δήμο Λέσβου. Πρόκειται για συνεχή λιμνία κατά μήκος του οδικού άξονα Μυτιλήνης-Μανταμάδου που έχουν δημιουργηθεί από εξόρυξη αδρανών υλικών (ηφαιστειακά πετρώματα). Τα δυτικότερα λιμνία βρίσκονται εκατέρωθεν του δρόμου που συνδέει το Μανταμάδο με την Αγία Παρασκευή, ενώ το νερό με υπερχείλιση μεταφέρεται με κατεύθυνση από τα δυτικά λιμνία προς τα ανατολικά. Η κυρίαρχη βλάστηση είναι φρυγανική (Sarcopoterium spinosum), ενώ όσον αφορά στην υγροτοπική βλάστηση υπάρχουν Eleocharis sp., ιτιές (Salix sp.) και φυτεμένες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

326


πικροδάφνες (Nerium oleander). Ο υγρότοπος φιλοξενεί μεγάλο αριθμό από αμφίβια Pelophylax bedriagae, ενώ υπάρχουν και ψάρια γλυκού νερού, πιθανότατα κουνουπόψαρα Gambusia affinis) (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης & Κ. Παραγκαμιάν, 4/2012).

ΒΑΘΡΕΣ-ΛΑΚΚΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ Μια από τις μοναδικές φυσικές ομορφιές της Λέσβου, είναι οι Λάκκοι-Βάθρες και οι καταρράκτες της. Πρόσφατα ομάδα φυσιολατρών επισκέφτηκε και μελέτησε 14 συνολικά καταρράκτες σε όλο το νησί, που μαζί με το φράγμα της Ερεσού συνθέτουν ένα μοναδικό υδάτινο περιβάλλον. Μόλις δυο χιλιόμετρα από τη διασταύρωση Πεδής-Ασπροποτάμου και στο 30ό χλμ., Μυτιλήνης– Μανταμάδου, μπορείτε να αντικρύσετε μια μοναδική εικόνα πάνω στο νησί, τους καταρράκτες και τη ´´Λάκκά Μαν’ Κάτσα ή Μινικάτσα’’.

Λάκκα Μαν’ Κάτσα ή Μινικάτσα

Μοναδικά δείγματα του ιδιαίτερου αυτού δώρου της φύσης μπορείτε να βρείτε και στα Παράκοιλα, τον Σκουτάρο, τον Μεσότοπο, τη Βατούσα, τα Βασιλικά (καταρράκτες Πέσσας), την Άντισσα, τη Φίλια, την Πελόπη και την Ερεσό. Ο καταρράκτης του κτήματος Κρινέλου στην Ερεσό φτάνει σε ύψος τα 15 μέτρα και εντυπωσιάζει. Χρησιμοποιείται και για να αλέθει το σιτάρι στο νερόμυλο του κτήματος καθώς και για ύδρευση και άρδευση, ειδικά τον χειμώνα. Από τους πιο γνωστούς είναι και οι καταρράκτες της Πέσσας μεταξύ Αχλαδερής και Βασιλικών που προσελκύουν πολλούς περιπατητές. Εκεί φτάνετε μέσω ενός μικρού χωματόδρομου στα δεξιά του δρόμου που φεύγει από Αχλαδερή και οδηγεί προς τον δρόμο Αγιάσου–Πολυχνίτου λίγο πριν τη διασταύρωση (πηγή: http://www.lesvosgreece.gr). __________ ΛΗΜΝΟΣ

Η Λήμνος διαθέτει σχετικά πολλές και εκτεταμένες υγροτοπικές περιοχές, από τις οποίες οι μικρές φυσικές λίμνες, τα φυσικά και τα τεχνητά λιμνία και οι βάθρες στη βάση μερικών καταρρακτών παρουσιάζονται παρακάτω (πηγές: σταχυολόγηση από WWF/ http://www.oikoskopio.gr - για την απογραφή WWF : Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011, Ν. Παναγιώτου 3/2004, Γ. Κατσαδωράκης 2/2008, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011 και άλλοι).

ΧΟΡΤΑΡΟΛΙΜΝΗ Ή ΧΟΡΤΑΤΟΥ, ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΕΛΟΣ, ΛΗΜΝΟΣ Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Λήμνου, πολύ κοντά στην Αλυκή και την Ασπρολίμνη, δημιουργώντας ένα εκτεταμένο δίκτυο πολύ σημαντικών υγρότοπων με πολύ υψηλό βαθμό φυσικότητας. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο αβαθές παράκτιο έλος που διαφοροποιείται σημαντικά ως προς την αλατότητα σε σχέση με τις άλλες δύο λίμνες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

327


Η Χορταρολίμνη τροφοδοτείται με νερό μέσω μικρών ρεμάτων, ενώ η παρουσία ενός σχετικά μεγάλου αμμοθινικού μετώπου προς την παραλία και η ύπαρξη του ακρωτηρίου Κέρους που παρεμποδίζει τους έντονους κυματισμούς, αποτρέπει την έντονη υφαλμύρωση των νερών του έλους. Περιμετρικά του υγρότοπου υπάρχουν καλλιέργειες, ενώ στα ανατολικά και μέχρι τη θάλασσα αναπτύσσονται αμμοθίνες πλάτους έως και 1χλμ , όπου ανάμεσα τους περιλαμβάνονται και κοιλότητες-λιμνούλες που συγκρατούν νερό. Το έλος διατηρεί έντονη υγροτοπική βλάστηση για όσο διάστημα έχει νερό (μέσα φθινοπώρου-μέσα καλοκαιριού), ενώ η περιοχή χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος τους θερινούς μήνες. Στο παρελθόν είχαν γίνει προσπάθειες για αποστράγγιση της περιοχής. Σήμερα, ένα αποστραγγιστικό κανάλι καταλήγει στη θάλασσα συνδράμοντας έτσι στην απορροή των υδάτων και το στέγνωμα της λίμνης το καλοκαίρι. Επίσης, η Χορταρολίμνη έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως πεδίο βολής για στρατιωτικές ασκήσεις, ενώ στα όρια του υγρότοπου αναφέρονται εκχερσώσεις, απόρριψη σκουπιδιών και κίνηση τροχοφόρων. Στην ευρύτερη περιοχή, η βασικότερη χρήση γης είναι η γεωργία και υπάρχουν πολλά πηγάδια, γεγονός που έχει οδηγήσει σε υπεράντληση των υπόγειων νερών και σχετική υφαλμύρωση. Η σημαντικότερη ωστόσο πίεση που δέχεται η περιοχή είναι στην παραλία όπου έχει διανοιχθεί παράνομος δρόμος καταστρέφοντας τις αμμοθίνες. Στα βόρεια της παραλίας του Κέρους έχει κατασκευαστεί ένα κέντρο ενημέρωσης που πλέον όμως δεν χρησιμοποιείται, ενώ η περιοχή προσελκύει τουρίστες και αθλητές surfing. Στην παραλία είχε κατασκευαστεί υπερυψωμένος πεζοδιάδρομος για την προστασία των θινών, σήμερα όμως είναι μερικώς κατεστραμμένος, ενώ οι μικροί διάδρομοι που έχουν διανοιχτεί προς τη θάλασσα καταστρέφουνς τις αμμοθίνες. Στην οριοθετημένη υγροτοπική έκταση Χορταρολίμνη;-Αλυκής αναπτύσσονται αρκετοί τύποι οικότοπων εκ των οποίων οι περισσότεροι παρουσιάζουν εξαιρετικό βαθμό αντιπροσωπευτικότητας. Όσο αφορά τη βλάστηση, αναφέρονται 16 είδη, σε μια θέση στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, ενώ σε προηγούμενη μελέτη αναφέρονται 3 είδη στην περιοχή της Χορταρολίμνης, 29 είδη στις θίνες σκληρόφυλλων θαμνώνων και 15 είδη στην ευρύτερη περιοχή των αμμοθινών. Η πανίδα της περιοχής είναι αξιοσημείωτη και περιλαμβάνει 4 είδη αμφιβίων, 9 είδη ερπετών, 3 θηλαστικά και 116 είδη πουλιών, 22 με παρουσία όλο το χρόνο και 23 αναπαράγονται στην περιοχή. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Λήμνος είναι το μοναδικό νησί στο Αιγαίο που διατηρεί έναν εύρωστο και βιώσιμο πληθυσμό του κιρκινεζίου (Falco naumanni), ενώ ειδικά στην ευρύτερη περιοχή του συστήματος ΑλυκήΑσπρολίμνη-Χορταρολίμνη αναπαράγεται το 50% του πληθυσμού αυτού. Επίσης, αρκετά είδη υδρόβιων ειδών διατηρούν στην περιοχή πληθυσμούς που αντιστοιχούν στο 10 με 20 % του εθνικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα για τη περίπτωση καστανόπαπιας (Tadorna ferruginea ) και της πετροτριλίδας (Burhinus oedicnemus) το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, GR4110001, Ζώνη Ειδικής Προστασίας, GR4110006 και Καταφύγιο Άγριας Ζωής (Κ203) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004, Γ. Κατσαδωράκης 2/2008, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

328


Η μικρή λίμνη Πετράδι βρίσκεται περίπου 1,9 χλμ., νότια – νοτιοδυτικά από τον οικισμό του Θάνους στη Λήμνο. Πρόκειται για το μικρότερο από τα δύο υγροτοπικά συστήματα που υπάρχουν στην περιοχή σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων. Στο παρελθόν οι δύο αυτοί υγρότοποι πιθανόν να αποτελούσαν ένα ενιαίο σύστημα αλλά σήμερα μεταξύ τους παρεμβάλλονται ένα οίκημα και γεωργικές εκτάσεις καθιστώντας τα όρια τους αρκετά διακριτά. Έτσι, παρά την μικρή απόσταση και την πιθανή υδρολογική τους συσχέτιση, στην παρούσα βάση δεδομένων αντιμετωπίζονται ως δύο συστήματα. Το μικρό έλος βρίσκεται σε μια λεκάνη που σχηματίζουν βραχώδης λόφοι στα βόρεια και τα νότια αυτού. Περιμετρικά υπάρχει παλιό πετρόχτιστο τοιχίο που σηματοδοτεί ιδιοκτησίες και καθορίζει και τα όρια του ενώ παλιές περιφράξεις με συρματόπλεγμα υπάρχουν και μέσα στον υγρότοπο. Στο βορειοδυτικό τμήμα υπάρχουν κατοικίες και δρόμος που έχουν διακόψει τη φυσική γειτνίαση του έλους με τη θάλασσα μιας και έχουν κατασκευαστεί επιχωματώνοντας παλιές ελώδεις εκτάσεις. Παρά τις όποιες παρεμβάσεις όμως, ο υγρότοπος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του. Κατά την αυτοψία δεν ήταν δυνατόν να διερευνηθεί από πού δέχεται γλυκό νερό, ενώ από δορυφορικές φωτογραφίες φαίνεται ότι υπερχειλίζει σε μικρό κανάλι που οδηγεί στη θάλασσα. Απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 72Β0 -Κοινωνίες των υψηλών βούρλων όπου κυριαρχεί υπερυδατική και υγρολιβαδική βλάστηση (Scirpus sp., Carex sp., Ranunculus sp.). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011) (http:www.mylemnos.gr). ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΛΙΜΝΗ ΑΣΠΡΟΛΙΜΝΗ, ΛΗΜΝΟΣ Η Ασπρολίμνη εντοπίζεται στο ανατολικό τμήμα της Λήμνου, πολύ κοντά στην Αλυκή και τη Χορταρολίμνη συνιστώντας έτσι ένα εκτεταμένο δίκτυο πολύ σημαντικών υγρότοπων με πολύ υψηλό βαθμό φυσικότητας. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για μια μικρότερης έκτασης (συγκριτικά με τις γειτονικές Αλυκή και Χορτατολίμνη) αβαθή παράκτια λίμνη που διατηρεί νερό μερικούς μήνες το χρόνο. Το νερό είναι αλμυρό, χωρίς ωστόσο να έχει καταγραφεί το ετήσιο εύρος της διακύμανσης (Παπαγρηγορίου και συν. 2001). Περιμετρικά της λίμνης και εντός της προτεινόμενης οριοθέτησης του υγρότοπου υπάρχει ένας εκτεταμένος σχηματισμός αμμοθινών. Ανάμεσα στις θίνες σχηματίζονται μικρά λιμνία γλυκού-υφάλμυρου νερού αυξάνοντας έτσι την ποικιλότητα των ενδιαιτημάτων.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

329


Μέσα στον υγρότοπο γίνονταν παλαιότερα εκτεταμένες αμμοληψίες, ενώ υπάρχει και χωματόδρομος που έχει διανοιχτεί στις θίνες και έχει χωρίσει την Ασπρολίμνη σε μια μεγαλύτερη και μια αρκετά μικρότερη λίμνη. Ωστόσο συνολικά οι ανθρώπινες επεμβάσεις είναι πολύ μικρές και η Ασπρολίμνη, ως μοναδικό τέτοιο σύστημα στον Ελλαδικό χώρο, θα πρέπει να προστατευτεί ως περιοχή αναφοράς (Langangen 2008). Στην ευρύτερη περιοχή, η βασικότερη χρήση γης είναι η γεωργία ενώ στο παρελθόν έχει γίνει προσπάθεια για καλλιέργεια βάμβακος. Ωστόσο, οι εκτεταμένες αντλήσεις μέσω ενός μεγάλου αριθμού πηγαδιών, η δυσκολία επαναπλήρωσης των υπόγειων υδροφορέων και η μικρή απόσταση από τη θάλασσα έχουν συντελέσει στην υποβάθμιση των υπόγειων νερών λόγω υφαλμύρωσης (Παπαγρηγορίου και συν. 2001). Στην οριοθετημένη έκταση αναπτύσσονται αρκετοί τύποι οικότοπων εκ των οποίων οι περισσότεροι παρουσιάζουν εξαιρετικό βαθμό αντιπροσωπευτικότητας (Dafis et al. 1996, Παπαγρηγορίου και συν. 2001 ). Όσο αφορά τη βλάστηση, μέσα στην Ασπρολίμνη αναφέρονται χαρόφυτα (Langangen 2008) ενώ περιμετρικά της λίμνης και στις θίνες αναπτύσσονται αλόφυτα (Arthrocnemum glaucum), βούρλα (Juncus spp.) και άλλη αμμόφιλη βλάστηση (Ammophila arenaria, Pancratium maritimum, Sporobolus arenarium, κ.α.). Οι Panitsa et al. (2003) αναφέρουν 6 είδη καταγεγραμμένα σε σταθμό στις θίνες του ακρωτηρίου Κέρος, ενώ προηγούμενες μελέτες αναφέρουν 2 είδη στην περιοχή της Ασπρολίμνης, 29 είδη στις θίνες σκληρόφυλλων θαμνώνων και 15 είδη στην ευρύτερη περιοχή των αμμοθινών (Τρούμπης και συν. 1995, Παπαγρηγορίου και συν. 2001). Αναφορά στη βλάστηση των αμμοθινικών συστημάτων γίνεται και από το Δημαλέξη (2008). Η πανίδα της ευρύτερης περιοχής είναι αξιοσημείωτη και περιλαμβάνει 4 είδη αμφιβίων, 9 είδη ερπετών, 3 θηλαστικά και 116 είδη πουλιών (22 με παρουσία όλο το χρόνο και 23 αναπαράγονται) (Τρούμπης και συν. 1995, Παπαγρηγορίου και συν. 2001). Ειδικά η ορνιθοπανίδα της περιοχής έχει μελετηθεί πιο συστηματικά (Δημαλέξης 2008, Κακαλής 2009). Αξίζει να αναφερθεί ότι η Λήμνος είναι το μοναδικό νησί στο Αιγαίο που διατηρεί έναν εύρωστο και βιώσιμο πληθυσμό του κkιρκινεζίου (Falco naumanni), ενώ ειδικά στην ευρύτερη περιοχή του συστήματος Αλυκή-Ασπρολίμνη-Χορταρολίμνη αναπαράγεται το 50% του πληθυσμού αυτού. Επίσης, αρκετά είδη υδρόβιων ειδών διατηρούν στην περιοχή πληθυσμούς που αντιστοιχούν στο 10 με 20 % του εθνικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα για την περίπτωση της καστανόπαπιας (Tadorna ferruginea ) και της πετροτριλίδας (Burhinus oedicnemus) το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, GR4110001 και Ζώνη Ειδικής Προστασίας, GR4110006. Επιπλέον, το σύνολο της λίμνης βρίσκεται μέσα στις ζώνες Α1, Α2 και Β του εγκεκριμένου ΣΧ.Ο.Ο.Α.Π. του Δήμου Μούδρου (ΦΕΚ 633/ΑΑΠ/2010). Η ειδική περιβαλλοντική μελέτη (Παπαγρηγορίου και συν. 2001), καταλήγει σε ένα σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος και προτείνει τον χαρακτηρισμό του συστήματος Αλυκή-Ασπρολίμνη-Χορταρολίμνη ως Εθνικό Πάρκο Υγρότοπων Λήμνου. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει η θεσμοθέτηση της περιοχής (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011) ΜΙΚΡΗ ΛΙΜΝΗ ΠΕΤΡΑΔΙ, ΛΗΜΝΟΣ Η μικρή λίμνη Πετράδι βρίσκεται περίπου 1,9 χλμ., νότια – νοτιοδυτικά από τον οικισμό του Θάνους στη Λήμνο. Πρόκειται για το μικρότερο από τα δύο υγροτοπικά συστήματα που υπάρχουν στην περιοχή σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων. Στο παρελθόν οι δύο αυτοί υγρότοποι πιθανόν να αποτελούσαν ένα ενιαίο σύστημα, αλλά σήμερα μεταξύ τους παρεμβάλλονται ένα οίκημα και γεωργικές εκτάσεις καθιστώντας τα όρια τους αρκετά διακριτά. Έτσι, παρά την μικρή απόσταση και την πιθανή υδρολογική τους συσχέτιση, στη βάση δεδομένων του WWF αντιμετωπίζονται ως δύο συστήματα. Το μικρό έλος βρίσκεται σε μια λεκάνη που σχηματίζουν βραχώδεις λόφοι στα βόρεια και τα νότια. Περιμετρικά υπάρχει παλιό πετρόχτιστο τοιχίο που σηματοδοτεί ιδιοκτησίες και καθορίζει και τα όρια του, ενώ παλιές περιφράξεις με συρματόπλεγμα υπάρχουν και μέσα στον υγρότοπο. Στο βορειοδυτικό τμήμα υπάρχουν κατοικίες και δρόμος που έχουν διακόψει τη φυσική γειτνίαση του έλους με τη θάλασσα μιας και έχουν κατασκευαστεί επιχωματώνοντας παλιές ελώδεις εκτάσεις. Παρά τις όποιες παρεμβάσεις ο υγρότοπος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του. Κατά την αυτοψία του WWF δεν ήταν δυνατόν να διερευνηθεί από πού δέχεται γλυκό νερό, ενώ από δορυφορικές φωτογραφίες φαίνεται ότι υπερχειλίζει σε μικρό κανάλι που οδηγεί στη θάλασσα. Απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 72Β0 -Κοινωνίες των υψηλών βούρλων όπου κυριαρχεί υπερυδατική και υγρολιβαδική βλάστηση (Scirpus sp., Carex sp., Ranunculus sp.). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

330


Ελλάδας (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011) (http:www.mylemnos.gr).

ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΑΓΚΑΡΥΩΝΩΝ, ΛΗΜΝΟΣ Το τεχνητό λιμνίο λατομείου Αγκαρυωνών βρίσκεται περίπου 0,7 χλμ., βορειοδυτικά από τον ομώνυμο οικισμό και υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Λήμνου. Πρόκειται για εγκαταλειμμένο λατομείο που δέχεται νερό από τη βροχή σχηματίζοντας έναν τεχνητό υγρότοπο. Το λιμνίο είναι σχετικά βαθύ και μάλλον διατηρεί νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ο υγρότοπος φιλοξενεί αμφίβια (Pelophylax bedriagae, Bufo viridis), υπάρχουν κορακοειδή (κάργιες – Corvus monedula), ενώ η υγροτοπική βλάστηση αποτελείται κυρίως από νεραγκούλες (Ranunculus sp.) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Ν. Παναγιώτου 3/2004, Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/201 1).

ΛΙΜΝΙΑ ΣΟΥΡΛΑΔΙΚΑ, ΛΗΜΝΟΣ Τα Σουρλάδικα βρίσκονται 2,4 χλμ., βορειοδυτικά από τον Κότσινα της Λήμνου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο υγροτοπικό σύστημα που απαντάται σε ελάχιστα μέρη στο νησιωτικό χώρο. Σε μια περιοχή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

331


με εκτεταμένες αμμοθίνες σχηματίζονται κοιλότητες μεταξύ των θινών που συγκρατείται νερό εποχικά δημιουργώντας έτσι πολλά μικρά αβαθή λιμνία.

Η αλατότητα του νερού εξαρτάται από το βαθμό επίδρασης της θάλασσα και μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ γλυκού και υφάλμυρου. Στο βόρειο τμήμα της οριοθετημένης έκτασης διέρχεται εποχικός ρύακας που όμως δεν φαίνεται να σχετίζεται άμεσα υδρολογικά με όλα τα λιμνία. Ο υγρότοπος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του παρά τις ανθρώπινες δραστηριότητες που υπάρχουν όπως διανοίξεις δρόμων, αμμοληψίες, είσοδος οχημάτων στις αμμοθίνες και ελεύθερη κατασκήνωση στην παραλία τους θερινούς μήνες. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (Λευκές Θίνες), 72Α0 -Καλαμώνες και 2190 -Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών. Η βλάστηση αποτελείται από αμμόφιλα είδη στις θίνες (Ammophila arenaria, Pancratium maritimum, Otanthus maritimus), καλάμια (Phragmites australis), βούρλα (Juncus sp.), ψαθιά (Typha sp.) και νεραγκούλες (Ranunculus sp.) στις κοιλότητες και κατά μήκος του ρύακα. Όσον αφορά την πανίδα, παρατηρήθηκαν γραμμωτές νεροχελώνες (Mauremys rivulata) και βατράχια (Pelophylax bedriagae), ενώ στην περιοχή υπάρχει μεγάλος αριθμός από αγριοκούνελα (Oryctolagus cuniculus) που βρίσκουν καταφύγιο στις αμμοθίνες. Τμήμα του υγρότοπου βρίσκεται εντός περιοχής αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (ΦΕΚ 1460/Β/2001) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΛΗΜΝΟΣ Το τεχνητό λιμνίο λατομείου Αγίου Δημητρίου βρίσκεται περίπου 0,5 χλμ., ανατολικά - νοτιοανατολικά από τον ομώνυμο οικισμό. Πρόκειται για παλιό, εγκαταλειμμένο λατομείο εξόρυξης αδρανών υλικών που τμήμα του χρησιμοποιείται για την αποθήκευση χαλικιού.

Το λατομείο δέχεται νερό από τη βροχή και έχει μετατραπεί σε έναν τεχνητό υγρότοπο με σημαντική βιολογική σημασία μιας και φιλοξενεί αμφίβια (Pelophylax bedriagae, Bufo viridis) και στο νερό αναπτύσσονται νεραγκούλες (Ranunculus sp.). Στην περιοχή επίσης παρατηρούνται κορακοειδή (μάλλον κάργιες – Corvus monedula). Από τον υγρότοπο, δεν υπάρχει κάποιο σημείο διαφυγής του νερού, αλλά δεν είναι εμφανές αν η παρουσία νερού είναι μόνιμη ή εποχική. Στην είσοδο του λατομείου υπάρχουν, εκτός ορίων υγρότοπου παλιά μηχανήματα εξόρυξης που ρυπαίνουν το χώρο, ενώ η ευρύτερη περιοχή χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς (Επίσκεψη για την απογραφή WWF:: Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

332


ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΝΗΣΙΑ, ΛΗΜΝΟΣ Η Παρανησιά βρίσκεται περίπου 3.3 χλμ., νότια – νοτιοδυτικά από τον Κοντιά. Πρόκειται για ένα μικρό παράκτιο λιμνίο που εντοπίζεται στο μυχό του κόλπου Κοντιά και διατηρεί νερό μόνο τους υγρούς μήνες του έτους. Η είσοδος του γλυκού νερού γίνεται επιφανειακά, ενώ η παρουσία πηγαδιού σε κοντινή απόσταση (γειτνιάζει με τη θάλασσα και αυτό) δεν αποκλείει την πιθανότητα ο υγρότοπος να τροφοδοτείται και υπογείως. Η περιοχή δεν προσεγγίζεται από οδικό δίκτυο με αποτέλεσμα ο υγρότοπος να διατηρεί στο ακέραιο τη φυσικότητα του. Στο παρελθόν υπήρχαν ανθρώπινες δραστηριότητες μικρής όμως έντασης, όπως μαρτυρούν το πηγάδι και άλλα χαλάσματα από παλιά οικήματα. Στην οριοθετημένη περιοχή, εκτός από το λιμνίο έχει συμπεριληφθεί και ένα μικρό τμήμα της παραλίας που καταλήγει ένας εποχικός ρύακας. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Η βλάστηση στο λιμνίο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Περιμετρικά υπάρχει μια ζώνη από βούρλα (Juncus acutus), ενώ στο κέντρο συνυπάρχουν είδη της οικογένειας Cyperaceae (Eleocharis sp., Scirpus sp.) μαζί με νεραγκούλες (Ranunculus sp.). Στην εκβολή του ρύακα υπάρχουν λίγα βούρλα. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

333


ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ, ΛΗΜΝΟΣ

Το τεχνητό λιμνίο αεροδρομίου απέχει περίπου 2 χιλιόμετρα νότια - νοτιοδυτικά από τον οικισμό Καρπάσιο, του Δήμου Λήμνου. Πιθανόν να έχει δημιουργηθεί είτε από εκσκαφές, είτε για άρδευση, αλλά με δεδομένη τη θέση του (πολύ κοντά στο μυχό του κόλπου του Μούδρου όπου υπάρχουν μεγαλύτεροι υγρότοποι), δε μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να είναι υπολειμματικό τμήμα και να έχουν γίνει ύστερες παρεμβάσεις.Συμβατικά ο υγρότοπος αξιολογείται με βάση την κατηγοριοποίηση Ramsar ως “7-Λιμνούλες από εκσκαφές’’ (λατομεία, ορυχεία, απόληψη αδρανών, αργίλου, κ.ά .). Περιμετρικά του υγρότοπου υπάρχουν πολλές αποθέσεις αδρανών υλικών από δημόσια έργα και οικοδομές (ασφαλτικά υλικά, σίδερα), αλλά και καλλιέργειες. Η υγροτοπική βλάστηση δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και αποτελείται κυρίως από καλάμια (Phragmites australis, Arundo donax), και νεραγκούλες (Ranunculus sp.). Ο υγρότοπος βρίσκεται μέσα σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Καταφύγιο Άγριας Ζωής με κωδικό Κ200 και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά με κωδικό GR132. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 05/2011, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη).

ΜΕΓΑΛΗ ΛΙΜΝΗ ΠΕΤΡΑΔΙ, ΛΗΜΝΟΣ Η μεγάλη λίμνη Πετράδι βρίσκεται περίπου 1,6 χλμ., νότια – νοτιοδυτικά από τον οικισμό του Θάνους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο από δύο υγροτοπικά συστήματα που υπάρχουν στην περιοχή σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων. Στο παρελθόν οι δύο αυτοί υγρότοποι πιθανόν να αποτελούσαν ένα ενιαίο σύστημα αλλά σήμερα μεταξύ τους παρεμβάλλονται ένα οίκημα και γεωργικές εκτάσεις καθιστώντας τα όρια τους αρκετά διακριτά. Έτσι, παρά την μικρή απόσταση και την πιθανή υδρολογική τους συσχέτιση, στην παρούσα βάση δεδομένων αντιμετωπίζονται ως δύο συστήματα. Ο υγρότοπος διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του παρά τις πιέσεις που δέχεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Περιμετρικά υπάρχουν καλλιέργειε, ενώ ανατολικά και δυτικά οριοθετείται από το οδικό δίκτυο. Η φυσική συνέχεια του υγρότοπου προς την παραλιακή ζώνη έχει πλέον διακοπεί (δόμηση, δρόμος, καλλιέργειες) ενώ πολύ κοντά στα ανατολικά όρια σταβλίζονται ζώα. Νερό διατηρείται στο έλος μόνο την υγρή περίοδο του έτους. Παλαιότερα γίνονταν διαχείριση με βόσκηση από βοοειδή και κοπή των καλαμιών για χρήση σε κατασκευές, ενώ η βόσκηση συνεχίζεται και σήμερα. Στην περιοχή απαντάται Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

334


ο οικότοπος με κωδικό 72Α0 -Καλαμώνες με κυρίαρχα είδη τα αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και τα σκίρπα (Scirpus sp.), ενώ η βλάστηση καλύπτει τον υγρότοπο στο σύνολό του. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF:: 05/2011, Απογραφή:Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη).

ΛΙΜΝΙΟ ΛΙΒΑΔΙ ΜΑΡΜΑΡΟ 1, ΛΗΜΝΟΣ

Το Λιβάδι Μάρμαρο 1 βρίσκεται περίπου 2 χλμ., νότια από τον οικισμό Παναγιά. Είναι λιμνίο γλυκού νερού που καλύπτεται εξ’ ολοκλήρου από υγροτοπική βλάστηση, κυρίως κυπεροειδή (Eleocharis sp., Scirpus sp.). Δέχεται τα νερά από κατακρημνίσεις και τις επιφανειακές απορροές, ενώ τους θερινούς μήνες στεγνώνει. Περιμετρικά, οι τρεις πλευρές του (βόρεια, δυτικά, νότια) ορίζονται από χωματόδρομο ενώ τμήμα του στο παρελθόν καλλιεργούνταν. Σήμερα το λιβάδι βόσκεται από βοοειδή. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί Ειδική Ζώνη Διατήρησης με κωδικό GR4110001 και Ζώνη Ειδικής Προστασίας με κωδικό GR4110006, ενώ περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 04/2011, Απογραφή:Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

335


ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΙΒΑΔΙ ΜΑΡΜΑΡΟ 2, ΛΗΜΝΟΣ

Το Λιβάδι Μάρμαρο 2 βρίσκεται περίπου 2,5 χλμ., νότια από τον οικισμό Παναγιά. Είναι εποχικό λιμνίο γλυκού νερού που καλύπτεται εξ’ ολοκλήρου από υγροτοπική βλάστηση. Περιμετρικά φυτρώνουν βούρλα (Juncus sp.), ενώ μέσα στο λιμνίο αναπτύσσονται κυπεροειδή (Eleocharis sp., Scirpus sp.). Επιπλέον απαντώνται νεραγκούλες (Ranunculus sp.) και μέντες (Mentha spp.). Βρίσκεται κοντά στην παράκτια ζώνη και δέχεται να νερά από τις κατακρημνίσεις και τις επιφανειακές απορροές. Πιθανόν στο παρελθόν να καλλιεργούνταν όταν στέγνωνε. Μέσα από το λιμνίο διέρχεται αγροτικός δρόμος που καλύπτεται τους χειμερινούς μήνες, ενώ στο νοτιοανατολικό άκρο του υπάρχει ένα αλώνι. Η ευρύτερη περιοχή καλλιεργείται και υπάρχουν πηγάδια. Σημειώνεται ότι στην περιοχή ο πληθυσμός των αγριοκούνελων (Oryctolagus cuniculus) είναι μεγάλος και γίνεται κυνήγι. Κατά την επίσκεψη παρατηρήθηκε μεγάλος αριθμός ερωδιών (Ardea purpurea, Egretta garzetta). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί Ειδική Ζώνη Διατήρησης με κωδικό GR4110001 και Ζώνη Ειδικής Προστασίας με κωδικό GR4110006, ενώ περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας ( Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 04/2011, Απογραφή:Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη). ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΝΑΓΙΟΥΔΑ, ΛΗΜΝΟΣ Η Παναγιούδα βρίσκεται περίπου 2,8 χλμ., νότια από τον οικισμό Παναγιά. Πρόκειται για ένα λιμνίο γλυκού ή λίγο υφάλμυρου νερού σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης, που σχηματίζεται σε μια κοιλότητα ανάμεσα στις αμμοθίνες λίγο βορειότερα από την Αλυκή. Τους ζεστούς μήνες στεγνώνει και συμβατικά κατατάσσεται στην κατηγορία Ts -Εποχικές λιμνούλες γλυκού νερού (< 80 στρέμματα), μιας και η διάκριση του δεν είναι ξεκάθαρη. Μέσα στην κοιλότητα επικρατούν τα καλάμια (Phragmites australis), ενώ περιμετρικά αναπτύσσονται βούρλα (Juncus sp.). Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 2190 -Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών. Πρόσβαση στον υγρότοπο γίνεται μέσω χωματόδρομου που τελειώνει περίπου 100 μέτρα βορειότερα. Στην περιοχή υπάρχει μεγάλος πληθυσμός από αγριοκούνελα και γίνεται κυνήγι, ενώ κατά την επίσκεψη ακούστηκαν κοάσματα βατράχων, πιθανώς Pelophylax bedriagae. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί Ειδική Ζώνη Διατήρησης με κωδικό GR4110001 και Ζώνη Ειδικής Προστασίας με κωδικό GR4110006, ενώ περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 04/2011, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

336


ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΛΙΜΝΙΟ ΠΕΔΙΟ ΒΟΛΗΣ ΑΤΣΙΚΗΣ, ΛΗΜΝΟΣ

Ο υγρότοπος βρίσκεται περίπου 2,8 χλμ., ανατολικά - νοτιοανατολικά από το Προπούλι. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο υγροτοπικό σύστημα που απαντάται σε ελάχιστα μέρη στο νησιωτικό χώρο. Σε μια περιοχή με εκτεταμμένες αμμοθίνες σχηματίζονται κοιλότητες μεταξύ των θινών που συγκρατείται νερό εποχικά δημιουργώντας έτσι πολλά μικρά αβαθή λιμνία. Η αλατότητα εξαρτάται από το βαθμό επίδρασης της θάλασσα και μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ γλυκού και υφάλμυρου. Το νερό αυτό προέρχεται από τις επιφανειακές απορροές ενώ στο βόρειο τμήμα του υγρότοπου διέρχεται εποχικός ρύακας που δεν σχετίζεται όμως άμεσα υδρολογικά με τα λιμνία. Νότια, στα όρια του υγρότοπου, η περιοχή χρησιμοποιείται για ασκήσεις από το στρατό και έχουν γίνει διανοίξεις δρόμων, χρήση για στάθμευση και μεταφορές άμμου σε επιλεγμένα μέρη. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι σχετικά ήπιες και αναστρέψιμες και παρόλο που ο υγρότοπος φαίνεται να επηρεάζεται υδρολογικά, εντούτοις διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσικότητα του. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (Λευκές Θίνες), 72Α0 -Καλαμώνες και 2190 -Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

337


Η βλάστηση αποτελείται από αμμόφιλα είδη στις θίνες (Ammophila arenaria, Pancratium maritimum, Otanthus maritimus), καλάμια (Phragmites australis), βούρλα (Juncus sp.) και αρμυρίκια (Tamarix parviflora) στις κοιλότητες και αμιγώς καλάμια κατά μήκος του ρύακα. Όσον αφορά την πανίδα, παρατηρήθηκαν γραμμωτές νεροχελώνες (Mauremys rivulata), βατράχια (Pelophylax bedriagae), χερσαίες χελώνες (Testudo greaca) και ίχνη από ερημόφιδο (Eryx jaculus). Τέλος, στην περιοχή υπάρχει μεγάλος αριθμός από αγριοκούνελα (Oryctolagus cuniculus) που βρίσκουν καταφύγιο στις αμμοθίνες. Τμήμα του υγρότοπου βρίσκεται εντός περιοχής αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (ΦΕΚ 1460/Β/2001) (Επίσκεψη για την απογραφή: Θ. Γιαννακάκης & Α. Καρδαμάκη 4/2011). ΒΑΘΡΕΣ, ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ Η Λήμνος, καθώς δεν έχει μεγάλους ορεινούς όγκους και εξαιτίας της γεωλογίας και κλιματολογίας της, δεν έχει πολλά επιφανειακά νερά, όμως κρύβει άφθονα φυσικά τοπία με απρόσμενες παραλλαγές. Έτσι, μεταξύ άλλων, κοντά στην παραλία του ´Αη Γιάννη, στα δυτικά του νησιού, βρίσκεται ένας καταρράκτης, ο καταρράκτης Κάσπακα, με μια βάθρα στη βάση του. Ο χείμαρρος του Κάσπακα, γνωστός και ως ‘’Ρυάκι του Κατσαΐτη’’, δημιουργεί ένα εντυπωσιακό τοπίο με ορμητικά νερά να πέφτουν από ύψος 15 περίπου μέτρων. Η περιοχή ονομάζεται "Κρεμαστά Νερά" και παλαιότερα υπήρχε εδώ πετρόκτιστος νερόμυλος που εκμεταλλευόταν τη δύναμη του νερού. Η πτώση του νερού έχει διαμορφώσει στην περιοχή διάφορα πλατώματα, με μικρές λιμνούλες όπου βρίσκουν καταφύγιο βατράχια, καβούρια, χελώνες και χέλια. Καλύτερη εποχή για επίσκεψη είναι η Άνοιξη, όπου τα νερά είναι ακόμη άφθονα (πηγή: http://www.limnosguide.gr).

__________ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ ΒΑΘΡΕΣ, ΛΙΜΝΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΗ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ Το νησί Σαμοθράκη βρίσκεται στο βορειοανατολικό Αιγαίο πέλαγος και ανήκει διοικητικά στη Θράκη. Παρά τη μικρή του έκταση (178τ.χλμ2), έχει ένα πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, ως αποτέλεσμα γεωλογικών και τεκτονικών διεργασιών, απότομες κλίσεις των εδαφών, καταρράκτες, εντυπωσιακούς Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

338


ποτάμιους αναβαθμούς με μικρές λίμνες, βαθιές χαραδρώσεις που φτάνουν από την κορυφή του όρους Σάος (κορυφή Φεγγάρι, +1611m, υψόμετρο), μέχρι και την παράκτια περιοχή, ενώ έχει και περίπου 20 ορεινές και ημιορεινές κοιλάδες. Η ιδιαιτερότητα του νησιού οφείλεται στην άγρια παρθένα φύση με τα απότομα βουνά, την πλούσια και σπάνια χλωρίδα και πανίδα, τα δάση με πλατάνια, πεύκα, καστανιές, αγριόκέδρα και άλλα δέντρα, τις πηγές, τους καταρράκτες, τις μικρές λίμνες-οι ντόπιοι τις ονομάζουν βάθρες- κατά μήκος των ρεμάτων στις πλαγιές του βουνού και τις παραλίες. Τα πλατανοδάση κατεβαίνουν μέχρι τις παραλίες της Σαμοθράκης, αλλά και τα σκλήθρα (Alnus glutinosa), που φτάνουν στην παράκτια περιοχή (π.χ., περιβάλλουν τη Βδελολίμνη). Ειδικότερα, στις απότομες πλαγιές απαντώνται αραιά δρυοδάση (Quersus petrea), σποραδική εμφάνιση του σπάνιου και προστατευόμενου κωνοφόρου ίταμος (Taxus baccata), αλλά και μεσογειακοί θαμνώνες (π.χ., ακανθώδεις θάμνοι, ερεικώνες, μακί, υψηλοί θαμνώνες με αγριόκεδρα –Juniperus foetidissima, J. exelsa) καλύπτουν τη βόρεια-βορειοανατολική περιοχή, ενώ η νότια-νοτιοδυτική είναι λοφώδης με καλλιεργούμενες εκτάσεις και ελαιώνες. Οι βόρειες παραποτάμιες και παραχειμάρριες περιοχές είναι κυρίως δασωμένες με αιωνόβια πλατάνια και άλλη παραποτάμια βλάστηση. Επίσης, έχουν αναφερθεί πρόσφατα τουλάχιστον 15 ενδημικά taxa φυτών και πολύ πλούσια χλωρίδα και πανίδα, με ηπειρωτικά και αιγαιοπελαγίτικα στοιχεία. Υπάρχουν όμως και γυμνές από βλάστηση περιοχές (εκτός των βραχωδών περιοχών), ως αποτέλεσμα οι περισσότερες ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ., μη ορθολογική υλοτομία, πυρκαγιές, εντατική βόσκηση), όπου ανησυχητικοί είναι οι υψηλοί ρυθμοί της διάβρωσης των εδαφών.

Η Σαμοθράκη, ως ιδιάζουσα και μοναδική οικοπεριοχή, έχει πληθώρα τύπων οικοτόπων, καθώς η γεωμορφολογία της και το κλιματικό καθεστώς (το νησί είναι σχετικά πλούσιο σε επιφανειακά νερά και πηγές, καθώς τη χειμερινή περίοδο δέχεται πολλές βροχές και χιόνια, ενώ το καλοκαίρι είναι θερμό και ξηρό) δημιουργούν βιοκλιματικές ιδιαιτερότητες και πολυποίκιλα ενδιαιτήματα. Οι απότομες πλαγιές και οι υψηλές απορροές των νερών, κυρίως τη χειμερινή και ανοιξιάτικη περίοδο, σε συνδυασμό με τις τεκτονικές δομές του νησιού, έχουν δημιουργήσει χαράδρες με εντυπωσιακούς καταρράκτες. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα ποτάμια και οι χείμαρροι ρέουν με μεγάλη ταχύτητα και μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες κυρίως χονδρόκοκκων ιζημάτων. Το καλοκαίρι η ροή μειώνεται και οι περισσότεροι από τους ποταμούς και οι χείμαρροι δεν έχουν νερό, παρά μόνο μικρές λίμνες σε βαθουλώματα της κοίτης τους ή και ελώδεις περιοχές στις εκβολές τους. Μόνο ο ποταμός Φονιάς έχει συνεχή ροή καθόλη τη διάρκεια του έτους. Συνήθως, εκεί όπου υπάρχουν καταρράκτες. Αυτοί συνοδεύονται από μικρές επίπεδες επιφάνειες (αναβαθμοί ποταμών), όπου σχηματίζονται μικρές, αλλά βαθιές λιμνούλες (γνωστές τοπικά ως βάθρες). Για παράδειγμα, ο ποταμός Ξηροπόταμος, στο νότιο-δυτικό τμήμα του νησιού, χαρακτηρίζεται από 5 ποτάμιες αναβαθμίδες, ενώ ο Φονιάς στα βορειοανατολικά, έχει τουλάχιστον 7 αναβαθμίδες και αντίστοιχους μικρότερους ή μεγαλύτερους καταρράκτες που σχηματίζουν μικρές λιμνούλες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

339


Στη Σαμοθράκη, έχουν εντοπιστεί σχετικά πρόσφατα (2013), τουλάχιστον 16 υγροτοπικές περιοχές (παλαιότερα καταγράφονται από WWF, 12 μικροί υγρότοποι, 7 στο βόρειο τμήμα, και 5 στο νότιο τμήμα του νησιού), στους οποίους περιλαμβάνονται μικρές λίμνες-βάθρες, σε επίπεδους ποτάμιους αναβαθμούς, κάτω από τους πολλούς καταρράκτες, νερόλακκοι, λιμνούλες και στάσιμα νερά σε βυθίσματα στις κοίτες των χειμάρρων κατά την καλοκαιρινή περίοδο, αλλά και συστήματα μικρών ελών και μικρών λιμνοθαλασσών στον παράκτιο χώρο. Οι κυριότεροι υγρότοποι είναι: α) στα βόρειαβορειοανατολικά, το ποτάμι του Φονιά με τις βάθρες και το έλος στην εκβολή του, η Βδελολίμνη (παράκτιο έλος, λιμνοθάλασσα), ο ρύακας Αγκίστρι και η εκβολή του, το έλος Στουμάρη ή Τσιβδόγιαννη, το έλος Παλαιάπολης, η εκβολή του ρύακα Κατσάμπα, το σύμπλεγμα των δύο λιμνοθαλασσών Αγίου Ανδρέα. β) στα νότια-νοτιοανατολικά, η λιμνοθάλασσα Κούφκι, ο Ξηροπόταμος και η εκβολή του, ο ρύακας Βάτος και η εκβολή του και άλλες μικρότερες περιοχές. Ως προς την υδρόβια πανίδα των γλυκών και υφάλμυρων νερών στις υγροτοπικές περιοχές στη Σαμοθράκη έχουν καταγραφεί (2013) τα ακόλουθα ως προς την υδρόβια πανίδας. Η ασπόνδυλη μακροπανίδα κυριαρχείται από 60 οικογένειες με κυριαρχία από τις νύμφες των εντόμων, τα εφημερόπτερα (π.χ., Baetidae, Heptageniidae, Caenidae), τα δίπτερα (π.χ., Chironomidae, Simuliidae), τα τριχόπτερα ( π.χ., Hydropsychidae ), αλλά και καρκινοειδή (.χ., Gammaridae). Στην ιχθυοπανίδα εντοπίστηκαν τουλάχιστον 9 είδη ψαριών (Αθερίνα -Atherina boyeri, Κεφαλοειδή -Mugil cephalus, Liza ramada, Oedalechilus labeo, χέλια Anguilla anguilla, γωβιοί Gobio sp., Potamoschistus cf. marmoratus, Zosterisessor ophiocephalus, σαλιαρες -Parablennius sanguinolentus, Salaria pavo), αλλά και ένα είδος ποταμοκάβουρα (Potamon sp.,), νεροχελώνες (Mauremys rivulata) και βατράχια. Επίσης, αναφέρθηκαν παρυδάτια και αρπακτικά πτηνά. Εξάλλου, αυτή η πρόσφατη ερευνητική αποτύπωση στη Σαμοθράκη έδειξε ότι η οικολογική κατάστασης των εσωτερικών νερών της βρίσκεται γενικά στην ‘’καλή’’ διαβάθμιση. Ως προς τη φυσικοχημική σύσταση των εσωτερικών νερών της Σαμοθράκης, (η εποχικότητα των τιμών αποδίδεται στη σύσταση των υποστρωμάτων-πετρώματα, στην ανοργανοποίηση της οργανικής ύλης, στη συσσώρευσή της στο έδαφος κατά την ξηρή περίοδο του έτους και την απόπλυσή της κατά την υγρή περίοδο, αλλά και σε σημειακές πηγές –περιττώματα ζώων που βόσκουν κ.ά.) τα ενδεικτικά χαρακτηριστικά τους παρουσιάζονται στις πιο κάτω αναφορές (πηγές: Skoulikidis et al., 2013 -Sympos., Proceed., 3rd Intern., Geogr., Sympos., GEOMED, 13pp., Inland waters of Samothraki island, exploratory ecological assessmenthttp://web.deu.edu.tr/geomed/proceedings/download/024_GeoMed_2013_Proceedings_222-234.pdf, Λάμπου, 2012 Μεταπτ., Διατρ., ΑΠΘ, 158σελ., Εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας στους ποταμούς της Σαμοθράκης, σύμφωνα με την Οδηγία Πλαίσιο 2000/60ΕΕ, Fischer-Kowalski, Xenidis et al., 2011 -GAIA, 20/3, 81-190, Transforming the Greek Island of Samothraki into a UNESCO Biosphere Reserve: An Experience in Transdisciplinarity, Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007 -WWF Ελλάς, Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση, 392σελ., Απογραφή των υγρότοπων των νησιών του Αιγαίου: Ταυτότητα, οικολογική κατάσταση και απειλές).

ΒΔΕΛΟΛΙΜΝΗ, ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ Η Βδελολίμνη βρίσκεται 10,2 χλμ., ανατολικά-βόρειοανατολικά της Χώρας Σαμοθράκης στη βόρεια παραλία του νησιού σχεδόν δίπλα στην εκβολή του ρέματος Φονιά. Πρόκειται για φυσικό υγρότοπο που σχηματίστηκε όταν ο κυματισμός σε συνδυασμό με τα ισχυρά ρεύματα της θάλασσας συσσώρευσαν μια λωρίδα από βότσαλα σαν ανάχωμα και απέκοψαν μια κοιλότητα που γεμίζει με νερά της βροχής και σχεδόν σίγουρα τροφοδοτείται και από εκφορτίσεις του αλλουβιακού υπόγειου υδροφορέα. Μοιάζει πολύ με το έλος ‘’Στου Μάρη’’. Το καλοκαίρι στεγνώνει εντελώς. Έχει μεγάλη ποικιλότητα, υψηλή αισθητική αξία και είναι σχεδόν απείραχτος από τον άνθρωπο. Οι βασικές του αξίες είναι ως σημείο εκφόρτισης υπόγειων νερών, για τη σταθεροποίηση της ακτογραμμής, για υποστήριξη τροφικών αλυσίδων, ως ενδιαίτημα άγριων ζώων και φυτών και ως σημείο παρουσίας ενδιαφερόντων και σπάνιων μεταναστευτικών πουλιών. Όταν στεγνώνει χρησιμοποιείται για βόσκηση μικρών κτηνοτροφικών ζώων. Οι κύριοι οικότοποι που απαρτίζουν την περιοχή είναι με κωδικούς: 1260, 2260, 3260, 72Α0, 72Β0, και ο οικότοπος προτεραιότητας 91Ε0. Από τη μεριά της ξηράς περιζώνεται από πυκνό δάσος σκλήθρων και πλατάνων με υπόροφο από φτέρες, ενώ προς τη μεριά της θάλασσας οριοθετείται από μια ζώνη θάμνων με λυγαριές και βούρλα. Υπάρχει έντονη υφυδατική βλάστηση χαροειδών, επιπλέοντα ριζόφυτα όπως Ranunculus spp. και Elatine alsinastrum, υπερυδατική βλάστηση από Scirpus και Typha, καθώς και υγρολιβαδική. Η λεκάνη απορροής της καλύπεται από φυσική θαμνώδη και δενδρώδη βλάστηση, αλλά η βόσκηση των αιγοπροβάτων είναι εντατική, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για το γεωπεριβάλλον. Αυτός ο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

340


υγρότοπος δεν φαίνεται να απειλείται από κάποιο κίνδυνο (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2008, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης).

ΑΛΛΕΣ ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΗ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ

Η Σαμοθράκη είναι πλούσια σε νερά, με πηγές, με μεγαλύτερα και μικρότερα ρυάκια και ποταμάκια, με πολλούς κλιμακωτούς καταρράκτες (Κρεμαστός με ύψος περίπου 100 μέτρα, στον ποταμό Φονιά με κλιμακωτούς καταρράκτες που ο μεγαλύτερος έχει ύψος περίπου 35 μέτρα ) με πολλές βάθρες (μικρες λίμνες, φυσικές πισίνες , κολυμπήθρες). Όλα αυτά τα νερά έρχονται από το όρος Σάος ή Φεγγάρι. Οι βάθρες του νησιού ξεπερνούν αριθμητικά τις εκατό, αλλά οι πιο γνωστές είναι αυτές που σχηματίζονται από τον ποταμό Φονιά (η μεγαλύτερη βάθρα εχει διάμετρο περίπου τα 30 μέτρα), όπως η Γριά Βάθρα και η Κλείδωση, αλλά και οι βάθρες του ποταμού Τσιβδογιάννη, κοντά στα Θερμά, από όπου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

341


ξεκινά και η ανάβαση στο όρος Φεγγάρι. Βάθρες όμως υπάρχουν στον ´Αγγιστρο, στο Γιαλί, στο Βάτο και αλλού.

__________ ΣΑΜΟΣ Η Σάμος είναι ένα νησί με πολλούς υγρότοπους οι οποίοι φιλοξενούν διάφορα πουλιά που έρχονται για να βρουν τροφή, να αναπαραχθούν και να κρυφτούν από τους φυσικούς τους εχθρούς. Οι πιο γνωστοί είναι εκείνος της Αλυκής, το έλος του Μεσόκαμπου, οι λίμνες Γλυφάδες του Πυθαγορείου και το έλος της Χώρας. Ο υγρότοποι της Αλυκής βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, απέναντι από τα μικρασιατικά παράλια, έχει έκταση 420 στρ. και κάθε χρόνο συγκεντρώνει πολλά πουλιά, φλαμίνγκο, αγριόπαπιες, κύκνους και ερωδιούς. Επίσης, το μέρος συγκεντρώνει και μικρά θηλαστικά, όπως σκαντζόχοιρους, κουνάβια, λαγούς και τσακάλια. Σε πολύ μικρή απόσταση από την Αλυκή βρίσκεται ο υγρότοπος του Μεσόκαμπου, ο μεγαλύτερος υγρότοπος του νησιού με έκταση 1400 στρέμματα. Η βιολογική αξία του οφείλεται στο γεγονός ότι η οργιώδης βλάστηση από βούρλα και καλαμιές πού τον χαρακτηρίζουν, αποτελεί σπουδαίο καταφύγιο των μεταναστευτικών πουλιών, αλλά και της τοπικής πανίδας. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο καστανόχηνες, πάπιες και άλλα πουλιά. Η περιοχή αποτελεί τον κατάλληλο χώρο για το φώλιασμα και την αναπαραγωγή των πουλιών αφού οι καλαμιώνες τους προσφέρουν προστασία και κάλυψη από την ενοχλητική παρουσία του ανθρώπου κατά την φάση της αναπαραγωγής τους. Οι λίμνες Γλυφάδες είναι δύο λίμνες στην περιοχή του δήμου Πυθαγορείου. Στις λίμνες αυτές συχνάζουν πολλά μεταναστευτικά πουλιά όπως ερωδιοί πάπιες και αργυροπελεκάνοι (πηγές:σταχυολόγηση από http://www.taxidologio.gr/samos-todo-ydroviotopoi.html, http://www.diavlos.gr/samos/env/biotopi.html). ΛΙΜΝΙΑ-ΕΛΗ ΛΙΜΝΩΝ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ, ΣΑΜΟΣ Ο υγρότοπος των ελών Λιμνών αεροδρομίου βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο δυτικά του Πυθαγορείου, στην ανατολική πλευρά του αεροδρομίου. Περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

342


Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για περιοχή με πηγαίες αναβλύσεις υφάλμυρου έως γλυκού νερού, οι οποίες ρέουν προς τη θάλασσα τροφοδοτώντας δύο λίμνες και ένα έλος υφάλμυρου νερού. Η μεγαλύτερη λίμνη έχει διαμορφωθεί ούτως ώστε να κρατά μεγαλύτερες ποσότητες νερού (άγνωστο για ποια χρήση μιας και το νερό είναι υφάλμυρο). Η ροή του νερού είναι συνεχόμενη και κατά τμήματα οδηγείται μέσω υπερχειλιστή και καναλιών μέχρι τη θάλασσα. Σε διάφορα τμήματα της περιοχής τα εδάφη είναι κατακλυσμένα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Εικάζεται ότι στο παρελθόν και πριν την κατασκευή του αεροδρομίου, αποτελούσε ενιαίο υγρότοπο με το έλος Γλυφάδας. Οι δραστηριότητες στα όρια του υγρότοπου, εκτός από το αεροδρόμιο, σχετίζονται κυρίως με τη γεωργία ενώ έντονες είναι οι πιέσεις και από την οικιστική ανάπτυξη. Στη λεκάνη απορροής κυριαρχούν οι καλλιέργειες και η δόμηση. Λόγω και της γειτνίασης με το έλος Γλυφάδας, ο υγρότοπος φιλοξενεί μεγάλο αριθμό πουλιών που τον επισκέπτονται ή και αναπαράγονται κάθε χρόνο εντός των ορίων του.

Στην υγροτοπική περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική, αποτελούμενη από υγρά λιβάδια με βούρλα (Juncus sp.), ενώ στα όριά του φύονται και λόχμες με αγριοκάλαμα (Phragmites australis). Τέλος, υπάρχουν και μεμονωμένα άτομα από αρμυρίκια. Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προέρχονται κυρίως από την επέκταση της δόμησης και των καλλιεργειών. Το μεγαλύτερο τμήμα του υγρότοπου βρίσκεται σε περιοχή που έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ 598/Β/1984) (Επίσκεψη για την απογραφήWWF,: Ν. Γεωργιάδης 4/2005). ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ-ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΑΛΥΚΗΣ, ΣΑΜΟΣ Ο υγρότοπος της Αλυκής βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού. Η συνολική έκτασή του είναι 420 στρ. από τα οποία τα 350 στρέμματα είναι η παλιά Αλυκή και τα υπόλοιπα 70 στρ. έλος. Η Αλυκή παλιά έβγαζε αλάτι, αργότερα κάποιοι θέλησαν να την κάνουν ιχθυοτροφεία, άλλοι πρότειναν Αθλητικό Κέντρο με ποδηλατοδρόμιο και γήπεδο γκόλφ, όμως όλες οι απόπειρες απέτυχαν. Έτσι η Αλυκή έμεινε υγρότοπος. Κάθε χρόνο, το χειμώνα πού γεμίζει η λίμνη νερό, μαζεύονται πολλά πουλιά, φλαμίγκος, αγριόπαπιες, κύκνοι, ερωδιοί, και βαρβάρες, και ζωντανεύουν την περιοχή. Το καλοκαίρι το νερό φεύγει, η λίμνη ξηραίνεται και τα πουλιά φεύγουν. Συνολικά έχουν καταγραφεί 127 είδη πουλιών στον βιότοπο, ανάμεσα στα οποία είναι λευκοτσικνιάδες, φοινικόπτερα, χαλκόκοτες, καστανόπαπιες, βαρβάρες, νησιωτικές πέρδικες, φιδαετοί, αετογερακίνες, καλαμοκανάδες, μουστακογλάρονα κ.ά., πολλά από τα οποία χαρακτηρίζονται σαν σπάνια ή απειλούμενα με εξαφάνιση. Θηλαστικά του βιότοπου είναι σκατζόχοιροι, λαγοί, μαυροποντικοί, τσακάλια, κουνάβια, ενώ τα αμφίβια και τα ερπετά εκπροσωπούνται από πράσινους φρύνους, λιμνοβάτραχους, ποταμοχελώνες, ελληνικές χελώνες, χαμαιλέοντες, νερόφιδα, οχιές, σαύρες κ.λ.π. Ο βιότοπος περιλαμβάνει επίσης υποτυπώδεις κινούμενες θίνες. Η Αλυκή εκτός από την αισθητική της αξία έχει ευρύτερη οικολογική σημασία επειδή αποτελεί σπάνιο οικότοπο για τα δεδομένα των νησιών του Αιγαίου. Η ποιότητα και η σπουδαιότητα της περιοχής έγκειται κυρίως στο μεγάλο αριθμό ειδών πουλιών που επισκέπτονται ή και αναπαράγονται κάθε χρόνο στον βιότοπο. Ο βιότοπος της Αλυκής είναι στενά συνδεδεμένος με τους μεγάλους Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

343


υγροτόπους της Μικρας Ασίας στο Δέλτα του ποταμού Μαίανδρου και στο Δέλτα του ποταμού Κάυστρου. Εκεί, περιλαμβάνονται σημαντικές για τα πουλιά περιοχές της Τουρκίας και προστατεύονται από τη νομοθεσία του γειτονικού μας κράτους. Για τον λόγο αυτό στην Αλυκή φιλοξενούνται περισσότερα πουλιά από πολλά άλλα νησιά και αποτελεί σημαντικό σταθμό για πολλά μεταναστευτικά είδη. Οι κυριότερες απειλές μέσα και έξω από τα όρια της περιοχής προέρχονται από ανθρώπινες δραστηριότητες. Το παράνομο κυνήγι, η αύξηση των απορριμμάτων, η προσπάθεια μείωσης της έκτασης του βιότοπου με μπαζώματα και η προσπάθεια τουριστικής αξιοποίησης με την ανέγερση νέων ξενοδοχειακών μονάδων αποτελούν κινδύνους για την περιοχή.

Η περιοχή έχει αναγνωριστεί σαν βιότοπος στον κατάλογο που έχει εκδώσει το ΕΚΒΥ, περιλαμβάνεται στα CORINE και στο NATURA 2000 και χαρακτηρίζεται με το στοιχείο Γ1 (των περιοχών προστασίας φυσικών σχηματισμών) στο Χωροταξικό του νησιού. (πηγές:σταχυολόγηση από http://www.diavlos.gr/samos/env/biotopi.html -επιμέλεια Μ. Μιχαλιάδης κι από http://archipelago.gr). ΕΛΟΣ ΜΕΣΟΚΑΜΠΟΥ, ΣΑΜΟΣ Σε πολύ μικρή απόσταση από την Αλυκή, βρίσκεται ο μεγαλύτερος και περισσότερο ενδιαφέρον υγρότοπος του Μεσοκάμπου ή έλος Μεσοκάμπου ή αλλιώς “Βαλκάμια”. Είναι τοποθετημένος περίπου 4,5 χλμ. ανατολικά - βορειοανατολικά του Πυθαγορείου. Έχει έκταση 1400 στρέμματα και καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του Μεσοκάμπου, περίπου το μισό της συνολικής του έκτασης. Από τα 1400 στρ. τα 800 στρ. αποτελούν μόνιμο έλος. Τα νερά του έλους προέρχονται κατά ένα μέρος από τα νερά των χειμάρρων που εκβάλλουν στην πεδινή περιοχή Μεσοκάμπου κατά το μεγαλύτερο όμως μέρος από τις πηγές Μικρή και Μεγάλη Γλυφάδα και ένα πλήθος άλλων μικρών πηγαίων αναβλύσεων. Οι υψηλές βροχοπτώσεις κατά τη χειμερινή περίοδο σε συνδυασμό με τη γεωμορφολογία της περιοχής και τις υπάρχουσες πηγές έχουν σαν αποτέλεσμα την άνοδο του υδροφόρου ορίζοντα στα χαμηλότερα τμήματα της περιοχής μέχρι την επιφάνεια του εδάφους και την κατάκλυση εδαφών για μεγάλη περίοδο του έτους. Η υπόλοιπη ζώνη των 600 στρ. κατακλύζεται περιοδικά, όταν συμβούν μεγάλες βροχοπτώσεις, ενώ ο ισχυρός κυματισμός της θάλασσας μπορεί να φράξει τις φυσικές διεξόδους του νερού προς τη θάλασσα. Πριν το 1968, τμήμα των περιοδικά κατακλυζόμενων περιοχών καλλιεργούνταν με όψιμες καλλιέργειες. Λόγω κατασκευής όμως έργων συγκέντρωσης των νερών της Μεγάλης Γλυφάδας με σκοπό την άρδευση περιοχών πέραν από το έλος, προκλήθηκε ανύψωση της στάθμης ύδατος κοντά στις πηγές με συνέπεια να εγκαταλειφθεί η περιοχή εντελώς και να καλυφθεί με αγριοκάλαμα και ψαθιά, όπως και η υπόλοιπη περιοχή του έλους. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

344


Ένα σημαντικό τμήμα του έλους έχει υψόμετρο 0 ή αρνητικό ως προς τη στάθμη της θάλασσας, ενώ o μέσος όρος του υψομέτρου του είναι +2,5 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Μέσα στον βάλτο και γύρω από αυτόν όπως είπαμε αναβλύζουν αρκετές πηγές. Η πηγή της Μεγάλης Γλυφάδας είναι η μεγαλύτερη, με παροχή 2200 κ.μ./ώρα και αναβλύζει σε υψόμετρο + 2,5 μέτρων. Η πηγή της Μικρής Γλυφάδας αναβλύζει μέσα από αμμώδεις προσχώσεις σε υψόμετρο + 3,5 μέτρων και έχει παροχή 475 κ.μ./ώρα. Και οι δύο πηγές αναβλύζουν στο Ν.Α. τμήμα του Μεσοκάμπου και απέχουν μεταξύ τους περίπου 350 μέτρα. Τα νερά των πηγών είναι έντονα αλατούχα, ιδιαίτερα αυτό της Μεγάλης Γλυφάδας. Η αλμυρότητα και των δύο πηγών οφείλεται σε ανάμειξη θαλασσινού νερού με το γλυκό σε μικρό βάθος από την επιφάνεια της θάλασσας. Από τη χημική ανάλυση προκύπτει ότι αυτό είναι ακατάλληλο για άρδευση. Επίσης, υπάρχει η πηγή Τουρκομυλωνά που αναβλύζει μέσα στο ομώνυμο ρέμα και χαρακτηρίζεται σαν καρστική πηγή επαφής με παροχή περίπου 25 κ.μ./ώρα.. Εκτός από τις πηγές αυτές υπάρχουν και άλλες πολλές μικρής σημασίας που αναβλύζουν μέσα στον χώρο του βάλτου. Τα νερά στον βαλτότοπο δεν στερεύουν ποτέ, και χειμώνα καλοκαίρι υπάρχει άφθονο νερό. Η ύπαρξη ενός υδρόμυλου στην περιοχή μαρτυρεί τη διαχρονική σπουδαιότητα του χώρου και του τόπου και την αφθονία των νερών. Μέσα στον βιότοπο υπάρχει μικρή λίμνη με ψάρια. Στα νερά της φιλοξενούνται κέφαλοι, χέλια, νεροχελώνες και άλλα.

Η παράλια ζώνη του Μεσοκάμπου εμφανίζει θίνες. Η βιολογική αξία αυτού του υγρότοπου οφείλεται στο γεγονός ότι η οργιώδης βλάστηση από βούρλα και καλαμιές πού τον χαρακτηρίζουν, αποτελούν σπουδαίο καταφύγιο των μεταναστευτικών πουλιών, αλλά και της τοπικής πανίδας. Εδώ βρίσκουν καταφύγιο καστανόχηνες, πάπιες και άλλα πουλιά. Επίσης, η περιοχή αποτελεί τον κατάλληλο χώρο για το φώλιασμα και την αναπαραγωγή των πουλιών, αφού οι καλαμιώνες τους προσφέρουν προστασία και κάλυψη από την ενοχλητική παρουσία του ανθρώπου κατά τη φάση της αναπαραγωγής τους. Αυτά και σε συνδυασμό με το ότι στην Αλυκή δεν υπάρχουν χώροι φωλιάσματος, αφού εκεί λείπουν οι καλαμιώνες και οι φυσικοί σχηματισμοί που θα προσφέρουν κάλυψη και προστασία, μας δίνει το μέγεθος της οικολογικής αξίας του έλους του Μεσοκάμπου. Ο υγρότοπος της Αλυκής δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκομμένος από τα γύρω έλη του μέχρι και το Μεσόκαμπο, με τον οποίο αποτελούν στην πραγματικότητα μία βιο-υδρογεωλογική ενότητα. Κάποτε, το μεγάλο έλος ξεκινούσε από τις αλυκές, διέσχιζε κατά μήκος της ακτής ολόκληρη την περιοχή του Μεσόκαμπου και έφθανε στο έλος της Χώρας. Από την Αλυκή μέχρι τον Μεσόκαμπο και παραπέρα μέχρι τις εκβολές του χειμάρρου των Μυτιληνιών, η περιοχή και σήμερα φιλοξενεί μια σειρά από ελώδεις εκτάσεις παροδικά κατακλυζόμενες. Με τις επιχωματώσεις όμως και τις αποστραγγίσεις το έλος έχει τεμαχισθεί και σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μικρές νησίδες πού μερικοί προσπαθούν να εξαφανίσουν. Η περιοχή περιλαμβάνεται στον κατάλογο υδροβιοτόπων που έχει εκδώσει το ΕΚΒΥ κατά την πρώτη φάση καταγραφής των βιοτόπων (πηγές: http://www.diavlos.gr/samos/env/biotopi.html -κείμενα Μ. Μιχαλιάδης και από http://archipelago.gr). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

345


ΛΙΜΝΕΣ ΓΛΥΦΑΔΕΣ ΣΤΟ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΣΑΜΟΣ Στην περιοχή του Δήμου Πυθαγορείου βρίσκεται ο υδροβιότοπος των Γλυφάδων που αποτελείται από τη Μικρή και τη Μεγάλη Γλυφάδα, όπως και το έλος της Χώρας.

Η Μικρή Γλυφάδα έχει νερό χειμώνα - καλοκαίρι και επικοινωνεί με την Μεγάλη Γλυφάδα με συνεχή ροή νερού. Η δημιουργία της οφείλεται στην ύπαρξη πολλών μικροπηγών που την τροφοδοτούν με υφάλμυρα νερά. Δεν υπάρχουν στάσιμα νερά. Στον υγρότοπο συχνάζουν και φωλιάζουν μεταναστευτικά πουλιά, όπως ερωδιοί πάπιες, αργυροπελεκάνοι και ενδημικά. Στις όχθες και τις καλαμιές ζούνε μικρά ερπετά και στα νερά της υπάρχουν μικρά και μεγάλα ψάρια. Η μικρή Γλυφάδα δέχεται μεγάλη πίεση από καταπατητές, πού με μπαζώματα προσπαθούν να εξαφανίσουν τον υγρότοπο. Η μπαζωμένη έκταση, μέχρι σχετικά πρόσφατα, χρησιμοποιόταν για στάθμευση οχημάτων και για τη δημιουργία ναυπηγείου αναπαλαίωση παλαιών σκαφών. Στην περιοχή της Γλυφάδας υπάρχει σπουδαίος αρχαιολογικός πλούτος με πολλά κτίσματα, όπως είναι τα τείχη του Πολυκράτη, της Αρχαίας πόλης, το ιερό της Αρτέμιδος, η Ιερά Οδός, τα Ρωμαϊκά λουτρά, παλαιοχριστιανικοί τάφοι και εκκλησία και άλλα.

Ο υγρότοπος της Γλυφάδας περιλαμβάνεται στον κατάλογο υγροβιότοπων που έχει εκδώσει το ΕΚΒΥ καθώς και στα CORINE και χαρακτηρίζεται σαν περιοχή με στοιχείο Γ2 (περιοχή προστασίας φυσικών σχηματισμών) στο Χωροταξικό.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

346


Τις ίδιες πιέσεις με τη Γλυφάδα δέχεται και το έλος της Χώρας, συνολικής έκτασης 1300 στρέμματα. Και αυτό περιλαμβάνεται στον κατάλογο των υδροβιοτόπων του ΕΚΒΥ και χαρακτηρίζεται σαν περιοχή με στοιχείο Γ3 (περιοχή προστασίας) στο Χωροταξικό. Όλες οι παραπάνω αναφερόμενες περιοχές αποτελούν φυσικά καταφύγια της άγριας ζωής του νησιού και σαν τέτοια θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προστασίας από όλους. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι που τους απειλούν προέρχονται από ενέργειες και τρόπους συμπεριφοράς του ανθρώπου, δηλαδή από τα μπαζώματα και την οικοπεδοποίηση, τους εμπρησμούς, τα φυτοφάρμακα και το κυνήγι. Πολύ σημαντική θεωρείται η απαγόρευση του κυνηγιού στους δυο βαλτότοπους που υπάρχουν στο νησί μας, στον Μεσόκαμπο και στη Χώρα, καθώς αυτοί παρουσιάζουν τεράστια σημασία για τη διατήρηση της παρουσίας των υδρόβιων και μεταναστευτικών πτηνών στο νησί. Η περιοχή της Αλυκής από μόνη της δεν αρκεί τόσο λόγω της μικρής έκτασης της προστατευόμενης περιοχής, όσο και για το λόγο ότι για να καταφύγουν εδώ τα πουλιά θα πρέπει οπωσδήποτε να περάσουν μέσα από κυνηγετικές περιοχές (πηγές: http://www.diavlos.gr/samos/env/biotopi.html -κείμενα Μ. Μιχαλιάδης και από http://archipelago.gr). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΣΤΗ ΣΑΜΟ Στη Σάμο, υπάρχουν τουλάχιστον 7 πανέμορφοι καταρράκτες με τις αντίστοιχες βάθρες στη βάση τους. Περισσότερες λεπτομέρειες περιέχονται στις αναφορές και σε κείμενα του Μ. Μιχαλιάδη ( πηγές: http://www.diavlos.gr/samos/env/biotopi.html , http://archipelago.gr).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

347


__________ ΧΙΟΣ

ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ Ή ΛΙΜΝΗ ΑΡΜΟΛΙΩΝ, XIOΣ Η λιμνοδεξαμενή-τεχνητή λίμνη Αρμολίων βρίσκεται σε επαφή με τον οικισμό Αρμόλια προς τα βόρεια-βορειοανατολικά. Πρόκειται για μια δεξαμενή που δημιουργήθηκε με την ύψωση περιμετρικού χωμάτινου αναχώματος, ίσως σε παλιά κοιλότητα απόληψης χώματος για κεραμικούς σκοπούς το 1966 (Αθανασόπουλος και συν. 2006). Αυτή η τεχνητή λίμνη τροφοδοτείται από ένα μικρό χειμαρικό ρέμα και συνδέεται με υπόγειο δίκτυο άρδευσης. Στην περιοχή, στα περιθώριά της αλλά τα πρανή της που έχουν πολύ απότομη κλίση, έχει αναπτυχθεί υδροχαρής βλάστηση από αρμυρίκια Tamarix sp. και λυγαριές Vitex agnus castus και γιαυτό η βιολογική της αξία χαρακτηρίζεται ως μικρή (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 6/2005, Απογραφή:: Γ. Κατσαδωράκης).

ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΚΕΡΑΜΕΙΩΝ, ΧΙΟΣ Η ημιφυσική λίμνη Κεραμείων βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα νότια από τα Θυμιανά. Πρόκειται για μικρή τεχνητή λίμνη που έχει προέλθει από απόληψη αργίλου, που χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη στο παρακείμενο, ανενεργό πλέον, εργοστάσιο παραγωγής κεραμιδιών.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

348


Η παρουσία νερού είναι μόνιμη και η τροφοδοσία γίνεται από τα κατακρημνίσματα. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι πλέον αμελητέες αφού το εργοστάσιο των Κεραμείων έχει εγκαταλειφθεί και η περιοχή έχει συρματοφράχτη και δεν είναι εύκολα προσβάσιμη. Η βλάστηση είναι υπερυδατική με ραγάζια (Scirpus maritimus), ενώ υπάρχει και μια μικρή συστάδα με καλάμια υφάλμυρων νερών (Arundo donax). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες και την ασυνεχή δόμηση. Οι κυριότερες απειλές για τον υγρότοπο είναι ο τουρισμός και τα σχέδια για ανέγερση ξενοδοχείου στην περιοχή που λειτουργούσαν τα κεραμιδάδικα. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων : 4/2009, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ (πηγή: σταχυολόγηση από http://www.astraparis.gr, http://www.newsbomb.gr/ellada/news/story/576373/xios-enasmonadikos-krymmenos-katarraktis#ixzz3rId1bGHk).

Στη Χίο, στην περιοχή του Αγίου Γάλα, κατω απο την εκλησία της Παναγίας της Αγιογαλούσαινας, υπάρχει ένας καταρράκτης ύψους περίπου 20 μέτρων και στη βάση του μια βάθρα. Το τοπίο είναι απόκρημνο, άγριο αλλά η βλάστηση πλούσια, με πλατάνια και βάτα που κάνουν δύσκολη την κίνηση μέσα στο ποτάμι και την πρόσβαση στον καταρράκτη και τη βάθρα. Εξάλλου, στην περιοχή Καμπιά της Χίου είναι η πιο κατάφυτη του νησιού, καθώς από εδώ περνούν τα νερά του Πελινναίου όρους και βρίσκουν διέξοδο εκβάλλοντας στο βόρειο Αιγαίο. Ενα μεικτό δάσος από καστανιές, πλατάνια, γκορτσιές, μικρές βελανιδιές, υπεραιωνόβιες δρυς, κυπαρίσσια, πεύκα και θάμνους καλύπτει όλη την περιοχή, ενώ τα τρεχούμενα νερά σχηματίζουν μικρούς καταρράκτες με μικρές λίμνες στη βάση τους.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

349


__________

ΣΠΟΡΑΔΕΣ Στα νησιά των Σποράδων υπάρχουν σημαντικές υγροτοπικές περιοχές και κυρίως μικρά λιμνί εποχικά ή μόνιμα. Ειδικότερα, στη Σκιάθο υπάρχουν τρεις κύριοι υγρότοποι. Η λίμνη της Στροφιλιάς, στη πίσω πλευρά του δάσους Κουκουναριές, η λίμνη-λιμνοθάλασσα του ΄Αι Γιώργη στην περιοχή του αεροδρομίου και η λίμνη του Βρωμόλιμνου, πίσω από των ομώνυμη παραλία. Παλαιότερα υπήρχε και η λίμνη στην περιοχή της παραλίας της Αγίας Παρασκευής, στις εκβολές του ρέματος του Πλατανιά , η οποία δεν υπάρχει σήμερα ως λίμνη, αλλά υπάρχει το ομώνυμο έλος του Πλατανιά. Εξάλλου, στη Σκόπελο, αναφέρονται δύο υγροτοπικές περιοχές, το έλος Λούτσα και το έλος Μηλιών. Στην Αλόνησο, αναφέρεται μία θέση με το φυσικό υγρότοπο Αγίου Δημητρίου, ενώ στην Κυρά Παναγιά, αναφέρεται μια υγροτοπική περιοχή και στην Πολύαιγο, μία υγροτοπική περιοχή, το έλος Μερσίνης (πηγές:σταχυολόγηση από Paragamian, Giannakakis, et al., 2012 -Intern., Sympos., Water and wetlands in the Mediterranean, Greek islands wetlands and the WWF Greece’s initiative towards their conservation, Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007 -WWF Ελλάς, Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση, 392σελ., Απογραφή των υγρότοπων των νησιών του Αιγαίου: Ταυτότητα, οικολογική κατάσταση και απειλές, Παραγκαμιάν, Κατσαδωράκης, 2007 -Πρακτικά 3oυ Συνεδρίου Ε.Ο.Ε. και Ε.Ζ.Ε., Οικολογία και Διατήρηση της Βιοποικιλότητας, WWF Ελλάς, 276-283σελ., Απογραφή των υγροτόπων των νησιών του Αιγαίου, και http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/general/article.php?id=17&lang=el_GR –WWF, http://iason.minenv.gr/ygrotopoi/ -Κατάλογος Μικρών Νησιωτικών Υγροτόπων,ΥΠΕΧΩΔΕ).

ΣΚΙΑΘΟΣ ΛΙΜΝΗ ΣΤΡΟΦΙΛΙΑ ¨Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΙΩΝ, ΣΚΙΑΘΟΣ Η λίμνη Κουκουναριών ή λίμνη Στροφυλιάς είναι μια τυπική λιμνοθάλασσα που βρίσκεται περίπου 7,4 χλμ δυτικά της πόλης της Σκιάθου, πίσω από τη διάσημη και άκρως τουριστική παραλία κολύμβησης. Βρίσκεται πίσω από το ομώνυμο αισθητικό δάσος της Κουκουναριάς (145 στρέμματα κυρίως με Pinus pinea, Pinus halepensis, και Quersus ilex, Natura2000=GR1430003), το οποίο αναπτύσσεται σε σύστημα αμμοθινών και υγροτοπικών περιοχών που ανήκουν στη συνθήκη Ramsar. H λίμνη έχει επιφάνεια περίπου 95 στρέμματα και επικοινωνεί με τη θάλασσα, μέσω φυσικού διαύλου ( πολλές φορές στο παρελθόν έχει εκβαθυνθεί και διαπλατυνθεί με δυσάρεστες συνέπειες για το δάσος της κουκουναριάς ) που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του δάσους. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την οικολογική σταθερότητα της περιοχής είναι υδρολογική ισορροπία ανάμεσα στη θάλασσα και τη λίμνη, καθώς το δάσος με τις κουκουναριές χρειάζεται γλυκό νερό για την επιβίωσή του.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

350


Στη λίμνη συναντάς, πλούσια ορνιθοπανίδα με παρυδάτια και άλλα πτηνά (π.χ. ερωδιοί, καλαμοκανάδες, νερόκοτες, κορμοράνοι, φαλαρίδες, φλαμίνγκο, χαλκόκοτες, πελαργοί, χήνες), και σχετικά πλούσια χλωρίδα (π.χ. Pancratium maritimum, Serapias cordigera, S. lingua, Fumaria flabellata). Aνάμεσα στη λιμνοθάλασσα και τη θάλασσα παρεμβάλλεται ευρεία ζώνη με ώριμες αμμοθίνες που αναπτύσσεται ένα δάσος κουκουναριών, ένα από τα τρία σημαντικότερα τέτοια δάση στην Ελλάδα. Επιπλέον υπάρχουν λαδανιές, μυρτιές και σχίνοι. Προφανώς στον υγρότοπο εκβάλλουν υπογείως τα νερά που δέχεται η δυτική υδρολογική υπολεκάνη του νησιού. Η λιμνοθάλασσα ενώνεται με τη θάλασσα στο ανατολικό τμήμα με δίαυλο πλάτους μερικών μέτρων. Ο υγρότοπος είναι πια περιφραγμένος και προστατεύεται, ενώ στο παρελθόν ήταν μεγαλύτερος αλλά υπέφερε από επιχωματώσεις και μπαζώματα, αλλοιώσεις, αστική ρύπανση και δόμηση στα περιφερειακά του τμήματα. Στο περιφραγμένο τμήμα της προστατευόμενης περιοχής υφίστανται μόνο ήπιες δραστηριότητες αναψυχής όπως περπάτημα και παρατήρηση πουλιών, ενώ γίνεται και διαχείριση περιορισμού της υγροτοπικής και ποώδους βλάστησης. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων της Ειδικής Ζώνης Διατήρησης με κωδικό GR1430003 και του Καταφυγρίου Άγριας Ζωής με κωδικό Κ890. Επιπλέον, το δάσος Κουκουναριών έχει κηρυχθεί Αισθητικό Δάσος. Είναι ο καλύτερα διαχειριζόμενος νησιωτικός υγρότοπος και δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποιους κινδύνους (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Γ.Κατσαδωράκης 5/2005). ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΘΟΥ Ή ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΑΪ ΓΙΩΡΓΗ, ΣΚΙΑΘΟΣ Αυτή η λίμνη ή λιμνοθάλασσα, βρίσκεται, στα ανατολικά της πόλης της Σκιάθου, δίπλα στο αεροδρόμιο, έχει μήκος περίπου 340 μέτρα, καθώς έχει συρρικνωθεί από το αεροδρόμιο και από άλλες εγκαταστάσεις (π.χ. μάνδρα δομικών υλικών) (αυτή η λίμνη περιγράφεται στο διήγημα ‘’Ολόγυρα στη Λίμνη’’του Α. Παπαδιαμάντη το 1892, ότι ήταν μεγαλύτερη από μισό μίλι, χωριζόταν από τη θάλασσα με μια πλατιά λουρίδα αμμώδους και κισηρώδους γης -πιθανότατα από τα μικρά θραύσματα οστράκων και όχι από κίσηρη-, ενώ δένδρα κοσμούσαν τις όχθες της). Παλαιότερα επικοινωνούσε με δύο διώρυγες () με τη θάλασσα, ενώ σήμερα έχει απομείνει μία μπούκα, η ανατολική, αλλά και αυτή αλλοιωμένη από μπάζα και άλλες παρεμβάσεις. Μέσα στη λίμνη υπάρχει το φανερόγαμο Ruppia maritima, τυπικό είδος γλυκών και υφάλμυρων νερών, κεφαλόπουλα, πέρκες, γωβιούς, χέλια, καβούρια (Pachigrapsus marmoratus), κοχύλια (Acanthocardia tuberculata, Cerithrium vulgatum). Στα υγρά εδάφη της λίμνης φυτρώνουν βούρλα (π.χ. Juncus maritimus), αρμυρίθρες (π.χ. Salicornia fruticosa), νάρκισσοι (Narcissus tazetta) και άλλα τυπικά φυτά των αλμυρόβαλτων. Περιορισμένη είναι η ανάπτυξη των καλαμώνων (π.χ. Phragmites australis), αλλά υπάρχουν στις όχθες της αλμυρίκια, λυγαριές, κυπαρίσσια, πεύκα ελιές και φρύγανα. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

351


ΛΙΜΝΗ ΒΡΩΜΟΛΙΜΝΟΣ, ΣΚΙΑΘΟΣ Η Λίμνη Βρωμόλιμνος στη Σκιάθο, βρίσκεται περίπου 4,4 χλμ. ΝΔ της χώρας της Σκιάθου, παράλληλα προς την αμμώδη ακτογραμμή η οποία έχει προς την πλευρά της λίμνης υψηλές αμμοθίνες μέχρι 2 μέτρα ύψος. Η λίμνη, έχει υφάλμυρο νερό, είναι περίπου 14000 τ.μ., και επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω δυο διωρύγων. Σήμερα, αυτή η λίμνη έχει συρρικνωθεί και τείνει να εξαφανιστεί από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Ο Βρωμόλιμνος, είναι ένα μόνιμο, μικρό λιμνίο γλυκού νερού, που συνοδεύεται από ένα έλος. Τροφοδοτείται με επιφανειακά κατακρημνίσματα και κυρίως υπόγειες εισροές γλυκού νερού και έχει επιδράσεις από τη θάλασσα που υφαλμυρίζουν τα νερά. Απεγράφη στην προηγούμενη απογραφή του ΕΚΒΥ με κωδικό 143134000. Οι τύποι οικοτόπων που απαντώνται στην περιοχή είναι με κωδικούς: 2110-Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, 2250 -Θίνες των παραλίων με Juniperus spp., 2270-Θίνες με δάση από Pinus pinea και/ή Pinus pinaster, 72Α0-Καλαμώνες και 72B0-Κοινωνίες των υψηλών βούρλων. Η λίμνη φαίνεται να έχει βάθος πάνω από 1 μέτρο και η ανοιχτή επιφάνεια νερού περιβάλλεται περιφερειακά από ζώνη καλαμιώνων με Phragmites australis.

Η λεκάνη απορροής της λίμνης καλύπτεται κατά 95% με φυσική δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση και διάσπαρτη δόμηση. Έχουν ήδη γίνει κάποιες επιχωματώσεις για δημιουργία δρόμων πρόσβασης Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

352


σε σπίτια και στην παραλία και φύτευση ξενικών ειδών δέντρων. Στην περιφέρεια της λίμνης έχουν χτιστεί σπίτια ενώ λειτουργεί εποχιακά και καντίνα στην παραλία για να εξυπηρετεί τους λουόμενους. Η ζώνη των αμμοθινών είναι πολύ στενή. Η περιοχή από τους ορνιθολόγους θεωρείται ότι είναι μάλλον ακατάλληλη για τη διατροφή των υδρόβιων πουλιών, διότι στερείται ρηχών τμημάτων και υπάρχει περιορισμένη υδρόβια πανίδα. Η υγροτοπική περιοχή απειλείται από περαιτέρω δόμηση και αστική ρύπανση (Επιτόπια συλλογή δεδομένωνWWF : 5/2005. Απογραφέας: Γ. Κατσαδωράκης). ΣΚΥΡΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΒΟΥΚΟΛΙΝΑΣ, ΣΚΥΡΟΣ Πρόκειται για μικρό εποχιακό λιμνίο γλυκού νερού με αργιλώδη πυθμένα χωρίς υγροτοπική βλάστηση. Αυτή η φυσική κοιλότητα Βουκολίνα βρίσκεται περίπου 12 χιλιόμετρα νότια της Χώρας κοντά στον οικισμό Νύφι της Σκύρου. Η τροφοδοσία της Βουκολίνας γίνεται από τη λεκάνη απορροής και χρησιμοποιείται για πότισμα οικόσιτων ζώων αλλά και του Σκυριανού άγριου αλόγου. Η παρουσία επιφανειακού νερού είναι εποχική. Ο υγρότοπος είναι απομονωμένος από τις κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η μόνη έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στον υγρότοπο είναι αυτή της βοσκής. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι αμελητέες. Γύρω από τον υγρότοπο αναπτύσσεται έντονη φρυγανική βλάστηση με αρκετά ορχεοειδή. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 1/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΡΙ, ΣΚΥΡΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

353


Το τεχνητό λιμνίο Οροπεδίου Άρι βρίσκεται περίπου 14 χιλιόμετρα νότια της Χώρας στη Σκύρο. Πρόκειται για μικρή λιμνοδεξαμενή–γκιόλα, με αργιλώδη πυθμένα χωρίς υγροτοπική βλάστηση. Η τροφοδοσία της γίνεται από τη λεκάνη απορροής και χρησιμοποιείται για πότισμα οικόσιτων ζώων, αλλά και του Σκυριανού άγριου αλόγου. Η παρουσία επιφανειακού νερού είναι εποχική. Ο υγρότοπος είναι απομονωμένος από τις κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η μόνη έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στον υγρότοπο είναι αυτή της βόσκησης. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι αμελητέες. Γύρω από τον υγρότοπο αναπτύσσεται έντονη φρυγανική βλάστηση με αρκετά ορχεοειδή. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, με κωδικό GR2420006 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR115 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 1/2008 , Απογραφή:Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΤΣΟΥΓΚΡΙΑ 1, ΤΣΙΟΥΓΚΡΙΑΣ, ΣΠΟΡΑΔΕΣ Το Λιμνίο Τσουγκριά 1 βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της νήσου Τσουγκριά (Δήμος Σκιάθου), ακριβώς πίσω από την παραλία του Αγίου Φλώρου. Παρά το μικρό της μέγεθος η Τσουγκριά έχει 4 υγρότοπους εκ των οποίων οι 2 είναι μικρότεροι από ένα στρέμμα και δεν συμπεριελήφθησαν στην απογραφή του WWF (o ένας βρίσκεται στη θέση Κεφαλάκια, στο βορειότερο σημείο του νησιού και ο άλλος λίγο νοτιότερα του υγρότοπου “Λιμνία Τσουγκριά 2”). Ο μεγαλύτερος υγρότοπος αναφέρεται στην απογραφή του WWF-Ελλάς, για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Αυτός έχει συνολική έκταση 9,4 στρεμμάτων και περιλαμβάνει ένα εποχικό λιμνίο υφάλμυρου νερού το οποίο διαχωρίζεται από τη θάλασσα με μια αμμοθινική έκταση μήκους 100-150 μέτρων και μέσου πλάτους 30 μέτρα. Η υπερχείλιση του λιμνίου γίνεται προς τα δυτικά από το μέσον του.

Επικρατέστερος τύπος βλάστησης είναι η αλοφυτική που δημιουργεί μια ζώνη πλάτους 5-15μ. με βούρλα (Juncus acutus και J. maritimus) περιμετρικά του λιμνίου. Ακόμα πιο εξωτερικά υπάρχει μια ζώνη με επικρατούντα τα σχίνα (Pistacia lentiscus) αλλά και διάσπαρτα πεύκα (Pinus halepensis και μεμονωμένα P. pinea) και ελιές. Εδώ και στον νοτιότερο υγρότοπο παρατηρούνται αποκλειστικά και άλλα υγρόφιλα είδη όπως η μυρτιά (Myrtus communis), το σάκχαρο (Saccharum ravennae), το φλισκούνι (Mentha pulegium) αλλά και τα φυτεμένα στο παρελθόν ορθόκλαδα κυπαρίσσια (Cypressus sempervirens) και τους ευκάλυπτους (Eucalυptus camaldulensis) (Cattaneo & Grano 2014). Ο υγρότοπος βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ένας μεγάλος αριθμός παραθεριστών επισκέπτεται καθημερινά την παραλία από τη Σκιάθο και κινείται ανεξέλεγκτα και στις αμμοθίνες. Μια πιθανότατη συνέπεια μπορεί να είναι και η απουσία αμμόφιλης βλάστησης και ειδών όπως τα Euphorbia paralias και Diotis maritima (=Otanthus maritimus) που ενώ υπήρχαν σε αφθονία το 1975 (Economidou 1975) σήμερα δεν υπάρχουν (Cattaneo & Grano 2014). H σημασία του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

354


υγρότοπου για τα μεταναστευτικά και τα μικρόσωμα εντομοφάγα πουλιά έχει επισημανθεί από αρκετούς ερευνητές (Tsachalidis et al. 2006), ενώ ολόκληρο το νησί περιλαμβάνεται στις σημαντικές περιοχές για τα θαλασσοπούλια (GR198: Νήσοι Σκιάθος και Σκόπελος, Fric et al. 2014 ). Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Π.Δ. για τους νησιωτικούς υγρότοπους (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2005. Απογραφέας: Γ. Κατσαδωράκης). ΛΙΜΝΙΑ ΤΣΟΥΓΚΡΙΑ 2, ΤΣΟΥΓΚΡΙΑΣ, ΣΠΟΡΑΔΕΣ Ο υγρότοπος Λιμνία Τσουγκριά 2 βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της νήσου Τσουγκριά (Δήμος Σκιάθου), ακριβώς πίσω από την παραλία Λαλαριάς και είναι ένας από τους 2 υγρότοπους που απογράφηκαν στο νησί. Υπάρχουν ακόμα 2 υγρότοποι, αλλά είναι πολύ μικροί και δεν συμπεριελήφθησαν στην απογραφή (ο ένας βρίσκεται στη θέση Κεφαλάκια, στο βορειότερο σημείο του νησιού και ο άλλος λίγο νοτιότερα του υγρότοπου “Λιμνία Τσουγκριά 2”). Ο υγρότοπος Λιμνία Τσουγκριά 2 έχει συνολική έκταση 22,3 στρέμματα και αναφέρεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Περιλαμβάνει δύο εποχικά λιμνία υφάλμυρου νερού που περιβάλλονται από μια ζώνη πλάτους 5-30μ. με αλοφυτική βλάστηση από βούρλα (Juncus acutus και J. maritimus). Τα λιμνία συνδέονται με μια ζώνη βούρλων μήκους 80 μέτρων και μέσου πλάτους 25 μέτρων. Το νερό των λιμνίων είναι αλκαλικό (pH 8,31, Cattaneo 2014) και υπερχειλίζει από το νότιο άκρο του υγρότοπου. Ο υγρότοπος διαχωρίζεται από τη θάλασσα με μια αμμοθινική έκταση μήκους 300 μέτρων και μέσου πλάτους 20 μέτρων. Στην ευρύτερη περιοχή η βλάστηση είναι δενδρώδης και θαμνώδης με επικρατούντα τα σχίνα (Pistacia lentiscus), τα διάσπαρτα πεύκα (Pinus halepensis και μεμονωμένα P. pinea) και ελιές. Εδώ και στον βορειότερο υγρότοπο παρατηρούνται και άλλα υγρόφιλα είδη όπως η μυρτιά (Myrtus communis), το σάκχαρο (Saccharum ravennae), το φλισκούνι (Mentha pulegium), ακόμα και λίγα πλατάνια (Cattaneo & Grano 2014). Επίσης, και τα φυτεμένα στο παρελθόν οθρόκλαδα κυπαρίσσια (Cypressus sempervirens) και τους ευκάλυπτους (Eucalyptus camaldulensis).

Παλαιότερα η περιοχή ήταν το επίκεντρο των παραγωγικών δραστηριοτήτων του νησιού, κυρίως η παραγωγή ελαιόλαδου, μέχρι και το 1960. Υπάρχουν ακόμα αν και ερειπωμένα το ελαιοτριβείο και ακόμα 8 οικίες που διέμεναν οι εργάτες, ο ιδιοκτήτης και ο βοσκός (Παπακωνσταντίνου 2009). Σήμερα ο υγρότοπος βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Όπως ισχύει και για τον άλλο υγρότοπο του νησιού θα πρέπει να επισημανθεί ότι ένας μεγάλος αριθμός παραθεριστών επισκέπτεται καθημερινά την παραλία από τη Σκιάθο και κινείται ανεξέλεγκτα και στις αμμοθίνες. Μια πιθανότατη συνέπεια μπορεί να είναι και η απουσία αμμόφιλης βλάστησης και ειδών όπως τα Euphorbia paralias και Diotis maritima (=Otanthus maritimus) που ενώ υπήρχαν σε αφθονία το 1975 (Economidou 1975) σήμερα δεν υπάρχουν (Cattaneo & Grano 2014). H σημασία του υγρότοπου για τα μεταναστευτικά και τα μικρόσωμα εντομοφάγα πουλιά έχει επισημανθεί από αρκετούς ερευνητές (Tsachalidis et al. 2006) ενώ ολόκληρο το νησί περιλαμβάνεται στις σημαντικές περιοχές για τα θαλασσοπούλια (GR198: Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

355


Νήσοι Σκιάθος και Σκόπελος, Fric et al. 2014). Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Π.Δ. για τους νησιωτικούς υγρότοπους (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2005. Απογραφέας: Γ. Κατσαδωράκης). ΣΚΟΠΕΛΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ-ΕΛΟΣ ΛΟΥΤΣΑΣ, ΣΚΟΠΕΛΟΣ Το Έλος Λούτσας βρίσκεται 4,9 χλμ. νότια από τον οικισμό Νέο Κλήμα της Σκοπέλου και είχε καταγραφεί στην απογραφή του ΕΚΒΥ με κωδικό 143138000. Καταλαμβάνει το χαμηλότερο τμήμα εσωτερικού κλειστού οροπεδίου έκτασης περίπου ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου και προφανώς συγκεντρώνει όλες τις επιφανειακές απορροές στο σημείο αυτό, οι οποίες στη συνέχεια χάνονται με κάποιο ρυθμό στο υπέδαφος. Πρόκειται δηλαδή για εποχιακό πλημμυριζόμενο λιμνίο που, με επιφύλαξη, λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων, μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως oικότοπος προτεραιότητας Μεσογειακό Εποχιακό Τέλμα (3170). Αυτό το λιμνίο βρίσκεται πάνω σε εδάφη φλύσχη που περιβάλλονται από ασβεστολιθικούς λόφους, ενώ το καθεστώς ιδιοκτησίας του είναι μάλλον ιδιωτικό. Υπάρχουν πληροφορίες ότι την τελευταία 15ετία η έκτασή του μειώθηκε δραστικά δόμησης μερικών οικιών στην περιφέρειά του.

Η αξία του έγκειται στο ρόλο εμπλουτισμού των υδροφορέων που παίζει και στη σπανιότητα χλωρίδας και βλάστησης σε περίπτωση που είναι πράγματι οικότοπος προτεραιότητας. Περιβάλλεται από περιφραγμένες ιδιωτικές εκτάσεις και οικίες. Μικρή βόσκηση ίσως συμβαίνει, ενώ η λεκάνη απορροής κυριαρχείται από δάση Χαλέπιας πεύκης. Αν είναι πράγματι ιδωτική έκταση απειλείται από την πιθανότητα περαιτέρω δόμησης (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης). ΣΚΥΡΟΣ ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ Ανάμεσα στις υγροτοπικές περιοχές του νησιού (7 φυσικές και 2 τεχνητές), έχουν ταυτοποιηθεί και εποχικά λιμνία. Αυτά βρίσκονται στα οροπέδια Βουκολίνα και Άρι, του όρους Κόχυλας ή Βουνό. Ειδικότερα, στο οροπέδιο Βουκολίνα το εκεί εποχικό τέλμα γλυκού νερού έχει εκβαθυνθεί για τις ανάγκες των αιγοπροβάτων και των σκυριανών αλόγων που βόσκουν εκεί και έτσι έχει πολύ μικρή φυσικότητα. Εξάλλου, στο οροπέδιο Άρι ανάμεσα σε μια υγροτοπική περιοχή εποχικού χαρακτήρα υπάρχουν 2 εποχικά λιμνία, που απέχουν μεταξύ τους περίπου 500 μέτρα και έχουν μικρή φυσικότητα, καθώς και αυτά έχουν εκβαθυνθεί για τις ανάγκες των ζώων (σκυριανά άλογα και αιγοπρόβατα) που βόσκουν εκεί. Αυτά τα εποχικά λιμνία βρίσκονται μέσα σε βραχώδη λιβάδια και φρυγανότοπο. Στο φυσικό περιβάλλον της Σκύρου και ιδιαίτερα η περιοχή του Βουνού (Κόχυλας) στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, αποτελεί το φυσικό χώρο ελεύθερης διαβίωσης για το μοναδικό σε παγκόσμιο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

356


επίπεδο μικροκαμωμένο "Σκυριανό Αλογάκι". Αυτά τα αλογάκια ζουν σε μικρές αγέλες που η κάθε μια έχει το δικό της λημέρι και τρέφονται με αγριόχορτα, θυμάρι, θάμνους και όσα φύλλα πέφτουν από τις αγριελιές. Εξάλλου, η περιοχή του Κόχυλα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, ως προς τα σπάνια είδη της χλωρίδας της, αλλά και της ορνιθοπανίδας της. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητάς της, η περιοχή (οροπέδιο Άρι) έχει κηρυχθεί προστατευόμενη ζώνη (Natura2000, GR2420006) και έχει κηρυχθεί ως ζώνη ειδικής προστασίας της ορνιθοπανίδας (GR115). Ειδικότερα για το αλογάκι, η τοποθεσία "Νύφι" ή "βρύση των Νυμφών" και η δροσερή πηγή που υπάρχει εκεί, είναι η τελευταία στάση για να ξεδιψάσουν τα άλογα προτού να συνεχίσουν το δρόμο τους για το βουνό, όπου θα ξεχειμωνιάσουν. Τα άλογα ζουν-ξεχειμωνιάζουν εκεί στον Κόχυλα σε μικρές αγέλες. Κάθε αγέλη έχει τη δικό της περιοχή (λημέρι) σε κάποια από τις ¨πλατωσιές¨ που βρίσκονται σκόρπιες σε όλο το βουνό, με μικρές λιμνούλες προστατευμένες από βλάστηση. Αργά την άνοιξη και τους θερινούς μήνες, όταν η τροφή εξαντλείται, σταματήσουν οι βροχές και ξεραθούν οι εποχικες λιμνούλες στο Βουνό, τα αλογάκια κατεβαίνουν και πάλι στη Νύφι για να ξεδιψάσουν ή και μπορεί διαβιούν στα εκεί κτήματα ( πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.inskyros.gr). Σε μελέτη του προγράμματος Life (πηγή:σταχυολόγηση από, Ερευνητικό Πρόγραμμα LIFE09NAT/GR/000323, “Demonstration of the Biodiversity Action Planning approach, to benefit local biodiversity on an Aegean island, Skyros”, 2012, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, Ελληνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, στο http:// http://www.skyroslife.gr/Content.php?ID=13), μεταξύ άλλων

αναφέρονται τα ακόλουθα, ως προς τις υγροτοπικές περιοχές και τα υπόψη εποχικά λιμνία: ‘’Το φυσικό περιβάλλον και η βιοποικιλότητα του νησιού θεωρούνται από τα καλύτερα διατηρημένα στην περιοχή. Στο νησί απαντάται ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ενδημικών φυτών, που σχετίζονται κυρίως με τους βραχώδεις και παράκτιους οικοτόπους, πολύ σημαντικές αποικίες πουλιών, κυρίως από θαλασσοπούλια που φωλιάζουν σε παρακείμενες νησίδες, και μαυροπετρίτες (Falco eleonarae) που φωλιάζουν στις βραχώδεις ακτές. Επίσης υπάρχουν εκτενείς ορεινοί βοσκότοποι όπου φιλοξενούνται η ενδημική σαύρα της Σκύρου, καθώς και η μοναδική τοπική φυλή αλόγων, τα σκυριανά άλογα. Η καλλιεργήσιμη γη της Σκύρου διατηρεί μέχρι σήμερα τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής γεωργίας υψηλής φυσικής αξίας. Σε γενικές γραμμές, τα οικοσυστήματα χρησιμοποιούνταν με βιώσιμο τρόπο για αιώνες και αυτή είναι η αιτία για τη διατήρηση των υψηλών τιμών της βιοποικιλότητας του νησιού. Ο τύπος αυτός διαχείρισης, συνδυάζει τη γεωργία χαμηλής έντασης με εκτενή εκτροφή ζώων, καθώς και άλλες μικρής κλίμακας δραστηριότητες, όπως μελισσοκομία, αλιεία ή μικρής κλίμακας τουρισμό κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Τα υγροτοπικά οικοσυστήματα του νησιού, επίσης μέρος του μοντέλου εκτεταμένης κτηνοτροφίας, διατηρούνταν σε αρκετά καλή κατάσταση, προσφέροντας πολύτιμο ενδιαίτημα για τα αποδημητικά υδρόβια πτηνά, καθώς και για άλλα είδη. Πριν από περίπου τριάντα χρόνια, το μοντέλο αυτό άρχισε να Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

357


καταρρέει, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Το έναυσμα για αυτό ήταν η κατασκευή του αεροδρομίου της Σκύρου στο βόρειο τμήμα του νησιού, καταλαμβάνοντας και καταστρέφοντας τους εκτενείς εποχιακούς υγροτόπους και λιβάδια της περιοχής. Η αλλαγή αυτή διατάραξε το παραδοσιακό και βιώσιμο κτηνοτροφικό μοντέλο, καθώς δεν υπάρχει πια αρκετή γη για τα ζώα να βόσκουν το καλοκαίρι σε αυτή την περιοχή. Ως αποτέλεσμα, τα ζώα κρατούνται στο βουνό ή σε απομονωμένους βοσκοτόπους στο υπόλοιπο νησί, όλο το χρόνο, υπερβόσκουν τον οικότοπο με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των θαμνώνων και των δασικών εκτάσεων σε όλο το νησί. Οι επιδοτήσεις της ΕΕ τα τελευταία 30 χρόνια έχουν οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ζώων στην περιοχή και κατά συνέπεια στο μεγαλύτερο πρόβλημα της. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του τουρισμού, καθώς και του τομέα των υπηρεσιών, είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη των απομακρυσμένων γεωργικών καλλιεργειών, οι οποίες σταμάτησαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη στήριξη της κτηνοτροφίας χάνοντας έτσι την πρακτική αξία τους για τους αγρότες. Ο τουρισμός είχε και μια δεύτερη αρνητική επίπτωση, δεδομένου ότι σχετίζεται με την επέκταση της εκτός σχεδίου δόμησης στην παράκτια ζώνη, καταστρέφοντας ή υποβαθμίζοντας υγροτοπικές εκτάσεις. Στη Σκύρο, το ασβεστολιθικό και πετρώδες έδαφος του Κόχυλα ευνοεί την επιφανειακή απορροή του βρόχινου νερού, συνεπώς και τη δημιουργία παροδικών ρεμάτων και τη συσσώρευση νερού σε επιφανειακές κοιλότητες του εδάφους, ενώ η μακρά ξηρή περίοδος καθορίζει την εποχικότητα της παρουσίας του νερού σε αυτούς τους οικοτόπους. Τα εποχικά λιμνία της περιοχής ταυτοποιήθηκαν στις περιοχές των οροπεδίων του Κόχυλα, Βουκολίνα και Άρι. -Υγρότοπος Βουκολίνα . Πρόκειται για έναν εποχιακό εσωτερικό υγρότοπο που βρίσκεται στην ΝΔ πλευρά του νησιού, σε απόσταση περίπου 12 χλμ. από τη Χώρα. Χρησιμοποιείται για πότισμα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου έως τους πρώτους θερινούς μήνες, γι αυτό και έχει υποστεί εκβάθυνση. Η μωσαϊκότητα (διασπορά) της υδρόβιας βλάστησης στον υγρότοπο, σε σχέση με τις ελεύθερες επιφάνειες του νερού είναι περίπου >95%. Πρόκειται για υγρότοπο σχετικά απομονωμένο και γι’αυτό χωρίς έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες στην περιοχή. Δεν παρατηρείται τυπική υγροτοπική βλάστηση, αλλά κυρίως χαμηλά φρύγανα, υποβαθμισμένα λόγω της εντατικής βόσκησης από τα αιγοπρόβατα της περιοχής και τα πλέον αξιόλογα χλωριδικά στοιχεία που εντοπίζονται είναι είδη ορχιδεών. Ως προς τα πουλιά παρατηρούνται κυρίως τα Circus pygargus, Falco peregrinus, Coracias garrulous, Athene noctua, Hippolais icterina. Η μόνη έντονη δραστηριότητα-απειλή που παρατηρείται στον υγρότοπο είναι της βόσκησης, καθώς χρησιμοποιείται για πότισμα των αιγοπροβάτων και των σκυριανών αλόγων που βόσκουν στην περιοχή. -Υγρότοπος στο οροπέδιο Άρι. Ο υγρότοπος αυτός βρίσκεται στο ομώνυμο οροπέδιο με υψόμετρο +350 έως +400m. Πρόκειται για έναν εσωτερικό, εποχιακό υγρότοπο, ο οποίος βρίσκεται πολύ κοντά σε δυο μικρά εποχιακά τέλματα που χρησιμοποιούνται για το πότισμα των ζώων (αιγοπρόβατα και σκυριανό αλογάκι) της περιοχής. Χρησιμοποιείται για πότισμα του κτηνοτροφικού κεφαλαίου έως τους πρώτους θερινούς μήνες, γι αυτό και έχει υποστεί εκβάθυνση. Εκεί εντοπίζεται και η μοναδική ομβροδεξαμενή που υπάρχει στο νησί. Στον υγρότοπο δεν παρατηρούνται έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η μεγάλη κοιλότητα αλλά και τα 2 μεγάλα εποχιακά τέλματα χρησιμοποιούνται για πότισμα των αιγοπροβάτων και του σκυριανού αλόγου που φιλοξενούνται στην περιοχή. Στην περιοχή έχει επίσης καταγραφεί και το ενδημικό είδος σαύρας αλλά και αρκετά σημαντικά είδη πουλιών όπως ο μαυροπετρίτης. Γύρω από τον υγρότοπο αναπτύσσεται χαμηλή, σχετικά αραιή, θαμνώδης βλάστηση, υποβαθμισμένη λόγω της έντονης βόσκησης αλλά στην ευρύτερη περιοχή του οροπεδίου απαντώνται μερικά από τα πιο σημαντικά είδη φυτών του νησιού, κυρίως χασμόφυτα. Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι στην περιοχή, πολύ κοντά στον υγρότοπο, εντοπίζονται συστάδες σφενδαμιού και διάσπαρτη δενδρώδης βλάστηση. Είδη φυτών: αραιά φρύγανα με Coridothymus capitatus, Genista acanthoclada, Sarcopoterium spinosum, Ballota sp. Συστάδες σφενταμιού (Acer sempervirens) καιμακία με αριά (Quercus ilex), πουρνάρι (Quercus coccifera), αγριελιά (Olea europaea subsp. oleaster) και φυλλίκι (Phillyrea latifolia). Σημαντικά ποώδη και βολβώδη φυτά όπως Anchusa variegatα, Myosotis litoralis, Silene colorata, Ornithogalum commosum, Orchis quadripunctata ενώ στην ευρύτερη περιοχή απαντώνται άλλα σημαντικά και ενδημικά είδη όπως Aubrieta scyria, Centaurea raphanina, Muscari neglectum, Alyssym umbellatum, Arenaria muralis, Vicia sibthorpii, Cyclamen hederifolium, Viola phitosiana. Αξιοσημείωτα είδη ζώων: Podarcis gaigae, αλογάκι της Σκύρου Πουλιά: Alectoris graeca, Egretta garzetta, Ardea cinerea, Falco eleonora, Oenanthe oenanthe. Η κυρίαρχη πίεση που δέχεται η ευρύτερη περιοχή είναι από την έντονη βόσκηση, ενώ δεν παρατηρούνται αξιόλογες ανθρώπινες δραστηριότητες στην περιοχή, πέραν των κτηνοτροφικών. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

358


Παρόλο που το Άρι με βάση τη βαθμολόγηση των λειτουργιών των υγροτόπων δεν περιλαμβάνεται στους σημαντικούς υγροτόπους του νησιού εντούτοις αποτελεί κρίσιμο ενδιαίτημα για την άγρια ζωή του Κόχυλα. Συγκεκριμένα τα μεσογειακά εποχιακά τέλματα που υπάρχουν στο οροπέδιο, θεωρούνται οικότοπος προτεραιότητας, ενώ ταυτόχρονα παρέχουν νερό τόσο για τα σημαντικά είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί στην περιοχή όσο και για το αλογάκι της Σκύρου και άλλα σημαντικά είδη πανίδας που φιλοξενούνται στην περιοχή. Για το λόγο αυτό προτείνεται η σύνδεση της ομβροδεξαμενής με το πιο κοντινό του εποχιακό τέλμα, ώστε να σχηματιστεί ένας δεύτερος μικρός υγρότοπος στην περιοχή εξασφαλίζοντας έναν ακόμα σταθμό φωλιάσματος και αναζήτησης τροφής για τα αποδημητικά πουλιά κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής περιόδου. Στην πρώτη αυτή φάση το εποχιακό αυτό τέλμα έχει περιφραχτεί για την μελέτη της χλωρίδας που θα αναπτυχθεί στην περιφέρειά του με την αναχαίτιση της βόσκησης που αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τους υγροτόπους της περιοχής. Η επισκευή της ομβροδεξαμενής με την παράλληλη σύνδεσή της με το γειτονικό μικρό εποχιακό τέλμα θα συμβάλλουν στη διαχείριση και διατήρηση της σημαντικής πανίδας του Κόχυλα ».(οι τρεις πρώτες φωτογραφίες προέρχονται απο το πιο πάνω πρόγραμμα Life Skyros, ενώ η τέταρτη απο το Λιμενικό Ταμείο Σκύρου- Skyros Port Fund).

ΑΛΟΝΗΣΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΛΟΝΗΣΟ Η παραλία του Αγίου Δημητρίου είναι μια από τις πιο δημοφιλής και εντυπωσιακές της Αλονήσου. Ακριβώς πάνω από την παραλία, υπάρχει μια εποχική μικρή λίμνη η οποία δημιουργείτε από τα νερά της βροχής, ξηραίνεται το καλοκαίρι, ενώ αποτελεί περιοχή προσέκλυσης για τα αποδημητικά πουλιά (http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/general/article.php?id=10&lang=el_GR). __________

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

359


4.2β. Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο (Κυκλάδες –Αμοργός, Άνδρος, Ίος, Θηρασιά, Κίμωλος, Κύθνος, Μήλος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος και Αντίπαρος, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος, Τήνος-, Σαρωνικός -Αγκίστρι, Αίγινα, Σαλαμίνα-, Δωδεκάνησα -Κως, Πάτμος, Ρόδος, Χάλκη) Οι σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές στα νησιά στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη καταγραφή του WWF, υπερβαίνουν σε αριθμό τουλάχιστον τις 181, με 111 στις Κυκλάδες και 70 στα Δωδεκάνησα. Εξάλλου, και στα νησιά του Σαρωνικού έχουν καταγραφεί υγροτοπικές περιοχές, οι οποίες απειλούνται άμεσα από ανθρωπογενείς κυρίως δραστηριότητες. Παραθέτουμε ενδεικτικές υγροτοπικές περιοχές από ορισμένα νησιά, σταχυολογημένες από την απογραφή του WWF (http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/general/article.php?id=10&lang=el_GR) που περισσότερο ή λιγότερα προσομοιάζουν προς τα λιμνία εποχικού ή μόνιμου χαρακτήρα, αν και στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για παράκτιες ελώδεις περιοχές οι οποίες συνεχώς συρρικνώνονται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. ΚΥΚΛΑΔΕΣ Οι υγροτοπικές περιοχές και στα νησιά των Κυκλάδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη μωσαϊκότητα και τη γραφικότητα του νησιωτικού τοπίου, ενώ εκεί φιλοξενούν ποικιλία ενδιαιτημάτων και ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας, αποκτώντας ταυτόχρονα πολυποίκιλη αξία για τον άνθρωπο. Συνηθέστεροι τύποι υγροτόπων στο Αιγαίο είναι οι παράκτιοι (εκβολές ρυάκων, ποταμών και χειμάρρων), τα έλη υφάλμυρου, αλμυρού ή γλυκού νερού, οι εποχιακοί ρύακες ή χείμαρροι, καθώς και οι τεχνητοί υγρότοποι (π.χ. λιμνοδεξαμενές, φραγμολίμνες). Αμοργός. Η Αμοργός διαθέτει τρεις μικρούς φυσικούς υγρότοπους (έλος Κατάπολα, Αιγιάλη, Κάτω Κάμπος) και μια τεχνητή λίμνη (Κατάπολα). ΄Ανδρος. Η Άνδρος, είναι το πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων σε πηγές και επιφανειακά ύδατα, τα οποία με ρυάκια, μικρούς ή μεγαλύτερους χειμάρρους, εξασφαλίζουν πλούσια βλάστηση ιδιαίτερα στα κεντρικά - ανατολικά και λιγότερο στα νότια τμήματα του νησιού. Η Άνδρος διαθέτει συνολικά 11 φυσικούς υγρότοπους. Η μοναδική Λίμνη Ατένι, είναι μια μικρή υδατοσυλλογή γλυκού νερού στην εκβολή ρέματος στην ομώνυμη παραλία. Οι υγροτοπικές περιοχές της Άνδρου, σχεδόν αποκλειστικά είναι έλη και ρυάκια μόνιμης ροής που σχηματίζουν πολλές διακριτές εκβολές. Ειδικότερα, το νησί φημίζεται για τις πολυάριθμες πηγές της, ενώ υπάρχει πλήθος από ρέματαχείμαρρους που διογκώνονται τη χειμερινή περίοδο. Ίος, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος, Σύρος, Τήλος. Οι υγροτοπικές περιοχές σε αυτά τα νησιά περιορίζονται σε έλη, και σε υγρότοπους λιμνοδεξαμενών και τεχνητών λιμνών. Θήρα. Στην Παλαιά Καμένη της Θήρας υπάρχει μια στρογγυλή μικρή λίμνη διαμέτρου περίπου 10 μέτρων. Κίμωλος. Η Κίμωλος διαθέτει μια φυσική λίμνη τη Βαρβαράκαινα, μερικά έλη μια αλυκή και τεχνητά λιμνία. Μήλος. Οι φυσικές λίμνες στη Μήλο περιορίζονται στο αλμυρό Λιμνίο στον Αδάμαντα και στο εποχικό Λιμνίο Αγίου Δημητρίου. Εξάλλου στη Μήλο ως υγροτοπικές περιοχές υπάρχουν αρκετοί τεχνητοί υγρότοποι (λίμνες ορυχείων και τεχνητό λιμνίο στη Ζεφυρία ), εκβολές ποταμού και ρύακα, αλυκή, λιμνοθάλασσα (Αχιβαδολίμνη, παράκτιος υγρότοπος, λιμνοθάλασσα) και έλη (Έλος Ζεφυρίας, εποχικός υγρότοπος γλυκού νερού). Μύκονος. Στη Μύκονο και ειδικότερα στην περιοχή του αεροδρομίου υπάρχουν δύο μικρές φυσικές λίμνες (έλη αεροδρομίου) με εποχικές αναβλύσεις νερού. Επίσης, έχουν καταγραφεί, οι παραθαλάσσιοι υγρότοποι του Πανόρμου και της Φτελιάς, που είναι σημαντικοί σταθμοί για τα μεταναστευτικά πουλιά. Αυτοί οι υγρότοποι πλημμυρίζουν εποχικά και μεταβάλλονται σε μικρές λιμνοθάλασσες. Οι νεροχελώνες περιορίζονται στον υγρότοπο του Πανόρμου μαζί με χέλια και κέφαλους. Ρέματα και λεκάνες απορροής υδάτων σχηματίζονται σε πολλά σημεία, όπως στην περιοχή του Μαραθιού. Νάξος. Ειδικότερα, στη Νάξο απαντώνται πολυάριθμοι παράκτιοι φυσικοί υγρότοποι, με κυριότερους την Αλυκή, που είναι ο μεγαλύτερος υγρότοπος των Κυκλάδων και ένας από τους μεγαλύτερους στο Ν. Αιγαίο, τις Λίμνες του Αγίου Προκοπίου, της Γλυφάδας και της Μικρής Βίγλας, τα έλη Καλαντού, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

360


Αγιασσού και Ποταμίδων (Πυργάκι), τις εκβολές των πηγών Σκουληκαριάς στον Αμμίτη, καθώς και τις εκβολές του Ρύακα Απόλλωνα, του Μυλοπεράματος στο Αμπράμι, του ρύακα Πνίχτη και της Φανερωμένης. Οι Λίμνες του Αγίου Προκοπίου είναι τρεις με συνολική έκταση που φτάνει και τα 90 στρέμματα. Έχουν υφάλμυρο νερό και οι δύο είναι εποχικές, δηλαδή ξηραίνονται την καλοκαιρινή περίοδο. Οι Λίμνες Μικρής Βίγλας είναι τρεις. Πρόκειται για μια μεγάλη αλμυρή λίμνη και δύο μικρότερες εκατέρωθέν της, πολύ μικρού βάθους (10-50 εκ.), πιθανότατα να υπάρχουν και υπόγειες εισροές γλυκού νερού. Αυτός ο υγρότοπος έχει υψηλή φυσικότητα και βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Οι Γλυφάδες είναι δύο λίμνες συνήθως με αλμυρό νερό, ενώ τη χειμερινή περίοδο εμφανίζονται και γλυκά νερά. Πρόκειται ουσιαστικά για παράκτιο υγρότοπο με υφάλμυρο νερό και πολύ καλά διατηρημένο υγρότοπο με υψηλή φυσικότητα. Επίσης, στο νησί της Νάξου καταγράφονται και δύο εσωτερικοί τεχνητοί υγρότοποι: της λιμνοδεξαμενής Εγγαρών, καθώς και της φραγμολίμνης Φανερωμένης, με είσοδο γλυκού νερού από χείμαρρο/ρύακα. Ως προς το καθεστώς προστασίας, έξι από τους υγροτόπους της Νάξου (οι Λίμνες Αγίου Προκοπίου, Γλυφάδας και Μικρής Βίγλας, καθώς και τα έλη Ποταμίδων, Αγιασσού και Καλαντού) εντάσσονται στον Τόπο Κοινοτικής Σημασίας, με κωδικό Τόπου: GR4220014 του Δικτύου Natura-2000. Ορισμένοι από τους υγροτόπους του νησιού αποτελούν καταφύγια άγριας ζωής (με σημαντικότερο αυτόν της Αλυκής), σημαντικές περιοχές για τα Πουλιά (με κωδικό GR154) και Ειδικές Ζώνες Προστασίας (περιοχή Natura2000 με κωδ. GR4220026), βάσει της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των άγριων πτηνών». Ο νοτιότερος υγρότοπος του νησιού, το έλος του Καλαντού, είναι σταθμός ξεκούρασης και διατροφής των μεταναστευτικών πτηνών στο ταξίδι τους από την Αφρική. Επίσης, η ορνιθολογική σημασία της Αλυκής Νάξου είναι εξαιρετική, εξασκώντας τρεις βασικές λειτουργίες για την ορνιθοπανίδα: μεταναστευτικός σταθμός, τόπος διαχείμασης και τόπος φωλιάσματος υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών. Παρά τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια, ο υγρότοπος της Αλυκής παραμένει ένας από τους πλέον σημαντικούς στα ελληνικά νησιά, στον οποίο έχουν καταγραφεί 122 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα 110 εμφανίζονται σε ετήσια βάση (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία 1996). Συνολικά, το 50% των πουλιών που έχουν παρατηρηθεί σε τούτο τον υγρότοπο αναφέρονται ως «απειλούμενα και προστατευόμενα είδη» σύμφωνα με την Οδηγία 409/79, το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας και την αξιολόγηση του καθεστώτος απειλούμενων πουλιών της Ευρώπης από την Bird Life International.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

361


Πάρος. Στην Πάρο ως φυσική λίμνη αναφέρεται το Έλος Κολυμπήθρας, που πρόκειται για εποχική παρουσία νερού με εκβολή, παράκτια λιμνούλα και έλος γλυκού νερού με καλαμώνα. Αλλά και η Λίμνη ή λιμνοθάλασσα Σάντα Μαρία, που πρόκειται για λίμνη αλμυρού νερού από εισροή θαλασσινού νερού και υπόγεια γλυκά νερά. Είναι παράκτιος υγρότοπος με εποχική παρουσία νερού. Επίσης, υπάρχουν υγρότοποι στις περιοχές Δρυός, Χρυσή Ακτή, Μώλος, Λάγγερη, Λιβάδια, Πούντα, Αλυκή καθώς και μικρότεροι υγρότοποι στην Αντίπαρο και στα γύρω νησάκια (Κάβουρας, Κουφονήσι). Τήνος. Στην Τήνο η Κολυμπήθρα, αναφέρεται ως ρύακας και εκβολική λίμνη με υφάλμυρο μέχρι γλυκό νερό που χωρίζεται από τη θάλασσα με λουρίδα άμμου (πηγές: Βρεττού Φ., και συν, 2012. Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007. Παραγκαμιάν, Κ., 2009. Παραγκαμιάν Κ. και Κατσαδωράκης Γ., 2007. Πορτόλου, Δ., και συν., 2009, και http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/, http://ornithologiki.gr/page_iba.php?aID=180 ).

Μια αναλυτικότερη αποτύπωση για τα λιμνία και τις μικρές λίμνες των Κυκλάδων παρουσιάζονται παρακάτω. ΑΜΟΡΓΟΣ ΛΙΜΝΙΟ –ΕΛΟΣ ΑΙΓΙΑΛΗΣ, ΑΜΟΡΓΟΣ Το έλος Αιγιάλης βρίσκεται περίπου μισό χιλιόμετρο βόρεια του οικισμού της Αιγιάλης. Πρόκειται για έναν πολύ υποβαθμισμένο υγρότοπο (σε ιδιωτικές εκτάσεις), ο οποίος έχει απολέσει στο πέρασμα των χρόνων πάνω από το μισό της έκτασής του και συνολικά τη φυσικότητά του. Στη σημερινή του κατάσταση δεν ξεπερνάει τα 11 στρέμματα. Το έλος τροφοδοτείται με γλυκό νερό από τα κατακρημνίσματα που ρέουν από τη μικρή λεκάνη απορροής διαμέσου μικρών αυλακώσεων. Η παρουσία νερού σε αυτόν είναι σποραδική και συνήθως μετά από δυνατές βροχές. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες έχουν μειώσει τις αξίες και τις λειτουργίες του υγρότοπου, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: επιχωματώσεις, αποστραγγίσεις, δόμηση, τουρισμό, διανοίξεις δρόμων και μονοπατιών, υπαίθριο παρκινγκ και επέκταση καλλιεργειών. Στον υγρότοπο απαντώνται υπολείμματα του τύπου οικότοπου καλαμώνες. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με κυρίαρχο είδος το αγριοκάλαμο (Phragmites australis), ενώ δευτερευόντως υπάρχουν μικρά τμήματα υγρών λιβαδιών με βούρλα (Juncus sp.). Επίσης υπάρχουν μεμονωμένα άτομα λυγαριάς και στα όριά του έχουν φυτευτεί λίγα αλμυρίκια και ευκάλυπτοι. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες και την ασυνεχή δόμηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται σε περιοχή που έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ 633/Β/15-5-2000). Η νήσος Αμοργός έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (GR156). Παρ’ όλα αυτά αν συνεχιστούν οι έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες ο υγρότοπος αναμένεται να καταστραφεί ολοσχερώς στο άμεσο μέλλον (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 7/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ-ΕΛΟΣ ΚΑΤΩ ΚΑΜΠΟΥ, ΑΜΟΡΓΟΣ Το έλος Κάτω Κάμπου βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ., βόρεια του οικισμού Κολοφάνα της Αμοργού. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα υγρότοπων που περιλαμβάνει ένα πολύ υποβαθμισμένο έλος Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

362


(80% του υγρότοπου) και έναν αβαθή θαλάσσιο κολπίσκο που δέχεται σποραδικά και τις λιγοστές ποσότητες γλυκού νερού του μικρού χειμάρρου, που τροφοδοτεί και το έλος. Το έλος έχει συρρικνωθεί και αλλοιωθεί σημαντικά στο πέρασμα των αιώνων από την επέκταση των γύρω καλλιεργειών. Ωστόσο, κάποιοι αγροί έχουν εγκαταλειφτεί και η υπερυδατική υγροτοπική βλάστηση αρχίζει και αναπτύσσεται ξανά εκεί. Έτσι, στην οριοθέτηση του WWF περιλήφθησαν και τα αγροτικά αυτά τμήματα, στα οποία φαίνεται πως επανεμφανίζονται υγροτοπικά είδη φυτών. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με κυρίαρχο είδος το αγριοκάλαμο (Phragmites australis), ενώ δευτερευόντως υπάρχουν λίγα άτομα βούρλων. Επίσης υπάρχουν φυτεμένα αλμυρίκια, καθώς και λίγα άτομα φοινίκων σε διάφορα σημεία στα όρια του υγρότοπου.

Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες και την ασυνεχή δόμηση και δεν προκαλούν προβλήματα στον υγρότοπο. Ο υγρότοπος βρίσκεται σε περιοχή που έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ 633/Β/15-5-2000) και ολόκληρο το νησί έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (GR156) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 7/2007. Απογραφείς: Ν. Γεωργιάδης).

ΑΝΔΡΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΑΤΕΝΗ –ΕΚΒΟΛΗ ΡΥΑΚΑ, ΑΝΔΡΟΣ Η λίμνη ή λιμνίο Ατένη βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ., βορειοανατολικά του ομώνυμου οικισμού και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Άνδρου. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR422344000 και με το ίδιο όνομα (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994) και περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για εκβολή ρύακα μόνιμης ροής (ελάχιστης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες), ο οποίος προς την πεδινή έκταση υπερχειλίζει και συντηρεί μικρό έλος. Στο παρελθόν η έκτασή του ήταν πολύ μεγαλύτερη αλλά λόγω στραγγίσεων και επέκτασης καλλιεργειών έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

363


Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 72Α0 -Καλαμώνες και 2260 -Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και καλάμια υφάλμυρων νερών (Arundo donax), ενώ υπάρχουν και τμήματα υπερυδατικής βλάστησης των υγρών λιβαδιών με βούρλα (Juncus sp.) και αμμόφιλης βλάστησης με κρίνους της θάλασσας (Pancratium maritimum). Ο υγρότοπος συντηρεί σχετικά μεγάλο αριθμό γραμμωτών νεροχελωνών (Mauremys rivulata). Γύρω από την εκβολή υπάρχουν έντονες αγροτικές δραστηριότητες και ένα τμήμα του υγρότοπου έχει αποστραγγιστεί για την απόκτηση καλλιεργήσιμης γης. Επίσης, υπάρχει ασυνεχής δόμηση και έντονο κυνήγι. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες και τη βόσκηση. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, GR4220001 και Ζώνη Ειδικής Προστασίας, GR4220028. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τις έντονες αγροτικές δραστηριότητες (Επίσκεψη για την απογραφή WWF : Ν. Γεωργιάδης 4/2005). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ Στην ´Ανδρο, η ρεματιά της Πυθάρας που αποκαλείται, σύμφωνα με την παράδοση και Νεραϊδότοπος, βρίσκεται στο χωριό Αποίκια. Τα άφθονα και κρυστάλλινα νερά της δημιουργούν έναν εκπληκτικό βιότοπο, σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες και λιμνούλες-βάθρες-κολυμπήθρες όπου αφθονεί η υδρόβια ζωή. Το τοπίο είναι καταπράσινο κι εδώ μπορεί κανείς να βρει σπάνια είδη φυτών και αγριολούλουδων, πολλά και διαφορετικά είδη πουλιών, καθώς και αρκετά αμφίβια. Τα νερά πηγάζουν από την περιοχή Ευρουσιές, στο όρος Πέταλο (πηγή: http://andros-guide.gr).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

364


ΘΗΡΑΣΙΑ ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΑΜΕΝΗΣ, ΘΗΡΑΣΙΑ, ΚΥΚΛΑΔΕΣ Πρόκειται για φυσικό παράκτιο λιμνίο έκτασης περίπου 1,6 στρέμματα και βρίσκεται 4,7 χλμ βόρειοβορειοανατολικά από τον οικισμό της Θηρασιάς (απογραφή WWF). ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ-ΑΛΥΚΗ ΘΗΡΑΣΙΑΣ, ΚΥΚΛΑΔΕΣ Η Αλυκή Θηρασίας εντοπίζεται στο ομώνυμο νησί, πολύ κοντά στο λιμάνι της Ρίβας στη Θηρασιά. Πρόκειται για ένα εποχιακό λιμνίο αλμυρού νερού το οποίο πληρώνεται κυρίως με την είσοδο του θαλασσινού νερού τους χειμερινούς μήνες, ενώ πρόσκαιρα γεμίζει και με τα κατακρημνίσματα. Οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζουν την περιοχή Λίμνη ή Αλυκή και παλαιότερα χρησιμοποιούνταν για εξόρυξη άλατος για τοπική χρήση. Περιφερειακά του υγρότοπου υπάρχει δόμηση η οποία μάλιστα επεκτείνεται και μέσα σε παλαιότερες υγροτοπικές εκτάσεις.

Ο υγρότοπος αυτός δεν έχει συγκεκριμένο καθεστώς προστασίας, αλλά όλη η Θηρασία έχει κηρυχθεί Τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (ΦΕΚ 1127/Β/23-12-1972) (απογραφή WWF). ΙΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ-ΕΛΟΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΟΤΗΣ, ΙΟΣ

Το έλος Αγίας Θεοδότης βρίσκεται περίπου 5,2 χλμ., βορειοανατολικά της Χώρας της Ίου. Πρόκειται για έλος το οποίο έχει δημιουργηθεί από την αλληλεπίδραση δύο μικρών χειμάρρων που εκβάλλουν στον ομώνυμο όρμο σε συνδυασμό με αναβλύζοντα υφάλμυρα νερά (βλυχάδες). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

365


Η παρουσία επιφανειακού νερού είναι εποχική, ωστόσο υπάρχουν τμήματα του υγρότοπου που έχουν κάθυγρο έδαφος καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες στον υγρότοπο έχουν να κάνουν με τον τουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και με τις γύρω καλλιέργειες, οι περισσότερες από τις οποίες ωστόσο έχουν εγκαταλειφτεί και τη θέση τους ανακαταλαμβάνει η υγροτοπική βλάστηση. Στα όρια του υγρότοπου έχουν διανοιχθεί χωματόδρομοι για πρόσβαση προς τις εγκαταλειμμένες καλλιέργειες και την παραλία, ενώ παρατηρήθηκαν επίσης μικρής έκτασης εκχερσώσεις και αποθέσεις αδρανών. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχες τη βόσκηση και τις καλλιέργειες, οι περισσότερες από τις οποίες επίσης είναι εγκαταλειμμένες. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς (με φθίνουσα σειρά κάλυψης): 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 72Α0 –Καλαμώνες και 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική με αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και υγρά λιβάδια αποτελούμενα από βούρλα (Juncus sp.), αμμόφιλη, με κυρίαρχο είδος τη ψάθα (Ammophila arenaria), ενώ υπάρχουν και μικρά τμήματα θαμνώδους βλάστησης με πικροδάφνες και σχίνους. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τον αυξημένο καλοκαιρινό τουρισμό και την πιθανή οικοδόμηση της γύρω περιοχής. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR157, ενώ ολόκληρη η νήσος Ίος έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 763/Β/10-8-1977) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 6/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ-ΕΛΟΣ ΠΛΑΚΩΝ, ΙΟΣ Το έλος Πλακών βρίσκεται περίπου 9,4 χιλιόμετρα ανατολικά νοτιοανατολικά της Χώρας της Ίου. Πρόκειται για πολύ μικρό παράκτιο έλος το οποίο έχει δημιουργηθεί από την αλληλεπίδραση ενός μικρού χείμαρρου που εκβάλλει στον ομώνυμο όρμο και της θάλασσας μέσω του χειμέριου κύματος. Η παρουσία επιφανειακού νερού είναι εποχική.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι αμελητέες και σχετίζονται περισσότερο με τον τουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αφού στην περιοχή υπάρχει πολύ όμορφη παραλία. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχη τη βόσκηση. Η βλάστηση είναι υπερυδατική με υγρά λιβάδια αποτελούμενα από βούρλα (Juncus sp.), ενώ υπάρχουν και μικρά τμήματα θαμνώδους βλάστησης με πικροδάφνες και λυγαριές. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τον αυξημένο καλοκαιρινό τουρισμό και την πιθανή οικοδόμηση της γύρω περιοχής. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής, με κωδικό Κ521, ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR157, ως αρχαιολογική περιοχή (ΦΕΚ 157/Β/7-3-1995), ενώ ολόκληρη η νήσος Ίος έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 763/Β/10-8-1977) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 6/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

366


ΚΙΜΩΛΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ - ΛΙΜΝΗ ΒΑΡΒΑΡΑΚΑΙΝΑ, ΚΙΜΩΛΟΣ

Η λίμνη Βαρβαράκαινα βρίσκεται στην περιοχή Πράσσα περίπου 3,1 χλμ., βόρεια- βορειοανατολικά της Χώρας της Κιμώλου. Πρόκειται για τεχνητή λίμνη με μόνιμη παρουσία νερού, σε χώρο εξόρυξης μπετονίτη και τροφοδοτείται με γλυκό νερό από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Η τεχνητή λίμνη βρίσκεται σε περιοχή με ενεργά λατομεία και η έκτασή της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σταθερή αφού πρόκειται ουσιαστικά χρησιμοποιείται πλέον ως χώρος απόθεσης υπολειμμάτων και άρα το μέγεθός της μεταβάλλεται. Πέρα από την απόθεση υπολειμμάτων εξόρυξης σε αυτήν, υπάρχει και συνεχής ρήψη αδρανών και στερεών απορριμμάτων από όλο το νησί. Λόγω των απότομων πρανών, αλλά και λόγω της συνεχής ρήψης αδρανών και απορριμμάτων, η λίμνη δεν έχει αποκτήσει υγροτοπική βλάστηση και η βιολογική της σημασία χαρακτηρίζεται ως μικρή. Στο νοτιοανατολικό της άκρο υπάρχει μικρή κατακερματισμένη υγροτοπική έκταση αλμυρού εποχιακού λιμνίου με αλμύρες, που φαίνεται ότι καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση στο παρελθόν, η οποία έχει πλέον μπαζωθεί. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή:Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν ). ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ ΚΑΛΑΜΙΤΣΙΟΥ, ΚΙΜΩΛΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

367


Η τεχνητή λίμνη Καλαμίτσι βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή περίπου 3,1 χλμ., νοτιοδυτικά της Χώρας της Κιμώλου. Πρόκειται για τεχνητό λιμνίο που προήλθε από εξόρυξη αδρανών και το οποίο έχει αρχίσει να αποκτά υπερυδατική βλάστηση περιμετρικά, αλλά και υφυδατική βλάστηση στα ρηχά τμήματά του. Επιπρόσθετα υπάρχουν αυτοφυή αρμυρίκια περιμετρικά, ενώ έχει φυτευτεί και το ξενικό φυτό Μπούζι. Η λίμνη έχει μόνιμη παρουσία γλυκού νερού που προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Σε κάποια σημεία της όχθης της, που είναι προσβάσιμα από τον δρόμο, έχουν γίνει μικρές αποθέσεις αδρανών και σκουπιδιών. Η βιολογική σημασία της για το νησί χαρακτηρίζεται ως μεσαία (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΔΕΚΑ 1, ΚΙΜΩΛΟΣ

Το τεχνητό λιμνίο στη Δέκα 1 βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή περίπου 3 χλμ., δυτικά - νοτιοδυτικά της Χώρας της Κιμώλου. Πρόκειται για τεχνητό λιμνίο που προήλθε από εξόρυξη αδρανών και το οποίο έχει αρχίσει να αποκτά υπερυδατική βλάστηση περιμετρικά σε μίξη με αυτοφυή θαμνώδη και φρυγανική βλάστηση. Η λίμνη έχει μόνιμη παρουσία γλυκού νερού που προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα. Το νερό της χρησιμοποιείται για πότισμα των γύρω μικρών μποστανιών (αμπέλια, κηπευτικά). Η βιολογική σημασία της για το νησί χαρακτηρίζεται ως μεσαία (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΔΕΚΑ 2, ΚΙΜΩΛΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

368


Το τεχνητό λιμνίο στη Δέκα 2 βρίσκεται στην ομώνυμη περιοχή περίπου 3 χιλιόμετρα δυτικά νοτιοδυτικά της Χώρας της Κιμώλου. Πρόκειται για τεχνητό λιμνίο που προήλθε από εξόρυξη αδρανών, το οποίο έχει αρχίσει να αποκτά πυκνή υπερυδατική βλάστηση περιμετρικά σε μίξη με αυτοφυή θαμνώδη βλάστηση. Η λίμνη έχει μόνιμη παρουσία γλυκού νερού που προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, το οποίο χρησιμοποιείται για το πότισμα των γύρω μικρών μποστανιών (αμπέλια, κηπευτικά) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). ΚΥΘΝΟΣ ΛΙΜΝΙΟ-ΕΛΟΣ ΕΠΟΧΙΚΟ ΛΟΥΤΡΩΝ, ΚΥΘΝΟΣ Το έλος Λουτρών βρίσκεται περίπου 2,9 χλμ., βόρεια της Χώρας της Κύθνου στον οικισμό Λουτρά. Πρόκειται για πολύ υποβαθμισμένο έλος το οποίο τροφοδοτείται πρωτίστως από έναν κεντρικό χείμαρρο (Βαθύ ρέμα) και δευτερευόντως από άλλους μικρότερους χείμαρρους που στραγγίζουν τους γύρω λόφους συγκεντρώνοντας τα ύδατα σε επίπεδη περιοχή μέσα στο χωριό Λουτρά. Το έλος βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τη θάλασσα (150 μ). Ένα τμήμα του έχει εκχερσωθεί για την επέκταση των γύρω καλλιεργειών, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του έχει μπαζωθεί και οικοδομηθεί. Τα απομεινάρια του παρουσιάζονται κερματισμένα και χωρίς οικολογική συνοχή. Ο κεντρικός χείμαρρος εκβάλλει στην παραλία των Λουτρών, μέσω τεχνητού καναλιού, ενώ δίπλα του και σε κοντινή απόσταση υπάρχει άλλο ένα κανάλι με νερό που αναβλύζει από ζεστή θειούχα ιαματική πηγή. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχες τη βοσκή, τις εκτατικές καλλιέργειες και την αραιή δόμηση. Η βλάστηση είναι υπερυδατική με υγρά λιβάδια αποτελούμενα από βούρλα (Juncus sp.), καλάμια υφάλμυρων νερών (Arundo donax) και αγριοκάλαμα (Phragmites australis), ενώ υπάρχουν και μικρά τμήματα θαμνώδους βλάστησης με αυτοφυή αρμυρίκια. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τη συνεχή δόμηση της περιοχής και τις έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες που απορρέουν από την οικιστική ανάπτυξη (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 2/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΜΗΛΟΣ ΤΕΧΝΗΤΟ ΛΙΜΝΙΟ ΖΕΦΥΡΙΑΣ, ΜΗΛΟΣ

Το τεχνητό λιμνίο Ζεφυρίας βρίσκεται περίπου μισό χιλιόμετρο βόρεια–βορειοδυτικά του ομώνυμου οικισμού. Πρόκειται για τεχνητό λιμνίο που δημιουργήθηκε από την εξόρυξη αδρανών (πιθανότατα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

369


αργίλου για κατασκευή τούβλων και κεραμιδιών ) στο οποίο έχει αναπτυχθεί πυκνή δενδρώδης βλάστηση από

αλμυρίκια, ενώ έχει αρχίσει να αποκτά και υπερυδατική βλάστηση. Επιπρόσθετα, υπάρχουν φυτεμένα άτομα Nicotiana glauca. Η λίμνη έχει μόνιμη παρουσία γλυκού νερού που προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και χρησιμοποιείται για την άρδευση των γύρω καλλιεργειών. Η βιολογική σημασία του για το νησί χαρακτηρίζεται ως μικρή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΣΤΟΝ ΑΔΑΜΑΝΤΑ, ΜΗΛΟΣ Το αλμυρό λιμνίο Αδάμα βρίσκεται περίπου 1 χλμ., νοτιοδυτικά του ομώνυμου οικισμού. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο σε άμεση αλληλεπίδραση με τη θάλασσα, από την οποία χωρίζεται από μικρό κροκαλώδες ανάχωμα. Η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται από την απορροή των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Ο υγρότοπος είναι αρκετά υποβαθμισμένος αφού πάνω από το 25% αυτού έχει μπαζωθεί με συνεχείς αποθέσεις αδρανών και στερεών απορριμμάτων, που αποτελούν τις κύριες ανθρώπινες υποβαθμιστικές δραστηριότητες σε αυτόν. Την κατάσταση αυτή διευκολύνει ο δρόμος που διανοίχτηκε μέχρι τον υγρότοπο, με σκοπό, μάλλον, τη δοκιμαστική ανασκαφή για λατομικές δραστηριότητες στα ανάντη του. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες, με κυρίαρχες τις εκτατικές καλλιέργειες και την ασυνεχή δόμηση. Στον υγρότοπο απαντάται σε υπολειμματική μορφή ο τύπος οικότοπου με κωδικό: 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική σε μίξη με υπερυδατική των υγρών λιβαδιών με βούρλα, ενώ περιμετρικά κυριαρχεί η θαμνώδης με λαδανιές, σχίνους, ρείκια, αλμυρίκια κ.α.. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει κηρυχθεί Α Αρχαιολογική Ζώνη (ΦΕΚ 1193/Β/19-11-1998) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν).

ΛΙΜΝΕΣ ΟΡΥΧΕΙΟΥ ΧΟΝΔΡΟΥ ΒΟΥΝΟΥ 1 και 2, ΜΗΛΟΣ Οι λίμνες ορυχείων Χονδρού Βουνού βρίσκονται περίπου 7 χλμ., ανατολικά του Αδάμαντα στην περιοχή Κόμια. Πρόκειται για λίμνες που δημιουργήθηκαν σε χώρους απόθεσης υπολειμμάτων ανενεργών λατομείων, σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και με κοινά χαρακτηριστικά. Τα λεπτόκοκκα υλικά των αποθέσεων σε συνδυασμό με τις σχετικά ήπιες κλίσεις και τα ρηχά νερά, έχουν μετατρέψει τις δύο αυτές λίμνες σε τεχνητούς υγρότοπους με έντονη παρουσία υφυδατικής (Potamogeton sp.) και υπερυδατικής βλάστησης (Typha sp.). Το γλυκό νερό προέρχεται από τις συγκεντρώσεις και τις απορροές των κατακρημνισμάτων και μέρος αυτού αντλείται και χρησιμοποιείται για πότισμα των παρακείμενων καλλιεργειών. Στο βόρειο λιμνίο (1) παρατηρήθηκε ζεύγος νερόκοτων, ενώ και στους δύο παρατηρήθηκαν βάτραχοι του γένους Pelophylax. Δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας για την περιοχή (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

370


ΛΙΜΝΗ ΟΡΥΧΕΙΟΥ ΤΡΑΧΗΛΟΥ, ΜΗΛΟΣ

Η λίμνη ορυχείου Τραχήλου βρίσκεται περίπου 2,4 χλμ., βόρεια της Χώρας στην ομώνυμη περιοχή. Πρόκειται για λίμνη που δημιουργήθηκε σε χώρους ενεργών λατομείων και δεν έχει αποκτήσει ακόμα υγροτοπική βλάστηση. Λόγω των εργασιών εξόρυξης, τόσο η έκταση, όσο και η δομή της δεν είναι ακόμα σταθερές και μεταβάλλονται (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν). ΛΙΜΝΗ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΑΓΡΙΛΙΩΝ, ΜΗΛΟΣ Η λίμνη ορυχείου Αγριλιών βρίσκεται περίπου 6,9 χλμ., ανατολικά - βορειοανατολικά του Αδάμαντα στην ομώνυμη περιοχή. Πρόκειται για λίμνη που δημιουργήθηκε σε χώρους ενεργών λατομείων και δεν έχει αποκτήσει ακόμα υγροτοπική βλάστηση. Λόγω των εργασιών εξόρυξης, τόσο η έκταση, όσο και η δομή της δεν είναι ακόμα σταθερές και μεταβάλλονται ( Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

371


ΛΙΜΝΕΣ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ 1 ΚΑΙ 2, ΜΗΛΟΣ Οι λίμνες ορυχείων Αγίων Αναργύρων 1 και 2 βρίσκονται περίπου 5 χλμ., ανατολικά-βορειοανατολικά του Αδάμαντα στην ομώνυμη περιοχή. Πρόκειται για λίμνες που δημιουργήθηκαν σε χώρους ενεργών λατομείων, σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και με κοινά χαρακτηριστικά. Λόγω των εργασιών εξόρυξης, τόσο η έκταση, όσο και η δομή τους δεν είναι ακόμα σταθερές και μεταβάλλονται. Παρά ταύτα, σε ένα τμήμα τους προς τα πρανή του δρόμου αναπτύσσεται υπερυδατική βλάστηση αποτελούμενη από τύφες και αγριοκάλαμα (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν).

ΛΙΜΝΕΣ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΜΠΡΟΣΤΙΝΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ 1 ΚΑΙ 2, ΜΗΛΟΣ Οι λίμνες ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1 και 2 βρίσκονται περίπου 3,5 χλμ., νοτιοδυτικά του οικισμού Εμπουριό. Πρόκειται για μικρό λιμνίο που δημιουργήθηκε σε χώρους απόθεσης υπολειμμάτων ανενεργών λατομείων. Τα λεπτόκοκκα υλικά των αποθέσεων σε συνδυασμό με τις σχετικά ήπιες κλίσεις και τα ρηχά νερά, έχουν μετατρέψει το λιμνίο σε τεχνητό υγρότοπο με παρουσία υπερυδατικής βλάστησης (Typha sp.). Το γλυκό νερό προέρχεται από τις συγκεντρώσεις και τις απορροές των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας, με κωδικό GR4220020 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR152 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή:Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

372


ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΟΡΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΜΗΛΟΣ

Το εποχιακό αλμυρό λιμνίο Αγ. Δημητρίου βρίσκεται στον ομώνυμο όρμο, 2,3 χιλιόμετρα περίπου βόρεια του οικισμού Εμπουριός. Πρόκειται για λιμνίο αλμυρού νερού που τροφοδοτείται μέσω του χειμέριου κύματος. Οι μικροποσότητες γλυκού νερού φτάνουν στον υγρότοπο μέσω των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και των απορροών τους από τη γύρω λεκάνη. Στον πυθμένα του λιμνίου συσσωρεύεται μεγάλη ποσότητα φύλλων ποσειδωνίας τα οποία αποσυντίθενται κατά τους θερινούς μήνες με την ξήρανση του υγρότοπου. Οι δραστηριότητες, τόσο στον υγρότοπο, όσο και στη λεκάνη απορροής είναι αμελητέες. Υπάρχουν ωστόσο, απομεινάρια από τροχαλίες που χρησιμοποιούνταν παλιά για την προσάραξη μικρών σκαφών στην παραλία. Η βλάστηση είναι σποραδική, κυρίως αλοφυτική με Limonium sp. και θαμνώδης με σχίνα. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας, με κωδικό GR4220020, ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας με κωδικό GR4220030 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (με κωδικό GR152). Ένα ακόμα μικρότερο αλμυρό λιμνίο που λειτουργεί κυρίως ως «διάδρομος αποφόρτισης» του χειμέριου κύματος, υπάρχει στο διπλανό κολπίσκο λίγο νοτιότερα (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2011, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Κ. Παραγκαμιάν ). ΜΥΚΟΝΟΣ ΛΙΜΝΙΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ, ΜΥΚΟΝΟΣ Τα δυο λιμνία του αεροδρομίου Μυκόνου, είναι δυο διακριτοί μικροί υγρότοποι με πιθανή σχέση μεταξύ τους (ίδιος υδροφορέας) τα οποία αν και βρίσκονται σχετικά μακριά το ένα από το άλλο αντιμετωπίζονται ως ένα. Το νερό τους είναι γλυκό (0,03 περιεκτικότητα σε άλατα, Langangen 2004). Βρίσκονται κοντά στο αεροδρόμιο Μυκόνου (σε αποστάσεις 50 και 250 μ. αντίστοιχα) και αποτελούν εμφάνιση στην επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, προφανώς όντας γνωστά από πολύ παλιά. Πρόκειται για δυο μικρές σχεδόν κυκλικές λιμνούλες-πηγές που περιβάλλονται από οικίες και δρόμους και άλλα στοιχεία δόμησης. Στο παρελθόν η υγροτοπική έκταση είναι πιθανότατο ότι κατελάμβανε μεγαλύτερες εκτάσεις, αλλά σιγά σιγά συρρικνώθηκε με διάφορες ανθρώπινες επεμβάσεις που συνεχίζονται έως σήμερα. Η σημασία τους οφείλεται στην σπανιότητα του τύπου αυτού του οικοτόπου, που αποτελεί ενδιαίτημα για σπάνια είδη οργανισμών. Η βλάστηση είναι κυρίως υφυδατική από φύκη και φανερόγαμα και ελάχιστη υγρολιβαδική. Τα λιμνία αυτά ρυπαίνονται από αστικά απόβλητα και απειλούνται από περαιτέρω ρύπανση νερών, στερεά ρύπανση, περιφερειακό μπάζωμα και συρρίκνωση και περιφερειακή δόμηση. Δεν προστατεύονται από κάποιο καθεστώς. (Επιτόπια συλλογή δεδομένων: 4/2005, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

373


ΝΑΞΟΣ ΛΙΜΝΕΣ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, ΝΑΞΟΣ Τα λιμνία-έλη Αγίου Προκοπίου βρίσκονται 4,1 χλμ νοτιοδυτικά της Χώρας της Νάξου και έχουν περιληφθεί στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για τρία συνεχόμενα εποχικά λιμνία αλμυρού νερού (περιεκτικότητα NaCl 30,9 g/l, Langangen 2004) σε αμμώδη υποστρώματα τα οποία ανάλογα με το ύψος της στάθμης του νερού ενώνονται ή διαχωρίζονται περισσότερο. Τα λιμνία τροφοδοτούνταν στο παρελθόν με γλυκά νερά από τον υπόγειο υδροφορέα (υπάρχουν πηγάδια) κάτι που σήμερα μάλλον έχει μειωθεί πολύ. Η στάθμη του νερού διακυμαίνεται πολύ και συχνά τα δυο από τα τρία στεγνώνουν εντελώς. Οι κύριοι τύποι οικότοπων στον υγρότοπο είναι με κωδικούς: 1150* -Λιμνοθάλασσες, 1310 - Μονοετής βλάστηση με Salicornia, 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 2110 - Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, 2260 -Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων. Δεν υπάρχει υδρόβια βλάστηση μέσα στα λιμνία, παρά μόνο περιφερειακά υπάρχει αλοφυτική βλάστηση από Salicornia και Halocnemum, και αμμοθινική βλάστηση ετήσιων φυτών, αλλά και σκληρόφυλλων θάμνων (Corydothymus). Kατά τις μεταναστευτικές περιόδους χρησιμοποιείται από πολλά είδη πουλιών. Ο υγρότοπος δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο για πεζοπορία αναψυχής. Αν και βρίσκεται εντός των ορίων Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4220014, απειλείται με συρρίκνωση, μπάζωμα, δόμηση, αλλαγή χρήσης υγροτοπικών εδαφών (Επίσκεψη για την απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης 4/2005, Κ. Παραγκαμιάν 12/2005).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

374


ΛΙΜΝΕΣ ΓΛΥΦΑΔΑΣ, ΝΑΞΟΣ

Οι λίμνες Γλυφάδας βρίσκονται 12,5 χλμ. νότια της Χώρας Νάξου και έχουν περιληφθεί στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για τρεις σχεδόν διακριτές παράκτιες λιμνούλες, σε τύπο λιμνοθάλασσας, με νερό που κυμαίνεται από γλυκό μέχρι υπεραλμυρό. Η εισροή γλυκού νερού γίνεται από την εκφόρτιση του υπόγειου υδροφορέα και το αλμυρό νερό εισέρχεται από τη θάλασσα και τα αλμυρισμένα εδάφη. Ακριβώς δίπλα στις λίμνες προς τη μεριά της στεριάς υπάρχουν παλιά μαγγανοπήγαδα. Ίσως πρόκειται για τον καλύτερα διατηρημένο υγρότοπο της δυτικής ακτής της Νάξου, που χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από την εξαιρετική ομορφιά του τοπίου και περιλαμβάνει τον οικότοπο προτεραιότητας 2250 -Θίνες των παραλίων με Juniperus spp. Στην περιοχή εκτός από αυτά απαντώνται οι εξής οικότοποι με κωδικούς: 1150* - Λιμνοθάλασσες, 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 2120 - Κινούμενες θίνες με Ammophila arenaria, 3140 - Σκληρά ολιγομεσοτροφικά ύδατα με Characeae, και 72Α0 Καλαμώνες. Στις πλημμυρικές εκτάσεις κυριαρχεί η υφυδατική βλάστηση με χαροφυτα, ενώ υπάρχουν και μικρές εκτάσεις με καλαμώνες από Phragmites australis. Επίσης υπάρχουν διάσπαρτες επιφάνεις με υγρολιβαδική βλάστηση κυρίως με Juncus και μεγάλες εκτάσεις με αμμοθινική όλων των σταδίων από υποτυπώδεις ως και ώριμες θίνες, με Otanthus, Sporobolus και φυσικά Juniperus. Φαίνεται πως υπάρχουν ψάρια, ίσως λίγα, και ο υγρότοπος αποτελεί σημαντικό σταθμό για πολλά είδη μεταναστευτικών πουλιών. Η περιοχή χρησιμοποιείται για πεζοπορία και βόλτες αναψυχής, ενώ η γειτονική παραλία για κολύμβηση. Η λεκάνη απορροής κυριαρχείται από βραχώδεις λόφους με φρυγανική βλάστηση και διάσπαρτη δόμηση εξοχικών οικιών. Βρίσκεται εντός των ορίων της Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4220014 και του Καταφυγίου Άγρια Ζωής, αλλά απειλείται από περαιτέρω δόμηση στα περιθώριά του, καταπάτηση θινών από λουόμενους και ίσως από ρύπανση (Επίσκεψη για την απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης 4/2005, Κ. Παραγκαμιάν 12/2005 ). ΛΙΜΝΕΣ ΜΙΚΡΗΣ ΒΙΓΛΑΣ, ΝΑΞΟΣ Οι λίμνες της Μικρής Βίγλας βρίσκονται δίπλα στον συνοικισμό Μικρή Βίγλα στη δυτική ακτή της Νάξου. Περιλαμβάνονται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για τρία παράκτια, διακριτά σώματα νερού, ένα μεγάλο και εκατέρωθεν δυο μικρότερα, που έχουν μορφή λίμνης ή λιμνοθάλασσας που η αλατότητά τους ήταν την άνοιξη του 2003 από 13 ως 27 g/l, (Langangen 2004), δηλαδή από υφάλμυρο ως αλμυρό. Η τροφοδοσία τους με νερό γίνεται από υπόγεια νερά και τη θάλασσα. Ανάμεσα στις λίμνες και τη θάλασσα παρεμβάλλεται πλατειά ζώνη με μεγάλης ομορφιάς εκτεταμένες λευκές αμμοθίνες. Η αξία του υγρότοπου έγκειται στην εκφόρτιση υπόγειων νερών, στη σταθεροποίηση της ακτογραμμής, στη στήριξη τροφικών αλυσίδων, ως ενδιαίτημα άγριων ζώων και φυτών ενώ τμήματά του έχουν χρησιμοποιηθεί και για καλλιέργειες. Απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 1150* -Λιμνοθάλασσες, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

375


1310 - Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη λασπωδών και αμμωδών ζωνών, 2110 Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες και 3140 –Σκληρά ολιγομεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροφύτων.

Οι κύριοι τύποι βλάστησης είναι η υφυδατική με Ruppia maritima και Lamprothamnium papulosum, η υγρολιβαδική με Juncus spp., η αλοφυτική με Salicornia και Arthrocnemum και φυσικά η αμμοθινική με Ammophila arenaria, Medicago marina και Otanthus maritimus, αλλά και σταθεροποιημένες ώριμες αμμοθίνες με σκληρόφυλλα είδη. Στη θάλασσα μπροστά από τον υγρότοπο υπάρχουν λιβάδια Ποσειδώνιας (1120* -Εκτάσεις θαλάσσιου βυθού με βλάστηση ποσειδώνιας) που φτάνουν μέχρι την ακτή. Η περιοχή αποτελεί σταθμό για πολλά είδη μεταναστευτικών πουλιών. Δεν υπάρχουν δραστηριότητες στον υγρότοπο, ενώ η λεκάνη απορροής καταλαμβάνεται από εντατικές και εκτατικές καλλιέργειες και διάσπαρτη δόμηση. Βρίσκεται εντός των ορίων της Ειδικής Ζώνης Διατήρησης, GR4220014, αλλά απειλείται από περαιτέρω εισβολή της δόμησης. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα διατηρημένα υγροτοπικά τοπία των Κυκλάδων (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Γ. Κατσαδωράκης 4/2005, Κ. Παραγκαμιάν 12/2005). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΣΤΗ ΝΑΞΟ Ναι, και η Νάξος έχει βάθρες που τις δημιουργούν οι καταρράκτες της. Αυτά τα υδάτινα σώματα τα βρίσκουμε σε υποτυπώδη μορφή στην περιοχή Αι Γιώργης, στο χωριό Μέλανες, αλλά και στο χωριό Κεραμωτή, πιο κάτω απο τη θέση Διποτάματα, όπου δημιουργείται ο καταρράκτης της Ρουτσούνας, ύψους είκοσι μέτρων. Εκεί που πέφτουν τα νερά αυτού του καταρράκτη, υπάρχει μια λίμνη με αρκετό βάθος, όπου το καλοκαίρι μπορείς να κολυμπήσεις (πηγές: http://vimanaxou.blogspot.com, http://www.naxos.gr ).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

376


ΠΑΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ ΛΙΜΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΡΟ

Στην Πάρο έχουν καταγραφεί δέκα υγροτοπικές περιοχές, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του WWF Ελλάς «Προστασία των Νησιωτικών Υγρότοπων της Ελλάδας». Πρόκειται για παράκτιους φυσικούς υγρότοπους έκτασης από 8 - 98 στρέμματα., με μόνιμη ή εποχική παρουσία νερού, οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές περιοχές για τη βιοποικιλότητα του νησιού και προστιθέμενη αξία στο ιδιαίτερο κυκλαδίτικο τοπίο. Στην Αντίπαρο, μεταξύ άλλων υγροτοπικών περιοχών υπάρχουνι η Ψαραλυκή και το αλμυρό λιμνίο Γλάρου. Η Ψαραλυκή Αντιπάρου βρίσκεται περίπου μισό χιλιόμετρο νότια - νοτιοανατολικά της Χώρας Αντιπάρου. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο στο οποίο λιμνάζει θαλασσινό νερό εποχιακά. Παλαιότερα λειτουργούσε σαν φυσική αλυκή, η οποία κάλυπτε τις τοπικές ανάγκες σε αλάτι. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς 1150* -Λιμνοθάλασσες, 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και 1310 -Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών. Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική και υφυδατική, ενώ υπάρχουν και τμήματα υπερυδατικής βλάστησης με βούρλα. Γύρω από τον υγρότοπο υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες οι οποίες τον απειλούν, κυρίως από την αυξανόμενη δόμηση και τις τουριστικές δραστηριότητες. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

377


Το αλμυρό λιμνίο Γλάρου βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικά της Χώρας Αντιπάρου. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο στο οποίο λιμνάζει θαλασσινό νερό περιοδικά. Η άμεση αλληλεπίδραση του με τη θάλασσα οδήγησε στη συμπερίληψη τμήματος της θαλάσσιας ρηχίας στα όριά του. Στον υγρότοπο απαντάται ο τύπος οικοτόπου με κωδικό: 1310 -Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών. Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική, ενώ υπάρχουν και μικρά τμήματα υπερυδατικής βλάστησης με βούρλα (Juncus sp.). Γύρω από τον υγρότοπο υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες (κυρίως δόμηση και τουρισμός) οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ( Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 6/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ – ΕΛΟΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΚΤΗΣ, ΠΑΡΟΣ Το έλος Χρυσής Ακτής βρίσκεται περίπου 1,2 χλμ., βορειοανατολικά του οικισμού Δρυός στην ομώνυμη παραλία. Πρόκειται για μικρό εποχιακό λιμνίο υφάλμυρου νερού με περιορισμένη ελοφυτική βλάστηση, που οριοθετείται από υποτυπώδεις θίνες. Το νερό στον υγρότοπο παρουσιάζει μεγάλη αυξομείωση στην στάθμη του, η οποία φτάνει στα χαμηλότερα επίπεδά (μηδενική στάθμηκορεσμένο έδαφος) κατά τις αρχές του καλοκαιριού που συνεχίζεται μέχρι την πλήρωσή του με τις πρώτες βροχές και την τροφοδοσία του από το χειμέριο κύμα. Οι μικροποσότητες γλυκού νερού, προέρχονται κυρίως από υπόγειο υδροφορέα, που εκφορτίζεται στα όρια του υγρότοπου, τα κατακρημνίσματα αλλά και από παρακείμενο μικρό χείμαρρο.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

378


Ο υγρότοπος δέχεται σημαντικές πιέσεις και οχλήσεις κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, οι οποίες γίνονται εντονότερες και λόγω της ανύπαρκτης ενημέρωσης για τη σημασία του συγκεκριμένου τόπου. Η κοιλότητα καταλάμβανε στο παρελθόν μεγαλύτερο τμήμα προς τα βόρεια και βορειοανατολικά, που όμως επιχωματώθηκε και οικοδομήθηκε ενώ ενδιάμεσα κατασκευάστηκε ο κύριος δρόμος πρόσβασης προς την παραλία. Μια ακόμα πολύ σημαντική αλλοίωση είναι η μετατροπή της υγρής κοιλότητας σε χώρο στάθμευσης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς: 1310 –Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών, 2120 –Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) και 2110 –Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες. Η βλάστηση αποτελείται κυρίως από αλόφυτα στο βόρειο και ανατολικό τμήμα και αμμόφιλα φυτά σε κινούμενες και υποτυπώδεις κινούμενες θίνες στο παραλιακό μέτωπο. Τέλος υπάρχουν τμήματα με δενδρώδη βλάστηση του γένους Tamarix περιμετρικά της κοιλότητας, στην οποία, κατά την περίοδο που πλημμυρίζει, παρουσιάζεται και υφυδατική βλάστηση του γένους Ruppia (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 4/2005, 9/2010, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης, Ν. Γεωργιάδης ). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΛΥΚΗ ΠΟΥΝΤΑΣ, ΠΑΡΟΣ Η αλυκή Πούντας, ένα εκτενές εποχιακό αλμυρό λιμνίο που έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται μεγάλες ανθρωπογενείς πιέσεις, βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο νότια της Πούντας. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, οι οποίες έχουν μειώσει τις αξίες και τις λειτουργίες του υγρότοπου, περιλαμβάνουν κυρίως επιχωματώσεις, εκχερσώσεις, δόμηση, διανοίξεις δρόμων και έντονες τουριστικές δραστηριότητες με κυρίαρχα τα θαλάσσια σπορ (ιστιοσανίδα, σανίδα με αλεξίπτωτο). Η τροφοδοσία του σε γλυκό νερό γίνεται μέσω των απορροών, ενώ επίσης συνδέεται εποχιακά και με τη θάλασσα (επιφανειακά και υπόγεια). Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες, την ασυνεχή δόμηση και τον τουρισμό. Στον υγρότοπο απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 1310 -Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών και 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα (Juncetalia maritimi). Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική με αρμυρήθρες και δευτερευόντως υπερυδατική με βούρλα και αγριοκάλαμα. Η νήσος Πάρος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1455/Β/1975), ενώ ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, GR153. Επίσης προστατεύεται από το Γ.Π.Σ. Πάρου (ΦΕΚ 148/ΑΑΠ/2012).

Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τις αυξανόμενες τουριστικές και αθλητικές δραστηριότητες και τη δόμηση. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών η αλυκή μετατρέπεται σε χώρο στάθμευσης για εκατοντάδες αυτοκίνητα, ενώ τα δύο μεγάλα λυόμενα που στεγάζουν αναψυκτήρια και χώρους ενοικίασης ιστιοσανίδων επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τον υγρότοπο (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Ν. Γεωργιάδης 6/2008). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

379


ΛΙΜΝΙΑ ΑΛΜΥΡΑ ΑΛΥΚΕΣ ΛΑΓΚΕΡΗ, ΠΛΑΤΙΑ ΑΜΜΟΣ, ΠΑΡΟΣ Ο υγρότοπος των Αλυκών Λάγγερη βρίσκεται περίπου 4 χλμ., βορειανατολικά της Νάουσας, Πάρου. Πρόκειται για υγρότοπο που αποτελείται από δύο εποχιακά αλμυρά λιμνία που ενώνονται μεταξύ τους με αλοφυτική βλάστηση. Το μεγαλύτερο από αυτά, στα ανατολικά, ξεραίνεται νωρίς την άνοιξη, ενώ το μικρότερο κρατά νερό μέχρι και τα μέσα του καλοκαιριού. Εδράζονται σε παράκτια κοιλότητα που οριοθετείται από δύο μικρούς λόφους εκατέρωθεν. Επιφανειακά συνδέονται εποχιακά με τη θάλασσα, η οποία τα επηρεάζει και υπογείως. Ολόκληρη η έκταση με τους δύο λόφους και την παράκτια κοιλότητα είναι ιδιωτική.

Στον υγρότοπο, αλλά και στις δύο μικρές λεκάνες απορροής, δεν υπάρχει έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα, πλην του κυνηγιού, με αποτέλεσμα ο υγρότοπος να διατηρείται σε άριστη κατάσταση, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στους υπόλοιπους υγρότοπους του νησιού. Ωστόσο, στα πλάνα των τριών ιδιοκτητών είναι η κατάτμηση της γης και η πώλησή της για κατασκευή εξοχικών κατοικιών. Στον υγρότοπο απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς: 1310 -Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών και 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Γενικά, η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική με αρμυρήθρες και δευτερευόντως υπερυδατική με σκίρπα και βούρλα. Η νήσος Πάρος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1455/Β/9-12-1975). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας, με κωδικό GR4220025 και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR153. Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τα μελλοντικά πλάνα για εκτενή κατασκευή εξοχικών κατοικιών, τον τουρισμό και το κυνήγι (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2009, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΠΙΣΩ ΑΛΥΚΗ, ΠΑΡΟΣ Ο υγρότοπος της Πίσω Αλυκής βρίσκεται περίπου 2 χλμ., νοτιοανατολικά του οικισμού Αγκαιριά και συνορεύει με το ανατολικό άκρο του νέου οικισμού Αλυκή. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο που δέχεται μικροποσότητες γλυκού νερού από κατακρημνίσματα και από την εκφόρτιση του υπόγειου υδροφορέα (όπως άλλωστε μαρτυρούν τα απομεινάρια παλιών αποστραγγιστικών καναλιών). Επιφανειακά εικάζεται πως συνδέεται εποχιακά με τη θάλασσα στο ανατολικό άκρο του, αλλά σίγουρα υπάρχει και υπόγεια επικοινωνία. Αποτελεί τον πιο υποβαθμισμένο υγρότοπο της Πάρου, με εκτενείς παλιές επιχωματώσεις αλλά και συνεχόμενες αποθέσεις αδρανών, που έχουν μειώσει αισθητά την υγροτοπική έκταση. Από τα 29 περίπου στρέμματα της οριοθετημένης υγροτοπικής περιοχής τα 24 περίπου έχουν μπαζωθεί, ενώ τα υπόλοιπα 5 χωρίζονται από τα μπάζα σε 3 περιοχές με καθαρά Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

380


υγροτοπικά χαρακτηριστικά. Όλο το παραλιακό μέτωπο του υγρότοπου έχει επιχωματωθεί για την κατασκευή δρόμου και χώρου στάθμευσης για τις ανάγκες των λουόμενων. Κάποια από τα αδρανή υλικά φαίνεται πως έχουν αποτεθεί εδώ και αρκετά χρόνια, αφού στο μεγαλύτερο τμήμα τους έχουν αφομοιωθεί από το τοπίο αναπτύσσοντας έντονη πρόδρομη βλάστηση. Ανάμεσα στο παραλιακό μέτωπο και στα υγροτοπικά τμήματα, παρατηρήθηκαν τα απομεινάρια παλιού αποστραγγιστικού καναλιού.

Στα υγροτοπικά τμήματα της περιοχής απαντώνται υπολείμματα των παρακάτω τύπων οικότοπων με κωδικούς: 1310 - Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών και 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Γενικά η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική με αρμυρήθρες και δευτερευόντως υπερυδατική με βούρλα και αγριοκάλαμα. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική για τα Πουλιά, με κωδικό GR153 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 9/2010, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης ). ΣΕΡΙΦΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ-ΕΛΟΣ ΤΣΙΛΙΠΑΚΙ, ΣΕΡΙΦΟΣ

Το έλος Τσιλιπάκι βρίσκεται περίπου 2,7 χλμ., νοτιοανατολικά της Χώρας Σερίφου. Πρόκειται για παράκτιο έλος το οποίο στο παρελθόν τροφοδοτούνταν με γλυκό νερό μόνο από την απορροή των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων της γύρω λεκάνης και επηρεαζόταν υδρολογικά περισσότερο από τη θάλασσα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια κατεργασμένα οικιστικά λύματα, από τον σταθμό βιολογικού καθαρισμού που βρίσκεται στα ανάντη, παροχετεύονται στον υγρότοπο. Αυτό έχει ως Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

381


αποτέλεσμα την υπερπλήρωση του έλους με γλυκό νερό, που εποχικά ξεχειλίζει προς τη θάλασσα, αλλά και την μερική τροποποίηση της δομής του, τόσο όσον αφορά στην βλάστηση, όσο και στην υδρολογία του. Παρ’ όλα αυτά, το έλος παρουσιάζει μεγάλο βαθμό φυσικότητας. Το 2011 αναφέρθηκε ότι ο βιολογικός καθαρισμός δεν λειτουργούσε σωστά, με αποτέλεσμα το νερό που κατέληγε στον υγρότοπο να ήταν γεμάτο με οργανικό φορτίο και να προκαλούσε ευτροφικά φαινόμενα ( Broggi 2011). Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο σχετίζονται κυρίως με το έντονο κυνήγι και τη βόσκηση. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τη βοσκή και βέβαια τις εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς και με φθίνουσα σειρά κάλυψης: 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 72Α0 –Καλαμώνες και 5420 -Φρύγανα Sarcopoterium spinosum. Γενικά η βλάστηση είναι υπερυδατική με εκτενή ενιαία τμήματα υγρών λιβαδιών με βούρλα (Juncus sp.) και λόχμες ψαθιών (Typha sp.). Το έλος Τσιλιπάκι είναι ένας από τους σημαντικούς υγρότοπους των δυτικών Κυκλάδων για την ορνιθοπανίδα μιας και είναι σχετικά απομονωμένος από τις κύριες ανθρώπινες δραστηριότητες. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από το έντονο κυνήγι, καθώς και τα ελλιπώς επεξεργασμένα ύδατα που παροχετεύει ο σταθμός του βιολογικού καθαρισμού. Η νήσος Σέριφος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1176/Β/22-9-2000). (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 2/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΠΛΑΤΥΣ ΓΙΑΛΟΣ, ΣΕΡΙΦΟΣ

Το έλος Πλατύς Γιαλός ή Γήπεδο, βρίσκεται περίπου 2 χλμ., βορειοανατολικά του οικισμού Ταξιάρχες της Σερίφου. Πρόκειται για παράκτιο εποχιακό αλμυρό λιμνίο, το οποίο τροφοδοτείται με γλυκό νερό μόνο από την απορροή των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων της γύρω λεκάνης και επηρεάζεται υδρολογικά κυρίως από τη θάλασσα. Όταν ξεραίνεται, χρησιμοποιείται ως γήπεδο ποδοσφαίρου και ως χώρος στάθμευσης των λουομένων. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τη βοσκή και τις εκτατικές καλλιέργειες. Η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp.) και άτομα σκίρπων (Scirpus sp), ενώ περιμετρικά του υγρότοπου έχουν φυτευτεί αλμυρίκια. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες κατά την ξηροθερμική περίοδο. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR150 και ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής, με κωδικό Κ479, ενώ ολόκληρη η νήσος Σέριφος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1176/Β/22-9-2000) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 2/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

382


ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΣΥΚΑΜΙΑΣ, ΣΕΡΙΦΟΣ Το έλος Συκαμιά βρίσκεται περίπου 2,5 χλμ., βορειοδυτικά του οικισμού Γαλανό της Σερίφου. Ο υγρότοπος μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύστημα αποτελούμενο από δύο μικρές εκβολές και ένα μικρό εποχιακό αλμυρό λιμνίο, που ενώνονται από μια σχετικά στενή παραλιακή ζώνη, στην οποία απαντώνται κλίνες με υγροτοπική βλάστηση. Ο υγρότοπος είναι πολύ επηρεασμένος από τις δραστηριότητες του οικισμού και κυρίως από την επέκταση των γύρω καλλιεργειών. Τροφοδοτείται με γλυκό νερό από δύο ρύακες και επηρεάζεται άμεσα από τη θάλασσα μέσω του χειμέριου κύματος. Ο ανατολικός ρύακας σχηματίζει εύρωστο υγρολίβαδο σε συνδυασμό με βλάστηση αμμωδών εκτάσεων και σταθερών θινών με ευφορβίες και φρύγανα, ενώ ο δυτικός σχηματίζει τμήματα με υπερυδατική και θαμνώδη βλάστηση. Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, το επιφανειακό νερό είναι ελάχιστο μάλλον λόγω άντλησης στα ανάντη. Στη δυτική πλευρά παρατηρήθηκαν πηγάδια και γεωτρήσεις. Οι κοίτες των ρεμάτων φιλοξενούν επίσης αρκετές λόχμες υπερυδατικής και θαμνώδους βλάστησης.

Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο σχετίζονται κυρίως με τη γεωργία και την δόμηση, που τον πολιορκούν και έχουν επεκταθεί σε βάρος του. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι ήπιες με κυρίαρχες τη βοσκή και τις εκτατικές καλλιέργειες. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς: 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 72Α0 –Καλαμώνες, 2210 -Σταθερές θίνες των παραλίων, 2190 -Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών, 2220 -Θίνες με Euphorbia terracina και 3290 Ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή. Η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp.), καλάμια υφάλμυρων νερών (Arundo donax) και λοχμών με αγριοκάλαμα (Phragmites australis), ενώ προς την παραλία υπάρχουν φυτεμένα αλμυρίκια. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από την επιπλέον επέκταση των καλλιεργειών και τη δόμηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR150 και ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής, με κωδικό Κ479, ενώ ολόκληρη η νήσος Σέριφος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1176/Β/22-9-2000) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 2/2008, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΣΙΦΝΟΣ ΛΙΜΝΙΑ-ΕΛΗ ΚΑΜΑΡΩΝ, ΣΙΦΝΟΣ Το έλος Καμαρών βρίσκεται περίπου μισό χιλιόμετρο βόρεια–βορειοανατολικά του ομώνυμου οικισμού, στην ομώνυμη παραλία της Σίφνου. Πρόκειται για δύο μικρά συνορεύοντα έλη τα οποία Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

383


τροφοδοτούνται με γλυκό νερό κυρίως από τον ρύακα Καμαρών. Η κοίτη του ρύακα προς την εκβολή έχει εκτραπεί και διασπαστεί σε 4 κεντρικά αυλάκια (ως αποτέλεσμα έντονων γεωργικών δραστηριοτήτων και δόμησης) τα οποία καταλήγουν στην παραλία τροφοδοτώντας τα δύο έλη, αλλά και άλλα μικρότερα τμήματα με υπερυδατική υγροτοπική βλάστηση ανάμεσά τους. Γύρω από τα έλη υπάρχουν θίνες με αμμόφιλη βλάστηση σε μίξη, κατά τόπους, με υπερυδατική βλάστηση. Λόγω αυτής της ποικιλομορφίας τα τιθέμενα όρια του υγρότοπου έχουν επεκταθεί και έχουν καλύψει όλη την παραλία. Ο υγρότοπος επηρεάζεται επίσης άμεσα από τη θάλασσα μέσω του χειμέριου κύματος και από τον υψηλό υδροφόρο ορίζοντα που εκφορτίζεται προς την παραλία. Στις δύο κύριες ανοιχτές επιφάνειες νερού παρατηρήθηκαν εγκλωβισμένα ψάρια του γένους Mugil (κέφαλοι) γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο υγρότοπος συνδέεται επιφανειακά με τη θάλασσα κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, όταν δηλαδή οι ποσότητες παροχέτευσης νερού από τον ρύακα τροφοδοσίας είναι μεγάλες. Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι έντονες κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, λόγω του τουρισμού που έχει οδηγήσει και σε αύξηση της δόμησης στα όριά του. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις εντατικές και εκτατικές καλλιέργειες και την ασυνεχή δόμηση. Επιπρόσθετα, στην κοίτη του ρύακα έχει κατασκευαστεί μικρό φράγμα ανάσχεσης.

Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων με κωδικούς: 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (Λευκές Θίνες), 72Α0 –Καλαμώνες και 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές και λόχμες. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική, αποτελούμενη από αγριοκάλαμα (Phragmites australis), βούρλα (Juncus sp.) και λόχμες καλαμιών υφάλμυρων νερών (Arundo donax) και αμμόφιλη αποτελούμενη κυρίως από ψάθες αμμοθινών (Ammophila sp.). Επίσης, γύρω από τον υγρότοπο υπάρχουν λυγαριές και αυτοφυή αλλά και φυτεμένα αλμυρίκια και πικροδάφνες, ενώ υπάρχουν και λίγα επιγενή φυτεμένα φοινικοειδή και ευκάλυπτοι. Αναφέρεται (Broggi, 2000) η εξαφάνιση πληθυσμού νεροχελώνων (Mauremys rivulata). Επίσης, αναφέρει λίγα άτομα βατράχων (Pelophylax kurtmuelleri), τόσο στα έλη, όσο και στην κοίτη, που όμως δεν παρατηρήθηκαν σε αυτή την απογραφή του WWF. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από την περαιτέρω επέκταση της δόμησης και των τουριστικών δραστηριοτήτων. Η νήσος Σίφνος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 917/Β/14-7-1976) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 6/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ-ΕΛΟΣ ΦΑΡΟΣ, ΣΙΦΝΟΣ Το έλος Φάρος βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του ομώνυμου οικισμού Σίφνου. Πρόκειται για πολύ υποβαθμισμένο έλος καλαμώνα (στα όρια της εξαφάνισης), το οποίο τροφοδοτείται με γλυκό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

384


νερό από μικρό χείμαρρο. Τόσο κατά μήκος της κοίτης, όσο και στα όρια του έλους παρατηρήθηκαν αρκετά πηγάδια, γεωτρήσεις και βλυχάδες. Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι έντονες κυρίως κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών οπότε και μετατρέπεται μερικώς σε χώρο στάθμευσης. Στο μεγαλύτερο τμήμα του καλαμώνα, τα καλάμια κόβονται κάθε χρόνο για να εξυπηρετήσουν την πρόσβαση των αυτοκινήτων προς την παραλία, αλλά και τις ταβέρνες και τα σπίτια γύρω από τον υγρότοπο, ενώ η εκβολή του χείμαρρου έχει τσιμεντοστρωθεί. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με κυρίαρχες τις εντατικές και εκτατικές καλλιέργειες. Στην περιοχή απαντάται ο τύπος οικότοπου με κωδικό: 72Α0 –Καλαμώνες, ενώ κατά μήκος του μικρού χειμάρρου υπάρχουν και στοές με πικροδάφνες (τύπος οικότοπου: 92D0). Η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από καλάμια υφάλμυρων νερών (Arundo donax) και αγριοκάλαμα (Phragmites australis). Επίσης, υπάρχουν λίγα φυτεμένα αλμυρίκια καθώς και φοινικοειδή προς την παραλία. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από την περαιτέρω επέκταση της δόμησης ή/και των καλλιεργειών και των τουριστικών δραστηριοτήτων. Η νήσος Σίφνος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 917/Β/14-7-1976) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 6/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΣΥΡΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ-ΕΛΟΣ ΓΑΛΗΣΣΑ, ΣΥΡΟΣ Το έλος του Όρμου Γαλησσά βρίσκεται 0,5 χιλιόμετρα δυτικά-βορειοδυτικά του ομώνυμου οικισμού της Ερμούπολης. Πρόκειται για ένα έλος που διατηρεί νερό εποχικά και βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με τη θάλασσα. Έντονες είναι οι υποβαθμιστικές δραστηριότητες στον υγρότοπο με κυριότερες την εκχέρσωση υγροτοπικής βλάστησης για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης, τη δημιουργία δρόμου και την απόκτηση εδαφών από το έλος. Τα τελευταία χρόνια η αυξανόμενη δόμηση και η δημιουργία χώρων στάθμευσης είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της έκτασης του υγρότοπου. Νότια του υγρότοπου στην παραλιακή ζώνη υπάρχει μια μεγάλη έκταση αμμοθινικών συστημάτων, τα οποία και καταπατούνται καθημερινά, λόγω της τουριστικής εκμετάλλευσης της παραλίας. Στη λεκάνη απορροής υπάρχουν γεωργικές και τουριστικές δραστηριότητες και υποδομές. Κατά την επίσκεψη του WWF καταγράφηκαν οι εξής τύποι οικότοπων με κωδικούς: 1310 –Μονοετής βλάστηση με Salicornia και άλλα είδη των λασπωδών και αμμωδών ζωνών και 72Α0 –Καλαμώνες. Η βλάστηση είναι κυρίως αλοφυτική (Arthrocnemum sp., Halimione portulacoides) και υπερυδατική Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

385


(Phragmites australis), ενώ υπάρχουν και αρκετά αρμυρίκια (Tamarix smyrnenis) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF : 8/2011, Απογραφή: Α. Καρδαμάκη).

ΤΗΝΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ–ΕΛΟΣ ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ, ΤΗΝΟΣ Στην βόρεια ακτή της Τήνου, απλώνεται η κοιλάδα της Κώμης, η οποία πλησιάζοντας στην ακτή σχηματίζει μία μικρή υδάτινη έκταση, ένα χαρακτηριστικό δείγμα παράκτιου νησιώτικου έλους, τη γνωστή Κολυμπήθρα της Τήνου. Το Λιβάδι, όπως ονομάζεται η κοιλάδα, διατρέχεται από μικρά εποχικά ρέματα που κατεβαίνουν από τους γύρω λόφους. Η μεγαλύτερη έκταση του αποτελείται από καλλιέργειες, ενώ προς το τέλος του υπάρχει ένας μεγάλος καλαμιώνας. Σε εκείνο το σημείο τα νερά συγκεντρώνονται σε μια μόνιμη μικρή λιμνοθάλασσα, η οποία μαζί με τα καλάμια απλώνεται σε μια έκταση 80 στρεμμάτων. Η βλάστηση γύρω από τον υγρότοπο συνδυάζει τα τυπικά φυτά των υγροτόπων με τη βλάστηση που χαρακτηρίζει τις παραλίες του Αιγαίου. Τα μεγάλα καλάμια και τα διάσπαρτα βούρλα κυριαρχούν, ενώ δίπλα από τις εκβολές υπάρχει μια έκταση από εμβρυακές αμμοθίνες. Τα περισσότερα φυτά φυτρώνουν εκεί που η παραλία συναντά τις καλαμιές και περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά είδη των αμμοθίνων όπως ο αμάραντος Limonium sinuatum, ο Othantus maritimus, η γαλατσίδα Euphorbia paralias, η μηδική Medicago marina, το αγκάθι Eryngium maritimum, η αγριοβιολέτα Malcolmia maritima, το κρίταμο Crithmum maritimum, το κρινάκι της θάλασσας Pancratium maritimum, το σταμναγκάθι Cichorium spinosum, η αρμυρίθρα Cakile maritima, ο τραγοπώγων Tragopogon pratensis, κ.ά. Η Κολυμπήθρα, όπως και όλοι οι παράκτιοι υγρότοποι των νησιών, αποτελούν σημαντικό βιότοπο ξεκούρασης, διαχείμασης και αναπαραγωγής πολλών πουλιών. Η εποχική επικοινωνία με τη θάλασσα έχει εμπλουτίσει τα νερά του υγροτόπου με κεφαλόπουλα τα οποία αποτελούν πόλο έλξης για πολλά μεγαλύτερα πουλιά. Το πιο χαρακτηριστικό είδος είναι ο ποταμοσφυριχτής, ο οποίος γεννάει τα αυγά του ανάμεσα στα χαλίκια, λίγα μέτρα μακριά από το έλος. Τα είδη που προτιμούν να ζουν κοντά και μέσα στους πυκνούς καλαμιώνες είναι η νερόκοτα, η πρανινοκέφαλες πάπιες, και οι ερωδιοί, όπως ο σταχτοστικνιάς, ο λευκοτσικνιάς, ο κρυπτοτσικνιάς και ο νυχτοκόρακας. Άλλα είδη είναι το νανοβουτηχτάρι, η φαλαρίδα, ο θαλασσοσφυριχτής, ο καλαμοκανάς, η κιτρινοσουσουράδα, η λευκοσουσουράδα, το σταβλοχελίδονα, αλλά και πολλά ακόμα παρυδάτια που διαλέγουν την περιοχή για μια σύντομη στάση στο μεταναστευτικό τους ταξίδι. Πάνω από την Κολυμπήθρα πετάνε καλαμόκιρκοι και σπιζαετοί, ενώ στα βράχια και στις βραχονησίδες ζούνε θαλασσοκόρακες, μαυροπετρίτες, πετρίτες και βραχοκιρκίνεζα. Από τη μεριά της ερπετοπανίδας στα νερά ζούνε Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

386


βαλκανοβάτραχοι, ποταμοχελώνες, νερόφιδα και λιμνόφιδα, ενώ στην ακτή και στους γύρω λόφους απαντώνται τρανόσαυρες, σιλιβούτια, έρυκες, κυρτοδάκτυλοι, αστραπόφιδα και αγιόφιδα. Τέλος, από τα θηλαστικά ξεχωριστή θέση κατέχει η μεσογειακή φώκια που ζει ακόμα στις απομονωμένες περιοχές γύρω από τον όρμο (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.naturagraeca.com).

Εξάλλου κατά το WWF, ο υγρότοπος Κολυμπήθρα βρίσκεται περίπου 2,9 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οικισμού Καλλονή της Τήνου. Συμπεριλαμβάνεται στην εθνική απογραφή με κωδικό GR422347000 και ονομασία ‘’Έλος Κολυμπήθρας Τήνου’’ (Ζαλίδης & Ματζαβέλας 1994) και στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Πρόκειται για υγρότοπο που αποτελείται από έλη, παράκτια λίμνη και καλαμώνες και σχηματίζεται στην εκβολή του μεγαλύτερου ρέματος της Τήνου και πάνω σε εκτεταμένα, για νησί, αλλουβιακά εδάφη. Η τροφοδοσία με γλυκό νερό γίνεται από το ρέμα απευθείας, το οποίο κοντά στη θάλασσα χωρίζει σε δυο σκέλη, και -κυρίως- από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Κατάντη των αλλουβιακών εδαφών υπάρχει η πιο μεγάλη έκταση του νησιού με καλά αναπτυγμένες αμμοθίνες και πλούσια αμμοθινική βλάστηση. Η εκβολή καταλήγει σε μικρό κολπίσκο που βλέπει προς το βοριά και υφίσταται την επίδραση ισχυρών κυματισμών της θάλασσας τόσο το καλοκαίρι όσο και τον χειμώνα. Για τον παραπάνω λόγο, στον υγρότοπο συγκεντρώνονται πολλά στερεά απορρίμματα. Η αιολική διάβρωση στα γύρω βράχια είναι έντονη, ενώ η άμμος εισχωρεί στο εσωτερικό, σε απόσταση μεγαλύτερη των 100 μέτρων από την ακτή. Η μεγάλη αμμώδης παραλία είναι από τις πιο δημοφιλείς του νησιού για κολύμπι το καλοκαίρι και για θαλάσσια σπορ διότι έχει συχνό και έντονο κυματισμό. Ο υγρότοπος είναι ο πιο εκτεταμένος του νησιού και προσφέρει ποικιλία ενδιαιτημάτων για την άγρια ζωή. Στη γειτονική μεγάλη και εύφορη πεδιάδα ανάντη, καλλιεργούνται τομάτα, πατάτα, διάφορα οπωροκηπευτικά και πολύ αγκινάρα, είναι τα κύρια γεωργικά παραγωγικά εδάφη του νησιού. Σε αυτόν τον υγρότοπο οι κυριότεροι οικότοποι είναι με κωδικούς: 3290 -Ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή, 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 2110 -Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες, 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (Λευκές Θίνες) και 72Α0 -Καλαμώνες. Μέρος του υγρότοπου ανάντη της "Λίμνης" έχει καταληφθεί από καλλιέργειες εδώ και πολλά χρόνια. Ο υγρότοπος απειλείται από ελάττωση εισροών γλυκού νερού λόγω υπεράντλησης ανάντη και λόγω μη σημειακής γεωργικής ρύπανσης. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων της Ζώνης Ειδικής Προστασίας, GR4220031, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του προστατεύεται από το ΠΔ για τους μικρούς νησιωτικούς υγρότοπους (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Γ.Κατσαδωράκης 4/2008). __________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

387


ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ Τα νησιά του Αργοσαρωνικού δεν διαθέτουν φυσικές λίμνες, παρά μόνο μπορείς να συναντήσεις μικρές εποχικές λιμνούλες σε παράκτιες περιοχές και οι οποίες από χρονιά σε χρονιά εξαφανίζονται ή και επαναδημιουργούνται. Ειδικότερα, υγροτοπικές περιοχές βρίσκονται στην Αίγινα, Αγκίστρι, στη νήσο Μετώπη, στη Σαλαμίνα και στον Πόρο. Στον Κορινθιακό, υγροτοπικές περιοχές απαντώνται στα νησιά Τριζόνια Φωκίδας. Αίγινα, Αγκίστρι, Μετώπη, Σαλαμίνα, Πόρος. Στην Αίγινα η εκβολή του νότιου ρύακα του Μαραθώνα λογίζεται ως υγροτοπική περιοχή, και είναι υποβαθμισμένη. Επίσης έχουν καταγραφεί η εκβολή του ρύακα Βάγια και του ρύακα Αννίτσα, και το τεχνητό λιμνίο Παχιάς Ράχης. Στη Μετώπη υπάρχει μια φυσική αλυκή και μια μικρή λιμνοθάλασσα, που βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση. Στο Αγκίστρι και στο νότιο-νοτιοδυτικό άκρο του υπάρχει μια αλυκή, έκτασης περίπου 40 στρεμμάτων. Στη Σαλαμίνα, έχουν καταγραφεί οι υγροτοπικές περιοχές το Έλος του αρχαίου Λιμένα και η Αλυκή της ναυτικής βάσης. Στον Πόρο έχει καταγραφεί ένας φυσικός υγρότοπος σε εκβολή ρέματος στο βόρειο-δυτικό τμήμα του νησιού (πηγές: Βρεττού Φ., και συν, 2012. Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007. Παραγκαμιάν, Κ., 2009. Παραγκαμιάν Κ. και Κατσαδωράκης Γ., 2007. Πορτόλου, Δ., και συν., 2009, http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/, http://ornithologiki.gr/page_iba.php?aID=180).

και

Μια αναλυτικότερη αποτύπωση για τα λιμνία και μερικές από τις υγροτοπικές περιοχές στα νησιά του Αργοσαρωνικού, παρουσιάζονται παρακάτω ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΥΚΗ ΑΓΚΙΣΤΡΙ, ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Η αλυκή Αγκιστριού ή Απονήσσου, βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο δυτικά από τον οικισμό Λιμενάρια στο Αγκίστρι. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο το οποίο τροφοδοτείται με θαλασσινό νερό και με γλυκό νερό από τις επιφανειακές απορροές. Για την προστασία των παρακείμενων καλλιεργειών έχει διανοιχθεί κανάλι προς τη θάλασσα που λειτουργεί ως υπερχειλιστής. Παλαιότερα, όταν στέγνωνε, λειτουργούσε σαν φυσική αλυκή για την παραγωγή αλατιού με σκοπό την κάλυψη των τοπικών αναγκών. Στην περιοχή απαντάται ο τύπος οικότοπου με κωδικό: 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Γενικά η υγροτοπική βλάστηση αποτελείται κυρίως από μικρά τμήματα υπερυδατικής βλάστησης με βούρλα (Juncus sp.), τα οποία έχουν μειωθεί από την επέκταση των γύρω καλλιεργειών. Στη λεκάνη απορροής δεν υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο υγρότοπος υπάγεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής, με κωδικό Κ742. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τις αυξανόμενες τουριστικές δραστηριότητες (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 3/2007, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

388


ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΥΚΗ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ, ΣΑΛΑΜΙΝΑ, ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ Η Αλυκή της Ναυτικης Βάσης, βρίσκεται περίπου 1,3 χλμ., ανατολικά της Σαλαμίνας. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο, του οποίου το μεγαλύτερο τμήμα έχει επιχωματωθεί και χτιστεί. Ένα μικρό τμήμα ωστόσο παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο στην περιοχή της ναυτικής βάσης Σαλαμίνας. Λόγω της στρατιωτικής χρήσης η πρόσβαση απαγορεύεται και γι’ αυτό δεν κατέστη δυνατό να γίνει πλήρης απογραφή. Η παρουσία νερού είναι εποχική αν και το έδαφος κατά τμήματα προς τη θάλασσα παρουσιάζεται κορεσμένο ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο σχετίζονται με τη ναυτική βάση και με την οικιστική ανάπτυξη. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες και τη συνεχή δόμηση (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 12/2007, Απογραφείς: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ ΠΑΧΙΑΣ ΡΑΧΗΣ, ΑΙΓΙΝΑ, ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Τα τεχνητά λιμνία Παχιάς Ράχης βρίσκονται περίπου 2,1 χλμ., δυτικά από τον οικισμό Πόρτες στην Αίγινα. Πρόκειται για 3 λιμνία σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση και έχουν δημιουργηθεί πιθανόν από εκσκαφές για απόληψη αδρανών υλικών. Δέχονται νερό μόνο από τις επιφανειακές απορροές και τα κατακρημνίσματα και το νερό δεν εκρέει από κάποιο σημείο, ενώ τα λιμνία επικοινωνούν μεταξύ τους με υπερχείλιση Η παρουσία νερού είναι εποχική και τους θερινούς μήνες στεγνώνουν τελείως. Στον υγρότοπο δεν απαντώνται υγροτοπικά φυτά ενώ περιμετρικά αλλά και στην ευρύτερη περιοχή Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

389


υπάρχουν φρύγανα και μακία βλάστηση. Βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής με κωδικό Κ787, ενώ φαίνεται να είναι εκκλησιαστικό κτήμα. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 7/2011, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης). __________

ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ Τα φυσικά υδάτινα σώματα στα Δωδεκάνησα είναι περιορισμένα. Στη Ρόδο έχουν καταγραφεί 25 υγροτοπικές περιοχές, με συνολική επιφάνεια γύρω στα 2300 στρέμματα την υγρή περίοδο, και σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν μεγάλες μόνιμες επιφάνειες νερού στους φυσικούς υγροτόπους του νησιού, ενώ 5 είναι τεχνητοί υγρότοποι. Σε γενικές γραμμές ως προς τη φυσικότητα αυτών των περιοχών διαπιστώνεται ότι είναι αρκετά αλλοιωμένοι. Ανάμεσα σε αυτές τις υγροτοπικές περιοχές σημαντικές είναι οι φυσικές λίμνες Γενναδίου, η τεχνητή λίμνη της Απολακκιάς, και οι ποταμοί Φάδουρας, Λουτάνης, Καμάρες Κρεμαστής και Φονιάς. Στην Κω οι φυσικές υδατοσυλλογές είναι 10 και οι λιμνοδεξαμενές δύο, με συνολική έκταση περίπου 1170 στρέμματα την υγρή περίοδο. Οι πλέον σημαντικοί υγρότοποι είναι το Ψαλίδι που προστατεύεται και η Αλυκή Τιγκακίου, που αμφότεροι έχουν μελετηθεί για την υδρολογία και τη βιοποικιλότητά τους. Στην Κω εκτός από τα έλη έχουν καταγραφεί και μεσογειακά εποχικά τέλματα που βρίσκονται υψηλότερα στα βουνά. Στην Αστυπάλαια έχουν καταγραφεί 5 μικροί φυσικοί υγρότοποι και μία τεχνητή λίμνη. Στην Κάλυμνος δύο είναι οι φυσικοί υγρότοποι, μικρής όμως έκτασης, ενώ υπάρχει και η τεχνητή λίμνη στα Στημένια. Στην Κάρπαθο υπάρχει έλλειψη γλυκών νερών, ενώ ο υγρότοπος στο βόρειοδυτικό τμήμα του νησιού είναι εποχικός και δέχεται θαλασσινά νερά. Νότιοδυτικά της Καρπάθου στο ακατοίκητο νησί Αρμάθια, έχει ένα μεγάλο υγρότοπο 14 στρεμμάτων και ένα μικρότερο που κατακλύζονται μόνο από θαλασσινά νερά. Στους Λειψούς έχουν καταγραφεί δύο μικροί φυσικοί υγρότοποι και μία λιμνοδεξαμενή. Στη Λέρο υπάρχουν δύο μικροί φυσικοί υγρότοποι οι οποίοι είναι αλλοιωμένοι από ανθρώπινες επεμβάσεις, ενώ υπάρχει και η τεχνητή λίμνη Παρθενίου. Στην Πάτμο έχουν καταγραφεί 5 φυσικοί υγρότοποι, συνολικής έκτασης 12-18 στρέμματα, οι οποίοι είναι ενταγμένοι στο αγροτικό περιβάλλον της περιοχής με έντονα τα σημάδια της ανθρώπινης παρέμβασης. Στην Τήλο έχουν περιγραφεί, ένας φυσικός υγρότοπος που αποτελεί εποχικό τέλμα, και ένα μικρό έλος, καθώς και μια λιμνοδεξαμενή. Ειδικότερα για τη Ρόδο, σημαντικές, μεταξύ άλλων υγροτοπικών περιοχών, είναι η Λίμνη των Νάνων και οι Λίμνες Γενναδίου. Στη Λίμνη των Νάνων, βρίσκεται στη δυτική πλευρά του όρους Προφήτης Ηλίας, έχει έκταση περίπου 10 στρεμμάτων, εδώ ζουν κυπρίνοι και το κουνουπόψαρο, που έχουν εισαχθεί στη λίμνη, αλλά και το γκιζάνι, ενώ με τα νερά της ποτίζονται οι γύρω καλλιέργειες. Η λίμνη αυτή περιβάλλεται με πλούσια βλάστηση από πλατάνια, πεύκα, κυπαρίσσια, χαρουπιές,πουρνάρια και πολλά αρωματικά φυτά. Εδώ μπορείς να βρεις και πολλά υδρόβια πτηνά. Σύμφωνα με πληροφορίες από κατοίκους της περιοχής, η λίμνη αυτή αποξηράνθηκε ολοκληρωτικά στις αρχές της δεκαετίας του '90, λόγω των περιορισμένων βροχοπτώσεων εκείνης της περιόδου. Οι Λίμνες Γενναδίου, αποτελούν τρείς διαδοχικές μικρές φυσικές λίμνες με μόνιμη παρουσία γλυκού νερού, με έκταση 2-3 στρεμμάτων και που βρίσκονται περίπου 3 χιλιόμετρα από τον οικισμό Γεννάδιο. Δημιουργούνται σε εκβαθύνσεις ρύακα της περιοχής, αλλά μπορεί παλαιότερα να έχει επέμβει ο άνθρωπος στη δημιουργία τους. Οι τρεις αυτές λιμνούλες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το πότισμα των ελαφιών-πλατωνιών (Dama dama) της Ρόδου. Η βλάστηση της περιοχής αποτελείται από υποβαθμισμένους θαμνώνες λόγω βόσκησης, υπερυδατικά φυτά και υδρόβια υφυδατικά, ενώ στη ευρύτερη περιοχή υπάρχουν εκτατικές καλλιέργειες, και φυσική δενδρώδη βλάστηση. Στον υγρότοπο, επικρατούν κυρίως το νεροκάλαμο (Phragmites australis), ψαθιά ( Typha spp.) και αλμυρίκια (Tamarix spp. ). Στις λιμνούλες έχουν καταγραφεί νεροχελώνες, νύμφες εντόμων, ενώ είναι άγνωστη η ύπαρξη ψαριών. Στον υγρότοπο έχουν επίσης καταγραφεί τα πουλιά λασπότρυγγα, βαλτονερόκοτα (Tringa glareola, Gallinula chloropus ) και η ωχροστριτσίδα (Hippolais pallida). Σε ολόκληρο το υγροτοπικό σύστημα της νήσου Ρόδου συνήθως συναντιέται το προστατευόμενο ψάρι του γλυκού νερού γκιζάνι ή μινιά (Ladigesocypris ghigii). Αυτό το ψάρι διαβιεί στα περισσότερα υδάτινα σώματα του νησιού, αλλά και 22 είδη τριχόπτερων εντόμων (π.χ., το ενδημικό της Ρόδου Allotrichia laerma, αλλά και τα Wormaldia triangulifera, Hydropsyche discrete, Plectrocnemia Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

390


hierapetra, Mesophylax asperses) τα οποία τρέφονται από τα νηματοειδή φύκη που αναπτύσσονται μαζικά στα ρυάκια του νησιού. Μια συνοπτική αποτύπωση για τις υγροτοπικές περιοχές στα Δωδεκάνησα παρουσιάζονται παρακάτω (πηγές: Βρεττού Φ., και συν, 2012. Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007. Παραγκαμιάν, Κ., 2009. Παραγκαμιάν Κ. και Κατσαδωράκης Γ., 2007. Πορτόλου, Δ., και συν., 2009, και http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/, http://ornithologiki.gr/page_iba.php?aID=180).

ΚΩΣ ΛΙΜΝΙΟ ΤΕΧΝΗΤΟ Ή ΛΙΜΝΗ ΠΥΛΙΟΥ Ή ΝΕΡΟΜΑΝΑ, ΚΩΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

391


Η τεχνητή λίμνη Πυλίου ή Νερομάνα, βρίσκεται 1,9 χλμ., βόρεια του ομώνυμου οικισμού στην Κω. Έχει απογραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR421363000 και ονομασία ‘’Λίμνη Πυλίου’’. Πρόκειται για μικρή φραγμολίμνη που δημιουργήθηκε με περιμετρικό πέτρινο φράγμα, το οποίο εγκλωβίζει τα νερά καρστικής πηγής και κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής. Με τα νερά της φραγμολίμνης ποτίζεται όλος ο κάμπος του δήμου Δικαίου, ενώ μια μικρή ποσότητα καταλήγει και τροφοδοτεί το έλος Μαρμαρίου και την αλυκή Τιγκακίου. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι έντονες με κυρίαρχες τις καλλιέργειες, τη δόμηση και τις τουριστικές δραστηριότητες. Η βλάστηση που έχει αναπτυχθεί είναι κυρίως υπερυδατική αποτελούμενη από αγριοκάλαμα (Phragmites australis) και θαμνώδης με πικροδάφνες, ενώ υπάρχουν και φυτεμένες λεύκες και ευκάλυπτοι περιμετρικά. Στον υγρότοπο βρίσκουν καταφύγιο αρκετές ήμερες πάπιες, χήνες και κύκνοι, ενώ διαβιούν ένας μικρός αριθμός γραμμωτών νεροχελωνών, χέλια που εισέρχονται από τα ποτιστικά αυλάκια και εγκλωβίζονται στη λίμνη, καθώς και κάποια είδη εισαγμένων ψαριών. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής με κωδικό Κ823. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων: 5/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης) ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΒΔΕΛΛΟΛΙΜΝΗ, ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΛΙΜΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΩ Η Aβδελλολίμνη, που την ονομάζουν οι ντόπιοι ‘’Λίμνη’’, βρίσκεται στη βουνοκορφή του όρους Σύμπετρου, κοντά στις εγκαταστάσεις των ραντάρ, 4,5 χιλιόμετρα (σε ευθεία γραμμή) νότιανοτιοανατολικά της πόλης της Κω. Πρόκειται για σπάνιο τύπο εσωτερικού νησιωτικού υγρότοπου σε ημιορεινή περιοχή (+450μ υψόμετρο). Η τροφοδοσία του με νερό πραγματοποιείται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και η παρουσία του είναι εποχική (μόνο κατά την περίοδο των βροχών). Μέσα στα όρια του υγρότοπου δεν υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες, παρόλο που η γειτνίασή του με τον αγροτικό δρόμο έχει σαν αποτέλεσμα την απόθεση μικρών ποσοτήτων αδρανών υλικών.

Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι επίσης αμελητέες με κυρίαρχες τις δασοπονικές δραστηριότητες και τη βόσκηση, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκονται ραντάρ του στρατού και κεραίες τηλεφωνίας. Στον υγρότοπο απαντάται ο οικότοπος 3260 της 92/43/ΕΟΚ (επιπλέουσα βλάστηση υδροχαρών φυτών -βατραχιώδη- των ποταμών στους προποδες των βουνών και τις πεδιάδες). Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp.) και υφυδατική με νεραγκούλες (Ranunculus aquatilis). Η σημαντικότερη απειλή για τον υγρότοπο είναι η γειτνίαση του με τον αγροτικό δρόμο και άρα η εύκολη πρόσβαση για αποθέσεις απορριμμάτων και αδρανών. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασία με κωδικό GR4210008, ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά με κωδικό GR166 και ως αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 1387/Β/22-10-2001) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 3/2010, Απογραφή: Φ. Βρεττού). Σε πολλές βουνοκορφές στην Κω, όπως και στην πιο πάνω, εξαιτίας των κοιλοτήτων που σχηματίζονται εκεί, λιμνάζουν τα βρόχινα νερά και δημιουργούνται εφήμερες ή και εποχικές μικρές λίμνες. Η ονομασία -Αβδελλολίμνη της μεγαλύτερης εποχικής λίμνης μάλλον προέρχεται από το φυτό Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

392


Αβδελλιά = Αγραπιδιά (στη Χίο υπάρχει τοπωνύμιο Αβδελλόλακος από το φυτό Αβδελλιά, ή από το φυτό πτελέα=φτελιά+λίμνη με προθεματικό ΄α, και παρετ. προς τη λέξη βδέλλα=αβδέλλα -πρβ. το τοπωνύμιο Αβδελλοκουκκιά). Σ'αυτόν τον ιδιαίτερο υδροβιότοπο φιλοξενούνται πολλές μορφές ζωής, χλωρίδας και πανίδας. Σε πολύ μικρή απόσταση από την Αβδελλολίμνη, υπάρχει ακόμη μία εποχική λιμνούλα. __________ ΠΑΤΜΟΣ ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ-ΑΛΥΚΗ ΔΙΑΚΟΦΤΙ, ΠΑΤΜΟΣ Η αλυκή Διακόφτι βρίσκεται περίπου 1,9 χιλιόμετρα νότια – νοτιοανατολικά της Χώρας της Πάτμου. Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για παλιό εποχιακό αλμυρό λιμνίο το οποίο πλημμύρησε με τη διάνοιξη τεχνητής μπούκας στο νοτιοδυτικό άκρο του προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μικρής λιμνοθάλασσας. Η παρουσία επιφανειακού νερού στον υγρότοπο είναι μόνιμη. Ο υγρότοπος είναι περικυκλωμένος από καλλιέργειες και δόμηση, ενώ υπάρχουν και λιθόδμητοι τοίχοι (ξερολιθιές) και δρόμοι στα ανατολικά και στα βόρεια άκρα του, οι οποίοι διακόπτουν τη συνοχή της υγροτοπικής βλάστησης.

Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με βασικότερη τη δόμηση. Στην περιοχή, ο κυρίαρχος τύπος οικότοπου είναι με κωδικό 1150 -Λιμνοθάλασσες. Η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp., Carex sp.), αλοφυτική με αρμυρήθρες (Arthrocnemum sp.), ενώ υπάρχουν και διάσπαρτα άτομα σχίνου. Επίσης, στην περιοχή υπάρχουν μεμονωμένα φυτεμένα αρμυρίκια. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τη συνεχιζόμενη δόμηση και την επέκταση των γύρω καλλιεργειών. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR161, ενώ ολόκληρη η νήσος Πάτμος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 847/Β/16-10-1972). (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ-ΑΛΥΚΗ ΨΙΛΗΣ ΑΜΜΟΥ, ΠΑΤΜΟΣ Η αλυκή Ψιλής Άμμου βρίσκεται περίπου 2,5 χιλιόμετρα νότια–νοτιοανατολικά της Χώρας της Πάτμου. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο που παλιά λειτουργούσε ως φυσική αλυκή. Η παρουσία επιφανειακού νερού στον υγρότοπο είναι σποραδική, είτε από φουσκοθαλασσιές, είτε μετά από έντονες βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Υπάρχει μια στενή δίοδος επικοινωνίας με τη θάλασσα στο νοτιοδυτικό άκρο. Ο υγρότοπος είναι περικυκλωμένος από καλλιέργειες και δόμηση, που έχουν καταλάβει τμήματά του. Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά ήπιες με βασικότερη τη γεωργία.Ο κυρίαρχος τύπος οικότοπου είναι με κωδικό ο 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Γενικά η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp., Carex sp.) και μεμονωμένες λόχμες αγριοκάλαμων (Phragmites australis), ενώ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

393


υπάρχουν και διάσπαρτα άτομα αρμυρικιών. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τη συνεχιζόμενη δόμηση και την επέκταση των γύρω καλλιεργειών. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR161, ενώ ολόκληρη η νήσος Πάτμος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 847/Β/16-10-1972) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ-ΑΛΥΚΗ ΓΡΟΙΚΟΥ, ΠΑΤΜΟΣ Η αλυκή Γροίκου (Πέτρας) βρίσκεται περίπου 1,8 χλμ., νοτιοανατολικά της Χώρας της Πάτμου. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο που παλιά λειτουργούσε ως φυσική αλυκή. Η παρουσία επιφανειακού νερού στον υγρότοπο είναι σποραδική είτε από φουσκοθαλασσιές, είτε μετά από έντονες βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Υπάρχει δίοδος (κανάλι) επικοινωνίας με τη θάλασσα στο βορειοδυτικό άκρο, την οποία ο δήμος ανοίγει ή μπαζώνει κατά καιρούς. Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο, σχετίζονται κυρίως με τον τουρισμό και δευτερευόντως με τη γεωργία (παρακείμενες μικρές καλλιέργειες, οι οποίες έχουν καταλάβει μικρό τμήμα του υγρότοπου στο βορειοδυτικό άκρο). Στην περιοχή υπάρχει οργανωμένη παραλία με ξαπλώστρες, ομπρέλες και καντίνες, ενώ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ο υγρότοπος χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης των αυτοκινήτων των λουομένων.

Οι δραστηριότητες στην λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με βασικότερη τη δόμηση. Ο κυρίαρχος τύπος οικοτόπου είναι με κωδικό ο 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα. Η βλάστηση είναι υπερυδατική αποτελούμενη από βούρλα (Juncus sp.), ενώ υπάρχουν και διάσπαρτα φυτεμένα άτομα αρμυρικιών. Οι σημαντικότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν κυρίως από τις τουριστικές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

394


δραστηριότητες και τα οχήματα που σταθμεύουν ή/και διέρχονται μέσα από τον υγρότοπο και δευτερευόντως από την πιθανή επέκταση των γύρω καλλιεργειών και τη δόμηση. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR161, ενώ ολόκληρη η νήσος Πάτμος έχει κηρυχθεί Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 847/Β/16-10-1972). Ο υγρότοπος βρίσκεται επίσης εντός περιοχής που έχει κηρυχθεί Α Αρχαιολογική Ζώνη (ΦΕΚ 239/Β/30-3-1995) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΕΡΑΝΟΥ, ΠΑΤΜΟΣ

Αυτό το λιμνίο βρίσκεται 4,2 χλμ., ανατολικά-νότιοανατολικά του οικισμού Κάμπος. Πρόκειται για παράκτιο φυσικό λιμνίο έκτασης περίπου τα 21,4 στρέμματα (πηγή:WWF)

ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΕΛΙΑ, ΠΑΤΜΟΣ Το παράκτιο λιμνίο Ελιά βρίσκεται 3,2 χλμ νοτιο-ανατολικά από τον οικισμό της Πάτμου και πρόκειται για φυσικό παράκτιο λιμνίο έκτασης περίπου 15,1 στρέμματα (απογραφή WWF).

__________ Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

395


ΡΟΔΟΣ ΛΙΜΝΙΟ-ΕΛΟΣ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΑΤΤΑΒΙΑΣ, ΡΟΔΟΣ

Το λιμνίο-έλος Κατταβιάς βρίσκεται νότια-νοτιοανατολικά του ομώνυμου οικισμού. Πρόκειται για μια έκταση που μερικώς κατακλύζεται εποχιακά με νερό από τις βροχοπτώσεις και τις απορροές της ευρύτερης λεκάνης απορροής, ενώ πιθανότατα και από το επίπεδο του υπόγειου υδροφορέα που είναι αρκετά υψηλά. Περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Αυτό το λιμνίο καταλαμβάνει το χαμηλότερο τμήμα μιας κλειστής λεκάνης. Η οριοθετημένη έκταση δεν είναι ενιαία, αλλά διασχίζεται από χωματόδρομους και κανάλια, ενώ επιπλέον στα όρια του υγροτόπου υπάρχουν καλλιέργειες. Η πίεση από τη βόσκηση είναι μικρή, ενώ κατά τόπους απαντώνται και λίγες αποθέσεις μπάζων και απορριμμάτων. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται κυρίως από βούρλα (Juncus sp.), και ελάχιστα τμήματα με σχίνους (Pistacia lentiscus) και θαμνοκυπάρισσσα (Juniperus phoenicea), ενώ οι οικότοποι που καταγράφηκαν κατά την επίσκεψη του WWF είναι οι 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και 5210 -Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea. Η περιοχή δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και οικότοπο προτεραιότητας 3170* Εποχιακά Μεσογειακά Τέλματα. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας (GR4210031) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Γ. Κατσαδωράκης 5/2005, Θ. Γιαννακάκης 11/2009). ΛΙΜΝΗ ΝΑΝΩΝ, ΡΟΔΟΣ Η λίμνη των Νάνων βρίσκεται 5,1 χλμ., βόρεια-βορειοανατολικά του οικισμού Έμπωνας της Ρόδου. Πρόκειται για τροποποιημένο φυσικό υγρότοπο, σχεδόν τεχνητό στη σημερινή του μορφή. Στη θέση του υπήρχε φυσική κοιλότητα που συγκρατούσε νερά του ρύακα για μερικούς μήνες (λούτσα). Η σημερινή λίμνη προέκυψε από φυσική κατολίσθηση το 1926 που δημιούργησε ανάχωμα στον ρύακα. Αργότερα, το 1936 ή τη δεκαετία του ΄40 οι Ιταλοί την περιέφραξαν, την εκβάθυναν (15 μέτρα βάθος), ενίσχυσαν με τσιμέντο το φράγμα και κάλυψαν με τσιμέντο τα τοιχώματα. Οι ντόπιοι το 1945 τα κατέστρεψαν για να πάρουν τα σίδερα. Σήμερα έχει βάθος 3-4 μέτρα. Το νερό χρησιμοποιείται για την άρδευση των γύρω περιοχών. Εισέρχεται στη λίμνη από ένα ρύακα περιοδικής ροής και εξέρχεται ανάμεσα από τα πάνω βράχια του αναχώματος, στο οποίο έχουν γίνει μικροπαρεμβάσεις ενίσχυσης με τσιμέντο. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

396


φρυγανώδη και δενδρώδη βλάστηση τραχείας πεύκης Pinus halepensis brutia και επίσης από εκτατικές και δενδρώδεις καλλιέργειες κυρίως αμπέλια κι ελιές, ενώ υφίσταται και λίγη βόσκηση και κυνήγι. Σχεδόν δεν υπάρχει τυπική υδροχαρής βλάστηση πλην ελάχιστων αρμυρικιών Tamarix sp. και πλατανιών Platanus orientalis. Στην περιοχή οι κύριοι οικότοποι είναι με κωδικούς οι 3290-Ποταμοί της Μεσογείου με περιοδική ροή και 9540-Μεσογειακά πευκοδάση με ενδημικά είδη πεύκων. Στη λίμνη ζουν κάβουρες γλυκού νερού Potamon sp., έχουν εισαχθεί κυπρίνοι Cyprinus carpio και κουνουπόψαρα Gambusia holbrooki, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι υπήρχε παλαιότερα και το γκιζάνι Ladigesocypris ghigii . Η αξία της ως υγρότοπος είναι μικρή, διότι οι όχθες της έχουν πολύ μεγάλη κλίση. Η λίμνη δεν απειλείται από κάτι, αλλά τα καλοκαίρια σχεδόν στεγνώνει λόγω υπεράντλησης. Η λεκάνη απορροής της καλύπτεται κατά το μεγάλο μέρος από τυπική μεσογειακή θαμνώδη βλάστηση (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης). ΛΙΜΝΗ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΕΜΠΩΝΑ, ΡΟΔΟΣ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

397


Η λίμνη ορυχείων Έμπωνα βρίσκεται περίπου 3,8 χλμ., βορειοδυτικά του ομώνυμου οικισμού στο νησί της Ρόδου. Πρόκειται για μια μικρή λίμνη που έχει προκύψει από την απόληψη υλικών για οικοδομική χρήση (λατομείο). Η είσοδος του νερού γίνεται από τη λεκάνη απορροής, ενώ φαίνεται να διατηρεί νερό καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου. Τα πρανή της λίμνης αποτελούνται από υλικά εξόρυξης, ενώ η στάθμη του νερού έχει έντονες διακυμάνσεις με αποτέλεσμα να μην υπάρχει υγροτοπική βλάστηση εκτός από μερικά αρμυρίκια (Tamarix sp.). Όσο αφορά την πανίδα, υπάρχουν οικόσιτες πάπιες, ενώ ίσως να υπάρχουν και ψάρια. Μέσα στη λίμνη υπάρχουν αντλίες και σωλήνες, αλλά είναι άγνωστο για ποιο λόγο αντλείται το νερό μιας και περιμετρικά δεν υπάρχουν καλλιέργειες ή κτηνοτροφία παρά μόνο δασικές εκτάσεις με πεύκα. Ο υγρότοπος βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, κωδικός GR171 (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Γ Κατσαδωράκης 5/2005, Θ. Γιαννακάκης 11/2009). ΛΙΜΝΙΟ –ΕΛΟΣ ΕΠΟΧΙΚΟ ΚΑΤΤΑΒΙΑΣ, ΡΟΔΟΣ Το έλος Κατταβιάς βρίσκεται νότια-νοτιοανατολικά του ομώνυμου οικισμού της Ρόδου. Περιλαμβάνεται στην απογραφή του WWF Ελλάς για τους υγρότοπους του Αιγαίου (Κατσαδωράκης & Παραγκαμιάν 2007). Καταλαμβάνει το χαμηλότερο τμήμα μιας κλειστής λεκάνης. Πρόκειται δηλαδή για μια έκταση που μερικώς κατακλύζεται εποχιακά με νερό από τις βροχοπτώσεις και τις απορροές της ευρύτερης λεκάνης απορροής, ενώ πιθανότατα και το επίπεδο του υπόγειου υδροφορέα είναι αρκετά ψηλά. Χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να κατανοήσουμε τη λειτουργία του υγρότοπου. Η κατάταξή του υγρότοπου είναι αβέβαιη γενικότερα, αλλά και ως προς την τυπολογία Ραμσάρ. Η οριοθετημένη έκταση δεν είναι ενιαία αλλά διασχίζεται από χωματόδρομους και κανάλια, ενώ επιπλέον στα όρια του υγροτόπου υπάρχουν καλλιέργειες. Η πίεση από τη βόσκηση είναι μικρή, ενώ κατά τόπους απαντώνται και λίγες αποθέσεις μπάζων και απορριμμάτων. Η βλάστηση είναι αραιή και αποτελείται κυρίως από βούρλα (Juncus sp.), και ελάχιστα τμήματα με σχίνους (Pistacia lentiscus) και θαμνοκυπάρισσσα (Juniperus phoenicea), ενώ οι οικότοποι που καταγράφηκαν κατά την επίσκεψη είναι με κωδικό οι 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και 5210 -Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus phoenicea. Δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει και οικότοπο προτεραιότητας 3170* -Εποχιακά Μεσογειακά Τέλματα. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων Ζώνης Ειδικής Προστασίας (GR4210031) (Επισκέψεις για την απογραφή WWF: Γ. Κατσαδωράκης 5/2005, Θ. Γιαννακάκης 11/2009).

ΛΙΜΝΙΑ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, ΡΟΔΟΣ Ο υγρότοπος αποτελείται από τρεις μικρές λιμνούλες που βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη και συνδέονται μεταξύ τους. Απέχουν 3,4 χλμ. Ν-ΝΔ από τον οικισμό Γεννάδι της νότιας Ρόδου και 1,3 χλμ από την μεγάλη παραλία του Γενναδίου. Πρόκειται για τρεις μικρές κοιλότητες με έκταση περίπου Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

398


1 στρέμμα η καθεμιά που κατά πάσα πιθανότητα δημιουργήθηκαν από απόληψη αδρανών υλικών, μάλλον πηλού για κεραμεική ή άλλες χρήσεις. Με τον καιρό αναπτύχθηκε σε αυτές πλούσια υδροχαρής βλάστηση. Οι εισροές σε νερό γίνονται από νερά κατακρημνισμάτων που συγκεντρώνονται από ένα γειτονικό αμφιθεατρικό χωράφι που δρά σαν χωνί, αλλά πιθανότατα και από εκφόρτιση κάποιου υπόγειου υδροφορέα. Η υψηλότερα από τις τρεις λιμνούλες διατηρεί νερό όλο το έτος, ενώ οι άλλες δυο μόνο εποχικά. Η κατάσταση διατήρησής τους είναι πολύ καλή. Τα νερά αυτών των λιμνίων χρησιμοποιούνται κυρίως για το πότισμα κτηνοτρoφικών ζώων, ως ενδιαίτημα άγριων ζώων και φυτών, αλλά είναι σημαντικές και για το πότισμα των άγριων πλατωνιών Dama dama της Ρόδου. H υψηλότερη απο τις λιμνούλες έχει σχεδόν γεμίσει με φερτά λεπτόκοκκα ιζήματα. Από καιρό σε καιρό ίσως γίνονται κάποιες παρεμβάσεις καθαρισμού της από τους κτηνοτρόφους που τις χρησιμοποιούν. Οι κύριοι οικότοποι που υπάρχουν, σε πολύ μικρές εκτάσεις είναι με κωδικούς: 72Α0-Καλαμώνες, κυρίως με Phragmites australis και Typha sp., 3140-Σκληρά ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με χαροειδή, και 72Β0 –Κοινωνίες των υψηλών βούρλων. Επικρατεί υπερυδατική βλάστηση καλαμώνων, υφυδατική με Ruppia sp. και δενδρώδης-θαμνώδης με θάμνους Tamarix sp. Στον υγρότοπο ζουν γραμμωτές χελώνες Mauremys rivulata, οδοντόγναθα, και ημίπτερα Hydrometridae, ενώ απαντώνται μεταναστευτικά υδρόβια πουλιά και φωλιάζει η νερόκοτα Gallinula chloropus.

Η μόνη δραστηριότητα στον υγρότοπο είναι το πότισμα κτηνοτροφικών ζώων, ενώ η λεκάνη απορροής καλύπτεται από εκτατικές και δενδρώδεις καλλιέργειες (ελαιώνες) και βοσκότοπους. Δεν φαίνεται να απειλούνται από κάποιο κίνδυνο (Επιτόπια συλλογή δεδομένων WWF: 5/2005, Απογραφή: Γ. Κατσαδωράκης). ΧΑΛΚΗ ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΛΙΜΝΙΑΣ, ΧΑΛΚΗ Το λιμνίο Αλιμνιάς βρίσκεται στο ομώνυμο νησί της Χάλκης. Ο υγρότοπος βρίσκεται στο μυχό του κόλπου της Αλιμνιάς. Πρόκειται για μια φυσική κοιλότητα με αλμυρό νερό το οποίο εισέρχεται στον υγρότοπο από τη θάλασσα είτε μέσω του κυματισμού, είτε υποεπιφανειακά. Το δυτικό τμήμα του υγρότοπου είναι οριοθετημένο με πετρόχτιστο τοιχίο, ενώ στα ανατολικά εκτείνεται παραλία με βότσαλο. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 1150 -Λιμνοθάλασσες. Η βλάστηση περιορίζεται σε μια σειρά από φυτεμένα αρμυρίκια (Tamarix sp.) που υπάρχουν δίπλα στο τοιχίο και από 4-5 άτομα φοίνικες (Phoenix sp.), και έξω από την οριοθετημένη περιοχή απαντώνται θαμνοκυπάρισσα (Juniperus phoenicea) και σχίνοι (Pistacia lentiscus). Δίπλα στον υγρότοπο υπάρχει εγκαταλειμμένος οικισμός με την πλειονότητα των οικημάτων να έχει καταρρεύσει. Επίσης, υπάρχουν περιφραγμένες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται ως μαντριά αιγοπροβάτων. Ο υγρότοπος δεν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

399


αντιμετωπίζει κάποια σημαντική απειλή εκτός ίσως από τις δραστηριότητες των τουριστών κατά τους θερινούς μήνες. Βρίσκεται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας, με κωδικό GR4210026 και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά, με κωδικό GR170, ενώ περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας. Επιπλέον, ολόκληρο το νησί έχει κηρυχθεί Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ 991/Β/27-5-1999) και Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΦΕΚ 1176/Β/22-9-2000) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 11/2009, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης).

__________

4.3. Λιμνία και Λίμνες στα Νησιά του Ιονίου, στα Ακτικύθηρα, στα Κύθηρα και στην Ελαφόνησο Λακωνίας Τα Ιόνια νησιά εξαιτίας του υψηλού δείκτη βροχόπτωση σε συνδυασμό με το ανάγλυφο και τη γεωμορφολογία τους, σχηματίζουν ποικιλία υγροτοπικών περιοχών, όπως λίμνες, ρυάκια , ποτάμια, έλη, εκβολές, λιμνοθάλασσες. Στην Κέρκυρα έχουν καταγραφεί πολλές μικρές λίμνες και άλλες υγροτοπικές περιοχές. Στην Κεφαλονιά αναφέρονται οι λίμνες Καραβόμυλου, Μεγάλη Άκολη ή Άβυθος και η μικρή Άκολη, στη Λευκάδα η λίμνη Μαραντοχωρίου και στη Ζάκυνθο η λίμνη Κερίου, είναι από τους πλέον αξιόλογους υγρότοπους.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

400


Κέρκυρα. Μεταξύ των φυσικών λιμνών στη νήσο Κέρκυρα έχουν καταγραφεί ως οι πλέον σημαντικές οι εξής: Σκοτεινή, Μπρεντάνου, Γαυρολίμνη ή Καβουρολίμνη, Κουνουπίνα, Βρωμολίμνη, Άκολη, Λιμνοπούλες Γιαλινά, Γαϊδαράνα, Λιμνοπούλα Μάρκου, Μακρή, Μουτσουλή, Κλουδάτικη, Φάδαινα, Φουντάνα, Συβιλάτικα, Μπελενιώτη, Λιμνοπούλα Καναβού και τα λιμνία Τεμπλονίου και ΧΥΤΑ. Τα τελευταία χρόνια η ανθρωπογενείς επιδράσεις σε αυτές τις φυσικές υδατοσυλλογές είναι μεγάλες. Για παράδειγμα η Φάφαινα μετατρέπεται σε χωματερή, η Γαϊδαράνα αποξηραίνεται, ενώ οι μικρότερες –Φουντάνα, Γιαλινά, Μπρεντάνου, Κλουδάτικη- αποξηραίνονται, μπαζώνονται ή και καλλιεργούνται. Μεταξύ των σημαντικότερων φυσικών λιμνών στην Κέρκυρα αναφέρονται οι εξής: Η Λίμνη Σκοτεινή είναι μια μικρή λίμνη, κοντά στα Δανήλια, με πλούσια όμως βλάστηση και υδρόβια ζωή. Η Λίμνη Μπρεντάνου βρίσκεται νοτιοανατολικά του ΧΥΤΑ στο Τεμπλόνι και είναι περιτριγυρισμένη από δένδρα και θάμνους. Η λίμνη εμφανίζει ευτροφισμό και έχει χαρακτηριστεί ως ασυνήθιστη με ενδιαφέρουσες χημικές παραμέτρους. Αυτές οι δύο λίμνες και άλλες βρίσκονται σε μια περιοχή (ξεκινά από νότια του Σκριπερού και απλώνεται προς Πουλάδες και καταλήγει στο Τεμπλόνι) που παρουσιάζει σημαντική συγκέντρωση λιμνότοπων. Σε ένα βιβλίο (Γκίνης Στ., Γκίνης Σπ., και συν 1994, Οι υγρότοποι της Κέρκυρας), αναφέρεται ότι ανάμεσα στις κοινότητες Σκριπερού, Κορακιάνας και Δήμου Κερκυραίων υπάρχουν αρκετοί λιμναίοι σχηματισμοί γλυκού νερού που απέχουν μικρή μεταξύ τους απόσταση και δημιουργούν ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα που φιλοξενεί πλούσια πανίδα, κυρίως από μεταναστευτικά πτηνά.

Η Λίμνη Καβουρολίμνη ή Γαυρολίμνη, βρίσκεται κοντά στους Πουλάδες, βόρεια του Τεμπλονίου και ανήκει στην ομάδα των λιμναίων σχηματισμών που απλώνονται στα μέρη ανατολικά του λιβαδιού του Ρόπα. Η λίμνη, είναι πλαισιωμένη από πυκνή βλάστηση, κυρίως με δένδρα (π.χ., γαύροι, βελανιδιές) και θάμνους (π.χ., πουρνάρια). Η Λίμνη Γαϊδαράνα, αποτελείται oυσιαστικά από μια ομάδα μικρών λιμναίων σχηματισμών που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι λίμνες της Γαϊδαράνας, έχουν βούρλα και περικυκλωμένες από λεύκες, βρίσκονται διασκορπισμένες σε έναν «λειμώνα των ασφοδέλων» (ασφόδελος = ασπέρδουκλας στα κερκυραίικα). Τα σύνορα του λιβαδιού ορίζονται από μια πληθώρα δέντρων και θάμνων μεταξύ των οποίων και κάποιες κοκκυκιές (Cercis siliquastrum). Το υγροτοπικό σύστημα της περιοχής προσελκύει σημαντικό αριθμό από πανίδα και χλωρίδα, ενώ τα απορρίμματα αποτελούν χρόνιο πρόβλημα για την προστασία και διατήρηση των υγροτόπων της περιοχής. Στην περιοχή του Ερημίτη βρίσκονται τρία μικρά αλλά σημαντικά υγροτοπικά οικοσυστήματα. Η Λίμνη Βρωμόλιμνη, η Λίμνη Άκολη και η Λίμνη Σαβούρα. Αυτοί οι υγρότοποι έχουν μείνει σχεδόν ανεπηρέαστοι από ανθρώπινες δραστηριότητες. Εξάλλου αυτά μαζί με την λιμνοθάλασσα Αντινιώτη και τη λιμνοθάλασσα του Βουθρωτού στην Αλβανία απαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο υγροβιότοπων, αρκετά σημαντικό για την μεταναστευτική ορνιθοπανίδα. Φυσικά στον Ερημίτη ενδημούν και άλλα είδη της Κορφιάτικης πανίδας με σημαντικότερο το φημισμένο, αν και εξαιρετικά σπάνιο πλέον, καθότι απειλείται με εξαφάνιση στο νησί, θηλαστικό βίδρα (Lutra lutra). Η Λίμνη Βρωμόλιμνη είναι Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

401


δίπλα από μια παραλία και την χωρίζει μια στενή λωρίδα ακτής από την θάλασσα. Η Λίμνη Άκολη περιτριγυρίζεται από πυκνή βλάστηση, αλλά και αυτή βρίσκεται δίπλα στην ακτή, πίσω από μια στενή παραλία. Παλαιότερα λειτουργούσε ως φυσικό ιχθυοτροφείο (Βιβάρι). Η Λίμνη Σαβούρα ή Αυλάκι είναι η βορειότερη λίμνη και βρίσκεται και αυτή δίπλα από την παραλία του Αυλακιού. Οι πλέον σημαντικοί υγρότοποι στην Κέρκυρα είναι οι λιμνοθάλασσες Κορισσίων και Αντινιώτη. Η Λιμνοθάλασσα Κορισσίων είναι ο κυριότερος υγρότοπος στο νησί (νοτιοδυτικές ακτές), και αποτελεί μια σημαντική περιοχή για την προστασία της άγριας ζωής και ιδιαίτερα της ορνιθοπανίδας ( αποτελεί καταφύγιο για περισσότερα από 126 είδη πτηνών), καθώς και για τη διατήρηση των τύπων αυτοφυούς βλάστησης (π.χ., 14 διαφορετικά είδη ορχιδέας). Κεφαλονιά. Το μεγαλύτερο νησί των Ιονίων, διαθέτει ενδιαφέρουσα γεωμορφολογία, μοναδικά σπήλαια με εντυπωσιακές λίμνες (Σπήλαια Αγγαλάκι, Ζερβάτη, Μελισσάνη, Ζερβάτη ), λιμνοθάλασσες και άλλους υγρότοπους. Γνωστές είναι οι σπηλαιολίμνες στην Κεφαλονιά, αλλά και οι καταβόθρες της, όπου το θαλασσινό νερό εξαφανίζεται μέσα στη γη. Οι καταβόθρες είναι ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα στο νησί, αφού το νερό εξαφανίζεται από τις ρωγμές κοντά στην ακτή. Μάλιστα ανακάλυψαν οι επιστήμονες ότι το νερό διέσχισε υπογείως ολόκληρο το νότιο τμήμα του νησιού, και μέσα από τις ρωγμές στα ασβεστολιθικά πετρώματα του εδάφους, καταλήγει στο σπήλαιο της Μελισσάνης (αποκαλύφτηκε το 1951 όταν κατέρρευσε τμήμα της οροφής μετά από σεισμό ), στην περιοχή της Σάμης, με τη Γαλάζια Λίμνη στο εσωτερικό του σπηλαίου).

Η Λίμνη Καραβόμυλου, 3 χλμ., από τη Σάμη, δέχεται τα νερά από τις καταβόθρες του Αργοστολίου, αφού περάσουν πρώτα διασχίζοντα υπόγεια όλο το νησί, από το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης. Στη συνέχεια περνούν κάτω από τη μεγάλη ρόδα του νερόμυλου και καταλήγουν στη θάλασσα. Στα νερά της λίμνης ζουν κεφαλόπουλα, λαυράκια και χέλια, πάπιες, χήνες, αμφίβια κ.ά. Το τοπίο γύρω από τη λίμνη είναι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με πλούσια βλάστηση, κυρίως από ψηλούς αιωνόβιους ευκάλυπτους. Η Λίμνη Άβυθος ή Άκωλη είναι μια μικρή σε έκταση (δύο στρέμματα) και βαθιά (11 μέτρα μέγιστο βάθος) λίμνη και βρίσκεται σε ένα κοίλωμα στη ρίζα του γειτονικού βουνού Στάβερη (χωριό Άγιος Νικόλαος) που υψώνεται σχεδόν κάθετα από πάνω της. Η λίμνη είναι ουσιαστικά λιμνοπηγή, που τροφοδοτείται συνεχώς από τα νερά του βουνού Στάβερη. Εξαιτίας της πλούσιας υδροφορίας η υπερχείλιση της λίμνης είναι συνεχής. Τα νερά μέσα από ένα τσιμεντένιο αυλάκι κυλούν στη ρεματιά του Αγίου Νικολάου και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα νερά που καταλήγουν στη ρεματιά για αδρεύσεις μικρών κήπων και καλλιεργήσιμων εκτάσεων στην πεδινή περιοχή των Τζανάτων. Στη λίμνη αυτή διαβιούν και τρίτωνες (προστατευόμενο αμφίβιο). Ανάμεσα στους υγροτόπους της Κεφαλονιάς, δεσπόζει η λιμνοθάλασσα του Κούταβου, ο βόχυνας το ποτάμι του Πόρου, ο υγρότοπος Λιβάδι με αρκετές μικρές λίμνες (η Μεγάλη Λίμνη, η Φούρνη, η Λομπάρια, η λίμνη του Μάρκου και η Βλιχάδα), το ποτάμι των Βάτσων, κ.ά Ζάκυνθος. Στη Ζάκυνθο, η Λίμνη Κερίου βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κόλπου του Λαγανά. Οι διαστάσεις της είναι 300 μέτρα μήκος και 200 μέτρα πλάτος και απέχει περίπου 10-40 μέτρα από τη Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

402


θάλασσα. Τροφοδοτείται με γλυκό ή υφάλμυρο νερό από πηγές και υπόγεια ύδατα και αποτελεί τον μοναδικό εναπομείναντα υγρότοπο του νησιού. Τα κυριότερα φυτικά είδη του πυρήνα της λίμνης είναι τα συνήθη υγροτοπικά φυτά γλυκού νερού της νότιας Ελλάδας, όπως οι καλαμώνες με Phragmites australis, Arundo donax, Juncus acutus, J. heldreichianus, J. bufonius, Schoenoplectus spp., Scirpus maritimus, κά. Μέσα στην λίμνη βρίσκουν καταφύγιο πολυάριθμα αμφίβια όπως βάτραχοι (Triturus sp., Rana ridibunda, Rana dalmatina), δενδροβάτραχοι (Hyla arborea) και φρύνοι (Bufo viridis, Bufo bufo), καθώς και ερπετά όπως νεροχελώνες (Mauremys caspica) και νερόφιδα. Ιθάκη, Παξοί, Αντίπαξοι, Μεγανήσι. Στην Ιθάκη έχει καταγραφή η Αλυκή ως υγροτοπική περιοχή, ενώ στους Παξούς, δύο λιμνοδεξαμενές αποτελούν τους τεχνητούς υγρότοπους του νησιού. Στους Αντίπαξους υπάρχει το έλος Βουτούμι. Στο Μεγανήσι υπάρχουν ως υγροτοπικές περιοχές τρία έλη, το ΄Ελος Ακόνι, το ΄Ελος Ελιά και το ΄Ελος Γρίλια. Κύθηρα και Αντικύθηρα. Τα δυο αυτά νησιά δεν διαθέτου σημαντικούς φυσικούς υγρότοπους. Στα Κύθηρα συναντώνται φυσικές λίμνες στη Σπηλιά Αγίας Σοφίας, η εποχική λιμνούλα στη Κακιά Λαγκάδα και αρκετές μικρές λιμνούλες και νερά στο Μυλοπόταμο. Ειδικότερα, η περιοχή Μυλοποτάμου διαθέτει άφθονα νερά. Εδώ βρίσκονται οι ‘’μεγαλύτερες πλύστρες’’ του νησιού (στο Καμάρι), ο καταρράκτης Νεράϊδα, και παρακάτω οι Μύλοι με τις κολύμπες, και η σπηλιά της Αγίας Σοφίας με τη σπηλαιολίμνη της.

Στα Αντικύθηρα εμφανίζονται δυο μικρά εποχικά τέλματα πάνω σε ερυθρογή (tera rossa) όπου συγκρατούν το νερό της βροχής για λίγες βδομάδες κάθε χρόνο. Λευκάδα. Η Λευκάδα έχει πολλούς υγρότοπους, και μια μοναδική φυσική λίμνη, τη Λίμνη Μαραντοχωρίου, κόντα στο ομώνυμο χωριό. Εξάλλου, στο φαράγγι Δημοσάρι, κοντά στο Νυδρί, τα πλατάνια, τα τρεχούμενα νερά, οι καταρράκτες και οι μικρές λιμνούλες ανάμεσα στους βράχους, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό φυσικό περιβάλλον.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

403


(πηγές: Βρεττού Φ., και συν, 2012. Κατσαδωράκης, Παραγκαμιάν, 2007. Παραγκαμιάν, Κ., 2009. Παραγκαμιάν Κ. και Κατσαδωράκης Γ., 2007. Πορτόλου, Δ., και συν., 2009, και http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/, http://ornithologiki.gr/page_iba.php?aID=180 ).

Οι σημαντικότερες υγροτοπικές περιοχές στα νησιά του Ιονίου, σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη καταγραφή του WWF, υπερβαίνουν σε αριθμό τουλάχιστον τις 100. Από αυτές συναντώνται στη Ζάκυνθος 6, στη Κεφαλονιά και Ιθάκη 22, στην Κέρκυρα και τους Παξούς 59 και στη Λευκάδα και το Μεγανήσι 13. Περιορισμένες υγροτοπικές περιοχές εμφανίζονται στα Αντικύθηρα, στα Κύθηρα και την Ελαφόνησο. Μια αναλυτικότερη αποτύπωση για τα λιμνία και τις λίμνες στα Ιόνια νησιά στα Ακτικύθηρα, Κύθηρα και την Ελαφόνησο Λακωνίας παρουσιάζονται παρακάτω. __________

4.3α. Ιόνια Νησιά ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΛΙΜΝΗ ΚΕΡΙΟΥ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.wwf.com, http://www.zakynthos.gr, http://www.zanteisland.com, http://www.gozakynthos.gr). Η λίμνη Κερίου είναι μικρή λίμνη που βρίσκεται στα δυτικά του κόλπου του Λαγανά, κοντά στο ακρωτήριο Κερί. Έχει έκταση μόλις 282 στρέμματα και αποξηραίνεται τελείως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Επίσης, η λίμνη Κερίου είναι γνωστή κυρίως για τη ροή ´´Μαζούτ´´ που αναβλύζει και της προσδίδει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Η ροή του ´´Μαζούτ´´ δεν είναι σταθερή, ούτε το ίδιο έντονη σε όλα τα σημεία της λίμνης. Ύπαρξη ´´πίσσας´´ στη λίμνη αναφέρεται από την αρχαιότητα καθώς ο Ηρόδοτος κάνει αναφορά για ύπαρξή της σε λίμνη της Ζακύνθου. Από την αρχαιότητα σε επιφανειακά κοιλώματα της Ζακύνθου αναβλύζει ´´Μαζούτ´´, το οποίο οι κάτοικοι ονόμαζαν «Νάφθα» και το χρησιμοποιούσαν για φωτισμό (πυρσούς), για στεγανοποίηση σκαφών (πίσσα) κ.α. Εξάλλου, ο περιηγητής Φρ. Ρενέ Σατωμπριάν που ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1811 αναφέρει πως η Ζάκυνθος εκείνη την εποχή ήταν ξακουστή για την πίσσα της, όπως ήταν και τον καιρό του Ηρόδοτου, αλλά και για τη σταφίδα της που ανταγωνιζόταν την Κορινθιακή. Μεταξύ άλλων χρηστών, από το 1941 έως το 1945 ο Γερμανικός πολεμικός στόλος τροφοδοτείτο με το ´´Μαζούτ´´από τις πετρελαιοπηγές που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

404


είχαν διανοίξει οι Γερμανοί στην Ζάκυνθο. Αυτές τις πηγές έκλεισαν αργότερα μετά την απελευθέρωση, οι Άγγλοι το 1946. Η λίμνη βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας και σε πολύ μικρή απόσταση από αυτή. Χωρίζεται από τη θάλασσα από την αμμουδιά της παρακείμενης παραλίας και από έναν σύγχρονο δρόμο που έχει διανοιχτεί στην περιοχή. Παραμένει στεγνή στο μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου και καλύπτεται από καλαμιές και άλλα φυτά. Περιτριγυρίζεται από σπίτια του σύγχρονου παραθεριστικού οικισμού και από πλούσια βλάστηση που εξακολουθεί να υπάρχει η οποία περιλαμβάνει κυρίως ελαιώνες. Ωστόσο, στη λίμνη είναι εντυπωσιακή η ύπαρξη της άγριας ζωής και της βλάστησης. Καλάμια, βούρλα και άλλα υδρόβια φυτά δημιουργούν ένα οικοσύστημα το οποίο φιλοξενεί πολλά είδη πουλιών, βατράχων (Τriturus sp., Rana ridibunda, Rana dalmatina), δενδροβατράχων (Ηyla arborea), φρύνων (Βufo viridis, Βufo bufo), νεροχελωνών (Μauremys caspica), νερόφιδων κ.ά.

Πέρα όμως από τη φυσική ρύπανση, τη λίμνη κυκλώνει ένας δρόμος, ενώ δέχεται ισχυρές πιέσεις από επιχωματώσεις, εκχερσώσεις, μπαζώματα και κατοικίες που επεκτείνονται προς αυτήνΗ Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ) υποστηρίζει ότι το ´´πετρέλαιό´ της περιοχής Κερί Ζακύνθου δεν είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμο, διότι είναι «βαρύ» (έχει δηλαδή μεγάλο ειδικό βάρος) και η ποσότητα του μικρή (μπορούν να αντληθούν περίπου 30-40 βαρέλια την ημέρα). Το κοίτασμα αυτό, σύμφωνα με έρευνες της ΔΕΠ, προέρχεται από την περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου, όπου σύμφωνα με τις ενδείξεις υπάρχει πετρέλαιο σε βάθος 1.000 μέτρων. Εξαιτίας του μεγάλου βάθους δεν έγιναν γεωλογικές μελέτες για να φανεί εάν το κοίτασμα πετρελαίου στην Κυπαρισσία είναι μικρό ή μεγάλο.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

405


Κατά την απογραφή του WWF αναφέρονται σταχυολογημένα και τα εξής : ‘’Η Λίμνη Κερίου βρίσκεται περίπου 3 χιλιόμετρα βόρεια βορειοανατολικά από τον ομώνυμο οικισμό και ανήκει διοικητικά στο δήμο Ζακύνθου. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR221206000 και όνομα "Λιμνοθάλασσα Κερίου ή Βάλτος" (Ζαλίδης & Ματζαβέλας 1994). Πρόκειται για ένα παράκτιο υγροτοπικό σύστημα όπου το γλυκό νερό εισέρχεται από πηγές σχηματίζοντας ένα εποχιακό έλος. Στον υγρότοπο υπάρχει ένα δίκτυο αποστραγγιστικών καναλιών σε σχήμα ψαροκόκκαλο όπου το κεντρικό κανάλι διατηρεί νερό όλο το χρόνο, ενώ και περιμετρικά υπάρχει κανάλι που οριοθετεί το έλος. Μέσα στα όρια του αναφέρονται ήδη από την αρχαιότητα πηγές πετρελαίου, ενώ όποιες προσπάθειες είχαν γίνει για αξιοποίηση του, σήμερα έχουν εγκαταλειφτεί. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, σημειακά σχηματίζονται μικρές λιμνούλες με βαρύ πετρέλαιο/πίσσα που αποτελούν και παγίδες για την ορνιθοπανίδα (Hölzinger 2009). Περιμετρικά υπάρχει δόμηση και καλλιέργειες (ελαιόδεντρα και κηπευτικά), ενώ επίσης το έλος κυκλώνει και δρόμος. Στο ανατολικό τμήμα του υγρότοπου, κοντά στην θάλασσα οι υγροτοπικές εκτάσεις έχουν εκχερσωθεί και στρωθεί με χαλίκι, ενώ έχει κατασκευαστεί και γήπεδο 5x5. Επίσης εκτεταμένες εκχερσώσεις γίνονται και κατά μήκος του περιμετρικού δρόμου, και επιπλέον υπάρχει βόσκηση και θήρευση. Στο περιμετρικό κανάλι απαντώνται επίσης νούφαρα και ψαθιά.

Όσο αφορά την πανίδα, κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε η παρουσία δύο ειδών νεροχελώνας (Emys orbicularis και Mauremys rivulata), βάτραχια (Pelophylax kurtmuelleri), χέλια (Anguilla anguilla) και καβούρια. Σε μελέτη για την ιχθυοπανίδα του υγρότοπου (Ζόγκαρης 2013) αναφέρονται 4 είδη ψαριών (με σημαντικότερο τον νανογωβιό -Knipowitschia sp.), καθώς και άλλα ασπόνδυλα γλυκού νερού (Coleoptera (2+ spp), Notonecta cf. sp., Ephymeroptera, Asselus cf., Gammaridae, Odonata (3+ spp.), Gastropoda (4+ spp.). Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός των ορίων περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (GR2210002) και Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (GR086), ενώ βρίσκεται και εντός των ορίων του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Δ. Πουρσανίδης 4/2010 )’’. (Σημείωση: Ο ερευνητής Στ. Ζόγκαρης επισημαίνει ‘’Τονίζω το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον πληθυσμό Knipowitschia cf. milleri στη Ζάκυνθο. Πρόκειται μάλλον ένα είδος γωβιού που δεν έχει ακόμη περιγραφεί επίσημα απο την επιστήμη (βλ. Barbieri et al. 2015 και ερευνούμε το θέμα μαζί με τον Maarten Vanhove). Ο πληθυσμός του γωβιού αυτού είναι στα πρόθυρα εξαφάνισης στο Κερί - υπάρχει μόνο εκεί που αναβλύζει γλυκό νερό μέσα στο περιμετρικό κανάλι. -Η παγκόσμια εξάπλωση αυτού του νέου "είδους" είναι απο ΒΔ Πελοπόννησο έως Λευκάδα βορειότερα υπάρχει το Knipowitschia milleri - που μάλλον δεν είναι αποκλειστικά ενδημικό του Αχέροντα όπως πιστεύαμε ώς τώρα , http://zogaris.blogspot.com’’). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

406


ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΗ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ (πηγή: σταχυολόγηση απο http://www.zakynthos.gov.gr, http://www.zakynthos.gr ,http://www.tovima.gr ).

Η μικρή λίμνη Παναγούλα, ειναι εποχικό λιμνίο, αν και μικρή σε έκταση -μόλις τριών στρεμμάτωναποτελεί σημαντικό οικοσύστημα. Δέχεται όμως έντονες πιέσεις από την οικιστική και τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Ιδιαίτερη σημασία για το οικοσύστημα της Ζακύνθου είχε και η λίμνη Μακρή η οποία βρισκόταν εκεί όπου σήμερα έχει κατασκευαστεί το αεροδρόμιο του νησιού. Η λίμνη Μακρή έκτασης 800 στρεμμάτων, βρισκόταν επί της αποξηραμένης έκτασης στις εγκαταστάσεις του διεθνούς αεροδρομίου του νησιού. Για να εκτελεστεί το έργο η περιοχή αποστραγγίστηκε και ο υγροβιότοποςπιθανότατα ο μεγαλύτερος σε έκταση στη Ζάκυνθο- εξαφανίστηκε. Σήμερα, κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, σχηματίζονται «γούρνες» (εποχικό Λιμνίο) με τα νερά των ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων και τις απορροές οι οποίες μαρτυρούν ότι στην περιοχή κάποτε υπήρχε μεγάλη λίμνη. ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΛΙΚΑΝΑΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΣ

Ο Αλικανάς βρίσκεται περίπου 1χλμ., από τον ομώνυμο οικισμό της Ζακύνθου. Πρόκειται για μια έκταση 30 στρεμμάτων όπου τους χειμερινούς μήνες πλημμυρίζει από τα νερά των κατακρημνίσεων και τη θάλασσα σχηματίζοντας ένα εποχιακό αλμυρό λιμνίο. Ένα παραλιακό μέτωπο αμμοθινών διακρίνει τον υγρότοπο από την θάλασσα, ενώ ανατολικά ορίζεται από το οδικό δίκτυο και δυτικά από ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Στο παρελθόν ο υγρότοπος καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση, αλλά η κατασκευή ενός ξενοδοχείου έχει περιορίσει σημαντικά τις υγροτοπικές εκτάσεις. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει επιπλέον επεκτάσεις και κατασκευές (π.χ. γήπεδα), ενώ οι υπάρχουσες περιφράξεις καταδεικνύουν ότι το μέλλον του υγρότοπου είναι αβέβαιο. Στη μέση της οριοθετημένης έκτασης διέρχεται χωματόδρομος που οδηγεί στην παραλία. Απαντώνται οι ακόλουθοι τύποι οικοτόπων με κωδικούς: 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 2260 -Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων και 72Α0 -Καλαμώνες. Η κυρίαρχη βλάστηση είναι υπερυδατική με ψαθιά (Typha sp.) και υγρολίβαδα με βούρλα (Juncus sp.) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Δ. Πουρσανίδης 4/2010). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

407


ΚΕΡΚΥΡΑ ΛΙΜΝΟΤΟΠΟΙ KAI ΛΙΜΝΙΑ´Η ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ (Πηγές: σταχυολόγηση κυρίως από http://ecokerkyra.blogspot.com/2011/05/blog-post_13.html, http://corfiarikoanagnosma.blogspot.gr, http://kerkhora.blogspot.com/2009/03/12.html,). Το νησί της Κέρκυρας χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων και από τον εντυπωσιακό, πολύ μεγάλο αριθμό μικρών λιμνών. Η περιοχή που παρουσιάζει σημαντική συγκέντρωση λιμνότοπων ξεκινά από τα νότια του Σκριπερού, κατεβαίνει προς Πουλάδες και φτάνει μέχρι Τεμπλόνι. Μέσα σε αυτή την περιοχή απλώνονται, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, οι εξής λίμνες και λιμνοπούλες: Σκοτεινή, Μπρεντάνου, Κλουδάτικη, Φάφαινα, Γαυρόλιμνη ή Καβουρόλιμνη, Φουντάνα, Γιαλινά, Γαϊδαράνα, Κουνουπίνα, Καναβού, Μάρκου και άλλες πολυ μικρότερες.

: Στη φωτογραφία παρουσιάζεται η Γαϊδαράνα, μάλλον ο σημαντικότερος, ως προς την έκταση, υγρότοπος της περιοχής. Το καλοκαίρι ξεραίνεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Από τις λίγες περιοχές της Κέρκυρας που έχουν παραμείνει σχεδόν παρθένες.( από J. Dimitriadis/fb) Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

408


Για τα λιμνία, τις λίμνες και τα έλη γλυκού νερού στην κεντρική Κέρκυρα, ο Γ. Γαστεράτος/Fb μας ενημερώνει: στο πιο κάτω σκαρίφημα-εικόνα φαίνονται οι συστάδες των εξής λιμνών: επάνω η Κατάπινο, μετά η Κουνουπίνα, μετά η ομάδα των Πουλάδων -Γαϊδαράνα, Μάρκου, Σκοτεινή, Άνω και Κάτω Μπρεντάνου, Γαβρόλιμνη, Κλουδάτικη κ.α.. Δεξιά της ομάδας αυτής είναι το έλος Λίμνη. Κάτω αριστερά της ομάδας είναι οι λιμνούλες του Γκολφ και κάτω δεξιά οι λιμνούλες του Αη Γιάννη. Πιο κάτω είναι η λιμνούλα του Βάτου και μιά άγνωστη. Πρέπει να υπάρχουν και άλλες μικρούλες (ο J. Dimitriadis/Fb σημειώνει: στην ομάδα του Αη-Γιάννη, αυτή πού είναι ανάμεσα στον Αη-Γιάννη και τα Καρουμπάτικα είναι η λίμνη Μπουτσουλή, νομίζω η μεγαλύτερη της ομάδας. Έχω την εντύπωση ότι περιλαμβάνεται ολόκληρη στο εσωτερικό μίας ιδιοκτησίας, αλλά δεν το έχω διασταυρώσει ).

ΛΙΜΝΗ ΑΚΟΛΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ

Η Λίμνη Άκολη βρίσκεται περίπου 1,2 χλμ., βόρεια-βορειοανατολικά από τον οικισμό του Αγίου Στεφάνου στην Κέρκυρα. Μαζί με το έλος Ερημίτη και τη Βρωμολίμνη έχουν καταγραφεί και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR223191000 και όνομα «Λιμνοθάλασσες Βαρβάρας ή Αυλάκι & Αγ. Στέφανος» (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια μικρή παράκτια λίμνη σε μια περιοχή που δεν προσεγγίζεται από οδικό δίκτυο και κατά συνέπεια βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης. Ο υγρότοπος δεν έχει εμφανή σύνδεση με τη θάλασσα, αλλά το νερό είναι υφάλμυρο υποδηλώνοντας ισχυρή αλληλεπίδραση. Η λίμνη, κατά την εποχή της Ενετοκρατίας ενώνονταν με τη θάλασσα με ένα μικρό ανοιχτό κανάλι και πιθανόν να έχει λειτουργήσει στο παρελθόν σαν ιχθυοτροφείο. Στα ανατολικά μια στενή κροκαλώδης παραλία τη χωρίζει από τη θάλασσα, ενώ οι άλλες πλευρές είναι κατάφυτες από πυκνή δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση (πουρνάρια, κουμαριές, μυρτιές, δάφνες, σχοίνα, ελιές, σπάρτα κ.α.) του ημι-ορεινού όγκου του όρους Ερημίτη. Στην περιοχή υπάρχουν πολλά σκουπίδια που μεταφέρονται με τον κυματισμό, ενώ τους θερινούς μήνες η παραλία χρησιμοποιείται από λουόμενους. Η κυρίαρχη βλάστηση μέσα στη λίμνη είναι υφυδατική (Ruppia maritima) που καλύπτει και τη μεγαλύτερη επιφάνεια. Σχετικά ισχυρή παρουσία έχουν τα ψαθιά (Typha sp.) στη δυτική όχθη της λίμνης ενώ η υγροτοπική βλάστηση συμπληρώνεται από βούρλα (Juncus sp.), σκίρπα (Scirpus sp.) και καλάμια (Phragmites australis, Arundo sp.). Όσον αφορά την πανίδα υπάρχουν ψάρια, αμφίποδα, σαλιγκάρια, ενώ μια στην περιοχή έχει καταγραφεί η παρουσία βίδρας (Gémillet 1993). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη, Κ. Παραγκαμιάν, Δ. Πουρσανίδης). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

409


ΛΙΜΝΙΟ ΒΑΤΟΥ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η λίμνη Βάτου βρίσκεται 0,9 χλμ., ανατολικά – νοτιοανατολικά από τον ομώνυμο οικισμό και καταλαμβάνει έκταση 6.3 στρεμμάτων. Πρόκειται για εποχικό λιμνίο γλυκού νερού. Πληροφορίες για την ύπαρξή του πήραμε από κάτοικο της περιοχής. Ο εντοπισμός και η οριοθέτησή του έγινε με ερμηνεία εικόνων Bing, Google Earth και των ορθοφωτογραφιών του Κτηματολογίου (απογραφή WWF Ελλάς). ΛΙΜΝΗ ΒΡΩΜΟΛΙΜΝΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η Λίμνη Βρωμολίμνη βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικά από τον οικισμό του Αγίου Στεφάνου στην Κέρκυρα. Μαζί με το έλος Ερημίτη και τη λίμνη Άκολη έχουν καταγραφεί και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR223191000 και όνομα «Λιμνοθάλασσες Βαρβάρας ή Αυλάκι & Αγ. Στέφανος» (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια μικρή παράκτια λίμνη σε μια περιοχή που δεν προσεγγίζεται από οδικό δίκτυο και κατά συνέπεια βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης. Ο υγρότοπος δεν έχει εμφανή σύνδεση με τη θάλασσα, αλλά το νερό είναι υφάλμυρο υποδηλώνοντας ισχυρή αλληλεπίδραση. Η στάθμη του νερού μεταβάλλεται εποχικά. Στα ανατολικά μια στενή κροκαλώδης παραλία τη χωρίζει από τη θάλασσα, ενώ οι άλλες πλευρές είναι κατάφυτες από πυκνή δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση (π.χ., πουρνάρια, κουμαριές, μυρτιές, δάφνες, σχοίνα, ελιές, σπάρτα κ.α.) του ημι-ορεινού όγκου του Ερημίτη. Στην περιοχή υπάρχουν πολλά σκουπίδια που μεταφέρονται με τον κυματισμό, ενώ τους θερινούς μήνες η παραλία χρησιμοποιείται από λουόμενους.

Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 1150 * -Παράκτιες λιμνοθάλασσες και 1410 Μεσογειακά αλίπεδα. Η βλάστηση περιμετρικά του λιμνίου αποτελείται από βούρλα (Juncus sp.), σκίρπα (Scirpus sp.), λίγα καλάμια (Phragmites australis) και λίγα αρμυρίκια (Tamarix sp.), ενώ στο λιμνίο υπάρχει υφυδατική βλάστηση. Όσο αφορά την πανίδα υπάρχουν ψάρια, αμφίποδα, σαλιγκάρια ενώ μια στην περιοχή έχει καταγραφεί η παρουσία βίδρας (Gémillet 1993). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη, Κ. Παραγκαμιάν, Δ. Πουρσανίδης).

ΛΙΜΝΕΣ ΓΑΪΔΑΡΑΝΑ ή ΛΟΥΜΠΕΣ (Πηγές:σταχυολόγηση κυρίως από http://corfiarikoanagnosma.blogspot.gr , http://ecokerkyra.blogspot.com/2011/05/blogpost_13.html, http://kerkhora.blogspot.com/2009/03/12.html).

Η Γαϊδαράνα αποτελείται oυσιαστικά από μια ομάδα μικρών λιμναίων σχηματισμών που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι λίμνες της Γαϊδαράνας, στολισμένες με βούρλα και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

410


περικυκλωμένες από λεύκες, βρίσκονται διασκορπισμένες σε έναν «λειμώνα των ασφοδέλων» (ασφόδελος = ασπέρδουκλας στα κερκυραίικα). Μερικοί λοφίσκοι εμπλουτίζουν λίγο το ανάγλυφο και σχηματίζουν φρυγανότοπους. Τα σύνορα του υγρού λιβαδιού ορίζονται από μια πληθώρα δέντρων και θάμνων μεταξύ των οποίων και κάποιες κοκκυκιές (Cercis siliquastrum). Όλα αυτά τα στοιχεία σχηματίζουν ένα όμορφο τοπίο ιδιαίτερα ελκυστικό για τους φυσιολάτρες καθότι προσφέρει ευκαιρίες για περιπλανήσεις. Μονοπάτια διασχίζουν το λιβάδι και μπορεί να τα ακολουθήσει κανείς για πάει νοτιοδυτικά προς τη μονή του Αγίου Ονουφρίου με την εκεί λίμνη ή νοτιοανατολικά προς την Καβουρόλιμνη. Το Έλος Γαϊδαράνα βρίσκεται περίπου 2,8 χλμ., δυτικά - νοτιοδυτικά από τα Γαζάτικα, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα (Γκίνης & Γκίνης 1994) ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για ένα δίκτυο μικρών λιμνίων σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση που τα ενώνει ένας εκτεταμένος καλαμιώνας. Όλη η περιοχή βρίσκεται σε αλλουβιακούς σχηματισμούς και στο παρελθόν ο υγρότοπος καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση που πιθανόν να συμπεριελάμβανε το έλος Φοντάνα, το έλος στους Κορήτους και τη Γαϊδαράνα. Σήμερα, στο μέσο της πλημμυρογενούς πεδιάδας, διέρχεται κανάλι που αποστραγγίζει τα νερό και χωρίζει αυτούς τους τρεις υγρότοπους. Η παρουσία του νερού είναι μόνιμη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα στα όρια του έλους είναι ήπιες με αποτέλεσμα ο υγρότοπος να διατηρεί τη φυσικότητα του. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 72Α0 –Καλαμώνες, ενώ η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική (Phragmites australis, Scirpus sp.). Οι κυριότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από την πιθανή επέκταση του ΧΥΤΑ προς αυτή την περιοχή, γεγονός που θα υποβάθμιζε σημαντικά τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Θ. Γιαννακάκης & Δ. Πουρσανίδης 4/2010).

ΛΙΜΝΗ ΓΑΥΡΟΛΙΜΝΗ Ή ΚΑΒΟΥΡΟΛΙΜΝΗ , ΚΕΡΚΥΡΑ Η Γαυρολίμνη ή Καβουρολίμνη ή Καβρολίμνη βρίσκεται περίπου 2 χιλιόμετρα βόρεια από το Τεμπλόνι, κοντά στους Πουλάδες, βόρεια του Τεμπλονίου και ανήκει στην ομάδα των λιμναίων σχηματισμών που απλώνονται στα μέρη ανατολικά του λιβαδιού του Ρόπα, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα (Γκίνης & Γκίνης 1994), ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μια λίμνη σε αλλουβιακούς σχηματισμούς με μόνιμη παρουσία νερού. Η Καβουρόλιμνη είναι γνωστή και ως Γαυρόλιμνη. Ποια εκ των δυο είναι η αρχαιότερη ονομασία δεν γνωρίζουμε. Το σίγουρο είναι ότι στον κατάλογο των ναών του νησιού που συνέταξε ο μέγας Πρωτοπαπάς Σ. Βούλγαρης το 1753 αναφέρεται ως Καβρόλιμνη όπου υπήρχε και ναός του Εσταυρωμένου Χριστού, επι λέξει ‘’Ομοίως απήλθομεν εις την μονήν του Εσταυρωμένου Χριστού εις τόπον λεγόμενον Καβρόλιμνη. Γιούς των μισέρ Τζώρτζη και Βοντιλάγγη αδελφών Πετρετήν’’. Είναι δύσκολο όμως να προσδιοριστεί η αυθεντική ονομασία, καθότι οι παραφθορές στα τοπωνύμια είναι συχνό φαινόμενο. Περί της προέλευσης των σημερινών ονομασιών μπορούν να γίνουν διάφορες εικασίες. Ίσως από τα καβούρια (ναι υπάρχουν και καβούρια γλυκού νερού) στην μια περίπτωση, ίσως από το δέντρο γαύρος στην άλλη. Η λίμνη, πλαισιωμένη από πυκνή βλάστηση, κείτεται σε μια τοποθεσία που συνδυάζει φρυγανότοπους με χορτολιβαδικές εκτάσεις και που συνορεύει με αρκετούς Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

411


λόφους. Μέσα στα όρια του υγρότοπου υπάρχουν καλλιέργειες και στο παρελθόν έχει γίνει εκχέρσωση υγροτοπικής βλάστησης, ενώ στην ευρύτερη περιοχή δεσπόζει η παρουσία του ΧΥΤΑ Κέρκυρας. Η πυκνή βλάστηση περιμετρικά του υγρότοπου είναι υπερυδατική (Phragmites australis) και θαμνώδης/δενδρώδης (Vitex agnus-castus, Rhamnus sp.), ενώ μέσα στο νερό αναπτύσσονται νεραγκούλες (Ranunculus sp.) και χαρόφυτα (Chara globularis) (Langangen 2010).

Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 72Α0 -Καλαμώνες, 3140 -Σκληρά, ολιγομεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp. και 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές. Στον υγρότοπο είναι πολύ έντονη η παρουσία αμφιβίων (Pelophylax epeiroticus) ενώ αναφέρεται στη βιβλιογραφία η παρουσία του μακεδονικού τρίτωνα (Triturus carnifex) (Keymar 1984). Οι κυριότερες απειλές για τον υγρότοπο προκύπτουν από τη σχεδιαζόμενη επέκταση του ΧΥΤΑ και τις επεκτάσεις των καλλιεργειών. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Πηγές:σταχυολόγηση κυρίως από http://ecokerkyra.blogspot.com/2011/05/blog-post_13.html, http://kerkhora.blogspot.com/2009/03/12.html, http://corfiarikoanagnosma.blogspot.gr) (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Δ. Πουρσανίδης ). ΛΙΜΝΙΑ ΓΚΟΛΦ (ΡΟΠΑ), ΚΕΡΚΥΡΑ Το γκολφ Κέρκυρας βρίσκεται στο νότιο άκρο του Λιβαδιού του Ρόπα 1,4 χλμ., βορειοανατολικά από τον Βάτο. Το Λιβάδι του Ρόπα ήταν ένας εκτεταμένος υγρότοπος ο οποίος αποστραγγίστηκε μέσω του Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

412


ομώνυμου διευθετημένου ρύακα, ο οποίος εκβάλει στον όρμο των Ερμόνων. Η εκβολή είναι επίσης κατεστραμμένος υγρότοπος, λόγω της εκει οικοδομικής δραστηριότητας. Τα λιμνία του γκολφ Κέρυρας είναι 4 και έχουν συνολική έκταση 40,2 στρέμματα. Δημιουργήθηκαν για αισθητικούς/περιβαλλοντικούς λόγους. Στα ίδια πλαίσια έχουν τοποθετηθεί ενημερωτικές πινακίδες για τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής και παρατηρητήρια. Τα λιμνία, αν και τεχνητά, έχουν αξιοσημείωτη ποικιλία φυτών και ζώων. Έχουν καταγραφεί 4 είδη αμφιβίων, 7 είδη ερπετών και 170 είδη πουλιών (Μισιακός 2000) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν και Δ. Πουρσανίδης 4/2010).

ΛΙΜΝΗ ΚΛΟΥΔΑΤΙΚΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ

Η Λίμνη Κλουδάτικη βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ., ανατολικά–βορειοανατολικά από το Τεμπλόνι, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα (Γκίνης & Γκίνης 1994), ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για ένα αβαθές λιμνίο που πιθανόν να διατηρεί λίγο νερό καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Δέχεται τις επιφανειακές απορροές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

413


και τα κατακρημνίσματα, ενώ δεν υπάρχει εμφανής έξοδος του νερού. Ο υγρότοπος δέχεται σημαντικές πιέσεις περιμετρικά. Εκτός από ιδιωτικές εκτάσεις που βρίσκονται ακριβώς στα όρια του υγρότοπου (με καλλιέργειες και κατοικία) στο βόρειο και το νότιο τμήμα του, σε κοντινή απόσταση αναπτύσσονται εργασίες εξόρυξης αδρανών υλικών και άλλες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 3140 -Σκληρά, ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp. και 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές. Η βλάστηση περιμετρικά του υγρότοπου είναι θαμνώδης (Vitex agnus-castus), ενώ μέσα στο νερό αναπτύσσονται νεραγκούλες (Ranunculus sp.) και χαρόφυτα (Chara sp.). Όσο αφορά την πανίδα, έντονη είναι η παρουσία αμφιβίων (Pelophylax epeiroticus). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010. Απογραφείς: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη, Κ. Παραγκαμιάν, Δ. Πουρσανίδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΚΟΡΗΤΟΥΣ, ΚΕΡΚΥΡΑ Το έλος στους Κορήτους βρίσκεται περίπου 2,3 χλμ., ανατολικά-βορειοανατολικά από τον οικισμό Κανακάδες στην Κέρκυρα και πρόκειται για ένα εποχικό λιμνίο γλυκού νερού στην περιοχή των Λιμνών (Γκίνης & Γκίνης 1994). Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Ο υγρότοπος βρίσκεται στην άκρη μιας πλημμυρογενούς πεδιάδας, όπου στο μέσο της διέρχεται ένα αποστραγγιστικό κανάλι που ξεκινάει από το λιμνίο. Η βλάστηση είναι πυκνή και αποτελείται κυρίως από λυγαριές (Vitex agnus-castus) στον πυρήνα του υγρότοπου και από άλλα υδρόβια φυτά (Alisma lanceolatum, Eleocharis sp.). Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές. Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε η παρουσία αμφιβίων (Pelophylax epeiroticus). Το λιμνίο βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης και δεν υπάρχουν δραστηριότητες εντός των ορίων του, ενώ και στην ευρύτερη περιοχή οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι περιορισμένες. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Δ. Πουρσανίδης).

ΛΙΜΝΗ ΚΟΡΙΣΣΙΩΝ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η λίμνη Κορισσίων βρίσκεται δυτικά του οικισμού Λίνια της Κέρκυρας. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR223195000 και όνομα «Λιμνοθάλασσα Κορισσίων» (Ζαλίδης & Ματζαβέλας 1994). Πρόκειται για μια μεγάλη αβαθή λίμνη, η οποία μετατράπηκε σε ανοικτή λιμνοθάλασσα με τη διάνοιξη τεχνητού διαύλου (Μιλοβάνοβιτς και συν. 2008 & 2010, Αλεξόπουλος και συν. 2008). Η λίμνη ή λιμνοθάλασσα Κορισσίων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό σύνθετο παράκτιο Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

414


οικοσύστημα αποτελούμενο από αμιγή υδάτινα σώματα, παράκτιες θίνες και αλουβιακές αποθέσεις. Η λωρίδα άμμου που τη χωρίζει από τη θάλασσα είναι το πιο ενδιαφέρον και συγχρόνως το πιο σημαντικό τμήμα του υγρότοπου αποτελούμενη από κινούμενες και σταθερές θίνες με αμμόφιλη και δενδρώδη βλάστηση με αρκεύθους αλλά και αείφυλλες δρυς και αρκετές υγρές κοιλότητες μεταξύ αυτών. Στο παράκτιο τμήμα της λίμνης η βλάστηση δείχνει επηρεασμένη από την αυξημένη αλατότητα, ενώ αντίθετα στις εσωτερικές ανατολικές όχθες η βλάστηση μαρτυρά την παρουσία πιο γλυκού νερού, τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες, επίσης στο τμήμα αυτό υπάρχουν ενδείξεις κορεσμένου εδάφους με γλυκό νερό. Η παρουσία νερού είναι μόνιμη και σχεδόν σταθερή σε όγκο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, λόγω και της επίδρασης της θάλασσας.

Οι δραστηριότητες στον υγρότοπο είναι σχετικά ήπιες κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών με κυρίαρχες τις καλλιέργειες γύρω από τον υγρότοπο, τη βόσκηση και την περιορισμένη αλιεία στα γιβάρια της λίμνης. Ωστόσο, κατά την καλοκαιρινή περίοδο υπάρχει έντονος τουρισμός με καντίνες, ξαπλώστρες και άλλες μη σταθερές εγκαταστάσεις σε διάφορα τμήματα της αμμώδους παραλίας μέχρι και την τεχνητή μπούκα. Το νότιο τμήμα της ακτής μετά τη μπούκα είναι πολύ λιγότερο επηρεασμένο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε αυτό το τμήμα λειτουργεί αυτοσχέδια πίστα για μοτο-κρος. Παρατηρήθηκαν σημάδια πρεμνοφυούς διαχείρισης του δρυοδάσους. Οι δραστηριότητες στη λεκάνη απορροής είναι σχετικά έντονες με κυρίαρχες τις εντατικές και εκτατικές καλλιέργειες, καθώς και την επίδραση από τις δραστηριότητες των γύρω οικισμών. Απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 1150* Λιμνοθάλασσες, 2250* -Λόχμες των παραλιών με άρκευθους (Juniperus spp.), 1420 -Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες, 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα, 2190 -Υγρές κοιλότητες μεταξύ των θινών, 2120 -Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (Λευκές Θίνες), 2260 -Θίνες με βλάστηση σκληρόφυλλων θάμνων, 72Α0 -Καλαμώνες, 2110 -Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης (GR2230002) και Ζώνη Ειδικής Προστασίας (GR2230007) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Ν. Γεωργιάδης & Φ. Βρεττού 4/2010). ΛΙΜΝΗ ΚΟΥΝΟΥΠΙΝΑ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η Λίμνη Κουνουπίνα βρίσκεται περίπου 1,8 χλμ., ανατολικά-βορειοανατολικά από τις Γαρδελάδες, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα (Γκίνης & Γκίνης 1994), ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για λίμνη με μόνιμη παρουσία Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

415


νερού που δέχεται τις επιφανειακές απορροές και τα κατακρημνίσματα, ενώ δεν υπάρχει εμφανής έξοδος του νερού. Δίπλα στον υγρότοπο υπάρχει ένα αποστραγγιστικό κανάλι, Ενετικής κατασκευής, που κατευθύνει το νερό υπόγεια. Στην ευρύτερη περιοχή του υγρότοπου υπάρχουν λίγες καλλιέργειες και απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 3140 -Σκληρά, ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp. και 72Α0 -Καλαμώνες. Η βλάστηση είναι υπερυδατική με καλάμια (Phragmites australis), σκίρπα (Scirpus sp.) και ψαθιά (Typha sp.), ενώ στο νερό αναπτύσσεται υφυδατική βλάστηση (Chara sp., Ranunculus sp.). Επίσης, περιμετρικά του υγρότοπου φυτρώνουν πολλές ορχιδέες. Όσον αφορά την πανίδα του υγρότοπου αναφέρεται η παρουσία του Ηπειρωτικού βάτραχου (Pelophylax epeiroticus) και του κοινού Τρίτωνα (Lissotriton vulgaris) (Tóth et al. 2002). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Δ. Πουρσανίδης).

ΛΙΜΝΗ ΛΙΜΝΟΠΟΥΛΑ ΚΑΝΑΒΟΥ,ΚΕΡΚΥΡΑ Η Λιμνοπούλα Καναβού βρίσκεται 1,8 χλμ., δυτικά από τα Γαζάτικα. Πρόκειται για εποχικό λιμνίο γλυκού νερού έκτασης περίπου 6,5 στρεμμάτων. Το λιμνίο είναι απομονωμένο και περιβάλλεται από δασική βλάστηση. Πληροφορίες για την ύπαρξή του δίνουν οι Γκίνης & Γkίνης (1994). Ο εντοπισμός και η οριοθέτησή του έγινε με ερμηνεία εικόνων Bing, Google Earth και των ορθοφωτογραφιών του Κτηματολογίου (απογραφή WWF Ελλάς). ΛΙΜΝΗ ΜΑΚΡΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η Λίμνη Μακρή βρίσκεται περίπου 2,5 χλμ., δυτικά από τον οικισμό Γαζάτικα, στην περιοχή των Λιμνών (Γκίνης & Γκίνης 1994) που διατηρεί νερό όλο το χρόνο και εμπίπτει στην κατηγορία Ramsar Tp - Μόνιμες λιμνούλες (ponds) γλυκού νερού (< 80 στρέμματα). Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στο νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Το λιμνίο καταλαμβάνεται στο μεγαλύτερο τμήμα του από πυκνό υδροχαρές δάσος με φτελιές (Ulmus sp.) και δεν είναι εύκολα προσεγγίσιμο. Απαντάται στην περιοχή ο οικότοπος με κωδικό 92A0 -Δάσηστοές με Salix alba και Populus alba (CORINE 91: 44.62). Ο υγρότοπος διατηρεί στο ακέραιο τη φυσικότητα του και δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα τα επόμενα χρόνια. Περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Δ. Πουρσανίδης ). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

416


ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ

Η λίμνη του Μάρτη βρίσκεται δυτικά της πόλης της Κέρκυρας, περίπου 1 χιλιόμετρο δυτικά από τον Άγιο Ιωάννη. Πρόκειται για μια έκταση 92 στρεμμάτων με 2 έλη γλυκού νερού και υγρολιβαδικές εκτάσεις που κατακλύζονται εποχικά με το νερό της βροχής. Στην περιοχή απαντάται ο οικότοπος με κωδικό 72Α0 -Καλαμώνες. Η βλάστηση είναι κυρίως υπερυδατική (Typha sp., Phragmites australis, Carex sp.). Κατά την απογραφή του WWF υπήρχε αξιοσημείωτος πληθυσμός βατράχου (Pelophylax epeiroticus). Στην γύρω περιοχή υπάρχουν δενδρώδεις καλλιέργειες, υπολείμματα φυσικής δενδρώδους βλάστησης και ασυνεχής δόμηση. Κύριες απειλές είναι η εκχέρσωση, η επιχωμάτωση και η δόμηση. Ήδη μια έκταση (πρώην υγροτοπική) περί τα 13 στρέμματα ανατολικά του υγρότοπου έχει δομηθεί (ΚΤΕΟ Κέρκυρας, Γυμνάσιο Αγίου Ιωάννη) και οι επιχωματώσεις συνεχίζονται προς βορρά. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

417


Ιδιαίτερος και σπάνιος υγρότοπος για τη νησιωτική Ελλάδα που διατηρείται ακόμα σε καλή κατάσταση (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν & Δ. Πουρσανίδης 4/2010). ΛΙΜΝΗ ΜΠΕΛΕΝΙΩΤΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η λίμνη Μπελενιώτη βρίσκεται λίγο έξω από τον οικισμό Καρουμπάτικα, 1,8 χλμ., νοτιοδυτικά από τον Άγιο Ιωάννη. Ο υγρότοπος ήταν μεγαλύτερος στο παρελθόν. Συρρικνώθηκε εξ αιτίας μακροχρόνιας και συστηματικής απόθεσης στερεών απορριμμάτων. Σήμερα έχει έκταση 11 στρέμματα. Είναι ένα λιμνίο το οποίο περιβάλλεται από δενδρώδη (Ulmus sp., Laurus nobilis, Pistacia lentiscus) και υπερυδατική βλάστηση (Arundo donax, Phragmites australis). Το νερό του υγρότοπου ήταν έντονα ρυπασμένο, προφανώς από τα στραγγίσματα των απορριμμάτων. Περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν και Δ. Πουρσανίδης 4/2010 ).

ΛΙΜΝΗ ΜΠΡΕΝΤΑΝΟΥ, ΚΕΡΚΥΡΑ

Η λίμνη Μπρεντάνου βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο βορειοανατολικά από το Τεμπλόνι, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα (Γκίνης & Γκίνης 1994), ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για μια αβαθή λίμνη που διατηρεί πολύ λίγο νερό τους θερινούς μήνες, αλλά σε πλήρη ανάπτυγμα ξεπερνάει τα 60 στρέμματα. Ο πυθμένας της αποτελείται από ίζημα πλούσιο σε οργανική ύλη. Μέσα στα όρια του υγρότοπου δεν Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

418


υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες (λίγη βόσκηση και μερική κοπή δέντρων), ενώ η απουσία δρόμου έχει συντελέσει στο να διατηρείται η φυσικότητα του στο ακέραιο. Παρόλα αυτά, ο υγρότοπος συνορεύει με το ΧΥΤΑ Κέρκυρας και πιθανόν να επηρεάζεται σημαντικά απ’ αυτόν. Στη λίμνη καταλήγει και ένα κανάλι/ρύακας που τον ενώνει με το εποχικό λιμνίο Τεμπλονίου. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 92D0 -Νότια παρόχθια δάση-στοές και 3140 -Σκληρά, ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp. Ένα σημαντικό τμήμα του υγρότοπου καταλαμβάνεται από λυγαριές (Vitex agnus-castus) και περιμετρικά υπάρχει μακία βλάστηση και φρύγανα καθώς και άλλη δενδρώδη βλάστηση (φτελιές, αγριοαχλαδιές, γαύροι). Επιπλέον, στο νερό υπάρχουν πυκνοί σχηματισμοί από χαρόφυτα μαζί με νεραγκούλες (Ranunculus eradicatum) και άλλα υγροτοπικά φυτά (Veronica anagallis-aquatica), ενώ στη λίμνη γίνεται και η πρώτη αναφορά ενός νέου χαρόφυτου, της Chara hellenica (Langangen 2010). ΛΙΜΝΗ ΜΠΟΥΤΣΟΥΛΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ

Η λίμνη Μπουτσουλή βρίσκεται δυτικά της πόλης της Κέρκυρας, 600 μέτρα νοτιοανατολικά από τον Άγιο Ιωάννη. Πρόκειται για ρηχό εποχικό λιμνίο γλυκού νερού έκτασης 32,5 στρεμμάτων. Η πρόσβαση στον υγρότοπο είναι δύσκολη εξ αιτίας περιφράξεων και πυκνής βλάστησης. Υπάρχει πυκνή παρόχθια βλάστηση με λυγαριές (Vitex agnus-castus) και εσωτερικά ένα αραιός καλαμιώνας με Phragmites australis. Κατά την απογραφή του WWF υπήρχε αξιοσημείωτος πληθυσμός βατράχου (Pelophylax epeiroticus). Στην γύρω περιοχή υπάρχουν δενδρώδεις καλλιέργειες, υπολείμματα φυσικής δενδρώδους βλάστησης και ασυνεχής δόμηση. Κύριες απειλές είναι η εκχέρσωση και η επιχωμάτωση. Ιδιαίτερος και σπάνιος υγρότοπος για τη νησιωτική Ελλάδα που διατηρείται ακόμα σε καλή κατάσταση. Περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν και Δ. Πουρσανίδης 4/2010). ΛΙΜΝΙΟ ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΚΑΤΑΠΙΝΟΣ, ΚΕΡΚΥΡΑ Το οροπέδιο Καταπίνος βρίσκεται περίπου 1 χιλιόμετρο βόρεια-βορειοανατολικά από τον οικισμό του Αγίου Μάρκου στην Κέρκυρα. Οι απορροές από το μικρό οροπέδιο οδηγούνται στο κέντρο του οροπεδίου όπου σχηματίζεται ένα μικρό λιμνίο που διατηρεί νερό τους υγρούς μήνες του χρόνου. Το καλοκαίρι στεγνώνει και πιθανόν το νερό να διαφεύγει μέσω των ανθρακικών σχηματισμών. Περιμετρικά υπάρχουν αμπέλια, ενώ παλαιότερα φύτευαν φασόλια μέσα στο λιμνίο την περίοδο που δεν είχε νερό. Οι πιέσεις που δέχεται η περιοχή προέρχονται από την αυξημένη χρήση Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

419


λιπασμάτων/φυτοφαρμάκων και το κυνήγι. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 92D0 Νότια παρόχθια δάση-στοές και 72Β0 -Κοινωνίες των υψηλών βούρλων. Μέσα στο λιμνίο υπάρχουν λυγαριές (Vitex agnus-castus) όχι όμως σε μεγάλη πυκνότητα και αριθμό, ενώ περιμετρικά φύονται κυπεροειδή (Carex sp., Scirpus sp.). Επιπλέον, απαντώνται βελανιδιές (Quercus sp.) και πτεριδόφυτα. Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη).

ΛΙΜΝΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ, ΚΕΡΚΥΡΑ Η Λίμνη Σκοτεινή βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ., νοτιοδυτικά από τον οικισμό Γουβιά στην Κέρκυρα. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR223193000 και όνομα «Λίμνη Σκοτινή» (Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για μια αβαθή καρστική λίμνη, στην ενδοχώρα της Κέρκυρας, σε μια περιοχή που φιλοξενεί πολλά παρόμοια υγροτοπικά συστήματα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο. Το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από καλάμια (Phragmites australis) και μόνο μια σχετικά μικρή έκταση μένει ακάλυπτη. Το τμήμα αυτό συγκεντρώνει πλούσια υφυδατική βλάστηση (Langangen 2010).

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

420


Η λίμνη διατηρεί νερό όλο το χρόνο και μάλιστα, από μαρτυρίες κατοίκων, γίνεται χρήση του σποραδικά το καλοκαίρι από τα ελικόπτερα για κατάσβεση πυρκαγιών. Δίπλα στη λίμνη διέρχονται δρόμοι και υπάρχουν κάποια σπίτια, ενώ γίνεται και λατόμευση αδρανών υλικών. Στην περιοχή απαντώνται οι οικότοποι με κωδικούς 72Α0 -Καλαμώνες και 3140 -Σκληρά, ολιγο-μεσοτροφικά ύδατα με βενθική βλάστηση χαροειδών σχηματισμών με Chara spp. Εκτός από τα καλάμια στο νερό αναπτύσσονται νεραγκούλες (Ranunculus sp.) και άλλα υγροτοπικά φυτά (Alisma lanceolatum), ενώ στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει μακί βλάστηση. Η λίμνη φιλοξενεί πλούσια πανίδα. Κατά την αυτοψία του WWF διαπιστώθηκε η παρουσία μεγάλου πληθυσμού αμφιβίων (Pelophylax epeiroticus), αλλά και η εισαγωγή ψαριών όπως κουνουπόψαρα (Gambusia affinis) και χρυσόψαρα (Carassius sp.). Ο υγρότοπος περιλαμβάνεται στο Προεδρικό Διάταγμα για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγρότοπων της Ελλάδας (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 04/2010, Απογραφή: Θ. Γιαννακάκης, Α. Καρδαμάκη, Κ. Παραγκαμιάν, Δ. Πουρσανίδης). ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Καταρράκτες Κυπριανάδων (http://www.panoramio.com)

Καταρράκτες Νυμφών (http://www.panoramio.com)

Η Κέρκυρα, λόγω του υψηλού ετήσιου δείκτη βροχόπτωσης, αλλά και του ιδιαίτερου ανάγλυφου του εδάφους της, διαθέτει πολλούς καταρράκτες. Ιδιαίτερα στη βόρεια Κέρκυρα υπάρχουν αρκετοί καταρράκτες, οι περισσότεροι με βάθρες στη βάση τους, οταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. ´Αλλοι είναι μικρότεροι και άλλοι μεγαλύτεροι, όμως όλοι τους αξίζουν την προσοχή μας. Σε μικρή απόσταση από τους καταρράκτες Νυμφών βρίσκονται οι μικρότεροι καταρράκτες των Κυπριανάδων (ο μεγαλύτερος έχει ύψος περίπου 8 μέτρων) και σχηματίζεται από έναν παραπόταμο του Τυφλού ποταμού, το ποταμάκι της Κληματιάς, έξω από το χωριό Κυπριανάδες. Το ποτάμι αυτό έχει ροή 8 μήνες το χρόνο, και η πρόσβαση στον καταρράκτης των Κυπριανάδων είναι σχετικά εύκολη (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.realcorfu.com, http://www.panoramio.com, http://www.timecorfu.com). Εξάλλου, στο κεφαλοχώρι Νυμφές, στη βόρεια Κέρκυρα, μέσα σε δρύες, πουρνάρια και τρεχούμενα νερά, εντυπωσιακοί είναι οι εκεί καταρράκτες, με το μεγαλύτερο να έχει ύψος περίπου τα 15 μέτρα και να σxηματίζει μια μεγάλη βάθρα στη βάση του. __________ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΛΙΜΝΗ ΥΦΑΛΜΥΡΗ ΚΑΡΑΒΟΜΥΛΟΥ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ Η λίμνη Καραβόμυλου, μια υφάλμυρη ρηχή λίμνη που καταλαμβάνει έκταση περί τα 4 στρέμματα, βρίσκεται στο παράκτιο τμήμα του ομώνυμου οικισμού. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες εκβολές καρστικών υδάτων στον κόλπο Σάμης. Το νερό των πηγών αυτών προέρχεται από τη διείσδυση θαλασσινού νερού στο σύστημα καταβοθρών βόρεια της χερσονήσου Αργοστολίου το Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

421


οποίο αφού ανακατευτεί με το νερό των κατακρημνισμάτων που κατεισδύουν στους υπερκείμενους ασβεστόλιθους διοχετεύεται μέσω καρστικών αγωγών στις πηγές Σάμης - Αγ. Ευφημίας (Maurin & Zoetl 1967). Στο νοτιοανατολικό τμήμα της λίμνης ξεκινά ένας καταδυτικά προσπελάσιμος καρστικός αγωγός συνολικού μήκους 230 μέτρων, μέσου πλάτους 7 μέτρων και μέγιστου βάθους 13 μέτρων (Casati & Dell’Oro 1991). Η γαλαρία σε πολλά σημεία έχει σταλακτίτες και σταλαγμίτες, γεγονός που καταδεικνύει ότι στο παρελθόν ήταν χερσαίο σπήλαιο.

Η παρουσία κεφάλων (Mugil cephalus) και χελιών (Anguilla anguilla) είναι μόνιμη. Στην παραλία υπάρχει μια μικρή ζώνη με κάρεξ (Carex cf. distans). Ένα τοιχίο μήκους 70 και πλάτους 4 μέτρων απομονώνει τη λίμνη από την παραλία και τη θάλασσα αφήνοντας στη βόρεια άκρη του ένα κανάλι με θυροφράκτη για το νερό που υπερχειλίζει. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι έντονες περιμετρικά του υγρότοπου (δρόμοι, δόμηση, χώροι περιπάτου και εστίασης), καθώς βρίσκεται σε οικιστική ζώνη με τουρισμό τους καλοκαιρινούς μήνες. Ωστόσο, λόγω της σημασίας και της σπανιότητάς του, ο υγρότοπος, προστατεύεται από το Π.Δ. για τους μικρούς υγρότοπους (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή WWF: Κ. Παραγκαμιάν και Α. Καρδαμάκη 4/2010 ). ΛΙΜΝΗ ΛΙΜΝΟΣΠΗΛΑΙΟΥ ΜΕΛΙΣΣΑΝΗΣ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

(πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.ese.edu.gr, http://www.dinfo.gr, http://www.inkefalonia.gr).

Η υπόγεια λίμνη του Λιμνοσπηλαίου Μελισσάνης, σε απόσταση 2 χλμ., βορειοδυτικά της Σάμης, στον Καραβόμυλο, βρίσκεται 20 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και έχει μήκος 160 μέτρα περίπου και βάθος από 10 έως 40 μέτρα. Η φυσική είσοδος του σπηλαίου είναι κατακόρυφη (διαστάσεων 40×50 μ.) και δημιουργήθηκε από την πτώση ενός τμήματος της οροφής, πιθανότατα από κάποιο σεισμό. Στη μέση της λίμνης περίπου βρίσκεται ένα νησάκι, πάνω στο οποίο βρέθηκαν λατρευτικά αντικείμενα του θεού Πάνα, πιστοποιώντας τη χρήση του σπηλαίου ως τόπο λατρείας Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

422


κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Στην αρχαιότητα, η λίμνη ήταν τόπος λατρείας του Πάνα και της νύμφης Μελισσάνθης. Ο μύθος λέει πως η Μελισσάνθη αυτοκτόνησε μέσα στη λίμνη από τη λύπη της, επειδή ο Πάνας δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η βοσκοπούλα Μελισσάνθη έχασε ένα πρόβατο και καθώς προσπαθούσε να το βρει, σκόνταψε και έπεσε μέσα στη λίμνη. Το Λιμνοσπήλαιο Μελισσάνης ανακαλύφθηκε το 1951 από τον σπηλαιολόγο Γιάννη Πετρόχειλο και αποτελεί μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο, καθώς δημιουργήθηκε από μια μηχανική και χημική διεργασία που ονομάζεται καρστικοποίηση, κατά την οποία το νερό εισχωρεί στα ασβεστολιθικά πετρώματα, τα διαβρώνει και δημιουργεί κοιλώματα. Σταλακτίτες ηλικίας χιλιάδων ετών με περίεργα σχήματα στολίζουν το μεγαλύτερο τμήμα του σπηλαίου. Το 1963 Αυστριακοί γεωλόγοι επιστήμονες επιβεβαίωσαν πως το νερό του σπηλαίο αναμειγνύεται υπογείως με το θαλασσινό νερό από τις Καταβόθρες του Αργοστολίου αλλά και όμβρια ύδατα.

Στην απογραφή του WWF αναφέρονται τα εξής για τη Μελισσάνη: ‘’ Το σπήλαιο Μελισσάνη βρίσκεται νοτιοδυτικά του Καραβόμυλου. Αναφέρεται στην εθνική απογραφή υγρότοπων ως Λίμνη Μελισάνη (GR224201000, Ζαλίδης & Μαντζαβέλλας 1994). Πρόκειται για τμήμα του καρστικού συστήματος μέσω του οποίου το θαλάσσιο νερό που διεισδύει στο σύστημα καταβοθρών βόρεια της χερσονήσου Αργοστολίου και αφού αναμειχθεί με το νερό των κατακρημνισμάτων που κατεισδύουν στους υπερκείμενους ασβεστόλιθους διοχετεύεται στις πηγές Σάμης - Αγ. Ευφημίας (Maurin & Zoetl 1967). Στον καρστικό αυτό άξονα υπάρχουν ακόμα 3 υπόγειοι υγρότοποοι που συμπεριλαμβάνονται στην απογραφή (-Λίμνη Καραβόμυλου, -Σπήλαιο Αγγαλάκι, -Σπήλαιο Ζερβάτη). Η φυσική είσοδος είναι ελλειψοειδής διαστάσεων 35x19 μέτρα και ακολουθεί βάραθρο βάθους 30 μέτρων μέχρι το επίπεδο την υποκείμενης λίμνης. Το σπήλαιο είναι διευθετημένο για να δέχεται επισκέπτες και για το σκοπό αυτό έχει διανοιχθεί μια τεχνητή σήραγγα στο χώρο υποδοχής. Η ελεύθερη επιφάνεια του σπηλαίου έχει έκταση 6,5 στρέμματα (μήκος 160m, μέσο πλάτος 40m) εκ των οποίων το 1/3 είναι χερσαίο. Το νερό έχει βάθος από 10 έως 40m. Το Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

423


σπήλαιο αναπτύσσεται από βορρά προς νότο. Στο νότιο τμήμα της αίθουσας υπάρχει μια πλημμυρισμένη γαλαρία μέσου πλάτους 15m και μήκους 250m (Casati & Dell’Oro 1991). Η γαλαρία σε πολλά σημεία έχει σταλακτίτες και σταλαγμίτες, γεγονός που καταδεικνύει ότι στο παρελθόν δεν ήταν πλημμυρισμένη. Λόγω επικοινωνίας του σπηλαίου με άλλα σπήλαια και τη θάλασσα υπάρχει μόνιμη παρουσία χελιών (Anguilla anguilla) και κεφάλων (Mugil cephalus). Παρά το γεγονός ότι το σπήλαιο δέχεται πολλούς επισκέπτες, το φυσικό του περιβάλλον διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Βρίσκεται εντός των ορίων της αρχαιολογικής περιοχής Ληξουρίου (ΦΕΚ 453/Β/1994) (Επίσκεψη για την απογραφή: Κ. Παραγκαμιάν και Α. Καρδαμάκη 4/2010).

ΛΙΜΝΗ ΑΒΥΘΟΣ Ή ΜΕΓΑΛΗ ΑΚΟΛΗ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση απο http://www.env-edu.gr, http://athamastos.blogspot.gr, http://www.oikoskopio.gr).

Η λίμνη Άβυθος ή Μεγάλη´Ακολη είναι μια μικρή λιμνοπηγή με έκταση περίπου δύο στρέμματα. Τροφοδοτείται συνεχώς από τα νερά του βουνού Στάβερη και εξαιτίας της πλούσιας υδροφορίας της η υπερχείλιση της είναι συνεχής. Τα νερά μέσα από ένα τσιμεντένιο αυλάκι κυλούν στη ρεματιά του Αγίου Νικολάου και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα νερά που καταλήγουν στη ρεματιά για αρδεύσεις μικρών κήπων και καλλιεργήσιμων εκτάσεων στην πεδινή περιοχή των Τζανάτων. Για λόγους ασφαλείας η λίμνη είναι περιφραγμένη.

Η λίμνη ´Αβυθος βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρων, κοντά στο χωριό Άγιος Νικόλαος σε ένα κοίλωμα στη βάση του βουνού Στάβερη, που υψώνεται σχεδόν κάθετα από πάνω της. Για το μεγαλύτερο βάθος της λίμνης υπάρχουν φαντασιώσεις και πολλές θεωρίες. Λέγανε λοιπόν πως αν ρίξεις μέσα μια πέτρα δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στο βυθό, γιατί η λίμνη δεν έχει βυθό. Από εδώ προήλθε και η ονομασία της Άβυθος ή ´Ακολη. Μέχρι που κάποιος, έφτιαξε μια σχεδία, ανέβηκε πάνω, κρέμασε ένα βαρύ σίδερο σε ένα γερό σχοινί και μέτρησε το βάθος της. Βρέθηκε λοιπόν ότι η περίφημη Άκωλη έχει βάθος μόλις 11 μέτρα. Οι επιστήμονες πάντως, έχουν επιβεβαιώσει ότι τα νερά της λίμνης Αβύθου επικοινωνούν υπογείως με τα ύδατα που έρχονται από άλλες περιοχές του νησιού, όπως από τις Καταβόθρες του Αργοστολίου και την Μελισσάνη – συνδέοντάς την με το άλλο, χαρακτηριστικό των φυσικών και γεωλογικών φαινομένων της Κεφαλονιάς. Στην περιοχή της Αβύθου κατά μία εκδοχή αναφέρθηκαν και τρίτωνες (;), κάτι πολύ ασυνήθιστο για ένα νησί. Η ρεματιά μέσα στην οποία κυλάει το νερό της λίμνης είναι καταπράσινη, γεμάτη μεγάλα πλατάνια, κερασιές, βυσσινιές, καρυδιές και άλλα δέντρα, που στα φυλλώματά τους φωλιάζουν αηδόνια, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

424


κοτσύφια και άλλα πουλιά. Στη ρεματιά αυτή υπήρχαν και υδρόμυλοι. Ορισμένοι από αυτούς λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60. Μετά σιγά-σιγά καταστράφηκαν. Σήμερα σώζονται μόνο μερικά ερείπια από αυτούς. Στην απογραφή του WWF για τους νησιωτικούς υγρότοπους αναφέρονται τα εξής για τη λίμνη: ‘’Η λίμνη Άβυθος βρίσκεται σε κοντινή απόσταση βορειοανατολικά του χωρίου Άγιος Νικόλαος, στη ρίζα του βουνού Στάβερη. Πρόκειται για μια λιμνοπηγή (παροχή γλυκού νερού: 30-600 κ.μ./ώρα) που έχει δημιουργηθεί από διάλυση γύψου και καταβύθιση, σε τεκτονική επαφή ιουρασικών ασβεστολίθων και υποκείμενου τραδικού στεγανού σχηματισμού (Κουμανταράκης 1991). Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν δενδρώδεις καλλιέργειες και φυσική δενδρώδης/θαμνώδης βλάστηση. Ο υγρότοπος καταλαμβάνει έκταση 3,2 στρέμματα και έχει μέγιστο βάθος 11 μέτρα. Υπάρχει πλούσια παρόχθια βλάστηση κυρίως με δενδρώδη (Salix cinerea, Laurus nobilis) και υπερυδατικά είδη (Phragmites australis, Typha sp., Sparganium erectum) και διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Το νερό της λίμνης χρησιμοποιείται κυρίως για ύδρευση. Τα νερά που υπερχυλίζουν τροφοδοτούν τον μικρό ποταμό Βόχυνα που περνώντας από το φαράγγι του Πόρου εκβάλει στην παραλία του ομώνυμου οικισμού. Η εκβολή του ρύακα Πόρου είναι εγκιβωτισμένη και οι όχθες της δομημένες, γι’ αυτό την έχουμε καταγράψει ως κατεστραμμένο υγρότοπο. Η λίμνη Άβυθος προστατεύεται από το Π.Δ. για τους μικρούς υγρότοπους (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012) (Επίσκεψη για την απογραφή: Κ. Παραγκαμιάν και Α. Καρδαμάκη 4/2010 )’’. ΛΙΜΝΗ ΑΚΟΛΗ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ Η λίμνη Άκολη βρίσκεται περίπου ένα χιλιόμετρο 2,7 χιλιόμετρα ανατολικά από τα Κουλουράτα. Έχει έκταση περί τα 2 στρέμματα και μέγιστο βάθος 7,5 μέτρα. Η λίμνη σχηματίζεται επί μαργαϊκών πετρωμάτων και το νερό της προέρχεται από την αποστράγγιση των λατυποπαγών πετρωμάτων της περιοχής τα οποία επικάθονται στα μαργαϊκά (Πετρόχειλος 1959). Υπάρχει πλούσια παρόχθια βλάστηση κυρίως με υπερυδατικά (Phragmites australis, Typha domingensis, Schoenoplectus acutus) και δενδρώδη είδη (Salix cinerea, Phillyrea latifolia, Platanus orientalis). Ο υγρότοπος διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Ο υγρότοπος προστατεύεται από το Π.Δ. για τους μικρούς υγρότοπους (ΦΕΚ 229/ΑΑΠ/2012)(Επίσκεψη για την απογραφή: Κ. Παραγκαμιάν και Α. Καρδαμάκη 4/2010 ).

ΟΙ ΛΙΜΝΕΣ ΣΤΟΝ ΥΓΡΟΤΟΠΟ ΛΙΒΑΔΙ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ (πηγές: σταχυολόγηση από http://www.env-edu.gr, http://athamastos.blogspot.gr, http://www.oikoskopio.gr). Ο υγρότοπος Λιβάδι βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου κόλπου σε απόσταση 8 χλμ., βόρεια του Ληξουριού. Αποτελείται από μια βαλτώδη περιοχή συνολικής έκτασης 1.000 περίπου στρεμμάτων, 300 από τα οποία χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια ζωοτροφών. Το μεγαλύτερο μέρος του βάλτου ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όπου τα νερά μειώνονται σημαντικά αποτελεί χώρο βόσκησης. Το χειμώνα η έκταση του βάλτου καλύπτεται από νερά και είναι άβατη. Στο βάλτο σχηματίζονται μικρές λίμνες ( η Μεγάλη Λίμνη, η Φούρνη, η Λομπάρια, η λίμνη του Μάρκου και η Βλιχάδα) που το χειμώνα το βάθος των νερών Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

425


τους φτάνει το ένα μέτρο. Σε ένα μέρος του υγρότοπου, οι ρίζες των υδρόβιων φυτών (καλάμια, βούρλα) σχηματίζουν βατή επιφάνεια με επιπλέοντες νησίδες. Η περιοχή αυτή ονομάζεται ‘’Τρέμουλα’’, γιατί σίεται-τρέμει με το βάδισμα.

Στον υγρότοπο υπάρχει τεχνητά διαμορφωμένο δίκτυο αποστραγγιστικών καναλιών, το οποίο απειλεί την ύπαρξη του υγρότοπου. Εξάλλου, ο υγρότοπος αποτελείται και από θαλάσσια έκταση με ρηχά νερά, στον κόλπο του Λιβαδιού. Η θαλάσσια περιοχή του υγρότοπου διαχωρίζεται από τη βαλτώδη περιοχή με το δρόμο που συνδέει το Ληξούρι με το Αργοστόλι. Για την επικοινωνία των νερών έχουν κατασκευασθεί τρία γεφύρια. Στον υγρότοπο υπάρχουν κυπρίνοι, χέλια, κέφαλοι και λαβράκια. Εκεί, από τα απειλούμενα είδη συναντώνται η ποσειδωνία Posidonia oceanica, η φώκια Monachus-monachus και η χελώνα Carettacaretta. Η χλωρίδα του υγρότοπου αποτελείται από βιολέτες, αλμυρίκια, ασφόδελους, καλάμια, βούρλα, νούφαρα, λειχήνες, κρινάκια και ψαθιά. Η πανίδα αποτελείται από φίδια, βατράχια, χελώνες, κουνάβια, και σκαντζόχοιρους. Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Γεωργίας ως μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής. Έχουν καταγραφεί 107 είδη πουλιών, φωλιάζοντα και διερχόμενα (το 44% των ειδών που έχουν καταγραφεί συνολικά στην Κεφαλονιά και το 25% των ειδών όλης της Ελλάδας ). Από αυτά, 27 είδη, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο, είναι απειλούμενα. Εύκολα ο παρατηρητής θα δει ερωδιούς, καλαμοκανάδες, αβοκέτες, πάπιες, φαλαρίνες, νερόκοτες, αγριόχηνες, τσικνόπαπιες κ.ά. Επίσης το Τρουδί, το αποδημητικό παπί που διέρχεται σε κοπάδια από την Κεφαλονιά και φιλοξενείται στον κόλπο και στο βάλτο του Λιβαδιού. Αξίζει να τονιστεί ότι ο υγρότοπος παρά την ιδιαίτερη οικολογική σημασία του μέχρι σήμερα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ολοκληρωμένης επιστημονικής έρευνας και μελέτης ως προς την υπάρχουσα χερσαία και θαλάσσια πανίδα και χλωρίδα. Στην ευρύτερη περιοχή του υγρότοπου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του Ιχθυοτροφείου Κεφαλονιάς Α.Ε.- κάθετη μονάδα παραγωγής με ιχθυογεννητικό σταθμό και ιχθυοκλωβούς εκτροφής αλιευμάτων (τσιπούρα, λαβράκι). Στην περιοχή του υγρότοπου σύμφωνα με διάφορες θεωρίες ήταν το ομηρικό λιμάνι του Ρείθρου. Επίσης, η ομηρική πόλη της Ιθάκης ήταν στους λόφους που βρίσκονται πάνω από το σημερινό χωριό Λιβάδι, ενώ στο λόφο του Κρίκελου βρισκόταν το παλάτι του Οδυσσέα. Παρεμβάσεις αποστράγγισης έχουν γίνει επίσης και στο βάλτο Λιβαδίου, περιοχή της Παλικής στον βόρειο μυχό του κόλπου Αργοστολίου. Ο βάλτος σήμερα διατηρείται μόνον στο ανατολικό τμήμα του, καλυμμένος από πυκνούς καλαμιώνες. Ο υπόλοιπος αποστραγγίστηκε και δόθηκε στην καλλιέργεια και την εκτροφή ζώων, κυρίως βοοειδών. Ο βιότοπος φιλοξενεί πολλά είδη αλοφύτων και υδροχαρών φυτών, καθώς και ζώων, ασπόνδυλων και σπονδυλωτών. Το Λιβάδι αποτελεί επίσης σημαντικό βιότοπο για την ορνιθοπανίδα, επειδή βρίσκεται πάνω σ’ έναν από τους κεντρικούς δρόμους μετανάστευσης των πουλιών. Καθημερινά απειλείται και υποβαθμίζεται Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

426


από τις επιχώσεις, τα έργα αποξήρανσης, την εντατική βόσκηση, την εκτροφή ζώων, το παράνομο κυνήγι και την επικείμενη τουριστική αξιοποίηση.

ΛΙΜΝΙΟ ΑΜΜΟΥΔΑΡΕΣ, ΛΗΞΟΥΡΙ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ Ο Chr.Maroulis/Fb μας έστειλε δυο φωτογραφίες (στις 16-04-2015 και στις 05-08-2015), από άνοιξη και καλοκαίρι, για το λιμνίο Αμμουδαρές στο Ληξούρι, Κεφαλλονιάς.

ΛΙΜΝΙΑ ΤΕΧΝΗΤΑ Ή ΤΕΧΝΙΤΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΤΣΑΝΑΤΩΝ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ (Πηγή: σταχυολόγηση απο http://athamastos.blogspot.com)

Οι Τεχνητές Λίμνες (πολλές μικρές τεχνητές υδατοσυλλογές) των Τζανάτων στην Ανατολική Κεφαλονιά, κατασκευάστηκαν ως υδατοδεξαμενές, αλλά αποτελούν πλέον κι ένα αξιοθέατο στη φύση της περιοχής. Αυτές οι τεχνητές λίμνες εξυπηρετούν αρδευτικούς και υδροδοτικούς σκοπούς της ευρύτερης περιοχής, καθώς βρίσκονται μεταξύ των χωριών Τζανάτα και Αγία Ειρήνη, του πρώην δήμου Ελείου–Πρόννων, τα οποία και υδροδοτούνται από τα άφθονα νερά της κοιλάδας, υπόγεια, αλλά και υπέργεια. Όλο αυτό το σκηνικό δημιουργεί ένα τοπίο που περισσότερο θυμίζει ορεινή, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

427


ηπειρωτική περιοχή, παρά νησί –αυτό είναι άλλωστε και ένα από τα σπουδαία πλεονεκτήματα της Κεφαλονιάς, πως συνδυάζει υπέροχες παραλίες αλλά και ηπειρωτικά τοπία. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες που αναφέρουν πως αποδημητικά αλλά και άλλα πουλιά, για παράδειγμα πάπιες και ερωδιοί, κάνουν μια στάση στις Τεχνητές Λίμνες των Τζανάτων, δημιουργώντας με τη σειρά τους μοναδικές εικόνες (σημείωση: κείμενο και φωτο από Chr. Maroulis/fb).

ΒΑΘΡΑ-ΛΙΜΝΟΥΛΑ ΣΤΗ ΓΡΑΔΟΥ, ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

428


Ένα από τα αξιοθέατα της φύσης στην Κεφαλονιά είναι οι ¨Καταρράκτες της Γραδού¨, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Πρόκειται για ένα πανέμορφο φυσικό τοπίο, όπου τα νερά του χειμάρρου πέφτουν από αρκετά μεγάλο ύψος και σχηματίζουν στη βάση τους μια μικρή λιμνούλαβάθρα. Για να φτάσει κανείς ως εκεί ξεκινά από τον κεντρικό δρόμο που συνδέει τον Πόρο, το λιμάνι στα νοτιοανατολικά του νησιού, με τη Σκάλα, ένα από τα πιο τουριστικά χωριά της Κεφαλονιάς. (Πηγή:σταχυολόγηση από http://www.katarraktes-gradou-02). __________

ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΝΗΣΙ ΛΙΜΝΗ ΜΑΡΑΝΤΟΧΩΡΙΟΥ, ΛΕΥΚΑΔΑ (πηγές:σταχυολόγηση απο http://www.mylefkada.gr, http://www.holidaysinlefkada.eu, http://wwfaction.wordpress.com).

Στη νότια περιοχή της Λευκάδας και πάνω απο το χωριό Μαραντοχώρι, μέσα σε ελαιώνες βρίσκεται η ομώνυμη μικρή λίμνη, η μοναδική φυσική λίμνη του νησιού. Πιθανότατα πρόκειται για δολινολίμνη, και είναι σημαντικός υγρότοπος για πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας. Είναι μια φυσική λίμνη γλυκού νερού με υπερυδατική και δενδρώδη βλάστηση, περιστοιχισμένη και οχυρωμένη από αγκαθωτούς βάτους που κάνουν την προσέγγιση στις όχθες της αδύνατη. Έχει καταγραφεί ως υγρότοπος και από το ΕΚΒΥ με κωδικό GR2220003. Τροφοδοτείται από ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και είναι πιθανό να έχει και υπόγεια τροφοδοσία. Τα μόνα σημάδια ανθρωπογενούς χρήσης ήταν σκάγια περιμετρικά του υγροτόπου, που υποδηλώνουν ότι στην περιοχή πραγματοποιείται το κυνήγι. Η λίμνη περιβάλλεται από πολύ πυκνή και ασυνεχή δασική βλάστηση, που εναλλάσσεται με εκτεταμμένους παρόχθιους θαμνώνες, ποώδη βλάστηση και καλαμώνες με Phragmites australis και κάποιες συστάδες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

429


Arundo donax. Στην περιοχή της λεκάνης απορροής υπάρχουν δενδρώδεις καλλιέργειες και πιθανόν γίνεται βόσκηση. Η περιοχή του υγρότοπου δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται από τον τοπικό πληθυσμό και πέρα από το κυνήγι του οποίου το μέγεθος δεν γνωρίζουμε δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε άλλους τύπους απειλών για τον υγρότοπο (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 4/2010, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Φ. Βρεττού) (φωτογραφίες: Ν. Γεωργιάδης/WWF).

ΛΙΜΝΙΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΚΟΝΙ, ΜΕΓΑΝΗΣΙ

Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο με υψηλό βαθμό φυσικότητας. Το χειμώνα τα κύματα της θάλασσας το γεμίζουν με νερό και φύλλα ποσειδωνίας, ενώ πιθανολογείται ότι υπάρχει και υπόγεια τροφοδοσία του με θαλασσινό νερό. Η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται απ’ ευθείας από τη μικρή λεκάνη απορροής. Το λιμνίο-έλος Ακόνι βρίσκεται περίπου 1,6 χιλιόμετρα ανατολικά– βορειοανατολικά του οικισμού Κατωμερίου στο Μεγανήσι. Γύρω από τον υγρότοπο υπάρχουν ιδιωτικές εκτάσεις και παρατηρήθηκε μικρής έκτασης επιχωμάτωση, η οποία καταλήγει στη βόρεια όχθη του έλους. Στο βόρειο όριό του υπάρχουν επίσης δύο μικρά εγκαταλελειμμένα κτίρια τα οποία αποτελούσαν, στο παρελθόν, χώρους ενσταυλισμού ζώων. Ολόκληρη η πλημμυρική έκταση του έλους καλύπτεται με υφυδατική βλάστηση με κυρίαρχο είδος το φανερόγαμο μακρόφυτο Ruppia maritimα, είδος που αναφέρεται κυρίως στις λιμνοθάλασσες και όχι σε εποχιακά αλμυρά λιμνία. Η υπόλοιπη βλάστηση γύρω από τον υγρότοπο, είναι κυρίως υπερυδατική με λίγα βούρλα και δευτερευόντως θαμνώδης με σχίνους και άλλα θαμνώδη είδη, αλλά και φυτεμένα ελαιόδεντρα. Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προέρχονται από την αύξηση της τουριστικής κίνηση στην περιοχή, που οδηγεί και σε αύξηση της δόμησης και των απορριμμάτων. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασία, με κωδικό GR2220003 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 4/2010, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης, Φ. Βρεττού).

ΛΙΜΝΙΟ ΕΠΟΧΙΚΟ ΑΛΜΥΡΟ ΕΛΙΑ, ΜΕΓΑΝΗΣΙ Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο με αργιλώδες υπόστρωμα και υψηλό βαθμό φυσικότητας. Το χειμώνα τα κύματα της θάλασσας το γεμίζουν με νερό και φύλλα ποσειδωνίας, ενώ πιθανολογείται ότι υπάρχει και υπόγεια τροφοδοσία του με θαλασσινό νερό. Η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται απ’ ευθείας από τη μικρή λεκάνη απορροής.Το λιμνίο-έλος Ελιά βρίσκεται περίπου 2,1 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οικισμού Κατωμερίου, Μεγανησίου. Γύρω από τον υγρότοπο δεν υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες πλην του καλοκαιρινού τουρισμού και των λουόμενων που Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

430


κάνουν χρήση των γύρω παραλιών. Μέρος της έκτασης που πλημμυρίζει καλύπτεται με υφυδατική βλάστηση. Η υπόλοιπη βλάστηση γύρω από τον υγρότοπο, είναι κυρίως υπερυδατική με λίγα βούρλα και δευτερευόντως θαμνώδης με σχίνους και άλλα θαμνώδη είδη. Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προέρχονται από την αύξηση της τουριστικής κίνησης στην περιοχή, που οδηγεί και σε αύξηση της δόμησης και των απορριμμάτων. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Τόπος Κοινοτικής Σημασία, με κωδικό GR2220003 (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 4/2010. Απογραφείς: Ν. Γεωργιάδης, Φ. Βρεττού).

ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ (πηγή: http:www.lefkadaislandinfo.gr)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

431


Οι καταρράκτες και οι βάθρες-λιμνούλες του Δημοσάρι της Λευκάδας βρίσκονται στο ομώνυμο φαράγγι, το οποίο συγκεντρώνει τα νερά του στο ρέμα Δημοσάρι, που διασχίζει ακολούθως τον κάμπο του Νυδριού και καταλήγει στη θάλασσα. Είναι το σημαντικότερο φυσικό αξιοθέατο του νησιού. Η επίσκεψη στους καταρράκτες μπορεί να αποτελέσει μια συγκλονιστική εμπειρία, ακόμα και εποχή που το νερό είναι ελάχιστο. Η πρόσβαση στην περιοχή είναι εύκολη. Εξάλλου υπάρχει κατατοπιστική πινακίδα στα δεξιά του περιφερειακού δρόμου Νυδριού. Στη συνέχεια διασχίζοντας μια όμορφη διαδρομή ανάμεσα σε περιβόλια από λεμονιές, πολύ σύντομα φτάνουμε στο σημείο που πρέπει ν’ αφήσουμε το αυτοκίνητο. Απ’ εκεί θα ξεκινήσει μια εικοσάλεπτη πεζοπορία στο φαράγγι Δημοσάρι που σε όλη της τη διαδρομή κρατάει όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Ο πρώτος ήχος είναι το κελάρυσμα του νερού, η βλάστηση είναι πυκνή, ενώ οι βράχοι στην κοίτη του ποταμού, είναι λείοι και λαξεμένοι. Ο πρώτος καταρράκτης που συναντάμε είναι ο μικρότερος, ονομάζεται ‘’Ρονιές’’ και σχηματίζει μια όμορφη γαλαζοπράσινη λιμνούλα. Τόσο αυτός, όσο και ο επόμενος είναι κρυμμένοι ανάμεσα σε πελώριους βράχους. Στην είσοδο τους υπάρχει ένα σχεδόν «τοξωτό» άνοιγμα από το οποίο έχει αποκοπεί ο βράχος. Ο επόμενος καταρράκτης ύψους περίπου 12 μέτρων συμπληρώνει τη μοναδική εμπειρία. Ακόμα και με μικρή ποσότητα του νερού να το συναντήσει καποιος, δεν λιγοστεύει η μαγεία. Μια γαλαζοπράσινη λίμνη σχηματίζεται μπροστά σου. Ο ήχος του νερού, τα βράχια τόσο ψηλά και επιβλητικά ολόγυρά σου, προκαλούν δέος. Για τον καταρρακτώδη χείμαρρο του φαραγγιού ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, έγραψε το ποίημα ‘’Το ξεριζωμένο δέντρο’’, εμπνευσμένος από την ορμητικότητα του χειμάρρου. __________

4.3β. Αντικύθηρα, Κύθηρα και στην Ελαφόνησο Λακωνίας ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ ΚΑΙ ΚΥΘΗΡΑ ΛΙΜΝΙΑ ΕΠΟΧΙΚΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΑ ΚΑΙ ΒΑΘΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΩΝ ΚΥΘΗΡΩΝ (πηγές:σταχυολόγηση από από http://www.wwf.gr για τα Αντικύθηρα και http://www.kythera.gr για τα Κύθηρα).

Στα Αντικύθηρα, ένα ξηροθερμικό νησί ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα, υπάρχουν μερικά εποχικά λιμνία τα οποία συγκρατούν το νερό της βροχής για ορισμένους μήνες. Πρόκειται για εποχικά λιμνία αντίστοιχα με τις Ρουσιές της περιοχής Χρυσοσκαλίτισσας-Ελαφονήσι στα Χανιά. Και εδώ αυτά τα λιμνία δημιουργούνται σε κοιλότητες του εδάφους, όπου αναπτύσσονται εδάφη ερυθρογής (Terra Rossa) .

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

432


Στα Κύθηρα, στο γραφικό χωριό Μυλοπόταμος θα βρείτε μία πινακίδα “Νεράιδα, Καταρράκτης” που σε οδηγεί σε έναν ειδυλλιακό τόπο με τροπικό πράσινο και πανέμορφα γεφύρια. Ένας χώρος μαγικός γεμάτος δρομάκια και ρυάκια, μέσα σε μια ρεματιά, χαρακτηρισμένη φυσικού κάλλους, πλούσια σε βλάστηση με λεύκες και πλατάνια. Ο καταρράκτης της “Νεράιδας” ή “Φόνισσας” βρίσκετε ανάμεσα σε θεόρατα πλατάνια και τα νερά του πέφτουν λαμπερά, από ύψος 20 μέτρων σχηματίζοντας μια μικρή καταπράσινη λιμνούλα ιδανική για κολύμπι, βέβαια μόνο για γενναίους κολυμβητές γιατί τα νερά είναι πάρα πολύ κρύα. Συνεχίζοντας τον περίπατο γύρο από τον καταρράκτη θα βρείτε τους εγκαταλειμμένους νερόμυλους, 22 σε αριθμό. Οι νερόμυλοι λειτουργούσαν με την δύναμη του νερού του ποταμού που ακόμη και σήμερα ρέει άφθονο. Το νερό αυτό έτρεχε σε μία και μοναδική τάφρο που πέρναγε από όλους τους μύλους. Το νερό της τάφρου το χρησιμοποιούσαν επίσης και οι περιβολάρηδες. Λίγο παρακάτω αρχίζουν οι μικροί και μεγάλοι καταρράκτες με τις υπέροχες λιμνούλες, όπου μπορείτε να βουτήξετε, να κολυμπήσετε ή εάν δεν θέλετε να δροσιστείτε μπορείτε να συνεχίσετε το περπάτημα και να κατεβείτε όλη την λαγκαδιά με προορισμό την παραλία Καλάμι.

__________ ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ, ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ Το Αλμυρό Λιμνίο Αγίας Τριάδας βρίσκεται περίπου 2,8 χλμ., δυτικά-νοτιοδυτικά της Χώρας Ελαφονήσου. Πρόκειται για εποχιακό αλμυρό λιμνίο σε αμμώδες έως, κατά τόπους, αμμοαργιλώδες έδαφος. Το χειμώνα τα κύματα της θάλασσας το γεμίζουν με νερό. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

433


Η τροφοδοσία του με γλυκό νερό γίνεται απ’ ευθείας από τη μικρή λοφώδη λεκάνη απορροής, ενώ, κυρίως λόγω της βλάστησης, πιθανολογείται ότι υπάρχουν και αναβλύσεις μικρών ποσοτήτων υφάλμυρου-γλυκού νερού. Γύρω και μέσα στον υγρότοπο δεν υπάρχουν έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μεγάλο βαθμό φυσικότητας. Στην περιοχή απαντώνται οι παρακάτω τύποι οικότοπων (με φθίνουσα σειρά κάλυψης): 1410 -Μεσογειακά αλίπεδα και 2250 * Θίνες των παραλίων με Juniperus spp.. Μέρος της έκτασης που πλημμυρίζει καλύπτεται με υπερυδατική βλάστηση αποτελούμενη κυρίως από βούρλα. Η υπόλοιπη βλάστηση γύρω από τον υγρότοπο, είναι κυρίως δενδρώδης και θαμνώδης με αρκεύθους και σχίνους σε σταθερές θίνες, ενώ υπάρχουν και μικρές λόχμες με καλάμια (Arundo donax). Προς την παραλία, υπάρχουν και κάποια λίγα αμμόφιλα είδη (Eryngium sp, Euphorbia sp). Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προέρχονται από την αύξηση της τουριστικής κίνηση στην περιοχή. Ο υγρότοπος βρίσκεται εντός περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης, με κωδικό GR2540002. (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 7/2012, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης).

ΛΙΜΝΙΟ ΑΛΜΥΡΟ ΛΙΜΝΙΤΣΑ, ΕΛΑΦΟΝΗΣΟΣ Το Αλμυρό Λιμνίο Λιμνίτσα είναι ένα εποχιακό αλμυρό λιμνίο σε αμμώδες έδαφος χωρίς υγροτοπική βλάστηση και βρίσκεται περίπου 3,6 χλμ., νοτιοδυτικά της Χώρας Ελαφονήσου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα κύματα της θάλασσας γεμίζουν το λιμνίο με νερό, ενώ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αποξηραίνεται εντελώς και χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης των οχημάτων των λουομένων και των μαγαζιών που βρίσκονται ανάντη του υγρότοπου. Η τροφοδοσία του λιμνίου με γλυκό νερό γίνεται απ’ ευθείας από τη μικρή λοφώδη λεκάνη απορροής του.

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

434


Περιμετρικά του υγρότοπου απαντάται ο τύπος οικότοπου 2120 -Κινούμενες θίνες -λευκές θίνες, της ακτογραμμής με Ammophila arenaria. Η βλάστηση είναι αραιή, κυρίως στα όρια του υγρότοπου προς τα ανάντη, αποτελούμενη από άτομα αγριοκάλαμων, αλμυρικιών, αρκεύθων και σχίνων, ενώ υπάρχει και αμμόφιλα είδη με κυρίαρχες τις ψάθες (Ammophila arenaria). Οι κύριες απειλές για τον υγρότοπο προέρχονται από την αύξηση της τουριστικής κίνηση στην περιοχή, τη στάθμευση οχημάτων και την ποδοπάτηση του (Περίοδος αναφοράς πρωτογενών δεδομένων WWF: 7/2012, Απογραφή: Ν. Γεωργιάδης). __________

Λίμνη ή λιμνοθάλασσα Κορισσίων, Κέρκυρα (S.Paramonos).

Η Λίμνη των Κρίνων ή Λιμνοθάλασσα Αντινιώτη, Κέρκυρα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

435


5. Ενδιαφέρουσες Υγροτοπικές Επισημάνσεις

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

436


5. Ενδιαφέρουσες Υγροτοπικές Επισημάνσεις

Σελ.

Περιεχόμενα 5

Ενδιαφέρουσες Υγροτοπικές Επισημάνσεις

437-470

5.1. Για τους Υγροτόπου (έννοιες, συστήματα, διάκριση, σημασία κ.ά)

437-451

5.2. Ποιότητα-Εκτίμηση των Φυσικών Λιμνών (οικολογικά αξιολόγηση και δείκτες για τις λίμνες)

451-457

5.3. Οικολογικά Χαρακτηριστικά, Ιδιαιτερότητες, Διαβάθμιση και άλλα σημαντικά

458-470

5.1. Για τους Υγροτόπους (γενικές έννοιες, συστήματα, διάκριση, σημασία κ.ά) Οι υγρότοποι είναι μεταβατικές περιοχές μεταξύ των χερσαίων και των υδάτινων οικοτόπων. Δηλαδή, κατά την επιστημονική ορολογία είναι οικότονοι (Ecotones= μεταβατική ζώνη μεταξύ δύο γειτονικών οικοσυστημάτων που περιέχει μερικά από τα είδη και τα χαρακτηριστικά του καθενός από τα δύο οικοσυστήματα και επίσης συγκεκριμένα είδη που δεν υπάρχουν στα προηγούμενα οικοσυστήματα ). Ο όρος υγρότοπος είναι απόδοση του αγγλικού “wetland” και

συχνά αποδίδεται λανθασμένα και ως υγροβιότοπος. Ο όρος υποδηλώνει όλες τις μικρού βάθους συγκεντρώσεις νερού, είτε αυτές είναι στάσιμες, είτε ρέουσες, καθώς επίσης και τις περιοχές των οποίων η στάθμη του υπόγειου νερού απέχει πολύ λίγο από την επιφάνεια του εδάφους. Υγρότοποι απαντώνται, είτε στο παράκτιο και θαλάσσιο χώρο ή και μακρύτερα στην ενδοχώρα σε κοιλότητες ή και σε εδαφικές λεκάνες και που κατακλύζονται μόνιμα ή περιοδικά ή εποχικά ή και περιστασιακά με νερό. Σύμφωνα με τη «Σύμβαση για τους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας ως Ενδιαιτήματος Υδροβίων Πουλιών» (Σύμβαση Ramsar, 1971) ‘’Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση (marsh), από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα (fen), από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυζόμενες με νερό, το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό, και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα’’. Επίσης, ‘’στους υγροτόπους μπορούν να περιλαμβάνονται και οι «παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες που γειτονεύουν με υγροτόπους ή με νησιά ή με θαλάσσιες υδατοσυλλογές, που έχουν βάθος μεγαλύτερο από έξι μέτρα κατά τη ρηχία, αλλά βρίσκονται μέσα στα όρια του υγροτόπου, όπως αυτός καθορίζεται ανωτέρω’’. Οι υγρότοποι είναι σημαντικά συστατικά μέρη των λεκανών απορροής και παρέχουν πολλές λειτουργίες υψηλής αξίας για το περιβάλλον και την κοινωνία. Μεταξύ άλλων, οι λειτουργίες του υγροβιότοπου περιλαμβάνουν τη μεταφορά και την αποθήκευση νερού, το βιοχημικό μετασχηματισμό τους, την προσέλκυση και παραγωγή φυτών και ζώων, την αποσύνθεση της οργανικής ύλης, καθώς επίσης περιλαμβάνουν και τις κοινωνίες και τα ενδιαιτήματα για τα ζωντανά πλάσματα. Βασισμένοι σε αυτές και άλλες οικοσυστημικές λειτουργίες, οι υγροβιότοποι παρέχουν ‘‘αξίες’’ στους ανθρώπους και φυσικές λειτουργίας στα οικοσυστήματα. Οι σημαντικές αυτές αξίες περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, στον έλεγχο των πλημμύρων, το φιλτράρισμα και τον καθαρισμό του ύδατος, τον έλεγχο της διάβρωσης, την παραγωγή τροφής (π.χ., γαρίδες, πάπιες, ψάρια, κ.ά.), την παραγωγή ξυλείας, την αναψυχή (π.χ., κωπηλασία, αλιεία, παρατήρηση πουλιών, κ.ά .), τους βιότοπους για τα φυτά και τα ζώα, συμπεριλαμβανομένων πολλών σπάνιων, απειλούμενων ή υπό εξαφάνιση ειδών. Οι υγρότοποι αποτελούν έναν από τους πλέον πολύτιμους πόρους του πλανήτη μας, ενώ μόνο τα τροπικά δάση τούς ξεπερνούν σε βιοποικιλότητα και παραγωγικότητα. Σε αυτούς απαντώνται πολλά φυτά και ασπόνδυλα, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

437


ενώ χαρακτηριστική είναι η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστευτικών ψαριών και πουλιών, που βρίσκουν σε αυτούς καταφύγιο, τροφή και ευνοϊκές συνθήκες διαχείμασης. Όλα αυτά τα είδη συνθέτουν μια περίπλοκη τροφική αλυσίδα, στην οποία ο άνθρωπος είναι συχνά ο ανώτερος θηρευτής. Συμπερασματικά, οι υγρότοποι αποτελούν ζωτικό ενδιαίτημα για πολλά είδη φυτών και ζώων και είναι υπεύθυνοι για το φιλτράρισμα και τον καθαρισμό του νερού, την πρόληψη της διάβρωσης του εδάφους και των πλημμυρών, τη διατήρηση των επιπέδων των υπόγειων υδάτων και την αποθήκευση οργανικού άνθρακα. Υγροτοπικά οικοσυστήματα είναι επίσης πολύ ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης και του κλίματος. Ως εκ τούτου, η κατάσταση ενός υγροτόπου είναι μια καλή ένδειξη για την κατάσταση του περιβάλλοντος στο σύνολό του. Στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 138 είδη πουλιών, τα οποία εξαρτώνται με κάποιον τρόπο από τους υγρότοπους - μάλιστα ορισμένα από αυτά χαρακτηρίζονται ως παγκοσμίως απειλούμενα, όπως η λεπτομύτα (Numenius tenuirostris), η νανόχηνα (Anser erythropus), η λαγγόνα (Phalacrocorax pygmaeus), ο αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus), και η αγκαθοκαλημάνα (Hoplopterus spinosus). Επίσης, στα ποτάμια και τις λίμνες της χώρας μας ζουν περισσότερα από 110 είδη ψαριών, από τα οποία περίπου το 30% είναι ενδημικά της νότιας Βαλκανικής. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε, μεταξύ αυτών, την μπράνα των Πρεσπών (Barbus prespensis), τον ελληνοπυγόστεο (Pungitius hellenicus), και τη μαλαμίδα (Vimba melanops). Οι υγρότοποι αποτελούν σημαντικά ενδιαιτήματα και για θηλαστικά όπως η βίδρα (Lutra lutra), ο λαγόγυρος (Citellus citellus) και το τσακάλι (Canis aureus), που βρίσκουν εκεί τροφή και καταφύγιο τις ξηρές και ζεστές μέρες της θερινής περιόδου. Στους μικρότερους υγρότοπους δεν απαντώνται τόσα πολλά θηλαστικά, υπάρχουν όμως πολυάριθμα αμφίβια και ερπετά. Κάποια από τα σχετικά κοινά είδη των ελληνικών υγρότοπων, όπως ο βάτραχος (Rana ridibunda), το νερόφιδο (Natrix natrix) και οι νεροχελώνες (οικογένεια Emydidae), που κινδυνεύουν με εξαφάνιση στην Ευρώπη (http://www.wwf.gr). Οι υγρότοποι δεν εκτιμούνται πάντα για τα πολλά οφέλη τους. Ιστορικά, οι υγρότοποι είχαν θεωρηθεί ενδεχομένως ως πολύτιμο γεωργικό έδαφος, ως εμπόδια στην ανάπτυξη και την πρόοδο, καθώς και ως πύλες ασθενειών. Οι αποξηράνσεις αποτελούν την παλαιότερη απειλή για τους υγρότοπους, τόσο της Ελλάδας, όσο και ολόκληρης της Μεσογείου. Αρχικά, βασικοί λόγοι για τις αποξηράνσεις ήταν η αύξηση της γεωργικής γης και του διαθέσιμου αρδευτικού νερού, η μείωση των πλημμύρων που κατέστρεφαν τις σοδειές και η αντιμετώπιση του προβλήματος της ελονοσίας. Συνολικά, από το 1920 μέχρι τις μέρες μας αποξηράνθηκε το 60% των ελληνικών υγρότοπων. Σήμερα οι υγρότοποι της χώρας μας συνεχίζουν να υποβαθμίζονται, χωρίς όμως να ευθύνονται πλέον γι' αυτό αποκλειστικά οι ανάγκες σε γεωργική γη, αλλά λόγοι οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης. Πριν από τα μέσα της δεκαετίας του '70, η αποξήρανση και η καταστροφή των υγρότοπων αποτελούσαν αποδεκτές πρακτικές, οι οποίες ενθαρρυνόταν ακόμη και από τις δημόσιες πολιτικές, όπως η αποξήρανση υγρότοπων και την αλλαγή της χρήσης εκείνης της γης σε αγροτική. Μερικοί άνθρωποι ακόμη και σήμερα κρατούν πολλές από αυτές τις πεποιθήσεις. Αυτές οι δημόσιες αντιλήψεις για τους υγρότοπους διαμόρφωσαν την πολιτική και την διαχείριση για αυτούς κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους του προηγούμενου αιώνα. Συνεπώς, η πολιτική και η διαχείριση των υγρότοπων έχει πάρει μια πολύ διαφορετική πορεία έναντι της πολιτική και της διαχείρισης των ρευμάτων, των ποταμών και των λιμνών. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί παράγοντες υποβάθμισης των ελληνικών υγρότοπων: α) Η μεταβολή της ποιότητας του νερού εξαιτίας της ρύπανσης (π.χ., αστικά, γεωργικά και βιομηχανικά απόβλητα ). Μελέτες που έγιναν το διάστημα 1992-1997 στη λεκάνη του Αξιού έδειξαν ότι στο 50% των γεωτρήσεων πόσιμου νερού υπάρχουν ίχνη λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, συχνά σε συγκεντρώσεις υψηλότερες των επιτρεπόμενων ορίων. β) Η εξάντληση των υγροτοπικών πόρων (π.χ., αποξηράνσεις, αμμοληψίες, εκχερσώσεις, υπερβολική ή/ και παράνομη θήρα, υλοτομία, αλιεία). Είναι χαρακτηριστικό, ότι η αλιευτική παραγωγή των μεγάλων ελληνικών λιμνών έχει μειωθεί σε λιγότερο από το μισό της παραγωγής του 1930, φαινόμενο που οφείλεται κυρίως στην εισαγωγή νέων αλιευτικών εργαλείων. γ) Η απώλεια υγροτοπικών εκτάσεων (π.χ., οικιστική ανάπτυξη, τουρισμός, αναψυχή, επέκταση καλλιεργειών και κτηνοτροφίας). Η Μεσόγειος κάθε χρόνο φιλοξενεί το 30% των τουριστών παγκοσμίως, και οι υγρότοποι αποτελούν όλο και πιο δημοφιλή προορισμό. δ) Η μεταβολή του υδρολογικού καθεστώτος, με την κατασκευή φραγμάτων, αρδευτικών δικτύων κ.ά. Οι υγρότοποι και άλλα υδάτινα σώματα διαμορφώνονται από το τοπίο και το κλίμα μέσα στο οποίο υπάρχουν. Οι κλιματολογικές συνθήκες, η τοπογραφία, τα χημικά και φυσικά χαρακτηριστικά της γεωλογίας του χώρου, το ποσό και η ροή του ύδατος μέσα στη λεκάνη απορροής, συμβάλλουν στον καθορισμό των φυτικών και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

438


ζωικών ειδών τα οποία θα επιζήσουν στην περιοχή. Η συλλογική αλληλεπίδραση των φυτών και των ζώων με τη φυσική και τη χημική μορφή του περιβάλλοντός τους, σχηματίζουν αυτό που ονομάζουμε υγρότοπο και παρέχει πολλές λειτουργίες οι οποίες είναι οικολογικά και οικονομικά σημαντικές. Πολλοί υγρότοποι έχουν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών από τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των βιολογικών κοινοτήτων και του χημικού και φυσικού περιβάλλοντος τους. Η ίδια η παρουσία μιας φυσικής βιολογικής κοινότητας ενός υγρότοπου σημαίνει ότι ο υγρότοπος είναι ελαστικός στην κανονική παραλλαγή σε εκείνο το περιβάλλον. Ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να αλλάξουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του βιόκοσμου του υγρότοπου και του χημικού και φυσικού τους περιβάλλοντος. Όταν οι ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα σε έναν υγρότοπο ή τον υδροκρίτη του είναι ελάχιστες, οι βιολογικές κοινότητες είναι ελαστικές και συνεχίζουν να μοιάζουν με εκείνες που ήταν διαμορφωμένες από την αλληλεπίδραση των βιογεωγραφικών και εξελικτικών διαδικασιών. Οι υγρότοποι, ταξινομούνται, ανάλογα με τα γεωμορφολογικά τους χαρακτηριστικά, την προέλευσή, το υδρολογικό καθεστώς τροφοδοσίας και απορροής, το αν έχουν στάσιμα ή ρέοντα νερά, τη διασύνδεσή τους ή όχι με τα υπόγεια νερά και τα γειτονικά επιφανειακά υδάτινα σώματα, το υπόστρωμά τους, τα χαρακτηριστικά είδη φυτών και τις συνθήκες του εδάφους, την αλατότητα του νερού, τη γειτονία τους με τη θάλασσα ή με μια λίμνη ή και ένα ποτάμιο σύστημα, το αν είναι φυσικοί ή τεχνητοί κ.ά. Εξάλλου, με επιστημονικά κριτήρια αναγνώρισης, οι υγρότοποι αναγνωρίζονται σύμφωνα με την υδρολογική τους κατάσταση, τον τύπο του εδάφους και τον τύπο της βλάστησης, αλλά και οι περιοχές εκείνες που κυριαρχούνται από υδρομορφικά εδάφη και είναι κατακλυσμένες ή κορεσμένες με επιφανειακό ή υπόγειο νερό, σε συχνότητα και διάρκεια τέτοια, ώστε να είναι ικανές να στηρίζουν υγροτοπική κατά το πλείστον βλάστηση, η οποία είναι προσαρμοσμένη σε συνθήκες κορεσμένου από νερό εδάφους. Σύμφωνα με την κατάταξη του Διεθνούς Γραφείου Έρευνας Υγροτόπων και Υδροβίων Πουλιών (I.W.R.B.), οι υγρότοποι διακρίνονται σε φυσικούς και τεχνητούς. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται τα δέλτα και οι εκβολές των ποταμών, τα έλη, οι καλαμιώνες, οι αμμονησίδες, οι θαμνώνες, οι λιμνοθάλασσες κ.ά.. Ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν, οι αλυκές, οι ιχθυοκαλλιέργειες, οι τάφροι άρδευσης, οι ορυζώνες, οι τεχνητές λίμνες, οι λεκάνες εξυγίανσης-καθαρισμού λυμάτων κ.ά. Η ταξινόμηση των τύπων υγροτόπων έχει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της δομής και λειτουργίας τους. Για την ταξινόμηση, συνήθως βασιζόμαστε σε δύο συστήματα. Στο σύστημα της Σύμβασης Ramsar (εκδόθηκε το 1990 και τροποποιήθηκε το 1996) και το αμερικάνικο σύστημα των Cowardin et al., (1979) που προϋπήρξε. Όπως αναπτύχθηκε αρχικά, αυτό το σύστημα ταξινόμησης, δεν περιελάμβανε πολλούς τύπους υγροτόπων που έχουν προκύψει από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ το σύστημα Ramsar ανάπτυξε ένα νέο και πιο ολοκληρωμένο σύστημα ταξινόμησης των υγροτόπων. Η ταξινόμηση των υγροτόπων κατά Ramsar έχει ως ακολούθως: Θαλάσσιοι / Παράκτιοι Υγρότοποι: A -Μόνιμη ρηχά θαλάσσια ύδατα, στις περισσότερες περιπτώσεις λιγότερο από έξι μέτρα βάθος κατά την άμπωτη. Περιλαμβάνει ακόμη τη θάλασσα σε κολπίσκους και σε στενά. Β –Θαλάσσια Λιβάδια με Φυκιάδες Περιλαμβάνει τις γνωστές μας φυκιάδες με τα θαλάσσια λιβάδια των φανερόγαμων, αλλά και τα τροπικά θαλάσσια λιβάδια. Γ -Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι. D -Βραχώδης θαλάσσια ακτές. Περιλαμβάνει βραχώδη παράκτια νησιά, και βραχώδεις ακτές. E –Αμμώδεις και Βοτσαλώδεις Παραλίες και Ακτές. Περιλαμβάνει αμμώδεις παραλίες μέχρι και αμμώδεις νησίδες, συστήματα αμμοθινών και υγρά βυθίσματα-κοιλότητες μεταξύ των θινών. F –Περιοχές Δέλτα Ποταμών. Μόνιμο νερό των εκβολών ποταμών και των συστημάτων εκβολής τους και τα δέλτα τους. G - Παλιρροιακά λάσπη, άμμο ή αλυκές. H -Παλιρροιακά έλη. Περιλαμβάνει αλυκές, αλίπεδα, παλιρροϊκά υφάλμυρα και γλυκών νερών έλη. I -Παλιρροιακοί δασικοί υγρότοποι. Περιλαμβάνει μαγκρόβια βάλτους, έλη ‘’ nipah’’ και δάση του γλυκού νερού σε παλιρροιακούς βάλτους. J -Παράκτιε υφάλμυρες / αλμυρές λιμνοθάλασσες. K -Παράκτιες λιμνοθάλασσες γλυκού νερού. Zk (α) -Karst και άλλα υπόγεια υδρολογικά συστήματα, θαλάσσια ή και παράκτια. Χερσαίες Υγρότοποι : L - Μόνιμα δέλτα στην ενδοχώρα. M – Μόνιμης ροής ποταμούς, ρυάκια, καταρράκτες. Ν - Εποχιακά / διαλείπουσας ροής ποταμούς / ρυάκια. O - Μόνιμες λίμνες γλυκού νερού, πάνω από 8 εκτάρια έκτασης. Περιλαμβάνει και τις μεγάλες λίμνες ‘’oxbow’’. P -Εποχιακές λίμνες γλυκού νερού, πάνω από 8 εκτάρια έκτασης. Περιλαμβάνει κοίτες λιμνών πλημμυρισμένες. Q - Μόνιμα αλατούχες / υφάλμυρες / αλκαλικές λίμνες. R -Εποχιακές αλατούχες, υφάλμυρες, αλκαλικές λίμνες και τμήματά τους. Sp -Μόνιμα αλατούχες, υφάλμυρες μικρές λίμνες και αλκαλικά έλη. Ss -Εποχιακά αλατούχες, υφάλμυρες μικρές λίμνες και αλκαλικά έλη. Tp -Μόνιμα έλη γλυκού νερού , μικρές λίμνες. Λίμνες, κάτω Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

439


από το 8 εκτάρια έκτασης, έλη και βάλτοι σε ανόργανα εδάφη. Ts –Εποχιακά έλη γλυκού νερού, μικρές λίμνες σε ανόργανα εδάφη. Περιλαμβάνει τέλματα, νερολακκούβες, εποχιακά πλημμυρισμένα λιβάδια, έλη με σπαθόχορτα. U -Μη δασικές τυρφώνων. Περιλαμβάνει και θάμνους ή ανοικτούς τυρφώνες, έλη, βάλτοι. Va Αλπικοί υγρότοποι. Περιλαμβάνει αλπικά λιβάδια, προσωρινά νερά από το λιώσιμο του χιονιού. Vt Tούνδρες υγροτόπων, με μόνιμα ή και προσωρινή νερά από το λιώσιμο του χιονιού. W – .Υγροτοπικοί θαμνώνες. Θαμνώδεις βάλτοι σε έλη γλυκού νερού, θάμνοι ‘’carr’’, άλση με σκλήθρα σε ανόργανα εδάφη. Xf –Υδροτοπικές περιοχές γλυκού νερού, που κυριαρχούνται από δέντρα. Περιλαμβάνει δάση σε βάλτους γλυκού νερού, εποχιακά πλημμυρισμένα δάση, δασικούς βάλτους σε ανόργανα εδάφη. Xp -Δασικοί τυρφώνες. Δάση σε έλη τύρφης. Y -Πηγές γλυκού νερού. Zg -Γεωθερμικοί υγρότοποι. Zk (β) -Karst και άλλα υπόγεια υδρολογικά συστήματα. (σημείωση: ‘’οι πλημμυρικές κοίτες’’ είναι ένας ευρύς όρος που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα ή περισσότερους τύπους υγροτόπων, οι οποίοι μπορεί να περιλαμβάνουν για παραδείγματα τους τύπους R, Ss, Ts, W, Xf, Xp, ή άλλους τύπους υγροτόπων. Μερικά παραδείγματα τέτοιων υγροτόπων που πλημμυρίζουν εποχικά είναι χορτολιβαδικές εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών υγρών λιβαδιών, θαμνώδεις εκτάσεις, δάση και τα δάση. Αυτοί οι υγρότοποι δεν περιλαμβάνονται ως ειδικός τύπος υγροτόπου). Ανθρωπογενείς υγρότοποι . 1 – Λεκάνες υδατοκαλλιεργειών. 2 –Μικρές τεχνητές λίμνες, σε αγροκτήματα, πάρκα, μικρές δεξαμενές, γενικά έκτασης κάτω από 8 εκτάρια. 3 -Η αρδευόμενη γη. Περιλαμβάνει αρδευτικά κανάλια, διώρυγες και ορυζώνες. 4 -Εποχικά πλημμυρισμένη γεωργική γη, συμπεριλαμβανομένων των υγρών λιβαδιών ή τα βοσκοτόπια. 5 –Αλυκές. 6 -Χώρους αποθήκευσης νερού. Ταμιευτήρες, λιμνοδεξαμενές, φράγματα, στέρνες κ.ά., συνήθως πάνω από 8 εκτάρια έκτασης. 7 –Ανασκαφές. Σκυρο-ωρυχεία, πηλοορυχεία, δανειοθάλαμοι εδαφικών υλικών, κ.ά. 8 - Χώροι επεξεργασίας λυμάτων. Λεκάνες λυμάτων σε αγροκτήματα, δεξαμενές καθίζησης, δεξαμενές οξείδωσης, κλπ. 9 - Κανάλια αρδευτικά, κανάλια αποστράγγισης, χαντάκια. Zk (γ) -Karst και άλλα υπόγεια υδρολογικά συστήματα, από τον άνθρωπο. Η ταξινόμηση των υγροτόπων κατά Cowardin και συνεργάτες (1979) έχει σχηματικά ως ακολούθως:

Η Ελλάδα έχει υποδείξει έντεκα (11) υγροτοπικές περιοχές διεθνούς σημασείας, οι οποίες περιλήφθηκαν αρχικά στον κατάλογο των προστατευόμενων περιοχών της Σύμβασης Ramsar. 1.Λιμνοθάλασσα Κοτύχι και Δάσος Στροφυλιάς, 2.Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου , 3.Αμβρακικός Κόλπος, 4.Λίμνη Μικρή Πρέσπα, 5.Δέλτα Αξιού Λουδία - Αλιάκμονα και Αλυκή Κίτρους, 6.Λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, 7.Λίμνη Κερκίνη, 8.Δέλτα Νέστου, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

440


9.Λίμνη Βιστωνίδα - Λιμνοθάλασσα Πόρτο-Λάγος, 10.Λίμνη Ισμαρίδα & σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Θράκης, 11.Δέλτα Εβρου. Εκτός από τους παραπάνω υγροτόπους υπάρχουν και πολύ άλλοι, τουλάχιστον 20, εξαιρετικής σημασίας και σημαντικότητας σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, όπως είναι μεταξύ των άλλων το δέλτα του Αχελώου, η λίμνη Βεγορίτιδα κ.ά.. Στην Ελλάδα οι υγρότοποι, συνηθίζεται να διακρίνονται σε φυσικές λίμνες, λιμνοθάλασσες, υγρά συστήματα αμμοθινών, παράκτια νερά και λιβάδια με Ποσειδωνίες, αλίπεδες επίπεδες παράκτιες επιφάνειες, υγρολίβαδα, παρόχθια δάση, αλυκές, ορυζώνες, στραγγιστικές τάφρους και αρδευτικές διώρυγες, εκβολές και δέλτα ποταμών, ποτάμια, ρέματα και χείμαρροι, πηγές, καταρράκτες, τεχνητές λίμνες και λιμνοδεξαμενές, σε έλη, βάλτους και τέλματα, περιστασιακές λίμνες, λιμνία, δολινολίμνες, τυρφώνες κ.ά. Ωστόσο, λόγω της υψηλής μεταβλητότητας των συνθηκών, και λόγω των διαφορετικών αναγκών για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων υγροτόπων, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα ταξινόμησης των υγροτόπων που θα αντιπροσωπεύουν τις πολλαπλές πτυχές αυτού του συγκεκριμένου τύπου οικοσυστήματος. Οι υγρότοποι στην Ελλάδα συνηθίζεται να κατατάσσονται σε γενικές κατηγορίες και ειδικότερα αν είναι: φυσικές, τεχνητές και εποχικές λίµνες, ταµιευτήρες νερού, λιµνοθάλασσες, ποταµοί, εκβολές ποταµών, δέλτα ποταµών, έλη, βάλτοι, τενάγη, υγρά λιβάδια, πλημμυριζόμενα εδάφη, πηγές, αλυκές, παρόχθιες περιοχές κ.ά. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά σε ορισμένους από αυτούς του υγροτόπους είναι και τα ακόλουθα: -Φυσικές Λίμνες. Οι περισσότερες λίμνες είναι λίμνες γλυκού νερού και σχηματίζονται κατά το πλείστον μακριά από τις ακτές της θάλασσας ως αποτέλεσμα τεκτονικών ή ηφαιστειακών δυνάμεων ή από τη δράση των παγετώνων. Λιμνοθάλασσες μπορούν να μετατραπούν σε λίμνες γλυκού νερού, όταν για κάποιο λόγο διακοπεί η εισροή αλμυρού νερού από τη θάλασσα και υπάρχει ικανοποιητική εισροή γλυκού νερού από ρέουσες υδατοσυλλογές. Υπάρχουν και λίμνες με αλμυρό ή υφάλμυρο νερό, όταν το υπόστρωμά τους περιέχει πολλά διαλυτά άλατα ή όταν δέχονται εισροές αλμυρού νερού. -Τεχνητές Λίμνες. Οι τεχνητές λίμνες είναι η σπουδαιότερη κατηγορία τεχνητών υγροτόπων της Ελλάδος τόσο από την άποψη της έκτασης που καλύπτουν όσο και από την άποψη του αριθμού και των αξιών που έχουν αποκτήσει. Ονομάζονται και τεχνητοί ταμιευτήρες. Η λέξη ταμιευτήρας δείχνει και τους περιορισμένους αρχικά σκοπούς που είχαν τεθεί κατά τον σχεδιασμό και τη διαχείρισή τους. Οι σκοποί αυτοί ήταν να αποταμιεύσουν νερό ποταμών, ρυακιών ή και χειμάρρων ώστε να αποκτήσουν οι ταμιευτήρες αξία αντιπλημμυρική, υδρευτική, αρδευτική, υδροηλεκτρική ή, συνηθέστερα, συνδυασμό αυτών των αξιών. Το γεγονός ότι οι περισσότερες τεχνητές λίμνες στηρίζουν λιγότερο ή περισσότερο πολύτιμα υγροτοπικά οικοσυστήματα και έχουν αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου και άλλες αξίες (π.χ. βιολογική, αλιευτική, αναψυχής), οι οποίες δεν ήταν απόρροια ηθελημένου σχεδιασμού αλλά παρέμβαση στη Φύση. Η κατασκευή τεχνητών λιμνών με φράγματα σε ποταμούς είχε ως αποτέλεσμα να προστεθούν οικοσυστήματα στο ελληνικό υγροτοπικό κεφάλαιο αλλά και να υποστούν αλλοιώσεις κατάντη οικοσυστήματα (π.χ., ποτάμια, παραποτάμια, εκβολικά κ.ά.). -Ποταμοί. Ποταμός είναι μια επιμήκης υδατοσυλλογή με τρεχούμενο νερό, το οποίο ρέει προς τα κατάντη με τη βαρύτητα. Υπάρχουν ποταμοί με συνεχή ροή και άλλοι με περιοδική ροή. Στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές συναντά κανείς πολλούς ποταμούς με περιοδική ροή, και μάλιστα εντελώς ακανόνιστη, ιδίως όταν το υπόστρωμά τους αποτελείται από ασβεστολιθικά υλικά. Οι όροι ποταμός και ρυάκι δεν είναι σαφώς διαχωρισμένοι, διότι σε περιοχές με λίγες βροχοπτώσεις ο όρος ποταμός αποδίδεται και σε ρέουσες υδατοσυλλογές με στενή κοίτη και μικρή παροχή. Για παράδειγμα, η ρέουσα υδατοσυλλογή που διασχίζει το χωριό Άγιος Γερμανός της περιοχής Πρεσπών ονομάζεται ποταμός, ενώ αν συγκριθεί με τους ποταμούς Αχελώο, Αξιό, Στρυμόνα κλπ. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς ως ρυάκι. Το νερό των ποταμών προέρχεται κυρίως απευθείας από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και από την επιφανειακή απορροή. Υπάρχουν περιπτώσεις τροφοδοσίας ποταμών και με υπόγεια νερά ή με νερό λιμνών. Οι κύριοι φυσικοί παράγοντες που ρυθμίζουν την ποιότητα του νερού ενός ποταμού είναι η φύση της κοίτης του και της λεκάνης απορροής του (π.χ., τύποι και κλίσεις εδαφών, μορφές κάλυψης γης) και το καθεστώς των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Ως εκ τούτου η ποιότητα διαφέρει πολύ από εποχή σε εποχή και κατά μήκος της κοίτης. -Δέλτα ποταμών. ονομάζονται οι εκτάσεις που σχηματίζονται από τα στερεά υλικά που μεταφέρουν οι ποταμοί και τα εναποθέτουν στις εκβολές τους. Μολονότι όλοι οι ποταμοί μεταφέρουν στερεά υλικά, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να σχηματίζουν δέλτα. Για να σχηματιστεί ένα δέλτα, πρέπει να υπάρχει ευνοϊκός συνδυασμός παραγόντων που σχετίζονται με τα γνωρίσματα του ποταμού, της λεκάνης απορροής του ποταμού και της θαλάσσιας ακτής καθώς και με τις βροχοπτώσεις κλπ. Δέλτα, για παράδειγμα, μπορεί να σχηματίσουν και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

441


ποταμοί που εκβάλλουν σε λίμνες. Σε δέλτα μπορεί κάποιος να συναντήσει, εκτός από κοίτες ποταμών ( τις περισσότερες φορές διευθετημένες –εγκιβωτισμένες), λιμνοθάλασσες, παράκτια αλοέλη (δηλαδή αλμυρά έλη), υγρολίβαδα, παρόχθια δάση και παρόχθιους θαμνώνες, αλυκές, ορυζώνες, στραγγιστικές τάφρους, αρδευτικές διώρυγες κλπ. που δεν έχουν πάντα σαφώς διακριτά όρια, και, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελούν μωσαϊκό. Αυτή ακριβώς η χωροδιάταξη ως μωσαϊκό των οικοσυστημάτων και η ποικιλότητά τους καθιστά τα δέλτα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα από άποψη μελέτης, χαρτογράφησης, χωρισμού σε επιμέρους διαχειριστικές ενότητες και λήψης μέτρων διαχείρισης. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μονάδων ενός δέλτα οφείλονται κυρίως στους παράγοντες υδατικό καθεστώς και ορνιθοπανίδα. Το νερό στις διάφορες τοποθεσίες ενός δέλτα μπορεί να είναι γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η αλατότητα κυμαίνεται από έτος σε έτος και από εποχή σε εποχή του έτους. Τα οικοσυστήματα των ελληνικών δέλτα καταπονούνται από την έλλειψη ικανής ποσότητας γλυκού νερού κατά το θέρος, διότι το γλυκό νερό των ποταμών οδηγείται στα αρδευτικά δίκτυα. -Εκβολές ποταμών και ρυάκων. Το χαμηλότερο και πιο διαπλατυσμένο τμήμα της κοίτης ενός ποταμού, εκεί όπου συμβαίνει μείξη του ποτάμιου νερού με το θαλασσινό ονομάζεται εκβολή, ή συνηθέστερα εκβολές. Ο ορισμός όμως αυτός δεν είναι ούτε εντελώς σαφής ούτε αποδεκτός σε όλες τις χώρες. Μείξη δεν συμβαίνει μόνο μέσα στην κοίτη του ποταμού αλλά και στην αμέσως γειτονική παραλιακή θαλάσσια ζώνη, άρα και αυτή η ζώνη πρέπει λογικά να περιλαμβάνεται στον όρο εκβολή. Ας σημειωθεί ότι στις ακτές της Μεσογείου, σε αντίθεση με τις ακτές που βρέχονται από τον Ατλαντικό, οι παλίρροιες είναι αδύναμες, οπότε ελάχιστο ρόλο παίζουν στη ρύθμιση της μείξης γλυκού και θαλάσσιου νερού και στη δημιουργία εκβολικών οικοσυστημάτων. Η κατανομή της αλατότητας σε μια εκβολή επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ροή του ποταμού, ο πυθμένας και το σχήμα της εκβολής, η εξάτμιση, ο άνεμος. -Λιμνοθάλασσες είναι αβαθείς παράκτιες υδατοσυλλογές που επικοινωνούν με τη θάλασσα μέσω ενός, συνήθως, διαύλου. Ευνοϊκές συνθήκες σχηματισμού τους είναι οι εξής: επίπεδες και αμμώδεις ακτές, εκβολή ποταμού και κατάλληλη δράση των θαλασσίων ρευμάτων. Το νερό των λιμνοθαλασσών προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από ποταμούς ή χείμαρρους και από τη θάλασσα. Πρόκειται για εξαιρετικώς δυναμικά συστήματα. Οι υδρολογικές συνθήκες και η αλατότητα του νερού μεταβάλλονται ταχύτατα. Μεταβολές, αλλά βραδύτερες, υφίσταται και η γεωμορφολογία τους. Οι λιμνοθάλασσες θεωρούνται από τα πιο παραγωγικά οικοσυστήματα σε ψάρια υψηλής εμπορικής αξίας. Επιτελούν σε υψηλό βαθμό πολλές φυσικές λειτουργίες και ιδίως τη λειτουργία της εξαγωγής τροφής (στη γειτονική θαλάσσια ζώνη). Οποιαδήποτε, έστω και μικρή, ανθρώπινη παρέμβαση στις λιμνοθάλασσες μπορεί να έχει δυσανάλογα μεγάλες συνέπειες στην ισορροπία τους ως προς την υδρολογία, την αλατότητα και τη βιωτή τους. -Έλη είναι πολύ ρηχές υδατοσυλλογές με μόνιμη ή περιοδική κατάκλυση νερού (συνήθως περιοδική). Οι ελώδεις εκτάσεις της Ελλάδος καλύπτουν σήμερα ελάχιστο ποσοστό εκείνων που υπήρχαν πριν από τις μεγάλες αποξηράνσεις της δεκαετίας του 1920 και μετέπειτα. Σήμερα τα έλη που μας απέμειναν προστατεύονται από εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς κανονιστικές πράξεις ως πολύτιμα υγροτοπικά οικοσυστήματα με μεγάλη ποικιλότητα ειδών. Τα έλη μπορούν να χωριστούν σε παράκτια και εσωτερικά. Τα παράκτια χωρίζονται σε υφάλμυρα και αλμυρά (αλοέλη). Η αλατότητα του νερού των αλοελών μπορεί το θέρος να υπερβαίνει εκείνη του νερού της θάλασσας. Τα αλμυρά και υφάλμυρα έλη βρίσκονται ως επί το πλείστον δίπλα σε λιμνοθάλασσες και φιλοξενούν είδη φυτών προσαρμοσμένων σε συνθήκες υψηλής αλατότητας ( αλόφυτα), όπως αυτά του γένους Salicornia. Πολλά έλη γλυκού νερού σχηματίζονται στη συμβολή δύο ρεουσών υδατοσυλλογών και δίπλα από εσωτερικές λίμνες γλυκού νερού. -Πηγές καλούνται οι τοποθεσίες από τις οποίες συμβαίνει ελεύθερη εκροή υπόγειου νερού. Συνήθως στην Ελλάδα οι τοποθεσίες αυτές έχουν εμβαδόν πολύ λίγων τετραγωνικών μέτρων και, σπανιότερα, μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι στην οικολογία των υγροτόπων με τον όρο πηγή υποδηλώνεται όχι απλώς ο τόπος από όπου αναβλύζει νερό αλλά όλο το υγροτοπικό οικοσύστημα, του οποίου η δημιουργία και η διατήρηση οφείλεται σε αυτό το αναβλύζον, το πηγαίο νερό. Τα οικοσυστήματα των πηγών είναι από τα σπανιότερα στην Ελλάδα και συνολικά καλύπτουν ελάχιστη έκταση. Αυτό οφείλεται τόσο στη σχετική σπανιότητα των τοποθεσιών από όπου αναβλύζουν υπόγεια νερά αξιόλογου όγκου όσο και στο γεγονός ότι τα πηγαία νερά είναι γενικά υψηλής ποιότητας, οπότε χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα ως πόσιμα. Εντούτοις υπάρχουν ακόμη πολύτιμα οικοσυστήματα πηγών που διατηρούνται παρά τη μείωσή τους σε έκταση και τις αλλοιώσεις που έχουν υποστεί. -Αλυκές. Οι αλυκές αποτελούν ένα χαρακτηριστικό και ξεχωριστό υδάτινο περιβάλλον στο οποίο η αλατότητα είναι ανώτερη από την αντίστοιχη μέση αλατότητα της θάλασσας και με βάθη ολίγων εκατοστών. Τέτοια Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

442


περιβάλλοντα συναντώνται κοντά στη θάλασσα από την οποία και προέρχονται και στα οποία το γλυκό νερό οποιασδήποτε προέλευσης δεν αντισταθμίζει εκείνο της εξάτμισης. Πρόκειται για περιβάλλοντα ακραία από φυσικοχημικής και οικολογικής άποψης διότι είναι γεωλογικώς μεταβατικά και παρουσιάζουν συνθήκες που δεν επιτρέπουν παρά σε ελάχιστα είδη να αναπαραχθούν κανονικά. -Εποχικές Λιμνούλες ή Λιμνία ή Παροδικές Λίμνες (Vernal pools or Temporary ponds) Δημιουργούνται σε κοιλότητες του εδάφους, όταν το νερό υπερχειλίζει από τα κοντινά ποτάμια και λίμνες ή και μετά από έντονες βροχοπτώσεις ή και από το λιώσιμο του χιονιού. Γνώρισμά τους είναι ότι το νερό κατακρατείται για περιορισμένη χρονική περίοδο και όπου μπορεί να αναπτυχθεί εποχικά υδρόβια ή υδροχαρή χαμηλή βλάστηση από ποώδη φυτά, είναι πλούσια είναι η πανίδα τους, κυρίως από νύμφες και προνύμφες εντόμων, ενώ απουσιάζουν τα ψάρια. Αυτοί οι παροδικοί υγρότοποι καθίστανται προνομιακοί ως προς το ενδιαιτήματα τους, ενώ η προστασία τους είναι σε προτεραιότητα, σε σχέση με άλλους υγροτόπους. -Ανοιχτά και Ρηχά Υδάτινα Σώματα. Αυτά περιλαμβάνουν συνήθως μικρές σε όγκο νερού υδατοσυλλογές, όπου το μέγιστο βάθος είναι μικρότερο από 2 μέτρα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένα μεταβατικά περιοχές ανάμεσα σε λίμνες και έλη. Εξαιτίας του βάθους τους, αυτά δεν έχουν αναδυόμενη βλάστηση και τροφοδοτούνται από υπόγεια ύδατα, ή τη βροχόπτωση και ξεχειλίζουν από άλλα υδατικά συστήματα. Περιέχουν οργανικά εδάφη και έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά, ενώ μπορούν να υποστηρίξουν μία ποικιλία φυτικών και ζωικών ζωής.. -Καλλωπιστικοί Υγρότοποι. Είναι διακοσμητικοί υγρότοποι περιλαμβάνουν οποιοδήποτε μικρό, τεχνητό υγρότοπο. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν λίμνες κήπων και λίμνες άρδευσης καλλιεργήσιμου εδάφους. Η βλάστηση τους εξαρτάται από το μέγεθός τους και το χημισμό του νερού που τροφοδοτούνται. Οι διακοσμητικοί υγρότοποι παρέχουν κοινά ενδιαιτήματα για μικρά ζώα όπως βάτραχοι, ψάρια και έντομα. -Λίμνες Κατακράτησης Νερών. Αυτές οι υδατοσυλλογές κατακρατούν τα νερά της βροχής και του χιονιού, προλαμβάνουν τις πλημμύρες και δρουν ανασχετικά ως προς τη διάβρωση των παρακείμενων εδαφών. Συνήθως, είναι μόνιμα γεμάτες με νερό και μπορούμ να μιμηθούν τα χαρακτηριστικά των ανοιχτών ρηχών υγροτόπων. Παρά την κύρια λειτουργία τους, οι λίμνες κατακράτησης, συνήθως γειτνιάζουν με φυσική βλάστηση των υγροτόπων, όπως βούρλα και άλλα χόρτα, και συχνά κατοικούνται από ζώα, όπως βατράχια, πουλιά και μικρά θηλαστικά. -Βάλτοι Καστόρων. Οι κάστορες έχουν μια απίστευτη ικανότητα να δημιουργούν ολόκληρα οικοσυστήματα και η φυσική συμπεριφορά τους είναι σημαντική για την ανάπτυξη και την ωρίμανση των υγροτόπων, εκεί όπου διαβιούν. Οι βάλτοι, όπου ενδημούν οι κάστορες δημιουργούνται όταν αυτοί κατασκευάζουν μικρά φράγματα, κατά μήκος της ροής ποταμού ή ρυακιού, με αποτέλεσμα να πλημμυρίζουν οι γειτονικές επίπεδες περιοχές. Οι υγρότοποι που δημιουργούνται από τα φράγματα των καστόρων είναι συχνά σημαντικές περιοχές αναπαραγωγής για τα αμφίβια. Άλλοι Τύποι Υγροτόπων. Εκτός από τους πιο πάνω τύπους υγροτόπων υπάρχει μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με την κλιματική ζώνη, το υψόμετρο, την εδαφομορφολογία, τον τεκτονισμό, τη γεωλογία κ.ά. Παρακάτω, θα αναφέρουμε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα δύο βασικά είδη της ταξινόμησης των υγροτόπων. Η πρώτη κατηγοριοποίηση βασίζεται στην παραδοσιακή έννοια του υγρότοπου, και η δεύτερη βασίζεται σε επιστημονικούς λόγους. Εξάλλου, σημειώνεται ότι επειδή υπάρχει σύγχυση στη διαφοροποίηση των υγροτόπων σχετικά με το τι είναι βάλτος, τέλμα, έλος, τυρφώνας, ερεικώνας, Bogs, Fens κ.ά., θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τις γενικές γραμμές αυτής της διάκρισης. -Βάλτοι, Τέλματα. Οι βάλτοι, μαζί με τις περιοχές των τελμάτων ανήκουν στους γνωστούς υγροτόπους με το όνομα "τυρφώνες" (mires, moors, peatlands). Ειδικότερα, οι τυρφώνες ανήκουν στα υγροτοπικά οικοσυστήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από υγρά, σπογγώδη και φτωχά αποστραγγιζόμενα τυρφώδη εδάφη. Σε παγκόσμιο επίπεδο αυτοί καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις του βορείου ημισφαιρίου σε ψυχρές εύκρατες συνθήκες με υψηλή βροχόπτωση και υγρασία που συνοδεύεται από χαμηλή εξατμισοδιαπνοή, ενώ πολύ μικρότερες είναι οι περιοχές με τυρφώνες της νότιας Ευρώπης. Γενικά, οι τυρφώνες ως βάλτοι έχουν συνήθως όξινες συνθήκες με ανάπτυξη οξύφιλης βλάστησης και τροφοδοτούνται αποκλειστικά μόνο από το νερό της βροχής (βροχοτροφικά συστήματα) που είναι πολύ φτωχά σε θρεπτικά συστατικά. Αντίθετα, οι καθεαυτού βάλτοι έχουν μετρίως όξινες έως αλκαλικές συνθήκες (ανοργανοτροφικά συστήματα), τροφοδοτούνται με νερό και θρεπτικά συστατικά κυρίως από υπόγεια νερά, τα γειτονικά επιφανειακά ή ημιεπιφανειακά νερά και τα νερά της βροχής. Στους βάλτους, γενικά, κυριαρχούν από τα φυτά τα αγροστώδη γρασίδια, βούρλα, καλάμια και βρυόφυτα, ενώ η Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

443


βιοποικιλότητά τους είναι πλουσιότερη όταν πρόκειται για "ασβεστούχους βάλτους" (βάλτοι με ασβεστολιθικό μητρικό πέτρωμα, όπου το πέτρωμα αυτό και οι επιφανειακές αποθέσεις δημιουργούν ουδέτερες έως ελαφρά αλκαλικές συνθήκες και αυξημένες συγκεντρώσεις ορυκτών αλάτων, όπως π.χ. ασβέστιο). Οι βάλτοι και γενικότερα όπως όλοι οι

υγρότοποι, προσφέρουν σημαντικά οφέλη στην λεκάνη απορροής τους όπως είναι η παρεμπόδιση και η ελαχιστοποίηση των πλημμυρικών φαινομένων, η ρύθμιση του κλίματος, ο εμπλουτισμός των υπόγειων νερών, η προστασία από τη διάβρωση, η απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα, φίλτρο καθαρισμού των νερών, αξιοποίηση της ηλιακής ακτινοβολίας και διατήρηση της βιοποικιλότητας, σταθερά τροφικά πλέγματα, ασφαλές καταφύγιο πουλιών και ψαριών, ευκαιρίες για έρευνα και αναψυχή. -Τυρφώνες. Η πλειονότητα των τυρφώνων (περιοχή με ή χωρίς βλάστηση στην επιφάνεια της οποίας έχει συσσωρευτεί στρώμα τύρφης με πάχος τουλάχιστον 30 εκατοστομέτρων) στην Ελλάδα (συνολικής έκτασης περίπου 80 Km2, από τα οποία περίπου τα 5.5 Km2 έχει ο τυρφώνας των Φιλίππων) αναπτύχθηκαν κατά τη χερσοποίηση λιμναίων περιοχών, ενώ περιορισμένοι τυρφώνες αναπτύχθηκαν σε καθεστώς τελμάτωσης χερσαίων περιοχών. Οι παράγοντες γενικά που διαμορφώνουν την εξέλιξη ενός τυρφώνα, αλλά και τα χαρακτηριστικά των ιζημάτων που αποτίθενται είναι οι κλιματικές συνθήκες, το υδρογεωλογικό και υδρολογικό καθεστώς της περιοχής, η τεκτονική, η γεωμορφολογία και οι τοπικές γεωλογικές συνθήκες. Η τυρφοποίηση ( μηχανική αποδόμηση φυτών και βιολογική και χημική χουμοποίηση) εξαρτάται μεταξύ των άλλων από το είδος της βλάστησης, την ένταση της δράσης των μικροοργανισμών, την αλκαλικότητα, το δυναμικό οξειδοαναγωγής, τις φάσεις της ιζηματογένεσης. Ο κύριος μηχανισμός μετατροπής των φυτικών λειψάνων σε τύρφη είναι η δράση έμβιων οργανισμών ,οι οποίοι επηρεάζονται από τη θερμοκρασία του εδάφους, την οξύτητα, την προσφορά οξυγόνου, την τροφοδοσία σε θρεπτικά συστατικά, το είδος των φυτικών λειψάνων κ.ά. Έτσι, κατά τη διάρκεια της τυρφοποίησης η δράση των ασπόνδυλων οργανισμών συμβάλλει στη μηχανική αποδόμηση των φυτικών λειψάνων, ενώ στη συνέχεια με προκαλείται χημική αποδόμηση των αρχικών οργανικών συστατικών με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Δηλαδή το άμυλο των φυτών μετατρέπεται σε σάκχαρα και το λεύκωμα σε πεπτίδια, αρχίζει η απώλεια υγρασίας και αποβολή διοξειδίου του άνθρακα, ενώ σε επόμενο στάδιο βιοαποικοδομούνται πολυπλοκότερα οργανικά μόρια –κυτταρίνη, λιγνίνη- και μετατρέπονται σε χουμικά συστατικά. Αυτή η διεργασία της χουμοποίησης είναι και η σημαντικότερη και καθορίζει το είδος της τύρφης που θα προκύψει. Σταδιακά και καθώς τα συσσωρευμένα ιζήματα ενταφιάζονται κάτω από νεότερες αποθέσεις, η τυρφοποίηση δίνει τη θέση της στη γεωχημική ενανθράκωση, συνέπεια της οποίας αποτελεί η μετατροπή σε λιγνίτη και στη συνέχει σε ολόκληρο το φάσμα των πιό ενανθρακωμένων γαιανθράκων. Τα γνωστότερα έλη και οι τυρφώνες στην Ελλάδα είναι εκείνα των: Φιλίππων, Ελατιάς Δράμας, Λαϊλιάς Σερρών, Νησί Έδεσσας, Καλή πεδιάδα Έδεσσας, Καϊμακτσαλάν Βόρας, Μικρή Πρέσπα, Χειμαδίτιδα, Παμβώτιδα, Σαγιάδα, Καλοδίκι, Κορώνη Αμβρακικού, Ροδιά Αμβρακικού, Κατούνα Αμφιλοχίας, Βουλκαριά, Κωπαΐδα, Αγουλινίτσα, Κερί Ζακύνθου, Χωτούσα Αρκαδίας, Άγιος Φλώρος Μεσσηνίας, Καϊάφας Ηλείας, Κορυσσιών Κέρκυρας κ.ά. -Ερεικώνες (κατά Natura2000, τυπος οικοτόπου 4090). Συναντώνται σε ορεινά βοσκοτόπια της κεντρικής και νότιας Ελλάδας με χαρακτηριστικές θαμνώδεις διαπλάσεις, τυπικές σε μερικές άγονες και ακαλλιέργητες εκτάσεις και σε παρόχθια αμμώδη εδάφη (π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, στη βόρεια Γαλλία, στη βόρεια Ιταλία, στην Αυστραλία). Στους ερεικώνες, επικρατούν χαμηλά και πυκνά θαμνώδη φυτά, κυρίως της οικογένειας των ερεικιδών, όπως το ρείκι (Erica sp.,), η καλλούνα (Calluna sp.,) κλπ., απ’ όπου και η ονομασία τους. Οι ερεικώνες που αποτελούνται από το είδος Calluna vulgaris είναι χαρακτηριστικοί των ψυχρών περιοχών, με φτωχά εδάφη, πλούσια σε σίδηρο. Γενικά, διακρίνονται σε γνήσιους, αρκτικούς νανώδεις και αλπικούς. Η κύρια περιοχή εξάπλωσης των γνήσιων ε. είναι η βορειοδυτική Ευρώπη, κατά μήκος του Ατλαντικού, όπου αναπτύσσονται κατά πυκνές συστάδες σε αμμώδη εδάφη, φτωχά σε ασβέστιο και άλλα στοιχεία. Τα εδάφη των γνήσιων ε. είναι ακατάλληλα για άλλη βλάστηση, εξαιτίας των χουμικών οξέων που δημιουργούν τα φυτά. Οι αρκτικοί νανώδεις ε. συναντώνται σε όλες τις βόρειες αρκτικές περιοχές· χαρακτηρίζονται από φυτά με μικρά φύλλα, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη αντοχή στους ισχυρούς ανέμους και στη χαμηλή θερμοκρασία. Οι αλπικές ερεικώδεις διαπλάσεις βρίσκονται σε όλα τα όρη της κεντρικής Ευρώπης και της Ασίας και αποτελούνται κυρίως από είδη του γένους Rhododendron. -Ορομεσογειακοί ερεικώνες Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση της φυσιογνωµίας των ορεινών µεσογειακών και οροµεσογειακών τοπίων. Τα εδάφη τους αποτελούνται από πετρώδεις χαλικωµένες επιφάνειες επιχωµατωµένες µε αργιλικές αποθέσεις και Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

444


παρουσιάζουν µικρή περιεκτικότητα χούµου στην επιφάνεια του εδάφους.Από άποψη χλωρίδας περιλαµβάνει πολυετή αγρωστώδη, χαµαίφυτα προσκεφαλοειδούς ανάπτυξης και διάφορα χαµηλά νανοφανερόφυτα. Ο τύπος αυτός απαντάται σε ποικίλες κλίσεις εδαφών, εκθέσεις προσανατολισμού και γεωλογικά υποστρώµατα. Πρόκειται για κοινότητες µε κύρια είδη τη φεστούκα τη ζαµπέρτειο, τις τούφες, τη βλεφαριδωτή µελική, την παπαδίτσα, τη χαµολιά, τη φεστούκα της Κυλλήνης, το σκουλόχορτο, τον αστράγαλο το στενόφυλλο, τον αστράγαλο της Κυλλήνης και τη γλοβουλάρια την οτυγία. Σηµαντική είναι η συµµετοχή σπανίων ειδών µε µεγάλη οικολογική σηµασία, όπως η γλοβουλάρια η οτυγία και το κίρσιο της Κυλλήνης, τα οποία απαιτούν ανάλογη διαχείριση και προστασία. Ωστόσο, σε ένα συνδυασμό από τις παραπάνω προϋποθέσεις, η παραδοσιακή ορολογία διακρίνει δύο κύριους τύπους υγροτόπων. α) αν αναπτύσσονται πάνω σε εδάφη ανόργανης σύστασης (π.χ. Έλη -Marshes, Βάλτοι Swamps) και β) σε υγρότοπους που βρίσκονται πάνω σε εδάφη οργανική σύστασης (π.χ. Τυρφώνες με ποώδη βλάστηση -Bogs, Τυρφώνες με δενδρώδη βλάστηση -Fens).

Τα έλη συχνά σχηματίζονται κατά μήκος των περιθωρίων λιμνών, ποταμών και ρυάκων και χαρακτηρίζονται από βούρλα, ψαθιά, παπύρια, αγρωστώδη και άλλα φυτά επιπλέοντα ή ριζωμένα μέσα στο έλος.

Υγρότοποι Ανόργανων Εδαφών. -Έλος (Marsh). Είναι τύπος υδάτινου οικοσυστήματος ο οποίος χαρακτηρίζεται από ανόργανα εδάφη κακώς αποστραγγιζόμενα και από φυτική ζωή η οποία κυριαρχείται από αγρωστώδη ποώδη φυτά, παρά από ξυλώδη βλάστηση. Είναι κοινά στις εκβολές των ποταμών, ιδίως όταν έχουν δημιουργηθεί εκτεταμένες δελταϊκές εκτάσεις, αλλά συναντώνται και στις όχθες λιμνών και ρεμάτων, όταν αυτά αποτελούν ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ υδάτινων και χερσαίων οικοσυστημάτων. Συχνά αυτές οι περιοχές κυριαρχούνται από αγρωστώδη, βούρλα ή καλαμώνες. Εάν στην περιοχή είναι παρόντα και ξυλώδη φυτά, αυτά τείνουν να είναι χαμηλοί θάμνοι. Σημειώνεται γενικά, ότι αυτή η μορφή της βλάστησης διαφοροποιεί τα έλη από τους άλλους τύπους των υγροτόπων, όπως είναι οι βάλτοι, οι οποίοι κυριαρχούνται από δένδρα και τα τέλματα που είναι φτωχά σε θρεπτικά συστατικά και είναι υγρότοποι που έχουν συσσωρευμένες αποθέσεις όξινων τυρφών. Και εδώ στα έλη μπορεί να αποτίθεται τύρφη, μόνο αν είναι πολύ μεγάλης ηλικίας η αρχική λεκάνη. Τα φυτά στο έλος επιβραδύνουν τη ροή του νερού και έτσι επιτρέπεται στα θρεπτικά συστατικά τους να εμπλουτίζουν τα ιζήματα με πρόσθετο θρεπτικό υλικό, ενώ δημιουργούνται συνθήκες για περαιτέρω ανάπτυξη του έλους. Συνήθως, τα έλη είναι πλήρη από αναδυόμενη από το νερό και ριζωμένη στον πυθμένα βλάστηση. Έλη Τα έλη μπορεί να είναι γλυκού νερού, αλμυρά έλη, σε υγρά λιβάδια, παραποτάμιοι υγρότοποι, έλη της παλίρροιας, εποχικά λιμνία, νερολακκούβες κ.ά. Τα φυτά στα έλη προσαρμόζονται να επιβιώνουν σε χαμηλές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

445


συγκεντρώσεις οξυγόνου και πολλά από τα φυτά αυτά έχουν αερέγχυμα, δηλαδή κανάλια στα στελέχη τους που επιτρέπουν στον αέρα να μετακινείται από τα φύλλα προς το ριζικό σύστημα. Το pH στα έλη τείνει να είναι ουδέτερο προς αλκαλικό, σε αντίθεση με τα τέλματα, όπου η τύρφη συσσωρεύεται κάτω από περισσότερο όξινες συνθήκες. Τα ελώδη φυτά τείνουν να έχουν ριζώματα για υπόγεια αποθήκευση και αναβλάστηση. Τα πλέον συνήθη φυτά στα έλη είναι τα ψαθιά, σπάρτα ή σπαθόχορτα, παπύρια, γρασίδια με πριονωτά φύλλα. Τα έλη παρέχουν ενδιαίτημα σε πολλά είδη ασπόνδυλων, ψαριών αμφιβίων, υδρόβιων πτηνών και υδρόβιων θηλαστικών, ενώ χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλά, τα υψηλότερα επίπεδα βιολογικής παραγωγής και επομένως αποτελούν σημαντικό παράγοντα υποστήριξης της αλιείας. Βελτιώνουν τα μέγιστα ως προς την ποιότητα του νερού, φιλτράρουν ρυπαντικά συστατικά, συγκρατούν τα ιζήματα, και μεγιστοποιούν τη διαύγεια του νερού, αλλά είναι σε ευνοϊκή θέση και λειτουργία στο να απορροφούν την περίσσεια του νερού σε περιόδους ισχυρών βροχοπτώσεων και έτσι μειώνουν δραστικά το μέγεθος και την ένταση των πλημμυρικών φαινομένων. -Βάλτος (Swamp). Είναι υγροτοπική περιοχή-οικοσύστημα που χαρακτηρίζεται από ανόργανα εδάφη με κακή αποστράγγιση και από τα φυτά κυριαρχούν τα δένδρα, όπως σφενδάμια (π.χ., Acer sp.,), λεύκες (Populus sp.,) πλατάνια (Platanus sp.,) κ.ά.

Σε βάλτους των δασών ψυχρών περιοχών το ερυθρό σφενδάμνι είναι ένα κοινό είδος

Οι βάλτοι συχνά βρίσκονται σε χαμηλά υψόμετρα, σε εδάφη με κακή αποστράγγιση νερού, είναι δίπλα σε λίμνες και ποτάμια που τα εφοδιάζουν με νερό. Μερικοί βάλτοι αναπτύσσονται ως διάδοχη κατάσταση όταν έλη γεμίζονται από φερτά υλικά, και έτσι επιτρέπουν την ανάπτυξη δένδρων και ξυλωδών θάμνων. Πολλά από αυτές τις περιοχές εμφανίζονται κατά μήκος μεγάλων ποταμών, όπου εξαρτώνται κριτικά από τη φυσική διακύμανση του νερού του ποταμού. Άλλα όμως απαντώνται στις όχθες μεγάλων λιμνών. Μερικές τέτοιες περιοχές είναι προεξοχές εδάφους που καλύπτονται από υδρο-ελόβια βλάστηση ή βλάστηση που ανέχεται περιοδικό πλημμυρισμό. Μπορούμε να διακρίνουμε επίσης, βαλτώδη δάση ή και βαλτώδεις θαμνώνες. Το νερό σε αυτό το βάλτο μπορεί να είναι γλυκό, υφάλμυρο ή θαλασσινό. Μερικοί τέτοιοι πολύ μεγάλοι βάλτοι βρίσκονται κατά μήκος των μεγάλων ποταμών του Αμαζονίου, του Μισισιπή και του Κονγκό. Στην Ευρώπη τέτοιοι μεγάλοι βάλτοι υπάρχουν στην δυτική Σιβηρία, στη Λευκορωσία και Ουκρανία (Βυθίσματα εδάφους κορεσμένο διαρκώς από νερό που υποστηρίζουν κυρίως δενδρώδη βλάστηση). Δάση που βρίσκονται σε πλημμυρικό καθεστώς περιστασιακά δεν αποτελούν βάλτους. Και εδώ μπορεί να αποτίθεται τύρφη αν είναι πολύ μεγάλης ηλικίας η αρχική εδαφική λεκάνη. Και τα έλη και οι βάλτοι μπορεί να περιέχουν γλυκό, υφάλμυρο ή και αλμυρό νερό. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

446


Υγρότοποι οργανικών εδαφών. Γενικά αυτοί οι υγρότοποι αναφέρονται ως "τυρφώνες" σε αναγνώριση των κοινών τους ικανότητα να σχηματίζουν τύρφη (οργανικό χώμα που παράγεται από τη συσσώρευση του φυτικού υλικού). Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι των τυρφώνων - Bogs and Fens, που αμφότεροι εμφανίζονται σε παρόμοιες κλιματικές και γεωγραφικές περιοχές. -Τέλματα φτωχά σε θρεπτικά συστατικά (Bogs)- Είναι ένα τύπος υδάτινου οικοσυστήματος-υγρότοπος, που χαρακτηρίζονται από υγρά, σπογγώδη, κακώς αποστραγγιζόμενα τυρφώδη εδάφη, που κυριαρχούνται από την αύξηση των βρύα Sphagnum, αλλά και χέρσα εδάφη με επικράτηση ιδιαίτερα με το γένος Chamaedaphne. Συνήθως, αυτοί οι τυρφώνες βρίσκονται γύρω από ένα σώμα ανοικτού νερού (π.χ., λίμνη). Είναι ο πιο κοινός τύπος των υγροτόπων στις αρκτικές περιοχές, ενώ απαντώνται και σε περιοχές με ψυχρά αλλά και εύκρατα κλίματα. Αυτό το τέλμα είναι μια βουρκώδη περιοχή που συσσωρεύει τύρφη (απόθεση νεκρών φυτικών υλικών – συχνά βρύα και στην πλειονότητά τους sphagnum moss) και χαρακτηρίζονται από υψηλό υδροφόρο ορίζοντα και οξύφιλη βλάστηση. Το νερό που ρέει μέσα ή έξω από τα ‘’Bogs’’ είναι εντελώς εξαρτώμενο από τη βροχόπτωση. Επίσης, λόγω της χαμηλής αποστράγγισης, το νερό στα ‘’Bogs’’ είναι όξινο και φτωχό σε θρεπτικά συστατικά. Τα ‘’Bogs’’ καλύπτονται με ένα παχύ στρώμα βλάστησης που επιπλέει και η οποία κυριαρχείται από βρύα σφάγκνου, αλλά συχνά περιέχουν και θάμνους με οξύφιλα φυτά (π.χ., βατόμουριες, αγριοφράουλες, ροδόδεντρο, αζαλέα, ορτανσια ) και μερικές φορές δέντρα όπως είναι η ερυθρελάτης. Αντίθετα, οι αλκαλικές βουρκώδεις περιοχές καλούνται ‘’Fens’’.

Να μια εικόνα από παλιρροϊκό έλος κατά μήκος ενός ποταμού κοντά στις εκβολές του.

Σε ένα τέλμα η σταδιακή συσσώρευση των σε αποσύνθεση φυτικών συστατικών λειτουργεί ως μία δεξαμενή κατακράτησης άνθρακα και διοξειδίου του άνθρακα. Τα τέλμα αυτό δημιουργείται όταν το νερό στην επιφάνεια του εδάφους είναι όξινο και έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά. Σε μερικές περιπτώσεις το νερό προέρχεται εξολοκλήρου από τη βροχόπτωση και σε αυτή την περίπτωση λέγονται ‘’ομβροτροφικά’’ τέλματα. Τα τέλματα αυτά μπορεί να αναπτυχθούν σε διαφορετικές καταστάσεις που εξαρτώνται από το κλίμα και την τοπογραφία. Έτσι, αναπτύσσονται σε κοιλάδες με ήπιες κλίσεις ή και σε κοιλότητες-βυθίσματα, αλλά και σε υψίπεδα πάνω σε όξινο ή μη όξινο υπόστρωμα. Επίσης, δημιουργούνται σε οποιαδήποτε υγροτοπική περιοχή με εδάφη διαρκώς κορεσμένα από νερό, εξαιρετικά χαμηλής περιεκτικότητας σε θρεπτικά συστατικά και όπου υπάρχουν αποθέσεις τύρφης, αλλά και όπου η τυρφογένεση εξακολουθεί να είναι ενεργή σήμερα. Τα ‘’Bogs’’ είναι τοποθετημένα υψηλότερα από το περιβάλλον τοπίο και αποκτούν το περισσότερο νερό τους από τη βροχόπτωση (ομβροτροφικά). Αντίθετα, τα Fens τοποθετούνται σε πλαγιές ή επίπεδες επιφάνειες ή και σε Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

447


βυθίσματα, αλλά παίρνουν νερό και από τη βροχόπτωση και από επιφανειακές εισροές. Επίσης, ενώ τα ‘’Βοg’’ έχει πάντοτε όξινο περιβάλλον και είναι φτωχό σε θρεπτικά συστατικά, τα ‘’Fens’’ μπορεί να έχουν όξινο ή αλκαλικό περιβάλλον και από την άποψη των θρεπτικών συστατικών μπορεί είτε να είναι φτωχά είτε πλούσια σε περιεκτικότητα θρεπτικών συστατικών. Το νερό που απορρέει από ένα τέλμα έχει χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο χρώμα, που προέρχεται από τη διάλυση των τανινών της τύρφης. Σε γενικές γραμμές η χαμηλή γονιμότητα και το δροσερό έως ψυχρό κλίμα μιας περιοχής δημιουργούν σχετικά αργή ανάπτυξη των εκεί φυτών, αλλά και η αποσύνθεσή τους είναι ακόμη πιο αργή, λόγω του κορεσμένου εδάφους από νερό. Ως εκ τούτου η τύρφη συσσωρεύεται με την πάροδο των ετών και καλύπτει αρκετά μέτρα σε βάθος, όπως έχει διαπιστωθεί στα τενάγη των Φιλίππων και στη λίμνη Καλοδίκη στην Πάργα. Οι μεγαλύτεροι τέτοιοι τυρφώνες από τέλματα απαντούν στη δυτική Σιβηρία, στη βόρειο Αμερική, ενώ στη βόρεια Ευρώπη είναι πολύ διαδεδομένοι οι τυρφώνες με είδη Sphagnum. Τα τέλματα αυτά, έχουν διακριτά σύνολα φυτικών και ζωϊκών ειδών, αρκετά εξειδικευμένα. Οι περισσότεροι οργανισμοί στα τέλματα πρέπει να έχουν την ικανότητα να ανέχονται χαμηλά επίπεδα θρεπτικών συστατικών και υπερπροσφορά-πλημμυρισμός από νερό. Οι ερικώδεις θάμνοι στα τέλματα είναι συνήθως αειθαλείς, ώστε να υποβοηθείται η διατήρηση των θρεπτικών συστατικών. Σε ξηρότερες τοποθεσίες μπορεί να απαντηθούν αειθαλή δένδρα, ενώ τα σπαθόχορτα ή βούρλα είναι από τα πλέον κοινά είδη. Εδώ απαντώνται και σαρκοφάγα φυτά και ορχιδέες που έχουν προσαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες χρησιμοποιώντας ασπόνδυλα και μυκορριζικούς μύκητες, ως πηγή θρεπτικών συστατικών, ενώ ορισμένα είδη μυρτιάς διαθέτουν οζίδια στη ρίζα τους για να προσλαμβάνουν και να καθηλώνουν το άζωτο, ως συμπληρωματική πηγή θρεπτικών. Εξάλλου, τα τέλματα αυτά παρέχουν ενδιαιτήματα σε θηλαστικά, όπως κάστορες, άλκες, καριμπού αλλά και παρυδάτια είδη πτηνών που φωλιάζουν εδώ.

Bog στον Καναδά περιτριγυρισμένο με ερυθρελάτη (Picea mariana) και αμερικάνικο πεύκο (Larix laricina). -Τέλματα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά (Fens): Είναι ένα τύπος υδάτινου οικοσυστήματος-υγρότοπος, που

χαρακτηρίζεται από τυρφώδες έδαφος, κορεσμένοι από νερό όπου κυριαρχείται από αγρωστώδη φυτά, βούρλα και καλάμια. Αυτός ο τύπος συναντάται σε αλκαλικά εδάφη μάλλον παρά σε όξινα, ενώ λαμβάνουν νερό κυρίως από επιφανειακές απορροές και από υπόγειους υδροφορείς Είναι παρόμοια με τα ‘’Bogs’’, αλλά τα επίπεδα των θρεπτικών αλάτων είναι υψηλά διότι τροφοδοτούνται και απορρέουν νερά από ρέματα και ρυάκια. Αυτοί οι τυρφώνες βρίσκονται σε αλκαλικές περιοχές και τροφοδοτούνται με νερό κυρίως από επιφανειακά και υπόγεια νερά. Και τα ‘’Fens’’, όπως και τα ‘’Bogs’’, είναι τυρφώνες. Ωστόσο, το νερό στα ‘’Fens’’ είναι περισσότερο αλκαλικό (λιγότερο όξινο). Η πρωταρχική βλάστησή τους αποτελείται από αγρωστώδη (π.χ γένη Spartina, Distichlis, Panicum) και βούρλα ή σπαθόχορτα (sedges= τα σπαθόχορτα είναι διαφορετικά από τα βούρλα, καθώς έχουν τριγωνικές συνήθως διατομές στα φύλλα τους, με λίγες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

448


εξαιρέσεις και με σπειροειδώς διαταγμένα φύλλα) (π.χ γένη Carex, Cyperus, Eleocharis, Eriophorum, Scirpus,

Schoenoplectus, Schoenus, Boblboschoenus, Ascolepis ). Τα ‘’Fens’’, σε αντίθεση με τα ‘’Bogs’’, δεν περιέχουν Sphagnum βρύα (π.χ., Ditrichum pusillum, Polytrichum commune var. perigoniale, and Sphagnum angustifolium – πρώτη καταγραφή σφάγκνου στην Ελλάδα). Τα ‘’Fens’’ συντηρούνται από την αργή αποστράγγιση επιφανειακών ή υπογείων υδάτων. Επομένως, αυτοί οι δύο κύριοι τύποι των οργανικών υγροτόπων, χαρακτηρίζονται από διαφορετικό υδρολογικό καθεστώς. Τα ‘’Βοgs’’ τροφοδοτούνται κυρίως από τις βροχοπτώσεις και με σχετικές μικρές ποσότητες από επιφανειακές απορροές, ενώ οι απορροές τους οδεύουν προς τα υπόγεια νερά. Έτσι, η συσσώρευση του οργανικού υλικού συνεισφέρει στον όξινο χαρακτήρα τους. Τα Fens αντίθετα τροφοδοτούνται κυρίως από επιφανειακά και υποεπιφανειακά νερά. Έτσι, ο χημισμός τους εκπορεύεται από τη γεωλογία του υποστρώματός τους και μπορεί να είναι εντελώς αλκαλική όταν δέχονται νερά από ασβεστολιθικές πηγές (βλ. παραπάνω σχήμα). ‘’Βogs’’ και ‘’Fens’’ συχνά απαντούν δίπλα δίπλα. Συνήθως, δεν υπάρχει αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο τύπων υγροτόπων, αλλά μια ομαλή μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο.

Γενικά τα ‘’Bogs’’ κυριαρχούνται από την υπερβολική ανάπτυξη των βρύων Sphagnum sp., και Chamaedaphne sp. Στην Ελλάδα, σφαγκνώνες – ελωδολίβαδα (βαλτώδη και ελώδη έκταση των εύκρατων και ψυχρών ή ορεινών περιοχών του βορείου ημισφαιρίου με κύριο είδος το βρύο Sphagnum sp.) απαντώνται σε πολύ περιορισμένες περιοχές και αποτελούνται συνήθως από σπάνια είδη της ελληνικής χλωρίδας. Τα Σφαγκνώδη ή τυρφώδη ελωδολίβαδα αποτελούν χαρακτηριστικές διαπλάσεις υγρών περιοχών η υγρασία των οποίων είναι κλιματική και όχι εδαφική ή φρεάτια, οφείλεται δε σε βροχοπτώσεις και κυρίως σε συχνή, σχεδόν διαρκή ομίχλη και στερούνται τελείως τα ανόργανα στοιχεία. Αυτά τα λιβάδια συγκροτούνται από βρύα και κυρίως από σφάγκνα, και η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξής τους κυμαίνεται μεταξύ 50-80 Κελσίου. Για τον λόγο αυτό, αυτά τα λιβάδια εμφανίζονται μόνον σε εύκρατες πεδινές περιοχές, όπως και σε ορεινές, πάνω το υψόμετρο των 700 μέτρων. Οι τυρφώδεις αυτές διαπλάσεις, όπως και οι ερεικώνες, με τους οποίους συγγενεύουν, αναπτύσσονται σε εδάφη λιμνών ή τελμάτων της εποχής των παγετώνων, το νερό των οποίων έχει εξαντληθεί από υδροχαρείς φυτικές ενώσεις, Potamogeton sp., Myrioplyllum sp., Nymphaea sp., και άλλων ελοχαρών ή υδρόβιων φυτών, τα οποία έχουν καταναλώσει κάθε ανόργανη τροφή, ειδικά ασβέστιο, και έχουν συμβάλλει, Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

449


με την ατελή τους οξείδωση των νεκρών φυσικών συστατικών τους στη δημιουργία κατάλληλου χουμικού υποστρώματος για την ανάπτυξη και εγκατάσταση των σφάγκνων, τα οποία είναι οξύφιλα, και γι΄αυτό μετά την εγκατάστασή τους εξακολουθούν να αυξάνουν την οξύτητα μέχρι την άριστη γι΄αυτά τιμή, ρΗ 4,9-5,2.

Ως ελληνικό παράδειγμα για σφαγκνώνα, αναφέρεται συχνά η περιοχή Λαϊλιά Σερρών (έκτασης 39 στρεμμάτων, σε υψόμετρο 1470 μέτρα και έχει ανακηρυχθεί Μνημείο της Φύσης), όπου η σύνθεση της εκεί βλάστησης αποτελείται από τα βρύα Sphagnum palustre, Sph.contortum, Mnium affine, από τα ελόφυτα Carex echinata, C.rostrata, Scirpus sylvaticus, Eriophorum angustifollium, και τα συνοδά ποώδη Geum coccineum, G.rivale, Potentilla erecta, Orchis latifolia, Luzula sudetica, Filipendula ulmaria, Agrostis alba, Galium palustris, Ranunculus acer, Τrifolium spadiceum, Μyosotis palustris, αλλά και σποραδικά υπολείμματα ξυλώδους βλάστησης. -Swale, ορίζονται υγρές αυλακώσεις βυθίσματα σε μια χαμηλή περιοχή γης που είναι υγρή ή ελώδης. Είναι επίσης δημοφιλής έννοια σε κεκλιμένες κατασκευές εδάφους, για τη συλλογή βρόχινου νερού και για την προστασία του εδάφους. Συνήθως, αναφέρονται σε ένα χαντάκι συλλογής ή απομάκρυνσης του νερού. Σε ξηρά κλίματα η υπάρχουσα ή φυτευόμενη βλάστηση κατά μήκος των ‘’Swale’’ λειτουργεί ωφελιμιστικά για τη συγκέντρωση της απορροής, ενώ τα εκεί δένδρα και θάμνοι μειώνουν την εξάτμιση του νερού και παρέχουν σκιά. Εξάλλου ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα στενά και επιμηκυσμένα ρηχά αυλάκια που παρατηρούνται συνήθως σε αμμουδιές και αμμοθινικά συστήματα και τα οποία βρίσκονται παράλληλα στην ακτογραμμή. -Seep. Η έννοια αυτή περιγράφει μια περιοχή ή θέση όπου το νερό στάζει μέσα από το έδαφος, συχνά κάτω από μια πλαγιά. -Moor ή Moorland. Eίναι ένας τύπος οικοτόπου που βρίσκεται στα ορεινά σε εύκρατα λιβάδια, σε σαβάνες και σε θαμνώδεις διαπλάσεις (π.χ. τροπική Αφρική, δυτική και βόρεια Ευρώπη, βόρεια Αυστραλία, και Αμερική, Κεντρική Ασία και Ινδία) και που χαρακτηρίζονται από χαμηλή βλάστηση σε όξινα εδάφη. Στις μέρες μας το ‘’Moorland’’ σημαίνει επίσης γενικά ακαλλιέργητοι λόφοι, χερσότοποι και είναι στενά συνδεδεμένα με τους ερεικώνες (π.χ. ερείκη, Erica sp., Galluna vulgaris, Ulex sp.). Σε γενικές γραμμές αναφέρονται σε λόφους και υψώματα, στη ζώνη υψηλής βροχόπτωσης, ενώ τα ‘’Ηeath’’ αναφέρονται σε πεδινές ζώνες και είναι πιθανό να προέκυψαν ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Ευρωπαϊκοί τυρφώνες όπου επικρατούν ερεικώνες και θάμνοι με βατομουριές, αγριοφραουλιές, κ.ά.). -Βουρκώδες Τέλμα (Mires): Είναι ενεργός τυρφώνας που κυριαρχείται από ζωντανά φυτά που σχηματίζουν τύρφη (μισοαπανθρακωμένη βλάστηση). Για την υγρασία τους και την τροφοδοσία τους με νερό, στηρίζονται στα νερά της βροχής. Συνήθως έχουν έλλειψη σε οξυγόνο και φώσφορο, αν και μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τις συγκεντρώσεις του αζώτου. Δηλαδή, τα βουρκώδη τέλματα υποδηλώνουν ότι είναι ‘’ζωντανά λείψανα’’, ή καλύτερα προσομοιάζονται με ένα ‘’ζωντανό δέρμα που καλύπτει ένα πολύ παλαιό σώμα’’, στο οποίο τα διαδοχικά στρώματα ανάπτυξης των φυτών και τα φυτά σε αποσύνθεση διατηρούνται στρωματογραφικά σε τέτοια ποιότητα που είναι άγνωστη σε άλλα υγροτοπικά περιβάλλοντα. Τα ‘’Bogs’’ και τα ‘’Fens’’ είναι δύο τύποι βουρκωδών τελμάτων (Μires). Τα Βουρκώδη Τέλματα διακρίνονται από ένα βάλτο –swamp, γιατί στερούνται δενδρώδους βλάστησης, αν και μερικά ‘’Bogs’’ έχουν περιορισμένα δένδρα ή θάμνους, ενώ κυριαρχούνται από αγρωστώδη και βρύα. Επίσης, διακρίνονται από ένα έλος –marsh, για τα θρεπτικά συστατικά του νερού και τη κατανομή τους (τα έλη χαρακτηρίζονται από στάσιμα ή αργά κινούμενα νερά με πλούσια θρεπτικά, ενώ τα νερά στα βουρκώδη τέλματα τοποθετούνται ως επί το πλείστον κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους), όπως και από τα φυτά τους (γενικά τα φυτά στα έλη είναι βυθιζόμενα υφυδατικά ή επιπλέοντα). (Ενδεικτικές Βιβλιογραφικές Πηγές και Αναφορές: -Γεράκης, Π.Α. και Ε.Θ. Κουτράκης (συντονιστές έκδοσης). 1996. Ελληνικοί υγρότοποι. Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) και Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Αθήνα. 382 σελ. -Καλαϊτζίδης Σ., 2007. Η Εξέλιξη της τυρφογένεσης στην Ελλάδα. Διδακτ., Διατρ., Πανεπιστήμιο Πατρών, 350σελ., + παραρτ., 184σελ. -Ζαλίδης, Γ.Χ., T.L. Crisman και Π.Α. Γεράκης (συντονιστές έκδοσης). 2002. Αποκατάσταση Μεσογειακών υγροτόπων. MedWet. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα, και Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), Θέρμη. 286 σελ. -Ζαλίδης, Γ.Χ. και Α. Μαντζαβέλας (συντονιστές έκδοσης). 1994. Απογραφή των ελληνικών υγροτόπων ως φυσικών πόρων (Πρώτη προσέγγιση). Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ). Θέρμη. 587 σελ. -Φυτώκα Ε., και Ν. Κόντος. 2002. Συγκέντρωση απογραφικών δεδομένων για επιλεγμένες υγροτοπικές περιοχές. Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων. Θέρμη. 40 σελ. + xi παραρτήματα. -Al-Khudhairy, D.H.A., C. Leemhuis, V. Hoffmann, R. Calaon, I.M. Shepherd, J.R. Thompson, H. Gavin, D. Gasca Tucker, H. Refstrup Sorenson, A. Refsgaard, G. Bilas, G. Zalidis, and D. Papadimos. 2000. Innovative technologies for scientific wetland management, conservation and restoration. International Association of Hydrological Sciences (IAHS). Publication Nο, 267. -Cowardin et al, 1979. Classification of wetlands and deepwater Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

450


habitats of the U.S, 131pp., US Department of Interior, Fish and Wildlife Service, Office of Biological Service, Washington, D.C., 20240). -Farinha, J.C., L. Costa, G.C. Zalidis, A. Mantzavelas, Eleni N. Fitoka, N. Heeker, and P. Tomas Vives. 1996. Mediterranean wetland inventory. Habitat description system. Instituto da Conservaçăo da Natureza (ICN), Greek Biotope/Wetland Centre (EKBY), and Wetlands International (WI). Medwet - Wetlands International Publication Volume III. Lisboa. 84 p. - Grillas, P., P. Gauthier, N. Yavercovski, C. Perennou, 2004. Mediterranean temporary pools. Issues relating to conservation, functioning and management. Vol. I, 128pp. -Hruby Th., Cesanek W. E. and Miller K. E., 1995. Estimating Relative Wetland values for Regional Planning, Wetlands, Vol. 15, No 2 June. -Hruby T., S. Stanley, T. Granger, T. Duebendorfer, R. Friesz, B. Lang, B. Leonard, K. Mrch, A. Wald, 2000. Methods for assessing wetland functions. Vol. II, Assessment methods. WA State Department of Ecology Publ., 00-06-47. -Kaldorn R N., 1975. Γιατί είναι αναγκαίες οι περιφερειακές πολιτικές, στο: Χατζημιχαλης Κ., (επιμ.), 1992. Περιφερειακή Ανάπτυξη και Πολιτική, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα. -Novitzki R.P., R.D. Smith, J.D. Fretwell, 2000. Restoration, creation and recovery οf wetlands. Wetland function, values and assessment. http:// www.ramsar.org. -Zalidis, G.C., A.L. Mantzavelas, and Eleni N. Fitoka. 1996b. Mediterranean wetland inventory. Photointerpretation and chartographic conventions. A MedWet publicaton. Greek Biotope/Wetland Centre, Instituto da Conservacao da Natureza, and Wetlands International. 36 p. -Zalidis, G.C, T.L.Crisman, and P.A. Gerakis (editors). 2002. Restoration of Mediterranean wetlands. A MedWet publication. Hellenic Ministry of the Environment, Physical Planning and Public Works, Athens, and Greek Biotope/Wetland Centre (EKBY), Thermi, Greece. 237 p. http://www.ramsar.org/activity/culture-and-wetlands, http://www.ramsar.org/cda/en/ , http://medwet.org/publications/, http://www.oikoskopio.gr/ygrotopio/general/article.php?id=10&lang=el_GR, http://www.geo.auth.gr/courses/gge/gge769e/f3.swf, http://medwet.org/ , http://www.medwetlands-obs.org/ , http://www.ramsar.org/cda/en/ramsar-jan14-home2index/main/ramsar/1%5E26406_4000_0__ home2index/main/ramsar/1%5E26406_4000_0_jan14, http://www.ekby.gr/ekby/el/EKBY_Greek_Wetlands_el.html www.ellet.gr/sites/default/files/2009_NGORamsarReport_GR.pdf)

__________

5.2. Ποιότητα–Εκτίμηση των Φυσικών Λιμνών (Οικολογική Αξιολόγηση και Δείκτες για τις Λίμνες ) Σταχυολόγηση από: ΕΕ, 2013 (Απόφαση 2013/480/ΕΕ, Τιμές ταξινόμηση στα συστήματα παρακολούθησης των κρατών μελών, βάσει των αποτελεσμάτων της διαβαθμονόμησης της οικολογικής εκτίμησης νερών), Χαλκιά, 2013 (Διδακτ., Διατρ., Πανεπ., Δυτικής Ελλάδας, 368σελ., Βιολογία και Οικολογία ζωοπλαγκτού λιμνών Αμβρακίας, Λυσιμαχείας, Οζερού), Παπιγγιώτη, 2013 (Μεταπτ., Διατρ., Πανεπ., Πατρών, 86σελ., Οικολογική κατάσταση λίμνης Παμβώτιδας), Ναυροζίδου, 2012 (Μεταπτ., Διατρ., ΑΠΘ, Οικολογική ποιότητα και συνθήκες τροφοδοσίας με νερό της λίμνης Βεγορίτιδας), Ντισλίδου, 2012 (Μεταπτ.,Διατρ., ΑΠΘ, Βενθικά ασπόνδυλα στις λίμνες Βόλβη, Καστοριάς, Μικρής Πρέσπας), Αυτζή, 2010 (Μεταπτ., Διατρ., ΑΠΘ, 97σελ., Μεθοδολογία CEN για την εκτίμηση της ιχθυοκοινότητας στη λίμνη Βόλβη), Εμφιετζής και συν., 2010 (Μεταπτ., εργ., ΑΠΘ, Οικολογική ποιότητα υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής λίμνης Βόλβης), Ζαμπούρ και συν., 2010 (Μεταπτ., εργ., ΑΠΘ, Οικολογική ποιότητα υδάτων σε επίπεδο λεκάνης απορροής , Υδρογεωλογικές συνθήκες λίμνης Βόλβης), Παπαδάκη, 2010 (Μεταπτ., Διατρ., ΕΜΠ, 117σελ., Εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης λιμνών της Ηπείρου, Παμβώτιδα και Δρακόλιμνες), Ντούλκα, 2010 (Διδακτ., Διατρ., Πανεπ., Ιωαννίνων, 308σελ., Ζωοπλαγκτικές κοινωνίες στη λίμνη Τριχωνίδα), Χαραλάμπους, 2010 (Μεταπτ., Διατρ., ΑΠΘ, 79σελ., Οικολογική ποιότητα λίμνης Βόλβης με βάση το φυτοπλαγκτόν), Kagalou, Leonardos, 2009 (Envir., Monit., Assessm., 150, 469-484, Typology, classification and management issues of Greek lakes), Μπόμπορη, Σαλβαρίνα, 2009 (Τεχν., Έκθεσ., ΑΠΘ, 53σελ., Βενθικά ασπόνδυλα λίμνης Δοϊράνης), Μουστάκα, Πολυκάρπου, 2006 (Μελέτη, ΑΠΘ, 128 σελ., Οικολογική κατάσταση λίμνης Δοϊράνης, στο: Χρυσοπολίτου, Τσιαούση, Σχεδιασμός προγραμμάτων εσωτερικών υδάτων, ΕΚΒΥ), Στεφανίδης., 2005 (Μεταπ., Διατρ., Πανεπιστ., Πατρών, 130σελ., Οικολογική ποιότητα υδάτων και υδρόβιας βλάστησης λίμνης Παμβώτιδας), *Moss et al., 2003 (ECOFRAME, Aquat., Conserv., Marine and Freshwater Ecosystems, 13, 507-550, Ecological quality in shallow lakes-a tested expert system)] (*49 ξένοι επιστήμονες από διεθνή ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια).

Είναι γνωστό, ότι κάθε υδατοσυλλογή και ειδικότερα κάθε λίμνη, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του υδρολογικού κύκλου. Είναι πηγή νερού, αλλά και άλλων αγαθών, με τα οποία οι λίμνες είναι οικοσυστήματα υψίστης σημασίας, συγκαταλέγονται στους παραγωγούς τροφής και τροφίμων, αλλά είναι και πεδίο φυσικών διεργασιών και ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Πρόσθετα, με την εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά 2000/60 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητείται από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης των εσωτερικών υδάτων σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης, ώστε να επιτευχθεί τουλάχιστον ‘’Καλή Οικολογικά Κατάσταση’’ μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η Οδηγία αυτή, καινοτομεί και καθιερώνει ως μοντέλο διαχείρισης των υδατικών πόρων την ολοκληρωμένη διαχείριση σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Προς τούτο, επειδή η οικολογική κατάσταση των υδατίνων σωμάτων (π.χ. λίμνες, ποτάμια, μεταβατικά ύδατα) εξαρτάται μεταξύ των άλλων από το κλίμα και τη γεωμορφολογία που με τη σειρά τους καθορίζουν τα μορφολογικά, φυσικοχημικά, βιολογικά και υδρολογικά χαρακτηριστικά των υδάτινων σωμάτων, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ υποχρεώνεται να ορίσει ‘’Τυπολογία’’ για όλα τα υδάτινα σώματα, αλλά και ‘’Τυπο-χαρακτηριστικές Συνθήκες Αναφοράς’’ για κάθε τύπο υδάτινου σώματος. Άλλωστε, εδώ και αρκετά χρόνια, η αναγνώριση της σπουδαιότητας της υδρολογικής λεκάνης και σε κάθε λίμνη, έχει οδηγήσει πλέον στην κοινά αποδεκτή αντίληψη της αντιμετώπισης, ερευνητικά και διαχειριστικά, του λιμναίου οικοσυστήματος ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λεκάνη απορροής. Έτσι, αυτό το σύστημα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

451


χέρσου-λίμνης, με τις βιοκοινωνίες που το συνθέτουν, τις δραστηριότητες που εξασκούνται και τους εκεί παράγοντες που το διέπουν (π.χ. κλιματικοί, υδρολογικοί, φυσικοχημικοί, γεωμορφολογικοί, τροφικοί), φαίνεται ότι τελικά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαθεσιμότητα οργανικού και ανόργανου υλικού και τις μεταβολικές διεργασίες, με αποτέλεσμα ένα πολύ μεγάλο μέρος της σύγχρονης λιμνολογίας να εστιάζεται στην κατανόηση των πολύπλοκων μηχανισμών και λειτουργιών που ρυθμίζουν αυτές τις σχέσεις. Κάθε όμως λίμνη, έχει τη δικιά της ‘’προσωπικότητα’’. Μπορεί μια τυπική λίμνη να διακρίνεται σε ζώνες, με την έννοια της φυσικής δομής της. Για παράδειγμα, διακρίνουμε την παρόχθια ζώνη στην οποία το φως του ήλιου φτάνει μέχρι και τον πυθμένα της. Τη λιμνητική ζώνη, που περιλαμβάνει μέχρι εκείνο το βάθος που η ένταση του φωτός αντιστοιχεί στο 1% της επιφανειακής ηλιακής ακτινοβολίας (βάθος αντιστάθμισης). Και τη βαθυλιμναία ή βενθική ζώνη που περιλαμβάνει ένα μέρος του πυθμένα και ένα μέρος των ανοιχτών υδάτων. Εξάλλου, η παρόχθια ζώνη με την εκεί βλάστησή της, μπορεί να συγκρατήσει τα φερτά υλικά που εισρέουν στη λίμνη από τα ανάντη, να ενισχύει τη διαύγεια του νερού, να λειτουργεί ως αποδέκτης αλλά και να απομονώνει, μέσω των μηχανισμών τυρφογένεσης, τα κύρια ιόντα που εισέρχονται από τη λεκάνη απορροής, να απομακρύνει τα νιτρικά θρεπτικά άλατα, μέσω της απονιτροποίησης, και να προσφέρει σε ζώα καταφύγιο, πεδίο αναπαραγωγής και τροφής. Δηλαδή σε κάθε λίμνη, οι παραπάνω λειτουργίες μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο ή να έχουν ελάχιστη επίδραση. Έτσι, σε μια μεγάλη και βαθιά λίμνη η παρόχθια ζώνη φαίνεται να μη διαδραματίζει τόσο σπουδαίο ρόλο. Σε αντίθεση με τις ρηχές λίμνες, όπου ο ρόλος και η επίδραση της παρόχθιας ζώνης είναι σημαντικότατος. Εξάλλου, η γεωμορφολογία μιας λίμνης (π.χ. σχήμα, μέγεθος, βάθος, βυθομετρία, μέσο βάθος, γεωγραφική τοποθέτηση, μέγιστο μήκος και πλάτος, επιφανειακή έκταση, όγκος, μέσο και σχετικό βάθος, μήκος φύση και ανάπτυξη ακτογραμμής), επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό φυσικοχημικούς και βιολογικούς μηχανισμούς. Και διαδραματίζει

κυρίαρχο ρόλο στον έλεγχο του μεταβολισμού της λίμνης. Ουσιαστικά, η γεωμορφολογία ελέγχει τη φύση των απορροών, την τροφοδοσία σε θρεπτικά συστατικά και τον όγκο των υδάτινων εισροών, ενώ το σχήμα μιας λίμνης επηρεάζει συχνά την παραγωγικότητά της. Εξάλλου, σε κάθε λίμνη η διαπερατότητα του ηλιακού φωτός είναι ένας καθοριστικός παράγοντας, και για την ποιότητα του νερού και για τις υπόλοιπες λειτουργίες του λιμναίου οικοσυστήματος. Για παράδειγμα, η διαφάνεια του νερού καθορίζει την ανάπτυξη μιας καλά δομημένης υδρόβιας βλάστησης, που με τη σειρά τους επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητα του οικοσυστήματος με το να παρέχει οργανικά κατάλοιπα στο νερό και στο ίζημα του πυθμένα μιας λίμνης. Άλλοι παράγοντες είναι το υδρολογικό ισοζύγιο, το κλίμα της ευρύτερης περιοχής, η διακύμανση της επιφάνειας, η δομή του ιζήματος και η περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένες ενώσεις και στοιχεία, μα και τα θρεπτικά φορτία και ο ρυθμός προσφοράς τους από τη λεκάνη απορροής. Συγχρόνως, ένα σύνολο βιοτικών παραγόντων διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στις λειτουργίες του λιμναίου οικοσυστήματος. Οι βιοκοινότητες των λιμναίων οργανισμών (π.χ. ορνιθοπανίδα, ψάρια, ζωοβένθος, ζωοπλαγκτόν, φυτοβένθος, φυτοπλαγκτόν, υδρόβια μακρόφυτα, μύκητες, βακτήρια, ιοί), δημιουργούς τις τροφικές αλυσίδες και τα τροφικά πλέγματα.. Κάθε βιοκοινωνία αποτελεί ένα κρίκο της τροφικής αλυσίδας και οποιαδήποτε διαταραχή μπορεί να οδηγήσει ένα οικοσύστημα, σε καταστροφικές και μη αναστρέψημες συνέπειες. Ωστόσο, η αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των λιμνών, βασίζεται σε υδρομορφολογικά (π.χ. διακύμανση βάθους, δομή και φύση υποστρώματος πυθμένα, δομή της όχθης, χρόνος ανανέωσης υδάτων, ποσότητα και δυναμική υδάτινων ροών, σύνδεση ή όχι με υπόγεια νερά), φυσικοχημικά (π.χ. διαφάνεια, θερμοκρασία, οξυγόνωση, αλατότητα, αλκαλικότητα, σκληρότητα, θρεπτικά συστατικά, συγκεκριμένοι ρυπαντές που ανήκουν σε ουσίες προτεραιότητας), και βιολογικά στοιχεία (π.χ. σύνθεση και αφθονία του φυτοπλαγκτού, ζωοπλαγκτού, υδρόβιας χλωρίδας, βενθικών ασπονδύλων και σύνθεση και κατανομή κατά ηλικίες της ιχθυοπανίδας).

Πρόσθετα, ένα πολύ μεγάλο μέρος των επιστημονικών εργασιών επικεντρώνεται τα τελευταία χρόνια στους λεγόμενους ‘’Οικολογικούς δείκτες’’, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, όπως είναι το φυτοπλαγκτόν, τα υδρόβια μακρόφυτα, το ζωοπλαγκτόν, τα βενθικά ασπόνδυλα, τα ψάρια, οι αλληλεπιδράσεις των βιοκοινωνιών, οι μορφομετρικοί, οι φυσικοχημικοί, οι τροφικοί και άλλοι παράγοντες και χαρακτηριστικά των λιμνών. Αλλά, και οι παράγοντες που επικρατούν στην υδρολογική τους λεκάνη, και οι κοινωνικοικονομικές συνθήκες της περιοχής, και οι κλιματικές διαφοροποιήσεις από εποχή σε εποχή και από χρόνο σε χρόνο, και οι σχέσεις των υδρόβιων οργανισμών σε κάθε λιμναίο οικοσύστημα που είναι πολυδιάστατες. Ενώ, η κατανόηση των επιμέρους μηχανισμών που διέπουν, σχέσεις, λειτουργίες και διεργασίες, είναι σημαντικές, ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών διαχείρισης και ανάκαμψης επιβαρυμένων οικοσυστημάτων, αλλά και να προληφθούν οι επιπτώσεις της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής. Για κάθε κατηγορία επιφανειακών υδάτων διακρίνεται η τυπολογία τους με το ‘’Σύστημα Α’’ (έχει ως βάση το υψόμετρο, το μέσο βάθος την επιφανειακή έκταση και τη γεωλογία της περιοχής), ή το ‘’Σύστημα Β΄’ (έχει ως βάση τους υποχρεωτικούς παράγοντες –υψόμετρο, γεωγραφικό μήκος και πλάτος, βάθος, γεωλογία και μέγεθος, αλλά και προαιρετικούς, όπως είναι το μέσο βάθος, το σχήμα, χρόνος παραμονής του νερού στην υδατοσυλλογή, διακύμανση και μέση ετήσια θερμοκρασία αέρα, μικτικά χαρακτηριστικά –μονομικτική, διμικτική, πολυμικτική, ικανότητα εξουδετέρωσης οξέων, αγωγιμότητα, βασική κατάσταση θρεπτικών αλάτων, μέση σύνθεση υποστρώματος, διακύμανση στάθμης νερού). Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

452


Οι παράγοντες αυτοί με το Α’ ή το Β’ Σύστημα, καθορίζουν τα χαρακτηριστικά μιας λίμνης και κατά συνέπεια τη δομή και τη σύνθεση των βιοκοινωνιών της. Σύμφωνα, με σχετικά πρόσφατη αξιολόγηση της τυπολογία 24 λιμνών της Ελλάδας, (Κagalou, Leonardos, 2009), υποστηρίχθηκε από τους ερευνητές ότι ανακύπτουν αρκετές διαφορές, ανάλογα με το σύστημα τυπολογίας που χρησιμοποιείται. Έτσι, με βάση το ‘’Σύστημα Α’’ η πλειονότητα των ελληνικών λιμνών χαρακτηρίζονται ως πεδινές, ρηχές, με μεγάλη επιφάνεια και γεωλογικά ασβεστολιθική σύσταση. Η τυπολογία με βάση το ‘’Σύστημα Β’’ κατατάσσει τις ελληνικές λίμνες σε δύο ομάδες. Λίμνες που διακρίνονται ως πολυμικτικές και μονομικτικές που παρουσιάζουν υψηλές τιμές pH και τιμές αγωγιμότητας που κυμαίνονται κυρίως από 200-600μS/cm. Επομένως, λόγω της ιδιαιτερότητας και της πολυπλοκότητας στην τυπολογία των ελληνικών λιμνών, ενδέχεται να απαιτούνται ολιστικές προσεγγίσεις, όπως είναι για παράδειγμα τυπολογία με βάση γεωμορφολογικά, γεωγραφικά ή και άλλα κριτήρια. Τυπολογία Επιφανειακών Υδάτων Σύστημα Α’

Σύστημα Β’

Τυπολογία με βάση το Υψόμετρου Υψηλός >800m

-Υψόμετρον

Μεσαίος >200-800m

Υποχρεωτικοί

Πεδινός <200m Τυπολογία με βάση το Μέσο Βάθος

-Γεωγραφικό πλάτος -Γεωγραφικό μήκος Βάθος

Παράγοντες

-Γεωλογία

<3m -Μέγεθος 3-15m <15m

Τυπολογία με βάση την έκταση της Επιφάνειας

-Μέσο βάθος νερού -Σχήμα λίμνης

0,5-1 km2 Προαιρετικοί 1-10 km2 10-100 km2 > 100 km2

Τυπολογία με βάση τη Γεωλογία Ασβεστολιθικός Πυριτικός Οργανικός

Θ. Σ., Κουσουρής

-Χρόνος παραμονής νερού στη

λίμνη

-Μέση ατμοσφαιρική θερμοκρασία Παράγοντες

-Φάσμα ατμοσφαιρικής θερμοκροκρασίας -Μικτικά χαρακτηριστικά (π.χ. μονομικτική, διμικτική, πολυμικτική) -Ικανότητα εξουδετέρωσης οξέων -Βασικά κατάσταση θρεπτικών ουσιών -Μέση σύνθεση υποστρώματος -Διακύμανση στάθμης του νερού

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

453


Τύποι Μεσογειακών Λιμνών (MedGIG, άσκηση διαβαθμονόμησης)

Τύπος Λίμνης

L-M5/7

Περιγραφή

Λίμνες, Μεγάλου βάθους και Επιφάνειας, σε Πυριτικό υπόστρωμα και σε Ξηρή περιοχή.

Υψόμετρο (m)

Μέση Ετήσια Βροχόπτωση (mm) και Θερμοκρασία (oC) <800,

Μέσο Βάθος (m)

Γεωλογία Αλκαλικότητα (meq.l)

0-800

και

>15

Πυριτικό

>15

Πυριτικό

>15

L-M5/7

Λίμνες, Μεγάλου βάθους και Επιφάνειας, σε Πυριτικό υπόστρωμα και σε Υγρή περιοχή.

L-M8

Λίμνες, Μεγάλου βάθους και Επιφάνειας, σε Ασβεστολιθικό υπόστρωμα.

>800, 0-800

ή <15

>1meq/l 0-800

-

>15

-Ασβεστολιθικό -Υψηλή αλκαλικότητα

Γενικές Παραδοχές και Διαπιστώσεις. Η ποιότητα του νερού των λιμνών καθορίζεται από πλήθος βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων, σπουδαιότεροι εκ των οποίων είναι η θερμοκρασία, η πρωτογενής παραγωγικότητα, η συγκέντρωση του διαλυμένου οξυγόνου και των θρεπτικών στοιχείων. Επιπλέον, παράμετροι όπως η αλατότητα, το pH, η συγκέντρωση ανόργανων και οργανικών ουσιών, η παρουσία βαρέων μετάλλων, τοξικών ουσιών ή άλλων ρύπων κ.α. διαμορφώνουν τη συνολική ποιοτική κατάσταση μιας λίμνης. Η καλή ποιοτική κατάσταση του νερού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για ένα υγιές λιμναίο οικοσύστημα. Συνήθως όμως αυτό δεν αποτελεί τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των λιμνών τις καθιστούν ευάλωτες στη ρύπανση και την υποβάθμισή τους, με αποτέλεσμα πολλές λίμνες παγκοσμίως να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ποιότητας, κυρίως εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ένας συνηθισμένος δείκτης της ποιοτικής κατάστασης των λιμνών είναι η τροφική τους κατάσταση ή αλλιώς ο βαθμός ευτροφισμού τους. Ως ευτροφισμός ορίζεται η διαδικασία εμπλουτισμού της μάζας του νερού των λιμνών με θρεπτικά στοιχεία με αποτέλεσμα την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγικότητάς τους. Ως πρωτογενής παραγωγικότητα αναφέρεται ο ρυθμός παραγωγής υδρόβιας φυτομάζας (π.χ. φυτοπλαγκτόν, μακρόφυτα) με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Ο ευτροφισμός είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο της ωρίμανσης μιας λίμνης, που συμβαίνει σταδιακά σε χρονικό διάστημα αιώνων, καθώς θρεπτικά υλικά από τη λεκάνη απορροής εισέρχονται συνεχώς στη λίμνη και ρυθμίζεται από πολλούς παράγοντες που μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: 1) κλιματικές συνθήκες (ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, υδρολογία), 2) μορφολογικές συνθήκες (βάθος, επιφάνεια, όγκος λίμνης, μέγεθος λεκάνης απορροής), 3) ρυθμός εισροής θρεπτικών (γεωλογία, εδαφικές συνθήκες, υδρολογικές συνθήκες και βλάστηση λεκάνης απορροής, ανθρώπινες χρήσεις και διαχείριση ). Η ανθρωπογενής επιτάχυνση της διαδικασίας του ευτροφισμού καλείται ‘’Επιταχυνόμενος’’ ή ‘’Ανθρωπογενής Ευτροφισμός’’ (cultural eutrophication) και προκαλείται από τον υπέρμετρο εμπλουτισμό με θρεπτικά στοιχεία των λιμνών εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και επεμβάσεων στη λεκάνη απορροής τους. Ο εμπλουτισμός με θρεπτικά, σημαντικότερα εκ των οποίων είναι ο φώσφορος και το άζωτο, οφείλεται κυρίως στα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα και την εντατική χρήση λιπασμάτων στις αγροτικές δραστηριότητες. Συνήθως πλέον, όταν χρησιμοποιείται ο όρος ευτροφισμός εννοείται ο επιταχυνόμενος ευτροφισμός. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

454


Οι λίμνες ανάλογα με το βαθμό ευτροφισμού τους διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: ολιγότροφες, μεσότροφες και εύτροφες. Οι ολιγότροφες λίμνες έχουν μικρή παραγωγικότητα και βιολογική δραστηριότητα, χαμηλή συγκέντρωση θρεπτικών στοιχείων και χαρακτηρίζονται από καθαρά και διαυγή νερά. Οι μεσότροφες λίμνες έχουν μέση παραγωγικότητα και αποτελούν ένα ισορροπημένο σύστημα με καλή ποιότητα νερού. Οι εύτροφες λίμνες παρουσιάζουν μεγάλη παραγωγικότητα και έντονη βιολογική δραστηριότητα, μεγάλη συγκέντρωση θρεπτικών, χαμηλή διαφάνεια, ενώ το νερό τους είναι ποιοτικά υποβαθμισμένο. Επιπλέον στις εύτροφες λίμνες παρατηρείται μικρότερη ποικιλία φυτοπλαγκτονικών ειδών, μεγάλο ποσοστό των οποίων ανήκουν στην ομάδα των κυανοφυκών. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και οι όροι υπερολιγότροφες για πολύ φτωχές σε θρεπτικά λίμνες και υπερεύτροφες για εξαιρετικά παραγωγικές λίμνες. Ο ευτροφισμός αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα ρύπανσης των υδάτων παγκοσμίως. Οι συνέπειές του είναι ποικίλες και εξαρτώνται και από τη χρήση του νερού. Η έντονη ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού σε εύτροφες λίμνες έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλων ποσοτήτων νεκρής οργανικής ύλης, για την αποσύνθεση των οποίων απαιτούνται σημαντικές ποσότητες οξυγόνου. Συχνά είναι τα φαινόμενα ανοξίας στο υπολίμνιο ή και στο μεταλίμνιο εύτροφων λιμνών, την ίδια στιγμή που μπορεί να παρατηρείται υπερκορεσμός οξυγόνου στο επιλίμνιό τους λόγω της έντονης φωτοσυνθετικής δραστηριότητας. Η έλλειψη οξυγόνου οδηγεί σε αναερόβιες συνθήκες κατά τις οποίες παράγονται αέρια όπως μεθάνιο, αμμωνία και υδρόθειο. Αυτά τα αέρια εκτός του ότι αλλοιώνουν τη γεύση του νερού και παράγουν άσχημες οσμές είναι τοξικά (ειδικά το υδρόθειο) για τους οργανισμούς της λίμνης, κυρίως για τα ψάρια. Οι ανοξικές συνθήκες ευνοούν επιπλέον και την απελευθέρωση φωσφορικών και αμμωνιακών ιόντων από τα ιζήματα του πυθμένα, με αποτέλεσμα τον επιπρόσθετο εμπλουτισμό του νερού με θρεπτικά στοιχεία. Σε συνθήκες ευτροφισμού ευνοείται η ανάπτυξη φυτοπλαγκτονικών ειδών της ομάδας των κυανοφυκών, μερικά εκ των οποίων παρουσιάζουν έντονη τοξικότητα. Ο προσδιορισμός της τροφικής κατάστασης των λιμνών δεν μπορεί να γίνει με μια μοναδική και ξεκάθαρη μέθοδο. Για το σκοπό αυτό έχουν καθιερωθεί διάφορα κριτήρια που μετρούν τα συμπτώματα (π.χ. πρωτογενής παραγωγικότητα, βάθος δίσκου Secchi), τις αιτίες (π.χ. συγκέντρωση φωσφόρου, φορτίο φωσφόρου) ή τις συνέπειες (π.χ. υπολιμνητική συγκέντρωση οξυγόνου) του ευτροφισμού. Η τροφική κατάσταση συνήθως προσδιορίζεται με ένα συνδυασμό κριτηρίων τα οποία παρουσιάζονται σε μορφή πινάκων ή διαγραμμάτων. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα είναι η συγκέντρωση του ολικού φωσφόρου στη λίμνη, η συγκέντρωση της χλωροφύλλης-α και το βάθος της διαφάνειας του δίσκου Secchi. Επιπλέον, έχουν προταθεί διάφοροι ‘’Τροφικοί Δείκτες’’ (Trophic State Indices) οι οποίοι ουσιαστικά είναι εξισώσεις που συσχετίζουν μεταξύ τους τα διάφορα κριτήρια και έτσι, ανάλογα με την τιμή του δείκτη η λίμνη κατατάσσεται στην αντίστοιχη τροφική κατηγορία. Η τροφική κατάσταση είναι ουσιαστικά δείκτης της πρωτογενούς παραγωγικότητας των λιμνών, δηλαδή του ρυθμού παραγωγής βιομάζας από τους φυτικούς (αυτότροφους-πρωτογενείς παραγωγούς) οργανισμούς τους. Οι κυριότεροι φυτικοί οργανισμοί που συναντώνται σε λίμνες είναι τα φύκη και τα μακρόφυτα. Τα φύκη διαιρούνται στο α) φυτοπλαγκτόν που αποτελείται από διάφορα είδη μικροσκοπικών φυτών τα οποία ζουν εν αιωρήσει στη μάζα του νερού και στο β) περίφυτον, φυτά που ζουν προσκολλημένα στον πυθμένα και τα τοιχώματα των λιμνών. Το φυτοπλαγκτόν παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη διαχείριση των λιμνών των εύκρατων περιοχών και στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί το κυρίαρχο ποσοστό της φυτομάζας τους, ειδικά σε βαθιές λίμνες όπου τα μακρόφυτα περιορίζονται στην παραλιακή ζώνη. Τα μακρόφυτα, είναι επιπλέοντα ή ριζωμένα αγγειόσπερμα φυτά, μεγαλύτερα από τα φύκη που αναπτύσσονται στην παρόχθια ζώνη των λιμνών. Τα μακρόφυτα διαιρούνται σε τέσσερις κατηγορίες: α) τα υπερυδατικά μακρόφυτα που είναι ριζωμένα στον πυθμένα και προεξέχουν της επιφάνειας του νερού, β) τα εφυδατικά που αποτελούνται από είδη ριζωμένα στον πυθμένα των οποίων τα φύλλα και τα άνθη επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού, γ) τα υφυδατικά, είδη που είναι ριζωμένα στον πυθμένα και ζουν βυθισμένα εξολοκλήρου μέσα στο νερό και δ) τα ελεύθερα πλέοντα μακρόφυτα που δεν είναι ριζωμένα ή προσκολλημένα στον πυθμένα, αλλά οι έρπουσες ρίζες τους επιτρέπουν να πλέουν ελεύθερα μέσα ή στην επιφάνεια του νερού. Ο καθορισμός της τυπολογίας των υδάτινων σωμάτων είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την εφαρμογή των βιοτικών δεικτών και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των διαφορετικών δεικτών. Συνήθως, για διαφορετικούς τύπους υδάτινων σωμάτων αναπτύσσονται και διαφορετικοί δείκτες, προσαρμοσμένοι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τύπου. Επειδή, οι περισσότεροι δείκτες υπολογίζονται, σύμφωνα με την παρουσία ή απουσία κάποιων ταξινομικών ομάδων, είναι απόλυτα λογικό το γεγονός ότι διαφορετικές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

455


ταξινομικές ομάδες συναντώνται σε διαφορετικούς τύπους υδάτινων σωμάτων. Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει σωστά η κατάταξη του υδάτινου σώματος στο σωστό τύπο, διότι διαφορετικά τα αποτελέσματα των δεικτών δεν θα είναι έγκυρα. Εκτός όμως από την αναγνώριση του σωστού τύπου θα πρέπει να διευκρινιστεί το κατά πόσο η τυπολογία που εμφανίζει μία περιοχή προέρχεται από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ή από εγγενείς διαδικασίες. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι πάντα εύκολος και ξεκάθαρος, και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαν να συμβάλλουν τα ιστορικά δεδομένα για τη συγκεκριμένη περιοχή, εφόσον υπάρχουν. Βιολογικοί Δείκτες. Η έννοια του βιολογικού δείκτη ως μέσο αξιολόγησης της ποιότητας των υδάτων προέκυψε μέσα από την παρατήρηση της εξέλιξης των οικοσυστημάτων. Όταν σε ένα υδατικό οικοσύστημα μεταβάλλονται οι ισορροπίες, οι οργανισμοί που ζουν σε αυτό τείνουν να διαταραχτούν σε περίπτωση που δεν μπορέσουν να ανακάμψουν από τη διαταραχή με τα όρια προσαρμοστικότητας που ενδεχομένως έχουν. Συνήθως η διαταραχή αυτή γίνεται εμφανής με αλλαγή στη σχετική αφθονία και την ποικιλία των ειδών που διαβιούν σε ένα υδρόβιο οικοσύστημα. Ως βιολογικοί δείκτες στα υδατικά περιβάλλοντα χρησιμοποιούνται το φυτοπλαγκτόν, τα μακρόφυτα, το φυτοβένθος, τα ψάρια και τα βενθικά μακροασπόνδυλα. Η παρουσία τους ή η απουσία τους είναι ενδεικτική της ποιοτικής κατάστασης ενός οικοσυστήματος. Έχει αποδειχθεί ότι σε προγράμματα βιο-ελέγχου οικοσυστημάτων, η σχετική αφθονία και η ποικιλία των ειδών αντανακλούν τον βαθμό ρύπανσης ενός υδρόβιου συστήματος. Ο προσδιορισμός της σύνθεσης, της αφθονίας και της βιομάζας του φυτοπλαγκτού, είναι μεγάλης σημασίας για την αξιολόγηση της κατάστασης των λιμνών. Η αύξηση και κατανομή του φυτοπλαγκτού επηρεάζεται ταχύτατα από μεταβολές των φυσικοχημικών παραμέτρων και οι υπερβολικές χρονικά ‘’ανθήσεις’’ φυτοπλαγκτού, θεωρούνται ένδειξη φαινομένων ευτροφισμού. Οι συγκεντρώσεις χλωροφύλλης αποτελούν ‘’ενδείκτη’’ της βιομάζας του φυτοπλαγκτού, καθώς και της τροφικής κατάστασης των λιμνών. Επιπρόσθετα, οι συνευρέσεις των ειδών φυτοπλαγκτού (κοινότητες) μπορεί να αποτελούν κατάλληλο ενδείκτη για την παρακολούθηση της οικολογικής κατάστασης των λιμνών. Αυτό συμβαίνει διότι η μορφολογία των λιμνών, σε συνδυασμό με τους περιοδικούς εποχικούς κύκλους των κύριων περιβαλλοντικών μεταβλητών, διαμορφώνουν το πεδίο στο οποίο τα βέλτιστα προσαρμοσμένα είδη μπορούν να κυριαρχήσουν σε λειτουργικές ομάδες, σε συγκεκριμένες περιόδους της εποχικής διαδοχής τους. Τα μακρόφυτα και το φυτοβένθος παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη ρύθμιση των διεργασιών των λιμνών. Ο προσδιορισμός της σύνθεσης και της αφθονίας τους σχετίζεται με τη διαδοχή και τη δομή των ενδιαιτημάτων άλλων οργανισμών, όπως είναι τα ψάρια και τα βενθικά μακροασπόνδυλα. Παράλληλα, όσον αφορά τα μακρόφυτα και την υδρόβια χλωρίδα γενικότερα, γίνονται προσπάθειες εξακρίβωσης της αλληλεπίδρασης που έχουν με τα θρεπτικά συστατικά που υπάρχουν σε μία λίμνη. Από την άποψη της ανάλυσης των βιοτικών δεικτών και των μεθόδων εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των υδάτινων σωμάτων προκύπτουν, κάποια σημαντικά σημεία καθώς και ορισμένα στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, τα οποία συνοψίζονται στη συνέχεια: α) Η εκτίμηση της ποιότητας των υδάτινων σωμάτων με τη χρήση βιοτικών δεικτών βασίζεται σε μία γενικότερη αρχή σύμφωνα με την οποία τα πιο ευαίσθητα στη ρύπανση είδη εξαφανίζονται στα αρχικά στάδια της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και τα πιο ανθεκτικά είδη επιβιώνουν. Αυτή η διαδικασία οδηγεί στη μείωση της βιοποικιλότητας καθώς η ρύπανση αυξάνει. Η ανάπτυξη των περισσοτέρων βιοτικών δεικτών στηρίζεται σε αυτή τη διαδικασία. β) Το επίπεδο ταξινόμησης που απαιτείται από τους διάφορους δείκτες είναι ένας επιπλέον σημαντικός παράγοντας. Συγκεκριμένα, η χρησιμοποίηση των υψηλότερων ταξινομικών επιπέδων συνεπάγεται και μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις πληροφορίες που συλλέγονται. Ειδικότερα, η κατάταξη των οργανισμών στο υψηλότερο ταξινομικό επίπεδο, που είναι το επίπεδο του είδους, βασίζεται κυρίως σε μορφολογικά χαρακτηριστικά και λιγότερο σε λειτουργικά. Συνεπώς, τα είδη που εντάσσονται σε ένα γένος ή μία οικογένεια (χαμηλό ταξινομικό επίπεδο) μπορεί να έχουν διαφορετικές οικολογικές απαιτήσεις και διαφορετικές αποκρίσεις σε αλλαγές των περιβαλλοντικών παραγόντων. Παρόλα αυτά, η ταυτοποίηση σε υψηλό ταξινομικό επίπεδο (είδος) είναι χρονοβόρα διαδικασία και απαιτούνται αρκετές γνώσεις της αυτο-οικολογίας (οι οποίες δεν υπάρχουν πάντα) και ύπαρξη κατάλληλων μέσων (π.χ. βιβλίακλειδιά) για την ταυτοποίηση. Επιπλέον, η αναγνώριση σε υψηλότερο ταξινομικό επίπεδο συνεπάγεται Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

456


υψηλότερο κόστος. Έτσι, με τη χρήση των χαμηλότερων ταξινομικών επιπέδων χάνεται μεν μέρος της πληροφορίας αλλά η χρήση τους, αν συνοδεύεται από προσεκτική ερμηνεία των αποτελεσμάτων, μπορεί να συμβάλλει σε σωστή εκτίμηση. Γενικά, το κατάλληλο κάθε φορά επίπεδο ταξινόμησης μπορεί να είναι διαφορετικό. Για παράδειγμα, εάν ο στόχος της έρευνας είναι η εκτίμηση της κατάστασης μίας αρκετά μεγάλης έκτασης ενός υδάτινου σώματος και δεν υπάρχουν αρκετές γνώσεις για τα είδη που είναι πιθανό να ενδιαιτούν σε εκείνη την περιοχή, ούτε είναι διαθέσιμοι αρκετοί χρηματικοί πόροι, τότε πρέπει να προτιμηθεί η αναγνώριση σε χαμηλότερο ταξινομικό επίπεδο για την επίτευξη των στόχων της δεδομένης έρευνας. γ) Βασικές παράμετροι για την εφαρμογή ενός βιοτικού δείκτη, είναι η μέθοδος δειγματοληψίας και η ποικιλομορφία του ενδιαιτήματος. Η ποικιλομορφία που εμφανίζεται εντός των διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων είναι ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης των βιοκοινοτήτων που υπάρχουν σε μία περιοχή, διότι διαφορετικοί οργανισμοί προτιμούν να καταλαμβάνουν διαφορετικά ενδιαιτήματα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επιπλέον, στα διαφορετικά στάδια ζωής τους οι οργανισμοί μπορεί να προτιμούν και διαφορετικούς τύπους ενδιαιτημάτων. Έτσι, εάν η δειγματοληψία πραγματοποιηθεί μόνο σε έναν τύπο ενδιαιτήματος μίας ευρύτερης περιοχής τότε τα αποτελέσματα δε θα είναι αντιπροσωπευτικά για ολόκληρη την περιοχή. Με τη μέθοδο δειγματοληψίας ‘’multi-habitat’’, που εφαρμόζεται στο σύστημα εκτίμησης ‘’AQEM’’, λαμβάνεται υπόψη αυτή η ποικιλότητα των επιμέρους ενδιαιτημάτων μίας περιοχής. Επιπλέον, η μέθοδος δειγματοληψίας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι οργανισμοί θα συλλεχθούν. Υπάρχουν μέθοδοι δειγματοληψίας που εφαρμόζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα αλλά υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να μη συλλεχθούν όλοι οι οργανισμοί και άλλες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη λεπτομέρεια αλλά είναι χρονοβόρες και απαιτούν υψηλά χρηματικά ποσά. Επιπροσθέτως, υπάρχουν μέθοδοι που βασίζονται σε σταθμούς δειγματοληψίας που βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία της ευρύτερης υπό εκτίμηση περιοχής και άλλες που εκτιμούν τη συνολική έκταση της περιοχής αλλά στερούνται λεπτομέρειας. Η επιλογή κάθε φορά της μεθόδου δειγματοληψίας εξαρτάται τόσο από τους σκοπούς της έρευνας και τους διαθέσιμους πόρους όσο και από το μέγεθος της υπό μελέτη περιοχής και τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις για τα είδη που ενδιαιτούν σε αυτή. δ) Η διαδικασία διαβαθμονόμησης των δεικτών είναι πολύ σημαντική, διότι με αυτήν εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων των δεικτών. Ένα από τα βήματα που πρέπει να ολοκληρωθούν στο άμεσο μέλλον είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας διαβαθμονόμησης (και η επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων της), τόσο μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στις ‘’Γεωγραφικές Ομάδες Διαβαθμονόμησης’’, τόσο και μεταξύ των ομάδων αυτών. Βέβαια, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διαβαθμονόμηση θα πρέπει οι ‘’Εθνικές μέθοδοι εκτίμησης των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων’’ να είναι ολοκληρωμένες και καλά καθορισμένες, γεγονός που δε συμβαίνει σε όλες τις χώρες, τη δεδομένη χρονική περίοδο. Τέλος, από όσες εργασίες έχουν δημοσιευτεί, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη των βιοτικών δεικτών εκτίμησης της οικολογικής ποιότητας των παράκτιων και μεταβατικών υδάτων στην Ελλάδα είναι σε πολύ καλό στάδιο, εφόσον έχουν ήδη ολοκληρωθεί ο δείκτης ‘’BENTIX’’ (για τα βενθικά μακροασπόνδυλα των παράκτιων υδάτων), ο δείκτης ‘’ΕΕΙ’’ (για τα μακρόφυτα των μεταβατικών και παράκτιων υδάτων) και ο δείκτης ‘’ISD’’ (για τα βενθικά μακροασπόνδυλα των μεταβατικών υδάτων), ενώ υπό μελέτη βρίσκεται οι δείκτες για την εκτίμηση του φυτοπλαγκτού και των αγγειοσπέρμων. Το ίδιο δεν ισχύει για τις λίμνες, για τις οποίες υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις χωρο-χρονικών δεδομένων (γενικά στις Μεσογειακές χώρες, καθώς και στην Ελλάδα), οι οποίες δυσχεραίνουν τη διαδικασία εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης. Πρόσθετα, για την εκτίμηση της κατάστασης των ποταμών στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί δύο δείκτες (HES και STAR_ICM), για τα βενθικά μακροασπόνδυλα, όμως κανένας από τους δύο δεν έχει ορισθεί ως Εθνικός Δείκτης Εκτίμησης της Οικολογικής Κατάστασης. Για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των λιμνών θα πρέπει να συλλεχθούν περισσότερα χωροχρονικά δεδομένα με σκοπό την επαλήθευση των προκαταρκτικών τιμών των παραμέτρων που μετρώνται. Γενικά, υπάρχει σημαντική έλλειψη δεδομένων που σχετίζονται με τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να συλλεχθούν και να επεξεργασθούν προκειμένου να εκτιμηθεί με συνέπεια η οικολογική κατάσταση των λιμνών. __________

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

457


5.3.

Οικολογικά

Χαρακτηριστικά,

Ιδιαιτερότητες,

Διαβάθμιση

και

άλλα

σημαντικά. Η Διαβαθμονόμηση. Για την καλύτερη εφαρμογή της Οδηγίας υλοποιούνται, μεταξύ των διαφόρων κρατών της ΕΕ, ασκήσεις διαβαθμονόμησης. Τα κράτη-μέλη διαχωρίζονται σε γεωγραφικές ομάδες διαβαθμονόμησης (GIG: Geographical Intercalibration Groups) πραγματοποιώντας κάποιες ‘’δοκιμές-ασκήσεις’΄’. Η διαβαθμονόμηση πραγματοποιήθηκε σε όλη την Ευρώπη την περίοδο 2003-2007 με τη συμμετοχή εκατοντάδων εμπειρογνωμόνων. Το τεχνικό αυτό έργο συντόνισε το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που λειτουργεί στην Ispra της Ιταλίας. Λόγω της τεράστιας ποικιλίας των υδάτινων συστημάτων της Ευρώπης, οι εμπειρογνώμονες συγκρότησαν διαφορετικές γεωγραφικές ομάδες διαβαθμονόμησης (GIG, από τα αρχικά των λέξεων Geographical Intercalibration Groups). Σκοπός μιας άσκησης διαβαθμονόμησης είναι να διασφαλιστεί η συμβατότητα με τους κανονιστικούς ορισμούς της Οδηγίας Πλαίσιο για τα νερά, μέσω της συγκρισιμότητας των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τα συστήματα παρακολούθησης ποιοτικών βιολογικών στοιχείων, μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Η διαβαθμονόμηση εξασφαλίζει την παροχή συγκρίσιμων αποτελεσμάτων από διαφορετικά εθνικά συστήματα. Στο πλαίσιο της διαβαθμονόμησης, καθορίζονται οι τιμές του ορίου μεταξύ των κλάσεων της υψηλής και της καλής κατάστασης ενός υδατικού οικοσυστήματος, καθώς και των αμέσως επόμενων κλάσεων, καλής, μέτριας, φτωχής και κακής κατάστασης. Οι παραπάνω τιμές εκφράζονται ως ‘’Λόγοι Οικολογικής Ποιότητας’’ (EQR ratios). Αυτοί οι λόγοι οικολογικής ποιότητας, αντιπροσωπεύουν τη σχέση μεταξύ των τιμών των βιολογικών παραμέτρων που έχουν παρατηρηθεί σε ένα σύστημα και των τιμών των παραμέτρων αυτών στις συνθήκες αναφοράς στο ίδιο σύστημα (ή στον ίδιο τύπο συστήματος) εκφραζόμενοι ως αριθμητική τιμή μεταξύ του μηδέν και του ένα. Η υψηλή οικολογική κατάσταση, δηλώνεται με τιμές γύρω στο ένα, ενώ η κακή οικολογική κατάσταση με τιμές γύρω στο μηδέν. Σε επίπεδο Ελλάδας διαπιστώνεται έλλειμμα συγκεντρωτικών δεδομένων (χρονοσειρών, data bases) και μάλιστα ιδιαίτερα βιολογικών-οικολογικών και επομένως η ένταξη της χώρας μας σε μία άσκηση διαβαθμονόμησης δεν είναι ακόμα απόλυτα εφικτή. Για την ορθότερη εφαρμογή των μεθόδων οι λίμνες, έχουν διαχωριστεί σε τρεις βασικούς τύπους (LCB1, LCB2 και LCB3), και ανάλογα με τις τιμές των συγκεντρώσεων της χλωροφύλλης-α, το βάθος των λιμνών και την αλκαλικότητα των νερών τους. Αυτή η διαδικασία έχει συμφωνηθεί από όλες τις χώρες που πραγματοποιούν γεωγραφικές ασκήσεις διαβαθμονόμησης. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα, όπως αυτά έχουν προκύψει από προηγούμενες εργασίες, αναμένεται οι λίμνες που έχουν χαμηλή συγκέντρωση χλωροφύλλης-α, να έχουν υψηλά ποσοστά μακροφυτικής βλάστησης, ενώ λίμνες που έχουν υποστεί φαινόμενα ευτροφισμού και έχουν υψηλές τιμές χλωροφύλλης-α, να έχουν χαμηλά ποσοστά μακροφυτικής βλάστησης. Επιπλέον, στις λίμνες εκείνες που κάνει αισθητή την παρουσία της ″χαμηλής″ ποιότητας μακροφυτικής βλάστησης, είναι δυνατόν να σχετίζονται και με χαμηλές τιμές σε χλωροφύλλη-α. Κάτι που πρέπει ακόμα να σημειωθεί και που τυγχάνει άξιο διερεύνησης λόγω έλλειψης δεδομένων, είναι ότι σε λίμνες οι οποίες δεν έχουν υψηλά επίπεδα ευτροφισμού, η μακροφυτική βλάστηση μπορεί να είναι ελλιπής ή και να απουσιάζει εντελώς εξαιτίας ευαισθησίας της σε άλλες παραμέτρους όπως η όξινη βροχή κ.ά. Τύπος Λίμνης και Όρια Τιμών (ως προς τις συγκεντρώσεις της χλωροφύλλης -α, του βάθους και της αλκαλικότητας, και όπως έχουν συμφωνηθεί από τη Γεωγραφική Ομάδα διαβαθμονόμησης, Lakes- Central GIG, 21.9.2005)

Υψηλή- Καλή

Καλή- Μέτρια

Τύπος λίµνης

chla (mg chl- a/l)

chla (mg chl- a/l)

GIG LCB1

9.9- 11.7

21.0- 25.0

3- 15

>1

LCB2

4.6- 7.0

8.0- 12.0

<3

>1

8.0- 12.0

χωρίς όρια

>1

LCB3 Θ. Σ., Κουσουρής

4.3- 6.5

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

Βάθος

Αλκαλικότητα

(m)

meq/l

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

458


Τελικά, τόσο η δημιουργία, όσο και η εφαρμογή των βιοτικών δεικτών στην εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτινων σωμάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι τα οικοσυστήματα, και κατά συνέπεια οι οργανισμοί που ενδιαιτούν σε αυτά, έχουν ιδιαίτερα εγγενή χαρακτηριστικά και δέχονται ανθρωπογενείς επιδράσεις, ο διαχωρισμός των οποίων δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτος. Για την ανάπτυξη ενός βιοτικού δείκτη απαιτούνται πολύ καλές γνώσεις της ταξινομικής και αυτο-οικολογίας των οργανισμών, του τύπου ενδιαιτήματος στην εκτίμηση του οποίου στοχεύει ο δείκτης καθώς και των ιστορικών δεδομένων (η επεξεργασία των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντική) για αυτό τον τύπο. Επιπλέον, απαιτείται ενδελεχής μελέτη του τρόπου δημιουργίας και λειτουργίας άλλων παρόμοιων δεικτών που πιθανώς υπάρχουν. Η εφαρμογή των βιοτικών δεικτών εξελίσσεται ραγδαία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, με έναυσμα τις απαιτήσεις της Οδηγίας – Πλαίσιο. Όμως, ο τρόπος εφαρμογής των δεικτών και των μεθόδων εκτίμησης και κυρίως η ερμηνεία των αποτελεσμάτων απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να παρέχονται έγκυρα αποτελέσματα. Ωστόσο, σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση παίζουν, επίσης, και τα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά στοιχεία. Η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα των οικοσυστημάτων, καθώς η σχεδίαση ή μη των κατάλληλων δράσεων αποκατάστασης εξαρτάται άμεσα από την οικολογική εκτίμηση. Επιπλέον, η λήψη μέτρων αποκατάστασης σε περιοχές όπου δεν είναι στην πραγματικότητα απαραίτητο (εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης) έχει άμεσο αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο. Διαβαθμονόμηση στην Ελλάδα. [σταχυολογημένα κείμενα από: Ιωαννίδου, 2009 ( Μεταπτ., Διατρ., ΕΜΠ, 186σελ., Η χρήση βιοτικών δεικτών στα πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας για τα νερά στην Ελλάδα), Solimini, Cardoso, Heiskanen, 2006 (Techn., report, European Commission, Joint Research Center, Indicators and Methods for the ecological status assessment under the Water Framework Directive. Linkages between chemical and biological quality of surface water), Solimini, Free, Donohue, Irvine, Pusch, Rossaro, Leonard Sandin , Cardoso, 2006 (Techn., report, European Commission. Joint Research Center, Using Benthic Macroinvertebrates to Assess Ecological Status of lakes. Current Knowledge and Way Forward to Support WFD implementation’’. Institute for Environment and Sustainability)].

Πριν από την Οδηγία – Πλαίσιο 2000/60ΕΕ για τα νερά, όλες οι χώρες συνέλλεγαν δεδομένα φυτοπλαγκτού με σκοπό την εκτίμηση της συγκέντρωσης της χλωροφύλλης – α και σε ορισμένες περιπτώσεις της βιομάζας του φυτοπλαγκτού. Οι στρατηγικές όμως δειγματοληψίας ήταν ποικίλες και μη επαρκείς για τους σκοπούς της διαδικασίας διαβαθμονόμησης, δεδομένα που αφορούσαν κυρίως τη συχνότητα και τα στρώματα των υδάτων της δειγματοληψίας. Η έλλειψη έγκυρων δεδομένων σε συνδυασμό με τη συνολική θέληση των κρατών μελών της Γεωγραφικής Ομάδας Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου (Med GIG) να συγκλίνουν σε κοινές στρατηγικές, οδήγησε στην κοινή επιλογή των βιολογικών παραμέτρων, των στρατηγικών δειγματοληψίας και των εργαστηριακών μεθοδολογιών. Η Ελλάδα ανήκει στην Γεωγραφική Ομάδα Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου (Med GIG), από την οποία αποφασίστηκε η χρήση της ‘’ Επιλογής 1’’ για τη διαδικασία της διαβαθμονόμησης (MedGIG Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 2 Chlorophyll – a concentration, 2007). Σύμφωνα με την ‘’Επιλογή 1’’, όλα τα κράτη μέλη έχουν κοινή διαδικασία ταξινόμησης (1. Εφαρμογή της συμφωνημένης διαδικασίας καθορισμού ορίων, 2. Κοινή μέθοδός εκτίμησης της Οδηγίας – Πλαίσιο, 3. Συμφωνημένες τιμές Λόγων Οικολογικής Ποιότητας-EQR- για τα όρια της καλής οικολογικής κατάστασης, 4. Προσδιορισμός των τόπων διαβαθμονόμησης που αντιπροσωπεύουν τα συμφωνημένα όρια των κλάσεων). Είναι σημαντικό να επισημανθεί το γεγονός ότι η ‘’Επιλογή 1’’ προτείνεται ως η καταλληλότερη όταν τα κράτη μέλη δεν έχουν καθιερώσει επαρκώς τις εθνικές μεθόδους εκτίμησης στα πλαίσια της εφαρμογής της Οδηγίας – Πλαίσιο και ταυτόχρονα μπορεί να ταυτοποιηθεί μία οριστική κοινή μέθοδος εκτίμησης. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της ‘’Επιλογής 1’’ είναι το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνει στην πραγματικότητα διαδικασία διαβαθμονόμησης, εφόσον δεν υπάρχουν διαφορετικές μέθοδοι εκτίμησης οι οποίες θα συγκριθούν μεταξύ τους. Ουσιαστικά, η διαβαθμονόμηση έγκειται στην κοινή απόφαση ορίων των κλάσεων ποιότητας (υψηλή – καλή και καλή – μέτρια), σε κλίμακα Λόγων Οικολογικής Ποιότητας (EQRs) για την κοινή μέθοδο. Δείκτες στην άσκηση Διαβαθμονόμησης. Τα κράτη μέλη που ανήκουν στη Γεωγραφική Ομάδα Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου (Med GIG) αποφάσισαν ότι η ομάδα θα εστιάσει στο βιολογικό στοιχείο του φυτοπλαγκτού, λόγω έλλειψης δεδομένων για τα άλλα βιολογικά στοιχεία, και ότι ο κύριος τύπος περιβαλλοντικής πίεσης που θα ληφθεί υπόψη για την άσκηση διαβαθμονόμησης είναι το φορτίο των θρεπτικών (ΕΛΚΕΘΕ, 2006), το οποίο έχει ως επίπτωση τον ευτροφισμό. Μετρήθηκαν οι ακόλουθες Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

459


παράμετροι: Συγκέντρωση της χλωροφύλλης–α (mg/m3), Συνολική Βιομάζα (mm3/lt), Ποσοστιαία (%) Βιομάζα Κυανοβακτηρίων, Καταλανικός Δείκτης (General Algal Index, GAI, Catalan et al., 2003), MedPTI (Mediterranean Phytoplankton Trophic Index, Marchetto et al,2007) Η συγκέντρωση της χλωροφύλλης–α και η συνολική βιομάζα χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της αφθονίας και της βιομάζας του φυτοπλαγκτού, όπως ορίζεται από την Οδηγία – Πλαίσιο. Η ποσοστιαία (%) βιομάζα κυανοβακτηρίων, ο Καταλανικός Δείκτης και ο δείκτης MedPTI χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της ταξινομικής σύνθεσης του φυτοπλαγκτού. Οι χώρες της Γεωγραφικής Ομάδας Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου (Med GIG) που συμμετείχαν στη διαβαθμονόμηση, διεξήγαγαν δειγματοληψίες κατά τη θερινή περίοδο του 2005. Η κοινή μέθοδος δειγματοληψίας ήταν η ακόλουθη (ΕΛΚΕΘΕ, 2006): -Περίοδος δειγματοληψιών- Από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο. -Συλλογή ενός δείγματος από όλη την ευφωτική ζώνη (2.5*βάθος δίσκου Secchi), η οποία πραγματοποιήθηκε σε δύο, τρεις και στις περισσότερες περιπτώσεις τέσσερις ημερομηνίες δειγματοληψίας (μέσος όρος). -Εξαγωγή χλωροφύλλης με ακετόνη 90%, φίλτρο fiber glass και μέθοδος φασματοσκόπησης Lorenzen (1967) και Jeffrey & Humphrey (1975). -Μέτρηση βιομάζας και σύνθεσης ειδών με τη μέθοδο Utermohl με ανεστραμμένο μικροσκόπιο. Συλλέχθηκαν επίσης, κλιματολογικά, υδρομορφολογικά και φυσικο–χημικά υποστηρικτικά δεδομένα (βάθος Secchi, Ολικός Ρ, Αμωνία – Ν, Νιτρικά – Ν, διαλυμένο Ο2, pH, θερμοκρασία νερού, αγωγιμότητα, αλκαλικότητα). Όπως προαναφέρθηκε, όλα τα δεδομένα συλλέχθηκαν από όλη τη ζώνη του ευτροφικού στρώματος (2.5 * βάθος Secchi) και ο καλοκαιρινός μέσος όρος βασίζεται σε δύο, τρεις ή στις περισσότερες περιπτώσεις τέσσερεις ημερομηνίες δειγματοληψίας. Η συνεισφορά των Κυανοβακτηρίων στη συνολική βιομάζα του φυτοπλαγκτού (Ποσοστιαία Βιομάζα Κυανοβακτηρίων) θεωρείται ως αξιόπιστος, σημαντικός και εύκολος στη χρήση δείκτης, διότι (MedGIG Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 3 Phytoplankton Composition, 2007): -Τα περισσότερα είδη κυανοβακτηρίων δείχνουν ισχυρή/έντονη προτίμηση για τις ευτροφικές συνθήκες. Έτσι η συμβολή των κυανοβακτηρίων μπορεί να θεωρηθεί ως δείκτης του ευτροφισμού. -Οι ανθήσεις (blooms) των κυανοβακτηρίων είναι ξεκάθαρα ορατές, και ευρέως διαδεδομένος δείκτης του ευτροφισμού. -Εξαιτίας της τοξικότητας των ανθήσεων ορισμένων taxa, οι ανθήσεις μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην ποιότητα των υδάτων και στην υγεία ζώων και ανθρώπων. Άσχημες οσμές και γεύσεις, έλλειψη οξυγόνου, θάνατοι ψαριών και βλάβες ως προς την ψυχαγωγία και την ποσιμότητα του νερού αποτελούν συμπτώματα υδάτων που είναι μολυσμένα με ανθήσεις. -Τέλος, είναι μεγάλη η συμβολή των ανθήσεων των κυανοβακτηρίων στην βιομάζα του φυτοπλαγκτού. Ο Καταλανικός Δείκτης βασίζεται στην βιομάζα των ομάδων αλγών που λαμβάνονται υπόψη στον εν λόγω δείκτη, ο οποίος υπολογίζεται με τον παρακάτω τύπο: Iga = [1+0.1Cr+Cc+2(Dc+Chc) + 3Vc +4Cia]/[1+ 2(D+Cnc) + Chnc+Dnc], (όπου, Iga -Group of algae composition index: Δείκτης Σύνθεσης Ομάδας Αλγών, Cr: Cryptomonads, Cc: Colonial Chrysophyte, Dc: Colonial Diatoms, Chc: Colonial Chlorococcales, Vc: Colonial Volvocales, Cia: Cyanobacteria, D: Dinoflagellates, Cnc: Chrysophyte not colonial, Chnc: Chlorococcales not colonial, Dnc: Diatoms not colonial). Ο Δείκτης MedPTI είναι δείκτης σύνθεσης του φυτοπλαγκτού που αναπτύχθηκε για τους μεγάλου βάθους ταμιευτήρες στην Ιταλία. Για το δείκτη MedPTI σημειώνονται τα παρακάτω: -Όπως οι περισσότεροι όμοιοι δείκτες που χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη, ο δείκτης MedPTI βασίζεται σε μεθόδους σταθμικών μέσων όρων. Περιλαμβάνονται 46 taxa στη λίστα, και σε κάθε ένα από αυτά αποδίδονται ‘’τροφικές τιμές’’ (trophic values) και ‘’τιμές δείκτη’’ (indicator values). Η τιμή του δείκτη MedPTI για κάθε ταμιευτήρα υπολογίζεται διαδοχικά ως ο σταθμικός μέσος όρος της βιομάζας των ‘’τροφικών τιμών’’ των ειδών, σταθμισμένος με τις ‘’τιμές δείκτη’’. -Ο δείκτης MedPTI εφαρμόζεται σε ταμιευτήρες της Μεσογειακής οικοπεριοχής, που έχουν μέσο βάθος μεγαλύτερο από 15 m και αγωγιμότητα μικρότερη από 2.5 mS cm-1. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

460


-Όμως ο δείκτης πρέπει να εφαρμόζεται αξιόπιστα στους ταμιευτήρες μόνο όταν η ετήσια μέση βιομάζα των ειδών που χρησιμοποιούνται για τη διαβαθμονόμηση είναι μεγαλύτερη από το 70% της συνολικής μέσης ετήσιας βιομάζας στο συγκεκριμένο ταμιευτήρα (MedGIG Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 3 Phytoplankton Composition, 2007). Αποτελέσματα Διαβαθμονόμησης για τις λίμνες της Γεωγραφικής Ομάδας Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου. Στους παρακάτω πίνακες παρουσιάζονται οι τιμές του μέγιστου οικολογικού δυναμικού και οι τιμές του ορίου καλής–μέτριας οικολογικής κατάστασης για τους τύπους λιμνών που ανήκουν στα κράτη μέλη της Γεωγραφικής Ομάδας Διαβαθμονόμησης της Μεσογείου. Σημειώνεται ότι για τον τύπο ‘’Πυριγενείς ξηροί ταμιευτήρες’’ βρέθηκε μόνο μία περιοχή με ‘’Μέγιστο Οικολογικό Δυναμικό’’, έτσι η Γεωγραφική Ομάδα Διαβαθμονόμησης επιφυλάχθηκε να ορίσει τιμές. Γενικώς επισημαίνεται ότι όλες οι τιμές θεωρούνται προκαταρκτικές (ΕΛΚΕΘΕ, 2006).

Τύπος Ταμιευτήρα

Τιμές μέγιστου οικολογικού δυναμικού σε ταμιευτήρες Συνολική Βιομάζα (mm3/l) Χλωροφύλλη–α Δεν υπάρχουν αρκετές περιοχές. (mg/m3) Προτείνεται για το επόμενο στάδιο διαβαθμονόμησης

Δεν υπάρχουν αρκετές περιοχές. Προτείνεται για το επόμενο στάδιο διαβαθμονόμησης

Πυριγενείς σε υγρές περιοχές

1.4

0.36

0

0.1

3.08

Ασβεστολιθικοί

1.8

0.76

0

0.61

3.09

Πυριγενείς σε ξηρές περιοχές

% Καταλανικός Δείκτης Δεν υπάρχουν Δεν υπάρχουν Δεν υπάρχουν αρκετές περιοχές. αρκετές περιοχές. αρκετές περιοχές. Βιομάζα Δείκτης MedPTI Προτείνεται για το Προτείνεται για το Προτείνεται για το επόμενο στάδιο επόμενο στάδιο επόμενο στάδιο Κυανοβακτηρίων διαβαθμονόμησης διαβαθμονόμησης διαβαθμονόμησης

Πηγή: MedGIG, 2007 (Intercalibration technical report –Part 2 Lakes, Section 2 Chlorophyll–a concentration & Section 3 Phytoplankton Composition),

Τιμές ορίου καλής – μέτριας οικολογικής ποιότητας Συνολική Βιομάζα Τύπος Ταμιευτήρα

Χλωροφύλλη–α

(mm3/l)

Καταλανικός Δείκτης

Κυανοβακτηρίων

(mg/m3) Πυριγενείς σε υγρές περιοχές Ασβεστολιθικοί

% Βιομάζα

Δείκτης MedPTI

6.7

1.9

9.2

10.6

2.32

4.2

2.1

28.5

7.73

2.38

Πηγή: MedGIG, 2007 (Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 2 Chlorophyll – a concentration & Section 3 Phytoplankton Composition),

Υπολογισμός EQRs για τις μεθόδους μέτρησης της σύνθεσης του φυτοπλαγκτού. Σύμφωνα με την Οδηγία – Πλαίσιο ο υπολογισμός των Λόγων Οικολογικής Ποιότητας (EQR) γίνεται διαιρώντας την παρατηρούμενη τιμή του κάθε δείκτη με την τιμή των συνθηκών αναφοράς του ίδιου δείκτη. Όμως, στην περίπτωση κατά την οποία τιμές που αντιστοιχούν στις συνθήκες αναφοράς είναι κοντά στο μηδέν ή ίσες με το μηδέν αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί διότι οι τιμές των Λόγων Οικολογικής Ποιότητας (EQRs) που προκύπτουν είναι εξαιρετικά χαμηλές Προκειμένου να ξεπερασθεί αυτό το εμπόδιο χρησιμοποιήθηκε η ακόλουθη διαδικασία (MedGIG Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 3 Phytoplankton Composition, 2007):

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

461


Τιμές EQR για το όριο καλής – μέτριας οικολογικής ποιότητας

Χλωροφύλλη–α Τύπος Ταμιευτήρα

(mg/m3)

Συνολική Βιομάζα (mm3/l)

Βιομάζα

Καταλανικό ς Δείκτης

Κυανοβακτηρίων %

Δείκτης MedPTI

Πυριγενείς σε υγρές περιοχές

Ασβεστολιθικοί

0.21

0.19

0.91

0.97

0.75

0.43

0.36

0.72

0.98

0.77

Πηγή: MedGIG, 2007 (Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 3 Phytoplankton Composition),

-Στην περίπτωση κατά την οποία οι συνθήκες αναφοράς δεν ισούται με το μηδέν (MedPTI), οι Λόγοι Οικολογικής Ποιότητας (EQRs) υπολογίστηκαν διαιρώντας την παρατηρούμενη τιμή του εν λόγω βιοτικού δείκτη με την τιμή του ίδιου δείκτη σε συνθήκες αναφοράς. EQR = τιμή ορίου/ τιμή αναφοράς. -Για την Ποσοστιαία Βιομάζα Κυανοβακτηρίων όπου οι συνθήκες αναφοράς ισούται με το μηδέν και η μέγιστη τιμή με το 100, ο Λόγος Οικολογικής Ποιότητας (EQR) υπολογίζεται ως εξής: EQR = (100–τιμή ορίου)/(100– τιμή αναφοράς). -Για τον Καταλανικό δείκτη όπου το θεωρητικό εύρος των τιμών είναι από 0.005 έως 400, o Λόγος Οικολογικής Ποιότητας (EQR) υπολογίζεται ως εξής: EQR = (400–τιμή ορίου)/(400– τιμή αναφοράς). Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό του Λόγου Οικολογικής Ποιότητας, για τη Συγκέντρωση Χλωροφύλλης– α και τη Βιομάζα του Φυτοπλαγκτού χρησιμοποιήθηκαν ειδικές λογαριθμικές προσαρμογές σε συμφωνία και με την αλπική ομάδα διαβαθμονόμησης. Οι λογαριθμικές αυτές προσαρμογές επιτρέπουν τη μετατροπή των τιμών των ορίων των κλάσεων σε μία κλίμακα Λόγων Οικολογικής Ποιότητας. Αυτή η μέθοδος προσφέρει το πλεονέκτημα της διατήρησης της ίδιας κλίμακας Λόγων Οικολογικής Ποιότητας για κάθε παράμετρο. Όμως, θεωρείται απαραίτητη η βελτίωση των αποτελεσμάτων μετά από επανάληψη του υπολογισμού των τιμών των συνθηκών αναφοράς και του ορίου καλής – μέτριας κατάστασης μετά από επόμενες δειγματοληψίες (MedGIG Intercalibration technical report – Part 2 Lakes, Section 2 Chlorophyll – a concentration, 2007). Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι τιμές των Λόγων Οικολογικής Ποιότητας που προέκυψαν για το όριο καλής–μέτριας οικολογικής κατάστασης για τους δείκτες εκτίμησης της αφθονίας, της βιομάζας και της σύνθεσης του φυτοπλαγκτού. Βενθικά Μακροασπόνδυλα ως Βιοτικοί δείκτες για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των Λιμνών. Πρόσφατες εκτενείς έρευνες που αφορούν την παρούσα εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των υδάτων στην Ευρώπη φανέρωσαν, ότι ενώ χρησιμοποιούνται ήδη πρακτικά εργαλεία που περιλαμβάνουν παραμέτρους των μακροασπόνδυλων για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των ποταμών, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχουν, προς το παρόν, ανάλογα συστήματα εκτίμησης για τις λίμνες (τα οποία βασίζονται στα μακροασπόνδυλα). Πράγματι, αυτό έχει πρόσφατα αναγνωρισθεί ως ένα από τα κυριότερα οικολογικά ‘’κενά γνώσης’’ που αφορούν την πλήρη εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των λιμνών, όπως απαιτείται από την Οδηγία – Πλαίσιο. Επιπλέον, η τωρινή έλλειψη γνώσης περιορίζει την εφαρμογή της διαδικασίας διαβαθμονόμησης που αφορά τα συστήματα εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των λιμνών (Solimini et al., 2006). Πρέπει να σημειωθεί ότι η πλήρης εφαρμογή της διαδικασίας διαβαθμονόμησης θέτει τη βάση για τον καθορισμό των περιβαλλοντικών αντικειμενικών στόχων (γεγονός που απαιτείται από την Οδηγία–Πλαίσιο) και ειδικότερα για την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων στα οικοσυστήματα, οι οποίες οφείλονται στο φορτίο των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

462


θρεπτικών (ευτροφισμός) που είναι η πιο διαδεδομένη πίεση στην οικολογική ποιότητα των επιφανειακών υδάτων στην Ευρώπη. Εντός της Ευρώπης, ο ευτροφισμός υπήρξε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν η ευρέως εξαπλωμένη ύπαρξη των ανθίσεων των κυανοφυκών στα στάσιμα και τα χαμηλής ροής εσωτερικά ύδατα αποτέλεσε το έναυσμα για την ύπαρξη εκτεταμένου ενδιαφέροντος και ανησυχίας από το κοινό, τα ΜΜΕ και τις βιομηχανίες ύδατος. Η επίδραση του εμπλουτισμού με θρεπτικά συστατικά στις λίμνες και στους ταμιευτήρες τυγχάνει μεγάλης προσοχής και είναι κατανοητή σε γενικούς ποιοτικούς όρους. Τα θρεπτικά συστατικά τείνουν να είναι μία δευτερογενής και έμμεση κινητήρια δύναμη της σύνθεσης της βιοκοινότητας, αλλά αποτελούν σημαντική κινητήρια δύναμη της παραγωγικότητας, οδηγώντας στην αύξηση της ανάπτυξης των αλγών (φυτοπλαγκτόν και νηματοειδή άλγη) και των υδρόβιων φυτών. Η αύξηση του φυτοπλαγκτού μπορεί να οδηγήσει σε δευτερογενή προβλήματα, όπως η μείωση των ευαίσθητων μακροφύτων και των ειδών των ψαριών. Αυτές οι επιδράσεις καθώς και η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των ανθήσεων των τοξικών κυανοβακτηρίων αποτελούν εκτεταμένο πρόβλημα στις λίμνες της Ευρώπης και έχουν σημαντικές επακόλουθες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Ένας ορισμός του ευτροφισμού είναι ο ακόλουθος (Solimini, Cardoso, Heiskanen, 2006): «Ο εμπλουτισμός των υδάτων με θρεπτικά, κυρίως αποτελούμενα από φώσφορο (P) ή/και άζωτο (N), που προκαλεί επιταχυνόμενη αύξηση των αλγών και των ανώτερων μορφών φυτικής ζωής, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη επιθυμητής διατάραξης για την ισορροπία των οργανισμών που είναι παρόντες στο νερό και στην εν λόγω ποιότητα του νερού». Ένα πρόβλημα που υπάρχει στον παραπάνω ορισμό είναι το γεγονός ότι δεν μπορεί εύκολα να ποσοτικοποιηθεί. Ο ευτροφισμός είναι μία διαδικασία, όχι μία κατάσταση όπως η ευτροφική, η οποία μπορεί να οριστεί καλύτερα σε όρους βιομάζας του φυτοπλαγκτού (π.χ. ως συγκέντρωση της χλωροφύλλης–α) ή συγκέντρωσης ενός θρεπτικού όπως ο φώσφορος. Στην Οδηγία–Πλαίσιο το θέμα του τρόπου με τον οποίο θα υπολογισθεί ο βαθμός αλλαγής στην ποιότητα των εσωτερικών υδάτων αντιμετωπίζεται με τη συσχέτιση της οικολογικής ποιότητας με την κατάσταση αναφοράς κάτω από τις ελάχιστες ανθρώπινες επιδράσεις. Η Οδηγία– Πλαίσιο, για τον καθορισμό των θρεπτικών συνθηκών της υψηλής και της καλής οικολογικής κατάστασης, απαιτεί μία ειδική ποσοτική κατανόηση του τρόπου με τον όποιο οι θρεπτικές συνθήκες συνδέονται με τη βιολογική ποιότητα σε επιμέρους οικοτύπους των λιμνών. Ο εμπλουτισμός των λιμνών, μέσω της εισροής θρεπτικών, συχνά έχει ως αποτέλεσμα στην αύξηση της παράκτιας και πελαγικής παραγωγικότητας με επακόλουθο την αύξηση της εισροής οργανικής ύλης στο υπόστρωμα. Η αύξηση της αναπνοής των μικροοργανισμών που σχετίζεται με την εισροή οργανικής ύλης, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση του οξυγόνου στο υπολίμνιο των λιμνών. Αυτή η έμμεση επίδραση του ευτροφισμού στη διαθεσιμότητα του οξυγόνου έχει άμεση επίδραση στη βενθική πανίδα. Συνεπώς, η συγκέντρωση των οργανισμών που ενδιαιτούν στην κατώτερη ζώνη μπορεί να παρέχει μία ένδειξη των παρελθοντικών και των τωρινών διαταραχών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εκτίμηση των οικολογικών συνθηκών μίας δεδομένης λίμνης (Brinkhurst, 1974, Rosenberg & Resh, 1993). Τα διαφορετικά είδη μακροασπόνδυλων που κυριαρχούν σε ένα ενδιαίτημα σχετίζονται με την τροφική κατάσταση της λίμνης, η οποία επηρεάζει την ποιότητα και την ποσότητα της τροφής καθώς και την κατάσταση του οξυγόνου. Όταν οι περιβαλλοντικές συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα περιοριστικές, η τροφή είναι ο κύριος παράγοντας αλλαγής της σύνθεσης της βιοκοινότητας. Όμως, όταν η οργανική ρύπανση είναι πιο έντονη, η συγκέντρωση οξυγόνου είναι εκείνος ο παράγοντας που περιορίζει την επιβίωση των ειδών και καθορίζει τη σύνθεση της βιοκοινότητας. Οι βιοκοινότητες, επίσης, επηρεάζονται ισχυρά από τις τοπο–ειδικές συνθήκες. Γι’ αυτό αν και ορισμένες γενικεύσεις είναι εφικτές, κάθε λίμνη έχει τη δική της ιστορία, η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή προτού χρησιμοποιηθούν τα βενθικά μακροασπόνδυλα για τη βιολογική εκτίμηση. Ο τύπος της λίμνης είναι σημαντικός παράγοντας στον καθορισμό της σύνθεσης των ειδών μακροασπόνδυλων. Για παράδειγμα (Rossaro et al., 2006), διαφορετικές αποκρίσεις των βενθικών ειδών στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ μέγιστου βάθους, αγωγιμότητας, διαλυμένου οξυγόνου και συγκέντρωσης θρεπτικών παρατηρήθηκαν σε διαφορετικές τυπολογίες λιμνών. Οι τυπολογίες για τις λίμνες, οι οποίες βασίζονται στη σύνθεση των κοινωνιών των βενθικών μακροασπόνδυλων, σχεδόν δεν υπάρχουν και είναι περιορισμένες σε τοπική εμβέλεια. Καθώς οι βιολογικοί τύποι των λιμών, οι οποίοι βασίζονται στα βενθικά μακροασπόνδυλα, δεν υπάρχουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν μπορούν να προσδιοριστούν, ούτε οι συνθήκες αναφοράς, ούτε τα επίπεδα υποβάθμισης που αποδίδονται σε συγκεκριμένη οικολογική κατάσταση. Η αναγνώριση της κατάστασης αναφοράς για ένα Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

463


συγκεκριμένο τύπο λίμνης, η οποία βασίζεται στα βενθικά μακρο-ασπόνδυλα, περιπλέκεται από το γεγονός ότι η σύνθεση των κοινωνιών των βενθικών μακρο-ασπόνδυλων παρουσιάζει φυσική διακύμανση (Solimini et al., 2006) εξαιτίας της εποχικότητας, του βάθους της λίμνης, της δομής του ενδιαιτήματος και επιπλέον εξαιτίας των βιοτικών επιπτώσεων (ανταγωνισμός και θήρευση). Η μορφομετρία της λίμνης επηρεάζει τη δομή της κοινωνίας τόσο των βενθικών μακρο-ασπόνδυλων, όσο και των μακροφύτων. Γενικά, η βενθική ζώνη των λιμνών μπορεί να διαχωριστεί σύμφωνα με το μοτίβο του βάθους σε παράλια, υποπαράλια και κατώτερη ζώνη. Η παράλια ζώνη καθορίζεται ως οι περιοχές του πυθμένα κοντά στις ακτές της λίμνης όπου αναπτύσσονται τα αναδυόμενα μακρόφυτα. Η υποπαράλια ζώνη αποτελεί την περιοχή του πυθμένα η οποία καλύπτεται από βυθισμένα μακρόφυτα ή από βλάστηση αλγών. Η κατώτερη ζώνη είναι η περιοχή του πυθμένα που εκτείνεται σε βάθος και αποτελείται από εκτεθειμένο λεπτόκοκκο ίζημα χωρίς βλάστηση. Είναι προφανές ότι ο εμπλουτισμός με θρεπτικά επηρεάζει αυτές τις ζώνες με διαφορετικό τρόπο. Είναι γνωστό ότι οι βενθικές κοινωνίες της κατώτερης ζώνης επηρεάζονται σημαντικά από την τροφική κατάσταση της λίμνης. Από πρόσφατες έρευνες προκύπτει ότι ο ευτροφισμός επηρεάζει τη υποπαράλια ζώνη γενικότερα σε μικρότερο βαθμό και την παράλια ζώνη σε ακόμη μικρότερο. Αντίθετα, οι υδρομορφολογικές μετατροπές θα επηρεάσουν ισχυρά κυρίως την παράλια ζώνη, αλλά την υποπαράλια σε μικρότερο βαθμό. Η κατώτερη ζώνη πιθανώς δεν επηρεάζεται σχεδόν καθόλου. Ομοίως, η οξύτητα πιθανώς επηρεάζει κυρίως τις ανώτερες ζώνες της λίμνης. Η ιδέα της εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των λιμνών βάση των βενθικών μακροασπόνδυλων μπορεί να εφαρμόζεται και στους ταμιευτήρες. Σύμφωνα με την Οδηγία– Πλαίσιο αυτά τα ισχυρά τροποποιημένα υδάτινα σώματα (HMWB, Heavily Modified Water Body) θα πρέπει να εκτιμηθούν όπως οι λίμνες, με τη διαφορά ότι το ‘’Μέγιστο Οικολογικό Δυναμικό’’ θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως συνθήκη αναφοράς. Σε ορισμένα κράτη μέλη της Μεσογείου, η πλειοψηφία των στάσιμων υδάτων είναι ταμιευτήρες. Συχνά έχουν ιδιαίτερη οικονομική σημασία για την παροχή νερού για γεωργικούς σκοπούς και για τα αστικά κέντρα. Καθώς οι περισσότεροι ταμιευτήρες σχηματίζονται με κατασκευή φραγμάτων στα ποτάμια, έχουν συνήθως μεγάλη λεκάνη απορροής. Αυτό καθιστά τους ταμιευτήρες ιδιαίτερα ευαίσθητους στις ανθρωπογενείς επιδράσεις που πραγματοποιούνται στις λεκάνες απορροής, όπως εισροές θρεπτικών, βαρέων μετάλλων ή οργανικών τοξικών ρυπαντών από τη γεωργία, τη βιομηχανία ή τους συνοικισμούς. Σύμφωνα με την Οδηγία–Πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθεί εάν τα βενθικά μακρο-ασπόνδυλα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως δείκτες αυτών των επιδράσεων στους ταμιευτήρες. Σήμερα, είναι διαθέσιμα λίγα δεδομένα για την αποίκιση των δεξαμενών από βενθικά μακρο-ασπόνδυλα. Είναι γνωστό ότι τα ιζήματα των δεξαμενών εμφανίζουν ευδιάκριτη βαθμίδα, με τα χοντρόκοκκα ιζήματα να βρίσκονται κοντά στα σημεία εισροής και τα λεπτόκοκκα ιζήματα κοντά στο φράγμα, τα οποία πιθανώς θα μπορούσαν να είναι συγκρίσιμα με την κατώτερη ζώνη. Η παράλια και υποπαράλια ζώνη, τις περισσότερες περιπτώσεις, στερούνται μακροφυτικής και παρόχθιας βλάστησης καθώς οι όχθες είναι απότομες και το επίπεδο του νερού παρουσιάζει συχνές αλλαγές. Μόνο οι όχθες κοντά στα σημεία εισροής συχνά εμφανίζουν ομαλή κλίση, η οποία μπορεί να επιτρέπει την ανάπτυξη βλάστησης. Η πυκνότητα των βενθικών μακρο-ασπόνδυλων στην παράλια ζώνη είναι πολύ χαμηλή κάτω από αυτές τις συνθήκες και είναι ευρέως καθορισμένη από τη δυναμική των διακυμάνσεων των επιπέδων του νερού. Επιπλέον, η παράλια ζώνη προσφέρει λιγοστές πηγές άνθρακα για τα βενθικά μακρο-ασπόνδυλα σε αυτές τις συνθήκες. Γενικά, ο ρόλος αυτής της ζώνης για την ποικιλότητα και τη λειτουργία ενός λιμναίου οικοσυστήματος είναι στενά συνδεδεμένος με τις εκτεταμένες και τις γρήγορες διακυμάνσεις των επιπέδων του νερού. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύνθεση των βενθικών μακρο-ασπόνδυλων της παράλιας ζώνης επηρεάζεται ισχυρά και από άλλους παράγοντες όπως η τροφική κατάσταση, η διαθεσιμότητα των ενδιαιτημάτων, η οποία εξαρτάται από την οικοπεριοχή, τον τύπο της λίμνης και των ανθρωπογενών μετατροπών των ακτών. Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει ένας αριθμός υδρομορφολογικών μετατροπών που μπορεί να βλάψουν την οικολογική κατάσταση μίας λίμνης. Ο βαθμός κατά τον οποίο τα λιμναία οικοσυστήματα επηρεάζονται, θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά προτίμηση με τη χρήση βενθικών μακρο-ασπόνδυλων, καθώς αυτά έχουν μικρότερη κινητικότητα απ’ ότι τα ψάρια και παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη εξάρτηση από τους παράλιους τύπους ενδιαιτημάτων. Έτσι, η ανάπτυξη της ακτογραμμής αναμένεται να έχει αξιοσημείωτα πολύ σοβαρές επιδράσεις στις κοινωνίες των μακρο-ασπόνδυλων. Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις, ότι ευδιάκριτα βενθικά είδη αντιδρούν με πιο ευαίσθητο τρόπο σε συγκεκριμένες πιέσεις. Όμως τα εμπειρικά δεδομένα για τις σχέσεις μεταξύ της υδρομορφολογίας της λίμνης και του ζωοβένθους της υπάρχουν μόνο για επιλεγμένες οικοπεριοχές και τύπους λιμνών μέχρι στιγμής. Επίσης, μερικοί τύποι πιέσεων πιθανώς δεν έχουν εκτιμηθεί ποτέ. Έτσι, η εκτίμηση των Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

464


οικολογικών επιπτώσεων των υδρομορφολογικών μετατροπών στις Ευρωπαϊκές λίμνες θα χρειαστεί μία έρευνα πεδίου για τις πιο έντονες επιδράσεις σε κάθε οικοπεριοχή και μία βάση δεδομένων για τα βιολογικά – οικολογικά χαρακτηριστικά των ειδών του λιμναίου ζωοβένθους (Solimini et al., 2006). Τέτοια γνώση θα καθιστούσε ικανή την ολιστική εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των λιμνών και την αναγνώριση αποτελεσματικών μέτρων αποκατάστασης για τις ακτές των λιμνών. Μία γενική κατανόηση των οικολογικών, μηχανισμών με τους οποίους τα προτεινόμενα taxa –δείκτες ανταποκρίνονται στις πιέσεις, είναι συχνά ελλιπής και ιδιαίτερα για την περίπτωση των λιμνών. Επομένως, η χρήση ορισμένων taxa ως οικολογικούς δείκτες μπορεί να μην καταδεικνύει την οικολογική κατάσταση. Επιπλέον, η χρήση ενδεικτικών taxa είναι αναπόφευκτα εξαρτημένη από την ύπαρξη των taxa. Τα ευαίσθητα taxa μπορεί να είναι σπάνια και η ανίχνευσή τους μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την δειγματοληψία. Πράγματι, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα περισσότερα taxa που εντοπίζονται στην παράλια ζώνη των λιμνών είναι σπάνια και οι τόποι με τις μικρότερες επιδράσεις/επιρροές τείνουν να έχουν μεγαλύτερη ποικιλότητα taxa και περισσότερα σπάνια είδη απ’ ότι οι τόποι με μεγαλύτερες επιδράσεις/επιρροές. Για αυτούς τους λόγους, πολλοί συγγραφείς αμφισβητούν το γεγονός ότι τα σπάνια είδη είναι σημαντικοί δείκτες της υγείας των οικοσυστημάτων. Επιπλέον, είναι πιθανόν να αποτύχει η έρευνα για τις απλές σχέσεις μεταξύ επιμέρους taxa ή συγκεντρώσεων (assemblages), επειδή δεν θα περιλαμβάνει μία επαρκή κλίμακα συνθηκών. Ο Nijboer et al. (2005) συμπεραίνει ότι τα επιμέρους ή οι υπο–ομάδες taxa οδηγούν σε υψηλά λάθη ταξινόμησης και προτείνει τη χρησιμοποίηση όλων των taxa για το χαρακτηρισμό μίας βιοκοινότητας, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η ποικιλότητα του ενδιαιτήματος είναι μεγάλη. Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις υποθετικές αποκρίσεις των βενθικών μακρο-ασπόνδυλων στις πιέσεις στις διαφορετικές ζώνες των λιμνών. Οι εκτιμήσεις αυτού του πίνακα βασίζονται κυρίως σε διάσπαρτα αποτελέσματα, μόνο τα κελιά ‘’οξύτητα–παράλια’’ και ‘’ευτροφισμός–κατώτερη’’ βασίζονται σε πιο εκτεταμένες βάσεις δεδομένων, οι οποίες όμως είναι περιορισμένες σε τοπικό επίπεδο. Υποθετική απόκριση των μακρο-ασπόνδυλων σε πιέσεις στις διαφορετικές ζώνες των λιμνών.

Ζώνη Παράλια Υποπαράλια Κατώτερη

Ευτροφισμός + ++/? +++

Υδρομορφολογία +++ +/? 0

Οξύτητα +++ ++/? ?

Συνδυασμός +++/? ++/? ++/?

+: ελάχιστη απόκριση, ++: κύρια απόκριση, +++: ευαίσθητη απόκριση, 0: καμία απόκριση ?: ιδιαίτερα υψηλή αβεβαιότητα της συγκεκριμένης/αντίστοιχης υπόθεσης (Πηγή: Solimini et al., 2006).

Επιπρόσθετα των πιέσεων που εμφανίζονται στον πίνακα, οι κοινωνίες των βενθικών μακροασπόνδυλων στις λίμνες μπορεί να διαφοροποιηθούν ισχυρά και από άλλες πιέσεις, όπως η μετανάστευση ξένων ειδών, καθώς και από την εισαγωγή τοξικών ρυπαντών. Ωστόσο, ενώ η Οδηγία–Πλαίσιο για τα νερά προκάλεσε την έρευνα για τα μακρο-ασπόνδυλα της παράλιας ζώνης στις λίμνες, η εφαρμογή της παρακολούθησης και της ταξινόμησης παραμένει περιορισμένη. Ενώ, η χημεία των υδάτων, οι τύποι του υποστρώματος και της βλάστησης έχουν σημαντικές επιδράσεις στη δομή της κοινωνίας των μακρο-ασπόνδυλων, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών, παρόλα αυτά, ποικίλουν, συχνά είναι περίπλοκες και διέπονται από τροφικές σχέσεις. Η εξάπλωση των μακρο-ασπόνδυλων της παράλιας ζώνης επηρεάζεται από τη δομή του ενδιαιτήματος, το βάθος και την εποχή. Οι βιοτικές επιδράσεις του ανταγωνισμού και της θήρευσης μπορεί επίσης να είναι σημαντικές. Ουσιαστικά, απαιτείται παραπέρα έρευνα για το κατά πόσο η ποικιλότητα των λιμνών είναι μεγαλύτερη απ’ ότι αυτή που παρατηρείται μεταξύ των διαφορετικών τύπων λιμνών. Ένας αριθμός μελετών υποδεικνύει τη χρησιμότητα των επιμέρους taxa ή ομάδων taxa για την ταξινόμηση των λιμνών. Πολυμετρικά και πολυπαραγοντικά μοντέλα έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί. Η εφαρμογή των μεθόδων που βασίζονται στις βιοκοινότητες και αναπτύχθηκαν για τα ποτάμια μπορεί να είναι χαμηλής αξίας για την εκτίμηση των λιμνών. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη καθώς αυτές οι μέθοδοι αναπτύχθηκαν ευρέως από την απόκριση των μακροασπόνδυλων, τα οποία ενδιαιτούν στις περιοχές των ποταμών όπου τα ύδατα ρέουν με ελαφρύ κυματισμό (riffles), στην ελάττωση του οξυγόνου (ως αποτέλεσμα της οργανικής ρύπανσης). Παρόλα αυτά, παραμένει ελπιδοφόρα η έρευνα για τη χρησιμότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στο AQEM για την εφαρμογή τους στις λίμνες. Δεν υπάρχει γενική συμφωνία για το ποιες μέθοδοι μετρήσεων Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

465


(metrics) ή ποιες ομάδες taxa προσφέρουν τη βέλτιστη επιλογή για τη χρήση μίας οικονομικά συμφέρουσας παρακολούθησης. Ενώ αυτά τα προβλήματα μπορούν να ξεπερασθούν με προσεκτικό σχεδιασμό της μεθόδου δειγματοληψίας, υπάρχει, δυστυχώς, η αναγνώριση του γεγονότος ότι η θεωρητικά απαιτούμενη δειγματοληπτική προσπάθεια (αριθμός των δειγμάτων που χρειάζονται για την παροχή αξιόπιστης εκτίμησης της κατάστασης ενός τόπου) είναι περιορισμένη εξαιτίας του οικονομικού κόστους. Η διαδικασία ταξινόμησης που σχεδιάστηκε στα πλαίσια της Οδηγίας–Πλαίσιο είναι εμπειρική, αλλά οι δυσκολίες που προκαλούν οι οικονομικά συμφέρουσες δειγματοληψίες και εκτιμήσεις των μακρο-ασπόνδυλων της παράλιας ζώνης στις λίμνες θα λυθούν μόνο μέσω ελέγχων των αποτελεσμάτων και εκτενών δειγματοληψιών (Solimini et al., 2006). Δεδομένου του γεγονότος ότι τα μακρο-ασπόνδυλα της παράλιας ζώνης θα έχουν μία σημαντική συμβολή στην εκτίμηση των λιμνών, αναγνωρίζεται η ανάγκη για σημαντική αύξηση στην κατανόηση της απόκρισης αυτών των κοινωνιών στις θρεπτικές και άλλες ανθρωπογενείς πιέσεις. Συμπεράσματα–Προτάσεις. Από την ανάλυση των βιοτικών δεικτών και των μεθόδων εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης των υδάτινων σωμάτων προκύπτον κάποια σημαντικά σημεία καθώς και ορισμένα στοιχεία που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, τα οποία συνοψίζονται στη συνέχεια: -Η εκτίμηση της ποιότητας των υδάτινων σωμάτων με τη χρήση βιοτικών δεικτών βασίζεται σε μία γενικότερη αρχή σύμφωνα με την οποία τα πιο ευαίσθητα στη ρύπανση είδη εξαφανίζονται στα αρχικά στάδια της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και τα πιο ανθεκτικά είδη επιβιώνουν. Αυτή η διαδικασία οδηγεί στη μείωση της βιοποικιλότητας καθώς η ρύπανση αυξάνει. Η ανάπτυξη των περισσοτέρων βιοτικών δεικτών στηρίζεται σε αυτή τη διαδικασία. - Για την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των ποταμών χρησιμοποιούνται ευρέως τα βενθικά μακροασπόνδυλα. Ιδιαίτερα για την περίπτωση των Μεσογειακών ποταμών, αυτοί οι οργανισμοί θεωρούνται ως κατάλληλοι δείκτες της κατάστασης των ενδιαιτημάτων, διότι η υδατική πορεία των ποταμών είναι εύκολα επαναποικίσιμη από αυτά τα είδη, τα οποία έχουν την ικανότητα γρήγορης ανάκαμψης (ως προς την ποικιλότητα και τον αριθμό των ατόμων) μετά από ξηρασίες ή πλημμύρες. Όμως, δε θα πρέπει να παραλείπονται και τα άλλα στοιχεία για την εκτίμηση της κατάστασης των ποταμών, τα οποία είναι η υδατική χλωρίδα και η ιχθυοπανίδα (βιολογικά ποιοτικά στοιχεία) καθώς και τα υδρομορφολογικά και φυσικοχημικά στοιχεία, σύμφωνα με την Οδηγία–Πλαίσιο. Επομένως, η χρήση των μακρο-ασπόνδυλων παρέχει μόνο μία εκτίμηση της κατάστασης. Για την οριστική κατάταξη ενός ποταμού ή τόπου δειγματοληψίας σε μία από τις πέντε κλάσεις οικολογικής ποιότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, οι οποίοι αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν. - Ο καθορισμός της τυπολογίας των υδάτινων σωμάτων είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την εφαρμογή των βιοτικών δεικτών και τη σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ των διαφορετικών δεικτών. Συνήθως για διαφορετικούς τύπους υδάτινων σωμάτων αναπτύσσονται και διαφορετικοί δείκτες, προσαρμοσμένοι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τύπου. Επειδή οι περισσότεροι δείκτες υπολογίζονται σύμφωνα με την παρουσία ή απουσία κάποιων ταξινομικών ομάδων, είναι απόλυτα λογικό το γεγονός ότι διαφορετικές ταξινομικές ομάδες συναντώνται σε διαφορετικούς τύπους υδάτινων σωμάτων. Έτσι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει σωστά η κατάταξη του υδάτινου σώματος στο σωστό τύπο, διότι διαφορετικά τα αποτελέσματα των δεικτών δε θα είναι έγκυρα. Εκτός όμως από την αναγνώριση του σωστού τύπου θα πρέπει να διευκρινιστεί το κατά πόσο η τυπολογία που εμφανίζει μία περιοχή (π.χ. ένα ποτάμι ή τμήμα του) προέρχεται από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ή από εγγενείς διαδικασίες. Πιο συγκεκριμένα, εάν δύο ποτάμια εμφανίζουν παρόμοια τυπολογικά χαρακτηριστικά, θα εμφανίζουν και παρόμοιες βιοκοινότητες. Όμως, εάν στο ένα ποτάμι τα χαρακτηριστικά οφείλονται σε ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ενώ στο άλλο όχι, τότε το πρώτο ποτάμι θα πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των αρχικών του χαρακτηριστικών (πριν τις παρεμβάσεις) ενώ για το δεύτερο δε θα ισχύει κάτι τέτοιο. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι πάντα εύκολος και ξεκάθαρος, και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαν να συμβάλλουν τα ιστορικά δεδομένα για τη συγκεκριμένη περιοχή, εφόσον υπάρχουν. -Το επίπεδο ταξινόμησης που απαιτείται από τους διάφορους δείκτες είναι ένας επιπλέον σημαντικός παράγοντας. Συγκεκριμένα, η χρησιμοποίηση των υψηλότερων ταξινομικών επιπέδων συνεπάγεται και μεγαλύτερη λεπτομέρεια στις πληροφορίες που συλλέγονται. Ειδικότερα, η κατάταξη των οργανισμών στο υψηλότερο ταξινομικό επίπεδο, που είναι το επίπεδο του είδους, βασίζεται κυρίως σε μορφολογικά χαρακτηριστικά και λιγότερο σε λειτουργικά. Συνεπώς, τα είδη που εντάσσονται σε ένα γένος ή μία οικογένεια (χαμηλό ταξινομικό επίπεδο) μπορεί να έχουν διαφορετικές οικολογικές απαιτήσεις και διαφορετικές Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

466


αποκρίσεις σε αλλαγές των περιβαλλοντικών παραγόντων. Παρόλα αυτά, η ταυτοποίηση σε υψηλό ταξινομικό επίπεδο (είδος) είναι χρονοβόρα διαδικασία και απαιτούνται αρκετές γνώσεις της αυτοοικολογίας (οι οποίες δεν υπάρχουν πάντα) και ύπαρξη κατάλληλων μέσων (π.χ. βιβλία-κλειδιά) για την ταυτοποίηση. Επιπλέον, η αναγνώριση σε υψηλότερο ταξινομικό επίπεδο συνεπάγεται υψηλότερο κόστος. Έτσι, με τη χρήση των χαμηλότερων ταξινομικών επιπέδων χάνεται μεν μέρος της πληροφορίας αλλά η χρήση τους, αν συνοδεύεται από προσεκτική ερμηνεία των αποτελεσμάτων, μπορεί να συμβάλλει σε σωστή εκτίμηση. Γενικά, το κατάλληλο κάθε φορά επίπεδο ταξινόμησης μπορεί να είναι διαφορετικό. Για παράδειγμα, εάν ο στόχος της έρευνας είναι η εκτίμηση της κατάστασης μίας αρκετά μεγάλης έκτασης ενός υδάτινου σώματος και δεν υπάρχουν αρκετές γνώσεις για τα είδη που είναι πιθανό να ενδιαιτούν σε εκείνη την περιοχή ούτε είναι διαθέσιμοι αρκετοί χρηματικοί πόροι τότε πρέπει να προτιμηθεί η αναγνώριση σε χαμηλότερο ταξινομικό επίπεδο για την επίτευξη των στόχων της δεδομένης έρευνας. -Βασικές παράμετροι για την εφαρμογή ενός βιοτικού δείκτη, είναι η μέθοδος δειγματοληψίας και η ποικιλομορφία του ενδιαιτήματος. Η ποικιλομορφία που εμφανίζεται εντός των διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων είναι ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης των βιοκοινοτήτων που υπάρχουν σε μία περιοχή, διότι διαφορετικοί οργανισμοί προτιμούν να καταλαμβάνουν διαφορετικά ενδιαιτήματα ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επιπλέον, στα διαφορετικά στάδια ζωής τους οι οργανισμοί μπορεί να προτιμούν και διαφορετικούς τύπους ενδιαιτημάτων. Έτσι, εάν η δειγματοληψία πραγματοποιηθεί μόνο σε έναν τύπο ενδιαιτήματος μίας ευρύτερης περιοχής τότε τα αποτελέσματα δε θα είναι αντιπροσωπευτικά για ολόκληρη την περιοχή. Με τη μέθοδο δειγματοληψίας ‘’multi-habitat’’, που εφαρμόζεται στο σύστημα εκτίμησης AQEM, λαμβάνεται υπόψη αυτή η ποικιλότητα των επιμέρους ενδιαιτημάτων μίας περιοχής. Επιπλέον, η μέθοδος δειγματοληψίας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι οργανισμοί θα συλλεχθούν. Υπάρχουν μέθοδοι δειγματοληψίας που εφαρμόζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα αλλά υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να μη συλλεχθούν όλοι οι οργανισμοί και άλλες που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη λεπτομέρεια αλλά είναι χρονοβόρες και απαιτούν υψηλά χρηματικά ποσά. Επιπροσθέτως, υπάρχουν μέθοδοι που βασίζονται σε σταθμούς δειγματοληψίας που βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία της ευρύτερης υπό εκτίμηση περιοχής και άλλες που εκτιμούν τη συνολική έκταση της περιοχής αλλά στερούνται λεπτομέρειας. Η επιλογή κάθε φορά της μεθόδου δειγματοληψίας εξαρτάται τόσο από τους σκοπούς της έρευνας και τους διαθέσιμους πόρους όσο και από το μέγεθος της υπό μελέτη περιοχής και τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις για τα είδη που ενδιαιτούν σε αυτή. -Η διαδικασία διαβαθμονόμησης των δεικτών είναι πολύ σημαντική, διότι με αυτήν εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων των δεικτών. Ένα από τα βήματα που πρέπει να ολοκληρωθούν στο άμεσο μέλλον είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας διαβαθμονόμησης (και η επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων της) τόσο μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν στις ‘’Γεωγραφικές Ομάδες Διαβαθμονόμησης’’ τόσο και μεταξύ των ομάδων αυτών. Βέβαια, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διαβαθμονόμηση θα πρέπει οι εθνικές μέθοδοι εκτίμησης των βιολογικών ποιοτικών στοιχείων να είναι ολοκληρωμένες και καλά καθορισμένες, γεγονός που δε συμβαίνει σε όλες τις χώρες, τη δεδομένη χρονική περίοδο. -Από την παρούσα μελέτη, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη των βιοτικών δεικτών εκτίμησης της οικολογικής ποιότητας των παράκτιων και μεταβατικών υδάτων στην Ελλάδα είναι σε πολύ καλό στάδιο, εφόσον έχουν ήδη ολοκληρωθεί ο δείκτης BENTIX (για τα βενθικά μακροασπόνδυλα των παράκτιων υδάτων), ο δείκτης ΕΕΙ (για τα μακρόφυτα των μεταβατικών και παράκτιων υδάτων) και ο δείκτης ISD (για τα βενθικά μακροασπόνδυλα των μεταβατικών υδάτων), ενώ υπό μελέτη βρίσκεται οι δείκτες για την εκτίμηση του φυτοπλαγκτού και των αγγειοσπέρμων. Το ίδιο δεν ισχύει για τις λίμνες, για τις οποίες υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις δεδομένων (γενικά στις Μεσογειακές χώρες καθώς και στην Ελλάδα), οι οποίες δυσχεραίνουν τη διαδικασία εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης. Για την εκτίμηση της κατάστασης των ποταμών στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί δύο δείκτες (HES και STAR_ICM), για τα βενθικά μακροασπόνδυλα), όμως κανένας από τους δύο δεν έχει ορισθεί ως εθνικός δείκτης εκτίμησης. Για την περαιτέρω εφαρμογή της Οδηγίας-Πλαίσιο, προτείνονται από τους ερευνητές για την εκτίμηση της οικολογικής κατάστασης των λιμνών, ότι θα πρέπει να συλλεχθούν περισσότερα δεδομένα με σκοπό την επαλήθευση των πρακαταρκτικών τιμών των παραμέτρων που μετρώνται. Γενικά, υπάρχει σημαντική έλλειψη δεδομένων που σχετίζονται με τα βιολογικά ποιοτικά στοιχεία, τα οποία πρέπει να συλλεχθούν και να επεξεργασθούν προκειμένου να εκτιμηθεί με συνέπεια η οικολογική κατάσταση των λιμνών. Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

467


Συμπερασματικά, τόσο η δημιουργία όσο και η εφαρμογή των βιοτικών δεικτών στην εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των υδάτινων σωμάτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι τα οικοσυστήματα, και κατά συνέπεια οι οργανισμοί που ενδιαιτούν σε αυτά, έχουν ιδιαίτερα εγγενή χαρακτηριστικά και δέχονται ανθρωπογενείς επιδράσεις, ο διαχωρισμός των οποίων δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτος. Για την ανάπτυξη ενός βιοτικού δείκτη απαιτούνται πολύ καλές γνώσεις της ταξινομικής και αυτοοικολογίας των οργανισμών, του τύπου ενδιαιτήματος στην εκτίμηση του οποίου στοχεύει ο δείκτης καθώς και των ιστορικών δεδομένων (η επεξεργασία των οποίων είναι ιδιαίτερα σημαντική) για αυτό τον τύπο. Επιπλέον, απαιτείται ενδελεχής μελέτη του τρόπου δημιουργίας και λειτουργίας άλλων παρόμοιων δεικτών που πιθανώς υπάρχουν. Η εφαρμογή των βιοτικών δεικτών εξελίσσεται ραγδαία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, με έναυσμα τις απαιτήσεις της Οδηγίας – Πλαίσιο. Όμως, ο τρόπος εφαρμογής των δεικτών και των μεθόδων εκτίμησης και κυρίως η ερμηνεία των αποτελεσμάτων απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να παρέχονται έγκυρα αποτελέσματα. Σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση παίζουν, επίσης, και τα φυσικοχημικά και υδρομορφολογικά στοιχεία. Η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα των οικοσυστημάτων, καθώς η σχεδίαση ή μη των κατάλληλων δράσεων αποκατάστασης εξαρτάται άμεσα από την εκτίμηση. Επιπλέον, η λήψη μέτρων αποκατάστασης σε περιοχές όπου δεν είναι στην πραγματικότητα απαραίτητο (εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της οικολογικής κατάστασης) έχει άμεσο αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο. Σταχυολογημένες Πηγές: Ιωαννίδου, 2009 (Μεταπτ., Διατρ., ΕΜΠ, 186σελ., Η χρήση βιοτικών δεικτών στα πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας για τα νερά στην Ελλάδα), Solimini, Cardoso, Heiskanen, 2006 (European Commission, Joint Research Center, Indicators and Methods for the ecological status assessment under the Water Framework Directive- Linkages between chemical and biological quality of surface water), Solimini, Free, Donohue, Irvine, Pusch, Rossaro, Leonard Sandin, Cardoso, 2006 (European Commission. Joint Research Center, Institute for Environment and Sustainability, Using Benthic Macroinvertebrates to Assess Ecological Status of lakes- Current Knowledge and Way Forward to Support WFD implementation), ΕΛΚΕΘΕ, 2006 (Τεχνική Έκθεση ΕΛΚΕΘΕ, 168σελ., Επιμέλεια Π. Παναγιωτίδης, Ν. Σύμπουρα, Κ. Γκρίτζαλης, Β. Τσιαούση, Εφαρμογή στην Ελλάδα της Οδηγίας Πλαίσιο για τα ύδατα 2000/60/ΕΕ- Άσκηση Διαβαθμονόμησης Οικολογικών Κριτηρίων), Illies, 1978 (Limnofauna Europaea. 2nd edn,.Gustav Fischer Verlag, Stuttgart, A checklist of the animals inhabiting European Inland Waters, with account to their distribution and ecology), Hutchinson, 1975 (Limnological Botany. J. Wiley and Sons, New York, NY, A treatise of limnology: Volume III). Εξάλλου, χρησιμοποιήθηκαν και κλασσικές-παραδοσιακές λιμνολογικές πηγές, όπως είναι μεταξύ άλλων των Vollenweider 1968, OECD 1982, Wetzel 1983, HendersonSellers 1984, Thomann and Mueller 1987, Landner and Wahlgren 1988, Stefan,1994, Dinar et al. 1995, Chapra 1997, Carlson 1997, USEPA 2000, Padisak 2006, Willen 2000, κ.ά. ___________

Το εποχικό λιμνίο –ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά λιμνία της Ελλάδας- στο Ομαλό της Σαμαριάς, Κρήτη (photo by Mpouzis)

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

468


Αργυροπελεκάνοι ( by WWF.gr )

Κρυπτοτσικνιάς (http://www.anemourion.blogspot.gr)

Βάθρα στον Καταρράκτη Φόνισσα, Κύθηρα

Γραμμωτή Νεροχελώνα (http://anemourion.blogspot.gr)

(http://www.en.protothema.gr)

Παράκτιο Λιμνίο-Έλος στο Μονοπάτι Ερημίτη Κέρκυρα (http://www.corfu2day.gr)

Η Λούμπα στο οροπέδιο Σωτήρας, Ιθάκη

Η πέρκα των λιμνών, Δοϊράνη

Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

469


Ο Συγγραφέας -Ο Δρ. Θεόδωρος Σ. Κουσουρής, διετέλεσε πάνω από μια δεκαετία Διευθυντής του Ινστιτούτου Εσωτερικών Υδάτων, στο Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), και Δ/ντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ (πρώην ΕΚΘΕ & ΙΩΚΑΕ), αλλά και επιστημονικός σύμβουλος σε Υπουργεία, Περιφέρειες, ΟΤΑ, ΔΕΥΑ, αναπτυξιακές & τεχνικές εταιρίες. Οι σπουδές του συνοψίζονται στα: - Διδακτορικό δίπλωμα στην ‘’Οικολογία & Προστασία του Περιβάλλοντος’’ από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. - Master of Science στους ‘’Πόρους του Περιβάλλοντος’’ (Environmental Resources) από το Salford University, U.K. - Μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ‘’Περιφερειακή Ανάπτυξη’’ από το Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών Επιστημών. - Μεταδιδακτορική ειδίκευση στην υδρο-οικολογία από το Zurich University, Switzerland. - Πτυχιούχος Φυσιογνωσίας και Γεωγραφίας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Αθηνών. - Έχει λάβει μέρος σε εθνικά & ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα ως επιστημονικός υπεύθυνος ή και ως συμμετέχον, αλλά και σε πραγματογνωμοσύνες, σε τεχνικές εκθέσεις και μελέτες σκοπιμότητας, σε ειδικές μελέτες περιβαλλοντικών όρων-επιπτώσεων και ορθολογικής - βιώσιμης διαχείρισης. - Οι επιστημονικές του δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά ξεπερνούν τις 250, όπως και οι συμμετοχές του σε διεθνή και ελληνικά συνέδρια, συμπόσια και σεμινάρια. - Άρθρα του με περιβαλλοντικό προβληματισμό δημοσιεύονται στον ημερήσιο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, σε ιστοχώρους & σε weblogs, ενώ έχει συγγράψει βιβλία με οικολογικό και περιβαλλοντικό περιεχόμενο για το σχολείο, το ελεύθερο εμπόριο και e-books. - Ως επιμορφωτής οι δραστηριότητές του, καλύπτοντας αντικείμενα οικολογικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων, έλαβαν χώρα, μεταξύ των άλλων, σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές Πανεπιστημίων (π.χ., Πάτρας, Αιγαίου, Πολυτεχνείο Κρήτης), στην επιμόρφωση στελεχών της Διοίκησης, νέων επιστημόνων (π.χ., ΤΕΕ, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας & δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στελεχών των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης κ.ά.

****** Θ. Σ., Κουσουρής

-- Οι μικρές Λίμνες στην Ελλάδα --

‘’ εικόνες και περιηγήσεις’’

470


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.