
Ο έρωτας αλλιώς…
Για να κοιμηθείς ο ήλιος χάνει την περιουσία του φτωχαίνει Και σμίγει με την αύρα του ωραίου φεγγαριού.
Κάθετος Χρόνος μηρυκάζει τις ανασφάλειές μας βογκά Και αποστομώνει την επιθυμία.
Πόσο είσαι φωτεινή μέσα σ’ αυτό το εγωιστικό παραμύθι καταλαβαίνω Τώρα που λάλησαν οι πετεινοί και έφτασε η ώρανα σωπάσω.
Διαβάζω τον έρωτα από μιαν άλλη σκοπιά, διαβάζω την καλοσύνεψη Της ξενιτειάς που σε πήρε.
Και είμαι αντιρρησίας κομπορρήμων αφελής Που του πρέπει κι ο θάνατος ακόμα… 24/9/2022
Μην θορυβηθούν οι ενδοξότητες
Των αγαλμάτων, μην
Και στην πλατεία απομείνουν μόνα τους τα ορφανά παιδιά
Και οι πατριδοκάπηλοι ρουφιάνοι
Ας ζητήσουν συγχώρεση από τον ουρανό οι Εφιάλτες Κανείς δεν τους θέλησε δίπλα του Κανείς
Και τώρα εμείς που ανιστόρητοι παραπατούμε
Σε λάθη και αβεβαιότητες εμείς Ζούμε για μια πατρίδα ιδανική που την κεντούν με λόγχη οι δωσίλογοι Νομίζοντας πως κάτι κάνουν…
Ένταση η αφ’ εαυτού..
Ζώντας μέσα στην ένταση των αποχαιρετισμών
Βανδαλίζω την γαλήνη του απογεύματος. Ετούτο το ευθύ ερωτηματικό με χλευάζει Τρεμίζοντας μέσα μου τις ολοκληρώσεις των συμπερασμάτων. Επιφάνεια σε αφάνεια κιίσως Ένας βαθύς συριγμός από φωνήεντα εξανεμισμένα για να σταθούν Στην μετέωρη πλατφόρμα των κατακτημένων εδαφών
Της φαντασίας. Σκοτεινιάζοντας έχω φωταγωγηθεί από απρόσμενηλάμψη Ενός ποιήματος σε διάρκεια. Προσπαθώ τον εαυτό μου. Αντέχω εμένα. Α μοναξιά δωράκια πουμου έδωσες! Πολλά σου χρωστάω!
Αυτό αλήθεια είσαι…
Ένα πουλί ραμφίζει τηνατσιδοσύνη σου
Είσαι άγαλμα πέτρα και πηγμένος Χρόνος
Συγκρατείς απουσία και φωτιά Ίπτασαι στο γαλάζιο
Κι όταν νυχτώνει είσαι αέρας διάτρητος
Σημαίνον Σημείο του Παραμυθιού
Λέγεις και λέγεις
Είσαι η Αφήγηση πίσω από τα πρίσματα των ζωντανών
Ενώ γύρω μας συμβαίνουν μόνο θάνατοι
Εντέλλεσαι να αφομοιώνεις το ανοικτίρμον φεγγάρι
Πατάς επί των στίχων μου Και χάνεσαι μέσα σε ένασκοτάδι μπαρουτοκαπνισμένο…
[άυλη είσαι μάτια μου]…
Άυλη είσαι μάτια μου, ανθεκτική
Σε όλεςτις αγωνίες σου Κινείς τα νήματα της αστραπής
Κι έναφεγγάρι που παιζογελά στην καρδιά σου
Αυξάνει τον πυρετό τωνεκμυστηρεύσεων.
Άυλη είσαι μάτια μου, τριανταφυλλένια!
Ματάκια μου γραμμένα που μοσχοβολάς
πόθου γαρίφαλο
και που σε συναντώ
μόνο σε ονείρων συναπαντήματα, τις στιγμές
που χαμηλώνει ο ουρανός και αγγίζω όλα τα εύοσμα άστρα…
Για να έχεις την γεύση ενός φιλιού
Είσαι ξεδιάντροπο μελτέμι των παθών και συγκλονίζεις
Με πόθους την ευημερία μου.
Ανασαίνω.
Κρύα γαλήνη της ημέρας συγκερασμός
Να μένει ανέπαφο το ακριβό σου το τοπίο.
Σε βλέπω: πας
Γι’ αλλού
ενώ οι σκέψεις που έκανα σιγά σιγά ταλαιπωρούν τον νου μου και εσύ
Απομακρύνεσαι
Προς μία μοναξιά ευτυχισμένη…
Αρχίζω σιωπή και μου προκύπτει φασαρία·
Δυόσμος στα φυλλοκάρδια μου, μέντα σεμνή στις υποσχέσεις Μου· τυμβωρυχώ Και σήπονται τα ανήθικα κορμιά Των ξεστρατισμένων ηδονών· βάλω
Εναντίον ενός κόσμου αήθη· Συναρμολογώ αυταπάτες πριχού κι αυτές με προδώσουνε Μα ευελπιστώ και αντέχω!
Πλεύση των ποιημάτων…
Τούτη είναι μια εφεδρική σχεδία για τον ουρανό: Την απαρτίζουν ποιήματα ευγονικά Και ουτοπικά παραμύθια.
Στην καρίνα της προσδένεται ένα φορτίο αναλαμπής Όπως να ιριδίζει η γλώσσα και να μην χωρά σταλεξιλόγια
Και τα κουπιά της Είναι ψυχέςπου δένονται πάνω απ’ την ίσαλο γραμμή Ενός πλοιάριου που ανταρτεύει!
Μανιφέστο πίσω από ένα σκίρτημα της αθωότητας…
Αψηφώντας αψιμαχίες της πραγματικότητας καικαταφεύγοντας σε αλάνεςτων ονείρων Σκέπασα τα λάθη μου με συμπάθεια κι ιδιωτεύω Σκουπίζοντας δάκρυα μεταμέλειας και πόνουΜε κατέφαγε το ζωντανό μαχαίρι της ζωής, διαμελίστηκα και μένω Σε ένα καλυβάκι μοναξιάς, σαν ιερέας Που σκοτίστηκε απ’ τηναγρύπνια κι έμεινε Μόνος, παντέρημα μόνος-
Πού ανήκω ή ανήκα στο παρελθόν Αλλού από μια χώρα της μελαγχολίας- και ο νους μου Τρέχει σε άγνωστες καταφυγές να βρει μια λύση Που εξηγεί τα πάντα λογικά και ακέραια…-
Αυτόπου έχω τώρα πάντα είχα: Τιποτένιο κι ελάχιστο, μηδενικό Που μου αρκεί και δεν ορθώνει ούτε καν την ματαιοδοξία μου· υπάρχω Όπως η ανάσα μου θέλει: αθώος κάθε μέρα αθωότερος τονίζοντας Του πόθου μου το φως που ιερότητες ζητάει…
Εκτίμησε όσον παράδεισο σου περιγράφω!...
Με ανάποδη φιλοσοφία!....
Φλυαρώκαι συλλέγω οράματα
ανεκπλήρωτα Μια εγκαθίδρυση δικτατορίας των αισθήσεων που παρακμάζουν
Με παραπλανεί Είμαι ο ίδιος που ήμουνα όμως έχω αλλάξει Και ζω αποτραβηγμένος στο κονάκι μου Η Ποίηση με φιλοξένησε μα με ξεσπίτωσε Ουδόλως είμαι κάτι θαυμαστό, λίγο με κόφτει Αν στερεώθηκε καλά η φήμη μου επάνω Στα ακονισμένα μαχαίρια του Χρόνου· να Που εδώ που ακροβατώ η εντολή είναι μία: Ζήσε καημένε μου- όλα ένα ψέμα είναι…
Καταγραφή τω τρόπω που η νύχτα το θέλει…
Πουθενά δεν φτάνω και ας μου αρέσει ο πυρετός μου, Ένας οργασμός από φωνήεντα βοά στας φρένας μου, Τι εκπροσωπώ άλλο από μια συλλαβή; Εγγράφονται μέσα μου τεκμήρια αθωότητας προ των πάντων που είπα ή και θα πω-
Ελληνικά ψηφία με έδωσαν και με στιγμάτισαν, Α καρπερή Θεσσαλονίκη πάνω μου πόσα κατέγραψες!
Διακλαδίζονται οι σκέψεις μου μες το αιώνιο περιβόλι Της αυταπάτης που σε μια μυθολογία προέτρεψε-
Φέρε μου τα δώρα της νύχτας εσύ ερωτευμένο κορίτσι! Άκουσα πίσω από στίχους κείνα τα ωραία τραγούδια που μου είπε κάποτε ο ουρανός, Ξύνω την τόλμη ξύνω το μολύβι μου Το ηδονικό!
Θεσσαλονίκη 1/10/2022
Εκμυστήρευση…
Πίσω απ’ τα σώματα των ανθισμένων ιδεών
Υπάρχει μια άφραστη λευκότητα ένας καημός
Που δονεί τους πάντες.
Ξημερώνει γλυκά και αέρινα.
Οι φρυκτωρίες μου εξαφανίζονται.
Γαυγίζω σαν σκύλος που θέλει να φοβίσει κάποιον.
Πιο πολύ από όλους εγώ μάλλον φοβάμαι..
Καλημερίζω την νεότητα!
Θεσσαλονίκη 2/10/2022
Ραντεβού…
Υποψιασμένα τα σκηνικά των κήπων κρατούν τα ρόδα στην αγκάλη τους. Φυσάει ένας αέρας κρυερός. Μπατσίζει τις λεμονιές. Ξινό φωνήεν του μεσημεριού εξέχει από τις μυρσίνες. Δέομαι να υπάρχω απέριττα λευκός. Με φιλοξενούν οι πόθοι. Το κορίτσι κοιμάται με το παράθυρο ανοικτό. Το φεγγάρι την χαϊδεύει και γελά. Όλες οι ηδονές επάνω στο κορμί της. Σαν ένα μπουκέτο οι μέρες έρχονταιΝέα εβδομάδα. Ενορχηστρώνω ουτοπίες τετρασύλλαβες. Υπάρχω!
Θεσσαλονίκη 2/10/2022
Στίγμα του εαυτού…
Τίποτα δεν είναι χειρότερο από ένα μήλο της έριδοςΠερπατώ μέσα σε άγουρες φιλοσοφίες, Η πόλη γύρω μου χλιμιντρά Σαν ένα άλογο πια γερασμένο· Σκαρφαλώνω υπεροψίες για να βγω κι εγώ αληθινά ‘’κάπου’’, Ο αιώνας κακοφόρμισε, Για κανέναν δεν υπάρχει συγχώρεση, Ο λιλιπούτιος εγώ καμώνομαι πως είμαι κάποιοςΕνώ γελώ κι ο ίδιος με Την αφεντομουτσινάρα μου!
Οριζοντίωση…
Μετακινώ ένα φορτίο ουρανού Ζεύομαι την μελαγχολία προσπαθώ να αντέχω· Τι προσφέρει η νύχτα εκτός από τα λαύρα φεγγάρια της; Είναι η μεθοδολογία των ονείρων να επιφορτίζουν τους εραστές τους με βάσανα·
αλφαδιάζω μια γαλήνη ανισόρροπη εκτιμώ μια Ποίηση που ξενίζει· ξύνω ομηρικές πληγές που όλο ματώνουν…
Αντίκρισμα των αισθήσεων…
Ταπεινά έχω δάχτυλα και ψαύουν την λέξη την αληθινή· Σμίγει στην αφή μου ο Χρόνος κι ο πόνος Πανικοβάλλονται οι αισθήσεις μου Βάφονται με πορφύρα ακαμάτου Αναζητητή Κι όπως μυσταγωγούμαι κάτω απ’ την βαριά ελιά Ένα κοτσύφι που τσιμπολογά μες την γαλήνη του θανάτου Ιερουργεί ραμφίζοντας με μια φιλοσοφία του συρμού.. Καθ’ όλα αθάνατο…
Σκοτεινή δύναμη της πέτρας μέσα στο φωτεινό πρωινό Και ανεπίσημη υποψία ότι όλα εξουσιάζονται Από τον παντεπόπτη ήλιο· Μπήκε με φούρια ο Οκτώβριος Νομοθέτησε πάνω στην ώριμη αγρύπνια μου κι η κούρασή μου Φούντωσε, δεν έσβησε· Μόνο τα όνειρά μου έδειξαν μια συντριβή Μπροστά στο άγαλμα μιας ακαθόριστης ελευθερίας…
Ο ύπνος ο δίκαιος των ποιητών…
Οι ποιητές κοιμόνται σαν ναυαγισμένα πλοία Που όργωσαν ατλαντικούς και μεσόγειο.
Ακούς που περπατούν την νύχτα Κάτω απ’ το φεγγάρι στην άκρη του κοιμητηρίου Καπνίζοντας την πίπα τους και μουρμουρίζοντας Ακατάληπτα λόγια- σαν Να τα βάζουνε με τον Θεό. Οι ποιητές ασχημονούν μονάχα απέναντι στο σκοτάδι Βρίζουν και νευριάζουνε πολύΓιατί μία ζωή αυτοί Μόνο το φως αγάπησαν και λάτρεψαν…
Αφανισμός λόγω των Ιδεών…
Συμβάλει ο θάνατος στα λυρικά παραμύθια μας, συμβάλει· Τα ποιήματα ζουν με πολλά προσωπεία και δίχα ανταποκρίνονται στα ειωθότα Δοξάζουμε την θνητότητά μας έχουμε ρίζες βαθιές εκεί· Ανταμειβόμαστε με μια κακία που ανταποδίδουμε ο εις στον άλλοΔιασκεδάζουμε να είμαστε οι τιποτένιοι. Γελώ με την αυγή των ρόδων Η ζωή είναι μια σύντομη παρένθεση·
Κατασκοπεύω την γεμάτη νύχτα, Σκιές πάνε και έρχονται κατόπιν του θανάτου Καρφώνεται το άπονο μαχαίρι στο κορμί που ποτέ του δεν έφταιξε· Παντού απλουστεύσεις έξω από του ουρανού την πόρτα, Παντού ένα λιβάνι που περίσσεψε. Όσο το προσπαθώ τόσο δεν με μαθαίνω· Καταλήγω να τρώω βουλιμικά τα ψηφία μουΜάλλον ζω κρίσιμα για να με αφανίσουν οι Ιδέες!
Υπογράφεις σ’ ένα κοχύλι μια θέση του έρωτα για να πονώ! Τρεμίζουν γύρω σου οι αβρές πεταλούδες. Τεμπέλικο φως ρέει πάνω στα βλέφαρά σου αφήνοντας Το ‘’αιώνιο’’ να αντιστέκεται μέσα σε κάθε μύθο που σε έχει.
Μιλώ για να με καίει ένα δάκρυ. Δακρύζω Για να μιλώ. Οι στίχοι μου Είναι ένα καταφύγιο του πικραμένου!
Όλο μου υπενθυμίζουν οι σιωπές μου ότι συνεργώ
σε ποιητικό χάος! Κάπου συμβάλλω στο ‘’άφραστο’’!
Νιώθω την περιδίνηση βρίσκονται όλα σε τροπή προς τον μηδενισμό τους. Κάθε βράδυ κάθομαι στο μπαλκόνι μου και σκέφτομαι. Δεν έχω όπλα δεν έχω απόφαση- έχω μόνο επιθυμία μην σφάλλω. Το ατσάλι ενός μαχαιριού στριφογυρίζει στα σπλάχνα μου. Ως και το αίμα μου πονάει!
Μια όραση που δράμει πάνω σε ακμαία λιβάδια
οχτωβριάτικα. Στροβιλίζονται στίχοι και στίχοι και πλημμύρισε η πεδιάδα
Από φωνούλες των αμνών που ασώτεψαν. Μία διάθεση πάθους εφορμά πίσω απ’ την γαλήνη του απογεύματος.
Πολλαπλασιάζει την υγεία. Κι όλο αυτό το οπλοστάσιο των δυνατών συγκινήσεων αποτυπώνεται Στο ποίημα· κι αδύνατον ποτέ να μεταγλωττιστεί…
Ανυπόστατες παρουσίες κάνουν το απρόσμενο πιο κοντινό.
Μπορεί ένα μεταφυσικό αεράκι να ζωοποιεί τον πόθο σου και να τον διατρανώνει.
Δροσερεύει η μέρα- βαίνει καλό φθινόπωρο. Ο ήλιος λάμπει με αρχαία ευωδιά. Η πραγματικότητα ραγίζεται σαν για να μην μπορούμε να την εξηγήσουμε. Με δύσκολα διλλήματα πάμε και καμία ελπίδα.
Δικαιώνουμε τους απωθημένους μας εαυτούς. Έχουμε μια καταγωγή από αντιφάσεις!
Δραστήρια φιλοσοφία…
Ο κάκοσμος καιρός και οι επιβουλές του· Σκαθάρια μπελαλίδικα διαιρούν την νύχτα σε ακραιφνή τιμάρια, Μια μπουγάδα συλλαβών ξεπλένει το ποίημα από τις παρομοιώσεις του, Παραπαίουμε μέσα σε τραγική γαλήνη, Είμαστε ράκη. Δεν ξέρω γιατί θρηνώ αλλά αυτά που αποποιούμαι με κυνηγούν Σαν ένα αποκηρυγμένο ποίημα στο συρτάρι. Με την αυγή αισθάνομαι ένοχος για καθετί. Ανατέλλω μέσα σε μια φιλοσοφία αποφασισμένη Να κινητοποιήσει μάζες του ντουνιά Ενάντια σε μια κακόβουλη αναισθησία…
Νυχτερινό τοπίο της ψυχής και του ουρανού…
Αποθηκεύονται καρποί του νου και η νύχτα είναι καλά αποφασισμένη· Σύνολο όλων των θαυμάτων μια κατάφαση· Ψύχρανε λίγο, οι συγγενείς μου άνεμοι αλωνίζουνε τις γειτονιές
Διαλαλώ μιαν ιστορία αισιοδοξίας και ποιώ θεό από το τίποτα- έτσι λογιάζω· Φθινόπωρο ως το τραυματισμένο ισχίο μου, με θόρυβο από ηλιοβασίλεμα που καθαιρείται, Παραλογίζεται η σελήνη, καταλήγει σε ύφος ειρωνικόΕνώ κάτι φαιδρά κουδουνάκια κρεμασμένα σε λαιμούς των προβάτων Διαμηνύουν μια παρουσία αθώα έτοιμη να κατασπαραχθεί…
Η ποιητική μου διόπτρα..
Στους ήχους αποτυπώνεται η ποίηση
σαν ένα λιοντάρι θεότρελο·
Ζω με αταξίες και αποστηθίζω ηλιακό παλμό·
Εικοσιτετράωρα που η όρασή μου αλητεύει
Πάνω στα αχτένιστα λιβάδια τα φιλέρημα·
Εκείνη η σιωπή που σχηματίζει ωραία τα τοπία εκείνη η θερμή Σχέση της προσευχής με τον θεό τυπώνω όλες τις πολύτιμες
Εντυπώσεις, εξαίσια με θεραπεύει η γεωμετρία των δασών Και μια δροσιά βελουδένια μαστίζει τον εσμό των φυλλωμάτων, θαλερά Που τρεμίζουν στο λιανό αεράκι, Δοξάζονται οι κατακτήσεις Της ηλιαχτίδας Δοξάζονται οι πλουραλισμοί
Της αλήθειας μου, Ακούγονται γύρω μου τα παλαμάκια των δέντρωνΑνασαίνω βαθιά· Ασύστολος, Ζώντας σαν ένα ανέγγιχτο θηρίο που δεν ημερώνει! 6/10/2022
Μαρτυρία…
Για να περιφέρομαι στις γειτονιές
Λησμονώντας, αφαιρούμαι και θαυμάζω Τα παιχνίδια των παιδιών πολλά συνέτρεξαν.
Α ξαφνικέ αέρα, γυμνωμένε από κάθε στολίδι, Μεταμορφώνεσαι σε κάτι πάντα ελάχιστο Που κανονιοβολεί και την αυγή σπρώχνει
Στον γκρεμό του φωτός!
Διευθύνω μια ουτοπία που ξενίζει.
Βλέπω το ημερινό φεγγάρι που δεν ξόφλησε Κανένα χρέος του νυχτερινό.
Και με μια ατημέλητη ενδυμασία Ξυπόλητος πλάι στο κύμα περπατώ Ανήκοντας σε μια θρησκεία ξεθυμασμένη…
Ξανασκέφτομαι ρόδα και καταλήγω σε λεπτομέρειες περιφραστικές. Το φθινόπωρο ζεύεται ηδονές και φουσκώνει τις κοιλιές των δέντρων. Χειρίζομαι το μηδενικό και με συναντούν οι γκαστρωμένοι αριθμοί. Υπόκειμαι σε μια εθελουσία παιδωμή που σκληραγώγησε κι αυτές τις ελπίδες μου. Όσο μαρτυρώ στον πόνο τόσο καταλήγω να με παραστέκονται οι στίχοι που σαφώς μου διέφυγαν..
Στάθμη του εαυτού που παραπαίει…
Ταξιδεύει βράχος στα ρηχά και στα χαμηλά
Της ερήμου και
Άοκνο άλογο οριοθετεί στον αέρα Για να ορίσει επικράτεια
Τούτα που σκέφτομαι μια εναντίωση έχουν Στα κατεστημένα
Υπνώνω αλλά δεν υπνώνω, κατέρχομαι Σε σκοτεινά όνειρα, ιδρώνω
Γεννιέμαι από ετοιμοπόλεμο φως και παρίσταμαι σε αγκύλες του αισιόδοξου ουρανού·
Το λεξιλόγιο διασκεδάζει επάνω μου με όμορφες παραδοξότητες·
Λήγω την ουτοπία και τον πυρετό της
Ρεύομαι λέξεις που κατέφαγα για να με καταπιούνε·
Αφήνω κατά μέρος την κομψότητα- ας είμαι ειλικρινής!
Τι ιδεαλιστή φιλοξενώ ο έρμος μόνο εγώ το ξέρω! 7/10/2022 Αθήνα
Πριν καρφώσει η θύελλα την αυγή
Ένα άγουρο χελιδόνι πέταξε κατά τον Νοτιά.
Η κοπέλα χάλασε τον ύπνο της από την αγωνία.
Ράγισε η θάλασσα.
Ο γέρο Ποσειδώνας μούγκρισε αναμερίζοντας τα κύματα.
Δεν μας ξημέρωσε καλά. Φοβηθήκαμε.
Μελαγχολία κρυμμένη μέσα μας και τσακίρ κέφι του αιώνα…
Μέσα στην βουλιαγμένη νεότητα ο Χρόνος ηχεί σαν χαλασμένο ακορντεόν.
Τρίζουνε τα πλακάκια. Επάνω τους χορεύουν άτσαλοι ξενύχτηδες. Κάπου στην μακρινή Κομοτηνή, Μια ψύχρα εισβάλει μες το μαγαζί. Μυρίζει αλκοόλ και ώριμο μεράκι. Η αθυροστομία πάει κι έρχεται. Έξω συννέφιασε θα βρέξει. Μπουκιά μπουκιά σερβίρεται η νύχτα. Έτσι όπως προχώρησε θα συναντήσει την αυγή Σαν μία μάγισσα που όλο τον κόσμο θέλει να αλλάξει…
Μασώ στραγάλια μασώ την θλίψη μου
Απόψε που κοιμήθηκε η σελήνη στα νερά Ξεμάκρυνες κι εσύ, είσαι μια οπτασία
Ένα αποδημητικό πουλί που πια δεν μας ζυγώνει..
Η εστία μας…
Ασυμμετρία των βουνών και λέξεις ατμός μες το γαλάζιοΤα σύννεφα σχίζονται σε υπόλευκα κορδελάκια
Έχουν μια αρχαιότητα επική όλα αυτά
Κάτωτους αμπελώνες μακριά ως την θάλασσα
Και δίχτυ καθαρό του ήλιου
Διαφάνεια παντού των πραγμάτων
Μια παραλίγο συλλαβή
Που θα πω μα δεν είπα βασανίζει τον σπίνο και τον κορυδαλλό Πεταλουδίζοντας μες την μαγεία ενός ανεξακρίβωτου μύθου-
Χτίσαμε σε αυτές τις ακτές σουλουπωθήκαμε Κάναμε οικογένειες και σπιτικά σπουδάσαμε Να ακούμε την σιωπή την μοναξιά και την γαλήνηΟ θεός μας επέβλεπε Ήξερε πάντα τα ίχνη μας, την ανισόρροπή μας προσαρμογή Σε κείνο που ποτέ δεν καταλάβαμε αλλά ακολουθούμε…
Το γεγονός της αθωότητας…
Η νύχτα αναβοσβήνει τα άστρα της Έντιμος είναι ο έρωτας και μας πολιορκεί
Στήθος με στήθος ανασαίνουμε ο χρόνος είναι φυγάς Μεταμορφώνεται και εξαφανίζεται πίσω από προφάσεις.
Ρολόγια που μετρούν την απουσία
Ρολόγια οκνά τροφοδοτούν μια φιλολογία του Τίποτα Χτίζω σε ζοφερά χαλάσματα Ερεθίζω τις λέξεις. Βραδιάζει και θρησκεύω πίσω από αραχνιασμένες μονοκατοικίες Δεν αποκαρδιώνομαι πρέπει να επιμείνω Σ’ αυτό το ‘’κάτι’’ που με κάνει αθώο Αθωότερο από πέτρα αθωότερο από φωτιά Να μπλοφάρω συρρικνώνοντας την πιο απίθανη έκπληξη…
Της αγίας Πελαγίας…
Να ονειροπολείς- ουδέν κακό·
Αφήνοντας την Τήνο να μπολιάζει το αίμα σου και να σε παροτρύνουν
Οράματα ή κάπου αλλού, μες την αρχαία Ρώμη
Τα πάντα σου να σκιάξουνε τον Διοκλητιανό
Και τον καλό του γιό να χάσει Αμετάκλητα.
Μπα, δεν θα θυσιάσεις σε είδωλα·
Τώρα που πια είσαι εμπνευσμένη αλλιώς Και θα σε κάψει μέσα στην κοιλιά του χάλκινου βοδιού- θα μαρτυρήσεις Αφήνοντας την τρυφερή ψυχούλα σου να περιφέρεται
Στους ουρανούς του ελέους! Και όπως σε ‘’συνδέω’’ με την μακρινή μου θειά Της μάνας μου την αδερφή, στον Καναδά που έζησε Δεν ξέρω ποια απ’ όλες είσαι… Μήπως κάπου εγώ τα μπέρδεψα Και τροφοδότησα τον μύθο και την ιστορία με του νου μου τις καταγραφές Σαν ποιητής στην μεταφυσική του αγρύπνια;…
Ερωτικό παλιάς κοπής…
Λήγει το θάρρος μου, γλιτώνω από τα δόκανα του φεγγαριού
Αλλά στην αγκαλιά σου που έρχομαι Ο έρωτας αυξάνεται και καίει Κι αυτή η λαβίδα που τσιμπά το φεγγάρι Με πιάνει απροετοίμαστο· θλίβομαι
Μόνος και με μοναξιά που υπερκεράσει Όσα η νύχτα μου επεφύλαξε· Ζω ποδοπατημένος από άτσαλο ουρανό…
Η μπαλαρίνα των ανέμων…
Έλα να ξενυχτήσουμε απόψε, έλα να πιούμε φωτιάΣτον χορό αναθεματίζονται όλα Τα μιαρά και απομένει ένα φως παραδείσου· Ξέρω που δεν ξέρεις να σε υπερασπίζεσαι Άσε να το κάνω εγώ αυτό, να πω για την καλή καρδιά σου Και τον έρωτα που εμπνέεις σε όλους μας· Είσαι μια φωτεινή ραγάδα στου ουρανού την κοιλιά, Αφήνεσαι μες την πραγματικότητα μην έχεις βάρος· Και όλη σε όλα σε διεκδικώ εγώ!
Τον έρωτά σου ερμηνεύω…
Από το πρόσωπο ανασταίνεται το πρόσωπο και ευθύς εξ αρχής
συρράπτεται για να τεκμηριώσει την αξία της η Δημιουργία.
Φτερά αγγέλων που εξέχουν στα κλειστά
δωμάτια του υποψιασμού
αφήνουν το συμπέρασμα να σφάλλει. Τι είσαι άλλο από μια αντίθεση που κλαίει αντιφατικά; Ξημέρωσε επικά, έμεινε πίσω μας η νύχτα και ο έρωτας. Στον καθαρό ουρανό εμμένει ένα ημερινό φεγγάρι. Εσύ υπερασπίζεσαι βιολιά που δεν σταμάτησαν να πλοηγούνε. Και είσαι ένα άκλιτο γραμματικό στοιχείο που εκβάλλει απ’ τα λεξιλόγια και μας εκπλήσσει…
Τοπίο των ημερών…
Λάμποντας το αίμα κουρελιάζει τα σκαλοπάτια του θανάτου, Το μαχαίρι επαίρεται σαλεμένο, Ο νους δεν είναι νους είναι ένα μίσος αχνιστό, Το νοικοκυριό της ελπίδας ξεχαρβαλώθηκε·
Στο άσπρο πουκάμισο μιλά λαχανιασμένος ο λεκές μίας πληγής, Για ποια κακία ετελέσθηκαν όλα αυτά; Συστρέφονται και πονούν κι άλλο οι πόνοι, Όλη η μέρα σήμερα είναι μια νόσος.
Διαρκώς οι λυρικές μου ψυχές λιγοστεύουν, Η λογική φυσά ξαναφυσά μες το μυαλό μου Λίγα μ’ ακολουθούνε πια κι εγώ λιγότερα ακολουθάω, Ένα παράλογο θάρρος είναι ξανά η μόνη Αλήθεια.
Α σκιά της νύχτας που ξεπλύθηκες στο άσπρο φεγγάρι! Σωροί οι αποθαμένοι σωροί εκείνοι που συνέχεια κοιμούνται, Οι σκύλοι αλυχτούν, θριαμβεύει ένας αιμοδιψής δικτάτοραςΠάντα ένας δικτάτορας θριαμβεύει στις μέρες μας…
Στερεώνει πέτρες ο ήλιος πάνω στην γέρικη πλάτη Του βουνού φυσάει ένας κρυερός αέρας Τα θαύματα όλα υπήρξαν· τώρα ένα πεπραγμένο φως Συμπεραίνει έκπληξη και σιωπή· Αρίθμηση πάνω απ’ όλα: Ένα το ακόνι που σπιθίζει και την λάμα του ήλιου κάνει κοφτερή, Δύο το αγριολούλουδο που σαν λικνίζεται απ΄ όλα λευτερωμένο, κάνει τον κόσμο να ανασαίνει βαθιά, Τρία η ξαφνική πεταλούδα, σαν ενστικτώδικο μωρό Που παίζει πάθη μέσα στην καρδιά μουΑναγνώθω την ζωή στις εκφάνσεις της όλες…
Το εμόν σόν…
Σμιλεύω τον ακμαίο βράχο μου Της μελαγχολίας. Ζηλεύω την σιωπή που πριονίζει των ερώτων μου τις οδύνες. Να η απρόσμενη αμαρτία μου: θέλω Να καλουπώσω τον κόσμο ‘’για πάρτη σου’’. Ο Χρόνος είναι ο ανθεκτικός μέντοράς μου. (τον αλητήριο, πολύ τον σιχαίνομαι!)
Για την Αλήθεια μου τίποτα πιο σημαντικό από Δυο πεταλούδες που μπερδεύονται Μες τον ανοιξιάτικο ήσυχο αέρα
Χαίρεται ο Θεός με τα καμώματα Ενός πράου κουταβιού που παίζει με Ένα καπέλο ξεχασμένο·
Καλή που είναι η ζωή αν θα την δεις απ’ την ανάποδη Σαν μίας μέλισσας η ευτυχία που δεν διαρκεί πολύ και γύρω της Όλη η Φύση ανθισμένη την καλεί να έρθει προς τον θάνατο!
Μεταγλωττίζω όσα όνειρα μπορώ μήπως και κάποτε μπορέσουμε Να ζήσουμε ευτυχισμένοι παρακάμπτοντας όσους εγωισμούς μας πήγαν Σ’ ένα χαντάκι ολέθρου οικουμενικού…
Σπουδαίο είναι να αποσπούμε απ’ την λύπη μας Υποσχέσεις Χαράς!
Αλλιώτικη αυτογνωσία…
Γλιστρά στα χαμηλά η μελαγχολία μας
Όλα τα πράγματα σε μία διαδικασία να αφαιρεθούνε
Να όμως που ό,τι αγαπούμε, πιο πολύ αντιστέκεται Και παραμένει χρωματιστό μες τους αιθέρες·
Όλα σε μια θεσπέσια ιερουργία Η ύλη αιχμάλωτη στα ταπεινά, όπως πάντα Μα ο νους και η ψυχή (εάν κι αυτή αλήθεια υπάρχει…) Πετούν στα ψηλά, δεν λογαριάζουν Κόπο και πάθος, ζητούν τον Έρωτα τον Μέγα Πίσω απ’ τα αισχρά τερτίπια της πραγματικότητας·
Θέλω να πω πως σκαρφαλώνουμε εκεί που κι ο καθένας μας δεν το αντέχει Φτωχοί και εύθρυπτοι, έτοιμοι να διαλυθούμε Αφήνοντας ξοπίσω μας τον τολμηρότερό μας ιδεαλισμό Και μια ρανίδα αίμα για να μαρτυρά ότι υπερβάλαμε…
Αόρατη δαπάνη…
Μες τον αέρα γράφουν οι οράσεις διάρκεια και συνδιαλλαγή·
Μια όμορφη κοπέλα περνά κρατώντας ένα καναρίνι Διαβάζω κάτι ποιήματα παλιά· Δεν είμαι νικητής πουθενά πια- ούτε ελέφας·
Αρχίζω κάτι που τελείωσε εχτές, Μπερδεύω τον χρόνο, Μιλώ ή δεν μιλώ: ένα και το αυτόΚαλύτερα λοιπόν να σωπαίνω Οι μέρες καρφιτσώνουν επάνω μου κάθε οξείδωση που συσσωρεύουν· Ζω εντάσσοντας ψηλά τις χαμηλές θρησκείες· Ανασαίνω μηχανικά σαν για να επιτελέσω μια θυσία του εαυτού που γίνεται αόρατη δαπάνη..
Κάθετα το σκοτάδι εμβολίζει τις σκιές. Η Τρίτη έχει μια εύοσμη κατάληξη. Εβδομαδιαία πάθη συγκεντρώνουν μια νύχτα πάνω στον ακρογωνιαίο σκοπό της. Οξύτονες αυγές διαμελίζουν το πρωί το σώμα ενός Διόνυσου που ολημερίς βακχεύει. Θα προτιμήσω θάνατο από μία παράδοση που θα βολεύει τους κρατούντες. Γεννήθηκα για να αντιλέγω μάλλον σε όλα σας τα ‘’εγώ’’
Υπερβαίνω τα πάθη μου και τα υπερθετικά
εικοσιτετράωρα Περατώνω τις συμβουλές του φεγγαριούΕπάνω μου εγγράφεται μια πόρπη ελπίδα Και ο χιτώνας μου ανεμίζει στο δραστήριο φθινόπωροΚοιμάμαι και ξυπνώ στην ήσυχη αυλή του κόσμου Με παραστέκεται ένας ντελικάτος αέρας
Θεόρατος Ιερουργός Ανεξαγόραστος…
Θανούντος και απόντος… Κοιτώ στο ‘’άδυτο’’ αλλά βαθύς και απροσπέλαστος ο ουρανός, Κάτι μαστίζει την αναπνοή μου, Παλεύω να πω κεια που δεν λέγονται, χρωματίζω Την φωνή και στο κέντρο μιας ελπίδας Ζεματίζομαι, εγώ ο τσαλαπατημένος πετεινός, όσα παρέκαμψα Με συναντούν εντός μου- όπως να μου αρνείται η ζωή τα διαπιστευτήρια, Κοίτα όμως που όσο κι αν χανόμαστε Μοιραίο είναι να ξαναβρεθούμε- βαρέθηκα τις τόσες αντιφάσεις! Ζητώ μια λαίλαπα φωτός να με κατατροπώσει Να αφήσει τα κομμάτια μου πάνω στην άσφαλτο Κανείς να μην μ’ αναγνωρίσει· και να ‘ρθει το πρωινό Σαρωτικό επάνω μου και με μια δύναμη Παροιμιώδη..
Εικόνα του τοπίου και της ανάμνησης..
Κρεμώ τα ποιήματα στα κλωνάρια των δέντρωνΣαν σκουλαρίκια ευφάνταστα·
Όλα με μία διαλεκτική που σπιθίζει Ανάβοντας την εσώτατη πυρκαγιά του κόσμου·
Ένα γέλιο πηγαίο, θεραπευτικό Κελαρύζει από τα τρίσβαθα των σωμάτων των δέντρων·
Τα φύλλα ναρκισσεύονται και θροΐζουν με ευχαριστημένη ανάμνηση·
Ο θεός κάπου εκεί Αναπαύεται και ζει μια γαλήνη μεθοδική που καλμάρει την αναστάτωση των νερών·
Παρασέρνει ο χείμαρρος τον νου μου και την αγρύπνια…
Τρομάρα μου!...
Πρόλαβα το φαρδύ φωνήεν του ήλιου να λαχπατά πάνω στα έρημα χωράφια, Ήμουν συνεσταλμένος, ήμουν ρίζα του φόβου, ήμουν καλός Που δεν σκέφτηκε ποτέ του την ανομία· Εξαίσια μηδενικός, βγαλμένος απ’ το Πουθενά, υπήρξα Ένας απλός ποιητάρης που γέμισε τα πνευμόνια του αέρα και Φύσηξε πάνω στον φαρδύ τον κάμπο της προσήλωσης έχοντας στο μυαλό του να αριστοκρατέψει…
Ζωγραφική..
Μεσημέρι ηλιόλουστο Βράχος πρησμένος και οι πικροδάφνες Γύρω του Που τον στεφάνωσανΧέρι που δείχνει προς τον ουρανό Εγκόλπιο ζωντανό που της καρδιάς λέει το πάθος Πουλί που τιτιβίζει τρισχαρούμενοΌλα τα ποιήματα εξακολουθώ να τα μαθαίνω Θνητός που έχει μέσα του πολλούς θεούς, Μαρτύριο φωτόδοξο λάμψη στην λάμψη Η ψυχή όλον τον κόσμο επλημύρισε, άνοιξε διάπλατα τους ουρανούς!
Σαν μία απρόσμενη διαθήκη…
Αν η γη έχει την ταπεινή έκβαση του αφανισμού της Πατάω γκάζι, με απόφαση, στους λεπτοδείκτες Για να επιταχύνω τα απόλυτα θάρρη-
Αυτό το διακύβευμα να δραπετεύω Από το ‘’απόλυτο’’ λες με σκουντά Προς μια μελαγχολία βεβαιωμένη-
Αλλά σερβίρω την ευαισθησία μου στο πιάτο Κηρύττω μια ιδιοκτησία ολωνών Μοιράζω το αφράτο παντεσπάνι της ψυχής μου…
Φυγόπονος ο αστερισμός και πέμπει φως ασπιδοφόρο.
Η νύχτα καλά κύλησε
σκοτάδια με γαλαρίες με οδήγησαν σε απρόσμενα δωμάτια
Του ουρανού ένας πηχτός αέρας σάλεψε
Τις σελίδες μου· και μια φανταστική
Πόλη με φιλοξένησε· ήμουν ο ίδιος
Εγώ που πάντα λείπω…
Έντομα…
Αιώνια έντομα
Που λαμπρύνθηκαν μέσα στους αιώνες Μεταλλαγμένα σε αιχμηρά Στόματα που δάκνουν Αχόρταγα μες το φθινόπωρο
Και αδηφάγα μέσα στον χειμώνα Άοκνα πονηρά Ορμούν εναντίον της ακμάζουσας ύλης Και πίνουν αχόρταγα. Χιλιάδες μυριάδες Την άνοιξη το καλοκαίρι Ζητούν τον κόκκινο ζωμό Κολασμένα. Κι όταν φτάνουν στον θάνατο Φτύνουν μια γουλιά αίμα Δείχνοντας την αηδία τους Για κείνο που κατείχαν Λες και το ξέρουν ότι όλα είναι ένα Τίποτα Αναθεματισμένο!
Όπου σε είδα…
Για να σφύζει από ζωή ο διάχυτος αέρας του παραδείσου Έσμιξα τα φωνήεντά σου με τα όμορφα κεφάλια της γαρουφαλλιάς και βγήκε Αποτέλεσμα θεϊκό!
Φάνηκες ανάμεσα στα σύννεφα. Καθόλου απούσα. Μου ένευσες να μείνω μακριά. Τόσο ο θάνατος σε είχε πάρει. Και έμεινα να σε κοιτάζω εκστατικός, εκεί που άλλοτε, έξω απ’ τον κήπο Μιλούσαμε για όνειρα και για πραγματικότητες των δυο μας που
Δεν ισχύουν πια! Ζήσε στην καληνύχτα μου! Ζήσε!
Έμεινα πιστός στο χρώμα στην καθαρή συνείδηση στην ευθυκρισία. Μπουκώθηκα αέρα του όρθρου και φουσκώσανε τα μάγουλά μου. Νύσταξα
Ανάμεσα στις ευωδιές. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου Χόρεψα κάτω από τις αψίδες Της ακακίας, κοίταξα τον γέρικο πλάτανο. Μελαγχόλησα σε μια βροχερή Παρασκευή, έζησα το ορθόδοξο μυστήριο του θανάτου, παραδέχτηκα Τις αξίες. Τώρα μιλώ αποστηθίζοντας αλλιώτικα θαύματα. Αντέχω!
Ψυχολογία φθινοπώρου..
Αδιαίρετος ύπνος αδιαίρετος θάνατοςΤο πρωί το πουλί τιτιβίζει χαρούμενο πάνω από την τζαμαρία σου, Μία μυσταγωγία του φεγγαριού καταλήγει τρανταχτή ιερότητα, Οι δρόμοι που πήραμε και οι δρόμοι που αφήσαμε- μία παράξενη πορεία Συλλαβίζουμε ύψη αλλά ο νους πολλές φορές έρπει στα ταπεινά, Επαναλαμβάνω τον έρωτα και μέσα σε όλους τους καθρέφτες με ακολουθείς εσύ, Γινομένη από φως και τα πάθη που ποτέ δεν απέρριψες Τι ωραία η αιωνιότητα καταλαβαίνω να μας σκηνοθετεί! Όλα συμβαίνουν για να μην συμβαίνει τίποτα, όλα Στερούνται αιτιοκρατίας μα πληθυντικά μας κατακλύζουνε Αφήνοντάς μας έρμαιους με τον εγωισμό μας. Ζεις την ζωή σου με αγώνα τρανταχτό ανασταίνεσαι
Κάτω από την ευλογία των άστρων, κατέχεις μια λευκότητα ηλιόλουστη Και επικοινωνείς με τα πράγματα προσδίδοντάς τους αξία, κι ενώ Τα φύλλα των δέντρων πέφτουνε στον φθινοπωριάτικο χαμό τους Σαν όστρακα που θα εξοστρακίσουν την μελαγχολία σου ή κιόλας Πιο δυνατή θα σου την επιστρέψουν…
Αθήνα 15/10/2022
Αυτοκαταδικαστικόν…
Βροχερή μέρα μαραζωμένη. Συμπίπτουν μελαγχολίες και οι κακές διαθέσεις
Μπαρούτι σπέρνουν στον αέρα. Τι ψυχανεμίζομαι Που είναι παρουσία ολοκαυτώματος, τι εθελοθυσία Προκύπτει προ του ποιήματος και καθ’ όλην
Την διάρκεια; Α έτσι Που ερευνώ τον έσω κόσμο μου Ο έξω κόσμος διαρκώς με απορρίπτει…
Αφήγηση όταν οι αφηγήσεις πουθενά δεν πάνε…
Κοίτα διαίρεση κατόπιν της ευθύτητας των δέντρων και Μια ξαφνική βροχούλα που τον κόσμο ζωντάνεψε· Ο Αγαμέμνονας κάπου παραφυλάει να ζήσει νίκες που προσθέτουνε μυστήριο· Ξερολιθιές έξω απ ’την Τροία, άμπωτη και παλίρροια που συναρπάζουν Αιώνες πριν ο κόσμος μοιραστεί αλλιώς· Και τα ποιήματα που γράφτηκαν να μείνει ανέπαφος ο μύθος Και όσα σώματα κοπήκανε στα δυο, γεμίζοντας με αίμα την ακτή και τις μεγάλες πολεμίστρες, Χωρίς ησυχασμό γυρίζουνε τα βράδια γύρω από μια πόλη που εκπορθήθηκε και έπεσε. Διαβάζω πάντα τα λουλούδια σ’ ένα μέρος Που τριγυρνώ κι αφήνω να ασωτέψει ο νους μου· Τα μεγαλύτερα ταξίδια τα έχω κάνει με τον νου Όλα στην φαντασία μου και διαδραματίστηκαν και απλουστεύθηκαν: Τόσοι αιώνες χώρεσαν σε μια Στιγμή που ήταν όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος. Τόση ζωή και τόσος θάνατος για την κυριαρχία Τόσο παιχνίδι ολέθρου σαν ο θάνατος παντού μοιραίος ζωντανός… Αθήνα 16/10/2022
Των στίχων η επάρκεια κι η αυταπάτη…
Χαμηλά, στο ύψος μιας καθαρής αυταπάτης Συναντώ μια ευδιάκριτη στιχομυθία: Ουρανός να συνομιλεί με την γη.
Κι εγώ τότε εγώ Ο κάτοχος μιας άνθησης εκτυφλωτικής Καταλήγω στο μεσημεριανό μου ρόδο, Νομίζοντας πως μέσα στην βαθιά ειρήνη των δικών σου στοχασμών Αναπαυμένος θα υπάρξω κλείνοντας τα σύνορα των στίχων μου Προτού διαβεί επάνω μου η ματαιότητα…
Φτασμένο από μέρη που δεν ξέρω Το άστρο χαμογέλασε στην νύχτα μου. Αποκοιμήθηκες στην αγκαλιά μου: Νεράιδα που πολλά με παρηγόρησε.
Προς την αυγή, χαμήλωσε το φως του το αργυρό φεγγάρι Μα εσύ φεγγοβολούσες σαν Μαντόνα που μου μειδιά· Έμεινα εκεί, να σε κοιτώ καθώς κοιμόσουν Και όλος ο ουρανός πάνω στα μάγουλά σου έστηνε τους κίονές του τους δοξαστικούς..
Βρέχει επάνω στης ασφάλτου την οιμωγή· Ένας χτύπος ακανόνιστος όπως να σμίγουνε οι μουσικές ενός φεγγαριού Με κείνες των άστρων· Δύσμοιρε που πλαγιάζεις απόψε πίσω από μελαγχολίες υπερθετικές… Αντιξοότητες σε βρίσκουν χίλιες κάτω από το βάρος ενός βιοπορισμούΊσως θα ήτανε καλύτερα να πω αυτό το νύχτιο δράμα που με κάνει να συντρίβομαι διαβάζοντας την υψιπέτεια των ουρανών…
Απελευθερωμένοι ευτυχώς
Από περίσσευμα ελπίδας-
Κάπου ναυαγήσαμε σε ορίζοντα αφιλόξενο και μόνοι Ταξιδέψαμε στον Βοριά στον Νοτιά-
Ανασαίνουμε όνειρα και ηλιόλουστους διθυράμβους
Πριν γίνουν φράση επική στο άγραφο ποίημα μας-
Η μοναξιά μας γέννησε φιλοσοφία Η σιωπή μας γέννησε βαθύ καημό-
Γινόμαστε αθύρματα του ανέμου που γελά Με τις τσαλακωμένες ματαιοδοξίες μας!
Βασανάκι που βγάζει η νύχτα και Βασανάκι που αντέχουμε! Στα ρηχά Του ουρανού μια λύπη που πηγαινοέρχεται καθώς
Εμείς στην μοναξιά ριζώνουμε συντετριμμένοι…
Αχ άστρο της αυγής, κρυφό φεγγάρι!
Έπνιξα τον πόνο μου στα βλέφαρά σας και ξεκίνησα Να μάθω την ορθογραφία σας σκαλισμένη
Στην κήπο μου, πάνω στην ευλαβή σαφήνεια των ρόδων!
Ο έρωτας σε ταυτοπροσωπία…
Αναμερίζω τις κουρτίνες των οριζόντων Γράφω την γαλανή εξίσωση: όπου νέφος Κρεμάται επί ξύλου, σαν κραυγή, Ο ποιητής ο λυπημένος κι όπου
Καταποντίζεται η σκέψη μου Ένας πανσές θαλάσσης βγαίνει Επάνω στον αφρό των κυμάτων και με γεμίζει αίματα·
Ίσως πριν να υπάρξω να σε αγάπησα Και δένοντας την σιωπή σπυρί σπυρί σαν χάντρα Ενός αόρατου κομπολογιού, κοντά σου ήρθα Γεμίζοντας τις μέρες μου ερώτων μαχαιριές…
Ιέρεια που πεταλουδίζει…
Κάτω από τον λαύρο ήλιο του μεσημεριού. Είσαι ένας οίστρος που ξεδιαλύνει τα σύμπαντα, Ένας νόμος για να υπερβαίνει τους νόμους, Μια φρυκτωρία
Φωνή να διαδίδει την φωνή. Έτσι Που ζητάει μοίρα η ύλη και η τυφλότητα
Ζητάει να δει· ένας αιώνας φωτιάς Εδράζεται πάνω στα ωραία φτερά σου!
Μηδενισμένο το μένος μου και έξω από τα περιθώρια Με κατακλύζει μια όμορφη ελπίδα· Είναι η συναναστροφή μου με το φως της καρδιάς- πρόκειται Να σημαίνω κάτι που είναι η Αλήθεια μόνη της, αντιγραμμένη και Μεταγλωττισμένη…
Ένα συγκεντρωμένο φως, τώρα που χαράζει και η παράλυτη
Νύχτα παρέρχεται.
Βρίσκω λαβή για κι άλλα υπονοούμενα.
Ξέφυγα από ανυπαρξίες
Και σε γυρεύω μέσα σε έναν κόσμο που ασχήμυνε και υποφέρει.
Ποιός έρωτας τροφοδότησε τις αντιφάσεις μου; Οχυρωμένος καλά πίσω από τα λεξιλόγια ακροβατώ
Σε μια απουσία ανατρεπτική, πραγματώνοντας τον εαυτό μου από την ανάστροφη, και μιζερεύω
Αφήνοντας να μου απιστεί ο Χρόνος και ο πόνος μας..
Ανατροπή…
Τι μας έμεινε εξόν από το κάλλος μιας νύχτας
Ή του μεσημεριού το φως που ευαγγελίζεται
ανάσταση και νίκες επί του θανάτου; Εγκαθιδρύεται η σαφήνεια και ο ήχος Ο λαγαρός μιας μουσικής που αρχοντεύει!
Χρόνια οδοιπορώ μοναχός και στο πλάι μου ούτ’ ένας! Πριονίζω και αλφαδιάζω μανιωδώς, λες και θα φτιάξω πλάση νεόκοπη..
Κόβω τα νύχια μου για να μην γρατζουνάω το ποίημα. Όλος είμαι μία αιχμή, λάμα του μαχαιριού ή σάρισα. Πίσω απ‘ το φάσμα μου και με προφύλαξη Κυοφορώ μία κατάνυξη! Κι όπως στον μάρσιππό μου κουρελιάζει ο έρωτας τον θάνατο Μια περιπέτεια οπού μετέχω δίνει στην αοριστία τον σκοπόΣτην κυριολεξία!
Κίτρινα φύλλα Επιστρέφουν μες την άφρακτη φθινοπωρινή μέρα Μεταναστεύοντας ως την ανάμνηση - κι ενώ ο ήλιος Τα κέντα με μια τεράστια βελόνα Σαν ηλιαχτίδα αφηνιασμένη Αφιονίζοντας το φουρφούρισμά τους Ως την Δευτέρα παρουσία..
Ένα ταξίδι όλα, μας διαιρεί ο παρονομαστής Χρόνοςαντιστεκόμαστε γράφοντας την σπουδαία απουσία μαςΚι αυτήν ταριχευμένη.
Το φθινόπωρο φορτώνεται θόρυβο και σπάει τα παλιά εκμαγεία
Καθίζει στο εδώλιο τις σιωπές Και δίνει ροπή αφανισμού στις ηλιοφάνειες
- αθροίζει όρη εκεί και μια συννεφιά
ξεφαντώνει κυρίαρχη μες τον αέρα..
Στα καλά καθούμενα
μια υποψία αέρα κρατά τα γκέμια της ατμόσφαιρας και συδαυλίζει
Την αρχοντιά των φυτών.
Κρέμεται ολοσουμπιτος ο μπελαλής Οκτώβριος.
Από τα γένια του αρχαίου Ερμή.
Σβήνονται όλα
για να ξανανάψουν.
Στο άψε σβήσε μιας ευχής.
Και η παρηγοριά που βρήκαμε
Να γίνεται φυγόκεντρος μες το παλίμψηστο ποίημα!
Βέβηλο χέρι - βέβηλο μυστικό
Η μέρα σκίστηκε στα δύο
Οι ιερότητες συνετρίβησαν
Τα χρώματα ατόνησαν μες την σιωπή
Έρημος χρόνος
Έρημη ζωή
Αποδεκατισμένη..
Αλιεύοντας λέξεις ή Και ιππεύοντας μες τους αιώνες
Έχω κάτι που δεν έχει κανένας σας – έχω
Ένα παράξενο πλοιάριο, τριήρη λυρική της κουρασμένης ζωής μου.
Και διαβάζω τα άστρα τις νύχτες Διαλέγω την δική μου φυλακή Αιθεροβατώ…
Ξημερώνει και νυχτώνει Κάθε αυγή Ψυλλιάζομαι κινδύνους από ποίημα και γράφω Μια αποδεκατισμένη αράδα –από κείνες Που συναντάς επάνω στα σπασμένα μάρμαρα Να μουρμουρίζουν και για κείνα που χάθηκαν Τώρα ή ποτέ, πριν καν όλα διαβούνε Και σμίξουνε πίσω από τα σύνορα του Αοράτου Τεκμηριώνοντας ελέω ειρήνης κάποιονε ιεροφάντη ή παράξενο θεό Που ζει και θανατώνεται και ξανα,υπάρχει…
Τάξεις παρατάξεις και πόλεμοςΓνωρίζω πόσον λάκκο έχει ο καιρός Δεν βρήκαμε ποτέ γαλήνη Όσα παράσημα κι αν φορτωθείς βελάζεις Κατασπαραγμένος ανθρωπάκο – εκείνο Που σε καθοδηγεί Παραπλανάσαι ότι θα σε οδηγήσει στα ρηχά Είναι ο θάνατος που στήνει τις παγίδες Μοιάζει απρόσιτος και είναι σοβαρός Γιατί γνωρίζει πώς Όλους μας, κάποτε, θα μας ξεκάνει…
Φρεσκάρισμα στα χρώματα του ήλιου…
Γυμνή η μέρα Και επιφανής. Άσπιλα πουλιά πετούν αγγίζοντας την Χαρά. Μηδενισμένο το βάρος τους- σαν όρθιοι καπετάνιοι Που παραπλέουνε στην αττική γαλήνη. Και μια μαγευτική αυταπάτη
Τοκίζοντας την πλησμονή των δέντρων Αφήνει ψίχουλα ζωής επάνω από τα κοιμητήρια που ο ύπνος των κεκοιμημένων Σφαλίζει όλη την πρόσβαση στο όνειρο. Είσαι ή δεν είσαι εκεί, ξεσκίζοντας Την πραγματικότητα για μια φερέγγυα λύπη Αδιάφορον! Και οργανώνεις αντιφάσεις που δεν θα ‘’σου βγούνε’’, ή κιόλας Να ζεις φιλοσοφώντας ανισόρροπα, ενώ Για μια πατρίδα καθυποταγμένη κατορθώνεις Να ζεις ανάποδα, στον ρου της Ιστορίας τον αμετάθετο! 28/10/2022
Οι πεταλούδες τρέχουν έξω από την τσέπη του ουρανού
Ο ουρανός μειδιά, παραμένει γαλάζιος
Η θάλασσα έχει την καθιερωμένη της υπεροψία
Ο άνθρωπος πρωταγωνιστεί
στο δράμα του Υποταγμένος…
Στον ύπνο μου ή ίσως κι όχι…
Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα δεν είχε ακόμη ξημερώσει τα άστρα έστελναν απαλά Το φως τους μες τον δροσερό αέρα· ένα φεγγάρι λαχάνιαζε να μου μιλήσει. Καταλάβαινα ότι είσαι εκεί: φερμένη από μιαν άλλη θρησκεία· κρατούσες Ένα μωρό στην αγκαλιά- και ένα άλλο
Στέκονταν κοντά στα πόδια σου. Το φεγγάρι εισέβαλε στο σπίτι Και το ξεκοίλιασε, σαν ένας σουγιάς Που κράταγε ο παππούς μου να μπολιάζει
Τα δέντρα. Πού ήμουν; Έζησα; Ή έμεινα αποκοιμισμένος να ονειρεύομαι εκείνα που δεν ξέρω Και περιμένοντας να ῤθεις… Ακόμα ψάχνω μες τα ποιήματα να βρω Πού τελειώνει η αγάπη. Ζω έξω από κάθε επιθυμία κι από κάθε μαχαιριά Που θα γεμίσει αίματα το ποίημα! 29/10/2022 Αθήνα..
Μια γιορτινή αψάδα μόλις Που σβήνεται ο Οκτώβριος, ένα φουσάτο εντόμων Ουρλιάζοντας χωρίς φιλοδοξίες
Κι ορμώντας καταπάμω μας, Σαββάτου γεννημένου από τρυφερή προσευχή.
Ολότελα σφάλλω- το πήρα απόφασηΚαι ούτε που με νοιάζει κιόλας
Τροφοδοτώ την αγρύπνια μου Με πάθη που αγαπώ
Ενώ μία σιωπή φωτίζει τις αβυσσαλέες σπίθες μου Που με ανάβουνε να πω Όσα αόρατα αέναα με πολιορκούνε…
Της απόφασης και της εντολής..
Στις ουτοπίες μου υπήρξα ακραίος
Σαν ένα απόλυτο βιολί· Ψιθύρισα τα γεγονότα
Ξέφτισε ο ντουνιάς στα μάτια μου Λύγισε σαν πυρακτωμένο σίδερο Ένιωσα τους νεκρούς που σιγανέψανε Να μου μιλούνε πίσω
Από την μάντρα του κοιμητηρίου που κραδαίνει Το σκούρο κυπαρίσσι της ώσπερ θανάτου Κάλεσμα. Τίποτα δεν θα αντισταθεί στον ήλιο Μόνο η μουσική θα πει και τούτα τα καθέκαστα Και κείνα που δεν τα γνωρίζω. Μπαίνει η μελαγχολία από μια χαραμάδα στην ψυχή μας Αλίμονο πολιορκεί τα μάτια μας Κι αυτός ο ήχος από τα φυλλώματα που τρίζουν Τι πικρός! Καίει η καθεμιά κατάληξη που μας αγνόησε Η κάθε έννοια καίει που δεν την μεταγλωττίζουμε
Είναι η εποχή του σκότους και της παρακμής Λατρεύω μύθους και ξανοίγω στα βαθιά πελάγη…
Επετειακή αίσθηση…
Ανάερα στο αλύγιστο μεσημέρι καρφώθηκε η βουλή της ηλιαχτίδας. Κάποιος αφουγκράστηκε τον ουρανό.
Έζεψε την ψυχή του στον ορυμαγδό της πόλης. Σαν τόξο τανυσμένο ετοιμάστηκε να πει εκείνα που δεν λέγονται. Γύρω του έσφυζε μια εμπνευσμένη ανθοφορία.
Πολλές σημαίες επετειακής χαράς.
Και ανασταίνανε την Ιστορία και την ακύρωναν. Την ώρα που η φωταγωγημένη
Πατρίδα και στέναζε και υπέφερε Σβήνοντας πάνω στην καρδιά της αποτσίγαρα και τριαντάφυλλα…
Αθήνα 29/10/2022
Νόηση και έννοια του υπερβατικού…
Φωνή φωνούλα χαράματα που αναγνώθω την ομοιόμορφη μελαγχολία των δέντρων·
Λυγίζει όπως η μουσική μιας φυσαρμόνικας που παίζει
Ένα παιδί στην πίσω αυλή των θαυμάτων. Ξαφνικά όλα είναι αστραπή και έχουν διάρκεια. Ο καημός μου διαχέεται στα γαλανά σύμπαντα. Πέρα από μύθους- είμαι εγώ κι εσύ που σκαρφαλώνουμε στο άγουρο μελάνι της
εκμυστήρευσης. Με ευθεία φλογισμένη ώσπου Να γίνει η τεθλασμένη των παθών. Κι εκείνο το μετάξι του ορίζοντα άκαμπτο και ουσιώδες
Μας σταυρώνει και μας προτρέπει σε μια αποκαθήλωση Και μιαν Ανάσταση να αποδείξουμε πως η ψυχή σε όλα αντέχει! 30/10/2022
Το Σημείο που κρύβεσαι για να επιβιώσεις
Είναι η βουκέντρα του ΑγνώστουΖέχνει η κοινωνία και χοχλάζει Με ουτοπίες έκανες και τούτο το τοπίο Διαμονής σου όμορφα παράξενο Θα βγει σε λίγο ο ήλιος Σε παραδέχομαι Αντέχεις!
Ωραία νύχτα για να αγρυπνώ ωραίος περίγυρος! Συλλαβίζω τα άστρα και το επικό φεγγάρι που διδάσκει προσήλωση. Χορεύουν οι καλικάντζαροι της φωτιάς. Τα φυλλώματα φλυαρούν μες τον αέρα. Νογάω μια παράξενη προσευχήΌλα η νύχτα τα αποστομώνει…
Τοπίο στον ουρανό…
Ακούω τον θόρυβο της πόλης
Ο κάθε ήχος είναι αίνιγμα Το φως γαργαλάει την σκέψη Πίσω από τα μεγάλα κτίρια είναι η άποψη της χαράς η ξιπασμένη.
Μετά έρχονται νέφη σαν πρόβατα μετακινούμενα
Πλησιάζουν το γαλάζιο και αποσυντίθενται Χολωμένα που δεν έγιναν ωραία βροχούλα. Την έκταση του ορίζοντα δρασκελά ο ξαφνικός αέρας Βυθίζεται στο μεδούλι των νεφών Και περονιάζει την ασυδοσία τους. Ο τρούλος του βάφεται ροδαλός. Στο βάθος σβήνονται οι προτομές των αρχαίων θεώνΓελούνε και σου απιστούνε Εύμορφα! Κλείνει ο κύκλος Κλείνει ο ουρανός Η πόρτα κλείνει και μονιάζουμε ευτυχισμένοι.
Τα ανείπωτα λόγια μας ταιριάζουν στο μπαλωμένο σκοτάδι της νύχτας
Ίσως είναι μια προσευχή που ξεθύμανε
Ζούμε βλέπεις πια με ζωηρές αντιφάσεις
Σαν να περιμένουμε κάποιος να μας εκδικηθεί…
Τις άλλες μέρες είμαστε μια θλίψη που δεν παρέρχεται
Αγκαλιαζόμαστε στα κρυφά- λες και συνωμοτούμε για κάτι
Φιλιόμαστε και λες ραγίζεται κάπου ο ουρανός Αφήνοντας κάθε υποψία να πέσει πάνω στο αφράτο χόρτο της αυγής..
Πείσμωσα πέρασα στην άλλη άκρη
Μέσα μου διάβηκε ποταμός ο θυμός
Και μετά
Όταν γαλήνεψα
Είδα σωστά
Αδιαφόρησα για τις αδιέξοδες μάνητες
και το φαρμάκι του κόσμου…
Αν δεν μπορέσω να είμαι αυτό που θέλω να είμαι
Ας είμαι μία ανάμνηση φωτιάς που συντρίβει και τον εαυτό της ακόμα…
Κι απ’ την πηγή ανάβρυσμα ο ήχος του νερού κι ο ήλιος. Και ο αέρας ένας αναρμόνιστος ακοντισμός·
Πέφτουνε ροδοπέταλα στο ύψος του μυαλού και της ησυχίαςΡισκάρω λόγια και μου μένει κέρδος ποίημα επουράνιο!
Ισορροπίες δύσκολες που επιφυλάσσει κάθε απόφαση! Ούτε που να το φανταστείς, το κάθε βήμα είναι επανάσταση·
Αθόρυβα σε όλα σκαρφαλώνω· Ξηλώνω το πλεκτό της φαντασίας Εγκαθιδρύω σπάταλο νερό…
Καλημέρα!..
Διαλέγω τις φωνές που μου μένουν πιστές
Ο παράδεισός μου έχει φωταγωγία γιορτινή Έχει διάρκεια
Ξακρίζω και παρατηρώ Όλο το νόημα σε μια δροσοσταλίδα
Επάνω στα φυλλώματα της ελιάς Ξημερώνει Οι σκέψεις μου δραπετεύουν Κρυφακούω πίσω απ’ τον ορίζοντα
Πουλιά τιτιβίζουν χαρούμενα ως τα βάθη Συλλαβίζω την Ομορφιά Ο κόσμος τερπνός και δίνεται μετ’ ωφελίμου Βάρους αν ξέρεις τον αποχρησμοδοτήσειςΑπλώνω γύρω σας μια καλημέρα!
Μνήμη του Χρόνου πρωινή…
Ο καιρός μηρυκάζει την φιλοσοφία των σκληρών. Ο καιρός έχει άποψη για όλα. Μόνος στο σπίτι και αισθάνομαι να μπάζει λύπη από παντού. Δευτερόλεπτα απόφασης τρυπούν το φεγγαρόφωτο και το εκμηδενίζουν.
Έξω παίζει υποψίες η κάθε σκιά. Όλα τα επιχειρήματα συνοψίζονται σε μια άναρθρη ανάμνηση. Η ανατολή καταπίνει την κουρδισμένη ευωχία των πλασμάτων. Μια νυχτοπεταλούδα πετά ξεχασμένη μες το θάμπος το πρωινό. Φορώ την κόκκινη ψυχή μου- όλες οι άλλες ξεθώριασαν. Ο Χρόνος μπαγιατεύει την φιλοδοξία μου και την σκουριάζει…
Ευωχία της μέρας!..
Αθόρυβα η μέρα λυγίζει και κλείνεται Στον εαυτό της. Πετούν κάτι πουλιά χαμηλά. Κωφεύουν. Περιχυμένα το σορόπι του ήλιου Τα ορνιθοσκαλίσματα μιας ελπίδας ξεπηδούν μες το χωράφι σαν Ο πανσές και ο Βασιλικός που ωραία ευωδιάζει. Τι αναστάτωση για τις ρίνες, τι Χαμός! Και απ’το χώμα ένα γήινο φωνήεν που Διαλαλεί ευτυχία και Ανάσταση…
Μεγαλόπολη του ουρανού η σελήνη Ταρακουνιέται μες το Σύμπαν το ακλόνητοΤην συμπεραίνουν οι εσμοί των ποιητών Τους πολιορκεί Και τους δένει πισθάγκωνα.
Νυχτώνει ωραία και χαχανίζουν οι σκιές Καταρτίζουν μια λάμψη ιδεατή οι αστέρες Ο ουρανός πληρούται με κρασί Σαν ένα κροντήρι που μεθά συνδαιτημόνες…
Κινούνται όλες οι γεωμετρίες επί σκοπόν
Και σαν να εγγράφεται κύμα ευφρόσυνο και διηνεκές Της καρδιάς μου απόκριση και που ψάχνει εσένα
Σφάλω στην καθημερινότητα
Παντί τρόπω κι ο ίδιος πλέον το καταλαβαίνω
Πάντως ο έρωτας καλά κρατεί Νιώθω να πλέω σ’ ανοιχτά πελάγη
Κάνω τον μαθηματικό περίπλου σου απλούστατο:
Απ’ του κορμιού σου το κονάκι σβήνονται Και γράφονται όλες οι σημειολογίες των μυστικών μου…
Όταν έμαθα την σιωπή έμαθα και την ζωγραφική των λέξεων.
Γκρεμίστηκαν τα σοβαρά παραπετάσματα.
Οργανώθηκε καλά η μέσα μου γαλήνη.
Κι έτσι αγέρωχος κίνησα για την Ανάγνωση των Μυστικών.
Μίλησα με την αγέλαστη πέτρα. Καίγεται η ανάσα σου όταν κοιτάς ψηλά, καίγεται. Ένιωσα την ακραία συλλαβή της απελπισίας. Κοιμήθηκα κάτω από ευλογημένο ουρανό. Με ξύπνησε ο λυρικός αλέκτωρ των θαυμάτων.
Του βίου οι ματαιοδοξίες και η απόλυτη πορεία μας…
Αν είναι να δικαστούμε ας δικαστούμε από τον άνεμο Ορμητικός και παρέρχεται, ζεύει Την πλάση σε ομοιοκαταληξία· αχτιδοβόλησε Η μέρα σαν μια αστραπή Που ακριβοδίκαια την απορρόφησαν των φυτών οι αντένες. Τώρα στο γάργαρο νερό μια δόξα μένει Πολυσύλλαβη Κι ένας κελαρυσμός να πίπτουν γύρω μας οι ματαιοδοξίες Κι εμείς χαμπάρι να μην παίρνουμε! Ε μα…
Καταγίνομαι με την ειδή των πραγμάτων την εξωπραγματική-
Λιποθυμούν στα χέρια μου σαν να φτωχαίνουν, Δεν μιλούν, συνουσιάζονται με το νόημα που υποκρύπτουν Πριν φθαρούν ολοκληρωτικά και με βάλουν σε κορυφαίους μπελάδες. Με μαχαιρώνουν πισώπλατα, λες και με μισούνε που τα περιφρονώ, Αυτά αιωνόβια κι εγώ ο ταλαιπωρημένος θνητός Που πάνω τους γραπώνομαι να ζήσω…
Ανοίγω και κλείνω την θύρα. Παράθυρο ηλιόδοξο με βάζει στα κρυφά παιχνίδια της αγάπης. Μόνο αυτό κρατώ από τα Αόρατα που δεν μπορώ να ερμηνεύσω.
Και όταν θέλω να ησυχάσω στον ναό του δίκαιου μεσημεριού Με πραγματώνει ευτυχισμένο η κορυφαία της σκέψης μου ηλακάτη…
Κλείνοντας την μοναξιά σε ένα ντελικάτο κορμί άνθουςΚαι με αθρόα φωταγωγία επηρμένος για να στιγματιστώ· πέφτω ολόβαρος στον εκμηδενισμό μου, Γλυκύς γλυκύτερος από το πρέπον, δυστυχώςΚαι έχοντας την αίσθηση πως ποτέ δεν πεθαίνω, Μόνο καμπυλώνομαι σαν ένα μαθηματικό έρεισμα που σκορπά ηθικότητες διεσταλμένες, Ακουμπώ τον πόλο τον σίγουρο του Νοτιά Και υγραίνω το ατμοσφαιρικό ‘’γεγονός’’ με την παρουσία μου και της ηλικίας μου την συμβατικότητα…
Κάθε θρίαμβος έχει ένα ντενεκεδένιο μηδενισμό
Να περπατάς πάνω σε λερωμένα σανίδια και να σε ζώνουν οι φιλοδοξίες σαν οι γλώσσες μιας καταραμένης φωτιάς Που ‘’δεν παίζει’’… Βαρέθηκα να φλυαρώ κάτω από ανώριμα φεγγάρια. Σπουδάζω την νύχτα, την κάθε νύχτα που κουτσομπολεύει την μεγαλοσύνη του ουρανού. Καθεύδω μέσα στην αόριστη υγεία του σκοταδιού. Φουσκώνω στήθος από ανθισμένη κατάνυξη…
Με συνείδηση…
Ο ήλιος στάθηκε επάνω απ’ το Μπογιάτι Σαν τοπικό επίρρημα Βεβαίωσε τις αλήθειες μας Έπαιξε με τα παιδιάΜετά Σάλεψαν οι καλαμιές στο ρέμα Κι ένα βατράχι έφερε την τόλμη στον αφανισμόΕίδα και έγραψα Ουδέτερος στάθηκε ο καιρός Το μεσημέρι θέλησε τα ρέστα του Πήρα μολύβι και σχεδίασα την απουσία Όλα καλά κρατούσαν τα καθέκαστα…
Ο μπόλικος ουρανός που φυλάει εκπλήξεις σελήνης· Έχω ιδέες που καρπίζουνε, έχω τιμαλφή που πληθαίνουν Είναι κι ένας αέρας που με παρασέρνει στα βαθιά της φαντασίας- είναι· Νυχτοπερπατώ, η θάλασσα ακούει τον πόνο μου, η λύπη μου αιωρείται· Οι φιλίες στο αίμα μου μπόλι που ρίζωσε βαθιά, με δονούνεΘυσιάζω στα φουρτουνιασμένα κλαδιά της πικροδάφνης Έναν εαυτό που ακολουθεί την νύχτα στα ‘’ωραία της’’…
Όταν με διδάσκεις σιωπή μαθαίνω πρώτα το ύφος σου Αυτή την όμορφη κλίμακα των διαθέσεων που αλλάζουν όπως του χαμαιλέοντα το άτσαλο πετσί· και δεν σε μιμούμαι, έχω τον τρόπο μου να σου απιστώωστόσο επηρεάζονται τα μάτια μου να σε κοιτούνε που γλυκαίνεις και γίνεσαι μια μαινάδα που αγριεύει και σκληραίνει αρκετάόσο να την ξανααγαπάω…
Παρελ-αύνεις στον νου μου Μια μυστική συνάντηση να σε ανταμώνω Φτάνοντας τον περίγυρο στην ανάμνηση. Και ευχαριστώ Που δεν έχω τίποτα, τίποτα, τίποτα Μόνο μια αυτοκρατορία σιωπής για να σε εντυπωσιάσω Που πολιόρκησες κι απόψε τα φεγγάρια μου!
Αυτοδιάγνωση…
Τα αγέρωχα χρώματα συμπληρώνουν μιαν Αλήθεια, κοφτερή. Τι είσαι σκέπη του ουρανού άλλο από μια παρατεταμένη αισιοδοξία; Ποιός θα αντέξει τόσονε συμβολισμό; Ξενυχτώ και ανθοφορίες σπουδάζω. Η ζωή απ’ την ζωή τόσο μου έλειψε! Καμώνομαι τον ασύντριφτο, μα είναι βέβαιη η καθυπόταξή μου! Διψασμένος που υπήρξα για αυτοκαταστροφή! Τώρα μυρίζω ένα τριαντάφυλλο και γέμισαν τα μάγουλά μου ηθικούς τυφώνες! Αθήνα 5/11/2022
Ζοφερή μαύρη θύρα του ουρανούΜια μαυρίλα που απλώνεται κερδίζει στο διάβα της τα πάντα· Τα σύννεφα ξηλώνουνε την φόδρα του ορίζοντα Μανιωδώς· Κάπου ψηλώνει η αυταπάτη· Τρίζουν οι αρμοί μου, έγινα μούσκεμα Ξεφορτώνουμε ανάγκες μες την ζωή μας. Ναι, έτσι! Και η Αράχωβα σκύβει να προσκυνήσει μια βροχή Που λεηλάτησε τα πάντα της… 6/11/2022
Ανατέλλουν τα σώματα σαν
Πνεύματα- της αφής γεννημένα
Και όπως τα γεννά η ψιλή ή η δασεία
Αποκτούν τεκμήριο ερωτικό·
Σε αγγίζω Με αγγίζεις
Είναι που ο Έπαφος αναγκάζει
Σε ζωντανή βαθιά δόξα!
Αράχωβα…
Υψωμένη Αράχωβα
Σπουδαία πύλη του ουρανού Πασχίζεις με υψομετρικές γενναιότητες
να βγεις Κάτω από του Παρνασσού την αψάδα Ακούω τα ντουφέκια σου Σμιλεύει χίμαιρες ο ριψοκίνδυνος Καραϊσκάκης
κρατάς του Έλληνα καταγωγή Πλέεις Στον όγκο του ωραίου φεγγαριού Μπλεγμένη με το μέλι ηλιαχτίδα!
Ανασαίνεις και νιώθω το θαλερό λαχάνιασμά σου Το φως σε κόφτει απροσμέτρητο Τσούζει επάνω σου ο χιονιάς Είσαι το πλουραλιστικό παραμύθι του κόσμου Σου ψιθυρίζει η παρακεί Πυθία
Λόγια και λόγια για να μην σε πάρει ο ύπνος ποτέ Μες την τσιγκούνικη αιωνιότητα…
Και τούτο το γειτόνιασμα αχτένιστη να παραδίνεσαι μες το τοπίο Είναι η δόξα σου η παντοτινή· Στερέωσες τα μάτια σου στην γαλανή ικμάδα Και ποντοπόρησες τώρα και πάντα μες τον ουρανό…
Οι άλλοι βλέπουνε ποδόσφαιρο κι εγώ γράφω άκαιρα ποιήματα…
Για να ρέει ασύλληπτο τριαντάφυλλο
Άγγιξα την γαστέρα σου κι ανάβλυσε επουράνιο μύρο!
Ένιωσα τότε την ευωδιά!
Και ο αιώνας μου συνετρίβη
Σαν ένα εύθρυπτο μελαγχολικό σύννεφο που δεν έφερε
ούτε βροχή Ούτε εσένανε που σε περιμένω ακόμη…
*
Τα σκεύη μου ένα μολύβι και ένας ουρανός
Που αφήνει την ψυχή μου ξέφραγη Σαν το αμπέλι που συνόρεψε με μια αινιγματική ουτοπία και θάλασσα…
*
Όσο και να σκοράρει η ελπίδα Πάντα μια λύπη μας διακατέχει Τσαλακώνοντάς μας ως την πιο δύσκολη κακότροπη νύχτα….
*
Γράφω μήπως ραγίσω κάπου το σκληρό ατσάλινο σύμπαν σου. Γράφω μήπως με σώσει κάποτε η μουσική. Και όλος φωταγωγούμαι από μια λέξη σου που είπες φευγονταςΣτην σχισμή την μελαγχολική του Χρόνου και του πόνου… Αράχωβα 9/11/2022
Ερωτικό…
Όπου κοιτάς είναι η θάλασσα Όπου κοιτάς είναι το βαθύ μεράκι του ωκεανούΆνοιξε τα μάτια σου και βγες στο φως Η μέρα καθιερώνει την χαρά της Είναι γεμάτος σμήνη των πουλιών ο ορίζοντας Είναι μια χαρωπή πτυχή του ουρανού κοντά σου Η ψυχή σου δονείται από απρόσμενο θάρρος Θέλεις δεν θέλεις σε κερδίζει η αιωνιότητα Κι εσύ Μόνη μες την σαγήνη του έρωτα Οικειοποιείσαι το ταξίδι προς την καρδιά μου!
Πρωινό κρεσέντο της Κυριακής…
Μέσα στα μπλε μάτια του ενστίκτου σου Κινείται ο Βόσπορος της ηδονής· Ζώντας στα τιποτένια παραμύθια μας Βρίσκουμε να μην μας χωράει ο τόποςΟ τόπος έχει αίνιγμα κι υποταγή· όσο ψάχνω τόσο δεν μου αρκούν οι αποδείξεις που κατέχω, Και οι στιχομυθίες μας επάνω στο κορμί της μέρας , ραγισμένο γυαλί. Με φούρια φτάνω στα φαινόμενα του λεξιλογίουΊσως για να μ’ αμφισβητούνε και να τα αμφισβητώ Πάντως και σθεναρά εργάζομαι και Δίνω στα πάθη μου αξία· Εκπέμπω λέξεις και μου επιστρέφεται η ιερότητα ενός συνόλου Που η θρησκευτικότητα των ουρανών συνέταξε….. 13/11/2022 Το σώμα είναι ο νόμος για να μην υπάρχει νόμος- κι έτσι που το σκέφτομαι Όσο κινείσαι τόσο η σπουδή μου συνεχίζεται Ως την ακραία αμφισβήτηση των πάντων!
Αν τρέξεις πάνω στα βότσαλα Θα είναι η επιθυμία μου που θα σε θέλει Σαν ένα αίνιγμα που δεν λύνεται. Αν χαθείς μέσα στο βάθος της φωνής Μείνε όπως είσαι ανθισμένηΛειτουργώντας κάτω από τον ελεητικό ήλιο. Οι αναμνήσεις μου συγκεράζουν τον πόθο και την ευτυχίαΑνάβω σαν ένας φάρος και σβήνομαι σιωπηλά!
Ο απωθημένος εαυτός μας…
Πίσω από την σκονισμένη μνήμη είσαι η κάψα και η λαχτάρα μου, η γύμνια
Που σε φέρνει κοντά μου Ξεκλειδώνοντας όλες τις φυλακές.
Είναι το πριν και το μετά, η παράξενη έλξη Απ’ την οποία ποτέ δεν ξεφύγαμε, είναι η τρανταχτή πορεία Ο έρωτας να στρέφεται προς τον ίδιο εαυτό του Όταν τα σώματα είναι μακριά και κοντά.
Περπατούμε και είναι σκοτάδι πυκνόΚαι το αντιπαλεύουμε, το εκμηδενίζουμε, το κάνουμε σκόνη
Ψάχνοντας μέσα στον καιρό τον απωθημένο εαυτό μας Τον ερωτευμένο δωσίλογο..
Κατά βάθος είσαι ένα σιωπηρό θάρρος που καταλήγει σε μένα Είσαι μια μαγνητική φυλακή που εγκλωβίζομαι και δεν έχω σωσμό Είσαι ένα αψεγάδιαστο γραπτό που αναβλύζει ερωτική έλξη Έρχεσαι δίπλα μου αμφισβητώντας με σαν για να νιώσω μικρός λιλιπούτιος μηδαμινός Και να θέλω να σμίξω τηρώντας κατά γράμμα όλα τα λάθη σου…
Ο χρόνος που φορτώθηκα είναι ένα επικό μαρτύριο που με ξεπερνά Συγχρωτίζομαι με κείνους που δεν ήθελα όμως· Είναι η ζωή, πικρό αμύγδαλο που σβήνει την διάθεση σαν αποτσίγαρο και το πετά Στο πεζοδρόμιο όπου ποτέ δεν περπατά η Αλήθεια…
Ακατάστατος αιώνας ακατάστατο σπίτι ακατάστατη καρδιάΦεύγω λυπημένος απ’ όλα Οι αγωνίες μου μεταφυτεύτηκαν στον γαλανό κήπο της νύχτας, Άκουσα θόρυβο πριν τα χαράματαΟ βίος και ο βιοπορισμός τα τσουγκρίσανε… Μπάτε κι αλέστε..
Σαν ένα χνούδι στην χαραμάδα του Χρόνου η λύπη μου παρασέρνεται για να χαθεί. Ωριμάζει φαίνεται η μελαγχολία μου, θα σβήσει. Νιώθω να με καλουπώνουν οι σκέψεις όπως έναν μοναστηριακό καλόγερο ο όρθρος και η προσευχή. Αιθέρια ζω για να με γδύσουν οι αιώνες: με ντύνουν με ένα σάβανο σεμνό Είναι διάχυτος ο πόθος μου για να με παραδώσει στην ερωτική Άνοιξη. Λογαριάζω και λογαριάζωκαι επαναλαμβάνω ευτυχίες που κυνηγώ…
Τελεσίδικον… Ευδοκιμούν τουλίπες κατακόκκινες του ύπνου μου και όνειρα κρατώ που με ξεγελούνε· Τα αλάλητα που δεν είπα τα άφραστα Με κατατρόπωσαν· Είμαι ο νονός χιλιάδων πραγμάτωνΗ ύλη είναι η ευτυχισμένη συγκυρία μου Και ακατάπαυστα συμβαίνουν γύρω μου τα γεγονότα Παράγοντας την φωτιά και την φωτιάΈτσι όπως με αυστηρότητα με εκμηδενίζουν οι αφρόντιστες καταλήξεις των άστρων και η ζωή που σκληραίνει το πρόσωπό της επάνω μου Και με απειλεί…
Για να υπάρξει ένας θρίαμβος μέσα στην μέρα Πρέπει να θυσιαστεί μια ψυχή- ωστόσο Ωραία περπατήσαμε μες την απώλεια βέλαξαν Οι προθέσεις μας Και με ηθική μαγνητική πυξίδα Τρέξαμε κατά τον Βορά Τώρα σκεπάζουν θόρυβοι το μέλλον Ηχηρά δευτερόλεπτα καλύπτουν με φασαρία την σελήνη Κι ένας ημερινός διάκοσμος από προθέσεις κι αυταπάτες Σκαρφαλώνει επάνω μας, σαν για να εκμυστηρευτεί
η νύχτα μέσα μας πώς έχει γεννηθεί.
Λαλούμε χάος και θα περισσέψει ο χαμόςΆρχοντά μου!
Ο δυόσμος της αιωνιότητας…
Στην γλάστρα ένας άτσαλος δυόσμος, σαν παρένθεση αδιαίρετη
Χαρούμενος ξεσκίζει τις γεωμετρίεςΔεν έχει ‘’σημασία’’- η λεβεντιά του είναι μυριστική·
Σπέρνει ανάσες κάτω από τον ήλιο Είναι σαν φθινοπωρινός δραγουμάνος. Τάγματα απλότητας βάφουν τον ουρανό με αμοντάριστο μπλε Ώσπου να μας νικήσει η θωριά του. Μετά υψώνεται πάνω από το κοιμητήριο Το ξόανο ενός αρχαίου θεού που έσβησε καγχάζοντας πως του ανήκουν όλα! Ω πόση ματαιοδοξία! Τίποτα Ποτέ δεν θα ανήκει σε κανέναν. Μόνο του δυόσμου η ορμή θα εκπορθεί τα κάστρα της αναπνοής και τα υπερσυντέλικα κορμάκια!
Αθήνα 15/11/2022
Συντάσσω μια μουσική απόρροια της ψυχής μου που κλαίει. Συντάσσω ένα μανιφέστο φωτιάς. Ακούγομαι μόνο στους ουρανούς- δεν θέλω και τίποτα άλλο.
Παραμένω στις ράγες της Αλήθειας μου. Γράφω για να με καταπιούν οι αιώνες. Ραγισμένος αυλός!
Αναβράζον φεγγάρι- σαν η συνείδηση που καίει, Τρίβεται
ανάμεσα στα άστρα, το πληγώνει ο ουρανός Και
Ουσιαστικά
δεν χωρά σε κανένα λιβάδι της όρασης Είναι μια μαγεμένη Ομορφιά!
Διαχειρίζομαι ουτοπίες, σβήνω
Τα χέρια μου
Αντηχώ μέσα στην ερημιά, πεθαίνω Και ανασταίνομαι κάτω από την τύρβη Των αρχαίων συναγωγών·
Την ώρα που ο πλανήτης περιστρέφεται
Σαν άπους γίγαντας εσωστρεφής
Και καθόλου για τον εαυτό του Βέβαιος…
Ένα μοίρασμα σαν κλήρος πάνω στα φυλλώματα
των δέντρων, ένα απύθμενο αλισβερίσι ηλιαχτίδα να τρυπά την στιλπνότητα και να προτρέπει τα σπουργίτια να μεθούνε.
Κάτι αιθέριο επιβάλλεται και κατασκηνώνει στον φλοιό των δέντρων που ανασαίνουνε μες την ατμόσφαιρα των ντροπαλών ανέμων.
Παντού θεός: Πότε σεμνός και ντελικάτος, πότε Άσεμνος μα νουνεχής.
Ό,τι αρπάζει από παντού και ό,τι ατιμάζει σφυρίζει αδιάντροπα μέσα απ’ τις τσέπες τουΦαύλος τον φαύλο….
Ξεκαθάρισμα…
Ξημέρωσε το διαλεκτικό πρωί Όποιος ονειρεύτηκε σύννεφα σήμερα είναι ο τόπος του και με αφέλεια Θα χαθεί ξεχασμένος κοντά τους. Καθόλου δεν υπάρχει ανταμοιβή ο γράφων Σημειώνει ελπίδες γλυκανάλατες κι ο πίνων Μεθά χωρίς πολλά πολλά να καταλάβει. Κλαίω για τους θανάτους όλους που αποστήθισαΝτροπιασμένος από κείνο που δεν ήταν κατάληξη· Με παρεξήγησε κι ο ουρανόςΕγώ γεννήθηκα για να αποσυμφορήσω την συντέλεια του ονείρου…
Ραβδισμένες ελιές, κόρες του ανέμου, Ιδρωμένες κάτω από τον ανοικτίρμονα ήλιο, παίζουν χαρούμενα·
Στα κλωνάρια τους Ο καρπός στέλνει την αξία του να ανταμώσει την κοφτερή ηλιαχτίδα·
Ζαλίζομαι από τις υποθέσεις του βίου, Αλλόκοτος είναι ο πόνος αλλόκοτος, Συνοψίζονται όλα τα πάθη μου έξω από την μάντρα του κοιμητηρίου
Μήπως είμαι αυτός που δεν ήμουν ποτέ μου;
Μήπως καρποφορώ ό,τι δεν έχω και απαλείφεται η χαρά μου Πάνω στου λίθου το ακόνι και την μοίρα μου την δύστηνη;
Ραβδισμένες ελιές, κόρες του ανέμου
Ζω φυγάς και θύμα και θύτης, συντηρώντας μια γαλήνη που καταφεύγουν τα λόγια μου τα μελαγχολικά!
Πίσω απ’ τα διλήμματα ένας αφρός γάργαρης ανεμώνας δίνει νόημα στην σιωπή. Εκεί που σφάλλουμε νηφάλιος είναι ο Χρόνος και μας προβοκάρει. Στέλνουμε ‘’κάτι’’ που δεν είναι ‘’τίποτα’’- κι αυτό καταναλώνεται σε σινιάλα συμπερασμάτων. Η ανθοφορία μας υποφέρει από ιδιώτευση και μοναξιά… Η ανθοφορία μας: το δίλημμα των διλημμάτων…
Οριοθέτηση…
Εδώ τοποθετήθηκε η ζωή, με την αντάρα της. Πολύ μακριά από την άποψη που έχουν οι λογοτεχνίες.
Καίει το κάρβουνό της Ακόμα και σε φοβίζει. Εδώ τοποθετήθηκε η ζωή.
Μετά, έλαμψε ο Έρωτας! Στεφανώθηκε νικητής επί όλων. Και συνεχίσαμε, και συνεχίζουμε. Κι εγώ που ξαγρυπνώ Έχω εσένα στον νου μου, Πάντα, Έστω και αν εσύ δεν με καταλαβαίνεις Κι ανοίγεις παράθυρα διαφυγής προς κάτι μακρινό… Πρόσεξε! Το πλέον μακρινό είναι εκείνο το λιβάδι του θανάτου…
Τοπίο καθίζησης..
Είμαι μάταιος και ξεπερνιέμαι
Εύκολα, ανοίγοντας δρόμους στην φαντασία..
Είμαι μια πρόβα που αφήνει ενδεχόμενα αντίστασης
Πάνω στα ζοφερά κατεστημένα.
Με περπατά ο αέρας, η γυμνή ατμόσφαιρα
Των εννοιών. Μέσα από αντιξοότητες που δεν συναρμολογούνται
Ακούγομαι που σβήνω σαν μια πυρκαγιά που ρήμαξε
Τα εσωτερικά μου όλα.
Πλαγιάζω. Μόνο η αγάπη με ανατροφοδοτεί… 19/11/2022
Παράξενη αυτογνωσία…
Σήμερα ο ήλιος σαν μια ιδρωμένη προσπάθεια γεμίζει τα λαγήνια με φως.
Τα φυτά τέρπονται με απρόσμενο θάρρος.
Λιγοψυχάνε στα καλά καθούμενα τα σμήνη των περιστεριών.
Βυθίζω στην αγκαλιά μου την μέρα σαν ένα παιδάκι κακομαθημένο.
Πλάγιασα πάνω στην φαρδιά ταράτσα του πόθου.
Ανασαίνω μέσα σε φράσεις ελευθερίας
Έχω το φρόνημα που δεν σκουριάζει σε καμία περίπτωση κλυδωνισμών. Είμαι για να’μαι!
Ο κρυφός χορός των συναισθημάτων…
Αέρινη φιγούρα που κινεί ο έρωτας! Κι αν πεις Να περιγράψεις θύελλες, τι να σου πω; Λαχανιασμένα ζούμε πίσω απ’ τον πόθο Φεγγάρια τελεσίδικα, μπαλώνουν τα εικοσιτετράωρα με λάμψη Κι εσύ ορμάς μες από τον αψύ βηματισμό σου να με πεις Μαύρον ελεεινά να σβήνω μέσα στην ποδιά σου. Πόσο σε άγγιξα που λες εγκαύματα παντού επάνω μου έχω! Χορέψαμε πίσω από τις λεμονιές, στο καθαρό πλατύσκαλο της νύχτας και τα πάντα μοιραστήκαμε με το κορμί να ανάβει και να γίνεται του ερωτικού σκοπού λαμπάδα….
Τι να φιλοσοφήσεις τι και μη, ο κόμπος ποτέ του δεν λύνεται. Α ρε ψυχή μου πόσο ανηφόρισες! Και πίσω από κείνα που μου φανερώνονται Ένας ήλιος μου δείχνει πώς να ζω φωτεινός κι ευτυχής Μέσα στο χασομέρι της πραγματικότητας και των ονείρων…
Μεσούσης της νυκτός, φαντάσματα μιας λύπης μας προσέγγισαν
λες λίγο φοβισμένα. Προς τι η ταραχή; Εμείς βαδίσαμε στην άκρη Των ωρών, σαν οι σκιές που ήτανε ο εαυτός μας ο ίδιος. Του σκοταδιού οι αγκύλες άνοιξαν Και μας περιβάλλανε με μια στοργή ανατριχίλας.
Καθίσαμε στον βράχο τον σημαδιακό Αντίκρυ στα επιφωνήματα της θαλάσσης. Μας ενθουσίασε ο ουρανός! Όσα διαβάσαμε τα μεταφέρω, αφήνοντας την ψυχή μου να είναι μία γραφή που παίζει με τα κύματα ελπίδες κι υποσχέσεις…
Έτσι που σ’ αγαπώ η κάθε μέρα δικαιώνεται!..
Έτσι που ξέκοψα από τις ρίζες Χρειάζομαι έναν επιτυχημένο άνεμο για να σε τραγουδώ, Για να σε υπερασπίζομαι, για να μην σου ξεφεύγω Να μένω μαζί σου μες την ερημιά Αφήνοντας τα τοπία να εισβάλουνε μέσα μου Για να απαρτίζω τις ανθοφορίες που αγαπάς Για να απαγγέλλω την ακριβή περίπτωση των πόθων σου!
Έτσι που σ’ αγαπώ η κάθε μέρα δικαιώνεται Και βελάζει έξω από την πόρτα της παράδεισος!
Αθήνα 20/11/2022
Όλο που ταξιδεύουμε και απομένει
Μνήμη λευκή, σαν ενός ήλιου το συνάντημα Μες τα χωράφια που φορτώθηκαν σιτοβολώνες. Ο αέρας τσουγκρίζει τα κεφαλάκια των ανθών, Διαφάνεια και των γονέων, Επική διαφάνεια Αφήνει την ποίηση να φανεί γύρω παντού. Και ο θεός που κάνει πως αδιαφόρησε για όλα Καπνίζει πάνω στο μπαλκόνι του ουρανού Αδιαφορώντας για ετούτη την επίγεια ανακατωσούρα…
Ποίηση…
Ανατρέποντας δεδομένα ο Χρόνος μαστίζει τις πορτοκαλιές· Καιροσκόπος
εισβάλει σε όλα και τα αποδεκατίζει φρόνιμα. Και η λιακάδα, μέσα του Νοέμβρη, που τραμπαλίζεται επάνω στην κοιλιά της γης Τι θαύμα! Ασωτεύω και κοιτώ: η μέρα πραγματώνει την φαντασία μου. Νεράιδες καλοσυνάτες μιλούν στην εξοχή της ψυχής μουΕνώ λιβάδια ασύνορα φιλοξενούν τα αλογάκια τα ατίθασα του πόθου. Ό,τι γελά μέσα στον κόσμο κι ό,τι κλαίει Είναι για πάντα Ποίηση!
21/11/2022
Σχεδόν μια ορθή γωνία που με ξεγελά Ανήκοντας στο εύθυμο φαινόμενο της πρόσπτωσης, Σχεδόν μία διάθλαση νερό να δίνει άτσαλο νερό Και είδωλο λιγάκι μετατοπισμένο Ανήκω στους εσαεί δαιμόνιους παρατηρητές Σπουδάζω τα ουράνια Τόξα η λύπη μου Που δεν μπορώ να ζωγραφίσω Την φαντασία μουΌπως αυτή με παραδίδει δέσμιο στην τιποτένια μου ανάμνηση..
Βρέχει την νύχτα…
Οριζόντια χανόμαστε, σαν για να βοηθηθούν η φθορά και η απώλεια. Βλέπεις τότε πουθενά δεν πατάμε. Ανάγνωσα
Όλη την νύχτα ουρανό Και έγραφάτονε ανεστραμμένο πάνω κάτω. Πού χώρος για όνειρα. Μόνο οι σκέψεις κάπου Με πήγανε Για να μαζέψω δυνατό θυμάρι της συγκίνησης Και να τελειώσω. Και το φεγγάρι φρυκτωρία μαγική που στέλνει μήνυμα Ξεκάθαρο, ότι στο φως του όλα πραγματώνονται Τα μυστικά τόσων δαιμόνων που έχω μέσα μου και που κυριαρχούνε… Αθήνα 23/11/2022
Το ‘’εγώ’’ μου κάτω από τους φανοστάτες της νύχτας..
Κατακρημνίζονται πόλεις και ουδέτερα πέφτουν τα βράδια, Περπατώ μοναχικός και με σκεπάζουν οι ώρες Σαν με τον ώριμο μαγνητισμό τους, Ποδηλατεί η αντίρρηση δίπλα μου- μ’ επηρεάζει, Κλειδωμένες σιωπές τινάζουν την κάθε σκιά μακριά, Έντομα διψασμένα για αίμα ζεύονται την υγρασία και ορμούν Πάνω σε κάθε σάρκα που αποκαλύπτεται, Κοιτάζω το ρολόι μου, ΑνησυχίαΠώς περνάει ο Χρόνος στην άλλη Πλευρά του στοχασμού; Δεν μου μιλάς και η ψυχή μου νιώθει Το μαύρο φως σκληρότερο από ποτέ, Είναι μια όμορφη οφθαλμαπάτη κάτω από τους φανοστάτες Είναι η νύχτα που μαζεύει τα ορφανά πουλιά της κάτω από μια αγκαλιά, Είναι ο έρωτας που απομακρύνεται Φορτωμένος δειλά αισθήματα και άτολμη δράσηΚι εγώ που ήθελα να επεμβαίνω Στις ζωές ευεργετικά, εγώ Άντε και μήπως βρω τον τρόπο να εξομαλύνω το εγώ μου Το ακάνθινο!
Επιλέγω το χρώμα της μέρας μου…
Αντηχεί φεγγάρι ημερινό, Ο σκύλος αλυχτά κι απομακρύνεται, Κούφιος ήχος από ένα σπασμένο άστρο Φτάνει μέσα στην ερημιά, Δοκιμάζεται η νύχτα στα απώτατά της·
Βγαίνω από τον ύπνο σαν από μια ζοφερή καταβύθιση, Κουβαλώ επάνω μου το κοφτερό μαχαίρι Σχίζω το σύννεφο, πού να το καταγράψω αυτό; Κορυφώνεται το μένος των εντόμων·
Και όταν φτάνω στον προσωπικό παράδεισο Το μολύβι μου πολλά μου προσφέρει, Ανοίγει σύνορα καινούρια μες την φυλακή, Ευθύνεται για τις επαναστάσεις όλες
Διαλέγω χρώματα, τι να το κάνεις το φαιό; Εμείς άλλα σπουδάσαμε αισιόδοξα και σβήσαμε την κάθε αμφιβολία, Διαλέγω την μορφή της μέρας, το ύφος της, Και στα βαθιά και στα ρηχά αφουγκράζομαι χρωματικές συνθέσεις.. 24/11/2022
Για να απολογούμαι ειλικρινώς μπουκώνομαι παρωχημένη ελπίδα
και μιλώ ξύνοντας ολοένα τις πληγές μου. Εδώ που τα λέμε, όλος μου ο βίος σε απόλυτο σχέδιο εφαρμόστηκε. Κι όπου οπισθοχώρησα ήταν για ν’ ανασυνταχτώ. Έτσι που τα έκανα ας τα λουστώ λοιπόν! Έτσι! Πάντως ξεπλήρωσα το καθετί πληρώνοντας το δυο και τρεις φορές. Στην τελική, και που θυμώνω κάποτε, δεν έχει σημασία. Αμόλυντο το αίμα μου από κακίας σπέρματα και δηλητήρια. Στον εαυτό μου υποσχέθηκα μια κάλμα σύνεσης κυοφορεί αυτό που η καλοσύνη, πίσω απ’ όλα, μου υπαγορεύει..
Μια διαφάνεια και Γαλαζωπός είναι ο ουρανός, Μέρα που κύλησε όπως οφθαλμαπάτη, Αντιστέκονται λόγια μες την ανυπαρξία, Κάτι γυαλίζει γύρω μου και Σκορπά παρθενικότητα, Το βουλοκέρι των ανέμων έσπασε, Ξεσπάει παντού παράξενη αμφισημία, Μικραίνοντας ολοένα το μπόι μου δεν μπορώ να συναντήσω το μπόι μου, Εύχομαι να μην μ’ αφανίσει η πραγματικότητα με την δική της Αλήθεια, Νιώθω να θριαμβεύουν οι σιωπές και τα φυτά…
Έρωτας αιμοδιψής και φαινόμενο…
Το σώμα σου κρυστάλλινο και αποφασισμένο
να ‘’νιώσει’’ κρατά καλά τα μυστικά του· ζητά να πρωταγωνιστείτο σώμα σου!
Με μια βαθιά φωνή πόθου στ’ αγρίμια ομοιάζει και στα δυνατά ρυάκια: Παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του·
Κι όταν το συναντώ
Με αφανίζει ενώ εγώ νομίζω επιπόλαια πως θα επιπλεύσω σ’ αυτόν τον μέγα σου ωκεανό ο δυστυχής!
Μοίρα…
Μάλλον δεν είναι τίποτα πιο κακότροπο από τα φορτωμένα σύννεφα του ουρανού. Μπορεί να πάρει χρόνο και εμείς να επικοινωνήσουμε, Να βρούμε το σωστό λεξιλόγιο, την σωστή τεκμηρίωση, την ζωγραφική της Αλήθειας. Όμως παγιδευτήκαμε στο καθαρό μυστήριο της αγωνίας Και ζήσαμε παράξενα δυστυχισμένοι. Μάλλον δεν είναι τίποτα να ζεις χωρίς να νιώθεις πόσο σε έχουν εγκλωβίσει Κι όμως είναι τα πάντα η κατάρα αυτή. Μάλλον που ζούμε είμαστε οι υπηρέτες ενός Καθήκοντος που δεν τελειώνει!
Πορτραίτο μιας αγρύπνιας…
Ανασαίνεις σαν το αδασμολόγητο φεγγάρι
Στον ύπνο μου· κι εγώ που σε μελέτησα χρόνια
Θαυμάζω ολοένα πιο πολύ την λεβεντιά σου! Καθώς Υπάρχει μια συνάντηση σε χρόνο ουδέτερο
Πίσω από τα γεγονότα, στην μεριά Που οι ώρες είναι υποψίες θαλερές, κι εμείς το καθετί που φέρει πρόσκομμα αντιπαρερχόμαστε για να
Βρεθούμε σ’ ένα φιλοσοφικό παμπάλαιο παραμύθι
Που μέσα του βρίσκουνε καταφύγιο οι ελπίδες μας. Αέρινα δεσπόζεις πάνω απ’ όλα, Φορτώνονται οι μυώνες σου χάρη και σθένος Και λίγο που κινάς το πιο μικρό Δαχτυλάκι σου, ραγίζει η Στιγμή και πιο πληθυντική σε δίνει Στην πραγματικότητα. Κρατώ εικόνες στο μυαλό μου για να ζω. Κρατώ επιθυμίες, πόθους, συναισθήματα. Όταν γεράσουνε τα σώματα οι αναμνήσεις συντηρούν την κουρασμένη ορμή τουςΚι εσύ με κάνεις να το θέλω όμορφα αυτό! Ψηλά που πας στον νου μου και ας χαμηλά Ξαποσταίνεις: όμορφη μπαλαρίνα των καιρών!
Δεν μεταγλωττίζεται η αγάπη, την κρατούν Κάτω από τις λέξεις οι έννοιες που δεν συμμάχησαν πουθενά, Ούτως ή άλλως στο κενό κινήθηκαν οι πόθοι, Ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι να μην νίκησε ποτέ κανείς κι εγώ Να δυναμιτίζω αλλεπάλληλα την γλώσσα-
Μέσα σε καθρέφτες περνάς και είσαι στο φιλί τόσο δοσμένη
Που πέρασες όλα τα Ανθεστήρια Και έγινες μια γόνιμη αλήθεια
Κερνάω την ειδή σου ηλιαχτίδα τρανεμένη
Και γίνεσαι πολύχρωμη που να σε ζωγραφίσει εκείνος που στα πάντα διαφεντεύει…
Καλημέρα!...
Στα βαθιά πηγάδια
Αντηχεί μια ηχώ από φωνή κατεστραμμένη. Κι ο πυρετός μιας αγρύπνιας
Ξεκαρφώνει την στέγη του ουρανού επιδέξια. Ο υδράργυρος κωλυσιεργεί τις αβρότητες.
Μέσα στους μεγάλους καθρέφτες περνούν τα είδωλα μιας καταστροφής. Ο κόσμος ρημάζεται κι ολοένα ρημάζεται.
Κάπου μ.Χ και τα δέντρα εκμυστηρεύονται ακόμα
Την προδοσία και την τιμωρία της.
Σήμερα η μέρα είναι αρχαγγελική.
Μεγάλη γαλήνη και ο έρωτας που ξεθύμανε
Αιωρείται ανάμεσα στις ηλιαχτίδες και την σκέψη μου. Ασθμαίνω. Ασθμαίνω και απουσιάζω. Καλημέρα!
Πίσω από τσεκουράτες επικοινωνίες Υπάρχει μια οθόνη που όλα τα εμποδίζει κι όλα τα παρακολουθεί.
Είναι η τήλε μας συνάντηση η τήλε μας Συναναστροφή.
Γεμάτο δυναμίτη το ‘’συμπέρασμα’’Εγκαινιάζει την κατάθλιψή μας και το θάρρος·
Το μεσημέρι που φυγοπονεί τρεκλίζει όπως μεθυσμένος που δεν ξέρει πια τον δρόμο·
Κι ενώ μια άγουρη πραγματικότητα μας ωριμάζει Αφήνοντας εκτεθειμένη την ψυχή μας μες σε φυλακή…
Χόρεψε!... Τα πάθη απ’ τα πάθη ξεκίνησαν Και τις αντινομίες. Άντε να βρεις πώς ξεκλειδώνεται μια φυλακή με τα σεπτά τριαντάφυλλα και τα τοπία που εξουσιάζουν! Κι οι μαρτυρίες ότι παίξαμε με την φωτιά ανούσιες! Κρατάμε από δύσκολη γενιά που θέλει κι άλλο θάρρος να ξυπνήσει την ελευθερία. Χόρεψε τώρα κλείνοντας τον κύκλο της βουβής Θέλησηςεσύ που είσαι πλάσμα που ποτέ του δεν το βάζει κάτωπασχίζεις να τα καταφέρνει να γελάς ακόμα κι όταν όλα στραβώνουν και πονάνε… Χόρεψε!...
Είναι σαν φθισικός Νοέμβριος
που έκλεψε ένα όνειρο και πάει.
Τα τσουλούφια του κατσάρωσαν απ’ την βροχή.
Δεν μιλά- είναι λιγόλογος και αποφασισμένος.
Όταν τον ερμηνεύω
Ξεραίνεται το στόμα μου, λαλώ μουγκά
Και με κατακλύζει ένα φως σκοτεινό…
Πρωινό ξύπνημα… Φυσάει ένας αέρας κρυερός, σαν μια παράξενη διαμαρτυρία, Κάνει φλύαρα τα ευσύνοπτα, ΑυθαδειάΛίγο ακόμη για να ξημερώσει, Σκιές παρασυρμένες κρύβονται ολοένα πίσω από τον τοίχο Ή τα δέντρα, σκιές τρομαγμένες. Διαβάζω την σιωπή, Ιδρύω μια μοναξιά που μου αρέσει, Απ’ την πύλη της περνούν παράξενα όντα δέσποτες ενός αλλιώτικου παραμυθιού, μου νεύουν, τα κοιτώ, όμως μένω στην ησυχία μου, διαβάζω Τον ουρανό καθώς βαθαίνει και βαθαίνει Δημιουργώντας ψευδαισθήσεις λυρικές!
Καταγραφή περιστατικού..
Τρομερά εντυπώθηκες μέσα στην ιστορία της μέρας, τρομερά. Και, ύστερα, απουσίασες από τα πλατό των συναισθημάτων. Πού βρίσκει τόση απονιά ένας άνθρωπος που είναι να Από-ερωτευτεί; Τελειώσανε τα έργα των φιλιών σου· Σαν μία λέαινα αγρίεψες Κι άφησες να σε πουν οι πόνοι και οι απομακρύνσεις· Το διψασμένο βλέμμα σου για πηλό Απέκτησε οδόντες να καταβροχθίσει
Και η μέρα φρόνιμα έγραφε και έγραφε: Εκείνα που εσύ ποτέ δεν θέλησες να δώσεις…
Στην τραγωδία μιας ρωγμής…
Ούτε ο πλανήτης να σε χωράει και μέσα από γκρεμισμένες συγκυρίες να κοιτάς που αλλάζει ολοένα η πραγματικότητα. Γιατί και να διαβείς και να φτάσεις κάπου χαλεπόν! Τώρα ούτε οι εκμυστηρεύσεις σου σε σώζουνε, ούτε ο οιωνοσκόπος της σελήνης. Σου λένε όλα πώς τα ξόδεψες και ούτε μια λέξη σου δεν αποταμιεύτηκε μες την φωτιά. Εδώ που είναι άβολο να είσαι λυπημένος ή να μην μπορείς να ερμηνεύσεις ασφαλώς τα γεγονότα κι ούτε θρησκείες σε σκεπάζουνε ούτε και ένα έλεος που φτάνει ώσμε του θανάτου· αφού δεν τα λογάριασες σωστά τα πάντα σου πόσον αέρα να χωρέσουνε καλώς τα πνευμόνια σου, προτού φυσήξουνε και ξεψυχήσουν;… 30/11/2022
Εγκαινιάζω μοναξιά που με θρέφει· Είναι ο τρόπος μου, είναι η καθαρότητα της θέλησής μου·
Στιγματίζεται η σιωπή και με καίει ολοσούμπητο Ιδέες θρέφω γαλανές και απέριττες· Ανάβω·
Και είμαι ο μαέστρος ενός ζωντανού θεάματος που πρωταγωνιστεί Ο βίος μου όταν αυτός δεν είναι ο βίος μου, είναι μία παρένθεση που κλείνει Και μέσα της σαλεύω πληγωμένος, λυπημένος, μελαγχολικός!
Μικρός εσώτατος απολογισμός!...
Κάθομαι κάτω από τον ουρανό και εκφέρω τσιτάτα συναντήσεωνΟ ουρανός μου θυμώνει, έχω υπερβεί όρια και όρια Πια δεν ορίζω τις συντεταγμένες, Έχω καρφωθεί εμμονικά στο Πουθενά, Λαχανιάζω
Και ανηφορίζω κατά το Μέγα Ψεύδος: είναι ένα Τίποτα οι θεωρίες μου. Ξιφασκώ με την ‘’ανάγκη’’, αυτός είναι ο τρόπος μου, έτσι Διάγω τον βίο, Και το αποτέλεσμα ‘’μηδέν’’ κι από μηδέν πιο μηδέν, όταν τα βάζω όλα κάτω και μετρώ τι έδωσα, τι πήρα, τι μου μένει, Αφιερώνομαι όμως -και με ευχαριστείΣτον όμορφο Σκοπό μιας μαργαρίτας Που θάλλει λες και έχει έρθει η Άνοιξη μες την κλειστή καρδιά μου!
Μήνα καλό!... Αυτά που συμβαίνουν συμβαίνουν για να είναι ο αγώνας διαρκής· Φερτή ύλη, άγονη και γόνιμη, τεμαχισμένη Κι ενιαία, αδιαίρετη Και πλασματική, Σου ξεφεύγω, έχω την φωνή μου που αναβαθμίζει τα φυτά Και των δέντρων τους τρυφερούς κλώνουςΝύχτωσε Ήρθε ο τελικός Δεκέμβριος Ό,τι εορταστεί θα είναι μια επιτυχία Η σκέψη μου κανονιοβολεί Αναντίρρητα ζω με φωτιά Επιδέξια τσουγκρίζω την άνθισή μου με τον μαρασμό Συμβαίνουν όσα συμβαίνουν και είναι όλα μέσα μου Στο αίμα μου φλομώνει σχέδια χαμού η πραγματικότητα Ζω τον αφανισμό μου Μήνα καλό!
Έβαλε κρύο και μας πάγωσε. Όσα σχήματα έφτιαξα ξεθωριάσαν. Αγγίζω την άλλη όψη των πραγμάτων. Με απορροφά η πραγματικότητα. Ένας συγκερασμός από αίγλη και λησμονιά εισβάλει γύρω μου παντού. Καθέτως ξημερώνει. Οριζόντια είναι μόνο η κάθε ανάμνηση. Και η λύπη μου, κι αυτή οριζόντια…
Απ’ του σφάλματος την κόψη…
Το φεγγάρι μου υπόσχεται παραμύθια και η νύχτα αντιπαρέρχεται σε χρόνο μηδέν, ο διάκοσμος πλημμυρισμένος με φώτα καγχάζουν αδιαφορώντας για τους εγωισμούς μας· Α άστρο με πλάνεψες, μυστικά μου κρατάς πάντα κρυμμένα!
Έσω η φυλακή μου κι έσο κι εσύ μία ανάμνηση πλέον Τι θέλω τις φιλολογίες, τρικλοποδίζουν
και χάνουν τα νοήματα όλα; Στένεψα την αναπνοή μου για να βγω σε μια ραχούλα επάνω και να δω το απέναντί μου διακυβεύμα… Να που όμορφα πάλι θα σφάλω!
Εωθινό και βάλε…
Σπαραχτικά το φεγγαρόφωτο πάνω από την νύχτα μελωδεί των φυλλωμάτων·
Οι αξίες όλες εξαργυρώθηκαν· Ό,τι θρησκεύουμε είναι από ανάγκη
Ή μήπως από φόβο; Ποιός αντέχει τον θάνατο; Τρέφουμε Αισθήματα που συγκλονίζουν, Κι εκεί που εγκιβωτίζεται το φως μέσα στο πλαίσιο μιας χαραυγής
Ένας δρεπανηφόρος ήλιος προβάλλει Αήττητος!
Αγνό που είναι τώρα το πουλάκι που ξυπνά και στέκει Πάνω στο δέντρο στην κοιλάδα και αφήνει
Έναν γλυκό κελαηδισμό να μας ανοίξει Άλλους ορίζοντες!
Αγνό που είναι! Και τα προάστια που αφήνουν πίσω τους την θλίψη
Και πάνε αποφασισμένα προς την Πράξη την κατάφωρη- πόσο καλά! Σκορπίζει σαν μπουχός η ματαιότητα. Κι εμείς με ιδεολογίες ζωντανές Πιστεύουμε ότι θα τα αντέξουμε όλα, Πιστεύουμε πως είμαστε αθάνατοιΜέσα στην ανθισμένη χαραυγή.
3/12/2022 Αθήνα.
Παράξενος που είναι ο έρωτας!..
Ωραία που συμβαίνει η θάλασσα κι η επικοινωνία μας! Ο βυθός του ματιού και το γεμάτο φεγγάρι Η νύχτα η πασίδοξη και το σώμα σου μες τα σεντόνια Το φιλί το καυτό και η λάμα του μαχαιριού η δίκοπη
Ωραία που συμβαίνει να απουσιάζεις Κι όμως να είσαι εδώ, μέσα μου, κάτω από του κρανίου μου τις ραφές!
Ωραία που είναι να σε φέρνει η Ποίηση Εδώ, κοντά μου, σαν μια αινιγματική φιγούρα που πασχίζω Να την κρατώ ζωντανή Διψασμένη για έρωτα Να με εξουσιάζει Όπως συμβαίνει το αίνιγμα που δεν λύνεται Και η νύχτα η παρηγορητική και η μία και μόνη Που εντός της όλα είναι βατά και υπερούσια
Μελωδικά και που υπάρχουνε όχι!
Αεί…
Ο χρόνος είναι βάναυση πληγή! Πότε ανθίζει η τρυφερότητα και αφήνει στίλβωμα κραταιό πριν από μια ωραία Παραμυθία; Βιώματα που διευθύνουν την ζωή μας,Πόσο ερήμην μας τα γεγονότα εκτυλίσσονται; Ε ρε θεότητες που αμφισβήτησα κι όσο γερνάω Ζω με αόριστες γραμματικές και με αχόρταγες προθέσεις… Κάποτε ίσως απηχώ ιδέες που με ντεραπάρουν· Λατρεύω τον παράδρομο κι εκτροχιάζομαι στον δρόμο Αχ Μαρία μου πόσο ασωτεύω Και ζεύομαι ελεεινούς καημούς, κερδίζω Όπου χάνω, αναθράφηκα Μες σε αναρτημένες σιωπές- και μου αρέσειΜόνος μου είμαι κερδοφόρος ουρανός Που εκπέμπει στίχους ως το άπειρο Παράξενα ο ίδιος ζω… Αεί…
Αρέσει στην μελαγχολία να αντηχεί. Το βράδυ είναι φιλόξενο, γεμάτο ελπίδες. Παράξενα η όραση καταγράφει. Όλες οι υπάρξεις σε εγρήγορση. Στην ακοή τίποτα δεν ποντάρω! Δευτερόλεπτα πριν έρθει το ‘’σφάλμα’’, είμαι ένας γραφιάς που χάλασε το ξυσμένο μολύβι του… Μόνο στην μουσική εμμένω, μόνο στην μουσική!
Λόγος περί περιστροφής της γης και λόγος για τον Έρωτα…
Από τους λόγους που εφευρίσκω ως τους λόγους που θα πω, Ακολουθώ τυφλά έναν συλλογισμό μου: Είναι η νύχτα Οδηγός και εμπνεύστρια·
Εδώ κι εκεί, Σπαρμένα φωνήεντα Που κωλυσιεργούν μπροστά στον χρόνο που τα κάνει Να φαίνονται κρουστά ενώ είναι άμεμπτα ολοστρόγγυλα Και κλειστά Σαν ένας κρίκος σε αλυσίδα- ναι· Υπάρχει ζοφερό κενό ανάμεσα στις συγκινήσεις και τις ουτοπίες, Οι λέξεις το επεκτείνουνε, Μηχανικά στηρίζονται οι έννοιες στην καθαρή πλατφόρμα της γραφής, Γυρεύουμε ατσάλι και σε ντενεκέ το καταλήγουμε -Οι ανόητοι δεν θα σκεφτούν και θα μας κοροϊδέψουνΕκείνοι δεν λογάριασαν ποτέ τι είναι να σε νοιάζει πώς ο κόσμος περιστρέφεται Με τόσες λύπες φορτωμένος, τόση ανασφάλεια, Τόση πια αγωνία, τόσον βιοπορισμό Και να ζητάς να μην χαθούνε μέσα στην περιστροφή του Τα ποιήματα που έγραψες για να εκφράσεις τις ψυχές και τον Αρχιερέα Έρωτα Που προκαλεί σεισμούς και όλα τα ενώνει Δυνητικά…
Πεταλούδα…
Αβρή πεταλούδα Σαν για να μην είσαι εσύ και να είσαι ταυτόχρονα Ένα Τίποτα και να είσαι τα πάντα·
Πετάς μες τον συλλογισμό μουΑέρινη, αιθέρια, γυμνή Σαν το Ελάχιστο που πολλαπλασιάζεται
Ορμάς στην πύλη των ΑοράτωνΣτα φτερά σου η συμμετρία κλώθει παρατεταμένη Άνοιξη Μαγεία που σε στόλισε ο θεός!
Στον Χρόνο ο χορός κι ο πόνος…
Το σώμα είναι αέρινος καημός και εκπυρσοκροτεί σαν Αλήθεια Ποιός μπούκωσε την νύχτα με νεφελώματα; Πότε θα γεννηθεί ένα άστρο; Γνωρίζω πώς λίγα γνωρίζω Γνωρίζω πως ζω με τις αντιφάσεις μου
Ματώνει η κάθε λέξη που μπορώ Δεν μπορώ να μην με χωρά η νεότητα Φάσκω καθαρές γενναιότητες, τι είναι αλήθεια ο προορισμός μου; Βλέπω πίσω από τους λεπτοδείχτες Ένας χορευτής τσακίζει το ντελικάτο κορμάκι του ένας χορός που ποτέ δεν τελειώνει στον τόπο της καθαρής Ουτοπίας εκεί που για τα λεξιλόγια δημιουργείται μία έννοια ‘’φευγάτη’’…
Απολογιστικόν…
Βοηθάω τα όνειρα να παρελάσουν… Αν ποτέ η ζωή καλυτέρευε Θα ήμουν βοηθός φακίρη Θα ζούσα πάνω σε καρφιά Αυξάνοντας την οδύνη στο έπακρο Εγώ ο παραμελημένος εαυτός μου. Όμως, εγώ ο λάτρης της φωτιάς Πόσο αντέχω τα μυστήρια Νερά που κυλάνε πάνω στην ράχη του κάμπου; Και πόσον Αέρα χωράν τα πνευμόνια μου; Να που Και στην ελευθερία μου σκλαβώνομαι από σκέψεις Και με πιάνει το δόκανο Της αγωνίας!
Οργάντζα μ’ έναν κόμπο και μια συλλαβή…
Με μια όψη καθαρού νερού έρχονται οι μέρεςΟσμίζομαι στην σιωπή τους το αρχέγονο μαρτύριο· Αυτό που εκβάλει στην πραγματικότητά μου Είναι ένα φωνήεν τσαλακωμένο Σίγουρα δεν είμαι ο ‘’υπερβάλλων’’Είμαι ακάνθινος όπως μια εσωτερική προσευχήΌπως εύθρυπτο είναι το καθετί Έτσι το όνομά μου σβήνεται μες τους αιθέρεςΆδω κομίζοντας νεύματα και χειροκροτήματα Για τον εργάτη ενός αδιάκοπου μόχθου Πού να καταλάβει ο προύχοντας πόσο ψυχή καταναλώνει
ο φτωχός για να επιβιώσει! Αγαπώ μια τριανταφυλλιά Ένα κλωνάρι του βασιλικού, ένα Δασύ γαρίφαλο που σπιθίζει και με νιώθει που το νιώθω!
Πύλος 20/12/2022
Θετικός στην εκμηδένιση της επιθυμίας…
Διαβάζω την γεωμετρία της απώλειας Σχήματα για να απορροφηθούν σε σχήματα Είμαι μόνος ταλαίπωρα μόνος αγγίζω Τον γαλάζιο ουρανό μου Φέγγουν μέσα μου οι μαρτυρίες του φωτός Με ζουλά μια ιδρωμένη ηλιαχτίδα Χαρίζομαι στο παραμύθι του μεσημεριού Γυαλίζουν οι περισπωμένες χάρες μου Σφύζει από ερεθίσματα φωνής η μεσοηλικία μου Όμορφο είναι το ‘’συμπέρασμα’’ Όμορφα αντανακλώνται στον αέρα οι μηδενισμένες μου επιθυμίες…
Σε μια πλατφόρμα της ψευδαίσθησης…
Όταν δύει η σκέψη το σώμα δεν έχει πια καμιά σημασία
Γαντζώνεται επάνω στην ανάμνηση και αργοσβήνει Αφήνοντας αχνάρι ξεθωριασμένο·
Στις χάντρες του κομπολογιού ορκίζομαι χτυπούν Με άτσαλο θόρυβο και επιτρέπουν Στις ώρες να περνούν δικαιωμένες που Συνάντησαν μία Στιγμή που τίποτα κι όμως δεν είναι Παρά ένα περαστικό συμβάν που ναυαγεί και αποστασιοποιείται Ανακλητό. Έτσι που και η Ποίηση ορίζει: καθιερώνει ουτοπίες ζωντανές Στηρίζει την ψευδαίσθηση Και τα μικρά μεγαλύνει, όσο Να γίνουνε σημαντικά ασήμαντα- με διαλεκτικό υφάδι που μαδά την ερωτική μαργαρίτα Και ‘’μ’ αγαπά; Δεν μ’ αγαπά;’’ (κοίτα πού πάμε Που είναι το μηδέν ψαγμένα μέγας σφυρηλατημένος αριθμός)
Ανατροπή στον κόσμο τον σεμνό των αντιφάσεων. Ανατροπή κι εδραίωση στο σύμπαν το ακλόνητο των άμεμπτων ενστίκτων…
Ανοικτό πλατειάζον λεξιλόγιο Αδειάζει τα νοήματα σωρηδόν μες το αειφόρο χωράφι της γλώσσας Ένα φως επάνω του φιλολογεί και σπιθίζει Κάνοντας προσιτό το διάστημα Κάνοντας υποφερτή την μοναξιά….
Του Ναβαρίνο μνήμη τότε και μετά…
Στην πρωινή γυαλάδα κανένα φάντασμα δεν ανατέλλει Στον κόλπο του Ναβαρίνο Και στο τοπίο μία ζωηρή ελιά Είναι η επωδός σε όλα
Θου Κύριε πόσο αλλάζουν κτήτορες οι τόποι Κι όμως, σε κανέναν ποτέ δεν ανήκουν! Τι να μην πω και τι Να πω; Βραχυκυκλώνουν οι αντένες μας και νάσου Που εμφανίζεται ο πορφυρογέννητος!
Βυθισμένα στα σπλάχνα της θαλάσσης Ματωμένα πάμπολλα πλοίαΟ ήλιος τα τρυπά με την τσουγκράνα λόγχη του. Κοιτάζω!
Αυτοί που νύσταξαν πάνω στα καταστρώματα
Κοιμούνται κάτω απ’ το νερό. Μπαρκάραν για την άβυσσο. Τώρα μια ησυχία μεγάλη. Και μες τον κόλπο η μνήμη με την Ιστορία παντρεύεται και Την λησμονιά.
Η Πύλος ένα δάκρυ στον οφθαλμό του φεγγαριού Τα βράδια στολισμένη σαν γερόντισσα που καπετανεύει Και στα ρηχά και στα βαθιά. Ώχου ο πόνος μας για λευτεριά βάθος που έχει! Πατάω την αρβύλα μου στον λασπωμένο δρόμοΚαι ξέρω πόσο ταξικά πουλιέται το τομάρι μου· Με συμπληρώνει η ορμή μου· Τώρα γελώ με αντιφάσεις και
Απόφαση…
Ε ρε ήχοι από χρώματα και βαθύκολπη Μεγίστη σελήνη! Στις ερημιές που ο κόσμος μαραίνεται και ξεγελά τον αυτόκλητο θάνατό του. Διασκεδάζω τις εντυπώσεις ακροβατώ πάνω στα γεγονότα. Είμαι άχρωμος και νερένιος σίφουνας της φωτιάς και του νοήματος. Μια ώρα κόκκινη μπουρδουκλώνεται στο τρεκλισμένο περπάτημά μου. Δεν με πλησιάζει ο Χρόνος από απελπισία. Στολίζεται ο τρούλος του κρανίου μου με ατέρμονο φως. Όλος σβήνομαι και ανάβω μες την σιωπή. Αναπνέω γαλαζωπός στην μοντέρνα άποψη των ουρανών. Λαχανιάζω ανηφορίζοντας κάθε δύσκολο νόημα. Συνεχίζω. Πάντα θα συνεχίζω…
Στην συντριβή της αισιοδοξίας μου επάνω παίχτηκε το έργο της κατάθλιψης. Κι όμως, εγώ δεν έστερξα σε οποιονδήποτε αφανισμό. Κρύφτηκα πίσω από λόγια αιχμηρά και μάτωσα. Οι νύχτες όμορφα με παρηγόρησαν. Οι νύχτες… Κι η Ποίηση ήρθε σαν αποτέλεσμα παρηγοριάς· ίσως για να με στεφανώσουν νικητή οι ώρες· ίσως για να πειράξουν τον εγωισμό μου οι αιωνιότητες.
Ο ήλιος στολίζει της μέρας την ανάσταση! Κωφεύω σε υποψίες κοιτώ καλοπροαίρετα τα πάντα. Εγώ κι εσύ θέλαμε να σβήσουμε το μαύρο. Να αφήσουμε Αχνάρι λευκό μες τον αιώνα. Θυμάσαι; Κοιτάζαμε τα αστέρια που έπεφταν· ‘’κάνε μια ευχή’’, μου έλεγες· τι σημασία έχουν οι ευχές; Αφού δεν πραγματοποιούνται Πάντα; τώρα ανήκουμε στην λησμονιά σβήσανε τα φιλιά μας· μια γομολάστιχα έκανε το κακό· ο ήλιος όμως στολίζει την μέρα με κατάνυξη· έχω για να έχεις, έχεις για να έχω βάζουμε την αγάπη στην εγρήγορση· κι η Ποίηση είναι ένα μαρτύριο που μας εξιλεώνει!
Τοπίο ψυχικής ομίχλης και ξεσφραγισμένη αιωνιότητα…
Χάνδακες και στο λασπωμένο έδαφος φυτά που αυθαδιάσαν πολύ σωστά Αναβλύζουν ύδατα κομπορρήμονα Και εθισμένα στην βροχή κυπαρίσσια· Δεντρολίβανα ακυμάτιστα και τσακμακόπετρες που διαθλούν την ηλιαχτίδα ως την σιωπή Τοκίζοντας την παραξενιά της. Εδώ περπάτησα, στου μεροκάματου την υποταγή εντεταλμένος. Άφωνος αφού κατάπια την φωνή μου για να μην υπερβώ την μοίρα μου. Έβρεχε και ξανάβρεχε, ήχος από σταλαγματιά που παίζει ένα άτσαλο ταμπούρλο πάνω στο θρασύ τσιμέντο Και κάποτε φουντώνει το αλέγκρο του κάποτε λίγο υποχωρεί αφήνοντας Να κρέμεται μια αίσθηση μονοτονίας πάνω στην υγρή ατμόσφαιρα του κάμπου. Όλα τα είδα μες σε δευτερόλεπτα. Ούτε στην ιστορία ούτε στον μύθο τους. Βαρύς και με μπαρούτι ο ορίζονταςΚανοναρχούσε στην σιωπή και στην μελαγχολία. Ψηλά και πέρα οι ελιές μανίζανε στην μοναξιά που εγκαταλείφθηκαν. Κάτι σκυλιά γυρνούσαν πεινασμένα κάτω απ’ την βροχή. Μεσημεριάζει. Ο Θεός αργεί ή δεν λυπάται ούτε αγγέλους ούτε και τους υπηκόους του. Θέλει να τιμωρεί..
Μπουκωμένο θλίψη προάστιο
Τρίζει και κάνει νεύματα στον ουρανό Ο χρόνος το ξεκοκαλίζει
Στις βιτρίνες του κάτι που λάμπει Τις νύχτες βελουδένια είναι η σιωπή
Και τα λαμπιόνια που αρπάζουνε τα σκότη Πλέουν ασημένιες σκέψεις στο οδόστρωμα
Οι ώρες εκβάλλουν στο υπερπέραν
Περπατώ ολομόναχος
Σαν μια παράξενη σκοτεινή πεταλούδα
που δεν φοβάται τον θάνατο Εγώ Εσύ
Όλοι μας…
Έτσι απλά…
Συνοψίζονται οι μέρες σε μια βδομάδα καρπισμένη. Χρώματα γεμίζει το μεσημέρι και σαν μια βεντάλια στέκεται Κινέζικη με τα πλουραλιστικά τεχνουργήματά της Αεί. Αιωνόβια δέντρα καθυστερούν την παράσταση λάμψη Και τέλος στον ορίζοντα· ουρανός. Η κάθε ηλιαχτίδα έχει δικαιώματα και πλέκει Το εγκώμιο του κόσμου. Η ζωή Είναι ένα καθιερωμένο άστρο Που τρέμει πιο κρουστό από ένα τσαμπί σταφύλι μέσα στο διάστημα…
Αναπνέουν τα λόγια μου μελαγχολία
Μαχαιρώνει η μοναξιά την σιωπή μου.
Ζώνομαι την ελεεινή φωτιά των συλλογισμών.
Αργοπεθαίνω…
Φυσούν μέσα μου οι ορχήσεις των ανέμων.
Ιδρώνω από αυτόκλητο ρυθμό.
Είμαι για να’ μαι.
Σπουδαίος αφανής που συμπεραίνει μελαγχολικά…
Κόπτεται το φιλόδοξο μέρος μας για αιωνιότηταΤην ώρα που ο αλχημιστής Όμηρος μπουρδουκλώνει τον μύθο και ποσώς τον ξεδιαλύνει· Ματωβαμμένη η προσπέλαση στην Ιστορία Βοά ποικιλοτρόπως η μάζα η ανθρώπινη· Πού να πιάσεις και πού να αφήσεις; Ο ουλαμός θα θυσιάσει τον καθέναν του μέρα την μέρα και θ’ αποδειχτεί Δύσμοιρη η ριμάδα διμοιρία· Πάγια εντολή: ουδέτερα όλοι πεθαίνουμε!
Ξοδεύτηκαν κακήν κακώς οι ώρες κι οι αξίες μου· Τώρα πληροφορίες για ασφαλές συμπέρασμα μου φέρνει η νύχτα·
Κοιτώ τον ουρανό εξάψεις Και πάνω στην ονειροπόληση χτισμένα όλα τα πολύτιμα και οι ελπίδες· Ραγίζει κάπου ο ουρανός· Το ‘’ξαφνικό’’ σαν ξαφνικό δεν μοιάζει κι ούτε με τρομάζει πια Έχω συνήθεια την συνδιαλλαγή Κι εκείνο το φεγγάρι που μου γύρισε τα πάντα τούμπα απόψε! Κι ευτυχώς! Δεν άντεχα τόση προσήλωση στην ατυχία!
Ουτοπικό το απόγευμα. Κάθεται πάνω στην καλή διάθεσή μας: σαν μια χρυσόμυγα ξιπασμένη. Και όταν βράδιασε ασημένια Στιγμή γέννησε την ελπίδα. Το ξέρω, με την γραφή το κάθε μένος κατευνάζεται. Ο αθώος γίνεται αθωότερος, η φλόγα γίνεται ειμαρμένη. Ξεφλουδίζεται ο Χρόνος και από το ακονισμένο μαχαίρι του πεθαίνει ο ντουνιάς και έρχεται ο πόνος… Ουτοπικό φεγγάρι, ξιπασμένο…
Με φούρια…
Το οκνηρό βράδυ, ζεύει τα πράγματα σε χορό. Παρακολουθεί την γυμνή εντύπωση της ύλης. Μια κίνηση υποτιμητική από σκιές που κλονίζουν την μυθιστορία της νύχτας Καθιερώνει ένα σύμπαν συμπαθητικό. Καταβροχθίζει δευτερόλεπτα το άηχο ρολόι. Ό,τι θησαύρισα σιωπή και αστραπή. Ύχαριστημένος που απόψε αναγεννήθηκα! Τι ωραία σκέψη ήρθε απόψε στον νου μου! Αναμοχλεύω πάθη της φωτιάς. Δικαιώματα λέξεων φέρνει ο μουσικός γύρω μου αέρας…
Οι οσμές κατοχυρώνουν την αγρύπνια μου: Αγιόκλημα ή γιασεμί. Φουντώνει η επιθυμία μουΌπως που ζω η ιστορία των πραγμάτων δεν μ’ αγγίζειΒρυχώμαι μα δεν είμαι λέοντας διόλουΑκροβατώ…
Ο χρόνος τελειώνει ο χρόνος είναι μια σπουδή που δεν αποστηθίζεται.
Ωραία εκύλησε μέσα από εύθρυπτες πραγματικότητες.
Μου άφησε τις λέξεις ακριβή κληρονομιά μου.
Τώρα μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο με σφάζει·
Δακρύζω αίμα και με πνίγει άδολο νερό..
Φρουμάζω…
Στο πάρκο…
Ποδοβολητό των φευγάτων ανέμων και λιακάδα απρόσμενη
Δεκέμβριος στα τελευταία του ουραγός ποταμός Σέβομαι τις καταλήξεις των αιώνων Η λέξη είναι ο κόπος μου το σιρόπι το μέλι μου Το κρανίο μου είναι μια αρένα των στοχασμών
Πολλά αγωνιώδικα διαδραματίστηκαν Το μεσημέρι είναι μια ησυχία παράξενη Στο πάρκο άπεφθη πολυκοσμία Βρίσκομαι έξω από την ηλικία μου Λαχανιασμένος μ’ ένα ολόλευκο πουκάμισο Που φιλοξενεί μυθικά χελιδόνια Ένας θεατρικός υποβολέας φέρνει επανάσταση Στην ατμόσφαιρα ένα ξίφος καρατομεί την νεράιδα του ύφους Κάτι αγιοβασίληδες μαζεύουν τα απομεινάρια από την φωτιά Που ενώνει την παλιά χρονιά με κείνη που θα έρθει… 31/12/2022
Πρωτοχρονιά 2023..
Αναδιφώ κάτι τσαλακωμένες ηλιαχτίδες κλέβω απ’ την λάμψη τους Καρπώθηκα ευφρόσυνη πρωτοχρονιά και μια λιακάδα Ζέστανε λίγο την καρδιά μου· ψηλά είναι το δέντρο
Και ο σπίνος ο μαυλιστικός Και χαμηλά η σουσουράδα η χορεύτρια Πιο χαμηλά η ακρίδα και το δωρικό τριζόνι Πιο χαμηλά πιο χαμηλά η αλαζονεία μας. Οι ιδέες μου δόρατα καλοακονισμένα
Ντροπαλός ακόμη ο Ιανουάριος Μπόλικο το νερό που όλα τα ποτίζει Μπόλικη η γαλήνη κι η σιωπή. Απ’ το μπαλκόνι μου μετρώ τον κόσμο Στο οπισθόφυλλο των τετραδίων είναι μία σκοτεινή υπόσχεση Νιώθω να παραστέκονται στην λέξη μου ακράτητα τριαντάφυλλα Γεμάτα άρωμα και γενετήσιο παλμό. Και η χρονιά Εντεταλμένη να μου αρέσει Σκορπά την ευωχία της στον άσπιλο ουρανό Γεμίζει τα πνευμόνια μου ευαισθησία!
Μέρα πρώτη του Χρόνου και της δια βίου μύησης..
Κοιμόμουν αλλά δεν κοιμόμουν κι ήμουνα Ένας καλόγερος που θησαυρίζει ήλιο τρυπούσε το κρανίο μου ο πυρετός, ένα ασφαλές Συνονθύλευμα σιωπών και εντάσεων
Με κατείχε κι εδώ Αφηνόμουν να έχω λίγο κάρωμα αφού Μια νύχτα δεν με φιλοξένησε στην αγκαλιά της.
Α αβέβαιο λημέρι από όπου δίχως να το ξέρω ναι ξεκίνησα
Να σκάβω λεξιλόγια και μουσική ευφράδεια ανεστραμμένη!
Το δέντρο κρέμασε τα άρματά μου πάνω Στα στιλπνά φυλλώματά του. Ο χρόνος έγινε ένα θεατράκι που κομπάρσοι
Είναι μόνο τα πουλιά- κι αυτό γιατί κατανοούν την τζούφια ελπίδα! Γρήγορα αποστραγγίζομαι από μουσικές και μένω αδασμολόγητα να νιώθω την σεμνή φωτιά που αφήνει ίζημα αποκαΐδι πιο τρεμουλιαστό από μια συννεφένια ορμή που μένει Πάνω στην γη, έξω απ’ τα πράγματα, στον καθαρό Χώρο της αυταπάτης. Αυτό το πάθος του μηδενικού μου σθένους συδαυλίζω ακόμα Αφήνοντας να με υψώνουν ως τον ύμνο τα σαρωτικά λουλούδια Λησμόνησα το ύφος μου με σάρωσε Και πίνω τα πολύδροσα άνθη ώσμε κορεσμού Και πάντα ξεροσφύρι… Αθήνα 1/1/2023
Ο κόσμος αναπνέει μες σε σύγχρονο θόρυβο· Πόση μαγεία έχεις πάνω σου για να αποδεκατίζεις κοριτσάκι μου
Τις βολές ενός δύσκολου κόσμου; Αντιγράφω απ’ την δόξα σου. Είσαι μια γάργαρη περίπτωση μιας όμορφης αισιοδοξίας. Θα ανοίξουν τα σύνορα οι νομοτέλειες θα συντελεστούνΕσύ θα μένεις στα βαθιά του ονείρου· Κι όταν θα σμίγει η ευαισθησία με την σεμνότητά σου Μια ιστορία θα γράφεται Ενθουσιασμού!
Όπου με ζω και όπου με πεθαίνω..
Είναι τα όμορφα περιβάλλοντα μιας χαράς Που δεν μας ανήκει. Κιόλας. Οι απρόσμενες εξηγήσεις μου, οι αμήχανες, που εγώ δεν έχω άλλες αντοχές και ‘’κολλάω στον τοίχο’’ σαν στραπατσαρισμένη μαριονέτα και αποσυντίθεμαι
Κίτρινος σαν από αφηνιασμένο πυρετό. Οι σκέψεις μου τολμηρό μεγάφωνο που γι’ αυτό ποτέ δεν φοβήθηκα, οι τρανταχτές επιθυμίες μου· ένα σκαλοπάτι από μια λύτρωση να απέχω, όμως Με εμποδίζει πάντοτε μια αστραπή. Ταπεινά προσβλέπω στον θάνατο, έξω από κάθε πανικό μου. Δίχως ήχο αντηχώ- στο θέατρο μιας λύπης που ξεφούσκωσε, Και τώρα είναι περιρρέουσα χαρά! Γυρεύω την γαλάζια νότα -ξημερώματα που το πουλί με δασκαλεύει αισιοδοξίεςΔιαβάζω πάλι τις αράδες μου, όλα καλά τα ελησμόνησα, Στην κοφτερή απόληξη του όρθρου, όλα καλά τα είδα Και συναπάντησα την μέρα στο ξεδίπλωμά της, Ορθία και αγέρωχη Να διαστέλλεται σαν ένα σύμπαν που θεότητες δεν περιέχει Ούτε ανάγκη έχει από τέτοια πιαΜόνο που ζεύεται την καθαρή προοπτική του Να με συντρίψει αποφασισμένο και να συντριβεί…
Αθήνα 3/1/2023
Σαν να ουρλιάζει η μηχανή του Χρόνου Και στις στέγες επικάθεται ένα σύννεφο μετανιωμένο·
Λυρικά τα δωμάτια που σε φιλοξενούν, Τονίζονται στην προ-παραλήγουσά τους Εσύ στοχάζεσαι λευκά και κλέβεις την παράσταση· Είσαι αόρατη δέσποινα των ανθισμένων εννοιών μου Βαθιά βαθιά ανασαίνεις κλείνοντας εντός σου αθωότητες μύριες· Ζεις αποστομώνοντας την κακεντρέχεια του κόσμου…
Η γυμνή Αλήθεια στην γυμνή νύχτα επικάθεται·
Τα άστρα έχουν φωτιά, είναι μια επουράνια συνταγή Για να νικάς τον πόνο Μην μεροληπτείς, άσε τον Χρόνο να σε απορροφήσειΜεταφράζοντας τις καταπληκτικές απολήξεις του Τίποτα. Συγκεντρώσου!
Η επανάσταση είναι μια περιδίνηση γενναία
Δεν χωρά πουθενά έχει μια φούρια αισθηματική Βοά ματωμένηΦύγε από το όνειρο πλάσε αποξαρχής την πραγματικότηταΟι ουρανοί που έρχονται αγάλλονται και σε ξυπνούν σε νέο κόσμο. Μην μείνεις ο ίδιος που ήσουνα, φουκαρά μου! Η επανάσταση δεν είναι φορεσιά για όλους Κόβει σαν λουλουδένιο ξίφος είναι αποστομωτική Μιλά με την μιλιά σου αλλά δεν έχει φωνή Είναι μια δανεική προσωπικότητα που δεν ορίζειςΠού βρήκες τέτοιο θάρρος να στεφανωθείς με τόση ‘’απόφαση’’ πού; Δεν είσαι ο ίδιος που ήσουνα- δεν είσαι πια…
Η κόρη του ήλιου!..
Είδα είδες είπαμε. Ξεκινάει από την απουσία η φαντασία. Σαν να οργώνεις με βιολιά τον κάμπο και να λείπει η μουσική Ώσπου, σε μια στιγμή, το άροτρο χτυπάει επάνω σ’ έναν βράχο και αναβλύζει Μια νότα, ύστερα κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη- νάτο το θαύμα! Γέμισε ο τόπος θαύματα των ουρανών!
Όλα έγιναν κήπος. Και περπατά ανάμεσά του μια κοπέλα Κόρη ξανθή του ήλιου- και χαμογελά, αφήνοντας Να υπόσχεται ‘’κάτι’’ η πλάση!
Εδώ σε θέλω, να είσαι Ποιητής και να αγγίζει το χρυσάφι η πένα σου!
Να σβήνεις τα αναμμένα και με τα ‘’αόρατα’’ να συνδιαλέγεσαι. Να ανοίγεις τα κλειστά και να μην νοιάζεσαι για κόστος ούτε ένα. Να ίπτασαι επάνω από όλα γύρω σου που σέρνονται.
Και να σε παρακολουθεί ο Θεός κόπο μεγάλο και ευστοχία που έχεις!
Γνώση και η σπουδή του εαυτού…
Έντυπος ήλιος μέρα καθαρή Πλουραλιστικό το επουράνιο Κάπου θα ενστερνίζομαι πραγματικότητα καθημαγμένη
Κι εξουθενώνομαι μες την Αλήθεια λαύρα
Διασκεδάζω αναντίρρητα τις εντυπώσεις Στο διάβα του ο χρόνος μου ανεξιχνίαστος
Κόκκινος πετεινός με αφυπνίζει τρέμοντας μες την αυγή Με ντεραπάρει·
Α ωραία όταν ο άνθρωπος αγαπά και σφύζει
Από γεγονότα χαοτικά που μέσα του Αναβοσβήνουν σαν πυγολαμπίδες! Βλάσφημο είναι μόνο εκείνο που δεν ξεστομίζω· Κι όλος είμαι ένας κορμός που καρποφόρησε ανάστασηΜε εργαλείο μου το φως καλά μια μέρα ασύλληπτα θα σκοτεινιάσω!
Ευτυχώ μια ανθοφορία· Ορμητικός τριγύρω μου ο περίγυρος Ισιώνει απ’ της ηλιαχτίδας την γεωμετρία· Ενώ ένα βαρύγδουπο αποτέλεσμα Ιχνηλατεί το νυν και το μετά το χάος… 6/1/2023
Η γλάστρα του βασιλικού και ο ουράνιος θόλος…
Λείπει ο κάθετος άνεμος ο λεπτουργός Που καρφιτσώνει την μέρα πάνω στον εύσχημο κορμό του πλατάνου Λείπει η ευφράδεια των ουρανών η ποιητική κατάληξη
Των πραγμάτων η βουλιμία της ύλης Να ζητά κι άλλα πρωτόνια-κι εκεί Να παίζονται τα up και down Να είναι ή να μην είναι κατιτίς αυτό που αποφασίζει Για τα γεγονότα· α Μάλλον εννοώ μια λύπη που με χόρτασε και πια δεν θέλω Παρά έναν λεκτικό βασιλικό που μοσχοβόλησε Στην γλάστρα μου μέσα, τοκίζοντας Κι άλλο όλες τις αποφάσεις μου τις χρεωκοπημένες.
Λείπουν οι κάμποι οι γιαλοί τα χελιδόνια Με την γυαλιστερή τους ράχη και την μπαμπακερή κοιλιά να ανασάνουν Μες το γαλάζιο και να τρίξει η πλάση Η άμοιρη. Εδώ που είμαι αθωότητες υποψιάζομαι και Δημιουργώ. Και ένα παραμύθι που με αναγκάζει να σωπαίνω Κοιτάζοντας σαν αποσβολωμένος το φεγγάρι Που απόψε αυτομόλησε κατά την μοναξιά του ουρανού… Αθήνα 6/1/2023
Βίος ασκητικός…
Είναι η οξεία βασιλεία του ήλιου Και οι σάλπιγγες ενός αθέατου κόσμουΟι σκελετοί των δέντρων κρύβουν την άνοιξη καλά, Τα μηνύματα συνωθούνται κάτω από της λιακάδας την ζέση Η φεγγερή πραγματικότητα χαίρει εκτίμησης από τα δοκησίσοφα πουλιά Που λευτεροκοπάνεΚάποιος που είναι μοναστηριακός Καλόγερος αναγνώθει την ελπίδα του στον ουρανό· Βήχει πάνω από γυαλιστερά πετρώματα Κι όταν τελειώσει Μπαίνει ξανά στην ελεεινή σπουδαία καλύβα του!
Διαγωγή…
Στο σθένος της αναπνοής συντελούνται μυστήρια λόγια. Οι ευκρινείς ψυχές μας ταλαιπωρούνται σ’ έναν άξεστο κόσμο. Τελικά η σιωπή που μας βόλεψε η ίδια μας σώζει! Ακουμπώ τα κρύα ντουβάρια. Είναι η λέξη που προσφέρεται καυτή μες την αιωνιότητα. Παράξενο: αυτό που είμαστε μας δίκασε και τίποτα Πια δεν μας σώζει. Ούτε ελεημοσύνες να αφήσουν πάνω σου κάτι Από θησαυρό ούτε
Και των πολιτευμάτων η ουσία Όλα ανατρέπονται σαχλά- όπως να είναι ματαιότης
η επικράτησή τους· Ασθμαίνω ονειροπόλος και εμμονικός· Σε τούτο το χωράφι ό,τι καλλιέργησα φυτρώνει Πρώτα μέσα στο αίμα μου!
Μηδενικός επίλογος… Τυχερό το μηδέν που εξανίσταται και δεν θέλει Αριθμούς να του παρασταθούνε! Ρέπει προς τα καταγώγια του θανάτουόμως το ξέρει ότι τούτο είναι η λεβεντιά του· αφού περιουσία του είναι το ερπυστριοφόρο χάος…
‘’Αινιγματικός’’ , μου είπε, ‘’Αινιγματικός’’-
Αλλά κι η πέτρα Όταν αποκολλάται απ’ τον βράχο Μια αινιγματική μοναξιά ακολουθεί Επιβεβλημένη…
Συγκίνηση μοναδική…
Τυχερή ασυνέπεια: ανθίζει κι ο ήλιος
Απ’ την μια μεριά: εκείνη των εντυπώσεων·
και βαθαίνει Η λάμψη του- όπως να μυσταγωγεί γύρω από μία ελπίδα! Μετά
Όπως το σκέφτομαι είναι για να χειροκροτάς μια κραιπάλη
Στίχων που σε κατέληξαν στην συντριβή! Διαβάζεις και μονομερής εγκαταλείπεσαι Στην βιάση όλα να μην είναι πια για σένα αρκετά. Άχρωμη είναι η λειτουργία του ολέθρου. Ζεις μες την δυνατότητα ενός που δεν αγάπησε ποτέ το παζάρεμα. Εκλεπτύνεις την φιλαυτία
τόσο που να σου είναι μία πανοπλία εφεδρική. Μόνο στο άρωμα ενός τριαντάφυλλου ανατριχιάζεις!
Εμφάνιση και εξαφάνιση…
Είναι η αφετηρία μου γυμνάζω αισθήσεις στην μοναξιά. Αλέθεται η συμπαντική σιωπή ο κρουστός Χρόνος Αφήνει ένα χνάρι τετελεσμένο Μες τον καθρέφτη περνά μια υποψία φαντάσματος ποιοί πέθαναν πριν από μας; Ποιοί σκάρωσαν αυτά τα φρικαλέα παραμύθια; Αυτό που είναι κίνδυνος είναι μια άμορφη μελαγχολία που την νιώθεις Να χρίει τις ώρες με λύπη Τρέχω συνεχίζοντας την στατική αγωνία Ξεραίνεται η Άνοιξη η υποσχετική Ένας χειμώνας τρέμει μες τα ορυχεία της γλώσσας Λησμονιέται το όμορφο λουλούδι που στον σκοτεινό Θάλαμο αναμένει -όπως στα παλιά τα φιλμΤην εμφάνιση και την εξαφάνισή του…
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ
ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ 3
ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ
ΤΗΛ. 210-8540697