Μέρες γιορτής σε καραντίνα (Εκδόσεις Υδροπλάνο)

Page 1

Μέρες γιορτής

α ν ί τ ν α ρ α σε κ μάτων Σ υ λ λ ο γ ή Δ ιη γ η



ΜΈΡΕΣ ΓΙΟΡΤΉΣ ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΊΝΑ


Εκδόσεις Υδροπλάνο Γιάνναρου 19, Άλιμος 210 72 47 042 info@ydroplanobooks.gr ydroplanobooks.gr Εκδόσεις Υδροπλάνο #ydroplanobooks Τίτλος Βιβλίου: Μέρες γιορτής σε καραντίνα Συγγραφείς: Παναγιώτα Σμυρλή, Γιώργος Στάθης, Ηλίας Στεργίου, Χαρά Μαρκατζίνου, Μαρία Σαράτση, Μόιρα Σκαρέα, Ελένη Κιουσέ, Δέσποινα Τσακίρη, Κυριάκος Κουζούμης, Ειρήνη Λαρδούτσου, Θάλεια Τριανταφύλλου, Θωμάγγελος Κάρλο Πρασσάς, Νίτσα Μανωλά, Ευθυμία Παβέλη, Αναστασία Λιάπη, Άννα Τσιαπούρη, Μπαλαντίνου Ελευθερία, Θεόδωρος Δέτσικας, Τζώρτζης Μηλιάς, Αγγελική-Λυριάννα Χατζηρήγα, Ειρήνη Φραγκάκη , Βαγγέλης Μιχελάκης, Έλενα Δοριάκη, Δέσποινα Σιμάκη, Λένα Δεμερτζή, Αργύρης Μακρυγεώργου, Ραβάνη Φωτεινή, Παρασκευή Κηπουρίδου, Δημήτρια Κουρίδη, Αγγελική Μάνου, Ελένη Α. Βλιώρα, Αναστασία Κορινθίου Συντακτική επιμέλεια: Ελένη Κιουσέ Art Director: Μαρία Σταμπουλή Πρώτη Έκδοση: Απρίλιος 2020 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Εκτύπωση & Βιβλιοδεσία: Grafima


Μέρες γιορτής

α ν ί τ ν α ρ α σε κ μάτων Σ υ λ λ ο γ ή Δ ιη γ η



Μ

ερες καραντίνας αλλά και μέρες γιορτής και ώρες δημιουργίας εκεί που ο χρόνος σταμάτησε και ο φόβος, η έλλειψη γνώσης για το άγνωστο μας καθήλωσε στα σπίτια, αναγκάζοντάς μας να κοιτάμε από τα παράθυρα το αύριο. Ώρες σκέψης και συγγραφής που θέλουν να αντισταθούν σε αυτό τον φόβο και αποφασίζουν να μετασχηματίσουν την παγωμένη αδράνεια σε ζεστά ανθρώπινα κείμενα. Το πλήρωμα του υδροπλάνου, την ώρα που τα ρολά της παραγωγής είναι κατεβασμένα, σηκώνει ζεστά, τα μανίκια της δημιουργίας. Ζεσταίνει μηχανές, εφοδιάζεται με μελάνι και καταγράφει την πραγματικότητα με τρόπο που μόνο η λογοτεχνία μπορεί. Έχοντας την πεποίθηση πως αυτή την ώρα γράφεται ιστορία, αποφασίζει να αποτυπώσει συγγραφικά μια ημερολογιακή ανθολογία διηγημάτων, που τις επόμενες μέρες θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιστορικά τεκμήρια, καθώς ιστορία δεν είναι μόνο η λεπτομερής καταγραφή των γεγονότων, αλλά και η χαρτογράφηση του ψυχικού κόσμου και των συνθηκών ζωής των συμμετεχόντων. Οι «μέρες γιορτής σε καραντίνα» μέσα από τα διηγήματα των περίπου 1000 λέξεων από τους συγγραφείς του πληρώματός μας, είναι μια μικρή πτήση στην ιστορική συγκυρία που βιώνουμε και στην οποία έχουμε την τιμή να σας καλέσουμε ως συνταξιδιώτες. Αγαπητοί αναγνώστες, προσδεθείτε, κλείστε τα αυτιά στον φόβο, ανοίξτε τα μάτια στο όνειρο, κι ακολουθείστε μας! Καλή πτήση! Με τιμή, Η εκδοτική ομάδα



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Παναγιώτα Σμυρλή

Το κλουβί...................................................................................13 Γιώργος Στάθης

Το Πάσχα των παππούδων....................................................19 Ηλίας Στεργίου

Μαργαρίτα.................................................................................25 Χαρά Μαρκατζίνου

Ανάσταση ταυτότητας..............................................................29 Μόιρα Σκαρέα

Σιγά τ’ αβγά!!!............................................................................34 Ελένη Κιουσέ

Μοιρολόι της Παναγίας (σήμερα μαῦρος οὐρανός)...................39 Δέσποινα Τσακίρη

Στα χρόνια της καραντίνας......................................................43 Κυριάκος Κουζούμης

Αριθμός Εκατό..........................................................................46 Ειρήνη Λαρδούτσου

Τόσο μακριά κοντά...................................................................52 Θάλεια Τριανταφύλλου

Όταν σιώπησαν οι καμπάνες......................................... 57 Νίτσα Μανωλά

100 Χρόνια Μ.Κ................................................................. 62


Ένα ποίημα του Θωμάγγελου Κάρλου Πρασσά για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, γύρω μας και μέσα μας................................69 Ευθυμία Παβέλη

Ο Γιος Της Ουχάν............................................................. 71 Αναστασία Λιάπη

Το Πάσχα για εμένα ήταν ένα φιλί.................................. 76 Άννα Τσιαπούρη

Θάνατος μηδέν................................................................. 78 Μπαλαντίνου Ελευθερία

Σπόρος ελπίδας............................................................... 83 Θεόδωρος Δέτσικας

Ο Βασιλιάς του τίποτα .................................................... 88 Τζώρτζης Μηλιάς

Ο αριθμός έξι, η Σύμη και ο κύριος Κορωνοϊός............. 92 Αγγελική-Λυριάννα Χατζηρήγα

Ζωές σε αναμονή.............................................................. 97 Ειρήνη Φραγκάκη

Το Πάσχα της… Ευτυχίας................................................ 98 Βαγγέλης Μιχελάκης

Το Πάσχα Του Άλμπι...................................................... 104 Έλενα Δοριάκη

Αριθμός 18...................................................................... 109


Δέσποινα Σιμάκη

Ο ύπνος του.....................................................................118 Λένα Δεμερτζή

Γυναίκα............................................................................ 120 Αργύρης Μακρυγεώργου

Μπίζνες αζ ανγιούζουαλ (Business as Unusual) ....... 125 Ραβάνη Φωτεινή

Οι δυο πασχαλιές........................................................... 129 Παρασκευή Κηπουρίδου

Στη σκιά του αόρατου εχθρού....................................... 133 Δημήτρια Κουρίδη

Λιοντάρια και σκουλήκια έγιναν ένα............................ 138 Αγγελική Μάνου

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε Πάσχα με κορωνοϊό….. 142 Μαρία Σαράτση

Αόρατη απειλή................................................................ 147 Ελένη Α. Βλιώρα

Δύο χέρια θυμούνται και αφηγούνται…....................... 151 Αναστασία Κορινθίου

Σκονισμένες αναμνήσεις............................................... 156



Παναγιώτα Σμυρλή

Το κλουβί Ο Νικόλας, ο πατέρας μου, είχε φυσική ρώμη και καρδιά μικρού παιδιού, συνδυασμό που τον έκανε τρυφερό και σαγηνευτικό, με δεξιότητες που ακόμα θαυμάζω. Πέρα από τη δουλειά του ως μηχανικός εργαλειομηχανών, έφτιαχνε χαρταετούς με καλάμι που τους επεξεργαζόταν όλο τον χρόνο και τους εξέθετε τις Απόκριες, ήταν Καραγκιοζοπαίκτης και προσέλκυε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς σε δωρεάν θέαμα καθώς και σπουδαίος παραμυθάς. Οι πρώτες ιστορίες που σκάρωσα, ήταν πίσω από τον μπερντέ της αυλής μας σε αυτοσχέδιες περιπέτειες ηρώων των σκιών. Είχε όμως και μια αγάπη για τα πουλιά, γαρδέλια και καναρίνια – λατρεία πες καλύτερα. Το σπίτι μας, ασβεστωμένο με πράσινα πορτοπαράθυρα, γλυσίνες και πρασινάδες που έφταναν στα κεραμίδια, ήταν περιτριγυρισμένο από κλουβιά πάσης φύσεως, σιδερένια, ξύλινα, ενίοτε μανταρισμένα με προσθήκες ετερόκλητων υλικών, περιποιημένα πάντως, με τη φέτα από το μηλαράκι σφηνωμένη στο κάγκελο, το μαρουλόφυλλο για την πέψη, την ταΐστρα γεμάτη κανναβούρι και το νερό να δροσίζει τα φτερά και το μέσα τους. Α, βέβαια και ο καθρέπτης, απαραίτητο αξεσουάρ, για να εικονίζονται, μην νιώθουν τη μοναξιά της φυλακής τους. Τα ζευγάρωνε, φρόντιζε τους νεοσσούς από τα ένστικτα των γάτων βάζοντας προστατευτικά περιβλήματα και τα βοηθούσε να ανακτήσουν τη φωνή - 13 -


Παναγιώτα Σμυρλή

τους με τρίλιες από το μαγνητόφωνο. Κάθε πρωί ήταν μια ευτυχία. Ξυπνούσαμε με κελαηδήματα και από τα τραγούδια της μάνας μου στην κουζίνα καθώς ετοίμαζε τις τηγανίτες για το πρωϊνό μας. Έφυγε νέος μα άφησε πίσω του – και τι δεν άφησε… Χρόνους μετά, στο σήμερα και εν μέσω καραντίνας, έχω ένα καναρίνι στον τοίχο του δικού μου σπιτιού που βλέπει στην αυλή μου. Το κλουβί του περίτεχνο, ξυλόγλυπτο και μεγάλο για να δίνει έναν τόνο ελευθερίας στο πουλί, αιώρες αντικριστές στις δύο άκρες, θόλος που περικλείει μυστήριο, ταΐστρα, το νερό του, το μηλαράκι στη θέση του, το μαρούλι επίσης. Και ο καθρέφτης. Α, ο καθρέφτης στην πίσω πλευρά, να καμαρώνει το έγκλειστο κοιτάζοντας ανίδεο το είδωλό του, αφήνοντας ήχους μαγευτικούς σε τόνους ασύλληπτους. Η φύσις βλέπεις. Και η ανάγκη για συντροφιά. Το βγάζω στην αυλή και το περπατώ με το κλουβί στον κήπο. Το κρεμάω απ’ το κλαδί του πλάτανου ή στη φουντωτή σκιά του πεύκου. Που και που στα νεραντζοπορτόκαλα που δένω τα γλυκά μου ή στη λεμονιά που βρίσκεται στην ανθοφορία της. Τώρα η καραντίνα. Θηρίο στο κλουβί τις πρώτες μέρες όλοι μας. Ο γιος επρόκειτο να εργαστεί στην Οία της Σαντορίνης, όπως πολλά χρόνια τώρα, πλην φευ. Παραμένουμε Πάτρα. Ο άλλος στην Αθήνα σε εργασία κατ’ οίκον. Όλα όσα ξέραμε και θεωρούσαμε αυτονόητα, κατέρρευσαν με εκκωφαντικό τρόπο. Ευτυχώς που υπάρχει η αυλή. Αν τσακωθούμε βγαίνουμε σε διαφορετική κατεύθυνση, βλέπουμε τη φύση, συστάδες από ελιές, μια ανάσα - 14 -


Το κλουβί

το ποτάμι του Γλαύκου, το Παναχαϊκό απέναντι, στο βάθος η θάλασσα. Σαν κάτι μέσα μας να γαληνεύει και συναντιόμαστε στη γωνία με άλλη διάθεση. Ο άνδρας μου είναι μανούλα στα ανέκδοτα, στα επιτραπέζια και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, καθότι ειδικότητά του. Κοντράρονται με τους γιούς μου – βλέπεις των θετικών επιστημών και οι τρεις. Μέσω σκάιπ μεθοδεύονται άμιλλες… Εγώ πέρασα από διάφορες καταστάσεις. Του φόβου, του θυμού, του εκνευρισμού, της θλίψης, της αποδοχής, της απογοήτευσης και της ανάτασης. Με αυτήν τη σειρά. Έβλεπα τα μαλλιά μου να αποκτούν μακραίνοντας διάφορες αποχρώσεις, τις πιτζάμες να κατακτούν τις μέρες μου ενώ τα ρούχα στη ντουλάπα μου δεν ήξερα αν με χωράνε, αφού στη συνέχεια επιδόθηκα σ’ ένα κυνήγι συνταγών, που θα το ζήλευε και το καλύτερο ριάλιτι μαγειρικής. Αφού πέρασα τη φάση της νοικοκυράς, της αγαπησιάρας μάνας και συζύγου, φόρεσα κάθε δυνατή απόχρωση πιζάμας με αντίστοιχη κορδέλα στα μαλλιά σε μνήμη των εφηβικών μου χρόνων, κατανόησα ότι από τότε έχουν παρέλθει έτη αρκετά που θα έπρεπε να με έχουν κάνει αν όχι πιο σοφή, τουλάχιστον λιγότερο ανόητη. Έστρεψα λοιπόν την προσοχή μου σ’ έναν εσωτερικό διάλογο κατανοώντας πράγματα που απέφευγα να ακουμπήσω, εστιάζοντας σε πλευρές που με πονούσαν και μάτωναν, σε άτομα που μπήκαν με ορμή στη ζωή μου για να βγουν αργότερα με το φιλί του Ιούδα ακόμα να μου καίει το μάγουλο. Μετάνιωσα για όλες τις φορές που αναζήτησα την αυταξία στην κατανάλωση, για εκείνο το «εγώ» που δεν με άφηνε να διακρίνω ποιο ήταν - 15 -


Παναγιώτα Σμυρλή

το όφελος από την κάθε αποτυχία μου. Επέστρεψα με αγάπη στα βιβλία και μπήκα στον κόσμο της φαντασίας που δεν έχει όρια. Έβαψα τα μαλλιά σε μια απόχρωση που δεν επεδίωξα, καταστρέφοντας ό,τι υπήρχε γύρω και πάνω μου, ντύθηκα με φόρμες που συνιστούν τη στοιχειώδη ευπρέπεια και πλησίασα τον υπολογιστή μου, όχι πλέον για πληροφορίες για τον COVID-19, αλλά για να γράψω. Να μπω στη ροή της δημιουργίας. Στο μεταξύ ποτέ δεν εγκατέλειψα σε όλο αυτό το διάστημα το καναρίνι μου. Το φρόντιζα και του μιλούσα με αγάπη, το περιέφερα από κλαδί σε κλαδί, ανανέωνα το νερό και το φαγάκι του, αλλά άρχισα να εστιάζω στο κλουβί του με άλλη διάθεση. Το φετινό Πάσχα είχαμε σχεδιάσει να το περάσουμε στη Σαντορίνη. Έρημα τα δρομάκια της από τα αεικίνητα πέλματα των τουριστών, έρημη η αγορά και η καλντέρα. Και η Παναγιά η Πλατσανή μονάχη να ατενίζει το απέραντο γαλανό του Αιγαίου. Χωρίς κωδωνοκρουσίες, χωρίς εκκλησίασμα. Άφαντη η ανατολή, άφαντο και το ηλιοβασίλεμα στον εξώστη του «Μαριζάν» που μας περίμενε, με τα υπέροχα υπόσκαπτα και θέα τη Θηρασιά. Και η κυρά-Παναγιά στο εκκλησάκι της στην άκρη του μπαλκονιού του, μόνη κι αυτή να χορταριάζει. Έστρωσα το Πασχαλινό τραπέζι. Ατραντές πλεγμένος απ’ τη μάνα μου που το εγκεφαλικό την καθήλωσε στο κρεβάτι. Τοποθέτησα το καλό σερβίτσιο, τα κολονάτα ποτήρια, τα κόκκινα αυγά και τα Σμυρναίικα κουλουράκια μου. Έφερα τις πιατέλες με τα φαγητά. Απαραίτητο στη μέση το βάζο με τα πρώτα τριαντάφυλλα του κήπου. Λευκά, ροζ και κόκκινα. Η - 16 -


Το κλουβί

κυρά-Παναγιά της Σαντορίνης είναι εδώ. Και ο αναστημένος Χριστός μας. Και ο άλλος μου γιος στο τάμπλετ. Και τα αδέρφια μου και η μανούλα μου απ’ το κρεβάτι της ανημποριάς, φίλοι και γνωστοί, όλοι όσοι μας αγαπούν και αγαπάμε. Είναι και άλλοι εδώ· οι αθέατοι. Αυτοί που «μετώκησαν» στους τόπους της Ιστορίας και στην ιστορία της μνήμης δηλαδή στη συλλογική μνήμη και στην καρδιά του καθενός. Ας μακροημερεύουν… Το πουλί λουφάζει στο κλουβί του. Του προσφέρω πατατούλα απ’ το ψητό. Κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτήν τη γιορτινή μέρα. Ακούω κελαηδήματα. Όχι δικά του. Κοιτάζω και διακρίνω ένα άλλο σκαρφαλωμένο στη λεμονιά αντικριστά. Παραμερίζω από μπροστά του, κολλάω στον τοίχο. Το δικό μου είναι σαστισμένο. Τσιμπολογάει πατάτα, τινάζεται, σκοντάφτει στον καθρέφτη, αλαφιάζεται στη θέα του, φτεροκοπάει και φουσκώνει, πηδάει και πέφτει στα κάγκελα, αναποδογυρίζει την ταΐστρα, το νερό κυλάει στα πλακάκια, το μήλο δεν υφίσταται πια και το μαρουλόφυλλο πέφτει αργά περιστρεφόμενο σαν χορευτής. Εντέλει εστιάζει εκεί που πρέπει. Ο ερωτικός διάλογος δεν είναι βουβός. Πλησιάζω. Ανοίγω το πορτάκι. Το παίρνω στη χούφτα μου, νιώθω την καρδούλα του να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Χαϊδεύω το φτέρωμά του, με αναγνωρίζει, δεν αντιδρά. Ανοίγω το χέρι μου. Κάνει δυο πηδηματάκια. Αναποφάσιστα. Η απραξία βλέπεις. Και η αιχμαλωσία. Φύση δεύτερη. Ωστόσο το ένστικτο το καλεί. Ανοίγει τα φτερά του και με μιας βρίσκεται απέναντι και από ’κει στο απέραντο περιβόλι του κόσμου. Ο εγκλεισμός του, από γενέσεως - 17 -


Παναγιώτα Σμυρλή

ορισμένος, έλαβε τέλος. Μέρα Λαμπρής. Έχω τις τελευταίες του τρίλιες στ’ αυτιά μου, τόσο χαρούμενες, όσο εκείνες που έβαζε ο πατέρας μου στους νεοσσούς των κλουβιών του, τόσο μαγευτικές, διότι περιέκλειαν εντός τους τη δόνηση της ελευθερίας. Βγαίνοντας από την καραντίνα και από την ασφάλεια του σπιτιού μας είθε να σπάσουμε τα δεσμά των δικών μας κλουβιών, αυτών που χτίσαμε σιγά σιγά και με κόπο, περιφρουρώντας τα «θέλω» μας. Που δεν ήταν κατ’ ανάγκη ωφέλιμα, ούτε απαραίτητα πάντα. Ξήλωσα το πορτάκι του σπουδαίου κλουβιού μου κι άδειασα το εσωτερικό. Έσκυψα και διάλεξα ένα πήλινο γλαστράκι μ’ ένα τροπικό φυτό που δεν ξέρω καν το όνομά του. Το έβαλα μέσα και κατεύθυνα με προσοχή τα κλωναράκια του ανάμεσα στα κάγκελα. Ήταν μπουμπουκιασμένο. Σε λίγο θα ανθίσουν οι μοβ ταξιαρχίες του και η μυρωδιά του, που θυμίζει μύρο, θα ξεχυθεί για κάμποσες μέρες παντού. Ύστερα θα τινάξει τα πέταλα των λουλουδιών του και θα μακραίνει, όλο θα μακραίνει, μέχρι να φτιάξει έναν πράσινο καταρράκτη εστιάζοντας στη μάνα γη.

- 18 -


Γιώργος Στάθης

Το Πάσχα των παππούδων Μόλις είχα επιστρέψει από τη δουλειά και για άλλη μια φορά είχα βραδινή βάρδια. Κοίταξα το ρολόι και η ώρα είχε πάει μία παρά είκοσι. Συνήθως η επιστροφή μου έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο αλλά τον τελευταίο μήνα με τους δρόμους να είναι άδειοι λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό, η επιστροφή ήταν τόσο άνετη και ήσυχη. Ίσως το μόνο καλό απ’ όλη αυτή την τραγική κατάσταση, σκέφτηκα και βούλιαξα στον καναπέ του σαλονιού. Πάτησα σχεδόν μηχανικά να ανοίξει το νέτφλιξ στην τηλεόραση και άρχισε να παίζει το επεισόδιο από «τα φιλαράκια» που είχα διακόψει το μεσημέρι πριν φύγω για τη δουλειά. Την τελευταία εβδομάδα έπαιζαν λούπα μέσα στο σπίτι, είτε παρακολουθούσα, είτε όχι. Η Έμμα –το σκυλί μου– ήρθε στα πόδια μου και τρίφτηκε σαν γάτα, την ανέβασα πάνω μου και χάιδεψα τη ράχη της. Τον τελευταίο μήνα που συνειδητά είχα μείνει μακριά από τους γονείς μου, την αδελφή μου και τους φίλους μου, αναρωτήθηκα πολλές φορές τι θα είχα κάνει αν δεν είχα τη συντροφιά της! Με κοίταξε παραξενεμένη γιατί της χαμογελούσα και με έγλειψε στο πρόσωπο όπως λατρεύει να κάνει! Σήκωσα το κινητό μου που ήταν δίπλα μου πεσμένο στον καναπέ και το βλέμμα μου έπεσε στην ημερομηνία. Ήταν ήδη μεγάλη Πέμπτη και εγώ όχι απλά είχα χάσει την αίσθηση των ημερών αλλά πολύ περισσότερο την αίσθηση αυτής - 19 -


Γιώργος Στάθης

της λαμπρής γιορτής, βέβαια μια δεύτερη σκέψη ήρθε να με δικαιολογήσει· πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που γιόρτασες πραγματικά το Πάσχα; Η αλήθεια είναι ότι από τότε που άρχισα να χάνω έναν έναν τους παππούδες μου, έχασα και τη χαρά αυτής της γιορτής. Για κάποιον λόγο σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα, το Πάσχα ήταν απόλυτα συνδεδεμένο ως αίσθηση με τους παππούδες μου. Στο μυαλό μου ήρθε ξαφνικά η συγχωρεμένη η γιαγιά μου η Κατερίνα· εκείνη κι αν λάτρευε το Πάσχα και ακόμα περισσότερο τις διαδικασίες του, τα έθιμα και τις παραδόσεις του καθώς και τις προσωπικές της πινελιές σε αυτό. Αυθόρμητα βγήκα στο μπαλκόνι μου και περπάτησα ανάμεσα στις γλάστρες που μου είχε χαρίσει. Αν ο Μίδας είχε την ικανότητα να κάνει τα πάντα χρυσό, η γιαγιά μου είχε την ικανότητα να κάνει τις γλάστρες να ανθίζουν και να μένουν έτσι αναλλοίωτες στον χρόνο! Κοίταξα τα γύρω μπαλκόνια και είδα μερικούς από τους γείτονες να συνομιλούν, ο καθένας από το διαμέρισμά του. Άλλο σημάδι του ιού! Ανάγκη για επικοινωνία αλλά απομακρυσμένη με κάθε τρόπο! Το μυαλό μου για λίγα λεπτά έπαιξε με την ειρωνεία αυτού του ιού και αναρωτήθηκα: Αυτοί που κάποτε φοβούνταν τον μαύρο συμπολίτη τους και κάθονταν μακριά του στο μετρό για να μην τους κλέψει, αυτοί που προτιμούν να περπατούν από το απέναντι πεζοδρόμιο όταν δουν έναν ανάπηρο ή ένα γκέι άτομο, αυτοί που ακροβατούν ανάμεσα στα στενά περάσματα των πεζοδρομίων εξαιτίας των δέντρων που ανεγκέφαλα έχουν βάλει οι δήμοι στο κέντρο τους, αλλά και πάλι προτιμούν να το κάνουν για να - 20 -


Το Πάσχα των παππούδων

αποφύγουν τον άστεγο που θα ζητήσει τη βοήθειά τους. Πώς φαίνεται άραγε σε όλους αυτούς που τώρα φοβούνται τον λευκό άντρα με το κουστούμι και το ρόλεξ; Τη γυναίκα με το αρμάνι και την ακριβή κολόνια; Τον χριστιανό που παρά τα μέτρα επιμένει να πάει στην εκκλησία; Όλοι αυτοί δεν φοβούνται τώρα την κανονικότητά τους; Άραγε πώς αισθάνονται τώρα που είναι κι αυτοί ύποπτοι, είναι κι αυτοί δακτυλοδεικτούμενοι; «Γιώργο, νομίζω είναι αργά για να φιλοσοφείς», είπα στον εαυτό μου και κοίταξα και πάλι τις γλάστρες της γιαγιάς μου. Η αγαπημένη της ήταν η φτέρη, φρόντιζε τα μεγάλα κλωνάρια της λες και χτένιζε πριγκίπισσα και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έβρισκε αυτό το φυτό τόσο γοητευτικό. Το πότισα ως φόρο τιμής και μπήκα και πάλι στο σαλόνι. Η Έμμα προσπαθούσε για μία ακόμα φορά να φτάσει τα κόκκινα αυγά που είχα πάρει έτοιμα από τον Σκλαβενίτη και γέλασα για λίγο με την κατάντια! Για μία ακόμα φορά σκέφτηκα τη γιαγιά μου. Όταν ήμουν πιτσιρίκι μαζί με την αδελφή μου, μας ξυπνούμε νωρίς τη μεγάλη Πέμπτη για να φτιάξουμε τα κόκκινα αυγά, κι αν νομίζετε ότι η Κατερίνα αρκούταν σε μια καρτέλα πλανᾶσθε πλάνην οἰκτράν. Ακόμα θυμάμαι την τεράστια στοίβα με καρτέλες αυγών που έφερνε ο παππούς μου από τη Θήβα και τη γιαγιά μου που ετοίμαζε ένα τεράστιο καζάνι με κόκκινη μπογιά για τα πολύτιμα αυγά της. Ως μεγαλύτερο, με άφηνε πολλές φορές να ανακατέψω την μπογιά και κοιτούσα με κομπασμό την αδελφή μου που της επιτρεπόταν μόνο να παρακολουθεί. Φυσικά πάντα δίπλα μας είχαμε ένα πιάτο με τις περίφημες «πέτουλες με μέλι», σκεφτείτε τα σημερινά pancakes αλλά - 21 -


Γιώργος Στάθης

με τις μυρωδιές και τη φρεσκάδα του χωριού και της γιαγιάς να αναβλύζουν από μέσα τους. Και αφού τα αυγά τελείωναν, σειρά είχαν τα μοσχοβολιστά τσουρέκια της! Κι αν νομίζετε ότι ο αριθμός τους ήταν τόσος όσος τα μέλη της οικογένειάς μας και πάλι κάνετε λάθος. Η γιαγιά η Κατερίνα, έφτιαχνε τσουρέκι με το καρφωτό αυγό στη μέση, για όλη τη γειτονιά και για όλες τις απομακρυσμένες κουμπάρες! Τα μισά θα παρέδιδε εκείνη στα διαλείμματα από τις δουλειές της και τα άλλα μισά ο παππούς και η μητέρα μου, βοηθοί στρατηλάτη. Οι μέρες του Πάσχα ήταν μια τεράστια προετοιμασία, με τις μοναδικές στιγμές ανάπαυσης, αυτές στην εκκλησία. Στην Εκκλησία μου πήρε χρόνια να καταλάβω γιατί η αδελφή μου πήγαινε στα αριστερά με την γιαγιά και την μητέρα μου και εγώ πάντα στα δεξιά με τον παππού μου. Πολλά χρόνια μου πήρε επίσης να καταλάβω αν οι πιστοί σηκώνονταν σε συγκεκριμένες στιγμές των μυστηρίων από γνώση ή από συνήθεια ή από παραδειγματισμό. Δεν θα σας πω ωστόσο που κατέληξα. Κι όταν το μυστήριο τελείωνε και εγώ είχα μετρήσει κάθε λαμπάδα μέσα στην εκκλησία και είχα πλάσει διάφορες ιστορίες στο μυαλό μου για τους αγίους των εικόνων και για το πως βρέθηκαν εκεί, έπειτα γυρνούσαμε στο σπίτι και οι προετοιμασίες ξεκινούσαν και πάλι. Η πιο τρομακτική στιγμή για μένα, ήταν εκείνη που κοιμήθηκα μια χρονιά με το νεκρό αρνί στη σούβλα εντός του δωματίου μου. Φανταστείτε πως όλοι υπόλοιποι χώροι ήταν κατειλημμένοι είτε με φαγητά, είτε με συγγενείς που θα περνούσαν το Πάσχα μαζί μας, επομένως εγώ κατέληξα με το - 22 -


Το Πάσχα των παππούδων

αρνί. Φυσικά η δυσάρεστη αυτή ανάμνηση ήρθε να αντικατασταθεί από μια άλλη, αυτή της προετοιμασίας του φρεσκοσφαγμένου αρνιού από τον παππού μου τον Αγγελή. Η διαδικασία της σούβλας και το συνωμοτικό βλέμμα του παππού μου «κοίτα να μαθαίνεις γιατί κάποτε θα τα κάνεις εσύ!», μου επιβεβαίωνε μέσα μου, πως αυτό ποτέ δεν θα το έκανα εγώ και σε αυτή την οικογένεια, αυτή η συγκεκριμένη παράδοση θα σταματούσε σε μένα! Ωστόσο, δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω και παρίστανα πως τον κοιτούσα με ενδιαφέρον! Βέβαια μέσα σε όλες αυτές τις γαστρονομικές ετοιμασίες, οφείλω να ομολογήσω πως οι αγαπημένες μου στιγμές ήταν εκείνες των διηγήσεων της γιαγιάς μου για πολλά και διάφορα γεγονότα της ζωής της. Όπως η ιστορία που εκείνη έκλεψε τον παππού μου και τον παντρεύτηκε, του τσιγκούνη προπάππου μου Λουκά και τα κατορθώματα του, τους χειμώνες που τους περνούσαν αποκλεισμένοι και άνοιγαν σήραγγες μέσα στο χιόνι για να τσουλήσει η μητέρα μου και οι θείοι μου ώστε να πάνε φαγητό στον προπάππου μου, αλλά και του κακού δασκάλου που χτυπούσε τα μικρά της χεράκια γιατί έκανε πολλά ορθογραφικά ως μαθήτρια. Θυμάμαι τις ιστορίες καθώς και εμένα με την αδερφή μου να χασκογελάμε με τα παθήματά της, και όσα χρόνια κι αν περάσουν τελικά το Πάσχα είχε και θα έχει τη μυρωδιά της. Έπιασα λοιπόν τα αυγά πάνω από την τραπεζαρία μου και έβγαλα την καλή κρυστάλλινη θήκη που εκείνη μου είχε χαρίσει και πάντοτε όταν την κοιτούσα τη θεωρούσα πολύ κιτς για το τραπέζι μου! Έβαλα τα αυγά στη γυάλινη θήκη και την τοποθέτησα - 23 -


Γιώργος Στάθης

στο κέντρο του τραπεζιού μου χαμογελώντας! Τότε κατάλαβα πως όσο θλιβερό κι αν ήταν το φετινό μου Πάσχα, όσο μοναχική κι αν έκανε ο κορωνοϊός τη φετινή γιορτή, αξίζει να την περνάω έτσι για ένα και μόνο πράγμα! Γιατί με αυτό τον τρόπο και εγώ θα δώσω την ευκαιρία σε χιλιάδες παιδιά να ακούσουν τις ιστορίες των παππούδων τους του χρόνου!

- 24 -


Ηλίας Στεργίου

Μαργαρίτα Είχε πάρει να σουρουπώνει και ο Μενέλαος έμεινε να κοιτάει τη βροχή που έπεφτε στους άδειους δρόμους. Έκλαιγε και ο Θεός μαζί του αυτήν τη μέρα, μεγάλη Παρασκευή. Είχε κουραστεί πια, τα ογδόντα του χρόνια τον βάραιναν ανυπόφορα. Ο χρόνος του είχε σταθεί αδυσώπητος εχθρός, ανελέητος. Πήρε στα χέρια την κορνίζα με τη φωτογραφία της Μαργαρίτας. Η σύντροφός του, το στήριγμα του, το ταίρι του. Αναστέναξε. Σήμερα, έκλεινε ένας χρόνος ακριβώς από τότε που έφυγε και η απώλεια της ακόμα δυσβάσταχτη. Τώρα πια μόνος, σ’ αυτό το μικρό τριάρι να μιλάει με τις φωτογραφίες που γεμίζανε τους άδειους τοίχους. Στο ραδιόφωνο παίζει η Δανάη Στρατηγοπούλου. «Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ…» και η θύμησή του γυρίζει πίσω, στα χαρούμενα χρόνια. Τότε που το σπίτι ήταν γεμάτο με φωνές και με γέλια και η Μαργαρίτα –τι όμορφη γυναίκα που ήταν αλήθεια– έλαμπε από ευτυχία. Νέοι, ανέμελοι να χορεύουν αγκαλιασμένοι. Χάιδεψε τη γυάλινη επιφάνεια και ένα δάκρυ κύλησε στα ροζιασμένα του μάγουλα. Πιο δίπλα, ο μικρός εγγονός του ο Μένιος, στην αγκαλιά του πατέρα του. Ο Αποστόλης, ο μοναχογιός του, τρανός καθηγητής στο πανεπιστήμιο πια, πόζαρε μαζί του πιο δίπλα. Πάει πολύς καιρός από τότε που τον είδε τελευταία φορά. Δεν τον παρεξηγούσε όμως. Ήταν πολυάσχολος άνθρωπος, με τη δουλειά και την οικογένειά του. Εξάλλου, του το - 25 -


Ηλίας Στεργίου

είχε προτείνει. Να κατέβει στην Αθήνα, να μείνει μαζί τους όμως αυτός αρνήθηκε πεισματικά. Δεν ήθελε να του γίνει βάρος, εξάλλου, εδώ ήταν όλες του οι αναμνήσεις, ολάκερη η ζωή του. Και τώρα, αποκλεισμένος εδώ, στο μικρό του σπίτι με τα ξεχασμένα μεγάλα όνειρα, απομονωμένος να νοσταλγεί ό,τι κάποτε τον έκανε να χαμογελά και μόνο. Σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκε ο γιος του. Εδώ τον είδε να μεγαλώνει, σε εκείνη την πόρτα τον ξεπροβόδισε για να πάει στο πανεπιστήμιο. Μέσα σε αυτή την κάμαρη η μαία αναφώνησε όλο χαρά «αγόρι!», μέσα στο ίδιο δωμάτιο άφησε και εκείνη την τελευταία της πνοή. Έπιασε το τηλέφωνο και με τρεμάμενα χέρια σχημάτισε έναν αριθμό. Το σήκωσε η Αρετή, η νύφη του. «Ο Αποστόλης δεν γύρισε ακόμα, θέλεις να του πω κάτι;». Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, σάμπως και τον έβλεπε. «Πατέρα, όλα καλά;» «Όλα καλά, κόρη μου», αρκέστηκε να πει και το έκλεισε. Πέρασε πολλά στη ζωή του. Πόλεμο, φτώχεια, πείνα. Είδε τους φίλους του, τους γνωστούς του, να φεύγουν ένας ένας ώσπου στο τέλος έμεινε μόνος. Όλα τα άντεξε ο Μενέλαος μα τούτο δεν το άντεχε πια. Η μοναξιά και η εγκατάλειψη ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Αυτή η καταραμένη αρρώστια που είχε εξαπλωθεί παντού, αναγκάζοντας όλους να κλειστούν στα σπίτια τους, να κλειδωθούν στους εαυτούς τους. Η κατάλληλη αφορμή και δικαιολογία πια. «Πώς να έρθω; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Απαγόρευση, κανείς δεν κυκλοφορεί πια». Απομόνωση, απόγνωση, ερημιά. Τι ήταν χειρότερο άραγε; Οι άδειοι δρόμοι ή οι άδειες καρδιές; - 26 -


Μαργαρίτα

Του ξέφυγε ένας λυγμός, το στόμα του ήταν στεγνό. Περπάτησε με κόπο ως την κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό μα δεν δροσίστηκε. Τα μόνα χείλη που του έδιναν στα αλήθεια δροσιά, δεν υπήρχαν πια. Ποιος ο λόγος να συνεχίσει; Δεν είχε πια, ούτε το κουράγιο, ούτε και τη θέληση να το κάνει. Έξω, ένα ζευγαράκι διέσχισε τον δρόμο τρέχοντας σαν κυνηγημένοι. Ήταν νέοι και όμορφοι με όλη τη δροσιά της νιότης τους πάνω στα άγουρα κορμιά τους. Σταμάτησαν κάτω από τον στύλο και φιλήθηκαν. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ουρανός είχε καθαρίσει. Ακόμα και ο Θεός είχε κουραστεί να κλαίει πια. Όταν έφυγαν, είχε μείνει μόνο η αντανάκλασή του πάνω στο λερωμένο τζάμι. Αυτός και ένας ματωμένος ήλιος που αργοπέθαινε στον ορίζοντα. Το τηλέφωνο χτύπησε και η καρδιά του σφίχτηκε. «Εμπρός;» «Πατέρα; Πώς είσαι;» Τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα. Πώς να ’μαι; Πήρε τη φωτογραφία του Αποστόλη στο χέρι και κοίταξε το σοβαρό του πρόσωπο. Σπάνια χαμογελούσε, ακόμα και όταν ήταν χαρούμενος. «Καλά είμαι», απάντησε και έπιασε το στήθος του. Ένας οξύς πόνος του τρύπησε τον θώρακα. Μίλησαν λίγο για τα τυπικά, για τον καιρό, για τον Μένιο, για την Αρετή που είχε φτιάξει τσουρέκια για το Πάσχα και κόκκινα αυγά μαζί με τον εγγονό του. Έκλεισαν πάλι με την υπόσχεση ότι μόλις τελείωνε όλο αυτό, θα το κανόνιζε με τη δουλειά και πάλι θα αντάμωναν. Κάθισε βαρύς και η παλιά ξύλινη καρέκλα έτριξε από το βάρος του. «Σ’ αγαπώ», είπε και η φωνή του αντιλάλησε μέσα στους άδειους τοίχους. - 27 -


Ηλίας Στεργίου

Σκούπισε τις σταγόνες του ιδρώτα από το μέτωπό του, η ανάσα του έβγαινε βαριά, ζοριζόταν. Ένιωθε πλέον ότι ήταν καιρός να αποσυρθεί. Ακούμπησε τον Αποστόλη στο τραπεζάκι και πήρε αγκαλιά τη φωτογραφία της Μαργαρίτας. Πήγε στη κρεβατοκάμαρα, την ακούμπησε ευλαβικά στο μαξιλάρι και ξάπλωσε δίπλα της. Το παλιό ραδιόφωνο έπαιζε ακόμα εκείνο το τραγούδι: «Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά…» Τη χάιδεψε και του φάνηκε ότι του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε κι αυτός. «Έρχομαι», της ψιθύρισε...

- 28 -


Χαρά Μαρκατζίνου

Ανάσταση ταυτότητας Αγαπημένο μου ημερολόγιο, Θα σου μιλήσω για μια Ανάσταση ταυτότητας… της δικής μου ταυτότητας! Θέλω να βρω εκείνες τις λέξεις που θα σου περιγράψουν ό,τι ακριβώς βίωσα κι ό,τι πραγματικά νιώθω όλες τις ημέρες αυτής της δοκιμασίας. Τι λες, λοιπόν, ξεκινάμε; Τον ονόμασαν κορωνοϊό και τον έντυσαν με μια μαύρη κάπα κι ένα δρεπάνι. Είπαν πως μοιάζει με έναν σκληρό εκτελεστή, μ’ έναν δικτάτορα που μας εγκλώβισε στα σπίτια μας, μας απαγόρευσε να κυκλοφορούμε και μας κράτησε μακριά από αγαπημένους… Έναν μαυροφόρο που έσπειρε τον θάνατο από την μια άκρη της γης ως την άλλη. Κι εγώ τον είπα δώρο… για όλα εκείνα που μου στέρησε, για όλα εκείνα που θεωρούσα δεδομένα και δεν τους έδινα την αγάπη, την προσοχή, τη φροντίδα και την αξία που τους έπρεπε. Τον είπα δώρο για όσα χρειάστηκε να επαναπροσδιορίσω… για εκείνα που χρειάστηκε να γνωρίσω από την αρχή… για καθετί που εκτίμησα. Κι εγώ τον είπα δώρο… για όλες εκείνες τις στιγμές της ησυχίας που μου χάρισε. Ναι, την είχα ανάγκη αυτή την ησυχία, μακριά από τη φασαρία που προκαλεί το κενό, οι σχέσεις χωρίς αμοιβαιότητα, εκείνη η κανονικότητα που με ξεγελούσε πετώντας το πέπλο της πάνω από τις αλήθειες της ζωής μου. - 29 -


Χαρά Μαρκατζίνου

Τον είπα δώρο γιατί φώτισε εκείνα τα κομμάτια της ψυχής μου που αρνιόμουν να αποδεχτώ. Η καρδιά άρχισε να χτυπά πιο ανάλαφρα, σε κάθε χτύπο της γεννιόταν η ελπίδα κι έστελνε τον φόβο όλο και πιο μακριά. Ναι, δεν θα στο κρύψω, στην αρχή φοβήθηκα… Φοβήθηκα για το αύριο, για όσα έλεγαν πως θα συμβούν, για την αβεβαιότητα, για αυτό το «ως πότε»… για το τέλος της μοναξιάς που περιέγραφαν με τόσο γλαφυρές λέξεις! Την τηλεόραση την κράτησα κλειστή. Μπορεί και να δείλιασα, μπορεί να ήθελα να ξεφύγω από την πραγματικότητα όπως όταν έκανα μικρή. Τώρα όμως τι παραμύθι μπορούσα να πλάσω για να ανακουφιστώ; Όχι, εδώ δεν ταίριαζαν παραμύθια. Εδώ το μόνο που θα βοηθούσε είναι η αλήθεια… Η αλήθεια, φωτεινή και αψεγάδιαστη, αυτή η αλήθεια που έκανε την επαφή με τον εαυτό μου ουσιαστική και την επαφή με τους άλλους πραγματική. Ναι, μου έλειψαν οι φίλοι μου, η δική μου οικογένεια. Ήθελα να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω, να τους περιβάλλω με την αγάπη μου, να μηδενίσω την απόσταση. Αλήθεια, ποια απόσταση; Αυτή που κράταγα από τον εαυτό μου ή αυτή που κρατούσα σαν ασπίδα ασφαλείας από τους άλλους, ακόμα και από τους πιο κοντινούς; Ήρθα πιο κοντά σε μένα κι ήρθα πιο κοντά στους ανθρώπους. Ας ήταν μια οθόνη ο τρόπος επικοινωνίας ή το τηλέφωνο ή ακόμα ακόμα ένα μακρινό «γειά» από το μπαλκόνι. Αυτό το «μακριά», όμως, έγινε το πιο αληθινό «κοντά» που μπορούσα να νιώσω. Γιατί τώρα πια έγινε συνειδητό! - 30 -


Ανάσταση ταυτότητας

Όση αποστείρωση κι αν έχουν υποστεί τα χέρια, τα ρούχα, τα αντικείμενα, άλλο τόσο η καρδιά μου βγήκε από το αποστειρωμένο περιβάλλον της. Ναι! Το πιστεύεις; Εγώ το κατάφερα αυτό! Κι είμαι τόσο περήφανη! Συνδέθηκα με την αλήθεια μου, ακόμα και μ’ εκείνο το κομμάτι μου που έχει πάνω του το μεγαλύτερο ψεγάδι. Μα είναι δικό μου και το αγαπώ ακόμα πιο πολύ. Πέταξα από πάνω μου βάρη τόσων χρόνων που κουβαλούσα με δική μου επιλογή, βάρη που με λύγισαν και με γονάτισαν και τώρα το μάθημα που μου έδωσαν έγινε φτερά στις πλάτες μου για να πετάξω στον ουρανό της δικής μου ελευθερίας. Είναι μία από τις λίγες φορές που αφέθηκα στη ροή της ζωής, κι ας φαινόταν στους πολλούς πως αυτή η ροή έχει σταματήσει. Έκλεισα τα αυτιά μου σε καθετί αρνητικό και προσευχήθηκα για όλους, να ανακαλύψει ο καθένας ξεχωριστά το δικό του δώρο από τον κορωνοϊό, όπως ακριβώς βρήκα κι εγώ το δικό μου. Τι κι αν διεκδικούσε η συνήθεια της πρότερης κανονικότητας μια ηχηρή επιστροφή στη ζωή μου; Τι κι αν ο φόβος προσπαθούσε να τρυπώσει ύπουλα στην πιο αδύναμη σκέψη μου; Εγώ τους έκλεισα την πόρτα χαμογελώντας! Γιατί η νέα μου κανονικότητα, αυτή που έφτιαξα από την αρχή, έχει αγάπη, έχει φροντίδα, έχει αλήθεια… Αυτή η νέα μου κανονικότητα είναι ευλογία για κάθε πρωινό ξύπνημα που δεν έχει τη βιασύνη του ρολογιού. Ξέρεις ο χρόνος άρχισε να κυλά διαφορετικά και ναι, χωράει μέσα του όλα εκείνα που ήθελα να κάνω κι απλά τα ανέβαλα για τα ασήμαντα κι - 31 -


Χαρά Μαρκατζίνου

ανούσια που πίστευα σημαντικά. Αυτό τον ιό τον είπα δώρο για κάθε μεσημεριανό φαγητό που μαγείρεψα με αγάπη και στοργή και το μοιράστηκα με την Όλγα μου. Τον είπα δώρο γιατί κάθε μας μέρα έμοιαζε πια με Κυριακή, όπου η μυρωδιά του φαγητού ήταν η μυρωδιά της αγάπης, της φροντίδας, της θαλπωρής. Για κάθε στιγμή που μοιραστήκαμε μέσα στο ίδιο σπίτι, τα γέλια μας, τα αστεία μας, ακόμα και τις διαφωνίες μας που επισφράγισαν για μια ακόμα φορά την αγάπη που έχουμε η μια για την άλλη, την αγάπη που γινόμαστε η μία για την άλλη. Άρχισα να περιποιούμαι και να φροντίζω τον εαυτό μου, να χάνω κιλά! Το πιστεύεις; Εγώ, που κάθε στενοχώρια, κάθε ματαίωση την κρεμούσα πάνω στη ζυγαριά της ψυχής μου. Όχι πια… Μια φίλη με ρώτησε για το φωτεινό μου χαμόγελο. Θέλει λέει να μάθει το μυστικό μου. Μα δεν είναι άλλο από την αγάπη, την αλήθεια… Ο νους γέμισε όμορφες σκέψεις, δημιουργικές κι έγινε λέξεις, έγινε εικόνες, έγινε πράξεις που έστειλαν αγάπη σε εκείνους που το είχαν ανάγκη. Κάθε απογευματινή βόλτα κάτω από το πορτοκαλοπορφυρό χρώμα του ήλιου έχει ευγνωμοσύνη για την ομορφιά που αντικρίζουν τα μάτια, για εκείνη την ομορφιά που βρίσκεται στα απλά κι όχι στα επιτηδευμένα. Για την ομορφιά που υπάρχει στην αλήθεια της κάθε στιγμής όχι στην αληθοφάνεια που κρύβει μία στιγμιαία φωτογραφία ματαιοδοξίας. Για εκείνη την ομορφιά που έχουν τα βράδια μας, όταν ο έφηβος Ιούλιος από τον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας τα ντύνει με μελωδικά ταξίδια με το μπουζούκι του, κι εγώ εκείνες τις στιγμές νιώθω - 32 -


Ανάσταση ταυτότητας

τον πατέρα μου να στέκει δίπλα μου και να μου χαμογελά. Για εκείνο το «μαζί» που έχουν οι στιγμές που βγήκαμε στα μπαλκόνια να χειροκροτήσουμε όλους εκείνους τους ήρωες που μας κρατάνε ασφαλείς και μας φροντίζουν. Για το «ευχαριστώ για όσα κάνετε για εμάς» που είχαν οι σοκολάτες που χάρισα ένα πρωινό στους αστυνομικούς που πέρασαν από τη γειτονιά μας, αυθόρμητα, όσο αυθόρμητη είναι η αγάπη. Στο χαμόγελο που χαρίζω στη γιαγιά που κάθεται στο μπαλκόνι της, καθώς κοιτάει το άδειο πια ποτάμι και ανυπομονεί να μιλήσει με κάποιον. Στη φωτογραφία της μάνας που της χαμογελώ, κάθε πρωί. Στην αγάπη που φωτίζει τα μηνύματα που λαμβάνω καθημερινά για «καλημέρα». Στη μοναξιά που ξόρκισα και δεν φοβάμαι πια… Στα χαμόγελα των δικών μου ανθρώπων και στα αστεία που θα κάνουμε κάθε φορά στη βιντεοκλήση μας… Στη χθεσινή βραδιά της Ανάστασης που έσβησε πληγές, θύμησες και δάκρυα κι έδωσε φως στην ψυχή... Στην Ανάσταση που κάναμε όλοι μαζί ανάβοντας τις λαμπάδες μας με το Άγιο Φως της αλήθειας μας, της υπομονής και της καρτερικότητας, της αγάπης, της δημιουργίας. Στην Ανάσταση της ταυτότητάς μου... Στην αποκάλυψη της πιο όμορφης, της δικής μου αλήθειας.

- 33 -


Μόιρα Σκαρέα

Σιγά τ’ αβγά!!! Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να βγω έξω. Είμαι κλεισμένη μέσα στο σπίτι μόνη με τη γάτα μου περισσότερο από δύο εβδομάδες. Η τελευταία φορά ήταν τότε, πριν από δεκαπέντε περίπου μέρες, όταν πήγα σούπερ-μάρκετ και ψώνισα περισσότερα από όσα θα μπορούσα να φάω το επόμενο εξάμηνο. Είχα φτάσει στο σημείο να μετρήσω τα πακέτα με τα μακαρόνια και να τα βάλω σε σειρά. Εδώ τα νούμερο έξι, εδώ οι πέννες, εδώ οι βίδες. Κριθαράκι χονδρό, μέτριο, ψιλό. Τι τα ήθελα αυτά; Δεν τα είχα καν ξαναπάρει… Μέτρησα τα πακέτα με τις φακές, τα φασόλια, τα ρεβίθια. Νά και τα ρύζια, γλασέ, νυχάκι, όλα στη θέση τους. Καλά δεν μιλάμε για τα αλεύρια και τις μαγιές… και να φανταστείς δεν ήξερα καν να φτιάξω ψωμί… Δεν πειράζει όμως είχα πάρα πολλά πακέτα κι αν χρειαζόταν θα μάθαινα. Καλά δεν θα μιλήσω για τα χαρτιά υγείας… ή μάλλον θα μιλήσω. Τόσα πακέτα που είχα πάρει έφταναν για κάνα χρόνο! Τέλεια, ήμουν πάρα πολύ ασφαλής! Μόνο που ένιωθα μεγάλη στενοχώρια. Είχα καθαρίσει το σπίτι μου, το είχα ξανακαθαρίσει, είχα φτιάξει τις ντουλάπες, τις είχα ξαναφτιάξει… Ουφ! Είχα κάνει διάφορες χειροτεχνίες, είχα διαβάσει άπειρα βιβλία, είχα ζωγραφίσει…. Ουφ! Είδα σειρές, χάζεψα στα σόσιαλ… βαρέθηκα. Μου είχε μπει στο μυαλό η ιδέα να βγω έξω, να συναντηθώ με καμία φίλη μου - 34 -


Σιγά τ’ αβγά!!!

να πάρουμε έναν καφέ στο χέρι και να χαζέψουμε έστω και τις κλειστές βιτρίνες. Και τι θα γινόταν; Τίποτα. Ήταν υπερβολικοί όσοι έλεγαν να μείνουμε μέσα. Ναι, θα το κανόνιζα σίγουρα. Μεγάλο Σάββατο σήμερα το άξιζα! Δεν θα με τρέλαιναν εμένα στα καλά καθούμενα. Σιγά τ’ αβγά, μια γρίπη είναι πώς κάνουν έτσι; Έτσι πήρα τηλέφωνο την κολλητή μου. «Έλα Χρύσα, θα πάμε για καφεδάκι σήμερα; Τι όχι ρε συ, έλα πάμε δεν τρέχει και τίποτα. Όλα υπερβολές είναι… Εντάξει θα σε περιμένω». Ευτυχώς δέχτηκε. Επιτέλους θα έβγαινα έξω να κάνω τη βόλτα μου, να πάρω τον αέρα μου κι εδώ που τα λέμε να κάνω και την επανάστασή μου. Δεν θα με κρατήσουν μέσα με το ζόρι, εγώ δεν φοράω χαλινάρι, θα κάνω ό,τι μου αρέσει. Άι στο καλό πια. Άσε που μάλλον είναι όλα ψέματα… Ντύθηκα –με το ζόρι βρήκα κάτι να μου κάνει έτσι που έχω γίνει– στολίστηκα κι επιτέλους βάφτηκα και χτενίστηκα που γυρνούσα όλη την ημέρα σαν ναυαγός σε ερημονήσι. Έτοιμη με τα ανοιξιάτικα παπούτσια μου –είχα μαζέψει τις μπότες, κλειστήκαμε χειμώνα και είναι πια άνοιξη–, μια ελαφριά ζακετούλα και το ολοκαίνουργιο κοραλλί κραγιόν μου που δεν είχα προλάβει να φορέσω καθόλου και περιμένω τη φίλη μου στον καναπέ. Και νά επιτέλους χτυπάει το κουδούνι! Πόσες μέρες είχε να χτυπήσει. Ακόμα και κάτι υλικά χειροτεχνίας που είχα παραγγείλει μέσω ίντερνετ να μου φέρουν πριν δέκα μέρες ακόμη δεν είχαν έρθει. Τι τέλειος ήχος το κουδούνι! Σηκώνομαι με φόρα, ισιώνω τη φούστα μου και στρώνω λίγο τα μαλλιά μου. Έχουν βέβαια μακρύνει πολύ - 35 -


Μόιρα Σκαρέα

και είναι και δίχρωμα ή μάλλον πολύχρωμα αφού προσπάθησα να τα βάψω μόνη μου αλλά τίποτα δεν με νοιάζει πια. Θα δω τη φίλη μου και θα βγω βόλτα! Ανοίγω την πόρτα και το πλατύ μου χαμόγελο που έφτανε ως τα αυτιά, κόλλησε εκεί στα αυτιά και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει παρ’ όλη την τρομάρα μου. Ίσως έφταιγε το εγκεφαλικό που έπαθα βλέποντας τον κορωνοϊό τον ίδιο αυτοπροσώπως, αυτόν που έδειχναν οι επιστήμονες κάθε μέρα στην τηλεόραση, να στέκεται μπροστά στην πόρτα μου, καταπράσινος με μοβ εξογκώματα και μια υπέρλαμπρη χρυσή κορώνα στο τεράστιο κεφάλι του. Οπισθοχωρώ τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένη ενώ εκείνος περνάει το κατώφλι μου, με εξαιρετική δυσκολία, προφανώς ρουφώντας την κοιλιά του και γυρνώντας στο πλάι, αφού είναι τεραστίων διαστάσεων. Εγώ πέφτω στον καναπέ και άφωνη περιμένω το μοιραίο. «Ώστε θέλεις να βγεις έξω; Νομίζεις ότι είμαι ψεύτικος και ότι όλα αυτά που ακούς είναι υπερβολικά; Βαρέθηκες να κάθεσαι ξάπλα στον χουχουλιάρικο σου καναπέ και να βλέπεις σειρές στην τηλεόραση; Κουράστηκες να κοιμάσαι; Εσύ δεν έλεγες πως σου λείπει ύπνος; Κουράστηκες να φτιάχνεις όλες αυτές τις χειροτεχνίες που τόσο αγαπάς αλλά δεν προλάβαινες να κάνεις; Κουράστηκες να ασχολείσαι με το σπίτι σου που όλο παραπονιόσουν ότι ποτέ δεν είχες χρόνο να το φροντίσεις; Κουράστηκες να διαβάζεις τα βιβλία που τόσο αγαπάς κι επιτέλους έχεις χρόνο να το κάνεις; Τι σου ζήτησαν; Κάτι φοβερό! Να κάτσεις σπίτι σου, να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς και να κάνεις πράγματα που αγαπάς! Όχι! Δεν μπορείς. Όλα αυτά που - 36 -


Σιγά τ’ αβγά!!!

παρακαλούσες να έχεις, τώρα σε κουράζουν! Με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένη. Δεν πειράζει! Τώρα είμαι εγώ εδώ να διώξω την ανία σου. Θα αρχίσω από σένα! Και μετά θα πάω στη φίλη σου που έχετε ραντεβού για καφεδάκι και βόλτα. Και μετά θα επισκεφτώ τη μαμά της. Βέβαια είναι λίγο μεγάλη κι έχει και πρόβλημα με την καρδιά της αλλά δεν πειράζει. Σιγά τ’ αβγά! Μμμ… μετά θα πάω και στην αδερφή της που είναι κι έγκυος! Και μετά στο μικρό της ανιψάκι που έχει άσθμα! Τέλεια σ’ ευχαριστώ πολύ που δεν πίστεψες σε μένα. Είσαι τέλεια! Και με ένα τεράστιο χαμόγελο που έφτανε τώρα ως τα δικά του αυτιά, με πλησιάζει με σκοπό ένα σβουριχτό καυτό φιλί! Και την επίμαχη στιγμή, η γάτα μου που μέχρι τώρα είχε εξαφανιστεί, πετιέται στα μούτρα του κορωνοϊού φορώντας τη ροζ μάσκα που είχα προλάβει να πάρω από το φαρμακείο, κρατώντας δύο μπουκάλια αντισηπτικό, ένα στο ένα της χέρι κι ένα στο άλλο. Και με έναν απίστευτο βρυχηθμό, εξαπολύει πυρομαχικά στον εχθρό, ο οποίος τρέπεται σε άτακτη φυγή, στριμώχνεται πίσω από το τραπεζάκι της τηλεόρασης και αρχίζει να μικραίνει έως ότου εξαφανίζεται από προσώπου γης. Μένω να κοιτάζω μια τον εχθρό, δηλαδή τον εξαφανισμένο και μια τη γάτα μου που έχει βγάλει πλέον τη μάσκα και γλείφεται. Και την αμήχανη στιγμή που δεν ξέρω τι μου γίνεται, ακούω ένα επίμονο ήχο λες και καμπάνες ηχούν μέσα στο κεφάλι μου. Περνούν λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβω ότι με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ και ότι χτυπούσε το τηλέφωνο. Σαν υπνωτισμένη το σηκώνω και ακούω την φίλη μου τη Χρύσα. - 37 -


Μόιρα Σκαρέα

«Τι γίνεται πάμε καμιά βόλτα στις βιτρίνες; Έστω και κλειστές που είναι δεν πειράζει, να πάρουμε κι έναν καφέ στο χέρι, αύριο που είναι και Μεγάλο Σάββατο. Το αξίζουμε! Έτσι κι αλλιώς όλα ψέματα μάλλον είναι!» «Δεν πας καλά, δεν πάω πουθενά! Και μην πας κι εσύ πουθενά! Και ξέρεις γιατί; Γιατί σ’ αγαπώ!»

- 38 -


Ελένη Κιουσέ

Μοιρολόι της Παναγίας

(σήμερα μαῦρος οὐρανός) Δεν κοιμήθηκα καλά ψες βράδυ. Πονούσε η πλάτη μου, η μέση μου, τα κόκκαλά μου όλα. Μεγάλη Παρασκευή δεν ξημέρωσε; Ημέρα πένθιμη, όλη η πλάση θλίβεται για τα πάθη του Χριστού μας. Ο Κύριος παρέδωσε το πνεύμα, οι ουρανοί άνοιξαν και ξέσπασε σφοδρή καταιγίδα. Έψησα τον καφέ μου, βούτηξα και δυο-τρία κουλουράκια νηστίσιμα, εφέτος τα πέτυχα πολύ, σου ’χω φυλάξει μερικά να δοκιμάσεις. Θυμάσαι σαν ήμασταν παιδιά που βγαίναμε στις γειτονιές κάθε τέτοια μέρα και τραγουδούσαμε το μοιρολόι της Παναγιάς; «Ἡ Παναΐα τ᾿ ἄκουσε, πέφτει λιγοθυμάει νερὸ σταμνιὰ τὴν περεχοῦν, τρία γυαλιὰ τοῦ μόσχου, τέσσερα τὸ ροδάσταμο, ὥστε νὰ συνεφέρῃ, κι ἀπάνω ποὺ συνέφερε τοῦτο τὸ λόγο λέγει. - Δὲν ἔχ᾿ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου δὲν ἔχ᾿ μαχαίρι νὰ σφαγῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου δὲν ἔχ᾿ σκοινὶ νὰ κρεμαστῶ γιὰ τὸ μονογενῆ μου. Ἀπολογιέται κι ὁ Χριστὸς τῆς μάνας του καὶ λέγει. - Μάνα μ᾿, ἂν γκρεμιστεῖς ἐσύ, γκρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος, μάνα μου ἂν σφαγεῖς ἐσύ, σφάζετ᾿ ὅλος ὁ κόσμος, μάνα μ᾿ ἂν κρεμαστεῖς ἐσύ, κρεμιέτ᾿ ὅλος ὁ κόσμος. Πάρτο μάνα μου ὑπομονή, νὰ πάρ᾿ ὅλος ὁ κόσμος. Ἄντε μάνα μου στὸ καλὸ καὶ διάφορο δὲν ἔχεις, μόν᾿ τὸ μεγάλο Σάββατο κάτσε νὰ μ᾿ ἀπαντέχῃς» - 39 -


Ελένη Κιουσέ

Μετά, εμείς τα κορίτσια φτιάχναμε λουλουδένια στεφάνια και στολίζαμε μ’ αυτά τον Επιτάφιο ενώ εσείς παίζατε στην πλατεία γκαζάκια και πετροπόλεμο. Αχ, μια ζωή παιδιά εσείς οι άντρες, Αρίστο μου. Μαζί μεγαλώσαμε αλλά εσύ πάντα απερίσκεπτος και επιπόλαιος ήσουν. Εσύ έφερνες τους παράδες στο σπίτι όμως εγώ στήριζα το νοικοκυριό. Αυτά θα πάνε στα ψώνια, αυτά στους λογαριασμούς κι αυτά στην παραδοσακούλα –στην μπάντα που λέμε– μην μας δώσει ο Θεός ανάγκη. Κι όταν γέννησα τα παιδιά μας είχα πάντα ένα παραπάνω να συμβουλέψω και να μεγαλώσω, εσένα. Άνθισαν τα μπουμπούκια μας, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν. Μείναμε και πάλι μόνοι. Αξιωθήκαμε να γίνουμε παππούς και γιαγιά. Δόξα τω Θεώ. Μα ακόμα και τώρα η ξεροκεφαλιά σου καλά κρατεί. «Άσ’ το το ρημαδιασμένο το καφενείο Αρίστο μου, είναι δύσκολες οι μέρες, στις τηλεοράσεις λένε να μαντρωθούμε στα σπίτια μας. Ούτε τα παιδιά θα έρθουν εφέτο για Πάσχα, μόνο απ’ τα τηλέφωνα θα πούμε τις ευχές μας. Του χρόνου έχει ο Θεός». Χαμπάρι εσύ, μπενάκης και βγενάκης. Μάλλιασε η γλώσσα μου τον καφενέ σου μια μέρα δεν τον θυσίασες. Μου ντυνόσουν, μου στολιζόσουν, έβαζες και την κολόνια σου τη λεμονάτη και ξεπόρτιζες. Μια, δυο, τρεις σ’ έπιασε ο βήχας ο ξερός, όπως τα λένε και στις ειδήσεις. Εκεί σκιάχτηκες, έπρεπε να πάθεις πρώτα για να μάθεις. Τι κατάλαβες τώρα; Κάνουμε κι εμείς Πάσχα χώρια και να δούμε απόψε ποιος θα με βοηθήσει να καθαρίσω τα αντεράκια για την αυριανή… Πήγαν τα παιδιά στην αγορά και μου ψώνισαν, είχα κάμει λίστα με τα χρειαζούμενα και τους τα παρήγγειλα απ’ το τηλέφωνο. Ήρθαν εδώ με τις μάσκες - 40 -


(σήμερα μαῦρος οὐρανός)

τρόμαξα να τα γνωρίσω. Ολόκληρα παλικάρια έχουν γίνει τ’ αγοράκια μας. «Γιαγιά κάνε υπομονή», με παρακάλεσε ο Χρηστάκης μας, «θα έρθουμε να σε πάρουμε μεγάλη βόλτα μόλις τελειώσει η καραντίνα. Και μην κάνεις κανένα αστείο και πας στο νοσοκομείο να δεις τον παππού, απαγορεύεται. Ό,τι θες να μας παίρνεις τηλέφωνο. Στην ανάγκη χτύπα δίπλα στης κυρά-Μαρίνας, δεν είσαι μόνη σου». Έφυγαν και τους σταύρωνα απ’ το μπαλκόνι να πάνε στην ευχή της Παναγιάς. Είμαι μόνη μου όμως, Αρίστο. Όταν γερνάει ο άνθρωπος είναι μόνος του. Καιρό βρήκες κι εσύ να μ’ αφήσεις μες στο Πάσχα. Θέλω να βγω έξω να πιώ έναν καφέ με τις γειτόνισσες αλλά κι αυτές μαντρωμένες είναι απ’ τον φόβο τους. Φέτος είναι αλλιώς. Ούτε εκκλησιά, ούτε λαϊκή, ούτε επισκέψεις με τσουρέκια κι αυγά. Δεν πειράζει, έχουμε ζήσει και χειρότερα. Μόνο να γυρίσεις θέλω, να φάμε τη μαγειρίτσα μας αυγοκομμένη και ζεστή, να τσουγκρίσουμε τ΄ αυγά μας και πάλι να μου το σπάσεις όπως κάθε χρόνο – θα πεθάνω και δεν θα μάθω ακόμα τι ζαβολιά κάνεις και κερδίζεις πάντα. Σ’ τα ’λεγα, να πω πως δεν σ’ τα ’λεγα; Μα εσύ το βιολί σου, σε ’φάγαν οι παρέες κι οι καφενέδες. Αμ, δεν θα γυρίσεις; Κλειστοί όλοι οι καφενέδες πια, μαζί θα τον πίνουμε τον καφέ μας και θα παίζουμε και τη δηλωτή μας που πάντα σε κερδίζω – θα πεθάνεις και δεν θα μάθεις τι ζαβολιά κάνω… Κάθε που χτυπάει το τηλέφωνο με πιάνει τρεμούλα. Φοβάμαι Αρίστο μου, μην ακούσω καμιά ξένη φωνή να μου λέει πως έφυγες. Δεν θέλω να φύγεις, θέλω να ζήσουμε λίγα χρόνια αντάμα ακόμα. Έχουν - 41 -


Ελένη Κιουσέ

ανθίσει τα γιασεμιά μας και γεμίζει γλύκα η αυλή κάθε βράδυ. Έκατσα κι έγραψα με τα κολλυβογράμματά μου σ’ ένα τετράδιο για την αγάπη. Σαν έρθεις θα σ’ το δώσω να το διαβάσεις. «Αγάπη είναι να μην κρατάς εγωισμό, να διαλέγεις τον άλλον και να τον πονάς με τα καλά του και τα κακά του. Κυρίως τα κακά του γιατί τα καλά όλοι τ’ αγαπούν. Να κάθεστε ώρες ατέλειωτες με τον ήχο του ρολογιού πιασμένοι απ’ το χέρι και να μην μιλάτε καθόλου. Να ξέρεις πώς πίνει τον καφέ του, τον θόρυβο που κάνει σαν φυσάει τη μύτη του, τον ρυθμό του ροχαλητού του, πόσες ελιές έχει στο κορμί του όλο. Αγάπη είναι να είσαι ένα στις χαρές και στις λύπες, να σέβεσαι, να ορμηνεύεις και να πονάς. Να μοιράζεσαι ένα σανίδι και να σου φαντάζει στρώμα πουπουλένιο. Η αγάπη είναι η ζωή η ίδια, να γιατί χωρίς εσένα νιώθω πεθαμένη». Έχω φτιάξει φακές νερόβραστες σήμερα, θα βουτήξουμε και παξιμάδι, θα κόψω και μια αγγουροντομάτα. Το ξέρω πως θα γκρίνιαζες αν ήσουν εδώ αλλά θα τα έτρωγες και θα έλεγες «ες αύριον τα σπουδαία». Ες αύριον τα σπουδαία, Αρίστο μου, φτάνει να γυρίσεις…

- 42 -


Δέσποινα Τσακίρη

Στα χρόνια της καραντίνας Το ένστικτό μου. Αυτό το μέσα μου που πάντα έχει δίκιο και πάντα αποκαλύπτεται. Και κάπως έτσι, λίγο καιρό πριν τα γεγονότα του κορωνοϊού, θυμάμαι να κάθομαι τα βράδια μπροστά από το παράθυρό μου και να χαζεύω από ψηλά, τα φωτισμένα σπίτια, αλλά κάτι με «έτρωγε» μέσα μου πως κάτι αρνητικό θα συμβεί. Οι μέρες περνούσαν και κάθε βράδυ άφηνα αυτήν τη σκέψη για την επόμενη μέρα. Ώσπου η είδηση ήρθε, επιδιωκόμενη να περιορίσει την ατομική ελευθερία που για κάποιους δεν θεωρείται αξία ανεκτίμητη αλλά για μένα είναι τα πάντα και δε θα μου την κλέψει κανείς. Και άρχισαν οι γνώμες λογιών λογιών, ειδικών και «ειδικών» με σκοπό τα πειράματα και την επιβολή τεστ. Το τεστ αντοχής μας στον φόβο, στην υπομονή, στην πίστη μας στον Θεό, στην ανθρωπιά, στην αλληλεγγύη, στην αισιοδοξία, στην ελπίδα, στην ψυχραιμία, στην καλοσύνη που γεννά τη διάθεση προσφοράς και εξέλιξης. Και καθώς συμβαίνουν όλα αυτά, νιώθοντας ένα αίσθημα απώλειας όπως και πολλοί άλλοι, ας γίνουμε για λίγο ψυχολόγοι σκέφτομαι, και ας δούμε τα πέντε στάδια της απώλειας όπως λένε και οι ειδικοί. Πρώτο στάδιο, άρνηση: Δεν θες να δεχτείς αυτά που συμβαίνουν, όχι δεν μπορείς και δεν μπορώ. Μα πώς γίνεται όλος ο κόσμος να είναι «έρμαιο» ενός αόρατου εχθρού, όπως τον αποκαλούν, αυτού του κορωνοϊού; Αλήθεια, έχω βαρεθεί τη λέξη «κορωνοϊός» - 43 -


Δέσποινα Τσακίρη

που μαζί με το «μένουμε σπίτι» αντηχεί στα αυτιά μου σαν ενοχλητικός ήχος. Δεύτερο στάδιο, θυμός: Αυτό το στάδιο το προσπέρασα σαν ανύπαρκτο σε αντίθεση με πολλούς άλλους. Και νιώθω τόοοσο ευγνώμων που το προσπέρασα γιατί στα 34 μου έχω πάψει να θυμώνω με δυσκολίες που έρχονται αλλά έμαθα να μάχομαι. Και κάπου εδώ ταιριάζει το τρίτο στάδιο, διαπραγμάτευση: Όπως έλεγα πριν, μάχομαι και πάντα λέω χαρούμενα ότι μέσα μου έχω μια μηχανή «ανασήκωσης» που μόλις πάει έστω και λίγο να με πιάσει η απογοήτευση, κάτι με ανασηκώνει και με δυναμώνει και με πεισμώνει πιο πολύ να προσπαθήσω, να παλέψω. Για το τίποτα και για όλα. Τέταρτο στάδιο, κατάθλιψη: Μπααα, δεν είναι για μένα αυτή η παρέα, τη δοκίμασα και δεν μου πάει, δεν μου ταιριάζει. Δεν είμαι εγώ βρε παιδί μου. Γι’ αυτό και προσπερνάω και αυτό το στάδιο με περηφάνεια. Πέμπτο στάδιο, αποδοχή: Α, αυτή μου αρέσει. Και συνειδητοποίησα ότι σε μένα ήρθε πιο γρήγορα από ό,τι περίμενα. Μετά την πρώτη ανησυχία και φόβο παραδέχομαι, και αρνητικά συναισθήματα, και υποψίες για «κλίκες» και «συνωμοσιολογίες», και πολέμους συμφερόντων που ασεβούν σε αξίες που αγαπώ, την πίστη μου στον Θεό, τον σεβασμό στην ατομική ελευθερία και στην ανθρώπινη υπόσταση, στην αγάπη, και αφού κουράστηκα να ακούω, και να ακούω, και να πέφτω στην παγίδα να συμμετέχω σε ανέλπιδες συζητήσεις που δεν μου πάνε, αποφάσισα να κλείσω τα αυτιά μου, τα μάτια μου και το στόμα μου. Τι ανακούφιση Θεέ μου! - 44 -


Στα χρόνια της καραντίνας

Αφού έκανα την προσωπική μου αποδοχή, χαράζω τον δικό μου δρόμο που είναι γεμάτος φωτισμένους ανθρώπους γιατί πάντα αυτό μου άρεσε να ακολουθώ. Αυτό είμαι. Περπατώ τη ζωή μου όπως θέλω. Ακούω την καρδιά μου, που ακόμα το μαθαίνω αλλά είμαι σε πολύ καλό δρόμο. Συνυπάρχω με ανθρώπους που «χνωτιάζω». Δεν θα συμβιβαστώ ποτέ με κάτι λιγότερο. Σε περιόδους κρίσης και δοκιμασίας παλεύω. Και ας πέφτω συχνά. Στα δύσκολα φαίνεται ο καπετάνιος. Μπορείς; M-Π-ΟΡ-Ω. Τι ευτυχία να σε μεγαλώνουν άνθρωποι που σε αγαπούν τόσο για να σου μάθουν την ελπίδα, την αισιοδοξία, την πίστη στον Θεό, τη δύναμη. Επιλέγω αυτά που θα με κάνουν στο τέλος της διαδρομής να πω ότι είμαι ευτυχισμένη και μοιράζομαι και μεταδίδω αυτό το συναίσθημα στους άλλους. Και πάντα έχω στο μυαλό μου τα λόγια ενός αγαπημένου γέροντα του Άγιου όρους, του γέροντα Γαβριήλ: «Μέσα στις δυσκολίες, ψάξε να βρεις το καλό. Έτσι πορεύομαι εγώ. Με το φως της ζωής».

- 45 -


Κυριάκος Κουζούμης

Αριθμός Εκατό Αφιερωμένο σ’ όλους τους συγγενείς των θυμάτων του COVID-19. Είθε να ’ναι γεροί και να τους θυμούνται… με αγάπη!

Άνοιξε το παράθυρο κι αντίκρισε έξω ένα λευκό σεντόνι απλωμένο παντού. Κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα πλάι στη φαρδιά τζαμαρία με τον αρωματικό καφέ στο χέρι. Η μοναξιά χόρευε στο δωμάτιο σαν πρίμα μπαλαρίνα κι ο νους του, ένα μεγάλο αεροπλάνο, που με το διαβατήριο της φαντασίας τον ταξίδευε στη μητέρα Ελλάδα. Το κινητό ήχησε απ’ τη λήψη ενός email. Βαρυγκώμησε, πριν το «ανοίξει». Αποστολέας ήταν η αδερφή του με την οποία είχε να επικοινωνήσει πολλά χρόνια. «Είχα ορκιστεί πως δεν θα σου ξαναμιλούσα, αλλά έκρινα υποχρέωσή μου να σε ενημερώσω. Στις 3 Απριλίου ο πατέρας έβηχε ενώ σήκωσε και λίγο πυρετό. Τρόμαξα. Τον πήγα στο Αττικόν. Βγήκε θετικός στον κορωνοϊό. Του έκαναν εισαγωγή. Την επομένη δύσπνοια και μειωμένο οξυγόνο. Οι γιατροί με ενημέρωσαν ότι τα πράγματα είναι ζόρικα. Με ιστορικό ενός εμφράγματος στα 57 κι έναν καρκίνο στο παχύ έντερο τρία χρόνια μετά, οι ελπίδες είναι απειροελάχιστες. Μόνο με θαύμα! Δεν μου επιτρέπεται η είσοδος στο δωμάτιο. Μέχρι προχθές επικοινωνούσα μαζί του μέσω του ιατρικού προσωπικού και μηνυμάτων στο κινητό. Βλέπεις, δεν κάνει - 46 -


Αριθμός Εκατό

να βγάζει τη μάσκα οξυγόνου για να μιλάει. Χθες ενημερώθηκα ότι θα τεθεί σε καταστολή, γιατί τα επίπεδα οξυγόνου δεν σημειώνουν την παραμικρή βελτίωση. Τσακώθηκα με τις νοσοκόμες και μπήκα μέσα. Δεν με ένοιαζε τίποτα. Τίποτα! Τον χάιδεψα με γάντια στα μαλλιά και τον φίλησα πάνω απ’ το σεντόνι στα χέρια. Πονούσε. Πονούσε πολύ… Προσπάθησα να φανώ άνετη για να του μεταγγίσω ψυχικό σθένος. Έβγαλε για δυο λεπτά τη μάσκα και με κοίταξε κατάματα. Η βροχή ήρθε στα μάτια του. Δεν είναι ανόητος ο μπαμπάς. Σίγουρα αντελήφθη πολλά! »Με εξασθενημένη φωνή μου ψέλλισε μερικές κουβέντες. “Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, μα δεν με νοιάζει. Έζησα με περηφάνια και αξιοπρέπεια. Άλλο με νοιάζει. Έχω δυο παιδιά, που δεν λένε ούτε καλημέρα. Θέλω να μιλήσεις με τον αδερφό σου. Να τον συγχωρέσεις και… και να τα βρείτε μεταξύ σας. Αν κάτι πάει στραβά με ’μένα, θα έχετε μόνο ο ένας τον άλλον. Αν πρόκειται να φύγω, ας μην φύγω μ’ αυτό το βάρος. Σε ικετεύω, Μαρία μου… Κάν’ το για χατίρι μου. Μόνο έτσι θα γαληνέψω. Σας αγαπώ πολύ. Πάρα πολύ!” »Άρχισε να βήχει σαν τρακτέρ. Όρμησαν μέσα οι γιατροί και με έβγαλαν έξω. Από χθες το βράδυ είναι σε καταστολή. Τον βλέπω μέσα απ’ το τζάμι της πόρτας. Δείχνει να μην πονάει, να είναι… να είναι ήσυχος. Προσεύχομαι συνέχεια, αλλά παραδέχομαι ότι… φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ, Διονύση». Παρακάτω αναγραφόταν ο αριθμός του κινητού της τηλεφώνου. Ο Διονύσης πετάχτηκε σαν ελατή- 47 -


Κυριάκος Κουζούμης

ριο απ’ την πολυθρόνα και με τον κλονισμό να ταράζει τα δικά του σωθικά, της τηλεφώνησε. «Πώς είναι; Πες μου πώς είναι…» Η Μαρία με δάκρυα στα μάτια αποκρίθηκε. «Η κατάστασή του είναι στάσιμη. Καμία εξέλιξη». Και συμπλήρωσε. «Ξέρω πως δεν μπορείς να έρθεις λόγω της πανδημίας. Ήθελα όμως να… έστω και καθυστερημένα, να τα ξέρεις. Θα σε κρατώ ενήμερο». Το ’κλεισε απότομα, διότι είδε μία ανησυχητική κινητικότητα στον διάδρομο. Έτρεξε και ρώτησε τι συνέβαινε. Ευτυχώς, δεν αφορούσε τον πατέρα της. Κυριακή των Βαΐων, 12 Απριλίου 2020 Η Μαρία καθισμένη σε μία καρέκλα στον διάδρομο του ορόφου, είχε γείρει το κεφάλι της και ο Μορφέας είχε κερδίσει έστω και παροδικά τη μάχη με τα βλέφαρά της. Πίσω απ’ αυτά τα βλέφαρα είδε τη θάλασσα του Σουνίου να κυματίζει γαλήνια και την ίδια σε μικρή ηλικία να αφήνει ένα χάρτινο καραβάκι. Το είδε να επιπλέει κι άρχισε να χοροπηδά απ’ τη χαρά της. Πίσω της ακούστηκε η φωνή του πατέρα της να τη φωνάζει. «Εκατό ώρες σε περιμένω». Αμέσως μόλις σηκώθηκε, αναζήτησε το χάρτινο καραβάκι στην επιφάνεια της θάλασσας, αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Στον ώμο της ένιωσε ένα άγγιγμα. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα και μεμιάς η πλάτη της ξεκόλλησε απ’ την πλάτη της καρέκλας. «Κυρία Μαρία… Λυπάμαι πολύ!» Ήταν τα συμπονετικά λόγια του θλιμμένου γιατρού. Το πηγούνι της κρέμασε και… όλα γύρω της σκοτείνιασαν. Όλα! - 48 -


Αριθμός Εκατό

Μεγάλη Δευτέρα, 13 Απριλίου 2020 Η κηδεία του πατέρα της έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, εφόσον λόγω του COVID-19 δεν επιτρεπόταν η σορός να μείνει στο ψυγείο. Τα μέτρα περί απαγόρευσης της κυκλοφορίας δεν άφηναν περιθώρια κοσμοσυρροής. Περίπου δέκα άτομα στον αύλιο χώρο της εκκλησίας κι αυτά σε απόσταση μεταξύ τους. Η νεκροφόρα με ανοιχτό το πορτμπαγκάζ και το φέρετρο να εξέχει ελαφρώς, τυλιγμένο με μαύρο πλαστικό. Κι ο ιερέας στην πύλη να ψάλλει τα δέοντα ήταν οι εικόνες, που μέσω βιντεοκλήσης από έναν άλλον συγγενή διέσχιζαν την Ευρώπη και έφταναν στη σκανδιναβική Σουηδία, αλλά κυρίως στα κατακόκκινα μάτια του Διονύση. Μεγάλο Σάββατο, 18 Απριλίου 2020 Ο Διονύσης παρακολούθησε μέσω διαδικτύου την ανάσταση του Κυρίου στον Πανάγιο Τάφο. Το άγιο φως κυμάτιζε στις δεσμίδες των τριάντα τριών κεριών στα χέρια του Πατριάρχη Θεόφιλου Γ΄ ενώ ο ήχος του «Χριστός Ανέστη» τρύπωσε στα αυτιά του. Ξάφνου κοκάλωσε. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τότε που σύσσωμη η οικογένειά του γιόρταζε τη Μεγάλη Εβδομάδα στο Σούνιο. Τα χέρια της μητέρας του να πλάθουν κουλουράκια, τον πατέρα του να καθαρίζει τη σούβλα και την αδερφή του να τοποθετεί τα κόκκινα αυγά μέσα σε πολύχρωμα καλάθια. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Η κίνηση αισθητά μειωμένη. Αμέσως μετά, τηλεφώνησε στη Μαρία. - 49 -


Κυριάκος Κουζούμης

«Δεν έχω κλείσει μάτι όλες αυτές τις ‘μέρες. Είμαι ένα ράκος». Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε στον ποταμό της ειλικρίνειας. «Συγγνώμη, Μαρία. Συγγνώμη για όλα. Έχω κάνει πολλά. Θέλω όμως, να ξέρεις ότι… σε ευχαριστώ. Έλεγα ότι αυτό το Πάσχα θα μου μείνει αξέχαστο λόγω κορωνοϊού και εγκλεισμού, μα τελικά θα το θυμάμαι για άλλους λόγους. Όταν επιτραπούν τα ταξίδια θα έρθω αμέσως στην Ελλάδα. Θέλω να σε δω. Θέλω να… Πολλά θέλω». Τον έπνιξαν τα δάκρυα. Η Μαρία τον πληροφόρησε πως ο πατέρας τους ήταν ο αριθμός εκατό ανάμεσα στους νεκρούς εξαιτίας του COVID-19 στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εκ των οποίων έφεραν και υποκείμενα νοσήματα ή ανήκαν στις ευπαθείς ομάδες. «Θα σου φανεί αστείο, αλλά σε μένα το είπε μέσω ενός ονείρου. Θα σε περιμένω. Έχουμε χάσει πολλά. Κάποια στιγμή, ας τα βρούμε. Για χατίρι του…» Το ίδιο απόγευμα ο Διονύσης περιφερόταν σαν κατάδικος μέσα στο μικρό διαμέρισμά του. Δεν είχε φάει τίποτα και το στόμα του μύριζε τσιγάρο. Μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή διάβαζε τα νέα της πατρίδας του βάσει των οποίων η Ελλάδα έχαιρε συγχαρητηρίων για την πρόληψη. Εν μέρει… χάρηκε πολύ. Το κουδούνι χτύπησε. Δεν περίμενε κανέναν. Άνοιξε κι είδε έναν κούριερ. Συνοφρυώθηκε. «Αν ήσουν στην Ελλάδα, σήμερα δεν θα δούλευες» χαριτολόγησε και παρέλαβε ένα μικρό δέμα. Λόγω του υπέρογκου φόρτου εργασίας, η εταιρεία είχε καθυστερήσει αρκετά την παράδοσή του. - 50 -


Αριθμός Εκατό

Έβγαλε από μέσα μία οικογενειακή φωτογραφία από ένα παρελθοντικό Πάσχα στο Σούνιο και ένα σημείωμα γραμμένο… απ’ τον πατέρα του. Μεταξύ άλλων έγραφε: «Θα σε περιμένω να γυρίσεις. Αν χρειαστεί, θα περιμένω μέχρι και εκατό χρόνια. Εκατό! Σ’ αγαπάω πολύ. Ο πατέρας σου…» Το σημείωμα έπεσε απ’ τα χέρια του…

- 51 -


Ειρήνη Λαρδούτσου

Τόσο μακριά κοντά Ήταν καινούργια στη γειτονιά. Αγόρασε το δεξί γωνιακό διαμέρισμα στον 4ο επί της Τριλόφου μετά από πολύ ψάξιμο. Όμορφο ρετιρέ. Προνομιακό. Τον καιρό της κρίσης, οι ευκαιρίες πολλές μεν αλλά τα σπίτια χάλια. Το βρήκε σε τιμή ευκαιρίας. Για μεσιτικό ήταν λαχείο. Το ανακαίνισε με πολύ κέφι και μεράκι. Το είδε στροφή στη ζωή της, στροφή που την ήθελε πολύ σ’ έναν ευθύ δρόμο, ήσυχο αλλά πυκνοκατοικημένο, σε μια γειτονιά χαρακτηρισμένη ως «κέντρο-απόκεντρο» της όμορφης μεγαλούπολης. Δούλευε πολύ. Υπεύθυνη σε μια ναυτιλιακή εταιρία δεν είχε χρόνο για πολλά. Πολλοί γνωστοί, άνευρες γνωριμίες, εργασιακός φόρτος, αρκετά τα άλλοθι για να κρύβεται απ’ τα «θέλω» της κι ο σκύλος της. Ο μόνος που την ήξερε καλά. Ζούσε μακριά απ’ τους δικούς της. Οι γονείς της στο νησί, ο μεγάλος αδελφός της στο Λονδίνο, κι οι άλλοι δύο, ο ένας στην Αθήνα κι ο άλλος σ’ ένα χωριό του Πηλίου. Αυτή παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη. Τόπος τελικής διαμονής της. Για σπουδές στην αρχή, για δουλειά στη συνέχεια. Ζούσε χρόνια στο ενοίκιο κι αυτό το σπίτι ήταν το πρώτο μεγάλο απόκτημά της. Έλσα το όνομα της, Ελισάβετ το επίσημο της ταυτότητάς της. Με τους γείτονες της οικοδομής δεν είχε πολλά. Μια καλημέρα με όποιον συναντούσε στο ασανσέρ, δυο καλημέρες με το ηλικιωμένο ζευγάρι στο διπλανό διαμέρισμα και πολλά νεύρα - 52 -


Τόσο μακριά κοντά

με τον από κάτω, ένα υποκείμενο του υπόκοσμου που έπεσε στον έρωτά της αρχοντοκυράς ιδιοκτήτριας. Ήταν ένα παράσιτο μες στην πολυκατοικία ευγενικών, στο σύνολό τους, ανθρώπων, που ο μόνος τρόπος επαφής μαζί της ήταν να της χτυπάει το δικό της πάτωμα και δικό του ταβάνι μ’ ένα άθλιο σκουπόξυλο, στο παραμικρό της κιχ. Η Έλσα έλειπε πολλές ώρες απ’ το σπίτι. Η δουλειά της απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας της. Μια-δυο φορές τη βδομάδα έβγαινε για κανένα κρασί με φίλους και γνωστούς κι αυτό ήταν όλο. Ήταν όμορφη, με κατακτήσεις πολλές, μα αρνήσεις εκ μέρους της περισσότερες. Κλειστή, απόμακρη μα χαμογελαστή, έπλεκε άθελά της ένα μυστήριο που προκαλούσε την επίλυσή του. Ήταν αρχές του Μάρτη όταν ξεκίνησε η πολυσυζητημένη καραντίνα για τον περιβόητο κορωνοϊό που έριξε κλωτσιά στον πλανήτη. Δούλευε σπαστά πια κι έμενε περισσότερο στο σπίτι. Μέσα σε μια αντίφαση συναισθημάτων απολάμβανε την ησυχία και τη μοναξιά της κι έκανε πράγματα που πριν δυσκολότερα αποφάσιζε. Όταν δεν δούλευε στο σπίτι, αφιέρωνε χρόνο στη μαγειρική και στις πέτρες της που της άρεσε να ζωγραφίζει. Μιλούσε ελάχιστα στο τηλέφωνο κι έκανε μεγάλες βόλτες στην παραλία με τον σκύλο της στα όρια του επιτρεπτού. Μάσκα δεν φόρεσε ποτέ, γάντια τόσο όσο να μην την κοιτούν περίεργα, ενώ κρατούσε συνεχώς μαντηλάκια ποτισμένα στο οινόπνευμα. Προσπαθούσε να κατανοήσει το νέο ακατανόητο όπως όλοι. Όπως όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος. Μόνοι όλοι στο απόμακρο συλλογικό «μαζί». - 53 -


Ειρήνη Λαρδούτσου

Οι ώρες σιωπής καθάριζαν τον κουρνιαχτό μέσα της κι άρχισε να ξεχωρίζει καλά την καμπύλη της ψυχής της. Εκεί έξω ένας θρασύτατος νανοϊός άλλαζε τον άξονα της ανθρωπότητας, καθηλώνοντας την επιστήμη κι υποχρεώνοντάς την να παρακολουθεί σημείο σημείο την καμπύλη της πορείας του. Εδώ μέσα, στο σπίτι μια άλλη παράλληλη πορεία ακολουθούσε τον δρόμο της: σοκ, άρνηση, μούδιασμα, φόβος, εμμονή, θλίψη, αδιαφορία, αδράνεια, σιωπή, κατανόηση… Αυτά σκεφτόταν εκείνο το βράδυ που το φεγγάρι ήρθε ολόκληρο στο μπαλκόνι της. Ένα τεράστιο, κόκκινο φεγγάρι, «ροζ πανσέληνο» το ονόμαζαν, που το ένιωσε να της κρατά συντροφιά καθώς πρόσφερε την ευχαρίστηση από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στον εαυτό της, ακουμπισμένη στα κάγκελα της βεράντας δίπλα στις τούγιες της. Ο δρόμος έρημος. Οι κάδοι των σκουπιδιών τιγκαρισμένοι και μόνο μερικές γάτες έκαναν το σουλάτσο τους αμέριμνες και νωχελικές στη μέση του οδοστρώματος. Μια θεία ησυχία απλωμένη παντού. Γαλήνη στο περίγραμμα των φωτισμένων παραθύρων σε άχαρες οικοδομές που επιτέλους απόκτησαν ψυχή. Χαμογέλασε. Σήκωσε τα μάτια στον φλογισμένο δίσκο πίνοντας μια γουλιά κρασί. Η καρδιά της σταμάτησε. Στον 5ο της απέναντι πολυκατοικίας ένα σουλούπι γνώριμο στην όψη, ήταν γερμένο στην κουπαστή του επίσης κι έδινε σχήμα ανθρώπου σε μια νύχτα που ξέμεινε από ανθρώπινες φιγούρες. Όγκος στιβαρός, γεμάτος με χαρακτηριστικό άνοιγμα στις πλάτες και λεπτότερα πόδια όπου τώρα ήταν το ένα περασμένο πάνω από το άλλο και ένα μικρό κύμα - 54 -


Τόσο μακριά κοντά

στα μαλλιά που θα το ξεχώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες. Έμεινε για ώρα ακίνητη μην ξεχωρίζοντας πια την πραγματικότητα απ’ την ψευδαίσθηση. Ποιος ήταν; Δεν ήξερε κανέναν από τους γείτονες απέναντι. Για την ακρίβεια άκουγε ενίοτε παιδικές φωνές από κάποια βεράντα χωρίς όμως να βλέπει, καθώς τα ψηλά προστατευτικά απαγόρευαν την όποια εικόνα. Μπήκε μέσα κι άναψε το πορτατίφ. Έβαλε μουσική. Ο σκύλος της βολεύτηκε στα πόδια της. Απόψε δεν ήταν μόνη. Δεν ήταν μόνη από ανθρώπινη συντροφιά. Μετά από εφτά χρόνια η γνώριμη εικόνα επέστρεψε, επέστρεψε και ξαναβρήκε τη θέση της από κάποιον άγνωστο απέναντι. Οι επόμενες μέρες κύλησαν αργά. Ένιωθε ναρκωμένη. Η Μεγάλη Εβδομάδα που ερχόταν κούμπωνε τέλεια με το «μέσα» της. Έκανε ελάχιστες ετοιμασίες κι εξάντλησε όλους τους κωδικούς βεβαιώσεων της «κατ’ εξαίρεσης μετακίνησης πολιτών». Με μια παραλία κλειστή κι ακουστικά μουσικής στ’ αυτιά, προσπαθούσε ν απορροφήσει όσο ιώδιο μπορούσε από μακριά για να καταλήξει τα βήματά της στους άλλοτε πολύβουους δρόμους ενώνοντας τη μοναξιά της με τη δική τους. Μια θλιμμένη Άνοιξη της κράταγε το χέρι και της έδειχνε τα υποτιμημένα δρομολούλουδα στα ρείθρα των πεζοδρομίων. Έβλεπε, άκουγε τη σιωπή, μύριζε, δεν άγγιζε, δεν σκεφτόταν. Με έναν τρόπο κατέβασε ρολά στο μυαλό της και περίμενε την Ανάσταση. Το βράδυ εκείνο έκανε ετοιμασίες. Έφτιαξε μια ήπια μαγειρίτσα με κοτόπουλο, μανιτάρια και σπανάκι, έβαλε κρασί στο ψυγείο, έστρωσε κόκκινο τραπεζομάντηλο και δυο κόκκινα αυγά δίπλα σε μια - 55 -


Ειρήνη Λαρδούτσου

λαμπάδα που στόλισε με προσοχή. Κατά τις δέκα έβγαλε πέντε μικρά φαναράκια στη βεράντα. Άναψε ένα μικρό ρεσό δίπλα σε μια εικόνα και προσευχήθηκε να είναι αυτό το δικό της Άγιο Φως. Με ανυπομονησία παιδιού πηγαινοερχόταν στη βεράντα της ελπίζοντας στο άναμμα κι άλλων μικρών φλογών από τα διπλανά κι απέναντι διαμερίσματα. Με την ίδια λαχτάρα κι ο σκύλος της ανάμεσα στα πόδια της. Ξαφνικά όλοι αυτοί οι ξένοι άγνωστοι γείτονες έγιναν ο κόσμος της, οι φίλοι, η οικογένειά της. Δώδεκα παρά τέταρτο και δειλά δειλά άρχισαν να ανοίγουν μπαλκονόπορτες. Στην αρχή μικροί ψίθυροι, στη συνέχεια λόγια με τους διπλανούς, με τους απέναντι. «Καλή Ανάσταση» τόλμησε να φωνάξει στο κενό κρατώντας τη λαμπάδα της κοντά στο πρόσωπό της για να νιώσει την ψυχή της να ξεχειλίζει από τις απαντήσεις ευχών γύρω της… Πού ήταν όλοι αυτοί άνθρωποι… πού ήταν αυτό το είδος ευτυχίας; Διστακτικά γύρισε το κεφάλι στην άλλη μεριά της βεράντας κοιτώντας προς τον 5ο. Το φεγγάρι έλειπε. Στη θέση του αυτός. Ήταν αυτός κι όχι κάποιος που του έμοιαζε. Έβλεπε καθαρά εκείνη τη θάλασσα που ήξερε μέσα στα μάτια του. Το φως της δικής του λαμπάδας αποκάλυψε όσα εφτά χρόνια πάλευε να ξεχάσει. Τόσο μακριά κοντά της, τόσο κοντά του μακριά. Το φως της δικής της λαμπάδας του έδειξε τα κρύσταλλα που φάνηκαν στα μάτια της «Έλσα;» «Μάνο;»

- 56 -


Θάλεια Τριανταφύλλου

Όταν σιώπησαν οι καμπάνες Η Φροσούλα μέριασε δυο χούφτες χώμα κι έχωσε και το τελευταίο φιντάνι βασιλικού στη γλάστρα. Κάθε άνοιξη το ίδιο έκανε. Απρίλη μήνα δυο-τρία βασιλικά, να ’ρθεί ο Μάης να μοσκοβολήσει η αυλή. Κοίταξε κατά τον ουρανό, «για δες προχώρησε η ώρα» μονολόγησε και βιαστικά έσυρε τις παντόφλες. Μπήκε μέσα μα άφησε την ξώθυρα γερμένη. Άλλες μέρες, θα διπλοκλείδωνε μα φέτος, μάτια μου, όλα ήταν αλλιώς. Πρώτα έπλυνε τα χέρια και καλοχτενίστηκε, που λέει ο λόγος δηλαδή γιατί τα μαλλιά ακούρευτα και άβαφα…. «Θε μου σχώρνα με, δεν το ’θελα μα τι να κάμω», σκέφτηκε, «ακόμα κι οι κομμώσεις Φαίδων, με χαρτιά είχαν καλύψει τις βιτρίνες τους. Μακάρι να έκρυβε και τις πομπές του με τον ίδιο τρόπο αλλά…» έχε χάρη που είχε ίδιο όνομα με τον συχωρεμένο και τον συγχωρούσε κι αυτόν. Ας είναι. Ύστερα ντύθηκε το μαύρο ταγιεράκι. Στόλισε και τον λαιμό με το μεταξωτό μαντήλι, δώρο της Κυριακούλας. Πότε ήταν μωρέ, αμ, μπορεί και δεκαπέντε χρόνια, πάντως το λιγότερο δέκα. «Πώς περνούν τα άτιμα» αναστέναξε. Νά πάλι, τι γύρισε στο μυαλό της, σαν ήτανε κοπελούδα κι άκουγε τη νόνα της να λέει τα ίδια, πως περνούν τα άτιμα, μια έλεγε τα χρόνια, μια έλεγε τα νιάτα, κι εκείνη την κορόιδευε. Και νά τώρα, κατά πως στα χρόνια και στα λόγια της. Σκοτείνιασε για τα καλά - 57 -


Θάλεια Τριανταφύλλου

κι ακόμα στον καθρέφτη στεκόταν και σενιαριζόταν. «Μην ξεχάσω και λίγο κοκκινάδι στο στόμα, α, και τα σκαλιστά σκουλαρικάκια». Ρολόι μωρέ, πως ξέχασε το ρολογάκι της; Οι δείκτες έδειχναν εννιά και είκοσι, άργησε. Πήρε το μεγάλο κερί, φυλαγμένο από τα πέρυσι κι έκανε τον σταυρό της. Ευτυχώς το ’χε φυλαγμένο για τον φόβο της ΔΕΗ. Πόσες και πόσες φορές δεν χρειάστηκε. Είτε γιατί έπεσε κεραυνός, είτε γιατί κόπηκε καλώδιο από αέρα, ε, και καμιά απεργία μπορεί. Το άναψε, άρπαξε βιαστικά την τσάντα της, κι έτρεξε στην τηλεόραση. «Προσκυνοῦμέν σου τά πάθη, Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν». Η Φροσούλα έψελνε κι ένοιωθε βαθιά κατάνυξη. Μια καθόταν στον καναπέ μια σηκωνόταν, όπως ακριβώς θα έκανε στην εκκλησιά. Η νόνα της της το είχε μάθει κι αυτό. Εδώ που τα λέμε όλα η νόνα της. Και να κεντάει και να πλέκει ακόμα και το μαγείρεμα. Η μάνα της μπα, τίποτα. Με το έβγα του ήλιου έφευγε, βράδυ μαζευόταν. Ολημερίς με το βελόνι. Πότε στη μια κυρία και πότε στην άλλη. Όλες την ήθελαν, ήξερε καλά την τέχνη, έκοβε και το μάτι της, τι πηγαίνει στην κάθε μια. Έτσι έγινε και το κακό. Την πήρε ένα πρωινό αγιάζι μόλις στα τριανταπέντε της. Σε δέκα μέρες χάθηκε. Από ’κει και πέρα μόνο καλά είχαν να πούνε οι κυρίες. Λησμόνησαν πως την είχε παρατήσει ο γιος του Χατζηπαρασκευά του μπακάλη με την κοιλιά φουσκωμένη, στην αφεντιά της δηλαδή. Εκεί στα μισά του ψαλμού ένοιωσε τον θυμό. Άι στο καλό, πως ξέφυγε έτσι η σκέψη της; Προσηλώθηκε πάλι, «Σινδόνι καθαρὰ καὶ ἀρώμασι θείοις, τὸ Σῶμα - 58 -


Όταν σιώπησαν οι καμπάνες

τὸ σεπτόν, ἐξαι τήσας Πιλάτω, μυρίζει καὶ τίθησιν, Ἰωσὴφ καινῶ μνήματι».Τέτοιες μέρες ήτανε, Πασχαλινές και ανοιξιάτικες που γνώρισε τον Φαίδωνα. Κάπου γύρω στο ’70. Άβγαλτη ήταν, ότι είχε τελειώσει και με το σχολείο, έπεσε με τα μούτρα. Δεν ’πα να την είχε μαντρωμένη η νόνα της, όλο ευκαιρία έβρισκε να ξεπορτίσει. Κοντά δυο χρόνια κράτησε η σχέση και της έφτασε για μια ζωή. Ο Φαίδωνας ξαφνικά εξαφανίστηκε. Πέτυχε λέει στη Νομική στη Θεσσαλονίκη κι έφυγε για σπουδές. Έτσι της είπαν έτσι πίστευε. Στη φίλη της την Κυριακούλα, που ήξερε για το αίσθημα, είπε ότι πέθανε κι από τότε συχωρεμένο τον ανέβαζε, συχωρεμένο τον κατέβαζε. Του έμεινε πιστή για πάντα και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν το όνομα με μεγάλα γράμματα στην ταμπέλα του κομμωτή. «Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου…» τέντωσε την πλάτη κι έγειρε προς την ξώθυρα. Ναι, άκουγε καλά. Πλησίασε και την ορθάνοιξε. Η μελωδία δυνάμωσε. «Θρῆνον συνεκίνει, ἡ πάναγνός σου Μήτηρ, σοῦ Λόγε νεκρωθέντος». Ξεχώρισε τη φωνή της Κυριακούλας και του άντρα της του Παντελή, κι από πιο πέρα δυνατά και σταθερά παρά τα χρόνια της η κυρά-Ευανθία. Δάκρυσε, κανείς δεν ήταν μόνος απόψε. Ο ύμνος βγήκε από μέσα της μαζί με τον κόμπο που έσφιγγε την ψυχή της. «Ανέκραξεν η κόρη θερμώς δακρυρροούσα τα σπλάχνα κεντουμένη…» Με το κερί αναμμένο βγήκε στην αυλή. Σαν αγγέλους έβλεπε τους γείτονες. Οι φωνές έρχονταν απ’ ολούθε ακόμη κι από ψηλά και οι φλόγες των κεριών σκοτείνιαζαν τα πρόσωπά τους. Μόνο φωνές και φως. Αγγελικές - 59 -


Θάλεια Τριανταφύλλου

φωνές και άγιο φως! «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος» Η Φροσούλα άργησε να επιστρέψει στο σαλονάκι της. Ακόμα και όταν σιώπησαν όλα γύρω, κάθισε στο σκαλάκι όπως έκανε από παιδί. Έτσι σαν πέθανε η μάνα της, έτσι και στον χαμό της νόνας της, έτσι κι όταν το πήρε απόφαση πως δεν θα ξαναρθεί ο Φαίδωνας. Όλα γύριζαν στο μυαλό της, θυμήθηκε και τα καλά, τις βόλτες με την Κυριακούλα πάνω-κάτω στον δρόμο τους, τις καλοκαιρινές βραδιές στο παγκάκι της πλατείας, το σινεμά από το μπαλκόνι της κυρά-Ευανθίας. Όταν αποφάσισε πως ήρθε ώρα για ύπνο, έσβησε το κερί που είχε μείνει μια σταλιά και κίνησε για το κρεβάτι. Και τότε το είδε. «Παναγιά μου, τι είναι τούτο;» Η φωνή που έβγαλε ήρθε κατ’ ευθείαν απ’ τα σωθικά της. Πως έγινε τέτοιο πράγμα; Που είχε το μυαλό της η χαζεμένη; Ξανακοίταξε τα πόδια της. Οι παντόφλες. Είχε μείνει με τις παντόφλες. Υμνούσε τον Κύριο με τις τρύπιες παντόφλες! «Θεέ και Κύριε σχώρνα με». Άρχισε να σταυροκοπιέται. Έπεσε στα γόνατα. «Ήμαρτον Κύριε, ήμαρτον». Οι λυγμοί ήρθαν λίγο λίγο κι όλο δυνάμωναν. Στριμωγμένοι, πιεσμένοι μια ζωή μέσα στο στέρνο της προσπαθούσαν να ελευθερωθούν. Άκουγε και η ίδια τον ήχο τους κι αισθανόταν διπλή ανακούφιση. Κοιμήθηκε με το ταγιεράκι και τα σκουλαρίκια, ήρεμα, γαλήνια απαλλαγμένη από το βάρος. Το πρωί το μόνο που ένοιωθε ήταν ανακούφιση και ικανοποίηση. «Δόξα σοι Κύριε!». Ακούστηκε η φωνή της Κυριακούλας απ’ έξω. «Μαρή Φροσούλα δεν ακούς; Ανάσταση σήμε- 60 -


Όταν σιώπησαν οι καμπάνες

ρα, στις εντεκάμιση όλοι στις αυλές τ’ άκουσες; Μ’ ανοιχτά τα παραθύρια και τα κεριά στα χέρια. Έχεις κερί μαρή;» Το ταγιέρ της Φροσούλας φρεσκοσιδερωμένο και τα παπούτσια με το λίγο τακούνι καλογυαλισμένα. Τα παράθυρα ανοικτά, οι καρδιές ανοικτές και οι φωνές αγκαλιασμένες! Αλλιώτικη άνοιξη η φετινή. Η Λαμπρή ήταν πιο λαμπρή. Οι άνθρωποι πιο άνθρωποι. Μόνο οι καμπάνες έστεκαν παραπονεμένες στη σιγή τους. «Χριστός Ανέστη Φροσύνη» «Αληθώς ο Κύριος Κυριακούλα!»

- 61 -


Νίτσα Μανωλά

100 Χρόνια Μ.Κ. Ηλεκτρονικό σχολείο διδασκαλίας μέσης εκπαίδευσης Απρίλιος 2120 Εορτασμός των 100 χρόνων εκδήλωσης κορωνοϊού Μάθημα: Παγκόσμια Ιστορία, γεγονότα και επιδράσεις ακραίων φαινομένων του τελευταίου αιώνα. Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: Εν όψει της παγκόσμιας ημέρας εκδήλωσης κορωνοϊού σήμερα θα προβούμε στην παρουσίαση ενός δεκάλεπτου βίντεο που θα παρακολουθήσετε όλοι στις οθόνες σας. Μετά το πέρας της προβολής θα συνδεθούμε εκ νέου για να το συζητήσουμε και να λύσουμε τυχόν απορίες. Χρειάζομαι την αμέριστη προσοχή σας. Αυτό το ηλεκτρονικό αρχείο περιέχει στοιχεία που θα σας χρειαστούν για τον εορτασμού των 100 χρόνων από την εκδήλωση κορωνοϊού την ερχόμενη εβδομάδα. Να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις πληροφορίες που θα δοθούν από ιατρούς, δημοσιογράφους και συγγραφείς για την εποχή εκείνη. Έχετε κάποια ερώτηση; Μαθητής 133: Μα γιατί πρέπει να γιορτάζουμε κάτι τόσο λυπηρό; Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: 133, για να θυμόμαστε και να τιμάμε τους προγόνους μας και τον αγώνα που έκαναν σε αυτό τον αόρατο πόλεμο. Όταν θα δείτε το ηλεκτρονικό αρχείο θα καταλάβετε όλοι τι συνέβη τότε που οδήγησε σε ριζικές αλλα- 62 -


100 Χρόνια Μ.Κ.

γές, τόσο στον γεωπολιτικό όσο και στον οικονομικό και προσωπικό τομέα. Μαθητής 102: Γιατί τον λένε αόρατο πόλεμο; Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος: 102, θα λύσω όλες τις απορίες σας μετά την προβολή. Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο. Όλοι στις οθόνες σας παρακαλώ. Έντονη μουσική υπόκρουση με την εμφάνιση της εικόνας του κορωνοϊού. Εκφωνητής: Τον Ιανουάριο του 2020 πριν από 100 ολόκληρα χρόνια ξέσπασε στην Κίνα ένας ιός. Στην αρχή κανείς δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Μια απλή γρίπη είπαν. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο ιός που είχε προκαλέσει αυτή η «απλή» γρίπη κατάφερε να μεταλλαχθεί και να μετατρέψει μια ολόκληρη πόλη, τη Γουχάν της Κίνας, σε πόλη φάντασμα. Τα κρούσματα του ιού χιλιάδες και οι θάνατοι που επήλθαν σχεδόν αστραπιαία, το ίδιο. Το αναπάντεχο ξέσπασμα της εξάπλωσης του ιού βρήκε την Κίνα, καθώς και τον υπόλοιπο κόσμο απροετοίμαστους. Μέχρι να καταλάβουν τι συνέβαινε ο ιός κατάφερε να εξαπλωθεί με ταχύτητα φωτός παντού μετρώντας εκατομμύρια κρούσματα. Του έδωσαν το όνομα «κορωνοϊός» λόγω της ομοιότητας του με στέμμα. Οι εικασίες για τον τρόπο που δημιουργήθηκε ήταν αρκετές. Κάποιοι είπαν πως μεταδόθηκε από ζώα με μεγαλύτερη πιθανότητα τη νυχτερίδα. Μερικοί άλλοι πως επρόκειτο για μια καλοστημένη παγίδα βιοχημικού πολέμου με σκοπό να εξολοθρεύσει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, ελαφρύνοντας έτσι τον πλανήτη, ενώ κάποιοι πιο τολμηροί έθεσαν το θέμα του μεθοδευμένου σχεδίου των δυνατών κυβερνήσεων του - 63 -


Νίτσα Μανωλά

πλανήτη για τη μετοίκηση του ανθρώπινου είδους στον Άρη. Κανείς δεν ήξερε. Έγκριτοι επιστήμονες σήκωναν τα χέρια ψηλά καθώς πάλευαν μέρα-νύχτα μελετώντας τα στοιχεία που είχαν για να τον αποκωδικοποιήσουν. Η προέλευση του ιού μετά από μερικές εβδομάδες δεν είχε πλέον καμία σημασία. Η ουσία ήταν πως μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να πλήξει τον παγκόσμιο πληθυσμό. Χώρες ανά τον πλανήτη έκλεισαν τα σύνορα τους, ακυρώθηκαν κάθε ειδών εκδηλώσεις όπως συνέδρια, γάμοι, βαφτίσια κ.ο.κ. Η απλή καθημερινή ζωή τροποποιήθηκε ενώ μπήκαν στη ζωή όλου του κόσμου καινούργια δεδομένα. Ονόμασαν το φαινόμενο αυτό «πανδημία» και είχαν όλοι να κάνουν με έναν αόρατο εχθρό. Για πρώτη φορά υπήρχε κάτι που ένωνε όλον τον πλανήτη: η κοινή τους συμμαχία απέναντι σε κάποιον που δεν γνώριζαν πώς να νικήσουν. Οι οικονομίες όλου του κόσμου καταρρίφθηκαν, τα χρηματιστήρια και λοιποί οικονομικοί φορείς γονάτισαν. Αρκετές επιχειρήσεις έκλεισαν τις πόρτες τους ενώ κάποιες χώρες βρήκαν ευκαιρία να χτυπήσουν τις πιο αδύναμες. Οι άνθρωποι έπαψαν να συνευρίσκονται και αναγκάστηκαν να προβούν σε κοινωνική απόσταση. Η ζωή, όπως μέχρι τότε την ήξεραν οι κάτοικοι όλου του πλανήτη, ανεξαρτήτου χρώματος, θρησκείας, αξιώματος ή ιθαγένειας άλλαξε εν μια νυκτί. Διακόπηκαν κάθε είδους εορτασμοί και οι θρησκευτικοί ναοί έκλεισαν τις πόρτες τους στους πιστούς. Όλα έγιναν με προβολές μέσω του διαδικτύου. Τόσο το καθολικό όσο και το ορθό- 64 -


100 Χρόνια Μ.Κ.

δοξο Πάσχα, οι μεγαλύτεροι εορτασμοί της Ανάστασης του Κυρίου βρέθηκαν μέσα στο μάτι του κυκλώνα τον Απρίλιο του 2020. Σχέδιο εξάλειψης του Χριστιανισμού είπαν οι φανατικοί των θρησκειών. Μα, οι άνθρωποι αντί να χωριστούν ενώθηκαν. Αναθεώρησαν τις αξίες τους, όρθωσαν το ανάστημά τους. Ενώθηκαν με τις οικογένειές τους και ενδυνάμωσαν τις σχέσεις τους. Αποφάσισαν πως έπρεπε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο γιατί αυτός θα ήταν ο μοναδικός τρόπος να αντιμετωπίσουν την κρίσιμη κατάσταση που άξαφνα τους παρουσιάστηκε. Αυτός ο αόρατος εχθρός, αυτή η δυσκολία, είχε καταφέρει να τους ενώσει. Η φράση «Μένουμε Σπίτι» μεταφέρθηκε αστραπιαία και υιοθετήθηκε από όλο τον πλανήτη καθώς μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες. Κατά τη διάρκεια των εορτών αντί να κλειστούν στα σπίτια τους μόνοι, βγήκαν στα μπαλκόνια και στις αυλές τους. Έγιναν ένα. Όσο απροσδόκητα κι αν ήρθε αυτός ο ιός δεν κατάφερε να τους απογυμνώσει. Η ενσυναίσθησή τους μεγιστοποιήθηκε και ήταν ο ένας δίπλα στον άλλο, ακόμα κι από απόσταση. Ακολουθούν βίντεο που κρατάμε στο αρχείο μας από τον Απρίλιο του 2020 κατά τον εορτασμό του Πάσχα, τα οποία απεικονίζουν τους τρόπους με τους οποίους κατάφεραν να επιβιώσουν οι άνθρωποι και να συνεχίσουν τον αγώνα τους αντιμέτωποι με τον αόρατο εχθρό. Σε κάποια από αυτά θα δείτε διακεκριμένους επιστήμονες, δημοσιογράφους της εποχής καθώς και συγγραφείς που με τις πέννες τους αιχμαλώτισαν στο χαρτί μύχιες σκέψεις και συναισθήματα τόσο δικά τους όσο και άλλων συνανθρώπων τους. - 65 -


Νίτσα Μανωλά

Έντονη μουσική και πάλι με εικόνες από εορτασμούς του Πάσχα ανά τον κόσμο. Οικογένειες να τρώνε με όλα τα μέλη καθισμένα στο ίδιο τραπέζι, παιδιά να παίζουν επιτραπέζια παιχνίδια και να διαβάζουν. Άνθρωποι να κρατούν αναμμένα κεριά στα μπαλκόνια τους για να γιορτάζουν και να σιγοψέλνουν με δάκρυα στα μάτια για την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Εκφωνητής: Όχι, ο ιός αυτός όσο επιθετικός κι αν ήταν δεν μπόρεσε να τους στερήσει τη ζωή τους. Ίσως η καθημερινότητα τους να είχε αλλάξει, μα είχαν κερδίσει πολλά άλλα. Εκεί που είχαν περιορισμένο χρόνο, τους δόθηκε η ευκαιρία να κάνουν μια μικρή παύση και να επανεξετάσουν τις αξίες τους. Να αναλογιστούν τι πραγματικά ήταν σημαντικό γι’ αυτούς. Και παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες να χαρούν με τα μικρά καθημερινά πράγματα που είχαν ξεχάσει πως υπάρχουν. Θα έλεγε κανείς πως ο ιός αυτός δεν ήταν ο εχθρός τους. Ήταν η επαναφορά τους σε όλα όσα είχαν αφήσει να τους γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια. Ξαφνικά η ελευθερία δεν ήταν πια δεδομένη. Ήταν προνόμιο. Οι πρόγονοί μας κατάφεραν να πολεμήσουν και να νικήσουν έναν αόρατο εχθρό. Κατάφεραν να βγουν νικητές κι ας έχασαν τότε μικρές μάχες. Μπόρεσαν να στήσουν και πάλι τις ζωές τους απ’ την αρχή και αυτή τη φορά υποσχέθηκαν πως δεν θα αφεθούν στη δίνη της ανούσιας καθημερινότητας. Συνέχιση της μουσικής καθώς τελείωνε η προβολή. - 66 -


100 Χρόνια Μ.Κ.

Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: 102, λύθηκε η απορία σου γιατί ονόμασαν τον ιό αόρατο; Μαθητής 102: Μάλιστα. Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: Μπορείς να πεις και στους υπόλοιπους; Μαθητής 102: Ο ιός ήταν κάτι που είχε πολλές παραλλαγές και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τον ανιχνεύσουν εύκολα κάνοντας δύσκολη την εντόπιση και τον τρόπο μετάδοσής του. Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: 133, εσύ κατάλαβες γιατί γιορτάζουμε κάτι τόσο λυπηρό; Μαθητής 133: Επειδή πρέπει να μάθουμε πως αξίζει να πολεμάμε για τα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας άσχετα με τις δυσκολίες που ενίοτε αντιμετωπίζουμε. Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ (σε όλους τους μαθητές): Πείτε μου από μια λέξη που πιστεύετε πως αντιπροσωπεύει τον τρόπο που οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν τη μάχη με αυτόν τον ιό. Μαθητής 133: Ελπίδα Μαθητής 108: Υπομονή Μαθητής 116: Δύναμη Μαθητής 100: Πίστη Μαθητής 125: Αξίες Μαθητής 98: Επιμονή Ηλεκτρονικός Διδάσκαλος ΥΖΔ: Πολύ ωραία! Στον εορτασμό της ερχόμενης εβδομάδας ο καθένας θα γράψει τη λέξη που είπε στον υπολογιστή του. Αυτές τις λέξεις θα τις μοιραστούμε με όλους τους γονείς που θα είναι συνδεδεμένοι στην πλατφόρμα μας για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση. Στο διαδίκτυο υπάρχουν αρκετές πληροφορίες - 67 -


Νίτσα Μανωλά

για την εποχή Π.Κ καθώς και άλλα σημαντικά δεδομένα. Προετοιμαστείτε κατάλληλα για την ερχόμενη εβδομάδα καθώς θα βρίσκεται μαζί μας ο Ηγέτης ΑΛΦ και πιθανόν να σας ζητήσει να παρουσιάσετε το θέμα στην εκδήλωση. Μπορείτε να αποσυνδεθείτε.

- 68 -


Ένα ποίημα του Θωμάγγελου Κάρλου Πρασσά

για όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, γύρω μας και μέσα μας... Κοίτα αυτό το τοσοδούλικο πραγματάκι Κοίτα αυτό το απέτσιαστο, τοσοδούλικο πραγματάκι Ναι, το ξέρω δεν το πιάνει το μάτι σου Κατάφερε όμως να κάνει πράγματα Που θα τα ζήλευε κάθε λογής αφέντης Κατάφερε να βάλει χέρι στον ανθρώπινο φόβο Και να ελέγχει τη ζωή μας Να κλείνει τη χούφτα του Και να μας κλειδαμπαρώνει στα σπίτια μας Να την ανοίγει Και σαν μελίσσι δίχως βασίλισσα να βουίζουμε αποπροσανατολισμένοι Περιμένοντας τους επόπτες μας Για να λογοδοτήσουμε πού θα πάμε, τι θα κάνουμε και πότε Να αισθανόμαστε φυλακισμένοι στα δικά μας σπίτια Και φυγάδες στους δικούς μας δρόμους Και να ικετεύουμε για το σωτήριο αντίδωρο Για να μεταλάβουμε την αιώνια ενοχή της ελευθερίας μας Τα κατάφερε μόνο του; Ήταν τυχαίο; Ήταν ανάγκη; Μπορεί ναι, μπορεί κι όχι Δεν έχει σημασία Σημασία έχει πως τα κατάφερε - 69 -


Θωμάγγελου Κάρλου Πρασσά

Κοίτα όμως και στο βάθος του ορίζοντα Κάτι τρεμουλιάζει στο μάτι σου Είναι η φύση που ανακλαδίζεται Όσο εμείς είμαστε κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια μας Μήπως εμείς τελικά είμαστε ο πραγματικός πετσιασμένος σερνάμενος ιός; Που ό,τι ακουμπήσουμε με το χέρι μας το δολοφονούμε; Που όποιος ακουμπήσει το χέρι μας το ελέγχει; Μπορεί να καταφέρουμε να επιβιώσουμε τώρα Μα όχι και στο μέλλον Αν συνεχίσουμε να αγνοούμε το βογγητό της φύσης Αν συνεχίσουμε να αγνοούμε την κραυγή της: «Σταματήστε να με ξεπετσιάζετε! Σταματήστε να καλύπτετε με την πέτσα μου τα άνομα σχέδιά σας»

- 70 -


Ευθυμία Παβέλη

Ο Γιος Της Ουχάν Έγειρε αναπαυτικά στην καρέκλα με τα μάτια κλειστά, ν’ απολαύσει το μαγικό κονσέρτο της αστικής φύσης μπλεγμένο με τους ήχους της καθημερινότητας. Ένας μαέστρος κρυφός που διηύθυνε την ορχήστρα του κρατώντας στα χέρια ένα στυλό, αντί για μπαγκέτα. Και το κονσέρτο ξεκίνησε... με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα για τον ήχο που θα ακολουθούσε. Το φτεροκόπημα των τρομαγμένων περιστεριών που πέταξαν μακριά από το καμπαναριό. Από κάποιο στενό πήρε μέρος ένας σκύλος αλυχτώντας. Και σε λίγο το τρένο στην πλατφόρμα του σταθμού... Οι πόρτες του που άνοιξαν κι ύστερα έκλεισαν, ένα μηχανάκι, ένα αυτοκίνητο… Μα τον ρυθμό κράταγε σταθερά η πένθιμη σιδερένια φωνή της καμπάνας. Μεγάλη Παρασκευή, 17 Απρίλη 2020 Ο καινούργιος ένοικος στο ισόγειο της πολυκατοικίας είχε αναλάβει, ως είθισται, χρέη θυρωρού. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη δωρεάν διαμονή στο μικρό κλουβί και απαράβατος όρος του κανονισμού της παλιάς πολυκατοικίας στα Πατήσια. Της αλλοτινής εξοχικής συνοικίας των Αθηνών με τους παραδεισένιους κήπους. Ήρθε από το πουθενά, κουβαλώντας μία και μοναδική βαλίτσα. Μικρή. Και του αρκούσε. Ήρθε χωρίς συστάσεις. Και για πρώτη φορά οι ιδιοκτήτες, στο σύνολό τους, υπνωτισμένοι έγειραν υπέρ ενός αγνώστου. Από το πρώτο λεπτό - 71 -


Ευθυμία Παβέλη

που πέρασε την πόρτα τους και τους κοίταξε στα μάτια όλα μετετράπησαν. Σε δεδομένα. Έκτοτε δεν συνάντησε κανείς το βλέμμα του. Σαν να θόλωσε το πρόσωπό του. Ένα πρόσωπο τόσο οικείο και παράλληλα τόσο ξένο που δεν έμοιαζε με κανένα. Με την ανατολή, τα πρώτα βήματα στις σκάλες, ήταν του γιατρού. Άνοιγε τα μάτια του με το πρώτο τέντωμα του ήλιου και ρούφαγε τον ουρανό. Τον έθρεφε η ώρα αυτή, η σιωπή της… Αποθήκευε στην ψυχή του τα χρώματά της, ανάκατα με το φως που κουβαλούσε μέσα του και το αποτέλεσμα αυτό καθρεφτιζόταν στα μάτια του. Σε λύγιζε η καλοσύνη μέσα τους· κάπως σε αποστόμωνε και σ’ άφηνε μετέωρο κι αμήχανο. Πέρναγε κάθε που χάραζε μπροστά από τον καινούργιο, να βγει να τρέξει με φοβερή αυτοπειθαρχία ετών, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. «Καλημέρα φίλε μου! «Καλημέρα…» Κι ο νέος έκλεινε ξανά τα μάτια να ακούσει τη μελωδία. Την κοπέλα στο Α1, που κοιμόταν μόνη, το στριφογύρισμά της στο κρεβάτι, τους χτύπους μιας πιστής καρδιάς στο Β3, που φύλαγε τα δίδυμα έξω από το δωμάτιό τους, ακοίμητος φρουρός. Την ξεχασμένη αφύπνιση στο Γ1. Το καναρίνι που άνοιγε διάλογο μαζί της. Ένα πρόγραμμα πλυντηρίου, τριξίματα, ρόγχος, μια καφετιέρα… Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Και γέλαγε ο ήλιος αυτήν τη φορά. Πολύβουα όλα σχεδόν τα διαμερίσματα. Προετοιμασία για το βράδυ της Ανάστασης. Συζητήσεις, τηλέφωνα, σχέδια. Ο καινούργιος εστίασε στα σχέδια. Όλα εντός βεληνεκούς. Εστίασε πιο προσεκτικά. Άκουσε τη δασκάλα στο Β2 στο - 72 -


Ο Γιος Της Ουχάν

τηλέφωνο. «Εγώ πάντως πιο αργά θα πάω. Μου το ’πε ρε η φίλη μου η Κική, η εκκλησία θα ’ναι ανοιχτή μέχρι αργά. Ξέρει αυτή. Θα πάω να φέρω το Άγιο Φως στο σπίτι. Δεν μπορώ εγώ έτσι. Εεε, θα προσέξω. Ποιος θα ’ναι ρε τέτοια ώρα;» Δεν πήγε ποτέ πουθενά. Δεν έμαθε ποτέ αν η εκκλησία ήταν ανοιχτή. Δώδεκα παρά. Βήματα. Σε όλα τα διαμερίσματα η Αναστάσιμη λειτουργία στην τηλεόραση. Για πρώτη φορά. Ανάγκη τεράστια. Ευλογημένη τηλεόραση. Είχε προηγηθεί το «Ο Ιησούς Από Τη Ναζαρέτ». Όχι για πρώτη φορά. Περισσότερα βήματα. «Γρήγορα τις λαμπάδες! Τις λαμπάδες!» Γέμισαν τα μπαλκόνια μικρές φλογίτσες. Ζεστάθηκαν οι γειτονιές σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Φαναράκια που δείχνανε τον δρόμο σαν προσευχές… Άκουσε δεκάδες αυγά να σπάνε τα κεφάλια μεταξύ τους και χαμογέλασε. «Χριστός Ανέστη!» κι άλλο σπάσιμο. «Αληθώς Ανέστη!» Χάρηκε μαζί τους. Για την Ανάσταση… Για τα γέλια και τη γιορτή. Ξεγέλασε τις τύψεις του... Σε λίγο θα κατέβαινε ο γιατρός να τον προσκαλέσει να φάει μαζί τους. Και κάποιοι θα τον έπαιρναν απλά ένα τηλέφωνο, για να ξεγελάσουν τις δικές τους. Τα βήματα που ακούστηκαν τώρα στις σκάλες όμως ανήκαν στον «ασκητή», όπως τον φώναζαν οι περισσότεροι. Είχε μια μορφή σχεδόν βιβλική και την ευλογία να ζει με τον φύλακα άγγελό του. Δεν είχε λόγια ποτέ μαζί του. Ήταν όμως ο μόνος που μπορούσε να τον κοιτάει στα μάτια. Και που τον έκανε να αισθάνεται διάφανος. Πέρασε από μπροστά του, όπως πάντα, σαν αερικό. Αυτόν ποιος να τον σταματήσει; Η αιτιολογία; Και βγήκε. Να τον αγκαλιάσει η πόλη… - 73 -


Ευθυμία Παβέλη

19 του Απρίλη. Το Άγιο Πάσχα. Έγειρε αναπαυτικά στην καρέκλα ν’ απολαύσει την ωραιότερη μελωδία· το γέλιο των ανθρώπων. Βάλσαμο. Γιατρικό που δεν ξοδεύεται ποτέ. Και ξανά γέλια, ετοιμασίες για τη λαμπρή μέρα, τηλέφωνα, συζητήσεις. Ένιωσε την ενέργεια ποτάμι να κυλά. Κι άλλα τσουγκρίσματα. Σήμερα και στους διαδρόμους των γειτονικών διαμερισμάτων. Έτσι, για το καλό! Άκουσε το κουδούνι στον πρώτο και τη φωνή του γιατρού. Κατέβηκε ο ίδιος για να αιφνιδιάσει την ηλικιωμένη κυρία. Δεν σήκωνε κουβέντα της έδειξε. Θα έτρωγε μαζί τους. Τα παιδιά περιμένουν παραμύθια, την προειδοποίησε γελώντας. Τη βοήθησε στις σκάλες κι εκείνη μέχρι τον τρίτο κατάφερε να διατηρήσει αυτό το γνωστό, γλυκό ύφος των ηλικιωμένων, το «τραβάτε με κι ας κλαίω». Στον δεύτερο τα δίδυμα όργωναν το διαμέρισμα. Ποδοβολητά ασταμάτητα σαν τύμπανα χαράς, με συνοδεία μια μπάλα και τέσσερις πατουσίτσες που έτρεχαν να την πιάσουν. Άκουσε την κοπέλα που κοιμόταν μόνη ν’ αποφεύγει ευγενικά κάποιες προσκλήσεις. «Ναι, μια χαρά θα είμαι παιδί μου, μη σε νοιάζει. Όχι μωρέ ας μην το ρισκάρουμε σήμερα, θα ’χει ελέγχους, το είπανε. Είσαι και μακριά, ναι άσ’ το. Οκ; Ναιιι… σου λέω μια χαρά είμαι! Εντάξει; Άντε φιλιά! Και του χρόνου! Φιλιά! Γειά! Γειά!» Έκλεισε με μια παράξενη, κρυφή χαρά. Για το μυστικό που κατείχε. Τη μοναξιά. Που την έθρεφε και τη δυνάμωνε. Για λίγο μόνο ακόμα. Βγήκε στο μπαλκόνι με δύο ποτήρια. Άιντε! Στην υγειά του! Ο καινούργιος βγήκε από την είσοδο και κάθησε στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Δεν είχε καμιά δουλειά να μπει στα σπίτια αυτών των ανθρώπων... - 74 -


Ο Γιος Της Ουχάν

Δεν ήθελε να ενοχλήσει. Και δεν χωρούσε ανάμεσά τους. Ούτε να τους επιβάλλει κάτι μπορούσε, αν οι ίδιοι δεν συμφωνούσαν… Οι άνθρωποι… Του άρεσαν οι άνθρωποι. Άκουσέ τους! Γελάνε, χορεύουν, τραγουδούν, νιώθουν, ελπίζουν, πιστεύουν... Πέρασε μια κοπέλα. Η Μαρία. Την ακολούθησε με το βλέμμα. Σαν βουβή ταινία οι σκέψεις τις... Για το θρόισμα που κάνουν τα φύλλα καθώς τα διαπερνά το αεράκι. Είναι αυτά τα Πατήσια; Εγκλεισμός ή ψυχική ελευθερία να βρούμε τη γαλήνη μέσα μας; Ένιωθε εκτός σώματος με την ψυχή της να πετά· να γεύεται ήχους και αρώματα ενός άλλου τόπου ομορφότερου, που την έκανε βαθιά από μέσα της να χαμογελά… Πέρασε κι ένας αδέσποτος φιλαράκος και του ’κανε νόημα χτυπώντας ρυθμικά πάνω στο πόδι του να πλησιάσει. Έλα... Εσένα δεν έχω τη δύναμη να σε βλάψω… Έλα ’δω… Και ξεκίνησε να εξομολογηθεί… …Ήταν κάποτε ένας υιός αγνώστου πατρός. Τον στείλαν φωτιά να σκορπίσει, θανάτου ατσάλι… Πέταξε πάνω απ’ τη γη, από χιλιάδες αθώων ψυχών. Μοίρασε όλεθρο, φόβο πολύ. Μαζί με σοφία κι αλήθεια…

- 75 -


Αναστασία Λιάπη

Το Πάσχα για εμένα ήταν ένα φιλί Το Πάσχα για εμένα ήταν ένα φιλί... Ξεκινούσε με το φιλί του Ιούδα και τα βάσανα που έφερνε. Και έκλεινε με το φιλί της Ανάστασης και της χαράς . «Χριστός Ανέστη» και ακούς τον ήχο του φιλιού και το σπάσιμο του αυγού μπερδεμένα με ύμνους χαράς και την καμπάνα σαν να γελά. Και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής με τις λαμπάδες αναμμένες στα χέρια, τυλίγοντας με τα δάχτυλα μας τη φλόγα κι ας έσταζε λιωμένο κερί και μας πονούσε. Τη λαμπάδα τη θέλαμε να φτάσει στην αυλόπορτα από της εκκλησίας τη φλόγα, να σταυρωθεί η πόρτα μας, να ήμαστε ευλογημένοι. Εκεί ακόμα ένα ευλαβικό φιλί στα χέρια των παππούδων μας, για την εκτίμηση, τον σεβασμό και την αγάπη. Τα χέρια που έβαψαν τα αυγά, που ζύμωσαν τα τσουρέκια, που έκοψαν τα λουλούδια για να μην μας τρυπήσει εμάς κάποιο αγκάθι . Και έρχεται ένας ιός να μας αρρωστήσει, να μας φοβίσει μα κυρίως να μας αλλάξει… Σε κάθε φόβο, δυστυχία, αγωνία, πόλεμο, το όπλο που είχαμε να το αντιμετωπίσουμε ήταν το «μαζί», ο ένας για τον άλλον, μια αγκαλιά και ένα φιλί. Φιλί αποχωρισμού, αντάμωσης, κουράγιου, δύναμης, ακόμα και προδοσίας . Ένας ιός κατάφερε να μην δοθεί το φιλί του Ιούδα, να μην φτάσουν ουράνια δάκρυα μιας μάνας την μεγάλη Παρασκευή στη γη για να ξεπλύνουν - 76 -


Το Πάσχα για εμένα ήταν ένα φιλί

τον πόνο της κάθε μάνας που θρηνεί. Κατάφερε να φιμώσει τις καμπάνες και να μας κλέψει το φως της Αναστάσεως. Τα τσουρέκια φτιάχτηκαν με γάντια, τα αυγά λιγοστά, μονόχρωμα, θαμπά και τα λουλούδια δεν άνθισαν στην αυλή της γιαγιάς για να μην την στενoχωρήσουν και άλλο . Και όσο και να πλύνει τα χέρια της με πράσινο σαπούνι, αυτά τα καθάρια χέρια που έπλυναν όλα τα εγγόνια κανείς δεν θα τα φιλήσει… Φέτος θα μείνουν αδειανά από αγκαλιά, για ένα ιό που κατάφερε να αρρωστήσει σώμα και ψυχή ανθρώπων. Για το καλό τους, για το καλό μας όλα … Και ποιος ξέρει να μας πει τελικά τι είναι το καλό… χωρίς φιλί.

- 77 -


Άννα Τσιαπούρη

Θάνατος μηδέν Καμπουριασμένος στον νιπτήρα, σαπούνισε τα χέρια του με σχολαστικότητα και επιμονή. Έτριψε με ιδιαίτερη προσοχή τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα δάχτυλα. Όλα εκτός από τους αντίχειρες. Πάντα ξεχνούσε τους αντίχειρες. Τα ξέπλυνε και τα σκούπισε σε μια γαριασμένη πετσέτα. Μετά πήρε το πλαστικό μπουκάλι με το μπλε οινόπνευμα. Έσταξε μια μικρή ποσότητα στην παλάμη του για να ολοκληρώσει την ιεροτελεστία της απολύμανσης. Τα χέρια του ξόρκισαν το κακό για μια ακόμα φορά. Η μυρωδιά, αν και δεν του άρεσε, του έδινε την ψευδαίσθηση ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Απέφευγε να σκεφτεί τι θα γινόταν τη στιγμή που θα άδειαζε το μπουκάλι. Το σήκωσε στο ύψος των μυωπικών ματιών του και προσπάθησε να διακρίνει το επίπεδο της στάθμης. Ήταν μόλις κάτω από τη μέση, οπότε είχε καιρό μπροστά του μέχρι να ανησυχήσει. Το τηλεχειριστήριο ήταν τυλιγμένο σε διάφανη ζελατίνα, από αυτές που σκεπάζουν τα τρόφιμα. Την άλλαζε δυο-τρεις φορές την ημέρα και τη σταθεροποιούσε με λευκοπλάστη. Χωρίς να το σηκώσει από το τραπεζάκι, πάτησε το κουμπί. Στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε ο μοναδικός σταθμός που παρακολουθούσε ο γέρος. Είχε αποκτήσει μεγάλη οικειότητα με τα πρόσωπα του συγκεκριμένου καναλιού και τα εμπιστευόταν τυφλά. Συχνά τους - 78 -


Θάνατος μηδέν

μιλούσε κιόλας, φαινόμενο που θεωρείται φυσιολογικό σε μοναχικά άτομα προχωρημένης ηλικίας. Η ώρα ήταν έξι το απόγευμα. Κάθισε αναπαυτικά στην μπερζέρα του. Ήταν η αγαπημένη της γριάς του και, από όταν την έχασε, είχε γίνει η δικιά του αγαπημένη. Έστρωσε τα μαξιλάρια χαμηλά στην πλάτη του. Η ένταση της φωνής ήταν μόνιμα στο πενήντα πέντε κι έτσι δε χρειαζόταν να την αυξομειώνει. Έτσι κι αλλιώς με τη μειωμένη του ακοή δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά. Χωρίς να βλέπει ή να ακούει καλά, μπορούσε μόνο να πάρει μια ιδέα από ό,τι συνέβαινε εκεί έξω. Ήταν όμως αρκετά για να ξέρει ότι δεν έπρεπε να βγει από το σπίτι. Δεν έπρεπε για κανένα λόγο να έρθει σε επαφή με άλλον άνθρωπο, γιατί μπορεί να πέθαινε. Έπρεπε να απολυμαίνει τον εαυτό του και τα πράγματά του, γιατί αλλιώς θα πέθαινε. Έξω παραμόνευε ο θάνατος και προτιμούσε τους γέρους. Μόνο μέσα στο σπίτι ήταν ασφαλής. Μετά τον πρώτο μήνα εγκλεισμού, όλες του οι προμήθειες κόντευαν να τελειώσουν. Έπρεπε να βρει τρόπο να πάρει τη σύνταξή του από την τράπεζα. Έπρεπε να ψωνίσει από το σούπερ-μάρκετ και το φαρμακείο. Έπρεπε να πληρώσει λογαριασμούς. Πώς θα τα έκανε όλα αυτά χωρίς να βγει έξω; Από ποιον θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια που δεν είχε κανέναν; Οι φίλοι του στην τηλεόραση έλεγαν ότι με ένα τηλεφώνημα θα ερχόταν κάποιος από τον Δήμο και θα του έφερνε ό,τι χρειαζόταν. Και πού ήξερε ότι δε θα ήταν μολυσμένος; Πώς θα μπορούσε να είναι σίγουρος; Τράβηξε δειλά την κουρτίνα και προσπάθησε - 79 -


Άννα Τσιαπούρη

να δει μέσα από τα σκονισμένα τζάμια. Άνοιξε λίγο την μπαλκονόπορτα. Όλα τα φυτά στις γλάστρες είχαν ξεραθεί. Φοβόταν ακόμα και να ανασάνει εκεί έξω. Προχώρησε μισό βήμα. Αντιλήφθηκε κάποια κίνηση από απέναντι. Να ήταν η γειτόνισσα; Να της μιλούσε; Μήπως να της ζητούσε βοήθεια; Κι αν ήταν φορέας; Αν ήταν κι αυτή ένας από τους αγγελιοφόρους του χάρου; Μετάνιωσε για τις παράτολμες σκέψεις του. Δεν επρόκειτο να ζητήσει καμία βοήθεια. Έπρεπε να περάσει με ό,τι είχε. Είχε αντέξει και χειρότερα στη ζωή του. Θυμήθηκε τον πόλεμο του ’40 και την Κατοχή. Μπήκε πάλι μέσα κι έσφιξε γερά το χερούλι της μπαλκονόπορτας με το πονεμένο χέρι του. Ήταν πάλι ασφαλής. Πήρε τα κουτιά με τα φάρμακα και τα έβαλε στη σειρά. Μέτρησε τα χάπια στις καρτέλες και υπολόγισε πόσο καιρό του έβγαζαν ακόμα. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε τα ντουλάπια και το ψυγείο. Τα φαγώσιμα ήταν ελάχιστα, αλλά δεν είχαν εξαντληθεί. Θα έτρωγε όσο πιο λιτά γινόταν και θα αραίωνε τις δόσεις των φαρμάκων. Το παν ήταν να μείνει μέσα. Να μην βγει έξω και πεθάνει. Οι ώρες του ύπνου ολοένα αυξάνονταν. Τις περισσότερες φορές αποκοιμιόταν στην μπερζέρα. Φριχτοί εφιάλτες τον επισκέπτονταν και τάραζαν την αδύναμη καρδιά του. Όταν άνοιγε τα μάτια του έβλεπε τις τελευταίες εξελίξεις για την πανδημία. Ήταν σίγουρος ότι το μικρόβιο θα κατάφερνε να μπει στο σπίτι του και θα έβρισκε κάποιον τρόπο να κατοικήσει στο σώμα του. Θα έκανε επιθέσεις σε όλα του τα όργανα μέχρι να τον ξεκάνει. Κάποιοι θα τον με- 80 -


Θάνατος μηδέν

τέφεραν στο νοσοκομείο. Θα γινόταν σαν αυτούς τους διασωληνωμένους που έβλεπε με τρόμο στην τηλεόραση, ένας ετοιμοθάνατος. Θα έφευγε μόνος και άθαφτος. Δεν θα ήταν τίποτε παραπάνω από ένα ακόμα νούμερο στα στατιστικά θανάτων. Δεν το άξιζε αυτό. Όχι μετά από όλα τα βάσανα που είχε περάσει. Η ζωή τού χρωστούσε ένα καλύτερο τέλος. Ο λαιμός του είχε ξεραθεί και άρχισε να βήχει. Ήπιε δυο γουλιές νερό και συνήλθε λιγάκι. Όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει. «Άρχισαν τα συμπτώματα» σκέφτηκε. Έβαλε θερμόμετρο αλλά κάτι δεν έκανε καλά γιατί έδειξε μόνο 35,4. Το έβαλε ξανά κι έδειξε 35,8. Μόνο μία δικαιολογία υπήρχε. Το θερμόμετρο ήταν χαλασμένο. Δεν είχε τρόπο να διαπιστώσει αν είχε πυρετό. Σκέφτηκε μερικά από τα υπόλοιπα συμπτώματα που ήξερε ότι ισχύουν για τον θανατηφόρο ιό και ήταν σίγουρος ότι τα είχε όλα. Κόπωση, δύσπνοια, απώλεια οσμής και γεύσης. Τηλεφώνησε αμέσως στον γιατρό του και τον ενημέρωσε. «Θα πρέπει να σας εξετάσω» του είπε ο γιατρός. Ο γέρος βρήκε μια δικαιολογία και το έκλεισε βιαστικά. Ποτέ δεν θα άφηνε άνθρωπο να μπει στο σπίτι του όσο ο ιός κυκλοφορούσε ελεύθερα. Πήρε ένα ηρεμιστικό και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Στο μεταξύ, η άνοιξη είχε έρθει για τα καλά. Η ομορφιά και η ευωδιά των λουλουδιών γέμιζε τις καρδιές του κόσμου με αισιοδοξία για το μέλλον. Το Πάσχα μπορεί να ήταν διαφορετικό από άλλες χρονιές, αλλά είχε αγγίξει κάποιες ευαίσθητες χορδές της ανθρωπότητας. Τίποτε δεν θα ήταν ξανά το ίδιο μετά τον εγκλεισμό. - 81 -


Άννα Τσιαπούρη

Τα περιοριστικά μέτρα άρχισαν σταδιακά να μειώνονται. Η κυβέρνηση με δυσκολία συγκρατούσε τους νέους, ώστε να μην ξεχυθούν ανεξέλεγκτα στους δρόμους και τις παραλίες. Στην τηλεόραση, οι παρουσιαστές του οικείου καναλιού ενημέρωσαν ότι δεν υπήρξαν νέα θύματα της πανδημίας. Από την άλλη, συγκλόνισε η είδηση ενός γέρου που βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του σε κατάσταση σήψης. Δίπλα του υπήρχε ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι με μπλε οινόπνευμα.

- 82 -


Μπαλαντίνου Ελευθερία

Σπόρος ελπίδας — Ερώτηση για δυνατούς λύτες! Πώς θα σου φαινόταν αν κάποιος σου έλεγε να μείνεις κλεισμένη μέσα στο σπίτι για δύο μήνες, χωρίς συναναστροφές με συγγενείς και οικείους, ιδίως ηλικιωμένους, να βγαίνεις μόνο με περιορισμό, τόπου και χρόνου, και όχι ντυμένη όπως κι όπως! Αλλά με μάσκα ιατρική και στην καλύτερη, μια στρώση γάντια στα χέρια; Ότι θα κάνεις σχεδόν μπάνιο με αντισηπτικά μαντηλάκια και τζελ σε κάθε σου άγγιγμα με μια επιφάνεια εντός ή εκτός σπιτιού; Γιατί δεν μιλάμε για επαφές με ανθρώπους! Φιλιά και αγκαλιές, λέξεις και πράξεις απαγορευμένες, ειδεχθείς και παρ’ ολίγον ποινικά διωκόμενες! Αλλά… να σου πω και το άλλο; Τι θα έλεγες να μην μπορείς να ακουμπήσεις ούτε και τον ίδιο τον εαυτό; Να τρίψεις, βρε παιδί μου, το μάτι σου γιατί κάτι μπήκε, να ξυστείς ελεύθερα, να ακουμπήσεις ανέμελα το μέτωπό σου, γέρνοντας νωχελικά στο πλάι; — Κατ’ αρχάς, καλημέρα! Μπορείς να μου πεις τι σε έχει πιάσει πρωί πρωί και μου τα λες όλα αυτά; Συμβαίνει κάτι; — Καλό μεσημέρι λέει τέτοια ώρα ο κόσμος! Και Χρόνια Πολλά, Κατερινούλα μου! Κυριακή του Πάσχα σήμερα! — Μαμά! Πόσες φορές σου έχω πει να μη με φωνάζεις έτσι; Δεν είμαι μωρό! Κατερίνα με λένε! Έλεος - 83 -


Μπαλαντίνου Ελευθερία

πια! Εντωμεταξύ, αυτά τα τρελά που μου αράδιασες προηγουμένως πώς σου ήρθαν; Από το μυαλό σου τα έβγαλες; Και γιατί σήμερα; — Ερώτηση Νο2! Πώς θα αντιδρούσες αν σου έλεγα ότι όλα τα παραπάνω είναι αληθινά; Κι ότι, όχι μόνο συνέβησαν όλα αυτά, μα και πολλά άλλα, δυσάρεστα κι ευχάριστα μαζί; — Α! Μα γιατί μιλάς με αινίγματα; Τι άλλο δηλαδή μπορεί να συνέβη εκτός από το σενάριο επιστημονικής φαντασίας που μου ξεφούρνισες πριν από λίγο; — Πολλά και διάφορα! — Πάνω στο πιο καλό, με κόβεις για διαφημίσεις…! Έλα! Θα μου πεις; — Θα σου πω! Πέρασαν, βέβαια, τα χρόνια, αλλά κάποια γεγονότα μένουν ανεξίτηλα στην καρδιά και τη μνήμη μας, τόσο, που θαρρείς πως έγιναν σαν χτες. Πώς, άλλωστε, να ξεχάσεις έναν ιό, που φέρει το όνομα «κορωνοϊός»; — Κορονω…τι; — Κορωνοϊός, αγάπη μου! Ένας ιός με κορώνα, ίσως και χρυσοποίκιλτο μανδύα –δεν ξέρω– και σίγουρα με τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που ήρθε τάχα με σκοπό να εξαφανίσει την ανθρώπινη ύπαρξη από κάθε γωνιά του πλανήτη. — Ορίστε; Μάλλον μου κάνεις πλάκα! Κατ’ αρχάς, τι παράξενο όνομα είναι τούτο και, δεύτερον, τι σόι ιός ήταν αυτός; Ιός-βασιλιάς; — Θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις κι έτσι! Ένας βασιλιάς, όμως, διαφορετικός από εκείνους των παραμυθιών με τα οποία μεγάλωσες. Αυτός, παιδί μου, τρόπους δεν είχε, ούτε ψήγματα ευγένειας, άξεστος ήταν κι έμοιαζε με σωστό δυνάστη. - 84 -


Σπόρος ελπίδας

Έπαιρνε, δε, σοβαρές αποφάσεις για τις ζωές όλων μας. Καθισμένος στον ψηλό του θρόνο, κρατούσε στα χέρια του τη μοίρα του καθενός. Σαν χορδή την τέντωνε και τη λυγούσε, μέχρι να τη δει να σπάει. Και τότε γελούσε με όλη του την ψυχή. — Τόσο πολλή δύναμη είχε αυτός ο κορωνοϊός; — Μπορεί… Στα μάτια των ανθρώπων φάνταζε πανίσχυρος, όμως στην πραγματικότητα ήταν τόσο δειλός. Γιατί, βλέπεις, δεν κατόρθωνε να τα βάλει με τους δυνατούς. Αυτοί, αντιστέκονταν σθεναρά και τον πολεμούσαν! Τα έβαζε μονάχα με τους αδύναμους, που αναντίρρητα υποχωρούσαν. — Με μπέρδεψες! Ποιοι είναι οι δυνατοί και ποιοι οι αδύναμοι, μαμά; Πόλεμο μου περιγράφεις; Και πώς σχετίζονται όλα αυτά με όσα μου είπες στην αρχή; — Ο ύπουλος αυτός ιός, κοριτσάκι μου, προσέβαλε χιλιάδες ανθρώπους σε όλη την υφήλιο. Μωρά, παιδιά, νέους και ηλικιωμένους. Φαινόταν, όμως, πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους γηραιότερους. Λες και η πολύτιμη σοφία τους περίσσευε κι είπε να την αφανίσει, μήπως τυχόν και αποκόψει κάθε συνεκτικό κρίκο με το παρελθόν μας. Μα δεν είχε υπολογίσει καλά. Γιατί, βλέπεις, εμείς οι μικρότεροι, κάναμε ό,τι καλύτερο για να τους προστατεύσουμε. — Τι ακριβώς κάνατε, δηλαδή; — Κάτι πολύ μικρό, για πολλούς ψυχικά επώδυνο, αλλά εν τέλει, σωτήριο. Για να καταλάβεις, για κάποιο χρονικό διάστημα, απομακρυνθήκαμε όλοι από όλους. από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, ακόμη και φίλους. Κλειστήκαμε κυριολεκτικά μέσα στον μικρόκοσμο του σπιτιού μας, και μαζί μ’ εμάς, έκλεισαν τα πάντα γύρω μας: θέατρα, κινηματογράφοι, - 85 -


Μπαλαντίνου Ελευθερία

χώροι εστίασης, εμπορικά κέντρα, καταστήματα και εκκλησίες. Ησυχία απλωνόταν στους δρόμους κι όλα έμοιαζαν άνευρα καθώς έστεκαν ακίνητα, βουβά. Μέσα σ’ αυτήν τη νεκρική σιγή, όλοι κάναμε υπομονή… Περιμέναμε καρτερικά να έρθει η ώρα της λύτρωσης και να ανταμώσουμε όλους εκείνους που αγαπάμε. Μα ο άτιμος ιός καραδοκούσε συνεχώς και ανυποχώρητος σαν πρόβαλλε, δεν μας άφηνε ούτε το θείο Πάσχα να γιορτάσουμε, όπως άλλοτε συνηθίζαμε. Εκείνες τις ημέρες, δεν καταφέραμε να μοιραστούμε το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως με τους δικούς μας ανθρώπους, δεν νιώσαμε το γλυκό φιλί τους στο πρόσωπό μας, δεν βυθιστήκαμε στη ζεστή αγκαλιά τους, δεν καθίσαμε όλοι μαζί στο γιορτινό τραπέζι να γευτούμε τα κάθε λογής πασχαλινά εδέσματα. Μόνο ευχές στα πεταχτά ανταλλάξαμε, διά τηλεφώνου φυσικά. Ο καθένας στο καβούκι του! Πολλοί, δυστυχώς, ήταν κι αυτοί που έμειναν εντελώς μόνοι τους τούτη τη λαμπρή μέρα, δίχως παιδιά κι εγγόνια, δίχως τη χαρά της ζωής. — Τι αλλόκοτο Πάσχα! Και τελικά, μαμά, έτσι αντιμετωπίσατε τον ιό; Από μακριά κι αγαπημένοι; — Εν μέρει, ναι. Υπάρχει και κάτι ακόμα. — Τι άλλο; — Κάτι εξίσου σημαντικό. Η θλιβερή πραγματικότητα που βιώσαμε τότε, στάθηκε φάρος στη ζωή μας. Εξαρχής, φύτεψε στην καρδιά του καθενός από εμάς σπόρους ελπίδας και αισιοδοξίας. Κι έτσι, τα μάτια της ψυχής μας άνοιξαν. Αφουγκραστήκαμε τον εαυτό μας, μα και τους άλλους, ανακαλύπτοντας την ακατέργαστη δύναμη που κρύβαμε καιρό μέσα μας. Άλλοι αυτή τη δύναμη την ονόμασαν υπομονή, - 86 -


Σπόρος ελπίδας

άλλοι πειθαρχία, άλλοι δημιουργία, άλλοι αγάπη, άλλοι ενσυναίσθηση, κι εγώ την ονόμασα Κατερίνα. Πώς, λοιπόν, να μην καταφέρω να αντιμετωπίσω αυτό τον εχθρό, όταν το δικό μου σποράκι ελπίδας ήσουν εσύ; Σ’ αγαπώ πολύ μικρό μου!

- 87 -


Θεόδωρος Δέτσικας

Ο Βασιλιάς του τίποτα Μια φορά στα περασμένα χρόνια, στα πολύ περασμένα χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός διέταζε τους πάντες και προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο. Όποτε ήθελε, μπορούσε με μια του διαταγή να αφαιρέσει οποιαδήποτε ζωή από το βασίλειό του. Ένα πρωινό έφτασε τρομοκρατημένος ο υπηρέτης του στην κάμαρά του. «Ξύπνα, βασιλιά μου! Μεγάλη συμφορά μας βρήκε! Έχει εμφανιστεί μια αρρώστια στο βασίλειό μας που σκοτώνει κάθε κάτοικο, κάθε υπήκοο και κάθε στρατιώτη. Δεν κοιτάει τίτλους, φύλο και ηλικίες». «Τι είναι αυτά που λες;» πετάχτηκε τρομαγμένος ο βασιλιάς και έτρεξε στο μπαλκόνι του να δει τι συμβαίνει. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Σαν να υπήρχε ένα αόρατο χέρι που μπορούσε και διάλεγε ποιος θα πεθάνει στη στιγμή. Έβλεπε στρατιώτες, γέρους, νέους, μικροπωλητές και νοικοκυρές να αφήνουν την τελευταία τους πνοή. «Πρέπει να φύγετε το γρηγορότερο από το βασίλειο για να μην σας βρει και εσάς το κακό» άκουσε να του λέει ο υπηρέτης του. Με βαριά καρδιά ντύθηκε και κατέβηκε στο μυστικό τούνελ που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κάμαρά του για να διαφύγει. «Μην τολμήσεις και με ακολουθήσεις. Σε διατάζω να ψάξεις να με βρεις, όταν όλα αυτά θα έχουν τελειώσει. Αν ζεις βέβαια...» - 88 -


Ο Βασιλιάς του τίποτα

Έτσι, ο βασιλιάς πήρε το μονοπάτι και απομακρύνθηκε από το βασίλειο, αφήνοντας πίσω τον θρόνο του και μην έχοντας πια κάποιον να διατάζει. Είχε μείνει μόνος με τον εαυτό του. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα πάντα. Ούτε φεγγάρι δεν υπήρχε για να φωτίζει τον δρόμο του. Το κρύο διαπερνούσε το σώμα του σαν κοφτερό μαχαίρι. Δεν άντεχε άλλο. Νόμιζε πως αυτή θα ήταν η τελευταία του νύχτα στη γη. Ποιος να το πίστευε; Αυτός ο φοβερός και τρομερός βασιλιάς να πεθάνει από... το κρύο. Λίγο πιο πέρα σε ένα λοφάκι φάνηκε ένα μικρό φως. Πλησίασε και είδε ότι προερχόταν από μια καλύβα. Προχώρησε προς τα εκεί με διστακτικά βήματα. Μέσα του επικρατούσε μια σύγκρουση. Να ρίξει τον εγωισμό του ένας μεγάλος βασιλιάς και να χτυπήσει την πόρτα της καλύβας, εκλιπαρώντας για βοήθεια ή να μείνει έξω στο κρύο μέχρι να τον βρει ο θάνατος; Η φωνή του εγωισμού τού φώναζε να μην κάνει άλλο βήμα προς την καλύβα, αλλά η καρδιά τού έλεγε να συνεχίσει. Έκανε ακόμη ένα βήμα και σωριάστηκε χωρίς να έχει άλλες δυνάμεις να προχωρήσει. Σιγά σιγά άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να νιώθει τα βλέφαρά του πολύ βαριά. Μέχρι που το μόνο που έβλεπε ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Ένιωσε κάποιον να τον σηκώνει και να τον κουβαλάει. Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά σε όλο του το κορμί. Είδε φωτιά στο τζάκι να ζεσταίνει όλο το δωμάτιο. Ήταν σκεπασμένος με κουβέρτα και μάλιστα κάποιος του είχε αλλάξει και ρούχα. - 89 -


Θεόδωρος Δέτσικας

"Πώς νιώθεις;" άκουσε να τον ρωτάει μια φωνή ζε­στή όσο και η φωτιά από το τζάκι. "Πού βρίσκομαι;" "Είσαι στο σπίτι μου. Ευτυχώς σε πρόλαβα. Λίγο ακόμη να σε άφηνα και δεν νομίζω ότι θα ξυπνούσες το πρωί. Λοιπόν, πιες το τσάι τώρα που είναι ζεστό. Ξεκουράσου και θα τα πούμε πιο μετά". Ο γέροντας με ένα χαμόγελο να σκεπάζει το πρόσωπό του σηκώθηκε και βγήκε έξω από την καλύβα. Σε λιγάκι σηκώθηκε και ο βασιλιάς και κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. Κοιτούσε τον γέρο αυτό άνθρωπο να κόβει ξύλα, να ταΐζει τις κότες, να παίζει με τον σκύλο του. Και όλα αυτά τα έκανε χωρίς να χάνει το χαμόγελό του. Σαν να ήταν αυτές οι δουλειές οι πιο σημαντικές πράξεις στη ζωή του. Ο βασιλιάς άρχισε να γκρινιάζει από μέσα του. Μα είναι δυνατόν να θαυμάζω τις δουλειές ενός χωρικού; Είναι δυνατόν να φοράω τα ρούχα και να κάθομαι στην πολυθρόνα του αντί να βρίσκομαι στον θρόνο μου και να δίνω διαταγές; "Θέλεις να έρθεις έξω;" "Τι; Εγώ να έρθω να κόψω ξύλα και να ταΐσω κό­ τες; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;" "Προς Θεού, παιδί μου. Με παρεξήγησες. Δεν θα ζητούσα στον φιλοξενούμενό μου να κάνει τις δου­ λειές μου. Στο είπα μόνο για να βγεις λίγο έξω να σε χτυπήσει καθαρός αέρας". Ο βασιλιάς κοκκίνισε. Πρώτη φορά στη ζωή του που έπαιρνε αυτό το χρώμα το πρόσωπό του. Πρώτη φορά που ένιωθε το αίσθημα της ντροπής. - 90 -


Ο Βασιλιάς του τίποτα

"Πήγαινε. Θέλω να μείνω μόνος", είπε στον γέροντα κι εκείνος έφυγε. Την επόμενη μέρα ο ήλιος είχε απλώσει τις ακτίνες του σε όλη τη φύση. Ο γέροντας άκουσε θορύβους και βγήκε από την καλύβα. Ήταν ο βασιλιάς που έκοβε ξύλα. "Καλημέρα! Ξύπνησες νωρίς βλέπω". "Δεν κοιμήθηκα καθόλου", απάντησε ο βασιλιάς. "Άν­θρωπέ μου, όλο το βράδυ σκεφτόμουν. Σκέφτηκα πως τόσα χρόνια ήμουν βασιλιάς και είχα τα πάντα, αλλά τελικά δεν είχα τίποτα. Ενώ εσύ που μένεις σε αυτήν τη μικρή καλύβα έχεις τα πάντα. Ποτέ δεν ένιωθα ευγνωμοσύνη και όλα τα θεωρούσα δεδο­μένα. Αν δεν ξέσπαγε η αρρώστια στο βασίλειο δεν θα σε γνώριζα ποτέ. Θέλω να γίνω σαν κι εσένα". "Παιδί μου, χαίρομαι που έκανες τέτοιες σκέψεις. Δεν χρειάζεται να γίνεις σαν κι εμένα, γιατί είσαι ξε­ χωριστός. Πήγαινε πίσω στο βασίλειο. Ο λαός σου χρειάζεται έναν τέτοιον βασιλιά. Και πάρε αυτά τα βότανα. Θα φανούν χρήσιμα". Ο βασιλιάς γύρισε στο βασίλειο. Χάρις στα βότανα ο λαός του έγινε καλά. Από τότε είχε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο απλωμένο. Από τότε έμεινε στην ιστορία ως ο βασιλιάς με την καλή καρδιά…

- 91 -


Τζώρτζης Μηλιάς

Ο αριθμός έξι, η Σύμη και ο κύριος Κορωνοϊός (Αφιερωμένο στη μικρή Κατερίνα)

Τελικά, τον εγκλεισμό τον αντέχω. Για περισσότερο από τρεις εβδομάδες είμαι μέσα στο σπίτι αυστηρά και είμαι καλά, ακολουθώντας συγκεκριμένη ρουτίνα: διαδικτυακό μάθημα στους μαθητές μου, διάβασμα, τηλεόραση, facebook και γράψιμο. Μέρα παρά μέρα, κάνω γυμναστική με τη Στέλλα, μέσα από ένα ημίωρο βίντεο που βρήκα στο διαδίκτυο που περιλαμβάνει τα πάντα: ζέσταμα, ασκήσεις, κάποιες από αυτές δυναμικές, στατικό τρέξιμο, λαχάνιασμα και στο τέλος διατάσεις και αποθεραπεία. Η ίδια η Στέλλα είναι μία όμορφη κοπελιά με αγορίστικα κουρεμένο μαλλί, φοράει μπλε σορτς και λευκό μπλουζάκι και δείχνει τις ασκήσεις της με φόντο μία τεράστια φωτογραφία του Μανχάταν! Ύστερα από την τρίτη φορά που κάνω με το βίντεο αυτό γυμναστική, έχω μάθει όλες τις ατάκες της απ’ έξω, έτσι που κατά κάποιο τρόπο συνομιλώ μαζί της: «Τώρα Στέλλα τι κάνουμε;», λέω την κατάλληλη στιγμή για να ακολουθήσει η απάντησή της, «τώρα παίρνουμε βαράκια ή δύο μπουκαλάκια νερό και …». Στις κάμψεις, όταν ξεχνιέμαι, κάνει παρατηρήσεις λες και με βλέπει, «μέσα η λεκάνη, ίσιο το σώμα», φωνάζει και αυτόματα εγώ διορθώνω τη στάση μου, γελώντας. Τις ημέρες που δεν κάνω γυμναστική με τη Στέλλα, πάω για τρέξιμο. Πρώτα στέλνω το απαραίτητο - 92 -


Ο αριθμός έξι, η Σύμη και ο κύριος Κορωνοϊός

μήνυμα στο 13033. Ξεκινάω με τον κωδικό αριθμό που αντιστοιχεί στη βόλτα για φυσική άσκηση, το έξι. Μετά ακολουθεί το όνομα και η διεύθυνσή μου. Η ανταπόκριση του συστήματος με μήνυμα-απάντηση στο δικό μου, είναι άμεση: «Μετακίνηση 6 Γεώργιος Μηλιάς Αργοναυτών 18 Χαλάνδρι». Είμαι νόμιμος. Βγαίνω από το σπίτι και φοράω τα αθλητικά παπούτσια που έχω μόνιμα έξω από την πόρτα μας, στο κλιμακοστάσιο. Κατεβαίνω τα σκαλιά με τα πόδια, χωρίς να χρησιμοποιήσω ασανσέρ και ψάχνω ένα μικρό σχοινάκι που έχω κρεμασμένο δίπλα ακριβώς στην εξώπορτα. Με τη βοήθειά του, τραβάω το πόμολο προς τα κάτω και με το πόδι ανοίγω την πόρτα όσο χρειάζεται για να περάσω άνετα. Με τα χέρια μου, δεν ακουμπάω τίποτε! Έξω, χαρά θεού. Είναι μία ανοιξιάτικη μέρα με έναν υπέροχο ήλιο, γλυκό και διακριτικό όπως μόνο τέτοια εποχή μπορεί να είναι. Μόνο και μόνο που είμαι έξω, είμαι ευτυχής. Περπατάω για λίγο, ελέγχω τις τσέπες μου, αριστερά κλειδιά, δεξιά τηλέφωνο και ταυτότητα και αρχίζω να τρέχω. Η διαδρομή μου είναι πολύ συγκεκριμένη. Ύστερα από δυο-τρία λεπτά φθάνω στη λεωφόρο Κηφισίας και πλησιάζω την υπόγεια διάβαση. Κατεβαίνοντας την κατηφορική ράμπα που οδηγεί στη διάβαση, βλέπω ένα ζευγάρι να την ανεβαίνει. Σταματάνε και με κοιτάνε, σταματάω και εγώ. «Δεν πειράζει, ελάτε», τους φωνάζω και κάνω μεταβολή. Ξανανεβαίνω τη ράμπα και κάνοντας έναν μικρό κύκλο, χρησιμοποιώ την άλλη της πρόσβαση από τα σκαλιά. Κάτω, το υπόγειο πέρασμα είναι γεμάτο γκράφιτι. Αν και καμιά φορά σταματάω και τα χαζεύω, ακατανόητα - 93 -


Τζώρτζης Μηλιάς

σύμβολα και γράμματα που έχουν για μένα μία περίεργη γοητεία, τώρα βιάζομαι να βγω στον ήλιο και τα προσπερνάω τρέχοντας. Τρέχω ακριβώς δίπλα στο ρέμα της Φιλοθέης. Ο ρυθμός μου είναι όλο και πιο σταθερός και αυτό μου δίνει χαρά, νοιώθω ζωντανός και υγιής. Γύρω μου τα δέντρα είναι πράσινα, ο ουρανός γαλανός και ο θόρυβος των νερών που τρέχουν στο ρέμα με κάνουν να νομίζω ότι είμαι στο βουνό. Μακριά απέναντί μου, μία μεγάλη κυρία περπατάει προς το μέρος μου. Χωρίς να το σκεφτώ, περνάω στο άλλο πεζοδρόμιο και όσο την πλησιάζω, την παρατηρώ να μεγαλώνει στο οπτικό μου πεδίο. Κρατάει ένα μπαστούνι, όχι, δεν είναι ένα κλασικό μπαστούνι ηλικιωμένου, είναι ένα μπατόν για πεζοπορία, μου θυμίζει μία παλιά γνωστή, φίλη του πατέρα μου. Συνηθίζει να κυκλοφορεί στη Σύμη με τη βοήθεια ενός τέτοιου μπαστουνιού, μα ναι, θυμάμαι, κάπου εδώ κοντά μένει, στη Φιλοθέη. Αυτή είναι. «Κυρία Κ;», γυρνάει αμέσως. «Ο Τζώρτζης ο Μηλιάς είμαι» της λέω αλλά με έχει ήδη γνωρίσει. Πάει να κινηθεί προς το μέρος μου να με χαιρετήσει αλλά με βλέπει να οπισθοχωρώ και σταματάει. «Ξέχασα», χαμογελάει, χαμογελάω και εγώ λίγο αμήχανα και μιλάμε για τον ιό και τη Σύμη από σταθερή απόσταση τριών μέτρων. Η κυρία Κ, μορφωμένη και δημιουργική είναι ένα από τα πιο ενεργά μέλη της κοινότητας των Συμιακών. Στα ογδόντα της γράφει, δημοσιεύει συχνά σε έντυπα και σάιτς και συμμετέχει σε εκδηλώσεις του φεστιβάλ της Σύμης κάθε καλοκαίρι. Της λέω για το νέο μου βιβλίο, το παραμύθι για την βάρκα μας την «Αργώ». Και - 94 -


Ο αριθμός έξι, η Σύμη και ο κύριος Κορωνοϊός

με το που το αναφέρω, συνειδητοποιώ ότι στο παραμύθι αυτό, που είναι μία αληθινή ιστορία, υπάρχει κάπως και η ίδια. Παιδάκι επτά-οχτώ χρονών, έπαιζα με την κόρη της στις παραλίες της Σύμης. Τότε οι δύο οικογένειες πηγαίναμε μαζί για μπάνιο, η κάθε μία όμως με τη δική της βάρκα. Εμείς με την «Αργώ», την πρωταγωνίστρια του παραμυθιού μου. Συνήθως πηγαίναμε σε κοντινές παραλίες, θυμάμαι όμως και μία πιο μακρινή εκδρομή μας, στον Άι-Μιλιανό. Την εποχή εκείνη, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αυτή θεωρούνταν μία μεγάλη διαδρομή. Οι συνθήκες εκείνη τη μέρα ήταν ιδανικές, επικρατούσε άπνοια και η θάλασσα ήταν γαλήνια. Δύο οικογένειες, δύο βάρκες, πήγαμε μαζί, κάναμε μπάνιο αλλά και ψαροντούφεκο στη θάλασσα πίσω από το μοναστήρι και μετά, στον περίβολο, κάτσαμε να φάμε. Και ενώ αράζαμε, ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Η θάλασσα ζωντάνεψε και ένα αεράκι άρχισε να φυσάει. Αποφασίσαμε να φύγουμε το συντομότερο, μαζέψαμε και ξεκινήσαμε αλλά μόλις βγήκαμε από τον μεγάλο κόλπο στα ανοιχτά, συναντήσαμε μία θάλασσα τελείως διαφορετική. Ο αέρας δεν ήταν πολύ δυνατός αλλά μεγάλα κύματα, έκαναν την πορεία μας δύσκολη. Η άλλη βάρκα, λίγο πιο πίσω, βλέποντάς εμάς ανάμεσα στα τεράστια κύματα, έκανε αναστροφή και γύρισε πίσω, εμείς όμως όχι. Με τα τόσο μεγάλα κύματα, μία τέτοια στροφή θα ήταν επικίνδυνη, ο πατέρας μου προτίμησε να συνεχίσει ευθεία αλλάζοντας μόνο ελαφρά την πορεία μας ώστε να δεχόμαστε το κύμα υπό γωνία. Πήγαινε λοιπόν η «Αργώ» πάνω-κάτω και εγώ, καθισμένος στην πλώρη, μια βρισκόμουνα χαμηλά έχοντας - 95 -


Τζώρτζης Μηλιάς

παντού γύρω μου νερό, και μια ψηλά στην κορφή του επόμενου κύματος μέχρι να πέσουμε ξανά στο κενό. Όπως στο τρενάκι του λούνα-παρκ! Αναπολώντας την ημέρα εκείνη με την κυρία Κ, ο κορωνοϊός, η υποχρεωτική απόσταση των τριών μέτρων ανάμεσά μας, ο εγκλεισμός των τελευταίων εβδομάδων, η συνέχεια που κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι, ξεχνιούνται, δεν υπάρχουν. Υπάρχουμε μόνο εμείς μέσα στις βάρκες, υπάρχει το μοναστηράκι του Άι-Μιλιανού που σιγά σιγά απομακρύνεται, υπάρχουν τα κύματα. Εγώ είμαι και πάλι παιδί. Με τα πόδια μου ανοιχτά, ένα από εδώ και ένα από εκεί, καθισμένος στην πλώρη της «Αργώς», δεν φοβάμαι καθόλου επειδή βλέπω τον μπαμπά μου σφιγμένο αλλά σταθερό, να κρατάει ψύχραιμα το τιμόνι της μηχανής και να βρέχεται από τα κύματα σχεδόν χαμογελώντας. Ξανά στο τώρα, εδώ, στο ρέμα της Φιλοθέης. Μία οικογένεια περνάει δίπλα μας με ποδήλατα. Μπαμπάς, μαμά, ένα αγοράκι, όλοι με ποδήλατα. Τελευταίο ακολουθεί ένα κοριτσάκι με ροζ κράνος και ποδήλατο με βοηθητικές. Μένει πίσω και γκρινιάζει, φωνάζει: «Μπαμπά, πότε θα φύγει αυτός ο κύριος Κορωνοϊός να πάμε κανονική εκδρομή;» Γελάω. «Ναι, πότε;»

- 96 -


Αγγελική-Λυριάννα Χατζηρήγα

Ζωές σε αναμονή Δεν έχω όρεξη να γράψω τελευταία... θαρρείς οι λέξεις δεν έχουν συνοχή μέσα στο μυαλό μου. Στιγμές σαν και αυτές, συνειδητοποιείς πόση μεγάλη αξία είχε μια αγκαλιά. Νοσταλγική μυρωδιά άνοιξης κάποτε τριγύρω. Ζαλιζόμουν σου λέω από έρωτα, μα τώρα πια ασφυκτική μυρωδιά αντισηπτικού γέμισε τον χώρο. Μόνιμα παρατατικός... μοτίβο επανάληψης. Αποστειρωμένες ζωές δοσμένες στον αόριστο... βλέψεις ευτυχίας για όσα προσμένω στωικά... Να κάνω μου ζητάς υπομονή, όμορφες στιγμές μας περιμένουν. Ας ήσουν εδώ να γέμιζες τους εκκωφαντικούς από σιωπή τοίχους. Παίρνουν «φωτιά» τα πληκτρολόγια. Οι χτύποι ενός ρολογιού σταματημένου πια στο χρόνο. Οι ζωές μας σε παύση, κολλημένος δίσκος στο πικ-απ. Σκονισμένες μελωδίες... και η θύμησή σου αμυδρό φως που εισχωρεί επίμονα απ’ τις γρίλιες.

- 97 -


Ειρήνη Φραγκάκη

Το Πάσχα της… Ευτυχίας Σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της και κάθισε στην πολυθρόνα που χρόνια τώρα ξεκούραζε το τσακισμένο από τον χρόνο κορμί της. Δίπλα της, ο ασημένιος δίσκος στρωμένος με το δαντελένιο σεμεδάκι, δώρο της κόρης της Λουκίας, φιλοξενούσε το φλιτζανάκι με τον καφέ και δύο κουλουράκια, το κουτάκι με τα χάπια της κι ένα βάζο –δώρο στον γάμο της με τον συγχωρεμένο πια, κύριο Χρήστο– με τα μοσχομυριστά κρίνα που έκοψε εκείνο το πρωί από την περιποιημένη αυλίτσα της, που σκόρπιζαν το ευωδιαστό τους άρωμα στον χώρο. Η κυρία Ευτυχία αύριο θα κλείσει τα εβδομήντα της χρόνια. Αύριο που είναι Πάσχα… Απόψε θα έκανε Ανάσταση μόνη της· είχε κοιμηθεί το μεσημέρι για να αντέξει μέχρι το βράδυ που θα μίλαγε με τα παιδιά της στο τηλέφωνο για το «Χριστός Ανέστη» μιας και δεν θα κατάφερναν να κάνουν μαζί ούτε Ανάσταση, ούτε Πάσχα και γενέθλια. Άλλες χρονιές, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της, μαζεύονταν στο σπίτι με γεμάτα χέρια από δίσκους με φαγητά, κεράσματα, ποτά και δώρα. Η τούρτα πάντα ήταν δημιουργία της κόρης της η οποία είχε μόνο αριθμούς για να μην ζορίζονται τα αδύναμα πνευμόνια της. Φέτος όμως, τα περιοριστικά μέτρα που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση για να αποφευχθεί η εξάπλωση του νέου ιού που μάστιζε τον κόσμο, άλλαζε τα - 98 -


Το Πάσχα της… Ευτυχίας

σχέδια όλων. Η κυρία Ευτυχία, είχε αποδεχθεί το γεγονός ότι μόνη της θα έκανε Ανάσταση, Πάσχα και θα περνούσε τα πιο μοναχικά της γενέθλια· και τα παιδιά της επίσης. Βέβαια εκείνα είχαν φτιάξει τις οικογένειές τους και δεν θα ήταν τόσο μόνα οπότε έστω και αυτό την καθησύχαζε. Άνοιξε την τηλεόραση κι έβαλε στην τύχη ένα κανάλι που μετέδιδε τη λειτουργία από τον Ταξιάρχη του Μανταμάδου και χάρηκε πολύ γιατί είχε τάξει το δεύτερο παιδί της, όταν πλησίαζε η γέννα του. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ και τον είχε προστάτη της. Όταν γεννήθηκε πια με το καλό ο Ταξιάρχης της, περίμενε να χρονίσει και τον πήγε να προσκυνήσουν. Συγκινήθηκε με αυτή τη θύμηση. Οι ψάλτες ήταν ένας κι ένας και η κυρία Ευτυχία, ένιωσε αγαλλίαση στο άκουσμά τους… Οι ώρες πέρναγαν, είχε φάει τα κουλουράκια της για να την κρατήσουν μέχρι το βράδυ και περίμενε υπομονετικά παρακολουθώντας τη λειτουργία. Κανονικά τώρα θα ήταν ήδη στο μικρό εκκλησάκι ένα στενό πιο κάτω, να ακούει τα λόγια του παπά-Νεκτάριου και του ψάλτη, του κυρ-Λάμπρου, με κατάνυξη και πίστη. Θα καθόταν δίπλα από την εικόνα της Παναγίας νιώθοντας τη μυρωδιά από το λιβάνι και τη ζεστασιά από τα κεράκια που θα άναβαν οι πιστοί. Θα μίλαγε με τη Θεώνη την παπαδιά, θα χαιρετούσε τη νεωκόρισσα, τη γλυκιά της φίλη τη Μυρσίνη. Η ώρα ήταν έντεκα και τέταρτο, λίγο ακόμα και θα άκουγε τις χαρούμενες φωνούλες των δικών της ανθρώπων. Είχε τόσο ανάγκη να τους ακούσει αφού δεν μπορούσε να τους αγκαλιάσει και να τους φιλήσει δίνοντάς τους και φέτος την ευχή της. - 99 -


Ειρήνη Φραγκάκη

Ένιωθε όμως τόσο κουρασμένη, η ηλικία της δεν τη βοηθούσε. Ο λιγοστός ύπνος του μεσημεριού δεν ήταν αρκετός να της δώσει δύναμη και αντοχές. Δεν τόλμαγε όμως και να τους πάρει τηλέφωνο να τους ενοχλήσει ή να τους ανησυχήσει ξέροντας ότι θα είχαν τις ετοιμασίες γι’ απόψε. Είχε χαλαρώσει με την απαλή φωνή των ψαλτάδων και του παπά και τα μάτια της την πρόδιδαν. Το κουδούνι της εξώπορτας την ξάφνιασε τέτοια ώρα. Το τελευταίο διάστημα ο μόνος λόγος που κάποιος πήγαινε σπίτι της ήταν είτε γιατί κάποιο από τα παιδιά της, της πήγαινε φαγητό είτε ήταν κάποιος διανομέας τροφίμων ή φαρμάκων, από τις παραγγελίες που της έκαναν online, έτσι της το είπαν, για να μην της λείψει τίποτα. Πήρε το μπαστουνάκι της και πλησίασε με απορία την πόρτα ενώ το κουδούνι ξαναχτύπησε. «Τώρα, έρχομαι», φώναξε κάπως αδύναμα. Η έκπληξή της όταν είδε τα πρόσωπα των παιδιών και των εγγονιών της ήταν τόση που δάκρυσε πριν καν καταφέρει να αρθρώσει μία λέξη. «Μανούλα μου», είπε η Αναστασία, το στερνοπούλι της, κι έτρεξε να την αγκαλιάσει. Ένα ένα τα παιδιά και τα εγγόνια, τη φίλησαν και ζήτησαν την ευχή της. «Παιδιά μου, όλες οι ευχές μου στα κεφαλάκια σας! Είπε συγκινημένη. Μα… δεν θα βρείτε τον μπελά σας που ήρθατε; Είναι μεγάλο το πρόστιμο αγαπημένα μου για να μπείτε σε τέτοιο κόπο», συνέχισε ανήσυχη. «Κάθισε μανούλα μου, μην κουράζεσαι. Όλα τα πρόστιμα του κόσμου τα αξίζεις, μα όχι να είσαι μονάχη σου τέτοια μέρα» απάντησε ο Ταξιάρχης της, που της είχε και αδυναμία. - 100 -


Το Πάσχα της… Ευτυχίας

«Κι όχι μόνο σήμερα», είπε η Λουκία. «Αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ απόψε για να μην πηγαινοερχόμαστε κι έτσι θα είμαστε κι αύριο όλη μέρα μαζί!» «Μα, είναι ποτέ δυνατόν να μην είμαστε μαζί σου τέτοιες μέρες; Πώς θα μπορούσαμε γλυκιά μου μανούλα;» ακολούθησε τους υπόλοιπους η Αναστασία. «Άντε παιδιά, πάμε όλοι μαζί στα αυτοκίνητα να ξεφορτώσουμε τα πράγματα», διέταξε γελώντας ο Ταξιάρχης. Όλοι μαζί, νύφες, γαμπροί, παιδιά κι εγγόνια, κουβάλησαν όλα όσα είχαν ετοιμάσει για σήμερα μα και για αύριο, σε χρόνο αστραπή! Κάτι ήξερε η κυρία Ευτυχία που είχε πείσει τον άντρα της όταν έβλεπε πόσο μεγάλωνε η οικογένειά τους, να πάρουν ένα δεύτερο ψυγείο κι έναν μεγάλο καταψύκτη. Πάντα τους ετοίμαζε καλούδια και τα διατηρούσε εκεί μέχρι να έρθουν να τα πάρουν. Νά λοιπόν και που σήμερα αποδείχθηκε σοφή αυτή της η απόφαση γιατί τόσα πράγματα που είχαν φέρει θα χαλούσαν. Κι αυτό το αρνί, το κοιτούσε και δεν χόρταινε να το βλέπει. Σαν μικρό παιδί περίμενε την αυριανή μέρα και τις ετοιμασίες για να περάσουν καλά! «Αχ, παιδάκια μου, χίλια καλά να έχετε» είπε συγκινημένη! «Μαμά, εμείς πάμε στην κουζίνα να ετοιμάσουμε το τραπέζι. Πλησιάζει δώδεκα». «Άντε καμάρια μου, εγώ θα κάτσω εδώ να χαρώ τα μικρούλια μου!». Τα μικρά κάθισαν οκλαδόν μπροστά της επάνω στο χνουδωτό χαλί και κρέμονταν από τα χείλη της γιαγιάς τους, που κάθε φορά είχε κι από μια καταπληκτική ιστορία να τους αφηγηθεί! - 101 -


Ειρήνη Φραγκάκη

Το τραπέζι στρώθηκε, ο παπάς είπε το «Χριστός Ανέστη» και η αγκαλιά της μάνας γέμισε αγάπη! Απ’ έξω ακουγόταν ο υπόλοιπος κόσμος που είχε βγει στα μπαλκόνια του κι έψελνε, ευχές έδιναν κι έπαιρναν στις γειτονιές και οι φωτοβολίδες που έσκαγαν έκαναν τον ουρανό να λάμπει! Εκείνοι δεν τόλμησαν να βγουν πιο έξω, μην και τους πάρει κάνα κακό μάτι. «Χριστέ μου, αναστήθηκες και φέτος κι έδωσες σε όλους μας την ελπίδα! Μεγάλη η χάρη Σου!» είπε κι έκανε το σημείο του σταυρού κάτι που ακολούθησαν και τα παιδιά της. Η βραδιά κύλησε όμορφα και ξημέρωσε το Πάσχα. Οι ευχές γέμισαν το σπίτι αγάπη, μοσχοβολούσε από τα φαγητά και τα κεράκια στην τεράστια τούρτα, έσβησαν με την κυρία Ευτυχία να κάθεται στην πολυθρόνα της και όλη η υπόλοιπη οικογένεια να έχει κάνει κύκλο γύρω της. Το τηλέφωνο χτύπησε και η κυρία Ευτυχία άνοιξε τα μάτια της έχοντας στα χείλη της ένα χαμόγελο. «Μανούλα μου, χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη!» ακούστηκε χαρούμενη η φωνή της Λουκίας. Της είχαν πάρει ένα κινητό τηλέφωνο που ένωνε τις κλήσεις όλων τους και της είχαν δείξει πώς να απαντάει κι έτσι θα μπορούσαν όλοι μαζί να ευχηθούν ο ένας στον άλλον. Η κυρία Ευτυχία βούρκωσε στην αστραπιαία θύμηση του ονείρου που είχε δει λίγο πριν, χωρίς όμως να έχει χάσει το χαμόγελό της. Έστω κι έτσι είχε γευτεί τις αγκαλιές τους, τις ευχές τους και είχε νιώσει την ηρεμία της ασφάλειας. - 102 -


Το Πάσχα της… Ευτυχίας

«Μαμά μου», είπε στενοχωρημένος ο Ταξιάρχης της. «Πόσο άδικο είναι να μην μπορούμε να είμαστε μαζί σου τέτοια μέρα. Το περνάς όλο αυτό μόνη σου». «Ακούστε με παιδιά μου, και να το θυμάστε πάντα αυτό που θα σας πω. Υπάρχουν κάποιες καταστάσεις στη ζωή μας που μας απομακρύνουν από τους ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να είμαστε κοντά τους. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο πιο σπουδαίο. Οι άλλες στιγμές, εκείνες που μ’ έναν θαυμαστό τρόπο, ερχόμαστε κοντά τους και νιώθουμε όλα αυτά που έχουμε ανάγκη. Κανένας ιός ακόμα κι αν φοράει κορώνα, δεν είναι ικανός να μας στερήσει τα συναισθήματα, τις στιγμές, τα όνειρα και τις αξίες μας. Εγώ φέτος έζησα ένα μικρό θαύμα και έζησα μαζί σας και την Ανάσταση, και το Πάσχα και τα γενέθλιά μου γι’ αυτό να μην στεναχωριέστε». «Μα, πώς…» απόρησε η Αναστασία. «Δεν θα σας εξηγήσω κάτι περισσότερο, είναι από αυτά που ο καθένας τα βιώνει μόνος του για να καταλάβει την αξία τους. Και του χρόνου αγάπες μου, με υγεία και να έχετε πάντα μικρά θαύματα που θα σας κάνουν ευτυχισμένους τις στιγμές που πιστεύετε ότι όλα χάνονται. Χριστός Ανέστη παιδιά μου!» «Αληθώς ο Κύριος», είπαν όλοι με μια φωνή!

- 103 -


Βαγγέλης Μιχελάκης

Το Πάσχα Του Άλμπι Τον ξύπνησαν οι μυρωδιές από τις πασχαλινές τυρόπιτες. Τινάχθηκε όρθιος και φόρεσε το τζιν του και μια κόκκινη φανέλα που έγραφε old school. Στρίμωξε τα πόδια του στα στιβάνια του και κλώτσησε με τις μύτες τον τοίχο ώστε να εφαρμόσουν καλά. Ήταν καινούργια και ακόμη δεν είχαν μαλακώσει. Του τα είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς του για το Πάσχα και μόνο όταν ήταν στο κρεβάτι τα αποχωριζόταν. Άνοιξε την εξώπορτα και αντίκρισε τον ήλιο που ξεπρόβαλε από το νότιο κρητικό πέλαγος. Πίσω του η μαμά του φώναξε να πάρει πιταρούδια για τον δρόμο. Ο Σήφης δεν πεινούσε καθόλου αλλά γέμισε το τσαντάκι Spiderman πριν το κρεμάσει στον ώμο του. Το χωριό ήταν ήσυχο. Κάνεις από τους τριάντα κατοίκους που είχαν επιλέξει να παραμείνουν πάνω σε αυτόν τον βράχο δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο. Κάποτε, από ό,τι του έλεγε ο μπαμπάς του, το σχολείο είχε ογδόντα παιδιά. Δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Πλέον το σχολείο δεν λειτουργούσε καν. Είχε μετατραπεί σε χώρο που έκαναν τα τραπέζια στους γάμους και αυτός μαζί με τα άλλα τρία παιδιά του χωριού, πήγαιναν στο δημοτικό του Μεγαλοχωρίου που βρισκόταν είκοσι χιλιόμετρα μακριά και οχτακόσια μέτρα χαμηλότερα σε υψόμετρο. Είχε να πάει όμως έναν μήνα και η μαμά του, του έλεγε ότι ίσως να μην ανοίξει καθόλου μέχρι το - 104 -


Το Πάσχα Του Άλμπι

καλοκαίρι. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του. Μέχρι το καλοκαίρι. Να ’ναι καλά ο κύριος Κορωνοϊός. Έξω από το σπίτι τον περίμενε ο καλύτερος του φίλος, ο Άλμπι. Ήταν μια πολύ περίεργη φιλία αφού δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, δεν είχαν το ίδιο δέρμα και φαινομενικά δεν είχαν τίποτα κοινό. Όμως ο Σήφης ένιωθε κατανόηση μέσα στο βλέμμα του Άλμπι και μια οικειότητα που δεν έβρισκε πουθενά αλλού. Μέχρι και τον μπαμπά του έπεισε να μείνει σπίτι για λίγες μέρες. Όταν τον είδε, του φώναξε και εκείνος έτρεξε προς το μέρος του. Του έδωσε δύο πιταρούδια και ο Άλμπι τα έφαγε με βουλιμία. «Άλμπι, έχω καταπληκτικά νέα, μου τα είπε η μαμά μου χθες το βράδυ». Εκείνος τον κοιτούσε με ένα ζωηρό βλέμμα χωρίς να καταλαβαίνει λέξη από όσα του έλεγε. «Θα σου τα πω αργότερα. Θες να πάμε από τον δρόμο που πάνε και τα αμάξια ή να πάρουμε το μονοπάτι του βουνού»; Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Σήφης τράβηξε προς το δυσπρόσιτο μονοπάτι στους πρόποδες της Μαδάρας, έχοντας τον φίλο του στο πλευρό του. Ο Σήφης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας και προσπαθούσε να μοιραστεί τη χαρά του με τον Άλμπι. Του είχε εξηγήσει ήδη ότι το σχολειό ήταν κλειστό αρκετό καιρό τώρα και δεν θα άνοιγε σύντομα. Είχε βέβαια έναν μικρό φόβο μέσα του για το αν χρειαστεί να κάνει ξανά την τετάρτη δημοτικού ή θα τους προβίβαζαν όλους στην πέμπτη. Λίγο όμως τον ένοιαζε αυτήν τη στιγμή. Προσπαθούσε να εξηγήσει στον Άλμπι ότι το Πάσχα φέτος θα είναι εντελώς διαφορετικό και πολύ - 105 -


Βαγγέλης Μιχελάκης

καλύτερο εξαιτίας του κύριου Κορωνοϊού. Δεν θα έρχονταν κανείς από το Ηράκλειο αυτήν τη χρονιά. Όλοι έπρεπε να μείνουν στα σπίτια τους. Αυτό σήμαινε ότι θα γλύτωνε από τον θείο Μανώλη που του τσιμπούσε δυνατά τα μάγουλα, τις θείες του που τον κανακεύουν σαν να είναι ακόμα μωρό και τα ξαδέλφια του που όσο δεν παίζουν στα tablet τους, γκρινιάζουν ότι το χωριό βρωμάει. Μέσα σε όλα αυτά τα ευχάριστα νέα πρόσθεσε και την αγορά του νέου ηλεκτρονικού υπολογιστή που ήταν απαραίτητος για να τους στέλνει εργασίες η δασκάλα τους. Εκτός από τις ασκήσεις που τις σιχαινόταν, αυτός ο υπολογιστής του είχε δώσει τεραστία ελευθερία αφού ο μεγάλος του αδελφός ασχολούταν μόνο με αυτόν και τα νέα παιχνίδια που εγκατέστησε. Έτσι δεν του άλλαζε το κανάλι που ήθελε να βλέπει τα βράδια και πλέον έτρωγε σφαλιάρες μόνο αν τον ανακάλυπτε να τρώει τις σοκολάτες που έκρυβε στο κομοδίνο του. Ήταν σχεδόν αόρατος κι αυτό ήταν ένα θαύμα. Τίποτα όμως δεν συγκρινόταν με τα μεγαλειώδη νέα που κρυφάκουσε χθες το βραδύ. Ο μπαμπάς του ήταν έξαλλος και η μαμά του προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, κάτι έλεγαν για λεφτά και υποχρεώσεις που δεν καταλάβαινε, αλλά τα υπόλοιπα τα κατάλαβε μια χαρά και ήταν σαν μουσική στα αυτιά του. Μπερδευόταν με τη συμπεριφορά του μπαμπά του κάποιες ώρες. Αν και ήταν ο πιο δυνατός και έξυπνος άντρας στον κόσμο, πρέπει να έκανε λάθος σε πολλά θέματα. Όπως τότε που του είπε να μην κάνει παρέα με τα παιδιά που ήρθαν στο σχολειό τους από τον πόλεμο. Λαθρομετανάστες. Δεν - 106 -


Το Πάσχα Του Άλμπι

την καταλάβαινε αυτήν τη λέξη. Τι σημασία έχει που είναι από άλλη χώρα και δεν μιλάνε ελληνικά; Μια χαρά μπορούσαν να παίζουν κρυφτό όλοι μαζί. Ή τις φορές που του έλεγε ότι ο Άλμπι δεν μπορεί να είναι φίλος του γιατί δεν είναι ίδιοι. Κοτσάνες. Φυσικά και μπορεί να είναι φίλος με όλους, εκτός από δυο εκτάκια που του έκλεβαν το κολατσιό. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο Σήφης έλυσε το σχοινί που κρατούσε κλειστή την μεγάλη συρόμενη πόρτα και την άνοιξε όσο χρειαζόταν για να μπουν μέσα στο μαντρί ο ίδιος και ο Άλμπι. Αμέσως, μέσα από τα υπόστεγα ξεπρόβαλε το διψασμένο κοπάδι του μπαμπά του, που ήθελαν το πρωινό τους. Τα κουδούνια που κρέμονταν στον λαιμό τους άρχισαν να ηχούν καθώς όλα μαζί πήγαιναν προς τις ταΐστρες. Ο Σήφης άνοιξε την παροχή, γεμίζοντας με φρέσκο νερό τη στέρνα και κουβάλησε με το καρότσι ένα σακί με σπασμένο καλαμπόκι για να φάνε τα αρνιά το γεύμα τους. Αφού το καταβρόχθισαν, στάθηκε στην κορυφή της στέρνας και άρχισε να μιλάει στο παράξενο ακροατήριό του, που βέλαζε κατά διαστήματα και δεν έκαναν ησυχία για να τον ακούσουν. Ακόμα και ο Άλμπι είχε μπερδευτεί με τα αδέλφια του και δεν θα μπορούσε να τον ξεχωρίσει εύκολα αν δεν του είχε ένα κόκκινο λουράκι στον λαιμό. Για να ακουστεί, έπρεπε να ουρλιάξει. «Λοιπόν ακουστέ με» φώναζε με τα χέρια στον αέρα, «έχω πιταρούδια για όλους σας» ταυτόχρονα άνοιξε την τσάντα Spiderman πετώντας τις λιχουδιές στο κοπάδι. Τα αρνάκια τα έψαχναν στο έδαφος και δεν - 107 -


Βαγγέλης Μιχελάκης

έδιναν σημασία στις φωνές του Σήφη. «Ακουστέ με, έρχεται ο κύριος Κορωνοϊός, για αυτό κανείς σας δεν θα σφαχθεί φέτος. Μου το είπε η μαμά μου, είναι αλήθεια. Όλοι θα ζήσετε και θα περάσουμε το καλοκαίρι μαζί». Σήκωσε την παλάμη του ψηλά. «Αυτά τα πιο μεγάλα πιταρούδια θα του τα δώσω όταν έρθει στο χωριό. Πρέπει να τον ευχαριστήσουμε». Η φωνή του με δυσκολία ξεχώριζε από τα βελάσματα των αρνιών. «Το καταλάβατε; Θα ζήσετε όλοι» ούρλιαζε. «Μπεεε». «Ζητώ ο κύριος Κορωνοϊός». «Μπεεε».

- 108 -


Έλενα Δοριάκη

Αριθμός 18 Στο νησάκι της Καρπάθου στις 18 Ιουνίου τους έτους 2006 και ώρα επτά παντρεύτηκα την αγαπημένη μου Αλίκη. Είχαμε γνωριστεί εκεί δυο χρόνια πριν στις καλοκαιρινές μας διακοπές. Η Αλίκη το επισκεπτόταν πρώτη φορά με σκοπό να γνωρίσει τα μέρη των προγόνων της. Μέχρι τότε ζούσε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας όπου διέμεναν οι γονείς της από μικρή ηλικία. Εγώ πάλι το επισκέφθηκα ως το τελευταίο νησί της Ελλάδος που δεν είχα εξερευνήσει σαν το έσκαγα από το διαμέρισμά μου στις γειτονιές του Πειραιά. Λάτρης των καθάριων, νησιωτικών νερών κάθε μέρα με έβρισκε και σ’ άλλη παραλία. Ήθελα να προλάβω σε εκείνες τις επτά μέρες που θα ’μενα στο νησί να γνωρίσω όσες περισσότερες γινόταν. Διαφάνι, Αράκι, Φοιρίκι, Νησί Σαριά, Χριστού Πηγάδι ήταν κάποιες από αυτές, με την τελευταία να μου επιφυλάσσει τον έρωτα της ζωής μου. Μόλις είχα βγει από τη θάλασσα, μέσα από έναν περίτεχνα στολισμένο κι από τη φύση προικισμένο διαυγή βυθό που έπλεκε στα δίχτυά του άμμο ψιλή κι έπειτα την ταίριαζε πάνω σε πέτρινο χαλί. Κοραλλιογενείς ύφαλοι, ψάρια παντού, μικροί αστερίες κι αχινοί στις άκρες του κόλπου κι όλη αυτή η θαλάσσια ζωή, όλη αυτή η δυναμική κίνηση που σου χαρίζει σκιρτήματα μετά από τόσο χρώμα, τόσες μυρουδιές σε κάνουν να θέλεις να μείνεις για πάντα εκεί κάτω. Πολλές φορές σκεφτόμουν ότι στην προηγούμενη ζωή ήμουνα ψάρι μικρό, τόσο μικρό και - 109 -


Έλενα Δοριάκη

κοκκαλιάρικο που κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να με φάει. Κι έτσι έζησα πολύ, ταξίδεψα σε πολλούς βυθούς που λάτρεψα κι αγάπησα με όλη μου την καρδιά και έτσι κάπως εξηγώ, κάνοντας παιχνίδια με τον νου, αυτή μου την υπέρμετρη αγάπη για το νερό. Την ίδια αγάπη που είχε κι η Αλίκη μου για το νερό της θάλασσας. Αχ, αυτή η γυναίκα… σαν την αντίκρισα πρώτη φορά σάστισα. Έβγαινε από τη θάλασσα φορώντας μια μάσκα σαν του αστροναύτη ενώ το παχύρευστο αντηλιακό είχε σχηματίσει λευκή κρούστα προστασίας γύρω απ’ το βελούδινό της δέρμα. Μα ακόμη και μέσα από αυτό τον μανδύα προστασίας εκείνη έλαμπε. Τα καφετιά της μάτια γυάλιζαν από χαρά και τα πυκνά της βλέφαρα τα σκέπαζαν, σαν να ’θελαν να προστατεύσουν τούτη την ομορφιά. Ένιωσα ότι εκείνη τη στιγμή ήταν πραγματικά ευτυχισμένη, ικανοποιημένη με ό,τι ζούσε. Σπάνιο θέαμα στα μάτια ενός ανθρώπου. Μια τέτοια γυναίκα ήθελα δίπλα μου και ήξερα πως τη βρήκα. Από τότε γίναμε αχώριστοι. Της έλεγα ότι από εκείνη την μέρα ο αριθμός 18 έγινε ο τυχερός μου και πράγματι έτσι ήταν αφού μέχρι κι ο γιός μας γεννήθηκε 18 Σεπτεμβρίου. Από τότε παίζω και τζόκερ με τον αριθμό 18 μα η Νταϊάνα μου λέει πως άδικα παιδεύομαι αφού το τζόκερ στη ζωή μου είναι εκείνη και γελά. Μετακόμισα κι εγώ στη Γερμανία πιάνοντας δουλειά στο εστιατόριο του πεθερού μου, στο οποίο σερβίρονταν μόνο γεύσεις ελληνικές. Όμως κάθε χρόνο στις 18 Ιουνίου οι καλοκαιρινές μας διακοπές μας βρίσκουν οικογενειακώς στην Κάρπαθο. Φέτος μάλιστα καταφέραμε και φτιάξαμε το παλιό πατρικό της πεθεράς μου. Για αυτό τον λόγο όλοι βρέθηκαν στο - 110 -


Αριθμός 18

νησί από νωρίς τον Φλεβάρη με σκοπό μετά από πολλά χρόνια να κάνουν Πάσχα με άρωμα Ελλάδας. Εγώ θα πήγαινα τότε, τουλάχιστον έτσι είχαμε προγραμματίσει. Είχα ξεχάσει φαίνεται τα σοφά λόγια της μάνας σαν με κανάκευε στα δυο της γόνατα και μου ’λεγε από μικρό: «Σαν κάνουμε όνειρα παιδί μου, ο Θεός γελάει». Μάλλον κάτι ήξερε παραπάνω. Μα εμένα δεν μου άρεσαν τούτα τα λόγια και δεν τα αποδεχόμουν. Δεν μπορούσα φαίνεται να φανταστώ πώς γίνεται να υπάρχει ζήση δίχως όνειρα. Μετά από δυο βδομάδες χώρια από την Αλίκη και τον μικρό, τούς είχα ήδη λαχταρίσει. Η δουλειά όμως πήγαινε καλά κι εγώ τα κατάφερνα άψογα μόνος μου. Ήθελα πολύ να ικανοποιήσω τον πεθερό μου και να φανώ άξιος διάδοχος. Δεν ήταν και λίγο πράγμα να μου εμπιστευτεί όσα έχτισε με τόσο κόπο. Από την άλλη κι εκείνοι στο νησί περνούσαν υπέροχα κι αυτό με γέμιζε περίσσια ευχαρίστηση. Άλλωστε ένας μήνας και λίγες μέρες έμειναν. Κάθε βράδυ που έκλεινα το μαγαζί έβλεπα ειδήσεις για να περνά η ώρα. Τις τελευταίες ημέρες ένας νέος ιός, εν ονόματι COVID-19, έμοιαζε να απασχολεί την Κίνα. Κάνανε λόγο για έναν πολύ μεταδοτικό ιό που σκορπούσε αστραπιαία τον θάνατο κυρίως σε ηλικιωμένους στην πόλη Γιουχάν, μια πόλη βέβαια διόλου μικρή αφού ο πληθυσμός της είναι ίσος με ολάκερη Ελλάδα. Παρόλο που κάθε μέρα ο αριθμός των νεκρών ανέβαινε μανιωδώς δεν μπορούσα να πιστέψω ότι στο έτος 2020 η επιστήμη δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν τόσο δα ιό. «Όλα είναι στημένα» σκεφτόμουν. «Σιγά τώρα μην δεν βρίσκουν εμβόλιο ή φάρμακα για αυτόν τον κορωνοϊό. Εδώ άνθρωποι πάνε στο - 111 -


Έλενα Δοριάκη

φεγγάρι και προβατάκια κλωνοποιούνται. Όπου να ’ναι θα μιλάνε κιόλας…» κι έκλεινα την τηλεόραση και ονειρευόμουν τις διακοπές μου στην Κάρπαθο. Οι ημέρες όμως περνούσαν κι ο ιός κατατρόπωνε πλέον και την Ευρώπη με τη γειτονική Ιταλία να αρχίζει να λυγίζει. Μόνο στη Λομβαρδία ανακοινώθηκαν σήμερα, 11 Μαρτίου, 1.500 κρούσματα, ενώ ο αριθμός των θανάτων ανέρχεται σε 617, μια αύξηση 149 θανάτων μέσα σε μια μέρα (468 χθες, Τρίτη). Ο περιφερειάρχης της Λομβαρδίας, Ατίλιο Φοντάνα, σήμανε και πάλι συναγερμό: «Σήμερα έχουμε άλλα 1.500 κρούσματα κορωνοϊού μόνον στη Λομβαρδία», ανέφερε και επανέλαβε ότι χρειάζεται η λήψη ακόμη αυστηρότερων μέτρων. Παράλληλα, ο περιφερειάρχης του Βένετο, Λούκα Τζάια, υπογράμμισε ότι σε πέντε ημέρες οι μονάδες εντατικής θεραπείας θα είναι, πιθανότατα, υπερπλήρεις. Πρόσθεσε, δε, ότι μέχρι τις 15 Απριλίου, μόνο στην περιφέρεια Βένετο, αν δεν ανακοπεί ο μέχρι τώρα ρυθμός διάδοσης του ιού, τα κρούσματα μπορεί να φτάσουν τα δυο εκατομμύρια. Ολόκληρη η γειτονική μας Ιταλία έχει τεθεί πρακτικά σε καραντίνα, που συνοδεύεται από άμεσους περιορισμούς στις μετακινήσεις των πολιτών: στρατιωτική αστυνομία, υπάλληλοι υγείας και άλλες αρχές πραγματοποιούν ελέγχους σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, μεγάλους αυτοκινητόδρομους και αστικούς δρόμους προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν ταξιδεύει χωρίς λόγο. Τα σχολεία παραμένουν κλειστά, δημόσιοι χώροι όπως σινεμά, μουσεία και θέατρα έχουν βάλει λουκέτο και οι συνήθως πολύβουοι χώροι όπως οι πλατείες των πόλεων είναι άδειες καθώς ο κόσμος μένει στο σπίτι του. - 112 -


Αριθμός 18

«Δεν πήραν νωρίς μέτρα» λέγαμε οι περισσότεροι. «Πού να το χωρέσει ο ανθρώπινος νους εν έτει 2020 πώς θα κάναμε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό, τον αόρατο θεριστή;» έλεγα εγώ που δεν πίστευα πριν λίγο καιρό όσα ζούσε η Κίνα. Την επόμενη ημέρα ο πρώτος νεκρός και στην Ελλάδα γιγαντώνει το στίγμα του κορωνοϊού. Ο 66χρονος άνδρας που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Ρίου από τις 2 Μαρτίου, οπότε και είχε διαγνωστεί με τον ιό, δεν τα κατάφερε και άφησε την τελευταία του πνοή στις 3:15 τα ξημερώματα της Πέμπτης. Ο 66χρονος εκπαιδευτικός είναι ο πρώτος άνθρωπος που διαγνώστηκε με κορωνοϊό στην Ελλάδα και νοσηλευόταν στο Ρίο στη Μονάδα Αρνητικής Πίεσης για περισσότερο από μία εβδομάδα. Είχε διαγνωστεί θετικός μετά από ταξίδι στο Ισραήλ – ένα ταξίδι που είχε ως αποτέλεσμα έναν πληθυσμό 56 ατόμων θετικών στον κορωνοϊό και την πρώτη μεγάλη δέσμη μέτρων στη Δυτική Ελλάδα. Και να φανταστείτε ότι αυτός ο άνθρωπος ταξίδεψε ως τους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει και να ευχαριστήσει για τη ζωή που του χαρίστηκε μετά από μία σοβαρή επέμβαση ανοιχτής καρδιάς. «Πού να ’ξερε; Μα να μου πεις ποιος ξέρει;» Την ίδια στιγμή στο ίδιο νοσοκομείο αλλά όχι σε μονάδα εντατικής θεραπείας νοσηλεύεται η γυναίκα του, η οποία δεν έχει την πολυτέλεια να δει έστω για τελευταία φορά τον άνθρωπό της. Αυτό ισχύει βέβαια και για τους άλλους του συγγενείς, παιδιά, εγγόνια, αδέρφια, φίλοι. Άκλαυτος πήγε ο άνθρωπος. Έτσι, θα μας θάβουνε σε λίγο σαν τα σκυλιά. Η κυβέρνηση στην Ελλάδα έχει λάβει άμεσα αυστηρά μέτρα· σχολεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν ήδη κλείσει. Η - 113 -


Έλενα Δοριάκη

γυναίκα μου και το παιδί μου μένουν προστατευμένοι στη μικρή Κάρπαθο μα δεν παύει να είμαστε μακριά. Η αγωνία μου γιγαντώνεται. Τα κρούσματα αυξάνονται. Συνάμα αυξάνονται και τα μέτρα προστασίας για την μη εξάπλωση του ιού βάζοντας λουκέτο σε όλα τα εμπορικά καταστήματα κρατώντας ανοιχτά μόνο εκείνα που εξυπηρετούν μέσω διανομής και όχι δια ζώσης, σούπερ-μάρκετ αλλά και φαρμακεία. Ανακοινώνουν ότι πλέον δεν θα γνωστοποιούνται όλα τα περιστατικά νοσούντων γιατί έτσι θα καταρρεύσει το σύστημα υγείας. Μέσω της τηλεφωνικής γραμμής του ΕΟΔΥ(Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας) οι πολίτες που παρουσιάζουν συμπτώματα θα καθοδηγούνται. Μόνο όσοι παρουσιάζουν βαριά συμπτώματα όπως δύσπνοια και πυρετό άνω των 39 βαθμών θα αξιολογούνται για να προσέρχονται στα νοσοκομεία. Στην Ιταλία η κατάσταση παραμένει δραματική. Οι νεκροί το τελευταίο 24ωρο έχουν φτάσει τους 250. Συμπατριώτες που μένουν εκεί προειδοποιούν με κάθε μέσο: «Έλληνες μείνετε σπίτι. Μην κάνετε τα ίδια λάθη με εμάς!». Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι μαρτυρίες σοκάρουν. Για να μην τρελαθούν οι Ιταλοί βγαίνουν στα μπαλκόνια τους και με δάκρυα στα μάτια τραγουδούν. «Θεέ μου σε ξεχάσαμε. Μην μας ξεχάσεις όμως εσύ» σκέφτομαι και κυλούν δάκρυα από τα μάτια μου κρατώντας στα χέρια μου τη φωτογραφία της Νταϊάνας και του μικρού μας. Την επόμενη μέρα μιλάμε μέσω skype. Η γυναίκα μου έχει βήχα και μοιάζει συναχωμένη. Η άνοιξη τη βρήκε με ήλιο και πλούσια ανθοφορία στο νησί. «Οι αλλεργίες της θα την ταλαιπωρούν» σκέφτομαι. «Να προσέχετε» τη συμβουλεύω συνέχεια κι - 114 -


Αριθμός 18

εκείνη μου λέει απλά «Σ’ αγαπώ». Πάντα κατάφερνε να μένει ήρεμη, ακόμη και στους πιο μεγάλους πανικούς. Μία εβδομάδα μετά τα μέτρα που έλαβε και συνεχίζει να λαμβάνει η Ελλαδίτσα μοιάζουν να καρποφορούν. Ελάχιστα κρούσματα, ελάχιστοι νεκροί. Από τις λίγες φορές που οι υπόλοιπες χώρες επικροτούν τη στάση της γενέτειράς μου. «Μπράβο Έλληνες» ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω και ήξερα ότι θα με ακούσουν. Άρχισα να νιώθω ασφαλής που οι δικοί μου βρίσκονται στην Ελλάδα. Μιλώ ξανά με τη γυναίκα μου στο skype. Σήμερα έχει πυρετό. «Μην αγχώνεσαι. Στην Κάρπαθο δεν έχετε ούτε ένα κρούσμα» της λέω με βαριά καρδιά. Την επόμενη μέρα έκανε το τεστ. Βγήκε θετικό. Μπήκε σε καραντίνα σε κάποιο ενοικιαζόμενο δωμάτιο, μακριά από τον γιό μας και τους γονείς της. Παρόλo που τα συμπτώματα έμοιαζαν ήπια ξαφνικά απέκτησε δύσπνοια, το οξυγόνο της λιγόστευε συνεχώς. Ενημερώθηκα ότι εσπευσμένα έγινε αερομεταφορά με σημείο αναφοράς τον Ευαγγελισμό για την αποφυγή κάθε ρίσκου. «Το νεαρό της ηλικίας της, μόλις 38 ετών και χωρίς κάποιο υποκείμενο νόσημα είναι ασπίδες αισιοδοξίας» παρηγορήθηκα. «Ο μικρός μας Βαγγελάκης δεν έχει μείνει ποτέ χωρίς τη μαμά του» βασανιζόμουν. Κι από την άλλη να σκέφτομαι πως τα σύνορα έχουν κλείσει. Οι πτήσεις από άλλες χώρες απαγορεύτηκαν κι εγώ να μην μπορώ καν να είμαι δίπλα της. Βλέπω τη φωτογραφία του γάμου μας και δίνω γροθιά στη γυψοσανίδα. «Δεν είναι αλήθεια αυτό που ζω» φώναξα. Ξημερώματα κι ο υπολογιστής βουίζει. Είναι εκείνη. Η νοσηλεύτρια με κάλεσε για να μιλήσουμε. Τριάντα δευτερόλεπτα διήρκησε η κλήση. - 115 -


Έλενα Δοριάκη

Έκλεισα γρήγορα. Έβηχε πολύ, δεν ήθελα να την κουράσω. Λίγες μέρες μετά μου έστειλε μήνυμα «Θα με βάλουν σε καταστολή γιατί τα επίπεδα οξυγόνου δεν είναι επαρκή». Ήταν σαν να μου ζητούσε βοήθεια. Άρχισα να στριγκλίζω και να νιώθω ανήμπορος, λίγος. «Της είχα υποσχεθεί ότι θα την προστατεύω και τώρα τι κάνω;» αναρωτιόμουν. Εγώ είμαι εδώ κι εκείνη εκεί, μόνη. Μέσα από αισιόδοξα επιστημονικά άρθρα που παρουσίαζαν τις πιθανότητες με το μέρος της έψαχνα παρηγοριά. Μιλούσαν για ηλικιωμένους που βγήκαν νικητές στη μάχη τους με τον αόρατο θεριστή. Στην Κίνα θεραπεύτηκε κυρία 103 χρονών. «Αλίμονο να μην αντέξει η Αλίκη μου» ήλπιζα. «Σύντομα θα κάνουμε βουτιές στην παραλία που γεννήθηκε η αγάπη μας». Πέρασαν οι πρώτες μέρες και η λοίμωξη δεν έφευγε, το οξυγόνο δεν ανέβαινε. Καθησύχαζα τους ανάστατους συγγενείς, μάνα, πατέρα, πεθερικά και τον μικρό μας Βαγγελάκη, λέγοντας ότι ο ιός θα κάνει τον κύκλο του και θα περάσει». Έμενα ψύχραιμος για εκείνους και κρυφά για μένα. Δωδέκατη ημέρα στη ΜΕΘ για την Αλίκη. Με δυσκολία κλείνουν τα μάτια πια επιζητώντας λίγα λεπτά ξεκούρασης. Μαύροι κύκλοι από την αϋπνία και την εξάντληση είναι οι μόνοι που με συντροφεύουν. Ώρα τρεις και μισή το ξημέρωμα. Το τηλέφωνο χτυπά από το σταθερό των γονιών μου στον Πειραιά. Θυμάμαι φορές που έχω σηκώσει το τηλέφωνο σαν κεραυνός, με τη προσμονή και το άγχος νέων, καλών νέων όπως όταν η αγαπημένη μου Αλίκη μού ανακοίνωσε την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης της. Αυτή τη φορά το σηκώνω και πάλι αμέσως, όμως - 116 -


Αριθμός 18

χωρίς καμία προσμονή ή άγχος. Ξέρω τι θα ακούσω και απλώς πρέπει να το ακούσω. Αριθμός 18. Η Αλίκη μου ήταν ο αριθμός 18. Σε μια πανδημία οι νεκροί λέει αποκτούν αριθμούς. Μα εμένα η Αλίκη μου δεν δανείστηκε τίποτε από κανέναν. Ακόμη κι ο αριθμός της ανήκε. 18ο θύμα αυτού του ανελέητου θεριστή, αυτού του κτήνους που θέλω να ξεσκίσω την αόρατη σάρκα του και να τον πληγώσω με τις πιο οδυνηρές λαβωματιές μα δεν μπορούσα. Δεν μπόρεσα να την προστατεύσω, δεν τα κατάφερα. Τότε κατάλαβα ότι η τύχη έπαψε να είναι με το μέρος μου. Ο τυχερός μου αριθμός έπαψε να υπάρχει και τη θέση του πήραν τα λόγια της μάνας μου όταν ακόμη με κανάκευε στα γόνατά της. «Σαν κάνουμε όνειρα παιδί μου ο Θεός γελάει». Τώρα πια ξέρω τι σημαίνει…

- 117 -


Δέσποινα Σιμάκη

Ο ύπνος του Όχι πως δεν τον ένοιαζε ο ύπνος του μια ζωή τον Αντώνη, αλλά το ανοιξιάτικο ετούτο βράδυ ασχολήθηκε μαζί του με τις ώρες. Κουβέντιασαν σαν άντρες αντικριστά και πιο πολύ αυτός μιλούσε και ύψωσε και τη φωνή του αργά κατά τις τρεις, γιατί του φάνηκε πως ο ύπνος δεν τον άκουγε. «Σου είπα πως είσαι για μένα μοναδικός», του τόνισε μια μια τις λέξεις «και σε περίμενα κάθε βράδυ στις έντεκα με ελαφρύ το σώμα μου και καθαρό. Κι εσύ αποφάσισες να μοιραστείς ξαφνικά εδώ κι εκεί και νά τα τώρα, σε έμαθε όλη η γειτονιά κι η χώρα κι έρχεσαι αργοπορημένος κι εγώ σε θέλω τόσο», του είπε χαμηλόφωνα τις τελευταίες λέξεις σαν να ’τανε ο ύπνος το κορίτσι που είχε στα δεκάξι και έμαθε Κυριακάτικα από τον φίλο του τον Κώστα πως πήγε με όλη την τάξη μέσα στη χρονιά. «Όλους τους πήρες, όλους», του είπε θυμωμένα τώρα και σηκώθηκε, πήγε ως την κουζίνα και ήπιε το μισό μπουκάλι με το νερό που ήταν στο ψυγείο. Κι όταν γύρισε στο δωμάτιο, ο ύπνος –είχε φαίνεται ανακαλύψει τη σχισμή στο ξύλινο παντζούρι– ήταν ήδη άφαντος. Μόνος απόμεινε ο Αντώνης κι ήθελε πολύ να ανοίξει την πόρτα, να κατέβει τις σκάλες, να βγει στον δρόμο, να τον ψάχνει με τις ώρες. Άλλωστε δεν ήτανε η πρώτη φορά που θα τον τσάκωνε μέσα στη μαύρη νύχτα και θα τον έπιανε από τα μαλλιά, θα τον έσερνε, θα τον σκέπαζε με το ζόρι - 118 -


Ο ύπνος του

με την κουβέρτα και θα του έκλεινε τα μάτια ως την αυγή ο ύπνος. Αλλά οι μέρες εκείνες ήτανε μέρες εγκλεισμού στα σπίτια μας και η πόρτα δεν μπορούσε να ανοίξει, αν πριν ο Αντώνης δεν είχε στείλει μήνυμα στην πολιτεία πού θα πάει και τι θα κάνει ακριβώς. Είχε έξι επιλογές και καμιά δεν ήτανε η αναζήτηση του ύπνου, αλλά έτσι κι αλλιώς του είχανε τελειώσει τα μεγκαμπάιτ στο κινητό και άκρη δεν θα ’βρισκε. Απελπισμένος, έτσι όπως ήτανε γυμνός από τη μέση κι απάνω, βγήκε με το σώβρακο στο μπαλκόνι στις τέσσερις και κάτι, για να τη δει και με τα μάτια του τα ίδια την απιστία, γιατί άχνα δεν ακουγότανε στην πόλη, ήτανε ολοφάνερο πια πως τον πήρε τον κόσμο ολάκερο, έκανε το σώμα του σαν να έβλεπε την καλύτερη ερωτική ταινία της ζωής του και μετά από αυτό το απολαυστικό μπανιστήρι, έβαλε μια φανέλα και πήγε και τον ονειρεύτηκε δικό του μόνο.

- 119 -


Λένα Δεμερτζή

Γυναίκα Στάθηκε μπροστά από το παράθυρό της. Είχε νυχτώσει πια... Ο δρόμος φωτιζόταν, μαζί και η όψη της από το ασημένιο ολόγιομο φεγγάρι. Πανσέληνος σήμερα και το φεγγάρι πιο φωτεινό από ποτέ. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει πιο λαμπερό φεγγάρι και έμελλε να το δει σήμερα. Ήταν τυχερή. Της άρεσε το φεγγάρι. Καθόταν με τις ώρες και το κοιτούσε. Ήταν το φως της νύχτας. Της άρεσε το φως. Δεν μπορούσε να βρίσκεται στο σκοτάδι. Φοβόταν. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον καθρέφτη που βρισκόταν ακριβώς απέναντί της. Πόσο πιο όμορφη φαινόταν έτσι στο σκοτάδι, να τη φωτίζει μόνο το φεγγάρι! Μπορεί να είχαν περάσει κάποιες δεκαετίες από πάνω της αλλά στο σκοτάδι δεν φαίνονταν. Μήπως της άρεσε τελικά το σκοτάδι; Όχι, όχι. Ήταν το φως του φεγγαριού που την έκανε να μοιάζει όμορφη. Τα μαλλιά της δεν ήταν άσπρα. Το φεγγάρι τα έκανε να μοιάζουν ασημένια. Ένας ασημένιος χείμαρρος να πέφτει πάνω στους ώμους της και να κατεβαίνει ως την πλάτη της. Και αυτό το άσπρο νυχτικό… Θαρρείς και ήταν φορεσιά νεράιδας που ζει σε κάποιο δάσος δίπλα σ’ ένα ποτάμι. Σαν αυτές που υπήρχαν στις ιστορίες που της έλεγε η γιαγιά της όταν ήταν μικρή, δίπλα στο τζάκι. Ήταν όμορφη. Τούτη τη νύχτα ήταν όμορφη. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα θα γέμιζε το σπίτι της κό- 120 -


Γυναίκα

σμο. Όχι όμως αυτήν τη χρονιά. Αυτήν τη χρονιά θα έμενε μόνη της, να βλέπει στον καθρέφτη, με το πρώτο φως της μέρας, το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Οι ρυτίδες γύρω από το στόμα της συμβολίζουν τα γέλια της όταν ήταν νέα. Τότε που τίποτα δεν την ένοιαζε και καθετί το αντιμετώπιζε με αισιοδοξία, με γέλιο, με χαμόγελο. Εκείνα τα χρόνια τα θυμάται με νοσταλγία. Είχαν άρωμα, είχαν γεύση. Είχαν ανάσα και καρδιοχτύπι. Ήταν χρόνια ζωντανά. Οι ρυτίδες στο μέτωπο πιο βαθιές από όλες. Συμβολίζουν την αγωνία της από την πρώτη στιγμή που έγινε μάνα. Είναι στο πιο ψηλό σημείο του κορμιού της γιατί εκεί έχει τα παιδιά της μέχρι και σήμερα. Πιο ψηλά και πάνω απ’ όλους. Και ύστερα, ένα ένα τα παιδιά της έφυγαν. Άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά. Όρισαν τις δικές τους ζωές όπως αυτά ήθελαν. Με ανθρώπους που επέλεξαν να μοιραστούν χαρές και λύπες για το υπόλοιπο της δικής τους ζωής. Και αυτές οι ρυτίδες συνέχιζαν να βαθαίνουν. Γιατί τώρα αγωνιούσε διπλά. Ήταν μάνα. Και δεν ήταν καλή μάνα. Ήταν πάντα δίπλα στα παιδιά της, τα φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο. Τους συμπαραστεκόταν και δεν τα αμέλησε ποτέ. Αλλά καλή μάνα δεν ήταν. Πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω που μπορούσε να κάνει αλλά δεν ήξερε τι. Όχι, δεν μπορούσε να στεφθεί καλή μάνα. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια της ήταν από το κλάμα όταν της έφεραν τον άντρα της μέσα σ’ ένα κρύο, παγωμένο, σκληρό φέρετρο. Ήταν από το κλάμα όταν κλήθηκε η ίδια να πολεμήσει σκληρά για να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της. Ήταν νέα. Μόλις είκοσι εφτά χρονών. Και έμεινε μόνη της. Μόνη της με τα παιδιά της. Έπρεπε - 121 -


Λένα Δεμερτζή

να οπλιστεί με θάρρος και κουράγιο. Είχε μακρύ δρόμο μπροστά της. Και ο δρόμος αυτός ήταν ανηφορικός, κακοτράχαλος, γεμάτος εμπόδια. Δρόμος που θα τον ανέβαινε μόνη της με κόπους και θυσίες αν ήθελε να βγουν τα παιδιά της, ώριμοι πια άνθρωποι, στο ξέφωτο. Ανέβηκε στο βουνό. Βγήκε στο ξέφωτο. Και τότε άφησε τα χέρια των παιδιών της. Ήταν η στιγμή να προχωρήσουν μόνα τους. Και εκείνη έμεινε εκεί. Τόσα χρόνια στο ίδιο σημείο. Να τα βλέπει. Να τα προσέχει από μακριά. Να τα παρακολουθεί και να είναι έτοιμη σε κάθε στραβοπάτημά τους, εκείνη να τρέξει, να τα πιάσει από το χέρι, να τα σηκώσει. Να τους τινάξει τα ρουχαλάκια τους που λερώθηκαν, όπως έκανε όταν ήταν μικρά. Να τους δώσει ένα φιλί στο μέτωπο και να τους αφήσει πάλι να ξαναμπούν στον δρόμο τους. Και εκείνη να συνεχίζει να στέκεται εκεί. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Φύλακας άγγελος. Χέρι βοηθείας. Μάνα… Και λίγο πιο κάτω τους είδε να είναι πάλι αγκαλιασμένοι. Χειμώνας. Κρύο. Και ένα ψιλό χιόνι να πέφτει από τον ουρανό και να σταματά για λίγο στα κατάμαυρα μαλλιά της, μέχρι να γίνει νερό και να χαθεί. Και εκείνη χαρούμενη να περπατά δίπλα στον άντρα της με κοιλιά φουσκωμένη. Έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Σε λίγο από δύο, θα γίνονταν τρεις. Θα κρατούσαν στην αγκαλιά τους τον καρπό του έρωτά τους. Το νόημα της ζωής τους. Την ολοκλήρωσή τους. Ευτυχισμένοι. Γύρισε και κοίταξε τις φωτογραφίες των παιδιών της. Ήταν βουρκωμένη. Στην οικογενειακή φωτογραφία ο άντρας της κρατά το ένα παιδί και εκείνη το άλλο. Λάμπουν τα μάτια τους από ευτυχία. Και - 122 -


Γυναίκα

ακριβώς δίπλα, σε μια ακόμα φωτογραφία, είναι μόνη της με τα δυο της παιδιά. Το ένα δεξιά της, το άλλο αριστερά της. Η φωτογραφία λειψή. Κάποιος δεν βρίσκεται κοντά τους. Κάποιος βιάστηκε να φύγει. Όχι! Δεν βιάστηκε εκείνος. Εκείνος ποτέ δεν θα έφευγε έτσι. Ποτέ δεν θα την εγκατέλειπε να παλεύει μόνη της. Εκείνος ήταν αγωνιστής. Ήταν πολεμιστής της ζωής. Άλλος αποφάσισε γι’ αυτόν. Ερήμην του. Δεν του άφησε καν το δικαίωμα επιλογής. Έκανε μόνος του αυτό που ήθελε. Αυτό που αποφάσισε. Και τον πήρε από κοντά της. Τον πήγε πολύ μακριά της. Όμως θα συναντιόνταν ξανά. Αργά ή γρήγορα θα ήταν πάλι μαζί. Και θα περπατούσαν πάλι αγκαλιά. Οι δυο τους. Χαμογελαστοί. Σ’ έναν άλλο κόσμο. Ευτυχισμένοι. Άνοιξε τα μάτια της και βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο. Να παίζει πιάνο. Όχι με τα παιδιά της, αλλά μόνη της. Πώς θα ήθελε να παίξουν για μια ακόμη φορά όλοι μαζί. Ήταν αργά. Δεν μπορούσε πια να πραγματοποιηθεί αυτή της η επιθυμία. Αλλά θα κρατούσε βαθιά στην ψυχή της αυτές τις εικόνες. Αυτές τις αναμνήσεις που γέμισαν ευτυχία τα παιδιά της αλλά και την ίδια. Σηκώθηκε από το πιάνο και πήγε στο μεγάλο τραπέζι. Σήκωσε το μπουκάλι με το λικέρ και έβαλε σ’ ένα ποτηράκι. Ήπιε μια γουλιά. Τόσα χρόνια έφτιαχνε μόνη της το ίδιο ακριβώς λικέρ. Ήταν το λικέρ που άρεσε στον άντρα της. Εκείνο που στα ευτυχισμένα κοινά χρόνια τους έφτιαχναν μαζί. Και όταν εκείνος χάθηκε, συνέχισε να το φτιάχνει μόνη της. Με την ίδια ακριβώς συνταγή. Με τις ίδιες ακριβώς αναλογίες. Για να της θυμίζει, κάθε φορά που το έπινε, εκείνα τα ήσυχα βράδια που κάθονταν απο- 123 -


Λένα Δεμερτζή

καμωμένοι από την κούραση της μέρας και έπιναν ένα ποτηράκι για να χαλαρώσουν. Και όταν πήγαιναν μετά οι δυο τους στο κρεβάτι και την αγκάλιαζε, η ανάσα του είχε αυτήν ακριβώς τη μυρωδιά. Λικέρ μανταρίνι. Άρχισε να ζαλίζεται. Δεν το άντεχε το αλκοόλ. Πάντα ζαλιζόταν ακόμα και με ένα ποτηράκι λικέρ. Σηκώθηκε. Προχώρησε μέχρι το παράθυρο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Το φως του φεγγαριού φαινόταν πιο αδύναμο μπρος στο φως του ήλιου που ξεπρόβαλλε. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έπιασε τα λευκά μαλλιά της σ’ έναν αυστηρό κότσο. Φόρεσε ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Άφησε στο κομοδίνο έναν κλειστό φάκελο. Ήταν για τα παιδιά της. Τους έλεγε όλα αυτά που ήθελε να τους πει αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα. Όλα αυτά κλεισμένα μέσα σε δυο λέξεις. «Σας αγαπάω». Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και χαμογέλασε. Άνοιξε τα μάτια και τα κράτησε καρφωμένα στο ταβάνι. Ήταν ήρεμη. Έβλεπε τον εαυτό της να πετάει. Να φεύγει προς τον ουρανό. Και όσο απομακρυνόταν άλλαζε μορφή. Γινόταν εκείνο το ανέμελο κορίτσι που ήταν κάποτε. Και το έβλεπε να τη χαιρετάει. Τη χαιρετούσε και χαμογελούσε. Είχε ησυχάσει πια. Πήγαινε να συναντήσει εκείνο το παλικάρι. Το παλικάρι που ερωτεύτηκε μόλις τ’ αντίκρισε. Αρκετά χρόνια είχαν ζήσει χώρια. Έφτασε η ώρα να σμίξουν ξανά. Αυτό το Πάσχα δεν θα το περνούσε μόνη της. Θα τον συναντούσε και πάλι.

- 124 -


Αργύρης Μακρυγεώργου

Μπίζνες αζ ανγιούζουαλ (Business as Unusual) Πάσχα ονομάζεται η μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού και του ιουδαϊσμού. Στον ιουδαϊσμό καθιερώθηκε ως ανάμνηση της Εξόδου, που ελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε ως εορτασμός από τους Χριστιανούς αναφορικά με τον θυσιαστικό θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Αντέγραψα το παραπάνω από το Wikipedia – το συγκαταλέγω στα αρνητικά του επαγγέλματος I guess. Φαντάζομαι θα γραφτεί ειδική παράγραφος-μνεία, όταν με το καλό όλο αυτό τελειώσει, για το φετινό, special edition repeat του 2020. Εντάξει η φάση είναι «χάλια» από πολλές πλευρές προφανώς, κοινωνικά, πολιτικά, πρακτικά , εμένα όμως μου τη βαράνε οι λεπτομέρειες… Το internet έγινε ακόμη πιο αργό. Work from home σου λέει μετά με ταχύτητες που θυμίζουν 2007. Είναι αντίστοιχο αυτού που έχω γράψει πιο παλιά “if we all shared the same fire, we would be less burnt” αλλά στην κακή του έκφανση. Είχαμε διακοπή νερού για τρεις-τέσσερις μέρες σε περιοχή του Δήμου Αθηναίων. Όταν κάνεις home page τη σελίδα της ΕΥΔΑΠ που αναφέρει τις βλάβες, υπάρχει πρόβλημα… σίγουρα στο νερό και μάλλον και σ’ εσένα (σ’ εμένα δηλαδή!). Υπάρχει πολύς κόσμος που ξαφνικά τρέχει ή κάνει γυμναστική στο σπίτι. Λάθος! Βρε, θα καταστρέψετε - 125 -


Αργύρης Μακρυγεώργου

τα γόνατά σας και θα τρέχετε μετά στους χειροπράκτες. «Όχι έτσι τα καθίσματα βρε παιδιά!». Νιώθω σαν τη μάνα που φωνάζει «ντύσου, θα κρυώσεις» στο μικρό παιδί, ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα. Άσε που έχουν τελειώσει και τα yoga mats – πλήρωσα ένα για τη μάνα μου σχεδόν 40 ευρώ και έκανε και μιάμιση εβδομάδα να έρθει. Ο κόσμος στα super-market απλά ΔΕΝ την παλεύει. Είδα τύπο με πλήρη φόρμα βιοχημικού εργαστηρίου και μπαλακλάβα σκελετό στον Σκλαβενίτη στην Αθηνών και δεν τρόλαρε. WTF? Ο κόσμος αναμοχλεύει το παρελθόν a bit too much. Δείτε εξ αριστερών την ίδια προσέγγιση στο κλασσικό παραμύθι «Ο Μικρός Πρίγκιπας». Ίσως θα πρέπει απλά να βελτιώσω τα ass-to-grass καθίσματά μου. Το ότι είμαστε (σχεδόν) όλη μέρα σπίτι, δεν σημαίνει ότι μπορείς να με παίρνεις τηλέφωνο στις 12:30 π.μ. σε φάση «Τι κάνεις; Χαθήκαμε!». Το netflix δεν ήταν έτοιμο για τέτοιο overuse. Καινούργιες ταινίες περιορισμένες και μόνο με τις σειρές κάτι γίνεται. Ακόμη δεν υποκύπτω στο να δω σειρά με επτά σεζόν – φτου, φτου μακριά από ’μας. Επίσης, το Amazon Prime δεν έχει υπότιτλους στα Ελληνικά, which is grand, but I still find it a bit racist! Αν ξαναδώ τύπο / τύπισσα στα social media να κάνει γυμναστική, θα σημειώσω τα στοιχεία του / της, και μόλις τελειώσει η απαγόρευση θα πάω από κοντά να τον / την μπουγελώσω με χαλασμένο κατσικίσιο γάλα. Αυτό! Τα παραπάνω όμως δεν πρέπει να μας αποθαρρύνουν. Υπάρχουν λύσεις… Διαβάστε κάνα βιβλίο, βρε ταγάρια. Κάνα παιδικό παραμύθι, κάνα ρομά- 126 -


Μπίζνες αζ ανγιούζουαλ (Business as Unusual)

ντζο, καμιά περιπέτεια, να καθαρίσει η ψυχή… ποιήματα και τέτοια δεν χρειάζονται, συγχωρέθηκε και η Δημούλα – ποιος ξέρει τι θα πέσει στα χέρια σας (αυτοσαρκασμός). Πάρτε τα αγαπημένα σας πρόσωπα ένα τηλέφωνο. «Η μοναξιά είναι τρομοκράτης» γράφει ένας τοίχος. Δεν έχει ο κόσμος και τηλέφωνα παλιού τύπου πλέον, με τον μύλο, κρακ-κρακ, κρακ-κρακ-κρακ-κρακ. Viber, skype, messenger – με όλα τα καλά είμαστε εξοπλισμένοι. Σήκωσ’ το το ρημάδι και επικοινώνησε. Δεν χρειάζεται να κάνεις τον Κεντέρη (που χάθηκε αυτός για να ξελαμπικάρεις. Βγες μια βόλτα, με ακόμη ένα άτομο ή τα παιδιά σου να ξεσκάσεις. Επιτρέπεται! Και άσε το κινητό σπίτι –όλο με αυτό τον διάολο ανά χείρας– άμα πια. Άμα δεν το ’χεις με το super-market, παράγγειλε απομακρυσμένα. Ούτε να μαλώνεις στην ουρά, ούτε να φοβάσαι. Τώρα αν για σένα το super-market είναι βόλτα –δεν κρίνω γιατί κι εγώ έτσι το νιώθω– παίξε μπάλα αλλά φειδωλά. SMSάκι, γαντάκια και υπομονή. Χαμογέλα! Ναι, ξύπνα το πρωί, κοίταξε το ακούρευτο πρόσωπό σου στον καθρέπτη και χαμογέλα. Που είσαι άλλη μια μέρα υγιής, που ετοιμάζεσαι άλλη μια μέρα να παλέψεις, να ελπίζεις, να ερωτευτείς (γιατί όχι;). Έχω δει πώς κοιτάς τον γείτονα απ’ τον 3ο στο ασανσέρ). Παίξε ή άκου μουσική (ή και τα δύο). Εγώ προσωπικά σταματάω μόλις κοπανήσει ο από κάτω με τη σκούπα το ταβάνι. Παλιά ερχόταν και μου χτύπαγε το κουδούνι –μισές φορές για παραγγελιά, μισές για παρατήρηση– 50-50, δυνατός. - 127 -


Αργύρης Μακρυγεώργου

Να σου πω κάτι… ναι εσένα, εσένα! Θα περάσει και αυτό! Έβλεπες άλλωστε βρε γκαντεμόσαυρα τόσα χρόνια ταινίες με πανδημίες και έλεγες «μα καλά, πού συμβαίνουν αυτά!». Τώρα πάρ’ τα. Στο τέλος της μέρας, ένας Κινέζος έφαγε μια νυχτερίδα – ε, δεν χάθηκε και ο κόσμος.

- 128 -


Ραβάνη Φωτεινή

Οι δυο πασχαλιές Σε ένα τετράδιο χωμένο κάτω από κάτι βιβλία ήταν γραμμένη μια περίεργη φράση με δυο μονάχα λέξεις: «μένουμε σπίτι». Τίποτα άλλο γραμμένο σε ένα τετράδιο με σελίδες αδειανές, κάπως τσαλακωμένες, κάπως ταλαιπωρημένες. Μονάχα δύο πασχαλιές σκιαγραφημένες με μολύβι μπορούσες να διακρίνεις σε μια σελίδα σκισμένη από το τετράδιο. Στο πίσω μέρος της σελίδας υπήρχε ένα μικρό μήνυμα: «Μπορείς να τις ζωγραφίσεις. Βάλε τα χρώματα που σου αρέσουν. Μπορείς να τις ονομάσεις. Δώσε τα ονόματα που σου αρέσουν. Η ψυχή σου θα σε καθοδηγήσει και θα είναι ένας τρόπος να καταλάβεις τι πιστεύει αυτή για σένα τώρα». — Γιαγιά βρήκα αυτό το τετράδιο, αυτή τη σελίδα, αυτά τα λόγια και αυτή τη ζωγραφιά. — Ήταν εκείνο το Πάσχα μικρή μου, το περίεργο. Ήταν ένα αλλιώτικο Πάσχα. Δεν έβγαιναν πολλοί άνθρωποι έξω στους δρόμους. Τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά και τα περισσότερα νοσοκομεία γεμάτα κόσμο. Οι ίδιοι άνθρωποι ήταν άλλοτε σκυθρωποί και άλλοτε έδειχναν χαρούμενοι. Ένιωθες αρκετές φορές μόνος σου. Κοίταγες μέσα από το παράθυρο σου τον δρόμο έξω αλλά βασικά έκανες ότι τον κοίταγες. — Και τι κοίταγες γιαγιά; — Δεν μας άρεσε αυτό που ζούσαμε όμως ψάχναμε τρόπους μέσα μας να συμφιλιωθούμε με αυτό. - 129 -


Ραβάνη Φωτεινή

Στην ουσία το βλέμμα μας χανόταν στο βάθος της ψυχής μας και ναι ήταν αυτός ένα τρόπος να μάθουμε περισσότερο τον εαυτό μας. Ανακαλύπταμε μάλιστα ότι τελικά ο εαυτός μας είχε περισσότερες αντοχές από ό,τι πιστεύαμε ότι είχε. — Και δεν σε ενοχλούσε καθόλου γιαγιά που δεν μπορούσες να βγεις έξω όπως θα ήθελες; — Και βέβαια με ενοχλούσε όμως ήταν τότε η ίδια στιγμή που ερχόταν η μαμά σου και με αγκάλιαζε σφιχτά μαζί με μια μπάλα. — Το συνθηματικό για να παίξετε δηλαδή; — Ακριβώς! Και ήταν τόσες πολλές οι στιγμές αυτές και τόσο μεγάλη η χαρά μας. Δίναμε νόημα στο καθετί πια. — Δεν σε κούραζε γιαγιά αυτή η κατάσταση; — Όσο περίεργο και να σου φανεί μικρή μου δεν είχες χρόνο να ξεκουραστείς. Κάθε φορά που πλησίαζες σε αυτό το παράθυρο, και ήταν πολλές αυτές οι φορές, έκανες ένα σωρό μικρές εσωτερικές αναζητήσεις. Και ξέρεις τι ήταν αυτό που καταλάβαινες πάντα; — Τι γιαγιά; — Ποσό πολύ αγαπάς τον εαυτό σου. Ποσό πολύ αγαπάς τους άλλους. Τόσο πολύ που αρκούσε μονάχα μια γλυκιά ανταλλαγή βλέμματος και ένα φιλί με το χέρι για να δείξεις σε αυτόν που είναι στον δρόμο ή στο μπαλκόνι, ανάλογα, πόσο τον αγαπάς. Και πίστεψε με ήταν αρκετό εκείνες τις στιγμές. Αγάπη πέρα από σεβασμό και ευγνωμοσύνη είναι και μήνυμα θυσίας. — Όπως και το Πάσχα γιαγιά; — Ακριβώς μικρή μου. Το γεγονός ότι αυτή η απαγόρευση ταυτιζόταν με την περίοδο του Πάσχα έκα- 130 -


Οι δυο πασχαλιές

νε πιο έντονη την αναζήτηση μέσα σου να ανακαλύψεις τελικά έναν θαυμασμό, μια αγάπη, μια ευγνωμοσύνη για τη ζωή, για τους γύρω σου και τελικά για τη λύτρωση. Οι ψυχές μας άρχισαν να γεμίζουν με ένα διαφορετικό νόημα προσμονής. Ψάχναμε τρόπους να απεγκλωβιστούμε από τα εμπόδια του φόβου, του θυμού και της θλίψης που νιώθαμε εκείνη την περίοδο. Και ήρθε εκείνο το Πάσχα, αυτό το περίεργο Πάσχα, να μας θυμίσει ότι η λύτρωση θα έρθει. Η ανανέωση μέσα μας, στους στόχους και στα «θέλω» που ορίζαμε ήταν διαφορετική. Κατά έναν περίεργο τρόπο ενώ σε παλιότερες τέτοιες περιόδους Πάσχα ένιωθα μια θλίψη και μια αδυναμία, εκείνη τη φορά έβλεπα το Πάσχα διαφορετικά. — Όλοι οι άνθρωποι έτσι το βίωναν γιαγιά; — Ξέρεις μικρή μου, όλοι οι άνθρωποι δεν χρειαζόμαστε πάντα τα ίδια. Δεν μπορούμε να βιώνουμε όλοι μας τα ίδια άλλωστε. Ένιωθα όμως τότε πως μου αρκούσαν τα συναισθήματα που με πλημμύριζαν τα παιδιά μου, η οικογένεια μου ολόκληρη. — Και τα κατάφερνες πάντα γιαγιά; — Ε όχι και πάντα. Όμως ήταν πάντα εκεί αυτή η εσωτερική δύναμη, η ελπίδα, να μου θυμίσει να μην τα παρατάω αλλά πάλι να αγκαλιάσω την ψυχή μου, πάλι να αγκαλιάσω τον εαυτό μου, πάλι να αγκαλιάσω τα παιδιά μου, την οικογένειά μου. — Ξέρατε ότι θα διαρκούσε λίγο αυτή η περίεργη περίοδος, ε γιαγιά; — Ακριβώς αυτή η ελπίδα ότι σύντομα όλα θα γίνουν πάλι κανονικά ήταν που μας έδινε τη διάθεση και τη δύναμη να συνεχίσουμε να υπακούμε στους κανόνες που μας είχαν επιβάλλει. - 131 -


Ραβάνη Φωτεινή

— Ήταν σωστό τελικά αυτό γιαγιά; — Η ιστορία θα το δείξει αυτό μικρή μου. Το σίγουρο είναι ότι βρήκαμε μια ευκαιρία να μάθουμε να ακούμε τον εαυτό μας διαφορετικά και να ανακαλύπτουμε τις ανάγκες του. — Γιαγιά ζωγράφισα τις δυο πασχαλιές, την Αγάπη και την Ελπίδα, με τα δικά μου χρώματα όσο εσύ μιλούσες. Σου αρέσουν; — Μικρή μου είναι πανέμορφες ακριβώς όπως και η ψυχή σου. Θες να σου δείξω κάτι; — Τι γιαγιά; — Να αυτές εδώ είναι η Αγάπη και η Ελπίδα όπως τις ζωγράφισε η μαμά σου και αυτές όπως τις ζωγράφισα εγώ. Οι ζωγραφιές ήταν ίδιες, πανομοιότυπες θα έλεγε κανείς. «Περίεργο» αναρωτήθηκε η μικρή και άπλωσε τα χέρια της πάνω στα χέρια της γιαγιάς της. «Όλα έχουν μια εξήγηση», ψέλλισε η γιαγιά και άνοιξε τα μάτια της. Ξαφνικά δυο περαστικοί με μάσκες στο πρόσωπο τους, της ευχήθηκαν «Καλή Ανάσταση» κουνώντας τα χέρια τους από μακριά και περίμεναν ένα νεύμα της για να σιγουρευτούν ότι τους κοιτάει μέσα από το παράθυρο. «Θα βρεθούμε πάλι από κοντά» αναφώνησε η ίδια. Ήταν από τις λίγες φορές εκείνο το Πάσχα που κοιτούσε όντως έξω από το παράθυρο. Για λίγο όμως. Αμέσως έπιασε πάλι το μολύβι και ξεκίνησε να σχεδιάζει και τη δεύτερη πασχαλιά… την Ελπίδα.

- 132 -


Παρασκευή Κηπουρίδου

Στη σκιά του αόρατου εχθρού Ξημέρωσε. Ο ορίζοντας άρχισε να βάφεται με τα κροκάτα χρώματα της Ανατολής. Η Σοφία, μετά από έναν ανήσυχο ύπνο, σηκώθηκε και με μισόκλειστα μάτια κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έριξε άφθονο νερό στο πρόσωπο, σκουπίστηκε με αργές κινήσεις και κατέβηκε τα σκαλιά μαχμουρλίδικα. Άναψε το μάτι της κουζίνας κι έβαλε το μπρίκι για καφέ. Πήρε το φλιτζάνι στο χέρι και βγήκε στο μπαλκόνι. Κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, απολαμβάνοντας το καφεδάκι της. Παρατήρησε τα δέντρα στον κήπο. Έστεκαν μπουμπουκιασμένα, έτοιμα να τινάξουν πέταλα κι ανθούς. Πλησιάζει άνοιξη σκέφτηκε κι ο νους της μ’ ένα ξαφνικό ρεσάλτο άρχισε να ταξιδεύει. Αρμένιζε σε λουλουδιασμένα τοπία, όμορφα ταξίδια, χαρούμενες συντροφιές, αναγέννηση των αισθήσεων και της ψυχής. Όνειρα, σχέδια, καταστάσεις ανθρώπινες, φυσιολογικές. Το βλέμμα της ακολουθούσε τους ιριδισμούς του ήλιου καθώς ανέβαινε στον ορίζοντα. Μα όταν οι άνθρωποι καταστρώνουν σχέδια η ζωή και η μοίρα γελούν χαιρέκακα. Αδύναμα όντα οι άνθρωποι. Χοϊκά κι εφήμερα. Αναλώσιμοι. Κανείς δεν γνωρίζει τι μπορεί να φέρει η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα έρθει η ανατροπή που θα κάνει τα δεδομένα ζητούμενα. Το διαπίστωσε για άλλη μια φορά, όταν μπήκε στο σπίτι και άνοιξε την τηλεόραση. Ένας αόρα- 133 -


Παρασκευή Κηπουρίδου

τος εχθρός, ο κορωνοϊός σκορπάει λέει τον θάνατο. Πρέπει να μείνουμε έγκλειστοι στο σπίτι, να προσέχουμε, να βγαίνουμε μετά από άδεια και μόνο για τα απαραίτητα, να φοράμε μάσκα και γάντια, να απολυμαίνουμε τα πάντα. «Αχ, τι σου είναι η ζωή» σκέφτηκε. «Ένα πολύχρωμο παζλ από στιγμές. Στιγμές μελωμένες, στιγμές πίκρας, θλίψης, ηρεμίας, ελπίδας, απελπισίας, στιγμές ανθρώπινες. Εμείς σχοινοβάτες σε άγνωστο τοπίο. Ακροβατούμε σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ προστασίας. Δοσμένοι στον αγώνα της επιβίωσης, συχνά ξεχνάμε πως είμαστε περαστικοί από αυτόν τον κόσμο κι αναλώσιμοι. Καλπάζει ο χρόνος σαν άτι κι εμείς τρέχουμε να προλάβουμε. Κυνηγοί ονείρων άπιαστων και φιλοδοξιών, ξεχνάμε πως ο χρόνος που φεύγει, φεύγει ανεπιστρεπτί. Απλά επιβιώνουμε ,δίχως να ζούμε ουσιαστικά. Μακριά από το αληθινό νόημα της ζωής, αγκυλωμένοι στα γρανάζια της ρουτίνας, ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι. Συνηθίζουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα μέσα από παραμορφωτικούς φακούς. Δεν αντλούμε χαρά μέσα από το μεγαλείο και τη μαγεία της φύσης, παραμερίζουμε το συναίσθημα, ακρωτηριάζουμε τις αισθήσεις, ζούμε μέσα σε μόνιμο άγχος, αναλώνουμε τον χρόνο που μας χαρίστηκε σε ανούσια πράγματα που αφήνουν μόνιμα ένα κενό στην ψυχή. Ζούμε όπως θα ήθελαν οι άλλοι, κυνηγώντας την καταξίωση στο βλέμμα τους. Αντί να πιάνουμε τη ζωή στα χέρια και να την στύβουμε, απολαμβάνοντας κάθε της λεπτό, γινόμαστε υπόδουλοι της ύλης, χάνοντας την ουσία. Στραγγαλίζουμε μέσα μας το παιδί, κινούμαστε σ’ ένα πλάνο υποχρεώσεων, άγχους, φόβου, απομόνωσης και αποξένωσης ακό- 134 -


Στη σκιά του αόρατου εχθρού

μη και από τον ίδιο μας τον εαυτό, αποφεύγοντας συστηματικά να βυθιστούμε σε μια λυτρωτική προσπάθεια αυτογνωσίας κι αφήνουμε το μονοπάτι της ζωής μας να χορταριάζει, λες και θα έχουμε κι άλλη ευκαιρία να ζήσουμε. Ξεχνάμε πόσο όμορφη είναι η επικοινωνία με τον συνάνθρωπο. Ξεχνάμε πόση ομορφιά κρύβει μια καλημέρα στο γείτονα. Πορεία στα τυφλά, χωρίς αγάπη, χωρίς ουσιαστικό νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο. Ξεχνάμε πόση ομορφιά και πόση γαλήνη κρύβεται, σ’ ένα χαμόγελο, σ’ ένα γελαστό βλέμμα, σε μια ανθρώπινη αγκαλιά. Ξεχνάμε να αντλούμε χαρά κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό, ένα θαλερό δάσος, ένα ανθισμένο λιβάδι, ακούγοντας το κελάηδημα ενός πουλιού σ’ ένα κλαδί. Ξεχνάμε πόση χαρά αποκομίζει η ψυχή μέσα από το δόσιμο, την αλήθεια, την προσφορά». Ήταν τριανταπέντε χρονών και οικογένεια δεν είχε κάνει. Όσο για σχέσεις είχε κάνει κάποιες σοβαρές ,αλλά η πολύωρη απασχόληση στη δουλειά και τα ταξίδια στο εξωτερικό ήταν τροχοπέδη στο να δέσει η σχέση και να προχωρήσει σε γάμο. Κι όμως της άρεσε να έχει οικογένεια και παιδιά. Οι γονείς της ζούσαν σ’ ένα νησί του Αιγαίου και μόνο κάποιες γιορτές περνούσε λίγο χρόνο μαζί τους. Μετά την απαγόρευση λόγω κορωνοϊού, σταμάτησαν τα ταξίδια στο εξωτερικό, στη δουλειά πήγαινε μία φορά την εβδομάδα και δούλευε κυρίως από το σπίτι με τον υπολογιστή. Ένα αιφνίδιο «τσακ» ήταν αρκετό για να αλλάξει το τοπίο. Όλα τα δεδομένα ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, ως δια μαγείας έγιναν ζητούμενα. Τα απλά, καθημερινά πράγματα, πέρασαν στη σφαίρα - 135 -


Παρασκευή Κηπουρίδου

του ανέφικτου. Η ζωή, σε τίποτα δεν θύμιζε αυτό που γνώριζε τόσα χρόνια. Μια απλή βόλτα δίπλα στο κύμα ανέφικτη. Ένας καφές με την παρέα της επικίνδυνος. Ένα ταξιδάκι αναψυχής απαγορευτικό. Η υγεία και η ζωή σε κίνδυνο ,η ψυχή στο γκρίζο, ο φόβος για την υγεία των αγαπημένων πληγή μόνιμη, σκαλωμένη σε ψυχή και νου. Γύρω αφθονία αγαθών μα όλο και πιο δύσκολο το να τα προμηθευτεί κανείς. Την απασχολούσε έντονα η σκέψη των γονιών της. Ευτυχώς η μεγάλη της αδερφή έμενε κοντά τους και δε θα τους έλειπαν τα βασικά είδη διατροφής, ούτε και τα απαραίτητα για την υγεία τους φάρμακα. Εβδομάδες μετά, παρατηρεί από το μπαλκόνι την ανθοφορία της φύσης κι ένα αίσθημα λύπης πλημμυρίζει τους διαδρόμους της ψυχής. Πριν λίγο καιρό, προσπερνούσε αδιάφορα την ομορφιά, τρέχοντας να φέρει εις πέρας όλα εκείνα που είχε προγραμματίσει. Η πραγματικότητα που βίωνε τώρα ήταν πρωτόγνωρη. Η Σοφία ήταν από τους ανθρώπους που τον περιορισμό στο σπίτι δεν τον έβλεπε σαν στέρηση ελευθερίας αλλά σαν κάτι που έπρεπε να δεχτεί με σύνεση, ηρεμία και σεβασμό στους ιατρικούς κανόνες. Όμως δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Η δουλειά βέβαια, μέρα με τη μέρα μειωνόταν οπότε είχε χρόνο να φροντίσει το σπίτι, να διαβάσει, να σκεφτεί. Πέρασε ο καιρός και πλησίαζε Πάσχα. Να πάει στο νησί αδύνατον, οπότε τις Άγιες μέρες ήταν υποχρεωμένη να τις ζήσει μοναχικά. Το βράδυ της Ανάστασης ετοίμασε μια σούπα, έφαγε μόνη, μίλησε με τους αγαπημένους της και με τους φίλους για να πει το «Χριστός Ανέστη» και ξάπλωσε στον καναπέ να δει τηλεόραση. - 136 -


Στη σκιά του αόρατου εχθρού

Ξαφνικά την έπιασε νοσταλγία. Αναμνήσεις σαν χείμαρρος, πλημμύρισαν τα σοκάκια του νου. Στα μάτια της σαν αστραπή πέρασε η φιγούρα ενός συναδέλφου, του Κώστα, που πριν μήνες της είχε κάνει πρόταση για σοβαρό δεσμό κι ακόμη δεν του είχε απαντήσει. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος, γοητευτικός, της άρεσε πολύ και ήταν ερωτευμένος μαζί της εδώ και πολύ καιρό. Τότε ήταν που κατάλαβε πόσο της έλειπε μια δική της οικογένεια. Αν είχε κάποιον να μοιράζεται τη ζωή της, αν είχε παιδιά τώρα το σπίτι θα ήταν γεμάτο ζωντάνια. Αν είχε κάποιον να την αγαπάει, όποια φουρτούνα κι αν της συνέβαινε θα την αντιμετώπιζαν μαζί. Κατάλαβε πως η ζωή είναι μικρή κι ο άνθρωπος περαστικός και αναλώσιμος. Κατάλαβε πως μόνο η δουλειά δε μπορεί να κάνει κάποιον ευτυχισμένο. Με πυξίδα την ενσυναίσθηση και την αγάπη και γνώμονα το πεπερασμένο της φύσης μας, μπορούμε να δουλεύουμε για να ζούμε, προσπαθώντας να αντλούμε εμπειρίες, γνώση και χαρά μέχρι να έρθει η στιγμή να τελειώσει αυτό το δύσκολο, μα και υπέροχο ταξίδι στο φως, που ονομάζεται ζωή. Εκείνη τη μαγική στιγμή πήρε συνειδητά την απόφαση να αλλάξει ρότα, ν’ αρπάξει τη ζωή απ’ τα μαλλιά και να μην χάσει στιγμή. Βαθιά μέσα της, αν και τρελό, ευχαρίστησε τον αόρατο εχθρό, για το καλό που άθελά του της έκανε. Αν και αργά τηλεφώνησε στον Κώστα, να του πει τα «χρόνια πολλά» και πως μόλις ξαναγίνουν φυσιολογικοί οι ρυθμοί θα ήθελε να συζητήσουν την πρότασή του. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ανάλαφρα χωρίς το άγχος που άλλες φορές δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. - 137 -


Δημήτρια Κουρίδη

Λιοντάρια και σκουλήκια έγιναν ένα Μια ιστορία πιο κάτω θα ξετυλιχθεί, που δεν περιορίστηκε μονάχα στα χώματα της συνείδησης, μα που έλαβε χώρα σε τόπο πραγματικό. Κάποτε, λοιπόν, υπήρχε ένα σκουλήκι, που πάσχιζε να κάνει την ταπεινή φωνή του ν’ ακουστεί. «Ελαφρύνετε την περπατησιά σας, λιοντάρια. Ως πότε θα σκοτώνονται άδικα τόσα σκουλήκια κάτω απ’ τα πέλματά σας;», ωρυόταν, μιας και ένα σωρό σκουλήκια τσαλαπατούνταν, δίχως λύπηση, καθημερινά. Τα λιοντάρια, ωστόσο, είχαν μάθει να μη δίνουν σημασία σε αιτήματα που δεν μπορούσαν σθεναρά να ειπωθούν και να μην κατεβάζουν το κεφάλι σε πλάσματα, που δε διέθεταν το δικό τους ανάστημα. Δεν μπορούσαν, επομένως, να αφουγκραστούν τις φωνές των σκουληκιών, μιας και ήσαν πολύ ισχνές, για να αντηχήσουν στα δικά τους ακατάδεχτα αυτιά. Έτσι, το σκουλήκι σύρθηκε ως τ’ αυτί του βασιλιά του, γιατί μόνον από εκεί θα άκουγε τη φωνή του και ξέσπασε όλο το παράπονο που είχε σωρέψει μες την ψυχή του: «Ένα ασήμαντο σκουλήκι μπορεί να είμαι μπροστά στη μεγαλειότητά σας, μα δεν μπορείτε να περιφρονείτε την ύπαρξή μου και ν’ αγνοείτε τις απελπισμένες μου κραυγές». Το λιοντάρι θύμωσε σαν αντιλήφθηκε το σκουλήκι στον ώμο του και σαν την οχληρή φωνή του αισθάνθηκε να μπαίνει στ’ αυτί του. «Σε διατάζω στο χώμα όπου ανήκεις να επιστρέψεις», βρυχήθηκε, «κι ως το ύψος το δικό μου, ποτέ να μην τολμήσεις να ξανασυρθείς». - 138 -


Λιοντάρια και σκουλήκια έγιναν ένα

Το σκουλήκι τρόμαξε, σαν είδε έτσι αγριεμένο το λιοντάρι, μα δεν μπορούσε να φύγει, προτού ολοκληρώσει το σκοπό του. «Βασιλιά μου, συγχωρέστε με εκ των προτέρων για το θράσος μου», του είπε με τρεμάμενη φωνή, «μα απ’ το σβέρκο σας δεν πρόκειται ν’ απαγκιστρωθώ αν δεν ακούσετε πρώτα το αίτημά μου. Σας εκλιπαρώ κι εσάς κι όλα τα λιοντάρια που διαφεντεύετε, πιο ελαφρά να βαδίζετε στη γη, γιατί χιλιάδες σκουλήκια σκοτώνονται καθημερινά κάτω απ’ τις φτέρνες σας». Το λιοντάρι έγινε πυρ και μανία. «Πώς τολμάς εσύ, ένα σκουλήκι, να κάνεις υποδείξεις και να θες χαλινάρι στη βροντερή περπατησιά των λιονταριών να βάλεις;», άρχισε να φωνάζει ανταριασμένο. «Μπείτε απλώς για λίγο στη θέση μας, βασιλιά μου», ψέλλισε το σκουλήκι, «και για ένα δευτερόλεπτο σκουλήκι φανταστείτε κι εσείς πως είστε και πείτε μου, αν ακριβώς το ίδιο αίτημα δε θα είχατε με μας». «ΕΝΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΕΝΟΣ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ, ΜΑ ΜΗΤΕ ΝΑ ΤΟ ΦΤΥΣΕΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΕΧΕΤΑΙ», αποκρίθηκε αγέρωχα το λιοντάρι και μήτε που φανταζόταν όταν ξεστόμιζε αυτά τα υπεροπτικά λόγια, πως σύντομα θα του ‘μελλε να πάθει, αυτό που ισχυριζόταν πως ουδέποτε θα μπορούσε να κάνει. «Ένα λιοντάρι δεν μπορεί στη θέση ενός ταπεινού σκουληκιού να μπει», καυχιόταν, λοιπόν, το λιοντάρι, μα το επόμενο πρωί θα ένιωθε στο πετσί του τη θέση του σκουληκιού που τόσο περιφρονούσε, μιας κι όλα τα λιοντάρια θα μεταμορφώνονταν σε σκουλήκια. Η μέρα χάραξε κι αντί της μεγαλόπρεπης κορμοστασιάς τους, λοιπόν, αντίκρισαν ένα λιλιπούτειο - 139 -


Δημήτρια Κουρίδη

κορμί, που δεν μπορούσε ωσάν σίφουνας να διασχίσει τη γη, μα ταπεινά επάνω της να συρθεί. Ο αλλοτινός βρυχηθμός τους, που αντηχούσε κι ήταν λες και τράνταζε ολάκερη τη γη, αντικαστάθηκε από μια λεπτή, σχεδόν αθόρυβη φωνή. Μα, δεν έπαψαν ακόμη και τότε να περιφρονούν τα σκουλήκια. «Τι χαίρεστε, πως όμοιά σας γίναμε; Εσείς σκουλήκια θα είστε για μια ζωή, μα εμείς σύντομα θα γίνουμε πάλι λιοντάρια και τότε η περήφανη χαίτη μας θα ανεμίσει κι η φωνή μας σαν σεισμός πάλι θα αντηχήσει», τους έλεγαν υπεροπτικά και δεν καταδέχονταν να περιοριστούν στο χώμα. Μιαν ημέρα, μάλιστα, άρχισαν να τα διατάζουν. «Βασιλιάδες δεν είμαστε; Για συρθείτε να μας εξυπηρετήσετε, λοιπόν», τους έλεγαν αγέρωχα. «Βασιλιάδες;», αποκρίθηκαν, όμως, τα σκουλήκια. «Μα, το στέμμα σας όχι μόνο ειν’ αδύνατον να σταθεί πια στο κεφάλι σας, μα και να το λιώσει μπορεί, αν πάνω του αφεθεί». Τα λιοντάρια μόρφασαν. «Δε θα γίνουμε και πάλι λιοντάρια; Θα δείτε τότε τι θα πάθετε», τα απείλησαν, έπειτα. Σύντομα, όμως, τα λιοντάρια θα έχαναν την περηφάνια τους. Κάθε μέρα που περνούσε, έπαιρνε μαζί της λίγο απ’ την υπεροψία τους και μια στάλα συμπόνιας απίθωνε στις εγωκεντρικές ψυχές τους. «Πώς μπορούν τα δόλια τα σκουλήκια να κοιμούνται και να ξυπνούν τόσα χρόνια μες το χώμα; Θαρρώ πως τη σιχαμερά εμποτισμένη με υγρασία γεύση του, ουδέποτε θα συνηθίσω», έλεγαν μεταξύ τους. «Γιατί το αργό σούρσιμό τους, συνηθίζεται; Πόσο χάνουν, τα κακόμοιρα, που ούτε να σηκωθούν και να τρέξουν δεν μπορούν», συμπλήρωναν. Μα, κι όταν οι βροντερές περπατησιές άλλων πιο μεγάλων τους πλασμάτων διέσχιζαν τη γη, απορούσαν: «Θεέ μου, τι μαρτύριο είν’ αυτό, με κάθε - 140 -


Λιοντάρια και σκουλήκια έγιναν ένα

βήμα να φοβάσαι πως θα χάσεις τη ζωή σου; Και τι βάσανο, ακόμη κι ο πιο μικρός θόρυβος απειλή γι’ αυτήν να είναι;». Άρχισαν, μάλιστα, κι αυτά να σηκώνουν τη φωνή τους για να προστατευτούν. «Σας παρακαλούμε, ελαφρύνετε λίγο την περπατησιά σας», ούρλιαζαν, μα παρόλο που κάποτε όλοι θα στέκονταν προσοχή μ’ έναν λόγο τους, τώρα η φωνή τους δεν είχε καμία ισχύ. Κι έτσι, τα λιοντάρια ένιωσαν πέρα ως πέρα τη ζωή των σκουληκιών και μια μέρα, με δάκρυα στα μάτια, τα πλησίασαν. «Θα ήταν άδικο να ήμασταν λιοντάρια την ώρα που τόσα σκουλήκια κάνετε μιαν τόσο δύσκολη ζωή στο χώμα. Δίκαια, λοιπόν, λιοντάρια και σκουλήκια γίναμε ένα», τους είπαν και μόνιασαν για πάντα. Τότε, λοιπόν, μεταμορφώθηκαν ξανά σε λιοντάρια κι όταν έπειτα από λίγο καιρό ξέφτιζε απ’ τη θύμησή τους η ζωή που μοιράστηκαν με τα σκουλήκια στο χώμα κι άρχιζαν πάλι να τα περιφρονούν, μια φωνή φρόντιζε να τα επαναφέρει. «Λιοντάρια και σκουλήκια είμαστε ένα», τους ψιθύριζε.

- 141 -


Αγγελική Μάνου

Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε Πάσχα με κορωνοϊό… Είμαι από εκείνους που κάνουν Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό. Κάθε χρόνο, τη Λαμπρή, σαν να έχω κάνει τάμα, πηγαίνω στο όμορφο και γραφικό χωριό μου. Δεν λησμονώ τον τόπο που γεννήθηκα και τους ανθρώπους μου. Είναι οι θησαυροί μου κι έτσι αισθάνομαι πως τους τιμώ, περνώντας τη γιορτή της ΑΓΑΠΗΣ κοντά τους. Από τα δεκαοχτώ μου, που έφυγα από το χωριό, το Πάσχα γυρνούσα στους γονείς μου, στο πατρικό μου, στους συγγενείς, στους παιδικούς μου φίλους για να τους αγκαλιάσω, να τους φιλήσω, να τους νιώσω, να μοιραστούμε ιστορίες για γέλια και για κλάματα, να μυρίσω τη μυρουδιά της μάνας μου… Αχ, αυτή η μάνα! Είχε πάντα ασβεστωμένες τις αυλές και το τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλούδια για να πιούμε το πρωινό καφεδάκι μας συνοδευόμενο με γλυκό κυδώνι που μόνο εκείνη πετυχαίνει και να πούμε τα μαντάτα μας. Βασιλικούδια ευωδιαστά σε γλάστρες στη σειρά κι όλων των ειδών τα ζαρζαβατικά στην αυλίτσα μας από την πάνω πλευρά… Κλείνω τα μάτια μου κι όλες οι εικόνες ζωντανές κι ευωδιαστές, περνούν σαν ταινία μπροστά μου λες κι έρχονται από το μακρινό παρελθόν ή από άλλη ζωή. Ή μήπως αυτή είναι η πραγματική ζωή και τούτο το θεριό που παλεύουμε φέτος, ο κορωνοϊός, είναι η άλλη ζωή, η μη κανονική, η αλλόκο- 142 -


Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε Πάσχα με κορωνοϊό…

τη, η ανάποδη, η παράξενη, η ανακατώστρα που ’φερε τα πάνω-κάτω, έσπειρε τον φόβο, άπλωσε τη θλίψη και τη στενοχώρια, κράτησε τους αγαπημένους μας μακριά, διέκοψε τα ταξίδια, περιόρισε τους ανθρώπους στα σπίτια και στα καβούκια τους και τους ανάγκασε να παρακολουθούν τα νέα ανελλιπώς και με ψυχαναγκασμό μετρώντας απώλειες, καταγράφοντας νούμερα απόγνωσης, απελπισίας και μοναξιάς; Συγνώμη, δεν πρόλαβα καν να σας συστηθώ. Είμαι ο Κώστας, ένας νέος κατά τη γνώμη μου άνθρωπος, γύρω στα πενήντα, μηχανικός στο επάγγελμα της κανονικότητας, έχω τρία παιδιά και μια υπέροχη σύζυγο. Κι ενώ πάντα πίστευα πως είχα φτιάξει ένα όμορφο σπίτι για τη φαμίλια μου, τούτες τις μέρες δεν με χωρούν τα εκατόν εξήντα τετραγωνικά του. Μ’ ενοχλεί ο ήλιος που μπαίνει από τα παράθυρα, το γραφείο μου που πάντα είχε απλωμένα σχέδια και χαρτιά με φαεινές ιδέες τώρα είναι πεντακάθαρο κι ανέγγιχτο. Έμπνευση για δουλειά; Θα αστειεύεστε! Η γυναίκα μου, όλη μέρα στην κουζίνα, μαγειρεύει με μανία υγιεινά φαγητά που τονώνουν τον οργανισμό, καθαρίζει κι απολυμαίνει με υστερία την κάθε επιφάνεια, κάθε προϊόν που μπαίνει στο σπίτι, εκτονώνοντας τον εκνευρισμό της και προστατεύοντάς μας, όπως λέει. Κάθε βράδυ τα μάτια της είναι κόκκινα και βαριά. Τα παιδιά πού είναι; Γιατί δεν ακούγονται; Άλλες φορές ξεσήκωναν τον κόσμο. Κλεισμένα στα δωμάτιά τους, συνδεδεμένα και καλωδιωμένα παρακολουθούν μαθήματα κι όταν τελειώνουν, μιλούν με τους φίλους τους στο κινητό ή στο skype. Βγαίνουν για φαγητό, λίγες κουβέντες «μασημένες» και πάλι - 143 -


Αγγελική Μάνου

στα ενδότερα… Κι εγώ ο καπετάνιος, ο αρχηγός, ο κουβαλητής, ο βράχος, πού είμαι, τι κάνω, τι προσφέρω; Μήπως ασφάλεια, σιγουριά και σταθερότητα ή μήπως κέφι και χαρά; ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ. Νιώθω αλλαγμένος σαν μεταλλαγμένος, ισοπεδωμένος, αποκαρδιωμένος, αδρανής, αχ, πόση αδράνεια πια. Και σκέψεις, σκέψεις ατελείωτες… Οι κοντινοί μου άνθρωποι, φέτος, έμειναν «από μακριά». Η μάνα μου μόνη της στο χωριό, έξω από τα Τρίκαλα, με κολπική μαρμαρυγή, ευπαθής ομάδα, ο πατέρας μου έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων το φθινόπωρο και την άφησε μόνη ύστερα από εβδομήντα χρόνια κοινής ζωής. Ο θείος μου, αδερφός της μάνας μου, στο χωριό με ζάχαρο, έχει απομονωθεί για να προφυλαχθεί. Τα παιδιά του, του πηγαίνουν φαγητό, τον χαιρετούν απ’ το παράθυρο και φεύγουν. Ο αδερφός μου, γιατρός στο Λονδίνο, κάθε μέρα και μια θλιβερή ιστορία μας περιγράφει από το νοσοκομείο όπου δουλεύει. Δεν γυρνάει στο σπίτι του, μένει σε ενοικιαζόμενο στούντιο για να προφυλάξει την οικογένειά του. Η αδερφή της γυναίκας μου, μόνη στην άλλη άκρη της Αθήνας, καρκινοπαθής, ο γιος της σε καραντίνα από τότε που γύρισε από το εξωτερικό. Μιλάμε καθημερινά πια στο τηλέφωνο για να νιώθουμε κοντά ο ένας στον άλλον, ανταλλάσσοντας σκέψεις κι επικοινωνώντας συναισθήματα άλλοτε αγάπης και νοσταλγίας κι άλλοτε φόβου και πανικού. «Μην στενοχωριέστε, γιόκα μου, καλά είμαστε εμείς στο χωριό, εσείς να προσέχετε και να μου φιλήσεις τα παιδιά», λέει η μάνα μου απ’ το τηλέφωνο. Ξαφνικά οι πιο μακρινοί μου άνθρωποι έγιναν κοντινοί. Οι γείτονές μου, καλά ανθρωπάκια δεν - 144 -


Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε Πάσχα με κορωνοϊό…

λέω, που δεν προλάβαινα στην «κανονικότητα» να ασχοληθώ μαζί τους γιατί νύχτα έφευγα, νύχτα γύρναγα από τη δουλειά, απέκτησαν άλλη αξία. Η κυρία Λούλα από τον τέταρτο όροφο, συνταξιούχος μένει μόνη της με τη γατούλα της συντροφιά. Εξαίρετη, συμπονετική, δεν παραπονιέται παρόλο που η μοναχοκόρη της είναι στην Αμερική αλλά τα μάτια της δείχνουν φόβο. Κάθε φορά που συναντιόμαστε στο ασανσέρ, όλο ευγένεια μου λέει: «Πήγαινε γιόκα μου εσύ πρώτος, έχεις μικρά παιδιά και σε περιμένουν, εγώ δεν βιάζομαι». Ο Ορέστης κι ο Νικήτας από τον δεύτερο όροφο, δύο γελαστά παλικάρια τις πρότερες μέρες, τώρα σχεδόν δεν μιλιούνται. Φοιτητές και οι δύο, τελειόφοιτοι, φιλαράκια καλά από το πρώτο έτος σπουδών δεν γύρισαν στα πατρικά τους στην Κατερίνη για να προφυλάξουν τους γονείς τους. Το νιόπαντρο ζευγάρι στον πρώτο όροφο, η Αλέκα κι ο Γιάννης, περιμένουν το πρώτο τους παιδί κι η Αλέκα είναι στο κρεβάτι με οδηγίες γιατρού. Ο Γιάννης βγαίνει για τα απαραίτητα ψώνια κι είναι κλεισμένοι στο διαμέρισμά τους. Τούτες τις μέρες νιώθω πως τους γνώρισα πραγματικά και τους αγάπησα. «Αποκλειστήκαμε» τούτο το Πάσχα στην Αθήνα, στην πολυκατοικία μας, στο διαμέρισμά μας, παρέα με την οικογένειά μας, τους αποκάτω, τους αποπάνω, τους αποδίπλα και τους απέναντι. Για σταθείτε λίγο… Είναι αυτοαποκλεισμός; Μήπως έπρεπε να έρθει ένας κορωνοϊός για να αναθεωρήσουμε πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα, να επανεκτιμήσουμε καταστάσεις κι ανθρώπους που δεν τους δίναμε σημασία ιδιαίτερη μέχρι πρότινος, - 145 -


Αγγελική Μάνου

να συνδεθούμε και να ξαναμιλήσουμε με τον εαυτό μας, να αναρωτηθούμε το πώς και το γιατί; Κάθε κρίση, λένε, πως γεννά μια ευκαιρία. Άραγε τι θα γεννηθεί; Αν ζούσε ο πατέρας μου, που όλοι τον αποκαλούσαμε σοφό για τις ιστορίες που μας έλεγε, φανταστικές και υπαρκτές, νιώθω πως θα με φώναζε κοντά του και θα ξεκινούσε την εξιστόρηση των γεγονότων… «Μια φορά κι έναν καιρό, ήρθε Πάσχα με κορωνοϊό. Κι αφού έκαναν υπομονή οι άνθρωποι, κρατώντας σαν φυλαχτά όσα τους έκαναν να ονειρεύονται κι αφού στερήθηκαν αγαπημένα τους πρόσωπα και συνήθειες και συστήθηκαν από την αρχή με τον εαυτό τους, ήρθε μια μέρα που έζησαν κανονικά και πάλι. Όσοι τα πήγαιναν καλά με τους κανόνες και τις δεσμεύσεις, δυσκολεύτηκαν λιγότερο, οι άλλοι περισσότερο. Όσοι είχαν ψυχικές δυνάμεις και γεμάτες τις καρδιές τους, το πέρασαν πιο ανώδυνα. Σ’ όλους άφησε το αποτύπωμά του ο κορωνοϊός. Πέρασε όμως ο καιρός, γέμισαν ξανά τα σπίτια με κόσμο, γέμισαν οι αγκαλιές, ξεχύθηκαν τα παιδιά στις πλατείες, γύρισε πίσω η ξεχασμένη ανεμελιά και η ζωή ξεκίνησε πάλι… Μέχρι τότε, φίλοι μου, να είστε καλά, και του χρόνου πιο καλά, με αγάπη και χαρά να γίνουμε όλοι μια αγκαλιά!»

- 146 -


Μαρία Σαράτση

Αόρατη απειλή Μια μαύρη σκιά απλώθηκε σε όλο τον πλανήτη. Όλοι μιλάνε για έναν αόρατο εχθρό. Χώρες, πόλεις, χωριά βρίσκονται σε απομόνωση. Πλέον μοιάζουν με φαντάσματα. Σκιές ανθρώπων παραμονεύουν στη γωνία. Φοβούνται να ξεμυτίσουν στον δρόμο. Τους βλέπεις να κρυφοκοιτάζουν πίσω από τα κλειστά παράθυρα. Ο φόβος είναι φωλιασμένος στις ψυχές τους. Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον τρομαγμένοι. Έγιναν επιφυλακτικοί. Προσπαθούν να απομακρυνθούν, όταν στο διάβα τους συναντήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο. Μέσα σε ένα λεπτό σταμάτησε ο κόσμος να είναι πια ο ίδιος. Κανείς δεν απλώνει το χέρι του στον άλλον, τελείωσαν οι αγκαλιές και τα φιλιά. Όλοι κρύφτηκαν πίσω από μια μάσκα, κανένα πρόσωπο δεν φαίνεται. Μόνο μάτια πλημμυρισμένα από απορίες. Φόβος, αγωνία, θλίψη και πολλές φορές θυμός που φώλιασε στις καρδιές των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν όλο το σύμπαν μας εκδικείται δίνοντάς μας μια γερή γροθιά στο στομάχι για να καταλάβουμε πώς νιώθει ο πλανήτης. Πόσο ανελέητοι και σκληροί είμαστε απέναντί του. Πόσο κακό του έχουμε κάνει. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες απομόνωσης, ολόκληρος ο πλανήτης αναζωογονήθηκε. Οι θάλασσες καθάρισαν, τα φυτά άνθισαν, ο αέρας μοσχομύρισε. - 147 -


Μαρία Σαράτση

Μήπως εμείς τόσον καιρό ξεσκίζαμε τις σάρκες αυτού του τόπου που μας φιλοξενεί; Μήπως είναι η ώρα να αναρωτηθούμε για αυτό τον αόρατο εχθρό που ήρθε και φώλιασε μέσα στις χώρες μας για να μας κάνει να σκεφτούμε κάποιες αξίες που είχαμε ξεχάσει; Να εκτιμήσουμε πράγματα που είχαμε δεδομένα, όπως την ελευθερία μας, την οικογένειά μας, τη θρησκεία μας; Μήπως έπρεπε να πάρουμε ένα μάθημα για όλα αυτά και να αναρωτηθούμε πως είμαστε περαστικοί από αυτό τον τόπο που μας φιλοξενεί; Τώρα ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε αρχίσει να φθειρόμαστε ως άνθρωποι. Ο εγωισμός και ο ατομικισμός είχαν γίνει το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μας. Ήρθε λοιπόν η ώρα να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Ξαφνικά ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι που λέγεται ιός, ήρθε να ανατρέψει τη ροή της σκέψης μας. Ίσως ήρθε πάλι σαν επισκέπτης να μας θυμίσει πως δεν είμαστε αναλλοίωτοι στον χρόνο. Ίσως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να ξεσκίζουμε τις σάρκες μας σαν πεινασμένα θηρία. Και σε όλη αυτή την απόγνωση, ήρθε να προστεθεί και η μοναξιά. Αυτό πιστεύω πως ήταν το χειρότερο σενάριο για τους ηλικιωμένους ανθρώπους που ξαφνικά έχασαν από δίπλα τους αγαπημένα πρόσωπα. Αναγκαστικά έπρεπε να μείνουν μόνοι τους μέσα στους άδειους τοίχους των σπιτιών τους για να προστατευτούν. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα που επικρατεί δίπλα μου, έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει ευγνώμων για πολλά πράγματα, καθώς αυτήν τη δύσκολη περίοδο είχα δίπλα μου την οικογένειά μου. Έτσι ο φόβος περιοριζόταν, αφού τους είχα μαζί μου ασφαλείς. - 148 -


Αόρατη απειλή

Μέσα σε αυτόν τον πανικό έτυχε να έρθουν και οι Άγιες μέρες του Πάσχα. Ένα Πάσχα τελείως διαφορετικό από αυτά που ξέραμε. Ένα Πάσχα που ήρθε για να φέρει καινούργια δεδομένα και καταστάσεις. Διαπίστωσα, λοιπόν, πως έπρεπε να αποβάλω κακές συνήθειες, όπως την απίστευτη τελειομανία μου. Τα κουλουράκια μέσα στις πιατέλες τυλιγμένα με σελοφάν και δεμένα με πολύχρωμες κορδέλες. Τα πασχαλινά αυγά βαμμένα πολύχρωμα και τοποθετημένα σε σειρά, λες και θα πέρναγαν από διαγωνισμό. Θα έπρεπε οι συγγενείς και οι φίλοι που είχα προσκαλέσει για τις Άγιες μέρες του Πάσχα να φύγουν με τις καλύτερες εντυπώσεις. Φέτος διαπίστωσα το μεγάλο λάθος μου. Μαζί με τις δύο κόρες μου και την εγγονή μου κάναμε ένα διαφορετικό βάψιμο αυγών. Αφού δεν θα είχαμε καλεσμένους, άφησα ελεύθερα τα τρία κορίτσια μου να βάψουν μόνες τους τα αυγά. Ένα θαύμα έγινε. Το σπίτι μεταμορφώθηκε σε παιδότοπο και χαρούμενες φωνές σαν τιτιβίσματα πουλιών ακούγονταν. Ανακάτεψαν τις μπογιές, με αποτέλεσμα να βγάλουν χρωματιστά αυγά που πραγματικά ομορφότερα δεν υπήρχαν. Λέρωσαν τα πάντα στην κουζίνα που έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Όμως η χαρά στα πρόσωπά τους έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει από ευχαρίστηση. Ήταν ένα διαφορετικό Πάσχα, αφού μου έδειξε τις προτεραιότητές μου. Την οικογένειά μου, την προσμονή που είχαμε για να ακούσουμε την καμπάνα της κλειστής εκκλησίας, το άναμμα της ροζ λαμπάδας μου, φτιαγμένη από τα μικροσκοπικά χεράκια της εγγονής μου με πολλή αγάπη. - 149 -


Μαρία Σαράτση

Το «Χριστός Ανέστη» που ήταν τόσο διαφορετικό και έγινε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, κοιτάζοντας τον ουρανό που γέμισε χιλιάδες χρώματα και μας έκανε να νιώσουμε λίγο από το φως της Ανάστασης μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο την πίστη μας. Οι συνήθειες τόσων χρόνων άλλαξαν σε μια στιγμή. Όλοι μας αναθεωρήσαμε ακόμα και τα βασικά πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα. Μέσα στην άγνοια του ΕΓΩ μας, ανοίξαμε τους ορίζοντες του μυαλού μας. Πιστεύω πως ο ιός μας έκανε να καταλάβουμε τις αξίες της ζωής. Να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Να δείχνουμε αλληλεγγύη για τους συνανθρώπους μας και να καταλάβουμε πως είμαστε απλοί επισκέπτες σε αυτό τον πλανήτη.

- 150 -


Ελένη Α. Βλιώρα

Δύο χέρια θυμούνται και αφηγούνται… Μια φορά, πριν από όχι και τόσον καιρό, στον κόσμο των χεριών επικράτησε μεγάλος πανικός! Ξημέρωσε μια ηλιόλουστη μέρα, κι ενώ όλα έμοιαζαν να είναι όπως είχαν συνηθίσει γενιές και γενιές χεριών από τότε που άρχισαν να γράφονται ιστορίες με τη βοήθεια πινέλων, γραφίδων, μολυβιών, στυλό και πρόσφατα και πληκτρολογίων, τίποτα δεν έμελλε να είναι πια το ίδιο. Την ημέρα εκείνη λοιπόν, μόλις ξύπνησαν τα χέρια όλου του κόσμου, τεντώθηκαν, πλύθηκαν και βοήθησαν στην επιμέλεια των άλλων μελών της οικογένειάς τους (πρόσωπο, σώμα, μαλλιά). Ετοίμασαν πρωινό, έφτιαξαν γάλα και καφέ, άλειψαν ψωμιά για κολατσιό, τακτοποίησαν στις τσάντες μικρών και μεγάλων κλειδιά, χαρτιά, βιβλία, πορτοφόλια και ξεκίνησαν να βγουν από τον μικρό κόσμο του σπιτιού τους στον έξω, τον μεγάλο κόσμο. Όλα τα χέρια μικρά και μεγάλα λαχταρούσαν αυτές τις εξορμήσεις πώς και πώς! Κάθε ξημέρωμα τους περίμενε και μια νέα περιπέτεια! Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις όμορφες ελεύθερες μέρες που περνούσαν… Τη συμμετοχή τους σε μπόλικες σφιχτές χειραψίες, τις ζεστές αγκαλιές και τη δυναμική εμψύχωση που έδιναν χτυπώντας ενθαρρυντικά άλλους στην πλάτη ή τσιμπώντας τους περιπαιχτικά το μάγουλο… Την επιβεβλημένη βοήθεια να καθαρίσουν μικρές, μεγάλες, τσιγκελωτές, σουβλερές, πατικωμένες και στρουμπουλές μύτες όταν αυτές έτρεχαν από χαρά ή από λύπη. Τις ατελείωτες στιγμές - 151 -


Ελένη Α. Βλιώρα

που περνούσαν στο σχολείο ανταλλάσσοντας μολύβια, γόμες, μαρκαδόρους, ή στη δουλειά μετακινώντας έγγραφα ή μεταφέροντας ένα σωρό αντικείμενα χωρίς να ανησυχούν. Τις άπειρες ώρες που έπαιζαν τσαλαβουτώντας σε χώματα, πιάνοντας μετά παιχνίδια και μεταφέροντας ανέμελα τρόφιμα και ποτά στα στόματα μικρών και μεγάλων, χωρίς να χρειάζεται να νοιάζονται για τίποτα. Αχ! Τι όμορφα που περνούσαν τότε! Όλα όμως ξαφνικά άλλαξαν. Ούτε που θα μπορούσε κανείς να το φανταστεί! Μια μέρα, μεγάλο κακό ξέσπασε σε χέρια μακρινά στα βάθη της Ανατολής. Ένας ιός με αξίωμα –φορούσε κορώνα όταν δραπέτευσε!– κατάφερε να ξεφύγει από το κλουβί του, κολλώντας πάνω σε δυο περαστικά χέρια. Δεν έγινε αρχικά αντιληπτός μια που ήταν αόρατος για τα ανυποψίαστα χεράκια. Ξεκίνησε λοιπόν το μεγάλο ταξίδι του, χρησιμοποιώντας ως κύριο μεταφορικό μέσο χιλιάδες άλλα χέρια, μικρά και μεγάλα που χωρίς να τον καταλάβουν, τον μετέφεραν και τον κουβαλούσαν δωρεάν σε όλο τον κόσμο. Αυτό από μόνο του δεν θα προκαλούσε πρόβλημα κανένα! Δεν ήταν άλλωστε ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος του είδους του που εκμεταλλευόταν την καλοσύνη των χεριών και ταξίδευε τζάμπα. Όμως, ο ιός με αξίωμα ήταν άγριος και ατίθασος. Όπου έβρισκε ευκαιρία δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Με τη βοήθεια των ανύποπτων χεριών κατάφερε να τρυπώσει σε διάφορα μέρη (μάτια, μύτη, στόμα) προκαλώντας τεράστια αναστάτωση. Πολλοί άρχισαν να αρρωσταίνουν, άλλοι λιγότερο και άλλοι πάρα πολύ βαριά. Δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει - 152 -


Δύο χέρια θυμούνται και αφηγούνται…

αυτό! Ο ιός έπρεπε να τιθασευτεί! Επιστημονικά χέρια βάλθηκαν να ανακαλύψουν έναν τρόπο για να τον εξημερώσουν. Χέρια μεγάλα και μικρά, ντελικάτα και χοντροκομμένα, χέρια σε όλα τα χρώματα, από την Ανατολή ως τη Δύση και από τον Βορρά ως τον Νότο, συνεργάζονταν πυρετωδώς ανακατεύοντας σε δοχεία και μπουκαλάκια με σύριγγες και τσιμπιδάκια διάφορα συστατικά, αναζητώντας τον καλύτερο συνδυασμό που θα οδηγούσε τον ιό στο να γίνει φρόνιμος, σεμνός και ταπεινός. Σε αυτή τη δύσκολη αποστολή όλοι τους, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά με τον τρόπο του, έπρεπε να βάλε ένα χεράκι. Όλοι συνεργάστηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη και με μεγάλη αφοσίωση. Έτσι, δόθηκε οδηγία, θα έλεγε κανείς και εντολή, πώς κάποια χεράκια για το καλό όλων δεν έπρεπε να κυκλοφορούν για λίγο καιρό ελεύθερα και ανέμελα. Δεν επιτρέπονταν πλέον οι χειραψίες, ούτε τα χαϊδολογήματα. Τα χέρια όλων, μικρά και μεγάλα, έπρεπε καθημερινά να κάθονται και να τρίβονται με σαπούνι κάτω από νερό πάρα πολλές φορές. Αν έβγαιναν με ειδική άδεια εκτός του σπιτιού τους, επιβαλλόταν να λούζονται συχνά-πυκνά με ένα ειδικό υγρό το «αντισηπτικό». Για οποιαδήποτε εργασία έπρεπε να είναι καλυμμένα με κάτι ειδικές μάσκες για χέρια που ονομάζονταν γάντια. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, τη μύτη, τα μάτια, το στόμα δεν επιτρεπόταν καν να τα πλησιάσουν. Ακόμα και τους κολλητούς τους που συναντούσαν στο σχολείο, στις εξωσχολικές δραστηριότητες, στις διάφορες δουλειές τους, έκαναν πολύ καιρό να τους ακουμπήσουν ή ακόμη και να τους ξαναδούν από - 153 -


Ελένη Α. Βλιώρα

κοντά. Τα μικρά χεράκια δεν έκανε να πιάσουν ή ακόμη και να πλησιάσουν παιχνίδια σε παιδικές χαρές. Για μολύβια και γόμες που αντάλλασσαν στο σχολείο, ούτε που να το σκεφτόταν, όσο ο ατίθασος ιός κυκλοφορούσε ελεύθερος και δεν είχε ακόμη εξημερωθεί. Άντε να ακουμπούσαν για ένα κλικ τα ποντίκια των υπολογιστών τους και να χαιρετούσαν με ασφάλεια τους φίλους τους μέσα από οθόνες έξυπνων συσκευών. Σε κάποια χεράκια αυτό άρεσε στην αρχή. «Επιτέλους ξεκούραση!» ακούγονταν να δηλώνουν. «Τι ωραία που δεν βρομίζω τώρα πια τόσο εύκολα» έλεγαν άλλα. Οι μέρες όμως περνούσαν και τα χεράκια μικρά και μεγάλα άρχιζαν να μαραζώνουν. Άλλα ζάρωναν από την πολλή χρήση αντισηπτικού, άλλα άρχισαν να νιώθουν αδυναμία από την έλλειψη δουλειάς, άλλα πάλι αισθάνονταν μοναξιά γιατί δεν είχαν κανέναν να χαϊδέψουν ή ακόμα και απλά να χαιρετήσουν. Και ενώ οι μέρες κυλούσαν με αργό, μονότονο ρυθμό, η αγωνία όλων και η ανυπομονησία γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Όλα τα χεράκια προσπαθούσαν πλέον να βοηθήσουν με τον τρόπο τους να τιθασευτεί αυτός ο ιός που είχε αναστατώσει την, μέχρι πρότινος, όμορφη καθημερινότητά τους. Έβγαιναν στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν όσα χεράκια δούλευαν νυχθημερόν. Έγραφαν ιστορίες για να διασκεδάζουν και να μην αφήσουν κανένα χεράκι να αισθανθεί μόνο του αυτές τις δύσκολες στιγμές. Ακόμη και τις μέρες της Λαμπρής όπου παραδοσιακά όλα τα χεράκια συνήθιζαν να κρατούν από μια λαμπάδα και να κάνουν άπειρες χειραψίες, να τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά με όλους τους - 154 -


Δύο χέρια θυμούνται και αφηγούνται…

συγγενείς και φίλους, φέτος δεν το διακινδύνεψαν. Πολύ μεγάλος ήταν ο κίνδυνος να κρυβόταν κάπου εκεί ο ατίθασος ιός με αξίωμα. Μαζεύτηκαν μόνο στα μπαλκόνια με τα δικά τους στενά οικογενειακά χεράκια και χωρίς να γυρίσουν τις πατροπαράδοτες σούβλες με το αρνί και κοκορέτσι ή να χτυπάνε παλαμάκια και να κρατιούνται από μαντήλια για να χορέψουν πολλά μαζί. Όλοι μοιράζονταν την ίδια αγωνία. Τι θα γινόταν με τον ατίθασο ιό; Και η λύση δεν άργησε να δοθεί. Η γιορτή της Λαμπρής έκανε το Θαύμα της. Το φως της Ανάστασης θα φώτιζε για άλλη μία φορά τα χεράκια που έψαχναν να βρουν τη λύση. Ο ιός ύστερα από την εξειδικευμένη δουλειά κάποιων χεριών που έδρασαν ως θηριοδαμαστές, όχι μόνο έμαθε τρόπους, άλλα σεβόταν πλέον τα χέρια όλων και υποχρεώθηκε να συμπεριφέρεται ορθά, να υπακούει κι αυτός στους κανόνες, χωρίς να αρρωσταίνει πλέον τους πάντες. Οι κόποι όλων, μικρών και μεγάλων, η επιμονή, η υπομονή και η άψογη συνεργασία θα οδηγούσαν για άλλη μία φορά, στην πολυπόθητη ελευθερία των χεριών και την επιστροφή τους στην καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα η οποία ποτέ ξανά δεν θα ήταν ίδια με πριν. Μια καθημερινότητα που θα έκανε όλα τα χεράκια του κόσμου να αντιληφθούν πως κάποια πράγματα δεν είναι δεδομένα. Μια καθημερινότητα στην οποία άρχισαν να εκτιμούν και πάλι αξίες που ως τότε τις θεωρούσαν αυτονόητες, απλές και δεν τις είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Γιατί, τίποτα δεν πρέπει να θεωρούμε στη ζωή μας αυτονόητο. Ούτε μια απλή, όπως πιστεύαμε ως τώρα, χειραψία! - 155 -


Αναστασία Κορινθίου

Σκονισμένες αναμνήσεις O COVID-19 μου συστήθηκε και έφερε την παγωνιά στο σώμα και στην ψυχή μου. Με έκλεισε μέσα στο σπίτι Πασχαλιάτικα κι εγώ άδραξα την ευκαιρία να καθαρίσω το σπίτι και τις σκέψεις μου... Επιτέλους βρήκα χρόνο να σκαρφαλώσω στο πατάρι , να σκονιστώ και να ξεσκονίσω... Μια κούτα με βιντεοκασέτες τράβηξε την προσοχή μου... Μάλλον την είχα καταχωνιάσει σαν ήρθα στην Αθήνα πριν τέσσερα χρόνια, σε αυτήν τη γωνιά. Μάλλον ήρθε η στιγμή να τη βρω. Με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σε μια πρόχειρη αλογοουρά και με τις αγαπημένες μου πιτζάμες , κάθισα μπροστά από την τηλεόραση και ξεκίνησα ένα ταξίδι στο χθες. Η κάθε βιντεοκασέτα και μια χρονολογία: ΓΑΜΟΣ 1994 ΓΕΝΝΗΣΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ 1995 ΖΗΝΕΤΑ 1998 ΠΡΩΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΛΑΣ MILLENNIUM ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕΣ 2000 ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΖΗΝΕΤΑΚΙ ΓΕΝΝΗΣΗ ΑΝΤΩΝΗ 2003 ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2004 ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 2005 ΙΣΤΙΟΠΛΟΙΑ ΣΥΜΗ 2007... Ξαφνικά τα μαλλιά μου γίνονται πάλι καστανόξανθα, φεύγει αυτό το οξυζεναρισμένο ξανθό της - 156 -


Σκονισμένες αναμνήσεις

Βαrbie, είμαι 20, 25, 30 και η ζωή είναι όλη μπροστά μου. Η μικρή μας sony που αγοράσαμε με δόσεις από τον Κωτσόβολο, καταγράφει τις στιγμές, καταγράφει αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που ίσως και να είχα ξεχάσει. Μπορώ να θυμηθώ εδώ μέσα σε αυτό το σπίτι , σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη ζωή που δεν επέλεξα μα με επέλεξε , μια μια τις τούρτες που σας είχα φτιάξει . Μπορώ να θυμηθώ τα δώρα που σας έχω πάρει, τα μέρη που συχνάζαμε, τη μουσική που ακούγαμε. Μπορώ να θυμηθώ και πάλι, τώρα στο 2020, τραπέζια και γλέντια, και τι χρώμα είχαν τα σεντόνια μας, και τι όμορφα που στολίζαμε τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα μας με ασημί βροχή και τα πάντα όλα. Αυτές οι μαρτυρικές μέρες που εσύ κι εγώ μπήκαμε σε μια διαδρομή χωρίς επιστροφή, δεν υπάρχουν πια και τώρα μπορώ να θυμηθώ τη φωνή σου. Ήταν τόσο δεδομένη η φωνή σου. Ήταν τόσο δεδομένη η σιγουριά που μου έδινε! Θυμάμαι... Θυμάμαι και μετανιώνω για τις φορές που ΔΕΝ σου μίλησα. Κάναμε διαλόγους ολόκληρους εσύ κι εγώ μόνο με τα μάτια, όλη μας τη ζωή. Τώρα όμως, τώρα ξαφνικά καταλαβαίνω πόσο πολύ θα ’θελα να ακούσω τη φωνή σου μια ακόμα φορά. Εκείνη τη φωνή που ήξερα από την ανάσα της και μόνο, αν είναι θυμωμένη, αν είναι κουρασμένη, φοβισμένη, αν γελά ή αν προσπαθεί να κρύψει κάτι. Αυτό που δεν σου είπα ποτέ είναι πως υπήρχαν φορές που σε έπαιρνα τηλέφωνο χωρίς να θέλω κάτι. Μόνο και μόνο για να σε ακούσω και να ξέρω πως «όλα είναι στη θέση τους». Και τώρα… τίποτα - 157 -


Αναστασία Κορινθίου

δεν είναι στη θέση του. Όλα είναι μέσα σε γαμημένες βιντεοκασέτες. Το πρώτο χαμόγελο του μωρού, το πρώτο «αγκού», τα πρώτα βήματα... Κι εμείς; Πού είναι η δική μας πρώτη φορά σε αυτό τον άγριο κόσμο εκεί έξω; Κι εσύ, που είσαι εσύ; Τώρα τίποτα δεν είναι στη θέση του σου λέω… Μικρή ανόητη. Τραβούσες αυτά τα βίντεο και νόμιζες πως παγίδευες τον χρόνο ενώ στη ουσία ο χρόνος παγίδευε εσένα. Άκουσέ με... απλά άκουσέ με. Να μιλάτε στους ανθρώπους σας. Να τους ακούτε… Να στρώνετε κάθε μέρα αυτό το καλό τραπεζομάντηλο της γιορτής γατί κάθε μέρα είναι γιορτή αν τους έχετε κοντά σας. Να μην φυλάτε τα «καλά « σας ρούχα στην ντουλάπα, να μην τσιγκουνεύεστε τις βόλτες για την Κυριακή και τις βραδινές εξόδους για τα Σάββατα, να κάνετε έρωτα κάθε μέρα και μην γυρνάτε πλευρό στον άνθρωπό σας κουρασμένοι από το φορτίο και τα προβλήματα της μέρας. Να λέτε «σε αγαπώ», να λέτε «συγγνώμη» , «φοβάμαι» , «σε θέλω», «σε χρειάζομαι». Ο χρόνος είναι παγίδα. Η ζωή είναι μία φαρσοκωμωδία. Κάθε μια όμως από αυτές τις στιγμές που απόψε αραδιάσαμε μπροστά στην τηλεόραση σαν την ζωή μας που «σώθηκε» σε καρέ , είναι καταδικασμένη να χαθεί. Να καταχωνιαστεί σε ένα πατάρι δίπλα από τα στολίδια που φυλάξαμε σε κούτες, δίπλα σε ένα μελαγχολικό δέντρο από πλαστικό που δεν στολίζουν πια τα δικά σου χέρια. Άκουσέ με... πρέπει να ξέρεις πως με τη ζωή πάντα ερχόμαστε σε μετωπική. Από κοριτσάκια ...γυναίκες. - 158 -


Σκονισμένες αναμνήσεις

Από κούκλες στα χέρια με μωρά αληθινά. Γίναμε άθελά μας Γυναίκες δύσκολες, μη διαχειρίσιμες. Γυναίκες που η ζωή έπαιξε με τα όνειρά τους και εκείνες δεν έμαθαν να λογοδοτούν σε εφιάλτες… Ρισκάραμε τα πάντα φορώντας ένα λευκό νυφικό, θυσιάζοντας τις τζιν σκισμένες εφηβικές αποδράσεις. Και πάνω που ξεπληρώσαμε το στεγαστικό ήρθε η στιγμή να πληρώσουμε με επιτόκιο τον Έρωτα, ήρθε η στιγμή από τη μετριότητα και τα χλιαρά «περίπου» να αφήσουμε τη μοναξιά να μας κάνει παρέα. Γυναίκες που αγάπησαν με πάθος, που προδόθηκαν και μάτωσαν. Κάθε μήνα να ματώνεις με μια καταραμένη από τον Παράδεισο ενοχική περίοδο και κάθε μέρα να σε ματώνουν όσα επέλεξαν αντί πληγή να γίνουν γρατζουνιά. Με βλέπω σε αυτές τις βιντεοκασέτες και θέλω να μου ουρλιάξω: «Πάρε αγκαλιά κι άλλο τα παιδιά, φίλησέ τα , παράτα τα όλα και παίξε μαζί τους με τις κούκλες, γέλα, φίλα, τραγούδα, χόρεψε! Και τώρα, τώρα που ξέρω πως είναι πολύ αργά να γυρίσω τον χρόνο πίσω, υγραίνονται τα μάτια μου, και τώρα οι άνθρωποί μου, αυτοί που αγάπησα, μου απλώνουν τα χέρια τους μέσα στην οθόνη της τηλεόρασης κι η αγκαλιά τους είναι αληθινή. Οι άνθρωποι μου!!! Αυτοί που ΔΕΝ ξε-αγάπησα. Αυτοί που θα αγαπώ για πάντα. Αυτοί που δεν ζυγίζουν πορτοφόλια. Ζυγίζουν ματιές. Δεν μετράνε με χρόνια και στιγμές αλλά με ματιές. - 159 -


Αναστασία Κορινθίου

Μας δένουν όχι βέρες μα οι πληγές μας. Μας δένουν αυτές οι βιντεοκασέτες με τις στιγμές μας, τα χαμόγελα που ξεθώριασαν, τα χρώματα που κρακελάρουν, οι γιορτές που πατάω fast forward να τρέξουν μπροστά. Πατάω stop. Η Αναστασία με μάτια πράσινα, φωτεινά, κοιτά στην κάμερα και λέει «ΣΕ ΑΓΑΠΩ». Σε αγαπώ… ΣΕ αγαπώ... Σε αγαπώ... Η κασέτα κόλλησε. Πάντα κολλάνε τα αληθινά «σε αγαπώ» στην ψυχή μας. Σε νίκησα COVID-19... Το εμβόλιο για να μην πεθάνει ποτέ ο άνθρωπος πάντα θα είναι η αγάπη…

- 160 -


ΜΈΡΕΣ ΓΙΟΡΤΉΣ ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΊΝΑ ΣΥΛΛΟΓΉ ΔΙΗΓΗΜΆΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ 2020 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΥΔΡΟΠΛΑΝΟ


Αφιερωμένο σε όλα τα μπαλκόνια, τις αυλές, τα υπόγεια και τα ρετιρέ, στα παγκάκια και τις σκηνές, σε όλα τα παράθυρα αυτού του πλανήτη που τις μέρες της καραντίνας είχαν μία κοινή θέα την ελπίδα.

Γιάνναρου 19, Άλιμος 210 72 47 042 info@ydroplanobooks.gr ydroplanobooks.gr


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.