Η Συνθήκη της Λωζάννης: ο θεμέλιος λίθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων της Μαρίας Σκαμνέλου
Στις 24 Ιουλίου του 1923 στο Παλέ ντε Ρουμίν της Λωζάννης, στην “μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου”, όπως ο ίδιος ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στους συνταγματάρχες Νικόλαο
Πλαστήρα και Στυλιανό Φωκά, υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης. Εκατό χρόνια πριν: ένας
αιώνας που σίγουρα φαντάζει να χάνεται στα βάθη της ιστορίας, όμως κάθε άλλο παρά ανεπίκαιρη
δεν είναι η ίδια, τα άρθρα της, ο χαρακτήρας και το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό μέσα στο οποίο
επικυρώθηκε. Έχει καθορίσει τους δεσμούς δύο κρατών, έχει επηρεάσει την αλληλεπίδρασή τους, την πολιτική γεωγραφία τους, έχει επαναπροσδιορίσει όρους και σύνορα, καταστάσεις και ολόκληρες ανθρώπινες ζωές. Ποιοι ήταν όμως οι πρωταγωνιστές; Το υπόβαθρο και τα δεδομένα
που τη διαμόρφωσαν; Οι προϋποθέσεις αλλά και οι συνέπειές της; Πώς τελικά αναδύεται ο
διαχρονικός χαρακτήρας και η σπουδαιότητά της;
Ο
Βενιζέλος που βρισκόταν εκείνο το διάστημα στο Παρίσι ανέλαβε την εκπροσώπηση της
χώρας στις πολιτικές διαπραγματεύσεις στο εξωτερικό, χωρίς την συγκεκριμένη χρονική περίοδο να διατελεί κάποιο αξίωμα. Ο πολιτικός, έχοντας καθαρά το θεσμικό ρόλο του “Προέδρου του
Υπουργικού Συμβουλίου” αξιοποίησε την διπλωματική του εμπειρία και επεδίωξε να περιορίσει τις επεκτατικές βλέψεις που υποκινούσε η ιμπεριαλιστική νοοτροπία των Τούρκων, που ως νικητές ήταν αδιάλλακτοι και διεκδικούσαν περισσότερα με φανερή την ασύστολη ιδιοτέλεια που τους διακατείχε. Σημείο καμπής, αποτέλεσε η δρομολόγηση της Συνδιάσκεψης στη Λωζάννη, όπου θα συνήρχοντο αντιπροσωπείες από άλλα κράτη για να παρθούν ευρύτερες και μόνιμες λύσεις για τη
νέα τάξη πραγμάτων που δημιούργησε ο Μικρασιατικός πόλεμος (1919 – 1922).
Με την Σύμβαση της Λωζάννης - συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης για την ανταλλαγή των πληθυσμών των δύο χωρών στις 30 Ιανουαρίου 1923 - να προηγείται, η ομώνυμη Συνθήκη ένα χρόνο αργότερα ήρθε για να επισφραγίσει την ειρήνη,να τερματίσει τα πάθη του παρελθόντος και να επιφέρει την εθνική ομογένεια, θέτοντας τα όρια των δύο σύγχρονων κρατών. Όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος ο Βενιζέλος αναδείχθηκε ρυθμιστής της κατάστασης, σηκώνοντας στους ώμους του το βάρος των πολύωρων και κρίσιμων διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, των άμεσα ενδιαφερόμενων χωρών, της Ιταλίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, κρατών εμπλεκομένων στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο ρόλος που διαδραμάτισε ήταν, χωρίς αμφιβολία, καταλυτικός. Εκτός από δεινός ρήτορας και πολιτικός, επιστρατεύοντας ταυτόχρονα και τα ιδανικά του Έλληνα πατριώτη και εκπροσωπώντας έτσι όλο το ελληνικό έθνος, διακρίθηκε για
τις ικανότητές του και παρουσιάστηκε ως φορέας των συλλογικών αιτημάτων του ελληνικού λαού.
Τον διακατείχε πολιτικό ήθος και διεθνές εμβληματικό κύρος, με αποτέλεσμα να κερδίσει αβίαστα
τον σεβασμό και την προσοχή των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων.
Επιπρόσθετα, στηρίχθηκε στην μακρόχρονη θητεία του ως πολύπειρος πρωθυπουργός της
Ελλάδας, έχοντας αντιμετωπίσει πληθώρα ανοικτών μετώπων, εμποδίων και αδιεξόδων. Όπως
χαρακτηριστικά ανέφερε και ο ίδιος “υπέγραψε με την συναίσθηση πως προσφέρει τις υπηρεσίες
του στην πατρίδα”. Υπήρξε απόλυτα ψύχραιμος και συνειδητοποιημένος, αποφασιστικός και
ταυτόχρονα ορμητικός με γνώμονα πάντα τη λογική λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κρισιμότητα των
συνθηκών, παρ’ όλο που “κατακλυζόταν από βαθείαν μελαγχολίαν”, καθώς με την διαδικασία
καταργούνταν οριστικά η Συνθήκη των Σεβρών, η μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας
που δικαίωσε τον αγώνα της τολμηρής πολιτικής του όλα εκείνα τα χρόνια και μετέτρεψε την
Ελλάδα από μικρό και ασήμαντο Βασίλειο των παραμονών των Βαλκανικών πολέμων στην
“Ελλάδα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών”. Προσπάθησε όμως, παρά την ήττα που
υπέστη συνολικά η ελληνική επικράτεια, να διασφαλίσει με κάθε τρόπο από δω στο εξής την αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη των δύο γειτονικών κρατών. Η παγίωση των συνόρων και η
εθνική συνοχή θα οδηγούσαν αναμφίβολα στη συνολική αναβάθμιση του κοινωνικοπολιτικού
γίγνεσθαι και την αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη.
Επιδραστικότατη υπήρξε και η παρουσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του αντίστοιχου
εθνάρχη του τουρκικού κράτους, τίτλος ο οποίος του αποδόθηκε αργότερα. Όντας στρατηγός και μετέπειτα πολιτικός, ακολούθησε την τακτική του συγκεντρωτισμού και του εκτουρκισμού
αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας ενιαίας Τουρκίας. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως
παρακολουθούσε όπως αναφέρεται την καταστροφή της Σμύρνης, τις λεηλασίες, την σφαγή και τον όλεθρο, “απολαμβάνοντας τη θέα από το μπαλκόνι της αρραβωνιαστικιάς του”. Απολάμβανε το
θρίαμβο, την αίγλη της νίκης και τη δικαίωση στο πρόσωπό του, την καταξίωση του και τη
διάκρισή του ως σωτήρα του τουρκικού έθνους. Μπήκε στην αίθουσα των Συνεδριάσεων με ύφος

περιχαρές και συνάμα αλαζονικό να εκπροσωπήσει την Τουρκική Εθνοσυνέλευση από την οποία
έλαβε την λαϊκή εντολή να ακυρώσει την Συνθήκη των Σεβρών. Υπό την ηγεσία του, η νέα
εθνικιστική Τουρκία, επαναδιαπραγματευόταν τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών από θέσεως στρατιωτικής ισχύος. Κύριος εκφραστής όλης της διαπραγματευτικής διαδικασίας, ο Κεμάλ με πλούσια ύλη επί του θέματος προέβαλε μια πληθωρική λίστα αξιώσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε επίπεδο διμερών ελληνοτουρκικών θεμάτων, εκκρεμούσαν η χάραξη νέων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, η διευθέτηση του ζητήματος των μειονοτήτων και των προσφύγων, οι αιχμάλωτοι πολέμου και οι πολεμικές
Ασθενής της Ευρώπης”. Σκληρός, αυταρχικός και φιλόδοξος, ο Κεμάλ πέτυχε να εδραιώσει την
κυριαρχία της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Και κάπως έτσι έφτασαν στην υπογραφή της Συνθήκης. Τα άρθρα της αν και διατυπωμένα σε διαφορετικούς καιρούς διατηρούν μέχρι και σήμερα την ισχύ τους, παρά τις μεταβολές του
αιώνα που μεσολάβησε, τις διαφοροποιήσεις σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Διαχρονική και απτόητη
η Συνθήκη της Λωζάννης δεν έχει επιδεχθεί καμία αλλαγή, καμία τροποποίηση, παρά μόνο κάποιες - ουκ ολίγες - παραβιάσεις, θέμα, όμως, που θα αναλυθεί στην πορεία. Αξίζει, επομένως, να διερευνηθούν με προσοχή κάποιες από τις διατάξεις της που καθόριζαν και καθορίζουν πολλές
παραμέτρους ιδιαίτερα της πολιτικής σκηνής των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Η Συνθήκη
μεταξύ άλλων όρισε τα χερσαία σύνορα του Έβρου στην περιοχή της Δυτικής Θράκης και το
καθεστώς των Νησιών του Αιγαίου, αναλυτικότερα την αποστρατικοποίησή τους και την ρητή εντολή πως απαγορεύεται η εγκατάσταση ναυτικής βάσης και η εκτέλεση οχυρωματικών έργων.
Εκτός αυτού επικύρωσε το προγενέστερο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Λωζάννης περί
ανταλλαγής των πληθυσμών θέτοντας συγκεκριμένες εξαιρέσεις για τους Έλληνες ορθόδοξους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και τους Τούρκους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Υπαγορεύθηκαν επίσης τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα όλων των πολιτών και των δύο κρατών συμπεριλαμβανομένων και των ανταλλαξίμων λαμβάνοντας υπόψη τις θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες.
Ουδετεροποιήθηκαν συνεπώς τα σύνορα, επιτεύχθηκε σε μεγάλο ποσοστό η εθνική συνοχή και ενότητα, ίσως, όμως, και η πόλωση. Οι δύο χώρες πλέον και επίσημα, μέσα από το πρίσμα της Συνθήκης αφ’ ενός προωθούσαν τη σταθεροποίησή τους, αφ’ ετέρου υποδαύλιζαν τις διαφορές
τους. Οι Έλληνες απέναντι στους Τούρκους. Οι Τούρκοι απέναντι στους Έλληνες. Και το Αιγαίο
στη μέση να αφουγκράζεται τον πόνο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Γι’ αυτό και οι
πρόσφυγες φανερά αγανακτισμένοι και απελπισμένοι τάχθηκαν στο πλευρό του Βενιζέλου, θεωρώντας τους Αντιβενιζελικούς υπαίτιους για την λαίλαπα της Μικρασιατικής καταστροφής και του δικού τους ξεριζωμού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ως εκ τούτου η εξέλιξη της διαμόρφωσης των σχέσεων τόσο σε απλό ανθρώπινο επίπεδο όσο και επίπεδο πολιτικής ηγεσίας. Πρωτίστως, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παραλειφθεί η δυσμενής κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι πρόσφυγες και το γεγονός πως δεν αντιμετωπίστηκαν παντού με τον ίδιο τρόπο. Αλλού αισθάνθηκαν ανεπιθύμητοι, αλλού ευπρόσδεκτοι και αλλού ήταν απλά οι ξένοι, οι αδιάφοροι, τα εξιλαστήρια θύματα ενός βιαιότατου πολέμου. Ανεξαιρέτως εθνικότητας, ο πόνος και το μίσος κυριάρχησαν, η αμφιβολία και η δυσπιστία για τις κινήσεις του “απέναντι”, αυτού που βρίσκεται τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά. Η νοσταλγία όμως για τα πατρογονικά εδάφη δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Η πικρία της αναγκαστικής εγκατάλειψης έγραψε με μελάνι στις ψυχές τους, στοίχειωσε τις σκέψεις τους.
Άφησαν πίσω τους περιουσίες, καρπούς μιας ολόκληρης ζωής, γνώριμα αγαπημένα πρόσωπα, στιγμές, όνειρα, φιλοδοξίες.
Εντούτοις, με τα σημερινά δεδομένα η Τουρκία στο μυαλό των σύγχρονων Ελλήνων δεν αποτελεί παρά τον κύριο πολιτικό αντίπαλο της Ελλάδας και το αντίστροφο. Ωστόσο, η νοοτροπία, ο τρόπος ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, η μουσική, η τέχνη και στις δύο χώρες διαπνέονται από κοινά στοιχεία. Μοιραζόμαστε μια αρχέγονη και πλούσια πολιτιστική και πολιτισμική κουλτούρα βαθιά
ριζωμένη στην πρόοδο και των δύο εθνών και κυρίως στην αλληλεπίδρασή τους. Η έντονη αυτή
αμοιβαία επιρροή, η συνεχής αναπόφευκτη τριβή έχει οδηγήσει και στις διαμάχες συμφερόντων.
Όταν όμως γνωρίζεις τι έχεις υπογράψει τόσο καλύτερα μπορείς να τα υπερασπιστείς οποιαδήποτε στιγμή.
Τα τελευταία χρόνια ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι συμπυκνωμένος στην δήλωση «έχετε υπογράψει ότι τα νησιά του Αιγαίου θα είναι αποστρατικοποιημένα, άρα παραβιάζετε τις συμφωνίες». Ειδικότερα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επικρατεί η άποψη πως οι διατάξεις είναι έτσι διατυπωμένες, ώστε να αφήνουν έστω και ένα μικρό
περιθώριο παρερμηνείας και σύγχυσης. Προβάλλεται επομένως, ο “τεχνικής υφής” χαρακτήρας της Συνθήκης, αν αναλογιστούμε τις απαγορευμένες κατ’ άλλα υπερπτήσεις στο Αιγαίο, την αυστηρή
συνοριοφύλαξη, την παραμονή μεγάλου αριθμού στρατιωτών στα νησιά και της παραμεθόριες περιοχές και την αμφισβήτηση των χαρτογραφημένων χωρικών υδάτων για τις οποίες οι σύγχρονες κυβερνήσεις έρχονται σε διαρκή ρήξη, με τον Τούρκο πρόεδρο μάλιστα να ισχυρίζεται πως ο Τουρκικός λαός εξαπατήθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης, καθώς οι θεωρήσεις του φανερά αντιβαίνουν στις νεωτεριστικές προσπάθειες του Κεμάλ και του Ισμέτ Ινονού, διαπραγματευτή και συνυπογράφοντος της Συνθήκης, περί εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Αντίθετα, η στάση της
σύγχρονης ελληνικής ηγεσίας, ανεξαρτήτως κομματικών χρωματισμών και αντιλήψεων παραμένει σταθερή. Προβάλλει τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και κατά συνέπεια τη χάραξη της
εξωτερικής πολιτικής ως απόρροια του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, προωθώντας την ισχύ, την ακεραιότητα και τη διαχρονικότητα της Συνθήκης, στην οποία δεν εμπλέκεται μόνο η Ελλάδα αλλά πολλές χώρες της Ευρώπης.
Ανακεφαλαιώνοντας, η βαρύτητα της Συνθήκης είναι αδιάψευστη και κοινώς αποδεκτή.
Αποτελεί συνολικότερο ρυθμιστικό παράγοντα του Ανατολικού ζητήματος το οποίο αφορά όχι μόνο την ακεραιότητα της χώρας μας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Παρ όλα αυτά, είναι πρόδηλη η
καταπάτησή της και συνεπώς η αναποτελεσματικότητα που προκαλεί η επικράτηση των εκ διαμέτρου αντίθετων αντιλήψεων μεταξύ των δύο πλευρών. Μέσα στο γενικότερο κλίμα του
γενικότερου προστατευτισμού και εκσυγχρονισμού κάποιοι δεν στέκονται στο ύψος
Δικτυογραφία -Βιβλιογραφία
Σχολικό Βιβλίο σελ 96 - 101
https://www.protagon.gr/apopseis/editorial/o-erntogan-i-lwzani-kai-i-evrwpi-44341241612
https://www.naftemporiki.gr/society/934907/epekrine-o-erntogan-tin-tourkiki-igesia-pouypegrapse-ti-synthiki-tis-lozanis
https://odeth.eu/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF %CE%AF-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%AD%CE %B1%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF %84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1mustafa-k/
https://www.mixanitouxronou.gr/i-synthiki-tis-lozanis-to-plires-keimeno-kai-i-oli-symfonia-periantallagis-ellinikon-kai-tourkikon-plithysmon/
https://www.naftemporiki.gr/society/934907/epekrine-o-erntogan-tin-tourkiki-igesia-pouypegrapse-ti-synthiki-tis-lozanis/
https://www.ethnos.gr/allabouthistory/article/83254/posftasamesthnypografhthssynthhkhsthslozanhs
https://www.in.gr/2022/07/24/life/stories/o-dromos-pros-ti-synthiki-tis-lwzannis/
https://www.in.gr/2022/07/24/plus/istoriko-arxeio/venizelos-gia-synthiki-lozannis-ypegrapsa-tinsynaisthisin-oti-prosfero-ypiresian-eis-tin-xoran/
https://www.protothema.gr/greece/article/1319391/o-katalutikos-rolos-tou-eleutheriou-venizelousti-sunthiki-tis-lozanis/
https://www.haniotika-nea.gr/o-el-venizelos-ke-i-sinthiki-tis-lozannis/
https://www.cnn.gr/politiki/story/314957/synthiki-tis-lozannis-ti-akrivos-exoyn-ypograpsei-elladakai-toyrkia
«Η Συνθήκη της Λωζάννης» της Δέσποινας Δαλάτση
Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, η οποία συνάφθηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας, υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του έτους 1923, περίπου εκατό χρόνια πριν, όμως, δεν παύει να απασχολεί ιστορικούς, πολιτικούς και κατοίκους της Ελλάδας και της Τουρκίας μέχρι σήμερα, καθώς αυτή είναι που τελικά οριοθέτησε τα σύνορα των δύο χωρών.
Στην διαδικασία αυτή συμμετείχαν αντιπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας, χωρών που συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών, καθώς και χωρών-μελών της ΕΣΣΔ γνωστών ευρύτερα ως οι Μεγάλες Δυνάμεις: Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία.
Τα αίτια και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκε
Αφορμή αποτέλεσε πρωτίστως η Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος 1920), η οποία παρά το γεγονός ότι δεν τέθηκε ουσιαστικά σε ισχύ, αποδυνάμωσε συνοριακά το τουρκικό κράτος και ευνόησε την Ελλάδα, παραδίδοντάς της την διοίκηση και πλήρη κατοχή της Σμύρνης για τα επόμενα 5 χρόνια. Ακόμη, εσωτερικές αναταραχές στην Ελλάδα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, εφόσον ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική παράταξη των Φιλελευθέρων ηττήθηκαν στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η Γερμανία επανάφερε στη χώρα τον βασιλιά Κωνσταντίνο, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει την υποστήριξη των Συμμάχων (Μεγάλων Δυνάμεων). Επιπλέον, η ήττα των Ελλήνων στο μικρασιατικό μέτωπο το 1922 συνέβαλε στην καλλιέργεια ενός αισθήματος αβεβαιότητας στους Έλληνες Μικρασιάτες, οι οποίοι περίμεναν ακόμη βοήθεια από το ελληνικό κράτος και τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ τους πλησίαζε απειλητικά το ολοένα ισχυρότερο εθνικό κίνημα των Τούρκων με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ.
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις στην Ελβετία ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1922 και διήρκησαν περίπου 8 μήνες. Εκπρόσωπος της ελληνικής πλευράς ήταν ο αποδεδειγμένα ικανότατος στους πολιτικούς διπλωματικούς χειρισμούς Ελευθέριος Βενιζέλος, Κρητικός πολιτικός που έφτασε στην Ελλάδα το 1910, μαζί με τους έμπειρους επιφανείς συνεργάτες του (πολιτικοί, στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι της εποχής), όπως τον Μιχαήλ Θεοτοκά, τον Στυλιανό Σεφεριάδη και τον Αλέξανδρο Μαζαράκη. Τα αιτήματα της Τουρκίας εξέφραζε στις διαπραγματεύσεις ο Ισμέτ Πασάς Ινονού, στενός συνεργάτης του Κεμάλ. Ωστόσο, το τουρκικό επιτελείο δεν ήταν εξίσου έμπειρο με το ελληνικό. Οι εκπρόσωποι των άλλων χωρών που συμμετείχαν επιδίωκαν να εξασφαλίσουν, όπως είναι φυσικό, τα συμφέροντα των χωρών τους, ενώ η διαπραγματεύσεις μείζονος σημασίας που
αφορούν στη Συνθήκη πραγματοποιήθηκαν από την Ελλάδα και την Τουρκία.
Τι καθορίστηκε από τις διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη
Το πρώτο ζήτημα που ρυθμίστηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν η υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας που κατοχυρώθηκε με την υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης (30 Ιανουαρίου 1923). Η Σύμβαση αυτή αποτέλεσε παγκόσμια
πρωτοπορία, καθώς οι ανταλλαγές πληθυσμών ή οι μετακινήσεις από περιοχές που πλήττονται από πολεμικά γεγονότα δεν ήταν ποτέ άλλοτε υποχρεωτικές. Στην παγκόσμια ιστορία αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που κάτι τέτοιο εφαρμόστηκε και δεν επιτράπηκε πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων στους κατοίκους να επιστρέψουν μετά από λίγο καιρό στις πατρίδες τους. Υπήρχαν παρ’ όλα αυτά οφέλη σχετικά με την θρησκευτική κυρίως, αλλά και την εθνική ομοιογένεια των δύο χωρών. Το ζήτημα των αποζημιώσεων για τις περιουσίες των ανταλλαξίμων αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα για την φτωχή Ελλάδα, το οποίο επετεύχθη σε μικρό βαθμό, παρά τις αντιδράσεις, τις δυσκολίες και τα προβλήματα διαβίωσης των Μικρασιατών προσφύγων.
Αυτό που όμως διευθετήθηκε σχεδόν μετά μισό χρόνο (23 Ιουλίου 1923) με την Συνθήκη της
Λωζάννης δεν ήταν άλλο παρά η σαφής οριοθέτηση των συνόρων των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αναλυτικότερα, το πρώτο φλέγον ζήτημα που τέθηκε στις διαπραγματεύσεις
αφορούσε την Θράκη. Το ανατολικό της μέρος διεκδικούσαν όχι μόνο η Ελλάδα και η Τουρκία, αλλά και η Βουλγαρία. Αρχικά, οι χριστιανοί της περιοχής αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την περιοχή, η οποία παραχωρήθηκε προσωρινά στην διοίκηση της Τουρκίας. Υποστηρίχθηκε ύστερα ότι η θα καθοριζόταν με δημοψήφισμα. Ωστόσο, αποφασίστηκε η ανατολική Θράκη να περάσει τελικά στην Τουρκία, εφόσον οι κάτοικοί της ήταν πλειοψηφικά μουσουλμάνοι. Αναφορικά με την δυτική Θράκη, αυτή πέρασε δικαιωματικά στην Ελλάδα με φυσικό σύνορο που χωρίζει την
Ανατολική από τη δυτική Θράκη τον ποταμό Έβρο.
Επίσης, με τη Συνθήκη της Λωζάνννης ρυθμίστηκαν τα σύνορα των δύο χωρών στο Αιγαίο Πέλαγος. Με την εικασία ότι τα νησιά του Βορείου Αιγαίου θα χρησίμευαν μελλοντικά ως
ορμητήρια για τους Έλληνες εναντίον της Τουρκίας, αυτά παραχωρήθηκαν στο οθωμανικό κράτος. Επομένως, αν και στην Ίμβρο και την Τένεδο κατοικούσαν αποκλειστικά Έλληνες, αυτές παραχωρήθηκαν στην Τουρκία μαζί με γειτονικές βραχονησίδες οι οποίες δεν κατονομάζονται στη Συνθήκη. Επομένως, τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, ενώ η περιοχή της Σμύρνης μετά την καταστροφή που υπέστη πέρασε αυτομάτως στην κυριότητα του οθωμανικού κράτος.
Ακόμη ένα μείζονος σημασίας θέμα αφορούσε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο υποστήριζε η Τουρκία πως έπρεπε να μετακινηθεί, εφόσον η γεωγραφική του θέση στην Πόλη, όπου άλλοτε ζούσαν και μεγαλουργούσαν οι Έλληνες, θα ενίσχυε σε αυτούς την επιθυμία να ανακαταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, θα αποτελούσε αφορμή για την επιδίωξη πραγμάτωσης
της Μεγάλης Ιδέας. Ακόμη, οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί επιθυμούσαν την αλλαγή της τοποθεσίας διότι στόχευαν στον περιορισμό του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου.
Το ζήτημα διαχειρίστηκε διπλωματικά με εξαιρετικούς χειρισμούς ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επιστράτευσε την καθολική επιρροή του Πατριαρχείου για να διατηρήσει τη βάση του στην Κωνσταντινούπολη. Έφερε το παράδειγμα του Βατικανού, υποστηρίζοντας πως θα ήταν παράλογη
η εκδίωξή του από την Ρώμη, εκ μέρους της Ιταλίας και εκμεταλλευόμενος τον διεθνή τύπο και την κοινή γνώμη απέτρεψε την ασύμφορη αλλαγή που προτάθηκε από τους Τούρκους.
Στο μεταξύ, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε την πραγματοποίηση πολεμικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Θράκη με απώτερο στόχο την ανάκτηση των εν λόγω περιοχών. Ο Βενιζέλος ωστόσο ήταν αυτός που απέτρεψε τον Αλεξανδρή από το να παραβιάσει την προς υπογραφή τότε Συνθήκη, κάτι που αδιαμφισβήτητα θα επέφερε αναταραχές στις διαπραγματεύσεις. Συνάμα, ο ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση λίγο μετά την μικρασιατική εκστρατεία να αναλάβει την συγκεκριμένη δύσκολη πολεμική επιχείρηση στην Θράκη, ενώ οι δυνατότητες του ελληνικού κράτους να χρηματοδοτήσει την αποστολή ήταν περιορισμένες. Προείχε η αποκατάσταση των προσφύγων και η κάλυψη των υπολοίπων εσόδων του κράτους, όπως υποστηρίχθηκε και από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τέλος, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης υπογράφηκε αφού παραχωρήθηκε στην Τουρκία μία ακόμη εδαφική λωρίδα δυτικά του ποταμού Έβρου στα Βόρεια σύνορα της χώρας, εντός της οποίας βρισκόταν και το Καραγάτσι (Ορεστιάδα) περιοχή με σιδηροδρομικό σταθμό που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ήδη τουρκικής Ανδριανουπόλεως.
Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου στις διαπραγματεύσεις
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ικανότατος πολιτικός της εποχής του, διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο
καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στην Λωζάννη της Ελβετίας. Αν και οραματιστής, τα
σχέδιά του δεν φάνηκε ποτέ να ήταν υπερβολικά αισιόδοξα ή φιλόδοξα, ενώ βασίζονταν σε μια ρεαλιστική, προσεκτική και εύστοχη εκτίμηση της πολιτικής σκηνής. Άλλωστε, είναι γνωστή η πολιτική του οξύνοια, από όταν βρισκόταν στην Κρήτη ακόμη, ως Υπουργός Δικαιοσύνης της Αρμοστείας της Κρήτης. Τα επιτεύγματα του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική είναι πολλά, ωστόσο η σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών στο Παρίσι αποτελεί κατά πολλούς το αποκορύφωμα αυτών. Η προαναφερθείσα συνθήκη αποτελεί προμήνυμα της Συνθήκης της Λωζάννης, ενώ κατόρθωσε να καταστήσει την Ελλάδα, θεωρητικά έστω, την χώρα των δύο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, από την άλλη, απαιτούσε πολύ λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς, τους οποίους ο Ελευθέριος Βενιζέλος εύκολα πραγματοποίησε. Κατόρθωσε να αποτρέψει την ελληνική κυβέρνηση από άστοχες πολεμικές ενέργειες, ενώ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξασφαλίζει όσο περισσότερους συμμάχους ήταν δυνατό για την Ελλάδα. Επιχείρησε αρχικά την συνεργασία με τη Σερβία, ώστε να η Ελλάδα να διαθέτει πολεμική αρωγή σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις
ναυαγούσαν και κατέληγαν σε πολεμικές διενέξεις με την Τουρκία. Παρ’ όλο που δεν πέτυχε την επικύρωση αυτής της συμμαχίας, διαφαίνεται η προνοητικότητα και η διάθεσή του πολιτικού να είναι προετοιμασμένος για παν ενδεχόμενο.
Άρθρα εφημερίδων της εποχής, εντούτοις, παρουσιάζουν μια σχετικά διαφορετική εικόνα αυτού του κατά τ’ άλλα γεμάτου αυτοπεποίθηση πολιτικού, καθώς και μια διαφορετική προσέγγιση της Συνθήκης. Τα εν λόγω άρθρα της εφημερίδας «ΕΛΕΎΘΕΡΟΝ ΒΉΜΑ» αποτελούν μία παρουσίαση στον ελληνικό λαό ενός Ελευθερίου Βενιζέλου απογοητευμένου και καταβεβλημένου. Ο ίδιος στις δηλώσεις του αναφέρεται στο αίσθημα μελαγχολίας καθώς υπέγραφε την Συνθήκη της Λωζάννης, γνωρίζοντας, όπως και όλοι οι Έλληνες, πως το όραμα της Ελλάδας που δημιούργησε η Συνθήκη των Σεβρών δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Την πρόταση σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό της τοποθεσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης κατάφερε να την αποκρούσει έξυπνα, σε διπλωματικό πάντοτε επίπεδο. Χρησιμοποίησε έμμεσα εξωτερικούς παράγοντες διπλωματικής πίεσης, για παράδειγμα την γνώμη που εξέφραζαν τα διεθνή μέσα (εφημερίδες κυρίως των χωρών της Δυτικής Ευρώπης), ώστε να επιτύχει τον σκοπό του.
Συγχρόνως, η καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων, δηλαδή μεγάλων χρηματικών ποσών στην
Τουρκία εκ μέρους του ελληνικού κράτους υπήρξε ένα ακόμη ζήτημα προς διευθέτηση κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων διαπραγματεύσεων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αυτός που
παραδέχτηκε στην γειτονική Τουρκία την οικονομική δυσπραγία της Ελλάδας την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, υποστηρίζοντας την ειλικρινή τοποθέτησή του με την φράση «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος», πετυχαίνοντας τελικά την αναγνώριση της αδυναμίας καταβολής της αποζημίωσης.
Οι επιπτώσεις τις Συνθήκης της Λωζάννης
Η Συνθήκη των Σεβρών, παρά το γεγονός ότι διεύρυνε συνοριακά την Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό, ενισχύοντας το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί την δεδομένη χρονική στιγμή, εξαιτίας των δυσμενών πολεμικών και διπλωματικών συγκυριών στις γειτονικές της Ελλάδας χώρες. Έτσι, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης ήταν μια εφαρμόσιμη εναλλακτική που εξακολουθούσε να είναι συμφέρουσα για την χώρα μας τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ο τελικός και οριστικός καθορισμός των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με την υπογραφή της Συνθήκης αποτέλεσε ένα σημαντικότατο γεγονός και για τις δύο χώρες, καθώς εγκαινίαζε επιτέλους μετά από ποικίλες αναταραχές ένα κλίμα σταθερότητας και σιγουριάς. Η Ελλάδα και η Τουρκία, έχοντας αδιαμφισβήτητα θέσει
επικεντρωθούν πλέον στην αποκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων μετά την υπογραφή
της Σύμβασης στις αρχές του ιδίου έτους.
Επιδράσεις στην σύγχρονη ιστορία
Η σταθερότητα που επήλθε αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης με
την οριοθέτηση των συνόρων της Ελλάδας και της Τουρκίας κράτησε μόνο για μερικές δεκαετίες αργότερα. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώθηκαν, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θεωρούσε δίκαιη την οριοθέτηση αυτή, υπονοώντας πως έπρεπε να προσαρτηθούν εις βάρος της Ελλάδας περισσότερα εδάφη στην ίδια. Από τα μέσα περίπου του 20ού αιώνα και ύστερα, η Τουρκία συνεχίζει μέχρι σήμερα να αμφισβητεί την ισχύ της Συνθήκης
της Λωζάννης, δημιουργώντας συχνότατες διπλωματικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Παρ’ όλα αυτά, μετά την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το θέμα απέκτησε
ευρύτερη διάσταση και διεθνή δυναμική. Τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας αποτελούν πλέον τα ανατολικά σύνορα ολόκληρης της Ευρώπης. Οι καταπατήσεις των εδαφικών συνόρων από μέρους της Τουρκίας δεν γίνονται ανεκτές όπως παλαιότερα, ενώ διακυβεύονται τα συμφέροντα της Ευρώπης και της Ελλάδας, της Τουρκίας, αλλά και άλλων εμπλεκόμενων δυνάμεων που υποστηρίζουν την μία ή την άλλη πλευρά, όπως της Ρωσίας ή της Αμερικής.