Το σπαθί του πεπρωμένου

Page 1

ΤΟ ΣΠΑΘΊ ΤΟY ΠΕΠΡΩΜΕΝΟY

ΜΊΑ ΠΕΡΊΠΕΤΕΊΑ ΤΟΥ ΓΗΤΕΥΤΗ

Andrzej Sapkowski Μετάφραση από τα πολωνικά: Δημήτρης Χουλιαράκης


Μ ΙΑ Π ΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Τ ΟΥ Γ ΗΤΕΥΤΗ : Τ Ο Σ ΠΑΘΙ Τ ΟΥ Π ΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

11

II Ο χανιτζής σκούπιζε τις τραχιές σανίδες του τραπεζιού μ’ ένα βρόμικο πατσαβούρι. Υποκλίθηκε και χαμογέλασε αφήνοντας να φανεί στη θέση των κοπτήρων μία τρύπα. «Λοιπόοον». Ο Τρεις Καλιακούδες έριξε για μια στιγμή ένα βλέμμα στο μαύρο απ’ την καπνιά ταβάνι και τις παιχνιδιάρικες αράχνες που πηλαλούσαν κάτω του. «Πρώτ’ απ’ όλα… Πρώτ’ απ’ όλα, μπύρα. Και για να μην πηγαινοέρχεσαι, ένα ολόκληρο βαρελάκι. Και, μαζί με την μπύρα… Μαζί με την μπύρα, τι προτείνεις, κούκλε;» «Μήπως τυράκι;» τόλμησε να αρθρώσει ο χανιτζής. «Όχι», μόρφασε ο Μπορχ. «Το τυράκι θα έρθει για επιδόρπιο. Με την μπύρα θέλουμε κάτι ξινό και δυνατό». «Στις διαταγές σας», χαμογέλασε ο χανιτζής ανοίγοντας πλατύτερα το στόμα, όπου φάνηκε ότι δεν του έλειπαν μόνο οι κοπτήρες. «Γόνος χελιού σκορδάτος σε λαδόξυδο ή μαριναρισμένες πράσινες πιπεριές…». «Τέλεια. Φέρ’ τα και τα δύο. Κι ύστερα μία σούπα. Αυτήν που έφαγα κάποτε εδώ. Όπου κολυμπούσαν οστρακόδερμα, ψαράκια και άλλες τέτοιες βρώσιμες αηδίες». «Σούπα θαλασσινών;» «Ναι. Και μετά, αρνάκι ψητό με κρεμμύδια. Ύστερα, καμιά εξηνταριά καραβίδες. Ρίξ’ τες με μπόλικο μάραθο σε μία κατσαρόλα. Και μετά, τυρί πρόβειο και σαλάτα. Ύστερα βλέπουμε». «Στις διαταγές σας. Για όλους; Στρώνω για τέσσερις, δηλαδή;» Η πιο ψηλή Ζερικανή ένευσε όχι, πιάνοντας την ιδιαίτερα κομψή μέση της που διαγραφόταν κάτω απ’ τη λινή πουκαμίσα. «Το ξέχασα». Ο Τρεις Καλιακούδες απευθύνθηκε στον Γκέραλτ, εξηγώντας: «Τα κορίτσια προσέχουν τη γραμμή τους. Χανιτζή! Αρνάκι μόνο για μας τους δύο. Και σέρβιρέ μας αμέσως την μπύρα και το χέλι. Για τα υπόλοιπα, περίμενε λιγάκι. Ας μην


12

Αντζεϊ ΣΑπκοφΣκι

κρυώσουν τ’ άλλα πιάτα. Δεν ήρθαμε εδώ για να φάμε του σκασμού, αλλά για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας συζητώντας». «Καταλαβαίνω, αφέντη», απάντησε ο χανιτζής, υποκλινόμενος για ακόμη μια φορά. «Η οξυδέρκεια, να μια σημαντική αρετή στο επάγγελμά σου. Άπλωσε το χέρι, κούκλε μου». Χρυσά νομίσματα ντιντίνισαν. Το στόμα του ταβερνιάρη άνοιξε όσο δεν έπαιρνε άλλο. «Αυτό δεν είναι προκαταβολή», εξήγησε ο Τρεις Καλιακούδες. «Το κατιτίς σου είναι. Και τώρα, καλέ μου άνθρωπε, τροχάδην στην κουζίνα σου». Στην αψιδωτή αλκόβα της αίθουσας ήταν αποπνικτικά. Ο Γκέραλτ έλυσε τη ζώνη του σπαθιού του, έβγαλε τον επενδύτη του κι ύστερα ανασήκωσε τα μανίκια του πουκαμίσου του. «Βλέπω ότι δεν υποφέρεις από έλλειψη χρημάτων», είπε. «Ζεις από τα προνόμια που σου προσφέρει η ιπποσύνη;» «Κατά ένα μέρος, ναι», αποκρίθηκε ο Τρεις Καλιακούδες δίχως να μπει σε λεπτομέρειες. Τσάκισαν γρήγορα το γόνο χελιού και το ένα τέταρτο του λίτρου απ’ το βαρελάκι. Άλλωστε ούτε και οι Ζερικανές απέφευγαν την μπύρα κι είχαν αρχίσει να ’ρχονται στο κέφι. Κάτι ψιθύριζαν η μια στην άλλη και ξάφνου η Βέα γέλασε παράφωνα και λαρυγγικά. «Μιλούν τα κορίτσια την καθομιλουμένη;» ρώτησε διακριτικά ο Γκέραλτ, παρατηρώντας τες με την άκρια του ματιού. «Λίγο. Και δεν είναι φλύαρες. Το εκτιμώ αυτό. Πώς σου φαίνεται η σούπα, Γκέραλτ;» «Χμμ». «Ας πιούμε». «Χμμ». «Γκέραλτ». Ο Τρεις Καλιακούδες άφησε το κουτάλι του και ρεύτηκε διακριτικά. «Ας επανέλθουμε για λίγο στη συζήτηση


Μ ΙΑ Π ΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Τ ΟΥ Γ ΗΤΕΥΤΗ : Τ Ο Σ ΠΑΘΙ Τ ΟΥ Π ΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

13

που είχαμε στο δρόμο. Αν κατάλαβα καλά, εσύ, ένας γητευτής που διατρέχεις τον κόσμο, συμβαίνει να συναντάς τέρατα και να τα ξεπαστρεύεις επ’ αμοιβή. Αυτή δεν είναι η δουλειά σου;» «Πάνω κάτω». «Κι αν τύχει και σε φωνάξουν κάπου για να εκτελέσεις, ας πούμε, μια ειδική παραγγελιά; Τότε τι κάνεις; Το βάζεις στα πόδια;» «Εξαρτάται απ’ τον άνθρωπο που μου το ζητά κι απ’ το σκοπό». «Κι από την αμοιβή;» «Και απ’ αυτή», ανασήκωσε τους ώμους ο γητευτής. «Τα πάντα ακριβαίνουν και κάπως πρέπει να ζήσουμε κι εμείς», όπως έλεγε μια γνωστή μου μάγισσα. «Μια προσέγγιση πεζή, που θα την χαρακτήριζα, όμως, πρακτική. Κι ωστόσο, στην ίδια τη βάση της δραστηριότητάς σου υπάρχει κάποιο ιδανικό, Γκέραλτ: η σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της Τάξης και σ’ εκείνες του Χάους, όπως έλεγε ένας γνωστός μου μάγος. Φαντάζομαι ότι αναλαμβάνεις αυτές τις αποστολές για να προστατεύσεις τους ανθρώπους απ’ το Κακό που καραδοκεί. Χωρίς διακρίσεις. Στέκεις όμως ξεκάθαρα από τη μια πλευρά του οδοφράγματος». «Οι δυνάμεις της Τάξης και οι δυνάμεις του Χάους… Παχιά λόγια, Μπορχ. Θέλεις να με τοποθετήσεις από τη μια πλευρά του οδοφράγματος σε μία διαμάχη που όλοι τη θεωρούνε προαιώνια, μια διαμάχη που δεν δημιουργήθηκε χτες και που δεν πρόκειται να εξαφανιστεί αύριο. Από ποια πλευρά στέκει ο αλμπάνης που πεταλώνει άλογα; Ή ο χανιτζής που πάει τρεχάτος να μας φέρει το ψητό; Ποια είναι κατά τη γνώμη σου τα όρια ανάμεσα στην Τάξη και το Χάος;» «Απλούστατο», είπε ο Τρεις Καλιακούδες καρφώνοντας τον γητευτή ολόισια στα μάτια. «Το Χάος αντιπροσωπεύει την απειλή. είναι η επιθετική πλευρά. Η Τάξη, αντίθετα, αντιπροσωπεύει την απειλούμενη πλευρά, αυτήν που έχει ανάγκη προστασίας.


14

Αντζεϊ ΣΑπκοφΣκι

Που έχει ανάγκη κάποιον για να την προστατέψει. Ας πιούμε όμως. Κι ας δώσουμε στο αρνάκι να καταλάβει». «Καλή ιδέα». Ανησυχώντας για τη γραμμή τους, οι Ζερικανές είχαν κάνει μια παύση στο φαγητό, που την εκμεταλλεύτηκαν για να πιουν ακόμη περισσότερο. Η Βέα, σκυμμένη στον ώμο της συντρόφισσάς της, κάτι της ψιθύριζε πάλι στο αυτί, σέρνοντας τη μια κοτσίδα της στην επιφάνεια του τραπεζιού. Η Τέα, η πιο κοντή, έσκασε στα γέλια πεταρίζοντας τα βλέφαρά της με το τατουάζ. «Ωραία», είπε ο Μπορχ γλείφοντας ένα κόκαλο. «Ας συνεχίσουμε τη συζήτησή μας, αν το επιτρέπεις. Εκείνο που κατάλαβα είναι ότι δεν σου αρέσει να παίρνεις θέση υπέρ της μίας ή της άλλης δύναμης. Κάνεις απλώς τη δουλειά σου». «Την κάνω». «Δεν μπορείς να ξεφύγεις, όμως, από τη διαμάχη της Τάξης και του Χάους. Αν και χρησιμοποίησες αυτό το παράδειγμα, δεν είσαι αλμπάνης. Είδα πώς δουλεύεις. Τρυπώνεις σ’ ένα θεοσκότεινο λαγούμι στα χαλάσματα και βγαίνεις μ’ έναν βασιλίσκο που τον έχεις πετσοκόψει. Υπάρχει όμως διαφορά ανάμεσα στο πετάλωμα των αλόγων και στην εξουδετέρωση των βασιλίσκων, κούκλε. Έλεγες ότι, αν η αμοιβή αξίζει τον κόπο, μπορείς να πας και στην άλλη άκρη της γης και να μακελέψεις το τέρας που θα σου υποδείξουν. Ας πούμε έναν τρομερό δράκο που καίει και ρημάζει…» «Το παράδειγμά σου δεν είναι καλό», τον διέκοψε ο Γκέραλτ. «Μην τα βάζεις όλα στο ίδιο τσουβάλι. Δεν σκοτώνω ποτέ δράκους, ακόμη κι αν αυτά τα πλάσματα εκπροσωπούν αναμφίβολα το Χάος». «Πώς κι έτσι;» Ο Τρεις Καλιακούδες έγλειψε τα δάχτυλά του. «Αυτό πάει πολύ! Απ’ όλα τα τέρατα ο δράκος είναι το πιο αρπακτικό, το πιο ανελέητο, το πιο αδηφάγο. Το ελεεινότερο ανάμεσα στα ερπετά. Επιτίθεται στους ανθρώπους, φτύνει φωτιά και αρπάζει παρθένες! Τόσες και τόσες ιστορίες δεν έχουμε ακούσει


Μ ΙΑ Π ΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Τ ΟΥ Γ ΗΤΕΥΤΗ : Τ Ο Σ ΠΑΘΙ Τ ΟΥ Π ΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

15

για δαύτους; Πώς γίνεται εσύ, γητευτή, να μην έχεις κρεμάσει τα κεφάλια κάμποσων δράκων στο δισάκι σου; «Δράκους δεν κυνηγάω», αποκρίθηκε ξερά ο Γκέραλτ. «Πιρουνοφτέρουγους, βιδόγονους, νυχόπτερους ναι. Όχι όμως, αυθεντικούς δράκους, τους πράσινους, τους μαύρους ή τους κόκκινους. Αυτό χώνεψέ το καλά». «Με εκπλήσσεις», αποκρίθηκε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Τρεις Καλιακούδες. «Εντάξει, όμως, πάω πάσο. Άλλωστε, αρκετά μιλήσαμε για δράκους. Βλέπω να έρχεται από μακριά ένα κόκκινο πράγμα. Το δίχως άλλο, είναι οι καραβίδες μας. Ας πιούμε!» Έσπαγαν φασαριόζικα με τα δόντια τους τα άλικα κελύφη για να ρουφήξουν τη λευκή σάρκα. Τα αρμυρά, καυτερά ζουμιά κυλούσαν μέχρι τους αγκώνες τους. Ο Μπορχ σέρβιρε μπύρα ξύνοντας τον πάτο του μικρού βαρελιού με την κουτάλα. Οι Ζερικανές διασκέδαζαν τώρα ακόμη περισσότερο παρατηρώντας το εσωτερικό του πανδοχείου, αλλά τα γέλια τους ακούγονταν δυσοίωνα. Ο γητευτής είχε πειστεί ότι γύρευαν αφορμή για να κάνουν φασαρία. Ο Τρεις Καλιακούδες θα πρέπει επίσης να το παρατήρησε, γιατί κάποια στιγμή τις απείλησε κραδαίνοντας μια καραβίδα απ’ την ουρά της. Τα κορίτσια χασκογέλασαν και η Τέα, τείνοντας τα χείλη σε σχήμα φιλιού, του έκλεισε επιδεικτικά το μάτι. Αυτό έδωσε στο πρόσωπό της με το τατουάζ μια έκφραση ολότελα μακάβρια. «Αληθινές αγριόγατες», μουρμούρισε ο Τρεις Καλιακούδες, απευθυνόμενος στον Γκέραλτ. «Χρειάζεται προσοχή. Μ’ αυτές, κούκλε, μέχρι να πεις κύμινο, και εντελώς αναπάντεχα, το έδαφος έχει γεμίσει άντερα. Αξίζουν, όμως, όλα τα χρήματα του κόσμου. Αν ήξερες για τι είναι ικανές…» «Ξέρω», αποκρίθηκε ο Γκέραλτ σηκώνοντας το κεφάλι. «Είναι δύσκολο να βρεις καλύτερη συνοδεία. Οι Ζερικανές είναι γεννημένες πολεμίστριες, εκπαιδευμένες εξ απαλών ονύχων για τη μάχη». «Δεν ήθελα να πω αυτό». Ο Μπορχ έφτυσε ξανά μια δαγκά-


16

Αντζεϊ ΣΑπκοφΣκι

να καραβίδας στο τραπέζι. «Μιλούσα για τις επιδόσεις τους στο κρεβάτι». Ο Γκέραλτ παρακολουθούσε τα κορίτσια με την άκρια του ματιού. Και οι δύο χαμογελούσαν. Η Βέα άρπαξε ένα οστρακόδερμο με μια χαριτωμένη, αλλά γρήγορη σαν αστραπή κίνηση. Ανοιγόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας τον γητευτή. Στα μισάνοιχτα χείλη της που γυάλιζαν, το θαλασσινό νερό σχημάτιζε ένα ποταμάκι. Ο Τρεις Καλιακούδες ρεύτηκε φασαριόζικα. «Λοιπόν, Γκέραλτ», συνέχισε, «δεν κυνηγάς δράκους, ούτε πράσινους ούτε τους άλλους. Πάω πάσο. Αλλά μπορώ να μάθω, παρακαλώ, γιατί να κάνεις διάκριση σ’ αυτά τα τρία χρώματα;» «Για να ακριβολογούμε, τέσσερα». «Μα μιλούσες για τρία». «Σ’ ενδιαφέρουν οι δράκοι, Μπορχ; Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος;» «Όχι. Απλή περιέργεια». «Με αυτά τα χρώματα συνηθίζεται να χαρακτηρίζουν τους αυθεντικούς δράκους, παρόλο που δεν πρόκειται για συγκεκριμένη ταξινόμηση. Οι πιο διαδεδομένοι είναι οι πράσινοι. Στην πραγματικότητα είναι μάλλον φαιοί, σαν τους συνηθισμένους βιδόγονους. Οι κόκκινοι πάλι, στην πραγματικότητα είναι καστανοκόκκινοι, στο χρώμα του τούβλου. Οι μεγάλοι σκούροι δράκοι ονομάζονται μαύροι. Οι πιο σπάνιοι είναι οι λευκοί. Ποτέ μου δεν έχω δει τέτοιους. Λένε ότι κατοικούν στον απώτερο Βορρά». «Ενδιαφέρον. Ξέρεις και για ποιους άλλους έχω ακούσει;» «Ξέρω», αποκρίθηκε ο Γκέραλτ κατεβάζοντας μια γουλιά μπύρα. «Για εκείνους που έχω ακούσει κι εγώ: τους χρυσαφένιους. Αλλά δεν υπάρχουν». «Πώς μπορείς να το λες με τόση σιγουριά αφού δεν έχεις δει ποτέ σου; Ούτε λευκούς έχεις δει». «Δεν είναι αυτό το θέμα. Πέρα απ’ τις θάλασσες, στο Όφιρ και στο Ζάνγκβεμπαρ, υπάρχουν δύο λευκά άλογα με μαύρες ρίγες. Ούτε αυτά τα συνάντησα, αλλά ξέρω πως υπάρχουν. Ο


Μ ΙΑ Π ΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Τ ΟΥ Γ ΗΤΕΥΤΗ : Τ Ο Σ ΠΑΘΙ Τ ΟΥ Π ΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

17

χρυσαφένιος δράκος δεν είναι παρά ένας μύθος, ένας θρύλος όπως ο φοίνικας. Οι φοίνικες και οι χρυσαφένιοι δράκοι δεν υπάρχουν». Ακουμπισμένη στους αγκώνες της, η Βέα τον παρατηρούσε προσεχτικά. «Σίγουρα ξέρεις για τι πράγμα μιλάς∙ είσαι γητευτής», είπε ο Μπορχ βγάζοντας μπύρα απ’ το βαρελάκι. «Πιστεύω όμως ότι κάθε μύθος, κάθε θρύλος, κρύβει μέσα του ένα κομμάτι αλήθειας που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε». «Έτσι είναι», επιβεβαίωσε ο Γκέραλτ. «Έχει να κάνει με τα όνειρα, τις επιθυμίες μας, τη νοσταλγία. Την πεποίθηση ότι όρια στο εφικτό δεν υπάρχουν, αλλά κάποτε οφείλεται και σε σύμπτωση». «Ακριβώς. Μπορεί ο χρυσαφένιος δράκος να ήταν προϊόν μιας και μοναδικής μετάλλαξης». «Σ’ αυτή την περίπτωση, ο δράκος που λες θα είχε την τύχη όλων των μεταλλαγμένων», είπε αποστρέφοντας το κεφάλι. «Θα διέφερε υπερβολικά ώστε να μπορέσει να επιβιώσει». «Α!» συνέχισε ο Τρεις Καλιακούδες. «Τώρα αντιτάσσεσαι στους νόμους της φύσης, Γκέραλτ. Ο φίλος μου ο μάγος συνήθιζε να λέει ότι κάθε πλάσμα ξέρει να διαιωνίζεται στη φύση και να αναπαράγεται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το τέλος μιας ύπαρξης αναγγέλλει πάντα την αρχή μιας άλλης. όρια στο εφικτό δεν υπάρχουν. Η φύση, τουλάχιστον, δεν γνωρίζει όρια». «Ο φίλος σου ο μάγος θα πρέπει να ήταν τέρας αισιοδοξίας. Πάντως δεν υπολόγισε ένα στοιχείο: τα λάθη της ίδιας της φύσης ή εκείνα που δημιουργούνται απ’ αυτούς που παίζουνε μαζί της. Ο χρυσαφένιος δράκος και άλλες παρόμοιες μεταλλάξεις, αν κάποτε υπήρξαν τέτοιες, δεν κατάφερε να επιβιώσει. Γιατί τον εμπόδισαν τα όρια του εφικτού που υπάρχουνε στη φύση». « Όρια του εφικτού;» «Οι μεταλλάξεις...», στο σημείο αυτό τα σαγόνια του Γκέραλτ άρχισαν να τρέμουν, «οι μεταλλάξεις, Μπορχ, είναι στείρες.


18

Αντζεϊ ΣΑπκοφΣκι

Μόνο οι θρύλοι επιτρέπουν τη διαιώνιση εκείνου που καταδικάζει η φύση. Μόνο ο θρύλος δεν αναγνωρίζει όρια στο εφικτό». Ο Τρεις Καλιακούδες παρέμεινε σιωπηλός. Ο Γκέραλτ παρατηρούσε τα πρόσωπο των κοριτσιών που είχαν σοβαρέψει ξαφνικά. Η Βέα έσκυψε προς το μέρος του και του τύλιξε το λαιμό με τα σκληρά και μυώδη μπράτσα της. Ένιωσε στο μάγουλό του την υγρή επαφή των χειλιών της. «Τους αρέσεις», παρατήρησε νηφάλια ο Τρεις Καλιακούδες. «Που να με πάρει ο διάολος, τους αρέσεις!» «Και πού είναι το περίεργο;» αποκρίθηκε ο γητευτής χαμογελώντας θλιμμένα. «Πουθενά. Πρέπει, όμως, να τσουγκρίσουμε. Χανιτζή! Άλλο ένα βαρελάκι!» «Μην υπερβάλεις, το πολύ μια καράφα». «Δύο καράφες», ούρλιαξε ο Τρεις Καλιακούδες. «Τέα, πρέπει να βγω για λίγο». Καθώς σηκωνόταν, η Ζερικανή πήρε πρώτα το σπαθί της από τον πάγκο και έλεγξε την αίθουσα με βλέμμα βαριεστημένο. Ο γητευτής είχε παρατηρήσει πολλά ζευγάρια μάτια να λαμπυρίζουν στη θέα του φουσκωμένου πουγκιού, αλλά κανείς δεν τόλμησε να ακολουθήσει μέχρι την αυλή τον Μπορχ που τρέκλιζε. Η Τέα ανασήκωσε τους ώμους και ακολούθησε το αφεντικό της. «Ποιο είναι το αληθινό της όνομα;» ρώτησε ο Γκέραλτ εκείνην που είχε μείνει στο τραπέζι. Η Βέα χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μία σειρά κατάλευκα δόντια, με την πουκαμίσα της ξεκούμπωτη όσο δεν γινόταν άλλο. Ο Γκέραλτ δεν αμφέβαλε στιγμή ότι η συμπεριφορά της στόχευε να δοκιμάσει τα νεύρα των πελατών που βρίσκονταν στην αίθουσα. «Αλβεαένερλε». «Όμορφο ακούγεται». Ο γητευτής ήταν σίγουρος ότι η Ζερικανή θα του ’κλεινε το μάτι και πως το στόμα της θα του ’στελνε φιλάκι. Δεν έπεσε έξω.


Μ ΙΑ Π ΕΡΙΠΕΤΕΙΑ Τ ΟΥ Γ ΗΤΕΥΤΗ : Τ Ο Σ ΠΑΘΙ Τ ΟΥ Π ΕΠΡΩΜΕΝΟΥ

19

«Βέα;» «Χμμ…» «Γιατί ακολουθείτε τον Μπορχ; Εσείς, δύο ελεύθερες πολεμίστριες. Μπορείς να μου το εξηγήσεις;» «Χμμ…» «Τι χμμ;» «Γιατί είναι», είπε η Ζερικανή ψάχνοντας τα λόγια της και σουφρώνοντας το μέτωπο, «είναι… ο πιο ωραίος». Ο γητευτής κούνησε το κεφάλι. Για κείνον τα κριτήρια με τα οποία οι γυναίκες έκριναν τη γοητεία των αντρών ήταν πάντα ένα αίνιγμα. Ο Τρεις Καλιακούδες εισέβαλε στην αψιδωτή αλκόβα κουμπώνοντας το παντελόνι του κι έδωσε φωναχτά μια διαταγή στον χανιτζή. Δύο βήματα πίσω του, η Τέα κοιτούσε δήθεν βαριεστημένα την αίθουσα. Οι έμποροι και οι ναυτικοί που ήταν παρόντες απέφυγαν το βλέμμα της. Η Βέα έγλειψε μία καραβίδα ρίχνοντας στον γητευτή ματιές όλο υπονοούμενα. «Παράγγειλα άλλη μια μερίδα χέλι για τον καθένα, στη χόβολη αυτή τη φορά». Ο Τρεις Καλιακούδες κάθησε βαριά κάνοντας την ξεκούμπωτη ζώνη του να κουδουνίσει. «Κουράστηκα με τις καραβίδες και σαν να μου άνοιξε η όρεξη. Α, σου ’κλεισα δωμάτιο για τη νύχτα, Γκέραλτ. Δεν υπάρχει λόγος να τρέχεις μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Άλλωστε η διασκέδασή μας δεν τέλειωσε. Στην υγειά σας, κορίτσια!» «Βεσέκχεαλ», του απάντησε η Βέα κραδαίνοντας το ποτήρι της. Τα μάτια της Τέας σπινθήρισαν καθώς τέντωσε το κορμί της και, προς μεγάλη έκπληξη του Γκέραλτ, το πλούσιο στήθος της δεν ξήλωσε τα κουμπιά της πουκαμίσας της. «Η διασκέδασή μας δεν τέλειωσε». Ο Τρεις Καλιακούδες έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι κι έδωσε ένα μπατσάκι στον πισινό της Τέας. «Ας διασκεδάσουμε, γητευτή. Έι! Χανιτζή! Από ’δώ!» Ο χανιτζής πλησίασε με βιάση, σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά του.


Αντζεϊ ΣΑπκοφΣκι

20

«Έχεις καμιά μεγάλη σκάφη; Σαν κι αυτές που πλένουμε τα ρούχα, ευρύχωρη και βασταγερή;» «Πόσο μεγάλη, άρχοντά μου;» «Για τέσσερα άτομα». «Για… τέσσερα...», επανέλαβε ο χανιτζής με ανοιχτό το στόμα. «Τέσσερα», επιβεβαίωσε ο Τρεις Καλιακούδες, βγάζοντας απ’ την τσέπη του ένα γεμάτο πουγκί. «Θα σας τη βρούμε», υποσχέθηκε ο χανιτζής περνώντας τη γλώσσα του πάνω απ’ τα χείλη. «Τέλεια», αποκρίθηκε ο Μπορχ χαμογελώντας. «Να διατάξεις να τη φέρουν πάνω, στο δωμάτιό μου, και να τη γεμίσουν με ζεστό νερό. Άντε, κούκλε, κουνήσου. Και να μην λησμονήσουνε την μπύρα, τουλάχιστον τρεις καράφες». Οι Ζερικανές χαχάνιζαν ακατάπαυστα ρίχνοντας συνέχεια ματιές στον γητευτή. «Ποια προτιμάς;» ρώτησε ο Τρεις Καλιακούδες, «ε, Γκέραλτ;» Ο γητευτής έξυσε το πηγούνι του. «Δύσκολο να διαλέξεις, το ξέρω», συνέχισε ο Τρεις Καλιακούδες με ύφος γεμάτο κατανόηση. «Κι εγώ δυσκολεύομαι καμιά φορά. Καλά λοιπόν, θ’ αποφασίσουμε όταν βρεθούμε μες στη σκάφη. Έι, κορίτσια, βοηθήστε με ν’ ανέβω τα σκαλιά!»

III Στη γέφυρα υπήρχε ένα εμπόδιο. Ένα μακρύ απελέκητο δοκάρι, τοποθετημένο σε στατήρες, εμπόδιζε την πρόσβαση στην άλλη όχθη. Στρατιώτες, που κράταγαν λογχοπελέκεις και φορούσαν δερμάτινες χλαίνες προστατευμένες από αλυσιδωτούς θώρακες, φύλαγαν σκοπιά στη μια και στην άλλη πλευρά. Πάνω ψηλά, πλατάγιζε στον άνεμο ένα βαθυπόρφυρο λάβαρο που στη μέση του είχε έναν ασημένιο γρύπα.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.