1
online version
online version
1
2
3
online version
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
7. 12. 17. 22. 28. 32. 38. 42. 46. 52. 58. 64. 70. 74. 80. 88. 90.
Γιάννης Ισιδώρου / Γιάννης Γρηγοριάδης Είναι δυνατή η επιστροφή; Ορφέας Απέργης H Νίκαια ως αντίστροφη αναγνώριση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης Επιστροφή και Ανασύνταξη Κατερίνα Ηλιοπούλου Κατώφλι Λίζη Καλλιγά Lizzie Calligas Αλεξάνδρα Γιαννακανδροπούλου Alexandra Giannakandropoulou Νάντια Καλαρά Nadia Kalara Mαρίνα Γιώτη Marina Gioti Αλέξανδρος Ψυχούλης Alexandros Psychoulis Άρτεμις Ποταμιάνου Artemis Potamianou Δημήτρης Χαλάτσης Dimitris Halatsis Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος Theodoros Zafeiropoulos Χρήστος Χρυσόπουλος Christos Chrissopoulos Βαγγέλης Αρτέμης Vaggelis Artemis Βασιλεία Στυλιανίδου My body is my office Γιάννα Μπούκοβα Ο λαγός Κωνσταντίνος Ματσούκας Επιστρέφοντας
4
93. Βασίλης Αμανατίδης Πεντάπτυχο περί αναλογιών, μεγέθους, καταγωγής και κατοίκησης 97. Θοδωρής Χιώτης 21 99. Μάριος Χατζηπροκοπίου ʾištiqá:q 102. Γιώργος Παπαδάτος Giorgos Papadatos 108. Λεωνίδας Παπαλαμπρόπουλος Leonidas Papalampropoulos 114. Άννα Λάσκαρη Anna Lascari 120. Απόστολος Ντελάκος Apostolos Ntelakos 126. Γιάννης Θεοδωρόπουλος Yiannis Theodoropoulos 132. Ζήσης Κοτιώνης Zissis Kotionis 136. Δημήτρης Ντοκατζής Dimitris Dokatzis 142. Campus Novel 148. Κώστας Ντάφλος Kostas Daflos 154. Φοίβη Γιαννίση Δύο ποήματα 157. Χρήστος Χρυσόπουλος Νευρώνας 161. Ζήσης Κοτιώνης Εγκλεισμός προς τα έξω, απόδραση προς τα μέσα Βούρλα: πορνείο και φυλακή
online version
169. 172. 180. 184. 191. 198. 202. 206. 212. 218. 222. 226. 232. 236. 239. 244.
Μαρία Τοπάλη Υπό μορφή συνέντευξης Μαρία Μίχου Mήτρα γης Oρίζοντας Ρίκα Μπενβενίστε Επιστροφή στη Σαλονίκη Παναγιώτης Ιωαννίδης Προς Αριστόδικον Δημήτρης Άλλος Ό,τι άφησα πίσω μου μια μέρα και μια νύχτα Μαρία Πασχαλίδου Maria Paschalidou Βασιλεία Στυλιανίδου Vassiliea Stylianidou Τάσος Λάγγης Tassos Langis Παναγιώτης Ιωαννίδης Panayotis Ioannidis Νίκος Παπαδημητρίου Nikos Papadimitriou Βασίλης Ψαρράς Vassilis Psarras Γιώργος Γυπαράκης Giorgos Gyparakis Yiannis Isidorou/ Yiannis Grigoriadis Is return possible? Yiannis D. Ioannidis Return and recovery Katerina Iliopoulou Threshold Vassiliea Stylianidou My body is my office
252. Iana Boukova The hare 254. Konstantinos Matsoukas Returning 257. Vassilis Amanatidis Fivefold on scale, size, origin and habitation 260. Thodoris Chiotis 21 262. Marios Chatziprokopiou ʾištiqá:q 265. Phoebe Giannisi Two poems 268. Christos Chryssopoulos Neuron 271. Zissis Kotionis Outward incarceration, inward escape Vourla: whorehouse and prison 278. Maria Topali In the form of an interview 280. Maria Michou Wombland Horizon lining 287. Rika Benveniste Return to Salonika 290. Panayotis Ioannidis Towards Aristodikos 295. Dimitris Allos What I left behind, a day and a night 301. Bιογραφικά / Bios
5
online version
6
online version
Γιάννης Ισιδώρου / Γιάννης Γρηγοριάδης Είναι δυνατή η επιστροφή; 1. Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ερώτησης και απάντησης παρατείνεται. 2. Όταν αναφερόμαστε στην επιστροφή, εννοούμε τόσο μία συγκεκριμένη γνωστική διαδικασία, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο της μνήμης, τις αναμνήσεις και τις ανανοηματοδοτήσεις τους στο παρόν. Την επιρροή τους. Οι αναμνήσεις, η μνήμη του χωροχρόνου, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επίγνωσης του εαυτού μας, ο πυρήνας της προσωπικής μας ιστορίας. Η μνήμη και η σχέση μας με αυτήν αποτελεί βασικό συστατικό της ταυτότητάς μας. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, η αντίληψη του παρελθόντος μαζί με τις μελλοντικές προβολές του μπορεί να αποδειχθεί τόσο τρομακτικά διαστρεβλωμένη και τραυματική, ώστε να αφαιρέσει τον έλεγχο της ίδιας της ζωής, να μετατρέψει το υποκείμενο σε πράγμα, σε εμπόδιο του ίδιου τού εαυτού. Να ακυρώσει τη δυνατότητα της εμπειρίας και να την υποβιβάσει σε αυτοματοποίηση, σε σπασμό. 3. Ο άνθρωπος-δημιουργός είναι ένας κατ’ εξοχήν ιθαγενής της μνήμης και ταυτόχρονα χρήστης της. Φανερώνεται θεωρώντας τη μνήμη ως την αναστοχαστική διαδικασία, τον τρόπο να σκέφτεσαι ξανά και ξανά. Διαχειρίζεται και παραδίδει τρόπους ερμηνείας και αναδιατύπωσης του χώρου και του χρόνου, διαιωνίζοντας έτσι το παρόν. Το μνημονικό δίκτυο είναι η καταγωγή, το καταφύγιο και ταυτόχρονα ο ορίζοντάς μας (αυτά που στοχαζόμαστε εμείς για τον εαυτό μας, όσα στοχάζονται οι άλλοι σε σχέση με εμάς). Οι ιστορίες που αφηγούμαστε αναφέρονται στον τόπο του προορισμού μας. Μιλάμε εδώ για την πατρίδα ως τον τόπο του προορισμού μας, τον τόπο που μπορεί να μας υποδεχτεί. Τη δύση μας. Το πέρασμα προς τη δύση. Η δύση είναι μια υπόσχεση. 4. Η μνήμη είναι μια υποδοχή. Κάθε αφήγηση θρηνεί μιαν απώλεια. 5. Η ιδέα μιας σταθερά διακριτής ταυτότητας, η οποία είναι δομημένη γύρω από τις έννοιες που ανέδειξαν η διαλεκτική του σύγχρονου εθνοκρατικού καπιταλισμού, η γλώσσα, οι κοινές παραδόσεις, μια εθνική κοινότητα, μια εθνική οικονομία και ένα γεωγραφικό περιβάλλον-σύνορο-νόμος, απαιτεί συνεχή επαναπροσδιορισμό καθώς καταρρέει. Οι ταχύτατες εξελίξεις, που θεωρούνται απειλές, καθιστούν εύθραυστη την ιδεολογία του έθνους-κράτους και αμφισβητούν το φαντασιακό μιας πολιτισμικής καθαρότητας. Αυτές οι ταυτότητες, εθνικές, ταξικές, θρησκευτικές, επιθυμητικές, γίνονται όλο και πιο αποσπασματικές, καθώς σε κάθε πλεόνασμα ελευθερίας και επινοητικότητας που 7
online version
προκύπτει αντιστοιχεί ένα πλεόνασμα αβεβαιότητας. 6. Η επιστροφή προσβλέπει σε μιαν αδύνατη διαδρομή. Είναι, λοιπόν, δυνατή η επιστροφή; Η επιστροφή δεν μπορεί να συμβεί δίχως τον ορισμό του τόπου από όπου απομακρυνθήκαμε. Απομακρύνομαι από πού; / Πότε είμαι στο σπίτι μου; / Είμαστε για πάντα ξένοι; Ο Οδυσσέας, ο ήρωας του νόστου, κοσμοπολίτης, ένας μπουρζουάς σε αναζήτηση της ταυτότητάς του, επιστρέφει έπειτα από μια αισχρή, όπως και να το κάνεις, κατάκτηση. «Όταν ο Οδυσσέας έμενε στης Καλυψώς, έπρεπε να παραμείνει διπλά άγρυπνος. Έπρεπε να επαγρυπνά όχι μόνο για να φυλάξει την Ιθάκη στην καρδιά του αλλά και να μη χάσει το όραμα των περιπλανήσεών του». (Cassin Barbara, H Νοσταλγία, Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλου, Μελάνι, 2015, σ. 64) 7. Φυγή, εξορία, ξεριζωμός, περιπλάνηση. Η μνήμη η πατρίδα. 8. Η προβολή της ταυτότητας του τόπου σφραγίζει ταυτόχρονα και την απουσία αυτής της ταυτότητας. (Είναι σαν το κινηματογραφικό στιγμιότυπο που προβάλλει πράγματα για πάντα χαμένα, ανθρώπους από καιρό νεκρούς.) Το βλέμμα επιστρέφει για να συναντηθεί με κάτι εντελώς άλλο από αυτό που άφησε εκεί. Η αναγνώριση δεν επιτυγχάνεται παρά μόνον ως φαντασιακός αυτοματισμός. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ίχνη. Το τρίτο είδος, αναφέρει ο Πλάτωνας, είναι η αιώνια χώρα (χώρος) που δεν φθείρεται αλλά παρέχει διαμονή σε όσα γεννιούνται, και γίνεται αντιληπτό με ένα είδος νόθου συλλογισμού, χωρίς τη βοήθεια των αισθήσεων, αλλά μόνο με την πίστη. 9. Η επιστροφή είναι μια αδυνατότητα. Υπό το βάρος των συσσωρεύσεων, οι αναμνηστικές εντυπώσεις αλλεπάλληλα διαψεύδονται (τουλάχιστον δεν επιβεβαιώνονται), και ενώ επιχειρώ να κατανοήσω, ο γνώριμος τόπος καταρρέει. Αναδιπλώνομαι, συμβιβάζομαι με το ανοίκειο και συνεχίζω, χτίζοντας πάνω σε ερείπια την εμπιστοσύνη μου προς τον νέο τόπο που είναι ξένος. Ίσως και να χαθώ εκεί, να πάψω να υπάρχω σε ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών, σε μια βαθιά ανάσα ή σε ένα φτάρνισμα. Ο δρόμος προς μια επανοικειοποίηση είναι θορυβώδης και βρόμικος. Είναι πολύ συχνά θλιβερά σκοτεινός, αλλά πάντα συναρπαστικός. Σωροί εντυπώσεων δημιουργούν αντιπερισπασμούς, εμπόδια και στενωπούς, ή τον καθιστούν απροσπέλαστο. 10. Βρισκόμαστε εμπρός στο καλοκαίρι του 2016. Ζούμε την κλιμάκωση του πόλεμου, που τα οικονομικά επίκαιρα, οι «διεθνείς» οργανισμοί και οι στατιστικές επιχειρούν να καμουφλάρουν. Η πραγματικότητα, φυσικά, θα επιμείνει. 8
online version
11. H ιδέα της πατρίδας, ως είδος γνώσης, κατασκευασμένο στα όρια μιας προγραμματικής καλλιτεχνικής δραστηριότητας, είναι το περιθωριακό, το «ψευδές», το θολό, το ανολοκλήρωτο, αλλά ίσως το πιο ακριβές για να μας επιτρέψει να την κατοικήσουμε. Μια μακροπρόθεσμη σύλληψη, η τολμηρή σύνοψη που διαφεύγει του αδιάκοπου γίγνεσθαι του χρόνου, μια ιδιοσυγκρασιακή μνήμη, είναι η πατρίδα. Για όσους μπορούν να στοχάζονται ακόμη, και φυσικά να ονειροπολούν, δεν υπάρχει «ένας κόσμος που χάνεται» και αφήνει πίσω του τη γλυκερή μυρωδιά του πτώματος, «ένας κόσμος» αναμνήσεων που παράγουν τα τεχνολογικά μαραφέτια, και της νοσταλγίας που γίνεται αγανάκτηση, αλλά η χώρα που τα πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα, το παρελθόν δεν είναι σουβενίρ, το πραγματικό, το τετελεσμένο δεν δημιουργεί ένα σιδερένιο τείχος που διαρρηγνύουν εδώ κι εκεί οι ψυχαναλυτικές «σχολές», η μικροψυχία της «αμφισβήτησης», η ακαδημαϊκή υποκρισία και οι επικυρώσεις της, αλλά αντίθετα ένα θεμέλιο που πάνω του συγκροτείται ο κόσμος από το αθέατο, το φανταστικό και το παιγνιώδες. Πατρίδα μου είναι η ασκιαγράφητη νεότητα. Πατρίδα που ούτε αποφασίζεται ούτε κερδίζεται, και ανήκει σε όλους όσους έζησαν και σε όσους θα ζήσουν. Και οι δυο μας γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη Νίκαια.1 Το διαπιστώσαμε λίγο μετά το τέλος της πρώτης μας συνεργασίας, που ξεκίνησε το 2007, στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής ομάδας intothepill. Ο ένας γεννήθηκε στο ιστορικό κέντρο του Δήμου, στην Κοκκινιά, ενώ ο άλλος στη Νεάπολη, το νεώτερο κομμάτι της, που η ανοικοδόμησή του ξεκίνησε το 1950 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1980. Η έντονη ενασχόλησή μας με το αστικό φαινόμενο και την ιστορικότητά του, αλλά ταυτόχρονα και το εξαιρετικά πολύπλοκο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό που αναπτύχθηκε γύρω μας, στα οκτώ χρόνια της συνεργασίας, διεύρυναν το ενδιαφέρον μας πέραν του μητροπολιτικού κέντρου. Ταυτόχρονα οι αναφορές, στις μεταξύ μας συζητήσεις, στις ιδιαίτερες πολιτισμικές ποιότητες των δυτικών προαστίων, οι συχνές, και πολλές φορές διασκεδαστικές, διαπιστώσεις της κοινής χρήσης ενός συγκεκριμένου γλωσσικού ιδιώματος, μας οδήγησαν στην ιδέα για μια εργασία σε σχέση με το αναμνησιακό πεδίο της γενέτειρας, με βασικό ερώτημα το εφικτό/ανέφικτο της επιστροφής. Τον Μάιο του 2015 παρουσιάσαμε στο Platform Project της αθηναϊκής φουάρ την εγκατάσταση «851 Αθήνα – Νίκαια», όπου ασχοληθήκαμε με τον άξονα της Πέτρου Ράλλη, της κεντρικής οδού που ενώνει τη συνοικία με την πρωτεύουσα, ως μια ζώνη μετάβασης/κάθαρσης αλλά και ως μια επανεκκίνηση της αντίληψης μέσω της κίνησης, η οποία εστιάζει στον νεκρό χρόνο αυτής της μετάβασης: τον χρόνο, δηλαδή, που αναδεύει την υποκειμενική μνήμη, προσπαθώντας να την αντιστοιχήσει με τον πραγματικό τόπο. Προσωπικά αρχεία που μας ενώνουν με τον προορισμό, παράδοξα και τυχαία ενθύμια, καταγραφές και ταξινομήσεις του σύνθετου ανθρώπινου τοπίου αποτέλεσαν μερικά από τα υλικά της εγκατάστασης. Αυτό το βιβλίο έρχεται να ολοκληρώσει το εγχείρημα που ξεκίνησε στις 16 Δεκεμβρίου 2015, όταν επιστρέφοντας κυριολεκτικά στη Νίκαια προσκαλέσαμε εικαστικούς 9
online version
καλλιτέχνες και συγγραφείς, να συμμετάσχουν σε μια ποιητική διερώτηση για την α/ δυνατότητα της επιστροφής, τη μνήμη, την πατρίδα και την απώλεια, η οποία οδήγησε στην δημιουργία μιας έκθεσης και ενός βιβλίου. Στην έκθεση συμμετείχαν 24 καλλιτέχνες, οι οποίοι με τους προσωπικούς τους εικαστικούς μηχανισμούς, μέσα από συγκριτικές παραθέσεις της εμπειρίας στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, διερεύνησαν συσσωρευμένες πεποιθήσεις, βιώματα και μνήμες, και αποκάλυψαν εκδοχές επιστροφής, φυσικής ή νοητικής. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε από τις 16 Μαρτίου έως και τις 4 Απριλίου στη Νίκαια, στον πολιτιστικό πολυχώρο «Μάνος Λοΐζος» (πρώην Μηχανική Καλλιέργεια), ένα ιστορικό βιομηχανικό κτήριο, εμβληματικό της περιοχής που περικλείει στο κέλυφός του αιωνόβια ιστορία. Αναλυτικές πληροφορίες για την έκθεση και τα έργα που παρουσιάστηκαν εκεί υπάρχουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση nicesdv.wordpress.com. Στον παρόντα τόμο οι ίδιοι καλλιτέχνες παραδίδουν ένα σώμα εικόνων, ένα νέο έργο, για τα ζητήματα που μας απασχόλησαν. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται ανθολογία κειμένων από 16 συγγραφείς.
1. Η Κοκκινιά ιδρύθηκε το 1924 για να υποδεχτεί το κύμα των προσφύγων που δημιούργησαν οικονομικά συμφέροντα, ανακατεμένα με μεγάλες ιδέες και ευμετάβλητες συνθήκες. Η ειδική συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έγινε τον Γενάρη του 1923. Είναι η πρώτη πόλη της νεώτερης Ελλάδας που συγκροτείται αποκλειστικά για την υποδοχή των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Η περιοχή άρχισε να κατοικείται το 1924, όταν χτίζονται και τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα. Σε έναν μόλις χρόνο στεγάζονται κακήν-κακώς 50.000 άνθρωποι. Το δίκτυο του νερού «ΟΥΛΕΝ» ολοκληρώνεται το 1936, ενώ η συστηματική ηλεκτροδότηση της περιοχής έγινε μεταπολεμικά από την εταιρεία «Πάουερ». Για τα επόμενα χρόνια, η Κοκκινιά παραμένει μια χαρακτηριστική πόλη προσφύγων. Μαστόρων, εργατών και εργατριών, εμπόρων, μικροπωλητών. Η μείξη του ταξικού χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής με το κοσμοπολίτικο στοιχείο και την γνώση που φέρνουν οι πρόσφυγες αστοί της Μικράς Ασίας χαρακτηρίζουν την πόλη και εκφράζονται στον πλούτο της πολιτιστικής παραγωγής της ευρύτερης περιοχής (Καμίνια, Ταμπούρια, Δραπετσώνα, Κερατσίνι) που επηρέασε βαθιά και διατρέχει έως σήμερα τη σύγχρονη λαϊκή τέχνη. Στον Μεγάλο Πόλεμο που ακολουθεί, η πρώτη γενιά των προσφύγων καλείται να πάρει μέρος. Η Κοκκινιά με ισχυρούς πυρήνες αντίστασης δέχεται τα χτυπήματα των Γερμανών, των Ελλήνων και των Ιταλών συνεργατών τους. Ο κοσμοπολιτικός και ταξικός χαρακτήρας μεταστρέφεται σε εθνοπατριωτικό. Ο τόπος αναπόφευκτα γεμίζει υπερασπιστές, πατριώτες, δωσίλογους, ήρωες, δειλούς, εθνοπροδότες, υποστηρικτές της «νέας τάξης», αίμα, θυσίες, κτλ. Σε αυτό το πλαίσιο το γεγονός που σημαδεύει την πόλη είναι αρχικά η περίφημη μάχη του Μάρτη και ακολούθως σε αντίποινα αυτής το μπλόκο της Κοκκινιάς, στις 17 Αυγούστου 1944, όταν η ελληνική χωροφυλακή, τα σώματα ασφαλείας του Πειραιά μαζί με ισχυρές δυνάμεις της γερμανικής γκεστάπο περικυκλώνουν την πόλη, εκτελούν επιτόπου περισσότερους από 80 κατοίκους και συλλαμβάνουν πάνω από 8.000 άνδρες, τους οποίους και μεταφέρουν αιχμάλωτους πρώτα στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, γίνονται και εκεί εκτελέσεις, και κατόπιν 3.000 εξ αυτών στέλνονται στη Γερμανία ως ομήροι που θα εξασφάλιζαν τη γερμανική υποχώρηση και παράδοση. Η Νίκαια, όπως μετονομάστηκε η Κοκκινιά μετά το τέλος του πολέμου, επισήμως χαρακτηρίζεται μαρτυρική πόλη. Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ίσως τον ισχυρότερο πυρήνα δεξιών εθνικιστών στην Αθήνα και πολύ μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων αυτών των
10
online version
τάσεων. Ένα φαινομενικά παράδοξο γεγονός, καθόλου παράδοξο, όμως, αν σκεφτούμε πως οι γενιές που ακολούθησαν την πρώτη προσφυγική γαλουχήθηκαν με έναν λόγο μισαλλόδοξο, απολυτρωτικού χαρακτήρα, εθνοπατριωτικό. Αυτός ο λόγος κυριάρχησε έναντι του διεθνιστικού σε κάθε πολιτική προσπάθεια, μαζί με μιαν ακατάσχετη ηθικολογία, τη διαστροφή της ιστορίας και την άνευ όρων παράδοσή της σε ιδεολογικές, κομματικές εργολαβίες που για χρόνια στήνουν προτομές ηρώων και μνημεία. Πρόκειται για ιδιαίτερα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Μια υποβάθμιση που καθρεφτίζει ξεκάθαρα τις κυρίαρχες προκαταλήψεις της νεώτερης Ευρώπης: την οικονομική πρόοδο, την παραγωγή, την ωφελιμιστική εκπαίδευση, την υγειονομία και τον έλεγχο, την επιβίωση και την ασφάλεια. Μια πυκνοκατοικημένη πόλη, με δεκάδες παραρτήματα του ΟΠΑΠ και τσιμεντένια σχολεία/ φυλακές, πολυώροφες πολυκατοικίες, εμπορικά κέντρα ανάμεσα στα κατοικημένα ερείπια, εγκαταλελειμμένες υποδομές, δημοτικές υπηρεσίες «πολιτισμού» που κυρίως λειτουργούν ως διανομείς και παραγωγοί ενός κερδοσκοπικού λαϊκίστικου υβριδίου. Οι κάτοικοι της πόλης, μέσα στον συνωστισμό και στην ανία των επικαίρων, παρακολουθούν διψασμένοι το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και τους αγώνες της φόρμουλα ένα, περιφέρονται σε καταστήματα που εμπορεύονται φτηνά υποπροϊόντα, υποαπασχολούνται, ονειρεύονται τον καιρό της αντιπαροχής, ένα εξοχικό που δεν τελειώνει ποτέ, πληρώνουν τους φόρους τους, δεν πληρώνουν, πιστεύουν πως τους ψεκάζουν αεροπλάνα με υπνωτιστικά αέρια, είναι ευχαριστημένοι από τις «δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας» αλλά δυσανασχετούν με τους «λαθρομετανάστες που βρομίζουν την πόλη τους», και ολοένα και συχνότερα άλλοι φορούν κομποσκοίνια στον καρπό και ανεμίζουν την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι τους, και άλλοι στηρίζουν τον «εκσυγχρονισμό» και «αναζητούν τους υπεύθυνους. Παρ’ όλα αυτά, πάντα υπάρχει κάτι ακόμη παρ’ όλα αυτά, ο επίμονος περιπλανητής θα συναισθανθεί και θα συναντήσει και σήμερα την πολυεθνική Σμύρνη, την Πέργαμο, το Αϊβαλί ή την Έφεσο των αρχών του 20ού αιώνα, σε ιστορίες ανακατεμένες με τον Πειραιά των μαστόρων και των εργατριών, το λιμάνι, την αλητεία, τον έρωτα, την επιδεξιότητα, την ευστροφία, την εσωτερική ανυποταξία και την ενσωματωμένη περιπέτεια της ξενιτιάς και της ξενότητας. Θα ακούσει τη μουσική, θα οσφρανθεί τα φαγητά, αν σταθεί τυχερός, μπορεί και να τα γευθεί, θα δει τις κεντημένες κουρτίνες στα παράθυρα, τους μικρούς γλαστρόκηπους στις εξώπορτες και στις αυλές, που παραμένουν και επιμένουν, και μαζί την μυστική χάρη των κινήσεων στις χειρονομίες, στις λέξεις και στα βλέμματα.
11
online version
Ορφέας Απέργης Η Νίκαια ως αντίστροφη αναγνώριση Πάμε πια συχνά στις λέξεις για να ορίσουμε αυτό που πρέπει και θέλουμε να σκεφτούμε. Πρέπει και θέλουμε να περιπλανηθούμε, να μην ξυπνάμε πρωί πρωί στα ίδια, όμως η επανάληψη χωροθετημένων κινήσεων μιας χωρογραφίας της βιοτικής μας ανάγκης δεν επιτρέπει την ουσίᾳ περιπλάνηση, παρεκτός ως καλλιτεχνική, άρα πλαστή, συμπεριφορά. Δηλαδή η περιπλάνηση δεν προκύπτει ως ανάγκη, δεν είμαστε ενδιαφερόμενοι της ανάγκης, είμαστε ενδιαφερόμενοι της θεωρίας της ανάγκης. Το λέω αυτό για ανθρώπους όπως εμείς εδώ τώρα, εδώ και χρόνια, που συμμετέχουμε σε εκθέσεις καλλιτεχνίας θεωρητικοποιώντας την ανάγκη. Και να νιώθουμε ή να έχουμε την ανάγκη, όταν καλούμαστε να την εκθέσουμε υπό καλλιτεχνική επιμέλεια, τη θεωρητικοποιούμε, δηλαδή την ποιούμε θεωρητικά, την «παριστάνουμε». Συμμετέχω εδώ θα πει παριστάνω τον εν ανάγκῃ είτε διατελώ είτε όχι εν τῃ ανάγκῃ αυτῄ. Όθεν προκύπτει και η καταφυγή στις λέξεις, δηλαδή στα σημαίνοντα, αυτά που είναι το καταφύγιο που φθονούμε αλλά και που διαθέτουμε ελλείψει ανάγκης, δηλαδή μη αναγκαστικά. Για παράδειγμα, όταν καλούμαι –προσοχή καλούμαι, πρόκειται περί προσκλήσεως– να γράψω για έναν χώρο στη Νίκαια που αποτελεί γενέθλιο τόπο (πιθανόν) των επιμελητών μιας εκθέσεως, καλούμαι να συνδέσω τις απολήξεις μου με κάτι που δε μου δόθηκε παρά ως πρόσκληση, όχι δηλαδή με τον άλλον τρόπο, τον «απάνω τρόπο», δεν μου δόθηκε έτσι, αλλά αντίθετα εντέλλομαι να το κάνω να με αφορά. Οπότε ρωτά κανείς, πρώτον, γιατί να ανταποκριθείς σε τέτοια εντεταλμένη κλήση; Και, δεύτερον, με τι μέσα; Αρχίζοντας αντιστρόφως, τα ευρισκόμενα μέσα συνηγορούν εδώ υπέρ της λήψης και διαβίβασης της εντολής, υπέρ της αποδοχής της προκλήσεως. Δηλαδή, τα μέσα αγιάζουν τον σκοπό. Επειδή η συναισθηματική προσήλωση είναι φευγαλέα και σίγουρα όχι εύκολη, όχι προϊόν εντολής, η προσομοίωσή της, μια οιονεί προσήλωση, δηλαδή μια τῳ όντι προσήλωση, αντί της αρχικής εκείνης ιερότατης ηλώσεως, με άλλα λόγια ένα κάρφωμα του βλέμματος, αντί για κάρφωμα του σώματος, μια διασταύρωση (με τη Νίκαια εν προκειμένῳ), αντί της αρχικής και πρότυπης σταύρωσης, μια τέτοια λοιπόν προσέγγιση, αντί της εγγίσεως, μια ματιά που εντέλλεται αντί των ματιών που διαστέλλονται (και μένουν εντελλόμενα), μια τέτοια κατάσταση, αντί της αρχικής στάσεως, μου ασκεί γοητεία λόγω των μέσων που απαιτεί για να τη φέρω εις πέρας. Το μέσον είναι οι λέξεις, όπως είπα εξαρχής, και αυτές είναι που προξενεύουν τη συγκίνηση. Δεν έχω συγκίνηση για τη Νίκαια, οπότε χρησιμοποιώ τη Νίκαια ως λέξη, ως σημαίνον μαζί με άλλα πολλά σημαίνοντα, άλυσος πραγματική του συμβολικού, η οποία μπορεί, το προσπαθώ και το πασχίζω, να με φτάσει ώς τη συγκίνηση ενός σημαινόμενου (Νίκαια), εν παρενθέσει το σημαινόμενο γιατί σίγουρα δεν αντιστοι12
online version
χεί στα φωνήματα του «Νίκαια» αλλά σε σειρά σωματικών φωνημάτων μιας άλλης ηλικίας και ηλώσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αυτός, φερ’ ειπείν ο που μεγάλωσε κι ανδρώθηκε, ούτως ειπείν, στη Νίκαια, άλλα καταλαβαίνει απ’ ό,τι εγώ, ο οποίος εγώ δεν καταλαβαίνω, δηλαδή δεν καταλαμβάνω χώρο με το σώμα μου εντός της Νίκαιας αυτής, αλλά καταλαμβάνω χώρο μέσα στην επικράτεια (και επικράτηση) του συμβολικού, αδέξια πολύ αδέξια, με άλλα λόγια προσεταιρίζομαι λέξεις του πεδίου «Νίκαια», αντί να κάνω που λέει ο λόγος φιλαράκια και να βγούμε να φάμε σε ένα εστιατόριο εξωτικών γεύσεων, μικροασιατικό, μιξοτουρκικό, δε θυμάμαι, γιατί για μένα που είμαι ξένος στη Νίκαια, όπως τη λέω δε γεμίζει το στόμα μου και άρα δε θυμάμαι το μέρος που με πήγανε μετά την κατόπτευση του χώρου όπου προετοιμάζεται η έκθεση, έκθεση κατά το πρότυπο του salon αιώνων προηγουμένων. Το καταφύγιο που φθονώ κι αναδέχομαι ελλείψει σωματικής ανάγκης Νίκαιας, ελλείψει Νίκαιας ενσώματου, είναι η ασώματος κεφαλή, ο ήρως των ημερών, η ασώματος κεφαλή που πάντα επιστέφει αντί να επιστρέφει, επιστέφει τον ορυμαγδό. Ο ορυμαγδός είναι η επικράτεια των σημαινόντων, σημαινομένων μαινομένων, κι αυτή η μανία που ορίζει ο ορυμαγδός, αυτός ο λάγνος διονυσιασμός είναι το άσμα, το canto αντί για το «κάν’ το», δηλαδή αντί να κάνω cano, αντί να γεννώ ποιώ, αντί να είμαι λέω. Κι όμως το μέσον ασκεί γοητεία, όπως το κρασί ασκεί γοητεία που κανένα αμπέλι και καμιά άμπελος και καμιά πλαγιά και καμιά γειτονιά και γειτονία δεν μπορεί να ασκήσει. Μέρος της γοητείας αυτής είναι, ακριβώς, το ότι ασκείται. Ενώ μια γειτονιά δεν ασκεί, είναι, η αναπαράσταση, το σημαίνον της γειτονιάς δεν είναι, παρά μόνον ασκεί. Η ασκούμενη γοητεία συνίσταται στη γοητευτική άσκηση, ο όρος «γοητευτική άσκηση» είναι νομίζω, μάλιστα, πλεοναστικός, καθ’ ότι –από τη δική μου πλέον αστική σκοπιά– κάθε άσκηση είναι γοητευτική. Για τον λόγο αυτό ανταποκρίνεται κανείς στην εντολή, στην εντεταλμένη κλήση που υποκαθιστά την κλίση, ή ίσως θα ήταν καλύτερα να πει κανείς ότι πολλοί έχουμε πλέον κλίση στις κλήσεις. Μας αρέσουνε οι λέξεις γιατί έτσι αποφεύγουμε καλύτερα, ας πούμε παστρικότερα, τις έξεις. Οι λέξεις ασηπτικώς πώς, μας προστατεύουνε. Τι δουλειά έχω εγώ να ζήσω αφού μπορώ να παίζω; – και μάλιστα να παίζω το παιχνίδι της παιδωμής, το παιχνίδι του αβασάνιστου βασανιστή, το παιχνίδι αυτού που ασκεί ασκούμενος, ένας ασκητής του πνεύματος του ορθογραφικού, όπου η ανάσα υποκαθίσταται από το πνεύμα της, δασεία ή ψιλή. Η άσκηση πλέον με γοητεύει, αφού προστατεύει από την αποτυχία, την καταβαράθρωση, το σύρσιμο του πληγωμένου σώματος μέχρι την πηγή. «Μην ανησυχείτε, πρόκειται για άσκηση», σου λένε για να μην τρομάξεις, νομίζοντας πως κινδυνεύει το σώμα σου, δηλαδή πως κινδυνεύεις να ζήσεις, να ζήσει το σώμα σου πάνω τα σημάδια που δεν γράφονται αλλά εγγράφονται, που κεντάει πάνω στο σώμα το πραγματικό. Η Νίκαια δεν έχει για μένα πραγματικό, δεν έχω όρεξη, στο βαθμό που η όρεξη είναι σύμπτωμα σωματικό, να καταπιαστώ με κάτι που έχει πρώτο αυτό προλάβει να κατα13
online version
πιαστεί με μένα. Αυτή είναι και η γοητεία της ασκήσεως, το ότι εγώ την εκκινώ, εγώ την εισάγω και άρα δεν αισθάνομαι παρείσακτος, εγώ την εγκαινιάζω και άρα δεν αισθάνομαι καινός, δηλαδή καινούργιος, παρά αισθάνομαι παλαιός, σαν κρασί που παλαιώθηκε μες στο μπουκάλι του –μποτίλια στο πέλαγος– και ξεπέρασε κατά πολύ την άμπελό του. Η Νίκαια δεν είναι για μένα αμπέλια, όπως είχε (ή δεν είχε), δεν είναι colorito –χρώμα πυκνό ασχεδίαστο που πλέει μέσα του η μνήμη ενός παιδιού χωρίς ούτε ίχνος ειρωνείας–, η Νίκαια δεν είναι σύμπτωμα που κάνει το σώμα μου (ή του) να πονεί, η Νίκαια δηλαδή δεν είναι για μένα, παρά μόνο σημαίνει, ση-μένον ον και σεσημασμένο. Η Νίκαια, καθ’ όσον μόνο σημαίνει, σημαίνει επομένως όχι το colorito αλλά το disegno, το σχέδιο, το μέγα σχέδιο το γεμάτο ειρωνεία, αυτό που δεν ανήκει καθόλου σε ένα παιδί, αυτό που δεν ανήκει παρά μόνο το έχουνε, αυτό που έχει αλλά δεν είναι, δηλαδή το αντίθετο της φύσης του σώματος – αυτό που έχει χαρακτηριστικά, αλλά δεν είναι φύση και ουσία, αυτό που έχει χαρακτηριστικά αλλά δεν έχει γνωρίσματα, γιατί το γνώρισμα σημαίνει ότι έβαλες μέσα και όλο σου το σώμα. Άρα δεν τη γνωρίζω τη Νίκαια, αλλά μπορώ και τη χαρακτηρίζω, που σημαίνει τη γνωρίζω από την όψη και όχι από την κόψη και έτσι διασταυρώνομαι μαζί της, σαν να λέμε «τι σύμπτωση», δηλαδή η Νίκαια είναι για μένα σύμπτωση, αντί να είναι σύμπτωμα, κι έτσι εγώ μένω με το κρασάκι μου, είμαι το κρασάκι μου το άκρατο και κραταιός φωνά-ζω: «Ιδού εγώ», όπως είπε ο Αβράμης όταν το κάλεσε ο θεός του, ο παλαιός των ημερών, τι είπε όταν του φώναξε «Αβράμ», είπε «Ιδού εγώ»,1 κι αυτή η φράση και αυτή η σκηνή η ελλειπτική πόσο βάθος έχει, πόση έλλειψη χαρακτηριστικών, πόσο γνώρισμα κρύφιο έχει, πόσο παρασκήνιο. «Κατάφορτη με παρασκήνιο και σκοτάδι», είναι, και γέμει, πλήρης, όπως γεμίζει το μπουκάλι με κρασί, ενώ αντίθετα η άμπελος τίποτα δε γεμίζει, «ιδού εγώ» σημαίνει ότι ο λόγος είναι πολύ βαθύτερος του πραγματικού και παίρνει την εκδίκησή του, γιατί οι λέξεις της γοητευτικής ασκήσεώς μου είναι γλιστερές και φειδωλές, δε λένε ποτέ όσα το πραγματικό θα ήθελε να πούνε και να κάνουνε. Γι’ αυτό λέω καλύτερα που έχω το σημαίνον Νίκαια, μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω έτσι φτωχό που είναι, άχρωμο, αδρά σχεδιασμένο. Αυτή η αδρότητα, το αδρό του αδιοράτου, είναι που μου επιτρέπει να εισχωρώ και να φαντάζομαι χιλιάδες μακάριες επιστροφές. Το σημαινόμενο σάς το αφήνω, είναι πολύ σαφές και νιώθεται, είναι πεζό και βάρβαρο, είναι τύπος, είναι σχηματικό, είναι της μικρής μορφής, της φόρμας, όπως ακρυβώς «ο τύπος των ήλων», ενώ απ’ την άλλη, ω απ’ την άλλη, είναι το ασχημάτιστο βασίλειο του λόγου, του μεγάλου σχεδίου, εις το διηνεκές διαμορφούμενο, η επικράτεια της μεγάλης μορφής, όχι της φόρμας, που επιτρέπει τη συγκίνηση γιατί δεν την ορίζει με σαφήνεια, γιατί την αφήνει να εν-νοηθεί. Αυτό το νοητό μετατρέπει το (si μένον) Νίκαια σε καλούπι, σε μήτρα και μητέρα αντί για πατρίδα. 14
online version
Αν ήτανε η πατρίδα μου δεν θα ήτανε η μήτρα μου, λέω. Κι αυτή είναι τελειωτικά η αντιστροφή της αναγνώρισης. Αντί να γυρίζεις στην πατρίδα σου και να σε αναγνωρίζει η παραμάνα σου, η Ευρύκλεια ας πούμε, μέσα σε σωματική ένδεια, δηλαδή μέσα στην πλήρη σαφήνεια ενός παιδικού τραύματος, μιας ουλής στο μηρό,2 αντί για μια καθαρή τέτοια φόρμουλα επιστροφής και αναγνώρισης, τι σου δίνει ο λόγος; Σου δίνει γυρισμό σε μια Νίκαια που εσύ μόνο αναγνωρίζεις μέσα στην ασαφή πληρότητα, την πληρότητα της ασάφειας, μια Νίκαια που ως πλήρες σημαίνον είναι μόνο καλούπι, άρα πλήρης μορφή, όπως εσύ τη θέλεις, χωρίς γνωρίσματα παρά μόνο με χαρακτηριστικά που εσύ διά του λόγου σου, του σχεδιαστικού, θα της δώσεις, σα να σε καλέσανε να πας εκεί, κι εσύ είπες «ιδού εγώ, θεέ μου», κι ήσουνα ελεύθερος, εντελώς ελεύθερος και κατάφορτος, πληρέστατος με βαθύ παρασκήνιο κι ελεύθερος μες στο συμβολικό σου. Μπορεί τέτοιο θαύμα αυτός που γνώρισε πραγματικά τη Νίκαια; Μπορεί να παραλείψει τόσα κι έτσι να στέκει ελεύθερος; Μπορεί ο που τη γνώρισε σαν πατρίδα να φτιάξει τέτοια μήτρα; Μπορεί να γίνει τέτοια άρση της αναγνώρισης και τέτοια αντιστροφή της, αν την έζησες τη Νίκαια; Μπορεί να γίνει να γνωρίσεις τη Νίκαια ανά και ανά, σύμφωνα με το σχέδιό σου (ανά τετράγωνο, ανά φώνημα, ανά λήμμα, ανά σκέψη), αν αυτή –μητριά πατρίδα– σού έχει επιβάλει εξαρχής το γενετήσιο σχέδιό της, το βαθύχροο; Μπορεί αυτός που γυρίζει σπίτι του στη Νίκαια με την ουλή του, να πει απαθής απαθέστατος και άρα πολύ παθητικ(ό/ώ)ς: Ήτανε ναϊάς, θυγατέρα του ποτάμιου θεού Σαγγάριου και της Κυβέλης. Αν και ωραιότατη, απεχθανότανε τον έρωτα και αγαπούσε μόνο το κυνήγι. Όταν κάποτε ο βοσκός απ’ τη Φρυγία, ο Ύμνος, την ερωτεύτηκε, η Νίκαια όχι μόνο απέκρουσε τον έρωτά του αλλά και τον εσκότωσε για να μη την ενοχλεί. Οργισμένος ο Έρωτας ενέπνευσε στο θεό Διόνυσο σφοδρό πόθο για την κόρη. Η Νίκαια και το θεό τον ίδιο τον απέκρουσε, κι αυτός για να την κατακτήσει την εμέθυσε, «μεταβαλών εις οίνον το ύδωρ πηγής τινός». Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Τελετή και η Νίκαια που ήθελε στην αρχή ν’ αυτοκτονήσει, φίλιωσε τελικά με το Διόνυσο και κάμανε κι άλλο παιδί, το Σάτυρο, και προς τιμήν της ίδρυσε ο Διόνυσος και την πόλη, τη Νίκαια;3 Μπορεί να γίνει τέτοια νέα ανάγκη, παθητική; Εν τούτῳ Νίκαια (το νυν Ιζνίκ και Κοκκινιά).
15
online version
1. Γένεσις 22:1, όπου ο Θεός καλεί τον Αβραάμ για να τον δοκιμάσει, να του ζητήσει θυσία, τη θυσία του γιου του, Ισαάκ. 2. Αναφέρομαι εδώ στην αναγνώριση του παλιννοστούντος Οδυσσέα. Το προρρηθέν επεισόδιο της θυσίας του Αβραάμ αναλύει ο Auerbach στο βιβλίο του Μίμησις, κεφάλαιο 1, αντιπαραβάλλοντάς το προς την Οδυσσεϊκή αναγνώριση. Ο Auerbach εξάγει συμπεράσματα περί του πώς απεικονίζεται στα δύο αυτά αρχετυπικά κείμενα (του συμβολικού) το πραγματικό, εγώ μεταθέτω και αντιστοιχίζω το αφηγηματικό ζεύγος Αβραάμ/Οδυσσέας στο ίδιο το σύνορο συμβολικό/πραγματικό – ο Αβραάμ με το συμβολικό κι ο Οδυσσέας με το πραγματικό. 3. Αυτή η ιστορία της Νίκαιας βρίσκεται στα Διονυσιακά του Νόννου του Πανοπολίτη, βιβλίο ΙΕ΄, στίχος 169 κ.εξ. Στα Διονυσιακά, μείζον επικό ποίημα σε 48 βιβλία, περιγράφεται η θριαμβευτική εκστρατεία του Διονύσου εις Ινδίας, καθώς και η επιστροφή του.
16
online version
Γιάννης Δ. Ιωαννίδης Επιστροφή και Ανασύνταξη Υπάρχουν δύο τρόποι για να βρεθεί κανείς σπίτι του. Ο ένας είναι να μη φύγει ποτέ από αυτό. Ο άλλος είναι να φύγει και να περπατήσει γύρω γύρω ολόκληρη τη Γη μέχρι να ξαναγυρίσει στο ίδιο σημείο. Είχα προσπαθήσει να διηγηθώ ένα τέτοιο φανταστικό ταξίδι σε μια ιστορία που έγραψα κάποτε. Το είχα φανταστεί λοιπόν σαν ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται σε μία από τις απέραντες πεδιάδες με τις στρογγυλεμένες πλαγιές, σαν αυτές στις οποίες βλέπει κανείς τα αρχαία «Λευκά Άλογα» του Γουέσεξ, που μοιάζουν χαραγμένα στις πλαγιές των λόφων. Θα μιλούσε για κάποιο αγόρι, που το αγροτόσπιτο ή το εξοχικό του βρισκόταν σε μια τέτοια πλαγιά και που τριγυρνούσε ολόγυρα ψάχνοντας να βρει κάτι σαν το ομοίωμα και τον τάφο κάποιου γίγαντα. Σε μια στιγμή λοιπόν που το αγόρι είχε κάμποσο απομακρυνθεί, γύρισε και κοίταξε πίσω∙ και τότε είδε πως το σπίτι του κι ο λαχανόκηπός του, που έλαμπαν γλυκά πάνω στην πλαγιά του λόφου σαν τα χρώματα και τα διακοσμητικά σχέδια μιας ασπίδας, δεν ήταν παρά κομμάτια ακριβώς μιας τέτοιας γιγάντιας φιγούρας σαν αυτή που έψαχνε και πάνω στην οποία ζούσε ανέκαθεν, μόνο που ήταν πάρα πολύ μεγάλη και πάρα πολύ κοντά του για να τη διακρίνει. Πρόκειται, νομίζω, για μια πολύ αληθινή εικόνα του τρόπου με τον οποίο ερευνά και προχωράει κάθε πραγματικά ανεξάρτητο μυαλό σήμερα∙ κι αυτό είναι το κεντρικό θέμα αυτού εδώ του βιβλίου.1 Επιστροφή (η)∙ η ενέργεια του επιστρέφειν, αποστολή του οφειλομένου: «επιστροφή των χρημάτων, -των δώρων, -του αρραβώνος»∙ || επιστροφή εις τον τόπον της αφετηρίας, επάνοδος: «επιστροφή εις την πατρίδα», «εισιτήριον μετ’ επιστροφής»∙ || εκκλ. επιστροφή εις την πίστην, μετάνοια: «επιστροφή των αρνησιθρήσκων»` || εμπορ. επιστροφή και πληθ. επιστροφές∙ τα επιστρεφόμενα είδη ως μη πωληθέντα, ιδία επί εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων, κ.ά. – [Στρ. Τακτ.] Βλ. λ. αντεπίθεσις. – [Ρητορ.] Ούτως εκλήθη υπό τινων τεχνογράφων η αντιστροφή (βλ. λ. [Ρητορ.]).2 Φτάνει ώς εδώ∙ αυτά είναι πράγματα εντελώς προσωπικά, είναι ακριβώς αυτά που είναι, για να ’ναι και το Μπουένος Άιρες μαζί. Το Μπουένος Άιρες είναι ο παραδίπλα δρόμος, εκείνος που δεν πέρασα ποτέ, είναι τα βάθη τα κρυφά τής κάθε γειτονιάς, είναι οι μέσα οι αυλές, είναι αυτός που κρύβουν οι προσόψεις, είναι ο εχθρός μου αν έχω εχθρό, είναι αυτός που δεν τ’ αρέσουνε οι στίχοι μου (ούτε κι εμένα δεν μ’ αρέσουν), εκείνο το απόμερο βιβλιοπωλείο που ίσως μπήκαμε καμιά φορά και τώρα το ’χουμε ξεχάσει, είναι αυτή η γοητεία ενός τραγουδιού παλιού που κάποιος έξω το σιγοσφυρίζει και δεν μπορείς αμέσως να το θυμηθείς κι όμως κάπου σε αγγίζει, είναι αυτό που χάθηκε κι εκείνο που θα ’ρθεί, είναι αυτό που βρίσκεται μακριά, αυτό που ανήκει σ’ άλλους, κάτι που στρίβει τη γωνιά, η γειτο17
online version
νιά μας που δεν είναι ούτε δική σου ούτε δική μου, εκείνο που δεν ξέρουμε κι εκείνο που αγαπάμε.3 Επιστροφή Ασώτου∙ βλ. Ασώτου Κυριακή (κατά Λουκά, ιε', 11-24).4 Σ’ έναν ξένο που επισκέπτεται την Οξφόρδη ή το Καίμπριτζ για πρώτη φορά, δείχνουμε μια σειρά από κολλέγια, βιβλιοθήκες, γήπεδα, μουσεία, επιστημονικά τμήματα και γραφεία διοίκησης. Στο τέλος, αυτός ρωτάει: «Ωραία, αλλά πού είναι το Πανεπιστήμιο; Είδα πού μένουν τα μέλη των κολλεγίων, πού δουλεύει ο αρχειοφύλακας, πού κάνουν τα πειράματά τους οι επιστήμονες, κ.λπ. Αλλά δεν είδα ακόμα το Πανεπιστήμιο, στο οποίο μένουν κι εργάζονται τα μέλη του Πανεπιστημίου σας». Πρέπει τότε να του εξηγήσουμε ότι το Πανεπιστήμιο δεν είναι κάτι σαν αυτά που του δείξαμε, κάποιο μυστικό κολλέγιο, εργαστήριο ή γραφείο. Το Πανεπιστήμιο είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένα όλα αυτά που του δείξαμε. Το Πανεπιστήμιο θα το «δει», δηλαδή, όταν τα δει όλα αυτά και κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο συντονίζονται μεταξύ τους.5 Επιστροφής κύκλωμα [Ηλεκτρ.] Κύκλωμα ειδικώς διατεταγμένον προς αφήν και σβέσιν μιας ή πολλών λυχνιών, από δύο ή πολλάκις και περισσοτέρων θέσεων, δι’ ειδικών διακοπτών, καλουμένων διακοπτών επιστροφής (aller-retour).6 ...τὸ δὲ πλοῖον ἐν ᾧ μετὰ τῶν ἠϊθέων ἔπλευσε καὶ πάλιν ἐσώθη, τὴν τριακόντορον, ἄχρι τῶν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως χρόνων διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες, ἄλλα δὲ ἐμβάλλοντες ἰσχυρὰ καὶ συμπηγνύντες οὕτως ὥστε καὶ τοῖς· φιλοσόφοις εἰς τὸν αὐξόμενον λόγον ἀμφιδοξούμενον παράδειγμα τὸ πλοῖον εἶναι, τῶν μὲν ὡς τὸ αὐτό, τῶν δὲ ὡς οὐ τὸ αὐτὸ διαμένοι λεγόντων. Το πλοίο με το οποίο [ο Θησέας και] οι νέοι επέστρεψαν από την Κρήτη είχε τριάντα κουπιά, και διατηρήθηκε από τους Αθηναίους μέχρι την εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως [317-307 π.Χ.], όταν και αντικαταστάθηκαν τα παλιά ξύλα που σάπισαν με καινούρια. Από τότε οι φιλόσοφοι άρχισαν να διαφωνούν σχετικά με την υπόστασή του. Η μία πλευρά υποστήριζε ότι το πλοίο παρέμενε το ίδιο, ενώ η άλλη ότι δεν είναι το ίδιο.7 Επιστρόφια (τα) ή πιστρόφια [Λαογρ.] Η πρώτη μετά τον γάμον γινομένη επίσημος εστίασις των νεονύμφων εις την οικίαν των γονέων της νύμφης, λεγομένη και «γυρίσματα», «αντίχαρα», «αντίγαμος», κ.ά. Τελείται αύτη κατά την πρώτην μετά τον γάμον Τρίτην ή Πέμπτην, ή συνηθέστερον κατά Κυριακήν.8 Το αν θα επιλέξουμε να πούμε πως είναι το ίδιο πλοίο, δεν εξαρτάται από το τι θεωρούμε «ίδιο» αλλά από το τι ονομάζουμε «πλοίο»∙ είναι ζήτημα του πώς επιλέγουμε να προσδιορίσουμε αυτό τον όρο μέσα στον χρόνο. Οι περισσότεροι από τους γενικούς όρους μας προσδιορίζονται με κριτήριο τη συνέχεια, επειδή η συνέχεια βοηθάει την ιδέα της αιτιακής διασύνδεσης.9
18
online version
Επιστροφία (η) [Αρχ.] Επίκλησις της Αφροδίτης σχετιζομένη με την ιδιότητά της ως θεάς του έρωτος. Σημαίνει την καρδιόστροφον (λατιν. Venus Verticordia), αντίθετος δε ταύτης ήτο η επίκλησις Αποστροφία.10 Το γεγονός ότι το πλοίο αυτό χρησιμοποιούνταν αδιάκοπα σαν το ιερό πλοίο, με το οποίο έκαναν κάθε χρόνο το τελετουργικό ταξίδι από τον Πειραιά στη Δήλο, φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι είναι το ίδιο πλοίο με το οποίο ταξίδεψε ο Θησέας. Όμως αρκεί αυτό το γεγονός για να παραβλεφθούν όλες οι αξιώσεις ενός άλλου πλοίου, που μπορεί να ανακατασκεύασε κάποιος χρησιμοποιώντας τις σανίδες που πετάχτηκαν και αντικαταστάθηκαν και δεν αποκλείεται να είναι πολύ πιο κοντινό προς το πλοίο του Θησέα τόσο σε ό,τι αφορά τα υλικά, όσο και το σχέδιο και την πλοϊμότητα; Λίγοι θα σπεύσουν να επιλέξουν ένα από τα δυο. Κάποιοι μάλιστα θα πουν πως δεν υπάρχει θέμα να επιλέξουμε. Θα μας ζητήσουν να φανταστούμε ότι το ζήτημα παίζεται σε μια εποχή, κατά την οποία οι Αθηναίοι δεν πίστευαν πια στον Απόλλωνα αλλά εξακολουθούσαν να πιστεύουν στον Θησέα, και αποφάσισαν να του στήσουν ένα μνημείο, πάνω στο οποίο θα τοποθετούσαν το πλοίο. Τότε οι αρχαιολόγοι θα υποστήριζαν μάλλον ότι το σωστό είναι να τοποθετηθεί το πλοίο που φτιάχτηκε από τις σανίδες που αντικαταστάθηκαν. Όμως δεν αποκλείεται να ξέσπαγε διαμάχη με τους υπέργηρους ιερείς, οι οποίοι θα υποστήριζαν πως θα έπρεπε να τοποθετηθεί το πλοίο που χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν στο τελετουργικό ταξίδι, ασχέτως αν οι σανίδες του είχαν αντικατασταθεί με καινούργιες. Όλη η δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτές οι δυο απόψεις δεν έχουν κοινό μέτρο. Μπορεί συμφιλιωτικά να ειπωθεί ότι, εφόσον η μια πλευρά προκρίνει το αρχαιολογικό κειμήλιο ενώ η άλλη κάτι που επιτελεί συνεχώς ένα λειτουργικό ρόλο, τότε η όλη διαφωνία έχει στην πραγματικότητα να κάνει με το τι πρέπει να θεωρηθεί ως ιερό πλοίο. Αυτό που ενδιαφέρει τους αρχαιολόγους, οι οποίοι προκρίνουν το ανακατασκευασμένο κειμήλιο, είναι διαφορετικό από αυτό που ενδιαφέρει τους ιερείς, οι οποίοι προκρίνουν το επιδιορθωμένο αλλά αδιάκοπα λειτουργικό πλοίο. Και οι δυο εμμένουν στον όρο πλοίο, αλλά, επειδή έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα, δεν εννοούν το ίδιο πράγμα λέγοντας «πλοίο». Η αρχαιολογία, από τη φύση της, αναζητεί τον Θησέα κοιτάζοντας προς τα πίσω. Όμως ο Θησέας έβλεπε προς τα εμπρός, αναζητώντας τους ιερείς που θα συνέχιζαν τη λατρεία την οποία θέσπισε ο ίδιος.11 Επιστρόφιον [Ναυτ.] (κοιν. πιστρόφα και τουρέλλο, γαλλ. le gabord, calbord, αγγλ. the gardboard-strake). Η πρώτη, εκατέρωθεν της τρόπιδος ξυλίνου πλοίου, σειρά επηγκενίδων του εξωτερικού περιβλήματος. Εντορμούμενων εις επιμήκη γλυφήν ισοσκελή προσεγγίζουσαν την ορθήν, εκτεινομένην δε καθ’ άπαν το μήκος της τρόπιδος, διήκει και τούτο από της στείρας έως του ποδοστήματος.12 Λύση: βάζουμε στην άκρη τον όρο «το ίδιο πράγμα», που είναι διφορούμενος, και απαντάμε ότι είναι το ίδιο πλοίο (οριζόμενο ως κατασκευή ή δομή), αλλά όχι η ίδια συλλογή σανίδων.13
19
online version
Επιθετική επιστροφή [Στρ. Τακτ.]. Προκειμένου περί αντεπιθέσεως προς ανακατάληψιν αμυντικών γραμμών, άρτι καταληφθεισών υπό του εχθρού, και εφ’ ων ούτος δεν ωργανώθη ακόμη αμυντικώς, ούτε επανεσυντάχθη, οι σύγχρονοι Κανονισμοί δεν ποιούνται διάκρισιν, αλλά θεωρούσι και το είδος τούτο ως συνήθη αντεπίθεσιν. Μέχρι των προ του παγκοσμίου πολέμου εποχών, οι Γαλλικοί Κανονισμοί, συνεπώς και οι Ελληνικοί, απεκάλουν επιθετικήν επιστροφήν την αντεπίθεσιν την εκτελουμένην επί τω σκοπώ του να αποδιωχθή ο επιτιθέμενος εκ του εδάφους, όπερ προ μικρού κατέλαβεν (Καν. Πεζ. 1905 § 270, 1914 § 262). Οι Γερμανικοί Κανονισμοί δεν εποίουν ποτέ τοιαύτην διάκρισιν. Η τοιούτου είδους αντεπίθεσις στηρίζει τας ελπίδας επιτυχίας της αποκλειστικώς και μόνον επί της επικρατούσης αταξίας και της εξαντλήσεως και της εκνευρίσεως, υφ’ ων κατέχεται ο επιτιθέμενος κατά την στιγμήν της επί της αμυντικής θέσεως αφίξεώς του, οπότε ακριβώς ένεκα των λόγων τούτων δεν δύναται ν’ αντιμετωπίσει επίθεσίν τινα. Η τοιαύτη δ’ αντεπίθεσις είναι πάντοτε μετωπική. Ο Καν. Πεζ. 1924 ομιλεί περί αντεπιθέσεως προς ανακατάληψιν σημείων, εφ’ ων ο εχθρός έθεσε πόδα, ως περί συνήθως αντεπιθέσεως. Αυτονόητον καθίσταται ότι, αφ’ ης στιγμής ο καταλαβών τας αμυντικάς θέσεις επιτιθέμενος εγκατασταθή οριστικώς επ’ αυτών (ανασυνταχθή και άρξηται της αμυντικής οργανώσεως των καταληφθεισών θέσεων), από της στιγμής ταύτης πάσα δράσις του αμυνομένου προς ανακατάληψιν αυτών δεν αποκαλείται αντεπίθεσις, διότι είναι συνήθης επίθεσις έχουσα ως τακτικήν αποστολήν την ανάκτησιν των απωλεσθεισών θέσεων.14 Έφεξε… βλέπω το φεγγάρι αχνό, μέσ’ απ’ τα σύννεφα τα μαύρα∙ πηγαίνω πίσω στο γιοφύρι∙ απάνω του ένα πράγμα σκοτεινό, στρατιώτες πεζοί, πάει μαζωμένο. Μου θυμίζει νύχτες σκοτεινές βαθιές. Πλησιάζουν, σκορπιούνται κι έπειτα σμίγουν. Οι αξιωματικοί τρέχουν με τ’ άλογα, με τους υπηρέτες πίσω τρέχουν. Θυμούνται το εστιατόριο, το φωτισμένο δωμάτιο∙ μέσ’ απ’ την πόλη ένα αυτοκίνητο βγαίνει με το ’να φανάρι αναμμένο∙ μέσα, τρόμαξα που το ’δα, χωρικοί. Φτάνω στα καμίνια: ένα στόμα κόκκινο, μέσα μια μορφή σκοτεινή∙ πάνω έχει κρυφτεί το φεγγάρι. Γυρίζω τη ματιά μου στην πόλη∙ κοντινά βουνά σκοτεινά. Βλέπω στον κάμπο. Ένα κάλεσμα λευκό∙ δεν πάω∙ περνώ απ’ το μύλο, να δω την κάμαρη … δεν βλέπω τίποτα … Ο άρρωστος τη νύχτα θέλει ήσυχο φως∙ απάνω στο τραπέζι το ρολόι∙ χτυπά∙ τ’ ακούς.15
20
online version
1. 2. 3 4.
Γκ. Κ. Τσέστερτον, Ο αιώνιος άνθρωπος (1925), μτφρ. Γ. Δ. Ιωαννίδης, υπό έκδοση. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. Χόρχε Λούις Μπόρχες, «Μπουένος Άιρες», στο Το Εγκώμιο της Σκιάς (1969), μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης, Ύψιλον, Αθήνα 1999. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931.
5. Γκίλμπερτ Ράιλε, «Ο μύθος του Καρτέσιου», στο The Concept of Mind (1949), μτφρ. ΓΔΙ. 6. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. 7. Πλούταρχος, Θησεύς, 23.1. 8. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. 9. Γουίλαρντ Βαν Όρμαν Κουάιν, Theories and Things (1981). 10. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. 11. Ντέιβιντ Γουίγκινς, Sameness and Substance Renewed (2001). 12. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. 13. Βενσάν Ντεκόμπ, «Τα συλλογικά Άτομα» (1992). 14 Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού», τόμος ΙΑ΄, Αθήνα, 1931. 15. Στρατής Δούκας, «Η Επάνοδος» (1943) από τη συλλογή Ενώτια, Κέδρος, 1981.
Cut-up 26 Φεβρουαρίου 2016
21
online version
Κατερίνα Ηλιοπούλου ΚΑΤΩΦΛΙ Η πόρτα ανοίγει για να μάθει την καινούργια γλώσσα, κάθε φορά καινούργια, κάθε φορά παλιά, ανανεωμένη, μεταχειρισμένη. Πίσω της το σκοτεινό δωμάτιο. Και πριν εισέλθεις το αμυδρό τρέμουλο, το μετέωρο πρώτο βήμα. Εδώ: όχι ποιος είμαι αλλά πού είμαι; Τι είναι αυτό το εδώ; Είμαι στο κατώφλι. Και μέσα σκοτάδι. Θα χρειαστεί να περάσω στα τυφλά, να κουρδίσω την όρασή μου σε άλλη λειτουργία. Κάτι έρχεται σ’ εμένα ή πάω εγώ σ’ αυτό; Και τρέμοντας πάντα. Φοβάμαι να μπω μέσα σ’ αυτόν τον άλλο χρόνο, δεν ξέρω τι ν’ αφήσω πίσω από μένα και τι να πάρω μαζί μου. Το πέρασμα είναι διάρρηξη. Τι οφείλει να σπάσει; Εκεί: χωρίς οικειότητα, χωρίς αναγνώριση. Γι’ αυτήν την κίνηση πρέπει να καταπιώ τον εαυτό μου, να ξεχαστώ μέσα στην ταυτοχρονία. Να κερδίσω λίγο χρόνο πριν ακόμα δω τι υπάρχει πίσω από την πόρτα. Μόλις τώρα αποφάσισα να ανοίξω τα μάτια μου πάνω σε αυτό το αφανές. Το δωμάτιο δεν μου προσφέρει στέγη. Είναι ουσιαστικά αφιλόξενο. Για να κατοικηθεί πρέπει ο αφηγητής να μεριμνήσει μόνος του για την είσοδο στην ιστορία. Εδώ: περιέχομαι σε κάτι που δεν είμαι εγώ ο ίδιος. Περιέχομαι στον χώρο και στον χρόνο. Είναι αβάσταχτο να μην περιέχομαι στον χώρο και στον χρόνο. Είμαι εγώ υπεύθυνος να βρω τη θέση μου στον οίκο; Γι’ αυτό το ταξίδι καλώ έναν σύντροφο: Έστω λοιπόν μακρινός συγγενής με Αλτσχάιμερ, νεκρός από δεκαετίας, κεφάλι λευκό με πλούσια ατίθαση κόμη, ετών ογδόντα κάτι, εμφανίζεται πίσω από τον μαντρότοιχο, κοιτάζει μέσα μ’ ένα δειλό χαμόγελο, δεν με αναγνωρίζει αλλά ντρέπεται να ρωτήσει ποια είσαι, ίσως θέλει να ρωτήσει ποιος είμαι; Συνηθίζεται άλλωστε εδώ οι άνθρωποι να σου βάζουν αυτήν την ερώτηση «ποιος είμαι εγώ;», σε ρωτούν μόλις σε βλέπουν, σαν δοκιμασία μνήμης. Ο αδελφός του νεκρός, ο ανιψιός του νεκρός, εμείς δεν είμαστε παιδιά. Μένει εκεί λοιπόν πίσω από τη μάντρα, λέει ευγενικά καλησπέρα διστάζοντας, κάθε μέρα ξεκινάει τη γνωριμία από την αρχή, τον χρόνο από την αρχή του χρόνου. Πρώτος έρωτας, ύπαιθρος, 1932. Έρωτας στην άδεια χώρα. Περιγραφή χώρας από Αγγλίδα συγγραφέα, Μάιος 1932, Γουλφ Βιρτζίνια: 22
online version
Αυτή λοιπόν είναι μια χώρα τόσο παλιά σα να περιφέρεσαι σε σεληνιακά τοπία. Η ζωή υποχωρεί. Οι ζωντανοί, αυτοί οι εξαντλημένοι, αιώνια οδοιπόροι, δεν μπορούν να την δαμάσουν. Είναι πολύ γυμνή, πολύ πετρώδης, πολύ κακοτράχαλη. Τους συναντήσαμε πάντα ψηλά στα διάσελα, να προχωράνε με βήμα βαρύ, δίπλα στα γαϊδούρια τους. Μικροκαμωμένοι, βγάζοντάς τα πέρα με τόση δυσκολία βαδίζοντας πάντα σε αναζήτηση κάποιου βοτάνου, κάποιας ρίζας υποταγμένοι στις μεγάλες αποστάσεις ανίκανοι για οτιδήποτε πέρα από το να προσπαθούν να κρατηθούν από τα βράχια. Η μοναξιά που πρέπει να έχουνε γνωρίσει με τον ήλιο με το χιόνι το πόσο βασίζονται στις δικές τους και μόνο δυνάμεις για να ντυθούν και να τραφούν αυτές τις εξαίσιες καλοκαιρινές μέρες... Οι αιώνες δεν άφησαν σημάδια Δεν υπάρχει 18ος. 16ος, 15ος, η μια επίστρωση πάνω στην άλλη... – τίποτα ανάμεσα σε αυτούς και το 300 π.Χ. Το 300 π.Χ. την κατέκτησε κι ακόμα την κρατά. Γι’ αυτό είναι μια χώρα του φεγγαριού· θέλω να πω φωτίζεται από έναν νεκρό ήλιο. Ανακαλύπτεις έναν όρμο κι είναι έρημος. Το ίδιο και οι λόφοι, κι οι κοιλάδες. Ούτε ένα σπίτι, ούτε ένα καφενείο, ούτε ένας σταύλος· ούτε τηλεγραφόξυλα, ούτε εκκλησίες, σχεδόν ούτε νεκροταφεία. Βουνά και ελαιώνες χωρίς ψυχή Όμως να που στην ερημιά βρίσκει εκείνη κι αρχίζει ο χρόνος ο κρυφός πόνος, το ξεβόλεμα το στρίψιμο των νεύρων η αρρώστια και η θεραπεία ο μεγάλος δισταγμός και η μεγάλη κατάφαση στην άδεια χώρα η οσμή της φλόγας η γεύση του αίματος στα χείλη το μυστικό του μέσα στο σκοτάδι λυσιμελής με τη φωνή του ν’ αντιλαλεί σε ξέφρενο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει σαν ένα ρολόι που μόλις ξεκίνησε από παντού διάτρητος τον ξετρυπώνει το γέλιο της το αναπνέει έκθετος με κάθε σχισμή του πεινασμένος ανοίγει το στόμα του στην εξοχή και τραγουδάει μόνος Με τη φωνή βγαίνει έξω από τον εαυτό του και όπως τώρα πίσω από τη μάντρα γυρνάει να τον δει και βλέπει πράγματι τον εαυτό του να τραγουδάει βλέπει το ανοιχτό του στόμα την είσοδο και την έξοδο της ανάσας του. Αγκαλιάζει το βελούδινο κεφάλι ενός μουλαριού κι αυτό τραβιέται ανυπόμονο και χρεμετίζει, παρατηρεί από κοντά το 23
online version
ανατρίχιασμα στη σάρκα του. Ό,τι αγκαλιάζει είναι αυτή και το γέλιο της. Το μυστικό του. Γλείφοντας τα χείλη του, γεύεται την ίδια του τη γεύση. Μια γέννηση. Έτσι και τώρα πίσω από τη μάντρα, διστακτικός, μην ξέροντας πού, ποιος, ξένος και οικείος, έρχεται μαζί μου. Βρίσκομαι εδώ και ώρα στο κατώφλι, στη συνάντηση που θα ήταν αδύνατο να συμβεί χωρίς το ποίημα. Στέκομαι στην πόρτα και ξεκινάω ένα πλεκτό, ένα εργόχειρο, πρέπει κάτι να κάνω όντας εδώ, ο χρόνος δεν περνάει χωρίς πράξη. Ο χρόνος απλώνεται; Προστίθεται; Αραιώνει; Αν σκεφτώ τον χρόνο σαν χώρο, περιπλανιέμαι άραγε σ’ ένα τοπίο που συνεχώς διευρύνεται; Είμαι πολύπλοκη και πολυσέλιδη σαν βιβλίο; Αυτό που σαρώθηκε μπορεί άραγε να κατοικηθεί ξανά; Δεν θέλω να μπω στο δωμάτιο του χρόνου. Εκεί μέσα υπάρχουν θέσεις, αλλά καθετί δεν βρίσκεται στη θέση του. Δεν ξέρω αν το δωμάτιο υποδηλώνει πως υπήρξε κάποτε κάτι εδώ. Ή μήπως ήταν έτσι από πάντα; Δηλαδή περίμενε να πληρωθεί από κάτι; Τότε θα συνταρασσόταν από την αγωνία της αναμονής. Όμως όχι. Εδώ ησυχία χωρίς αγωνία. Εδώ το ανοιχτό-κλειστό. Σαν ούτε να υπήρξε το περιεχόμενο ούτε προσβλέπει σε μέλλον πλήρωσης. Τότε τι; Πιθανές δράσεις: Το δωμάτιο απλά να διασχιστεί Η επιτέλεση του ανοίγματος Η αρχειοθέτηση των πιθανών ευρημάτων εντός του δωματίου Η καθαριότητα, το άδειασμα του δωματίου και η απάλειψη των ιχνών του Η εκπαίδευση στην απώλεια Η ατελέσφορη πράξη της θέασης Πριν ακόμα να Παίζω στο κατώφλι, κάθομαι πάνω σ’ ένα χαλάκι και καλώ μια γάτα φασματική από μια φωτογραφία δεκαετίες πριν. Η γάτα και ο γέρος κάθονται τώρα μαζί μου. Σήμερα τι όμορφα ήταν σήμερα στη μικρή στρογγυλή βυζαντινή εκκλησία του Υμηττού. Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; Αναρωτήθηκα – Μια οικογένεια φροντίζει την εκκλησία – μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) και διαβάζουνε την εφημερίδα τους στις 3:30 το απόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία. Τέλος η πιο νέα, μια γυναίκα με σάλι, παντόφλες και φόρεμα βαμβακερό, απομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σε έναν γκρεμισμένο τοίχο κι αρχίζει να κόβει κίτρινα λουλούδια – τι άλλο να κάνει. Πίσω από την πόρτα είναι ο ξένος που ζει μέσα μου (αυτός που μετράει) που ξέρει τις εισόδους και τις εξόδους, που κάνει τους υπολογισμούς. Κάτω από τη χαραμάδα 24
online version
της πόρτας διαρρέει η διαφορά θερμοκρασίας κάτι ψυχρό, κάτι παλιό αλλά και από το μέλλον με κυκλώνει με την οικειότητά του, αυτό το άγνωστο που είναι δικό μου, το ανέγγιχτο σημείο που φέρω μέσα μου σαν τοκετό. Είμαι ο απεσταλμένος του χρόνου μου, το μήνυμα που δεν θα διαβάσω ποτέ είναι σε εκκρεμότητα σφραγισμένο στην καρδιά μου. Ένα ανείπωτο που δεν ξεχνιέται. Είμαι αποτέλεσμα κάποιας εξίσωσης, είμαι άθροισμα ή απόσταγμα; Ποια είναι η διαδικασία; Εκεί μέσα η συναίρεση των χρωμάτων, εδώ το χρωματιστό χαλάκι έξω από την πόρτα. Να μπορούσα ν’ αγκαλιάσω τον εαυτό μου ολόκληρο! Πώς ν’ αγκαλιάσω αυτό που έρχεται σ’ εμένα. Απροσδιόριστο αλλά αναγκαίο πώς να το δεξιωθώ; Πίσω από τη μάντρα το στόμα του ανοίγει σε τραγούδι και κάτω από την πόρτα διαρρέει το άηχο και άρρητο τραγούδι της σκόνης. Ποιος μπορεί να σφραγίσει τ’ αυτιά του; Και μετά πήγαμε στο λόφο, όλο μονορούφι, αλλά ήταν περιφραγμένος και δεν μπήκαμε κι έτσι γυρίσαμε πίσω και πήγαμε στο θέατρο με τα σκαλισμένα μαρμάρινα καθίσματα, όπου στο καθένα είναι χαραγμένο το όνομα του ιερέα που κάθεται πάντα εκεί όπως βάζουμε τις κάρτες στα θεωρεία του Κόβεντ Γκάρντεν... λέγαμε ότι εκεί πρέπει να έχουν καθίσει ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης και παρακολούθησαν – Πάντως απέναντί τους θα είχανε τα βουνά όπως εμείς. Κι αν 2.000 χρόνια έστησαν πάνω στη γη μερικά ελαφριά ψεύτικα γύψινα σπίτια η θέα δεν έχει αλλοιωθεί – τίποτα το βαρύ και στέρεο και μόνιμο δεν έχει χτιστεί. Η φτώχεια ο πόλεμος η μιζέρια εμποδίσανε τον αφανισμό... Γράφω έξω από την πόρτα. Εκτείνω το χέρι μου να γράψω πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού για να βρεθώ εκεί που δεν ήμουν παρούσα. Είμαι κυνηγός κι είμαι ικέτης μπροστά στην πόρτα, παραμονεύω και προσεύχομαι. Εδώ στο κατώφλι υπάρχουν δύο χρόνοι ταυτόχρονα, μέσα και έξω. Έξω Δεκέμβριος μεσημέρι 28 του μηνός, μέρα όποια, όπου/αλλά η ίδια μέρα. Διαχωρισμένη και ενωμένη αυτή η μέρα κι όλες οι άλλες μαζί. Κάτω από την ίδια στέγη σε φέρνω μαζί μου επειδή ψιθυρίσαμε κάτι που δεν ακούστηκε καλά, υπήρξαμε μαζί ξένοι, αγκαλιασμένοι, σαν απόκληροι και φυγάδες για μια στιγμή. Η ζωή είναι πολλές ζωές ενωμένες μαζί και χωρίς διακοπή τώρα δουλεύεις, σκάβεις, παρατηρείς, γεννιέμαι, σφίγγω τα χέρια, μεθάς, φωνάζεις, σκύβεις στο χώμα, απλώνω το βλέμμα στον ουρανό, τραγουδάς, τώρα γεννιέμαι, διαβάζω, σκάβεις, αρρωσταίνεις, ερωτεύομαι, μεθάς, κολυμπάω, κλαίω με ξεχνάς σε κοιτάζω στα μάτια πεθαίνεις έρχομαι κοντά σου απλώνεις το χέρι ακούω βαθιά τη φωνή σου τραγουδάς χωρίς ήχο στ’ αυτιά μου σε ψάχνω. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ’ αυτή τη λυγερή αθλητική ομορφιά τη βουτηγμένη στο χρώμα χωρίς να είναι ψυχρή χωρίς ίχνος χυδαιότητας αλλά πανάρχαια από ανθρώπινη ζωή γιατί κάθε σπιθαμή γης έχει το δικό της αγριολούλουδο και οι χωρικοί είναι 25
online version
άνθρωποι καλοί. Και τα ρούχα τους φθαρμένα και ξεβαμμένα από τον ήλιο... Τι υπάρχει πίσω από την πόρτα; Υπάρχει μια παλιά ντουλάπα με ξυλόγλυπτες πόρτες φαγωμένη από το σαράκι. Μέσα στην ντουλάπα κρέμεται μια μαύρη ομπρέλα και μια κόκκινη υφαντή κουβέρτα σε κουρελιασμένο νάιλον. Υπάρχουν πήλινα κενά πιθάρια. Αν σκύψεις εκεί νιώθεις τον ίλιγγο της στάθμης. Σκουριασμένα εργαλεία που έχουν χάσει από καιρό την κόψη τους, επίσης κάποια στραβά ξύλινα σκαμνάκια, πιθανόν για νάνους των παραμυθιών. Στρογγυλά χαμηλά τραπέζια. Τα πιο πολλά πράγματα είναι υποδοχείς για κάτι άλλο, τώρα κενοί ή σχεδόν κενοί. Ξύλινα μπαούλα γεμάτα με σκόνη, πριονίδι, σκοροφαγωμένα ασπρόρουχα, λιωμένες δαντέλες, θρύμματα υφαντών κι ακόμα εκατοντάδες σακούλες που κρέμονται από τα δοκάρια και δεν περιέχουν τίποτα πάρα άλλες σακούλες καλά διπλωμένες και αποθηκευμένες για ώρα ανάγκης ψίχουλα και άδεια πλαστικά δοχεία το ένα μέσα στο άλλο κι επίσης ψάθινα καλάθια με ψήγματα μυρωδικών, κι άλλες ευτελείς χάρτινες και πλαστικές συσκευασίες αποθήκευση κενού χώρου προς πιθανή μελλοντική χρήση. Μα τι ήρθα να κάνω εδώ; Θα μπορούσα να είμαι κυνηγός θησαυρού, ακόμα και αρχειοθέτης, εδώ όμως τίποτα: κενό και σύνταξη κενού. Ο σύντροφός μου έμεινε πίσω από τη μάντρα τραγουδώντας τη στιγμή της πλήρωσής του. Κι εγώ μέσα σε αυτό το κλειστό δωμάτιο με τα κελύφη είμαι τρελή, τρέχω πάνω κάτω, πιάνοντάς τα, ανοίγοντάς τα πάλι και πάλι, δοκιμάζοντας τελετουργίες. Είμαι παρατηρητής εδώ ή διαταράσσω μια τάξη ή τακτοποιώ ή φέρνω στο φως ή μεταφέρω ή καταστρέφω, μεταθέτω, διαστρέφω, κάποια πράγματα απλά διαλύονται με το άγγιγμα. Το δωμάτιο δεν είναι εντελώς άδειο αλλά εντελώς γεμάτο. Είναι πολλαπλασιασμός μιας έλλειψης και ό,τι στοιχεία έχουν απομείνει ακέραια εντείνουν ακόμη περισσότερο την αποτυχία τους να περιέχουν κάτι. Αλλά ακόμα και την προσδοκία του περιεχομένου ως παρελθόν ή ιστορία ή ταυτότητα. Το δωμάτιο είναι κενό; Μήπως είναι απλά ανοιχτό; Θυμός. Απογοήτευση. Χρειάζομαι πιο πολλά στοιχεία για να επιστρέψω. Να επιστρέψω πού; Στην πατρίδα; Είναι ίσως μια νέκυια. Η νέκυια είναι το καθαρό εσωτερικό. Είναι ένα στομάχι που απορροφά τα γεγονότα. Το καθαρό σημείο συνάντησης χωρίς μορφές. Σύγκλιση μορφών. Αυτό λοιπόν: Το δωμάτιο είναι τόπος συνάντησης. Τόσο μικρό τόσο λίγο τόσο άδειο. Είμαι πληθυντική και σας φέρνω μαζί μου. Εδώ. Γιατί σας χρειάζομαι. Τόση ώρα δεν ψηλαφώ και δεν σκοντάφτω πάνω σε κάτι που λείπει αλλά στο εσωτερικό. Κάνω ένα βήμα προς το εσωτερικό, μέσα στο μέσα του δωματίου όπου το εξωτερικό εξαφανίζεται. Κάτω από το κέλυφος κολυμπάω σ’ ένα χώρο απρόσβλητο από την εξορία και τη μοναξιά του δέρματός μου, απροσμέτρητο και ακριβή, χωρίς σύνορα. Εδώ η ήπειρος των συμβάντων είναι απεριόριστη. Τι να σημαίνει αυτή η ανέφικτη 26
online version
εγγύτητα; Η γέννηση στην ήδη γεννημένη ζωή; Εσύ πάνω από τη μάντρα χωρίς να με γνωρίζεις, με κοιτάζεις, με ρωτάς ποιος είμαι; κι εγώ μπορώ να ξεκινήσω την ιστορία σου. Μπροστά σου σε σκέφτομαι, σε φαντάζομαι από πολύ μακριά, τόσο κοντά. Σε αγγίζω χωρίς οικειότητα μέσα από το χώμα. Πώς είναι να είμαστε μαζί σαν χώρα;
Tο κείμενο προέρχεται από το βιβλίο Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα (Μελάνι, 2015). Τα ένθετα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο Ελλάδα και Μάης μαζί!, της Βιρτζίνια Γουλφ (μτφρ. Μαρία Τσάτσου, Κρύσταλλο, 1987).
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
Proof reading: Χριστίνα Σπυροπούλου
online version
Γιάννα Μπούκοβα Ο λαγός Πήγαμε όλη η οικογένεια στη λαϊκή που ήταν ένα τέταρτο από το σπίτι, αλλά αποδείχτηκε ότι πουλούσαν βασικά ζώα και πολύ λίγα λαχανικά. Συνέβαινε μια Κυριακή τον μήνα. Είχε μικρά κίτρινα κοτοπουλάκια, γαλοπούλες ζωντανές και κάτι παράξενα πουλερικά με όμορφες ουρές που δεν κατάλαβα αν ήταν παράξενη ράτσα κότας ή άγρια πουλιά που τα είχαν πιάσει και τα διαθέτανε προς σφαγή. «Μα πώς είναι δυνατόν να τα σκοτώνουν οι άνθρωποι;», ρώτησα θεατρικά, αλλά δεν μου απάντησε κανείς. Ως παιδί με έφεση στη γλώσσα, είχα μια τάση προς τον θεατρινισμό, που οι γονείς μου δεν ενθάρρυναν με κανέναν τρόπο. Ώσπου φτάσαμε στον τύπο που πουλούσε τους λαγούς, και με τον αδελφό μου αρχίσαμε να χοροπηδάμε και να λέμε ότι θέλουμε, θέλουμε έναν λαγό, και ο πατέρας μας σε μία από τις απολύτως απρόβλεπτες χειρονομίες μεγαλοψυχίας που τον χαρακτήριζαν μάς αγόρασε έναν λαγό. Ήταν γκρι, μέτριος σε μέγεθος και τον κουβάλησε ο αδελφός μου. Με τον λαγό καμία ιδιαίτερη σχέση δεν αποκτήσαμε, ζούσε στο μπαλκόνι, κουνούσε όλη την ώρα τη μύτη του και είχε τα αυτιά του τόσο μαζεμένα, που δεν τα διέκρινε κανείς πάνω στο κεφάλι του. Τον θεωρούσα χαζό. Τις λίγες φορές που τον βάλαμε μέσα στην κουζίνα, ή έμεινε απολύτως ακίνητος, ή προχωρούσε μερικά διστακτικά βήματα και έχεζε ασταμάτητα. Έπρεπε και να τον ταΐζουμε. Έτρωγε πρασινάδες, αλλά επειδή δεν γινόταν κάθε μέρα να του αγοράζουν μαρούλια, ήταν υποχρέωση δική μου και του αδελφού μου να του μαζεύομε χόρτα. Μέχρι σήμερα δεν έχω βρει κάποια εξήγηση γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι φώναζαν τόσο πολύ. Κάθε φορά όταν έσκυβα, άνοιγε κάποιο παράθυρο και κάποιος ούρλιαζε: «Τι κάνεις εκεί, κωλόπαιδο; Σα δεν ντρέπεσαι; Γιατί κόβεις τα χόρτα;». Τα χόρτα ήταν άφθονα στη μεγάλη αυλή ανάμεσα στις πολυκατοικίες και εντελώς άχρηστα. Ποτέ δεν κατάλαβα πού ήταν το πρόβλημα. Αλλά σχεδόν κάθε φορά βρισκόταν κάποιος να φωνάξει. Μέχρι σήμερα δεν έχω βρει κάποια εξήγηση και γιατί τρόμαζα τόσο πολύ με αυτές τις φωνές. Σε τελευταία ανάλυση αυτοί ήταν στα παράθυρά τους, δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτα. Παρ’ όλα αυτά το έβαζα αμέσως στα πόδια. Μερικές φορές που οι φωνές ήταν ιδιαίτερα δυνατές, δεν σταματούσα να τρέχω μέχρι που να φτάσω την πόρτα του σπιτιού μας. Το να μαζεύω χόρτα για τον λαγό μού προκαλούσε φρίκη. Προσπαθούσα να το αποφεύγω και να το αναβάλλω με κάθε τρόπο. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε εκείνη την ημέρα. Πιθανόν η μητέρα είχε επιστρέψει νωρίτερα από τη δουλειά και δεν είχαμε συμμαζέψει το συνήθως μπάχαλο που αφήναμε στο σπίτι μέχρι τελευταία στιγμή. Μπορεί και να ήταν μετά από εφημερία. Σίγουρα δεν είχαμε ταΐσει τον λαγό. Ο αδελφός μου βγήκε για το φαγητό του και θυμάμαι πως όταν γύρισε είπε: «Σήμερα ο λαγός θα φάει ραδίκια». Ήταν η μοναδική υστερική πράξη που έκανε ποτέ η μητέρα μου, και ιδέα δεν έχω τι την προκάλεσε. Δεν το είδα πώς συνέβη. Πρέπει να ήμουν στην κουζίνα και αυτοί στο μπαλκόνι, όταν άκουσα τον αδελφό μου να ουρλιάζει: «Τον πέταξε, τον πέταξε!». Θυμάμαι πως τρέχαμε στις σκάλες τρεις ορόφους μέχρι κάτω στην αυλή. Το επόμενο που θυμάμαι ήταν ο λαγός 88
online version
στο πάτωμα της κουζίνας, ενώ οι τρεις μας κλαίγαμε από πάνω του. Ήταν ξαπλωμένος στα πλάγια, τα πίσω πόδια του κουνιόντουσαν ελαφρώς σαν να έτρεχε κοιμούμενος και μετά σταμάτησαν. Δεν υπήρχε καθόλου αίμα. Δεν ξέρω πότε πήρα αυτή τη απόφαση, αλλά ήταν συνειδητή και την πήρα σχετικά νωρίς. Αποφάσισα ότι δεν θα επιτρέψω αυτός ο κωλολαγός να μου γίνει τραύμα και δεν έγινε. Ότι αν υπήρχε ένα θύμα, ήταν η μητέρα μου. Ότι αυτό που θα με βασανίζει και δεν θα ξεχάσω θα είναι η έκφραση της απόλυτης φρίκης στο πρόσωπο της μητέρας μου όσο εγώ και ο αδελφός μου ουρλιάζαμε δίπλα της. Ουρλιάζαμε στην ανάμνησή μου ανεξήγητο γιατί χοροπηδώντας, σαν από χαρά. Θυμάμαι και τη βραδιά αυτής της μέρας. Ο λαγός ήταν στο μπαλκόνι, τυλιγμένος σε μια εφημερίδα. Ο πατέρας, όταν επέστρεψε, και η μητέρα μίλησαν για ένα διάστημα στην κουζίνα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Δεν μπορώ να φανταστώ τι έλεγαν. Δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορείς να πεις σε μια γυναίκα, αν κάτι την έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Μετά καθόμασταν όλοι στο μικρό σαλόνι. Ένιωθα μια γλυκιά ανακούφιση, που σημαίνει ότι πρέπει να είχα κλάψει πολύ. Δεν ξέρω γιατί στην ανάμνησή μου το φως είναι σβησμένο και καθόμασταν στο σκοτάδι. Ήταν ζεστή βραδιά, το παράθυρο ήταν ανοιχτό, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και στην απέναντι πολυκατοικία ο Λεοπάρδο έπαιζε πιάνο. Ο Λεονάρδο ήταν ένα παχουλό παιδί, αναγκασμένο να παίζει πιάνο με τις ώρες. Το όνομά του μας φαινόταν εξωπραγματικό, και με τον αδελφό μου του φτιάχναμε διάφορες παραλλαγές. «Μα πώς έγινε και τον ονόμασαν Λεονάρδο;», είχα ρωτήσει μια φορά τον πατέρα μου. «Η μητέρα του διάβαζε πολλά μυθιστορήματα», μου είχε απαντήσει και μου φάνηκε πολύ πειστική εξήγηση. Και μέχρι σήμερα, παρεμπιπτόντως. Το διαμέρισμά του ήταν ακριβώς απέναντι, στο ύψος του δικού μας, και με τον αδελφό μας συχνά βγαίναμε στο παράθυρο και φωνάζαμε με όλη μας τη δύναμη, κουνώντας τις παλάμες μας σαν αυτιά πάνω στα κεφάλια μας: «Πα-παρί-μπα-ντάπ, Ντα Βίντσι!». Το θεωρούσαμε αυτό εξαιρετικά αστείο. Εκείνη τη βραδιά το παράθυρο ήταν ανοιχτό, ήταν ζεστά και ο δρόμος ήσυχος, ο Λεοπάρδο έπαιζε και έπαιζε το πιάνο του, έκανε λάθη, σταματούσε και άρχιζε από την αρχή, και ο μπαμπάς είπε: «Μήπως να του πετάξουμε τον λαγό;». Και όλοι γελάσαμε.
Το κείμενο έχει πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό Εντευκτήριο, τευχ. 106, Θεσσαλονίκη 2014.
89
online version
Κωνσταντίνος Ματσούκας Επιστρέφοντας
In my end is my beginning. T.S. Eliot, "Four Quartets"
Συζητώντας για την επιστροφή, την μνήμη και την πατρίδα, (δηλαδή την παιδική ηλικία) το πρώτο θέμα που τίθεται είναι τοπολογικό: «Από πού, και πού;» Απο πού φεύγοντας επιστρέφω, από ποια διάσταση του εαυτού και του χώρου. Και πού φτάνω γυρνώντας, σε ποιο καταγωγικό σημείο και σε ποια αφετηρία; Προϋποτίθεται εδώ ένα περιπλανώμενο υποκείμενο σε αναζήτηση τόπου ή έστω χάρτη, σε αναζήτηση διαδρομής και περάσματος, ένα υποκείμενο σε κάποιου τύπου ανα-γνωριστική αποστολή. Η επιστροφή ως επιχείρηση νοηματοδότησης. Στη διάσημη λακανική τοπολογία της υποκειμενικότητας (Στάδιο του Καθρέφτη), ο εν-τοπισμός του εαυτού, η πρώτη ταυτοποίησή του, συντελείται ως διπλοτυπία. Ανακαλύπτοντας την ενοποιημένη μορφή του στον καθρέφτη, το βρέφος, που ακόμα δεν έχει κατακτήσει μυικό συντονισμό και έλεγχο κινήσεων, συνειδητοποιεί πως «Εγώ είμαι αυτός»: εκεί πέρα, αλλού / εκεί έξω, όχι εδώ / ολόκληρος και όχι κατακερματισμένος / ένας ιδανικός άλλος, σε κάποιο μελλοντικό χρόνο... Ή αλλιώς, «Ως κύριος του εαυτού μου, ως περατωμένος, ως αυτός που οφείλω και επιθυμώ να είμαι, υπάρχω κάπου αλλού.» Και προεκτείνοντας: είμαι αυτό που προβάλλω εκεί, όχι αυτό που βιώνω εδώ / είμαι εκείνος που ζει στο οπτικό πεδίο των άλλων / είμαι ο αιχμάλωτος της ορατότητας... Η σχέση ανάμεσα στην ενσώματη παρουσία και στο βλέμμα είναι μια σχάση. Μια μοιρασιά. Πάντα κάτι λείπει και κάτι περισσεύει. Ήδη, ανέκαθεν, υπάρχει ένα ασύμπτωτο ανάμεσα στη συνείδηση και στο εμπειρικό βίωμα. Αν το διαπιστευτήριο του υποκειμένου είναι πως δεν είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του, τότε η αποξένωση / αποπροσωποποίηση / παράνοια δείχνουν να εμπεριέχονται στο δομικό σχεδιάγραμμα του ανθρώπινου ψυχισμού. Οι διαφόρων τύπων διχοτομήσεις και σχιζογένειες ακολουθούν αυτή την προϋπάρχουσα ρωγμή. Το ανθρώπινο υποκείμενο είναι «κατασκευαστικά» διχασμένο, ενέχει στον πυρήνα του μια ασυνέχεια. Η περιπέτεια της συνείδησης συνίσταται στη διαχείριση αυτής της εγγενούς (μας) ελλειματικότητας. Ως πεδίο αυτής της περιπέτειας, η μοντέρνα λογοτεχνία, από την Ντίκινσον μέχρι τον Κάφκα και τον Έλιοτ, διατρέχεται από την ίδια διαπίστευση:
90
online version
I’m nobody! Who are you? Are you nobody too? Then there’s a pair of us-don’t tell! They’d banish us you know. Emily Dickinson
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της επιστροφής μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: Πόση απουσία μάς αναλογεί και πόση παρουσία; Πρόκειται για έννοιες με άπειρους τόμους κριτικής ανάλυσης στην πλάτη τους αλλά, τουλάχιστον, στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης έχουμε λάβει την προειδοποίηση: Η πλήρης παρουσία (είτε ως επιστροφή στη φύση, στην παιδική αθωότητα, στον αληθινό εαυτό ή σε όποια άλλη κατάσταση νοούμενη ως «πρωτογενή») είναι ευσεβής πόθος. Μια μεταφυσική καλύτερα, η Μεταφυσική της Παρουσίας, μια εκκοσμικευμένη θρησκεία, που αρθρώνει το πιο κοινότοπο ανθρώπινο αίτημα απ' όλα: το αίτημα για αποκατάσταση μιας χαμένης ενότητας. Πλέον κατανοούμε πως η όποια πληρότητα παρουσίας / ενότητας του ανθρώπινου προσώπου δεν προϋπάρχει αλλά κατασκευάζεται από τα υλικά της ιστορικότητας, προσωπικής και συλλογικής. Η νοηματοδότηση συντελείται πρωθύστερα, μετά τα γεγονότα, στο επίπεδο της γλώσσας. Τη ζωή τη ζουμε προς τα εμπρός αλλά την κατανοούμε προς τα πίσω. Σε πρωταρχικό επίπεδο πρώτα επιζεί κανείς και μετά κατανοεί. Επομένως, η επιστροφή και η ανα-γνώριση λαμβάνουν χώρα σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης, σε έναν άλλον εκθέτη, όπως εύστοχα το θέτει ο Λακάν. Εδώ, το υποκείμενο φτάνει έχοντας αναρριχηθεί στη διαλεκτική της έλλειψης, και αφού εξευμενίσει εκείνο το πένθος. Εδώ, μπορεί πλέον να καρπωθεί τα παράπλευρα οφέλη του διχασμού του: την ειρωνεία, την επινόηση, τη σωτήρια απόσταση, τον σοφό μετεωρισμό ανάμεσα σε αντιθέσεις μέχρι να υλοποιηθεί ένας τρίτος όρος. Εξάλλου, καθ' ομολογίαν της ίδιας της ψυχανάλυσης το θεραπευτικό της ζητούμενο δεν είναι παρά μια επιτυχώς ελεγχόμενη διάσπαση. Η συμφιλίωση με το να ζεις σε δύο κόσμους. Ποτέ οριστική, πάντα καθ' οδόν, πάντα θέμα δυναμικής ισορροπίας. Παρομοίως και με την τέχνη, αυτή την αέναη επιστροφή σε μια προσωπική μέθοδο για να δεξιωθεί κανείς το νόημα που ανα-γνωρίζει ως συγγενικό. Εδώ, όπου οι διαδικασίες και το αποτέλεσμα συνυφαίνονται και συνυπολογίζονται, μιας και το έργο πάντα εμπλέκει τόσο το παρόν όσο και το μη ον του δημιουργού. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ: MODUS OPERANDI Ποτέ πιο γοητευτική αυτή η πόλη απ' ό,τι τον Αύγουστο, χωρίς οχήματα, χωρίς ανθρώπους. Μακάρι οι Αθηναίοι να μη γύριζαν ποτέ. Παντού η ίδια αίσθηση του σοκ μετά από έκρηξη οβίδας, το ίδιο μούδιασμα που έχουν και μερικές κηδείες. Εκεί, το σώμα, ως απρόθυμο κατοικίδιο, αρνείται να συγκατανεύσει στο σενάριο που προσφέρει το μυαλό. Γνωρίζεις πως ο λόγος που παραβρίσκεσαι σ' αυτή την τελετή δεν είναι αυτός που παραδέχεσαι, εσύ και όλοι οι υπόλοιποι. Κάνεις πως τους πιστεύεις, περιμένοντας να αποκαλυφθούν ποιοι είναι οι ηθοποιοί ανάμεσα στο πλήθος, περιμένοντας να αρχίσει η πραγματική ζωή. 91
online version
Κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο, ένα μικρό, μοναχικό συννεφάκι αιχμαλωτίζει την προσοχή σου και αρνείται να σου την επιστρέψει. Το παρακολουθείς να χώνει τα ντελικάτα δάχτυλα μέσα στην κοιλιά του και να αποσυνθέτει τον εαυτό του. Ο άδειος χώρος που αφήνει πίσω του αντηχεί σαν τύμπανο. Αντιλαμβάνεσαι τελικά πως εκεί, σε αυτό το πρόσφατο τίποτα, βρίσκεται το κέντρο της δράσης. Ένας άντρας που σκίζει το διαβατήριό του σε μια τουαλέτα αεροδρομίου. Μια γυναίκα που αγάπησες πριν από δεκαετίες περπατάει στο χιόνι φορώντας σανδάλια. Δεν νομίζω ότι κάποιος από τους δύο θα επιστρέψει. Είναι και οι δύο εικόνες αποχωρισμού, η μία από ένα όνειρο, η άλλη από ένα ποίημα. Εικόνες με απτό βάθος που διεκδικούν την προσοχή σου, αν και σπάνια βγαίνουν αυτόβουλα από το ρεύμα της συνείδησης για να σταθούν απέναντί σου: «Να 'μαι, χρησιμοποίησέ με.» Αιωρούνται μάλλον σε κοντινή απόσταση, στην άκρη του λειμώνα το σούρουπο, προσκαλώντας σε να βγεις από την πεπατημένη και να κατέβεις να τις συναντήσεις στο φυσικό τους περιβάλλον. Το φυσικό τους περιβάλλον είναι η απροσδιοριστία. Αυτό που συναντάς εκεί είναι μια μερική ύπαρξη, εφόσον η άφιξή σου επηρεάζει και μορφοποιεί τα τεκταινόμενα. Κάποια πράγματα παραμένουν, κάποιων άλλων η υπόσταση και η λειτουργία είναι αλλοιωμένες με περίεργους τρόπους. Η μνήμη, για παράδειγμα, συνεχίζει να κατοικοεδρεύει στην όσφρηση αλλά η όραση είναι πλήρως υλική, σαν να ήταν ο χώρος φτιαγμένος από καουτσούκ ή λάσπη, και συνειδητοποιείς ότι «βλέπω» σημαίνει «φτιάχνω γλυπτά με τα μάτια». Πρόκειται για ένα κυνήγι θησαυρών αποθηκευμένων στο σώμα, σώμα γεμάτο αντίλαλους. Ακούς προσεκτικά για να καταλάβεις ποιες λέξεις επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου φεύγοντας.
92
online version
Βασίλης Αμανατίδης ΠΕΝΤΑΠΤΥΧΟ περί αναλογιών, μεγέθους, καταγωγής και κατοίκησης
1. [ πυρ ] Ανάπαυση προσοχή ανάπαυση προσοχή ανάπαυση προσοχή ημιανά μνηση Ανάμνηση προσοχή μνήμη προσοχή λέω μνήμη προσοχή ημιανά σταση Στάση προσμονή έλευση προσοχή ανάσταση προς ευχήν άρξατε
93
online version
2. [ λάππας: και έτσι κάπως μαζί μα ανάκατα ] εδώ είναι κάτι γιγάντια τεμάχια: τα τεράστια κομμάτια ενός όλου που1 (μύτη αυτιά και αντί χειρες γλώσσα ένα μπρά τσο και βλέφαρο σπλή να γάμπες και πού_1) μα εδώ είναι και κάτι τόσο δα ολόκληρα: μικρότατα σώματα άσπαστα (τα ενιαία ελαχίστου μεγέθους, τα μια σταλιά αδιαμέλιστα, ναι, κάτι μικρούτσικα πλήρη) Ώστε εδώ: τα μεγάλα που εν μέρει (νά, κοίτα ένα μέλος να_2) Ώστε εδώ: και τα εν όλω μικρά (κοίτα, νά το, ένα σώμα ελά_3) και ούτε αφενός ούτε αφετέρου και μόνο να συνενω_4 απ’ αυτό το αφού κι απ’ αυτήν την αφή μα και σαν να λέει γλυκύτατα το ένα στο άλλο συ5
1.
πού;
2.
ός
3.
χιστο
4.
χωρίζονται
5.
χώρεσέ με
94
online version
3. [ και σαν να λέμε το ένα στο άλλο: ] – Το ολόκληρό μου είναι αδύνατον να γεμίσει τη μερικότητά σου. – Η μερικότητά μου σε παραβιάζει. Ποτέ δεν θα χωρέσει μέσα σου. – Στεναχωριέμαι. Το ολόκληρό μου πάντα θα αφήνει μέσα σου ένα τεράστιο κενό. – Στεναχωριέμαι. Η μερικότητά μου παραείναι τεράστια για λειψή. – Τουλάχιστον πάνω κάτω έχουμε το ίδιο μπόι. – Τα δάχτυλό σου είναι εγώ διά εκατό. Αυτό είναι επί – Είσαι μόνο δάχτυλο. Αυτό είναι επί – φοβο. Είσαι μόνο ολόκληρος. Αυτό είναι επί – φοβο. Είσαι μό – –
4. [ η τυφλή μητέρα προς τον Μικρό Αλέξανδρο ] Πάλι άργησες; Πάλι δε με βλέπεις; Έχε χάρη που δεν μπορώ πια να σε δω κι εγώ. Και κανέναν. Αν και ακόμη τα πάνθ’ ορώ. Μα εσύ που ούτε με βλέπεις και ούτε και μ’ ακούς επτά χρόνια τώρα... Πραξικόπημα! Μου έχει γίνει πραξικόπημα: αθέατη και ανήκουστη. Ποια; Εγώ για σένα! Έγινες η επταετία μου – δικτάτορααααας! Εσύ. Που τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματ’ εί. Μα τυφλός μόνο μ’ εμένα. Γιατί; Κι έλεγες εσύ παλιά δικτάτορα εμένα... Εμένα! Εγώ, βρε, δεν σε αγάπησα; Εγώ ποτέ; Εγώ που σαν τη ζωή μου σ’ α-γα-...
95
online version
5. [ ιστορικό οικογενείας: απόσταση ασφαλείας] Όλοι οι άντρες είναι σώγαμπροι, είδε τη φράση αυτή στον ύπνο του ο πατέρας. Μία άλλη φορά σκέφτηκε τα λιβάδια του. Ζούσε μέσα σε αυτά, στο χωριό, μέχρι τα 17. Μετά ήρθε και μπήκε ολόκληρος εδώ. Καλά είναι, δεν παραπονείται, είναι μια ευτυχία, νιώθει πλήρης και διαυγής. Για 25 χρόνια δεν άντεχε κανέναν. Είχε κλειστεί στο δωμάτιό του και έγραφε μία Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο. Κάπνιζε, μόνο κάπνιζε και έγραφε επί 25 χρόνια. Του άρεσε που ο Μέγας ήταν μέγας και πέθανε και νέος. Ο μέγας πέθανε στην ηλικία που παντρεύτηκε ο πατέρας. Επίσης, ο Αλέξανδρος ήτανε δίκαιος, μεγάθυμος, οραματιστής ως Έλλην. Σκότωνε με ευκολία και τούτο το έκανε να φαίνεται απλό. Το αίμα για τον Αλέξανδρο είναι ένδοξο, βλέπει, θαρρώ, τη φράση αυτή συχνά στον ύπνο του ο πατέρας. Τώρα ο Μεγάλος του Γιος ονομάζεται Μέγας Αλέξανδρος, και ο μικρός Μικρός. Μεταξύ τους χωρίζονται από μια επταετία. Αυτή είναι μια ικανή χρονική απόσταση ασφαλείας. Η μητέρα ονομάζεται Αλκμήνη. Αυτή είναι πάντα η μητέρα του Ηρακλή, αλλά αυτό είναι επίσης πάντα μία άλλη ιστορία. Εγώ είμαι ο μικρός.
96
online version
Θοδωρής Χιώτης 21 «Ένα νησί δεν παύει να είναι ερημωμένο επειδή κατοικείται.» (Gilles Deleuze)
Κάθε χάρτης είναι η τεκμηρίωση ενός εξ ορ κ ισμού: φυτεύουμε πλοκάμια στη γη των ματιών μας και μαθαίνουμε στους εαυτούς μας να βλέπουμε τα σύνορα από απόσταση ασφαλείας. Το σώμα χαράζει μια διαδρομή που αρχικά φαίνεται άγνωστη, στη συνέχεια γνώριμη και μετά από καιρό απειλητική. Πρώτα γίνεται η εγγραφή του σώματoς στον χώρο και μετά η μνήμη του χώρου αναδιπλώνεται και εγγράφεται σε κάθε σημείο του σώματος. Μασουλάμε τη ρητίνη που εκπέμπει το φως των φαναριών της πόλης και φτύνουμε χάρτες: περνάμε από τη μια νησίδα στην άλλη μέχρι να φύγουμε από την πόλη και τα πρόσωπά μας αποκτούν ράμφη που ξηλώνουν τις ραφές των πεζοδρομίων. Το μεγάφωνο στη μέση της πλατείας βραχύ κυκλώνει: «αισθήματα Μόδες ηδονής ΣΠΛΕΝΤΙΤ».
97
online version
Το σώμα επιστρέφει εκεί όπου παλιά α να τρί χι α ζε τα κόκαλα τρίβονται η ακτινογραφία αποκαλύπτει ότι οι ώμοι έχουν γίνει χωράφια – ποιος έβαλε την κόκκινη σαύρα που τυλίγεται γύρω από το μπράτσο του δέντρου που έχει γείρει προς τη θάλασσα
(αν εδώ συμπληρώναμε ότι το δέντρο γέρνει προς τη θάλασσα χωρίς ποτέ να την αγγίζει, θα βλέπαμε πόσο πολύ αναζητούμε το κλισέ – είναι και αυτό μια επιστροφή)
ο χρόνος ακρόλιθο της αμνηστίας.
Οι στίχοι 28-29 προέρχονται από το μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Γιώργου Σεφέρη (Ερμής, Αθήνα, 1998, σ. 17-18).
98
online version
Μάριος Χατζηπροκοπίου
ʾištiqá:q 1 χίτζρας2 Μαύρα κουρέλια των γιαγιάδων αγία ναφθαλίνη πολιούχων ντουλαπιών το ξύλο στο πάτωμα να τρίζει το μπαλκονάκι ετοιμόρροπο, στοιχειό που ο καινούριος ιδιοκτήτης θα τσιμεντώσει. Μαύρα κουρέλια των γιαγιάδων μάλλινη ζέστα μες το μεσημέρι η μυρωδιά σας χράμι και δροσιά νοτίζετε την ξενική μου νύχτα, την ενήλικη γρατζουνάτε φιδοπουκαμίσα. — Παρακαλώ να με φωνάζετε Γυρνώ Γεννώ, γυμνούλη νόστο! στο(ν) κόλπο σας τρυπώνω σας ντύνομαι και στήνουμε χορό Τρεις χήρες Χάριτες Την αντρική μου κεφαλή, φρέσκο μεζέ στο δίσκο μαλλιοτραβιόμαστε ποια θα γλωσσοφιλήσει Χαρά στα εφτά σας πέπλα! 1. ištiqá:q¨ قاقتش Αραβικός όρος για την ετυμολογία. Κυριολεκτική σημασία της λέξης: σχίσμα, χωρισμός, ρωγμή. 2. χίτζρας: ίντι (हिजड़ा) και ούρντου (اڑجِہ,) . [...] νοτιοασιατικοί πολιτισμοί [...] αρσενικό βιολογικό φύλο [...] γυναικεία κοινωνική ταυτότητα […] 20ός αιώνας [...] ακτιβίστριες hijras [...] δυτικές ΜΚΟ [...] επίσημη αναγνώριση [...] τρίτο φύλο [...] κατηγορίες [...] πέρα από [...] Ετυμ. αραβική ρίζα h-j-r: εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, μεταναστεύω.
99
online version
luna de miel3 Όταν «έφυγε» — που λένε — ο πατέρας γύρισα κι εγώ από τους τροπικούς. Και φύγαμε μήνα του μέλιτος σαράντα μία μέρες μετά με τη μαμά. Τα ρουμς του λετ δεν τη χωρούσαν την ορφανή. Ήταν ακόμη αρχές Μάη. Κι οι μόνοι πελάτες συνταξιούχες του Βορρά. Άπασες, μετά των συζύγων εν ζωή. Φύγαμε Πήγαμε Βρεθήκαμε στη μέση ενός κάμπου. Ήρθαν οι τρεις κοπέλες γιαγιάδες από χώμα —με βρολίδες— Μας μοιράνανε. Ήρθε ο κόσμος όλος — καλοσύνη σας, ξένε! σε μια γουλιά ωτοστόπ. Τραγουδήσαμε ηλιοβασίλεματα Το ίδιο βράδυ, στο λυόμενο ονειρεύτηκα: καπνισμένο τζάκι εμένα, το χλωρό ξύλο που φταίει και έναν Άη-Γιώργη-Δράκο να με τινάζει. (από τη μέση να με βγάζει) σπίθες 3.
100
luna de miel: μήνας του μέλιτος […] ισπανικά [...] σελήνη-μέλι.
online version
έμεινα Από τότε, όποτε και αν δω στο όνειρό μου το μπαμπά είτε μου γελά, είτε μ' αγκαλιάζει, χραμ4 Γαλάζιο κοριτσάκι που είκοσι χρόνια πριν πότιζες γάλα του παππού τα χράμια, εγγόνι λικνιστό Άγονη τώρα ιδρώνεις να τα σελωθείς, τουρίστρια άκληρη αποκληρωμένη γόνος με χρήμα αγνώστου προελεύσεως αυτό δημιουργίας. Δέρμα γυαλικό νοσταλγεί να ξυθεί Ιστοσελίδα: «Πάσχα στο Χωριό» (— Σημαίνει Ανάσταση ποτέ στις εκατόμβες των μπαούλων; — Πώς, κόρη'μ, πώς) Χράμια που σε μεγάλωσαν, πραμάτειες σ' τα παζαρεύουν αλεπούδες κουνελαδερφές δέσποτες αδερφοί συνεχιστές και επίκτητοι τηλεπωλητές του πατρικού. Χρόνια που σε άλωσαν, πίξελς ονλάιν πικς και ψαύεις μήπως βρεις και με αριθμό πιστωτικής (ανα)πληρώσεις τη στάμπα που σε γέννησε. 4. χραμ: μαλλινοβάμβακο σεντόνι [...] Αγιάσος Λέσβου […] ντοπιολαλιά […] τουρκικά ihram […] iḥrām ارحإαραβικά […] ενδυμασία […] πιστός στο Ισλάμ [...] ψυχική κατάσταση […] προσκύνημα, hajj ]…[ جحḥarām ماَرَح […] όσιος/αμαρτάνων […] Ετυμ. αραβική ρίζα h-r-m: ιερό/ απαγόρευση […] Νεοελ. χράμι, χαράμι, χαραμίζω, χαραμής, χαρέμι.
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
online version
Φοίβη Γιαννίση (Nόστος ΙII) ελαφρότης ελαφρότης ελαφρότης όλη η ζωή νοσταλγία ελαφρότητας ελαφρότης του αέρα την άνοιξη κάτω από δέντρα ένα μεσημέρι λέξεις πετάνε ο ήλιος σκιές φως ελαφρότης των καλοκαιρινών πρωινών ελαφρότης στην μάχη όταν τα μέλη του Αχιλλέα τα μέλη των ηρώων σηκώνονται από μόνα τους σαν ο θεός να έβαλε φτερά εκεί όπου η δύναμη δεν χρειάζεται εκεί όπου υπάρχει περίσσεια δυνάμεως η δύναμη στην βούληση δεν οφείλεται η δύναμη φύεται αβίαστα μέσα στο σώμα όταν η πνοή του εαυτού είναι η πνοή του καιρού που περιβάλλει το σώμα το χέρι σύρεται πετά στο νερό το φέρει η βάρκα κι αυτήν μία άλλη δύναμη την φέρει της μηχανής ή του αέρα αδιάφορο ελαφρότης της μύγας ζουζούνισμα εντόμου που ακούραστα τριγυρνά ανεβαίνει κατεβαίνει περπατά χωρίς βάρος σαν χάδι ελαφρότης του αέρα την άνοιξη ούτε κρύος ούτε ζεστός το σώμα απλώνεται και τον δέχεται τίποτα δεν ενοχλεί μόνο χαρά από το άγγιγμά του από το ανενδοίαστο αγκάλιασμά του αγκάλιασμα χωρίς πρόθεση χωρίς σκοπό νοσταλγία ελαφρότητας νοσταλγία Παραδείσου ο Παράδεισος λέμε πως είναι τότε που όλες οι εποχές ήταν άνοιξη 154
online version
ο αέρας είχε την θερμοκρασία εκείνη δεν υπήρχε βαρύτης δεν χρειάζεται να πετάς αρκεί να νομίζεις πως είσαι έξω σα να είσαι μέσα πως το σώμα κινείται από μόνο του δεν υφίσταται κόπο είναι χαλαρό τεντωμένο μακρύ είναι όρθιο ξαπλωτό τα μάτια κοιτάζουν και βλέπουν έχουν χαρά με αυτό που βλέπουν ακούν αυτό που βλέπουν μυρίζουν τον αέρα ο αέρας αγκαλιάζει μυρίζει χόρτο θάλασσα ηχούν τζιτζίκια καμιά φορά ο αέρας μπορεί να είναι λίγο ζεστός κι επειδή είναι ζεστός μπορεί να είναι λίγο πυκνός δηλαδή λίγο ελαφρύς η ψυχή τανυέται δεν θυμάται είναι μέσα στον εαυτό της μέσα στο σώμα της πάω να περπατήσω και πετώ είμαι πουλί χωρίς να πετώ η ανηφόρα είναι κατηφόρα το αυτοκίνητο τρέχει από τα παράθυρα μπαίνει το έξω στρέφω το βλέμμα μου και βλέπω δύο σπουργίτια στρέφω το βλέμμα μου ξανά τα σπουργίτια έχουν πετάξει δεν γνωρίζω πως υπάρχουν όλα αυτά τα πουλιά στον ουρανό το γνωρίζω χωρίς να τα βλέπω όταν τα δω δεν είναι πια εκεί ήμουν κι εγώ εκεί θέλω να ξαναβρεθώ εκεί μία πνοή για ένα μικρό δώρο ένα μικρό τώρα που δεν διαρκεί θα μείνει θα φύγει θα ξεχαστεί
155
online version
η παρούσα στιγμή VI και ξάφνου όπως αιφνίδια το μάτι πιάνει το πέταγμα ενός πουλιού χτυπά αναπηδώντας από χαρά η καρδιά σου κάτι ήρθε και σε βρήκε έτσι στα ξαφνικά το απόλυτο παρόν αυτό που εσένα βρίσκει χωρίς να το ζητάς το αναπάντεχο λίγο μετά απ’ αυτό ίσως μαζί του η λαχτάρα να κινηθείς να φύγεις προς τα μπρος στο μέλλον να ψάξεις κάτι άγνωστο το ανεπανάληπτο να επαναληφθεί — η νοσταλγία το πρώτο αίσθημα που κάθε πλάσμα κατακλύζει αμέσως όταν βγει να γεννηθεί στον κόσμο
Από τα Ομηρικά (Κέδρος, 2009), και από την Ραψωδία (Gutenberg, 2016 υπό έκδοση).
156
online version
Χρήστος Χρυσόπουλος Νευρώνας Μια ηλιόλουστη Κυριακή [παράθυρο κοινοβουλίου] ο λαός αρχίζει να κατεβαίνει από το [παράθυρο κοινοβουλίου] πρωί από τις συνοικίες προς το Σύνταγμα. Όλοι κρατούν αμερικανικές, σοβιετικές και [στύλος] βρετανικές σημαίες. Ανεβαίνω [τρία παράθυρα κοινοβουλίου] αργοπορημένα από το Μοναστηράκι τη Μητροπόλεως και μόλις περνάω την εκκλησία ακούω [όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα του ΕΑΜ] τις πρώτες [πεζούλι] τουφεκιές από το Σύνταγμα. Σε λίγες στιγμές ακούγονται [δύο όρθιες γυναίκες] υστερικές γυναικείες κραυγές και μετά [άντρας με γυαλιά] οργισμένες ανδρικές, όπου [φυλάκιο ευζώνων] κάποιος [γονυπετής διαδηλώτρια κρατά πανό] μου λέει άγρια: «φύγε εσύ ρε, μικρέ!». Ακολουθώ τη [νεαρή] συμβουλή και τρέχω γιατί κατεβαίνει ένα [λάβαρο] μεγάλο κύμα πανικόβλητων διαδηλωτών, όπου [άντρας με γυαλιά] άλλοι φωνάζουν, άλλοι βρίζουν [καθιστός άντρας κρατά κοντάρι] και άλλοι κλαίνε. Απολογισμός μιας καθ’ όλα άνανδρης [χαμηλωμένη ελληνική σημαία] επίθεσης από τα Ανάκτορα: [άσφαλτος] 28 νεκροί και 140 τραυματίες. «Tρεις παρά πέντε, [πολυκατοικία] παρά τέσσερα λεπτά, βλέπω [καλώδια τρόλεϊ] ξαφνικά να γυρίζει ο πυργίσκος στην αντίθετη κατεύθυνση, ενώ κοίταζε την είσοδο του Πολυτεχνείου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά [φανός] έκανε και όπισθεν [περίπτερο]. Αμέσως μετά [τεθωρακισμένο όχημα] ανέβηκε [περίπτερο] στο απέναντι πεζοδρόμιο, φουλάρισε τις μηχανές [δέσμη προβολέα] και με όση ιπποδύναμη είχε πήγε και χτύπησε [πυροβόλο] την κύρια [τρεις ένστολοι] είσοδο του Πολυτεχνείου. Δεν έπεσε αμέσως [ένστολος και άντρας με πολιτικά] η πόρτα. Έπεσαν όμως [κυτίο σηματοδότησης] όσοι από τους φοιτητές ήταν πάνω [ερπύστριες] στα κολονάκια δεξιά και αριστερά. Το επικίνδυνο ήταν ότι πίσω από την πόρτα υπήρχαν [στροφή πεζοδρομίου] πολλοί φοιτητές». Πρωτοεμφανίστηκαν [κράνος] δημόσια στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1975 [φανάρι] και λίγο αργότερα [δρόμος] χρησιμοποιήθηκαν [άνδρας] για πρώτη φορά, συγκεκριμένα σε συγκρούσεις απεργών οικοδόμων με την Αστυνομία [πηλήκιο αξιωματικού] τον Ιούλιο του 1975. Έκτοτε η [θωράκιση οχήματος] δράση τους σε παρόμοιες περιπτώσεις υπήρξε [ρόδα] εντονότατη, υποστηρίζοντας και το προσωπικό των Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης, που ιδρύθηκαν το 1976, και των Μονάδων Ειδικών Αποστολών, [προτεταμένος 157
online version
εκτοξευτήρας δακρυγόνου] που συστάθηκαν [άνδρας] δύο χρόνια αργότερα (1978). Ύστερα από ορισμένα αιματηρά [κράνος] περιστατικά που σημειώθηκαν τα επόμενα χρόνια, [κράνος] η τακτική χρήση [police] των τεθωρακισμένων οχημάτων σε διαδηλώσεις αναθεωρήθηκε και πλέον [πυργίσκος] αυτά ανέλαβαν ως κύρια αποστολή [κάλυμμα πυργίσκου] τη φύλαξη [φανάρι] κρίσιμων εγκαταστάσεων και υποδομών. Έκτοτε δύο-τρία οχήματα Roland ή/ και Grenadier ήταν μονίμως ανεπτυγμένα σε όλους [εκτοξευτήρας δακρυγόνου] σχεδόν τούς διεθνείς [κρύπτη] αερολιμένες της χώρας (εξάλλου, την περίοδο εκείνη ήταν πολύ έντονο και το φαινόμενο των αεροπειρατειών). Ένα ακόμη όχημα [ρόδα] του ίδιου τύπου βρισκόταν [ρόδα] μόνιμα στις φυλακές Κορυδαλλού, ενώ η συμμετοχή τους σε αποστολές καταστολής πλήθους περιορίστηκε δραστικά. Το δικαστήριο [ταβάνι με ψευδοροφή αποτελούμενη από πλακίδια λευκού χρώματος] δεν πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος αυτός προκάλεσε με [μεταλλική γρίλια κλιματισμού διατρέχει εγκάρσια το ταβάνι] οποιονδήποτε τρόπο την απόφαση των διοικητών των ΔΕΚΟ να τελέσουν τις εν λόγω πράξεις οι οποίες τούς αποδίδονται, αλλά και [φωτιστικό σποτ] ούτε συνέργησε με οποιονδήποτε [δύο αστυνομικοί] τρόπο στις πράξεις αυτές. Εξάλλου [καθιστός συνήγορος] οι εκδότες που κατέθεσαν [ξύλινο τραπέζι με ακουμπισμένα χαρτιά και σημειώσεις] αόριστα [δύο καθιστοί κατηγορούμενοι] ότι ο Α.Π. υπέχει και ποινικές ευθύνες απάντησαν σε σχετικές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν ότι δεν έχουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι [κλειστό δερμάτινο βαλιτσάκι-χαρτοφύλακας με χρυσά ποδαράκια ακουμπισμένο στο χείλος του τραπεζιού] ο παραπάνω κατηγορούμενος είχε δώσει [αδειανό ξύλινο τραπέζι] εντολές σε διοικητές δημόσιων επιχειρήσεων να καταθέσουν τα διαθέσιμα κεφάλαια αυτών στην Τράπεζα Κρήτης. Πέραν όμως αυτών, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι [μαύρος δερμάτινος χαρτοφύλακας με χρυσή κλειδαριά και χειρολαβή ακουμπισμένος στο πάτωμα] ο πρώην πρωθυπουργός είχε γνώση των υπεξαιρέσεων που διέπραττε ο Γεώργιος Κοσκωτάς κατά [βραχίονας μικροφώνου] το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 19 Ιανουαρίου έως 19 Οκτωβρίου 1988, όταν υπεξαιρούσε τις καταθέσεις στην [αδειανό ξύλινο τραπέζι-γραφείο] Τράπεζα Κρήτης. Όλα ξεκίνησαν [σημαία] από μία ανεπιβεβαίωτη φήμη. Ότι οι Ισπανοί Indignados σήκωσαν ένα πανό που έγραφε [τρία παράθυρα] «σουτ, κάντε ησυχία, οι Έλληνες κοιμούνται». Η φήμη αυτή έγινε αφορμή για τη μαζικότερη [τρία παράθυρα] κινητοποίηση που έγινε [τρία παράθυρα] μεταπολιτευτικά στην Ελλάδα. Το ελληνικό κίνημα των «Αγανακτισμένων», αν και συνέβαλε στη ριζική αλλαγή των πολιτικών [τρία παράθυρα] συσχετισμών, δεν οδήγησε σε έναν [ομπρέλα] διακριτό 158
online version
πολιτικό χώρο όπως [περιστύλιο] στην Ισπανία. Έβαλε όμως [μούντζα] τον σπόρο για τη δημιουργία [μούντζα] μηχανισμών αυτοάμυνας της ελληνικής κοινωνίας. Το πείραμα των [μούντζα] λαϊκών συνελεύσεων γέννησε [μούντζα] κινήματα αλληλεγγύης [μούντζα] και έβαλε [μούντζα] μπροστά [μούντζα] πρωτόγνωρες διαδικασίες συμμετοχής [μούντζα] στη [μούντζα] δημόσια σφαίρα. Ο εισαγγελέας αμέσως μετά έθεσε το κρίσιμο ερώτημα εάν ο πυροβολισμός αυτός συνιστά υπέρβαση των ορίων αμύνης από την πλευρά του Μελίστα. «Μπορεί ο κατηγορούμενος να επικαλεστεί ότι εκείνη την ώρα ενεργούσε [νεαρός άντρας πεσμένος ανάσκελα στο πλακόστρωτο με ανοιχτά τα πόδια και το αριστερό χέρι απλωμένο μακριά από το σώμα. Το δεξί χέρι βρίσκεται κοντά στον κορμό, φορά τζιν γιλέκο, ασπρόμαυρο καρό πουκάμισο και μαύρο φουλάρι, μαύρο τζιν παντελόνι και λευκά αθλητικά παπούτσια] υπό την επήρεια φόβου και ταραχής, ώστε να μην του καταλογίζεται η πράξη;», διερωτήθηκε αγορεύοντας ο κ. Ζαβολέας. Και δίνοντας ο ίδιος την [σκιά από φλας] απάντηση είπε: «Εγώ νομίζω πως όχι. Πάνω στην αγανάκτησή του έριξε μια πιστολιά και... ό,τι ήθελε ας γίνει, σκέφτηκε. Αυτό όμως απαιτεί υπέρβαση των ορίων αμύνης. Ορθά λοιπόν έκρινε και αποφάσισε το πρώτο δικαστήριο...». Οι μοτοσικλετιστές της ΕΣΑ αποδείκνυαν ότι [αδιαμόρφωτο πλήθος από πολίτες και ένστολους] εκτός από το [χάρτινο φτερό] να δέρνουν μπορούσαν να κάνουν ακροβατικά πάνω στις μηχανές τους (ανθρώπινες πυραμίδες [αξιωματικός του ναυτικού και ναύτης περιστοιχίζουν πεζικάριο] και άλλα, κρατώντας πάντα [πεζοναύτης με κράνος παραλλαγής κοιτά αριστερά] τη σημαία με το πουλί) και να περνούν με ταχύτητα μέσα από φλεγόμενα στεφάνια. Οι άντρες των ειδικών δυνάμεων έπαιζαν [αξιωματικός της αεροπορίας σε στάση προσοχής με τα πόδια σφιχτά κλειστά και το πηλήκιο χαμηλωμένο στα μάτια] ξύλο μεταξύ τους ή έκαναν ασκήσεις γυμναστικής. Ενίοτε έπεφταν και με αλεξίπτωτα. Το ωραιότερο όμως κομμάτι είχε [υπερυψωμένη πυραμιδωτή εξέδρα καλυμμένη από σύνθεση ανθέων σε δύο χρώματα] να κάνει με τους αρχαίους Έλληνες, τους Βυζαντινούς και τους αρματολούς του 1821. Με τα άρματα, όπου η Ελλάς στεφανωμένη στεκόταν φορώντας [μαίανδρος] τον [μαίανδρος] χιτώνα [μαίανδρος] της [μαίανδρος] πάντα [μαίανδρος] εμπρός [μαίανδρος] από [μαίανδρος] το [μαίανδρος] «πουλί». Με τις μάχες Ελλήνων και Τρώων γύρω από τον δούρειο ίππο. Με τις παρελάσεις των σαρισοφόρων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με τις γυναίκες της Ηπείρου να ανεβαίνουν ζαλωμένες τα πυρομαχικά πάνω [ρόδα] σε βουνά από [ρόδα] κόντρα πλακέ. Εις την εθνικήν αυτήν αποστολήν [πολυέλαιος] θα αφιερώση η 159
online version
κυβέρνησις [καλυμμαύκι] εις πρώτον στάδιον [φωτογραφική μηχανή] τας δυνάμεις της. Διά τούτο δεν έχει ούτε κομματικόν ούτε πολιτικόν χαρακτήρα. Έχει χαρακτήρα σαφώς [μικρόφωνο] εθνικόν. Όταν συν Θεώ –και θέλω να ελπίζω συντομότατα– [πολιτικός ακουμπά το δεξί χέρι στο ευαγγέλιο] θα έχει αντιμετωπισθεί το εθνικόν θέμα, [μικρόφωνο] που συνταράσσει [στρατιωτικός στέκει με τα χέρια σταυρωμένα στη βουβωνική χώρα] ολόκληρον τον Ελληνισμόν, η [επωμίδα] κυβέρνησις, [αρχιεπίσκοπος κρατά σημείωμα το οποίο διαβάζει κοιτώντας τους παρισταμένους] ενισχυομένη με τας νέας δυνάμεις, [φλόγα κεριού] θα ασχοληθή με τα πιεστικώτερα προβλήματα του τόπου. Και το κυριώτερον εξ αυτών είναι η ταχεία χάραξις της διαδικασίας που θα οδηγήση [άγνωστος άνδρας] στην θεμελίωσιν μιας πραγματικής και προοδευτικής δημοκρατίας, [χέρι ακουμπά το ευαγγέλιο] στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν θέσιν [κηροπήγιο] όλοι οι Έλληνες.
160
online version
Ζήσης Κοτιώνης Εγκλεισμός προς τα έξω, απόδραση προς τα μέσα Βούρλα: πορνείο και φυλακή Τότε και τώρα Η κτιριακή εγκατάσταση του κρατικού πορνείου και της μετέπειτα φυλακής, στα Βούρλα της Δραπετσώνας, διαπερνά έναν αιώνα αστικής ιστορίας της σύγχρονης Αθήνας. Το 1876 οικοδομείται από τον εργολάβο Νικόλαο Μπόμπολα το κρατικό πορνείο στα Βούρλα, το οποίο στεγάζει και περιχαρακώνει την ανεξέλεγκτη δραστηριότητα της πορνείας γύρω από το λιμάνι του Πειραιά (εικ. 1). Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η χρήση του κτηρίου ως πορνικής αγοράς εγκαταλείπεται, για να στεγαστούν στη διάρκεια της κατοχής φυλακές (εικ. 2). Οι φυλακές είχαν διαφορετικών ειδών έγκλειστους. Σε μια πτέρυγα ποινικοί, σε άλλη τοξικομανείς, στην τρίτη πολιτικοί κρατούμενοι, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αργότερα κυριάρχησε ο εγκλεισμός πολιτικών κρατουμένων της αριστεράς, με παράνομη δραστηριότητα κατά τον εμφύλιο και αργότερα, την εποχή των διώξεων και των εκτελέσεων των πολιτικών αντιπάλων του μετεμφυλιακού πολιτεύματος. Οι Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς λειτούργησαν στα Βούρλα έως τα χρόνια της δικτατορίας, και το 1987 η εγκαταλειμμένη κτιριακή εγκατάσταση κατεδαφίστηκε.1 Σήμερα, στο οικόπεδο του πορνείου-φυλακής έχει ανοικοδομηθεί ημιτελές συγκρότημα πολυκατοικιών (εικ. 3). Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος των στεγαστικών δανείων στην εποχή της κρίσης άφησε τις πολυκατοικίες των Βούρλων ημιτελείς και ακατοίκητες, ένα ερείπιο της τρέχουσας πολεοδομικής ιστορίας. Η απάλειψη κάθε ίχνους της πρότερης ιστορίας από το έδαφος της Δραπετσώνας με την κατεδάφιση των φυλακών και την ανέγερση του νέου κτιριακού συγκροτήματος λειτουργεί ως ένα είδος επιστροφής στο αρχικό: Η στοιχειωμένη οικοδομή γίνεται το αντι-μνημείο της προηγούμενης κατάστασης, της απωθημένης ιστορίας. Απωθώντας η πόλη την πρόσφατη ιστορία της, της ιδρυματικής λίμπιντο και των πολιτικών διώξεων, κεφαλαιοποιεί το αστικό έδαφος με την οικοδόμηση ενός κτιρίου-φαντάσματος. Η συνθήκη μη κατοικησιμότητας είναι προγραμματική προϋπόθεση για κάθε μνημείο. Οι ημιτελείς πολυκατοικίες, χωρίς να έχουν μνήμη κατοίκησης, γίνονται τα μνημεία μιας προηγούμενης κατάστασης, την οποία ταυτόχρονα με την οικοδόμησή τους έχουν απαλείψει από το ιστορικό έδαφος της πόλης. Η λιμπιντική ορμή, σεξουαλική και πολιτική, αυτή η ορμή που ενεργοποίησε την οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας, αφήνει πίσω της νεότευκτα 1. Τα ιστορικά στοιχεία αλλά και η εναρκτήρια ώθηση για την ενασχόληση με το πρότζεκτ των Βούρλων αντλήθηκαν από την έρευνα της Βασιλικής Ροδίτη για τη μεταπτυχιακή διπλωματική της εργασία, «Πειραιάς. Από τα Βούρλα στην Τρούμπα. Συνυφάνσεις σεξουαλικότητας και κυριαρχίας στον αστικό χώρο», Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2015.
161
online version
ερείπια. Η ατελής οικοδομή, στη θέση των Βούρλων, είναι το πραγματικό μνημείο της ιστορίας, όπως το κρεμασμένο ρούχο στην απλωμένη μπουγάδα από ένα σώμα που δεν θα ζήσει για να το φορέσει ξανά. Αυτή είναι η μικρή εικόνα των Βούρλων. Στη μεγάλη εικόνα, ένα σημαντικό ποσοστό των οικοδομημάτων της Αθήνας σήμερα παραμένει ακατοίκητο ή ιδιοκτησιακά εκκρεμές ή προς κατάσχεση, λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ίδια στιγμή που οι άστεγοι, ιθαγενείς και ξένοι, πλεονάζουν στις παρυφές της δημόσιας ζωής. Άλλα σπίτια χωρίς κατοίκους και άλλοι κάτοικοι χωρίς σπίτια, στην ίδια πόλη, μαζί. Τοπολογία της ετεροτοπίας Μέσα από το τοπολογικό σχήμα της εξεσωτερικότητας, του Λακάν,2 μπορεί η πολεοδομική ιστορία των Βούρλων να φωτιστεί ως εξής: Στην εποχή της πορνικής αγοράς, στις κάμαρες του μπουρδέλου, στα κρεβάτια των πορνών, η αντρική λίμπιντο εκτονώνεται με το αγορασμένο σεξ. Η κανονική ζωή της πόλης απωθεί τη λιμπιντική δραστηριότητα, το σεξ, το τραγούδι, την παραβατική συναναστροφή, σε μια αστυνομευόμενη περιοχή, που είναι μέσα στην πόλη και ταυτόχρονα έξω από αυτήν: μέσα από το τείχος διαφυλάσσεται εν βρασμώ ένα λιμπιντικό έξω, έτσι ώστε το έξω ως προς τη φυλακή ή ίδια η πόλη να ειρηνεύει δήθεν ελεύθερη,3 διατηρώντας την κανονικότητα και τη μη παραβατικότητα ως επίσημη συνθήκη της αστικής ζωής. Η συνθήκη της ετεροτοπίας, όπως την όρισε ο Φουκώ, περιγράφει αυτήν την τοπολογία του έξω, μέσα- στο -εσωτερικό του αστικού πεδίου. Με ανάλογο τρόπο, έτσι φαίνεται τώρα από μακριά, στη λακανική τοπολογία του ψυχικού χώρου τον ενδότερο χώρο του ψυχικού καταλαμβάνει η εξωτερικότητα του αντικειμένου της επιθυμίας. Όσο πιο μέσα πας τόσο πιο έξω βρίσκεσαι, και όσο πιο έξω τόσο πιο μέσα γυρνάς, σε μια διηνεκή λούπα χωρίς τέλος και αρχή.4 Εγκλεισμός στην ετεροτοπία Η ουτοπία μπορεί να περιγραφεί ως υποθετική κατάσταση διαμονής, άξια νοσταλγίας, χωρίς ωστόσο να είναι δυνατή η προσέγγισή της διαμέσου της εμπειρίας. Παραμένει θεωρητική υπόθεση, που πάντα όσο την πλησιάζεις αυτή απομακρύνεται. Για τον λόγο αυτό, η ριζική αποσύνδεση της ουτοπίας από τον εμπειρικό κόσμο μάς κάνει καχύποπτους: όλα αυτά μοιάζει να έλκουν μιαν ανομολόγητη καταγωγή στη 2. Για τον όρο extimacy (αντί του intimacy) βλ. και Ζ. Κοτιώνης, «Τοπολογίες της Εκ/σωτερικότητας», στον συλλογικό τόμο Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Ίνδικτος, 2008. 3. Για τη σχέση ανάμεσα στον ορισμό ενός χώρου ως περίφραξη, με το ειρηνεύον και ελεύθερο, βλ. Martin Heidegger, Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι, μτφρ. Γ. Ξηροπαΐδης, Πλέθρον, 2009. 4. Βλ. τα τοπολογικά διαγράμματα του Ζ. Λακάν στο Pierre Skriabine, “Les figures de topologie” in: Jacques-Alain Miller et 84 amis, Qui sont vos psychanalystes?, Éditions du Seuil, Paris, 2001, 395-404.
162
online version
θεολογία. Όμως η ετεροτοπία, άξαφνα, περιγράφεται ως κατάσταση άξια νοσταλγίας, η οποία είναι προσβάσιμη διά μέσου της εμπειρίας. Δεν ξέρουμε, και είναι αδιάφορο να μάθουμε, ποιες εμπειρίες του Φουκώ σε μισοσκότεινους παραβατικούς και ανομολόγητους χώρους της πόλης τον έφεραν σε θέση να ορίσει την ετεροτοπία, σε μια εποχή που κάθε ίχνος ουτοπικού ρεμβασμού, κάθε τελεολογική πολιτική αυταπάτη είχε διαλυθεί στον αέρα. Εν τούτοις, η δραστική χρήση της έννοιας της ετεροτοπίας ακόμα στις μέρες μας είναι σαν να παρατείνει την προθεσμία ζωής των ουτοπικών ρεμβασμών μέσα σε μια δυστοπική πραγματικότητα. Η αίσθηση των πολιτικά ονειρευόμενων υποκειμένων της αστικής ζωής ότι δεν υπάρχει καμία διέξοδος και καμία εξωτερικότητα ως προς το δυστοπικό εσωτερικό του κόσμου της άμεσης εμπειρίας αξιοποιείται δραστικά όταν δώσει τον χώρο της στη σκέψη ότι η ετεροτοπία είναι ήδη εδώ: Είναι εδώ ως υπαρκτό πεδίο εξωτερικότητας ως προς τον καθολικό εγκλεισμό. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει ίσως πιο ταιριαστό παράδειγμα ετεροτοπίας από αυτό των Βούρλων. Μια χωρική διάταξη που αρμόζει σε στρατιωτική εγκατάσταση, με την εξωτερική περιτείχιση και την εσωτερική τυπολογία της παράταξης και της επανάληψης, έγινε ικανή να φιλοξενήσει τόσο τη ζωή των πορνών όσο και των πολιτικών ή των ποινικών κρατουμένων (εικ. 4). Πάντα υπό την επιτήρηση της κρατικής εξουσίας. Τόσο ο εγκλεισμός των πορνών όσο και ο εγκλεισμός των ποινικών και των πολιτικών κρατουμένων είχε τιμωρητικό χαρακτήρα. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι πόρνες δεν ήταν μόνο οικειοθελώς εγκλεισμένες, για να ασκήσουν το επιτήδευμά τους, αλλά ήταν και γυναίκες που είχαν προσαχθεί βιαίως, έχοντας περιπέσει στο παράπτωμα μιας τυχαίας δραστηριότητας, υπαινικτικής της σεξουαλικότητάς τους.5 Ο εγκλεισμός των γυναικών, ως αποτέλεσμα ενοχοποίησης της σεξουαλικότητάς τους καθαυτής, είναι ανάλογος με τον εγκλεισμό των πολιτικών κρατουμένων ως αποτέλεσμα ενοχοποίησης της πολιτικής τους οντότητας, της πολιτικότητάς τους. Η σεξουαλικότητα και η πολιτικότητα είναι δύο αξεχώριστες εκδοχές του σωματικού. Μέσα από τη σκοτεινή και άβλεπτη περιοχή του ασυνειδήτου, η σεξουαλικότητα και η πολιτικότητα αναδύονται ωμές, ώστε να πάρουν στη διαδρομή τη μορφή ενός αιτήματος για την ελευθερία του υποκειμένου. Τόσο η φυλακισμένη πόρνη όσο και ο φυλακισμένος «πολίτης», ο πολιτικός κρατούμενος, υφίστανται ομού τη συνθήκη εγκλεισμού τους για χάρη των άλλων. Η δική μου φυλάκιση, με την ιδιότητα της πόρνης και με την ιδιότητα του πολιτικού κρατούμενου, εξασφαλίζει τη δική σου ελευθερία, την ελευθερία του άλλου έξω από τη φυλακή, έξω από εδώ. Ο πελάτης της πόρνης έχει την ανεστραμμένη όψη εκείνου που γίνεται πελάτης της ρητορικής και της επαγγελίας του πολιτικού κρατούμενου. Το κοινό στοιχείο της εγκλεισμένης 5. «Η Γ.Π., δεκαενιά ετών, εκ Μικράς Ασίας ορμώμενη, προσήχη σήμερον (1929), ενώπιον του αξιωματικού υπηρεσίας, κατηγορούμενη διά βαρείαν παράβασιν κατά την άσκησιν των καθηκόντων της εις την οικίαν του σιτεμπόρου Α.Μ., όπου ηργάζετο ως παιδαγωγός των τέκνων του. Μετά την προβλεπόμενην εξέτασιν, εκρίθη ένοχος και απεφασίσθη η ολιγοήμερος ένταξίς της εις τα Βούρλα, προς σωφρονισμόν… Ο εγκλεισμός της να μην υπερβεί την μία εβδομάδα και να ενταχθεί σε “σπίτι” με ολιγάριθμες τροφίμους». Α. Μήλτσος, «Δραπετσώνα και πρόσφυγες», http://pireorama. blogspot.gr/2012/01/1920.html
163
online version
πόρνης και του εγκλεισμένου πολιτικού υποκειμένου είναι ότι τόσο η μία όσο και ο άλλος έχουν κάνει το ίδιο «λάθος». Θέλουν να ασκήσουν την ελευθερία τους, σεξουαλική και πολιτική, σε αντίθεση με την κανονικότητα. Η κανονικότητα είναι ο μηχανισμός φυσικοποίησης της απώθησης. Το πολιτικό και το σεξουαλικό, κρυμμένα αξεχώριστα στο σκοτάδι του ασυνειδήτου, ζητούν κάθε στιγμή να πάρουν την εκδίκησή τους. Η ετεροτοπία γίνεται ενδιαφέρουσα όταν παύει να παρουσιάζεται ως εμπειρία ενός άλλου πραγματικού, μη κανονικού χώρου και ως άλλη, μη κανονικήεναλλακτική εμπειρία. Η ετεροτοπία αρχίζει να ορίζει τα σύνορα της διαφοράς όταν αποκαλύπτει τις οδούς προς το σκοτεινό και φλεγόμενο μάγμα του ασυνειδήτου. Δηλαδή, από τοπολογική άποψη, η ετεροτοπία δεν ορίζει έναν ορίζοντα διαφοράς προς το πραγματικό εκεί έξω, αλλά δύναται να ορίσει το κανάλι πρόσβασης προς το βαθύτατο εσωτερικό: αυτό του ασυνειδήτου. Για να θυμηθούμε τη φροϋδική τοπολογία του ασυνειδήτου: Εκεί διακρίνεται η οδός από τον έξω κόσμο προς τα ενδότερα της ψυχής με ένα λαγούμι, κάτι σαν παρά -φύση -απόφυση. Η διαδικασία της απώθησης είναι το πέρασμα του επιθυμητού, που έρχεται από τον έξω κόσμο, μέσα από το τούνελ κατευθείαν στον σκοτεινό υπόκοσμο του ασυνειδήτου. Και είναι υπό-κοσμος κυριολεκτικά, ως ευρισκόμενος στο κάτω μέρος του σώματος, αυτού που ο Φρόυντ αναπαριστά ως τοπικότητα της ψυχής, στο περίφημο διάγραμμά του (εικ. 5). Εντούτοις, όπως περιγράφεται η τοπολογία του ψυχικού από τον Λακάν, το περίεργο και αξιομνημόνευτο γεγονός που την ορίζει είναι το εξής: Όσο περισσότερο διεισδύεις στο εσωτερικό της ψυχής και φτάνεις στον σκοτεινό πυρήνα του ασυνειδήτου τόσο περισσότερο προσχωρείς στον ακαταδάμαστο κόσμο του έξω. Αυτό που είναι στο εσώτατο της ψυχής σου, το πολύτιμο αντικείμενο του πόθου είναι έξω, άφταστο, μακρινό. Ίσως, γι’ αυτό, κι απατηλό. Αν σκεφτούμε το μοντέλο της γης, θα το καταλάβουμε καλύτερα. Μια εκτόξευση στη στρατόσφαιρα, όσο κι αν φαίνεται παγερή κι απόξενη, διατηρεί την επόπτευση του βιωμένου κόσμου προς τα κάτω. Αντιθέτως, η καταβύθιση στο σκοτεινό μάγμα, στο εσωτερικό της γης, που μια υποψία του μόνο έχουμε από τις εκρήξεις των ηφαιστείων πριν στεγνώσει η λάβα στο έδαφος, είναι η καταβύθιση στο απόλυτο έξω. Οι ταφικές πρακτικές, αυτές οι προαιώνιες νεκρικές τελετουργίες, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις επαγγελίες των ευγενώς σκεπτομένων ουτοπικών σοσιαλιστών και κάθε άλλου είδους επιγόνων του πλατωνικού ιδεαλισμού. Είναι τελετουργίες συμφιλίωσης με το απόλυτο έξω, που κρύβεται στο ανθιστάμενο, άγνωστο εσώτερο είναι της γης. Το κρεβάτι, η πόρνη, ο κομμουνιστής Η πόρνη μέσα στο μπουρδέλο συνδέεται με τον αγαπητικό (εικ. 6). Άλλοτε αυτός παραμένει απλώς ένας προστάτης νταβατζής, ζει μέσα από τη δουλειά της άλλης. Άλλοτε τον παντρεύεται και επιστρέφει διά αυτού στον έξω κόσμο. Άλλοτε της μένει η προίκα ενός παιδιού, «νόθου», που μεγαλώνει μαζί της στο άσυλο της φυλακής. Το κρεβάτι της είναι το μοναδικό σκεύος της δουλειάς, του θηλασμού και της ανατροφής, της ξεκούρασης και του ονείρου. Ο εφιάλτης του πολιτικού κρατούμενου ανακλάται στις επιφάνειες του κελιού 164
online version
και επιστρέφει στο κρεβάτι του ύπνου. Στις πιο σκληρές περιπτώσεις, για τον θανατοποινίτη, κάθε νύχτα είναι η τελευταία νύχτα πριν από την εκτέλεσή του. Η αναγγελία της εκτέλεσης διαρκώς αναβάλλεται. Ο έξω χρόνος από την «ετεροτοπία» του κελιού είναι πιο ζοφερός από τον μέσα χρόνο. Κι όμως στο εσώτερο της φυλακής στο κρεβάτι εντός του κελιού ένα όνειρο προφυλάσσεται και μεγαλώνει. Δεν αφορά το προσωπικό πεπρωμένο του κρατουμένου αλλά το πεπρωμένο όλης της ανθρωπότητας. Αυτή η προβολή ίσως κάνει τον εγκλεισμό καρτερικά λυτρωτικό. Η «ετεροτοπία» της φυλακής είναι ταυτόχρονα για τον μάρτυρα προστασία από την έλευση του θανάτου αλλά και καρτερία για τη λύτρωση του κόσμου. Το κρεβάτι του φυλακισμένου είναι πεδίον αμφίρροπης αναμονής. Ένα μπουκάλι μπύρα Το 1955, είκοσι επτά έγκλειστοι πολιτικοί κρατούμενοι αποφάσισαν να δραπετεύσουν, φτιάχνοντας λαγούμι, μέσα από ένα κελί έως το εγγύτερο μέρος έξω από τον τοίχο της φυλακής (εικ. 7). Η απόδραση ήταν ρητώς απαγορευμένη από το Κομμουνιστικό Κόμμα και άρα η πράξη τους θα ήταν πράξη διπλής ανυπακοής. Το λαγούμι σκάφτηκε κάτω από το κρεβάτι του πολιτικού κρατουμένου Α. Μπαρτζώκα. Από τοπολογική άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν το ίδιο λαγούμι της απώθησης, διοδευμένο ανάστροφα: από το σκοτεινό ασυνείδητο –ποιανού;– προς το φως της εκπληρωμένης επιθυμίας, προς την ίδια τους την ελευθερία. Έτσι κι έγινε. Το λαγούμι σκάφτηκε με υπομονή και ακραία διακινδύνευση (εικ. 8). Η απόδραση έγινε με επιτυχία. Στην περιγραφή της απόδρασης που έγινε από έναν κρατούμενο πολύ αργότερα σημειώνεται: «Αφού το σκάσαμε, μπήκα σε μια ΕΒΓΑ και ήπια μια μπύρα. Ήταν η ωραιότερη μπύρα της ζωής μου».6 Η απόλαυση είναι η νεογέννητη κόρη της ελευθερίας. Το πραγματικό συμβάν, η ανεπανάληπτη στιγμή είναι αυτή: Μετά την απόδραση από τον εγκλεισμό και πριν από τη σχεδόν βέβαιη σύλληψη. Βέβαιη κατά το γεγονός ότι είτε το κράτος είτε το κόμμα, όποιος κι θα ήταν ο τελικός κριτής του διαφυγόντος κρατουμένου, έμοιαζε ότι θα τον καταδίκαζε για την πράξη του. Ένα μπουκάλι μπύρα σηματοδοτεί τη στιγμή της λυτρωτικής απόλαυσης, όπως το έχουμε όλοι ζήσει ή το έχουμε δει στις ανοιξιάτικες διαφημίσεις, ενόψει του επερχόμενου θέρους. Το μοναδικό συμβάν είναι αυτό και για έναν λόγο ακόμη. Έξω από το μέσα δεν είναι το έξω αλλά ένα νέο εντός. Εντός του κόσμου που ο αγωνιζόμενος θέλει να αλλάξει για να βρεθεί εκτός. Είναι σαν να ακούω τώρα τον σερβιτόρο, την ώρα που ξεκαπακώνει την μπύρα να λέει στον δραπέτη: «Τόσος αγώνας, ρε φίλε, και τόσες θυσίες για να βρεις στον κόσμο που θέλεις να αλλάξεις αυτό που είναι ήδη εκεί: ένα παγωμένο μπουκάλι μπύρα... θα μπορούσες να 6.
tvxs, «Απόδραση από τα Βούρλα. Ούτε στον κινηματογράφο», 18 Ιουλίου 2015.
165
online version
το είχες γευτεί και χωρίς όλον αυτόν το αγώνα. Και χωρίς την αβεβαιότητα ότι αύριο θα είσαι πάλι στη φυλακή ή στο εκτελεστικό απόσπασμα». Από τη μεριά του ο σερβιτόρος έχει δίκιο, αλλά και ο κρατούμενος θα είχε κάτι να πει. Κάτι που με την απόσταση μισού αιώνα δεν μπορεί να ακουστεί παρά μόνο σαν μουτζουρωμένος απόηχος: «Ναι, αλλά....» Στις πολυκατοικίες που χτίστηκαν από τη δεκαετία του ’50 και για άλλα πενήντα χρόνια διέμειναν οι αγωνιστές της αριστεράς αλλά και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Τα ίχνη της αντιπαλότητας αμβλύνθηκαν και ήδη μέσα στην ίδια γενιά ξεχάστηκαν ή σκεπάστηκαν. Ακόμα και η ανάσυρση της διαφοράς τα τελευταία χρόνια, ο «νέος εμφύλιος χωρίς όπλα» δεν είναι παρά μια φάρσα που παίρνουμε στα σοβαρά. Δεν είναι αλήθεια ότι όσο πιο έξω πας να βγεις τόσο πιο μέσα μπαίνεις. Ωστόσο οι ημιτελείς πολυκατοικίες στη θέση των Βούρλων, το αντι-μνημείο του μπουρδέλου και της φυλακής, της πόρνης και του κομμουνιστή, υποδεικνύουν κάποια εκκρεμότητα σε σχέση με το μεταπολεμικό πρότζεκτ του μοντερνισμού. Ένα πρότζεκτ που έγινε δυνατό με το αριστερό χέρι του εργάτη και το δεξί χέρι του εργοδότη, με το αριστερό πόδι της πόρνης και το δεξί πόδι του ναύτη, με τη νομιμοποίηση και τη διάχυση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ένα πρότζεκτ διαπάλης και συνέργειας, ταυτότητας και διαφοράς. Η εκκρεμότητα είναι ορατή στα άδεια διαμερίσματα, στις ημιτελείς πολυκατοικίες της εποχής της λεγόμενης κρίσης. Η προσπάθεια που έγινε κατά την εποχή της οικοδόμησης, η άντληση εργασιακής υπεραξίας και η ξοδεμένη λίμπιντο ήταν μεγαλύτερες από όσο χρειαζόταν αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν και αρκετές για να φτάσει το πρότζεκτ σε συνθήκη επάρκειας και σταθερότητας. Κρεβάτι απόδρασης (εικ. 9) Ξανασκέφτομαι το κρεβάτι του πολιτικού κρατουμένου στην αχτίδα 3 της φυλακής. Υποθέτω ότι είναι το ίδιο κρεβάτι της πόρνης που θήλαζε τον νόθο γιο της στο ίδιο κελί μια γενιά πριν. Ξανασκέφτομαι την οπή της απόδρασης κάτω από το κρεβάτι της φυλακής. Υποθέτω ότι κάθε κρεβάτι έχει μια τρύπα απόδρασης, για όλο τον αέρα που φωλιάζει και δεσμεύεται ανάμεσα στα ζεστά σώματα και στα κρύα σκεπάσματα (εικ. 10). Ξανασκέφτομαι το περίγραμμα του κρεβατιού, τον σκελετό που κρατάει το στρώμα. Υποθέτω ότι το περίγραμμα-σκελετός είναι μια υψηλή περιτείχιση, ανάλογη με την περιτείχιση της φυλακής. Κάθε περίφραξη προϋποθέτει την απόδραση. Άλλοτε αυτό το ενέργημα απόδρασης είναι μια πράξη ηρωική, άλλοτε είναι ένα φευγαλέο όνειρο, άλλοτε είναι μια κλανιά.
166
online version
(Εικ. 1) Συγκρότημα πορνείων Βούρλων, δυτικές συνοικίες, αεροφωτογραφία, 1929. (Εικ. 2) Η μεταπολεμική μετατροπή του συγκροτήματος των Βούρλων σε φυλακές. (Εικ. 3) Το ημιτελές συγκρότημα πολυκατοικιών στα Βούρλα (Γιάννης Ισιδώρου, 2015). (Εικ. 4) Κάτοψη των Βούρλων, περίβολος με τρεις πτέρυγες για τις πόρνες αρχικά και αργότερα για τους ποινικούς, τους ναρκομανείς και τους πολιτικούς κρατούμενους (αναπαράσταση: Βασιλική Ροδίτη). (Εικ. 5) Σ. Φρόυντ, τοπολογικό σκαρίφημα της ψυχικής προσωπικότητας, από την 31η παράδοση, στη «Νέα σειρά παραδόσεων για την εισαγωγή στην Ψυχανάλυση».
167
online version
(Εικ. 6) Πόρνες και θαμώνες των Βούρλων τη δεκαετία του 1930 (αρχείο Σ. Μίλεση). (Εικ. 7) Προκήρυξη των δραπετών (αρχείο Β. Πισιμίσης). (Εικ. 8) Απόδραση 27 πολιτικών κρατουμένων με υπόγεια σήραγγα («Ακρόπολις», 1955). (Εικ. 9) «Βούρλα: Κρεβάτι απόδρασης», εγκατάσταση στην έκθεση “NICE”, Ζήσης Κοτιώνης, 2016. (Εικ. 10) «Βούρλα: Κρεβάτι απόδρασης», λεπτομέρεια.
168
online version
Μαρία Τοπάλη Υπό μορφή συνέντευξης
Ποια σχέση σάς συνδέει με τις λεγόμενες «Δυτικές Συνοικίες»; Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλλιθέα, κοντά στον Πράσινο Μύλο. Ανήκει, νομίζω, στον Δήμο Θεσσαλονίκης αλλά βρίσκεται έξω από τη δυτική πορτάρα και, επίσης, συνορεύει με τις Συκιές, ίσως με τη Νεάπολη⋅ οπωσδήποτε με τη Βάρνα. Η Βάρνα στην πραγματικότητα είναι μια πόλη της Βουλγαρίας, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Ο παππούς μου ήρθε από τον Εύξεινο Πόντο. Όταν κατέληξε, ύστερα από πολλά χρόνια διαμονής στο νομό Έβρου, να γίνει κάτοικος Θεσσαλονίκης, προτίμησε αυτή τη δυτική περιοχή γιατί είχε υψόμετρο. Η ποντιακή του πατρίδα βρισκόταν σε ύψος 1.600 μέτρων, και παραπάνω. Η θάλασσα ήταν γι’ αυτόν ένας βρομερός και επικίνδυνος τόπος θανάτου. Στην Καλαμαριά, στο στρατόπεδο, οι πρόσφυγες συνέχισαν να πεθαίνουν μαζικά από τις ασθένειες και τις κακουχίες. Η περιοχή ήταν βάλτος. Στην Καλλιθέα, έλεγε ο παππούς μου, το κλίμα ήταν «υγιεινό». Όλα αυτά και άλλα είναι περίπου γνωστά και τα μοιράζομαι με εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως άλλους ανθρώπους. Στην Καλλιθέα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες και στα αυτιά μας καμπάνιζε, καθώς μεγαλώναμε, η βαριά ποντιακή προφορά μαζί με σλάβικες λέξεις όπως: Βάρνα. Αυτή η Βάρνα όμως απείχε μόλις ένα χιλιοστό από τα πασίγνωστα «φροντιστήρια Σβάρνα», όπου πήγαινε ο κόσμος να μάθει ξένες γλώσσες τη δεκαετία του '60 και του '70. Χάρη στο google, πληροφορήθηκα ότι μεταλλάχθηκαν και παραμένουν στον ίδιο πάνω-κάτω κλάδο δραστηριότητας, στην ίδια πόλη. Τι είναι λοιπόν τα δυτικά; Είναι ψηλά, με μακρινή τη θέα του λιμανιού, όπου κάθε Σεπτέμβριο πέφτουν πυροτεχνήματα στη διάρκεια της Έκθεσης και τα καράβια στολίζονται με φωτεινές αλυσίδες. Την ίδια εποχή, υπάρχουν παγωτά. Σώμα ξεκούραστο και γυμνασμένο από το καλοκαίρι, πυροτεχνήματα, παγωτά. Ο Σεπτέμβριος στα δυτικά δονείται στην τέλεια συχνότητα. Η γιαγιά μου όμως έρχεται από τον νότο και φορά μαύρο τσεμπέρι. Όταν μας επισκέπτεται, κατεβάζει το μαύρο που της φράζει το στόμα για να μιλήσει. Μυρίζει γιαγιαδίλα, δεν είναι και πολύ ωραίο. Ο παππούς, με τον οποίο συγκατοικούμε, είναι ο αρχηγός: αυτός επέλεξε τον τόπο εγκατάστασής μας, έχτισε το σπίτι, έχει χρήματα. Ο παππούς μυρίζει μελισσοκέρι και καπνό. Είναι μελισσοκόμος. Οι μέλισσες κατοικούν κι αυτές στα δυτικά και συγκεκριμένα στην ταράτσα του σπιτιού μας. Η γιαγιά μου, ωστόσο, η Ρουμελιώτισσα, κάνει κι αυτή χρήση της εξωτικής συλλαβής «ΣΒ»: «μη σβαρνιέσαι χάμου!» Υπάρχει, ακόμα, η σβούρα, μέχρι τη στιγμή που γεννιέται, σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος, η μικρή μου κόρη. Γιατί, λίγο μετά, θα την πει «ΣΓούρα», βάζοντας ένα κάποιο τέλος σε όλα αυτά. Γιατί και ο πατέρας μου, ο Ρουμελιώτης, κι αυτός κατέφυγε στα δυτικά (και βόρεια). Στους μετεμφυλιακούς χωματόδρομους 169
online version
των δυτικών συνοικιών οι δηλωσίες της Μακρονήσου μεγαλώνουν, σφιχταγκαλιασμένοι με τους ταγματασφαλίτες, τα παιδιά τους. Τα περισσότερα παιδιά ανήκουν και στις δυο πλευρές, γιατί τα δυτικά είναι ένας τόπος μείξης. Αντίθετα, οι παλιές μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, διατηρούσαν τα στεγανά ανάμεσα στις φυλές. Οι άνθρωποι εκεί δεν πολυανακατεύονταν κι ας μας αρέσει τώρα να τις λέμε χωνευτήρια. Ανοησίες. Μόνο στο μάτι του ποιητή γινότανε ανάμειξη, και αν. Τι να συνέβαινε, ωστόσο, στα παρχάρια, στα θερινά, δηλαδή, βοσκοτόπια του ορεινού Πόντου, όταν νεαρές Πόντιες ξεκαλοκαίριαζαν μονάχες με τα ζώα στα 2.000 μέτρα και, λίγο πιο κει, οι Κούρδοι (και πριν από αυτούς οι Σελτζούκ) έστηναν τα δικά τους γλέντια; Το λέει και η βιβλιογραφία. Έρωτες και συμπεθεριάσματα στην εξοχή. Από την πίσω πλευρά των βουνών ξεκινούσε ο ρους του Τίγρη και του Ευφράτη. Στα μωσαϊκά των δυτικών συνοικιών, ανάμεσα σε μικρούς κήπους με τριαντάφυλλα και βράχους που ανατινάχθηκαν αργότερα για να δώσουν οικοδομήσιμη γη, χτυπούσαν μερικές φορές τα πόδια τους οι βραχύσωμοι Πόντιοι και οι Πόντιες, σε ρυθμούς που κατέφθαναν από το υπερπέραν, από τα παρχάρια. Στην Έξοδο, οι ρυθμοί έφυγαν προς τα δυτικά. Η δυτική πλευρά είναι, άλλωστε, η έξοδος της πόλης. Όλων των πόλεων. Όλων των τόπων. Δεν υπάρχει επιστροφή στην Ανατολή. Όταν φεύγουμε, πηγαίνουμε πάντα προς τη Δύση. Δίπλα στις δυτικές συνοικίες, το ξέρετε κι απ’ την Αθήνα αυτό, κυλάει ο ιμάντας του εθνικού οδικού δικτύου αλλά κι ο σιδηρόδρομος. Αν θέλεις να φύγεις, θα περάσεις από κει. Εμείς όμως, που μεγαλώσαμε σε αυτά τα μέρη, είχαμε συνέχεια στο αυτί μας το βουητό του φευγιού. Πείτε μας για τη λεμονιά Τη λεμονιά πιστεύω ότι τη φύτεψε η θεία Γεωργία. Εκτός από μέλισσες, στην ταράτσα, κατά καιρούς είχαμε και κότες στην αυλή. Σημαντικότερο όλων το σκάμμα, που το γέμιζαν με άμμο από τη θάλασσα ΚΑΙ κοχύλια. Ερχόταν ένα φορτηγό στα ψηλά των δυτικών συνοικιών και αναποδογύριζε την καρότσα του στην αυλή μας, γεμίζοντας το σκάμμα με άμμο. Αυτή ήταν η άμμος για να παίζουμε, με νερό ή χωρίς, αλλά με μπόλικα λευκά κοχύλια. Η λεμονιά ήταν λίγο πιο κάτω. Το σπίτι δυσκολεύτηκα να το αναγνωρίσω γιατί έχουν προστεθεί όροφοι, η αυλή τσιμεντώθηκε και το πλαισιώνουν κτίρια εντελώς διαφορετικά. Είναι ωστόσο εντυπωσιακό που η λεμονιά έχει σωθεί. Θα πρέπει να είναι πενηντάρα, σαν κι εμένα. Την έχω καημό. Όπου κι αν δω λεμονιές, εδώ κι εκεί, τη σκέφτομαι. Είναι της θείας Γεωργίας, άρα δικιά μου και είναι εκεί, πήγα και τη βρήκα πέρσι. Γεμάτη λεμόνια στο καταχείμωνο, στην παγωνιά. Αδύνατο, καθώς βλέπετε, να αποφύγει κανείς σε αυτές τις αφηγήσεις τον συναισθηματισμό. Θυμάμαι, κατόπιν, το τραγούδι με τον καημό της μέριμνας: «Είχα φυτε-έψει λεμο-ονιά, και πάω να την ποτίσω». Σου λείπει αυτό που δεν μπορείς να το φροντίσεις πια. Αγιάτρευτο πράγμα.
170
online version
Και η τελευταία ερώτηση: πώς τοποθετούνται οι δυτικές συνοικίες σε σχέση με το κέντρο; Οι δυτικές συνοικίες εκβάλλουν στο κέντρο, από το οποίο είναι φυσικά διαρκώς εξόριστες. Οπότε μην περιμένετε να του φέρονται με το «σεις» και με το «σας», ιδιαίτερα στις πρώτες επαφές. Δεν είναι και τίποτε πολύ πρωτότυπο αυτό. Από την άλλη μεριά ,όμως, θυμηθείτε κι αυτό που σας είπα για την Έξοδο: όταν βρίσκεται κανείς συνεχώς δίπλα στη βουή του αυτοκινητόδρομου, πλάι στον θόρυβο του τρένου, πόσο παραμύθι να του πουλήσει το κάθε κέντρο; Μπορεί να είχαμε τα προβλήματά μας εκεί στα δυτικά, αλλά γνωρίζουμε από νωρίς ότι ο κόσμος είναι μια πίστα σε διαρκή μετακίνηση. Δεν μας κορόιδευες εύκολα με χαμένα κέντρα και τέτοια.
171
online version
Μαρία Μίχου μήτρα γης ορίζοντας
‘ Nothing carries me or makes me carry an idea: not longing and not promise. What will I do? What will I do without exile, and a long night that stares at the water?’1
‘Ο θεός της προσφυγιάς να δει με σπλάχνος τ’ άρμενό μας, που σήκωσε πανιά από τ΄ αμμουδερά του Νείλου τα σαγόνια. Φεύγουμε, αφήνοντας πίσω γη θεϊκή, της Συρίας γειτόνισσα. Φωνή λαού για φόνου κρίμα δε μας στέλνει σ’ εξορία αλλά φόβος αντρών συγγενών, μόλεμα, γάμος βρόμικος με τα παιδιά του Αιγύπτου.2 Σπέρμα σεμνής μεγάλης μάνας, σπέρμα μου, κάνε να βγω παρθένα απ’ τα στρωσίδια των αντρών κι αβάτευτη.3 ‘Σιωπή. Ελάτε μαζί μου στο μεγάλο κρεβάτι κι ας Περιμένουμε. Τίποτε. Σιωπή. Είμαι παγωμένη απ’ την τρέλα. Γ.Α.: Θέλετε κάτι να προσθέσετε; M.N.: Δεν ξέρω να προσθέτω. Ξέρω μόνο να δημιουργώ. Μόνο αυτό.’4 ‘Εδώ θα σας γράψω πώς έφτιανε η μανούλα μου τα ρούχα που φοράγαμε. […] Τα 172
online version
ρούχα μας ήταν υφαντά στον αργαλειό και για να γίνουν έπρεπε να νέσουμε το φάδι. Το φάδι λοιπόν γινότανε ως εξής: Εσπέρναμε το μπαμπάκι, το μπαμπακόσπορο, το σκαλίζαμε, το ποτίζαμε και όταν εγινότανε, ανοίγανε τα καρίκια, έτσι τα λέγανε. Κάθε καρίκι που γινότανε άνοιγε το τσόφλι κι έβγαινε το μπαμπάκι άσπρο κι εμείς το μαζεύαμε, το βάζαμε στον ήλιο και το στεγνώναμε καλά.’5 ‘Παίρνω τώρα καταπόδι με το νου της μητέρας μου τα χνάρια τα παλιά στους ανοιχτούς ανθώνες, στα λιβάδια με τα χόρτα τα πυκνά, όθε φεύγει απ’ τη μύγα κινημένη η Ιώ, με το νου της σαλεμένο, ώσπου, περνώντας κι αφήνοντας πίσω τις φυλές των ανθρώπων, βρήκε καταφυγή, κατά το ριζικό της, στη χώρα την αντίπερα, το φουσκωμένο Βόσπορο ξεσκίζοντας στα δύο.’6 ‘Εκεί οι περισσότεροι είμαστε φτωχοί. Απ’ όλα τα σπίτια, είναι ζήτημα αν το 15% είχανε κρεβάτια, οι άλλοι κοιμόμαστε στρωματσάδα, δεν είχαμε κομφόρτ. Είμαστε φτωχοί αλλά νοικοκυραίοι. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα με αυλές μεγάλες για να μπαίνει το γαϊδούρι φορτωμένο. Λουλούδια είχαν πολλά στις αυλές, γλάστρες, παρτεράκια… Το κάθε σπίτι είχε την αποθήκη του για τη σταφίδα, είμαστε αγροτικός πληθυσμός.’7 ‘Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν. Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγαν εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου μέσα στο ηλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.’8 ‘Επιβίωναν μέσα σε βαρύ πένθος, ανάμεσα σε ανθρώπους τρελαμένους από τη δυστυχία. Μόνο η ελπίδα να ξαναδούν τα παιδιά και τα αδέλφια τους τούς στήριζε. 173
online version
Με όλη τους τη δύναμη οι τρεις γυναίκες προσπαθούσαν να αρχίσουν και πάλι μια κανονική ζωή, να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο, να βρουν δουλειά, να στήσουν σπιτικό.’9 ‘Η μάννα υπερήφανη, η ακατάβλητη, η ηρωική Ελληνίδα μάννα ζωντανεύεται εδώ. Η καρδιά της είναι γεμάτη αγάπη για την Πατρίδα, πιότερη ίσως αγάπη γι’ αυτήν, παρά για το παιδί της. Δεν κλαίει και δεν στενάζει για το χαμό του. Δεν παραπονιέται και δεν αφίνει να της ξεφύγουνε λόγια πικρά. Δακρύζει μόνο για λίγο, μα, γρήγορα βρίσκει και πάλι τον εαυτό της.’10 Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει; Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά; Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι και κάθε χώρα της με τα χωριά; κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει, κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;11 ‘Προσανατολισμός σημαίνει να ξέρωμε σε κάθε στιγμή και οπουδήποτε βρεθούμε σε ποιο μέρος είναι τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δηλαδή ο Βορράς, ο Νότος, η Ανατολή και η Δύση. Γι’ αυτό χρειάζεται παρά μόνο να βρεις το Βορρά και να στρέψεις στο πρόσωπό σου προς την κατεύθυνσή του, τότε προς τα οπίσω σου θα έχεις τον Νότο, δεξιά την Ανατολή και αριστερά σου τη Δύση. […] Ένας άλλος τρόπος να βρίσκεις το Βορρά είναι το Ιερό των Εκκλησιών μας που βρίσκεται πάντα προς Ανατολάς.’12 ‘Στο Χαϊδάρι των Αθηνών, όπου οι Ανακιώτες έχουν αγοράσει χτήμα για να χτίσουν την καινούργια τους εκκλησιά της Αγίας Μαρίνας, στο χτίριο έχουν τώρα 4 δωμάτια.’13 ‘Μετά το Χαϊδάρι, η Ιερά Οδός περνούσε από το σημείο που υπάρχει σήμερα η Μονή Δαφνίου. Εκεί υπήρχε ναός, με κτιστό περίβολο, του θεού Απόλλωνα, στο σηκό του οποίου υπήρχαν αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Συνεχίζοντας μετά τη Μονή Δαφνίου προς το Σκαραμαγκά, υπήρχε στα βόρεια υψώματα ιερό της θεάς Αφροδίτης.’14 ‘Κατά τάς άνασκαφάς επήδησαν από τά χώματα και αγαλμάτια Αφροδίτης και άλλων θεοτήτων, ών έν Φειδιακής ωρισμένως τέχνης και συμπλέγματα τής με την Πειθώ και τόν Έρωτα και περιστέρια ενεπίγραφα και μή, και σύμβολα γεννήσεως, και ρόδια τής ευτεκνίας και βάθρα ενεπίγραφα και βάσεις στύλων και γυνή οδηγούσα νεανίαν, προσφέροντα ανάθημα και κάποιος άλλος νεανίας ακέφαλος, που προσέρχεται μόνος του κρατών τό θυμιατήρι.’15 ‘Ένα τέταρτο έξω από το Περιστέρι, είναι το νεκροταφείο, όπου είναι ο πάτερ Ισαάκ έμμισθος του Δήμου. Ο πάτερ Ισαάκ είναι από την Καισάρεια.’16 174
online version
‘Κατά την παραλίαν συναντώμεν την πόλιν του σάπωνος Ελευσίνα, κάτ. 2.700. Εις την Ελευσίνα υπάρχουν ονομαστά εργοστάσια σάπωνος και τσιμέντου, προς δε και τα ερείπια του ναού της Δήμητρος και μικρόν μουσείον.’17 ‘Έχει περίπου 360 σπίτια προσφυγικά, πλινθόκτιστα, με ρυμοτομία, αλλά αχρείαστους δρόμους. Τα σπιτάκια της περιποιημένα. […] Πιο πάνω, προς την άκρη του συνοικισμού είναι το σχολείο, στενό και μακρύ, ισόγειο, με 2 δασκάλους και 2 δασκάλες από τις οποίες η μία Σμυρνιά—οι άλλοι ντόπιοι.’18 Ως «νοικοκυριό» θεωρούνται: α) Δύο ή περισσότερα πρόσωπα (συγγενή ή όχι) που κατοικούν μαζί και τρώγουν κατά κανόνα μαζί (ιδιωτική συμβίωσις) β) Κάθε πρόσωπον που ζη μόνον του (έστω και αν κατέχη δωμάτιον εις μίαν οικογενειακήν κατοικίαν, αρκεί να φροντίζη μόνον του διά τα γεύματά του, δηλαδή είτε να μαγειρεύη το ίδιο, είτε να τρώγη εις εστιατόριον).19 ‘Ε λοιπόν, οι Καββαλιστές λέγανε ότι ούτε και για το Θεό δεν ήταν καλό να είναι μόνος του και έτσι από την αρχή, είχε πάρει για συντρόφισσα τη Σεκινά, δηλαδή την ίδια του την παρουσία στην Δημιουργία. Έτσι η Σεκινά έγινε η σύζυγος του Θεού και μετά η μητέρα όλων των λαών. Όταν οι Ρωμαίοι κατάστρεψαν τον Ναό της Ιερουσαλήμ και μεις σκορπίσαμε και γίναμε σκλάβοι, η Σεκινά θύμωσε, αποσπάστηκε από το Θεό και ήρθε μαζί μας στην εξορία.’ 20 ‘Ο άντρας της, ο Αποστόλης, είναι μανάβης πλανόδιος, γυρίζει με γαϊδουράκι στο δρόμο. Μένει πίσω από το νεκροταφείο που πηγαίνει ο δρόμος κατά τη θάλασσα. Έχει μεγάλο σκύλο.’21 ‘Στη Δραπετσώνα ζει και ο Μύρων Μυρίδης από τη Λιβερά της Ματσούκας. Είναι 80 χρονών και ήταν αγωγιάτης στην πατρίδα του. Άφησε την πατρίδα του στα 1924. Όλοι τον φωνάζουν Όμηρο.’22 ‘Εδώ στο συνοικισμό των Ποντίων είναι μια Κερασουντιαία. Τη λένε Ιεροζύλη Σιδηροπούλου. «Έχει μανάβικο στο τέρμα των Ποντίων. Και η νύφη της, Σοφία Φωτιάδου είναι Κερασουντιαία. Μένει στην Καλλιθέα και τώρα παραθερίζει στο Μπογιάτι.»’ 23 ‘Περνούσα καλά στο Λησμονητήριο. Σαν επιδόρπια θάλασσα η γαλήνη κι ο αυτοεγκλεισμός βαρκάκι που κωπηλατείται ανάποδα --ας λάμνει η κίνηση και θα φανεί κάποιας ακτής η μνήμη.24 ‘Ενώ όλα τα χωριά του Πόντου και της Μ. Ασίας ήρθαν και κονέψανε κάπου στην Ελλάδα ωπωσδήποτε συγκεντρωμένα σ’ ένα ή δυο χωριά ίσως και περισσότερα, μόνο η Ζυγανίτα απετέλεσε εξαίρεση. Πρώτα το 1918 όλο το χωριό από 50 σπίτια σκόρπισε στη Ρωσία. Μετά από κει ζήτημα αν ήρθαν στην Ελλάδα 10-15 οικογένειες. Οι άλλοι χάθηκαν μέσα στη Ρωσία. Πού ζουν κανείς δεν ξέρει. Αλλά κι αυτοί που ήρθαν στην Ελλάδα σκόρπισαν. Λίγοι είναι στον Πειραιά έμαθα.’ 25 175
online version
‘Η Παλιά Κοκκινιά από τη Νέα Κοκκινιά χωρίζεται μ’ ένα ρέμα.’ 26 ‘Η οδός Ιλοσού που υπάρχει στη Ν. Κοκκινιά ονομάστηκε από τον Γιάννη Αβραμίδη, δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Νικαίας, για να δώσει το όνομα της πατρίδας του στο δρόμο που κάθεται ο πατέρας του, ο παπα-Λεόντιος Αβραμίδης.’ 27 ‘Όταν ήρθαμε να μείνουμε στην Κοκκινιά, πρόσφυγες, δώκαμε στην εκκλησία στον Άγιο Νικόλαο, τα κειμήλια που φέραμε από την πατρίδα… Σ΄ανταπόδοση… βγάλαν κι ένα δρόμο εδώ στην Κοκκινιά, κοντά στο Γυμνάσιο, κοντά στην Οσία Ξένη «Οδός Νέας Δελμησού» για να μείνει τ’ όνομα του χωριού μας.’ 28 ‘Μόνον που η ιστορία της Εύας έχει γραφτεί και την ξέρουν όλοι. Ενώ την ιστορία της Λίλιθ τη διηγούνται μόνον, και έτσι λίγοι είναι αυτοί που τη γνωρίζουν, την ιστορία ή μάλλον τις ιστορίες, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές.’ 29 ‘Το να πιάνεις την πένα και να θέλεις να γράψεις για τη Μακρόνησο, είναι κάπως δύσκολο, κυρίως όταν κλείνεις τα εβδομήντα οχτώ σου χρόνια. […] Κι αυτό γιατί η Μακρόνησος μας άφησε άλλες αναμνήσεις. Μας άφησε βιώματα που δεν ξεκολλούν από το πετσί μας κι η κάθε αναφορά τους ξεφλουδίζει ακόμα τις πληγές.’30 ‘Ο Μορόσωφ κατήγγειλε τους γονείς του, διότι είχαν σπείρει ολίγον σιτάρι κατά την εποχήν της μεγάλης πείνης, το 1931, δια την συντήρησιν της οικογένειάς των. Την επομένην οι άτυχοι γονείς του νεαρού καταδότου ετυφεκίσθησαν, αλλά και ο Παυλίκ ευρέθη νεκρός.’31 ‘…Δεν τους άντεξα γιατί τους φοβήθηκα. Αυτό ήταν και το ξέρω καλά. Τώρα θυμάμαι που έλεγες, ο φόβος του πόνου είναι μεγαλύτερος από την πραγματικότητα του πόνου. Και γιατί δε βρήκα τίποτα το λογικό σ’ αυτούς που να μπορώ να το συλλάβω και να το εξηγήσω με το μυαλό μου. Είδα πώς θέλανε να με κάνουνε κομμάτια και έμοιαζαν σαν κανίβαλοι. Τους είδα να ηδονίζονται την ώρα που σπαρτάραγα.’32 ‘Πρόσφατον απόδειξιν του ενδιαφέροντος τούτου υπέρ της νεολαίας αποτελεί η πρωτοφανής χειρονομία της δωρεάν χορηγήσεως των επιστημονικών συγγραμμάτων εις άπαντας ανεξαιρέτως τους σπουδαστάς των Ανωτάτων Σχολών. […] διά την αναγέννησιν του Έθνους μας και συνήρπασε τας νεανικάς ψυχάς διά τον ανηφορικόν δρόμον της αναδημιουργίας της γλυκειάς μας πατρίδος.’ 33
176
‘Όι, πατέρα, της εικόνας σου το θάμα χαμός∙ στο κύμα με σέρνει, σαν αράχνη μού δένει τα πόδια ο μαύρος του ονείρου βραχνάς. Όι μου, όι μου, μάνα Γη, μάνα Γη, διώξε το κακό που με ζώνει. Θεέ κι αφέντη, της γης παιδί.’34
online version
΄Κι όμως, νιώθω σπίτι μου μόνο επειδή είμαι φιλοξενούμενη. Άλλοι έχουν ρίζες, περισσότερες ρίζες, και με φιλοξενούν. Είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που δεν μου άφησαν γη, απολάβω έτσι μιας άλλης που δεν ήταν εξ αρχής δική μου, καθόλου δική μου, ακόμη κι αν είμαι νομίμως ιδιοκτήτριά της.’35
‘ξαπλώνω στα ξερά χορτάρια του λόφου του αγίου παντελεήμονα· από κάτω απλώνεται η πόλη∙ [...] στρέφω το βλέμμα μου στον κάμπο, τα χωριά και τα βουνά στην άκρη του ορίζοντα. […] σηκώνομαι∙ δίπλα μου είναι η μικρή πέτρινη εκκλησία και ο τεράστιος τσιμεντένιος σταυρός—κληρονομιά της εποχής του μητροπολίτη καντιώτη∙ στη βάση του είναι γραμμένη με μπλε σπρέι η λέξη «ελλάς» και λίγο πιο κάτω με κόκκινο σπρέι «ούτε θεός ούτε αφέντης»· κατηφορίζω προς το ποτάμι∙ [...]’36
κατά τη δύση
διαρκώς
αναδυόμενη
177
online version
1. Darwish, Mahmoud (2008) ‘Who Am I, Without Exile?’ από το The Butterfly’s Burden. Μετάφραση: Fady Joudah. Copper Canyon Press. Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα http:// thepoetryfoundation.org,. τελ. επίσκεψη 23.02.2016. 2. Αισχύλου Ικέτιδες (2005). Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης. Αθήνα: Πατάκη. Στίχοι 1-10, σελ. 39. 3. ό.π., στίχοι 140-143, σελ. 47. 4 Ντυράς, Μαργκερίτ (1996). Τελεία και παύλα. Μετάφραση: Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή. Αθήνα: Εξάντας, 52. 5 Ζερβού, Κατίνα (2006). Τα Βρικολούνια. Αθήνα: Το Ροδακιό, 90. 6 Αισχύλου Ικέτιδες (2005), στίχοι 538-546, σελ. 75. 7 Λιανός, Σπύρος. 30.9.63, στην Ι. Λουκοπούλου. Φάκελος ‘Ιωνία’, Αρ. 69 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Κ.Μ.Σ.) Περιφέρεια Σμύρνης, Οικισμός Βουρλά. 8. Σεφέρης, Γιώργος (1994). ‘Μυθιστόρημα’ στο Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, Δέκατη όγδοη έκδοση, 46-47. 9. Τζαχίλη, Ίρις (2012) Μπαϊντίρι 1922. Μια ιστορία απώλειας. Βόλος: Εκδόσεις Κοντύλι, 165. 10 Μοναστηριώτη, Δ. (χωρίς χρονολογία έκδοσης) ‘Μέρα γιορτής’ στο Τα παιδιά κάνουν θέατρο. Θεατρικά σκίτσα για σχολικές γιορτές. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ν. Αλικιώτη, 13. Αρχείο Μηλιώς ΨαρρούΜαραγκουδάκη. 11. Πολέμης, Ιωάννης (1935) ‘Τι είναι η πατρίδα μας;’. Ιστοσελίδα Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανακτήθηκε από http://users.uoa.gr, τελ. επίσκεψη 23.05.2015. 12. (1945). Αι πρώται γνώσεις. Πώς θα γίνης πρόσκοπος Τρίτης Τάξεως. Σώμα Ελλήνων Προσκόπων. Σελ. 58, 60. 13. Ορφανίδου, Βικτωρία. 20.6.1962, στον Θ. Κωστάκη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’, Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Χαϊδαρίου. 14. Ιστορία της Ιεράς Οδού. Ανακτήθηκε από https://ieraodos.wordpress.com, τελ. επίσκεψη 24.02.2016. 15. Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1936 στο ‘Ιερό Αφροδίτης στο Σκαραμαγκά, Ιστορική Αναδρομή, Δήμος Χαϊδαρίου’. Ανακτήθηκε από http://www.haidari.gr, τελ. επίσκεψη 24.2.2016 16. Παξιμαδάς, Γρ. 1968, στον Δ. Λουκόπουλο. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’, Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Περιστερίου. 17. Έκδοση πολιτικής γεωγραφίας, πιθανότατα προπολεμικό. Διασώζεται τμήμα της έκδοσης, χωρίς άλλα στοιχεία. Σελ. 17. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη. 18. Θ. Κωστάκης. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Ελευσίνας. 19. Απογραφή Πληθυσμού και Κατοίκων της 19ης Μαρτίου 1961. Δελτίον Απογραφής Νοικοκυριού. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη. 20. Λέβι, Πρίμο. (1992) Λίλιθ. Μετάφραση Σάρα Μπενβενίστε. Αθήνα: Ροδαμός, 31. 21. Μιστιλλοπούλου, Δέσποινα στη Σ. Δονδολίνου. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Ν. Ευγένειας Πειραιά. 22. Δονδολίδου, Σοφία. 19.6.1958. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Δραπετσώνας. 23. Αμανατίδου, Σημέλα. 17.7.1962 στη Σ. Δονδολίνου. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας. 24. Δημουλά, Κική (2005) ‘Και το Άλλο Που’ στο Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος. Έκτη έκδοση, 363. 25. Νικολαϊδου, Αναστασία. 16.12.1959, στον Αλ. Ιωακειμίδη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Πειραιά. 26. Δονδολίνου, Σοφία. 22.11.1957. Συνεργάτης Κ.Μ.Σ. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας. 27. ό.π. 28. Ωκεανίδης, Ιωακείμ στον Μπ. Νικηφορίδη. Φάκελος ‘Σημερινή Εγκατάσταση, Αθήνα & Συνοικισμοί’ Αρ. 34 του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης Κ.Μ.Σ. Συνοικισμός Νίκαιας. 29. Λέβι (1992)33. 30. Γαβριηλίδου, Νίτσα (2004) Μακρόνησος-Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Αθήνα, 15-16.
178
online version
31. Ομιλία Δημ. Σχολείου ‘Η νεολαία και ο κομμουνισμός’ κατά την περίοδο της Χούντας. Αρχείο Μηλιώς Ψαρρού-Μαραγκουδάκη. 32. Αρσένη, Κίττυ (1975) Μπουμπουλίνας 18. Αθήνα: Θεμέλιο, 71-72. 33. Ομιλία Δημ. Σχολείου ό.π. 34. Αισχύλου Ικέτιδες (2005), στίχοι 885-892, σελ. 101. 35. Κασσέν, Μπαρμπαρά (2015). Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; Μετάφραση: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Αθήνα: Μελάνι, 27. 36. Κωσταρής, Γιάννης (2013) μικρές ιστορίες πατριδογνωσίας—τόποι, άνθρωποι και μάλλον ασήμαντα γεγονότα δημιουργούν ένα νέο χάρτη χωρίς να αναζητούν καμιά πατρίδα. Αθήνα: Φωταγωγός. 11 Φλώρινα –λόφος.
179
online version
Ρίκα Μπενβενίστε Επιστροφή στη Σαλονίκη 1 Oι συμπληγάδες της ευπώλητης νοσταλγίας και της πολιτικής ρητορείας συχνά εξωραΐζουν τον βίαια χαμένο κόσμο των Εβραίων στην προπολεμική Θεσσαλονίκη και αποκρύπτουν τη σκληρή πραγματικότητα της επιστροφής των επιζώντων από τα στρατόπεδα του θανάτου στη γενέθλια πόλη. Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται στις 30 Οκτωβρίου του 1944. Νωρίς το απόγευμα μπήκαν στην πόλη αντάρτες, δυο-τρεις μέρες αργότερα αποβιβάστηκαν οι Άγγλοι. Εβραίοι περπατούν ξανά στην πόλη τους. Πρώτοι οι λιγοστοί που κρύβονταν μέσα στην πόλη, θα ακολούθησαν κάποιοι αντάρτες, εκείνοι που είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά, σε χωριά, στην Αθήνα∙ 70-80 άνθρωποι όλοι κι όλοι. Όταν ο πρώτος επιζών του Άουσβιτς φτάνει στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτη του 1945, τα κακά μαντάτα κάνουν γρήγορα τον γύρο της πόλης: «Οι Γερμανοί έκαψαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια». Στο τέλος της άνοιξης φθάνουν στην πόλη επιζώντες των στρατοπέδων. Τους περιβάλλει μια ανησυχητική ξενότητα. Αποξενωμένοι και ολομόναχοι, καθώς η μοίρα τους μοιάζει να μην αφορά όσους στέκουν γύρω τους. Αποκομμένοι από τις βεβαιότητες του παρελθόντος, από όσα πίστευαν, εξόριστοι από την ιστορία της ίδιας τους της ζωής. Ο εφιάλτης επιβεβαιώνεται: ποιος μπορεί να πιστέψει αυτά που έζησαν; πείνα, κρύο, πόνος, φόβος, εξάντληση, απελπισία, θάνατος ολόγυρα, παντού. Κανείς απ’ όσους δεν τα έζησαν και δεν τα είδαν δεν θέλει να ακούσει. Σε ποιον να μιλήσουν; Ακόμη χειρότερα: Μια βάναυση, διεστραμμένη καχυποψία βαραίνει επάνω τους. Όποιος δεν γνώρισε τα στρατόπεδα είναι πρόθυμος να πιστέψει πως μόνο εγκληματίες επέζησαν, ή εκείνοι που εκεί μέσα έγιναν εγκληματίες, ή ακόμη ότι τα στρατόπεδα δεν ήταν τάχα και τόσο φοβερή υπόθεση, απόδειξη οι ίδιοι οι επιζώντες, αφού επέστρεψαν... Μερικές φορές η καχυποψία δεν λείπει ούτε από τις σχέσεις με τους δικούς τους, καθώς μια διαβάθμιση βασάνων, μια ιεραρχία πόνου έρχεται να δηλητηριάσει την επιθυμία για «κανονική ζωή». Μα τι θα πει «κανονική ζωή»; Θυμός, πόνος, μοναξιά, ευθύνες, άδικες ενοχές, ελπίδα είναι συναισθήματα που διαδέχονται ατέρμονα το ένα τ’ άλλο. Την άνοιξη του 1945, μια «παλίρροια από νομάδες», εκατομμύρια πρώην κρατούμενοι, έβγαιναν από φυλακές, στρατόπεδα, εργοστάσια και κρησφύγετα και έπαιρναν τους δρόμους και τα τρένα της επιστροφής. Πολλές φορές οι περιπλανήσεις τους κρατούσαν μήνες, οι διαδρομές τους είχαν να κάνουν και με τυχαίες συναντήσεις. Ο καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία βασάνων, τη δική του περιπέτεια επιβίωσης. Τι να σκέφτονταν άραγε τότε; Από το Σιδηρόκαστρο στη Θεσσαλονίκη, πρώτη στάση στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά». Κάποιοι έχουν κάποιον να τους περιμένει, άλλοι βρίσκουν στήριγμα στον παλιό γείτονα, για τους πολλούς μοναδική παρηγοριά η κοινότητα που ανασυγκροτείται. Ο τελευταίος επιζών επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1945. Κάποιοι προτίμησαν να μην επιστρέψουν και παρέμειναν στη Γερμανία, 180
online version
περιμένοντας την πολυπόθητη βίζα για τις ΗΠΑ, ή τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη. Σαν να ζουν σε μια «αίθουσα αναμονής», άνδρες και γυναίκες αρχίζουν καινούργιες ζωές, παντρεύονται και κάνουν παιδιά. Για πολλούς, άλλωστε, η επιστροφή στην Ελλάδα αποδεικνύεται ενδιάμεση στάση πριν από τη μετανάστευση, όταν ανακαλύπτουν ότι ο τόπος από τον οποίο διώχθηκαν δεν είναι πια δικός τους, ότι εδώ δεν υπάρχουν πια ούτε συγγενείς, ούτε σπίτι, ούτε περιουσία. Πουθενά η ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα για τους πρόσφυγες: Στην Παλαιστίνη οι μετανάστες που είχαν έρθει πριν από τον πόλεμο αντιμετωπίζουν τους νεοαφιχθέντες επιζώντες των στρατοπέδων άλλοτε σαν χαμένους συγγενείς και άλλοτε ως συνυπεύθυνους για τον χαμό των δικών τους. Εκεί οι υλικές συνθήκες διαβίωσης περιορίζονται σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα στρώμα, στέγη μαζί με άλλους, και λίγα χρήματα για τον πρώτο καιρό. Αλλά και πέρα από τον Ατλαντικό, η πραγματοποίηση του αμερικανικού ονείρου περνάει μέσα από τις ανήλιες ατραπούς της φτώχειας και της συνειδητοποίησης ότι μια πόλη μεταναστών είναι η πόλη όπου οι ντόπιοι έχουν τον τρόπο τους να κρατούν τους μετανάστες σε απόσταση, να κρατούν μακριά τούς πρόσφυγες που, όπως έγραφε η Χάννα Άρεντ, έχασαν τη γλώσσα τους, τη φυσικότητα στις αντιδράσεις τους, την απλότητα στις χειρονομίες, την έκφραση των συναισθημάτων τους. Στην Ελλάδα, τη χαρά της Απελευθέρωσης έρχεται γρήγορα να σκιάσει ένας σκληρός εμφύλιος πόλεμος. Για ορισμένους Εβραίους αυτό σήμαινε συνέχιση των διώξεων. Για όλους τους Εβραίους αυτό σήμαινε ότι θα έβλεπαν συνεργάτες των Γερμανών να εξαγοράζουν με περισσή εθνικοφροσύνη την ατιμωρησία τους. Για τους περισσότερους Έλληνες, Εβραίους και μη, τα μεταπολεμικά χρόνια ήταν χρόνια μεγάλης ανέχειας και έλλειψης στέγης. Πολλοί Εβραίοι που επιστρέφουν δεν μπορούν να μπουν στα σπίτια τους, είτε γιατί είχαν βρει στέγη σε αυτά κάποιοι άλλοι δυστυχείς, πρόσφυγες, είτε επειδή είχαν γίνει λεία δωσίλογων. Οικογένειες μοιράζονται μια στέγη, μια αυλή. Η κατάργηση των νόμων που εκδόθηκαν στον πόλεμο έπρεπε να σημάνει την άμεση αποκατάσταση των περιουσιών τους· στην πραγματικότητα απαιτούνταν μακρόχρονη διαδικασία, στην οποία συνέβαλε η απρόθυμη στάση των δημοτικών, των δικαστικών, των πολιτικών, εντέλει, αρχών. Ακόμη χειρότερα: με μια συνηθισμένη διαστροφή της λογικής, η διεκδίκηση της αποκατάστασης των περιουσιών μετατρέπεται σε δηλητήριο στα στόματα των αντισημιτών, σχετικά με την υποτιθέμενη εβραϊκή φιλαργυρία, συντηρώντας την εντύπωση ότι όλοι οι Εβραίοι είναι πλούσιοι και έχουν κρυμμένους θησαυρούς. Στις 18.7.47 τα αντισημιτικά δημοσιεύματα αναγκάζουν τον αρθρογράφο της Εβραϊκής Εστίας να σημειώσει: «Οι επανελθόντες εκ της ομηρίας εβραίοι δεν έτυχαν ουδεμιάς απολύτου περιθάλψεως εκ μέρους του επισήμου κράτους. Χειρότερον ακόμη, συνήντησαν πάντοτε και συναντούν ακόμη ανυπερβλήτους δυσχερείας διά να τους αναγνωρισθεί το δίκαιόν των και εις κάθε περίπτωσιν και αι δυσχέρειαι αυταί, μαζί με την κρατικήν αδιαφορίαν έκαμαν ώστε πολλοί εβραίοι να είναι ακόμη άστεγοι και η φυματίωσις να έχει κάνει μεταξύ των από της απελευθερώσεως μέχρι σήμερον τόσας προόδους που ο αριθμός των ασθενών να είναι σήμερον οκταπλάσιος από το 1945». Κι ενώ ο πόλεμος έχει τελειώσει, η ιεροσυλία του εβραϊκού νεκροταφείου συνεχίζεται ακόμη το 1947, όταν καθημερινά επιτύμβιες πλάκες μεταφέρονται με κάρα σε διάφορα μέρη της πόλης, γεμίζουν τον περίβολο του Αγίου Δημητρίου και 181
online version
χρησιμοποιούνται για να στρωθεί ο δρόμος που συνδέει τη Λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου με το Στρατηγείο. Τα χρόνια 1945-47 οι εβραϊκές κοινότητες ανταποκρίνονται στην πρόκληση της ανασυγκρότησης. Στις αρχές του 1946 γίνονται οι πρώτες εκλογές στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Τον Νοέμβριο του 1947 συγκαλείται στην Αθήνα η πρώτη συνέλευση των αντιπροσώπων των ισραηλιτικών κοινοτήτων. Η πίκρα και ο θυμός δύσκολα παραμερίζονται και οι διαφωνίες είναι πάντα πολλές. Οι εβραϊκές εφημερίδες παρακολουθούν τη διεθνή πολιτική σκηνή και ιδιαιτέρως το ζήτημα της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη και τη διαδικασία της ανακήρυξης του κράτους του Ισραήλ. Καθρεφτίζουν επίσης τη νέα καθημερινότητα των κοινοτήτων. Το 1947 η καθημερινότητα αυτή περιλαμβάνει θέματα όπως η ανακατασκευή των εσωτερικών θυρών της συναγωγής, η διανομή αζύμων, «κομισθέντων εξ Αμερικής» για το Πάσχα, η αντικατάσταση του ραβίνου της Αθήνας που αναχωρεί για την Αίγυπτο, το ταξίδι του μοέλ, του περιτομέα, από την Αθήνα, αεροπορικώς για τη Θεσσαλονίκη, «διά να ενεργήσει περιτομή σε δέκα βρέφη». Στη φροντίδα των παιδιών υπάρχει συναίνεση και δίνεται προτεραιότητα: Στη Θεσσαλονίκη θα λειτουργήσει παιδικό κέντρο, ενώ το καλοκαίρι του 1947 εγκαινιάζονται οι κατασκηνώσεις στην Αγία Τριάδα: 72 παιδιά σε δύο περιόδους «επέρασαν είκοσι ημέρας εις τον καθαρόν αέρα της θαλάσσης», κάτι που το απαιτούσε η υγεία πολλών από αυτά. Εκεί, ανάμεσα στα παιδιά, αμβλύνονται οι αντιθέσεις, εκεί, επιτέλους, η χαρά της ζωής μπορεί να πάρει το πάνω χέρι. «Κανονική ζωή» σημαίνει επίσης συμβιβασμούς: για άλλους στον γάμο, για άλλους στη δουλειά, για κάποιους στην απόφαση να παραιτηθούν από τη συνέχιση των σπουδών τους. Αλλά στην απλότητά της η ζωή μπορεί να είναι και γλυκιά. Οι νέοι ανακαλύπτουν και πάλι τον έρωτα, τον χορό. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες απαθανατίζουν μια κυριακάτικη εκδρομή στη θάλασσα. Νέοι και νέες συναντιούνται στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς και με κάθε ευκαιρία χορεύουν, χορεύουν πολύ. Τα θύματα πασχίζουν να βρουν τη δύναμη να πάψουν να είναι θύματα, να βρουν ενδιαφέρον στη ζωή . Κάποιοι μοιάζουν να καταφέρνουν να αφήσουν πίσω τους την οδύνη του παρελθόντος για να προσηλωθούν στο μέλλον. Άλλοι δεν μπορούν να σταματήσουν να διηγούνται ο ένας στον άλλον ζοφερές ιστορίες παθών και τρόμου. Κάποιοι αντλούν κουράγιο απ’ την απαντοχή τους. Άλλοι πασχίζουν να λησμονήσουν. Η απόκτηση παιδιών γίνεται το θαύμα που επιτρέπει την είσοδο στην «κανονική ζωή». Γάμοι, κατά προτίμηση με κάποιον στον οποίο δεν χρειάζεται να εξηγήσεις με πολλές λέξεις όλα όσα πέρασες, με κάποια που γνώρισε τα εγκλήματα για τα οποία είναι ικανός ο άνθρωπος, τη γενναιοψυχία που μπορεί να κρύβει∙ με κάποιον που έχει κι εκείνος να διηγηθεί απίστευτες ιστορίες ανθρωπιάς κι αλληλεγγύης, μίσους και προδοσίας, με κάποια που όπως όλοι πρέπει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στους συμβιβασμούς της μεταπολεμικής ζωής, αλλά και να τα βγάλει πέρα με το βάρος της απώλειας των αγαπημένων, με το αβάσταχτο πένθος. Διότι κάτω από την επίφαση της «κανονικής ζωής», με δουλειά, οικογένεια και διασκέδαση, αυτοί που επέζησαν πενθούσαν. Διότι ημέρα πένθους ήταν η ημέρα της μνημόνευσης των νεκρών στα στρατόπεδα: στις 29 Μαρτίου του 1947 όλα τα εβραϊκά καταστήματα έμειναν κλειστά και στη θύρα τους τοιχοκολλήθηκε η πένθιμη αγγελία του μνημόσυνου. Η Συναγωγή ήταν κατάμεστη και ντυμένη στα μαύρα. Οι πολυέλαιοι σκεπασμένοι και 182
online version
εκατοντάδες κεριά αναμμένα. Η λειτουργία άρχισε στις 10 το πρωί και εκτός από τους «επισήμους» παρευρίσκονταν και χριστιανοί φίλοι. Μίλησαν ο ραβίνος Μόλχο, ο πρόεδρος Μενασέ, ο δικηγόρος Ναχμίας και ο «γηραιός ιστοριογράφος» Ιωσήφ Νεχαμά. Και το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς. Για κάποιους ποτέ δεν θα υπήρχε «κανονική ζωή». H ανάμνηση της επιστροφής ξεθώριασε ανάμεσα στις οδυνηρές μνήμες της Shoah, τη νοσταλγία των προπολεμικών χρόνων και τις απαιτήσεις του παρόντος. Ίσως όμως στην επιστροφή και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια βρίσκονται εξηγήσεις για τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε εμείς, τα παιδιά εκείνων που επέζησαν. Και ίσως καταλάβουμε καλύτερα τους φόβους και την τόλμη, τις αποφάσεις και τους δισταγμούς, την αυστηρότητα και την τρυφερότητα των δικών μας.
1. Μια εκδοχή αυτού του κειμένου διαβάστηκε στη Συναγωγή Μοναστηριωτών, στη Θεσσαλονίκη, την Ημέρα Μνήμης (Yom ha-Shoah), στις 8.5.2011.
183
online version
Παναγιώτης Ιωαννίδης ΠΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΙΚΟΝ Μετά την εξόρυξη, αν το μάρμαρο δεν πρόκειται να δουλευτεί αμέσως, το χώνουν πάλι μες στο χώμα: να μείνει δροσερό, να διατηρήσει τους χυμούς του. ~ Στα θεμέλια του σπιτιού όπου παραθερίζαμε τα παλιά χρόνια, είχε βρεθεί αρχαίος δρόμος, με ίχνη αμαξιού στον βράχο. Και, πλάι του, μια επιτύμβια στήλη. Στο πιο πάνω τετράγωνο, οι αρχαιολόγοι ούτε που διαμαρτύρονταν όταν χωνόμουν μες στα πόδια τους. Κι αφού εγκαταλείψαν την ανασκαφή, πήγαινα κι έκρυβα εκεί θησαυρούς μικρούς ανάμεσα στα αρχαία: έναν φακό, μια μπαταρία πλακέ, ένα κουτάκι σπίρτα, δυο αυτοκινητάκια. Για ώρα ανάγκης. ~ Γεννήθηκα απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από παιδάκι, όποτε έμπαινα, έστριβα αριστερά και, με ανασηκωμένο το κεφάλι, γύρευα το μειδίαμα των Κούρων. Αυτοί οι επιτύμβιοι ανδριάντες ήτανε χρέος στον νεκρό που το υπαγόρευε κάποια υψηλότερη τάξη πραγμάτων; Πώς έδωσε μορφή η τέχνη σε τέτοιες επιθυμίες; Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκαν αγάλματα στα ιερά των θεών και στους τάφους. Το επιτύμβιο άγαλμα είναι και μορφή του αντικειμενικού χρέους προς τον νεκρό, και εκπλήρωση της πνευματικής ανάγκης των ζωντανών να έχουν μπροστά τους την εικόνα του. Βγαίνοντας, έκανα τσουλήθρα στα επικλινή μάρμαρα, δεξιά κι αριστερά απ' τα φαρδιά σκαλοπάτια του προαύλιου. Τα μάρμαρα, βαθουλωμένα στη μέση, γλυμμένα από την χρήση, ήσαν σχεδόν απαλά – και πάντα ζεστά. ~ Ο Αριστόδικος, ο τελευταίος Κούρος, δεν χαμογελά. Τα μάτια του Αριστοδίκου ισκιώνουν –όχι μόνο κυριολεκτικά, από την πλαστική της κόχης τους– αλλά και μεταφορικά, σαν από τον ίσκιο της μνήμης.
184
online version
Στο Μουσείο, τον συναντάμε όντως τελευταίο στην σειρά έκθεσης των Κούρων. Ο Χρήστος Καρούζος –Διευθυντής από το 1942 ώς το 1964, δεινός αρχαιολόγος, απαράμιλλος συγγραφέας, λάτρης της ποίησης– που τον αγάπησε και τον μελέτησε, υπολογίζει πως θα πέθανε στα 25 του χρόνια, περί το 500 π.Χ.. Σε πολύτιμο μάρμαρο της Πάρου –το ιδανικότερο για το πλάσιμο του σώματος– ζήτησαν οι δικοί του να λαξευτεί ολόγλυφη η μορφή του. Την έστησαν στον τάφο πλάι στον δρόμο –όπως συνηθιζόταν– έξω από τα κτήματά τους στα Μεσόγεια, στη θέση «Φοινικιά». Μα είκοσι χρόνια αργότερα, πλάγιασαν και το άγαλμα πάνω από το θαμμένο σώμα, το σκέπασαν με χώμα. Να σώσουνε το σήμα του νεκρού από τους Πέρσες, που θα κατέκαιγαν όλη την Αττική, ώς και τον Παρθενώνα. Άφθαρτο σχεδόν, προστατευμένο απ' την βροχή και από τον ήλιο, το μάρμαρο ξαναγύρισε στη γη. Αναδύθηκε πάλι 25 αιώνες αργότερα. Το 1944, ο κτηματίας στέλνει εργάτες να οργώσουν το χωράφι του. Το άροτρο βρίσκει στην πέτρα. Ξανά και ξανά. Πιάνουνε τσάπες να τη βγάλουν, ξεθάβουν σώμα ακέραιο. Μόνο τα χέρια λείπουν. Και τα πόδια σπάζουν στα λεπτά σφυρά. Θα ήτανε αχαριστία να παραπονεθούμε για τον βαθμό διατήρησής του. Μόνο τα χέρια λείπουν ολότελα. Από τις μικρότερες πληγές, η πιο ενοχλητική είναι η παραμόρφωση στα μάτια, στα χείλη και στη μύτη πριν απ' όλα, που θα οφείλονται στο συχνό πέρασμα του αλετριού από πάνω τους. Για χρόνια πέρναγε το αλέτρι πάνω από το πρόσωπο Ξανά και πάλι πέρναγε το αλέτρι πάνω από το πρόσωπο Φορτώνουνε το άγαλμα σε κάρο, το σκεπάζουν με άχυρα, το πάνε στο Μουσείο κρυφά. Στο άδειο Μουσείο: όλα τ' αγάλματα κοιμούνται ήδη θαμμένα μες στο χώμα, κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών, απ' τις παραμονές της εισβολής των Γερμανών. (Εργασία πολύμηνη και μυστική· πρωτοστατεί η Σέμνη Καρούζου.) Τα μνημεία που σώθηκαν είναι «παίδες της τύχης». ~
185
online version
Παλεύω ακόμα να δω τι κράταγαν τα χέρια Καρπούς φιάλη τάσι όπλο ή χαλινάρι Ή τίποτα – Παλάμες ανοικτές γεμάτες ερχομό Θα μπορούσαν να κρατούν ζυγό να τείνουν τα δίκαια αντίθετα Όμως λείπουν Στην γη απ' όπου βγήκαν επέστρεψαν άπρακτα Όπως το όρισε η τάξη του χρόνου Τώρα σε ίση απόσταση σπασμένα ισορροπούν ~ Το άγαλμα δεν απλώνει τον κόσμο του προς τα έξω, αλλά έχει συμμαζέψει τις δυνάμεις του και σαν να συλλογιέται κάτι που αναδεύει μέσα του. Ο Καρούζος, στην εργασία του για τον Αριστόδικο, περιλαμβάνει και μακρύ κατάλογο αττικών γλυπτών της περιόδου 550-480 π.Χ. Εκεί, δυο φορές μνημονεύει τον Ρίλκε: 540-530 Στήλη δυο αδερφιών Νέας Υόρκης και Βερολίνου – απαραγνώριστη φαίνεται η συγγένεια του κεφαλιού του κοριτσιού με το κεφάλι “Rilke” του Λούβρου ... Αντρικό κεφάλι Λούβρου 695 – που ίσως, κατά τον Haussmann, να είναι αντικείμενο του σονέττου του Rilke “Fruehe Apollo” Όπως, καμμιά φορά, από κλαδιά γυμνά ακόμα, 186
online version
κρυφοκοιτάζει μέσα ένα πρωί έχοντας μπει στην άνοιξη για τα καλά: έτσι στην κεφαλή του τίποτε δεν σταματά την λάμψη των ποιημάτων όλων να μας χτυπά σχεδόν θανατηφόρα· γιατί δεν είν' ακόμα μες στο βλέμμα του σκιά κι οι κρόταφοί του δροσεροί πολύ για δάφνες, ακόμ' αργεί να υψωθεί ψηλόκορμος μεσ' απ' τα φρύδια ο ροδώνας απ' όπου θ' αποσπώνται πέταλα, ένα ένα ώς να σταθούν στο ρίγος του στόματος, που σωπαίνει ακόμα, τρεμοπαίζει άθικτο μονάχα κάτι πίνοντας με το χαμόγελό του σάμπως να του σταλάζαν το άσμα του εντός του. Πρόκειται για ποίημα που ο Ρίλκε έγραψε στο Παρίσι, στις 11 Ιουλίου του 1906. Παρότι έχει λήξει, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, με ρήξη των δύο ανδρών, η εννεάμηνη θητεία του ως γραμματέα του Ροντέν, τα Νέα Ποιήματά του –το Α' Βιβλίο (1907) των οποίων ανοίγει με αυτό ακριβώς το σονέτο– είναι γραμμένα υπό την επίρροια του μεγάλου γλύπτη, που σαν να του ξανάμαθε να κοιτάζει και να στοχάζεται. Τρία χρόνια νωρίτερα, προς το τέλος του δοκιμίου του, Ωγκύστ Ροντέν, ο Ρίλκε είχε γράψει για τα γλυπτά του: «μια σπουδαία χειρονομία μοιάζει να ζει και να εξαναγκάζει τον χώρο να συμμετέχει στην κίνησή της». ~ Επάνω στη βάση υψώνεται η νεανική μορφή του Αριστοδίκου, λυγερή στη βαθύτερη σύλληψή της. Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι στέκεται. Πιο κοντά πηγαίνομε σε τούτη την εικόνα του ανθρώπου που σαλεύει, λέγοντας ίσως πως κρατιέται. Ούτε μπορούμε να μιλάμε για κατάσταση όπου έφθασε, αλλά για δύναμη που βρίσκεται σε δράση. ~ Οι επιτύμβιοι ανδριάντες σταματούν, όσο βλέπομε σήμερα, λίγο μετά τα 500 π.Χ., για καμμιά 60αριά χρόνια. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δεχτεί, ομόθυμα σχεδόν, την εικασία του Milchhoefer ότι ένας νόμος που ο Κικέρων λέει ότι βγήκε στην Αθήνα «κάμποσον καιρό» μετά τον Σόλωνα, κατά της πολυτέλειας των σημάτων, πρέπει να ανήκει σ' αυτά ακριβώς τα υστεροαρχαϊκά χρόνια, και πιθανότατα στον Κλεισθένη, όπως έχει υποθέσει ύστερα ο Hirschfeld. Ο Κικέρων είναι γνωστό πως έχει πηγή 187
online version
τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κι αυτός πάλι ο vir eruditissimus, παίρνει πληροφορίες και υποδείγματα για τους δικούς του ριζικούς περιορισμούς των επιτυμβίων από τον Πλάτωνα και από την αρχαιότερη αττική νομοθεσία. Ελκυστική υπόθεση αλλά υπόθεση μόνο ότι ο νόμος αυτός είναι σύγχρονος και όχι άσχετος με τον περί οστρακισμού νόμον. Παρολίγο δεν θα υπήρχα ~
188
online version
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ι' Κ Ο: το όνομα του νεκρού στη γενική, στη βάση του αγάλματος. Το απλό όνομα ενός ανθρώπου είναι ισοδύναμο με την ανωνυμία. Η βάση σώζεται, και το όνομα, και η πλίνθος του αγάλματος. Αλλά –πράγμα παράξενο, αναπάντεχο για τέτοιο έργο– επιτύμβιο επίγραμμα, πουθενά. Φωνή που δεν φτάνεις απ' την πέτρα λέγε Ποιανού πρόσωπο; Το μακρινό το αγγίζει όπως ο πόνος επιστρέφει στον μαύρο κάτοχό του Τα μάτια πλέον δεν εναντιώνονται στο ωραιότερο πράγμα να αναβλύσει απ' την απαρνημένη ζωή Κάθε πρωί ένα τραγούδι επιζεί Από τα όνειρα Εκείνου, ποιο να στάλαξε μες στα μισανοιγμένα χείλη και όρθιος, ακέραιος τώρα τραγουδά; Κατώφλι των ασμάτων στόμα νεότητας που χάθηκε Μουσική πνοή των αγαλμάτων σιωπή των εικόνων Χώρε της καρδιάς αίφνης τόσο μεγάλε
189
online version
Με πλάγια στοιχεία, φράσεις από την μονογραφία του Χρ. Ι. Καρούζου, Αριστόδικος (1961). Η μετάφραση του ποιήματος του Ρίλκε είναι της Μαρίας Τοπάλη. Η απόδοση της φράσης του Ρίλκε από το δοκίμιό του, Ωγκύστ Ροντέν, έγινε μέσω της αγγλικής μετάφρασης των Τζέσσι Λεμόντ και Χανς Τράουζιλ (1919).
190
online version
Δημήτρης Άλλος Ο,ΤΙ ΑΦΗΣΑ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ Η μνήμη άμμος κινητή χαράζει και λιμπίζεται όλα μου τα στρουθία όλα τα θρεπτικά μου (συμβαίνει κάθε δίσεκτο που μένω πετσί και κόκαλο)
* Η γλώσσα που τώρα σάς μιλάω είναι το ποίημα μαζί με το καλάθι των αχρήστων του * Σκοντάφτω άσκημα σε πέτρες και άδεια πακέτα τσιγάρων * Περνώντας το ίδιο γκρέμισμα –μεθεκτικά (έτσι το θέλω)– όλα εκείνα τα σχεδόν ίσως μάλλον γιατί που χρόνια πριν σωριάστηκαν για να πατήσω νικητής το ίδιο ποίημα τώρα πατάω την κρίσιμη ηλικία των 50 κι ό,τι μυαλό φορτώθηκα δεν το βαστούν οι ώμοι
191
online version
* Το μαστίγιο της απόστασης χτυπάει όποιον το κρατήσει * Μαθαίνοντας απ’ την αρχή τα βήματα αυτού του δρόμου –(με νίκελ αστραφτερά μ’ ασύρματα)– και νά με τώρα τη φύση που χαζεύω αρχαία δάση φαλακρά αυθαίρετες βιλίτσες ρυτίδες λαίμαργες –έτσι υπάρχεις για την ώρα γύρω μου– ωδικών και άλλων έργων κοινής ωφελείας κάποτε [...] μπαίνοντας από περιέργεια στα εγκαταλελειμμένα πάνω στη στραπατσαρισμένη κασετίνα διάβασα: μην παίζετε ρουλέτα με τις λέξεις μου –γραμμένο με κόκκινο διαγραμμένο με μαύρο– και παρακάτω: προσέχετε πώς αγγίζετε τις λέξεις κρύβουν περιστατικά * Σειρά ολόκληρη εγκαταλελειμμένα ποιήματα ίσως και να ’ταν σταθμοί κάποτε
192
online version
* Τα δειλινά είναι τα ούλα των φτωχών –(τέτοια φαλτσέτα τα φτερά του)– το ’βλεπα πώς στροβιλίζονταν χρώμα αδημονίου ο ουρανός νότιζε ένα γύρω τα πόσιμα αίματα (μπορούσες να το μυριστείς) έβγαλα το ξεθωριασμένο μου τζάκετ (τόσα ρούχα και να –επιτέλους– έκανε δουλειά ετούτο το παλιόπραμα με τα μαλλιά από μέσα) έστρωσα κάτω απ’ το φθαρμένο ελενίτ * Μονάχα η μνήμη διεκδικεί το κόκκινο μαθαίνει το αμφίβιο και από την πληγή και απ’ το αίμα
193
online version
* της Γιάννας μου «Θα σε πληρώσω –του είπα – με τη χαμένη του πλευρά» την ώρα που προσπαθούσα να περάσω από την τρύπα μιας βελόνας (τα χέρια μου μύριζαν ατσάλι) ξύπνησα τρέμοντας Α! θαύμασα! αυτό είναι η ποίηση μέσα στην ζωή μου και μετά με έλουσε κρύος ιδρώτας ΑΑ! αυτό είναι η ζωή μου μέσα στην ποίηση ενώ δάκρυα ωρολογιακά ξεπάγωναν με παφλασμό στα ποδάρια μου που τα ’βαφαν κατακόκκινα έρχονταν τότε οι γλάροι και έμοιαζε πως νικούσαν τ’ άρπαζε ο σκύλος κι έμοιαζε πως νικούσε τ’ άρπαζαν μετά άλλα τετράποδα αυτά τα τελευταία με θόρυβο εκκωφαντικό μετατρέπονταν σ’ εκείνο ακριβώς που καταβρόχθιζαν Οι γλάροι τότε ζήλευαν τον ουρανό Ο σκύλος έκλαιγε και μετά γελούσε (γεμίζοντας αδειάζοντας μοιράζοντας) Ο σκύλος ανέπνεε σταθμίζοντας Ορθολογικό Θάνατο ένα χέρι αγαπημένο με τράνταζε με δύναμη «πού πας αγάπη μου πού πας; αλλάζεις πορεία μέσα στο σκοτάδι;»
194
online version
* έσταζε εκείνη η βρύση όλη νύχτα πλομ πλομ τα όνειρά μου κύκλος τα όνειρά μου κύκλοι ομόκεντροι νύχτα μέρα έσταζε εκείνη η βρύση η ίδια σταγόνα πλομ η ίδια σταγόνα πάντα πλομ πλομ * Ακίνητος θαυμάζεις την ταχύτητα όλη εκείνη η φρίκη να προσπερνάς ό,τι σου εμπιστεύτηκε ο χρόνος * Τραβώντας το μαύρο πανί ένα φεγγάρι γιαπωνέζικο πήρε να μιλάει ακατάσχετα έπηζαν τα εοζινόφιλα της νύχτας –αυτά που οι εκεί κάτω ονομάζουν άστρα– σημάδι πεντακάθαρο πως η άγνοια παρηγορεί την απόσταση
195
online version
* Έλιωνε το κεράκι μου στη φιλδισένια του θήκη έλιωνε και με κατέβαζε γραμμή στον Κάτου Κόσμο ώσπου εξαίφνης έσβησε το άτιμο και έμεινα να αιωρούμαι ανεκπλήρωτος στη σκοτοδίνη τής πλατείας Κολιάτσου άπελπις τότε και με κλάιματα πολλά αλλά και παρεκάλια έτρεξα στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Μήτσου –απλή συνωνυμία– ένα τετράδιο με γραμμές είπα ρουφώντας τη μύξα μου και κούρνιασα στην υψηλή τριμμένη πολυθρόνα δείχνοντας τα παιδικά μου παπούτσια διότι θα πρέπει πάραυτα να σας πληροφορήσω –καθότι μπήκαμε με τις μπάντες (και άλλα μουσικά σχήματα) στην εποχή της πληροφορικής– ότι το μαγαζάκι του κυρ-Μήτσου εκτός από ψιλικατζίδικο ήτουνα και στιλβωτήριον * Ψηλαφίζω το σχήμα του κρανίου μου από περιέργεια
196
online version
* Αυτόν το δρόμο με τις πολλές του τις στροφές και τα γιοφύρια (ασβέστη ροζ που ξέβραζαν άκληρες οι μνήμες) τον ξέρω –είπα– μ’ εκείνο το φεγγάρι που έβγαινε λίγο ψηλότερα από τη νύστα και δανείζει τα κοπάδια μου στους λύκους με τις ετεροχρονισμένες του τις μυγδαλιές (αν είναι χειμώνας έτσι να ’ναι) τα ξέρω – είπα– τα κρυφά του πατήματα και τα λημέρια –κορφούλες που ταιριάξανε μ’ ενός ανθρώπου μπόγι– καλά τα ξέρω που το νερό λιγώνεται και φίδι κολοβό και που ξεδιψάει Πηγάσους και κριάρια και πάντως όχι η νοσταλγία μου αλλά το κόκκινο που κρύβεται για λίγο στην μετάφραση
* Σ’ αγάπησα σε μίσησα στέκομαι σε χαζεύω όμορφη χώρα μυστική που με χωνεύεις πιο βαθιά
Η σύνθεση «Ό,τι άφησα πίσω μου μια μέρα και μια νύχτα» δημιουργήθηκε ειδικά για την παρούσα έκδοση. Περιέχει κείμενα διαφόρων περιόδων γραφής, από το 1986 μέχρι σήμερα.
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
212
213
214
215
216
217
218
219
220
221
222
223
224
225
226
227
228
229
230
231
online version
Yiannis Isidorou / Yiannis Grigoriadis IS RETURN POSSIBLE? 1 The time that intervenes between question and answer is prolonged. 2 When referring to the return, we mean both a specific cognitive process but also the content of memory itself, the memories, their re-investment with meaning in the present. Their effect. Memories, the recollection of time-space, is an indissociable part of our self-awareness, the core of our personal history. Memory and our relationship to it, are an essential part of our identity. In many cases, however, the perception of the past, together with its future projections, may prove so frighteningly distorted and traumatic as to in essence deprive one of control of one's own life and transform the subject into an object, an obstacle to the very self. It can annul the prospect of experience and reduce it to an automatization, a spasm. 3 The human creator is mainly a native of memory and, simultaneously, its user. One emerges /manifests considering memory as the process of reflection, the way to rethink, over and over. One manages and delivers ways of interpreting and reformulating space and time, thus perpetuating the present. The mnemonic network is our origin, refuge and simultaneously our horizon (the things we reflect about ourselves – the things others reflect about us). The stories we narrate refer to our place of origin. We speak here of the homeland as the place of our destination, the place that may welcome us back. Our west. The westward passage. The west is a promise. 4. Memory is a reception. Every narrative mourns a loss. 5. The idea of a consistently distinct identity, structured around the concepts highlighted by the dialectic of contemporary state-national capitalism (language, common traditions, an ethnic community, a national economy and a geographic environment-boundary-law) requires continuous redefinition as it collapses. The accelerating developments which are construed as threats, render the ideology of the nation-state vulnerable and subvert the imaginary of cultural purity. These identities, whether based on nation, class, religion or desire, become more and more fragmentary since at every surplus of freedom and inventiveness that emerges, corresponds a surplus of uncertainty.
232
online version
6. The return is via an impassable route. So then, is return possible? The return cannot take place without the definition of the place from which we have distanced ourselves. I go away from where?/ when am I home?? are we strangers forevermore? Odysseus, the hero of homecoming, a cosmopolitan, a bourjeois in search of an identity comes home from a brazen, when it's all said and done, conquest. “When Odysseus was staying at Calypso's he needed to be doubly awake.He needed to be vigilant not only so as to preserve Ithaca in his heart, but also so as not to lose the vision of his wanderings”. (Barbara Cassin, Nostalgia. So, then when is one at one's place?, published in Greek by Melani, 2015, tr. by Sesil Igglesi Margelos p. 64.) 7. Flight, exile, uprooting, wandering. Memory, the homeland. 8. The projection of the identity of place, simultaneously marks the absence of that identity. (It is like the film frame projecting things long gone, people long since dead.) The gaze returns to meet with something entirely other to what it left there. Recognition is not attained except as an imaginary automatism. We cannot rely on the traces. The third kind, Plato mentions, is the eternal chora (space) which is not corrupted but provides a resting place to all things that are born and which can be perceived only by means of a bastard reasoning without the use of the senses but only through belief. 9. The return is an impossibility. Under the weight of accumulations, mnemonic impressions belie one another in succession (at least are not confirmed) and while I am attempting to comprehend, the familiar place collapses. I regroup, I make peace with the unfamiliar and I continue, building on the ruins my trust in the new place which is foreign. I might get lost there, stop existing during a blinking of the eye, a deep breath or a sneeze. The road to re-appropriation is noisy and dirty. It is very often sadly desolate, but always fascinating. Piles of impressions create distractions, obstacles and narrow passages or render it inaccessible. 10. We are before the summer of 2016. We are living the escalation of the war, which the finance news bulletins, “international” organizations and statistics, are all attempting to camouflage. Naturally, reality will persist. 11. The idea of the homeland as a kind of knowledge, constructed within the bounds of a programmatic, artistic activity, is the marginal, the “false”, the obscure, the incomplete but maybe the most concise in terms of allowing us to inhabit it. A long-term conception, the daring synopsis that escapes time's incessant becoming, an idiosyncratic memory, that is what the homeland is. For those who can still reflect and, naturally, dream, there is no “world that is being lost”, leaving behind the sickly-sweet smell of a corpse, “a new world of memories” produced by technological gadgets, and of nostalgia turning to indignation, but the country where things happen contemporaneously, the past is no souvenir, the real, the eventual is not an
233
online version
iron wall ruptured here and there by psychoanalytic “schools”, the pettiness of “disputation”, academic hypocrisy and its sanctions, but, on the contrary, a fundament on which the world is constituted in the direction of the invisible, the imagined and the playful. My homeland is the uncharted youth. My homeland that is neither determined nor won and which belongs to everyone that has lived and everyone who will live. We were both born and raised in Nikea. We realized this shortly after our first collaboration in November 2007, in the context of the artists' group intothepill. One was born in Kokkinia, the historic center of the municipality, and the other in Neapolis, the most recent district whose rebuilding started in 1950 and culminated in the 80s. Our intensive preoccupation with urbanity and its history and, simultaneously, the exceedingly complex sociopolitical scene unfolding during the eight years of our collaboration, enlarged our focus of interest past the metropolitan center. At the same time, our discussions referring to the particular cultural aspects of the western suburbs, the frequent and often amusing ascertainment of the widespread use of a specific local idiom, led to the idea of a work around the memory field of the homeland and the basic question of the im/possibility of return. In May 2015, we presented at the Platform Project of Art Athina, the installation 851 AthensNikea, where we treated Petrou Ralli st. as an axis connecting the suburbs with the capital, as a zone of transition/catharsis but also as a restart of motion-dependent perception, which focuses on the suspended time of that transition: the time that stirs subjective memory attempting to align it with the real place. Personal archives that connects us with the destination, paradoxical and rare memoranda, recordings and classifications of the complex human landscape, were some of the materials of the installation. The present book completes the undertaking which started on December 15, 2015, when, returning to Nikea itself, we invited visual artists and writers to collaborate on creating an exhibition and a book, which would comprise a poetic investigation into the im/possibility of return, of memory, the homeland and loss. In the exhibition took part 24 artists who, through their personal artistic machinations, through comparative juxtapositions of experience in a changing environment, investigated accrued belief systems, experiences and memories and uncovered versions of return, whether physical or cognitive. The exhibition took place from March 16 to April 4 in Nikea, at the Manos Loizos culture multiplex (the former Mechanical Cultivation) a historical industrial building, emblematic of the area which incorporates in its shell, one hundred years of history. Detailed information about the exhibition and the works presented there may be found at nicesdv.wordpress.com. In the present volume, the same artists deliver a body of images, a new work, around the designated issues. An anthology of texts from sixteen writers is presented as well.
234
online version
Notes Kokkinia was founded in 1924 to receive the wave of refugees created by economic interests mixed with grand ideas and changeable conditions. The special agreement on the population exchange between Greece and Turkey took place in January 1923. It is the first township of modern Greece established exclusively for the reception of the Asia Minor refugees. The area's settlement began in '24 which is when the first residential blocs are built, where within a single year, 50,000 people are housed willy-nilly. Running water is connected in '36 while the electricity network is put in place after the war by the “Power” company. In the following years, Kokkinia remains a typical refugee settlement. Artisans, factory workers, small commercial businesses. The mixing of the wider area's class profile with the cosmopolitanism and knowledge born by the middle class of Asia Minor are a trademark of the township and find expression in the cultural production of the wider area (Kaminia, Tambouria, Drapetsona, Keratsini) which deeply affected and is visible today in contemporary demotic art. In the great war that ensues, the first generation of refugees are called upon to participate. Kokkinia with its strong resistance networks, is targeted by the Germans and their Greek and Italian collaborators. The cosmopolitan and class identity is transformed into nationalist sentiment. The place inadvertently throngs with patriots, collaborators, heroes, cowards, traitors, apologists of the “new order”, bloodshed and sacrifice... In this context, the event that marks the town is the infamous Kokkinia roadblock on 17 August '44, where the greek police, the security forces of Pireas along with large contingents of the German Gestapo surround the town, execute on the spot over eighty men and arrest over eight thousand whom they take prisoners first to the camp of Chaidari where more are executed and from there, another three thousand are taken hostage to Germany, to guarantee the safe passage of Germans during their retreat and surrender. After the end of the war, Nikea, as Kokkinia was renamed, is officially declared to be a site of martyrdom. As these lines are penned, it has perhaps the staunchest population of right wing nationalists and a great percentage of voters who subscribe to these views. What might initially appear paradoxical, is actually hardly surprising once we realize that the generations coming after the generation of refugees, adapted to a discourse hateful of difference, steeped in nationalist patriotism, with liberationist aspirations. This type of discourse dominated massively at every political rallying, over and against internationalism, alongside an effusive moralizing, the perversion of history and its unconditional annexation by the interests of party politics that have for years been putting up marble busts of heroes and monuments. This is an especially downgraded area of Athens. A downgrading that clearly reflects the dominant prejudices of modern Europe: economic development, production and progress, utilitarianist education, public health checks, survival, safety and competitiveness. A densely populated township with dozens of national lottery centers and cement schools/prisons, multistory apartment buildings, shopping malls in between the inhabited ruins, abandoned construction sites, monuments, “public culture services” which by and large function as producers and distributors of a profit oriented, populist hybrid. The locals gamble in between the jostling and ennui of the news bulletins, eagerly watch the greek football nationals and formula 1 races, wander in shopping malls and trade in cheap byproducts, are underemployed, are dreaming of exchanging the paternal home for an apartment building, are dreaming of a country house that is forever unfinished, pay their taxes, don't pay, believe they are being plane sprayed with sleeping gas, are content with the municipal street cleaning services but grumble about “the migrants dirtying their city” and, with increasing frequency, they wear prayer beads and fly the greek flag on their balcony while others support “modernization” and “look for the responsible parties”. Despite all that, there is always more, something, despite it all, the persistent wanderer will intuit even today, the multi-ethnic Smyrna, Pergamon, Aivali or Ephesus of the beginnings of the 20th century, in narratives mixed in with the Pireas of the craftsmen and the factory girls, the port, the vagrancy, the love, the dexterity, the quick-wittedness, the inner rebelliousness and the embedded adventure of migration and foreignness. One will hear the music, smell the cooking, if lucky, might even taste it, will see the embroidered lace at the windows, the mini gardens of pot plants outside the houses and in the courtyards that remain and persist, along with the grace of gesture in people's movements and words and looks.
235
online version
Yiannis D. Ioannidis Return and Recovery There are two ways of getting home; one is to stay put and never leave in the first place. The other is to walk round the whole wide world till you come back to the same place. I tried to trace such a journey once in a story I wrote. I conceived of it as a romance taking place in those vast valleys with sloping sides, like those on the flanks of the hills on which the ancient White Horses of Wessex are scrawled. It concerned some boy whose farm or cottage stood on such a slope, and who went on a quest to find something like the effigy or the grave of some giant; and when he was far enough from home, he looked back and saw that his own farm and vegetable garden, glowing softly on the hillside like the colours and quarterings of a shield, were but parts of one such gigantic figure, on which he had always lived, except it was too large and too close for him to make it out. That, I think, is a true picture of the progress of any genuinely independent intelligence today; and that is also the subject matter of this book.1 Return (n.) : the action of returning, the sending of what is due: return of money, of a gift, of an engagement ring. || return to the place of departure, repatriation: return to the homeland, retutn ticket || [ecclesiastical]: return to the faith, repentance: return of the prodigal to the fold. || [commercial]: items not sold esp. press, magazines, books etc. (singular or plural) [Military tactics]: See agrressive turnabout. [Rhetoric]: Thus has reversal been designated by certain commentators2 That's enough for now; these things are entirely personal, they are precisely what they need to be, in order for Buenos Aires to be there as well. Buenos Aires is the street further up, the one I never crossed, it is the secret depths of every neighborhood, the inner courtyards, it is what the outer walls obscure, it is my enemy, if I have one, it is the one who does not like my verses (I don't much care for them either), it is that out-of-the-way bookshop we might have gone into once and now have forgotten, it is the enchantment of an old song some passerby is whistling and you don't recall it straight away but it moves you, it is what has been lost and what will come, it is what is far away, what belongs to others, something that turns a corner, our neighborhood which is neither mine nor yours, that which we don't know and that which we love.3 Return of the Prodigal; see Sunday of the Prodigal (Luke's Gospell 15:11-24).4 A foreigner visiting Oxford or Cambridge for the first time is shown a number of colleges, libraries, playing fields, museums, scientific departments and administrative offices. He then asks «But where is the University? I have seen where the members of the Colleges live, where the Registrar works, where the scientists experiment and the rest of it. But I have not yet seen the University in which reside and work the members of your University.» It has then to be explained to him that the University is not another collateral institution, some ultimate counterpart to the colleges, laboratories and offices which he has seen. The University 1.
G. K. Chesterton, The Everlasting Man (1925).
2.
Great Greek Encyclopedia Pyrsos, Vol. XI, Athens, 1931
3.
Jorge Luis Borges, “Buenos Aires”, In Praise of Shadow (1969).
4.
Great Greek Encyclopedia, Pyrsos, Vol. XI, Athens, 1931
236
online version
is just the way in which all that he has already seen is organized. Once these have been seen and the way they are co-ordinated has been understood, then, the University will have been seen. 5 Electrical return circuit: [Electr.] A specially designed circuit to shut down or turn on one or more lamps from two or more switches, called return switches (aller-retour). 6 “...τὸ δὲ πλοῖον ἐν ᾧ μετὰ τῶν ἠϊθέων ἔπλευσε καὶ πάλιν ἐσώθη, τὴν τριακόντορον, ἄχρι τῶν Δημητρίου τοῦ Φαληρέως χρόνων διεφύλαττον οἱ Ἀθηναῖοι, τὰ μὲν παλαιὰ τῶν ξύλων ὑφαιροῦντες, ἄλλα δὲ ἐμβάλλοντες ἰσχυρὰ καὶ συμπηγνύντες οὕτως ὥστε καὶ τοῖς· φιλοσόφοις εἰς τὸν αὐξόμενον λόγον ἀμφιδοξούμενον παράδειγμα τὸ πλοῖον εἶναι, τῶν μὲν ὡς τὸ αὐτό, τῶν δὲ ὡς οὐ τὸ αὐτὸ διαμένοι λεγόντων.”7 Translation: The ship by which [Theseus and] the young returned from Crete had thirty oars and was preserved by the Athenians until the time of Demetrios Phalireas (317-307 BC) at which time the old wood which had rotted, was replaced. Ever since then, philosophers started disagreeing about its status. One side claimed that the ship remained the same and the other that it is not the same ship. Epistrofia or pistrofia [Folklore]. The first visit after the wedding to the bride's parental home, also known as “gyrismata” (turnings) “antichara” (joy reciprocated) “antigamos” (counterwedding), et al. This is customarily done on the first Tuesday or Thurdsay after the wedding or, more frequently, on the following Sunday.8 Whether we choose to reckon it as still the same ship is a question not of what we consider “the same” but of what we call “a ship”; a question of how we choose to define that term over time. Most of our general terms are defined on the basis of the criterion of continuity, because continuity supports causal connections. 9 Epistrofia (feminine) [Antiquity] Invocation of Aphrodite related to her attribute as goddess of love. It signifies the heart-tending one (latin Venus Veticordia), with the opposite invocation known as Apostrofia.10 The constant yearly employment of this ship as the sacred ship by which the ritual annual voyage was made from Piraeus to Delos, seems to favour the view that this was indeed the ship Theseus travelled in. But does that fact really suffice to silent all claims that a ship reconstituted from the discarded wood may well be closer to the ship in which Theseus sailed, both in material, design and navigation? Few of us will hurry to make a choice between the two options so far specified. Some will even say that we don’t have to choose. They will ask us to imagine that the issue is being debated at a time that no longer believes in Apollo but still believes in Theseus, and intends to erect a monument to him and place his ship upon it. Archaeologists might then argue that the ship put together from discarded planks would be the right one to use for that purpose. This, in turn, might be disputed by the superannuated priests who would favour the ship in working 5.
Gilbert Ryle, “Descartes' Myth”, in The Concept of Mind (1949).
6.
Great Greek Encyclopedia “Pyrsos”, vol. XI, Athens, 1931.
7.
Plutarch, Theseus, 23.1.
8.
Great Greek Encyclopedia “Pyrsos”, vol. XI, Athens, 1931.
9.
W.V. Quine, Theories and Things (1981).
10.
Great Greek Encyclopedia “Pyrsos”, vol. XI, Athens, 1931.
237
online version
order, still undertaking the ritual journey. The difficulty is a certain incompatibility between the terms of the two positions. For the sake of a conciliation, it might be suggested that, if one party favours an archaeological relic and the other a functional continuity in time, then the dispute really is traceable to a disagreement about what it is for something to be a sacred ship. It might be said that the archaeologist who favours the reconstituted ship has a different interest from the priest who favours the continuously repaired ship. Both are making use of the same term “ship” but, having different interests, they do not share a common referent, i.e. they don't mean the same thing. In seeking Theseus, archaeology by its nature looks back. But Theseus himself was looking forward to the priests who would continue the cult which he established.11 Epistrofion [Nautical] (com. pistrofa, french le gabord, calbord i.e. the gardboard-strake): the first strake next to the keel of a wooden ship; a thick plank forming a ridge along the side of a wooden ship.12 Solution: we put aside the term “the same thing” which is ambiguous and we answer that it is the same ship (defined as construction or structure) though not the same collection of planks.13 Agressive turnabout [military tactics] According to French military regulations, and therefore the Greek (Mit. Reg. 1905 § 270, 1914, § 262) a counter offensive for the re-occupation of defensive lines recently overtaken by the enemy who has not as yet sufficiently regrouped or organized their defense. Such a counterattack is always frontal and supports success hopes exclusively on prevailing disarray, confusion and exhaustion of the enemy once occupied the position. It is self-evident that, once the occupying forces regroup and begin to organize the defence of the positions occupied, any action to attack is, from that point on, not designated as a counter offensive but as a conventional attack with the tactical aim of reclaiming the lost positions.14 It's dawn... I see the moon faint through the black clouds; I am going back to the bridge; upon it, a dark entity, soldiers on foot, move in a throng. It reminds me of deep dark nights. They get close, scatter, then join up. The officers run on horseback, the servants run behind. They remember the restaurant, the lit room; out of the city a car emerges with one headlight on; inside, it made me afraid to see, were villagers. I arrive at the furnaces: a red mouth, a dark figure inside; above, the moon has hidden. I turn my eyes to the city; nearby darkened mountains. I see out to the plain. A white calling – I do not go to it; I walk past the mill to see the room... I see nothing... The ailing man at night needs a calming light; upon the table the clock; it's ticking; you can hear it.15 Cut-up, February 2016 11.
David Wiggins, Sameness and Substance Renewed (2001).
12.
Great Greek Encyclopedia Pyrsos, vol. XI, Athens, 1931.
13.
Vincent Descombes, «The Collective Individuals» (1992).
14.
Great Greek Encyclopedia Pyrsos, vol. XI, Athens, 1931.
15.
Stratis Doukas, "The Return" (1943), from Enotia (Kedros, 1981).
238
online version
Katerina Iliopoulou THRESHOLD The door opens to learn the new language, new every time, every time old, renewed, recycled. Behind it the dark room. And before you enter the faint trembling, the hovering first step. Here: not who am I but where am I? What is this here? I am at the threshold. And inside darkness. I will need to make my way blindly, to wind my vision up to another function. Something comes to me or am I going to it? And always trembling. I am scared to go into this other time, I don't know what of me to leave behind and what to take along. The passage is a rupture. What ought to break? There: without familiarity, without recognition. For this movement I need to swallow myself, to forget myself in contemporaneousness. To gain a bit of time yet before I see what is behind the door. I just now decided to open my eyes onto this unmanifest. The room does not offer me shelter. It is essentially inhospitable. For it to be inhabited the narrator must himself facilitate entry into the story. Here: I am contained in something which I am not myself. I am contained in space and in time. It is unbearable not to be contained in space and time. Am I responsible for finding my place in the house? For this journey I call up a companion: So then, let it be a distant relative with Altscheimer's, dead for decades, white head with thick, intractable hair, eighty something years of age, he appears behind the wall of the courtyard, looks in with a timid smile, does not recognize me but is embarrassed to ask who are you, maybe he wants to ask who am I? Besides, it is common here to put that question to you “who am I� they ask you on sight, as a memory test. His brother dead, his nephew dead, we are not children. So he stays put behind the wall, he courteously says good evening, hesitating, every time starts the acquaintance from scratch, starts time from the beginning of time. First love, countryside, 1932. Love in the empty land. Description of country by British writer, May 1932, Wolf, Virginia: This then, is a land so ancient that it is like wandering in the fields of the moon. Life is receding. The living, these worn down, for ever travelling, cannot master it any longer. It is too bare too stony, precipitous for them. We met them always on the high mountain passes padding along beside their donkeys, so small, existing so painfully, always marching in search of some herb, some root, mastered by the vast distances, unable to do more than dig their heels in in the rock. Such solitude as they must know, under the sun, under the snow, such dependence on themselves to clothe & feed themselves through the splendid summer days... The centuries have left no
239
online version
trace. There is no 18th 16th, 15th century all in layers...—nothing between them & 300 B.C. 300 B.C. somehow (dominated) conquered it & still holds it. So it is the country of the moon; I mean, lit by a dead sun. If one finds a bay it is deserted; so too with the hills & the valleys; not a villa, not a tea shop not a kennel anywhere; no wires, no churches, almost no graveyards. Mountains and olive groves without a soul Yet in the wilderness he finds her and time commences the hidden pain, the discommoding the twisting of nerves the sickness and the healing the great trepidation and the great affirmation in the empty land the smell of the flame the taste of blood on the lips his secret in the dark limbs loosened his voice resounding in a frenzied song heart beating like a clock newly started riddled everywhere her laughter ferrets him out he breathes it exposed in his every fissure starved he opens his mouth in the countryside and sings to himself By means of the voice he exits himself and as he turns to look now behind the wall he sees himself indeed singing sees his open mouth the entry and exiting of his breath. He embraces the mule's velvet head and it pulls impatiently away and neighs, he observes from up close the twitiching of its flesh. What he embraces is her and her laughter. His secret. Licking his lips he tastes his own taste. A birth. In a similar way now, hesitant, not knowing where, who, strange and familiar, he comes with me. I have been at the threshold for a long time, at the meeting which would be impossible without the poem. I am standing at the doorway and start up some knitting, some handiwork, I need something to do while I'm here, time does not pass without action so it needs to be helped along with some form of activity. Does time spread? Does it get added? Does it thin out? If I think of time as space, do I maybe wander in a landscape that keeps expanding? Am I complicated and voluminous like a book? Can what was scoured maybe be reinhabited? I don't want to enter the room of time. There are places for things there except nothing is in its place. I don't know if the room suggests that there used to be something here once. Or has it been like this forever? Waiting, that is, to be inhabited by something? Then it would quake with the anxiety of anticipation. But it does not.
240
online version
Quiet here with no anxiety. Here the open-closed. Like there was neither a content nor does it look forward to a future fulfillment. What then? Possible actions: The room simply being traversed Performing the opening up Filing the possible finds inside the room The cleaning, the emptying of the room and the eradication of its traces Training in loss The fruitless action of viewing Even before Playing at the threshold, I am sitting on a mat and I am calling a virtual cat from a photograph decades old. The cat and the old man are now sitting with me. Today—how happy today was—at the little round Byzantine Church on the slopes of Hymettus. Why cant we live for ever like this, I said to myself—A family keeps the church— middle-aged men & women, sitting in town clothes (the men) with overcoats & gold rings reading a paper at 3.30. Such idleness, such aimlessness I've never seen in England. At last the youngest, a woman, in shawl slippers & cotton dress, strolls off, climbs a ruined wall & begins to pick yellow flowers—nothing else to do. Behind the door is the stranger who lives inside of me who knows the entries and the exits, who does the calculations. Under the crack of the door seeps the difference in temperature something cold, something old but also from the future surrounds me with its familiarity, that unknown which is mine, the untouched point I carry within me like a childbirth. I am the envoy of my time, the message I will never read is sealed in abeyance in my heart. Something unsaid that cannot be forgotten. Am I the outcome of an equation, am I a sum total or a distillation? What is the process? In there the confluence of colors, here the colored mat outside the door. If only I could embrace my whole self! How to embrace what comes to me. Indeterminate though necessary, how to receive it? Behind the wall his mouth opens out to song and underneath the door seeps the soundless and wordless song of dust. Who can seal one's ears? So we went to the hill, all in one gulp, but it was wired off, & we therefore turned back & went on to the theatre, with its curved marble seats each cut with the name of a priest seat holder as they stick cards on the boxes at Covent Garden... & we said that Sophocles Euripides & Aristophanes must have sat here & seen—Anyhow the hills were before them, as before us. And if the 2000 years have laid a few light rubbishy stucco houses on the earth, in the way, very little has been done to damage the view—nothing solid & immense & lasting has been built. Poverty & war & misery have prevented any obliteration... I am writing outside the door. I extend my hand to write on the surface of the paper in order to find myself where I was not present. I am a hunter and I am a supplicant before the door, I stalk and I pray. There are simultaneously two times here at the threshold. Outside noon
241
online version
December the 28th, a day no matter which, where/but the same day. Separated and joined this day and all the others together. Under the same roof I bring you with me because we whispered something that wasn't properly heard, we have been strangers together, embracing like outcasts and fugitives for a moment. Life is many lives joined together and without a break you are now working, digging, observing, I am being born, I'm wringing my hands, you are getting drunk, you yell, bend over the ground, I reach for the sky with my gaze,you are singing, now I am being born, I am reading, you are digging, you are falling sick, I am falling in love, you are getting drunk, I am swimming, I am crying, you forget about me I look into your eyes you die I come close to you you reach your hand I hear your voice deeply you are singing with no sound to my ears I am looking for you. & felt as if a knife had scraped some incrusted organ in me, for I could not find anything lacking in that agile, athletic beauty, steeped in colour, so that it was not cold, perfectly free from vulgarity, yet; old in human life, so that every inch has its wild flower, & the peasants are gentle people; & their clothes, worn & burnt, are subtly coloured, though coarse. What is there behind the door? There is an old wardrobe with carved doors eaten by woodworm. Inside the wardrobe hangs a black umbrella and a red hand woven blanket inside some tattered plastic. There are large clay urns. If you bend over them you can feel the vertigo of containment. Rusty tools with their edge blunted long ago, also some crooked, four-legged stools, possibly for fairy tale dwarfs. Low round tables. Most things are receptacles for something else, now empty or nearly so. Wooden chests filled with dust, wood shavings, moth eaten linen, threadbare lace, fragments of fabrics and also hundreds of plastic bags hanging from the beams that contain nothing but other bags well folded and stored in case of need, crumbs and empty plastic containers, one inside the other and also straw baskets with leftovers of condiments, and other paltry paper and plastic wrappings storage of empty space for possible future use. But what have I come here to do? I might have been a treasure hunter, even an archivist, but here nothing: void and the syntax of void. My companion has remained on the other side of the wall singing the moment of his fulfillment. And I am demented inside this room of shells, running up and down, touching them, opening them again and again, trying out rituals. Am I an observer here or am I disturbing an order or ordering or bringing to light or transporting or destroying, displacing, perverting, some things simply dissolve on touch. The room is not completely empty but completely full. It is the multiplication of lack and what evidence has remained intact intensifies its failure to contain something. Including the anticipation of a content as past history or identity. The room is empty? Might it simply be open? Anger. Disappointment. I need more clues to take with me. Take them where? To the homeland? It is perhaps a netherworld. The netherworld is pure interiority. A stomach which absorbs events. The pure meeting point without forms. A convergence of forms. This then: The room is a meeting place. So small so little so empty. I am plural and I bring you with me. Here. Because I need you. All this time I am not groping and stumbling on something that isn't there but on interiority. I take one step inwards, inside the room's inside where the outside disappears. Underneath the shell I swim in a space unassailed by the exile and loneliness of my skin, immeasurable and precise, without boundaries. Here the continent of events is illimitable. What might this
242
online version
unfeasible proximity mean? This birth into life already born? You above the courtyard wall looking at me, not knowing me, asking who am I?, and I can start your story. In front of you I am thinking of you, imagining you from very far away, so close. I touch you without intimacy from inside the soil. What is it like us being together like a country?
The text is from the book Every place, once, and completely (Melani, 2015). The quotes in the text come from The Diary of Virginia Woolf, Vol. 4: 1931-35.
243
244
245
246
247
248
249
250
251
online version
Iana Boukova The hare We went en famille to the open air market, a fifteen minute walk away, but it turned out they were selling mostly small animals, hardly any vegetables. It was on once a month, on a Sunday. There were small yellow chicks, live turkeys and some strange fowl with beautiful tails which I couldn't figure out if they were some weird breed of chicken or wild birds that had been caught and were being sold for slaughtering. “But how could people kill them?” I asked theatrically, but no one answered. As a kid with an aptitude for rhetoric, I was inclined to dramatic effects, which my parents steadfastly refused to encourage. So, then we got to the guy selling the hares and we started jumping up and down with my brother, hollering we want, want a hare and in one of the perfectly unpredictable gestures of largesse that typified our father, he bought us a hare. He was grey, of middling size and my brother carried him. We did not develop any special kind of relationship with the hare, he lived on the balcony, he twitched his nose continuously and kept his ears flattened so you couldn't tell them apart from his head. I considered him dumb. The few times we took him in the kitchen he either stayed stock-still or took a few tentative steps shitting incessantly. On top of everything we had to feed him. He ate green leafy things but as they couldn't buy him fresh lettuce daily, it was our task, mine and my brother's, to gather greens for him. Up to this day I've no explanation as to why those people yelled so much. Every time I bent down, a window would open and someone would scream: “You little brat, what do you think you're doing cutting those off? Shame on you!” There were plenty of wild greens in the large courtyard between the apartment buildings, of no use to anyone. I never understood what the problem was. But almost every single time there would be someone yelling. Up to this day I have no explanation why I was so terrified of those screams. In actual fact, they were at their windows, they could hardly do anything to me. Still, I would run off straight away. Sometimes, when the voices were particularly loud, I wouldn't stop until I'd reached the door of our apartment. Gathering greens for the hare was a horrid experience. I tried to evade and avoid it in every way I could. I am not sure exactly what happened that day. Possibly our mother came home from work earlier than usual and we had left it until the last minute to restore some semblance of order to the chaos we had created. Maybe it was after an extra shift. We certainly hadn't fed the hare. My brother had been out for his meal and when he came back, I remember he'd said: “Today, the hare will have daisies.” It was my mother's only hysterical act ever and I've no idea what caused it. I didn't see it happen. I must have been in the kitchen and the two of them out on the balcony when I heard by brother scream: “She threw him out, she threw him out!” I recall us stampeding down the three flights of stairs to the courtyard. The next thing I remember is the hare on the kitchen floor and the three of us over him, in tears. He was lying on his side, his hind legs slightly moving, as if running in his sleep and then they stopped. There was no blood at all. I don't know when I made the decision, but it was conscious and I made it relatively close to the event: I wasn't going to allow the damned hare to turn into a traumatic experience, and he didn't. That if there was a victim, that would be my mother. That what will stay with me and torment me, was the expression of pure horror on her face as me and my brother were screaming next to her. In my memory, inexplicably, screaming and jumping up and down, as if with joy. I remember that night as well. The hare was on the balcony wrapped in a newspaper. When father got back, he and mother spoke for a while in the kitchen. We couldn't hear a thing. Can't
252
online version
imagine what they might have been saying. I can't imagine what you might say to a woman whom something has taken to that point. Afterwards we were all sitting in the small living room. I felt a sweet relief which means I must have cried plenty. I don't know why in my memory, the light is off and we are sitting in the dark. It was a warm night, the window was open, no cars were passing and in the apartment block across the way, Leopardo was playing the piano. Leonardo was a chubby kid forced to play the piano for hours. His name seemed unreal to us and we concocted variations with my brother. “But how could they name him Leonardo?” I had asked my father once. “His mother was reading too many novels” was his answer which had sounded very reasonable. And still does, actually. His apartment was right across and level with ours, so we'd often lean out the window with my brother and holler, moving our palms like ears by our head: “Boo-pidy-bopsy, Da Vinci!” We thought that was hilarious. That night the window was open, it was warm and the street was quiet, Leopardo was playing the piano on and on, making mistakes, pausing and starting over again, and dad said: “Maybe we should throw him the hare?” And we all laughed.
First published in the journal Entefktirio.
253
online version
Konstantinos Matsoukas Returning
In my end is my beginning. T.S. Eliot, "Four Quartets"
In any discussion about the possibility of returning, memory and the homeland (i.e. childhood) the first issue to be breached is topological: “From where and where to?” Where do I leave in order to return, which dimension of the self/of space? And where do I arrive, at what point of origin or departure? We have here a wandering subject in search of a place or at least a map, in search of a route and a passage, a subject on a re-connaissance. Return as a quest for re-cognition. In the famous lacanian topology of subjectivity (The Mirror Stage) the first localization of the self, its first sighting, takes place as a duplicate. In discovering its unified image in the mirror, th infant who has as yet no muscle coordination or control of its movements, realizes that “I am he”: over there, elsewhere/ out there, not here/whole and not fragmented/ an ideal self at some future time.... Or, else, “As master of myself, as fulfilled, as the one I ought and wish to be, I am situated somewhere else.” And extending from this: I am what is projected there, not what is experienced here/I am he who is realized within the field of vision of others/ I am the prisoner of visibility... The relation between embodied presence and the gaze is a fission, a division. Always something lacking, always something in excess. Always, already, there is an asymptote between consciousness and lived experience. If the subject's credentials are its lack of self-identity, then, alienation, depersonalization/ paranoia seem to be immanent in the structural diagram of the human psyche. The various types of splitting and schizogenesis track this preexisting fissure. The human subject is divided in the making, it has discontinuity at its core. The adventure of consciousness is none other than the management of this inherent lack (of ours). As the field of mapping of this adventure, modern literature from Dickinson, to Kafka to Eliot is traversed by the same realization I’m nobody! Who are you? Are you nobody too? Then there’s a pair of us-don’t tell! They’d banish us you know. Emily Dickinson
In this context, the subject of return may be translated as: How much absence is our due and how much presence? They are concepts with a formidable lineage of reams and reams of critical analysis but, at least at the level of individual consciousness, we stand warned: Full presence (as a return to nature, to childhood innocence, to the authentic self, or to any other state conceived of as “primary”)
254
online version
is wish fulfillment. Or, rather, a metaphysics, the Metaphysics of Presence, a secular religion which puts forward the most commonplace human plea; the appeal for the restoration of a lost unity. We understand, nowadays, that what fullness of presence/unity of the human face may be possible, it is not preexistent but is constructed out of the materials of historicity, personal and collective. Meaning is assigned after the event,and projected backwards, a second event is required to take place at the level of language. We live life forward but we understand it backwards. At ground zero, one first survives, and then understands. Therefore, in order to take place, re-turn and re-cognition, require a second level of consciousness, required to be raised exponentially, as Lacan succinctly puts it. Here, the subject arrives after having climbed up the dialectic of lack and propitiated that original mourning. Here, it is now possible to collect the side benefits of its constitutional division: irony, invention, the artful distancing, the wise hovering between oppositions until a third term shows up. Besides, as psychoanalysis itself confesses, its therapeutic desideratum is none other than the split subject's expedient self management. The conciliation with living in two worlds. Never final, always on the way, always a matter of dynamic balance. Similarly with art, that eternal returning to a personal method in order to host the meaning one re-cognizes as akin. Here, where process and outcome are interwoven and accounted for together insofar as the artwork always implicates both the present and the non- being of the creator. RECAPITULATION – Modus Operandi Dreams are the shadows of life Life is the dream of shadows Shadows are the life of dreams Dreams are the life of shadows Life is the shadow of dreams Shadows are the dreams of life Never more attractive this city than in August, carless and humanless if only it could last forever I wish Athenians never did return. It has the same shell shocked feeling, of a mortar having just exploded, as the funeral of someone you knew quite well. There, like a reluctant pet, your body refuses to believe the story proffered by the mind. You know secretly that the reason you' re attending this ceremony can't be the one you claim, you and everyone else. But you play along, waiting for the actors among the crowd to reveal themselves, for real life to begin. Then, at an unsuspecting moment, a small lonely cloud captures your attention and wont give it back. You watch as it delicately puts its fingers inside its belly and dismantles itself. The empty space left behind reverberates like a drum. You realize at last, that's the very center of the action. A man tearing up his passport in an airport toilet. A woman you loved decades ago walking on the snow in sandals. Neither of them will be coming back, more than likely. They are both images of goodbye, one from a dream, one from a poem.
255
online version
There are images with a palpable depth and a distinct vibration which capture your attention. They rarely step up out of the flow of consciousness to introduce themselves: “Here I am, make use of me.� They hover, rather, on the verge of waking, inviting you to leave the trodden path and go down to their natural habitat. What you find there is that indeterminacy rules. Things have a part-existence, which your very descent into the scene affects and shapes. Memory remains olfactory but consciousness is a material, like mud or rubber, and vision, you realize as you scour the semi-dark, is being forced to sculpt things with your eyes. It's a hunt for treasures stored in the body, the body full of echoes, and you must listen hard to what words you'll be allowed to take with you when you come back up.
256
online version
Vassilis Amanatidis FIVEFOLD on scale, size, origin and habitation
1. [ fire ] At ease attention at ease attention at ease attention at semi memory Memory attention memory attention I say memory attention at semi resurrection Rection anticipation advent attention resurrection full grace do commence
257
online version
2. [ lappas: and thus conjoined in a fashion but all mixed together ] here are some gigantic portions: the enormous pieces of a whole that1 (nose ears and opposable thumbs tongue one arm and an eyelid a hoove there calves and wher_) but here too some mini wholes: miniscule bodies undivided (the unitaries of slightest size, the itty bitty undismembered, yes, some tiny wee full ones) So here: the big ones that in part (there, look a member paris2 ) So here also: the wholesome little ones (look, there 'tis, a part3 ) and neither on one hand nor on the other only ever conjoin-4 from this seeing that and also this tactility but also as if ever so sweetly saying to one another for5
1.
the other?
2. hioner 3. icle 4. asunder 5.
258
give me
online version
3. [ and as if we are saying to one another: ] - It is impossible for my whole to fill your partiality. - My partiality violates you. Never will it fit in you. - I'm ill at ease. My whole will always leave in you an enormous void. - I'm ill at ease. My partiality is far too enormous to be lacking. - At least we are the same height give or take. - Your finger is me divided by a hundred. That is times by - You are only finger. That is dis - comfitting. You are only whole. That is dis - comfitting. You are o -
4. [ the blind mother to Little Alexander ] Again you are late? Again you don't see me? You're lucky I can't see you either any more. Or anyone. Even though nothing escapes me. But you, neither seeing nor hearing me for seven years now... A coup d' état! I have been subjected to a coup d' état: unseen and unheard of. Who? Me for you! You have become my seven years – a dictatooor! You. Of blind ears and mind and eyes as well. But blind only with me. Why? And it was you long ago who used to call me a dictator ... Me! Did I not love you? Didn't I ever? Me who morethan-life-itse...
5. [ family history: safety distance ] All men are live-in inlaws, father saw this phrase in his sleep. At another time he thought of his pastures. He lived in them, at the village, till 17. Then he came and got in here, all of him. He is doing alright, does not complain, it is a happiness, he feels whole and pellucid. For 25 years he could not bear anyone. He had locked himself in his room, writing an Ode to Alexander the Great. He smoked, only ever smoked and wrote for 25 years. He liked it that the Great was great and died young as well. The great died at the age at which father married. Also, Alexander was fair, grand, a visionary like a true Greek. He killed with ease and he made this seem easy. Blood is glorious to Alexander, I believe father often sees this phrase in his sleep. Now his Great Son is called Alexander the Great, and the little one Alexander the Little. There are seven years between them. This is a sufficient safety distance in time. Mother is called Alcmene. She is always Hercules' mother but that too is always another story. I am the little one.
259
online version
Thodoris Chiotis 21 “An island doesn't stop being deserted simply because it is inhabited. ” (Gilles Deleuze)
Every map is the evidence of an ex or c ism: we sow tentacles in the soil of our eyes and we teach ourselves to observe the borders from a safety distance. Τhe body traces a route that initially seems unfamiliar, then familiar and finally menacing. First, the body is inscribed on space and then the memory of space unfolds inscribing itself everywhere on the body. maps:
We chew on the resin emitted by the city stoplights and spit out
we jump from one islet to another until we leave the city and our faces grow beaks that unpick the seams of the pavements. The loudspeaker in the middle of the square short circuits: “sentiments
260
online version
Fashions
of desire
SPLENDID�.
The body returns to the point where it used to qu i ver the bones are ground to dust the x-ray reveals the shoulders have become flatlands who was it that placed the crimson lizard wrapping itself around the arm of the tree which stoops towards the sea (if we noted here that the tree stoops towards the sea without ever touching it, we would see how earnestly we are looking for a cliche - and that is in itself a return) time a spandrel to amnesty.
The lines 28-29 come from the novel Six Nights at the Acropolis by Giorgos Seferis (Ermis, Athens, 1998, p. 17-18)
261
online version
Marios Chatziprokopiou
ʾištiqá:q 1 Hijras2 Black rags of grandmothers saint napthalene of hallowed closets the wood on the floor creaking the little balcony on the verge of collapse, a spectre the new owner will coat with cement. Black rags of grandmothers wooly heat at midday your scent like a quilt and a cool breeze you dampen my unfathomed night, the night that is of age you scratch at my snakebodice. — Please do not forget to name me I Return I Give birth, a bare sweet homecoming! in(to) your vagina I creep I take on your form and we start to dance Three widowed Graces My male head, a freshly prepared treat on the platter we tear each other’s hair over who will tongue kiss it Joy to your seven veils!
1. ištiqá:q¨ قاقتش Arabic term for the word etymology. Literal meaning: breach, separation, rupture. 2. hijras: Hindi (हिजड़ा) and Urdu (اڑجِہ,) […] Southasian cultures […] male biological gender […] female social identity […] 20th century […] activist hijras […] Western NGOs […] official recognition […] third sex […] categories […] beyond […] Εtym. arabic root h–j–r : abandon, denounce, migrate.
262
online version
Luna de miel3 When father “passed on” — as they say — I returned from the tropics myself. And we left with mum on a honeymoon forty-one days later. The rooms-to-let would not contain the orphaned one. It was still the beginning of May. And the only customers were retired women from the North. All of them, accompanied by their husbands who were still alive. We left We set off We found ourselves in the middle of a flatland. The three girls came grandmothers made of earth —with hair in plaits— They uttered their predictions for our lives. The whole world came — very kind of you, stranger! in the space of a hitchhiking sip. We sang sunsets That very evening, at the mobile home I dreamt of a sooty fireplace myself, the wet wood at fault and a Saint George-Dragon jolting me. (disposing of me) to sparks I was reduced. Since then, whenever and if I see dad in my dream he either smiles at me or he embraces me, 3.
luna de miel: [...] Spanish [...] honeymoon [...] mensis [...] month [...]
263
online version
Hram4 Little azure girl that twenty years afore you were watering with milk your grandfather’s bedding, swishing grandchild Barren you now sweat to saddle yourself with them, a tourist childless disowned offspring with money of unknown origin self creating. Glass-like skin longing to be scratched Website: “Easter at the village” (— Does Resurrection ever sound in the hecatombs of the chests? — For certain, daughter of mine, for certain) The beddings that raised you, wares you haggle over with foxes rabbit-sisters bishops brothers scions and acquired telesalesmen of the family house. The years that corroded you, pixels online pics and you grope around in the hope of finding and (re)claiming with a credit card number the mark of shame that bore you.
4. hram: wool-cotton bedding [...] Agiasos, Lesbos [...] idiom [...] Turkish ihram […] iḥrām ارحإarabic [...] garment [...] faithful to Islam [...] psychological condition [...] pilgrimage, hajj ]…[ جحḥarām ماَرَح [...] holy/sinful [...] Etym. arab root h-r-m: holy/forbidden [...] Modern Gr. χράμι (bedding), χαράμι (wasted attempt), χαραμίζω (squander), χαραμής (thief), χαρέμι (harem) [...]
264
online version
Phoebe Giannisi (Homecoming III) lightness lightness lightness all of life a nostalgia for lightness lightness of the air in spring under the trees one noon words are hovering the sun shadows light lightness of summer mornings lightness in battle when the limbs of Achilles the limbs of the heroes rise of their own accord as if god put wings there where forcefulness is not needed there where there is an excess of forcefulness forcefulness does not spring out of the will forcefulness grows effortlessly inside the body when the breath of the self is the breath of the weather surrounding the body the hand drags in the water the boat is bringing it is itself brought along by another force whether of the engine or the wind lightness the buzzing of the fly of the insect tirelessly scampering ascending descending walking weightless like a caress lightness of the air in spring neither cool not warm the body spreads and receives it nothing annoys only joy at its touch at its unreserved embrace an embrace with no intention no goal nostalgia lightness nostalgia of Paradise we say Paradise is then when all seasons were spring the air had that temperature there was no gravity you 've no need to fly so long as you think you are outside
265
online version
as if you are inside that the body moves of its own there is no effort it is relaxed stretched long it is upright in repose the eyes look and see they take pleasure in what they see they listen to what they see they sniff the air the air enfolds it smells of grass sea cicadas are heard sometimes the air may be a little warm and because it is warm it may be a little dense that is a little light the soul stretches it remembers not it is inside itself inside its body I start to walk and I am flying I am a bird without flying uphill is downhill the car is speeding from the windows enters the outside I turn my gaze and see two sparrows I turn my gaze again the sparrows have flown away I do not know how all this exists the birds in the sky I know it without seeing them when I see them they are no longer there I was there too I want to be there again a breath for a small gift a small now that does not last it will stay it will go it will be forgotten
266
online version
The present moment VI all of a sudden as unexpectedly as the eye catching the flight of some bird your heart leaps for joy skipping a beat something came and found you out of the blue the absolute present the thing that finds you without your asking the unexpected a little after that maybe alongside it the craving to move ahead fall forward towards the future in search of something unknown for the unrepeatable to be repeated — nostalgia the first feeling that inundates every creature as soon as it comes out to be born
From Homerica (Kedros, 2009), and from Rhapsody, due to be published in 2016, Gutenberg.
267
online version
Christos Chryssopoulos Neuron One sunny Sunday [window of parliament] the people start coming down [window of parliament] in the early morning from the suburbs towards Syntagma. They are all holding american, soviet and [lamp post] british flags. I go up [three windows of parliament] Mitropoleos st. from Monastiraki, running late, and as soon as I pass the church I hear [ faced with tyranny the people choose either enslavement or the arms of the Greek Liberation Front] the first [ledge] shots being fired from Syntagma. In a few moments, [two women standing] hysterical female screams are heard and then [man with glasses] angry male ones, and [outpost of the royal guard] someone [a woman demonstrator on her knees, holding a banner] says to me fiercely: “you get the hell out, youngster!”. I take the [youthful] advice and break into a run because there is a [banner] large crowd coming down of panicky demonstrators, with [man with glasses] some of them yelling, others cursing [seated man holds a flagpole] and others in tears. Outcome of a totally cowardly [lowered greek flag] assault by the Royal Palace: [asphalt] 28 dead and 140 injured. “Five minutes to three, [apartment building] four to, I see [trolley cable] suddenly the turret turning in the opposite direction, whereas it had been facing the entry to the Polytechnic. Not only that, but [lamp] it also reversed [ kiosk]. Immediately afterwards [armored vehicle] it went up [kiosk] on the pavement across the street, gunned its engines [searchlight beam] and at full throttle went and struck [firearm] the main [three men in uniform] entry of the Polytechnic. The gate didn't give in at once (man in uniform and man in civilian clothes]. But the students perched [signal box] to the left and right on the gate, [tracks] did fall. The dangerous bit was that behind the gate there were [pavement turn] many students”. They first appeared [helmet] publicly on the 25th March parade of 1975 [streetlight] and a while later [street] they were used [man] for the first time, specifically in clashes between construction workers who were striking and police (policeman's cap] in July of 1975. Since then [armature of vehicle] their activity in comparable circumstances has been [wheel] most extensive, also supporting the personnel of the Order Restoration Unit, [extended tear gas ejector] established two years later [man] in 1978. Following certain bloody [helmet] incidents that took place in subsequent years, [helmet] the tactical use [police] of armored vehicles in demonstrations was reappraised [turret] and henceforth [turret] they took up as their main mission [turret cover] the guarding [streetlight] of critical facilities and infrastructure. Since then, two to three Roland or/and Grenadier vehicles were permanently deployed in almost [tear gas ejector] all of the country's international [ crypt] airports (besides, during that period the phenomenon of airplane hijacking was at a peak). Yet another vehicle [wheel] of the same type was [wheel] permanently stationed at the Korydallos prison grounds, while their deployment in assignments of crowd control was significantly restricted. The court [ceiling overlaid with tiles of white color] was not convinced that this defendant caused by [metal airconditioning vent traverses the ceiling at a right angle] any means the decision of the directors of Public Utility Companies to commit the actions in question ascribed to them, nor also [lighting spot] that he abetted in any way
268
online version
[two policemen] the said actions. Besides, [seated counsel] the publishers who have testified [wooden table bearing stacks of papers and notes] vaguely [two defendants seated] that A.P. is also criminally responsible have answered to relevant questions that were put to them and have procured no specific evidence from which it would transpire [small closed leather suitcase – folder with golden legs, resting on the edge of the table] that the above defendant had given [empty wooden table] instructions to the directors of public organizations to deposit their available capital at the Bank of Crete. Moreover, there has been no evidence presented to support that [black leather folder with golden lock and a handle, resting on the floor] the former prime minister was cognizant of the embezzlements which Georgios Koskotas was practising during [arm of microphone] the critical time period of January 19 to October 19, 1988, when he was misappropriating the deposits at the [empty wooden desk-table] Bank of Crete. Everything began [flag] with an unconfirmed rumor. That the Spanish Indignados raised a banner that bore the words [three windows] “shhhh, be quiet, the Greeks are asleep”. This rumor became the occasion for the most massive [three windows] postdictatorship mobilization to take place [three windows] in Greece. The greek movement of the “Indignants”, although it contributed to a radical shift in political [three windows] interrelations, did not lead to a [umbrella] discernible political platform [colonnade] like it did in Spain. It did, nevertheless, [thumbs down] sow the seed for the creation [thumbs down] of mechanisms of the greek society's self-defence. The experiment of [thumbs down] the popular assemblies gave birth [thumbs down] to solidarity movements [thumbs down] and set [thumbs down] in motion [thumbs down] unprecedented processes of participation [thumbs down] in the [thumbs down] public sphere. The public prosecutor immediately afterwards posited the crucial question of whether the firing of that shot constitutes an overeaching on the part of Melistas of the bounds of self defence. “Can the accused claim that at that moment he was acting [young man fallen on his back on the pavement with his legs open and the left arm spread away from the body. The right arm is near the torso, he is wearing a denim vest, black and white checkered shirt and black scarf, black jeans and white sports shoes] under the influence of fear and agitation so that he may evade accountability for his action?” mr. Zagoreas queried in the course of his plea. And providing the answer himself [shadow from the flash of a camera] he said: “I think not. In a state of rage he fired a shot and … come what may, is what he thought. This however is to exceed the bounds of self defence. Therefore, the previous court correctly determined and decided ...” The motorcyclists of the greek police were proving that [crowd of randomly mixed men in uniform and civilians] in addition to [paper wing] beating people up they could also do acrobatics on their motorcycles (human pyramids [a navy officer and a sailor flank an infantryman] et. al. always holding [marine with helmet looks to the left] the flag with the bird) and accelerate through burning hoops. The men of the special forces were [aviation officer at attention with feeet tightly together and cap lowered over his eyes] sparring or doing physical exercises. Occasionally they dropped down in parachutes. But the best part [raised pyramid-shaped platform covered by a flower arrangement in two colors] had to do with the ancient Greeks, the Byzantines and the freedom fighters of 1821. With the armaments, where Greece stood wreathed and wearing [meander] its [meander] chiton [meander] always [meander] in front [meander] of the [meander] “Bird”. With the battles between Greeks and Trojans around the Trojan Horse. With the marches of
269
online version
Great Alexander's spear-bearing Persians. With the women of Hepeiros ladden with ammunition climbing [wheel] mountains made of [wheel] plywood. To this national mission [chandelier] the government will devote [clerical hat] at an initial stage [photographic camera] its energies. For this reason, it has neither party affiliation nor political character. It has a character that is clearly [microphone] national. When, God's willing – and I hope it will be rather soon – [politician rests right hand on the Bible] the national issue will have been confronted [microphone] which [ army man standing with hands crossed in front of his pubis] is sunderring Hellenism through and through, the [epaulet] government [archbishop holds notes which he reads looking at those present] strengthened and with its powers renewed, [candle flame] will take up the most pressing issues of the land. And the paramount one among those is the rapid coining of a process that will lead [unknown man] to the founding of a true and progressive democracy [hand touches the Bible] within whose framework [candlestick holder] all Greeks will have a place.
270
online version
Zissis Kotionis OUTWARD INCARCERATION, INWARD ESCAPE VOURLA: WHOREHOUSE AND PRISON
THEN AND NOW The building complex of the state whorehouse and subsequent prison, in Vourla, Drapetsona, spans a century of the urban history of modern day Athens. In 1876, contractor Nikolaos Bobolas builds the state whorehouse in Vourla which shelters and contains the unbridled activity of sex work around the port of Pireas (pic.1). At the end of the 1930s, the building's use as a sexual marketplace is abandoned, in order for the prison to be housed there during the occupation (pic. 2) The prison held various different kinds of inmates. In one wing the criminals, in another drug addicts, in a third political prisoners, members of the Communist Party. Later, the incarceration of members of the Left was predominant, who had engaged in illegal activity during the civil war and afterwards, during the period of the persecution and execution of the political rivals of the post-civil-war regime. “Pireas' Judiciary Prisons”, operated in Vourla until the time of the dictatorship and in 1987, the disused building was demolished.1 Today, on the plot of the former whorehouse-prison complex, stands an unfinished set of apartment blocks (pic. 3). The collapse of the bank system of home loans in the crisis has left the apartment blocks of Vourla half completed and uninhabited, a ruin of current city-planning history. The elimination of every trace of the previous history from the grounds with the demolition of the Penitentiary and the erecting of the new building complex operates as a kind of return back to the origins: The haunted construction becomes the counter-monument of the previous state, of the repressed history: by repressing its recent history of institutionalized libido and political persecutions, the city capitalizes on the urban subsoil by erecting a ghost building. The condition of nonhabitability is a founding requirement for every monument. Unfinished apartment blocks, without memory of being inhabited, become the monuments of a previous state which they have, simultaneously with their construction, at the same time deleted from the city's historic ground. The libidinal momentum, sexual and political, that momentum which has activated the building of modern day Athens, has left in its wake freshly created ruins. The incomplete construction in the Vourla locality is history's true monument, like the garment drying on the line, of a body which will not live to wear it again. This is the small picture of Vourla. In the large picture, a significant percentage of the buildings of Athens remains uninhabited today or with their ownership in question or with foreclosure imminent because of outstanding debts, at the same time as the homeless, both greeks and otherwise, proliferate on the edge of public life. More homes without residents and more residents without homes, in the same city, together.
1. The historical data as well as the initial impetus for the Vourla project were drawn from the research of Vassiliki Roditi for her post-graduate thesis titled “Pireas. From Vourla to Troumba. The Interweave of Sexuality and Domination in Urban Space”, University of Thessaly, 2015.
271
online version
TOPOLOGY OF HETEROTOPIA Through Lacan's topological trope of extremacy,2 the history of the city planning of Vourla may be illuminated as follows: At the time of marketing of sexual services, in the brothel's rooms, on the beds of the sex workers, the male libido is discharged through bought sex. The city's conventional life represses libidinal activity, sex, singing, transgressive fraternizing, in a policed area which is simultaneously inside and outside of the city: through the fortification wall a libidinal outside is tumultuously preserved so that the prison's outside, the city itself, may be at peace and supposedly free3 preserving its normalcy and non-transgressiveness as the official condition of urban living. The condition of heterotopia as Foucault defined it, describes this topolody of outside, within-the-interior of the urban field. In a like manner, or so it now seems from a distance, in the lacanian topology of psychic space, the innermost recess of the psychic is occupied by the exteriority of the object of desire. The further in you go, the further outside you are, and the more outside, the further in you return, in a perpetual loop without beginning or end.4 INCARCERATION IN HETEROTOPIA Utopia may be described as a hypothetical state of residence, worthy of nostalgia without however the possibility of being experientially breached. It remains a theoretical case which, the more one approaches it, the more it recedes. For that reason, the radical dissociation of utopia from the empirical world makes us suspicious: all this seems to carry an unacknowledged derivation in theology. Yet, heterotopia is suddenly described as a state worthy of nostalgia to which experience does provide access. We do not know and it would be of no consequence finding out what experiences of Foucault's in half-dark, transgressive and unspeakable urban spaces enabled him to define heterotopia at a time when every trace of utopian reverie, every teleological political delusion had dissolved in thin air. Nevertheless, it's as if the targetted use of the concept of heterotopia still in our days, extends the life span of utopian revery in the midst of a dystopian reality. The sense of urban subjects who engage in politically active dreaming that there is no exit and no way out in relation to the dystopian interior of the world of immediate experience can be stood on its head once it is replaced by the notion that heterotopia is already here: It is here as an existing filed of exteriority in the face of generalized incarceration. But is it so? There is perhaps no more appropriate example of heterotopia than that of Vourla. A spatial arrangement appropriate to a military camp with the raised external walls and the inner typology of side by side placement and repetition, was fit shelter for both whores and political/ penal inmates (pic.4). Always under state supervision. The incarceration of both whores and prisoners had a punitive intent. There are testimonies that the women weren't only voluntary occupants, who were there in order to engage in sex work, but that they had been forcefully 2. on the term extimacy (in place of intimacy) also see Z. Kotionis, “ Topologies of Inter-Ex/teriorities” in the collective volume Staking Claim on the Countryside (Indiktos, 2008). 3. on the relation between defining a space as an enclosure and peacefulness and freedom, see M. Heidegger Building, inhabiting, thinking (greek trns. G. Xiropaides, Plethron 2008). 4. see J. Lacan's topological diagrams in Pierre Skriabine, “Les figures de topologie” in Jacques-Alain Miller et 84 amis, Qui sont vos psychanalystes?, Éditions du Seuil, Paris, 2001, 395-404.
272
online version
brought in, after being apprehended for misdemeanours vaguely related to their sexuality.5 The women's incarceration as the result of the incrimination of their sexuality itself is analogous to the incarceration of the political prisoners as a result of the incrimination of their political being itself, their politicization. The sexual and the political are two irreducible aspects of the bodily. Through the dark and unseen area of the unconscious, sexuality and politicization emerge raw in order to take on, en route, the form of a demand for the subject's freedom. Both the incarcerated whore and the incarcerated citizen/ political prisoner, are jointly subjected to the condition of their enclosure for the sake of the others. My imprisonment, as a whore and as a political prisoner, guarantees your freedom, the freedom of the other outside the prison, outside of here. The whore's customer is the reverse side of the one who becomes a customer of the political prisoner's rhetoric and promises. The common trait of those imprisoned, women and political dissidents is that they have both made the same “mistake”. They wish to exercise their freedom, sexual and political, in opposition to normalcy. Normalcy is the mechanism of the naturalization of repression. The political and the sexual, indissolubly hidden in the dark of the unconscious are asking at every moment to reap their revenge. Heterotopia becomes interesting when it stops being presented as the experience of another real, non-normal space and as another, nonnormal alternative experience. Heterotopia starts to define the boundaries of difference when it reveals the routes into the dark and scorching magma of the unconscious. From a topological point of view, in short, heterotopia does not determine a horizon of difference to the real out there but can determine the channel of access towards the deep interior: that of the unconscious. To recall the freudian topology of the unconscious: There, the route is discernible from the outside world towards the soul's inner recesses via a kind of burrow, something like a unnatural appendix. The process of repression in the passage of the desirable that comes from the outside world via the tunnel directly into the dark underworld of the unconscious. And it is literally an under-world, i.e. situated in the lower part of the body, the one Freud represents as a locale of the psyche in his famous diagram (pic. 5). However, the way the topology of the psyche is described by Lacan, the strange and remarkable event that defines it is this: The more one infiltrates the psyche's interior and reaches into the dark core of the unconscious, the more one enters into the indomitable world of the outside. What is at the innermost reaches of your soul, the priceless object of desire, is outside, unreachable, distant. For that reason, perhaps deceptive. It helps to better understand this if we consider the model of the earth. A launch into the stratosphere, no matter how cold and foreign it may seem, preserves the overview of the lived world down below. On the contrary, the descent into the dark magma, the earth's interior – of which we only get a glimpse in volcanic explosions, before the lava dries on the ground – is a sinking into the ultimate outside. Burial practices, those time honored funereal rituals lack nothing by comparison to the promises of rarified utopian socialists and any other descendants of platonic idealism.They are rituals of conciliation with the ultimate exterior hiding in the earth's resistant, unknown inner being.
5. “G.P. nineteen years of age, from Asia Minor, was brought today (1929) before the officer on duty, charged with extreme negligence in the course of exercising her duties at the home of wheat grower A.M., where she is employed as tutor of his children. After due investigation, she was found guilty and it was decided as a corrective measure that she be included as a resident of Vourla for a few days... Her incarceration is not to exceed one week and she is to be assigned to a 'home' with only a few women boarders." A. Miltsos, “Drapetsona and Refugees”, http://pireorama.blogspot.gr/2012/01/1920. html
273
online version
THE BED, THE WHORE, THE COMMUNIST The whore inside the brothel is associated with the figure of the lover (pic. 6). Sometimes he just remains a protector and a pimp, living off her work. At other times, she marries him and returns through him to the external world. At yet other times, she is left with a child for her dowry, an “illegitimate” growing up with her inside the refuge afforded by prison. Her bed is her only instrument of work, of breast feeding and child rearing, of resting and dreaming. The nightmare of the political prisoner is reflected off the surfaces of the cell and returned to the bed of slumber. In the most extreme cases, for the inmate on death row, every night is the last night before his execution. The announcement of the order is continuouslly postponed. Time outside the “heterotopy” of the cell is more dreadful than the time inside of it. And yet, in the prison's interior, in the bed inside the cell, a dream is protected and growing. It does not concern the inmate's personal destiny but the destiny of all of humanity. This projection might make the incarceration a stoical redemption. The “heterotopy” of the prison is simultaneously for the witness/(martyr?) protection from death's coming but also a stoical wait for the world's redemption. The bed of the prisoner is the field of an ambivalent wait. A BOTTLE OF BEER In 1955, twenty seven political prisoners decided to escape by building a tunnel from inside a cell to the nearest place outside the prison wall (pic. 7). Escape was expressly forbidden by the Communist Party, hence this action was a double disobedience. The tunnel was indeed dug under the bed of political prisoner, A. Bardzokas. From a topological point of view this might be considered as the tunnel itself of repression in reverse: from the dark unconscious (whose?) towards the light of fulfilled desire, towards their own freedom. And so it was. The burrow was dug with patience and at extreme risk (pic. 8) The escape was successful. In the description of the escape by an inmate much later, it is noted: “After we got away, I went into a smallgoods store and had a beer. It was the best beer of my life”. 6 Pleasure is the newborn daughter of freedom. The true event, the unrepeatable moment is this: After the escape from incarceration and before the nearly certain arrest. Certain insofar as the prisoner was condemned for his act either by the state or the party, whoever turned out to be the final judge. A bottle of beer signifies the moment of redeeming pleasure, as we have all lived it or seen it in spring ads with summer around the corner. The singular event is this for another reason as well. Outside the inside is not the outside but a new inside. Inside the world which the fighter wants to change in order to find himself outside. I can almost hear the waiter, as he pops open the beer, saying to the escapee: “All that struggle, my friend, and all those sacrifices just so you can find in the world that you want to change, what is already there: a cold bottle of beer... you could have tasted it without all that struggle. And without the uncertainty that tomorrow you might be back in prison or in front of the firing squad”. 6.
274
Tvxs, “Escape from Vourla. Not even in the movies”, July 18, 2015.
online version
From his point of view, the waiter is right, but the prisoner, too, would have something to say. Something that, in the distance of half a century could only sound like a smudged echo: “Yes, well, but...” In the apartment buildings erected in the 50s and for another fifty years lived the fighters of the Left but also their political rivals. The traces of the opposition were blunted and, already within the same generation, were forgotten or covered over. Even the resurfacing of the difference in recent years, the “new civil war without arms” is no more than a farce which we take seriously. It is not true that the further out you try to get the further in you go. However, the unfinished apartment blocks in Vourla, the anti-monument of the brothel and the prison, of the whore and the communist, points to some unfinished business in the post-war project of modernism. A project made possible with the worker's left arm and the employer's right arm, the whore's left leg and the sailor's right leg, with the legalization and dissemination of the rembetika songs. A project of contestation and synergy, identity and difference. The unfinished business is visible in the empty apartments, the incomplete blocks of flats in the era of the so-called crisis. The effort made in the period of construction, the drawing of excess labor value and the spent libido were larger than necessary but simultaneously not enough for the project to reach a state of sufficiency and stability. ESCAPE BED (pic. 9) I am thinking again of the bed of the political prisoner in wing 3. I assume it is the same bed of the whore who was breast feeding her illegitimate son in the same cell, a generation previously. I assume that every bed has an escape hole, for all the air that nestles and is caught between the warm bodies and the cold bedclothes (pic. 10) I am rethinking the bed's outline, the sceleton supporting the mattress. I am assuming that the outline-sceleton is a tall fortification analogous to the prison wall. Every enclosure presupposes an escape. Sometimes that escape project is an act of heroism, sometimes it is a fleeting dream, sometimes it is a fart.
275
online version
(Pic. 1) The Vourla whorehouse complex, western districts, aerial view, 1929. (Pic. 2) The post-war refashioning of the Vourla complex into a prison. (Pic. 3) The unfinished coplex of apartment buildings at Vourla. (Y. Isidorou, 2015). (Pict. 4) Floor plan of Vourla, outer wall with three wings initially for sex workers and later for penal prisoners, addicts and political prisoners (reconstruction: Vassiliki Roditi). (Pic. 5) S. Freud, topological scetch of the pysche from the 31st lecture in “New Introductory Lectures to Psychoanalysis�.
276
online version
(Pic. 6) Whores and customers at Vourla in the 30s. (archive S. Milessis). (Pic. 7) Escapees Wanted. (archive V. Pissimissis). (Pic. 8) Escape of 27 political prisoners through underground tunnel (newspaper Acropolis, 1955). (Pic. 9) “Vourla: Escape Bed”, installation at the exhibition “NICE”, Zissis Kotionis, 2016. (Pic. 10) “Vourla: Escape Bed”, detail.
277
online version
Maria Topali In the form of an interview
What is your relationship with the so called Western Districts? I was born and raised in Callithea, near Prasinos Mylos. It is part, I believe, of the municipality of Thessaloniki but it lies outside the western gate and it also borders Sykies and perhaps Neapoli; certainly Varna. In actual fact, Varna is a Bulgarian city on the edge of the Black Sea. My grandfather came from the Black Sea. When finally, after many years in the prefecture of Evros, he became a resident of Thessaloniki, he opted for this western district because it was high up. His homeland in Pontus was at 1600 meters above sea level, if not more. The sea to him, was a dirty and dangerous place of mortality. In Kalamaria, at the camp near the sea, the refugees continued to die massively due to disease and hardship. The area was a swamp. In Callithea, my grandfather used to say, the climate was “healthy”. All of this and more is quite well known, facts I share with perhaps hundreds of thousands of other people. Refugees settled in Kalamaria and in our ears tolled the heavy accent of Pontus along with Slavic words such as “Varna”. But this Varna was a negligible distance away from the well known “Svarna” language schools where people flocked in the 60s and 70s. Thanks to Google I was informed that they have changed with the times, still in the same field of activity, in the same city. So, what is the West? It is a place of altitude, with a distant view of the port where every September there are fireworks during the International Fair and the ships at port are decorated with bright streams of lights. During that same time, there is ice cream. September in the west vibrates at just the perfect pitch. My grandmother though comes from the south, wearing a black headscarf. When she visits with us, she lowers the part covering her mouth so she can speak. She smells of grannyhood, it isn't all that nice. Grandfather, with whom we live, is the chief: he chose the place for our dwelling, he built the house, he has money. Grandfather smells of beeswax and tobacco. He is a beekeeper. The bees also live in the west, on the roof of our house to be precise. The grandmother from Roumeli, she too makes use of the foreign syllable “sv”, as for instance in the phrase by which she forbids us to roll around in the mud. There is also my svelte daughter, my youngest, born at a completely different latitude. A while later she will call herself “swelte” putting an end of sorts to this legacy. And my father, from Roumeli, he also found refuge in the west (and north). In the post-civil-war dirtroads of the west, the reneged communists of Makronisos grow up tightly embraced with those who turned them in, their blood and kin. Most children belong to both ideological camps because the west is a place of admixture. By contrast, the great old cities of the Ottoman Empire, Constantinople, Smyrna, Thessaloniki, Alexandria, maintained separation among the tribes. People there didn't much mix even if today we like to call them melting pots. Nonsense. Only in the poet's eye, did admixture happen, if at all. What, however, might have been taking place at the summertime grazing lands of the Pontus mountains, the “pachari”, where young shepherdesses spent summer alone with their animals at 2000 feet while not far away the Kurds (and the Seljuq Turks before them) set up their own revelries? It's all in the bibliography. Love affairs and betrothals in the
278
online version
countryside. On the other side of the mountains were the springs of the Tiger and the Euphrates rivers. In the mosaics of the western districts amid the small gardens with the rose beds and the rocks, later blown up to yield real estate for construction, stocky men and women of Pontus sometimes beat their feet to rhythms that arrived from the beyond, from the grazing fields of summer. During the Exodus, the rhythms left to the west. The western side is, after all, the exit of the city. Of every city. Of every place. There is no return to the east. When we leave, we always travel westward. Alongside the western districts unfolds, as you also know from Athens, the conveyor belt of the national arterial network, and the railway too. If you want to leave, you will pass through there. And as for us, who grew up in those places, we always had in our ears the humming of the flight. Tell us about the lemon tree I believe the lemon tree was planted by aunt Georgia. Apart from bees on the roof we also had chickens in the yard from time to time. More important than everything else was the sandpit which they filled with sand from the seaside AND with seashells. A truck would come up to the western heights and empty in our yard its cargo of sand, filling the sandpit. That was for us to play, with or without water, but with plenty of white shells. The lemon tree was a bit further down. I had difficulty recognizing the house because there have been more stories added, the yard is cemented and it is flanked by completely different buildings. It is nevertheless impressive that the lemon tree has escaped unscathed. It must be in its fifties, like me. I am fondly attached. Wherever I see a lemon tree, here, there and everywhere, it's this one I think of. It is aunt Georgia's which is to say mine, and it is there, I went and visited last year. Full of lemons in mid-winter, in the bitter cold. Impossible, as you can see, to put emotion aside in these narratives. After that I remember, a song with the yearning of care: “A lemon tree I planted, I'm on my way to water�. You miss what you can no longer care for. It's something inconsolable. And the last question: how are the western districts placed in relation to the centre? The western districts flow into the centre from which they are of course constantly exiled. So, one mustn't expect there to be any courtesy wasted between them, especially on first contact. There's nothing unusual about this. On the other hand, keep in mind what I told you about the exit: when one is constantly next to the highway's humming, next to the noise of the train, one isn't easily mystified by the centre, any centre. We may have had our problems over in the west, but we 've known from early on that the world is a track in constant motion. We weren't easy to fool with talk of missing centres and suchlike.
279
online version
Maria Michou wombland horizon lining
‘ Nothing carries me or makes me carry an idea: not longing and not promise. What will I do? What will I do without exile, and a long night that stares at the water?’ 1
‘Zeus! Lord and guard of suppliant hands Look down benign on us who crave Thine aid-whom winds and waters drave From where, through drifting shifting sands, Pours Nilus to the wave. From where the green land, god-possest, Closes and fronts the Syrian waste, We flee as exiles, yet unbanned By murder's sentence from our land; But-since Aegyptus had decreed His sons should wed his brother's seed,— Ourselves we tore from bonds abhorred, From wedlock not of heart but hand, Nor brooked to call a kinsman lord!’ 2
‘Grant that henceforth unstained as heretofore I may escape the forced embrace Of those proud children of the race That sacred Io bore.’ 3 ‘Silence. Come to bed with me, the big double bed, and We’ll wait.. Nothing. Silence. I am frozen by madness. Y.A.: Do you want to add something? M.D.: I don’t know how to add. All I know how to do Is create. Only that.’ 4
280
online version
‘This is where I'll write for you how my beloved mama made the clothes we wore. […] Our clothes were woven in the loom and to make them we had to spin the thread. So, then, the thread was made as follows: We sowed the cotton, the cotton seed, we dug its soil and watered it and when it was time, the pods opened, “karikia” is what we called them. Every pod that matured, the white cotton came out of the shell and we would pick it and lay it out in the sun and thoroughly dry it.’ 5 ‘And now have I roamed back Unto the ancient track Where Io roamed and pastured among flowers, Watched o'er by Argus' eyes, Through the lush grasses and the meadow bowers. Thence, by the gadfly maddened, forth she flies Unto far lands and alien peoples driven And, following fate, through paths of foam and surge, Sees, as she goes, the cleaving strait divide Greece, from the Eastland riven.’ 6 ‘Over there, most of us were poor. Out of all the houses, 15% or less had beds, the rest of us slept on the floor, we had no comforts to speak of. We were poor but kept our homes orderly. Most of the houses were one storey high with large courtyards so that a loaded donkey could walk in. There were lots of flowers in the yards, in pots and flowerbeds... Every house had a storeroom for keeping the raisin. We were an agricultural people.’ 7 ‘They were good, the companions, they didn’t complain about the work or the thirst or the frost, they had the bearing of trees and waves that accept the wind and the rain accept the night and the sun without changing in the midst of change. They were fine, whole days they sweated at the oars with lowered eyes breathing in rhythm and their blood reddened a submissive skin. Sometimes they sang, with lowered eyes as we were passing the deserted island with the Barbary figs to the west, beyond the cape of the dogs that bark. If it is to know itself, they said it must look into its own soul, they said and the oar’s struck the sea’s gold in the sunset. We went past many capes many islands the sea leading to another sea, gulls and seals. Sometimes disconsolate women wept lamenting their lost children and others frantic sought Alexander the Great and glories buried in the depths of Asia.’ 8
281
online version
‘They were surviving within heavy mourning, amongst people deranged with unhappiness. The hope of seeing their children and their siblings was their only support. With all their might, the three women were trying to start again a normal life, to send the children to school, to find a job, to set up a home.’ 9 ‘The proud mother, the indomitable, heroic Greek mother is brought to life here. Her heart is full of love for the Homeland, more so perhaps than for her own child. She does not cry nor sigh for its demise. She does not complain and does not let bitter words escape. She only sheds a brief tear but she quickly recovers.’ 10 What is our homeland? Perchance the plains? Perchance the mountains high and far? Perchance the glimmer of its golden sun? Perchance the bright twinkle of its stars? Perchance every shoreline and every village on the land? And every island that faintly juts out of the sea and takes a stand?’ 11 ‘Orientation means knowing at every moment and wherever we find ourselves where the four points of the horizon are located, that is to say, North, South, East and West. For this, you only need to find the North and turn your face in its direction and then, you will have the South at your back, the East to your right and the West to your left [...] Another way to find the North is the sanctum of our churches which is always placed to the East.’ 12 ‘In the suburb of Chaidari in Athens, where the Anakiotes have bought land to build their new church of Agia Marina, there are now four rooms in the building.’ 13 ‘After Chaidari, the Hiera Odos (Sacred Route) passed by the spot where Moni Dafniou is found today. There was a temple there, with enclosed courtyard, dedicated to god Apollo in whose main hall there were statues of Apollo and Athena. Past Moni Dafniou, on the way to Skaramanga, there was in the hills to the north a temple of the goddess Aphrodite.’14 ‘During the excavations out of the dirt sprang small statues of Aphrodite and other deities, possibly in the style of Pheidias, and groupings of her with Peitho and Eros and doves some with inscriptions and others not, and birth symbols and pomegranates for fertility and bases with inscriptions and the bases of stelae and a woman leading a youth who is making a votive offering, and another youth, headless, who is coming along on his own, with an incense holder in hand.’ 15 ‘A quarter of an hour out of Peristeri is the cemetery where father Isaak is, employed by the Municipality. Father Isaak hails from Ceasaria.’ 16 ‘Along the shore line, we come across the soap-manufacturing Eleusina, res. 2,700. In Eleusina are found well known factories of soap and cement, as well as a small museum near the ruins of Demeter's temple.’17 ‘There are approximately 360 handmade refugee homes, out of plinths, with street planning but roads in disuse. The little houses are orderly. […] Further up, near the settlement's edge is the school, a long and narrow, ground-level building, with two male teachers and two female; one of the women teachers is from Smyrna, the others are locals.’ 18
282
online version
‘As “a household” are considered: a) Two or more persons (whether related or not) who live together and as a rule, eat together (private cohabitation) b) Every person living alone (even if in a rented room, as long as one looks after one's own meals, i.e. either cooks or eats out at a restaurant).’ 19 ‘Well, the Cabbalists used to say that even for God it wasn't a good idea to stay alone, so from the start he had taken as his companion Sekina, i.e., his own presence in creation. So Sekina became God's spouse and later, the mother of all peoples. When the Romans destroyed the Temple of Jerusalem and we were scattered and became slaves, Sekina grew angry, she disengaged from God and came along with us in exile.’ 20 ‘Her husband Apostolis, is a greengrocer doing the rounds of the streets with a donkey. He lives behind the cemetery on the road to the sea. He owns a large dog.’21 ‘In Drapetsona lives Myron Myrides from Livera of Matsouka. He is eighty years old and he used to be a muleteer where he came from. He left his homeland in 1924. Everyone calls him Homer.’22 ‘Here in the Pontian district, there is a woman from Kerasounda. Her name is Ierozili Sidiropoulos. She owns a greengrocery at the end of the Pontian district. And her sister-in-law Sophia Fotiadou is also from Kerasounda. She lives in Callithea and right now she is on holiday in Boyati.’ 23 ‘I was having a nice time at the Forgetarium. Peace like a dessert sea and self-incarceration a small backward sailing oar boat — let the motion keep paddling and there will appear the memory of some shoreline.’ 24 ‘While all of the villages of Pontus and Asia Minor came and settled somewhere in Greece concentrated in one or two villages, maybe more, Zyganita alone was an exception. First in 1918, the whole village, all of its fifty houses, scattered throughout Russia. After that, a mere 10-15 families came to Greece, if that. The rest were lost in Russia. No one knows where they live. But even the ones who came to Greece were dispersed. I heard that a few are in Pireas.’ 25 ‘Palia Kokkinia is separated from Nea Kokkinia by a stream.’ 26 ‘Ilossou st. in Nea Kokkinia was named by Yannis Avramides, municipal counselor of Nikea Municipality, in order to give the name of his homeland to the street where his father lives, the priest Leondios Avramides.’ 27 ‘When we came to stay in Kokkinia as refugees, we gave to the church of St. Nikolas the heirlooms we brought from home... In return … they named a street here in Kokkinia, near the high school, next to Ossia Xeni, “Nea Delmissos st.”, so that the name of our village remains.’ 28 ‘Except that the story of Eve has been written down and everyone knows it. Whereas the story of Lilyth is only ever narrated and so there is only a small number of people who know the story, or rather, the stories, because there are so many of them.’ 29
283
online version
‘Picking up a pen and wanting to write about Makronisos is a bit difficult, especially when you have reached seventy eight years of age. […] And the reason for that is that Makronisos has left us with other memories. It has left us with experiences which we can't get off our skin and every reference to which still scours the wound.’ 30 ‘Morossov turned his parents in for having sown some wheat during the time of the great hunger, in 1931, to preserve their family. The next day the unfortunate parents of the young collaborator were executed but Pavlik, too, was found dead.’31 ‘I couldn't withstand them because I became afraid of them. That's what it was and I know it well. Now I remember how you used to say the fear of pain is greater than the pain's reality. And I found nothing reasonable about them that I might conceive of and explain with my head. I saw how they wanted to tear me in pieces and they looked like cannibals. I saw them relish watching me writhe in pain.’32 ‘A recent proof of that interest in favor of the youth is the unprecedented gesture of the free provision of scientific essays to absolutely every student of the University Schools. […] for the rebirth of our nation and thrilled the youthful souls about the uphill road of recreation of our beloved homeland.’ 33 ‘Alack, O father! from the shrine Not aid but agony is mine. As a spider he creeps and he clutches his prey, And he hales me away. A spectre of darkness, of darkness. Alas and alas! well a day! O Earth, O my mother! O Zeus, thou king of the earth, and her child! Turn back, we pray thee, from us his clamour and threatenings wild!’34 ‘And yet, I only feel at home because I am a guest. Others have roots, deeper roots, and they are hosting me. I am grateful to my parents for not leaving me any land, because this way I enjoy another that was not mine to start with, not mine at all, even if I am its legal owner.’ 35
‘I lie on dry grass on the hill of Ayios Panteleimon; below me extends the city […] I turn my gaze towards the plain, the villages and the mountains on the edge of the horizon; […] I get up; next to me is a stone chapel and the gigantic concrete cross – a relic from the era of [archbishop] Kantiotis; on its base the word “Hellas” is written in blue spray paint, and a bit further down in red paint the phrase “Neither God nor Master”; I walk down towards the river [...]’ 36
westward
284
constantly
emerging
online version
1. Darwish, Mahmoud (2008) ‘Who Am I, Without Exile?’ από το The Butterfly’s Burden. Translated by Fady Joudah. Copper Canyon Press. Retrieved from http://thepoetryfoundation.org, last visited 23.02.2016. 2. Aeschylus (1883) The Suppliant Maidens. Translated by E. D. A. Morshead. London: K. Paul Trench and Co, p. 1. Book contributor: University of California Libraries. Retrieved from https://archive.org/details/suppliantmaidens00aescrich, last visited 4.3.2016. 3. Op. cit., p. 7. 4. Duras, Marguerite (1998). No More.Translated by Richard Howard. London: Seven Stories Press, 66-67. 5. Zervou, Katina (2006). Ta Vrikolounia. Athens: To Rodakio, 90. 6. Aeschylus (1883) The Suppliant Maidens, p. 29. 7. Lianos Spyros. 30.9.63, to I. Loukopoulou. File “Ionia” No. 69 of the Oral Traditions Archive of the Centre for Asia Minor Studies (CAMS) District of Smyrna, Settlement of Vourla. 8. Seferis, George (1995) "Mythistorema" from Collected Poems (George Seferis). Translated, edited, and introduced by Edmund Keeley and Philip Sherrard. New Jersey: Princeton University Press. Retrieved from http://www.poetryfoundation.org/poem/181958, last visited 4.3.2016. 9. Jachili, Iris (2012) Baidiri 1922. A story of loss. Volos: Kondyli editions, 165. 10. Monastirioti, D. (without a publication date) “Day of Celebration” in Children make theater. Theatrical skits for school celebrations. Athens: N. Alikioti Publishing, 13. Archive of Milio Psarrou-Marangoudaki. 11. Polemis, Ioanis (1935) “What is our homeland?”. Webpage of National Kapodistrean University of Athens. Retrieved from http://users.uoa.gr, last visited 23.05.2015. 12. (1945). Boyscout Primer-Third Grade. Greek Boyscouts, pp. 58, 60. 13. Orphanidou, Victoria. 20.6.1962, to Th. Kostakis. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs”, No. 34 of the Oral Tradition Archive of CAMS, Settlement of Chaidari. 14. History of Iera Odos. Retrieved https://ieraodos.wordpress.com, last visited 24.02.2016. 15. Minutes of Archaeological Society 1936 in “Sanctum of Aphrodite in Skaramanga, Historical Retrospection, Municipality of Chaidari.” Retrieved from http://www.haidari.gr, last visited 24.2.2016 16. Paximadas, Gr. 1968, to D. Loukopoulos. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs” No. 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of Peristeri. 17. Publication of political geography, more than likely pre-war. Part of the publication survives with no additional information. Page 17. Archive of Milio Psarrou-Marangoudaki. Th. Kostakis. In collaboration with CAMS File “Contemporary Settlement, Athens 18. and Environs” No 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of Eleusina. 19. Population and Residential Census of March 19, 1961. Household Inventory Form. Archive of Milio Psarrou-Marangoudaki. 20. Levi, Primo (1992), “Lilith” in Lilith. Trans. Sarah Benveniste. Athens: Rodamos, 31. 21. Mistilopoulou, Despina to S. Dondolidou. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs”, No. 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of N. Eugenia, Pireas. 22. Dondolidou, Sophia. 19.6.1958. In collaboration with CAMS. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs” No 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of Drapetsona. 23. Amanatidou, Simela 17.7.1962 to S. Dondolidou. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs” No 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of Nikea. 24. Dimoula, Kiki (2005) “And the other whence” in Poems. Athens: Icarus. 6th edition, 363. 25. Nikolaidou, Anastasia.16.12.1959, to Al. Ioakimides. File “Contemporary Settlement, Athens and Environs” No 34 of the Oral Traditions Archive of CAMS. Settlement of Pireas. 26. Dondolidou, Sophia. 22.11.1957. In collaboration with CAMS. File Contemporary Settlement, Athens and Environs” No. 34 of the Oral Tradition Archive of CAMS. Settlement of Nikea. 27. Op. cit.
285
online version
28. Okeanides, Joakim to B. Nikiforides. File Contemporary Settlement, Athens and Environs” No. 34 of the Oral Tradition Archive of CAMS. Settlement of Nikea. Levi (1992) 33. 29. 30. Gavrielides, Nitsa (2004) Makronisos – They are hitting the women tonight. Athens, 15-16. 31. Speech at a primary school, “Youth and communism” during the junta. Archive of Milio Psarrou-Marangoudaki. 32. Arseni, Kitty, (1975) 18 Bouboulinas st., Athens: Themelio, 71-72. 33. Primary school speech, op. cit. 34. Aeschylus (1883) The Suppliant Maidens, p. 43. Cassen, Barbara (2015). Nostalgia. So, then, when is one at one's place? 35. Translation: Cecile Inglesi Margellos. Athens: Melani, 27. 36. Kostaris, Ioannis (2013) Short homeland tales —Places, people and rather insignificant events creating a map without seeking any motherland. Athens: Fos biblia. 11 Florina – Hill.
286
online version
Rika Benveniste Return to Salonika1 The twin crushing stones of best-selling nostalgia and political rhetoric frequently embellish the violent loss of the world of the Jews in pre-war Salonika and obscure the harsh reality of the survivors' return from the death camps to their city of birth. Thessaloniki is liberated on October 30, 1944. Early in the afternoon, partisans of ELAS entered the city and two or three days later, the British arrived. Jews walk their city again. First, the few that had been hiding in the city, then a small number of partisans who had sought refuge in the mountains, in villages, in Athens – no more than 70 or 80 in all. When the first Auschwitz survivor reaches Thessaloniki in March 1945, the bad news quickly spreads: “The Germans burnt the Jews of Salonika in the crematoria.” At the end of spring, camp survivors reach the city. They are surrounded by a disquieting strangeness. Alienated and alone, their fate appears to have nothing in common with those standing around them. Cut-off from the certainties of the past, from their old belief systems, exiles from their own life stories. The nightmare is confirmed: who can believe what they have been through: hunger, cold, pain, fear, exhaustion, despair, death, all around, everywhere. No one who has not lived through it and witnessed it, wants to know about it. Who to talk to? Even worse, a cruel, perverse suspiciousness weighs heavily on them. Whoever did not experience the camps willingly believes that only criminals survived, or those ones who became criminals in there or even that the camps weren't as terrible as all that, and the proof is the survivors themselves, since they've come back. Sometimes, suspiciousness isn't absent even from their family relationships, as a scale of torment, a hierarchy of pain, comes to poison the desire for “normal life”. But what does “normal life” mean? Anger, pain, loneliness, responsibilities, undeserved guilt, hope – these are feelings endlessly succeeding one another. In spring of 1945, a “tide of nomads”, millions of former prisoners, were coming out of prisons, camps, factories and hide-outs and embarking on the return journey by whatever means available. Many times, their wandering lasted for months, their itineraries also involving accidental meetings. Each one carried their own narrative of tribulations, their own adventure of survival. What might they be thinking of, at those times? From Siderokastron to Thessaloniki, first stop at the Pavlos Melas military camp. Some have someone waiting, others find support in an old neighbor, for many the only solace is the community that is being reconstituted. The last survivor returns to Thessaloniki in November of 1945. Some opted not to return and remained in Germany, waiting for the much coveted visa for the USA or opted to migrate to Palestine. As if living in a “waiting room”, men and women are starting new lives, getting married and having children. Besides, for many the return to Greece turns out to be an intermediate station, once they realize that the place out of which they were ousted is no longer theirs, that here no relatives, no home and no property are to be found any more. Nowhere is life strewn with rose petals for refugees. In Palestine, the pre-war migrants treat the new arrivals from the camps, at times like lost relatives and, at other times, as partly to blame for the loss of their relatives. There, the material living conditions are limited to an iron bed, a mattress, a shared roof and a bit of money to start with. But across the Atlantic as well, the realization of the American dream passes through the sunless path of poverty and the knowledge that a city of migrants is a city where the locals have their ways of keeping migrants at a distance, keeping at bay refugees who, as Hannah Arendt writes, have lost their
287
online version
language, the naturalness in their responses, their simplicity of gesture and their emotional expressiveness. In Greece, the joy of Liberation is quickly overshadowed by a savage civil war. For some Jews that meant a continuation of persecution. For all Jews, that meant they would watch German collaborators buy off their impunity with an excess of nationalist sentiment. For most Greeks, Jews or not, the post-war years were a time of great deprivation and lack of shelter. Many returning Jews can't re-enter their homes, either because other unfortunates had found shelter there or because they had been usurped by collaborators. Families go under a shared roof, a shared courtyard. The annulment of the war laws should have meant the immediate restitution of their property; in actual fact, a drawn out process was involved, to which the unwillingness greatly contributed of municipal and judicial, which is to say of political, authorities. Even worse: by an ordinary perversion of logic, the claim for the restitution of properties is transformed into poisonous antisemitic discourse, to do with the alleged Jewish avarice, fuelling the notion that all Jews are rich and harbor hidden treasures. On 18.7.47 antisemitic comments in the press, prompt one article writer of the Evraiki Estia (Jewish Hearth) to note: “The Jews back from being hostage have received no care whatsoever by the official state. Worse still, they have encountered and are still encountering insurmountable obstacles in having their cause acknowledged and in any case, due to these difficulties as well as to government indifference, many Jews are still homeless and tuberculosis has so far advanced since the Liberation that the number of patients today is eight times what it was in 1945”. And though the war is over, the defiling of the Jewish cemetery continues into 1947 when on a daily basis, memorial plaques are transported on carts to different points in the city, fill the courtyard of the church of St. Demetrios and are used to pave the road connecting King George Avenue with the Military Headquarters. From 1945-47, Jewish communities rise to the challenge of rebuilding. At the beginning of 1946 the first elections are held in the Thessaloniki community. In November 1947, the first Assembly is called in Athens of the representatives of Israelite communities. Bitterness and anger are hard to put aside and disagreements abound. The Jewish pess is following the international political scene and particularly the issue of migration to Palestine and the process of the emergence of the new state of Israel. It also reflects the new daily reality of the communities. In 1947 this includes issues such as the reconstruction of the internal gates to the synagogue, the distribution of unleavened bread (“brought from America”) for Easter, the replacement of the rabbi of Athens who is leaving for Egypt, the trip of the “moel”, the circumciser, from Athens to Thessaloniki by plane, “in order to perform circumcision on ten infants”. There is consent around childcare issues and they are given priority: in Thessaloniki a daycare centre is to open, while in the summer of 1947, the summer camps of Agia Triada are inaugurated: 72 children in two periods “spent twenty days in the clean sea air”, something necessitated by the health of many of them. There, among the children, differences are tempered, there, at last, the joy of living can take the reins. “Normal life” also means compromise: for some in marriage, for others at work, for yet others in the decision to resign from continuing their studies. Nevertheless, in its simplicity, life can be sweet too: The young again discover love, dancing. Black and white photographs immortalize a Sunday excursion to the sea. Young men and women meet at the neighborhood patisserie and they dance, with every opportunity given, they dance a great deal. The victims strive to stop being victims, to take an interest in life. Some seem to manage to leave behind the sorrow of the past for the sake of focusing on the future. Others cannot stop telling each other dreadful stories of trials and terror. Some draw courage by the quieting of emotional intensity. Others struggle to forget. The begetting of children becomes the miracle that allows entry into “normal life”. Marriages, preferably to a man with whom it isn't necessary to explain in too many words what you've been through, to a woman who has known the crimes of which
288
online version
humanity is capable, as well as the generosity that may lie hidden; to a man who also has unbelievable stories to tell of humaneness and solidarity, hatred and treason, to a woman who, like everyone else, must rise to the demands and compromises of postwar life but also manage the weight of the loss of loved ones, the unbearable grief. Because, beneath the appearance of “normal life”, of work, family and recreation, those who survived were mourning. Because the day of commemoration of the dead at the camps was a day of mourning: on March 29, 1947, all Jewish stores remained closed and on their doors was posted the funereal announcement of the memorial service. The Synagogue was crowded and all in black, with the chandeliers covered up and hundreds of candles burning. The mass started at 10 am with Christian friends present, in addition to the “officials”. Speeches were delivered by rabbi Molho, president Menache, the lawyer Nahmias and “the elder historiographer” Joseph Nehama. And the crowd broke out in sobs. For some, there was never going to be a “normal life”. The memory of the return faded among the painful memories of the Shoah, the nostalgia of the prewar years and the demands of the present. Nevertheless, in the return and the first postwar years explanations may be found about the world in which we grew up, the children of those who survived. And maybe we will gain a better understanding of the fears and the courageousness, the choices and the hesitations, the severity and the tenderness of our predecessors.
1. A version of this text was read at the Monastirioton Synagogue in Thessaloniki on the 8th of May, 2011 (Yom ha-Shoah).
289
online version
Panayotis Ioannidis TOWARDS ARISTODIKOS After quarrying, if the marble is not to be worked on immediately, it is buried back in the earth: so that it may stay fresh, retain its juices. ~ In the foundations of the house where, years ago, we used to spend our holidays, an ancient road had been found, with traces of a vehicle on the rock. And, next to it, a funerary stele. A block away, the archaeologists never so much as complained when I slipped in amongst them while they worked. And after they had abandoned the site, I would go and hide small treasures there among the ruins: a torchlight, a square battery, a box of matches, a couple of toy cars. In case of emergency. ~ I was born opposite the Archaeological Museum. Ever since I was little, every time I went in, I would turn left and keep my head up, looking for the smile of the Kouroi. Were these funerary statues a debt to the dead dictated by a higher order of things? How did art give form to such desires? Almost simultaneously, statues appeared in the temples of the gods as well as on graves. The funerary statue is both a form of the objective debt to the dead and a fulfilment of the spiritual need of the living to have before them the dead person's likeness. On my way out, I would slide down the inclined marbles to the left and right of the forecourt's wide steps. The marble, slightly concave in the middle, worn smooth from wear, was almost soft – and invariably warm. ~ Aristodikos, the last Kouros, isn't smiling. The eyes of Aristodikos are shadowed –not just literally, due to their sockets' curvature– but also metaphorically, as if by the shadow of memory. At the Museum, we indeed come across him last in the sequence of Kouroi. Christos Karouzos –Director from 1942 to 1964, formidable archaeologist, unrivaled writer, lover of poetry– who loved and studied him, estimates that he died at the age of twenty five, around 500BC. On precious marble from Paros –the best for moulding the body–, his family asked for his form to be carved in full relief. They set it by the grave next to the road –as was the custom– at the edge of their estate in Mesogeia, in the locality of “Phinikia”. But twenty years later, they also laid the statue down to rest over the buried body, and covered it with soil. To
290
online version
save it from the Persians, about to burn down Attica from end to end, up to the Parthenon. Almost intact, protected from the sun and rain, the statue then was returned to earth. It would rise again 25 centuries later. In 1944, the property owner sends over labourers to till his field. The plough hits on stone. Again and again. They get hold of hoes to dig it out, they unbury a body, whole. Only the hands are missing. And the feet break off at the delicate ankles. It would be ungrateful to complain about the degree of its preservation. Only the hands are entirely missing. Of the lesser wounds, the most annoying is the disfigurement of the eyes, lips and especially the nose, most probably caused by the frequent passing over of the plough. For years the plough passed over the face Over and over the plough passed on the face They load the statue on a carriage, cover it with straw, take it to the Museum in secret. To the empty Museum: all the statues are already asleep, buried in the soil, under the floor of the halls, since the eve of the German invasion. (Months of secret toil, under Semni Karouzou's supervision.) The monuments that were saved are “fortune's children”. ~ I still strive to see what the hands held Fruit bottle, cup weapon or bridle Or nothing – Open palms full of arrival They might have held scales offered fair opposites Except they 're missing
291
online version
Back to the earth whence they emerged idle they have returned As prescribed by the order of time Now equidistant brokenly they balance ~ The statue does not unfold its world outwards but has gathered its strength in, as if meditating on some inner stirring. Karouzos, in his study on Aristodikos, includes a long list of attic sculptures from 550-480 BC. There, twice he refers to Rilke: 540-530 … Stele of two siblings in New York and Berlin – incontestable seems the kinship of the girl's head with the “Rilke” head in the Louvre ... Male head Louvre 695 – which, according to Haussmann, may be the subject of Rilke's sonnet “Fruehe Apollo” As sometimes between the yet leafless branches a morning looks through that is already radiant with spring: so nothing of his head could prevent the splendour of all poems from striking us with almost lethal force; for there is yet no shadow in his gaze, his temples are yet too cool for the laurel crown, and only later from his eyebrows' arches will the rose garden lift up on tall stems, from which petals, loosened, one by one will drift down on the trembling of his mouth, which now is yet quiet, never-used, and gleaming and only drinking something with its smile as though its song were being instilled in him. Rilke wrote this poem in Paris, on July 11, 1906. Although in May of that year his term as Rodin's secretary had ended following a rupture between the two men, his New Poems –the First Book (1907) of which opens with this sonnet– are written under the influence of the
292
online version
great sculptor who seems to have shown him anew how to see and how to reflect. Three years earlier, near the end of his essay, Auguste Rodin, Rilke had said about his sculptures: “a great gesture seems to live and to force space to participate in its movement.” ~ Upon the pedestal, rises the youthful form of Aristodikos, slender in its deeper conception. With difficulty might it be said that he is standing. We would be closer to this image of a man imperceptibly moving, were we to say that he witholds movement. Nor is it possible to speak of a state arrived at but, rather, of a force in action. ~ Funerary statues stop, so far as we can see today, a little after 500 BC, for sixty years or so. Archaeological research has almost unanimously conceded Milchhoefer's conjecture that a law that came out in Athens, according to Cicero, “a fair while” after Solon, against the lavishness of funerary monuments, must indeed belong to this late archaic period, and possibly to Kleisthenes, as Hirschfeld subsequently hypothesized. Cicero's source is known to be Demetrius Phalereus and this vir eruditissimus in turn draws information and suggestions for his own radical restrictions on grave monuments from Plato and the preceding attic legislation. An attractive hypothesis, though no more, is that this law is contemporaneous and not unrelated to the law of ostracism. I might almost not have existed ~ ARISTODIKO: the name of the dead in the genitive, on the statue's pedestal. The mere name of a man is tantamount to anonymity. The pedestal is preserved, and the name, and the plinth of the statue. But –a strange thing, unexpected for a work such as this– there is no funerary epigram to be found. Voice not reaching out from the stone speak up Whose face? Distance touches it as pain returns to its black owner The eyes no longer oppose the most beautiful thing springing
293
online version
from life renounced Each morning there survives a song From dreams Which one has dripped on his half-parted lips so he now sings, upright and whole? Threshold of song mouth of a lost youth Music breath of statues silence of images Space of the heart suddenly so large
In italics, phrases from Ch. I. Carouzos's monograph, Aristodikos (1961). The translation of Rilke's poem is by Dylan Schenker [http://earlyapollo.blogspot.gr/2007/09/critical-analysis.html]; that of his essay, Auguste Rodin, by Jessie Lemont and Hans Trausil (1919).
294
online version
Dimitris Allos WHAT I LEFT BEHIND, A DAY AND A NIGHT Memory a quicksand incises and covets all my sparrows all my nutrients (every leap year this happens when I'm left skin and bones)
* The language in which I'm speaking to you is the poem along with its wastepaper basket * I stumble badly on stones and empty cigarette packets * Going through the same demolition – a methexis (I wish it thus)– all those almost maybe probably because which years ago tumbled in a heap so I could set foot victorious on the same poem I am now setting foot onto the critical fifties and what knowing I am lumbered with the shoulders can ill bear * The whip of distance strikes whomever is holding it
295
online version
* Learning from scratch the steps of this road – (in shiny nickel in wireless) – and here I am gawping at nature ancient bold-headed forests country homes with no permit greedy wrinkles – that is how you exist for the time being around me – roadworks and others for the public good at some point [...] entering out of curiosity the abandoned shells on the wrecked case I read: don't play roulette with my words –written in red crossed out in black– and further down: beware how you touch words they hide incidents * A whole series of abandoned poems they might have been stations once * Dusks are the gums of the poor – (such switchblades its wings) – I could see how they swirled the sky an antimony grey dampened the drinkable blood all round (you could get a whiff of it) I took my faded jacket off (all these clothes and -finally- it served its purpose this old thing with its hair on the inside) I laid out beneath the worn sheet of asbestos
296
online version
* Only memory stakes a claim on red the amphibian learns both from the wound and the blood
* for my Iana “I'll pay you – I told him with his losing side” as I was trying to slip through a needle hole (my hands smelled of steel) I awoke trembling Ah! I marvelled! That is poetry in my life and then I was covered in cold sweat AH! that is my life in poetry while clockwork tears thawed splashingly by my feet painting them bright red then the seagulls would come and it seemed they were winning the dog would grab them and it seemed he was winning then other four-legged creatures grabbed them these latter ones noisily deafeningly they transformed into just what they were devouring The seagulls then envied the sky The dog cried and then laughed (filling emptying distributing) The dog breathed appraising Rational Death a beloved hand was shaking me forcefully “where are you going my love where are you going? are you changing course in the dark?”
297
online version
* it dripped that faucet all night long drip drip my dreams a circle my dreams circles concentric ones night day it dripped that faucet the same drop drip the same drop always drip drip
* Unmoving you admire the speed all that horror overtaking what time entrusted you with * Pulling the black fabric a Japanese moon took to talking non-stop the nights' eosinophils coagulated – the ones called stars by those below – a perfectly clear sign that ignorance consoles distance
298
online version
* My candle was melting in its ivory stand melting and taking me down straight to the Underworld when suddenly the blasted thing went out and I was left dangling unfulfilled in the vertigo of Koliatsou square hopeless then and teary and full of entreaties I ran over to the smallgoods store of mister Mitsos – a namesake of mine – a lined notebook said I sniffling and perched on the high worn armchair with my childhood shoes high up in the air because I need at once to inform you — as we've launched to the sound of a band (and other musical accompaniments) into the era of information technology — that mister Mitsos' apart from a smallgoods store was also a shoeshine
* I palpate the shape of my skull out of curiosity
299
online version
* This road with its many turns and bridges (pink limestone washed up by barren memories) I know it –said I – with that moon that came out a little higher than sleepiness and lends my flocks to the wolves with its almond trees deferred in time (if that's how winter is meant to be) I know them – I said – his secret footmarks and hideouts crests rising to a man's full height – I know the places well where the water's cloyingly sweet and treacherous and where it quells the thirst of rams and flying horses and at all events it isn't my nostalgia but, rather, red which hides briefly in the translation
* I loved you I hated you I stand and pore over you beautiful clandestine land digesting me deeper
The composition “What I left behind me a day and a night” was created specifically for the present edition. It contains texts written at different time periods from 1986 to today.
300
online version
Το Salon de Vortex είναι μία συνεργασία μεταξύ των εικαστικών Γιάννη Γρηγοριάδη και Γιάννη Ισιδώρου. Οι δύο καλλιτέχνες συνεργάζοται από το 2007 και ίδρυσαν το Salon de Vortex το 2009, στη βάση μιας διαλεκτικής σχέσης η οποία δημιουργεί έργα στη μορφή σύνθετων εγκαταστάσεων. Αυτά τα έργα που περιλαμβάνουν πολλά διαφορετικά μέσα από γλυπτά ώς βίντεο, κείμενα φωτογραφία και αρχειακό υλικό, αρθρώνουν μια καλλιτεχνική θεωρία της υπέρβασης, έναν εφευρετικό και ευφάνταστο κριτικό λόγο απέναντι στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική κατάσταση και αποπειρώνται να αναλύσουν τις κυρίαρχες συνθήκες της αστικής κουλτούρας. Ενεργοί διανοούμενοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες και ποιητές, συμμετέχουν συχνά στα έργα του SDV και προσκαλούνται να αναπτύξουν τακτικές εποπτείας και αναγνώρισης γεγονότων και συμπτωμάτων της σύγχρονης μεγαλούπολης. To SDV σκοπεύει να ερευνήσει και να εξιχνιάσει τα μυστήρια της ανερχόμενης άγνοιας, του ριζοσπαστισμού, της εντεινόμενης δυσφορίας και της φαινομενικά αναπόδραστης αποξένωσης. Υποστηρίζει την τέχνη, την ποίηση και τον στοχασμό ως βασικά εργαλεία της δημιουργικής προσπέλασης των μηχανισμών της πολεοδομίας. Το SDV στρέφει την προσοχή του σε ζητήματα όπως η Μοντέρνα ουτοπία και ο Μεταμοντέρνος Κυνισμός. H Αναπεριγραφή ως μέθοδος οικειοποίησης της ζωής. Ο Δομημένος χώρος και ή Θραυσματική αναπαράσταση. Το Πολιτικό Έδαφος. Τα Αθέατα σημεία. Το αίτημα της κοινότητας. Τα κύρια έργα τους είναι το Mofferism (2011, σύνθετη εγκατάσταση που παρουσιάστηκε στην Αθήνα στο project space salon de Vortex και στο στρατόπεδο Κόδρα στη Θεσσαλονίκη), Rebuilding Dialectics (σύνθετη εγκατάσταση που παρουσιάστηκε στη γκαλλερί Cheap Art, στα πλαίσια του Symptom Project στην Άμφισσα και τμήμα του στην Athens Biennale, 2013), Urbanism for Dummies (2013, residency ενός έτους στην Cheap Art, συλλογικό έργο σε επιμέλεια του Salon de Vortex), Violence and Legitimacy, (εγκατάσταση στην Art Athina, 2013), 851 Αθήνα – Νίκαια, (εγκατάσταση στην Art Athina 2015). Salon de Vortex is a collaboration between the artists Yiannis Grigoriadis and Yiannis Isidorou. The two artists have been working together since 2007 and they founded Salon de Vortex in 2009, on the basis of a dialectic relationship which produces works in the form of complex installations. These non narrative works which include the use of every medium, from sculpture to video, text and archive material, seek to enunciate a theory of overcoming, an inventive and imaginative critique on contemporary social and political status, and an analysis of dominant aspects of the urban culture. Active intellectuals, writers, artists and poets are often invited to participate and develop tactics of observation and recognition of facts and symptoms of the contemporary metropolis. Salon de Vortex aspires to research and unriddle the mysteries of up and coming ignorance, of radicalism, of the intensified discontent and the seemingly inevitable alienation. It supports art, poetry and thinking as the basic tools, for creatively traversing the mechanisms of urbanism. The main issues on which SDV focuses are such as the Modern Utopia and the Postmodern cynicism. Re-describing as a method of appropriation of life. The Structured space and the Fragmented representation. The Political ground. The Unseen spots. Τhe 301
online version
desire for community. Their main works are Mofferism (2011, complex installation, presented in Athens and Thessaloniki), Rebuilding Dialectics (2013, complex installation presented in Athens, Amfissa, Athens Biennale 2013), Urbanism for Dummies (2013, one year residency in the Cheap Art gallery in Atnens, collective work curated by Salon de Vortex), Violence and Legitimacy, (installation, Art Athina, 2013) 851 Αthina-Νikea, (2015, installation Art Athina). Γιάννης Γρηγοριάδης Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1971 και σπούδασε γλυπτική. Το καλλιτεχνικό του έργο εστιάζει στο αστικό φαινόμενο και τους διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας του με ποικίλα γλυπτικά μέσα και υλικά. Έχει επιμεληθεί εκθέσεις και προβολές, ενώ εργάζεται ως επίκουρος καθηγητής στο Εργαστήριο Πλαστικής του Τμήματος Αρχιτεκτονικής, στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. ygrigoriadis.wordpress.com Yiannis Grigoriadis Ηe was born in Piraeus in 1971 and he studied sculpture. The focus of his art work is the city and the several ways to understand it with multiple sculptural means and materials. He has curated art exhibitions and screenings and he works as an assistant professor in the Plastic Arts Lab at the National Technical University of Athens, at the School of Architecture. Γιάννης Ισιδώρου Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1969. Zει και εργάζεται στην Αθήνα. Μέσω του έργου του και των πρακτικών που μεταχειρίζεται, επιχειρεί να συστήσει έναν πολλαπλό σχολιασμό των ανθρώπινων δυνατοτήτων για την ερμηνεία του κόσμου, και ταυτόχρονα μια κριτική έρευνα για την ουτοπία της αλλαγής του, και τις συνακόλουθες δυστοπικές πραγματώσεις της. Ήταν συνιδρυτής της καλλιτεχνικής ομάδας intothepill και του ηλεκτρονικού περιοδικού για την φιλοσοφία, την πολιτική και την τέχνη, happyfew.gr. Είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του εξαμηνιαίου περιοδικού ποίησης, θεωρίας και εικαστικών [ΦΡΜΚ]. isidorou.com Yiannis Isidorou Ηe was born in Piraeus in 1969. He lives and works in Athens. In most of his work and practices as an artist, he is seeking a coherent commentary on the human potential for interpreting the world, and at the same time a critical investigation on the utopia for the world's change, and the consequent dystopian realizations of these changes. He is co-founder and editor of the Greek e-magazine happyfew.gr/danger.few, on politics, philosophy and art and was also co-founder of intothepill artists' group. Since 2013 he is the artistic director of [FRMK], the biannual journal on poetry poetics and visual arts.
302
online version
Δημήτρης Άλλος Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Σπούδασε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Ιδρυτικό μέλος και εκδότης του βουλγαρικού λογοτεχνικού περιοδικού Ah, Maria (1990-1994). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές, Ψηλός στα άχυρα, (Καστανιώτης, 2000), Φωνές που δεν γλύτωσαν, (μτφρ. Γιάννα Μπούκοβα, Sofia, Arts Foundation, 2002) και Επικίνδυνο από μόνο του, (μτφρ. Γιάννα Μπούκοβα, Sofia, Stigmati 2011). Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχει συμμετάσχει ως μεταφραστής στην Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης ΑΙΜΟΣ, (Οι φίλοι του περιοδικού Αντί, 2006). Ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια κειμένων βουλγαρικής λογοτεχνίας στα ελληνικά. Dimitris Allos He was born in Athens in July 1963. He studied Sociology at the University of Sofia. He was one of the founding members and the publisher of the Bulgarian literary magazine Ah, Maria (1990-1994). He has published two collections of poetry. He translates Bulgarian literature into Greek and his poetry has appeared in poetry journals and anthologies. His first poetry collection has been translated into Bulgarian. He lives in Athens. Βασίλης Αμανατίδης Eίναι ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, περφόρμερ. Γεννήθηκε το 1970. Σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης. Έχει εκδώσει επτά βιβλία ποίησης (πρόσφατα: μ_otherpoem: μόνο λόγος, 2014) και δύο συλλογές διηγημάτων. Δύο θεατρικά του έργα ανέβηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται με τη μετάφραση πεζογραφίας και ποίησης. Δημοσιεύει κριτική ποίησης σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστότοπους, ενώ έχει ασχοληθεί και με την επιμέλεια εικαστικών εκθέσεων. Είναι σύμβουλος έκδοσης του περιοδικού Εντευκτήριο και συνεργάτης του περιοδικού [ΦΡΜΚ]. Κείμενά του έχουν μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες. Vassilis Amanatidis He is a poet, writer, translator, performer. Born in 1970. He has studied archaeology and art history and has published seven books of poetry (more recently: μ_otherpoem: mono-logue, 2014) and two collections of short stories. He has translated poetry and prose (e.e. cummings, Witold Gombrowicz, Isaac Bashevis Singer, Anne Carson and others). His essays and poetry reviews have been published in newspapers, literary reviews and websites. He has also curated exhibitions. His work has been translated in thirteen languages.
303
online version
Ορφέας Απέργης Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ποιήματα, μεταφράσεις και δοκίμιά του βρίσκονται μεταξύ άλλων στα περιοδικά Ποίηση, Ποιητική και Νέα Εστία από το 2006 και εξής. Από το 2013 γράφει κυρίως για το λογοτεχνικό περιοδικό ΦΡΜΚ. Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, με τίτλο Υ, κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Πατάκη. Έχει μεταφράσει Μπράουνινγκ, Λάρκιν, Μαλντούν, Χιλλ και άλλους. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά και Σουηδικά. Το 2013 ήταν επισκέπτης ποιητής (poet-in-residence) στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και φιλοξενούμενος συγγραφέας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Orfeas Apergis He was born in Athens, in 1974. He studied neurophysiology and medicine in the UK, then Greek literature (London, King’s College), after that health policy and economics (London, LSE) and last but not least, English literature at the University of Athens. He has been publishing in Greek literary journals since 2006. A volume of his collected poetry appeared in late 2011, under the title Y, a work he prefers to call a collecture, in other words a genetic syllogism in lieu of a poetic collection. In 2013, he was poet-in-residence at King’s College, London, Department of Classics and Hellenic Studies, and visiting poet at the University of Barcelona, Department of Sociology. Βαγγέλης Αρτέμης Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1970. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε γραφιστική και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διακόσμηση, τον σχεδιασμό επίπλων και τη σκηνογραφία. Με κύριο άξονα τη ζωγραφική και τη δημιουργία σύνθετων εγκαταστάσεων με αφηγηματική δομή, το καλλιτεχνικό του έργο σχετίζεται με την προσωπική εμπειρία. Το πιο βαθιά ιδιωτικό, αποσπάται από την εξομολόγηση και γίνεται υλικό ανταλλαγής ανάμεσα στην ονειροπόληση και το βίωμα. vartem.wordpress.com/ Vaggelis Artemis He was born in Pireus in 1970. He lives and works in Athens. He studied graphic design and has worked as a designer for furniture, illustrator, interior decorator and set designer for theater. With a main focus in painting and the creation of mixed media installations with a narrative structure, his work is related to personal experience. In it the deepest and most private experience is detached from confession and becomes a medium of exchange between dreaming and living. Αλεξάνδρα Γιαννακανδροπούλου Γεννήθηκε στην Μελβούρνη (1971). Σπούδασε φωτογραφία και ενδυματολογία στην Αθήνα και την Ουαλία. Εργάστηκε στον κινηματογράφο και το θέατρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. alexandragiannakandropoulou.wordpress.com
304
online version
Alexandra Giannakandropoulou She was born in Melbourne (1971). She studied phtography and costume design in Athens and Wales. She has worked for theater and film productions. She lives and works in Athens. Φοίβη Γιαννίση Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π., και υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα "Langues, histoire et civilizations des Mondes Anciens" στο Πανεπιστήμιο Lyon II- Lumiere. Είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και μέλος της ομάδας δράσεων στην πόλη Αστικό Κενό. Ιδρυτικό μέλος και συνεκδότρια του περιοδικού "Μαύρο Μουσείο", τη δεκαετία του '80, έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Αχινοί (Αθήνα, 1995), Ραμαζάνι (Αθήνα 1997), Θηλιές (Νεφέλη, 2005) και Ομηρικά (Κέδρος, 2009), Τέττιξ (Γαβριηλίδης, 2012), Ραψωδία (υπό έκδοση, Gutemberg). Το 2010 ήταν επιμελήτρια-επίτροπος, μαζί με τον Ζήση Κοτιώνη, της ελληνικής συμμετοχής στη 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του εξαμηνιαίου περιοδικού ΦΡΜΚ. phoebegiannisi.net/en/ Phoebe Giannisi She was born in Athens (1964). She studied Architecture, NTUA in Athens Greece and completed her Phd, "Langues, Histoire et Civilisations des Mondes Anciens" in the University of Lyon II- Lumière. She is a member of the Urban Void, a group of architects and artists who have organized and performed a series of activities within the urban landscape. She works as an assistant professor at the department of architecture in the University of Thessaly. She has had five books of poetry published and her sixth book, Rapsody is due to be published in 2016. She has written many essays on ancient Greek poetry, lyric poetry, and also on poetics and its relationship to urban and natural landscape. Lately, recitation done in situ as performance, and recording, have become part of her poetic activity. She is a member of the editors board of FRMK. Mαρίνα Γιώτη Είναι κινηματογραφίστρια και εικαστικός. Σπούδασε Xημικός Mηχανικός, Περιβαλλοντική Διαχείριση (MSc) Kινηματογράφο, MME και Eπικοινωνία (MA) σε Eλλάδα, Aγγλία και Bέλγιο. Tαινίες και εγκαταστάσεις της έχουν συμμετάσχει σε πληθώρα φεστιβάλ και εκθέσεων ανά τον κόσμο. H τελευταία της μικρού μήκους πρωτοπαρουσιάστηκε στο Bozar (Bρυξέλλες) ως μέρος της έκθεσης No Country For Young Men, στην έκθεση Depression Era (Mουσείο Mπενάκη) αλλά και στη Mπιενάλε Θεσσαλονίκης και την Mπιενάλε Media Art του Wroclaw στην Πολωνία. Tα τελευταία τέσσερα χρόνια σκηνοθετεί ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ στο Kάιρο της Aιγύπτου. H ταινία βρίσκεται στο στάδιο του post production και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2016. vimeo.com/marinagioti
305
online version
Marina Gioti She is a filmmaker/ visual artist based in Athens, Greece. She studied Chemical Engineering, Environmental Management (MSc), Filmmaking, and Media and Communication (MA) in Greece, UK and Belgium. Her films and installations have been screened and exhibited worldwide at both international film festivals and museums/ visual art platforms around the world. Her latest short was first screened at the No Country for Young Men exhibition at Bozar (Brussels), at the Depression Era exhibition at Benaki Museum (Athens), at the Thessaloniki Biennial and the Wroclaw Media Art Biennial in Poland. She is currently in post-production for her first feature, “The Invisible Hands”, a documentary set in Cairo, Egypt due to be completed mid 2016. Γιώργος Γυπαράκης Γεννήθηκε το 1962 και ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών τoυ Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και γραφιστική στη Σχολή Βακαλό. Υπότροφος του ΙΚΥ επί τρία έτη για εκπόνηση καλλιτεχνικού έργου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει πραγματοποιήσει 7 ατομικές εκθέσεις, ενώ έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 100 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει σχεδιάσει σκηνικά και κοστούμια για ταινίες, θεατρικές παραστάσεις και performance. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Είναι επίκουρος καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. gyparakis.com/ Giorgos Gyparakis He was born in 1962 and he lives and works in Athens. He studied sculpture at the School of Fine Arts (Aristotle University of Thessaloniki) and graphic design at Vakalo, School for Applied Arts in Athens. He received a three-year post-graduate artistic research scholarship from the State Scholarship Foundation in the Athens School of Fine Arts. He has presented 7 solo exhibitions and has participated in more than 100 group shows in Greece and abroad. He has designed sets and costumes for various film, theatre projects and performances. Gyparakis’s work can be found in private and public collections. He is assistant professor of Visual Arts at the School of Architecture of the National Technical University of Athens.
306
online version
Θεόδωρος Ζαφειρόπουλος Γεννήθηκε το 1978. Αποφοίτησε με άριστα από το τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών Α.Π.Θ. Συμμετείχε στο πρόγραμμα Erasmus με υποτροφία του Ι.Κ.Υ στο Universidad de Barcelona, Βαρκελώνη – Ισπανία. Αποφοίτησε με άριστα από το Μεταπτυχιακό Εικαστικών Τεχνών της ΑΣΚΤ και τιμήθηκε με το Paula Rhodes Μemorial Award από το MFA του School of Visual Arts, Nέα Υόρκη-ΗΠΑ με υποτροφίες από τα Ιδρύματα Fulbright, Gerondelis και Αλέξανδρος Ωνάσης. Είναι Υποψήφιος Διδάκτορας του Τμήματος Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Από το 2001 έχει πραγματοποιήσει 8 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 50 διεθνείς ομαδικές εκθέσεις, residencies και project στην Ελλάδα και εξωτερικό. Έργα του βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, Ελβετία, Λονδίνο και ΗΠΑ. Το 2013 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 16η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρώπης και της Μεσογείου στην Ανκόνα της Ιταλίας. Zει και εργάζεται στην Αθήνα και Νέα Υόρκη. theodoroszafeiropoulos.com Theodoros Zafeiropoulos He was born in 1978. He graduated with honors from the School of Fine Arts, Aristotle University of Thessaloniki. He graduated with honors from the MFA program of the School of Fine Arts in Athens and he was honored with the Paula Rhodes Memorial Award from the MFA program of the School of Visual Arts, New York, USA as recipient of the Fulbright, Gerondelis and Al. Onassis Foundations scholarships. He is a current PhD candidate in the School of Architecture, University of Thessaly. Since 2001 he has presented 8 solo shows and has participated in more than 50 international group shows, residencies, and projects in Greece, USA, and elsewhere. His artworks are part of many public and private collections in Greece, Switzerland, London, USA, and elsewhere. In 2013 he was selected to represent Greece in the 16th Biennale of European and Mediterranean Young Artists in Ancona, Italy. He lives and works in Athens and NYC. Κατερίνα Ηλιοπούλου Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης, με πιο πρόσφατο το Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα (Μελάνι, 2015). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν συμπεριληφθεί σε περιοδικά και ανθολογίες. Δημοσιεύει συχνά δοκίμια και κριτική ποίησης, συνεπιμελείται από το 2008 την ιστοσελίδα greekpoetrynow, ενώ από το 2013 διευθύνει το εξαμηνιαίο περιοδικό ΦΡΜΚ, για την ποίηση, την ποιητική και τα εικαστικά. iliopoulou.wordpress.com
307
online version
Κaterina Iliopoulou She is a poet and translator who has published four books of poetry. Her most recent is Every place, once, and completely (2015). She also writes essays and reviews. She has worked extensively with visual artists and translated Sylvia Plath, Mina Loy, Robert Hass, and Ted Hughes. She is co-editor of greekpoetrynow.com and editor in chief of FRMK, a biannual journal in print, on poetry, poetics, and the visual arts. Γιάννης Θεοδωρόπουλος Γεννήθηκε το 1962. Ζει και εργάζεται στην Αθηνα. Σπούδασε φωτογραφία στην Αθήνα και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα fine arts του Goldsmith’s college στο Λονδίνο. Συνεργάζετα απο το 1999 με την Gallery ΑΔ, Αθήνα, όπου έχει κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις. Έχει εκθέσει την δουλειά του σε ομαδικές εκθέσεις και projects στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. yiannistheodoropoulos.com Yiannis Theodoropoulos He was born in 1962. He lives and works in Athens. He studied photography in Athens and followed postgraduate studies in fine arts, Goldsmith’s college, London. Since 1999 he has collaborated with AD gallery, Athens,he also has exhibited his work in many group shows and projects in Greece and abroad. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης Αρχιτέκτονας (ΕΜΠ) Ζωγράφος μεγάλων επιφανειών Μεταφραστής Δοκιμιογράφος Συζητητής Περιπατητής dangerfew.blogspot.gr Yiannis D. Ioannidis Architect (NTUA) House painter Translator Essayist Debater Walker
308
online version
Παναγιώτης Ιωαννίδης Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Δουλεύει με τις λέξεις και τις εικόνες. Βιβλία με ποιήματα: Το σωσίβιο (2008), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016). Ποιήματά του έχουν επίσης δημοσιευθεί στα αγγλικά, σουηδικά, και τουρκικά, σε ανθολογίες και περιοδικά. Υπεύθυνος για την ποίηση, The books' journal· μέλος της συντακτικής ομάδας, ΦΡΜΚ· επιμελείται τις ποιητικές αναγνώσεις, Με τα λόγια [γίνεται]. Φωτογραφίες του έχουν παρουσιαστεί σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. springstreefellers.blogspot.gr Panayotis Ioannidis He was born in Athens in 1967. He works with words and images. Poetry books: The lifesaver (2008), Uncovered (2013), Poland (2016). His poems have also appeared in English, Swedish and Turkish translation, in anthologies and journals. Poetry editor, The books' journal; on the editorial board of FRMK; curator of the poetry readings, “Words [can] do it”. His photographs have been shown in group exhibitions in Greece and abroad, and have been published in Greek and international print and electronic media. Νάντια Καλαρά Είναι εικαστικός. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. στο U.E.L., Λονδίνο (MA in Fine Arts) και υποστήριξε τη διδακτορική της διατριβή το 2013 στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Π.Θ. Είναι λέκτορας εικαστικών τεχνών στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. από 2012. Δίδαξε επί σειρά ετών στα τμήματα αρχιτεκτόνων των Πανεπιστήμιων Θεσσαλίας και Πατρών και στο Ε.Μ.Π. Συνεργάστηκε με ομάδες εικαστικών και αρχιτεκτόνων σε δράσεις στη δημόσια σφαίρα και συμμετείχε σε ελληνικά και διεθνή workshop τέχνης και αρχιτεκτονικής. Έχει πραγματοποιήσει 9 ατομικές και έχει συμμετάσχει σε περίπου 30 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ζει κι εργάζεται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. kalaranadia.blogspot.gr Nadia Kalara She is a visual artist. She studied Fine Arts at the School of Fine Arts of AUTH, Greece and UEL, London (MA). PhD in 2013, UTH, Greece, Department of Architecture. She is a lecturer in Visual Arts at the AUTH, Department of Architecture since 2012. She taught Visual Arts at the UTH, the University of Patras and NTUA, Departments of Architecture. She collaborated with teams of artists and architects in collective actions in the public sphere. She participated in Greek and international workshops of art and architecture. She has presented 9 solo shows and has participated in approximately 30 group shows in Greece and abroad. She lives and works in Athens and Thessaloniki.
309
Λίζη Καλλιγά Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και τις Σπέτσες. Σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας 1975-80 και στο New York Studio School, N.Y 2000. Δίδαξε φωτογραφία στις Σχολές ΑΚΤΟ. Εχει εκδώσει 10 βιβλία με την δουλειά της. Επιλεγμένες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις από το 1989-2015: 1989: Χώρος και Ματιά, 1990-91 «Μεταμορφώσεις: Το σώμα μου-Το σώμα σου», 1990: « Στίγμα», 1991: Συνάντηση με την Αφροδίτη της Μήλου, 1997-98: Ιερά Οδός, 1997-2008: Κολυμβητές, 2003: Μωσαϊκά, 2006: Πρωινό Φώς, 2008: Sea Pastels, 2008-13: Στο Σπίτι του Καβάφη, 2007-13: New Life, 2009: Μετοίκησις, 2012: Στο Ξενία της Ανδρου, 2013: Σκοτεινά Νερά, 2015: Μια Ανάσα. Έχει βραβευτεί με τον Χρυσό Φάρο για τους Κολυμβητές στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 2005. lizziecalligas.blogspot.gr Lizzie Calligas She was born in Athens, 1943. She lives and works in Athens and Spetses. She studied at Athens School of Fine Arts, Athens 1975-80 and New York Studio School, N.Y 2000. She has taught photography at AKTO school of Art and Design, Athens. She has published 10 books with her work. Selected solo and group exhibitions from 1989-2015: 1989: Sight and Site, 1990-91: Metamorphoses: My Body-Your Body and Stigma 1991: Meeting with Venus de Milo, 1997-98: Iera Odos-Sacred Way, 1997-2008: Swimmers, 2003: Mosaics, 2006: Morning Light, 2008: Sea Pastels, 2008—13: In Cavafy’s House, 2007: 2007-13: New Life, 2009: Metoikesis, 2012: At the Hotel Xenia in Andros, 2013: Dark Waters, 2015: One Breath. In 2005 she was awarded with the Golden Faros at the Biennale of Alexandria, Egypt. Campus Novel Η ομάδα Campus Novel δημιουργήθηκε το Νοέμβριο του 2011. Πρόκειται για ένα αυτοδιαχειριζόμενο εικαστικό σχήμα που διερευνά την αρχαιολογία του σύγχρονου ως αναστοχαστική online version πρακτική απόδοσης νοήματος. Οι Campus Novel ενσωματώνουν στις δράσεις τους νήματα σκέψεων από διαφορετικά γνωστικά πεδία προτείνοντας μια φόρμα ανοιχτού διαλόγου χωρίς εγγυήσεις, ασφάλειες ή προκαθορισμένες ομολογίες. Οι Campus Novel αποτελούνται από τους: Ινώ Βαρβαρίτη Γιάννη Δελαγραμμάτικα, Φωτεινή Παλπάνα, Γιάννη Σινιόρογλου και Γιάννη Χειμωνάκη. campusnovel.blogspot.gr Campus Novel Campus Novel is an artist run group that was founded in November 2011. The group focuses on several aspects of the archaeology of the present as part of a retrospective practice seeking for new signifiers. Campus Novel projects encompass elements from different fields in order to suggest a dialectic form, free from any preallocated meaning. The Campus Novel are: Giannis Cheimonakis, Giannis Delagrammatikas, Foteini Palpana, Yiannis Sinioroglou and Ino Varvariti.
310
Ζήσης Κοτιώνης Είναι αρχιτέκτων PhD, εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει συγγράψει έξι βιβλία θεωρίας της αρχιτεκτονικής και δύο βιβλία αφηγηματικής ποίησης. Αρχιτεκτονικές μελέτες και έργα καθώς και εικαστικές του εγκαταστάσεις και κατασκευές έχουν διακριθεί, δημοσιευτεί και εκτεθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2010 ήταν Eθνικός συν-Eπίτροπος του ελληνικού περιπτέρου στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. kotionis.com/el Zissis Kotionis He is a PhD architect, writer and artist. He is a Professor in the Department of Architecture, University of Thessaly. He has published eight books on architectural theory, urban culture and narrative poetry. His architectural and art projects have been internationally published and exhibited. His work includes artistic performances, installations and public art practices. In 2010 he was co-Commissioner of Greece in the 12th Biennale of Architecture, Venice (The Ark). In 2012 his architectural research on metropolitan architecture and the commons under the title Multidomes, and in 2014 his project Anaximander in Fukushima, were exhibited in Benaki Museum, Athens. Τάσος Λάγγης 1968 Ζει και γυμνάζεται στην Αθήνα. tassoslangis.tumblr.com Tassos Langis Born Athens, GR, 1968 Lives and exercises in Athens, GR. Άννα Λάσκαρη Γεννημένη στην Αθήνα, οπού ζει και εργάζεται από το 2007. Η πρακτική της συνδυάζει γλυπτική, σχέδιο, βίντεο, φωτογραφία, 3D animation, internet και έργα διαδικτύου, καθώς και άλλες μορφές κοινωνικών δράσεων. Από το 2008, η καλλιτεχνική της έρευνα και παραγωγή επικεντρώνονται στον τρόπο που βιώνεται η ζωή στην Αθήνα. Η δουλειά της έχει παρουσιαστεί σε χώρους όπως το Palais de Tokyo, στο Παρίσι, το Ινστιτούτο Γκαίτε στην Άγκυρα, στο Vkunst στη Φρανκφούρτη, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη και στην αίθουσα τέχνης a.antonopoulou στην Αθήνα. Στο δημόσιο χώρο έχει εκθέσει μεταξύ άλλων, στο σταθμό του μετρό στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, στο αεροδρόμιο Koltsovo στην Yekaterinburg της Ρωσίας και στο Franklin Street Exhibition Center στη Νέα Υόρκη. annalascari.net
311
online version
Anna Lascari Born in Athens, Greece, Anna Lascari has been working in Athens since 2007. Her practice combines sculpture, drawing, video installations, 3d animation, Internet and network projects, and other forms of social actions. Since 2008, her artistic research and production are centered on the way life is experienced in Athens. Her work has been presented in venues such as the Palais de Tokyo, Paris, Goethe Institute, Ankara, Turkey, vkunst, Frankfurt, Contemporary Art Center of Thessaloniki, and a.antonopoulou art gallery, Athens. She has presented projects in public spaces including Syntagma Square metro station, Athens, Greece, Koltsovo airport, Yekaterinburg, (Russia) and Franklin Street Exhibition Center, (New York City). Κωνσταντίνος Ματσούκας Γεννημένος στην Αθήνα, έχει ζήσει και σπουδάσει στις ΗΠΑ, Αυστραλία και Ελλάδα. ‘Εχει δουλέψει σαν βοηθός καθηγητού (tutor), πανεπιστημιακός ερευνητής, μεταφραστής και διερμηνέας, εκφωνητής ειδήσεων, αρθρογράφος... Έχει δημοσιεύσει δυο βιβλία. Επίσης, εδώ και τριάντα χρόνια, ζωγραφίζει υφάσματα. Konstantinos Matsoukas Born in Athens, he has lived and worked in the USA and Australia. He has worked as academic tutor, research assistant, translator/interpretor, radio announcer, copy writer... He's had two books published. Also, for the past thirty years he paints fabrics. Μαρία Μίχου Γεννήθηκα το 1980 και μεγάλωσα στο κέντρο και τις παρυφές της Αθήνας – καθηλωμένη στη βεβαιότητα ενός μη-ανήκειν και τη διαρκή κίνηση περιγραφής του. Σπούδασα Αρχιτεκτονική και Πολιτισμικές Σπουδές στην Αγγλία και στην Ελλάδα, εργαζόμενη σήμερα στην κατασκευή και την εκπαίδευση. Η έρευνά μου εντοπίζεται σε «κεντρικές» κοινωνικές μειονοτήτες όπως γυναίκες, μικρασιάτες πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες, φοιτητές, και τους τρόπους που η θεώρησή τους στο λόγο και η συμμετοχή τους στην κατοίκηση της πόλης στον ιστορικό και αφηγηματικό χρόνο μετατοπίζει την κυρίαρχη παραγωγή πολιτισμικών χώρων. Maria Michou I was born in 1980 and grew up in the centre and the edges of Athens – grounded on the certainty of non-belonging and the constant movement to describe it. I studied Architecture and Cultural Studies in England and Greece, currently working in construction and education. My research delves into ‘central’ social minorities such as women, Asia Minor refugees and internal migrants, students, and the ways their spoken discourse and practiced inhabitations of the city in historical and narrative time diverts dominant productions of cultural space.
312
online version
Ρίκα Μπενβενίστε Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη μεσαιωνική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι, από όπου έλαβε και το διδακτορικό της δίπλωμα. Σήμερα είναι καθηγήτρια της ιστορίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την ιστορική ανθρωπολογία, την εβραϊκή ιστορία και την ιστορία του Ολοκαυτώματος. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, Αυτοί που επέζησαν. Εκτόπιση, Αντίσταση, Επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το 2014. Henriette-Rika Benveniste She was born in Salonika. She studied History at the Hebrew University of Jerusalem and completed her doctoral studies in Medieval History at the Université de Sorbonne. She is Professor of European Medieval History at the University of Thessaly. Her research interests include Historical Anthropology of the Middle Ages, Jewish History and History of the Holocaust. Her more recent book on Greek Jews’ experiences of the Holocaust was published in 2014 (Those who survived: Deportation, Resistance, Return, Polis editions Athens in Greek, forthcoming in German). Γιάννα Μπούκοβα Γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας το 1968. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Έχούν εκδοθεί στα Βουλγαρικά δύο ποιητικές συλλογές, μία συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα ενώ το 2006 κυκλοφόρησε στα ελληνικά η ποιητική της συλλογή Ο ελάχιστος κήπος, (Ίκαρος) σε μετάφραση του Δημήτρη Άλλου. Έχει εκδόσει δέκα βιβλία με μεταφράσεις ελληνικής ποίησης στα βουλγαρικά. Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο της Ένωσης Μεταφραστών Βουλγαρίας για τις μεταφράσεις της από τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά στα βιβλία Σαπφώ-100+1 αποσπάσματα και Κάτουλλος-άπαντα. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του εξαμηνιαίου περιοδικού ΦΡΜΚ. Iana Boukova She was born in 1968 in Sofia. She studied Classics at Sofia University. She has published two collections of poetry, a collection of short stories and a novel in Bulgarian and a collection of poetry in Greek (tr. by Dimitris Allos). She has compiled and translated 10 collections and anthologies of modern Greek poetry. In 2010 she received The translators' Association award for her translations from Latin and Ancient Greek of Catoullo-complete works and Sapho-100+1 fragments. She is a member of the editors board of FRMK magazine.
313
online version
Κώστας Ντάφλος Γεννήθηκε το 1971 και είναι αρχιτέκτων και εικαστικός καλλιτέχνης με έδρα την Αθήνα. Μέσω του εικαστικού προγράμματος Cipo_, διερευνά αναδυόμενες πρακτικές στα όρια τέχνης και αρχιτεκτονικής. Έχει παρουσιάσει διαλογικές εγκαταστάσεις με αφορμή ανεξάρτητα φεστιβάλ τέχνης-τεχνολογίας σε περιστάσεις όπως: Fournos _Center for Digital Culture (Athens), TeDance _Technologically Expanded Dance (Lisbon), Break 2.3 _New Species (Ljubljana), Science & Art _digital art exhibition (Shanghai) κ.ά. Η πρόσφατη συγγραφική του δραστηριότητα είναι τα βιβλία Τακτικές Τεχνοπολιτικών Μέσων (2016) και, Επιτελεστικές Πρακτικές Τέχνης (2016). Διδάσκει τέχνη και αρχιτεκτονική από το 2003 (μέχρι το 2009 στο Παν. Πατρών), μέχρι σήμερα στη Σχολή αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Παρουσιάζει κτίσματα σε εκθέσεις αρχιτεκτονικής. kdaflos.blogspot.gr Kostas Daflos He was born in 1971, he is an architect and visual artist based in Athens. He explores through his Cipo_program new methods between art and architecture. He has created dialogical installations on the occasion of independent festivals and events of art and technology, such as Fournos _Center for Digital Culture (Athens), TeDance _Technologically Expanded Dance (Lisbon), Break 2.3 _New Species (Ljubljana), Science & Art _digital art exhibition (Shanghai) etc. The focus of his teaching activity at the School of Architecture (NTUA till today), and at Patras University (from 2003 till 2009) are on the boundaries between art and architecture. He has shown architectural constructions in exhibitions and engages both with curatorial and authoritarian activities. His most recent academic EBooks in Greek are, Tactics of Techno-political Media (2016) and, Performative Art Practices (2016). Απόστολος Ντελάκος Γεννήθηκε το 1973, αποφοίτησε το 2006 από την Σχολή Gerrit Rietveld Academie του Άμστερνταμ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Sandberg Institute. Έχει πραγματοποιήσει 2 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 35 ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και εξωτερικό (Αμστερνταμ, Ρόττερνταμ, Βερολίνο, Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, Ξούτζου Κίνα, Αθήνα κ.α.). Έχει αποσπάσει τα βραβεία: Edith van der Aa (καλύτερου graduation project από τη Gerrit Rietveld Academie) το 2006 και το DMY (καλύτερης ομαδικής παρουσίασης design project στο DMY-Festival Βερολίνο), 2009. Η βράβευση από το DMY συνοδεύτηκε από έκθεση την ίδια χρονιά στο Bauhaus Archiv Museum του Βερολίνου. Εργάζεται ως εικαστικός, ως διδάσκων εργαστηρίου στο Μ.Π. “Μετα_Βιομηχανικός Σχεδιασμός” του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ως εκπαιδευτικός στο κ.δ.α.π. Νεάπολης της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Βόλου. Zει και εργάζεται μεταξύ Βόλου και Αθήνας. apostolos-ntelakos.com
314
online version
Apostolos Ntelakos He was born in 1973, and studied at the Gerrit Rietveld Academie of Amsterdam. Post graduate studies: Sandberg Institute, Autonomous Applied Arts. He has had two solo presentations and has participated in more than 34 group exhibitions in Greece and abroad (a.o. Amsterdam, Rotterdam, Berlin, Paris, Istanbul, Xudzu China). He has received the Edith van der Aa - award for Best graduation show, 2006 at the Gerrit Rietveld Academie and the DMY – award for the Best collective design presentation at the DMY-Festival in Berlin in 2009. The award was accompanied by an exhibition at the prestigious Bauhaus – Archiv in Berlin the same year. He works as a visual artist as well as workshop coordinator at the PGP “Post Industrial Design” of the dept. Of Architecture, Univercity of Thessaly and as art educator for young children at the NPO of the municipality of Volos. He lives and works between Volos and Athens. Δημήτρης Ντοκατζής Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζεί και εργάζεται. Σπούδασε Καλές Τέχνες στο Byam Shaw School of Art στο Λονδίνο και κινηματογράφο στο The London International Film School. Είναι ένας multimedia καλλιτέχνης και ένα από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας Personal Cinema με την οποία εκθέτει εκτενώς. Από το 1997 έως σήμερα έχει οργανώσει και επιμεληθεί πολλά θεματικά project σε εναλλακτικούς χώρους, όπως και στο διαδίκτυο. Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές. Στις πρόσφατες εκθέσεις του περιλαμβάνονται η In Limbo στην γκαλερί The Apartment στην Αθήνα (2011), η Les Paris sont Ouverts στο Freud Museum, στο Λονδίνο (2011), Φόβος στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης (2013), τα New Behavioral Notes στην 4η Μπιενάλε Αθηνών / ΑΓΟΡΑ (2013) και Activism is Poetry in Full Swing στην γκαλερί QBox σε συνεργασία με την The Apartment στην Αθήνα (2015). Ο Δημήτρης Ντοκατζής εκπροσωπείται από την γκαλερί The apartment. theapartment.gr/dimitris-dokatzis Dimitris Dokatzis He was born in Athens where he still lives and works. He studied Fine Arts at the Byam Shaw School of Art in London and Film at The London International Film School. He is a multidisciplinary artist and among the founding members of the artist collective Personal Cinema (http://personalcinema.org) with whom he has exhibited widely. From 1997 to this day, he has organized and curated numerous political issue based projects in several unusual venues as well as on the internet. His artwork is part of the collections of major museums and institutions. His recent exhibitions include In Limbo at The Apartment, Athens (2011), Les Paris sont Ouverts at the Freud Museum, London (2011), Fear at the Museum of Contemporary Art of Crete (2013), New Behavioral Notes at the 4th Athens Biennale AGORA (2013) and Activism is Poetry in Full Swing at QBOX in collaboration with The Apartment (2015). Dimitris Dokatzis is represented by The Apartment.
315
online version
Γιώργος Παπαδάτος Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε στην Ακαδημία καλών τεχνών της Ρώμης. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σημαντικότερες από τις ατομικές εκθέσεις: The shape of orders to come, (με τους Société Réaliste), Salon de Vortex, Αθήνα (2013), Corporate cities Ltd, E31 gallery,Αθήνα (2007) Light unit factories, Galleria Umberto di Marino, Νάπολη (2002), The master-list of dead media, Palazzo delle Esposizioni,Ρώμη (2000). Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και σε προγράμματα-residency όπως Nordisk Kunstarsenter Dalsasen, Νορβηγία (2005), Centre International Couvent des Récollets, Παρίσι (2003/4). Έχει επιμεληθεί projects όπως το After the rage, Beton7 (2011) και Public Domain (2012- 2015 - με την Άρτεμη Ποταμιάνου). Είναι ιδρυτικό μέλος της Lo and Behold από το 2008. giorgospapadatos.com Giorgos Papadatos He was born in Athens in 1969. He studied in the fine arts academy of Rome. He lives and works in Athens. Main solo shows: The shape of orders to come, (with Société Réaliste), Salon de Vortex, Athens (2013), Corporate cities Ltd, E31 gallery, Athens (2007), Light unit factories, Galleria Umberto di Marino, Naples (2002), The master-list of dead media, Palazzo delle Esposizioni, Rome (2000). He participated in numerous group shows in many countries and in residency programs such as: Nordisk Kunstarsenter Dalsasen, Norway (2005), Centre International Couvent des Récollets, Paris (2003/4). He has curated the projects After the rage, (2011) and Public Domain (2012-2015-with Artemis Potamianou). He is a founding member of Lo and Behold since 2008. Νίκος Παπαδημητρίου Γεννήθηκε στη Χίο. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ζωγραφική και χαρακτική. Το 1995 με υποτροφία Erasmus σπούδασε στο Εδιμβούργο (Edinburgh College of Art) και το 2000 αποφοίτησε με Master degree στην οπτική επικοινωνία από το Πανεπιστήμιο του Κεντ (Kent Institute of Art & Design). Έχει διενεργήσει 13 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και διεθνώς, μεταξύ των οποίων σε τέσσερις Μπιεννάλε (Σαράγεβο, Τελ-Αβίβ, Πράγα και Κωνσταντινούπολη). Από το 2002 διδάσκει στο ΤΕΙ Αθήνας καθώς και σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το διάστημα 2012 -13 δίδαξε στο Konkuk University στη Ν. Κορέα (KUB School of Design) ως επισκέπτης καθηγητής. Μαζί με άλλους καλλιτέχνες ίδρυσε το 2008 την αστική μη κερδοσκοπική πλατφόρμα Lo and Behold. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. nikospapadimitriou.com
316
online version
Nikos Papadimitriou He was born in Chios. He studied painting and printmaking at the School of Fine Arts in Athens. In 1995, an Erasmus scholarship enabled him to study in Edinburgh College of Art and in 2000 he was awarded a Master degree in Visual Communication from the University of Kent (Kent Institute of Art & Design). He has organized 13 solo shows and participated in various group shows in Greece and abroad, among which in the Biennale exhibitions at Sarajevo, Tel-Aviv, Prague and Istanbul. Since 2002 he is teaching at the Technological Educational Institute of Athens and other education institutions. In 2012 – 13 he was invited from Konkuk University of Korea to teach as visiting professor at KUB School of Design. Together with other artists, he founded the nonprofit platform Lo and Behold in 2008. He lives and works in Athens. Λεωνίδας Παπαλαμπρόπουλος Γεννήθηκε το 1979, σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στην Bartlett School of Architecture UCL London (March Architectural Design). Είναι διδάκτωρ του Ε.Μ.Π. και συμμετέχει στην διδακτική ομάδα του μεταπτυχιακού προγράμματος του Εργαστηρίου Πλαστικής. Το αντικείμενο έρευνας του επικεντρώνεται στον σχηματισμό "εμμονικών μικροκοσμικών περιβαλλόντων" στον αρχιτεκτονικό λόγο. leon-p-arch.com Leonidas Papalampropoulos He was born in 1979 and studied architecture at the National Technical University of Athens and at the Bartlett School of Architecture UCL London (March Architectural Design. He holds a PhD from the National Technical University of Athens where he participates in the Postgraduate Programme at the Plastic Arts Lab. His research is focused on the formation of microcosmic obsessive environments in the architectural discourse. Μαρία Πασχαλίδου Ασχολείται με τις δημιουργικές τέχνες της εικόνας και την έρευνα. Το έργο της επικεντρώνεται στην επιτελεστικότητα των οπτικών μέσων, τις διευρυμένες χρήσεις της φωτογραφικής εικόνας, την οπτικοποίηση αφηγήσεων, τη συμμετοχή του κοινού και τις επιτελεστικές εγκαταστάσεις. Είναι υποψήφια διδάκτωρ, Imaging and Creative technologies, De Montfort University, UK και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών MFA, Photography, Columbia College Chicago, US. Έργα της έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις και projects τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, Καναδά, Ρωσία, Αυστραλία και Ασία. Επίσης το έργο της έχει παρουσιαστεί σε δημοσιεύσεις και διεθνείς εκδόσεις (Focal Press, UK, 2016 – Bloomsbury, UK, 2015 – Εκκρεμές, Αθήνα, 2009). Ζει στην Αθήνα όπου και διδάσκει Φωτογραφία και ψηφιακές τεχνολογίες εικόνας & video. mariapaschalidou.com
317
online version
Maria Paschalidou She is an artist and researcher working with creative technologies of imaging. She has focused on the performativity of lens based media, the expanded uses of the photographic medium, narrative visualization, audiences’ participation and performative installations. She is a PhD candidate, Imaging and Creative technologies, De Montfort University, UK and holds a MFA in Photography, Columbia College Chicago, US. Her creative works have been presented at exhibitions, festivals and art projects in Europe, US, Canada, Russia, Australia and Asia. They also have been published in international editions (Focal Press, UK, 2016 – Bloomsbury, UK, 2015 – Ekkremes, Athens, 2009). She currently lives in Athens where she works as an art professor specializing in Photography (constructed photography reality) and digital imaging & video. Άρτεμις Ποταμιάνου Είναι εικαστικός και curator. Έχει πραγματοποιήσει ως εικαστικός 19 ατομικές εκθέσεις ανάμεσα τους στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στο Borough Museum & Art Gallery (Newcastle), στο MAC (Μπέρμινγκχαμ), Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης κ.ά. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε 98 ομαδικές εκθέσεις ανάμεσα τους στη 1η Biennale της Θεσσαλονίκης, στη BIDA - Biennale της Ισπανίας ( Ελληνική Εκπροσώπηση), 3η Μπιενάλε της Αθήνας, στη Biennale Internazionale Dell’ Arte Contemporanea (Φλωρεντία), στο Vista Mare Foundation (Ιταλία), στο Open 2012(Βενετία), στο Tensta Kulturhus (Στοκχόλμη), κ.ά. Έχει επιμεληθεί περισσότερες από 50 εκθέσεις, ανάμεσα τους του Joseph Kosuth, Joseph Beuys, του Damien Hirst, του Terry Atkinson, του Peter Greenaway, της Candice Brietz, των Guerrilla Girls και πολλές ομαδικές εκθέσεις σε Ιδρύματα και εναλλακτικούς χώρους. artemispotamianou.com Artemis Potamianou She is an artist and curator. Potamianou has had (19) one-person exhibitions in Athens at Hellenic American Union (Athens), at Borough Museum and Art Gallery (Newcastle), Birmingham (MAC -Midlands Art Center of Birmingham), Museum of Contemporary Art of Crete. She has participated in 98 group shows at 1st Biennale of Thessalonica, the BIDA - Biennale of Spain, 3rd Athens Biennale, Vista Mare Foundation (Pescara), Biennale Internazionale Dell’ Arte Contemporanea (Florence), Open 15 - International Exhibition,(Venice), Tensta KulturhusTensta house of culture, (Stockholm). She has curated more than 50 exhibitions of important artists of international scene. She has curated exhibitions of Joseph Kosuth, Joseph Beuys, Damien Hirst, Terry Atkinson, Peter Greenaway, Candice Brietz, Guerrilla Girls.
318
online version
Βασιλεία Στυλιανίδου Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων και στο Universitaet der Kuenste στο Βερολίνο (UdK Berlin) (ΒΑ, ΜFΑ). Το 1999 της απονεμήθηκε το ΑΤ Kearney video prize και το Meisterschuelerprize UdK Berlin. Συμμετείχε στο Goldrausch 11 Artistproject στο Βερολίνο (1999-2001) και απέσπασε την μεταπτυχιακή-ερευνητική υποτροφία NaFoG της UdK Berlin, στο πλαίσιο της οποίας διέμεινε το 2001 στη Νέα Υόρκη. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο και στην Αθήνα. stylianidou.com Vassiliea Stylianidou She was born in Thessaloniki, Greece in 1967. She lives and works in Berlin and Athens. She studied Literature and Linguistics at the University of Ioannina (GR) and Visual Arts (B.F.A., M.F.A.) at the University of the Arts Berlin (UdK Berlin). She received the NaFöGpostgraduate and DAAD (NYC) scholarships. She participated in the Goldrausch Artists programme Berlin (1999-2000). Her work has been exhibited at Haus am Kleistpark, Berlin, quartier21/MuseumsQuartier, Vienna; Haus der Kulturen der Welt, Berlin; Fotohof, Salzburg; VCA Margaret Lawrence Gallery, Melbourne; C.R.A.C, Sète (F); KUNSTHALLE ATHENA, Athens; Onassis Cultural Center, Athens; Macedonian Museum of Contemporary Art, Thessaloniki; KW, Berlin; The National Museum for Contemporary Art, Athens; State Museum of Contemporary Art, Thessaloniki; Art in General, NYC. She has also participated in the Prague Biennale and in the parallel programme of the Athens and Thessaloniki Biennials. Μαρία Τοπάλη Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1964, είναι ποιήτρια, μεταφράστρια, κριτικός συνεργάζεται με την εφημερίδα Καθημερινή και είναι μέλος της ΣΕ του περιοδικού Ποιητική. Βιβλία: Σερβίτσιο Τσαγιού (1999) και Λονδίνο και Άλλα Ποιήματα (2006, Νεφέλη), Βερμίου Κατάβαση (2010) και Ρίλκε, Ελεγείες του Ντουίνο (2011) [Πατάκης], Ο Χορός της Μεσαίας Τάξης (μιούζικαλ) (2012, Οκτώ), Για Τέσσερα Χέρια (μαζί με τον Κωνσταντίνο Ματσούκα) (2012, Γραβριηλίδης), Οι Λέξεις μου (ορατόριο) (2015, Νεφέλη). Maria Topali She was born in 1964, in Thessaloniki, she writes poetry, translates from German and publishes reviews and other articles in the newspaper Kathimerini. She is a member of the editorial board of the poetry journal Poiisi. Poetry books and translations: Tea Set (1999), London and Other Poems (2007), Vermiou Katabasis (2010) and her translation of the Duineser Elegien by R.M. Rilke (2011). O xoros tis mesaias taksis (The dance of the middle class) (musical play), Gia tessera xeria (For four hands, written together with Kostantinos Matsoukas), My Words (oratorio).
319
online version
Δημήτρης Χαλάτσης Γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1969. Το 1997 ως το 2002 Σπούδασε Ζωγραφική στην Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Καρλσρούης στη Γερμανία. Το 2001, μαζί με μια ομάδα καλλιτεχνών, ίδρυσε στην Καρλσρούη την γκαλερί καλλιτεχνών Poly Produzentengalerie που λειτουργεί ακόμη ως κολεκτίβα. Υπήρξε μέλος της ομάδας Κοινότητα Ανοικοδόμησης και ιδρυτικό μέλος της ομάδας Libby Sacer Foundation. Έχει επιμεληθεί και οργανώσει οκτώ εκθέσεις σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ως καλλιτέχνης, έχει κάνει επτά ατομικές και έχει συμμετάσχει σε πάνω από σαράντα ομαδικές εκθέσεις σε διάφορους χώρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. chalatsis.gr Dimitris Halatsis He was born in Karditsa, Greece, in 1969. From 1997 to 2002 he studied painting at the State Academy of Fine Arts of Karlsruhe, Germany. In 2001, together with a number of other artists, he founded an artists’ gallery in Karlsruhe (Poly Produzedengalery) which still operates as a collective. In Athens, he was a member of the Reconstruction Community art group and is a founding member of the Libby Sacer Foundation. He has curated and organized eight contemporary art exhibitions in Greece and abroad. As an artist, he has had seven solo exhibitions. He has also participated in forty group exhibitions in different spaces in Greece and abroad. He currently lives and works in Athens, Greece. Μάριος Χατζηπροκοπίου Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1981. Γράφει και επιτελεί τα κείμενά του σε κοινό. Μεταφράζει από τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στην ανθολογία Futures: Poetry of the Greek Crisis (2015) και στα περιοδικά Εντευκτήριο, Οδός Πανός, The Books' Journal και [ΦΡΜΚ]. Επιτελέσεις του έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ενδεικτικές συμμετοχές: Athens Biennale 2016, Δημήτρια 2015, Birkbeck University of London 2015, It's The Political Economy, Stupid!, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 2012, Political Performance, Βελιγράδι 2011, Mostra Latinoamericana de Performances Urbanas, Σαλβαντόρ Ντε Μπαϊα 2010. Marios Chatziprokopiou He was born in Thessaloniki in 1981. He writes and performs. He translates from Spanish and Portuguese. His poems have been published in the anthology Futures: Poetry of the Greek Crisis (2015), and in the reviews Enteuktirion, Odos Panos, The Books' Journal and [FRMK]. His performances have been presented in Greece and internationally. Indicative participations: Athens Biennale 2016, Dimitria 2015, Birkbeck University of London 2015, It's The Political Economy, Stupid!, Macedonian Museum of Contemporary Art 2012, Political Performance, Belgrade 2011, Mostra Latinoamericana de Performances Urbanas, Salvador De Bahia 2010.
320
online version
Θοδωρής Χιώτης Γράφει ποίηση και ποίηση με κώδικα προγραμματισμού στα ελληνικά και στα αγγλικά. Είναι ο επιμελητής και μεταφραστής της ανθολογίας Futures: Poetry of the Greek Crisis (Penned in the Margins, 2015). Το έργο του έχει δημοισευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ανθολογίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η συλλογή του Η θεωρία της μηχανής θα εκδοθεί το 2016. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Theodoros Chiotis He writes poetry and code poetry in Greek and English. He is the editor and translator of the anthology Futures: Poetry of the Greek Crisis (Penned in the Margins, 2015). His work has appeared in print and online magazines and anthologies in Greece and abroad. His forthcoming collection in Greek called Theory of the Machine and will be published in 2016. He lives and works in Athens. Χρήστος Χρυσόπουλος Ασχολείται με διαφορετικά είδη λογοτεχνίας (πεζογραφία, δοκίμιο, χρονικό), με τη θεωρία και με τη φωτογραφία. Έχει εκδώσει 14 βιβλία και έχει βραβευτεί με το Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (2008) και με τα γαλλικά βραβεία Laure Bataillon (2014), Prix Ravachol (2013) και με το διεθνές βραβείο Balkanika (2015). Η Γαλλική Δημοκρατία του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών. Είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Πολιτισμού (ECP). Τα βιβλία του κυκλοφορούν μεταφρασμένα σε δώδεκα γλώσσες. chrissopoulos.blogspot.gr Christos Chrissopoulos He has published 14 books and has engaged with different kinds of literature (fiction, essay, chronicle), with theory and photography. He has been awarded with the Athens Academy Award (2008), the Balkanika Prize (2015) and the French awards Laure Bataillon (2014) and Prix Ravachol (2013). He is awarded the French title of Chervallier of Arts and Letters. He is a member of the European Cultural Parliament (ECP). His books have been translated into twelve languages. Βασίλης Ψαρράς Γεννήθηκε το 1985, είναι εικαστικός και μουσικός. Είναι συμβασιούχος λέκτορας στο τμήμα Τεχνών Ήχου & Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ολοκλήρωσε το πτυχίο του στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, το μεταπτυχιακό του στο University of the Arts London και τη διδακτορική του διατριβή στο Goldsmiths University of London διεξάγοντας διεπιστημονική έρευνα και καλου λιτεχνική πράξη στην ανάδειξη ενός υβριδικού flaneur της πόλης του 21 αιώνα (υπότροφος AHRC). Τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ (Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία), σε ομαδικές εκθέσεις (Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, ROOMS2013, WPA Experimental Media US κ.α.) καθώς επίσης και σε πολιτιστικούς φορείς (Royal Academy Summer Exhibition 2010, Goethe Institut Art Up project). Η έρευνά του έχει παρουσιαστεί σε διεθνή συνέδρια και συμπόσια (ISEA2013 κ.α.) όπως επίσης και ως προσκεκλημένος επίτιμος ομιλητής (University of Chichester). Είναι rock μουσικός όπως επίσης και ο άνθρωπος πίσω από το soundtrack/ambient project Ludmilla My Side. billpsarras.tumblr.com
321
online version
Vassilis Psarras He was born in 1985, he is an artist and musician. He is an adjunct lecturer at the department of Audiovisual Arts – Ionian University. He has a BA in Audiovisual Arts and Sciences (Ionian University) and an MA in Digital Arts from the University of the Arts London. He has a PhD in Arts & Τechnology from Goldsmiths University of London where he conducted interdisciplinary research and art practice on the exploration of a hybrid flaneur of the 21st century city (AHRC funded). His works have been exhibited in various international festivals (Europe, US, Australia), in group exhibitions (Onassis Cultural Foundation, ROOMS2013, WPA Experimental Media US) and cultural institutions (RA Summer Exhibition 2010, Goethe Institut Art Up project). His research has been presented in international conferences and symposia (ISEA2013) as well as a keynote speaker (University of Chichester). He is a rock musician and the man behind the soundtrack/ambient music project Ludmilla My Side. Αλέξανδρος Ψυχούλης Γεννήθηκε στο Βόλο το 1966 και σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1997 του απονέμεται το βραβείο Benesse για το έργο του Black Box με το οποίο συμμετέχει στην 47η Biennale της Βενετίας. To 2011 το έργο του Body Milk, παρουσιάστηκε στο Guggenheim του Μπιλμπάο στα πλαίσια της έκθεσης The Luminous Interval. Η διερεύνηση του τοπίου της ψηφιακής πραγματικότητας αποτελεί μέχρι σήμερα κεντρικό άξονα της δουλειάς του η οποία αποτελείται από εγκαταστάσεις στο χώρο, animation, και ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων: Alien Species, gallery Διάτοπος, Λευκωσία (2011), Το δωμάτιο, antonopoulou.art, Αθήνα (2009), Θηλαστικά, Ζήνα Αθανασιάδου, Θεσσαλονίκη (2005), Body Milk, a.antonopoulou.art, Αθήνα (2003). Σήμερα είναι Αναπληρωτής Καθηγητής «Τέχνης και Τεχνολογίας» στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. psychoulis.blogspot.gr Alexandros Psychoulis He was born in Volos in 1966 and has studied painting at the Athens School of Fine Arts. In 1997, he has been awarded the Benesse Prize for his work Black Box, with which he participated in the 47th Venice Biennial. The exploration of the virtual reality’s territory has been up until now the central drift of his work, which is consisted by installations, animation and painting. He has presented many solo exhibitions such us: The room, a.antonopoulou.art, Athens (2009), Mammals, Zina Athanassiadou, Thessaloniki (2005), Body Milk, a.antonopoulou.art, Athens (2003). Today he is an Associate Professor of “Art and Technology” at the Architecture Department of the University of Thessaly.
322
online version
324
325
online version
326
online version
327