E-POP: Το Newsletter του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου

Page 1

E-POP Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου Τεύχος 1 / Μάιος 2020


E-POP Newsletter του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου

Συντακτική ομάδα Αντώνης Γαλανόπουλος, Υποψήφιος Διδάκτωρ ΑΠΘ Γρηγόρης Μάρκου, Διδάκτωρ ΑΠΘ Θωμάς Σιώμος, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΑΠΘ

Copyright © 2020 Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου/Populism Study Circle 2


Περιεχόμενα

Σχετικά με τον «Κύκλο»

4

Ανασκόπηση των δράσεων: Σεμινάρια

5

Ανασκόπηση των δράσεων: Ομάδα Ανάγνωσης

6

Πάνος Τριτσιμπίδας, Ο λαϊκισμός από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας και η σχέση του με την κοινωνική πολιτική

8

Άγγελος Γουνόπουλος, Ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη του λαϊκισμού: η αναστοχαστική επιστροφή στην ιστορία

11

Γρηγόρης Μάρκου, Βιβλιοκριτική: Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός: Μύθοι, Στερεότυπα και Αναπροσανατολισμοί, ΕΑΠ, 2019

15

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

18

Επικοινωνία

19

3


Σχετικά με τον «Κύκλο Κύκλο» » Ο λαϊκισμός έχει επιστρέψει δυναμικά τα τελευταία χρόνια στο διεθνές πολιτικό και ακαδημαϊκό πεδίο. Το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ έχει μακρά παράδοση στην μελέτη του φαινομένου. Κορυφαία στιγμή στην πορεία αυτή ήταν η υλοποίηση του έργου «POPULISMUS» από ερευνητική ομάδα του Τμήματος. Ο «Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου» είναι μια πρωτοβουλία φοιτητών του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ που γεννήθηκε το 2016, ακριβώς μέσα από αυτή την ερευνητική/ακαδημαϊκή παράδοση. Πιο συγκεκριμένα, επιδιώκει την προαγωγή της μελέτης του λαϊκισμού μέσα από την ποικιλία των θεωρητικών και μεθοδολογικών εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί, την δικτύωση και την ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των φοιτητών και ερευνητών του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ που ενδιαφέρονται για την μελέτη του λαϊκισμού, ώστε να επιτευχθεί η βαθύτερη κατανόηση και η συγκριτική χαρτογράφηση του λαϊκιστικού φαινομένου σε όλο το εύρος των διαφορετικών εκδηλώσεών του.

Ο «Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου», ο οποίος λειτουργεί σε συνεργασία με το Παρατηρητήριο «POPULISMUS» και τελεί υπό την αιγίδα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, διοργανώνει εκδηλώσεις κι συζητήσεις με σκοπό την ανάπτυξη ενός παραγωγικού διαλόγου γύρω από τον λαϊκισμό και συναφή ζητήματα (Δημοκρατία, Εξτρεμισμός, Εθνικισμός, Αριστερά). 4


Ανασκόπηση των δράσεων Σεμινάρια Ο Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου έχει πραγματοποιήσει από την έναρξη του νέου έτους δυο σεμινάρια, με ομιλητές δυο υποψήφιους διδάκτορες του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών (ΑΠΘ). Ειδικότερα, στις 13 Ιανουαρίου ο Πάνος Τριτσιμπίδας παρουσίασε τον λαϊκισμό από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας και τη σχέση του με την κοινωνική πολιτική, ενώ στις 17 Φεβρουαρίου ο ‘Άγγελος Γουνόπουλος αναφέρθηκε στις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη του λαϊκισμού και συγκεκριμένα στην αναστοχαστική επιστροφή στην ιστορία. Σύντομες εκδοχές της παρουσίασης τους μπορείτε να βρείτε στις επόμενες σελίδες. Το προγραμματισμένο (διπλό) σεμινάριο του Μαρτίου δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας των ραγδαίων εξελίξεων που σχετίζονται με τον Covid-19 και τα μέτρα που πάρθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της διάδοσης του. Στο συγκεκριμένο σεμινάριο θα ήταν ομιλητής ο Théo Aiolfi, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Warwick, με τίτλο παρουσίασης «Εισαγωγή στην στυλιστική προσέγγιση του λαϊκισμού. Όταν η μορφή συναντά το περιεχόμενο», καθώς και ο Stephan Ritscher, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Aberdeen, με τίτλο «Λαϊκισμός και επιστροφή του πολιτικού; Ο λαϊκισμός στην μεταπολεμική Γερμανία». Ευχόμαστε να τελειώσει γρήγορα η παγκόσμια υγειονομική κρίση που διανύουμε και να επιστρέψουμε στις πανεπιστημιακές αίθουσες σύντομα με νέα ενδιαφέροντα σεμινάρια.

5


Ομάδα Ανάγνωσης του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου: Πρώτα βήματα και προγραμματισμός Τα μέτρα προστασίας που ελήφθησαν από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid19 είχαν τις γνωστές επιπτώσεις και στις δραστηριότητες του Κύκλου οδηγώντας στην ματαίωση/αναβολή των προγραμματισμένων μας διαλέξεων καθώς και στην αναστολή των συναντήσεων της ομάδας ανάγνωσης που συγκροτήθηκε μετά από το ανοικτό κάλεσμα του Ιανουαρίου. Η ομάδα αυτή πρόλαβε να συναντηθεί δια ζώσης δύο φορές. Η πρώτη μας συνάντηση αφορούσε οργανωτικά θέματα που έθεσαν του όρους λειτουργίας μας. Με βάση τα όσα συμφωνήθηκαν ξεκινήσαμε τις εργασίες μας την Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020, το απόγευμα, στην Αίθουσα του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψήφιων Διδακτόρων του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Η συνάντηση εργασίας μας είχε αντικείμενο μελέτης το βιβλίο του καθηγητή Γιάννη Σταυρακάκη «Λαϊκισμός. Μύθοι, Στερεότυπα, Αναπροσανατολισμοί», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις του ΕΑΠ στη σειρά «96 PLUS». Η συνάντηση διήρκεσε περίπου τρεις ώρες και περιελάμβανε δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος τα μέλη της ομάδας ανάγνωσης συζήτησαν σχετικά με τα τους βασικούς άξονες που διαπραγματεύεται το βιβλίο και στο δεύτερο μέρος είχαν την ευκαιρία να θέσουν ερωτήματα, παρατηρήσεις και προβληματισμούς προς τον συγγραφέα του βιβλίου καθηγητή Γιάννη Σταυρακάκη και να συζητήσουν μαζί του. Το πρώτο μέρος της συνάντησης δομήθηκε μεθοδολογικά με τη μορφή της «Κλειστής Γυάλας» και το δεύτερο μέρος αποτέλεσε μια συζήτηση με τη μορφή «συλλογικής συνέντευξης» του συγγραφέα. Από την συζήτηση ξεχώρισαν ως βασικές συνεισφορές του βιβλίου η διεύρυνση της έρευνας γύρω από τον λαϊκισμό και η σύνδεσή της με συναφείς θεματικές, όπως αυτές της δημοκρατίας και της αντιπροσώπευσης και η ενσωμάτωση των διαφόρων θεωριών και προσεγγίσεων του λαϊκιστικού φαινομένου σε βασικά ερμηνευτικά σχήματα. Τα δυο αυτά βασικά χαρακτηριστικά του βιβλίου το καθιστούν ένα χρήσιμο εισαγωγικό ανάγνωσμα που διευκολύνει την είσοδο στο πεδίο των σπουδών του λαϊκισμού των αναγνωστών που δεν διαθέτουν ένα απαιτητικό ακαδημαϊκό υπόβαθρο.

6


Στη συζήτηση αναδείχθηκε η πολυσημία του λαϊκού υποκειμένου, του σημαίνοντος «λαός» και επισημάνθηκε η ανάγκη περαιτέρω έρευνας του αντιλαϊκιστικού φαινομένου με στόχο την κατηγοριοποίηση και την τυπολογία των διαφόρων αντιλαϊκισμών. Οι δραστηριότητες της ομάδας ανάγνωσης θα συνεχιστούν από τη νέα ακαδημαϊκή περίοδο. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό που είχε συμφωνηθεί κατά την πρώτη συνάντηση, η ομάδα ανάγνωσης θα προχωρήσει με το «Oxford Handbook of Populism», με κάθε μέλος να αναλαμβάνει διαφορετικά κεφάλαια του σημαντικού και ογκώδους αυτού εγχειριδίου. Για την επανέναρξη των συναντήσεων της ομάδας ανάγνωσης θα υπάρξει σχετική ανακοίνωση και νέο κάλεσμα συμμετοχής στην ιστοσελίδα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του Κύκλου Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου καθώς και στην ιστοσελίδα του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

7


Ο λαϊκισμός από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας και η σχέση του με την κοινωνική πολιτική Πάνος Τριτσιμπίδας Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ

Οι περιπτώσεις λαϊκιστικών κομμάτων ή αρχηγών που ανέρχονται στην εξουσία, ή την διεκδικούν με αξιώσεις, ολοένα και πληθαίνουν ανά τον κόσμο. Τίθεται έτσι πιο επιτακτικά το ερώτημα του πώς (και εάν) οι λαϊκιστές επηρεάζουν τις δημόσιες πολιτικές και συνολικότερα τη διακυβέρνηση. Το γεγονός ότι η άνοδος που έχει γνωρίσει ο λαϊκισμός σε παγκόσμιο επίπεδο από τις αρχές του 21ου αιώνα έχει συντελεστεί εντός του πλαισίου της κυριαρχίας της (νεο)φιλελεύθερης τέχνης του κυβερνάν και των κρίσεων με τις οποίες έχει έρθει αντιμέτωπη, καθιστά άξια διερεύνησης τη σχέση του λαϊκισμού με αυτό το περιβάλλον συγκεκριμένα (βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η υποχώρηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας) καθώς επίσης και τη θέση του εντός της ευρύτερης ιστορίας του νεωτερικού συστήματος διακυβέρνησης.

Η προσέγγιση του λαϊκισμού από τη σκοπιά της κυβερνητικότητας απαιτεί μια διεύρυνση του πεδίου ανάλυσης, δηλαδή την εστίαση στις δημόσιες πολιτικές των σύγχρονων λαϊκιστών και όχι μόνο στον λόγο τους. Σαφώς, η προσπάθεια να εξετάσουμε το τι συνιστά μια λαϊκιστική πολιτική, πόσο μάλλον να ορίσουμε τον ίδιο τον λαϊκισμό βάσει ενός υποτιθέμενου πολίτικου προγράμματος, επιφυλάσσει τον κίνδυνο υποστασιοποίησης του μέσω της ταύτισης του, για παράδειγμα, με ένα σπάταλο και ψηφοθηρικό είδος οικονομικής πολιτικής. Σε αυτό το σφάλμα υπέπεσαν ορισμένοι οικονομολόγοι τη δεκαετία του ‘90 που ανέλυσαν τη μακροοικονομική διάσταση του λαϊκισμού στην Λατινική Αμερική, καταλήγοντας να τον ταυτίσουν με κάθε «υπερβολικά επεκτατική μακροοικονομική πολιτική». Εξίσου προβληματικό είναι όμως να αναλύουμε το φαινόμενο του λαϊκισμού στην εξουσία αδιαφορώντας για το κεντρικό ίσως στοιχείο της κυβερνητικής δράσης, δηλαδή τις εφαρμοζόμενες πολιτικές (που μπορούν να διακριθούν αναλυτικά και πραγματολογικά από τα αποτελέσματά τους).

Ένας ασφαλέστερος δρόμος είναι να εκκινήσουμε από τον πολιτικό λόγο, εξετάζοντας με τα εργαλεία της «σχολής του Έσσεξ» ποιοι μπορούν να χαρακτηριστούν λαϊκιστές βάσει του λόγου που αρθρώνουν γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα, και στη συνέχεια να καταγράψουμε τις πολιτικές που προτείνουν ή/και υιοθετούν στον αντίστοιχο τομέα (πχ. της εξωτερικής, της κοινωνικής ή της δημοσιονομικής πολιτικής). 8


Χρησιμοποιώντας το υλικό αυτό μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια συγκριτική εξέταση που θα μας δείξει αν υπάρχουν κάποια κοινά μοτίβα στις πολιτικές των λαϊκιστών ως προς τα μέσα, τους στόχους και τα υποκείμενα που επιλέγουν να ωφελήσουν.

Εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο στο τομέα της κοινωνικής πολιτικής και του λόγου γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα, εντοπίζουμε δυο διακριτές χρήσεις της κοινωνικής πολιτικής που επιβεβαιώνουν τη διάκριση μεταξύ ενός «συμπεριληπτικού» – κατά κανόνα αριστερόστροφου – και ενός «αποκλειστικού» – κατά κανόνα δεξιόστροφου – λαϊκισμού. Η σχετική βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί ήδη από τη δεκαετία του ‘90 με τη μελέτη της στάσης των ακροδεξιών λαϊκιστών στην Ευρώπη στην οποία απέδωσε τον όρο προνοιακός σωβινισμός [welfare chauvinism]. Ωστόσο, η συμπεριληπτική έως και εξισωτική χρήση της κοινωνικής πολιτικής από τους αριστερούς λαϊκιστές, στην Λατινική Αμερική αλλά πλέον και στην Ευρώπη, έχει διερευνηθεί πολύ λιγότερο.

Στην περίπτωση του προνοιακού σωβινισμού των ακροδεξιών λαϊκιστών, στόχος της κοινωνικής πολιτικής αποτελεί πρωτίστως η προστασία του επιπέδου διαβίωσης και του «τρόπου ζωής» των γηγενών, δηλαδή «αυτών που ανήκουν στη κοινότητα τους έθνους και έχουν συνεισφέρει σε αυτή» και όχι των «ξένων». Στον λόγο αυτό οι «απλοί» και «σκληρά εργαζόμενοι» πολίτες αντιπαραβάλλονται κυρίως στους μετανάστες, τους «παράνομους» αλλά και τους νόμιμους που «αρνούνται να αφομοιωθούν», καθώς και σε πληθυσμιακές ομάδες ή μειονότητες που κατηγορούνται ότι «παρασιτούν» λαμβάνοντας επιδόματα χωρίς να συμβάλλουν στην οικονομία. Το βασικό μέσο που προτείνεται για να «έρθουν οι ντόπιοι στη πρώτη θέση» είναι ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της πρόσβασης των μεταναστών στις κοινωνικές παροχές (στο σύστημα δημόσιας υγείας, κοινωνικής στέγασης, στα επιδόματα, ακόμα και στην αγορά εργασίας). Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι κεντρικές αξίες και τα εργαλεία της κοινωνικής πολιτικής εντάσσονται στο λόγο και το πρόγραμμα των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων ως δευτερεύοντα στοιχεία στο μέτρο που νοηματοδοτούνται από τα κεντρικά ιδεολογικά σημεία αναφοράς τους που είναι ο λαός ως έθνος ή ακόμα και ως φυλή και η ανάγκη υπεράσπισής τους. Έτσι, το κοινωνικό ζήτημα «εθνικοποιείται», αντιμετωπίζεται δηλαδή με όρους εθνικής κι όχι κοινωνικής αλληλεγγύης. Αυτή η χρήση της κοινωνικής πολιτικής έχει επίσης ξεκάθαρα βιοπολιτικά χαρακτηριστικά συνιστώντας κατ’ εξοχήν παράδειγμα αυτού που ο Φουκώ ονομάζει κρατικός ρατσισμός, καθώς στηρίζεται στην ιδέα ότι θα βελτιωθεί η ζωή όσων ανήκουν στο σώμα του έθνους-κράτους, αν όσοι βρίσκονται εντός της επικρατείας του, αλλά δεν ανήκουν ή δεν αξίζουν να ανήκουν σε αυτό, αφεθούν να πεθάνουν στα γκέτο, στα σύνορα ή στις χώρες απέλασής τους.

9


Στην περίπτωση των αριστερόστροφων λαϊκιστών, ο διακηρυγμένος στόχος είναι η ενίσχυση των «φτωχών», των «αποκλεισμένων» και των «αδύναμων», ή των πρόσφατα φτωχοποιημένων στρωμάτων του πληθυσμού, μέσω μιας «δίκαιης» αναδιανομής του πλούτου εις βάρος των «υπερπλουσίων» ή των «ολιγαρχών». Με αυτή την χρήση τη κοινωνικής πολιτικής από τους αριστερούς λαϊκιστές εγκαθιδρύεται ωστόσο μια σχέση πολιτικής -και βιοπολιτικής- εξάρτησης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, όσο τουλάχιστον οι κρατικές παροχές είναι απαραίτητες και ικανοποιητικές για τους τελευταίους. Όταν αυτοί αισθανθούν ότι έχουν ξεφύγει από το φάσμα της φτώχειας ή έχει ανακοπεί η φτωχοποίηση τους είναι πολύ πιθανόν να στραφούν σε άλλες πολιτικές επιλογές. Επίσης, ακόμα και αν καταφέρουν οι αριστεροί λαϊκιστές να ενισχύσουν τα λαϊκά εισοδήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχουν πετύχει απαραίτητα και κάποια εμβάθυνση της δημοκρατίας και της πολιτικής συμμετοχής.

Αυτό που παρατηρούμε και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι η κοινωνική πολιτική μετατρέπεται από τους λαϊκιστές σε πεδίο πραγμάτωσης– αλλά και μερικής ανανοηματοδότησης – των λαϊκών προσδοκιών: για παράδειγμα, το αίτημα για μια πραγματική δημοκρατία μετονομάζεται σε ενίσχυση των κοινωνικά αδύναμων και ικανοποιείται μέσα από μια πρακτική αναδιανομής του πλούτου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτικής συμμετοχής και της κοινωνικο-οικονομικής ενσωμάτωσης μπορεί όμως να ακολουθεί και την αντίθετη κατεύθυνση: τα αιτήματα χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων για καλυτέρευση της κοινωνικό-οικονομικής τους κατάστασης εκφράζονται μέσω ενός λόγου στον οποίο προβάλλεται η ιδιότητά τους ως πολίτες (και όχι πχ. ως προλετάριοι ή λευκοί) και αναζητείται η ικανοποίησή τους μέσα από πρακτικές δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.

Συνεπώς, ο φόβος που τόσο συχνά εκφράζεται στον δημόσιο λόγο για την απειλή κατάλυσης της δημοκρατίας από τους απρόβλεπτους και αδιαφοροποίητους λαϊκιστές, δεν μοιάζει να είναι δικαιολογημένος, αν είναι πράγματι ειλικρινής ο αντι-λαϊκισμός αυτός και αφορά το πολιτειακό ζήτημα και όχι αυτό της αναδιανομής του πλούτου. Διότι, τουλάχιστον στην περίπτωση του αριστερού λαϊκισμού, τα σύγχρονα παραδείγματα από την Ευρώπη μέχρι και τη Λατινική Αμερική που πήρε αρκετά πιο ριζοσπαστικές μορφές δείχνουν ότι το κατεξοχήν πεδίο πραγμάτωσης της ριζοσπαστικότητας του είναι το κοινωνικό κράτος και ότι παρά τις εντάσεις του με τη φιλελεύθερη διάσταση της δημοκρατίας, πουθενά δεν οδήγησε σε ένα αδιαμεσολάβητο σύστημα λήψης αποφάσεων δικτατορικού ή αμεσοδημοκρατικού τύπου. Αυτό που μένει λοιπόν, και ίσως αποτελεί τον ορίζοντα του αριστερού λαϊκισμού, είναι μια πιο γενναιόδωρη κοινωνική πολιτική.

10


Ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη του λαϊκισμού: η αναστοχαστική επιστροφή στην ιστορία Άγγελος Γουνόπουλος Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ Στην εισήγηση, με όχημα τη Λατινική Αμερική, προσεγγίζεται ο λαϊκισμός και οι ιστορικοί όροι της εμφάνισης του, ενώ γίνεται η διαπραγμάτευση ορισμένων χαρακτηριστικών που του αποδίδονται ως αναγκαίες ή ικανές του συνθήκες. Ο όρος «λαϊκισμός» χρησιμοποιήθηκε στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1950 για να περιγράψει πολιτικά φαινόμενα που δεν εντάσσονταν στις κλασικές πολιτικές παραδόσεις (σοσιαλιστική, κομμουνιστική, φιλελεύθερη, συντηρητική, κ.α.). Συνοπτικά, η Λατινική Αμερική πέρασε τέσσερα κύματα λαϊκισμού: το πρώτο εμφανίζεται στην οικονομική κρίση του 1930 όπου ηγέτες απευθύνθηκαν στο λαό υπερβαίνοντας τη διαίρεση Αριστεράς/Δεξιάς (Cardenas στο Μεξικό (1934-1940), Vargas στη Βραζιλία (1930-1945)). Το δεύτερο κύμα αναπτύσσεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αποτελώντας τον «κλασικό» λαϊκισμό» καθώς με δικά του υλικά διαμορφώνεται ο ιδεότυπος του λαϊκισμού (Perón στη Αργεντινή (1946-1955, 1973-1974), Vargas στη Βραζιλία (1951-1954), Alvarado στο Περού (1968-1975), κ.α.). Τις δεκαετίες του 1980-1990 εμφανίζονται λαϊκιστικές κυβερνήσεις που εφάρμοσαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές (Menem στην Αργεντινή (19891999), Fujimori στο Περού (1990-2000), κ.α.), ενώ το τέταρτο κύμα αναφέρεται στους «νεολαϊκιστές» ηγέτες (Chávez στη Βενεζουέλα (1999-2013), Morales στη Βολιβία (2006-2019), Correa στον Ισημερινό (2007-2017), Nestor Kirchner (2003-2007) και Cristina Kirchner (2007-2015) στην Αργεντινή, κ.α). Το πρώτο θέμα προς διαπραγμάτευση είναι η σχέση λαϊκισμού και δημοκρατίας. Πολλοί θεωρούν ότι ο λαϊκισμός διευρύνει τη δημοκρατική συμμετοχή παρά το ότι συνήθως υπονομεύει τους φιλελεύθερους θεσμούς ευνοώντας την πόλωση. Ωστόσο, οι φιλελεύθεροι θεσμοί δεν ήταν εδραιωμένοι στη Λατινική Αμερική ώστε να ευθύνεται για την υπονόμευσή τους αποκλειστικά η λαϊκιστική κινητοποίηση, αφού οι αντίπαλοί της, όπως και οι φιλελεύθερες ελίτ, χαρακτηρίζονται από «εκσυγχρονιστικό αυταρχισμό» αποδεικνύοντας ότι το φαινόμενο του αυταρχισμού έχει ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες (αραβο-ισλαμική κληρονομιά, ιβηρο-καθολικός πολιτισμός της αποικιακής περιόδου, νεποτισμός, ευνοιοκρατία και ανομία λαού και ελίτ, «μιμητισμός» πολιτικών προσώπων, κ.α.).

11


Έτσι, κάθε σοσιαλιστική, φιλελεύθερη ή λαϊκιστική αλλαγή αναπαράγει την καθιερωμένη νοοτροπία, ενώ οι οργανώσεις αριστερών εθνικιστών, σοσιαλιστών και ριζοσπαστών δημοκρατών του 1950 και 1960 ενέτειναν τον αυταρχισμό και τον συγκεντρωτισμό ακολουθώντας τα πρότυπα του αντι-αποικιοκρατικού κόσμου και του υπαρκτού σοσιαλισμού, πόσο μάλλον που σοβαρά κοινωνικά προβλήματα βάθαιναν ανισότητες και εντάσεις, όπως οι φυλετικές, ταξικές και διεθνείς σχέσεις. Συνεπώς, ο αυταρχισμός, η πόλωση και η αντιδημοκρατικότητα δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού, αλλά καθολική ιστορική και πολιτισμική συνθήκη που εντείνεται λόγω μεγάλων κοινωνικών, εθνικών και διεθνών ρήξεων που προσδίδουν στην πολιτική αντιπαράθεση χαρακτήρα υπαρξιακό. Έτσι, η λαϊκιστική και η αντι-λαϊκιστική κινητοποίηση εμφανίζονται ως ενιαίο δίπολο και ως τέτοιο πρέπει να μελετάται. Το δεύτερο θέμα αφορά τη σχέση πατρωνίας και πελατειακών σχέσεων με το λαϊκισμό. Η πολιτική πατρωνία-πελατεία αποτελεί στοιχείο «μακράς διάρκειας» που ξεκινά από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και δια της Ιβηρικής φτάνει στη Λατινική Αμερική ως τυπική μορφή οργάνωσης ολιγαρχικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων, φεουδαρχικών απολυταρχιών και λαϊκιστικών κυβερνήσεων όπου αναπτύσσονται ισχυρές ταυτίσεις των μελών τους με την εξουσία αντλώντας τη νομιμοποίησή τους απευθείας από τον ηγέτη. Εδώ βρίσκεται για πολλούς η βασική διαφορά της πελατείας των λαϊκιστικών κομμάτων από την πελατεία της παλιάς πατρωνίας, αφού στη δεύτερη η ανταλλαγή διεξάγεται ανάμεσα στον τοπικό πάτρωνα και τον ψηφοφόρο, ενώ στο λαϊκισμό ανάμεσα στον ψηφοφόρο και το κόμμα. Η πελατεία-πατρωνία δεν είναι ασύμβατη με τον εκσυγχρονισμό, ενώ η λαϊκιστική κινητοποίηση δύναται ν’ αναδυθεί αφού πάψουν να λειτουργούν τα πελατειακά δίκτυα για την ενσωμάτωση πληθυσμών. Συνεπώς, η πελατεία δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού, παρά το ότι αποτελεί συνήθη τρόπο διαχείρισης λαϊκών πιέσεων από ολιγαρχικά ή λαϊκιστικά μπλοκ εξουσίας. Το τρίτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και χαρισματικών ηγετών/οδηγών του λαού που ονομάστηκαν «πατέρες του λαού/έθνους» επειδή οργάνωσαν τον ανοργάνωτο λαό στις νέες συνθήκες. Πολλοί θεωρούν ότι η προσωπολατρία απο-ιδεολογικοποιεί την πολιτική αντιπαράθεση με αποτέλεσμα οι κινητοποιήσεις ν’ αποκτούν ηγεμονοκεντρικό χαρακτήρα, παραβλέποντας ότι η μονοδιάστατη αφήγηση του «μεγάλου άντρα» συσκοτίζει σημαντικές διαστάσεις της λαϊκιστικής κινητοποίησης. Επιπλέον, για τον Μουζέλη, αν και βασικό στοιχείο της λαϊκιστικής κινητοποίησης είναι η αδιαμεσολάβητη σχέση ηγεσίας και κομματικών μελών, ωστόσο οι μάζες αναπτύσσουν με τον ηγέτη σχέση λατρευτική, ανταλλακτική αλλά και ελεγκτική. Τέλος, η χαρισματική ηγεσία δεν είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκιστικού φαινομένου, αφού απουσιάζει από λαϊκιστικά κινήματα.

12


Το τέταρτο θέμα είναι η σχέση λαϊκισμού και εκσυγχρονισμού ή κρίσης. Οι «θεωρίες εκσυγχρονισμού» («λειτουργικά μοντέλα») ερμήνευαν τον λαϊκισμό ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που εμφανίζεται κυρίως σε χώρες της περιφέρειας όσο διαρκούν οι ωδίνες του εκσυγχρονισμού, ως «ασυγχρονία» ανάμεσα στην παράδοση που σβήνει και το νέο που δεν έχει ακόμα αναδυθεί. Για τον Laclau το βασικό μειονέκτημά τους ως εξηγητικού σχήματος έγκειται στο ότι λαϊκισμοί εμφανίζονται και σε χώρες που έχουν ξεπεράσει το στάδιο της βιομηχανικής μετάβασης, υποστηρίζοντας, όπως και ο Σταυρακάκης, ότι ο λαϊκισμός εμφανίζεται στην κρίση νομιμοποίησης όπου κλονίζεται η εμπιστοσύνη του λαού στις ελίτ ότι μπορούν να αποκαταστήσουν την τάξη, ή να θεμελιώσουν μία νέα. Το πέμπτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και λαϊκιστικής κινητοποίησης. Για τον Μουζέλη ο λαϊκισμός υπήρξε τρόπος μετάβασης από κλειστά-oλιγαρχικά συστήματα σε ανοικτάμαζικοδημοκρατικά. Ωστόσο, ο λαϊκισμός αποτελεί φαινόμενο και της μαζικοδημοκρατικής εποχής όπου η μετάβαση έχει συντελεστεί. Η μαζική κινητοποίηση αμφισβητήθηκε ως αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού, όπως όταν υποστηρίζεται ότι ο λαϊκισμός παίρνει τη μορφή μικρών ριζοσπαστικών κομμάτων της δεξιάς, κυρίως στην Ευρώπη, τα οποία επιβιώνουν ως ειδική εκλογική αγορά των χαμένων της παγκοσμιοποίησης. Υποτιμώντας όμως τη σημασία του «λαϊκισμού του λαού» αναδύεται ο κίνδυνος θεωρητικών παραλογισμών όπως η αναγνώριση λαϊκισμών σε συνωμοσιολογικές θεωρίες ή σε μετα-εθνικές ή διεθνικές εγκλήσεις όπου ο λαός είναι απών. Επιπλέον, χωρίς λαϊκιστική κινητοποίηση, ή μαζικό κίνημα-κόμμα, ο λαϊκισμός παύει να κατανοείται όπως στον Laclau ως «πολιτικός λόγος» συνδεδεμένος με την κοινωνία (νόημα), και μεταπίπτει σε απλή επικοινωνία (κείμενο). Συνεπώς, η «δημοκρατική στιγμή του λαού» είναι αναγκαία συνθήκη του λαϊκισμού συναρθρώνοντας τα λαϊκά αιτήματα στο λαϊκιστικό μπλοκ εξουσίας.. Το έκτο θέμα αφορά τη σχέση λαϊκισμού και ιδεολογίας («αριστερός /δεξιός λαϊκισμός», «πέρα από Αριστερά και Δεξιά», κ.α.). Ο Di Tella δεν εστιάζει στην ιδεολογία των λαϊκιστών θεωρώντας ότι είναι συγκυριακή επειδή εξαρτάται από μεταβαλλόμενες κοινωνικές συμμαχίες, υποστηρίζοντας ότι ο «λαϊκός εθνικισμός» αποτελεί την πανταχού παρούσα συνιστώσα του λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική, ενώ ο Tourraine κατανοεί τη λαϊκιστική κινητοποίηση ως πολιτική εθνικής ενσωμάτωσης. Μάλιστα η Mouffe αποδοκιμάζει την αριστερά στην Αργεντινή που απορρίπτει την κυβέρνηση Kirchner ως εθνολαϊκή. Ο «αριστερός λαϊκισμός» στη Λατινική Αμερική προκρίνει την ηθικοπολιτική αποκατάσταση του λαού στις κοινωνικές και διεθνείς του σχέσεις, τη λαϊκή κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία, υπάρχοντας ως οικουμενικός πατριωτισμός-διεθνισμός επειδή θεμελιώνει τα λαϊκά δίκαια στην ίδια μήτρα με τα δίκαια των αδικημένων λαών-εθνών του κόσμου, εκφράζοντας ταυτόχρονα την εθνική και περιφερειακή ενότητα, την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία ή τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και τη χειραφέτηση από τις εγχώριες ελίτ που προδίδουν το λαό. 13


Ο Di Tella θεωρεί απαραίτητο τον αρίστερο πατρίωτίσμο γία την εθνίκη καί κοίνωνίκη αναπτυξη, ενω γία τον Germani η εθνίκη ταυτοτητα-ενοτητα απαντα στην αναγκη γία κοίνωνίκη συνοχη καί αίσθηση του «ανηκείν», γί΄ αυτο καί ο λαίκίσμος που ενσωματωνεί τους πληθυσμους στο εθνίκο σωμα είναί αρρηκτα συνδεδεμενος με την πατρίωτίκη εγκληση. Συνεπως, επείδη το σημαίνον «εθνος» επενδυεί τοσο στον δεξίο οσο καί στον αρίστερο λαίκίσμο συναγεταί οτί η δίακρίση τους δεν εδραζεταί στη δίακρίση «κοίνωνίκου» καί «εθνίκου», αλλα συντελείταί εξαίτίας του λογου, των συμβολων, των παραδοσεων, των προσωπων, των πραξεων, των συμμαχίων, των αντίπαλων, κ.α. του εκαστοτε λαίκίστίκου φορεα. Επίπλεον, είναί απαραίτητη η δίακρίση αναμεσα σε δίεθνίστίκα καί μετα-εθνίκα λαίκίστίκα κίνηματα αφου βρίσκονταί περίσσοτερο σε ανταγωνίστίκη καί λίγοτερο σε συμπληρωματίκη η συγγενίκη σχεση. Τελος, στη Λατίνίκη Αμερίκη υπαρχουν λαίκίσμοί που υπερβαίνουν τη δίαίρεση Αρίστερας καί Δεξίας, με αποτελεσμα οί Lasch καί Goodwyn να θεωρουν το λαίκίσμο ενα «τρίτο δρομο» αναμεσα σε κομμουνίσμο καί καπίταλίσμο, οπως γία μεγαλο μερος της Εκκλησίας, κίνηματων, κομματων, δίανοουμενων, καλλίτεχνων, κ.λπ που αναζητησαν εναλλακτίκη οδο περα απο το ευρωπαίκο καί ανατολίκο μοντελο, η οποία να προωθεί την κοίνωνίκη καί πολίτίκη απελευθερωση του «Τρίτου Κοσμου» καί την πολίτίσμίκη του ίδίαίτεροτητα. Τελευταίο θεμα η σχεση λαίκίσμου καί συναίσθηματος. Στον λατίνοαμερίκανίκο λαίκίσμο συμβαλλεί η βαθία θρησκευτίκοτητα του λαου καί ο «μαγίκος ρεαλίσμος» οπου το παθος είναί δίαχυτο παντου προσδίδοντας στην πολίτίκη λυτρωτίκο χαρακτηρα, πυροδοτουμενο απο βαθίες ανίσοτητες. Συνεπως, η «μαγίκη» σχεση λαίκίστη ηγετη καί λαου είναί σχεση συναίσθηματίκη καί ρεαλίστίκη, εκφραση της οίκείοτητας λαου καί ηγετη. Κλείνοντας, επείδη το νοημα δεν εξαντλείταί στη δίατυπωση, ο,τί δεν ορίζεταί δείχνεταί με μία είκονα, οπως αυτη που δίνεί ο Αργεντίνος συγγραφεας Ernesto Sabato γραφοντας γία το πραξίκοπημα του 1955 με το οποίο εκδίωχθηκε απο την εξουσία ο Peron: «Εκείνο το βραδυ του Σεπτεμβρίου του 1955, ενω οί δίκηγοροί, οί γαίοκτημονες καί οί συγγραφείς πανηγυρίζαμε στο σαλονί την πτωση του τυραννου, σε μία γωνία της κουζίνας είδα τίς δυο Ινδίανες υπηρετρίες με τα ματία μουσκεμενα απ΄ τα δακρυα».

14


Βιβλιοκριτική: Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός: Μύθοι, Στερεότυπα και Αναπροσανατολισμοί, ΕΑΠ, 2019, σ. 110, 8.80

€,

ISBN:

9786188427235 Γρηγόρης Μάρκου Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ

Η συζήτηση γύρω από την έννοια του λαϊκισμού στην Ελλάδα έχει ξεκινήσει εδώ και μερικές δεκαετίες. Ωστόσο, η πρόσφατη δυναμική άνοδος της ριζοσπαστικής αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) στην ελληνική πολιτική σκηνή, μέσα από έναν ισχυρό λαϊκιστικό λόγο, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των ερευνητών για το φαινόμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι η επανεμφάνιση του λαϊκισμού έδωσε μεγάλη ώθηση στην δημοσίευση δεκάδων βιβλίων και επιστημονικών κειμένων, στην διοργάνωση πλήθος συνεδρίων και ημερίδων, καθώς και στην παραγωγή ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών προγραμμάτων που αφορούν το λαϊκιστικό φαινόμενο. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών δημοσιεύσεων ακολουθεί μια πρόδηλη αντι-λαϊκιστική οπτική και αναγνωρίζει στον λαϊκισμό παθολογικά στοιχεία. Πέραν τούτου, ο λαϊκισμός συνδέεται αρκετά συχνά με τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την συνωμοσιολογία, τον αυταρχισμό και το πελατειακό σύστημα, ενώ παρουσιάζεται ως μια ιδεολογία με επικίνδυνα χαρακτηριστικά τόσο στην δεξιά όσο και στην αριστερή του έκφανση, αναπαράγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο γι’ ακόμα μια φορά τη θεωρία των δύο άκρων.

Το νέο βιβλίο του Γιάννη Σταυρακάκη δεν ανήκει στην παραπάνω κατηγορία. Σε αντίθεση με τα αντι-λαϊκιστικά εγχειρίδια που καταγγέλλουν με σθένος τον «λαϊκιστικό κίνδυνο», η προσέγγιση του έρχεται για να δώσει μια καίρια απάντηση τόσο στις θεωρίες που αναγνωρίζουν παθολογικά στοιχεία στο φαινόμενο, όσο και στις «κυρίαρχες» σύγχρονες θεωρίες και προσεγγίσεις που συγχέουν τον λαϊκισμό με την ηθικολογία. Αντλώντας επιχειρήματα από προηγούμενες επιστημονικές του δημοσιεύσεις, ο Σταυρακάκης προτείνει μια νέα κατεύθυνση στην μελέτη του λαϊκισμού. Αρχικά, εκκινεί με μια σύντομη γενεαλογία του φαινομένου, ανιχνεύοντας τις νεωτερικές απαρχές του στην τσαρική Ρωσία με το κίνημα των Ναρόντνικων και στις ΗΠΑ με το Λαϊκιστικό Κόμμα. Στη συνέχεια περιγράφει την περίπτωση του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού των μέσων του 20ου αιώνα, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην Αργεντινή και τον Χουάν Ντομίνγκο Περόν, ενώ προχωρά την ανάλυση με τα ευρωπαϊκά λαϊκιστικά κόμματα.

15


Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο συγγραφέας αναλύει τις κύριες θεωρίες και αναλυτικές προσεγγίσεις για τον λαϊκισμό, εστιάζοντας στο «αντιλαϊκιστικό κύμα». Εντοπίζει τις ρίζες του σύγχρονου αντιλαϊκισμού στο έργο του Ρίτσαρντ Χόφσταντερ των μέσων του 20ου αιώνα και ασκεί κριτική στις εκσυγχρονιστικές θεωρίες που παρουσιάζουν τον λαϊκισμό ως ένα ανορθολογικό φαινόμενο και μια παθολογία της πολιτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίζει τις αδυναμίες της έννοιας του «πολιτισμικού δυισμού» του Νικηφόρου Διαμαντούρου, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από θεωρητικούς, δημοσιογράφους και πολιτικούς που αντιτάσσονται στον λαϊκισμό στην Ελλάδα. Έπειτα, ο Σταυρακάκης τονίζει τις παγίδες της «νέας ορθοδοξίας» στη μελέτη του λαϊκισμού, η οποία αποδέχεται μια ομοιογένεια στα δύο αντιθετικά στρατόπεδα (τον λαό και τις ελίτ/το κατεστημένο) και την απόδοση μιας ηθικολογικής μορφής στον πολιτικό τους ανταγωνισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, «…η ηθική ως λογοθετικό και συναισθηματικό ρεπερτόριο μπορεί να τεθεί σε πολλές και διαφορετικές χρήσεις […]. …τέτοιου είδους επικλήσεις, περισσότερο ή λιγότερο αναπόφευκτες σε οποιαδήποτε πολιτική συγκυρία και ιδιαίτερα παρούσες σε κρίσιμα σημεία καμπής, μπορεί να λαμβάνουν χαρακτήρα πολιτικό ή αντιπολιτικό, δημοκρατικό ή αντιδημοκρατικό, προοδευτικό ή αντιδραστικό, ηρωικό ή ακόμα και μπανάλ» (σ. 78).

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Σταυρακάκης ορίζει τι είναι ο λαϊκισμός, χρησιμοποιώντας τη λακλαουική φορμαλιστική θεώρηση, ενώ θεωρεί ότι οι επιτελεστικές προσεγγίσεις αποτελούν έναν ισχυρό ερευνητικό εργαλείο στη μελέτη του φαινομένου. Λίγο πριν το τέλος του εγχειριδίου, ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να απαντήσει ξανά στο αντι-λαϊκιστικό αφήγημα και να εξηγήσει τι δεν είναι ο λαϊκισμός, υποστηρίζοντας ότι δεν εξισώνεται με τον εθνικισμό, τον νατιβισμό, τον εθνικισμό και το πελατειακό σύστημα, ενώ δεν βασίζεται απαραίτητα σε μια χαρισματική ηγεσία. Ενώ ο Σταυρακάκης ανήκει σε μια ομάδα ερευνητών που αναγνωρίζει μια δημοκρατική προοπτική στον λαϊκισμό στις κατάλληλες συνθήκες, αναφέρει ότι «αν ο λαϊκισμός οφείλει να αποκαθαρθεί, τόσο στην επιστημονική έρευνα όσο και στον δημόσιο λόγο, από έωλα αρνητικά στερεότυπα, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πολιτική πανάκεια, ως κάτι a priori θετικό» (σ. 107). Ουσιαστικά, ο συγγραφέας αναγνωρίζει συγκεκριμένα όρια στον λαϊκισμό, τα οποία όμως δεν είναι εκείνα που καταγγέλλει η αντιλαϊκιστική πλευρά.

Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία που ένα έργο ασκεί κριτική στην «νέα ορθοδοξία της ηθικολογίας». Επιπλέον, είναι ίσως και η πρώτη φορά (μετά το βιβλίο των Ν. Σεβαστάκη και Γ. Σταυρακάκη, «Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Νεφέλη, Αθήνα, 2012) που ένα θεωρητικό εγχειρίδιο κριτικάρει την αντιλαϊκιστική λογική που έχει εδραιωθεί στη χώρα όλα αυτά τα χρόνια, στοχεύοντας να αντιμετωπίσει τα αρνητικά στερεότυπα που έχουν μπολιάσει τη συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό.

16


Κατά μια έννοια, ο Σταυρακάκης δίνει έμφαση στην ανάγκη να αποκοπεί η μελέτη του φαινομένου από τα εκσυγχρονιστικά απομεινάρια της ψυχροπολεμικής περιόδου, τα οποία δεν βοηθούν την πολιτική ανάλυση με κανέναν τρόπο αλλά εξυπηρετούν μόνο πολεμικά γραπτά. Τέλος, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το βιβλίο του Σταυρακάκη είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο εγχειρίδιο, το οποίο ακολουθεί μια λακλαουική οπτική στην ανάλυση του, χωρίς όμως να κατανοεί τον λαϊκισμό ως μια αποκλειστικά δημοκρατική ή αντιδημοκρατική λύση, απαντώντας έτσι με ξεκάθαρο τρόπο σ’ όλους εκείνους που υποστηρίζουν την άποψη ότι οι θεωρητικοί της «Σχολής του Έσσεξ» αποδέχονται πάντα μια δημοκρατική φύση στις λαϊκιστικές κινητοποιήσεις. Αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό να διαβαστεί από τους μελετητές του λαϊκισμού, του πολιτικού λόγου και της δημοκρατίας, ώστε να κατανοήσουν τα όρια της σύγχρονης αντιλαϊκιστικής επιχειρηματολογίας, καθώς και τα προβλήματα της «νέας ορθοδοξίας» της ηθικολογίας στις σπουδές του λαϊκισμού.

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε πρώτα στα αγγλικά εδώ: e-Extreme, March 2020 / Vol. 21, No. 1. https://standinggroups.ecpr.eu/extremismanddemocracy/newsletter/

17


Πρόσφατες δημοσιεύσεις De Cleen, B., Moffitt, B., Panayotu, P., & Stavrakakis, Y. (2020). The Potentials and Difficulties of Transnational Populism: The Case of the Democracy in Europe Movement

2025

(DiEM25).

Political

Studies,

68(1),

146–166.

https://

journals.sagepub.com/doi/abs/10.1177/0032321719847576 Galanopoulos, A., & Stavrakakis Y. (2019), Populism, Anti-populism and Post-truth in Crisis-ridden Greece. POPULISMUS Working Papers No. 10.

http://

www.populismus.gr/…/up…/2019/10/WP-10-upload-2019.pdf Karavasilis, L. (2019). Studying populism and distinguishing it from other -isms. WZB Democracy blog. https://democracy.blog.wzb.eu/2019/07/26/study-populismand-distinguish-it-from-other-isms/ Markou, G. (2019). Prefacio. In J. Morelock & F. Z. Narita (Eds.), O Problema do Populismo: Teoria, Política e Mobilização (pp. 7-14). Brazil: Paco. Nikisianis, N., Stavrakakis, Y., Siomos, T., Dimitroulia, T., & Markou, G. (2019). Populism versus Anti-populism in the Greek Press: Post- Structuralist Discourse Theory Meets Corpus Linguistics. In Tomas Marttila (Ed.), Discourse, Culture and Organization: Inquiries into Relational Structures of Power (pp. 267-295). London: Palgrave Macmillan. Stavrakakis, Y., & Galanopoulos, A. (2019). Discursive uses of ‘abnormality’ in the Greek crisis. In K. Power, A. Tanweer and E. Lebdušková (Eds.), Austerity discourses: An inter-disciplinary critical analysis (pp. 177-195). New York, NY: Routledge. Τριτσιμπίδας Π. & Γ. Σταυρακάκης, Λαϊκιστικές χρήσεις της κοινωνικής πολιτικής: συμπερίληψη και αποκλεισμός, Δίκαιο της Κοινωνικής Ασφάλισης, 4 (2019), σ. 799809. https://www.sakkoulas.gr/el/editions/dikaio-tis-koinonikis-asfalisis-4-2019/ Venizelos,

G.

(2019). The elitism of the "anti-populists". Jacobin. https://

jacobinmag.com/2019/09/the-elitism-of-the-anti-populists Venizelos, G. (2020). Left-wing populism? In Europe? Yes, please!. European Political Science. https://link.springer.com/article/10.1057/s41304-020-00244-3 18


Επικοινωνία Κύκλος Μελέτης του Λαϊκιστικού Φαινομένου/Populism Study Circle

@StudyPopulism populismstudycircle@gmail.com

populism.wixsite.com/populismstudycircle issuu.com/populismstudycircle

19


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.