Μουσουργοί της Θράκης (5 από 7)

Page 1

Συνέθεσε, µεταξύ άλλων: α) τα ορχηστρικά

έργα: «∆ύο συµφωνικές φαντασίες», «Ιντερµέτζο»

και «Τέσσερις λυρικές εικόνες» (1962-67), β) τα

ορατόρια για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα: «Κοσµάς ο Αιτωλός» σε ποίηση Τάκη Γκιοσόπουλου

(1968-70) και «Άσµα ηρωϊκό και πένθιµο για τον

χαµένο ανθ/γό της Αλβανίας» σε ποίηση Ο. Ελύτη (1971. Το θεωρούσε ως το καλύτερο έργο του και

το αναθεώρησε τουλάχιστον τρεις φορές 289) και

«Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» σε ποίηση Αλέκου

∆αφνοµήλη, και γ) τις καντάτες για σολίστ, χορω-

δία και συµφωνική ορχήστρα: «Μυθιστόρηµα» σε

ποίηση Γ. Σεφέρη (1976), «Πειρασµός» σε ποίηση

∆ιονυσίου

Σολωµού (1976), «Στη γη των Αµωράη»

και «Πρωραία γοργόνα» σε ποίηση Αυγέρη (1977

και 1978 αντιστοίχως), «Σκλάβοι πολιορκηµένοι»

και «Οι πόνοι της Παναγίας» σε ποίηση Βάρναλη (1977 αµφότερα), «Καντάτα της ειρήνης» σε ποίηση Σαράντου Παυλέα (1979), «Η Κυρά των αµπελιών» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (1980;), «Μεγαλυνάρι» σε ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου (1983), «Γέννηση» και «Ωδή για να θυµόµαστε τους ήρωες» σε ποίηση Γιώργου Θέµελη (1981 και 1984 αντιστοίχως). Συνέθεσε επίσης δύο εκκλησιαστικές

και «Αποκάλυψη του Ιωάννη» σε κείµενο του Ευαγγελιστή Ιωάννη (1986-92), καθώς επίσης και καθαρώς εκκλησιαστικά έργα: το «Ποτήριον Σολοµώντος», ύµνους, κοινωνικά (όπως το «Λύτρωσιν απέστειλεν»), τροπάρια, απολυτίκια («Απολυτίκιον Κυρίλλου και Μεθοδίου») 290, τη Λειτουργία του Ιωάννου Χρυσοστόµου, µία δοξολογία κ.ά. Τέλος, συνεργάστηκε µε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συνέθεσε σκηνική µουσική για τέσσερις αρχαίες τραγωδίες, σε αρχαιοπρεπές ύφος βασισµένη σε τετράχορδα και ισοκρατήµατα µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία περίεργων διαφωνιών. Αυτές είναι: α) «Αγαµέµνων» Αισχύλου (Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, 19/7/1969), β) «Προµηθεύς δεσµώτης» Αισχύλου (Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 24/7/1970), γ) «Φοίνισσες» Ευριπίδη (Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, 17/7/1971), δ) «Φιλοκτήτης» Σοφοκλέους (Αρχαίο

203
καντάτες για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα: α) τη «Μεγάλη Ακολουθία Χαιρετ ισµών και
Θέατρο Φιλίππων, 10/8/1974). Επίσης, για την κρητική κωµωδία «Κουτσούρµπος» του Χορτάτζη (Κά289 Ό.π. 290 Φωνογραφήθηκε µε τη Χορωδία Ακαδηµαϊκού Μουσικού Συνδέσµου Θεσσαλονικέων (διεύθυνση: Χρήστος Κώττας). Ο Θόδωρος Μιµίκος διευθύνει τη χορωδία του ΚΩΘ, Αρχείο ΚΩΘ.
Παθών» (1983)

στρο Πλαταµώνος, 25/7/1976). Ήταν µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών.

λόγος και διευθύντρια χορωδιών Άννα-Μαρία Ρεντζεπέρη, η διευθύντρα της Χορωδίας Θεσσαλονίκης

στρια

φαναριώτικη οικογένεια των Μισαηλιδών µε σπουδαία (εµπορική, καλλιτεχνική, συγγραφική) δράση. Σπούδασε φιλολογία και επίσης µουσική, βυζαντινή και ευρωπαϊκή, στο Γαλλικό Ροβέρτειο Κολλέγιο Κωνσταντινούπολης και ίσως στην Ιταλία. Συνεργάστηκε στενώς µετά του αδελφού του Χριστόφορου Μισαηλίδου, λόγιου και ποιητή (1853-1923), και µελοποίησε τα κωµειδύλλιά του: α) «Πρωταπριλιά» (1896. Έµµετρο µελόδραµα σε τρεις πράξεις) και β) «Ο γαµβρός της Τυρινής» (1900) 292. Αµφότερα παραστάθηκαν πολλές φορές από διάφορους θιάσους στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολικής Θράκης. Εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1896 και το 1900 αντιστοίχως από το τυπογραφείο που διατηρούσαν µαζί

στο βραχύβιο σατυρικό περιοδικό Κουκουρίκος γύρω στο 1908. Συνέγραψε το ιστορικό πόνηµα «Ιωακείµ ο Γ’. Ο µεγαλοπρεπής πατριάρχης και τα κατά την τελευταίαν µεσοπατριαρχείαν» το οποίο εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1901). Απεβίωσε στο Νεοχώριον (Νηχώρι) Βοσπόρου το 1943.

291 Σε συνέντευξή της στον Κ. Μαρίνο, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 3/6/2007 είπε: «Ήταν καθηγητής µου στο ωδείο και µια φορά έκανε το... λάθος και µου

είπε να διευθύνω σε µια πρόβα. Μου άρεσε πολύ η εµπειρία, και ο Μιµίκος µού είπε παράλληλα µε το πιάνο να κάνω στο ωδείο και µαθήµατα διεύθυνσης. Μετά πήγα έξω, στην Αγγλία και την Ουγγαρία, συνεργάστηκα µε τον ∆ηµήτρη Αγραφιώτη, βρήκα τον δρόµο µου και πάντα ευγνωµονώ τον Μιµίκο που µε βοήθησε».

292 Αναφορά γι’ αυτά υπάρχει στην έκδοση, «Το Ιστορικό Φανάρι Κωνσταντινουπόλεως» του Χαρίτωνος Μισαηλίδη, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού

και Γλωσσικού Θησαυρού, τόµ. 31, Αθήνα 1965, σ. 339. Ο συγγραφέας έγραψε ότι η µουσική είναι ωραία µε την επισήµανση ότι «άλλοι µουσικώτεροι

από µένα φαντάζοµαι ότι κάποτε θα τον κρίνουν».

293 Το τυπογραφείο είχε ειδίκευση στην έκδοση καραµανλίδικων βιβλίων.

294 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 31-32 ,Κωνσταντινούπολη 7-8/1914, σ. 206.

295 Ό.π., σ. 115.

204
κατά καιρούς µαθητές του οι συνθέτες Κώστας Σιέ-
η συνθέτρια θεατρικής-κινηµατογραφικής µουσικής Θέσια Παναγιώτου, η µουσικο-
291
η
Λέττη Παππά-Λαζαρίδου, κ.ά. Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη το 1996 από ανακοπή καρδιάς. Μισαηλίδης Γεώργιος Ε.: Συνθέτης της Κωνσταντινούπολης µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στο Φανάρι γύρω στο 1860 καταγόµενος από τη γνωστή
µε τον πατέρα του Ευαγγελη(ι)νό Μισαηλίδη293. Συνέθεσε το χορωδιακό «Μοίρα κακιά» για τρίφωνη χορωδία σε ποίηση δική του το οποίο «διακρίνεται δια την ζωηρότητα, γοργότητα και το ευθύµως ποικίλον. Ψαλέν δε υπό πολυµελούς χορού και εν τω Μουσικώ Συλλόγω Ορφεί υπό την διεύθυνσιν του συνθέτου ενεποίησεν λαµπράν εντύπωσιν» 294 και άλλα –µε άγνωστους τίτλους και άγνωστες ενορχηστρώσεις- τα οποία «διακρίνει µία απαλότης, και είναι ως επί το πλείστον Ιταλικής Σχολής» 295. Συνήθιζε να γράφει µουσική ακόµη και στο πλοιάριο που τον µετέφερε στην οικία του. Εναρµόνισε επίσης πολλούς εκκλησιαστικούς ύµνους για τετράφωνη χορωδία αλλά είναι άγνωστον αν ποτέ ερµηνεύθηκαν. Ίσως είναι ο πρώτος Κωνσταντινουπολίτης µουσικός ο οποίος επιχείρησε την τετράφωνη εναρµόνιση πριν από τον Ελισαίο Γιανίδη (1865-1942). Ασχολήθηκε µε τη γραφή ποιηµάτων και λογοτεχνικών κειµένων, µερικά από τα οποία δηµοσιεύθηκαν
Στους
µπης, Γεώργιος Εµ. Πολυχρονιάδης, Γιώργος Καζαντζής
Μαίρη Κωνσταντινίδου
,
πιανί-

του Ege, µαθητή του Liszt.

και στη συνέχεια στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο µε τους Έλλη [1896-1968] και Σπύρο

Φαραντάτο [1895-1962] και θεωρητικά µε τον Φιλοκτήτη Οικονοµίδη[1889-1957]). Το 1938 γράφτηκε στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Το 1939 συνέθεσε το πρώτο του έργο, τα «∆ύο πρελούδια» για πιάνο τα οποία έδειξε στον Μανώλη Καλοµοίρη. Ο τελευταίος τον παρότρυνε να συνεχίσει

συνεργάτης και βοηθός του αρχιµουσικού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Walter Pfeffer (1897-1970) και ειδικεύθηκε στη βιεννέζικη

του

Σαµάρα (1861-1917). Το 1946 επίσης έγινε αναπληρωτής αρχιµουσικός της

της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1947 συνέθεσε τη «Σερενάτα» για υψίφωνο και ορχήστρα δωµατίου (ενορχήστρωση: Ανδρέας Μπέλικ) σε ποίηση Α. Χατζηαποστόλου (πρώτη παρουσίαση: Σεπτέµβριος 1953). Στη δεκαετία του ’50 συνέχισε τις διακοπείσες µουσικές σπουδές στο Εθνικό Ωδείο (πιάνο µε τους Μάριο Λάσκαρη και Ήβη Πανά και ανώτερα θεωρητικά µε τον Μ. Βούρτση), αποφοιτώντας το 1959 µε άριστα (πιάνο, αρµονία, αντίστιξη και φούγκα). Tο 1953 προστέθηκαν στην εργογραφία του τα έργα: α) «Σπουδή»

205 Μιχαηλίδης ∆ηµήτρης296: Συνθέτης, αρχιµουσικός και βασικό στέλεχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σχεδόν από την ίδρυσή της (ως συνοδός-πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27/4/1920 από Θρακιώτες γονείς. Η µητέρα του υπήρξε µαθήτρια πιάνου
Εγκαταστάθηκε
Ωδείο
οικογενειακώς στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε αρχικά στο Ελληνικό
να συνθέτει. Το 1940 διορίστηκε ως πιανίστας στο Λυρικό Τµήµα του Εθνικού Θεάτρου (από το 1944 µετατράπηκε σε Εθνική Λυρική Σκηνή) έχοντας διακόψει τις νοµικές σπουδές λόγω του πολέµου. Συνέθεσε επίσης το δεύτερο έργο του, τις «∆ύο µικρές εικόνες» για πιάνο. Το 1943 του ανατέθηκε για πρώτη φορά η µουσική διδασκαλία της χορωδίας στην «Tosca» του Puccini και η µουσική διεύθυνση της οπερέτας «Das Land des Lächelns» του Lehar (πρώτη παρουσίαση: 4/8/1943). Από το 1944 διετέλεσε βασικός
οπερέτα. To 1946 συνέθεσε το «Τραγούδι της λευτεριάς» για χορωδία σε ποίηση Κ. Μωυσιάδη. Το εµπνεύστηκε από προηγηθείσα εκδήλωση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής µε τίτλο «Γιορτή της Λευτεριάς» στις 3/11/1944, µε την ευκαιρία της απελευθέρωσης από τη γερµανική Κατοχή. Σε αυτή διηύθυνε τη χορωδία στην Α’ Πράξη της οπερέτας «Κρητικοπούλα»
για πιάνο και β) σκηνική µουσική για «Το όνειρο του 296 Τα κυριώτερα βιογραφικά στοιχεία ελήφθησαν από τις προφορικές µαρτυρίες του συνθέτη οι οποίες δόθηκαν στον γράφοντα κατά την περίοδο 1992-95 καθώς και από το παρακάτω άρθρο: Ταµβάκος, «Έλληνες ∆ηµιουργοί. ∆ηµήτρης Μιχαηλίδης (1920-)», Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 19/9/1995, σ. 6-7. ∆ηµήτρης Μιχαηλίδης, ΑΕΜΘΤ.
Σπυρίδωνος
ορχήστρας

(1957), «Un Ballo in Maschera» (1960), «Trovatore» (1960) και «Rigoletto» (1967) του Verdi, «La Serva Padrona» του Pergolesi (2 0/3/1959), «Madame Butterfly» (1959) και «Tosca» (1963) του Puccini. Επίσης τις οπερέτες: «Giuditta» (1957), «Die lustige Witwe» (1960) και «Paganini» (1964) του Lehar, «Die Csárdásfürstin» (1962), «Gräfin Mariza» (1963), «Viktoria und ihr Husar» του Paul Abraham (1966) και «Das Hollandweibchen» του Imre Kálmán, και τις ελληνικές: α) «Η Γυναίκα του ∆ρόµου» του Χατζηαποστόλου (14/1/1950), β) «Στα Παραπήγµατα» (1960), γ) «Χριστίνα» (1961) και δ) «Ο Βαφτιστικός» (1969) του Σακελλαρίδη 297. Από το 1957 έως το 1991, διετέλεσε καθηγητής προπαίδευσης στις σχολές µονωδίας και µελοδράµατος του Εθνικού Ωδείου και της Σχολής Θεάτρου του σκηνοθέτη και αδελφού του Κωστή Μιχαηλίδη. Την ίδια χρονιά συνέθεσε

του λυρικού ρεπερτορίου. Το 1961 επανήλθε στη σύνθεση µε το τραγούδι «Περπατώντας στη νύχτα» για υψίφωνο και πιάνο σε ποίηση Μιλτιάδη Μαλακάση. Το 1962 συνέθεσε το «Βραδυνό» για µεσόφωνο ή βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση Μιχάλη Στασινόπουλου (αναθεωρήθηκε από τον συνθέτη το 1983). Το 1964 ανέλαβε καθήκοντα µουσικού συντονιστή στην

όπερων, όπως µε τον Ion. Perlea («Idomeneo» του Mozart, 1/9/1955), τον F. Capouana («Oedipus Rex» του Στραβίν-

σκυ, 6/9/1955), τον Tulio Serafin («Norma» του Bellini στην

Επίδαυρο µε τη Μαρία Κάλλας στις 24/8/1960) και τον J. Horenstein («Fidelio» του Beethoven). Από τη δεκαετία του

’60 και αυτή του ’90 συνεργάστηκε –ως πιανίστας- µε το ΕΙΡ (αργότερα ΕΙΡΤ και ΕΡΤ).

Από το 1966 έως το 1974, (τότε έγινε µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών) διηύθυνε επίσης τη Συµφωνική Ορχήστρα του ΕΙΡΤ σε προγράµµατα όπερας. Το 1969

έγινε αρχιµουσικός της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και πήρε το πτυχίο από τη Νοµική Σχολή. Επίσης, παραµένοντας

πιστός στη σύνθεση φωνητικής µουσικής, συνέθεσε τα: α)

«Κι’ όταν φθάσει η άνοιξη» (1970. Πρώτη παρουσίαση µε

την Ντίνα

206 Γιαννάκη» παιδικό θεατρικό έργο της Αντιγόνης Μεταξά. Το 1954 συνέθεσε τη –χαµένη σήµερα- διµερή «Σουίτα ελληνικών χορών» για ορχήστρα, περιγραφικού χαρακτήρα µε µέρη: «Σκηνή της υπαίθρου» και «Χαρές του θερισµού». Από το 1950 έως το 1973, διηύθυνε ένα ευρύ ρεπερτόριο οπερέτας και όπερας σε όλες τις θεατρικές περιόδους της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μεταξύ των οπερών είναι οι: «Traviata»
το «Vocalise Etude» για µεσόφωνο και πιάνο, το οποίο στην ουσία είναι άσκηση φωνητικής για ανάδειξη της φωνής σε καλλιτέχνιδες
Εθνική Λυρική Σκηνή (έως το 1967). Από τη δεκαετία του ‘50 και έως αυτή του ‘80, υπήρξε συνεργάτης των ξένων διευθυντών ορχήστρας για τις παρουσιάσεις
Γουδιώτη και τον ίδιο στο πιάνο σε συναυλία 297 Ράπτης Μιχάλης Α., Επίτοµη Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράµατος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής - 1888-1988, Κτηµατική Τράπεζα, Αθήνα 1989. ∆ηµήτρης Μιχαηλίδης, «Χρωµατική σπουδή», ΑΕΜΘΤ.

στις 16/7/1985 στο Πανεπιστήµιο της Παβίας στην Ιταλία. Για την άρτια παρουσίαση τιµήθηκε µε το µετάλλιο της χορωδίας Pietro Mascagni της Παβίας) και β) «Πάρε το µονοπάτι» (1971) για υψίφωνο και πιάνο σε ποίηση Κώστα Χατζόπουλου. Το 1972 διηύθυνε στην Εθνική Λυρι-

κή Σκηνή την όπερα «Κασσιανή» του Γ. Σκλάβου, µε σκηνοθέτη τον Κ. Μιχαηλίδη (πρεµιέρα 17/11/1972). Την επόµενη χρονιά, µεσούσης της δικτατορίας, απολύθηκε

επίσης ως τακτικός καθηγητής: α) µε το Ωδείο Αθηνών (1974-84) και β) µε το Εθνικό Ωδείο (1974-92). Το 1979 συνέθεσε τα τραγούδια: α) «Νυχτώνει» για µεσόφωνο και πιάνο σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη και β) «Τότε που σ’ είδα νάρχεσαι» για υψίφωνο και π ιάνο σε ποίηση Λάµπρου Πορφύρα και επίσης το «Impromptu-Αφιέρωµα» για πιάνο. Το 1981 έγινε γενικός γραµµατέας (και πρόεδρος από το 1987) του Εθνικού Συµβουλίου Μουσικής της UNESCO (έως το 1991). Το 1983 συνέθεσε το έργο «Μνήµες και τιµή» για χορωδία σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη,

µάρτυρες της Σµύρνης». Επίσης πήρε και τυπικά (µε καθηγητή τον ∆ηµήτρη ∆ραγατάκη[1914-2001]) τα πτυχία αντίστιξης και φούγκας. Το 1984 επανήλθε στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως αρχιµουσικός από την οποία αποχώρησε το 1986 λόγω ορίου ηλικίας. Στην περίοδο 1983-86 ασχολήθηκε µε την σύνθεση πιανιστικών έργων: «Το πέρασµα», «Σχεδίασµα», «Πρελούδιο», «Βαλς», «Χρωµατική σπουδή» (εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα) και «Φαντασία» (πρώτη παρουσίαση –µαζί µε το «ImpromptuΑφιέρωµα»- από τη Βίκυ Στυλιανού για το Γ’ Πρόγραµµα της ΕΡΑ. Μεταδόθηκαν στις 20/1/1986). Το 1986 συνέθεσε την «Τοκάτα» για πιάνο (πρώτη παρουσίαση από τον ίδιο το 1988 στο Λιάσκοβιτς της Βουλγαρίας) και διηύθηνε την οπερέτα «Απάχηδες των Αθηνών» του Χατζηαποστόλου. Το 1988 συνέθεσε το τελευταίο τραγούδι του, τα «Όνειρα» για µεσόφωνο ή βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση Θ. Βουτσικάκη. Από το 1989 έως το 1992, στράφηκε στη µουσική δωµατίου συνθέτοντας το καλύτερο ίσως έργο του, το «Πρελούδιο

207
από την τότε διοίκηση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Επανήλθε όµως µετά την µεταπολίτευση ως µέλος του ∆.Σ. της (1974-75). Η εργογραφία του συµπληρώθηκε µε το «Πεντάστιχο Τήνος» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Ι. Ακριβόπουλου 298 . Συνεργάστηκε
αφιερωµένο
και σκέρτσο» για φλάουτο και πιάνο (πρώτη παρουσίαση στις 21/4/1990 στο Ωδείο ‘Φ. ΝΑΚΑΣ’ µε τον φλαουτίστα ∆ηµήτρη Φωτόπουλο και τον πιανίστα ∆ιονύση Μαλλούχο). 298 Το 1986 προσέθεσε στην ενορχήστρωση και κουαρτέτο εγχόρδων. Σε αυτή τη µορφή πρωτοπαρουσιάστηκε στις 19/4/1986 στην Αίθουσα της Ζωσιµαίας Παιδαγωγικής Ακαδηµίας Ιωαννίνων από την υψίφωνο Κική Μορφωνιού το Ελληνικό Κουαρτέτο του Τάτση Αποστολίδη και τον πιανίστα Άρη Γαρουφαλή. ∆ηµήτρης Μιχαηλίδης, «Ορίζοντες», ΑΕΜΘΤ.
στους «

µε τεχνικά και µελωδικά στοιχεία εναλλασσόµενα. Εκφράζεται σε λιτή µορφή και νεωτερίζουσα αρµονία. Συσχετίζει µε πολύ τεχνικό τρόπο την τροµπέτα µε το πιάνο υπογραµµίζοντας τον ρόλο του τελευταίου. Το 1992 περάτωσε τη Σονάτα

Παπασηφάκη). Στην πενταετία 1993-97 επανήλθε στη γραφή σολιστικών έργων: α) «Τρίπτυχο» για φλάουτο (εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα), β)

«Ένα βράδυ», γ) «Τρία πρελούδια», δ) «Etude in Do» για πιάνο (πρώτη παρουσίαση στην αίθουσα του Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ στις 7/6/1995 µε

τη Μελίνα Ιωαννίδου. Εκδόθηκε από τον µουσικό οίκο Παπαγρηγορίου-Νάκα) και ε) «Μικρά κοµµάτια για πιάνο αρ.1» (1997). Συνέθεσε επίσης τους «Ορίζοντες» για τροµπέτα και πιάνο» (1995) και το «Χριστουγιεννιάτικο τραγούδι» για δίφωνη γυναικεία χορωδία σε ποίηση δική του (1996). Ως συνθέτης, οπαδός

208 Ο κριτικός Αθηναίος Περσέας έγραψε µεταξύ άλλων: «… έκπληξη η ωραία σύνθεση του εκλεκτού µουσικού και αρχιµουσικού. Οι δύο καλλιτέχνες δώσανε όλον τον πλούτο των λυρικών τους εσώψυχων για να αποδώσουν µε επιτυχία το αξιόλογο αυτό έργο » 299. Το έργο αποτελεί ύλη πτυχιακών εξετάσεων αρκετών ωδείων. Το 1990 συνέθεσε το «Ιντερµέτζο» για όµποε και πιάνο και το «Ντούο» για τροµπέτα και πιάνο αφιερωµένο στον
και συνθέτη Νίκο Ξανθούλη
ο οποίος και το
Records). Είναι ένας ελεύθερος
για κλαρινέτο και πιάνο (πρώτη παρουσίαση στο Ωδείο Αθηνών στις 7/5/1992 µε τους Γιάννη Σαµπροβαλάκη και Μανώλη
τροµπετίστα
(1962- )
φωνογράφησε (MOTIVO
διάλογος
εκλεκτικιστικής αισθητικής, ακολούθησε προσωπική τεχνοτροπία στηριγµένη στο αρµονικό-τονικό σύστηµα και την ευρωπαϊκή µουσική παράδοση 300. Τα περισσότερα έργα του είναι τονικά µε ελάχιστα ατονικά αλλά όχι καθ’ ολοκληρίαν. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως κλασικό συνθέτη. Σε επιστολή του προς τον γράφοντα τόνιζε µεταξύ άλλων: «…παρέχεται ευρύ πεδίο ώστε ο συνθέτης της εποχής µας να µπορεί να εκφρασθεί ελεύθερα, χωρίς να παραγνωρίζει τις πηγές, σύµφωνα µε την αισθητική που ακολου θεί και τη δοµή που θέλει να δώσει στα έργα του… Οι ακρότητες γενικώτερα στην τέχνη, χωρίς αισθητική δικαιολογία, είναι τουλάχιστον άγονες. Όµως η αναζήτηση, στη δηµιουργία, νέων τρόπων εκφράσεως είναι επαινετή » 301. Το 1993 του απενεµήθη η τιµητική σύνταξη του µουσουργού από το Υπουργείο Πολιτισµού. Επίσης την ίδια χρονιά η Εθνική Λυρική Σκηνή του απένειµε τιµητικό δίπλωµα για την προσφορά εξαίρετων υπηρεσιών προς το ίδρυµα. Απεβίωσε στην Αθήνα το 2002. Μιχαηλίδης Κ. Ν.: Μαντολινίστας και κιθαρίστας µε άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα όπου έδρασε δηµιουργώντας τη Μαντολινάτα Μιχαηλίδη µε δράση έως το 1922. Συνέθεσε έργα για µαντολίνο, κιθάρα και µαντολινάτα. 299 Αθηναίος Περσέας, Ηµερησία, 6/5/1990. 300 Συµεωνίδου, «∆ηµήτρης Μιχαηλίδης», Λεξικό Ελλήνων Συνθετών , Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995, σ. 275. 301 Επιστολή του ∆ηµήτρη Μιχαηλίδη προς τον γράφοντα, Αθήνα 15/3/1995.

Μιχακόπουλος Κωνσταντίνος: Αρχιµουσικός φιλαρµονικών και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1907. Μαθήµατα µουσικής έλαβε µε τον αρχιµουσικό και συνθέτη Κωνσταντίνο Σπάθη (1876-1940) στον Μουσικό και Γυµναστικό Σύλλογο Ξάνθης ‘Ορφεύς’. Γύρω στο 1920

εντάχθηκε στην ορχήστρα πνευστών

αρχιµουσικός της νεοσυσταθείσας Φιλαρµονικής Ξάνθης µε την οποία πραγµατοποίησε πολλές συναυλίες παρουσιάζοντας και έργα του. Στην περίοδο 1966-73 ανέλαβε τις Φιλαρµονικές: α) Κροκεών Λακωνίας (1966-69), β) Ληξουρίου Κεφαλληνίας (1969-71), γ) Ηγουµενίτσας και δ) Φιλ ιατών Θεσπρωτίας (1971-73). Από την τελευταία συνταξιοδοτήθηκε. Συνέχισε ως συνταξιούχος πλέον στην Φιλαρµονική του ∆ήµου Μυριναίων Λήµνου (1973-31/7/76). Επέστρεψε στην Φιλαρµονική του ∆ήµου Ξάνθης όπου µετά από χρόνια –το 1980- παρέδωσε στον επόµενο αρχιµουσικό. Σ' όλα αυτά τα χρόνια της καλλιτεχνικής δράσης του απέσπασε εναρέσκειες, όπως

από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, τη Νοµαρχία

Ξάνθης, τον ∆ήµο Ξάνθης κ.ά. Συνέθεσε πολλά

έργα για: α) χορωδία («Τα ελληνικά νησιά» σε

στίχους δικούς του και «Ύµνος στην Ελληνική

Μέριµνα» σε στίχους Κ.Ν. Σεραµέτη), β) φωνή

και πιάνο («Στον ξενητεµένο» βαρκαρόλα µε

υπότιτλο «Νησιώτικο τραγούδι» και «Τα νιάτα» ταγκό, αµφότερα σε στίχους δικούς του [1982]), γ) πιανιστικά («Tango») και δ) µπάντα

πνευστών αφιερωµένα στη Φιλαρµονική Ξάνθης όπως τα εµβατήρια: «Η απελευθέρωσις της Ξάνθης. 4 Οκτωβρίου 1919» (1957. Αναθεωρήθηκε το 1972), «Οι Ευέλπιδες» (1958), «Η µεγάλη γιορτή» (1962)303, «Τίµιος Σταυρός» και «Περίπατος στα φαράγγια» (θριαµβευτικά εµβατήρια για παιδική µπάντα)304. Επίσης εναρµόνισε, µετέγραψε και διασκεύασε έργα

302 Περίοδο κατά την οποία διαλύθηκε η Φιλαρµονική.

209
του ‘Ορφέα’. Το 1922 ήταν η πρώτη δηµόσια εµφάνισή του στην ορχήστρα (την κατοπινή Φιλαρµονική) στην οποία παρέµεινε έως το 1966 µε εξαίρεση την περίοδο 1940-47 302. Το 1928 κατετάγη ως εθελοντής στη Στρατιωτική Μουσική του Γ' Σώµατος Στρατού Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε σπουδές στο εκεί παράρτηµα του Εθνικού Ωδείου. Το 1947 ανέλαβε ως
Ανασυγκροτήθηκε το 1947. 303 Έργο που γράφτηκε ειδικά για την εµφάνιση της Φιλαρµονικής σε συναυλία στις 4/10/1962 µε νεοαποκτηθέντα µουσικά όργανα. 304 Αρχείο οικογένειας Κ. Μιχακόπουλου. Ο Κωνσταντίνος Μιχακόπουλος διευθύνει τη Φιλαρµονική Ξάνθης (1964), Αρχείο οικογ. Κ. Μιχακόπουλου.

ποίηση

το οποίο υπογράφει ο Γ. Μιχακόπουλος, µικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνου, µε άγνωστα λοιπά στοιχεία για τη µουσική του ενασχόληση. Απεβίωσε στην Ξάνθη µετά το 1980.

Μπάλδης Νικόλαος (Baldi N.): Συνθέτης και αρχιµουσικός. Άγνωστο αν είναι ελληνικής ή ιταλικής καταγωγής. Μνηµονεύεται εδώ επειδή έδρασε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέθεσε τους «Danses orientales», κύκλος 20 εναρµονίσεων και διασκευών για πιάνο αυθεντικών ελληνικών (όπως ο «Καλαµατιανός»), βουλγαρικών, ρουµανικών και τουρκικών και δηµωδών µελωδιών, έργο 23. Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Edition Internationale στην Κωνσταντινούπολη.

Μπεκατώρος Σπυρίδων: Βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας, καθηγητής µουσικής και συνθέτης. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπο-

Ελληνικό Μελόδραµα. Λειτούργησε πάντως ως προποµπός του Ελληνικού Μελοδραµατικού Θιάσου του ∆ιον. Λαυράγκα

Παρουσιάστηκαν µε τη χορωδία της Οικοκυρικής Σχολής και τη Φιλαρµονική Ξάνθης υπό τη δ/νσή του στην πλατεία της πόλης στις 4/10/1963, στην

δάσκαλό

307 Σπήλιος (Σπηλιωτόπουλος) Αιµίλιος, «Σπυρίδων Μπεκατώρος», Ραδιόφωνον, τεύχ. 25, Αθήνα 1943.

Ξεπαπαδάκου Αύρα, «Μελόδραµα εις την Ελληνίδα φωνήν. Ο Ελληνικός Μελοδραµατικός Θίασος του Ιωάννη Καραγιάννη: ένας περιπλανώµενος φορέας ελληνικότητας», Αριάδνη. Επιστηµονικό περιοδικό της Φιλοσοφικής Σχολής, τόµ. 17ος, Ρέθυµνο 2011, σ. 285. 309 Νέα Εφηµερίς, Αθήνα 9/9/1888, σ. 3.

210 άλλων συνθετών («Ελλάδα µας» εµβατήριο του Μ. ∆αλαγιαννοπούλου). Επίσης διασκεύασε για χορωδία κοριτσιών και ορχήστρα πνευστών δηµοτικά τραγούδια της περιοχής µε τον γενικό τίτλο «Ξανθιώτικα λαογραφικά τραγούδια»305. Συνέγραψε τα µουσικοπαιδαγωγικά πονήµατα: α) «Στοιχειώδης µουσική. Αγωγή και θεωρία για τα δηµοτικά σχολεία» µε ασκήσεις και παιδικά τραγούδια σε µουσική και ποί ηση δική του και β) «Προκαταρκτική στοιχειώδης µουσική θεωρία δια µικρούς µαθητάς» (1975). ∆ύο µαθητές του διέπρεψαν ως καθηγητές µουσικής και άλλοι πέντε σε στρατιωτικές Μουσικές. Στους µαθητές του συγκαταλέγεται, επίσης, και ο Χ. Σπυρίδης
.
υπάρχει και το τραγούδι «Στη νεολαία» για
306
Στο αρχείο
φωνή και πιάνο σε στίχους
Μπαλτά,
λη, γεννήθηκε στην Κέρκυρα γύρω στο 1860. Ήταν µεταξύ των πρώτων και πιο ταλαντούχων µαθητών του Ωδείου Αθηνών στο βιολί και τα θεωρητικά307. Με την αποφοίτησή του, µετέβη στη ∆ρέσδη για ανώτερες σπουδές βιολιού µε υποτροφία του φιλόµουσου Βασιλείου Μελά. Επιστρέφοντας, προσλήφθηκε ως δάσκαλος στο Ωδείο Αθηνών (η Επετηρίδα του Ωδείου τον αναφέρει στο διδακτικό προσωπικό από το 1880 ως το 1891 και πάλι από το 1893 έως το 1894). Το 1888, για τις ανάγκες της παρουσίασης της όπερας «Υποψήφιος βουλευτής» του Κερκυραίου µουσουργού Σπυρίδωνος Ξύνδα (1812-1896) συγκροτήθηκε από τον Αντώνιο Λάνδη µελοδραµατικός θίασος µε τον οποίο συνεργάστηκε ως αρχιµουσικός (αν και δεν είχε γνώσεις πιάνου), µετά την άρνηση του Ναπολέοντος Λαµπελέτ (1864-1932) να συµµετάσχει. Η πρώτη παρουσίαση της όπερας του Ξύνδα έλαβε χώρα στο θέατρο Απόλλων της Ερµούπολης Σύρου στις 6/4/1888308. Τον Σεπτέµβριο του 1888 συγκροτήθηκε ο Ελληνικός Μελοδραµατικός Θίασος του Ιωάννη Καραγιάννη ο οποίος ήταν ο χορηγός του (αυθαίρετα ονοµάζεται Α’
Β’
[1860-1941]) του οποίου ανέλαβε εκ νέου τη διεύθυνσή του 309. Εργάστηκε όµως µε πίστη και ενθουσιασµό εµπλουτίζοντας
και η θητεία του θεωρείται
305
306
ή
τη χορωδία µε γυναίκες µονωδούς
ως πετυχηµένη.
επέτειο για την απελευθέρωσή της.
Ο Χ. Σπυρίδης αφιέρωσε στον
του το σύγγραµµα Συµµετρία και Μουσική
308

∆ιηύθυνε άψογα όλα τα έργα τα οποία παραστάθηκαν, µε έµφαση στο ελληνικό ρεπερτόριο, όπως οι

ελληνικές όπερες «Μάρκος Μπότσαρης» και «Κυρά Φροσύνη» του Ζακύνθιου µουσουργού Παύλου Καρρέρ (1829-1896) και το κωµειδύλλιο «Μυλωνάδες» του

Ανδρέα Ζάϊλλερ (1834-1903), σε περιοδείες σε ελληνικές κοινότητες της Μεσογείου310. ∆ιηύθυνε επίσης και

όπερες ξένων συνθετών όπως την «Betly» του G. Donizetti σε πρώτη παρουσίαση (για την οποία «... τα

πρωταγωνιστούντα πρόσωπα και ο χορός αµφοτέρων

των φύλων αντεπεκρίθησαν καθ’ όλας τας προσδοκίας

του κοινού, όπερ δεν έπαυε χειροκροτούν, εν τέλει δε

εζητωκραύγαζεν...» 311) έχοντας παράλληλα και την

ευθύνη των δοκιµών και την προετοιµασία των µελών

του θιάσου. Όµως για διάφορους λόγους (προστριβές

µεταξύ των µελών και αποχωρήσεις) απογοητεύθηκε

και εγκατέλειψε τον Ελληνικό Μελοδραµατικό Θίασο (11/1889). Αποφάσισε να παραµείνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ευρίσκετο ο θίασος, αναλαµβάνοντας τη θέση του καθηγητή µουσικής στον Μουσικό Σύλλογο ‘Ερµής’ και αναπτύσσοντας σηµαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα. Κατά τη διαµονή του στην Πόλη συνέθεσε µερικά έργα. Είναι γνωστή η σύνθεσή του «Ύµνος εµβατήριος του Ζωγραφείου» (σε ποίηση Αλεξίου Ζαχαρία)312. Επέστρεψε στην Αθήνα –µετά το 1902στην οποία εργάστηκε ως δάσκαλος φωνητικής και τραγουδιού παραδίδοντας ιδιωτικά µαθήµατα. Στους µαθητές του, ο Γεώργιος Αναστασίου, κ.ά. Το 1904 εξέδωσε τη «Στοιχειώδη θεωρία της ευρωπαϊκής µουσικής εις πέντε µέρη» µε υπότιτλο «Ιστορική της Μουσικής εξέλιξις εν γενικαίς γραµµαίς. Οι διασηµότεροι

211
µουσικοί Ευρωπαίοι και Έλληνες. Η εν Ελλάδι µουσική». Το 1910 αναχώρησε στην Αµερική ως διευ θυντής χορωδίας της Ελληνικής Εκκλησίας Νέας Υόρκης. Το 1914 εξέδωσε στο Σικάγο βιβλίο µε συνθέσεις για βιολί και πιάνο, δικές του (κυ310 Καλογερόπουλος, «Μπεκατώρος Σπυρίδων», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 249-250. 311 Εφηµερίς, Αθήνα 20/12/1888, σ. 2. 312 Μουσική, τεύχ. 28, Κωνσταντινούπολη 4/1914, σ. 107. Σπυρίδων
«Ύµνος της Νέας Γενεάς», ΒΛΒ.
Μπεκατώρος,

ρίως νέες εναρµονίσεις ελληνικών [«Τζάνεµ ποταµέ µου», «Περβολαριά», «Πολίτικος Χορός συρτός», «Καλαµατιανός»], ρουµανικών [«Hora rumanesca»] και τουρκικών δηµοτικών χορών και ασµάτων [«Sou guevlouloun»]) και διασκευές άλλων Ελλήνων συνθετών (Μάντζαρος, Καρρέρ, Ζάϊλλερ). Πριν από το 1916 ήλθε για λίγο στην Αθήνα, αλλά έφυγε και πάλι, το 1918 οριστικά πλέον, για το Σικάγο των Η.Π.Α. όπου ανέπτυξε σηµαντική καλλιτεχνική

της).

Συνέθεσε αρκετά τραγούδια για φωνή και πιάνο (« άσµατα µετά συνοδείας κλειδοκυµβάλου »), µε δηµοφιλέστερα τα: α) «Αν εξαιτίας σου δεν αποθάνω δι’ εσέ» σε ποίηση δική του (1886. Είναι αφιερωµένο στη «∆εσποσύνη Α.Α.») 313, β) «Σου είπα, µου είπες» και «Ξανθοµαλλού» (αφιερωµένο στον Α. Τσιτσόπουλο. Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Χρηστίδη στην Κωνσταντινούπολη), γ) «Λίγα λόγια» σε ποίηση

Οικονόµου, δ) «Η ευτυχία και η χαρά µου», ε) «Μ’ άνθη κοσµείτε και µε στεφάνους», ζ) «Η εγκαταλειφθείσα» σε ποίηση Ν. Βλυσσίδη (τα α-ζ εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη) και η) «Μια παπαδιά στον αργαλειό» σε δηµώδη ποίηση. Επίσης, από τον µουσικό οίκο Apollo Music Co. της

ποίηση (φωνογραφήθηκε σε δίσκο 78 στροφών), «Κάτω στο γιαλό», «Κατινάκι» σε ποίηση Ι. Σκίζα, «Η Βοσκοπούλα» ιταλικό δηµώδες άσµα σε ποίηση Γ. Ζαλακώστα, «Τα σταφύλια», «Το Σιγαρέττο», «Χαράζει η αυγούλα», «Θα φύγω κόρη µου στα ξένα» (πρώτη έκδοση από τον µουσικό οίκο Χρηστίδη), «Λεµβούχοι του Βόλγα», «Ένας αητός» (διασκευή του γνωστού δηµώδους τσάµικου), «Σαµιώτισσα» λαϊκό τραγούδι (διασκευή µε συνοδεία βιολιού), «Το καϋµένο το γαδουράκι», «Τ' αθώα σου κάλλη», «Η Χάϊδω» ρουµανική µελωδία (1932), «Ήθελα να’ βρώ µια καρδιά» µελωδία σε ποίηση

µαζύ» λεµβωδία σε ποίηση Ι. ∆ροσίνη (1937. ∆ιασκευή εκ της αρχικής σύνθεσης του Παναγιώτη Τσαµπουνάρα). Επίσης, από τον Greek Workers Press κυκλοφόρησε (πριν από το 1925) η συλλογή «Εργατικά τραγούδια» η οποία περιέχει διασκευές του για φωνή ή ανδρική χορωδία, µαντολίνο, βιολί ή κλαρινέτο επτά γνωστών εργατικών/κοµµουνιστικών ύµνων («∆ιεθνής Ύµνος» [ο Ύµνος της ∆ιεθνούς], «Η κόκκινη σηµαία», «Το τραγούδι στη δουλειά», «Πένθιµος ύµνος», «Η κόκκινη παντιέρα» και «Πρωτοµαγιά»). Απεβίωσε στη Ν. Υόρκη στις 13/11/1938 ξεχασµένος από τη µητέρα πατρίδα.

Νικάκη Μαριέττα: Κορυφαία βιολονίστρια των αρχών του 20ού αιώνα. Επίσης συνθέτρια έργων για βιολί και µουσικής δωµατίου. Μνηµονεύεται εδώ επειδή περιστασιακά έζησε στην Κωνσταντινούπολη όπου παρουσίασε συνθέσεις της για σόλο βιολί.

313 Εθνικόν Ηµερολόγιον υπό Ιωάννου Αρσένη στο περιοδικό Ποικίλη Στοά, τεύχος στ’, Αθήνα 1886.

212
δραστηριότητα µε τη δηµιουργία ορχηστρών τις οποίες διηύθυνε (Greek Philharmonic Symphony Orchestra) και συλλόγων (Greek Philo Music Society. Ιδρυτής και πρόεδρός
Ν. Υόρκης (Καλλιτεχνικαί Εκδόσεις Απόλλων), εκδόθηκαν, την περίοδο 1923-35: α) ο «Ύµνος της Νέας Γενεάς» για γυναικεία χορωδία και πιάνο σε ποίηση Α. Βλάχου (1927. Γράφτηκε προς τιµήν του Συλλόγου των Ελληνίδων Νοτίου Τµήµατος Σικάγου ‘Η Νέα Γενεά’), β) το εµβατήριο «Ευζωνάκι» (διασκευή για βιολί και πιάνο), και γ) τα τραγούδια (τα περισσότερα σε διασκευή προϋπαρχουσών δηµωδών µελωδιών) για φωνή και πιάνο (ή βιολί): «Αχ!! Γιατρέ µου!!» σε δηµώδη
Ι. Πολέµη (1932), «Μίαν µόνην ποθώ και λατρεύω» λαϊκό τραγούδι (1933), «Καροτσιέρης» δηµώδες άσµα (1935) και «Έλα
∆.

πρωτοψάλτη της Μεγάλης Εκκλησίας, τουλάχιστον επί µία δεκαετία (1808-1818) µαθαίνοντας την παλαιά και τη νέα

Έκδοση των «Ύµνων» του Άνθιµου Νικολαΐδη, Αρχείο Ορθοδόξου Κοινότητος Αγίου Γεωργίου Βιέννης.

αναφορά στο χρησιµοποιηθέν αρχικό κείµενο µε τη βυζαντινή παρασηµαντική. Ο τίτλος του έργου από το οποίο διασώζονται δύο εκδοθέντα αντίτυπα (στις Εθνικές Βιβλιοθήκες της Αθήνας και της Βιέννης) είναι: « Ύµνοι της θείας και ιεράς Λειτουργίας τονισθέντες υπό του ιεροδιακόνου Ανθίµου Νικολαΐδου του γανοχωρίτου και συνοδευθέντες µε τας λοιπάς τρεις φωνάς και µε το κλειδόχορδον υπό του µουσικοδιδα -

314 Φορµόζης Π.Ε., Οι χορωδιακές εκδόσεις της εκκλησιαστικής µουσικής σε ευρωπαϊκή µουσική γραφή, Εκδοτικός Οίκος Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 15.

315 Συµεωνίδου, «Νικολαΐδης, Άνθιµος», Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 1995, σ. 290-291.

316 Μελέτη του A. Swoboda για την άσκηση της φωνής.

317 Φορµόζης, ό.π., σ. 14.

213 Νικολαΐδης Άνθιµος: Ιεροδιάκονος και µουσικός του 19ου αιώνα, από τους πρώτους οι οποίοι συνέβαλαν στην εισαγωγή της τετράφωνης µουσικής στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Γεννήθηκε στα Γανόχωρα Προποντίδας στα τέλη του 18ου αιώνα (ίσως το 1795) εξ ου και το προσωνύµιο «Γανοχωρίτης». Σπούδασε βυζαντινή µουσική στη Γ’ Πατριαρχική Μουσική Σχολή µε τον Κωνσταντίνο Βυζάντιο (17771840), «ηδιµελίφθογγον»
µέθοδο της βυζαντινής µουσικής. Κατά πάσα πιθανότητα µετά µετέβη στην Οδησσό (ίσως το 1818) προσκληθείς από την εκεί ελληνική κοινότητα314 όπου δίδαξε εκκλησιαστική µουσική στη νεοϊδρυθείσα τότε Μουσική Σχολή Οδησσού 315. Στα τέλη του 1821 ή αρχές του 1822 µετέβη στη Βιέννη όπου σπούδασε γενική θεωρία ευρωπαϊκής µουσικής (κυρίως το βιβλίο «Gesanglehre» 316) στη Βιέννη µε τον Βοηµό µουσικοδιδάσκαλο August Swoboda (1787-1856). Το 1823, έχοντας ήδη χειροτονηθεί ιεροδιάκονος από τον µητροπολίτη Ηρακλείας Μελέτιο, διορίσθηκε ψάλτης στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας Βιέννης η οποία ανήκε στην κοινότητα των οµογενών αυστριακών υπηκόων («γραικών και βλάχων» 317). Στα αρχεία της εκκλησίας (Πρακτικά Επιστατών Συνεδρίου 28 Αυγούστου 1823) υπάρχει καταχωρηµένη η πληροφορία: «Ο ιεροδιάκονος Άνθιµος Νικολαΐδης απεδέχθη την πρότασίν µας και το έργον του ψάλτου επί ετησίω µισθώ φιορ. εννεακοσίων εξήντα ». Στη θέση αυτή παρέµεινε τουλάχιστον έως το 1842. Μαζί µε τον δάσκαλό του εναρµόνισε τα µέλη της Θείας Λειτουργίας (µετέφερε το βυζαντινό µέλος σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία και ο Swoboda το εναρµόνισε για τέσσερις ανδρικές φωνές) χωρίς όµως

ή µου τον Κύριον» και τα δεύτερα αντίφωνα «Και νυν και αεί», «Ο µονογενής Γιός και Λόγος», γ) το εισοδικό «∆εύτε προσκυνήσωµεν», δ) το τρισάγιο Αποστόλου «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός», «Αλληλούϊα», ε) το «∆όξα Σοι Κύριε» του Ευαγγελίου, ζ) το χερουβικό «Οι τα Χερου βείµ», η) το µετά την είσοδο «Των όλων υποδεξόµενον», θ) τα λειτουργικά «Πατέρα, Γιόν και Άγιον Πνεύµα», «Άγιος, Άγιος, «Άγιος Κύριος Σαβαώθ», «Σε υµνούµεν, Σε ευλογούµεν», «Άξιον εστί ως αληθώς» και «Και πάντων και πασών», ι) το προ του κοινωνικού «Εις Άγιος, εις Κύριος», κ) το κοινωνικό «Αινείτε τον Κύριον», και λ) «Είδοµεν το φως» και «Είη το όνοµα Κυρίου».

Αν και τα µέλη της κοινότητας ήθελαν το ύφος της ευρωπαϊκής µουσικής, η απόπειρά των Νικολαΐδη-Swoboda δεν έτυχε καλής αποδοχής από την ενορία επειδή οι οµογενείς δεν ήσαν έτοιµοι να αποµακρυνθούν από τον παραδοσιακό µονόφωνο χαρακτήρα της ελληνικής εκκλησιαστικής µουσικής. Ο ίδιος έγραψε

άνδρες της αυτοκρατορικής ταύτης καθέδρας, οίτινες ενθουσιασθέντες υπό του σεµνού πνεύµατος και του ιεροπρεπούς χαρακτήρος της εκκλησιαστικής τετραφώνου µουσικής µας, εξέφρασαν δια των εφηµερίδων αλληλοδιαδόχως πολλοί εξ αυτών µέγαν θαυµασµόν και µεγάλα εγκώµια ». Ο δε Νικολαΐδης ενθουσιασµένος για το κοινό επίτευγµα µε τον

214 σκάλου Αυγούστου Σβόδοβα και εκδοθέντες υπό του ιδίου δια συνδροµής των φιλοµούσων οµογενών. Εν Βιέννη της Αυστρίας, 1844 » 318 . Στην πραγµατικότητα ο Swoboda απλώς βοήθησε τον Νικολαΐδη στην τετράφωνη επεξεργασία. ‘Όµως για να προσδώσει περισσότερο κύρος στην έκδοση της τετράφωνης αυτής µουσικής επεξεργασίας, έβαλε σε περίοπτη θέση αναφοράς τον δάσκαλό του. Στις 48 σελίδες των αντιτύπων περιέχονται: α) τα «Αµήν», «Κύριε ελέησον» και «Σοι Κύριε», β) τα πρώτα αντίφωνα «∆όξα Πατρί και Υιώ», «Ευλόγει η ψυχ
ότι το αποτέλεσµα ήταν «αµφιρρεπές, ώστε τινές µεν επεδοκίµασαν, άλλοι δε απεδοκίµασαν τ ὴν µελοποιΐαν ταύτην » 319. Το 1842 διορίσθηκε ψάλτης στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων µε τουρκική υπηκοότητα στην οποία υπηρέτησε τα προηγούµενα έτη ο Ιωάννης Χαβιαράς (1802-1875) που επίσης επιχείρησε την εισαγωγή της τετραφωνίας 320 . Η κοινότητα του Αγίου Γεωργίου –αν και µε µικρή οικονοµική επιφάνεια- του ανέθεσε εκ νέου, τον Ιούνιο του 1844, το έργο της εναρµόνισης της Θείας Λειτουργίας, και επίσης στον Gottfried Preyer (1807-1901), Αυστριακό συνθέτη, αρχιµουσικό και µουσικοδιδάσκαλο, σαφώς υπέρτερο του Swoboda. Μαζί εργάσθηκαν επί τρεις µήνες και η δική τους διασκευή και εναρµόνιση για τετράφωνη χορωδία που πρωτοπαρουσιάστηκε στις 24/10/1844. Παρευρέθηκαν «όλοι σχεδόν οι πρώτοι και επίσηµοι µουσικοί
συνεργάτη του έγραψε ότι «…τα αισθήµατα ψυχής και η ανεκλάλητος χαρά της καρδίας εµού του ταπεινού συνεργάτου εις εν τοιούτον εθνικόν έργον εισίν άρρητα και απερίγραπτα » 321 . 318 Ό.π. 319 Φιλόπουλος Γιάννης, Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική µουσική, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 31. 320 Στις 18/5/1842 ο Χαβιαράς αντικατέστησε τον Α. Νικολαΐδη στην Αγία Τριάδα και µαζί µε τον B. Randhartinger, συνθέτη και υποδιευθυντή της ανακτορικής χορωδίας της Βιέννης, παρουσίασαν το 1844, µε αρκετή επιτυχία, τη δική τους εκδοχή σε τετραφωνία της Θ. Λειτουργίας. 321 Φορµόζης, ό.π., σ. 24 και σ. 28.

όλως κενήν ακροατών δια το µη ευάρεστον της µουσικής, ηναγκάσθηµεν ίνα προσελκύσωµεν τον λαόν εις την εκκλησίαν και την των καθηκόντων εκπλήρωσιν, αν παρακαλέσωµεν τον ηµέτερον πρωτοψάλτην ...ίνα απαλλάξη την ηµετέραν µουσικήν των αλλοτρίων και αλλοκότων φωνών

των ξένων απαδόντων τη σεµνότητι της αγίας

ηµών εκκλησίας τερερισµάτων και νενερισµάτων

να κανονίση αυτήν σεµνότερον...» 324. Όπως και

στην περίπτωση µε τον Swoboda, ο Νικολαΐδης

«…ετόνισε τους ύµνους της θείας και ιεράς λει-

τουργίας εκ των αρχαίων µελωδιών της ορθοδόξου ηµών ανατολικής εκκλησίας κατά διάταξιν

της πρωτοτύπου µελωδίας διατη-

απαρατρέπτου». ∆ιακαής πόθος του, ύστερα από την επιτυχία και την απήχηση της εισαγωγής της τετραφωνίας στον Άγιο Γεώργιο, ήταν η έκδοση, µε επεξεργασία «εις το τετράφωνον » και άλλων εκκλησιαστικών ύµνων, σε πέντε τόµους (µετά την έκδοση του πρώτου τόµου 118 σελίδων, τον Απρίλιο του 1845 µε πρόλογο του Preyer). Τελικά εκδόθηκαν τρεις τόµοι –

215 Η µεταρρύθµιση όµως αυτή δεν βρήκε σύµφωνο το Πατριαρχείο θεωρώντας την προσπάθεια αυτή ως « λάθος εφάµαρτον» 322. Ζήτησε µάλιστα να σταµατήσει η «…αλλόφυλος µελωδία της τετραφώνου µουσικής....είναι φανερόν ότι η καινοφανής τετράφωνος µουσική ...υπάρχει ανοίκειος τη εκκλησιαστική ευπρεπεία και εποµένως η είσαξις αυτής εις τας ιεράς ακολουθίας αντιβαίνει εις τους ιερού ς κανόνας της Εκκλησίας » θεωρώντας ότι ο Νικολαΐδης παρεκτρέπεται και δεν τρέφει τον απαιτούµενο σεβασµό προς την Εκκλησία323 . Η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου απάντησε στον Πατριάρχη ότι « …ουκ εισάγωµεν ...µουσικήν αλλοτρίαν και αλλότριον ύφος, αλλά µάλιστα απηλλάξαµεν αύτην των τοιούτων. Την σήµερον ..και τέχναι και επιστήµαι προοδεύουσι...βλέποντες δε και την Εκκλησίαν ηµών
της φιλοµούσου κοινότητος του Αγίου Γεωργίου» και ο Preyer τους επεξεργάσθηκε «εις το τετράφωνον... συν προσθήκη αυθαιρέτω
κλειδοχόρδου,
322
323
σ. 25. 324 Παλλατίδης Αναστάσιος,Υπόµνηµα ιστορικόν περί αρχής και προόδου και της σηµερινής ακµής του εν Βιέννη Ελληνικού συνοικισµού, αυτοσχεδιασθέν αφορµή της νεωστί γενοµένης µεταρρυθµίσεως της εκκλησιαστικής ηµών µουσικής εις το τετράφωνον, Βιέννη 1845. Από τη Λειτουργία του Άνθιµου Νικολαΐδη.
του µέλους του
ρηθείσης
Φορµόζης, ό.π., σ. 30.
Φορµόζης, ό.π.,

δεν ήταν το ίδιο εορταστικός και θριαµβευτικός µε τον αντίστοιχο του πρώτου. Οι εµφανείς δυσκολίες όπως η ανεύρεση άρτιων τραγουδιστών (σολίστ) και χορωδών µε µουσική επάρκεια αλλά και η οικονοµική στενότητα της κοινότητας, σε συνδυασµό µε την πολεµική του Πατριαρχείου, τον οδήγησαν (είχε ήδη αποχωρήσει και ο Preyer) στο να χρηµατοδοτήσει µόνος του την έκδοση. Γι’ αυτό από τον τίτλο, όπως και του τρίτου τόµου, αφαιρέθηκε η φράση «κατά διάταξιν της φιλοµούσου Κοινότητος του Αγίου Γεωργίου » (υπήρχε στον πρώτο τόµο). Επίσης υπέγραψε «ως ιεροδιάκονος και

τόµος εκδόθηκε στα τέλη του 1847 (ηµεροµηνία προλόγου: 2/10/1847) και στις 183 σελίδες του περιλαµβάνει: α)

µακρός, µέσος, βραχύς και βραχύτατος χρόνος αντί των αντίστοιχων ευρωπαϊκών: adagio, andante, allegro και prestissimo 327 .

Ενώ στην προσπάθεια Νικολαΐδη-Swoboda οι ύµνοι της Λειτουργίας γράφτηκαν για 4 ανδρικές φωνές, στην επόµενη συνεργασία Ν ικολαΐδη-Preyer, οι ύµνοι -και στους 3 τόµους- είναι για µικτή τετράφωνη χορωδία 328. Στην περίοδο αυτή –παροτρυνθείς και από τον αρµονικό πλούτο της ευρωπαϊκής µουσικής που γνώρισε στη Βιέννη- δηµιούργησε χορωδία και µουσικό σχολείο (προφανώς µε παιδιά της ενορίας του) στην οποία δίδαξε φωνητική µουσική θέλοντας να µεταφέρει στην εκκλησιαστική µουσική την αρµονική εκφραστική δύναµη της ευρω-

325 Φορµόζης, ό.π., σ. 31.

326 Φορµόζης, ό.π., σ. 32.

327 Φορµόζης, ό.π., σ. 30.

328 Φιλόπουλος, Σπουδή στη µουσική βιβλιογραφία της ελληνικής πολυφωνικής µουσικής, Νεφέλη, Αθήνα 1996.

216 αφιερωµένοι στον Βασιλέα Όθωνα- µε γενικό τίτλο «Ύµνοι της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας τονισθέντες εκ των αρχαίων µελών της Ορθοδόξου ηµών Ανατολικής Εκκλησίας». Ο δεύτερος τόµος, µε 150 σελίδες, εκδόθηκε µε ηµεροµηνία 30/1/1847 και ενώ το Πατριαρχείο απέστειλε πατριαρχικό και συνοδικό γράµµα
την κατάργηση της «µουσικής ξένης τινός τετραφώνου». Ο τόµος περιέχει απολυτίκια, κοντά-
εισοδικά, την τελετή του Σταυρού, την ακολουθία του µεγάλου αγιασµού, κ.ά. Το µουσικό υλικό είναι ταξινοµηµένο µε εκκλησιαστική χρονική σειρά: αρχίζει από τον Σεπτέµβριο και τελειώνει τον Αύγουστο. Ο πρόλογος όµως του τόµου
εκκλησιαστικός ψάλτης» αντί του «ψάλτη της εν Βιέννη ελληνικής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου » 325 Ο τρίτος και τελευταίος
κοινωνικά της εβδοµάδας και του ενιαυτού, β) λειτουργία των προηγιασµένων, γ) ακολουθία του αρραβώνος, δ) ακολουθία του στεφανώµατος, ε) ειρµούς της ενάτης ωδής, και ζ) Νεκρώσιµη Ακολουθία. Ήδη από την πρώτη φράση του προλόγου του Νικολαΐδη είναι εµφανής η κούρασή του («…το τρίτον και τελευταίον µέρος της Λειτουργίας έξέδωκα ήδη δια του τύπου εις φως ») 326. Ενώ µε τους δύο προηγηθέντες τόµους εξέδωσε και το µέρος εκάστης φωνής χωριστά, µε τον τρίτο εξέδωσε µόνο το συνολικό µουσικό κείµενο, µε όλες τις φωνές µαζί, ευελπιστώντας ότι θα το πράξει όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκότερες. Έτσι, από τον πρόλογο είναι γνωστόν ότι ο τέταρτος τόµος θα ήταν ογκωδέστερος των τριών πρώτων σε περιεχόµενο. Θα περιείχε τον Κανόνα της Θεοτόκου, την ακολουθία του όρθρου του Ακάθιστου, όλες τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδοµάδας, την ακολουθία του όρθρου της Ανάστασης, τα προκείµενα της ∆ιακαινήσιµης εβδοµάδας, κ.λπ. Το κείµενο των ύµνων και στους τρείς τόµους γράφτηκε µε ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες (για την υποβοήθηση των χορωδών οι οποίοι αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα) και µε ενδείξεις ρυθµικής αγωγής τις λέξεις:
απαιτώντας
κια,

προσοχήν» 330. Μετά τη Βιέννη ήλθε στην Αθήνα, άγνωστο πότε, όπου δίδαξε εκκλησιαστική µουσική στη Ριζάρειο Σχολή (1857-1860)

αντικαθιστώντας τον Κωνσταντίνο Κηρύκου. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1865.

Ξανθόπουλος Γεώργιος: Συνθέτης, αρχιµουσικός σε µαντολινάτες, µουσικός (βιολιστής, κιθαρίστας, µαντολινίστας), µουσικοπαιδαγωγός και λόγιος µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1865. Σπούδασε µουσική στην Κωνσταντινούπολη και την Ιταλία. Έδρασε στην Ανατολική Θράκη κυρίως ως ιδρυτής

«Minerva-Mazurka», έργο 23, ζ) «Trieste-Polka», έργο 27, η) Marche de la Pere-La-Victoire», έργο 67, και θ) «Unter dem Doppeladler» εµβατήριο, έργο 80, για δύο µαντολίνα ή βιολιά και κιθάρα. Μετέγραψε

και γαλλικές όπερες, αλλά και έργα Ελλήνων και Ιταλών συνθετών. Πολλά εκδόθηκαν από τον ίδιο στην Κωνσταντινούπολη, σε διαφορετικές ενορχηστρώσεις, είτε για µαντολίνο και πιάνο, είτε για 2 µαντολίνα ή βιολιά και κιθάρα, είτε για σόλο κιθάρα, είτε για µαντολινάτα.

Φορµόζης, ό.π., σ. 17.

Πολυκράτης Θεµιστοκλής, «Η τετράφωνος µουσική

217 παϊκής329. ∆υστυχώς εδώ και ενάµιση αιώνα, η τετράφωνη επεξεργασία των Νικολαΐδη-Preyer δεν χρησιµοποιείται στους ορθόδοξους Ιερούς Ναούς. Οι λόγοι αυτής της λήθης επεξηγούνται µε επάρκεια και στην κριτική του Θεµιστοκλή Πολυκράτη (1862-1926): «Αλλ’ εν τη επιτυχία της εναρµονίσεως των ύµνων έγκειται η αποτυχία του έργου. ∆ιότι ο µεν Πράγερ αγνοών την έννοιαν του κειµένου και την ρυθµικήν διαίρεσιν των τροπαρίων εισήγαγε πάντα, ως επί το πλείστον, εις των ρυθµόν του 4/4, εν ω απητείτο ρυθµός 5/4 ή 2/4, ή εις 5/4 ε ν ω εχρειάζετο ρυθµός 2/4 ή 2/2. Ο δε Νικολαΐδης αγνοών ίσως τους κανόνας της νεωτέρας τέχνης προσείχε µόνον να αποδώση όσον οιόν τε πιστ ώς το µέλος, το οποίον κάπως µεν κατώρθωσεν, αλλ’ ούτε εις την έννοιαν του µέλους των τροπαρίων
έδωσε
ούτε εις την ρυθµικήν αυτών διαίρεσιν
και αρχιµουσικός αρκετών µαντολινάτων όπως η Μαντολινάτα Ερµής και η Μαντολινάτα Φαναρίου. ∆ηµιούργησε τη Θεατρική Βιβλιοθήκη στην οποία εξέδωσε µελέτες και µεταφράσεις –σε µικρά φυλλάδια- θεατρικών έργων. Συνεργάστηκε µε το περιοδικό Μουσική του Παχτίκου. Συνέθεσε δεκάδες έργα για νυκτά όργανα µε ή χωρίς συνοδεία πιάνου. Λόγω των εκδόσεών τους γνωστά είναι τα: α) «Le refrain des Vosgiens» εµβατήριο, έργο 8, β) «Loin du bal» ιντερµέδιο, έργο 70 και γ) «Η λεβεντιά» για µαντο-
βασισµένο σε δηµώδες της Μακεδονίας331, δ) «Επί της λέµβου» 332
ε)
και
επίσης περισσότερα από 150 αποσπάσµατα από έργα του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου -κυρίως αποσπάσµατα από ιταλικές
329
330
εν τη εκκλησία», Φόρµιγξ, τεύχ. 5-6, Αθήνα 15-30/9/1910, σ. 3. 331 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 3, Κωνσταντινούπολη 3/1912. 332 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 31-32, Κωνσταντινούπολη 7-8/1914. Γεώργιος Ξανθόπουλος, Μουσική.
λινάτα,
,
διασκεύασε

Γνωστές διασκευές του –µε αύξοντα αριθµό καταλόγου- είναι οι: α) «Non m’ ama più», έργο 1 333, µελωδία του F.P. Tosti, β) «Preludio e aria» (Addio dell’ passato), έργο 11, από την όπερα «Traviata» του Verdi, γ) «Scena, preludio e aria» (Ma dall’ arrido stelo divulsa), έργο 17, από την όπερα «Un ballo en maschera» του Verdi, δ) «Piccolo divertimento», έργο 21 334, από την όπερα «Mose» του Rossini, ε) «Potpourri» για µαντολινάτα, έργο 24335, από την όπερα «Lucrezia Borgia» του Donizetti, ζ) «Le rêve», έργο 25, του L. Gozlan, η) Εισαγωγή, έργο 28, από την όπερα «Calife de Bagdad» του Boildieu, θ) «L'Abandonnée! Mélodie russe», έργο 31, του P. Lacome, ι) «Aria e miserere», έργο 35, από την όπερα «Trovatore» του Verdi, κ) Πατριωτικό εµβατήριο», έργο 55, του F. Parron, λ) «Marche» για κιθάρα, έργο 57, από την όπερα «Bocace» του Suppe, µ) «Aufbruch zur Jagd» για 2 µαντολίνα, µαντόλα και κιθάρα, έργο 59, του A. Jugdman, ν) «Marche le diable», έργο 61, του Suppe, ο) Πρελούδιο και εισαγωγή («Allegri!...beviamo!...», έργο 90 336, από την όπερα «Ernani» Verdi, π) Μελωδία οξυφώνου διεσκευασµένη δια κιθάραν», έργο 126 337, από την όπερα «Tosca» του Puccini, ρ) «Ελεγείον» από το µελόδραµα «Les Erinyes»του Massenet338 κ.ά. Εργάστηκε µε πάθος και αφιλοκερδώς για τη µουσική εκπαίδευση και την προώθηση της µουσικής τέχνης δίδοντας δεκάδες συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς. ∆υστυχώς αυτή η καθηµερινή πολύωρη ενασχόληση τού στέρησε την όρασή του, µερικούς

τσοµπανόπουλο» για κιθάρα. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1915.

Έκδοση Γεωργίου Ξανθόπουλου, Αρχείο Πλ. Ρούγκα.

333 Είναι το πρώτο γνωστό του έργο. Εκδόθηκε σε τρεις διαφορετικές ενορχηστρώσεις.

334 Έργο αφιερωµένο στη Βιργινία Γραµµατοπούλου.

335 Έργο αφιερωµένο στον «έξοχο κιθαρίστα Ευγένιο Γραµµατόπουλο ».

336 Έργο αφιερωµένο στην Ελένη Ζερβουδάκη.

337 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 6, Κωνσταντινούπολη 6/1912.

338 ∆ηµοσιεύθηκε στη Μουσική, τεύχ. 15, Κωνσταντινούπολη 3/1913.

218
µήνες πριν τον θάνατό του. Λίγες µέρες πριν αποβιώσει έδωσε στον Παχτίκο την τελευταία του σύνθεση µε τίτλο «Το

Τότε παρακολούθησε –για τρία έτη περίπου- µαθήµατα κλασικής κιθάρας µε τον Κωνσταντινουπολίτη δάσκαλο κιθάρας

θεωρητικών µε τον Edgar Manas (18751964. Τούρκος συνθέτης αρµενικής καταγωγής), σύνθεσης µε τον επίσης Τούρκο συνθέτη Cemal Rasit Rey (ή Rasit el Abed, 1904-1985) και πιάνου µε τον Αυστριακό καθηγητή πιάνου Ferdinand (Ferdi) von Statzer (1906-1974) στο Ωδείο Κωνσταντινούπολης (1950-1957). Τo 1952 ανέλαβε αρµονίστας στην καθολική εκκλησία Sanctus Pacificus της γενέτειράς του η οποία διέθετε αρµόνιο µε µικρούς αυλούς. Εργάστηκε

του ‘40. Το 1960 εκδόθηκε από τις πάλαι ποτέ εκδόσεις Hladky στη Βιέννη (µε κατάλογο από έργα για νυκτά όργανα) η Σονάτα του για δύο κιθάρες και µια µεταγραφή του για κιθάρα του τραγουδιού «Rundgesang» του Schumann (το µε αρ.22 από τη συλλογή «Album für Jugend»). Ακολούθησε

έτος, συνέθεσε τη Σονάτα σε µι ελάσσονα για βιολί και κιθάρα (παρουσιάστηκε µε τον ίδιο και τον Κωνσταντινουπολίτη

219 Ξανθόπουλος Ηλίας 339: Κιθαρίστας και συνθέτης. Γεννήθηκε στην Πρίγκηπο Προποντίδος στις 16/1/1923, γιός του Ιωάννη Ξανθόπουλου (από την Κωνσταντινούπολη) και της Αικατερίνης Μοσχόβου (από το Αυδήµι της Αν. Θράκης). Αν και ο ζήλος του να µάθει µουσική εκδηλώθηκε από την πολύ µικρή του ηλικία, για διάφορους λόγους (οικονοµικοί, περιβάλλον) αυτό δεν έγινε κατορθωτό παρά µόνον όταν έγινε 16 ετών.
έµαθε
πολλά
και τεχνική του οργάνου. Για διάφορους
λόγους πάλι διέκοψε την επαφή του µε τη µουσική για µία δεκαετία αν και είχε εξελιχθεί σε ικανό σολίστα τον οποίο θαύµαζε ο δάσκαλός του. Επανήλθε σε αυτή το 1947 και έχοντας προετοιµασθεί άρτια έδωσε τα επόµενα έτη δύο πετυχηµένα ρεσιτάλ κιθάρας µε έργα Bach, Giuliani, Tarrega αλλά και δικά του (1948 και 1949) –για πρώτη φορά ενώπιον κοινού- τα οποία σχολιάσθηκαν ευµενώς από τον ελληνικό και τον τουρκικό τύπο, αλλά και την επιθεώρηση Philharmonic Society of Guitarists του Λονδίνου 340. Αυτή η επιτυχία ήταν καθοριστική στην τελική απόφασή του ν’ ασχοληθεί µε τη µουσική. Το 1950 παρακολούθησε µαθήµατα
επίσης ως δάσκαλος κιθάρας στον Μορφωτικό Σύλλογο της Πρίγκηπος. Άρχισε να συνθέτει ήδη από τη δεκαετία
η έκδοση του Πρελουδίου για κιθάρα το 1969 από τις εκδόσεις Polskie Wydawnictwo Muzycne στο Κατοβίτσε της Πολωνίας. Το ίδιο
βιολονίστα Αλέξανδρο Παλαµίδη στην αίθουσα του Αθλητικού 339 Τα στοιχεία του λήµµατος
µαρτυρίες του Ηλία Ξανθόπουλου, οι οποίες δόθηκαν στον γράφοντα την περίοδο 1992-93, καθώς και από το κάτωθι λήµµα: Καλογερόπουλος, «Ξανθόπουλος Ηλίας», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 407. 340 Ο συνθέτης έδειξε (σε µία από τις τρεις συναντήσεις στην οικία του στο Κουκάκι, τον Απρίλιο/Μάϊο του 1996) στον γράφοντα τέσσερα τουλάχιστον διαφορετικά δηµοσιεύµατα τουρκικών εφηµερίδων µε εγκωµιαστικές κριτικές για το ρεσιτάλ του 1949. Ηλίας Ξανθόπουλος, ΑΕΜΘΤ.
Ανδρέα Παλαιολόγο. Από αυτόν
πάρα
για την τέχνη
προσωπικούς
προέρχονται από τις προφορικές

του στην Κωνσταντινούπολη εστιάστηκε: α) στις εµφανίσεις ως κιθαρίστας, β) στα καθήκοντα ως αρµονίστας στην Sanctus Pacificus, και γ) στη µουσικοπαιδαγωγική προσφορά ως καθηγητής κλασικής κιθάρας (µε περισσότερους από 30 µαθητές, κυρίως Τούρκους). Εµφανίστηκε επίσης και ως κιθαρίστας σε αρκετές φιλολογικές και καλλιτεχνικές συγκεντρώσεις στην Κωνσταντινούπολη προσφέροντας ενίοτε µουσική υπόκρουση σε απαγγελίες.

Το 1979 ηχογράφησε στον Ραδιοφωνικό Σταθµό της Κωνσταντινούπολης έργα Bach και Sor τα οποία µεταδόθηκαν αρκετές φορές. Το 1981 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εξακολούθησε να ασχολείται µε τη µουσική προσπαθώντας να γίνει γνωστός χωρίς όµως επιτυχία. Εκτός των προαναγραφέντων, συνέθεσε επίσης άλλα 70 έργα (1948-2000) µε σηµαντικότερα τα: α) «Allegro» για 3 κιθάρες, β) «3 µελωδίες» για κιθάρα, γ) «Φτωχή µου αγάπη» σε ποίηση Πορφύρα και «Η λήθη» σε ποίηση Μαβίλη για φωνή και ορχήστρα, δ) «Πρελούδιο», «Άρια», «Μικρό Σκέρτσο» και «Τραγούδι της ταβέρνας» για πιάνο, ε) «Οι ψυχές των γερόντων» και «Τείχη» σε ποίηση Καβάφη, και «Το τραγούδι που άργησε» σε ποίηση Σηµηριώτη για χορωδία, ζ) 11 τραγούδια («Αναδυόµουν», «Όταν µε είδε», «Πολύ διαλογίστηκα», «Αποθερίζοντας» και «Όλα όσα» σε ποίηση Βρετάκου, «Τότε

που σε είδα να ‘ρχεσαι» και «Πιε στου γιαλού» σε ποίηση Πορφύρα, «Οι αγάπες µου» σε ποίηση ∆ροσίνη, «Πέρασες κι' είχες» και «Κι' είχες πει» σε ποίηση Χατζόπουλου, «Έρωτας τάχα» σε ποίηση Μυρτιώτισσας) για φωνή και πιάνο, η) 4 φωνητικά («Εκπορευόταν» για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, «Η ψυχή µου» για φωνή και κουαρτέτο εγχόρδων και «Ο φλοίσβος σου» για φωνή, 2 κλαρινέτα, κόρνο και φαγκότο σε ποίηση Βρεττάκου) και «Πιο σκληρή» για φωνή, 4 κλαρινέτα, 2 βιόλες κα ι 2 βιολοντσέλα σε ποίηση Πολέµη, και θ) «Φαντασία» για πιάνο και ορχήστρα. Μετέγραψε επίσης για κιθάρα πιανιστικά έργα µεγάλων συνθετών (όπως τα «Waltzes» op.69/1 και op. 70/2 του Chopin, το op.12/2 του Grieg). Τέλος, εκδόθηκαν στην Αθήνα:

220 Συλλόγου Πέραν στις 15/4/1976). Επίσης, ο τενόρος Λεωνίδας Αστέρης και η πιανίστρια Πόπη Μιχαηλίδου-Παναγιωτίδου (µητέρα της γνωστής Κωνσταντινουπολίτισσας πιανίστριας Ναταλίας Μιχαηλίδου) ερµήνευσαν δύο τραγούδια του για φωνή και πιάνο : α) «Ένας γέρος» σε ποίηση Καβάφη και β) «Το ξέρω» σε ποίηση Σηµηριώτη σε συναυλία στο Ζωγράφειο Γυµνάσιο Κωνσταντινούπολης στις 4/4/1969. Μεταξύ των εµφανίσεών του, ο συνθέτης ξεχώριζε εκείνη στο Μορφωτικό Κέντρο των Αυστριακών στην οποία ερµήνευσε το έργο του «Καπρίτσιο» για κιθάρα και δύο πιάνα συνεργασθείς µε Τούρκους πιανίστες (1974). Το 1977 παρουσίασε το συµφωνικό του ποίηµα «Αρίων» για 2 κιθάρες και ορχήστρα σε µεταγραφή για δύο κιθάρες και πιάνο. Η ποικίλη µουσική δραστηριότητά
το τραγούδι «Πιε στου γιαλού» και το τεύχος µε τα: «Πρελούδιο» και «3 µελωδίες» για κιθάρα. Απεβίωσε στην Αθήνα το 2005. Ο Ηλίας Ξανθόπουλος σε συναυλία στην Κωνσταντινούπολη (1959), ΑΕΜΘΤ.

Ξανθόπουλος Νικόλαος: Μουσικοδιδάσκαλος και

συνθέτης µε πιθανή καταγωγή από την Κοµοτηνή

(;). Είναι γνωστές δώδεκα εναρµονίσεις του για

φωνή και πιάνο γνωστών δηµοτικών τραγουδιών

(µεταξύ αυτών: «Ένας αητός», «Χορός Θεσσαλι-

κός», «Ο Ροβάς» και «Μπάτε κορίτσια στο χορό»).

Οικονοµίδου Λιλή: Πιανίστρια και συνθέτρια µε

άγνωστα βιογραφικά στοιχεία. Γεννήθηκε µάλλον

στην Κωνσταντινούπολη. Είναι γνωστή η σύνθεσή

της «Τραγούδια χωρίς λόγια» για πιάνο. Ήταν µέ-

λος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών στη δεκαετία του ’60.

Παντολέων Αντώνιος (Pann Anton): Πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα της Ρουµανίας γνωστός ως Αnton Pann, ελληνικής όµως καταγωγής µε το ελληνικό όνοµα Αντώνιος Παντολέων. Συνθέτης, µουσικολόγος, µουσικοδιδάσκαλος, λεξικογράφος, εκδότης, εθνολόγος, ψάλτης, λόγιος, µεταφραστής, ζωγράφος και ποιητής. Θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν µουσικός ο οποίος καίρια επηρέασε –έως και σήµερα - την εκκλησιαστική µουσική της Ρουµανίας. Αποκαλείται από πολλούς µουσικολόγους και ιστορικούς ως «αναγεννητής της ρουµανικής εκκλησιαστικής µουσικής».

Γεννήθηκε στη Στενήµαχο

Ορδόδοξη Χορωδία της πόλης και αµέσως άρχισε να ξεχωρίζει για την ποιότητα

εντάχθηκε στη ρωσική Αρµονική

221
(νυν Αρσένοβγκραντ) της Ανατολικής Ρωµυλίας το 1796 ή 97 341. Η µητέρα του ήταν η Ελληνίδα Θωµαϊδα το γένος Αρσενίου από τη Στενήµαχο. Ο δε πατέρας του, ο Πέτρος Παντολέων, χαλκουργός στο επάγγελµα, ήταν µάλλον Βλάχος και είχε επίσης ελληνική καταγωγή από τον παππού του342. Γύρω στο 1806, λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέµου, η οικογένειά του (η µητέρα του και οι δύο αδελφοί του 343) ήλθε στο Τσισινάου της Βεσσαραβίας (νυν Μολδαβία). Από την ηλικία των 12 ετών
της φωνής του. Το 1810 (ή το 1812) ήλθε στο Βουκουρέστι όπου έζησε το µεγαλύτερο σχεδόν µέρος της βιωτής του. 341 Κατ’ άλλους, γεννήθηκε το 1794. 342 Εικάζεται ότι ο παππούς του συνθέτη ήλθε στη Στενήµαχο από την Κεντρική Μακεδονία (ίσως από τη Θεσσαλονίκη όπου απαντούσε το επώνυµο Παντολέων) πριν από το 1760. Ο δε πατέρας του απεβίωσε γύρω στο 1800. Οι πληροφορίες προέρχονται από ηλεκτρονικά µηνύµατα Ρουµάνων µουσικολόγων και ερευνητών αποσταλθέντα στον γράφοντα στην περίοδο 2003-08. 343 Αµφότεροι έλαβαν µέρος ως εθελοντές στο πλευρό των Ρώσων και σκοτώθηκαν σε αψιµαχίες (πριν από το 1810). Νικόλαος Ξανθόπουλος, «Χορός συρτός», ΒΛΒ.

Μαθήτευσε (από το 1815 έως το 1820) κοντά στους µεγάλους Έλληνες δασκάλους της βυζαντινής µουσικής, τον Πατρινό ∆ιονύσιο Φωτεινό (1777-1821) και τον

Πέτρο Εφέσιο (;-1840) 344, οι οποίοι ζούσαν στο Βουκουρέστι. Έµαθε τη Νέα Μέθοδο βυζαντινής σηµειογραφίας και µπόρεσε να εξηγήσει τα µελωδήµατα του Φωτεινού. Το 1819 τύπωσε δικό του «Άξιον εστίν» σε βυζαντινή σηµειογραφία. Το µεγάλο ταλέντο

του το ανακάλυψε και ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας ∆ιονύσιος. Τον διόρισε µέλος

της επιτροπής που είχε ως έργο της τη µετάφραση των λειτουργικών κειµένων από

την ελληνική και τη σλαβονική στη ρουµανική γλώσσα. Το 1821 –µετά την κατάληψη

της πόλης από τις δυνάµεις του επαναστάτη Tudor Vladimirescu- µετέβη στο Şcheii

της Τρανσυλβανίας (υπό αυστριακή κατοχή) όπου εργάστηκε ως πρωτοψάλτης στον ρουµανικό Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου. Εκεί γνώρισε τον υµνογράφο Ιεροµόναχο Μακάριο (;-1836), επίσης ελληνικής καταγωγής, και τον συγγραφέα-υµνογράφο και ποιητή Ion Barac (1877-1848) από τον οποίο πήρε µαθήµατα µετρικής345 .

Το 1827 δίδαξε στο σεµινάριο εκκλησιαστικής µουσικής του Râmnicu Vâlcea. Το 1828 επέστρεψε στο Βουκουρέστι όπου εργάστηκε σε πολλούς

τη διάρκεια της επόµενης δεκαετίας, συνέγραψε τη µεγαλύτερη οµάδα των µουσικών και λογοτεχνικών έργων του, συµπεριλαµβανοµένου του «Noul Doxastar» (Νέο ∆οξαστικάριον) (1803) του ∆. Φωτεινού 346, σε βυζαντινή σηµειογραφία ως µονόφωνο,

περίφηµη λευκή εκκλησία του Βουκουρεστίου. Με την υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου Ουγγροβλαχίας Νεοφύτου, δηµιούργησε και δίδαξε σε πολλά σεµινάρια εκκλησιαστικής. µουσικής προτάσσοντας τον «εθνικισµό» µε την µίξη πολλών ετερόκλητων στοιχείων. 344 Στη Ψαλτική Σχολή του. 345 Μαζί µε τον κριτικό λογοτεχνίας Vasile Aaron ήταν οι βασικές επιρροές

222
Ναούς
χορωδίες πολυφωνικής µουσικής.
αλλά και σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία για πολυφωνικές χορωδίες, µε αρκετές δικές του τροποποιήσεις και παρεµβάσεις και επίσης µακρύ πρόλογο. Το εξέδωσε –µε δικά του έξοδα- σε τρία τεύχη στο Βουκουρέστι (1834. Το επανέκδοσε το 1854). Το κόστος της έκδοσης ήταν τεράστιο για τις οικονοµικές δυνατότητές του, η δε χλιαρή αποδοχή της προκάλεσε την οικονοµική χρεοκοπία του. Από το 1842 έως το 1851, υπήρξε καθηγητής στην κεντρική ιερατική σχολή και πρωτοψάλτης στην
του στο ύφος της λογοτεχνικής-ποιητικής γραφής του στα επόµενα έτη. 346 Ανδριόπουλος Παναγιώτης, «∆ιονύσιος Φωτεινός, εκ Παλαιών Πατρών λόγιος και µουσικός 18ου-19ου αιώνος». Ανάτυπο από τα Πρακτικά του Έκτακτου Αχαϊκού Πνευµατικού Συµποσίου 2006, Αθήνα 2009. Αντώνιος Παντολέων, ΑΕΜΘΤ.
ρουµανόφωνους Ιερούς
ως ψάλτης δηµιουργώντας
Κατά

(επίσης και αρκετές λαϊκές νουβέλες και µυθιστορήµατα χαµηλής ποιότητας, κυρίως για οικονοµικούς λόγους). Εκεί εξέδωσε το σύγγραµµά του «Bazul teoretic şi practic al muzicii bisericeşti» («Η θεωρητική και πρακτική βάση της εκκλησιαστικής µουσικής ή η µελωδική γραµµατική»)348. Είναι πρώτη θεωρητική πραγµατεία µουσικής στη Ρουµανία (1845) και απετέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή γραφή ανάλογων θεωρητικών έργων. ∆υστυχώς, το τυπογραφείο καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς κατά τη µεγάλη πυρκαγιά του 1847. Το 1849 επανήλθε σε αυτή τη δραστηριότητα µε πενιχρότερα µέσα στήνοντας τυπογραφείο

Hogea» (Οι σκανδαλιές του Νασρεδίν Χότζα), β) «Poveşti şi angdote versificate» (Έµµετρα διηγήµατα και ανέκδοτα), γ) «Adiata» (∆ιαθήκη) και δ) «Versuri musiceşti» (Μουσικά λυρικά). Ως συνθέτης έγραψε πολλά έργα πολυφωνικής µε γενικούς τίτλους «Λειτουργικά» και «Τυπικά»349. Μεταξύ αυτών τα: α) «Mărire Ţie, Doamne» (∆όξα σοι Κύριε), β) «Veniţi să ne închinăm (∆εύτε προσκυνήσωµεν), γ) «Crucii Tale» (Τον Σταυρόν Σου), δ) «Câţi în Hristos» (Όσοι εις Χριστόν), ε) «Robii Domnului» (∆ούλοι Κύριον), ζ) «De frumuseţea» (Την ωραιότητα), η) «Mărturisiţi-vă Domnului» (Εξοµολογείστε τω Κυρίω), θ) «Ziua Învierii» (Αναστάσεως ηµέρα), ι) «Văzut-am lumina (Είδοµεν το φως), και κ) «Pre înţelepciunea»

223 ∆ίδαξε επίσης µουσική και φιλολογία σε πολλά σχολεία της Ρουµανίας. Το 1843 επανήλθε ως εκδότης. ∆ηµιούργησε τυπογραφείο εντός του Ιερού Ναού του Ολτένι347 τυπώνοντας αρκετά βιβλία λειτουργικής µουσικής, µουσικολογικά αλλά και λογοτεχνικά, δικά του και άλλων συνθετών και συγγραφέων
µέσα στην οικία του. Σε αυτό εξέδωσε µερικά από τα σηµαντικότερα λογοτεχνικά βιβλία του όπως: α) «Năzdrăvăniile lui Nastratin
(Την
για δι-τρι-τετράφωνες µικτές χορωδίες µε συνοδεία ενόργανων συνόλων350 347 Θεωρείται ως το πρώτο µουσικό τυπογραφείο σε βαλκανική χώρα. 348 Γιαννόπουλος Εµµανουήλ, «Η εύξεινος και εύκαρπος διάδοση και καλλιέργεια της ψαλτικής στις περί τον Εύξεινο Πόντο περιοχές», Κατηχητική ∆ιακονία, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 287-316. 349 Εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι το 1847 και το 1854. 350 Ως αφετηρία χρησιµοποίησε κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικές συνθέσεις σε βυζαντινή σηµειογραφία του ∆ιονυσίου Φωτεινού, του Γρηγορίου Βυζαντίου και του Γεωργίου Παρασκιάδη ή Παρασκευάδη που είχαν ήδη εκδοθεί στην Κωνσταντινούπολη και τις µελέτησε εκτενώς, δηµιουργώντες δικές του σε πολυφωνική γραφή. Εξώφυλλο ηχογραφήµατος, ΑΕΜΘΤ.
σοφίαν)

Το µουσικό έργο του θεωρείται ως εθνικό και

κολοσσιαίας σηµασίας, από το σύνολο των Ρου-

µάνων µουσικολόγων, χαίρει δε ιδιαίτερης αξίας351. Συνέθεσε επίσης και έργα βυζαντινής µουσικής στην ελληνική 352 και τη ρουµανική γλώσσα

(όπως η «Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου», το

«Χερουβικάριον-Κοινωνικάριον» σε δύο τόµους, το «Ειρµολόγιον» σε δύο τόµους, το «Μεγαλυνάριον», το «Πιστεύω», τους 128 σύντοµους «Ειρµούς», τα «Κοινωνικά» [οκτώ συνθέσεις µε άµεση

αναφορά στον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη] και τη «∆οξολογία») 353, άφθαστου µουσικού κάλλους354, µε

αρκετές επιρροές από τη ευρωπαϊκή µουσική και

κυρίως αυτή των λατινογενών Λεβαντίνων που

ζούσαν στη Ρουµανία, τη ρωσική εκκλησιαστική

µουσική και βεβαίως από την βυζαντινή µουσική

(κυρίως µε τη χρήση του ήχου α’, όπως εψέλλετο στην Κωνσταντινούπολη). Επίσης, στη µουσική του υπάρχει ιδανική µίξη µε στοιχεία

«αντίπαλό»

Μακάριο, ο οποίος «ρουµανοποίησε» την εκκλησιαστική µουσική. Πάντως οι συνθέσεις του Παντολέοντος υπερέχουν σε σύγκριση µε αυτές του Μακαρίου, κατά τη γνώµη τουλάχιστον δέκα συγχρόνων µουσικολόγων και ερευνητών της Ρουµανίας.

352 Πριν από το 1825. Γνωστό είναι το «Αξιον Εστίν» (1822), το οποίο αναθεώρησε µε την προσθήκη ρουµανικού κειµένου (1854).

353 Σχεδόν όλα τα έργα του είναι αχρονολόγητα. Γραφτηκαν µετά το 1815 και έως τον θάνατό του. Μερικά κατά τη διάρκεια

224
από τη λαϊκή και δηµοτική παράδοση της Ρουµανίας (κυρίως της doină355), της Ελλάδας και άλλων βαλκανικών χωρών, δίδοντας σε αυτή ένα απόκοσµο και θελκτικό άκουσµα. Η µουσική δηµιουργία του έγινε, λόγω των λαϊκότροπων στοιχείων της και όσο ζούσε εισέτι, εξαρχής αποδεκτή από τα λαϊκά στρώµατα και το εκκλησιαστικό ποίµνιο στη Βαλλαχία και τη Μολδαβία, σε αντίθεση µε την υπόλοιπη Ρουµανία, αν και αργότερα κυριάρχησε σε όλη τη ρουµανική επικράτεια. Εξακολουθεί και σήµερα να επηρεάζει 351 Σε αντίθεση µε τον
ισάξιο
σχεδόν
του, τον Ιεροµόναχο
της µαθητείας του µε τον ∆. Φωτεινό
µικτή χορωδία, το οποίο γνώρισε εξαιρετική φωνογράφηση µε τη διάσηµη Ρουµάνα υψίφωνο Angela Gheorgiou. 355 Ύφος της ρουµανικής δηµοτικής µουσικής σε ελάσσονες κλίµακες. Αντώνιος Παντολέων, «Άξιον εστίν», ΑΕΜΘΤ.
ο οποίος εξήρε τη µουσικότητά τους. 354 Όπως το «Πάτερ ηµών» για υψίφωνο και

«Cu buze de foc» (Τα

β) «Bordeias, bordei, bordei» (Μικρή

καλυβάκι), γ) «Lelita Saftita» (Κυρία Σαφτίτα), δ) «Decat ruda si vecinul», ε) «Pana cand nu te iubeam» (Μέχρι να σ’ αγαπήσω), ζ) «Urare», η) «Si noi la Ilinga», όλες για µικτή χορωδία και ενόργανο σύνολο (µε κλασικά και παραδοσιακά όργανα) σε µικτό ύφος. Είναι επίσης, και πάσαν πιθανότητ α, ο συνθέτης του ύµνου «Deșteaptă-te, române!» (Ξύπνα, Ρουµανία!) ο οποίος από το 1990 καθιερώθηκε ως ο νέος εθνικός ύµνος της Ρουµανίας. Παθιασµένος

σκοπούς της ευρύτερης περιοχής της Ρουµανίας. Η ιδιωτική ζωή του υπήρξε ταραχώδης (παντρεύτηκε τρεις φορές, η δε δεύτερη γυναίκα του υπήρξε 15ετής µαθήτριά του σε γυµνάσιο

όπου δίδασκε µουσική). Η φωνογραφική του παρουσία περιέχει 26 ηχογραφήµατα, τα περισσότερα στη Ρουµανία 358. Απεβίωσε στο Βουκουρέστι στις 2/11/1854 από τυφοειδή πυρετό και ετάφη

Σχολείο Anton Pann τον εξισώνει µε τον Γρηγόριο, τον εισηγητή του γρηγοριανού µέλους στη δυτική εκκλησιαστική µουσική. 357 Από τον Ρουµάνο ιστορικό µουσικής Ian Petrescu (1818-1903) κατηγορήθηκε ότι θυσίασε τη µουσική παράδοση της Ρουµανίας υπέρ της επιρροής από την αντίστοιχη δυτικοευρωπαϊκή (από Palestrina έως τον Mozart) και ότι δεν κατόρθωσε να υπερβεί την µουσική του δασκάλου του ∆. Φωτεινού σε επίπεδο απλότητας, ύφους και γλυκύτητας. Μεταξύ των επικριτών του και ο Αρχιεπίσκοπος Μελχισεδέκ (1823-1892), µαθητής του Π. Εφέσιου, για την ακριβή µετάφραση και µουσικό τονισµό των ελληνικών λέξεων µε αποτέλεσµα να µη ηχούν ως ρουµανικές µελωδίες (υπερβολικά πηδήµατα, ασυνήθιστεςµη συµβατικές, ακατάλληλες- καταλήξεις, και εισαγωγή εξωτερικών µελωδικών στοιχείων).

358 Αρκετά είναι προσωπικά, µόνο µε δικές του συνθέσεις, όπως το ηχογράφηµα «Zaharicale».

359 Όπως: α) η µονογραφία Drumurile Lui Anton Pann του Constantin Mateescu (Editura sport-turism, Βουκουρέστι 1981) και β) το Anton Pann: monografie του Ilie Dan (Albatros, Βουκουρέστι 1989).

225 και να αποτελεί πρότυπο συνθετικής σκέψης αρκετών Ρουµάνων εκκλησιαστικών –και όχι µόνο- συνθετών356. Πάντως υπάρχουν και αρκετοί µελετητές που επέκριναν τον τρόπο της συνθετικής σκέψης του357. Πολλά από τα µουσικά χειρόγραφα βυζαντινής µουσικής του ευρίσκονται στη Μονή Αγίου Παύλου, στη Σκήτη Τιµίου Προδρόµου του Αγίου Όρους και στο αρχείο της Ρουµανικής Ακαδηµίας. Μεταξύ των άλλων κοσµικών συνθέσεών και οι: α)
χείλη της
δεκάδες παραδοσιακά τραγούδια
θηλέων
στο προαύλιο του Ιερού Ναού του Αγίου Λουκά στο Βουκουρέστι, ο οποίος έχει µνηµείο και µουσείο προς τιµή του. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν αρκετές βιογραφίες στη ρουµανική στις οποίες αναγράφεται η ελληνική καταγωγή
359. Επίσης,
Η οικία
µετατράπηκε σε µουσείο µε τα προσωπικά αντικείµενα και τα έργα του. Το 1955, µε αφορµή τη συµπλήρωση 100 ετών από τον θάνατόν του, το ρουµανικό ταχυδροµείο εξέδωσε σειρά γραµµατοσήµων. Επίσης, το 1993 δηµιουργήθηκε µουσικό σύνολο και βυζαντινή χορωδία µε τ’ όνοµά του. Στην Ελλάδα δυστυχώς υπάρχει πλήρης και εξοργιστική αδιαφορία για τον σπουδαίο αυτό δηµιουργό. 356 Ο Ρουµάνος καθηγητής µουσικής ιστορίας
ο οποίος σπούδασε στο Μουσικό
φωτιάς),
καλύβα,
συλλέκτης, συνέλεξε και εναρµόνισε
και
του
πολλά άρθρα υπάρχουν στους τόµους των µουσικολογικών συνεδρίων µε τίτλο Acta Musicae Byzantinae (19992003).
του
George Onciul (1904–1981)

Παπαδηµητρίου Κωνσταντίνος: Καθηγητής µουσικής, ιεροψάλτης, µουσικολόγος, θεωρητικός της βυζαντινής µουσικής και συνθέτης. Επίσης, θεολόγος και νοµικός. Γεννήθηκε στα

∆αρδανέλια το 1889. Σπούδασε βυζαντινή µουσική στη Χάλκη (πριν από το 1908), θεολογία στα Ιεροσόλυµα (ως υπότροφος του Παναγίου Τάφου στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού), βυζαντινή µουσική (1908-11. Αποφοίτησε το 1911 µε πτυχίο και έπαινο) και ευρωπαϊκή µουσική (1908-12;) στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο, φλάουτο και ανώτερα θεωρητικά µε τους Γεώργιο Νάζο [1862-1934] και Armand Marsick [1877-1959]). Ολοκλήρωσε τις µουσικές σπουδές του στην Ακαδηµία της Βιέννης (µετά το 1913). Το 1910 έψαλλε στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων (Μετόχι του Παναγίου Τάφου). Το 1912 διορίστηκε καθηγητής εκκλησιαστικής και ευρωπαϊκής µουσικής στη Ριζάρειο Σχολή µε βασιλικό διάταγµα και αργότερα, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδηµία. Ήταν ιδρυτής και διευθυντής του

Αθηνών (1918-29) και καθηγητής ιστορίας της βυζαντινής µουσικής στο Ωδείο Αθηνών στο οποίο διετέλεσε και γενικός γραµµατεύς του (1911-1920, 1938-1947). Το 1916 ήταν µέλος (δεύτερο φλάουτο)

µέλος- στη δηµιουργία της Ένωσης Μουσικών Μέσης Εκπαίδευσης, θήτευσε δε στο ∆.Σ. της ως σύµβουλος. Ήταν επίσης, ιδρυτικό µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος. Ασχολήθηκε µε την ίδρυση χορωδιών και µε τη διοργάνωση τακτικών απογευµατινών συναυλιών στην

226
ου
στη Συµφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών. Ήταν επίσης µέλος –ως τενόρος- του Φωνητικού Κουαρτέτου µε γλυκιά, ηχηρή και µεταλλική φωνή η οποία έδινε τον τόνο σε ολόκληρο το κουαρτέτο. Στη δεκαετία του ‘10 κατέγραψε επί τόπου περισσότερα από 100 δηµοτικά τραγούδια της Αρκαδίας, της Αχαΐας και της Ευβοίας . Τα µετέγραψε –σε συνεργασία
A. Marsick- για φωνή ή χορωδία και πιάνο. Πολλά από αυτά (όπως η «Βαγγελιώ») –λόγω της εξαιρετικής εναρµόνισής τους- αποτέλεσαν µέρος του βασικού ρεπερτορίου λυρικών τραγουδιστών της εποχής. Το 1920 έλαβε µέρος στη διαµάχη στους κόλπους της εκκλησίας για την εισαγωγή της πολυφωνίας µε τη µουσικοφιλολογική πραγµατεία του «Τὸ µουσικὸν ζήτηµα εν τη Εκκλησία της Ελλάδος Ελλάδος». Είναι σύγγραµµα 72 σελίδων που περιέχει πολύτιµες ιστορικές σηµειώσεις για την εξέλιξη της ιε ράς µουσικής στην ορθόδοξη εκκλησία. Η έκδοση περιείχε και 27 µουσικά παραδείγµατα βυζαντινής και δηµοτικής µουσικής σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία 360. Το 1930 συνέβαλλε –ως ιδρυτικό
Αθήνα361 . Από τη δεκαετία του ‘20 άρχισε να δίδει διάφορες διαλέξεις για µουσικά θέµατα που άφησαν εποχή για τη σηµαντικότητά τους. Μεταξύ αυτών: α) «Τα δηµώδη άσµατα της Ελλάδος και η σχέσις αυτών προς την Βυζαντινήν και την αρχαίαν ελληνικήν µουσικήν» (στην Εταιρεία 360 Ανυπόγραφο, «Μουσικοφιλολογικαί εκδόσεις», Μουσική Επιθεώρησις, τεύχ. 1, Αθήνα 10/1921, σ. 16. 361
Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής
τόµ. 4,
1998,
Κωνσταντίνος Παπαδηµητρίου, Φόρµιγξ
Μουσικού Λυκεί-
µε τον δάσκαλό του
Καλογερόπουλος, «Παπαδηµητρίου Κωνσταντίνος»,
,
Γιαλλέλης, Αθήνα
σ. 581.

Βυζαντινών Σπουδών [1928] και –σε περίληψη- σε διεθνές συνέδριο για τη λαϊκή τέχνη στην Πράγα), β) «Ο Schubert και η ελληνική µουσική» (στην Ελληνογερµανική Εταιρεία για την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του κορυφαίου µουσουργού [1928]), γ) «Περί της εν Επτανήσω σωζοµένης ιδιορρύθµου µουσικής της καλουµένης Κρητικής» (στο 3ο διεθνές βυζαντινολογικό συνέδριο [1930]), δ) «Η Ελληνική µουσική και οι Τσιγγάνοι» (1930), ε) «Ο Th. Reinach και η Ελληνική µουσική» (1930), ζ) «Τα δηµοτικά τραγούδια της αγάπης» (στο Λύκειο των Ελληνίδων µε παρουσίαση µεταγραφών του για φωνή και πιάνο [1932]), η) «Λείψανα Βυζαντινής µουσικής εν τη δύσει» (εκ µέρους της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας [1932]. Συνδυάστηκε µε την παρουσίαση –στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας- του πρωτοχριστιανικού ύµνου που βρέθηκε στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου, σε µεταγραφή δική του για χορωδία και ορχήστρα), θ) «Η καταγωγή της Ελληνικής µουσικής» (στη Σχολή των Ευελπίδων [1934]), ι) «Περί των προόδων της Βυζαντινής Μουσικής παλαιογραφίας» (στο Βυζαντινό Μουσείο [1938]), κ αι κ) «Χρύσανθος εκ Μαδύτων» (στην Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών [1939]). Εκδόθηκαν επίσης τα µουσικολογικά-µουσικά συγγράµµατά του: α) Μελωδικαί ασκήσεις βυζαντινής µουσικής. Πρακτική Μέθοδος. Προς χρήσιν των µαθητών των Ιερατικών Σχολών των ∆ιδασκαλείων και των Ωδείων και παντός φιλοµούσου (1928. Ήταν το πρώτο βιβλίο –πρακτική µέθοδος µε χαρακτήρα βυζαντινού σολφέζ- το οποίο µεταγράφηκε στο σύστηµα Μπράϊγ για τυφλούς από τον τυφλό µαθητή του ∆ηµήτρη Χρυσαφίδη), β) Οι τρόποι της βυζαντινής µουσικής (1933),

πιάνου: α) στη Μουσική Επιθεώρηση, β) στον πανηγυρικό τόµο της Ριζαρείου Σχολής, γ) στο γαλλικό περιοδικό Menestrel και δ) στις συλλογές παιδαγωγικών τραγουδιών του Ορέστη Κοντογιάννη (1889-;) και του Αθανασίου Αργυρόπουλου (1884-1939). Εξέδωσε επίσης, µεταγραφές βυζαντινών µελών σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία και µεταφράσεις ξένων τραγουδιών. Τάχτηκε υπέρ της θεωρητικής διαφοράς του «ελάχιστου τόνου» (7 τµήµατα) και του «ηµιτονίου» (6 τµήµατα), αναγνωρίζοντας φυσικά ότι πρακτικά αυτή η διαφορά δεν είναι πλέον αισθητή. Το 1939 όµως αµφισβήτησε σφοδρά το αρµονικό ιδίωµά του κατηγορώντας

227
γ) «Ο Ι. Σακελλαρίδης και το παρ’ ηµίν µουσικόν ζήτηµα» (ανάτυπο από το περιοδικό Εκκλησία [1939]), δ) Ο Ιωάννης
. ∆εν δηµοσιεύθηκαν όµως τα πονήµατά του: «∆ηµοτικά τραγούδια της Ελλάδος και η σχέση τους µε την βυζαντινή µουσική» και «Παιδαγωγικά άσµατα κατάλληλα δια Ιερατικάς Σχολάς». Ως συνθέτης έγραψε το «Πολυχρόνιον: Εκκλησιαστικός Ύµνος της Βασιλικής Οικογενείας» για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο ή αρµόνιο (1914). Είναι η πρώτη γνωστή σύνθεσή του η οποία παρουσιάστηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στις 30/10/1916. Βασίζεται στον γνωστό πολυχρονισµό του ήχου γ’ και η µελωδία του περιλαµβάνεται -µε διάφορες παραλλαγές- σε εκκλησιαστικά µουσικά κείµενα. Ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο της έκδοσης: « Εκδίδεται δια τετράφωνον χορωδίαν, διότι ήτο αισθητή η έλλειψις τοιαύτης εκδόσεως αφ’ ότου ο Πολοχρονισµός καθιερώθη να ψάλλεται αρµονικώς κατ’ αρχάς µόνον εν τω Ναώ των Ανακτόρων, είτα εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ και κατά τας εθνικάς µόνον εορτάς… Η συνοδεία του οργάνου έχει αποκλειστικόν σκοπόν να υποβοηθήση την εισαγωγήν του ύµνου εις τα σχολεία και τας ελληνικάς οικογενείας ». Έγραψε επίσης πολλά σχολικά και εκκλησιαστικά άσµατα µε συνοδεία πιάνου και τραγούδια για φωνή και πιάνο τα οποία µετεδόθησαν από τον ραδιοφωνικό σταθµό (κυρίως στη δεκαετία του ‘30). Το έργο του «Βουλγάτα» βασισµένο σε βυζαντινά θέµατα
το από διαφορετική (αισθητική) σκοπιά: «… τούτο, στηριζόµενον κατά το πλείστον εις την κατά τρίτας ή έκτας απλήν διφωνίαν, κατάλληλον µάλλον δια σχολεία και κοινότητας ολίγον προηγµένας µουσικώς, δεν παρουσιάζει καλλιτε χνικόν ενδιαφέρον ». Μεταξύ των γνωστών µαθητών του και οι: Βασίλειος Κατσιφής, Ανδρέας Λεβαντής, Θωµάς Ι. Μπαϊρακτάρης και Τάσος Παπαδήµος. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1947.
Σακελλαρίδης ως λόγιος µουσικός (1940), ε) ∆οκίµιον της ιστορίας της ελληνικής µουσικής και ζ) Η Τέχνη του Άσµατος
βραβεύτηκε από την Ακαδηµία Αθηνών. Εξέδωσε δηµοτικά τραγούδια µε συνοδεία

Παπαδόπουλος Θεόδωρος: Συνθέτης, τραγουδοποιός, βιολιστής της ελαφράς µουσικής, µαέστρος και οργανωτής ορχηστρών σε κέντρα διασκέδασης. Γεννήθη-

κε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1890. Εκεί πήρε τα πρώτα µαθήµατα

µουσικής (βιολί από τυφλό ζητιάνο αγνώστου ονόµατος). Αναφέρονται και σπουδές χορού και µουσικής στη Γαλλία όπου απέκτησε στέρεες µουσικές γνώσεις (Παρίσι και Λυών) 362 (1907-15) όπου έζησε εξασκώντας επίσης διάφορα επαγγέλ-

µατα «του ποδαριού». Γύρω στο 1915 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάστηκε ως χοροδιδάσκαλος. Μετά την Καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκε

στην Αθήνα. Τότε άνοιξε την ονοµαστή υπόγεια ταβέρνα Στρέλνα και σχηµάτισε

µια από τις πρώτες, εκτός θεάτρου, ορχήστρες, µε τον Νίκο Πλατσαίο (πιάνο) και

τον Μιχάλη Σουγιούλ (ακκορντεόν), αµφότερους συνθέτες ελαφράς µουσικής. Αν

και δεν ήταν καλός βιολιστής είχε το χάρισµα της επιλογής άριστων συνεργατών.

Ανήκει στις περιπτώσεις συνθετών που δεν αρνήθηκαν τις προκλήσεις της εκάστοτε µόδας και δεν αγνόησαν τις προτιµήσεις του εκάστοτε κοινού γράφοντας τραγούδια κάθου είδους και ύφους

Θεόδωρος Παπαδόπουλος, «Το ροµάντζο», ΕΒΕ.

Μεταξύ αυτών: «Παπαγάλος» (1934), «Το κάτι άλλο» (1935), «Αχ, συ, Κάου-µπόυ» (1937) και «Η σφαίρα γυρίζει» (1939). Η κύρια όµως δραστηριότητά του ήταν αυτή του συνθέτη 200 τουλάχιστον τραγουδιών ελαφράς (βασισµένης στους χορούς της εποχής: ταγκό, βαλς, φόξτροτ) και λαϊκής µουσικής, όµως µε ποιοτικές ενορχηστρώσεις οι οποίες εγγίζουν το ύφος της λόγιας µουσικής. Πηγές έµπνευσης και µούσες του ήταν: α) η πανέµορφη Ροδίτισσα τραγουδίστρια και ηθοποιός Κίτσα Κορίνα (ήταν και η ίδια τραγουδοποιός) και β) η τραγουδίστρια Μάγια Μελάγια. Με την ορχήστρα του παρουσίαζε τα τραγούδια του σε γνωστά καλλιτεχνικά στέκια της Αθήνας και µε εκλεκτούς τραγουδιστές του λυρικού και ελαφρού θεάτρου όπως ο τενόρος Π. Επιτροπάκης και η Σ. Βέµπο. Στα γνωστά τραγούδια του ανήκουν τα: «Eίµαι µια τσαχπίνα» σε στίχους δικούς του (1928),

Καλογερόπουλος, «Παπαδόπουλος Θεόδωρος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 4, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 592.

364 Μυλωνάς Κώστας, «Η τριακονταετία 1930-60», Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, τόµ. 1, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 169-71.

228
363. Τα τραγούδια του συνεχίζουν το ύφος της αθηναϊκής καντάδας, µε αρκετά δηµοτικοφανή στοιχεία και κριτήριο την κάλυψη των αναγκών της αγοράς χωρίς τον υποβιβασµό της ποιότητας. Στις συνθέσεις του –παρά την ανοµοιογένεια ύφους- «υπάρχει αληθινή και πηγαία έµπνευση που βρίσκει σύµµαχο τη συναίνεση του λαού » 364. Από τη δεκαετία του ‘20 και έως αυτή του ’60, συνέθεσε µουσική και τραγούδια για αρκετές επιθεωρήσεις, κυρίως της εποχής του µεσοπολέµου.
να σε ξεχάσω» ταγκό σε στίχους δικούς
(1932), «Το κρασί το ρετσινάτο» σε στίχους δικούς του (1932), «Αγάπη» ταγκό σε στίχους δικούς του 362 Ανυπόγραφα σηµειώµατα γαλλικών εφηµερίδων για εµφανίσεις του
363
«Θέλω
του
σε θέατρο του Παρισιού (1912) στο ΑΕΜΘΤ.

«Χαµένη αγάπη» ροµαντική καντάδα σε στίχους Κ. Καπετανάκη (1935. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του

Επιτροπάκη και της συζύγου του, υψιφώνου Αλίκης Βίτσου), «Γιατί τρελλά να σ’ αγαπήσω» (1935. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του Π. Επιτροπάκη), «Ρόζα, Ρόζα µου, Ροζίτα» (1936. Από την επιθεώρηση «Καζούρα»), «Αντίς Αµπέµπα» και «Βαγγελίτσα» φόξτροτ (1936. Φωνογραφήθηκαν µε τον αξέχαστο, µετέπειτα κωµικό ηθοποιό, Βασίλη Αυλωνίτη), «Φανή» και το «Ζαχαροπλάστης ήταν ο µπαµπάς σου» σε

στίχους Αλ. Σακελλάριου (1937), «Χάιδω» ελληνικό ταγκό (1938. Από την επιθεώρηση «Βεντάλια»), «Άϊντες, άϊντες» λαϊκό κρητικό τραγούδι (1938), «Κρυστάλλω» ταγκό σε στίχους Κρ. Παπαδόπουλου (1938. Μεγάλη επιτυχία της Άννας Καλουτά), «Το τελευταίο ταγκό µη µ' αρνιέσαι» σε στίχους Κ. Κιούση (1938. Από την επιθεώρηση «Μιντινέττα»), «Πόσες φορές δεν έκλαψα αγάπη µου για σένα» σε στίχους Π. Παπαδούκα (1940. Από την επιθεώρηση «Πεντάµορφη»), «Γλυκά µου µάτια» σε στίχους Μ. Λαουτάρη (1941. Από την επιθεώρηση «Μπέλλα Γκρέτσια» µε την αξέχαστη Ρένα Βλαχοπούλου), «Αγάπη δίχως πείσµατα» σε στίχους Β. Σπυρόπουλου (1944), «Γιατί, γιατί» σε στίχους Π. Παπαδούκα (1944. Από την επιθεώρηση «Μπιζέλι»), «Παναής» (1944. Από την επιθεώρηση «Τον είδατε τον Παναή;», «Οι αγάπες τελειώνουνε» (1944. Από την επιθεώρηση «Ελλάδα µας» πατριωτικού περιεχοµένου), «Έλα, έλα» (1944. Από την επιθεώρηση «Γελάτε ελεύθερα»), «Τζεµιλέ» σε στίχους Τσάµα (1945), «Μας χωρίζουνε» (1947), «Τραγούδι της Αθήνας» σε στίχους Αιµ. Σαββίδη (1947), «Που να’ σαι, που να βρίσκεσαι» (1949. Από την επιθεώρηση «Άνθρωποι του ‘49»), «Πότε, µα πότε» βαλς (1950. Μεγάλη επιτυχία της ορχήστρας Παπαδόπουλου-Σουγιούλ).

Με τον Σουγιούλ [1906-1958] συνεργάστηκε

(1952.

Ελλάς»),

«Σβύνω», «Κρουστάλλω», «Μπορεί τα λουλούδια», «Τάκου-τάκου», «Όταν θελήσω» κ.ά. Σχεδόν όλα εκδόθηκαν από τους µουσικούς οίκους Ανδρεάδη, Γαϊτάνου, Μακρή Ζαχαρία και Στάρρ. Επίσης, δηµοσιεύθηκαν σε περιοδικά της εποχής

229 (1933),
µου» φόξτροτ σε στίχους δικούς του (1933), «Τι έχεις κι όλο κλαις» σε στίχους Κ. Κιούση-Σ. Πετρά (1934. Μεγάλη επιτυχία της Πάολας και της ∆ανάης), «Σαν µεθώ» σε στίχους δικούς του (1934), «Σκληρή καρδιά» σε στίχους Κ. Κορίνας (1934. Το δηµοφιλέστερο τραγούδι
«Κι-κι-κι-κι-κι-Κίτσα
του),
Π.
εκ νέου στη δεκαετία του ‘50 έως τον θάνατο του δεύτερου. Μαζί συνέθεσαν γνωστά και ποιοτικά τραγούδια όπως τα: «Μπέµπα», «Άι µανούλα µ', άι» σε στίχους Κ. Κιούση (1951), «Παίξε πλακιώτικη κιθάρα» σε στίχους Κ. Κιούση (1951. Επίσης δηµοφιλές τραγούδι από την επιθεώρηση «Μαργαρίτες» η οποία γνώρισε µεγάλη επιτυχία στο θέατρο Λυρικόν), «Η γυναίκα είναι ζηµιά»
«Χαστούκι»
( Ελληνικό Τραγούδι, Το Τραγούδι, Θεατρικά Τραγούδια ) και φωνογραφήθηκαν σε ηχογραφήµατα
1951 έγραψε, µαζί µε τον συνθέτη Κώστα Καπνίση
τη µουσική της ταινίας «Μια νύχτα στον
(1951),
Από την επιθεώρηση «Σταρ
«Κορµί της µυγδαλιάς»,
78 στροφών Το
(1920-2007),
Παράδεισο». Απεβίωσε στην Αθήνα το 1964.

Παπαδόπουλος Χριστόφορος: Καλλιτεχνική προσωπικότητα της Αλεξανδρούπολης –συνθέτης, αρχιµουσικός- όπου γεννήθηκε το 1911 και έζησε µε µεγάλη, πολυσχιδή και ουσιαστική καλλιτεχνική προσφορά εξ ολοκλήρου ανιδιοτελή. Ως µουσικός ήταν αυτοδίδακτος. Η καλλιτεχνική διαδροµή του ξεκίνησε από το 1927. Τότε έγινε µέλος της χορωδίας και µαντολινάτας του

Συλλόγου ‘Εθνικός’ της Αλεξανδρούπολης, αλλά και της Φιλαρµονικής της πόλης η οποία ήταν το σηµείο αναφοράς για τη µουσική κίνηση. Από το 1933 έως το 1941 και από το 1950 έως το 1958, διετέλεσε αρχιµουσικός της Φιλαρµονικής µε

την οποία έδωσε πολλές συναυλίες παρουσιάζοντας και δικά του έργα. Στη δεκαετία του ‘30 δηµιούργησε µαντολινάτες σε δηµοτικά σχολεία της πόλης. Το 1948 συνέθεσε τη µουσική για την επιθεώρηση «Εθνικός συναγερµός» του Γ. Βαρελά, πολιτικού/πατριωτικού περιεχοµένου (στο κλίµα της εποχής, µεσούντος του Εµφυλίου) η οποία παραστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη στις 28/8/1948. Το 1949 διηύθυνε

Θρακιώτη µουσικοδιδάσκαλο Θεόδωρο Χαραλαµπίδη, συνδιηύθυνε τη µικτή χορωδία και την ανδρική εκκλησιαστική χορωδία του Μουσικογυµναστικού Συλλόγου ‘Εθνικός’. Στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 διηύθυνε τη χορωδία του Καλλιτεχνικού Οµίλου Αλεξανδρούπολης 365 µε εντυπωσιακά καλλιτεχνικά αποτελέσµατα για τα οποία βραβεύτηκε

της Θράκης- απέσπασε το πρώτο βραβείο στη διεθνή χορωδιακή συνάντηση «Χορωδιακά ‘88». Συνέθεσε πολλά

χορωδιακά έργα, όπως την «Αλεξανδρούπολη» σε στίχους δικούς του και της Κ. Κανδυλάκη (1942), το «Μου φτάνει που ζω και σ’ αγαπώ»

σε στίχους Κ. Κανδυλάκη (1976), τον «Ύµνο της Αλεξανδρούπολης» (1978) 366, τον «Ύµνο της Θράκης» (1982), τραγούδια, και µικρά έργα

και διασκευές έργων άλλων συνθετών για µπάντα πνευστών. Απεβίωσε στην Αλεξανδρούπολη το 1990.

Ο Όµιλος ήταν η µετεξέλιξη

230
Μουσικογυµναστικού
τη στρατιωτική ορχήστρα του ΚΕΝΑ µε ποικίλα προγράµµατα σε θρακικές πόλεις. Στη δεκαετία του ‘50 διηύθυνε επίσης τη χορωδία και τη συµφωνική ορχήστρα του Ερασιτεχνικού Οµίλου Αλεξανδρούπολης µε τις οποίες παρουσίασε σύνθεσή του για τους Θρακιώτες πρόσφυγες στα µαύρα χρόνια της ξενικής κατοχής. Από το 1955, µαζί µε τον επίσης
χορωδία
το 1984 µε το βραβείο Χρυσός Μέγας Αλέξανδρος. Χάρη στον αρχιµουσικό της η
–ως εκπρόσωπος
365
του συλλόγου ‘Εθνικός’. 366 Έργο-σήµα κατατεθέν της χορωδίας η οποία το ερµήνευσε και στην εκδήλωση µε διάλεξη του γράφοντος για τους τεθνεώτες µουσουργούς της Θράκης και µικρή συναυλία στην Αλεξανδρούπολη στις 17/3/2012. Η πρώτη παρουσίαση του έργου πραγµατοποιήθηκε στο 1ο Χορωδιακό Φεστιβάλ Αθηνών (Χίλτον, Αθήνα, 13/9/1979). Χριστόφορος Παπαδόπουλος, Αρχείο Καλλιτεχνικού Οµίλου Αλεξανδρούπολης.

Γιούλα (Ιουλία;)367: Πιανίστρια και κατά πάσαν

το

Εργάσθηκε ως δασκάλα πιάνου σε πλούσιους απόγονους ελληνικών οικογενειών ώσπου απογοητευµένη αποσύρθηκε από την καλλιτεχνική δράση. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη άγνωστο πότε.

Παπαµόσχου Ουρανία: Πιανίστρια, µουσικοδιδάσκαλος και πιθανώς συνθέτρια, µικρότερη αδελφή της Χαρίκλειας Παπαµόσχου. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1880. Απόφοιτη του Ωδείου

Γεώργιος: Εθνοµουσικολόγος, συνθέτης και πολύγλωσσος φιλόλογος (γνώριζε -εκτός από αρχαία ελληνικά-λατινικά και τουρκικά, γαλλικά, γερµανικά και

του: α) µελοποιώντας τον ύµνο του συλλόγου («Ύµνος Μικρασιατικός» για δίφωνη χορωδία [1892]), β) διευθύνοντας τη χορωδία του κατά τις εορτές και γ) σχηµατίζοντας -µε τον διδάκτορα Φιλοσοφίας Λεωνίδα Παπαπαύλου- σχολή εκκλησιαστικής µουσικής, «ήτις ελειτούργησε λαµπρώς εφόσον οι δύο ούτοι µουσικοδιδάσκαλοι διέµενον εν Αθήναις, διελύθη δε απελθόντων τούτων και µη ευρεθέντων αντικαταστατών» (1892-95). Άρχισε να συνθέτει από το 1888. Στα πρώτα γνωστά έργα

231
συνθέτρια πιανιστικών έργων. Πιθανώς να πρόκειται για τη µεγαλύτερη αδελφή της Χαρίκλειας Παπαµόσχου, συνθέτριας και πιανίστριας, συζύγου του Μ. Καλοµοίρη. Αν αυτό ισχύει τότε γεννήθηκε στην Κέρκυρα
1874. Σπούδασε στην Τεργέστη (πιάνο) και στο Βερολίνο (πιάνο, θεωρητικά και σύνθεση). Με µεγαλεπήβολα σχέδια ήλθε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1900 µε τη φιλοδοξία να ιδρύσει Ακαδηµία Τεχνών, αλλά το εγχείρηµά της απέτυχε.
Παπαµόσχου
πιθανότητα
‘Ερµής’ του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη όπου δηµιούργησε χορωδία. Εικάζεται ότι συνέθεσε έργα για πιάνο. Ήταν µέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών στη δεκαετία του ‘50. Παχτίκος
ιταλικά). Γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ (Μεσοχώριον) Βιθυνίας το 1869. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Βαρβάκειο (Αθήνα) και φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Παράλληλα, σπούδασε µουσική στο Ωδείο Αθηνών (ωδική, θεωρητικά και σύνθεση µε τον µουσουργό του Αλ. Κατακουζηνό (αποφοίτησε το 1889 ως αριστεύσας πτυχιούχος). Άρχισε αµέσως την πλούσια κοινωνική και µουσική δράση του ως µέλος του Συλλόγου Μικρασιατών ‘Ανατολή’ τον οποίο ίδρυσε (στο πρώτο ∆.Σ. του εξελέγη ειδικός γραµµατέας). Στο πλαίσιο του συλλόγου παρείχε και τις µουσικές υπηρεσίες
του εντάσσεται και η «Καταστροφή των Ψαρών» σε ποίηση ∆. Σολωµού 367 Αγραφιώτη Έφη, Η Μουσική δεν είναι γένους θηλυκού;, ∆ρόµων, Αθήνα 2004, σ. 126. Γεώργιος Παχτίκος, Φόρµιγξ.
Βερολίνου, µνηµονεύεται εδώ επειδή εργάσθηκε ως δασκάλα µουσικής του Ελληνικού Συλλόγου

τω θεάτρω Vaticte » 369. Εξέδωσε επίσης τη φιλολογική-ιστορική πραγµατεία «Ολυµπιακοί Αγώνες εν Βιθυνία». Το 1894 συνέθεσε

Εξέδωσε επίσης το σύγγραµµα «Αρχαίαι Ελληνικαί Μελωδίαι». Περιείχε µεταγραµµένες σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία επτά σωζόµενες αρχαιοελληνικές µελωδίες («Υµνος εις Απόλλωνα» σε τετραφωνία, «Νέος Ύµνος εις Απόλλωνα», «Ύµνος εις Φοίβον», «Οµηρικός Ύµνος εις ∆ήµητρα», «Ύµνος εις Κασσιόπην υπό ∆ιονυσίου» σε τετραφωνία, «Ύµνος εις Νέµεσιν υπό Μεσοµήδους» και «Η αρχή του Α’ Πυθιονίκου του Πινδάρου»370).

Στο µεγαλύτερο µέρος της ζωής του διέµεινε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκε το 1895. Ασχολήθηκε µε δηµοσιεύσεις σε διάφορες

368 Εκδόθηκε το 1893 στην Κωνσταντινούπολη σε ευρωπαϊκή και βυζαντινή σηµειογραφία.

369 Προµετωπίδα έκδοσης του µουσικού έργου, Αθήνα 1893.

370 Στην προµετωπίδα έκδοσης του µουσικού έργου, Κωνσταντινούπολη 1894.

371 Σηµαντικής αξίας ήταν οι διαλέξεις: α) «Μουσικοί αγώνες εν τη ελληνική αρχαιότητι» (Ξενοφάνης, τεύχ. Ε’, Αθήνα 1896, σ. 4-6), β) «Η µεσαιωνική ελληνική µουσική» (Εκκλησιαστική Αλήθεια, τεύχ. 2-6, Κωνσταντινούπολη 1896, σ. 51-52,), γ) «Το αρχαίον ελληνικόν δράµα υπό µουσικήν έποψιν και η µελοποιΐα των χορικών» (Ακρόπολις, Αθήνα, 23./10/1901) και δ) «Μουσικόν ανάγλυφον εν Βιθυνία» (Μουσική, Κωνσταντινούπολη 1913, τεύχ. 14, σ. 29-30).

372 Στην προµετωπίδα έκδοσης της µουσικής συλλογής, Αθήνα 1895.

373 Ανυπόγραφο άρθρο στον διαδικτυακό ιστότοπο:

232 (1892). Το 1893 συνέθεσε την «Ωδή εις Χρηστάκην Ζωγράφον»368 σε ποίηση Αναστ. Τάγη (πρώτη παρουσίαση: 19/9/1893 µε τη χορωδία του Συλλόγου ‘Ερµής’) και τα «∆ύο χορικά εκ του Σοφοκλέους Φιλοκτήτη» για τρίφωνη χορωδία («εν τριφώνω αρµονία µελοποιηθέντα », «επί ελληνικών µουσικών αρχών και βάσεων »). Τα χορικά παρουσιάστηκαν « υπό εικοσαµελούς χορού εκ φοιτητών του Πανεπιστηµίου την 14 Φεβρουαρίου εν
τον «Εις Απόλλωνα Ύµνον» ο οποίος εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη σε ταυτόχρονη βυζαντινή και ευρωπαϊκή σηµειογραφία.
εφηµερίδες και περιοδικά καθώς και µε διαλέξεις για την ελληνική µουσική (κυρίως στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινούπολης στον οποίο υπήρξε ιδρυτικό µέλος) οι οποίες δηµοσιεύθηκαν σε περιοδικά της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης371. Το 1895 εξέδωσε στην Αθήνα τον Α’ τόµο του «Απόλλωνος Μουσηγέτου». Περιείχε στοιχειώδεις ωδικές γνώσεις « µετά µονοφώνων, διφώνων, τριφώνων και τετραφώνων χορικών ασµάτων προς χρήσιν των ελλ. εκπαιδευτηρίων αµφοτέρων των φύλων » (µουσικά µέλη δικά του και 13 Ελλήνων και ξένων συνθετών και αρχαιοελληνικά, εκκλησιαστικά και δηµώδη 372). Ασχολήθηκε επισταµένα µε τη συλλογή δηµοτικών τραγουδιών (ήδη από την εποχή των σπουδών του, το 1888). Το ενδιαφέρον του αυτό τον καθιστά πρωτοπόρο, µε την έννοια ότι η ενασχόληση µε τα δηµώδη άσµατα ήταν µέχρι τότε καθαρά φιλολογικού τύπου. Οι συλλογείς ενδιαφέρονταν περισσότερο για το γλωσσικό περιεχόµενο των ασµάτων παρά για την απόδοση της µουσικής βάσης τους και ακόµα λιγότερο για την παρουσίασή τους στο φιλόµουσο κοινό της εποχής. Η αφετηρία του όµως εντάσσεται πλήρως στο κλίµα της εποχής του, καθώς επιδίωκε να αποδείξει την ενάργεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού µέσω των λαϊκών παραδόσεων373. Χαρακτηριστικό είναι ότι η δουλειά του ορίζεται από τον ίδιο ως «µουσικαί ανασκαφαί » 374 , όρος που παραπέµπει σε µία γενεαλογικού και «αρχαιολογικού» τύπου εξέταση του λαϊκού πολιτισµού. Τα µουσικά µέλη τους ήταν ανέκδο-
http://asiaminor.ehw.gr/ 374 Παχτίκος, Εισαγωγή στο «260 δηµώδη άσµατα από του στόµατος του ελληνικού λαού της Μικράς Ασίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας, Ελλάδος, Κρήτης, Νησών του Αιγαίου, Κύπρου και των παραλίων της Προποντίδος συλλεγέντα και παρασηµανθέντα [1888-1904]», τόµ. Α΄, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήνα 1905, σ. η΄.

233

τα (ο ίδιος τα θεωρεί ως τα « αρχαιώτερα και γνησιώτερα του ελληνικού λαού» 375), τα δε ποιητικά κείµενα άγνωστα (στις εκδοθείσες συλλογές εκείνης της εποχής). Από τα 500 δηµοτικά τραγούδια που περισυνέλεξε, τα 80 βραβεύτηκαν στον Ζωγράφειο Αγώνα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου (1895 και 1896).

Από το 1903 άρχισε να συµπεριλαµβάνει

δηµοτικά τραγούδια από τη Συλλογή του σε συ-

ναυλίες του Οµίλου Ερασιµόλπων (στον οποίο

διευθυντής). Αυτό του εξασφάλισε ανώνυµη

από 200 οθωµανικές λίρες, που του επέ-

να επισκεφθεί χωριά της Θράκης και της

Μικράς Ασίας και να συλλέξει 60 επιπλέον τραγούδια (1904-05). Το 1901 ο Όµιλος Φιλοµού-

Γεώργιος Παχτίκος: «Αισχύλου Πέρσαι», Μουσική.

τους, τον Πατριάρχη

Ιωακείµ τον Γ’, ο οποίος παρουσιάστηκε στις

4/6/1901 376. Την περίοδο 1900-05 µελοποίησε

αρχαία χορικά από: α) την «Εκάβη» (Στάσιµον

Α’), β) «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (Στάσιµον Β’-

Στροφή Β’) και γ) τον «Αίαντα Μαστιγοφόρο».

Για τις µελοποιήσεις των χορικών της «Ιφιγένει-

ας» και του «Αίαντα» βραβεύτηκε σε διεθνείς

διαγωνισµούς οι οποίοι έλαβαν χώρα στην Αθήνα (το 1901 για την «Ιφιγένεια» και το 1904 για τον «Αίαντα») από την αθηναϊκή Εταιρεία προς ∆ιάδοσιν των Αρχαίων ∆ραµάτων. Η βραβευµένη µουσική τού 1901, εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα (από το τυπογραφείο Αθαν. ∆εληγιάννη) µε τίτλο «Μελοποιία των χορικών και των κοµµών Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδου». Όπως αναγράφεται στον πρόλογο, η µουσική δηµιουργία του περιέχει και οργανική συνοδεία από έγχορδα η οποία όµως δεν συµπεριελήφθη στην έκδοση. Στη συνέχεια έγραψε µουσική για άλλα επτά έργα του αρχαίου θεάτρου: α) «Μήδεια» (πρώτη παράσταση: 23/3/1903. Γι’ αυτή ο Γερµανός ελληνοµαθής µουσικολόγος L. Bürchner έγραψε µεταξύ άλλων: «…Παρατηρώ εν τη συνθέσει σηµαντικωτάτην απόπειραν προς διαµόρφωσιν µίας απροσίτου σχεδόν ηµίν τοις δυτικοίς ευρωπαίοις

δωρεά
τρεψε
ήταν
σων
Βαφεοχωρίου Κωνσταντινούπολης
Νέων του
του ανέθεσε τη σύνθεση νέου πολυχρονισµού για τον συντοπίτη
οδού προς µουσικήν σύνθεσιν των µελοδραµατικών µερών της πολυτίµου αρχαίας τραγωδίας… Ούτω 375 Ό.π., σ. κβ΄. 376 Παχτίκος Γ., «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 2, Κωνσταντινούπολη, 2/1912, σ. 59.

το τέλος του δράµατος υπάρχουσιν εν τη οργανική µουσική µελικά σχήµατα, ως

συγκινητικά…» 377. Παραστάθηκε επίσης στο Λονδίνο το 1910 µε µεγάλη επιτυχία), β) «Προµηθεύς δεσµώτης» (η µουσική αποτελείται από 16 χορικά για γυναικεία χορωδία και ορχήστρα τα οποία πρωτοπαρουσιάστηκαν σε εκδήλωση στο θέατρο Βαριετέ στις 5/4/1910 378), γ) «Φιλοκτήτης» (πρώτη παράσταση: 16/2/1912 στο θέατρο Ωδείο µε πολύ θετικές κριτικές από τον τεχνοκρίτη Αρµάνδο Βιτάλη379 και τον Γερµανό κριτικό Dr. Schrader 380), δ) «Οιδίπους τύραννος», ε) «Ηλέκτρα», ζ) «Αντιγόνη», η) «Όρνιθες»

και θ) «Νεφέλες». Όλες παραστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Όµιλο Ερσιµόλπων -εκτός από τις «Νεφέλες» οι οποίες παραστάθηκαν στο Μόναχο από τον σύλλογο Γερµανών φιλολόγων (1910)381 .

Το 1905 εξέδωσε (στη σειρά εκδόσεων της Μαρασλείου Βιβλιοθήκης και µε τη

να διανοίξη ηµίν νέον στάδιον ευγενούς ερεύνης και ενασχολήσεως, ήτοι της µουσικής αρχαιολογίας, δι’ ης είµαι βεβαιότατος ότι θα διανοιγώσι νέοι µουσικοί ορίζοντες […]. Η παρούσα συλλογή, αποτέλεσµα ούσα τοιαύτης τινός αρχής και σκέψεως, τούτο ακριβώς σκοπεί δι’ αυτών των πραγµάτων να διαπιστώση, ότι η αρχαία µουσική δεν είναι, ως κοινώς θεωρείται, νεκρά, αλλά ζώσα εν τοις άσµασι του

λαού […]»382. Η

383 παρουσιάστηκε από τον διάσηµο µουσικοκριτικό Μιχαήλ Καλβοκορέση (1877-1940) στο διεθνές Μουσικό Συνέδριο της Βασιλείας (25-29/9/1906) προκαλώντας ευµενή σχόλια384. Επίσης, στην εφηµερίδα Tribuna της

377 Ό.π., σ. οδ΄.

Γεώργιος Παχτίκος, «Ωδή εις Χρηστάκην Ζωγράφον», Κωνσταντινούπολη, 1893. Βιβλιοθήκη Κ. Ψάχου.

378 Αηδών του Βυζαντίου, «Αισχύλου Προµηθεύς ∆εσµώτης», Μουσική, τεύχ. 1, Κωνσταντινούπολη 1/1912, σ. 26.

379 Armand Bitalis, «Σοφοκλέους Φιλοκτήτης», Μουσική, τεύχ. 2, Κωνσταντινούπολη 2/1912, σ. 42.

380 Παχτίκος, «Σοφοκλέους Φιλοκτήτης», Μουσική, τεύχ. 4, Κωνσταντινούπολη 4/1912, σ. 105.

381 Ό.π., σ. 106.

382 Ό.π., σ. ιστ΄.

383 Κυκλοφορεί σε ανατύπωση της Βιβλιοθήκης Ιστορικών Μελετών, αρ. 51, Αθήνα 1992.

384 Καλογερόπουλος, «Παχτίκος Γεώργιος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 5, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 32-33.

234 περί
µεταχερίσθη αυτά ο Παλαιστρίνας και βραδύτερον ο Μπαχ, αναµφιβόλως
χορηγία του Γρηγορίου Μαρασλή)
τα από του στόµατος του ελληνικού λαού, της
Ελλάδος, συλλεγέντα και παρασηµανθέντα
εµπεριστατωµένο εκτεταµένο πρόλογο. Σε αυτόν έγραψε: «...η βαθεία µελέτη των ασµάτων της δηµοτικής µουσικής κέκληται
τη συλλογή µε τίτλο «260 δηµώδη ελληνικά άσµα-
Μικράς Ασίας, νήσων και ευρωπαϊκής
(1888-1904)» µε
ελληνικού
Συλλογή

δηµοσιεύτηκε κριτική του ελληνιστή Ettore Romagnoli, ο οποίος επαίνεσε µεν την εργασία του, όµως θεώρησε τα

ο Α΄ τόµος. Περιείχε: 34 δηµώδη άσµατα της Καπποδοκίας, 15 του Πόντου, 86 της Βιθυνίας, 35 της Θράκης, 38 της Μακεδονίας, 22 της Ηπείρου και της Αλβανίας, 10 της Κρήτης, και τέλος 20 από τα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο και την Προποντίδα. Ο Β΄ τόµος, που δεν εκδόθηκε, θα περιελάµβανε και πολλά ξενόφωνα ελληνικά τραγούδια, κυρίως τουρκόφωνα και αρµενόφωνα). Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι ως συλλογέας χαρακτηρίζεται για τη συστηµατικότητα και την ακρίβεια της καταγραφής του. ∆εν επιδίωξε να «διορθώσει» τα άσµατα αλλά τα απέδωσε όπως ακριβώς είχαν, καµιά φορά µάλιστα παρά τη θέληση

για τα τουρκόφωνα µνηµεία του λόγου σπάνιζε ακόµα και στο πλαίσιο της καραµανλίδικης βιβλιοπαραγωγής. ∆ικαίως

Ο

Γεώργιος Παχτίκος στη Βιθυνία, Μουσική.

της Επιτροπής των Μεσολυµπιακών Αγώνων (η συναυλία δόθηκε στον «Παρνασσό» στις 6/4/1906). Όµως η έκδοση της Συλλογής του συνάντησε και αντιδράσεις (ως προς την ακρίβεια και την πιστότητα της καταγραφής) που εκφράστηκαν µε ήπιο µεν τρόπο µεν από τον εθνοµουσικολόγο και ιεροψάλτη ∆ηµήτριο Περιστέρη (1855-1951), άκοµψα δε από τον επίσης συλλογέα δηµοτικών τραγουδιών Θ. Κληρονόµο και τον συνθέτη, αρχιµουσικό και διευθυντή της Αθηναϊκής Μανδολινάτας Νικόλαο Λάβδα (1879-1940). Από τα υπόλοιπα έργα του, αξιοσηµείωτα είναι: α) το χορωδιακό «Η λύρα του Ερµού» σε ποίηση Χρ. Χατζηχρήστου (1895), β) η «Ωδή εις Παύλον Στεφάνοβικ Σκυλίτσην ανοικοδοµούντα την εν

385 Ό.π., σ. οζ΄.

235 Ρώµης
(!) και αποφάνθηκε ότι δεν
αρχαιοελληνική µουσική (δυστυχώς από την ερικυδέστατη Συλλογή του εκδόθηκε τελικά µόνο
των ίδιων των πληροφορητών του. Η σχετική αντικειµενικότητά του είχε ως αποτέλεσµα µια δεύτερη πρωτοτυπία,
µη ελληνόφωνων και µάλιστα τουρκόφωνων ασµάτων στη συλλογή του, σε µια εποχή κατά την οποία το ενδιαφέρον
λοιπόν το χαρακτήρισε «εθνικόν ασµατολόγιον » 385 . Εν τω µεταξύ η δράση του είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Εθνικού Κέντρου στην πρωτεύουσα. Έτσι προσκλήθηκε, µαζί µε τον Όµιλο Ερασιµόλπων, για συναυλίες στην Αθήνα το 1904 (τη συναυλία του στις 29/3/1904 στο Βασιλικό Θέατρο µε πρόγραµµα από 22 δηµοτικά τραγούδια για σαρανταµελή ορχήστρα και 40µελή χορωδία παρακολούθησε η βασιλική οικογένεια και ο καλεσµένος της, µέγας δούκας της Έσσης) και το 1906, µε πρόσκληση
τραγούδια µονότονα
σχετίζονται προς την
την ενσωµάτωση

Ωδή των Ολυµπιονικών του Πινδάρου («∆ιαγόρα, Ροδίω, πύκτη»), ι) το «Βωµοί’ ς εσέ» για χορωδία σε ποίηση Μ. Τακιδέλη) το χορωδιακό εµβατήριο «Ω παίδες

ίτε» από τους «Πέρσες» του Αισχύλου και λ) η Ανακρεόντεια δίφωνη ωδή «στον Έρωτα». Σχεδόν όλα τα έργα του είναι εµπνευσµένα από την ελληνική µουσική παράδοση στον διάβα των αιώνων και µόνο σε ελάχιστα υπάρχουν ψήγµατα µουσικού ευρωπαϊκού ροµαντισµού του 19ου αιώνα. Επίσης, συνέθεσε και πολυφωνικά έργα εκκλησιαστικής µουσικής όπως το «Τη Υπερµάχω Στρατηγώ», ο «Σταυρός χαράξας», το «Χαίρε Νύµφη Ανύµφευτε», το «Ανάστα ο Θεός» και το «Νυµφώνα Σου βλέπω» µε ρυθµική και µελωδική ποικιλία, το απολυτίκιο «Του Σταυρού Σου τον Τύπον» (1914), τα 5 «Λειτουργικά άσµατα» («Πατέρα Υιόν», «Έλεον ειρήνης» «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ», «Αµήν» [για τετράφωνη χορωδία], «Αµήν» [για τρίφωνη χορωδία] και «Σε ευλογούµεν, Σε ευλογούµεν»), το απολυτίκιο «Ευφραινέσθω τα ουράνια» σε ήχο γ’ («…ο χαρακτήρ της µελωδίας είναι αρρενωπός, επιβλητικός

και ευρωπαϊκή σηµειογραφία καθώς και αδηµοσίευτα τραγούδια της Συλλογής του. Στους κατά καιρούς µαθητές του και οι µελοποιοί Νικόλαος Απ. Μαυρόπουλος και Θεοχάρης Κωνσταντινίδης. Στην Κωνσταντινούπολη εργάστηκε επίσης ως φιλόλογος στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χατζηχρήστου 389. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη στις 23/7/1915.

386 Παχτίκος, «Ζάππειος Ύµνος», Μουσική, τεύχ. 14, Κωνσταντινούπολη 2/1913, σ. 40.

387 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 41, Κωνσταντινούπολη 5/1915, σ. 92.

388 Παχτίκος, «Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας», Εστία, Αθήνα Ιούλιος-∆εκέµβριος 1892, σ. 96.

389 Στο Λύκειο

236 Χάλκη Θεολογικήν Σχολήν» για χορωδία (1897), γ) ο «Ζάππειος Ύµνος» για φωνή και πιάνο ή εκκλησιαστικό όργανο σε ποίηση Χριστ. Σαµαρτζίδη, βασισµένος σε δηµώδες άσµα της γενέτειρας του ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα (1912) 386, δ) το άσµα «Οι εύζωνοι» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Κλ. Τριανταφυλλίδη
ο «Ύµνος εις Ιωάννην Τράπαντζην» για δίφωνη χορωδία σε ποίηση Αθανασίου Ντάφα
«Ύµνος είς Αφροδίτη» για χορωδία σε ποίηση Σαπφούς (1914), η) ο «Ύµνος του Ελληνογαλλικού Λυκείου» για παιδική χορωδία, το τρίφωνο «Αιωνία η µνήµη» (για τον εθνοµάρτυρα µητροπολίτη Γρεβενών Αιµιλιανό), θ) η τετράφωνη Ζ’
νων
και αρρενωπός […] Η αρµονική δε πολυφωνία είναι καταλληλότατη δια την έξαρσιν του αριπρεπούς τούτου ήχου » 387), το «Αγαπήσω Σε Κύριε» σε ήχο γ’ βαρύ και το µεγαλυνάριο «Τον ουρανοφάντορα του Χριστού» σε ήχο β’ (1915) και πέντε πολυχρονισµούς
του Πατριάρχου Γερµανού Ε’» σε τετράσηµο ρυθµό και στον ήχο
πλάγιο). Στον ευρύτερο κύκλο των ενδιαφερόντων του ως µουσικολόγου φαίνεται ότι εντάσσονταν και θέµατα γενικότερου λαογραφικού περιεχοµένου που αφορούσαν την ιδιαίτερη πατρίδα του, όπως µαρτυρούν οι δηµοσιεύσεις του περί του αρµενόφωνου στοιχείου των κατοίκων του Ορτάκιοϊ 388. Το 1910 εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη τον Β’ τόµο του µουσικοπαιδαγωγικού έργου «Απόλλων Μουσηγέτης». Περιείχε 82 µονόφωνα, δίφωνα, τρίφωνα και τετράφωνα σχολικά τραγούδια, δικά του και άλλων Ελλήνων και ξένων συνθετών, και επίσης δηµώδη, σε δύο τεύχη (το Α’ περιέχει το θεωρητικό µέρος µε προκαταρκτικές γνώσεις ωδικής και το Β’ το ασµατολογικό. Νέα έκδοση: 1912). Έλαβε µέρος σε Πατριαρχικές Επιτροπές µε σκοπό την έκδοση του «Νέου Θεωρητικού της Μουσικής» (1910-15). Το 1912, µε εισήγηση του αββά Bourdon, εξελέγη µέλος της Ακαδηµίας της Rouen. Από τον ∆εκέµβριο του 1912 (έως το διπλό τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου
εξέδιδε στην Κωνσταντινούπολη το µηνιαίο εικονογραφηµένο µουσικοφιλολογικό περιοδικό Μουσική εντάσσοντας σ' αυτό µουσικολογικά και φιλολογικά κείµενά του, καθώς επίσης και συνθέσεις δικές του και άλλων συνθετών σε βυζαντινή παρασηµαντική
(1913), ε)
(1913), ζ) ο
Ελλή-
(µεταξύ αυτών ο «Πολυχρονισµός
α’
1915)
έκανε το µάθηµα ωδικής. Ένας από τους µαθητές του ήταν (το 1899) και ο Μανώλης Καλοµοίρης (1883-1962). Ο τελευταίος όµως του άσκησε σκληρή κριτική γράφοντας απρέπειες στην αυτοβιογραφία του Η ζωή και η τέχνη µου (ΥΠ.ΠΟ. & ‘Σύλλογος Μ. Καλοµοίρης’, Αθήνα 1983) τις οποίες

και υπόδειγµα ήθους («…άξιος συγχαρητηρίων για την ευσυνείδητη και προς παντός αθόρυβη και γι’ αυτό αποτελεσµατική παιδαγωγική του εργασία » 391, συνετέλεσε τα µέγιστα στην πρόοδο

της αθηναϊκής καλλιτεχνικής κίνησης:

εκδηλώσεις και γ) διδάσκοντας πολλούς µαθητές. Το 1913 συνόδευσε τον συνοµήλικό του µαντολινίστα ∆ηµήτριο

Ηλέκτρα Γουδή, Κούλα Ζώη, Ρωξάνη Καούρη, ∆έσποινα Καραµαούνα, Θ. Κολάση, Κική Κόντη, Η. Ντάνου, Ζωή Τσάκωνα και ∆έσποινα Καραµαούνα-Χέλµη, ο συνθέτης-πιανίστας Γ. Πλάτων, η διάσηµη µεσόφωνος Ίρµα Κολάση, η λυρικοδραµατική υψίφωνος Αλίκη Βίτσου-Επιτροπάκη, ο χοράρχης και πρωτοψάλτης Θεόδωρος Χατζηθεοδώρου

Ωδείου 393, συνέθεσε τουλάχιστον 10 έργα για πιάνο, 4 τραγούδια για φωνή και πιάνο (αφιερωµένα στην Ι. Κολάση) και µία σονατίνα για βιολί (ή

ανασκεύασε αργότερα. Μεταξύ άλλων έγραψε: «Ο Παχτίκος είχε την ιδέα πως η ελληνική ξενοµανία έκανε το κοινό της Πόλης να θαυµάζει µόνο την ξένη µουσική και να αδιαφορεί για τη δική του προσπάθεια. Έτσι παρουσίαζε συχνά έργα του σα να ήτανε δήθεν έργα ξένων συνθετών, µε την ελπίδα πως έτσι θα τα πρόσεχαν και θα τα χειροκροτούσαν ». Επανέρχεται όµως γράφοντας: «Σήµερα όµως, που τον κρίνω µε την προοπτική του χρόνου και µε την πείρα της ζωής, είµαι πολύ πιο επιεικής» (σ. 36-37).

390 Όπως η συναυλία της σχολής βυζαντινής µουσικής του Ωδείου Αθηνών στις 6/6/1910 στην οποία ερµήνευσε δηµώδη άσµατα σε εναρµόνιση Φ. Οικονοµίδη.

391 Ο Χρονικός, «Καλλιτεχνική Κίνησις», Μουσικά Χρονικά, τεύχ. 39-40, Αθήνα 3-4/1932, σ. 124.

392 Ανυπόγραφο, «Συναυλίαι», Πινακοθήκη, τεύχ. 247-248, Αθήνα 9-11/1921, σ. 52.

393 Ελληνικόν Ωδείον, ∆ελτίο Πεπραγµένων 1933-34 και 1935-36, Εκδόσεις Ελληνικού Ωδείου, Αθήνα 1934.

237 Πίνδιος Θησεύς: Πιανίστας και καθηγητής πιάνου στην Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη (νυν Πλόβντιβ) το 1886. Τα πρώτα µαθήµατα µουσικής τα πήρε στον σύλλογο ‘Ορφεύς’ µε τον Τσέχο µουσικοδιδάσκαλο A. Teiner. Ήλθε στην Αθήνα µετά τη διάλυση του συλλόγου (πριν το 1906). Μαθήτευσε στο Ωδείο Αθηνών και αποφοίτησε το 1911 µε χρυσό µετάλλιο (τάξη L. Wassenhoven) έχοντας ήδη εµφανισθεί σε συναυλίες ως πιανίστας390. Αµέσως άρχισε την εκπαιδευτική του σταδιοδροµία και δίδαξε: α) στο Ωδείο Αθηνών (1911-1919) και β) στο Ελληνικό Ωδείο (υπήρξε συνιδρυτής του µαζί µε την Αύρα Θεοδωροπούλου (1880-1963) και άλλους καθηγητές µουσικής. ∆ιετέλεσε διευθυντής σπουδών του, από το 1926 έως τον θάνατό του). Εργατικός, σεµνός, ιδεολόγος
α) δίδοντας ρεσιτάλ µε απαιτητικό ρεπερτόριο και µε έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών, β) διοργανώνοντας µουσικές
Κ. ∆ούνη (1886-1954), στο ∆ηµοτικό Θέατρο Αθηνών, σε µνηµειώδη συναυλία για λύρα φοίνικος (νυκτό όργανο κατασκευής του ∆ούνη). Το 1919 ήταν επίσης πιανίστας της Προτύπου Στρατιωτικής Χορωδίας την οποία διηύθυνε ο Γ. Σκλάβος. Πολλές φορές ο ηµερήσιος και περιοδικός τύπος εγκωµίασε τις εµφανίσεις του: « Ο κ. Θ. Πίνδιος έδωσε δείγµατα εκλεκτής δεξιοτεχνίας εις συναυλίαν δοθείσαν εις το Ελληνικόν Ωδείον. Η εκτέλεσις αρκετά δύσκολος ικανοπ οίησε και τους µάλλον απαιτητικούς…Ο κ. Πίνδιος χωρίς να επιδιώκη διαφηµίσεις, ακολουθεί τον δρόµον της τέχνης προδευτικά, πολύ µελετ ηµένος πάντοτε και µε µίαν σταθερότηταν ζηλευτήν » 392. Μεταξύ των πολλών µαθητών του, ο κορυφαίος αρχιµουσικός-πιανίστας-µουσουργός ∆. Μητρόπουλος (στο διάστηµα 1911-13), και επίσης οι αριστεύσασες πιανίστριες
κ.ά. Σύµφωνα µε προφορικές µαρτυρίες, καταχωρηµένες στο ΑΕΜΘΤ, αλλά και
Ελληνικού
το δελτίο πεπραγµένων του
Θησέας Πίνδιος

ρη στην εταιρεία His Masters Voice (1925). Απεβίωσε στην Αθήνα το 1934.

Πίπκοβ Παναγιώτης 394: Πολύπλευρη προσωπικότητα: συνθέτης, διευθυντής χορωδιών και ορχηστρών, ηθοποιός, ποιητής, δηµοσιολόγος, µουσικοπαιδαγωγός και θεατρικός συγγραφέ-

έργο του, το «Μπόϊκο». Στην περίοδο 1885-

σολίστ και µέλος της χορωδίας του Γκ. Μπαϊντάνοβ. Επίσης έλαβε µέρος

χορωδίες. Μεγάλο διάστηµα της ζωής του (1897-1920) το έζησε στην πόλη Λόβετς. Εκεί δηµιούργησε

φιλαρµονική, τρεις χορωδίες και συνέθεσε περισσότερα από 40 χορωδιακά έργα (όπως τα: «Σλαβονικός Ύµνος», «Είναι ζωντανή», «Ωραίος πράσινος κήπος», «Χήρα», «∆ουλεία», «Τραγούδι του καλωσορίσµατος», κ.ά.) και ορχηστρικά, όλα µε επιρροές από τη λαϊκή µουσική της περιοχής. Επίσης έκανε δεκάδες εναρµονίσεις και διασκευές δηµοτικών τραγουδιών (µεταξύ αυτών και το µακεδονικό «Η λεβεντιά»). Στο Λόβετς συνέθεσε το γνωστότερο από το έργα του, το χορωδιακό «Ύµνος του Κυρίλλου και του Μεθοδίου» σε ποίηση Σ. Μιχαϊλόβσκι (1901). ∆ιετέλεσε επίσης διευθυντής της χορωδίας

238 µαντολίνο) και πιάνο τα οποία ουδέποτε επεδίωξε να παρουσιάσει δηµόσια. Τα έργα αυτά –στην καλύτερη περίπτωση- ευρίσκονται σε άγνωστο αρχείο (ίσως στο Ελληνικό Ωδείο) ή θεωρούνται χαµένα. Το Ελληνικό Ωδείο θέσπισε ειδικό βραβείο πιάνου προς τιµήν του. Η ερµηνεία του -ως πιανίστας- είναι φωνογραφηµένη (η µοναδική παρουσία του) σε ηχογράφηµα 78 στροφών µε το «Νυχτιάτικο» του Μ. Καλοµο
ί-
ας. Θεωρείται ένας από τους βασικούς θεµελιωτές της εθνικής µουσικής σχολής της Βουλγαρίας. Γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη στις 21/11/1871, µε ελληνική καταγωγή από την Κρητικιά µητέρα του Ευτέρπη. Τόσο η µητέρα του όσο και ο αδερφός της –παιδιά µεταναστών από το Ρέθυµνο της Κρήτης µε το επώνυµο Βασιλάκη- είχαν µουσική παιδεία395. Από
του ηλικία -6 ετών- έµαθε πιάνο και βιολί και έγραφε
396 . Σε ηλικία 13 ετών έγραψε το πρώτο θεατρικό
94 ήταν
ως
σε αρκετές παραστάσεις θεατρικών σχηµάτων της πόλης (1887-92). Με υποτροφία –λόγω του ταλέντου του και µε τη συνδροµή των ηθοποιών του θεάτρου Σάλζα Σµία- πήγε στο Μιλάνο το 1894 για µουσικές σπουδές. Γράφτηκε στο ωδείο και έως το 1897 σπούδασε πιάνο, διεύθυνση χορωδίας και σύνθεση. Από το 1899, εργάστηκε ως δάσκαλος µουσικής σε σχολεία, σε διάφορες πόλεις της Βουλγαρίας αλλά και της Ρουµανίας (Βάρνα), και συνεργάστηκε
ορχήστρες και
και
394
λήµµατος από ερευνητικό υλικό στον φάκελλο ‘Π. ΠΙΠΚΟΒ’ του ΑΕΜΘΤ. 395 Ο αδελφός της, Βασίλειος Βασιλάκης (;-;), θεωρείτο ως ο καλύτερος βιολονίστας της Φιλιππούπολης. 396 Στο ΑΕΜΘΤ υπάρχουν δύο αυτόγραφα ποιήµατά του µε ελληνικούς στίχους, γραµµένα περί το 1890. Παναγιώτης Πίπκοβ, ΑΕΜΘΤ.
την παιδική
ποίηση
ηθοποιός
µε
ορχήστρα,
Γκ. Κίρκοβ (1917-20) και αρχιµουσικός στρατιωτικών
δηµοτικών φιλαρµονικών (1924-30).
Τα στοιχεία του

Επίσης συνέθεσε µερικά έργα για πιάνο (1900-25), µε χρήση θεµάτων από την παραδοσιακή µουσική της περιοχής, σε ύφος που θυµίζει Liszt. Μερικά από αυτά: «Μαζούρκα της Μαίρης» (1902), «Θαυµαστός χορός» (1906), «Χορός των Νυµφών του δάσους», «Σαντίνα Ντίµκα» «Ρατσενίτσα» (1908) και «Βουλγαρική ραψωδία» (1918) 397. Από τη δεκαετία του ‘30 ανέπτυξε νεοροµαντικό

και µουσικοί. Για τα παιδιά συνέθεσε περισσότερα από 200 παιδικά τραγούδια (όπως ο κύκλος 10 τραγουδιών «Γλυκολάλητος τσαλαπετεινός» σε στίχους δικούς του και άλλων [1901-04]) και τις παιδικές οπερέτες: α) «Παιδιά και Πουλιά» (1909) και β) «Το τριζόνι και τα µυρµήγκια» (1910). Έγραψε α ρκετές µουσικοκριτικές, άρθρα και νουβέλες. Τα Βουλγαρικά Ταχυδροµεία κυκλοφόρησαν

τη φιλολογία και επίσης άριστη κλασική παιδεία. Ο Κατακουζηνός του δίδαξε επίσης την πολυφωνική εκκλησιαστική µουσική και τον προσέλαβε στη Χορωδία των Ανακτόρων. ∆ιετέλεσε σχολάρχης στο Κορωπί (1885-88) και στο Μαρούσι (για 10 έτη).

∆ίδαξε επίσης, µουσική και φιλολογία σε διάφορα σχολαρχεία, ιδιωτικά σχολεία, το Παρ-

θεναγωγείο Χίλλ

239 Από το 1920 ήταν διευθυντής της χορωδίας της Εθνικής Βουλγαρικής Όπερας στη Σόφια. Εκεί έγραψε τις όπερες «Ρούσκα» (χαµέ νη σήµερα) και «Ζαγκόρκα» (ή Ζαγορίτισσα) µε θέµατα από την καθηµερινή ζωή των χωρικών (1927). Συνέθεσε επίσης τη µουσική για τον προηγούµενο εθνικό ύµνο της Βουλγαρίας.
ιδίωµα µε
ένα λαϊκό θέµα»
σε δηµοτικά σχολεία γαλούχησε εκατοντάδες παιδιά στα µυστικά της, µερικά από τα οποία έγιναν αργότερα συνθέτες
επετείους γέννησης
καταγωγή του από τη γειτονική χώρα, σε συνδυασµό και µε την πλήρη και γενική αδιαφορία του ελληνικού κράτους για τα τέκνα της διασποράς. Απεβίωσε στη Σόφια στις 25/8/1942. Η κηδεία του έγινε δηµοσία δαπάνη. Αρκετοί δρόµοι στη Σόφια, το νυν Πλόβντιβ και το Λόβετς, όπως και πέντε βουλγαρικά σχολεία, φέρουν το όνοµά του. Πολυκράτης Θεµιστοκλής: Συνθέτης µουσικός και φιλόλογος. Γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη το 1862 (αλλού αναγράφεται ως έτος γέννησης το 1863). Όταν ο πατέρας του Γεώργιος Καζαντζής ή Περδίκης (µε καταγωγή από την Ήπειρο) απεβίωσε (1865), τριετής ήλθε στην Αθήνα ακολουθώντας τη µητέρα του, η οποία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάµο τον Κωνσταντίνο Πολυκράτη ο οποίος τον υιοθέτησε και του έδωσε το επώνυµό του. Σπούδασε µουσική στο Ωδείο Αθηνών µε τον µουσουργό Αλ. Κατακουζηνό και φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών (πτυχιούχος το 1884). Απέκτησε ικανή µόρφωση, τόσο στη µουσική, όσο και
κύριο έργο τις «Παραφράσεις σε
για βιολί και πιάνο (1936). Ως δάσκαλος µουσικής
γραµµατόσηµα σε
και θανάτου του. Ουδέποτε έγινε αναφορά στην ελληνική
και το Αρσάκειο της Αθήνας. ∆ιετέλεσε έφορος και δάσκαλος µουσικής της Σχολής Απόρων Παίδων του Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ (για µία 20ετία). Το 1897 ίδρυσε και 397 Ερµηνεύθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Θανάση Τρικούπη στην εκδήλωση του γράφοντος για τους τεθνεώτες µουσουργούς της Θράκης (16/3/2012). Εκδόθηκε από τον βουλγαρικό οίκο Μαντζάροβ. Θεµιστοκλής Πολυκράτης, Μοτσενίγειο Αρχείο.

µουσική. Ειδικότερα, στα περισσότερα έργα του µοιράζει το κείµενο στις τρεις επάνω φωνές (τενόροι, σεκόντοι και βαρύτονοι), ενώ η τέταρτη (βαθύφωνοι) χρησιµοποιείται ως ισοκράτηµα κατά το βυζαντινό µέλος. Πρώτος καθιέρωσε σε ναούς των Αθηνών την τετράφωνη ψαλµωδία χωρίς οργανική συνοδεία. Ο σοβαρός, σεµνός και µειλίχιος χαρακτήρας του συγκέντρωνε την εκτίµηση όχι µόνο των πιστών της τετραφωνίας, αλλά και των µουσικών αντιπάλων του, κυρίων των ιεροψαλτών της βυζαντινής µουσικής. Οι ανάλογες συνθέσεις του, όπως: «Σήµερον σωτηρία τω κόσµω γέγονε» και «Επί σοι χαίρει, κεχαριτωµένη» (και τα δύο, σε µορφή recitativo) ή το «Χερουβικό» του (σε µι µείζονα και σε µι ύφεση) για τετράφωνη χορωδία, και η «∆οξολογία in Fa» διακρίθηκαν για την κατανυκτική µελωδία τους και το αρµονικό υπόβαθρό τους. Ορισµένες µάλιστα φορές σε κάποια σηµεία των έργων του γίνεται χρήση καθαρά αντιστικτικών τεχνικών. Η «γλυκειά µουσική »

«Τροπαρίου της Κασσιανής» (το µόνο εκδοθέν έργο του [1908]) προσείλκυε κάθε Μεγάλη Τρίτη χιλιάδες πιστούς για να την ακούσουν αν και δεν έχει καµία απολύτως σχέση µε το βυζαντινό µέλος. Όπως έγραψε ο Γιάννης

Χρυσοστόµου», γ) «Τρία αναστάσιµα απολυτίκια», δ) «Το πνεύµα Σου», ε) «Ο άγγελος εβόα» και ζ) «Θεοτόκε η ελπίς» τα οποία φωνογραφήθηκαν. Επίσης, τα: α) «Σε υµνούµεν» (σε φα ελάσσονα), β) «Άξιον Εστίν» (σε φα µείζονα), γ) «Σήµερον κρεµάται επί ξύλου», δ) «Ακολουθία του Γάµου» και ε) «Ακολουθία της Κηδείας».

398 Φιλόπουλος, «Ο Θεµιστοκλής Πολυκράτης», Εισαγωγή

µουσική, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 134. 399 Μουσικά Χρονικά, τοµ. Β’, σ. 340.

240 ανέλαβε τη διεύθυνση του Χορού του Αγίου Γεωργίου Καρύκη την οποία διατήρησε επί 16ετία (έως το 1913). Στη συνέχεια ανέλαβε τον Χορό του Ιερού Ναού του Αγίου ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτη (1913-20) και τέλος τον Αρµονικό Χορό της Μητροπόλεως (όπως ονοµαζόταν τότε η πολυφωνική χορωδία της, σε αντίθεση µε τη µονόφωνη βυζαντινή χορωδία) από το 1920 έως τον θάνατό του. Παράλληλα, από το 1911 δίδαξε ευρωπαϊκή µουσική στη νεόδµητη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής Πειραιώς. Ως συνθέτης ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε την εκκλησιαστική
του
Φιλόπουλος «...έχοντας βαθιά γνώση της αρµονικής τέχνης κι ένα πηγαίο συνθετικό ταλέντο, κινήθηκε σε απόλυτα προσωπικούς µουσικούς χώρους, µε το σεβασµό που αρµόζει στις εκκλησιαστικές συνθέσεις, συνδυασµένο όµως µε τη λεπτότητα και τη γλυκύτητα του ύφους» 398 . Ελάχιστες φορές εναρµόνισε το βυζαντινό µέλος, πράγµα το οποίο επιχείρησαν συστηµατικά άλλοι µουσικοί όπως επί παραδείγµατ ι ο Ιωάννης Σακελλαρίδης (1853-1938) ή ο Ελισαίος Γιαννίδης (1865-1942). Πίστευε ότι « η βυζαντινή µουσική δεν δύναται να υπαχθή εις τους κανόνας της πολυφώνου, διότι διάφορος η διαίρεσις της κλίµακος της µιας, αλλοία δε η της άλλης » 399. Το µεγαλύτερο µέρος της µουσικής δηµιουργίας του χρονολογείται από την εποχή της συνεργασίας του µε τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύκη. Κυρίως για την τετράφωνη χορωδία
συνέθεσε
β) «Θεία Λειτουργία
µελοποιηµένου
του
τα: α) Ακολουθία της Μεγάλης Εβδοµάδος»,
του Ιωάννου του
στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική

έξω από

όρια της Ελλάδας (Αµερική, Μόναχο. Λονδίνο, Παρίσι, Βουδαπέστη, κ.α.) συναγωνιζόµενο τη

του έργου του Ι. Σακελλαρίδη» 401. Οι συνθέσεις του εξακολουθούν να ψάλλονται και σήµερα καθώς αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του ρεπερτορίου των πολυφωνικών ελληνορθόδοξων εκκλησιαστικών χορωδιών.

Όντας πολυγραφότατος, συνέθεσε επίσης το «Παράπονον» για πιάνο (1891. Αφιερωµένο στην πριγκίπισσα Αλεξάνδρα), τον «Εις Απόλλωνα Ύµνον» για υψίφωνο ή µεσόφωνο και πιάνο (1894), το «Όνειρο φθινοπωρινής νυκτός» για πιάνο (1894), τον «Ύµνο Παρνασσού» για τετράφωνη

σε τρεις πράξεις (βασίζεται στην οµώνυµη κωµωδία του Αλ. Ραγκαβή) 402, β) «Νέριος, δουξ των Αθηνών» και γ) «Υψηλάντης» σε µία πράξη (η υπόθεσή του είναι παρµένη από το οµότιτλο δράµα του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη που επεξεργάστηκε ο συνθέτης)403, σε άγνωστες χρονολογίες

γραφής (πάντως πριν από το 1905) 404. Συνέθεσε επίσης: α) σχολικά τραγούδια

400 Καλογερόπουλος, «Πολυκράτης Θεµιστοκλής», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 5, Γιαλλέλης, Αθήνα

241 Η εκκλησιαστική µουσική δηµιουργία του είναι επηρεασµένη πάρα πολύ από τον δάσκαλό του, τον Αλ. Κατακουζηνό400. Επηρεάστηκε επίσης από τη ρωσική εκκλησιαστική µουσική, όµως µε τρόπο γόνιµο και δηµιουργικό. Είναι αµφίβολο αν άφησε κάποιο λειτουργικό µέρος χωρίς να το µελοποιήσει και µάλιστα χωρίς προσµίξεις βυζαντινών µελών. Γι’ αυτό θεωρείται ως ο σηµαντικότερος συνθέτης πολυφωνικής εκκλησιαστικής µουσικής. «Το µουσικό έργο του –αν και µεγάλο µέρος του παραµένει ανέκδοτο- διαδόθηκε πολύ γρήγορα
τα
διάδοση
χορωδία ή φωνή και πιάνο σε ποίηση Α. Ραγκαβή (1895), το «Μάρω η βλαχοπούλα», µελοδραµατικό ειδύλλιο για τρεις φωνές κοριτσιών και παιδική χορωδία σε ποίηση δική του (1911. Παρουσιάστηκε στο Παρθεναγωγείο Χιλλ) και «Εωθινόν» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Αρ. Προβελέγγιου (1916). Έγραψε επίσης τη µουσική για τις 3 όπερες: α) «Ο Αγροικογιάννης»
1998, σ. 136-137. 401 Ό.π., σ. 135.
Στην εφηµερίδα Εµπρός γράφτηκε ότι ο Πολυκράτης είχε συνθέσει προ πολλού το µελόδραµα «Αγροικογιάννης» και επρόκειτο να διδαχθεί, Αθήνα (Αθήνα 1897, φύλλο 23/11, σ. 3). 403 Σύµφωνα µε την εφηµερίδα Σκριπ στη αίθουσα του Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ ερµηνεύθηκε µέρος από το µελόδραµά του «Υψηλάντης», το οποίο χαρακτηρίζεται εθνικόν. Η εφηµερίδα κρίνει τη µουσική του έργου «...πλουσίαν εις αρµονίαν και µελωδίαν. Και διά µεν της αρµονίας καθιστά το έργον µεγαλοπρεπές, διά της µελωδιάς, της κατεξοχήν ελληνικής, συναρπάζει και συγκινεί ». (Αθήνα 1912, φύλλο 28/3, σ. 3). Θεµιστολής Πολυκράτης, Πραγµατεία περί του εκκλησιαστικού οργάνου, Αθήνα 1910. ΑΕΜΘΤ.
402

τραγωδίες: α) την

φιλολογικές συγκεντρώσεις

α) «Είναι στιγµές»

Παλιάς Αθήνας βασισµένο στο ποίηµα «Εις κόρην» του Στέφανου Μαρτζώκη. Μεγάλη φωνογραφική επιτυχία του Π. Επιτροπάκη), β) «Το έαρ» για βαρύτονο και πιάνο σε ποίηση δική του (1893), γ) «Από τα χείλη σου το ρόδο» (1894), δ) «Ένα φιλί στη µάνα µου» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Ι. ∆αµβέργη (1894), ε) «Το όνειρον της κόρης» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Λ. Αστέρη, ζ)

(1892.

σε δίσκους 78 στροφών την περίοδο 1920-30.

µουσικολογικά συγγράµµατα και µελέτες: α) «Η Μουσική παρ’ Οµήρω», β) «Θεωρητικόν της Μουσικής» (1894. Αφιερωµένο στη µνήµη του Αλ. Κατακουζηνού), γ) «Αρµονική» (1908)409, δ) «Η τετράφωνος µουσική εν τη Εκκλησία», ε) «Πραγµατεία περί του Εκκλησιαστικού Οργάνου από των αρχαιωτάτων µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων» (εκδόθηκε από το τυπογραφείο Σπυρίδωνος Κουσουλίνου το 1910. Πρωτοδηµοσιεύθηκε σε

τα οποία προ πολλών ετών είναι συντεθειµένα και τα οποία αναµφιβόλως θέλουσι τύχει επιδοκιµασίας του κοινού». «Εφηµερίς», Εθνική Μούσα, αρ.1-2, Αθήνα 3-4/1909, σ. 32.

405 Στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ ερµηνεύθηκαν τα χορικά από την «Ηλέκτρα» µε επιτυχία όπως γράφτηκε στην εφηµερίδα Εµπρός (Αθήνα 1899, φύλλο 12/4).

Από τις εκδόσεις Αλεξ. Καββάδη εκδόθηκε η µελοποιΐα του Στάσιµου Α’ για φωνή και πιάνο.

406 Στο χειρόγραφο αλλά και στην –τρις- τυπωµένη παρτιτούρα ο τίτλος αναγράφεται ως «Είνε στιγµαίς».

407 Εκδόθηκαν από τον µουσικό οίκο Ζ. Βελούδιου.

408 Σαραντάκος ∆ηµήτρης, Μια επίσκεψη στη Μάνη, αυτοβιογραφικό µυθιστόρηµα στον διαδικτυακό ιστότοπο: http://sarantakos.wordpress.com/2013/07/23/7kalokairia-40/

409 Εκδόθηκε σε 16 τεύχη στη διετία 1909-10. Για την κυκλοφορία των δύο πρώτων τευχών δηµοσιεύθηκε το ακόλουθο σχόλιο: «Το έργον, εκτός της διακρινούσης αυτό φιλοκάλου εκδόσεως, είναι προσέτι συντεταγµένον εις γλώσσαν άµεµπτον, οι δε µουσικοί όροι, των οποίων γίνεται χρήσις εν αυτώ, είναι λίαν επιτυχείς και εντελώς εξηλληνισµένοι.

242
Μελοποίησε δύο τουλάχιστον αρ-
και σχολεία. ∆ιασκεύασε για δίφωνη και τρίφωνη παιδική χορωδία αρκετά έργα Ευρωπαίων µουσουργών (Mendelssohn, Meyerbeer, Rossini κ.ά.). Επίσης, συνεισέφερε µε τραγούδια του στη µουσική της πρώτης ελληνικής επιθεώρησης «Λίγο απ’ όλα» του Μίκιου Λάµπρου (1894). Ασχολήθηκε µε µεγάλη επιτυχία µε την αθηναϊκή καντάδα συνθέτοντας τραγούδια, όπως:
«Τυρταίος» πολεµικόν εµβατήριον σε στίχους του Τυρταίου µεταφρασµένους από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη407, η) «Μην κοιτάζεις τον καθρέπτη» σε στίχους Θ. Πολίτη, θ) «Ρίνα, Κατερίνα» κ.ά. Η αγάπη του για την καντάδα ήταν συνυφασµένη µε την αγάπη του για τον οίνο («...ήταν επίσης, και µάλιστα σε κάπως υπερβολικό βαθµό, λάτρης του Βάκχου και οι φίλοι του τον έλεγαν, παραφράζοντας το όνοµά του Μεθυστοκλή Πολυκράση» 408. Αρκετά από αυτά πρωτοφωνογραφήθηκαν
συνέχειες στο περιοδικό Φόρµιγξ), ζ) «Λύσεις των εν τη Αρµονική περιεχοµένων ασκήσεων» (1910), η) «Η Σηµειογραφία εν τη αρχαία µουσική», θ) «Η παρά τοις Αρχαίοις Έλλησι Μουσική και ο εις Απόλλωνα εν ∆ελφοίς ανευρεθείς Ύµνος» (εκδόθηκε από τις 404 «Ευχόµεθα όπως ταχέως αναβιβασθώσι επί σκηνής τρία ελληνικά µελοδράµατα του Θεµ. Πολυκράτους,
(σε στίχους δικούς του. Μεταξύ αυτών τα: «Εωθινόν άσµα», «Έπαινος», «Τι παιδί δειλό» και «Εµπρός». Τα εξέδωσε το 1907 ως «Εκλογή ασµάτων: διά τα Παρθεναγωγεία και τα Σχολεία των αρρένων»), β) σκηνική µουσική για θεατρικά έργα.
χαίες
«Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους (1898)405 και β) τη «Μήδεια» του Ευριπίδη, αποσπάσµατα των οποίων εκτελούνταν συχνά σε
406 για φωνή και πιάνο ή τρίφωνη χορωδία
∆ηµοφιλές τραγούδι της
Συνέγραψε
Προτάσσεται του έργου εν αρχή εισαγωγή περί διαστηµάτων, τρόπου και κλίµακος, αρµονίας, ρυθµού και µελωδίας και έπεται το πρώτον βιβλίον της Αρµονικής περί συγχορδιών και εις το α’ µέρος αυτού περί συµφώνων συγχορδιών΄εις δέκα κεφάλαια µετά συνεχείας». Ανυπόγραφο, «Η Εφηµερίς», Εθνική Μούσα, τεύχ. 2, Αθήνα 4/1909, σ. 32.

στις 24/2/1926. Πονηρίδης Γεώργιος 413: Εξέχουσα φυσιογνωµία στον χώρο της ελληνικής λόγιας µουσικής δηµιουργίας µε πολυποίκιλο και µεγάλο σε διαστάσεις συνθετικό έργο. Είναι γνωστός για τα συµφωνικά του

τα έργα για πιάνο και τα τραγούδια του για φωνή και πιάνο. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1887 (σε αρκετά

Γεώργιος Πονηρίδης (1920), ΑΕΜΘΤ.

10/3/1894 στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ µαζί µε την ερµηνεία του «Ύµνου» από «χορό καλώς κατηρτισµένο και ορχήστρα εκ δεκατεσσάρων οργάνων καλώς προσηρµοσµένων » (Αθήνα 1894, φύλλο 126).

411 Όπως η διάλεξη µε θέµα «Περί της µουσικής γραφής των διαφόρων εθνών από των αρχαιωτάτων µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων» στον Φ.Σ. ‘Παρνασσός’ (Αθήνα 1/1912).

412 Στο περιοδικό

από

θάνατό του (τεύχ. 6-7, Αθήνα 1931, σ. 129-133).

413 Τα κυριώτερα βιογραφικά στοιχεία ελήφθησαν από: α) τις προφορικές µαρτυρίες της συντρόφου του συνθέτη, πιανίστριας και βασικής ερµηνεύτριας των πιανιστικών έργων του, Μαρίας Φραντζέσκου, οι οποίες δόθηκαν στον γράφοντα κατά την περίοδο 1992-94, β) τις παρτιτούρες των έργων του και γ) από τα παρακάτω άρθρα και λήµµατα: -Ταµβάκος, «Έλληνες ∆ηµιουργοί. Γεώργιος Πονηρίδης (1887-1982)», Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 3/1/1995, σ. 6-7 και 11.

- Dounias Minos, «Poniridy, Georg», Die Musik in Geschichte und Gegenwart, B. 10, Βärenreiter, Kassel 1949 (επανέκδοση µε συµπληρώσεις, 1989).

- Λεωτσάκος, «Πονηρίδης Γεώργιος», Παγκόσµιο Βιογραφικό

- Καλογερόπουλος, «Πονηρίδης Γεώργιος», Το Λεξικό της Ελληνικής

146-148.

243 εκδ. Αλ. Κωνσταντινίδου) 410 κ.ά. ∆ηµοσίευσε µελέτες του (ιδίως µουσικολογικές, κυρίως από τις πάµπολλες διαλέξεις του 411) στα έντυπα Φόρµιγξ και Εβδοµάς της Αθήνας 412. ∆ιετέλεσε επίσης µουσικός συνεργάτης διαφόρων εφηµερίδων, όπως οι Αθηνά, Αι Αθήναι (του Πωπ) κ.ά. Επίσης έγραψε και πραγµατείες φιλολογικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος («Οι εν Κορωπίω αρχαιότητες» το 1889). Απεβίωσε στην Αθήνα
βιογραφικά αναγράφεται λανθασµένα ως χρονολογία γεννήσεως το 1892 την οποία προωθούσε ο ίδιος ο συνθέτης. Σύµφωνα όµως µε το ερευνητικό έργο του ‘Α.Ε.Μ.Θ.Τ.’ αλλά και την αξιόπιστη προφορική µαρτυρία της Μαρίας Φραντζέσκου, πιανίστριας και συντρόφου του, διαπιστώθηκε ότι το 1887 είναι η σωστή χρονολογία). Στη γενέτειρά του έκανε τις πρώτες µουσικές σπουδές µελετώντας βιολί και πνευστά ως µέλος της φιλαρµονικής του ελληνογαλλικού λυκείου Faure. Ήλθε επίσης σ’ επαφή µε το ορθόδοξο εκκλησιαστικό µέλος στον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Ευφηµίας. Ως µαθητής της σχολής βυζαντινής µουσικής του Ιερό Ναό και µέλος του χορού αργότερα (1902-10) απέκτησε σηµαντική πρακτική εµπειρία της ψαλτικής. Αγάπησε τη βυζαντινή µουσική ανακαλύπτοντας σε αυτή µια σηµαντική πηγή συνθετικής έµπνευσης (ανιχνεύεται σε περισσότερα από 40 κατοπινά µουσικά έργα του) που την προσάρµοσε σε νέα συνθετικά ιδιώµατα και τεχνικές. 410 Όπως αναγράφτηκε στην Εφηµερίδα των Συζητήσεων, ο συνθέτης παρουσίασε την εργασία του στις
έργα,
η µελέτη του Η µουσική εν Ελλάδι για τα πέντε
Μουσικά Χρονικά δηµοσιεύθηκε
χρόνια
τον
Λεξικό
τόµ. 8, Εκδοτική Αθηνών,
,
Αθήνα 1991, σ. 336-337.
τόµ.
Μουσικής,
5, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ.

(όπως οι: α) Théâtre Royal de la Monnaie και β) Tournoi), β) µέλος κουαρτέτων εγχόρδων, γ) διευθυντής ορχηστρών δωµατίου, δ) ενορχηστρωτής και ε) µουσικός συνεργάτης σε παραστάσεις µπαλέτου και θεάτρου. Από το 1915 χρονολογούνται οι πρώτες επίσηµες συνθέσεις του (20 περίπου έργα ή σχεδιάσµατα έργων της περιόδου 1910-15 καταστράφηκαν από τον ίδιο). Είναι οι «Έξι ελληνικές λαϊκές µελωδίες» για φωνή και πιάνο (1915. Μεταξύ αυτών η φωνογραφηµένη «Παπαδιά» και το «Ανέβηκα στ’ Άγραφα». Εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Γαϊτάνου) και τα «∆ύο πρελούδια» για πιάνο (1916. Αφιερωµένα στη συνθέτρια A. Sauraly-Thivet). Το δεύτερο πρελούδιο βασίζεται στον ύµνο «Κύριε των δυνάµεων µεθ’ ηµών γενού…»). Το 1919 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γράφτηκε στην Schola Cantorum, στις τάξεις των διάσηµων Γάλλων συνθετών Albert Roussel (ενορχήστρωση) και Vincent D’Indy (ανώτερα θεωρητικά/σύνθεση). Μάλιστα ο τελευταίος τον κατέταξε στους οκτώ καλύτερους µαθητές του. Μελέτησε, επίσης, το γρηγοριανό µέλος µε τον συνθέτη, µουσικολόγο και οργανίστα Amedéé Gastoue (1873-1943) οδηγούµενος από τη δίψα του να το

του εµπλουτίζεται

δηµοτικά τραγούδια» για φωνή και πιάνο (µεταξύ αυτών το «Νανούρισµα» που έγινε γνωστό από την Ι. Κολάση ως βασικό έργο σε συναυλιακές εµφανίσεις της. Φωνογραφήθηκε –το 1954- µε την ίδια και τον πιανίστα

Andre Collard σε δίσκο επαφής επτά ιντσών. Αποτέλεσε δε την πρώτη φωνογραφική παρουσία του συνθέτη), β) «Μικρή σουίτα», γ) Σονάτα, δ) «Ελληνικοί ρυθµοί» (o «Θεσσαλικός» συµπεριελήφθη το 1929 σε έκδοση της Salabert µαζί µε 19 πιανιστικά έργα διάσηµων συνθετών

244 Το 1910 µετέβη στις Βρυξέλλες όπου γράφτηκε στο ωδείο της πόλης. Εκεί µελέτησε: α) βιολί (1910-12) µε τον Alfred Marchot (αποφοίτησε µε δίπλωµα βιολιού), β) αρµονία (1912-13) µε τον Paul Gilson (1865-1942) και γ) ανώτερα θεωρητικά/σύνθεση (1913-18) µε τον Michel Brusselmans (1886-1960). Σύµφωνα µε προφορική µαρτυρία της Μαρίας Φραντζέσκου προς τον γράφοντα ο Brusselmans συνέθεσε την ελληνικού ενδιαφέροντος όπερα «Η Βασίλισσα της Σπάρτης» (1914) επηρεασµένος από τις επιδόσεις του Έλληνα µαθητή του. Στις Βρυξέλλες ανέπτυξε πολύπλευρη µουσική δράση ως: α) βιολονίστας σε βελγικές ορχήστρες
γνωρίσει, έχοντας ήδη τη γνώση και εµπειρία από τη βυζαντινή µουσική. Όπως και στο Βέλγιο, έτσι και στη Γαλλία ενέτεινε τ ην επαγγελµατική δραστηριότητά του ως: α) βιολονίστας γαλλικών συµφωνικών ορχηστρών (όπως η Orchestre des Concerts Pasdeloup και η Orchestre Philharmonique de Nice ), β) διευθυντής χορωδιών (όπως της χορωδίας της εκκλησίας Saint-Leu και της Πανεπιστηµιακής Φοιτητικής Χορωδίας), γ) µέλος κουαρτέτων και συνόλων δωµατίου και δ) ως µουσικοκριτικός σε διάφορα περιοδικά. Η εργογραφία
µε το γνωστό -λόγω αρκετών ερµηνειών του- «Πρελούδιο και Φούγκα» για ορχήστρα εγχόρδων (1 919). Εκδόθηκε το 1958 από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών. ∆ιακρίνεται από την έντονη µελωδική γραµµή του. Τα έγχορδα µε την εκφραστική τους δύναµη πλουτίζουν έτι περισσότερο τον ηχητικό όγκο του. Το αργό «Πρελούδιο» (Αdagio) έχει εµφανή στοιχεία από τη βυζαντινή µουσική. Αποτελείται από συνεχείς ανελίξεις (αν και η µορφή του είναι σχηµατικά τριµερής) και παραλλαγές της κεντρικής µελωδικής ι δέας. Η χαρούµενη τετράφωνη «Φούγκα» (Allegro), 10λεπτης διάρκειας, έχει θριαµβευτικό και πανηγυρικό χαρακτήρα κατά την ανάπτυξή της414 . Επίσης, την περίοδο 1920-24 συνέθεσε τα: α) «6 ελληνικά
της εποχής: Debussy, Ravel, κ.ά.) και ε) «∆ύο ελληνικοί χοροί» (είναι αφιερωµένοι στην Α. Χωρέµη µε την υπόδειξη: «για µικρά χέρια». Εκδόθηκε στο Λονδίνο από την Oxford University Press), και τα τέσσερα τονισµένα για πιάνο. 414 Παπαϊωάννου, «Γεώργιος Πονηρίδης» στο Γεωργίου Πονηρίδη Πρελούδιο και Φούγκα για ορχήστρα εγχόρδων , Ένωσις Ελλήνων Μουσουργών. Εκδόσεις Ελληνικών Συνθέσεων, Αθήνα 1958, σ. 3-4.

τους δρόµους των νέων µουσικών τεχνοτροπιών – αιρετικούς και ορθόδοξους. Γι’ αυτό διάλεξε τον απλούστερο και φωτεινότερο

της τέχνης που είναι πάντα ο καταλληλότερος για έναν Έλληνα συνθέτη όταν αυτός ξέρει να ζητήση τις εµπνεύσεις του µέσα στ α πλούσια µεταλλεία των εθνικών µας παραδόσεων » 415 . Το 1925 αποφοίτησε από τη Schola Cantorum και συνέθεσε τα: α) «∆ύο τραγούδια

σε ποίηση Κρυστάλλη» για φωνή, φλάουτο, κλαρινέτο και πιάνο και τα β) «∆ύο σεπτέτα» για φωνή, πιάνο και έγχορδα (αν και εκδόθηκε από τον γαλλικό µουσικό οίκο Maurice Senart δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί). Στον ίδιο επίσης οίκο, εκδόθηκαν το 1924 οι «Τρεις ελλη-

µεταξύ των χαρακτηριστικωτέρων και αντιπροσωπευτικωτέρων της συγχρόνου ελληνικής µουσικής δηµιουργίας...» 417), β) «Τραγούδι» για βιολί και πιάνο και γ) «Σκέρτσο» για πιάνο. Στη δεκαετία του ‘30 –λόγω των πολλών καλλιτεχνικών

µελών, αρ.2» για χορωδία και ορχήστρα και της καντάτας «Κασσιανή» για µεσόφωνο, χορωδία και ορχήστρα (µε υπότιτλο «Βυζαντινό τρ οπάρι». Είναι αφιερωµένο στον αδελφό του Μενέλαο. Εκδόθηκε από το Υπουργείο Πολιτισµού και Επιστηµών [1977]). Η Α. Θεοδωροπούλου έγραψε µεταξύ άλλων: «… περιµέναµε µε ανυποµονησία το έργο αυτό του Πονηρίδη και ξέραµε µε πόση ευλάβεια αντικρύζει τα θρησκευτικά µέλη της εκκλησίας. Οι δύο αυτές σειρές των βυζαντινών µελών, αρ.1 και αρ.2, µαζί µε την καντάτα «Κασσιανή» αποτελούν µία βυ ζαντινή τριλογία όπου ο Πονηρίδης χρησιµοποιεί ως

245 Το 1924 επίσης ολοκλήρωσε το καλύτερο έργο αυτής της περιόδου, τα «Τρία βυζαντινά µέλη, αρ.1» για τρίφωνη γυναικεία χορωδία και ορχήστρα (στο µέλος «Ίδε ο Αµνός του Θεού» υπάρχει και σολιστικό µέρος υψιφώνου). Παρατίθεται εδώ απόσπασµα κριτικής από την πρώτη ελληνική παρουσίαση του έργου: «…είναι αξιοσηµείωτο και πολύ ενδεικτικό για την ιδιοφυία του Έλληνος συνθέτου ότι στα τρία βυζαντινά µέλη δεν µεταχειρίζεται κανένα από τα γνωστά βυζαντινά θέµατα. ∆ηµιουργεί ο ίδιος τις µελωδίες του και τις περιβάλλει µ ε µία γνησίως βυζαντινή ατµόσφαιρα που κατορθώνει να δηµιουργεί µε απλά και σοφά µελετηµένα µουσικά µέσα. Η εναρµόνισις και ενορχήστρωσις των αγνών αυτών µελωδιών είναι λιτή και διάφανη. Φαίνεται πως στα µακρά χρόνια
Παρίσι γ νώρισε όλους
δρόµο
της διαµονής του στις Βρυξέλλες και στο
νικές µελωδίες» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Μ. Μαλακάση (χ.χ.) 416. Το 1926 τιµήθηκε µε το παράσηµο Palmes Academiques της Γαλλικής Τάξεως Ιπποτών για την καλλιτεχνική του προσφορά. Έως το τέλος της δεκαετίας του ‘20 η εργογραφία του συµπληρώθηκε µε τα: α) «Συµφωνικό Τρίπτυχο» για µεγάλη ορχήστρα µε υπότιτλο «Τρεις Ωδαί: Επική, Λυρική, ∆ιονυσιακή» εµπνευσµένο από την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού (πρωτοπαρουσιάστηκε από τη Συµφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών υπό τη διεύθυνση του ∆. Μητρόπουλου [1937] και εκδόθηκε από τη σειρά «Μουσικαί Εκδόσεις» του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων [1966]. «... Πρόκειται για έργο µε πραγµατικές αξιώσεις που µπορεί να συγκαταλεχθή
ενασχολήσεών του συνέθεσε λίγα έργα: α) το -χαµένο σήµερα- µπαλέτο «∆ωδεκάµερο», β) τα «Τρία τραγούδια σε ποίηση Καβάφη» για φωνή και πιάνο
του 1934) και τη γ) «Συµφωνία αρ.1»
Το
αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω του µια λαµπρή καριέρα συ νοδευµένη µε
κριτικές («εξαίσιος ηχητικός διακοσµητής» κ.ά.). Αυτή η επιστροφή σηµατοδοτήθηκε µε τη γραφή των «Τριών βυζαντινών
βάση την εκκλησιαστική υµνολογία και την τοποθετεί µέσα σ’ ένα συµφωνικό πλαίσιο, σύµ φω415 Θεοδωροπούλου, «Η Μουσική», Νέα Εστία, τόµ. ΙΓ΄, τεύχ. 150, Αθήνα 15/3/1933, σ. 334. 416 Ανάτυπο της έκδοσης, το οποίο φέρει ιδιόχειρη αφιέρωση του συνθέτη στη Ρωσίδα τραγουδίστρια Μαρία Ολένινα (1869-1970), ευρίσκεται στη συλλογή της Sophie Dupré (∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://www.sophiedupre.com/stock_detail.php?stockid=54524). 417 Χαµουδόπουλος ∆.Α., «Η Μουσική», Νέα Εστία, τόµ. ΚΓ΄, τεύχ. 266, Αθήνα 15/1/1938, σ. 130.
(αµφότερα
(1935).
1938, διακαιόµενος από τον εθνικό πόθο,
άριστες

να µε τις σηµερινές απαιτήσεις της τέχνης, χωρίς ν’ αλλάζει τον κατανυκτικό χαρακτήρα των ωραίων αυτών µελών. Το «αρ.2»

αποτελείται από τρία χορωδιακά και τρία συµφωνικά µέρη. Με τη λεπτή και καλλιεργηµένη µουσική ευαισθησία, ο Πονηρίδης µεταχειρίστηκε τεχνικά µέσα ταιριασµένα µε το πνεύµα και το ύφος των µελών, αλλού πολυφωνία χορωδιακή , αλλού βυζαντινό ίσον. Βέβαια το συνταίριασµα του βυζαντινού µέλους µε τις σύγχρονες µουσικές κατακτήσεις παρουσιάζει κινδύνους. Με τον Πονηρίδη τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, γιατί εκτός από

το ξεχωριστό του ταλέντο, τη γνώση και κατανόηση των εκκλησιαστικών µας µελών τον βοηθεί και η στενή του επαφή µε τα εκκλησιαστικά µέλη της λατινικής εκκλησίας κατά τα χρόνια των σπουδών του στη ‘Σκόλα Καντόρουµ’ του Παρισιού, όπου καλλιεργείτο συστηµατικά η µελέτη του παλιού γρηγοριανού µέλους…» 418 .

Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε επίσης τα «Τρία Συµφωνικά

Πρελούδια» για µεγάλη ορχήστρα. Έχει τη µορφή τριµερούς

σουίτας µε αλληλένδετα µέρη. Χαρακτηρίζεται

τον ενθουσιασµό του νέου συνθέτη ο οποίος γεµάτος µε ιδέες και όρεξη επέστρεψε στην πατρίδα του, πρόθυµος να µοιρασθεί τις εµπειρίες

246
από πηγαία έµπνευση, γνήσιο ελληνικό χαρακτήρα, πρωτότυπα ρυθµικά ευρήµατα και πλούσια εκµετάλλευση των ορχηστρικών ηχοχρωµάτων. Η πρώτη παρουσίασή του έλαβε χώρα στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού µε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 25/8/1944. Εκδόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1949, σε επιµεληµένη έκδοση από τον φιλέλληνα Octave Merlier. Ο τελευταίος έγραψε ότι το έργο είναι εµπνευσµένο από τη «…λιτή και φωτεινή οµορφιά της αττικής γής » 419 . Το 1939, ένα χρόνο µετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, δηµοσίευσε ένα φλογερό άρθρο στη Νέα Εστία για το µέλλον της ελληνικής µουσικής µε τίτλο «Η Ελληνική πολυφωνική µουσική». Σε αυτό -µε
την
της πολυφωνίας και τον διαχωρισµό µεταξύ βυζαντινού µέλους και µονόφωνης βυζαντινής τέχνης γράφοντας χαρακτηριστι418 Θεοδωροπούλου, «Η Μουσική», Νέα Εστία, τόµ. ΛΕ΄, τεύχ. 398, Αθήνα 1/1/1944, σ. 124. 419 Merliet Octave, «George Poniridy. Trois Préludes Symphoniques», Πρόλογος, Collection de l’Institut Français d’Athènes, Série Musicale 4, Αθήνα 1949, σ. 5. Αυτόγραφο από το «Συµφωνικό τρίπτυχο», ΑΕΜΘΤ.
του και το ταλέντο του µε το ελληνικό κοινό- εξέφρασε την άποψή του για
κακή χρήση

του Benavente, «Βολπόνε» του Johnson, «Βεντάλια» του Goldoni, «Τα καπρίτσια της Μαριάννας»

του Musset, «Χιονάτη βασίλισσα» του Andersen και «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους (διασώζεται φωτοαντίγραφο της παρτιτούρας. Η πρωτότυπη παρτιτούρα ορχήστρας και το σπαρτίτο δεν εντοπίστηκαν). Η µουσική του για την «Αντιγόνη» είναι η πλέον αξιόλογη. Γι’ αυτή η Αύρα Θεοδωροπούλου έγραψε:

247 κά ότι «...είναι καιρός να εξοστρακισθή από το ναό κάθε κακότεχνη τετραφωνία, αλλά είναι επίσης καιρός να παύσουν και οι κακότεχνες εκτελέσεις του βυζαντινού µέλους που τις χαρακτηρίζουν δήθεν η ‘κατά παράδοσιν’ ρινοφωνία και λαρυγγισµοί, τα ανούσια και αυθαίρετα αυτά φωνητικά αυτοσχεδιάσµατα Η δυναµικότητα συνεπώς ευρίσκεται στο πλευρό της ελληνικής µουσικής πολυφωνίας της µόνης αληθινής και ζωντανής µουσικής εξελίξεως του βυζαντινού µέλους» καθώς και ότι «… η µονόφωνη Βυζαντινή τέχνη...δεν επαρκεί πια στη σηµερινή µουσική µας αντίληψη για την άνθηση, την πλέρια άνθηση µιας νέας περιόδου ελληνικής µουσικής ...». Και κατέληγε: «… η Ελλάς µας είναι αιωνία χάρις στο αθάνατο Ελληνικό πνεύµα που το χαρακτηρίζει προπαντός αυτή η µόνη αληθινή ανωτερότης, να συλλαµβάνη τα εκάστοτε π αρουσιαζόµενα πνευµατικά ρεύµατα, να τα αναδηµιουργή και να τα πλάθη προς όφελος αυτής της αιωνίας και απαράµιλλης ανωτερότητός του» 420 . Αν και ήταν ήδη γνωστός, µε αρκετές παρουσιάσεις έργων και θετικά σχόλια από κοινό και κριτικούς, εντούτοις για βιοποριστικούς λόγους στις περιόδους της δικτατορίας του Μεταξά και της γερµανικής Κατοχής (1939-41) συνέθεσε σκηνική µουσική για θεατρικές παραστάσεις του Βασιλικού Θεάτρου (νυν Εθνικό), την οποία διηύθυνε ο ίδιος. ∆ιασώζεται η µουσική για δέκα παραστάσεις στο ∆ηµοτικό Μουσείο και Κέντρο Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου Αθηνών (δυστυχώς κλειστό σήµερα) και στο ψηφιοποιηµένο
Αρχείο Εθνικού Θεάτρου. Μεταξύ αυτών: «Τα δηµιουργηθέντα συµφέροντα»
«…µεταχειρίστηκε και το ρυθµικό και µελωδικό στοιχείο ως υπόκρουση. Η µουσική του, λιτή, ευγενική, υπογράµµιζε µερικά σηµεία του έργου. Κάπου κάπου ως υπόκρουση στην απαγγελία του χορού, σκέπαζε τις φωνές, αυτό όµως αφορά πιο πολύ την εκτέλεση. Ξεχωρίζει η ωραία υπόκρουση στον θρήνο της Αντιγόνης, σα µουσικός στεναγµός από έναν αυλό. Και αυτή τη φορά το πρόβληµα του χορού λύθηκε µε την οµόφωνη απαγγελία που έχει το καλό ότι δεν πνίγει το κείµενο... Παρακολουθούµε µε σεβασµό και ενδιαφέρον κάθε ειλικρινή προσπάθεια για τη µουσική στο αρχαίο δράµα, που µία από τις πιο πετυχηµένες είναι η µουσική της Αντιγόνης του Πονηρίδη …» 421 . Το 1940 επανήλθε στη µουσική δωµατίου µε το «Τραγούδι» για βιολοντσέλο και πιάνο και τη Σονάτα αρ.1 για βιολί και πιάνο. Το δεύτερο θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα έργα µουσικής δω420 Πονηρίδης Γεώργιος, «Η Ελληνική πολυφωνική µουσική», Νέα Εστία, τόµ. ΚΣΤ΄, τεύχ. 301, Αθήνα 1/7/1939, σ. 925-927. 421 Θεοδωροπούλου, «Η Μουσική», Νέα Εστία, τόµ. ΚΗ΄, τεύχ. 333, Αθήνα 1/11/1940, σ. 1360. Πρόγραµµα συναυλίας (1952), ΑΕΜΘΤ.

είναι η «Λυρική σουίτα» για ορχήστρα εγχόρδων (πρώτη παρουσίαση µε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Γ. Λυκούδη στις 10/11/1945) και το «Τρίο» για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο. Επίσης τα τραγούδια «Παναγία της Σπάρτης», «Άνοιξη» και «Αναδυοµένη» σε

ποίηση Α. Σικελιανού, µε έντονη την επίδραση από τον Debussy και κυρίως τον Ravel, αλλά µε έξυπνα ευρήµατα και άρτια προσαρµογή της µουσικής στον χαρακτήρα της ποίησης του Α. Σικελιανού και τη φωτεινή εαρινή αγροτική ατµόσφαιρά της. Το 1943 διορίσθηκε στο Υπουργείο Παιδείας στη θέση του τµηµατάρχη µουσικής, θέση την οποία διατήρησε έως το 1959. Επίσης, σε αναγνώριση της καλλιτεχνικής προσφοράς του, διορίσθηκε ως µέλος του Ανωτάτου ∆ιοικητικού Συµβουλίου Μουσικής (τέλος δεκαετίας του ‘40). Στη δεκαετία του ‘50 συνέθεσε τα έργα: α) Σουίτα για βιολοντσέλο και πιάνο (1953), β) «∆ύο µουσικές αφηγήσεις» («Επικαλέω τον Θεόν» και «Αγιανάπα Β’») για φω

β) Σονάτα για κλαρινέτο και πιάνο, γ) Κοντσέρτο για κόρνο και έγχορδα, δ) Τρίο για ξύλινα πνευστά και ε) Κουαρτέτο για όµποε, κλαρινέτο, φαγκότο και ξυλόφωνο (1962). Το Τρίο αποτελεί µία ενδιαφέρουσα «ηχητική τριχρωµία » λόγω της εξαιρετικής εκφραστικής ποιότητας των οργάνων. ∆ιανθίζεται µε µελωδικά και ρυθµικά στοιχεία του δηµοτικού µας τραγουδιού, χαρακτηριστικά της αυθεντικότητας και προέλευσής του422. Άλλα έργα αυτής της δεκαετίας: α) Σονάτα αρ.2 για βιολί και πιάνο, β) Κουαρτέτο για βιόλα, φλάουτο, όµποε και φαγκότο, γ) Τρίο για ξύλινα πνευστά αρ.2, δ) τρεις κύκλοι τραγουδιών για φωνή και πιάνο ή κλαρινέτο (αρ.1), πιάνο (αρ.2) και βιόλα ( αρ.3) σε

ποίηση Παντελή Πρεβελάκη (1963), ε) Σονάτα για όµποε και πιάνο (1964), ζ) Κουαρτέτα εγχόρδων αρ.3 (1965) και η) αρ.4 (1966), θ) Τρίο

για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο αρ.3 και ι) αρ.4 (1967), κ) Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο (1968), λ) Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 5 (1970).

Περάτωσε επίσης δύο κοντσέρτα για: α) πιάνο και έγχορδα (1965) και β) βιολί και ορχήστρα εγχόρδων µε κρουστά (1969). Επίσης τις πια-

422 Παπαϊωάννου, Πρόγραµµα 1ης Ελληνικής Εβδοµάδος Σύγχρονης Μουσικής, Αθήνα 1966.

248 µατίου της ελληνικής λόγιας µουσικής. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1941 από το ζεύγος Γεώργιο και Αλίκη Λυκούδη και φωνογραφήθηκε µε τον Βύρωνα Κολάση µε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο στο πιάνο (1961). Τα µελωδικά θέµατα της Σονάτας είναι παρµένα από τη Χαλκηδόνα (αντικρυστός χορός στο πρώτο µέρος) και την Ανατολική Ρωµυλία (συρτός της Μπάνας στο δεύτερο αργό µέρος και χοροί της στο τρίτο µέρος). Σε όλο το φάσµα της ξεδιπλώνει τις µνήµες και τη στέρηση της γενέθλιας γης αφού την είχε αφήσει ήδη από το 1910. Στην περίοδο της Κατοχής συνέθεσε τη «Συµφωνία αρ.2» για µεγάλη ορχήστρα µε υπότιτλο «Το τραγούδι της ανοίξεως». Πρωτοπαρουσιάστηκε µε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Θ. Βαβαγιάννη στις 1/2/1948. Άλλα έργα αυτής της περιόδου
νή και έγχορδα ή πιάνο σε ποίηση Γ. Σεφέρη, γ) Σονάτα για φλάουτο και πιάνο (1956), δ) «Η χώρα που δεν πεθαίνει» για µεγάλη ορχήστρα βασισµένο σε ποίηση του Κ. Παλαµά (20λεπτης διάρκειας. Πρώτη παρουσίαση µε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 22/3/1971), ε) «Μικρή Συµφωνία» για έγχορδα και κρουστά βασισµένο στο ποίηµα «Όνειρο» του Γ. Σεφέρη (1958). Επίσης τα αξιόλογα κουαρτέτα εγχόρδων αρ.1 («Των Χριστουγέννων») και αρ.2 («Των Θεοφανείων») (1959. Αποτελεί την πρώτη του προσέγγιση της δωδεκαφθογγικής µουσικής). Είναι πλέον εµφανής η στροφή του προς τη µουσική δωµατίου την οποία θ’ ακολουθήσει έως το τέλος της βιωτής του. Στην ιδιαίτερα γόνιµη δεκαετία του ‘60 ήρθαν στο φως έργα τα οποία προσεγγίζουν τα σύγχρονα µουσικά ρεύµατα µε ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ενορχήστρωση. Αυτά είναι τα: α) Σονάτα αρ.3 για πιάνο (ο συνθέτης την αριθµεί µεν µε τον αριθµό 3, χωρίς όµως να έχει εντοπισθεί η Σονάτα αρ.2),

1-5» για πιάνο (1956-71. Όπως και οι «Ευµολπίες» είναι επηρεασµένες από τον E. Satie), τα «Τρία λυρικά κοµµάτια» για κλαρινέτο και πιάνο, η τετράπρακτη µουσική τραγωδία «Λάζαρος» σε µορφή φωνών-πιάνου σε κείµενο Π. Πρεβελάκη, η «Συνεργεία» για βιολί, βιολοντσέλο και κρουστά και η «Μουσική» για τρία τροµπόνια και πιάνο (1973), και το «Μότο περπέτουο» για πιάνο, το τελευταίο γνωστό χρονολογηµένο έργο του (1976). Υπάρχουν επίσης και µερικά αχρονολόγητα, όπως: α) η «Οffertoire» (Προσφορά) για εκκλησιαστικό όργανο (πριν το 1930. Εκδόθηκε από τον γαλλικό µουσικό οίκο Herelle), β) το Κουιντέτο για φλάουτο, όµποε, κλαρινέτο, κόρνο και φαγκότο (οι σηµειώσεις του συνθέτη στην παρτιτούρα αναφέρουν την πρώτη παρουσίαση

των έργων του (η Α. Θεοδωροπούλου τον χαρακτηρίζει ως «βυζαντινόπληκτον», ορθά ίσως αφού υπήρξε βαθύς µελετητής της). Στόχος του –σύµφωνα και µε τον ∆. Χαµουδόπουλο- ήταν να γίνει η µουσική δηµιουργία του (αυτό εµφαίνεται

249 νιστικές σειρές σε ατονική γραφή: α) «Ευµολπίες 1-4» και β) «Τριλογίες 1-4» (1968). Τα περισσότερα από αυτά πρωτοερµηνεύθηκαν από τη Μαρία Φραντζέσκου τον Φεβρουάριο του 1980 παρουσία του συνθέτη, ο δε ∆. Χαµουδόπουλος έγραψε: «∆οµή και έκφραση, τεχνική και συναίσθηµα δεν βρίσκονται σε διάσταση ούτε και παρουσιάζουν αγεφύρωτο το χάσµα που φαίνεται να χωρίζει την τονικότητα µε την ατ ονικότητα » 423 . Στη δεκαετία του ‘70, φανατικός θαµώνας ήδη συναυλιών πρωτοποριακής µουσικής, χρησιµοποίησε την έκφραση «απόλυτο διάφωνο» για το ύφος των κατοπινών έργων του. Η «Μουσική» για τούµπα και πιάνο (1971), µε πιανιστική συνοδεία η οποία θυµίζει κάπως τον Messiaen, το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων και κρουστών και τέλος, το Κοντσέρτο για φλάουτο και έγχορδα (1972) είναι ίσως τα πιο ενδιαφέροντα έργα αυτής της δεκαετίας. Ακολούθησαν οι «Ευρυθµίες
στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών από το Κουιντέτο Πνευστών Αθηνών στις 27/7/1967), γ) το «Λυρικό γράµµα» κύκλος επτά τραγουδιών για φωνή, φλάουτο και ορχήστρα εγχόρδων σε ποίηση Μ. Φραντζέσκου, και ε) τα τραγούδια «Εσπερινός» και «Χάρος» για φωνή και πιάνο σε ποίηση Λάµπρου Πορφύρα (πριν από το 1940). Ενώ οι παρουσιάσεις των πρώτων έργων του (πριν το ‘50) γνώρισαν εξαιρετικές ερµηνείες και απέσπασαν εγκωµιαστικές κριτικ ές, δεν συνέβη το ίδιο µε τα όσα ελάχιστα έργα των επόµενων δεκαετιών παρουσιάστηκαν. Άφησε επίσης µία τριλογία µε γενικό τίτλο «Τρία δηµοτικά τραγούδια» («Το καράβι», «Μοιρολόγι» και «Νανούρισµα») για ορχήστρα (είναι πιθανόν να αποτελούν µέρη σκηνικών έργων) και ηµιτελή έργα όπως το «Θούριο» για φωνή, σάλπιγγα και τύµπανο σε στίχους άγνωστου ποιητή (γράφτηκε στις 28/3/1943, προφανώς για πατριωτικούς λόγους). Στο µουσικό ύφος του κυριαρχεί η ρέουσα µελωδική γραµµή. Η επίδραση της δηµοτικής και κυρίως της βυζαντινής παράδοσης είναι εµφανής στα τονικά, µελωδικά και ρυθµικά στοιχεία
κυρίως στα πιανιστικά και τα φωνητικά έργα του) καθρέφτισµα του ύφους και της µουσικής γλώσσας της πατρίδας του, της µεσαιωνικής, αλλά και της σύγχρονης 424 . 423 Χαµουδόπουλος ∆.Α., «Η Μουσική», Νέα Εστία, τόµ. 107, τεύχ. 1264, Αθήνα 1/3/1980, σ. 483. 424 Χαµουδόπουλος, «Γεώργιος Πονηρίδης», Νέα Εστία, τόµ. ΡΙΑ΄, τεύχ. 1316, Αθήνα 1/5/1982, σ. 616.

λευταία είκοσι έτη της βιωτής του, στη δε διαύγεια της γραφής του συνέβαλε και η έµπρακτη γνώση του, εκτός του βιολιού, πολλών άλλων µουσικών οργάνων 425. Κατά τον µουσικολόγο-ερευνητή Γιώργο Λεωτσάκο το ύφος του –όπως το δέχεται ο ακροατής- αποτελείται από µία ρέουσα παραδοσιακή µελωδική και εκτεταµένα πεδία χρωµατικότητας συχνά εναρµονισµένης

Εκδόσεις Ελληνικών Συνθέσεων, Αθήνα 1958, σ. 3-4.

426 Λεωτσάκος, «Πονηρίδης Γεώριος», Παγκόσµιο Βιογραφικό

250 Κατά τον µουσικολόγο Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου στη διαµόρφωση του µουσικού ύφους απέβλεπε γενικώς σε µία νεοκλασική λιτότητα έκφρασης µε διάφανες ενορχηστρώσεις. Επίσης δεν τον άφησαν αδιάφορο τα σύγχρονα συνθετικά ρεύµατα και οι ασυνήθιστοι οργανικοί συνδυασµοί κυρίως στα τε-
µε παράλληλα διαστήµατα426. Οι
του επεκτάθηκαν και πέραν της σύνθεσης µουσικής. Όπως στην ποίηση µε τη συλλογή ερωτικών και ροµαντικών ποιηµάτων:
Pèlerin-Pasionné» γραµµένη στα γαλλικά (1930. ∆ηµοσιεύθηκαν το 1951 στις Βρυξέλλες από τον εκδοτικό οίκο Lettres et Sciences. Αν και ως συγγραφέας αναφέρεται ο ‘G. J. P.’, δεν χωρεί όµως καµία αµφιβολία ότι πρόκειται για τον Γεώργιο Πονηρίδη). Ως µουσικοκριτικός έγραψε δεκάδες άρθρα τα οποία δηµοσιεύτηκαν στον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό τύπο 427. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1982. 425 Παπαϊωάννου, «Γεώργιος Πονηρίδης» στο Γεωργίου Πονηρίδη Πρελούδιο και Φούγκα για ορχήστρα εγχόρδων , Ένωσις Ελλήνων Μουσουργών.
καλλιτεχνικές δραστηριότητές
«Soliloques Pathétiques d’ un
Λεξικό, τόµ. 8, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1991, σ. 336-337. 427 Στη σειρά «Λαϊκό Πανεπιστήµιο» της Βραδυνής, τη Revue musicale του Παρισιού και τη Rassegna Musicale του Τορίνου. Γεώργιος Πονηρίδης, Κασσιανή, ΑΕΜΘΤ.

στην Οδοντοϊατρική Σχολή του Πανεπιστηµίου. Έκανε επίσης σπουδές στην Σχολή Καλών Τεχνών και έχει πλούσιο ζωγραφικό έργο. Είχε ωραία φωνή βαθύφωνου και διετέλεσε µέλος της Ελληνικής Χορωδίας του Παναγιώτη (Τάκη)

παραστάσεις της όπερας «Les Contes d'Hoffmann» του Offenbach υπό τη διεύθυνση του ∆. Μητρόπουλου. Συνέθεσε πολλά τραγούδια για φωνή και πιάνο. Τα 48 από αυτά, της περιόδου 1963-91, εκδόθηκαν σε λεύκωµα από τη σύζυγό του Κλεοπάτρα, λογοτέχνιδα

«Πεθυµιά» σε ποίηση Ν. Βόκοβιτς, «Ο πόνος απόψε» σε ποίηση

Μανουσάκη, «Απολογισµός» σε ποίηση Μάρκου Αυγέρη, «Η Μαριγώ» σε ποίηση Ζαχαρία Παπαντωνίου, «Βιετνάµ» σε ποίηση Ηλία Σιµόπουλου, «Παλιό γραµµόφωνο» σε ποίηση Ντ. Βλαχογιάννη, «Πότε» σε ποίηση Β. Θεοδώρου, «Ονειροπόληµα» σε ποίηση Κλ. Πρίφτη, «Σούρουπο» σε ποίηση Τ. Βέλλιου, «Ο αρχαίος τραγουδιστής» σε ποίηση Γ. Μαιναλιώτη κ.ά. Συνέθεσε επίσης, µία εισαγωγή για ορχήστρα, 4 κουαρτέτα εγχόρδων, έργα για βιολί και πιάνο, 10 χορωδιακά (όπως ο «Ύµνος της φωληάς Ελευσίνας» σε ποίηση Μ. Κεσίση, «Οι προµάχοι» σε ποίηση Λ. ∆αράκη, «Η αναζήτηση επαφής» σε ποίηση Γ. Μανουσάκη κ.ά.) και σκηνική µουσική για θεατρικές παραστάσεις του θεάτρου Βεργή, χωρίς γνωστή χρονολογία γραφής. Τα έργα του ελάχιστες φορές παρουσιάστηκαν ενώπιον κοινού, όπως: α) στις 18/9/2004, όπου

Aίγινα η ∆ιεθνής Eταιρία Φίλων Nίκου Kαζαντζάκη οργάνωσε εκδήλωση κατά την οποία ο τενόρος ∆ηµήτρης Σιγαλός και η πιανίστρια Eρµιόνη Nάστου ερµήνευσαν αποσπάσµατα («Λένιν» και «Μωυσής») από τις µελοποιήσεις του συνθέτη σε ποιήµατα από τη συλλογή «Τερτσίνες», και β) στις 9-10/2/2009, στο διήµερο αφιέρωµα στα Χανιά (αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου ‘Ο Χρυσόστοµος’) για τον ποιητή Γιώργο Μανουσάκη, η υψίφωνος Μαίρη Κλεινάκη και η πιανίστρια

251 Πρίφτης Φαίδων: Συνθέτης, κιθαρίστας, µονωδός και εικαστικός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1913. Γιος του ∆ιαµαντή Πρίφτη, γυµνασιάρχη στο Ελληνικό Γυµνάσιο Κωνσταντινούπολης και κιθαρίστα. Ξεκίνησε τις µουσικές σπουδές του στην κιθάρα µε τον πατέρα του (1920-25) και ιδιωτικά στο πιάνο (1925-29). Το 1929 ήλθε στην Αθήνα όπου συνέχισε τις µουσικές σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο, µε την Κ. Κοτόρου (πιάνο), τον Κιµ. Τριανταφύλλου (τραγούδι), και τους Σπύρο ∆εµαρία και Αλ. Κόντη (θεωρητικά), παράλληλα µε σπουδές
Γλυκοφρύδη (1893-1944) και της Χορωδίας Αθηνών του Φ. Οικονοµίδη. Το 1931 έλαβε µέρος –ως χορωδός– στις πέντε
και ποιήτρια, µε τίτλο «Φ. Πρίφτης: τα τραγούδια του». Σε αυτό εµπεριέχονται µεταξύ άλλων τα: «Χαµένος πελαργός» σε ποίηση Τ. Κουτσοχέρα,
µε αφορµή την τοποθέτηση αναµνηστικής πλακέτας στο σπίτι του µεγάλου Kρητικού συγγραφέα Nίκου Kαζαντζάκη στην
Ντόρα Μανιτάκη ερµήνευσαν µελοποιηµένα ποιήµατα του συνθέτη (1970) από τη συλλογή «Το σώµα της σιωπής». Επίσης έργα του παρουσιάστηκαν σε συναυλίες στη µεγάλη αίθουσα του Πανεπιστηµίου Αθηνών, το Λεόντειο Λύκειο και τον ∆ήµο ΧαλανΦαίδων Πρίφτης, ΑΕΜΘΤ.
Γ.

(1905;). ∆ιετέλεσε αρχιµουσικός στις φιλαρµονικές ∆οξάτου ∆ράµας και Γρεβενών (πριν από το 1950). Είναι γνωστό το εµβατήριό του «Γρεβενά».

Σαγκούνοβ Γεώργιος: Πολυγραφότατος συνθέτης, δάσκαλος µουσικής και αρχιµουσικός φιλαρµονικών

και ορχηστρών. Το όνοµά του είναι στενά συνδεδεµένο µε την ανάπτυξη του βουλγαρικού στρατιωτικού τραγουδιού και τη µουσική ζωή του Πύργου (νυν Μπουργκάς). Ήταν δε ο πρώτος αρχιµουσικός στην ιστορία της βουλγαρικής

στη Φιλιππούπολη στις 15/3/1873 από πατέρα ελληνοποντιακής καταγωγής429, έµπορο,

στη Φιλιππούπολη ξεκινώντας τη στα428 «Για τα µουσικά πράγµατα του τόπου µας», Έρευνα, τεύχ. 72, Αθήνα 1981.

429 Με βάση το ερευνητικό έργο του γράφοντος το ελληνικό επώνυµο του παππού του συνθέτη ήταν Σαγ(γ)κουνίδης αλλά για άγνωστους λόγους το µετέτρεψε σε Σαγκούνοβ (γύρω στο 1860).

430 Μητέρα του ήταν η Λουκία Σταµάτη ή Σταµατίου µε καταγωγή από

252 δρίου. Υπήρξε ιδρυτικό µέλος της Εταιρείας Επιστηµόνων Καλλιτεχνών και µέλος της ∆ιοικούσης Επιτροπής της ∆ιεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (µαζί µε τη σύζυγό του, η οποία διετέλεσε και πρόεδρός της). Για την κοινωνική του δράση παρασηµοφορήθηκε από το ελληνικό κράτος και βραβεύτηκε από διάφορους φορείς (όπως η Κρητική Εστία). Συνεργάστηκε µε διάφορα περιοδικά ως αρθρογράφος για µουσικά θέµατα428. Ασχολήθηκε µε τη σατιρική ποίηση και εξέδωσε µικρό τοµίδιο µε ποιήµατά του. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1999. Ραΐδης Παναγιώτης: Αρχιµουσικός µε πιθανή καταγωγή από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωµυλίας
Γεννήθηκε
και ερασιτέχνη µουσικό, και µητέρα Ελληνίδα430
µόρφωση.
όλοι στην οικογένεια οµιλούσαν την ελληνική. Αυτό δυστυχώς –λόγω και της εξοργιστικής αδιαφορίας του ελληνικού κράτους- αµφισβητείται έντονα από Βούλγαρους εθνικιστές ιστορικούς και µουσικολόγους. Πήρε τα πρώτα µαθήµατα µουσικής431 στο καθολικό κολλέγιο του Αγίου Αυγουστίνου της πόλης. Το ταλέντο του φάνηκε νωρίς και σε ηλικία 10 ετών συνέθεσε τα πρώτα του έργα432. Σε ηλικία 15 ετών µπορούσε να παίζει τουλάχιστον 6 µουσικά όργανα. Το 1889 πήγε στη Λυών της Γαλλίας για να σπουδάσει ιατρική, µε την παραίνεση της οικογένειάς του. Γι’ αυτό γράφτηκε στο Ιατρικό Λύκειο Saint-Jean (προποµπός της Ιατρικής Σχολής). Όµως αποφάσισε να σπουδάσει µουσική και να εγκαταλείψει την ιατρική. Το 1890 γράφτηκε στο Ωδείο της Λυών όπου σπούδασε κόρνο, τροµπέτα, θεωρητικά, διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση (µε τον συνθέτη Alexandre Luigini [1850-1906]). Πριν από την αποφοίτησή του -και για 2 έτη- εργάστηκε ως βοηθός αρχιµουσικός στη φιλαρµονική της πόλης. Το 1895 επέστρεψε
µουσικής.
λαογράφο
µε µουσική
Όπως ήταν φυσικό
την περιοχή της Θεσσαλονίκης. 431 Πρώτοι δάσκαλοί του ήταν ο αββάς και οργανίστας Αλφόνσο και κάποιος Γάλλος κορνίστας Basil Ober. 432 ∆ύο µαζούρκες και ένα βαλς για πιάνο χαµένες σήµερα. Άναφέρονται από τον συνθέτη σε επιστολή του προς τον συνταγµατάρχη µουσικής Ιβάν Στόϊτσεβ (1910). Γεώργιος Σαγκούνοβ (1899), ΑΕΜΘΤ.
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.