Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Page 1

Επιμέλεια εργασίας : Μαγουλά Μαρία 2019


Περιεχόμενα

Εισαγωγικό σημείωμα

Ο βίος και το έργο του Γιώργη Μανουσάκη

«Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα». Η Μυθολογία και Ιστορία στην ποίηση του Μανουσάκη

«Ο εθελοντής». Ο άνθρωπος στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων

«Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα». Από τον κόσμο του μύθου και της φαντασίας στην σκληρή πραγματικότητα του πολέμου

Εισαγωγικό σημείωμα Μαθητές του Γυμνασίου Πλατανιά μελέτησαν συγκεκριμένα βιβλία του λογοτέχνη και εκπαιδευτικού Γιώργη Μανουσάκη. Συγκεκριμένα οι μαθήτριες Καλλιόπη Χατζάκη, Δήμητρα Γιονούζη και Αλεξάνδρα Ανδριανίδη διάβασαν τη συλλογή ποιημάτων «Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα». Κατόπιν σχολίασαν μερικά ποιήματα που σχετίζονται με τη Μυθολογία και την Ιστορία. Ο μαθητής Λευτέρης Αρχαγγελάκης μελέτησε το μυθιστόρημα «Ο εθελοντής» και κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα για τον καθοριστικό ρόλο των ιστορικών εξελίξεων στη ζωή του ανθρώπου. Η μαθήτρια Μαρία Παπαμαρκάκη μελέτησε το χρονικό «Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα». Επεσήμανε την επίδραση του πολέμου στην ψυχή του μικρού ήρωα ο οποίος αντιμετωπίζει τα δεινά ενός πραγματικού πολέμου που δεν είναι πια το παιχνίδι που τον εντυπωσίαζε.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [2]


Γιώργης Μανουσάκης Ο βίος Γεννήθηκε το 1933 στα Χανιά. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 η οικογένεια τού Γιώργη Μανουσάκη μετοίκησε στο Βαρύπετρο, το χωριό του πατέρα του, όπου έμεινε και στο μεγαλύτερο μέρος της κατοχής. Εκεί έζησε την εισβολή των Γερμανών και τον φόβο από τις εκτελέσεις στα γύρω χωριά, που ακολούθησαν την κατάληψη της Κρήτης. Συνάμα γνώρισε από κοντά τον αγροτικό κόσμο της κρητικής υπαίθρου. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του το 1948, μπροστά του, και το οικογενειακό πένθος, κατά τα κρητικά έθιμα της εποχής, άφησαν βαθιά ίχνη στην ψυχή του. Τελειώνοντας το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων στα Χανιά, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ξαναγύρισε στη γενέτειρά του, όπου υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής επί 26 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Παραιτήθηκε το 1986 με το βαθμό του γυμνασιάρχη. Το 1974 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγελική Καραθανάση κι απέκτησαν τρία παιδιά. Συμμετείχε ενεργά για πολλά χρόνια, άλλοτε ως γραμματέας κι άλλοτε ως αντιπρόεδρος, στο διοικητικό συμβούλιο του Φιλολογικού Συλλόγου Χανίων Ο Χρυσόστομος. Συμμετείχε επίσης ως μέλος στην καλλιτεχνική επιτροπή της δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων. Υπήρξε ενεργό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος" μέχρι το θάνατό του. Ήταν επίσης εκλεγμένο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1993. Συμμετείχε ως εισηγητής σε δεκάδες εκδηλώσεις, σε παρουσιάσεις βιβλίων, σε συνέδρια και σεμινάρια φιλολογικού, λογοτεχνικού και ιστορικού περιεχομένου στην Κρήτη, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Επέλεξε να ζήσει για όλη τη ζωή του στα Χανιά, όπου και άφησε την τελευταία πνοή του στις 9 Φεβρουαρίου 2008, στο νοσοκομείο της πόλης, ύστερα από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.

Το έργο του Πεζογραφία 1.Οδοιπορικό των Σφακιών, ταξιδιωτικό, (Κέδρος, 1980 και 2η έκδοση με προσθήκη φωτογραφιών Μίτος 2002), Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικών Εντυπώσεων. 2.Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα τριάντα δύο μικρά πεζά, (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1999) 3. Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα, χρονικό, (Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000). Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια κατά τον πόλεμο και την κατοχή. 4.Ο εθελοντής, μυθιστόρημα (Κίχλη, 2008). Είναι ένα πολεμικό και ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα διαμόρφωσης και αναφέρεται στην ταραχώδη περίοδο 1912-1940. Ποίηση Η ποίηση του Γιώργη Μανουσάκη είναι υπαρξιακή. Σε όλα τα έργα του, πεζά και ποιητικά, υπάρχει το υπαρξιακό υπόβαθρο. Στην υπαρξιακή φιλοσοφία ήταν «σαν ν’ αντίκριζα τον εαυτό μου σ’ έναν καθρέφτη», είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του Στη συλλογή των 32 μικρών πεζών Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα (1999) και στην ποιητική συλλογή Στ’ ακρωτήρια της ύπαρξης (2003) ο χρόνος, η φθορά, ο θάνατος, ο Θεός, η μεταθανάτια Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [3]


ζωή, η μοναξιά, η απειλή του διπλανού, ο έρωτας είναι θέματα που τον απασχολούν, χωρίς όμως να τον απομονώνουν από το περιβάλλον, φυσικό, κοινωνικοοικονομικό, ιστορικό, πολιτικό, πνευματικό. Τα διάφορα εξωτερικά γεγονότα δεν τον έχουν αφήσει αδιάφορο. Τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 2007 ανέβηκε στο θέατρο "Κυδωνία" Χανίων η θεατρική παράσταση Το σκοτεινό μας υπόγειο, βασισμένη στο βιβλίο Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Το 2007-2008 ο σκηνοθέτης Κώστας Νταντινάκης γύρισε ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας μιας ώρας με τίτλο Γιώργης Μανουσάκης, νοσταλγός αιωνιότητας. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2010.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [4]


«Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα». Η Μυθολογία και η Ιστορία στην ποίηση του Μανουσάκη Αλεξάνδρα Ανδριανίδη, Δήμητρα Γιονούζη, Κάλλια Χατζάκη Ο Γιώργης Μανουσάκης προσεγγίζει τα πρόσωπα της Μυθολογίας και της Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται στην ποίησή του με έναν άλλο, διαφορετικό τρόπο. Τα απομυθοποιεί και τα παρουσιάζει ως πλάσματα που, ίσως, θα συναντούσαμε στην καθημερινότητά μας, μακριά από το ηρωικό στοιχείο που έχουμε συνηθίσει να τους προσδίδεται. Τα πρόσωπα αυτά τοποθετούνται στο παρόν, φέρουν όμως ως βαρύ φορτίο το προσωπικό τους παρελθόν, όπως π.χ. η Ελένη. Είναι σύντομα ποιήματα στα οποία κυριαρχεί ο μονόλογος. Πηνελόπη Απ’ το δωμάτιό της τους ακούει να βρίζουνε τους δούλους, να χασκογελούν πρόστυχα, να τσακώνονται και σκέφτεται: «Σαν τι μπορώ να κάμω μια γυναίκα αδύναμη μόνη μου, μ’ έναν γιο παιδάριο ακόμη; Μόνο να περιμένω». Τούτ’ η αναμονή –πιστεύουν όλοιστεριώνει μέσα της τη δύναμη και κάνει ακλόνητη την άρνησή της. Κανένας δεν υποψιάζεται (μήτε κι η ίδια) πόσο ενδόμυχα τη γοητεύει η επίμονη πολιορκία των μνηστήρων. Τόσοι άντρες νέοι κι όμορφοι να την κυκλώνουν κι αυτή ό,τι θέλει να μπορεί ν’ αποφασίζει κι υφαίνοντας – ξυφαίνοντας μια να τους δίνει ελπίδες και μια να τις παίρνει πίσω. Τούτο το καθημερινό παιγνίδι δίνει το νόημα στη ζωή της, τη γεμίζει κι η ακλόνητη άρνηση ψηλά την ανεβάζει στα μάτια του λαού και των αρχόντων. Να γίνεις ζώντας σύμβολο δεν είναι λίγο. Η Πηνελόπη είναι μια γυναίκα που δεν έχει άλλη επιλογή παρά να περιμένει. Αρνείται τους μνηστήρες γοητευμένη από την πολιορκία τους. Της αρέσει το καθημερινό παιγνίδι, ότι Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [5]


μπορεί η ίδια να αποφασίζει δίνοντας ελπίδες και μετά να τις παίρνει πίσω. Καταλαβαίνει ότι ξεχωρίζει και μπορεί να γίνει σύμβολο στα μάτια του λαού. Είναι, λοιπόν, μια ματαιόδοξη γυναίκα που έχει την ευκαιρία να ξεφύγει από την ανιαρή καθημερινότητά της, στο πλάι του βασιλιά συζύγου της. Ναυσικά Όταν τον είδα να προβαίνει απ’ τα χαμόκλαδα γυμνός κι ηλιοκαμένος με την άρμη πάνω στους ώμους του ν’ ασπρίζει με φύκια στα μαλλιά και μια μικρή πεταλίδα μπλεγμένη στα γένια του είπα πως ο ίδιος ο Θεός της θάλασσας βγήκε σ’ εκείνο το απόμερο ακρογιάλι. Αν και μιλούσε σιγανά, παρακαλώντας, τα λόγια δεν λιγόστευαν την αρχοντιά του. Πώς σείστηκε έτσι ξαφνικά η καρδιά μου κι όλα τα πρωτινά μας τα παιγνίδια μου φάνηκαν καμώματα παιδιών ανέγνοιων. Και σάστισα που από τη μια στιγμή στην άλλη μεγάλωσα και σα γυναίκα πια έβλεπα κι όμοια σκεφτόμουν: «Αχ, να ‘ταν ένα τέτοιον άντρα να μου χάριζαν οι Θεοί». Η Ναυσικά παρουσιάζεται ως γυναίκα που ερωτεύεται και θέλει να κρατήσει τον Οδυσσέα κοντά της. Γοητεύεται από την απρόσμενη αποκάλυψή του στην ακρογιαλιά και προβάλλει στα μάτια της ως Θεός της θάλασσας και όχι ως ναυαγός που έχει ανάγκη περίθαλψης. Είναι το κορίτσι που γίνεται γυναίκα και σκέφτεται τον Οδυσσέα ως θείο δώρο. Δεν θεωρεί ότι αυτός χρειάζεται φροντίδα αλλά ότι η ίδια πρέπει να τον διεκδικήσει. Είναι η αδύναμη γυναίκα που του ζητάει να μείνει κι ελπίζει μάταια ότι αυτός θα κάνει την υπέρβαση και θα επιλέξει μια ήρεμη ζωή κοντά της τερματίζοντας το περιπετειώδες ταξίδι του. Ελένη Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω στην πύλη αυτού του παλατιού. Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [6]


τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.

Σήμερα το πρωί δε βάσταξα και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρια γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι το θείο δώρο της μορφής της. Γέλασε εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις να δεις; Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της, μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα όμοια με μένα. Ξένε, δε συλλογίστηκες σαν πόσα χρόνια να ’χουνε περάσει απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας». Εδώ θίγεται η ματαιότητα της νιότης και της ομορφιάς. Η Ελένη συμβολίζει τη γυναικεία ομορφιά που για χάρη της μπορεί να προκληθούν συμφορές, ακόμα και πόλεμοι. Η ομορφιά θολώνει το μυαλό κι έχει ως συνέπεια πολλά θύματα. Κάποιος, λοιπόν, θέλησε να θαυμάσει τη θεϊκή ομορφιά της Ελένης, χρόνια μετά τον τρωικό πόλεμο και τον γυρισμό της στην Ελλάδα. Όμως διαπιστώνει ότι αυτή δεν διαφέρει από τις άλλες γυναίκες. Είναι κλεισμένη στο παλάτι και έχει υποστεί τις συνέπειες του χρόνου και της σωματικής φθοράς όπως όλα τα ανθρώπινα όντα. Μια συνηθισμένη ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς λάμψη πια! Ορέστης Είδα τον τρόμο του θανάτου και στων δυο τα πρόσωπα τη στιγμή που ακουμπούσα το χέρι στη λαβή του σπαθιού μου. Πόσο ο φόβος ασχημίζει τους ανθρώπους! Κανένας δισταγμός δεν έμπαινε πια ανάμεσα σ’ εμένα και στην κίνησή μου. Έμπηξα δυο φορές στη μαλακή τους σάρκα το χαλκό. Τα δυο κορμιά βροντήξανε στις πλάκες με την κραυγή κομμένη από τη ρίζα ξερνώντας αίμα. Αίμα και στη λεπίδα Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [7]


του ξίφους μου, στα χέρια μου αίμα κι άλλο αίμα που κυλούσε στο πάτωμα λερώνοντας τα σάνταλά μου. Στο παράθυρο φάνηκε το φεγγάρι ολοκόκκινο. Ένας ίσκιος σα μαύρη φτερούγα διάβηκε μπρος του. Τότε ένιωσα το πρώτο χτύπημα καταπρόσωπο και το φως μου σκοτείνιασε. Κατάλαβα μ’ ένα ρίγος βαθύ πως είχαν φτάσει κιόλας οι Σεμνές Θεές. Ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο για να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα από αυτούς. Εδώ το περιστατικό προβάλλεται λεπτομερώς μέσα από τα μάτια του φονιά. Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πατέρα του πίσω, ορμητικός και αδίστακτος. Ο ίδιος και η αδελφή του, η Ηλέκτρα, θεωρούν τον φόνο ως εξιλέωση. Οι ταπεινώσεις μπορούν τώρα να ξεπλυθούν. Όμως δεν ξεφεύγουν από τις ενοχές που βασανίζουν τον δολοφόνο. Οι Ερινύες καταδιώκουν τον μητροκτόνο και σκοτεινιάζουν τη ζωή του. Η αυτοδικία οδηγεί στην αυτοκαταστροφή! Ισμήνη Με λες δειλή γιατί δεν απαρνούμαι τη φρόνηση. Συ έβαλες πάνω απ’ αυτήν -μ’ αποκοτιά- τους νόμους του Άδη, τη Δίκη, των νεκρών τους ίσκιους. Είναι γλυκιά η ζωή. Ο ήλιος και το θρόισμα των δέντρων, η σιγανή βροχή, οι φωνές των παιδιών που κυνηγιούνται. Ο θάνατος μ’ ανατριχιάζει. Δε θέλω να ’χω σχέση με μετοίκους του κόσμου του άλλου, όποιοι και να ’ναι. Κι εγώ αγαπώ, Αντιγόνη, εσένα κι όλους του ζωντανούς. Γι αυτό ποθώ να σε κρατήσω στη ζωή που τόσο αστόχαστα περιφρονείς. Εσύ αγαπάς ιδέες, όχι ανθρώπους, βαριές σαν αγκωνάρια Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [8]


πύργων, που μας συνθλίβουν. Η αδελφή της Αντιγόνης, η Ισμήνη είναι ένα πρόσωπο που έχει παραγκωνιστεί, έχει δευτερεύοντα ρόλο στη μυθολογία. Εδώ προβάλλεται ως λογική, συνετή και όχι ως δειλή που δεν τολμά ν’ αντισταθεί στο νόμο όπως η αδελφή της, η Αντιγόνη. Πιστεύει ότι πρέπει ν’ ακολουθούμε τους νόμους των ανθρώπων και όχι του Άδη. Η Αντιγόνη τολμά να παραβεί τον ανθρώπινο νόμο και να θάψει τα αδέλφια της παρά την απαγόρευση από τον Κρέοντα. Η Ισμήνη ισχυρίζεται ότι η αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους πρέπει να υπερισχύει. Η τόλμη και η αγάπη των ιδεών συνθλίβουν τον άνθρωπο. Η αυθάδεια δεν είναι καλός σύμβουλος. Η Ισμήνη, ένας ξεχασμένος, αδύναμος χαρακτήρας αναδεικνύεται για τη φρόνηση, την ευαισθησία, την αγάπη για τη ζωή, μακριά από τον ηρωισμό της Αντιγόνης. Πλουτώνιος έρως Η μοίρα μου πιο μαύρη απ’ των θνητών. Εκείνοι ζουν τουλάχιστο τη λίγη ζωή τους μες στο φως, εγώ περνώ την αιωνιότητά μου στο σκοτάδι. Βαρέθηκα να κυβερνώ τους ίσκιους που όλο θρηνούν καθώς θυμούνται τον Απάνω Κόσμο. Πώς με ξεγέλασαν τ’ αδέρφια μου, προπάντων αυτός που κράτησε ουρανό και γη δικά του! Όταν την είδα εκείνηνε να τρέχει γελώντας πλάι στο ποτάμι, μ’ ένα στεφάνι στάχυα στα ξανθά μαλλιά της σειστήκανε τα σπλάχνα μου κι είπα πως τούτη η κόρη μέλλει να φωτίσει το σκότος του Άδη που με τριγυρίζει. Ο Πλούτωνας, ο σκοτεινός θεός του κάτω κόσμου προβάλλεται ως αδικημένος κυρίως από τον Δία. Εκφράζει το παράπονό του για τη μαύρη μοίρα που τον έχει καταδικάσει στο σκοτάδι. Μας εκπλήσσει η επιθυμία του για τη χαρά της ζωής. Ερωτεύεται αναζητώντας λίγο φως στο σκότος του Άδη. Αρπάζει την Περσεφόνη και την οδηγεί στο παλάτι του. Αυτή αποζητά τον ήλιο και ο Δίας προτείνει τη γνωστή «δίκαιη λύση», να μοιράζεται τον χρόνο της στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Ο Πλούτωνας νιώθει αδύναμος, ανασφαλής. Φοβάται ότι θα χάσει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Ζητά να κηρύξει πόλεμο σ’ ουρανό και γη. Ένας

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [9]


σκοτεινός θεός παρουσιάζεται ως άνθρωπος ερωτευμένος που λαχταρά την παρουσία της ζωής μέσα στο σκοτάδι! Ο αντίλογος της Ευρυδίκης Γιατί με γυρεύεις σε τούτο τον κόσμο; Πεθαίνει ο έρωτας μόλις διαβείς την πύλη την αραχνιασμένη. Για μένα είσαι ένας άγνωστος -σα να μη σ’ έχω δει ποτέ μου. Άφησέ με εδώ που με βρήκες. Δεν ξέρεις πόσο γλυκά μ’ αγκαλιάζει η μαύρη φτερούγα. Η λήθη είναι το μέγιστο αγαθό. Δε θυμάσαι κανένα και τίποτα, δεν αποζητάς, δε νοιάζεσαι, δεν πονείς. Ησυχία. Γαλήνη και σιωπή – μια αυτάρκεια. Ο Ορφέας, ο όμορφος και ταλαντούχος νέος της μυθολογίας, μαραζώνει όταν χάνει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Κατεβαίνει στον κάτω κόσμο για να βρει την αγαπημένη του που θα την οδηγήσει και πάλι στην ευτυχία. Όμως η Ευρυδίκη εδώ προβάλλεται ως γυναίκα με προσωπικότητα που έχει την άποψή της. Ο Ορφέας αντιμετωπίζει μια απρόσμενη αντίδραση από αυτήν: Δεν υπάρχουν συναισθήματα στον κάτω κόσμο. Δεν θυμάσαι, δε λαχταράς, δεν ερωτεύεσαι, δεν πονάς. Η ανυπαρξία γιατρεύει τα πάντα και οδηγεί στην ευτυχία. Μια άποψη πρωτόγνωρη για τον θάνατο! Μινώταυρος Είχε το σώμα το δικό μου -και την ελιά μου ακόμη στο δεξί του μπράτσο. Μόλις αντικριστήκαμε όρμησε πάνω μου μ’ άγριο μουγκρητό. Μα καθώς αγκαλιάστηκαν τα σώματά μας κι αρχίσαμε το πάλεμα έβλεπα όλο και πιο πολύ πως πάλευα μ’ εμέ τον ίδιο.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [10]


Σκληρός ο αγώνας. Μια εκείνος νικούσε, μια εγώ. Κι όταν τον έριξα επιτέλους χάμω είδα να τρέχουν απ’ τα μάτια του δυο δάκρυα, καθώς τα στύλωνε μες στα δικά μου. Ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο σύμφωνα με τη μυθολογία με τη βοήθεια της Αριάδνης. Εδώ δείχνει την ανθρώπινη πλευρά του, την ευαισθησία του ανθρώπου, που αν και δολοφόνος, δειλιάζει μπροστά στον πόνο του θύματός του. Η ανθρώπινη πλευρά του ήρωα προς στιγμήν τον σταματά. Η ομοιότητά του με το πλάσμα που παλεύει και τα δάκρυα του θύματός του τον ευαισθητοποιούν. Όμως ολοκληρώνει την ηρωική πράξη του, σκοτώνει τον αντίπαλό του. Μια στιγμή αδυναμίας ήταν. Μα κι οι ήρωες καταδιώκονται από ενοχές! Απόλλων και Μαρσύας Τι ’τανε τούτ’ η αποκοτιά σου να προκαλέσεις σ’ αναμέτρηση το Θεό της μουσικής∙ το ξέρεις πόσο μισεί κάθε αμφισβήτηση. Η πείρα μας εδίδαξε να μελετούμε την κάθε πράξη μας. Η εξουσία ανήκει στους Θεούς, μπορούμε να πάμε εμείς ενάντιά τους; Ο Μαρσύας, σπουδαίος μουσικός, τολμά να ανταγωνιστεί τον θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα. Θεωρεί ότι αυτός, ένας θνητός, είναι καλύτερος από τον θεό στην τέχνη της μουσικής. Όμως θα έπρεπε να σκεφτεί με λογική, με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να φερόμαστε με ταπεινότητα και σεβασμό όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους δυνατούς που μπορεί να μας βλάψουν. Ίσως τα θύματα να μην είμαστε μόνο εμείς αλλά και άνθρωποι δικοί μας που μας αγαπούν κι έχουν την ανάγκη μας. Η τόλμη και η αλαζονεία έχουν συχνά δυσάρεστες συνέπειες, ακόμα και στην περίπτωση που το δίκιο είναι με το μέρος μας! Η αδικία της Ιστορίας Έβλεπε καθαρά πού οδηγούσε την πόλη εκείνος ο φιλόδοξος και λαοπλάνος. Προσπάθησε Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [11]


να λογικέψει το δήμο μα δεν τα κατάφερε. Δέχτηκε ωστόσο την ευθύνη που του αναλογούσε κι εστρατήγησε στη ριψοκίνδυνη εκστρατεία. Όταν ο άλλος εδραπέτευσε στη Σπάρτη, έμεινε να υπερασπίζεται μια υπόθεση που δεν την πίστευε βάζοντας τη ζωή του ενέχυρο. Θα περιμέναμε απ’ την αδέκαστη Ιστορία ν’ αποδώσει δικαιοσύνη στο μετριόφρονα, τον έντιμο Νικία. Όμως εκείνη ακόμη καμαρώνει τον άστατο και δημεγέρτη Αλκιβιάδη και φειδωλεύεται δυο λέξεις συμπάθειας για τον πιστό στο χρέος αντίπαλό του. Δυο πρόσωπα γνωστά στην πολιτική ζωή της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ., ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης, έχουν μείνει στην Ιστορία για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο Νικίας είναι ο λογικός, ο πατριώτης που με αυτοσυγκράτηση και σύνεση προσπαθεί να πείσει

τους

Αθηναίους στην Εκκλησία του Δήμου ότι είναι επικίνδυνο να εκστρατεύσουν στη Σικελία. Όμως επικρατεί η άποψη του πολιτικού του αντίπαλου Αλκιβιάδη. Αυτός με ωραία λόγια, λαοπλάνος και ριψοκίνδυνος καθώς ήταν, τους πείθει για το αντίθετο. Ο λαός συχνά παρασύρεται από δημαγωγούς που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Ο Νικίας, με την υπευθυνότητα που τον χαρακτήριζε, υποχωρεί και γίνεται ένας από τους ηγέτες της εκστρατείας παρά τις αντιρρήσεις του. Ο Αλκιβιάδης δραπετεύει στη Σπάρτη και γίνεται προδότης των Αθηναίων. Ο Νικίας, μετριόφρων και έντιμος παραμένει πιστός στο καθήκον. Λίγοι όμως έχουν ασχοληθεί με τον πιστό αυτό πατριώτη. Ο άλλος όμως, ο ανεύθυνος προδότης Αλκιβιάδης, έχει γοητεύσει με την ευγλωττία του και έχει ξεγελάσει ακόμα και την Ιστορία!

Κυριαρχεί η αδυναμία του ανθρώπου να ενθουσιάζεται από τα ευχάριστα λόγια

ιδιοτελών ανθρώπων!

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [12]


«Ο εθελοντής» Λευτέρης Αρχαγγελάκης Περίληψη Το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο εθελοντής» του Γιώργη Μανουσάκη αναφέρεται στην περίοδο 19121940. Αφηγείται τη ζωή ενός 17χρονου νέου, ορφανού, του Βασίλη, ο οποίος αποφασίζει μαζί με έναν φίλο του, τον Θοδωρή να πολεμήσουν ως εθελοντές στον Μακεδονικό και τον Ηπειρωτικό απελευθερωτικό αγώνα. Σε κάποια μάχη χάνει τον φίλο

του

και

συνεχίζει

μόνος

του.

Κατόπιν

αποφασίζει να πάει στην Αθήνα να μορφωθεί. Αργότερα τον προσκαλούν να πολεμήσει σε άλλον αγώνα στη Θεσσαλονίκη. Από τη συμμετοχή του ως εθελοντής

στην

προσπάθεια

απελευθέρωσης

πολλών περιοχών, μαθαίνει ενδιαφέροντα πράγματα και γνωρίζει πολλά άτομα. Επίσης, κερδίζει ένα σπουδαίο αξίωμα στον στρατό. Κατά τη διάρκεια των πολέμων (Βαλκανικοί, Α’ Παγκόσμιος πόλεμος) η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα και ο Βασίλης αποκτά πολιτική συνείδηση υποστηρίζοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ζώντας στα αστικά κέντρα

του

ελληνισμού

(Αθήνα,

Θεσσαλονίκη,

Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη). Απογοητευμένος μετά τον παραγκωνισμό των βενιζελικών αξιωματικών εγκαταλείπει το μέτωπο, όπως και πολλοί άλλοι βαθμοφόροι, και καταλήγει αυτοεξόριστος στην Κωνσταντινούπολη.

Τελικά, αποφασίζει να γυρίσει στην πόλη που

μεγάλωσε, τα Χανιά. Εκεί συναντά ξανά τ’ αδέρφια του και γνωρίζει μια νέα γυναίκα την οποία παντρεύεται. Ώσπου, τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο Βασίλης έχοντας έντονο πρόβλημα συνείδησης να πάει να υπηρετήσει κάτω από την εξουσία του δικτάτορα Μεταξά παθαίνει καρδιακό έμφραγμα και πεθαίνει στον δρόμο. Κρητικός έφηβος Μετωπικός κι ευθυτενής σαν κούρος, στέκει στο κέντρο της φωτογραφίας πλατύστερνος και λιγνομέσης. Δεκαεφτά χρονών έφυγε για τη Μακεδονία κρυφά, αφήνοντάς μας τη ματιά του να κοιτάζει ψηλά από την κορνίζα Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [13]


ολόισια πέρ’ από το χρόνο και τον Χάρο στο περιβόλι της αμάραντής του νιότης. Απόσπασμα από το ποίημα «Κρητικός έφηβος», τη ζωή του οποίου αφηγείται το μυθιστόρημα «ο εθελοντής». Ο άνθρωπος, στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων Στο τέμπλο οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας ήτανε σκεπασμένες με ασήμι, εξόν από τα πρόσωπα. Ο Θοδωρής εσίμωσε, έκαμε τρεις φορές βιαστικούς σταυρούς κι ανασπάστηκε τις δυο εικόνες. Στο νου του Βασίλη ήρθε η σκέψη πως εκεί που θα πηγαίνανε ήτανε ζωή και θάνατος κι ένιωσε πως δυο τρεις σταυροί κι ένα προσκύνημα ήτανε πολύ λίγα. Οι δυο φίλοι, παιδιά ακόμα, παίρνουν την απόφαση να φύγουν από την Κρήτη και να πολεμήσουν ως εθελοντές για την απελευθέρωση μακρινών γι’ αυτούς περιοχών. -Θοδωρή, δε μου ‘πες γιάντα θέλεις να πάεις εθελοντής, ρώτησε εκεί που μασούσαν, ο Βασίλης το συντράπεζό του. Εκείνος δεν εμίλησε σα να πάσκιζε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. -Πλαντάζω στο χωριό, ξέσπασε ξάφνου. Άλλο δεν κάνω παρά να ξελακκίζω τ’ αμπέλι, να ραβδίζω και να κουβαλώ τσ’ ελιές.

Όμως επαέ μέσα – κι εχτύπησε με το

γρόθο το στήθος του- σηκώνουνται φωνές που δεν καταλαγιάζουνε με τσι δουλειές. -Είντα φωνές; Ρώτησε ο Βασίλης. -Μηδ’ εγώ δεν κατέχω. Φωνές που με παρακινούνε να βρω ένα θεριό ή ένα σαραντάπηχο σαν το Διγενή ν’ απαλέψω μαζί ντου και να τόνε βάλω κάτω. Ο Θοδωρής θέλει να ξεφύγει από τη ρουτίνα της αγροτικής ζωής και να πολεμήσει ηρωικά. Τους επήγανε στο πεδίον βολής, να δοκιμάσουνε στην πράξη το χειρισμό τους. Όταν εβρέθηκε μπροστά στο στόχο, ο Βασίλης έριξε τις πέντε σφαίρες του τη μια πίσω από την άλλη κι επερίμενε να του πει ο στρατιώτης τ’ αποτέλεσμα. Κι οι πέντε είχανε πάει έξω από τον κύκλο. -Στερέωνε καλά το τουφέκι στον ώμο, του ’πε ο εκπαιδευτής, και κράτα το σταθερό, για να περιορίζεις το κλότσημα του. Βάστα την αναπνοή σου όταν πιέζεις την σκανδάλη και μη ρίχνεις βιαστικά. Σημάδευε με προσοχή. Έβαλε τη δεύτερη δεσμίδα στ’ όπλο, βλαστημώντας από μέσα του: «Διάλε τσ’ αποθαμένους σου για τουφέκι! Εσύ θα κάνεις ό,τι θέλεις ή εγώ;». Ακολούθησε τσ’ ορμήνιες του στρατιώτη. Τ’ αποτέλεσμα τούτη τη φορά ήτανε καλό. Ο Βασίλης πεισμώνει και πετυχαίνει τον στόχο. Εσηκώθηκε πρώτος και τον ακολούθησαν οι άντρες του. Πηγαίνανε σκυφτοί, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Εφτάσανε στα χαμόκλαδα δίχως ν’ ακουστεί τουφεκιά, εκοιτάξανε πέρα δώθε, οι Τούρκοι είχανε γίνει άφαντοι. Εμπήκανε στο φυλάκιο, το ψάξανε-κανείς.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [14]


«Έτσι είν’ ο πόλεμος;» εσυλλογιζόταν ο Βασίλης. «Ρίχνεις στα κουτουρού, δίχως να δεις μηδέ τον ίσκιο του εχτρού σου, κι άξαφνα όλα τελειώνουνε κι είσαι, λέει νικητής; Χαρά στο πράμα!» Άπειρος ακόμη ενθουσιάζεται με την πρώτη επιτυχία. Κρυμμένος πίσω απ’ ένα σκίνο ο Βασίλης εσυλλογιζόταν αυτό που θα πρέπει να κάμει. Δεν ένιωθε φόβο μήτε ταραχή κι αναρωτήθηκε γιατί. Να ’ταν ο πόθος της εκδίκησης για τον δικόν τους που ’δε να σκοτώνεται – ας μην είχαν αλλάξει όσο ζούσε πάνω από δυο κουβέντες; Να ’ταν από πείσμα, γιατί τους έκοψαν το δρόμο νικώντας τους προσώρας; Να ’τανε γιατί περίμενε να κριθεί η αξία του στη μάχη που θ’ άρχιζε σε λίγο κι ήθελε να ριχτεί σ’ αυτήν, αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα; Δεν ήξερε ποιο από τα τρία βάραινε μέσα του περισσότερο. Έκαμε το σταυρό του κι έσφιξε με δύναμη τ’ όπλο του. Ο Βασίλης προβληματίζεται καθώς σκέφτεται τον λόγο για τον οποίο πολεμάει. Στις 24 του μήνα ήταν η πιο μαύρη μέρα του πολέμου. Πίσω από το μετερίζι του ο Βασίλης έριχνε κάθε φορά που νόμιζε πως έβλεπε στο βάθος κάποιον ίσκιο να σαλεύει. Πιο πέρα είχε ταμπουρωθεί ο σύντεκνος με τα ρούσα μαλλιά. Ανάμεσα σε δυο μπαλοτές τον άκουσε να του λέει: -Σα θα τελέψει ο πόλεμος, να ’ρθεις στο χωριό μου να γνωρίσεις το βαφτισιμιό του κύρη σου. -Ώρα που την ήβρες να μου κάμεις το κάλεσμα! του αποκρίθηκε περιπαιχτικά. -Το σόι μας τιμά πάντα τσι φίλους και τσ’ εδικούς. -Σου δίνω το λόγο μου πως θα ’ρθω. Άσε όμως πρώτα να βγούμε ζωντανοί. Περίμενε την απάντηση του σύντεκνου, όμως εκείνος δεν είπε τίποτα. Εκοίταξε προς το μέρος του. Είχε γείρει την κεφαλή και την ακουμπούσε στο τουφέκι, σα να τον είχε πάρει ο ύπνος μέσα στο σάλαγο της μάχης. Από μια τρύπα στο κούτελό του έτρεχε ένα κορδόνι κόκκινο κι έβαφε τ’ όπλο και το δεξί του χέρι. -Από τη μια στιγμή στην άλλη … μουρμούρισε με δέος ο Βασίλης κι αιστάνθηκε σα να ’χε μια πέτρα στο στομάχι. Η απώλεια ενός συμπολεμιστή σοκάρει το νεαρό Βασίλη. Ο Βενιζέλος επείγεται να περισώσει ό,τι προλάβει από την αρπακτική διάθεση φίλων κι εχθρών. Βιάζεται να βγει στον πόλεμο με την Αντάντ, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Αγγλογάλλων, ώστε να πάρει πίσω ό,τι έχασε η Ελλάδα και να διεκδικήσει τα μέρη που κατοικούν ελληνικοί πληθυσμοί. Ο Βασίλης κοιτάζει τον άνθρωπο με τα γυαλιά και το μισόψαρο γενάκι που μιλεί στο πλήθος με φωνή σταθερή, κουνώντας τα χέρια του άνετα και αρμονικά, σα να διευθύνει μιαν ορχήστρα. Ετούτος, λοιπόν, ο άνθρωπος έχει πάρει την απόφαση να σηκώσει στους ώμους του ολάκερο τον ελληνισμό και, περνώντας τον μέσα από μια πύρινη ζώνη, να τον οδηγήσει στο μέλλον του, που δεν το περιμένει μοιρολατρικά μα το δημιουργεί ο ίδιος.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [15]


Άνθρωπος που μοιάζει ντελικάτος, όμως φαίνεται να ’χει

μιαν αλλιώτικη δύναμη

που βγαίνει από βαθιά πηγή. Ο Βασίλης φέρνει στο νου του την Ιστορία με τη μορφή που πήρε στη σκέψη του από την περιδιάβασή του στη Θεσσαλονίκη: σα μια γη που την αποτελούνε τα στρώματα που ’χουνε καθίσει με τον καιρό το ένα πάνω στ’ άλλο. Του φάνηκε πως ο Βενιζέλος είχε μέσα του όλα τούτα τα στρώματα.

Ένας σπουδαίος

πολιτικός που θα καθορίσει την πορεία του τόπου και τη ζωή του Βασίλη. -Ο βασιλεύς είναι υπεράνω πάσης ευθύνης. Είναι το σύμβολο του έθνους, ο συνεχιστής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. -Τους Τούρκους και τους Βουλγάρους τους ενίκησε ο Βενιζέλος. Αν δεν ήταν αυτός να διατάξει τον Κωνσταντίνο, θα παθαίναμε την πανωλεθρία που πάθαμε και το ’97, όταν ο ένδοξος αρχιστράτηγος το ’βαλε στα πόδια σα λαγός. Ο φαρμακοποιός χτύπησε τη γροθιά στο γραφείο του κι είπε οργισμένος: -Είσαι

ένας

ουτιδανός!

Οι άνθρωποι συχνά φανατίζονται, δεν βλέπουν την

πραγματικότητα και το έθνος μπορεί να οδηγηθεί σε διχασμό. Το πέσιμο της νύχτας εσταμάτησε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Μέσα στο σκοτάδι ακούγανε τους Βουλγάρους να μετακινούνται, ώστε να ’ναι έτοιμοι για την πρωινή τους επίθεση. Με το χάραμα την αρχίσανε. Την ώρα που ’βγαινε ο ήλιος ο Βασίλης αιστάνθηκε δυνατό τράνταγμα στον αριστερό του ώμο κι ένα μούδιασμα σ’ όλο του το χέρι. Κοίταξε κι είδε τ’ αμπέχονό του, απ’ όπου έτρεχε αίμα. Τότε ένιωσε και τον πόνο

και το

τουφέκι του ’φυγε από τα χέρια. Θύμα του πολέμου λοιπόν κι ο Βασίλης τραυματίζεται. Μεταφέρθηκε μαζί με τους άλλους τραυματίες στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης κι εμπήκε στο χειρουργείο. -Έρχεται ο Βενιζέλος! Είναι στο θάλαμο των αξιωματικών. Σε λίγο θα ’ρθει

κι

από δω. Όταν εκοίταξε στα μάτια το Βασίλη, εκείνος ένιωσε το βλέμμα του να τόνε διαπερνά, σα να γύρευε να διαβάσει τις πιο μύχιες σκέψεις του. Ανταπόδωσε το χαμόγελο κι έβαλε δύναμη στο σφίξιμο του χεριού του, για να καταλάβει ο Αρχηγός πως είχε ακόμη ακέρια την αντρειοσύνη του. Οι ικανοί ηγέτες εμψυχώνουν συχνά τον λαό. Πριν βγει ο Βασίλης από το νοσοκομείο του ’ρθε ένα χαρτί, που του ανακοίνωνε την προαγωγή του σε λοχία «επ’ ανδραγαθία». Ήτανε γι’ αυτόν η μεγαλύτερη ανταμοιβή που θα μπορούσε να του δοθεί. Χαλάλι ο κίνδυνος που πέρασε στη μάχη, χαλάλι το αίμα του! Η επιβράβευση αποτελεί συχνά κίνητρο για τη συνέχιση του στόχου. Η εκδίκηση είναι μια μορφή δικαιοσύνης, πρωτόγονης έστω, που ήτανε πάντα παραδεκτή απ’ όλους. Θα πρέπει όμως η ανταπόδοση να γίνεται στον αποδεδειγμένα ένοχο. Αν εφαρμόζεται σ’ έναν που δεν είναι φταίχτης ή που υπάρχουν αμφιβολίες για την ενοχή του, δικαιολογείται η εκδίκηση; Κι εδώ μπαίνει στη μέση ένας άλλος παράγοντας: η ψυχολογική κατάσταση του εκδικητή, που συνήθως δεν ενεργεί ψύχραιμα. Ως ποιο βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [16]


μια τέτοια πράξη από την οργή ή την οδύνη που κατέχει εκείνη τη στιγμή το δράστη και θολώνει τη σκέψη του; Αυτό το θόλωμα τον απαλλάσσει από την ευθύνη για ό,τι έκαμε; Αν τον καταδικάσομε δεν είναι σα να δίνομε δίκιο στο αρχικό έγκλημα και ν’ αθωώνομε τον εγκληματία; Αν πάλι δικαιολογήσομε την πράξη του, δεν εξωθούμε κι άλλους σε μίμησή του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε μια σειρά φονικών δίχως τέλος; Ο Βασίλης δεν μπορούσε να καταλήξει σε μιαν απάντηση, που να του φαίνεται δίκαιη και χωρίς αμφισβήτηση. Προβληματισμοί χωρίς λύση μέσα στο θολό τοπίο του πολέμου. Ψάχνοντας στα σπίτια για κρυμμένους ένοπλους, αντικρίζανε φάτσες σφιγμένες, σιωπηλές, που μόνο από τα μάτια μάντευες τι νιώθανε: φόβο, αβεβαιότητα και μαζί μίσος. Άντρες και γυναίκες έστεκαν όρθιοι με τις πλάτες στον τοίχο, σα να θέλανε να προστατευτούν από πισώπλατο χτύπημα, και τα παιδιά ζαρώνανε στα πόδια τους. Οι χανούμισσες είχανε κρυμμένο το πρόσωπο με το γιασμάκι κι εφαίνουνταν μόνο τα μάτια τους, που παρακολουθούσανε κάθε κίνηση. Τούτα τα σκεπασμένα πρόσωπα νευριάζανε πολλούς φαντάρους, γιατί, όταν δε βλέπεις την έκφραση αυτουνού που ’χεις αντίκρυ σου, φαντάζεσαι πως μελετά τα χειρότερα για σένα. Μίσος και φόβος, συναισθήματα που κυριαρχούν σε στρατιώτες και αμάχους. Στα τέλη του Σεπτέμβρη απονεμήθηκε από το διοικητή της μεραρχίας Κυδωνιών στο Βασίλη και σ’ άλλους συναδέλφους του ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ τάξεως. Το δίπλωμα

ανέφερε

ως

λόγο

της

απονομής:

«Διά

τη

ψυχραιμίαν,

τόλμην,

και

αποφασιστικότητα». Το ’βαλε στο μπαουλάκι του μαζί με το μετάλλιο του Πρώτου Βαλκανικού. Άλλη μια επιβράβευση, μια μικρή αναγνώριση των προσπαθειών του. Αργήσανε να επισκεφθούνε το Πατριαρχείο, γιατί μάθανε πως από πέρυσι δεν υπήρχε Οικουμενικός Πατριάρχης. -Στο Πατριαρχείο ήτανε κάποτε συγκεντρωμένοι οι θησαυροί της Ορθοδοξίας, έλεγε ο Αρτέμιος. Μα επέπεσαν οι γύπες και οι κόρακες κι επήρε ο καθένας ό,τι μπόρεσε να σηκώσει. Η πρώτη μεγάλη αρπαγή έγινε το 1204, όταν επήραν την Πόλιν οι σχισματικοί του Πάπα, σταυροφόροι και Βενετοί. Δυόμισι αιώνες αργότερα ήλθε το φουσάτο των Αγαρηνών που έκαμε τζαμιά όλους τους περίλαμπρους ναούς. Τότε έφυγαν και πολλοί δικοί μας στη Δύση παίρνοντας κειμήλια και βιβλία για να τα γλιτώσουν. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, θύματα της αρπακτικής διάθεσης πολλών εχθρών μέσα στους αιώνες. Ο Βασίλης ξεκίνησε μοναχός του για το Φανάρι. Ο πάτερ Ευδόκιμος εκαθότανε σε μια καρέκλα. Τα μάτια του, μολονότι τα γύρισε προς το μέρος του, δεν επροσηλώθηκαν σε τίποτα το συγκεκριμένο. -Είσαστε, έμαθα, αξιωματικός.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [17]


-Ναι. Ξεκίνησα εθελοντής το ’12, κατατάχτηκα στην Άμυνα της Θεσσαλονίκης στον Ευρωπαϊκό, προήχθην σ’ ανθυπολοχαγό, πήγα στη Μικρασία, κι από τότε είμαι στο στράτευμα. -Πέρασες, λοιπόν, όλους τους πολέμους. -Έτσι είναι. -Ο στρατιωτικός υπερασπίζεται εμάς τους αμάχους, αναγκάζεται όμως ν’ αφαιρεί ζωές, θέλει δε θέλει. -Δεν μπορεί να κάμει αλλιώς. -Σωστά. Κι εσείς θα σκοτώσατε, έτσι δεν είναι; -Έχω σκοτώσει. -Ο Θείος Νόμος λέει «ου φονεύσεις», όμως όλοι μας, φανερά ή κρυφά, έχομε σκοτώσει. -Όλοι, λοιπόν, είν’ ίδιοι; Όλοι μας πάνε στο γκρεμνό; -Ο κυβερνήτης πρέπει να ’ναι ταπεινός μέσα του. Να μη λογιάζει τον εαυτό του σαν επίγειο Θεό. Η ταπεινότητα και η αγάπη σώζουν τον άνθρωπο, ακούει ο Βασίλης μέσα στο βουητό του πολέμου. -Η οικογένειά μου είναι γνήσια φαναριώτικη, ούτε θυμούνται από πότε κατοικούνε στην Πόλη, αν είναι ντόπιοι ή αν ήρθαν απ’ αλλού. Γενεές γενεών στην υπηρεσία των Τούρκων. Από τη μια να τους απονέμονται αξιώματα, από την άλλη να κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους η σπάθα του δημίου. Έπρεπε ν’ ακροβατούν αδιάκοπα σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Έτσι αποκτήσανε την εμπιστοσύνη των σουλτάνων και των Μεγάλων Βεζίρηδων, κερδίσανε φήμη και πλούτο. Συχνά βοηθούσανε τους Ρωμιούς, όσο περνούσε από το χέρι τους, πάντα με την έγνοια μην ξεπεράσουνε τα όρια και κινήσουνε τις υποψίες των αφεντάδων. Από τέτοιους προγόνους επήρα κι εγώ την ικανότητα

των δυο προσώπων

ή προσωπείων

και των ελιγμών

στις δύσκολες

περιστάσεις. Οι καταστάσεις κάνουν συχνά τον άνθρωπο να εκμεταλλεύεται καταστάσεις προς όφελος του. Ο Φίλιππος, ο νέος συγκάτοικός του, του ’πε πως είχε φύγει από τη μονάδα του μετά τη μαρτιάτικη επίθεση και του διηγήθηκε τις περιπέτειές του. -Όλοι τους χαίρουνται και λυπούνται για τον ίδιο λόγο, όλοι αγαπούνε και μισούνε παρόμοια. -Δε μου φτάνουν αυτά. Δεν έχουνε την ίδια Ιστορία μ’ εμένα, δε μιλούνε την ίδια γλώσσα, δεν πιστεύουνε στον ίδιο Θεό. -Ναι, αυτά που ’πες εγίνανε με τον καιρό μια ζύμη που μ’ αυτήν πλάστηκε η κοινή ψυχή μας. Όμως μήπως ήρθε πια ο καιρός ν’ αναζητήσομε καινούρια στοιχεία, που να μας συνδέουν μ’ όλη την ανθρωπότητα;

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [18]


-Και να ξεχάσουμε το παρελθόν μας, όλο το μακρύ δρόμο που πήραμε στους αιώνες;

Ο Βασίλης ακούει κάτι καινούριο, ότι οι άνθρωποι σ’ όλη τη γη πρέπει να ζουν

ειρηνικά. Η προκυμαία της Σμύρνης είχε γεμίσει Σμυρνιούς και πρόσφυγες από τα χωριά, που περιμένανε να μπούνε στα πλοία. Όταν τα ’δανε να σηκώνουν άγκυρα, καταλάβανε πως η Ελλάδα τους άφηνε ανυπεράσπιστους στην τύχη τους. Την άλλη μέρα το πρωί μπήκαν οι πρώτοι Τούρκοι στην πόλη και το βράδυ άρχισαν οι λεηλασίες, οι βιασμοί κι οι σκοτωμοί. Στις 31 Αυγούστου άρχισε να καίγεται η πόλη. Το πλήθος, που συνέχιζε να παραμένει στην προκυμαία, κατευθυνότανε με τις βάρκες, ακόμη και κολυμπώντας, στα πλοία των Δυνάμεων για να σωθεί. Στους δρόμους και στα προάστια οι σκοτωμένοι είχαν αρχίσει να βρομούν, ενώ ένα πυκνό σύννεφο καπνού σκέπαζε τη Σμύρνη. Καταστροφή των αμάχων χωρίς προηγούμενο. Μαθαίνοντας την εγκατάλειψη της Μικρασίας, τις σφαγές και την πυρπόληση της Σμύρνης, ο Βασίλης αιστάνθηκε σα να ’χε γίνει ξάφνου ένας δυνατός σεισμός που τα γκρέμισε όλα γύρω του, κι εκείνος απόμεινε να βαδίζει μέσα στα ερείπια, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Εμπήκε στο παπόρι για τον Πειραιά, αποφασισμένος να πάρει ενεργό μέρος στα γεγονότα που, αναπόφευκτα, θα συμβαίνανε. Η υπευθυνότητα του Βασίλη τον οπλίζει με αποφασιστικότητα. Για πέντε μήνες φοίτησε ο Βασίλης στη Στρατιωτική Σχολή Γυμναστικής. Άσκησε το σώμα του μ’ αθλήματα από το ποδόσφαιρο ως την ξιφασκία κι έμαθε να πειθαρχεί σε σκοπούς που είτε όριζε ο ίδιος είτε οι ανώτεροί του τού υπαγορεύανε. Βγαίνοντας από τη Σχολή ξανάρχισε να διαβάζει για να ισορροπήσει. Βάζει στόχους και προσπαθεί να τους πραγματοποιήσει. Αποφασίζει να κάνει κάτι για τον ίδιο. Ο Βασίλης μετατέθηκε στα Χανιά. -Γιατί χτυπούν οι καμπάνες; απόρησε ο Βασίλης. Και χτυπούσαν πένθιμα. -Ο Βενιζέλος, είπε ο Βατσάκης και τον έπιασε από το μπράτσο, να περάσουνε στο πεζοδρόμιο προς τη μεριά της Αγοράς. Ο Βασίλης ένιωσε σα να δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα κατακέφαλα. Του φάνηκε πως η άσφαλτος εκυμάτιζε κάτω από τα πόδια του, σα να ’τανε

θάλασσα. Νιώθει να

γκρεμίζεται το πρότυπό του, αυτός που τον καθοδηγούσε ως τώρα. Στις 28 του Οχτώβρη το πρωί ξυπνήσανε τους Χανιώτες πάλι οι καμπάνες. Ο Βασίλης, καθώς εσηκωνόταν από το κρεβάτι, έλεγε από μέσα του: «Μπορεί να μην είν’ αυτό. Να ’ναι κάτι άλλο, λιγότερο σπουδαίο». Όμως δεν πέρασε πολλή ώρα και το μεγάφωνο του αντικρινού καφενείου μετέδιδε το ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου. Οι Ιταλοί είχαν επιτεθεί πριν από τα χαράματα.

Ένας νέος πόλεμος θα ξεσπούσε με

ολέθριες συνέπειες.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [19]


«Ο εθελοντής» είναι ένα μυθιστόρημα με πολεμικό και ιστορικό-πολιτικό περιεχόμενο. Ο ήρωας του αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο της εποχής, που παρασύρεται στη δίνη του πολέμου αλλά επιβιώνει. Αποκτά πρωτόγνωρες εμπειρίες, διαμορφώνει έναν δυναμικό χαρακτήρα με πολιτική συνείδηση. Γυρνά στον τόπο του για ένα νέο ξεκίνημα. Παρακολουθούμε τη στρατιωτική δράση του, την πολιτική του θέση και συμμετοχή στα γεγονότα σε εθνικό επίπεδο. Κυρίως όμως παρακολουθούμε τη σταδιακή ψυχική και πνευματική του ωρίμανση. Προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και σταδιοδρομεί. Ο Βασίλης λοιπόν, ένας νέος εγκαταλείπει το χωριό του, λίγο έξω από τα Χανιά και φεύγει από την Κρήτη. Έχει πάρει τη μεγάλη απόφαση: να βοηθήσει μαζί με τον φίλο του Θοδωρή στην απελευθέρωση της βόρειας Ελλάδας. Έχουν κι άλλα κίνητρα όμως, θέλουν να ξεφύγουν από τη μίζερη ζωή του αγρότη. Ο ορφανός Βασίλης μάλιστα νιώθει καταπιεσμένος από τον θείο του που τον έχει αναθρέψει. Έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και πιστεύουν πως θα πετύχουν ηρωικά κατορθώματα. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τη χώρα. Η βόρεια Ελλάδα μάχεται για την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους. Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει τον Βασίλη, συναντά δυσκολίες που δεν τις περίμενε. Νέος ακόμη και άπειρος δυσκολεύεται να σημαδεύσει σωστά στο πεδίο βολής. Ενθουσιάζεται από την πρώτη επιτυχία. Θέλει να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο ενός συμπολεμιστή του και αρχίζει να προβληματίζεται για ποιο λόγο πολεμάει. Διστάζει να σημαδέψει τον φοβισμένο αιχμάλωτο που έχει απέναντί του. Η απώλεια φίλων του, και κυρίως του Θοδωρή, κλονίζουν την ψυχή του. Σ’ όλη αυτή την πορεία νιώθει να τον καθοδηγεί ένας μεγάλος ηγέτης: ο Ελευθέριος Βενιζέλος που αποτελεί το πρότυπό του. Μαθαίνει ότι οι Εβραίοι υπέφεραν αιώνες ολόκληρους κυνηγημένοι από χώρα σε χώρα, θύματα της εξουσίας και του συμφέροντος. Συναντά φανατισμένους υποστηρικτές του βασιλιά που εχθρεύονται τον Βενιζέλο. Τραυματίζεται και ο ίδιος. Στο νοσοκομείο έχει την τύχη να δει από κοντά τον Βενιζέλο που τους εμψυχώνει. Αργότερα πηγαίνει στη Σμύρνη να πολεμήσει. Προβληματίζεται αν πρέπει κάποιος να εκδικείται τον εχθρό ή όχι. Η σκληρότητα του πολέμου συνεχίζεται. Επιβραβεύεται για το θάρρος και την αποφασιστικότητά του άλλη μια φορά. Φεύγει από τη Σμύρνη και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Ακούει με προσοχή τον πατέρα Ευδόκιμο να του λέει ότι ο Θείος Νόμος ορίζει να μη σκοτώνουμε και να είμαστε ταπεινοί. Γνωρίζει ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν ακροβατώντας σ’ ένα τεντωμένο σκοινί: βοηθάνε Ρωμιούς έχοντας την εμπιστοσύνη των σουλτάνων. Ακούει την άποψη του συγκατοίκου του που του κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: ότι ήρθε καιρός ν’ αναζητήσουμε στοιχεία που μας συνδέουν μ’ όλη την ανθρωπότητα. Μετά τις σφαγές και την καταστροφή της Σμύρνης επιστρέφει στην Ελλάδα, η οποία έχει πλημμυρίσει από πρόσφυγες, ανθρώπους ξεριζωμένους από τον τόπο τους. Τελικά, γυρνά στα Χανιά. Πεθαίνει ο Βενιζέλος, κηρύσσεται η δικτατορία, ξεσπά ένας νέος πόλεμος. Μια σειρά γεγονότων που αφήνουν το αποτύπωμά τους στη ζωή του Βασίλη και στη μοίρα των λαών! Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [20]


«Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα» Μαρία Παπαμαρκάκη Περίληψη Ο μικρός ήρωας, ο Γιώργης αφηγείται τα παιδικά του χρόνια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το χρονικό ξεκινάει με την περιγραφή των δύο τελευταίων καλοκαιριών πριν ξεκινήσει στην Ελλάδα ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η ζωή του είναι ξέγνοιαστη, όταν μαθαίνει για τον πόλεμο στην Ευρώπη τον οποίο θεωρεί ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Μόλις ξεκινά ο πόλεμος στην Ελλάδα, η οικογένεια του καταφεύγει από τα Χανιά στο χωριό του πατέρα του. Εκεί θα γνωρίσει έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό. Περιγράφει τη ζωή

του

στο

χωριό,

παράλληλα

όμως

μας

πληροφορεί για την εξέλιξη του πολέμου: τις πρώτες νίκες στην Αλβανία, τη θλίψη για τους πρώτους τραυματίες, τον πόνο για τον πρώτο νεκρό. Μαζί με τα γεγονότα μαθαίνουμε πώς συνεχιζόταν η ζωή στο χωριό. Όταν τελικά ξεκινούν οι βομβαρδισμοί στα Χανιά και πέφτουν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, ο Γιώργης καταλαβαίνει ότι ο πόλεμος που μάθαινε από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο, μπήκε στη ζωή τους. Ο φόβος, οι στερήσεις και η αβεβαιότητα για το μέλλον κυριαρχούν στην καθημερινότητά τους. Στη συνέχεια περιγράφεται η γερμανική κατοχή. Στο χωριό τους έχουν εγκατασταθεί Γερμανοί στρατιώτες. Οι νίκες των συμμάχων τους δίνουν χαρά κι ελπίδα. Όμως οι φυλακές της Αγυιάς γεμίζουν και οι εκτελέσεις αμάχων συνεχίζονται. Οι άντρες οργανώνονται στον ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Ο πατέρας του Γιώργη ανεβαίνει στο βουνό με τους αντάρτες. Η Αθήνα απελευθερώνεται. Συγχρόνως ο ήρωας αφηγείται με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες την καθημερινότητά του: στο σχολείο με τους φίλους του και τα παιχνίδια στα διαλείμματα, τις προσπάθειες των γυναικών να ταΐσουν τις οικογένειές τους με ελάχιστα τρόφιμα, τις παιδικές φιλίες και τις πρώτες αγάπες, τα προξενιά και τους γάμους, τις αλλαγές των εποχών μέσα από τις αγροτικές εργασίες, τα αστεία και τις μαντινάδες, τη ζωή των Γερμανών στο χωριό. Η οικογένεια του Γιώργη επιστρέφει στα Χανιά και η προσαρμογή είναι για όλους δύσκολη. Η πόλη είναι κατεστραμμένη και οι κάτοικοι τρέφονται από τα συσσίτια. Η Γερμανία υπογράφει ανακωχή και οι Γερμανοί φεύγουν από την Κρήτη. Ο μικρός ήρωας ανακαλύπτει την αγάπη του για τα βιβλία και συνειδητοποιεί ότι αυτή η αγάπη θα τον οδηγήσει σ’ ένα, διαφορετικό, δικό του δρόμο. Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [21]


Από τον κόσμο του μύθου και της φαντασίας στη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου Μιαν μέρα ήρθανε στρατιώτες κι εκάτσανε στον ίσκιο της μουριάς. Ήταν όλοι τους κόκκινοι κι ιδρωμένοι. Βγάνανε τα κράνη τους κι εσκουπίζανε τα πρόσωπα με τα μαντήλια τους. Ο πατέρας μου τους έπιασε κουβέντα, μα ’γω δεν επρόσεχα τι λέγανε, γιατί καμάρωνα τα τουφέκια που κρατούσαν ανάμεσα στα γόνατά τους, έτσι που κάθουνταν χάμω, και τις ξιφολόγχες που κρέμουνταν από τις ζώνες τους. Ένας φαντάρος, που 'χε και γαλόνια στα μανίκια, μ’ εκάλεσε κοντά του, μου ’βαλε το κράνος στο κεφάλι και μου ’δωσε τ’ όπλο του. Δεν εφανταζόμουνα πως ήτανε τόσο βαρύ. Ένιωσα να ψηλώνω και ν’ αντρειεύομαι. Είναι φανερή η έκπληξη του μικρού Γιώργη. Ο πόλεμος ήταν ως τότε το πιο συναρπαστικό παιγνίδι μου. Μια φορά την εβδομάδα έβγαινε η αθηναϊκή εφημερίδα «Νέος Κόσμος», που ολόκληρη η πρώτη σελίδα της ήτανε γεμάτη φωτογραφίες. Είχα κοντά μου το κέρμα που μου ’χε δώσει η μητέρα μου και μόλις άκουγα τη φωνή του εφημεριδοπώλη, τ’ άρπαζα κι εκατέβαινα γρήγορα-γρήγορα τη σκάλα, να τόνε προφτάσω. Με την ίδια λαχτάρα έτρεχα μόνο όταν άκουγα τον καραμελά να διαλαλεί τα μασούρια τις καραμέλες του, τυλιγμένες σε χρωματιστές ζελατίνες. Τι θαυμαστά πράματα που ’βλεπα, προπάντων στην πρώτη σελίδα! Στούκας σε κάθετη εφόρμηση ν’ αμολούνε τις μπόμπες τους. Τανκς να τρέχουνε στους κάμπους της Πολωνίας. Αλεξιπτωτιστές απάνω από την Ολλανδία.

Ένα παιχνίδι, ως τότε ο πόλεμος

για το μικρό παιδί. Πόλεμος. Εστριφογύριζα τη λέξη με τη γλώσσα πίσω από τα δόντια μου και την ένιωθα να ’χει μιαν άλλη γεύση απ’ αυτή που ‘χε ως τότε – κάτι το στυφό, σαν άγουρο κυδώνι. Αρχίζει να νιώθει τη διαφορά, τώρα πια μπήκε στη ζωή του ο πόλεμος και την αλλάζει. Σαν εφτάσαμε στο χωριό άρχιζε να σκοτεινιάζει. Τ’

αυτοκίνητο μπήκε

χοροπηδώντας σ’ ένα χωράφι κι εσταμάτησε μπρος από ένα δίπατο σπίτι. Στην αυλή του στέκουνταν κόσμος, σα να μας επερίμεναν. Ένιωσα ένα σάστισμα, γιατί πάντα οι πολλοί άνθρωποι μου φέρναν ένα είδος φόβου, προπάντων αν ήταν άγνωστοι. Όταν όμως με σηκώσανε στην αγκαλιά τους οι θείες μου, φιλώντας με και στα δυο μάγουλα, ησύχασα. Ήρθε η μητέρα μου και μ’ έντυσε, μαλώνοντάς με που ‘χα βγει με τις πιτζάμες και δίχως παπούτσια. Ξαναβγήκαμε μαζί στην ταράτσα, γιατί μ’ άρεσε έτσι όπως εφαίνουνταν όλα από ψηλά. Μου ‘δειξε μια σειρά άσπρα χτίρια εκεί που τέλειωνε ο κάμπος και μου εξήγησε πως ήταν οι Αγροτικές Φυλακές της Αγυιάς, όπου οι φυλακωμένοι βγαίνουν έξω μαζί με τους φύλακες και δουλεύουνε στα χωράφια. Νέο περιβάλλον για τον μικρό.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [22]


Έτσι ξεκίνησε η καινούργια ζωή μας στο χωριό του πατέρα μου, Σιγά-σιγά συνήθιζα τον τόπο, τους ανθρώπους και τα πράματα. Η θεια μου η Φιγένεια μαγέρευε στο πυρομάχι, μέσα σ’ ένα πήλινο τσικάλι, που οι φλόγες από τα ξύλα το ‘χανε μαυρίσει. Δίπλα του ήταν η μπούκα του σκοτεινού, σα μικρή σπηλιά, φούρνου. Η θεία μου ζύμωνε το ψωμί σε μια ξύλινη σκάφη, γροθίζοντάς το ώρα πολλή, σα να ‘παιζε μποξ. Έν’ άλλο περίεργο ήτανε το νερό. Στο σπίτι δεν υπήρχε καμιά βρύση. Το ‘φερνε η Μαρία από μακριά, από το πηγάδι, μέσα σε μια στρογγυλή λαήνα. Ο θείος ο Μιχάλης ήτανε ψηλός και λιανοκάμωτος, με γαλανά μάτια. Φορούσε μια τραγιάσκα, για να προστατεύει από τον ήλιο ή το κρύο το μαδημένο κεφάλι του. Πρωτόγνωρα βιώματα από τη ζωή στο χωριό και νέα πρόσωπα με τα οποία πια συναναστρέφεται. Όταν ανοίξαμε για πρώτη φορά την πόρτα κι εβρεθήκαμε κάτω από μια καμάρα, η Βαγγελιώ γύρισε προς εμένα και μου ‘πε με ύφος σοβαρό: -Εδώ, να ξέρεις σφαντάσσει. -Τι θα πει «σφαντάσσει»; Τη ρώτησα. -Να, τη νύχτα βγαίνουνε σφαντάματα. Και μου διηγήθηκε μιαν ιστορία, πως ο παππούς ή ο προπάππος μας – δεν εθυμούντανε καλά – είχε μαλώσει μ’ ένα Τούρκο, τον εσκότωσε με το μπιστόλι του εδώ, δίπλα στην πόρτα, κι έφυγε για το Θέρισο, όπου ήταν οι δικολογιές της γυναίκας του. Από τότε, πολλές φορές, τη νύχτα, έρχεται ο σκοτωμένος Τούρκος, με την άσπρη πουκαμίσα και το κόκκινο φέσι του, και στέκει εδώ, περιμένοντας τον παππού μας για να τον εκδικηθεί. Ακούει παλιές ιστορίες για εχθρούς και κατορθώματα. Ένα πρωί περάσανε πάνω από τον κάμπο, χαμηλά, τρία αεροπλάνα. Οι μεγάλοι ταραχτήκανε κι αρχίσανε να συζητούν αν ήταν ιταλικά ή δικά μας. Κάποιος είπε πως μπορεί κανένας κατάσκοπος να πρόδωσε στους Ιταλούς τη θέση του στρατού και να ‘ρθανε να βομβαρδίσουνε. Την άλλη μέρα μάθαμε πως ερίξανε τις μπόμπες τους στα Χανιά. Ta πράγματα γίνονται σοβαρά κι επικίνδυνα. Κάθε βράδυ, μετά το φαΐ, η μητέρα μου κι η Μαρία πιάνανε το πλεχτό. Το ραδιόφωνο έλεγε πως ο χειμώνας στην Αλβανία ήτανε βαρύς κι εκαλούσε τις γυναίκες να πλέξουνε μάλλινες φανέλες, κάλτσες, γάντια κι ό,τι άλλο μπορούσανε για τους στρατιώτες. Όλοι τώρα βοηθούν με τον δικό τους τρόπο. Στην Αλβανία, μ’ όλο το χειμώνα, οι μάχες εσυνεχίζουνταν στο βουνό Τρεμπεσίνα, μέσα στα χιόνια. Είχε πάρει θέση τώρα στο μέτωπο κι η 5 η μεραρχία. Οι χωριανοί σκέφτουνταν τους δικούς τους που πολεμούσανε. Λίγες μέρες ύστερ’ από το θάνατο του Μεταξά, ακούσαμε την καμπάνα να χτυπά νεκρικά. Από ένα σπίτι, που μόλις εφαίνουνταν πίσω

από τις μουριές, εσηκώθηκε

θρήνος, που ’μοιαζε με μακρόσερτο ουρλιαχτό σκύλου. Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [23]


-Ώφου, κι ήρθε το κακό μαντάτο! Είπε η θεία μου η Φιγένεια. Στη μέση της «σάλας» είχαν αποθέσει σε μια καρέκλα μια μεγάλη κορνιζωμένη φωτογραφία του συχωρεμένου κι είχαν απλώσει στο πάτωμα

τα καλά του ρούχα, τα

πολιτικά. Οι πρώτες απώλειες οδηγούν στον θρήνο. Σε λίγες μέρες εμάθαμε πως εφέραν Ιταλούς αιχμαλώτους στ’ Αλικιανού. Όποιος ήθελε μπορούσε να πάρει για εργάτες στα χωράφια του, φτάνει να τους έδινε φαΐ. Μας έτρωγε η περιέργεια, πώς να ’ταν άραγες. Φορούσανε

σταχτοπράσινη

στολή,

ήτανε

ξεσκούφωτοι

και

γελαστοί,

με

καστανόμαυρα μαλλιά, σαν κι εμάς. Εσηκώσαν τα χέρια, μας εχαιρετήσανε και κάτι μας είπανε σε μια γλώσσα τραγουδιστή. Σαν επροχωρήσανε λίγο, μας εγνέψανε πάλι με το χέρι: -Αντίο, αντίο… Εμείναμε χάσκοντας. Είχανε μάθει κιόλας τα ελληνικά!

Περιέργεια και έκπληξη

βλέποντας από κοντά τους εχθρούς. Πρωί. Με ξυπνά μια αδιάκοπη βοή, που τη διακόπτουνε βαθιοί, υπόκωφοι βρόντοι. Μοιάζει να βγαίνει από παντού: από τον ουρανό, από τους τοίχους του σπιτιού, από το χώμα. Στον ουρανό, απάνω από τον κάμπο, πετούν αεροπλάνα. Τα πιο μικρά γλιστρούνε γρήγορα, χαμηλά, τ’ άλλα, τα βαριά, πηγαίνουνε με το πάσο τους. Κάτω από τ’ αεροπλάνα κρέμουνται πλήθος ομπρέλες, άσπρες οι πιο πολλές αλλά και κόκκινες και πράσινες και πορτοκαλιές, που λικνίζουνται κατεβαίνοντας αργά προς τη γη. Κι ώσπου να χαθούν οι πρώτες πίσω από τις ελιές, έχουν ανοίξει άλλες, έτσι που ο ουρανός είναι συνέχεια γεμάτος, σαν ένα αέρινο λιβάδι όπου ξάφνου φυτρώσανε πλήθος μεγάλα πολύχρωμα λουλούδια. Το ξέρω τούτο το θέαμα από τις φωτογραφίες του «Νέου Κόσμου». Απίστευτο! Οι φωτογραφίες εξεκόλλησαν από το χαρτί κι ήρθανε κι εσταθήκανε μπρος μου, ζωντανέψανε και κινιούνται. Νιώθω ένα κύμα θαυμασμού να με συνεπαίρνει, να μ’ ανεβάζει πάνω από το χώμα της αυλής. Καταλαβαίνω πως αυτό που βλέπω είναι πόλεμος, αληθινός πόλεμος, που ’ρθε απροειδοποίητα κι εχώθηκε στην εικόνα που αντίκριζα κάθε μέρα. Θαυμαστές εικόνες από έναν αληθινό πια πόλεμο. -Πάμε στο καταφύγιο, λέει ο πατέρας μου. Απότομα το φως λιγοστεύει. Κάποιος στέκει μπρος στην πόρτα. Κοιτάζω. Είν’ ένας Γερμανός αλεξιπτωτιστής, πραγματικός, όχι σε φωτογραφία. Με την πρασινωπή στολή του, με το κράνος, με τ’ αυτόματο στραμμένο προς το μέρος μας. Οι γυναίκες και τα πιο μεγάλα παιδιά σηκώνουνε τα χέρια τους ψηλά. Τα σηκώνω κι εγώ. Είμαστε, λοιπόν, αιχμάλωτοι. Τι πάει να πει αιχμάλωτοι; αναρωτιέμαι. Αυτός εκεί, στ’ άνοιγμα της πόρτας, φαντάζει γίγαντας, με τρομερή δύναμη. Μπορεί να μας προστάξει ό,τι περάσει από το μυαλό του. Απορία και φόβος. Ο Γιώργης συνειδητοποιεί τον κίνδυνο. Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [24]


Ο πατέρας μου με μετάγραψε στο σκολειό του χωριού, να τελειώσω την Τρίτη τάξη. Ο παλιός δάσκαλος δεν είχε ξαναφανεί. Σίγουρα θα ’χε σκοτωθεί στον πόλεμο, υποστηρίζανε τα ξαδέρφια μου. Το σκολειό ήτανε κοντά στον Τίμιο Σταυρό, λίγο πιο χαμηλά. Είχε μιαν αίθουσα όλη κι όλη, με κρεμασμένους στους τοίχους τους ήρωες του ’21. Τ’ αγόρια την πιο πολλή ώρα πετούσαν ο ένας πέτρες στον άλλο. Καμιά φορά καταφέρνανε να συνεννοηθούνε για να παίξουνε «χωστό», κυνηγητό ή αμπάριζα. Άρχιζε ένας τελετουργικά: Πήραμε πολλά κανόνια για να πολεμήσομε, απ’ την Αγγλία, απ’ τη Γαλλία πόσα πήραμε; Η καθημερινότητα των παιδιών αλλάζει ακόμη και στο σχολείο. Ο θείος μου ο Μιχάλης έδωσε στη μικρότερη κόρη του, τη Βαγγελιώ, έναν γκαζοτενεκέ, να τόνε χτυπά στο σώχωρο για να φοβούνται και να φεύγουν οι σπουργίτες, που τσιμπούσανε το στάρι από τα στάχυα. -Έλα, να κουβεντιάζομε, μου ’πε εκείνη, να περνά η ώρα. Επήρα το ξύλο κι εβάλθηκα να τόνε χτυπώ. Δεν είχε περάσει ένα λεφτό και βγαίνει στην ταράτσα του σπιτιού τους ένας Γερμανός. Αναγνώρισα τον Μπερνάρ, τον ξανθό με το τετράγωνο πρόσωπο. Κάτι άρχισε να μας λέει, στη γλώσσα του, σα να γαύγιζε. Ο Μπερνάρ μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στην αυλή του θείου μου του Μιχάλη. Από κει ήρθε με γρήγορα βήματα στο σώχωρο, μου ’δωσε ένα γερό χαστούκι και μ’ άρπαξε τον τενεκέ. Μ’ όλο που μ’ έτσουζε το μάγουλό μου, ένιωθα μια βαθιά ικανοποίηση.

Ο

μικρός αντιστέκεται. Νιώθει ήρωας. -Και του χρόνου στην άλλη τάξη, μας εύχουνταν η κυρία Ελπίδα δίνοντας σ’ έναν-έναν το ενδεικτικό του. Αυτή τη φορά μου ’χε βάλει εννιά. Την άλλη μέρα επιτάξαν οι Γερμανοί το σκολειό όλο το καλοκαίρι. Στοιβάξανε στην αυλή τα θρανία κι αρχίσανε να ξεφορτώνουνε κασόνια με κονσέρβες και γεμάτα σακιά. Ο εχθρός και μέσα στο σχολείο. Προχωρώντας πιο κάτω, είδα σ’ ένα ρυάκι, στεγνό τώρα το καλοκαίρι, μια γερμανική χειροβομβίδα. Έβγαλα μιαν αλαλαχή για το βρετίκι μου. -Μην τήνε πειράξεις, να μη σκάσει!

φώναξε ο Πανάγος, που ήταν ο

μικρότερος. Ήμουνα πια ο αναγνωρισμένος κύριος της χειροβομβίδας. Ξεβίδωσα το σιδερένιο κύλιντρό της, τον εγέμισα χώμα και τον εξαναβίδωσα. Την έπιασα από την ξύλινη λαβή και παίρνοντας φόρα την εκσφενδόνισα όσο μακρύτερα μπορούσα. Πέφτοντας χάμω, το χώμα πετάχτηκε από τις τρύπες κι ήτανε σα να ’χε σκάσει κι έβγανε καπνό. Όλοι

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [25]


θαυμάσανε κι ηθέλανε να κάμουνε κι εκείνοι το ίδιο. Την έδινα σ’ έναν-έναν, τη γέμιζε χώμα και την επέτα. Ο ήρωας γίνεται πολεμιστής. Με τον Αργύρη και τον Ηλία του Λαδόξιδου και με τον Πανάγο του θείου μου του Γιακουμή αποφασίσαμε να σιάξομε ένα τουφέκι που να πυροβολά μ’ αληθινό μπαρούτι. Πελεκήσαμε ένα ξύλο για κοντάκι κι εδέσαμε απάνω του με σύρμα μια σωλήνα κλειστή στη μια της άκρα για κάννη. Βάλαμε μια πέτρα για σημάδι, μια δεκαπενταριά μέτρα πιο πέρα. Επήρα τ’ «όπλο» και το κράτησα σταθερά και με τα δυο μου χέρια. Ο Θεός μ’ εφώτισε και δεν ακούμπησα το «κοντάκι» στον ώμο μου. Ο Αργύρης άναψε ένα σπίρτο και το ’φερε κοντά στο μακαρόνι που πρόβαινε από την κάννη. Στη στιγμή ακούστηκε ένα φφφσσσ! Και το μπαρούτι, αντί να σπρώξει τη σφαίρα και να τήνε στείλει στο σημάδι, χύθηκε από την πίσω τρύπα στα μούτρα μας. Τα χέρια μου αυτόματα αφήσανε το «τουφέκι» να πέσει, ενώ μια σκέψη άστραφτε στο μυαλό μου: «Στραβώθηκα». Όμως όχι. Ο αραιός καπνός είχε κιόλας διαλυθεί κι έβλεπα γύρω μου τα πρόσωπα των συνεφευρετών μου να με θωρούνε με γουρλωμένα μάτια. Είχανε κι εκείνοι φοβηθεί για καλά. Τα παιδιά έχοντας άγνοια του κινδύνου γίνονται εφευρέτες. Επιτέλους έκλεισε το σκολειό. Κατεβαίναμε όλα μαζί τα γειτονάκια, όταν ο Αργύρης του Λαδόξιδου με ρώτησε: -Είν’ αλήθεια πως ο πατέρας σου βγήκε στο βουνό με τσ’ αντάρτες; Τα ’χασα, δεν επερίμενα τέτοιο ρώτημα. -Λείπει στην Αθήνα για δουλειές, αποκρίθηκα, καταπώς μ’ είχε ορμηνέψει η μάνα μου. -Άντε, μωρέ!

Μας επεριπαίζεις; Ο πατέρας μου λέει πως επήγε στο Θέρισο

και τον εκάμαν αξιωματικό του ΕΛΑΣ. Δεν ωφελούσε πια να το κρύβω. -Επήγε στον ΕΛΑΣ να πολεμήσει τσι Γερμανούς, είπα κι ένιωσα να ψηλώνω με τα ίδια μου τα λόγια. Ο Γιώργης νιώθει περηφάνια για τον πατέρα του. Λίγες μέρες μετά τον ερχομό του, ο πατέρας μου μας ανακοίνωσε την απόφασή του να γυρίσομε στα Χανιά. Πολλές ώρες επέρασα και μ’ ένα μεγάλο βιβλίο με μαύρο στάχωμα που ’γραφε στη ράχη του «Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια». Μα εκείνο που αληθινά με συντάραξε στο μεγάλο μαύρο βιβλίο ήταν ένα μυθιστόρημα, «Οι ξύλινοι σταυροί». Το μυθιστόρημα δημοσιεύουνταν σε συνέχειες. Ο κεντρικός ήρωας βρισκότανε πεσμένος στο χώμα, χτυπημένος στην κοιλιά, όπως εκείνος που τόνε πυροβόλησε το περίπολο στο χωριό, την ώρα που απαγορευόταν η κυκλοφορία. Έκλεισα το βιβλίο, τ’ αγκάλιασα και με τα δυο μου χέρια, λες κι ήταν αυτό ο νεκρός στρατιώτης, λες κι ήταν όλοι οι νεκροί του πολέμου που ’ζησα, κι άρχισα να κλαίω βουβά, μην ξυπνήσω τους βυθισμένους στο μεσημεριάτικο ύπνο τους.

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [26]


Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα κάτι, που μ’ έκαμε να χαρώ και να πονέσω μαζί: είχα μπει σ’ ένα δρόμο μοναχικό, χωριστό από κείνον που τραβούσαν οι γονιοί κι οι αδερφές μου. Ο Γιώργης ανακαλύπτει τον κόσμο του βιβλίου στον οποίο θα αφοσιωθεί.

Ο μικρός ήρωας θα βρεθεί από τον κόσμο του μύθου και της φαντασίας σε μια οδυνηρή πραγματικότητα όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια και η φρίκη του πολέμου. Παράλληλα θα δεθεί με το χωριό στο οποίο μετακόμισε. Μαθαίνει να ζει στη φύση με τους ανθρώπους του χωριού και τις συνήθειές τους. Εξοικειώνεται με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, με την εναλλαγή του αστείου με το τραγικό. Ο Γιώργης είναι ένα μικρό παιδί που ζει ξέγνοιαστο και όπως είναι λογικό έχει επηρεαστεί από τον κόσμο της εποχής που ζει: βλέπει φωτογραφίες που σχετίζονται με τον πόλεμο, έναν πόλεμο μακρινό ακόμη, που γι’ αυτόν είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι. Περιμένει με λαχτάρα να αγοράσει την εφημερίδα για να θαυμάσει τα αεροπλάνα και τις βόμβες που βλέπει στις φωτογραφίες. Αυτός ο πόλεμος προς το παρόν γίνεται μακριά: Πολωνία, Ολλανδία. Αλλά ο πόλεμος σιγά σιγά επηρεάζει και την οικογένεια του Γιώργη. Όταν πια μπαίνει στην καθημερινότητα της οικογένειάς του, τότε όλα αλλάζουν, ακόμα και ο τόπος διαμονής του. Μένει πια στο χωριό κι έχει πρωτόγνωρα βιώματα. Αρχικά σαστίζει, αλλά γρήγορα προσαρμόζεται. Ακούει παλιές ιστορίες για κατορθώματα. Όμως, πολύ σύντομα, πρόσωπα της καθημερινότητάς του συμμετέχουν στον πραγματικό πια πόλεμο. Πλήθος συναισθήματα τον κατακλύζουν. Νιώθει φόβο αλλά και ενθουσιασμό όταν πληροφορείται τις νίκες στην Αλβανία. Οικογένειες στο χωριό θρηνούν για τους δικούς τους ανθρώπους. Εντυπωσιάζεται από την εικόνα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που βλέπει πια στην πραγματικότητα. Οι φωτογραφίες ξεκόλλησαν και κινούνται. Οι βομβαρδισμοί έχουν πλήξει και το σπίτι του στα Χανιά. Παρά τον φόβο, μαζί με τα άλλα παιδιά κατασκευάζει ένα τουφέκι. Αγνοώντας τον κίνδυνο, ο πόλεμος γίνεται ένα πραγματικό μα και επικίνδυνο παιχνίδι. Έχει ως πρότυπό του τους αντάρτες που πολεμούν στα βουνά, όπως ο πατέρας του. Η ζωή προσπαθεί να επανέλθει στους κανονικούς της ρυθμούς με την επανέναρξη του σχολείου. Σύντομα ο Γιώργης θα έχει και την πρώτη του δυσάρεστη εμπειρία όταν ένας γερμανός στρατιώτης τον χτυπάει. Ο πόλεμος αλλάζει ακόμα και τις παραδόσεις των εορτών λόγω της απροθυμίας των παιδιών να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Τα χαρμόσυνα νέα από το μέτωπο της Αφρικής δίνουν ελπίδα στους χωριανούς. Όταν ο μικρός επιστρέφει στα Χανιά αρχίζει να διαβάζει μυθιστορήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο. Ο δεκατριάχρονος πια Γιώργης με τον φιλομαθή και ευαίσθητο χαρακτήρα έχει ωριμάσει. Ανακαλύπτει τον κόσμο του βιβλίου και με μια πρόωρη ωριμότητα αφοσιώνεται σ’ αυτόν. Το βιβλίο αποτυπώνει την ωμή πραγματικότητα που έζησε!

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [27]


Πεζογραφία

Ιστορικά

Κρητικά δοκίμια

Ποίηση

Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων – Αφιέρωμα στο Γιώργη Μανουσάκη

Σελίδα [28]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.