The days that tasted vanilla

Page 127

να νιώσεις. Και σε αυτές τις γωνιές λοιπόν του κόσμου το σεξ είναι διαφορετικό, μεταμορφώνεται από μια ανταλλαγή έρωτα και σωματικών υγρών σε ένα φόρο τιμής, μια θυσία, μια απόδοση τιμής πάνω στην ύπαρξη, την δημιουργία, την μηδαμινότητα του ατόμου μπροστά στο κοσμικό και φυσικό μεγαλείο. Η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου, βρισκόντουσαν στο σημείο που δεν πάει παραπέρα, εκεί που τελειώνουν τα βήματα του πιο ατρόμητου εξερευνητή, εκεί που όλος ο κόσμος βυθίζεται αργά σε μια μολυβένια σιωπή και υποτάσσεται σε ένα απέραντο ουρανό, κυρίαρχο όλων. Βρίσκονταν στο μοναδικό μέρος που μπορεί να τσακίσει την ανθρώπινη ματαιοδοξία σαν ξυλάκι οδοντογλυφίδας, την ξεσκίσει την αλαζονεία σαν μια κόλλα χαρτί, αλλά την ίδια στιγμή να δημιουργήσει νέα όρια στην φαντασία, στο πνεύμα, στην γλώσσα, να δημιουργήσει με γνωστά υλικά νέα και άγνωστα συναισθήματα. Βρίσκονταν στη φτέρνα της οροσειράς που σε οδηγεί στο τέλος της διαδρομής, στο σημείο που ξεψυχούν οι Άνδεις και ξεκινάει, αλμυρός και αεικήνιτος ο Ατλαντικός Ωκεανός που μουγκρίζει σαν αφρισμένο πολεμικό βούκινο από στρατό κάποιου άλλου κόσμου. Σε ένα χωριό, κοντά στην πόλη Ουσχάια, την νοτιότερη πόλη της γης, η Λίσα Χολμς και ο Μαρκ Λίθγκοου βρισκόντουσαν στην Παταγονία, στην Γη του Πυρός, στην άκρη του κόσμου, και ήταν σχεδόν σίγουροι ότι ο Τζο Σάμμερς θα αργούσε πολύ να φτάσει τα νευρικά του βήματα στην μικρή τους πνευματική και ερωτική φωλιά. Η Λίσα μπορούσε να θαυμάσει τις λείες εβένινες πλάτες από τις καμπούρες φάλαινες στο ταξίδι τους για αναπαραγωγή, μπορούσε να γελάσει με την χορωδία των θαλάσσιων λεόντων που στέκονταν σε λαξευμένους βράχους πάνω στους οποίους χτυπούσαν αγέρωχα κύματα, που με την σειρά τους έστελναν τις αφρισμένες σταγόνες σε εκκωφαντικά πεινασμένα θαλασσοπούλια, μια εικόνα μιας ελευθερίας που δεν χωράει στα όρια της γλώσσας και των εννοιών της ανθρώπινης παράδοσης. Μπορούσε να αφεθεί στον μυστικισμό του Ατλαντικού και να απολαύσει τον κρύο αέρα, γεμάτο άρμη και απεραντοσύνη. Σε ένα τέτοιο μέρος ήταν που κατάλαβε ότι δεν χρειαζόταν ούτε προσωπεία, ούτε ονόματα, ούτε αλάζμπρα για να στεγάσει το μοναχικό και ανασφαλή εγώ της, ένα μικρό παιδί που φοβάται το σκοτάδι. Μπορούσε να αγαπήσει τον Μαρκ Λίθγκοου με όλο της το είναι, να του δοθεί και να τον κατακτήσει, να μοιραστεί τον εαυτό της μαζί του, και μαζί, την ζωή της ολόκληρη. Σε ένα τέτοιο μέρος, με το αργό πέρασμα του καιρού και των εποχών, ήρθαν πιο κοντά από όσο θα μπορούσαν να έρθουν δυο άνθρωποι, ένωσαν τις αγωνίες και τα όνειρά τους, μπλέξανε μαζί της ρίζες τους σε τέτοιο βαθμό, που αν χανόταν ο ένας θα έπαιρνε μαζί του και ένα γερό κομμάτι του άλλου. Εκεί ο Μαρκ δεν της έκανε ούτε πρόταση γάμου, ούτε της έδωσε κάποιο όρκο αιώνιας πίστης, ούτε έκοψαν τους αντίχειρές τους για να ανταλλάξουν το αίμα τους. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε σιωπηλά στις κορυφές δίπλα από το κανάλι του Μπίγκλ, κοίταξε μαζί της τον κόσμο που μάγεψε τον Μαγγελάνο, ένιωσαν την παγωμένη φωτιά του Νότου και της είπε ένα παθιασμένο, ψιθυριστό, αχνισμένο από τα χνώτα του ‘’σ’αγαπώ Λίσα del Fuego’’ και ‘’σ’αγαπώ ως την άκρη του κόσμου’’. Η Λίσα χώθηκε στην αγκαλιά του και στο βαρύ γούνινο παλτό του και τον αγκάλιασε σφιχτά. -Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που μπορεί να πεθάνω, του είπε. 127


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.