The last days, book one

Page 1

THE LAST DAYS Book one The Guardians have fallen

Π.Σ. 2013


ΟΙ ΣΕΛΕΤΣΑΙΕ΢ ΗΜΕΡΕ΢ ΠΡΟ΢ΣΑΣΕ΢ ΕΠΕ΢ΑΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΣΟ: ΟΙ

Book one: The alien from outter Part 1 How this one begun…………6 The philosopher beyond words………….13 Save your soul…………………24 This must be the place……….…... 30 One wall at a time……………39 The unguarded Guardian………….49 Creatures of the night……………..61 The Irrationalists…………..…74 Close encounters of any kind……………83 Part 2 Thujone………..95 Butterflies in the chest…………..107 Under the bush………….…..119 La foule……………..133 The alien from outter earth..............150 Guarding a Guardian.................162 Diamond in the sky with lust…….174 The Guardians have fallen………191 Remember: This is my car…………198 The Lady………….205 Prologue, part 1……………216

[2]

Earth


The less you know The better the cogwheels flow

Έτος: 2147. Εναλλακτικά, 88 μ.Κ.. Πληθυσμός Γης: 35.012.562

[3]


PART ONE 00:02

[4]


Πως ξεκίνησε αυτό Αυτό εδώ ξεκίνησε με μια ενοχλητική φαγούρα στο πέλμα, που δεν έλεγε να περάσει παρά το νευρικό τρίψιμο σε διάφορες επιφάνειες: στο χαλί του σαλονιού (προφανής επιλογή), στο χαλάκι του μπάνιου, στην γωνία του τραπεζιού και στο χέρι της πολυθρόνας. Αλλά η ξεροκέφαλη φαγούρα δεν υποχωρούσε. Θα είχε κοιμηθεί αν δεν υπήρχε αυτή η φαγούρα. Η ώρα ήταν μόλις περασμένες δώδεκα, αλλά ήταν ιδιαίτερα νυσταγμένη και επιπλέον αυτό έκανε τις τελευταίες ημέρες, κοιμόταν νωρίς και ξυπνούσε αργά. Επίσης, κοιμόταν τα μεσημέρια και ενίοτε κοιμόταν τα απογεύματα. Ανάμεσα στους ύπνους της, επέλεγε να χαλαρώσει με μουσική ή με κάποια ταινία. Καμία φαγούρα ως εκείνη την ημέρα δεν είχε παρενοχλήσει ούτε τον ύπνο ούτε τον ξύπνιο της. Αναρωτήθηκε αν την φαγούρα την είχε προκαλέσει εκείνη η απόφασή της να κάνει έναν μικρό περίπατο, και αποφάσισε ότι για ασφάλεια δεν θα έκανε άλλο περίπατο για μερικές ημέρες. ΋ταν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα πιρούνι για να ξύσει το πέλμα της, για ακριβώς εκείνη την στιγμή, οι μαρτυρίες αργότερα θα αναφερθούν σε μια λάμψη από τον ουρανό, τόσο αλλόκοσμη και ξένη που δεν μπορούσαν να την ερμηνεύσουν. Ήταν όμως τόσο μικρή και διακριτική, που λίγοι την είδαν και έτσι λίγοι είχαν την απορία. Έτσι, η πρώτη εντύπωση δεν ήταν συλλογική, σε αντίθεση με την υστερία που ακολούθησε. Ήταν μάλιστα τόσο λίγες οι περιπτώσεις των μαρτύρων της περίεργης αυτής λάμψης, που οι περισσότεροι αποφάσισαν ότι δεν είδαν καλά ή ότι πρέπει να κοιτάξουν την όρασή τους. Βέβαια, ένας άνθρωπος της λογικής θα ήθελε να διαστραυρώσει τις μαρτυρίες, πριν τις αποδεχτεί. Ε, λοιπόν, θα μάθαινε από μια πηγή, ανατολικά της πόλης, ότι η λάμψη έμοιαζε με ένα πορτοκαλί επιμυκησμένο φωτεινό καρότο, έτσι μυτερή που ήταν μπροστά και με αυτές τις φωτεινές φούντες που άφηνε πίσω. Από μια άλλη πηγή θα μάθαινε όμως ότι η λάμψη είχε το σχήμα και το χρώμα ενός πατζαριού, ενώ κάποιος άλλος θα έλεγε ότι είχε τη μορφή μιας νέον πινακίδας για ντονέρ κεμπάμπ. Οπότε τίθεται εύλογα η αμφισβήτηση- πόσο αληθινό μπορεί να είναι κάτι, όταν μοιάζει ταυτόχρονα με καρότο, πατζάρι και νέον πινακίδα ντονέρ κεμπάμπ; Ο βιαστικός παρατηρητής θα γελούσε με τα ευρήματά του και θα έπεφτε για ύπνο. Ο σχολαστικός ερευνητής θα κοντοστεκόταν και θα έξυνε το κεφάλι του σκεπτόμενος: Αν

[5]


κάτι είναι ταυτόχρονα καρότο, πατζάρι και νέον πινακίδα ντονέρ κεμπάμπ, τότε δεν μπορεί παρά να είναι κάτι. Αν όλοι οι μάρτυρες είχαν δει μια μακρόστενη ακτίνα φωτός, ακόμα και αν διαφωνούσαν στις αποχρώσεις, το πιο πιθανό θα ήταν να έχουν δει κάποιο πεφταστέρι, η μάλλον, κάποιο μικρό βραχάκι από κάποιο μακρινό διαστημικό καταπέλτη που τσουρουφλίστηκε στην ατμόσφαιρα μέχρι να γίνει σκόνη και προσγειωθεί απαλά πάνω σε διάφορα παρμπρίζ. Αλλά ποτέ κάποιο τέτοιο θραύσμα μετεωρίτη δεν ήταν ταυτόχρονα καρότο, πατζάρι και νέον πινακίδα ντονέρ κεμπάμπ. Άρα ήταν κάτι άλλο. Κάτι όμως που δεν είδε σε καμία περίπτωση η Ντάιαμοντ, γιατί, όπως είπαμε, είχε μια εξαιρετικά ενοχλητική φαγούρα στο πέλμα, ενώ το πιρούνι περισσότερο την γαργαλούσε παρά κατατρόπωνε αυτό το μικρό αλλά σίγουρα ενοχλητικό μπελά. Η Ντάιαμοντ κοίταξε την μικρή πατούσα της και φαντάστηκε κάποιο μικρό έντομο να έχει εισχωρήσει μέσα από το δέρμα της, κάτι που έκανε την αίσθηση ακόμα πιο ενοχλητική και επίμονη. Μέσα σε λίγα λεπτά, τα έντομα στο πόδι της είχαν μεγαλώσει, είχαν γίνει τερατόμορφα και είχε καταλήξει να μένει καθισμένη στο πάτωμα, περιμένοντας κάποιο τέρας με κεραίες και πολλά πόδια να ξεπεταχτεί από την καμάρα της. Ολόκληρος ο κόσμος είχε καταληφθεί από τεράστιες, αηδιαστικές κατσαρίδες, που εκκολάπτονταν μέσα στα σώματα των ανθρώπων, τρεφόντουσαν από αυτά, και ύστερα τρυπούσαν την ύπαρξή τους προς τα έξω. Σίποτα ωστόσο, ανάλογα συνταρακτικό, δεν συνέβη εκείνη την στιγμή. Όστερα, απογοητευμένη, ξάπλωσε ανάσκελα και κοίταξε το ταβάνι, κουνώντας το πόδι της πέρα δώθε αργά, σαν να ήθελε να νανουρίσει την φαγούρα. Σο ταβάνι της ήταν άδειο και γκριζόλευκο, με κάποιο αμελητέο ανάγλυφο της μπογιάς και διάφορες σκιές από το φως της λάμπας. Δεν υπήρχε τίποτα το ιδιαίτερο στο ταβάνι της, αλλά επέμενε να το κοιτάει. Όστερα, αποφάσισε να γυρίσει μπρούμυτα και να κοιτάξει παράλληλα το πάτωμα, αλλά παρατήρησε ένα ανάγλυφο σκόνης κάτω από τον καναπέ που της προκάλεσε ενόχληση και ανασηκώθηκε ξανά οκλαδόν. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πως θα περνούσε εκείνη η βραδιά, πόσες μάταιες αλλαγές στάσης θα έκανε στο πάτωμα, αν εκείνη την ώρα δεν χτυπούσε το κουδούνι της. Σο κουδούνι της είχε ένα δυνατό στρίγκο ήχο, που την ξάφνιασε τόσο ώστε να ξεχαστεί για μια στιγμή η φαγούρα στο πέλμα της και σηκώθηκε απότομα. ΢ηκώθηκε

[6]


όμως τόσο απότομα που για μερικά δευτερόλεπτα σκοτοδίνης δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της. Πλησίασε το θυροτηλέφωνο και σήκωσε αργά το ακουστικό. ‘’Ναι;’’ Η φωνή της, που είχε να την χρησιμοποιήσει αρκετή ώρα, ίσως και μέρα ολόκληρη, βγήκε βραχνή και χαμηλόφωνη, και έτσι επανέλαβε, πιο στεντόρεια. ‘’Ναι;’’ Αμέσως, μια γνώριμη, αν και παραμορφωμένη από το μικρόφωνο φωνή της απάντησε. ‘’Ντι; Εγώ είμαι’’. Η Ντάιαμοντ τίναξε το κεφάλι της πέρα δώθε. Αυτό τώρα ήταν κάτι εντελώς απρόσμενο. Σο Κάθαρμα. Πάτησε το κουμπί και έκλεισε το ακουστικό νευρικά. Κοίταξε την πόρτα και ύστερα έτρεξε προς το δωμάτιό της. Υόρεσε βιαστικά μια φόρμα και ένα φούτερ, αλλά αμέσως τα ξαναέβγαλε γιατί φορούσε ήδη πιτζάμες και θα ήταν χειρότερο να μοιάζει με κρεμμύδι. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και αναστέναξε, και έπιασε βιαστικά τον καστανοκόκκινο θύσανο από μπούκλες πίσω από το κεφάλι της, και τύλιξε γύρω του ένα λαστιχάκι. Σο αποτέλεσμα ήταν περισσότερο αστείο, αλλά μετά χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και αποφάσισε να κάνει την κοιμισμένη. Προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα και πήρε μια βαθιά αναπνοή. Μετά άλλη μια. Όστερα άνοιξε την πόρτα και δεν ανέπνευσε παρά αρκετή ώρα αργότερα, ακριβώς στο σημείο που θα έσκαγε αν την κρατούσε ένα δευτερόλεπτο ακόμα. Σο Κάθαρμα. Ένα κουτί με τρύπες. Μια σακούλα με άγνωστο περιεχόμενο. Α ναι, και μια τσούλα. Σο Κάθαρμα, ένα κουτί, μια σακούλα και μια τσούλα. ‘’Γειά σου Ντι..Ήθελα να μιλήσουμε και...μα κοιμόσουνα; Δεν είχαμε πει για σήμερα; Είναι κακή στιγμή;’’ ΢το κεφάλι της έγιναν μερικές πράξεις, αλλά η τσούλα αναβόσβηνε μπροστά της και δεν την βοηθούσε να συγκεντρωθεί. Σο Κάθαρμα είχε ένα περίλυπο ύφος.

[7]


‘’Είναι κακή στιγμή;’’ Η φωνή του ερχόταν μέσα από μια μπανιέρα από ένα δωμάτιο που ήταν κάτω από μια λίμνη. ‘’Να έρθω κάποια άλλη φορά;’’ Η φωνή του τώρα αναδύθηκε σαν υποβρύχιο και η τελευταία λέξη ακούστηκε στην διαπασών. ‘’΋χι, το είχα ξεχάσει’’, είπε αυτή σχεδόν συλλαβιστά. Ποιο; ‘’Περάστε’’, συμπλήρωσε.

Σο κάθαρμα με το κουτί και τη σακούλα

προχώρησε πρώτο με ένα

αμήχανο χαμόγελο, και η τσούλα ακολούθησε με ένα πιο αμήχανο χαμόγελο ακόμα και λίγο σκυφτή. Η Ντι έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Σο Κάθαρμα άνοιξε το κουτί με τις τρύπες, και μέσα από αυτό βγήκε ο Σίγρης, κάπως μουδιασμένος. Ο Σίγρης λεγόταν έτσι γιατί είχε τιγρέ χρώματα. ΢ε κάποια φάση της ζωής του δικαίωσε το όνομά του, καθώς ήταν αρκετά ατίθασος και αλανιάρης. Θα μπορούσε να μετονομαστεί ξανά σε Γάτος όταν έχασε τους όρχεις του, αλλά παρέμεινε Σίγρης. Βέβαια, οι γάτοι δεν ακούνε το όνομά τους, οπότε δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Όστερα, το κάθαρμα άφησε την σακούλα δίπλα στην βιβλιοθήκη και την κοίταξε χαμογελώντας. ‘’Γιατί φοράς μόνο μια κάλτσα;’’. Η ερώτησή του είχε μια παιχνιδιάρικη οικειότητα. Μέχρι και η τσούλα εστίασε στα πόδια της και χαμογέλασε. Σους φάνηκε αστείο. Ο Σίγρης δεν έδειξε ενδιαφέρον, αλλά γενικά ο Σίγρης δεν έδειχνε ενδιαφέρον σε τίποτα που δεν τρωγώταν. Σους έδειξε προς το σαλόνι χωρίς να απαντήσει.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στον καναπέ. Αυτός φορούσε ένα καφέ απαράδεκτο πουκάμισο και ένα συνηθισμένο τζιν. Σα παπούτσια του είχαν υπολλείμματα λάσπης και τα ακουμπούσε πάνω στο χαλί της. Έπρεπε να ξέρει να βγάλει τα παπούτσια του. Σο χαλί αυτό καθάριζε πολύ δύσκολα. Είχε ένα συγκαταβατικό ύφος, και μια ενοχλητική ενασχόληση του βλέμματός του με τα πόδια της. Αυτή φορούσε ένα λεπτό πουλόβερ με μικρές τρύπες στα μανίκια και ένα μαύρο παντελόνι που γινόταν φαρδύ στους αστραγάλους. Υορούσε τακούνια, κάτι που ήταν έξυπνο από μεριάς της γιατί φάνταζε ιδιαίτερα κοντή. Σο δικό της βλέμμα ήταν υπεροπτικό καθώς κοιτούσε το σαλόνι της εξερευνητικά, σαν σπιτονοικοκυρά. Αυτός στεκόταν κυρτός στον καναπέ με τα χέρια στα γόνατά του. Αυτή είχε διπλώσει το ένα πόδι πάνω στο άλλο και είχε ξαπλώσει στον καναπέ, κρατώντας το κεφάλι της με το ένα χέρι. Ο Σίγρης κοίταζε την κουρτίνα. Σο Κάθαρμα ξερόβηξε. ‘’Ντι...είχαμε πει ότι θα μιλήσουμε, και η αλήθεια είναι ότι αργήσαμε πολύ να μιλήσουμε. Θα έλεγα ότι φταίω εγώ για αυτό.’’

[8]


΢ταμάτησε και την κοίταξε. Αυτή δεν άλλαξε έκφραση, ούτε είπε κάτι. ‘’Σο ξέρω ότι ήμουν αγενής και απόμακρος...Θέλω να ξέρεις ότι δεν είμαι έτσι, απλά ήμουν πολύ μπερδεμένος και στεναχωρημένος και εγώ, ήμουν σε σύγχυση, καταλαβαίνεις;’’ Ξανά. Σίποτα από αυτήν. ‘’Ήταν πολύ δύσκολες αυτές οι ημέρες...’’ Εβδομάδες, μαλάκα. ‘’Αλλά πήρα το χρόνο μου, κάπως τα έβαλα στο κεφάλι μου, ωρίμασα, ξέρεις από αυτή τη διαδικασία. Και θυμάσαι που σου είχα πει- για μένα το πιο σημαντικό πράγμα είναι η ειλικρίνεια. Πιστεύω πολύ στην ειλικρίνεια, στην αλήθεια. Σο ξέρεις αυτό, το θυμάσαι ε;’’ Ξανά. Η Ντι παρέμεινε ανέκφραστη. Σο Κάθαρμα γύρισε και κοίταξε την κότα που καθόταν δίπλα του, ατάραχη. ‘’Θα αναρωτιέσαι λοιπόν τι έχω να σου πω, και θα αναρωτιέσαι επίσης γιατί είναι μαζί μου και η Νικόλ. Λοιπόν, είναι πολύ αμήχανο, αλλά η ανάγκη μου να είμαι ειλικρινής μου δίνει δύναμη. Γιατί είσαι ένας φανταστικός άνθρωπος Ντι, και δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο από την αλήθεια. Η Νικόλ είναι εδώ λοιπόν, είναι εδώ μαζί μου, γιατί θέλαμε να σου το πούμε μαζί. Σο σκέφτηκα μόνος μου αρχικά και ύστερα το συζήτησα και με την Νικόλ γιατί είναι ψυχολόγος και ήθελα και την επαγγελματική της γνώμη σε αυτό. Και αυτή συμφώνησε μαζί μου ότι οι ανθρώπινες σχέσεις πρέπει να βασίζονται πάνω στην ειλικρίνια, και οτιδήποτε διαφορετικό θα ήταν αγενές προς εσένα και σε ότι σημαίνεις για μένα. Είσαι πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα Ντι, και το καταλαβαίνω τώρα, ο αχάριστος και ο αδαής, το καταλαβαίνω τώρα. Ήρθαμε λοιπόν να σου πούμε...’’ Σο Κάθαρμα κόμπιασε λίγο, τόσο ώστε να αντιληφθεί ότι η φαγούρα στο πέλμα της είχε επιστρέψει με αποφασιστικότητα και επιμονή, τόσο πολύ που σκέφτηκε να κόψει το πέλμα της από τον αστράγαλο και να του το πετάξει στο κεφάλι. ‘’Ήρθαμε λοιπόν να σου πούμε...ω είναι τόσο δύσκολο...’’ Η κότα άπλωσε την λεπτεπίλεπτη φτερούγα της που ήταν στολισμένη και με ένα ακριβό ασημένιο ρολόι στην πλάτη του και τον ακούμπησε απαλά. Αυτός γύρισε και την κοίταξε, ενώ μάλλον προσπαθούσε να δακρύσει εξ’επί τούτου. ‘’Αγαπιόμαστε Ντι, εγώ και η Νικόλ αγαπιόμαστε. Ορίστε, το είπα. Αγαπιόμαστε. Και θα ήμουν ανειλικρινής αν δεν στο έλεγα, και κυρίως και πρώτιστα, αν δεν το έλεγα ούτε στον εαυτό μου. Είμαι ένα κάθαρμα, ένα κωλόπαιδο, ένας απατεώνας...Πες μου

[9]


ότι θέλεις. Σο ξέρω, το υποψιαζόσουν, σου έλεγα ότι ζηλεύεις παράλογα, το ξέρω, έχεις δίκιο ότι και να πεις. Αλλά είναι πέρα από τις δυνάμεις μου, είναι η αλήθεια. Ήρθαμε λοιπόν, να σου το πούμε μαζί, γιατί αυτό είναι το σωστό. Έτσι έπρεπε να γίνει. Έψαχνα να βρω δυνάμεις...να σε αντικρίσω...για αυτό άργησα και συγχώρεσέ με. Πως να σου ανακοινώσω κάτι τέτοιο, τόσα πολλά που έχουμε περάσει μαζί; Πως το κάνει κάποιος αυτό; Ψ, Ντι, πες μου κάτι σε παρακαλώ, μη με κοιτάς έτσι παγωμένα, δεν έχεις βγάλει κουβέντα εδώ και πόση ώρα!’’ Οργή. Ένα αναφιλητό που καταπιέζετα. Υαγούρα. Η κότα ανασηκώνεται. ‘’Ντάιαμοντ, το καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για σένα, αλλά πρέπει να δεις και πόσο δύσκολο είναι και για αυτόν.’’. Αυτή η φωνή της. Αυτή η μπάσα, ήρεμη και δασκαλίστικη φωνή της. Σον ακουμπάει ξανά στην πλάτη. Αυτός έχει βουρκώσει τώρα και έχει σκύψει το κεφάλι. Αλλά η φωνή της έρχεται σαν ξυλάκι από ντραμς, μπαίνει στο αυτί της και ανακατεύει το μυαλό της. Σο σύστημα βρίσκεται σε αδράνεια. Αυτός σηκώνει ξανά το κεφάλι του και την κοιτάει. ‘’Έφερα τον Σίγρη γιατί πιστεύω ότι πρέπει να τον κρατήσεις εσύ. Δεν θα μπορούσα να τον κρατήσω εγώ. Η Νικόλ μου είπε ότι έχω δίκιο, γιατί πρέπει και εγώ να βρω τον τρόπο να σε ξεπεράσω’’. Αυτή τον χτυπάει απαλά στην πλάτη. Η φωνή της, ξανά. ‘’Ο Γουίλιαμ είναι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, το ξέρεις αυτό. Έβλεπε τον Σίγρη και έβαζε τα κλάμματα. Ένιωθε ότι σου τον στερεί. Και εξ’άλλου, γυναίκα προς γυναίκα, καταλαβαίνεις ότι και εγώ δεν ένιωθα άνετα με αυτήν την εικόνα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αγαπήσω τον Σίγρη, όπως τον αγαπήσατε εσείς. Και αυτό θα ήταν άσχημο για αυτό το άμοιρο ζώο, δεν νομίζεις; Η δική σου αγάπη για τον Σίγρη είναι δεδομένη. Είναι κομμάτι του εαυτού σου.’’ Ο Λιρόι, το κάθαρμα, την διακόπτει. Ευτυχώς που την διακόπτει. ‘’΢την σακούλα σου έχω φέρει το μαξιλάρι του, δυο συσκευασίες γατοτροφής, τα μπολ και όσα παιχνίδια του βρήκα.’’ Η Ντι κοίταξε προς τον Σίγρη. Ο Σίγρης κοιτούσε την κουρτίνα. Η Ντι είχε πράγματι, μερικά χρόνια πριν, επιμείνει να αποκτήσουν ένα γάτο. Σο θεώρησε χαριτωμένο. Ο Λιρόι το Κάθαρμα είχε δεχτεί με χαρά. Η Ντι δεν ήξερε τότε την ελαφριά αλλεργία που είχε στις γάτες, και έπρεπε να περάσει ένα εξάμηνο με συνάχι για να

[10]


συνδέσει την παρουσία του Σίγρη με τις μύξες της. ΋ταν μετακόμισαν, το βολικά κοντινό πατρικό του Λιρόι αποτέλεσε το νέο σπίτι του Σίγρη, και μια καλή συντροφιά στην χήρα μητέρα του. Για την ακρίβεια, η Ντι είχε να δει τον Σίγρη έξι περίπου μήνες, όσο ακριβώς είχε κρατήσει το αργό και δυσβάσταχτο σπιράλ του χωρισμού τους. Ο Σίγρης κοιτούσε την κουρτίνα. Σην κοίταξε στιγμιαία και αυτή, προσπαθώντας μάταια να βρει τη λογική σε όσα άκουγε. ‘’Ντι, γιατί δεν λες κάτι; Βρίσε με, διώξε μας, αλλά πες κάτι!’’ Ξανά ο Λιρόι βρισκόταν στην μπανιέρα του κάτω από τη λίμνη. Η κότα πήρε ξανά την μπαγκέτα της. ‘’΋λα αυτά είναι απότομα. Ίσως χρειάζεσαι λίγο χρόνο να τα επεξεργαστείς’’, της είπε μελιστάλαχτα και συγκαταβατικά. ‘’Μήπως θέλεις να έρθουμε ξανά κάποια άλλη στιγμή;’’, πρόσθεσε, με την φωνή της να αναδεύει επαγγελματισμό. Σο Κάθαρμα πετάχτηκε ξανά. ‘’Ναι, φυσικά. Αν θες να έρθουμε κάποια άλλη στιγμή. Και το σπίτι, μην το σκέφτεσαι, στο σπίτι μπορείς να μείνεις όσο θέλεις μέχρι να βρεις μια νέα σειρά. Θα μείνω στην μητέρα μου, και μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις, κάτσε και ένα μήνα δηλαδή αν χρειάζεται.’’ Η τσούλα τον κοίταξε λίγο αυστηρά. ‘’Δεν νομίζω ότι η Ντάιαμοντ χρειάζεται ένα μήνα’’, είπε, σαν να το λέει σε αυτόν ή σαν να το λέει γενικά στο χώρο. ‘’Ούτε είναι άνθρωπος εκδικητικός ή μνησίκακος. Καταλαβαίνει ότι αυτό το νήμα έχει δύο άκρες, και ότι χρειάζεσαι και εσύ να μπεις σε μια νέα σειρά, να φτιάξεις το χώρο σου και την ζωή σου ξανά. Δεν θα γυρίσεις τώρα, επαγγελματίας άνθρωπος, στην μητέρα σου να μείνεις.’’ Η Ντι θυμήθηκε μια σκηνή από τα παιδικά της χρόνια, που τρια μεγαλύτερά της ξαδέρφια που έκαναν για πρώτη φορά επίσκεψη στο σπίτι της είχαν βρει παιχνίδι να της πετάνε μια μπάλα του βόλει στο κεφάλι και να την φωνάζουν

‘’φυτό’’ και

‘’σπασικλάκι’’. Η μπάλα προσγειωνόταν στο κεφάλι της με δύναμη, έκανε γκελ, επέστρεφε σε αυτούς και την ξαναρίχνανε. Αυτή το δεχόταν αδιαμαρτύρητα μέχρι που μια μπαλιά αστόχησε και τις γκρέμισε ένα καραβάκι με το οποίο έπαιζε στην αυλή. Σότε μόνο αποφάσισε να φύγει προς το σπίτι, χωρίς ωστόσο να κλάψει μπροστά τους και χωρίς να τους μαρτυρήσει στους γονείς της. Ένιωθε τώρα για άλλη μια φορά τις μπαλιές, ξανά και ξανά, να κάνουν γκελ στο κεφάλι της. Η Νικόλ,η κότα, η τσούλα, είχε τώρα το επαγγελματικό της ξινισμένο ύφος και ετοιμαζόταν για ένα ακόμα σέρβις. ‘’Ντάιαμοντ, είσαι εδώ και πάρα πολύ ώρα σιωπηλή, και μας φέρνεις σε πολύ αμήχανη και δύσκολη θέση. Αν μου επιτρέπεις, γυναίκα προς γυναίκα πάντα, αυτή η

[11]


εσωτερίκευση που προβάλλεις, αυτό το ασφυκτικά κλειστό πλαίσιο που βάζεις γύρω σου, φέρνει τους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι να στέκονται μπροστά από ένα τείχος, σαν σε πολιορκία. Ο Λιρόι ενδιαφέρθηκε να δει τι υπάρχει μέσα και σε πολιόρκησε, αλλά οι περισσότεροι

άνθρωποι

θα αποθαρρυνθούν.

Σώρα

γιατί

αντιμετωπίζεις έτσι τον άνθρωπο που δεν αποθαρρύνθηκε; Έχεις σκεφτεί ποτέ, και το λέω επειδή ο Λιρόι πολύ εύκολα αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, περισσότερη ίσως από όση του αναλογεί, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί αυτός ο κλειστός και εσωστρεφής χαρακτήρας να είναι η αιτία που απομακρύνθηκε; Είμαστε ώριμοι και πολιτισμένοι άνθρωποι εδώ, και θέλω να πιστεύω ότι μπορούμε να μιλήσουμε ανοιχτά και ειλικρινά. Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί η άρνησή σου να βγεις έξω, στον κόσμο, μπορεί να κράταγε έναν, όπως θα γνωρίζεις, εξαιρετικά ανοιχτό και εξωστρεφή άνθρωπο; Πρέπει να τα σκεφτείς όλα αυτά αγάπη μου. Δεν θα έπρεπε τώρα να βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Να ξέρεις, εγώ το καταλαβαίνω το αδιέξοδο που βρίσκεσαι. Ακολούθησες τον Λιρόι και δεν ακολούθησες τα βήματά σου, τα δικά σου βήματα. Ο Λιρόι είναι ένας πετυχημένος άνθρωπος, πολλές ώρες μακριά από το σπίτι, στον έξω κόσμο...Πως είχες στο μυαλό σου να το κρατήσεις αυτό; ΋χι αυτόν, αυτό, εσένα την ίδια..’’ Είναι αυτή μήπως μια στιγμή επιφοίτησης; Είναι αυτό μήπως ένα ξυπνητήρι από το λήθαργο των τελευταίων ημερών (εβδομάδων, ηλίθια) και μια βίαιη επιστροφή στην πραγματικότητα και τον καθαρό αέρα; Η Ντάιαμοντ πήρε μια βαθιά αναπνοή. Λένε ότι η πρώτη σου αναπνοή καθαρού αέρα είναι από τις πιο επώδυνες διαδικασίες που περνάει ένας άνθρωπος. Και για αυτό κλαίει. Βέβαια, η Ντάιαμοντ δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να κλάψει, δεν θα έκλαιγε ποτέ μπροστά σε κανέναν. Πόσο μάλλον στο Κάθαρμα και αυτήν την ξιπασμένη, ηλίθια τσούλα, αυτήν την τόσο ταιριαστή για το Κάθαρμα γυναίκα που στεκόταν μπροστά της έτοιμη να της παραδώσει ‘’μαθήματα’’ και διδάγματα. Κάπου, για κάποιο λόγο, στα αυτιά της αντήχησε μια φράση: ‘’΋τι και να συμβεί, αγαπημένη μου, θα το αντέξεις. Θα το αντέξεις γιατί θα το αντέχω και εγώ. Είναι η αντοχή μας, να ξέρεις, είναι το ότι αντέχουμε μπροστά τους το μεγαλύτερό μας όπλο’’. Η φράση αυτή ακούστηκε σαν από κάποια πολύ σημαντική ανάμνηση, από κάποια στιγμή που ο κόσμος ήταν ακίνητος για εκείνη. Αλλά δεν μπορούσε να

[12]


διακρίνει μέσα στην πηχτή και γεμάτη παράσιτα σύγχυσή της την πηγή. Ούτε το λόγο που αυτή η φράση είχε ανασυρθεί. ΢ε κάθε περίπτωση, η φράση δημιούργησε μια αλυσίδα συνάψεων, μια αλληλουχία συναισθημάτων και σκέψεων, και κατέληξε ανεκβίαστα σε ένα δάκρυ. Σο δάκρυ βγήκε από το δεξί της μάτι, κάπως αβέβαιο στην αρχή, και ύστερα πιο αποφασιστικά κύλησε προς τα κάτω, αφήνοντας μια αλμυρή αυλακιά στο μάγουλό της πριν εξαφανιστεί κάτω από το πηγούνι της. ΋λα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα, σχεδόν φευγαλέα. Η Ντάιαμοντ ευχύθηκε να μην το είχαν δει. ‘’Ντι;’’ Η φωνή του καθάρματος ήταν τώρα εμφανώς αγχωμένη. Σην κοίταζε με ορθάνοιχτα τα γαλαζοπράσινα μάτια του και το σχεδόν άχειλο στόμα του μισάνοιχτο. ‘’Ντι, κλαίς;’’. Η Νικόλ ανασηκώθηκε και αυτή και κοίταξε προς το μέρος της ερευνητικά. Κοιτούσαν σαν χαμένοι την αυλακιά από το δάκρυ στο μάγουλό της, τώρα τίποτα περισσότερο από ένα μεταξένιο στην όψη υπόλειμμα στο μάγουλό της. ‘’Ψ, Ντι, συγνώμμη, συγνώμμη, συγνώμμη’’, είπε αυτός σχεδόν υστερικά, ταραγμένος, και έκανε να σηκωθεί, αλλά το χέρι της Νικόλ τον κράτησε από τον ώμο και τον συγκράτησε κάτω. Αυτός την κοίταξε επίμονα. Η Ντάιαμοντ δεν μπορούσε να ερμηνεύσει τα βλέμματά τους, τα κρυφά λόγια που ανταλάσσανε εκείνη την στιγμή. Ίσως να ήταν η παρακάτω στιχομυθία-Άφησε με να πάω κοντά της, με χρειάζεται αυτή τη στιγμή -Μα, δεν την βλέπεις; Δακρύζει, είναι ανήμπορη να συγκρατήσει τα δάκρυά της, κοίταξέ την! -Εγώ της το έκανα αυτό. Εγώ της το προκάλεσα. -΋χι, το προκάλεσε μόνη της στον εαυτό της. Κοίτα την, είναι έτοιμη να βάλει τα κλάμματα! Που ακούστηκε; Έτοιμη να βάλει τα κλάμματα! -Άφησέ με να πάω κοντά της -΋χι, να μείνεις μακριά της. Να φύγουμε. Η Ντάιαμοντ σκούπισε με αργές κινήσεις το μάγουλό της. Ένιωθε ντροπή, οργή και σύγχυση. Για την ακρίβεια, το μυαλό της σφυροκοπούσε από συναισθήματα τόσο πολύ που ένιωθε τους κραδασμούς στα μυνήγγια της και έναν άρρυθμο μα ξέφρενο χορό στους παλμούς της. Ο Σίγρης είχε σταματήσει να κοιτάζει την κουρτίνα τώρα, και είχε καρφώσει και αυτός τα κίτρινα διαπεραστικά μάτια του πάνω της. Ήταν εκεί για να

[13]


την επικρίνει και αυτός; Η φαγούρα στο πέλμα της ήταν ανυποχώρητη. Η Νικόλ σηκώθηκε όρθια, κάπως απότομα και νευρικά. ‘’Θα έρθουμε κάποια άλλη στιγμή’’, είπε ξερά. Η Ντάιαμοντ σκέφτηκε ότι έπεσε μέσα στον υποθετικό διάλογο των ματιών τους. Σο Κάθαρμα σηκώθηκε όρθιο, πειθήνια, και τώρα η έκφραση συμπόνοιας είχε γίνει ένα στραβό και αμήχανο χαμόγελο. ‘’Ναι, Ντι. Θα έρθουμε καλύτερα κάποια άλλη στιγμή. ΢υγνώμμη για την αναστάτωση. Θα...’’. Η Νικόλ τον τράβηξε από το χέρι κοφτά και το Κάθαρμα δεν ολοκλήρωσε ποτέ την φράση του. Η Ντάιαμοντ έκλεισε τα μάτια, περισσότερο για να αποφύγει άλλα ντροπιαστικά δάκρυα. ΢το μυαλό της ήρθαν εικόνες από αυτόν να ολοκληρώνει την φράση του-Θα γυρίσω μόνος μου, χωρίς αυτήν, να συζητήσουμε. Θα βρούμε άκρη. Θα τα διορθώσω όλα. Θα είναι όλα εντάξει, όπως πριν. Θα μείνω εδώ τελικά. Θα επιστρέψω για σένα. ‘’Θα σε πάρω τηλέφωνο’’, μουρμούρισε τελικά ενώ ήταν ήδη με ανοιχτή την εξώπορτα. Όστερα δεν είπε τίποτα άλλο, γιατί η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Η Ντάιαμοντ υποδέχτηκε ευχάριστα την μοναξιά της, αλλά ένιωσε το κίτρινο βλέμμα του Σίγρη να διαπερνάει τα κλειστά της βλέφαρα. Άνοιξε τα μάτια της κάπως τρομαγμένη. Ο Σίγρης δεν ήταν εκεί που τον άφησε. ΋λα τα υπόλοιπα ήταν στην θέση τους. ΋πως και η σκόνη κάτω από τον καναπέ. ΋πως και η φαγούρα στο πέλμα της. Η Ντάιαμοντ σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι την εξώπορτα. Κοίταξε έξω από το ματάκι. Ο λουσμένος

στο

γαλάζιο

φως

διάδρομος

ήταν

άδειος.

Άνοιξε

την

πόρτα

της

αναστενάζοντας. Ο διάδρομος ήταν άδειος από άκρη σε άκρη. Σο Κάθαρμα και η Σσούλα είχαν εξαφανιστεί. Μπορούσε να αφουγκραστεί τον υπνωτικό χαμηλότονο βόμβο από τις λάμπες στο ταβάνι του διαδρόμου, και μια απαλή μελωδία από κάποιο πιάνο, προφανώς της 424, τρεις πόρτες πιο κάτω. Κοίταξε απέναντί της το 419. Δεν μπορούσε να διακρίνει φως μέσα από το ματάκι. Περπάτησε μέχρι την λευκή πόρτα, πατώντας απαλά στο δροσερό πάτωμα, προσπαθώντας παράλληλα να ξύνει την πατούσα της πάνω στο πόδι που φορούσε ακόμα κάλτσα. Φτύπησε την πόρτα απαλά, με τους κόμπους των ακροδαχτύλων της, αλλά ύστερα έκανε το χέρι της γροθιά και χτύπησε πιο δυνατά.

[14]


Από το 419 ακούστηκαν κάποιοι συρτοί θόρυβοι, και ύστερα εμφανίστηκε φως μέσα από το ματάκι της πόρτας. Η πόρτα άνοιξε, αλλά μέχρι ένα σημείο που επέτρεπε η λεπτή αλυσίδα. Σο πρόσωπο της Μαριάν εμφανίστηκε στο μικρό άνοιγμα, εμφανώς εκνευρισμένο. ΋ταν διέκρινε την Ντάιαμοντ κάπως μαλάκωσε, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση να βγάλει την αλυσίδα. ‘’Φρυσό μου κορίτσι, είναι σαφώς περασμένα μεσάνυχτα’’ ‘’Μπορώ να περάσω;’’, απάντησε αυτή αναστενάζοντας. ‘’Υοβάμαι ότι έχω καλεσμένους’’, της απάντησε, κάπως κοφτά. Η Ντι την παρατήρησε. Σο πρόσωπό της ήταν εμφανώς βαμμένο, ανάλογο για βραδινή έξοδο. Μπορούσε να διακρίνει την υποψία ενός κόκκινου φορέματος από το μικρό άνοιγμα της πόρτας. Από την πόρτα ερχόταν μια έντονη μυρωδιά κωλώνιας με βάση το κίτρο. Η Μαριάν ήταν μια γυναίκα κάπου ανάμεσα στα πενήντα και τα εξήντα, με εμφανείς κάποιες ρυτίδες κυρίως στα μάγουλα και το μέτωπο, της οποίες και έκρυβε επιμελώς με αρκετή ποσότητα προιόντων ομορφιάς. Είχε μικρά, νεανικά μάτια και μια μακριά και λεπτή μύτη. Σα μαλλιά της ήταν σγουρά, όχι φυσικά τόσο σγουρά όσο της ίδιας αλλά με ωραίες παχιές μπούκλες, τα οποία και έβαφε, προτιμώντας συνήθως τις αποχρώσεις του κόκκινου βουργουνδίας. ‘’Ψ, Μαριάν...’’. Η Ντάιαμοντ ήταν έτοιμη να αφήσει ακόμα ένα δάκρυ. Είχε γίνει πλέον αβάσταχτο να τα συγκρατεί. ‘’Ψ, Μαριάν, ήρθε αυτός...και ήρθε με εκείνη, την Νικόλ...για να μου πουν ότι είναι μαζί και ευτυχισμένοι, και πως εγώ καλά θα κάνω να φύγω από την μέση..’’ Η Μαριάν ήταν η μόνη της φίλη, για όσο τουλάχιστον βρισκόταν σε εκείνο το σπίτι. Αυτή και τα τετράδιά της, τα οποία κοιτούσε τον τελευταίο καιρό χωρίς την παραμικρή έμπνευση, χωρίς τον παραμικρό στίχο. Οι σκέψεις ήταν ένα ακατάστατο δωμάτιο- ήταν όλα εκεί στην πραγματικότητα, αλλά δεν ήξερε από που να αρχίσει να συμμαζεύει. ΋σες φορές δοκίμασε να βάλει τις λέξεις την μια δίπλα στην άλλη, αυτές έβγαιναν χωρίς συνοχή και αλληλουχία, ανερμάτιστες, σχεδόν στεγνές από ψυχή. ΋χι ότι η Μαριάν δεν ήταν στεγνή- τις περισσότερες φορές είχε έναν ‘’καλεσμένο’’ στο 419 της, και της άνοιγε με το ίδιο στυλ, ντυμένη και βαμμένη σαν σε βραδινή έξοδο, με την αλυσίδα της πόρτας να τις χωρίζει. Αλλά ενίοτε, αυτός ο κανόνας έσπαγε, και η Μαριάν την υποδεχόταν με άφθονο κόκκινο κρασί, ‘’σχεδόν παράνομο’’ όπως έλεγε η ίδια. Δεν είχε πάντα τις καλύτερες συμβουλές (πάντα την παρότρυνε να βγει και να ερωτροπήσει

[15]


με τον πρώτο τυχόντα) αλλά τουλάχιστον άκουγε υπομονετικά και της προσέφερε μια στοιχειώδη οικειότητα. Παλιότερα, δεχόταν να ακούσει και κάποια από τα ποιήματά της, τα οποία ωστόσο ποτέ δεν έδειχνε να καταλαβαίνει. Η απουσία οποιασδήποτε ανάδρασης διέκοψε αυτήν τους την σχέση. Σο βλέμμα της τώρα ήταν σαφώς προβληματισμένο. Η Ντάιαμοντ μπορούσε να νιώσει τον δισταγμό της να διώξει τον καλεσμένο της ή να διώξει εκείνη. Σελικά άπλωσε το χέρι της από το άνοιγμα, και έπιασε το δικό της. Σο χέρι της ήταν κρυο, με μακριά κόκκινα νύχια και δυο επίχρυσους κρίκους. Η Ντάιαμοντ, αποδεχόμενη αυτήν την κίνηση έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μακριά δάχτυλα της Μαριάν και τα έσφιξε. ‘’Φρυσό μου κορίτσι, δώσε μου μισή ώρα και θα έρθω εγώ από εκεί, ναι;’’ Σο είχε ξανακούσει αυτό. Άφησε το χέρι της και το τράβηξε στην τσέπη της πιτζάμας της. Φρειαζόταν κάτι διαφορετικό από αυτό, εκείνη την στιγμή. ‘’Με έχει κουράσει αυτή η θλίψη’’, της είπε. ‘’Τπήρχε και πριν, γρατζουνούσε και κλώτσαγε, αλλά τώρα, τώρα απελευθερώθηκε, είναι παντού. Με έχει εξαντλήσει αυτή η θλίψη.’’ ‘’΢ε καταλαβαίνω χρυσό μου’’, απάντησε η Μαριάν κάπως βιαστικά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς τα μέσα. ‘’΢ιγά’’, της απάντησε. ‘’Ποιος είναι λοιπόν μέσα, ποιος είναι που είναι πιο σημαντικός;’’ Η Μαριάν την κοίταξε κάπως αμυντικά. ‘’Ένας..’’, είπε ντροπαλά. ‘’Γνωρίζεις έστω το όνομά του; Σην δουλειά του; Σα γενέθλιά του;’’, ρώτησε κάπως επιθετικά. ‘’Φρυσό μου κορίτσι μην γίνεσαι κουτό..Σι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με το οτιδήποτε;’’ Η Ντάιμοντ ξεφύσηξε απογοητευμένη. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, με τα χέρια στις τσέπες και στάθηκε στη μέση του διαδρόμου, φέρνοντας το ένα της πέλμα στο άλλο γόνατο, τρίβοντάς το. Ανάμεσα στη σιωπή τους ακουγόντουσαν κάποιες σποραδικές νότες από ένα πιάνο. Ο ηλεκτρονικός, υπνωτικός βόμβος. Η μυρωδιά από το κίτρο. ‘’Υεύγω’’, της είπε τελικά. Η Μαριάν κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. ‘’Ναι, χρυσό μου κορίτσι. Και θα έρθω εγώ σε σένα σε μια ώρα’’. ‘’΋χι, εννοώ φεύγω. Υεύγω, φεύγω από εδώ’’.

[16]


‘’Ψ, τώρα’’, η Μαριάν κοίταξε προς τα μέσα. ‘’Μην γίνεσαι κουτή!’’. Και λέγοντας αυτό, η πόρτα έκλεισε βιαστικά, και μετά από λίγο χάθηκε και το φως από το ματάκι. Η Ντάιαμοντ ξαναβρέθηκε μόνη της, σε στάση πελαργού με φαγούρα, στην μέση του γαλάζιου, άδειου διαδρόμου, με τα χέρια στις τσέπες και την θλίψη της να βρίσκεται στην παλίρροια της, σκεπάζοντας τον ιππόκαμπο στον εγκέφαλό της. Κοίταξε την δική της μισάνοιχτη πόρτα για μια στιγμή, και σκέφτηκε τον Σίγρη, την αλλεργία, την κουρτίνα, την φαγούρα, την Νικόλ, το Κάθαρμα, τις λέξεις που δεν κολλάνε, τα γεμάτα μουτζούρες τετράδιά της, την σκόνη κάτω από τον καναπέ. Πλησίασε και έκλεισε την πόρτα, αφήνοντας όμως τον εαυτό της από έξω. Σα γεγονότα είναι: ΋ταν η Μαριάν έκλεισε την πόρτα, δεν ήξερε, και για να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα μπορούσε να ξέρει, ότι όταν η Ντάιμοντ της είπε ‘’φεύγω’’, στην πραγματικότητα εξωτερίκευε για πρώτη φορά μια αναπόδραστη σκέψη- μια σκέψη που είχε φυτρώσει σαν παρασιτικό φυτό μέσα της, είχε τραφεί από την θλίψη της τόσο πολύ και τόσο αθόρυβα που όταν πλέον έγινε θηρίο είχε σκεπάσει τα πάντα. Μια σκέψη παράλογη όσο και λογική. Η Ντάιαμοντ πάντα φλέρταρε με την κατηγορία αυτών που θα έλεγε ο καθένας

‘’αυτοκτονικούς’’,

ανθρώπους

μόνιμα

θλιμμένους

και

αταίριαστους,

καταραμένες ψυχές που περιφέρονται σε ένα καταραμένο κόσμο. Για την ακρίβεια, το σκεπασμένο από έναν ατίθασο θύσανο καστανοκόκκινων μπουκλών κεφάλι της, είχε οργανώσει με ακρίβεια ένα λεπτομερές σχέδιο- Η Ντάιαμοντ θα αυτοκτονούσε μέχρι τις πέντε τα ξημερώματα, αφού πρώτα έκανε μια πολύωρη βόλτα στην πόλη, ελπίζοντας τουλάχιστον να ξεπεράσει την φαγούρα στο πέλμα της. ΋ταν η Μαριάν έκλεισε την πόρτα, στην ανατολική πλευρά της πόλης, στις παρυφές ενός μικρού λόφου, σε μια περιοχή γεμάτη από αποθήκες και σιλό εμποροευμάτων, σημειώθηκε μια έκρηξη. ΋χι κάποια ιδιαίτερη έκρηξη, μια μικρή έκρηξη. Μια έκρηξη από κάτι που έπεσε από τον ουρανό. ΢ε κάποιους ακούστηκε σαν γυαλί που σπάει σε κομμάτια. ΢ε κάποιους ακούστηκε σαν κρότος από αυτούς που βγάζουν οι βόμβες. ΢ε κάποιους ακούστηκε σαν τον ξερό ήχο ενός ξύλου που χτυπάει κανείς με ένα τσεκούρι. Ενός πολύ μεγάλου ξύλου βεβαίως, και ενός ανάλογα μεγάλου τσεκουριού. Η έκρηξη είχε ήχο, αν και αμφισβητούμενης συχνότητας, αλλά σίγουρα

[17]


δεν είχε λάμψη, κάτι που βέβαια είναι λίγο παράταιρο με τις εκρήξεις, και ίσως αυτό έκανε αυτήν την έκρηξη τόσο ιδιαίτερη. ΋ταν η Μαριάν έκλεισε την πόρτα, εντελώς συμπτωματικά η Νικόλ έκλεινε με δύναμη μια πόρτα αυτοκινήτου. Η πόρτα θα έκλεινε αυτόματα, αλλά η Νικόλ το έκανε αυτό για να δείξει τον εκνευρισμό της. ‘’Σαυτίζεσαι πάρα πολύ’’, είπε, σχεδόν συλλαβιστά. Όστερα γύρισε προς τα πίσω και κοίταξε τρεις άντρες στο πίσω κάθισμα. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος, ντυμένος στα πράσινα, και κρατούσε μια επίπεδη συσκευή σαν οθόνη. ‘’Σαυτίζεται πάρα πολύ’’, επανέλαβε, με τον ίδιο τόνο. Ο ηλικιωμένος άντρας παρέμεινε ανέκφραστος και συνάντησε μέσα από τον καθρέπτη το βαρύ και κουρασμένο βλέμμα του Καθάρματος. ‘’Έκλαψε;’’, τον ρώτησε. ‘’Δάκρυσε’’, απάντησε αυτός. ‘’Άρα η συναισθηματική της εξάρτηση είναι έντονη ακόμα, παρά την αγωγή’’ ‘’Θα δοκιμάσουμε και άλλο τρόπο’’, είπε κάπως βιαστικά. Η Νικόλ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Ο ηλικιωμένος άντρας ακούμπησε τα δάχτυλά του πάνω στην μικρή οθόνη. Σο Κάθαρμα έκανε το ίδιο στο ταμπλό του αυτοκινήτου, και με ένα απαλό μουρμουρητό το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Αυτοί δεν άκουσαν καμία έκρηξη, και προφανώς δεν είχαν ιδέα ότι η Ντάιαμοντ βρισκόταν ήδη στο ασανσέρ για το ισόγειο, κρυμμένη κάτω από την τεράστια αφάνα της. Βέβαια σε λίγο θα βρισκόταν ξανά στο ασανσέρ για την ταράτσα. ΢ε κάθε περίπτωση, αυτό εδώ ξεκίνησε από μια φαγούρα στο πέλμα. Κατά τα άλλα, είναι μια φθινοπωρινή Σρίτη, 88 χρόνια και κάτι μήνες μετά την Μεγάλη Καταστροφή, ένα σημαδιακό γεγονός που δεν κράτησε ακριβώς μια μέρα, αλλά όπως όλα, ξεκίνησε μέσα σε μια μέρα. Με την προθύστερη χρονολόγηση, θα είχαμε 2147. Αν και εδώ που τα λέμε, με τα προθύστερα δεδομένα, δεν θα είχαμε μια και μοναδική Πόλη ως την τελευταία κοιτίδα ζωής στον πλανήτη. Εκτός και αν δεν είναι έτσι τα πράγματα.

[18]


Ο φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις

Η Μαριάν άνοιξε ξανά την πόρτα της και βγήκε διστακτικά στο διάδρομο. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και σχετικά στενός, ήθελες μόλις τρια βήματα για να πας από την μια άκρη του ως την άλλη. Ήταν επίσης μονίμως λουσμένος σε ένα χαλαρό γαλαζόλευκο φως, από τις μονίμως λειτουργικές λάμπες της οροφής του, που έμοιαζαν με μακρόστενους σωλήνες. Προχώρησε απέναντι, στο 418 και χτύπησε την πόρτα. ‘’Φρυσό μου κορίτσι; Εγώ είμαι, δεν άργησα, ε;’’ Φτύπησε ξανά, καθώς δεν υπήρξε καμία απάντηση. Και μετά άλλη μια φορά. Όστερα έγειρε με την πλάτη της στην πόρτα και ξεφύσηξε. ‘’Ψ, τώρα’’, μονολόγησε. ‘’Μην γίνεσαι κουτή’’. Γύρισε και ξαναχτύπησε την πόρτα, πιο νευρικά αυτή τη φορά. ‘’Ντάιαμοντ;’’. Η φωνή της μπορούσε να προδώσει άγχος και μια ιδέα ενοχής. Η Ντάιαμοντ σίγουρα δεν ήταν εκεί, και τα τελευταία της λόγια αντήχησαν ξανά- φεύγω, φεύγω από εδώ. ΢ε ένα ακόμα διάλειμμα αφόρητης ησυχίας, η Μαριάν έπιασε τις χαμηλές νότες που ερχόντουσαν από μερικά δωμάτια πιο δίπλα. Η Μαριάν είχε αντιμετωπίσει πολλά, πάρα πολλά προβλήματα με ένα αναπάντεχα παλιομοδίτικο μοτίβο: ‘’Θα το σκεφτώ από αύριο’’, μπορούσες να την ακούσεις να λέει, ξανά και ξανά. Απέδιδε, βέβαια. Απέδιδε γιατί η Μαριάν ήξερε ότι ένας καλός ύπνος μπορούσε να καθαρίσει όλες τις μπουκωμένες βαλβίδες και όλα τα προβλήματα να χάσουν την ένταση της στιγμής τους. Αλλά επίσης ήξερε ότι η γειτόνισσά της, το κορίτσι με τα αλλοπρόσαλλα μαλλιά και τα αλλοπρόσαλλα ποιήματα, που αγαπούσε ένα μακάβριο ποιητή ονόματι Έντγκαρ Άλαν Πόε, δεν κοιμόταν εδώ και αρκετό καιρό ή κοιμόταν υπερβολικά πάρα πολύ για να λειτουργήσει το κόλπο. Ήταν εμφανές από τις δυο βαθιές σκουρόχρωμες αυλακιές κάτω από τα μάτια της. Η Μαριάν ήταν το αναγκαίο, ενδιάμεσο γρανάζι σε μια υπέροχη περιπέτεια που ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, αλλά φυσικά αυτό δεν το γνώριζε εκείνη την στιγμή. Αυτό που όμως γνώριζε με σιγουριά, ήταν η παρόρμησή της να χτυπήσει στο δωμάτιο με την χαμηλή μουσική και να ζητήσει βοήθεια.

[19]


Σο δωμάτιο 424 ήταν γνωστό κυρίως από την μουσική του. Σην ασταμάτητη μουσική του, όλες τις πιθανές ώρες. Λίγοι είχαν δει τον ένοικο- φυσικά η Μαριάν, που αρκετά βράδια κατασκόπευε από το ματάκι της πόρτας αν άκουγε το παραμικρό, την είχε δει. Μια διοπτροφόρος ξανθιά, λεπτεπίλεπτη σιλουέτα κρυβόταν πίσω από την πόρτα 424 και το απαλό χαλί της μουσικής, πιο ντροπαλή και από τις σκιες. Η Μαριάν χτύπησε την πόρτα της με την ευλάβεια που θα αντιστοιχούσε στην απαλή μουσική της, αν και βιαζόταν εξαιρετικά. Η μουσική σταμάτησε απότομα, με ένα βαρύ ντο που αντήχησε παρατεταμένα. Η Μαριάν, που είχε μεταξύ άλλων εξαιρετική ακοή, μπόρεσε να διακρίνει το ελαφρύ θρόισμα ενός ελαφίσιου τρεξίματος προς την πόρτα. ‘’Παρακαλώ;’’ Η φωνή της ήταν πρίμα και γλυκιά, σαν να είχε καταπιεί όλες τις νότες από τα πλήκτρα. ‘’Είμαι η Μαριάν Ομπράντ από το 419 γλυκιά μου. Ζητώ συγνώμμη για την ώρα, απλά άκουσα την μουσική σου και υπέθεσα ότι θα είσαι ξύπνια. Θα ήθελα όμως πάρα πολύ την βοήθειά σου, αν είχες την καλοσύνη να μου ανοίξεις. ‘Αλις, αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι;’’ ‘’Ν..ναι’’, ακούστηκε μια φωνή, μετά από μερικά δευτερόλεπτα. ‘’Άλις γλυκιά μου, δεν ξέρω αν γνωρίζεις αυτό το όμορφο και παράξενο πλάσμα που μένει στο δωμάτιο 418. Σην κυρία Ντάιαμοντ. Έχει εξαφανιστεί γλυκιά μου, και δεν ξέρω τι να κάνω’’ Από την πόρτα ακούστηκαν μια σειρά από ηλεκτρονικοί και μεταλλικοί θόρυβοι. Η Άλις έπαιρνε την ασφάλειά της στα σοβαρά, όπως φαινόταν. Όστερα, η πόρτα άνοιξε, περίπου όσο είχε ανοίξει η Μαριάν στην Ντάιαμοντ, και ένα κεφάλι ξεπρόβαλλε στο άνοιγμα, κοιτάζοντας ερευνητικά και με το στόμα μισάνοιχτο. Η Μαριάν παρατήρησε την κοπέλα απέναντί της. Θα ήταν στην ηλικία της Ντάιαμοντ, ίσως λίγο μεγαλύτερη. Είχε ξανθά μαλλιά, τραβηγμένα με ακρίβεια προς τα πίσω, σε μια μακριά αλογοουρά και ένα φαρδύ λευκό μέτωπο. Σο χαρακτηριστικότερο όμως γνώρισμά της δεν ήταν αυτό- η Άλις, η μουσικός του τετάρτου ορόφου, είχε ένα ζευγάρι τεράστια γαλάζια μάτια, σαν ακριβές χάντρες από κάποιο περιδέρεαιο παλιάς πριγκίπισσας, τα οποία φαινόντουσαν ακόμα πιο μεγενθυμένα και εξωπραγματικά πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών της. Η Μαριάν σάστισε αρκετή ώρα απέναντι στην υγρή, γαλάζια

[20]


ματιά της, και αυτό φάνηκε να προκάλεσε ντροπή στην κοπέλα απέναντί της, που χαμήλωσε το βλέμμα της. ‘’Ναι, ναι την ξέρω. Έχουμε μιλήσει. Παλιότερα. Έγραφε ποιήματα, και ήθελε να βάλει ‘’ήχο στις λέξεις της’’’’ Η Μαριάν χαμογέλασε ευγενικά. Δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό. ‘’΋πως και να έχει, η Ντάιαμοντ έχει πολλά προβλήματα τώρα τελευταία- ζήτησε την βοήθειά μου, αλλά δυστυχώς είχα κάποια παρέα που δεν μπορούσα να εγκαταλείψω εκείνη την στιγμή. Είμαι απαράδεκτη, τελείως! Είναι δικό μου λάθος, αν μη τι άλλο! Και τώρα έφυγε, ποιος ξέρει που μπορεί να πήγε μέσα στη νύχτα...Ψ, είναι ένα ευαίσθητο και εύθραυστο κορίτσι, και έλεγα μήπως τη γνώριζες, μήπως ήξερες που θα μπορούσε να είναι;’’ Η Άλις ανοιγκόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της, κάπως νευρικά. Κάπως κόμπιασε. ‘’΋χι, δεν ξέρω που θα μπορούσε να είναι. Δεν την γνώριζα τόσο καλά’’, απάντησε κάπως συνεσταλμένα. Η Μαριάν ξεφύσηξε. Κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αναμενόμενο. Η Άλις άνοιξε τώρα πιο πολύ την πόρτα της, έχοντας ξεθαρρέψει λίγο ή ίσως και από φανερό άγχος για την γειτόνισσά της, και άφησε να φανεί ένα μακρύ ριχτό νυχτικό, που κάλυπτε ένα λευκό και αδύνατο κορμί, με λεπτά άκρα. Από το σπίτι βγήκε μια απαλή μυρωδιά κλεισούρας σε συνδυασμό με αρωματικό χώρου που έφερνε σε κέδρο. Η Άλις πρόδιδε έναν ιδιαίτερα μοναχικό άνθρωπο, κάτι με το οποίο η Μαριάν ένιωσε μια άμεση οικειότητα. ‘’Και τώρα τι θα κάνω, μου λες;’’, είπε χτυπώντας απαλά το μέτωπό της. Κοίταξε το άδειο διάδρομο, που δεν προσέφερε καμία απάντηση. Θα μπορούσε να χτυπήσει όλες τις πόρτες, μια μία και να βρει έστω έναν που... Για μια στιγμή. ‘’Νομίζω ότι ξέρω ποιος θα μας βοηθήσει!’’, είπε ξαφνικά και έπιασε κάπως απότομα την Άλις από τους ώμους, που τραβήχτηκε προς τα πίσω τρομαγμένη. ‘’Ποιος;’’, ψέλισσε. ‘’Μα φυσικά, ο 505!’’, απάντησε αινιγματικά η Μαριάν, αλλά με ενθουσιασμό. Έκανε δυο βήματα προς τις σκάλες, αλλά κοντοστάθηκε και ξανακοίταξε την ψηλόλιγνη κοπέλα με τα μεγάλα μάτια. ‘’Ψ, αγάπη μου. Θα ήμουν ευτυχής να έρθεις μαζί μου. Έχω τόσο άγχος. Αν είναι κάποιος μαζί μου θα νιώθω κάπως καλύτερα ξέρεις’’.

[21]


Η Άλις κοίταξε αμήχανα την καλοντυμένη γυναίκα και ξεροκατάπιε. Όστερα, μουρμούρισε απρόθυμα κάτι που έμοιαζε με ‘’μια στιγμή’’ και έκλεισε την πόρτα. Μετά από λίγο η πόρτα της άνοιξε πάλι, αλλά τώρα φορούσε μια κίτρινη μπλούζα και ένα μπλου τζην. Σο ιδιόρρυθμο τζιν, που έφτανε μέχρι το στέρνο της και το κρατούσαν τιράντες χιαστί στην πλάτη φάνηκε στην Μαριάν εξαιρετικά αστείο και αταίριαστο. ΋πως και το ζευγάρι λευκά αθλητικά παπούτσια που είχε φορέσει. Η Μαριάν σκέφτηκε ότι αυτή εδώ πρέπει να ήταν εντελώς τρελλή, αλλά είχε άλλες προτεραιότητες εκείνη την στιγμή- όπως να βρει τον 505 που για κάποιο λόγο το ένστικτό της κουδούνιζε ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος σε ολόκληρο το κτίριο που θα μπορούσε να βρει μια λύση στο πρόβλημά της. Η Άλις την πλησίασε με ένα ανάλογα ελαφίσιο περπάτημα, σαν να προσπαθούσε να σηκώσει τον εαυτό της πάνω από το έδαφος και ύστερα οι δυο γυναίκες περπάτησαν γοργά προς τις σκάλες. Σα τακούνια της Μαριάν έβγαζαν έναν ρυθμικό γλυκό ήχο στο πάτωμα, ενώ από τα αθλητικά παπούτσια της Άλις δεν ακουγόταν ούτε ο παραμικρός ψίθυρος. Ο διάδρομος του πέμπτου ορόφου ήταν ίδιος με τον διάδρομο του τέταρτου ορόφου. Σο ίδιο γαλάζιο φως, η ίδια σειρά από ομοιόμορφες υπόλευκες πόρτες, η ίδια γραμματοσειρά στους αριθμούς των διαμερισμάτων. Αν δεν υπήρχε το 5 μπροστά θα μπορούσες εύκολα να μπερδευτείς. Ανάμεσα στον τέταρτο και τον πέμπτο όροφο, όπως ακριβώς ίσχυε και ανάμεσα στον τρίτο και τον τέταρτο όροφο υπήρχε μόλις ένα μικρό παράθυρο που είχε σιδεριές και από μέσα και από έξω, ‘’για τον κίνδυνο κλεφτών’’, όπως δήλωνε η διαχείριση, από όπου μπορούσες να διακρίνεις την πηχτή νύχτα της πόλης, πασπαλισμένη με ρυτίδες μιας αύρας ηλεκτρικού κιτρινοπράσινου φωτός. Οι δυο γυναίκες βρέθηκαν γρήγορα μπροστά από την πόρτα που έγραφε 505 και την κοιτάξανε, κάπως διστακτικές. ‘’Μήπως είναι λίγο αργά;’’, ρώτησε ψιθυριστά η Άλις. ‘’Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι πολύ αργά’’, απάντησε η Μαριάν. ‘’Γιατί αυτός θα μας βοηθήσει;’’, επέμεινε η Άλις που φαινόταν να της προκαλεί άγχος ή όλη διαδικασία. ‘’Δεν ξέρω.’’, είπε τελικά η Μαριάν, λέγοντας στην πραγματικότητα την αλήθεια. Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό της αυτό το τόσο έντονο προαίσθημα. Ο 505 ωστόσο ήταν ένας από τους πιο κοινωνικούς, κινητικούς και ευδιάκριτους κάτοικους μιας πολυόρωφης κονσέρβας, που συνήθως ένας δεν ήξερε καν τον γείτονά

[22]


του. Ίσως μάλιστα να γνώριζε και την Ντάιαμοντ. Ίσως απλώς να είχε ένα σχέδιο. Η Μαριάν που πάντα έκρινε τα πιο περίεργα πράγματα για τους ανθρώπους, και σημείωνε μια ιδιαίτερη ευστοχία στις εκτιμήσεις της, πάντα θεωρούσε τον 505 ως έναν άνθρωπο με σχέδιο. Σον παρατηρούσε συχνά να κυκλοφορεί στο σαλόνι του ισογείου, φορώντας παλιομοδίτικα καπέλα και φτηνά ρούχα και να κουβαλάει μαζί του ένα κοφτερό και περιεργαστικό βλέμμα, ένα ιδιαίτερο θέμα συζήτησης και μια αίσθηση του ιδιαίτερου. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος ο 505, αλλά σίγουρα χρειαζόταν έναν παράξενο άνθρωπο για να ζητήσει συμβουλή για μια τόσο παράξενη κοπέλα, όπως η Ντάιαμοντ. Έτσι, αγνοώντας την γλώσσα του σώματος της Άλις που σχεδόν φώναζε να επιστρέψουν, χτύπησε την πόρτα του 505, αρκετά διακριτικά αλλά και αρκετά δυνατά ώστε να σιγουρευτεί ότι ο ένοικός της θα ακούσει. Και πράγματι, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και απότομα, σχεδόν αμέσως, σαν να περίμενε ο 505 κάποιον επισκέπτη να κάνει άνω κάτω την ρουτίνα της νύχτας του και να αλλάξει ριζικά και αμετάκλητα την αφήγηση της ως τώρα ζωής του. Η Άλις κόμπισε, ξεροκατάπιε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Ο άντρας μπροστά τους ήταν χαμογελαστός και δεν φαινόταν καθόλου ενοχλημένος από το ακατάλληλο της ώρας, αν και η Μαριάν έκρινε κάπως ακατάλληλη την ενδυμασία του για να ανοίξει την πόρτα. Ο 505 φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι με τιράντες και ένα περίεργο γκρί σώβρακο που έφτανε μέχρι τα γόνατα. Επίσης, φορούσε ένα αθλητικό καπελάκι, γυρισμένο προς τα πίσω, με διάφορα τσουλούφια από μαύρη σκληρή τρίχα να πετάγονται από διάφορες πλευρές. ΋πως τον θυμόταν, είχε ένα καλοπεριποιημένο κοφτερό μουσάκι και ένα λεπτό μουστάκι, με τρίχες σκληρές σαν βούρτσας. Αλλά και οι δυο γυναίκες κυρίως εστίασαν σε ένα επίμονο, κοφτερό και περιεργαστικό βλέμμα και στο διάπλατο χαμόγελό του. ‘’Κυρίες μου!’’, φώναξε κάπως θεατρικά. ‘’Σι περίεργη έκπληξη είναι να χτυπάτε την πόρτα μου αυτήν την ώρα! Και αν δεν κάνω λάθος, οι κυρίες έρχονται από τον μακρινό τέταρτο όροφο!’’ Η Μαριάν χάρηκε που την γνώριζε, και σκέφτηκε ότι αυτός ο άνθρωπος θα ήταν από αυτούς που γνωρίζουν τους πάντες. Αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι καλό. Η Άλις πάλι θεώρησε αυτήν την παρατήρηση κάπως αναπάντεχη και πισωπάτησε πάλι. Ο 505 είχε εστιάσει το βλέμμα του σε εκείνη.

[23]


‘’΢υνγώμμη’’, είπε η Μαριάν. ‘’Απλά αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα και θεώρησα ότι...’’ Ο 505 τράβηξε το βλέμμα του από την Άλις και την κοίταξε με μια παιχνδιάρικη έκφραση. ‘’΋τι και αν είναι, ήρθατε φυσικά στον σωστό άνθρωπο. Αλίμονο, ποιος άλλος από αυτό το απρόσωπο έγκλημα ενός ανέραστου αριχτέκτονα με δυσκοιλιότητα θα μπορούσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα των άλλων, όταν δεν μπορεί καν να δώσει λύσεις στα δικά του προβλήματα;’’ Η Μαριάν τον κοίταξε με απορία. Σώρα αυτός ξαναγύρισε το βλέμμα του στην Άλις, που πιθανώς δεν άκουγε τίποτα από το άγχος της και κοιτούσε το πάτωμα σαν να είναι πίνακας ζωγραφικής. Η Μαριάν θεώρησε το βλέμμα του κάπως λάγνο και σίγουρα επίμονο, και με ανάμικτο τρόπο θεώρησε ότι ήταν αγενής και ότι θα έπρεπε να κοιτάει αυτήν. ΢το κάτω κάτω, η Άλις ήταν ντυμένη σαν κακόγουστο αγόρι. ‘’Μια φίλη μας, από τον τέταρτο όροφο, η Ντάιαμοντ,’’ ‘’Α!’’, πετάχτηκε πάλι αυτός, αλλά αυτή τη φορά χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από την Άλις, που εν τω μεταξύ είχε φτάσει στον απέναντι τοίχο πισοπατώντας. ‘’Η αγαπημένη μας ποιήτρια! Σι κάνει αυτό το κορίτσι; Φρειάζεται κάποιο κηπουρό για τον θάμνο που μεγαλώνει στο κεφάλι της; Δεν πιστεύω ακόμα να δαγκώνει την λαμαρίνα για αυτόν τον απαράδεκτο γιατρό’’ Η Μαριάν αναστέναξε, ενώ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται που ο άντρας δεν την κοιτούσε πλέον καθόλου. Εξ’άλλου, φαινόταν αρκετά μεγαλύτερος της Άλις και πιο κοντά στην δική της ηλικία. ‘’΋χι’’, είπε κάπως πιο ψυχρά. ‘’Αλλά εξαφανίστηκε, έφυγε. Είχε πολλά προβλήματα και ανυσηχώ ότι...’’ Ο 505 γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της, το χαμόγελό του μεταμορφώθηκε σε σμιχτά χείλη σοβαρότητας και έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, έτσι που στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντί της. ‘’Έφυγε; Σι εννοείτε έφυγε;’’ Η Μαριάν αιφνιδιάστηκε κάπως από την αλλαγή στάσης του. Είχε αρχίσει να υποπτεύεται ότι και ο 505 ήταν ακόμα ένας παλαβός. Ίσως είχε πέσει έξω στο προαίσθημά της. Ίσως ήταν όλοι παλαβοί τελικά. ‘’Μου είπε φεύγω, και ύστερα δεν είναι πλέον σπίτι της. Αυτό μου το είπε πριν μια ώρα’’.

[24]


‘’Μπορεί να είναι στο ισόγειο και να απολαμβάνει κάποιο ρόφημα, ίσως;’’ Η Μαριάν δεν είχε σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά από την άλλη,

η

Ντάιαμοντ δεν είχε πάει ποτέ στο ισόγειο για ρόφημα, για να το κάνει τώρα. ‘’Να πάω να κοιτάξω;’’, πετάχτηκε η Άλις. Ο 505 την κοίταξε και κάπως μαλάκωσε η έκφρασή του. Η Μαριάν αναστέναξε. ‘’Μου είπε φεύγω από εδώ. Αν είχε πάει στο ισόγειο, θα είχε γυρίσει τώρα, δεν νομίζετε;’’ Ο 505 έβαλε δυο δάχτυλα στο μουσάκι του και σκέφτηκε. Όστερα, κοίταξε και τις δυο γυναίκες, εναλλάξ. ‘’Λοιπόν, αυτό είναι πραγματικά ένα πρόβλημα, όπως φαίνεται. Αλλά το να έφυγε, όχι, αυτό θα μου εκάνε φοβερή εντύπωση’’ ‘’Μα που την ξέρετε για να σας κάνει τόση πια εντύπωση;’’, ρώτησε κάπως αγανακτισμένη η Μαριάν. Ο 505 χαμογέλασε ξανά. ‘’Θα μου έκανε εντύπωση αν οποιοσδήποτε έφευγε’’, είπε αινιγματικά. Η Μαριάν πισωπάτησε και αυτή, κάπως απογοητευμένη. ‘’Δεν καταλαβαίνω καθόλου τι λέτε. Ίσως είναι ακατάλληλη ώρα. Θα πάω στο ισόγειο και θα ρωτήσω ίσως το θυρωρό αν....’’ Ο 505 έκανε ένα μικρό άλμα και ξαναβρέθηκε μπροστά της, με γουρλωμένα τα περιεργαστικά του μάτια. ‘’΋χι, όχι όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν ολότελα λάθος κίνηση!’’ Η Άλις, έχοντας βρει τοίχο, είχε αρχίσει τώρα να κάνει πλάγια βήματα, προς την σκάλα από την οποία είχαν ανέβει. Ο 505 το παρατήρησε και της χαμογέλασε ζεστά. ‘’Κυρίες μου’’, είπε και καθάρισε το λαιμό του. ‘’Σο ξέρω ότι τώρα σας φαίνομαι σίγουρα περίεργος. Θα ήθελα πάρα πολύ να σας πω ότι ‘όλα είναι ψέμματα’, αλλά αυτό θα ήταν αδύνατο μιας και θα αναιρούσα και τον ίδιο μου τον εαυτό, δεν είναι έτσι; Αν όλα είναι ψέμματα, τότε και αυτό που είπα είναι ψέμματα, οπότε όλα δεν είναι ψέμματα. Αλλά σίγουρα, δεν είναι όλα αληθινά, ορίστε, δείτε το έτσι. Και αν ακόμα και αυτή η παρατήρηση, που οπωσδήποτε κάποιος θα ήταν παράλογος να μην την αποδεχτεί, δεν σας ικανοποιεί, επιτρέψτε μου να σας πω ότι θεωρώ αδύνατον κάποιος να έχει φύγει, να έχει φύγει ολότελα από αυτό το κτίριο’’ Οι δυο γυναίκες τον κοίταξαν με περιέργεια, και ύστερα κοιτάχτηκαν φευγαλέα μεταξύ τους. Η Μαριάν μπόρεσε να διαβάσει το εκφραστικό βλέμμα της Άλις, που σχεδόν φώναζε ‘Πάμε να φύγουμε, τώρα’. Ένιωθε ότι συμφωνούσε με αυτήν την

[25]


προοπτική. Αλλά μαζί με αυτήν, και ο 505 μπορούσε να διαβάσει τον οπτικό τους διάλογο. ‘’Θα θέλατε να περάσετε μέσα; Να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για την αγαπητή μας φίλη;’’, ρώτησε, μαλακώνοντας την φωνή του, κάτι που όμως έκανε την προτασή του να φαίνεται κάπως τρομακτική. Μετά από πολύ καιρό η Μαριάν αισθάνθηκε σαν δεκαεξάχρονο κοριτσάκι, και αναρωτήθηκε αν ο 505 είχε κάποιο βάζο με γλυκά. ‘’Δεν νομίζω ότι χρειάζεται’’, είπε βιαστικά. ‘’Θα προτιμούσα να πάω να ξανακοιτάξω μήπως γύρισε. Άλις; Θα μπορούσες να πας μέχρι το ισόγειο να δεις;’’, ρώτησε, γυρίζοντας προς το μέρος της Άλις που είχε κόψει λίγο προς τα πέρα πλέον. Εκείνη κούνησε νευρικά το κεφάλι της καταφατικά και περπάτησε γρήγορα προς το ασανσέρ, στη μέση του διαδρόμου. ΢τιγμιαία το προσπέρασε, και η Μαριάν αναρωτήθηκε αν αυτό οφειλόταν στο άγχος της ή δεν έβλεπε καλά. Αναρωτήθηκε έπειτα αν είχε μπλέξει μόνο με παλαβούς στην βοήθεια που χρειαζόταν για να βρει την Ντάιαμοντ. Όστερα, ξαναγύρισε στον 505. ‘’Ευχαριστούμε κύριε....;’’ ‘’Α, μα φυσικά. Δεν συστηθήκαμε. Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Οι φίλοι με φωνάζουν Ρίτσαρντ. Λέγε με Ρίτσαρντ. Βγαίνει από το Ρίτσαρντ, χα χα’’. Όστερα, έπιασε το χέρι της Μαριάν και σκύβοντας το φίλησε. Αυτό της φάνηκε περίεργο και χαριτωμένο. ‘’Μαριάν Ομπράντ. 419’’, απάντησε αυτή, αν και δεν ήταν σίγουρη γιατί συμπλήρωσε και τον αριθμό του διαμερίσματός της. ‘’Φάρηκα και ζητώ συγνώμμη ξανά για την ώρα. Απλά σκέφτηκα ότι ίσως να ξέρετε....’’ ‘’Κάνατε πολύ καλά. Για την ακρίβεια, κάνατε πολύ σωστά που ήρθατε εδώ, αλλά τώρα κάνετε αρκετά λάθος που φεύγετε, ενώ και η φίλη μας η...’’ ΄΄Άλις’’ ‘’Η φίλη μας η Άλις κάνει εξαιρετικά λάθος που πηγαίνει στο ισόγειο. Αν υπάρχει κάποια περίπτωση η φίλη μας Ντάιαμοντ να έχει φύγει από το κτίριο, πιστέψτε με, αποκλείεται να έχει περάσει από το ισόγειο.’’ Η Μαριάν αναστέναξε ξανά. ‘’΢υνεχίζω να μην σας καταλαβαίνω καθόλου’’, του είπε. ‘’Σο βλέπω’’, είπε αυτός με ένα συγκαταβατικό ύφος, που ίσως και να ήταν ειρωνικό. ‘’Αλλά θα σας πω τι θα γίνει. Πηγαίνετε να κάνετε αυτά που θεωρείτε ότι πρέπει να κάνετε. Εγώ, θα αφήσω την πόρτα μου ανοιχτή. Αν διαπιστώσετε ένα νέο

[26]


αδιέξοδο, τότε μπορείτε να γυρίσετε πίσω και να κάτσουμε να δούμε μαζί τι άλλο μπορούμε να σκεφτούμε για την φίλη μας. Πως σας φαίνεται;’’ Η Μαριάν χαμογέλασε. ‘’Νομίζω ότι δεν θα χρειαστεί’’, του απάντησε. ‘’Φάρηκα πολύ για την γνωριμία. Θα πω στην Ντάιαμοντ ότι βοηθήσατε.’’ Ο 505, ή αλλιώς Ρίτσαρντ, Ρίτσαρντ Λίθγκοου ανασήκωσε τα φρύδια του και έκανε μια μικρή υπόκλιση. Η Μαριάν απομακρύνθηκε προς τις σκάλες και περίμενε να ακούσει το χαρακτηριστικό κλίκ της πόρτας που θα έκλεινε πίσω της. Αυτός ο ήχος δεν ήρθε ποτέ, και παρά το γεγονός ότι ο τύπος ήταν σίγουρα τελείως τρελλός, ένιωσε μια ασφάλεια που είχε αφήσει την πόρτα του ανοιχτή. Γιατί άλλωστε, όπως αποδείχθηκε μερικά λεπτά μετά, είχε δίκιο. μερικά λεπτά μετά, που είχε δίκιο Η Μαριάν έσπρωξε την ανοιχτή πόρτα και έκανε νόημα στην Άλις να την ακολουθήσει, κάτι που η τελευταία έκανε με εξαιρετικό δισταγμό. Ο μικρός διάδρομος της υποδοχής ήταν ένα ακατάστατο χάλι, με διάφορες στίβες μικρών πλαστικών κουτιών να παραγεμίζουν σε μικρά πυργάκια τους τοίχους. Τπήρχε μια έντονη μυρωδιά στο χώρο, κάπως αδιευκρίνιστη αρχικά αλλά αργότερα ταυτοποιημένη ως παράγωγο ενός μακρόστενου τσιμπουκιού που συνήθιζε να καπνίζει ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Ο ίδιος θα έλεγε ότι ο καπνός του ήταν παράνομος, και για αυτό δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν το άρωμα. ΢την Μαριάν το άρωμα δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, οπότε δεν την ένοιαζε και πολύ το αν ήταν παράνομο ή όχι. ΋ταν έφτασαν στο σαλόνι, βρήκαν εκεί τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου, να ρεμβάζει απλωμένος σε έναν μαύρο καναπέ που έμοιαζε με επιμηκυσμένη πολυθρόνα. ΋λο το σαλόνι γύρω του ήταν γεμάτο από τα ίδια πλαστικά κουτιά, ενώ διάφορα ράφια στους τοίχους ήταν είτε άδεια είτε είχαν διάφορα σκουπίδια. Η Μαριάν παρατήρησε ένα μεγάλο όγκο βιβλίων σε μια άκρη, κοντά στο παράθυρο, όπως και μια μάλλον πρόστυχη και ανάρμοστη ζωγραφιά, κρεμασμένη σε ένα τοίχο, που απεικόνιζε μια γυμνή γυναίκα να αιωρείται ξαπλωμένη, και ενώ την σημάδευε ένα μακρόστενο εξάρτημα το οποίο κυνηγούσε μια τίγρη, και την τίγρη κυνηγούσε άλλη μια τίγρη που έβγαινε μέσα από ένα ρόδι. Και αυτή και η Άλις στάθηκαν αρκετά κοιτώντας αυτήν την

[27]


ζωγραφιά. Για την ακρίβεια, καθ’όλη την διάρκεια της συζήτησής τους, η Άλις δεν σταμάτησε ποτέ να ρίχνει κλεφτές ματιές μπροστά σε αυτό το παράξενο θέαμα. Κάτω από τον πίνακα, το πρόσωπο του Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε σχηματισμένο ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Η Μαριάν το αντιμετώπισε με αδιαφορία, αλλά η Άλις απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια, περισσότερο από ντροπή. ‘’Κυρίες μου’’, είπε ευγενικά και ανασηκώθηκε, δείχνοντας τους προς έναν άλλο καναπέ, αρκετά πιο μικρό, απέναντί του. Αυτές υπάκουσαν και στριμώχτηκαν δίπλα δίπλα, πάνω σε ένα σκληρό ύφασμα που έβγαζε ενοχλητικούς θορύβους σε κάθε κίνηση του πισινού τους πάνω τους. Απέναντί τους, το αυτάρεσκο χαμόγελο του Ρίτσαρντ Λίθγκοου και ένας παράξενος πίνακας. ‘’Λοιπόν;’’, τις ρώτησε και έβαλε ανάμεσα στα δόντια του την πίπα. Αυτή κροτάλισε στους κυνόδοντές του. Η Μαριάν κοίταξε την Άλις, που φυσικά δεν έδειχνε διάθεση να εξιστορήσει το οτιδήποτε. ‘’Λοιπόν, δεν ξέρω αν είχατε δίκιο, σε ότι ακριβώς και αν ισχυριζόσασταν, αλλά πράγματι, η Ντάιαμοντ δεν ήταν στο ισόγειο. Ούτε είχε γυρίσει. Φτύπησα τόσες φορές που αποκλείω και το ενδεχόμενο απλώς να κοιμάται βαθιά.’’ ΢ταμάτησε και τον κοίταξε. Αυτός έσκυψε λίγο προς τα εμπρός, περιεργαστικά. ‘’’Ανεξαρτήτως όμως τι πιστεύατε, στην πραγματικότητα είστε εκεί ακριβώς που ξεκινήσατε, έτσι δεν είναι; Σότε γιατί μου φαίνεστε κάπως πιο προβληματισμένες από πριν;’’ Έστρεψε το βλέμμα του στην Άλις. ‘’Αγαπητή μου, το πιστεύεις ότι ακόμα δεν έχουμε συστηθεί;’’ ‘’Άλις’’, απάντησε αυτή, χωρίς όμως οπτική επαφή. Η Μαριάν θεώρησε φτηνή την κίνησή του, και σκέφτηκε να του υπενθυμίσει ότι του το είχε πει μερικά λεπτά πριν. ‘’Άλις! Μα τι σπάνιο και όμορφο όνομα. Εγώ είμαι ο..’’ ‘’Ρίτσαρντ Λίθγκοου’’, τον έκοψε αυτή κάπως απρόσμενα, και η Μαριάν γύρισε προς το μέρος της καθώς δεν της το είχε αναφέρει. Ακόμα και ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ανασήκωσε έκπληκτος τα φρύδια του. ‘’΢ας ξέρω. ΢ας είδα την ημέρα που ήρθατε εδώ. ΢υστηνόσασταν σε όλο τον κόσμο στο ισόγειο, συστηθήκατε και σε μένα’’, συμπλήρωσε, πάντα κοιτώντας το στρωμένο με μια του σωρού πράσινη μοκέτα δάπεδο. ‘’Α, μάλιστα’’, έκανε αυτός και ενώ πιθανότατα προσπαθούσε να την θυμηθεί. ‘’΢ε κάθε περίπτωση, θα επιστρέψουμε σε αυτό. Άλις, θα συμφωνήσεις μαζί μου, ότι είστε πιο προβληματισμένες από ότι πριν;’’

[28]


‘’Ναι’’, είπε αυτή κάπως δειλά. ‘’Και γιατί συμβαίνει αυτό;’’ ‘’Η Άλις τρόμαξε από τον θυρωρό’’, πετάχτηκε η Μαριάν, που προσπαθούσε κάπως να διασκεδάσει την ανυσηχία τους. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου συνοφρυώθηκε και κοίταξε επίμονα την Άλις. ‘’Γιατί σε τρόμαξε ο θυρωρός;’’, τη ρώτησε. Η Άλις πήρε μια βαθιά αναπνοή, αλλά χρειάστηκε ένα σκούντημα από την Μαριάν για να αποφασίσει να μιλήσει. Όστερα, ο λόγος της βγήκε γοργός, σαν να είχε ενεργοποιηθεί κάποια λειτουργία, και για πρώτη φορά ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έγινε μάρτυρας της μελωδίας της φωνής της, μια γλυκιά κελαρυστή φωνή, που παρά τις κοφτές αναπνοές του άγχους και την χαμηλωμένη ένταση, γέμιζε τις άδειες γωνίες του δωματίου και συγύριζε την ακαταστασία του. ‘’Κατέβηκα στο ισόγειο. ΢το ισόγειο δεν ήταν κανείς, και ακόμα και η εξυπηρέτηση ήταν κλειστή. Κοίταξα και στις τουαλέτες, κοίταξα και στο κεντρικό χωλ αλλά δεν ήταν κανείς. Οι πόρτες για την πισίνα και η πόρτα για τον κήπο ήταν κλειδωμένες. Κοίταξα από την τζαμαρία προς τον κήπο, και ήταν άδειος. ΢κέφτηκα να γυρίσω πάνω, αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να σιγουρευτούμε ότι η Ντάιαμοντ έχει φύγει και αποφάσισα να πάω προς την έξοδο, να ρωτήσω το θυρωρό.’’ ‘’Μάλιστα’’, μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου. ‘’Ποιός ήταν ο θυρωρός;’’, ρώτησε. ‘’Δεν τον ξέρω. Δεν τον έχω ξαναδεί. Αλλάζουν μέσα στην ημέρα αρκετοί. Ήταν ένας μεγαλόσωμος κύριος, κάπως αυστηρός και κάπως νυσταγμένος. Σην ώρα που πλησίασα χάζευε κάτι στον υπολογιστή, αλλά από την ώρα που με είδε σηκώθηκε και με κοιτούσε επίμονα. Με κοιτούσε πολύ επίμονα. ‘’ ΢το σημείο αυτό η Μαριάν χαμογέλασε κάπως διακριτικά και κοίταξε τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Αυτός συνάντησε το βλέμμα της, αλλά δεν φάνηκε να της δίνει σημασία. ‘’Και;’’, ρώτησε γυρίζοντας προς την Άλις. ‘’Πήγα και τον ρώτησα αν έχει δει την κ. Ντάιαμοντ από το διαμέρισμα 418. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να με ρωτήσει γιατί. Σου είπα ότι αναρωτιόμουν μήπως είχε φύγει, και μου απάντησε ότι δεν έχει φύγει κανένας όσο είναι αυτός στο πόστο του. Σον ρώτησα πόση ώρα είναι στο πόστο του, και μου απάντησε ότι η βάρδια του ξεκινάει από τις έντεκα. Με κοιτούσε συνεχώς και ήταν αρκετά επιθετικός στα λόγια του. Όστερα με ρώτησε αν είμαι σίγουρη ότι η κ. Ντάιαμοντ δεν είναι στο δωμάτιό της και ότι το πιθανό είναι να κοιμάται. Όστερα με ρώτησε πως με λένε.’’

[29]


‘’Μάλιστα...’’, είπε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, που έμοιαζε κάπως απογοητευμένος. ‘’Εγώ του είπα ότι είμαι η κυρία Κρίσταλ από τον 5ο όροφο’’, συμπλήρωσε η Άλις, και η απρόσμενη απάντησή της σχημάτισε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. ‘’Αλλά φοβήθηκα μήπως κοιτάξει και με καταλάβει. Δεν ξέρω αν υπάρχει κυρία Κρίσταλ στον 5ο όροφο..’’ ‘’Τπάρχει από σήμερα’’, της είπε αυτός. Η Άλις χαμογέλασε. Η Μαριάν δεν την θυμόταν άλλη στιγμή να χαμογελάει και αναστέναξε στο ιδιόμορφο ειδύλλιο που γεννιόταν. Άλλωστε όλη αυτή η ιστορία της φαινόταν μια αχρείαστη υπερβολή. Η Άλις είχε πάρει θάρρος, και συνέχισε. ‘’Όστερα μου είπε να γυρίσω στο δωμάτιό μου, και ότι μόλις δει την Ντάιαμοντ θα της έλεγε να με ειδοποιήσει. Με διαβεβαίωσε ότι αν δεν είναι σπίτι της ίσως έχει κάνει κάποια μεταμεσονύκτια επίσκεψη σε κάποιο άλλο σπίτι. ΋τι θα μπορούσα κάλλιστα να την δω το πρωί, που θα ήταν σίγουρα στο σπίτι της. Όστερα....’’ ‘’Όστερα τι;’’, ρώτησε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου που φαινόταν συνεπαρμένος από μια κατά τα άλλα αδιάφορη εξιστόρηση. Η Μαριάν τα είχε ξανακούσει και παρενέβη: ‘’Όστερα του είπε ότι θα βγει να κοιτάξει και λίγο έξω, και αυτός ο αγενής πίθηκος της είπε να μην το κάνει. Και η μικρή μας μουσικός από εδώ θεώρησε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει και γύρισε τρέχοντας, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια! Σην επηρεάσατε με τα περίεργα που μας λέγατε προηγουμένως κύριε Λίθγκοου και..’’ ‘’Ρίτσαρντ’’, απάντησε αυτός, αλλά χωρίς να την κοιτάει. Αμέσως απευθύνθηκε ξανά στην Άλις. ‘’Μουσικός λοιπόν; Μα δεν θα είστε αυτό το υπέροχο πιάνο από τον τέταρτο όροφο, μη μου πείτε αυτό;’’ Η Άλις χαμογέλασε ντροπαλά και για πρώτη φορά του έριξε μια κλεφτή ματιά. Η Μαριάν μπορούσε να νιώσει την άυξηση της θερμοκρασίας από το κοκκίνισμά της και ξεφύσηξε με φανερή ενόχληση. ‘’Εκπληκτική μουσική. Εκπληκτική’’. ‘’Και εσείς, Ρίτσαρντ, αν επιτρέπεται, τι επαγγέλεστε;’’, ρώτησε κοφτά η Μαριάν. Αυτός χαμογέλασε. ‘’Εγώ; Εγώ κυρίες μου, είμαι φιλόσοφος!΄΄, είπε και κορδώθηκε με υπερηφάνεια. Η Μαριάν το θεώρησε αστείο, αλλά η Άλις έδειξε να ενδιαφέρεται. ‘’Δηλαδή είστε συγγραφέας;’’, τον ρώτησε. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου πήρε μια γκριμάτσα απορίας. ‘’΢υγγραφέας; Μα όχι, δεν με άκουσες αγαπητή; Είμαι φιλόσοφος! Οι συγγραφείς γράφουν μυθιστορήματα, εκθέσεις, και επιστημονικές μελέτες. Οι συγγραφείς έχουν

[30]


μάθει να ελίσσονται και να βρίσκουν το τυρί στο λαβύρινθο της γλώσσας μας. Μπράβο σε αυτούς! Εγώ όμως δεν θα ήθελα να είμαι συγγραφέας. Δεν θα ήθελα δηλαδή τα όρια της σκέψης μου να είναι τα όρια της γλώσσας μου. Θα ήθελα η σκέψη μου να περιπλανιέται πέρα και έξω από αυτά!’’ ‘’Δηλαδή δεν γράφετε τις φιλοσοφίες σας’’, ρώτησε η Μαριάν, αρκετά ειρωνικά. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα. ‘’Μα, αν ταξιδεύω με το μυαλό μου πέρα από τα όρια της γλώσσας μου, σε αυτές τις αχανείς εκτάσεις έξω από τα δεσμά της, σε ποια γλώσσα θα μπορούσα να γράψω για το ταξίδι μου; Αν έγραφα τις σκέψεις μου, θα σήμαινε βέβαια ότι οι σκέψεις μου δεν διανύσανε παρά μια μιρκή απόσταση, μέσα στον ίδιο λαβύρινθο με τους συγγραφείς! Δηλαδή απλά θα είχα βάλει τις λέξεις με άλλη σειρά. Πάρτε ένα μυθιστόρημα, όποιο σας αρέσει, και μετά πάρτε μια εφημερίδα. Θα δείτε ότι είναι οι ίδιες λέξεις στο τέλος, η τέχνη είναι στο ανακάτεμα. Δεν υποτιμώ όμως την γλώσσα μας- το να την ξεπεράσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση.’’ ‘’Υαντάζομαι’’, είπε η Μαριάν που κοίταξε δίπλα της την Άλις να κοιτάει με μισάνοιχτο το στόμα. ‘’Αλλά δεν ήρθαμε εδώ για φιλοσοφικές κουβέντες. Η Ντάιαμοντ συνεχίζει να λείπει’’. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σοβαρεύτηκε, ξαναξάπλωσε προς τα πίσω και άναψε την πίπα που έκανε βόλτες στο στόμα του. Η μυρωδιά ξαναπλώθηκε στο χώρο, και εκεί τους είπε για τον καπνό του και την παρανομία του. Όστερα, ζήτησε από την Μαριάν λεπτομέρειες για την Ντάιαμοντ και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τον χωρισμό της. Μουρμούρισε κάτι ασυναρτησίες για μια ‘’καταραμένη μέθοδο’’ αλλά ήταν σε γενικές γραμμές σιωπηλός και σοβαρός και άκουγε με πολύ προσοχή. ΢υμφώνησε με την Μαριάν ότι με βάση την συμπεριφορά της Ντάιαμοντ το τελευταίο διάστημα, η εξαφάνισή της δεν ήταν τόσο φυσιολογική. Κάπου εκεί πήρε ένα πονηρό χαμόγελο, σαν να σκέφτηκε κάτι. ‘’Πόσο καιρό διαρκεί αυτός ο ...χωρισμός της φίλης μας;’’, ρώτησε και κοίταξε την Μαριάν ευθεία στα μάτια, σαν να ήθελε να περάσει μέσα τους. Η Μαριάν πήγε να απαντήσει, δίστασε, ανοιγόκλεισε τα μάτια της. ‘’Υαντάζομαι ένα χρόνο;’’, είπε, αλλά δεν φάνηκε σίγουρη. ‘’Ένα χρόνο; Και αποφάσισε το κάθαρμα να το λήξει οριστικά ένα ολόκληρο χρόνο μετά;’’ ‘’Έτσι ακριβώς τον αποκαλεί’’, του απάντησε αυτή, αυτή τη φορά με σιγουριά. Όστερα, ξαναπήρε ένα προβληματισμένο ύφος, αναλογιζόμενη την προηγούμενη

[31]


ερώτηση που φαινόταν να την παραξενεύει. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έριχνε συνεχώς ματιές προς την Άλις, που είχε μεν ξεθαρέψει αλλά ακόμα είχε την συνεσταλμένη στάση της, με τα χέρια ανάμεσα στους μηρούς της, σταυρωμένα. ‘’Δεν έχω δει πιο μεγάλα γυαλιά’’, σχολίασε με ένα ύφος που θα μπορούσε να είναι για κοπλιμέντο. Η Άλις φάνηκε όμως να ντράπηκε ξανά με αυτήν την παρατήρηση και έστρεψε όλο το κεφάλι της προς τα κάτω. ‘’Μυωπία, υπερμετροπία και σχεδόν στραβισμός στο ένα μάτι’’, μουρμούρισε, σαν να ομολογούσε κάποια ενοχή. ‘’Από πάντα ήταν κάπως ελαττωματικά μου είπαν, φοράω ειδικούς φακούς για να τα κρατάει σε εστίαση’’, συμπλήρωσε, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει αυτήν την ενοχή της. ‘’Θα ήταν ύβρις στους θεούς αν δεν είχαν ένα ελάττωμμα’’, συμπλήρωσε αυτός και περάσαν μερικά δευτερόλεπτα για να πιάσει η Άλις το κοπλιμέντο. Η Μαριάν θα το καταλάβαινε αρκετή ώρα μετά, όταν θα το θυμόταν ξανά μόνη στο δωμάτιό της, έτοιμη να εκραγεί από τα νεύρα και το άγχος. ‘’Σι θα κάνουμε;’’, ρώτησε κάπως ανυπόμονα σε εκείνη την φάση. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σηκώθηκε για πρώτη φορά, και η Μαριάν παρατήρησε με συγκρατημένη ενόχληση το γεγονός ότι το πέος του αχνοφαινόταν μέσα από το άνοιγμα του σωβρακού του. ‘’Λοιπόν’’, είπε αυτός χωρίς να γνωρίζει αυτήν την λεπτομέρεια, ‘’εδώ φαίνεται ότι έχουμε κάτι, έχουμε μάλλον μια σπάνια περίπτωση ενός δραπέτη’’. ‘’Δραπέτη; Δραπέτη από τι;’’, ρώτησε η Μαριάν, που δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από την σχισμή του λευκού εσώρουχου. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου αναστέναξε και άρχισε να προχωρά πάνω κάτω το δωμάτιο. Αυτό κάπως τέντωσε την βράκα του και το ύφασμα ξαναέκρυψε όλα τα προσωπικά και επίμαχα σημεία. ‘’Δέστο μεταφορικά, αγαπητή. Η Ντάιαμοντ δραπέτευσε από μια πολύ σκληρή καθημερινότητα, γεμάτη άγχος και στεναχώρια. Ας πούμε ότι αυτός ο χωρισμός, έτσι όπως έγινε, προκάλεσε μια περίεργη λύτρωση για αυτήν.’’ ‘’Μα ήταν συντετριμμένη όταν την είδα’’ ‘’΢υντετριμένη λες. ΢ίγουρα, η συντριβή με το θρίαμβο απέχουν τόσο πολύ που μοιάζουν αντίθετα. Αλλά δες με το μυαλό σου το πρόσωπο ενός θριαμβευτή και ενός συντετριμένου.Θα μπορούσες να τους διακρίνεις με σιγουριά;’’ ‘’Η Ντάιαμοντ ήταν σίγουρα συντετριμμένη. Δεν την έχω ξαναδεί έτσι.’’, είπε η Μαριάν, κάπως αμυντικά. ‘’Αν ο θυρωρός λέει ότι δεν βγήκε, τότε που μπορεί να είναι;’’

[32]


Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου χαμογέλασε πονηρά. ‘’Τπάρχουν και άλλοι τρόποι να βγεις από το κτίριο’΄’, είπε συνομωτικά. ‘’Πιστεύω ακράδαντα, ότι η Ντάιαμοντ δεν έφυγε από την εξώπορτα, αν πράγματι έχει φύγει από εδώ’’. Η Μαριάν έκανε μια κίνηση, παράγοντας μια σειρά από ήχους τριξίματος του φορέματός της με το σκληρό δέρμα του καναπέ. ‘’Ειλικρινά, δεν μπορώ άλλα από αυτά τα αινιγματικά, με το κτίριο, τις εξώπορτες και τους δραπέτες. Έχεις κάποιο σχέδιο Ρίτσαρντ; Ή όχι; Γιατί εγώ έχω.’’ ‘’Αλήθεια;’’, είπε αυτός. ‘’Και ποιο είναι αυτό;’’ ‘’Να βγω να την ψάξω έξω. Είναι δική μου ευθύνη αυτό που συνέβη, εντελώς δική μου. Ήρθε, μου χτύπησε και την έδιωξα για να μην διώξω τον καλεσμένο μου. Αν είχα ανοίξει, αν την είχα δεχτεί εκείνη την στιγμή, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Θα ήταν μαζί μου τώρα και δεν θα ήμουν εδώ με την Άλις που φοβάται το θυρωρό να ακούω εσένα και τις φιλοσοφίες σου’’ Ο Ρίτσαρντ κούνησε το κεφάλι του. ‘’Δεν φταις εσύ. ΢ε καμία περίπτωση. Υαντάζομαι ότι τα προβλήματα δεν έρχονται με ραντεβού- δεν είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για αυτά. Υταίει σίγουρα αυτός που ονομάζει η φίλη μας, και θα συμφωνήσω, Κάθαρμα. Υταίνε και άλλα πολλά πράγματα, αλλά δεν είναι της παρούσης. Σης παρούσης όμως είναι το σχέδιό σου: Αγαπητή Μαριάν, σου λέω ότι δεν είναι καλό. Από την άλλη, εγώ θα έλεγα να εξαντλήσουμε την έρευνα μας εντός του κτιρίου- έχουμε οχτώ ορόφους από τριάντα και βάλε διαμερίσματα,

είναι

ένα ολόκληρο

χωριό

εδω μέσα.

Μήπως θα έπρεπε

να

σιγουρευτούμε, πριν φύγουμε;’’ Η Μαριάν σηκώθηκε όρθια και η Άλις έκανε να την αντιγράψει, αλλά τελικά ξαναέκατσε. ‘’Σο σχέδιό σου είναι να ψάξουμε όλους τους ορόφους, μήπως η Ντάιαμοντ βρίσκεται σε κάποιο διάδρομο; Αυτό είναι το σχέδιό σου; Λείπει κοντά δυο ώρες και απλώς βρίσκεται σε κάποιο διάδρομο;’’ ‘’Ή στην ταράτσα’’, είπε αυτός. Η Μαριάν, μη έχοντας σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κόμπιασε για μια στιγμή. ‘’Αποκλείεται. Η Ντάιαμοντ έχει υψοφοβία’’, είπε τελικά. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σήκωσε τους ώμους του. ‘’Εκτός και αν υπονοείς κάτι’’, συμπλήρωσε και τον κοίταξε κάπως εχθρικά. Αυτός επανέλαβε την ίδια κίνηση.

[33]


‘’Σο σκέφτηκες και εσύ όμως’’, της είπε, και η ΄Άλις τους κοίταξε εναλλάξ με απορία. ‘’Ναι. Και το απέκλεισα.’’ ‘’Γιατί;’’, τη ρώτησε και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο δίπλα στον πίνακα. Σώρα, ήταν μια τίγρη, που έβγαινε από μια άλλη τίγρη, που έβγαινε μέσα από ένα ρόδι, που κρατούσε ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Και στο τέλος αυτής της γραμμής, ένα μακρόστενο κοφτερό αντικείμενο, που έμοιαζε με κάποιο όπλο παλιάς κοπής, σημάδευε την γυμνή κοπέλα που κοιμόταν. Σώρα η χρωματική αναπαράσταση είχε μια φαλλική αίσθηση. Η Μαριάν δεν απάντησε. Σο είχε σκεφτεί, αλλά φευγαλέα. Σο είχε σκεφτεί, και επειδή δεν μπορούσε να το αποκλείσει, αποφάσισε να μην το σκέφτεται. Αλλά ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου το είχε βάλει τώρα στο τραπέζι και έπρεπε να αναμετρηθεί με αυτό. ‘’΋χι’’, είπε τελικά με πείσμα. ‘’Η Ντάιαμοντ δεν θα αυτοκτονούσε για το κάθαρμα’’. ‘’Πολύ λογικό’’, απάντησε αυτός. ‘’Πολύ λογικό να μην αυτοκτονήσει ο οποιοσδήποτε για το οποιοδήποτε κάθαρμα. Αλλά μου μίλησες για μια κοπέλα εξαιρετικα στεναχωρημένη, κλεισμένη στο σπίτι της, για ένα ολόκληρο χρόνο. Και ύστερα αυτός έρχεται, και αυτός ο χρόνος περνάει ως κάτι το εντελώς χαμένο, για το τίποτα. Σο τέλος της διαδρομής όχι απλά δεν είχε λύτρωση, αλλά είχε το χειρότερο δυνατό σενάριο. Αυτή είναι πράγματι, μια παράλογη κατάσταση! Ένας χρόνος! Και εσύ, δίνεις μια λογική απάντηση. Πως μπορεί ένας λογικός άνθρωπος να βρει απάντηση σε ένα παράλογο πρόβλημα;’’ Σις κοίταξε για μια στιγμή, σαν να περίμενε κάποια απάντηση. Καμία τους δεν είχε. Η Μαριάν κούρδιζε με εκνευρισμό και η Άλις κοιτούσε εναλλάξ αυτόν, το πράσινο πάτωμα και τον πίνακα. ‘’Δεν βρίσκει. Δεν βρίσκει είναι η απάντηση. Μόνο ένας παράλογος άνθρωπος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια παράλογη κατάσταση. Αλλά μέσα σε όλες τις παράλογες πιθανές επιλογές ενός παράλογου ανθρώπου, βρίσκονται και ακραίες λύσεις. Θα έχετε ακούσει φαντάζομαι, για το πόσο παράλογα πολλοί άνθρωποι επιλέγουν αυτήν την ακραία λύση στις μέρες μας’’ Η Μαριάν ανέσαινε τώρα βαριά, με μια ανάμιξη θυμού και άγχους. ‘’Είσαι όλο θεωρίες. Η Ντάιαμοντ δεν είναι παράλογος άνθρωπος. Είναι φυσιολογικότατος άνθρωπος’’.

[34]


Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, αν και φάνηκε ότι προσπάθησε να κρατηθεί, γέλασε δυνατά. Είχε ένα ηχηρό και μπάσο γέλιο. ‘’Υυσιολογικότατος..’’, επανέλαβε και ξαναγέλασε. ‘’Λοιπόν, αν ήταν μια φορά λάθος που ήρθαμε πριν, είναι διπλό λάθος που ξαναήρθαμε εδώ. Προσβάλλεις τη φίλη μου, προσβάλλεις και εμένα’’, του είπε και τον έδειξε με το δάχτυλο, σαν να ήθελε να τον επιπλήξει. ‘’Προσβάλλω την φίλη σου; Σην φίλη που εσύ είδες και αναγνώρισες ως συντετριμένη, αλλά επέλεξες να μείνεις με τον..καλεσμένο σου; Ποιος ήταν ποια αυτός ο καλεσμένος; Η αξιότιμη κυρία Πρόεδρος;’’ Η Άλις ένιωσε ιδιαίτερα άβολα στον τσακωμό και μαζεύτηκε και άλλο. Θα έλεγε κανείς ότι θα κουβαλούσε κάποιο εικονικό καβούκι, μέσα στο οποίο χωνώταν. ‘’Πως τολμάς;’’ Η φωνή της Μαριάν είχε πλέον υψηλές συχνότητες. ‘’Δεν σε αφορά η προσωπική μου ζωή, και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να λες αυτά τα πράγματα για την Ντάιαμοντ! Ήρθα σε σένα για βοήθεια, και εσύ.. ’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου πλησίασε προς την Μαριάν πριν οι συχνότητές της φωνής της πλησιάσουν την υστερία. ‘’Είμαι εδώ λοιπόν, να σε βοηθήσω, και σου λέω να πάμε στην ταράτσα’’, της είπε κοφτά. Η Μαριάν σταμάτησε να μιλάει το κεφάλι της συνέχισε να ταλαντεύεται από το κύμα εκνευρισμού. ‘’Η Ντάιαμοντ είπε θα φύγει. Δεν είπε θα πάει στην ταράτσα. Δεν είπε θα αυτοκτονήσει. Είπε θα φύγει. Και επειδή όπως φροντίζεις και εσύ, με τον χειρότερο τρόπο να μου αναφέρεις ότι φταίω, είναι ευθύνη μου να πάω να την βρω. Και πρόσεξε: Δεν θα σε ξεβολέψω. Μην χρειαστεί να βάλεις κάποιο ρούχο της προκοπής, που δεν θα φαίνονται τα αρχίδια σου (στο σημείο αυτό ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έβαλε το χέρι του μπροστά στην σχισμή που είχε το σώβρακό του με κάποια ντροπή και η Άλις κάρφωσε αιφνιδιασμένη το βλέμμα της στο ίδιο σημείο) και αφήσεις τις θεωρίες σου για κάποια πράξη. Άλις; Θα έρθεις μαζί μου ή θα μείνεις με τον φιλόσοφο;’’’ Δεν υπήρξε καμία απάντηση. Η Άλις είχε καρφωμένο το βλέμμα της προς τα γεννητικά όργανα του εν λόγω φιλόσοφου. ‘’Αλις;’’, ξαναρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος της. Η τελευταία φάνηκε σαν να βγήκε από κάποια αδράνεια λειτουργίας και την κοίταξε αγχωμένη.

[35]


‘’Μήπως θα ήταν καλύτερο να χωριστούμε;’’, ρώτησε. ‘’Δεν πιστεύω ότι η Ντάιαμοντ θα αυτοκτονούσε, αλλά δεν μου φαίνεται εντελώς απίθανο να ανέβηκε στην ταράτσα για λίγο αέρα. Ειδικά όταν είναι κλειστός ο κήπος’’. Η Μαριάν χτύπησε την γλώσσα της στον ουρανίσκο, με ένα στικτό ήχο αποδοκιμασίας. ‘’Ψραία λοιπόν. Εγώ πάω να βρω την Ντάιαμοντ. Εσείς πηγαίντε να δείτε τα αστέρια. Και εσύ κορίτσι μου, να μην χρειαστεί να ξανααντιμετωπίσεις αυτό το τέρας, ΣΟΝ ΘΤΡΩΡΟ!’’. Η Άλις χαμήλωσε το βλέμμα της καθώς η Μαριάν της έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά και προχώρησε προς την πόρτα, χτυπώντας με δύναμη τα τακούνια της στην μοκέτα. ‘’΢ε πολύ λίγο, που θα αποτύχει αυτό που πας να κάνεις, θα αρχίσεις να καταλαβαίνεις για μια στιγμή, το παράλογο της όλης υπόθεσης. Ελπίζω μόνο αυτή η επιφοίτηση να κρατήσει στο κεφάλι σου αρκετά’’. Σα λόγια του την συνόδεψαν μέχρι την πόρτα, και θα ήθελε πάρα πολύ να τα αντιμετωπίσει με παγερή αδιαφορία, αλλά ήταν τόσο παλαβά που γύρισε μια τελευταία φορά. ‘’Εσύ καταλαβαίνεις αυτές τις μαλακίες που λες; Πάρε μια επιφοίτηση λοιπόν!’’. Λέγοντας αυτό, έσπρωξε ένα από τα πλαστικά κουτιά στη στίβα δίπλα της, και αυτό προσγειώθηκε με δύναμη στο πάτωμα, με την πρόσκρουση να ανοίγει το καπάκι του. Από μέσα ξεπετάχτηκαν μια σειρά από καπέλα, μερικά από τα οποία έφεραν μερικές βόλτες μέχρι να κατακάτσουν. Η Μαριάν τα κοίταξε με μια γκριμάτσα απορίας, και ύστερα άνοιξε την πόρτα, την οποία και ξαναέκλεισε με δύναμη. Ο Ρίτσαρντ κοίταξε την Άλις, που δεν έβγαζε άχνα. Αργά, έκατσε ξανά απέναντί της. ‘’Σης μίλησα άσχημα;’’, είπε. ‘’Ναι’’ ‘’Πως και δεν έφυγες λοιπόν μαζί της;’’ ‘’Πιστεύω ότι ίσως έχεις δίκιο, για την ταράτσα. Πιστεύω πως δεν θέλει να το καταλάβει’’ ‘’Ποιό;’’ ‘’Για την αυτοκτονία’’ ‘’Εσύ το καταλαβαίνεις;’’ ‘’...’’ ‘’Σο έχεις σκεφτεί και εσύ;’’

[36]


‘’...’’ Η Άλις έδειξε με την συστολή της την πίεσή της από την συζήτηση. ‘’Καλά, δεν επιμένω. Αυτά είναι σύνθετα ζητήματα. Δώσε μου ένα λεπτό να φορέσω κάτι και...’’ ‘’Να σε ρωτήσω κάτι;’’ Η Άλις τον κοίταξε τώρα ευθεία στα μάτια. Σα μάτια της ήταν σα γαλάζια γογγύλια πίσω από τους χοντρούς φακούς. ‘’Υυσικά’’ ‘’΢την αρχή κάτι ξεκίνησες να λες για δραπέτες, και μετά το γύρισες όλο τούμπα, και άρχισες να μιλάς για αυτοκτονίες. Γιατί;’’ Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε απαλά. ‘’Αγαπητή μου Άλις, μπορεί να μην βλέπεις καλά, αλλά σίγουρα βλέπεις. Πράγματι, μίλησα για δραπέτες. Και αν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω ότι πιστεύω πολύ περισσότερο στους δραπέτες, με την κυριολεκτική έννοια, παρά στην αυτοκτονία, που κάποιος θα μπορούσε επίσης να την πει δραπέτευση. Αλλά πιστεύω ότι η φίλη μας η Μαριάν δεν θα μπορούσε να δει αυτό που ίσως να βλέπεις εσύ.’’ ‘’Σι βλέπω;’’ ‘’Σο παράλογο’’ ‘’Ποιο παράλογο;’’ ‘’Μα αυτό γύρω μας!’’, απάντησε αυτός και άνοιξε τα χέρια του. ‘’Είσαι ψυχοπαθής;’’, τον ρώτησε. Αυτός γέλασε ξανά δυνατά. ‘’΋χι γλυκιά μου, το κάθε άλλο. Ή ίσως είμαι όσο τρελλός όσο είσαι εσύ. Ας πούμε, και εγώ θα έδινα στον θυρωρό της πολυκατοικίας μου ψεύτικο όνομα. Γιατί άραγε να το κάνει κάποιος αυτό;’’ Η Άλις έσκυψε το κεφάλι της ξανά. ‘’Τψοφοβία, υπάρχει. Κλειστοφοβία, επίσης υπάρχει. Πολλές φοβίες μπορεί να βρει κανείς, ειδικά εδώ μέσα. Αλλά φόβο των θυρωρών; ΋χι αυτό είναι κάτι εντελώς καινούριο. Άρα, το ζουμί είναι εκείνος ο καίριος συλλογισμός που σε οδήγησε να φοβηθείς ένα θυρωρό. Αυτή η αίσθηση ότι κάτι μη λογικό συμβαίνει, που ίσως απαιτεί μη λογικές αντιδράσεις. Αλλά μην αγχώνεσαι. Πιστεύω ότι όλα θα ξεδιαλυνθούν στο κεφάλι σου πολύ σύντομα. Μέχρι να φτάσουμε στην ταράτσα.’’ ‘’Μα αφού δεν πιστεύεις ότι η Ντάιαμοντ ανέβηκε στην ταράτσα’’ ‘’’Οχι, είπα ότι δεν πιστεύω ότι η Ντάιαμοντ αυτοκτόνησε. Είπα επίσης ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να φύγει κανείς από το κτίριο’’ Η Άλις τον κοίταξε κάπως πιο χαρωπά.

[37]


‘’Θεωρείς λοιπόν ότι η Ντάιαμοντ έφυγε, αλλά έφυγε από την ταράτσα;’’ ‘’Ακριβώς, μύωπα μουσικέ μου. Πιστεύω ότι η Ντάιαμοντ βρέθηκε και αυτή σε ένα παραλογισμό, και προχώρησε με τη σειρά της σε μια σειρά από παράλογες επιλογές. Θα σου κάνει εντύπωση ακόμα μια φορά που θα το πω, αλλά εγώ θα το πω, και σύντομα θα το αποδείξω κιόλας. Δεν γίνεται να φύγει κάποιος από αυτό το κτίριο, και σε λίγα δευτερόλεπτα θα το καταλάβει αυτό και η φίλη μας η Μαριάν. Δεν γίνεται. Αν κάποιος θέλει να φύγει από το κτίριο, θα πρέπει να βρει διαφορετικές οδούς. Και τυχαίνει να γνωρίζω μια από αυτές. Και περνάει από την ταράτσα. Και τώρα αν μου επιτρέπεις, θα πρέπει να βάλω ένα ρούχο πάνω μου. ΢υγνώμμη για τυχόν..ατυχήματα, δεν είμαι κάποιος επιδειξίας!’’ Η Άλις χαμογέλασε συνεσταλμένα, σαν συντηρητική έφηβη μπροστά σε κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο αλλά δεν κατάφερε να μην ρίξει άλλη μια κλεφτή ματιά προς την επίμαχη περιοχή. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σηκώθηκε και περπάτησε αργά προς τα μέσα δωμάτια, κουνώντας στα δόντια του την πίπα του. Από το σαλόνι, ακούστηκε ακόμα μια φορά η μελωδική και γλυκιά φωνή της Άλις. ‘’Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα;’’ ‘’Βεβαίως’’, φώναξε αυτός, προσπαθώντας να φορέσει ένα παντελόνι. ‘’Σο κτίριο έχει ταράτσα;’’ Ο Ρίτσαρντ γέλασε δυνατά. ‘’Ναι γλυκιά μου. Μόνο που είναι κλειδωμένη. Από έξω.’’ ‘’Α’’, έκανε η Άλις, και αποφάσισε να μην ρωτήσει τίποτα άλλο, μιας και τίποτα δεν έβγαζε κανένα, μα κανένα απολύτως νόημα. Σα γεγονότα είναι: Η Μαριάν έφτασε στο ισόγειο με αρκετά νεύρα και ακόμα περισσότερο άγχος. Ο 505, ο φιλόσοφος της πλάκας Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε αποδειχτεί μια κακή επιλογή για βοήθεια. ΢ε τελική ανάλυση, από την αρχή έπρεπε να καταλάβει ότι έπρεπε να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. ΋σο για την Άλις, ήταν τόσο συνεσταλμένη και φοβική που δεν θα ήταν ιδιαίτερη βοήθεια, αργά ή γρήγορα. Θα μπορούσε να μείνει με τον παλαβό που σίγουρα την λιμπιζόταν για το κρεβάτι του, έτοιμος να της καρφώσει την δική του λόγχη, όπως στην ζωγραφιά. Είδε τον θυρωρό, που την κοίταξε πίσω, βλοσυρός. Ήταν πράγματι μια έντονη φιγούρα, κάπως τετράγωνη και αυταρχική,

[38]


αλλά δεν ήταν κάτι που θα τρόμαζε την ίδια, και ας είχε τρομάξει την φοβική πιανίστρια με την μυωπία, υπερμετροπία και στραβισμό. Πέρασε από δίπλα του χωρίς να του μιλήσει, αλλά η δική του φωνή την πρόλαβε. ‘’Μπορώ να σας βοηθήσω;’’. Η Μαριάν είχε ήδη αρκετές σκοτούρες. ‘’΋χι, ευχαριστώ’’, είπε και έκανε να προχωρήσει. Ο θυρωρός έκανε ένα βήμα προς το πλάι, και πέρασε δίπλα στον γκισέ του. Η γυάλινη συρόμενη πόρτα ήταν πέντε βήματα μακριά της. ‘’Θέλετε να βγείτε;’’, ρώτησε αυτός, με μια ευγένεια που ήταν αρκετά παγερή για να είναι αληθινή. ‘’Ναι’’, απάντησε αυτή, αν και τώρα οι ιστορίες του παλαβού είχαν αρχίσει να την επηρεάζουν. ‘’Θέλετε κάτι απ’έξω; Μπορώ να σας το φέρω εγώ’’. Έκανε ένα βήμα μπροστά. ‘’΋χι, μπορώ και μόνη μου’’ ‘’Σο όνομά σας;’’ ‘’Γιατί μου το ζητάτε;’’ ‘’Είναι ευθύνη της εταιρίας να κρατάει όλα τα ονόματα εξερχομένων και εισερχομένων. Πολιτική ασφαλείας’’. Η Μαριάν σκέφτηκε από μέσα τις ότι όλα αυτά ήταν βλακείες. Ή ίσως βλακείες να ήταν αυτά που σκεφτόταν αυτή, από τα μικρόβια που έσπειρε ο φιλόσοφος και οι ανόητες φοβίες της Άλις. Κοίταξε τον θυρωρό και προσπάθησε να επιστρατεύσει το κουράγιο της. ‘’Σο όνομά μου είναι Μαριάν Ομπράντ, 419’’, είπε. ‘’Μισό λεπτό’’, της είπε αυτός, ξαναγύρισε στον γκισέ και πληκτρολόγησε κάτι σε έναν υπολογιστή που δεν φαινόταν πίσω από τον ξύλινο γκισέ. Σην κοίταξε, ξανακοίταξε μπροστά του. ‘’Μάλιστα’’, είπε. ‘’Κυρία Ομπράντ, η ώρα είναι περασμένη. Η εταιρία διαχείρισης της πολυκατοικίας περιλαμβάνει στα καθήκοντά μας να σας συμβουλεύουμε να μην βγαίνετε μόνοι, μετά από κάποια περασμένη ώρα. Ενώ η πολυκατοικία είναι ασφαλής και με την τελευταία λέξη της προστασίας, η γειτονιά που ζούμε είναι επικύνδινη, κυρίως την νύχτα. Κλέφτες, απατεώνες, φαντάζομαι ότι τα γνωρίζετε’’. Η Μαριάν τον κοίταξε, νιώθωντας αρκετά μπερδεμένη με την κατάστασή της. ‘’Σα ακούω πρώτη φορά’’, είπε με ειλικρίνια. Ο θυρωρός πλησίαζε στην κάθε λέξη, και τώρα ήταν δίπλα της. Πολύ απαλά πέρασε το χέρι του στο μπράτσο της.

[39]


‘’Αν θέλετε, περιμένετε να φωνάξω κάποιον από το προσωπικό τουλάχιστον να σας συνοδέψει’’, της είπε με μια πιο ζεστή ευγένεια. ‘’Σο λέω για εσάς, είστε μια όμορφη γυναίκα, ντυμένη καλά, με ακριβά κοσμήματα...Θα ήσασταν στόχος εκεί έξω’’. Η Μαριάν κοίταξε έξω από την τζαμένια πόρτα, όπου διέκρινε μόνο σκοτάδι και αντανακλάσεις. Άρχισε να της προκαλεί ένα φόβο το έξω, και διέκρινε μια λογική στα λόγια του θυρωρού. ‘’Βλέπετε, έχω αγχωθεί με μια φίλη μου και...’’ Φωρίς να το καταλάβει, είχε αφεθεί στο απαλό άγγιγμα του θυρωρού που την μετέφερε τώρα με αργές κινήσεις μακριά από την πόρτα, προς το κεντρικό χωλ που λειτουργούσε και ως εστιατόριο και καφετέρια. ‘’Μήπως κατα τύχη εννοείτε την κυρία Ντάιαμοντ ;’’, ρώτησε αυτός. Η Μαριάν τον κοίταξε με μια απρόσμενη ελπίδα. ‘’Ναι, ναι, την κυρία Ντάιαμοντ! Γνωρίζετε που είναι;’’ ‘’Α, μα είχε έρθει πριν και μια κυρία....Κρίσταλ νομίζω, και με ρώτησε το ίδιο αλλά έφυγε απότομα χωρίς να προλάβω να απαντήσω. Έχω στείλει τρεις συναδέλφους στην γύρω περιοχή να την βρουν, γιατί από ότι φαίνεται σε αντίθεσή με εσάς δεν έχει αίσθηση του κινδύνου. Σο πρωί θα είναι εδώ σίγουρα όταν ξυπνήσετε, άλλωστε δυστυχώς δεν έχει πολλές επιλογές για νυχτερινή διασκέδαση εδώ γύρω’’ ‘’Αχ, μα αυτό είναι πολύ ευχάριστο! Αχ, σας ευχαριστώ, γιατί είχα ανυσηχήσει πολύ! Σο ξέρω ότι θα γυρίσει, αλλά θα θέλατε να με ειδοποιήσετε όταν το κάνει; ΋τι ώρα και να είναι;’’ ‘’Βεβαίως κυρία Ομπράντ’’ ‘’Αχ, λέγε με Μαριάν. ΢ε ευχαριστώ πολύ αγόρι μου, είσαι τόσο ευγενικός! Δεν φαντάζεσαι την ανακούφισή μου’’ ‘’Μα για αυτό πληρωνόμαστε, Μαριάν. Αλήθεια, θα θέλατε να το πείτε εσείς η ίδια στην κ. Κριστάλ; Σην γνωρίζετε;’’ Η Μαριάν χαμογέλασε και τώρα προχωρούσε μόνη της προς το ασανσέρ. ‘’Αχ, η Άλις. ΋χι καλέ, απλά σας φοβήθηκε και το ανόητο έδωσε άλλο όνομα. Είναι λίγο περίεργο και συνεσταλμένο κορίτσι, μην της δίνετε σημασία!’’ Ο θυρωρός χαμογέλασε και κοντοστάθηκε απέναντί της, πριν την πόρτα του ασανσέρ. ‘’Α, κανένα πρόβλημα. Δικό μου λάθος θα ήταν, βλέπετε και εγώ δουλεύω αρκετές ώρες και οι νυχτερινές είναι δύσκολες. Άλις είπατε; Να της ζητήσω συγνώμη αύριο κιόλας’’

[40]


‘’Α, θα ντραπεί περισσότερο. Αλλά μπορείτε να δοκιμάσετε, είναι στο διαμέρισμα 424’’ Ο θυρωρός χαμογέλασε και έκανε μια περίεργη κίνηση με το κεφάλι του. ‘’Εντάξει λοιπόν. Καλή σας νύχτα. Θα σας ειδοποιήσω μόλις επιστρέψει η φίλη σας και να της εξηγήσετε αύριο ότι αυτές οι ώρες είναι κακές για μοναχικές βόλτες’’ ‘’Μα, ναι, θα την μαλώσω να είσαι σίγουρος!΄’, φώναξε η Μαριάν και ενώ πάτησε τον όροφο τέσσερα στο ασανσέρ. Ο θυρωρός την κοίταξε χαμογελώντας μέχρι που έκλεισε η πόρτα ανάμεσά τους και η Μαριάν έριξε το σώμα της προς τα πίσω νιώθωντας μια ανακούφιση. Μια μικρή αμφιβολία ντυμένη μπαλαρίνα άρχισε να χορεύει γύρω της αλλά η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε τα φουστάνια της στο ισόγειο και έτσι ο θάλαμος απομακρύνθηκε γρήγορα προς τα πάνω, αφήνοντάς την πίσω. Σο μόνο που σκέφτηκε η Μαριάν ήταν ότι θα περίμενε τους εξερευνητές της ταράτσας για να τους αποδείξει πόσο ανόητοι ήταν. Και ειδικά ο φιλόσοφος της πλάκας, με τα παράλογά του και τις επιφοιτήσεις του. Αρκετά πριν αντιμετωπίσει η Μαριάν τον θυρωρό, και ανακουφιστεί από το άγχος της, σε ένα αυτοκίνητο αρκετά μακριά, το τηλέφωνο της Νικόλ Άντερσον άρχισε να κουδουνίζει. Αυτή έπιασε ένα πολύ μικρό ακουστικό και το έσπρωξε στο αυτί της. ‘’΄Άντερσον, ακούω’’ Ο Λιρόι ΜακΜπράιαν, γνωστός και ως Κάθαρμα για κάποιους ανθρώπους, κοίταξε προς το μέρος της, νυσταγμένος. ‘’Σι πράγμα;’’ Η φωνή της ήταν τώρα έντονη και αγχωμένη. Σου γύρισε ένα βλέμμα αλλά η προσοχή της ήταν στραμμένη σε αυτά που άκουγε. Ο Λιρόι της έδειξε το κουμπί για το μεγάφωνο, αλλά αυτή του χτύπησε το χέρι και πίεσε το ακουστικό στο αυτί της. ‘’Πως έκανες εσύ ένα τέτοιο λάθος;’’ είπε. Όστερα: ‘’΢τις κάμερες; Οι κάμερες στο δωμάτιό της;’’ Αμέσως μετά. ‘’Δεν μπορεί να χάθηκε, Σόντ, με δουλεύεις;’’ Ο Λιρόι, στο άκουσμα του ονόματος Σόντ ανασηκώθηκε και έγειρε προς το μέρος της. Σην σκούντηξε για να ρωτήσει, αλλά αυτή έκανε το χέρι της σαν να τον διώχνει. ‘’Λυτούς και δεμένους. Ερχόμαστε με τον ΜακΜπράιαν’’ είπε τελικά και έβγαλε το ακουστικό από το αυτί της. ‘’Σι σκατά;’’, είπε αυτός και την κοίταξε. Η Νικόλ έριξε το σώμα της πίσω στο κάθισμα και εισέπνευσε αργά με κλειστά τα μάτια. ‘’΢κατά απλώς’’, απάντησε. ‘’Μα τι έγινε;’’

[41]


‘’Η Ντάιαμοντ έγινε, αυτό έγινε’’. Ο Λιρόι τράβηξε την Νικόλ από τον ώμο και την έφερε μπροστά στο πρόσωπό του. ‘’Σι έγινε με την Ντάιαμοντ;’’ Η Νικόλ τραβήχτηκε με ενόχληση. ‘’Απ’ότι φαίνεται, η Ντάιαμοντ το έσκασε. Ο Σοντ, ο άχρηστος Σοντ λέει ότι ήρθε μια κάποια Κριστάλ και τον ρώτησε αν είδε την Ντάιαμοντ. Όστερα κατάλαβε ότι η Ντάιαμοντ λείπει και ότι δεν υπάρχει καμία Κριστάλ στο κτίριο.’’ Ο Λιρόι την κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. ‘’Που είναι η Ντάιαμοντ;’’, ρώτησε δυνατά. Η Νικόλ αναστέναξε. ‘’Σι δεν καταλαβαίνεις; Σην κοπάνησε! Σο έσκασε! Έφυγε! Δεν είναι πουθενά! Η Ντάιαμοντ εγκατέλειψε το κτίριο! Και έχω άλλους δεν ξέρω και εγώ πόσους που δηλώνουν ψεύτικα ονόματα στο ισόγειο και την ψάχνουν!’’ Ο Λιρόι έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και τράβηξε τα μαλλιά του προς τα πίσω. ‘’Υαντάσου μόνο να ήταν ακόμα εδώ αυτοί’’, μουρμούρισε η Νικόλ. ‘’Ούτε δέκα λεπτά δεν τους αφήσαμε’’. Όστερα χτύπησε με την γροθιά της το πλαινό τζάμι. ‘’Θα κάνεις κάτι τώρα ή θα πιάνεις το κεφάλι σου;’’ Ο Λιρόι πάτησε ένα κουμπί στο καντράν μπροστά του, και με ένα συρτό απαλό θόρυβο το πλαστικό άνοιξε αργά σαν στόμα κροκόδειλου. Από μέσα αναδύθηκε αργά ένα τιμόνι και σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. Πάτησε άλλα δυο κουμπιά και ύστερα έπιασε με τα χέρια του το τιμόνι. ‘’Ακύρωσε αυτόματο’’, είπε, σχεδόν συλλαβιστά. Μια παραμορφωμένη, μάλλον γυναικεία φωνή ακούστηκε από τα ηχεία του αυτοκινήτου. <<Αυτόματο, ακυρώθηκε>>

Αυτός ανακάθισε στο κάθισμά του, που κινήθηκε

ελαφρά προς τα εμπρός. Ένας μικρός χάρτης εμφανίστηκε σε μια οθόνη δίπλα από το τιμόνι. Πατώντας το γκάζι, το αυτοκίνητο τινάχτηκε ελαφρά προς τα εμπρός. Η Νικόλ τον κοίταξε κάπως ειρωνικά. ‘’Ξέρεις πως να το κάνεις ή να το πάρω εγώ;’’ Ο Λιρόι την κοίταξε για μια στιγμή, και ύστερα πάτησε με αυτοπεποίθηση το γκάζι. Σο αυτοκίνητο έβγαλε έναν πιο έντονο μηχανικό βρυχηθμό και επιτάχυνε στον φαρδύ δρόμο μπροστά τους. Λίγο αργότερα, ο Σοντ θα ξανακαλέσει την Νικόλ, για να την ενημερώσει για την Μαριάν αλλά και την πραγματική ταυτότητα της μυστηριώδους Κρίσταλ. Η Νικόλ τον απείλησε ότι αν δεν βρεθεί εντός ωρών η Ντάιαμοντ θα χάσει την δουλειά του και του έκλεισε το τηλέφωνο,

[42]


καθώς το αυτοκίνητό τους επιτάχυνε ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας συνεχείς εκκενώσεις από τα καλώδια τροφοδότησης πάνω από τον δρόμο. ΋ση ώρα η Νικόλ και ο Λιρόι αναλογιζόντουσαν το πρόβλημα με την εξαφάνιση της Ντάιαμοντ, ήταν η ώρα για τον πρώτο μάρτυρα να τηλεφωνήσει στην αστυνομία για κάποια περίεργη έκρηξη που σημειώθηκε στην ανατολική πλευρά της πόλης, σε μια αποθήκη γνωστής εταιρίας. Μάλιστα, έκανε αναφορά σε ‘’μηχανική κατασκευή’’ που προσγειώθηκε στην οροφή της αποθήκης διαλύοντάς την. Η αστυνομία φυσικά δεν έδωσε σημασία, και χρειάστηκαν τελικά άλλα τέσσερα τηλέφωνα που ταυτοποίησαν την μαρτυρία ‘μηχανικής κατασκευής’ που είχε κάτι κοινό για όλους: Δεν ήταν κάτι που είχε ξαναδεί κανένας τους. ΢ε λίγα λεπτά, πέντε αστυνομικά οχήματα άρχισαν να πλησιάζουν περιμετρικά τον φερόμενο ως χώρο της έκρηξης, αλλά το νέο είχε ήδη κυκλοφορήσει σε πολλά παράλληλα δίκτυα και αρκετός κόσμος είχε ήδη αρχίσει να στρέφει την προσοχή του στο σημείο. Κάπου εκεί, για πρώτη φορά, σε ένα ανώνυμο και σχετικά αδιάφορο μπλογκ, γράφτηκε η λέξη ΑΣΙΑ και η λέξη εξωγήινοι. Σο πρώτο σχόλιο, από έναν ανώνυμο και σχετικά αδιάφορο σχολιαστή ήταν: ‘’ΕΠΙΣΕΛΟΤ΢ ΗΡΘΑΝ, ΕΠΙΣΕΛΟΤ΢ ΗΡΘΕ ΣΟ ΣΕΛΟ΢’’ Σο δεύτερο ήταν: ‘’Είσαι γελοίος’’

[43]


Σώστε την ψυχή σας

΢τον τοίχο υπήρχε μια ξεθωριασμένη αφίσα μωβ χρώματος, σκισμένη στις άκρες και αρκετά βρώμικη, αλλά τα καλλιγραφικά της χρυσαφί γράμματα ήταν ακόμα ευδιάκριτα: ‘’΢Ψ΢ΣΕ ΣΗΝ ΧΤΦΗ ΢Α΢’’ Και από κάτω με μικρότερα γράμματα: ‘’΢ε τιμές έκπληξη’’ Ακριβώς από κάτω της ήταν περισσότερες από δέκα μαύρες παραγεμισμένες σακούλες σκουπιδιών, από τις οποίες είχε δημιουργηθεί μια άγνωστης σύστασης ρέουσα γλίτσα, η οποία ανέδιδε και μια έντονη απωθητική μυρωδιά. Δίπλα της, η μόνη πόρτα σε ολόκληρο το, 100 μέτρων περίπου, σοκάκι φωτιζόταν από ένα θαμπό κίτρινο φως, μιας και μοναδικής ακάλυπτης λάμπας πυρακτώσεως. Σο μόνο που υπήρχε δεξιά και αριστερά ήταν μικρότεροι ή μεγαλύτεροι κάδοι σκουπιδιών ή σκάλες κινδύνου, μια σχεδόν για κάθε κτίριο. Κάποια μάτια γύαλιζαν φευγαλέα στο ακόμα νεαρό σκοτάδι της μεταμεσονύχτιας πόλης, συνήθως πάνω από κάδους, νυχτερινοί κεραμιδόγατοι σε αναζήτηση τροφής ή ζευγαρώματος. Σο σοκάκι βούλιαζε από το βάρος της αποσύνθεσης και εγκατάλειψής του. Έμοιαζε σαν να έχει αδιέξοδα και από τις δυο μεριές, η πιο κακόφημη γωνία της πιο κακόφημης γειτονιάς μιας κακόφημης πόλης. Κάποιος έβαλε όλα τα σκατά στον ίδιο βόθρο και φρόντισε να κλείσει καλά το καπάκι, αδαής στην ιδιότητά τους να πολλαπλασιάζονται με τον εαυτό τους, ανήξερος για το γεγονός ότι το καπάκι δεν θα μπορέσει καθόλου να τα συγκρατήσει όταν θα φτάσουν στο οριακό σημείο συγκέντρωσης. Ανέβηκε τα τρια μικρά σκαλάκια για να σταθεί μπροστά από την μεταλλική πόρτα, που δεν είχε πόμολο παρά ένα μικρό κλειστό παραθυράκι στο ύψος των ματιών. ΢τάθηκε για λίγες στιγμές μπροστά της, αβέβαιος και μετέωρος, και τελικά την χτύπησε απαλά με τους κόμπους των δαχτύλων του. Ένας μεταλλικός στρίγγος ήχος συνόδευσε το αργό σύρισμο του ανοίγματος στην πόρτα, και ένα ζευγάρι καχύποπτα μάτια τον κοίταξε. Αυτός έμεινε σιωπηλός και ανέκφραστος, και άφησε τα μάτια να τον

[44]


περιεργαστούν. Μετά από μερικές στιγμές άκουσε τους σύρτες να τρίβονται στην σκουριά, κλειδιά να γυρίζουν, διακόπτες να κατεβαίνουν. Τπερβολική ασφάλεια για ένα τόσο ξεχασμένο μέρος. Η πόρτα άνοιξε προς τα έξω, αναγκάζοντάς τον να πισωπατήσει ξανά τα σκαλάκια. Πάντα το ξεχνούσε αυτό. Ένας άντρας πίσω από την πόρτα τον περιεργάστηκε ξανά, το ένα του χέρι στην τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του, μπορούσε να μυρίσει τον ιδρώτα από το ξυρισμένο του κρανίο. Αυτός παρέμεινε ατάραχος και απαθής. ‘’Σι θα θέλατε’’, ρώτησε ο άντρας με μια σπαστή και τραχιά φωνή. Η ευγένειά του ήταν μέρος του συνθήματος. ‘’Ο γκουρού είπε ότι θα γιατρέψει την ψυχή μου’’, απάντησε αυτός, σχεδόν μηχανικά. Ο άντρας δεν ξαναμίλησε- με ένα νεύμα του κεφαλιού τον κάλεσε να μπει μέσα και αυτός υπάκουσε αποστασιοποιημένα. Μπαίνοντας μέσα έπιασε την γνωστή μυρωδιά, σαν κάποιος να είχε περιλούσει το χώρο με τζιν και φτηνό γυνακείο άρωμα. Η πόρτα άνοιγε σε ένα μακρόστενο διάδρομο, φωτισμένο με αραιά φώτα δαπέδου. Κόκκινες ταλαιπωρημένες ταπετσαρίες κάλυπταν τους τοίχους, και μια παχιά μοκέτα κάλυπτε όλο το πάτωμα. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε μια καρέκλα και απέναντί της μια παράταιρα ακριβή τηλεόραση, που έπαιζε στην σίγαση κάποια soft τσόντα της σειράς. Δίπλα στην καρέκλα υπήρχε ένα τραπεζάκι με ένα γεμάτο τασάκι τσιγάρα, ένα μισό μπουκάλι τζιν και ένα ποτήρι, και μια θήκη κομμένη και ραμμένη στο σχήμα και μέγεθος ενός Ginger-56 ή κάποιου ανάλογου πιστολιού. Ο άντρας έδειξε με το δάχτυλό του προς την ευθεία του διαδρόμου, κάπως ανυπόμονα. Αυτός σήκωσε τους ώμους και του γύρισε την πλάτη. Ούτως ή άλλως, ούτε αυτός είχε ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα. ΢το τέλος του διαδρόμου συνάντησε άλλη μια πόρτα, η οποία ωστόσο ήταν selfservice. Σο φως τον ζάλισε, καθώς βρέθηκε σε μια κατάφωτη αίθουσα που έμοιαζε με χώρο υποδοχής. Η πόρτα τον είχε οδηγήσει δίπλα σε μια διακοσμητική βιβλιοθήκη, ενώ όταν έκλεισε παρατήρησε ότι δεν είχε χερούλι για όσους ήταν από αυτήν την πλευρά. ΢την άλλη άκρη του δωματίου υπήρχε ένα πάσο και πίσω του δυο καλοντυμένες γυναίκες κάπου στα σαράντα, με εντελώς φιλική και καθως πρέπει εμφάνιση. Ανάμεσά τους ήταν ένας χώρος με καναπέδες και τραπεζάκια γεμάτα με

[45]


περιοδικά

κάθε

θέματος:

Σεχνολογία,

Χηφιακές

κατασκευές,

μουσική,

κινηματογράφος, και διάφορες μπροσούρες που έγραφαν με μεγάλα γράμματα την ίδια επιγραφή: ‘’΢ώστε την ψυχή σας’’. ΢ε κάθε γωνία υπήρχαν γλάστρες με ψηλά φυτά που έμοιαζαν πλαστικά. Ξαναγύρισε την προσοχή του στο σημείο που έμοιαζε με ρεσεψιόν και παρατήρησε ότι οι γυναίκες τον κοιτούσαν εξεταστικά. Πλησίασε προς το μέρος τους και έφτασε μπροστά από τον πάγκο. ‘’Πολλές αλλαγές βλέπω’’, τους είπε πρώτος. Βέβαια, κομμάτι των αλλαγών που εννοούσε ήταν και οι ίδιες, οπότε μάλλον δεν θα είχαν κάποια απάντηση στην παρατήρησή του. Η μια από τις δυο, που καθόταν μπροστά του χαμογέλασε όπως και να έχει. Είχε μπροστά της μια στοίβα από διάφορα χαρτιά ενώ είχε λεκέδες από μελάνι στα δάχτυλά της, προφανώς από συχνή χρήση σφραγίδων. Ήταν μελαχρινή και είχε μεγάλα μάγουλα, ενώ τα κοσμήματά της φαινόντουσαν αρκετά πιο ακριβά από το βάψιμο και το ντύσιμό της. Ίσως δώρα. Η άλλη, στεκόταν όρθια λίγο πιο πίσω, μπροστά από δυο σειρές επαγγελματικά συρτάρια και έναν φαινομενικά ακριβό υπολογιστή. Παρατήρησε ένα κάπως καμουφλαρισμένο μόνιτορ στην μια γωνιά του γκισέ, και κοίταξε γύρω του για να εντοπίσει δυο μικροσκοπικές κάμερες. Η πρώτη γυναίκα, αφού παρατήρησε ότι δεν είχε κάτι άλλο να προσθέσει, μίλησε πρώτη με μια μειλίχια και γλυκιά φωνή. ‘’Ο γκουρού σας περιμένει στην αίθουσα συσκέψεων’’, του είπε, και πατώντας ένα κουμπί ακούστηκε το χαρακτηριστικό κλικ μιας ακόμα πόρτας στα δεξιά τους. ‘’΢ας παρακαλεί να προσέλθετε αθόρυβα, καθώς στις μέσα αίθουσες επικρατεί αθόρυβος κανονισμός’’. Αυτός έγνεψε καταφατικά σουφρώνοντας τα χείλη του. Έκανε προς την πόρτα που είχε μόλις ανοίξει, και κοίταξε την άλλη γυναίκα που συνέχιζε να τον παρατηρεί σιωπηλή. Είχε μια ξανθιά αθλητική κοτσίδα και ήταν αρκετά πιο απλά ντυμένη από την πρώτη. Μπορούσε να διακρίνει ένα καλογυμνασμένο και αθλητικό σώμα πίσω από τα φαρδιά της ρούχα. Σο βλέμμα της ήταν παγωμένο και περιεργαστικό, και δεν το τράβηξε ούτε όταν αυτός την κοίταξε στα μάτια. ΢τάθηκε λίγο κοιτάζοντάς την, περισσότερο από περιέργεια, και μόνο όταν τράβηξε την πόρτα αυτή ξανακάθισε μπροστά στον υπολογιστή, συνεχίζοντας ωστόσο να τον κοιτάει. Ξανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε, προσπαθώντας να καταλάβει αν όλο αυτό ήταν ένα διακριτικό φλερτ ή καχυποψία.

[46]


Ακόμα ένας διάδρομος. Λουσμένος στο ίδιο φθορίζων λευκό φως και ολόλευκος, μια αισθητική ειρήνη και με εντελώς διαφορετικό άρωμα, ένα απαλό τόνο λεβάντας και γιασεμιού. ΢το αριστερό του χέρι απλωνόταν μια τεράστια μακρόστενη τζαμαρία μέσα από την οποία μπορούσε να διακρίνει μια από τις μεγάλες αίθουσες του κτιρίου, μια από τις αίθουσες ‘’θεραπείας’’. Γνώριζε ότι από την άλλη μεριά της τζαμαρίας δεν ήταν παρά ένας μεγάλος καθρέπτης, που μεγάλωνε ακόμα περισσότερο τον ήδη μεγάλο και ψηλοτάβανο χώρο, που αντί για πάτωμα είχε ένα μαλακό γαλάζιο ταρτάν, από αυτά που χρησιμοποιούν σε αθλήματα γυμναστικής. ΢το κέντρο του χώρου αυτού ήταν περίπου 10 άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι ομοιόμορφα με σομόν μπουρνούζια εκτός από έναν που φορούσε πράσινο, καθισμένοι οκλαδόν σε μια στάση που θύμιζε βουδιστική προσευχή. Γύρω τους υπήρχαν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες ρεσό κεράκια, πιθανώς με κάποιο ειδικό άρωμα που θα βοηθούσε στην χαλάρωση και τον διαλογισμό. ‘Ηταν όλοι σχεδόν ακίνητοι, σαν υπνωτισμένοι, με κλειστά μάτια. Σο κέντρο μπορούσε να ‘’καθαρίσει την ψυχή σου’’ με διαλογιστική χλωρίνη ακόμα και τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Φωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία συνέχισε να προχωρά, προσπερνώντας στο άλλο του χέρι κάποιες πόρτες που οδηγούσαν είτε σε τουαλέτες είτε σε διάφορες αίθουσες διαφόρων ασχολιών για τον ‘’καθαρισμό της ψυχής’’. Βέβαια, όλα αυτά δεν ήταν παρα προκαταρτικά- πράγματα που ούτως ή άλλως μπορείς να κάνεις σε διάφορα κέντρα και με διάφορα βαλάντια. Η διαφορά αυτού του κέντρου ήταν ο ίδιος ο γκουρού αλλά και τα κρυφά δωμάτια αυτού του κέντρου, τόσο λαβυρινθώδους που αν δεν σου πουν δεν πρόκειται να τα βρεις μόνος σου. Φρειάστηκε ακόμα ένας διάδρομος για να βρεθεί σε ένα ακόμα χώρο υποδοχής, και από αυτόν σε μια σχετικά επιβλητική ξύλινη μισάνοιχτη πόρτα. Δίπλα της υπήρχε ένα μεγάλο χαρτί με κάποιες οδηγίες: ‘’ΚΑΘΨ΢ ΕΙ΢ΕΡΦΕ΢ΣΕ ΓΙΑ ΣΟΝ ΓΚΟΤΡΟΤ ΚΑΝ: 1.

Βγάλτε τα παπούτσια σας

2.

Αφήστε έξω οποιαδήποτε συσκευή επικοινωνίας

..’’ ΢ταμάτησε να διαβάζει τα υπόλοιπα και προχώρησε προς τα μέσα χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του και χωρίς να ακολουθήσει κάποια άλλη οδηγία. Αυτός άλλωστε δεν είχε έρθει για επαγγελματική επίσκεψη.

[47]


Σο κεντρικό γραφείο του γκουρού ήταν ένα πρότυπο του μινιμαλισμού και της λιτότητας. Υτιαγμένο για να απεικονίσει αισθητικά το ‘’άδειασμα’’ κάποιου από το οτιδήποτε περιττό πλην των απολύτως αναγκαίων για να είναι λειτουργικός. Ο Γκουρού έτσι ακριβώς τους ήθελε- άδειους, χωρίς τίποτα να του στέκεται εμπόδιο καθώς τρύπωνε μέσα τους, στο μυαλό τους και τις σκέψεις τους, προσπαθώντας να ξετρυπώσει ότι ο ίδιος θεωρούσε ότι έπρεπε να ξετρυπωθεί. Ήταν ένα δωμάτιο στο μέγεθος ενός στούντιο, στο κέντρο του οποίου υπήρχαν δυο πολυθρόνες και στην μέση ένα μικρό τραπέζι. Δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα ούτε πίνακες στους τοίχους. Μόνο στη μια γωνία υπήρχε ένα ακόμα τραπέζι με κάποια γυάλινα μπουκάλια και ποτήρια- κάποια είχαν νερό, κάποια είχαν και αλκοόλ- ότι χρειαζόταν ο κάθε ασθενής για να βοηθήσει στην διαδικασία του ξεκλειδώματος. Και εκεί δίπλα στο μπαρ, ακουμπώντας στον τοίχο και κρατώντας ένα ποτήρι με κάτι που δεν έμοιαζε με νερό, ο γκουρού ο ίδιος, να τον κοιτάει πίσω με ένα ελαφρύ μειδίαμα. ‘’Άλλαξες όλο το κτίριο..Αλλά αυτό το δωμάτιο το κράτησες ίδιο’’, του είπε. Ο γκουρού είπε μια γουλιά από το ποτό του. Άργησε αρκετά να απαντήσει, κοιτώντας τον άντρα που στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, με τα χέρια στις τσέπες της μαύρης καμπαρντίνας του. Όστερα μίλησε, ξεκινώντας με ένα βαθύ αναστεναγμό. ‘’΋λα έχουν αλλάξει, δεν είναι έτσι; Έπρεπε και εγώ να προσαρμοστώ. Αλλά όταν όλα αλλάζουν, πάντα χρειαζόμαστε ένα σημείο αναφοράς δεν είναι έτσι; Ένα σημείο να μας υπενθυμίζει την σταθερότητα’’. ΢υνέχισαν να κοιτάζονται, ακίνητοι. Ο γκουρού συνέχισε. ‘’Και πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα- χωρίς σταθερό σημείο θα ζαλιζόταν κανείς. Πότε ήταν που ήσουν ξανά εδώ, αλλά για να με συναντήσεις ως ασθενής. Σότε που ήσουν τραυματισμένος και τσακισμένος, πως μου το είχες πει; ΢ε...’’ ‘’΢ε λήθαργο’’ ‘’Λήθαργο, ναι. Και τώρα να ‘σαι πάλι, ακμαίος, αποφασιστικός και στο στοιχείο σου. ΢αν να ξύπνησες από το λήθαργο μου φαίνεται, ναι;’’ ‘’Μπορείς να το πεις και έτσι. Αν και είχα καταλάβει από τότε την απατεωνιά σου’’ Ο γκουρού γέλασε δυνατά και τον πλησίασε. Διέκρινε τα ολόγκριζα μαλλιά του και τα πράσινα μικρά μάτια του να τον καρφώνουν με επιμονή και αυταρέσκεια. Δεν φορούσε την κλασική λευκή ρόμπα του, αλλά απλά καθημερινά ρούχα, δεν θυμόταν να τον είχε ξαναδεί έτσι. Επιπλέον, φαινόταν πιο γήινος και γερασμένος από κάθε άλλη φορά, αλλά ίσως να ήταν και πάντα έτσι.

[48]


‘’Έχω πάρει πτυχίο για το προϊόν μου αγαπημένο μου αγόρι, το πως θα διαφημίσω το προϊόν μου όμως είναι δική μου υπόθεση, δεν είναι έτσι;’’ ‘’Έχεις για την ακρίβεια χρησιμοποιήσει το ‘’προϊόν’’ σου για να κάνεις άλλες μπίζνες...Υράνσις’’ Ο γκουρού γέλασε ξανά και έκατσε στην μια πολυθρόνα, προτρέποντάς τον να κάτσει στην άλλη. Αυτός έμεινε όρθιος. ‘’Α, να το μοτίβο. Πάντα είχες το μοτίβο. Άτεγκτος, φτύνεις λέξεις, ονόματα και πληροφρίες για να κατοχυρώσεις την θέση σου. ΋τι γνωρίζεις. Και τι νόημα έχει αυτό όμως, ε; Αφού και εγώ γνωρίζω και επίσης γνωρίζω ότι γνωρίζεις. Θέλεις να νιώσεις ότι έχεις κυριαρχία επάνω μου αγαπητό μου παιδί;’’ ‘’Δεν έχω έρθει για συζήτηση’’ ‘’Φα. Δεν σπας καθόλου. ΢κληρός επαγγελματισμός. Που ήσουν εσύ κρυμμένος στον άνθρωπο που γνώρισα; Μπορώ να πω μόνο ότι η ευαίσθητη πλευρά σου είναι αρκετά πιο ενδιαφέρουσα; Πιο απρόβλεπτη; ΢ίγουρα αρκετά πιο περίπλοκη από αυτό το μονοκόμματο μοτίβο που έχω απέναντί μου. ΋ταν ακροβατούσες ελεύθερα ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, στο ηθικό και το ανήθικο, στο πραγματικά ηρωικό και την καθολική προδοσία, τι ενδιαφέρον που είχες! Σο ξέρεις ότι είναι πολύ πιθανό να έρθεις σε μένα ξανά, όταν θα σου γυρίσουν για άλλη μια φορά την πλάτη.....’’ ‘’Δεν μου γύρισε ποτέ κανένας την πλάτη.’’ ‘’Α-χα! Και εγώ λέω ότι στην έχουν γυρίσει ήδη. Από την αρχή την πλάτη τους έβλεπες, είχαν ζωγραφίσει ένα πρόσωπο και μερικές κούφιες ιδέες και κοιτούσες σαν χάνος. Οι εφεδρείες πάντα επιστρατεύονται όταν χρειάζονται για να ξελασπώσουν. Αλλά αυτό δεν είναι το παιχνίδι σου, ποτέ δεν ήταν. Και θα το καταλάβεις σύντομα. Και επέτρεψέ μου να σου πω, αν και δεσμεύομαι και εγώ σε αυτό το...απεχθές συμβόλαιο, ότι θα ήταν ο καλύτερος δρόμος για σένα να συνεχίσεις στον λήθαργό σου. Μην μπαίνεις τώρα μέσα ξανά. Αναρωτήσου γιατί σας ενεργοποιούν τώρα, ξανά’’. ‘’΢ου είπα ήδη, δεν έχω έρθει για συζήτηση’’ ‘’Μα νοιάζομαι για σένα αγαπητό μου παιδί. Και μην ξενχάς ότι ξέρω ένα δυο πραγματάκια για το πως δουλεύει αυτό εκεί μέσα’’, είπε, ακουμπώντας απαλά τον κρόταφό του με τον δείκτη του. ‘’Δεν έχεις ιδέα’’ Ο γκουρού χαμογέλασε και έκανε μια κίνηση με το χέρι του. Έσκυψε προς τα εμπρός και τον περιεργάστηκε.

[49]


‘’Δεν έχεις καθόλου πλάκα’’, είπε συλλαβιστά. ‘’Αλλά οι δουλειές είναι δουλειές πράγματι, και έχω πολλές ακόμα να κάνω. Ούτως ή άλλως, θέλω να την ξεφορτωθώχαίρομαι που ήρθες νωρίτερα’’ ‘’Που την έχεις;’’ ‘’΢ε κάποιο δωμάτιο’’ ‘’Έχει τις αισθήσεις της;’’ ‘’Μα αφού ξέρεις ότι είμαι κατά της βίας’’. Ο γκουρού χαμογέλασε μόνος του με το σχόλιό του. ‘’Είναι μια χαρά. Αν και λίγο αγρίμι, χρειάστηκε ένα ηρεμιστικό’’ ‘’΋λοι τους είναι’’ ‘’Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Αρκεί να κάνουμε τις δουλειές μας’’ ‘’Είναι ώρα να φύγω λοιπόν’’ Ο γκουρού Καν σηκώθηκε όρθιος, κάπως κουρασμένα. ‘’Μα βέβαια’’, είπε και έδειξε προς την πόρτα ξανά. Όστερα περπάτησε και κοντοστάθηκε μπροστά του. Ήταν σαφώς πιο κοντός, και τον κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πάνω. ‘’Σο πρόσωπό σου...’’, μουρμούρισε. ‘’Πάντα με εντυπωσίαζε το πρόσωπό σου. Λες και το έφτιαξες μόνος σου για την... δουλειά σου. Δεν θα μπορούσε κανείς να φτιάξει ένα τόσο αποτελεσματικό πρόσωπο. Σόσο...τόσο συνηθισμένο. Ένα πρόσωπο στο πλήθος, που το ξεχνάς την στιγμή που το δεις. Απορώ αν εσύ θυμάσαι το πρόσωπό σου όταν κοιτάζεσαι στον καθρέπτη. Σι χρώμα είναι τα μάτια σου; Είναι μεγάλη η μύτη σου ή μικρή; Είναι φαρδύ και ευγενικό το μέτωπό σου, ή μικρό και στενάχωρο; Πρέπει κάθε φορά να σε κοιτάω για να σε θυμάμαι- τώρα που θα φύγεις πάλι θα ξεχάσω πως είσαι και θα θυμάμαι μόνο το όνομά σου. Γουίλιαμ. Που βέβαια και αυτό, ίσως να μην είναι καν αληθινό. Αλλά το πρόσωπό σου...θα μπορούσε να είναι το οτιδήποτε και τίποτα ταυτόχρονα. Σρομαχτικό, δεν είναι;’’ Ο Γουίλιαμ παρέμεινε ανέκφραστος. Ο Γκουρού ωστόσο δεν περίμενε κάποια απάντηση. Άπλωσε το χέρι του με αργές κινήσεις και του ακούμπησε το μάγουλο- ήταν μια χειρονομία που έκανε αρκετά συχνά και έτσι τον άφησε να το κάνει. Όστερα, ο γκουρού έδειξε με το χέρι του προς μια κατεύθυνση και προχώρησε γοργά. ‘’Σην λένε Άζρα’’, φώναξε καθώς προχωρούσε. ‘’Αυτό μας το είπε η ίδια συμπληρώνοντας ότι πρέπει να το θυμόμαστε, γιατί μια μέρα θα έρθει η ώρα μας και θα φταίει αυτή. Ήταν απειλή αυτό λες;’’ Γύρισε και τον κοίταξε στην ερώτηση του. Ο Γουίλιαμ δεν απάντησε ούτε αυτή τη φορά. Περισσότερο ίσως επειδή ήξερε την

[50]


απάντηση: Ήταν απειλή, και μάλιστα από αυτές που θα έπρεπε να κάνουν τον γκουρού να ανυσηχήσει αρκετά περισσότερο. Ίσως και να το έκανε εσκεμμένα, αλλά το περπάτημα του ανάμεσα σε πόρτες και διαδρόμους, όμοιους σε πρώτη όψη μεταξύ τους, τον έκαναν γρήγορα να χάσει τον προσανατολισμό του. ΋ταν τελικά φτάσανε σε ένα πιο σκοτεινό διάδρομο, με αρκετές γκρίζες πόρτες στη σειρά, δεν θα μπορούσε να πει με στοιχειώδη ασφάλεια σε ποιο σημείο του κτιρίου βρισκόταν. Ο γκουρού ψαχούλεψε στην τσέπη του και έβγαλε μια πλαστική κάρτα και στάθηκε μπροστά από μια πόρτα. Σην χτύπησε απαλά. ‘’Δεσποινίς Άζρα; Ο συνοδός σας για το βράδυ είναι εδώ. Έχετε ετοιμαστεί;’’ Φαμογέλασε προς τον Γουίλιαμ. Όστερα έσπρωξε την κάρτα του σε μια εσοχή δίπλα στην πόρτα και ακούστηκε ένα συρτό κλικ. Όστερα έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα. Ο Γουίλιαμ προχώρησε προς το δωμάτιο, που ήταν στην πραγματικότητα ένας στενός διάδρομος, με δυσκολία χωρούσαν δυο άνθρωποι ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήταν όμως αρκετά μακρύ, ίσως και πέντε μέτρα, και δυσανάλογα ψηλό. ΢το πίσω μέρος υπήρχε μια μακρόστενη βάση που είχε πάνω ένα συνθετικό πάπλωμα, και πάνω σε αυτό την γυναίκα που είχε το όνομα Άζρα. Ο Γουίλιαμ ξεφύσηξε και κοίταξε αγριεμένα προς τον Γκουρού, που στεκόταν και την κοίταζε με ένα μοχθηρό μειδίαμα. ‘’Λύστην’’, είπε κοφτά αλλά αρκετά αυστηρά. ‘’Και δώστης κάτι να φορέσει’’. Η γυναίκα τους κοίταζε, καθισμένη οκλαδόν πάνω στο στρώμα στην άκρη του δωματίου, κάτω από ένα διαυγές αλλά κάπως χλωμό φως, μια από τις περίεργες ιδέες του Γκουρού, που πάντα χρησιμοποιούσε τα φώτα και διάφορα αρώματα για να δημιουργήσει την όποια ψυχολογική κατάσταση επιθυμούσε. Ο Γουίλιαμ σκέφτηκε ότι η παραμονή στο δωμάτιο αυτό γρήγορα θα προκαλούσε κλειστοφοβία και πανικό. Σο βλέμμα της ήταν κάπως βαρύ από πιθανή χρήση ηρεμιστικών, αλλά ήταν σίγουρα επιθετικό και διαπεραστικό, ένα ζευγάρι μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με μεγάλες βλεφαρίδες. Σο στόμα της ήταν καλλυμένο με ένα ιατρικό φίμωτρο, ενώ τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της, τόσο σφιχτά που έκαναν τους ώμους της να πετάγονται προς τα εμπρός. Υορούσε ένα αθλητικό μαύρο σουτιέν, ενώ στα χέρια της ήταν φανερές κάποιες μελανιές. Οι άντρες του Γκουρού σπανίως χτυπούσαν στο πρόσωπο. ΢το ύψος της μέσης της υπήρχαν σκισμένα υφάσματα, από αυτό που θα

[51]


ήταν η μπλούζα της. Σουλάχιστον οι άντρες του Γκουρού δεν την είχαν γδύσει ολότελα, και φορούσε ακόμα ένα κιτρινωπό αθλητικό παντελόνι. Ο Γκουρού την πλησίασε και αυτήν τον ακολούθησε με το βλέμμα της. ΋ταν στάθηκε μπροστά της χαμογελώντας, αυτή έριξε μια κλεφτή ματιά προς τον Γουίλιαμ, την οποία αυτός δεν μπορούσε εύκολα να ερμηνεύσει. Ο Γκουρού έβγαλε το χακί πουκάμισο που φορούσε και το ακούμπησε δίπλα της. Όστερα, έσκυψε πίσω της και κάτι περιεργάστηκε στα χέρια της. Μετά ακούμπησε στον τοίχο. Η γυναίκα έφερε τα χέρια της μπροστά και τα τέντωσε, σαν να είχαν μουδιάσει. Όστερα, έπιασε το πίσω μέρος του φιμώτρου και το έλυσε, ανοιγοκλείνοντας το στόμα της. Οι κινήσεις της ήταν ήρεμες και συγκρατημένες, το βλέμμα της πάντα εναλλάξ στους δυο άντρες. Είχε καστανά λεπτά μαλλιά, φαινόντουσαν άλουστα και αχτένιστα. Πήρε το πουκάμισο κάπως διστακτικά και το φόρεσε, και ύστερα σηκώθηκε όρθια. Ήταν αρκετά ψηλότερη και αυτή από τον Γκουρού, ήταν περίπου στο ύψος του. Έριξε μια ακόμα κοφτερή ματιά προς το μέρος του βασανιστή της, και ύστερα γύρισε το βλέμμα της στον Γουίλιαμ. Αυτός, περισσότερο από πρωτόκολλο, ακούμπησε απαλά την τσέπη του, υποννοώντας ότι εκεί κρυβόταν κάποιο όπλο. Αυτή, σαν να ήξερε επίσης το πρωτόκολλο, άπλωσε τα μόλις λυμένα χέρια της και τα ένωσε προτεταμένα μπροστά της, με τις γροθιές κλειστές. Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τα φρύδια του και αναρωτήθηκε την ψυχολογική και σωματική βία που θα της είχε ασκήσει ο Γκουρού- σπάνια έβλεπε κανείς τέτοια πειθαρχία σε κρατούμενους. Πλησίασε και έβγαλε το πλαστικό κλιπ, με το οποίο τις ασφάλισε τα χέρια. Αυτή δεν σταμάτησε να τον κοιτάει, ανέκφραστη, και καθώς τώρα είχαν πλησιάσει πρόσωπο με πρόσωπο ο Γουίλιαμ αναγνώρισε το κουράγιο της και την αυτοπεποίθησή που κρυβόταν στην πραγματικότητα κάτω από την φαινομενική ηττοπάθεια. Κοίταξε προς τον γκουρού και ύστερα έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του. ‘’Υύγαμε’’, του είπε κοφτά. ‘’Η Τπηρεσία θα σου στείλει κάποιους ανθρώπους για περεταίρω ερωτήσεις’’. Ο Γκουρού χαμογέλασε. ‘’Α, οι ‘’περαιτέρω’’ ερωτήσεις. Η Τπηρεσία μπορεί να βάλει τις ερωτήσεις στον κώλο της. Έκανα ότι μου είπατε, σας την παρέδωσα. Δεν απαντάω σε άλλη ερώτηση, τώρα μένει η δική σας πλευρά της συμφωνίας.’’ Ο Γουίλιαμ δεν απάντησε. Αντίθετα, πισωπάτησε και έκανε νόημα στην Άζρα να τον ακολουθήσει. ΢υμπέρανε ότι θα ήταν περίπου τριάντα χρονών, αν και δεν ήταν ποτέ σίγουρος για τους ανθρώπους από τα δικά της μέρη. Αυτή περπάτησε αργά προς

[52]


τα έξω. Ο Γκουρού μουρμούρισε κάποιες βρισιές και την ακολούθησε έξω, αφήνοντας την πόρτα του ιδιότυπου κελιού της ανοιχτή. Όστερα προχώηρησε μπροστά τους και σε πολύ λιγότερο χρόνο βρισκόντουσαν πάλι στο κεντρικό χωλ, με τις γυναίκες στην λευκή και φωτεινή αίθουσα υποδοχής. Αυτές τους κοίταξαν για μια στιγμή, αλλά παρουσία του Γκουρού ξαναγύρισαν στις δουλειές τους. Ο Γκουρού κοίταξε τον Γουίλιαμ. ‘’Σην ξέρεις σίγουρα την δουλειά σου, αλλά μην την αφήσεις να σε ξεγελάσει από την υποτονικότητά της. Για μια στιγμή αν κοιτάξεις αλλού, θα καρφώσει τα δόντια της στον λαιμό σου.’’ Ο Γουίλιαμ κοίταξε την γυναίκα, που τον κοιτούσε με την σειρά της παγερά. Κοίταξε το ρολόι του. ‘’Είναι απλά μια βόλτα με το αυτοκίνητο’’, είπε και προχώρησε κάπως πιο βιαστικά, κρατώντας την ευγενικά αλλά και αυταρχικά από το μπράτσο. ‘’Θα τα ξαναπούμε’’, του είπε ο Γκουρού σηκώνοντας το χέρι του, σε ένα περίεργο χαιρετισμό. ‘’Α, δεν νομίζω’’, απάντησε αυτός και άνοιξε την πόρτα προς τον κόκκινο διάδρομο από τον οποίο είχε μπει. Θα τα ξαναέλεγαν, αν και κανείς τους δεν το ήξερε, ούτε θα μπορούσε να μαντέψει το καθεστώς της επερχόμενης συνάντησής τους. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του σταμάτησε και κοίταξε την Άζρα. ‘’΢ε χτυπήσανε;’’, την ρώτησε μαλακά. Αυτή χαμογέλασε. ‘’Σι σε νοιάζει εσένα;’’, τον ρώτησε με την σειρά της. Η φωνή της ήταν βραχνή, φανερά επηρεασμένη από κάποια ουσία που θα την πότισε ο Γκουρού. ‘’Ξέρεις που είναι να σε πάω;’’ ‘’Ξέρω’’ ‘’Σο καταλαβαίνεις ότι πρέπει να συνεργαστείς;’’ Η Άζρα τον κοίταξε. Σο βλέμμα της ήταν παγερό και σκιώδες. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να διαβάσει και να καταλάβει. ‘’Υυσικά. Είσαι ένας από αυτούς¸ δεν είσαι; Είσαι ένας Προστάτης...Πρέπει να είσαι πολύ υπερήφανος που κουβαλάς μια μαστουρωμένη γυναίκα στη μαμά. Σώρα που το ξανασκέφτομαι, είσαι ο γαμημένος σωφέρ μου, αυτό είσαι’’ Ο Γουίλιαμ ένιωσε τον τόνο της σαν πικρή γεύση στάχτης. ‘’Έχω αρχίσει να θαυμάζω τον τσαμπουκά σου. Δεν τον συναντώ συχνά. Και πράγματι, είμαι ο σωφέρ σου. Αλλά αυτός ο σωφέρ θα σε πάει σπίτι τώρα, γιατί είναι αργά’’. Σην έπιασε αυστηρά και σίγουρα από το μπράτσο και την τράβηξε προς τα εμπρός. Ο άντρας στην τελευταία πόρτα καθόταν ακόμα απέναντι από την τηλεόραση,

[53]


αλλά τώρα δεν τους έδωσε καθόλου σημασία, ούτε το παραμικρό βλέμμα. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, και ο Γουίλιαμ την άνοιξε για να υποδεχτεί κάπως ευπρόσδεκτα τον βρώμικο αλλά χωρίς χημικές προσθήκες αέρα από το στενό σοκάκι. Σην έσπρωξε έξω και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Αυτή κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω της. ‘’Κοίτα, κοίτα την παρακμή. Προστάτης της παρακμής. Η πόλη σου βρωμάει Προστάτη, βρωμάει από το μεδούλι της’’ Ο Γουίλιαμ την προσπέρασε και κοίταξε πάνω και κάτω στο στενό. ‘’Ελα’’, της είπε αυστηρά. ‘’Βιάζεσαι να ξεμπερδεύεις Προστάτη; Έχεις κάποια γκόμενα να σε περιμένει ή πληρώνεις για αυτό;’’ Ο Γουίλιαμ κοίταξε προς το μέρος της κάπως αιφνιδιασμένος και ύστερα πάλι το ρολόι του. Μετά, πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος, και έμοιασε σαν να πέταξε μακριά την μάσκα που φορούσε για αρκετή ώρα. ‘’Θέλω να με ακούσεις πολύ προσεκτικά, Άζρα. Για την επόμενη ώρα, θέλω να ακούς πολύ προσεκτικά ότι σου λέω, και να το κάνεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Μπορείς να λες οτιδήποτε θέλεις, αλλά θέλω οπωσδήποτε να κάνεις ότι σου λέω, όταν σου το λέω. Σην επόμενη ώρα θα μας κυνηγήσουν, θα μας κυνηγήσουν άσχημα και η κατάσταση θα είναι πολύ ζόρικη. Η παραμικρή καθυστέρηση που μπορεί να προκαλέσεις με οποιονδήποτε τρόπο, μπορεί να στοιχίσει. Για την ακρίβεια, θα στοιχίσει. Οι άνθρωποι αυτοί δεν κάνουν λάθη- το μόνο που έχουμε είναι ένα πολύ μικρό παράθυρο ευκαιράις. Ένα πολύ μικρό προβάδισμα χρόνου. Έγινα κατανοητός;’’ Η Άζρα τον κοίταξε και για πρώτη φορά στο ως τώρα παγερό βλέμμα της σχηματίστηκε γλαφυρά μια έκφραση. Μια γνήσια έκφραση απορίας. ‘’Έγινα κατανοητός;’’ Σο δικό του βλέμμα ήταν τώρα ήρεμο, σταθερό και σίγουρο. Η Άζρα δεν μπορούσε να απαντήσει κάτι. ‘’Μέχρι να γίνω, ακολούθησέ με’’, της είπε και την τράβηξε από το κλιπ στους καρπούς της, φέρνοντάς την δίπλα του. Και ύστερα, με γρήγορο περπάτημα την τράβηξε προς την ανατολική πλευρά του στενού και το αυτοκίνητό του. Σα γεγονότα είναι:

[54]


Σην ώρα που ο Γουίλιαμ τράβηξε την Άζρα προς το αυτοκίνητό του, δυο μαυροντυμένοι άντρες από αυτούς που μόνο κοιτώντας τους καταλαβαίνεις ότι έχουν πολύ σοβαρές υποθέσεις, μπήκαν από την μπροστινή είσοδο του καταστήματος του Γκουρού Καν. Περπάτησαν μέχρι την είσοδο υποδοχής, όπου ζήτησαν τον Γκουρού, λέγοντας ότι αυτός θα γνώριζε τον λόγο. Η ξανθιά γυναίκα πάτησε συνοφρυωμένη και καχύποπτη ένα κουμπί, και ο Γκουρού ήταν εκεί σε μερικά μόλις δευτερόλεπτα, φορώντας μόνο ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Αλλάξανε κάποιες κουβέντες, οι οποίες γρήγορα απέκτησαν ένταση και εκνευρισμό. Ο Γκουρού χτύπησε το χέρι του με δύναμη πάνω στον πάγκο. Η μελαχρινή γυναίκα σηκώθηκε και αποχώρησε σε άγνωστη κατεύθυνση. Ο ένας άντρας ακούμπησε ένα μικρό ακουστικό στο αυτί του και άρχισε να μιλάει ψιθυριστά και νευρικά σε κάποιο άγνωστο συνομιλητή. Ο άλλος άντρας έκανε να βγάλει κάτι από την τσέπη του. Η ξανθιά γυναίκα έβγαλε με αστραπιαίες κινήσεις ένα όπλο και τον σημάδεψε. Και οι δυο άντρες έβγαλαν με μεγάλη ταχύτητα τα δικά τους και την σημάδεψαν πίσω. Ο Γκουρού έβγαλε μια δυνατή κραυγή και απαίτησε από την γυναίκα να κατεβάσει το όπλο της. Ακόμα μια συνομιλία, μια προσπάθεια να γίνει με ηρεμία. Οι άντρες έφυγαν τρέχοντας από την αίθουσα. Ο Γκουρού κλώτσησε με δύναμη τον πάγκο. Άκουσε τον έναν άντρα να φωνάζει: ‘’Προς όλους τους Προστάτες. Η σφήκα δεν είναι μαζί μας. ΢τόχος, Γουίλιαμ Κόρβερ, πιθανώς με υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Επαναλαμβάνω. Γουίλιαμ Κόρβερ. Η κατάσταση του θεωρείται πλέον Ασταθής και Τψηλής Επικυνδινότητας. Θέση: Νότιο τμήμα, οδός 45ΦΔ.’’ Όστερα η πόρτα έκλεισε πίσω του. Ο Γκουρού ξεφύσηξε και κοίταξε την γυναίκα μπροστά του, που ακόμα κρατούσε το όπλο της σε ετοιμότητα. ‘’Σο γαμημένο καθίκι. Σο γαμημένο καθίκι. Και ξέρεις τι; Δεν θυμάμαι καν το πρόσωπό του. Σο γαμημένο καθίκι.’’ Γέλασε πικρόχολα με την κατάστασή του. Ο Γουίλιαμ τον είχε ξεγελάσει. Ο Γουίλιαμ δεν είχε επιστρέψει ποτέ στο ΢ώμα. Από κάπου μακριά πια, ο Γουίλιαμ έκανε κωλοδάχτυλο και σε αυτόν και στο σώμα. ‘’Σι θέλετε να κάνω;’’, ρώτησε αυτή. Ο Γκουρού έξυσε το κεφάλι του, αναπνέοντας βαριά. ‘’Μάθε για αυτήν την πουτάνα. Μάθε τι συμβαίνει με τον Γουίλιαμ Καθίκι Κόρβερ. Μάθε τι διάολο συμβαίνει γενικά’’. Έκανε να φύγει. Όστερα ξαναγύρισε σε αυτήν. ‘’Α, και μάζεψε ότι είναι μαζευτεί. Αυτοί θα γυρίσουν πίσω σε λίγο, και θα με ανακρίνουν. Σο γαμημένο καθίκι.’’, είπε και επαναλαμβάνοντας την τελευταία φράση του

[55]


απομακρύνθηκε προς τα μέσα. Η γυναίκα άκουσε για άλλη μια φορά την βρισιά ως ηχηρή ηχώ από τους μέσα διαδρόμους. Καμία ψυχή δεν θα σωζώταν εκείνο το βράδυ. Σην ίδια ακριβώς στιγμή, ο φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις, Ρίτσαρντ Λίθγκου εμφανίστηκε χαρωπός μπροστά στην Άλις, φορώντας ένα καστανό παλιομοδίτικο καουμπόικο καπέλο και μασώντας ανάμεσα στα δόντια του την πίπα του. Η Άλις θεώρησε κάπως αστείο το θέαμα, αλλά απλώς σηκώθηκε όρθια και ξερόβηξε, περιμένοντας αυτόν να δώσει το σήμα για την εκκίνηση της εξερεύνησής τους. Η Μαριάν την ίδια στιγμή, αναρωτιόταν αν οι δυο τους είχαν αποχωριστεί ή αν πράγματι είχαν πάει στην ταράτσα- σκέφτηκε ότι δεν θα ήθελε να ξαναδεί τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου, ούτε αυτόν ούτε το πέος του μέσα από τις σωβρακοπιτζάμες του. Ούτως ή άλλως, είχε σιγουρευτεί ότι η Ντάιαμοντ είχε όλη την προσοχή που της χρειαζόταν. Για την ακρίβεια, ίσως να είχε και παραπάνω προσοχή από όσο της χρειαζόταν, καθώς ένα αυτοκίνητο διέσχιζε με μεγάλη ταχύτητα τους φιδωτούς δρόμους που οδηγούσαν στο μεγαλοπρεπές τους κτίριο, και οποιοσδήποτε το έβλεπε θα ορκιζόταν ότι βρισκόταν στο χειροκίνητο- τι σπάνιο θέαμα, να βλέπεις ένα αυτοκίνητο να μην κινείται σε μια απόλυτη αρμονία και τελειότητα, αλλά να έχει ανθρώπινο χειρισμό! Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου και ο Γκουρού δεν γνωρίζουν γιατί βρίσκονται σε γειτονικές παραγράφους- πιθανότατα ούτε κάποιος που τις διαβάζει. Επίσης, η Ντάιαμοντ αναρωτιέται τι θα μπορούσε να πέρασε από το κεφάλι της όταν αποφάσισε να ξεκινήσει μια τέτοια περιπέτεια χωρίς να φορέσει παπούτσια.

[56]


Αυτό πρέπει να είναι το μέρος

Σίποτα δεν βγάζει άκρη. Καινούριες και παλιές εικόνες, διάφορα παραπλανητικά déjà-vu, αποπροσαντολισμός, φαγούρα. ΢αν να περιστρέφονται όλα αλλά χωρίς άξονα περιστροφής. Πως βρέθηκα εδώ; Ένας γιατρός της είχε αναφέρει ότι η αυπνία είναι δυνατόν να προκαλέσει κενά μνήμης. Η Ντάιαμοντ όμως έπασχε από το ακριβώς ανάποδο της αυπνίας, μια παρατεταμένη περίοδο ύπνου από τον οποίο την ξύπναγε τώρα ένας κρυος, πηχτός και σαφέστατα εχθρικός αέρας. Πόσο καιρό κοιμόμουν; Νιώθει μουδιασμένη. ΋χι μόνο στο γυμνό της πόδι αλλά και στο κεφάλι της. Σα φώτα στο δρόμο είναι έντονα λευκά και την ζαλίζουν. Μια μεγάλη ταμπέλα με φωτεινά, τετραγωνισμένα γράμματα ανακοινώνει: TERMINAL Αυτοκινήτων, 66ΣΕ. Όστερα η επιγραφή σβήνει και στη θέση της εμφανίζεται: ΠΑΡΑΚΑΛΨ ΠΡΟ΢ΚΟΜΙ΢ΣΕ ΣΗΝ ΚΑΡΣΑ ΕΝΟΙΚΙΑ΢Η΢. Ο δρόμος μπροστά της ανοίγεται πλατύς και σε κάθε πλευρά του είναι παρκαρισμένα ομοιόμορφα μικρά αυτοκίνητα, ίδιου λευκού χρώματος. Μοιάζουν με μια φωλιά μηχανικών πλασμάτων που κοιμούνται- νιώθει μια παρόρμηση να περπατήσει ήσυχα μήπως και ξυπνήσουν. ΢υνειδητοποιεί ότι είναι λαχανιασμένη και αμέσως διαπιστώνει τον ιδρώτα στο μέτωπο και τους κροτάφους της. Νιώθει έντονους παλμούς στα χέρια της. Έτρεχα; Γιατί έτρεχα; Δίπλα της υπάρχει ένας προστατευμένος με γυάλινη οροφή επιμήκης μεταλλικός πάγκος, παράλληλα με τον δρόμο. Αποφασίζει να κάτσει. Ακούει έναν ηλεκτρονικό θόρυβο ακριβώς την στιγμή που κάθεται, και ένα φύλλο από την γυάλινη οροφή κατεβαίνει αργά κάθετα προς τα κάτω, έτσι που φτάνει περίπου στο ύψος του κεφαλιού της. Με πράσινα γράμματα εμφανίζεται μια ένδειξη που μετράει αντίστροφα από δώδεκα λεπτά. Εμφανίζονται διάφορες στάσεις και προορισμοί. Είναι κάποιο μέσο συγκοινωνίας. Ένας πονοκέφαλος κάνει την εμφάνισή του.

[57]


Σι στο διάολο συμβαίνει; Εικόνες έρχονται ξανά. Ο πονοκέφαλος είναι η βίαια επανεμφάνισή τους. Ντι, δεν είσαι καλά. Ίσως πρέπει να γυρίσει σπίτι. Γιατί είμαι εδώ; Ή στην γυάλινη οθόνη μπροστά της ή απλά και μόνο μέσα στο μυαλό της ανάβει μια άλλη φωτεινή επιγραφή. Σα χαράματα, όχι μετά τις πέντε, θα βάλεις τέλος. Α, ο στόχος. Η ομίχλη ξεδιαλύνεται και γρήγορα θολά κομμάτια ενώνονται και σχηματίζουν ολοκληρωμένες εικόνες. Θυμήθηκε την απαξίωση της Μαριάν για έναν ‘’καλεσμένο’’, έναν ακόμα καλεσμένο που περνάει για λίγο από την μοναχική ζωή της. Σην μίζερη ζωή της, μα την αλήθεια. Αλλά μήπως η δική της είναι καλύτερη, με κάποιο τρόπο; Κοιμόταν τόσο καιρό, βρισκόταν τόσο καιρό σε νάρκη, που όταν αποφάσισε να βγει ξανά έξω ήταν ένα χάλι- Πιτζάμες, ξυπόλητη στο ένα πόδι και με μια κάλτσα στο άλλο, τα μαλλιά της ανακατεμένα και άγρια. ΢ε ένα πεζοδρόμιο χωρίς ανθρώπους, σε μια άγνωστη μεριά της πόλης, ποιος ξέρει πόση ώρα περπατούσε ασυνείδητα, σαν να υπνοβατεί. Θυμήθηκε να κατεβαίνει προς το ισόγειο για να πάει μια βόλτα. Θυμήθηκε την ντροπή που ένιωσε κοιτάζοντας τον εαυτό της στον τεράστιο καθρέπτη του ασανσέρ, μια εικόνα θλίψης. Σο Κάθαρμα, θυμήθηκε το Κάθαρμα και την κότα του, που ήρθαν στο σπίτι της να της ανακοινώσουν ότι θα μπορούσε κάλλιστα να...πεθάνει για να φύγει τελείως από την μέση. Θυμήθηκε να πατάει το stop και ύστερα τον τελευταίο όροφο. Θυμήθηκε τις τελευταίες σκάλες, αρκετών ορόφων πάνω από την τελευταία στάση του ασανσέρ, για να βρεθεί στην κλειστή πόρτα χωρίς πόμολο ή κλειδαριά. Θυμήθηκε τον αεραγωγό-μα τι ιδέα ήταν και αυτή! Ήταν η παρόρμηση να βγει έξω, δεν είχε βγει ποτέ στην ταράτσα, δεν είχε βρει ποτέ το λόγο. ΢τριμώχτηκε, σύρθηκε, βγήκε. Ο νυχτερινός ουρανός και η μικρή υποψία των αστεριών κάτω από την θολούρα της κουβέρτας νέφους που σκεπάζεται η πόλη. Ένα μισό, θαμπό και ντροπαλό φεγγάρι. Η πόλη της. Σα κίτρινα, λευκά και μπλε της φώτα, τα θεόρατα μαύρα της κτίρια, οι μεγάλες διαφημίσεις, η ηλεκτρική ανάσα της καθώς υπνοβατεί μαζί της. Η έμπνευση. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί της ένα τετράδιο.

[58]


Μια θάλασσα από θολά αστέρια και αστρικά αυτοκίνητα και η αστρόσκονη που αφήνουν ηλεκτρικές ψυχές, το πράσινο αλλά όχι της Γης το γαλάζιο αλλά όχι της θάλασσας το λευκό, αλλά όχι του τέλους η κίνηση κρέμεται από καλώδια που φτύνουν αστραπές κάπου θα είναι οι άνθρωποι αλλά δεν τους βλέπω κάπου θα είμαι εγώ, αλλά δεν με βλέπω κάτι είναι, αλλά δεν το βλέπω ο ατμός των υπονόμων αδειάζει στον θόλο και όλα μέσα του είναι σκιες βυθίζω τα μάτια μου στο σκοτάδι είμαι έτοιμη Η κοφτερή δροσιά την ξυπνάει και την ηλεκτρίζει. Θυμάται να στέκεται στην άκρη της άδειας ταράτσας, με τις φοσφωριζέ μπογιές σε κύκλους στο δάπεδό της. Προσπαθεί να βγάλει ήχους από την ηλεκτρική βούη και το μηχανικό μπάσο της πόλης. Αισθάνεται παράξενα. Υλερτάρει με το έδαφος, δέκα και παραπάνω ορόφους πιο κάτω. Σο κοιτάει και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί το αισθάνεται σαν λύτρωση. Προσπαθεί να πάει με πίσω βήματα από το αδιέξοδό της, να βρει την λάθος στροφή. Είναι το Κάθαρμα; Έιναι αλήθεια, το Κάθαρμα; Σο Κάθαρμα θα την ήθελε έξω από την μέση, μια και καλή, και αυτή του προσφέρει αυτήν την επιλογή από μόνη της, πάνω στην πιο απότομη κορυφή της απελπισίας της; Κάτι στην πόλη την τραβάει και διακόπτει συνεχώς τις σκέψεις της. Η ταράτσα είναι νεκρή και σκοτεινή και άδεια. Η πόλη είναι ζωντανή και πλημμυρισμένη από φώτα κάθε λογής, που διαχέονται και ενώνονται στο ουράνιο πρίσμα. Η εικόνα της πόλης είναι μαγευτική από εκεί ψηλά. Γιατί είναι τόσο θολές οι αναμνήσεις της; Ένας ίλιγγος της θυμίζει μια επίσης ξεχασμένη υψοφοβία. Που βρισκόταν αυτή τόση ώρα; Θυμήθηκε ότι είδε την σκάλα, μια σκάλα που βυθίζεται με ζιγκ ζαγκ προς τα κάτω μέχρι που χάνεται στις σκιες. Μια σκάλα κινδύνου; Η πόλη την τραβάει. Σο κρύο μέταλλο της σκάλας ακουμπάει στο γυμνό της πόδι και διώχνει τη φαγούρα. Η δροσιά είναι ευπρόσδεκτη.

[59]


Κενό. Μια στάση λεοφωρείου δίπλα σε μια στάση ενοικίασης αυτοκινήτων. Ένας πονοκέφαλος και ένα λαχάνιασμα που υποχωρεί, αλλά αποδυκνείει τρέξιμο και ένταση. Οι αισθήσεις της φαίνεται να ξυπάνε με διαφορά ταχύτητας. Μια σιλουέτα την παρατηρεί, δεν ξέρει πόση ώρα. ‘’Είσαι καλά;’’ Η φωνή είναι νεανική και ευγενική. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε και προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό του, καθώς βρισκόταν μερικά πόδια μακριά της και με ένα έντονο φως από πίσω του. Η σιλουέτα ήταν ογκώδης και είχε τα χέρια στις τσέπες. Έβαλε το χέρι της πάνω από τα μάτια της για να διακρίνει καλύτερα. ‘’Ναι’’, είπε με αμφιβολία. ‘’Μπορείς να μου πεις που είμαστε ακριβώς;’’ Η σιλουέτα προχώρησε μερικά βήματα. Σο πρόσωπο ήταν ακόμη πιο νεανικό. Θα ήταν ίσως λιγότερο από είκοσι χρονών. Σα μαλλιά του ήταν κόκκινα, όπως και τα μάγουλά του. ‘’Είσαι τρελλή, ή κάτι τέτοιο;’’ ‘’΋χι’’ ‘’Γιατί είσαι με τις πιτζάμες και ξυπόλητη τότε; Γιατί με ρωτάς που βρίσκεσαι; Οι τρελλοί κυκλοφορούν με πιτζάμες χωρίς να ξέρουν που βρίσκονται’’ ‘’Δεν είμαι τρελλή. Δεν είμαι στα καλύτερά μου, αλλά δεν είμαι τρελλή’’ ‘’Και τα μαλλιά σου φαίνονται αστεία’’ Η σιλουέτα τώρα στάθηκε μπροστά της και μπορούσε να διακρίνει έναν κοκκινομάλλη εύσωμο νεαρό. Σου χαμογέλασε και πέρασε το χέρι της μέσα από τις μπούκλες της, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να τους δώσει ένα σχήμα. ‘’Που πηγαίνεις;’’, την ρώτησε αυτός. ‘’Δεν ξέρω. ΋χι κάπου συγκεκριμένα’’ ‘’Έχεις έρθει από το ΢άικεντ;’’ ‘’΋χι...δηλαδή δεν ξέρω που είναι αυτό. Αλλά όχι, έχω έρθει από το σπίτι μου’’ ‘’Και γιατί δεν φόρεσες ρούχα και παπούτσια;’’

[60]


‘’Βιαζόμουν’’. Σου χαμογέλασε ξανά. Ο νεαρός την κοιτούσε περιεργαστικά, ανέκφραστος. ‘’69ΜΕ’’ ‘’Σι;’’ ‘’Με ρώτησες που βρίσκεσαι. Βρίσκεσαι στην 69ΜΕ. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω είναι η συνοικία του Μπεγκσκουέρ. Δεν είναι καλό μέρος για να είσαι και να μην το γνωρίζεις ότι είσαι’’ Η Ντάιαμοντ επεξεργάστηκε τις πληροφορίες αλλά το μυαλό της δεν επανέφερε κάτι γνώριμο. Δεν μπορεί να βρίσκεται τόσο μακριά από το σπίτι της για να μην γνωρίζει τις γειτονιές. Προσπάθησε να σκεφτεί ποιες γειτονιές θυμάται αλλά και εκεί συνάντησε δυσκολία. Αυτό την άγχωσε αρκετά παραπάνω, αλλά συγκρατήθηκε να μην το δείξει. Ο νεαρός της έδειξε κάτι στο πάτωμα. ‘’Η πατημασιά σου έχει αίμα’’, της είπε ξερά. Η Ντάιαμοντ κοίταξε και είδε πράγματι μια μικρή κόκκινη στάμπα να προπορεύεται μιας άλλης. ΢ήκωσε το πόδι της και είδε ότι είχε μια μικρή κόκκινη χαρακιά στο πέλμα, κάτω από τα δάχτυλά της, όπου ένας μικρός λεκές από αίμα είχε ανακατευτεί με ένα στρώμα μαύρης σκόνης από το δρόμο. Αναστέναξε κάπως απογοητευμένη, αλλά διατήρησε μετά ένα χαμόγελο προς τον νεαρό. ‘’Πως σε λένε;’’, τη ρώτησε αυτός. ‘’Ντάιαμοντ. Εσένα;’’ ‘’Ντέσμοντ’’ ‘’Μοιάζουν τα ονόματά μας. ΢ύμπτωση!’’ ‘’Σο δικό μου δεν σημαίνει τίποτα όμως’’ Σου χαμογέλασε άλλη μια φορά. Σο δικό του πρόσωπο δεν είχε σπάσει. ‘’Σο σπίτι σου που είναι;’’, την ρώτησε. ‘’Αν ήξερα, δεν θα είχα χαθεί, έτσι δεν είναι;’’ ‘’Ποια είναι η οδός του;’’ Η Ντάιμοντ σχημάτισε ακόμα ένα βιαστικό χαμόγελο. Μόνο που αυτή τη φορά το χρησιμοποίησε για να κουκουλώσει μια έκδηλη αμηχανία, καθώς ο μπλοκαρισμένος εγκέφαλός της δεν θυμόταν ούτε την διεύθυνσή της. ‘’Και που ξέρω ότι δεν είσαι κλέφτης και δεν θα το κλέψεις τώρα που γνωρίζεις ότι έχω χαθεί;’’ Σο παιδί δεν απάντησε.

[61]


‘’Εγώ μένω εδώ’’, της είπε τελικά και έδειξε με το χέρι του ακριβώς από πίσω της. Η Ντάιαμοντ κοίταξε το κτίριο. Είχε ξεβαμμένα κόκκινα τούβλα και έμοιαζε παλιό και φτωχικό, ουδεμία σχέση με το γυάλινο και ατσάλινο κτίριο που έμενε αυτή. Σο Κάθαρμα είχε αρκετά λεφτά. Κούνησε το κεφάλι της χωρίς να πει κάτι. ‘’Ο πατέρας μου θα γυρίσει σε λίγο, αλλά μπορείς να έρθεις αν θες να σου δώσω παπούτσια και ένα παλιό μπουφάν που έχω και δεν το χρειάζομαι. Έχω και αντιβακτηριακά αυτοκόλλητα για το πόδι σου’’. Η Ντάιαμοντ χαμογέλασε για πρώτη φορά με όλη της την ειλικρίνια και ένιωσε μια ανακούφιση. ‘’΢ε ευχαριστώ τόσο πολύ’’, του είπε και ανασηκώθηκε νιώθωντας τώρα και το τσούξιμο από την πληγή στο πόδι της. Μαζί της ανασηκώθηκε και το διαφανές φύλλο της οροφής της στάσης, παίρνοντας μαζί του τις πληροφορίες με τα πράσινα φωτεινά γράμματα. Ο Ντέσμοντ έγνεψε θετικά και προχώρησε προς το κτίριο, και η Ντάιαμοντ τον ακολούθησε κουτσαίνοντας ελαφρά. Σο στενό διαμέρισμα μύριζε κλεισούρα και ακαταστασία. Ο Ντέσμοντ γύρισε ένα κοχλία και ρύθμισε το φως σχετικά χαμηλά και ακούμπησε την κάρτα-κλειδί του σε ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα. Όστερα, χωρίς να της πει κάτι προχώρησε βιαστικά προς τον μοναδικό διάδρομο και η Ντάιαμοντ τον άκουσε να ψαχουλεύει σε κάτι ντουλάπια. Περιεργάστηκε το μικρό χωλ και το τετράγωνο σαλόνι που ανοιγόταν μπροστά της. Ο μοναδικός καναπές ήταν στρωμένος σαν κρεβάτι απέναντι σε μια αναμμένη οθόνη που έβγαζε γκρίζο φως. Ένα χοντροκομμένο τραπέζι βρισκόταν μπροστά του, που είχε πάνω του μερικούς δίσκους με υπολείμματα και συσκευασίες από τυποποιημένο φαγητό. Ο ένας τοίχος ήταν τελείως γυμνός και είχε παρατεταγμένα μια σειρά από παπούτσια εργασίας σε διάφωρα χρώματα, με μεταλλική άκρη και χοντρή σόλα. Ο Ντέσμοντ γύρισε κρατώντας δυο λευκά αυτοκόλλητα και ένα νοτισμένο πανάκι. Η Ντάιαμοντ τον ευχαρίστησε ξανά. ‘’Σο ξέρω ότι είναι απαράδεκτο το χάλι που βρίσκομαι, αλλά θα σου εξηγήσω όσα μπορώ’’, του είπε, περισσότερο για να νιώσει εκείνη καλύτερα. Ο Ντέσμοντ σήκωσε τους ώμους του και ξαναποσύρθηκε προς τα μέσα. Η Ντάιαμοντ πλησίασε προς το σαλόνι και έκατσε σε μια μεταλλική καρέκλα που υπήρχε δίπλα στο τραπέζι. Έκατσε σταυροπόδι και καθάρισε το πέλμα της με προσεκτικές κινήσεις. Όστερα, πέρασε από

[62]


πάνω το λευκό αυτοκόλλητο, που της πήγαινε λίγο μεγάλο και έτσι το τύλιξε στην πάνω μεριά του ποδιού της. ‘’΢ε ευχαριστώ’’, του επανέλαβε ξανά. Ο Ντέσμοντ ξαναγύρισε κρατώντας ένα ζευγάρι χοντρές μαύρες κάλτσες

και ένα ζευγάρι παπούτσια. Ήταν σαφώς αρκετά

μεγαλύτερα από τα πόδια της, αλλά τα δέχτηκε με ευγνομωσύνη. Ήταν καφέ και χοντρά, φτιαγμένα από συνθετικό δέρμα και αρκετά φθαρσμένα στις σόλες και στο μπροστινό τους μέρος. ‘’΢ου έφερα χοντρές κάλτσες γιατί μπορεί να είναι λίγο μεγαλύτερα’’, της είπε. Πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει για μια ακόμα φορά, αυτός ξαναέφυγε. Η Ντάιαμοντ άφησε τα πόδια της να κολυμπήσουν μέσα στα παπούτσια και τα έδεσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Η εικόνα της φάνηκε αστεία. Όστερα, ο Ντέσμοντ ξαναεμφανίστηκε κρατώντας μια αθλητική φόρμα και ένα τζιν μπουφάν με πολλά μπαλώματα. Σα ακούμπησε στο τραπέζι και έκατσε στον καναπέ, κοιτάζοντάς την. ‘’Θέλεις νερό ή κάτι να φας;’’, τη ρώτησε. ‘’΋χι. Ήδη έχεις κάνει πάρα πολλά, δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω’’. Η Ντάιαμοντ είχε αρχίσει να απορεί με το ανέκφραστο πρόσωπό του. Αυτός απλά σήκωσε τους ώμους του και κοίταξε προς την κενή οθόνη. ΢το άκουσμα ενός ακαθόριστου θορύβου έξω από το σπίτι όμως, τινάχτηκε όρθιος και στάθηκε δίπλα της. Εκείνη προσπάθησε να καταλάβει γιατί ο μικρός είχε αιφνιδιαστεί αλλά ένας ήχος από την εξώπορτα της έλυσε την απορία. Ξεροκατάπιε και προσπάθησε βιαστικά να βάλει την φόρμα, περνώντας την πάνω από τα ευμεγέθη παπούτσια της. Με αρκετό κόπο και μια παρ’ολίγον προσγείωση με το πρόσωπο στο πάτωμα, πρόλαβε να το κάνει λίγο πριν ακούσει την πόρτα να κλείνει με δύναμη. Ένας

άντρας

περπάτησε

βιαστικά

μέχρι

το

σαλόνι,

όπου

κοντοστάθηκε

κοιτάζοντάς τους. Σο βλέμμα του εστίασε σε εκείνη και ύστερα στον Ντέσμοντ. Υορούσε ρούχα που θα ταίριαζαν σε κάποια βαριά εργασία, καθώς είχαν πάνω τους και αρκετά σημάδια βρωμιάς. Είχε αραιά γκριζαρισμένα μαλλιά και πεταχτά φρύδια, που τον έκαναν να φαίνεται αρκετά πιο επιθετικός από όσο μπορεί να ήταν. Δεν έμοιαζε ιδιαίτερα στον Ντέσμοντ, εκτός ίσως από τα επίσης κόκκινα μάγουλά του. Μετά το αναγνωριστικό του βλέμμα μουρμούρισε κάτι που θα μπορούσε να είναι και χαιρετισμός, και ύστερα συνέχισε το βιαστικό του περπάτημα μέχρι τον καναπέ, όπου και έκατσε, κρατώντας ένα μικρό χειριστήριο προς την οθόνη. Η Ντάιαμοντ κοίταξε προς τον Ντέσμοντ, που είχε μείνει όρθιος και κοίταζε ανέκφραστος. Μπορούσε να

[63]


αισθανθεί το άγχος του, και ας μην ήξερε κανέναν τους. Η γκρίζα οθόνη άλλαξε σε ένα ειδησεογραφικό κανάλι και από εκεί σε μια ροή ειδήσεων. Ο άντρας έσκυψε λίγο προς τα εμπρός και με το δάχτυλό του ανεβοκατέβηκε στις ειδήσεις, ψάχνοντας για κάτι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ξαναγύρισε προς το μέρος τους, και κοίταξε την Ντάιαμοντ από πάνω μέχρι κάτω. ΢το κάτω, έμεινε λίγο να κοιτάζει τα παπούτσια της, και ύστερα γύρισε και ξανακοίταξε τα μαλλιά της. ‘’Και ποια είσαι εσύ;’’, ρώτησε με μια βραχνή και κάπως αυστηρή φωνή. ‘’Σην λένε Ντάιαμοντ’’, πετάχτηκε ο Ντέσμοντ, και η Ντάιαμοντ θα ορκιζόταν ότι έκανε κίνηση να σταθεί μπροστά της, σαν να ήθελε να την προστατέψει. ‘’Σι θέλει εδώ μια Ντάιαμοντ από το Μπέγκσκουερ;’’ ‘’Δεν είναι από το Μπέγκσκουερ. Είχε χαθεί και ζήτησε βοήθεια’’ ‘’Αυτά τα παπούσια είναι δικά μου’’, είπε αυτός κοφτά και ξαναγύρισε προς την οθόνη. ‘’Δεν τα φοράς πια’’ ‘’Δεν

έχει

σημασία.

Μόνο

οι

Ντάιαμοντς

του

Μπέγκσκουερ

ζητιανεύουν

παπούτσια’’ ‘’Δεν είναι από το Μπέγκσκουερ’’, επανέλαβε κάπως πιο πεισματάρικα ο Ντέσμοντ. Ο άντρας είχε τώρα μπει σε άλλες ροές ειδήσεων. Σελικά φάνηκε να βρήκε κάτι και το επέλεξε, κάνοντας παράλληλα με το χέρι του μια κίνηση προς τον Ντέσμοντ να σταματήσει για λίγο. ΢την οθόνη εμφανίστηκε ένα πλάνο από άγνωστη περιοχή. Υαινόταν ερασιτεχνικό καθώς η κάμερα κουνιόταν συνεχώς, και ένα κεφάλι ενός εφήβου ξεπρόβαλλε μπροστά της και άρχισε να μιλά. ‘’Ω, φίλε, δεν πιστεύω τι είδα. Έπεσε, δεν ξέρω τι ήταν. Έπεσε και άκουσα ένα...ένα μπάνγκ και έτρεξα. Δεν ξέρω τι είναι, έπεσε μέσα σε αυτήν την αποθήκη. Αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με αστυνομικό σκάφος, ούτε με δημοσιογραφικό σκάφος, ούτε με κανένα σκάφος. Ήταν κάτι άλλο. Θα πάμε να δούμε, έχουν μαζευτεί και άλλοι’’ Η κάμερα γύρισε και έδειξε προς ένα μικρό πλήθος ανθρώπων, που κοιτούσαν όλοι προς την ίδια κατεύθυνση. Ο άντρας χτύπησε τον μηρό του δυο φορές, κάπως ενθουσιασμένος με αυτά που έβλεπε. Πάτησε την σίγαση και ξαναγύρισε προς τον Ντέσμοντ. ‘’Είναι είτε από το Μπέγκσκουερ είτε από το ΢άικεντ. Που την βρήκες και γιατί είναι εδώ;’’

[64]


Ο Ντέσμοντ ανέπνευσε δυνατά από τα ρουθούνια του. Η Ντάιαμοντ που είχε κολλήσει στην οθόνη προς στιγμήν κοίταξε προς τον άντρα. ‘’Κύριε, δεν είμαι ούτε από το Μπέγκσκουερ ούτε από το πως-το-λέτε το ΢άικεντ. Ο Ντέσμοντ με βρήκε ακριβώς από κάτω, όπου ήμουν χαμένη και προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Ειλικρινά, το ξέρω ότι δεν είμαι στην καλύτερη κατάσταση αλλά φοβάμαι ότι ίσως μου έχει συμβεί κάποιο ατύχημα. Έφυγα από το σπίτι μου και μετά βρέθηκα στην στάση ακριβώς από κάτω, δεν ξέρω ούτε πως....’’ ‘’΢άικεντ’’, έφτυσε ο άντρας και κοίταξε προς τον Ντέσμοντ, διακόπτωντάς την. ‘’΢άικεντ, κεφάλα!’’. Όστερα έβαλε το δάχτυλό του στον κρόταφό του και το γύρισε γύρω γύρω, σαν να ήταν τρελλή. ‘’΢άικεντ. Κενά μνήμης, παπούτσια...Πάρε τηλέφωνο και ρώτα αν τους λείπει μια αφάνα χωρίς παπούτσια.’’ Όστερα, ξαναγύρισε το πρόσωπό του προς την οθόνη και έβαλε τον ήχο. Η κάμερα τώρα πλησίαζε τον φράχτη της αποθήκης, και αυτός που την κρατούσε σιγοψυθίριζε για το πόσο φοβερό ήταν αυτό που ζούσε. Η Ντάιαμοντ σχεδόν σηκώθηκε όρθια από τον εκνευρισμό της αλλά διαπίστωσε γρήγορα τρια προβλήματα. Σο ένα, ήταν η αφοπλιστική σιγουριά του. Σο δεύτερο, ήταν ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν το ΢άικεντ. Σο τρίτο, ήταν ότι πράγματι, θα φάνταζε εντελώς τρελλή κυκλοφορώντας έτσι. Αυτά όμως δεν την εμπόδιζαν να νιώθει προσβεβλημένη. Ο Ντέσμοντ δίπλα της φαινόταν να έχει ανάλογη ενόχληση καθώς ανέπνεε βαριά. ‘’Δεν είναι από το ΢άικεντ’’, είπε συλλαβιστά. Ο άντρας ξανασήκωσε το χέρι του απαξιωτικά. ‘’Α, δεν με νοιάζει. Ούτε τα παπούτσια με νοιάζουν. Δεν βλέπεις εδώ; Γαμημένοι εξωγήινοι’’. ‘’Δεν υπάρχουν εξωγήινοι’’, του είπε με τρόπο που έδειχνε ότι του το είχε πει αρκετές φορές την ίδια φράση. Ο άντρας σαν απάντηση του έδειξε προς την οθόνη. Η κάμερα έδειχνε ένα σημείο της οροφής της αποθήκης όπου είχε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα απροσδιορίστου σχήματος. Όστερα γύρισε στο πλάι και είδαν πάλι ένα μικρό πλήθος που κοιτούσε, κρατώντας κάμερες και διάφορες συσκευές. ‘’Είναι φυσικά κάποιο θραύσμα δορυφόρου’’, του είπε. ‘’Για μια ακόμα φορά. Ή κάποιο χόβερ. Για πολλοστή φορά’’. Η Ντάιαμοντ παραμέρισε τον εκνευρισμό της για μια στιγμή και αφοσιώθηκε στις εικόνες. ‘’Που είναι αυτό;’’, σκέφτηκε δυνατά. ‘’Ανατολικά. Μακριά από εδώ’’, ξεφύσηξε ο άντρας. Ο Ντέσμοντ αναστέναξε.

[65]


‘’Σο λεοφωρείο που περίμενες κάτω, θα σε πήγαινε εκεί σε μισή ώρα, μέσα από το Μπέγκσκουερ’’, της είπε. ‘’Αλλά γιατί;’’ Η Ντάιαμοντ σήκωσε τους ώμους. ‘’Περιέργεια’’ μουρμούρισε. ΢την οθόνη, το βίντεο ολοκληρώθηκε με μια υπόσχεση του κατόχου της ότι θα πηδούσε το φράχτη και θα έστελνε νέα ανταπόκριση. Ο άντρας έψαξε ξανά στην ροή ειδήσεων για κάτι νεότερο αλλά δεν βρήκε τίποτα. ‘’Γαμημένοι εξωγήινοι’’, μουρμούρισε και κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση και ανυπομονησία. Όστερα το πρόσωπό του σκλύρηνε ξανά και τους κοίταξε. ‘’Ντέσμοντ, πεινάω. Και εσύ, από όπου και αν είσαι, δεν πιστεύω να θέλεις και το φαγητό μας;’’ Ο Ντέσμοντ έκανε κάτι να πει αλλά η Ντάιαμοντ σηκώθηκε όρθια και τον πρόλαβε. ‘’΢ας ευχαριστώ για την φιλοξενία’’,του είπε κοφτά και γύρισε προς τον Ντέσμοντ. ‘’Και εσένα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα.’’, του είπε μαλακώνοντας την φωνή της. Ο Ντέσμοντ ανασήκωσε τους ώμους. ‘’Θα πάω τώρα, αλλά όταν βρω άκρη θα ξαναγυρίσω για να σου επιστρέψω τα παπούτσια και να σε ευχαριστήσω ξανά’’. Αυτός κούνησε το κεφάλι του με αποδοχή. Η Ντάιαμοντ έριξε ένα ακόμα αιχμηρό βλέμμα στον άντρα που την κοιτούσε αδιάφορα και προχώρησε προς την πόρτα. ‘’Μισό λεπτό’’, φώναξε ο Ντέσμοντ και ξαναέτρεξε προς τα μέσα. Μετά από λίγο ξαναγύρισε κρατώντας ένα διπλωμένο χαρτί. Σης το έδωσε. ‘’Είναι χάρτης. Παλιός, αλλά έχει τις καινούριες ονομασίες των δρόμων και αρκετές στάσεις του λεοφωρείου, του υπόγειου μετρό, των χόβερ και επίγειων ταξί. Πιάνει όλη την μεριά μας και φτάνει και μέχρι τα ανατολικά. Η Ντάιαμοντ έπιασε το χαρτί σαν να έπιανε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Κάθε φορά που προσπαθούσε να σκεφτεί το οτιδήποτε σε σχέση με το που βρισκόταν, το κεφάλι της βούιζε σαν να είχε ξεχάσει κάποιος το μελίσσι του. Φαμογέλασε για άλλη μια φορά προς τον Ντέσμοντ αμήχανα, και έσκυψε για να πεταχτό φιλί στο μάγουλο. ‘’Μου έσωσες τη ζωή!’’, του είπε δυνατά και απομακρύνθηκε, πατώντας αβέβαια στα φαρδιά της παπούτσια. Κάπως έτσι, αυτό που ξεκίνησε με μια ενοχλητική φαγούρα συνεχίστηκε με ένα ζευγάρι αταίριαστα παπούσια, ένα χάρτη χωρίς ιδιαίτερη χρησιμότητα (γιατί η Ντάιαμοντ για κάποιο λόγο δεν θυμόταν κανένα σημείο αναφοράς στην πόλη), μια

[66]


σειρά εξωφρενικών ειδήσεων για εξωγήινους σε παλιές αποθήκες και ένα γενικευμένο πονοκέφαλο να σφυροκοπάει μια νοητική θολούρα. Είναι σαφές ότι η Ντάιαμοντ δεν είναι στα καλύτερά της, αλλά ακόμα δεν ξέρει γιατί- τουλάχιστον εικάζει ότι η μακρά κατάθλιψή της, ο εγκλεισμός της στο σπίτι και το κόστος του χωρισμού της την είχαν καταβάλλει πνευματικά. Αυτό όμως σαν διαπίστωση, δεν μπορούσε να εξηγήσει μια σειρά από πράγματα, όπως: Σι ήταν αυτό το μυστήριο μπλακ άουτ και γιατί συνέβη; Γιατί ο αγενής πατέρας του Ντέσμοντ θεώρησε ότι προέρχεται σίγουρα από το ΢άικεντ, και τι είναι το ΢άικεντ; Ξαναβγαίνοντας στο δρόμο η νύχτα ήταν όπως την άφησε, ο δρόμος όπως τον άφησε, η πόλη όπως την άφησε. Ανοίγει το χάρτη και βλέπει μια σειρά από γραμμές, οριζόντιες και κάθετες, ονομασίες και σύμβολα, της είναι αδύνατο να θυμηθεί. Μια άσχημη και ξένη γεύση στο στόμα της δημιουργεί νέες παράλογες σκέψεις: Μήπως έχει ήδη αυτοκτονήσει και αυτό δεν είναι παρά η χαμένη της ψυχή, σε μια αιώνια πόλη. Κάπως έτσι ίσως θα είναι άλλωστε: Δεν υπάρχει προορισμός και αφετηρία, δεν υπάρχει προσανατολισμός και δεν υπάρχουν αναμνήσεις. ΢την θέση τους, μια θολή σούπα από βιώματα περισσότερο σαν αισθήσεις παρά σαν εικόνες, μια διαλείπούσα χρονική γραμμή με περισσότερα κενά και τρύπες από ότι σειρά και συνέχεια. ΢υμβαίνει κάτι αυτή τη στιγμή στο κεφάλι της, αυτό το γνωρίζει, απλώς δεν γνωρίζει ακόμα το παραμικρό για το τι μπορεί να είναι. Η αφετηρία είναι χαμένη σε ένα μπλακ άουτ, αυτό που της χρειάζεται τώρα είναι ένας προορισμός. Ούτως ή άλλως, παραμένει αποφασισμένη και σίγουρη για την αρχική της υπόθεση. Μέχρι τα ξημερώματα, η Ντάιαμοντ θέλει να βάλει τέλος στη ζωή της, και αυτό τώρα φαντάζει και ως μια ευπρόσδεκτη λύτρωση από τα νοητικά της αδιέξοδα. ΢κέφτεται τους ‘’γαμημένους εξωγήινους’’ στην ανατολική πλευρά. Να, μια ενδιαφέρουσα ιδέα. Διπλώνει τον χάρτη στην φόρμα της και ξαναπλησιάζει την στάση που καθόταν προηγουμένως. Η γυάλινη πλάκα κατεβαίνει ξανά στο κάθισμά της, αλλά αυτή τη φορά τα γράμματα είναι κόκκινα: ‘’Προγραμματισμένη συντήρηση’’ και από κάτω μια αντίστροφη μέτρηση από τις τέσσερις περίπου ώρες και κάποια λεπτά. Κοιτάζει προς τον δρόμο μπροστά της, που γίνεται ακόμα πιο σκοτεινός αλλά στο βάθος του αναδύεται μια ζεστή λάμψη φωτός. Σα καινούρια της παπούτσια είναι έτοιμα, και αποφασίζει να περπατήσει, τουλάχιστον μέχρι να συναντήσει κάποια

[67]


επόμενη στάση, αν και οι κουβέντες του Ντέσμοντ για την περιοχή Μπεγκσκουέρ την φοβίζουν κάπως. Σα βήματά της είναι αβέβαια καθώς το πόδι της επιπλέει μέσα τους, αλλά νιώθει σίγουρη- αυτό πρέπει να είναι το μέρος, αυτός είναι λογικά ο προορισμός, και ας τον υπαγορεύει ένα εντελώς αδικαιολόγητο ένστικτο. Προφανώς φοβάται, φοβάται τον σκοτεινό δρόμο μπροστά της, φοβάται την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μυαλό της, φοβάται το αναπόφευκτο τέλος της όποιας νυχτερινής διαδρομής της. Υαντάζεται ανθρώπους στα σκοτεινά παράθυρα να την κοιτούν, φοβάται ασώματα κεφάλια πίσω από περσίδες να της τραγουδούν ότι βρίσκεται σε ένα δρόμο για το πουθενά, φοβάται όλα αυτά που δεν καταλαβαίνει. Η νιρβάνα στην οποία βρισκόταν τόσο καιρό που είχε πια ξεχάσει είχε τελειώσει ανεπιστρεπτί και ίσως ο πονοκέφαλος να μην ήταν τίποτα άλλο από την ενεργοποίηση εκ νέου ενός κοιμισμένου και σε αδράνεια μυαλού. Θυμήθηκε την Μαριάν να την προτρέπει να αλλάξει πορεία: Να βγει έξω, να γνωρίσει να ανθρώπους, να ζήσει έντονα έστω για λίγο και να βγάλει τον εαυτό της από το παρατεταμένο του τέλμα. Ίσως αυτή τελικά να ήταν και η καλύτερη συμβουλή από την κυρία με τους πολλούς καλεσμένους και την απουσία στοιχειώδους έγνοιας να είναι μαζί της την στιγμή που την χρειαζόταν. Ίσως αυτό να χρειαζόταν. ΋πλισε τον εαυτό της με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, αυτήν που έχει κάποιος που δεν έχει να χάσει τίποτα. Αγνόησε τα ασώματα κεφάλια στις περσίδες και τα διαπεραστικά τους βλέμματα και περπάτησε πιο σταθερά και γρήγορα. Σα γεγονότα είναι: Η Άζρα μπήκε απρόθυμα στο αυτοκίνητο του Γουίλιαμ Κόρβερ και βυθίστηκε στο πίσω κάθισμα, κοιτώντας με μια μικρή αμφιβολία γύρω της. Αυτός ασχολήθηκε αρκετή ώρα με τον προγραμματισμό του αυτοκινήτου του, πληκτρολογώντας με ταχύτητα και διαγράφοντας με τα δάχτυλά του διάφορα ασυνάρτητα σχήματα. Όστερα τον άκουσε να αναστενάζει και στο πάτημα ενός κουμπιού να εμφανίζεται ένα ασημένιο όπλο από το ταμπλό μπροστά του, το οποίο και κράτησε σφιχτά. ‘’Είσαι Προστάτης, δεν είσαι;’’, τον ρώτησε κάπως αβέβαια.

[68]


‘’Ναι’’, απάντησε αυτός κοφτά καθώς τώρα το αυτοκίνητο απελευθερωνόταν από την θέση παρκαρίσματός του και έμπαινε αργά στο δρόμο. Η Άζρα παρατήρησε τα τζάμια της να γίνονται σταδιακά φιμέ μέχρι που και εκείνη με δυσκολία μπορούσε πλέον να δει απ’έξω. ‘’Ποιος μπορεί να φοβίζει έναν Προστάτη;’’, τον ρώτησε ‘’Άλλοι Προστάτες’’, απάντησε αυτός μηχανικά. Η Άζρα ανασηκώθηκε και έσκυψε προς τα εμπρός. ‘’Μας κυνηγούν Προστάτες;’’ ‘’Ναι’’ Κοίταξε ξανά έξω από τα παράθυρα, καθώς τώρα οι αισθήσεις της βρισκόντουσαν σε εγρήγορση. ‘’Γιατί; Από που και ως πού; Αφού και εσύ είσαι Προστάτης. Μπορείς να τους αντιμετωπίσεις;’’ Σο αυτοκίνητο έστριψε σε ένα δρόμο που ήταν σχετικά άδειος, και από μόνο του επιτάχυνε απότομα, κάτι που την έριξε ξανά προς τα πίσω. ‘’΢ε λίγο θα μπορούμε να μιλήσουμε πιο εύκολα’’, της είπε αυτός κοιτώντας μια μικρή οθόνη μπροστά του. ‘’Αλλά σε ότι αφορά την τελευταία ερώτηση, η απάντηση είναι ναι. Αρκεί να μην είναι παραπάνω από ένας την φορά’’. Η Άζρα ένιωσε μια ακόμα επιτάχυνση. Όστερα, μια βραχνή ηλεκτρική φωνή με γυναικεία χροιά ακούστηκε και την πάγωσε στην θέση της. <<Τπηρεσιακό αυτοκίνητο στα διακόσιαπενήντα μέτρα. Ακολουθεί πρωτόκολλο αλλαγής χρώματος. Ακολουθεί πρωτόκολλο πρωτοβάθμιων αμυντικών συστημάτων. Ακολουθεί πρωτόκολλο παραπομπής σήματος σε αντίθετη πορεία. Ακολουθεί πρωτόκολλο υποκολοπής συνομιλιών υπηρεσιακού αυτοκινήτου>> Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έσκυψε το κεφάλι του προς τα εμπρός και ακούμπησε το ασημένιο μακρύκαννο όπλο στο μέτωπό του, κλείνοντας τα μάτια του. Η Άζρα βυθίστηκε στο κάθισμά της, ανήμπορη να καταλάβει γιατί ο Προστάτης που την είχε παραλάβει βρισκόταν αυτή τη στιγμή κυνηγημένος και φοβισμένος από το ίδιο του το ΢ώμα.

[69]


Σην ίδια στιγμή, αρκετά μακριά από το σημείο που βρισκόταν ο Γουίλιαμ Κόρβερ και η Άζρα και κάπως πιο κοντά στο σημείο που βρισκόταν η Ντάιαμοντ, η Φόλι ‘’Μπατερφλάι’’ Σζένιγκς απολάμβανε ένα επαγγελματικό μασάζ από την δική της θέση οδηγού, το οποίο είχε προγραμματίσει να εστιάσει στην ταλαιπωρημένη της μέση. Σο τηλέφωνο του αυτοκινήτου έβγαλε ένα διαπεραστικό σφύριγμα, αλλά επέλεξε αρχικά να το αγνοήσει και μόνο στο τέταρτο σφύριγμα πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης. ‘’Φόλι, σε δύσκολη δουλειά. Να είσαι σύντομος’’ ‘’Κ. Σζένιγκς; ΢άμγουελ Ντίξον. Σο αυτοκίνητό σας εκπέμπει από τον ανατολικό τομέα.’’ Η Φόλι αναρωτήθηκε για το όνομα, αλλά σπανίως συγκρατούσε ονόματα οπότε παραιτήθηκε από την σκέψη. ‘’Ναι ΢άμγουελ, είμαι στον ανατολικό τομέα. Απλή έρευνα περιπολίας για διασταύρωση κάποιων ειδήσεων. Ο κόσμος είδε πάλι εξωγήινο λέει.’’ ‘’Είναι υπόθεση της αστυνομίας αυτό’’ ‘’Ναι είναι. Αλλά μου έκανε εντύπωση η είδηση και ήμουν κοντά. Αλλά δεν συνηθίζετε εκεί στο κέντρο να με ρωτάτε που πηγαίνω ΢άμγουελ. Είσαι ΢αμ μήπως; Ή Γουέλ; ‘’ ‘’Κ. Σζένιγκς υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο νότιο τμήμα’’ ‘’΢ημαντικότερο από εξωγήινο;’’ Παρατήρησε ότι ένα κόκκινο λαμπάκι αναβόσβηνε, που σήμαινε ότι την καλούσε κάποιος της δικής της ομάδας. Πάτησε την διακοπή του μασάζ και προσάρμοσε την θέση της σε ορθή γωνία. ‘’Ήταν προγραμματισμένη σήμερα μια παραλαβή από τον Υράνσις ‘’Γκουρού Καν’’ Μοντ. Η παραλαβή αφορούσε μια γυναίκα που συνελήφθη στην Νεκρή Ζώνη και...’’ ‘’Ξέρω πολύ καλά την παραλαβή ΢άμγουελ’’, του είπε αυστηρά και κοφτά. Σο κόκκινο λαμπάκι δεν σταμάτησε να αναβοσβήνει. ‘’Τπάρχει κάποιο πρόβλημα με την παραλαβή; Δεν συνεργάζεται ο Γκουρού;’’. Νευρική, πάτησε το ειδικό πεντάλ που φρέναρε το αυτοκίνητο και ο αυτόματος οδηγός το μετέφερε στα πλαινά του δρόμου εκτός της γραμμής κυκλοφορίας. ‘’Τπήρχε κάποιος που μας πρόλαβε σην παραλαβή’’ Η Φόλυ κοίταξε χωρίς λόγο προς την μεριά του ηχείου, εμφανώς αιφνιδιασμένη. ‘’Ποιος μπορεί να μας πρόλαβε στην παραλαβή;’’

[70]


‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ’’ Η Φόλυ πλησίασε το κεφάλι της στο ηχείο. ‘’Μπορείς να επαναλάβεις; Μίλα πιο καθαρά! Νόμισα ότι άκουσα Γουίλιαμ Κόρβερ’’ ‘’Αυτό είπα. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ μας πρόλαβε στην παραλαβή. Ο Γκουρού δήλωσε ότι θεώρησε ότι ήταν αυτός που στείλαμε εμείς’’ Η Φόλυ Σζένιγκς ήταν πάντα μια ήρεμη και ψύχραιμη γυναίκα. Εκπαιδευμένη να γίνει Προστάτης από πολύ μικρή ηλικία, πολύ γρήγορα διακρίθηκε για αυτό ακριβώς της το ταλέντο: Ακόμα και στις πιο παράλογες συνθήκες, είχε την εξωπραγματική ταχύτητα να παίρνει μαθηματικά υπολογισμένες αποφάσεις, απείρως πιο ορθές και από αυτές μηχανής. Η ίδια δυνατότητα ήταν που την έφερε στην πρώτη θέση της ιεραρχίας ύστερα από την αναδιάρθρωση του ΢ώματος, και ήταν ίσως η μόνη που θα μπορούσαν να δεχτεί το σώμα των Προστατών για θεσμική του ηγεσία. ΋λα αυτά τα χαρακτηριστικά σήμαιναν κυρίως ένα πράγμα: Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα που θα μπορούσε να την αποσπάσει από τον στόχο της, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα που θα μπορούσε να την αγχώσει. Αλλά ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν ένας από τους ανθρώπους που ζούσαν για πολλά χρόνια πάνω στα ομιχλώδη και ασαφή όρια αυτού του ‘σχεδόν’’, και εκείνη την νύχτα η Φόλι Σζένιγκς αγχώθηκε μετά από πολύ καιρό. Σόσο, που έκλεισε απευθείας την συνομιλία της με τον ΢άμγουελ Ντίξον και πάτησε το κουμπί για να απαντήσει την κλήση από το κόκκινο λαμπάκι που αναβόσβηνε. Πριν προλάβει να ακούσει το παραμικρό από την άλλη πλευρά είχε ήδη αρχίσει να φωνάζει: ‘’Διακόψτε κάθε συνομιλία από τα αυτοκίνητα αυτή τη στιγμή. Μην αναζητήσετε τίποτα ύποπτο, όσο πιο συνηθισμένο κάτι που βλέπετε, τόσο πιο ύποπτο. Γνωρίζετε με ποιον έχουμε να κάνουμε, θα είμαι σύντομα εκεί. Επικοινωνία μόνο στην συχνότητα 45Υ12 και σε αυτήν ύστερα με κρυπτογράφηση. Αν δεν είναι ξύπνιος, ξυπνήστε τον Οράτιο.’’ Φωρίς να περιμένει καμία απάντηση, έκλεισε το κουμπί και πέρασε το χέρι της από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της. ‘’Λειτουργία Φόβερ’’ είπε με κλειστά τα μάτια, και μια ηλεκτρονική φωνή επανέλαβε ακριβώς τα λόγια της. Από την άκρη του δρόμου που ήταν σταθμευμένο, το αυτοκίνητο της Φόλυ ‘’Μπάτερφλαι’’ Σζένιγκς ανασηκώθηκε απότομα και αιωρήθηκε αβέβαια για μερικές στιγμές, ενώ οι ρόδες του κινήθηκαν αργά προς τα μέσα, αφήνοντας την θέση τους σε

[71]


τέσσερις εστίες πορτοκαλί φωτός. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα το αυτοκίνητο σταθεροποιήθηκε στην αιώρησή του και με μικρές μηχανικές τροποποιήσεις απέκτησε ένα πιο αεροδυναμικό σχήμα. Όστερα, σαν να εκσφενδονίστηκε, τινάχτηκε προς τα πάνω και ανατολικά, αφήνοντας πίσω του μια απαλή γραμμή από πορτοκαλί φως, μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα ψηλά κτίρια και τα αιωρούμενα αστρικά αυτοκίνητα της Ντάιαμοντ. Σην ίδια ακριβώς στιγμή, ο μικρός Νίκολας έβγαλε το κεφάλι του από την κρυψώνα του και κοίταξε τριγύρω στο μισοσκόταδο με αγωνία. Μπορούσε τώρα να ακούσει φωνές από το εξωτερικό της αχανούς αίθουσας και ενίοτε μπορούσε να δει δεσμίδες φωτός να διαπερνούν τα τζάμια της οροφής. Σα αυτιά του είχαν σταματήσει να βουίζουν από την πρόσκρουση που είχε μόλις ζήσει, και θεωρώντας ότι είχε περάσει πια αρκετή ώρα γύρισε να κοιτάξει προς το σημείο που το άγνωστο αντικείμενο είχε συρθεί ανάμεσα σε σίδερα, λαμαρίνες και σπασμένα γυαλιά. Κοίταξε με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι συγκεκριμένο μέσα στα χαλάσματα που είχαν σχηματίσει ένα άψυχο σώμα βγαλμένο από τεχνοφοβικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του γιατί ήταν σίγουρος ότι κάτι υπήρχε εκεί, ακριβώς στο σημείο που κοιτούσε, αλλά δεν μπορούσε να το διακρίνει. Αυτό που μπορούσε όμως να διακρίνει με σιγουριά ήταν μια σιλουέτα που παραπατούσε κοντά στα χαλάσματα και κινούταν σαν να είναι πληγωμένη. Σην είδε να σωριάζεται σε μια πεπλατυσμένη λαμαρίνα που λειτούργησε ως στρώμα και να μένει ακίνητη. Ο Νίκολας ήταν αναγκαστικά και όχι με την θέλησή του εκπαιδευμένος να κινείται στις σκιες, αλλά ήταν μια τέχνη που είχε μάθει αρκετά καλά και με ιδιαίτερη μαεστρία. Με σβέλτες κινήσεις πλησίασε, αξιοποιώντας τεμάχη χαλασμάτων σαν κρυψώνες και αποφεύγοντας να πατάει σε οποιοδήποτε σημείο είχε συσσωρευμένη σκόνη ή γυαλιά για να μην ακουστεί ο λιγότερος ούτε τριάντα κιλών βηματισμός του. ΢ταμάτησε πίσω από ένα μικρό τοιχάκι που είχαν δημιουργήσει ξύλα και λαμαρίνες, στο σημείο που πλέον μπορούσε να ακούσει την πονεμένη και βραχνή αναπνοή της σιλουέτας, που έβγαινε σαν βογγητό. Οι φωνές από έξω εντείνονταν, και αυτό του δημιουργούσε επιπρόσθετο άγχος. Δεν ήξερε ωστόσο τι ακριβώς ήθελε να κάνει, αλλά η περιέργειά του ξεπερνούσε κάθε αμφιβολία. Έκανε ένα μικρό ελιγμό και βρέθηκε ακόμα πιο κοντά, ξαπλωμένος σχεδόν πίσω από ένα μικρό σωρό χαλασμάτων. Αργά,

[72]


σύρθηκε και κοίταξε προς την σιλουέτα, από την οποία πλέον τον χώριζαν μόλις μερικά πόδια. Η σιλουέτα έμοιαζε με έναν ψηλόλιγνο άνθρωπο, που όμως ήταν επενδυμένη με ένα περίεργο ασημί ρούχο που δεν είχε ξαναδεί. ΋ταν αυτή ανασηκώθηκε κάπως στους αγκώνες της, ο Νίκολας ξεροκατάπιε βλέποντας ένα δυσανάλογα μεγάλο σφαιρικό κράνος στο σημείο που θα έπρεπε να είναι το κεφάλι. Μπορούσε ακόμα να ακούσει την δύσκολη αναπνοή και τα μικρά βογγητά. Όστερα, άκουσε μια φωνή. ‘’΢ε βλέπω να ξέρεις.’’ Η φωνή ήταν σχετικά φυσιολογική, λίγο παραμορφωμένη από την στρογγυλή κάσκα και με λίγο διαφοροποιημένη προφορά, αλλά έμοιαζε με την φωνή ενός άντρα. Κοίταξε τριγύρω του για πιθανές διαδρομές διαφυγής, χωρίς να βρίσκει κάτι ασφαλές. Μια δεσμίδα φωτός πέρασε πάνω από τον ασημί άγνωστο και τώρα τον είδε καθιστό, με την μαύρη σαν καπνισμένο γυαλί πρόσοψη του κράνους του να κοιτάει προς το μέρος του. Η φωνή ξανακούστηκε. ‘’Βγες ρε κουτό παιδί, μην με φοβάσαι’’, του είπε και πέταξε ένα πολύ μικρό χαλίκι προς το μέρος του. Ο Νίκολας κράτησε την αναπνοή του, και δειλά ανασηκώθηκε πίσω από την αποτυχημένη όπως αποδείχθηκε κρυψώνα του και στάθηκε με σκυμένο το κεφάλι. ‘’Φο χο, μα εσύ είσαι σίγουρα

Παράνομος!’’, του είπε, και ο Νίκολας

αιφνιδιάστηκε με αυτήν την παρατήρηση. Κυρίως αιφνιδιάστηκε με το γεγονός ότι ήταν τόσο προφανές. ‘’Που το ξέρεις;’’, τον ρώτησε κάπως αυθάδικα και πεισματάρικα. Ποτέ του δεν αποδέχτηκε ότι από την εμφάνισή του και μόνο μπορούσε να καταλάβει κάποιος ότι είναι Παράνομος. Υρόντιζε, τουλάχιστον όταν κυκλοφορούσε την ημέρα, να φοράει αξιοπρεπή και συνηθισμένα ρούχα και είναι καθαρός. Ο ξένος σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος και ακούμπησε τα γόνατά του με τα χέρια του. ‘’Είμαι και εγώ παράνομος’’, του είπε. ‘’Μάλλον καταλαβαινόμαστε’’. Ο Νίκολας ένιωσε μια αυτοπεποίθηση και μια σιγουριά απέναντι στον ξένο. Σουλάχιστον ότι δεν θα προσπαθούσε να τον βλάψει ή χειρότερα, να τον συλλάβει. ‘’Πως ήρθες εδώ; Που είναι αυτό που έπεσε πριν λίγο;’’ Από το στρογγυλό κράνος ακούστηκε κάτι ενδιάμεσο σε βήχα και γέλιο. ‘’Εδώ είναι’’, είπε και έδειξε προς το σωρό με τα χαλάσματα. ‘’Είναι όμως αόρατο’’.

[73]


‘’Αόρατο;’’ Ο Νίκολας κοίταξε προς τα χαλάσματα με το στόμα ανοιχτό και με θαυμασμό. ‘’Αόρατο. Αλλά τι να το κάνεις που είναι αόρατο, αφού έπεσε;’’ Ο Νίκολας πλησίασε και προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο σκάφος. Πράγματι, εκτός και αν τα μάτια του έπαιζαν κάποια κόλπα στο μισοσκόταδο, μπορούσε να δει κάποιες ασυνέχειες στο χώρο μπροστά του, σαν ο αέρας να έκανε νερά. Κοίταξε τον ασημένιο ξένο που τώρα τέντωνε τα άκρα του με μικρά βογγητά. ‘’Εσύ το βλέπεις;’’, τον ρώτησε. Αυτός χτύπησε με το δάχτυλό του το κράνος του. ‘’Ναι, αλλά αν το βγάλω αυτό δεν θα το βλέπω αφού είναι αόρατο’’ ‘’Γιατί είναι αόρατο;’’ ‘’Για να μην το βλέπουν’’ ‘’Ποιοι;’’ ‘’Οι άνθρωποι’’ Ο Νίκολας έκανε ακόμα ένα βήμα. Σον κοίταξε όπως θα κοίταζε έναν άνθρωπο ευθεία στα μάτια. ‘’Εσύ είσαι εξωγήινος;’’, τον ρώτησε με δεος, προκαλώντας ακόμα ένα γέλιο που κατέληξε σε βήχα. ‘’Μπορείς να το πεις και έτσι’’, του απάντησε τελικά. ‘’Αλλά όχι σαν αυτούς που φαντάζεσαι’’. ‘’΢αν ποιους δηλαδή είσαι;’’ ‘’Αν σου πω, μπορείς να με βγάλεις από εδώ χωρίς να συναντηθούμε με αυτούς τους ανθρώπους που ακούγονται έξω;’’ Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή του, ο Νίκολας είχε ήδη με ενθουσιασμό φωνάξει ένα σίγουρο ‘’ναι!’’. Ο ασημένιος ξένος τον πλησίασε και έσκυψε μπροστά του, ακουμπώντας το κράνος του. Ο Νίκολάς τον είδε με γουρλωμένα μάτια να το κουνάει, και άκουσε ένα μελωδικό κλικ καθώς αυτό ξεκλείδωνε. ΄΄Με ρώτησες, σαν ποιους’’, του είπε. Όστερα, το μαύρο τζάμι που κάλυπτε το πρόσωπο του άνοιξε προς τα πάνω, αποκαλύπτοντάς τον. ‘’΢αν εσάς’’, του είπε και σχημάτισε ένα χαμόγελο με μια στραβή και ανορθόδοξη οδοντοστοιχία.

[74]


Ένα τείχος την φορά

Ο Ρίτσαρντ, ΢Ρίτσαρντ Λίθγκοου, ο φιλόσοφος, προχωρούσε γρήγορα και χαρωπά, ενίοτε πηδούσε τα σκαλοπάτια δυο δυο και αυτό ανάγκαζε την Άλις να τρέχει σχεδόν να τον προλάβει. ΢κέφτηκε ότι μέχρι να φτάσουν στην ταράτσα θα έχει λαχανιάσει- δεν ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη σε έντονη άσκηση. Βέβαια, το σώμα της κάθε φορά ανταποκρινόταν. ‘’Σι υπάρχει πέρα από τι λέξεις;’’, τον ρώτησε, περισσότερο για να τον επιβραδύνει. Αυτός πράγματι σταμάτησε και περιστράφηκε σχεδόν ολόκληρος, κάπου στη μέση μιας σκάλας σε απροσδιόριστο όροφο. Σης χαμογέλασε ζωηρά. ‘’Μα είναι μια υπέροχη, ανεξερεύνητη έρημος αγαπητή μου Άλις’’, της απάντησε ενθουσιωδώς. ‘’Αν και το ‘ερημος’ ίσως φαντάσει λίγο νεκρό για την περιγραφή. Αντίθετα, ο κόσμος πέρα από τις λέξεις είναι ζωντανός, ολοζώντανος και γεμάτος εκπλήξεις και περιπέτεια. Αλλά τον ονομάζω έρημο γιατί είναι στα αλήθεια αφιλόξενος και απρόσιτος. Σον ονομάζω έρημο για να επιβεβαιώσω τα στενά όρια των λέξεων. Δεν θέλω τις σκέψεις που μπορώ να γράψω σε λέξεις- αν μπορώ, πάει να πει ότι υπήρχαν ήδη.’’ ‘’Αυτό που λέτε είναι πολύ περίεργο’’, είπε αυτή ανάμεσα σε βαθιές ανάσες. ‘’Ακόμα πιο πολύ. Θα έλεγα ότι είναι παράλογο. Αλλά αυτό μου αρέσει, αυτό με συναρπάζει. Σο παράλογο. Γιατί πιστεύω ότι το λογικό δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό μέρος της αλήθειας- όλο το υπόλοιπο, βρίσκεται στο παράλογο. Εξ’άλλου, ο μόνος τρόπος να αποδείξεις το λογικό, είναι μέσα από το παράλογο, δεν είναι έτσι;’’ Η Άλις δεν κατάφερε να ακολουθήσει τον συλλογισμό του. Αυτός χαμογέλασε ακόμα πιο πολύ και ξαναγύρισε μπροστά του, ανεβαίνοντας τώρα πιο αργά τα σκαλιά. ‘’Έχεις την τιμή να γνωρίσεις έναν εκ των ιδρυτών της ομάδας των Παράλογων. Είναι μια εξαίρετη ομάδα ανθρώπων, θα φροντίσω να τους γνωρίσεις μόλις βρούμε την αγαπητή μας φίλη.’’ Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους της και προσπάθησε να κρατηθεί σε κοντινή απόσταση. Σρεις ακόμα ορόφους μετά, όπου παρατήρησε και μια ελαφριά αλλαγή στην διαρρύθμιση των χώρων, το ζευγάρι βρέθηκε σε έναν άδειο διάδρομο, αρκετά πιο σκοτεινό και απεριποίητο. Μια από τις λάμπες της οροφής αναβόσβηνε αστραπιαία,

[75]


παράγοντας έναν γκρινιάρικο ηλέκτρικο ήχο. ΢την άκρη του διαδρόμου, υπήρχε το περίγραμμα μιας σχετικά μεγάλης πόρτας, χωρίς ωστόσο κάποια εκδοχή πομόλου ή κλειδαριάς. ‘’Και τώρα;’’, ρώτησε η Άλις κοιτάζοντας με ελαφριά ανησυχία το χώρο γύρω της. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε σταθεί μπροστά στην πόρτα, με τα χέρια στις τσέπες του. ‘’Σώρα αγαπητή μου Άλις, είναι ο λόγος που ήσουν απαραίτητη για να βγούμε στην ταράτσα’’, της είπε. ‘’Βλέπεις, η πόρτα αυτή δεν ανοίγει επ’ ουδενί από μέσα. Δεν είναι όμως κλειδωμένη, κάθε άλλο. Απλώς, ανοίγει μόνο απ’έξω. Είναι μόνο για αυτούς που έρχονται βλέπεις’’. Η Άλις περιεργάστηκε την πόρτα που πράγματι έμοιαζε με τοιχογραφία. ‘’Ποιοί έρχονται δηλαδή;’’, ρώτησε. Αυτός κούνησε το κεφάλι του, σαν να σκεφτόταν πως να απαντήσει. ‘’Ας πούμε όσοι ένοικοι έχουν καταφτάσει σε αυτό το κτίριο με κάποιο χόβερ ή ελικόπτερο’’, είπε. ‘’Ας πούμε, ιδιαίτερα βιαστικές περιπτώσεις ή πολύ μοναχικές περιπτώσεις για να έρθουν από την κανονική πόρτα’’. ‘’Και εσύ πως το γνωρίζεις αυτό;’’, ρώτησε αυτή, αν και αρκετά υποψιασμένη για την απάντηση. ‘’Γιατί έχω την τιμή να ανήκω σε αυτήν την κατηγορία’’, είπε και η Άλις παρατήρησε ένα μελαγχολικό τόνο. ‘’Γνωρίζω αυτήν την πόρτα επειδή την έχω περάσει μια φορά. Πριν καιρό.’’ ‘’Ήσουν βιαστικός ή μοναχικός;’ Ο Ρίτσαρντ έβγαλε ένα πνιχτό γέλιο και την κοίταξε. ‘’Θα έλεγα ότι ήμουν αρκετά αντιδραστικός για να έρθω από την κανονική πόρτα.’’. Όστερα, της είπε με τον πιο φυσικό τρόπο: ‘’Αλλά όπως και στην περίπτωσή σου, αγαπητή μου Άλις, δεν ήρθα μόνος μου, αλλά με φέρανε εδώ’’. Κοιταχτήκανε για μερικά σιωπηλά δευτερόλεπτα, συντροφιά της παραπονεμένης προσπάθειας της λάμπας να ανάψει κανονικά. Σο βλέμμα του ήταν διαπεραστικό και ήρεμο, το δικό της αγχωμένο και μπερδεμένο. ‘’Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, ειλικρινά’’, του είπε αυτή, κομπιάζοντας λίγο. Αυτός δεν άλλαξε την έκφρασή του. ‘’Πόσο καιρό είσαι εδώ Άλις;’’ ‘’Εεε...φαντάζομαι...κάποια χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς’’ ‘’Γιατί δεν θυμάσαι; Πότε ήρθες εδώ; Γιατί ήρθες εδώ;’’

[76]


Η Άλις ένιωσε μια έκπληξη στην αδυναμία της να δώσει απάντηση. ‘’Που ήσουν πριν έρθεις εδώ;’’ Σα μάτια της τώρα είχαν ανοίξει διάπλατα και φάνταζαν ψεύτικα πίσω από τους χοντρούς φακούς. ‘’Σι ακριβώς κάνεις, αυτά τα χρόνια που είσαι εδώ; Δουλεύεις κάπου;’’ ‘’Παίζω μουσική!’’, διαμαρτυρήθηκε αλλά αβέβαια. ‘’Για ποιον; Για ποιον παίζεις μουσική; ΢υνθέτεις τραγούδια; Κάνεις μαθήματα; Για ποιον παίζεις την πολύ όμορφη μουσική σου;’’ Η Άλις ένιωσε ότι συρρικνώνεται. Ξαφνικά ο διάδρομος της φαινόταν τεράστιος, ο ήχος της λάμπας ακουγόταν σαν κρότος, ο Ρίτσαρντ φαινόταν σαν γίγαντας. ‘’Εγώ...ε...΄΄ η φωνή της έσβησε από το απειροελάχιστο μέγεθός της. Πισωπάτησε μέχρι που ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο, αναπνέοντας γρήγορα. Αυτός την πλησίασε και άπλωσε το χέρι του στο μάγουλό της, μια χειρονομία την οποία αυτή θα απέφευγε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, καθώς δεν την ενθουσίαζε η ανθρώπινη επαφή. Εκείνη την στιγμή όμως υποδέχτηκε το ζεστό του χέρι ως εστία ασφάλειας και σιγουριάς. ‘’Αγαπητή μου Άλις, τι και αν σου έλεγα ότι μόλις περάσουμε αυτήν την πόρτα θα ανοίξει μπροστά σου ένας ολοκαίνουριος κόσμος; Μη σε τρομάζει αυτό το παράλογο που σε κατακλύζει τώρα. Άφησέ το, αποδέξου το. Θεώρησέ το ως σωστό, και πορεύσου μέχρι να συγκρουστείς με την πραγματικότητα- τότε μόνο θα την δεις καθαρά άλλωστε’’ Όστερα της έδειξε ένα μικρό τετράγωνο πλαίσιο, στο ύψος των ποδιών τους, δεξιά της πόρτας. ‘’Σον βλέπεις αυτόν τον αεραγωγό; Αν βάλεις το χέρι σου μπροστά θα νιώσεις τον δροσερό αέρα της πόλης. Δεν θα μπορούσα να χωρέσω εγώ από εκεί μέσα αλλά εσύ...εσύ και η φίλη αγνοούμενή μας, θα χωρούσατε άνετα. Να βγείτε έξω και να ανοίξετε αυτήν την ρημαδιασμένη πόρτα που μας εμποδίζει’’ Οι αναπονές της Άλις ήταν γρήγορες, σαν να είχε ανέβει όλα τα σκαλοπάτια τρέχοντας. Κοίταξε το μικρό άνοιγμα στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια της. ΋λοι οι φόβοι της ήταν τώρα ένα, και την απειλούσαν. ‘’Δεν...δεν ξέρω...’’, ψέλισσε. ‘’Υοβάμαι’’, είπε τελικά, με μεγαλύτερη σιγουριά. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. ‘’Δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Μπορεί να είμαι τρελλός. Εγώ να είμαι παλαβός τελείως, αυτή δεν ήταν η πρώτη σου εντύπωση; Αυτό δεν συμπέρανε και η φίλη μας, η

[77]


Μαριάν; ΋τι είμαι θεοπάλαβος και λέω περίεργες θεωρίες για λέξεις, παράλογα και θαυμαστούς νέους κόσμους. Μα αυτό ακριβώς σου ζητώ να κάνεις- έστω ότι είμαι όλα αυτά. Έστω ότι εκεί έξω δεν είναι τίποτα άλλο από μια ταράτσα. Έστω ότι η Ντάιαμοντ δεν ανέβηκε ποτέ. Σι θα γίνει; Απλώς θα δούμε την όμορφη θέα από ένα πολυόροφο κτίριο. Αυτό ακριβώς σου ζητάω- να πορευτείς με βάση αυτά που θεωρείς σωστά.’’ ‘’Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ;’’, ρώτησε η Άλις και τώρα τα μάτια της ήταν υγρά από την σύγχυση. ‘’Είναι αργά, αγαπητή μου Άλις. Είναι αργά και όλη αυτή η παράξενη ιστορία σε βρήκε σχεδόν να κοιμάσαι. Μην περιμένεις από το μνημονικό σου να δουλεύει ρολόι.’’ Η Άλις ξεροκατάπιε γνέφοντας καταφατικά. Όστερα άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, σαν να είχε κάποια επιφοίτηση. ‘’Σ..τα σάββατα έρχονται παιδιά και με ακούνε. Σους μαθαίνω τις νότες και το πεντάγραμμο..!’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έκανε μια χειρονομία σαν να την επιβράβευε. ‘’Είδες;’’, της είπε. ΄΄΋λα θα επανέλθουν σιγά σιγά’’. Δεν φαινόταν να το εννοεί. Η Άλις χαμογέλασε κάπως ντροπαλά και ύστερα με μια βαθιά αναπνοή προχώρησε ως το μικρό άνοιγμα του τοίχου, που έφτανε με βια μέχρι τις γάμπες της. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έσκυψε και έπιασε την μεταλλική σχάρα η οποία βγήκε χωρίς προσπάθεια. ‘’Σην έχω ξεβιδώσει αρκετό καιρό’’, μουρμούρισε. ‘’Αλλά φοβάμαι ότι είμαι λίγο παχύς για μια τέτοια λαγότρυπα’’. Η Άλις γονάτισε μπροστά από τον αεραγωγό και κοίταξε προς το σκοτάδι του, με την κλειστοφοβία να την τυλίγει σαν μανδύας μύησης, πριν ακόμα μπει μέσα της. ΢ε πείσμα του αναδυόμενου φόβου, έσκυψε προς τα εμπρός και μπουσούλησε μέσα στο πηχτό στενό σκοτάδι. Η φωνή του Ρίτσαρντ της ακούστηκε ήδη από πολύ μακριά: ‘’Λογικά θα συναντήσεις μια στροφή σε μερικά μέτρα. Εκεί πρέπει να ξαπλώσεις, αλλά από εκεί είσαι ευθεία με τον ουρανό’’. Όστερα η φωνή του έσβησε, και η Άλις έμενε να ακούει μόνο τους ρυθμικούς χτύπους της καρδιάς της. Πράγματι, δεν θα έκανε ούτε μερικά μέτρα στα τέσσερα όταν με το χέρι της ψαχούλεψε το σκονισμένο μέταλλο που της έκλεινε το δρόμο. ΢τα αριστερά αυτού υπήρχε ένα ακόμα σκοτεινό κενό χωρίς προφανές τέλος, το οποίο ωστόσο ήταν τώρα στο μισό μέγεθος. Αναστενάζοντας προσπάθησε να ξαπλώσει με κάποια κλίση του σώματός της και άρχισε να ωθεί το σώμα της προς τα εμπρός. Ήταν όμως αδύνατο. Σα δυο της πόδια ήταν ξάπλα πριν την στροφή, η λεκάνη της ανασηκωμένη στη μέση και ο υπόλοιπος κορμός της κοιτούσε προς το πουθενά, στο απόλυτο σκοτάδι.

[78]


Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές για να διατηρήσει την ψυχραιμία της, και ύστερα άρχισε να πιέζει το σώμα της προς τα εμπρός, πιέζοντας τα πόδια της στα τοιχώματα. Γρήγορα κατάλαβε ότι είχε βάλει με λάθος τρόπο το σώμα της, και ο μανδύας της κλειστοφοβίας άρχισε σχεδόν αμέσως, σαν να περίμενε την ευκαιρία, να βγάζει κουκούλα και να προσπαθεί να καλύψει το κεφάλι της. ‘’Ρίτσαρντ;’’, είπε σαν να φωνάζει ψιθυρίζοντας, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν η διάχυση της φωνής της σε ένα στενό πουθενά. ‘’Ρίτσαρντ;’’, είπε ξανά, κάπως πιο δυνατά. Σην Σρίτη φορά, φώναξε χωρίς συγκράτηση. ‘’Ρίτσαρντ!’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου είτε δεν μπορούσε να την ακούσει, είτε δεν ήταν εκεί. Η Άλις ένιωσε την κουκούλα να καλύπτει το κεφάλι της. Υώναξε το όνομά του άλλες δυο ή τρεις φορές, και το σώμα της άρχισε να συσπάται ώστε να μπορέσει να κινηθεί είτε μπρος είτε πίσω. Και οι δυο εκδοχές της φαινόντουσαν αδύνατες. Ηλίθια, ηλίθια Άλις. Γνώρισες τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου λιγότερο από μια ώρα πριν, και τώρα κάνεις ακροβατικά σε στενούς αεραγωγούς. ΢ου λέει τρέλλες και ανοησίες από την πρώτη στιγμή, και εσύ μαγεύεσαι σαν να είσαι νυχτοπεταλούδα μπροστά σε φως. Κάνεις την ηρωίδα γιατί ψάχνεις μια Ντάιαμοντ που δεν έχεις δει ούτε δυο φορές στην ζωή σου. Πως σε παρέσυρε αυτός ο τσαρλατάνος; Αφού ξέρεις τι σου γίνεται. Θα σου θυμήσω εγώ: Ήρθες εδώ πριν τρια χρόνια. Ήρθες γιατί δεν άντεχες άλλο το παλιό σου σπίτι, με τα χαλασμένα υδραυλικά και την απαίσια ζέστη που έκανε τα καλοκαίρια. Ήρθες γιατί ήθελες να μείνεις κάπου βολικά και άνετα. Σο πρώτο πράγμα που ρώτησες όταν ήρθες ήταν αν υπάρχει κοντά ωδείο- σου είπαν ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι υπάρχουν πολλά παιδιά που θέλουν να μάθουν μουσική, και ότι θα μπορούσες να τους κάνεις μαθήματα κατ’οίκον. Που είναι το παράξενο; Που μπερδεύεσαι; Που σκαλώνεις; Σι έκανε στο μυαλό σου αυτός ο απατεώνας; ‘’Ρίτσαρντ;’’, φώναξε με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της, και η φωνή της αντήχησε και γύρισε στα αυτιά της πιο ενισχυμένη. Σα αβίαστα δάκρυα ενός προαναγγελθόντος πανικού έπεφταν μπροστά της και ένιωθε την υγρασία τους στα χέρια της. Μόνο από τον αυξανόμενο πόνο κατάλαβε ότι τώρα χτυπιόταν στα τοιχώματα του αεραγωγού, κλωτσώντας και σπρώχνωντας το άψυχο μέταλλο που την είχε φυλακίσει. Ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει γύρω της, σαν να ανέπνεε μόνο σκόνη. Σο μυαλό της τώρα βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση αλλά και ακατάσχετη λειτουργεία.

[79]


Παράλληλα με τον συναγερμό του πανικού, έσπρωχνε πίσω από τα μάτια της διάφορες ξεχασμένες αναμνήσεις, σαν χαλασμένη μηχανή προβολής. Ήταν αυτή και διάφορα παιδιά, όλα μικρότερα των δέκα ετών. ΢τεκόταν όρθια μπροστά τους, και αυτά οκλαδόν γύρω της, με τα βλέμματά τους στραμμένα πάνω της. Σους μιλάει, πιθανώς τους μιλάει για μουσική. Σα παιδιά είναι χαρούμενα και η ίδια νιώθει χαρούμενη. Έχουν τώρα καρέκλες σε ένα κύκλο και αυτή είναι καθισμένη μπροστά σε ένα αρμόνιο. Παίζει μουσική και τα παιδιά τρέχουν γύρω γύρω από τις καρέκλες- σταματάει να παίζει μουσική και όλα τους κάθονται, με μια καρέκλα όμως λιγότερη. Σο παιδί που δεν πρόλαβε παίρνει την θέση της στο αρμόνιο και του ζητάει να παίξει έναν απλό σκοπό. Σον θυμάται- ντο ρε ντο ρε με το δεξί, φα μι φα μι με το αριστερό. Είναι μια άσκηση τεχνικής. Από τα μεγάλα παράθυρα της αίθουσας που βρίσκονται μπαίνει ζεστό λευκοκίτρινο φως. Είναι ευτυχισμένη. Σώρα όμως τα παιδιά φαίνονται κουρασμένα και νωχελικά. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι αδυνατεί να βγάλει μια άσκηση. Σο χαιδεύει στο κεφάλι στοργικά και την ξαναδείχνει. Κάτι την ενοχλεί στο πρόσωπο. ΢αν πόνος. Για μια στιγμή μόνο, σαν ψευδαίσθηση, το κοριτσάκι την κοιτάει και είναι κατακόκκινο από οργή, κάτι κρατάει. Κάποιος λείπει. Κάποιος έρχεται. Σο ζεστό φως τώρα κόβεται σαν να έκλεισαν μαυρες παχιές κουρτίνες μπροστά του. Είναι η μυωπία της; Υοράει τα γυαλιά της; Συφλώθηκε; Κοιτάζει ξανά γύρω της, δεν υπάρχουν παιδιά, δεν ακούγεται μουσική. Είναι μια μαύρη σκληρή έρημος. Είναι μια μαύρη έρημος χωρίς φως, χωρίς οσμές, χωρίς ήχους, χωρίς τέλος. Είναι ο θάνατος; Αν είναι ο θάνατος κάτι από τον κόσμο του θανάτου την κρατάει σφιχτά από το πόδι. Σην τραβάει; Πόσο πιο βαθιά θέλει να την ρουφήξει; Σης πήρε ώρα μέχρι να καταλάβει την ήταν αυτό που τώρα κρατούσε σφιχτά τον αστράγαλό της. ‘’Άλις, αγαπητή μου Άλις, μην φοβάσαι’’. Η φωνή του Ρίτσαρντ Λίθγκοου ακούστηκε κοντινή αλλά από κάποιο άλλο χωροχρόνο. Η λαβή του χεριού του στον αστράγαλό της μετέφερε ένα κύμα ασφάλειας και ζεστασιάς. Όστερα, το ένιωσε να ωθεί τα πόδια της προς το πλάι και να τα ευθυγραμμίζει με το υπόλοιπο σώμα της. ‘’Δεν είσαι μακριά’’, πρόσθεσε και η Άλις μπόρεσε να διακρίνει την βαριά του αναπνοή καθώς είχε στριμωχτεί και αυτός στον αεραγωγό. Έσπρωξε το σώμα της προς τα εμπρός, βάζοντας δύναμη στους αγκώνες της

[80]


και πράγματι, ήταν πια απελευθερωμένη. ΢ε άλλα δυο σπρωξίματα, η μέχρι πρότινος σκονισμένη ζέστη του αεραγωγού έσπαγε με μικρές μαχαιριές δροσερού και οξυγωνομένου αέρα. ΢ίγουρα βρισκόταν κοντά. Αναρωτήθηκε αν όμως η άλλη άκρη ήταν κλειστή, σε αντίθεση με την είσοδο και ότι θα της ήταν αδύνατο να κάνει την ίδια πορεία με την όπισθεν. Ευχύθηκε να μην είναι τελείως τρελλός ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, αλλά προσπάθησε να αποδιώξει τις σκέψεις προς αποφυγίν μιας ακόμα κρίσης πανικού. Ακόμα μια δυνατή σπρωξιά. Και ακόμη μια. ΢την επόμενη, μπορούσε να διακρίνει πλέον ότι ο διάδρομος έπαιρνε μια μικρή κλίση, και μια ντροπαλή αχτίδα φωτός ακουμπούσε τα τοιχώματα σε ένα φευγαλέο αντικατοπτρισμό. Σραβήχτηκε ανυπόμονα προς τα εμπρός, μέχρι που βρέθηκε στην ευθεία με ένα τετράγωνο ορθάνοιχτο παράθυρο προς τον νυχτερινό ουρανό. ΋ταν το κεφάλι της ξεπρόβαλλε, ρούφηξε τον δροσερό αέρα με βουλιμία, και με σβέλτες κινήσεις περιστράφηκε και βγήκε ανάσκελα, αφήνοντας το σώμα της να ηρεμήσει στο μαλακό τσιμέντο της οροφής. Ευθεία πάνω της ήταν ο μεγαλοπρεπής νυχτερινός θόλος, όπου μπορούσε να διακρίνει

φευγαλέες

ατμοσφαιρικής

αναμνήσεις

ρύπανσης.

Μικρά

αστεριών φώτα

πίσω

από

διέγραφαν

ένα

παχύ

διάφορες

καφέ

πέπλο

κατευθύνσεις,

τα

μεταφορικά μέσα του Βορείου Σομέα ή διάφορα Φόβερ περιπολίας. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες της και κοίταξε γύρω της, παίρνοντας μερικές βαθιές αναπνοές. Αν και ο τοίχος που περίκλειε την ταράτσα ήταν αρκετά ψηλός, μπορούσε να διακρίνει πίσω του τις μυτερές άκρες ψηλών κτιρίων, πολύ ψηλότερων από το δικό της, μυτερές άκρες πάνω σε μαύρα ορθογώνια, μια αντιαισθητική κορυφογραμμή από τσιμέντο, συνθετικά υλικά και γυαλί. Όστερα τινάχτηκε όρθια και έτρεξε προς την πόρτα πίσω της. Η πόρτα από την εξωτερική της μεριά ήταν πράσινη και με κίτρινα φοσφωριζέ γράμματα έγραφε ‘’΢-Ε’’. Για κάποιο λόγο αυτό το σήμα της φάνηκε γνώριμο. Δίπλα στην πόρτα είχε μια οθόνη αφής ενώ πράγματι, σε αντίθεση με το εσωτερικό της, είχε ένα χερούλι. Αυτό ήταν σαν λαβή, με μια σκανδάλη που έπρεπε να πιέσεις προς τα μέσα. Η Άλις έσφιξε την λαβή της και η πόρτα άνοιξε με ένα μικρό τράνταγμα. Από πίσω της, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου την κοιτούσε χαμογελαστός, καπνίζοντας από την μικρή του πίπα. Άφησε ένα μικρό σύννεφο καπνού να διαχυθεί στον νυχτερινό ουρανό και ύστερα πέρασε από δίπλα της βιαστικά. ‘’Και τώρα που την ανοίξαμε αγαπητή μου, φαντάζομαι ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο’’, είπε και προχώρησε νευρικά προς το κέντρο της ταράτσας που είχε ένα φαρδύ,

[81]


πλάγιο παραλληλόγραμμο σχήμα. Εκεί, με την ίδια κιτρινωπή φωσφωριζέ μπογιά ήταν σχεδιασμένος ένας κύκλος, στο κέντρο του οποίου ήταν γραμμένο το ‘’΢-Ε’’ με μεγάλα και ευδιάκριτα γράμματα. Περιμετρικά του κύκλου υπήρχαν μικρές ηλεκτρικές συσκευές που έμοιαζαν με μικρούς προβολείς. ‘’Περίμενε’’, φώναξε αυτή, κάπως ζαλισμένη από την ατμόσφαιρα και την δροσιά που ξέπλενε τον κλειστοφοβικό πανικό που είχε μόλις περάσει. ‘’Που πάμε;’’. Ο Ρίτσαρντ γύρισε προς το μέρος της. ‘’Μα να βρούμε την φίλη μας την Ντάιαμον φυσικά!’’, είπε σηκώνοντας τα χέρια. ΄΄Και που το ξέρεις ότι η Ντάιαμοντ ήρθε τελικά εδώ;’’ Ο Ρίτσαρντ έδειξε με το χέρι του δίπλα της. Η Άλις παρατήρησε μια σχάρα, λίγο δίπλα από τον ανοιχτό αεραγωγό που είχε μόλις βγει. ‘’Εσύ την έσπρωξες αυτή;’’ ‘’΋χι’’ ‘’Ψ, η Ντάιαμοντ σίγουρα πέρασε από εδώ. Και είχε την λογική να κλείσει πίσω της την εσωτερική σχάρα, όπως έκανα και εγώ φυσικά αφού υπέφερα να απεγκλωβιστώ μετά την σωτηρία σου, αλλά είχε πολύ ενθουσιασμό για να κλείσει την σχάρα της εξόδου.’’ Όστερα, γύρισε πάλι την πλάτη του και προχώρησε, κοιτάζοντας τον χώρο γύρω του ψάχνοντας κάτι. ‘’Περίμενε!’’. Η φωνή της Άλις ήταν αυστηρή, ίσως για πρώτη φορά. Η φωνή της Άλις ήταν μια υπέροχη φωνή, έμοιαζε λες και οι φωνητικές της χορδές ήταν φτιαγμένες από πηχτό μέλι με περίβλημα κρούστας καραμέλας. Ακόμα και αυστηρή, έμοιαζε με κάλεσμα σειρήνας. Ο Ρίτσαρντ υπάκουσε στην φωνή και έκανε ακόμα μια μεταβολή. ‘’Σι είναι εδώ;’’, τον ρώτησε, με την φωνή της να μαλακώνει αυτόματα και να γίνεται ένα παραιτημένο κάλεσμα για βοήθεια. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και ένα μικρό σύννεφο λευκού καπνού κάλυψε για μια στιγμή το πρόσωπό του. ‘’Εδώ είναι το ΢άικεντ’’, είπε. Η Άλις θυμήθηκε το ΢-Ε στην πόρτα και το δάπεδο. ‘’Σι είναι το ΢άικεντ;’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έσπρωξε το καομπόικο καπέλο του προς τα πίσω. ‘’Σο ΢άικεντ, αγαπητή μου Άλις, είναι ένα Ίδρυμα...’Αποκατάστασης και Βελτιστοποίησης κοινωνικής συμπεριφοράς- εργαστήριο ελέγχου βιοσταθερότητας’. Νομίζω ότι κάπως έτσι είναι ο υπότιτλός του.’’ Η Άλις δεν μίλησε, προσπαθώντας να επεξεργαστεί.

[82]


‘’Κοινώς τρελλάδικο’’, συμπλήρωσε αβίαστα. Σο κεφάλι της Άλις έκανε ένα μικρό τιλτ και ύστερα προχώρησε επιθετικά προς το μέρος του. ΢τάθηκε μπροστά του και τον έπιασε από την μπλούζα. ‘’Σι εννοείς τρελλάδικο;’’, τον ρώτησε συλλαβιστά και η έκφρασή της ήταν τώρα φανερά ενοχλημένη και θυμωμένη, περισσότερο από μπερδεμένη. ‘’Εννοώ τρελλάδικο. Σο μέρος που κλείνου τους τρελλάρες. Σους παλαβούς. Αυτούς που τους έχει στρίψει. Αυτούς που είναι τόσο ζωντανοί, που όλα τα ζόμπι γύρω τους ζηλεύουν. Σους μαζεύουν, τους κλείνουν, τους ποτίζουν και τους ταίζουν.’’. Σο λευκό πρόσωπο της Άλις είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Μπορούσε να το διακρίνει στον χλωμό φωτεινό απόηχο της πόλης. Σα μάτια της φαινόντουσαν ακόμα τεράστια πίσω από τους φακούς, αλλά από ένα ζευγάρι υγρής γαλάζιας συστολής ήταν τώρα πια μια γκριζομπλε επιθετικότητα. ‘’Νομίζω ότι θα ήξερα αν το σπίτι μου ήταν σε ένα τρελλάδικο. Πότε θα σταματήσεις επιτέλους αυτές τις διφορούμενες μαλακίες και θα μου πεις τι διάολο συμβαίνει; Έκανες τίποτα; Μου έριξες κάποιο ναρκωτικό;’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου γέλασε δυνατά. ‘’Εγώ;’’ Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να απελευθερωθεί. ‘’Εγώ;’’, επανέλαβε και ξαναγέλασε. ‘’Αγαπητή μου Άλις, εγώ είμαι απλώς ένας φιλόσοφος. Δεν έχω πρόσβαση σε απλά ναρκωτικά, πόσο μάλλον τα πανάκριβα ναρκωτικά του ΢άικεντ. Αυτά που παίρνεις εσύ, συστηματικά, δεν ξέρω και εγώ πόσα χρόνια τώρα, τα οποία έχουν κάνει το μικρό σου μουσικό μυαλουδάκι μια μαλακή μάζα από λαπά. Δεν είναι το σπίτι σου εδώ, αγαπητή μου Άλις’’ ‘’Βούλωσέ το!’’. Η Άλις έπιασε τους κροτάφους της, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί πολύ δυνατά. Ένας κρύος αέρας τους τύλιξε για μερικά δευτερόλεπτα, ερχόμενος από την Δύση, και ύστερα εξαφανίστηκε στην μουντή ατμόσφαιρα. ‘’Πως είναι δυνατόν αυτό που μου λες; Πως είναι δυνατόν να το ξέρεις εσύ και να μην το ξέρω εγώ;’’ ‘’Α’’, είπε αυτός και φούσκωσε από υπερηφάνια σαν γάλος. ‘’Εγώ κλέβω’’. Η Άλις τον κοίταξε εξερευνητικά. Εκείνη την στιγμή, σε μια μυστήρια ταράτσα που είχε πόρτα μόνο προς τα μέσα, οι πιθανότητες ήταν μοιρασμένες: Ένας από τους δυο τα είχε εντελώς χαμένα. ‘’Σι;’’ ‘’Εγώ κλέβω. Βλέπεις, στο ΢άικεντ δεν θέλουν απλά να μαζέψουν όλους τους παλαβούς σε ένα μαντρί και να τους φυλάνε. ΋χι, αυτό θα ήταν πολύ πολύ απλό. Εδώ

[83]


βασίζονται στην μη γνώση του ασθενούς, ότι είναι ασθενής. Άλλωστε, τους ενδιαφέρει η αποκατάσταση. Σώρα τι ακριβώς σημαίνει αυτό, εδώ υπάρχουν πολλές ερμηνείες. Αλλά για να σε σώσω από την φλυαρία μου, να σου πω μόνο ότι όλο αυτό το οικοδόμημα, κοίταξέ το, πανύψηλο και επιβλητικό, όλο αυτό το τσίρκο, βασίζεται σε μια σειρά από ουσίες- μην περιμένεις όμως να θυμηθείς αν παίρνεις χάπια. ΋χι, αυτό θα χαλούσε την πλάνη, δεν είναι έτσι; ΋χι. ΋λα αυτά τα...πράγματα σου τα δίνουν με όποιο τρόπο μπορείς να φανταστείς. ΢το φαγητό- αλήθεια, δεν είναι πολύ ωραίο που η πολυκατοικία μας έχει κεντρική κουζίνα; ΢το νερό, στον αέρα, ούτε εγώ δεν έχω καταλάβει από που αλλού. Αλλά είναι όλα εκεί, άλλα για την μνήμη, άλλα για την συμπεριφορά σου, άλλα για την διάθεσή σου.’’ ‘’Εσύ δεν τρως;’’ ‘’Μα φυσικά’’, είπε και χάιδεψε την κοιλιά του. ‘’Υυσικά και τρώω. Αλλά έχω και τα δικά μου κόλπα. ΢ου είπα ότι κλέβω. Γνωρίζεις τον αγαπητό φίλο Φάρβει Γουέιν;’’ ‘’΋χι..’’ ‘’Ο Φάρβει Γουέιν είναι ένας εξαίρετος κύριος που κατοικεί, ή μάλλον, κατοικούσε, στον πρώτο όροφο. Από την ημέρα που ήρθα εδώ, από αυτήν εδώ την ταράτσα με δυο αστυνομικούς αγκαζέ, κατάλαβα ότι αυτό το κτίριο έχει διαβαθμίσειςκάθε όροφος αντιπροσωπεύει κάτι, δεν έχω ακόμα καταλάβει τι ακριβώς...΋πως και να έχει, ο Φάρβει Γουέιν μένει στον πρώτο όροφο. Ο πρώτος όροφος δεν έχει στάση στο ασανσέρ, από το δεύτερο πας κατευθείαν στο κεντρικό λόμπι.’’ ‘’Δεν καταλαβαίνω’’ ‘’..Μην βιάζεσαι. ΢ου έλεγα ότι ο Φάρβει Γουέιν είναι ένας εξαίρετος κύριος, με ένα όμως ελάττωμα. Έχει ένα σύνδρομο, νομίζω μου το είχε πει ο ίδιος, σύνδρομο καταδίωξης. Θεωρεί, και ποιος να του πει το αντίθετο, ότι τον παρακολουθούν. Ή μήπως τον καταδιώκουν; Πιο λογικό το τελευταίο, δεν είναι;’’ ‘Ποιοι;’’ ‘’Λάθος ερώτηση. Δεν έχει σημασία ποιοι, αν και θυμάμαι να μου αναφέρει ότι ερχόντουσαν λέει ‘πέρα από την Νεκρή Ζώνη’. Η σωστή ερώτηση είναι άλλη. Θα έπρεπε να επαναλάβεις μετά από εμένα, με έκπληκτη απορία: ΢ου είχε πει ο ίδιος;’’ Έκανε μια παύση. Σο πρόσωπο της Άλις δεν είχε τίποτα πέρα από μια εκκολαπτόμενη αγανάκτηση. ‘’Ακριβώς. Μου είπε ο ίδιος. Που πάει να πει, ότι ο κύριος Φάρβει Γουέιν είχε συναίσθη...’’

[84]


Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση του, ένα έντονο λευκό φως έλουσε το χώρο με ένα υπόκωφο κρότο, σαν κάποιος να κατέβασε ένα τεράστιο διακόπτη. Αντανακλαστικά, έβαλαν τα χέρια τους στα μάτια και έσκυψαν ελαφρά. ‘’Ψ, σου το είπα ότι πρέπει να βιαστούμε. Μια πόρτα χωρίς κλειδαριά, είναι σίγουρα μια πόρτα που κάποιος παρακολουθεί!’’ Η Άλις έτρεξε κοντά του ενστικτωδώς. Σο φως ήταν απειλητικό και επιθετικό, από άνγωστη πηγή. Αυτός την τράβηξε από τον καρπό προς απροσδιόριση κατεύθυνση. ΋ταν ξανάνοιξε δειλά τα μάτια της, ήταν στην μια άκρη της ταράτσας, και μια πολύβουη φωτεινή πόλη ανοιγόταν μπροστά τους, σε όλη της την τεχνολογική μεγαλοπρέπεια. Ένας νέος ξαφνικός άνεμος έκανε την εμφάνισή του, παρασύροντας το καπέλο του Ρίτσαρντ Λίθγκοου και αφήνοντάς το να επιπλέει, μετέωρο και αβέβαιο στο κενό. Αυτός δεν έκρυψε την απογοήτευσή του από αυτήν την εξέλιξη. Όστερα, της έδειξε ακριβώς δίπλα τους, μια μεταλλική σκάλα που οδηγούσε προς τα κάτω. ‘’Νομίζω ότι η φίλη μας η Ντάιαμοντ, είτε θα κατέβηκε από εδώ, είτε από την πολύ πιο γρήγορη οδό’’, είπε γελώντας, αλλά η Άλις δεν το θεώρησε καθόλου χαριτωμένο. Βιαστικά, τον παραμέρισε και άρχισε να κατεβαίνει την μεταλλική σκάλα που σχημάτιζε αλλεπάλληλα ζικ-ζακ παράλληλα με το κτίριο. ΋ταν τα μάτια της επανήλθαν ξανά από την προσωρινή τύφλωση που δημιούργησε ο προβολέας, σταμάτησε απότομα. Η σκάλα συνέχιζε για μερικούς ορόφους, μέχρι που γινόταν

ένας μεταλλικός

διάδρομος που οδηγούσε γύρω από την γωνία του κτιρίου. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου κατέφτασε πίσω της κάπως ατσούμπαλα και σχεδόν την αγκάλιασε. Πήγε να αναρωτηθεί για το λόγο της απότομης στάσης, αλλά ακολούθησε το βλέμμα της και αναστέναξε. Έβαλε το χέρι του στον ώμο της, και τον έσφιξε. ‘’Α ναι, αγαπητή μου. Δεν προλάβαμε να δούμε τα αξιοθέατα’’ Η πολυκατοικία που στεγαζόταν η Άλις ήταν ένα σχετικά μεγάλο οικοδόμημα, δεκα ορόφων. Η όψη του είχε τόσο πολύ γυαλί που έμοιαζε με μια τεράστια κυψέλη απορρόφησης της ηλιακής ακτινοβολίας, με το μπουντουάρ κάποιας γιγάντα ηθοποιού γαργνατούας. Έτσι τουλάχιστον την είχε δει –ή φανταστεί- η Άλις. Ήταν μοντέρνα κατασκευή, από αυτές που ανοίγονταν κυρίως σε ύψος και σε μήκος, και όχι τόσο σε πλάτος. Ολόγυρά της, είχε μια μεγάλη έκταση με περιποιημένο γκαζόν, περιφραγμένο ώστε να είναι προνόμιο μόνο των ενοίκων. Αλλά το κτίριο που έμενε η Άλις τα τελευταία χρόνια, το κτίριο που νόμιζε ότι ήξερε, ήταν πολλά παραπάνω.

[85]


΢την μια πλευρά του κτιρίου, περίπου στην μέση του, η Άλις είδε ένα μακρόστενο διάδρομο που έκανε μια μικρή καμπύλη, σαν γέφυρα. Σον ακολούθησε με τα μάτια της, σαν να περπατάει επάνω του, μέχρι που έφτασε στην άλλη άκρη του. Εκεί, ένα σχεδόν διπλάσιο σε ύψος κτίριο ορθονώνταν επιβλητικό, με μια τριγωνική κορυφή, όπως σχεδόν όλα τα μεγάλα κτίρια της πόλης. Ο επιβλητικός πύργος βρισκόταν όλη την ώρα ακριβώς πίσω από την πόρτα –και τον αεραγωγό- της εξόδου τους. Ήταν πάντα εκεί, φαινόταν να είναι μάλιστα και περισσότερο καιρό εκεί. Γύρω του, στο ίδιο ύψος, τουλάχιστον άλλες δυο γέφυρες απλωνόντουσαν προς άλλα δυο, παρόμοια κτίρια με το δικό της, σε μια ακτινωτή συμμετρία, σαν τα πέταλα ενός λουλουδιού. Σο μέγεθος της εικόνας που είχε ανοίξει μπροστά της είχε παραλύσει τα άκρα της, και στεκόταν ακίνητη κοιτάζοντας με δέος. Ο πύργος ήταν λευκός, με διάσπαρτα παράθυρα αλλά και μικρά μπαλκόνια. Από τα περισσότερα παράθυρα έβγαινε γαλάζιο φως. Ανέβηκε με τα μάτια της προς τα πάνω: ΢την κορυφή του υπήρχαν μια σειρά από κεραίες και από αντέννες, σχεδόν όλες συνοδευόμενες από κόκκινα μικρά φώτα που αναβόσβηναν, ίσως και να λειτουργούσαν σαν εναέριος φάρος.Ακριβώς μπροστά, κάπως λοξά για το σημείο που καθόταν, ήταν μια τεράστια επιγραφή, μια σειρά από γράμματα που εξέπεμπαν ένα κόκκινο επιβλητικό φως, ικανό να φαίνεται μέχρι το βόρειο τμήμα της πόλης. ΢ΑΩΚΕΝΣ Και από κάτω, με μικρότερα γράμματα και κάπως πλαγιαστά Βιοσταθερότητα, αρμονία, αποκατάσταση Η Άλις ένιωσε το στομάχι της να συσπάται και να στρίβει. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκου κατέβηκε ένα ακόμα σκαλί και στριμώχτηκε δίπλα της. ‘’Αγαπητή μου Άλις, θα σου πω κάτι πολύ προφανές τώρα, αλλά πρέπει να καταλάβεις οτι δεν θα μπορούσα να μην το πω’’ Από τα χείλη της βγήκε ένας τρεμάμενος ήχος, κάπως ασαφής. Αυτός χαμογέλασε και την τύλιξε με το χέρι του. ‘’Καλώς ήλθες στην χώρα των θαυμάτων’’, πρόσθεσε. Αμέσως μετά, το χαμόγελό του έσβησε.

[86]


Πριν προλάβει να ευχαριστηθεί το αστείο του, ένα δυνατό τράνταγμα τους ανάγκασε να πιαστούν από τα πλευρικά σίδερα για να ισορροπήσουν. ‘’Ουπς’’ Η Άλις γύρισε και τον κοίταξε με γουρλωμένα τα μάτια. ‘’Σι εννοείς Ούπς;’’ Ένας μεταλλικός θόρυβος συνόδευσε ένα ακόμα τράνταγμα, σαν να γινόταν κάποιος μικρός σεισμός. ‘’Εννοώ ότι τώρα είναι η ώρα να τρέξεις ακόμα πιο γρήγορα’’, είπε αυτός με μια αμήχανη έκφραση. ‘’Νομίζω ότι κάποιος προσπαθεί να μαζέψει την σκάλα’’ Φωρίς να ζητήσει παραπάνω λεπτομέρειες, η Άλις ξεκίνησε να κατεβαίνει με μανία τα σκαλιά, προσπαθώντας να αγνοεί το τερατώδες οικοδόμημα που ορθονώταν μπροστά της. Μπορούσε να νιώσει στα πόδια της την σκάλα να ταλαντεύεται και να συσπάται, σαν κάποιο οργανισμό που είχε ξυπνήσει μετά από πολυτετή νάρκη. Ανα στιγμές, ήταν έτοιμη να χάσει τελείως την ισορροπία της και να αιωρηθεί στο κενό- ήταν όμως πάντα το χέρι του Ρίτσαρντ Λίθγκοου που την κρατούσε, πιέζοντάς την συνεχώς προς τα κάτω. Η σκάλα οδηγούσε προς τον γεφυρωτό, μικρό διάδρομο που οδηγούσε προς το κεντρικό κτίριο, αλλά ακριβώς την στιγμή που πλησίασαν, η σκάλα έκανε μια μικρή κίνηση και απομακρύνθηκε από το σημείο επαφής της. Η Άλις σταμάτησε απότομα και ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ξαναπροσγειώθηκε κάπως άγαρμπα πίσω της. ‘’Ψ, όχι, όχι, μην χάνεις χρόνο τώρα!’’, της φώναξε αυτός δείχνοντας προς την γέφυρα, και ενώ η σκάλα με αργό, αλλά σταθερό τρόπο απομακρυνόταν από αυτή, με κατεύθυνση προς τα επάνω. Η Άλις γύρισε και τον κοίταξε, με ζωγραφισμένο το φόβο στα εκφραστικά της μάτια. ‘’Άλις!’’, της φώναξε αυτός και την έπιασε σφιχτά από τα μπράτσα, ταρακουνώντας την βίαια. ‘’Εμπιστέψου με!’’,φώναξε, και την ώθησε δυνατά προς τα εμπρός. Η Άλις περισσότερο από ένστικτο παρά από πραγματική θέληση, πάτησε με δύναμη στο τελευταίο σκαλί και πήδηξε προς την γέφυρα. Από κάποια περίεργη εσωτερική δύναμη και ψυχραιμία, προσγειώθηκε με χάρη στο πλακόστρωτο της γέφυρας. Αμέσως μετά, την ακολούθησε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, μόνο που, έχοντας χάσει ακόμα μερικά πόδια σε ύψος, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή πόνου καθώς τα πόδια του συναντούσαν το λευκό δάπεδο.

[87]


Η Άλις έκατσε στην μια άκρη του, λαχανιασμένη. Αναπνέοντας βαριά, πίεσε τα γυαλιά της προς τα πίσω και παρακολούθησε την σκάλα που συνέχιζε το αργό ταξίδι της επιστροφής της. Όστερα κοίταξε τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου που ακουμπούσε ερευνητικά τον αστράγαλό του με ένα μορφασμό πόνου. ‘’Σι είναι αυτό; Πες μου τι είναι αυτό; Σι είναι αυτό; Σι είναι αυτό;’’, του φώναξε σχεδόν υστερικά, δείχνοντας προς το κτίριο που ορθονώταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Αμέσως μετά έβγαλε μια επίσης υστερική πνιχτή κραυγή και κράτησε το κεφάλι της, χτυπώντας τα πόδια της στο έδαφος. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έκανε δυο δοκιμαστικά βήματα και ύστερα την πλησίασε, καθώς αυτή συνέχιζε να τρίβει κάπως σπαστικά τους κροτάφους της. ‘’Κοίτα αγάπη μου, το ξέρω ότι τώρα θες πραγματικά απλώς να υστεριάσεις, και ίσως αυτό χρειάζεται να γίνει, αλλά πρέπει να το κρατήσεις λίγο ακόμα. Ακόμα δεν φύγαμε από εδώ’’, της είπε συγκαταβατικά, αλλά με μια υποψία ότι προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο του από τις αντιδράσεις της. ‘’Πρέπει να βρούμε την Ντάιαμοντ’’, πρόσθεσε, και το άκουσμα του στόχου έκανε την Άλις να ξεφυσήξει για μια τελευταία φορά και να σταματήσει τις νευρικές κινήσεις της. ‘’Να βρούμε την Ντάιαμοντ’’, μουρμούρισε. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου άπλωσε το χέρι του και την σήκωσε όρθια με δύναμη, έτσι που αυτή ήρθε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο. Σην κράτησε εκεί για λίγες στιγμές, κοιτάζοντάς την με ένα εντελώς πονηρό βλέμμα και μειδίαμα και ύστερα την τράβηξε ξανά προς το κεντρικό κτίριο. Κάπου στην μέση περίπου του διαδρόμου σταμάτησε και πλησίασε την άκρη του μικρού πλαινού τοίχου. Εκεί χτύπησε με δύναμη ένα μικρό κόκκινο διακόπτη. Από πάνω του, ένα μικρό σήμα καλούσε στο να πατηθεί μόνο σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης. Αμέσως σχεδόν ολόκληρη η αερογέφυρα ταλαντεύτηκε δυνατά, προκαλώντας ένα αυθόρμητο ουρλιαχτό στην Άλις. Πάνω από τον διακόπτη μια μεταλλική ράβδος βγήκε συρταρωτά από το μικρού ύψους τείχος . Ο Ρίτσαρντ την έδειξε στην Άλις και αυτή έτρεξε κοντά του. Οι δυο τους πιάστηκαν από εκεί και αναμεταξύ τους. Όστερα, ένιωσαν ένα γαργάλημα στα στομάχια τους, καθώς η αερογέφυρα άρχισε να κινείται προς τα κάτω, με σχετικά μεγάλη ταχύτητα. Αυτή τη φορά, η Άλις δεν συγκράτησε το ουρλιαχτό της, και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου την τράβηξε από την ράβδο και την έσπρωξε πάνω από τον αεροδιάδρομο που πλέον, ήταν ένας απλός διάδρομος πάνω στο έδαφος.

[88]


Η Άλις έπεσε με τα γόνατα στο κοντοκουρεμένο και δροσερό γκαζόν και προσπάθησε ξανά να ελέγξει την αναπνοή της. Γύρισε δειλά και κοίταξε προς τα πάνω. Η φωτενινή κόκκινη επιγραφή ήταν τώρα σαν ένα νέον σύννεφο στον ουρανό, το μέγεθος της προκαλούσε ίλιγγο και ας βρισκόταν σε εκείνο το υψόμετρο πριν μερικές μόνο στιγμές. ΋σοι θύλακες κρατούσαν ανδρεναλίνη για ώρα ανάγκης μέσα στο σώμα της είχαν σπάσει ταυτοχρόνως, και μπορούσε να νιώσει την καρδιά της να σφυροκοπάει σε έξαλλους ρυθμούς. Και πάλι ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου βρέθηκε κοντά της, και το άγγιγμά του ήταν μια ζεστή παρηγορία μπροστά σε ένα καινούριο, άγνωστο κόσμο. ‘’Μας έμεινε πολύ λίγο ακόμα αγάπη μου’’, της είπε αυτός χαμηλόφωνα. ‘’Μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου, και ακολούθησέ με’’. Η Άλις σηκώθηκε σφίγγοντας τα δόντια της. Όστερα, τον ακολούθησε, καθώς αυτός διέσχιζε το γκαζόν προς έναν επίσης ψηλό, δυο φορές το μπόι της και κάτι ακόμα, φράχτη, γεμάτο κισσούς και διάφορα άλλα αναρριχόμενα φυτά, κάποια από αυτά αρκετά τρομακτικά στην γκριζοπράσινη φυλλωσιά τους. Σο φως ερχόταν από ψηλές κολώνες με καμπύλα σχέδια, αλλά και από χαμηλά φώτα διάσπαρτα σε διάφορα σημεία ανάμεσα στο γκαζόν και διάφορα παγκάκια και πέργκολες. Ήταν, για την ακρίβεια, ένας πολύ όμορφος αν και τρομαχτικά μεγάλος κήπος, και η Άλις μπόρεσε να διακρίνει καθώς έτρεχε και μερικά συντριβάνια και δενδρύλια, τα οποία ήταν περικυκλωμένα από κυλινδρικούς πάγκους μα καθίσματα. Μπήκε στον πειρασμό να κοντοσταθεί και να κοιτάξει αυτόν τον πολύ ενδιαφέρον κήπο, αλλά κάθε τέτοια σκέψη εξανεμίστηκε όταν σε μια μόνο στιγμή ένα νέο κύμα δυνατού φωτός τους έλουσε, καθώς τώρα όλος ο κήπος έγινε τόσο λευκός που έμοιαζε με διάφανος. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ωστόσο δεν έδειξε να αιφνιδιάζεται- αντίθετα, φτάνοντας στον φράχτη της έκλεισε το μάτι, αν και ήταν ήδη μισόκλειστο από το έντονο φως. ‘’Υτάσαμε’’, της είπε εύθυμα. Πριν αυτή προλάβει να αναρωτηθεί, αυτός σαν να βυθίστηκε μέσα στις φυλλωσιές των αναριχώμενων φυτών και εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά, ένα χέρι την τράβηξε στην ίδια κατεύθυνση. Λίγα λεπτά μετά, καθώς το χέρι ήταν το δικό του

[89]


Η Άλις δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάζει τον δρόμο γύρω της. ‘’Έχω ξανάρθει εδώ’’, του επανέλαβε αρκετές φορές, καθώς αυτός την οδηγούσε από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο και από στενό σε στενό. Προσπαθούσε να κινούνται σε δρόμους πεζών όπου δεν περνούσαν αυτοκίνητα. ‘’Υυσικά και έχεις ξανάρθει εδώ.. Είναι όλα μέρος της πλάνης’’, της είπε. ‘’Είναι η ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Αλλά έχεις έρθει εδώ μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας και, θα σε πληροφορήσω, κάθε φορά είχες μαζί σου συνοδό. Άλλο το αν μπορούσες πάντα να τον αντιληφθείς’’ ‘’Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα’’, είπε αυτή κάπως αγχωμένα, καθώς τώρα προχωρούσαν βιαστικά σε ένα δρόμο που είχε και άλλους ανθρώπους, που κινούνταν σε διάφορες κατευθύνσεις. Η Άλις τους παρατήρησε με κάποια αμηχανία. Σης έμοιαζαν ανέκφραστοι και πολύ σοβαροί. ‘’Λέγεται διαχείριση μνήμης- διαχείριση συναίσθησης. Σο κοτκτέιλ που σου δίνουν φροντίζει για αυτό’’. Η Άλις δεν πρόσεχε ιδιαίτερα καθώς κοιτούσε με περιέργεια το βιαστικό βηματισμό των άλλων ανθρώπων. Θα ορκιζόταν ότι κανείς τους δεν τους γύρισε το παραμικρό βλέμμα. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου συνέχισε. ‘’Άλλα μην ανυσηχείς. Άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, όλοι πορεύονται με

κάποιο κοκτέιλ. Η ΢άικεντ

άλλωστε λειτουργεί και ως κατασκευστής αυτών των κοκτέιλ για μαζική χρήση. Να!’’, είπε και της έδειξε προς την ευθεία του πεζόδρομου, όπου ένα φωταγωγημένο μεγάλο κατάστημα είχε μια ανάλογη επιγραφή με αυτή του κτιρίου, αλλά αρκετά μικρότερη και πιο διακριτική. Από την διάφανη βιτρίνα η Άλις παρατήρησε αρκετό κόσμο να περιδιαβαίνει ομοιόμορφους διαδρόμους, με προιόντα που δεν μπορούσε να διακρίνει από την απόσταση που βρισκόταν. Αρκετό κομμάτι του κόσμου που κινούταν μαζί τους φαινόταν να πηγαίνει σε αυτήν την κατεύθυνση, ή να έρχεται από αυτήν. ‘’Τπάρχουν τέτοια σε κάθε μεριά της πόλης’’, συμπλήρωσε αυτός. ‘’Και έχουν κοκτέιλ για όλα τα γούστα. Μπορείς να αποκτήσεις όποια διάθεση επιθυμείς ή να δώσεις ώθηση σε οποιαδήποτε πλευρά του εαυτού σου θες. Να γίνεις πιο γρήγορη. Θα μας χρειαζόταν κάτι τέτοιο σήμερα...Να γίνεις πιο έξυπνη. Πιο δυνατή. Ή απλά να μαστουρώσεις. Σα πάντα είναι στα κοκτέιλ της ΢άικεντ, αλλά το μεγαλύτερο κόλπο από όλα είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους που βλέπεις, παίρνουν ό,τι κοκτέιλ θέλει η ΢άικεντ και η Διοίκηση οποιαδήποτε στιγμή το επιλέξουν αυτοί. Εν αγνοία των υπολοίπων.’’

[90]


‘’Άρα μπορούμε να πάρουμε κάτι για να διορθώσει την μνήμη μου;’’, ρώτησε η Άλις ντροπαλά, κοιτάζοντας προς το φωτεινό κατάστημα. Ένας άντρας πέρασε από δίπλα της, χτυπώντας την στον ώμο. Η Άλις γύρισε να τον κοιτάξει αλλά αυτός συνέχισε ανεπηρέαστος τον δρόμο του. ‘’Πολύ φοβάμαι ότι το να πάμε σε ένα από τα καταστήματα της ΢άικεντ θα ήταν λάθος από την μεριά μας, δεν νομίζεις; Μην ανυσηχείς όμως. ΋που υπάρχει ένα καλά οργανωμένο εμπόριο, υπάρχει και ένα καλά οργανωμένο παραεμπόριο. Συχαίνει να γνωρίζω αρκτούς ανθρώπους. ΢ε έναν από αυτούς πηγαίνουμε τώρα!’’ Η Άλις αναστέναξε. ‘’Πως τα ξέρεις όλα αυτά;’’, τον ρώτησε. ‘’Ποια;’’ ‘’΋λα αυτά. Σο πως να βγούμε, το που είμαστε, το που πάμε’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου χαμογέλασε. ‘’΢ου είπα ότι κλέβω. Δεν πρόλαβα να σου πω για τον Φάρβει Γουέιν, τον αγαπητό μου φίλο που ένιωθε ότι τον καταδιώκουν’’ ‘’Ποιοι ένιωθε ότι τον καταδιώκουν;’’, τον διέκοψε αυτή, κοιτάζοντας παράλληλα γύρω της και περιμένοντας ακόμα και αυτός ο πεζόδρομος να λουστεί από στιγμή σε στιγμή με λευκό φως που έκανε τα πάντα διάφανα. ‘’Μα σου είπα, δεν έχει σημασία. Υαντάσματα από την Νεκρή Ζώνη, αστυνομικοί, σάιμποργκ, ρομπότ, ζόμπι, Προστάτες...ότι μπορείς να φανταστείς’’ ‘’΋λα αυτά μου φαίνονται για κάποιο λόγο γνώριμα’’, μονολόγησε αυτή και έξυσε το κεφάλι της. Ο Ρίτσαρντ την τράβηξε προς τα δεξιά, και τώρα ξαναβρέθηκαν σε ένα στενό δρόμο που είχε μόνο έναν άνθρωπο, που προπορευόταν αρκετά μέτρα μπροστά τους. Εκεί σταμάτησαν και ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, δίπλα σε ένα μεγάλο κάδο κομποστοποίησης αποριμμάτων. ‘’Μα η μνήμη σου εκεί είναι, δεν έχει πάει πουθενά’’, της είπε, βγάζοντας από την τσέπη του την πίπα του. ‘’Απλά έχουν βάλει τείχη με συρματοπλέγματα και οπλισμένα σάιμποργκ γύρω της, για να μην μπορείς να την χρησιμοποιείς. Αυτό ακριβώς θέλανε να κάνουν και σε μένα, αγαπητή μου Άλις. Βλέπεις εγώ ήρθα από την ταράτσα, όπως σου είπα, συνοδεία αστυνομικών και με την υπογραφή του δικαστηρίου της Διοίκησης. Η τιμωρία μου, για ότι μπορεί να είχα κάνει, δεν ήταν να φυλακιστώ, όπως θα πρόβλεπε κανείς, αλλά να μεταφερθώ στο μόνο μέρος που θα φυλάκιζαν ότι προσπαθώ να κρατήσω ελεύθερο’’, της είπε και έδειξε με την πίπα προς το κεφάλι του, χτυπώντας

[91]


το ελαφρά. Όστερα, την χτύπησε στα δόντια του και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, αφήνοντας τον καπνό να βγει από τα ρουθούνια του. Αν δεν έκλεβα, αν δεν ήταν δηλαδή ο Φάρβει Γουέιν , θα το είχαν κάνει κιόλας. Βλέπεις, ο τρόπος τους είναι αόρατος, άγευστος και άοσμος. Η βια είναι τόσο υπόγεια και διακριτική που θα ορκιζόταν κανείς ότι δεν υπάρχει καθόλου.’’ Η Άλις συνέχισε να κοιτάει φοβισμένη προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένα βοερό χόβερ με έντονα πρασινωπά φώτα που πέρασε πάνω από τα κτίρια γύρω τους την έκαναν να μαζευτεί και αυτή προς τον τοίχο. ‘’Σι εννοείς τιμωρία σου; Σι έκανες;’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. ‘’Σι έκανα; Φα! Αυτό είναι το θέμα. Δεν έκανα τίποτα. Σίποτα το παράνομο, τίποτα το ανήθικο. Είπα κατάμουτρα στον κόσμο ότι είναι ψεύτικος και παράλογος. Είπα στον κόσμο ότι θα τελειώσει σύντομα, μέσα στον παραλογισμό του. Ομολογώ ότι δεν ήμουν ιδιαίτερα ευγενικός, αλλά πες μου εσύ, πως θα μπορούσες να είσαι ευγενική με ένα τέτοιο θέμα;’’ Η Άλις χαμογέλασε αμήχανα, χωρίς να έχει να συνεισφέρει κάτι στις ερωτήσεις του. ‘’Μίλησες για τείχη στο μυαλό μου’’, του είπε δειλά. ‘’Πως γίνεται να κλέψω και εγώ;’’ Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έβαλε την πίπα ξανά στην τσέπη του και τραβήχτηκε από τον τοίχο. Άπλωσε το χέρι του ιπποτικά προς το μέρος της και έκανε πως έβγαζε κάποιο καπέλο. ‘’Ένα τείχος την φορά αγαπητή μου’’, της είπε. ‘’Μόλις αποδράσαμε από ένα από τα πιο ασφαλή κτίρια της Πόλης. Θα έρθουν για εμάς, και θα έρθουν για εμάς με ένταση και λύσσα. Η μνήμη σου θα μας χρειαστεί οπωσδήποτε, όπως θα μας χρειαστεί ένα μέρος να κρυφτούμε. Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε το στόχο μας: Να βρούμε την Ντάιαμοντ, όπου μπορεί αυτή η ψυχή να βρίσκεται τώρα. ΋λα αυτά λοιπόν, μπορούμε να τα συνδυάσουμε, εκεί που θέλω να πάμε τώρα’’ Η Άλις έπιασε το χέρι του. ‘’Που;’’ ‘’Μα σου είπα. Πρέπει να γνωρίσεις μια εξαιρετική ομάδα ανθρώπων, που θα μας βοηθήσει σε όλα μας τα προβλήματα. Σους Παράλογους.’’

[92]


Όστερα, προπορεύτηκε καμαρωτός και ταυτόχρονα σε επιφυλακή, ένας φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις, για τον οποίο η Άλις πράγματι δεν έβρισκε εύκολα λέξεις να περιγράψει. Για τον Φάρβει Γουέιν δεν είχε μάθει ακόμα τίποτα. Σα γεγονότα είναι: Πηγαίνοντας λίγο πίσω, αφού είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η περιπετειώδης δραπέτευση του ζευγαριού από το ΢άικεντ, ένα αυτοκίνητο κατέφτασε με μεγάλη ταχύτητα μπροστά στην είσοδο του Κτιρίου Β. Η Νικόλ έκλεισε την πόρτα με δύναμη και δεν περίμενε καθόλου τον Λιρόι, τρέχοντας προς την είσοδο. Εκεί, μια ομάδα πέντε ανθρώπων συζητούσε νευρικά. Η Νικόλ στάθηκε και τους κοίταξε αυστηρά. ‘’Σι σκατά κάνετε εδώ;’’ ‘’Κυρία Άντερσον’’, έκανε ένας να μιλήσει. Ο Λιρόι κατέφτασε βιαστικά πίσω της. ‘’΋χι κυρία Άντερσον σήμερα’’, είπε αυτή επιθετικά. ‘’Σοντ, πήγαινε στο γαμημένο πόστο σου και μην ξαναφύγεις από εκεί. Οι υπόλοιποι πηγαίνετε, με ρυθμούς ήρεμους και χαλαρούς στο δώματιο της υποδοχής, χωρίς να δώσετε το παραμικρό δικαίωμα υποψίας στον οποιονδήποτε.’’ Ο Σόντ φάνηκε να καταπιέζεται από τον τόνο και τις εντολές, και συγκρατώντας ένα μορφασμό έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. ‘’Ο Μάρκους και ο γιατρός Φονχάιμ βρίσκονται στον προαύλιο του κεντρικού κτιρίου. Υαίνεται ότι έχουμε άλλες δυο περιπτώσεις απόδρασης.’’, της είπε στεγνά. Η Νικόλ τον κοίταξε αναπνέοντας από την μύτη. ‘’Θέλω να θυμάστε όλοι αυτήν την ημέρα’’, είπε κοιτάζοντας έναν έναν ξεχωριστά. ‘’Δυο να πάνε όπου στο διάολο βρίσκεται ο Μάρκους και ο Φονχάιμ. Οι υπόλοιποι ελάτε μαζί μου. Σόντ, στείλε μου τώρα τους φακέλους με όλα τα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτά που συμβαίνουν’’. Όστερα κοίταξε προς τον Λιρόι, που κρατούσε το μέτωπο του σκεφτικός. Σο βλέμμα της παρέμεινε πάνω του, καθώς οι άντρες προχωρούσαν προς τα μέσα κατσουφιασμένοι, ενώ δυο από αυτούς απομακρύνθηκαν παράλληλα με το κτίριο. Ο Λιρόι τελικά την κοίταξε πίσω και έκανε ένα μορφασμό. ‘’Φέσε μας’’, της είπε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια νευρικά. Η Νικόλ σταμάτησε να τον ακολουθεί με το επικριτικό της βλέμμα παρά μόνο όταν βρέθηκαν στο δωμάτιο της υποδοχής και όταν ο Σοντ της παρέδωσε ένα τάμπλετ με τους φακέλους.

[93]


‘’Αλις Ντόντγκσον’’, μουρμούρισε, κάπως αδιάφορα. Όστερα, διπλοκοίταξε το άλλο όνομα. ‘’Ρίτσαρντ Λίθγκοου’’, είπε, σαν να ήταν κάτι που θα έπρεπε να περιμένει. ‘’Ρίτσαρντ Λίθγκοου.’, επανέλαβε κοιτώντας τον Λιρόι. Αυτός κούνησε το κεφάλι του και γύρισε προς έναν εύσωμο βλοσυρό άντρα, που ίδρωνε και ξείδρωνε ασταμάτητα απέναντί τους. ‘’Πως;’’, τον ρώτησε. ‘’Από την ταράτσα. Από τον αεραγωγό’’. Η Νικόλ χτύπησε τα δάχτυλά της νευρικά πάνω στο τραπέζι. ‘’Και από εκεί; Μπάντζι Σζάμπινγκ ή βρήκαν αλεξίπτωτα;’’ Ο εύσωμος ιδρωμένος άντρας ρουθούνισε αλλά δεν απάντησε, κοιτώντας κάπως αμήχανα προς το τραπέζι. Η Νικόλ γύρισε το βλέμμα της στον άντρα δίπλα του, που ήταν νεαρός με μικρά μάτια και ακόμα πιο μικρά αυτιά. ‘’Οι εξωτερικές σκάλες κινδύνου’’, μουρμούρισε αυτός. ‘’Σις τραβήξαμε, αλλά προλάβανε να βγουν στον διάδρομο Γ και από εκεί τον κατέβασαν. Ο Μάρκους λέει ότι πιθανώς βρήκαν κάποιο άνοιγμα στον εξωτερικό τοίχο’’ ‘’Και η Ντάιαμοντ το ίδιο;’’, ρώτησε ο Λιρόι. ‘’Έτσι πιστεύουμε. Είδαμε στο βίντεο ότι κατέβηκε με το ασανσέρ μέχρι εδώ, αλλά ύστερα ανέβηκε ξανά, χωρίς καν να βγει. ΋ταν πήγαμε να δούμε τα πλάνα από την ταράτσα, τότε είδαμε και τους Λίθγκοου και Ντόντγκσον.’’ Η Νικόλ ξεφύσηξε βλαστημώντας ψιθυριστά. ‘’Ειδοποιήσαμε περιπολίες στην περιοχή και δώσαμε την περιγραφή τους’’, είπε μετά από λίγο ο εύσωμος άντρας. Ο Λιρόι κοίταξε την Νικόλ σκεφτικός. ‘’Ο Λίθγκοου είναι μάλλον προφανές που μπορεί να πηγαίνει’’, είπε, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σιγουριά. ‘’Αλλά η Ντάιαμοντ...’’ Η Νικόλ έκανε διάφορους μορφασμούς με τα χείλη της. ‘’Η Ντάιαμοντ μπορεί είναι οπουδήποτε...’’, είπε, σαν να συνέχιζε την σκέψη του. Η Νικόλ έκανε άλλον ένα κάπως απαξιωτικό μορφασμό και γύρισε προς τους υπόλοιπους. ‘’Η Ντάιαμοντ είναι η πρώτη μας προτεραιότητα κύριοι. Καλέστε όλους τους υπόλοιπους στο κεντρικό κτίριο. Λίθγκοου και Ντόντγκσον κινούνται σίγουρα προς τον ανατολικό τομέα. Ακόμα και αν ο παλαβός έχει συναίσθηση, αργά ή γρήγορα θα τον ανακαλύψουμε. Αυτή η Ντόντγκσον όμως τι...’’. ΢ταμάτησε να μιλάει και κοίταξε την συσκευή μπροστά της, πατώντας κάποιες επιλογές. Διάβασε το ιστορικό της Άλις και

[94]


πήρε μια έκφραση απογοήτευσης. Όστερα έσπρωξε την συσκευή προς τον Λιρόι. Αυτός διάβασε με την σειρά του και χωρίς να πει τίποτα την απενεργοποίησε, επιστρέφοντάς της μια μαύρη οθόνη. ‘’Η Ντάιαμοντ’’, είπε κάπως εμφατικά, ‘’Δεν έχει την παραμικρή συναίσθηση. Αυτή τη στιγμή θα βιώνει αποπροσανατολισμό και πιθανώς απώλεια αντίληψης. Αυτό την καθιστά ευάλωτη, πέρα από τα υπόλοιπα και σε πραγματικό κίνδυνο. Θέλω να καλύψετε κάθε δρόμο, σε συνεργασία με την αστυνομία, από εδώ μέχρι το Μπεγκσκουερ. Εγώ με την γιατρό Άντερσον θα κινηθούμε δυτικά. Δεν χρειάζεται καμία συνάντηση στα κεντρικά’’, πρόσθεσε, κοιτώντας προς το μέρος της με νόημα. ‘’Θα τους βρούμε όλους εντός ώρας κύριοι. Για αυτό βάλτε τα δυνατά σας, να κλείσουμε αυτό το θέμα γρήγορα, απλά και αθόρυβα’’. Ο εύσωμος άντρας έγνεψε καταφατικά, έριξε μια κλεφτή φοβισμένη ματιά προς την Νικόλ, που κρατούσε το πηγούνι της κοιτάζοντας τον Λιρόι και απομακρύνθηκε βιαστικά με τους άλλους. ΋ταν έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο Λιρόι έκανε νόημα στην Νικόλ να σηκωθεί. Αυτή παρέμεινε ακίνητη, να τον κοιτάει κάπως εξερευνητικά, με το χέρι στο πηγούνι. ‘’Νομίζεις ότι θα περάσει απαρατήρητο κάτι τέτοιο;’’, του είπε τελικά, όταν αυτός σηκώθηκε όρθιος. ‘’Νομίζω ότι έχουμε πολλά κενά ασφαλείας τα οποία πολύ υπεροπτικά παραβλέπουμε συστηματικά’’, απάντησε αυτός με ένα σοβαρό ύφος. Η Νικόλ ανασήκωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε με ελαφρά ειρωνία. ‘’Πράγματι’’, είπε καθώς σηκωνόταν. ‘’Πράγματι, αυτήν την υπεροψία πρέπει να την εξετάσουμε πολύ σοβαρά’’, συμπλήρωσε και τον προσπέρασε επιδεικτικά. Ο Λίροι κούνησε το κεφάλι του και έκανε κάτι να πει, αλλά τελικά την ακολούθησε. Ο Σοντ τους κοίταξε βλοσυρός καθώς ξαναέφταναν στην έξοδο. Η Νικόλ του έριξε ακόμα ένα άγριο βλέμμα. ‘’΢ε ενημερώσανε;’’ ‘’Ναι’’ ‘’Ψραία. Σι έχεις να κάνεις;’’ ‘’Να μείνω στο πόστο μου’’. ‘’Πολύ ωραία. Ενημέρωσε σε παρακαλώ τον γιατρό Φονχάιμ, όταν σταματήσει να παίζει κρυφτό στον κήπο, ότι θα είμαστε στον δυτικό τομέα στην περιοχή ΔΒ24. Πες του ότι πηγαίνουμε στο σπίτι της Ντάιαμοντ’’.

[95]


Ο Σοντ έγνεψε καταφατικά, αλλά η Νικόλ ήταν σίγουρη για τις βρισιές που θα έφτυνε από μέσα του. Εξερχόμενη του κτιρίου, αποφάσισε ότι η επόμενη εισήγησή της προς το Διοικητικό ΢υμβούλιο θα ήταν η απόλυση του Σοντ αλλά και όλων των θυρωρών. ΄Ήταν προφανές ότι το ΢άικεντ χρειαζόταν κάτι πολύ πιο αποτελεσματικό από απλούς ανθρώπους να το περιφρουρούν. Και τα σάιμποργκ τα έφτιαχνε η ίδια εταιρία κατασκευής.

[96]


Ο απροστάτευτος Προστάτης

<<Τπηρεσιακό αυτοκίνητο σε αλλαγή κατεύθυνσης. Πρωτόκολλο παραπλανητικού σήματος αντίθετης πορείας. Επιτυχές.>> Η Άζρα ξεροκατάπιε, βυθισμένη στο κάθισμά της. Ένιωσε κάποια ανακούφιση, και προσπάθησε να δει αν ο οδηγός του αυτοκινήτου αισθανόταν το ίδιο. Σο αυτοκίνητο κάπως περιόρισε την ταχύτητά του, και τον παρατήρησε να διαγράφει με το δάχτυλό του μια πορεία σε μια μικρή οθόνη που βρισκόταν στην θέση του τιμονιού. ‘’Ποια ήταν αυτή που τους τσίριζε προηγουμένως;’’, ρώτησε δειλά. Είχαν και οι δυο προλάβει να ακούσουν τις φωνές της Φόλυ λίγο πριν διακοπεί κάθε επικοινωνία. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ γύρισε το κεφάλι του σαν να είχε ξεχάσει την παρουσία της. Όστερα ξαναγύρισε μπροστά του. ‘’Μια πολύ ικανή και επικίνδυνη γυναίκα’’, απάντησε. Η Άζρα έσκυψε πάλι προς τα εμπρός και ακούμπησε το κεφάλι της στο κάθισμά του. ‘’Η ερώτηση λοιπόν είναι: Πως είναι δυνατόν Προστάτες να κυνηγούν ένα Προστάτη;’’, του είπε, με φανερή ειρωνία. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ξαναγύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της απότομα, και αυτή έκανε προς τα πίσω τρομαγμένη. ΄΄΋χι. ΋χι, η ερώτηση δεν είναι αυτή’’, της είπε αυστηρά. ‘’Η ερώτηση είναι, τι στο διάολο κάνεις στα χέρια του Γκουρού Καν. Σι στο διάολο κάνεις εδώ’’. Η Άζρα έριξε το σώμα της στο πίσω κάθισμα. ‘’Να μην σε νοιάζει Προστάτη’’, του είπε εχθρικά. Απέναντί της, ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν φαινόταν ικανοποιημένος με την απάντησή της. ‘’΋τι και αν κάνεις, είναι ηλίθιο’’, της είπε. ‘’Και φάνηκε νομίζω. Σώρα θα ήσουν σε ένα χειρότερο θάλαμο από του Γκουρού και θα ευχόσουν να είσαι στα χέρια των αντρών του Γκουρού’’. Η Άζρα απέφυγε το βλέμμα του κοιτώντας προς τα έξω. Αν και φάνηκε να ενοχλείται, στο τέλος σχημάτισε ένα χαμόγελο και χωρίς να τον κοιτάξει, είπε: ‘’Και που με πιάσατε, δεν καταφέρατε τίποτα’’. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ την κοίταξε λίγο εξερευνητικά, και ύστερα κοίταξε ξανά μπροστά του. Σο αυτοκίνητο επιβράδυνε και άλλο, και μετά από λίγο έστριψε σε έναν

[97]


ιδιαίτερα στενό μονόδρομο, τον οποίο και άρχισε να διασχίζει εξαιρετικά αργά. Η Άζρα τον κοίταξε ξανά, και παρατήρησε ότι πλέον δεν της έδινε σημασία αλλά κοιτούσε γύρω του. ‘’Σώρα τ..’’ ‘’΢σσστ!’’ Σο πρόσταγμά του να κάνει ησυχία την έκανε να σωπάσει. Κοίταξε προς τα έξω, και μέσα από τα σκοτεινά τζάμια διέκρινε τον άδειο δρόμο, με πολύ περιορισμένο φωτισμό ενώ στα κτίρια δεν είχαν παράθυρα. Παρατήρησε ότι και το αυτοκίνητο πλεον κινούταν με σβηστά φώτα. Όστερα, άκουσε τον αναστεναγμό του και κοίταξε προς τα εμπρός. Λίγο μπροστά τους, στο τέρμα του στενού δρόμου, μπορούσε να διακρίνει μια σιλουέτα, γυρισμένη προς το μέρος τους. Υορούσε ένα κράνος μηχανής και ήταν στην μέση του δρόμου, σταθερή στη θέση της. Αυθόρμητα, βυθίστηκε στο κάθισμά της και έκανε μια μάταιη προσπάθεια να απελευθερώσει τα χέρια της από το κλιπ που τα κρατούσε δεμένα. ‘’Είναι αυτό που νομίζω;’’, ρώτησε ψιθυριστά προς τον Γουίλιαμ Κόρβερ, ο οποίος ανέπνεε βαριά. ‘’Ναι’’, της απάντησε κοφτά και χωρίς να δείξει είτε αγωνία είτε σιγουριά. Σο αυτοκίνητο συνέχισε να τσουλάει ράθυμα προς το μέρος της σιλουέτας, που τώρα μπορούσε να διακρίνει καλύτερα. Υορούσε μαύρα ρούχα, και είχε τα χέρια στις τσέπες ενός δερμάτινου μπουφάν. Σα πόδια του ήταν λίγο ανοιχτά, σαν να ήθελε να έχει την μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα με το έδαφος. ‘’Πάτα τον’’, ψιθύρισε η Άζρα κοφτά και βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στο κάθισμά της. ‘’Μπα. Δεν θα προλάβω καν να επιταχύνω’’, απάντησε αυτός. Όστερα, τον είδε να πληκτρολογεί κάτι που έκανε το αυτοκίνητο να επιβραδύνει ακόμα περισσότερο, μέχρι που σταμάτησε σε μια μικρή απόσταση από την μαυροντυμένη φιγούρα. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και μετά από λίγη ώρα έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε συρταρωτά προς τα πίσω. Η Άζρα κουλουριάστηκε τόσο ώστε ίσα που μπορούσε να βλέπει, και είδε με αγωνία τον Γουίλιαμ Κόρβερ να ανασηκώνεται για να βγει από το αυτοκίνητο. Πριν βγει, γύρισε προς το μέρος της. ‘’Ακόμα και να προσπαθήσεις να το σκάσεις, δεν θα σε αφήσει το αυτοκίνητο. Κάτσε φρόνιμα’’. Η Άζρα δεν μίλησε, αλλά αν μίλαγε το πιο πιθανό θα ήταν να υπάκουγε στην προσταγή του, όσο αταίριαστο και αν της φαινόταν. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ

[98]


δεν είπε τίποτα άλλο, και βγήκε από το αυτοκίνητο. Έκανε δυο βήματα, και στάθηκε απέναντι στον άντρα, με τα χέρια στις τσέπες. ΢την πραγματικότητα, η στιγμή αυτή ήταν ξεχωριστή: Αυτοί οι δυο άντρες ποτέ δεν θα έπρεπε να σταθούν απέναντι. Ένας από τους δυο έκανε μάλλον ένα τεράστιο λάθος. Ένα περαστικό αυτόματο ελικόπτερο πέρασε από πάνω τους, χαιδεύοντάς τους με μια δέσμη φωτός. Η σιλουέτα στην απέναντι μεριά έβγαλε το αριστερό χέρι από την τσέπη, και με αυτό έβγαλε το κράνος. Η Άζρα διέκρινε έναν ξανθό άντρα, με λεπτά χαρακτηριστικά και γωνίες στο πρόσωπό του. Σα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, ενώ φαινόταν να χαμογελάει πλατιά. ‘’Γουίλιαμ Κόρβερ!’’, είπε ο άντρας και ακούμπησε το κράνος μπροστά στα πόδια του. ‘’Πόσο καιρό, άραγε, έχω να σε δω;’’ Αυτός δεν άλλαξε έκφραση, ούτε απάντησε κάτι. Ο άλλος άντρας διατήρησε το χαμόγελό του, και ανακάτεψε κάπως τα μαλλιά του. ‘’Γουίλιαμ, Γουίλιαμ, Γουίλιαμ. Σι κάνεις εδώ Γουίλιαμ;’’. Μπορεί το πρόσωπό του να φαινόταν ευδιάθετο, αλλά στην φράση αυτή θα μπορούσες να νιώσεις μια υποβόσκουσα απειλή. Η αντίθεση αυτή τον έκανε να φαντάζει αρκετά τρομακτικός. ‘’Αυτό που πρέπει’’, του απάντησε κοφτά. Ο άντρας επανέλαβε την φράση μέσα από τα δόντια του, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. ‘’Λοιπόν, Γουίλιαμ, εσύ δεν ήσουν που πάντα σκεφτόσουν πολύ πιο μπροστά; Ναι, ναι, αυτό ήταν το χάρισμά σου, το ταλέντο σου, ήσουν ξεχωριστός για αυτό Γουίλιαμ. Σι ακριβώς σκεφτόσουν τώρα μεγάλε σκακιστή; Γιατί είμαστε εδώ, απέναντι ο ένας από τον άλλον; Δεν είσαι πλέον Προστάτης, έτσι δεν είναι; Λήθαργος; Έτσι δεν το λένε; Έπρεπε να μείνεις κοιμισμένος, αν θεωρείς ότι μια απλή αλλαγή σήματος κατεύθυνσης θα μας απομάκρυνε’’ ‘’Κάνεις πάρα πολλές ερωτήσεις’’, του απάντησε. Ο άντρας άλλαξε έκφραση με αυτό το σχόλιο, και έβγαλε το άλλο του χέρι από την τσέπη. Η Άζρα παρατήρησε ένα μαύρο λείο γάντι, με διάφορες άσπρες και ασημένιες χαρακιές επάνω του, σαν μικρές φλέβες. Ο άντρας σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι του και με το δάχτυλο ακούμπησε το σαγόνι του. ‘’Λοιπόν;’’, τον ρώτησε. ‘’Πως θέλεις να γίνει αυτό τώρα;’’ ‘’Θα με αφήσεις να φύγω’’ ‘’Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αλλά και πάλι, αλλιώς τι Γουίλιαμ Κόρβερ; Αλλιώς τι; Δεν βλέπω να έχεις κάτι τέτοιο πλέον.’’, είπε και τέντωσε το χέρι του, με την παλάμη

[99]


ψηλά. ΢τα ακροδάχτυλά του, οι μικρές λευκές φλέβες κατέληγαν σε ένα μικρό κυκλικό σχέδιο. Η Άζρα είδε με φόβο τα μικρά αυτά κυκλάκια να αποκτούν σιγά σιγά μια γκριζογάλανη απειλητική λάμψη. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ, προς έκπληξη όλων, συνέχισε να στέκεται ατάραχος και ακίνητος. ΄΄Α, είχα ένα ολόκληρο σετ από αυτά. Δεν θα μπορούσα να συμβιβαστώ με ένα μόνο’’, είπε με ένα τόνο αρκετά δηκτικό, το νόημα της φράσης ωστόσο η Άζρα δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Ο άντρας απέναντί του ρουθούνισε κάπως εκνευρισμένος τώρα, και έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, με την παλάμη του να σχηματίζει ένα μικρό φωτεινό περίγραμμα, με μικρές τρεμάμενες λευκές ίνες να τινάζονται σε διάφορες κατευθύνσεις, σαν ζωντανές. ‘’Γουίλιαμ Κόρβερ, μην με αναγκάσεις να κάνω κάτι που δεν θέλουμε’’, του είπε τώρα με τόνο που στην Άζρα φάνηκε αρκετά απειλητικός για να βυθιστεί λίγο ακόμα στο κάθισμά της. ‘’Αυτό ήταν το σχέδιό σου; Να πάρεις την κοπέλα και τι; Να ξεφύγεις από εμάς; Έχεις κάποιο όπλο στην καμπαρντίνα σου; Αυτό είναι; Θεωρείς ότι θα προλάβεις να ρίξεις πιο γρήγορα;’’ ΢την θύμηση του όπλου η Άζρα ανασηκώθηκε κάπως. Η κίνησή της οδήγησε στο να διασταυρωθεί το βλέμμα της με του άντρα. Παρά τον φόβο της, δεν τράβηξε το βλέμμα της, μέχρι που το δικό του επικεντρώθηκε πάλι στον Γουίλιαμ Κόρβερ. ‘’Για την ακρίβεια έχω’’, απάντησε αυτός με ηρεμία. ‘’Αλλά όχι, δεν νομίζω ότι θα προλάβω να ρίξω’’, συμπλήρωσε. Ο άντρας έκανε άλλο ένα βήμα. Ήταν η σειρά του Γουίλιαμ να χαμογελάσει αμυδρά και φευγαλέα, τόσο ώστε όμως ο άντρας απέναντί του να το διακρίνει. ‘’Απομακρύνσου από το αυτοκίνητο’’, του φώναξε δυνατά και τώρα από την παλάμη του γεννιόταν ένας μικρός ανεστραμμένος θόλος ενός απόκοσμου ηλεκτρικού μπλε φωτός, το οποίο φαινόταν να αγκομαχά να μην απελευθερωθεί με δύναμη προς τον Γουίλιαμ. ‘’Γιατί είμαστε εδώ, δεν με ρώτησες;’’, είπε τελικά αυτός, με τον ίδιο ήρεμο τόνο, σχεδόν σαν να ψιθυρίζει. Ο άντρας έκανε ένα μορφασμό εκνευρισμού. ‘’Ναι’’ ‘’Γιατί είμαστε εδώ, ΢αμ;’’ Ηρεμία απέναντι σε μια διογκούμενη λάμψη οργής και αποφασιστικότητας. ‘’Εσύ θα μου πεις Κόρβερ’’. ‘’Γιατί είμαστε σε αυτό το στενό;’’

[100]


Ο άντρας που άκουγε στο όνομα ΢αμ σχημάτισε μια περίεργη έκφραση. Η Άζρα θα ορκιζόταν ότι η λάμψη από το χέρι του κάπως υποχώρησε διστακτικά. Οι δυο άντρες τώρα κοιταζόντουσαν επίμονα, κάτω από την απόκοσμη γαλάζια ανταύγεια ενός προτεταμένου χεριού. ‘’Ποιο είπες ότι είναι το ταλέντο μου;’’, ρώτησε ξανά, με τον ίδιο μειλίχιο τόνο και μια επιθετική ηρεμία. Ο ΢αμ απέναντί του συνέχισε να μην απαντά, αλλά τώρα θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει τις διεσταλμένες κόρες του και το ελαφρύ παίξιμο των ματιών

του

σε

διάφορες

κατευθύνσεις,

σε

αναζήτηση

κάποιου

αναπάντεχου

αιφνιδιασμού. ‘’Ποιο είναι το ταλέντο μου ΢αμ; Γιατί είμαστε εδώ, σε αυτό το στενό;’’ ‘’Μην παίζεις, Κόρβερ. Μην παίζεις μαζί μου’’. Ο ΢αμ τέντωσε ξανά το χέρι του, η γαλάζια αύρα ξαναδιογκώθηκε σαν έγινε κάποια ανάφλεξη των φωτονίων της και από την παλάμη του ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάτι να φόρτιζε με γρήγορη ταχύτητα. ‘’Ποιο είναι το ταλέντο μου ΢αμ;’’ Ο ΢αμ έσφιξε τα δόντια του ρουθουνίζοντας. Η Άζρα μπορούσε να δει την αμφιβολία του και το άγχος του πλέον, χωρίς ωστόσο να μπορεί να το εξηγήσει. Ο συνοδός της στεκόταν ακίνητος, με τα χέρια στις τσέπες του, υπό την απειλή μιας γαλάζιας φωτεινής δέσμης, σαφέστατα στριμωγμένος. Μια ακόμα παρατεταμένη σιωπή διέκοψε η γυναικεία φωνή από το αυτοκίνητο. <<Τπηρεσιακό. Αυτοκίνητο. Ένα μίλι. Προσεγγίζει.>> Ο ΢αμ σχημάτισε ένα αυθάδικο και χαιρέκακο χαμόγελο. Η Άζρα προσπάθησε να βγάλει το κλιπ από τα χέρια της, προσπαθώντας να το σπρώξει με το πόδι της. Κοίταξε προς τα πίσω, προσπαθώντας να βρει ένα δρόμο διαφυγής. ‘’Σο ταλέντο σου, Κόρβερ, ήταν να σκέφτεσαι πολύ πιο μπροστά από τους υπολοίπους. Αλλά δεν είσαι Προστάτης πια Κόρβερ. Και τώρα κάποιοι άλλοι σκέφτονται πολύ πιο μπροστά από εσένα’’ Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν απάντησε τίποτα. Έγνεψε απλώς καταφατικά. ‘’Καληνύχτα Κόρβερ’’, του είπε και έκανε ακόμα ένα βήμα. ‘’Θα στείλω τα χαιρετίσματά σου στην Φό..’’

[101]


Εκεί ακριβώς, χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς ήχο ή κάποια λάμψη, ένα μικρό σφαιρίδιο με μια μυτερή προεξοχή ήρθε και προσγειώθηκε με δύναμη και ακρίβεια στον λαιμό του του άντρα, στο ύψος των αμυγδαλών του. Ο ΢αμ διέκοψε την φράση του απότομα, νιώθωντας το απρόσμενο τσίμπημα. Η λάμψη στο χέρι του αναβόσβησε στιγμιαία, σαν αντανακλαστικό από το τσίμπημα. Σα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και κοίταξε προς τον άντρα απέναντί του, που διατηρούσε επίμονα το ίδιο ακριβώς ύφος και στάση. Αμέσως μετά, άλλο ένα μικρό βελάκι σφηνώθηκε κάτω από το δέρμα του, σε μικρή απόσταση. Σο πρόσωπο του ΢αμ τώρα συσπάθηκε από ένα μίγμα έκπληξης και οργής. ‘’Γαμημένε μπάσταρδε’’, φώναξε φτύνοντας. Όστερα, γύρισε το χέρι του απότομα προς το σημείο από το οποίο φαινόταν να έχουν έρθει τα μικρά απρόσμενα κεντριά. Η φωτεινή αύρα τώρα δημιούργησε έναν απότομο κυματισμό γύρω από την παλάμη του, και ο περίεργος ήχος της απότομης φόρτισης ακούστηκε ξανά αλλά αρκετά πιο δυνατά. Όστερα, μια ογκώδης δέσμη γαλαζόλευκου χρώματος εκτινάχθηκε από το χέρι του με μια οργισμένη μεγαλοπρέπεια, και προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο διπλανό κτίριο. ΋λα γύρω τους λούστηκαν στιγμιαία στο απόκοσμο φως και ύστερα ταλαντεύτηκαν από τον ξερό ήχο της πρόσκρουσης. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κτιρίου εκτινάχθηκε στον αέρα και σκόρπισε γύρω τους πολύ μικρά χαλάσματα και σκόνη. ΋ταν ξανάνοιξε τα μάτια της, θολωμένα από το εκτυφλωτικό φως, και αφού βλεφάρισε νευρικά για να αποκαταστήσει την όρασή της, η Άζρα κοίταξε προς τους άντρες μπροστά της. Ο ΢αμ είχε ακόμα το χέρι του προτεταμένο προς το κτίριο, το οποίο τώρα είχε ένα βαθούλωμα σαν να το χτύπησε μικρός μετεωρίτης, από το οποίο έβγαινε καπνός και έπεφταν μικρά κομμάτια από χαλάσματα. Η παλάμη του σπινθήριζε το ίδιο γαλάζιο φως αλλά αδύναμα και κουρασμένα. Σο πρόσωπό του φαινόταν παραμορφωμένο, σαν σε μια περίεργη ακαμψία. Από το μισάνοιχτο στόμα του έβγαινε σάλιο και φαινόταν να κάνει προσπάθεια να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά, κοιτάζοντας με οργή τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Υαινόταν να προσπαθεί κάτι να πει, αλλά τα χείλη του απλά έπαιζαν και ύστερα άνοιγαν πάλι. Μετά, έπεσε στα γόνατα, και το χέρι του προσγειώθηκε στο μηρό του, σαν παράλυτο. Σο κεφάλι του πήρε μια κλίση προς τα εμπρός και έμεινε σε αυτήν την στάση για μερικές στιγμές. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ τώρα κινήθηκε για πρώτη φορά, βγάζοντας τα χέρια του από τις τσέπες, και μαζί το ασημένιο όπλο του. Προχώρησε

[102]


αργά προς τον ετοιμόρροπο άντρα, ενώ τώρα σκόνη έπεφτε πάνω τους σαν ελαφρύ χιόνι και έφτιαχνε ένα στρώμα πάχνης στα πέτα τους. Έσκυψε μπροστά του και με την κάννη του όπλου του έσπρωξε το σαγόνι του άντρα προς τα πάνω, έτσι ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο. Σον κοίταξε εξερευνητικά, παρατηρώντας την προσπάθεια του να διατηρήσει ανοιχτά τα μάτια του και να αρθρώσει κάποια λέξη. Ο άντρας έμοιαζε να χάνει πλήρως τον έλεγχο του σώματός του σταδιακά. ‘’Πες στην Φόλυ.....Πες στην Φόλυ να το παρατήσει αυτό εδώ. ΋ταν θα είμαι έτοιμος, θα έρθω από μόνος μου για τις αναγκαίες εξηγήσεις’’ Φωρίς να περιμένει κάποια απόκριση, έσπρωξε το κεφάλι του άντρα με την κάννη του όπλου προς τα πίσω, έτσι που αυτός έμεινε για λίγο μετέωρος και μετά έπεσε προς τα πίσω ανάσκελα, με τα πόδια του ακόμα λυγισμένα. Ο Γουίλιαμ έβαλε το όπλο στην τσέπη του και προχώρησε

βιαστικά προς το αυτοκίνητο. Μπαίνοντας μέσα,

μουρμούρισε κάτι σαν ‘’χειροκίνητο’’ και ένα πηδάλιο αναδύθηκε από την θέση του οδηγού. Με γρήγορες κινήσεις έβαλε μπροστά και προσπέρασε κάποιες εστίες χαλασμάτων και το ακίνητο σώμα του ΢αμ. Βγαίνοντας από το στενό, επιτάχυνε αποφασιστικά στον ανοιχτό δρόμο, ρίχοντας κλεφτές ματιές στην μικρή οθόνη δίπλα του. Η Άζρα ανασηκώθηκε αργά από το κάθισμά της, κοιτάζοντας προς τα πίσω. Σο στενό που ήταν πριν τώρα φαινόταν μόνο από ένα μικρό σύννεφο σκόνης που απλωνόταν γύρω του. Κοίταξε προς τον οδηγό της, προσπαθώντας να διαλέξει τα λόγια της. ‘’ Ο άλλος; Σο αυτοκίνητο;’’ ‘’Θα σταματήσει να τον βοηθήσει. Αν δεν τον βοηθήσει, θα πεθάνει’’ ‘’Ποιος ήταν αυτός;’’ ‘’Αυτός ήταν ο ΢αμ Υρίντμαν. Εξαιρετικό παιδί, πολύ καλό και έξυπνο’’ ‘’Σι του έκανες;’’ ‘’Σον δηλητηρίασα’’ ‘’Πως;’’ ‘’Με δηλητήριο’’ Η Άζρα ανέπνευσε βαριά, κοιτώντας προς τα πίσω. Σώρα απλώς φαινόταν μια μακρινή αιθαλομίχλη. ‘’Ποιος είσαι; Γιατί το κάνεις αυτό;’’

[103]


Ο Γουίλιαμ Κόρβερ κοίταξε την οθόνη και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς πλέον, την έσβησε, σπρώχνωντας παράλληλα το πηδάλιο ξανά προς τα μέσα. Η ηλεκτρική φωνή του αυτοκινήτου ανήγγειλε την αυτόματη λειτουργία, ξανά το πρωτόκολλο χρώματος και την διασπορά του σήματος σε διάφορα μέρη τα οποία η Άζρα δεν γνώριζε. Όστερα, γύρισε και την κοίταξε, ενώ και το κάθισμά του έκανε μια μικρή περιστροφή. ‘’Με λένε Γουίλιαμ Κόρβερ. Ήμουν Προστάτης, δεν είμαι τόσο πλέον. Μετά και από αυτό, δεν είμαι σίγουρα. Αλλά είμαι σίγουρα ο καλύτερος προστάτης που θα μπορούσες να έχεις. Έχουμε ακόμα δυο αναγκαίες στάσεις- στο μεσοδιάστημα αυτών έχεις όλο το χρόνο να αρχίσεις να μου εξηγείς: Γιατί είσαι εδώ, γιατί βρέθηκες στον Γκουρού Καν, τι γύρευες στην Νεκρή Ζώνη. Ανάλογα με τις εξηγήσεις σου, θα πορευτούμε αναλόγως. Είτε θα βρούμε ένα τρόπο να μείνεις εδώ, αν αυτό τελικά επιθυμείς, είτε θα βρούμε ένα τρόπο να σε γυρίσω πίσω με ασφάλεια.’’ Η Άζρα τον κοίταξε χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκφραση έκπληξης από το πρόσωπό της. Όστερα, απρόσμενα και για αυτόν, κούνησε το κεφάλι της αργά δεξιά και αριστερά. ‘’Είναι πολύ αργά για σας, πρώην Προστάτη’’, του είπε. ‘’Πάρα πολύ αργά για εσάς. ΢το τέλος της ημέρας, ο κόσμος σας θα τελειώσει. ΋τι και αν κάνεις εσύ, ή εγώ βεβαίως, δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.’’ Η φωνή της ήταν ξανά αποστασιοποιημένη και εχθρική. Έμοιαζε σαν να μεταμορφώνεται- από μια παγιδευμένη γυναίκα σε μια γυναίκα – αράχνη που σε πληροφορεί ότι έχεις ήδη πιαστεί στον ιστό της. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν φάνηκε να αποθαρρύνεται από τον τόνο της- αντίθετα, φάνηκε να εστιάζει στα λεγόμενά της με μεγάλο ενδιαφέρον. Έσκυψε προς το μέρος της, προσπαθώντας να την κοιτάξει με κάθε σοβαρότητα. ‘’Ακουσέ με. ΋,τι, επαναλαμβάνω, ό,τι και αν σχεδιάζετε, δεν θα δουλέψει. Οι Προστάτες είναι πλήρως λειτουργικοί. Και σκέψου, ότι είναι η τελευταία γραμμή οποιασδήποτε άμυνας. Τπάρχουν δεκάδες γραμμές πριν από αυτούς. Ακόμα και αν τις περάσετε, δεν θα περάσετε αυτούς.’’ Η Άζρα κούνησε πάλι το κεφάλι της, απαξιωτικά. ‘’Σι έγινε πρώην Προστάτη; Είσαι μήπως σύμμαχός μας; Μας συμβουλεύεις; Μας βοηθάς; Έχουμε ένα ‘’τέλειο άνθρωπο’’ στο πλευρό μας;’’ Έσκυψε προς τα εμπρός και προς το μέρος του, και τώρα το βλέμμα της ήταν εμφανώς χαιρέκακο και ειρωνικό. ‘’Δεν είσαι τέλειος. Δεν είστε τέλοιοι. Είστε κατασκευές μιας σάπιας μηχανής που ήρθε

[104]


η ώρα να κλείσει μια και καλή. Αν δεν με πιστεύεις, μπορείς να ρωτήσεις τον Υρέντι Μπανκς…’’ Ο Γουίλιαμ Κόρβερ κοίταξε χαμηλά, σαν να ήθελε να αποφύγει το βλέμμα της. Σο άκουσμα το ονόματος αυτού τον έκανε να σφίξει τα δόντια του και τις γροθιές του. Σην ξανακοίταξε μετά από αρκετή ώρα, με το σαδιστικό της χαμόγελο και τα ορθάνοιχτα μάτια της να τον κοιτάνε. Όστερα, με μια σβέλτη κίνηση, έπιασε ένα μικρό βελονοειδές αντικείμενο από την θέση του συνοδηγού και έφερε το χέρι του στο λαιμό της, αρκετά βίαια αλλά συγκρατημένα και μελετημένα. Η Άζρα δεν πρόλαβε ούτε να αναπνεύσει. ‘’Κοιμήσου τώρα’’, ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσε αυτή καθώς ξαφνικά μια μαύρη κουρτίνα έπεσε μπροστά στα μάτια της, και μετά δεν υπήρχε απολύτως τίποτα.  ΋ταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, τα βλέφαρά της ξαναέπεσαν σχεδόν αμέσως, ενώ τα χέρια της ήταν τόσο μουδιασμένα που δεν τα αισθανόταν ως δικά της. Η καθυστέρηση στην ενεργοποίηση των μυών των άκρων της προκάλεσε μια αναστάτωση και νευρικότητα, και έτσι όταν άνοιξε εκ νέου τα μάτια της το έκανε με ένα δυνατό τίναγμα όλου του κορμιού της προς τα εμπρός, μέχρι που προσγειώθηκε με δύναμη στο κάθισμα του οδηγού. Ξαναέριξε το σώμα της πίσω, κάπως ανακουφισμένη που ήταν λειτουργικό, και κοίταξε γύρω της. Σο παράθυρο του αυτοκινήτου της ήταν ανοιχτό, ενώ μπορούσε να ακούσει μια απαλή αλλά ρυθμική μουσική να περιλούζει ένα χώρο που φαινόταν σαν στενό δωμάτιο, γύρω από το αυτοκίνητο. Απέναντι ακριβώς από το παράθυρό της ήταν ένας λευκοκίτρινος τοίχος, όπως και ευθεία μπροστά από το παρμπρίζ. Όστερα άκουσε ένα σφύριγμα στον ίδιο μουσικό σκοπό και ένα απαλό βηματισμό. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ εμφανίστηκε δίπλα από το παράθυρό της, γυμνός από τη μέση και πάνω, κρατώντας στα χέρια του ένα βρεγμένο πανί. Έσκυψε λίγο, κοιτάζοντάς την στα μάτια, με κάπως αυστηρό τρόπο. ‘’Δεν θα ξαναναφέρεις το όνομα του Υρέντι Μπανκς. Αλλιώς η επόμενη δόση θα είναι ικανή να σε κοιμήσει ολόκληρη εβδομάδα. ΢κέψου πόσο θα διψάς μετά’’. Παρά την εμφανή του προσπάθεια να είναι απειλητικός, η ζαλισμένη και μουδιασμένη Άζρα ένιωσε κυρίως εκνευρισμό και σφίγγοντας τα δόντια προσπάθησε να

[105]


τον χτυπήσει με τα δεμένα χέρια της. Η κίνησή της ήταν ωστόσο αρκετά αργή και αδύναμη, τόσο που ο άντρας δεν χρειάστηκε καν να απομακρυνθεί από την θέση του. ‘’Άλλη μια ευκαιρία’’, της είπε και έβγαλε ένα μικρό λεπίδι από την τσέπη του, πιο μικρό και λεπτό από ένα μολύβι. Αυτή προσπάθησε να μην δείξει φόβο αλλά αντανακλαστικά έκανε να απομακρυνθεί. Ο άντρας έβαλε τα χέρια του μέσα στο αυτοκίνητο, και με σίγουρες κινήσεις έπιασε τα δικά της, κόβοντας το κλιπ που τα κρατούσε ενωμένα. Η Άζρα σχεδόν ενστικτωδώς τα χρησιμοποίησε για να τον απομακρύνει, αλλά αυτός είχε ήδη κάνει ένα βήμα πίσω. Ξαναέβαλε το λεπίδι στην τσέπη του και της άνοιξε την πόρτα. ‘’Βγες έξω’’, της είπε, χωρίς πια να την κοιτάει, και απομακρύνθηκε σφυρίζοντας ξανά. Η Άζρα πήρε μερικές αναπνοές, χαιδεύοντας τους καρπούς της. Κοίταξε από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Βρισκόντουσαν σε κάποιο δωμάτιο, όχι πολύ μεγαλύτερο από το αυτοκίνητο, σαν κάποιο γκαράζ. Ο άντρας τώρα ήταν ακριβώς από πίσω, σε ένα μικρό μεταλλικό νιπτήρα που είχε παραγεμίσει με μαύρα ρούχα, ίσως αυτά που φορούσε. Η Άζρα παρατήρησε μια σειρά από σημάδια στο ένα του μπράτσο, σαν μικρές χαρακιές και οπές, τα οποία όμως είχαν μια δική τους συμμετρία για να είναι από κάποιο παλιότερο τραυματισμό. Μια σειρά από αντίστοιχα σημάδια παρατήρησε και στους καρπούς του. ΢την πλάτη του υπήρχαν μερικά τατουάζ με αφηρημένα σύμβολα. Έμοιαζαν ωστόσο κάπως ξεθωριασμένα και θαμπά. Διστακτικά, κινήθηκε προς την ανοιχτή πόρτα και έβγαλε το κεφάλι της έξω από το αυτοκίνητο, περιεργαζόμενη το χώρο. ΢την άλλη πλευρά υπήρχαν μερικές μεταλλικές ντουλάπες, η μια εκ των οποίων ήταν μισάνοιχτη. Δίπλα τους, μια σειρά από ράφια, ενώ πάνω τους ήταν κάποια αντικείμενα καλυμμένα με ένα μαύρο πανί, με τις γωνίες του να εξέχουν. Έψαξε με νευρικότητα να αναγνωρίσει κάποια έξοδο, αλλά η μόνη προφανής πόρτα ήταν αυτή μπροστά ακριβώς από το αυτοκίνητο, που έμοιαζε να κλείνει οριζόντια. Ο χώρος μύριζε κλεισούρα και περιορισμένο οξυγόνο. Η Άζρα ξεπρόβαλλε από το αυτοκίνητο διστακτικά, με τα πόδια της να τρέμουν ελαφρώς από το μούδιασμα. Ο Γουίλιαμ την κοίταξε και έπιασε ένα πακέτο τακτοποιημένων σε συμμετρικό τετράγωνο ρούχων, και της τα έριξε. Η Άζρα περισσότερο αντανακλαστικά έπιασε τα ρούχα στην αγκαλιά της. ‘’Άλλαξε’’, είπε αυτός, ξανά με ένα προστακτικό τόνο. Η Άζρα άφησε τα ρούχα να πέσουν κάτω, αναπνέοντας από την μύτη. Αυτός προσπαθούσε τώρα να χωθεί σε μια

[106]


σχεδόν κολλητή ελαστική μπλούζα με μακριά μανίκια, με μια μεταλλική γκρίζα απόχρωση και δυο μαύρες ρίγες στα πλάγια. Σο ρούχο εφάρμοσε πάνω του τελικά, και πάνω από αυτό πέρασε ένα πολύ λεπτό ανθρακί πουκάμισο, με οριζόντιες πολύ λεπτές ίνες. Σην κοίταξε καθώς ένωνε το πουκάμισο μπροστά στο στήθος του. ‘’Άλλαξε’’, επανέλαβε. Η Άζρα από αντίδραση κλώτησε τα ρούχα που ήταν πεσμένα μπροστά της. Αυτός κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος, ξεφυσώντας. ‘’Είναι κανονικά ρούχα, καθημερινά ρούχα, ρούχα για κινηθούμε και να περάσουμε απαρατήρητοι’’, της είπε μαλακά. ‘’Εκτός και αν θες να γράψουμε στα μέτωπά μας ότι μας κυνηγούν Προστάτες. Να, μια καλή ιδέα’’. Η Άζρα συνέχισε να αναπνέει από την μύτη, σφίγγοντας τις γροθιές της. ΢την πραγματικότητα, δεν υπήρχαν πολλές εναλλακτικές πέρα από το να κρατάει το πεισματάρικο ταμπεραμέντο της απέναντί του. Και αυτό πάλι δεν έδειχνε να τον πτοεί ιδιαίτερα. Έσκυψε να πιάσει ξανά τα ρούχα,

ψαχουλεύοντας με τα μάτια της για

κάποιο κοντρόλ ή διακόπτη της πόρτας. Πιάνοντάς τα είδε ότι της είχε δώσει ένα μαύρο παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο, στο ίδιο στυλ με το δικό του αλλά με μωβ αντίστοιχες ίνες, αλλά και ένα ζευγάρι μωβ λεπτά εσώρουχα. Σον κοίταξε ξανά εκνευρισμένη. ‘’Θες να με πηδήξεις Προστάτη; Για αυτό μου δίνεις πρόστυχα εσώρουχα;’’, του είπε ειρωνικά. ‘’Θέλεις μήπως να γδυθώ μπροστά σου για να βλέπεις; Είσαι τόσο ανώμαλος;’’ Ο Γουίλιαμ κούνησε διακριτικά το κεφάλι του και προχώρησε προς το μέρος της. ΢τάθηκε μπροστά της και έπιασε το λεπτό σλιπ, φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια της. ‘’Αυτό’’, είπε κουνώντας το, ‘’δεν είναι καθόλου πρόστυχο. Μπορώ βέβαια να σου δώσω το δικό μου, αλλά δεν θα σου ήταν άνετο. Και επίσης...’’. Πριν ολοκληρώσει, πέταξε το σλιπ στο πίσω κάθισμα. ‘’Μπες στο αυτοκίνητο’’. Όστερα την έσπρωξε απαλά και προχώρησε στην μπροστινή μεριά του αυτοκινήτου, όπου ήταν κρεμασμένο ένα επίσης λεπτό μαύρο τζάκετ με κάπως τετράγωνη γραμμή. Η Άζρα τον ακολούθησε με το βλέμμα με τον εκνευρισμό της να πολλαπλασιάζεται. Έσκυψε να πιάσει το σλιπ και το έριξε μαζί με τα υπόλοιπα πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου. Φωρίς να μπει μέσα, άρχισε να βγάζει τα ρούχα της, δίνοντας μια ιδιαίτερη έμφαση στο χακί πουκάμισο του Γκουρού, το οποίο και πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Φωρίς να πάρει το βλέμμα της από τον Γουίλιαμ, που τώρα είχε σκύψει μπροστά σε μια σειρά από παπούτσια χωρίς να της δίνει ιδιαίτερη σημασία, έμεινε τελείως γυμνή. Προσπάθησε να επεξεργαστεί

[107]


διάφορα σχέδια, αλλά δεν μπορούσε ακόμα να βρει ένα τρόπο να ξεπεράσει γρήγορα το εμπόδιο της πόρτας. ‘’Χιτ, Προστάτη’’, του φώναξε. Αυτός γύρισε το βλέμμα του, σκυμμένος, και την κοίταξε ευθεία στα μάτια. ‘’Εγώ γιατί νομίζω ότι το παίζεις σκληρός αλλά στην πραγματικότητα θέλεις να με πηδήξεις; Δεν είναι ντροπή, ξέρεις. Αντιθέτως. Μην ξεχνάς ότι εγώ δεν είμαι από την ανέραστη πόλη σου..’’ Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν έσπασε ούτε στιγμιαία το βλέμμα του από τα μάτια της, και αυτή έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, ακουμπώντας αισθησιακά τους μηρούς της. Φωρίς να το καταλάβει, ανάμεσά τους εμφανίστηκε ένα ζευγάρι παπούτσια από το πουθενά, τα οποία είχε ρίξει αυτός προς το μέρος της. Αντανακλαστικά ξανά, τα έπιασε, μόνο και μόνο για να τα αφήσει να πέσουν κάτω έκπληκτη και λίγο παραπάνω εκνευρισμένη. ‘’Σι έγινε, Προστάτη; ΢ας ευνουχίζουν για να μπείτε στο σώμα; Ή μήπως...ω, μα ναι, αυτό θα είναι. ΢ας προγραμματίζουν από την αρχή! Είστε άφυλοι, δεν είναι έτσι; Σι έγινε, σκληρέ άντρα; Δεν έχεις γαμίσει ποτέ σου γυναίκα; Δεν έχεις καν αρχίδια; Και από που βγαίνει η τεστοστερόνη σου; Παίρνεις ειδικά φάρμακα για να μοιάζεις με άντρα;’’ Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε κάπως αμυδρά και περπάτησε στην άλλη πλευρά του δωματίου, προς τα εκεί που ήταν τα ράφια. ‘’Για την ακρίβεια’’, της είπε κάπως απορροφημένος ανοίγοντας μια ντουλάπα, ‘’Είμαστε φυσικά γεννημένοι. ΋λοι μας. Είναι κανόνας στο σώμα να μην υπάρχουν Σεχνητοί. Αυτοί συνήθως στελεχώνουν την αστυνομία ή την προεδρική φρουρά. Και διάφορους άλλους τομείς. Επίσης..’’ ΢ταμάτησε για λίγο, ψαχουλεύοντας την ντουλάπα. Έπιασε κάτι που έμοιαζε με σακάκι σε χρώμα έντονο πορτοκαλί και το κοίταξε με περιέργεια, πριν το πετάξει ξανά μέσα. ‘’Επίσης, ευνουχισμός; Μα πως σου ήρθε; Που θυμήθηκες τον ευνουχισμό; Πλέον, γλυκιά μου, μπορεί ο καθένας να ελέξει και την γονιμότητα και την διάθεσή του κατά βούληση. Αν είναι δυνατόν. Άκου ευνουχισμός..’’. Η Άζρα τον παρατήρησε να κουνάει το κεφάλι του γελώντας. Όστερα ξαναχώθηκε στην ντουλάπα, έβγαλε άλλο ένα τζάκετ, αυτή τη φορά μαύρο με ασημί λεπτομέρειες και κάπως γυαλιστερό και το περιεργάστηκε. ‘’Επίσης’’, είπε και την κοίταξε τώρα, σκύβοντας ελαφρά πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου που ήταν ανάμεσά τους. ‘’Περιμένεις να αποδράσεις...πηδώντας με; Περίεργος τρόπος να διεκδικήσει κανείς την ελευθερία του, δεν νομίζεις;’’. Μετά,

[108]


πέταξε το τζάκετ ξανά μέσα και πριν της γυρίσει την πλάτη χτύπησε παλαμάκια δυο φορές. ‘’Αντε τώρα’’, είπε και έκανε νόημα με το χέρι του. ‘’Ντύσου’’. Η Άζρα έσφιξε τα δόντια της και έπιασε τα μωβ εσώρουχα από την οροφή του αυτοκινήτου. ‘’Αν σε πηδήξω εγώ θα μάθαινες τι πάει να πει ελευθερία όμως’’, μουρμούρισε χαμηλόφωνα, χωρίς να είναι σίγουρη αν την άκουσε ή όχι. Υόρεσε τα εσώρουχα και τα βρήκε εξαιρετικά βολικά και ωραία στην αίθηση, νιώθωντας το συνθετικό ύφασμα να προσαρμόζεται πάνω της. Όστερα, τον είδε να γυρίζει απογοητευμένος προς το μέρος της, κρατώντας ξανά το ίδιο μαύρο τζάκετ. Σο έσπρωξε και αυτό κοντά της. ‘’Σα ρούχα είναι για όλα τα μεγέθη, αλλά τα τζάκετ φοβάμαι πως δεν είναι. Θα σου είναι λίγο μικρό, αλλά θα κάνει την δουλειά του’’, είπε και το ακούμπησε στην οροφή. ‘’Μπα; Κοντή γκόμενα;’’, του είπε αυτή κάπως χλευαστικά, αν και περισσότερο επειδή ένιωθε ηττημένη από την προηγούμενη συνομιλία τους και σκέφτηκε να τον μειώσει. ‘’Και με μικρότερο στήθος’’, συμπλήρωσε, τακτοποιώντας το δικό της στο σουτιέν. Αυτός κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, κάνοντας μια γκριμάτσα συμφωνίας. Υαινόταν να διασκεδάζει τις γρατζουνιές της, όπως θα αντιμετώπιζε τα δαγκώματα ενός κουταβιού. ‘’Κάπως έτσι’’, είπε αλλά έστρεψε αλλού την προσοχή του και έβαλε το χέρι του κάτω από το μαύρο πανί στα ράφια δίπλα στις ντουλάπες. ‘’Κάπως έτσι’’, επανέλαβε μηχανικά. Η Άζρα τον είδε να βγάζει ένα ακόμα όπλο και μια συσκευή. ΢κέφτηκε ότι στο ράφι θα υπήρχαν και άλλα, οπότε όσο ντυνόταν άρχισε να κινείται ελαφρά προς το μέρος του. Πριν προλάβει να πλησιάσει πολύ, αυτός γύρισε και της χαμογέλασε κοφτά. ‘’Ετοιμη;’’ Η Άζρα ξεφύσηξε. ‘’Σα παπούτσια μου έμειναν’’, είπε, καθώς πλέον ήταν ντυμένη στην τελευταία λέξη της μόδας. Μόνο κάποιος πολύ παρατηρητικός θα πρόσεχε ότι το αεροδυναμικό της τζάκετ ήταν κάπως πιο στενό και κοντό από όσο έπρεπε. Αυτός έπιασε ένα μαντίλι και της έδωσε, δείχνοντας προς το κεφάλι του. Η Άζρα έπιασε το μαντίλι με κάποια δυσφορία, και το τύλιξε πιάνοντας τα μαλλιά της γύρω από το κεφάλι της. Όστερα, της έδωσε ένα ζευγάρι γυαλιά. Ήταν δυο ορθογώνιοι λεπτοί φακοί, σε μια περίεργη μαβιά απόχρωση, με πολύ λεπτό σκελετό, δεν φαινόταν σχεδόν. Η Άζρα τον κοίταξε με απορία.

[109]


‘’Σι είναι αυτό;’’ ‘’Γυαλιά’’ ‘’Σι να τα κάνω; Ξημέρωσε;’’, είπε κάπως αγχωμένη σκεφτόμενη ότι μπορεί να κοιμόταν για πολύ ώρα. ‘’΋χι, όχι, δεν είναι ηλίου’’, είπε αυτός ξύνοντας το κεφάλι του. ‘’Απλά όλος ο κόσμος τα φοράει’’. ‘’Εγώ δεν τα φοράω’’, είπε αυτή. Αυτός το σκέφτηκε λίγο, και ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του και τα ακούμπησε στο ράφι πίσω του. Όστερα την ξανακοίταξε. ‘’Λοιπόν;’’, ρώτησε, καθώς στεκόντουσαν αντικριστά. ‘’Λοιπόν τι;’’, είπε αυτή. ‘’Παπούτσια!’’, απάντησε αυτός. Η Άζρα κοίταξε μια τα γυμνά της πόδια και μια κλεφτά το ράφι πίσω του. Διστακτικά, γύρισε προς τα πίσω και έπιασε τα χαμηλά μαύρα παπούτσια που της είχε ρίξει προηγουμένως. Ήταν κάπως γυαλιστερά και τύλιγαν το πόδι της σαν κάλτσα. Η Άζρα έκανε δυο βήματα και σκέφτηκε ότι προσφέρανε μεγάλη άνεση και ελευθερία κινήσεων, ενώ η σόλα τους προσέφερε μεγάλη τριβή. ΢κέφτηκε ότι ήταν κατάλληλα παπούτσια για να τρέξει, αν αυτό χρειαζόταν. Για την ώρα όμως, ήθελε να βρει ένα τρόπο να πλησιάσει το ράφι, ή ίσως να αιφνιδιάσει τον ενοχλητικά προσεκτικό άντρα. Παράλληλα, να αποφασίσει μέσα της αν το ότι βρισκόταν υπό την αιχμαλωσία του ήταν καλό ή κακό. Αφού ήταν πλέον ολότελα έτοιμη, έριξε μια ακόμα υπολογιστική σάρωση στο χώρο. Αυτός βρέθηκε αθόρυβα ακριβώς πίσω της, αιφνιδιάζοντάς την και αναγκάζοντάς την να παραπατήσει. Σον παρατήρησε τώρα να την διαγράφει με το βλέμμα του από πάνω μέχρι κάτω, σε αντίθεση με πριν που ήταν ολόγυμνη. Περίμενε με περιέργεια την επόμενη κουβέντα του, αλλά όταν αυτή ήρθε ένα νέο κύμα εκνευρισμού την κατέκλυσε. ‘’Φέρια;’’, είπε αυτός μαλακά, με ένα τόνο που την εκνεύριζε όσο περνούσε η ώρα. Αυτό γιατί μπορεί να ήταν φαινομενικά ευγενικός, αλλά την ίδια στιγμή ήταν υπόγεια κυριαρχικός και ειρωνικός. ‘’Με έντυσες σαν γαμημένο σάιμποργκ για να μου δέσεις πάλι τα χέρια;’’. Απρόσμενα, έκανε ένα πεισματάρικο βήμα προς τα πίσω. ‘’Δεν με εμπιστεύεσαι ακόμα’’, της είπε αυτός. ‘’Άρα δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ και εγώ.’’ Από την τσέπη του έβγαλε ένα καινούριο κλιπ και με το άλλο του χέρι της

[110]


έκανε νόημα να του δώσει τα δικά της. Η Άζρα έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω, εκνευρισμένη, και κοίταξε προς το ράφι, που ήταν τώρα στην άλλη άκρη του δωματίου. ‘’Δεν θα σε εμπιστευτώ ποτέ Προστάτη’’, του είπε οργισμένα. ‘’Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνεις, ή νομίζεις ότι κάνεις, αλλά να ξέρεις ότι δεν έχεις καμία εξουσία πάνω μου’’. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους και έπαιξε με το κλιπ στα δάχτυλά του. ‘’Δεν ζητώ καμία εξουσία πάνω σου’’, της είπε. ‘’Μετά χαράς να σου εξηγήσω ακριβώς τι κάνω, ή τι νομίζω ότι κάνω. Μετά χαράς μετά να εξασφαλίσω ότι είσαι ασφαλής από τους αληθινούς Προστάτες, μετά χαράς να σου δώσω το κλιπ αυτό για σουβενίρ όταν θα είσαι σίγουρα. Αλλά ακόμα δεν είμαστε ασφαλείς, και δεν μπορώ να έχω το νου μου και σε σένα όταν προσπαθώ να ξεφύγω από το μόνο ΢ώμα στην ιστορία από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς’’. Η Άζρα έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τα λεγόμενά του. ‘’Ακόμα και αυτό το σώμα, όπως λες, θα ηττηθεί στο τέλος’’, του είπε με σιγουριά. Αυτός χαμογέλασε σκύβοντας το κεφάλι του. ‘’Μπορεί.’’, μουρμούρισε. ‘’Αλλά μέχρι τώρα, εσύ ας πούμε, δεν τα πας πολύ καλά. Και την τελευταία φορά, αφού φαίνεται να γνωρίζεις πρόσωπα και καταστάσεις αν και πολύ κακώς τα ανέφερες με τόση αυθάδεια, δεν τα πήγατε και πολύ καλά. Και πρέπει να καταλάβεις επίσης, ότι ως ΢ώμα, μαθαίνουμε. Δεν θα έχετε άλλη ευκαιρία για αιφνιδιασμό.’’ Η Άζρα σχημάτισε ένα ειρωνικό και κάπως αυθάδικο χαμόγελο. ‘’Καημένε Προστάτη...Δεν το ξέρεις, αλλά αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφή μέτρηση, και για σένα, και για όλους. Δεν έχει σημασία αν έπιασες εμένα, ή αν προσπαθείς να σώσεις εμένα. Κοίτα να σώσεις τον εαυτό σου’’. Αυτός τώρα εστίασε πάνω της εξερευνητικά και επίμονα. Κάτι στα λόγια της σηματοδοτούσε ότι το παιχνίδι είχε ήδη κρατήσει πολύ, και ήταν η ώρα να αναθεωρηθούν οι κανόνες του. ‘’΢χεδιάζετε επίθεση στην πόλη;’’, τη ρώτησε επιθετικά. Αυτή χασκογέλασε χωρίς να απαντήσει. Έπιασε το κεφάλι του, δείχνοντας για πρώτη φορά μια αίσθηση άγχους. ‘’Απάντησέ μου, σχεδιάζετε επίθεση;’’, την ξαναρώτησε. ‘’Δεν πήρατε το μάθημά σας; Δεν μπορείτε να επιτεθείτε στην πόλη. Δεν μπορείτε να ξεκινήσετε πόλεμο με αυτήν την πόλη!’’

[111]


Η Άζρα δεν είχε ποτέ της μάθει ούτε στην αιχμαλωσία ούτε στο να της εκβιάζουν απαντήσεις. ‘’Σον πόλεμο τον έχετε ξεκινήσει εσείς. Μόνοι σας. Και στην πραγματικότητα, δεν είμαστε εμείς αυτοί που θα κλείσουν τον διακόπτη. Θα χάσετε τον πόλεμο από το βάρος της αλαζονείας σας’’ Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν αρκετά συνηθισμένος να διατηρεί υπό τον έλεγχό του κρατούμενους, όπως και στο να δέχεται προσβολές. Ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα του ΢ώματος, ένα μάθημα στο οποίο αρίστευε, όπως βέβαια και σε αρεκτά άλλα. Σα λόγια της γυναίκας απέναντί του ωστόσο του δημιουργούσαν μια δυσφορία που χτυπούσε σαν συναγερμός. Αυτή τώρα δεν πισωπατούσε άλλο, αλλά είχε αποκτήσει μια περήφανη σιγουριά καθώς κάρφωνε το φλογερό της βλέμμα στα μάτια του. Είχε καιρό να θυμηθεί ένα τέτοιο βλέμμα. ‘’Και αν θυμάσαι, Προστάτη’’, συνέχισε με την ίδια περήφανη αυθάδεια, ‘’αν θυμάσαι στην πραγματικότητα την χάσατε εκείνη την μάχη. Γιατί ήσασταν για πολύ καιρό, εξόριστοι στην ίδια σας την πόλη, αποδιοπομπαίοι, εχθροί του ίδιου κόσμου που υποτίθεται ότι προστατεύετε. Δεν θα μπω καν στην διαδικασία να σε ρωτήσω από τι. Είστε γρανάζια της μηχανής και εσείς, τα οποία βάψανε με επίχρυση μπογιά για να φαίνονται όμορφα και τους δώσανε ακριβά παιχνίδια.. ΢ας πήραν όμως όλα τα παιχνίδια, σας πήραν την επίχρυση μπογιά και μετά είμασταν σχεδόν δίπλα, θυμάσαι Προστάτη; Δίπλα, στην Νεκρή σας Ζώνη, να περιφέρεστε σαν νεκροί και εσείς και να αναρωτιέστε τις σας χτύπησε. Αυτό ήταν μόνο ένας πρόλογος. Δεν ξέρω τι ακριβώς ηθικά βάρη προσπαθείς να καλύψεις σήμερα με όλα όσα κάνεις, να χτυπάς τους ίδιους τους συντρόφους σου. Αλλά από την πρώτη στιγμή που σε είδα, στα μπουντρούμια εκείνου του τέρατος που με κρατούσε, δεν είδα τίποτα παραπάνω από ένα Προστάτη με πληγωμένο εγωισμό. Δεν ξέρω αν θέλεις να εκδικηθείς κάποιον, ούτε με νοιάζει. ΋τι και αν είσαι, είσαι βγαλμένος από την ίδια διαβρωμένη και σαπισμένη μήτρα που γεννά όλη την φρίκη που έχει απομείνει στον κόσμο’’ ‘’Αυτά όλα εδώ’’, είπε δείχνοντας με το χέρι της προς το δωμάτιο ‘’αυτά τα κόλπα, δεν σε εξιλεώνουν για τίποτα. Είσαι ένα ακόμα από τα σκυλιά που βάλανε σε τιμωρία. Και τώρα ήρθε η ώρα και για εσάς και για τα αφεντικά σας’’. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έκανε ένα επιθετικό βήμα προς το μέρος της, αλλά εκείνη δεν πισωπάτησε. Ντυμένη στην τελευταία λέξη της μόδας, αλλά ξένο σώμα για τα ρούχα

[112]


της. Αν και αυτή περίμενε μια επιθετική απάντηση και ίσως κάποια βίαιη κίνηση στις προκλήσεις της, η φωνή του βγήκε αναπάντεχα μαλακή και ήρεμη. ‘’Σα σκυλιά που αναφέρεις, είναι πάλι στον κήπο όμως. Έχουν ακόμα αρκετά παιχνίδια και συνεχίζουν την παράλογη αγάπη προς την περιοχή τους. Σην περιοχή που παραβιάζεις. Δεν χρειάστηκε ποτέ να επανεκπαιδευτούν μάλιστα- το μόνο που χρειάζεται να κάνουν, είναι αυτό που ξέρουν καλύτερα. Να προστατεύουν την περιοχή τους. Δεν μπορείτε να κερδίσετε αυτή τη μάχη, ότι και αν σχεδιάζετε. Δεν μπορείτε, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που φοβάμαι ότι έχετε στο μυαλό σας. Δεν με ενδιαφέρει να κερδίσω την εκτίμησή σου. Με ενδιαφέρει όμως, να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου, Άζρα.’’ Σον ένιωσε να την πλησιάζει με μια προσπάθεια να διαλύσει τα όρια ανάμεσά τους, γραμμές που διαχωρίζουν όχι απλώς δυο ανθρώπους, αλλά δυο ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Η Άζρα μπορεί μέσα της να ήταν ακόμα αμήχανη για τις προθέσεις και το ποιόν του, αλλά ήταν ολότελα σίγουρη για την ευκαιρία που της δινόταν απρόσμενα. ‘’Και τι θα κάνεις;’’, τον ρώτησε προσπαθώντας να αποκτήσει με την σειρά της έναν φιλικό τόνο. ‘’Θα μας προστατέψεις;’’ ‘’Δεν ξέρω, γιατί δεν ξέρω τι σχεδιάζετε. Μπορώ όμως να προστατέψω εσένα. Μπορώ να προστατέψω αρκετούς, αρκεί να ξέρω. Σον είδες Άζρα, τον είδες προηγουμένως. Είδες την δυναμή του, και σε πληροφορώ ότι ήταν μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι της. Πιστεύεις ότι μπορεί ένας στρατός ολόκληρος να τον σταματήσει, αυτόν, μόνο του. Εγώ ήμουν απλά τυχερός, είχα το πλεονέκτημα του αιφνδιασμού, έχω την ίδια εκπαίδευση. Και εγώ ακόμα όμως, σε οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες θα ήμουν κομμάτι της σκόνης.’’ Η Άζρα πήρε μια βαθιά αναπνοή, ενθυμούμενη την γαλάζια απόκοσμη λάμψη, την ωμή δύναμη που διέλυσε ένα ολόκληρο κτίριο, το απειλητικό βλέμμα. Έσκυψε το κεφάλι της, σαν να έδειχνε να το βαραίνει η λογική του λόγου του. Αυτός άπλωσε το χέρι του στον ώμο της παρηγορητικά. ‘’Είμαι εδώ’’, της είπε. ‘’Εκμεταλλεύσου με. Φρησιμοποίησέ με. Βοήθησέ με να σε βοηθήσω’’. ΋ταν αυτή ξανασήκωσε το κεφάλι της, δυο μικρές υποψίες από δάκρυα είχαν υγράνει τα μάτια της. Ήταν η πρώτη τους σωματική επαφή χωρίς τη συνοδεία φυσικής ή ψυχολογικής βίας. Σου έδειξε ότι ήταν ευπρόσδεκτη, και έκανε κάτι να πει αλλά δίστασε. Αυτός έπιασε και τον άλλο της ώμο και έσκυψε κοντά της.

[113]


‘’Πες μου’’. Σον κοίταξε ευθεία στα μάτια, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα δάκρυ. ΢ε εκείνο το σημείο ακριβώς, φάνηκε πιο προσιτή από ποτέ, σαν να είχε σπάσει τις πολλαπλές γραμμές άμυνά της. Όστερα, σήκωσε με δύναμη το γόνατό της στα γεννητικά του όργανα, διπλώνοντας τον στα δυο. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και γονάτισε στο ένα πόδι. Όστερα, το γόνατό της προσγειώθηκε ξανά στο πρόσωπό του, ρίχνοντας τον πάνω στην ρόδα του αυτοκινήτου. Η Άζρα σκέφτηκε κάτι να του πει, αλλά προτίμησε να φέρει με γρήγορες κινήσεις γύρω το αυτοκίνητο και έτρεξε προς το ράφι με το μαύρο πανί, σκεφτόμενη ότι πράγματι τα παπούτσια ήταν κατάλληλα για τρέξιμο και άλλες έντονες δραστηριότητες. Σράβηξε με δύναμη το πανί και είδε με ικανοποίηση μια σειρά από όπλα διαφόρων ειδών και μεγεθών, μαζί με διάφορες συσκευές, κλειδιά για την επερχόμενη απελευθέρωσή της. Η Άζρα ωστόσο δεν πρόλαβε να ακουμπήσει ούτε ένα. Σο χέρι του εμφανίστηκε από το πουθενά, μπορεί κάλλιστα να ήρθε πάνω από το αυτοκίνητο. Σην τράβηξε με ένα σίγουρο κεφαλοκλείδωμα που της έκοψε την ανάσα, και την χτύπησε με την πλάτη στην ντουλάπα. Η Άζρα ένιωσε περισσότερο έκπληξη παρά πόνο, και πρόλαβε να δει στιγμιαία το οργισμένο του πρόσωπο. Ήταν πια η ώρα να βάλει όλη την δική της εκπαίδευση σε εφαρμογή, και τίναξε με δύναμη το σώμα της προς τα κάτω για να απελευθερωθεί. Όστερα έφερε με δύναμη το χέρι της στο στομάχι του άντρα, που ωστόσο δεν έδειξε να αιφνιδιάζεται, σπρώχνωντας την στο πλάι και ρίχνοντας την στο έδαφος. Η Άζρα κλώτησε με δύναμη με τα πόδια της πεσμένη ανάσκελα, αλλά αυτός έπιασε το ένα της πόδι στον αέρα και το έριξε με δύναμη προς το πλάι, χτυπώντας το στην μισάνοιχτη ντουλάπα που έκλεισε με θόρυβο. Αυτή προσπάθησε να τραβηχτεί προς τα πίσω με τους αγκώνες της για να σηκωθεί ξανά, αλλά ξανά σε χρόνο που δεν μπορούσε να αντιδράσει, τον είδε να πέφτει πάνω της και να πιάνει τα χέρια της από τους καρπούς, καρφώνοντας τα σχεδόν δεξιά και αριστερά της. Μια με το κεφάλι της και άλλη μια απέλπιδα με τα πόδια της, η ΄Αζρα προσπάθησε να τον απωθήσει χτυπώντας τον, αλλά δεν βρήκε καν στόχο. Άρχισε να χτυπάει και να συσπάται σαν παγιδευμένο ζώο, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από την λαβή του, κάνοντας την ωστόσο ακόμα πιο σφιχτή σε κάθε της κίνηση. ‘’Νομίζω ότι ξεκινήσαμε την γνωριμία μας με τον λάθος τρόπο’’, της είπε αυτός κοφτά και τονίζοντας τις λέξεις. Σο κεφάλι του τώρα ήταν ακριβώς πάνω από το δικό

[114]


της αλλά σε αρκετή απόσταση για να αποφύγει κάποιο δάγκωμα ή ένα χτύπημα από το μέτωπό της. ‘’Παρακαλώ, επέτρεψέ μου να συστηθώ ξανά. Σο όνομά μου είναι Γουίλιαμ Κόρβερ. Ήμουν Προστάτης, από τους καλύτερους που έχουν περάσει. Ήμουν εκεί, την ημέρα που σκοτώσατε τον Υρέντι Μπανκς, ήμουν εκεί την ημέρα που σκοτώσατε και άλλους αθώους πολίτες. Ήμουν το επίχρυσο γρανάζι της μηχανής μας. Ήμουν, κανονικά, ο χειρότερος άνθρωπος να εμφανιστεί στο δρόμο σου. Ήμουν αυτός που θα σε σκοτώσει, αν χρειαστεί, χωρίς καν να ιδρώσει. Αλλά τώρα, είμαι ο μοναδικός άνθρωπος να σε βοηθήσει, ο πιο σημαντικός άνθρωπος που θα μπορούσες να έχεις. Και δεν μου αρέσει καθόλου που ακόμα δεν το έχεις πάρει χαμπάρι και συμπεριφέρεσαι σαν μαλακισμένο’’ Η ΄Αζρα εγκατέλειψε την προσπάθεια να απελευθερωθεί, αλλά η λαβή του δεν χαλάρωσε. ‘’Και είμαι εδώ, και σου λέω με σιγουριά: Είμαστε, είναι, έτοιμοι για οτιδήποτε μπορεί να τους φέρετε. Για αυτό, εγώ σου δίνω τώρα τρεις επιλογές: Η πρώτη είναι να σε δώσω σε αυτούς που ήταν να σε έχουν από την πρώτη στιγμή. Η δεύτερη, είναι να κοιμηθείς ξανά. Η τρίτη είναι να μείνεις ξύπνια, να έρθεις μαζί μου κάπου που θα είμαστε ασφαλείς, και εκεί, εκεί, να συζητήσουμε. Γιατί υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορώ να σου πω, και υπάρχουν επίσης πολλά, πάρα πολλά πράγματα που θέλω να μου πεις εσύ.’’ Έμεινε από πάνω της, κοιτώντας την και αναπνέοντας κοφτά και συγκροτημένα. Η στάση τους θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας σεξουαλικής περίπτυξης, με τα πόδια της ανοιχτά και αυτόν ανάμεσά τους. Η Άζρα έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Πολλές φορές, μια τακτική υποχώρηση μπορεί να είναι η μόνη διέξοδος. ‘’Μην με δώσεις’’, ακούστηκε τελικά, σαν ψίθυρος, ‘’και μην με ναρκώσεις’’. Ο Γουίλιαμ ανασηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση και την κοίταξε όρθιος, καθώς το δικό της σώμα είχε μείνει ακινητοποιημένο στην ίδια στάση. Όστερα της έτεινε το χέρι του. Η Άζρα κοίταξε το χέρι που πριν λίγο την κρατούσε ακίνητη, και πήρε μια βαθιά αναπνοή αβεβαιότητας αλλά και παραίτησης, ίσως λιγότερο προσποιητής από τις προηγούμενες. Σου έδωσε το χέρι της, και αυτός την ανασήκωσε τόσο ώστε να βρεθεί καθιστή, και ύστερα πέρασε το κλιπ στους καρπούς της χωρίς άλλη συζήτηση. Κατόπιν, την τράβηξε όρθια, και η Άζρα στάθηκε μπροστά του με σκυμμένο το κεφάλι και το μαντίλι στα μαλλιά της λυμένο να πέφτει στους ώμους της. Ο Γουίλιαμ έβαλε το χέρι

[115]


στην τσέπη του και από εκεί έβγαλε ένα μικρό ηλεκτρονικό πλακίδιο, το πάτημά του στο οποίο έκανε την πόρτα μπροστά τους να βγάλει έναν σφυριχτό ήχο, και να ανοίξει τα φύλλα της προς τα πάνω και προς τα κάτω. ‘’Πάμε’’, της είπε και την προσπέρασε, και η Άζρα γύρισε νωχελικά. Μπροστά από την πόρτα μπορούσε να διακρίνει μια αίθουσα σε χαμηλό φωτισμό με κάποια παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τπέθεσε πως θα βρισκόντουσαν σε κάποιο υπόγειο γκαράζ, από τα αναρίθμητα της πόλης. Ο Γουίλιαμ προχώρησε μπροστά και της έδειξε προς ένα σπορ αυτοκίνητο, με αρκετά αεροδυναμικό σχήμα, στις αποχρώσεις του σκούρου κόκκινου και με ασημί λεπτομέρειες. Σο περίβλημά του γυάλιζε στο χαμηλό φως, ενώ η μπροστινή του όψη ήταν στολισμένη με ένα ασημένιο μικρό αγαλματάκι που απεικόνιζε μια τίγρη σε επιθετικό ρεσάλτο. Σην κοίταξε που το παρατηρούσε με περιέργεια και συγκρατημένο θαυμασμό και χαμογέλασε. ‘’Είναι ότι πιο διακριτικό θα μπορούσαμε να έχουμε. Από τα πιο συνηθισμένα αυτοκίνητα του βόρειου τομέα, φοβάμαι, όχι κάτι το φοβερά ιδιαίτερο. Έχει μάλιστα και ενεργειακή αυτονομία για μερικές ώρες αν και πάντα πίστευα ότι δεν αξιοποιεί όσο θα μπορούσε την τεχνολογία του’’ Η Άζρα άκουσε την περιγραφή κάπως αδιάφορα. Ξαναμίλησε όταν αυτός την τοποθέτησε στην θέση του συνοδηγού και την βοήθησε να ξαναδέσουν το μαντίλι με τα δεμένα της χέρια γύρω από τα μαλλιά της. ‘’Ξέρεις όμως κάτι;’’, του είπε, καθώς το αυτοκίνητο έβγαζε ένα γλυκό μουρμουρητό και κινούσε αργά προς τα εμπρός. ‘’Παρακαλώ’’, απάντησε αυτός και ενεργοποίησε την λειτουργία του χειροκίνητου, πιάνοντας στα χέρια του ένα μικρό πηδάλιο που θα αντιστοιχούσε σε αεροσκάφος παρά σε επίγειο όχημα. ‘’΢ε ένα πράγμα έχεις πέσει πολύ έξω’’ Έμεινε για λίγο σιωπηλή, κοιτώντας στην άκρη ενός διαδρόμου την χλωμή ανταύγεια από την νυχτερινή πόλη. ΢κέφτηκε αρκετές φορές πριν πει τις επόμενες λέξεις της, αλλά τελικά της είπε, περισσότερο ίσως για να πάρει κάποια αντίδραση που θα την βοηθούσε να καταπολεμήσει την δική της ανασφάλεια. ‘’Δεν είστε, δεν είναι, έτοιμοι για ότι μπορούμε να σας φέρουμε. Δεν είστε καθόλου έτοιμοι, για αυτό που θα σας φέρουμε,......απόψε.’’

[116]


Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν έφερε καμία αντίδραση. Κοιτάζοντάς τον, τις μελετημένες και σίγουρες κινήσεις του, την επαγρύπνηση των αισθήσεών του, το εντελώς αινιγματικό αν και εκφραστικό πρόσωπό του, η Άζρα δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση, ούτε για τον ρόλο ούτε για τις προθέσεις του. Δεν ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος εμπιστοσύνης, άλλωστε ότι και αν ήταν εκείνη την στιγμή, ήταν ένας Προστάτης, και το ΢ώμα αυτό ήταν φτιαγμένο για ένα και μόνο σκοπό: Να προστατεύσει την πόλη του με κάθε κόστος, ιερείς και πολεμιστές μιας γεωγραφικής θρησκείας, εκπαιδευμένοι να είναι οι καλύτεροι στο σώμα και το πνεύμα για να επιτελέσουν αποτελεσματικά και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία το σκοπό τους. Η Άζρα είχε πολλές φορές ακούσει για αυτούς, για την τεχνολογία τους και την ικανότητά τους, για το συμβολισμό που είχε ο καθένας τους. Δεν είχε ποτέ της συναντήσει κανέναν, εκτός από εκείνη την νύχτα που είχε βρεθεί να την κυνηγάνε αλλά και να την προστατεύουν ταυτόχρονα. Σο βλέμμα του ξανθού άντρα, με την φονική αλλόκοσμη παλάμη επανερχόταν ξανά και ξανά στην σκέψη της, όπως και η αγέρωχη και σταθερή παρουσία του δικού της Προστάτη από αυτόν, που χωρίς να κουνήθεί καν τον γκρέμισε στα γόνατα σαν σκιάχτρο στον δυνατό άνεμο. ΋χι, για μια τέτοια κατάσταση και ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ούτε είχε εκπαιδευτεί ούτε είχε δασκαλευτεί να ακολουθήσει κάποιο σχέδιο. Ήταν έτοιμη για την ανάκρισή τους, ήταν έτοιμη για την ψυχολογική και σωματική τους βια, ήταν έτοιμη να υποστεί την οργή τους, αλλά δεν ήταν ποτέ έτοιμη να βρίσκεται δίπλα σε ένα αδέσποτό τους το οποίο ρίσκαρε την ζωή του για εκείνη. Είχε μόνο να αναλογιστεί τον ΢κοπό της, και με βάση αυτόν να πάρει τις επιλογές της. Μια από αυτές, μπορεί να περιλάμβανε και μια προσωρινή συμμαχία με τον πιο αναπάντεχο άνθρωπο. Σο σπορ αυτοκίνητό τους, συνηθισμένο στον βόρειο τομέα της άυπνης πόλης που τώρα περνούσε από δίπλα τους σαν ζωντανός οργανισμός με νέον φώτα και κινούμενα ρομποτικά μέλη, διέσχισε ένα φωταγωγημένο δρόμο με ήπια ταχύτητα, δημιουργώντας κοφτές ηλεκτρικές εκκενώσεις από τα σύρματα παροχής ενέργειας που αιωρούνταν μερικά μέτρα από πάνω τους. Μια δωδεκάδα από μικρές κεραίες συλλαμβάνανε το ηλεκτρικό ρεύμα και το διοχέτευαν στην μηχανή, που συνέχιζε να βγάζει ένα γλυκό και ήπιο γουργούρισμα. Η Άζρα κοίταξε την πολύχρωμη νυχτερινή πόλη με απάθεια. ΋χι την απάθεια ενός ανθρώπου που ζει και κινείται κορεσμένα στους δρόμους της, αλλά με την απάθεια ενός ανθρώπου που τυχαίνει να ξέρει, ή τουλάχιστον να ελπίζει,

[117]


ότι μέχρι το χάραμα, όλοι αυτοί οι δρόμοι θα ήταν παραδομένοι στις φλόγες και την καταστροφή. Σα γεγονότα είναι: Καθώς μια υπέργεια επιγραφή τους σηματοδοτούσε ότι ο Βόρειος Σομέας απείχε εικοσιπέντε μίλια και ότι με την ταχύτητα που κινούταν θα έφταναν εκεί σε δώδεκα λεπτά, πολλά μίλια μακριά τους η Νικόλ Άντερσον κοιτούσε το αυτοκίνητο του Έκτορα Φόνχαιμ που έφτανε με μεγάλη ταχύτητα μπροστά στα σκαλιά που ήταν καθισμένη. Αυτός κατέβηκε και την κοίταξε με διάχυτη νευρικότητα και ανυπομονησία. ‘’Λοιπόν;’’, της είπε κοφτά και έδειξε προς την είσοδο της πολυκατοικίας πίσω της. ‘’Λοιπόν τίποτα’’, του είπε αυτή κοιτώντας τώρα μια μικρή οθόνη, σαν να περίμενε κάποιο σήμα. ‘’Εσύ πίστευες ότι θα γύριζε σπίτι η Ντάιαμοντ; Αμφιβάλλω αν έχει την παραμικρή ανάμνηση από το σπίτι...βασικά από οποιοδήποτε σπίτι της.’’ Ο νεαρός γιατρός αναστέναξε, σαν να είχε πολλές προσδοκίες καθώς ερχόταν. Η πόρτα πίσω τους άνοιξε, και από αυτήν βγήκε ο Λιρόι, με μια ξινισμένη γκριμάτσα. ‘’Α, καλώς τον Φόνχαιμ’’, είπε κάπως ειρωνικά και στάθηκε στο ύψος που ήταν καθισμένη η Νικόλ, ρίχνοντας της μια κλεφτή ματιά. ‘’΢υγνώμμη αν σου διακόψαμε τον ύπνο απόψε’’, προσέθεσε κερδίζοντας ένα αγριεμένο βλέμμα και από τους δυο τους. Ο νεαρός γιατρός, κοντοκουρεμένος με ακρίβεια και χωρίς ίχνος από τρίχες στο πρόσωπό του, άνοιξε το στρογγυλό του στόμα με έκπληξη και θυμό. ‘’Δεν μπορεί να το χρεώνεις σε μένα; Αλήθεια; Σο χρεώνεις σε μένα;’’ Η Νικόλ σηκώθηκε όρθια με αργές κινήσεις. ΄΄Αλήθεια Λιρόι; Σο χρεώνεις σε αυτόν;’’ του είπε μισοκλείνοντας τα βλέφαρά της. Αυτός σήκωσε το χέρι του σαν να έδειχνε αδιαφορία και τους προσπέρασε, κοιτώντας προς τον άδειο δρόμο. Η Νικόλ έκανε ένα κατευναστικό νόημα προς τον Φονχάιμ, ο οποίος ήταν έτοιμος να συνεχίσει να διαμαρτύρεται. ‘’Έχουμε κάποια εξέλιξη;’’, τον ρώτησε. Αυτός επέμενε για λίγο να κοιτάει προς τον Λιρόι, που τους είχε γυρισμένη την πλάτη και κοιτούσε στο πουθενά, με τα χέρια στις τσέπες. Όστερα γύρισε προς το μέρος της, και πήρε ένα επαγγελματικό ύφος. ‘’Έχουμε στείλει φωτογραφίες σε όλα τα περιπολικά και οχήματα ασφαλείας. Έχω στείλει ηλεκτρονική αίτηση για πρόσβαση στις κάμερες δρόμου, αλλά αυτή ούτως ή

[118]


άλλως εκχωρείται μετά από μια ώρα περίπου. Έστειλα να ασφαλίσουν τον αεραγωγό στην ταράτσα και παρακολουθούμε όλα τα δωμάτια για οποιαδήποτε ύποπτη συμπεριφορά των υπόλοιπων τροφίμων. Επίσης, προσπαθούν αυτή τη στιγμή στα κεντρικά να ανασυνθέσουν όλη την απόδραση και για τους τρεις, μήπως λάβουμε κάποια πληροφορία για την αφορμή..’’ ΢το άκουσμα του τελευταίου ο Λιρόι ΜακΜπράιαν γύρισε προς το μέρος τους και περπάτησε επιθετικά προς τον νεαρό γιατρό. ‘’Είπαμε, να αφήσουμε τα κεντρικά μέχρι να βρούμε μια άκρη. Σι πάει να πει αφορμή; Είσαι γιατρός πανάθεμά σε, όχι ντεντέκτιβ. Έχεις ευθύνη των ασθενών σου’’ Ο Φονχάιμ πήρε μια στάση άμυνας και ρουθούνισε πεισματικά. ‘’Είναι και ευθύνη μου επίσης να ενημερώσω την Κεντρική Διοίκηση ότι έχει τρεις τροφίμους στο δρόμο, χωρίς προστασία ή επίβλεψη’’, είπε επιθετικά. ‘’Σο Διοικητικό ΢υμβούλιο, πρέπει να ενημερωθεί.’’ Ο Λιρόι έβαλε τα δάχτυλά τους στους κροτάφους του, σαν να άκουγε την μεγαλύτερη ανοησία του κόσμου. ‘’Φονχάιμ, την τρέλλα μου μέσα, είναι πολύ περασμένα μεσάνυχτα! Πως θα σε βοηθήσουν τώρα διοικητικά στελέχη και επιχειρηματίες; Είσαι με τα καλά σου; Έχεις τρεις ασθενείς, στο πόστο σου, στο δρόμο, και σε νοιάζει να είσαι τυπικός με το Διοικητικό ΢υμβούλιο; Αν θες να σώσεις τον εαυτό σου, τότε κοίτα να ασχοληθείς να τους βρούμε πριν η αναστάτωση φτάσει στα αυτιά τους!’’ ‘’΋πως είπες’’, είπε ο Φονχάιμ μέσα από τα δόντια του. ‘’Δεν είμαστε ντεντέκτιβ. Και επειδή λες για το πόστο μου, να σου θυμίσω ότι όλα αυτά έγιναν αφού έκανες την επίσκεψή σου στην Ντάιαμοντ. Αποτυχημένη, για ακόμα μια φορά. Ποιος ξέρει τι ανοησίες θα έκανες πάλι’’. Η Νικόλ ανασήκωσε τα φρύδια της με έκπληξη. Ο Φονχάιμ ήταν ένας συντηρητικός γιατρός, πολύ χαμηλότερα στην ιεραρχία, τυπική και άτυπη, από τον Λιρόι. Δεν συνηθιζόταν ούτε υπόνοια κριτικής, πόσο μάλλον ευθεία βολή στην δουλειά μεγάλων τομεαρχών, όπως ο συνεργάτης της. Από τη μια πλευρά αισθάνθηκε μια σιωπηρή ικανοποίηση από το θράσος του νεαρού, αλλά από την άλλη αναρωτήθηκε αν οι ανοησίες του Λιρόι ήταν πια τόσο προφανείς που ούτε η αυστηρή τυπικότητα δεν μπορούσε να τον προστατέψει. ‘’Μην με προκαλείς Φονχάιμ’’, του φώναξε αυτός, περισσότερο σαν να ήθελε να επιβάλλει την κυριαρχία του παρά να την δικαιούται. ‘’Η Ντογκσον και ο Λίθγκοου είναι αποκλειστικά δική σου ευθύνη’’

[119]


‘’Η Ντόγκσον και ο Λίθγκου, έφυγαν για να ψάξουν την Ντάιαμοντ’’, είπε αυτός πεισματάρικα. ‘’Αρχίδια’’, του έφτυσε ο Λιρόι και τον έδειξε με το δάχτυλο. ‘’Μην πεις άλλη κουβέντα’’, προσέθεσε απειλητικά. ‘’Πόσο συχνά έβγαινε η Ντάιαμοντ;’’, ρώτησε τελικά η Νικόλ, περισσότερο επειδή κατάλαβαινε ότι ο διαπληκτισμός τους δεν θα έβγαζε πουθενά. ΋ση ευχαρίστηση και αν της προκαλούσε ενδόμυχα. Ο νεαρός γιατρός έστρεψε αμέσως την προσοχή του σε αυτήν, σαν να ήθελε και ο ίδιος να ξεφύγει από την αυθόρμητη αυθάδειά του. ‘’Σις τελευταίες ημέρες, καθόλου, από επιλογή δική της. Πιο πριν, σίγουρα θα έβγαινε δυο φορές την εβδομάδα, αλλά γενικά προτιμούσε τον κήπο. Μην μπαίνεις όμως καν στον κόπο- έχω ήδη στείλει ανθρώπους στα μέρη που την πηγαίναμε ή που επέλεγε μόνη της.’’ ‘’Γαμημένοι ερασιτέχνες’’, μουρμούρισε ο Λιρόι και η Νικόλ του έριξε μια αιχμηρή ματιά. Ο Φονχάιμ φάνηκε να εκνευρίζεται με την σειρά του, αλλά συγκρατήθηκε, μην θέλοντας ακόμα μια σύγκρουση με τον Σομεάρχη, κάτι που μπορεί να ρίσκαρε ακόμα περισσότερο την δουλειά του. Άλλωστε, είχε ήδη αποφασίσει με ποιον τρόπο θα τον παρέκαμπτε. ‘’Σο μόνο που μένει είναι να ενημερώσουμε το ΢υμβούλιο’’, είπε ξανά, προσπαθώντας να ακουστεί τυπικός αλλά και ταυτόχρονα δηκτικός. Ο Λιρόι χτύπησε με δύναμη την γροθιά του στο μηρό του και προχώρησε απειλητικά προς το μέρος του. ‘’Σι

ακριβώς

δεν

καταλαβαίνεις

Φονχάιμ;

Δεν θα

ενημερώσουμε

κανένα

΢υμβούλιο, μέχρι να εξαντλήσουμε το ότι δεν μπορούμε να τους βρούμε! Έχω τρεις τρόφιμους, σε πλήρη φαρμακευτική αγωγή να περπατούν στο δρόμο μόνοι τους. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε που πέφτει ο Πύργος Μπλακ, πηγαίνουν στα χαμένα, είναι πιθανό να τους πατήσει κάποιο γαμημένο αυτοκίνητο! Δεν δραπέτευσαν εγκληματίες! Δεν αποτελούν κίνδυνο, είναι σε κίνδυνο!’’ Ο νεαρός γιατρός χαμήλωσε το βλέμμα του αλλά διατήρησε την στάση του σώματός του σταθερή. ‘’Η Ντάιαμοντ είναι εγκληματίας’’ Ο Λιρόι βρέθηκε τώρα μπροστά στο πρόσωπό του, και άρχισε να του φωνάζει σαν να ήθελε να τον δαγκώσει στην μύτη. ‘’Ηλίθιε, άχρηστε άνθρωπε, η Ντάιαμοντ δεν ξέρει ούτε το όνομά της! Κόψε τις μαλακίες, συγκεντρώσου και σκέψου που μπορεί να είναι τουλάχιστον οι δικοί σου!’’

[120]


Ο Φονχάιμ σκούπισε αργά δυο σταγόνες σάλιου που πετάχτηκαν από το στόμα του Λιρόι. ‘’Θυμάται να γουστάρει εσένα όμως’’, του είπε σιγανά. ‘’Αυτό ήταν’’, φώναξε αυτός και σήκωσε τη γροθιά του. Ο νεαρός γιατρός μαζεύτηκε και σήκωσε τα χέρια του να αποκρούσει το επερχόμενο χτύπημα, αλλά ήταν ένα σπρώξιμο της Νικόλ στον Λιρόι που το αποσόβησε. ‘’Κόφτε το’’, είπε αυστηρά, κοιτώντας την οθόνη της. ‘’Έχουμε θέαση της Ντάιαμοντ’’ Ο Λιρόι ξέχασε τελείως τον αυθάδη γιατρό και γύρισε προς το μέρος της προσπαθώντας να αρπάξει την συσκευή. ‘’Που;’’, φώναξε. Η Νικόλ τραβήχτηκε μαζί με την συσκευή και την ξαναέβαλε στην τσέπη του τζάκετ της. ‘’Νάιτβάιμπ’’, είπε κοφτά και άρχισε να προχωρά προς το αυτοκίνητο. Σο παράδειγμά της ακολούθησε βιαστικά ο Φονχάιμ, πατώντας το κοντρόλ να ανοίξουν οι πόρτες του δικού του. Ο Λιρόι έμεινε για λίγο ακίνητος και έκπληκτος. ‘’΢τον Ανατολικό Σομέα;’’, αναρωτήθηκε σαν να ρωτάει τον εαυτό του. ‘’Σι σκατά κάνει στον Ανατολικό Σομέα;’’ Περίπου την ίδια στιγμή, αρκετά μακριά αλλά σαφώς πιο κοντά στο σημείο που ένα περιπολικό έστειλε ειδοποίηση ότι βλέπει την Ντάιαμοντ, ο μικρός Νίκολας ένιωσε ένα χέρι να τον κρατάει από τον ώμο και να σταματάει τις αθόρυβες κινήσεις του στο σκοτάδι. Γύρισε και κοίταξε τον μυστηριώδη ξένο

που στεκόταν πίσω του και είχε

σταματήσει την σκοτεινή τους πορεία ανάμεσα στις σκιές. ‘’Πόσο μακριά είμαστε τώρα, από το σημείο που με είδες;’’, τον ρώτησε ψιθυριστά. Ο μικρός δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. ‘’Διακόσια μέτρα’’, του είπε. ‘’Ψραία’’,

μουρμούρισε

αυτός

και

πληκτρολόγησε

κάτι

σε

μια

συσκευή

ενσωματωμένη στο μανίκι του. ‘’Πάμε’’, του είπε και τον έσπρωξε απαλά. Ο Νίκολας ένιωσε την ανάγκη να ρωτήσει, αλλά υπάκουα συνέχισε να προχωράει προς τα εμπρός, πίσω από μια σειρά εγκαταλελειμένων κοντέινερ που ήταν παραταγμένα έξω από την αποθήκη σαν μουσειακά εκθέματα. Ούτε άκουσε, ούτε είδε τίποτα. Αν ήταν ακόμα μέσα στην αποθήκη όμως, ίσως να έβλεπε για μια μόνο στιγμή το διαστημόπλοιο του ξένου, καθώς τώρα αυτό έβγαινε από τον μυστήριο αόρατο μανδύα του. Για μια μόνο

[121]


στιγμή όμως, καθώς τώρα το περίεργου σχήματος σκάφος άρχισε να σπινθηρίζει σε ένα χορό από μικρά, κοφτά αλλά αστραφτερά τσαφ, σαν εκατοντάδες μικρές εκκενώσεις να συνεβαιναν ταυτόχρονα στο σκαρί του. Όστερα από αυτόν τον μικρό χορό των λάμψεων, αν υπήρχε κάποιος μάρτυρας θα το έβλεπε έκπληκτος μεγάλο κομμάτι του να αποσυναρμολογείται και να μετατρέπεται σε ένα σωρό από κομμάτια μέταλλου, γυαλιού και πλαστικού, σχεδόν ίδιων με το σωρό πάνω στον οποίο είχε πέσει. Αμέσως μετά όμως, ο ίδιος μάρτυρας θα καταλάβαινε γιατί ο μυστηριώδης ξένος περίμενε πρώτα για να απομακρυνθεί πριν ενεργοποιήσει αυτή την διαδικασία. Έξω από την αποθήκη, το πλήθος του κόσμου είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με την παρουσία της αστυνομίας, που είχε καταφτάσει για να τους απομακρύνει από αυτό που ήταν ‘’ιδιωτική περιουσία’’ και να τους συμβουλέψει να πάνε σπίτια τους γιατί ‘’δεν υπάρχουν εξωγήινοι’’. Κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να σπρώχνουν ένα ψηλό φράχτη με συρματόπλεγμα, μια κίνηση που αντιμετωπίστηκε με αυστηρότητα από την αστυνομία, που προειδοποίησε ότι η μη απομάκρυνσή τους θα οδηγούσε σε χρήση απωθητικών μέτρων. Βέβαια, ήταν πολύ λιγότεροι. Σο πλήθος μπροστά από την αποθήκη πρέπει να είχε

ήδη

φτάσει

τους

διακόσιους

ανθρώπους,

ίσως

και

παραπάνω,

άλλους

αποφασισμένους και άλλους απλώς περίεργους να δουν αν οι φήμες για εξωγήινο ήταν αληθινές. ΋λοι αυτοί, σε κάθε περίπτωση, έγιναν μάρτυρες, εκείνο το βράδυ, μιας κατάλευκης σαν το χιόνι λάμψης που βγήκε μέσα από την αποθήκη. Αντανακλαστικά, ολοι κοιτάξανε με περιέργεια προς το παράξενο φως, σαν νυχτερινά ζουζούνια, μόνο και μόνο για να πεταχτούν ξαφνιασμένοι, όταν την λάμψη συνόδεψε ένας δυνατός κρότος, σαν από κάποια ελεγχόμενη σε έκταση αλλά ισχυρή σε ένταση έκρηξη. Μετά το σάστισμα που για κάποιους κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό, μια ομάδα ανθρώπων έτρεξε προς το συρματόπλεγμα και το τράβηξε με δύναμη. Έπρεπε

να

μπουν μέσα. Εκείνη η νύχτα άλλωστε, για πάρα πολλούς, έμοιαζε ότι θα είναι ιστορική. Για κάποιους άλλους όμως, κρυμμένους μέσα στο πλήθος, η ιστορία είχε ήδη αρχίσει να γράφεται.

[122]


Πλάσματα της νύχτας

΢υγκεντρώσου. Όχι πάλι, δεν είναι δυνατόν. Άγνωστος δρόμος. Δυνατά φώτα. Αυτοκίνητα περνούν με μεγάλη ταχύτητα από δίπλα. Άνθρωποι με ρούχα με έντονα φωσφωριζέ χρώματα. Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη ατμό. ΢υγκεντρώσου. Ένας

άντρας

την

κοιτάει

από

μικρή

απόσταση.

Έχει

μια

γκριμάτσα

συγκατάβασης. Δεν φαίνεται απειλητικός, αλλά σίγουρα δεν τον ξέρει. Έχει τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Υοράει άσπρο παντελόνι και μαύρο σακάκι. Έχει χλωμό δέρμα στο πρόσωπο, αλλά σκούρα μαύρα μαλλιά. Έχει κατάμαυρα μάτια αλλά το λευκό γύρω τους είναι έντονο. Μοιάζει με γωνία από σκάκι. Ο ασπρόμαυρος άνθρωπος. Μα τι σκέφτεσαι τώρα; ΢υγκεντρώσου Ντάιαμοντ. Η Ντάιαμοντ στάθηκε στην μέση του πεζοδρομίου και κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να πιαστεί από κάτι που θα της θυμίζε το παραμικρό. ‘’Πάλι;’’ Η φωνή ήταν του άντρα που την κοίταζε, στεκόταν λίγο μπροστά της. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε με ένα μίγμα δισταγμού αλλά και προσδοκίας. ‘’Είσαι μαζί μου;’’,Η

φωνή της ακούγεται στα αυτιά της σαν να έρχεται από

μακριά. ‘’Πάλι τα ίδια; Σι είδους ερώτηση είναι αυτή;’’ ‘’Που είμαι;’’ Ο άντρας άνοιξε τα χέρια του σαν να αγκάλιαζε το χώρο. ‘’Νάιτβάιμπ γλυκιά μου! Νάιτβάιμπ! Σο μέρος που το πάρτυ δεν σταματά ποτέ. ΢ε αντίθεση με το κεφάλι σου, που σταματά αρκετά συχνά’’

[123]


Η Ντάιαμοντ ξεροκατάπιε και κοίταξε γύρω της. Παράλληλα με το δρόμο, παρατεταγμένα σαν σε διαγωνισμό, ήταν αρκετά νυχτερινά κέντρα με έντονα φώτα και ένα ψιθυριστό απόηχο δυνατής μουσικής να έρχεται από το εσωτερικό τους. Άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν από αυτά, ντυμένοι σε όλα τα πιθανά χρώματα. Ένας πολύχρωμος και πολύβουος κόσμος μέσα σε ένα αραιό, υγρό σύννεφο ατμού. Μπορούσε να μυρίσει διάφορα αρώματα και να αισθανθεί μια υπόγεια ένταση που ανέδιδε ο χώρος. Κοίταξε τον άγνωστο άντρα με άγχος. ‘’΢υγνώμμη δεν....δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ ούτε ποιος είσαι εσύ.’’ ‘’Βάλανε κατα λάθος dna από χρυσόψαρο στο μίγμα σου;’’ ‘’Ε;’’ ‘’Είσαι ελαττωματική από γέννα;’’ ‘’Δεν..ξέρω’’ ‘’Αα, δεν βαριέσαι’’, είπε αυτός και έκανε μια χειρονομία. ‘’Πάμε άλλη μια, δεν χάνουμε τίποτα. Με λένε ΢άλυ, είσαι η Ντάιαμοντ, σε περίπτωση που δεν το θυμάσαι ούτε αυτό’’. Σης έτεινε το χέρι του για χειραψία. Η Ντάιαμοντ άπλωσε το δικό της δειλά. ‘’΢άλυ;’’ ‘’΢άλυ’’ ‘’Δεν είναι γυναικείο όνομα το ΢άλυ;’’ ‘’Είσαι σε λούπα έτσι; Μόνο που την τελευταία φορά που μου το είπες με κορόιδευες και γελούσες. ΋χι, δεν είναι γυναικείο όνομα το ΢άλυ, γιατί στην πραγματικότητα είναι από το ΢άλιβαν. Με λένε Γκρεγκ ΢άλιβαν. Αλλά άγνωστες γυναίκες με αστεία μαλλιά και κενά μνήμης με φωνάζουν ΢άλυ’’. ‘’΢υγνώμμη’’, είπε αυτή ντροπαλά και ανακάτεψε λίγο τα μαλλιά της. ‘’Μπα, μην δίνεις σημασία. Γιατί να με θυμάσαι άλλωστε; Μήπως είμαι κάποιος που σε πήρε από το χεράκι και σε έβγαλε από το Μπεγκσκουέρ στο οποίο βολόδερνες σαν ζόμπι;’’ ‘’Σι;’’ Η Ντάιαμοντ τον πλησίασε σε μια έκλαμψη μνήμης. Σο Μπεγκσκουερ της φαινόταν αρκετά γνώριμο σαν όνομα. ‘’Ακριβώς. ΢ου έσωσα την ζωή, ούτε μισή ώρα πριν. Ευχαριστώ πολύ, δεν θα το θυμάται κανείς και αν σε ρωτήσουν θα κοιτάς σαν χάνος. Είναι η πιο ωραία ιπποτική ιστορία που γράφτηκε ποτέ, ένας άλλος παίρνει την αμνησιακή πριγκίπισσα και εγώ παίρνω τα κέρατα του δράκου για το τζάκι μου.’’.

[124]


‘’Ψ, σε παρακαλώ, πες μου λίγο, δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά...στο κεφάλι μου, δεν ξέρω’’ ‘’Καλά καλά, μην κάνεις την συναισθηματική τώρα!’’, είπε αυτός και την πλησίασε κάπως στοργικά. Η Ντάιαμοντ περισσότερο αντανακλαστικά από την γενικευμένη ανυσηχία της έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά το ζεστό του χαμόγελο την καθυσήχασε. ‘’Έλα τώρα’’, της είπε και ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι της. Η Ντάιαμοντ τον ένιωσε να ακουμπάει απαλά και προσεχτικά τα μαλλιά της με ανοιχτή την παλάμη του. ‘’Τπάρχει περίπτωση να μπλεχτεί το χέρι μου;’’, ρώτησε μετά και της έκλεψε ένα χαμόγελο. Σης έκανε νόημα με το δάχτυλο και προχώρησε δυο βήματα μέχρι την άκρη του πεζοδρομίου, όπου υπήρχε ένα μακρόστενο παγκάκι. Έκατσε και χτύπησε απαλά την θέση δίπλα του, για να κάτσει και εκείνη. Η Ντάιαμοντ το έκανε. ‘’Ψραία. Πάμε να κάνουμε μια επανάληψη γιατί έχασες το προηγούμενο επεισόδιο, τι λες;’’ Η Ντάιαμοντ έγνεψε καταφατικά. Είχε κάπως ανακτήσει την ψυχραιμία της και επιπλέον, ο άντρας που ονομαζόταν ΢άλυ της φαινόταν ασφαλής και χαριτωμένος. ‘’Ήσουν, πριν μισή ώρα περίπου, μόνη σου, και περπατούσες σαν χαμένη στο Μπεγκσκουερ. Σο Μπέγκσκουερ, όπως θα γνωρίζεις άλλωστε, δεν είναι μέρος για να περπατάς μόνη σου, σαν χαμένη. Αλλά εσύ ωστόσο το έκανες, οπότε ίσως δεν γνωρίζεις. ΋πως όμως ήταν στην πραγματικότητα λογικό, και η αλήθεια είναι ότι δεν βοηθάει και αυτό (στο σημείο αυτό έδειξε προς τα μαλλιά της) να περάσεις απαρατήρητη, αρκετοί από τους αξιαγάπητους κάτοικους του Μπεγκσκουερ σε βάλανε στο μάτι και διακριτικά στην αρχή, λιγότερο διακριτικά στην συνέχεια, σε πήραν στο κατόπι. ΋ταν εγώ σε είδα, ήσουν ήδη σε αρκετά δύσκολη θέση.’’ Η Ντάιαμοντ τον κοίταζε σαν να της εξιστορούσε ένα πραγματικό θρίλερ από τις ειδήσεις. ΢ίγουρα όχι κάτι που είχε συμβεί στην ίδια λίγο πριν. Προσπαθούσε να θυμηθεί αλλά σε κάθε προσπάθεια το κεφάλι της διαμαρτυρόταν. ‘’Δεν ξέρω αν οι κύριοι είχαν πρόθεση να σε κλέψουν ή να κόψουν τα μαλλιά σου για πουλόβερ ή κάτι χειρότερο. ΢ε κάθε περίπτωση και τα τρια μου φάνηκαν απαράδεκτα και έτσι...βουαλά. Ανέβηκες πρόθυμα στην μηχανή μου, απομακρυνθήκαμε, μου είπες ότι ζαλίζεσαι, σταματήσαμε, μου είπες ότι ήθελες να περπατήσεις, περπατήσαμε, άρχισες να μου λες διάφορα ακατάληπτα για εξωγήινους, τα άκουσα με προσοχή, με προειδοποίησες για αυτά τα ...μπλακ άουτ, όπως τα αποκάλεσες, παραξενεύτηκα, στο τέλος μου είπες ότι αυτό που θα ήθελες περισσότερο από όλα θα ήταν να πιείς ένα ποτό, σου πρότεινα το ΝάιτΒάιμπ, δέχτηκες, ανεβήκαμε πάλι στη μηχανή μου και...βουαλά ξανά. Μετά, όπως

[125]


προχωρούσαμε, σταμάτησες για λίγο και..τώρα κάθεσαι δίπλα μου και εγώ σου λέω ότι κάθεσαι δίπλα μου.’’ Η Ντάιαμοντ κούνησε το κεφάλι της με κάποιο θαυμασμό οτι όλα αυτά συνέβησαν στην ίδια. Σον ξανακοίταξε ερευνητικά, τον ασπρόαμυρο άνθρωπο που λέγανε ΢άλυ και προσπάθησε να τον θυμηθεί. ‘’Με βλέπεις πρώτη φορά στη ζώη σου, έτσι δεν είναι;’’, τη ρώτησε. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε με πείσμα. ‘’Περίμενε’’, του είπε και σηκώθηκε όρθια. ΢υγκεντρώσου. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό συνέχεια. Μπέγκσκουερ. Σο ξέρεις. Μπεγκσκουερ. Η Ντάιαμοντ έκλεισε τα μάτια με δύναμη και προσπάθησε να σκεφτεί, παρά τα κεντρίσματα από το εσωτερικό του κεφαλιού της που της απαγόρευαν την είσοδο. ‘’Εμμ...παθαίνεις μήπως πάλι το ίδιο; Γιατί αν είναι να κρατήσω σημειώσεις να μην στα επαναλαμβάνω κάθε τόσο..’’ ‘’Περίμενε!’’, του απάντησε αυτή κοφτά. Μπεγκσκουερ. ΝάιτΒάιμπ. Μπεγκσκουερ. Γιατί είσαι στο Μπεγκσκουερ; Σι σκατά είναι το Μπεγκσκουερ; Εντελώς ξαφνικά, μέσα σε ένα θολό χάος από σκόρπιες μουτζουρωμένες εικόνες, η Ντάιαμοντ βρήκε ένα μισάνοιχτο παράθυρο και το κλώτσησε δυνατά. Όστερα, ένα ρολό φιλμ ξετυλίχτηκε πίσω από τα μάτια της με μεγάλη ταχύτητα. ΢πίτι. Κάθαρμα. Μαριάν. Σαράτσα. Ντέσμοντ. Εξωγήινος. Έργα. Μπεγκσκουερ. ΢άλυ. Νάιτβάιμπ. ‘’Ναι!’’, φώναξε προς το πουθενά, μόνο για να τραβήξει ένα στιγμιαίο απορημένο βλέμμα ενός περαστικού ζευγαριού, που ύστερα κοίταξαν προς το μέρος του ΢άλυ που

[126]


τους χαμογέλασε ευγενικά. Η Ντάιαμοντ γύρισε και τον κοίταξε με τον ενθουσιασμό μιας απότομης ανακάλυψης. Σον έδειξε με το δάχτυλο. ‘’΢άλυ! Γκρεγκ ΢άλιβαν, αλλά σε φωνάζουν ΢άλυ. Και είναι γυναικείο. Έχεις μια μεγάλη μηχανή, που είναι μαύρη με άσπρη σέλα. ΢ε ρώτησα και γιατί είσαι ασπρόμαυρος, και μου είπες ότι το μαύρο είναι το αγαπημένο σου χρώμα. ΢ε ρώτησα για το άσπρο, και μου είπες, και το άσπρο. Εμφανίστηκες ενώ με κυνηγούσαν δυο άντρες. ΢το Μπεγκσκουερ. Ήταν βρώμικο και σκοτεινό, και ο χάρτης που είχα δεν με βοηθούσε καθόλου. Ήρθες δίπλα μου, με ρώτησες αν χρειάζομαι βοήθεια, ενώ έβλεπες ότι με κυνηγούσαν και έτρεχα. Μετά.....περίμενε. Μετά.....ω, γαμώτο.’’ ‘’Α, μην στεναχωριέσαι, εκεί ήμουν’’ ‘’Περίμενε!’’, του είπε πάλι και ξαναέκλεισε τα μάτια της. Ο ΢άλυ πήγε κάπως να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Ντάιαμοντ ξαναάνοιξε τα μάτια της με μια νέα ανακάλυψη. ‘’Σο βρήκα!’’ Ο ΢άλυ την κοίταξε περιμένοντας κάτι. ‘’Δεν έχω κενά μνήμης!’’, είπε αυτή με χαρά. ‘’Α, πολύ όμορφα’’, απάντησε αυτός σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. ‘’Γιατί, βλέπεις εγώ νόμιζα ότι, ξέρεις, έχεις κενά μνήμης’’. ‘’΋χι βλάκα, εννοώ ότι δεν έχω απώλεια μνήμης. Θυμάμαι ότι ήμουν στο Μπεγκσκουερ, θυμάμαι πριν από αυτό ότι ήμουν στο σπίτι του Ντέσμοντ, θυμάμαι ότι πήγα εκεί επειδή έφυγα από το σπίτι μου, θυμάμαι ότι έφυγα από το σπίτι μου επειδή είχα μια πολύυ άσχημη ιστορία χωρισμού’’ ‘’Ναι, ναι, μου τα ξαναείπες, κάτι για ένα Κάθαρμα, την νέα του γκόμενα, την γάτα....’’ ‘’Ο Σίγρης!’’ είπε αυτή με ενθουσιασμό. ‘’Ναι. Ο Σίγρης’’ ‘’Βλέπεις λοιπόν;’’ ‘’Σι;’’ ‘’Δεν έχω απώλεια μνήμης! Έχω διακοπές μνήμης. ‘’ ‘Ο ΢άλυ την κοίταξε απορημένος. ‘’Θες να καταλήξεις κάπου;’’ ‘’Ναι! Πρόσεξε: Υεύγω από το σπίτι, είμαι σε μεγάλη ταραχή, ωπ, κενό. Μετά βρίσκω τον Ντέσμοντ, πηγαίνω προς το Μπεγκσκουερ, με κυνηγάνε δυο άντρες, είμαι

[127]


σε μεγάλη ταραχή, ωπ, κενό. Σο βλέπεις; ΋ποτε είμαι για οποιοδήποτε λόγο σε μεγάλη ταραχή, κάτι παθαίνω και δημιουργείται ένα κενό. Λειτουργώ, δεν πέφτω σε κάποιο κώμα ή κάτι τέτοιο, αλλά απλώς δεν καταγράφω. ΢ταματάει το φιλμ να καταγράφει. Δεν είναι απώλεια, απλά δεν αποθηκεύω εκείνη την ώρα.’’ Σον κοίταξε με χαρά. ‘’Ευτυχώς που δεν είσαι χειρουργικό ρομπότ λοιπόν’’, είπε αυτός σκωπτικά. Η Ντάιαμοντ του έκανε μια γκριμάτσα. Όστερα σοβάραψε πάλι απότομα. ‘’Αλλά για περίμενε όμως.’’ είπε ξύνοντας το κεφάλι της. ‘’Αν μια ο χωρισμός και δυο το κυνηγητό στο Μπεγκσκουερ.....τώρα γιατί κόλλησα πάλι; Σι με τάραξε τώρα;’’ Ο ΢άλυ την κοίταξε κάπως ένοχα, και ύστερα κοίταξε γύρω του σαν να παρίστανε έναν αδιάφορο με την συζήτησή τους άνθρωπο. ‘’΢άλυ;’’ Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε με περιέργεια. ‘’Παρακαλώ’’ ‘’Γιατί βρέθηκα σε ταραχή μόλις τώρα;’’ ‘’Γιατί είσαι αρκετά κουρασμένη;’’ ‘’΋χι ΢άλυ, δεν είμαι αρκετά κουρασμένη’’ ‘’΍χου....’’ Ο ΢άλυ σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε δίπλα της. Είχε μια έκφραση ντροπής στο πρόσωπό του. ‘’Είναι το ΝάιτΒάιμπ!’’, είπε δείχνοντας ξανά γύρω του. ‘’Και τι πάει να πει αυτό;’’ Αυτός γύρισε απότομα και έδειξε προς το μέρος της, ξαφνιάζοντάς την. ‘’Α-χα! Αυτό ακριβώς με ρώτησες. Σι είναι το ΝάιτΒάιμπ. Και εγώ σου απάντησα. Αυτό ήταν όλο! Σώρα γιατί εσύ έπαθες ταραχή, αυτό είναι δικό σου θέμα τελείως, δεν νομίζεις;’’ Η

Ντάιαμοντ

κούνησε

το

κεφάλι

της

σαν

να

ήθελε

να

αποτινάξει

τα

ακαταλαβίστικα λόγια του. ‘’Και τι είναι το ΝάιτΒάιμπ;’’ Ο ΢άλυ ξεφύσηξε και σχημάτισε ένα ψεύτικο χαμόγελο. ‘’Ψραία.. Πάμε πάλι, αλλά αν πάλι κολλήσεις, είναι δικό σου θέμα. Θα σε παρατήσω και θα φύγω, θα αφήσω ένα σημείωμα που θα λέει ότι είσαι μαιμού και ότι το έσκασες από τον ζωολογικό κήπο’’ ‘’...’’ ‘’Λοιπόν. Σο ΝάιτΒάιμπ, είναι το μέρος που....το μέρος που οι άνθρωποι...έρχονται να....να γνωριστούν καλύτερα.’’ Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε με μια γκριματσα απορίας.

[128]


‘’Να ζευγαρώσουν!’’, φώναξε αυτός. ‘’Να κάνουν σεξ! Ο ατμός, η ατμόσφαιρα, τα μαγαζιά, τα ποτά, είναι, πως να στο πω, είναι η γωνιά της πόλης που έρχεσαι για να κάνεις σεξ.’’ Αυτή πήρε μια γκριμάτσα έκπληξης. ‘’Να κάνεις σεξ; Εννοείς να βρεις άνθρωπο να κάνεις σεξ;’’ ‘’Ε, κοίτα, είναι απαραίτητο να βρεις κάποιον για να κάνεις σεξ. Καλά, όχι τόσο απαραίτητο, αλλά ας πούμε ότι θες να κάνεις αυτήν την συγκεκριμένη εκδοχή. Αλλά το ΝάιτΒάιμπ, τα μαγαζιά του ΝάιτΒάιμπ δεν σου παρέχουν μόνο την δυνατότητα να βρεις κάποιον, σου παρέχουν και το χώρο. Κάθε μπαρ έχει δυο με τρεις ορόφους με δωμάτια κάθε επιλογής και για κάθε γούστο....’’ ‘’Άρα, με ένα τρόπο, πληρώνεις για το σεξ;’’ ‘’Δεν πληρώνεις για το σεξ, δηλαδή πληρώνεις αλλά όχι για το σεξ, αυτό το κερδίζεις...α, χέστο. Ναι, πληρώνεις για το σεξ.’’ Η Ντάιαμοντ κοίταξε για άλλη μια φορά γύρω της, με νέα μάτια. Οι χαρούμενοι, εκκεντρικά ντυμένοι άνθρωποι, με τα έντονα χρώματα και τα εντυπωσιακά κουρέματα, τα δυνατά φώτα, ο ψίθυρος μιας δυνατής μουσικής, η μυρωδιά από αλκοόλ αναμεμιγμένη με λαγνεία, ο υγρός και ζεστός ατμός που έβγαινε θαρρείς από τις χαραμάδες των δωματίων. Όστερα κοίταξε τον ΢άλυ, που διατηρούσε μια αμήχανη στάση σώματος, γούρλωσε τα μάτια της και έπνιξε ένα κοφτό γέλιο. ‘’Άρα με έφερες εδώ για.....με έφερες εδώ για να κάνουμε σεξ;’’, τον ρώτησε, όχι όμως ιδιαίτερα επιθετικά. Σο ότι κάτι τέτοιο της είχε δημιουργήσει ένταση και μπλακ άουτ της φαινόταν ακόμα πιο αστείο. Ο ΢άλυ πήρε μια γκριμάτσα διαμαρτυρίας. ‘’Δεν είπα ποτέ ότι θα κάναμε σεξ, εγώ και εσύ’’, φώναξε και το χλωμό του πρόσωπο απέκτησε δυο κόκκινες αποχρώσεις, μια σε κάθε μάγουλο. Η Ντάιαμοντ το θεώρησε διασκεδαστικό. ‘’Με έφερες στο ΝάιτΒάιμπ, μια κοπέλα που θα μπορούσε να έχει αμνησία ή κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα, για να με πηδήξεις; Δεν σε πιστεύω, το θράσος σου’’ Ο ΢άλυ χτύπησε τα δάχτυλά του νευρικά. Άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Ντάιαμοντ τον πρόλαβε. ‘’Δηλαδή πόσο χοντρά μου την έπεσες, για να με φέρεις σε τέτοια θέση;’’ ‘’Δεν σου την έπεσα!’’, φώναξε αυτός χτυπώντας το ένα του πόδι στο πεζοδρόμιο. Όστερα γύρισε απότομα την πλάτη του και κάθισε στο πεζοδρόμιο. ΢το ακριβώς απέναντι τετράγωνο, χωρίς να υποπέσι επ’ουδενί στην προσοχή τους, ο αστυνομικός

[129]


ενός περιπολικού κοίταξε τα μαλλιά της Ντάιαμοντ και ύστερα μεγένθυνε μια φωτογραφία που του είχαν στείλει από την Ασφάλεια στο ΢άικεντ. ΢κούντησε τον συνοδηγό του και την έδειξε. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν χαρακτηριστικά προσώπου, αλλά ένας ακατάσχετος θύσανος από καστανοκόκκνα μαλλιά τους έκανε σίγουρους για το πρόσωπο που έβλεπαν. Αμέσως, έστειλαν σήμα προς τους υπεύθυνους του ΢άικεντ και το περιπολικό κινήθηκε με πολύ αργή ταχύτητα προς το μέρος τους. Κάτω από την φωτογραφία της Ντάιαμοντ, υπήρχε μια ιδιαίτερα σαφής και επεξηγηματική οδηγία, την οποία μάλιστα επανέλαβε ο συνοδηγός. ‘’Κατάσταση: Χυχική αστάθεια, στερητικό σύνδρομο ισχυρής φαρμακευτικής αγωγής. Πιθανή απώλεια μνήμης, αποπροσανατολισμός, αδυναμία συννενόησης. Εξαιρετικά εύθραστη- πιθανά ξεσπάσματα άγχους, αυτοκαταστροφική, κίνδυνος για τον εαυτό της. Οδηγία μη χρήσης βιας με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο. Ακολουθείστε εναλλακτικές οδούς περιορισμού.....’’ ‘’Μαλακίες’’, μουρμούρισε ο οδηγός, ένας μεσήλικας με αραιό μαλλί αλλά καλοδιατηρημένη κορμοστασιά και μεγάλα μπράτσα. Ο συνοδηγός του, αρκετά νεότερος και αρκετά μικρότερος σε μέγεθος σήκωσε τους ώμους του, σχεδόν αδιάφορα. ‘’Πες τους να έρθουν για εξακρίβωση στοιχείων’’, μουρμούρισε. Ακριβώς απέναντι, η Ντάιαμοντ έδειχνε με το δάχτυλο έναν εξοργισμένο ΢άλυ που διαμαρτυρόταν δυνατά. Εκείνος πρώτος είδε το περιπολικό να πλησιάζει, και μόνο το εκ νέου χλώμιασμα του προσώπου του έκανε την Ντάιαμοντ να κοιτάξει και εκείνη. Ξεροκατάπιε κάπως αγχωμένη, περισσότερο όμως επειδή ένιωσε την ταραχή που εξέπεμπε ο ασπρόμαυρος άντρας. Σο περιπολικό σταμάτησε μπροστά τους, και το τζάμι του οδηγού κατέβηκε αργά. Ο αστυνόμος Φάρβει, όπως ανέγραφε σε ένα ασημί πλακίδιο στον ώμο του, τους κοίταξε με ένα χαμόγελο. ‘’Καλησπέρα παιδά’’, είπε. Σα ‘παιδια΄’ έμειναν σιωπηλά και κάπως αμήχανα. Η Ντάιαμοντ τελικά μουρμούρισε μια καλησπέρα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον ΢άλυ, που φαινόταν ειλικρινά τρομαγμένος, ενώ μάλλον προσπαθούσε να παριστάνει το άγαλμα. Ο αστυνόμος έγειρε ελαφρώς το κεφάλι του προς τα έξω. ‘’΢υγνώμη για αυτό τώρα, αλλά μήπως θα μπορούσα να δω κάποια ταυτότητα;’’

[130]


Η Ντάιαμοντ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω και πιο κοντά προς τον ΢άλυ, που καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Ακουσε την φωνή του, να βγαίνει μέσα από τα δόντια του. ‘’Δεν μου είπες ότι σε κυνηγάει η αστυνομία’’, της είπε. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε στιγμιαία έκπληκτη και ύστερα ξαναγύρισε προς τον αστυνομικό. ‘’Δεν με κυνηγάει η αστυνομία’’, διαμαρτυρήθηκε, με τον ίδιο τρόπο. ‘’Σότε γιατί μας ζητάνε ταυτότητες; Έχεις ταυτότητα;’’ ‘’΋χι, δεν έχω ταυτότητα. Έφυγα βιαστικά από το σπίτι, θυμάσαι; Εσύ δεν έχεις ταυτότητα να τους δώσεις; Μας κοιτάει! Γιατί κάνουμε σαν να είμαστε εγκληματίες;’’ ‘’Ούτε

εγώ

έχω

ταυτότητα’’,

της

είπε

ψιθυριστά,

προσπαθώντας

να

μην

ανοιγοκλείνει το στόμα του καθόλου. Η Ντάιαμοντ παρατήρησε ότι το χαμόγελο του αστυνόμου έσβηνε. Σου χαμογέλασε ψεύτικα και έκανε πως ψάχνει τις τσέπες της. ‘’Και τώρα τι κάνουμε; Γιατί δεν έχεις ταυτότητα;’’ ‘’Γιατί δεν έχω ταυτόητα. Γενικά. Είμαι Παράνομος’’ ‘’Σι εννοείς παράνομος;’’ ‘’Εννοώ όχι νόμιμος’’ ‘’Είναι ώρα για αστεία;’’ ‘’Σι ώρα είναι;’’ Η Ντάιαμοντ συνέχισε να χαμογελάει αμήχανα και ψεύτικα και να προσπαθεί να βρει κάτι στις τσέπες της. Ο ΢άλυ την σκούντηξε με τον αγκώνα. ‘’Ίσως πρέπει να τρέξουμε. Σι λες και εσύ;’’ Η Ντάιαμοντ γύρισε και τον κοίταξε με έκπληξη. ‘’Σι;’’ ‘’Να φύγουμε. Να τρέξουμε. Να την κοπανήσουμε’’ ‘’Που να τρέξουμε;’’ ‘’Δεν ξέρω, δεν ξέρω την περιοχή καλά. Σι λες για το στενό πίσω μας;’’ Πριν προλάβει να απαντήσει, η φωνή του αστυνομικού της έκοψε τα πόδια. ‘’Είστε με τα καλά σας;’’, τους είπε, έχοντας βγάλει όλο το κεφάλι του απ’έξω. ‘’΢ας ακούω τόση ώρα, είστε τρελλοί ή κάτι τέτοιο;’’ Η Ντάιαμοντ και ο ΢άλυ δεν το είδαν, αλλά ο συνοδηγός έγνεψε καταφατικά στην ερώτηση του συνεργάτη του. ‘’Ελάτε εδώ!’’, τους πρόσταξε και έκανε να ανοίξει την

[131]


πόρτα του σκούρου μπλε αυτοκινήτου. Ο ΢άλυ ακούμπησε τώρα την Ντάιαμοντ απαλά και ιπποτικά στην πλάτη. ‘’Κυρία μου. Πάμε;’’, την ρώτησε με την απάντηση να είναι προφανής. Η Ντάιαμοντ τους κοίταξε εναλλάξ. ‘’Πάμε’’, απάντησε, και ο ΢άλυ τινάχτηκε προς το στενό πίσω τους, παρασέρνοντας την. Η Ντάιαμοντ τον ακολούθησε ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα πίσω, παρατηρώντας ότι ο αστυνομικός ήταν αποσβολωμένος από την ενέργειά τους αυτή. ‘’Κοίτα μην πάθεις πάλι επιληψία τώρα!’’, της φώναξε ο ΢άλυ, που έτρεχε κάπως ατσούμπαλα και αστεία. Η Ντάιαμοντ σκέφτηκε να του υπενθυμίσει ότι η πάθησή της δεν είχε σχέση με την επιληψία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ούτε η ίδια την παραμικρή ιδέα για την κατάστασή της και τα αίτιά της. Σον ακολούθησε στο στενό, προσπαθώντας να κρατήσει την συγκέντρωσή της και όσο γινόταν την ψυχραιμία της. Έριξε μια ματιά προς τα πίσω και το περιπολικό δεν ήταν πια εκεί. Ο ΢άλυ φρέναρε απότομα, λίγο πριν βγουν στην άλλη άκρου του στενού και σε έναν ακόμα κεντρικό δρόμο του ΝάιτΒάιμπ. Έπεσε πάνω στην πλάτη του, και οι δυο τους έκαναν μερικά βήματα μέχρι να βρουν την ισορροπία τους. Όστερα, είδε γιατί ο ασπρόμαυρος άντρας είχε σταματήσει τόσο απότομα. Σο περιπολικό ήταν ήδη εκεί, έχοντας κάνει τον μισό κύκλο του τετραγώνου. Αναμενόμενο, στην πραγματικότητα. Ο αστυνόμος τώρα άνοιξε την πόρτα του και το χέρι του ακουμπούσε ήδη σε κάτι που έμοιαζε με τέιζερ. ‘’Είστε εντελώς παλαβοί;’’, τους φώναξε. ‘’Αυτό είναι αντίσταση κατά της αρχής, εγώ σας ζήτησα να δω τις ταυτότητές σας!’’ Ο ΢άλυ πήρε πάλι ένα συνομωτικό ύφος, και έσπασε το στόμα του ώστε να μιλάει πάλι μέσα από τα δόντια. ‘’Και τώρα;’’, την ρώτησε. ‘’Πάλι πίσω;’’ Η Ντάιαμοντ είδε το πρόσωπο του αστυνόμου να κοκκινίζει από θυμό. ‘’΢Α΢ ΑΚΟΤΨ!’’ φώναξε αυτός έξαλλος. ‘’Νομίζετε ότι είναι παιχνίδι;’’ ‘’Υαντάζομαι πως ναι’’, μουρμούρισε με την σειρά της, απευθυνόμενη όμως στον ΢άλυ. Αυτός χαμογέλασε, έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον έκπληκτο αστυνόμο και άρχισε να τρέχει πάλι προς τα πίσω. Η Ντάιαμοντ ξεκίνησε μετά από μερικές στιγμές,

[132]


αφού πρώτα έριξε ένα συγκαταβατικό βλέμμα στον αστυνόμο, σαν να ήθελε στην πραγματικότητα να του ζητήσει συγνώμη για την αναστάτωση και την ταλαιπωρία. ΋ταν είχαν πια γυρίσει και οι δυο την πλάτη τους, ο αστυνόμος Φάρβει χτύπησε το πόδι του με εκνευρισμό στο πεζοδρόμιο και κοίταξε τον συνάδελφό του, βγάζοντας το τέιζερ από την τσέπη. Εκείνος ωστόσο φαινόταν συγκεντρωμένος προς την οθόνη πλοήγησης του αυτοκινήτου, έχοντας ένα ακουστικό στο αυτί και σοβαρό βλέμμα. ‘’Μα τι κάνεις;’’, του φώναξε έξαλλος. ‘’Κατέβα!΄’ Ο άντρας σήκωσε την παλάμη του, κάνοντας του ένα σήμα να σταματήσει. Σην ίδια στιγμή, ο ΢άλυ οδήγησε την Ντάιαμοντ σε μια πόρτα, περίπου στο κέντρο του στενού, άδειου πεζόδρομου που στην πραγματικότητα λειτουργούσε ως έξοδος για το κτίριο. Ο αστυνόμος Φάρβει πλησίασε ξανά το περιπολικό, ρίχνοντας μια οργισμένη ματιά στους φυγάδες. Κοίταξε τον συνάδελφό του μέσα από το παράθυρο με περιέργεια και θυμό. ‘’Σι σκ-‘’ Ο άλλος άντρας έβγαλε το ακουστικό από το αυτί και έβγαλε από την δική του πλευρά το τιμόνι για χειροκίνητη λειτουργία. ‘’Μπες μέσα. Άστους, χέστους, στείλαμε ειδοποίηση ούτως ή άλλως στους τρελλογιατρούς του ΢άικεντ, θα έρθουν με το δικό τους προσωπικό και θα τους μαζέψουν. Μπες μέσα’’ ‘’Σι σκατά έγινε πάλι;’’ ‘’Ζητούν ενισχύσεις στην παλιά Βιοτεχνική περιοχή. Έχει μαζευτεί πλήθος έξω από μια αποθήκη που κάτι έγινε, δεν κατάλαβα ακριβώς, και θέλει λέει να δει έναν εξωγήινο’’ ‘’Σι μαλακίες’’, αναστέναξε ο Φάρβει. ‘’Πάλι εξωγήινοι; Πάλι ούφο και μαλακίες; Βαρέθηκα’’, συμπλήρωσε και μπήκε απρόθυμα στο αυτοκίνητο. Όστερα, με το πάτημα ενός κουμπιού η οροφή άρχισε να αναβοσβήνει σε κόκκινες και πορτοκαλί αποχρώσεις και το αυτοκίνητο άρχισε να εκπέμπει ένα στρίγγο τσίριγμα, που λειτουργούσε σαν ειδοποίηση για να αδειάσει η κυκλοφορία στο πέρασμά του. Σην ίδια στιγμή, η Ντάιαμοντ και ο ΢άλυ έφτασαν στην κεντρική αίθουσα ενός καταστήματος, πιστεύοντας ακόμα ότι τους κυνηγούν. Η Ντάιαμοντ έβαλε τα χέρια στα γόνατά της, και ο ΢άλυ σταμάτησε να τρέχει, κοιτώντας γύρω τους. Δεκάδες ζευγάρια μάτια τώρα τους κοιτούσαν περίεργα, αλλά

[133]


μόνο για μερικά δευτερόλεπτα, πριν επικεντρωθούν ξανά σε αυτό που έκαναν. Είχαν βρεθεί σε ένα νυχτερινό μπαρ-ρεστοραν, έναν καλοστημένο και κάπως ακριβό στην όψη χώρο, με φοσφωριζέ τραπέζια, καρέκλες σε σχήμα φτέρνας και μια σειρά από λάμπες λευκού φωτός που έπεφταν από το ταβάνι από λεπτά σίδερα σαν ασσύμετρες λεπίδες. Η Ντάιαμοντ κοίταξε γύρω της με περιέργεια. Από πίσω της ακριβώς, ευθεία μπροστά από τους θαμώνες που έπιναν διάφορα πράσινα και πορτοκαλί ποτά σε ψηλά γυάλινα ποτήρια και τρώγανε διάφορα περίεργα σνακ, ολόκληρος ο τοίχος ήταν μια γιγαντοθόνη, διαχωρισμένη σε διάφορα μικρότερα τετράγωνα που προβάλλανε διάφορες εκπομπές. ΢το κεντρικό, μεγαλύτερο παραλληλόγραμμο της οθόνης, η Ντάιαμοντ είδε ένα βίντεο που της φάνηκε γνώριμο. Ήταν ακόμα μια ερασιτεχνικού χαρακτήρα λήψη, όπου ακολουθούσε ένα κάπως εξαγριωμένο πλήθος προς ένα συρμάτινο φράχτη, μπροστά από την παλιά αποθήκη που είχε ξαναδεί, με την μεγάλη, μυστήρια τρύπα στην οροφή της. Μόνο που τώρα μπορούσε να διακρίνει ένα λεπτό αραχνούφαντο πέπλο καπνού, που αναδυόταν από αυτήν αλλά και από τα σπασμένα παράθυρα στα πλευρά της. ΋πως επίσης μπορούσε να διακρίνει και μια κάπως φοβισμένη και νευρική ανθρώπινη αλυσίδα από αστυνομικούς, μπροστά στον φράχτη της αποθήκης, να φωνάζει για ψυχραιμία, μια κατάσταση που δεν φαινόταν να χαρακτηρίζει το πλήθος. Ο ΢άλυ την πλησίασε κάπως αγχωμένος, κοιτώντας προς τον διάδρομο που τους είχε φέρει στην αίθουσα, περιμένοντας να δει τον αστυνομικό να τους κυνηγάει με το τέιζερ. Σην ακούμπησε στον ώμο για να την τραβήξει να συνεχίσουν, αλλά εκείνη έδειξε προς την οθόνη, με το βλέμμα της κολλημένο σε αυτήν. ‘’Εκεί. Εκεί θέλω να με πας’’, του είπε. ‘’Α, ωραία’’, έκανε αυτός κάπως λαχανιασμένος. ‘’Ξεχνάς ποιος είμαι, αλλά τον εξωγήινο, τον θυμάσαι. Κυκλοφορείς στο Μπεγκσκουέρ ψάχνοντας για προβλήματα, αλλά τον εξωγήινο τον θυμάσαι. Άκουσε με, παράξενο κορίτσι μου, έχω δει δέκα τέτοιες ειδήσεις, μόνο το τελευταίο εξάμηνο. ΋λος ο κόσμος ψάχνει εξωγήινους και άγγελους της αποκάλυψης, δεν είναι πρώτη φορά. Μην τσιμπάς’’ Η Ντάιαμοντ έστριψε προς το μέρος του, τον έπιασε από τον γιακά απαλά και τον κοίταξε στα μάτια. ‘’Πήγαινε με εκεί. Ξέρεις πως να με πας;’’ Ο ΢άλυ έγνεψε καταφατικά, αν και φανερά απρόθυμα.

[134]


‘’Για την ώρα, έχουμε την αστυνομία από πίσω μας. Αν τους χάσουμε, ευχαρίστως να σε πάω όπου θες, αφού φαίνεται ότι η προοπτική ενός ποτού πήγε περίπατο. Και τώρα, αν είσαι έτοιμη....’’. Σης έδειξε προς την άλλη μεριά του καταστήματος. Η Ντάιαμοντ ξεκίνησε να προχωράει, κοιτώντας με περιέργεια τους θαμώνες που τώρα ήταν αδιάφοροι για την παρουσία του λαχανιασμένου ζευγαριού, αλλά και ένα ρομποτικό ομοίωμα, που κινούταν πάνω σε μια λεπτή ράγα ανάμεσα στα τραπέζια και συγκρατούσε ένα πλατύ δίσκο περίπου στην μέση του, γεμάτο ποτήρια με ένα κοκκινωπό και κάπως φωσφωριζέ υγρό, μέσα στο οποίο επέπλεαν πράσινες ελιές. Παρατήρησε για μια στιγμή τις μηχανικές κινήσεις του, και δεν μπορούσε να μην σκεφτεί πόσο έμοιαζαν με τις μηχανικές κινήσεις των ανθρώπων στα τραπέζια: γουλιά, μπουκιά, κάποια πρόταση, γουλιά, μπουκιά, κάποιο χαμόγελο. ΢ε εκείνο περίπου το σημείο, με μια νέα ενόραση που είχε προκαλέσει το βίντεο από την αποθήκη και το πλήθος που εξαγριωμένο ζητούσε επαφή με τον εξωπλανητικό επισκέπτη, στο μυαλό της Ντάιαμοντ καταλάγιασε όλη η σκόνη και η αλυσίδα γεγονότων ξαναπέρασε από μπροστά της, με έναν ακόμα κρίκο που ωστόσο ήταν και ο πιο καθοριστικός. Κάθαρμα. Σαράτσα. Αστρικά αυτοκίνητα. Ντέσμοντ. Εξωγήινος. Μπέγκσκουερ. ΢άλυ. ΝάιτΒάιμπ. Θάνατος. Η Ντάιαμοντ κοντοστάθηκε, με ένα ρίγος να την διαπερνά στην θύμιση του απώτερου σκοπού της για εκείνη την νύχτα. Η Ντάιαμοντ θυμήθηκε ότι το ξημέρωμα που ερχόταν, ήταν το σημείο που είχε αποφασίσει ότι θα βάλει τέλος στην ζωή της. Κοίταξε τον ασπρόμαυρο ΢άλυ που την προσπέρασε με το νευρικό και κάπως άχαρο περπάτημά του και αναστέναξε γλυκόπικρα. Μια βαριά μελαγχολία γύρισε στο στήθος της και έκατσε σαν υπέρβαρο κλωσσόπουλο σε ξένη φωλιά. Από το φόβο της μην πάθει κάποιο καινούριο μπλακ άουτ, χαστούκισε τον εαυτό της και τον ακολούθησε, τραβώντας ένα στιγμιαίο μα αδιάφορο βλέμμα από μια αφύσικα ψηλόλιγνη κοπέλα, που φορούσε ένα τριγωνικό μωβ καπέλο και ένα ζευγάρι μεγάλα σκουλαρίκια που απεικόνιζαν σχήματα από γαλαξίες. Σα γεγονότα είναι:

[135]


΢ε εκείνο το σημείο, ο ΢αμ Υρίντμαν άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του, και τα κράτησε ανοιχτά παρά το έντονο φως. Με ψυχραιμία πήρε μερικές αναπνοές για να ‘’αισθανθεί’’ το σώμα του, αντιλαμβανόμενος ένα βαρύ μούδιασμα σε όλα του τα άκρα και μια έντονη αίσθηση αδυναμίας, σαν να του είχαν τραβήξει με κάποια αντλία ένα ποσοστό της ζωτικότητάς του. Άφησε την όρασή του να επανέλθει αργά και διέκρινε τις λευκές, ημιδιάφανες κουρτίνες τις οποίες θυμόταν από τα δωμάτια ανάρρωσης και αποκατάστασης του ανακαινισμένου κέντρου εκπαίδευσης και διοίκησης του σώματος των Προστατών. Είδε δίπλα του διάφορα μόνιτορ με ενδείξεις για την υγεία του και την λειτουργία των οργάνων του, όπως και ένα αθόρυβο καταγραφικό που έφτυνε μια συνεχιζόμενη λευκή κόλλα με διάφορες μετρήσεις, η οποία σχημάτιζε ένα ρολό. Όστερα, γύρισε από την άλλη πλευρά, και αμέσως αναγνώρισε τα έντονα ζυγωματικά, το κοντό μαύρο μαλλί με τις δυο ασημένιες τούφες στους κροτάφους, τα σφιχτά χείλη και φυσικά το βλέμμα: Ένα ζευγάρι παράδοξα στρογγυλά μάτια με μια ίριδα σε απαλό μελί χρώμα αλλά με τις πιο παράξενες πορτοκαλί και μωβ ρυτιδώσεις κάτω από το έντονο νοσοκομειακό φως. Σα μάτια της Φόλυ ‘’Μπάτερφλάι’’ Σζένινγκς ήταν πολλές φορές η αιτία υποψιών ότι δεν ήταν φυσικά γεννημένη, αλλά προιόν κάποιας τεχνητής γέννεσης. Ίσως βέβαια και οι παράξενοι χρωματισμοί της ίριδάς της να ήταν απλώς η αφορμή για να υποτιμηθεί η εκπληκτική της ικανότητα ως Προστάτης και προσφάτως, ως διοικητής του ΢ώματος. Βέβαια, ο ΢αμ Υρίντμαν την ήξερε αρκετό καιρό για να ξέρει ότι ήταν εκατό τις εκατό φυσική, αλλά και για να ξέρει ότι το βλέμμα της εκείνη την στιγμή δεν έδειχνε καθόλου ενδιαφέρον για την υγεία του- αντίθετα, ήταν ένα αυστηρό βλέμμα που σπινθήριζε απλή τσατίλα. ‘’Σο υπηρεσιακό αυτοκίνητο κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, και ο ένας από τους δυο Προστάτες να βρεθεί μπροστά από τον παραπλανημένο στόχο’’, την άκουσε να λέει. Προς απάντησή της έκλεισε πάλι τα μάτια του, χωρίς να απαντήσει. Αυτή συνέχισε, και καθώς η ακοή του καθάριζε από μια σειρά βόμβων και θροισμάτων, μπορούσε να νιώσει την αυστηρότητα στον τόνο της. ‘’Πολύ έξυπνο. Πάρα πολύ έξυπνο. Και εξαιρετικά αποτελεσματικό. Σο ήξερες αυτό; Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό. Έχει παιχτεί, την τελευταία δεκαπενταετία μόνο, συνολικά εφτά φορές, χωρίς την σημερινή. Σόσες έχει χρειαστεί δηλαδή. Πόσες έχει αποτύχει; Καμία. Πάντα πιάνει το γαμημένο το κόλπο με την παραπλάνηση του αυτοκινήτου.’’

[136]


Ο ΢αμ Υρίντμαν γύρισε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά, αλλά αυτό την οδήγησε να του μιλήσει πιο δυνατά και να προκαλέσει δυσφορία στο μουδιασμένο κεφάλι του. ‘’Θυμησέ μου, ΢αμ, ποιος σου έμαθε αυτό το γαμημένο σχέδιο;’’ Αυτός γύρισε, την κοίταξε και έσφιξε τα χείλη του. ‘’Γαμησέ με Φόλυ’’, είπε κοφτά. Αυτή χτύπησε το χέρι της νευρικά σε ένα τραπεζάκι δίπλα του, όπου ήταν διπλωμένο το γάντι του και η κονκάρδα του σώματος. Από το χτύπημα η κονκάρδα έπεσε στο πάτωμα. ‘’Ποιός σου έμαθε το σχέδιο!’’, ξαναρώτησε φωνάζοντας. Έμεινε λίγο σιωπηλός, ακούγοντας μόνο την ανάσα της και προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα της. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ’’, μουρμούρισε ξερά, μέσα σχεδόν από τα δόντια του, και κοίταξε προς το ταβάνι. Η Φόλυ έγειρε προς τα πίσω, σαν να πήρε την απάντηση που ήθελε, και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ’’, επανέλαβε σαν ηχώ. Έκανε μια γκριμάτσα σφίγγοντας τα χείλη της, και ύστερα ξαναέσκυψε προς το αυτί του. Ο τόνος της τώρα ήταν εμφανώς κριτικός. ‘’Και ποιον κυνηγούσες ΢αμ;’’, τον ρώτησε. Αυτός φυσικά δεν απάντησε, προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα μίγμα από εκνευρισμό και ντροπή. Αν και γνώριζε τον νευρικό και οξύθυμο χαρακτήρα της διευθύντριάς του, αν και γνώριζε από πρώτο χέρι έναν εκκολαπτόμενο αυταρχισμό από τότε που ανακυρήχτηκε σε αυτήν την θέση, επέλεξε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και να περάσει στην αντεπίθεση απέναντί της. ‘’Κυνηγούσα τον Γουίλιαμ Κόρβερ, Φόλυ. Δεν έχω ιδέα όμως γιατί κυνηγούσα έναν Προστάτη. Ούτε γιατί πριν αυτό μου ανατέθηκε να κάνω μπέιμπι σίτινγκ και κούριερ για μια σκρώφα που μαζέψανε από την Νεκρή Ζώνη’’ Η Φόλυ βλεφάρισε γρήγορα, κάπως αιφνδιασμένη από την απάντησή του. ‘’Θα αστειεύεσαι βέβαια;’’, του είπε. ‘’΋χι δεν αστειεύομαι καθόλου Φόλυ’’, είπε αυτός κοφτά και ανασηκώθηκε κάπως, αν και του προκάλεσε σκοτοδίνη. ‘’Δεν αστειεύομαι καθόλου. Ο πούστης πήγε να με σκοτώσει και εγώ πήγαινα αμέριμνος χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση ούτε για την αποστολή μου ούτε για το σκοπό της. Μήπως φταις και εσύ για αυτό αφεντικό; Δεν

[137]


υποτίθεται ότι μας επιβλέπεις; Ή είναι ο ρόλος σου διακοσμητικός; Μας έστειλες χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε, και εμφανίστηκε ο γαμημένος Γουίλιαμ Κόρβερ. Και βάζω στοίχημα, ότι ακόμα δεν ξέρουμε γιατί εμφανίστηκε.’’ Η Φόλυ σηκώθηκε όρθια, σχεδόν σοκαρισμένη. Μπορούσε τώρα να δει τα μάτια της να σπινθηρίζουν ξανά, και αναρωτήθηκε μήπως το είχε παρατραβήξει. Αυτή πήρε μερικές βαθιές αναπνοές πριν αποφασίσει να μιλήσει. Σα λόγια της βγήκαν σχεδόν συλλαβιστά. ‘’Άκου πως θα γίνει- θα διαγράψω όλα όσα είπες για εμένα και το ΢ώμα. Θα κάνω ότι δεν τα είπες. Και θα φύγω. Θα σε αφήσω να σκεφτείς πως δυο Προστάτες δεν καταφέρατε μια εξαιρετικά απλή αποστολή ‘κούριερ’ όπως την χαρακτήρισες. Θα σε αφήσω να σκεφτείς επίσης, πως διάολο ένας πρώην, πρώην εδώ και δέκα χρόνια Προστάτης, χωρίς γάντι, χωρίς όπλο, χωρίς στολή, σε έπαιξε σαν απλό αστυνόμο για να μην πω χειρότερα. Πως και γιατί τον είχες απέναντί σου και τον άφησες να σε παγιδεύσει, επειδή...επειδή χρησιμοποίησες ένα κόλπο που σου έμαθε αυτός. Να το σκεφτείς και να μου πεις, λίγο πιο μετά, αφού συνέλθεις, αφού είσαι σαφώς ζαλισμένος ακόμα. Εγώ πάντως, αυτήν την στιγμή, δεν μπορώ καν να συλλάβω την ανικανότητα και ηλιθιότητά σας, και εσένα αλλά και του Ντάνι, που τα άκουσε ήδη. ΢ου φαίνεται σαν καλή συμφωνία ΢αμ; Να σου δώσω μερικά λεπτά;’’ Ο ΢αμ ρουθούνισε, σφίγγοντας τα χείλη του. Σην είδε να του γυρίζει απαξιωτικά την πλάτη και να περπατάει αργά προς την πόρτα. Δεν μπορούσε να της το επιτρέψει όμως αυτό. ‘’Για όλα αυτά, φταίει το γεγονός ότι μας στέλνουν, με δική σου συναίνεση, σε θελήματα και αγγαρείες Φόλυ’’ Αυτή γύρισε έχοντας ξανά ένα αυστηρό και δασκαλίστικο ύφος. ‘’Πρόσεξε τι λες και σε ποιον τα λες αυτά Υρίντμαν.’’, του είπε απειλητικά. ‘’΢ε εσένα τα λέω Φόλυ. Επειδή σε διόρισαν αρχηγό δεν σημαίνει ότι είσαι κιόλας. Να πας να γαμηθείς Φόλυ. Οι Προστάτες δεν είχαν ποτέ αρχηγό. Ούτε έκαναν θελήματα’’ Η Φόλυ περπάτησε προς το μέρος του επιθετικά, και ο ΢αμ έκλεισε τα μάτια περιμένοντας μια πιο σωματική απάντηση. Αυτή όμως σταμάτησε δίπλα του και έπιασε το γάντι και την κονκάρδα του από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του. ‘’Αυτά’’, είπε και τα κράτησε μπροστά του, ‘’θα τα πάρεις πίσω μόνο αφού απολογηθείς και εξηγηθείς, με αυτή τη σειρά για όσα είπες τώρα μόλις.’’

[138]


‘’Δεν μπορείς να με διώξεις από το ΢ώμα’’, είπε αυτός βραχνά αλλά και και με μια μικρή αμφιβολία. ‘’Αλήθεια; Μόλις το έκανα’’, του απάντησε αυτή και παραγέμισε την τσέπη του δερμάτινου τζάκετ της. ‘’Μέχρι νεοτέρας είσαι σε διαθεσιμότητα. Θα το ανακοινώσω στο συμβούλιο που θα γίνει τώρα κιόλας. Αυτό που θα συζητήσει πως θα συμμαζέψει τα σκατά σας. Γιατί πέρα από όλα τα άλλα, ανατίναξες ένα γαμημένο κτίριο ΢αμ. Αν, σου λέω ΑΝ ήταν άνθρωπος μέσα, μπορείς να φανταστείς τι θα μπορούσε να είχε γίνει τώρα; Αλλά ακόμα και αυτό, μάλλον το οφείλουμε στον Γουίλιαμ Κόρβερ παρά σε εσένα. Προσπαθώ να ξαναφτιάξω την φήμη αυτού του ΢ώματος, και εσύ τα τινάζεις όλα στον αέρα μέσα σε ένα βράδυ. Και όλα αυτά γιατί; Επειδή είχες νεύρα που δεν σου άρεσε η αποστολή σου; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;’’ Ο ΢αμ Υρίντμαν σταμάτησε τον εαυτό του από το να ξεστομίσει μια σειρά από βρισιές. Κοίταξε την Φόλυ νιώθωντας ιδρώτα και τους παλμούς του να χτυπάνε ρυθμικά στους κροτάφους του. ‘’Προσπαθείς Φόλυ; Προσπαθείς αλήθεια;’’ Αυτή ξαναγύρισε την πλάτη της και έκανε να απομακρυνθεί. Σην σταμάτησαν ξανά τα επόμενα λόγια του. ‘’Πήρες τους Προστάτες και τους έκανες μαντρόσκυλα Φόλυ. Αυτό, αυτό είναι η προσπάθειά σου. Η ντροπή είναι σε σένα και σε αυτό που μας έκανες. Είμαι περήφανος που ήμουν Προστάτης –αυτό το έκτρωμα που διοικείς, είναι τίποτα’’. Η Φόλυ γύρισε και του έριξε μια τελευταία, ασαφή στις προθέσεις της, ματιά. ΢χημάτισε ένα μειδίαμα, επίσης ασαφές. Όστερα άνοιξε την πόρτα, βγήκε, και κλείνοντάς την του είπε μια τελευταία κουβέντα: ‘’Έχεις ακόμα δυο ώρες. Μείνε εδώ, δυο ώρες. Μετά φύγε. Αν δεν έχεις φύγει σε δυο ώρες, θα γυρίσω πίσω και θα σε πετάξω εγώ προσωπικά έξω. Θα ανακοινώσω στο ΢υμβούλιο την οριστική απομάκρυνσή σου από το ΢ώμα’’ Όστερα, έκλεισε την πόρτα απαλά. Ο ΢αμ Υρίντμαν κοίταξε το ταβάνι και προσπάθησε να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του, που σε συνδυασμό με την σωματική του αδυναμία είχε φέρει δάκρυα στα μάτια του. Η Φόλυ Σζένιγκς έκλεισε την πόρτα πίσω της και περίμενε να ακούσει κάποια βρισιά να αντηχεί από το δωμάτιο. Όστερα, έγειρε απαλά στον πλαϊνό τοίχο,

[139]


ξεφυσώντας. Κοίταξε το ρολόι της και ανασηκώθηκε. Σο έκτακτο συμβούλιο θα άρχιζε σε πέντε λεπτά, και η παρουσία της ως διευθύντριά του δεν της άφηνε πολλά περιθώρια για καθυστερήσεις. Η κούραση ήταν ήδη μεγάλη, αλλά ακόμα μεγαλύτερη ήταν η ένταση και η έκπληξη από τα μεταμεσονύκτια γεγονότα. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ...Ο γαμημένος Γουίλιαμ Κόρβερ....

Η αίθουσα των συνεδριάσεων ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο, με τα φώτα του διευθετημένα και φωλιασμένα στις γωνίες και ένα μεγάλο πλατύ τραπέζι που μπορούσε να χωρέσει περιμετρικά του έως και τριάντα καθήμενους. Οι Προστάτες φυσικά δεν είχαν ένα από τα κλασσικά δωμάτια συσκέψεων, των οποίων συνήθως η μια πλευρά καλυπτόταν από τζάμι και παρείχε κάποια θέα της πόλης από μεγάλο υψόμετρο. Αντίθετα, δεν είχε κανένα παράθυρο, ενώ ακόμα και η πόρτα εισόδου ήταν στενή και μικρή. Ο ένας τοίχος, στην κάθετη ευθεία του τραπεζιού, ήταν κατάλληλα διαμορφωμένος ώστε να γίνονται προβολές, ενώ υπήρχαν και αρκετές οθόνες, που ήταν όλες κλειστές εκείνη την ημέρα. Ο ένας πλαινός τοίχος ήταν μια περίεργη κατασκευή, καθώς μπροστά του υπήρχε ένα παχύ φύλλο από γυαλί, εντός του οποίου διάφορα υγρά σε διάφορα χρώματα έκαναν διάφορες αρμονικές κινήσεις, ανοδικές και καθοδικές. Ήταν η μόνη θέα τους στο νεόκτιστο κτίριο του ΢ώματος, καθώς πριν, κατά την μακρά περίοδο του εξορισμού τους, δεν είχαν καν διαδικασίες συμβουλίων ενώ και πιο πριν ακόμα τα ΢υμβούλια λάμβαναν χώρα σε οποιοδήποτε σημείο της πόλης. Από την άλλη πλευρά του δωματίου, ο τοίχος ήταν γυμνός σχεδόν εξ’ολοκλήρου, εκτός από μια εξαιρετικά λεπτή μικρή οθόνη στο κέντρο του, όπου αναγραφόταν μονίμως ένα μικρό κείμενο, το ιδρυτικό κείμενο συγκρότησης του ΢ώματος, αρκετές δεκάδες χρόνια πριν, από τον τότε πρωθυπουργό Κάρλτον Κρίτσνερ, τέσσερα χρόνια μόλις μετά την Μεγάλη Καταστροφή. Πάνω από την οθόνη, ήταν γραμμένο ένα μότο, ανάγλυφο στον τοίχο: ‘’Οι καλύτεροι της ανθρωπότητας – Οι Προστάτες της Ιστορίας’’ Κάθε φορά που το κοίταζε, η Φόλυ δεν μπορούσε να μην σκέφτεται την πραγματική αλήθεια του- το μότο των Προστατών, αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε

[140]


να τους εμπνέει και να τους δημιουργεί υπερηφάνεια, δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα διαφημιστικό σποτ μιας άλλης εποχής που εκείνη δεν έζησε. ΋ταν έφτασε στο δωμάτιο, με το κεφάλι και τους ώμους της να κουβαλούν ένα αόρατο βάρος από τον έντονο διάλογό της με τον ΢αμ Υρίντμαν, κάνοντας την λίγο σκυφτή, το τραπέζι ήταν ήδη γεμάτο από περίπου δέκα ανθρώπους. Έντεκα με αυτήν και ο δωδέκατος ερχόταν με τους δικούς του, αργούς ρυθμούς. Σο ΢υμβούλιο του ΢ώματος, καταστατικά, είχε αυτήν ως επικεφαλή και γενική διευθύντρια, και δέκα μέλη των Προστατών. Εκείνη την στιγμή ήταν εκείνη, εννέα προστάτες, ντυμένοι με τα χαρακτηριστικά, δερμάτινα τζάκετ τους, αλλά και ένας άντρας ακόμα, ντυμένος με κομψή, επίσημη ενδυμασία. Αυτός καθόταν κάπως απομακρυσμένα από όλους τους άλλους, που καθόντουσαν κοντά στην κεφαλή του τραπεζιού και μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα.

Σο

γυαλιστερό

του

σκούρο

γκρι

σακάκι

τόνιζε

τους

επίσης

γκριζαρισμένους κροτάφους του, αλλά και ένα επίσης γκρίζο, πάντα αφηρημένα εχθρικό και επιθετικό βλέμμα. Ο Κάιλ Κρέιμερ την κοίταξε με το που μπήκε στο δωμάτιο και σχημάτισε ένα απαλό μειδίαμα, μια ακόμα από τις ανεπαίσθητες εκφράσεις του για τις οποίες η Φόλυ δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα περισσότερο από το ότι της δημιουργούσαν εκνευρισμό. Σράβηξε το βλέμμα της αμέσως από πάνω του και επικεντρώθηκε στην υπόλοιπη ομάδα, την δική της ομάδα, που την κοιτούσαν και αυτοί, χωρίς όμως μειδιάματα ή άλλες γκριμάτσες. Η Φόλυ μπορούσε να συναισθανθεί την ανυσηχία και την νευρικότητά τους, ένα μίγμα συναισθημάτων που άλλωστε ένιωθε και η ίδια για αρκετή ώρα. ‘’Πως είναι ο ΢αμ;’’ Η φωνή της Λίντια Υάρμερ πρόδιδε κούραση και ίσως κάποιο απότομο ξύπνημα. Η Λίντια ήταν μια ψηλή, ιδιαίτερα ψηλή γυναίκα, γεροδεμένη με φαρδιές πλάτες και πεταχτούς ώμους. Σο πρόσωπό της ήταν γωνιώδες και μεγάλο, ενώ τα μακριά χρυσά μαλλιά της έπεφταν σπαστά στην πλάτη της. Ήταν το δίχως άλλο, μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή γυναίκα, αδύνατο να περάσει απαρατήρητη παρά το κάπως αντρικό σουλούπι της. Με ύψος κοντά στα δυο μέτρα, η πιο μικροκαμωμένη Φόλυ ένιωθε συχνά κάπως μειονεκτικά δίπλα της. Εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή ωστόσο, ένιωθε μια αμηχανία κυρίως ενθυμούμενη την συνομιλία της με τον ΢αμ. ‘’Ο ΢αμ είναι κουρασμένος, εκνευρισμένος και ναρκωμένος’’, είπε αυτή με σοβαρό τόνο, απευθυνόμενη προς όλους. ‘’Δεν κατάφερα να βγάλω πολλά’’, συμπλήρωσε. ‘’Οι

[141]


Λούις και Κάρλτον ωστόσο ήδη μίλησαν με τον Ντάνι, που έχει πλήρη εικόνα των γεγονότων. Έχουμε ότι χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή’’. Ο Σζορτζ ‘’Μπεαρ’’ Γκίλμορ, καθισμένος δίπλα στην Λίντια, έκανε κάτι να πει κάπως νευρικά, αλλά τους διέκοψε η πόρτα που άνοιξε αργά και ένα χαρακτηριστικό αργό και διστακτικό περπάτημα. Ο Γουόλτερ ΢μίντ μπήκε στο δωμάτιο στηριγμένος στο λευκό μπαστούνι του, χαρίζοντας σε όλους ένα ευγενικό χαμόγελο. ‘’΢μίτυ...!’’, είπε η Φόλυ κάπως χαρούμενη, παρατηρώντας τον να κάθεται κάπως κουρασμένα και με κάποια δυσκολία. Αυτός της ανταπέδωσε κλείνοντας το μάτι του. Ψς ο παλαιότερος των Προστατών, ακόμα και αν ήταν μη ενεργός για αποστολές στο πεδίο, κάθισε ακριβώς δίπλα στην καρέκλα της κεφαλής, πίσω από την οποία στεκόταν όρθια η Φόλυ. Σα σγουρά μαλλιά του ήταν αραιά και γκρίζα, ενώ το δέρμα του από μαύρη σοκολάτα έμοιαζε σπασμένο από το πέρασμα του χρόνου. Μόνο στο βλέμμα του μπορούσες πλέον να διακρίνεις την ζωντάνια και την ενεργητικότητα ενός κορυφαίου εκπροσώπου του ΢ώματος. Αφού έκατσε και τοποθέτησε με προσοχή τα ταλαιπωρημένα πόδια του σε μια μικρή κλίση, κοίταξε προς την Φόλυ. ‘’Λοιπόν κυρία Σζένκινς; Γιατί μας ξυπνάτε τέτοια βάναυση ώρα; Σι είναι τόσο σημαντικό που χρειάζεται το ΢υμβούλιο για να αποφανθεί;’’ Η Φόλυ αναστέναξε και έκατσε στην καρέκλα της. Φτύπησε τα δάχτυλά της στο τραπέζι και κοίταξε μετά από αρκετή ώρα, ξανά προς τον Κάιλ Κρέιμερ. ‘’Δεν το κάλεσα εγώ’’, είπε κοφτά. Οι άλλοι γυρίσανε ακολουθώντας το βλέμμα της. Ο Κάιλ Κρέιμερ χαμογέλασε ανασηκώνοντας τα φρύδια του. ‘’Οπότε αυτός που το κάλεσε, αυτός ας μας πει τι θέλει να μας πει’’. Έγειρε απαλά και κάπως ειρωνικά το κεφάλι της, δείχνοντας προς το μέρος του. Αυτός έκανε ένα δήθεν ευγενικό γύρο με το βλέμμα του και ξερόβηξε. ‘’Πολύ ωραία’’, είπε και ανασηκώθηκε από την καρέκλα του. Η φωνή του ήταν απλώς λίγο περισσότερο παγερή από τα βλέμματα των Προστατών. Ο Κάιλ Κρέιμερ δεν είχε καμία συμπάθεια στο ΢υμβούλιο, ούτε στο ΢ώμα ολόκληρο. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά- ήταν άλλωστε ο θεσμοθετημένος τοποτηρητής τους, ο άνθρωπος της Κυβέρνησης ανάμεσά τους, το λουρί που τους κρατούσε με την Κεντρική Διοίκηση. Έβγαλε μια συσκευή από κάποια εσωτερική τσέπη και έφερε κάποιες κινήσεις με τα δάχτυλά του. ΢τον τοίχο απέναντί τους εμφανίστηκε μια θολή μικρή εικόνα, την οποία προσπαθούσε να καθαρίσει και να μεγαλώσει. Μετά από μερικές ρυθμίσεις, η εικόνα

[142]


τώρα κάλυπτε όλο τον τοίχο και ήταν καθαρή σαν να βρισκόταν ακριβώς απέναντί τους. Η Φόλυ αναστέναξε και ξαναχτύπησε τα δάχτυλά της στο σκληρό γυαλί του τραπεζιού. Ο Κάιλ Κρέιμερ στάθηκε μπροστά της και ένα μέρος της φαινόταν πάνω στο σώμα του, αφήνοντας πίσω του μια μαύρη παραμορφωμένη σκιά. Κοίταξε προς την εικόνα και την άφησε για μερικά δευτερόλεπτα, χωρίς να πει κάτι συγκεκριμένο. Η εικόνα ήταν μια νυχτερινή λήψη από ένα κτίριο με γκριζοπράσινο τοίχο. ΢τη μια πλευρά του σχηματιζόταν ένα μεγάλο άνοιγμα, γεμάτο χαλάσματα και κομμένα καλώδια να χάσκουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ήταν μια εικόνα καταστροφής, παρά την περιορισμένη της έκταση. Σο κτίριο είχε χτυπηθεί με προφανή βιαιότητα και δύναμη. ΋λοι τους μπορούσαν να καταλάβουν αμέσως τι ακριβώς έδειχνε εκείνη η φωτογραφία, και ας μην την είχαν δει μέχρι εκείνη την στιγμή. Σο μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν το μονότονο χτύπημα από τα μαύρα νύχια των δαχτύλων της Φόλυ Σζέκινς στο χοντρό γυαλί του τραπεζιού. Ο Κάιλ Κρέιμερ έβαλε τα χέρια στη μέση του και προχώρησε αργά παράλληλα στη φωτογραφία. ‘’΢ενάρια, κυρίες και κύριοι’’, είπε τελικά. ‘’Ας δούμε σενάρια. ΢ενάριο πρώτο: Σο κτίριο που βλέπουμε στην εικόνα αυτή, είναι ένα σπίτι, ένα σπίτι που κατοικείται. Μια πολυκατοικία, τυπική της περιοχής, τρια έως τέσσερα διαμερίσματα σε κάθε όροφο. Εκτίμηση λοιπόν. Εννέα με δώδεκα νεκροί, μεταξύ τους δυο με τέσσερα παιδιά, είκοσι με τριάντα τραυματίες. Ακούγεται λογικό; ΢τατιστικά, λογικό;’’ Η Φόλυ έκανε κάτι να πει, αλλά ο Κάιλ Κρέιμερ δεν ρωτούσε στην πραγματικότητα. ‘’΢ενάριο δεύτερο,’’, είπε κάπως φωναχτά για να αποφύγει διάλογο. ‘’Κάποια κρατική υπηρεσία. Ίσως κάποια ιδιωτική επιχείρηση. Ας θεωρήσουμε ότι δεν έχουμε θύματα. Εκτιμούμενο κόστος κανείς; Εκτιμούμενο κόστος στην κοινή γνώμη; Κανείς; Ψραία, ας αφήσουμε για λίγο τα σενάρια. Πραγματικότητα: Σο κτίριο αυτό, είναι ένα εγκαταλελειμένο κτίριο. Εγκαταλελειμένο εδώ και ένα χρόνο. Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, το κτίριο ήταν γεμάτο ανθρώπους, κατοικίσιμο. Και, θα σας το πω γιατί είναι αστείο, το κτίριο αυτό έπαψε να είναι κατοικίσιμο εξ’αιτίας...κατσαρίδων. Γαμημένες κατσαρίδες, είτε το πιστεύετε είτε όχι. Μπορούμε πλέον να φτιάξουμε ένα ολόκληρο ελέφαντα σε ένα εργαστήριο, και ακόμα δεν έχουμε βρει τρόπο να σκοτώσουμε τις κατσαρίδες. Ίσως τώρα βέβαια να σκοτώσαμε αρκετές. Αλλά σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα που μου μεταφέρθηκε να σας θέσω, και έχω υποχρέωση να το κάνω, είναι πολύ διαφορετικό από τις κατσαρίδες. Σο ερώτημα μου είναι: Ήξερε, ο άνθρωπός μας,

[143]


ο ΢αμ Υρίντμαν, ότι το κτίριο αυτό ήταν άδειο πριν γυρίσει το γαμημένο χέρι του και το ανοίξει σαν βούτυρο;’’ Η Φόλυ γνώριζε ότι το ερώτημα αυτό δεν ήταν ρητορικό. Θέλοντας να προλάβει και άλλες αντιδράσεις από τον σκωπτικό και αιχμηρό τόνο του, σταμάτησε να χτυπάει τα δάχτυλά της και ακούμπησε και τα δυο της χέρια στο τραπέζι. ‘’Υυσικά και το γνώριζε κ. Κρέιμερ. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιλέξει να αντιμετωπίσει τον Γουίλιαμ Κόρβερ, ή και οποιονδήποτε άλλο, σε κατοικημένη περιοχή ή σε περιοχή υψηλού ρίσκου. Αυτά είναι βασικά πρωτόκολλα της δράσης μας για τα οποία οποιαδήποτε αμφισβήτηση είναι περιττή. Ίσως και αποτέλεσμα άγνοιας’’ Ο ΢μίτυ έγνεψε σε συμφωνία με την απάντησή της. Σο ίδιο και άλλοι δυο Προστάτες. Ο Ίθαν Νίκολσον, γνωστός για το αρκετά οξύθυμο ταμπεραμέντο του, έδειξε να ήθελε κάτι πιο αιχμηρό ακόμα. Απέναντί τους, ο Κάιλ Κρέιμερ χαμογέλασε διφορούμενα. ‘’Υυσικά. Εννοείται, μα βέβαια. Από την άλλη, συγχωρέστε μου την ερώτηση, αλλά ήταν υποχρέωσή μου να την υποβάλλω. Αλλά ας αφήσουμε τις τεχνικές λεπτομέρειες. Είμαι σίγουρος ότι ο Υρέντ.....ε, εννοώ ο ΢αμ, ήξερε πολύ καλά τι έκανε.’’ ΢το σημείο αυτό έκανε μια μικρή παύση. Η Φόλυ ήξερε ότι το μικρό σαρδάμ του δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Σο άφησε να πέσει κάτω, για να δεχτεί κάποια βλέμματα εκνευρισμού και αγανάκτησης από τους υπόλοιπους. Ο Κάιλ Κρέιμερ έδιωξε την εικόνα και στον τοίχο τώρα ήταν μόνο μια στρογγυλή δέσμη φωτός. Ξαναέκατσε στην καρέκλα του με τα πόδια σταυρωτά. ‘’Άλλωστε, η Κυρία δεν ασχολείται με αυτές τις λεπτομέρειες. Δεν θα με έστελνε εδώ για κάτι τέτοιο, φυσικά. Δυο είναι τα θέματα τα οποία θα ήθελα να καταθέσω στην πραγματικότητα, και για τα οποία θα ήθελα την προσοχή σας. >>Σο πρώτο θέμα είναι, ότι ανεξαρτήτως του όποιου σχεδίου των ανθρώπων σας, θα χρειαστεί πολύ προσπάθεια για να καλύψουμε αυτό που συνέβη. Είναι μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή, ειδικά για το ΢ώμα σας, να υπάρχει ακόμα και σήμερα ο φόβος ότι οι άνθρωποί σας κυκλοφορούν, έτοιμοι να καταστρέψουν ολόκληρα κτίρια. Θέλω

να

πιστεύω

ότι

το

καταλαβαίνετε...θέλω

υπήρξαν...εμ...φωνές εντός της Κεντρικής

επίσης

να

γνωρίζετε,

ότι

Διοίκησης, που προτείνουν να σας

αφαιρεθούν και τα γάντια..’’ ‘’Να τα αφαιρέσουν, αν αυτό κρίνουν’’, τον διέκοψε η Φόλυ. Ο ΢μίτυ τώρα την κοίταξε με κάποια αμφιβολία για την αντίδρασή της. ‘’Να τα αφαιρέσουν και αυτά,

[144]


όπως αφαίρεσαν όλα τα υπόλοιπα’’, επανέλαβε με σιγουριά. Ο Κάιλ χαμογέλασε ξανά και έκανε μια ασαφή χειρονομία. ‘’΋πως είπα, κ. Σζένκινς..αυτές ήταν μόνο απόψεις, απόψεις μάλιστα που δεν βρίσκουν σύμφωνα τα υψηλότερα κλιμάκια. Δεν ήρθα εδώ για να απειλήσω ή κάτι τέτοιο, μεταφέρω μόνο μια πραγματικότητα. Σο πραγματικό ερώτημα που μας απασχολεί είναι πολύ πιο συκγκεριμένο. Θα θέλαμε να ξέρουμε, αν το ΢ώμα σας είναι έτοιμο, ή όχι, να ανταποκριθεί απέναντι στον Γουίλιαμ Κόρβερ. Θα θέλαμε, στο βαθμό που μου απαντήσετε θετικά, να επιμεληθείτε το θέμα του Γουίλιαμ Κόρβερ και της αρχικής αποστολής σας, το συντομότερο δυνατόν. Η σύλληψή του θα μπορούσε να του χρεώσει μάλιστα τις καταστροφές που έγιναν. Σο δεύτερο θέμα είναι κάτι ακόμα πιο απλό...’’ ΢το σημείο αυτό ξαναγύρισε προς την συσκευή του, προλαβαίνοντας ακόμα μια απάντηση από την Φόλυ. ΢τον τοίχο τώρα εμφανίστηκε ένα βίντεο, με κάμερα στο χέρι, που έδειχνε μια παλιά αποθήκη με ένα αντίστοιχο χτύπημα στην οροφή της. ΢την εικόνα φαινόταν ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να κοιτά προς την αποθήκη, και μερικούς ανύσηχους αστυνομικους να στέκονται μπροστά από έναν περιμετρικό φράχτη. Όστερα, προς έκπληξη τόσο του πλήθους στο βίντεο, όσο και των Προστατών, από την αποθήκη εμφανίστηκε μια δυνατή λευκή λάμψη. Σο βίντεο δεν είχε ήχο, αλλά από τις αντιδράσεις των ανθρώπων μπορούσε εύκολα να βγει το συμπέρασμα ότι την λάμψη συνόδεψε κάποια έκρηξη. Η Φόλυ έσκυψε προς τα εμπρός ερευνητικά. ‘’Μερικά λεπτά πριν’’, είπε ο Κάιλ Κρέιμερ, και ενώ το βίντεο άρχισε να παίζει από την αρχή. ‘’Δεν ξέρουμε ακόμα τι είναι, αλλά ξέρουμε σίγουρα ότι έχουμε ένα θέμα εκεί, ένα θέμα διαχείρισης πλήθους. Θα θέλαμε την παρουσία σας και εκεί, για την διαφύλαξη της ομαλότητας. ΢ε λίγο θα έρθει εδώ ο κ. Νικ Γκρίνσκι, ειδικός απεσταλμένος από το Τπουργείο Σεχνολογίας. Θα θέλαμε, αφού η ηρεμία στον περιμετρικό χώρο αποκατασταθεί, να τον συνοδέψετε στην αποθήκη. Σο τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε είναι μια ακόμα εξωγήινη παράκρουση. Σρεις φορές την εβδομάδα έχουμε σκιρτήματα- κάποιος είδε μια λάμψη, κάποιος λέει είδε ένα σκάφος...Απόψε φαίνεται ότι κάτι είδαν αρκετοί, αν και οι μαρτυρίες είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που δείχνει το μέγεθος της φούσκας...’’ Η Φόλυ ξαναείδε το βίντεο από την αρχή και ύστερα κοίταξε προς τον ΢μίτυ, που είχε γείρει προς τα πίσω προβληματισμένος. Ο Ίθαν Νίκολσον την πρόλαβε αυτή τη φορά.

[145]


‘’Θέλεις να κάνουμε την δουλειά αστυνομικών; Θες να ασχοληθούμε με ένα ακόμα θέμα εξωγήινων;’’ Ο τόνος του ήταν φανερά εκνευρισμένος, και ένδειξη ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει καυγά. Η Φόλυ πρόλαβε την απάντηση του Κάιλ Κρέιμερ. ΋ποια και αν θα ήταν αυτή, σίγουρα θα πυροδοτούσε ακόμα μεγαλύτερη ένταση. ‘’Οι πολλές διαφορετικές μαρτυρίες δεν είναι ένδειξη φούσκας’’, είπε κοιτώντας αυστηρά προς τον Ίθαν. ‘’Αντίθετα, οι πολλές διαφορετικές μαρτυρίες είναι ένδειξη ότι κάτι έγινε εκεί. Πριν την υπόθεση του Γουίλιαμ Κόρβερ, ήμουν καθ’οδόν για το σημείο. Δεν περίμενα ότι θα έχει αποκτήσει τέτοιο μέγεθος σε τόση λίγη ώρα’’ Ο Κάιλ Κρέιμερ χαμογέλασε κάπως ειρωνικά και σταμάτησε την αναπαραγωγή του βίντεο. ‘’Δεν πιστεύω η διευθύντρια των Προστατών να πιστεύει στους εξωγήινους;’’, είπε. ‘’Τπάρχουν ακόμα αρκετοί δορυφόροι της παλιάς εποχής εκεί έξω. Πιστεύουμε ότι πιθανώς πρόκειται για κάποιο διαστημικό σκουπίδι, αν τελικά είναι κάτι. Από την άλλη, μπορεί απλώς να είναι κάποιο χόβερ με μηχανική βλάβη. Θα το είχαμε ήδη τυλίξει για καληνύχτα αν δεν υπήρχε αυτή η υστερία. Κόσμος μαζεύεται ακόμα στο σημείο και σύντομα ίσως τα πράγματα αγριέψουν. Για αυτό ναι, κύριε Νίκολσον, ναι, θέλουμε την δική σας παρουσία εκεί για την διατήρηση της ηρεμίας. Εκτός και αν το θεωρείτε πολύ απλοικό για τα καθήκοντά σας, ή θεωρείτε ότι χρειάζεται το σύνολο του δυναμικού σας για να αντιμετωπίσει τον κ. Κόρβερ. Ίσως παραείναι δύσκολο’’ Ο Ίθαν Νίκολσον γούρλωσε τα καστανά στρογγυλά του μάτια και έσμιξε τα χείλη του. ‘’Καταραμένε γιάπη...’’, μουρμούρισε και έκανε να ανασηκωθεί, αλλά η Κέιτ Λόσον, που καθόταν δίπλα του, τον κράτησε με δύναμη από το μπράτσο. Η Φόλυ του έριξε ένα ακόμα πιο αγριεμένο βλέμμα, αλλά αυτός αρνούταν να κοιτάξει προς το μέρος της. ‘’Κύριε Κρέιμερ’’, φώναξε τελικά αυτή. ‘’Δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα για τους εξωγήινους, αλλά σίγουρα μπορώ να απαντήσω σε ερωτήματα που αφορούν ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί κάτι είδαν, αυτό είναι σίγουρο. ΢ε ότι αφορά εμάς όμως, η διαχείριση πλήθους, δεν εντάσσεται στα καθήκοντά μας. Ψστόσο είναι σαφές ότι θα έχουμε παρουσία στην περιοχή και θα συνοδέψουμε φυσικά τον κ. Γκρίνσκι στην αποθήκη. Αλλά επειδή γνωρίζω, και γνωρίζουμε όλοι, τι εννοείτε όταν λέτε ‘’διαχείριση πλήθους’’, σας δηλώνω από τώρα ότι κανένα μέλος των Προστατών δεν θα

[146]


χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο ενάντια σε ανθρώπινο πληθυσμό. Η παρουσία μας θα είναι διακριτική στο χώρο.’’ Υρόντισε ώστε η φωνή της να βγει σταθερή και σίγουρη, ώστε να μην σηκώσει αμφισβήτηση ούτε από τον Κρέιμερ ούτε από τους Προστάτες. ΄Τστερα, έσκυψε ελαφρά προς τα εμπρός και έκανε τη φωνή της λίγο πιο επιθετική. ‘’..Και σε ότι αφορά το πρώτο σας ερώτημα...Δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα με τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ θα συλληφθεί απόψε, και η αρχική μας αποστολή για την παράδοση της γυναίκας θα ολοκληρωθεί. Ο Κόρβερ είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και μην ξεχνάτε ότι έχει την εκπαίδευση ενός Προστάτη- είναι άλλωστε μεγαλύτερος και πιο έμπειρος από την ομάδα που στείλαμε. Αλλά εδώ βρίσκονται Προστάτες παλιότεροι και καλύτεροι του Γουίλιαμ Κόρβερ, ακόμα και από την εποχή που ήταν ακόμα ενεργό μέλος. ΄Ηδη υπάρχουν Προστάτες που αναζητούν τα ίχνη τους, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. ΢αρώνουμε ολόκληρη την πόλη, δεν θα αργήσουμε να τον βρούμε΄΄ Ο Κάιλ Κρέιμερ έσμιξε τα χείλη του κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Υυσικά, η έκφρασή του άφηνε περιθώρια να αισθανθεί κάποιος ότι αμφισβητούσε αυτά που άκουγε. Άνοιξε τα χέρια του σαν να έδειχνε ότι δεν είχε κάτι άλλο να πει. ‘’Λοιπόν..’’, μουρμούρισε και σηκώθηκε όρθιος, τοποθετώντας την συκσευή στο εσωτερικό του γυαλιστερού του σακακιού. ‘’Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να συζητήσουμε τότε. Είμαι σίγουρος ότι ξέρετε τι ακριβώς να κάνετε και στο θέμα του πλήθους, και στο θέμα του Γουίλιαμ Κόρβερ. Σο πακέτο που μας έχει κλέψει ο συγκεκριμένος κύριος, είναι αρκετά σημαντικό για εμάς, όπως θα καταλαβαίνετε. Σώρα όμως θα μου επιτρέψετε να αποχωρήσω...Η Κυρία ξύπνησε μόλις έμαθε τα νέα και δηλώνει ότι δεν πρόκεται να κοιμηθεί μέχρι αυτή η υπόθεση να δρομολογηθεί. Οπότε, κ. Σζένκινς, θα περιμένω από εσάς προσωπικά ενημέρωση και κατάσταση κάθε μια ώρα και για τα δυο μέτωπα. Θέλω να πιστεύω ότι θα συμβάλλουμε ώστε η Κυρία να επιστρέψει στον αναγκαίο ύπνο της αρκετά σύντομα.’’ Η Φόλυ τον κοίταξε και σχημάτισε ένα εντελώς ψεύτικο χαμόγελο. ‘’Μπορείτε να ενημερώσετε την Κυρία να επιστρέψει στον ύπνο της ήσυχη από τώρα’’, του είπε. ‘’΢ε μια ώρα όλες οι υποθέσεις θα έχουν τακτοποιηθεί’’. Ο Κάιλ Κρέιμερ προχώρησε αργά γύρω από το τραπέζι. Ο Ίθαν τον ακολούθησε με το βλέμμα του, ίσως να προσπαθούσε να προκαλέσει κάποια αντίδραση. Σο λουρί της

[147]


Κεντρικής Διοίκησης ωστόσο κοίταζε μόνο την Φόλυ. ΢τάθηκε μπροστά στην πόρτα και έπιασε το χερούλι. ‘’Υοβάμαι πως η Κυρία δεν εφυσηχάζεται. Δεν λειτουργεί έτσι. Φόλυ, κύριοι, κυρίες μου.’’ Λέγοντας αυτό έκανε μια χειρονομία σαν να έβγαζε κάποιο αόρατο καπέλο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Η πόρτα έκλεισε πίσω του και στο χαμηλά φωτισμένο δωμάτιο απλώθηκε μια βαριά ησυχία. Η Φόλυ αναστέναξε και έκανε να πει κάτι, αλλά η δυνατή φωνή του Ίθαν Νίκολσον την πρόλαβε. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ; Ο γαμημένος Γουίλιαμ Κόρβερ; Σι σκατά κάνει ο Γουίλιαμ Κόρβερ;’’ Η Φόλυ ξεροκατάπιε. Η αγανάκτηση του Ίθαν ήταν δικαιολογημένη, τα ίδια ερωτήματα άλλωστε απασχολούσαν και εκείνη. Ένιωσε τα βλέμματα αρκετών να πέφτουν πάνω της, βλέμματα που είχαν και άλλα να ρωτήσουν πέρα από αυτά του Ίθαν. Προσπάθησε να τα αγνοήσει. ‘’Ο Κόρβερ δεν ήταν στην ψυχιατρική κλινική του Γκουρού πριν χρόνια;’’ Αυτή ήταν η Ρεμπέκα ‘’Πίτς’’ Μόρις. Σα μαλλιά της είχαν μια γήινη πορτοκαλί απόχρωση που στο χαμηλό φως έμοιαζαν με ίνες από σαγκουίνι. Αν κάθε Προστάτης είχε ένα πιο ιδιαίτερο και πιο προσωπικό ταλέντο, η Ρεμπέκα Μόρις ήταν γνωστή για την εκπληκτική της ευλυγισία και ακροβατική ικανότητα. ΋ταν συνέβησαν τα γεγονότα της Νεκρής Ζώνης, η Ρεμπέκα Μόρις ήταν μόλις είκοσι χρονών και ακόμα εκπαιδευόμενη. Ήταν το νεότερο μέλος του νεοσύστατου ΢υμβουλίου των Προστατών, αλλά αυτή την θέση δεν την είχε κερδίσει χάρη στα απίθανα ακροβατικά της- η Ρεμπέκα Μόρις ήταν μια ψυχρή και αποστασιοποιημένη επαγγελματίας, με άριστη προσαρμογή στο νέο, πιο γραφειοκρατικό καθεστώς στην λειτουργία του ΢ώματος. Για την ακρίβεια, ήταν διαβόητη για τον παγερά αποστασιοποιημένο χαρακτήρα της. ‘’Δεν μπορώ να θεωρήσω τυχαίο το γεγονός ότι η ΢φήκα ήταν στον Γκουρού, και ότι ο Κόρβερ ξαναεμφανίστηκε εκεί. Είμαστε σίγουροι ότι ο Γκουρού δεν παίζει κάποιο παιχνίδι; Είναι γνωστός επίσης για τον έλεγχο που ασκεί σε όσους ‘’θεραπεύει’’ σε αυτήν την ψευτοβουδιστική τρύπα’’. ‘’Η ΢φήκα είναι κάποια παράνομη ή κάποια από εκείνους;’’ Ο Οράτιος Γούεστ είχε μια μπάσα και ένρινη φωνή. Αν δεν ήταν Προστάτης θα ήταν σίγουρα ένας από τους καλύτερους επιστήμονες της εποχή του. ‘Η αλλιώς, βαρύτονος βάρδος. ‘’Αν είναι Άγρια τότε οπωσδήποτε κάτι συμβαίνει και τριγύριζε στην Νεκρή Ζώνη. Ανάθεμα και αν μπορούσαμε να ξέρουμε τι ακριβώς στο κεφάλι του έχει ο Γουίλιαμ

[148]


Κόρβερ. Ίσως όλο αυτό να είναι για λόγους εκδίκησης’’. Η Λίντια ξανακοίταξε προς την Φόλυ, πιο επίμονα αυτή τη φορά. ‘’Σι σκατά έκανε ο Γουίλιαμ Κόρβερ δέκα χρόνια τώρα, πέρα από το να μαστουρώνει στον Γκουρού Καν;’’, ο Ίθαν ξανά, ανυπόμονος και εκνευρισμένος. ‘’Δεν έχουμε ιδέα, δεν έχει δώσει κανένα σημείο ζωής. Σον είδα τελευταία φορά πριν από τέσσερα χρόνια, τυχαία, κοντά στο Εμπορικό Κέντρο στην περιοχή Μεμόριαλ. Σου φώναξα, αλλά δεν με άκουσε ή δεν ήθελε να με ακούσει’’. Ήταν η Μόνικα Άπλχάιμ. ‘’Δεν δούλευε ως φύλακας στο μετρό;’’, πετάχτηκε δίπλα της ο Βίκτωρ Ντενσβάγκερ. ΢ε λίγα λεπτά, όλοι τους είχαν αρχίσει να μιλάνε ο ένας πάνω στον άλλο, δηλώνοντας μέρη που μπορεί ή μπορεί και όχι να είχαν δει τον Γουίλιαμ Κόρβερ, ή να κάνουν εκτιμήσεις και θεωρίες για την ξαφνική επανεμφάνισή του. Η Ρεμπέκα Μόρις ξαναυποστήριξε την θεωρία της για συνεργεία του Κόρβερ με τον Γκουρού, εικάζοντας ότι ο Γκουρού προσπαθούσε να διαπραγματευτεί την ηρεμία του από τον ασφυκτικό κλοιό των αρχών γύρω από τις επιχειρήσεις του. Ο Ίθαν δεν ήθελε να πιστέψει μια τέτοια θεώρηση, και επέμενε ότι η επανεμφάνιση του Κόρβερ θα έπρεπε να αποτελέσει προβληματισμό για όλους. ΢την πραγματικότητα, είχε βρει ευκαιρία να φέρει από το παράθυρο τις γνωστές αντιρρήσεις του για το νέο καθεστώς λειτουργίας τους, αντιρρήσεις που συμμερίζονταν μεγάλο μέρος του ΢υμβουλίο και ακόμα μεγαλύτερο μέρος του ΢ώματος. Μετά από λίγο, κανείς δεν μπορούσε να ακούσει κανέναν. Η Φόλυ, που είχε περάσει όλο αυτό το διάλογο κοιτάζοντας στο πουθενά, αποφάσισε να μιλήσει. Επειδή στην πραγματικότητα όλοι περιμένανε να ακούσουν την Φόλυ, σταμάτησαν αυτόματα. ‘’Ο Κόρβερ έκανε πράγματι θεραπεία στον Γκουρού. Αλλά έφυγε από εκεί πριν από έξι χρόνια, χωρίς να είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος. Σο αντίθετο ίσως. Δεν φαίνεται να είχε καμία επαφή με τον Γκουρού, εδώ και πολλά χρόνια τουλάχιστον. Επίσης πράγματι δούλεψε ως φύλακας στο μετρό, αλλά για δυο μόνο εξάμηνα. Οι ασχολίες του, τουλάχιστον την τελευταία πενταετία, είναι να ξυπνάει αργά, να βρωμίζει ένα μικρό στούντιο και να κυκλοφορεί στο γαμημένο αγαπημένο του αυτοκίνητο, το οποίο παρεπιμπτόντως, πιθανώς να έχει τροποποιήσει ώστε να κρυφακούει και εμάς...Δεν δουλεύει πουθενά, τουλάχιστον για το τελευταίο εξάμηνο. Περνάει το χρόνο του με το

[149]


να τζογάρει και....να κάνει παρέα σε πλούσιες βαριεστημένες κυρίες στο Βόρειο Σομέα....’’ Οι τελευταίες λέξεις της βγήκαν με κάποια ενόχληση, και αυτό προκάλεσε μια αμηχανία στο τραπέζι. ΋λοι έμειναν σιωπηλοί κοιτώντας την ή ρίχνοντας κλεφτές ματιές μεταξύ τους, γεμάτες νόημα. Σην άβολη σιωπή διέκοψε ο ΢μίττυ που χαμογέλασε κοιτώντας την Φόλυ. ‘’Λοιπόν, είναι καλό που τουλάχιστον έχουμε μια εικόνα. Ίσως έπρεπε να παρακολουθούμε όλοι μαζί τον Γουίλιαμ Κόρβερ, στο κάτω κάτω, ήταν ένας Προστάτης, και ένας διαολεμένα καλός Προστάτης, όπως μας αποδυκνείει ακόμα. Μήπως όμως να αφήσουμε τώρα τα σενάρια και να ασχοληθούμε με τα δεδομένα; Που θα τον βρούμε κύριοι;’’ Η Φόλυ ανακουφίστηκε με την παρέμβαση του ΢μίτυ, ανασηκώθηκε και άλλαξε την έκφρασή της. ‘’Έχω ήδη στείλει ανθρώπους να παρακολουθούν το στούντιο που έμενε, αν και αμφιβάλλω ότι θα γυρίσει εκεί. ΋τι και αν κάνει, έχει σίγουρα σχέδιο. Η παγίδα που είχε στήσει στον ΢αμ ήταν κάπως πρόχειρη, αλλά φάνηκε αποτελεσματική. Είναι σαφές ότι μας περιμένει, και γνωρίζει τις μεθόδους μας και όλα τα πρωτόκολλα λειτουργίας. Αίσθησή μου είναι ότι θα επιλέξει να κρυφτεί απόψε. Θα μείνει κρυμμένος μέχρι να οργανώσει ότι στο καλό σχεδιάζει να κάνει. Εκδίκηση Λίντια; Δεν νομίζω. Δηλαδή να την κλέψει από εμάς για ποιο λόγο; Να την σκοτώσει για τον Υρέντι; ΋χι όχι...δεν στέκει, δεν αξίζει το ρίσκο, δεν δικαιολογεί τίποτα. Αλλά με προβληματίζει και μένα αυτή η αφορμή της επανεμφάνισής του. Αποκλείεται, συμφωνώ, να είναι εντελώς τυχαία. Να σας πω την αλήθεια, κάτι δεν μου αρέσει σε ολόκληρη την εικόνα απόψε, και δεν αναφέρομαι μόνο στον Κόρβερ. Αναφέρομαι στο γιατί έστειλαν εμάς από την αρχή να παραλάβουμε και να μεταφέρουμε την ΢φήκα. Αναφέρομαι σε αυτήν την υπόθεση με τον ...εξωγήινο στις αποθήκες στον Ανατολικό Σομέα και την επιλογή τους να στείλουν εμάς πάλι εκεί να διαχειριστούμε. Είναι πολύ πιθανό όλα αυτά να είναι συνδεδεμένα, ή ίσως και όχι. ΢ε κάθε περίπτωση, χρειάζεται επαγρύπνηση και ετοιμότητα. >>Λίντια, Μπεν, πάρτε μαζί σας άλλον ένα Προστάτη και τον Γκρίνσκι και πηγαίνετε στην πρώην Βιομηχανική Περιοχή του Ανατολικού Σομέα. Μπείτε στο πλήθος, χωρίς να σας καταλάβουν. Προσπαθήστε να καταλάβετε τι έχει δει ο κόσμος και γιατί είναι αγριεμένος. ΢το βαθμό που επιχειρηθεί κάποια είσοδος του κόσμου στην αποθήκη, ειδικά αν αυτό περιλαμβάνει συγκρούσεις με την αστυνομία,

[150]


προσπαθήστε να ηρεμήσετε το πλήθος χωρίς την παραμικρή χρήση βιας. Επειδή αυτό μπορεί να μην είναι εφικτό, ο Μπεν και ο Γκρίνσκι θα πάνε κατευθείαν στην αποθήκη να δούνε τι συμβαίνει και συνεννοούμαστε για τα υπόλοιπα. >>Οι υπόλοιποι, θα μοιράσουμε Προστάτες και περιοχές για να ξετρυπώσουμε τον Κόρβερ. Ίθαν, αναλαμβάνεις Ανατολικό τομέα, Κέιτ Δυτικό, Βίκτωρ Νότιο, Σζορτζ στα Βόρεια. Πάρτε όσους χρειάζεστε και ψάξτε όπου θα ψάχνατε τους εαυτούς σας. Θέλω όλους τους Προστάτες σε όλη την πόλη, ενεργοποιημένους, οπλισμένους και έτοιμους για κάθε ενδεχόμενο. Δεν εμπλεκόμαστε παρά μόνο όταν είμαστε αρκετοί. Ο Κόρβερ είναι σίγουρα επικίνδυνος και δεν θα παραιτηθεί εύκολα από αυτό που έχει στο μυαλό του, ότι σκατά και αν είναι αυτό. >>Ρεμπέκα, πήγαινε στην κλινική του Γκουρού, σκάψε στην υπόθεσή σου. ΢τίψε το γεροκαθίκι όσο χρειάζεται. Μάθε και τι ξέρει αυτός για την ΢φήκα, την κρατούσε άλλωστε για αρκετές ώρες πριν αποφασίσει να κάνει τον μεσολαβητή. Οράτιε, μείνε εδώ με τον ΢μίττυ να διευθύνετε από το Κέντρο. Ορίστε μια συχνότητα καινούρια και αποκλειστικά για εμάς. Φρησιμοποιείστε κάμερες, επικοινωνίες οτιδήποτε χρειάζεται. Βρείτε τον. Εγώ θα ξεκινήσω από το σημείο που χτυπήθηκε ο ΢αμ και θα προσπαθήσω μήπως βρω κάτι παραπάνω. Είμαστε όλοι σύμφωνοι; ‘’ ΢το ΢υμβούλιο των Προστατών επικράτησε μια σιωπηρή συμφωνία. ΋λοι έγνεψαν απλώς καταφατικά στην απαρίθμηση των καθηκόντων τους, ασχέτως αν ήταν απόλυτα σύμφωνοι ή ήθελαν κάποια άλλη θέση. Ο ΢μίττυ κοίταξε την Φόλυ περιεργαστικά, αλλά εκείνη τώρα ήταν συγκεντρωμένη και το βλέμμα της δεν εξέπεμπε τίποτα άλλο πέρα από αποφασιστικότητα και σιγουριά. ΢ηκώθηκε πρώτη και τους κοίταξε. ‘’Καλή τύχη’’, είπε ξερά και απομακρύνθηκε με βιαστικό βήμα.

[151]


Το κίνημα των Παραλόγων

Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου την σταμάτησε λίγο πριν φτάσουν στην άκρη του τετραγώνου και βγουν σε μια πολύβουη λεωφόρο. Η Άλις ξαφνιάστηκε από το άγγιγμά του και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καθώς την έφερε με πλάτη στον τοίχο. ΢τάθηκε μπροστά της χαμογελώντας. ‘’Είσαι έτοιμη;’’, την ρώτησε, ενώ μπορούσε να νιώσει το χάδι της ανάσας του πάνω στο πρόσωπό της. ‘’Έτοιμη για τι;’’, ρώτησε αυτή κάπως αγχωμένη, και χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα κοίταξε προς τα χείλη του, ακολουθώντας μια περίεργη παρόρμηση. ‘’Έτοιμη να δεις το παράλογο του κόσμου μας!’’, της είπε, προκαλώντας ταυτόχρονα μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό της. Όστερα, χωρίς να πει περισσότερα, την τράβηξε από το χέρι και την έφερε δίπλα από τον τοίχο, αποκαλύπτωντας μπροστά της την λεωφόρο. Και σε ότι υπήρχε γύρω της. ‘’Ιδού’’, φώναξε, και άπλωσε το χέρι του προς τα εμπρός. Σο μέγεθος, η μεγαλοπρέπεια και η επιβλητικότητα μιας ανατριχιαστικής θέας κόλλησε την Άλις στην θέση της για δεύτερη φορά, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η λεωφόρος ήταν πλατιά και πολύβουη. Τπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις γραμμές κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση, που τις διαχώριζε μια πράσινη λωρίδα με συμμετρικά τοποθετημένα δενδρύλλια, όχι μεγαλύτερα από ενάμιση μέτρο. Αυτοκίνητα διαφόρων χρωμάτων περνούσαν με υψηλή ταχύτητα, βγάζοντας μικρούς σπινθήρες από τις μικρές κεραίες της οροφής τους. Ο δρόμος ήταν κατάφωτος σε ένα έντονο λευκοκίτρινο φως, που ήταν διευθετημένο με τέτοιο τρόπο που περιόριζε τις σκιές. Αλλά η λεωφόρος, ούτε που απασχόλησε την Άλις, καθώς κοιτούσε προς την άλλη πλευρά του δρόμου. Σο κτίριο ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο μπορούσε να δει ή να φανταστεί. Ορθονώταν σχεδόν διπλάσιο από το επίσης επιβλητικό κτίριο που βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το μέρος που θεωρούσε μέχρι πριν λίγες ώρες σπίτι της. Ήταν ένας μαύρος στην όψη, ψηλός πύργος, που ορθωνόταν ανάμεσα σε τετράγωνα, μακρόστενα κτίρια που βρίσκονταν ολόγυρά του. Η κορυφή του, για την οποία η Άλις έπρεπε να

[152]


ακουμπήσει σχεδόν το κεφάλι της στην πλάτη της για να την διακρίνει, δεν είχε κάποια επιγραφή ή φωτεινά γράμματα- για αυτά, η Άλις θα έπρεπε να κοιτάξει ευθεία μπροστά της, σε μια ψηλή μαρμάρινη σταχτί πλάκα, φωτισμένη με αναρίθμητους μικρούς προβολείς. ΢ε αυτήν, υπήρχε μια ανάγλυφη επιγραφή: Πύργος Κεντρικής Διοίκησης – Κτίριο Ελπίδας. Πίσω από αυτήν υπήρχε ένα ψηλό άγαλμα, επίσης φωτισμένο με προβολείς από το έδαφος που κοιτούσαν προς τα πάνω και το τύλιγαν με αργά κινούμενες δέσμες φωτός διαφόρων αποχρώσεων. Σο άγαλμα, από κάποιο στιλπνό μαύρο υλικό, παρίστανε μια αφηρημένη μορφή ενός ανθρώπου, πεσμένου στο ένα γόνατο και με την μια του γροθιά να στηρίζεται στο έδαφος, αλλά το κεφάλι του να κοιτάει προς τον ουρανό και το άλλο του χέρι να δείχνει ότι ανασηκώνεται επίσης σε γροθιά, προς τα πάνω. Ο συμβολισμός ήταν παραπάνω από σαφής- ο άνθρωπος πεσμένος, χτυπημένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά, έτοιμος να ξανασηκωθεί και να ατενίσει τον ουρανό που του έκρυβε ο τεράστιος πύργος και τα γύρω κτίρια, επίσης ψηλά αλλά ούτε κατά διάνοια στο ίδιο ύψος με αυτόν. Πίσω από το άγαλμα υπήρχε μια ακόμα πυκνή σειρά από μοντέρνα σχεδιασμένους πυλώνες φωτός, και πίσω και από αυτούς ένας τοίχος, περίπου στα δυο μέτρα ύψους. Λίγο πιο πίσω ακόμα, ορθωνόντουσαν τα κτίρια που περικύκλωναν τον κεντρικό πύργο. Η Άλις δεν μπορούσε παρά να αισθανθεί δέος. Κοίταξε τον Ρίτσαρντ που κοιτούσε προς τα πάνω ευδιάθετος. ‘’Σι είναι αυτό;’’, τον ρώτησε χαμηλόφωνα. ‘’Αυτό, αγαπητή μου Άλις, είναι το διοικητικό κέντρο της ανθρωπότητας. Αυτός είναι ο εγκέφαλος του ανθρώπου. Η καρδιά, δηλαδή τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, είναι αρκετά μακριά από εδώ, αλλά τα βλέπεις, λένε, αν ανέβεις στους ψηλούς ορόφους του Πύργου. Για την ακρίβεια λένε ότι από εκεί βλέπεις όλη την πόλη, μέχρι την Νεκρή Ζώνη και το Μεγάλο Σείχος. Για αυτό θα ακούσεις να το λένε και ‘’Υάρο’’, πέρα

από ‘’Ελπίδα’’. Αν και τα δυο μου φαίνονται

απλοϊκές

τσιχλόφουσκες, αν με ρωτάς. Εγώ το γνωρίζω ως Μαύρο Πύργο. Άλλους αν ρωτήσεις θα στο πουν ως το ‘’Μεγάλο Μαύρο Μυτερό Πέος’’. ΋λα σωστά είναι. Για όλους, αυτός ο Πύργος σημαίνει κάτι. Για κάποιους σημαίνει την επιβίωση, την ελπίδα και την αναγέννηση. Για κάποιους σημαίνει όμως το παράλογο και την αλαζονεία. Και εδώ, όλα σωστά είναι. Ποιός είπε άλλωστε ότι η επιβίωση δεν είναι αλαζονεία; Η όποια ελπίδα μας δεν είναι μια μορφή παραλόγου; ΋λος ο κόσμος είναι ένα ανεξήγητο σύστημα, και το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί παρά να ελπίζει να το εξηγήσει, αλλιώς απελπίζεται.

[153]


Και ματαιόδοξα θεωρεί ότι μπορεί να βρει σκοπό στην απέραντη ματαιότητα. Για να απαντήσω λοιπόν ξανά στο ερώτημά σου, αυτό είναι το μέρος που κοιμάται, χέζει και τρώει το παρόν και το μέλλον όλων μας. Η αγαπημένη μας Κυβερνήτης, η Μητέρα, η Κυρία, οι παρατρεχάμενοί της και οι σφουγγοκωλάριοί της, όλοι βρίσκονται εδώ και μας κοιτούν από τα ψηλά φιμέ τους παράθυρα. Και οι προηγούμενοί τους, και οι προηγούμενοι από αυτούς. Μέχρι τους πιο παλιούς, τις ημέρες μετά την Μεγάλη Καταστροφή, που αποφάσισαν να μαντρώσουν όποιον είχε την ατυχία να επιζήσει και να χτίσουν ένα ογκώδες καυλί προς τον ουρανό, σημαδεύοντας στον κώλο του πεθαμένου Θεού μας.’’ Η Άλις ήταν ακόμα απορροφημένη στο τεράστιο οικοδόμημα, ακούγοντας λίγα από όσα της έλεγε, αλλά οι τελευταίες του βωμολοχίες την έκαναν να νιώσει μια συστολή. Μπορούσε να διακρίνει κάποια πρόσωπα στα αυτοκίνητα που περνούσαν, της έριχναν μια φευγαλέα ματιά καθώς συνέχιζαν το άγνωστο σε προορισμό και σκοπιμότητα ταξίδι τους. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ρούφηξε μια γερή δόση από την μικρή του πίπα και ξεφύσηξε τον πηχτό καπνό. Ο τεράστιος Πύργος φαινόταν να του δημιουργεί εκνευρισμό. ‘’Τπήρχαν εποχές που είχαμε τέτοιον. Θεό. Πέθανε μαζί με το σύνολο της ανθρωπότητας, από την ίδια αλαζονεία που έφτιαξε αυτόν τον Πύργο. Και ορίστε, κοίταξέ μας, μια γενιά μετά από αυτήν που θα έπρεπε να είναι η τελευταία, να γυρνάμε στα ακριβά μας αυτοκίνητα πίνωντας κοκτέιλ απάθειας, αναπαραγόμενοι σε γυάλινες κυψελίδες και τρώγωντας άγευστους κύβους με βιταμίνες και αντιβιοτικά. ΢ε καλύτερη σωματική κατάσταση, πιο χαρούμενοι, πιο παραγωγικοί, ελέγχοντας κάθε μορφή αδυναμίας μας, ελέγχοντας κάθε αρρώστια, πεθαίνοντας ξανά στην ίδια γυάλινη κυψελίδα. ΢αν γουρούνια, σε κλουβιά με αντιβίωση. Πάμε;’’ Η Άλις γύρισε να τον κοιτάξει, αλλά αυτός είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και άρχισε να απομακρύνεται, παράλληλα με την λεωφόρο. ΢υνειδητοποίησε ότι είχε αρκετή ώρα που απλώς τον ακολουθούσε, χωρίς να ξέρει ακριβώς τον προορισμό. Ο αρχικός τους στόχος ήταν να βρουν την Ντάιαμοντ, αλλά δεν υπήρχε κάποιος λόγος να βρίσκονται στο κατόπι της. Επιπλέον, αν και δεν το ήθελε εσκεμμένα, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου της φαινόταν όλο και πιο τραβηχτικός, εκπέμποντας ένα μαγνητισμό το ίδιο παράξενο με τον κόσμο που έβλεπε γύρω της και προσπαθούσε να θυμηθεί. ‘’Που;’’, του φώναξε, προσπαθώντας να τον φτάσει. Ο Ρίτσαρντ έδειξε προς απροσδιόριστη κατεύθυνση.

[154]


‘’΢ου έχω πει ήδη’’, της είπε. ‘’Πάμε να γνωρίσεις τους Παραλόγους’’ ΄΄Και η Ντάιαμοντ;’’ ‘’Μα φυσικά, η Ντάιαμοντ. Η αγαπητή μας Ντάιαμοντ αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι οπουδήποτε. Για να την βρούμε, χρειαζόμαστε ένα δίκτυο ανθρώπων σε όλη την πόλη, που θα μπορεί να έχει τα μάτια του ανοιχτά. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από τους Παραλόγους για μια τέτοια έρευνα’’ Η Άλις προχώρησε λίγο πιο γρήγορα και τον τράβηξε από τον ώμο. Η λεωφόρος, ο Πύργος, η νύχτα, απλωνόντουσαν γύρω τους αδιάφορα για την ύπαρξή τους. Η Άλις ένιωθε μικρή και ευάλωτη δίπλα σε μια τέτοια μεγαλόπρεπη αδιαφορία. ‘’Δεν μπορώ να σε ακολουθώ σε αυτό το..το χάος. Να μην καταλαβαίνω...’’, του είπε με ένα ειλικρινές παράπονο. ‘’Αυτά που έλεγες πριν, για τα τείχη, για τις καταστροφές, όλα αυτά για κάποιο λόγο τα γνωρίζω, τα ξέρω. ΋μως δεν μπορώ να βρω τον εαυτό μου σε όλα αυτά, υπάρχει θολούρα και...δεν ξέρω τι ακριβώς είναι..’’ Ο Ρίτσαρντ πέρασε το χέρι του στα μαλλιά της και πίσω από το αυτί της. Σο πρόσωπό του της έστελνε σημάδια ηρεμίας, που τα είχε ανάγκη και ας μην στηριζόντουσαν σε τίποτα χειροπιαστό. Όστερα, έπιασε την λεπτή του πίπα και της την πρότεινε. ‘’Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω πως έκλεβα’’, είπε χαμογελαστά. Η Άλις κοίταξε διστακτικά προς το λεπτό μαύρο αντικείμενο. Ο καπνός έμπαινε σε μικρές τούφες από την μια πλευρά, που ήταν κάπως πιο μεγάλη, και κατόπιν, με το πάτημα ενός κουμπιού πυρακτωνόταν απελευθερώνοντας καπνό. Δεν θυμόταν να έχει καπνίσει ποτέ της το οτιδήποτε, και επιπλέον η μυρωδιά του καπνού που κάθε τόσο απελευθέρωνε ο Ρίτσαρντ της προκαλούσε μια δυσφορία. ‘’΢ου είπα για τον Φάρβει Γουέιν; Σον αγαπητό μας πρώην γείτονα, που είχε συναίσθηση της πραγματικότητας. Αυτός λοιπόν ήταν ο πρώτος που μου γνώρισε αυτόν τον υπέροχο καπνό..Δεν είναι βέβαια ακριβώς καπνός, είναι σαφώς μια ακόμα συνθετική κατασκευή...Αλλά το υλικό που είναι φτιαγμένη...ω, εδώ βρίσκεται η μαγεία...Αυτός ο καπνός, έχει μέσα του όλα τα συστατικά της επιθυμητής διαύγειας. Είναι ο βασιλιάς των αντιδότων, απέναντι σε όσα όλα μας ποτίζουν και μας ταίζουν, για να ελέγχουν την σκέψη, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά μας. Είναι ο κόσμος Άλις, καθαρός και κρυστάλλινος. Είναι βαρύς ο διάολος, και ίσως κάνει τα άκρα σου να μουδιάσουν, αλλά πίστεψέ με, θα δεις πιο καθαρά από ποτέ..’’

[155]


Η Άλις έπιασε την πίπα και την κοίταξε χωρίς να μπορεί να αποβάλλει τον δισταγμό της. Σην έφερε στο στόμα της και πάτησε το κουμπί της πυράκτωσης, ρουφώντας από το μικρό στόμιο. Ο καπνός, ξερός και πικρός, εισέβαλλε βίαια στον ουρανίσκο και τον οισοφάγο της, καίγοντας τα μαλακά τοιχώματα στο πέρασμά του. Η Άλις έβηξε με δύναμη και αηδία. ‘’΋χι, όχι, πρέπει να το κατεβάσεις στα πνευμόνια σου και να το κρατήσεις εκεί για λίγο’’, της είπε αυτός, χαιδεύοντας την παράλληλα στην πλάτη για να ηρεμήσει τον σπαστικό της βήχα. Η Άλις δοκίμασε άλλη μια φορά και ο καπνός τώρα έριξε μια γερή κλωτσιά

στον λάρυγγά της και κατέβηκε μέχρι τους πνεύμονές της. Κράτησε την

αναπνοή της και σχεδόν το ένιωσε να διασπείρεται στο αίμα της και να κυκλοφορεί σε όλο της το σώμα. Όστερα, εξέπνευσε αποβάλλοντας ένα μικρό συννεφάκι γκρίζου καπνού. Πίσω από τον καπνό, ο Ρίτσαρντ χαμογελούσε. Η Άλις ένιωσε ένα γαργαλιστικό μυρμήγκιασμα στα ακροδάχτυλα των χεριών και των ποδιών της και μια ελαφριά αίσθηση αιώρησης, σαν όλα της τα όργανα να έχαναν επαφή με την βαρύτητα και να επέπλεαν στο σώμα της. Γρήγορα, όλα αυτά έγιναν μια επίσης παράξενη ζαλάδα, που την έκανε να νιώθει κάτι που θα μπορούσε να είναι ναυτία, αν δεν ήταν ταυτόχρονα ωραίο. ‘’Κοίτα τον κόσμο Άλις’’, είπε αυτός αλλά τώρα η φωνή του ακουγόταν σαν να διαπερνούσε ένα παχύ στρώμα από αφρολέξ. ‘’Δες τον με τα αληθινά του χρώματα, δες την πραγματική του όψη’’. Η Άλις ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια της για να προσπαθήσει να συγκεντρωθεί, αν και τώρα η μυωπία της έμοιαζε να αυξάνεται, δημιουργώντες θολές εστίες σε διάφορα σημεία του οπτικού της πεδίου. Ένιωθε την ισσοροπία της δύσκολη, και έτσι απομακρύνθηκε προσπαθώντας να φτάσει σε ένα τοίχο για να στηριχτεί. Ο Ρίτσαρντ την κράτησε και την οδήγησε στοργικά σε ένα μακρύ πεζούλι που πήγαινε παράλληλα στο δρόμο, όπου την βοήθησε να κάτσει. Έκατσε δίπλα της, χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του. Η Άλις, αν και ποτέ δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα την πολύ οικεία ανθρώπινη επαφή, άφησε το σώμα της να γείρει πάνω του και να στηριχθεί. Ο Πύργος μπροστά της άλλαζε πλέον μορφές. Σον είδε να εκτείνεται ψηλότερα, πολύ ψηλότερα, και ένιωσε ίλλιγο μόνο που κοιτούσε προς τα πάνω. Όστερα, σαν ακορντεόν, ο Πύργος συρρικνωνόταν και έφτανε στο ύψος των ποδιών της, μπορούσε να δει σχεδόν περιστέρια στην οροφή του να την κοιτούν με περιέργεια και φόβο. Σα αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά της άλλοτε με υπερβολικά μεγάλες ταχύτητες, σαν

[156]


φευγαλέες λωρίδες φωτός και χρώματος, και άλλοτε υπερβολικά αργά, σαν κάποιος να είχε απλώσει στον κόσμο ένα παχύρευστο αόρατο σιρόπι. Σο μόνο σημείο σταθερότητας για όσο κράτησε αυτός ο παροξυσμός των αισθήσεών της, ήταν η αγκαλιά του Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Η Άλις έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. ΢ύντομα, το φως την ζάλιζε, το μαύρο του πύργου φαινόταν πιο πηχτό και από την πιο βαθιά νύχτα του ερέβους και το άγαλμα έμοιαζε τώρα να απεικονίζει έναν άνθρωπο που την κοίταζε πίσω με χλευασμό και ειρωνία. Ή μήπως της έκλεινε το μάτι αισθησιακά; ‘’Σι βλέπω;’’, τον ρώτησε, προσπαθώντας να αποκωδικοποίησει μια παροξυσμική μέθη. ‘’Σο πιο πιθανό αγαπητό μου κορίτσι, με μια μόνο τζούρα που τράβηξες, είναι να βλέπεις μέσα από μια πολύ λεπτή χαραμάδα τον αληθινό μας κόσμο. ΢ε λίγη ώρα θα υποχωρήσει τελείως, ακόμα και αυτή. Υυσικά, μόνο συστηματική χρήση αυτού του καπνού θα μπορούσε να σε προστατέψει από όλα τα παραμορφωτικά φίλτρα που βάζουν μπροστά στα μάτια μας. ΋τι και να μου δίνανε, αυτός ο καπνός που μου παρείχε παράνομα ο Φάρβει Γουέιν, ακόμα και όταν έφυγε από το κτίριό μας, με κρατούσε σε διαύγεια και εγρήγορση. Με βοηθούσε να γράφω, ανάμεσα στις γραμμές όλων εκείνων των βιβλίων στο διαμέρισμά μου, να γράφω όλες μου τις αναμνήσεις και να διατηρώ άθικτη την ταυτότητά μου, κόντρα σε όσους ήθελαν να μου την ξεσκίσουν για την διασκέδασή τους. Είμαι εδώ, αλώβητος απέναντι σε αυτά τα καθάρματα και...’’ ‘’Είχες πολλά καπέλα’’, μουρμούρισε η Άλις, με την φωνή της να είναι κάπως ράθυμη και αργή. Ο Ρίτσαρντ την κοίταξε και την χάιδεψε στο κεφάλι. ‘’Πράγματι,

είχα

πολλά

καπέλα.

Μου

αρέσουν

τα

καπέλα.

Νιώθω

ότι

προστατεύουν το κεφάλι μου’’ ‘’Που είναι το καπέλο σου τώρα;’’ ‘’Μου το πήρε ο αέρας γλυκιά μου. ΢την ταράτσα του ΢άικεντ.’’ Η Άλις γέλασε κάπως βραχνά. Αυτός την χάιδεψε ξανά, αλλά αυτή τη φορά προσπαθώντας να την σηκώσει. ‘’Σώρα όμως πρέπει να συνεχίσουμε γλυκιά μου’’, της είπε στοργικά. ‘’΋χι, όχι, θέλω να κάτσουμε λίγο ακόμα..’’, απάντησε αυτή, πιέζοντας το κεφάλι της πάνω στον ώμο του. ‘’Μίλα μου λίγο ακόμα, για τα τείχη, τους Πύργους, το Θεό και τους άγευστους κύβους με αντιβιοτικά...Πες μου για το ΢άικεντ..’’ Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε κοιτώντας γύρω του με κάποιο άγχος. Ήξερε ότι πλέον τα πρόσωπά τους θα φιγούραραν σε οθόνες περιπολικών και σε ελεγκτές κυκλοφορίας.

[157]


Ήταν ήδη μεγάλο ρίσκο να την φέρει κοντά στον Πύργο, ένα μέρος που βρισκόταν από συνεχή επιτήρηση και παρακολούθηση. ‘’Λοιπόν...’’, είπε χαιδεύοντας την σαν να ξεκινούσε κάποιο παραμύθι για να την κοιμίσει. ‘’Σο ΢άικεντ είναι στην πραγματικότητα μια μακέτα του κόσμου μας σε μικρογραφία. Σώρα δεν είμαι σίγουρος ποιος αντέγραψε ποιον πρώτος, αλλά είναι η ίδια ακριβώς φιλοσοφία. Γύρω από την μεγάλη μας πόλη αλλά και τις μικρότερες που την περιβάλλουν προς το βορρά, το Σείχος που φτιάξαμε είναι υλικό, φτιαγμένο με ατσάλι και χάλυβα, υποτίθεται για να μας προστατεύει από τα Σέρατα που φτιάξαμε, κοντά εκατό χρόνια πριν, στους καιρούς του μεγάλου Πολέμου. ΢το ΢άικεντ το τείχος είναι αόρατο και άυλο, είναι εντελώς εσωτερικό, είναι στο μυαλό μας. Ξανά, υποτίθεται ότι μας προστατεύει από την σκληρότητα του κόσμου, μια σκληρότητα που κάπως, κάποτε οδήγησε όλους τους ...ένοικους, στην παραφροσύνη.. Ή μήπως στην διαύγεια; Δεν έχει και πολύ σημασία. Αλλά η ψευδαίσθηση και η αυταπάτη λειτουργεί στην εντέλεια και στις δυο περιπτώσεις. ΢την πραγματικότητα, τα Σείχη είναι για να μας κρατάνε μέσα. Εδώ έξω, η αυταπάτη δημιουργείται από την ψευδεπίγραφη αυτάρκειαενέργεια, προιόντα, φάρμακα, η δυνατότητα να τελειοποιήσεις τον εαυτό σου, όπως το επιθυμείς. Είναι μια καλογυαλισμένη νέον επίφαση ευμάρειας και ευτυχίας, τόσο τρανταχτά ψεύτικη και παράλογη που για κάποιο λόγο γίνεται πιστευτή. ΢το ΢άικεντ, το ψέμμα είναι ακόμα πιο παράλογο..Μπορεί να μην θυμάσαι τον εαυτό σου, αλλά σίγουρα θυμάσαι την καθημερινότητά σου στο ΢άικεντ, το σπίτι σου, τις ασχολίες σου, τις ‘’βόλτες’’ που υποτίθεται ότι έκανες έξω από αυτό. ΢το ΢άικεντ, η ‘θεραπευτική μέθοδος’’ βασίζεται πάνω στην αυταπάτη ότι δεν συντελείται καμία θεραπευτική μέθοδος. ΋τι όλα είναι φυσιολογικά, και η παραφροσύνη γιατρεύεται υποδόρρια, η θεραπεία γίνεται παράλληλα με την αποκατάσταση. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι άνθρωπος βγαίνεις από εκεί μέσα, όταν τελικά αποφασίζουν να σε βγάλουν. ΢ίγουρα θα είναι ένας άνθρωπος που συμβιβάζεται με το ψέμμα του κόσμου με την ίδια ευκολία που το αναπαράγει. ΢άικεντ....τι αμφίσημο όνομα έτσι δεν είναι; Σο τέλος της ψυχασθένειας ή μήπως το τέλος της ψυχής μας; ΋τι και αν είναι, σερβίρεται σε μικρές διακριτικές δόσεις. Η μεταμόρφωση δεν λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας, αλλά όταν έχει γίνει είναι αρκετά αργά. ΋πως αμφίσημο είναι και το όνομα του μικρού μας, κλεισμένου από όλες τις μεριές, κόσμου. Θυμάσαι Άλις πως λένε την πόλη μας, πως λένε το εναπομείνον λίκνο της ανθρώπινης ζωής;’’

[158]


Η Άλις ψαχούλεψε στο ζαλισμένο κεφάλι της για την απάντηση. ΢χεδόν αυθόρμητα, αλλά με την χαρά μιας ανακάλυψης, συλλάβισε την απάντηση. ‘’Έρθ’’ ‘’Ακριβώς! Έρθ! Δώσαμε το όνομα του πλανήτη μας, σε μια απειροελάχιστη γωνιά του. ΢ου φαίνεται αστείο; Εγώ θα το έλεγα τραγωδία της αλαζονείας μας. Δώσαμε το όνομα του πλανήτη που καταστρέψαμε ολοσχερώς, σαν κάποιο φόρο τιμής; ΢αν υπενθύμιση ότι είμασταν εμείς που το κάναμε; Κανείς δεν θυμάται πια, ίσως να το βρει στα ντοκουμέντα από τα πρώτα χρόνια της ανοικοδόμησης. Αλλά όποιος και αν είναι ο λόγος, δεν μπορεί παρά να είναι λάθος. Δεν έπρεπε να ονομαστεί ποτέ αυτό το μηχανικό έκτρωμα Έρθ. Δεν έχει σχέση με τον πλανήτη που το φιλοξενεί. Είμαστε ένα βακτήριο, σε λανθάνουσα κατάσταση ύπνου, περιμένοντας να ανασυγκροτήσουμε δυνάμεις για να ξαναβγούμε, να ξαναεπεκταθούμε στο χώρο και να επαναλάβουμε την Ιστορία, ξανά και ξανά, μια ατέρμονη λούπα μιας φάρσας χωρίς σταματημό. Σο μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς, είναι την επόμενη φορά να το κάνουμε καλύτερα. Να μην μείνει κανείς. Ας αφήσουμε τις κατσαρίδες και τα μυρμήγκια να κυριαρχήσουν. Δεν έχω αμφιβολίες για τον πλανήτη μας, θα βρει το δρόμο του. Κυρίως αν βρει τρόπο να μας καθαρίσει από μόνος του, όπως έχει κάνει με πολλά είδη, επανειλημμένως στο παρελθόν, όταν αυτά φτάσανε σε μια ακμή πιο ψηλά από το μπόι τους.’’ Η Άλις αναστέναξε και ανασηκώθηκε μόνη της, κοιτάζοντας προς τον περιμετρικό φράχτη του Πύργου. ‘’Σι υπάρχει πέρα από το Σείχος;’’, ρώτησε και τοην κοίταξε, νιώθωντας ταυτόχρονα μια ξαφνική νοσταλγία για την αγκαλιά του. ‘’Νόμιζω ότι σου είπα είδη ότι πρέπει να πάμε ένα τείχος την φορά γλυκιά μου. Ακόμα δεν έχουμε εξολοθρεύσει τα ΢άιμποργκ στο μυαλό σου. Αλλά και πάλι, στο ερώτημά σου δεν έχω απάντηση. Τποθέτω ότι ο κόσμος εκεί έξω είναι μια εκτεταμένη Νεκρή Ζώνη, σαν αυτή στα περιθώρια της Έρθ. Καταστροφή, εγκατάλειψη και αρρώστια. Είναι τέτοια η δύναμή τους, που μπορούν να μας καταπιούν- άλλωστε υπήρχαν άλλες δυο τέτοιες εστίες, σαν την δική μας, ανά τον κόσμο. Μέσα στα τελευταία χρόνια ωστόσο εξολοθρεύτηκαν από όλα όσα δεν μπορούσαν να κρατήσουν μακριά. Έχω ακούσει για δολοφονικούς ιούς, έχω ακούσει για την ανατραχιαστική ηχώ του Μεγάλου Πολέμου που κινείται ακόμα μαζί με τον άνεμο και ‘’σκουπίζει’’ ότι έχει απομείνει...Είναι ιστορίες τρόμου όλα αυτά, ιστορίες για να πείθουν ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι στην κλειστή φωλιά μας. Για μένα είναι ιστορίες λύτρωσης, και

[159]


αν με ρωτάς, γαμημένες μπούρδες. Σι θα μπορούσε να κάνει ένα τείχος σε έναν ιό; Σι μπορούν να κάνουν εκατό ρομπότ απέναντι στον άνεμο; Σίποτα. Ο μεταλλαγμένος από την ραδιενέργειεα και τα τοξικά απόβληματα κόσμος βγάζει αποκρουστικούς σε εμάς κυνόδοντες και καρφώνει ότι έχει απομείνει. Θα φτάσει και εδώ. ΋ταν φτάσει, κανένα τείχος δεν θα τον εμποδίσει.’’ Η Άλις ξεροκατάπιε. Αν και ο Ρίτσαρντ μιλούσε για να απαξιώσει το τείχος, η Άλις ένιωσε μια ασφάλεια στην γνώση της ύπαρξής του. ΢ηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να ισορροπήσει, αν ένιωθε ότι βρίσκεται σε μια σχεδία επιπλέοντας σε απαλό κυματισμό. ‘’Που είναι αυτοί οι Παράλογοι;’’, τον ρώτησε. Ο Ρίτσαρντ σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε μια τζούρα. ‘’Είναι παντού’’, είπε βγάζοντας τον καπνό. ‘’Αλλά συχνάζουν σε συγκεκριμένα μέρη’’, πρόσθεσε. ‘’Θα ήταν επικύνδινο να πάρουμε το μετρό τέτοια ώρα, οπότε θα περπατήσουμε λίγο ακόμα. Είσαι εντάξει για λίγο περπάτημα;’’ Η Άλις έγνεψε καταφατικά και ο Ρίτσαρντ άρχισε να προχωράει ξανά προς τα στενά που ερχόντουσαν κάθετα προς την κεντρική λεωφόρο. Σο κεφάλι της ήταν μια γυάλα μετά από τον καπνό, και κάθε της βήμα κουνούσε λίγο τα νερά, παρασέρνοντας ελαφρώς το ψαράκι της ισορροπίας της, αλλά ακολούθησε τον φιλόσοφο χωρίς διαμαρτυρία. Αυτός περπατούσε καμαρωτός και ταυτόχρονα επιφυλακτικός, περνώντας από στενό σε στενό, από μονόδρομους σε πεζόδρομους, από περιοχές με λίγη κινητικότητα, στις παρυφές των οποίων μπορούσες να διακρίνεις μια πολύβουη κίνηση, ανθρώπους και αυτοκίνητα. Η Άλις που και που σταματούσε να κοιτάξει κάτι που της έκανε εντύπωση- κάποιο εκτεταμένο πάρκιγνκ με ομοιόμορφα αυτοκίνητα, κάποιο ψηλό κτίριο, κάποιες γιγάντιες υπερυψωμένες διαφημίσεις με χαμογελαστά πρόσωπα που συνήθως διαφήμιζαν κάποιο προιόν της ΢άικεντ. Η κινητικότητα στους δρόμους ήταν ελαφρώς μόνο μεγαλύτερη από αυτήν που παρατηρούσε στον αέρα, περίπου στο ύψος των κτιρίων. Διάφορα

χόβερ

κυκλοφορούσαν με χαμηλότονους βόμβους και

χρωματιστά φώτα, προς διάφορες κατευθύνσεις. Μερικά περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα, με κατεύθυνση ανατολικά, βγάζοντας ένα σφυριχτό στρίγγο ήχο. ΢ποραδικά, στο δρόμο τους συναντούσαν κάποιους ανθρώπους, που προχωρούσαν ανέκφραστοι και σιωπηλοί, σαν να είναι και αυτοί στο αυτόματο, όπως τα αυτοκίνητά τους. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σταμάτησε δίπλα σε ένα κάδο σκουπιδιών και ψαχούλεψε μια

[160]


σακούλα που φαινόταν να έχει ρούχα και υφάσματα. Από εκεί έβγαλε χαρούμενος ένα χακί μπερέ και το προσάρμοσε στο κεφάλι του. Γύρισε και κοίταξε την Άλις με ένα διάπλατο χαμόγελο. Αυτή έγνεψε ενθαρρυντικά, αν και στην πραγματικότητα ο μπερές ήταν κάπως μικρότερος από το κεφάλι του και η εικόνα του ήταν τουλάχιστον αστεία. ΋σο προχωρούσαν, ο φιλόσοφος ενίοτε φλυαρούσε, περισσότερο σαν να τα έλεγε στον εαυτό του. Η Άλις δεν του έδινε πάντα σημασία, περισσότερο επειδή αυτός προχωρούσε αρκετά πιο γρήγορα και αυτή προσπαθούσε να περιορίσει την ζαλάδα της καθώς έτρεχε σποραδικά να τον προλάβει. ‘’΢υνεχώς προσπαθούσαμε να πολεμήσουμε τους συλλογικούς φόβους που μας κληρονόμησαν από το παρελθόν. Κρατήσαμε συστηματικά και με κόπο το iq της τεχνητής νοημοσύνης χαμηλά, με φόβο μήπως αυτή γυρίσει κάποια στιγμή εναντίον μας. Φαρίσαμε την υψηλότερη τεχνολογία μόνο σε ανθρώπους που θεωρήσαμε ως πνευματική ελίτ, αρχίδια ελίτ αν με ρωτάς, και αντί για ρομπότ φτιάξαμε σάιμποργκ, προσπαθώντας πάντα να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο πάνω στις κατασκευές μας. Νόμιζα ότι αυτό ήταν μια λίγο υποχόνδρια, αλλά σοφή επιλογή. Μου πήρε πολύ για να καταλάβω όμως ότι στην πραγματικότητα, ακολουθήσαμε την ακριβώς ανάποδη διαδικασία- κάναμε ρομπότ τους ανθρώπους.’’ Λίγο πιο μετά, από δίπλα τους πέρασε μια παρέα νεαρών, με κοινό στοιχείο την καλοχτισμένη κορμοστασιά, ξανθά μαλλιά και έντονα μεγάλα μάτια σε μπλε και πράσινες αποχρώσεις. Για αυτούς ο φιλόσοφος κοντοστάθηκε και τους κοίταξε με απογοήτευση. ‘’Σο μεγαλύτερο έγκλημα από όλα; Περιορίσαμε τις φυσικές γέννες για να περιορίσουμε τις ασθένειες και τις κληρονομικές αδυναμίες του γεωγραφικού περιορισμού μας. Κίνδυνος αιμομιξίας λέγανε, προοπτικά θα την πατούσαμε όπως τα λιοντάρια στην Αφρική, αρκετά χρόνια πριν. Έλεγχος πληθυσμού, είπαν κάποιοι άλλοι, σε ένα κόσμο που ήταν πλέον στενός και με συγκεκριμένα αποθέματα. Και τι κάναμε; Κάναμε την αναπαραγωγή προϊόν. Κάναμε την αναπαραγωγή περατζάδα από ένα ράφι πολυκαταστήματος,

διαλέγοντας

χρώμα,

μέγεθος

και

όψη.

΢τον

κίνδυνο

της

ομοιομορφίας, απαντήσαμε με ένα μικρό ποσοστό τυχαιότητας, όλα τα υπόλοιπα μπορείς να τα παραγγείλεις σαν να κάθεσαι σε εστιατόριο. Θα έρθει η μέρα, αν δεν έχει έρθει ήδη και απλώς δεν το έχουμε καταλάβει, που θα αποκωδικοποιήσουμε ακόμα και την τελευταία λεπτομέρεια του εγκεφάλου μας, και θα φτάσουμε στο σημείο που οι άνθρωποι θα γεννιούνται για αυτό που θα είναι στο υπόλοιπο της ζωής τους. Θα

[161]


περιορίσουμε την επιλογή και την τυχαιότητα, σε ένα κόσμο που κινείται μόνο σε αυτούς τους πυλώνες- τυχαιότητα, πιθανότητα, επιλογή. Αυτά ακριβώς τα τρια στοιχεία είναι που οδήγησαν απόψε την Ντάιαμοντ έξω από την ακριβή και γυαλιστερή φυλακή της. Αυτά τα τρια στοιχεία είναι που οδήγησαν και εμάς έξω, αν και με λίγο διαφορετική σειρά. Σο κανονικό θριαμβεύει μέσα από την αδυναμία μας να το αντιληφθούμε. Αλλά θριαμβεύει έναντι του παραλόγου και αφύσικου, που φαίνεται να καταλαβαίνουμε και να ελέγχουμε απόλυτα’’. Κυρίως όμως εκτόξευε οχετό βρισιών προς πάσα κατεύθυνση. Η Άλις συνέχιζε να νιώθει μια αμηχανία μπροστά στην αθυροστομία του αλλά και μπροστά στον μαγνητισμό του, που την έφερνε συνεχώς κοντά του. ‘’Κοίτα’’, φώναζε δείχνοντας προς κάποιο κατάστημα ηλεκτρονικών αντικειμένων. ‘’Κοίτα εκεί! Δαχτυλίδι που δονεί το δάχτυλό σου όταν η θερμοκρασία του σώματός σου ξεπεράσει τα φυσιολογικά όρια. Τποτίθεται ότι έιναι φαρμακευτικό προϊόν, αρχίδια αν με ρωτάς. Εγώ θα έβαζα το δάχτυλο μου σε κάποιον κώλο από την Κεντρική Διοίκηση και θα τυλιγόμουν σε θερμαντικές κουβέρτες.’’ Ή αργότερα, όταν από δίπλα τους πέρασε μια νεαρή κοπέλα με ένα ασύμμετρο γυαλιστερό φωσφωριζέ φόρεμα. ‘’Κοίτα την αισθητική παρακμή! Πηγαίνει στο ΝάιτΒάιμπ λογικά, να ανοίξει τα πόδια της σε κάποιον άλλο γυαλιστερό ρομποτικό πίθηκο, να κάνουν αποστειρωμένο και άγονο σεξ σε δωμάτια ποτισμένα στην αντιβίωση και τις τεχνητές διεγερτικές ουσίες.’’ Η Άλις παρακολούθησε με το βλέμμα της την κοπέλα που απομακρυνόταν χωρίς να ακούει τις προσβολές του Ρίτσαρντ. Κάθε αναφορά στο σεξ, όσο ακατέργαστη και αν ήταν από το στόμα του αθυρόστομου φιλόσοφου, της δημιουργούσε μια ανεπιθύμητη νευρικότητα, την οποία γρήγορα απέδωσε στον καπνό που την είχε μαστουρώσει. Παρά τα αρκετά συμπτώματα όμως, ο καπνός δεν είχε καταφέρει να καθαρίσει την πάχνη στις αναμνήσεις της. Η πνευματική και σωματική της τρικυμία συνεχίστηκε για απροσδιόριστη ώρα, όταν ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου κοντοστάθηκε σε ένα σχετικά πιο σκοτεινό στενό, στην άκρη του οποίου υπήρχε μια κιτρινωπή φωτεινή ταμπέλα με ένα σήμα που υποδύκνειε υπόγεια διάβαση. Ευθεία μπροστά τους, η Άλις διέκρινε τα φώτα κάποιας άλλης λεωφόρου, ή ίσως και συνέχειας της προηγούμενης, δεν είχε ιδέα που μπορεί να βρισκόντουσαν στον τεχνολογικό λαβύρινθο που κυκλοφορούσαν. Ήταν φτιαγμένα όλα θαρρείς για να χάνεις τον προσανατολισμό σου. Ο Ρίτσαρντ

[162]


περιεργάστηκε την είσοδο της διάβασης για λίγες στιγμές, μέχρι που γύρισε προς το μέρος της με σιγουριά. ‘’Εδώ είμαστε’’, της είπε χαρωπά. Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους. Όστερα τον ακολούθησε σε μια πλατιά κυλιόμενη ράμπα, που προχωρούσε ράθυμα προς τα κάτω. Ο Ρίτσαρντ προχώρησε μόνος του με ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Η διάβαση ήταν ένας κατάφωτος πλατύς διάδρομος, στολισμένος με μεγάλους πολύπλοκους χάρτες της πόλης και αφηρημένες εικόνες μοντέρνας τέχνης. ΢τη μέση του η ράμπα συνέχιζε το αργό της ταξίδι προς την άλλη άκρη, που θα οδηγούσε ξανά ανηφορικά στην άλλη πλευρά της λεωφόρου. Η Άλις παρέμεινε πάνω της, καθώς η ξεκούραση και ο αργός σταθερός ρυθμός ήταν ευπρόσδεκτα στο κουρασμένο κεφάλι της. Ο Ρίτσαρντ προχωρούσε παράλληλα και λίγο μπροστά της, μέχρι που έστριψε απότομα και άνοιξε μια πόρτα που είχε την χαρακτηριστική επιγραφή της τουαλέτας. Η συρόμενη πόρτα έκλεισε πίσω του βγάζοντας ένα παραπονεμένο ήχο και η Άλις κοίταξε απορημένη για την ξαφνική του ανάγκη, καθώς περνούσε αργά μπροστά από την πόρτα. Καθώς η ράμπα προχωρούσε σταθερά, γυρνούσε κάθε τόσο προς τα πίσω, περιμένοντάς τον να βγει. ΢ε λιγότερο από ένα λεπτό η πόρτα άνοιξε ξανά και ο Ρίτσαρντ κοίταξε προς τα έξω με απορία. ΋ταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, έκανε μια χειρονομία απορίας. Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους, επίσης απορημένη. ‘’Άλις, γλυκιά μου, θα έρθεις;’’, την ρώτησε κάπως γελαστά. Η Άλις το σκέφτηκε για μια στιγμή, και ύστερα κατέβηκε από την ράμπα κάπως ντροπαλά, και πλησίασε προς το μέρος του. Η πόρτα ξαναέκλεισε και με τους δυο τους μέσα αυτή τη φορά. Η Άλις κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέπτη. Σο πρόσωπό της φαινόταν άσχημο και ξένο για κάποιο λόγο, αλλά και αυτό ίσως ήταν επήρεια του καπνού. Ο φιλόσοφος πλησίασε μπροστά στην τελευταία ιδιωτική πόρτα και την έσπρωξε απαλά, σφυρίζοντάς της να τον ακολουθήσει. Η Άλις πλησίασε διστακτικά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον καθρέπτη όπως προχωρούσε. Όστερα στριμώχτηκε μαζί του στον στενό καμπινέ. Ο Ρίτσαρντ χαμογελούσε δείχνοντας της μια ψηφιακή αναγραφή δίπλα στο καζανάκι, που έγραφε ‘’Εκτός Λειτουργίας’’. ‘’Αρα δεν μπορεί να γίνει κάτι εδώ’’, μουρμούρισε η Άλις, κοιτάζοντας τον περιεργαστικά. Ο φιλόσοφος γέλασε δυνατά. ‘’Ακριβώς’’, είπε. ‘’Θες να έχεις την τιμή;’’, ρώτησε μετά, δείχνοντας προς το μικρό κόκκινο κουμπί που θα ενεργοποιούσε το καζανάκι. Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους, έχοντας βέβαια από την αρχή αποφασίσει να πηγαίνει με τα νερά του Ρίτσαρντ

[163]


Λίθγκοου. Δεν είχε άλλωστε και πολλές επιλογές. Πάτησε το κόκκινο κουμπί χωρίς να περιμένει κάτι ιδιαίτερο, και πράγματι, τίποτα δεν έγινε. Ξανακοίταξε προς τον Ρίτσαρντ, που έμοιαζε παράταιρα ενθουσιασμένος. Όστερα, με ένα μικρό φευγαλέο κραδασμό, ένα μπλε παχύρευστο υγρό άρχισε να τρέχει στη λεκάνη με ψηλή πίεση. Η Άλις το κοίταξε απορημένη, αλλά πριν προλάβει να ρωτήσει το οτιδήποτε, ολόκληρη η λεκάνη άρχισε να ανασηκώνεται προς την οροφή, αφήνοντας στην θέση της ένα ανοιχτό σκοτεινό πέρασμα, όχι μεγαλύτερο από ένα μέτρο σε ύψος, και αρκετά στενό. Η λεκάνη ανυψώθηκε και άλλο μέχρι που σταμάτησε σχεδόν στο ύψος των κεφαλιών τους, αναγκάζοντας την Άλις να πισωπατήσει και να βρεθεί ξανά στην αγκαλιά του Ρίτσαρντ, που σχεδόν χειροκροτούσε από τον ενθουσιασμό του. ‘’΋χι άλλοι αεραγωγοί’’, μουρμούρισε η Άλις, κοιτώντας τον με παράπονο. Ο Ρίτσαρντ την έσφιξε στην αγκαλιά του ενθαρρυντικά. ΄΋χι γλυκιά μου’’, γέλασε. ‘’Είναι στενό για να αποθαρρύνει ακόμα και κάποιον τυχαίο επισκέπτη που αγνόησε το γεγονός ότι το καζανάκι είναι εκτός λειτουργίας...΢το υπόγειο κρυσφήγετό μας υπάρχει αρκετή άνεση χώρου...αν και είναι υπόγειο, όπως και να το κάνουμε’’. Όστερα, την έπιασε από το χέρι και προχώρησε πρώτος προς το στενό πέρασμα, σκύβοντας σχεδόν στα τέσσερα πόδια του. Η Άλις τον ακολούθησε απρόθυμα στο πηχτό σκοτάδι, μόνο και μόνο για επιβεβαιώσει ότι μετά από λίγα μόλις μέτρα μπουσούλημα αυτό που έμοιαζε με τούνελ γινόταν αρκετά ευρύχωρο. Όστερα, ένιωσε στα γόνατα και τις παλάμες της μια λεία και ψυχρή επιφάνεια, σαν να είχε περάσει από το άμορφο σκληρό τσιμέντο σε κάποιο πλακάκι. Σο κεφάλι της προσγειώθηκε στον πισινό του Ρίτσαρντ που είχε σταματήσει και ψαχούλευε κάτι στα πλαινά. Ακούστηκε ένα μικρό τσαφ, και η Άλις άκουσε την λεκάνη να ξανακατεβαίνει αργά πίσω της, με ένα κομμάτι του τοίχου της τουαλέτας. Όστερα, απο πάνω της αναβόσβησε μια επιμήκης λωρίδα από λάμπες και τελικά το τούνελ τους καλύφθηκε με φως. Η Άλις πράγματι πατούσε πλέον σε ένα λευκό πλακάκι, όμοιο με αυτό που χρησιμοποιούσαν στις τουαλέτες. ΢υνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λόγος να είναι στα τέσσερα, καθώς ο διάδρομος είχε περίπου τρια μέτρα ύψος. Ήταν άδειος από πόρτες ή παράθυρα, ενώ ευθεία μπροστά τους υπήρχε μια δίφυλλη κλειστή πόρτα. Ο Ρίτσαρντ είχε ήδη σηκωθεί όρθιος και κοιτούσε με ευχαρίστηση το χώρο.

[164]


‘’Που είμαστε;’’, ρώτησε η Άλις ακόμα στεκόμενη στα γόνατα. ‘’Μια παλιά στάση του Μετρό. Σου παλιού Μετρό της παλιάς πόλης που βρισκόταν εδώ, πριν την ανοικοδόμηση. Σην...ανακαινίσαμε λιγάκι’’. Όσερα, προχώρησε σχεδόν τρέχοντας προς την δίφυλλη πόρτα. Η Άλις κοίταξε άλλη μια φορά γύρω της και σηκώθηκε όρθια, κάτι που της προκάλσε μια ξαφνική σκοτοδίνη. Είδε τον Ρίτσαρντ να πλησιάζει ένα μικρό ηχείο δίπλα στην πόρτα και να πατάει ένα κουμπί. Από το ηχείο ακούστηκε απλώς ένα χαμηλότονο κλικ. Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε πλατιά. ‘’Ναι!’’, φώναξε δυνατά. ‘’Ένα κοράκι, είναι ίδιο με ένα τραπέζι’’. Μετά από πολύ λίγες στιγμές, η πόρτα ταλαντεύτηκε και άνοιξε απαλά, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα. Ο Ρίτσαρντ σχεδόν έτρεξε μέσα, χτυπώντας τους ώμους του στο μικρό άνοιγμα. Η Άλις τον ακολούθησε, χωρίς να συμμερίζεται ιδιαίτερα τον ενθουσιασμό του, μόνο και μόνο για να δει ένα χώρο που έμοιαζε πράγματι με παλιά αποβάθρα του υπόγειου μετρό. Ο χώρος που θα περνούσαν ωστόσο οι συρμοί ήταν γεμάτος από μια άμορφη μάζα από συντρίμμια και μαύρο χώμα, τα οποία στηρίζοταν με ένα παλιωμένο συρματόπλεγμα και κάποια κομμάτια από χοντρό σελοφάν. Σο φως εκεί ήταν κιτρινωπό και χλωμό, ενώ μπορούσες να ακούσεις μικρές σταλαγματιές νερού σε διάφορα σημεία ολόγυρα. ΢ε μια από αυτές τις μικρές λιμνούλες με νερό ο Ρίτσαρντ παραλίγο να γλιστρήσει από το χαρωπό του περπάτημα προς την άλλη άκρη. ΢ε αντίθεση με αυτόν, η Άλις περπατούσε αργά και σταθερά, παρατηρώντας το χώρο γύρω της. ΢τον πλαινό τοίχο, που είχε διάφορα χρώματα κυρίως από αποτυπώματα του νερού πάνω του, υπήρχαν κάποιες σειρές από μισολιωμένες πλαστικές καρέκλες, ενώ στο κέντρο περίπου της εξέδρας υπήρχε ένας σχεδόν σβησμένος από το χρόνο και φθαρμένος χάρτης. Η Άλις τον πλησίασε με περιέργεια και προσπάθησε να διακρίνει τους δρόμους και τις ονομασίες από τις παλαιότερες εποχές. Σο χέρι του Ρίτσαρντ όμως την έπιασε από τον καρπό και την τράβηξε κάπως απότομα. ‘’Γλυκιά μου, όλα αυτά μπορείς να τα δεις πολύ καλύτερα στα μουσεία. Τπάρχουν πολλά θεματικά μουσεία, με κάθε λογής εκθέματα. Υυσικά, μην περιμένεις να δεις την πραγματική Ιστορία σε αυτά. Ακόμα και η Ιστορία χρησιμοποιείται κατ’επίφαση, ως ακόμα ένα θέαμα για τα άδεια μας απογεύματα που θέλουμε να ξεχάσουμε ότι στην πραγματικότητα το γαμημένο τσάι είναι νεροζούμι και ο καφές πικρός σαν πλαστικοποιημένη στάχτη’’

[165]


Η Άλις σκέφτηκε ότι ήταν φλύαρος, ο φιλόσοφός της, αλλά ωστόσο αρκετά γοητευτικός και χαριτωμένος στην φλυαρία του. Σον άφησε να την τραβήξει, κρατώντας στέρεα τα γυαλιά της στο πρόσωπό της. Παραπατώντας και σκοντάφτωντας, τον ακολούθησε μέχρι το τέλος της παλιάς πλατφόρμας, όπου τους περίμενε μια κυλιόμενη σκάλα γεμάτη σκόνη, την οποία και ανεβήκανε τρέχοντας. ΢την κορυφή της, η Άλις κοντοστάθηκε και παραλίγο να πέσει από το τράβηγμα του Ρίτσαρντ. Αυτός άφησε το χέρι της τελευταία στιγμή και γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας. ‘’Καλως ήλθες στο μόνο λογικό μέρος του παράλογου κόσμου μας’’, της είπε. ‘’Σο καταφύγιο των Παραλόγων!’’. Η Άλις δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει, βλέποντας τον μεγάλο χώρο γύρω της αλλά και τη μεταμόρφωση του προσώπου του σε ένα στρουμπουλό θαυμαστικό. ‘’Για κάποιο λόγο περίμενα κάτι διαφορετικό’’, είπε τελικά. ‘’Μα δεν γίνεται πιο διαφορετικό από αυτό’’, απάντησε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου και παραμέρισε ένα ριχτό κόκκινο ύφασμα από μπροστά τους. Σα γεγονότα είναι: Σην ώρα που η Άλις κοιτούσε με συγκρατημένο θαυμασμό και έκπληξη το υπόγειο κρυσφήγετο των αποκαλούμενων ως Παραλόγων, ο μικρός Νίκολας κοίταξε διστακτικά ένα πλατύ και ανοιχτό χώρο που ανοιγόταν μπροστά τους, φωτισμένο μόνο με το θαμπό φως του φεγγαριού και μακρινών αντανακλάσεων από τα φώτα της πόλης. Ο ασημένιος άντρας κοντοστάθηκε πίσω του, αγκομαχώντας ακόμα, και έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του. ‘’Και τώρα τι, μικρέ παράνομε;’’, του είπε. Ο Νίκολας έδειξε προς τον ανοιχτό χώρο. ‘’Θα φαινόμαστε εκεί’’, του είπε. Όστερα κοίταξε προς τα πάνω, βλέποντας σποραδικά χόβερ να κινούνται σε όχι μακρινή απόσταση, προσεγγίζοντας την αποθήκη από όπου είχαν ξεκινήσει. ‘’Καλά, δεν χρειάζεται να απομακρυνθούμε και πολύ’’, είπε αυτός κάπως αινιγματικά. Ο μικρός γύρισε και τον κοίταξε. Υορούσε ακόμα την ευμεγέθη κάσκα του με το μαύρο φιμέ τζάμι.

[166]


‘’Δεν είσαι στα αλήθεια εξωγήινος, έτσι δεν είναι;’’, τον ρώτησε, παίρνοντας ένα βραχνό γέλιο σαν απάντηση. ‘’Λοιπόν...δεν κατάγομαι από την Έρθ, αν αυτό με ρωτάς. Αλλά δεν ήρθα και από τον Άρη’’. Ο Νίκολας δεν χαμογέλασε και συνέχισε να κοιτάει εξερευνητικά την κάσκα. ‘’Γιατί είσαι εδώ;’’, τον ρώτησε. Ο ασημένιος άντρας άφησε το σώμα του να πέσει προς τα πίσω και έκατσε κάπως άγαρμπα, με τα χέρια του ακόμα στα γόνατά του. Βρισκόντουσαν σε κάποιο υπόστεγο, καλυμμένο από όλες τις μεριές με μεγάλα κιβώτια που φαινόντουσαν εγκαταλελειμένα καιρό. Υάνηκε να σκέφτεται λίγη ώρα, πίσω από το στρογγυλό του κράνος για την απάντησή του. ‘’Ας πούμε ότι είμαι εδώ...για να σας φέρω ένα μήνυμα.’’ ‘’Σι μήνυμα είναι αυτό;’’ ‘’΋τι ο κόσμος σας θα τελειώσει’’, είπε κάπως αιφνιδιαστικά. Ο μικρός ξεροκατάπιε κάπως προβληματισμένος. ‘’Γιατί;’’ ‘’Επειδή γέρασε και πάλιωσε. Και κάνει πλέον μόνο κακό στους ανθρώπους. ΢ε εσάς. Είναι μια ιστορία γεμάτη πολέμους, δυστυχία και καταστροφή, η ιστορία του κόσμου σας’’. ‘’Τπάρχουν και άλλοι σαν και σένα;’’, τον ρώτησε τελικά, σαν να μην ήταν σίγουρος ότι ήθελε να συνεχίσει στο ίδιο θέμα. ‘’Πάρα πολλοί. Αναρίθμητοι. Πιο πολλοί από όσο μπορείς να φανταστείς μικρέ μου φίλε’’. ‘’Θα έρθουν και άλλοι εδώ;’’ ‘’Κάποιοι’’ ‘’Εσείς θα τελειώσετε τον κόσμο;’’ ‘’Κάπως έτσι’’ ‘’Άρα και εσείς θα φέρετε πόλεμο’’, του είπε, ανέκφραστος. Ο ασημένιος άντρας πάτησε πάλι στα περιθώρια της κάσκας του. και το μαύρο γυαλί άνοιξε προς τα πάνω, αποκαλύπτωτας το ιδρωμένο του πρόσωπο. Φαμογέλασε πάλι, εμφανίζοντας τα στραβά του δόντια και προκαλώντας μια κύρτωση στη μύτη του, σαν παπαγάλου. ‘’Είσαι ένας περίεργος μπαγασάκος, δεν είσαι;’’, του είπε παιχνιδιάρικα. Ο Νίκολας συνέχισε να τον κοιτάει με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και χωρίς την κάσκα.

[167]


Όστερα σοβάρεψε και αυτός. ‘’΋χι, μικρέ μου Παράνομε. ΋χι, δεν θα φέρουμε πόλεμο. Θα έρθουμε για να σταματήσουμε τον πόλεμο, και κάθε μελλοντικό πόλεμο’’. ‘’Ο τελευταίος πόλεμος ήταν ογδόνταοχτώ χρόνια πριν’’, μουρμούρισε αυτός, σαν να το είχε μάθει παπαγαλία. ‘’Νομίζεις. Αυτό ήταν μια μεγάλη μάχη. Ο πόλεμος είναι μια κατάσταση όχι ένα γεγονός’’. ‘’Δεν καταλαβαίνω’’ ‘’Δεν χρειάζεται’’. Ο ασημένιος άντρας έκανε να σηκωθεί αργά. Υαινόταν να πονάει λίγο, πιθανώς από την άτσαλη πρόσκρουσή του. Ο Νίκολας επέμενε να τον κοιτάει. ‘’Που κατάλαβες ότι είμαι Παράνομος;’’, τον ρώτησε, ενώ αυτός περπατούσε χωλαίνοντας δίπλα του, κοιτάζοντας με την σειρά του έξω από το μισοσκοτεινό τους υπόστεγο. ‘’Σι γυρεύεις σε μια αποθήκη μέσα στην άγρια νύχτα μικρέ; Επιπλέον, είσαι πολύ άσχημος’’. Ο Νίκολας έσμιξε τα χείλη του. ‘’Εσύ είσαι ακόμα πιο άσχημος’’, του είπε, αλλά ο άντρας δεν του έδωσε σημασία. Αντίθετα, έμοιαζε να κοιτά με ενδιαφέρον την ταράτσα του κτιρίου δίπλα της, μιας ακόμα γειτονικής αποθήκης. ‘’Να σου πω μικρέ’’, είπε τελικά δείχνοντας προς τα εκεί. ‘’Εκεί, μπορούμε να ανέβουμε;’’. Ο Νίκολας κοίταξε με την σειρά του και έγνεψε καταφατικά. ‘’Ναι’’, είπε ξερά. ‘’Και από εκεί, θα φαίνονται οι άνθρωποι που είναι μαζεμένοι στο σημείο που συναντηθήκαμε;’’ ‘’Ναι’’, αποκρίθηκε ξανά ο μικρός, κάπως πεισμωμένος που τον είχαν αποκαλέσει άσχημο. ‘’Σέλεια’’, του είπε και τον χάιδεψε στο κεφάλι, αλλά ο μικρός το τράβηξε απότομα. Ο άντρας τον κοίταξε απορημένος. ΄΄Και γιατί να σε πάω;’’, τον ρώτησε με πείσμα. ‘’Εσύ θες να καταστρέψεις τον κόσμο μου’’. Ο άντρας τον κοίταξε για λίγο, και ύστερα πάτησε την κάσκα του να κλείσει. Η φωνή του ξανακούστηκε παραμορφωμένη πίσω από το σκούρο γυαλί. ‘’Πες μου λοιπόν, μικρέ παράνομε. Πόσο, αλήθεια, πόσο αγαπάς τον κόσμο σου; Και πόσο πολύ σε αγαπάει εκείνος;’’

[168]


Ο Νίκολας έμεινε λίγο σκεπτικός, αμήχανος μπροστά σε μια τέτοια ερώτηση. Η αβίαστη απάντησή του θα ήταν ένα ξερό ‘’καθόλου’’ αλλά το συγκράτησε. Ο άντρας του χάιδεψε ξανά το κεφάλι, και αυτή τη φορά τον άφησε. ‘’Εσένα πάντως, αφού θα είσαι μαζί μου, δεν θα σε πειράξει κανένας. Ούτως ή άλλως δεν θα σε πειράξει κανείς, γιατί είσαι ένα φοβερό παιδί. Αν και άσχημο’’. Ο Νίκολας αναστέναξε και ξίνισε κάπως τα βρώμικα μούτρα του, αλλά τελικά έσπρωξε τον ασημένιο άντρα για να τον προσπεράσει και να κατευθυνθεί με γρήγορες δρασκελιές προς το διπλανό κτίριο. Μετά από μερικές στιγμές, ένας ασημένιος εξωγήινος με πρόθεση να καταστρέψει τον κόσμο, τον ακολούθησε κουτσαίνοντας ελαφρά στο μισοσκόταδο. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο Λιρόι χτύπησε για πέμπτη φορά εκνευρισμένος την οροφή του αυτοκινήτου. Η Νικόλ Άντερσον τον κοίταξε κάπως επικριτικά, αλλά προτίμησε να μην του μιλήσει. Άλλωστε, αυτός μιλούσε αρκετή ώρα μόνος του, προσπαθώντας να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσα στους αραιής κίνησης δρόμους. ‘’Σην άφησαν να φύγει! Οι άχρηστοι, μαλάκες, ανεύθυνοι κόπανοι. Σην άφησαν απλώς, να φύγει.’’ Όστερα παραμόρφωσε την φωνή του σε μια μπάσα καρικατούρα: ‘’Ψ, κύριε ΜακΜπράιαν, λυπούμαστε πάρα πολύ, αλλά λόγω έκτακτης ανάγκης των οχημάτων δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην σύλληψη ...Μαλακίες! Μαλακίες!’’ Ξεφυσούσε με πραγματική οργή, κάτι που έκανε και τις κινήσεις του στο τιμόνι αρκετά σπασμωδικές. ‘’Πεντακόσιες σαρανταπέντε ημέρες’’, μουρμούρισε η Νικόλ, κοιτάζοντας με συγκρατημένη αγωνία την επιθετική του οδήγηση. ‘’Σι;’’, ρώτησε αυτός με σφιγμένα τα δόντια. ‘’Πεντακόσιες σαρανταπέντε ημέρες, από το τελευταίο ατύχημα στους δρόμους.’’, συμπλήρωσε με τον ίδιο τόνο. Ο Λιρόι δεν απάντησε, αλλά πάτησε επιθετικά ακόμα περισσότερο το γκάζι, ρίχνοντας της μια πεισματάρικη και παιδιάστικη γκριμάτσα. ‘’Ο ηλίθιος ο Φονχάιμ βρήκε τους άλλους;’’, ρώτησε τελικά. ‘’Δεν έχω λάβει ενημέρωση’’. ‘’Γιατί δεν πάει στα παλιά στέκια του Ρίτσαρντ Λίθγκοου; Δεν έχει το φάκελο του;’’ ‘’Σον έχει’’ ‘’Και τότε;’’

[169]


‘’Ο Φόνχαιμ είναι επαγγελματίας. Ξέρει τι κάνει Λιρόι. Επίσης, είμαστε γιατροί, δεν είμαστε αστυνομικοί’’ ‘’΢κατά’’, φώναξε αυτός. Όστερα αναστέναξε κάπως απογοητευμένος. ‘’Αλλά έχεις δίκιο’’. Η Νικόλ γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. Όστερα αυτός πληκτρολόγησε έναν αριθμό

στο

τηλέφωνο

του

αυτοκινήτου.

Μετά

από

μερικούς

βόμβους,

μια

βραχνιασμένη φωνή ακούστηκε από το ηχείο. ‘’Ελπίζω να έχεις ένα καλό γαμημένο λόγο’’. Η φωνή ήταν βραχνή, προφανώς από ύπνο και έμοιαζε να ανήκει σε κάποιον μεσήλικα. Η Νικόλ έσκυψε προς το ταμπλό με απορία να διακρίνει το όνομα. ‘’Δουλειά’’, φώναξε ο Λιρόι, κοιτάζοντας επίμονα προς την Νικόλ. ‘’Μια ώρα, λεφτά για δουλειά εβδομάδας’’. ‘’Ακούω’’, αποκρίθηκε απρόθυμα η φωνή. ‘’Ένα μικρό κλωσσόπουλο μου έφυγε από την φωλιά. Κυκλοφορεί στο Νάιτβάιμπ, συνοδεία κάποιου τυχαίου τύπου, και τρέχει να ξεφύγει από άχρηστους μπάτσους’’. ΢τα λόγια του Λιρόι η Νικόλ γούρλωσε τα μάτια της και έκανε να μιλήσει, αλλά αυτός της έκανε νόημα να σιωπήσει. ‘’Είμαι καθ’οδόν εκεί, δέκα λεπτά μακριά’’, συμπλήρωσε. Από τα ηχεία ακούστηκε μόνο μια βραχνή βαριά, προβληματισμένη ανάσα. ‘’Ανάθεμά σε ΜακΜπράιαντ. Έχω μεγαλώσει πολύ για κυνηγάω παιδάκια που σου το σκάνε’’ ‘’Έχεις μεγαλώσει ούτως ή άλλως Σέρι’’, του απάντησε, και η Νικόλ εξαγριωμένη επανέλαβε αθόρυβα αλλά με αποστροφή και σοκ το όνομα που μόλις είχε ακούσει. Άπλωσε το χέρι της προς το τηλέφωνο αλλά ο Λιρόι της το έπιασε με δύναμη. ‘’Θα είσαι εκεί σε δέκα λεπτά;’’ Ο άντρας με το όνομα Σέρι ακούστηκε να ξεφυσάει. Όστερα, απάντησε ξερά. ‘’΢ε λιγότερο’’. Φωρίς κάτι παραπάνω, από το ηχείο ακούστηκε μόνο ένας παρατεταμένος χαμηλότονος βόμβος. Η Νικόλ κοίταξε αγριεμένη τον Λιρόι, που καθόταν τώρα κάπως πιο ανακουφισμένος στο κάθισμά του. ‘’Σέρι;’’, του φώναξε δυνατά, σκύβοντας προς το μέρος του. ‘’Σέρι όπως λέμε Σέρι Κρος; Μόλις μίλησες με τον Σέρι Κρος;’’ Ο Λιρόι δεν μίλησε. Αντι αυτού, έβαλε και τα δυο χέρια στο τιμόνι και το έσφιξε. ‘’Ο Σέρι Κρος είναι ένα βίαιο κάθαρμα Λιρόι. Σι δουλειά έχεις με τον Σέρι Κρος και για ποιο λόγο έχεις κρατήσει επαφές ακόμα μαζί του;’’

[170]


‘’΋πως είπες, δεν είμαστε παρά γιατροί Νικόλ. Δεν είμαστε παρά γιατροί. Φρειαζόμαστε και κάποιον έμπειρο άνθρωπο στο ανθρωποκυνηγητό.’’ ‘’Έμπειρο άνθρωπο; Ο Σέρι Κρος απολύθηκε από τους Υύλακες του ΢άικεντ λόγω ανικανότητας και βιαίης μεταχείρισης σε ασθενείς Λιρόι. Έίσαι με τα καλά σου;’’ ‘’Ο Σέρι Κρος είναι ιδιωτικός ντεντέκτιβ. Και οι κατηγορίες για βίαιη μεταχείριση αποδείχθηκαν ψευδείς.’’ ‘’Ψ, μαλακίες Λιρόι. Σο έχεις χάσει τελείως με αυτήν την υπόθεση. Ο Σέρι Κρος είναι ένα σκουπίδι των υπονόμων και εσύ το μαζεύεις για να βοηθήσει να πιάσεις ποιον; Μια αδύναμη γυναίκα που ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΟΤΣΕ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ!’’ Η φωνή της έβγαινε πλέον υστερική, αλλά συγκρουόταν πάνω στο απαθές πρόσωπο του Λιρόι. Έπεσε στο κάθισμά της και έπιασε το πρόσωπό της. ‘’Σα έχεις κάνει σκατά Λιρόι, τα έχεις κάνει τελείως σκατά με αυτήν την γυναίκα. Εδώ και πολύ καιρό. Ο Σέρι Κρος είναι η κορυφή στο παγόβουνο’’. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, μια πόλη που δεν κοιμόταν, γεμάτη φώτα και ψηλά κτίρια που έκρυβαν τον ουρανό. ‘’Ξέρεις κάτι Νικόλ;’’, τη ρώτησε αυτός, επιβραδύνοντας απότομα το αυτοκίνητο. ‘’Έχω βαρεθεί τις συνεχιζόμενες μαλακίες σου, το ύφος σου και τα υστερικά σχόλιά σου. Δεν χρειάζεται να σου δώσω εσένα αναφορά για κάτι. ΋τι έχει συμβεί στην Ντάιαμοντ είναι και δική σου επιλογή, μην φέρεσαι λες και είμαι μόνος μου σε αυτό’’ Η Νικόλ ξαναγύρισε το βλέμμα της πάνω του. Προσπάθησε να συγκρατήσει ένα νέο κύμα υστερίας, σφίγγοντας την γροθιά της στην χειρολαβή της πόρτας. ‘’Λίροι....’’. Σο ‘είσαι μεγάλος μαλάκας’ ήταν έτοιμο να βγει σαν πώμα σαμπάνιας με στόχο το δόξα πατρί του. ‘’΋χι άλλο Λιρόι!’’, την διέκοψε αυτός. ‘’Έχω ήδη πάρα πολλά στο κεφάλι μου για να ανέχομαι τις επικρίσεις και τις αποψάρες σου. Δεν βοηθάς και καθόλου, πέρα από το να μουρμουράς. Και μουρμουράς, Νικόλ, μουρμουράς εδώ και ένα χρόνο. Και ξέρεις τι συνέβη μόλις τώρα; Βαρέθηκα τα μουρμουρητά σου. Θα πάρω τηλέφωνο τον Φόνχαιμ να στείλει να σε παραλάβουν, και να πας να μουρμουράς σε αυτόν, μήπως και καταφέρετε να βρείτε τους άλλους δυο. Άσε την Ντάιαμοντ να την αναλάβω εγώ, με τον τρόπο που ξέρω, και να την φέρω πίσω με ασφάλεια. Κοίτα να κάνεις και εσύ την δουλειά σου.’’ Σο αυτοκίνητο σταμάτησε σε ένα πλάτωμα, δίπλα από μια μικρή στρογγυλή πλατεία, με ένα οβελίσκο στο κέντρο της. Η Νικόλ πήρε μερικές βαθιές αναπνοές,

[171]


προσπαθώντας να ηρεμήσει. Ο Λιρόι πάτησε ένα κουμπί που άνοιξε την πόρτα της, και ένιωσε ένα ψυχρό αεράκι από την νύχτα που κρύωνε καθώς προχωρούσανε βαθύτερά της. Η Νικόλ του έριξε ένα ακόμα βλέμμα. Για μια μόνο στιγμή προβληματίστηκε για το αν θα έπρεπε να αντεπιτεθεί, αλλά αμέσως σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι του Λιρόι. Φωρίς να πει το παραμικρό, βγήκε περήφανα από το αυτοκίνητο, και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Αυτόματα σχεδόν, το αυτοκίνητο στρίγγλησε μπροστά της και απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα, αποφεύγοντας την σύγκρουση με ένα άλλο για μερικά χιλιοστά. Φωρίς να περιμένει, η Νικόλ έβγαλε το τηλέφωνό της και πληκτρολόγησε το τηλέφωνο του Φονχάιμ. Η φωνή του ακούστηκε αγχωμένη και νευρική. Κάτι ξεκίνησε να της λέει, σχετικά με την αδυναμία του να εντοπίσει τους Ντόγκσον και Λίθγκοου, αλλά η Νικόλ Άντερσον τον διέκοψε. ‘’Άκουσέ με Φονχάιμ. ΋που να ‘ναι, θα σε πάρει τηλέφωνο ο Λιρόι. Θα σου ζητήσει να με παραλάβεις. Θα του πεις ότι θα το κάνεις, και δεν θα δώσεις καμία συνέχεια. Όστερα από κανά μισάωρο, θα του στείλεις μήνυμα ότι είμαι μαζί σου. Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητή’’. Επικράτησε για λίγη ώρα σιωπή στην άλλη άκρη. ‘’Δεν θέλω να ανακατεύομαι στις ιστορίες σας’’, είπε τελικά. ‘’Σότε μην ανακατεύεσαι, και κάνε ότι σου ζητάω. Άκουσέ με Φονχάιμ, ξέρω τι σκέφτεσαι και ξέρω όλα όσα σε προβληματίζουν. ΢ου υπόσχομαι ότι στο τέλος αυτής της βραδιάς, η Διοίκηση θα είναι ενήμερη για τις προθέσεις σου να τους ενημερώσεις εγκαίρως. Και το ότι σε εμπόδισε ο Λιρόι ΜακΜπράιαν, να το κάνεις’’. Η Νικόλ αισθάνθηκε ένα χαμόγελο από την άλλη άκρη. ‘’Ο Λιρόι θα ξέρει ότι θα είστε σύντομα μαζί μου κυρία Άντερσον’’. ‘’Πολύ ωραία’’, απάντησε αυτή και έβαλε γρήγορα το κινητό στην τσέπη της, στην θέα ενός αυτόματου ταξί που κινούταν σε πολύ χαμηλή ταχύτητα περιμετρικά της στρογγυλής πλατείας.

[172]


Στενές Επαφές κάθε τύπου

Η Ρεμπέκα έλυσε τα πορτοκαλί της μαλλιά και πέρασε το κόκκινο κοκαλάκι στον καρπό του γυμνού της χεριού. Κάποτε, ανίδεος για την πραγματική της ιδιότητα, ένας κατά τ΄ άλλα φυσιολογικός και καλοκάγαθος άνθρωπος υποκλίθηκε στην πορτοκαλί με αποχρώσεις σαγκουνίνι γοητεία της και γονάτισε μπροστά της, ζητώντας να την παντρευτεί μόνο και μόνο για την κοιτάει. Σην ήξερε μόνο μερικές ημέρες. Η Ρεμπέκα του έδωσε μια άγνωστη και ανεπιβεβαίωτη απάντηση, η οποία για πολλούς θεωρείται η κρίσιμη αιτία που μερικές ημέρες μετά οδήγησε στην αυτοκτονία του ανδρός. Η Ρεμπέκα συναγωνιζόταν μόνο την Φόλυ στην σκληρότητα που μπορούσε να έχει στα κελεύσματα των αντρών- για αρκετούς Προστάτες ήταν κοινό κουτσομπολιό ότι στην πραγματικότητα η Ρεμπέκα ήταν άφυλη, και με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετώπιζε και πιθανές προσκλήσεις της Μόνικα Άπλχαιμ, γνωστής για την αδυναμία της σε μοιραίες γυναίκες. Παρατήρησε την είσοδο της κλινικής αποκατάστασης του Γκουρού Καν, όπως και την φωτεινή επιγραφή που καλούσε στην διάσωση της ψυχής σε εξαιρετικά προνομιακές τιμές. Η Ρεμπέκα γνώριζε ότι μια σειρά από αντίστοιχες κλινικές ξεφύτρωναν σε διάφορα σημεία της πόλης, αναζητώντας πελατεία που δεν ήταν ικανοποιημένη από τα πολυάριθμα προϊόντα της ΢άικεντ. ΢ε μια ούτως ή άλλως κακοπροαίρετη αγορά, το μαγαζί του Γκουρού Καν αποτελούσε την χειρότερη εκδοχή της. Ο Γκουρού ήταν χρόνια γνωστός για μια σειρά από επιχειρήσεις που λίγο αφορούσαν την ψυχή- περισσότερο εστίαζαν στο παράνομο χρήμα και όποια ψυχή μπορεί αυτό να κουβαλούσε. Νομιμοποίηση Παρανόμων, έκδοση πλαστών αδειών για φυσική γέννα, διακίνηση παράνομων ουσιών κάθε λογής. Ο Γκουρού ήταν μια μιρκή τοπική μαφία, κατάλοιπο παλαιότερων εποχών της ανθρωπότητας, κάτι που για την Ρεμπέκα αποτελούσε παραφωνία σε ένα κόσμο που θα έπρεπε να εξελίσσεται σε πλήρη απόσχιση με το παρελθόν του. Η Ρεμπέκα υποστήριζε ότι η Έρθ δεν ήταν παρά μια καινούρια κιβωτός, με την διαφορά ότι είχε και μπόλικες άγκυρες σε σχέση με την πρώτη- αν κάτι θα άφηναν στην Ιστορία οι Προστάτες, αυτό θα ήταν να κόψουν μεθοδικά και αποτελεσματικά όλα τα καραβόσκοινα που κρατούσαν το πλοίο από την πορεία του.

[173]


Κοίταξε προς το υπηρεσιακό της αυτοκίνητο και έριξε την ματιά της πάνω στην Μαρία Μπράουν, ένα εικοσάχρονο κορίτσι, έτοιμο να γίνει και επίσημα Προστάτης και να αποκτήσει ένα από τα γάντια σαν αυτό που φορούσε στο δεξί της χέρι. Η Ρεμπέκα ήταν η νεότερη του ΢ώματος που θυμόταν ότι το γάντι δεν ήταν παρά ένα μικρό κομμάτι από όλα αντιπροσώπευαν οι Προστάτες πριν από χρόνια. Ήταν κοντά στην ηλικία της Μαρία Μπράουν όταν φορούσε με περηφάνια την ολόμαυρη στολή των Προστατών. Σης έκανε νόημα να βγει από το αυτοκίνητο, και αυτή την υπάκουσε πρόθυμα, τρέχοντας δίπλα της. Οι δυο τους μαζί, πέρασαν την είσοδο της κλινικής, και προχώρησαν σε ένα φωτεινό χωλ, όπου πίσω από ένα γκισέ τους περίμεναν δυο γυναίκες. Η μια από αυτές τουλάχιστον, δεν είχε ξαναδεί τόσους Προστάτες μαζεμένους αθροιστικά σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Και αυτή η υπερδοσολογία την είχε κάνει πολύ ανήσυχη. Η Ρεμπέκα κοίταξε την γυναίκα που στεκόταν μπροστα από το ψηλό πάσο, και ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στην ξανθιά γυναίκα που στεκόταν όρθια πίσω της. Παρατήρησε τις συσπάσεις των μυών στο πρόσωπό της και το επιθετικά ευγενικό της βλέμμα. Οι δυο γυναίκες κοιταχτήκαν για αρκετή ώρα, μέχρι που η Ρεμπέκα έστρεψε το βλέμμα της ξανά στην πρώτη. ‘’Είναι εδώ ο Γκουρού;’’, ρώτησε ήρεμα. Η Μαρία έμεινε δυο βήματα πίσω της, με τα χέρια στις τσέπες του τζάκετ της. ‘’Για ποια υπόθεση τον ζητάτε τέτοια ώρα’’, ρώτησε η πρώτη γυναίκα στην υποδοχή, αν και η νευρική φωνή της και το επίμονο βλέμμα της στο γάντι της Ρεμπέκα έδειχνε ότι μπορούσε να φανταστεί τον λόγο της επίσκεψης. Η Ρεμπέκα άργησε να απαντήσει, επιθεωρώντας με ακρίβεια το χώρο. Δυο μικρές κάμερες παρακολούθησης. Η γυναίκα μπροστά, νευρική, αγχωμένη, απλή υπάλληλος. Η ξανθιά γυναίκα πίσω της, σε ετοιμότητα, μυώδης, εκπαιδευμένη και σίγουρα καχύποπτη. Η Ρεμπέκα διέκρινε το χέρι της, σε κοντινή απόσταση από την τσέπη της. ‘’΢ε συνέχεια της αποτυχίας του να παραδώσει την ΢φήκα σε εμάς’’, απάντησε αυστηρά. Πριν προλάβει να απαντήσει, η ξανθιά γυναίκα φάνηκε να πατάει ένα κουμπί στα πίσω έδρανα της υποδοχής. ‘’Ε, βλέπετε, είναι αργά, αλλά θα τηλεφωνήσω. Ο γκουρού συνήθως κοιμάται αυτήν την ώρα’’ ‘’Δεν νομίζω ότι χρειάζεται’’, της απάντησε και κοίταξε ξανά την συνάδελφό της.

[174]


Πράγματι, μετά από μερικές μόνο στιγμές σιωπής, η ξανθιά γυναίκα περπάτησε κοφτά μέχρι μια πλαινή πόρτα και την άνοιξε. ‘’Πρώτη πόρτα μετά το διάδρομο’’, μουρμούρισε ξερά. Η Ρεμπέκα της χάρισε ένα τυπικό χαμόγελο και προχώρησε, αφήνοντας τα χαμηλά της τακούνια να χτυπήσουν το δάπεδο με δύναμη. Η Μαρία ακολούθησε νευρικά, μέχρι που η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Οι δυο Προστάτριες έφτασαν μέχρι το τέρμα του διαδρόμου και η Ρεμπέκα άνοιξε την πρώτη πόρτα που βρήκε. Μπήκαν σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με αίθουσα συνεδριάσων, με ένα στρογγυλό τραπέζι σαν ντόνατ, στη μέση του οποίου υπήρχε μια κατασκευή σαν σιντριβάνι, από το οποίο ακουγόταν ο γλυκός, κελαριστός ήχος του νερού. Μπορούσες επίσης να ακούσεις μια εξαιρετικά απαλή μουσική που διαχεόταν στο δωμάτιο από άγνωστη πηγή, και το γέμιζε μέχρι το ταβάνι με μια μελωδική κρέμα. Σα φώτα της οροφής είχαν την ίδια διάταξη με το τραπέζι, ενώ όλοι οι τοίχοι ήταν επενδεδυμένοι με συνθετικό ξύλο. ΢τον έναν, ήταν ένας πολύ μεγάλος πίνακας, πιστή ρέπλικα ενός ηλιοβασιλέματος του Μονέ. ΢την άλλη άκρη, καθόταν ο Γκουρού Καν, μπροστά σε μια σειρά από μικρές οθόνες, με το ένα χέρι στο μέτωπό του, εμφανώς κουρασμένος

και

εκνευρισμένος.

Η

Ρεμπέκα

έκανε

μια

αναλυτική

γρήγορη

επισκόπηση: Σο δωμάτιο μύριζε έντονα ακριβό καπνό, ενώ το τασάκι δίπλα του είχε πάνω από δέκα γόπες. Ο Γκουρού ήταν εκεί αρκετή ώρα, και η Ρεμπέκα θα ήθελε πάρα πολύ να έχει οπτική επαφή με τις οθόνες του, ή τουλάχιστον να σκάψει στο ιστορικό της όποιας περιήγησής του σε αυτές. Αυτός άργησε να γυρίσει το βλέμμα του προς το μέρος τους αλλά όταν το έκανε έδειξε την έντονη απροθυμία του για την επίσκεψή τους. ‘’΋,τι τι;’’, είπε τελικά, με επιθετικό τόνο, και χωρίς να τους προτείνει να κάτσουν. Η Ρεμπέκα χαμογέλασε ειρωνικά. Δεν απάντησε κάτι. Ο Γκουρού έκατσε πίσω στην καρέκλα του και της κοίταξε εναλλάξ, χτυπώντας τώρα τα δάχτυλά του στην άκρη του τραπεζιού. Έκανε μια γκριμάτσα σαν να ήθελε να φτύσει. ‘’Έστειλα αναλυτική αναφορά στα Γραφεία σας’’, είπε τελικά, μετά από αρκετή ώρα. ‘’Έχω μιλήσει δέκα φορές στο τηλέφωνο με ανθρώπους από κάθε πιθανή υπηρεσία. Επιτρέψτε μου να κάνω μια περιεκτική σούμα: ΢τ’αρχίδια μου. Είναι δικό σας θέμα, όχι δικό μου.’’ Η Ρεμπέκα έκανε μια γκριμάτσα, σαν να συμφωνούσε σε υπερθετικό βαθμό με αυτά που άκουγε. Επέλεξε πάλι να μην μιλήσει. Ο Γκουρού συνέχισε να τις κοιτάει, αμίλητες, και ο εκνευρισμός του μεγάλωνε. Η Ρεμπέκα τον άκουσε να ξεφυσάει.

[175]


‘’Σι σκατά θα γίνει τώρα;’’, τις ρώτησε δυνατά. ‘’Θα με κοιτάτε; Αν θέλετε να βγούμε, παρακαλώ περιμένετε στην υποδοχή λίγο ακόμα. Αρχίστε να φασώνεστε και έρχομαι’’ Ήταν φανερό πλέον ότι η αρχική εχθρική και δήθεν υπεράνω στάση του Γκουρού έδινε την θέση της σε μια διάχυτη αγανάκτηση. Η Ρεμπέκα ήξερε ότι ο Γκουρού ήταν σε πίεση, και προτιμούσε να την αφήσει να φουσκώνει σαν μπαλόνι. Αφήνοντας ακόμα λίγο χρόνο σιωπής να περάσει, κοιτώντας πάντα τον Γκουρού ευθεία στα μάτια και παρατηρώντας ότι αυτός δεν κράταγε το βλέμμα του για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα,

έκατσε

σε

μια

από

τις

καρέκλες

σταυροπόδι,

απέναντί

του,

ακουμπώντας τα χέρια της, παλάμες κάτω, στο τραπέζι. Σο βλέμμα του Γκουρού επικεντρώθηκε στο μαύρο της γάντι για λίγη ώρα, και ύστερα πάλι σε εκείνη. Σώρα έμοιαζε με κάποιο εγκλωβισμένο αγρίμι. Η Ρεμπέκα ήξερε ότι σε αυτό το σημείο ή θα δάγκωνε, ή θα έκανε κάποιο λάθος. Ήταν προετοιμασμένη και για τις δυο περιπτώσεις. ‘’Ποιος άλλος ήξερε για την σημερινή παραλαβή;’’, είπε τελικά, ανοίγοντας ταυτόχρονα μπροστά της μια ηλεκτρονική συσκευή που δίπλωνε σαν βιβλίο, αλλά αποτελούταν από δυο κολλημένες οθόνες. Η Μαρία στεκόταν πίσω της, χωρίς να κάθεται, με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος της μέσης. Η Ρεμπέκα θεώρησε την επιλογή της σωστή, καθώς το ότι παρέμενε όρθια σίγουρα θα δημιουργούσε μεγαλύτερη νευρικότητα στον Γκουρού. Αυτός ήταν από την πρώτη ερώτηση έτοιμος να εκραγεί, και αυτό φαινόταν από το πρόσωπό του που κοκκίνιζε όσο περνούσε η ώρα. ‘’Απάντησα δέκα φορές σε αυτήν την ερώτηση, αλλά εσείς δεν ακούτε. Κανένας. Κανένας δεν ήξερε για την παραλαβή, πέρα από εμένα και τον Λάρυ Σζάκσον. Αυτός μου εγγυήθηκε ότι θα μιλούσε απευθείας με την Σζένκινς και ότι θα το κανόνιζε. Θέλεις να το γράψω κάπου;’’ Η Ρεμπέκα χαμογέλασε. Έκανε άλλη μια μεγάλη παύση, και ο Γκουρού χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι ανυπόμονα. ‘’Ο Λάρυ Σζάκσον...’’, του είπε παγερά, ‘’Γιατί ο Λάρυ; Η υπόθεση έμοιαζε με θέμα της αστυνομίας, αλλά εσείς επιλέξατε άνθρωπο του Τπουργείου και τους Προστάτες;’’ Ο Γκουρού έκανε μια γκριμάτσα σαν να έδειχνε τα δόντια του. ‘’Σο να έρθετε εσείς, ήταν επιλογή του Λάρυ Σζάκσον. ΋χι δική μου. ΋πως σας είπα, στα αρχίδια μου.’’ ‘’Γιατί όμως, γιατί τον Λάρυ Σζάκσον;’’ Αυτή τη φορά η ερώτησή της έγινε αυτόματα. ΢ε όλες μέχρι τώρα γνώριζε την απάντηση, και γνώριζε επίσης ότι σε αυτήν

[176]


την ερώτηση ο Γκουρού θα δυσκολευόταν. Αυτός ωστόσο την αιφνιδίασε για πρώτη φορά. ‘’Ας κόψουμε τις τυπικότητες και τις μαλακίες λέω εγώ. Σι λες και εσύ; Δεν μου αρέσουν τα προκαταρκτικά’’ Η Ρεμπέκα χαμογέλασε, αλλά αυτή τη φορά αυθεντικά. ‘’Μέσα’’, του είπε ευδιάθετα. Αλλά μετά επανέλαβε. ‘’Γιατί τον Λάρυ Σζάκσον;’’ Ο Γκουρού έσφιξε την γροθιά του. ‘’Ξέρεις πολύ καλά’’, της είπε. ‘’Ξέρεις πολύ καλά γιατί τον Λάρυ Σζάκσον, και μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου’’ Η Ρεμπέκα επανέλαβε την μέθοδο της σιωπής και του παγερού βλέμματος. Ο Γκουρού ξεφύσηξε, ρουθούνισε, ξαναχτύπησε τη γροθιά του εκνευρισμένος, και ύστερα κατέβασε το κεφάλι του, φανερά ηττημένος. ‘’Λαρέζαπρομ. ΋λος ο κόσμος στην περιοχή Ελίζ θέλει να το δοκιμάσει. Είναι άλλωστε, το ναρκωτικό των πλουσίων. ΄Ολος ο Βόρειος Σομέας θα μαστουρώνει στο τέλος με Λαρέζαπρομ. Η κοπέλα ήταν μέρος της συμφωνίας’’. Η Ρεμπέκα έκανε ειρωνικά την έκπληκτη. Ο Λάρυ Σζάκσον ήταν μέτοχος της ΢άικεντ, που πουλούσε αρκετό καιρό ένα ελαφρύ υποκατάστατο του Λαρέζαπρομ, αλλά ήταν επίσης ο μόνος που θα μπορούσε να καλύψει την διακίνηση του υγρού αυτού ναρκωτικού στο Βόρειο Σομέα. Ο Γκουρού είχε προφανώς μπροστά του μια ευκαιρία με την κοπέλα, με την οποία διαπραγματεύτηκε μερικούς μήνες ασφάλειας. Ή μπορεί να είχε και πιο μεγάλα σχέδια. Αφού τον έγδυσε, η Ρεμπέκα αποφάσισε να ρίξει και τον προβολέα επάνω του, αλλάζοντας αιφνιδιαστικά θέμα. ‘’Ο Λάρυ Σζάκσον δεν έχει επαφές με τον Γουίλιαμ Κόρβερ’’. Ο Γκουρού συνοφρυώθηκε και ανακάθισε σε μια πιο αμυντική στάση. ‘’Ούτε εγώ’’, είπε σχεδόν συλλαβιστά και επίμονα, γνωρίζοντας το υπονοούμενο της ερώτησης. ‘’Ούτε κάποιος Προστάτης.’’, προσέθεσε αυτή. ‘’Ούτε εγώ’’, επανέλαβε αυτός με τον ίδιο τρόπο. ‘’Και τότε πως;’’ ‘’΢τα αρχίδια μου, στο έχω πει ΗΔΗ’’, της έφτυσε με συγκρατημένη μανία. Η Ρεμπέκα χαμογέλασε, όπως σε κάθε αναφορά του για αυτήν την περιοχή του σώματός του.

[177]


‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν πελάτης σου, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα’’, του είπε δήθεν ενημερωτικά. ‘’Πριν. Έξι. Φρόνια’’, είπε αυτός συλλαβιστά μέσα από τα δόντια του. ‘’Έπαιρνε Λαρέζαπρομ;’’ ‘’Δεν υπήρχε Λαρέζαπρομ τότε’’ ‘’Κάτι αντίστοιχο;’’ ‘’Σι σκατά με ρωτάς;’’ ‘’Φρειαζόμαστε ένα ιστορικό της σχέσης σας. Η επανεμφάνισή του, και μάλιστα σε υπόθεση που αφορά εσένα, δεν μας φαίνεται τυχαία. Εγώ προσωπικά ας πούμε, δεν πιστεύω στις συμπτώσεις, μου θυμίζουν βασκανίες’’. Ο Γκουρού Καν κοκκίνησε λίγο παραπάνω και έσφιξε τα δόντια του. Σο εγκλωβισμένο ζώο βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που το ήθελε η Ρεμπέκα, και καρτερικά περίμενε την επίθεση ή το λάθος του. Έκανε να πει κάτι, σταμάτησε, πήγε να πει κάτι άλλο σταμάτησε. Σελικά, ανακάθισε στην καρέκλα του και έσκυψε προς τα εμπρός, το κεφάλι του τώρα ήταν στην ίδια ευθεία με τις οθόνες μπροστά του. ‘’Ξέρεις κάτι; Ξέρεις ποιος άλλος είχε σχέση με τον Γουίλιαμ Κόρβερ;’’ Η Ρεμπέκα ανασήκωσε τα φρύδια της με δασκαλίστικη προσμονή για την απάντησή του, αλλά αμέσως αισθάνθηκε που το πάει. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ, το πρώην αγαπημένο σας παιδί, ο γαμημένος Γουίλιαμ Κόρβερ, όταν ήταν εδώ και μαστούρωνε με τα δικά μου φάρμακα, μου μίλαγε μόνο για ένα πρόσωπο: Ξέρεις ποιο είναι αυτό; Σο γαμημένο κοντοπούτανο η αρχηγός σας. Η αρχηγός σας γαμιέται με τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Γιατί δεν ρωτάτε αυτήν καλύτερα, πως έμαθε ο Γουίλιαμ Κόρβερ για την γαμημένη παραλαβή σας; Ίσως του το είπε, γυρισμένη μπρούμυτα’’ Επίθεση και λάθος ταυτόχρονα. Σο εγκλωβισμένο ζώο ήταν κατακκόνινο από την οργή. Η Μαρία Μπράουν ανέπνεε πιο γρήγορα τώρα, μπορούσε να την ακούσει στην πλάτη της. Αν είχε πάει μόνη της, θα τον είχε σίγουρα διαμελίσει. Η Ρεμπέκα ήξερε καλύτερα. Ο Γκουρού τώρα ήταν γυμνός, λαβωμένος και είχε ρίξει ότι καλύτερο είχε στην διάθεσή του. Η Ρεμπέκα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της αργά, και σηκώθηκε όρθια. Αρχικά ο Γκουρού συνέχισε να την κοιτάει με την ίδια οργισμένη ματιά, αλλά ύστερα το

[178]


πρόσωπό του άλλαξε από ένα ξαφνικό κύμα αμηχανίας και δισταγμού που σάρωσε τις εκφράσεις του σε ένα αφρώδη πολτό. Η Ρεμπέκα, κοιτώντας χαμηλά, άρχισε να περπατά κυκλικά γύρω από το τραπέζι, με βήμα αργό και σταθερό. Ο Γκουρού έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις και ανακάθισε. ΢ε μερικές μόνο στιγμές, η πόρτα του δωματίου άνοιξε και η ξανθιά γυναίκα από την αίθουσα υποδοχής μπήκε μέσα, με το αυστηρό της πρόσωπο και όλους τους μυς σφιγμένους. Η Μαρία Μπράουν γύρισε αυτόματα και στάθηκε μπροστά της. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα, ενώ πρέπει να τις χώριζαν τουλάχιστον 20 χρόνια και αρκετές εμπειρίες σε ανάλογες καταστάσεις. Η ξανθιά γυναίκα είχε το χέρι της στην τσέπη του λεπτού τζάκετ της. Η Μαρία Μπράουν το ίδιο. Μπορεί να μην είχε ακόμα γάντι, αλλά κουβαλούσε όπλο. Η Ρεμπέκα έριξε μια ματιά και κοντοστάθηκε, και μετά γύρισε στον Γκουρού που τώρα ίδρωνε. Κούνησε το δάχτυλό της, σαν να τον μάλωνε. ‘’Η σωματοφύλακάς σου είναι ετοιμοπόλεμη και φαίνεται ικανή. Μην την χαραμίσεις’’, του είπε, ρίχνοντας μια ακόμα κλεφτή ματιά προς την ξανθιά, που ανέπνεε από την μύτη, κοιτάζοντας τις δυο Προστάτριες εναλλάξ, αλλά εστιάζοντας ενίοτε και στον Γκουρού. ‘’Κοίτα πως έχουν τα πράγματα τώρα’’, πρόσθεσε, και έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Γκουρού έκανε μια γκριμάτσα και ένα διακριτικό νόημα στην ξανθιά γυναίκα να μείνει ήρεμη. Η Ρεμπέκα έφτασε στην ίδια ευθεία με εκείνον, και στάθηκε απέναντί του. ‘’΋λες οι δουλειές, όλες οι συμφωνίες, όλες οι διευκολύνσεις, ακυρώνονται. Κάποιες αναδρομικά μάλιστα. ΋σο πιο βαθιά έχεις τις ρίζες σου στην Διοίκηση, τόσους θα πάρεις μαζί σου πέφτοντας. Νομίζεις ότι θα σε στηρίξουν, ή θα σε χώσουν πιο βαθιά στα σκατά;’’ Έκανε μια μικρή παύση, και συνέχισε, σκύβοντας ελαφρά. ‘’Και αυτό για τα προκαταρκτικά. Αν υπάρχει, η παραμικρή σχέση ανάμεσα σε σένα και τον Γουίλιαμ Κόρβερ, και την μάθουμε πριν την πεις, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ άσχημες Υράνσις. Φέσε τις δουλειές σου- θα περάσεις τις τελευταίες σου ημέρες σε ένα θάλαμο, ή ότι άλλο χειρότερο μπορεί να σκεφτούμε. Ξέρεις πολύ καλά με ποιούς έχεις να κάνεις, ‘Γκουρού’. Και η επόμενη προσβολή σου απέναντι σε οποιοδήποτε μέλος του ΢ώματος, πόσο μάλλον την αρχηγό της, θα σου κοστίσει ένα μέλος του σώματός σου. Σης επιλογής μου. Ίσως αυτό που αναφέρεις τόσο συχνά (στο

[179]


συμείο αυτό η Ρεμπέκα κοίταξε προς την βουβωνική περιοχή του, ένα βλέμμα που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα μπορούσε να είναι αιτία πρόωρης εκτόνωσης. ΢την συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν έναυσμα απότομης συρρίκνωσης). Θα σε ρωτήσω για άλλη μια φορά λοιπόν: Γιατί ήρθε ο Γουίλιαμ Κόρβερ, και γιατί του παρέδωσες την ΢φήκα’’. Ο Γκουρού ξεροκατάπιε. Η Μαρία Μπράουν έσφιξε την λαβή από το όπλο της, έτοιμη να επιτεθεί στην ξανθιά γυναίκα στην παραμικρή κίνηση. Η τεταμένες σιωπές τους έσπαγαν το κλίμα χαλάρωσης του δωματίου σε χίλια κομμάτια. ‘’Θεώρησα, ότι είναι αυτός που στείλατε’’, είπε αργά, κοιτώντας την στα μάτια, σαν να την παρακαλούσε να τον πιστέψει. Η Ρεμπέκα ένιωσε ότι λέει αλήθεια, αλλά η Ρεμπέκα είχε γνωρίσει την τέχνη της εξαπάτησης πολύ καλά για να συμβιβαστεί με μια αίσθηση και μόνο. Έσκυψε λίγο ακόμα, και τα πορτοκαλί μαλλιά της έπεσαν προς τα εμπρός. Ο Γκουρού μπορούσε να μυρίσει πλέον το απαλό άρωμα ροδάκινου από τις σπαστές τις μπούκλες. ‘’Ένα εικοσιτετράωρο’’, του είπε. ‘’Ένα εικοσιτετράωρο, τι;’’, απάντησε αυτός, με κάπως τρεμάμενη φωνή. ‘’Να βρούμε την ΢φήκα και τον Γουίλιαμ Κόρβερ και να επαληθευτεί η ιστορία σου. Αν χαθούν, θα υπάρξει σίγουρα κάποια επίπτωση για το μαγαζί σου. Άρχισε από τώρα να μαζεύεις τα ίχνη σου, και στείλε αυτούς τους περιβόητους ‘’ανθρώπους’’ σου, να βρουν αυτό που θα έπρεπε να παραλάβουμε.’’, του είπε τελικά. Όστερα σηκώθηκε όρθια, χαμογέλασε και κοίταξε προς την Μαρία Μπράουν. ‘’Σελείωσαμε εδώ’’, της είπε, και η νεαρή υποψήφια προστάτης έκανε ένα επιθετικό βήμα προς τα εμπρός, αναγκάζοντας την ξανθιά γυναίκα να πισωπατήσει, κάτι που έκανε απρόθυμα. Η Ρεμπέκα μάζεψε τα πράγματά της με αργές κινήσεις, αφήνοντας τα λόγια της να βυθιστούν αργά στο μυαλό του Γκουρού που κοίταζε το πάτωμα με τρεμάμενα δάχτυλα. Όστερα, απομακρύνθηκε χτυπώντας πάλι τα χαμηλά της τακούνια, που τώρα απλώς έβγαζαν έναν πνιχτό ήχο πάνω στην παχιά κοκκινωπή μοκέτα του πατώματος. Πέρασε δίπλα από την σωματοφύλακα του Γκουρού και της έκλεισε φευγαλέα το μάτι. Εκείνη αντέδρασε με την ανέκφραστη σιωπή της, και αφού τις είδε να απομακρύνονται, έτρεξε προς το μέρος του γκουρού. Η Μαρία Μπράουν περίμενε

την

Ρεμπέκα

και

έσκυψε

προς

το

προσπαθώντας κάτι να πει. Η Ρεμπέκα την πρόλαβε.

[180]

μέρος

της

προβληματισμένη,


‘’Πολύ

καλές

επιλογές’’,

της

είπε

ακουμπώντας

την

στον

αγκώνα.

‘’Επαγγελματικές’’. Η νεαρή κοπέλα χαμογέλασε ευχαριστημένη. Αμέσως μετά το πρόσωπό της ξανασυνέφιασε. ‘’Οι εικοσιτέσσερις ώρες;’’, την ρώτησε. ‘’Πίεση, γλυκιά μου. Πίεση. Ο Γκουρού έχει διασυνδέσεις σε κάθε βρώμικη γωνιά αυτής της πόλης, σε κάθε σημείο που δεν φτάνει φως. Άστον να νομίζει ότι θα έρθουμε για αυτόν, για να τις βάλει σε κίνηση. Ούτως ή άλλως, θα τον καθαρίσουμε από τους δρόμους αυτόν τον μπάσταρδο μετά το σημερινό. Καιρός του ήταν’’ Η Μαρία Μπράουν ξεροκατάπιε και την ακολούθησε. Η Ρεμπέκα προκαλούσε ήδη τέτοιο σεβασμό, που οι μαθητευόμενοι φοβόντουσαν να της μιλήσουν. Για την ακρίβεια, το αυστηρό και αποστασιοποιημένο της ύφος ήταν το ‘’πρόσωπο’’ του νέου καθεστώτος ιεραρχίας στο σώμα. Ούτε ο πλακατζής και οξύθυμος Ίθαν, ούτε ο σοφός παραμυθάς Γουόλτερ, ούτε καν η υπερκινητική και νευρική αρχηγός τους δεν έφεραν μαζί τους μια τόσο ισχυρή αίσθηση ιεραρχίας, όσο εκείνη. Βγήκανε στην σκοτεινή νύχτα και η Ρεμπέκα ξαναέπιασε τα μαλλιά της σε μια χαλαρή κοτσίδα. ‘’Σον πιστεύεις;’’, την ξαναρώτησε τελικά. ‘’΢ε τι από όλα;’’, απάντησε η Ρεμπέκα ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. ‘’΢το ότι δεν έχει σχέση με τον Γουίλιαμ Κόρβερ’’ Η Ρεμπέκα φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή, κοιτώντας στο πουθενά. ‘’Δυστυχώς ναι’’, μουρμούρισε. ‘’Γιατί δυστυχώς;’’ ‘’Δυστυχώς επειδή ήλπιζα ο Γουίλιαμ Κόρβερ να παριστάνει τον μισθοφόρο για κάποιο χαρτζιλίκι. Αν ο Γουίλιαμ Κόρβερ λειτουργεί αυτόνομα, τότε ίσως τα πράγματα να είναι αρκετά πιο σοβαρά. Πάρε μου την Σζένκινς σε παρακαλώ, θέλω να μάθω πως προχωράει η έρευνα’’. Η Μαριά Μπράουν έγνεψε καταφατικά και μπήκε στο αυτοκίνητο, ακριβώς την ίδια ώρα που ένας σιωπηλός για όλο αυτό το διάστημα Γκουρού ξέσπασε, χτυπώντας με δύναμη την γροθιά του στο τραπέζι, τόσο δυνατά και τόσες πολλές φορές που οι μικρές οθόνες έπεσαν ξαπλωτές. Όστερα το χτύπησε άλλη μια και το ακούμπησε τρεμάμενο στο τραπέζι. Κοίταξε προς την γυναίκα, και τα μάτια του τώρα ήταν πιο κόκκινα από το πρόσωπό του, έτοιμα να δακρύσουν από την ένταση.

[181]


‘’΢ούζαν αγάπη μου, φέρε μου τον Γουλίαμ Κόρβερ και την μικρή πουτανίτσα που έκλεψε. Υέρτους μου. Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις, όλα επιτρέπονται απόψε. Βρες τους, και φέρτους σε μένα. Υέρτους εδώ, σε παρακαλώ’’ Προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά η φωνή του έβγαινε βραχνή με μικρές στριγγλιές. Η ΢ούζαν χωρίς να μιλήσει, έκανε μεταβολή και περπάτησε γρήγορα. Πριν βγει από το δωμάτιο, άκουσε για άλλη μια φορά το χέρι του Γκουρού να χτυπάει με δύναμη το τραπέζι. Όστερα μια πνιχτή κραυγή που έδειχνε ότι ίσως είχε σπάσει κάποιο μικρό κόκκαλο. ΋χι πολύ μακριά, η Φόλυ Σζένκινς στάθηκε στην μέση του στενού με τον ακόμα πηχτό από σωματίδια σκόνης αέρα από την οργισμένη ριπή του ΢αμ Υρίντμαν. Σρια περιπολικά έκλειναν τον δρόμο, αλλά οι αστυνομικοί ήταν ανύσηχοι και προσηλωμένοι στους ασυρμάτους τους. Σο κτίριο είχε μια προειδοποιητική κορδέλα γύρω του, σε απόσταση μερικών μέτρων, προειδοποιώντας για πτώση χαλασμάτων. Από την ανοιχτή πληγή του τσιμέντου στο ύψος του δευτέρου ορόφου μπορούσες να διακρίνεις δυο βλοσυρούς τεχνικούς να επιθεωρούν και πιθανώς να εκτιμούν μια διαδικασία γρήγορης επισκευής. Η τρύπα στον τοίχο δεν ήταν επιφανειακή, καθώς φαινόταν να έχει αρκετό βάθος, κάτι που αποδείκνυε την συναισθηματική ένταση και νοητική αστάθεια του ΢αμ, όταν εκτόξευσε την ριπή. Έκανε ένα μορφασμό και πλησίασε προς το κτίριο, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι παραπάνω. ΋τι παγίδα και αν είχε στήσει στο σημείο ο Γουίλιαμ Κόρβερ είχε σίγουρα πολτοποιηθεί και καταστραφεί σε μικροσκοπικά σωματίδια. Ένας τεχνικός ύψωσε το χέρι του προειδοποιητικά καθώς σήκωνε την κίτρινη κορδέλα πλησιάζοντας, αλλά η Φόλυ του ανταπέδωσε μια χειρονομία να την αφήσει ήσυχη. ΢τάθηκε με πλάτη, σχεδόν κόλλητα στο κτίριο, και κοίταξε προς την απέναντι κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένας ομοιόμορφος γυμνός τοίχος που είχε ένα μεγάλο γκράφιτι. Αυτό, αν και ήταν ξεθωριασμένο από την πάροδο του χρόνου, προειδοποιούσε ότι ‘’Σο παράλογο έρχεται’’. Η Φόλυ το αγνόησε και ξαναγύρισε στην πλευρά του κατεστραμμένου σπιτιού. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν πολύ πιο κατάλληλος για κάποια παγίδα, καθώς ήταν γεμάτος σκοτεινά παράθυρα και μικρά μπαλκόνια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να προδίδει το οποιοδήποτε πέρασμα του Κόρβερ.

[182]


Σον σκέφτηκε να έρχεται στο σημείο, αρκετά πριν το συμβάν, και να προετοιμάζει την παγίδα του. ΢κέφτηκε τις μεθοδικές του κινήσεις, τα αυστηρά υπολογισμένα του σχέδια. Η παρουσία της κοπέλας τους έγινε γνωστή μόλις δυο ώρες πριν ο ΢αμ φτάσει στην κλινική του Γκουρού Καν. Αν υποθετικά το έμαθε ο Κόρβερ ταυτόχρονα, είχε μόλις δυο ώρες για να προετοιμάσει ένα σχέδιο διαφυγής από μια στρατιά Προστατών. Ακόμα και για έναν περιβόητο σκακιστή, που αρεσκόταν να κοροιδεύει τους αντιπάλους του σκεφτόμενος πολλές κινήσεις μπροστά, αυτό ήταν υπερβολή. Πόσο μακριά θα μπορούσε να πάει; Σον ξανασκέφτηκε, να μαθαίνει για την κοπέλα, να αποφασίζει για τους δικούς του, ακατανόητους λόγους να επανεμφανιστεί, και να στήνει την πρώτη του παγίδα για τους Προστάτες που σίγουρα θα τον ακολουθούσαν άμεσα. ‘’Βλέποντας και κάνοντας από εδώ και πέρα Γουίλι;’’, μουρμούρισε, αν και δεν της ταίριαζε στον Γουίλιαμ Κόρβερ που γνώριζε. Και τον γνώριζε αρκετά καλά. Σι σκέψεις της διέκοψε μια ελαφριά δόνηση στον καρπό της. Πίεσε ένα ακουστικό στο αυτί της, για να ακούσει την γνώριμη φωνή του Γουόλτερ ΢μιτ. ‘’Σίποτα’’, του είπε. ‘’Αλλά δεν μου κολλάει και πολύ ΢μίτυ. Είτε είχε μόνο δυο ώρες να προετοιμάσει το πιο απίθανο ανθρωποκυνηγητό με εμάς, είτε το ήξερε πολύ νωρίτερα. Αν ισχύει το δεύτερο, η Ρεμπέκα έχει δίκιο’’ ‘’Η Ρεμπέκα μου είπε πριν από λίγο ότι ο Γκουρού είναι το ίδιο έκπληκτος για τον Κόρβερ όσο εμείς’’, της απάντησε αυτός, ‘’αλλά δεν σε θέλω για αυτό’’, πρόσθεσε. Η Φόλυ έκανε να συνεχίσει τον συλλογισμό της με βάση αυτό το δεδομένο, αλλά περίμενε να τον ακούσει. ‘’Φόλυ’’, είπε αυτός με ένα τόνο στοργικότητας. ‘’Είσαι εντάξει με όλα αυτά;’’ Η Φόλυ κατάλαβε την ερώτησή του, αλλά επέλεξε να την αγνοήσει. ‘’Γιατί άλλαξε τόσο ξαφνικά η Ρεμπέκα; Υαγώθηκε προηγουμένως να βγάλει τον Γουίλιαμ συνεργό μαφιόζου’’, είπε επιθετικά. ‘’Η Ρεμπέκα σε έχει σαν πρότυπο Φόλυ. Προφανώς όλα θα περιστρέφονται γύρω από τον Γουίλιαμ Κόρβερ, κατ’επέκταση’’. Ο ελιγμός του στον ελιγμό της ήταν καίριος. Παλιά αγαπημένα παιχνίδια. ‘’΋χι τώρα ΢μίτυ’’, του είπε. ‘’Θα ήταν αφύσικο και παράλογο να μην σε νοιάζει΄’’, της απάντησε αυτός. ‘’Φόλυ, είσαι φορτισμένη και φαίνεται. Έχω υπόψιν μου και τον διάλογό σου με τον ΢αμ...Και

[183]


στο συμβούλιο ήσουν...πως να στο πω...ήσουν ανυπόμονη, νομίζω ότι αυτή είναι μια καλή λέξη’’ Η Φόλυ δεν μίλησε και φούσκωσε τα μάγουλά της, σαν να την είχε στριμώξει κάποιος για κάποια σκανταλιά. Δεν είχε ούτε διάθεση ούτε ενδιαφέρον να κάνει μια τέτοια συζήτηση. Κυρίως επειδή θα δρομολογούσε ένα συναισθηματικό σκάψιμο, το οποίο δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να ξεκινήσει. Αν η καρδιά είναι ένα πέτρωμα, κάθε πέτρωμα έχει πάνω του ένα εδαφικό ορίζοντα. Ο εδαφικός ορίζοντας, από υλικά που φτιάχνει ο χρόνος, ο καιρός και η ζωή που προχωρά, μπορεί να είναι παχύς και αδιαπέρατος, αλλά μπορεί να είναι λεπτός και εύθραυστος. ΢ε αυτό, παίζει ένα ρόλο και το μητρικό υλικό, το πέτρωμα. Σο πέτρωμα αποσαρθώνεται, διαβρώνεται, παράγει υλικό για το έδαφος που το προστατεύει, αλλά τελικά είναι η μόνη, αν και καλά κρυμμένη σταθερά. Πολλές φορές, για να το δεις αρκεί μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, ένας δυνατός άνεμος να σαρώσει την άμμο και να ξεσεκεπάσει την αλήθεια σε όλη της την μεγαλοπρέπεια. Μια αλήθεια γεμάτη ρωγμές και αλλοιώσεις, άμορφη ή καλοσχηματισμένη, γεμάτη όμορφους κρυστάλλους από τα πιο γήινα υλικά, τα ίδια υλικά που φτιάχνουν την ζωή και τον κόσμο. Η Φόλυ Σζένκινς είχε αφήσει τον καιρό και τον χρόνο να καλύψουν επιμελώς τα πετρώματα του πυρήνα της καρδιάς της. Δεν είχε καμία όρεξη για ανασκαφέςυπάρχουν κάποιες ιστορίες που δεν χρειάζονται να έρχονται στο φως του σήμερα. Σα φτυάρια άλλωστε ήταν καιρό τώρα και σκουριάζανε στην αποθήκη, ενώ πάνω από το σημείο είχε φυτέψει λωτούς. ‘’΢μίτυ, είμαι μια χαρά’’, είπε αποφασιστικά, προσπαθώντας να το σιγουρέψει ενόσω το έλεγε. Ήξερε βέβαια ότι ο ΢μίτυ δεν είχε καλέσει για διαβεβαιώσεις. ‘’Φόλυ, είσαι αρχηγός του πιο επίλεκτου ΢ώματος της πόλης. Άσε τους να το αναλάβουν. Είναι αργά, και γνωρίζω ότι δεν κοιμάσαι καλά. Η συμβουλή μου είναι σαφής, και κάντην ότι θέλεις: Ξεκουράσου. Πήγαινε να κοιμηθείς. Θα αναλάβω εγώ τον Κόρβερ και τον Κρέιμερ και τους εξωγήινους.’’ Η Φόλυ ένιωσε άλλη μια δόνηση στον καρπό της, καθώς κάποιος ακόμα την καλούσε. ΢κέφτηκε ότι μπορεί να είχαν βρει τον Γουίλιαμ και αντανακλαστικά παραλίγο να κλείσει τον Γουόλτερ χωρίς κουβέντα. ‘’Αργότερα ίσως. Ευχαριστώ γλυκέ μου ΢μίτυ’’, του είπε κάπως βιαστικά, και έκλεισε γρήγορα την σύνδεσή της μαζί του, νιώθωντας παράλληλα μια ανακούφιση και έναν τεράστιο προβολέα που την κοίταζε να κλείνει.

[184]


Αρκετά μακριά, ο Μπεν Ντέρντεν έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω από ένα στενό, και έκανε ένα σιωπηρό νόημα στον Νικ Γκρίνσκι να τον ακολουθήσει. Ο εκπρόσωπος του Τπουργείου Σεχνολογίας

ήταν ένας αδύνατος άντρας, μετρίου αναστήματος, με

κοντοκουρεμένο θαμπό καστανό μαλλί και ένα ζευγάρι υπολογιστικά μάτια. Σο στόμα του ήταν μικρό και μονίμως κλειστό, εκτός από τις περιπτώσεις που ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει, κυρίως για να απαντήσει στην όποια κουβεντούλα προσπαθούσε μάταια να ανοίξει ο Μπεν. Οι δυο άντρες προχωρήσαν στο μισοσκόταδο, μέχρι που έφτασαν μπροστά σε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα, που φαινόταν κλειδωμένη με ένα λουκέτο παλιού τύπου. Ο Μπεν Ντέρντεν έβαλε τον καρπό κοντά στο στόμα του και πίεσε ένα μικρό ακουστικό στο αυτί του. ‘’Είμαστε στο σημείο’’, ψιθύρισε. ‘’Σουλάχιστον δεκαπέντε άτομα πλησιάζουν από αυτήν την πλευρά της αποθήκης. Πρόσβαση δύσκολη, αλλά κατορθωτή για οποιονδήποτε γνωρίζει την περιοχή. Μπαίνουμε μέσα, αλλά να υπολογίζετε ότι σε λιγότερο από μισή ώρα εδώ θα μαζευτεί κόσμος’’. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η φωνή της Φόλυ Σζένκινς αντήχησε στο αυτί του. ‘’Μπεν, μην καθυστερείς άλλο τότε, και μπείτε μέσα. Λίντια;’’ Ο Μπέν Ντέρντεν έγνεψε καταφατικά και ας μην τον έβλεπε η Φόλυ, και μια απαλή δέσμη από το γάντι που φορούσε χτύπησε το λουκέτο, αναβοσβήνοντας τόσο γρήγορα που θα μπορούσε να είναι φλας φωτογραφίας. Σο λουκέτο προσγειώθηκε στο έδαφος, ενώ στην θέση του υπήρχε τώρα μια μαύρη στάμπα. Ο Μπεν Ντέρντεν άνοιξε την πόρτα με ήρεμες κινήσεις, ενώ η φωνή της Λίντια έφτασε στο αυτί του. Αυτή, και ο απόηχος αρκετών φωνών, από τον κόσμο που θα ήταν γύρω της. ‘’Φόλυ, εδώ η κατάσταση δεν είναι καλή’’, είπε αυτή, ψιθυρίζοντας τόσο που η φωνή της χανόταν σε σημεία από την βοή του πλήθους. ‘’Τπάρχει εκνευρισμός, η αστυνομία είναι νευρική και το γεγονός ότι συνέχεια καταφτάνουν περιπολικά δεν βοηθάει. Μια ομάδα αποπειράθηκε να σκαρφαλώσει το συρματόπλεγμα και παραλίγο να γίνει συμπλοκή. Τπάρχει....υπάρχει κόσμος εδώ που φαίνεται να θέλει την συμπλοκή Φόλυ, έχω πολύ καιρό να δω τέτοια ένταση.’’ ‘’Γαμημένοι εξωγήινοι’’, ακούστηκε κάπως χαμηλά η φωνή του Ίθαν που παρεμβλήθηκε στην συνομιλία με ένα γρύλισμα. Κάποιος άλλος γέλασε πνιχτά, αλλά ο

[185]


Μπεν δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος είναι. Η αποθήκη μπροστά του ήταν σκοτεινή, αλλά από την τρύπα στην οροφή έμπαινε δυνατό φως, από περαστικά, κυρίως δημοσιογραφικά χόβερ. Έδειξε προς το μέρος της φωτεινής εστίας στον Νικ Γκρίσκιν, που προχώρησε γρήγορα, κουβαλώντας την ευμεγέθη βαλίτσα του. Η Λίντια συνέχισε: ‘’Τπάρχει αγριεμένος κόσμος. Με παραξενεύει να σου πω την αλήθεια, αυτή η κατάσταση. Είναι ο Πόλ μαζί μου, και είναι ανύσηχος. Φόλυ δεν ξέρω αν είναι διαχειρίσιμο αυτό το πλήθος. Και αυξάνεται συνεχώς. Αυτό δεν είναι απλή περιέργεια εδώ’’ Η Φόλυ συνέχισε να μην μιλάει, ενώ ακούστηκε ακόμα ένα αχνό μουγκρητό του Ίθαν. Ο Μπεν Ντέρντεν χαμήλωσε την ένταση της συνομιλίας, καθώς έφτανε κοντά στο σημείο όπου από την σπασμένη οροφή εισχωρούσε ένας καταρράκτης φωτός. Η αποθήκη ήταν γεμάτη παρατημένα μηχανήματα και κιβώτια, αλλά όσο πλησίαζε παρατηρούσε χαλάσματα και σωρούς από μέταλλα και άλλα υλικά. Ο Γκρίσκιν περπατούσε πίσω του σιωπηλός, και οι δυο τους μπορούσαν να ακούσουν την βοή του πλήθους έξω από τον περιμετρικό φράχτη της αποθήκης. ΋χι πολύ μακριά, ο Νίκολας κοίταξε τον ασημένιο άντρα που αγκομαχώντας ανέβηκε και το τελευταίο σκαλί και ξάπλωσε σχεδόν στην ταράτσα, με μια μηχανική αναπνοή να ακούγεται από την κάσκα. Μπροστά τους, δέσμες φωτός έφερναν περιμετρικές βόλτες γύρω από την αποθήκη, ενώ αντηχούσαν φωνές και κάποιες κοφτές σειρήνες. Αυτός σηκώθηκε αργά, και προχώρησε μέχρι την άκρη σκυφτός, κοιτώντας από την άκρη. Ο Νίκολας τον πλησίασε και κοίταξε μαζί του προς την αποθήκη. Πίσω της, μπορούσε να διακρίνει ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο, και αρκετά χόβερ να περνούν από πάνω του. ΢τους δρόμους πίσω του μπορούσε επίσης να διακρίνει τα γνωστά και άκρως αντιπαθητικά αστυνομικά φώτα που αναβόσβηναν σε μεγάλους αριθμούς, πλησιάζοντας το σημείο. ‘’Κοίτα να δεις’’, άκουσε τον άντρα να λέει, και τον είδε έκπληκτος να σκαρφαλώνει στο περβάζι της ταράτσας και να στέκεται όρθιος. Ο Νίκολας, το πλήθος, οι Προστάτες, κανείς δεν περίμενε ότι ακολούθησε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Πήγε κάτι να του πει, κάτι του τύπου να προσέχει καθώς το περβάζι ήταν στενό και το ύψος του κτιρίου αρκετό για να χτυπήσει πολύ χειρότερα από ότι με την αρχική

[186]


του πρόσκρουση. Έκανε ένα βήμα πίσω από ένα περίεργο αντανακλαστικό υψοφοβίας, παρά το γεγονός ότι δεν στεκόταν ο ίδιος στο περβάζι. Κοίταξε με απορία τον ασημένιο άντρα να ανοίγει τα χέρια του, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τον ουρανό. Όστερα, εντελώς απρόσμενα, ο μικρός Νίκολας κάλυψε ενστικτωδώς τα μάτια του καθώς από τη στολή του ασημένιου άντρα ξεπρόβαλλε ένα εκτυφλωτικό λευκό φως, σαν να είχε μόλις ανοίξει μια δέσμη για μια άλλη διάσταση, σαν να μεταμορφώθηκε σε ένα ανθρωπόμορφο νυχτερινό προβολέα. Γύρισε να κοιτάξει ξανά, μέσα από τα δάχτυλά του, για να δει τον ασημένιο άντρα να βρίσκεται τώρα μέσα σε ένα λευκό παλλόμενο σεντόνι λάμψης, με αυτήν να εκπορεύεται σε μικρές παράλληλες δέσμες από την στολή του. Όστερα, ένιωσε την απότομη σιωπή της βοής από το πλήθος λίγες δεκάδες μέτρα μπροστά τους, που θα είχαν μόλις παρατηρήσει και αυτοί αυτό το σπάνιο θέαμα. Ο Μπεν Ντέρντεν, σκουντουφλώντας σε διάφορα συντρίμμια, δεν άκουσε την ταραγμένη φωνή της Λίντια, που μόλις είχε ακολουθήσει τα βλέμματα ενός αποσβολωμένου πλήθους.

Δυο χόβερ παρατήρησαν πρώτα το θέαμα, και έστρεψαν

προβολείς και κατεύθυνση προς το μέρος της παράξενης δυνατής λάμψης. Σο ένα χόβερ άνηκε σε ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο, το άλλο ήταν περίπολο της αστυνομίας. Σα δυο οχήματα πλησίασαν με μεγάλη ταχύτητα. Ο λαμπερός ασημένιος άντρας γύρισε αργά το κεφάλι του προς τον Νίκολας. Μέσα στο έντονο φως, έμοιαζαν οι κινήσεις του σε αργή κίνηση. ‘’Πες μου μικρέ’’, του φώναξε. ‘’Πες μου αλήθεια. Ποιο από τα δυο αυτά οχήματα, σου έχει προκαλέσει μεγαλύτερο πόνο;’’ Ο Νίκολας ξαφνιάστηκε με την ερώτηση, αλλά μια ενστικτώδης παρόρμηση τον οδήγησε να κάνει κάτι τελείως αναπάντεχο. Αναπάντεχο, αλλά βγαλμένο με ωμή ειλικρίνια από την καρδιά του. ‘’Σο αστυνομικό’’, είπε. Δεν τον είδε, αλλά ο άντρας χαμογέλασε μέσα από την κάσκα του. Δεν μπορούσε να τον διακρίνει καθαρά, λόγω του φωτός, αλλά ο άντρας σήκωσε το αριστερό του χέρι, και το έτεινε προς το αστυνομικό χόβερ, που τώρα είχε ρίξει τον προβολέα πάνω τους αλλά η σύνθεση των δυο φωτεινών εστιών δεν άλλαζε καθόλου το οπτικό αποτέλεσμα στο έκπληκτο και σαστισμένο πλήθος. Μετά, χωρίς τον παραμικρό ήχο, το αστυνομικό χόβερ σταμάτησε στον αέρα, σαν να νεκρώθηκε ξαφνικά. Ίσως να αιωρήθηκε αβέβαιο για κάποιες στιγμές, μικρότερες

[187]


από κλάσματα δευτερολέπτων, αλλά ύστερα έκανε ελεύθερη πτώση προς το έδαφος. ΄Ενας κρότος και άλλη μια λάμψη ακολούθησαν, αλλά η καινούρια λάμψη δεν είχε τίποτα το απόκοσμο- ήταν πύρινη, και συνοδεύτηκε από γλωσσίδια φωτιάς και καπνού και θερμότητας. Σο δημοσιογραφικό όχημα έκανε μια ακαριαία μανούβρα και απομακρύνθηκε πλευρικά σαν κάποιος να τράβηξε εναέριο χειρόφρενο. ‘’Φόλυ;’’, ήταν η φωνή της Λίντια, που κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια από έκπληξη. ‘’Σο βλέπω’’, ακούστηκε η φωνή της. Η Φόλυ, ακόμα στο σημείο της εκρηκτικής συνάντησης του Κόρβερ με τον ΢αμ Υρίντμαν, καθόταν στην θέση του οδηγού και κοιτούσε έκπληκτη από μια μικρή ενσωματωμένη οθόνη στο όχημά της. Ο Μπεν άκουσε τον κρότο του χόβερ, ένιωσε μια χαμηλόφωνη φλυαρία στο ακουστικό του, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, καθώς τώρα ο Νίκ Γκρίσκιν είχε σκύψει στο πάτωμα, με ένα μικρό φακό, κοιτώντας με αφοσίωση ένα κομμάτι μισολιωμένο μέταλλο. Ο Μπεν άνοιξε πάλι την ένταση στο ακουστικό του για να ρωτήσει ‘’Σι σκατά’’, όταν άκουσε σε πρωτοφανή ένταση ουρλιαχτά και δυνατές φωνές από τον κόσμο έξω από την αποθήκη. Εκείνη την στιγμή και για μερικά δευτερόλεπτα όμως, σχεδόν όλοι οι Προστάτες μιλούσαν ταυτοχρόνως στο εσωτερικό τους δίκτυο. Η Φόλυ Σζένκινς απενεργοποίησε την συλλογική συνομιλία, ακριβώς την στιγμή που ο Ίθαν Νίκολσον φώναξε κάτι σχετικό με το ‘’γαμίστε τον γαμημένο εξωγήινο’’. ‘’΢μίτυ μίλα μου’’, είπε, πατώντας το γκάζι του αυτοκίνητου της, χωρίς να έχει ακόμα επιλέξει ακριβή κατεύθυνση. ‘’Φάος’’, απάντησε αυτός, πρόδηλα έκπληκτος. ‘’Φόλυ τους έχω όλους να γυρίζουν προς τα εκεί. Η Λίντια εκπέμπει για βοήθεια’’. Η Φόλυ έσφιξε το τιμόνι. Ακόμα δεν είχε επιλέξει το δρόμο της κατεύθυνσής της. Αν ενεργοποιούσε το χόβερ, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί σε μερικά μόνο λεπτά. ΢κέφτηκε ξανά τον Γουίλιαμ. Ανέσυρε μετά στο κεφάλι της την μνήμη της κατάφωτης εστίας, στη μέση της οποίας διαγραφόταν σαν ψεύτικη μια ψηλόλιγνη σιλουέτα. Σο αστυνομικό χόβερ που έπεσε χωρίς καμία προφανή αιτία στο έδαφος. Σο πλήθος έξω από την αποθήκη. Σον Γουίλιαμ. Ση σιλουέτα. Σο φως. Σο χόβερ. Σο πλήθος. Η Φόλυ ήταν η καλύτερη στην δουλειά της. Να προστατεύει, να φρουρεί, να συμβολίζει.

[188]


Η Φόλυ ήταν η καλύτερη στην δουλειά της. Να παίρνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις, σε κάθε κρίσιμη στιγμή. Η Φόλυ ήταν η καλύτερη στην δουλειά της. Να διακρίνει την τάξη μέσα στο χάος. Να βρίσκει τα ιδιαίτερα μαθηματικά του, και να λύνει την συνάρτηση. Η Φόλυ ήταν η καλύτερη στην δουλειά της. Να πυροβολεί με μένος τον Γουίλιαμ Κόρβερ στην φαντασία της, μόνο και μόνο για να σταματήσει να εμφανίζεται ενοχλητικά κατά την διάρκεια του νοητικού της προτσές και να το αποσυντονίζει. Άνοιξε την συλλογική επικοινωνία και απελευθέρωσε ένα διάχυτο μουρμουρητό και επιφωνήματα των υπολοίπων. ‘’Θα μιλήσει μόνο η Λίντια’’, φώναξε. ‘’Κανένας άλλος’’. ΢ιγούρεψε την κατεύθυνσή της, και άφησε για μια στιγμή την ησυχία στο ακουστικό της. ‘’Κανένας, δεν αλλάζει πορεία. ΢ε όσους έχει ανατεθεί ο Γουίλιαμ Κόρβερ, παραμένουν συγκεντρωμένοι στο να βρουν τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Κανένας, δεν πλησιάζει την αποθήκη.’’, είπε και πρόσθεσε αμέσως για να αποφύγει τα μουρμουρητά και τις αντιδράσεις. ‘’Λίντια, κατάσταση πλήθους’’. Η Λίντια ακούστηκε λαχανιασμένη στην άλλη άκρη. ‘’Τστερία, πανικός αρχικά. Αυτή τη στιγμή, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Θέλουν να μπουν στην αποθήκη. Ετοιμαζόμαστε να εμπλακούμε, οι αστυνομικές δυνάμεις είναι σαφώς λιγότερες’’. ‘’΋ΦΙ’’, φώναξε η Φόλυ, σχεδόν υστερικά. ‘’΋χι, καμία εμπλοκή Λίντια. Δεν ανακατευόμαστε με το πλήθος. Μπορείς να πλησιάσεις το...σημείο;’’ Η ησυχία από τους υπόλοιπους είχε ήδη κρατήσει πολύ. ΋λοι οι Προστάτες άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί, άλλοι εκνευρισμένοι, άλλοι προβληματισμένοι, άλλοι σχεδόν υστερικοί στις διαμαρτυρίες τους. Κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει καμία κουβέντα, πέρα από ένα εκνευρισμένο γκάρισμα του Ίθαν που τελείωσε αναμενόμενα στο ‘’...γαμημένος εξωγήινος’’. Η Φόλυ τους σταμάτησε ξανά. ‘’Δεν υπάρχουν εξωγήινοι Ίθαν. Δεν ξέρω τι είναι αυτό, και γιατί είναι εκεί, αλλά δεν υπάρχουν εξωγήινοι. ΋πως επίσης, δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μπορώ να καταλάβω, που να εξηγεί την επιλογή της αστυνομίας να συγκρουστεί με το πλήθος. Για ποιο λόγο δεν απομακρύνονται Λίντια; Σι νόημα έχει; Απεμπλέξου, απεμπλέξου

[189]


αμέσως από εκείνο το σημείο. Βρείτε αυτό το ...πράγμα, και εξηγήστε το. Μπεν, τελειώσατε εκεί;’’ Ο Μπεν ακούστηκε αμέσως, σαν να περίμενε αρκετή ώρα να το κάνει. ‘’Υεύγουμε Φόλυ. Υεύγουμε με τον Γκρίσκιν τώρα. Έχεις δίκιο-δεν έχει μείνει τίποτα εδώ μέσα για να προφυλάξουν. Μόνο υπολείμματα και κομμάτια’’. ‘’Από τι;’’, πετάχτηκε κάποιος. ‘’Φμ, αυτό είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλήθεια. Αυτό που κυνηγάμε, αυτό που έπεσε εδώ, λύπαμαι που θα απογοητεύσω την συλλογική μας φαντασίωση, δεν είναι σίγουρα εξωγήινο. Για την ακρίβεια, είναι δική μας τεχνολογία.’’ Η Φόλυ μειδίασε στο άκουσμα της πληροφορίας. Ένα ατύχημα. ΢πάνιο, αλλά πάντα πιθανό. Αρκετά χόβερ είχαν προσγειωθεί λόγω βλάβης. Βέβαια, τα δυο σε ένα βράδυ ήταν στατιστικά αξιοσημείωτο, αλλά αυτό που δεν μπορούσε να εξηγηθεί ήταν ο άνθρωπος-προβολέας, που όλα έδειχναν ότι έριξε μόνος του το δεύτερο απλά επειδή τον πλησίασε. ‘’΍στε θα συγκρουστούμε με ένα αγριεμένο πλήθος, για ένα χόβερ’’, είπε σαρκαστικά. ‘’΋χι Φόλυ, όχι ακριβώς.’’, την έκοψε ο Μπεν με σοβαρό τόνο. Όστερα συνέχισε τις κουβέντες του ψιθυριστά. ‘’Ο σπασικλάκιας από εδώ λέει ότι αυτό το...όχημα, είναι δική μας τεχνολογία, δικό μας σχέδιο, αλλά ένα σχέδιο από κάτι που δεν...εμ...δεν έχει φτιαχτεί ακόμα. Είναι ένα σχέδιο στα πλαίσια της Αόρατης Περιπολίας, εκείνες οι μαλακίες που φτιάχνανε με τους καθρέπτες και τους φωτοανακλαστήρες. Σα πέταξε όλα η Κυρία στα σκουπίδια εδώ και τρια-τέσσερα χρόνια.’’ ‘’Αλλά κάποιος το έφτιαξε’’, μουρμούρισε η Φόλυ, προλαβαίνοντας ένα νέο κύμα προβληματισμού. ‘’Βάζω στοίχημα ότι κάποιος ψαχουλεύει στα σκουπίδια της Κυρίας. Βάζω στοίχημα επίσης ότι ο φωτεινός μας φίλος εφοδιάστηκε και με διάφορα άλλα γκάτζετ, και μας κάνει επίδειξη. Μπεν, άσε τον κ. Γκρίσκιν σε ασφαλές μέρος και επέστρεψε στην Λίντια και τον Πολ. Απεμπλακείτε αμέσως από την ηλιθιότητα της αστυνομίας. Θα στείλω στον Κρέιμερ να τους καλέσει να αποχωρήσουν, και θα στείλω όσους Προστάτες δεν ασχολούνται με την ανεύρευση του βασικού μας στόχου να σας υποστηρίξουν. Αν και δεν νομίζω ότι θα έχετε πρόβλημα να χειριστείτε ένα τρελλάρα.’’ Η Φόλυ έδωσε τις οδηγίες με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Η κατάφαση του Μπεν ήταν άμεση, όπως και ένα γρύλισμα απογοήτευσης του Ίθαν. Όστερα, η Λιντία επιβεβαίωσε τους φόβους της.

[190]


‘’Φόλυ;’’ Η φωνή της ήταν φανερά αγχωμένη. ‘’Είναι πολύ αργά.’’, είπε απλά. Η Φόλυ έπιασε το μέτωπό της. Γύρισε αργά το βλέμμα της στην οθόνη, και πράγματι είδε με απογοήτευση ένα μεγάλο πλήθος κόσμου να πέφτει πάνω στην ανθρώπινη αλυσίδα των αστυνομικών με μια εντελώς απρόσμενη μανία. Όστερα, είδε τις πρώτες τούφες από ένα πηχτό λευκό καπνό. Σην ίδια στιγμή, αρκετά μακριά από τα γεγονότα, η Άζρα ένιωσε για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα έντασης ένα χάδι νύστας. Ίσως ήταν ο ύπνος που είχε στερηθεί για περίπου ένα εικοσιτετράωρο, ίσως ήταν η εξάντληση που της προκάλεσε η παραμονή της στα μπουντρούμια του Γκουρού, ίσως ήταν οι αψιμαχίες της με τον αναπάντεχο σωματοφύλακά της. Ίσως όμως και να ήταν η ζεστή ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε αυτός, η χαλαρή υπνωτική ταχύτητα και το απαλό, σχεδόν μελωδικό γουργούρισμα της μηχανής ως μόνη ηχητική υπόκρουση. Έκρυψε κάπως το πρόσωπό της, κολλώντας το στο τζάμι, και χασμουρήθηκε. Ο βλοσυρός άντρας δίπλα της, στην θέση του οδηγού, δεν είχε μιλήσει για αρκετή ώρα. Μπορούσε να δει το ανύσηχο βλέμμα του σε κάθε διασταύρωση, την εύθραυστη ηρεμία του καθώς περίμενε κάτι να συμβεί. Ήταν ένα αναπάντεχο ερωτηματικό, ο Γουίλιαμ Κόρβερ. Μια σειρά απρόσμενων ενεργειών, ένας άνθρωπος από το πουθενά χωρίς προφανείς σκοπούς και επιδιώξεις. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό της φαινόταν πολύ χειρότερο. ΢ε ένα κόσμο με επιφανειακά λαμπερή και εσωτερικά βρώμικη ταυτότητα, ο Γουίλιαμ Κόρβερ φαινόταν να μην έχει την παραμικρή ταυτότητα. ΢ε μια πόλη με ξεκάθαρο, φωτισμένο με δυνατόν νέον φως πρόσωπο, ο Γουίλιαμ Κόρβερ φαινόταν να μην έχει καν πρόσωπο. Μια σκιά σε ένα δρόμο με δυνατά φώτα, θα μπορούσε να είναι απλώς ένα παιχνίδι του φωτός. ΋πως αυτός είχε από πολύ μικρή ηλικία εκπαιδευτεί στο να είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός άνθρωπος, αλλά να αποτελεί ένα σύμβολο για κάθε ανήθικη και ποταπή αξία που ύφαινε τον κεντρικό ιστό εκείνης της πόλης, έτσι και εκείνη είχε από νωρίς μάθει να μην νιώθει τίποτα λιγότερο από βαθύ μίσος για αυτόν και ότι θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει. Ένα μίσος που θα έπρεπε να είναι αυθόρμητο και αβίαστο, μια οργή που θα έπρεπε να είναι απλώς αντανακλαστικό. Η Άζρα όμως προσπαθούσε, προσπαθούσε επίμονα να έχει συνεχώς μπροστά της αυτό το λογικό

[191]


αντανακλαστικό, αλλά υπήρχε κάτι στα λόγια αλλά και τις παρατεταμένες σιωπές εκείνου του άντρα που την δυσκόλευαν. ΢την απόχρωση της φωνής του και στο βλέμμα του, που την τρυπούσε αυστηρά και δεσποτικά όποτε το συναντούσε, μπορούσε να διακρίνει ένα βαθύ πέπλο μιας εντελώς γνήσιας και παράταιρης μελαγχολίας. ΋χι, ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος απέναντί της, ο οποίος της ζητούσε με κάθε τρόπο την εμπιστοσύνη της, το τελευταίο πράγμα δηλαδή που θα έδινε ποτέ η Άζρα σε έναν πρώην Προστάτη. Έξω από το γυαλιστερό τους αυτοκίνητο, η Πόλη φαινόταν να αλλάζει. Σα κτίρια είχαν μικρότερο ύψος και οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν μεγαλύτερες. Ο ουρανός έδινε μια σκούρα ψευδαίσθηση ότι είναι πιο καθαρός, ίσως όμως επειδή και τα φώτα ήταν λιγότερα. Σα πεζοδρόμια ήταν πιο πλατιά, και ενίοτε φύτρωνε κάποιο μοναχικό δενδρύλλιο, σαν τραγική φιγούρα ζωής ανάμεσα στο άψυχο τσιμέντο. Η κίνηση ήταν πολύ πιο αραιή, ενώ ήταν μετά από λίγη ώρα σπάνιο να συναντήσει με το βλέμμα της κάποιον πεζό- βρισκόντουσαν σίγουρα σε κάποιο σημείο της Πόλης που αυτή πραγματικά κοιμόταν. ΋λα αυτά ήταν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι είχαν φτάσει στον Βόρειο Σομέα. Ήταν σίγουρα μακριά από το γεωγραφικό και διοικητικό κέντρο της Πόλης, σίγουρα πολύ μακριά από τις φρικτές ώρες της απομονωσής της στο κελί του Γκουρού. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να αφήσει τον εαυτό της να κοιμηθεί για μερικές στιγμές, και ξαφνιάστηκε που ο Γουίλιαμ Κόρβερ της δημιουργούσε αυτήν την παράλογη αίσθηση ασφάλειας. ΢το μυαλό της έτρεξε ξανά η στιγμή που αντιμετώπισε ατάραχος, με τα χέρια στις τσέπες και χωρίς την παραμικρή ένδειξη άγχους, έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες της και έναν από τους πιο ικανούς θηρευτές – έναν Προστάτη. Η ανοιχτή παλάμη με το απειλητικό ζωντανό φως, η εκτυφλωτική ριπή, το μέγεθος της καταστροφής ακριβώς μπροστά της..και ο Γουίλιαμ Κόρβερ ανέκφραστος και ήρεμος, σαν όλα αυτά να τα περίμενε από πολύ πριν. Σα βλέφαρά της αφέθηκαν να κλείσουν για μια στιγμή, και ίσως τα άφηνε έτσι κλειστά αν δεν την ταρακουνούσε μια κάπως πιο απότομη στροφή. Σα άνοιξε για να δει το αυτοκίνητο να γυρίζει τώρα κάθετα στο δρόμο, και μπροστά τους να ανοίγει αργά μια πόρτα γκαράζ, δίπλα σε ένα μεγάλο διόρωφο σπίτι. Σο σπίτι φαινόταν λευκό και μεγαλοπρεπές στο χλωμό νυχτερινό φως, και από τα φώτα του αυτοκινήτου διέκρινε μπροστά του ένα κήπο με κοντοκουρεμένο γκαζόν, φιδωτά πέτρινα δρομάκια, τραπέζια και καρέκλες. Από ένα μικρό τζάμι στον δεύτερο όροφο, φαινόταν φως, ενώ μπροστά από την μεταλλική εξώπορτα του σπιτιού υπήρχε ένα μοτοποδήλατο και δυο

[192]


παραγεμισμένες σακούλες σκουπιδιών. Η Άζρα υπέθεσε ότι κάποια οικογένεια θα έμενε εκεί, και αναρωτήθηκε για τις προθέσεις του Γουίλιαμ. Αυτός, διατηρώντας το ίδιο ανέκφραστο και σιωπηρό προφίλ, πάρκαρε το αυτοκίνητο με προσεχτικές κινήσεις και ύστερα πάτησε το τηλεκοντρόλο για να αρχίσει η πόρτα του γκαράζ την καθοδική της πορεία, κλείνοντας τα φώτα του αυτοκινήτου του. Πριν βυθιστούν στο σκοτάδι, ένα φως άναψε αργά μέσα στο γκαράζ, που ήταν εντελώς άδειο. ‘’Ποιος μένει εδώ;’’, τον ρώτησε, κάπως στεναχωρημένη που το ταξίδι τους είχε φτάσει στο τέρμα του, χωρίς να προλάβει να κοιμηθεί ούτε λίγο. ‘’Κανένας’’, απάντησε αυτός και βγήκε από το αυτοκίνητο. ‘’Εγώ και εσύ’’, προσέθεσε. Η Άζρα τον ακολούθησε από την πόρτα του γκαράζ σε ένα εσωτερικό διάδρομο, που φωτιζόταν καθώς προχωρούσαν. Οι τοίχοι του ήταν λευκοί και καθαροί, και ήταν επίσης άδειος, όπως το γκαράζ. Όστερα, από μια ακόμα είσοδο την οποία ξεκλείδωσε με την χρήση κάποιου κωδικού, βρέθηκαν σε αυτό που έμοιαζε με το κεντρικό σαλόνι του πρώτου ορόφου του κτιρίου. Η Άζρα κοίταξε γύρω της με έκπληξη το χώρο. Ήταν και αυτός, εντελώς άδειος. ΋πως και όλο το υπόλοιπο σπίτι, γυμνός από κάθε έπιπλο, ή πίνακα, ή σημάδια μιας ανθρώπινης παρουσίας. Σο φως στο κεντρικό αυτό χωλ δεν άναψε ποτέ, και ο Γουίλιαμ προχώρησε προς μια εσωτερική, φιδωτή σκάλα, που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο της πολυτελούς εξωτερικά αλλά άδειας εσωτερικά μεζονέτας. Εκεί, υπήρχε ένα ακόμα, μικρότερο χωλ, και ένας διάδρομος που οδηγούσε στα μέσα δωμάτια, που ήταν δεξιά και αριστερά του. ΢το κέντρο αυτού του χωλ υπήρχε ένα γυάλινο χαμηλό τραπεζάκι, με μια υφασμάτινη μάζα δίπλα του, που πρέπει να λειτουργούσε ως κάθισμα. Από πίσω ήταν ένα μεγάλο πλατύ παράθυρο, που οδηγούσε σε ένα μικρό μπαλκόνι, το οποίο ωστόσο ήταν κρυμμένο από μια παχιά μεταξωτή κουρτίνα. Ο Γουίλιαμ συνέχισε να περπατάει προς τα μέσα δωμάτια, οδηγώντας την στο τελευταίο στην σειρά, που έμοιαζε να λειτουργεί ως κρεβατοκάμαρα. Η συγκεκριμένη βέβαια είχε απλώς ένα μικρό τραπέζι και τρεις καρέκλες, ενώ οι ντουλάπες του έχασκαν μισάνοιχτες και άδειες. Αντιδιαμετρικά τους, το άλλο δωμάτιο ήταν τελείως άδειο, ενώ το φεγγαροφώς έβρισκε τρόπο να διεισδύσει από ένα άλλο μπαλκόνι, που φαινόταν να οδηγεί σε κάποια πίσω αυλή. Ο Γουίλιαμ της έδειξε προς μια καρέκλα και ρύθμισε ένα χαμηλό φως, που έδινε μια αίσθηση φωτισμού για ερωτικές περιπτύξεις. Κάθισε απέναντί της και πήρε μερικές βαθιές ανάσες

[193]


‘’Μου αρέσει τι έχεις κάνει με το μέρος’’, του είπε αυτή, κοιτάζοντας την γύμνια των τοίχων και έκατσε απρόθυμα. Σο πρόβλημά της ήταν ότι στην καρέκλα δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Αυτός έκανε μια γκριμάτσα που θα μπορούσε να είναι και χαμόγελο, και με μια γρήγορη κίνηση αφαίρεσε το κλιπ από τους καρπούς της. Σο αίμα κινήθηκε στα χέρια της, προκαλώντας έναν απαλό στιγμιαίο πόνο. ‘’Και τώρα;’’, τον ρώτησε, ενώ αυτός πλησίασε ένα μικρό παράθυρο δίπλα από το τραπέζι και έριξε μια ματιά προς τα έξω. Γύρισε προς το μέρος της και το βλέμμα του ήταν σίγουρα ανυπόμονο. ‘’Σώρα θα μιλήσουμε’’, της είπε, και γυρίζοντας την καρέκλα ανάποδα, έκτασε απέναντί της. Αρκετά μακριά τους, η Ντάιαμοντ γέλασε δυνατά με έναν θεατρινισμό του ΢άλυ, που αναπαριστούσε τον εκνευρισμένο αστυνομικό από τα καμώματά τους. Σην οδηγούσε τώρα από τους λιγότερο πολύβοους δρόμους, αλλά ο μπάσος ρυθμός του ΝάιτΒάιμπ τους ακολουθούσε, προκαλώντας ανεπαίσθητους τριγμούς σε τζαμένιες προσόψεις, σαν να ερχόταν από τους υπονόμους. Όστερα αυτός έκανε μια καινούρια παντομίμα- έκατσε σε ένα πλατύσκαλο, σήκωσε το ένα του πόδι και άρχισε να ξύνει το κάτω μέρος του παπουτσιού του σαν χιμπαντζής. Η Ντάιαμοντ γέλασε δυνατά από τις κινήσεις του, αλλά μετά κράτησε ένα στραβό χαμόγελο και τον κοίταξε ντροπαλά. ‘’΢ου τα είπα όλα, ε;’’ ‘’Αρκετές λεπτομέρειες’’, απάντησε αυτός ευγενικά. ‘’Πρέπει να φαντάζω γελοία’’. Αυτός χαμογέλασε, σηκώθηκε με ένα ύφος χορευτή και στάθηκε μπροστά της, απλώνοντας το χέρι του. ‘’Μπα..δεν θα το έλεγα. Καμιά φορά οι μεγάλες επιλογές, οι μεγάλες περιπέτειες, οι μεγάλες σκέψεις και ενίοτε οι μεγάλες πράξεις, ξεκινούν κάπως αστεία’’, της είπε. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε για λίγο, χαιδεύοντας τις μπούκλες της. ‘’Αυτό είναι...βλακεία που μόλις είπες’’, του είπε και τον έσπρωξε στον ώμο. Ο ΢άλυ έκανε μια μικρή υπόκλιση και της έδειξε προς τα εμπρός, όπου ο δρόμος άνοιγε πάλι και μια συστάδα από χλωμά γκρίζα κτίρια ήταν παρατεταγμένα στη σειρά, με σποραδικά αναμμένα φώτα από μικρά παράθυρα.

[194]


‘’Εκεί πάμε’’, της είπε. ‘’Εκεί είναι κάποιος που πιστεύω ότι θα μας βοηθήσει με τα ..κενά σου, αλλά και γενικότερα. Ας ελπίσουμε μόνο να είναι ξύπνιος. Αν δεν είναι βέβαια, απλώς θα τον ξυπνήσουμε’’. Όστερα, άλλαξε την φωνή του και έκανε ξανά την μίμηση του αγριεμένου αστυνομικού φωνάζοντας κάποιες απειλές. Η Ντάιαμοντ ακολούθησε γελώντας τον ασπρόμαυρο άνθρωπο, νιώθωντας μια περίεργη προσδοκία και ελπίδα για την διαδρομή τους. Λίγο πριν περάσουν ξανά σε ένα κεντρικό δρόμο, έριξε μια ανύσηχη ματιά προς τα πίσω, αντανακλαστικό ενός ξαφνικού αισθήματος φόβου. Δεν τους ακολουθούσε κανείς. ΢το άδειο δρομάκι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος, μόνο κάδοι σκουπιδιών, κιγκλιδώματα με μικρά πράσινα λεντ λαμπάκια, μια νότα εγκατάλειψης και ένας πηχτός αέρας που χαρακτήριζε ολόκληρη την περιοχή του ΝάιτΒάιμπ. Δεν είχε ακούσει κάτι, ούτε είχε προκαλέσει την υποψία της κάποια ένδειξη των αισθήσεών της. Ο φόβος που ένιωσε όμως στιγμιαία ήταν πέρα για πέρα αληθινός, όσο και απροσδιόριστος. Ξεφυσώντας, επιτάχυνε το βήμα της να προλάβει τον ΢άλυ. ΋χι πάρα πολύ μακριά, αλλά με απόσταση όχι μόνο κατα μήκος, αλλά και ελαφρώς κατά βάθος, δυο άνθρωποι που βρέθηκαν μαζί μόνο και μόνο για να βρουν την εξαφανισμένη Ντάιαμοντ, παρατηρούσαν το υπόγειο καταφύγιο του κινήματος των Παραλόγων- ο Ρίτσαρντ προσπαθούσε να βρει αλλαγές και τροποποιήσεις στο χώρο, ενώ η Άλις προσπαθούσε κυρίως να καταλάβει, όχι μόνο την λογική της αισθητικής του χώρου αλλά και συνολικά την λογική του περίεργου αυτού ‘’κινήματος’’. Πολύ γρήγορα, είδαν μπροστά τους έναν άντρα, που σε λίγο η Άλις θα μάθαινε ότι ονομαζόταν Σσέστερ Μπάρναμπι και πως ήταν ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος για να ξεναγήσει κάποιον στην ουσία του παραλόγου και του ιδιόρρυθμου κινήματος της υπεράσπισής του. Ο Σσέστερ ήταν ένας άντρας γύρω στα εξήντα, μετρίου αναστήματος αλλά με δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το σώμα του αλλά και δυσανάλογα μεγάλο στόμα σε σχέση με το πρόσωπό του. Σο σώμα του φαινόταν κουρασμένο και γέρικο, καθώς στεκόταν καμπουριαστός και με τα χέρια του να μοιάζουν να κρέμονται, ενώ στο περπάτημά του νόμιζες ότι απλώς σβαρνάει τα χοντρά παπούτσια του χωρίς να τα σηκώνει από το έδαφος. Αλλά το κεφάλι του έμοιαζε με δέκα και παραπάνω χρόνια νεότερο, γεμάτο εκφραστική ενέργεια και ένα διαπεραστικό αεικίνητο βλέμμα. Ήταν τόσο αντιφατικός στην φυσιογνωμία του, που η Άλις σκεφτόταν ότι κάποιος έχει κόψει διάφορα κομμάτια και τα έχει ενώσει σε ένα πειραματικό κράμα- γρήγορα θα μάθαινε

[195]


ότι κάπως ήταν και η σκέψη του. Ο Σσέστερ εμφανίστηκε μπροστά τους με ένα πλατύ χαμόγελο, που έφτανε μέχρι τους λοβούς των αυτιών του, και με ανοιχτά τα χέρια υποδέχτηκε τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου. ‘’Λίθγκοου! Ανθεκτικό κάθαρμα! Σο παρασύνθημα που είπες το έχουμε αλλάξει καιρό, αλλά και πάλι- είχαμε την εντύπωση ότι πλέον δεν θα θυμόσουν ούτε το όνομά σου εκεί μέσα! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, και πόσα πράγματα έχεις σίγουρα να μου πεις! Σι σκάρωσες πάλι;’’ Ο Ρίτσαρντ πλησίασε τον περίεργο άνθρωπο και τον αγκάλιασε σφιχτά. Όστερα, στάθηκε απέναντι του, με τα χέρια του στους κυρτούς του ώμους. ‘’Λοιπόν παλιόφιλε, θέλω ένα γεμάτο ποτήρι από το καλύτερο αψέντι σου για αρχή, και ένα για την εκθαμβωτική δεσποινίδα από εδώ. Που είναι οι υπόλοιποι; Έχω πράγματι να σας πω πράγματα και θαύματα από τις περιπέτειές μου στο ΢άικεντ!’’ Ο Σσέστερ έγνεψε καταφατικά. ‘’΢ε μένα θα τα πεις, είναι όλοι έξω. ΋σοι έχουμε μείνει δηλαδή..’’ ‘’Μπα; Σι έχει έξω; Κάποιο πάρτυ; Σότε να πάω εκεί Μπάρναμπι, δεν χρειάζεται να κάτσω με μια γέρικη ψείρα σαν εσένα!’’ ‘’Κυνήγι εξωγηίνων’’, του είπε αυτός συλλαβιστά. Ο Ρίτσαρντ τον κοίταξε με απορία. ‘’Αρκετά παράλογο....αρέσει στον Ρίτσαρντ αυτό!’’, είπε. Κοίταξε προς την Άλις που τους κοιτούσε αμήχανα, περιμένοντας την σειρά της να συστηθεί ή να την συστήσουν. ‘’Αλλά εξωγήινοι χωρίς αψέντι είναι σαν την αγαπημένη μας Κυρία χωρίς αγγούρι στον κώλο. Άλις έχεις πιεί από το αψέντι μας; Είναι το καλύτερο αψέντι που θα βρεις, αν όχι το μόνο αυθεντικό αψέντι που θα βρεις. Είναι βγαλμένο κατευθείαν από το κελάρι της ιστορίας, από την παροξυσμική έμπνευση στις πινελιές του Πικάσο και την δύναμη που κουνούσε το χέρι του Έρνεστ Φέμινγουει... ‘’ Η Άλις χαμογέλασε. ΢την πραγματικότητα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ αψέντι, ούτε ήξερε ότι υπήρχε αψέντι πέρα από κάποιες ιστορικές αναφορές σε ελαφριές ναρκωτικές ουσίες του παρελθόντος. Έγνεψε καταφατικά και πλησίασε με το χέρι της απλωμένο προς τον Σσέστερ Μπάρναμπι, θεωρώντας το μια καλή ευκαιρία να κάνει την εμφάνισή της. Πριν φτάσει όμως, ο μικρόσωμος παράταιρος άνθρωπος με το τρομακτικό χαμόγελο είχε γυρίσει την πλάτη του, πηγαίνοντας να τους φέρει τρια ποτήρια, τρεις κύβους ζάχαρη και ένα γύαλινο μπουκάλι με ένα πράσινο υγρό.

[196]


Η νύχτα άπλωνε την σκοτεινή της γοητεία πάνω από όλη την πόλη, στο αποκορύφωμά της. ΢την πραγματικότητα, ο ουράνιος θόλος είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα για την αυγή που θα ερχόταν ανυπόμονα να φωτίσει και να αποκαλύψει τα όσα τερτίπια επέτρεψαν οι σκιες της νύχτας, που πάντα άφηνε και κάτι παραπάνω να περάσει απαρατήρητο. Είχε όμως κάτι η συγκεκριμένη νύχτα, κάτι που τα πλάσματά της δεν μπορούσαν ακόμα να προσδιορίσουν, και ας μπορούσαν να διαισθανθούν, μερικά τουλάχιστον από αυτά. Ήταν μια αίσθηση πιο κοσμική, λιγότερο καθημερινή, κάτι φυσικά στο οποίο είχε επιδράσει με τον τρόπο της η περιρέουσα φήμη για τον εξωγήινο, που ύστερα από τα φωτεινά του καμώματα είχε εξαπλωθεί από άκρη σε άκρη της πόλης. Για την ακρίβεια, αν στεκόσουν, για δικούς σου λόγους, λίγο ψηλότερα, και έβλεπες την πόλη με το όνομα Ερθ σε όλη την εξάπλωση, θα μπορούσες να παρατηρήσεις μικρά μικρά φωτάκια να ανοίγουν σχεδόν ταυτόχρονα, στην μέση ακριβώς της νύχτας, όχι όμως από κάποιο σεισμό ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο. Η ίδια αυτή νύχτα επιφύλλασε και άλλες εκπλήξεις όμως, πριν παραχωρήσει την θέση της στην αυγή. Μερικές από αυτές θα ξυπνούσαν ταυτοχρόνως κάθε πιθανό συλλογικό φόβο, κάθε λογική και παράλογη ανυσηχία και αγωνία των ανθρώπων. ΢το κάτω κάτω, και ας μην το ξέρει ακόμα, από την σκοπιά ενός απλού, καθημερινού πολίτη της Έρθ, είχε ήδη ξεκινήσει η αλυσίδα γεγονότων που στο τέλος της, θα οδηγούσε σε ένα προαναγγελθέν και ίσως λίγο τεχνητά καθυστερημένο γεγονός. Σο γεγονός αυτό...ω, ας μην είμαστε πολύ πομπώδεις σε αυτή τη φάση. Άλλωστε μιλάμε για κάτι πολύ απλό. Σόσο απλό, όσο το τέλος του κόσμου. Ή για την ακρίβεια, των ανθρώπων πάνω σε αυτό, αλλά ο ιστορικά συσσωρευμένος ανθρώπινος εγωισμός έχει παράλογα ταυτίσει αυτά τα δυο τέλη, που απέχουν χρονικά, χωρικά και νομηατικά, όσο απέχει ας πούμε ο κουρασμένος πλανήτης μας από το άπειρο ή έστω κάποιον πλανήτη πραγματικών εξωγήινων. Είμαστε στην πόλη Έρθ, το έτος 2147 ή εναλλακτικά 88. Πληθυσμός, 35012562, συν δυο τουλάχιστον αν και ο ένας εφόσον αποδειχτεί εξωγήινος, δεν θα πρέπει να μπει στο μέτρημα.

[197]


PART TWO 04:01

[198]


Θουγιόνη

Σσαντίρι. Δεν μπορούσε να βρει άλλη έκφραση, αν και προσπάθησε αρκετά. Ένα μεγάλο, ακατάσχετο και ακατάταστατο, τσαντίρι. Αυτός ήταν ο πλέον κατάλληλος χαρακτηρισμός για να περιγράψει η Άλις το μυστικό, υπόγειο κέντρο του κινήματος των Παραλόγων. Ένα τσαντίρι. Ίσως είχε να κάνει με τις προσδοκίες της- υπόγεια κρυσφήγετα παράνομης οργάνωσης, από τα οποία μπαίνεις αν πατήσεις το καζανάκι σε φαινομενικά χαλασμένη τουαλέτα σε υπόγεια διάβαση. Η Άλις περίμενε να δει κάποια τεχνολογική εστία παρακολούθησης του κόσμου, μαυροντυμένους υποψιασμένους άντρες να τρέχουν βιαστικοί με ακουστικά στα αυτιά, ραντάρ κάθε είδους να εκπέμπουν βόμβους, γιγαντοθόνες να παρακολουθούν αστυνομικούς, πολιτικά πρόσωπα και ρομπότ περιπολίας. Ίσως ράφια με εξειδικευμένα και επικύνδινα όπλα, ίσως ειδικές στολές για επικύνδινες εξορμήσεις. Αν βέβαια έκρινε από τον Ρίτσαρντ Λίθγκοου, που φαινόταν (ή φερόταν) να είναι σημαντικό μέλος αυτής της ‘οργάνωσης’, θα μπορούσε να περιμένει κάτι σαν αυτό που αντίκριζε. Γιατί σίγουρα είχε και αυτός αυτήν την ζεστή ακαταστασία, αυτή την παράφωνη γραφικότητα που σε ελκύει με τον ίδιο ρυθμό που σε απωθεί οτιδήποτε γραμμικό και υπολογισμένα τακτικό. Η φύση άλλωστε, ποτέ δεν προέβλεψε για τον εαυτό της να είναι γραμμική. Η ακαταστασία είναι σύμφυτη της φύσης, από την αραιή σε ζωή τούνδρα μέχρι την πυκνότητα ενός τροπικού δάσους, όπου η ζωή εκφράζεται με το να πατάει ο ένας το πόδι του άλλου. Για κάθε αναλογία και αρμονία της φύσης υπάρχει αλληλένδετη και αναγκαία συνοδευτική η ατέλεια, η παραφωνία, η μυστική συνταγή της ομορφιάς. Μέσα στην ολική του παραφωνία και το αλλοπρόσαλο της φλυαρίας του ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου ήταν όμορφος, πραγματικά όμορφος, και κατάφερνε να βγάζει κάθε σκέψη της Άλις εκτός θέματος. Μια σειρά από παχιά, χοντροκομμένα νάϋλον που έπεφταν σαν διαχωριστικά, μια σειρά από υφάσματα σε διάφορα χρώματα (κάποια από αυτά ήταν απλώς, σεντόνια) να καλύπτουν τους τοίχους ολόγυρα της μεγάλης αίθουσας, πιθανώς για να κρύβουν τους ραγισμένους και παλαιωμένους τοίχους. Σραπέζια και καρέκλες σε διάφορες θέσεις, γεμάτα κάθε λογής σκουπίδια, αποτσίγαρα και ποτήρια. Κάποιες παράφωνες μοντέρνες

[199]


οθόνες και ένας χώρος, περιτρυγιρισμένος από σχεδόν αδιάφανο νάυλον, που πιθανών λειτουργούσε σαν υπολογιστικό, με διάφορα μηχανήματα. ΢υρταριέρες, αναρίθμητες συρταριέρες παρατεταγμένες σε πλαινούς τοίχους, με μισάνοιχτα ράφια και χαρτιά σκορπισμένα ολόγυρά τους. Κάποια ράντζα με λεπτά στρώματα και αυτοσχέδια κομοδίνα από βιομηχανικά φίλτρα εργοστασίου- για ποιο λόγο κάποιος να μένει και να κοιμάται εδώ; ΋πως θα της έδειχνε μετά ο Ρίτσαρντ, διάφορες λειτουργικές αίθουσες του πρώην σταθμού του μετρό είχαν μετατραπεί σε πιο φινετσάτα δωματιάκα με κρεβάτι και τουαλέτα, ενώ πράγματι υπήρχε ένα κρυμμένο οπλοστάσιο. Μόνο που τα πολεμοεφόδιά του περιορίζονταν σε σπρέι, ειδικές συνθετικές μπογιές και διάφορα εργαλεία που θα ταίριαζαν περισσότερο σε κάποιον υδραυλικό. Ο Ρίτσαρντ και ο Σσέστερ Μπάρναμπι ήταν ωστόσο πολύ περήφανοι για το οπλοστάσιό τους αλλά και συνολικά το χώρο τους. Αυτός έκατσε σε ένα πλατύ μεταλλικό τραπέζι και το χάιδεψε σαν να ήταν κάποιο αντικείμενο αξίας. Η Άλις έκατσε δίπλα του συνεσταλμένα, με το χώρο να της δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας, παρά την γενικευμένη παραφωνία του. Ο περίεργος ανθρωπάκος Σσέστερ Μπάρναμπι επέστρεψε στην παρέα τους με ένα δίσκο με διάφορα σύνεργα τα οποία ακούμπησε μπροστά στον Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Αυτός έπιασε το μπουκάλι με το πράσινο υγρό και το κούνησε παρατηρώντας τους μικρούς κυματισμούς. ‘’Πόσα χρόνια; Δυο χρόνια; Δυο ολόκληρα χρόνια’’, μουρμούρισε. ‘’Και τρεις μήνες’’, συμπλήρωσε ο Σσέστερ και έκατσε απέναντί τους. ΋ταν δεν χαμογελούσε το στόμα του ήταν περιέργως μικρό. Μοίρασε τα ποτήρια και μαζί τους τρια κουταλάκια με τρύπες και τρεις κύβους ζάχαρη. Ο Ρίτσαρντ άνοιξε το μπουκάλι και με ευλάβεια έβαλε σε όλα, παρά την αρχική χειρονομία της Άλις ότι θα προτιμούσε να μην πιεί. ‘’Δεν θέλεις; Είσαι με τα καλά σου;Ξέρεις τι είναι αυτό;’’, της φώναξε. Η Άλις έγνεψε καταφατικά, αλλά ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε πάρει ξανά το ύφος που ξεκινούσε συνήθως κάποια φλυαρία. ‘’Αυτό, αγαπητή μου μύωπα μουσικέ, αυτό είναι το απόσταγμα του Αψίνθιου της Αρτεμισίας. Η Άρτεμις ήταν πέρα από θεά του κυνηγιού, μια αλήθεια, πολύ μοιραία γυναίκα αλλά σίγουρα κάπως σπαστικιά να την έχεις γκόμενα. Φα! Για αυτό λοιπόν έδωσε το όνομά της σε αυτό το πικρό φυτό, το οποίο χρησιμοποιούσαν για εντομοαπωθητικό και χρησιμοποιούσαν την πικράδα του ως μεταφορική προβολή της

[200]


αμαρτίας. Αλλά από την άλλη, όσο και αν άργησαν, βρήκαν το θεϊκό ζουμί του, βρήκαν το υγρό από τον κορυφαίο οργασμό της θεάς, αυτό το αιθέριο, μα την αλήθεια έλαιο, το αψίνθι. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να γίνει η πράσινη ζαχαρένια πόρτα που οδηγούσε στην έκσταση, την φαντασία, την δημιουργία, την απόλυτη νοητική εγρήγορση! Εβδομήντα, τουλάχιστον, τις εκατό αλκοόλ και ένας μύθος γύρω από την επήρρειά του...Για την ακρίβεια, δεν έχει σημασία η επήρρειά του, στα αλήθεια. Σου αποδώσανε φόνους, παραισθήσεις, βιασμούς, λαγνεία, αμαρτία, του αποδώσανε έργα τέχνης από ένα ανώτερο επίπεδο νόησης και αισθητικής, το δέσανε σφιχτά με την σκοτεινή μας πλευρά- αυτή που μπορεί να παράξει αριστουργήματα αλλά και να φέρει στην επιφάνεια την πιο ποταπή μας φύση. Αλλά μήπως η πιο ποταπή μας φύση δεν είναι αυτή που γεννά τα αριστουργήματα της ούτως ή άλλως ποταπής μας ύπαρξης; Ψ, να μια ενδιαφέρουσα συζήτηση Σσέστερ, αμφιβάλλω αν ακόμα κάνετε τέτοιες συζητήσεις... Σι λέγαμε όμως αγαπητή μου; Α, ναι. Σου χρεώσανε λοιπόν τόσα πολλά, αλλά εγώ, με την μόνη αξιόπιστη μέθοδο που δέχομαι, αυτήν δηλαδή της συστηματικής δοκιμής, έχω να σου δηλώσω ότι τα περισσότερα είναι μπούρδες- αυτό που μπορώ να σου βεβαιώσω όμως, όπως και παλιοί βοήμιοι καλλιτέχνες και αυτοκτονικοί ζωγράφοι όπως ο Βαν Γκοκ, είναι ότι το αψέντι σου ανοίγει το κεφάλι διάπλατα, και μπορείς εύκολα να βάλεις αλλά και να βγάλεις ότι λαχταράει η καρδιά σου. Για αυτό πιες αγαπητή μου, πιες- στην χειρότερη περίπτωση να νιώσεις μια ζαλάδα, στην καλύτερη περίπτωση να απολαύσεις την μάχη του αψινθιού με όλα αυτά τα κατασταλτικά λιπάσματα που θα έχουν ποτίσει το κεφάλι σου, προσπαθώντας να κρατήσουν τις ρίζες του μυαλού σου από το να βλαστήσουν και να αναπτυχθούν. Πιες, να πιούμε στην υγεία αυτού του παράλογου μάταιου κόσμου, στην επιστροφή μου σε αυτό το λατρεμένο υπόγειο αλλά και στην υγεία αυτού του ζαρωμένου ανθρωπάκου απέναντί μας, του Σσέστερ Μπάρναμπι!’’ Έβρεξε την ζάχαρη στο κουταλάκι του μέχρι που διαλύθηκε τελείως στο πρασινωπό υγρό και σήκωσε το ποτήρι του. Ο Σσέστερ πρώτος και με μια καθυστέρηση η Άλις έκαναν το ίδιο, και τα ποτήρια τους χτύπησαν απαλά. Η Άλις τράβηξε μια πρώτη, διστακτική γουλιά. Ήταν πικρό, παρά την ζάχαρη, και καυτερό στον ουρανίσκο. Ο Ρίτσαρντ με την πρώτη γουλιά είχε αδειάσει σχεδόν το μισό ποτήρι. Ο Σσέστερ ήταν πιο συγκρατημένος, περίπου όσο αυτή.

[201]


‘’Για πες λοιπόν, Άλις’’, της είπε τελικά ενώ ο Ρίτσαρντ ξανακοίταζε το ταβάνι και τα πέριξ του χώρου σαν να βρίσκεται σε μουσείο. ‘’Σι γυρεύεις εσύ με έναν μισότρελλο φαφλατά σαν τον Λίθγκοου;’’ Η σωστή απάντηση θα ήταν κάτι του στυλ ‘δεν έχω ιδέα’, ή κάτι του τύπου ‘αν αυτός είναι μισότρελλος, εγώ είμαι ολότελα τρελλή’. Δεν είχαν περάσει παρά δευτερόλεπτα από την γουλιά της, και ένιωθε ήδη το αίμα της να ζεσταίνεται και να ζεσταίνει μαζί τα μάγουλά της στο πέρασμά του. Σο λευκό δέρμα στα μάγουλα της Άλις δεν κοκκίνιζε- αντίθετα, έπαιρνε μια ροζ απόχρωση, σαν παιδική τσιχλόφουσκα. ‘’Χάχνουμε μια φίλη μου..’’, είπε ντροπαλά. Ο Ρίτσαρντ έγνεψε καταφατικά. ‘’Μμμμ...φυσικά, η Ντάιαμοντ!΄’, είπε κοιτώντας προς τον Σσέστερ. ‘’Αγαπημένε μου γεροξεκούτη, σαφώς χρειαζόμαστε την βοήθειά σου. ΢τείλε λυτούς και δεμένους σε όλη την πόλη! Πες τους ότι απόψε έχουμε μια ειδική αποστολή! Πρέπει οπωσδήποτε να εντοπίσουμε μια αξιαγάπητη κυρία που ακούσει στο όνομα Ντάιαμοντ. Δεν χρειαζόμαστε φωτογραφία και λοιπά στοιχεία- μόλις δείτε ένα αποπροσανατολισμένο κορίτσι με ένα φουντωτό, σγουρό κοκοφοίνικα στο κεφάλι του, πάει να πει ότι την βρήκατε. Παρακαλώ να της φερθείτε με ευγένεια. Είναι ευαίσθητη από το σκαλπ και κάτω.’’ Ο Σσέστερ ήπιε άλλη μια γουλιά, ενώ φαινόταν ότι δεν πολυκαταλαβαίνει. ‘’΢ου είπα ότι είναι όλοι στον εξωγήινο απόψε...’’, του είπε. ΢αν απάντηση ο Ρίτσαρντ χτύπησε το ποτήρι του με δύναμη στο τραπέζι, που τώρα ήταν άδειο. Η Άλις ήπιε άλλη μια γουλιά από το δικό της. Η ζεστασιά της άρεσε. ‘’Μα τι είναι αυτός ο εξωγήινος που μου λες συνέχεια Σσέστερ; Αποτρελαθήκαμε και εμείς και κυνηγάμε εξωγήινους; Αυτά είναι τα παράλογα που κυνηγάμε, δεν κυνηγάμε τα παράλογα που....’’ Κόμπιασε λίγο, παρατηρώντας την αδυναμία τους να παρακολουθήσουν το συλλογισμό του. ‘’Καλά χέστο. Σι είναι αυτός ο εξωγήινος που μου λες συνέχεια, Σσέστερ;’’ Ο άντρας με το πλατύ χαμόγελο και το μεγάλο κεφάλι πάτησε ένα τηλεκοντρόλ και έδειξε προς μια οθόνη πίσω τους. Ενώ όμως περίμενε και ο ίδιος να δει ακόμα ένα πλάνο από αυτά που έβλεπε τόση ώρα, δηλαδή την αποθήκη, τον κόσμο, την αστυνομία, τις δηλώσεις έξαλλων μαρτύρων, αυτό που εμφανίστηκε μπροστά τους ξάφνιασε ακόμα και τον ίδιο, που σηκώθηκε από την καρέκλα του για να δει καλύτερα. ‘’΋ου’’, έκανε ο Ρίτσαρντ. Η Άλις ήπιε ακόμα μια γουλιά. Ένιωθε τα αυτιά της ζεστά σαν τηγανίτες.

[202]


Η οθόνη έδειχνε μια εικόνα χάους. Ένας πυκνός λευκός καπνός σκέπαζε σχεδόν όλο το δρόμο μπροστά στον περιμετρικό φράχτη, και από μέσα του έβγαινε –ή έμπαινε- κόσμος με το χέρι στο στόμα, βήχοντας και έχοντας τα μάτια του κλειστά. ΢ε ένα σημείο της εικόνας, δυο νεαροί σπρώχνανε έναν εξαγριωμένο αστυνομικό, που ετοιμαζόταν να τους ρίξει με το ηλεκτροφόρο του γκλομπ. Όστερα, το πλάνο έγινε πανοραμικό, ένα μικρό παραθυράκι με έναν παρουσιαστή εμφανίστηκε στο κάτω μέρος, και μπόρεσαν να δουν τον αέρα να έχει γεμίσει με διάφορα χόβερ, δημοσιογραφικά και αστυνομικά μαζί. ‘’Βάλε ήχο!’’, πρόσταξε συνεπαρμένος ο Λίθγκοου, που μπορεί να μην είχε καταλάβει τι και γιατί γινόταν, αλλά η εικόνα μιας σύγκρουσης πολιτών με την αστυνομία ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Ο Σσέστερ έψαξε να βρει το κατάλληλο κουμπί, και ακούστηκε αμέσως η φωνή του παρουσιαστή. <<..ότι δεν ήταν επανδρωμένο. Από το αρχηγείο κάνουν λόγω για διακοπή της τηλετροφοδότησης σε ηλεκτρκή ενέργεια, κάτι που θα μπορούσε να οφείλεται και σε βλάβη. Προς το παρόν, δεν έχουμε την παραμικρή πληροφορία για την πηγή του φωτός, ενώ πολλοί κάνουν λόγο ότι προερχόταν από κάποια σιλουέτα, ‘που έμοιαζε με άνθρωπο αλλά δεν ήταν’. Αυτή τη στιγμή, επικρατεί χάος στο..>> Ο Σσέστερ γύρισε προς τον Ρίτσαρντ. Αυτός ήταν αγχωμένος, ο Ρίτσαρντ για κάποιο δικό του λόγο, έκπληκτος και ενθουσιασμένος. ‘’Πρέπει να φύγω’’, του είπε κοφτά. ‘’Που; Εκεί;’’, ρώτησε αυτός δείχνοντας προς την οθόνη. ‘’Είναι όλοι εκεί Λίθγκοου. ΋λοι όσοι είχαμε μαζευτεί απόψε εδώ. Είκοσι περίπου’’. Περπάτησε γρήγορα προς ένα πάγκο που είχε πάνω μια σακούλα, την οποία επιθεώρησε βγάζοντας κάτι που έμοιαζε με χειρουργική μάσκα. Η Άλις ήπιε ακόμα μια γουλιά και τώρα το ποτήρι της είχε αδειάσει. ‘’Άκου. Μείνε εδώ, ξεκουράσου, απόλαυσε το ποτό σου...Πάω να δω τι γίνεται και να δω αν χρειάζονται βοήθεια. Θα είμαι πίσω σε πολύ λίγο.’’ Κοίταξε προς την Άλις. ‘’Περιμέντε εδώ. Θα είστε ασφαλής από τα λαγωνικά του ΢άικεντ, κανείς δεν ξέρει αυτό το μέρος. Έχετε να μου πείτε και πως ακριβώς το σκάσατε! Θα γυρίσουμε λοιπόν και θα τα συζητήσουμε όλα, μαζί και για την φίλη σας την Ντάιαμοντ!’’

[203]


Ο Ρίτσαρντ είχε κολλημένο το βλέμμα του στην οθόνη, πλησιάζοντάς την αργά. Σώρα είχε μια βιντεο-επικοινωνία με έναν Κάιλ Κρέιμερ, που διαβεβαίωνε ότι οι Προστάτες βρισκόντουσαν στο σημείο για τον εντοπισμό ενός αγνώστου που φαίνεται να είναι υπεύθυνος για το χάος που επικρατούσε. Η λέξη Προστάτες του προκάλεσε μια δυσφορία που ανέβηκε από τα σωθικά του και παραλίγο να καταλήξει σε μια φτυσιά. Άκουσε και από την τηλεόραση την λέξη εξωγήινος δυο φορές, κάτι που προκάλεσε και τις δυο μια κάπως επιθετική αντίδραση από τον Κάιλ Κρέιμερ, που δήλωνε ότι ‘’δεν υπάρχει λόγος να λέγεται κάτι τέτοιο’΄. ‘’Περίμενε..’’, είπε στον Σσέστερ, που είχε ήδη πάρει την σακούλα και έψαχνε κάποια κλειδιά σε ένα καλάθι που είχε ένα σωρό από τέτοια. ‘’Σι σκατά συμβαίνει;’’ Ο Σσέστερ σήκωσε τους κυρτούς του ώμους. ‘’Μη φανταστείς ότι έχω καταλάβει. Λένε ότι έπεσε ένα ούφο στις αποθήκες στην περιοχή Μπλιτζ. Λένε ότι είναι εξωγήινος. Μέχρι πριν έρθεις, ήταν η κλασσική εικόνακόσμος να θέλει να δει τον εξωγήινο, αστυνομία να λέει ότι δεν θα δει κανένας τον εξωγήινο γιατί δεν υπάρχουν εξωγήινοι. Και τώρα ...αυτό.’’ Ο Ρίσαρντ συνέχισε να κοιτά σαν μαγεμένος τις εικόνες. Ένα μαγνητοσκοπημένο πλάνο έδειξε μια σκηνή που τον έκανε να πισοπατήσει ελαφρώς από την έκπληξη, και να γυρίσει μετά να ξαναγεμίσει το ποτήρι του, κάνοντας το ίδιο για το ποτήρι της Άλις. Ήταν ένα πανοραμικό πλάνο, που έδειχνε ένα συγκεντρωμένο πλήθος έξω από την ίδια αποθήκη, όταν ξαφνικά σε ένα γειτονικό κτίριο μια κηλίδα ζωηρού φωτός έσκισε την νύχτα. Η φωτεινή εστία ήταν παλλόμενη και φαινομενικά ανεξήγητη- το φως έμοιαζε να εκπέμπεται από κάποια σημειακή πηγή, ενώ δεν διαχεόταν ευθύγραμμα, όπως θα έκανε από ένα προβολέα. Αντίθετα, σχημάτιζε ένα ωοειδές σχήμα που ακτινβολούσε με χάρη. Όστερα, είδε το αστυνομικό χόβερ να πλησιάζει και να πέφτει απότομα, σαν κάποιος να του έκοψε το αόρατο νήμα που το κρατούσε ψηλά από το έδαφος. Γύρισε προς την Άλις που ήπιε μια γουλιά από το ανανεωμένο της ποτήρι. ‘’Σι νύχτα και αυτή, ε;’’, της είπε και έκατσε ξανά δίπλα της. Η Άλις ήδη έβλεπε τον κόσμο αρκετά πιο όμορφο και ζεστό από πριν. Οι εικόνες στις ειδήσεις της είχαν προκαλέσει ένα άγχος, και για αυτό είχε σταματήσει να τις κοιτάει, εστιάζοντας σε ένα τοίχο γεμάτο σεντόνια και υφάσματα με διάφορα σχήματα και μοτίβα. ‘’Θα μας τα πουν όμως αργότερα’’, πρόσθεσε και ξαναέβαλε την τηλεόραση στο αθόρυβο. Ο Σσέστερ είχε ήδη εξαφανιστεί, σαν να γινόταν αόρατος κατά βούληση.

[204]


υ‘’Πως νιώθεις εσύ;’’, την ρώτησε ξανά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στον ώμο της. Σο άγγιγμά του την ξάφνιασε προς την στιγμή και γύρισε να τον κοιτάξε σαν να την είχαν ξυπνήσει. ‘’Εε...ωραία, υποθέτω’’, απάντησε. ‘’Ψραίο αυτό το..αψέντι.’’ Ο Ρίτσαρντ χαμογέλασε και την χάιδεψε στον ώμο με ένα φαινομενικά φιλικό τρόπο, που όμως προκαλούσε περίεργη αναταραχή στην Άλις. Ήταν πράγματι ωραίο το ποτό που έπινε, όχι τόσο στη γεύση, όσο στην επίδρασή του. Ίσως να έφταιγε και ο καπνός που είχε εισπνεύσει λίγο νωρίτερα, ίσως να έφταιγε και η αδρεναλίνη που έρεε στο αίμα της από το ασταμάτητο τρέξιμο εκείνης της νύχτας. Ή ίσως όλα αυτά μαζί να είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. ΋τι και αν ήταν, η επίδρασή του είχε φέρει όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση. Μπορούσε να δει καλύτερα, να ακούσει καλύτερα, να αισθανθεί το παραμικρό σε μεγάλη ένταση, ενώ και το μυαλό τις έφερνε γρήγορες στροφές, πηδώντας ακατάληπτα από το ΢άικεντ, στον εξωγήινο και από εκεί στον Ρίτσαρντ, και από εκεί στα σεντόνια του αρχηγείου των Παραλόγων. ΋λα αυτά μαζί και με μια περίεργη αίσθηση χαμηλά στην κοιλιά της, και με ροζ αιματώσεις στα μάγουλά της. Σα άκρα της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν χωρίς να το καταλάβει, αλλά με ένα ωραίο, ευπρόσδεκτο μούδιασμα. Σο κεφάλι της φαινόταν πιο ελαφρύ από όσο το είχε συνηθίσει. ‘’Σι ακριβώς είστε εσείς εδώ;’’, τον ρώτησε γυρίζοντας το κεφάλι της. Η φωνή της πρόδιδε μια ελαφριά μέθη, την οποία ο Ρίτσαρντ κατάλαβε αμέσως. ‘’Οι παράλογοι’’, της είπε, κάνοντας μια κίνηση να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους, την οποία η Άλις δεν είδε. ‘’Είμαστε αυτοί που καταλαβαίνουν το παράλογο του κόσμου, και προσπαθούν να το δείξουν και στους υπόλοιπους’’. Κατέβασε το υπερυψωμένο ποτήρι κάπως αμήχανα και είπε μια γουλιά. ‘’Και με τι στόχο;’’, τον ρώτησε, γυρίζοντας ολόκληρη προς το μέρος του. ‘’Σι εννοείς με τι στόχο; Με στόχο να αποκαλύψουμε το ψέμμα σε όσους το έχουν πιστέψει!’’ ‘’Και τι θα κάνουμε μετά δηλαδή;’’ Ο Ρίτσαρντ γέλασε δυνατά. ‘’Γλυκιά μου, βλέπω ότι το αψέντι σου έλυσε την γλώσσα! Πολύ ωραία λοιπόν. Μετά, θα ρίξουμε κάτω όσους μας λένε ψέμματα, και θα τους κλωτσάμε στον πισινό!’’ Η Άλις συγκράτησε ένα γέλιο, βάζοντας το χέρι της μπροστά στο στόμα της. ‘’Εσύ είσαι δηλαδή....ένας τρομοκράτης;’’, ρώτησε με ένα ενθουσιασμό.

[205]


‘’Α, για αυτούς είμαι σίγουρα τρομοκράτης! Και μάλιστα αρκετά επικίνδυνος, για να με κλείσουν στο ΢άικεντ και να προσπαθήσουν να πολτοποιήσουν την γκρίζα ύλη του εγκεφάλου μου, που την αγαπάω πάρα πολύ. Αν με ρωτάς όμως, όχι ότι φημίζομαι για κάποια μετριοπάθεια, δεν έχω μπόλικη από αυτή, δεν θα θεωρούσα τον εαυτό μου τρομοκράτη. Ο τρομοκράτης, όπως λέει η λέξη, αυτή η παλιά και χυδαία λέξη που όρισε την ιστορία μας αρκετά χρόνια πριν φτάσουμε εδώ, βασίζεται στον φόβο. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να τρομάξω κάποιον, ίσως μόνο κάποιο παιδί. Ούτε θα ήθελα να τρομάξω κάποιον. Εγώ θα ήθελα το ακριβώς ανάποδο- κανένας άνθρωπος να μην φοβάται. Να απαλλαγούμε από αυτό το φτηνό συναίσθημα του φόβου...Γιατί φοβόμαστε, αγαπητή μου Άλις; Σι είναι αυτό που μας φοβίζει;’’ Η Άλις ήταν λίγο αφηρημένη κοιτάζοντας το στόμα και τα χείλη του, αλλά έπιασε την τελευταία ερώτηση και η απάντηση της ήρθε πηγαία. ‘’Σο θάνατο;’’ ‘’Αχα! Σο θάνατο. Μα βέβαια, ένας από τους πιο παλιούς φόβους, ίσως πιο παλιός από το φόβο. Είναι βέβαιο, ο θάνατος υπήρχε πριν αρχίσουμε να τον φοβόμαστε. Κυρίως τον φοβόμαστε επειδή δεν τον γνωρίζουμε. Κανείς άλλωστε δεν έχει εμπειρία θανάτου- να μην ακούσω τις μπούρδες για τα τούνελ και το λευκό φως και το μακρύ χέρι που έρχεται να σε σηκώσει. Υαντάζεσαι ένα κόσμο ψυχών και μεταθανάτιου απείρου να αποτελείται από.....βοηθητικά χέρια και τούνελ; Αστείο. Βαρετό. Αλλά να μην χάνω το θέμα. Έλεγα ότι κανείς δεν έχει εμπειρία θανάτου. Σην έχει δηλαδή, αλλά κρατάει για μια στιγμή. Και όλοι οι υπόλοιποι που περιμένουμε με αγωνία να μάθουμε, με τα μικρόφωνα παρατεταγμένα, δεν μαθαίνουμε ποτέ και περιμένουμε την σειρά μας. Επιπλέον, απ’ότι φαίνεται είναι δομικά αδύνατον να χωρέσει η στρογγυλή κεφάλα μας ότι ο θάνατος είναι τόσο φυσιολογικός όσο είναι και η ζωή. Δεν θα υπήρχε αυτή αν δεν υπήρχε το αντίθετό της. Δεν περνάμε από την ζωή και το θάνατο, αυτά τα δυο συνυπάρχουν σε αρμονία, δεν βρίσκονται σε διαδοχή. Αλλά ενώ η ζωή για τους περισσότερους είναι μια αδιάφορη συναισθηματικά κατάσταση, ο θάνατος έχει δυσανάλογο συναισθηματικό φορτίο. Είναι μια διπλή μας, μάταιη αδυναμία: Η αδυναμία να μας να πάψουμε να θέλουμε να καταλάβουμε ένα κόσμο που δεν εξηγείται, και η φριχτή αδυναμία μας να πεθάνουμε. Θα περίμενε κανείς ότι ο θάνατος του θεού θα μας βοηθούσε λίγο, αλλά αντίθετα μεγένθυνε το φόβο σε εκατό διαφορετικές μορφές- ξεπεράσαμε, αγαπητή μου Άλις, μια εποχή που πιστεύαμε σε ένα μονό, ή τριπλό ή εξαπλό κοσμικό υπέρτατο όν που είτε παίζει ζάρια είτε κρατάει

[206]


νήματα και προδιαγράφει την μοίρα μας, και περάσαμε σε μια εποχή που πιστεύουμε σε εξωηγήινους, καλή ώρα, σε μετεωρίτες που έρχονται, σε ρομπότ που λειτουργούν αυτόνομα, σε ιούς εξολοθρευτές έξω από την Νεκρή Ζώνη και το Σείχος και σε ανθρωπόμορφα ζόμπι από μεταλλάξεις ραδιενέργειας. Η απελευθέρωσή μας από το ψέμμα ενός χεριού που θα μας οδηγήσει στη μεταθανάτια μη πεπερασμένη ζωή, μας οδήγησε σχεδόν ταυτόχρνα στην υποδούλωση κάθε άλλης φοβίας για την μαζική μας εξολόθρευση. Περιμένουμε μια αποκάλυψη, Άλις, την περιμένουμε τόσο καιρό και με τόσους πιθανούς τρόπους, που πραγματικά έχω αρχίσει να πιστεύω μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά αντανάκλαση μιας συλλογικής ενοχής. Η ενοχή του εξολοθρευτή μπροστά στο νεκρό πεδίο του περάσματός του. Είμαστε ο μετεωρίτης, είμαστε τα ρομπότ, είμαστε ο ιός, είμαστε ο θεός, είμαστε η μπουλντόζα που γκρέμισε τον παράδεισο και τύλιξε την γούβα με πορτοκαλί κορδέλα που γράφει ‘γίνονται έργα’. Και δεν φοβόμαστε παρά αντανακλάσεις του εαυτού μας, γιατί εμείς είμαστε ο θάνατος.’’ Ο Ρίτσαρντ ήπιε μια γερή γουλιά και άδειασε το ποτήρι του. Η Άλις έκλεισε το στόμα της στην παύση του, και τον συνόδευσε στην γουλιά, προσπαθώντας να πιεί μια μεγαλύτερη, αλλά καταλήγοντας σε βήχα. Είχε αρχίσει να μην ελέγχει καλά τα άκρα της, αλλά και να μην ελέγχει καθόλου καλά την ανάδυση διαφόρων αναπάντεχων παρορμήσεων. Μια εκ των οποίων ήταν να αφήσει τα χείλη της πάνω σε αυτά του Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Κούνησε το κεφάλι της κάπως νευρικά, σαν να ήθελε να διώξει την σκέψη, αλλά αυτή παρέμεινε εκεί, επίμονη. Σο χέρι του ξαναήρθε στον ώμο της, επιταχύνοντας τους παλμούς της. ‘’΢ε κούρασα όμως, σαφώς. Πως είσαι αγαπητό μου κορίτσι; Πολλές συγκινήσεις μαζεμένες σε πολύ λίγες ώρες. Η καθημερινότητά μας στο παλιό μας σπίτι περιλάμβανε μια συγκίνηση το μήνα αν δεν κάνω λάθος, και αυτή με ραντεβού και συνταγή γιατρού. Είναι κάποια αλλαγή αυτή. Έχει γίνει τίποτα με την μνήμη σου; Ίσως το μαγικό αυτό πράσινο απόσταγμα να ξεκλείδωσε τίποτα αμπάρια που κλείδωσαν τα φάρμακα του ΢άικεντ; Ελπίζω τα ψάρια που μάζευες για χρόνια να μην έχουν σαπίσει ολότελα’’ Η Άλις έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Πράγματι, στο κεφάλι της συνέβαιναν διάφορα γεγονότα, αρκετά γειτονικά διαμερίσματα κάνανε δυνατά πάρτυ, αλλά από την αρχική ομίχλη τώρα είχε απλά ένα ταχύρυθμο κολλάζ από αφηρημένες εικόνες, σκέψεις, χρώματα και ήχους.

[207]


‘’Δεν είμαι σίγουρη..’’, είπε δειλά. ‘’Θέλω να βρω, αλλά δεν βρίσκω ακόμα κάτι...δεν ξέρω αν μπορώ να στο περιγράψω..είναι σαν..εκρήξεις φωτός, ένταση, δεν ξέρω..’’ ‘’Δεν πειράζει’’, απάντησε και έφερε το χέρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, χαιδεύοντάς την. Η Άλις γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω καλοσωρίζοντας την επαφή και ενώ προσπάθησε αρκετά, δεν συγκράτησε έναν αναστεναγμό. ‘’Νιώθω περίεργα’’, του είπε. ‘’Λογικό είναι’’ ‘’Ψραία περίεργα’’ Όστερα, σήκωσε και αυτή το χέρι της και έπιασε το δικό του, σφίγγοντάς το. Ένα απαλό χαμόγελο. Μια ανταπόδοση. Μια μικρή σιωπή, γεμάτη πηχτή αμηχανία και εκκολαπτόμενη επιθυμία. Η Άλις, χωρίς να είναι σίγουρη σε ποια παρόρμηση υπακούει, ανασηκώθηκε και πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του. Έκλεισε τα μάτια της με το στόμα ελαφρώς ανοιχτό. Όστερα ένιωσε το χέρι του να την ακουμπάει στο μάγουλο, ύστερα κοντά στο αυτί –αυτό ήταν σε θέση να την εκτοξεύσει- και ύστερα να της αφαιρεί αργά και προσεχτικά τα γυαλιά. Νιώθωντας κάπως αγχωμένη, άνοιξε τα μάτια της, και τώρα η θολούρα στο κεφάλι της ήταν ο κόσμος ολόκληρος. Ακόμα και ο Ρίτσαρντ μπροστά της ήταν μια θολή εικόνα με φευγαλέες λεπτομέρειες. ‘’Δεν...δεν βλέπω καλά έτσι’’, του είπε με συστολή. Αυτός ίσως να χαμογέλασε. ‘’Δεν χρειάζεται. Βλέπω εγώ αυτά τα υπέροχα μάτια σου’’, ψιθύρισε. Όστερα έσκυψε και έβαλε την γλώσσα και τα χείλη του στο λαιμό της. Ζεστό αίμα απλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα σε όλο της το σώμα με μικρές συνεχείς στάσεις στα ακροδάχτυλα και σποραδικές γαργαλιστικές αισθήσεις σε διάφορα σημεία ξεχασμένων και για πολύ καιρό αδρανών περιοχών. ΢ηκώθηκαν αγκαλιασμένοι, παραδομένοι και οι δυο- αυτός στον μαλακό λαιμό της, αυτή στην αίσθηση του παθιασμένου φιλιού του. Άγαρμπες χορευτικές φιγούρες τους συνόδευσαν μέχρι που προσγειώθηκαν σε ένα από τα γειτονικά ράτζα, η Άλις πλέον μπορούσε να ακούσει τους αναστεναγμούς της σαν να βρισκόταν πάνω από το σώμα της και νιώσει τα χέρια του να ξεκουμπώνουν το μπλου τζιν. Μπορεί η μνήμη της να κοιμόταν, αλλά κάτι επίσης λησμονημένο είχε σίγουρα ξυπνήσει για τα καλά, μέσα από το συνδυασμό ανδρεναλίνης, απόδρασης και αψεντιού. Ένιωσε τον εαυτό της να αγριεύει, να ποθεί, να επιθυμεί. Σον κράτησε δυνατά από τους ώμους και τον έσπρωξε προς τα πίσω, γυρίζοντας τον ανάσκελα.

[208]


Άνοιξε τα μάτια της. Ο κόσμος ήταν όσο θολός και αφηρημένος τον ήθελε η επιθυμία της. Προσπάθησε να βρει το κουμπί για το παντελόνι του. ‘’Γλυκιά μου’’, είπε αυτός με ένα τόνο που παρέμενε αισθησιακός και ας έπνιγε φανερά ένα γέλιο. ‘’Γλυκιά μου εκεί είναι το γόνατό μου’’, προσέθεσε, και ύστερα έπιασε το χέρι της και το οδήγησε στο σωστό σημείο. Η Άλις δεν πρόλαβε να γελάσει αμήχανα, νιώθωντας την εφάμιλλη με την δική της ένταση του Ρίτσαρντ Λίθγκοου και το βογγητό που έφερε το άγγιγμά της. Καθώς κατέβαζε με συγκρατημένη βία το παντελόνι του, η Άλις αναρωτήθηκε αν αυτό το αγριεμένο πλάσμα του ενστίκτου ήταν πράγματι ο εαυτός της. Αυτός από την άλλη πλευρά, αποδεχόταν την επιθετικότητά της και την ακουμπούσε με πάθος αλλά ταυτόχρονα τρυφερότητα και αυτοσυγκράτηση. Δεν τον έβλεπε, αλλά θα ορκιζόταν ότι όλο το διάστημα αυτό της χαμογελούσε. Σην βοήθησε να γδυθεί αφαιρώντας το άβολο μπλου τζιν. ΋σο φλύαρος ήταν ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου όταν μιλούσε, άλλο τόσο απέρριτος ήταν στις κινήσεις και τα βέλη της ερωτικής του φαρέτρας. Παρά την δική της, σε σημεία άγαρμπη, επιθετικότητα, την έφερε με σίγουρες και σταθερές κινήσεις ανάσκελα στο μαλακό στρώμα. Η Άλις έκλεισε τα μάτια της, ανταλάσσοντας την θολούρα του πάθους της με το σκοτάδι των αφηρημένων φαντασιώσεών της. Ο Ρίτσαρντ ήταν ένας άνθρωπος που φαινόταν να κατέχει πλήθος απαντήσεων για πάρα πολλά θέματα- ένα από αυτά ήταν σίγουρα και η σαρκική επιθυμία. Η επαφή τους, απότοκο μιας περιπετειώδους αφύπνισης από ένα παρατεταμένο λήθαργο του μυαλού, κράτησε όσο χρειαζόταν η κοιμισμένη τους για πολύ καιρό επιθυμία. Πρώτη ήταν η Άλις, αδύναμη να συγκρατήσει τους σπασμούς της και την κοφτή της αναπνοή, ανήμπορη να ελέγξει την δύναμη που έσφιξε τους ώμους του φιλόσοφου. Ο δικός του παροξυσμός αντήχησε σαν δυνατό γέλιο, σαν να χλεύαζε κάποιος τον κόσμο ολόκληρο, στεκόμενος στην κορυφή του και κραδαίνοντας τα γεννητικά του όργανα. Μετά, απαγκιστρώθηκαν αργά ο ένας από τον άλλο, και ξαπλώσανε ανάσκελα γυμνοί, αναπνέοντας βαριά και απολαμβάνοντας την υγρασία του ιδρώτα πάνω στα σώματά τους. Δεν αλλάξανε κουβέντα για αρκετή ώρα, μέχρι που η Άλις συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμηθεί εκεί ακριβώς, αλλά ενθυμούμενη το χώρο και κυρίως το λόγο που βρισκόταν εκεί, σηκώθηκε απότομα αναζητώντας τα ρούχα της. Ση συνόδευσε ένα γέλιο του Ρίτσαρντ καθώς έμεινε μετέωρη, μέσα στο πυκνό τίποτα της μυωπίας της.

[209]


‘’Εδώ γλυκιά μου’’, της είπε, και η Άλις χρησιμοποίησε τον ήχο της φωνής του σαν φάρο. Χαχουλεύοντας έπιασε τα γυαλιά της και αποκατέστησε το χώρο γύρω της. Μαζί και το ιδρωμένο σώμα του Ρίτσαρντ Λίθγκοου, που κάπνιζε ήδη από την ηλεκτρονική του πίπα. Σον κοίταξε λίγο, και ύστερα περιμάζεψε τα ρούχα της, προσπαθώντας να ντυθεί βιαστικά. Με τα γυαλιά της, το φως του χώρου ήταν τώρα επικριτικό και προκαλούσε ντροπή στην γύμνια της. Ο φιλόσοφος δεν φαινόταν να βιάζεται να ντυθεί. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες και την κοίταξε καθώς ντυνόταν βιαστικά. ‘’Σο σεξ δεν λέει ποτέ ψέμματα για τους ανθρώπους’’, είπε βραχνά μέσα από ένα σύννεφο καπνού. ‘’Δεν ξέρεις ακόμα ποια είσαι, αλλά εγώ μπορώ να σου δώσω μερικές ενδείξεις....Πρώτον, είσαι πολύ ευλίγιστη και....χμ...ανέλπιστα δυνατή, γλυκιά μου. Ίσως ήσουν αθλήτρια; Μα ναι, μπορώ να διακρίνω τις γραμμές από προπονημένους μυώνες.’’ Η Άλις που φορούσε τώρα μόνο το κίτρινο μπλουζάκι της και ετοιμαζόταν να χωθεί στο μπλουτζιν της, έχοντας πάψει να ψάχνει για το εσώρουχό της, ακούμπησε κολακευμένη αλλά και με περιέργεια την κοιλιά της, προσπαθώντας να ψηλαφήσει τις γραμμές που της έλεγε. Αυτός γέλασε. ‘’Επίσης, αγαπητή μου, ενώ είσαι φανερά ξανθιά, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτό, έχω να σου πω ότι μπορεί και να...ήσουν κοκκινομάλα! Ή κάτι στο πιο καστανοκόκκινο’’ Η Άλις κοίταξε δειλά προς το εφηβαίο της. Ήξερε τι εννοούσε, το είχε δει άλλωστε και αυτή στο παρελθόν. Βιαστικά, έκρυψε το σώμα της μέσα στο μπλουτζιν, υπό την συνοδεία του βλέμματός του που πιέζε τα ρούχα της στο να παραμείνουν μακριά. Όστερα αυτός ξαναξάπλωσε και αφοσιώθηκε στο κάπνισμά του, με τα πόδια ανοιχτά και την πρώην του ένταση σε ανασυγκρότηση δυνάμεων. Σην ηρεμία του διέκοψε η Άλις, που στάθηκε ακριβώς από πάνω του. ‘’Και τώρα;’’, τον ρώτησε. Ο φιλόσοφος φύσηξε ένα γκρίζο συννεφάκι προσπαθώντας να δημιουργήσει σχήματα. ‘’Σώρα περιμένουμε’’, της είπε. ‘’Περιμένουμε να γυρίσουν οι φίλοι μας, να μας πουν για το κυνήγι εξωγήινων. Έχουμε και την αναμαλλιασμένη φίλη μας να βρούμε. Δεν θα με πείραζε βέβαια, να επαναλάβουμε ότι κάναμε. Η επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως αγαπητή. Για αυτό, ξαναβγάλε αυτά τα συντηρητικά ρούχα που φοράς, και έλα ξάπλωσε δίπλα μου. ΢ε δικαιολογώ μιας και τα φάρμακα έχουν εξασθενήσει την

[210]


μνήμη σου, αλλά η σωστή κοινωνική συμπεριφορά είναι να χαρίζεις λίγο παραπάνω χρόνο στον παρτενέρ σου. Προσωπικά, έχω πεθυμήσει την τρυφερότητα.'' Η Άλις ένιωσε λίγο άσχημα, και κάθισε δίπλα του, με τα χέρια σταυρωμένα ανάμεσα στους μηρούς της. Σο χέρι του ακούμπησε την πλάτη της. ''Ας πούμε ότι αυτό είναι κάτι. Μια καλή αρχή'', χαμογέλασε.

Σα γεγονότα είναι: Περίπου την ίδια στιγμή που η Άλις και ο Ρίτσαρντ άφηναν τον εαυτό τους στον απρόσμενο ερωτικό τους χορό, η Λίντια Υάρμερ, Προστάτης για δεκατέσσερα (αν και με ενδιάμεσο μεγάλο διάλειμμα) χρόνια, έβηξε δυνατά από το πυκνό και κοκκώδες ασφυξιογόνο αέριο και χαμήλωσε την ένταση στο ακουστικό στο αυτί της για να μην ακούει την τσιριχτή φωνή της Φόλυ Σζένκινς που της ούρλιαζε να σταθεί ουδέτερη στα τεκταινόμενα μπροστά της. Κάτι τέτοιο όμως φαινόταν αδύνατο- αυτό που συνέβαινε άλλωστε δεν ήταν ουδέτερο προς αυτήν. Μπορεί να περίμενε κάποια συμπλοκή, αλλά σίγουρα δεν περίμενε την έντασή της, και σαφέστατα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την βιαστική και αγχωμένη κίνηση της αστυνομίας να ρίξει το λευκό πηχτό της δηλητήριο στο πλήθος- να και κάτι που είχε πραγματικά πάρα πολύ καιρό να συμβεί. Ακόμα και έτσι, το σύνηθες για ένα Προστάτη, όπως τουλάχιστον είχαν διδαχθεί και εφαρμόσει μερικές φορές στο παρελθόν, ήταν να διαχειριστούν το όποιο πλήθος, κάτι που πολλές φορές αρκούσε η παρουσία τους και μόνο για να γίνει. Η Λίντια, κάτι περισσότερο από δέκα χρόνια πριν, είχε σταθεί, άγουρη τότε, μπροστά σε ένα πλήθος, αρκετά μεγαλύτερο από αυτό. Θυμόταν την χοντροκομμένη αλλά εντελώς ειλικρινή αποφασιστικότητά στα μάτια τους, θυμόταν ότι θέλανε να προχωρήσουνε, χωρίς ωστόσο να θυμάται γιατί. Μαζί της ήταν ένας παλιότερος Προστάτης, ονόματι Άλεξ ΋σβαλντ, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε αναλάβει την καθοδήγησή της. Σον θυμήθηκε να στέκεται μπροστά από το πλήθος και να τους καλεί να οπισθοχωρήσουν, θυμήθηκε την αμηχανία των μπροστινών προσώπων στην θέα του. Πάνω του, αυτός κατείχε τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ήταν ένας άνθρωπος εκπαιδευμένος για να έχει το ρόλο ενός ημίθεου- η προσταγή του δεν μπορούσε παρά να είναι τελεσίγραφο. Η Λίντια θυμήθηκε το πλήθος να αποσύρεται με αργά πίσω βήματα, αλλά να συνεχίζει να

[211]


φωνάζει συνθήματα και να εκτοξεύει απειλές. Αναρωτήθηκε αν η ίδια ήταν αρκετή πλέον για να κάνει κάτι αντίστοιχο, αν και μέσα στο γενικότερο χάος που επικρατούσε εκείνη την στιγμή, ακόμα και αν φανέρωνε το ρόλο της πολύ λίγοι θα ήταν σε θέση να την διακρίνουν. Επιπλέον, η Φόλυ είχε δίκιο. Μπορεί να είχε δίκιο για δικούς της, όχι απαραίτητα ορθούς λόγους, αλλά είχε δίκιο. Αυτό δεν ήταν πολιτική διαδήλωση, δεν ήταν μπροστά σε κάποιο κυβερνητικό κτίριο και στο πλήθος δεν υπήρχαν οπλισμένοι εξτρεμιστές. Απλοί άνθρωποι, που ήθελαν να κυνηγήσουν την φαντασίωσή τους, η οποία για πρώτη φορά μάλιστα έφτανε τόσο χειροπιαστά μπροστά τους. Σο μυστηριώδες φως από το γειτονικό κτίριο είχε πια χαθεί στην νύχτα, αλλά έμεινε αναμμένο αρκετή ώρα, όση ώρα χρειαζόταν για να αποτελέσει απόδειξη ότι κάτι ήταν εκεί, και κάποιο μήνυμα ήθελε να στείλει μέσα από τους φωτεινούς θεατρινισμούς και την αναμφίβολα όχι τυχαία κατάρρευση του αυτόματου αστυνομικού χόβερ. Απέναντι σε αυτό, η αστυνομία είχε δείξει δυσανάλογο άγχος να περιφρουρήσει μια παρατημένη και σκοτεινή αποθήκη, και ακόμα περισσότερο δυσανάλογο πανικό να συγκρουστεί με το πλήθος που με το πέρασμα της ώρας, περνούσε τους αστυνομικούς σε αναλογία δεκαπέντε προς ένα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να συμβαίνει αυτό που τώρα συνέβαινε μπροστά στα μάτια της, όσο τουλάχιστον τα κρατούσε ανοιχτά. Οι Προστάτες είχαν εξοπλισμό για τέτοιες καταστάσεις, αλλά και κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση- εκείνη την στιγμή η Λίντια δεν είχε ούτε εξοπλισμό ούτε μπορούσε να θυμηθεί τις αντοχές της στο αέριο από την εποχή που το εισέπνεε για εξάσκηση. Θυμόταν όμως την ουσία του- το ασφυξιογόνο αέριο ήταν ένα αέριο παραπλάνησης και όχι ευθείας επίθεσης. Η πυκνότητά του σε σωματίδια έδινε την αίσθηση του μπουκώματος στο φάρυγγα και την αδυναμία αναπνοής, κάτι που ωστόσο ήταν εντελώς ψέμμα. Αν ξεπερνούσες το ελαφρύ τσούξιμο στα μάτια, την πικρή γεύση και την αντανακλαστική τάση για βήχα, θα μπορούσες να καταλάβεις ότι η αναπνοή σου δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Η Λίντια σκεφτόμενη αυτό πήρε μερικές βαθιές αναπνοές και το σώμα της παρά την δυσκολία ηρέμησε.

΢κέφτηκε ότι τουλάχιστον θα μπορούσε να φυγαδεύσει όσους

κινδύνευαν με λιποθυμία, και ίσως να απομακρύνει ένα κομμάτι κόσμου, ως πολίτης και χωρίς να αποκαλυφθεί. Θα μπορούσε τουλάχιστον να βοηθήσει στην εκτόνωση της κατάστασης, η οποία ωστόσο δίπλα της φαινόταν να κορυφώνεται, καθώς άκουσε άλλες δυο κροτίδες απελευθέρωσης του αερίου. Σο πλήθος ήταν επίμονο, και ας αντιμετώπιζε ένα

αρκετά

αποτελεσματικό

αέριο.

Σης

φάνηκε

[212]

περισσότερο

περίεργο

παρά


εντυπωσιακό, ειδικά με το δεδομένο ότι η επιμονή αυτή οφειλόταν στην αναζήτηση ενός εξωγήινου. Από την άλλη όμως, όπως πολλες φορές έλεγε ο ΢μίτυ σε διάφορα θέματα, ''η καταπίεση του κόσμου είναι τέτοια που χρειάζεται μόλις μια φευγαλέα σπίθα για να ανάψουν πολλές μικρές φωτιές.''. Προχώρησε ψάχνοντας μέσα στον καπνό και τον κόσμο που έτρεχε σε διάφορες κατευθύνσεις να βρει τον Πολ. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν στην θέση του Πολ την είχε συνοδεύσει κάποιος άπειρος Προστάτης από την νέα φουρνιά. Σο νέο καθεστώς ήθελε την εκπαίδευση και καθοδήγηση ξανά αρμοδιότητα του Τπουργείου και όχι του ίδιου του ΢ώματος. Ήταν πιθανό κάποιος άπειρος να μην είχε την παραμικρή ιδέα για αυτά που συνέβαιναν. Σουλάχιστον ο Πολ θα μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. ΢κέφτηκε να τον αναζητήσει με την ενδοεπικοινωνία τους, αλλά ήξερε καλύτερα να μην δυναμώσει το μικρόφωνο, τουλάχιστον όσο η Φόλυ βρισκόταν σε mode υστερίας. Ένα νεαρό ζευγάρι πέρασε από δίπλα της τρέχοντας κάπως πανικόβλητο, χτυπώντας την εναλλάξ σε κάθε ώμο, έτσι που έφερε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της και λίγο έλειψε να πέσει. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και πνιγμένη στο αέριο, που μεγάλο μέρος του είχε ήδη καθιζάνει και σχημάτιζε μια γκριζόλευκη πάχνη στα πόδια τους σαν κάποιος να είχε φυσήξει ένα τεράστιο κουραμπιέ. Ο ήχος από κραυγές, φωνές και βήχα ήταν απροσδιόριστος και ασαφής, ίσα που μπορούσε να διακρίνει κάποιες ιαχές ανθρώπων που βρίζανε την αστυνομία αλλά και κάποιες φωνές για απομάκρυνση του πλήθους. ΢κέφτηκε ότι ήταν ώρα να ξανανοίξει την ενδοεπικοινωνία, μέχρι που ξαφνικά, το είδε, αν και αρχικά το θεώρησε παιχνίδι της περιορισμένης της όρασης, της έντασης και του πανικού. Μάσκες. ΋χι απλές μάσκες. Αυτές ίσως και να μπορούσε να τις περιμένει. Πολύς κόσμος άλλωστε κυκλοφορούσε πάντα με μια απλή χειρουργική μάσκα στην τσάντα του- η φοβία των μικροβίων ήταν περίπου τόσο έντονη όσο η λαχτάρα για τους εξωγήινους. Οι μάσκες που φορούσαν όμως οι δυο άντρες που είδε, δεν ήταν χειρουργικές, ήταν μάσκες ειδικές για αέρια. Αυτό όχι, δεν το κουβαλάει κανείς μαζί του, εκτός και αν είναι προετοιμασμένος. Αλλά ποιος και γιατί θα μπορούσε να περιμένει ότι ένα πλήθος που ήρθε να δει ένα ΟΤΥΟ θα δεχόταν ασφυξιογόνο αέριο; ΋λες οι αισθήσεις της τέθηκαν σε εγρήγορση, το ένστικτο του Προστάτη άφησε πίσω την ουδετερότητα και η Λίντια κινήθηκε στο χώρο με αυτοπεποίθηση και προσήλωση. Πλησίασε προς τον φράχτη, κόντρα στη μεγαλύτερη μάζα των ανθρώπων

[213]


που ερχόντουσαν αντίστροφα, αλλά τώρα αν την συναντούσαν, ώμο με ώμο, αυτοί ήταν που έχαναν την ισορροπία τους. Η Λίντια προσπάθησε να ακολουθήσει την κίνηση των αντρών με τις μάσκες. Έφερε τον καρπό κοντά στο στόμα της. ''Πολ;'' Η απάντηση άργησε λίγο, και συνοδεύτηκε με δυνατό βήχα. ''Μα που είσαι;'', φώναξε ο Πολ από την άλλη άκρη, εμφανώς αγχωμένος. ''΢ε ψάχνω τόση ώρα, η Φόλυ τσιρίζει, δεν…’’ ''Κάπου στη μέση αυτή τη στιγμή, αδύνατο να σου πω ακριβώς. Εσύ που είσαι;'' ''Περιμετρικά προς τα ανατολικά. Έχω δυο ημιλιπόθυμους εδώ και..'' ''Άστους, θα είναι εντάξει'', του είπε κοφτά. ''Κάτι δεν πάει καλά Πολ, είδα αντισφυξιογόνες μάσκες στο χώρο'' Ο Πολ έμεινε λίγο σιωπηλός, επεξεργαζόμενος την πληροφορία. ''Φειρουργικές μάσκες, θες να πεις'', της είπε τελικά. ''Ναι, τις είδα και εγώ, είναι αυτοί οι παλαβοί εδώ μαζί με τους άλλους, οι Παράλογοι, και κουβαλούν μαζί τους μάσκες και άλλα σύνεργα. Αναγνώρισα κανα δυο στο πλήθος''. Η Λίντια προχώρησε λίγο ακόμα και παρατήρησε ότι πλέον το σώμα του πλήθους ήταν χωρισμένο στα δυο- ένα κομμάτι έτρεχε να προστατευτεί από το αέριο, και ένα άλλο κομμάτι επέμενε στην συμπλοκή. Σο αέριο είχε ήδη αρχίσει να αραιώνει και σκέφτηκε ότι σε λίγο λογικά θα έπεφτε και άλλο. Πράγματι. Ένα γνωστό σφύριγμα. Νέες κραυγές, νέες οπισθοχωρήσεις. ''΋χι Πολ, αντιασφυξιογόνες. Ποιος χέστηκε για τους Παράλογους;'' Η Λίντια συγκεντρώθηκε παρά το αντανακλαστικό των βλεφάρων της να κλείσουν. Ήταν τώρα ανάμεσα σε

ανθρώπους, οι κινήσεις της δεν ήταν ελεύθερες, και

πισωπατούσε μαζί τους με την όπισθεν. Προσπάθησε να βρει κάτι μέσα στην άναρχη γενική κίνηση, κάποια συντονισμένη και συμμετρική κίνηση ανθρώπων, αλλά δεν μπορούσε. Η επόμενη έκπληξη που την περίμενε, ήταν ακόμα πιο απρόσμενη. Ένας αστυνομικός, πιθανώς από την πιο δυτική πλευρά του φράχτη, επέλεξε να απομακρύνει το πλήθος με μια καλύτερη συνταγή- η οβίδα κρότου διέλυσε την οχλοβοή σαν πραγματική βόμβα, και πολλοί γύρω της αντανακλαστικά κάλυψαν τα κεφάλια τους από φόβο. Ακόμα ένα όπλο ψευδαίσθησης, αλλά το συγκεκριμένο αποτελείωσε όποιον πανικό ήθελε να δημιουργήσει το αέριο. Αναγκαστικά, η Λιντία

[214]


προχώρησε στην ίδια κατεύθυνση με το πλήθος για να μην πέσει. Όστερα, χωρίς ήχο ή άλλη προειδοποίηση, όλα έσβησαν. ΋λη η περιοχή, από τους μακρινούς κεντρικούς δρόμους μέχρι την περιοχή των αποθηκών, έπεσε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο πανικός του πλήθους γύρω της αυξήθηκε απότομα με την απώλεια του φωτός και επιτάχυνε την πορεία του, με πραγματικό κίνδυνο να ποδοπατηθεί οποιοσδήποτε είχε την ατυχία να πέσει. ''Σι στο διάολο;'', ακούστηκε ο Πολ. Η Λίντια πάτησε γερά στα πόδια της για να σταματήσει να παρασύρεται, και ένιωσε ένα κύμα ανθρώπων να φτάνει μέχρι την πλάτη της σκουντουφλώντας για να απομακρυνθεί. Με δυσκολία έμεινε όρθια, αλλά ένα νέο κύμα την απώθησε με δύναμη, έτσι που την έκανε να παραπατήσει για αρκετή ώρα. Όστερα ένας ακόμα ώμος την χτύπησε δυνατά στο στήθος, και ένας ακόμα άντρας έπεσε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο πάνω της. Η Λίντια ένιωσε να χάνει την ψυχραιμία της. ''Αρκετά!'', φώναξε δυνατά και ύψωσε το γαντοφορεμένο χέρι της στον αέρα, με ανοιχτή την παλάμη. Από εκεί, μια μελαγχολική γαλάζια ακτινοβολία αναδύθηκε δειλά, σαν φως από κάποιο νυχτερινό ημιπαράνομο κατάστημα μιας άλλης εποχής. Μετά από δυο σπρωξίματα το φως έγινε λιγότερο διακριτικό, και πλέον έμοιαζε με ένα δυνατό προβολέα. ''Προστάτης'', ακούστηκε πολλές φορές από διάφορα στόματα. Μαζί, διάφορες άλλες φωνές, ανάμικτες σε αντιμετώπιση. Κάποιοι φώναξαν βοήθεια, κάποιοι κάλεσαν τους υπόλοιπους να τρέξουν ακόμα πιο γρήγορα. Σουλάχιστον όμως, όλοι κάπως περιόρισαν το ατσούμπαλο τους τρέξιμο μακριά από το φράχτη. ''΢ε βλέπω'', μουρμούρισε ο Πολ, που πράγματι μπορούσε να διακρίνει λίγο πιο πέρα του την γαλάζια φωτεινή εστία. ''Είσαι πενήντα μόλις πόδια στα δεξιά μου.'' ''Πάρε την Φόλυ'', του είπε αυτή, προσπαθώνας να αναπνεύσει ύστερα από τα αλλεπάληλα χτυπήματα. Γύρω της μπορούσε να διακρίνει χλωμά στο φως του χεριού της βλέμματα να της ρίχνουν κλεφτές ματιές καθώς περνούσαν από δίπλα της. ''Πες της ότι έγινε διακοπή ρεύματος στην περιοχή. Και πες της να μου δώσει ένα γαμημένο λόγο που συνέβη αυτό.'' Ένας μεσήλικας άντρας, με μισόκλειστα από το αέριο μάτια και μια λευκή πάχνη στο φαρδύ του μέτωπο στάθηκε μπροστά της, κάπως ανήμπορος. ''Δεν μπορώ να αναπνεύσω'', της είπε ξέπνοα. Η Λίντια έσφιξε τα χείλη της και κοίταξε προς την πλευρά του φράχτη. Σο αέριο και το σκοτάδι δεν της επέτρεπαν να διακρίνει το παραμικρό. Κάποιες στιγμιαίες λάμψεις από φακούς της αστυνομίας, κάποια φώτα χόβερ. Μπροστά της ένα πλήθος από μαυρες σιλουέτες που αποκτούσαν

[215]


μια βαθιά μπλε απόχρωση καθώς την πλησίαζαν. Με μια γκριμάτσα απογοήτευσης, τράβηξε τον άντρα από το μπράτσο και τον οδήγησε προς τα πίσω και προς την κατεύθυνση του κεντρικού δρόμου. ''Βοήθα όσους το χρειάζονται'', είπε στον Πολ, απρόθυμα. Λίγα μόλις μέτρα μπροστά από την Λίντια Υάρμερ, αρκτά πιο κοντά στον φράχτη, ένας αστυνομικός παρατήρησε την σιλουέτα που ερχόταν προς το μέρος του, και σήκωσε το ηλεκτροφόρο του γκλομπ για να αμυνθεί. Ένα πέρασμα από ένα προβολέα ενός

χόβερ

φανέρωσε

μπροστά

του

έναν

άντρα

που

φορούσε

μια

μαύρη

αντιασφυξιογόνα μάσκα. Δεν μπόρεσε να δει το πρόσωπό του πίσω από το σκούρο τζάμι της. Δεν μπόρεσε να δει αν κρατούσε κάτι στα χέρια του, ούτε μπορούσε να κρίνει τις προθέσεις του. Σον πρόσταξε να οπισθοχωρήσει. Αυτός κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Άλλο ένα πέρασμα προβολέα από πάνω τους. Όστερα, ένιωσε ένα χέρι να του κάνει κεφαλοκλείδωμα, πιάνοντάς τον με τον αγκώνα σχεδόν από το λαιμό, και λυγίζοντάς τον προς τα πίσω. Ο αστυνομικός φώναξε πνιχτά και κούνησε το γκλομπ του στον αέρα, σε μια μάταιη κίνηση άμυνας. Μια κοφτερή βελόνα εισχώρησε βίαια και άγαρμπα στο λαιμό του, και ο αστυνόμος έβγαλε άλλη μια πνιχτή κραυγή. Όστερα σωριάστηκε στο έδαφος, αναίσθητος. Αρκετά μακριά, σε ένα αυτοκίνητο που έφερνε άσκοπες βόλτες περιμένοντας να αποφασίσει ο οδηγός του μια ξεκάθαρη κατεύθυνση, η Φόλυ χτύπησε πολλές φορές το χέρι της δυνατά πάνω στην πόρτα του οδηγού. Είχε ανοιχτή συνομιλία μόνο με τον ΢μίτυ, και ενίοτε επικοινωνούσε με την Λίντια, καθώς οι περισσότεροι των υπολοίπων απλώς διαμαρτύρονταν έντονα που αντί να βρίσκονται στο σημείο της συμπλοκής, έψαχναν στα χαμένα τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Ο εκνευρισμός της μεγάλωνε παράλληλα με αυτό που σίγουρα θα σκεφτόντουσαν όλοι- ότι είναι υποκειμενική επειδή είναι αυτός, ότι δεν σκέφτεται καθαρά, ότι κολλάει το μυαλό της και γίνεται αυταρχική, πράγματα που έχει ξανακούσει για διάφορους λόγους. Μόνο που για πρώτη φορά η Φόλυ αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά είχαν κάποια βάση- δεν συνήθιζε να έχει αμφιβολίες για τον εαυτό της, ακόμα και αν οι αποφάσεις της πολλές φορές προκαλούσαν αμφιβολία στους άλλους. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά μαθήματα του ΢μίτυ- άπαξ και παρθεί μια απόφαση, τότε αυτή πρέπει να υλοποιηθεί αταλάντευτα. Είναι καλύτερα μια λάθος απόφαση, από το δισταγμό ή την απώλεια της ενότητας του

[216]


΢ώματος. Αυτό το μάθημα, όλοι τους, το είχαν ήδη λάβει με τον πλέον σκληρό τρόπο δέκα χρόνια πριν, και οι αμφιβολίες εκείνης της ημέρας επέστραφαν τώρα στο μυαλό της σαν ξεχασμένα φαντάσματα. ΋πως ακριβώς και ο Γουίλιαμ Κόρβερ. Ήταν φυσικά, ανάγκη τόσο να αφήσει πίσω οποιαδήποτε αμφιβολία, όσο και να συνεχίσει να σκέφτεται. Αυτό ήταν άλλωστε, το μεγαλύτερο ταλέντο της, αν και η ίδια ποτέ δεν το υιοθέτησε για τον εαυτό της. Άκουγε πάντα αποστασιοποιημένα οποιαδήποτε κουβέντα για ‘’καθαρή σκέψη’’, για ‘’ψυχραιμία στα κρίσιμα σημεία’’ και για την ‘’εξαίρετη δυνατότητα λήψης αποφάσεων ακριβείας υπό εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες συνθήκες’’. Σο τελευταίο συνόδευε και την έκθεση της ένταξής της στο ΢ώμα, και έμελλε να την συνοδεύει και την περίοδο που δοκίμαζε τον εαυτό της απέναντι σε ρομπότ για τα μάτια του κόσμου, σαν έκθεμα σε κάποιο τηλεοπτικό σόου. Η Φόλυ όμως όσο αποστασιοποιημένα άκουγε τους χαρακτηρισμούς, άλλο τόσο αδιαμαρτύρητα τους φορούσε όποτε χρειαζόταν- άλλωστε ήξερε ότι δεν ήταν απλώς μια εκπαιδευμένη πολεμίστρια που της είχε χαριστεί το δώρο της τεχνολογίας. Ήταν και ένα σύμβολο, το οποίο έπρεπε να βρίσκεται εκεί και να εμπνέει όποτε ο κόσμος χρειαζόταν έμπνευση. Ακόμα και αν αυτή η πτυχή των Προστατών είχε πάψει από καιρό να ισχύει, η αίσθηση του καθήκοντος είχε παραμείνει στην Φόλυ, ίσως και περισσότερο από τους υπόλοιπους που άφησαν την πικρία και τον πόνο να τους μετατρέψει σε υπερεκπαιδευμένους στρατιώτες. Ή, όπως στην περίπτωση του Γουίλιαμ Κόρβερ, σε πέταμα ταλέντου, ικανότητας και εκπαίδευσης, για να γίνει φτηνός ζιγκολό και περιθωριακή, περιπλανώμενη δήθεν μελαγχολική απεικόνιση ενός σώματος που απέτυχε κάποτε, ακριβώς την στιγμή που δοκιμάστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αν υπήρχαν πολλοί τρόποι για να γίνει κάποιος εντελώς μαλάκας, ο Γουίλιαμ είχε διαλέξει σίγουρα τον καλύτερο. Δεν είχε πει σε κανέναν από τους υπόλοιπους ότι τον παρακολουθούσε. Διακριτικά, και όσο περνούσαν τα χρόνια, όλο και πιο αραιά, αλλά η Φόλυ πάντα είχε ένα μέρος της προσοχής της στραμμένο πάνω του, με τον ίδιο τρόπο που πάντα είχε ένα κομμάτι του παρελθόντος που επανερχόταν συνέχεια ως ανοιχτό ερώτημα, χωρίς να έχει επιλυθεί. ΋ποιο και αν ήταν η αρχική της διάθεση, όταν είδε τον Γουίλιαμ να επισκέπτεται ακριβά σπίτια στον Βόρειο Σομέα για να προσφέρει ‘’παρέα’’, ένιωσε περισσότερο εκνευρισμό παρά απογοήτευση ή έστω ζήλια. Κυρίως επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει το κίνητρό του. Ήταν λεφτά; Δεν χρειαζόταν, και από την άλλη δεν το έκανε και ως επάγγελμα, τουλάχιστον όχι όσο τον είχε δει. Ήταν δική του

[217]


επιθυμία για παρέα; ΋χι, ο Γουίλιαμ θα μπορούσε εύκολα να επισκεφτεί το ΝάιτΒάιμπ και να αρχίσει να μιλάει για το αγαπημένο του αυτοκίνητο για να καταλήξει σε μια βόλτα στην πόλη με κάποια αλαφροίσκιωτη παιδούλα. Ήταν κάποια τόσο σπέσιαλ κυρία που τον έφερε εκεί; Η Φόλυ είχε την ίδια απορία και τότε, και έκανε ένα ψάξιμο για το σπίτι, κυρίως ψάχνοντας για φωτογραφίες των ιδιοκτητών. Σο αρχείο στέγασης που είχε δημιουργηθεί από το χτίσιμο της Πόλης και κρατούσε κοντά έναν αιώνα παρείχε τέτοιες λεπτομέρειες, αλλά για το συγκεκριμένο οίκισμα είχε φωτογραφίες εικοσαετίας. Σο μόνο που μπορούσε να πει για την ιδιοκτήτρια ήταν ότι ήταν ψηλή, αλλά κατά τα άλλα, ούτε ιδιαίτερα πλούσια (ούτε ο άντρας της) και θα την έλεγε εύκολα άσχημη. Και, φυσικά, πολύ μεγάλη σε ηλικία για τον Γουίλιαμ. Θα μπορούσε βέβαια, ως εντελώς μαλάκας, να έχει σαν βασικό κριτήριο το ύψος. Αν εξαιρέσει κανείς την ίδια, ο Γουίλιαμ είχε μια προσκόλληση σε ψηλές γυναίκες, από την εποχή της Σζέσικα ακόμα.Η Φόλυ είχε μετρήσει ούτε λίγο ούτε πολύ τέσσερις επισκέψεις του μέσα σε ένα χρόνο, τόσο που να θεωρήσει ότι είτε επρόκειτο για κάποιο σοβαρό ειδύλλιο, είτε για μια τελείως ξετσίπωτη γυναίκα. Πέρα από αυτό όμως, στην πραγματικότητα η Φόλυ βρισκόταν σε αδιέξοδο. Δεν υπήρχε κανένας ιστός που να συνδέει τον Γουίλιαμ Κόρβερ με κάποιο σημείο της πόλης, πέρα φυσικά από το σπίτι του, που επίσης φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να πάει. Από την άλλη, υπήρχε μια ανοιχτή κρίση, μετά από αρκετό καιρό, με συμπλοκές πολιτών με την αστυνομία. Η Λίντια μετέφερε σποραδικά την κατάσταση, ως αναπάντεχα βίαιη και γεμάτη παραλογισμό. Και όλα αυτά, για έναν υποτιθέμενο εξωγηίνο που εκπέμπει δυνατό φως σαν προβολέας και έχει την δυνατότητα να ρίχνει αστυνομικά χόβερ. Σα νέα που έφερε ο Μπεν ωστόσο μπορούσαν να συνθέσουν μια πιο πραγματική εικόνα- κάποιο κομμάτι κλεμμένης τεχνολογίας για το σκάφος, ένα απλό τρικ για το φως, ένα ακόμα τρικ για να βραχυκυκλώσει το χόβερ. ΋λα αυτά έδειχναν προς κάποιο παράφρονα, ή έστω μια ομάδα από τέτοιους, στα πλαίσια πάντα του παραλογισμού και του πανικού για τους εξωγήινους. Ίσως να ήταν και κάποιο ακριβό και επικίνδυνο παιχνίδι των Παράλογων, που ούτως ή άλλως έπρεπε να τα ακούσουν ένα χεράκι μετά τα γεγονότα και ίσως να συλληφθούν και ένας – δυο εναπομείναντες για παραδειγματισμό. Αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν έπαυε να είναι δουλειά της αστυνομίας και όχι δικιά τους: Η δική τους δουλειά ξεκίνησε περίπου τα μεσάνυχτα, όπου είχαν να μεταφέρουν μια γυναίκα στον Κεντρικό Πύργο. Ακόμα παρέμενε η βασική τους δουλειά, χάρη στα καραγκιοζιλίκια και κασκαντεριλίκια του Γουίλιαμ

[218]


Κόρβερ. Κάπως παραιτημένη και μπερδεμένη, ξαναμίλησε με τον ΢μίτυ που παρακολουθούσε όλα τα μέτωπα από τα κεντρικά τους γραφεία. ‘’Έληξε;’’, τον ρώτησε για δέκατη περίπου φορά, εννοώντας τις συμπλοκές. Ο ΢μίτυ άργησε λίγο να απαντήσει, αλλά όπως πάντα, ήταν εκεί. ‘’Λήγει’’, μουρμούρισε. ‘’Η διακοπή ρεύματος έφερε τον μεγαλύτερο πανικό και διαλύθηκε ο κύριος όγκος. Βοήθησε και τους δικούς μας να διώξουν τον κόσμο με ασφάλεια, αν και χρειάστηκε να…κάνουμε κάπως την εμφάνισή μας. Ο Μπεν επέστρεψε σε ασφάλεια τον πραγματογνώμονα και σκέφτεται να επιστρέψει για τον ‘εξωγήινο’. Σα χόβερ, ειδικά τα επανδρωμένα, πλησιάζουν διστακτικά στο σημείο. Τπάρχει φόβος. Παρεπιμπτόντως, η περιοχή είναι γεμάτη εγκαταλελειμένα κτίρια και αποθήκες, θα είναι δύσκολο να βρούμε τον ζημιάρη φίλο μας. Άσε που μπορεί να τηλεμεταφέρθηκε πίσω στον Άρη’’ ‘’Η κατάσταση μου θυμίζει την Νεκρή ζώνη’’, μουρμούρισε η Φόλυ άξαφνα, σαν να σκέφτηκε δυνατά. ‘’Θέλεις να πεις κάτι;’’ ‘’Η γυναίκα που έκλεψε ο Κόρβερ, ο εξωγήινος, το σκάφος. Δεν ξέρω ΢μίτυ, κάτι δεν μου αρέσει. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ότι μοιάζουν να συνδέονται’’ ‘’Και ο Κόρβερ συνδέεται;’’ ‘’Να πάει να γαμηθεί ο μαλάκας’’ ‘’΢ύμφωνοι’’. ‘’Ψ, έλα τώρα ΢μίτυ, μην γίνεσαι συγκαταβατικός. Πες μου ότι και εσύ πιστεύεις ότι δεν σκέφτομαι καθαρά. Πες το μου, αλήθεια’’. Ο ΢μίτυ πήρε μια βαθιά αναπνοή. ‘’Φόλυ, το ξέρεις ότι δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Αλλά οι άλλοι το πιστεύουν, και ίσως κάνουν καλά που το πιστεύουν. Η πρωτοβουλία ήταν πάντα για εμάς πολύ σημαντικός παράγοντας, ειδικά όταν η ηγεσία μας μπορεί να ήταν σε δύσκολη θέση…’’ ‘’Παράτα μας ΢μίτυ’’, τον έκοψε αυστηρά. ‘’Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν είμαι σε δύσκολη θέση. Και αν πιστεύουν ότι είμαι, καλύτερα να το πουν πριν πάρουν καμία πρωτοβουλία. Ο ΢αμ πήρε πρωτοβουλία, και πήρε μια πρωτοβουλία με οδηγό την αλαζονεία και την υπεροψία. Έπρεπε να κυνηγήσει τον Κόρβερ με μεγαλύτερη σοβαρότητα, και όχι με παλιά τρικ που θα τον έκαναν να δείχνει έξυπνος. Και επίσης, τώρα έχουμε θεσμική ηγεσία. Είναι έτσι, τι να κάνουμε; Θα είμαι υπόλογη μόνο για τις αποφάσεις μου, όχι για τις αποφάσεις των άλλων’’.

[219]


‘’Η ηγεσία είναι υπόλογη για τις πράξεις όλων όσων ηγείται Φόλυ. Αν κάποιος παραβλέψει τις αποφάσεις σου, πάει να πει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την ηγεσία’’ ‘’Άσε τα μαθήματα τέτοια ώρα. Σι θες να πεις; ΋τι φταίω; ΢ε ποιο πράγμα; Γίνεται ο κακός χαμός και…’’ ‘’΋χι, Φόλυ.’’. Ήταν η σειρά του ΢μίτυ να την διακόψει. ‘’΋χι, δεν γίνεται ο κακός χαμός. Σο ότι το αντιλαμβάνεσαι εσύ ως κακό χαμό, με ανησυχεί. ΋πως με ανησυχεί το ότι ξέρω ότι είσαι σχεδόν άυπνη για δυο ημέρες τώρα. Ίσως αυτό να θολώνει την κρίση σου, και όχι ο Γουίλιαμ. Δεν γίνεται καθόλου ο κακός χαμός. Αιφνιδιαστήκαμε από αυτόν τον ξεχασμένο κατεργάρη και πράγματι, ο ΢αμ ήταν απερίσκεπτος. Αλλά σε τελική ανάλυση δεν έχουμε να κάνουμε παρά με ένα εξαφανισμένο ζευγάρι, και έχεις στείλει τους πιο ικανούς ντεντέκτιβ εκεί έξω να το βρουν. Πιστεύεις ότι δεν θα τους βρουν τελικά; Πιστεύεις ότι ο Κόρβερ μπορεί να μας αντέξει, σε πλήρη ανάπτυξη; Και επιπλέον, έχουμε μια ακόμα συνηθισμένη παράκρουση για εξωγήινο που απλώς πήγε πολύ στραβά. Ίσως, έχεις δίκιο, να έχουμε να κάνουμε με κάποια τρομοκρατικής φύσης κίνηση, αν και ακόμα δεν βιάζομαι για τα συμπεράσματα που υπονόησες με την αναφορά σου στην Νεκρή Ζώνη. Και για αυτό, έχουμε ικανότατους ανθρώπους- και ο Μπεν και η Λίντια εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους άψογα. Η Λίντια μάλιστα, αν είχε εμπλακεί και νωρίτερα, ίσως να βοηθούσε και πιο νωρίς, και μην νομίζεις ότι κρίνω την απόφασή σου, σωστή ήταν. Σο λέω όμως εκ των υστέρων, για να σου πω ότι κανένας κακός χαμός δεν γίνεται. Θέλει υπομονή και καθαρό μυαλό Φόλυ, αν έχουμε μυαλό που βρίσκεται σε κακό χαμό, όλα θα μοιάζουν έτσι.’’ Η Φόλυ ανέπνευσε βαριά σουφρώνοντας τα χείλη της. Πήρε ακόμα μια άσκοπη στροφή, κάνοντας για αρκετή ώρα ένα ιδιότυπο κύκλο κοντά στην περιοχή που ο Γουίλιαμ έστησε την ενέδρα του στον ΢αμ. Δεν θα ήθελε να παραδεχτεί το δίκιο του ΢μίτυ, αλλά δεν είχε επιχειρήματα για να υποστηρίξει κάτι διαφορετικό. ‘’Μήπως να πάω στο σημείο;’’, τον ρώτησε τελικά. ‘’Δεν χρειάζεται, πιστεύω. Σώρα αν πάμε, θα πάμε για να καθαρίσουμε. Μπορείς να δώσεις περισσότερο κόσμο για αυτό που μας ενδιαφέρει από το σημείο, να βρούμε δηλαδή τον τύπο, εξωγήινο ή μη. ΢υμφωνώ ότι πρέπει να κρατήσεις κόσμο στο κατόπι του Κόρβερ, αλλά κυρίως αυτό που μετράει είναι να σκεφτούμε που είναι ο Κόρβερ.’’ ‘’Δεν έχω τίποτα’’, είπε αυτή με ένα διακριτικό αναστεναγμό.

[220]


‘’Αποκλείεται’’, ήταν η απάντησή του. ‘’Αποκλείεται Φόλυ. Σον παρακολουθούσες τόσο καιρό. Θα υπάρχει κάτι. Κάτι, Φόλυ, σκέψου. Αν δεν υπάρχει τίποτα, τότε πάει να πει ότι όλα αυτά, ότι έκανε, είναι μόνο μια παρόρμηση, ένα σχέδιο στο πόδι. Δεν είναι αυτό το στυλ του, Φόλυ. Ο Κόρβερ σκέφτεται, σχεδιάζει, αυτό κάνει, σχεδιάζει πολύ καιρό πριν κάνει κάτι. Σο θέμα είναι τι σχεδίαζε. Σο γιατί το βρίσκουμε στην πορεία’’ Η Φόλυ έπιασε το κεφάλι της και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Κοίταξε προς τον σκοτεινό δρόμο προβληματισμένη. ‘’Δεν μπορεί να είναι παρόρμηση’’, είπε τελικά. ‘’Πάμε τότε. Θα υπάρχει σίγουρα κάτι. Θυμήσου. Πέρα από όσα είπαμε ήδη, κάτι άλλο, κάποια λεπτομέρεια. Ας πούμε, φίλοι; Κοντινά πρόσωπα;’’ ‘’Σίποτα ιδιαίτερο από όσο είδα. Ειδικά μετά το πέρασμά του από τον Γκουρού, τίποτα.’’ ‘’Άλλες σχέσεις;’’ Η ερώτηση του ΢μίτυ ήταν απόλυτα φυσιολογική, όπως ακριβώς ρώτησε για τους φίλους, αλλά η Φόλυ αισθάνθηκε ότι ρωτούσε διαφορετικά, σαν να ήθελε να είναι διακριτικός. ‘’Πέρα από την ‘κυρία’ στον βόρειο τομέα;’’, τον ρώτησε με φανερό σαρκασμό. ‘’Σίποτα’’, απάντησε μόνη της. ‘’΢υνεχίζω να πιστεύω ότι είναι η κούραση αυτό που σε εμποδίζει. Θα σου πρότεινα ίσως να έρθεις από εδώ, να ηρεμήσεις και να σκεφτείς καθαρά. Από ότι βλέπω το αυτοκίνητό σου περιφέρεται εδώ και λίγη ώρα στο ίδιο μέρος’’. ‘’Δεν χρειάζομαι ξεκούραση’’, είπε κοφτά. ‘’Και μην παρακολουθείς το αυτοκίνητό μου’’. ‘’Να στείλω κάποιους στο σημείο για τον εξωγήινο;’’ ‘’Δεν

είναι

εξωγήινος’’,

του

φώναξε.

‘’Και

ναι,

στείλε’’,

συμπλήρωσε

πιο

χαμηλόφωνα. ‘’Σι θα κάνεις εσύ;’’ ‘’Θα βρω κάτι’’ Από την αναπνοή του στην άλλη άκρη κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να πει αλλά κόμπιαζε. Ίσως κάποια ακόμα καλοπροαίρετη αλλά ενοχλητική συμβουλή για να ξεκουραστεί ή να σκεφτεί καθαρά. Ο ΢μίτυ μπορούσε να γίνει πολύ πατρικός αν δεν αυτοπεριοριζόταν, ειδικά με εκείνη. Σου το είχε δώσει βέβαια αυτό το δικαίωμα, καθώς ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που θα μπορούσε να εμπιστευτεί.

[221]


Κοίταξε προς τον δρόμο και είδε ένα νεαρό άντρα, που περπατούσε κάπως νευρικά και αγχωμένα, ίσως επειδή ο δρόμος ήταν αρκετά σκοτεινός, ίσως επειδή βιαζόταν να καταλήξει σε κάποιο σπίτι εκεί κοντά. Σο ύψος και η σωματοδομή του της προκάλεσαν κάποιους συνειρμούς. ‘’Έχεις πάντα μια εκτίμηση ΢μίτυ’’, του είπε. ‘’Γιατί το κάνει;’’ Ακούστηκε ένα βραχνό γέλιο. ‘’Δεν έχω για όλα εκτίμηση, Φόλυ. Σον Κόρβερ τον είχα μάλιστα ξεχάσει εντελώς, πάνε και πολλά χρόνια. Δεν περίμενα ότι θα ξανακούσω για αυτόν, πόσο μάλλον να ασχολούμαι με αυτόν τόσο πολύ, όπως τώρα. Αλλά πάντα από ότι θυμάμαι, να σου μπει στο μάτι προσπαθούσε. Δεν αποκλείεται και τώρα να κάνει το ίδιο’’ ‘’Μπα…’’, απάντησε αυτή. ‘’Πήγες πολύ πίσω τώρα’’ ‘’Παρεμπιπτόντως, μήπως σε είχε καταλάβει ότι τον παρακολουθείς; Θα μπορούσε να κρύβει τα ίχνη του, ή και να σου μπαίνει στο μάτι αν το είχε…’’ ‘’Αποκλείεται’’, είπε κοφτά. ‘’Δεν είχε ιδ…’’ Ξαφνικά, η Φόλυ σταμάτησε να μιλάει. Ο άντρας απέναντί της είχε προχωρήσει μερικά μέτρα πιο κάτω, και είχε σταθεί μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας που φαινόταν να είναι ο προορισμός του. Σον είδε να πατάει κάποιο κουδούνι, και να περιμένει το άνοιγμα της πόρτας. Με ένα σπρώξιμο η πόρτα άνοιξε, και μπήκε μέσα. Ήταν πολύ αργά για κάποια επίσκεψη, οπότε εύλογα αυτή ήταν μια επίσκεψη συγκεκριμένου χαρακτήρα. Με ή χωρίς ναρκωτικά της ΢άικεντ, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις, σε λίγο μια σεξουαλική τελετουργία θα λάμβανε χώρα, λίγο μακριά της. ‘’Μέρα μεσημέρι’’, μουρμούρισε. ‘’Σι;’’, ακούστηκε η φωνή του ΢μίτυ, που δεν είχε καταλάβει ούτε την διακοπή της προηγούμενης φράσης, ούτε αυτήν που ήταν ολόκληρη. ‘’Μέρα μεσημέρι,’’ επανέλαβε μηχανικά η Φόλυ, κοιτάζοντας τώρα την άδεια είσοδο της πολυκατοικίας. ‘’Φόλυ;’’ Πρέπει να την φώναξε στην άλλη άκρη του ακουστικού άλλες τρεις φορές. Η Φόλυ τον άκουγε, αλλά τώρα το μυαλό της δούλευε με τόσο μεγάλη ταχύτητα και ένταση που εκλάμβανε το όνομά της ως λευκό θόρυβο, τον οποίο και απέρριπτε αυτόματα. Θυμήθηκε μια μια, τις εικόνες από τις φωτογραφίες, από αυτές που λάμβανε κάθε

[222]


τόσο όταν έστελνε να παρακολουθούν τον Γουίλιαμ. Θυμήθηκε τις εικόνες στο σπίτι στο βόρειο τομέα. Η πρώτη, ο Γουίλιαμ Κόρβερ παρκάρει έξω από το σπίτι. Η δεύτερη, περνάει την μικρή εξωτερική αυλή και προχωράει προς την είσοδο. Η τρίτη, στέκεται στην εξώπορτα. Η τέταρτη, μια γυναίκα, προφίλ, εμφανίζεται και του προκαλεί ένα χαμόγελο. Και ξανά, μερικές ακόμα ημέρες. Σο ίδιο μοτίβο. ΋λες οι φωτογραφίες όμως, είναι φωτογραφίες τραβηγμένες το μεσημέρι. Ποιος παριστάνει τον ζιγκολό το μεσημέρι; ‘’Φόλυ, με ακούς;’’, η φωνή του ΢μίτυ ήταν τώρα κάπως αγχωμένη και εκνευρισμένη μαζί. ‘’Ίσως τότε να έλειπε ο άντρας της,’’ σκέφτηκε αυτή φωναχτά. ‘’Ποιανής ο άντρας; Μα τι είναι αυτά που λες;’’ Η Φόλυ άναψε την μηχανή του αυτοκινήτου. Σαυτόχρονα, απενεργοποίησε το ανοιχτό σύστημα εντοπισμού θέσης. ‘’΢μίτυ, έχεις δίκιο, δεν είναι παρόρμηση αυτό που κάνει.Είναι σχεδιασμένο, πολύ καιρό τώρα μάλιστα. Ο Γουίλιαμ έχει στήσει την σκακιέρα του’’ ‘’Θυμήθηκες κάτι;’’, φώναξε αυτός, που εν τω μεταξύ διέκρινε από μια μικρή οθόνη ότι το σήμα του αυτοκινήτου της έσβησε από το χάρτη της πόλης. ‘’΋χι. Μια διαίσθηση’’, απάντησε αυτή. ‘’Φόλυ, περίμενε. Πες μου που σκέφτεσαι να πας, να στείλω ενισχύσεις. Γιατί απενεργοποίησες τον εντοπισμό θέσης; Φόλυ, μην κάνεις βλακείες!’’ ‘’Α, μπορεί να είναι και εντελώς λάθος η διαίσθησή μου. Δεν χρειάζεται να ξεσηκωθούν όλοι. Επιπλέον, σε παρακαλώ ΢μίτυ, ο Γουίλιαμ Κόρβερ είναι. Νομίζω ότι μπορώ να τον χειριστώ και μόνη μου’’ ‘’Φόλυ….’’. Η φωνή του ΢μίτυ πρόδιδε αμφιβολία. ‘’Άκουσέ με, μην κάνεις ανοησίες, μην πας μόνη σου, σε παρακαλώ. Αν θυμήθηκες κάτι, πες το μου, να στείλω τουλάχιστον αυτούς που είναι στον τομέα που πηγαίνεις. Για κάλυψη, Φόλυ, μόνο για κάλυψη.’’ Σο αυτοκίνητο της Φόλυ επιτάχυνε και προσπέρασε μια σειρά από ράθυμα αυτόματα λεωφορεία που ήταν άδεια στο εσωτερικό τους αλλά εκτελούσαν το

[223]


δρομολόγιό τους όπως και να έχει. Η Φόλυ σκέφτηκε να ενεργοποιήσει το Φόβερ, αλλά η λειτουργία του θα έδινε την θέση της εύκολα. Οι δρόμοι της πόλης ήταν φτιαγμένοι με τέτοιο τρόπο που να εκμεταλλεύονται την υψηλή ταχύτητα και να μικραίνουν όλες τις αποστάσεις. Μπορούσες, οδηγώντας χειροκίνητα, να διασχίσεις όλη την πόλη σε λιγότερο από δυομιση ώρες. Με το υπόγειο μετρό δε, σε λιγότερο από μια. ‘’Πρέπει να το κάνω αυτό ΢μίτυ, αν και σου ξαναλέω, είναι μόνο μια διαίσθηση. Οτιδήποτε πάει στραβά, θα είμαστε σε επικοινωνία’’ ‘’’΋χι αν κάτι πάει στραβά, Φόλυ. Αν τον βρεις, θα με πάρεις αμέσως να στείλω ενισχύσεις. ΢ε παρακαλώ, ενεργοποίησε τον εντοπισμό θέσης..’’. Μάταιο. Σο ήξερε ότι ήταν μάταιο. Θα μπορούσε κάλλιστα να συνομιλήσει με το πάτωμα. ‘’Σα λέμε σε λίγο αγαπημένε μου ΢μίτυ. Ανέλαβε για λίγη ώρα το άλλο μέτωπο. ΢τείλε όσους θέλεις και βρείτε αυτό το καθίκι. Μόλις το βρείτε κυκλοφορήστε φωτογραφίες που δείχνουν ότι δεν υπάρχει εξωγήινος, να ηρεμήσουν τα πνεύματα’’ Ο ΢μίτυ κάτι πήγε να πει, αλλά στην άλλη άκρη το ακουστικό νέκρωσε. Έβγαλε το ακουστικό και το χτύπησε με δύναμη στο τραπέζι, αλλά η κίνηση και μόνο προκάλεσε πόνο στα πόδια του και έσφιξε τα προσθετικά τους βοηθήματα. Ο Οράτιος Γουέστ τον κοίταξε από το απέναντι γραφείο. ‘’Η Φόλυ;’’, ρώτησε. Ο ΢μίτυ γύρισε και τον κοίταξε, σαν να είχε ξεχάσει την παρουσία του εκεί. Έσφιξε τα δόντια του και περιέστρεψε την καρέκλα του προς το μέρος του. ‘’Σι γίνεται στις αποθήκες;’’, ρώτησε, κάνοντας φανερό ότι δεν είχε πρόθεση να συζητήσει την αιτία του εκνευρισμού του. ‘’Πρέπει να τελείωσε. Η Λίντια μου είπε ότι έχουν μείνει μόνο αστυνομικοί στο χώρο.’’ ‘’Να πάνε να βρουν τον εξωγήινο. Και ο Μπεν μαζί, και όσοι είναι κοντά. Ακόμα και όσοι ψάχνουν τον Κόρβερ και είναι κοντά στην περιοχή.’’ Ο Οράτιος τον κοίταξε κάπως περιεργαστικά και με αμφιβολία. ‘’Εντολή της Σζένκινς’’, έφτυσε ο ΢μίτυ και σηκώθηκε όρθιος με ένα μικρό βογγητό.

[224]


Πεταλούδες στο στήθος

Η ατμόσφαιρα ήταν ξηρή και βαριά, αποτέλεσμα παρατεταμένης κλεισούρας. Σο φως ήταν όσο χαμηλό χρειαζόταν για να κοιμηθεί, μόνο που η καρέκλα ήταν εξαιρετικά άβολη για κάτι τέτοιο, όπως και το επίμονο βλέμμα του. Υαινόταν να περίμενε από αυτήν κάτι, ήταν σαφές πια ότι εδώ υπήρχε κίνητρο στις πράξεις του. Δεν είχε ιδέα, δεν θα μπορούσε να έχει ιδέα, αλλά όλα αυτά που έκανε για αυτό το κάτι που ήθελε να μάθει από εκείνη της προκαλούσαν μια ανησυχία. Σο στόμα της ήταν επίσης ξηρό και μια ξεχασμένη δίψα είχε ενεργοποιηθεί- η κράτηση του Γκουρού Καν ήταν απάνθρωπη ακόμα και για τα δεδομένα μιας πόλης που έχει στα θεμέλιά της την απανθρωπιά. Σου ζήτησε κάτι να πιεί και αυτός επέστρεψε από κάποιο δωμάτιο, πιθανώς το μπάνιο, κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι. Σο νερό ήταν ζεστό και στυφό αλλά υποδέχτηκε ευχάριστα την υγρασία στο στόμα της. Η ικανοποίηση όμως της δίψας επανέφερε ακόμα πιο έντονα την κόπωση και το στομάχι της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι παρέμενε άδειο. Η Άζρα ήταν χωρίς ουσιαστικό ύπνο και χωρίς κανονική διατροφή για κάτι περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο. Υυσικά, αυτή η ταλαιπωρία δεν ήταν τίποτα μπροστά στην σημασία της αποστολής της, και ήξερε ότι η τελευταία μπορούσε να απαιτεί και ακόμα μεγαλύτερη αυταπάρνηση και αντοχές. Βέβαια, το δικό της κομμάτι είχε αποτύχει αρκετή ώρα τώρα. Πλησιάζανε στο σημείο μηδέν, την κορύφωση μιας καλοκουρδισμένης συμφωνίας από τους υπονόμους και τις σκιες που θα ερχόταν τώρα στο φως, αλλά εκείνη είχε περάσει τις τελευταίες ώρες είτε κρατούμενη του Γκουρού είτε κρατούμενη του πρώην Προστάτη και απρόσμενου σωματοφύλακά της- στην πραγματικότητα όμως, ενώ την είχε πράγματι απελευθερώσει από τα νύχια των φρουρών της πόλης, δεν την είχε απελευθερώσει ουσιαστικά. Ήταν σίγουρα κρατούμενή του, και ας είχε το μικρό τους ταξίδι μια ιδέα περιπετειώδους απόδρασης από κάποια ρομαντική ταινία της νουβέλ βαγκ. Η Άζρα δεν μπορούσε να φύγει- όχι απλώς δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν, αλλά δεν είχε και κανένα προορισμό ή ιδέα για το τι θα μπορούσε να κάνει. Ο σκοπός τους θα προχωρούσε αναμφίβολα και χωρίς αυτήνθα

μπορούσε

κάλλιστα

να

περιμένει

να

ολοκληρωθεί,

επαναδιαπραγματευτεί τη θέση της με τον Γουίλιαμ Κόρβερ.

[225]

και

ύστερα

να


Από την άλλη, αν και ουσιαστικά, δεσμώτης, ο άντρας απέναντί της ενίοτε έδινε την εικόνα ενός παγιδευμένου ανθρώπου. Μια βαριά μελαγχολία συνόδευε τις υπολογισμένες και αυστηρές του κινήσεις, ενώ το βλέμμα του μπορεί να ήταν βλοσυρό και επαγγελματικό, αλλά έκρυβε μια καταπιεσμένη ανησυχία. Η αντιφατικότητά του αυτή τον έβαζε σε μια ιδιότυπη γκρίζα ζώνη: Δεν μπορούσε να καταλάβει, και σε καμία περίπτωση να ρισκάρει να εκτιμήσει, αν ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν φίλος ή εχθρός, παρά το γεγονός ότι βρισκόντουσαν σε μια στιγμή της ιστορίας του κόσμου που τα πάντα είχαν μια καθαρή διπολική υπόσταση. Ήταν ένας απρόσμενος και αστάθμητος παράγοντας, πιθανότατα αναπάντεχος και για την αντίπαλη πλευρά, κάτι που φάνηκε από το μοχθηρό και αποφασισμένο για αίμα βλέμμα του Προστάτη, που ανατίναξε ένα ολόκληρο κτίριο πριν κάποια ώρα. Η αντανακλαστική διαίσθηση της είχε να προσφέρει κάποιες απαντήσεις: Ο εχθρός του εχθρού σου, σε στιγμές σαν και αυτές, δεν μπορεί παρά να είναι φίλος σου. Η Άζρα ένιωθε την παρόρμηση να ασπαστεί μια τέτοια προσέγγιση, αλλά την συγκρατούσε συνεχώς. Ο εχθρός του εχθρού σου, μπορεί να είναι εχθρός του για όλους τους λάθος λόγους του κόσμου- στην διαπάλη μεταξύ δυο κακών, το σωστό δεν είναι να ασπαστείς το λιγότερο κακό, αλλά να γυρίσεις το τραπέζι ανάποδα και να θέσεις ως λάθος την ίδια την διαπάλη. Ίσως ο Γουίλιαμ Κόρβερ να ήταν ένας αποστάτης του ΢ώματός του, ίσως να βγήκε σκάρτος ή ίσως να βγήκε αδύναμος. Πόσες ιστορίες πληγωμένου εγωισμού γνώριζε για ένα κόσμο που δούλευε με κέντρο την ατομικότητα; Ίσως να είχε εγκαταλείψει την πίστη του για το ΢ώμα που τον έχτισε να γίνει αυτό που είναι, αλλά να διατηρούσε στο ακέραιο την πίστη του στα βαθύτερα ιδανικά της Πόλης του, στις θεμελιώδεις αξίες του κόσμου του- η Άζρα όμως δεν νοιαζόταν τόσο για τους Προστάτες, όσο για το να ξεριζώσει αυτές ακριβώς τις αξίες και να τους βάλει φωτιά. Ο αστάθμητος αυτός παράγοντας ήθελε σίγουρα να μάθει τα σχέδιά τους, αλλά φαινόταν να θέλει και κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι σαφές ότι δεν θα γνώριζε ούτε αυτός, όπως και κανένας άλλωστε, για κανένα σχέδιο όταν την παραλάμβανε πρώτη φορά και ξεκινούσε μαζί της την αγωνιώδη τους κούρσσα. ΋χι, αυτή η αγωνία να μάθει ήρθε μεταγενέστερα, και προέκυψε από το αυθάδικο και μεγάλο στόμα της, την μόνη ίσως ψυχολογική της άμυνα απέναντι στο γεγονός ότι βρισκόταν στο στόμα του λύκου και έκανε παρέα με τους κυνόδοντές του. Δεν θα μπορούσε να είναι αυτή η αρχική του πρόθεση- ο Γουίλιαμ Κόρβερ την απήγαγε από τους απαγωγείς της για κάποιο άλλο λόγο.

[226]


‘’Αυτό που κάνατε δέκα χρόνια πριν’’, είπε αυτός σταματώντας μια σιωπή που κούρδιζε αρκετή ώρα για να διαλυθεί, ‘’για όποιο λόγο και να το κάνετε, που δεν με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή, απέτυχε. Μπορεί εμάς να μας φέρατε στα γόνατα, αλλά στην πραγματικότητα σκληρύνατε τα τείχη αυτής της Πόλης. ΋χι μόνο τα τείχη της, αλλά και τα θεμέλιά της, τη Διοίκησή της, εσείς το κάνατε όλο αυτό. Και ξέρεις πως περάσατε στην Ιστορία; Θα σου πω. Δεν περάσατε. Κανείς δεν ξέρει τι έγινε στην Νεκρή Ζώνη, και κανείς δεν θα μάθει ποτέ. ΋τι και αν σχεδιάζετε απόψε, θα περάσει στη λήθη μέχρι να ξημερώσει.’’ Ο τόνος του ήταν πικρός αλλά σίγουρος. Η Άζρα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ανασφαλές πείσμα, παρά την σιγουριά της για την Αποστολή της και την επιτυχία της. ‘’Γιατί μου τα λές όλα αυτά; Προσπαθείς να με συνετίσεις; ΋τι είναι να γίνει, έχει ήδη ξεκινήσει πρώην-Προστάτη. ΋τι σχεδιάζουμε, ήδη γίνεται. Απόψε τελειώνει, αυτό που νομίζεις ότι ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, ανόητε, αλλά στην πραγματικότητα κρατάει πολύ περισσότερο από όσο μπορείς εσύ ή εγώ να θυμηθούμε.’’ ‘’Πρέπει να το έχετε ξαναπεί αυτό το απόψε. Και τότε, πρέπει να το είχατε ξαναπεί. Δεν ήρθε ποτέ’’. ‘’Μαθαίνουμε από τα λάθη μας’’ ‘’Αηδίες!’’, φώναξε δυνατά, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Θα μπορούσε να είναι

μια

κίνηση

αυταρχισμού,

να

δείξει

την

ανωτερότητά

του,

αλλά

στην

πραγματικότητα ήταν μια επιμελώς κρυμμένη αμφιβολία. Η Άζρα χαμογέλασε ειρωνικά. ‘’Αυτή η πόλη, δεν είναι η Νεκρή Ζώνη’’, συνέχισε φωνάζοντας. ‘’Παρακολουθείται εικοσιπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο. Και πρόσεξέ με- οι Προστάτες είναι αυτοί που πλέον δεν κάνουν λάθη. ΋πως έπιασαν εσένα, θα σας πιάσουν όλους’’ ‘’Είμαι εδώ, δεν είμαι;’’, απάντησε αυτή, διατηρώντας ένα μειδίαμα που σιγά σιγά τον εξόργιζε. Αυτός ξεφύσηξε δυνατά. ‘’Φάρη σε μένα’’ ‘’Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει επιτέλους να συζητήσουμε’’ Κοιτάχτηκαν για λίγη ώρα. ‘’Σο πραγματικό ερώτημα’’, του είπε προσπαθώντας να γυρίσει την ιεραρχία της συζήτησης, ‘’είναι για ποιο λόγο εσύ παριστάνεις τον από μηχανής θεό σε αυτήν την τραγωδία. Πάντα ήθελα να ξέρω- τι είναι αυτό που κάνει ένα προδότη; Ποια είναι η ικανοποίηση, ποια είναι η διαδικασία σκέψης; Ξέρεις, εκτιμώ αυτό που κάνεις για

[227]


μένα, με κάποιο τρόπο, αλλά από την άλλη, δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένας Προστάτης, έστω και πρώην, θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει ενάντια στους ομοίους του. Δεν έχετε κάτι..ειδικούς κανόνες για κάτι τέτοια;’’ Αυτός σταύρωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και περπάτησε αργά προς το μικρό παράθυρο. ‘’Ο καθένας φτιάχνει τους δικούς του κανόνες.’’ ‘’Κλισέ..’’ Γύρισε προς το μέρος της. ‘’΋χι, καθόλου. Εδώ μπροστά σου, γίνεται αυτή τη στιγμή. Αυτοί είναι οι δικοί μου κανόνες. Δεν θα βρεις βαθύτερη αιτία από αυτήν. Ούτε και κάτι πιο αληθινό. Υτιάχνω τους δικούς μου γιατί κουράστηκα να βλέπω τους ψευδεπίγραφους που υπήρχαν έτοιμοι σε συσκευασία. Κουράστηκα να βλέπω ανθρώπους με την ψευδαίσθηση των κανόνων που τους χαρίζουν- ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο φάσμα επιλογών, που όλες όμως στροβιλίζονται γύρω από τον ίδιο πυρήνα χωρίς να παρεκλίνουν ούτε χιλιοστό. Σίποτα δεν αντιστέκεται στον πυρήνα, στην Πόλη. Βαρέθηκα να βλέπω ακόμα και γνήσιες και αληθινές τάσεις φυγής να αποκτούν μια ροπή προς τα έξω, προς την κατεύθυνση να αποκτήσουν πραγματικά τους δικούς τους κανόνες, και να σκάνε πάνω στα τείχη της πόλης σαν κύματα. Ακόμα και τα τείχη δεν διαβρώνονται έστω από τα χτυπήματα- αντίθετα, διαβρώνουν τα κύματα και αυτά γυρίζουν πίσω, και ύστερα δεν είναι παρά δίνες από κάποιο βότσαλο σε ήρεμη λίμνη. Μην με ξαναπείς προδότη. Δεν είμαι προδότης για κανέναν. Δεν έφτιαξα εγώ αυτό που είμαι, καταδικάστηκα για να είμαι αυτό που είμαι, αλλά έχω την απόλυτη ευθύνη για αυτό που θα κάνω και για αυτό που θα είμαι. Και να αισθάνεσαι τυχερή που βρέθηκα στο δρόμο σου- αν δεν ήμουν εγώ, θα σε είχαν τώρα στα χέρια τους, και ότι και αν ετοιμάζετε θα ήταν ήδη εν γνώσει τους…’’ Η Άζρα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. ‘’Πέρα από τις ασυνάρτητες φιλοσοφίες σου, πρέπει να καταλάβεις κάτι ακόμα’’, του είπε. ‘’Δεν ήρθα εδώ για να λυγίσω από έναν εκφοβισμό. Δεν θα είχε αλλάξει τίποτα αν δεν εμφανιζόσουν εσύ, μπορεί να γλίτωνα τα βασανιστήριά σας αλλά και πάλι θα…’’ ‘’Βασανιστήρια;’’,

την

έκοψε

αυστηρά.

‘’Βασανιστήρια;

Αυτό

πιστεύεις;

Βασανιστήρια;’’ Γέλασε κάπως ειρωνικά και την πλησίασε και άλλο. ‘’Υτωχό μου κορίτσι, δεν υπάρχουν πια βασανιστήρια εδώ. Μην μπερδεύεσαι με τον Γκουρού, ο Γκουρού είναι ένα απομεινάρι μιας παλιάς εποχής που προσπαθεί να

[228]


μπει στο ρεύμα. Σο ρεύμα στην πραγματικότητα τον έχει προσπεράσει ανεπιστρεπτί και δεν το ξέρει ακόμα. Είδες τους δρόμους, όπως ερχόμασταν, τα κτίρια, τους ανθρώπους; Είδες το μεγαλείο της εξέλιξης, μιας στενά περιορισμένης εξέλιξης σε αυτά τα ..τείχη, αλλά πραγματικής. Η σκέψη, η καινοτομία, η εξέλιξη, δεν σταμάτησε ποτέ- θα έλεγε κάποιος ότι βρήκε και ώθηση στην Μεγάλη Καταστροφή. Δεν υπάρχουν πια βασανιστήρια, Άζρα. Θα σε ταίσουν με το ζόρι με ένα χάπι, μισό γραμμάριο μιας σκόνης καλυμένης με λεπτό άγευστο υμένιο, και θα τους πεις όλα όσα χρειάζονται και ύστερα θα χορεύεις στο ρυθμό που θα σου επιβάλλουν.’’ Η Άζρα χαμογελούσε από ένα σημείο και μετά. ‘’΢ου φαίνεται αστείο;’’, τη ρώτησε. Αυτή κούνησε το κεφάλι της. ‘’Αυτό που λες; ΋χι. Είναι τρομακτικό πράγματι. Απλά χαμογελάω γιατί είχα καιρό να ακούσω για την ’μεγάλη καταστροφή’. ’’ Ο Γουίλιαμ κοντοστάθηκε, την κοίταξε ερευνητικά και ύστερα πισωπάτησε. Οι κόρες των ματιών του ήταν σε διαστολή και έπαιζαν ελαφρά. Όστερα, το ύφος του άλλαξε και κάπως μαλάκωσε, έγινε πιο ανθρώπινο και αρκετά λιγότερο κυριαρχικό. ‘’Σι εννοείς;’’, την ρώτησε. ‘’Φτύπησα

κάποιο

νεύρο

αμφιβολίας

πρώην

Προστάτη;’’,

απάντησε

αυτή

σαρκαστικά. ‘’Τπάρχει μήπως κάποιος μικρός σπόρος αμφισβήτησης εκεί μέσα;’’ Αυτός δεν μίλησε καθόλου, και συνέχισε να την κοιτάει με προσμονή. ΢κέφτηκε ότι θα μπορούσε να του πει πάρα πολλά, δεν είχε άλλωστε να χάσει κάτι. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί, ούτε αυτή ούτε και κανένας τους, ότι θα μπορούσε ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος της Έρθ, πόσο μάλλον ένας Προστάτης, να αμφιβάλει για το τι συνέβαινε έξω από τα Σείχη της, ή έστω να προβληματίζεται για αυτό. Αυτός όμως φαινόταν να έχει γνήσια και ειλικρινή απορία. Αυτός, φαινόταν διαφορετικός. Έκανε να πει κάτι, αλλά ένας μικρός διακριτικός βόμβος που ακούστηκε από κάποια τσέπη του, την διέκοψε. Ήταν ένα λεπτό, διακριτικό σήμα, τριών μικρών επαναλήψεων. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έμοιασε σαν να βγήκε από κάποιο λήθαργο, και πετάχτηκε όρθιος, κρατώντας σφιχτά την τσέπη του τζάκετ του απ’έξω. Η Άζρα τον κοίταξε κάπως αγχωμένη, και κάτι πήγε να ρωτήσει, αλλά το χέρι του προσγειώθηκε με ταχύτητα μπροστά από το στόμα της και με το άλλο σχημάτισε μια χειρονομία που της επέβαλε ησυχία. Αφού σιγουρεύτηκε ότι αυτή δεν θα μιλούσε, έτρεξε προς τον διακόπτη του φωτός και το χαμήλωσε λίγο ακόμα, έτσι που τώρα ήταν σχεδόν σκοτάδι. Η Άζρα έκανε να σηκωθεί από την καρέκλα της, αλλά ξανά με το χέρι του την πρόσταξε σιωπηλά να

[229]


μείνει στην θέση της. Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και έμεινε ακίνητος, περιμένοντας. Για αρκετές στιγμές, δεν έγινε απολύτως τίποτα, δεν ακουγόταν ούτε η αναπνοή τους. Όστερα, ο μικρός βόμβος, πιο κοφτός και διαπεραστικός αυτή τη φορά, αλλά και πολύ πιο σύντομος, έκοψε την σιωπή και τον έκανε να λυγίσει το κεφάλι του προς τα κάτω, σαν να έπεσε ξαφνικά όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του. ‘’Σι στο διάολο;’’, ψιθύρισε τελικά αυτή, αλλά έντονα. Αυτός αναστέναξε. Ο Γουίλιαμ άργησε να απαντήσει, είχε τώρα μια έκφραση απογοήτευσης, κοιτώντας πάντα χαμηλά. Μετά από λίγο, ανασκουμπώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας προς το διάδρομο. Έκανε δυο βήματα έξω από το δωμάτιο, και πριν βγει γύρισε και την κοίταξε. Σο βλέμμα του τώρα ήταν σπαρακτικό, μέσα στο μισοσκόταδο. Η Άζρα δεν μπόρεσε παρά να νιώσει λύπη για αυτόν. Αλλά και φόβο για την ίδια. ‘’Μείνε εδώ, σε παρακαλώ’’, της είπε με χαμηλή φωνή. ‘’΋λα είναι υπό έλεγχο.’’ Σο είπε, αλλά δεν φαινόταν να το πίστευε. Δεν τον πίστεψε. Αλλά από την άλλη, δεν είχε πολλές διαφορετικές εναλλακτικές από το να μείνει στην θέση της, καθώς η μελαγχολική του σιλουέτα γλίστρησε αθόρυβα προς τον διάδρομο και εξαφανίστηκε περπατώντας προς το χωλ. Ένας υπόκωφος θόρυβος από τον πρώτο όροφο επιβεβαίωσε τους φόβους της- κάποιος ήταν εκεί, κάποιος τους είχε βρει. Ο Γουίλιαμ προχώρησε αργά μέχρι το τέλος του διαδρόμου και στάθηκε πριν μπει στο σκοτεινό χωλ. Από το ένα παράθυρο έμπαινε το φως του ήλιου, καθώς χτυπούσε πάνω στο φεγγάρι και ερχόταν ως ασημένια αντανάκλαση στην Γη. Σο φεγγάρι ήταν ένας παραμορφωτικός καθρέπτης- το ζωογόνο, ζεστό φως του ήλιου ήταν τώρα ένα γαλαζωπό, νεκρικό φως, συνοδός σκοτεινών πλασμάτων της νύχτας και ένοχων μυστικών. Ακούμπησε τον ώμο του στο κάσωμα της πόρτας και αφουγκράστηκε την σιωπή. Μπορούσε να ακούσει τα πάντα- η βουή της πόλης ήταν το ρυθμικό υπόστρωμα μιας μελωδικής ησυχίας, γεμάτης νότες. Η αναπνοή του, αργή και σταθερή. Ο χτύπος της καρδιάς του, ρυθμικό μα πένθιμο ταμπούρλο που αναγγέλει θυσία προς κάποιον αρχαίο δεσποτικό θεό. Ένα ελαφρύ τρίξιμο στην καρέκλα από το μέσα δωμάτιο, η Άζρα είναι νευρική, και δικαιολογημένα. Ένας όχι πολύ μακρινός γρύλλος στο ερωτικό του

[230]


κάλεσμα. Και φυσικά, ένα σίγουρο και διακριτικό βήμα, που τώρα ακουμπούσε το πρώτο σκαλί της εσωτερικής σκάλας. Σο τρίτο σκαλί έκανε ένα ελαφρύ τρίξιμο, και τα βήματα σταμάτησαν για να αφουγκραστεί και ο εισβολέας με την σειρά του. Πέρασαν κάποιες στιγμές, άκουγε μόνο τον επίμονο χτύπο της καρδιάς του. Έριξε ένα βλέμμα ολόγυρά του, προσπαθώντας να δει έξω από τα παράθυρα. ΢ε περίπτωση που πράγματι τον είχαν βρει, το πιο πιθανό ήταν να έχουν περικυκλώσει το σπίτι και να ετοίμαζαν μια καλά μελετημένη ταυτόχρονη εισβολή. Σο πιο πιθανό θα ήταν να μην μπορεί να τους αντιμετωπίσει, ειδικά αν ήταν Προστάτες. Ίσως θα έπρεπε να είχε σχεδιάσει και κάποια διαφυγή- η Άζρα ήταν πολύτιμη για αυτόν, ίσως να μην είχε ποτέ άλλη ευκαιρία, αλλά αν τον πιάνανε θα ήταν όλα εντελώς χαμένα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν λογικό τρόπο για να τον βρουν εκεί- το σπίτι άλλωστε το είχε διαλέξει και ετοιμάσει πολύ καιρό πριν. Ένα ακόμα απαλό βήμα, σαν χάδι πάνω στην σκάλα. Δεν είχε χρόνο για να καταστρώσει ένα καινούριο σχέδιο, έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό που ερχόταν. Παρέμεινε στη θέση του. Ακόμα ένα βήμα. Σο κεφάλι της ξεπρόβαλλε στο μισοσκόταδο, τυλιγμένο στο χλωμό φως που τρύπωνε από τα στόρια και τις κουρτίνες. ΋ταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν εκείνη, και όταν εκείνη τον είδε με την σειρά της, να στέκεται στον διάδρομο του χωλ, έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή μόνο και πήρε μια βαθιά, παρατεταμένη ανάσα. Ο ρυθμός της καρδιάς του τώρα ξεπερνούσε τα όρια που την είχε μάθει, ή καλύτερα εκπαιδεύσει, να χτυπάει. Ακούστηκε και από την μεριά της ένας αναστεναγμός, και στάθηκε απέναντί του, με τα χέρια στη μέση της. ‘’Γουίλιαμ’’, του είπε, σαν να έβρισκε το παιδί που είχε ξεχαστεί στο διάλλειμα και είχε αργήσει να μπει στο μάθημα. ‘’Φόλυ’’, της απάντησε, σαν καταραμένος εραστής. Κοιταχτήκανε. Σα βλέμματά τους ήταν φορτισμένα, σπινθήριζαν στο σκοτεινό δωμάτιο. Ο Γουίλιαμ είχε αρκετές φορές φαντασιωθεί μια τέτοια συνάντηση- υπό πολύ διαφορετικές προϋποθέσεις βέβαια. Εκείνη, αν και διέκρινε κυρίως την σιλουέτα και το υγρό της βλέμμα, ήταν όμορφη. Σα μαλλιά της ήταν κοντά, με κάποιες ασημένιες λωρίδες στο ύψος των κροτάφων και μικρές ατημέλητες αφέλειες έπεφταν άτακτα στο

[231]


μέτωπό της. Σα κάπως πεταχτά αυτιά της ξετρύπωναν στο ύψος των ασημένιων βαφών. Η μύτη της διατηρούσε την γαλλική φινέτσα της- την θυμόταν να γελάει και την άκρη της μύτης να κοιτάει σχεδόν προς τα πάνω. Πάντα του άρεσε αυτό. Παρατήρησε το εβένινο λείο γάντι στο δεξί της χέρι. ΢κέφτηκε ότι θα ήθελε να της πει ότι δεν την θυμάται πιο όμορφη. ‘’Πάχυνες, Γουίλιαμ’’, είπε αυτή τελικά πρώτη, διακόπτωντας την παρατεταμένη ησυχία τους. Φαμογελούσε; Ένιωσε λίγο πιο άσχημα από όσο θα ήθελε με αυτό το σχόλιο. ‘’Ευχαριστώ γλυκιά μου.’’, απάντησε. ‘’Σι κάνει ο Λάνς;’’, συμπλήρωσε κάπως δηκτικά. ΢ίγουρα χαμογελούσε. ‘’Ο Λάνς; Μια χαρά. Πολύ καλά. Είναι πολύ καλός στο σεξ, ξέρεις’’, απάντησε αυτή. Ο Γουίλιαμ έσφιξε την γροθιά του. ‘’Δεν αμφιβάλω. Αν και ένας σκύλος ίσως ήταν καλύτερη επιλογή. ΢τους ανθρώπους και τις γάτες μπορεί να είναι λίγο ενοχλητικό, το να κάνεις το αφεντικό. Πως εκπαίδευσες τον Λάρυ, αλήθεια;’’ Σην είδε που ανασήκωσε τα φρύδια της κάπως ειρωνικά. ‘’Μπα, δεν χρειάστηκε εκπαίδευση. ΄Ηθελα κάτι έτοιμο αυτή τη φορά, για αλλαγή. Είναι λίγο κουραστικό ξέρεις, να χρειάζεται να μαθαίνεις σε κάποιον ότι θα πρέπει να χέζει στην βόλτα και όχι στην κρεβατοκάμαρα. Αλλά ας αφήσουμε τον Λάρυ τώρα. Εσύ, ας μιλήσουμε για σένα. Σι κάνεις Γουίλιαμ; Πως είναι το αυτοκίνητο;’’ Ο Γουίλιαμ ένιωσε τον επιθετικό σαρκασμό της. Κάθε της λέξη ήταν επιλεγμένη προσοχή. Ίσως η τελευταία κουβέντα που θυμόταν από αυτήν ήταν ‘’να προσέχεις το αυτοκίνητο’’. ΋ταν ήθελε, η ειρωνία της μπορούσε κυριολεκτικά να σε γδάρει. ‘’Παραμένει πιο ενδιαφέρον’’, είπε. Όστερα, αποφάσισε να μην συνεχίσει άλλο. ‘’Πως με βρήκες;’’, τη ρώτησε. Αυτή έκανε μερικά βήματα προς το παράθυρο και κούνησε τις κουρτίνες ώστε να μπει λίγο περισσότερο φως. ‘’Έχει σημασία;’’, τον ρώτησε κοιτώντας προς τον πίσω κήπο του κτίσματος. Σο χλωμό φως του φεγγαριού χάιδευε το πρόσωπό της και τα ψηλά ζυγωματικά της. Αυτή η χαλαρή συζήτηση δεν θα κρατούσε πολύ ακόμα. ‘’΢ημασία έχει ότι σε βρήκα. Η έφεσή σου στην μαλακία βλέπω δεν έχει υποχωρήσει Γουίλιαμ. Έκανες πολλές ζημιές

[232]


σήμερα, περισσότερες ίσως και από όσες περίμενα από σένα. Ο ΢αμ είναι ιδιαίτερα εκνευρισμένος μαζί σου. ΋λοι είμαστε ιδιαίτερα εκνευρισμένοι μαζί σου’’. ‘’Ο ΢αμ φέρθηκε σαν παιδί’’, είπε αυτός ξερά. Η Φόλυ πισωπάτησε και ύστερα γύρισε προς το μέρος του. Σώρα ήταν σε τέσσερα βήματα απόσταση, μπορούσε να μυρίσει το απαλό της άρωμα. Σου φαινόταν ξένο από όσα είχε συνηθίσει να μυρίζει πάνω της. ‘’Πράγματι’’, του απάντησε αναστενάζοντας με επαγγελματική απάθεια. ‘’Σου το ανέφερα κιόλας. Αλλά τώρα τα παιδιά είναι σπίτι για ύπνο Γουίλιαμ. Είναι εδώ η μαμά, και είναι πολύ κουρασμένη για να παίξει άλλο. Ελπίζω να το καταλαβαίνεις αυτό’’ Αυτός έσφιξε κάπως τα χείλη του. Σο καταλάβαινε στην πραγματικότητα. Η Φόλυ Σζένκινς έλεγε πάντα πολλά, αλλά ποτέ δεν απειλούσε χωρίς να το εννοεί. Σο παιχνίδι ήταν σχεδόν χαμένο, από την ώρα που εμφανίστηκε αυτή στο χωλ του δευτέρου ορόφου. ‘’Δεν καταλαβαίνεις Φόλυ’’, της είπε τελικά, με κάποια ηττοπάθεια και καμουφλαρισμένη παράκληση. ‘’Δεν έχεις βαρεθεί να μου το λες αυτό;’’, του απάντησε αυτή κάπως πιο αυστηρά. Ο τόνος της τώρα γινόταν πιο επιθετικός. ‘’Δοκίμασέ με. Εξήγησέ μου. Δώσε μου ένα γαμημένο επιχείρημα. Μια σειρά σκέψης. ΋χι Γουίλιαμ. Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Σίποτα. Πέρασες δέκα χρόνια στην αφασία, και συνεχίζεις να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Αλλά τώρα τα έκανες τελείως σκατά. Σώρα δεν συγχωρούνται λάθη.’’ ‘’Δεν κάνω κανένα λάθος’’, της απάντησε με σιγουριά. Αυτή απλά κούνησε το κεφάλι της, κάπως αποδοκιμαστικά. Αυτή η κίνηση, χαρακτηριστική και γνωστή σε αυτόν, τον χτύπησε στο νευρικό σύστημα σαν βελόνα. Ανέπνευσε κοφτά από τη μύτη. Η Φόλυ θα έκανε την κίνησή της, από στιγμή σε στιγμή. ‘’Σελείωσε Γουίλιαμ. Σελείωσε’’. ΢ε αυτές τις λέξεις όλοι του οι μυς βρέθηκαν σε ετοιμότητα. Πάτησε γερά και άφησε τον ώμο του από το κάσωμα της πόρτας. Η Φόλυ έκανε ένα μικρό βήμα και την παρατήρησε να σφίγγει και να ξεσφίγγει την γροθιά της. Πριν προλάβουν να αλλάξουν άλλη κουβέντα, ένας δυνατός ήχος ακούστηκε από τα μέσα δωμάτια, σαν καρέκλα που σέρνεται στο πάτωμα. Ο Γουίλιαμ κράτησε την αναπνοή του. Η Φόλυ χαμογέλασε μοχθηρά. ‘’Νομίζω ότι η κοπέλα πρέπει να έρθει μαζί μου’’, είπε και έκανε άλλο ένα βήμα. Πριν φτάσει μπροστά του, κοντοστάθηκε. ‘’Ξέρεις τι; Δεν έχω πράγματι καταλάβει ακόμα. Σι σου είναι αυτή η κοπέλα; Είναι μήπως γκόμενά σου;’’

[233]


Ο Γουίλιαμ δεν απάντησε. Σην κοιτούσε αναπνέοντας από την μύτη και έσφιγγε τους μυς του, έτοιμος να αμυνθεί. Δεν θα την άφηνε χωρίς μάχη. ‘’Βασικά δεν με νοιάζει’’, είπε τελικά αυτή και προχώρησε μπροστά, σαν να ήθελε να τον προσπεράσει. Σο σώμα του της έκλεισε τον δρόμο, το χέρι της πήγε να τον σπρώξει, αυτός το σταμάτησε, ύστερα άλλο ένα σπρώξιμο, μια απόπειρα να τον ρίξει με το πόδι της. ΢χεδόν χορογραφημένες, κοφτές κινήσεις με μεγάλη δύναμη, απότοκα σκληρής εκπαίδευσης, που εξουδετέρωνε η μια την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο πάλεψαν για λίγο ακόμα, μέχρι που βρέθηκαν σχεδόν αγκαλιασμένοι. Η Φόλυ είχε το πρόσωπό της στο ύψος του ώμου του, και σταμάτησε προς στιγμήν να προσπαθεί να τον προσπεράσει. Γύρισε αργά το κεφάλι της και ανέπνευσε στο αυτί του. Ο Γουίλιαμ ανατρίχασε στην αίσθηση και ξεροκατάπιε. ‘’Σι σκατά νομίζεις ότι κάνεις τώρα;’’, του είπε ψιθυριστά, σαν να τον χάιδευε με τη φωνή της αλλά ταυτόχρονα απειλώντας τον θανάσιμα. Αυτός πίεσε το σώμα του πάνω της. Ήταν πράγματι τώρα σαν να χορεύουν κάποιον αισθησιακό χορό. Υόβος, πείσμα αλλά και πόθος είχαν κατακλύσει τα κύτταρά του. Ένιωσε να ζαλίζεται από την παρουσία της. Προσπάθησε να κάνει ξεκάθαρο με το σώμα του ότι δεν θα την άφηνε να περάσει- τουλάχιστον όχι χωρίς μάχη. ΢αν απάντηση, οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Ένας μικρός μπάσος ήχος, χαμηλής συχνότητας, συνόδευσε μια μικρή λάμψη από χαμηλά, στο ύψος της παλάμης της. ΢αν απάντηση, έσφιξε ακόμα περισσότερο το σώμα του πάνω της, αφήνοντας την αυταπάρνησή του να της δείξει ότι ήταν αποφασισμένος. Η Φόλυ ένιωσε κάτι σκληρό στο ύψος της λεκάνης της. ‘’Λοιπόν’’, είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. ‘’Δεν περίμενα ότι θα το πω ποτέ αυτό, αλλά αυτό είναι όπλο ή απλά χάρηκες πολύ που με είδ…’’ ‘’Είναι τέιζερ Φόλυ’’, την διέκοψε αυτός, με τη φωνή του να έχει μια νότα απολογίας. Αυτή τον κοίταξε με έκπληξη. Σα μεγάλα της μάτια καρφώθηκαν ορθάνοιχτα πάνω στα δικά του. Δεν πρόλαβε να πει την παραμικρή λέξη, ή να έχει την παραμικρή αντίδραση. Ένα ισχυρό ηλεκτρικό σοκ, στο ύψος της μέσης της την τίναξε σαν ψάρι που τραβιέται στα βράχια με πετονιά και την απώθησε προς τα πίσω, χωρίς ισορροπία, προκαλώντας μια ακαριαία πικρή γεύση στο στόμα της. Με σβέλτες κινήσεις, το χέρι του Γουίλιαμ τη χτύπησε με δύναμη στο στέρνο, ανοιχτή παλάμη, και την έσπρωξε προς τα πίσω. Η Φόλυ προσγειώθηκε με δύναμη στο μικρό γυάλινο τραπεζάκι,

[234]


σπάζοντας το στο πέσιμό της, ενώ μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις φώτισαν τα ακροδάχτυλά της. Ακόμα και η κραυγή της ήταν πνιχτή και υπόκωφη από τον αναπάντεχο αιφνιδιασμό, καθώς έπεφτε με δύναμη στο έδαφος. ‘’Άζρα!’’, ούρλιαξε αυτός. ‘’Σρέχα εδώ ΣΨΡΑ’’. Ακούστηκε ένας γρήγορος βηματισμός. Η Άζρα όμως πέρασε κάθετα το διάδρομο, και βρέθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Άκουσε το παραθυρόφυλλο να ανοίγει με δύναμη. ΢κατά. ‘’Άζρα!’’, φώναξε πάλι.

Έριξε μια γρήγορη ματιά στην Φόλυ, που ήταν ακόμα

ανάσκελα στο έδαφος, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Όστερα, έτρεξε προς τα μέσα και μπήκε στο δίπλα δωμάτιο. Σο παράθυρο για το μικρό μπαλκονάκι που έβλεπε στην πίσω αυλή, ήταν ορθάνοιχτο. Πανικόβλητος, έτρεξε γρήγορα και κοίταξε από το μπαλκόνι. ‘Άζρα!’’, φώναξε για άλλη μια φορά. Η πίσω αυλή αποτελούταν από δυο μέρη. Ακριβώς μπροστά του ήταν ένας ημιυπαίθριος χώρος, με μια ξύλινη πέργκολα και λεπτό ημιδιάφανο τζάμι να τον σκεπάζει, όπου υπήρχε μια πισίνα. Ακριβώς μπροστά ήταν ένα σχεδόν τετράγωνο μικρό οικόπεδο, με μικρά φιδωτά διαδρομάκια από μάρμαρο ανάμεσα στο γκαζόν και μια σειρά από δενδρύλλια λίγο πριν τον ξύλινο φράχτη ενός περίπου μέτρου που διαχώριζε το σπίτι από το γειτονικό. Μετά από λίγο, πρόλαβε να την δει, στο ύψος του φράχτη, να τραβιέται για να τον υπερπηδήσει. Καθώς στάθηκε πάνω του, γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Θα ορκιζόταν ότι πριν χαθεί, του έκλεισε το μάτι. Κοίταξε προς τα κάτω να βρει ένα καλό σημείο για να πηδήξει και να την κυνηγήσει, αλλά μια κάπως βραχνή φωνή τον πάγωσε στην θέση του. ‘’Υοράει τα ρούχα μου;’’, ρώτησε η φωνή αυστηρά. Ο Γουίλιαμ γύρισε απότομα για να δει την Φόλυ ακριβώς μπροστά του. ‘’Μπάσταρδε’’, του είπε αυτή, κάπως αναμαλλιασμένη. Πριν προλάβει να σηκώσει το χέρι του απέναντί της, ένα γερό χτύπημα ακριβώς στο διάφραγμα του έκοψε την ανάσα. Όστερα, ένα κοφτό άπερκατ τον βρήκε ακριβώς στο σαγόνι και τίναξε το κεφάλι του προς τα πάνω, σαν να ήθελε να διπλωθεί ανάποδα. Πριν επανέλθει, η Φόλυ έκανε μια περιστροφή και τον βρήκε ξανά στο στήθος με την φτέρνα της, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Ο Γουίλιαμ έμεινε λίγο μετέωρος, αλλά αμέσως μετά το βάρος του τον οδήγησε προς τα κάτω. Η πτώση του κράτησε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, και

[235]


ύστερα διαπέρασε το λεπτό τζάμι που έσπασε σε εκατοντάδες μικρά θραύσματα. Αμέσως μετά, προσγειώθηκε σχεδόν με το πρόσωπο δίπλα ακριβώς από την πισίνα. ‘’Ουπς! Αστόχησα’’, φώναξε η Φόλυ από το μπαλκόνι, αλλά δεν άκουσε τίποτα πέρα από ένα έντονο βουητό στα αυτιά του. Σο πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν πολυάριθμοι μικροί κοφτεροί πόνοι στα χέρια και τους ώμους του, και ύστερα ένας πιο έντονος πόνος σκέπασε όλους τους υπόλοιπους, ερχόμενος από το κεφάλι του. Αναπνέοντας με δύσκολία, προσπάθησε να συρθεί με μικρά βογγητά. Είχε πολλά μικρά κοψίματα από το γυαλί στα χέρια του, και κάποιο χτύπημα στο κεφάλι. ΢ύρθηκε μόνο για μερικά εκατοστά, όταν η Φόλυ προσγειώθηκε αέρινα δίπλα του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τις μπότες της να περπατούν κοντά του. ΢υγκέντρωσε τις δυνάμεις του και προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του τον κράτησε κάτω. Αυτή τη φορά έβγαλε μια κραυγή πόνου και άφησε το σώμα του να κάνει μια πλήρη περιστροφή στο έδαφος για να απομακρυνθεί. Η Φόλυ φάνηκε να του άφησε λίγο χρόνο, και έτσι βρέθηκε στο ένα γόνατο, προσπαθώντας να σηκωθεί. Σην κοίταξε προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του. Σο βλέμμα της το ήξερε- πεισμωμένο, αποφασισμένο, αδύνατον να συγχωρέσει. Έσκυψε προς το μέρος του. ‘’Με πόνεσες Γουίλιαμ’’, του είπε. Αυτός σχεδόν σηκώθηκε όρθιος, και έπιασε τα γόνατά του. ‘’Φόλυ…εγώ..’’, προσπάθησε να πει κάτι, αλλά η Φόλυ δεν θα του άφηνε κανένα περιθώριο να μιλήσει ακόμα. Με μια κίνηση του χεριού της και ένα απαλό τέντωμα των δαχτύλων της, ένας παλμός τον χτύπησε στην κοιλιά, σαν ένα τεράστιο σφυρί από πεπιεσμένο αέρα. Έβγαλε ένα πνιχτό ήχο και εκτοξεύτηκε αρκετά πόδια πιο πίσω, σχίζοντας το τεντωμένο πάνινο παραβάν του ημιυπαίθριου χώρου. Σο σώμα του προσγειώθηκε ατσούμπαλα στο υγρό γκαζόν και έμεινε εκεί ακίνητος. ΋ταν άνοιξε τα μάτια του, είδε πάλι τις μπότες της Φόλυ να πλησιάζουν, και προσπάθησε ξανά να συνέλθει, κάπως πιο πανικόβλητος πλέον. Ο σταθερός αλλά σαδιστικά αργός της βηματισμός σταμάτησε λίγα εκατοστά μπροστά στο πρόσωπό του. Η Φόλυ σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της και το έτεινε προς το μέρος του, οδηγώντας τον να σφίξει τα μάτια του περιμένοντας το επόμενο χτύπημα. Με το άλλο της χέρι ακούμπησε το λοβό του αυτιού της. ‘’Φόλυ Σζένκινς εδώ’’, την άκουσε να λέει, μέσα σε ένα βουητό από κόρνες και σκληρά μπάσα στα αυτιά του. ‘’Έχω τον Γουίλιαμ Κόρβερ, οδός Πετιφλάουερ 156,

[236]


Βόρειος Σομέας. Ενεργοποιώ τον εντοπισμό θέσης. Η ΢φήκα βρίσκεται πεζή, δυο λεπτά απόσταση,

επαναλαμβάνω,

πεζή

και

προς

οποιαδήποτε

κατεύθυνση.

Κλείνετε

περιμετρικά, ακτίνα κύκλου πέντε τετραγώνων, και κλείνετε προς τα μέσα’’ ΋σο μιλούσε, ο Γουίλιαμ έβαλε τα χέρια του, παλάμες κάτω, στο υγρό γρασίδι, και προσπάθησε να ανασηκωθεί αγκομαχώντας. Η Φόλυ σήκωσε το προτεταμένο της χέρι σαν να κρατούσε ένα αυγό, με την παλάμη κυρτή προς τα πάνω. Καθώς ο Γουίλιαμ ανασηκώθηκε περίπου δυο εκατοστά, το κατέβασε με δύναμη σαν να έριχνε το αυγό για ομελέτα. Ξανά, ο Γουίλιαμ ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη, που τον τίναξε με δύναμη ξανά πάνω στο γκαζόν, με το πρόσωπό του να βυθίζεται μέσα στην μαλακή λάσπη. Πεισματάρικα, ο Γουίλιαμ ξαναέκανε την ίδια κίνηση να ανασηκωθεί. Ίσως επειδή τον λυπήθηκε, ή ίσως επειδή όλα είχαν τελειώσει πια, η Φόλυ δεν τον ξαναχτύπησε για να μείνει κάτω. Αντίθετα, του έδωσε μερικά δευτερόλπετα που του ήταν αρκετά για να σταθεί περίπου στα τέσσερα. Ο ήχος της αναπνοής του ήταν στρίγγος και φανέρωνε υπερπροσπάθεια για κάθε ανάσα. Μπορούσε να νιώσει αίμα στην περιοχή των ώμων του, αλλά και ένα δονούμενο αμόνι στα πνευμόνια του. Παρ’όλα αυτά, ανασηκώθηκε και γύρισε σχεδόν καθιστός, στηριζόμενος στους αγκώνες του. Απέναντί του, το χέρι της προτεταμένο, το βλέμμα της αποφασισμένο αλλά και ταυτόχρονα στοργικό. Υυσικά, αν ήθελε, θα μπορούσε να τον σκοτώσει στην στιγμή. Άρχισε να σέρνει το κορμί του προς τα πίσω, για να απομακρυνθεί. Αυτή έμενε ακίνητη, και τον κοίταζε με το ίδιο αντιφατικό βλέμμα. ‘’΋λα τελείωσαν Γουίλιαμ’’, του είπε και με ένα μικρό τίναγμα των δαχτύλων της τον ξάπλωσε σχεδόν ανάσκελα. Αυτή τη φορά το χτύπημα ήταν ελαφρύ και ο πόνος ανεκτός. Ο Γουίλιαμ αξιοποίησε την ώθηση και πίεσε τον εαυτό του ακόμα πιο πίσω. ‘’Ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι τώρα’’, συμπλήρωσε αυτή, με άλλο ένα μικρό τίναγμα. Ο συνδυασμός του πόνου και των συνεχών χτυπημάτων τον οδήγησαν να βγάλει μια κραυγή. ΢ε μια έκρηξη εναπομείνουσας δύναμης, ο Γουίλιαμ μπουσούλησε με δύναμη προς τα πίσω, μέχρι που στάθηκε ανάμεσα σε δυο δενδρύλλια. Η Φόλυ τώρα κούνησε ελαφρώς το κεφάλι της προς τα δεξιά, σαν να του έδειχνε ότι τον λυπάται. ‘’Δεν έχω- γκουχ-, δεν έχω σπίτι’’, της είπε βραχνά και αδύναμα. Αυτή ανασήκωσε τους ώμους, φαινομενικά αδιάφορα. ‘’Θα σου βρούμε ένα’’, του είπε.

[237]


‘’Που; Γκουχ- ΢το ΢άικεντ μήπως; Ή σε κάποιο μπουντρούμι;’’, Προσπάθησε να κάτσει και να στηριχτεί στο μικρό δεντράκι που ίσως κάποτε μεγάλωνε αρκετά για να γίνει ένα μεγάλο πεύκο. ‘’Είμαι σίγουρη ότι θα βρούμε κάτι κατάλληλο’’, απάντησε ψυχρά εκείνη και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, ξαναπροετοιμάζοντας ένα ακόμα μικρό χτύπημα. Αυτός άπλωσε το χέρι του, σαν να της έλεγε να σταματήσει. ‘’΢υγνώμμη’’, είπε βήχοντας. ‘’Είναι λίγο αργά για απολογίες, δεν νομίζεις; Και επιπλέον, συγνώμμη σε μένα; Αλήθεια;’’ ‘’΋χι, όχι’’, ψιθύρισε αυτός. Όστερα, της έριξε ένα βλέμμα πολύ διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Παρά τον πόνο και την αδυναμία, επιστράτευσε όλη του την δύναμη για να πει τις επόμενες λέξεις με σιγουριά και αποφασιστικότητα. ‘’΋λη η πίσω αυλή είναι παγιδευμένη Φόλυ.’’ Η Φόλυ άλλαξε έκφραση και έγινε πιο σοβαρή. Σην είδε, αδάμαστο, άγριο και υπέροχα όμορφο ζώο, να ενεργοποιεί ξανά όλες τις πολεμικές τις αισθήσεις και μόνο στην απειλή του. ‘’Είναι αργά για να μπλοφάρεις’’, του είπε, περισσότερο για να διασκεδάσει την ανησυχία της. Έριξε μια κλεφτή ματιά ολόγυρά της- δεν θα ήταν καθόλου ωραίο να της ερχόταν άλλο ένα βελάκι με δηλητήριο, όπως στον ΢αμ. ‘’Δεν μπλοφάρω Φόλυ. ΢υγνώμμη. Αλλά δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Γκουχ. ΋χι τώρα, όχι έτσι’’. Η Φόλυ είδε το χέρι του να πηγαίνει πίσω από τον κορμό του μικρού δέντρου. Ο άντρας μπροστά της με το ζόρι μπορούσε να μιλήσει αλλά απέπνεε μια σίγουρη απειλή. ‘’Γουίλιαμ κάτσε φρόνιμα’’, τον πρόσταξε και έκανε δυο βήματα προς το μέρος του, έτοιμη να τον χτυπήσει με μια ακόμα ριπή από το γάντι της. ‘’Μου λείπεις Φόλυ’’, είπε αυτός κάπως μελαγχολικά. ΢το άκουσμα αυτών των λέξεων, η παλάμη της Φόλυ άρχισε να ακτινοβολεί μια πορτοκαλοκίτρινη αύρα. ‘’Υτάνει’’, φώναξε και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του με το χέρι προτεταμένο, έτοιμο για ένα αρκετά πιο δυνατό και επώδυνο χτύπημα στον γονατισμένο άντρα. Για μια μόνο στιγμή, πρόλαβε να τα δει όλα. Ένα μέτρο μπροστά του, μια σειρά από μικρά στρογγυλά προβολάκια αναδύθηκαν μέσα από το γκαζόν, σαν λιλιπούτεια

[238]


περισκόπια υποβρυχίων της λάσπης. Μαζί τους, μια ομοβοντρία από μικρές σκάστρες, ερχόντουσαν από κάθε κατεύθυνση, μια από αυτές μάλιστα ακριβώς μπροστά στα πόδια της, απελευθερώνοντας γκρίζο παχύ καπνό. Οι μικροί προβολείς άναψαν αυτόματα όλοι μαζί, και η πίσω αυλή φωτίστηκε στα λευκά σαν σε κάποια θεατρική παράσταση σε ένα κόσμο ονείρων. Σο εκτυφλωτικό φως τα έκανε όλα διάφανα γύρω της, και την οδήγησε να κλείσει σχεδόν με πόνο τα μάτια της. Η Φόλυ γύρισε την πλάτη της στην μικρή στρατιά των προβολέων και προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της. Ο καπνός από τις πολυάριθμες σκάστρες είχε τώρα φτάσει μέχρι τη μύτη της, μπορούσε να καταλάβει ότι δεν είναι κάποιο δηλητήριο αλλά ένα παραπέτασμα αποπροσανατολισμού. Σρικ. Έπρεπε να σκεφτεί και να κινηθεί γρήγορακαι μόνο η ιδέα ότι ο Γουίλιαμ Κόρβερ θα είχε πιάσει εκείνη στον ύπνο με τα φτηνά του κόλπα και θα το έσκαγε, την τύφλωνε ακόμα περισσότερο. Έτεινε, χωρίς να κοιτάει απ’ευθείας, το χέρι της προς την σειρά από τα φώτα, έτοιμη να ρίξει τουλάχιστον μια ριπή για να σπάσει μερικά από αυτά. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Είχε χάσει όμως ήδη όσα χρειαζόταν εκείνος. Η Φόλυ δεν το είχε ξεχάσει στην πραγματικότητα- ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν από τους καλύτερους Προστάτες όλων τους. Σο πρώτο χτύπημα την βρήκε περίπου στο στομάχι, διπλώνοντας την και υποχρεώνοντας την να γονατίσει. Δεν κατάλαβε τι ακριβώς ήταν, είχε την αίσθηση κάποιου σωληνοειδούς μεταλλικού αντικειμένου. Η Φόλυ έβγαλε μια οξεία κραυγή αγανάκτησης και πόνου. Ο Γουίλιαμ δεν της έδωσε ούτε ένα δευτερόλεπτο- ήταν αρκετά έξυπνος για να μην το κάνει. Σο επόμενο χτύπημα την βρήκε πάνω από τον αυχένα, και ο πόνος ήταν σαν εσωτερικός και ζεστός- τύλιξε ολόκληρο το κεφάλι της με μια λυτρωτική κουβέρτα σκοταδιού, εκεί, ανάμεσα στα εκτυφλωτικά φώτα, και προκάλεσε μια ευπρόσδεκτη ζαλάδα από αυτές που σε οδηγούν στην αγκαλιά του Μορφέα μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Η Φόλυ προσγειώθηκε μπρούμυτα στο γκαζόν, με μια εκπνοή μεγάλης διάρκειας. Σο γάντι στο χέρι της ήταν ολότελα σβηστό τώρα, το άλλο χέρι της έσφιγγε κάπως αντανακλαστικά μια τούφα από το γκαζόν. Αυτός έσκυψε από πάνω της, αλλά δεν τον κατάλαβε. Ένιωσε μόνο κάτι απροσδιόριστο στα μαλλιά της, που ήταν στην πραγματικότητα το χέρι του. Σην χάιδεψε με ένα τρόπο στοργικό και απολογητικό. Η Φόλυ αφέθηκε στο σκοτάδι. Ίσως να της έδωσε και ένα φιλί.

[239]


Ο Γουίλιαμ γονάτισε δίπλα της, σχεδόν βουρκωμένος. Μουρμούρισε ‘συγνώμη’ ακόμα μια φορά και περισσότερο από άγχος έλεγξε τους παλμούς της. Ήξερε ότι το χτύπημα του δεν ήταν φονικό, αλλά και πάλι δεν θα ήθελε να κάνει το παραμικρό λάθος απέναντι σε εκείνη. Ακόμα και το γεγονός ότι την χτύπησε τόσο πολύ, αν και βρισκόταν σε αυτοάμυνα, του προκαλούσε δυσφορία. Από την άλλη όμως, οι πόνοι από τα δικά της χτυπήματα υπερνικούσαν τον όποιο συναισθηματισμό του και το γεγονός ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέφτανε το ιππικό τον σήκωσε από το έδαφος με δυσκολία. Η νύχτα τώρα έφτανε στη μέση της ζωής της και δεν θα αργούσε το γερασμένο χάραμα- αυτός από την άλλη, βρέθηκε σε μερικές μόνο στιγμές σε αρκετά χειρότερη θέση από αυτήν που βρισκόταν όταν ξεκινούσε το παράλογο και παράτολμο εγχείρημά του. Έπρεπε τώρα και να ξαναβρεί την Άζρα αλλά και να καλύψει τα ίχνη του από τους Προστάτες. Σο δεύτερο, φάνταζε μάλιστα πολύ πιο δύσκολο. Αν η παγίδα που έστησε στον ΢αμ τους είχε μια φορά εξοργίσει, αυτό που έκανε τώρα στην Φόλυ ήταν ικανό να τους μετατρέψει σε μανιασμένα αιμοβόρα σκυλιά που περιμένουν γρυλίζοντας μια μόνο νότα από την μυρωδιά του για να ορμήξουν γυμώνοντας

τους

κυνόδοντές

τους.

Πλέον,

δεν

υπήρχε

το

περιθώριο

της

διαπραγμάτευσης, αυτό είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον και μόνο η θέασή του θα ήταν ικανή για να δεχτεί ομοβροντία ριπών και οργής- αν στην αρχή διακύβευσε την ελευθερία του, τώρα πια το διακύβευμα ήταν η ίδια του η ζωή. Θα τον σκοτώνανε χωρίς δεύτερη σκέψη, η αγέλη θα προστάτευε τον εαυτό της, ιδίως όταν ο ξεχασμένος μοναχικός λύκος απείλησε και χτύπησε το Πρώτο Θυληκό. Έπρεπε να τρέξει με την γνώση ότι ήταν ήδη τσακισμένος και αδύναμος για να το κάνει, αλλά και με την γνώση ότι αν δεν το έκανε, δεν θα προλάβαινε να δει καν το μουντό χάραμα. Επιπλέον, έπρεπε να τρέξει αλλά όχι για να κρυφτεί- όλα αυτά θα ήταν εντελώς μάταια, για ένα φευγαλέο τίποτα, αν δεν έβρισκε ξανά το μόνο παράθυρο ελπίδας του, που δεν ήταν άλλο από την Άζρα. Είχε περιμένει πάρα πολύ για εκείνη την στιγμή, είχε σχεδιάσει πολύ καιρό για εκείνη την στιγμή, δεν ήταν δυνατό να την άφηνε να του ξεφύγει έτσι. Δεν υπήρχε κανένας άλλος δρόμος από το να ανεβάσει το ρίσκο- να ξεφύγει και ταυτόχρονα να την αναζητήσει. Αυτή τη φορά δεν θα είχε συζητήσεις και φιλοσοφίεςθα έπαιρνε μόνο αυτό που ήθελε, αυτό που καρδιά του λαχταρούσε χρόνια. Ας ετοιμάζαν ότι θέλανε για την Πόλη, ας την χτυπούσαν όπως διάολο τους έκανε κέφι. Ας ασχολιόντουσαν οι Προστάτες με αυτό. Αυτός, είχε εντελώς διαφορετικές ιεραρχήσεις.

[240]


Κοίταξε το αναίσθητο σώμα της Φόλυ και έσφιξε τα δόντια απέναντι στον παρατεταμένο πόνο του. Αν έπεφτε εκείνο το βράδυ, θα έπεφτε έχοντας εξαντλήσει ακόμα και την τελευταία ικμάδα της δύναμης του και της ζωτικής του ενέργειας. Δεν θα άφηνε τίποτα από αυτά πίσω του. Θα τα έπαιρνε όλα μαζί του. Παρά τα ηθικά τείχη που είχαν σφυρηλατήσει τον άνθρωπο που ήταν και θα έπρεπε να είναι, γνώριζε ότι στην επόμενη συνάντησή του με Προστάτη,όποτε και αν αυτή ερχόταν, θα κατέληγε σίγουρα σε θάνατο. Και αυτός είχε τουλάχιστον ακόμα ένα πράγμα να κάνει πριν πεθάνει. Πήδηξε τον φράχτη με δυσκολία, προσγειώθηκε στο αραιά φωταγωγημένο πεζοδρόμιο και περπάτησε σκυφτός πίσω από μια σειρά από αυτοκίνητα κινούμενος προς ένα γειτονικό κήπο, σκεπασμένο από πυκνόφυλλα δενδρύλλια. Κοίταξε τους δρόμους γύρω του- η Άζρα δεν είχε ιδέα που βρίσκεται, οπότε θα ακολουθούσε σίγουρα το ένστικτό της. Για ένα παγιδευμένο ζώο σε ξένο περιβάλλον, αυτό δεν μπορούσε παρά να σημαίνει σκοτεινούς δρόμους και απόμερες διαδρομές. Ίσως από στενά, ίσως ακόμα και μέσα από αυλές σπιτιών. Αυτό όμως, όπως εύκολα μπορούσε να το συμπεράνει αυτός και να ακολουθεί αυτή τη λογική στην αναζήτησή του, τόσο εύκολα θα το είχαν σκεφτεί ήδη και οι υπόλοιποι. Είχε τουλάχιστον μερικά λεπτά ακόμα, πριν καταλάβουν ότι η Φόλυ βρίσκεται αναίσθητη και γυρίσουν και στο δικό του κατόπι. Αυτό το μικρό περιθώριο χρόνου έπρεπε να το αξιοποιήσει. ΋χι πολύ μακριά του, με βασικό αντίπαλο για την ώρα μόνο την εξάντληση και με μικρή συναίσθηση της επικείμενης απειλής, η Άζρα προσπαθούσε κάθε στιγμή να διαλέγει το πλέον ασφαλές και σκοτεινό μονοπάτι. Βασικό της μέλημα ήταν να συνεχίσει να κινείται, τουλάχιστον μέχρι να σιγουρέψει κάποια κρυψώνα και να ελπίζει ότι θα ήταν τόσο καλή που θα μπορούσε να τρυπώσει και ίσως να κοιμηθεί μέχρι να περάσουν όλα. Η βασική της άλλωστε ελπίδα ήταν ότι σε πολύ λίγη ώρα, θα μπορούσε ίσως να δει και να ακούσει το ευτυχισμένο και λυτρωτικό τέλος της αποστολής τους. Σότε, θα μπορούσε άνετα να βγει από οποιαδήποτε κρυψώνα και να αντικρίσει περήφανα οποιονδήποτε διώκτη της. Γιατί τότε το τραπέζι θα είχε σίγουρα γυρίσει και ο παντοδύναμος διώκτης θα γύριζε μαζί του ανάποδα, σε ένα αδύναμο σκιάχτρο μιας παλιάς απειλής που θα μπορούσε να περάσει στην Ιστορία, σε ένα σκοτεινό κεφάλαιο αρωματισμένο με την μπόχα της σήψης.

[241]


Κινούμενη στα τυφλά και αποπροσανατολισμένη, μπορεί να μην είχε σταματήσει να τρέχει αλλά δεν είχε απομακρυνθεί σε μεγάλη ακτίνα από το σπίτι που είχε δραπετεύσει. Αντιθέτως, οι διαδρομές της δημιουργούσαν μικρές ελλειπτικές τροχιές που την έφερναν στην περίμετρο ενός μικρού κύκλου, χωρίς να το ξέρει. Σο όνομα ‘’Φόλυ’’ που άκουσε από το μέσα δωμάτιο και την πάγωσε για αρκετή ώρα στην θέση της το είχε ξανακούσει- γνώριζε ότι η αρχηγός, η μητέρα των Προστατών άκουγε σε αυτό το όνομα, όπως και το συνοδευτικό Μπάτερφλάι, που παρά την χάρη του φάνταζε διπλά απειλητικό. Δεν θα μπορούσε να ξέρει πως εξελίχθηκε η αναμέτρηση ανάμεσα στον αναπάντεχο απαγωγέα της και τον νόμιμο αρχηγό των απαγωγέων της, αλλά δεν θα τολμούσε να ποντάρει ενάντιά της. ΢την πραγματικότητα, όσο και αν θα ήθελε ο Γουίλιαμ να είχε γυρίσει νικητής, δεν είχε άλλη επιλογή από το να το σκάσει- και από εκείνη και από εκείνον. Ήταν ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας και δεν μπορούσε να το χάσει για μια διαίσθηση και ελπίδα για τις προθέσεις του. Ούτως ή άλλως, μέσα στην Πόλη, ήταν αυτή ενάντια στον κόσμο ολόκληρο και ήταν προετοιμασμένη για αυτό. Κοντοστάθηκε ανάμεσα σε δυο μεγάλους κάδους κομποστοποίησης, διπλάσιους σε ύψος από εκείνη, και στριμώχτηκε ανάμεσά τους σαν αδέσποτη γάτα. Έβαλε την πλάτη της στον υγρό τοίχο και σύρθηκε προς τα κάτω. Ήταν ακόμα εκτεθειμένη, αλλά μόνο από μια λεπτή λωρίδα, και επιπλέον είχε ανάγκη να πάρει μερικές ανάσες. Σα πόδια της ήταν αδύναμα και τα μάτια της είχαν αρχίσει να τσούζουν από την αυπνία. Επιπλέον, ένας ενοχλητικός πονοκέφαλος είχε αρχίσει να την σφυροκοπάει γύρω από τα φρύδια. Αναρωτήθηκε στιγμιαία για την τύχη του Γουίλιαμ, και τον φαντάστηκε με χειροπέδες και αίματα κάτω από την μπότα της Φόλυ Μπάτερφλάι. Μια πραγματική αδέσποτη γάτα που πήδηξε από την οροφή του ενός κάδου στην άλλη την έκανε να τιναχτεί και κατάλαβε ότι έπρεπε να συνεχίσει. Έπρεπε να συνεχίσει για όσο αντέχει. Ήταν προτιμότερο να αντιμετωπίσει τον φόβο παρά να τον περιμένει με αγωνία στριμωγμένη σε μια εσοχή. Ξαναβγήκε έξω και έβαλε σημάδι μια μακρινή σκεπαστή αυλή, και άρχισε να περπατάει γρήγορα. Ενίοτε, έριχνε μια κλεφτή ματιά όπου έχασκε μια χαραμάδα ορίζοντα ανάμεσα στα κτίρια, περιμένοντας να δει κάποια λυτρωτική λάμψη από πυρωπό γρανάτη και πυρόξενο. Σα γεγονότα είναι:

[242]


Αρκετά πιο μακριά, ο Νίκολας έκατσε απρόθυμα δίπλα στον ασημένιο άντρα, ύστερα από επίμονες παρακλήσεις του τελευταίου. Είχανε μόλις βρει μια καινούρια κρυψώνα, στην οποία τα ουρλιαχτά και ο πανικός του πλήθους δεν ήταν παρά μια μακρινή ηχώ. Καθόντουσαν ανάμεσα σε παλιές μηχανές που μύριζαν γράσσο και μουχλιασμένα πανιά. Ο ασημένιος άντρας είχε βγάλει τελείως την κάσκα του, και τούφες από κάπως αραιά μαλλιά έπεφταν στο μέτωπό του. Είχε παχιά καμπυλωτά φρύδια και μεγάλα, αρκετά μεγάλα, μάλλον τρομακτικά μεγάλα, αμυγδαλωτά μάτια, ενώ η μύτη του έγερνε ελαφρώς προς τα κάτω, κάτι που στον Νίκολας έφερνε την εικόνα ενός παπαγάλου μακάο, από ένα βιβλίο με εικονογραφημένα πουλιά που είχε πέσει στα χέρια του. Μπορεί να μην ήταν εξωγήινος αλλά σίγουρα ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Αυτός και το χαμόγελο με την φύρδιν μήγδιν οδοντοστοιχία, με τα δόντια πίσω από τους κυνόδοντες να αποκτούν μια καμπύλη προς τα πάνω και τον ένα του κοπτήρα να είναι σχεδόν κάθετα στα υπόλοιπα δόντια, σαν κυλιόμενη πόρτα που έχει κολλήσει στην μέση. Περισσότερο από το παρουσιαστικό του όμως, το πιο παράξενο στον ασημένιο άντρα ήταν οι πράξεις του- η εντυπωσιακή του είσοδος με το αόρατο σκάφος, η ανάγκη του να βρίσκεται στις σκιες και φυσικά, η τελευταία του παράσταση στην ταράτσα, όπου άρχισε να λάμπει σαν μπάλα φωτός και κατέστρεψε με μια κίνηση του χεριού του ένα αστυνομικό χόβερ- κάτι για το οποίο ο μικρός Νίκολας ένιωθε μια ενοχική ευθύνη. Εξ’άλλου, αυτός του το υπέδειξε. Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να δέχτηκε να τον οδηγήσει εκ νέου σε κάποιο ήσυχο κρυσφήγετο, αλλά από την άλλη ήταν ιδιαίτερα διστακτικός για το αν ήθελε να συνεχίσει να περιπλανιέται μαζί του. Είχε αρχίσει αρκετή ώρα να επεξεργάζεται οδούς διαφυγής, αλλά ο ασημένιος άντρας τον προσκαλούσε εγκάρδια στην παρέα του, με ένα τόνο καθυσηχαστικό, σαν να ήθελε να γίνουν φίλοι. ‘’Μην σε τρομάζει τίποτα από όλα αυτά που είδες, είναι όλα μέρος της παράστασης. Είναι όλα κόλπα, μαγικά κόλπα’’, του είπε αρκετές φορές, λες και ο Νίκολας ήταν κάποιο μικρό παιδί που μπορούσες να ξεγελάσεις με ανοησίες. ΋μως, πίσω από την αλλόκοσμη κάσκα, ο ασημένιος άντρας του φαινόταν αρκετά πειστικός. Τπέκυψε τελικά, και έκατσε απέναντί του, κρατώντας μια μικρή απόσταση ασφαλείας. ‘’Να υποθέσω δεν καπνίζεις;’’, τον ρώτησε με μια γκριμάτσα. ‘’΋χι’’. ‘’Ούτε κάποια ναρκωτικά, έτσι;’’

[243]


‘’Ούτε’’ ‘’Σο φαντάστηκα. Είσαι μικρός ακόμα’’ ‘’Δεν είμαι μικρός’’, του είπε κοφτά και πεισματάρικα. ‘’Μπόμπιρας είσαι’’ ‘’Σι σημαίνει μπόμπιρας;’’ ‘’΢ημαίνει μικρός, αλλά ίσως λίγο μικρότερος. Αλλά είναι πιο χαριτωμένο’’ ‘’Δεν είμαι μικρός’’, επανέλαβε ο μικρός. ‘’Οκ, μεγάλε, μην θυμώνεις!’’, του είπε αυτός γελώντας. ΋σο γελούσε η μύτη του κύρτωνε και άλλο προς τα κάτω και τα πεταχτά του μήλα έφταναν μέχρι τα μάτια του. Ήταν λίγο αστείος. ‘’Γιατί έριξες εκείνο το χόβερ;’’, τον ρώτησε τελικά, κάπως φοβισμένα. Ο ασημένιος άντρας σήκωσε τους ώμους του. ‘’Δεν μου αρέσουν οι αστυνόμοι’’, είπε με τον ίδιο τόνο, σαν να τον κορόιδευε λίγο. ‘’Προτιμώ τους κλέφτες και τους παρανόμους. Αλλά και πάλι, μην νομίζεις ότι το έριξα εγώ. ΢ου είπα, όλα αυτά είναι μαγικά κόλπα. Είναι αντιπερισπασμός’’ ‘’Σι σημαίνει αντιπερισπασμός;’’ ‘’΢ημαίνει.....’’ Πριν τελειώσει την φράση του, πλησίασε με το ένα του χέρι σαν να ήθελε να πιάσει κάτι από το δεξί του αυτί. Ο Νίκολας το ακολούθησε πιστεύοντας ότι θα έχει σκόνη ή κάτι άλλο. Ξαφνικά, με το άλλο του χέρι τον χτύπησε με το δάχτυλο στο άλλο αυτί, τινάζοντάς τον. ‘’Άου!’’, του φώναξε και τραβήχτηκε προς τα πίσω. Ο ασημένιος άντρας γέλασε και η μύτη του έμοιαζε να θέλει να μπει στο στόμα του. ‘’Αυτό είναι αντιπερισπασμός. Πίστεψες ότι θα κάνω κάτι, αλλά έκανα κάτι άλλο. ΢ε ξεγέλασα δηλαδή, έστρεψα την προσοχή σου σε λάθος σημείο’’. Ο Νίκολας χάιδεψε το αυτί του κάπως ενοχλημένος. ‘’Δηλαδή θέλεις να στρέψεις την προσοχή σε σένα;’’ ‘’Ναι’’ ‘’Και τι θα γίνει;’’ ‘’Α, αυτό είναι έκπληξη. Θα είχε ήδη γίνει, αλλά το βλαμμένο το σκάφος μου χάλασε ενώ πετούσα και προσγειώθηκε εδώ, πριν φτάσω στον κανονικό προορισμό μου όπου θα έκανα τον αντιπερισπασμό. Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα γινόταν ούτε ο

[244]


αντιπερισπασμός ούτε η έκπληξη. Θα με είχαν πιάσει απλώς. ΢ε ευχαριστώ μικρέ μπόμπιρα’’ Ο Νίκολας ένιωσε όμορφα αλλά συνέχισε να ενοχλείται. ‘’Δεν είμαι ούτε μικρός ούτε μπόμπιρας’’. Ο ασημένιος άντρας έκανε να τον πειράξει πάλι χαμογελώντας, αλλά και οι δυο τους ακούσανε κάτι ένα δυνατό μεταλλικό ήχο και σταματήσαν να μιλάνε. Ο Νίκολας σηκώθηκε αργά και κοίταξε γύρω του. ΢ε παλιές εργοστασιακές περιοχές διάφοροι μεταλλικοί ήχοι από το πουθενά δεν ήταν κάτι εντελώς παράξενο, αλλά έπρεπε να έχει πάντα το νου του. Ο ασημένιος άντρας κοίταξε προς την κάσκα του και την έφερε κοντά του, σαν να ήταν κάποιου είδους όπλο. Ο Νίκολας σκαρφάλωσε στο μηχάνημα για να φτάσει ένα σημείο από το οποίο μπορούσε να κοιτάξει ανέμεσα από κάποια χοντρά καλώδια. Αμέσως μετά άκουσαν μια φιθυριστή αντρική φωνή. ‘’Έι!’’ Ο Νίκολας κατέβηκε από το μηχάνημα και κοίταξε τον άντρα. Αυτός σηκώθηκε αργά όρθιος, κρατώντας την κάσκα στο ύψος της λεκάνης του. Κοιταχτήκανε με περιέργεια και σε ετοιμότητα να αρχίσουν να τρέχουν. Αν και κανένας αστυνομικός, ποτέ, δεν ανήγγειλε την παρουσία του φωνάζοντας ‘ει’. Η φωνή συνέχισε. ‘’Με ακούει κανείς;’’ Ο Νίκολας έκανε ένα αθόρυβο νόημα στον άντρα να τον ακολουθήσει, και περπάτησε αέρινα προς τα εμπρός, προσπαθώντας να μην πατήσει γυαλιά ή χοντρόκκοκη σκόνη και γαρμπίλι. Μετά από δυο βήματα του έδειξε προς ένα διάδρομο, που κάποτε θα οδηγούσε προς τα γραφεία των μηχανικών του εργοστασίου. Η φωνή τους σταμάτησε. ‘’Αν ακούγομαι, σου λέω ότι δεν έχεις πολύ χρόνο. Θα έρθουν εδώ όπου να ‘ναι. Και επίσης, δεν ξέρω αν σου λέει κάτι, αλλά έχει και Προστάτες εκεί έξω.’’ ΢το άκουσμα της λέξης ‘’Προστάτες’’και ο Νίκολας αλλά και ο ασημένιος άντρας σταμάτησαν και έμειναν ακίνητοι. Η φωνή συνέχισε: ‘’Εμείς είμαστε οι Παράλογοι, και μπορούμε να σου προσφέρουμε καταφύγιο. Ερχόμαστε ειρηνικά και αν ακούς, δώσε ένα σήμα’’ Ο ασημένιος άντρας κοίταξε τον Νίκολας. Αυτός σκέφτηκε λίγο και του έκανε νόημα να περιμένει. Όστερα, πλησίασε προς το μέρος της φωνής. Πήγε να τον κρατήσει αλλά ο μικρός ξεγλιστρούσε σαν χέλι. ‘’Περίμενε’’, του ψιθύρισε.

[245]


Ο Νίκολας γύρισε προς το μέρος του,πριν χαθεί στις σκιες. ‘’Είναι καλοί αυτοί’’, του είπε αχνά. ‘’Πάω να δω όμως αν είναι αντιπερισπασμός’’ Ο ασημένιος άντρας χαμογέλασε με την χρήση της λέξης. ‘’Είσαι βλάκας μπόμπιρα’’, του είπε και κοίταξε τριγύρω του για κάποια γωνιά να χωθεί. Νιώθωντας αρκετά εκτεθειμένος χωρίς τον μικρό, χώθηκε πίσω από ένα άλλο μηχάνημα που έμοιαζε με τμήμα τόρνου και έκατσε περιμένοντας. ΋χι πολύ μετά, ο μπόμπιρας εμφανίστηκε από το πουθενά, αιφνιδιάζοντάς τον. ‘’Ε, μικρέ, μην τα κάνεις αυτά τα απότομα’’, του ψιθύρισε αυστηρά. Ο Νίκολας ξίνισε τα μούτρα του στο άκουσμα της λέξης μικρός αλλά του έκανε νόημα. ‘’Έλα’’, του είπε. ‘’Θα πάμε στο παλιό τρένο’’. ‘’Σι είναι το παλιό τρένο;’’ ‘’Εκεί που είναι οι Παράλογοι.’’ Ο ασημένιος άντρας θέλησε να ρωτήσει και για αυτούς, αλλά ένας άντρας ξεπρόβαλλε διστακτικά πίσω τους, κοιτώντας τον με ενθουσιασμό και περιέργεια. Ο ασημένιος άντρας σηκώθηκε όρθιος σε ετοιμότητα για κάθε ενδεχόμενο, αλλά αμέσως ο άλλος άντρας πισωπάτησε κάνοντας μια φιλική χειρονομία. ‘’΋χι, μην αγχώνεσαι. Απλά ήθελα να δω...Ακούς για εξωγήινο όλο το βράδυ, πείθεσαι στο τέλος..’’, του είπε. ‘’Πείστηκες;’’, ρώτησε αυτός κάπως ψυχρά. Ο άντρας πλησίασε λίγο ακόμα και έτεινε το χέρι του. ‘’Μπέρναρντ Λούις, λέγε με Μπέρνι.’’ Ο ασημένιος άντρας έτεινε με την σειρά του το χέρι και οι δυο άντρες αντάλαξαν χειραψία. ‘’Έχουμε τόσες πολλές ερωτήσεις’’, συμπλήρωσε. Ο ασημένιος άντρας χαμογέλασε κάπως προσποιητά. ‘’Θα είμαι ασφαλής;’’, ρώτησε τελικά. ‘’Εννοείται. Μαζί μας, εννοείται’’, του απάντησε ο Μπέρνι. ‘’Σότε πάμε’’, είπε και κράτησε τον Νίκολας από τον ώμο, σαν να ήθελε να έρθει μαζί του. Ο άντρας χαμογέλασε. ‘’Ακολουθήστε με’’, είπε και άρχισε να προχωρά στα σκοτάδια, με την ίδια περίπου χάρη και ικανότητα που το έκανε και ο μπόμπιρας. Ο Νίκολας τον ακολούθησε με βιαστικό βήμα, ενώ φαινόταν λίγο χαρούμενος που πλέον μπορούσε να

[246]


μοιραστεί την παράξενη συντροφιά του και με κάποιον άλλο, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον να τρέχει να βρει κρυψώνες. Μετά από μερικές στροφές στα σκοτεινά, ο άντρας που λεγόταν Μπέρνι γύρισε προς τον ασημένιο άντρα. ‘’Και πως σε λένε’’, τον ρώτησε κάπως διστακτικά. ‘’Με λένε Βίκτωρ’’, απάντησε αυτός. Ο Μπέρνι κούνησε το κεφάλι του χαμογελαστός. ‘’Βίκτωρ’’, επανέλαβε. ‘’Πολύ ωραία’’. Όστερα περπάτησε λίγο ακόμα, σαν να ήθελε να ρωτήσει και άλλα. Σελικά δεν άντεξε. ‘’Και από που μας έρχεσαι Βίκτωρ;’’, ρώτησε κάπως πιο συνεσταλμένα και σιγανά. Ο ασημένιος άντρας που τελικά λέγανε Βίκτωρ χαμογέλασε και η μύτη του κύρτωσε στο μισοσκόταδο. Ο Νίκολας κοίταξε και αυτός με περιέργεια για την απάντησή του. ‘’Έρχομαι από ένα πολύ ωραίο μέρος δίπλα στην ωραία μας θάλασσα. Σο άφησα με βαριά καρδιά πρέπει να ομολογήσω- ξέρετε η μυρωδιά της θάλασσας είναι για μένα κάτι το μαγικό σχεδόν, και η μυρωδιά της πόλης σας μου καταστρέφει τα ρουθούνια. Κατά κάποιο τρόπο όπως, και για να προλάβω Μπέρνι την επόμενη σου ερώτηση, έπρεπε να έρθω. Έχει φτάσει σε οριακό σημείο η δυσωδία της πόλης σας, ξεχειλίζει από τα ψηλά σας τείχη. Είστε με την πλάτη στη φωτιά τόσο καιρό, που θεωρείτε πια τις σκιες ως την αλήθεια σας, ενώ ο κόσμος γύρω σας είναι τόσο φωτεινός που μπορεί να διαλύσει τις σκιές. Μπορείς να πειστείς Μπέρνι για το ότι είμαι εξωγήινος. Δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο. Αλλά δεν είμαι παρά ένας αγγελιοφόρος τελικά- αυτός ο κόσμος, θα τελειώσει σήμερα. Απόψε. ΢ε λίγο. Και το φως θα βγει. Ελπίζω τα μάτια σας μόνο να μην το έχουν ξεχάσει’’. Ο Νίκολας ξεροκατάπιε κοιτάζοντας εναλλάξ τον Βίκτωρ και τον Μπέρνι. Ο τελευταίος τώρα κοντοστεκόταν και τον κοίταζε με ένα συγκρατημένο ενθουσιασμό που κονταροχτυπιόταν με ένα πιο αμήχανο φόβο. Σελικά τον πλησίασε και ακούμπησε απαλά την ασημένια στολή του, ακολουθώντας με το δάχτυλό του τις λεπτές φόδρες που ήταν πακτωμένες με μικρά λαμπιόνια, τόσο μικρές που φαινόντουσαν σαν ραφές. ‘’Ξέρεις τι Βίκτωρ’’, του είπε, σχεδόν χωρίς να τον κοιτάζει. ‘’Πάντα περίμενα έναν άνθρωπο, εσένα, να έρθει μια μέρα και να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πει, ξέρεις, αυτός ο κόσμος που ζεις και αναπνέεις είναι ψεύτικος, είναι ένα πρόσχημα, μια άθλια δικαιολογία. ΋τι υπάρχει κάτι άλλο, κάπου αλλού. Ή και τίποτα, δεν με νοιάζει. Αλλά

[247]


ότι αυτό εδώ, αυτό γύρω μας, είναι μια απάτη, τόσο παράλογη που έγινε κατα λάθος πιστευτή....’’. Ο Νίκολας θα ορκιζόταν ότι ο άντρας ήταν λίγο βουρκωμένος τώρα. ‘’΢ε ευχαριστώ Βίκτωρ’’, του είπε τελικά και κάπως απότομα συνέχισε την πορεία του ανάμεσα στις σκιες. ‘’Τπάρχουν και κάποιοι ακόμα που θα θέλουν πολύ να σε ευχαριστήσουν, απλά για να τους πεις αυτά που μου είπες’’. Ο Νίκολας ακολούθησε μπερδεμένος, κοιτώντας επίμονα τον ασημένιο άντρα που ακτινοβολούσε φως και ερχόταν από την θάλασσα. Και αυτός, όπως και ο Μπέρνι, είχαν ακούσει φυσικά για την θάλασσα, είχαν δει τις εικόνες, τις ταινίες, τα ντοκιμαντερ, τις ιστορίες. Ήξεραν ότι άλλη μια πόλη, άλλη μια επιζήσαντα πόλη σαν την δική τους, βρισκόταν πριν πολλά χρόνια δίπλα στην θάλασσα, είχε οχυρώσει την επιβίωσή της δίπλα στην ακτή της. ΋ταν εκείνη η πόλη έπεσε από την ασθένεια και τον μαρασμό, όλος ο κόσμος έπρεπε να αρχίσει να συνηθίζει την ιδέα ότι η θάλασσα θα άνηκε ξανά σε κάποια από τις επόμενες γενιές και σίγουρα όχι ακόμα την δική τους. Αλλά ξαφνικά, ένας άντρας δήλωνε ευθαρσώς ότι ερχόταν από εκεί. Και ξαφνικά όλα τα μυστήρια του σύμπαντος βρισκόντουσαν γύρω από το κεφάλι με την κυρτή μύτη και τα παράξενα δόντια, όλες οι ερωτήσεις και απαντήσεις μαζί, από έναν εξωγήινο που ερχόταν από την Γη αλλά όχι από την Έρθ. Σο μεγαλύτερο παράδοξο, σκέφτηκε ο Νίκολας, ήταν ότι η Γη ήταν η Έρθ, και η Έρθ ήταν ότι είχε απομείνει από την Γη. Η μικρή συντροφιά βγήκε από το παλιό εργοστάσιο, όπου συνάντησε άλλες δυο σκοτεινές φιγούρες που περπάτησαν γοργά μέχρι ένα γκρίζο αυτοκίνητο. Η νύχτα κυοφορούσε την αυγή, και η εγκυμοσύνη της ήταν προχωρημένη. Αρκετά μακριά τους, έχοντας ακούσει για τον εξωγήινο μόνο αποσπασματικά και χωρίς να δίνει σημασία για ένα ούτως ή άλλως, σχετικά συνηθισμένο θέμα, η Νικόλ Άντερσον κοίταξε το φορητό της υπολογιστή χειρός. Σο αυτοκίνητο του Λιρόι είχε σύστημα εντοπισμού, όπως όλα τα εταιρικά αυτοκίνητα της ΢άικεντ, και η Νικόλ Άντερσον είχε σχετική εξουσιοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο ήξερε τουλάχιστον προς τα που να κινείται για να διατηρεί την επαφή της με τον Λιρόι. Μαζί με τον Σέρι Κρος είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να βρουν την Ντάιαμοντ από αυτήν, αλλά από

[248]


την άλλη η παρουσία του Σέρι Κρος δεν ήταν εγγύηση για τίποτα λιγότερο από περισσότερους μπελάδες. Ακόμα καλύτερα, η παρουσία του ήταν η περίτρανη απόδειξη ότι ο Λιρόι τα είχε εντελώς χαμένα, βουτηγμένος στα ίδια τα σκατά των επιλογών του. Η Ντάιαμοντ ήταν στο δικό του λαιμό, όχι μόνο για την απόδρασή της, αλλά πολύ περισσότερο για την κατάστασή της. Η Νικόλ Άντερσον ήξερε από πρώτο χέρι την κατάσταση της Ντάιαμοντ, ήταν κατά κάποιο τρόπο μια σιωπηρή συνένοχος για αυτήν. ΋σο και αν μπορούσε όμως να δικαιολογήσει τον εαυτό της, ως ουσιαστικά υφιστάμενη του Λιρόι, δεν μπορούσε παρά να ανυσηχεί πραγματικά για την τύχη της κοπέλας, που στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν κυρίως επικύνδινη για τον εαυτό της. Από την άλλη, αυτό θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει σε μια στιγμή και να γίνει επικύνδινη για όλους τους υπόλοιπους. Η μόνη σταθερά σε αυτήν την εξίωση όμως ήταν ότι ο Λιρόι ΜακΜπράιαντ και ο Σέρι Κρος ήταν επικίνδυνοι για την Ντάιαμοντ- το καθήκον της Νικόλ να την προστατέψει ήταν και ιατρικό, πέρα από ανθρωπιστικό. ΢χημάτισε τον εσωτερικό αριθμό του Φονχάιμ στο κινητό της. ‘’Πες μου ότι εσύ τα πας κάπως καλύτερα’’, τον ρώτησε κατευθείαν. ΢την άλλη άκρη, η φωνή του Φονχάιμ ακούστηκε αγχωμένη. ‘’Είμαι περιμετρικά της περιοχής των Παραλόγων. Γνωρίζω ότι όλοι όμως βρίσκονται προς τον Ανατολικό Σομέα, όπου υπάρχει μια ιστορία με έναν εξωγήινο, κάτι γίνεται, έχει και Προστάτες εκεί’’. ‘’Βαρετό’’, απάντησε η Νικόλ. ‘’Οι Ντόγκσον και Λίθγκοου, Φονχάιμ’’. ‘’Δεν τους έχω βρει. Δεν ξέρω αν είναι σε εκείνα τα υπόγεια που πηγαίνουν οι Παράλογοι, αλλά και πάλι, δεν θα έψαχνα μόνος εκεί κάτω, Άντερσον. Είναι τρελλό. Θα έπρεπε να είναι ήδη ενημερωμένη η εταιρία και να υπάρχουν ειδικές ομάδες για αυτή τη δουλειά’’, είπε τελικά με παράπονο. ‘’΢ταμάτα επιτέλους να γκρινιάζεις Φονχάιμ’’, του είπε αυτή κάπως αυστηρά. ‘’΢ου είπα ήδη ότι θα ενημερωθεί η εταιρία, πολύ σύντομα κιόλας. Αλλά πρέπει να αξιοποιήσουμε το χρόνο μας παραγωγικά. Ο Λιρόι αυτή τη στιγμή κυνηγάει την Ντάιαμοντ περιμετρικά του ΝάιτΒάιμπ, και έχει στην υπηρεσία του και έναν ναρκομανή βίαιο γέρο, τον Σέρι Κρος. Έχω αρκετές σκοτούρες να επιλύσω πριν πάρουμε την εταιρία. Με καταλαβαίνεις Φονχάιμ; Ο τρόπος που θα παιχτεί αυτό, τις επόμενες λίγες ώρες, θα καθορίσει τις δουλειές μας. Θέλεις να την βγάλει καθαρή ο Λιρόι και να την πληρώσουμε εμείς;’’

[249]


‘’΋χι’’, απάντησε ο Φονχάιμ, σαν να ήθελε όμως να διαμαρτυρηθεί. ‘’Αυτό θα γίνει όμως. Ο Λιρόι είναι το αφεντικό στην δική μας πτέρυγα. Σι νομίζεις ότι θα γίνει; Για αυτό κάνε ότι χρειάζεται. Βρες τους.’’ ‘’Κάνω ότι μπορώ’’ μουρμούρισε από την άλλη άκρη. ‘’΢ε θέλω και κάτι άλλο όμως’’,πρόσθεσε αυτή. ‘’Αυτή η Ντόγκσον, ποια στο διάολο είναι;’’ ‘’Νόμιζα ότι ξέρετε εσείς’’, απάντησε κάπως έκπληκτος ο Φόνχαιμ. ‘’Εγώ δεν έχω πρόσβαση στο φάκελό της, είναι για μεγαλύτερο επίπεδο, όπως η Ντάιαμοντ’’. Η Νικόλ αναστέναξε προβληματισμένη. ‘’Για την Ντάιαμοντ γνωρίζουμε, φυσικά. Αλλά και εμείς δεν έχουμε πρόσβαση στον φάκελο της Ντόγκσον’’, είπε. Από την άλλη άκρη, ο Φονχάιμ έμεινε σιωπηλός. ‘’Νόμιζα ότι δεν υπάρχει επίπεδο εξουσιοδότησης πάνω από τον Λιρόι σε αυτήν την πτέρυγα’’ , είπε μετά από λίγο. ‘’Μα, δεν υπάρχει.Είναι η μόνη ασθενής με απόρρητο φάκελο’’, του απάντησε. ‘’΋πως και να έχει, βρες τους’’, συμπλήρωσε κάπως βιαστικά. Δεν ήθελε να ανυσηχήσει ή να τρομάξει τον Φονχάιμ, αλλά ασθενής με απόρρητο φάκελο δεν ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο φαινόμενο. Η Ντάιαμοντ είχε έναν από τους πιο ‘’ιδιαίτερους’’ φακέλους, αλλά για τον Λιρόι και εκείνη δεν υπήρχε θέμα εξουσιοδότησης. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε την μισή ζωή του σε ένα φάκελο. Κάθε ασθενής του ΢άικεντ, το ίδιο. Σι θα μπορούσε να υπάρχει, που να είναι απόρρητο για αυτούς, και για ποιο λόγο; Η Νικόλ έκλεισε το τηλέφωνο και κοντοστάθηκε δίπλα σε ένα παγκάκι, νιώθωντας και κάπως κουρασμένη από το περπάτημα, ενώ τα χαμηλά τακούνια την χτυπούσαν στη φτέρνα. Σελικά έκατσε και τα έβγαλε όσο χρειαζόταν για να απελευθερωθούν οι φτέρνες της. Δύσκολα θα μπορούσε να συλλάβει μια υπόθεση πιο σκατένια από εκείνης της νύχτας. Αν το ένα πρόβλημα ήταν η Ντάιαμοντ, ο Λιρόι και ο Σέρι Κρος, το μυστήριο της Άλις Ντόγκσον ερχόταν να προστεθεί κάπως εμφατικά και επίμονα. Τπήρχαν ακόμα και κυβερνητικά στελέχη που είπαν κάποτε γιού-χου και κατέληξαν στο ΢άικεντ- το όνομά τους άλλαζε αλλά οι γιατροί είχαν πάντα γνώση της ταυτότητας του ασθενούς. Δεν μπορούσε να υποθέσει κάποια ιδιότητα που σήκωνε την κατηγορία του απορρήτου- ίσως μόνο κάποια ανάλογη ιδιότητα με αυτήν της Ντάιαμοντ, αλλά και πάλι, μέχρι και για αυτήν γνωρίζανε. ΋ποιο και αν ήταν βέβαια το παρελθόν της Άλις Ντόγκσον, ο φάκελος της έγραφε με πηχαίους τίτλους: ‘’Αμνησία’’. Σο θέμα όμως ήταν και το απρόσμενο ταίριασμα με

[250]


τον γνωστό εφ’όλης της ύλης Ρίτσαρντ Λίθγκοου, που το ιστορικό του έγραφε επαναλαμβανόμενα μπελάδες κάθε είδους. ΢την πραγματικότητα, και αυτό η Νικόλ το γνώριζε, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου είχε μια τρέλλα που ήταν περισσότερο φυσική παρά ιατρική πάθηση, και η παραμονή του στο ΢άικεντ ήταν ένα είδος τιμωρίας. Ή ίσως ευνοικής τιμωρίας, αν υπολογίσει κανείς ότι ο Λίθγκοου θα μπορούσε να βρίσκεται στην φυλακή. Δεν μπορούσε να θεωρήσει τυχαίο το ότι ο εξαρτημένος από ίντριγκα και μπερδέματα Λίθγκοου είχε ταιριάξει μόνο συμπτωματικά με την απόρρητη Άλις Ντόγκσον. Ίσως ο κερατάς να ήξερε για το μυστηριώδες της παρελθόν και να έψαχνε ένα τρόπο να σκαλίσει σε ξένα χωράφια και να ξετρυπώσει λαβράκια για τις σούπες των θεωριών συνομωσίας του. Αλλά και πάλι, ακόμα και όλα τυχαία να ήταν, το Διοικητικό ΢ύμβουλιο του ΢άικεντ δεν θα ένιωθε καθόλου καλά να γνωρίζει ότι η ασθενής που επέλεξε να κρατήσει ως απόρρητη από το προσωπικό του, κυκλοφορούσε ελεύθερη μαζί με ένα σεσημασμένο ψευτοτρομοκράτη της κακιάς ώρας. Ίσως και αυτός να ήταν ένας λόγος που παράτεινε το αναπόφευκτο και από την μεριά της- ο Φονχάιμ είχε δίκιο. Είχε περάσει προ πολλού η στιγμή που θα έπρεπε να αναλάβει το Διοικητικό ΢υμβούλιο την κατάσταση. Ας έτρωγε και ο Λιρόι όσα σκατά του αναλογούσαν για τους χειρισμούς του και την απερισκεψία του. ΢το κάτω κάτω, το θέμα ήταν κυρίαρχα θέμα ασφάλειας του κτιρίου και δευτερευόντως μεθόδων θεραπείας και αποκατάστασης. ΢ιχαινόταν το γεγονός ότι έπρεπε όμως να τον προστατεύει- τον είχε ακολουθήσει αρκετό καιρό, τυφλωμένη από την θέλησή της να είναι εντάξει απέναντι στον αρχηγό. Σον είχε ακολουθήσει σιωπηλά τόσο, όσο χρειαζόταν για να θεωρήθεί χωρίς πολύ συζήτηση συνένοχος σε όσες ατασθαλίες είχε κάνει αυτός απέναντι στο λειτούργημα γενικά, αλλά και στην Ντάιαμοντ ειδικότερα. Ίσως αν ήταν πιο ώριμη και υποψιασμένη νωρίτερα να είχε αποφύγει αρκετά λάθη και να είχε προλάβει αρκετές καταστάσεις. Από την άλλη όμως, όλη η ωρίμανση και υποψία της είχε προκύψει μόλις τις τελευταίες ώρες- όταν η νύχτα ξεκινούσε, το μόνο που είχε να δηλώσει για τον Λιρόι, μπροστά σε δυο μέλη του Διοικητικού ΢υμβουλίου, ήταν ότι ‘’εμπλεκόταν πολύ’’ και ότι το ‘’έκανε προσωπικό’’. Αηδίες για γρήγορη κατανάλωση, τυπικούρες για να φαίνεται μια κάποια σχολαστικότητα και υπευθυνότητα. Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, και λοιπές φανφάρες επαγγελματικής ηθικής. Από την ώρα που η Ντάιαμοντ εγκατέλειψε το κτίριο, πήρε μαζί της και αρμούς από τα θεμέλια του και στην Νικόλ το οικοδόμημα τώρα έμοιαζε τόσο εύθραυστο που έμοιαζε με γυάλινο.

[251]


Έσπρωξε ξανά τις πονεμένες και ερεθισμένες φτέρνες της στα τακούνια και σηκώθηκε ξεφυσώντας. Ξαναδιασταύρωσε την θέση του Λιρόι. Βρισκόταν ακόμα περιμετρικά του ΝάιτΒάιμπ, σε χαμηλή ταχύτητα. Προφανώς το ‘’κυνηγητό’’ το είχε ξεκινήσει ήδη ο Σέρι Κρος, του οποίου το μεταφορικό όχημα δεν είχε κανένα εντοπισμό θέσης ούτε προσδιορισμό νηφαλιότητας και επαγγελματικής συμπεριφοράς. ΢κέφτηκε να τον ξανακαλέσει και να δηλώσει μια προσχηματική μεταμέλεια, αλλά ο Λιρόι θα την ξεσκέπαζε εύκολα σε οποιοδήποτε τέχνασμα. Μπορεί να ήταν κάθαρμα και καθίκι, αλλά παρέμενε καλός στην δουλειά του.Μπορούσε αναμφίβολα να ψυχολογήσει και ένα κομοδίνο, αλλά ήταν επίσης σίγουρο ότι δεν μπορούσε, αρκετό καιρό τώρα, να ελέγξει και να διαχειριστεί τις δικές του παρορμήσεις. ΍ρες ώρες η Νικόλ Άντερσον απορούσε με τον εαυτό της που υπήρξε τόσο κολλημένη με τον Λιρόι ΜακΜπράιαντ, που παρέμεινε κολλημένη ανεχόμενη όλα όσα μαγείρευε με την Ντάιαμοντ και όλους τους τρόπους που της είχε δείξει ότι για αυτόν, εκείνη τουλάχιστον, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ‘συναδελφικό πήδημα’. Απορούσε, καθώς μπορούσε να αποφανθεί με βεβαιότητα ότι δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτα χειρότερο από τον όρο ‘συναδελφικό πήδημα’. Είχε κάτι η νύχτα εκείνη που έμοιαζε με τιμωρία. Σιμωρία δικαίων και αδίκων. Με τα τακούνια να χτυπούν τις φτέρνες της, η Νικόλ έπρεπε να περπατήσει μέσα της, ελπίζοντας ότι το τέλος της και τα πρώτα χάδια του ήλιου καλοκάγαθου να έχουν επιστρέψει πίσω την χαμένη αθωώτητα και ομαλότητα. ΢ε ότι αφορούσε στην γενικότερη όμως εικόνα, αυτές οι ώρες ήταν οι τελευταίες ώρες αθωώτητας, λίγο πριν κάνουν ωτοστόπ σε ένα φορτηγό με εμπορεύματα για το παρελθόν. Σο χάος καραδοκούσε στις σκοτεινές γωνιές, και όταν θα έβγαινε θα απορούσαν όλοι πως διάολο δεν το έβλεπαν τόσο καιρό να γιγαντώνεται.

[252]


Κάτω από το θάμνο

I saw a boy, up on a tree I looked up at him He looked down on me I said ‘hey, what ya doin’ up there?’ And he said ‘all this horror I can’t stop but stareLook all this madness, And hate And destruction Look at these men The peril, the flames The weapons, the drugs, the madness I can’t stop but wondering How such horror can be’ I offered a smile, a gesture, a friend He asked me to help him for his troubles to mend so I promised never to bend And then he climbed down and I smashed his fucking, stupid, empty head. D. Songs for engineered kids no.6: The natural born kid on the tree

‘’Περίμενε’’, του είπε καθώς αυτός διέσχιζε με βιαστικό βήμα μια στρογγυλή πλατεία που τους άφηνε εκτεθειμένους. Από την άλλη μεριά υπήρχε μια μικρή όαση πράσινου, από τις λιγοστές στην πόλη. ‘’Θέλεις να πεις ότι στην πραγματικότητα, δεν υπάρχεις για αυτήν την πόλη;’’. Ο ΢άλυ δεν γύρισε να την κοιτάξει παρά μόνο όταν κατάλαβε ότι είχε σταθεί ακίνητη στη μέση της πλατείας.

[253]


‘’Προχώρα κορίτσι μου!’’, της φώναξε αγχωμένος, κοιτώντας γύρω του. ‘’Σώρα βρήκες να αναρωτηθείς; ΢το είπα ώρα πριν!’’ Η Ντάιαμοντ τον ακολούθησε απρόθυμα. ‘’Σώρα το συνειδητοποιώ’’, είπε σκεφτική. ‘’Θέλεις να πεις ότι παρά το γεγονός ότι γεννήθηκες, οι Αρχές αποφάσισαν ότι δεν θα έπρεπε να έχεις γεννηθεί; Ποια είναι η λογική σε αυτό;’’ Ο ΢άλυ την τράβηξε από το χέρι με δύναμη και προχώρησε μέχρι το μικρό άλσος. Αφού περάσανε δυο γερασμένα πεύκα την άφησε πάλι. ‘’Τπάρχει ένα μέρος που πάνε τα άτακτα φυσικά γεννημένα παιδάκια’’ Η Ντάιαμοντ πήρε μια έκφραση φρίκης. Ο ΢άλυ γέλασε κοιτάζοντας την. ‘’΋χι όχι, μην σκέφτεσαι κάτι αιματηρό. Ή σκέψου κιόλας, που να ξέρω. Ξέρω ότι όμως αν γεννηθεί παιδί χωρίς την σχετική άδεια, πάει να πει ότι σε κάποια μαμά δεν έγινε έκτρωση όταν έπρεπε ή κάποιο φάρμακο δεν πάρθηκε όταν έπρεπε, που σημαίνει ότι η μαμά και ο μπαμπάς είναι παράνομοι και το παιδί, φυσικά, αφού οι γονείς του είναι παράνομοι, είναι ευθύνη της Διοίκησης. Σώρα η Διοίκηση μαζεύει αυτά τα παιδάκια και δεν νομίζω να τους κάνει κακό, θα ήταν αρκετά απάνθρωπο, αλλά σίγουρα τα μαζεύει για να δείξει κιόλας ότι οικογένεια χωρίς την σχετική άδεια είναι μια οικογένεια πρέπει να τιμωρηθεί. Δεν έχει δικαίωμα να υπάρχει σαν οικογένεια. Εγώ τώρα είμαι μια από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, που το τίμημα για να μην χωριστεί η οικογένεια είναι να μετακυλιθεί η παρανομία όπως τα γονίδια, με τη γέννα. Από τον μπαμπά μου πήρα τα μαύρα μαλλιά, από την μαμά μου πήρα τα ωραία μου μάτια, και από τους δυο μαζί πήρα την παράβαση του νόμου. Θεώρησαν, και είχαν δίκιο βέβαια, ότι τα όποια πρόστιμα δεν ήταν το πρόβλημα- το πρόβλημα ήταν ότι δεν θα με ξαναβλέπανε ποτέ. Ή και αν με ξαναβλέπανε φυσικά δεν θα με γνωρίζανε, εκτός πια και αν ήμουν φτυστός ένας από τους δυο. Αλλά και πάλι, καταλαβαίνεις. ΋ταν λοιπόν η καλή μου μαμά έμεινε έγκυος, το χαρτί της σχετικής άδειας δεν είχε έρθει ακόμα. Εν τω μεταξύ ήταν σίγουροι ότι θα παίρνανε το χαρτί- ο καλός μου ο μπαμπάς είχε καλή δουλειά, η καλή μου η μαμά επίσης, μένανε στον Βόρειο Σομέα και καταλαβαίνεις, ο Βόρειος Σομέας είναι το καλύτερο μέρος να μείνεις αν θέλεις παιδιά, φυσικά ή τεχνητά.’’ ‘’Περίμενε’’, τον διέκοψε η Ντάιαμοντ καθώς εκείνος ξαναξεκινούσε να περπατάει ανάμεσα στα πεύκα. ‘’Γιατί να θέλεις ειδική άδεια για φυσική γέννα και όχι για τεχνητή γονιμοποίηση;’’

[254]


΄΄Πότε το είπα αυτό;’’, την ρώτησε. ‘’Η άδεια είναι για να έχεις παιδί, γενικότερα. Η άδεια αυτή δεν είναι κάποιο τεστ, ούτε είναι απαραίτητο να πληροίς κριτήρια. Είναι για τον έλεγχο του πληθυσμού. Βλέπεις, είμαστε σε μια πεπερασμένη πόλη-κράτος. Δεν μπορούμε γενικώς να απλωνόμαστε σαν τα κουνέλια χωρίς μέτρο. Θα γεμίσει. Αν γενικά έχεις δουλειά και σύζυγο, κάποια στιγμή θα την πάρεις την άδεια. Εκτός και αν είσαι άτυχος, γιατί προφανώς κάποιοι θέλουν και δεύτερο παιδί, εκεί αρχίζουν τα κριτήρια προτεραιότητας και ούτω καθεξής. Σο αν θα κάνεις εξωσωματική ή θα φυσική γέννα, είναι σε γενικές γραμμές, επιλογή. Η τεχνητή γονιμοποίηση έχει πολλά οφέλη, παρά το γεγονός ότι, εντάξει, κοστίζει λίγο παραπάνω από την απλή μέθοδο, καθώς γλιτώνεις όλα τα κουσούρια που μπορεί να έχεις στα γονίδια σου ή ενώνεις τα άσχημα γονίδιά σου με κάτι που σου φαντάζει πιο όμορφο, και έτσι γλιτώνεις το παιδί σου από, ας πούμε, ευμεγέθη αυτιά ή ημιαυτόνομες τρίχες στο κεφάλι με απροθυμία απέναντι στην βαρύτητα και την λογική, καλή ώρα.’’. Σης χαμογέλασε. Η Ντάιαμοντ πήρε μια έκφραση αποδοκιμασίας για τα σχόλιά του και προσπάθησε να περάσει τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά της, αλλά πολύ γρήγορα φράκαραν και τράβηξε το χέρι της πάλι έξω, τραβώντας μαζί και μερικές τρίχες. ‘’Θα σταματήσεις να σχολιάζεις τα μαλλιά μου;’’ ‘’Προσπαθώ. Είτε είσαι από φυσική γέννα και ηλεκτροπληξία σε μικρή ηλικία, είτε οι γονείς σου είπαν να σου κάνουν ένα αστείο ζωγραφίζοντας μια μουτζούρα και παραγγέλνοντάς την από ένα εργαστήριο.’’. Ο ΢άλυ γέλασε μόνος του με το αστείο του, σε αντίθεση με την Ντάιαμοντ. ‘’Έχεις πολλά τέτοια ακόμα;’’, τον ρώτησε ξινισμένη. ‘’΋χι. Έχω όμως νομίζω ένα πουλόβερ που πρέπει να έχει φτιαχτεί από το κεφάλι σου’’. Γέλασε ξανά δυνατά, σαν του έλεγε κάποιος άλλος το αστείο. Η Ντάιαμοντ τον προσπέρασε και μετά από μερικά βήματα σταμάτησε και ξαναγύρισε προς το μέρος του. ‘’Που πάμε;’’. Ο ΢άλυ συνέχισε να γελάει δυνατά, κάτι που την οδήγησε να του πετάξει ένα κουκουνάρι. ‘’Είπαμε. Πάμε στον Γιατρό. Αυτός θα σε βοηθήσει με το πρόβλημα που έχεις στο κεφάλι σου’’. Η Ντάιαμοντ τον αγριοκοίταξε θεωρώντας ότι την κοροιδεύει ακόμα για τα μαλλιά της. Ο ΢άλυ το κατάλαβε και πέρασε από δίπλα της χαμογελώντας.

[255]


‘’Γιατρό, είπα’’, συλλάβισε. ‘’΋χι κουρέα. ΋χι αυτό το πρόβλημα, το άλλο, από μέσα. Ποιος ξέρει βέβαια, μπορεί και συνδέονται. Υαντάζεσαι να συνδέονται;’’ Η Ντάιαμοντ τον έσπρωξε να προχωρήσει. ‘’΋χι, δεν φαντάζομαι να συνδέονται. ΢υνέχισε τώρα’’ ‘’Εννοείς την ιστορία της παράνομης ζωής μου; Α, μετά τη γέννα μου, που ήταν περιπετειώδης γιατί έγινε σε μια μπανιέρα σε χαμηλό φωτισμό, εξ’ ου και η ρομαντική μου φύση, τα υπόλοιπα είναι μάλλον βαρετά. Οι γονείς μου μετακομίσανε στο κέντρο και η καλή μου μαμά παραιτήθηκε γιατί προφανώς δεν θα μπορούσαν να έχουν νταντά ούτε θα μπορούσε να πάρει άδεια μητρότητος. Με κράτησαν όσο κράτησε ο θηλασμός μου, ίσως και λίγο λιγότερο γιατί έχω αναπτύξει μια σχέση εξάρτησης με τα γυναικεία στήθη, που ίσως να οφείλεται σε καταπιεσμένη νοσταλγία του θηλασμού.’’ ‘’Νομίζω ότι αν ισχύει αυτό θα σου άρεσαν πράγματα στο στόμα σου, και όχι γυναικεία στήθη’’, τον διέκοψε η Ντάιαμοντ. Ο ΢άλυ της έριξε ένα βλέμμα περιέργειας. ‘’Μου αρέσουν γυναικεία στήθη στο στόμα μου’’, της είπε κάπως αμήχανα. ‘’Είσαι χυδαίος και αηδιαστικός’’, του απάντησε. ‘’΢υνέχισε’’. Ο ΢άλυ ανασήκωσε τους ώμους του. ‘’Έλεγα λοιπόν ότι μετά τις μέρες του θηλασμού μου, όπου απορώ πως κρύβανε το κλάμα μου, άρχισε η νομαδική ζωή μου. Σο μεγάλο τους σχέδιο ήταν να πάρουν άδεια, και να εμφανίσουν μετά από καιρό εμένα, ελπίζοντας ότι η γραφειοκρατία δεν θα είναι παρατηρητική για να διαπιστώσει την σειρά των γεγονότων, τις ημερομηνίες και τις ηλικίες. Η άδεια όμως αργούσε, είχε παραιτηθεί και η καλή μου η μαμά, και εγώ φυσικά δεν μπορούσα να μείνω σπίτι. Έτσι, πληρώσανε για ένα σπίτι που προφανώς κάνει τέτοιες δουλειές, στο Μπεγκσκουέρ μάλιστα, εκεί που γνωριστήκαμε αν και εσύ με ‘γνώρισες’ αρκετά μετά.’’ ΄΄Ναι, στο ΝάιτΒάιμπ’’, απάντησε η Ντάιαμοντ στον ειρωνικό του τόνο για τις διαλείψεις της. ‘’Εκεί που ήθελες να διαπιστώσεις αν το στήθος μου μοιάζει με της μαμάς σου’’.Ο ΢άλυ έκανε ένα μορφασμό αλλά μετά γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στο στήθος της Ντάιαμοντ. Αυτή είδε το βλέμμα του και έκπληκτη πέρασε το χέρι της μπροστά από το στέρνο της. ‘’Είσαι ανώμαλος;’’, τον ρώτησε και τον έσπρωξε ξανά. Αυτός ξαναγέλασε. ‘’...Πήγα λοιπόν στο Μπεγκσκουέρ’’, συνέχισε, ενώ τώρα είχαν διασχίσει σχεδόν ολόκληρο το άλσος και θα έβγαιναν σε ένα ακόμα κεντρικό δρόμο. ‘’Και μεγάλωσα σε ένα άλλο σπίτι. Εκείνοι οι τύποι, μην φανταστείς ότι τους θυμάμαι, κάνανε μια πολύ

[256]


ωραία μπίζνα. Είχαν βγάλει άδεια, και παίρνανε λεφτά για να παριστάνουν ότι τα διάφορα παιδιά που τους δίνανε ήταν δικά τους. Σον πρώτο χρόνο μέχρι ενός έτους, μετά δυο και ούτω καθεξής. Έξυπνο. Αλλά με ημερομηνία λήξης. Μετά λοιπόν θα έπρεπε να βρούμε άλλη οικογένεια και εν τω μεταξύ η άδεια δεν είχε έρθει ακόμα παρά το γεγονός ότι η καλή μου η μαμά ξαναβρήκε δουλειά. Είχε αρχίσει να ζορίζει, όπως καταλαβαίνεις, το σχέδιό τους, καθώς όσο περνούσε ο καιρός τόσο θα δυσκόλευε το υπέροχό τους σχέδιο. Υαντάζεσαι τώρα ένα ζευγάρι να παίρνει άδεια και μετά από μια εβδομάδα να πηγαίνει το τρίχρονο παιδί του στην παιδική χαρά; Μπα. Δυσκολεύουν τα πράγματα για τον μικρό ΢άλυ, που ξαναγυρίζει στο σπίτι για λίγο καιρό και ύστερα ξαναβρίσκει μια καινούρια οικογένεια. Πλέον αρχίζω και θυμάμαι μερικά πράγματα, όπως το γεγονός ότι ο τότε ‘μπαμπάς’ μου ήταν περιέργως αρκετά γλυκός και έπαιζε μαζί μου, αν και εδώ που τα λέμε δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Θυμάμαι ότι του έλειπε το μισό πόδι και είχε βάλει ένα σίδερο στη θέση του, προφανώς ότι πιο φτηνό θα υπήρχε στην αποκατάσταση μελών. Μου άρεσε εκείνο το σιδερένιο πόδι να σου πω την αλήθεια. Ήταν κρυο και λείο. Να φανταστείς όταν έπρεπε να φύγω από εκεί, είχα στεναχωρηθεί πολύ. Παρεπιμπτόντως: Σώρα θα περάσουμε το δρόμο. Κοίτα να σταματήσεις πάλι στη μέση του. Περπάτα γρήγορα και να παριστάνεις ότι είσαι φυσιολογική. Ας πούμε ότι περάσαμε από το πάρκο και γέμισε κλαδάκια το κεφάλι σου.’’ Ο ΢άλυ γέλασε δυνατά και κοίταξε τον δρόμο αριστερά δεξιά αναζητώντας κάποιο αστυνομικό όχημα. Όστερα, κοίταξε προς τα πάνω για κάποιο αντίστοιχο χόβερ. Σης έκανε ένα νόημα, αποφεύγοντας ένα ακόμα κουκουνάρι-τορπίλη, και ύστερα διέσχισε κάθετα το δρόμο με βιαστικό βήμα, που οδήγησε την Ντάιαμοντ να τον πάρει τρέχοντας στο κατόπι. Πέρασαν και τα δυο ρεύματα κυκλοφορίας και την οδήγησε σε ένα κάθετο μονόδρομο που από την μια μεριά είχε ομοιόμορφα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και από την άλλη χρωματιστές τοιχογραφίες που έδειχναν την θάλασσα. Εκεί κάπως επιβράδυνε τον βηματισμό του, αλλά ήταν πιο νευρικός από ότι στο μικρό άλσος με τα πεύκα. ΄΄Αν και είναι πολύ πιθανό να πάθεις και άλλο μπλακ άουτ και να μην σου μείνει τίποτα από αυτήν την ιστορία, θα συνεχίσω. Πλέον θυμάμαι περισσότερα πράγματα. Οι γονείς μου με κρατούν κλεισμένο σε δωμάτια και με μετακινούν για χρονικά διαστήματα από σπίτι σε σπίτι. Κάθε φορά εγώ κλαίω και οδύρομαι. Σο σχέδιο τους απέτυχε παταγωδώς. Η άδεια δεν ήρθε ποτέ, εγώ σχολείο δεν μπορώ φυσικά να πάω,

[257]


παράνομα χαρτιά δεν μπορούν να μου βγάλουν, αυτό και αν κοστίζει, παρεπιμπτόντως, οπότε κάπου εκεί, όταν για όλα τα παιδιά της ηλικίας μου αρχίζει το σχολείο, για μένα αρχίζουν οι δρόμοι και οι αποθήκες.’’ ‘’Είναι φρικτό’’, μουρμούρισε η Ντάιαμοντ, κάπως ταρακουνημένη από την διήγησή του. ‘’Υαντάζει όταν το ακούς, αλλά όταν το ζεις πας μια μέρα τη φορά και δεν βλέπεις την γενική εικόνα. Σο τελευταίο πράγμα που πληρώσανε οι γονείς μου ήταν έναν άλλο παράνομο, να με πάρει μαζί του στην παρανομία. Πρέπει να ήταν στην δική μου ηλικία τώρα, και σε κανένα σημείο δεν παρίστανε τον γονέα μου. Πληρώθηκε για να είναι το σχολείο μου. Πως να κρύβομαι, τι να τρώω, πως να ντύνομαι, που να κοιμάμαι, πως να περνιέμαι για νόμιμος, ότι μπορείς να φανταστείς. Είναι ένας υπέροχος και εφευρετικός κόσμος, αυτός των Παρανόμων. Δεν έχεις ιδέα. Πλέον θεωρώ ότι είναι καλύτερο σχολείο από το σχολείο. Ή τουλάχιστον καλύτερο συμπληρωματικό από τις ανούσιες γλώσσες, λες και υπάρχουν πλέον άλλες γλώσσες, ή από την Ιστορία, λες και η ιστορία του κόσμου παίζει κάποιο ρόλο τώρα πια...΋τι κάναμε κάναμε, αγαπητό μου μπονζάι, ότι κάναμε γράφτηκε. Η Ιστορία έχει νόημα αν υπάρχει σε συνέχεια, εμείς απλά ετοιμαζόμαστε να κλείσουμε το βιβλίο. Απλά καθυστερούμε ξαναδιαβαζάνοντας τι έχει γραφτεί μέχρι τώρα. Σέλος πάντων. Κάπου εκεί ο γοητευτικός κύριος που βλέπεις σφυρηλάτησε την γοητεία του. Σέλος οι μαμάδες και οι μπαμπάδες. Είτε οι προσωρινοί, είτε οι αληθινοί, καθώς τώρα μπορούσα μόνο να επιλέξω εγώ να τους βρω, και φυσικά γρήγορα έκανα μια κακή επιλογή σε ώρα και μέρα και με μάλωσαν τόσο πολύ που φοβόμουν μετά να ξαναπάω μήπως κάνω λάθος. Και να ‘μαστε τώρα εδώ. Ο Γιατρός που πάμε με βοήθησε κάποτε, πάρα πολύ, να ξέρεις. Με κατάλαβε ότι ήμουν Παράνομος και μου γνώρισε τότε μια αλλόκοτη ομάδα, τους Παράλογους, όνομα και πράγμα, οι οποίοι ήταν περίπου παράνομοι και αυτοί. Δηλαδή νόμιμοι ήταν όλοι, αλλά η οργάνωσή τους ήταν κάτι σαν παράνομη, ή έστω κρυφή, και έτσι είχαν όλα τα ατού της παρανομίας. Κρυψώνες, κρυσφήγετα, κρυμμένα εφόδια. Οι Παράλογοι, αν και δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με αυτά που λέγανε και κάνανε, ήταν το μόνο σταθερό σημείο που είχα, χάρη στον Γιατρό. ΋χι ότι χρειαζόμουν σταθερό σημείο, το να κινούμαι είναι πλέον η ζωή μου και ήδη ήταν από τότε, αλλά με βοήθησε αυτό να πατήσω λίγο φρένο και να δω για πρώτη φορά την γενική εικόνα. Έτσι έβγαλα και εγώ το δικό μου σχέδιο.’’ ‘’Ποιο είναι αυτό;’’,τον ρώτησε ακολουθώντας τον από δρόμο σε δρόμο.

[258]


‘’Μα να βγάλω επιτέλους μια κανονική παράνομη άδεια. Σώρα που είμαι ενήλικος, φυσικά δεν χρειάζομαι άδεια, αλλά χρειάζομαι μια ταυτότητα και μια ληξιαρχική πράξη. Η δεύτερη είναι εύκολη, αλλά η πρώτη είναι ότι πιο ακριβό παράνομο μπορείς να φανταστείς. Είναι το παράνομο των παρανόμων, και αυτό επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ηλεκτρονικά συστήματα, καταχωρήσεις, θέλει πολλά κόλπα. Υυσικά τόσα λεφτά δεν έχω ούτε θα αποκτήσω ποτέ, αλλά στον κόσμο των παρανόμων πέρα από λεφτά υπάρχει και ένα άτυπο σύστημα πόντων. Κάνω πράγματα για ανθρώπους και ανεβάζω την εικονική μου αγοραστική ικανότητα. Μην φανταστείς χοντρά πράγματα, μεταφορές, διευκολύνσεις, τέτοια πράγματα. Αν έκανα χοντρά πράγματα θα έκανα πιο γρήγορα, αλλά μου αρέσει έτσι. Δεν αργεί εκείνη η ημέρα όπου ο κύριος ΢άλυ θα είναι ένας νόμιμος πολίτης’’ Η Ντάιαμοντ χαμογέλασε. ‘’Και θα μπορέσεις λοιπόν να επανενωθείς με την οικογένειά σου!’’, του είπε, αν και δεν γλίτωσε ένα συνειρμό για τον εαυτό της και την αδυναμία της να θυμηθεί την δική της οικογένεια. Έδιωξε τις σκέψεις της και επικεντρώθηκε πάλι σε αυτόν, που κούνησε το κεφάλι του κάπως σκεφτικός. ‘’Μπα...’’, είπε λίγο χαμηλόφωνα καθώς σκάναρε άλλο ένα δρόμο. ‘’Σην πήραν την άδεια τελικά, όταν εγώ ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών.

Είχαν ξαναπάει στο Βόρειο

Σομέα μέχρι τότε, και ήδη βλεπόμασταν αρκετά αραιά. Εγώ δηλαδή τους έβλεπα, συνήθως από απόσταση. Έτσι το κατάλαβα για την άδεια, όταν μια μέρα είδα την καλή μου μαμά έγκυο και μερικούς μήνες μετά την είδα να περπατάει καμαρωτή με το βρέφος της στην αγκαλιά. Υυσική γέννα και ο γλυκός μου ΢κότι. Καλό παιδί. Με φοβάται βέβαια λίγο, και μάλλον καλά κάνει. Αν εγώ υπάρξω για τις αρχές, ο ΢κότι θα δει την μαμά να μπαίνει φυλακή ή μπορεί να πάρουν και τον ίδιο για εκδίκηση. Πάρε και κατάλαβε.’’ Η Ντάιαμοντ ξανακοντοστάθηκε, κάπως εκνευρισμένη. ‘’Λοιπόν τελικά οι γονείς σου είναι πολύ εγωιστές!’’, του είπε. ‘’Κατέστρεψαν την ζωή σου επειδή ήθελαν παιδί, και αφού δεν πέτυχε το μεγάλο τους σχέδιο απλά...έκαναν ένα επόμενο; Και εσύ;’’ Ο ΢άλυ χαμογέλασε και την πλησίασε κάνοντάς της νόημα να μην φωνάζει. ‘’Ησύχασε μικρό μου μπονζάι, μην φωνάζεις τέτοια πράγματα στη μέση του δρόμου. Πρώτον,ποιος σου είπε ότι η ζωή μου είναι κατεστραμμένη; Μια χαρά περνάω. Σι μου λείπει; Και αν μου λείψει κάτι, το κλέβω, δεν μου κάνει κανείς τίποτα, δεν

[259]


υπάρχω, θυμάσαι; Δεύτερον, είναι πράγματι. Εγωιστές του κερατά είναι. Αλλά ήταν νέοι τότε, ανώριμοι, ανυπόμονοι..πόσο να τους κατηγορήσω και γιατί ακριβώς; Για αυτό το απαράδεκο σύστημα αδειοδότησης; Για τις επιλογές τους όταν τελικά τους δόθηκε μια ευκαιρία για μια κανονική οικογένεια; Ή μήπως θα έπρεπε να ρισκάρουν καθημερινά τις ζωές τους για μένα; ΢κέψου το λίγο- αν τους βάλω τις φωνές κάποια στιγμή θα καταλήξω να λέω στην καλή μου την μαμά: ‘Μάνα, γιατί με γέννησες;’. Πόσο παράδοξο και παράλογο θα ήταν αυτό, μου λες; Δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για την ύπαρξη σαν..εμ,…..κατάσταση, αλλά εμένα μου άρεσε που υπήρξα και υπάρχω, και ας μην...’υπάρχω’ σε επίσημα έγγραφα. Δεν λέω, όλοι πλέουμε σε σκατά διαφόρων ειδών, αν δεν πάμε από ασθένειες και ζόμπι έξω από την Πόλη θα πάμε από κατάθλιψη σε αυτήν την κονσέρβα που ονομάζουμε ανθρωπότητα πλέον, αλλά δεν μου έχει τύχει ακόμα κάποιο πρωινό να ξυπνήσω και να πω: ‘Α, ας βάλω τέλος στην ύπαρξή μου σήμερα, την βαρέθηκα!’. Κάθε άλλο, αγαπώ την κάθε μέρα και ότι μου φέρνει αυτή. Αν η γενική εικόνα σε χαλάει και δεν μπορείς να την αλλάξεις, μπορείς απλώς να μην σταματήσεις να κινείσαι. Λίγο πιο κάτω είναι μια επόμενη εικόνα. Ο κύκλος της ζωής, χακούνα ματάτα. Κάπως έτσι δεν πάει;’’ Η Ντάιαμοντ κοίταξε εναλλάξ τον ΢άλυ και το πεζοδρόμιο. ΢κέφτηκε ότι σε λίγο θα ξημέρωνε και σε αντίθεση με τον ΢άλυ αυτή είχε άλλα σχέδια για την ύπαρξή της. Η λατρεία για ζωή του ΢άλυ, αντί να την εξοπλίσει με επιχειρήματα ενάντια στα σχέδιά της, το μόνο που κατάφερε ήταν να της υπενθυμίσει ακόμα πιο έντονα το θάνατο και η ιδέα του σφηνώθηκε πάλι μέσα στο κεφάλι της. Αυτός παρατήρησε την αλλαγή στην έκφρασή της. ‘’Ψ, κάτι γίνεται τώρα’’, της είπε ανήσυχος. ‘’Μην μου κολλήσεις τώρα μικρή. Υτάνουμε στο Γιατρό. Μπορεί να μην ξέρω τις ερωτήσεις σου, αλλά σίγουρα ξέρω ότι αυτός έχει απαντήσεις. Ή τουλάχιστον ξέρει να διαλέγει τις σωστές ερωτήσεις, που είναι εξ’ίσου σημαντικό’’. Η Ντάιαμοντ του έκανε ένα νόημα ότι ήταν εντάξει, αλλά είχε εμφανώς κατσουφιάσει. ΢κέφτηκε το Κάθαρμα για άλλη μια φορά και η εικόνα του την πλημμήρισε με ανάμικτα και μπερδεμένα συναισθήματα. Αφενός ο πόνος, αφετέρου η οργή. Μια λεπτή νότα νοσταλγίας, μια μπάσα νότα απόρριψης. Ένιωθε έλξη και απέχθεια ταυτόχρονα. Αλλά το παζλ δεν κόλλαγε με τίποτα όταν έβρισκε κομμάτια πέρα από αυτόν. Σο σπίτι της, το κυνηγητό, το Κάθαρμα. ΋ταν το μυαλό της δεν ήταν απασχολημένο, όλα τα παράταιρα μεταξύ τους κομμάτια στροβιλίζονταν σε μια

[260]


ακατανόητη δίνη που της πόναγε το κεφάλι. Αν ήταν σε ψυχιατρείο, όπως της είπε εκείνος ο άντρας, τι έκανε εκεί το Κάθαρμα; Μήπως είχε τρελλαθεί και αυτό ήταν μια εθιμοτυπική επίσκεψη; Μήπως με το Κάθαρμα είναι χωρισμένη πάρα πολύ καιρό και αυτός έρχεται κάθε φορά και της λέει από την αρχή ότι χωρίζουνε; Πολύ σκληρό για να είναι αλήθεια, γιατί να το κάνει; Αλλά αν όχι, τότε τι; Σρικυμία. Ο ΢άλυ την κρατάει από τους ώμους και την κοιτάζει κάπως ανήσυχος. Σι περίεργος, ο ασπρόμαυρος άνθρωπος με το γυναικείο όνομα. Ένιωσε να βουρκώνει, και αυτός το είδε. ‘’Θα έπρεπε να σε χαιδέψω στο κεφάλι τώρα, για παρηγοριά, αλλά έχω αφήσει την τσουγκράνα σπίτι’’, της είπε χαμογελώντας. Αυτή χαμογέλασε με την σειρά της, κάτι ανάμεσα σε γέλιο και λυγμό βγήκε από το στόμα της και πέρασε το χέρι της κάπως ντροπαλά από τα μάτια της για να τα σκουπίσει. ‘’Αφού δεν έχεις σπίτι’’, του είπε και αυτή με τον ίδιο τόνο. ‘’Έχω όμως τσουγκράνα. ΢ου είπα, δεν μου λείπει τίποτα. Έλα να ζήσουμε μαζί στην παρανομία. Εγώ θα σου φέρνω ότι χρειάζεσαι και θα φτιάξουμε μια ζεστή φωλιά για τα παράνομα παιδιά μας και θα τα κρύβουμε στις μπούκλες σου όταν πηγαίνουμε εκδρομή.’’ Γέλασαν και οι δυο δυνατά, αν και αυτή γέλασε περισσότερο επειδή αυτός ξεκαρδιζόταν με τα ίδια του τα αστεία. Σο δικό της γέλιο όμως σταμάτησε απότομα και έφερε το χέρι της στον ώμο του. Σα μάτια της ξαναβούρκωσαν. ‘’Αυτές οι αλλαγές που κάνεις...’’, είπε αυτός κόβοντας και το δικό του γέλιο. ‘’Με τρομάζουν να ξέρεις’’. ‘’Θέλω να πεθάνω’’, είπε αυτή τελικά με παράπονο αλλά και σύγχυση. Ο ΢άλυ ξεφύσηξε και την πήρε αγκαλιά, λίγο διστακτικά στην αρχή αλλά ύστερα με στοργή. ‘’΢ύμφωνοι’’, της είπε τελικά, και αναπάντεχα. ‘’Δεκτό το αίτημά σου’’. Η Ντάιαμοντ, έχοντας δεχθεί πρόθυμα την αγκαλιά του, ανασήκωσε το κεφάλι της προς τα πίσω κοιτώντας τον. Αυτός την κοίταξε με επαγγελματικό ύφος. ‘’Αφού θες να πεθάνεις, θα φροντίσουμε να πεθάνεις’’, συνέχισε. ‘’Εγώ προσωπικά θα σε βοηθήσω σε περίπτωση που διστάσεις την τελευταία στιγμή. Θα πάμε κάπου απόμερα, θα διαλέξεις τον τρόπο, και εγώ είμαι εδώ για σένα. Πρώτα όμως θα πάμε από το Γιατρό. Αν ο Γιατρός μας πει ότι έχει ξεκουρδιστεί πλήρως αυτό εδώ μέσα, και εσύ επιμένεις ακόμα, αλήθεια σου λέω, θα σε βοηθήσω εγώ. Αν θες σε σκοτώνω κιόλας, δεν υπάρχω άλλωστε, δεν θα με ψάξει κανείς.’’

[261]


Η Ντάιαμοντ ξανασκούπισε τα δάκρυά της, κατάπιε, και σχημάτισε ένα στραβό χαμόγελο. ‘’Και αν θες την γνώμη μου, πολύ καλά κάνεις και θες να πεθάνεις. ΢το κάτω κάτω, παθαίνεις διαλείψεις και απ’οτι φαίνεται λείπουν αρκετές βίδες από το κεφαλάκι σου. Ελλατωματική συσκευή, ας πάει για απόσυρση.’’ Η Ντάιαμοντ ανασκουμπώθηκε. Σουλάχιστον την είχε επαναφέρει. ‘’Προσπαθώ να καταλάβω αν είσαι πολύ ευγενικός ή πολύ μαλάκας’’, του είπε με μια γκριμάτσα. Αυτός χαμογέλασε. ‘’Α, είμαι απλώς ο σωστός άνθρωπος την σωστή στιγμή. Θα σε σκοτώσω, και ύστερα θα πάρω το κουφάρι σου και θα το πάω μακριά, στα περίχωρα της πόλης, κοντά στο τείχος, και θα σε θάψω εκεί, μακριά από τα τσιμέντα της πόλης. Θα βρω κάποια ρεματιά, ίσως κάποια όμορφη γωνιά δροσερή και θα σου φτιάξω μια ωραιότατη τρύπα. Όστερα, θα έρχομαι κάθε μέρα και θα ποτίζω από πάνω σου, κάθε μα κάθε μέρα. Και μετά, αν σε ποτίζω αρκετά, εκεί που θα είσαι θα φυτρώσει ένας ωραιότατος φίκος, και θα φέρνω μετά από χρόνια τα νόμιμα παιδιά μου και θα τους λέω ότι αυτόν τον φίκο εγώ κάποτε τον ήξερα και τον λέγανε Ντάιαμοντ’’ Η Ντάιαμοντ κούνησε το κεφάλι της γελώντας και τον έσπρωξε δυνατά. ‘’Σελικά είσαι πολύ μαλάκας, αλλά αυτό μου φάνηκε πολύ ρομαντικό’’, του είπε. ‘’Μην συγκινηθείς και αρχίσεις να κλαις όμως;’’, απάντησε αυτός και της έδειξε προς ένα κτίριο αποφεύγοντας μια ακόμα σπρωξιά. ‘’Σο βλέπεις εκείνο το κτίριο;’’, τη ρώτησε. Αυτή έγνεψε καταφατικά. ‘’Δυο τετράγωνα προς την άλλη κατεύθυνση από αυτό είναι ο Γιατρός. Υύγαμε!’’ Η Ντάιαμοντ αναστέναξε με την ασταμάτητη βλακεία του αλλά τον ακολούθησε πρόθυμα. Κοιτούσε το κάπως ατσούμπαλο περπάτημά του και χαμογελούσε μόνη της. Ο ΢άλυ, ο ασπρόμαυρος παράνομος άνθρωπος που δεν υπάρχει και αγαπάει την ύπαρξή του ως κατάσταση. Ήταν τόσο σουρεαλιστικά παράδοξος, που για μια στιγμή κοντοστάθηκε από φόβο μήπως δεν ήταν παρά αποκύημα της φαντασίας της, μια υποσυνείδητη ηχώ για να της υπενθυμίσει την ομορφιά της ζωντάνιας και της χαράς. Σο καλύτερο από όλα όμως για τον ΢άλυ, ήταν ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινός. Και την οδήγησε γρήγορα σε μια πολυκατοικία με μεγάλη πρόσοψη και διάφορες ταμπέλες επαγγελματικών γραφείων, στην οποία χτύπησε επίμονα ένα κουδούνι. Η Ντάιαμοντ είδε που κρατούσε με το δάχτυλό του πατημένο το κουμπί και θυμήθηκε την περασμένη ώρα. Αυτός της έκανε ένα νόημα να μην δίνει σημασία.

[262]


‘’Η γυναίκα του τον χώρισε, μένει μόνος του και κοιμάται όλη την ημέρα. Μπορεί να θεωρεί ότι είναι και μεσημέρι εδώ που τα λέμε, είναι από τους ανθρώπους που τους αρέσουν τα πατζούρια τους κλειστά.’’, της είπε. Μετά από λίγο, μια βραχνή φωνή γκάριξε μέσα από το μικρό ηχείο. ‘’΋ποιος και αν είσαι, θα κατέβω κάτω και θα σε γαμίσω. Θα σε γαμίσω τόσο πολύ που θα χτυπάς κουδούνια για να σου αλλάξουν τον σωλήνα που θα χέζεις στην υπόλοιπη ζωή σου’’. Ο ΢άλυ έκανε μια γκριμάτσα αηδίας στο άκουσμα των απειλών και έκανε νόημα στην Ντάιαμοντ που είχε γουρλώσει τα μάτια της ότι όλα ήταν υπό έλεγχο. ‘’Θείο, ο ΢άλυ είμαι. Ήρθα γιατί δεν έχω μαμά και μπαμπά και είμαι μόνος μου σε αυτόν τον κόσμο’’, είπε προς το ηχείο με προσποιητή παιδική φωνή. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής η φωνή ξανακούστηκε, αλλά πιο ήρεμη. ‘’Μαλακισμένε άνθρωπε’’, είπε το ηχείο. ‘’Θα έπρεπε να σε είχα δώσει στον μπόγια από μικρό’’, συμπλήρωσε και ύστερα ένας βόμβος ακούστηκε από την πόρτα. Ο ΢άλυ την άνοιξε διάπλατα και έκανε νόημα προς την Ντάιαμοντ που πλησίασε με κοφτά και συνεσταλμένα βήματα. Σην ακούμπησε στον ώμο καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους και πλησίαζαν το ασανσέρ. ‘’Είναι πολύ ήρεμος άνθρωπος και εξαίρετος επαγγελματίας’’, της είπε. ‘’Είσαι μαλάκας με όλους’’, του απάντησε αυτή, ακόμα σοκαρισμένη από την στιχομυθία. Ο ΢άλυ άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και μπήκαν μέσα. ‘’Λίγο νωρίς για την σχέση μας για ζήλιες, δεν νομίζεις;’’, της είπε πατώντας το κουμπί για τον έβδομο όροφο. ‘’Αλλά αν θες μπορώ να είμαι μαλάκας αποκλειστικά για σένα’’,συμπλήρωσε. Η Ντάιαμοντ έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας και του γύρισε την πλάτη. Σο ασανσέρ ήταν παντού επενδεδυμένο με καθρέπτες και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν ξανά, παρά την απαξιωτική της κίνηση, κάτι που σχημάτισε μια ακόμα κοροιδευτική γκριμάτσα στο πρόσωπό του. Η Ντάιαμοντ αναστέναξε και άνοιξε βιαστικά την πόρτα στον έβδομο όροφο για να βγει έξω. Εκεί, σε ένα διάδρομο που της έφερε επώδυνα στο νου τον διάδρομο του διαμερίσματός της, τους περίμενε μια μισάνοιχτη πόρτα από την οποία έβγαινε ένα χαμηλό κιτρινωπό φως. Η Ντάιαμοντ ακολούθησε τον ΢άλυ μέσα και έκλεισε αργά την πόρτα πίσω της, πιάνοντας μια έντονη μυρωδιά από τις κάλτσες και τα παπούτσια που ήταν άτακτα ερριμένα δίπλα στην πόρτα. Αμέσως μπροστά τους εμφανίστηκε ένας σχετικά ψηλός

[263]


άντρας, αδύνατος σε όλο το σώμα πέρα από μια φουσκωτή κοιλίτσα. Είχε λίγα μαλλιά στους κροτάφους του και ένα παρατημένο σταχτί μούσι, ενώ τα φρύδια του ήταν παχιά και πετούσαν προς τα έξω. Σους κοιτούσε αυστηρά και εμφανώς ενοχλημένος από την επίσκεψή τους. Παρατήρησε ότι φορούσε μόνο ένα εφαρμοστό σώβρακο, χρώματος λαδί και με σχέδια βατράχων επάνω. ‘’Σι σκατά ρε μαλακισμένο, ξέρεις τι ώρα είναι;’’. Ο ΢άλυ έκανε να τον αγκαλιάσει, αλλά ο άντρας τον έσπρωξε. Όστερα, γύρισε την προσοχή του στην Ντάιαμοντ και την περιεργάστηκε για λίγο. ‘’Αν είναι έγκυος, αυτό θα ήταν πολύ,πολύ ιδιαίτερο’’, μουρμούρισε χαιδεύοντας το μούσι του. Ο ΢άλυ αρχικά τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά ύστερα κοίταξε την Ντάιαμοντ και γέλασε δυνατά. ‘’Παράνομος δεύτερης γενιάς!’’, αναφώνησε άσκοπα ενθουσιασμένος. ‘’Έχεις δίκιο! Αλλά όχι. Δεν είναι έγκυος. Λες να ερχόμουν επειδή άφησα κάποια γυναίκα έγκυο;’’ Ο άντρας σήκωσε τους ώμους. ‘’Ούτε που ξέρεις γιατί μαλακίες έρχεσαι κάθε φορά’’, μουρμούρισε ξανά, πάντα με το βλέμμα του στραμμένο στην Ντάιαμοντ. Αυτή από τη μεριά της, αναρωτιόταν για ποιο λόγο να την θεωρήσει κάποιος έγκυο και κοίταξε κλεφτά προς την κοιλιά της, ρουφώντας την λίγο. ‘’Ήρθαμε για άλλο πρόβλημα’’, του είπε τελικά. ‘’Έπεσαν τα κλειδιά μου στο κεφάλι της και χρειαζόμαστε τον μαγνητικό σου τομογράφο’’. Η Ντάιαμοντ αναστέναξε. Είχε καταντήσει κουραστικός. Ο άντρας μπροστά τους ωστόσο χαμογέλασε με το αστείο. Όστερα, γύρισε μια απρόσμενη φάπα στο σβέρκο του ΢άλυ, που χαχάνιζε. ‘’Λέγε ρε μαλακισμένο, τι θέλεις στην άγρια νύχτα στο σπίτι μου; Δεν σου έχω πει να μην έρχεσαι τέτοια ώρα;’’ ‘’Μου έχεις πει να μην έρχομαι γενικώς’’, απάντησε ο ΢άλυ χαιδεύοντας το σβέρκο του. ‘’Πόσο μάλλον τέτοια ώρα’’, του είπε αυστηρά. Ο ΢άλυ έδειξε προς την Ντάιαμοντ. ‘’Θείο, να σου γνωρίσω την Ντάιαμοντ. Ντάιαμοντ, να σου γνωρίσω τον θείο Λάρυ. Ή Δρ. Λάρυ Κάμελμπακ, που του αρέσει περισσότερο’’. Η Ντάιαμοντ έτεινε το χέρι της ντροπαλά, και ο θείος Λάρυ έκανε το ίδιο, αλλά με πιο αργές κινήσεις. Σο βλέμμα του είχε αρχίσει να την φέρνει σε δύσκολη θέση. ‘’Που λες λοιπόν’’, συνέχισε ο ΢άλυ ίσως καταλαβαίνοντας ότι ένιωθε κάπως άβολα, ‘’Η φίλη μου η Ντάιαμοντ από δω, δεν είναι πολύ καλά. Δεν θα ερχόμουν αν

[264]


δεν πίστευα ότι εσύ και τα μαγικά σου φίλτρα θα έβρισκαν τη λύση. Και έχω αγχωθεί πολύ για αυτό το κορίτσι, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή από το να έρθω σε σένα’’. Ο θείος Λάρυ ρουθούνισε κάπως δύστροπα και περπάτησε προς το σαλόνι, με το φως να ανάβει με ένα χτύπημα των δαχτύλων του. Σο σαλόνι του ήταν μάλλον και ο χώρος εργασίας του. Ένα τεράστιο γραφείο δέσποζε σχεδόν από άκρη σε άκρη, με το παράθυρο από πίσω του σκεπασμένο με μια υπόλευκη παχιά κουρτίνα, και μπροστά από το γραφείο δυο αφράτες πολυθρόνες και ένας μακρόστενος καναπές. ΢τον δεξί τοίχο υπήρχε μια μεγάλη επίπεδη τηλεόραση με ένα σύνθετο ηχοσύστημα, και αριστερά υπήρχε μια βιβλιοθήκη με εναλλάξ ηλεκτρονικούς δίσκους και μικρά αγαλματίδια. Ο θείος Λάρυ έδειξε προς τους καναπέδες και προχώρησε πίσω από το γραφείο του, όπου και έκατσε σε μια πολυθρόνα τριπλάσια του μεγέθους του. ‘’Σι πρόβλημα υπάρχει;’’, ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε κάπως αλλαγμένη, σαν γέρου σαμάνου. Σαυτόχρονα πάτησε την ενεργοποίηση του υπολογιστή του, με το πληκτρολόγιο να είναι μια φωτεινή πλάκα πάνω στο μαρμάρινο γραφείο του. ‘’Η

φίλη

μου

από

εδώ

βρέθηκε

περιπλανώμενη,

και

σε

κίνδυνο,

στο

Μπεγκσκουερ. Εκεί την βρήκα εγώ δηλαδή. Πήγαινε στα χαμένα, χωρίς ιδιαίτερη συναίσθηση, και από εκείνη την ώρα και μετά χτυπάει διάφορα μπλακ-άουτ και ξεχνάει που είναι.’’ Ο ΢άλυ ετοιμαζόταν να πει και άλλα, αλλά σταμάτησε βλέποντας το απορημένο βλέμμα του Λάρυ. ‘’Μπλακ-άουτ;’’, ρώτησε με περιέργεια, κοιτάζοντας την Ντάιαμοντ. Αυτή έγνεψε καταφατικά με μια συστολή. ‘’Μπλακ-άουτ.’’, επανέλαβε ο ΢άλυ. ‘’Αλλά μετά ξαναθυμάται και θυμάται ότι ξέχασε, η κάτι τέτοιο’’. ‘’Σο σύνδρομο κυλιόμενης πόρτας’’, μουρμούρισε ο θείος Λάρυ. Ο ΢άλυ κούνησε το κεφάλι του προς τα εμπρός σαν να ήθελε να ακούσει καλύτερα. ‘’Σο ποιο σύνδρομο; Σο βρήκες κιόλας ρε θείο;’’. Ο Λάρυ του έκανε μια χειρονομία να σωπάσει. ‘’΋χι ηλίθιε. Δεν υπάρχει τέτοιο σύνδρομο.’’, του είπε και σηκώθηκε όρθιος, πιάνοντας ένα εξάρτημα από το γραφείο του, που έμοιαζε με παγούρι με καλαμάκι. Πλησίασε προς την Ντάιαμοντ που τον κοιτούσε διστακτικά. ‘’Υύσα εδώ νεαρά’’, της είπε και έτεινε το περίεργο παγουράκι του. Η Ντάιαμοντ το πήρε και φύσηξε προς τα μέσα. Όστερα αυτός της το πήρε από τα χέρια και κοίταξε

[265]


κάτι στην μια του πλευρά, όπου σε μια μικρή ενσωματωμένη οθόνη εμφανίστηκαν κάποιες μετρήσεις. ‘’Μμμμμ’’, έκανε. Μετά, προχώρησε πάλι στο γραφείο του και έβγαλε μια μικρή λευκή πινέζα. Πλησίασε προς την Ντάιαμοντ. ‘’Δώσε μου λίγο το χέρι σου...όχι αυτό, το άλλο καλύτερα...μπράβο’’.Η Ντάιαμοντ τον είδε να καρφώνει κοφτά την πινέζα σε μια φλέβα στο ύψος του αγκώνα της, στιγμιαία. Όστερα, πήρε πίσω την πινέζα και ξαναπήγε προς το γραφείο του, όπου και την έβαλε σε μια μικρή συσκευή που έμοιαζε με φωτογραφική μηχανή τσέπης. Ξανά, κοίταξε κάτι σε μια μικρή οθόνη από την μια μερά της μηχανής. ‘’Μμμμμ...μμμμ..ω!’’, έκανε και κούνησε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε με αυτό που σκεφτόταν. Ο ΢άλυ έκανε πως ξεροβήχει. Ο Λάρυ τον κοίταξε και ύστερα κοίταξε την Ντάιαμοντ, και ύστερα πάλι τον ΢άλυ. ‘’΢άικεντ’’, είπε τελικά, αλλά λίγο αυστηρά. Η Ντάιαμοντ πήρε μια βαθιά αναπνοή. Για κάποιο λόγο, περίμενε ότι θα το ξαναάκουγε. ‘’Σι κάνεις, αγαπητό μου παιδί, με μια κοπέλα από το ΢άικεντ;’’. Ο ΢άλυ σήκωσε τους ώμους του. ‘’Βολτάρουμε στην κοινή μας παρανομία, υποθέτω’’. Ο θείος Λάρυ ακούμπησε κάτω τις συσκευές του και άπλωσε τα χέρια του στο τραπέζι. Όστερα, καμπούριασε κάπως και έξυσε το ένα του μάτι. Η Ντάιαμοντ ένιωθε σαν να την εξετάζει κάποιος πολύ αυστηρός καθηγητής. Σελικά την κοίταξε, με τα μάτια του μισόκλειστα. ‘’Αγαπητό μου κορίτσι, αυτή τη στιγμή βιώνεις τις επιδράσεις απώλειας δόσεων σε μια σειρά από φαρμακευτικά σκευάσματα τα οποία αναμφίβολα παρέχεσαι από το ΢άικεντ. Εντός των οποίων, για να μην σε καθυστερώ με τεχνικές λεπτομέρειες που σαφώς δεν θα σε ενδιαφέρουν, βρίσκονται φάρμακα ελέγχου μνήμης, φάρμακα ελέγχου συμπεριφοράς , και φάρμακα συναισθηματικής διαχείρισης. Βρίσκονται πολλά φάρμακα, μέσα σου, είναι ένα κοκτέιλ αρκετά γερό και το οποίο όσο δεν ανανεώνεται θα το νιώθεις ως μια σύγχυση και αδυναμία συγκέντρωσης. ΢κέψου ένα πολύ δυνατό μεθύσι και ύστερα ένα ισχυρό κατασταλτικό. Ψς γιατρός, θα σου συνιστούσα χωρίς δεύτερη σκέψη να επικοινωνήσεις άμεσα με τον θεραπεύοντα ιατρό σου για να προσαρμόσει την αγωγή σου. Ψς φίλος του κυρίου ΢άλιβαν θα του πρότεινα να σε γυρίσει αυτή τη στιγμή στο ΢άικεντ και να απομακρυνθεί από εσένα γιατί σίγουρα θα σε ψάχνουν. Ψς γνώστης αυτού του κρεοπωλείου εγκεφάλων όμως, θα σου

[266]


πρότεινα να μείνεις μακριά από το ΢άικεντ, τις αγωγές του και τους θεράποντες ιατρούς του. Πάνω σε αυτό βασικά, πες μου κάτι. Έχεις αντίληψη της κατάστασής σου; Γνωρίζεις ότι βρισκόσουν στο ΢άικεντ;’’ Σο κεφάλι της Ντάιαμοντ έτρεμε λίγο, σκέφτηκε το σπίτι της, τους γείτονές της, την ζωή της, την καθημερινότητά της. Τπήρχε ένας πανικός κάπου εκεί, στην μισάνοιχτη ντουλάπα, καιροφυλακτούσε να πεταχτεί έξω. ‘’΋χι’’, είπε με ειλικρίνια αλλά και κάποια ενόχληση. ‘’Πολύ λογικό, πολύ λογικό. Συπική περίπτωση’’, είπε αυτός συγκαταβατικά. Η Ντάιαμοντ ενοχλήθηκε πάρα πολύ στην έκφραση ‘’τυπική περίπτωση’’. Ο γιατρός γύρισε πάλι προς το μέρος του ΢άλυ. ‘’Μπλέκεις και σου έχω πει να μην μπλέκεις’’, του είπε. Ένας βόβμος ακούστηκε από τον υπολογιστή του, και μια χαμηλόφωνη γυναικεία φωνούλα τον είδοποίησε ότι είχε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. ‘’Οι μπελάδες έρχονται προς τα μένα θείο. Ήταν πολύ όμορφη και πολύ ξεχωριστή για να την αφήσω στα ρεμάλια του Μπεγκσκουερ. Θα την ξυρίζανε για να πουλήσουν το μαλλί’’. Η Ντάιαμοντ κολακεύτηκε με τα λόγια του, αλλά αμέσως εκνευρίστηκε με το επαναλαμβανόμενο αστείο του. Ακόμα ένας βόμβος, και ξανά η φωνούλα που είδοποιούσε τον Λάρυ ότι είχε μερικές αναπάντητες κλήσεις. ‘’Ένα από τα φάρμακα που σου δίνουν, είναι ισχυρό κατασταλτικό για την μνήμη’’, είπε αγνοώντας και τον ΢άλυ και τις ειδοποιήσεις από τον υπολογιστή του. ‘’Να υποθέσω δεν θυμάσαι πολλά πράγματα για τον εαυτό σου, έτσι δεν είναι;’’ ‘’΋χι’’, αποκρίθηκε η Ντάιαμοντ. Από όλες τις πιθανές αντιδράσεις της, της είχε μείνει μόνο μια αίσθηση θλίψης. Θα ήθελε πολύ να διαμαρτυρηθεί για τα όσα άκουγε, αλλά μια φωνή στο κεφάλι της έλεγε ότι έστεκαν. ‘’Πολύ λογικό, πολύ λογικό. Συπική περίπτωση’’, της είπε ξανά. ‘’Ο συνδυασμός των φαρμάκων σε βοηθάει να μην θυμάσαι, αλλά και ταυτόχρονα να μην σε νοιάζει και πολύ. Σο δεύτερο εξασθενεί πολύ πιο γρήγορα από το πρώτο.’’ ΄’’Θα θυμηθεί δηλαδή;’’, ρώτησε ο ΢άλυ σκεπάζοντας άλλη μια ειδοποίηση για χαμένες κλήσεις και κάποια ηλεκτρονικά μυνήματα. Ο Λάρυ κούνησε το κεφάλι του κάπως ανυσηχητικά στα μάτια της Ντάιαμοντ, που περίμενε με αγωνία την απάντηση. ‘’Σο φάρμακο αυτό είναι φτιαγμένο για να μην θυμάται κάποιος αγαπητά μου παιδιά. Ανάλογα και με την διάρκεια της αγωγής, μπορεί να είναι από μερικές ημέρες μέχρι και μη αναστρέψιμο.’’

[267]


Ο ΢άλυ ξεφύσηξε απογοητευμένος και η Ντάιαμοντ κοίταξε το πάτωμα. Άρχισε να φαντάζεται σχήματα και σχέδια από τις γραμμές της μοκέτας, προσπαθώντας να μην σκέφτεται. Μια άλλη φωνή στο κεφάλι της την πρόσταξε να σηκωθεί να φύγει, γιατί είτε όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης, είτε την κοροιδεύανε. ‘΢τέκει’, ξαναφώναξε η άλλη φωνή. ‘Εφιάλτης’, έβγαλε την γλώσσα η άλλη. ‘’Μα καλά, είναι νόμιμο αυτό;’’,ρώτησε ο ΢άλυ κάπως αγανακτισμένος. ‘’Είναι νόμιμο να πας και να κρύβεις τις αναμνήσεις ενός ανθρώπου;’’ Ο θείος Λάρυ χαμογέλασε με πικρία. ‘’Οι νόμοι του ΢άικεντ είναι νόμοι του ΢άικεντ’’, είπε ψυχρά. ‘’Και επιπλέον, η διευθύντρια του ΢άικεντ είναι η αξιότιμή μας Κυβερνήτης, λες να κυνηγήσει το ίδιο της το παιδί; Η φαντασμένη ξιπασμένη κλώσσα κάνει ότι γουστάρει, με όποιον της γουστάρει.’’ ‘’Είναι έγκλημα αυτό’’, είπε ο ΢άλυ εκνευρισμένος. ‘’΋πως και να το δεις, είναι έγκλημα’’. Η Ντάιαμοντ τώρα έβλεπε στη μοκέτα ένα πελώριο ασβό με δυσανάλογα μεγάλο όσχεο και ο υπολογιστής του θείου Λάρυ αναφώνησε μερικές ακόμα ειδοποιήσεις. Οι τελευταίες τον οδήγησαν να ξεφυσήξει αγανακτισμένος. ‘’Σι σκατά’, μουρμούρισε και κοίταξε προς την οθόνη, χτυπώντας τα δάχτυλά του στο μάρμαρο και το αόρατο πληκτρολόγιο που βρισκόταν εκεί. Σο βλέμμα του καρφώθηκε στην οθόνη, και μετά από λίγο έσκυψε ολόκληρος μπροστά της, τραβώντας και την καρέκλα του μαζί. Ο ΢άλυ πλησίασε προς την Ντάιαμοντ και της έσφιξε τον ώμο. ‘’΋λα θα πάνε καλά’’, της είπε. ‘’Αν όχι, θυμήσου τι ωραίος φίκος θα γίνεις’’. Η Ντάιαμοντ δεν χαμογέλασε αυτή τη φορά. Προσπάθησε να φτιάξει ένα φίκο με την φαντασία της στην μοκέτα, αλλά αυτός δεν έβγαινε πουθενά. ΢την θέση του έβλεπε μετέωρα κομμάτια από κούτσουρα, χωρίς άνθη και φύλλα αλλά και χωρίς ρίζες. Ήταν έτοιμη να βουρκώσει ξανά. Απέναντί τους, ο θείος Λάρυ είχε καρφωθεί στην οθόνη σαν να διάβαζε κάποιο συνταρακτικό νέο. Ο ΢άλυ τον άκουσε να σιγομουρμουράει αυτό που διάβαζε, και έπιασε μια συγκεκριμένη λέξη που του τράβηξε το ενδιαφέρον. ‘’Εξωγήινος είπες;’’, τον ρώτησε, ενώ και η Ντάιαμοντ σήκωσε απότομα το κεφάλι της στο άκουσμα της λέξης. Ο Λάρυ σαν να ξύπνησε από λήθαργο τινάχτηκε από την οθόνη. ‘’Εξωγήινος, ναι...’’, μουρμούρισε.

[268]


‘’Ναι, αλήθεια, είδες κανένα νέο, τι γίνεται με αυτήν την ιστορία; Η φίλη μου η Ντάιαμοντ θα ήθελε να δει και αυτό το αξιοθέατο, αν φυσικά το πάρτυ δεν τελείωσε.’’ Ο Λάρυ έμεινε σιωπηλός, με τα δάχτυλά του σταυρωμένα στο ύψος του σαγονιού του. Είχε ακόμα εκείνο το ήρεμο παρουσιαστικό, αλλά μπορούσαν να δουν και οι δυο ότι τα μάτια του σπινθήριζαν. Μπορούσαν να δουν ότι μουρμουρούσε, αλλά δεν βγάζανε αυτά που έλεγε. Σελικά, ο θείος Λάρυ χαμογέλασε. ‘’Σο πάρτυ τώρα ξεκινάει’’, είπε. ΋τι και αν ήταν, δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να το πιστέψει. ‘’Έγινε μια απίστευτη σύγκρουση με την αστυνομία πριν λίγη ώρα....Έγινε χάος εκεί....και τώρα...οι Παράλογοι βρήκαν τον εξωγήινο και τον πηγαίνουν στα υπόγειά μας!΄΄. Ο θείος Λάρυ σηκώθηκε όρθιος και τους κοίταξε μισάνοιχτο στόμα. Μια καταπιεσμένη προσμονή είχε μόλις απελευθερωθεί και η Ντάιαμοντ νόμιζε ότι μπορούσε να δει το αίμα να κυκλοφορεί με μεγάλη ταχύτητα σε όλο του το σώμα σε ρυθμικούς παλμούς. ‘’Πρέπει να πάω εκεί! Πρέπει να είμαι εκεί!’’, είπε στον εαυτό του, και προχώρησε με βιαστικό βήμα προς τα μέσα για να ντυθεί. Η Ντάιαμοντ γύρισε το βλέμμα της στον ΢άλυ, ο οποίος την κοιτούσε ήδη. ΢τα δικά της μάτια υπήρχε ένας καινούριος ενθουσιασμός, στα δικά του μια καινούρια διστακτικότητα. ‘’Αγάπη, δεν μου πολυαρέσει να πηγαίνω πλέον εκεί κάτω...και επιπλέον ακόμα δεν σου έδωσε κάποιο γιατροσόφι ο Γιατρός για το κεφαλάκι σου. Δεν ξέρω....Επιπλέον, αν ήμουν στη θέση σου και μόλις μου είχαν πει ότι είμαι κάτι σαν τον Σρούμαν, θα υστέριαζα και θα τραβούσα τα μαλλιά μου. Ήσουν σε ψυχιατρείο αγάπη, το πιστεύεις;’’ Αυτή είχε σηκωθεί ήδη και του τράβηξε το χέρι. ‘’Ψ, πάμε, πάμε, πάμε’’, επανέλαβε σαν μικρό κορίτσι. ‘’Ψ, πιστεύω ότι έπαθες πάλι μπλακ άουτ, μπλακ άουτ, μπλακ άουτ. Είσαι τ ρ ε λ λ η και κυριολεκτώ Ντάιαμοντ. Είσαι από τρελλάδικο. Σο έσκασες. Είσαι μια τρελλή από τρελλάδικο που το έσκασες. ΋λες οι ιστορίες τρόμου κάπως έτσι ξεκινάνε’’ ‘’Να σου πω κάτι αστείο και εγώ; Μακάρι να είναι έτσι. Μακάρι γιατί έτσι μπορώ να εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω τίποτα.’’ ‘’Μάλλον πίστευες ότι είσαι ο Βούδας, για αυτό σε βάλανε μέσα. Λογικό, ο Βούδας ήταν καραφλός’’ ‘’΢άλυ, όλη η ζωή που θυμάμαι από την ώρα που βγήκα από εκείνο το σπίτι, είναι μια θολή εικόνα, σαν να βρισκόμουν σε αναισθησία. Και σε τελική ανάλυση, αν τρελλάθηκα τώρα θέλω να δω την συνέχεια.’’ ‘’Είσαι πολύ ψύχραιμη για τρελλή’’

[269]


‘’Και εσύ πολύ ψύχραιμος για παράνομος’’. Ο ΢άλυ αναστέναξε αργά και κούνησε καταφατικά, αν και απρόθυμα, το κεφάλι του. Η Ντάιαμοντ χαμογέλασε πλατιά και την ίδια στιγμή επέστρεψε ο γιατρός θείος Λάρυ Κάμελμπακ, όχι πια μισοκοιμισμένος και όχι πια στα βατραχοεσώρουχά του. Υαινόταν αληθινά ευτυχισμένος, και το κιτρινωπό πουκάμισό του τόνιζε την ανυπομονησία του. Σους κοίταξε σαν να είχε ξεχάσει ότι ήταν εκεί. ‘’΢άλυ...πρέπει να πάω..’’, του είπε. Ο ΢άλυ χαμογέλασε. ‘’Σο ξέρω γέρο.’’, του απάντησε αυτός. ‘’Και εμείς θα έρθουμε. Εκτός και αν είναι επικύνδινο για την κυρία από εδώ, κάτι το οποίο θα ήθελα να μου πεις, αν ισχύει’’, συμπλήρωσε. Ο Λάρυ έξυσε λίγο το πηγούνι του. ‘’Μόλις γυρίσουμε, θα περιποιηθώ την κυρία αυτή και θα της κάνω το κεφάλι σαν καινούριο’’, είπε κοιτώντας την Ντάιαμοντ. ‘’Θα μας πάρει καιρό, αλλά το υπόσχομαι’’. Ο ΢άλυ δεν έδειχνε ικανοποιημένος, αλλά σήκωσε τους ώμους. ‘’Να ξέρεις ότι μάλλον θα χρειαστείς πριόνι για τις ρίζες’’, είπε και η Ντάιαμοντ αυτή τη φορά χαμογέλασε. ‘’Ελάτε μαζί μου’’, είπε ο θείος Λάρυ και σχεδόν χοροπηδηχτά άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς τα έξω. Πριν προλάβουν να βγουν ήταν ήδη στο ασανσέρ και τους έκανε νόημα να βιαστούν. ‘’Που ακριβώς πάμε;’’, ρώτησε η Ντάιαμοντ καθώς το ασανσέρ κατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα, τόση που ένιωθε το στομάχι της να αιωρείται. ‘’΢το σταθερό σημείο που σου έλεγα, το ‘ορμητήριο’ των Παραλόγων του θείου’’, απάντησε ο ΢άλυ, αλλά στον τόνο του φαινόταν ότι δεν λάτρευε κιόλας το μέρος. ‘’Εκεί που μπορείς να κάνεις μια στάση και να δεις την γενική εικόνα, διάφορα ημίτρελλα παπούδια που πιστεύουν ότι ο κόσμος μας είναι μια φάρσα και πλέον...εξωγήινους. Θείο, εξελίσεστε, όταν είχα πρωτοέρθει εγώ το μόνο που είχατε ήταν παράνομα βιβλία, κακής ποιότητας καφές και μερικά παραισθησιογόνα για ιδιωτικές προβολές ταινιών με δράκους και δεινόσαυρους στο ταβάνι’’. Ο Λάρυ άνοιξε την πόρτα και προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο. ‘’Άλλο οι δράκοι και άλλο οι δεινόσαυροι ΢άλυ, στο έχω εξηγήσει πολλές φορές. Οι πρώτοι είναι αποτέλεσμα φαντασίας, οι δεύτεροι υπήρξαν. Οι πρώτοι υπήρξαν στην φαντασία μας επειδή οι δεύτεροι υπήρξαν στα ευρήματά μας.’’

[270]


‘’Ναι, ναι’’, απάντησε κάπως ειρωνικά ο ΢άλυ. ‘’Μου το έχεις πει. Αλλά τώρα πλέον έχετε μπλέξει ευρήματα και φαντασία, για να μου λες στα αλήθεια ότι πάμε να συναντήσουμε έναν εξωγήινο!’’. Ο θείος Λάρυ χαμογέλασε και τους οδήγησε σε ένα ευρύχωρο και ευμεγέθες τζιπ, του οποίου οι πόρτες άνοιξαν συρταρωτά μόλις αυτός πλησίασε. ‘’Κάντε λίγο υπομονή παιδιά μου’’, είπε. ‘’Αν κατάλαβα καλά από τα μηνύματα των φίλων μου, έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ καλύτερο από εξωγήινο’’. Ο ΢άλυ έκτατσε μπροστά και η Ντάιαμοντ χώθηκε στο πίσω κάθισμα που έμοιαζε με καναπέ σε ένα μικρό σαλόνι. ΢τις πλάτες των καθισμάτων υπήρχαν οθόνες και μικρά ανακλινόμενα τραπεζάκια. Ο Λάρυ έβαλε μπροστά την μηχανή και το τζιπ-σαλόνι γουργούρισε νευρικά και τινάχτηκε προς τον δρόμο. ‘’Δεν θέλω καν να μπω στην διαδικασία να υποθέσω’’, μουρμούρισε ο ΢άλυ καθώς μια αυτόματη ζώνη τον τύλιγε. ‘’Δεν θα το έβρισκες’’, απάντησε ο θείος Λάρυ. ‘’Ξέχνα άλλους πλανήτες και ηλιακά συστήματα, αγαπητό μου παιδί, και σκέψου κάτι κοντινότερο.’’ Ο ΢άλυ τον κοίταξε περιεργαστικά. ‘’Βρήκατε φεγγαράνθρωπο;’’, ρώτησε. ‘’Μην γίνεσαι γελοίος...Αλλά και πάλι. Πιο κοντά.’’ Ο ΢άλυ έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλός. Η Ντάιαμοντ είχε τραβηχτεί προς τα εμπρός όσο της επέτρεπε η ζώνη της, ακούγοντας με λαιμαργία την συζήτηση. ΄΄Εγώ, όταν σου έλεγα μικρός ότι υπάρχουν άγγελοι, εσύ μου έλεγες ότι τους σκοτώσαμε όλους γιατί μας τελειώνανε τα υλικά πλήρωσης των μαξιλαριών. Σο ξέρεις ότι δεν βάζω μαξιλάρι από μικρό παιδί για κάτι τέτοιες μαλακίες που μου έλεγες, έτσι;’’ Σο αυτοκίνητο πέρασε από τους κεντρικούς δρόμους που οι δυο τους είχαν περάσει στα κλεφτά πριν πολύ λίγη ώρα. Η Ντάιαμοντ έπιασε με το μάτι της και το μικρό άλσος το οποίο είχανε προσπεράσει. Η πόλη και τα φώτα της περνούσαν από τα παράθυρά της σε μικρές δέσμες, χωρίς την παραμικρή λεπτομέρεια, μια ασαφής μάζα. ‘’Θα τα δούμε όλα πολύ σύντομα’’,είπε ο Λάρυ στρίβοντας σε μια μικρή λεωφόρο με μεγαλύτερη κίνηση, ‘’αλλά έχω την εντύπωση ότι μιλάμε για μια ακόμα μεγαλύτερη ανακάλυψη από αγγέλους, εξωγήινους και, για να σε προλάβω, ανθρώπους από το εσωτερικό της Γης. Έχουμε νομίζω έναν επισκέπτη, που μας έρχεται από.....έξω από τα Σείχη μας!’’.

[271]


Ο Λάρυ ήταν ενθουσιασμένος εδώ και αρκετή ώρα. Ο ΢άλυ στο άκουσμα αυτό κοίταξε με αρκετή έκπληξη, χωρίς να βρει κάποιο ειρωνικό σχόλιο να προσθέσει. Η Ντάιαμοντ ωστόσο, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, ένιωσε την καρδιά της να πηδάει ένα χτύπο. Η εικόνα που είχε για έξω από τα ψηλά Σείχη της πόλης ήταν ατελείωτες εκτάσεις καταστροφής, ακατάλληλες για ανθρώπους και ζωντανά πλάσματα. Ο μεγάλος Πόλεμος είχε σαρώσει τα πάντα και είχε βάλει στη θέση τους υπερτροφικά μανιτάρια από δηλητηριώδη αέρια. ΋σοι επέζησαν λύγισαν από μεταλλάξεις, τερατογενέσεις, αρρώστιες, τη διάβρωση από τα μεγάλα πολεμικά επιτεύγματα του ανθρώπου. Οι πρώτοι κάτοικοι των επιζήσαντων πόλεων έκαναν λόγο για ανθρωποφάγες ορδές άλλων ανθρώπων που ερχόντουσαν απ’έξω. Άλλοι ότι περιέθαλπταν κάποιους επιζώντες αλλά τους μετέδιδαν θανατηφόρες ασθένειες. ‘’Άρα υπάρχει και άλλη πόλη εκεί έξω’’, είπε ο ΢άλυ, βρίσκοντας το πιο λογικό ενδεχόμενο από όλα. ΄΄Νομίζω θα το ξέραμε’’, απάντησε ο Λάρυ σαν να το είχε ήδη σκεφτεί. ‘’Από τις πέντε πόλεις σε όλο τον κόσμο που είχαν απομείνει, η τελευταία έπεσε πριν από δέκα χρόνια. Εμείς λόγω μεγέθους, τεχνολογίας αλλά και πρώτων υλών φαίνεται να αντέχουμε ακόμα. Αλλά αυτός...ω, αυτός πρέπει να έρχεται από σημεία του χάρτη που εμείς πλέον έχουμε σαν μουτζούρες. Αυτός ο άνθρωπος είναι για εμάς η ελπίδα και η απόδειξη, ότι έχει φτάσει πλέον ο καιρός να γκρεμίσουμε τα τείχη και να αποδεχτούμε ότι βρίσκεται εκεί έξω.’’ Η Ντάιαμοντ γρήγορα ενθουσιάστηκε πιο πολύ από το ενδεχόμενο να ήταν πράγματι εξωγήινος. Ο ΢άλυ προσπαθούσε να κουκουλώσει μια μικρή δυσφορία. ‘’Θείο, αυτές οι θεωρίες θα σε φάνε και εσένα και την τρελλοπαρέα σου. Είδες τι απέγινε σε εκείνο το φίλο σου, εσύ μου τα έλεγες. Μαζί με την Ντάιαμοντ θα βρισκόταν. Ίσως και αυτή να την κοπάνησε επειδή δεν άντεχε τις θεωρίες του’’ ΄΄Ο Ρίτσαρντ δεν ήταν τρελλός, ΢άλυ. Σον βγάλανε τρελλό για να αντικρούσουν την λογική του.’’, είπε. ‘’Σον κλείσανε εκεί μέσα για τιμωρία επειδή σκέφτεται’’. Ο ΢άλυ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. ‘’Κοίτα μην το κάνουν και σε σένα’’, είπε και γύρισε το βλέμμα του προς τα έξω. ‘’Πάμε τώρα να παίξεις με τα φιλαράκια σου και τον εξωγήινό σας, αλλά μετά τουλάχιστον να περιποιηθείς την φίλη μου’’. Η Ντάιαμοντ είδε το βλέμμα του θείου Λάρυ από τον καθρέπτη.

[272]


‘’΋λα θα γίνουν, αγαπητή μου’’, της είπε και αυτή έγνεψε καταφατικά, σαν να εκφράζει την σιωπηρή συναίνεσή της για τις προτεραιότητες της βραδιάς. Σο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά από μια στάση του μετρό και ο θείος Λάρυ σχεδόν ανέβασε το τζιπ στο πεζοδρόμιο. Η Ντάιαμοντ ακολούθησε τους δυο άντρες προς την υπόγεια διάβαση, και σε λίγο θα εντυπωσιαζόταν από την μυστική είσοδο στην παλαιότερη, θαμμένη στάση του παλιού μετρό αλλά και από το γεγονός ότι παντού στην πόλη υπήρχαν τέτοια μυστικά περάσματα. Ο ΢άλυ υποστήριξε ότι η αστυνομία τους ήξερε αλλά αδιαφορούσε, και ο Λάρυ του ανταπάντησε ότι έλεγε βλακείες και ότι κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει για τα κρυσφήγετά τους. Σους άκουγε,

αλλά

ήταν

αρκετά

απορροφημένη

στους

ετοιμόρροπους

σκοτεινούς

διαδρόμους μιας παλιάς πραγματικότητας αλλά και στην προσμονή για αυτό που θα έβλεπε, και δεν τους έδινε πολύ σημασία. Μια ξεθωριασμένη πινακίδα έγραφε το όνομα του παλιού σταθμού: 5η Λεωφόρος, τερματικός. Φαμογέλασε. Αν υπάρχει κάποιος που αφήνει σημάδια, τότε είναι είρων. Σα γεγονότα είναι: Ο Λιρόι είδε το κινητό του να αναβοσβήνει και το σήκωσε ανυπόμονα. Οι βαρετές του βόλτες γύρω από τα στενά του ΝάιτΒάιμπ ήταν μάταιες και αυτό είχε φανεί αρκετή ώρα τώρα. ‘’Πες μου κάτι καλό’’, γρύλισε προς το ακουστικό. Ο Σέρι Κρος στην άλλη άκρη έβηξε δυνατά για λίγη ώρα πριν καταφέρει να μιλήσει. ‘’Σο ένστικτό μου, αφεντικό, δουλεύει ακόμα. Σους είδα’’, είπε περήφανα. Ο Λιρόι κοκκάλωσε το αμάξι, διακυνδινεύοντας κάποιο ατύχημα με μια μηχανή που ερχόταν πίσω του. ‘’Λέγε!’’, φώναξε. ‘’Αυτή, ένας άλλος και ένας γέρος, κατέβηκαν στο μετρό της παλιάς 5ης Λεωφόρου. Εκεί είναι μια από τις εισόδους για αυτά τα υπόγεια των παλαβών’’. ‘’Σων Παραλόγων!’’, φώναξε ο Λιρόι. ‘’Αυτών’’. ‘’Έρχομαι, μην κάνεις τίποτα’’, του είπε αμέσως και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. ‘’΢κατά’’, αναφώνησε, σε ένα μίγμα λυτρωτικής χαράς αλλά και ανησυχίας. Η

[273]


Ντάιαμοντ είχε βρει προφανώς κάλυψη στους Παραλόγους,που θα είχαν κάθε λόγο να περιμαζέψουν ένα τρόφιμο του ΢άικεντ. Ίσως εδώ να είχε βάλει και το χεράκι του ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Θα ήταν δύσκολο να κατέβει, ακόμα και με τον Σέρι Κρος, για να ψάξει την Ντάιαμοντ εκεί κάτω, αλλά δεν είχε και πολλές επιλογές.Σουλάχιστον γνώριζε πια που είναι, και αυτό ήταν η σημαντικότερη είδηση εδώ και αρκετή ώρα. ΢κέφτηκε να πάρει την Νικόλ να της τρίψει στην μούρη την αποτελεσματικότητά του, αλλά γρήγορα απέρριψε την σκέψη- όταν θα έβρισκε την Ντάιαμοντ θα προτιμούσε να είναι μόνος ή έστω με έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, όπως ο Κρος. Είχε μαζί του όσα φάρμακα θα του χρειαζόντουσαν, και μερικά ακόμα. Είχε έρθει ο καιρός να κλείσει μια και καλή το κεφάλαιο Ντάιαμοντ. Αρκετά μακριά, έξω από ένα σχετικά περιποιημένο, πόσο μάλλον για κρυφό καταφύγιο, σπίτι του Βόρειου Σομέα, η Φόλυ πέταξε την θερμαντική κουβέρτα από πάνω της και τράβηξε το μικρό πανί από το πίσω μέρος του κεφαλιού της για να σιγουρευτεί ότι δεν έτρεχε άλλο αίμα. Η ζαλάδα που ένιωθε δεν γινόταν ευκολότερη από τα διάφορα φώτα που αναβόσβηναν γύρω της- το ασθενοφόρο στου οποίου τα σκαλάκια της πίσω πόρτας καθόταν, δυο τρια περιπολικά, μερικά χόβερ. Σο σπίτι ήταν λουσμένο στο φως από προβολείς και φακούς κάθε είδους,ενώ φαινόταν εσωτερικά φωταγωγημένο, με διάφορες σκιες να γυροφέρνουν στα παράθυρα αναζητώντας στοιχεία. Σο βουητό στα αυτιά της ήταν μόνιμο, αλλά συνοδευόταν από διάφορες ομιλίες, ασυρμάτους, φωνές και ηλεκτρονικούς βόμβους. Ο πόνος στο κεφάλι της ήταν βαθύς και διαπεραστικός, αλλά περισσότερο την ενοχλούσε η αδυναμία και το μούδιασμα των άκρων της. Ο εκνευρισμός της πάλι, ήταν εκτός ελέγχου, και ίσως να πέρασε και τα οριακά του σημεία όταν είδε το γυαλιστερό αυτοκίνητο του Κάιλ Κρέιμερ να πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα. ΋χι ότι το συγκαταβατικό βλέμμα του ΢μίτυ δεν είχε κάνει δουλειά με τα νεύρα της, ιδίως όσο απλά στεκόταν μπροστά της χωρίς να λέει τίποτα παραπάνω από το να ρωτάει αν είναι καλά. Η Φόλυ είδε στην αυλή του σπιτιού δυο Προστάτες. ‘’Γιατί δεν ψάχνουν την Άζρα;’’, ρώτησε αυστηρά. ‘’΋λοι ψάχνουν την Άζρα και τον Κόρβερ, Φόλυ.Επικεφαλής είναι ο Ίθαν. Θα τους βρουν’’, απάντησε μειλίχια ο ΢μίτυ. ‘’Θα έπρεπε να τους είχαν ήδη βρει’’, απάντησε αυτή. Ο ΢μίτυ δεν μίλησε καθόλου και η Φόλυ τον κοίταξε αγριεμένη.

[274]


‘’Πες το λοιπόν’’, του είπε. ‘’Πες το’’. ‘’Σους είχαμε βρει ήδη’’, απάντησε αυτός σχεδόν συλλαβιστά ύστερα από την προσταγή της. ‘’Αλλά ήθελες να τα κάνεις όλα μόνη σου’’, συμπλήρωσε. Ήταν επικριτικός αλλά η Φόλυ θα τον ήθελε και λίγο παραπάνω. ‘’Επιτέλους. Κριτική. Σι σκατά κάνεις τόση ώρα, με κανακεύεις λες και είμαι κανένα κοριτσάκι;’’. Κοίτάξε προς τα πίσω και είδε τον απεχθή Κάιλ Κρέιμερ να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και να κοιτάει το κτίριο, δείχνοντας το σήμα του σε κάτι αστυνομικούς. ‘’Αν πλησιάσει θα του πυροβολήσω το γόνατο’’, είπε και έσφιξε τα δόντια από μια δυνατή σουβλιά στους κροτάφους της. Ο ΢μίτυ δεν απέτρεψε στον Κάιλ Κρέιμερ να πλησιάσει και αυτός έφτασε δίπλα τους, κοιτάζοντας ερευνητικά προς το μέρος της. Σου προσέφερε ένα περιφρονητικό, εκνευρισμένο βλέμμα και ύστερα τον απαξίωσε, κοιτώντας μακριά. Αυτός έβαλε τα χέρια στη μέση και γύρισε προς τον ΢μίττυ. ‘’Λοιπόν;’’, ρώτησε. Η Φόλυ κάτι μουρμούρισε, αλλά μάλλον ευτυχώς δεν άκουσε κανένας πέρα από εκείνη. Ο ΢μίτυ ήταν αρκετά πιο ψύχραιμος. ‘’Ελαφριά διάσειση. Δυο τρεις μώλωπες, δυο τρεις γρατζουνιές. Έχει πάθει και χειρότερα’’, είπε. Ο Κάιλ Κρέιμερ τον κοίταξε αυστηρά. ‘’Δεν με ενδιαφέρει η Σζένκινς’’, είπε κοφτά. ‘’Μια χαρά είναι η Σζένκινς, την βλέπω’’, συμπλήρωσε και η Φόλυ το θεώρησε προσβλητικό, αν και πράγματι προτιμούσε να δείχνει ότι είναι μια χαρά. ‘’Με ενδιαφέρει τι σκατά έγινε εδώ και τι γίνεται τώρα’’, πρόσθεσε μετά από λίγο. Ο δασκαλίστικος τόνος του χτύπησε μαζί τις σουβλιές τα μηννύγια της. Από αυτόν δεν ήθελε καμία κριτική. ‘’Σίποτα δεν έγινε. Ο Κόρβερ το σχεδίαζε αυτό πολύ καιρό πριν. Είχε παγιδεύσει όλο το σπίτι. ΢υνεχίζουμε και κλείνουμε τον κλοιό γύρω του’’, είπε κοφτά, χωρίς να τον κοιτάει. Ο Κρέιμερ έσκυψε λίγο προς το μέρος της. ‘’Σζένκινς, γιατί πήγες μόνη σου;’’, τη ρώτησε. Ήταν μια εύλογη ερώτηση. Αν είχε πάει με άλλους τρεις, τώρα όλα θα είχαν τελειώσει. ‘’Γιατί έτσι γούσταρα αφενός’’, του είπε αλλά ένα αγριεμένο βλέμμα του ΢μίτυ την μαλάκωσε. ‘’Και επιπλέον ήταν απλώς μια διαίσθηση, δεν ήθελα να αποσπάσω άλλους. Σον είχα δει στο παρελθόν σε αυτό το σπίτι, αποφάσισα να κάνω έλεγχο. Μόλις επιβεβαίωσα ότι ήταν εκεί, ειδοποίησα. Ήταν πιο γρήγορος από εμάς.’’, συμπλήρωσε σφίγγοντας τα δόντια. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να πάρει και πολύ νωρίτερα. Η σκληρή πραγματικότητα και το αποτέλεσμα, έδειξαν ότι υπερεκτίμησε τις δυνάμεις της,

[275]


και υποτίμησε πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Κάπου μακριά, ο ΢αμ τώρα θα χαμογελούσε χαιρέκακα. Η ζαλάδα μαζί τον εκνευρισμό είχαν πάρει τώρα ξιφολόγχες και τρυπούσαν το κεφάλι της, από μέσα προς τα έξω. Ο Κάιλ Κρέιμερ γύρισε προς τον ΢μίτυ, μη ικανοποιημένος από την απάντηση. ‘’Γίνεται χάος απόψε Γουόλτερ’’, του είπε. ‘’Έχω εξωγήινους, αστυνομικά χόβερ να γκρεμοτσακίζονται, συρράξεις με την αστυνομία, ολόκληρη η πόλη ξυπνάει από τις τέσσερις να δει τι γίνεται, και εσείς δεν μπορείτε να τακτοποιήσετε μια απλή όπως μου είπατε υπόθεση. Δεν είναι μια κακή μέρα στο γραφείο αυτή, αυτό είναι παράνοια που γίνεται απόψε’’. Ο ΢μίτυ έγνεψε καταφατικά, σαν να αποδεχόταν το μάλωμα. Η Φόλυ δεν ήθελε να βλέπει τον ΢μίτυ έτσι και έκανε να σηκωθεί αλλά μια διαπεραστική σουβλιά την κατέβασε πάλι κάτω. ΋ταν του έλεγε ότι γίνεται κακός χαμός ο ΢μίττυ την καθυσήχαζε. ‘’΢κατά Κρέιμερ, δεν το βλέπεις; Δεν είναι τυχαία όλα αυτά που συμβαίνουν απόψε! Κάτι γίνεται απόψε. Οπότε αντί να έρχεσαι εδώ να μας πεις ότι δεν κάνουμε καλά την δουλειά μας, καλύτερα να πας εκεί που πρέπει να πας να συντονίσετε τις δικές σας δουλειές να μαζέψετε αυτό το χάος. Από που και ως που η αστυνομία ρίχνει δακρυγόνα σε πλήθος; Για να προστατέψει μια αποθήκη; Έχω τους ανθρώπους μου να παλεύουν να σώσουν γερόντια και γυναικόπαιδα; Και μάλιστα να ακούω ότι τα ευρήματα μιλούν για δικές μας τεχνολογίες στην αποθήκη; Πως τολμάς να έρχεσαι εδώ, να μας πεις τι ακριβώς; Σι θες να μου πεις; ΋τι μου ξέφυγε ο Κόρβερ; Μου ξέφυγε. Σου έχω σπάσει τα μισά κόκκαλα, αποκάλυψα την κρυψώνα του, η ΢φίκα του έφυγε και περιφέρεται με τα πόδια ημιλιπόθυμος σε ακτίνα πέντε τετραγώνων. Λες να μην τον βρούμε τελικά; Αν εσείς βρίσκεστε σε τρικυμία, κοίτα να τους πετάξεις μπρατσάκια να κολυμπήσετε, μην έρχεσαι εδώ να μας κάνεις τον έξυπνο.’’ Η ένταση της φωνής της προκάλεσε μια σκοτοδίνη και σταμάτησε κάπως απότομα. Ο ΢μίτυ αναστέναξε, αν και ενδόμυχα μάλλον επικροτούσε τον τσαμπουκά της. Ο Κάιλ Κρέιμερ σούφρωσε τα χείλη του ετοιμάζοντας ακόμα ένα δασκαλίστικο ύφος που την έκανε να επιθυμεί να του ρίξει μια ριπή στα αρχίδια πριν αρχίσει να μιλάει. Έσφιξε την γροθιά της περιμένοντας την σκοτοδίνη να υποχωρήσει. ‘’Μην αγριεύεις Σζένκινς’’, είπε τελικά, πολύ πιο μαλακά από όσο θα περιμένανε. ‘’΋πως δεν έχουμε άλλα περιθώρια για τα παιδαριώδη λάθη που κάνετε με τον Κόρβερ από την πρώτη στιγμή, άλλο τόσο δεν έχουμε για να καυγαδίζουμε μεταξύ μας. Μου λες θα τον πιάσετε, σε ακούω και το δέχομαι. Να τον πιάσετε. Και σε τελική ανάλυση,

[276]


χέστηκα αν θα τον πιάσετε. Εγώ θέλω μέσα στην επόμενη ώρα να έχει αποκατασταθεί πλήρως η τάξη, να έχουμε βρει την ΢φίκα αλλά και τον εξωγήινο. Δεν νομίζω, όπως λες, ότι συνδέονται, αλλά σε κάθε περίπτωση, να το ερευνήσουμε και αυτό. Θα πρότεινα να μαζέψεις

όσους

δεν

έχουν

κάποια

υποχρέωση

στα

κεντρικά

σας

για

να

επανασυζητήσουμε την κατάσταση και να αξιολογήσουμε όλα τα ενδεχόμενα...’’ ‘’Μαλακίες’’, είπε αυτή διακόπτωντας τον. ‘’Φόλυ, δεν είναι κακή ιδέα’’, μουρμούρισε ο ΢μίτυ, αλλά τελικά εκείνη σηκώθηκε με πείσμα. ‘’Δεν θα μαζευτεί κανένας. Σα πράγματα είναι πολύ απλά. Μια ομάδα εδώ, με επικεφαλής εμένα, θα βρούμε τον Κόρβερ και την ΢φίκα. Μια ομάδα στις αποθήκες, είναι ήδη εκεί και η Λίντια Υάρμερ, θα βρει τον τσαρλατάνο που λέτε εξωγήινο, θα κλείσει και αυτό. Ο ΢μίτυ θα συνεχίσει να συντονίζει τις δυο ομάδες μαζί με τον Οράτιο, χωρίς να χρειάζεται να έρχεται να νταντεύει κανέναν μας (στο σημείο αυτό του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα) εσύ θα πας εκεί που πρέπει να πας, θα πεις ότι σου κατέβει να πεις και θα προσθέσεις απλά ότι μέσα στις επόμενες ώρες όλα τα μέτωπα θα έχουν κλείσει.’’, είπε κουκουλώνοντας ότι δεν έβλεπε καθόλου με την ζαλάδα όσο μιλούσε. ‘’Η Κυρία έχει ήδη ξυπνήσει’’, είπε ο Κρέιμερ, σαν να τους έλεγε ότι πρέπει να σταθούν προσοχή και να τραγουδήσουν κάποιον ύμνο. Η Φόλυ αναρωτήθηκε γιατί δεν τον φτύνει κατάμουτρα. ‘’Εγώ η ίδια θα πάω σε μια ώρα στην Κυρία να της δώσω αναφορά. Για την ώρα, έχω δουλειά να κάνω’’, είπε κοφτά και έκανε να προχωρήσει ανάμεσά τους. Σο χέρι του ΢μίτυ την σταμάτησε και το βλέμμα του την κάρφωσε αυστηρά. ‘’΋χι’’, είπε απότομα. Η Φόλυ γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη. ‘’Σι όχι;’’, τον ρώτησε. ‘’΢υμφωνώ σε όλα όσα λες, αυτά πρέπει να γίνουν όπως ακριβώς τα είπες να γίνουν. Αλλά όχι, Φόλυ. Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά.’’, είπε αυτός ξερά. Η Φόλυ πισωπάτησε, αλλά περισσότερο από την ζαλάδα. ‘’Σι σκατά ΢μίτυ;’’ ‘’Φόλυ αν είχες έναν άυπνο Προστάτη, με διάσειση, που μόλις έχει φάει της χρονιάς του, τι ακριβώς δουλειά θα του ανέθετες;’’ Η Φόλυ ξεροκατάπιε. Προφανώς τίποτα. ‘’Είμαι μια χαρά ΢μίτυ’’, είπε αλλά όχι με την σιγουριά που θα ήθελε.

[277]


‘’Θες να το συζητήσουμε, αναλυτικά;’’, είπε και κοίταξε προς τον Κρέιμερ.΋χι, δεν θα ήθελε να το συζητήσουνε αναλυτικά. ‘’Δεν μπορώ να κάθομαι’’, είπε σαν να διαμαρτύρεται. ‘’Δεν θα κάθεσαι. Θέλω να πας και να κοιμηθείς, το έχεις και το έχουμε ανάγκη.’’, της είπε. ‘’Δεν υπάρχει περίπτωση’’, φώναξε αυτή και απελευθερώθηκε από το χέρι του. ‘’Δεν υπάρχει περίπτωση’’. Ο ΢μίτυ δεν έδειξε να υποχωρεί. ‘’Φόλυ, είναι ακριβώς όπως τα είπες. Δυο ομάδες, δυο στόχοι, τους βρίσκουμε, τελειώνουμε. Δεν μας χρειάζεται και μια ταλαιπωρημένη, απερίσκεπτη αλλά μόνο λόγω εξάντλησης, αρχηγός αυτή τη στιγμή. Φρειάζεται μια αρχηγός που θα δώσει την οδηγία και θα ξεκουραστεί όσο χρειάζεται για να δώσει την επόμενη. Έλα τώρα, Φόλυ, το ξέρεις, την ίδια εκπαίδευση έχουμε, τα ίδια πράγματα καταλαβαίνουμε.’’ Σο δίκιο του ήταν αναντίρρητο. Σο άγχος της ανεξέλεγκτο. Αν η ικανότητά της να παίρνει τις σωστές αποφάσεις δεν είχε διακυβευτεί, θα είχε πάρει από μόνη της αυτήν την απόφαση. ‘’Φόλυ, προγραμμάτισε το τουλάχιστον για δυο με τρεις ώρες. Σουλάχιστον. Ακόμα και αυτό, θα είναι βάλσαμο.’’. Η Φόλυ σκέφτηκε την υπνομπανιέρα της και αναγνώρισε στην σκέψη μια επιθυμητή θαλπωρή. ‘’΋ταν θα σηκωθείς, είτε όλα θα έχουν τελειώσει, είτε θα χρειαζόμαστε μια φρέσκια και χωρίς διάσειση ηγεσία να μας πει τι θα κάνουμε’’. ‘’Δεν ξέρω ΢μίτυ...’’, είπε τελικά η Φόλυ, σαν να συνέρχεται. ‘’Κάτι δεν μου αρέσει απόψε, δεν μπορώ να κοιμάμαι μέχρι να λήξει’’. ‘’Μείνε συνδεδεμένη τότε’’, πετάχτηκε μετά από ώρα ο Κάιλ Κρέιμερ που άκουγε την συζήτησή τους πολύ προσεκτικά. ‘’Μείνε συνδεδεμένη και αν γίνει το οτιδήποτε εγώ ο ίδιος θα επικοινωνήσω μαζί σου.’’ Η Φόλυ του έριξε μια στραβή ματιά. ‘’Δυο

ώρες,

συνδεδεμένη

για

παν

ενδεχόμενο.

Είναι

ότι

πρέπει

Φόλυ’’,

συμπλήρωσε ο ΢μίτυ που είχε βρει έναν απρόσμενο σύμμαχο. Η Φόλυ έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω. ‘’Ψραία, ωραία’’, είπε. ‘’Πάω. Που σκατά είναι το αυτοκίνητό μου;’’

[278]


‘’Ψ, όχι, όχι, όχι κυρία μου’’, είπε ο ΢μίτυ χαμογελαστά. ‘’Δεν μπαίνεις στο αυτοκίνητό σου άλλο σήμερα. Θα πας με συνοδεία’’, της είπε και την κράτησε από τους ώμους. Η Φόλυ αναστέναξε. ‘’Ο Λανς είναι εδώ;’’, ρώτησε ο Κρέιμερ. ‘’Να τον ειδοποιήσουμε;’’. ΢το άκουσμα της ερώτησής του η Φόλυ γύρισε προς το μέρος του αγριεμένη και τον πλησίασε απειλητικά. ‘’Αν τολμήσεις να πάρεις τον Λανς θα σου σπάσω όλα τα πλευρά’’, είπε φτύνοντας μια μια τις λέξεις με έμφαση. Ο ΢μίτυ χαμογέλασε διακριτικά. Ξαφνιασμένος ο Κρέιμερ σήκωσε τα χέρια του σαν να δηλώνει αθώος. Ίσως η Φόλυ να μην ήθελε να ανησυχήσει τον σύντροφό της, ίσως πάλι να μην ήθελε να μάθει ότι είχε φάει ξύλο από τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Ο ΢μίτυ ήξερε καλύτερα να μην ρωτήσει τίποτα παραπάνω για το θέμα αυτό. Η Φόλυ έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στον Κάιλ Κρέιμερ που δίστασε ακόμα και να χαμογελάσει από την απότομη αντίδρασή της. ‘’Εντάξει, εντάξει.’’, είπε διστακτικά. ‘’Θα σε πάω εγώ τότε’’, συμπλήρωσε απρόσμενα. Η Φόλυ τον στραβοκοίταξε περιεργαστικά. ‘’Εσύ;’’ ‘’Ναι, εγώ’’, απάντησε με σιγουριά. Η Φόλυ ρουθούνισε και κοίταξε τον ΢μίτυ σαν να περίμενε επιβεβαίωση. Αυτός σήκωσε τους ώμους. ‘’Αλλιώς θα σε πήγαινα εγώ, ή η Ρεμπέκα που την βλέπω να καταφτάνει’’, είπε κοιτώντας προς την άκρη του δρόμου όπου κατέφτανε ένα αυτοκίνητο με πορτοκαλί φω΄τα. ΄΄Αλλά ίσως χρειαζόμαστε και οι δυο στο πεδίο αυτή τη στιγμή’’, συμπλήρωσε. Η Φόλυ έκανε κάποιες γκριμάτσες με τα χείλη της και ύστερα κοίταξε προς τον Κρέιμερ. ‘’Πάμε’’, του είπε κοφτά και προχώρησε από δίπλα του, σκουντώντας τον ώμο του. Αυτός χαμογέλασε διακριτικά και την ακολούθησε. Σο αυτοκίνητο του Κάιλ Κρέιμερ ήταν ένα καλογυαλισμένο κυβερνητικό όχημα, με λεία αναπαυτικά καθίσματα και κάθε πιθανό ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Η θέση του συνοδηγού ήταν ένα καλά εξοπλισμένο γραφείο, με υπολογιστές, κάμερες και κάθε λογής περιφερειακά. Η Φόλυ δεν ασχολήθηκε καθόλου, έριξε πίσω το κάθισμά της και κοίταξε προς τα έξω. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ την είχε πονέσει εκείνο το βράδυ με όλους τους πιθανούς τρόπους. Σο χειρότερο από όλα όμως ήταν ότι την είχε ταπεινώσει

[279]


απέναντι σε όλους: Σους Προστάτες, τον ΢μίττυ, αλλά και απέναντι στον αντιπαθητικό και υπερόπτη Κάιλ Κρέιμερ. ΋σο και να προσπαθούσε να το κρύψει με τον τσαμπουκά της, στην πραγματικότητα ευχόταν να βρεθεί σύντομα και η ιστορία να λήξει χωρίς περισσότερες επιπτώσεις. Αλλά κάποιο ένστικτο την προειδοποιούσε ότι ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν θα ήταν εύκολος στόχος, ακόμα και τσακισμένος όπως ήταν. Ήταν πια σίγουρη ότι όλη του η παράσταση, από τα μεσάνυχτα μέχρι εκείνη την ώρα, ήταν μια καλά προετοιμασμένη κίνηση. Σο σπίτι, οι διαδρομές, τα δικά της ρούχα που φορούσε η ΢φίκα. ΋λα φαινόντουσαν να είναι κομμάτια ενός ήδη συμπληρωμένου παζλ, του οποίου όμως δεν μπορούσε να προσδιορίσει ούτε την αιτία ούτε την τελική, συμπληρωμένη εικόνα. Ο Κόρβερ ήθελε απεγνωσμένα εκείνη την γυναίκα και θα έκανε σίγουρα ότι χρειαζόταν- στην πραγματικότητα, όσο και να είχε χάσει τα λογικά του, το να επιτεθεί στην ίδια ήταν ένα τεράστιο ρίσκο, μια πραγματικά απεγνωσμένη κίνηση. ΋χι μόνο επειδή χωρίς τα τρικ του ήταν ένα χαμένο παιχνίδι, αλλά και επειδή δεν μπορεί παρά να γνώριζε ότι όλοι οι υπόλοιποι Προστάτες θα έπεφταν τώρα πάνω του χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας και δισταγμού. ΋,τι περιθώριο είχε από το παρελθόν του μαζί τους, το είχε εξαντλήσει πλέον. Δεν χρειαζόταν να δώσει καν την εντολή για αυτό που θα συνέβαινε- θα τον χτυπούσαν στην θέαση πλέον. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όσο και αν το θεωρούσε λογικό, την πλημμύριζε με μια πικρή θλίψη. Σο μισούσε το κάθαρμα, αλλά να το δει νεκρό; ΋χι, κάτι τέτοιο θα την πλήγωνε περισσότερο από ότι θα την ευχαριστούσε. Άσε που θα έχανε ακόμα μια ευκαιρία να τον δείρει. ΢κέφτηκε να πάρει τον ΢μίτυ και να κυκλοφορήσει κάποια οδηγία να μην τον σκοτώσουν, αλλά ντράπηκε τον σιωπηλό για αρκετή ώρα Κρέιμερ. ‘’Ευχαριστώ’’, του είπε τελικά μετά από λίγη ώρα, αλλά το είπε αρκετά ξερά και στεγνά. Αυτός χαμογέλασε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο. ‘’Αν είναι δυνατόν Φόλυ, υποχρέωσή μου’’, είπε αυτός. Αυτή γύρισε το κεφάλι της και το άφησε να ξαναπέσει προς το μέρος του σε μια έκφραση απορίας. ‘’Εσύ είσαι πολύ ευγενικός απόψε’’, είπε. ‘’Δεν ήξερα ότι έχεις και τέτοια πλευρά’’. ‘’Με έβλεπες ανταγωνιστικά από την πρώτη μέρα’’, της απάντησε ήρεμα αυτός. ‘’Για αυτό μάλλον. Αλλά δεν χρειάζεται να είναι έτσι.’’. Η Φόλυ ήδη γλάρωνε στην ζεστή και αρωματισμένη ατμόσφαιρα του αυτοκινήτου. ‘’Ψ, χρειάζεται’’, είπε πιο χαμηλόφωνα. ‘’Είσαι γλοιώδης και ενοχλητικός’’, συμπλήρωσε. Αυτός της έριξε μια ματιά, ίσως με την ελπίδα ότι αστειευόταν, αλλά δεν υπήρχε κάποια τέτοια ένδειξη στο πρόσωπό της.

[280]


‘’Ξέρεις’’, είπε, ‘’Δεν νομίζω ότι φταις για αυτό που έγινε. Ο Κόρβερ φαίνεται να εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι ήταν Προστάτης και έχει αντικειμενικά το προβάδισμα’’. Η Φόλυ ξαναγύρισε το κεφάλι της, σαν να μην ήθελε να μιλήσει για το θέμα. ΋πως και να ερμήνευε τα πράγματα κανείς, το γεγονός ότι της ξέφυγε ήταν δικό της θέμα και μόνο. Σα τελευταία της χτυπήματα ήταν ελαφριά και προσεκτικά, του έδωσαν όλο το χρόνο να βγάλει τους τελευταίους άσους από το μανίκι του. Θα μπορούσε να μην τον λυπηθεί και να του ρίξει μια καλή και να τον ρίξει αναίσθητο. Αλλά τον λυπήθηκε τον ηλίθιο. ‘’Είμαι σίγουρος ότι όταν ξημερώσει όλα θα είναι σε τάξη και ηρεμία. Θα ετοιμάσουμε ένα καλό κλουβί για τον Κόρβερ, να ηρεμήσει μια και καλή.’’ ‘’Μμμμ’’, αποκρίθηκε αυτή, σκεφτόμενη ότι ούτε το κλουβί ήταν ωραία κατάληξη για τον Γουίλιαμ. Από την άλλη όμως, πήγαινε γυρεύοντας και αυτό θα ήταν ίσως η ευτυχέστερη κατάληξη από όλες. ‘’Και αν το επιθυμείς και εσύ’’, είπε κάπως πιο συνεσταλμένα, ‘’θα μπορούσαμε από αύριο να επαναπροσδιορίσουμε και την σχέση μας και να μην με αντιμετωπίζεις σαν ένα γλοιώδες και ενοχλητικό καθίκι της Διοίκησης’’. Η Φόλυ ξαναγύρισε με δυσπιστία το κεφάλι της. ‘’Έλα τώρα’’, είπε ξεφυσώντας. ‘’Αφού είσαι όλα αυτά τα πράγματα και θα συνεχίσεις να είσαι’’. ‘’Ναι αλλά δεν χρειάζεται να με βρίζεις πίσω από την πλάτη μου’’. ‘’Μπορώ να σε βρίζω στο πρόσωπό σου. Μπορώ να σε βρίζω ανφας και προφίλ.’’ ‘’Δεν εννοώ αυτό Φόλυ’’. ‘’Φόλυ; Από πότε με λες εσύ Φόλυ;’’ ‘’Πειράζει;’’ ‘’Ξέρω ΄γω; ΋χι. Αλλά γιατί όλες αυτές οι γλύκες Κρέιμερ;’’ Η Φόλυ ανασηκώθηκε καθώς η κουβέντα της δημιουργούσε περιέργεια. Είχε πάντα την εντύπωση ότι ο Κρέιμερ την απεχθάνεται περισσότερο από όσο εκείνη αυτόν. Αυτός φαινόταν αμήχανος, κάτι που της φαινόταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. ‘’Μη μου πεις Κρέιμερ’’, του φώναξε χαμογελώντας ειρωνικά, ‘’μη μου πεις ότι μου κάνεις τα γλυκά μάτια τώρα, θα τρελλαθώ τελείως, έχω και διάσειση!’’. Αυτός κοίταξε το δρόμο, συνεσταλμένα, σαν να παραδέχεται κάτι που κρατούσε κρυφό για καιρό. Η Φόλυ έβαλε το χέρι της στο ανοιχτό της στόμα. ‘’Ε, όχι!’’, είπε γελώντας.

[281]


‘’Είσαι μια πολύ όμορφη και έξυπνη γυναίκα’’, είπε αυτός δειλά. Η Φόλυ ξέσπασε σε δυνατά γέλια. ‘’Ψ, μου την πέφτεις εσύ!’’, συνέχισε γελώντας. Ο Κρέιμερ επιτάχυνε. ‘’Καλά άστο, αν σου φαίνεται αστείο’’, είπε και άνοιξε ένα δέκτη, απ’όπου ξεχύθηκαν διάφορες φωνές επό ενδοεπικοινωνίες διαφόρων σωμάτων. Η Φόλυ βυθίστηκε στο κάθισμά της με ένα διάπλατο χαμόγελο. Η πολυόροφη πολυκατοικία της ξεπρόβαλλε μετά από μια στροφή. Σο γεγονός ότι ο Λανς βρισκόταν στην άλλη μεριά της πόλης, στο δικό του διαμέρισμα, και δεν την περίμενε εκεί, την παρηγορούσε. Από την άλλη, η τρυφερή πλευρά του Κάιλ Κρέιμερ την διασκέδαζε. Αυτός έκοψε ταχύτητα καθώς πλησιάζανε προς το σπίτι της. ‘’Καταλαβαίνω πως νιώθεις για όλα αυτά’’, της είπε παίρνοντας πάλι ένα πιο αποστασιοποιημένο ύφος. ‘’Υοβάμαι ότι τελικά δεν θα κοιμηθείς και θα ξαγρυπνήσεις, για αυτό σου προτείνω το εξής: Δώσε μου την συχνότητα στο σπίτι σου, και θα είμαστε σε ανοιχτή επικοινωνία. Με το που αντιληφθώ κάτι, θα ενεργοποιήσω εγώ ο ίδιος την αφύπνιση για να σε ενημερώσω’’. Αυτό της φάνηκε πολύ καλό. Πράγματι επεξεργαζόταν κάποια ενδεχόμενα να έμενε ξύπνια, αλλά τουλάχιστον αυτή η ανοιχτή επικοινωνία της δημιουργούσε μια μεγαλύτερη ασφάλεια. ‘’Δεν θέλω όταν γίνει κάτι’’, του είπε τελικά ‘’Θέλω όταν πάει να γίνει. Με το που εντοπίσουν τον Κόρβερ, θέλω να ενεργοποιήσεις την αφύπνιση’’. ‘’΢ύμφωνοι’’. Σο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο. Η Φόλυ του έριξε μια ματιά ανοίγοντας την πόρτα. ‘’Λοιπόν...Κάιλ, με εντυπωσίασες σήμερα. Είσαι ακόμα ένα γλοιώδες καθίκι, και λαχταρώ την ημέρα που θα απαλλαγώ από την παρουσία σου, αλλά αυτό που έκανες σήμερα, να ξέρεις, μέτρησε’’. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έσκυψε κοιτάζοντας τον λίγο ακόμα. ‘’Αλλά δεν υπάρχει μέλλον μεταξύ μας, σε κάποιο άλλο επίπεδο’’, συμπλήρωσε κάπως χαμογελαστά. ‘’Είμαι πολύ ωραία και έξυπνη για τα δόντια σου’’. Με αυτήν την δήλωση έκλεισε την πόρτα και περπάτησε βιαστικά προς την είσοδο της πολυκατοικίας, κοιτώντας το ρολόι της. Δυο ώρες ήταν πάρα πολλές, αλλά ήξερε ότι σωματικά και πνευματικά τις είχε ανάγκη. Σο διαμέρισμα της αρχηγού του ΢ώματος των Προστατών βρισκόταν στον 15ο όροφο. Από τον 10ο όροφο και έπειτα, όλα τα διαμερίσματα ανήκαν σε υψηλά

[282]


αξιώματα, όλα παροχές της Διοίκησης. Δεν υπήρχε σκάλα που συνέδεε τους πρώτους εννιά ορόφους με τους εννιά από πάνω τους, και χρειαζόσουν ένα ειδικό κωδικό για να δεχτεί το ασανσέρ να σε ανεβάσει εκεί. Η Φόλυ είχε ένα μικρό, τετράγωνο σχεδόν μπαλκόνι με μια πλατιά όμως θέα στην πόλη, όπου στο βάθος μπορούσε να διακρίνει κανείς και το κτίριο των Κεντρικών Γραφείων των Προστατών. Ήταν ένα διαμέρισμα φτιαγμένο για εργένικη ζωή, με τρια επί της ουσίας ξεχωριστά δωμάτια πέρα από το μπάνιο. Μια μικρή κουζίνα, ένα καθιστικό και το υπνοδωμάτιο. Σο υπνοδωμάτιο της Φόλυ ήταν ανάλογο κάθε Προστάτη αλλά και πολλών υψηλών αξιωματούχων. Ο ύπνος αποτέλεσε

κάποτε

ένα

αντικείμενο

σχολαστικής

έρευνας

της

΢άικεντ-

οι

‘υπνομπανιέρες’ όπως κοροιδευτικά τις ανέφερε η Φόλυ, τα ΢λιπχαμπς ήταν το επιστέγασμα αυτής της έρευνας, και είχαν αποδειχθεί εξαιρετικά πρακτικές. Αντί για κρεβάτι, είχες μια αναπαυτική λεκάνη, προσαρμοζόμενη στα μεγέθη του σώματός σου, η οποία γέμιζε με ένα συνθετικό διάλυμα φτιαγμένο για μυική χαλάρωση και αποθεραπεία τραυματισμών και κώπωσης. Ο χρήστης έβαζε στο κεφάλι του μερικά αυτοκόλλητα ηλεκτρόδια, και ύστερα ρύθμιζε ο ίδιος τον ύπνο του- χρόνικη διάρκεια, βαθμός ύπνωσης, όλα βρισκόντουσαν εκεί και εξοπλισμένα με την δυνατότητα να ακους μουσική της επιλογής σου, με ένταση που αυτορυθμιζόταν αναλόγως με τον κύκλο και το επίπεδο του ύπνου σου. Η Φόλυ είχε αναρωτηθεί πολλές φορές αν θα μπορούσε στο μέλλον η ΢άικεντ να αναπτύξει προγράμματα ελέγχου και των ονείρων, αλλά αυτό την απασχολούσε περισσότερο μια παλαιότερη εποχή που στον ύπνο της έβλεπε συνεχώς την ενοχλητική φάτσα του Γουίλιαμ Κόρβερ που ξεπεταγόταν σαν σε παιχνίδι σκοποβολής. Μπήκε στο σκοτεινό διαμέρισμα και αμέσως άρχισε να αφαιρεί τα ρούχα της, πετώντας τα στο πάτωμα. Σο ιδιότυπο κρεβάτι της την περίμενε στην θέση του, και γρήγορα έδωσε την εντολή να πληρωθεί με το γαλαζωπό υγρό αποκατάστασης και συνέδεσε το λογισμικό του με την συχνότητα του Κάιλ Κρέιμερ. Δοκιμαστικά, έβαλε το ακουστικό στο αυτί της. ‘’Με ακούς;’’, τον ρώτησε. Μετά από λίγο, ακούστηκε η φωνή του. ‘’Καθαρά’’, της είπε. ‘’Παρακολουθώ τον ύπνο σου αυτή τη στιγμή, οπότε να ξέρεις ότι ξέρω αν κοιμάσαι ή όχι. Για αυτό αν θες να κρατήσω την δική μου μεριά, πρέπει και εσύ να κρατήσεις την δική σου’’’. ‘’Ψ, βούλωστο’’,του είπε και έκλεισε την επικοινωνία. Η Φόλυ έμεινε μόνο με ένα λευκό σλιπ και αποφάσισε να μην βγάλει ούτε το γάντι της, όπως έκανε συνήθως. Σο

[283]


σώμα της Φόλυ ήταν γεμάτο τατουάζ, μια παλιά αγαπημένη της συνήθεια, κανένα από τα οποία ωστόσο δεν ήταν ορατά στην καθημερινότητά της, με οποιοδήποτε είδος ρουχισμού. ΢την ουρά της σπονδυλικής της στήλης βρισκόταν και το πρώτο από τα τατουάζ της, μια μικρή πεταλούδα που ήταν πια κάπως ξεθωριασμένη. Σο προσωνύμιο Μπάτερφλαι της το είχε κολλήσει ο Γουίλιαμ Κόρβερ, χωρίς όμως ποτέ να αποκαλύψει σε κανέναν την πραγματική του αφορμή, κάτι που πάντα της φαινόταν χαριτωμένο. Η Φόλυ περπάτησε για λίγο ξυπόλητη στο μισοσκόταδο, απολαμβάνοντας την θερμορυθμιζόμενη μοκέτα του υπνοδωματίου της, και άνοιξε πλήρως τα στόρια του παραθύρου της, παρατηρώντας την θέα. Η πόλη εξέπεμπε ένα μουντό και θαμπό γαλαζωπό φως, παρόμοιο με αυτό που έβγαινε από την υπνομπανιέρα της με το φθορίζων υγρό της. Μπορούσε ήδη να νιώσει κάθε μυικό ιστό να αδημονεί να βρεθεί στην θεραπευτική μπανιέρα και να απολαύσει το θαυματουργό υγρό μασάζ της. Προσπαθώντας να εστιάσει στην απόλαυση του ύπνου, αποφάσισε να βάλει όλες τις ανησυχίες της σε αναμονή και γύρισε το βλέμμα της από το ανοιχτό παράθυρο, ενώ στο βάθος του ορίζοντα το κτίριο των Προστατών βρισκόταν στην θέση του, ήρεμο και ατάραχο. Προγραμμάτισε τις δυο ώρες, αλλάζοντας τελευταία στιγμή σε μια ώρα και σαρανταπέντε λεπτά. Δεν ήταν στην πραγματικότητα καλός ύπνος, αλλά το μηχάνημα αυτό μπορούσε να πολλαπλασιάσει την επίδραση του ύπνου στέλνοντας σε κατευθείαν σε βαθιά επίπεδα- η Φόλυ ωστόσο απέφυγε αυτήν την επιλογή, φοβούμενη μήπως καταφέρει και υπερνικήσει κάποια απρόοπτη αφύπνιση. Έβαλε αργά τα πόδια της μέσα στο υγρό, ελέγχοντας και την θερμοκρασία, που της φάνηκε σαν ζεστό χάδι. Οι συνηθισμένες επιλογές της στον ύπνο ήταν κάποια ετοιματζίδικη απαλή ρυθμική μουσική χαλάρωσης, που ωστόσο κατάφερνε να ηρεμήσει τον εγκέφαλό της. ΢πανιότερα, όπως εκείνο το βράδυ, η Φόλυ Σζένκινς απολάμβανε μια κρυφή αγάπη για την Έντιθ Πιαφ και αμέσως εισήγαγε μια λίστα τραγουδιών της αρχαίας γαλλίδας τραγουδίστριας, η οποία την μετέφερε σε μια εποχή που θα ήθελε να είχε ζήσει. Αμέσως, οι απαλοί ήχοι του La vie en rose πλημμύρισαν το δωμάτιο σε μια μελωδική πάχνη. Η Φόλυ κάθισε στην μπανιέρα και ανάπαυσε τα χέρια και τα πόδια της, ακουμπώντας το κεφάλι της σε μια ειδική υποδοχή που έμοιαζε με μαξιλάρι, αλλά σε πολύ πιο αναπαυτική έκδοση. Αυτόματα, η συσκευή έκανε μερικές μηχανικές κινήσεις βελτιστοποίησης της θέσης του αυχένα της, και δυο μικρές ακίδες αναπτύχθηκαν μέχρι τους κροτάφους της και στο μέτωπό της.

[284]


Ο ύπνος ήρθε στη μέση του τραγουδιού, τρυφερός σαν την φωνή της Εντίθ Πιάφ και σαν ξεχασμένος φίλος σε χριστουγενιάτικη επίσκεψη. Η ζωή της Φόλυ δεν θα αργούσε να αλλάξει για πάντα. Η αλλαγή θα την πετύχαινε στον ύπνο. ΢το padam padam η Φόλυ έβλεπε ήδη ένα παράξενο όνειρο, με παροξυσμικά ηχοχρώματα και την αναπάντεχη και καθόλου ευπρόσδεκτη εικόνα του Γουίλιαμ Κόρβερ, να της κάνει νοήματα να την ακολουθήσει σε ένα σκοτεινό διάδρομο με περιστύλια και παραβάν. Κρατούσε ένα μαχαίρι. Ο ηλίθιος ήθελε να σκίσει τα ωραία παραβάν. Η Φόλυ τον πλησίασε έτοιμη να τον πλακώσει στο ξύλο. Padam padam padam.

[285]


La foule

΋ταν ο Σσέστερ Μπάρναμπι γύρισε τελικά πίσω, ο Ρίτσαρντ δεν είχε ακόμα ντυθεί και η Άλις ένιωσε ντροπή. Για την ακρίβεια, ένιωθε ντροπή όλη την ώρα που ο φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις κυκλοφορούσε γυμνός και φλυαρούσε γύρω από την σημασία της έκθεσης του ανθρώπινου σώματος. ‘’΋σοι κάνουν έρωτα με κλειστά τα φώτα, είναι τυφλοί στο πιο όμορφο θέαμα. Είναι δειλοί απέναντι στον οργασμό, δειλοί απέναντι στην υπέροχη αισθητική της αναπαραγωγής’’, έλεγε και περιέφερε το μόριό του σαν λάβαρο κάποιας σημαντικής εκστρατείας. Η Άλις ήταν ακόμα ζαλισμένη από το αψέντι, αλλά ακόμα και χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να είναι σίγουρη αν το θέαμα του γυμνού Ρίτσαρντ Λίθγκοου της φαινόταν γοητευτικό ή απλά γελοίο. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι πάντως, μάλλον θεώρησε το δεύτερο, καθώς κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά στην θέα του γυμνού φίλου του. Υαινόταν όμως να έρχεται ενθουσιασμένος και με σπουδαία νέα. ‘’Σι έγινε;’’, φώναξε ο Ρίτσαρντ πηγαίνοντας προς το παντελόνι του. ‘’Ήρθαν επιτέλους να αφανίσουν την ανθρωπότητα και να σώσουν αυτόν τον καημένο πλανήτη; Πραγματικά αυτός ο πλανήτης πρέπει να έχασε κάποιο πολύ σοβαρό στοίχημα στο κοσμικό μπιλιάρδο. Είναι δυνατόν, σε ένα άπειρο χωροχρόνο να πέσει σε σένα αυτός ο θανάσιμος ιός που λέγεται άνθρωπος; Άλις, το γνωρίζεις ότι λίγο πριν ανατινάξουμε την επιφάνεια της Γης είμασταν έτοιμοι να αποικίσουμε τον Άρη; Ήταν ύβρις προς το θεό του πολέμου, και για αυτό ο πόλεμος ήταν το τελευταίο πράγμα που θα θυμάται η ανθρωπότητα. Εμάς δεν θα μας θυμάται κανείς, για σε εμάς τελειώνει το παραμύθι. Είναι λίγο μελαγχολικό τώρα που το σκέφτομαι, αλλά μάλλον θα φταίει το αψέντι. Κανονικά είναι υπέροχο’’. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι πρέπει να αγνοούσε την φλυαρία του, μέχρι που τον πλησίασε χαμογελώντας διάπλατα και τον ταρακούνησε από τους ώμους. ‘’Βούλωστο επιτέλους Λίθγκοου!’’, του είπε. συμπλήρωσε με ενθουσιασμό. ‘’Ποιος έρχεται δηλαδή;’’ ‘’Ο εξωγήινος!’’

[286]

‘’Έρχεται, τον φέρνουμε εδώ!’’,


Ο ενθουσιασμός του Σσέστερ Μπάρναμπι ήταν έκδηλος. Σο στόμα του έχασκε σαν ανοιχτή καμπύλη ουλή και τα μάτια του γυαλίζανε σαν να είχε καταναλώσει κάποιο ναρκωτικό νέκταρ ευφορίας. ‘’Από όλα τα αξιοθέατα της πόλης, θα τον φέρετε σε αυτό το τσαντίρι;’’, ρώτησε ο Ρίτσαρντ, αν και η Άλις θεώρησε ότι ήταν η χειρότερη πιθανή ερώτηση που θα μπορούσε να κάνει. ‘’Άλις, αγαπητή, θα δούμε εξωγήινο.Ουάου;’’ Η Άλις δεν απάντησε, παρά μόνο έμεινε να τους κοιτάει εναλλάξ, ανήσυχα. Ο Ρίτσαρντ το διαισθάνθηκε και την πλησίασε, ενώ ο Σσέστερ αποσύρθηκε στα μέσα δωμάτια για να ειδοποιήσει τηλεφωνικά όσους δεν το ήξεραν ακόμα. ‘’Σι είναι αγαπητή μου;’’, την ρώτησε γλυκά, χαιδεύοντας της την πλάτη. ‘’Είμαστε εδώ για άλλο λόγο’’, είπε αυτή, λίγο ένοχα που δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Αυτός έγνεψε αμέσως καταφατικά. ‘’Είμαστε εδώ, γιατί πλέον μπορούμε να είμαστε όπου θέλουμε πλέον. Ξέρεις τι πιστεύω για τους εξωγήινους αγαπητή μου. Είναι ένα μάτσο μπούρδες. Δεν κρύβω ότι θα ήθελα να δω τον τσαρλατάνο που θα φέρουν εδώ οι γεροπαλαβοί, να τους κοροιδεύω μετά, αλλά εννοείται ότι εμείς είμαστε εδώ για να βρούμε αυτό το καλό κορίτσι, την Ντάιαμοντ.’’ Η Άλις του έδειξε ότι συμφωνεί και του έσφιξε το χέρι. Αυτός φαινόταν ότι θα προτιμούσε να μείνει στο κρυσφήγετο αχούρι τους, αλλά το κάλυπτε επιμελώς. ‘’Μπορούμε να συνεχίσουμε όποτε θες, κυρία μου. Ήλπιζα αυτοί οι άχρηστοι να μας βοηθήσουν, αλλά βρήκαν παιχνίδι για τις τεσσεράμιση τα ξημερώματα. Να ξέρεις ότι όταν ήμουν εγώ δραστήριος εδώ, δεν ήταν έτσι τα πράγματα’’. ΢τα λόγια αυτά, μια φωνή ακούστηκε από τους μέσα χώρους. ‘’Ναι. Σότε το αγαπημένο μας σπορ ήταν να μπουκάρουμε σε δεξιώσεις και γκαλά και να μοιράζουμε φυλλάδια που δεν καταλάβαινε κανένας. Επίσης, να μας συλλαμβάνει η αστυνομία και να μας κλειδώνει στο ΢άικεντ’’. Ο Ρίτσαρντ έκανε μια απαξιωτική χειρονομία με το μεσαίο του δάχτυλο προς το μέρος του Σσέστερ Μπάρναμπι. ‘’Λοιπόν;’’, ξαναγύρισε προς την Άλις. ‘’Εγώ είμαι έτοιμη’’, απάντησε αυτή. Κάπως απρόθυμα, κάπως αβέβαια και κάπως αργά, ο Ρίτσαρντ αποσύρθηκε και φόρεσε ξανά το καρό του πουκάμισο. Φάζεψε λίγο τον χώρο με νοσταλγία καθώς κούμπωνε τα κουμπιά. ‘’Σσέστερ’’, φώναξε προς το πουθενά. ‘’΢ας περισσέυει κανένα τηλέφωνο;’’.

[287]


Ο Σσέστερ επανεμφανίστηκε βιαστικά, άνοιξε ένα συρτάρι και του εκτόξευσε ένα μικρό μαύρο τηλέφωνο. ‘’Έχει αποθηκευμένο το νούμερό μου’’, του είπε. ‘’Θα φύγετε; Αλήθεια θα φύγετε τώρα;’’ Ο Ρίτσαρντ έπιασε και συγκράτησε με δυσκολία την μικρή συσκευή. ‘’Είμαστε εδώ χάρη σε μια κοπέλα, που απόψε τα μεσάνυχτα είπε να κάνει αυτό που είμασταν δειλοί τόσο καιρό να κάνουμε’’, είπε αυτός. ‘’Σης το χρωστάμε να την βρούμε, πριν την βρούνε τα απανταχού καθάρματα αυτού του κόσμου.Θα τη φέρουμε εδώ και θα κάτσουμε όλοι μαζί να πιούμε μια κούπα τσάι με τον εξωγήινό σας. Να τον ρωτήσουμε τι είδους καπέλα φοράνε, με τόσο μεγάλα κεφάλια’’. Ο Σσέστερ αναστέναξε, αλλά δεν έμοιαζε να τον νοιάζει ιδιαίτερα. ‘’Θα σας πρότεινα να βγείτε από την έξοδο της 5ης’’, τους είπε δείχνοντας απροσδιόριστα προς τα αριστερά. ‘’Αλλά πως έχετε στο μυαλό σας να την βρείτε;’’ Ο Ρίτσαρντ κοίταξε προς το μέρος της Άλις και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. ‘’Θέλω να πιστεύω ότι έχει πάει στο μπούγιο με τον εξωγήινο. Ξέρεις, τα παράλογα τραβάνε τους τρελλούς σαν το φως τα μυγάκια΄΄. Η Άλις σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να παρεξηγηθεί, αλλά σε τελική ανάλυση ήταν και η ίδια τρελλή, όπως είχε αποδειχθεί πρόσφατα, οπότε επέλεξε να το αφήσει να περάσει. Ακολούθησε

τον

Ρίτσαρντ

κάνονας

ένα

νεύμα

αποχαιρετισμού

στον

Σσέστερ

Μπάρναμπι και το παράξενο χαμόγελό του. Λίγο πριν βγουν, δυο άντρες μπήκαν μέσα αλαφιασμένοι, τους οποίους ο Ρίτσαρντ χαιρέτησε εγκάρδια και αντάλαξε υποσχέσεις επιστροφής για συζήτηση με αψέντι. ΢ε λιγότερο από πέντε λεπτά, είχαν πάλι κινηθεί μέσα σε παλιούς και νεότερους διαδρόμους και ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες προς τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, που τώρα έφερνε μια διακριτική ψύχρα μαζί με ένα κάπως πιο πηχτό και βαρύ ουρανό. ‘’Κοίτα να δεις που θα βρέξει’’,μουρμούρισε ο Ρίτσαρντ και πήρε μια βαθιά αναπνοή προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την συνέχεια της περιπέτειάς τους. Δεν θα πρέπει να είχαν απομακρυνθεί παρά μερικά τετράγωνα όταν το τζιπ του θείου Λάρυ έφτασε στο ίδιο ακριβώς σημείο της εξόδου τους. Με την Ντάιαμοντ μέσα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ατυχές γεγονός.

[288]


΋πως και το γεγονός ότι ο Ρίτσαρντ θα μπορούσε να δανειστεί κάποια λεφτά για να νοικιάσουν ένα ταξί ή έστω ένα εισητήριο λεωφορείου. Οι αποθήκες βρισκόντουσαν αρκετά μακριά για να πάει κάποιος με τα πόδια και η Άλις αρνήθηκε κατηγροηματικά το ενδεχόμενο να τον αφήσει να διαρρήξει ένα αυτοκίνητο. Σο πιο ατυχές όμως γεγονός από όλα, ήταν ότι ο Δρ. Φόνχαιμ, περιφερόμενος αμήχανα γύρω από διάφορα σημεία που γνώριζε ότι οδηγούσαν στα κρυσφήγετα των Παραλόγων, είδε έκπληκτος το ζευγάρι των δραπετών να περπατάει στο πεζοδρόμιο του αντίθετου ρεύματος. Ο δρ. Φόνχαιμ πάτησε απότομα το φρένο και το αυτοκίνητο στρίγγλησε στο οδόστρωμα. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου άκουσε τον ήχο και γύρισε το κεφάλι του, περιμένοντας κάποιο τρακάρισμα ή κάτι ανάλογο. Αναγνώρισε αμέσως, στην θέση του οδηγού με το ανοιχτό παράθυρο, το κοντοκουρουμένο, καλοξυρισμένο, γυαλιστερό και απεχθές πρόσωπο του Δρ. Έρνστατ Φόνχαιμ και ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του για να σιγουρευτεί. Μπόρεσε να διακρίνει την κίνησή του να βάλει ένα ακουστικό στο αυτί του. Έπιασε το χέρι της Άλις, που γύρισε να κοιτάξει αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τι έβλεπε αυτός. Αν μπορούσε, θα νόμιζε ότι έβλεπε κάποιον γείτονα από δυο ορόφους πάνω. Ο Δρ. Φόνχαιμ επισκεπτόταν περίπου μια φορά την εβδομάδα την Άλις, υιοθετώντας αυτήν την ιδιότητα. Υυσικά δεν μπορούσαν να ακούσουν τον Φόνχαιμ να μιλάει με την Νικόλ Άντερσον η οποία εν εξάλλω του ζήτησε να τους πιάσει επιτόπου. Δεν χρειαζόταν να το ακούσουν βέβαια. Ο Ρίτσαρντ γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της Άλις. ‘’Αγάπη μου’’, της είπε τρυφερά αν και τόνος του την άγχωνε περισσότερο. ‘’Σώρα θέλω να τρέξεις’’.

[289]


Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, ένας άνθρωπος της σκέψης και όχι της δράσης, της περιπετοιώδους διανόησης και όχι της καθαρόαιμης περιπέτειας, έπιασε το χέρι της Άλις σφιχτά και άρχισε να τρέχει. Η Άλις έδεσε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα δικά του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί ότι δεν θα τον έχανε, και τον ακολούθησε κρατώντας τα γυαλιά της. Από τα πρώτα μέτρα καταλάβανε ότι η Άλις μπορούσε να τρέξει πολύ πιο γρήγορα, και έτσι την άφησε να προπορεύεται ελαφρώς, φωνάζοντάς της οδηγίες για το που να στρίβει. Ο Δρ. Φονχάιμ είχε ήδη κατέβει από το αυτοκίνητο και έτρεχε και αυτός στο κατόπι τους,προσπαθώντας να μην τους χάσει. Σαυτόχρονα, είχε ήδη καλέσει δυο μέλη από το προσωπικό ασφαλείας του ΢άικεντ να καταφτάσουν το δυνατόν συντομότερα. Ο Δρ. Φόνχάιμ ήταν ένας άνθρωπος της επιστήμης, που λίγη σχέση είχε με καταδιώξεις. Ακόμα και να τους προλάβαινε, δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πως να τους πιάσει ή τι θα μπορούσε να κάνει. Ο Ρίτσαρντ παιδεύτηκε λίγο με το κινητό τηλέφωνο και τελικά πληκτρολόγησε τον αριθμό του Σσέστερ Μπάρναμπι, λίγες στιγμές πριν ο τελευταίος υποδεχτεί με ενθουσιασμό τον Λάρυ Κάμπελμπακ και την παρέα του. ‘’Μας βρήκανε γαμώτο’’, του είπε προσπαθώντας να μην επιβραδύνει. Η Άλις αποδύκνειε αντοχές και σβελτάδα. ‘’Πες μου μια άλλη είσοδο για κάτω, ανατολικά της 5ης είμαστε.’’ Ο Σσέστερ άργησε λίγο να απαντήσει, αλλά η απάντησή του ήταν κατηγορηματική. ΄΄Είσαι τρελλός Ρίτσαρντ; Αλήθεια θες να διακυνδινεύσεις να έρθουν εδω κάτω; Και μάλιστα, τώρα;’’. Ο Ρίτσαρντ έκοψε λίγο ταχύτητα, κάτι που οδήγησε σε ένα δυνατό τράβηγμα με την Άλις που λίγο έλειψε να προσγειωθεί με την πλάτη στο δρόμο. ‘’Πες μου τότε κάτι να κάνω!’’, φώναξε αγανακτισμένα. ‘’Δεν έχω όχημα, δεν έχω λεφτά, δεν έχω τίποτα πέρα από το κωλοκινητό που μου έδωσες. Δεν γυρίζω πίσω, Σσέστερ, δεν έχω καμία ελπίδα αν γυρίσω πίσω’’. Σον άκουσε να ξεφυσάει στην άλλη άκρη. ‘’Σην πλατεία Γκάρντεν, την θυμάσαι;’’, ρώτησε τελικά.

[290]


‘’Ναι’’ ‘’Πόση ώρα είσαι από εκει;’’ ΄΄Λιγότερο από δέκα λεπτά’’ ‘’Να είσαι εκεί σε δέκα λεπτά. Θα στείλω κάποιον δικό μας. Αν για οποιοδήποτε λόγο στραβώσει θυμίσου το εξής: Σρια τετράγωνα προς την μεριά του Ρολογιού από την πλατεία αυτή, είναι τα Φαμηλά ΢πίτια. Εκεί μένει ο Μπιλ. Θα τον ενημερώσω και αυτόν να σας έχει το νου του. Είμαι κατανοητός;’’ ‘’Ναι. ΢ε ευχαριστώ’’, του είπε κάπως πιο ανακουφισμένος. ‘’Ψραία. Και, Ρίτσαρντ, μην με ξαναπάρεις εκτός και αν είναι απολύτως απαραίτητο. Ούτε που ξέρω αν παρακολουθούν τηλέφωνα και τι μπορούν να ακούσουν. ΢υνθηματικά, θυμίσου τη μάρκα από τα τσιγάρα του γέρο Ντόζερ. Θα πω σε όλους ότι αν σε δουν και το φωνάξεις, να φύγουν μακριά σου.’’ ‘’Σσέστερ, έχεις γίνει μαέστρος’’, του είπε. ‘’Δεν νομίζω ότι έχεις χρόνο για χιούμορ ή αβρότητες’’, του απάντησε αυτός και μετά ακούστηκε ένας παρατεταμένος βόμβος. Ο Ρίτσαρντ έχωσε το κινητό στην τσέπη του και κοίταξε τα αγχωμένα μεγάλα μάτια της Άλις, που δεν σταματούσαν να του φαίνονται υπέροχα. ‘’Θα μας παραλάβουν από την πλατεία Γκάρντεν’’, της είπε χαρούμενος. ‘’΋λα θα πάνε καλά’’, συμπλήρωσε και της χαμογέλασε, περισσότερο για να ξεγελάσει και την δική του αβεβαιότητα. Η Άλις του ανταπέδωσε το χαμόγελο και τον άφησε να της δείξει τον δρόμο. Αν υπήρχε κάποια λύση, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σίγουρα θα την είχε. Ο φλύαρος φιλόσοφος είχε απαντήσεις για κάθε ζήτημα στιβαγμένες και τσαλακωμένες στην κωλότσεπη – το μόνο που περίμενε ήταν κάποιος να του θέσει την ερώτηση. Ο Δρ. Φόνχαιμ βρισκόταν στο κατόπι τους, αν και για λίγη ώρα τώρα δεν μπορούσε να τους δει. Αρκετές στροφές τις πήρε από ένστικτο. Ήταν σε ανοιχτή επικοινωνία με τις ενισχύσεις του, δηλώνοντας κάθε φορά την οδό που κινούταν και ζητώντας τους να έρθουν από διαφορετικές κατευθύνσεις οδικώς. Η Νικόλ Άντερσον έπαιρνε κάθε τόσο τηλέφωνο, προφανώς για να μάθει νεότερα, αλλά προτιμούσε να την αποφύγει μέχρι να έχει και ο ίδιος νεότερα. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα την Νικόλ Άντερσον, αλλά μιας και είχε αποδειχτεί σύμμαχός του απέναντι στον πολύ περισσότερο απεχθή Λιρόι, τότε δεν μπορούσε παρά να είναι η καλύτερή του φίλη για εκείνο το βράδυ. Βγήκε σε ένα πλατύ δρόμο όπου τα φώτα είχαν ένα κυματοειδές

[291]


σχήμα από τους πυλώνες και εξέπεμπαν σε κιτρινοφούξια αποχρώσεις και έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του, να πάρει μερικές αναπνοές. Δεν μπορούσε να τους δει, προς απογοήτευσή του, αλλά ήξερε ότι βρισκόταν κοντά τους. Κοίταξε με αγωνία το ρολόι του, ελπίζοντας ότι το ιππικό που κατέφτανε θα ήξερε καλύτερα τα κόλπα και τα τεχνάσματα του κυνηγητού από ότι αυτός. Ο Ρίτσαρντ την οδήγησε στην Λεωφόρο που είχε το όνομα του Κλιντ Σζόνσον, του πρώτου επί της ουσίας Κυβερνήτη της Έρθ, πριν ακόμα αυτή μετονομαστεί σε Έρθ και όταν ακόμα η Γη ήταν σκεπασμένη με την δυσωδία και την ασχήμια του πυρηνικού απόηχου. Επιπλέον, ο Κλιντ Σζόνσον, μαζί με τον Κάρλ Ρόμπινς ήταν και οι συνιδρυτές των Προστατών, ένα ΢ώμα που προκαλούσε απέχθεια και αποστροφή στον Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Σου θύμιζε μια μοντέρνα αναπαραγωγή των πιο σκοτεινών σελίδων της ανθρώπινης Ιστορίας, την εποχή που οι άνθρωποι αναζητούσαν μια αφηρημένη ελίτ της ύπαρξής τους, μια Άρια καθαρότητα του σώματος και του πνεύματος ή, όπως θεωρούσε ο ίδιος, την γλοιώδη αδυναμία τους να αποδεχτούν τα πεπερασμένα όρια του είδους τους. ΢ε μια εποχή που είχε ανάγκη την σεμνότητα και την ταπεινότητα μπροστά στην μεγάλη καταστροφή, η ανθρωπότητα επέλεξε ξανά την αλαζονεία και τα υπαρξιακά της κόμπλεξ που απέκτησε κοιτώντας την αβάσταχτη ομορφιά του κοσμικού απείρου. Η Λεωφόρος Κλιντ Σζόνσον ήταν μια ευθεία φαρδιά λωρίδα δρόμου που ένωνε μια από τις οχτώ συνολικά εισόδους για το εμπορικό κέντρο με τους περιφεριακούς του κέντρου δρόμους και το μεγάλο Νοσοκομείο, το οποίο όχι πολύ παλιά, είχε εξαγοράσει η ΢άικεντ, στα πλαίσια της διεκδίκησης ενός πρωτότυπου μονοπωλίου στο θέμα της Τγείας και μια προσπάθεια να καθετοποιήσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα: Πρόνοια-Επέμβαση-Περίθαλψη-Αποκατάσταση.

Από

το

μεγάλο

Νοσοκομείο

ξεκινούσαν οι υπερυψωμένοι δρόμοι που χαρακτηρίζαν την κυκλοφορία για πολύ μεγάλο ποσοστό της πόλης, αφήνοντας το έδαφος μόνο για τους πεζούς. Η λεωφόρος είχε όμορφα φώτα σε κυματοειδή διάταξη, που εναλλάσαν κίτρινες, μωβ και ροζ αποχρώσεις. Μια φορά το χρόνο στο δρόμο αυτό γινόταν μια επετειακή φιέστα, κοντά στο ολόγραμμα του Κλιν Σζόνσον, όπου έβαζαν να παίζουν διάφορα κομμάτια ομιλιών του. Σο ολόγραμμα αυτό βρισκόταν μισό μιλί μακριά από την πλατεία Γκάρντεν, ένα κυκλικό κόμβο κατάφυτο με λουλούδια όλων των χρωμάτων και κάθε πιθανής ποικιλίας. Ο Ρίτσαρντ μπορούσε πλέον να διακρίνει τον έντονο φωτισμό της πλατείας

[292]


από μακριά και επιτάχυνε το βήμα του, δείχνοντας προς την Άλις ότι βρισκόντουσαν στην τελική ευθεία, και μάλιστα λίγο νωρίτερα από όσο είχαν υπολογίσει. Ο Δρ. Φόνχαιμ είδε το ζευγάρι να εξέρχεται στον ίδιο δρόμο στα διακόσια περίπου μέτρα από εκείνον και αμέσως, πανικόβλητος, τηλεφώνησε για να δηλώσει την θέση του. Αυτοί δεν τον είχαν δει, και έτσι άρχισε να περπατάει με κοφτό γρήγορο βηματισμό προς το μέρος τους. Σελικά, μη μπορώντας να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, αφού ένιωσε ότι είχε πλησιάσει αρκετά, έβγαλε μια δυνατή φωνή. ‘’Έι! ΢ταματήστε!’’ Η Άλις κοίταξε προς τα πίσω έντρομη. Σώρα μπορούσε να τον δει, και κοίταξε με απορία τον άνθρωπο που γνώριζε ως Υρανκ, τον ευγενικό γείτονα με τον οποίο συζητούσαν αρκετές ώρες και ο οποίος έδειχνε μια πολύ σπάνια διάθεση να ακούει τα προβλήματά της και τις ανησυχίες της. Κοντοστάθηκε αβέβαιη, αλλά ο Ρίτσαρντ της έσφιξε με δύναμη το χέρι και πλησίασε στο αυτί της. ‘’΋τι και αν θεωρείς για αυτόν τον άνθρωπο, είναι ψέμμα’’, της ψιθύρισε. Όστερα στριμώχτηκε κοντά, αλλά δεν σταμάτησε να ρίχνει λοξές ματιές πισωπατώντας ελαφρά. ‘’Δεν γυρίζουμε πίσω Φονχάιμ’’, φώναξε. ‘’Πήραμε εξιτήριο. Η αποκατάσταση στέφθηκε με επιτυχία. ΢ας ευχαριστούμε για όλα, καληνύχτα’’.

Ο νεαρός γιατρός

κοντοστάθηκε, ελπίζοντας ότι θα σταματήσουν και αυτοί μήπως και ανοίξει κάποιο διάολογο μαζί τους για να κερδίσει χρόνο. ‘’Κύριε Λίθγκοου, κυρία Ντόγκσον. ΢ας παρακαλώ, ελάτε μαζί μου. Είναι επικύνδινο να είστε έξω.’’ ‘’΢ε λένε Υρανκ...’’, μουρμούρισε χαμηλόφωνα με κάποιο παράπονο η Άλις. ‘’΢ε λένε Υρανκ..’’. Ο γιατρός πήρε μερικές ανάσες. Αυτό που συνέβαινε ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση, για την οποία λίγα είχαν στον οδηγό εκπαίδευσης. Υώναξε ξανά: ‘’Άλις, σου ζητάω συγνώμμη αν είσαι μπερδεμένη, αλλά σου υπόσχομαι ότι αν έρθετε μαζί μου όλα θα καθαρίσουν και θα είναι εντάξει’’, της είπε. Ο Ρίτσαρντ ρουθούνισε δίπλα της αγριεμένος και το σώμα του έδειξε ότι ήθελε να κινηθεί προς το μέρος του γιατρού με επιθετικές διαθέσεις. ‘’Α, ναι; Ένα κοκτέιλ από ηρεμιστικά και κατασταλτικά και όλα θα γίνουν όπως πριν;’’, του φώναξε πίσω.

[293]


‘’Δεν θέλω το κακό σας’’, απάντησε αυτός, κάνοντας δυο μικρά βήματα προς το μέρος τους. Ο Ρίτσαρντ έσμιξε τα χείλη του, και έριξε μια κλεφτή ματιά με νόημα στην Άλις. Όστερα, ύψωσε το μεσαίο του δάχτυλο προς τον γιατρό. ‘’Ετούτο εδώ, το υπόθετο, μπορεί να ηρεμήσει εσένα αν θες. Και τώρα φύγε και άσε μας ήσυχους. Δεν γυρίζουμε πίσω, και μην με δοκιμάσεις, σε προειδοποίησα’’. Λέγοντας αυτά, τράβηξε την Άλις και άρχισε ξανά να τρέχει, περνώντας ακόμα και τα στενά χωρίς να κοιτάει το δρόμο. Ο Δρ. Φόνχαιμ ξεφύσηξε απογοητευμένος και έβαλε ένα ακουστικό στο αυτί του, αρχίζοντας ξανά το τρέξιμο στο κατόπι τους. ‘’Που διάολο είστε;’’, φώναξε στο ακουστικό. Μια βαριά φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη. ‘’Υτάνω πλατεία Γκάρντεν από 10η’’ ‘’Μείνε εκεί. Έρχονται προς τα σένα’’, είπε ανακουφισμένος και ασυναίσθητα, έριξε την ταχύτητά του. Σο ζευγάρι μπροστά του συνέχισε να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Ένας περαστικός, είτε από νυχτερινή δουλειά είτε από παρατεταμένη διασκέδαση, τους κοίταξε με απορία αλλά συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να ασχοληθεί παραπάνω. ΢ε λιγότερο από δυο ώρες ο δρόμος αυτός θα γέμιζε με αυτοκίνητα και ανθρώπους καθ’οδόν για τις πρωινές δουλειές τους, αλλά τώρα ήταν εντελώς άδειος. ΋ση ζωή είχε ξύπνια η Πόλη βρισκόταν στιβαγμένη στις περιοχές του κέντρου, του ΝάιτΒάιμπ και άλλων ανάλογων περιοχών, αλλά σε εκείνο το σημείο δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ένα κυνηγητό. Σο οποίο, όπως ήλπιζε ο Φόνχαιμ, θα τελείωνε από στιγμή σε στιγμή. Πράγματι, καθώς πλησιάζανε, ο Ρίτσαρντ διέκρινε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει την πλατεία Γκάρντεν στο βάθος και να σταματάει μπροστά της. ‘’Λίγο ακόμα’’, φώναξε στην Άλις να της δώσει κουράγιο να συνεχίσει, αν και η Άλις δεν φαινόταν κουρασμένη από το τρέξιμο αλλά μπερδεμένη από το γεγονός ότι ο γείτονάς της βρισκόταν στο κατόπι της. Από την άλλη, ο Ρίτσαρντ φοβόταν ότι αν έτρεχε λίγο ακόμα θα έσκαγε. Κοιτούσαν κάθε τόσο πίσω, και έβλεπαν ότι κέρδιζαν συνεχώς απόσταση. ‘’Ευτυχώς που ήρθε και αυτός λίγο νωρίτερα’’, είπε ο Ρίτσαρντ ανάμεσα σε μερικές βραχνές ανάσες. ΢ε λίγο, βρισκόντουσαν σε κοντινή απόσταση, και ένας άντρας βγήκε από το αυτοκίνητο, κοιτάζοντάς τους. Ο Ρίτσαρντ σήκωσε το χέρι του να του κάνει νόημα. Η Άλις κοίταξε προς τον άντρα. Αμέσως, τράβηξε το χέρι του Ρίτσαρντ από την άλλη μεριά, τόσο δυνατά και σίγουρα που λίγο έλειψε να τον ρίξει φαρδύ πλατύ στο πεζοδρόμιο. Αυτός βρήκε την

[294]


ισσοροπία του, και την κοίταξε με έκπληξη. Πριν προλάβει να μιλήσει, η Άλις του έδωσε το λόγο του απότομου φρεναρίσματός της. ‘’Είναι θυρωρός. Είναι θυρωρός στην πολυκατοκία. Δηλαδή στο ΢άικεντ’’. Ο Ρίτσαρντ κοίταξε εναλλάξ μπροστά του και πίσω του, προς τον γιατρό, που τώρα επιτάχυνε ξανά. Ο άντρας που φανταζόταν ότι ήταν η σωτηρία τους, πλησίαζε τώρα προς το μέρος τους. ‘’Ψ, αρχίδια’’, μουρμούρισε. ‘’Και τώρα;’’, τον ρώτησε ανάμεσα στις ανάσες της. Ο Ρίτσαρντ έκλεισε τα μάτια του, εμφανώς απογοητευμένος. Ο κλοιός γύρω τους ολοένα και στένευε. ‘’Φαμηλά ΢πίτια’’, είπε μέσα από τα δόντια του, αλλά και πάλι χωρίς πολύ καρδιά. ‘’Σι είναι τα χαμηλά σπίτια;’’, τον ρώτησε αυτή, νιώθωντας ξανά έναν αναδυόμενο πανικό παρά το γεγονός ότι ακόμα της κρατούσε το χέρι. ‘’Είναι η τελευταία μας ελπίδα.’’, είπε αυτός, και χωρίς άλλη κουβέντα την τράβηξε κάθετα στο δρόμο, ενώ ο άντρας από την πλατεία Γκάρντεν είχε ήδη ανέβει στο πεζοδρόμιό τους και πλησίαζε με απειλητικό βήμα και μια γωνιώδη κορμοστασιά- αν ο Γιατρός Φονχάιμ ήταν ένας μαλακός βουτυρομπεμπές ακόμα και αν τους προλάβαινε, ο θυρωρός έμοιαζε βγαλμένος από κάποια ομάδα κωπηλασίας. Η τελευταία ελπίδα του Ρίτσαρντ Λίθγκοου και της Άλις Ντόγκσον ήταν μια ιδιαίτερη συνοικία στο κέντρο της Πόλης, φτιαγμένη από μια συγκεκριμένη κατασκευαστική και αρχιτεκτονική φιλοσοφία. Ήταν μια συνοικία χωρίς δρόμους για αυτοκίνητα, μόνο με στενά μονοπάτια για πεζούς, ενώ τα σπίτια σπανίως ξεπερνούσαν τον ένα ή τους δυο ορόφους, με το ένα κολλημένο σχεδόν δίπλα στο άλλο. Αποτελούσαν,

από

ψηλα,

μια

ισοπεδωμένη

έκταση

ανάμεσα

σε

πολυόροφες

κατασκευές και ογκώδης κτιριακές εγκαστάσεις, σαν μια παράδοξη όαση ανάμεσα σε μια έρημο από τσιμέντο και γυαλί. Η συνοικία ξεκινούσε λίγο ανατολικά από την μικρή πλατεία Γκάρντεν, και ο Ρίτσαρντ σκέφτηκε να ξανατηλεφωνήσει στον Σσέστερ για την αναγκαστική επιλογή τους του εναλλακτικού σχεδίου. Οι διώκτες τους όμως ήταν αρκετά κοντά για να αρχίσει να ψαχουλεύει το τηλέφωνό του. Ένα ακόμα αυτοκίνητο στρίγγλισε πίσω τους καθώς ξαναβγαίνανε από τον δρόμο, και ένας ακόμα άντρας κατέβηκε, από την ίδια μάλλον κωπηλατική ομάδα. Ο κλοιός στένευε λίγο ακόμα και ο Ρίτσαρντ σκέφτηκε να σταματήσει, ίσως για να δώσει χρόνο στην Άλις να ξεφύγει τουλάχιστον αυτή, ίσως γιατί δεν μπορούσε να τρέξει άλλο. Έσκυψε το κεφάλι

[295]


και έτρεξε κοιτώντας μόνο το έδαφος, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή κάποιο χέρι να του τραβήξει τον γιακά. Για αυτόν, περιθώριο να γυρίσει πίσω δεν υπήρχε. Έπρεπε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις και να συνεχίσει. Επιπλέον, ένιωθε και την ευθύνη απέναντι στην Άλις- ποιος ξέρει τι τιμωρία θα τους επέφερε η απόδρασή τους, ίσως ακόμα και μια φαρμακευτική αθόρυβη λοβοτομή, και στην Άλις δεν άξιζε μια τέτοια τύχη. Μπορεί η ζωή της να ήταν ένα παραγεμισμένο με αέρα ψέμμα, αλλά το μεγάλο ρίσκο που είχε πάρει να σκάσει το μπαλόνι της ήταν δική του επιλογή, όχι δική της. ‘’Και τώρα;’’, τον ρώτησε αυτή. ΢ήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα χαμηλά καστανά σαν κρεμ-μπρολέ σπίτια μπροστά τους, μαζί και τα φιδωτά δρομάκια που οδηγούσαν προς τα μέσα της συνοικίας, πασπαλισμένα με φως από χαμηλούς προβολείς. ΢ε κάποια άλλη στιγμή θα μπορούσε να την πάει εκεί για ένα ρομαντικό και ήσυχο περίπατο. Προσπάθησε να προσδιορίσει την θέση του σπιτιού του Μπιλ στο μυαλό του, αλλά όλα τα σπίτια του έμοιαζαν ίδια. Σελικά την έχωσε σε ένα τυχαίο στενό δρομάκι, και αποφάσισε να επικοινωνήσει με τον Σσέστερ μόλις θα βρίσκανε μια κρυψώνα. Προσέχοντας πάντα να εναλλάσει το αριστερά με το δεξιά, ή τουλάχιστον να στρίβει σε ζεύγη, ο Ρίτσαρντ οδήγησε τα βήματά τους στα λαβυρινθώδη δρομάκια στο εσωτερικό της συνοικίας. Η Άλις παρατήρησε ότι τα κτίσματα εναλλάσονταν από οικίες σε καταστήματα διαφόρων ειδών, φαγάδικα αλλά και μπαρ. Άλλα μπορεί να έφταναν και τους δυο ορόφους, άλλα ένιωθε ότι θα μπορούσε να τα σκαρφαλώσει. Οι στενοί και προστατευμένοι

εκατέρωθεν

πεζόδρομοι

της

δημιουργούσαν

μια

ψευδαίσθηση

ασφάλειας. Ο Ρίτσαρντ τελικά την οδήγησε σε ένα αδιέξοδο δρομάκι χωρίς ιδιαίτερο φωτισμό, στην άκρη του οποίου υπήρχε μια εξωτερική σκάλα που οδηγούσε σε μια ταράτσα από την οποία εξείχαν μια στρατιά από φωτοβολταικές πλάκες. Εκεί σταμάτησε και έπεσε με την πλάτη στον τοίχο, αφήνοντας το σώμα του να κυλίσει αργά προς τα κάτω. Η Άλις φάνηκε ανήσυχη στο ενδεχόμενο να σταματήσουν, οπότε κόλλησε και αυτή το σώμα της στον τοίχο. Ήταν εκτεθειμένοι μόνο από μια μερά. Ο Ρίτσαρντ έβγαλε το κινητό και προσπάθησε να διακρίνει την οθόνη του, αν και η όρασή του είχε θολώσει από την υπερπροσπάθεια. Η Άλις τον είδε έκπληκτη μετά από μερικές στιγμές να πετάει το κινητό με δύναμη στον απέναντι τοίχο, και αυτό να σπάει σε δυο κομμάτια.

[296]


‘’Σι μαλάκας’’, φώναξε αυτός. ‘’Σι μαλάκας!’’. Όστερα, έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του, απογοητευμένος. Η Άλις πλησίασε προς τα σπασμένα κομμάτια του κινητού, χωρίς να έχει καταλάβει. ‘’Μην το ψάχνεις’’, της είπε με πιο ήρεμο αλλά και κάπως παραιτημένο τόνο. ‘’΢την εποχή της ενεργειακής αειφορίας, εμείς είχαμε το ένα κινητό με μισοτελειωμένη μπαταρία.’’ ‘’Και τώρα;’’, τον ρώτησε, αλλά από μόνη της κατάλαβε ότι είχε κάνει αυτήν την ερώτηση αρκετές φορές. Αυτός παρέμεινε στην θέση του, ίσως σκεφτόμενος την απάντηση, ίσως μη σκεφτόμενος τίποτα απολύτως. ‘’Θα βρούμε τον Μπιλ’’, είπε τελικά. ‘’Ποιος είναι ο Μπιλ;’’ ‘’Ο Μπιλ είναι ένας φίλος.’’ ‘’Που είναι;’’ ‘’Κάπου εδώ γύρω’’. Η Άλις έκανε να ρωτήσει και άλλα, αλλά πάγωσε στην θέση της από κάτι που της φάνηκε σαν ομιλία. Ο Ρίτσαρντ το άκουσε και αυτός και τέντωσε το κεφάλι του. Κάποιος μιλούσε δυνατά και έντονα. Μετά από λίγο μπορούσαν να τον ακούσουν πιο καθαρά. ‘’Δεν ξέρω που σκατά είμαι, είναι γαμημένος λαβύρινθος εδώ’’, είπε η φωνή που πρέπει να βρισκόταν μόλις έξω από το στενό. Η Άλις γύρισε έντρομη προς τον Ρίτσαρντ που είχε τώρα ένα λυπημένο ύφος. Κοίταξε ολόγυρά του και σηκώθηκε αργά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Με το δάχτυλό του έδειξε προς την σκάλα. Η Άλις έγνεψε καταφατικά και οι δυο τους προχώρησαν με κοφτό βήμα σκυφτοί, ακούγοντας παράλληλα την φωνή να συνεχίζει κάποια παράπονα για την μην οριοθέτηση ονομάτων στα μικρά δρομάκια, ώστε να μπορεί να προσανατολίζεται. Η Άλις ανέβηκε πρώτη στη σκάλα, κάνοντας τον λιγότερο δυνατό θόρυβο στο μεταλλικό της σκελετό. ΋ταν ανέβηκε ο Ρίτσαρντ η σκάλα έτριξε λίγο και παγώσαν στις θέσεις τους. ΢την είσοδο του αδιέξοδου στενού, μια σιλουέτα εμφανίστηκε, κρατώντας μια κινητή συσκευή στο χέρι της. Αποφάσισαν να συνεχίσουν το ανέβασμα πιο αργά- αν γύριζε το βλέμμα του θα τους έβλεπε. Η Άλις έφτασε πρώτη στην κορυφή και σύρθηκε ανάμεσα σε δυο πλάκες συλλογής ηλιακής

ενέργειας,

περιμένοντας

τον

Ρίτσαρντ.

Αυτός

συνέχισε

να

ανεβαίνει

προσπαθώντας να μην βάζει καθόλου βάρος στις φτέρνες του. Η σκάλα ωστόσο, λίγο

[297]


πριν φτάσει και αυτός στην ταράτσα, τον πρόδωσε βγάζοντας ένα στρίγγο παράπονο για τα κιλά του. Κράτησε την αναπνοή του και κοίταξε προς τον άντρα, που μόλις είχε ξαναρχίσει να περπατάει προς άλλη κατεύθυνση. Αυτός γύρισε και κοίταξε προς τα μέσα. Ο Ρίτσαρντ έμεινε ακίνητος, ελπίζοντας ότι δεν θα τον διακρίνει στο μισοσκόταδο. Ο άντρας έκανε δυο βήματα προς τα μέσα στο στενό, κοιτάζοντας ερευνητικά. Όστερα κοίταξε προς το μέρος του. Φωρίς να είναι σίγουρος αν τον είχε εντοπίσει, κράτησε την αναπνοή του. Σην παρατεταμένη σιωπή διέκοψε ο άντρας, που έφερε το κινητό στο αυτί του. ‘’Σαράτσες’’, είπε μονολεκτικά, και άρχισε να τρέχει προς την σκάλα. ‘’΢κατά’’, φώναξε αυτός και ανέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια δυο δυο. ‘’Σρέξε’’, φώναξε προς την Άλις και μετά από λίγες στιγμές τρέχανε πάλι, ανάμεσα σπό μακρόστενες ασημένιες πλάκες που καθρέπτιζαν ένα μουντό ουρανό που έφερνε μαζί του μηνύματα μιας επικείμενης βροχής. Θα περίμεναν στην άκρη της ταράτσας να βρουν άλλη μια σκάλα, αλλά αντί αυτού είδαν μια λίγο χαμηλότερη διπλανή ταράτσα, εύκολα προσβάσιμη με ένα μικρό άλμα. Δεν χρειάστηκε καν να το προτείνει στην Άλις, που εκτοξεύτηκε με χάρη και προσγειώθηκε με σιγουριά. Σην ακολούθησε κάπως πιο διστακτικά, και με δυσκολία κράτησε την ισσοροπία του στην προσγείωση. Σρέξανε ανάμεσα από μερικούς ηλιακούς θερμοσίφωνες για την πόρτα που οδηγούσε στην ταράτσα του κτιρίου, αλλά αυτήν ήταν κλειδωμένη. Ο Ρίτσαρντ κοίταξε προς τα πίσω και είδε τον διώκτη τους να στέκεται στο περβάζι της προηγούμενης ταράτσας και να ανιχνεύει. Η φόρα που πήρε για να κάνει και αυτός το άλμα τον διαβεβαίωσε ότι τους είχε δει, και έτσι συνέχισαν να τρέχουν. Σαράτσα την ταράτσα, άλλες μακρόστενες, άλλες ένα απλό γυμνό τετράγωνο, άλλες με φωτοβολταικές πλάκες και άλλες με κεραίες, δίπλα η μια στην άλλη και χωρίς ακόμα κάποια ένδειξη για το πως θα μπορούσαν να κατέβουν ξανά κάτω. ‘’Κοίτα Άλις’’, είπε αυτός σε μια στιγμή. ‘’Είμαστε δυο κεραμιδόγατοι και τρέχουμε από τον θεριστή της έβδομης ζωής μας. ΢τα καλύτερα σε φέρνω’’. Για το πέρασμα σε μια άλλη ταράτσα χρειάστηκε να ανέβουν μια ακόμα μεταλλική σκάλα, σχεδόν κάθετη, και βρέθηκαν σε ένα ψηλότερο επίπεδο από προηγουμένως. Η συνοικία έμοιαζε με ένα επίπεδο κράσπεδο και στα πέριξ της ορθόνωνταν τα ψηλά, θηριώδη κτίρια. Έμοιαζε με

[298]


ένα οροπέδιο μιας τσιμεντένιας οροσειράς. Ο Ρίτσαρντ περδικλώθηκε σε κάτι καλώδια, και έπεσε σχεδόν με το πρόσωπο στο τσιμέντο. Αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την πτώση του για μεριές στιγμές ξεκούρασης. Η Άλις αμέσως έσκυψε δίπλα του, τραβώντας τον να σηκωθεί. ‘’Σο πιο αστείο είναι’’, είπε αυτός γυρίζοντας ανάσκελα, ‘’΋τι δεν ξέρω πως σκατά θα βρούμε τον Μπιλ.’’ ‘’Μήπως να σηκωθείς;’’, ρώτησε αυτή κοιτώντας γύρω της για κάποια ένδειξη των διωκτών τους. ‘’Μπα. Ας έρθουν. Θα τους κάνω την μούρη κιμά. Βαρέθηκα να τρέχω. Δεν μου αρέσει να τρέχω Άλις, το ξέρεις αυτό για μένα;’’ ‘’Δεν ξέρω και πολλά για σένα’’. ‘’Πράγματι. Αλλά αυτό μπορείς να το ξέρεις πλέον. Δεν μου αρέσει να τρέχω, και δεν εννοώ φυσικά το τζόκγκινκ, που δεν μου αρέσει επίσης αλλά κυρίως αδιαφορώ. Δεν μου αρέσει να τους χαρίζω την νίκη του να είμαι κυνηγημένος. Δεν μου αρέσει να τους δίνω την αίσθηση ότι φοβάμαι στο ελάχιστο.’’ ‘’΢ήκω τώρα’’, είπε αυτή και πήγε να τον τραβήξει. Αυτός της κράτησε το χέρι. ‘’Δεν τους φοβάμαι Άλις, ποτέ δεν τους φοβήθηκα’’, της είπε και τελικά έκατσε οκλαδόν. Κοίταξε προς τα πίσω, σαν να περίμενε κάποια απειλητική σιλουέτα να εμφανιστεί. ‘’Δεν είναι παρά τραπουλόχαρτα σε μια στημένη παρτίδα. Θα τους φυσήξω και πουφ, θα πέσουν κάτω. Η βενζίνη τους δεν είναι παρά ο φόβος μας’’. Η Άλις τον έσπρωξε απαλά για να σηκωθεί πλήρως. ‘’Είναι πολύ ενθαρρυντικά όλα αυτά, αλλά όπου να ‘ναι θα έρθουν τα τραπουλόχαρτά σου’’. ‘’Ας έρθουν. Είμαι ο βαλές που θα κόψει την παρτίδα’’ Η Άλις του έδωσε μια γερή σπρωξιά και αυτός βρέθηκε απρόθυμα στα πόδια του. ‘’Να πούμε ότι ο Μπιλ είναι προς τα εκεί;’’, την ρώτησε δείχνοντας προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση. ‘’Είναι;’’, ρώτησε αυτή προσπαθώντας να κοιτάξει. ‘’Κάλλιστα’’, είπε αυτός και προχώρησε προς την άκρη για να δει αν μπορούσαν πάλι να μεταφερθούν σε διπλανή ταράτσα. Αυτή τη φορά η υψομετρική διαφορά ήταν κάπως μεγαλύτερη, φτάνοντας τα εφτά με οχτώ πόδια. ‘’Κοίτα από την άλλη’’, της είπε κάπως μετανιωμένος. Η Άλις έτρεξε προς την άλλη κατεύθυνση. Μετά από λίγο γύρισε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.

[299]


‘’Πολύ μεγάλη απόσταση, περίπου ίδιο ύψος’’, του είπε. ‘’Είναι πάντα πιο απλή η αναζήτηση όταν είσαι σε μονόδρομο, δεν νομίζεις;’’, την ρώτησε και της έδειξε προς τα πίσω. Η Άλις τον ακολούθησε, αλλά πριν κάνουν δυο βήματα μια φωνή τους έκοψε τα πόδια. ‘’Έι! ΢ταματήστε εκεί που είστε!’’ Η Άλις γύρισε πρώτη και είδε τον θυρωρό να τους κοιτάει, έχοντας μόλις ανέβει την σκάλα, κραδαίνοντας και ένα σκοτεινό αντικείμενο απειλητικά προς το μέρος τους. Ο Ρίτσαρντ δεν γύρισε καν και συνέχισε να προχωράει. Ο άντρας επανέλαβε την προσταγή του πιο επιθετικά και άρχισε να πλησιάζει. Η Άλις έτρεξε μακριά του και έφτασε με τον Ρίτσαρντ στην πίσω άκρη. Ο δρόμος από κάτω τους πλάταινε, το απέναντι κτίριο ήταν ένα μονόροφο χαμόσπιτο, ο γκρεμός μπροστά τους δεν συγχωρούσε το παραμικρό. Ο κλοιός είχε στενέψει σε οριακό σημείο, και ο Ρίτσαρντ ένιωσε να ασφυκτιά και να διψάει για οξυγόνο. Ο άντρας έφτασε μερικά βήματα πίσω τους. ‘’Να το κάνουμε με τον εύκολο τρόπο’’, τους είπε. Η Άλις ξεροκατάπιε. Ο Ρίτσαρντ ξανά δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στον διώκτη τους και έμεινε να κοιτάει τον γκρεμό. Όστερα έπιασε το χέρι της Άλις. Κάποιες αραιές ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους. ‘’Αν σπάσουμε τα πόδια μας’’, της είπε σφίγγοντας της το χέρι, αγνοώντας επιδεικτικά τον άντρα απέναντί τους, ‘’τουλάχιστον θα τους ταλαιπωρήσουμε μέχρι να μας κουβαλήσουν’’. Όστερα, την τράβηξε αποφασιστικά. Ο άντρας πίσω τους γρύλισε και έκανε δυο βήματα προς το μέρος τους Υτάνοντας στην άκρη, η Άλις έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της. Αυτό που κρατούσε ο άντρας σπινθήριζε, ήταν έτοιμος να τους χτυπήσει. ‘’΢ταματήστε εκεί που είστε είπα’’, φώναξε δυνατά, αλλά ο Ρίτσαρντ χάιδεψε την παλάμη της Άλις αφήνοντας το χέρι του. Εκείνη κοίταξε προς την απέναντι, χαμηλότερη ταράτσα και αναστέναξε. Μπορούσε να μυρίσει πλέον τον οργισμένο ιδρώτα του άντρα. Ο Ρίτσαρντ πήδηξε πρώτος, και η Άλις τον ακολούθησε χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω. Σα γόνατα του Ρίτσαρντ λύγισαν από την πρόσκρουση και έγειρε προς τα εμπρός, βάζοντας ανοιχτές τις παλάμες του λίγα κλάσματα πριν προσγειωθεί με το πρόσωπο. Σο

[300]


σώμα του σύρθηκε ελαφρά και έβγαλε μια κραυγή πόνου. Η Άλις αυτή τη φορά έπεσε χωρίς ισορροπία και γύρισε σχεδόν στο πλάι, με μεγάλο μέρος της πρόσκρουσης να βρίσκει την λεκάνη της. Σα γυαλιά της εκτοξεύτηκαν από το προσωπό της. ‘’Σα γυαλιά μου’’, φώναξε με αγωνία, βγάζοντας ταυτόχρονα και αυτή ένα βογγητό πόνου. Όστερα όμως ένας διαπεραστικός πόνος στον αστράγαλο, πιο έντονος από την λεκάνη της την έκανε να διπλωθεί. Ο Ρίτσαρντ πήρε μόνο μια ανάσα και κατάπιε τον πόνο, γυρίζοντας αμέσως για να κοιτάξει πίσω. Ο άντρας τους κοίταζε εμβρόνητος, με το τέιζερ στο χέρι, αβέβαιος για το αν θα ακολουθούσε ένα τέτοιο άλμα και αν η μισθοδοσία του άξιζε ένα τέτοιο ρίσκο. Επιπλέον, ακόμα και αν το δοκίμαζε, τώρα ο Ρίτσαρντ είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Θα μπορούσε να τον κατατροπώσει μέχρι να βρει την ισσοροπία του από την έντονη προσγείωση. ‘’Σα γυαλιά μου’’, επανέλαβε ανάμεσα από τα δόντια της η Άλις και με το ένα της χέρι χτύπαγε με αγωνία το πάτωμα γύρω της μήπως τα πιάσει, ενώ με το άλλο κράταγε τον αστράγαλό που έριχνε ρυθμικές δέσμες ζεστού πόνου. Ο Ρίτσαρντ πισοπάτησε προς το μέρος της, κοιτάζοντας πάντα προς τα πάνω. ‘’Μην τα πατήσεις, μην τα πατήσεις’’, του φώναξε. Η αγωνία της ήταν δικαιολογημένη- η Άλις δεν μπορούσε να διακρίνει παρά μόνο σχήματα και χρώματα χωρίς τα γυλιά της. Ήταν στην ουσία, τυφλή. Ο Ρίτσαρντ έριξε μια γρήγορη ματιά, χωρίς να μπορεί να τα εντοπίσει. Έπρεπε να έχει στο νου και την απέναντι ταράτσα, όπου τώρα ο άντρας μιλούσε στο τηλέφωνο, χωρίς να μπορεί να τον ακούσει. Και σε αυτόν, ένας πόνος έκανε δειλά την εμφάνισή του, προερχόμενος από εκδορές στους αγκώνες του αλλά και από το δεξί του γόνατο. Ένιωσε ένα ρυάκι αίματος να κυλάει αργά από τον πήχη του προς την παλάμη του. Η αναπνοή της Άλις ήταν μια ανάμιξη αγωνίας και συγκρατημένων λυγμών πόνου. Έσκυψε δίπλα της και την ακούμπησε τρυφερά στο πόδι, προσπαθώντας να διαπιστώσει αν είχε κάτι σοβαρό. Οι ιατρικές του γνώσεις δεν ήταν ιδιαίτερες, αλλά η Άλις από μόνη της κατάφερε και σηκώθηκε στα τέσσερα, ψαχουλεύοντας για τα γυαλιά της. Όστερα, ο άντρας απέναντί τους εξαφανίστηκε από την άκρη της ταράτσας. ‘’Δεν έχουμε πολύ χρόνο αγάπη μου’’, της είπε. ‘’Είσαι καλά; Πονάς;’’ ‘’Σα γυαλιά μου’’, επανέλαβε αυτή με ένα τόνο που θα μπορούσε να παραπέμπει σε κρίση πανικού. ‘’Δεν βλέπω, τα γυαλιά μου, τα γυαλιά μου’’. Ο Ρίτσαρντ σηκώθηκε και χωλαίνοντας κοίταξε τριγύρω να τα βρει. ΢ταμάτησε, όταν άκουσε μια πόρτα από την είσοδο στην ταράτσα τους να βγάζει ένα δυνατό σκουριασμένο ήχο, καθώς κάποιος

[301]


να προσπαθούσε να την ανοίξει. Αντανακλαστικά, τινάχτηκε μακριά από την ευθεία της πόρτας, προσπαθώντας να πάει πίσω από το τετράγωνο δωματιάκι. ‘’Ρίτσαρντ;’’, φώναξε η Άλις, που δεν είχε ακούσει τίποτα.’’Δεν σε βλέπω,που είσαι;’’ Η φωνή της πρόδιδε μεγάλη ταραχή. Πριν προλάβει να της ψιθυρίσει κάτι, η πόρτα άνοιξε και ο γιατρός Φονχάιμ εμφανίστηκε από μέσα, κρατώντας ένα όπλο. ‘’Ρίτσαρντ;’’, επανέλαβε αυτή, κοιτώντας αφηρημένα προς την μεριά του ήχου. Η σιλουέτα στο μισοσκόταδο ήταν σκουρόχρωμη. Έσμιξε τα βλέφαρά της, προσπαθώντας να δει. ‘’Ρίτσαρντ;’’ ‘’Κυρία Ντόγκσον’’, είπε μια φωνή, που σίγουρα δεν ήταν του Ρίτσαρντ. ‘’Μην με αναγκάσετε να χρησιμοποιήσω βία’’. Η Άλις έχασε το ρυθμό της αναπνοής της και άρχισε με φρενίτιδα να ψάχνει για τα γυαλιά της, μουρμουρώντας με συγκρατημένους λυγμούς το όνομα του Ρίτσαρντ. ‘’΢ε παρακαλώ, Ρίτσαρντ’’. Ο γιατρός Φόνχαιμ πλησίασε κοντά της, με την κάννη του όπλου να την σημαδεύει. Από την άκρη του φαινόταν αχνά η τούφα από κάποιο βέλος, ίσως αναισθητικό, που ήταν περασμένο μέσα του. Η Άλις δεν μπορούσε να δει τίποτα από όλα αυτά. Σο χέρι της προσγειώθηκε σε κάτι που έμοιαζε με σκελετό από γυαλιά, και αναστάναξε με ανακούφιση, τραβώντας τα προς το πρόσωπό της. Η πτώση δεν τους είχε χαριστεί. Σα γυαλιά της είχαν στραβώσει, ο ένας φακός έλειπε τελείως και ο άλλος σχιζόταν από ένα μεγάλο και αναρίθμητα μικρότερα σπασίματα. Σουλάχιστον όμως, κλείνοντας το ένα μάτι, μπορούσε τώρα να διακρίνει παραμορφωμένο το πρόσωπο του ανθρώπου που πίστευε για γείτονά της, όπως και την κάννη του όπλου να την σημαδεύει. Αναπνέοντας γρήγορα, σήκωσε τα χέρια της ψηλά και έμεινε στα γόνατα. Ο Φόνχαιμ ψαχούλεψε στην τσέπη του πιθανώς για κάποιο κλιπ για να την ακινητοποιήσει. Σα είχε καταφέρει, και μάλιστα μόνος του. Ο Λίθγκοου δεν θα ήταν μακριά. Είχε επιλέξει να σώσει το τομάρι του, αλλά θα τον έβρισκαν και αυτόν, αργά ή γρήγορα. Η Άλις άφησε ένα λυγμό και ξανακάλεσε ικετευτικά τον Ρίτσαρντ. Είδε άλλο χέρι του διώκτη της να την πλησιάζει με κάτι που έμοιαζε με χειροπαίδες και δάκρυα σκέπασαν ακόμα περισσότερο την όρασή της. Μόνο φευγαλέα είδε την σιλουέτα του Ρίτσαρντ από πίσω από τον γιατρό, μόνο στιγμιαία είδε την μακριά κεραία που κρατούσε.

[302]


Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, που δεν θυμόταν τον εαυτό του να χτυπάει τόσο βίαια άνθρωπο στη ζωή του, έφερε με δύναμη την κεραία στον σβέρκο του γιατρού Φόνχαιμ, κόβοντας του την αναπνοή και αναγκάζοντάς τον να ρίξει ότι κρατούσε και να προσγειωθεί με το πρόσωπο στο έδαφος, μπροστά ακριβώς στα γόνατα της Άλις. ‘’΢ου είπα ότι δεν γυρίζω πίσω, μαλακισμένο’’, του φώναξε. Ο γιατρός έβγαλε μια μακρόσυρτη φωνή, από πόνο και έπληξη. ‘’΢ήκω’’, φώναξε προς την Άλις και αυτή υπάκουσε, σφίγγοντας τα γυαλιά ψηλά στη μύτη της για να μην της ξαναπέσουν. ΋χι ότι της ήταν πολύ χρήσιμα πλέον. Μπόρεσε όμως να τον δει να ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του Φόνχαιμ, ο οποίος διπλώθηκε. ‘’Δυσχαιρένετε....δυσχαιρένετε την..την θέση σας’’, είπε στριφογυρίζοντας αυτός. ‘’Άει γαμίσου’’, απάντησε ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου, και από κάποια ανεξέλεγκτη και ακατανόητη παρόρμηση σήκωσε την κεραία και την προσγείωσε με όση δύναμη είχε στο πρόσωπο του νεαρού γιατρού. Ο δρ.Φόνχαιμ έκανε ένα μικρό σπασμό, σαν ψάρι στην οριστική και τελευταία του προσπάθεια να αναπνεύσει. Σμήματα της κεραίας είχαν σχεδόν καρφωθεί στο πρόσωπό του. Η Άλις μπορούσε να φανταστεί την φρίκη, και ας μην την έβλεπε καθαρά, και έβαλε το χέρι της στο στόμα κρύβοντας έναν ακόμα λυγμό. Ο Ρίτσαρντ άφησε την λαβή του από την κεραία, βουρκωμένος, και έπεσε στα γόνατα μπροστά από τον γιατρό, που μπορεί να είχε ήδη πεθάνει κιόλας. Όστερα, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του, και τα έβγαλε μόνο όταν έπιασε ένα κινητό. ‘’Μπορείς να τρέξεις;’’, την ρώτησε. Αυτή πάτησε με δύναμη τον αστράγαλό της, για να διαπιστώσει το μέγεθος του πόνου. Δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να τρέξει. ‘’Ναι’’, είπε, με τρεμάμενη φωνή. ‘’Πάμε λοιπόν’’, της είπε και σηκώθηκε όρθιος, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο κουφάρι του δρ.Φόνχαιμ. Ένα μπάσο βουητό ακούστηκε από απόσταση. Δεν είχαν δει προηγουμένως καμία λάμψη. Κάποιες ψιχάλες έφτασαν στο μέτωπό του. Ήταν δροσερές. ‘’Αν πριν μας κυνηγούσαν’’, της είπε με τον ίδιο αποστασιοποίημενο και καθόλου γνώριμο για το στυλ του τόνο, ‘’τώρα θα πέσουν πάνω μας, να το ξέρεις’’.

[303]


Η Άλις ξεροκατάπιε, χωρίς να ξέρει τι να πει. Ο κόσμος ήταν στα μάτια της σπασμένος και παραμορφωμένος. ΋πως και στο μυαλό της. Θολή όραση, αδυναμία κίνησης, αγωνία. ‘’Αλλά δεν τους φοβόμαστε’’, πρόσθεσε αυτός, κάπως πιο γνώριμα, μαλακώνοντας την αγωνία της. Μπορεί και να της χαμογέλασε, δεν μπορούσε να διακρίνει. Όστερα της έπιασε ξανά το χέρι, μπέρδεψαν ξανά τα δάχτυλά τους, και απομακρύνθηκαν προς μια ακόμα γειτονική ταράτσα στην οποία ο Ρίτσαρντ είχε εντοπίσει άλλη μια εξωτερική σκάλα που θα τους οδηγούσε προς τα κάτω. Σα γεγονότα είναι: Ο ΢μίττυ κοίταξε τις σταγόνες που έπεφταν αραιές πάνω στο παρμπρίζ και έκλεισε την συσκευή επικοινωνίας ξεφυσώντας. Η Ρεμπέκα δίπλα του, στην θέση του οδηγού, τον κοίταξε ερευνητικά. ‘’Σι έγινε πάλι;’’, ρώτησε, έχοντας καταλάβει από τις εκφράσεις του ότι η συνομιλία του δεν θα πρέπει να ήταν πολύ ευχάριστη. ‘’Ο Οράτιος λέει ότι έχουμε κάτι περίεργες κλήσεις από δυο αστυνομικά Σμήματα. Έγιναν λέει επιθέσεις στα καλά του καθουμένου από αγνώστους και βανδαλισμοί’’ ‘’Ανταπάντηση για τα γεγονότα στις αποθήκες;’’ ‘’Θα μπορούσε..αλλά ποιος; Ίδια ώρα, σε δυο μέρη απόστασης μιλίων. Αυτό είναι οργανωμένο. ΢κατά, δεν ασχολούμαι τώρα με αυτό’’. Κοίταξε το ρολόι, και μια άλλη συσκευή όπου τα αυτοκίνητα των Προστατών εμφανιζόντουσαν σε κουκίδες στο χάρτη. ‘’Η Φόλυ σίγουρα κοιμήθηκε;’’, τον ρώτησε. ‘’Ο Κρέιμερ με διαβεβαίωσε. Αν και πολύ φοβάμαι ότι θα κοιμηθεί για μια ώρα μόνο και θα ξαναεμφανιστεί. Ειδικά αν δεν έχουμε βρει τον Κόρβερ μέχρι τότε.’’ ‘’..Είναι και η ΢φίκα που ακόμα δεν έχουμε βρει’’, πρόσθεσε αυτή. ‘’Φέστηκα για την ΢φίκα. Δεν με νοιάζει ποια είναι η ΢φίκα ούτε το αν θα την βρούμε. ΋λο αυτό ήταν μια μαλακία από την αρχή, δεν έπρεπε καν να συνδιαλλαγούμε με τον Γκουρού και τα παιχνίδια που θέλει να παίξει’’. ‘’Εγώ που του μίλησα μου φάνηκε στριμωγμένος’’. ‘’Δεν με νοιάζει ούτε για αυτόν. Με νοιάζει ο Κόρβερ’’. Καθώς διαμαρτυρόταν, σήκωσε ξανά το ακουστικό και πληκτρολόγησε ένα τριψήφιο κωδικό. Έφερε το μικρόφωνο στο στόμα του. ‘’Ίθαν, που σκατά είναι ο Κόρβερ;’’

[304]


΢την άλλη γραμμή, ο Ίθαν Νίκολσον ακούστηκε εκνευρισμένος. ‘’΢μίτυ, έχω κοιτάξει σε κάθε βρώμικη τρύπα, μην μου κολλάς’’, έφτυσε στο μικρόφωνο. Είχε αποφασίσει να συνεχίσει πεζός για κάποια ώρα τώρα. Τπήρχαν άλλα τέσσερα αυτοκίνητα

και τρια χόβερ που έκαναν περιπολία τον ίδιο κάναβο. Ήταν

σίγουρο ότι όσο περνούσε η ώρα θα κατέφταναν και άλλα, αλλά ο Κόρβερ ήταν σίγουρα αρκετά έξυπνος για να αποφεύγει τους δρόμους και ανοιχτά σημεία. ‘’Φέζω πάνω στην Προτεραιότητα στους Πεζούς’’, συμπλήρωσε, αναφερόμενος σε ένα πολεοδομικό πρόγραμμα

που

περιόρισε

κατά

πολύ

τους

οδικούς

άξονες

κυκλοφορίας

αντικαθιστώντας μεγάλο ποσοστό με πεζοδρόμους, ένα σχέδιο που ειδικά στο βόρειο τομέα είχε βρει την μεγαλύτερη εφαρμογή. ‘’Να πάω;’’, μουρμούρισε η Ρεμπέκα, που είχε επαναλάβει την ίδια ερώτηση άλλες δυο φορές πριν από εκείνη την στιγμή. Ο ΢μίττυ της έκανε το ίδιο αρνητικό νόημα. Όστερα έκλεισε την επικοινωνία χωρίς να πει κάτι παραπάνω στον Ίθαν. Σην κοίταξε, εμφανώς κουρασμένος. ‘’Νομίζω ότι από την άλλη πλευρά θα σε χρειαστούμε περισσότερο. Η Λίντια και ο Μπεν ψάχνουν τον εξωγήινο αλλά χωρίς αποτέλεσμα’’, της είπε. Η Ρεμπέκα πήρε μια βαθιά αναπνοή. ‘’΋λο το βράδυ ψάχνουμε ΢μίττυ, όλο το βράδυ γίνεται αυτή η δουλειά. Χάχνουμε τον Κόρβερ και την ΢φίκα, ψάχνουμε τον εξωγήινο. Ο καθένας μπορεί να εξαφανιστεί σε αυτήν την πόλη, πρέπει να αλλάξουμε μεθοδολογία’’. ‘’Και τι προτείνεις δηλαδή;’’ ‘’Πρέπει να τους μεταφέρουμε πίεση. Δεν έχουν πίεση αν το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να αποφεύγουν τους δρόμους και τα ανοιχτά σημεία. Έχουμε μεθόδους για τέτοια θέματα, ΢μίτυ’’. Ο ΢μίττυ γύρισε προς το μέρος της, συνοφρυωμένος. ‘’Που το πας;’’, ρώτησε, κάπως αυστηρά αυτή τη φορά. Η Ρεμπέκα ξεροκατάπιε, αλλά ήταν αποφασισμένη να πει την άποψή της. ‘’Δυο πράγματα- πρώτον, ξύπνα την πόλη, άναψε τα φώτα, μην τους δώσεις άλλο χρόνο στο σκοτάδι. Βγάλε δελτία και βάλε όλες τις υπηρεσίες να κυκλοφορούν ταυτόχρονα. Κάνε τον πολίτη συμμέτοχο, και όχι ουδέτερο παρατηρητή. Κάνε φασαρίααν έχεις εκατό τρύπες και δεν ξέρεις σε ποια είναι ο λαγός, δεν μπορείς να τις δοκιμάζεις μια μια. Βάζεις φωτιά στο λόφο με τις τρύπες. Δεύτερον, οι Προστάτες

[305]


έχουμε το δικαίωμα, και καλώς το έχουμε, να αξιοποίησουμε όλα τα μέσα στη διάθεσή μας. Βάλε τις κάμερες, οικιακές και δημόσιες, τα τηλέφωνα, τα κινητά, όλα. ΢τείλε δέκα νεαρούς στα κεντρικά να καταγράφουν και να παρακολουθούν. ΋χι μόνο τις κάμερες της τροχαίας και των χόβερ που κοιτάμε τώρα. ΋λοι ξέρουν που είναι οι κάμερες της τροχαίας και όλοι βλέπουν τα χόβερ είκοσι λεπτά πριν τους δουν αυτά.’’ Ο ΢μίττυ συνέχισε να την κοιτάει αυστηρά. ‘’Ρεμπέκα, αυτό που περιγράφεις, δεν το έχουμε κάνει, ποτέ. Δεν με νοιάζει αν μπορούμε, με νοιάζει ότι είναι τεράστια παραβίαση δικαιωμάτων, είναι...’’ Η Ρεμπέκα αγνόησε τον τόνο του. ‘’Για κάποιο λόγο γράφτηκε ότι μπορούμε. Για κάποιο λόγο μπορούμε. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έχει την εκπαίδευση ενός Προστάτη και ήδη έχει ξεπαστρέψει ένα ικανότατο στέλεχος και...φυσικά, την Φόλυ, Γουόλτερ. Νομίζω ότι αυτό ξεπερνάει ένα δραπέτη ή έναν παρέμπορο ναρκωτικών. Είναι επικίνδυνος το γνωρίζεις αυτό’’. ‘’Δεν γνωρίζω τίποτα ακόμα Ρεμπέκα. Και όσο δεν γνωρίζω τίποτα, δεν μπορώ καν να συζητήσω τέτοια ενδεχόμενα’’. Ήταν η σειρά της Ρεμπέκα να γυρίσει προς το μέρος του επιθετικά. Ο ΢μίττυ δεν είχε κάποια θεσμική ανωτερότητα απέναντί της, αλλά και πάλι η άτυπη ιεραρχία της απέτρεπε από το να του αντιμιλήσει. Εκείνη την στιγμή ωστόσο η Ρεμπέκα αντιλαμβανόταν μια αίσθηση καθήκοντος μεγαλύτερη από τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας και συμπεριφοράς. ‘’Έλα τώρα Γουόλτερ!’’, του φώναξε επιθετικά και μερικές πορτοκαλί τούφες προσγειώθηκαν μπροστά στα μάτια της. ‘’Σο ξέρω ότι το σκέφτεσαι, είμαι σίγουρη ότι το σκέφτεσαι και εσύ και η Φόλυ και όλοι όσοι συζητάτε. Σο σκέφτεται σίγουρα και ο Κάιλ Κρέιμερ, το σκέφτονται σίγουρα και στην Διοίκηση. Μην ξεχνάς ότι ήμουν ΢μίτυ, ήμουν εκεί, όπως και εσύ, δέκα χρόνια πριν. Ήμουν μικρή, άγουρη, κοίταγα σαστισμένη, σοκαρισμένη, αμήχανη, αλλά ήμουν εκεί και τα είδα και τα έζησα όλα. Τπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω ΢μίτυ, και είμαι σίγουρη ότι απόψε, εκείνα τα γεγονότα δέκα χρόνια πριν έχουν έρθει στην μνήμη σας, όπως έχουν έρθει στην δική μου. Η ΢φίκα, ο εξωγήινος, ο εξαφανισμένος δέκα χρόνια Γουίλιαμ Κόρβερ, όλα αυτά δεν μπορεί παρά να είναι ενωμένα μεταξύ τους. Απλά δεν μπορούμε ακόμα να δούμε τους αρμούς. Κάτι συμβαίνει απόψε, δεν ξέρω αν είναι μεγάλο ή μικρό, αλλά δεν είναι ακόμα μια συλλογική υστερία για εξωγήινους, δεν είναι απλώς ένας πρώην ξεχασμένος Προστάτης που έχασε μια βίδα, δεν είναι απλά μια ‘παράνομη κοπέλα’ που το Τπουργείο έκρινε

[306]


ότι εμείς πρέπει να παραλάβουμε από τον Γκουρού. Δεν μπορούμε να ψάχνουμε αράχνες στα σκοτάδια, πρέπει να βρούμε τον κεντρικό ιστό αυτής της υπόθεσης και να τον ξηλώσουμε. ΋χι απλά λοιπόν να μην ξυπνήσει η Κυρία, αλλά να ‘ξυπνήσει’ άμεσα και να ξυπνήσει μαζί της κάθε πιθανή υπηρεσία και πρωτόκολλο Προστασίας για όλη την Πόλη, τα Σείχη, τις εργοστασιακές και γεωργικές περιοχές έξω από την πόλη, τα πάντα. ΋σο συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε, χάνουμε πολύτιμο χρόνο, και τελικά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αργούμε να πάρουμε τις αποφάσεις που πρέπει!’’ ΢ταμάτησε γιατί ο τόνος της γινόταν σιγά σιγά υστερικός. Έδιωξε τις τούφες από το πρόσωπό της, και ανέπνευσε αργά, νιώθωντας μια ζεστασιά στα μαγουλά της,που είχαν τώρα πάρει το χρώμα των μαλλιών της. ‘’Πάρε μια ανάσα’’, της είπε ο ΢μίττυ με την ήρεμη και καταπραυντική φωνή του. ‘’Ηρέμησε. Καταλαβαίνω όλα όσα λες, και έχεις δίκιο. Υυσικά όλα αυτά περνάνε από το μυαλό μας, αλλά ίσως, όπως λες και εσύ, περνάνε από το μυαλό μας ακριβώς επειδή είχαμε εκείνο το γεγονός δέκα χρόνια πριν. Μας έχει αφήσει σημάδια Ρεμπέκα, σε όλους μας’’, είπε και χάιδεψε τα πόδια του. ‘’΢ημάδια στο σώμα, αλλά και στο μυαλό. Κάποιους, τους τσάκισε τελείως, όπως τον Γουίλιαμ. Κάποιους τους έκανε καλύτερους από ότι ήταν, όπως την Φόλυ. Κάποιους τους έκανε από νεαρή ελπίδα, έτοιμους να αποτελέσουν κάτι πολύ παραπάνω, όπως εσένα. Μην υποτιμάς την ικανότητα του παρελθόντος να διαστρεβλώνει το παρόν, με την ίδια ευκολία που μας διδάσκει. Μην υπερτιμάς και τις δικές μας δυνάμεις, καθώς υπάρχουν πράγματα που η καλύτερη εκπαίδευση που δεν έχει καταστρωθεί ακόμα δεν μπορεί να ελέγξει.’’ Η Ρεμπέκα μάζεψε τα χείλη της σφιχτά και αναστέναξε. ‘’Ποτέ δεν συζητήσαμε όπως πρέπει εκείνη την ημέρα’’, είπε. Ο ΢μίτυ έγνεψε καταφατικά, κοιτώντας τις ψιχάλες της βροχής που τώρα γινόντουσαν πυκνότερες. Σο γυαλί του παρμπρίζ ήταν ειδικά επεξεργασμένο ώστε να μην επιτρέπει στο νερό να σταθεί επάνω του παρά μόνο για τα κλάσματα της πρόσκρουσης. ‘’Ισχύει. ΢υζητήσανε όμως άλλοι για εμάς, και νομίζω ότι πήραν τις σωστές αποφάσεις, όσο σκληρές και αν ήταν αυτές’’ ‘’Δεν συζητήσαμε ποιοί είναι εκεί έξω, και τι θέλουν’’, προσέθεσε. ‘’Νομίζω ότι το τι θέλει κάποιος, δηλώνει και ξεκάθαρα το ποιος είναι. Και νομίζω επίσης, ότι όποιοι και αν είναι έξω, έδειξαν ξεκάθαρα τι θέλουν, από τότε. Είναι επιζώντες, που ίσως θέλουν καταφύγιο στην Πόλη μας; Δεν έκαναν καμία προσπάθεια επικοινωνίας. Σι είναι; Περιπλανώμενοι, άνθρωποι χωρίς ψυχή, άνθρωποι που

[307]


γεννήθηκαν σε ένα κόσμο καμμένο και τον θεωρούν ότι έτσι είναι, και θέλουν να κάψουν και ότι στέκεται ακόμα’’. Η Ρεμπέκα κούνησε το κεφάλι της με αμφιβολία. ‘’Θα έπρεπε από τότε να βγούμε έξω, και να φέρουμε την πίεση σε αυτούς. Πληρώσαμε εμείς το τίμημα του φόβου μας, εξόριστοι στην ίδια μας την Πόλη, στην γαμημένη Νεκρή Ζώνη, και οχυρώσαμε ακόμα περισσότερο τα Σείχη. Σόσο που δεν μπορούμε εμείς να βγούμε από αυτά, ενώ από ότι φαίνεται, αυτοί μια χαρά έρχονται μέσα.’’ ‘’Δεν το ξέρουμε αυτό ακόμα, δεν ξέρουμε αν είναι αυτοί’’. ‘’Ο Κόρβερ φαίνεται πιο σίγουρος από εμάς’’, είπε και ενώ το κτίριο των Προστατών ξεπρόβαλλε μπροστά τους, ενώ οι δρόμοι πλέον είχαν μόνο περιπολικά που κινούνταν με μέτρια ταχύτητα. ‘’Ο Κόρβερ είναι ένας τσακισμένος άνθρωπος Ρεμπέκα...Δεν πρόλαβες καν να τον γνωρίσεις. Ίσως επειδή είναι τσακισμένος βγάζει πιο επιθετικά νύχια, αλλά η κατάρρευσή του έχει ήδη αργήσει πάρα πολύ. Αυτό που έγινε, του στοίχισε, μη ξεχνάς ότι και ο Υρέντυ αλλά και η Σζές ήταν πολύ καλοί του φίλοι, παραπάνω από φίλοι. Και επίσης μην βιαστείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι την Φόλυ με τον ΢αμ, όπως σε άκουσα προηγουένως. Η Φόλυ ήταν απερίσκεπτη, αλλά δεν μπορώ καν να διανοηθώ τι θα μπορούσε να περνάει αυτή τη στιγμή, απέναντι σε αυτόν. Ρεμπέκα, είμαστε αυτό που είμαστε, επειδή είμαστε άνθρωποι, με όλες τις ατέλειες που κουβαλάμε σαν είδος, όσο καλά και αν τις έχουμε συγκαλύψει. Δεν είμαστε ούτε τεχνητά γεννημένοι, με ειδικά χαρακτηριστικά και όλα τα σωστά γονίδια. Δεν έχουμε, αν εξαιρέσεις εμένα βέβαια, αλλά αυτό δεν μετράει, βιονικά μέλη, δεν είμαστε ΢άιμποργκ όπως επέλεξε να γίνει ο Ρικ στην Διοίκηση, δεν είμαστε ρομπότ. Επίτηδες δεν είμαστε. Η Φόλυ κάποτε έβαλε τα γυαλιά σε ένα εκπληκτικό κατασκεύασμα τεχνητής νοημοσύνης και δεν ήταν ακόμα καλά καλά ενήλικη. Ο Γουίλιαμ κέρδιζε τους καλύτερους υπολογιστές στο σκάκι. Αλλά αυτό δεν τους απαγόρεψε καθόλου σήμερα να κάνουν όσα έκαναν- η Φόλυ το πήρε ήδη το μάθημά της, μένει η σειρά του Κόρβερ. Θα κάνουμε λάθη, όπως κάνουμε συνέχεια. Και θα τα καταφέρνουμε στο τέλος, όπως επίσης κάνουμε συνέχεια’’. Η Ρεμπέκα σταμάτησε το αυτοκίνητο πριν μπει στον ειδικό χώρο στάθμευσης των Προστατών.

[308]


‘’Νομίζω ότι αν καθυστερήσουμε άλλο, το σημερινό λάθος θα το θυμόμαστε για καιρό’’, του είπε, κοιτάζοντας τον δρόμο μπροστά της. Δυο περιπολικά πέρασαν από δίπλα της αργά. ‘’΢ε κάθε περίπτωση, αυτά όλα είναι θέμα της Φόλυ. Αυτή θα πάρει τις αποφάσεις’’, απάντησε ο ΢μίτυ και ανακάθισε για να κατέβει. ‘’Η Φόλυ κοιμάται’’, είπε η Ρεμπέκα, ψυχρά. ‘’Και θα περιμένουμε να ξυπνήσει’’, απάντησε αυτός σε ανάλογο ύφος. ‘’Που θα πας;’’ ‘’Εκεί που μου είπες. Να βρω την Λίντια και να κοιτάμε μια μια τις τρύπες για τον λαγό μας. Και ταυτόχρονα να ελπίζουμε ότι και ο άλλος λαγός θα βρεθεί εγκαίρως.’’ Ο ΢μίττυ έμεινε λίγο σιωπηλός. ‘’Βαριέμαι να ανέβω πάλι πάνω’’, είπε, σκεφτόμενος ένα χάος από τηλέφωνα, επικοινωνίες, συντονισμούς. ‘’Ο Οράτιος μια χαρά τα πάει’’, πρόσθεσε.

Η Ρεμπέκα

σήκωσε τους ώμους. ‘’Έλα μαζί μου’’, του είπε. Από την κεντρική είσοδο εμφανίστηκε η Μόνικα Άπλχάιμ, κάπως νευρική. Κοίταξε το αυτοκίνητο και τους πλησίασε βιαστικά. Ο ΢μίττυ κατέβασε το παράθυρό του. ‘’Νόμιζα ότι είσαι με τον Ίθαν’’, της είπε. Η Μόνικα έκανε ένα περίεργο έντονο νόημα με τα χέρια της, σαν να ήθελε να περιγράψει ένα γενικό αλαλούμ στο οποίο κανείς δεν βρίσκεται εκεί που πρέπει. ‘’΢μίττυ, που είστε; Έχω πέντε αστυνομικά τμήματα που μας παίρνουν τηλέφωνο για κλοπές και δολιοφθορές’’. ‘’Πέντε; Εγώ το άφησα στα δυο. Και γιατί δεν μπορούν να το αναλάβουν μόνοι τους; Πιθανώς ρεβανσισμοί είναι από τίποτα θερμόαιμους για τα δακρυγόνα στις αποθήκες. Καιρό είχαν να γίνουν τέτοια ωραία, αλλά να, έγιναν απόψε. Έχουμε άλλες προτεραιότητες Μόνικα’’. Η Μόνικα Άπλχαιμ έσκυψε και κοίταξε μέσα από το παράθυρο αυτόν και την Ρεμπέκα. Υαινόταν κουρασμένη και αρκετά αγχωμένη. ‘’Η Φόλυ πήγε για ύπνο;’’, ρώτησε κάπως συνομωτικά, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να κάνει αυτήν την ερώτηση. ‘’Η Φόλυ έπρεπε να ξεκουραστεί’’, της απάντησε ο ΢μίτυ με ψυχραιμία. ‘’Σην χρειαζόμαστε ξεκούραστη. Δεν μπορεί να τα κάνει όλα, άυπνη. Για αυτό και έχουμε συμβούλιο, για αυτό μοιράσαμε και αναθέσεις.’’ Η Μόνικα έγνεψε καταφατικά με

[309]


έντονο τρόπο, σαν να ήθελε να δείξει ότι συμφωνούσε και ότι δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτό. ‘’Η δική μου ανάθεση ήταν να κοιμηθώ επίσης’’, είπε τελικά. ‘’Αλλά πλέον δεν κοιμάται κανένας’’. ‘’Έτσι είναι τα πράγματα’’ ‘’Να πάω στα αστυνομικά τμήματα ή να βρω τις ομάδες πεδίου;’’, ρώτησε τελικά, κοιτάζοντας και την Ρεμπέκα. ΄΄΋τι κρίνεις’’, της απάντησε ο ΢μίτυ. ‘’Να πας στα αστυνομικά τμήματα’’, πετάχτηκε όμως η Ρεμπέκα, με σιγουριά και αποφασιστικό στυλ. ‘’Να πας στα αστυνομικά τμήματα, γιατί αν ήταν απλώς ρεβανσισμός θα είχε γίνει σε ένα. Αν δυο σημαίνει οργάνωση από δέκα άτομα, πέντε σημαίνει οργάνωση από τριάντα άτομα. Και δεν μπορώ να σκεφτώ ποια οργάνωση τριάντα ατόμων μπορεί να σχεδίασε κάτι τέτοιο, και αποκλείω τέτοιο ταυτόχρονο αυθορμητισμό.’’ Η Μόνικα έγνεψε καταφατικά, και ο ΢μίτυ δεν μπορούσε να μην αισθανθεί την αρχηγική υπόσταση της Ρεμπέκα, απουσία της Φόλυ. Ήταν αποφασιστική, είχε σκεφτεί την ερώτηση πριν την ρωτήσουν, είχε στο μυαλό της την δράση. Από την άλλη, παρατήρησε και το πείσμα της να μην αφήσει τίποτα να πέσει κάτω εκείνο το βράδυ. ΋σο ακραία και αν του φαινόντουσαν τα σενάριά της, δεν έπαυαν να αποτελούν ενδεχόμενα, και μάλιστα τρομακτικά. Αντίστοιχα ακραίες ήταν όμως και οι επιλογές που

σκεφτόταν

να

πάρουν,

και

ίσως

περισσότερο

τρομακτικές

ακόμα.

Η

πορτοκαλόχρωμη Ρεμπέκα όμως, σε κάθε περίπτωση, είχε ένα σχέδιο, σε αντίθεση με τους περισσότερους και μεταξύ τους τον ίδιο, που απλά έτρεχαν πίσω από τα γεγονότα, αβέβαιοι και αναποφάσιστοι. Είδε την Μόνικα Άπλχαιμ να καβαλάει μια μηχανή μεγάλων κυβικών και να επιταχύνει μπροστά τους, προσπερνώντας ένα περιπολικό. ‘’Πήγαινε με στην Λίντια, αν πας και εσύ εκεί. Ας δούμε αυτόν τον εξωγήινο, και ας ελπίσουμε ότι ο Ίθαν θα βρει άκρη με τους άλλους δυο’’. ‘’Πήγε και η Κέιτ μαζί του’’, είπε η Ρεμπέκα και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. ‘’Α, μου αρέσει ο ανταγωνισμός τους’’, χαμογέλασε ο ΢μίτυ. ‘’Ας δούμε ποιος θα τον πιάσει πρώτος. Αν κρίνω βέβαια από το κυνηγητό του Ίθαν προς αυτήν, θα πόνταρα στην Κέιτ τα λεφτά μου’’. Η Ρεμπέκα δεν χαμογέλασε πίσω.

[310]


‘’Πρέπει να απαγορευτούν οι σχέσεις μεταξύ μελών του ΢υμβουλίου’’, είπε κοφτά και παγερά. Ο ΢μίτυ έκανε μια διακριτική γκριμάτσα και δεν συνέχισε την συζήτηση. Σην ίδια στιγμή, σε ένα στενό του Βόρειου Σομέα, ο Ίθαν Νίκολσον κλώτσησε μια ομάδα από κάδους σκουπιδών, εκνευρισμένος. Από το ακουστικό του, η λεπτή φωνή της Κέιτ Λόσον τον έκανε να ρίξει ακόμα μια. ‘’Αντί να χτυπιέσαι, μπορείς να κάνεις και κάτι παραγωγικό’’. ‘’Δουλειά σου, δουλειά μου’’, είπε αυτός και προχώρησε μέχρι που βγήκε ξανά σε ένα πιο φαρδύ δρόμο, εκατέρωθεν του οποίου ήταν παρατεταγμένες αυλές με φράχτες. Ένα χόβερ πέρασε παράλληλα με το δρόμο, εκπέμποντας μια δυνατή φωτεινή δέσμη. Αηδίες, σκέφτηκε. Και η ΢φίκα αλλά και ο Γουίλιαμ Κόρβερ θα μπορούσαν να είναι κρυμμένοι σε οποιαδήποτε πίσω αυλή και οποιοδήποτε γκαράζ. Θα έπρεπε να μαζέψουν εκατό και παραπάνω άντρες και να κάνουν έλεγχο σε κάθε σπίτι ξεχωριστά. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, θα τους έπαιρνε σίγουρα μέχρι το επόμενο μεσημέρι. Με δυο κινήσεις ο Ίθαν Νίκολσον απέκλεισε την επικοινωνία του με την Κέιτ, και κάλεσε σε αποκλειστική συχνότητα τον Οράτιο Γουέστ, στα κεντρικά των Προστατών. ‘’Έχεις τους χάρτες της Προτεραιότητας για τους Πεζούς;’’, τον ρώτησε, ανοίγοντας την παλάμη του για να σιγουρευτεί ότι ψιχάλιζε. Ο Οράτιος άργησε να απαντήσει, και από το ακουστικό ακουγόταν ένα πληκτρολόγιο σε φρενίτιδα. ‘’Μπροστά μου’’, είπε τελικά. ‘’Ψραία. Σώρα σκέψου ότι είσαι στο σπίτι που χτύπησε την Φόλυ ο Κόρβερ, και θες να πας προς το Κέντρο. Θες να αποφύγεις τους δρόμους, όλους τους δρόμους και ακόμα και τους πεζόδρομους που έχουν πολλά φώτα. Από που θα πήγαινες;’’ ‘’Γιατί ο Κόρβερ να θέλει να πάει στο Κέντρο;’’ ‘’Ο Κόρβερ δεν θέλει να πάει στο Κέντρο. Η ΢φίκα θέλει να πάει στο Κέντρο. Ο Κόρβερ θέλει να βρει την ΢φίκα αλλά ταυτόχρονα κρύβεται από εμάς.Ο Κόρβερ τώρα είναι σε κάποια αυλή και παίζει κρυφτό με τις αυτόματες ποτίστρες. Αν δεν θέλει να τον βρούμε, θα αργήσουμε να τον βρούμε. Αλλά η άλλη, αυτή η ενοχλητική καριόλα, θα φοβάται να κάτσει στάσιμη. Θα θέλει να πάει κάπου. Και σε τελική ανάλυση, χέσε με, αυτό έχω, φτιάξε την κωλοδιαδρομή γιατί αρχίζει να βρέχει εδώ πέρα και θα αρχίσω να παίρνω ανάποδες’’

[311]


Ο Οράτιος Γουέστ δεν είπε κάτι παραπάνω, και ακούστηκε ξανά ο ήχος του πληκτρολογίου. ‘’Δώσε μου την θέση σου’’, μουρμούρισε σε κάποιο σημείο. ‘’΢κατένια γωνία, πεζόδρομου και δρόμου με σκατένιες αυλές, ορίστε θέση μου’’, απάντησε αυτός γρυλίζοντας. ‘’Καλά θα την βρω από την ενδοεπικοινωνία’’ ‘’Να την βρεις λοιπόν’’ ‘’Ψραία’’, είπε μετά από λίγο. ‘’Δεκαπέντε διαδρομές προκύπτουν, μη φανταστείς ότι έχουμε προγράμματα για κάτι τέτοια κόλπα που ζητάς, αλλά είναι δυο τρεις που μου αρέσουν. Δεν μπλέκουν καθόλου με δρόμους, είναι σκοτεινά, είναι κυρίως παράδρομοι για απορριματοφόρα και θέσεις παρκαρίσματος. Με σκέπαστρα. Θα σου τις στείλω’’ ‘’Κάνε γρήγορα’’, είπε αυτός. ‘’Κάνε γρήγορα γιατί με βλέπω να γίνομαι μούσκεμα’’, συμπλήρωσε, καθώς τώρα οι αραιές ψιχάλες αποκτούσαν ένα πιο πυκνό δίκτυο, και νότιζαν το λεπτό του τζάκετ. Όστερα, συνέδεσε την ανοιχτή επικοινωνία με όλους. ‘’Αγάπη, που είσαι;’’, φώναξε στο ακουστικό σαν να φώναζε στην επιστροφή του στο σπίτι περιμένοντας την γυναίκα του να ψήνει κοτόπουλο στο φούρνο. ‘’΢ε μια αυλή στην οδό Ρόουζ’’,ψιθύρισε η Κέιτ από την άλλη άκρη. ‘’Βρήκες τίποτα;’’ ‘’Βρέχει’’, απάντησε. ‘’Ελπίζω να γίνεις μούσκεμα’’ Η Κέιτ δεν απάντησε, αγνοώντας τον. Ο Ίθαν έβγαλε μια μικρή οθόνη από την τσέπη του, που δονούταν από το μήνυμα του Οράτιου. Περιεργάστηκε λίγο τους δρόμους και την θέση του, έκλεισε τα μάτια και πάτησε το δάχτυλό του στην τύχη πάνω στον μικρό ψηφιακό χάρτη. ‘’Για να δούμε λοιπόν’’, μουρμούρισε και έβαλε την κουκούλα από το τζάκετ του, βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση νότια. Η Άζρα αποδέχτηκε τις σταγόνες της βροχής ως μια ευπρόσδεκτη δροσιά, που τουλάχιστον θα την κρατούσε σε εγρήγορση. Απέφευγε συστηματικά τους δρόμους και τα πολλά φώτα, προσπαθώντας να προσανατολιστεί προς τα ενδότερα της Πόλης. ΢την πραγματικότητα, δεν είχε λόγο να κινείται- θα μπορούσε να βρει μια ωραία τρύπα, σαν τόσες που είχε ήδη προσπεράσει, και να περιμένει απλά να ξημερώσει. ΋ταν θα

[312]


ξημέρωνε άλλωστε, όλα θα είχαν ήδη τελειώσει. Από την άλλη όμως, σκέφτηκε εύλογα ότι αν οι Προστάτες μπορούσαν να ξετρυπώσουν έναν άνθρωπο όπως ο Γουίλιαμ Κόρβερ, τότε σίγουρα θα μπορούσαν να ξετρυπώσουν και αυτή, και μάλιστα πολύ πιο εύκολα. Σης φάνηκε προτιμότερο να συνεχίσει να κινείται μέχρι να φτάσει στο πιο πυκνοκατοικημένο κέντρο, απ΄όπου θα μπορούσε να κρυφτεί πολύ πιο εύκολα. ΄Ισως μάλιστα, αν ήταν τυχερή, να κατάφερνε να δει και τα πυροτεχνήματα. Ο αβέβαιος δρόμος την οδήγησε σε ένα φαρδύ χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, με παρατεταγμένα

πλάγια

στέγαστρα.

΢την

άλλη

άκρη

του

εμφανιζόταν

ένας

φωταγωγημένος δρόμος, αλλά στο κέντρο του ξεκινούσε ακόμα ένας μικρός πεζόδρομος. Ήταν ένας πιο εκτεθειμένος χώρος και την έκανε να νιώθει λίγο άβολα, κοιτώντας κάθε λίγο προς τα πάνω για το πέρασμα κάποιου χόβερ. Οι μαλακίες αυτές ήταν σχεδόν αθόρυβες και ενίοτε έκλειναν τον προβολέα τους. Δυο φορές είχε μια δέσμη φωτός να έρχεται καταπάνω της τελευταία στιγμή, και την μια σχεδόν χώθηκε ολόκληρη σε ένα κάδο με ανακυκλώσιμα υλικά, με κίνδυνο να παρασυρθεί και να βγει ξανά σε μορφή συμπιεσμένου κύβου. Προχώρησε σκυφτή πίσω από τα αυτοκίνητα, κοιτώντας κάθε τόσο προς το δρόμο. ΢κέφτηκε ότι ένα τέτοιο μέρος έδινε την εικόνα μιας κρυψώνας, και ότι οι Προστάτες ή όποιος άλλος θα διπλοελέγχανε κάτι τέτοιο. Καθώς η βροχή δυνάμωνε, ο ήχος της στα σκέπαστρα της προκαλούσε επιπλέον άγχος. Θα προτιμούσε την ησυχία για να προσδιορίζει καλύτερα κάτι παράξενο που μπορεί να άκουγε. Σελικά, βρέθηκε στο κέντρο του χώρου στάθμευσης και κοίταξε προς τον πεζόδρομο. Προς απογοήτευσή της, ήταν ένας στενός δρόμος που αριστερά και δεξιά καλυπτόταν από ψηλούς τοίχους, χωρίς μεγάλους κάδους ή εισόδους, κάτι που την άφηνε πολύ εκτεθειμένη παρά το γεγονός ότι δεν είχε φωτισμό. Επιπλέον, στα πενήντα βήματα ο δρόμος έστριβε, και δεν μπορούσε να εκτιμήσει ούτε το μήκος ούτε τον προορισμό του. Και αν έβγαινε πάλι στον κεντρικό δρόμο; Και αν έβγαινε σε αδιέξοδο; Από την άλλη, δεν θα ρίσκαρε ούτε να βγει από μόνη της στον φωταγωγμένο δρόμο, ούτε να γυρίσει προς τα πίσω, από εκεί που ήρθε. ΢κέφτηκε ότι το ιδανικότερο θα ήταν να διαρρήξει ένα αυτοκίνητο και να μπει να κρυφτεί στο πίσω κάθισμα ή το πορτ-παγκάζ, αλλά το ενδεχόμενο ενός συναγερμού την αποθάρρυνε. ΢ύρθηκε σχεδόν κάτω από ένα τζιπ με ψηλό σασί, για να επεξεργαστεί τις επόμενες κινήσεις της. Η βροχή τώρα δυνάμωνε κατά μικρά κύματα και αραίωνε πάλι,

[313]


ελεγχόμενη από μικρά ρεύματα αέρα. Και ενώ σκεφτόταν ότι ακόμα και εκεί, κάτω από το υψωμένο σασί, θα μπορούσε τουλάχιστον να ξαποστάσει για λίγη ώρα, ένας απροσδιόριστος ήχος την τίναξε από την θέση της. Κοίταξε τριγύρω της, τίποτα το περίεργο. Ούτε φώτα, ούτε άνθρωποι. Δεν μπορούσε όμως να εφυσηχαστεί. Ξανακοίταξε τον δρόμο μπροστά της. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, σηκώθηκε σκυφτή και άρχισε να προχωράει με γρήγορες δρασκελιές, κολλημένη στον τοίχο. Έφτασε μέχρι το σημείο που ο δρόμος έστριβε, και εκεί είδε ότι μπροστά της υπήρχε ακόμα ένα σταυροδρόμι με πεζοδρόμους πριν βγει στον κεντρικό. Επιτάχυνε, και έστριψε προς τα δεξιά. Εκεί, κοκκάλωσε τόσο απότομα που παραλίγο να πέσει. ‘’Βρε βρε βρε’’, είπε ο Ίθαν Νίκολσον, κοιτάζοντας έκπληκτος την κοπέλα που είχε εμφανιστεί μπροστά του. ‘’Κακή βραδιά για περίπατο ε; Και μάλιστα χωρίς ομπρέλα;’’. Η απόσταση ανάμεσά τους ήταν λιγότερο από τριάντα πόδια. Η Άζρα κοίταξε τον εύσωμο άντρα, και ύστερα το γάντι που έντυνε μια σφιχτή γροθιά στο δεξί του χέρι. Περάσανε μερικά δευτερόλεπτα ακινησίας, σαν να είχε κολλήσει ο εγκέφαλός της. Μόλις είδε την γροθιά που είχε εστιάσει την προσοχή της να ανοίγει και να ξανακλείνει, όλοι της οι νευρώνες επαναενεργοποιήθηκαν και το σώμα της τινάχτηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν το είδε, ούτε το κατάλαβε, αλλά έστριψε ξανά προς τα πίσω μόλις με ένα κλάσμα διαφορά από μια ελεγχόμενη στιγμαία ριπή από το χέρι του Ίθαν Νίκολσον, που μουρμούρισε μια βρισιά για την αστοχία του. ‘’Βρείτε που είμαι και ελάτε. Σο πάρτυ είναι εδώ’’, είπε σε ένα μικρόφωνο στον καρπό του και άρχισε να τρέχει από πίσω της. Η Άζρα έτρεξε με όλη της την δύναμη ξανά προς το γκαράζ, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι θα έκανε μετά. Η ένταση είχε ανέβει στους κροτάφους τηςδεν ήξερε ούτε η ίδια ότι μπορεί να τρέξει τόσο γρήγορα, ενώ οι σταγόνες της βροχής την ενοχλούσαν στα μάτια. Έφτασε στο γκαράζ και άρχισε να τρέχει προς τον δρόμο που ήρθε, όταν ξαφνικά από κάποια απροσδιόριστη πηγή ένιωσε ένα δυνατό ωστικό κύμα το οποίο έσπασε τα τζάμια ενός αυτοκινήτου δίπλα της, την έσπρωξε στον τοίχο και από εκεί στο έδαφος και έκανε τέσσερις συναγερμούς να ουρλιάζουν ταυτόχρονα. Ο Ίθαν κοίταξε την ανοιχτή παλάμη του, και έκανε μια γκριμάτσα σαν να έκανε μια αθέλητη ζημιά. Η Άζρα δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Αντανακλαστικά, σύρθηκε κάτω από το αυτοκίνητο που είχαν σπάσει τα τζάμια του και κουδούνιζε με ένα στρίγγο συναγερμό. Σο φως από ένα χόβερ έλουσε το γκαράζ, και έμεινε στατικό από πάνω

[314]


τους. Ο Ίθαν έκανε ένα νόημα με μισόκλειστα μάτια προς τα πάνω ότι το φως ήταν πολύ δυνατό και προχώρησε αργά προς το μέρος της. ΢ε λίγο, μπορούσε να δει τα πόδια του μπροστά από το αυτοκίνητο. Η Άζρα έβαλε το μέτωπό της στο τσιμέντο. Σο κυνηγητό είχε τελειώσει. Ο ΄Ιθαν έσκυψε στο ένα γόνατο, και κοίταξε κάτω από το αυτοκίνητο. Η Άζρα ένιωσε σαν εγκλωβισμένη γάτα, μόνο που δεν είχε νύχια. Σο βλέμμα του ήταν εξοργιστικά αυθάδικο και υποτιμητικό, έκανε προσπάθεια για να μην φανεί ο παραμικρός φόβος στο δικό της. Σον κοίταξε και αυτή, επίμονα, ξαπλωμένη μπρούμυτα, και έμειναν να κοιτάζονται για λίγη ώρα. Σελικά πρώτος πήρε το βλέμμα του ο Ίθαν, και στην θέση του έφερε το γαντοφορεμένο χέρι του. Με τον δείκτη του, της έκανε ένα ειρωνικό νόημα να βγει προς τα έξω. ‘’Άει γαμίσου’’, του είπε αυτή γρυλίζοντας. Όστερα, σύρθηκε από την ανάποδη μεριά, προς τα πίσω, αναγκάζοντάς τον να σηκωθεί και αυτός για να την συναντήσει. ΢ηκώθηκε όρθια και κινήθηκε από την ανάποδη κατεύθυνση, βγαίνοντας στο εκτεθειμένο στο φως, κεντρικό χώρο του πάρκινγκ. Αυτός έδειξε να δυσφορεί με όλα αυτά, και ξαναγύρισε προς τα πίσω. Έφτασε σχεδόν μπροστά της, διακόπτωντας την πορεία της, και έφερε ένα μακρύ τσιγάρο στο στόμα του, ενώ η βροχή εμφανιζόταν σε μαύρες στιγμιαίες πινελιές κάτω από το δυνατό φως και μούσκευε τα μαλλιά τους. ΄΄Υαίνεσαι κουρασμένη’’, της είπε τραβώντας μια ρουφηξιά. ‘’Μπορείς να κάτσεις αν θες, μέχρι να έρθουν και τα άλλα παιδιά’’. Η φωνή του ίσα που ακούστηκε ανάμεσα στην υστερική χωρωδία από τους συναγερμούς. Η ΄Άζρα μπόρεσε να διακρίνει διάφορα φώτα να ανάβουν, από γειτονικά σπίτια. Ο Προστάτης έμοιαζε να αδιαφορεί και να ασχολείται με το τσιγάρο του. Έμεινε όρθια. Θα έμενε όρθια. Οι συναγερμοί ήταν τόσο δυνατοί και συγχρονισμένοι, που κανένας δεν άκουσε τον θόρυβο της μηχανής, και ακόμα και αν άκουγαν κάτι δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τι είναι ώστε να τους κινήσει το ενδιαφέρον. Η μοτοσικλέτα εμφανίστηκε από τις πίσω θέσεις του πάρκινγκ, και πρώτος την είδε ο χειριστής του χόβερ, να επιταχύνει σε μικρό χώρο και να κατευθύνεται ευθεία πάνω στον Ίθαν και την Άζρα. Ο Ίθαν την άκουσε λίγα μόλις πόδια πίσω του, και γύρισε απότομα. Αντανακλαστικά, τινάχτηκε προς τα αυτοκίνητα δίπλα του, ενώ η Άζρα έσκυψε κρατώντας το κεφάλι της. Η μοτοσικλέτα σπίνιαρε και ήρθε κάθετα μπροστά της, στραμμένη προς τον Ίθαν Νίκολσον που τώρα γύριζε ξανά προς το μέρος της, για να διασταυρώσει το βλέμμα του με τον Γουίλιαμ Κόρβερ.

[315]


Αυτός δεν είπε απολύτως τίποτα. Σο χέρι του ήταν ήδη οπλισμένο, το δάχτυλό του ήταν ήδη στην σκανδάλη, η κάννη ήδη σημάδευε τον Ίθαν Νίκολσον. Σο τσιγάρο του έπεσε από το στόμα καθώς μια παραδοσιακού τύπου σφαίρα καρφώθηκε στο στήθος του, αρκετά κοντά στην καρδιά του, ίσως από τύχη όχι πάνω της ή ίσως επειδή ο Κόρβερ σημάδεψε σωστά. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή πόνου, ενώ το χόβερ από πάνω τους είχε αρχίσει να κινείται κάθετα και μια φωνή εκτόξευε κάποιες απειλές που δεν ακουγόντουσαν καθαρά ανάμεσα στους συναγερμούς. ‘’Ανέβα, τώρα’’, φώναξε προς την Άζρα, που ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι είχε γίνει. Βλέποντας το πρόσωπο του Γουίλιαμ, κάπως πιο στραπατσαρισμένο απ’ότι το είχε αφήσει, ανέβηκε πίσω του χωρίς δεύτερη σκέψη ή καθυστέρηση. Ο Γουίλιαμ δεν τράβηξε ούτε το βλέμμα του ούτε την κάννη του όπλου του από τον Ίθαν Νίκολσον που σφάδαζε. Η παραμικρή κίνηση του χεριού του προς το μέρος του, θα έφερνε μια ακόμα σφαίρα, αυτή τη φορά στο μέτωπο. Ο Γουίλιαμ μπορεί να μην είχε πετύχει κανένα ζωτικό του όργανο, αλλά είχε σημαδέψει κοντά στην δεξιά του μασχάλη, έτσι ώστε να κάνει κάθε κίνηση του χεριού του απελπιστικά επώδυνη. ΋ταν ένιωσε τα χέρια της Άζρα να τυλίγουν την μέση του και το σώμα της στέρεα στην πλάτη του, γύρισε απότομα το γκάζι και έστριψε την μηχανή με μεγάλη ταχύτητα προς το δρόμο, βγάζοντας σχεδόν σπίθες στο τσιμέντο. Η Άζρα έσφιξε το σώμα της πάνω στο δικό του καθώς η μηχανή βγήκε μουγκρίζοντας από το πάρκινγκ και έστριψε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. ΢ε αυτό, επίσης με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας ακούσει τον εμβρόνητο χειριστή του χόβερ, ερχόταν η Κέιτ Λόσον με το αυτοκίνητό της. Ο Γουίλιαμ είδε τα φώτα του αυτοκινήτου, η Κέιτ είδε λίγο πιο μετά την μοτοσικλέτα με τα σβηστά φώτα και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν αυτός. Επιτάχυνε προς το μέρος του. Σο ίδιο έκανε και ο Γουίλιαμ Κόρβερ. Η Άζρα έφερε το κεφάλι της δειλά για να κοιτάξει μπροστά τους, ενώ λόγω της υψηλής ταχύτητας η βροχή και ο αέρας την μαστίγωναν στο πρόσωπο. Είδε το αυτοκίνητο στο βάθος να ανεβάζει πιο έντονα φώτα, και το χέρι του Γουίλιαμ να πιέζει ακόμα περισσότερο το γκάζι. Η Κέιτ ήταν αναγκασμένη να λειτουργήσει χειροκίνητα το αυτοκίνητο, οπότε δεν μπορούσε να βγάλει το δεξί της χέρι έξω από το αυτοκίνητο και να ξεμπερδεύει. Βρισκόμενη σε πανικό από την ώρα που ο χειριστής του χόβερ ούρλιαξε ότι ο Ίθαν

[316]


χτυπήθηκε, μόλις είδε τον Γουίλιαμ πάτησε το κουμπί του αυτόματου και πετάχτηκε στην θέση του συνοδηγού, σχεδόν σπάζοντας το τζάμι με τον αγκώνα της όσο περίμενε να κατέβει. Έβγαλε το χέρι και το κεφάλι της έξω από το παράθυρο και σημάδεψε. Ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή ο Γουίλιαμ θα έκανε αναγκαστικά μανούβρα για να αποφύγει το αυτοκίνητο της, οπότε έπρεπε να σημαδέψει σωστά και υπολογισμένα. Η Άζρα έσφιξε με όσες δυνάμεις είχε τον Γουίλιαμ και έκλεισε τα μάτια της, ακουμπώντας και πιέζοντας το κεφάλι της πάνω στην πλάτη του. Σο σώμα της ήταν προετοιμασμένο για σύγκρουση, κάθε μυική ίνα περίμενε την αδράνεια να την τινάξει στο πουθενά. Ο Γουίλιαμ έφτασε το γκάζι στο οριακό του σημείο. Σο αυτοκίνητο και η μοτοσικλέτα, τώρα βρισκόντουσαν μόλις μερικά δευτερόλεπτα πριν την σύγκρουση. Η σύγκρουση θα σκότωνε ακαριαία τον Γουίλιαμ και την Άζρα. Σα αυτοκίνητα των Προστατών μπορούσαν να αντέξουν μετωπική σύγκρουση με νταλίκα και να προστατέψουν τους επιβάτες τους. Ο Γουίλιαμ το ήξερε αυτό. Ο Γουίλιαμ αγαπούσε τα αυτοκίνητα, και πολύ περισσότερο τα αυτοκίνητα των Προστατών. ΋ταν έφυγε από το σώμα, κίνησε ουρανό και γη για να τον αφήσουν να κρατήσει το αυτοκίνητό του, τουλάχιστον χωρίς τους εξοπλισμούς του σώματος. Σο είχε καταφέρει. Ο Γουίλιαμ ήξερε τα πάντα για τα αυτοκίνητα, και ειδικά τα αυτοκίνητα των Προστατών. Δεν παρέκκλινε ούτε λίγο από την πορεία του. Η Κέιτ Λόσον απόρησε, αλλά ο χρόνος ήταν λίγος. ΢ημάδεψε τελικά ευθύβολα, και μια κατακόκκινη φωσφοριζέ δέσμη σχηματίστηκε στο χέρι της. Πριν το ενεργειακό κύμα φύγει από το χέρι της όμως, το αυτοκίνητο φρέναρε και έστριψε απότομα προς τα δεξιά, ρίχνοντας την σχεδόν έξω. Η Κέιτ συγκράτησε την ριπή και προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία της, έκπληκτη από αυτήν την αναπάντεχη εξέλιξη. Η μοτοσικλέτα του Γουίλιαμ πέρασε σαν σφαίρα δίπλα από το αμάξι, χωρίς να το ακουμπήσει καν. Η Άζρα είδε με την άκρη του μισόκλειστου ματιού της το αυτοκίνητο σαν μια φευγαλέα κινούμενη εικόνα. Η Κέιτ τινάχτηκε στην θέση του οδηγού και πάτησε με δύναμη το φρένο και την χειροκίνητη λειτουργία. Με το που ξεπρόβαλλε το τιμόνι το έστριψε κάθετα στο δρόμο, βγαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα αφού υπερπήδησε ένα χαμηλό μεσοχώριο με μια λωρίδα γκαζόν. Αφού το σταθεροποίησε, πάτησε με δύναμη το γκάζι και άρχισε να χτυπάει έξαλλη με το χέρι της το τιμόνι. Έξαλλη, γιατί θυμήθηκε στην στιγμή αυτό που θυμόταν ο Γουίλιαμ Κόρβερ.

[317]


Η αυτόματη λειτουργία των αυτοκινήτων των Προστατών, προστατεύει από κάθε πιθανό ενδεχόμενο τρακαρίσματος. Η αυτόματη λειτουργία δεν προσφέρεται για ασκήσεις θάρρους και ‘ποιος θα στρίψει πρώτος’. Κοίταξε στο μικρό ραντάρ την κουκίδα του Κόρβερ να κερδίζει έδαφος χάρη στην αναγκαστική της αλλαγή κατεύθυνσης. Σα αυτοκίνητα των Προστατών ήταν τα πιο γρήγορα, αλλά η μηχανή που οδηγούσε ο Κόρβερ ήταν επίσης γρήγορη, και επιπλέον είχε κερδίσει έδαφος. Εκνευρισμένη, ανέφερε το περιστατικό και δήλωσε την κατεύθυνση της μηχανής. Όστερα ούρλιαξε για να προσφερθεί βοήθεια στον Ίθαν Νίκολσον, ξαναφρέναρε και ξαναπέρασε στο άλλο ρεύμα για να πάει κοντά του. ΢ε μια άλλη άκρη της επικοινωνίας, ένας εμβρόνητος ΢μίττυ δεν τόλμησε να της φέρει αντίρρηση, παρά το επίσης έξαλλο βλέμμα της Ρεμπέκα, που της φώναξε να συνεχίσει την καταδίωξη. ‘’Για αυτό πρέπει να απαγορευτούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών του ΢υμβουλίου’’, φώναξε δυνατά προς το μέρος του και πάτησε με την σειρά της το γκάζι, περισσότερο από νεύρα παρά για να προλάβει κάτι. Βρισκόντουσαν τώρα πολύ κοντά στο σημείο συνάντησης με την Λίντια, αν και οι δυο σκεφόντουσαν ότι θα έπρεπε να βρίσκονται αλλού. ΋ταν η Κέιτ έφτασε πίσω και έτρεξε προς τον Ίθαν, αυτός ήταν ήδη αναίσθητος και δεχόταν πρώτες βοήθειες από τον χειριστή του χόβερ και έναν νεαρό Προστάτη που είχε καταφτάσει στο σημείο. Αυτή σχεδόν τους έσπρωξε για να βρεθεί κοντά του, αλλά με μια σίγουρη κίνηση ο νεαρός Προστάτης την τράβηξε μακριά. ‘’Θα γίνει καλά’’, της είπε. Η Κέιτ είδε την κόκκινη λίμνη από αίμα που πήγαζε από το στέρνο του και έφτανε στο τσιμέντο και συγκράτησε ένα λυγμό. ‘’Θα γίνει καλά’’, της επανέλαβε αυτός και τελικά άφησε το σώμα της να χαλαρώσει και πισωπάτησε. ‘’Θα τον σκοτώσω’’, μουρμούρισε τελικά μέσα από τα δόντια της, αλλά δεν το άκουσε κανένας πέρα από εκείνη. Ο ΢μίττυ έπιασε με τα δυο χέρια του το μέτωπό του. Σο τηλέφωνό του χτύπησε. Ήταν ο Κάιλ Κρέιμερ. Σον έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση. ‘’Σι σκατά;’’, ακούστηκε η φωνή του στην άλλη άκρη. ‘’΢κατά’’, ήταν το μόνο που ξεστόμισε ο ΢μίττυ.

[318]


‘’Έναν έναν, ΢μίτυ, γαμώτο, έναν έναν σας ξεπαστρεύει! Έναν έναν! Σρεις εκ των οποίων μέλη του ΢υμβουλίου, μια εκ των οποίων, η γαμημένη η αρχηγός σας! Πως θα πάει τώρα αυτό; Σι συμβαίνει; Είστε το γαμημένο καλύτερο ΢ώμα της πόλης, και δεν μπορείτε να σταματήσετε έναν άνθρωπο που σας στέλνει στο νοσοκομείο τον ένα μετά τον άλλο! ΢κοτώστε το κάθαρμα!’’ Ο ΢μίττυ δεν μίλησε. Κρατούσε ακόμα το κεφάλι του. Η Ρεμπέκα έκανε κάτι να πει, αλλά η φωνή του Κρέιμερ την πρόλαβε. ‘’Θα ξυπνήσω την Σζένκινς. Θα την ξυπνήσω και θα καλέσω έκτακτο ΢υμβούλιο στα Κεντρικά σας.’’, είπε κοφτά. Ο ΢μίττυ απογοητευμένος έγνεψε καταφατικά, πριν μουρμουρίσει ένα ξέπνοο ‘’ναι’’. Η Ρεμπέκα δεν κρατήθηκε άλλο. ‘’΋χι’’, είπε επιθετικά. ‘’΋χι, να μην ξυπνήσεις την Σζένκινς. Έχεις αρμοδιότητα ανάλογη με αυτήν. Δεν χρειάζεται κανένα ΢υμβούλιο. Να ενεργοποιήσεις αυτή τη στιγμή το πρωτόκολλο για τρομοκρατική επίθεση, και να θέσεις σε όλα τα σώματα συναγερμό. Να υπάρχουν πέντε περιπολικά σε κάθε σημαντικό κτίριο, και να ενεργοποιηθούν όλες οι άμυνες. Και όταν λέω όλες, εννοώ όλες. Θέλω στην Διοίκησή μας να είναι κάθε τηλεφωνική συνομιλία που έγινε στην πόλη το τελευταίο τετράωρο. Θέλω τις κάμερες ασφαλείας όλων των καταστημάτων και σπιτιών, να συνδεθούν με τον υπολογιστή μας. Κάθε άνθρωπος με ρόλο στην διοίκηση και την ασφάλεια να είναι ξύπνιος και έτοιμος. Να αποκλειστούν τώρα με μπλόκα όλες οι κύριες οδικές αρτηρίες από τον ένα τομέα στον άλλο.’’ Η Ρεμπέκα πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτώντας με την άκρη του ματιού της την αντίδραση του συνοδηγού στην αυθάδειά της. Ο ΢μίττυ δεν είχε κουράγιο καν να διαμαρτυρηθεί. Η σιωπή του της έδωσε έναυσμα. ‘’Και ένα ακόμα’’, είπε, την ώρα που ο ΢μίττυ έστρεψε την προσοχή του σε ένα μήνυμα από τον Οράτιο Γουέστ. ‘’Κρέιμερ, δεν ξέρω τι θα κάνεις και πως θα το κάνεις, αλλά τουλάχιστον πέντε από εμάς θα προμηθευτούν εδώ και τώρα την πλήρη μας εξάρτηση. ΋χι άλλα γάντια και μαλακίες’’. ΢το άκουσμα αυτό ο ΢μίττυ την κοίταξε έκπληκτος, αλλά στιγμίαια μόνο. Η προσοχή του στράφηκε ξανά σε μια αναπάντεχη ροή πληροφοριών σε μια μικρή οθόνη μπροστά του. ΢την άλλη άκρη, ο Κρέιμερ αναστέναξε. ‘’΋,τι πεις, ναι για όλα’’, είπε. ‘’Θα ενημερώσω την Κυρία και θα προχωρήσουμε στο πρωτόκολλο τρομοκρατικής επίθεσης. ΋σο για τις στολές, δεν θέλω να σου κάνω

[319]


παζάρια. Εξαρτάται από την Κυρία και μόνο. Θα δω τι μπορώ να κάνω, τουλάχιστον για δυο.’’. Επικράτησε μια μικρή σιωπή. Η Ρεμπέκα κοίταξε με κάποια ανασφάλεια προς τον ΢μίτυ, αλλά αυτός ήταν απορροφημένος σε αυτά που διάβαζε. ‘’Περιμένετε νέα μου’’, είπε ο Κρέιμερ και η συνομιλία διεκόπη. Ο ΢μίττυ έγειρε το κεφάλι του πίσω. Έμοιαζε παραιτημένος. Η Ρεμπέκα δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι. ‘’Σι έγινε πάλι;’’, ρώτησε προσπαθώντας να λοξοκοιτάξει στην μικρή οθόνη. ‘’Έχουμε ένα νεκρό γιατρό του ΢άικεντ’’, είπε αυτός κοιτάζοντας την οροφή του αυτοκινήτου. Η Ρεμπέκα έκανε μια στραβοτιμονιά. ‘’Σι; Που; Σι;’’ ‘’Έχουμε τρεις δραπέτες από την κλινική του ΢άικεντ. Ένας από αυτούς, ένας Ρίτσαρντ Λίθγκοου, σκότωσε έναν γιατρό που προσπαθούσε να τους πιάσει σε μια ταράτσα στα Φαμηλά ΢πίτια.’’ Η Ρεμπέκα τον περιεργάστηκε για λίγη ώρα, απορημένη. ‘’Ψραία. Άλλο θέμα όμως’’, είπε, περισσότερο ρωτώντας. ‘’Μια από τους δραπέτες είναι η Ντάιαμοντ Υίλιπς’’, είπε αυτός, στην ίδια στάση. ‘’Ποια είναι η Ντάιαμοντ Υίλιπς;’’ Ο ΢μίττυ δεν μίλησε, απλώς της έδωσε την μικρή οθόνη που κρατούσε. ΢ε αυτήν, ήταν μια φωτογραφία μιας νεαρής κοπέλας με πλούσια σγουρά μαλλιά, και μια επιγραμματική περίληψη του φακέλου της. Η Ρεμπέκα προσπέρασε με το δάχτυλό της την θεραπευτική της αγωγή και διάφορα ανατομικά της χαρακτηριστικά, και εστίασε στο ιστορικό εισαγωγής της στο ΢άικεντ. Όστερα το είδε και δάγκωσε το κάτω χείλος της. Επέστρεψε την συσκευή στα χέρια του ΢μίττυ. ‘’Είδες που σου τα έλεγα;’’, του είπε χαμηλόφωνα. ‘’Είδα’’, απάντησε αυτός. ‘’Είδα και νομίζω ότι τελικά πρέπει να ξυπνήσουμε την Φόλυ.’’ Η Ρεμπέκα έγνεψε αρνητικά. ‘’Αστην να συμπληρώσει τουλάχιστον μια ώρα ύπνου. Πέρα από το γεγονός ότι χρειάζεται αυτήν την ώρα, ξέρεις ότι με το που ξυπνήσει θα εστιάσει στον Κόρβερ.Μέχρι να δει όλη την εικόνα θα καθυστερήσουμε αναίτια. Αφού κοιμήθηκε, άστο λίγο ακόμα να ξεκινήσει να τρέχει και την ξυπνάμε μετά. Λίγο ακόμα ΢μίττυ’’.

[320]


Μπροστά τους εμφανίστηκε η ψιλόλιγνη σιλουέτα της Λίντια Υάρμερ,που σήκωσε το χέρι της κάνοντας τους νόημα. Ο ΢μίττυ ξεφύσηξε. ‘’Εντάξει’’, είπε τελικά. ‘’Σώρα τι κάνουμε όμως;’’ ‘’Ένα’’, απάντησε με σιγουριά η Ρεμπέκα, που όσο περνούσε η ώρα γλίστραγε με χάρη μέσα στο ρόλο της, σαν να ήταν φτιαγμένη για αυτόν. ‘’Περιμένουμε τον Κάιλ Κρέιμερ και την ενεργοποίηση του πρωτόκολλου. Δυο, κατανέμουμε με προσοχή της δυνάμεις μας. ΢τον Κόρβερ τώρα, θα πάμε εγώ και εσύ. Εγώ για να κάνω ότι χρειαστεί, εσύ επειδή πιστεύω ότι χρειάζεται κάτι διαφορετικό από απλό κυνηγητό και βια. Θα μοιράσουμε τους άλλους. Μετά, θα βρούμε κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη ομάδα, οργάνωση, συμμορία, γκρούπα που κυκλοφορεί σε αυτήν την πόλη, και θα πολλαπλασιάσουμε τα αυτιά και τα μάτια της. Ας πούμε τους Παράλογους. Άσε που αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορούν να λειτουργήσουν σαν καταφύγιο ή και να γίνουν σύμμαχοι σε άλλα σχέδια χωρίς να το θέλουν. Δεν αποκλείω καθόλου ο ‘εξωγήινός’ μας να βρίσκεται τώρα με κανέναν Παράλογο στα ετοιμόρροπα υπόγειά τους, ούτε αποκλείω αυτοί ή κάποια ανάλογη ομάδα να οργάνωσαν τα αστειάκια με τα αστυνομικά τμήματα. Θα τους ξετρυπώσουμε όλους και θα τους βάλουμε να δουλέψουν για εμάς. Σι λες;’’ ‘’Ακούγεται σαν ένα σχέδιο’’, είπε αυτός με μια παράταιρη αδιαφορία. Η Ρεμπέκα σκέφτηκε ότι μπορεί ακόμα και ο ΢μίττυ πλέον να μην μπορούσε να αντέξει την πίεση, και ίσως θα έπρεπε και αυτός να αναλάβει κάτι πολύ μικρότερο σε σημασία. Από την άλλη όμως πίστευε ότι αν υπήρχε ένας άνθρωπος στον οποίο ο Κόρβερ θα δίσταζε να κάνει τα κασκαντεριλίκια του, αυτός ήταν ο ΢μίττυ. Σον χρειαζόταν. Η Λίντια έσκυψε στο κλειστό τζάμι του ΢μίττυ και το χτύπησε. Υαινόταν και αυτή ταραγμένη, όπως ίσως κάθε Προστάτης. Ένα ολόκληρο σώμα, προετοιμασμένο και εκπαιδευμένο για τα χειρότερα δυνατά σενάρια, βρισκόταν τώρα σε ασταμάτητη τρικυμία. Και το πρωινό είχε ακόμα λίγο δρόμο μέχρι να έρθει. Και η Ρεμπέκα ήξερε, ότι αν κάπου υπήρχε ακόμα ένα καλό χαρτί, αυτό δεν είχε πέσει ακόμα στο τραπέζι. Αρκετά μακριά, η Νικόλ Άντερσον ένιωσε το κινητό της να δονείται ασταμάτητα. Η ενημέρωση από τον θυρωρό ότι ο Φόνχαιμ ήταν νεκρός δεν της άφησε το παραμικρό περιθώριο από το να επικοινωνήσει με την Διοίκηση, κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει αρκετή ώρα πριν. Σώρα, με μια ελαφριά βροχή να την μουσκεύει, δίσταζε να το σηκώσει και να ακούσει όλη την δίκαια κριτική που θα της έκαναν. Σο χειρότερο από

[321]


όλα όμως ήταν ο Λιρόι δεν έδινε κανένα σημείο επικοινωνίας. Σο κινητό του ήταν κλειστό, το αυτοκίνητό του αρκετή ώρα σταματημένο σε μια οδό κοντά στην λεωφόρο Κλιντ Σζόνσον. Ίσως να είχε ήδη εντοπίσει την Ντάιαμοντ, κάτι που ήταν ακόμα χειρότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση: Αυτός είχε εκτελέσει την αποστολή του, ενώ είχε στείλει εκείνη υποτίθεται μαζί με τον Φόνχαιμ. Σώρα ο Φόνχαιμ ήταν νεκρός και εκείνη στην μέση της πόλης, περιφερόμενη άσκοπα, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Αγνοώντας την συσκευή, συνέχισε να προχωρά προς την στάση του μετρό, που θα την οδηγούσε στην 10η λεωφόρο και από εκεί στην θέση του αυτοκινήτου του Λιρόι. Αφού τους έβρισκε, θα μπορούσε να δώσει πλήρη αναφορά στην Διοίκηση για όλα. Μια αίσθηση καθήκοντος όμως την τραβούσε για την ώρα προς τον Λιρόι και κατ’επέκταση προς την Ντάιαμοντ. Μια παράξενη αίσθηση της υποδύκνειε ότι η Ντάιαμοντ έπρεπε να προστατευτεί από τον Λιρόι και τον Σέρι Κρος. Η νύχτα άπλωνε τα νοτισμένα της πέπλα σε υπόκλιση και ετοιμαζόταν για την πρωινή της έξοδο. Ένας ήρεμος οικογενειάρχης βρήκε το ακριβό του αυτοκίνητο διαλυμένο, με σημάδια αίματος γύρω του. Μια μοτοσικλέτα με σβησμένα φώτα και σπασμένα φρένα ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα στις άδειες λεωφόρους του βόρειου τομέα, ανάμεσα από πλουσιοπάροχες βίλες και ακριβά χτίσματα κοινωνικής ευρωστίας. Ένας μικρός, ολοζώντανος οικισμός στα έγκατα του κέντρου της Πόλης περίμενε με ανυπομονησία να γνωρίσει έναν παράξενο επισκέπτη που έφερνε μαζί του απαντήσεις από μια άλλη πραγματικότητα. Ένα μικρό παιδί δεν μπορούσε να κοιμηθεί σκεπτόμενο την παράξενη, ξυπόλητη κοπέλα με τα φουντωτά μαλλιά που είχε βοθήσει πριν από ώρες. Μια γυναίκα, με πολλά τατουάζ και ίσως το πιο ξεχωριστό αξίωμα σε ολόκληρη την Πόλη κοιμόταν βαθιά σε μια μπανιέρα παραγεμισμένη με ένα γαλάζιο φθορίζων υγρό, σε ένα δωμάτιο που γέμιζε από τις μελωδίες του la foule μιας ξεχασμένης γαλλίδας τραγουδίστριας αιώνων πριν, ονόματι Έντιθ Πιαφ. Μια κοπέλα προσπαθούσε να δει μέσα από τα αχρηστευμένα της γυαλιά, καθώς ο σκυθρωπός παρτενέρ της την οδηγούσε μέσα από τις σκιες σε μια περιοχή με χαμηλά σπίτια. Μια κοπέλα με πορτοκαλί μαλλιά προσπαθούσε να φορέσει τα αρχηγικά της παπούτσια, για να δει ότι της πάνε. Μια κοπέλα με φουντωτά, παράδοξα μαλλιά πηγαίνει να συναντήσει έναν εξωγήινο, έχοντας μόλις μάθει ότι η ζωή της, όπως την ξέρει, είναι ένα ψέμμα.

[322]


Κάπως, για κάποιο λόγο, εφτά περιπολικά σταμάτησαν έξω από τον μαύρο, θεόρατο πύργο της Κεντρικής Διοίκησης. Η παρουσία τους έβγαλε από τον μηχανικό ύπνο ένα σάιμποργκ, ονόματι Ρίκ Νάι, τον υπεύθυνο ασφαλείας του κτιρίου. Δεν του άρεσε ποτέ να διακόπτουν τον ύπνο του. Ο ύπνος για τα σάιμποργκ ήταν μια πολύ σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Ιδίως όταν το μηχανικό μέρος δεν κοιμάται ποτέ, και το ανθρώπινο μέρος πάσχει από χρόνια αυπνία. Ίσως για παρόμοιο λόγο, ίσως και όχι, πέντε περιπολικά σταμάτησαν έξω από το κτίριο των Προστατών. Δεν θα μπορούσες να το καταλάβεις, γιατί έγινε αθόρυβα και μεθοδικά, αλλά από την μια στιγμή στην άλλη, οι δρόμοι σε πολλά σημεία της πόλης είχαν γεμίσει περιπολικά. Αν ωστόστο το καταλαβαίνες, θα έπρεπε να σκεφτείς να κλείσεις τα πατζούρια σου και να διπλοκλειδώσεις την πόρτα. Κάτι ετοιμαζόταν να γίνει εκεί έξω, κάτι που μάλλον θα προλάβαινε το χάραμα. Κάτι που δεν θα σου αρέσει καθόλου.

[323]


Ο εξωγήινος από την μακρινή Γη

Σους είδε να τον υποδέχονται σχεδόν με χειροκροτήματα. Σον παράξενο ασημένιο άντρα, με το αόρατο σκάφος, τη στολή που έλαμπε, το δάχτυλο που μπορούσε να γκρεμίσει

χόβερ,

την

επιμονή

να

τον

φωνάζει

μικρό

και

μπόμπιρα,

τον

αντιπερισπασμό. Ο χώρος του φάνηκε οικείος- κάθε κρυσφήγετο, υπόγειο ή επίγειο, είχε μια ανάλογη αισθητική. Οι άνθρωποι ωστόσο που ήταν γύρω του, δεν του φάνηκαν οικείοι. Κανένας από αυτούς δεν πρόδιδε ότι ήταν παράνομος. Αντίθετα, είχαν τα πρόσωπα φυσιολογικών ανθρώπων, ίσως με ένα μεγάλο μέσο όρο ηλικίας, καλοβαλμένων, χορτάτων, εύπορων, χαρούμενων. Και τώρα αυτοί του χαιδεύαν το κεφάλι αφού πρώτα άγγιζαν φευγαλέα την ασημένια στολή. Σον χαιρετούσαν εγκάρδια, του προσέφεραν κανονικά κουλούρια και σόδα με γεύση φράουλα τα οποία φυσικά και δέχτηκε. Από την άλλη, ο ασημένιος άντρας φαινόταν να νιώθει πιο άβολα και από αυτόν. Αποδεχόταν τα αγγίγματά τους και χαμογελούσε πίσω με ένα μίγμα ευγένειας και αμηχανίας. Σο κατάλαβαινε, γιατί τα χαμόγελά του σε αυτούς ήταν σφιχτά και δεν φανέρωναν τα παράξενα δόντια του. Μόνο όταν του προσέφεραν ένα ποτήρι αψέντι κάπως αναθάρρησε και χαμογέλασε πραγματικά εγκάρδια. Ο Νίκολας δεν ήξερε τι ακριβώς είναι το αψέντι, αλλά ο Βίκτωρ, ο ασημένιος εξωγήινος φάνηκε να γνωρίζει. ‘’Να πιούμε στο τέλος των ημερών’’, τους είπε και σήκωσε το ποτήρι του. ΢τον Νίκολας

αυτό

φάνηκε

κάπως

τρομακτικό,

εκείνοι

χωρίς

να

είναι

σίγουροι

χαμογελάσανε και σηκώσανε ποτήρια ή σκέτα χέρια. Σον είδε να ρουφάει το αψέντι σαν να ήταν νερό και να ξεροβήχει αμέσως μετά.

‘’Δυνατό’’, μουρμούρισε και κάποιος

προσφέρθηκε να του δώσει και άλλο. Όστερα, του φέρανε μια καρέκλα, και οι ερωτήσεις πλέον άρχισαν σχεδόν ταυτόχρονα. Από που, γιατί, πως, ένας καταιγισμός ερωτήσεων χωρίς αρχή και τέλος, μέχρι που ένας από τους άντρες, που είχε τεράστιο στόμα, τους ζήτησε να ησυχάσουν και να πάρουν την σειρά τους. ΢ίγουρα κάποιες ερωτήσεις, είπε, θα ήταν αλληλοεπικαλυπτόμενες. Ο ασημένιος άντρας δεν έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση να απαντήσει, αλλά τελικά το έκανε. ‘’Καταλαβαίνω, σε ένα βαθμό, την αγωνία σας. Ομολογώ ότι εκπλήσσομαι που αυτές οι ερωτήσεις υπάρχουν, είχα πάντα την εντύπωση ότι μέσα σε αυτά τα τείχη το πρώτο που σας τελείωσε ήταν οι ερωτήσεις. Σο σίγουρο είναι ότι οι περισσότερες εξ’

[324]


αυτών θα απαντηθούν σύντομα. Πολλοί μου είπατε ότι περιμένατε κάτι, μια ένδειξη και ένα σημάδι που να σας επιβεβαιώνει για τα αδιέξοδα του κόσμου...Ε, λοιπόν, αυτό το σημάδι να το περιμένετε απόψε, σύντομα, από στιγμή σε στιγμή..Δεν μπορώ φυσικά να σας πω περισσότερα, οπότε είναι άσκοπο να με ρωτάτε. Ρωτάτε από που είμαι, σας απαντώ με σιγουριά ότι έρχομαι από τον ίδιο ουρανό με εσάς. Σα ρούχα μάλιστα που φοράω, το όχημα με το οποίο ήρθα, δικό σας είναι και αυτό. ΢χέδια της κυβέρνησής σας, της Διοίκησής σας, σχέδια που καταστρώθηκαν σε αυτό το τερατούργημα, τον μαύρο πύργο σας. Αναρωτηθείτε όμως μαζί μου: Γιατί να υπάρχουν σχέδια για αόρατα σκάφη; Αόρατα απέναντι σε ποιον; Ποιος δεν ήθελαν να τους βλέπει; Εσείς; Μα εσείς δεν έχετε κανένα πρόβλημα, ακόμα και με τα ορατά. Είδα τόσα χόβερ να περιδιαβαίνουν τους ουρανούς σας. Άρα δεν είναι για εσάς. Για ποιον είναι τότε; Μήπως, ρωτώ εγώ εσάς, μήπως τα αόρατα σκάφη είναι για να μην βλέπουν κάποιοι άλλοι; Αλήθεια, που βρίσκεται σήμερα η προπαγάνδα για τον κόσμο έξω από το Σείχος σας; Πόσα πάνε; Ογδόντα; Ενενήντα; Εκατό ολόκληρα χρόνια, ένας αιώνας που είστε κλεισμένοι με θεόρατα τείχη εξοπλισμένα με αμυντικά συστήματα όταν υποτίθεται ότι ο κόσμος καταστράφηκε ολοσχερώς; Είναι τείχη που σας προστατεύουν από τι; Μήπως είναι τείχη που σας εμποδίζουν να δείτε; Μη με κοιτάτε έτσι. Απλά προσθέτω στις ερωτήσεις σας. Ναι, είμαι αληθινός, και ναι, έρχομαι έξω από τα τείχη σας. Και ναι,είμαστε και άλλοι εκεί έξω. Και η Διοίκησή σας, ξέρει για εμάς. Και είμαστε πολλοί. Σώρα θα ήθελα άλλη μια γουλιά από αυτό το υπέροχο ποτό...ποτέ δεν πίστευα ότι θα το έχετε ακόμη’’. Ο Νίκολας απομακρύνθηκε από την ομύγηρη, καθώς ένιωθε ασφυξία ανάμεσα στα στιβαγμένα κορμιά, γύρω από τον ασημένιο άντρα. Αυξανόντουσαν όσο περνούσε η ώρα, και σύντομα ολόκληρη η αίθουσα είχε γεμίσει με κόσμο. Αποσύρθηκε σε ένα καναπέ, όπου την προσοχή του τράβηξε μια γυναίκα με φουντωτά καστανοκόκκινα σαν χάλκινα μαλλιά. Ήταν και αυτή προσηλωμένη προς το μέρος του εξωγήινου, αλλά φαινόταν να έχει πολλές περισσότερες σκοτούρες από τα παράξενα του λεγόμενα, που δεν βγάζανε κανένα νόημα. Σην πλησίασε κάπως ντροπαλά και την κοίταξε. ‘’Σι έχουν τα μαλλιά σου;’’, την ρώτησε ντροπαλά. Ένας άντρας εμφανίστηκε από το πουθενά και έσκυψε δίπλα στο αυτί του.

[325]


‘’Αυτή είναι ο εξωγήινος μεγάλε. Μην σε μπερδεύει ο τσαρλατάνος που κάθεται εκεί’’. Η Ντάιαμοντ χαμογέλασε και στους δυο κάπως κουρασμένα. Ο Νίκολας χάρηκε που ο άντρας τον είπε μεγάλο, και σκέφτηκε αν έπρεπε να του πει ότι γνώριζε τον τσαρλατάνο από πρώτο χέρι. Αυτός του έκλεισε το μάτι και γύρισε την προσοχή του σε έναν άλλο, ηλικωμένο άντρα, μουρμουρίζοντας για διάφορα θέματα περί απάτης. ‘’Πως σε λένε;’’, ξαναρώτησε προς το μέρος της. ‘’Ντάιαμοντ’’, είπε αυτή.’’Και εσένα;’’ ‘’Νίκολας’’ ‘’Γειά σου Νίκολας’’ ‘’Γειά σου Ντάιαμοντ’’ Μετά δεν ήξερε τι ακριβώς να πει. ‘’Είσαι όμορφη’’, είπε τελικά. Αυτή του χαμογέλασε εγκάρδια και έσκυψε προς το μέρος του. ‘’΢ε ευχαριστώ πάρα πολύ νεαρέ μου’’, του απάντησε και έπιασε με τα δυο της χέρια το δικό του. ‘’Και εσύ είσαι πολύ όμορφος’’. ‘’Ο Βίκτωρ λέει ότι είμαι άσχημος και έχω πεταχτά αυτιά’’, είπε αυτός μουτρωμένος. ‘’Ποιός είναι ο Βίκτωρ; Υίλος σου; Να του πεις ότι είναι κώλος μπαμπούινου’’. Ο Νίκολας γέλασε και έδειξε προς το κέντρο της ομύγηρης. Η Ντάιαμοντ ακολούθησε το χέρι του. ‘’Αυτός είναι ο Βίκτωρ; Ο άνθρωπος έξω από τα τείχη; Είναι φίλος σου;’’ Ο Νίκολας έγνεψε καταφατικά. ‘’Εγώ τον έφερα εδώ’’, είπε περήφανα, αν και ήξερε ότι δεν ήταν όλη η αλήθεια αυτό. ‘’Ουάου’’, έκανε αυτή. ΄’Είσαι και εσύ έξω από τα τείχη δηλαδή;’’ ‘’΋χι. Εγώ έμενα στην αποθήκη όταν ήρθε μετά και έσπασε την οροφή και γκρεμίστηκε και έγιναν τεράστιες εκρήξεις’’. Προσπάθησε να το κάνει λίγο πιο συναρπαστικό απ’ότι ίσως ήταν, προσθέτωντας κάποιες χειρονομίες. ‘’Και γιατί έμενες στην αποθήκη;’’ ‘’Εκεί μένω τώρα’’ ‘’Και οι γονείς σου;’’ Ο Νίκολας αναστέναξε.

[326]


‘’Οι γονείς μου είναι στην φυλακή, γιατί δεν έπρεπε να με κάνουν. ΋ταν ήρθαν να τους πάρουν, η μαμά μου είπε να τρέξω όσο πιο μακριά μπορούσα. Μετά έκλαιγε’’. Η Ντάιαμοντ δαγκώθηκε. ‘’Λοιπόν’’, του είπε ευδιάθετα. ‘’Κοίτα αυτόν τον βλάκα που σου μίλησε πριν. Σον βλέπεις; Αυτός είχε το ίδιο πρόβλημα με σένα. Οι γονείς του δεν έπρεπε να τον κάνουν. Και έμενε και αυτός σε αποθήκες και τέτοια μέρη’’. Ο Νίκολας γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τον ψηλό, καλοντυμένο άντρα με τα μαύρα μαλλιά. ‘’Σον λένε ΢άλυ’’, συνέχισε η Ντάιαμοντ. ‘’Έχει γυναικείο όνομα.’’. Για τον μικρό Νίκολας, αυτός ο άνθρωπος απέκτησε ξαφνικά πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από όσο είχε αποκτήσει ο ασημένιος άντρας. Ο ΢άλυ στο άκουσμα του ονόματός του γύρισε προς το μέρος του. ‘’΋χι μην πλησιάζεις τα μαλλιά της’’, του φώναξε γελώντας. ‘’Ένας φίλος τα πλησίασε προηγουμένως και τον ψάχνουμε ακόμα’’. Η Ντάιαμοντ τον αγνόησε και του έδειξε τον μικρό Νίκολας. ‘’Ο νεαρός από εδώ έμενε στις αποθήκες που έπεσε ο κύριος εξωγήινος. Σον λένε Νίκολας και είναι παράνομος. Οι γονείς του τον βοήθησαν να δραπετεύσει πριν τους βάλουν φυλακή’’. Ο ΢άλυ έσκυψε αμέσως και χωρίς να πει κουβέντα πήρε αγκαλιά και έσφιξε τον μικρό. Αυτός ανταπέδωσε την αγκαλιά αν και δεν την περίμενε. ‘’Έχω να σου πω τόσα πράγματα’’, μουρμούρισε. Η Ντάιαμοντ τους κοίταξε με ικανοποίηση και ξαναβυθίστηκε στον καναπέ. Ο Βίκτωρ συνέχιζε να μιλάει, και αναζητώντας με το βλέμμα του τον μικρό είδε την Ντάιαμοντ πίσω από κάποια σώματα. Έγειρε λίγο το κεφάλι του και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. ‘’Με συγχωρείτε λίγο’’, είπε στην εκστασιασμένη από τα λεγόμενά του ομύγηρη και σηκώθηκε όρθιος. Οι άνθρωποι γύρω του έκαναν χώρο και άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους. Αυτός πλησίασε τον Νίκολας και την κοπέλα με τα φουντωτά μαλλιά που καθόταν στον καναπέ. Όστερα, πλησίασε και έκατσε ακριβώς δίπλα της. Η Ντάιαμοντ ξαφνιάστηκε και ανακάθισε λίγο πιο πέρα για να του κάνει χώρο. Ο Νίκολας τους κοίταξε, αλλά ακολούθησε τον ΢άλυ που δεν είχε δει τίποτα και έψαχνε ένα χάρτη για να συζητήσει με τον μικρό. ‘’Βίκτωρ’’, είπε αυτός και έτεινε το χέρι του.’’Βίκτωρ, ο εξωγήινος’’.

[327]


Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε χωρίς να γυρίσει πλήρως το κεφάλι της. ‘’Ντάιαμοντ. Η γήινη. Τποθέτω’’. ‘’Βέβαια, δεν είμαι στην πραγματικότητα εξωγήινος’’, συνέχισε αυτός. ‘’Σο ξέρω’’. ‘’΢ου έχουν πει ότι έχεις υπέροχα μαλλιά;’’. Η Ντάιαμοντ θα ορκιζόταν ότι αυτός έφερε κοντά το πρόσωπό του για να τα μυρίσει. ‘’Ειδικά σήμερα, πάρα πολλές φορές’’ ‘’Υαίνεσαι σαν να είχες μια δύσκολη ημέρα’’, της είπε. ‘’Δεν φαντάζεσαι’’ ‘’Θες να ακούσεις την δική μου;’’ ‘’Γιατί όχι;’’ ‘’΢κέψου μόνο ότι εικοσιτέσσερις ώρες πριν απολάμβανα ένα υπέροχο χαρμάνι καφέ δίπλα στην θάλασσα. Μέχρι που μου είπαν, σήκω Βίκτωρ, σήμερα είναι η μέρα. Και μετά έβαλα αυτή εδώ την κακόγουστη στολή και παριστάνω τον εξωγήινο’’. Η Ντάιαμοντ τώρα γύρισε περισσότερο προς το μέρος του, και αυτός πράγματι απομάκρυνε κάπως απότομα και ένοχα το πρόσωπό του από τα μαλλιά της. ‘’Θα ήθελα να σε ρωτήσω γιατί παριστάνεις τον εξωγήινο, και μερικές ακόμα ερωτήσεις σαν αυτές που σου κάνουν αυτοί οι κύριοι και οι κυρίες, αλλά θα σου πω απλά ότι εγώ είχα πολύ δυσκολότερη μέρα από την δική σου’’. ‘’Δοκίμασέ με’’. ‘’Μου είπαν ότι εδώ και μια δεκαετία σχεδόν είμαι τρελλή και δεν το ξέρω’’. ‘’Ουάου’’, είπε αυτός και δεν συγκράτησε ένα γέλιο. ‘’Δεν περίμενα ποτέ να ακούσω μια τέτοια πρόταση από κανέναν’’. ‘’Είδες λοιπόν; Και να σκεφτείς ότι πέρασα το μισό μου βράδυ πιστεύοντας ότι είσαι εξωγήινος, και ερχόμουν να σε δω. Και να που τώρα έκατσες δίπλα μου’’ ‘’Είδες λοιπόν πως τελικά όλα φτιάχνονται στο τέλος;’’, της είπε αυτός. ‘’Ναι αλλά δεν είσαι εξωγήινος τελικά’’, του απάντησε. ‘’Ούτε εσύ νορμάλ όμως. Τπήρξαν μερικές ανατροπές στην διαδρομή, αλλά βρεθήκαμε’’. ‘’Γιατί με έψαχνες και εσύ;’’, τον ρώτησε γελώντας. Παρατήρησε ότι κάποια βλέμματα είχαν γυρίσει προς το μέρος τους, περιμένοντας ανυπόμονα την συζήτησή τους να τελειώσει.

[328]


‘’Αν όχι εσένα συγκεκριμένα, σίγουρα κάτι που να σου μοιάζει’’, είπε αυτός κάνοντας την φωνή του λίγο πιο μπάσα. ‘’Αυτό ήταν εξωγήινο πέσιμο τώρα;’’ ‘’Σο υπόλοιπο το προχωράμε τηλεπαθητικά, δεν το καταλαβαίνεις τώρα αλλά σε λίγο θα είναι πολύ αργά’’ ‘’Πολύ αργά για ποιο πράγμα;’’ ‘’Θα με έχεις ήδη ερωτευτεί παράφορα’’. Η Ντάιαμοντ δεν κατάφερε να μην γελάσει. Σον κοίταξε ερευνητικά. Ήταν κακομούτσουνος, με γαμψή μύτη, γατσόμαλλα και στραβά δόντια, αλλά είχε πολύ ωραία μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια. Η νύχτα συνέχιζε να είναι σουρεαλιστική στα όρια του παραλόγου. ‘’Σότε πρέπει να μάθεις κάτι για μένα’’, του είπε. ‘’Παρακαλώ’’ ‘’Θέλω να αυτοκτονήσω, λίγο πριν ξημερώσει’’. ‘’Α, πολύ ενδιαφέρον. Εγώ θέλω να καταστρέψω την πόλη σου, επίσης λίγο πριν ξημερώσει’’. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε, χωρίς να είναι σίγουρη αν έκανε πλάκα η σοβαρολογούσε. ΢ε τελική ανάλυση, δεν ήταν σίγουρη αν η ίδια έκανε πλάκα η σοβαρολογούσε. Δεν υπήρχαν και πολλές σταθερές τις τελευταίες ώρες. Μια γυναίκα τους πλησίασε, σαν να μην μπορούσε να περιμένει άλλο. ‘’Κύριε Βίκτωρ, θέλετε κάτι άλλο;’’, τον ρώτησε,αλλά στην πραγματικότητα του έλεγε να επιστρέψει στην παρέα τους. ΢την δική τους επέστρεφε τώρα ο ΢άλυ με τον Νίκολας, χαμογελαστοί και οι δυο στην αμοιβαία παρανομία τους. ‘’Ναι, αγαπητή κυρία. Σην κυρία δίπλα μου, πακέτο, για το διαστημόπλοιό μου’’. Η Ντάιαμοντ έπνιξε ένα γέλιο που της βγήκε σε ρουθούνισμα, αλλά το βλέμμα της γυναίκας ήταν στα όρια του μοχθηρού. ‘’Και λίγο αψέντι για δυο’’, συμπλήρωσε αυτός. Η γυναίκα ξανακοίταξε την Ντάιαμοντ σαν να ήθελε να την κλωτσήσει, και απομακρύνθηκε εκνευρισμένα προς το τραπέζι με το αψέντι. ‘’Πρέπει να πας, κρέμονται από τα χείλη σου’’, του είπε. ‘’Φάρηκα πολύ για την γνωριμία μας, και καλή επιτυχία στην καταστροφή της πόλης’’. ‘’Να σου πω την αλήθεια, τους βαριέμαι λίγο’’, είπε ψιθυριστά. ‘’Ρωτάνε και πράγματα που δεν μπορώ να τους πω, και νομίζουν ότι στο τέλος θα τα πω, και ρωτάνε και ξαναρωτάνε...δεν μου πολυαρέσει εδώ’’.

[329]


Ο ΢άλυ έφτασε κοντά τους, και κοίταξε τον ασημένιο άντρα με κάπως καχύποπτο βλέμμα. ‘’Ο Νίκολας απέκτησε τον παράνομο μέντορά του’’,είπε τελικά προς την Ντάιαμοντ. ‘’Α, και νόμιζα πως ήμουν εγώ’’, πετάχτηκε ο Βίκτωρ, κοιτάζοντας προς τον Νίκολας. Ο ΢άλυ έτεινε το χέρι του. ‘’Έντουαρντ, μεγάλη τιμή να γνωρίζω τον επισκέπτη από....άλλους γαλαξίες, άλλα μέρη στη Γη ή άλλη γειτονιά, θύμισε μου;’’. Η Ντάιαμοντ αισθάνθηκε μια εχθρικότητα στον τόνο του ΢άλυ. ‘’Ψ, μα εσύ είσαι αρκετά καχύποπτος. Πολύ καλά κάνεις. Βίκτωρ το όνομα’’, του απάντησε και έτεινε με την σειρά του το χέρι του. Η χειραψία τους ήταν λίγο τυπική αλλά και λίγο σφιχτή, όσο χρειαζόταν για να αποκτήσει και χαρακτηριστικά ανταγωνισμού. ‘’Πως είσαι;’’, ρώτησε τελικά προς την Ντάιαμοντ. ‘’Μια χαρά. Ο Βίκτωρ απο ‘δω μου εξηγεί ότι θα καταστρέψει την πόλη μας, μέχρι να ξημερώσει’’. Αυτός έβαλε το δείκτη μπροστά από το στόμα του, σαν να της έλεγε να κρατήσει μυστικό. ‘’Α, ναι; Πως ακριβώς; Με το μυστικό σου αόρατο μπαζούκα;’’, ρώτησε ο ΢άλυ κάπως ειρωνικά και σκούντηξε τον Νίκολας να γελάσει.Ο Νίκολας είχε δει επί το έργον όμως τον ασημένιο άντρα, και όλα αυτά τον φόβιζαν λίγο. Δεν γέλασε. ‘’Έι, αυτό ήταν σκληρό. Δεν ξέρω αν είδες, αλλά έριξα ένα αστυνομικό χόβερ μόνο με το δάχτυλό μου’’, είπε. Όστερα γύρισε προς την Ντάιαμοντ. ‘’Υαντάσου τι μπορώ να κάνω με όλα μαζί’’, της είπε ψιθυριστά και της έκλεισε το μάτι. ‘’Σι

θες

να

κάνουμε;’’,

ξαναρώτησε

προς

την

Ντάιαμοντ,

εμφανώς

πια

εκνευρισμένος με τους ψιθύρους και τα γελάκια. Αυτή σήκωσε τους ώμους. Λίγες ώρες πριν, το κάθαρμα την είχε παρατήσει μόνη με μια γάτα και τώρα δυο άντρες ανταγωνιζόντουσαν για την προσοχή της. Εκ των οποίων ο ένας ήταν εξωγήινος ή κάτι τέτοιο, ο άλλος παράνομος και ανύπαρκτος στα μητρώα της πόλης, ενώ το κάθαρμα πιθανότατα ήταν κάποιος άλλος τρελλός τρόφιμος του ψυχιατρείου που τελικά έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. ‘’Σίποτα’’, είπε και σήκωσε τους ώμους της ‘’Ας κάτσουμε εδώ, είμαι και κουρασμένη’’. Η απάντησή της δεν άρεσε στον ΢άλυ αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Βίκτωρ

[330]


τους κοίταξε εναλλάξ μερικές φορές, και ύστερα παρέλαβε ένα ποτήρι αψέντι χωρίς καν να κοιτάξει την κυρία που του το προσέφερε. ‘’Θα σας πω εγώ τι θα κάνουμε’’, είπε τελικά με ένα πομπώδες ύφος. ‘’Θα φύγουμε από αυτό το καταγώγι, όσο ενδιαφέρον και να είναι, και θα πάμε να βρούμε μια ψηλή, ψηλή ταράτσα. Από εκεί, θα χαζέψουμε την καταστροφή της πόλης και μετά, αν ακόμα επιμένεις Ντάιαμοντ, θα μπορείς να πηδήξεις από την άκρη της’’. Γύρισε το κεφάλι του προς τον Νίκολας. ‘’Και εσύ μικρέ προδότη, που βρήκες νέο μέντορα, μπορείς να έρθεις μαζί. Λοιπόν; Πως σας φαίνεται;’’ Η Ντάιαμοντ και ο ΢άλυ απάντησαν ταυτόχρονα και μονολεκτικά. Η Ντάιαμοντ είπε ‘’ωραίο!’’ και ο ΢άλυ είπε ‘’μπαα..’’. Ο Νικολας δεν είπε τίποτα. Οι δυο τους κοιταχτήκανε για λίγο, και η Ντάιαμοντ ξεροκατάπιε κάπως ντροπαλά. Άλλοι δυο άντρες τους πλησίασαν. ‘’Βίκτωρ, θα ήθελες να έρθεις ξανά, να συζητήσουμε μερικά θέματα ακόμα που.....’’ Ο Βίκτωρ τους διέκοψε με μια χειρονομία και σηκώθηκε όρθιος. ‘’Αποφασίστε’’, ψιθύρισε προς τον ΢άλυ και την Ντάιαμοντ και ύστερα γύρισε προς τους υπόλοιπους. ‘’Λοιπόν’’, είπε δυνατά, και η προσοχή όλων στράφηκε προς το μέρος του. ‘’Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν. Ακούστε με πολίτες της Έρθ. Είμαι εδώ σήμερα, για να σας πω ότι ήρθε η μέρα. Κάποιοι από εσάς την περιμένατε. Κάποιοι από εσάς την φοβόσασταν. Κάποιοι από εσάς δεν σας ένοιαζε καν. Κάποιοι από εσάς ήρθατε τώρα, μα πόσοι είστε; Σέλοσπάντων. Αλλά ήρθε, και ήρθε για όλους σας. Η πόλη σας, αυτή η ωραία, τεχνολογικά άρτια πόλη σας, με τους Προστάτες και τα εργοστάσια που φτύνουν ηλεκτρική ενέργεια μέσα από καλώδια και κινούν τα αυτοκίνητα και τα χόβερ σας, με τους ουρανοξύστες που φαίνονται και έξω από τα τείχη σας με τα ρομπότ και τις παγίδες σας, αυτή η πόλη, είναι μια μεγάλη...φούσκα. Ένα ψέμμα. Βασισμένο πάνω σε ψέμματα, και απάτες και υποκρισία. Είναι μια μηχανή, που σκάβει την γη και μολύνει τον αέρα, μολύνει τα νερά και μολύνει το χώμα, μολύνει τους ανθρώπους, μέσα και έξω από αυτήν. Δεν ξέρω τι σας έχουν πει, αλλά εκεί έξω, εκεί έξω υπάρχει ζωή. Τπάρχει ο κόσμος μας. Και είναι όμορφος. Η φύση βρήκε το δρόμο, οι άνθρωποι, βρήκαμε το δρόμο, η Ιστορία, βρήκε το δρόμο. Αλλά υπήρξαν εστίες, εστίες που δεν αναζήτησαν καν τον δρόμο και έμειναν στο παρελθόν. Η τελευταία εστία, είστε εσείς. Για χρόνια προσπαθούσαμε να προσβάλλουμε τα τείχη σας και να σας βοηθήσουμε να δείτε, για χρόνια αυξάνατε τις δολοφονικές σας άμυνες και μας απωθούσατε.

[331]


Σαυτόχρονα, στέλνατε τα ρομπότ σας, τα απόβλητά σας και τα χόβερ σας έξω σε εμάς, προκαλώντας μόνο δυστυχία και θάνατο. Ακριβώς φίλες και φίλοι. Η δυστυχία και ο θάνατος δεν είναι από έξω προς τα μέσα, αλλά από μέσα προς τα έξω. Έχετε μια Διοίκηση που σας κρατάει στο σκοτάδι συστηματικά και με μέθοδο. Είναι ο εχθρός σας και εσείς ψάχνετε και φαντασιώνεστε άλλους εχθρούς. Σο κάνει με ψέμματα, με Προστάτες, με ουσίες, με φάρμακα. Αλλοιώνει την σκέψη σας, διαστρεβλώνει τις αισθήσεις σας. Και θα με ρωτήσετε εύλογα: Και εσύ, εσείς ποιοι είστε; Αυτή μάλιστα, είναι μια σωστή ερώτηση. Εμείς λοιπόν, δεν είμαστε απελευθερωτές. Δεν είμαστε τιμωροί. Δεν είμαστε κατακτητές. Δεν είμαστε ούτε επιτεθέμενοι, ούτε αμυνόμενοι. Εντάξει, ίσως λίγο αμυνόμενους μπορεί να μας πει κάποιος. Αλλά στην ουσία, είμαστε απλοί άνθρωποι, σαν και εσάς, ζούμε έξω από τα Σείχη σας και περιμένουμε για χρόνια αυτά να πέσουν και να ενωθούμε, αλλά αυτά αντί να πέσουν μεγαλώνουν με τα χρόνια. Δεν είμαστε εχθροί σας, αλλά δεν είμαστε και φίλοι σας. Ακόμα. Θα θέλαμε να γίνουμε. Αλλά ήρθαμε να ρίξουμε αυτόν τον τσιμεντένιο φράχτη, και θα τον ρίξουμε. Και ναι, έρχομαι από ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό που βρέχεται από τον Αντλαντικό. Η θάλασσα παραμένει μπλε και γεμάτη ψάρια, όπως η λίμνη σας στο βορρά, στα περίχωρα της πόλης σας, την οποία έχετε οικειοποιηθεί χωρίς κανένα δικαίωμα και αναπαράγετε τυποποιημένα άνοστα μεταλλαγμένα ψάρια. Μην με παρεξηγείτε τώρα όμως. ΢ας ευχαριστώ πάρα πολύ για την φιλοξενία στο κρυσφήγετό σας. Μου αρέσει τι έχετε κάνει με το χώρο και πολύ το γουστάρω το όνομά σας, Παράλογοι. Αλλά δυστυχώς, δεν μπορώ να κάτσω. Κάποια τελευταία ερώτηση;’’ Ένας απροσδιόριστο ηχηρό χάος από ερωτήσεις ξέσπασε, και άντρες και γυναίκες περικύκλωσαν τον ασημένιο άντρα τόσο που έλεγες ότι θα τον φάνε. Η Ντάιαμοντ είχε σηκωθεί όρθια ακούγοντας την ομιλία του, και γύρισε προς τον ΢άλυ, που κοιτούσε το πάτωμα νευρικός. ‘’Σι μπούρδες’’, μουρμούρισε. ‘’Ψ, ΢άλυ...’’, του είπε αυτή και του χάιδεψε το χέρι. ‘’΢ε παρακαλώ,πες κάτι για τα μαλλιά μου, κάνε ένα αστείο και μην θυμώνεις. Πάμε μαζί του, ας είναι βλακείες. Είναι ωραίες βλακείες! Μου αρέσει που ακούω βλακείες σήμερα μετά από όλα αυτά’’. Αυτός αναστέναξε. ‘’Δεν θέλω γλυκιά μου, δεν είμαι εγώ για τέτοιες ιστορίες. Εγώ σου είπα, μια μέρα την φορά, οι γενικές εικόνες με ζορίζουν. Και οι εξωγήινοι μου προκαλούν καούρες’’

[332]


Η Ντάιαμοντ μούτρωσε και κατέβασε το κεφάλι της. ‘’Αλλά εννοείται ότι εσύ μπορείς να πας μαζί του’’, της είπε τελικά, προκαλώντας ένα χαμόγελο. ‘’Και σε όποια ταράτσα πάτε, άσε μια τούφα σου να εξέχει μήπως σκαρφαλώσω μετά με τον μεγάλο από εδώ για να σας δούμε’’. Η Ντάιαμοντ έπεσε σχεδόν πάνω του και τον αγκάλιασε. ‘’Ψ, ΢άλυ, ΢άλυ, ΢άλυ, είσαι υπέροχος, το ξέρεις;’’ ‘’Υυσικά και το ξέρω. Είμαι πολύ πιο υπέροχος από αυτόν μάλιστα’’. ‘’Πολύ, πολύ,πολύ πιο υπέροχος’’΄, του είπε αυτή και του έδωσε ένα δυνατό, υγρό φιλί στο μάγουλο. ‘’΋ταν λοιπόν τον βαρεθείς, ξέρεις που θα μας βρεις’’, της είπε. Η Ντάιαμοντ βιάστηκε να πει ναι, αλλά το σκέφτηκε λίγο. ‘’΋χι’’, είπε τελικά απορημένη. ‘’Ε, λοιπόν, αυτό είναι το μυστικό μας’’, είπε αυτός και κόλλησε πέντε με τον Νίκολας. ‘’Αλλά εμείς θα σε βρούμε’’, συμπλήρωσε και την καθυσήχασε. Η Ντάιαμοντ τον αγκάλιασε ξανά, αυτή τη φορά ο Νίκολας χώθηκε στην αγκαλιά τους και τον έβαλαν μέσα. Όστερα, ο ΢άλυ την έπιασε από τους ώμους. ‘’Αλήθεια θα έρθουμε να σε βρούμε’’, της είπε με σοβαρό τόνο. ‘’Μην ξεχνάς ότι είσαι και εσύ παράνομη πλέον, και εμείς οι παράνομοι έχουμε μόνο ο ένας τον άλλο. Αρκεί βέβαια, να ξεχάσεις όλες σου τις τρέλλες για αυτοκτονίες. Και το πιο σημαντικό από όλα, ΜΗΝ ΜΑ΢ ΞΕΦΑ΢ΕΙ΢ ΢ΣΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΠΛΑΚ ΑΟΤΣ’’, είπε φωνάζοντας δυνατά, αποσπώντας την προσοχή κάποιων ανθρώπων γύρω τους. Όστερα, έβγαλε από την τσέπη του ένα στυλό. Η Ντάιαμοντ υπέθεσε ότι θα της έγραφε κάποιο σημείωμα, αλλά αυτός το σφήνωσε σε μια μπούκλα των μαλλιών της. ‘’Ορίστε. Αυτό για να με θυμάσαι’’. Η Ντάιαμοντ τράβηξε με δυσκολία το στυλό και το έβαλε στην τσέπη της. ‘’΢άλυ, μια βόλτα πάω πρώτον, δεν φεύγω για τον πλανήτη του, και δεύτερον, δεν είναι όλα πετυχημένα τα αστεία σου ξέρεις’’. Πριν προλάβει να συνεχίσει, ο Βίκτωρ εμφανίστηκε δίπλα τους, ακολουθούμενος από ένα σώμα αλλαλάζοντων οπαδών, σαν παλιός ροκ σταρ. ‘’Αποφασίσατε;’’, ρώτησε χαμογελώντας. ‘’Θα έρθω’’, απάντησε η Ντάιαμοντ με χαρά, όπως ίσως θα έκανε μια προνομιούχα γκρούπι. Ο ΢άλυ έκανε απλώς μια γκριμάτσα.

[333]


‘’Υύγαμε τότε!’’, είπε αυτός. Σης έδειξε με το χέρι προς τους υπόλοιπους, που σχεδόν τον παρακαλούσαν να κάτσει λίγο ακόμα. Περισσότερη ώρα τους πήρε να ξεφύγουν από το πλήθος, παρά να βγουν από τον παλιό σταθμό. Ένας άντρας, που φωνάζανε οι άλλοι Σσέστερ, τους οδήγησε προς τα έξω, αλλά αντί για την έξοδο τους έδειξε ένα στενό και σκοτεινό δρόμο που τους οδηγούσε κάτω από το κεντρικό κτίριο του Μετρό. ‘’Δεκαεννέα όροφοι, με θέα τον Μαύρο Πύργο και άλλα αξιοθέατα.Μπορείτε να ανεβείτε την σκάλα ασφαλείας που θα σας βγάλει αυτό το τούνελ και δεν θα σας πάρει χαμπάρι κανείς.’’,τους είπε. ‘’Υανταστικά’’, είπε ο Βίκτωρ και έδειξε τον αντίχειρά του. ‘’Θα σας πρότεινα να την αράξετε εκεί κάτω μέχρι το πρωί. Σα πράγματα θα ανάψουν όπου να’ναι’’. Ο άντρας που λέγανε Σσέστερ χαμογέλασε ευγενικά, χωρίς να είναι σίγουρος για αυτό που άκουσε. Γύρισε τρέχοντας προς τα πίσω, να το διηγηθεί στους υπόλοιπους. ΋λη αυτήν την ώρα, το τηλέφωνό του χτυπούσε ασταμάτητα. Αλλά δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι είναι ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου από το τηλέφωνο του δρ. Φόνχαιμ, ούτε θα μπορούσε να υποπτευθεί την κατάστασή τους. Ο ΢άλυ πήρε μερικές βαθιές αναπνοές, αναρωτόμενος αν έκανε καλά που άφησε την Ντάιαμοντ. Αν τόση ώρα με τον ασημένιο άντρα η κατάσταση του φαινόταν βαρετή, τώρα του φαινόταν ανυπόφορη. Κοίταξε τον Νίκολας. ‘’Σι λες ρε μεγάλε; Πάμε καμια βόλτα;’’, τον ρώτησε, και αυτός έγνεψε αμέσως καταφατικά. Προχωρήσανε ανάμεσα στο πλήθος, και αφού χαιρέτησε τον θείο Λάρυ που ήταν απογοητευμένος από την γρήγορη αποχώρηση του Βίκτωρ, πλησίασε τον Σσέστερ Μπάρναμπι και διαβεβαίωσε την θέση της Ντάιαμοντ, για κάθε ενδεχόμενο. Δεν είχε άλλωστε σκοπό να απομακρυνθεί, ούτε να την αφήσει για πολύ ώρα με αυτόν τον περίεργο, ημίτρελλο τύπο. Αυτός προσέφερε να τους οδηγήσει έξω, αλλά ο ΢άλυ δήλωσε ότι ήξερε το δρόμο. ΢κέφτηκε να του πει ποιος είναι, μιας και γνώριζε τον Σσέστερ από τότε που ήταν δεκατρία με δεκατέσσερα και ο θείος Λάρυ τον έφερνε εκεί. Μετά όμως σκέφτηκε ότι δεν είχε χρόνο για να θυμηθούν τα παλιά και να ανταλλάξουν αβρότητες, οπότε τον αποχαιρέτησε σαν να μην τον ξέρει. Επιπλέον, ακόμα τον τρόμαζε το χαμόγελό του.

[334]


΋ταν βγήκαν ξανά έξω, η βροχή είχε δυναμώσει, και αποφασίσανε να ακολουθήσουν την διαδρομή για τα υπόστεγα, και ας ήταν πιο κεντρική. Ο Νίκολας δεν είχε συνηθίσει καθόλου να κυκλοφορεί σε κεντρικούς δρόμους, ακόμα και τέτοια προχωρημένη ώρα, και έτσι ήταν πιο μαζεμένος, αλλά έπαιρνε θάρρος από την άνεση του ΢άλυ, που φερόταν και έμοιαζε σαν να είναι απολύτως φυσιολογικός και νομιμότατος. Δεν είχαν περάσει ούτε ένα τετράγωνο, όταν η εξασκημένη και έμπειρη αντίληψη του

΢άλυ

αισθάνθηκε

μια

απροσδιόριστη

απειλή,

σαν

κάποιος

να

τους

παρακολουθούσε. Φωρίς να αλλάξει έκφραση ή βηματισμό, έσφιξε τον ώμο του Νίκολας. ‘’Σην βλέπεις εκείνη την στάση;’’, τον ρώτησε, δείχοντάς του μια στάση μετρό, την ακριβώς επόμενη από αυτήν που είχαν βγει. Ο Νίκολας έγνεψε καταφατικά, αλλά κάπως απορημένος με τον τόνο της φωνής του. ‘’Ψραία. Πάρε αυτό’’,είπε και του άφησε ένα κέρμα. ‘’Πάρε με αυτό ένα εισητήριο, μπες στο μετρό και κατέβα στην επόμενη στάση. Από εκεί ξέρεις το δρόμο πλέον, για εκεί που είμασταν έτσι; Εμείς οι παράνομοι θυμόμαστε τα πάντα’’. Ο Νίκολας έγνεψε ξανά καταφατικά, και κράτησε σφιχτά το κέρμα. ‘’Γιατί όμως;’’, ψιθύρισε. ‘’Απλή προφύλαξη’’, του είπε αυτός. ‘’Θα έρθω να σε βρω εγώ εκεί σε λίγο, αφού σιγουρευτώ ότι όλα είναι καλά. ΢ύμφωνοι;’’ ‘’΢ύμφωνοι’’. ‘’Ψραία. Μόλις περάσουμε το δρόμο, έφυγες σαν να άκουσες περιπολικό’’. Πράγματι, μόλις περάσανε το δρόμο ο Νίκολας έφυγε σφαίρα και κατέβηκε τα σκαλιά της στάσης, ρίχνοντας του μόνο μια κλεφτή,συνομωτική ματιά. Ο ΢άλυ έμεινε μόνος και καλύφθηκε στο υπόστεγο, μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι ο μικρός είχε κατέβει. Μετά, γύρισε απότομα τον κορμό του, και κοίταξε τον άντρα που είχε αντιληφθεί ότι τους ακολουθούσε. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με απρισμένα, μακριά, λιγδιασμένα μαλλιά και απεριποίητα μούσια. Σα μάτια του έμοιαζαν βυθισμένα στις κόγχες τους. Υαινόταν πολύ πιο παράνομος από αυτόν, και ίσως να ήταν. Μόλις γύρισε,ο άντρας σταμάτησε να τον ακολουθεί, στα πέντε βήματα. ‘’Καλέ μου άνθρωπε, δεν έχω ούτε λεφτά ούτε ομπρέλλα’’, του είπε. Ο άντρας δεν μίλησε, και αυτό τον έκανε να ανυσηχήσει λίγο παραπάνω. ‘’Πως μπορώ να σε βοηθήσω, σε οτιδήποτε άλλο, αν και εδώ που τα λέμε, δεν έχω και τίποτα άλλο’’.

[335]


Η αντίληψή του και οι εξασκημένες του αισθήσεις ίσως παραήταν απασχολημένες με τον μυστηριώδη, απειλητικό άντρα και για αυτό όταν κατάλαβαν μια ακόμα παρουσία ήταν πια αργά. Ένας ακόμα άντρας εμφανίστηκε ακριβώς από πίσω του, και με αστραπιαίες κινήσεις έφερε μια βελόνα στο λαιμό του, κρατώντας του το κεφάλι. Ο ΢άλυ δεν πρόλαβε να γλιτώσει το τσίμπημα της βελόνας και τινάχτηκε προς τα πίσω. ‘’Σι σκατά;’’, φώναξε τρίβοντας τον λαιμό του. ‘’Σι ήταν αυτό;’’, ρώτησε έξαλλος προς τον δεύτερο άντρα, που ήταν κάπως νεότερος και φαινόταν καλά ντυμένος. ‘’Νάνι νάνι’’,του είπε αυτός, κρατώντας ακόμα την βελόνα. ‘’Αλλά μόνο για λίγο’’,πρόσθεσε. Ο ΢άλυ παραπάτησε προς τα πίσω, σαν να μην έλεγχε τα πόδια του. Άρχισε με μια αίσθηση γαργαλήματος στον ουρανίσκο, και εξαπλώθηκε γρήγορα στα άκρα του, τα οποία έχασε από τον έλεγχό του. Έκανε να πέσει προς τα πίσω, αλλά τα χέρια του άλλου άντρα τον συγκράτησαν γερά. Έκανε κάτι να πει, αλλά οι φωνητικές του χορδές έβγαλαν μόνο κάποιους συγκεχυμένους φθόγγους. Όστερα, το οπτικό του πεδίο άρχισε να σβήνει προοδευτικά, και συγκράτησε μόνο μια φευγαλέα εικόνα από το σκοτάδι που έπεφτε σαν αυλαία πριν χάσει πλήρως τις αισθήσεις του. Αισθήσεις που θα έχανε και η Άζρα, αν ο Γουίλιαμ συνέχιζε στην ίδια ταχύτητα, αλλά ένιωσε την μηχανή να επιβραδύνει, τουλάχιστον τόσο όσο της επέτρεπε να σηκώσει το κεφάλι της και να χαλαρώσει την λαβή της πάνω του. ‘’Να υποθέσω ότι πρέπει να σε ευχαριστήσω πάλι;’’, του φώναξε. Αυτός δεν απάντησε. Αντί αυτού,έστριψε απότομα σε ένα πεζόδρομο, και σταμάτησε την μηχανή. Σίναξε τα χέρια της από πάνω του και κατέβηκε. ‘’Είσαι εντελώς ηλίθια;’’, της φώναξε επιθετικά και προς στιγμήν νόμισε ότι θα την χτυπούσε. ‘’Εντελώς;’’ Η Άζρα κατέβηκε από την μηχανή και στάθηκε απέναντί του. ‘’Που σκατά θα πήγαινες, μπορείς να μου πεις; Που σκατά θα πήγαινες;’’ ‘’΋που γουστάρω θα πήγαινα’’, του ανταπάντησε αυτή, μη δεχόμενη την κατσάδα του. ‘’΋χι’’, της φώναξε.’’΋χι όπου γουστάρεις. Σελείωσαν τα παιχνίδια τώρα. ΢ου έσωσα την ζωή για δεύτερη φορά, και με ανάγκασες να χτυπήσω πολλούς φίλους μου απόψε...’’ ‘’Και παλιές αγάπες, αν άκουσα καλά’’, είπε με μια δόση ειρωνίας. Ο Γουίλιαμ έσφιξε την γροθιά του και την πλησίασε απειλητικά. Η Άζρα ετοιμάστηκε να τον

[336]


αντιμετωπίσει, αλλά πριν προλάβει να σηκώσει τα χέρια της την είχε ήδη πιάσει από τις μασχάλες και την κατέβασε απέναντί του. ‘’Σέρμα τα παιχνίδια’’, επανέλαβε με όσο πιο σοβαρό τρόπο μπορούσε. Είχε δίκιο. Η Άζρα ήταν πολύ κουρασμένη για να συνεχίσει τα παιχνίδια. ‘’΢ου έσωσα την ζωή, ξανά, τώρα είναι η σειρά σου να ανταποδώσεις την χάρη. Θα σε πάω σε ένα ασφαλές μέρος, ένα ακόμα, και θα σε αφήσω εκεί. Από εκεί μπορείς να κάνεις ότι θες, αλλά πρώτα, πρώτα θα ανταποδώσεις την χάρη’’. ‘’Σι σκατά θέλεις;’’ Ο Γουίλιαμ την άφησε και έκανε ένα βήμα πίσω. Όστερα, την κοίταξε ευθεία στα μάτια. Δεν θυμόταν άλλο τέτοιο βλέμμα, τόσο αποφασιστικό και ταυτόχρονα ανυπόμονο. ‘’Θέλω να μου πεις πως μπήκες’’, της είπε. ‘’Να μου πεις πως μπήκες, γιατί θέλω να βγω’’. Η Άζρα τον κοίταξε για αρκετή ώρα, έκπληκτη από αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ξαφνικά το μυστήριο είχε ξεδιαλυθεί. Ο πρώην Προστάτης ήθελε να σπάσει την γυάλα. Κοίταξε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο, και αναγνώρισε την αιτία του βάρους στους ώμους του. Αν της έκανε αυτήν την ερώτηση νωρίτερα, φυσικά θα είχε αρνηθεί να του απαντήσει. Δεν θα τολμούσε να αποκαλύψει το σημείο εισόδου τους, αν και στην πραγματικότητα το Σείχος είχε παραπάνω από ένα αδύναμα σημεία. Ο Γουίλιαμ δεν της είχε σώσει την ζωή, κυριολεκτικά, αλλά σίγουρα την είχε σώσει μια και δυο φορές από την σίγουρη σύλληψή της και άρα διακύβευση των σχεδίων τους. ΢ε κάθε περίπτωση, του χρωστούσε αυτό το λίγο, αλλά και μόνο ο λόγος που το ζητούσε ήταν για αυτήν το σημαντικότερο κίνητρο για να του δώσει αυτό που θέλει. Η Άζρα ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, και άρχισε να μιλάει. Σου περιέγραψε τα σημεία στην Νεκρή Ζώνη, τις άμυνες της Πόλης, το ακριβές σημείο που το τείχος ενώνεται για λίγο με την Νεκρή Ζώνη αφήνοντας στην θέση του μερικά κατεστραμμένα κτίρια από τα οποία θα μπορούσε κάποιος να περάσει, αν δεν ενεργοποιούσε τις άμυνες- όσο για αυτές, ήταν πολλές και επικίνδυνες. Μικρότερες και μεγαλύτερες ρομποτικές κατασκευές με ανιχνευτές, αλλά και μεγάλα ρομπότ-φρουροί, κοιμισμένα σχεδόν συνέχεια, εκτός από την στιγμή που θα αντιληφθούν κίνηση. Ο

[337]


Γουίλιαμ την άκουγε με προσοχή, καταγράφοντας τις λεπτομέρειες στο κεφάλι του και ρωτώντας για παραπάνω στοιχεία που η Άζρα δεν είχε σκεφτεί καν να αναφέρει. ‘’Θα μου κάνεις δυο σχεδιαγράμματα’’, της είπε τελικά, παραδίδοντάς της ένα μικρό μπλοκ με ένα μολύβι. Αυτή πήρε το μπλοκ και άρχισε να σχεδιάζει. ΋ταν τελείωσε, αυτός το πήρε πίσω, το κοίταξε, το έβαλε στην τσέπη του και ανέβηκε πάλι στην μηχανή. ‘’Σο από έξω προς τα μέσα είναι πολύ πιο εύκολο από το ανάποδο όμως’’, του είπε, ανεβαίνοντας πίσω του. ‘’Σο φαντάζομαι’’, απάντησε αυτός. ‘’Επιπλέον, φαντάζομαι ότι θα είναι ακόμα δυσκολότερο σε λίγη ώρα, καθώς θα έχετε όλες σας τις άμυνες σε ετοιμότητα. ΢κέψου ότι και εμείς, αν μπούμε, ξέρουμε ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ξαναβγούμε’’. ‘’Κάπως το κάνετε όμως’’, της είπε αυτός βάζοντας μπροστά την μηχανή. ‘’Και αυτό για τις άμυνες, κράτα μικρό καλάθι για απόψε, στο είπα και πριν’’. Η Άζρα έκανε να μιλήσει ξανά, αλλά η μηχανή επιτάχυνε απότομα και κρατήθηκε πάνω του για να μην πέσει προς τα πίσω. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ήταν πάλι υποχρεωμένη να μένει κολλημένη πάνω του. Η βροχή είχε μουσκέψει την πλάτη της και τα μαλλιά της, αλλά τουλάχιστον η δροσιά της την κρατούσε σε εγρήγορση. Αν δεν έβρεχε, θα σκεφτόταν ακόμα και να κοιμηθεί, έχοντας σφιχτά αγκαλιά έναν πρώην Προστάτη, που ήθελε να δραπετεύσει και να περάσει το τείχος. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε, σε αυτήν την στάση, αλλά ένιωθε ότι βρισκόντουσαν χρονικά πολύ κοντά στο σημείο μηδέν πλέον, και έριχνε κλεφτές ματιές στον ορίζοντα, περιμένοντας κάτι. Η μηχανή σταμάτησε μπροστά από μια υπόγεια διάβαση. ‘’Κατέβα’’, της είπε. Η Άζρα

κατέβηκε, και με το ένα της χέρι έστιψε τα

καταβρεγμένα μαλλιά της. Σης έδειξε προς την διάβαση. ‘’Εκεί είναι κάτι τουαλέτες.Θα πας στην τελευταία. Θα τραβήξεις καζανάκι. Σα υπόλοιπα είναι τυφλοσούρτης. Αν σε ρωτήσουν το οτιδήποτε, θα πεις το όνομά μου’’. ‘’Σι είναι εκεί;’’, ρώτησε αυτή, συλλογιζόμενη το καζανάκι κυρίως. ‘’Ας πούμε κάποιοι...φίλοι που γνώρισα τα τελευταία χρόνια. Μου χρωστάνε κάποιες χάρες, τους χρωστάω και εγώ περισσότερες. Είναι καλοί άνθρωποι Άζρα, αν και λίγο μυστήριοι. Θα τους συμπαθήσεις και νομίζω το ίδιο και αυτοί’’.

[338]


‘’Δεν είμαι εδώ για γνωριμίες, Προστάτη’’, του είπε αυτή με ένα χαμόγελο. ‘’΋πως αγαπάς’’, είπε αυτός και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Η Άζρα τον ξαναπλησίασε. ‘’Περίμενε μια στιγμή’’, του είπε. Κοιταχτήκανε. Η βροχή τώρα ήταν καταιγιστική πάνω στα κεφάλια τους, φτιάχνοντας μικρές λιμνούλες με νερό σε διάφορα σημεία στα πόδια τους. ‘’Δεν σε είχα καταλάβει καλά, Γουίλιαμ. Υαντάζομαι σου οφείλω μια συγνώμμη για την ταλαιπωρία που ήμουν, αλλά και ένα ευχαριστώ. ΢ου είπα, δεν θα άλλαζε κάτι και να με πιάνανε, αλλά και πάλι, καλύτερα, έτσι;’’ ‘’Έτσι’’. ‘’΢ε ευχαριστώ’’, επανέλαβε αυτή. Ήταν μια παράδοξα ζεστή στιγμή και για τους δυο, και όχι μόνο εξ’αιτίας της κρυας βροχής. ‘’Και σου εύχομαι κάθε επιτυχία, να περάσεις το τείχος. Αν και, αν μείνεις λίγο ακόμα, μπορεί και να γκρεμιστεί τελείως, πολύ σύντομα δηλαδή’’. Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε, κοιτώντας τον δρόμο μπροστά του. ‘’Κάθε επιτυχία να τα κάψετε όλα δεσποινίς. Λυπάμαι όμως, αλλά δεν το βλέπω’’. ‘’Μακάρι να ήταν διαφορετικά...’’, έκανε κάτι να πει αυτή αλλά το διέκοψε. ‘’΢υγνώμμη και για την παλιά σου αγάπη’’, είπε τελικά καθώς αυτός έβαζε ξανά μπροστά. Η μηχανή εκτινάχτηκε, αλλά σταμάτησε αμέσως και σχεδόν έπεσε μαζί με τον αναβάτη της. Ο Γουίλιαμ γύρισε και την κοίταξε. ‘’Σι εννοείς;’’, της είπε έντονα. Η Άζρα ξεροκατάπιε και πισωπάτησε. Σο μεγάλο της στόμα. ΢υνήθιζε να βρίσκει εκεί την αιτία για πολλά προβλήματα, αρκετά συχνά. Από την άλλη, θεώρησε δίκαιο να ξέρει, ειδικά αυτό. ‘’Σι εννοείς τι εννοώ; Είναι η αρχηγός των Προστατών. Πρέπει να φύγει’’. Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε τόσο απότομα, που η μηχανή έπεσε με δύναμη στο οδόστρωμα, με τις ρόδες της να γυρίζουν απορημένες στον αέρα. ‘’Σι εννοείς γαμώτο;’’, φώναξε ξανά, και τώρα η Άζρα ήταν σίγουρη ότι θα την χτυπούσε. Πράγματι, την έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. ‘’Εννοώ, ότι αν δεν την αποτελείωσες εσύ, θα το κάνουμε εμείς. Μπορεί και να έχει ήδη γίνει. Ήταν ο πρώτος μας στόχος για απόψε, αν δεν ήσουν εσύ ήδη θα την είχαμε πετύχει στον ύπνο’’ Ο Γουίλιαμ ξαναπλησίασε απειλητικά, με θολωμένο βλέμμα και σφιγμένα χείλη. Σο πρόσωπό του είχε αρχίσει να κοκκινίζει. ΢ήκωσε το χέρι του, αλλά

[339]


δεν την χτύπησε ποτέ. Αντίθετα, γύρισε απότομα και έτρεξε προς την μηχανή, την σήκωσε και έβαλε μπροστά. Η Άζρα ίσα που πρόλαβε να την δει να χάνεται στην επόμενη κιόλας στροφή. ΋χι, δεν υπήρχε αμφιβολία, ο θάνατος της αρχηγού των Προστατών ήταν σίγουρα κάτι αναγκαίο και ίσως και ωραίο, αλλά ο πόνος και η οργή του Γουίλιαμ την ταρακούνησαν αρκετά, αφήνοντάς την στην θέση της για λίγη ώρα, πριν κινηθεί αβέβαια προς τις τουαλέτες απ’όπου θα έπρεπε να τραβήξει ένα καζανάκι. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι και η παρέα του δεν το γνώριζαν, αλλά σύντομα θα είχαν μαζί τους έναν ακόμα ‘εξωγήινο’ για να ασχοληθούν. Αλλά και πάλι, σε εκείνο το σημείο, όλα ήταν θέμα χρόνου. Σο τηλέφωνο του ΢μίττυ χτύπησε δυνατά, αλλά πριν το πιάσει, πετάχτηκε πρώτη η Ρεμπέκα και απάντησε σε ανοιχτή ακρόαση. ‘’Κρέιμερ;’’, ρώτησε. ‘’Εδώ Μόρις, ΢μίντ, Υάρμερ’’. ‘’Έχουμε

πράσινο

φως’’,

είπε

αυτός

κοφτά.

‘’Πρωτόκολλο

τρομοκρατικής

ενέργειας, σταδιακά εφαρμόζεται. Η Κυρία είναι αγχωμένη και μπερδεμένη από την υπόθεση με τον Κόρβερ. Αρχικά ούτε που ήθελε να ακούσει για τις στολές...της εξήγησα....δυο στολές, δέχθηκε μόνο για την Σζένκινς και για σένα. Δεν της είπα ότι η Σζένκινς κοιμάται, θεώρησα ότι δεν χρειάζεται. Προτείνω να συναντηθούμε τώρα στο κτίριό σας, να το οργανώσουμε’’ ‘’΋χι’’, είπε η Ρεμπέκα. ‘’’Εχω ήδη στείλει εκεί όλους τους νεαρούς Προστάτες και περιμένουν τα δεδομένα, υπό τις οδηγίες του Οράτιου. ΋λο το ΢υμβούλιο είναι στο δρόμο, μαζί με την πλειοψηφία των στελεχών. Εμείς τώρα κατευθυνόμαστε προς τον Βόρειο Σομέα, αλλά θα περάσω από τα κεντρικά για την στολή. Θα ξυπνήσουμε την Φόλυ σε ακριβώς μισή ώρα από τώρα. Θέλω το πρωτόκολλο να βρίσκεται σε πλήρη ενεργοποίηση μέχρι τότε. Είμαστε εντάξει Κρέιμερ;’’ ‘’Ναι’’, απάντησε αυτός, αν και φάνηκε να δυσφορεί για την επαναλαμβανόμενη άρνηση μιας ακόμα συνάντησης για την οποία ήταν επίμονος. Η Ρεμπέκα σκέφτηκε ότι αυτός πρέπει να ήταν ο μόνος τρόπος που ήξεραν να λειτουργούν οι γραφειοκράτες. Είχε περίπου δίκιο. Κοίταξε την Λιντία και τον ΢μίττυ, που παρέμεναν σκεφτικοί και βλοσυροί στις θέσεις τους, προφανώς ταρακουνημένοι από μια πρόσφατη ενημέρωση για την κρίσιμη κατάσταση του Ίθαν Νίκολσον που είχε μεταφερθεί στο πλησιέστερο νοσοκομείο καθώς ήταν επικύνδινο να μεταφερθεί για μεγαλύτερες αποστάσεις.

[340]


‘’Αυτό ήταν διαφορετικό’’, είχε πει ο ΢μίττυ κλείνοντας το τηλέφωνο. ‘’Ο ΢αμ και η Φόλυ έπεσαν θύματα ενός σχεδίου, μιας παγίδας, δεν είχε στόχο να τους χτυπήσει παρά μόνο να τους ακινητοποιήσει. Αυτό ήταν καθαρά δολοφονικό. Δεν μπορώ να καταλάβω που το πάει’’. Η Ρεμπέκα διαφώνησε μαζί του, αλλά σιωπηρά. Μπορεί το χτύπημα στον Ίθαν Νίκολσον να ήταν σαφώς πιο βίαιο, αλλά δεν της φάνηκε τόσο διαφορετικό- ήταν ανάλογο με όλα τα προηγούμενα. Ένας Προστάτης βρέθηκε ανάμεσα σε αυτόν και την ΢φίκα, και τον έβγαλε από την μέση με αυστηρή επαγγελματικότητα και τα μέσα που διέθετε. Ήταν ο τρόπος των Προστατών, είχε την σφραγίδα τους πάνω στα χτυπημένα κορμιά τους. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ είχε από την αρχεί βάλει στόχο να σπεκουλάρει τις αδυναμίες τους. Σην αυθάδεια και απειρία του ΢αμ. Σην ανυπομονησία και βιασύνη του Ίθαν. Σον δισταγμό και τις αναμνήσεις της Φόλυ. Ακόμα και την θολούρα και τρικυμία στην οποία βρισκόταν η Κέιτ όταν την συνάντησε, πρόσωπο με πρόσωπο με ταχύτητα μεγαλύτερη από 200 μίλια την ώρα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, κάθε αδυναμία, κάθε Προστάτη ήταν ανοιχτή μπροστά του, στόχος για να σημαδέψει. Ήταν όλοι τους αιφνδιασμένοι, αμήχανοι και αβέβαιοι για το πως θα αντιμετωπίσουν έναν πρώην αγαπημένο τους συνάδελφο, που έδειχνε μια απαράμιλλη ικανότητα να τους κατατροπώνει και μάλιστα να τους αφήνει σε οριακά φλερτ με τον ίδιο τους το θάνατο. Η Ρεμπέκα σκέφτηκε ότι αυτό που έλειπε ήταν ένα σίγουρο και καλό χτύπημα, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Οι ερωτήσεις μπορούσαν να ακολουθήσουν του χτυπήματος. Από την άλλη, ο ΢μίττυ είχε πει, ξανά σε ανύποπτο χρόνο: ‘’Ίσως αυτό που χρειάζεται είναι να επικοινωνήσουμε μαζί του πρώτα, πριν αρχίσουμε να τον στριμώχνουμε βίαια’’. Αυτή η διάσταση απόψεων ήταν για την Ρεμπέκα η καλύτερη απόδειξη ότι χρειαζόταν εκείνη την στιγμή να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Σο ότι η Φόλυ κοιμόταν ήταν αναγκαίο κακό αλλά και ταυτόχρονα μια ευκαιρία- δεν ήταν ότι την κατηγορούσε απαραίτητα, αλλά έβλεπε ότι θα ήταν αδύνατο για κάποιον, ακόμα και αν αυτός ήταν ο αρχηγός των Προστατών, να καθαρίσει το μυαλό του από το γεγονός ότι μεγαλύτερός τους εχθρός, ήταν κάποτε ο μεγαλύτερός της έρωτας. Εκείνη την στιγμή, οι Προστάτες χρειαζόντουσαν δυο πράγματα: Σο ένα ήταν η παλιά τους εξάρτηση, η ολόσωμη στολή και η δύναμη που απόρρεε από αυτήν. Σο άλλο, ήταν μια καθοδήγηση ανεπηρέαστη από συναισθήματα, αναμνήσεις, φόβους και ενοχές. Οι Προστάτες χρειαζόντουσαν την Ρεμπέκα, με την μαύρη,ολόσωμη στολή που κάποτε

[341]


τους ένωσε με δυνάμεις που ξεπερνούσαν τους ανθρώπους, αλλά και τους γκρέμισε με δύναμη

στο

έδαφος

αφήνοντάς

τους

τσακισμένους.

Φρειαζόντουσαν

να

μην

επαναλάβουν τα λάθη τους. Η Μόνικα Άπλχαιμ μοιραζόταν μερικές από τις σκέψεις και ανυσηχίες με αυτές των επιβατών του αυτοκινήτου της Ρεμπέκα, αλλά κυρίως κυρίως σκεφτόταν την Μάρσι και αναρωτιόταν αν η τελευταία είχε αποκοιμηθεί ή ακόμα την περίμενε. Μαζί της είχε ξεκινήσει η βραδιά της, σε ένα φαινομενικά ήσυχο και χαλαρό ραντεβού, όταν την καλέσανε ανακοινώνοντας της για τον ΢αμ και τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Από εκεί και πέρα το μοτίβο έμεινε απαράλλαχτο. Η Μάρσι δεν την ήξερε πολύ καιρό και λίγο είχε ενδιαφερθεί για την ιδιότητά της και τα καθήκοντά της- είχε προλάβει όμως να της πει ότι η δουλειά της, όποια και να ήταν τελικά, την απομυζούσε και της έπαιρνε όλη της την ζωτική ενέργεια. ‘’Έρχεσαι πάνω μου ανυπόμονα, βιαστικά και αγχωμένα Μον’’, της έλεγε. ‘’Δεν έχω συναντήσει άλλη να έρχεται πάνω μου έτσι. Αυτή η δουλειά σε έχει κάνει να πιστέψεις ότι κουβαλάς κάποιο φαλλό ανάμεσα στα πόδια σου. Δεν λέω ότι δεν μου αρέσει, λέω όμως ότι θα πρέπει να κατεβάσεις λίγες στροφές στη ζωή σου και να απολαύσεις τα πράγματα με το χρόνο που πρέπει να έχουν. Να, άσε εμένα. Μη με αναγκάσεις να σε δέσω, θα κάτσεις όσο χρόνο χρειαστεί’’ Η Μόνικα ήξερε βέβαια, και δεν είχε και σε τελική ανάλυση πρόβλημα με αυτό, ότι η επιλογή της για αυτό το ΢ώμα περιλάμβανε και μια άλλη φιλοσοφία για αυτά τα ‘πράγματα’. Ο χρόνος τους έπρεπε να είναι καλά συσκευασμένος στο ράφι της ημέρας, οτιδήποτε διαφορετικό θα ήταν καταστροφικό. Δεν ήθελε παραπάνω χρόνο με την Μάρσι, αλλά ένιωθε γρήγορα και από την αρχή ότι ήθελε την Μάρσι και για αυτό ήταν από τις λίγες φορές που απογοητεύτηκε όταν το τηλέφωνό της χτύπησε στον ήχο του καθήκοντος. ΢ε τελική ανάλυση, δικαιούταν εκείνο το ραντεβού, εκείνη την χαλάρωση, δικαιούταν λίγες ημέρες για τον εαυτό της, έχοντας περάσει ατέλειωτες ημέρες με μικρούς υποψήφιους Προστάτες, ως η βασική εκπαιδευτής για ζητήματα ερευνητικής δουλειάς στο πεδίο. Σαυτόχρονα, η θεσμοθέτηση των Προστατών ως ΢ώμα, με κτίριο, συμβούλια, χαρτούρα και δομές συμπεριλάμβανε και μια σειρά παραπλεύρων καθηκόντων που ούτε που τα είχε διανοηθεί στην εκπαίδευσή της, δεκαπέντε χρόνια πριν. Αναφορές, απολογισμός υλικών και προμηθείων, προσωπικό. Η Μόνικα Άπλχαιμ

[342]


κάποτε ένιωθε μια παντοδύναμη θεότητα, αλλά το τελευταίο διάστημα ένιωθε μια κρατική υπάλληλος με φορτωμένες υπερωρίες. Σο πρώτο αστυνομικό Σμήμα που ήταν στο δρόμο της, από αυτά που είχαν δεχθεί τις

ξαφνικές

επιθέσεις

και

δολιοφθορές,

ήταν

ένα

μακρόστενο

κτίριο

όπου

στεγαζόντουσαν κυρίως εξοπλισμοί και λειτουργούσε ως τηλεφωνικό κέντρο. Δεν ήταν κάποιο αρχηγείο κάποιας μονάδας, ενώ είχε πάντα, τέτοιες ώρες, πολύ περιορισμένο προσωπικό. Από έξω την περίμενε ένας ηλικιωμένος αστυνομικός, που φαινόταν αγουροξυπνημένος και εκνευρισμένος, ενώ όλο το κτίριο φαινόταν φωταγωγημένο, με διάφορους ανθρώπους να τριγυρίζουν στην αυλή του. ‘’Μόνικα Άπλχαιμ’’, του είπε από το παράθυρο, και αντί για το σήμα τους, που το θεωρούσε κιτς και αστείο, φρόντισε να φαίνεται το γαντοφορεμένο δεξί της χέρι. ‘’Σζόρτζ ΢άνον’’,είπε αυτός βαριεστημένα, χωρίς επίσης να δείξει κάποιο σήμα. ‘’Εγώ τους είπα ότι ήταν λάθος να σας εμπλέξουν, τέτοια ώρα. Αν πρέπει να σας καλούμε και για τέτοια, κάπου χάνεται το μέτρο’’. Η Μόνικα έγνεψε σαν να συμφωνεί και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. ‘’Που βρισκόταν όλη αυτή η βροχή;’’, ρώτησε, καθώς σε μόλις πέντε βήματα μέχρι ένα υπόστεγο πρόλαβε να γίνει μούσκεμα. Ο αστυνόμος με το τραχύ και κάπως σκαμμένο από το χρόνο πρόσωπο σήκωσε τους ώμους του κάπως αδιάφορα για κάποια συζήτηση για τον καιρό. Σην οδήγησε από την κεντρική πύλη, όπου δυο νεαροί αστυνομικοί καλυμένοι σε πορτοκαλί αδιάβροχα έκαναν αγχωμένοι τις βάρδιες τους. Σα βλέμματά τους καρφώθηκαν πάνω στην Μόνικα, το γάντι της και το περπάτημά της. ‘’Σο βασικό πρόβλημα’’, της είπε τελικά καθώς ανεβαίνανε τις σκάλες της εισόδου, που γλιστρούσαν ήδη από το νερό, ‘’είναι το πως. Ούτε το γιατί με νοιάζει, ούτε ο συντονισμός τους σε διάφορα αστυνομικά τμήματα. Αλλά το πως, μου έχει σπάσει τα νεύρα.’’. Η Μόνικα κοντοστάθηκε και κοίταξε δεξιά και αριστερά το κτίριο. Εστίασε στο ακριανό, αριστερό του σημείο. ‘’Καθίστε, χτυπήσανε είπατε την αποθήκη εξοπλισμού έτσι; Εκεί στα αριστερά, ναι; Απ’ότι βλέπω δεν προστατεύεται από κάτι περισσότερο από ένα φράχτη, θα μπορούσαν κάλλιστα να πηδήξουν και...’’ Ο Σζόρτζ ΢άννον έδειξε προς τα πάνω, συνεχίζοντας να ανεβαίνει. Η Μόνικα είδε μια κάμερα.

[343]


‘’Κάμερες. Αισθητήρες. Μαλακίες. Κανείς δεν πήδηξε φράχτη. Ο μόνος τρόπος για να μπεις, είναι από εδώ που μπαίνουμε εμείς. Να μπεις, να περάσεις την είσοδο που έχει πάντα προσωπικό, να πάρεις το οριζόντιο ασανσέρ, να φτάσεις στην αποθήκη’’ ‘’Φμ’’, έκανε αυτή, καταλαβαίνοντας πράγματι το μυστήριο της υπόθεσης. Σελικά μπήκαν στο κτίριο, περάσανε την είσοδο και η Μόνικα σιγουρεύτηκε- για να περάσει κάποιος θα έπρεπε να είναι είτε αόρατος, είτε να έχει περάσει από κάποια άλλη κρυφή μεριά. ΢κέφτηκε να ρωτήσει για άλλες εισόδους, πίσω πόρτες, εξόδους κινδύνου, αλλά ο Σζορτζ ΢άνον φώναξε τους δυο αστυνομικούς που είχαν βάρδια. ‘’Επαναλάβετε στην κυρία από εδώ όλα όσα μου είπατε’’, είπε και απομακρύνθηκε προς ένα μηχάνημα με σοκολάτες. Οι δυο άντρες φαινόντουσαν αρκετά αγχωμένοι απέναντί της και θα ορκιζόταν ότι είχαν προβάρει τα λεγόμενά τους για να μην κάνουν κάποιο λάθος. ‘’Ελέγχουμε όλες τις εισόδους και εξόδους, κρυφές και φανερές. ‘’, της είπαν όταν τους ρώτησε. Όστερα, ολοκλήρωσαν την εικόνα. ‘’Οι κάμερες του εσωτερικού κτιρίου δεν γράφουν από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις εφτά το πρωί, γιατί το κτίριο αδειάζει από προσωπικό. Σα τηλέφωνα μεταφέρονται στα κεντρικά, εδώ είναι βοηθητικό, και η καταγραφή προμηθειών γίνεται μια φορά τις τέσσερις ημέρες.’’ ‘’Κανείς δεν ήρθε στο κτίριο. Μια διμοιρία από τα γεγονότα στις αποθήκες ήρθε για να απογράψει την χρήση δακρυγόνων και μερικές χαμένες εξαρτήσεις και να τις αντικαταστήσει. ΋ταν γυρίσανε μας είπανε ότι η αποθήκη είχε διαρρηχθεί. Σα υπόλοιπα τα ξέρετε’’. Η Μόνικα σκέφτηκε ότι θα ήταν κουρασμένη, αλλά αυτή η ιστορία δεν έβγαζε κανένα νόημα. Σους ρώτησε τρια πράγματα. 1. ‘’Σι έλειπε από την αποθήκη;’’ 2. ‘’Που είναι η διμοιρία που ήρθε’’ 3. ‘’Πότε ελέγξατε τελευταία φορά την αποθήκη’’. Και οι τρεις απαντήσεις που πήρε, την απογοήτευσαν περισσότερο. 1. ‘’Ήταν λίγο ανακατεμένη, δεν ήταν ότι έγιναν κλοπές σημασίας. ΋πως τα είδαν μέχρι τώρα οι υπεύθυνοι, πρέπει να λείπουν τρεις τέσσερις στολές και οι συνοδευτικές εξαρτήσεις δρόμου. Ούτως ή άλλως, τα όπλα και οι πιο ακριβές εξαρτήσεις ήταν κλειδωμένα σε ένα παραδίπλα δωμάτιο, που ήθελε ειδικό κωδικό’’

[344]


2. ‘’Η διμοιρία καλέστηκε από τα κεντρικά για επιφυλακή σε διάφορα σημεία της πόλης’’ 3. ‘’΢ας είπαμε ότι η απογραφή γίνεται κάθε τέσσερις ημέρες. Η τελευταία, δυο ημέρες πριν’’. Ο Σζόρτζ ΢άννον επέστρεψε μασουλώντας μια γκοφρέτα με αμύγδαλα. Σης προσέφερε άλλη μια αλλά αυτή αρνήθηκε. ‘’Λένε ότι δεν τρώτε γλυκά καθόλου’’, της είπε. Η Μόνικα χαμογέλασε προσπαθώντας παράλληλα να σκεφτεί. ‘’Δεν τρώμε γλυκά, τα φαγητά μας έχουν μόνο πρωτείνη και τουαλέτα πάμε χρονομετρημένα δυο φορές την ημέρα’’, του απάντησε μηχανικά, σαν να έχει ξαναδώσει τέτοιες απαντήσεις στο παρελθόν. Ειδικά τα μέλη της αστυνομίας είχαν για χόμπι να βγάζουν διάφορες θεωρίες για την διατροφή και τον τρόπο ζωής των Προστατών. ‘’΢ε βλέπω προβληματισμένη, όπως ήμουν εγώ’’, πρόσθεσε αυτός, μασώντας. ‘’’Οχι τόσο’’, μουρμούρισε.

‘’Θέλω να πω, όλο αυτό, μοιάζει να είναι δική σας

ιστοριούλα, ίσως κάποιοι χθες, προχθές ή και σήμερα μπήκαν στην αποθήκη γιατί μπορεί να έψαχναν για κάτι. Πρέπει να πάω και στα άλλα τμήματα να βρω κοινά σημεία, γιατί αυτό δεν έχει άλλη εξήγηση’’. Ο Σζόρτζ ΢άννον έσφιξε το περιτύλιγμα και το έβαλε στην τσέπη του, ενώ έβγαλε έναν σφυριχτό ήχο προσπαθώντας να καθαρίσει τα δόντια του από κάποιο αμύγδαλο. ‘’Κοίτα, κυρία Άπλχαιμ, με όλο το σεβασμό για εσένα και το ΢ώμα σας, δεν είμαστε και τελείως μαθητούδια εδώ. Μην με αντιμετωπίζετε σαν βλάκα που βλέπει τα μισά από όσα βλέπεις εσύ. Θα σου πω εγώ το κοινό με τα άλλα τμήματα, γιατί τα πέρασα όλα. Είμαι ο υπεύθυνος των αποθηκών, το οποίο είναι δυσμενής μετάθεση, αλλά σχετικά απλή δουλειά. Σο κοινό λοιπόν, είναι απουσία προφανούς σημείου εισόδου, μικροδολιοφθορές και μικροκλοπές. ΢ε άλλο τμήμα σπάσανε τα τζάμια, σε άλλο γράψανε απ’έξω με σπρέι, σε άλλο μάλιστα βάρεσε και ο συναργεμός γιατί κόψανε το φράχτη. Εγώ όλα αυτά τα ακούω βερεσέ. Αυτά είναι τα κοινά, που σου είπα μόλις. Αν το ότι κάποιοι βλαμμένοι δικοί μας παίζουν τον χαμένο θησαυρό στις αποθήκες είναι η αιτία σε ένα τμήμα, δεν το αποκλείω, αλλά όλα βγήκαν απόψε στον αφρό και δεν είναι τυχαίο. Αν με ρωτάς, όλο αυτό είναι μια επίδειξη δύναμης. Μπορούμε να μπούμε, να ανακατέψουμε και να βγούμε, χωρίς να μας πάρετε είδηση.

[345]


Σσαμπουκάς. Δεν πιστεύω ούτε ότι έχει σχέση με την σύγκρουση στις αποθήκες. Απλά κάποιοι, που θέλανε να το κάνουν αυτό, βρήκαν ευκαιρία στην αναμπουμπούλα.’’. Λέγοντας αυτά άνοιξε και την δεύτερη σοκοφρέτα. Η Μόνικα Άπλχαιμ αναγνώρισε μια λογική στα λόγια του, και αποδέχτηκε σιωπηλά την κριτική. Θεωρούσε την πλειοψηφία των αστυνομικών πολύ λιγότερο ικανών από όσο θα έπρεπε, αλλά τουλάχιστον ο Σζορτζ ΢άννον φαινόταν να έχει ένα ορθολογικό ειρμό σκέψης. ‘’Ποιος όμως’’, του είπε τελικά. ‘’Άσε το πως, ας δούμε το ποιος. Αυτό θέλει οργάνωση και χέρια, δεν έχουμε και πολλές οργανώσεις τέτοιου χαρακτήρα, εδώ και πολλά χρόνια. Οι Παράλογοι είναι πλέον μια ομάδα από μεσήλικες που μεθάει σε υπόγειους σταθμούς μετρό νομίζοντας ότι παραμένουν κρυμμένοι. Η πλειοψηφία των νέων είναι τόσο χαπακωμένη με τα προιόντα του ΢αικεντ που αμφιβάλω αν έχουν προσωπική επικοινωνία πέρα από την ηλεκτρονική, πόσο μάλλον να έχουν φτιάξει οργάνωση’’. Ο Σζορτζ ΢άννον έφαγε με σβέλτες δαγκωματιές και την δεύτερη σοκοφρέτα, και ξανά έβαλε το περιτύλιγμα στην τσέπη του. ‘’Οι οργανώσεις γεννιούνται και πεθαίνουν σε μια ημέρα’’, είπε καταπίνοντας. ‘’Η επικοινωνία αλλά και τα μέσα έχουν γίνει προσβάσιμα στην άρκη του χεριού σου. Μια πρωτοβουλία χρειάζεται, κάθε φορά, ένα μικρό λάθος και τα έχεις έτοιμα. Εσείς φυσικά δεν ασχολείστε με αυτά, με μικρές τέτοιες παρεκτροπές της κανονικότητας. Εμείς τα βλέπουμε όμως κάθε μέρα. Η καθημερινότητα είναι πολύ πλούσια, δεν είναι μόνο οι δικές σας μεγάλες υποθέσεις’’, πρόσθεσε, με μια διακριτική τζούρα ειρωνίας. Η Μόνικα άφησε την ειρωνία να πέσει κάτω. Ακόμα και οι δικές τους, μεγάλες υποθέσεις, είχαν αρκετό καιρό να είναι κάτι παραπάνω από κυκλώματα ναρκωτικών, δολοφονίες ή ληστείες κλίμακας. Ακόμα και πριν τα τραγικά γεγονότα πριν από δέκα χρόνια, ο ρόλος τους είχε ήδη αρχίσει να μετασχηματίζεται περισσότερο σε ένα προληπτικό μπαμπούλα, παρά σε μια επεμβατική δράση. Σο ότι υπήρχαν ήταν το βασικό απαγορευτικό για οποιαδήποτε νομική παρεκτροπή. Οι Προστάτες ήταν πρωτίστως η αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας, που δεν χρειαζόταν πάντα να αποδεικνύεται. Ήταν ταυτόχρονα και μια σφραγίδα στο συλλογικό νου, ότι η ανθρωπότητα μπορεί να αγγίξει το μεγαλείο ακόμα και στα χρόνια που ισσοροπεί στο λεπτό σκοινί του αφανισμού της. Ή τουλάχιστον ήταν μέχρι εκείνα τα γεγονότα στη

[346]


Νεκρή Ζώνη. Σώρα πια ήταν άλλο ένα ΢ώμα, λίγο πιο εξελιγμένο από τα υπόλοιπα, λίγο πιο ικανό, λίγο πιο τρομακτικό και σεβάσμιο ταυτόχρονα. Αλλά μέχρι εκεί. ‘’Θα πάω και στα άλλα Σμήματα’’, επανέλαβε τελικά. ‘’Θα σε πάω εγώ’’, της πρότεινε. ‘’Πάντα ήθελα να μπω σε ένα αυτοκίνητο Προστάτη. Ίσχύει ότι πιάνετε σε λειτουργία χόβερ τα 400 μίλια την ώρα;’’ Η Μόνικα Άπλχαιμ προχώρησε προς την έξοδο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να δει ή να ρωτήσει σε εκείνο το κτίριο, και είχε ανάγκη την σχέση των χτυπημάτων μεταξύ τους. ‘’Μόνο ένα αυτοκίνητο έχει τέτοια λειτουργία χόβερ, και αυτό είναι της αρχηγού μας.’’, του είπε, προκαλώντας του μια απογοήτευση. Βγαίνοντας, η βροχή βρισκόταν στο μανιασμένο της κορύφωμα, περιορίζοντας την ορατότητα και μαστιγώνοντας χωρίς οίκτο το έδαφος και τις ταράτσες. Η Μόνικα ετοιμάστηκε να τρέξει, αλλά ο Σζορτζ ΢άννον απελευθέρωσε μια πτυσσόμενη ομπρέλα δίπλα της και άρχισε να κατεβαίνει με αργό βήμα τα σκαλιά. Έτρεξε πίσω του και χώθηκε κάτω από την πλατιά ομπρέλα. Ο ουρανός έβγαλε μια κοσμική φωτογραφία και γέλασε μπάσα και δυνατά με την απεικόνιση του μικρού τους κόσμου, που ζούσε με την ψευδαίσθηση της μεγαλοσύνης του. Ο Ρικ Νάι έφτασε στην κεντρική πύλη και κοίταξε μέσα από την τζαμαρία την δυνατή βροχή που δρόσιζε τον εξωτερικό κήπο. Μπορούσε να δει στο βάθος τα περιπολικά και κάποιους φανούς να αναβοσβήνουν. Είχε κατέβει ακριβώς την στιγμή που από το ασανσέρ εξερχόταν ο Κάιλ Κρέιμερ με συνοδεία δυο αντρών. Σον κοίταξε ερευνητικά. ‘’Πρωτόκολλο τρομοκρατικής ενέργειας;’’, τον ρώτησε. Ο Κρέιμερ δεν τον είχε δει, στεκόμενο σε μια πιο σκοτεινή γωνιά, και αιφνιδιάστηκε. Κοντοστάθηκε απέναντί του. ‘’Ναι. Λειτουργεί από τώρα που μιλάμε. Η Κυρία συμφώνησε’’,του είπε ψυχρά. ‘’Ποια είναι η τρομοκρατική ενέργεια’’, ρώτησε ο μισός άνθρωπος - μισός ρομπότ. Πλησίασε λίγο με το βαρύ του περπάτημα, και ο Κρέιμερ άκουσε τους μεταλλικούς ψιθύρους από την κίνηση του προσθετικού χεριού του. ‘’Δεν έχει γίνει ακόμα. Αλλά θέλουμε να την προλάβουμε’’, του είπε κάπως νευρικά, όπως ο καθένας που μιλούσε με την κάπως τρομακτική φιγούρια του Ρικ. ‘’Έλαβα πληροφόρηση ότι ο Γουίλιαμ Κόρβερ εμφανίστηκε και δέρνει Προστάτες’’, είπε.

[347]


‘’Πράγματι. Σους δέρνει άσχημα’’ Ο Κάιλ Κρέιμερ δεν μπορούσε να μην κοιτάει προς το κοκκινωπό,φωτεινό δεξί μάτι του Ρικ. Όστερα κοίταξε προς τα έξω και το ρολόι του. ‘’Πρέπει να φύγω τώρα’’, συμπλήρωσε. Σο σάιμποργκ δεν απάντησε και ο Κάιλ Κρέιμερ έφυγε βιαστικά με την συνοδεία του. Σον ακολούθησε με το βλέμμα του και ύστερα με τις εξωτερικές κάμερες, με τις οποίες είχε πρόσβαση στο εν μέρει τροποποιημένο κεφάλι του. Όστερα το ασανσέρ ξαναέβγαλε

τον

ήχο

άφιξης

και

δυο

πανομοιότυπες

κοπέλες

βγήκαν,

με

συγχρονισμένες κινήσεις. Η Βίνους και η Ντιάνα ήταν ακριβώς το ανάποδο από τον ίδιο, σε αντίστροφο ποσοστό.Ο Ρικ Νάι ήταν κυρίως άνθρωπος, με ρομποτικές επεμβάσεις και προσθήκες, ενώ η Βίνους και η Ντιάνα ήταν κυρίως ρομπότ, στα οποία είχαν

εμφυτευτεί

ανθρώπινα

χαρακτηριστικά

αλλά

και

στοιχεία

ανθρώπινης

συναισθηματικής νοημοσύνης και συμπεριφοράς. Ο δικός του προγραμματισμός βρισκόταν στο ανθρώπινο μέρος της συνείδησής του, και δεν ήταν άλλος από το να προστατεύει με κάθε κόστος την Κυρία και το κτίριο της Κεντρικής διοίκησης. Ο προγραμματισμός της Βίνους και της Ντιάνα είχε προέλθει από ένα κώδικα σε υπολογιστή, και ήταν να αποτελούν αυτόνομα εξωτερικά εξαρτήματα του Ρικ Νάι. Η αυτονομία τους του έδινε ωστόσο μια ψευδαίσθηση επικοινωνίας, μια εικονική απάντηση στην αθεράπευτη μοναξιά του. Σον πλησιάσανε και σταθήκανε δεξιά και αριστερά του, χωρίς να κοιτάνε κάπου συγκεκριμένα. Ο Ρίκ Νάι έπιασε το μεταλλικό χέρι του με το κανονικό στο ύψος της μέσης του. ‘’Σα περιπολικά ήρθαν πριν το πρωτόκολλο’’, είπε τελικά, αν και τα δυο ρομπότ το γνωρίζανε αυτό, ασχέτως αν μπορούσαν να το ερμηνεύσουν. ‘’Εννέα λεπτά πριν’’, είπε η Βίνους. Μεταξύ τους ξεχωρίζανε από το χρώμα των μαλλιών τους. Η Βίνους είχε μωβ, μακριά μαλλιά πιασμένα σε πλαινές κοτσίδες, η Ντιάνα είχε γαλάζια μαλλιά, πιασμένα σε αλογοουρά. Αν τις έβλεπε κάποιος στο δρόμο, θα τις θεωρούσε δυο εκκεντρικές δίδυμες, στην ηλικία των 18, με κάποιο γονιδίωμα που κράταγε από την Ανατολή. Ήταν υπόλευκες στο δέρμα και τα μάτια τους ήταν κάπως σχιστά. Ο Ρικ και τα κορίτσια του είχαν νοητική πρόσβαση σε όλο το κτίριο, εκτός από τους ορόφους της Κυρίας και των συνεργατών της. ‘’Εννέα λεπτά πριν’’, επανέλαβε αυτός. ‘’Μήπως ο Κρέιμερ και τα παιδιά από πάνω πήραν προκαταβολικά την αστυνομία για προφύλαξη;’’, ρώτησε, αλλά περισσότερο ρητορικά.

[348]


‘’Η Κυρία είναι ανύσηχη’’, είπε η Ντιάνα. ‘’Και εγώ’’, είπε αυτός. Όστερα γύρισε και προχώρησε προς το ασανσέρ. ‘’Μείνετε εδώ, όταν θα έρθουν μερικοί αστυνόμοι για να μας φυλάξουν. Μην ασχοληθείτε μαζί τους, αλλά να είστε εδώ, σας θέλω κάτω.’’ Σα δυο ρομπότ δεν έγνεψαν καταφατικά, ούτε απάντησαν. Η εντολή του Ρικ είχε αρχίσει να υλοποιείται από την στιγμή που την είπε. Αυτός μπήκε στο ασανσέρ και χτύπησε τον τερματικό όροφο. Έπρεπε να μοιραστεί κάποιες ανησυχίες του με την Κυρία, και είχε χρόνο μέχρι να φτάσει το ασανσέρ να τις καλοσκεφτεί και να της σχηματίσει καλύτερα στο ανθρώπινο μέρος του εγκεφάλου του, με μια μικρή βοήθεια από το τεχνητό. Μακριά από όλα αυτά, ο Ρίτσαρντ έβαλε πάλι το τηλέφωνο στην τσέπη του, απογοητευμένος που ο Σσέστερ δεν το σήκωνε. Η Άλις προχωρούσε πίσω του με δυσκολία, προσπαθώντας πάντα είτε να κρατάει το χέρι του είτε να τον ακουμπάει στον ώμο. Ένιωθε ανήμπορη χωρίς την όρασή της, αλλά δεν είχε πει το παραμικρό, νιώθωντας την απελπισία του Ρίτσαρντ. Μέχρι εκείνη την στιγμή, ο φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις αντιμετώπιζε την μικρή τους περιπέτεια με ένα πεισματάρικο χαμόγελο και χωρίς τον παραμικρό φόβο ή έγνοια. Από την ώρα που έφερε την κεραία στο πρόσωπο του κάποτε γείτονά της, είχε κλειστεί προς τα μέσα, αφήνοντας ένα ανέκφραστο πρόσωπο για περίβλημα του εαυτού του. Η ίδια, αν και πριν από ώρες αντιμετώπιζε

μέχρι

και

το

σκοτάδι

με

τρόμο,

είχε

δείξει

μια

μεγαλύτερη

αυτοσυγκράτηση απέναντι στον θάνατο του διώκτη τους. Ίσως επειδή ήταν ήδη αρκετά εκγλωβισμένη πίσω από τα σπασμένα της γυαλιά. ‘’Σώρα θα έρθουν για εμάς’’, της είπε ανάμεσα σε δυο παρατεταμένες σιωπές όπου προχωρούσαν αθόρυβα και γρήγορα, σαν γνήσιοι φυγάδες. ‘’Αν πριν μας έψαχναν, όπως ψάχνουν όλους που δραπετεύουν, τώρα έρχονται για εμάς. Σώρα θα σταματήσουν να ψάχνουν και απλά θα μας βρουν. ΋που και να πάμε θα μας βρουν. Δεν υπάρχει κανένας να μας βοηθήσει τώρα, κανένα μέρος να κρυφτούμε’’. Η Άλις ξεροκατάπιε και του έσφιξε το χέρι. ‘’Μου είπες να μην φοβάμαι’’, του είπε ψιθυριστά. ‘’Να μην φοβάσαι. Είναι δική μου ευθύνη όλο αυτό. Εσύ δεν φταις. Απλά είναι αυτή η Πόλη....Εδώ οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους δραπετεύουν. Δεν αντέχουν να τους πετάνε βοτσαλάκια στην ήρεμη λίμνη τους.’’.

[349]


Πιο μετά, και αφού η προσπάθεια επικοινωνίας με τον Σσέστερ είχε αποτύχει και οι δρόμοι τους φαινόντουσαν ίδιοι, σαν να έκαναν κύκλους, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου λύγισε για πρώτη φορά. ‘’Ήταν ένα νέο παιδί. Έκανε απλώς την δουλειά του. Και τώρα είναι νεκρό και εσύ, που σε τράβηξα εγώ εδώ έξω σε αυτήν την κόλαση, εσύ κατηγορείσαι για φόνο μαζί μου. Ένα φόνο που εγώ έκανα, ένα παιδί που εγώ σκότωσα. Ούτε που κατάλαβα γιατί. Ούτε που θυμάμαι αν το ήθελα το χτύπημα να είναι έτσι, τόσο βίαιο. Έκλεισε το κεφάλι μου, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, σαν να κατέβηκαν τα στόρια, ‘συγνώμη κλείσαμε για σήμερα’. Και τώρα, τώρα δεν ξέρω τι να κάνω και πώς να σε προστατέψω..’’, είπε, και προσπαθούσε να συγκρατήσει πολύ ώρα καταπιεσμένους λυγμούς. Η φωνή του ήταν σπαρακτική, ούτε ο κόσμος πέρα από τις λέξεις μπορούσε να του παρέχει άσυλο τώρα. Η βροχή συνέχιζε αμείλικτα το έργο της έξω από τα υπόστεγα αλλά δεν μπορούσε να ξεπλύνει την ενοχή του. Η πρωτόγνωρη φρίκη της εικόνας του γιατρού, με την κεραία καρφωμένη σχεδόν στο πρόσωπό του, τον στοίχειωνε. Ο Ρίτσαρντ πάντα μιλούσε για τον θάνατο, και διασκέδαζε τους φόβους των ανθρώπων για αυτόν. Και τώρα που τον βίωσε, τώρα που τον προκάλεσε το δικό του χέρι, το βάρος μιας χαμένης ζωής έμοιαζε να ξεπερνάει την αντοχή της πλάτης του, και καμπουριαστός χώθηκε στην αγκαλιά της για παρηγοριά. Η Άλις φαντασιώθηκε τους δυο τους να βρίσκουν ένα καταφύγιο, σαν αυτό των Παραλόγων, και να πίνουν αψέντι και να μιλάνε μέχρι το τέλος των ημερών. Ένιωθε και η ίδια ενοχή, άλλωστε ήταν δική της ιδέα να βγουν και να συνεχίσουν να ψάχνουν την Ντάιαμοντ, όταν είχαν βρει ένα τέτοιο καταφύγιο. Και ενώ είχαν κάνει μεθυσμένο έρωτα, απότοκο της έντασης και της ανδρεναλίνης μιας υπέροχης και ταυτόχρονα σπαρακτικά τραγικής νύχτας. Σον αγκάλιασε, τον χάιδεψε και τον άφησε να πνίξει τα δάκρυά του στο στέρνο της. Ίσως αν έμεναν εκεί, να άφηναν την νύχτα και την καταιγίδα να περάσει, ίσως να μην τους έβρισκαν. Μια τυχαία στοά σε μια τυχαία συνοικία, με μόνη συντροφιά χαμηλά νέον φώτα και πλαστικά φυτά με ψεύτικα τεχνητά αρώματα. Ένας ψεύτικος κόσμος, με μια αληθινή απειλή να καμουφλάρεται ανάμεσα στα ψέμματά του.

[350]


Προστατεύοντας ένα Προστάτη

Ο Γουίλιαμ σχεδόν πήδηξε από την μηχανή πριν αυτή σταματήσει. Η μοτοσικλέτα συνέχισε μια μετέωρη πορεία και τελικά συγκρούστηκε απαλά με μια κωλώνα και ξάπλωσε στο έδαφος. Σο μυαλό του βρισκόταν στο σημείο βρασμού. Δεν έχεις χρόνο. Δεν έχεις χρόνο. ΢κέψου. Επαναλάμβανε την εντολή στον εαυτό του για να σκεφτεί, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ μπορούσε να καταστρώσει μια στρατηγική, αλλά δυσκολευόταν

πολύ

περισσότερο

την

ώρα

της

φωτιάς.

Κάπως

έτσι

αλληλοσυμπληρωνόταν και με την Φόλυ Σζένκινς. Η οποία Φόλυ αυτή τη στιγμή, μπορεί να βρισκόταν σε τρια πιθανά μέρη: 1. ΢το κτίριο των Προστατών. 2. ΢ε κάποιο νοσοκομείο του Βόρειου Σομέα. 3. ΢το σπίτι της. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να διασταυρώσει την θέση της, εκτός και αν έπαιρνε τηλέφωνο την ίδια, μια πολύ κακή ιδέα. Είχε ήδη ωστόσο οριοθετήσει κάποιες συντεταγμένες για το πώς να χειριστεί το πρόβλημα. Αν η Φόλυ βρισκόταν στο κτίριο των Προστατών, τότε οι Προστάτες θα έκαναν σίγουρα πολύ καλή δουλειά στο να αποτρέψουν οποιαδήποτε απειλή. Ακόμα και αν η πλειοψηφία τους αυτή τη στιγμή είχε στο μυαλό της εκείνον και μόνο. Επίσης δύσκολα η Φόλυ θα δεχόταν να πάει σε κάποιο νοσοκομείο, εκτός και αν πια το είχε παρακάνει με το χτύπημά του και δεν ήταν δική της επιλογή το που θα πάει. Ξανά όμως, οι Προστάτες δεν μπορεί να παρά να ήταν άγρυπνοι φρουροί στο πλευρό της. Ο Γουίλιαμ θυμόταν καλά πως λειτουργούσε το ΢ώμα στο οποίο κάποτε υπήρξε εκλεκτό μέλος. Ήταν σίγουρος ότι ο ΢μίττυ τουλάχιστον θα πίεζε την Φόλυ να αποστασιοποιηθεί από την υπόθεσή του, θα την πίεζε σίγουρα να ξεκουραστεί. Επιπλέον, στο σπίτι της ήταν το μόνο μέρος που θα μπορούσε να είναι ευάλωτη, όσο ευάλωτο μπορούσε ποτέ να υπάρξει αυτό το κορίτσι. ΢ε κάθε περίπτωση, δεν μπορούσε να αφήσει έτσι την απειλή να αιωρείται, δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να κάνει κάτι τέτοιο. Έφτασε στο ιδιωτικό χώρο παρκαρίσματος που είχε κρύψει το αυτοκίνητό του, και πέταξε στο κάθισμα του συνοδηγού ότι όπλα βρήκε εύκαιρα. Υόρεσε βιαστικά δυο μεταλλικά βραχιόλα στα χέρια του, στα οποία κούμπωσε από μια κοφτερή λάμα, η οποία έφτανε μέχρι το ύψος του αγκώνα του και η μύτη της στην αρχή της παλάμης του. Δοκιμαστικά, τέντωσε το χέρι του και έσπασε κάπως τον καρπό

[351]


του, και η λάμα τινάχτηκε προς τα εμπρός. Όστερα έκανε μια αντίστροφη κίνηση, και η λάμα αποσύρθηκε προς τα πίσω. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πάτησε το γκάζι, με τις στριγγλιές από τις ρόδες να αντηχούν υστερικά σε όλο το υπόγειο πάρκινγκ. Θα πήγαινε στο σπίτι της. Θα πήγαινε στο σπίτι της για να διαπιστώσει αν όλα ήταν καλά, μια μόνο ριψοκίνδυνη αλλά αναγκαία ματιά, και ύστερα θα έφευγε. Σο να φύγει φοβούμενος για την τύχη της Φόλυ ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει, και επιπλέον του στερούσε και την μισή χαρά μιας από καιρό σχεδιασμένης φυγής. Πολλές φορές είχε ονειρευτεί ότι αυτή η φυγή θα γινόταν με συνοδηγό, αλλά αυτές οι σκέψεις ανήκανε οριστικά στο παρελθόν. Σο παρόν του ήταν αρκετά πιο μοναχικό, αλλά ακόμα και έτσι, ο ορίζοντας ήταν δικός του και ήταν η καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσε να ζητήσει. ΋χι αυτό που ήθελε και ονειρευόταν, αλλά σίγουρα αυτό που χρειαζόταν. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ από πολύ μικρή ηλικία φανέρωσε την στρατηγική του σκέψη. Αρχικά αδύναμος και χαμηλών ικανοτήτων στα αθλητικά παιχνίδια, έδειξε μια ικανότητα και αγάπη για ένα πολύ παλιό και διαχρονικό παιχνίδι, το σκάκι. Οι Προστάτες είχαν βρει τον Γουίλιαμ Κόρβερ χάρη σε αυτήν την επιδεξιότητά του στο σκάκι. Ένα ψυχρό πρωινό ενός μακρινού Νοέμβρη της εφηβείας, στο σχολείο του Γουίλιαμ Κόρβερ εμφανίστηκε ένας μεγαλοπρεπής άντρας με μια εντυπωσιακή, μαύρη και λεια σαν έβενο στολή. Ήρθε να τους μιλήσει για τον κόσμο, τα τείχη, την Ιστορία, να τους μιλήσει για τους κανονισμούς, τους νόμους, τα γρανάζια που έπρεπε να γυαλίζονται και να λαδώνονται για να συνεχίσει να λειτουργεί ομαλά η πόλη. Όστερα, ζήτησε από τον μικρό Γουίλιαμ να παίξουν μια παρτίδα σκάκι. Ο Γουίλιαμ θυμόταν πάντα αυτήν την παρτίδα. Ο άντρας λεγόταν Σζέραλντ, και ήταν καλός. ΢υνέθετε δυο γραμμές επιθέσεων και ταυτόχρονα αμυνόταν χωρίς να χάνει την πρωτοβουλία. Κάθε κίνησή του είχε πάντα παραπάνω από δυο ενδεχόμενα- αυτό ήταν κάτι που στον Γουίλιαμ φάνταζε ως πρόκληση, καθώς οι κινήσεις όλων των μέχρι τότε αντιπάλων του, ήταν στην πλειοψηφία τους μονοσήμαντες και άρα εύκολα χειρίσιμες. Ο Γουίλιαμ έστησε την στρατηγική του σε μια παθητική-ενεργητική αναμονή. Δεν περίμενε κάποιο λάθος,γιατί ήξερε ότι ο άντρας που έλεγαν Σζέραλντ δεν θα έκανε κανένα. Περίμενε όμως την παρτίδα να φτάσει στο σημείο που θα γινόταν πια μονοσήμαντη, χωρίς πολλαπλά ενδεχόμενα, και έκλεινε μεθοδικά το εύρος των επιλογών του αντιπάλου του.

[352]


Η παρτίδα έγινε στην πορεία της πολύ αργή, και πολλά παιδιά βαρέθηκαν να βλέπουν και έφυγαν. Ακόμα και μερικοί καθηγητές αποφάσισαν να τους αφήσουν μόνους τους. Ο Σζέραλντ έδινε φαινομενικά τον τόνο της παρτίδας, και στην λεπτή ισσοροπία της φαινόταν να έχει την πρωτοβουλία. Ο Γουίλιαμ δεν το ήξερε, αλλά πριν ακόμα τελειώσει η παρτίδα ο Σζέραλντ είχε βγάλει όλα τα συμπεράσματα που ήθελε. ΢ε εκείνο το σημείο, η παρτίδα είχε τελειώσει με δυο μόνο ενδεχόμενα στο κεφάλι του Γουίλιαμ, και είχε παιχτεί στη σκέψη του πολλές ακόμα φορές. Ο Σζέραλντ πράγματι είχε την πρωτοβουλία, με την έννοια ότι από τις δικές του κινήσεις θα προέκυπτε και το τελικό ενδεχόμενο. Αν επέλεγε να ρισκάρει, η παρτίδα θα ερχόταν ισόπαλη. Αν επέλεγε να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο της μάχης χαρακωμάτων, ο Γουίλιαμ θα κέρδιζε σε περίπου τέσσερις κινήσεις. Πριν τελειώσουν την παρτίδα τους, ένας ακόμα Προστάτης έφτασε κοντά τους. Ήταν νεότερος και το σκούρο δέρμα του έμοιαζε να ενώνεται με την στολή του. Σο όνομά του ήταν Γουόλτερ ΢μιντ, αν και του συστήθηκε ως ΢μίττυ. Ο Σζέρλαντ ρίσκαρε, ακριβώς στο σημείο που θα έπρεπε να ρισκάρει. ‘’Και τώρα,θα έρθουμε ισοπαλία’’, του είπε, αιφνιδιάζοντάς τον. Ο Γουίλιαμ δεν περίμενε ο αντίπαλός του να βλέπει και αυτός αυτά που έβλεπε ο ίδιος. ‘’Και μετά, θα συζητήσουμε μερικά πράγματα’’, πρόσθεσε ο ΢μίττυ με ένα εγκάρδιο γέλιο και μια ζεστή φωνή. Η ζωή του Γουίλιαμ Κόρβερ ήταν στο κατώφλι για να αλλάξει με ένα τρόπο που δεν θα μπορούσε ούτε να ονειρευτεί. Να φτάσει στο αποκορύφωμά της, και ύστερα να κυλήσει ξανά με δύναμη στους πρόποδες της ύπαρξης. Σώρα ο ΢ίσυφος ήταν έτοιμος να ξανακουβαλήσει τον ογκόλιθο, πεισμωμένος να τα καταφέρει. Έπρεπε όμως πρώτα να τακτοποιήσει ένα τελευταίο λογαριασμό. Αν πάθαινε κάτι η Φόλυ, η βαριά σκουριασμένη άγκυρα στο στήθος του θα έφευγε για πάντα. Αλλά είχε μάθει τόσο καιρό τώρα να αναπνέει με αυτήν, που δεν ήξερε πως να αναπνεύσει αλλιώς. Η Φόλυ Σζένκινς βρισκόταν σε βαθύ ύπνο, που πλέον ήταν δίχως όνειρα. Σο υγρό γιάτρευε το γυμνό της σώμα. Σο πάντα ξύπνιο υποσυνείδητο δεχόταν το μασάζ της Έντιθ Πιαφ. Ακριβώς κάτω από το σπίτι της τέσσερα περιπολικά σταμάτησαν, σχεδόν ταυτόχρονα. Ένας θυρωρός βγήκε έξω, κάπως ανύσηχος. Ένας αστυνόμος του έδειξε μια κάρτα και του είπε για το πρωτόκολλο ασφαλείας. Ο θυρωρός πέρασε την κάρτα από μια μικρή συσκευή που είχε στο χέρι του και τους έδειξε προς τα μέσα.

[353]


Οχτώ αστυνομικοί πέρασαν στο κτίριο και ο θυρωρός τους έδωσε, ύστερα από συννενόηση με την διαχείριση της πολυκατοικίας, πρόσβαση για τους επάνω ορόφους. Άλλοι τρεις αστυνομικοί έμειναν έξω από το κτίριο, και ένας ακόμα μαζί με το θυρωρό. Σο αυτοκίνητο του Γουίλιαμ Κόρβερ έσκισε την βροχή μαρσάροντας προς το σπίτι της. Ο Γουίλιαμ είχε περίπου δέκα λεπτά, αλλά δεν το ήξερε. Μπαίνεις,

βγαίνεις,

φεύγεις,

είπε

στον

εαυτό

του,

και

τοποθέτησε

τα

σχεδιαγράμματα της Άζρα σε μια ειδική, κρυφή θήκη. ΢το κεντρικό κτίριο ο Οράτιος Γουέστ πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία είχε φτάσει στο σπίτι της Φόλυ και είδε από τα μόνιτορ αρκετά περιπολικά να σταματούν έξω και από το δικό τους κτίριο, ενώ κάποια είχαν φτάσει από νωρίτερα. Κάποιοι αστυνομικοί μπήκαν μέσα στο κτίριο. ΢ε μια άλλη οθόνη, είδε τα δωμάτια με τους Προστάτες, που κοιτούσαν με την σειρά τους σε οθόνες υπολογιστών, προσπαθώντας να βρουν ίχνη του Γουίλιαμ Κόρβερ αλλά και του μυστηριώδη επισκέπτη στις αποθήκες. Μια αναπάντεχη κλήση του τράβηξε το ενδιαφέρον, βλέποντας ένα παλιό όνομα στην αναγνώριση. ΢ήκωσε κάπως διστακτικά τα ακουστικά και τα έβαλε στα αυτιά του. ‘’Είναι κάποια επέτειος;’’, ρώτησε. Η φωνή του Ρικ Νάι έφτασε στα αυτιά του σοβαρή και ψυχρή. ‘’Σι συμβαίνει απόψε Οράτιε;’’, τον ρώτησε. ‘’Δεν πιστεύω όλα αυτά να γίνονται επειδή δεν μπορείτε να πιάσετε αυτόν τον καραγκιόζη τον Γουίλιαμ’’. ‘’Σον έχουμε υπό έλεγχο’’, είπε αυτός. ‘’Άλλα μας ανησυχούν, αλλά και πάλι, εγώ είμαι απλώς ο χειριστής’’. ΄΄Ναι, ναι...’υπό έλεγχο’. Που είναι η Σζένκινς; ΢υνήλθε από το ερωτικό καυγαδάκι; Θέλω να της μιλήσω και δεν μου απαντάει’’. ‘’Η Φόλυ κοιμάται’’. ‘’Ψ, η Φόλυ κοιμάται. Και ποιος κάνει κουμάντο τότε Οράτιε; Ο κουτσός ή η πορτοκαλί πριγκιπέσσα; Ή μήπως το σαλιγκάρι ο Κρέιμερ;’’ Ο Οράτιος σκέφτηκε πριν απαντήσει. ‘’Πάρε τον ΢μίττυ, Ρικ. Και συγκεντρώσου στην δική σου δουλειά’’. Ο Ρικ γέλασε στην άκρη άλλη. Ένα βραχνό, λίγο μεταλλικό, ανατριχιαστικό γέλιο.

[354]


‘’Η δουλειά μου εμένα πάει μια χαρά. Εσάς βλέπω να τρέχετε σαν τα κοτόπουλα που τους κόψανε το κεφάλι. ΋πως και να έχει, δεν με νοιάζει τι κάνετε. Αλλά έχε το νου σου εκεί έξω, κάτι μου βρωμάει. Η μπατσαρία απόψε φέρεται αλλόκοτα’’. ‘’Πρέπει να είναι όλοι στις θέσεις τους τώρα’’, του απάντησε, κοιτώντας κλεφτά προς την οθόνη. Διάφοροι αστυνόμοι ήταν τώρα στο κεντρικό χωλ του κτιρίου, και μιλούσαν με δυο νεαρούς υπό εκπαίδευση Προστάτες. ‘’Ναι, ναι...όλοι είναι στις θέσεις τους. Έχω βαρεθεί αυτές τις μαλακίες. ΢υνέδεσέ με με τον ΢μίττυ τώρα’’, του είπε τελικά. ΋ταν ο ΢μίττυ άκουσε έκπληκτος την φωνή του Ρικ Νάι μετά από πάρα πολύ καιρό, ο ΢άλυ άνοιξε τα μάτια του και τινάχτηκε απότομα, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί εύκολα. Σα μάτια του άργησαν να προσαρμοστούν σε ένα εκτυφλωτικό φως, και το σώμα του έστειλε αργά και σταθερά όλα τα μηνύματα της κατάστασής του. ΢ε λίγα δευτερόλεπτα ο ΢άλυ είχε πλήρη συναίσθηση, και αντανακλαστικά έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα, μπροστά από ένα τραπέζι απέναντι από το οποίο έπεφτε πάνω του ένα δυνατό φως. Σο δωμάτιο έμοιαζε και μύριζε με δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Σο βασικό του πρόβλημα, πέρα από την ζαλάδα, ήταν το γεγονός ότι ήταν ακινητοποιημένος. Σα χέρια του ήταν ξαπλωμένα στο τραπέζι μπροστά του, από το ύψως των αγκώνων του, όπου ήταν ασφαλισμένα με τρια ζεύγη από μεταλλικά εξαρτήματα, στους καρπούς και στους πήχεις του. Ξαναφώναξε. Ήταν ήδη εκεί, αλλά δεν τον είχε δει. Ένας άντρας, αυτός που του είχε φέρει την ένεση στο λαιμό, τον πλησίασε και στάθηκε λίγο μπροστά από το φως. Έβγαλε ένα μικρό νεσεσέρ και το ακούμπησε μπροστά του. Όστερα έσκυψε λίγο προς το μέρος του. ‘’Σι σκατά θέλεις;’’, του φώναξε. Ο άντρας φαινόταν σαδιστικά ήρεμος, και δεν βιαζόταν με τα λόγια του. ‘’Έψαξα για σένα’’, του είπε τελικά. ‘’Πήρα μια σταγόνα από το αίμα σου, και έψαξα για σένα. Θα εντυπωσιαστείς και εσύ, όπως εγώ, με αυτά που βρήκα’’. ‘’Δεν βρήκες τίποτα’’, του φώναξε ο ΢άλυ, παλεύοντας μάταια να απελευθερώσει τα χέρια του. ‘’Ακριβώς’’, είπε ο άντρας κλείνοντας το μάτι. ‘’Ακριβώς αυτό. Σίποτα.

Δεν

υπάρχεις, αγαπητέ μου φίλε. Πόσο υπέροχο είναι αυτό; Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω ποτέ ένα Παράνομο, δεν ήξερα καν ότι φτάνετε σε τέτοιες ηλικίες’’.

[355]


‘’Λύσε με και θα γνωριστούμε καλύτερα’’, του είπε κλωτσώντας τον αέρα. ‘’Ας δοκιμάσουμε και χωρίς αυτό’’, του είπε. Όστερα έκατσε απέναντί του και με κάποιο ρυθμιστή χαμήλωσε το έντονο φως. ‘’Εμένα με λένε Λιρόι. Είμαι γιατρός. Εσένα;’’ ‘’Με λένε ’Να πας να γαμηθείς Λιρόι’. Βγαίνει από το ‘να πας να γαμηθείς μαλάκα Λιρόι’’’. Ο Λιρόι γέλασε με κλειστό στόμα. ‘’Α-χα. Ήταν αστείο. Είσαι αστείος’’. ‘’Άκου άλλο ένα. Άντε γαμίσου’’ ‘’Αυτό ήταν μέτριο. Αλλά να σου πω κάτι; Αυτό το είναι και το πιο καλό με σένα. Δεν χρειάζεται να μου πεις το όνομά σου! Δεν χρειάζεται να το ξέρω! Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν χρειάζεται να αφιερώσω το παραμικρό λεπτό για να βρω ποιοι μπορεί να σε ψάχνουν. Ξέρεις γιατί; Γιατί είσαι Παράνομος, και δεν σε ψάχνει κανένας. Πόσο φοβερό είναι αυτό;’’ Ο ΢άλυ σταμάτησε να προσπαθεί να απελευθερώσει τα χέρια του και πήρε μερικές αναπνοές, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Έτρεμε, αλλά δεν ήταν από το κρυο. ‘’Σι θέλεις;’’, ρώτησε ξανά. ‘’Θέλω να μου πεις που είναι η παρέα σου, απλά και γρήγορα. ΋χι ο πιτσιρίκος που έστειλες να κρυφτεί, πολύ καλή κίνηση παρεπιμπτόντως, αλλά εκείνη η γλυκύτατη κυρία που συνόδευες όλο το βράδυ. Βλέπεις, είναι τρόφιμος σε ψυχιατρείο, και η κατάστασή της είναι πολύ κρίσιμη. Πρέπει να την βρω, και έχω μάθει ότι την βοηθάς να ξεφύγει από την αστυνομία. Έξ’ ου και αυτή η άσχημη αντιμετώπιση προς τα εσένα, ελπίζω να με συγχωρέσεις για την βιαιότητα της όλης υπόθεσης. Αλλά μου δίνεις την εντύπωση ότι δεν θα μου έλεγες, αν σε ρώταγα στο δρόμο’’. Ο ΢άλυ αναστέναξε. Ο Λιρόι επανέλαβε την ερώτησή του, κάπως πιο απειλητικά και πιο συγκεκριμένα. ‘’Που είναι η Νταίαμοντ; Είναι κάτω, στα φοβερά ‘κρυσφήγετά’ σας;’’ Ο ΢άλυ δεν μίλησε. Κοίταξε τον άντρα και ύστερα το τραπέζι. ‘’Ψ, έλα τώρα. Πες μου και θα σε αφήσω να φύγεις’’ ‘’Βρε άντε γαμίσου’’, του είπε κατα πρόσωπο. ‘’Να την βρεις μόνος σου’’. Ο Λιρόι έγνεψε καταφατικά. Όστερα ξεφύσηξε, με ένα θεατρινίστικο τρόπο. Μετά, σηκώθηκε όρθιος, και έβαλε τα χέρια στην πλάτη του, και άρχισε να περπατάει κυκλικά από το τραπέζι.

[356]


‘’Ξέρεις’’, ξερόβηξε. ‘’Είναι πραγματικά θαυμάσιο αυτό που γίνεται στο ΢άικεντ. Ξεπερνάει κάθε προσδοκία, μιλάμε για πραγματική απελευθέρωση της γνώσης και της τεχνολογίας. Λέγανε οι παλιότεροι, η βια είναι στη φύση του ανθρώπου. Υοβερό πράγμα αυτή η φύση του ανθρώπου. Σο καλό και το κακό, μέσα σε αυτή τη φύση. Ο πόνος και η χαρά, στην ίδια φύση. Μπορεί να σκοτώσαμε κάθε μικρότερο ή μεγαλύτερο θεό, αλλά την φύση του ανθρώπου; ΋χι, αυτήν την αφήσαμε στους ανεξερεύνητους χάρτες και την θεοποιήσαμε όσο μπορούσαμε. Σης δώσαμε την υπόσταση του κόσμου όλου. Και να, σήμερα, μια ομάδα επιστημόνων, έρχεται και σου λέει με σιγουριά- τι και αν μπορούσαμε να παρέμβουμε στην φύση του ανθρώπου; Σι και αν μπορούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε την βια, την ειρήνη, την τρυφερότητα, την αγωνία, την ιδέα, την πράξη, το συναίσθημα, το προαίσθημα; Και όχι απλά να βρούμε τις γραμμές του βιολογικού κώδικα, και να τις διαβάσουμε, αλλά να πάρουμε την γόμα και το μολύβι και να γράψουμε πάνω τους. Δεν είναι πραγματικά μοναδικό; Δεν είναι το κάτι έξτρα σπέσιαλ που χρειάζεται αυτή η καταθλιπτική εποχή;’’ Ο ΢άλυ τον κοίταξε που περπατούσε γύρω του, μέχρι που έβαλε το χέρι του στον ώμο του. ‘’Ξέρεις, όλα αυτά που λες, δεν μου λένε τίποτα’’, του είπε. Ο Λιρόι του έσφιξε τον ώμο, δήθεν φιλικά. ‘’Μα, γιατί; ΢κέψου τις δυνατότητες..Μπορούμε να φυτέψουμε οτιδήποτε θέλουμε στο κεφάλι ενός ανθρώπου. Μπορούμε να πάρουμε το μυαλό του, μια γκρίζα μάζα πλαστελίνης, και με αυτήν να κατασκευάσουμε ότι θέλουμε, ότι χρειάζεται. Δεν σου μιλάω για αυτά που υπάρχουν ήδη και κυκλοφορούν στο εμπόριο- δεν σου μιλάω για ενίσχυση της εργατικότητας, για ενίσχυση της δημιουργικότητας ή διάφορα απλά συναισθηματικά. ΢ου μιλάω για την ίδια την ουσία του ανθρώπου, για το πως και τι τον ορίζει, για τις ιδέες του, τα όνειρά του, τους φόβους του. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις.’’ ‘’΋χι, και δεν με ενδιαφέρει. Άφησε με να φύγω’’ ‘’Που είναι η Ντάιαμοντ;’’ ‘’Να την βρεις μόνος σου’’, του φώναξε. Σα πόδια του χορεύανε σχεδόν από την ένταση. Ο άντρας ξαναπέρασε μπροστά του, στάθηκε, χαμογέλασε. Όστερα, άνοιξε το νεσεσέρ που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι, και στο εσωτερικό του ήταν τρια μικρά φιαλίδια σε τρια διαφορετικά χρώματα, κόκκινο, πράσινο, μπλε. Ο ΢άλυ τα κοίταξε

[357]


αναπνέοντας από την μύτη. Οι μυς του έκαναν μια ακόμα μάταιη σύσπαση να απελευθερώσει τα χέρια του. Ξεροκατάπιε. ‘’Αφού

δεν

σε

ενδιαφέρουν

αυτά,

υπάρχουν

και

άλλοι

τομείς

της

πρωτοποριακότητάς μας στο ΢άικεντ, που μπορεί να σε ενδιαφέρουν περισσότερο.’’. ΋σο μίλαγε, έβγαλε μια άδεια ένεση και την ακούμπησε δίπλα στο νεσεσέρ με τα χρωματιστά φιαλίδια με αργές κινήσεις. Ο ΢άλυ τινάχτηκε στην θέα της, αλλά δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Ένα κύμα άγχους τον ανακάτεψε από το στομάχι προς τα πάνω, και μετα βίας συγκράτησε ένα υστερικό σπασμό να απελευθερωθεί. ‘’Ας πούμε, αυτά. Η ανθρωπότητα έχασε πολύ χρόνο, ανέπτυξε διεστραμμένη σε σημεία φαντασία, για αυτό που λέμε, εμ...ανάκριση; Κοίτα όμως, για άλλη μια φορά, σε ένα φιαλίδιο βρίσκεται το απόσταγμα ολόκληρης της ιστορικής μας εμπειρίας...Θα περίμενες ίσως να σε απειλήσω. Θα μπορούσα πράγματι να σε δώσω στις αρχές, αυτό θα ολοκλήρωνε την παράνομη καριέρα σου, έτσι; Θα περίμενες ίσως ότι θα σε εκβιάσω με κάποια απειλή ξυλοδαρμού, ίσως αν είμαι και πολύ κακός, θανάτου. Αλλά είμαι επιστήμονας, φίλε μου, δεν είμαι ούτε αστυνόμος ούτε δολοφόνος! Παρακαλώ πολύ! Επέτρεψέ μου να σου εξηγήσω!’’ Ο Λιρόι έβγαλε ένα ένα τα τρια φιαλίδια, με αργές κινήσεις, σαν να περίμενε ο ΢άλυ να αρχίσει να μιλάει πριν συνεχίσει αυτός την περιγραφή του. Ο ΢άλυ έσφιξε ακόμα μια φορά τα χέρια του. Ήταν αποφασισμένος να μην προδώσει την Ντάιαμοντ, ή αν χρειαζόταν τελικά, ας το έκανε εξ’αιτίας κάποιου ορού αλήθειας ή κάτι ανάλογο. ‘’Σο μπλε. Α, το μπλε είναι μια υπέροχη δημιουργία. Λένε ότι ο φόβος του πόνου, καμιά φορά είναι μεγαλύτερος από τον πόνο τον ίδιο. Δεν ξέρω για αυτό, αλλά πάντως ο πόνος έχει προ πολλού αποκρυπτογραφηθεί. Θέλω να σκεφτείς, φίλε μου, να σκεφτείς τον χειρότερο δυνατό πονόδοντο...ή μάλλον να σκεφτείς ότι κάποιος σου σπάει ένα ένα τα κόκκαλα...μήπως γίνομαι πολύ γραφικός; Ψραία. ΢κέψου τον χειρότερο πόνο που μπορείς να σκεφτείς, και τώρα πολλαπλασίασέ τον επί δέκα και πρόσθεσε κάτι παραπάνω. ΢κέψου τον εγκέφαλό σου να δέχεται αλλεπάλληλους συναγερμούς φρικτών πόνων από κάθε σημείο. Μια δόση ίση με την μύτη πινέζας είναι ικανή να κάνει έναν άνθρωπο να ουρλιάζει για ώρες. Θα χρειαστούμε και ένα φίμωτρο, αν και θεωρώ ότι ο πόνος θα σε ρίξει λιπόθυμο σε λίγα μόνο λεπτά. Αυτό είναι το μπλε.’’ Σο ακούμπησε με ευλάβεια ξανά κάτω. Έπιασε ένα ακόμα. ‘’Σο κόκκινο. Για το κόκκινο πιστεύω ότι είναι αυτό που…. ας πούμε ότι χαλάει το πάρτυ. Αλλά να ξέρεις ότι παραλλαγές του είναι πιο διαδεδομένες από όσο νομίζεις. Σο

[358]


κόκκινο λοιπόν, μπορείς να το θεωρήσεις ως μια σκούπα. Σο κόκκινο μπαίνει στο κεφάλι σου και αρχίζει να ρουφάει, να ρουφάει ότι έχεις. Αναμνήσεις, εικόνες, σκέψεις...Σώρα, το πίσω μέρος της σκούπας, παίρνει αυτά που ρουφάει και τα κάνει ένα χυλό. Μια άνοστη σούπα με κομματάκια και ίχνη από όλα αυτά που σε όριζαν ως άνθρωπο. Καλή τύχη μετά να ψαρεύεις κομματάκια για να συνθέσεις την εικόνα σου. Φα, το πιο πιθανό είναι ότι θα σε κουράρω εγώ στο ΢άικεντ. Είναι η ειδικότητά μου βλέπεις, αυτά τα θέματα της μνήμης, αν και εγώ τα θεωρώ πολύ πιο λεπτεπίλεπτα και ακριβείας από αυτό εδώ τον άγαρμπο οδοστρωτήρα. Είναι βλέπεις ατσούμπαλος, και εγώ είμαι λεπτολόγος. Αντιλαμβάνομαι τον εγκέφαλο ως ένα ρολόι, και αυτό εδώ τον αντιλαμβάνεται ως κτίριο προς κατεδάφιση. Μπορεί να ξεχάσεις πως τρως, μπορεί από τύχη να πιστεύεις ότι είσαι σκύλος. Γουφ γουφ’’. Σο ακούμπησε και αυτό κάτω, με την ίδια ευλάβεια. ΢ήκωσε το τρίτο και το έφερε στο φως. ‘’Και περνάμε λοιπόν, στο πράσινο. Ψ, το πράσινο είναι το αγαπημένο μου. Σο πράσινο είναι ένα πολύ πολύ ιδιαίτερο απόσταγμα...Ο άνθρωπος φοβόταν τον πόνο, ο άνθρωπος φοβόταν το να χάσει τον εαυτό του και το μυαλό του...αυτοί είναι πολύ λογικοί φόβοι. Απλοί φόβοι. Ο άνθρωπος φοβάται επίσης τον θάνατο, αλλά ο θάνατος είναι μια διαδικασία μια και έξω, πολύ βαρετός. Σο πράσινο, αγαπητέ μου φίλε, είναι ο πιο μεγάλος εφιάλτης του ανθρώπου. Ξέχνα τον πόνο, δεν θα πονάς καθόλου. Ξέχνα την σουποποίηση του μυαλού σου, θα μείνει άθικτο. Αλλά μαζί, ξέχνα και όλα τα υπόλοιπα. Ξέχνα το σώμα σου, ξέχνα τις αισθήσεις σου, ξέχνα την οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον σου. Ο εγκέφαλός σου θα αρχίσει να κλείνει, από έξω προς τα μέσα, έως ότου θα έχεις μείνει μόνο εσύ, με τις σκέψεις σου. Είναι η μαύρη έρημος, είναι το απόλυτο τίποτα, είναι η νεκρική ησυχία και άπειρη μαυρίλα μιας ύπαρξης που αιωρείται στο πουθενά, περιμένοντας, κάπως, με κάποιο τρόπο, να σταματήσει να υπάρχει. Αλλά εδώ έρχομαι εγώ. Και σου υπόσχομαι, εγώ προσωπικά, να σε πάρω από εδώ, να σε βάλω σε ένα αναπαυτικό κρεβάτι και να σου δίνω όλα όσα χρειάζεται ο οργανισμός σου μέχρι τα βαθιά σου γεράματα, τα οποία θα κάνω ότι μπορώ για να παρατείνω. Και θα είσαι εκεί, μόνος σου με τις σκέψεις σου, τις αναμνήσεις σου, που σιγά σιγά θα ξεθωριάζουν και θα χάνονται, θα φωνάζεις χωρίς να σε ακούει κανένας πέρα από την ηχώ στο μυαλό σου. Θέλω να αναλογιστείς για μια στιγμή, αυτήν την κατάσταση. Να αναλογιστείς το είναι σου σε μια παρατεταμένη κατάσταση υστερίας και αποκλεισμού, όλα πασπαλισμένα με την ελπίδα ότι ίσως εγώ,

[359]


κάποτε, για κάποιο λόγο, να σου δώσω το αντίδοτο. Θα στο δώσω; Θα σε λυπηθώ; Ή θα αφήσω, σαδιστικά, τον μεγαλύτερο εφιάλτη όλων να κρατήσει δεκαετίες ολόκληρες; Ποιος ξέρει; Σο αστείο, -χα χα-, το αστείο είναι ότι αυτός που εμπνεύστηκε αυτό εδώ το μικρό θαύμα, επηρεάστηκε λέει από μια πολύ παλιά ταινία, κάτι με το τζόνι και το όπλο του. Σην έχεις δει; ΋χι; Ούτε εγώ. Απεχθάνομαι τις παλιές ταινίες, είναι τόσο…φτηνές και ξεπερασμένες. Αλλά ξεφεύγω πάλι από το θέμα γαμώτο.’’ Ο Λιρόι σταμάτησε τον μονόλογό του και έκατσε ξανα απέναντί του. Ο ΢άλυ ανέπνεε αργά, κοιτάζοντας χαμηλά, προσπαθώντας να διώξει την φρίκη από το κεφάλι του. Σα μάτια του βούρκωσαν χωρίς να μπορεί να το ελέγξει. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπά ανεξέλεγκτα. Ο Λιρόι έκατσε πίσω και έβαλε τα πόδια του στο τραπέζι. ‘’Δεν έχω όμως άλλο χρόνο, να προσπαθώ να σε εντυπωσιάσω και εσύ να είσαι έτσι...απαθής. Άλλοι θα χειροκροτούσαν…αλλά ναι, δεν μπορείς εσύ τώρα. Πες μου λοιπόν που είναι η Ντάιαμοντ, ή εναλλακτικά, διάλεξε εσύ ένα από τα τρια. Βασάνισε το σώμα σου και το μυαλό σου, αφάνισε την ύπαρξή σου, κράτα το μυαλό σου χωρίς πόνο αλλά και χωρίς τίποτα άλλο να το πλαισιώνει. Αν τελικά το... παράλογο πείσμα σου υπερισχήσει, θα διαλέξω εγώ για σένα, ή ίσως δοκιμάσω και μερικούς συνδυασμούς. Οι άνθρωποι χωρίς ταυτότητα είναι πολύ καλοί για πειραματόζωα, ξέρεις. Αν πάλι μου πεις τώρα που είναι η Ντάιαμοντ, όλα θα τελειώσουν ήρεμα και απλά, και αυτή η συνάντηση θα είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Σι λες λοιπόν, φίλε μου;’’ Ο ΢άλυ συγκράτησε μια σπαρακτική ικεσία, από μια σπασμωδική περηφάνια. Ο άντρας χαμογελούσε με την ηρεμία ενός ναζί. ‘’Σι λες για όλα αυτά;’’ Η Νικόλ Άντερσον έφτασε στο αυτοκίνητο του Λιρόι, λαχανιασμένη. Σο αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από ένα χαμηλής ποιότητας ξενοδοχείο εδώ και λίγη ώρα, και η Νικόλ είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι σε αυτό θα βρισκόταν και ο οδηγός του. Αναρωτήθηκε αν είχε βρει την Ντάιαμοντ, και την φόρτωνε με τις ουσίες του για να την επιστρέψει βουβή στο ΢άικεντ. Αν οι διοικητικοί του ΢άικεντ μαθαίνανε, με κάποιο τρόπο, για την σχέση της Ντάιαμοντ με τον επιβλέπωντα θεραπευτή της, το σκάνδαλο θα ήταν ικανό να καταστρέψει την καριέρα του. Και μαζί την δική της, αλλά αυτό θα ήταν παράπλευρη απώλεια. Ο Λιρόι δεν θα επέτρεπε όμως κάτι τέτοιο, και ο λόγος που βιαζόταν να βρει πρώτος την Ντάιαμοντ ήταν για να προλάβει να διαγράψει από το

[360]


κεφάλι της οτιδήποτε θα μπορούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Αλλά το μυαλό της Ντάιαμοντ είχε δεχθεί τόσες πολλές διαγραφές και επανεγγραφές, που οποιαδήποτε περεταίρω παρέμβαση ήταν πέρα από αντιδεοντολογική, και επικύνδινη. Η αίσθηση καθήκοντος της Νικόλ είχε ξεπεράσει οποιαδήποτε ανησυχία της για την καριέρα της, και έτσι μπήκε στο ξενοδοχείο βιαστικά, μόνο και μόνο για επιβεβαιώσει επί τόπου την υποψία της ότι ο Λιρόι ήταν εκεί. ΢ε ένα καναπέ στην αίθουσα υποδοχής, ο Σέρι Κρος χάζευε μια τηλεόραση σε σίγαση. Αυτός την είδε πρώτος, και σηκώθηκε όρθιος. ‘’Σο αφεντικό έχει δουλειά, μανταμίτσα’’, της είπε με την τραχιά φωνή του. ‘’Έλα κάτσε μαζί μου να φάμε μερικά φιστίκια μέχρι να τελειώσει’’. Η Νικόλ Άντερσον του έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα. ‘’Που είναι;’’ Αυτός σήκωσε δήθεν ανήξερα τους ώμους. ‘’Πόρτα πόρτα λοιπόν’’, είπε και περπάτησε προς τις σκάλες για τα δωμάτια. Ο Σέρι Κρος την ακολούθησε κάπως βαριεστημένα αλλά με σαφή πρόθεση να την προλάβει. Και τους δυο πρόλαβε η φωνή μιας εμβρόνητης ρεσεψιονίστ, που το άκουσμα του ‘πόρτα πόρτα’ της προκάλεσε άγχος για την πελατεία της. ‘’208’’, είπε και η Νικόλ άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά με μεγαλύτερη ταχύτητα, κάτι που έκανε και ο Σέρι Κρος. Ο ΢άλυ δεν γνώριζε την Νικόλ. Ο ΢άλυ επίσης δεν είχε ξαναδεί ποτέ τον Λιρόι. Ο ΢άλυ φοβόταν, και φοβόταν με ένα βαθύ και διαπεραστικό τρόπο, που του προκαλούσε τρέμουλο. Ο ΢άλυ δεν ήθελε να προδώσει την Ντάιαμοντ σε αυτόν τον απάνθρωπο σαδιστή, αλλά επίσης ο ΢άλυ δεν ήθελε να ζήσει τίποτα από όλα αυτά που του είχαν μόλις περιγραφεί. Ο ΢άλυ θα προτιμούσε μια απειλή θανάτου- ζούσε με αυτήν από μικρό παιδί και είχε μάθει στην γεύση της. Σώρα όμως, η γεύση του φόβου από ένα πράσινο φιαλίδιο του προκαλούσε ναυτία και τάση για εμετό. ‘’Σέλος χρόνου’’, είπε ο Λιρόι, και στον διάδρομό τους ακριβώς απ’ έξω η Νικόλ ένιωσε ένα σίγουρο χέρι να την κρατά από την μέση και να διακόπτει την πορεία της. Σο χέρι την έφερε στον τοίχο και την χτύπησε δυνατά. ‘’Περίμενε μανταμίτσα, σου είπα’’, της είπε αυτός και ο τόνος του της φάνηκε γλοιώδης. Η Νικόλ προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον κλωτσήσει και να τον απωθήσει. Απέναντί της ήταν το νούμερο 203. Υώναξε δυνατά το όνομα της Ντάιαμοντ, αλλά το βρώμικο χέρι του Σέρι Κρος προσγειώθηκε στο στόμα της.

[361]


‘’Μην κάνεις τώρα σκηνή κούκλα μου’’, είπε αυτός και την ανασήκωσε τόσο, ώστε τα πόδια της ήταν σχεδόν στον αέρα.’’Ποια Ντάιαμοντ; Δεν την έχουμε βρει ακόμα την σκρώφα’’, είπε. Η Νικόλ ένιωσε μια ανακούφιση αλλά κυρίως ένιωθε αηδία από το χέρι του και την παρουσία του. Σελικά,δάγκωσε το χέρι του με δύναμη ικανή να του κόψει κομμάτι, και αυτός έβγαλε μια κραυγή και χαλάρωσε την λαβή του. Η Νικόλ απελευθερώθηκε. Με όποιον και αν ήταν ο Λιρόι στο δωμάτιο,έπρεπε να του μιλήσει ούτως ή άλλως. Έφτασε στο 208 και χτύπησε με την γροθιά της την πόρτα, ενώ ο Σερι Κρος ξαναπλησίαζε, αγριεμένος, κρατώντας το χέρι του που είχε ματώσει. Ο ΢άλυ τινάχτηκε από το χτύπημα στην πόρτα το οποίο είδε σαν κρυφή ελπίδα. ‘’Λιρόι άνοιξέ μου τώρα’’, ακούστηκε μια φωνή. ‘’Βοήθεια!’’, φώναξε ο ΢άλυ. Ο Λιρόι σηκώθηκε όρθιος. ‘’Σώρα και αν είναι τέλος χρόνου’’, είπε, και έπιασε το πράσινο φιαλίδιο και την ένεση. ‘’΋χι, όχι, ΟΦΙ!’’, φώναξε ο ΢άλυ. Ακόμα ένας χτύπος στην πόρτα, αλλά διακόπηκε απότομα. Ο Σέρι Κρος είχε ξαναπιάσει την Νικόλ και την έσπρωξε με δύναμη, προσγειώνοντας την στην βρώμικη μοκέτα, τα παπούτσια στον αέρα. Πριν ο Λιρόι βάλει το φιαλίδιο στην ένεση, ο ΢άλυ έβγαλε ένα τελευταίο λυγμό αντίστασης. ‘’΢το κτίριο του μετρό, στην ταράτσα’’, είπε ταπεινωμένος. Ο Λιρόι χαμογέλασε, και προς ανακούφιση του ΢άλυ άφησε κάτω το φιαλίδιο. ‘’Ορίστε’’, είπε τρυφερά. ‘’Ορίστε. Σόσο απλά.’’. Ο ΢άλυ πήρε μερικές βαθιές αναπνοές. Ντροπής, αλλά και λύτρωσης. Αλλά μετά ο Λιρόι έβγαλε ένα ακόμα φιαλίδιο από την τσέπη του, απροσδιορίστου χρώματος, και το εφάρμοσε σβέλτα στην ένεση. Ο ΢άλυ τινάχτηκε από την θέση του, υστερικά, να απελευθερωθεί. ‘’Μα, μα είπες, είπες...’’, διαμαρτυρήθηκε έντρομος. ‘’Είπα, ξείπα αγόρι μου’’, είπε με τον ίδιο τρυφερό τόνο. Όστερα, έφερε την ένεση κοντά στην εκτεθειμένη φλέβα. ‘’Σι είναι αυτό; Σι είναι αυτό; ΢ε παρακαλώ’’, ούρλιαξε ο ΢άλυ, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο χρώμα στο φιαλίδιο. ‘’΋χι το πράσινο, όχι το πράσινο, σε παρακαλώ, σε ικετεύω’’, είπε. Ο Λιρόι του χάιδεψε το κεφάλι πριν η μύτη της βελόνας εισχωρήσει κάτω από το δέρμα του.

[362]


‘’΋χι αγόρι μου’’, είπε γλυκά και μαλακά. ‘’Αυτό δεν είναι τίποτα από όλα όσα σου έδειξα. Δεν είμαι παλιάνθρωπος. Δεν θα σου το έκανα αυτό.’’ Ο ΢άλυ έκλεισε τα μάτια του, τα χείλη του έτρεμαν, η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει. Ο Λιρόι πίεσε το έμβολο και το αίμα του ΢άλυ είχε πλέον το υγρό από το φιαλίδιο. ‘’Αυτό είναι ένας γρήγορος,ανώνυδος θάνατος. Ούτε που θα το καταλάβεις’’, του είπε με την στοργή ενός επαγγελματία. Όστερα του χάιδεψε το κεφάλι ξανά. Ο ΢άλυ τον κοίταξε ικετευτικά, έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς. Όστερα το κεφάλι του βάρυνε κάπως και μια ιδιότροπη γεύση, σαν βανίλια, απλώθηκε στον ουρανίσκο του. Μια γαργαλιστική αίσθηση χάιδεψε τις καμάρες των ποδιών του και τις παλάμες του, και θα ορκιζόταν ότι άκουσε ένα μικρό βουητό, σαν κάποιο πολύ μακρινό βούκινο ανήγγειλε την άφιξή του. Σο σκοτάδι ήρθε με μια δίνη και ένα γλυκό, καταπραυντικό χάδι στην αγωνία του. Όστερα το κεφάλι του έπεσε με δύναμη στο τραπέζι, ανάμεσα στα χέρια του. Ο Λιρόι τύλιξε τα φιαλίδια και την ένεση μέσα στο νεσεσέρ με σχολαστικότητα, και το έβαλε στην τσέπη του. Όστερα προχώρησε προς την πόρτα, και την άνοιξε. Κοίταξε τον κακοφωτισμένο διάδρομο, και είδε λίγο πιο δίπλα ένα λαχανιασμένο Σέρι Κρος να κρατάει στο πάτωμα την Νικόλ Άντερσον, το ένα χέρι στο στόμα της, το άλλο να κρατάει στο πάτωμα το ένα χέρι της, και το γόνατό του να την πιέζει στο μηρό. Η Νικόλ χτυπιόταν σαν αγρίμι και ο Σέρι Κρος πάσχιζε να κρατήσει την ισσοροπία του. ‘’΢ας διακόπτω;’’, ρώτησε. Ο Σέρι Κρος σηκώθηκε απότομα και την απελευθέρωσε. Η

Νικόλ

τινάχτηκε

σαν

ελατήριο

και

έκανε

μια

περιστροφή

μακριά

του

μουρμουρίζοντας ‘’σιχαμένε μπάσταρδε’’. ‘’Ήθελε να μπουκάρει’’, είπε ο Σέρι Κρος, πιάνοντας την αναπνοή του. ‘’Ποιος είναι μέσα;’’, είπε σχεδόν τσιρίζοντας η Νικόλ. Μια πόρτα άνοιξε διστακτικά πίσω τους, μια ματιά του Σέρι Κρος ήταν αρκετή για να ξανακλείσει και να ακουστεί ο ήχος του κλειδώματος. ‘’Πως με βρήκες;’’, ρώτησε ήρεμα ο Λιρόι. Η Νικόλ έτρεξε ξυπόλητη στο δωμάτιο και είδε το πτώμα του ΢άλυ, πεσμένο πάνω στο τραπέζι, τα χέρια δεμένα. ‘’Ποιος σκατά είναι αυτός;’’, ούρλιαξε. ‘’Σον σκότωσες;’’, συνέχισε και έτρεξε να μετρήσει τους σφυγμούς του. Ο άνθρωπος ήταν σίγουρα νεκρός.

[363]


‘’Δεν ξέρω ποιος είναι’’, είπε ο Λιρόι, λέγοντας την αλήθεια. ‘’Αλλά ναι. Σον σκότωσα’’. ‘’Έχεις ξεπεράσει κατα πολύ κάθε γραμμή σήμερα’’, του είπε αυτή οργισμένη, εξετάζοντας ακόμα περισσότερο το πτώμα. Ο Λιρόι άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε προς τον ιδρωμένο ντεντέκτιβ. ‘’Θα μαζέψεις εδώ;’’, τον ρώτησε και αυτός έγνεψε καταφατικά. Όστερα πλησίασε στο αυτί του. ‘’Μου είπε. Κτίριο Μετρό, ταράτσα. Θα είμαι εκεί σε είκοσι. Έλα όταν τελειώσεις’’ , του ψιθύρισε. Όστερα, γύρισε προς την Νικόλ που έπιανε το μέτωπό της σε ταραχή. ‘’Νικόλ, έλα μαζί μου’’, της είπε. ‘’Θα σου τα εξηγήσω όλα’’. ‘’Θα τα εξηγήσεις στη Διοίκηση’’, του απάντησε αυτή. ‘’Δεν πάω πουθενά’’. ‘’΋πως αγαπάς. Αλλά μην κάτσεις εδώ, γιατί ο Σέρι έχει μια δουλειά να κάνει.’’. Ο Σέρι Κρος πλησίασε προς το πτώμα. ‘’Δεν θα παίξω άλλο, κουκλίτσα μου’’, της είπε με το μισό στόμα. Όστερα, σήκωσε το σακάκι του και αποκάλυψε ένα όπλο. Η Νικόλ τους κοίταξε εναλλάξ. Ο Λιρόι σήκωσε τα φρύδια του, σαν να δήλωνε αμέτοχος. Όστερα έσκυψε και της πέταξε ένα παπούτσι. ‘’Θα είμαι κάτω ΢ταχτοπούτα’’, της είπε και απομακρύνθηκε. ‘’Αλλά όχι για πολύ’’, ακούστηκε στην συνέχεια η φωνή του από το διάδρομο. Η Νικόλ κράτησε το παπούτσι και παρατήρησε τον Σέρι Κρος να λύνει με αργές κινήσεις τα χέρια του νεκρού, άγνωστου άντρα. Όστερα απομακρύνθηκε ξεφυσώντας, με νευρικό βήμα και έπιασε το άλλο της παπούτσι και τα φόρεσε. Μια δυνατή βροντή έκανε τα τζάμια του Ξενοδοχείου να τρίξουν, μια βροντή που ο μπάσος της βρυχηθμός ακούστηκε μέχρι το διαμέρισμα της Φόλυ Σζένκινς, την ώρα που τα πνευστά έδιναν την ονειρική έναρξη του non, je ne regrette rien της Εντίθ Πιαφ. Η πολυκατοικία της Φόλυ Σζένκινς, από ένα όροφο και μετά, ήταν ένα εξαιρετικά ασφαλές μέρος. ΢ε ένα σημείο μάλιστα, ήταν ακόμα πιο ασφαλές, καθώς οχτώ αστυνομικοί είχαν σταθεί στον κεντρικό χώρο του ανώτερου τμήματος, και παρέμεναν σιωπηλοί και σχεδόν ακίνητοι στο ημίφως. Ένα μεγάλο, τετράγωνο παζύ τζάμι υποδεχόταν τις σταγόνες της βροχής, που χτυπούσαν ρυθμικά επάνω του, αδύναμοι μα επίμονοι εισβολείς που σχημάτιζαν ένα υγρό μωσαικό.

[364]


Ένας μικρός διακριτικός παλμός ακούστηκε, και οι αστυνομικοί συγχρονισμένα κοίταξαν τα ρολόγια τους. Όστερα σηκώθηκαν όρθιοι. Αν κάποιος κοιτούσε έξω από το παράθυρο, θα έβλεπε μόνο σκιες. Άν κάποιος κολλούσε το αυτί του σε κάποια πόρτα του ορόφου, θα άκουγε μόνο κάποια διακριτικά συρσίματα που έσβηναν από την συναυλία της βροχής πάνω στα γυαλιά και τα τσιμέντα. Οι αστυνομικοί περπάτησαν αργά, μεθοδικά, σαν μέλη ενός ενιαίου οργανισμού, και επικοινωνούσαν μόνο με διακριτικές χειρονομίες. ΋λοι τους φορούσαν τώρα γάντια, όλοι τους κρατούσαν τώρα όπλα εφοδιασμένα με σιγαστήρες. Δυο από αυτούς, σταμάτησαν δεξιά και αριστερά από την πόρτα που όριζε το δωμάτιο της Φόλυ Σζένκινς, αρχηγού των Προστατών. Οι υπόλοιποι παρατάχθηκαν πίσω τους, με χορογραφημένες κινήσεις. Ένας έβαλε μια συσκευή στην ηλεκτρονική κλειδαριά της πόρτας, κάποιες λυχνίες αναβόσβησαν, η πόρτα άνοιξε. Μια τετράδα των αστυνομικών εισχώρησε μέσα, με τα όπλα προτεταμένα προς τα εμπρός, μικρές και λεπτές δέσμες κοκκινωπού λέιζερ έσχισαν το σκοτάδι του χώρου και χόρεψαν στους τοίχους. Ακόμα δυο αστυνομικοί τους ακολούθησαν, και οι άλλοι δυο στάθηκαν στην πόρτα, δεξιά και αριστερά, κλείνοντάς την. Η πρώτη τετράδα κινήθηκε με αργό βηματισμό από το χωλ στο σαλόνι, και οι πρώτοι δυο έστρεψαν τα όπλα και τις ακτίνες τους στο διάδρομο. Μπορούσαν τώρα να ακούσουν την ψιθυριστή μελωδία της Εντίθ Πιαφ. Ο ένας μπήκε απότομα στην κουζίνα, ένας τον αντικατέστησε και συνέχισαν την κίνησή τους προς το υπνοδωμάτιο. Σο υπνοδωμάτιο είχε στο κέντρο του μια εστία από απαλό γαλάζιο φως, σαν πάχνη, και τα στόρια από τα δυο παράθυρά του ήταν ανοιχτά, με την βροχή να συνδιαμορφώνει την ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα. Οι πρώτοι δυο είδαν την Φόλυ Σζένκινς, γυμνή και γαλήνια στην υπνομπανιέρα της, και έκαναν ταυτόχρονα μια χειρονομία με το χέρι τους, μια χειρονομία που οδήγησε όλους να χαμηλώσουν κάπως τα όπλα τους και κινηθούν πιο χαλαρά. ΢το διάδρομο έξω από το διαμέρισμα της Φόλυ Σζένκινς, ένας ψίθυρος ακούστηκε στην ενδοεπικοινωνία τους. Ο ψίθυρος τους διαβεβαίωνε ότι ο στόχος βρισκόταν σε ύπνωση. Ούτε είδαν, ούτε άκουσαν ποτέ τον Γουίλιαμ Κόρβερ, παρά μόνο όταν ξαφνικά μια σκοτεινή σιλουέτα εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά τους. Πριν προλάβουν να προχωρήσουν στην παραμικρή αντίδραση, δυο κοφτερές και λεπτές

[365]


λάμες διαπέρασαν τον λαιμό τους από την καρωτίδα μέχρι τον σβέρκο, και τους έκαναν να σπαρταρίσουν για μερικές μόνο στιγμές, μέχρι οι λάμες να αποσυρθούν πάλι και τα δύο σώματα να σωριαστούν στον διάδρομο σαν ξεχαρβαλωμένες μαριονέττες ενός θεάτρου σκιών. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ βρισκόταν επίσης σε ύπνωση. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκείνη την στιγμή, παρά αντανακλάσεις μιας επίπονης και μακροχρόνιας εκπαίδευσης, καλλιεργημένα με κόπο και χρόνο ένστικτα και μια σχεδόν αυτόματη σωματική λειτουργία. Άνοιξε απαλά την πόρτα και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα σαν σκιά, σκυφτός και αέρινος. Άλλοι δυο άντρες βρέθηκαν μπροστά του στο σαλόνι, κοιτούσαν προς τα μέσα, προς τον διάδρομο. Η λάμα στο δεξί του χέρι έβγαλε ένα συρτό μεταλλικό ήχο καθώς εξήρθε απότομα, μετατρεπόμενη σε σπαθί, και με το άλλο του χέρι κράτησε σφιχτά μια σκληρή και τραχιά μεταλλική ίνα. Με μερικές αθόρυβες κινήσεις βρέθηκε πίσω από τον πρώτο άντρα και πέρασε την ίνα στο λαιμό του, τραβώντας τη με δύναμη προς τα πίσω, σκοτώνοντας τον ακαριαία. Ο επιθανάτιος βρόγχος του κίνησε το ενδιαφέρον του δεύτερου, αλλά πριν προλάβει να γυρίσει η λάμα ήρθε με δύναμη στο σαγόνι του και καρφώθηκε μέχρι το ύψος της μύτης του. Η δεύτερη λάμα ανασύρθηκε και πέρασε κατευθείαν στην καρδιά του. Κοίταξε προς τον διάδρομο. Ένας ακόμα και τουλάχιστον δυο στο δωμάτιο της Φόλυ, περιτριγύριζαν τώρα τον χώρο ύπνου της, με τα όπλα τους να σημαδεύουν προς τα μέσα. Ο Γουίλιαμ δεν είχε πολύ χρόνο. ΋ρμησε στον άντρα που βρισκόταν στο διάδρομο και κάρφωσε την λάμα με δύναμη στην σπονδυλική του στήλη, στο ύψος της καρδιάς του, διπλώνοντας τον ανάποδα αλλά δρομολογώντας και μια πνιχτή κραυγή που έσβησε σχεδόν αμέσως. Ο ένας από τους άντρες στο εσωτερικό του δωματίου έστρεψε το όπλο του προς τον διάδρομο, ακολουθώντας την κραυγή. Ο Γουίλιαμ τράβηξε με μεγάλη ταχύτητα το όπλο του και πυροβόλησε- μια λεπτή στρογγυλή μολυβένια σφαίρα προσγειώθηκε κατευθείαν στο κούτελο του άντρα, βγάζοντας ένα πνιχτό θόρυβο, ρίχνοτας τον προς τα πίσω, αφού πρώτα τον άφησε για λίγες στιγμές μετέωρο, έκπληκτο, έτοιμο να πεθάνει. Ο άλλος άντρας αμέσως πυροβόλησε προς τα πίσω, και το μόνο που ακούστηκε ήταν τα σφυρίγματα από τις σφαίρες καθώς περνούσαν δίπλα του και καρφωνόντουσαν στους απέναντι τοίχους. Ο Γουίλιαμ άφησε το σώμα του να πέσει προς τα κάτω για να αποφύγει τις ριπές και σχεδόν έκατσε στο διάδρομο με την πλάτη στο τοίχο. Όστερα, εκτινάχτηκε με δύναμη προς το δωμάτιο, πραγματοποιώντας μια πλήρη περιστροφή του σώματός του και βρέθηκε στο ένα

[366]


γόνατο. ΢ημάδεψε προς το μέρος του άντρα που ακόμα απομακρυνόταν για να βρει χώρο να καλυφθεί, αλλά η νοητή ευθεία ανάμεσά τους περνούσε ακριβώς δίπλα στην κοιμισμένη Φόλυ, και δεν το ρίσκαρε. Πριν προλάβει να δει την επόμενη κίνησή του, ένας ακόμα άντρας, μη φανερός σε αυτόν όλη αυτήν την ώρα έκανε δυο βήματα κατα πάνω του, σημαδεύοντάς τον με το μακρύκαννο όπλο. Σο πάτημα της σκανδάλης και τα αντανακλαστικά του Γουίλιαμ ανταγωνίστηκαν για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, με αβέβαιο νικητή, καθώς η σφαίρα καρφώθηκε με δύναμη κάτω από τον ένα του ώμο και ξαναβγήκε πίσω του. Σο χτύπημα ήταν επώδυνο, αλλά όχι ικανό να σταματήσει το μομέντουμ της κίνησής του. Αυτό που κατάφερε όμως ήταν να τινάξει το χέρι του και μαζί το όπλο. Ο άλλος άντρας, στην άλλη άκρη, σημάδεψε και αυτός, αλλά ο Γουίλιαμ πρόλαβε να συρθεί σχεδόν πίσω από ένα χαμηλό πάγκο με ρούχα και καλλυντικά. Δυο ακόμα σφαίρες έβγαλαν το σφυριχτό τους θρόισμα, σπάζοντας ένα καθρέπτη πίσω του και σκίζοντας ένα παραδοσιακό παραβάν, ένα από τα αντικείμενα γαλλικού μπουντουάρ για τα οποία η Φόλυ είχε ένα κρυφό φετίχ. Και πάλι όμως, αν και προφυλαγμένος, ο Γουίλιαμ δεν είχε περιθώριο να σταματήσει. Είχε καταλάβει ότι η ασφάλεια του κτιρίου είχε παραβιαστεί από τους αστυνομικούς, ενώ όταν είδε, ερχόμενος από μια κρυφή σκάλα γνωστή και προσβάσιμη μόνο για τους ανώτερους ενοίκους (αλλά και σε αυτόν που συνήθιζε κρυφές νυχτερινές επισκέψεις στην Φόλυ), τους αστυνομικούς να μπαίνουν στο διαμέρισμα της Φόλυ ήταν πλέον σίγουρος για την θανατερή αποστολή τους. Δεν είχε χρόνο ούτε να σκεφτεί ούτε να ερμηνεύσει το ρόλο και τους σκοπούς των αστυνομικών. Δεν αναρωτήθηκε αν είναι κάποιο καμουφλάζ ή αν ήταν διεφθαρμένοι. Δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή αν είχαν πίσω τους οικογένειες, αν είχαν αναγκαστεί να το κάνουν, αν ήταν υπό την επίρρεια κάποιας ψυχότροπης ουσίας. Ήθελαν να σκοτώσουν την Φόλυ. Η εκπαίδευση των Προστατών θεωρητικά σε έκανε ένα ανώτερο άνθρωπο σε επίπεδο σκέψης, πράξης και συνείδησης. Πρακτικά, μπορούσε να σε μεταμορφώσει σε μια μηχανή θανάτου, αν υπήρχε το κατάλληλο ερέθισμα. Και η Φόλυ αποτελούσε το πιο καθοριστικό ερέθισμα για τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Άκουγε θροίσματα από τις σφαίρες, τις άκουγε να προσγειώνονται σε διάφορα σημεία πίσω του. Ανα πάσα στιγμή, ο ένας από τους δυο θα ερχόταν γύρω από τον μικρό πάγκο, που σχημάτιζε μια μικρή αμφιθεατρική δομή, με ένα παλιό ωοειδή καθρέπτη στη μέση, και θα βρισκόταν στην ευθεία με εκείνον. Βιαστικά, περιέστρεψε

[367]


το σώμα του, και μαζεύτηκε, σαν αγρίμι έτοιμο να χιμήξει στο ανύποπτο περαστικό του θήραμα. Σο συγκεκριμένο θήραμα δεν ήταν ανυποψίαστο, αλλά αντίθετα, προσπαθούσε να είναι ο κυρίαρχος θηρευτής. Οι δυο εναπομείναντες άντρες θεωρούσαν ότι ο μυστηριώδης άντρας ήταν στριμωγμένος, και περπάτησαν σε ένα μικρό σχηματισμό για να τον περικυκλώσουν. Ο ένας ξαναπέρασε δίπλα από την Φόλυ και την κοίταξε για μια στιγμή, ένα γυμνό, ευάλωτο σώμα σε μια λίμνη ενός παχύρρευστου υγρού, και σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να τελειώνει με την συγκεκριμένη δουλειά. Ήταν άλλωστε μια απλή υπόθεση μιας σφαίρας. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν νοήματα. Οι ψίθυροί τους στα μικρόφωνα αλλά και το σωριασμένο σώμα ενός στο διάδρομο τους είχε σιγουρέψει ότι είχαν μείνει μόνο δυο. Ο ένας κάλεσε όσους είχαν μείνει κάτω να ανέβουν, προφασιζόμενοι την παρουσία του Γουίλιαμ ως απειλή. Ο ένας άπλωσε το ένα του χέρι προς τον μικρό πάγκο, σαν κάλυψη, και με το άλλο έτεινε ένα όπλο προς το κεφάλι της Φόλυ που βρισκόταν έξω από το υγρό, γαλήνιο. Σο τραγούδι σταμάτησε και μαζί ίσως και ολόκληρη η λίστα μουσικής, καθώς επικράτησε σιωπή. ΢το επόμενο βήμα, η εκτίναξη του Γουίλιαμ δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο στην ένταση και την αυταπάρνησή της. Έπεσε πάνω στον άντρα, ρίχνοντάς τον στο έδαφος, για λίγο μόνο η μια λάμα δεν τον κάρφωσε, περισσότερο από τύχη ή ίσως επειδή δεν έλεγχε καλά το συγκεκριμένο χέρι από την σφαίρα που το είχε διαπεράσει. Σο άλλο όμως ήταν σταθερό, και σίγουρο. Η λάμα εκτοξεύτηκε με δύναμη, σαν βέλος και έσχισε το ημίφως με μια στιγμιαία λάμψη, περνώντας πάνω από την Φόλυ. Όστερα, διαπέρασε το διάφραγμα του άλλου άντρα, ο οποίος έμεινε όρθιος και άρχισε να πισωπατάει, αίμα εμφανίστηκε γρήγορα από το στόμα του ενώ μικρές κόκκινες πιτσιλιές μουτζούρωσαν την γαλήνια επιφάνεια της μπανιέρας. Ένα χτύπημα βρήκε τον Γουίλιαμ στο σαγόνι, από τον αγκώνα του άντρα που ήταν σχεδόν από κάτω του. Ο Γουίλιαμ έκανε να γυρίσει το πονεμένο του χέρι, εκτίναξε και την δεύτερη λάμα, αυτή καρφώθηκε στο έδαφος, ενώ η κοντινή απόσταση της ρίψης προκάλεσε ένα δυνατό ντράνταγμα που όξυνε όλα τα πιθανά αισθητήρια πόνου. Ο άντρας έκανε να γυρίσει το όπλο του, ο Γουίλιαμ το πέταξε μακριά και αυτό σύρθηκε σχεδόν μέχρι τον υγρό θάλαμο της Φόλυ. Όστερα, ο Γουίλιαμ κατέβασε με δύναμη το μέτωπό του ακριβώς στην μύτη του άλλου άντρα.

[368]


Αυτός κάπως πρόλαβε να στρέψει το κεφάλι του, και το χτύπημα βρήκε μέτωπο με μέτωπο, μια πρόσκρουση που τίναξε και τους δυο και απομάκρυνε τα σώματά τους. Έμειναν ζαλισμένοι, για λίγα δευτερόλεπτα στο πάτωμα, και ύστερα προσπάθησαν να σηκωθούν. Σο χέρι του Γουίλιαμ του στερούσε μερικές κρίσιμες στιγμές, όντας πιο αδύναμο. Ο άλλος έχασε επίσης μερικές στιγμές, αναζητώντας το όπλο του. Σελικά τράβηξε ένα μαχαίρι από την ζώνη του και σηκώθηκε στο ένα γόνατο, αλλά ο Γουίλιαμ προσγειώθηκε με το κεφάλι στο στέρνο του, σαν μαινόμενος ταύρος. Οι δυο τους κύλησαν παράλληλα με τον τοίχο και προσγειώθηκαν πάνω σε ένα μικρό τραπέζι με μικρές γλαστρούλες κάκτων, γκρεμίζοντάς τες και σπάζοντας το λεπτό γυαλί. Ο άντρας που είχε απέναντί του ο Κόρβερ δεν είχε σαφώς την δική του εκπαίδευση, αλλά δεν ήταν και μαθητούδι. Έφερε μια καλή γροθιά στο πρόσωπό του, και μια αναπάντεχα επώδυνη γονατιά στα γεννητικά του όργανα. ΢ερνόμενοι, με ώθηση από δυνατά χτυπήματα και περνώντας πάνω από σπασμένα γυαλιά και κακτάκια, βρέθηκαν στην κάτω πλευρά του δωματίου, μέχρι που ένα κανονικό κρεβάτι διέκοψε την κίνησή τους. Εκεί ο Γουίλιαμ έκανε μια περιστροφή, με το χτυπημένο του χέρι να βρίσκει σε ένα απομακρυσμένο κομμάτι από τις μικρές γλάστρες, το οποίο ατυχώς καρφώθηκε σχεδόν μέσα στην πληγή του. Έβγαλε μια κραυγή πόνου, έχασε μερικές στιγμές σε μια αναμέτρηση που κρίνονταν στις λεπτομέρειες. Τπήρχαν τώρα δυο εκδοχές: Η μια θα παρέτεινε την ισοπαλία τους για λίγο ακόμα, μέχρι η φυσική αντοχή να υπερισχύσει στην αναμέτρηση, κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή ο Γουίλιαμ. Η άλλη εκδοχή θα έφερνε τον εισβολέα νικητή, που τώρα είχε ένα μικρό πλεονέκτημα κινήσεων. Η έκβασή τους εξαρτώταν από τον εισβολέα και τις επιλογές του. Σα σενάρια παίχτηκαν στο κεφάλι του Γουίλιαμ σε μια ημιαυτόνομη λειτουργία. Ο αστυνομικός,αν ήταν αστυνομικός, πήρε μια επιλογή από τα χειρότερα σενάρια. Σο μαχαίρι του καρφώθηκε με μένος στο μηρό του, το πλησιέστερο σημείο που έφτανε το χέρι του. Ήταν άσχημο σενάριο, αντάξιο ανυπόφορου πόνου, αλλά όχι το χειρότερο. Ο άντρας αν είχε υπομονή θα προλάβαινε να το καρφώσει στην πλάτη του Γουίλιαμ, ή ακόμα και στο σβέρκο του. Προσπάθησε να το τραβήξει ξανά έξω, για να επαναλάβει κάποιο χτύπημα, αλλά ο Γουίλιαμ απομακρύνθηκε σφαδάζοντας. Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος, κάτι που προσπάθησε να κάνει και ο Γουίλιαμ, κάτω από φρικτούς πόνους. Έπιασε ένα βαρύ μεταλλικό φωτιστικό, και πλησίασε προς το μέρος του πρώην Προστάτη. Αυτός το είδε με την άκρη του ματιού του. Ρουά.

[369]


Σινάχτηκε προς τα εμπρός για να αποφύγει την σύγκρουση με το κεφάλι του, το χτύπημα που ήρθε τελικά στην πλάτη του άδειασε όλο τον αέρα στα πνευμόνια του. Σο φωτιστικό ξανασηκώθηκε. Ρουά. Έστριψε απρόσμενα από την ανάποδη μεριά, έτσι που βρέθηκε ανάσκελα σχεδόν στα πόδια του. Ο άντρας έχασε την ισσοροπία του, πήγε να πέσει, τελικά πρόλαβε, και πάτησε με δύναμη τον Γουίλιαμ στην κοιλιά, ξανασήκωσε το φωτιστικό. Ρουα μάτ. Και μάλιστα κατα πρόσωπο. Ο Γουίλιαμ έκλεισε τα μάτια. Θα το δεχόταν, θα έσφιγγε τα δόντια. Έπρεπε να το αντέξει, για την Φόλυ. Έπρεπε να το δεχτεί, κατα πρόσωπο, να νιώσει τα δόντια του να σπάνε και τη μύτη του να συνθλίβεται, και να το αντέξει. Και να ίσως να δεχτεί και άλλο ένα. Μια λάμψη, λευκή σχεδόν, άστραψε μπροστά στα μάτια του, τόσο έντονη που θα μπορούσε να είναι μια ερμηνεία του πόνου από το φωτιστικό στο πρόσωπό του. Ή ίσως ήταν ακαριαίος θάνατος. ΢τα αυτιά του τρύπωσε ένας οξύς πόνος, που ίσως και να ήταν ήχος. Η κοιλιά του απελευθερώθηκε από το πάτημα του άντρα. Άνοιξε τα μάτια του. Πήρε μερικές ανάσες. Σα μάτια του έπρεπε να ξανασυνηθίσουν το σκοτάδι, καθώς η λάμψη είχε περάσει ένα σκούρο νάυλον μπροστά τους που υποχωρούσε αργά. Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε στα γόνατα. Ο άντρας ήταν πίσω του πια. Ή αυτό που είχε απομείνει από αυτόν. Ο άντρας ήταν ένα με τον τοίχο πίσω του, ήταν μέσα στον τοίχο πίσω του. Μια έντονη μυρωδιά καμμένης σάρκας, καμμένου πλαστικού, καμμένου τσιμέντου. Τπολλείματα μιας ανθρώπινης ύπαρξης, σχεδόν λιωμένα. Ένας πολτός από αίμα και κόκκαλα, μια εικόνα απόλυτης, ωμής βιας. Ο Γουίλιαμ γύρισε το πρόσωπό του. Η Φόλυ Σζένκινς ήταν όρθια, το νερό έφτανε λίγο κάτω από τα γόνατά της. Σο ένα της χέρι, σκεπασμένο από ένα λείο, γυαλιστερό γάντι, ήταν προτεταμένο, ακόμα μπορούσες να δεις την παλάμη της να βγάζει μικρούς απόηχους της ριπής, σαν μικρές τούφες καπνού. Σο βαθύ και γκριζομπλε φως της βροχερής νύχτας έπεφτε πάνω στο υγρό, γυμνό της σώμα, που στεκόταν σε θέση επίθεσης, όλοι οι μυς σε ετοιμότητα και διάταση. Σα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, η έκπληξη, η ένταση, ο φόβος έκανε τις κόρες της να κινούνται ελαφρώς. Σα χείλη της μισάνοιχτα, κάπως τρεμάμενα. Σα κοντά

[370]


μαλλιά της κάπως ανακατωμένα. Σο υγρό έφευγε αργά από πάνω της, έφτιαχνε μικρά ρυάκια στο σώμα της, χάιδευε τα τατουάζ της, περνούσε αργά από το στήθος της, έφτανε μέχρι το σλιπ της, χανόνταν κατεβαίνοντας με μεγαλύτερη ταχύτητα στους μηρούς της. Μια εικόνα δυσβάσταχτης ομορφιάς, μια εικόνα βίαιης σαγήνης. ‘’Φόλυ....’’, είπε αυτός ξέπνοα, αλλά χωρίς να έχει να πεί τίποτα παραπάνω πέρα από το ότι η ύπαρξή του ολόκληρη θα μπορούσε να διαχυθεί λυτρωμένη στην εικόνα μπροστά του. Η Φόλυ τον κοίταξε, τον κάρφωσε με την ματιά της, δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει. Επισκόπησε το χώρο γύρω της, τις καταστροφές, τα πτώματα, την μάχη που είχε ξετυλιχτεί. ‘’Φόλυ ήρθαν και...’’, είπε ξανά αυτός. Εκείνη έφερε το χέρι της στο πλάι, και με μια κίνηση των δαχτύλων της ένας μεταλλικός σωλήνας που λειτουργούσε ως χειρολαβή στην μπανιέρα ξηλώθηκε από αόρατες δυνάμεις και ήρθε μετέωρος μπροστά της. Όστερα, με ένα ακόμα τίναγμα, η χειρολαβή εκτοξεύτηκε προς τον Γουίλιαμ, τον χτύπησε στο στέρνο και σχεδόν καρφώθηκε στον τοίχο πίσω του, αφήνοντας τον εγκλωβισμένο, σαν σε ποντικοπαγίδα. Αυτός δεν προσπάθησε καν να το αποφύγει και ξεφύσηξε μια πνιχτή κραυγή. Η Φόλυ βγήκε από την μπανιέρα. ‘’Φόλυ...’’, είπε πάλι αυτός βήχοντας και φτύνοντας μια μίξη σάλιου με αίμα. ‘’Φόλυ δεν μπορούσα να μην έρθω....έμαθα...έμαθα ότι ετοιμάζανε χτύπημα σε σένα....δεν μπορούσα να το αφήσω....δεν μπορούσα να τους αφήσω....συγνώμμη.....’’ Η Φόλυ τον πλησίασε με σφιγμένα χείλη. ΢χεδόν έτρεμε. ‘’Ποιοί;’’, ρώτησε με τρεμάμενη από την ένταση φωνή, αλλά αυστηρή το δίχως άλλο. ‘’Είναι εκείνοι Φόλυ. Κάτι ετοιμάζουν. Δεν ξέρω τι είναι. Αλλά έμαθα αυτό. Δεν ξέρω τι άλλο. Δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να...έπρεπε να σε σώσω’’ ‘’΢κάσε’’, του είπε αυτή, φωνάζοντας. ‘’΢κάσε!’’ Μια αστραπή φώτισε για μια στιγμή τα πάντα ανάμεσά τους. Η Φόλυ ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα. ΄΄Με σώζεις;’’, τον ρώτησε. Σα πόδια της πάτησαν απαλά πάνω σε διάφορα θραύσματα, συνέχισε να τον πλησιάζει.’’Με σώζεις;’’, επανέλαβε λίγο πιο έντονα και εμφανώς

βουρκωμένη.

Ο

τόνος

της

τώρα

είχε

ένα

σπαρακτικό

παράπονο.

‘’Εξαφανίζεσαι... εμφανίζεσαι.... με χτυπάς... με αφήνεις αναίσθητη.... με σώζεις; Σι κάνεις Γουίλιαμ; Σι σκατά κάνεις; Γιατί το κάνεις;’’

[371]


Αυτός προσπάθησε να σπρώξει τον σωλήνα, αλλά εκείνη μάλλον τον κρατούσε στην θέση της. Θα ορκιζόταν ότι τον πίεζε κιόλας σε κάθε του ανάσα. ‘’Φόλυ, συγνώμμη....αλλά όλα αυτά απόψε, έπρεπε να γίνουν. Δεν υπήρχε εναλλακτική για μένα, καμία. Λυπάμαι’’ ‘’Λυπάσαι;’’, είπε αυτή και πράγματι ο σωλήνας πιέστηκε ακόμα περισσότερο πάνω του. Σότε ήρθε σαν λάμψη, αλλά αμέσως κατάλαβαν ότι δεν ήταν λάμψη από αστραπή. Ήταν μια στιγμαία λάμψη, από μακρινή απόσταση, πολύ πιο ζεστή και γήινη από το απόκοσμο ηλεκτρικό λευκό της αστραπής. Και ο ήχος που την συνόδεψε, δεν ήταν η μπάσα εκκένωση των ουρανών. Ήταν ο ήχος μιας έκρηξης. Η Φόλυ γύρισε το κεφάλι της έντρομη προς το παράθυρο. Ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να δει, αλλά η προέλευση του ήχου και της λάμψης δεν άφηναν πολλά περιθώρια για το τι θα μπορούσε να είναι. Είδε μόνο το πρόσωπο της Φόλυ να συσπάται από έκπληξη και πανικό. Σην είδε να καταρρέει. Σην είδε να σπάει. Ο σωλήνας έπεσε εντελώς ξαφνικά, απελευθερωμένος από το μαγνητικό πεδίο από το χέρι της. Μαζί του κύλησε και ο Γουίλιαμ Κόρβερ στο πάτωμα. Η Φόλυ περπάτησε αργά, παραπατώντας, μέχρι το παράθυρο. Ένας ηλεκτρονικός βόμβος ακούστηκε, πιθανώς το τηλέφωνό της. Όστερα άλλος ένας, διαφορετικός, ερχόμενος από το σύστημα ύπνωσης στην μπανιέρα της. ΢τον ορίζοντα πέρα από το παράθυρο, μπορούσες να δεις τις κόκκινες και κίτρινες γλώσσες, τους καπνούς και την αιωρούμενη σκόνη. Η Φόλυ είδε το κτίριο των Προστατών. Ή αυτό που ήταν κάποτε το κτίριο των Προστατών. Σα γόνατά της είχαν κοπεί, ήταν έτοιμη να πέσει. Ξαφνικά, όλα τα τηλέφωνα και οι υπολογιστές στο σπίτι της Φόλυ άρχισαν να χτυπούν υστερικά. Ένα κόκκινο λαμπάκι άρχισε να αναβοσβήνει σε ένα μικρό γραφείο δίπλα της. Ένας συναγερμός από δεκάδες πλευρές. Πήρε μια αναπνοή γιατί θα έσκαγε αν δεν το έκανε. Ο Γουίλιαμ προσπάθησε να σηκωθεί, ο ήχος από την κίνησή του της τράβηξε την προσοχή και πήγε να σηκώσει το χέρι της. Αυτός έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του, περιμένοντας κάποιο χτύπημα. ‘’Πρέπει...πρέπει να....εγώ..’’, είπε ξέπνοα, χωρίς να μπορεί να πει κάτι παραπάνω. Ο Γουίλιαμ έβγαλε τα χέρια από το πρόσωπό του. Έγνεψε καταφατικά. Η εικόνα και το γεγονός ήταν σοκαριστικά ακόμα και για αυτόν. Κάποιος είχε ανατινάξει το

[372]


ανοσοποιητικό σύστημα της πόλης. Αφού πρώτα είχε σχεδόν επιτυχώς αποπειραθεί να σκοτώσει τον μυελό. ‘’΢ε άκουσα σε ένα όνειρο να φωνάζεις. Να πονάς. Ξύπνησα’’, του είπε σχεδόν ψιθυριστά. Σο βλέμμα της είχε μείνει καρφωμένο στις πύρινες γλώσσες που ξεπηδούσαν σαν κάποιος να είχε ανοίξει μια τρύπα προς την κόλαση από το Κτίριο των Προστατών. ‘’΢υγνώμη για όλα’’, της είπε αυτός. ‘’Αλλά πρέπει να φύγω Φόλυ’’. ‘’Που θα πας;’’ ‘’Θέλω να φύγω από αυτά τα τείχη’’ ‘’Δεν μπορείς. Θα σε σκοτώσουν. Δεν μπορείς να βγεις.’’ ‘’Ας προσπαθήσουν. Θα προσπαθήσω. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο για μένα εδώ’’ ‘’Θα μπορούσε να υπάρχει’’, του απάντησε αλλά τώρα έκλαιγε. Σο χέρι της είχε πέσει αδύναμο στα πλευρά της. Ήταν έτοιμη να γονατίσει. ‘’Από ένα σημείο και μετά, ήσουν μόνο εσύ Φόλυ. ΋ταν έπαψες να είσαι, δεν υπήρχε τίποτα. Κουράστηκα να είμαι άδειος’’ Οι συναγερμοί και οι κλήσεις χτυπούσαν ασταμάτητα. ‘’Πρέπει να απαντήσω’’, ψέλισσε αυτή, χωρίς να είναι σίγουρη αν μπορούσε και αν ήθελε. ‘’Να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις’’, της είπε αυτός. ΢κέφτηκε να της πει για τις απειλές της Άζρα, που τελικά είχαν αποδειχτεί πολύ πιο σοβαρές από όσο και ο ίδιος τις είχε αντιμετωπίσει. ‘’Άσε με να φύγω, δεν θα σε ξανααπασχολήσω και ούτε θα με ξαναδείς ποτέ’’. Η Φόλυ με αργές κινήσεις, έπιασε ένα στενό εφαρμοστό μπλουζάκι, λίγο μεγαλύτερο από αθλητικό στηθόδεσμο, και το φόρεσε. Έμοιαζε ακόμα χαμένη και αβέβαιη, αλλά στις τελευταίες λέξεις του Γουίλιαμ στο πρόσωπό της ξύπνησε το κρυο αίμα του ρόλου της. ‘’΋χι’’, του είπε εμφατικά. ‘’Δεν θα σε αφήσω να φύγεις.’’. Ο Γουίλιαμ κατέβασε το κεφάλι του. Δεν είχε πια κουράγιο ούτε να διαμαρτυρηθεί. ‘’Θα σου δώσω ακριβως μια ώρα.’’, είπε όμως μετά. ‘’΋πως φαίνεται, έγινε κάτι που ξεπερνάει κατά πολύ εμένα και εσένα. Και πρέπει να επιληφθώ αυτή τη στιγμή, πρέπει να είμαι εκεί, πρέπει να το διαχειριστώ. Αλλά αυτό, με εσένα, δεν έχει τελειώσει. Έχεις

[373]


μόνο μια ώρα. Μετά, όσες δυνάμεις έχουν απομείνει στους Προστάτες και σε μένα, θα επικεντρωθούν πάνω σου. ΋λα αυτά αν δεν κάνεις αυτό που μόλις μου είπες.’’. Η Φόλυ άρχισε να ντύνεται αργά, αγνοώντας τους συναγερμούς γύρω της. Ο Γουίλιαμ σηκώθηκε όρθιος, αίμα σε διάφορα σημεία του σώματός του, πόνος. ‘’Υύγε Γουίλιαμ. Υύγε. Δεν με νοιάζει αν οι άμυνες του τείχους σε συνθλίψουν, δεν με νοιάζει αν βγεις, δεν με νοιάζει τι θα βρεις έξω, ούτε τι ψάχνεις. Αλλά δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Αν σε ξαναδώ, σου υπόσχομαι ότι το χέρι μου δεν θα κάνει άλλο λάθος. Υύγε’’. Η τελευταία της λέξη ήταν περισσότερο προσταγή. Ο Γουίλιαμ περπάτησε κουτσαίνοντας, χωρίς να είναι σίγουρος αν είχε τις δυνάμεις να φτάσει μέχρι το αυτοκίνητό του. Υτάνοντας στον διάδρομο, ανάμεσα στην χωρωδία των συναγερμών, γύρισε και την κοίταξε για μια ακόμα φορά, που θα ήταν και η τελευταία. Και το ήξερε. Και το ήξερε και εκείνη. Πήγε να λιποθυμήσει από το κοκτέιλ των πληγών του και της εικόνας της. ‘’΢ε αγαπώ Φόλυ. Πιο πολύ από όσο αγάπησα τον εαυτό μου’’. Οι λέξεις βγήκαν με ειλικρίνια και ένα πόνο που είχε κρατήσει τόσο πολύ ώστε να γίνει ένα με το δέρμα του. Η Φόλυ ήταν τώρα απέναντί του μια σκιά, καθόταν ανάμεσα στα παράθυρα. Σον κοίταζε; Δεν μπορούσε να ξέρει. Σον άκουσε; Ίσως και όχι ανάμεσα στην υστερική φασαρία των συναγερμών. Σο σίγουρο ήταν ότι δεν του είπε τίποτα. Και ίσως έτσι να έπρεπε. ΋τι ήταν να ειπωθεί ανάμεσά τους, είχε ειπωθεί καιρό πριν, αυτός ήταν που έχει μείνει πίσω, αυτός και μόνο ήταν που δεν μπορούσε να κλείσει την πόρτα. Και έτσι γύρισε την πλάτη του και έφυγε, τσακισμένος στην ψυχή και το σώμα, κουτσαίνοντας και αγκομαχώντας, ένας πρώην Προστάτης, ένα πρώην σύμβολο, ένα νυν φάντασμα, ένας χαμένος άνθρωπος σε μια αποστολή αυτοκτονίας, τόσο απεγνωσμένα μάταιη που ίσως και να ήταν πράξη ηρωισμού. Καθώς έπεφτε απαλά στους τοίχους, άφηνε λεπτές κόκκινες πινελιές με το αίμα του. Καθώς προσπέρασε τον σωρό πτωμάτων που είχε αφήσει πίσω του, ένα νοητικό μαχαίρι ξερίζωσε όλες τις σκέψεις από το κεφάλι του, και στερέωσε στο κέντρο του ένα προορισμό. Δεν το ήξερε ακόμα, αλλά ο Γουίλιαμ Κόρβερ είχε μια ακόμα στάση να κάνει. Αρκετά μακριά από το σπίτι της Φόλυ Σζένκινς, η έκρηξη στο κτίριο των Προστατών ήταν το μόνο σήμα και εύναυσμα που χρειαζόταν ο Ρικ Νάι. Τποψιασμένος

[374]


από ένα μίγμα ανθρώπινης και μηχανικής διαίσθησης, εκνευρισμένος στην αδυναμία του να υποψιάσει στοιχειωδώς τον ΢μίττυ και τους υπόλοιπους Προστάτες, ένιωσε την τραγική στιγμή πριν ακόμα αυτή εισέρθει σαν ηλεκτρονική πληροφορία στον ειδικά διαμορφωμένο εγκέφαλό του. Δεν χρειάστηκε καν ο ηλεκτρονικός ψίθυρος της Ντιάνα στα αυτιά του που έλεγε ότι κάτι δεν πάει καλά με τους αστυνομικούς στην είσοδο. Σα καλώδια που είχε για μυς στο ένα του χέρι σπινθήρησαν και το σάιμποργκ σταμάτησε το ασανσέρ πατώντας το κουμπί που οδηγούσε στα υπόγεια. Ένας νέος ψίθυρος ήταν η αιτία, από την Βίνους: Αρκετοί αστυνομικοί είχαν κατέβει στα υπόγεια του κτιρίου, για άγνωστο λόγο. Ο Ρικ Νάι κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέπτη του ασανσέρ. Σα άσπρα,νεκρά μαλλιά του. Σο ένα ανθρώπινο μάτι και η άλλη κονικκωπή κουκίδα. Σο παχύ μεταλλικό χέρι, με τα καλώδια σε σχήμα ασημένιων μυών χωρίς το δέρμα. Μια τρομακτική εικόνα παρά την τεχνολογική της αρτιότητα. Έστειλε το δικό του ψίθυρο: ‘’Εμπλακείτε’’. Έπειτα, με μια νοητική εντολή, συνδεδεμένος καθώς ήταν με κάθε πιθανό κύκλωμα του κτιρίου, ολόκληρος ο Μάυρος Πύργος φωταγωγήθηκε σαν άστρο, από τα υπόγεια μέχρι την μυτερή κορυφή. Ξαφνικά η πόλη έλαμψε γύρω του, και ο Πύργος έγινε το αστρικό κέντρο της. Κάμερες μπήκαν σε λειτουργία, παγίδες σε διαδρόμους βγάλανε ηλεκτρικές κραυγές, το κτίριο ήταν ζωντανό, προέκταση των νευρώνων του. ΋ποιος και αν ήταν στο κτίριο μπορούσε να ακούσει τις μηχανικές κραυγές του Ρικ Νάι ανάμεσα στους τείχους, μέσα από τα καλώδια, σε κάθε όροφο. Ο άγριος σκύλος που φυλούσε το κτίριο γαύγιζε. ΋ποιος και είχε απειλήσει την περιοχή του, όπου να ‘ναι θα γνώριζε το πιο σκληρό δάγκωμα από τον χειρότερο πιθανό εφιάλτη του. Η Βίνους πρώτη συνάντησε έναν αστυνομικό. Σο προγραμματισμένο κεφάλι της σάρωσε την στολή, τον οπλισμό του, τα περιεχόμενα του σάκου του. Αυτός ούτε που την είχε αντιληφθεί, συνέχιζε να προχωρά αργά και προσεκτικά. Ένας ακόμα ηλεκτρονικός ψίθυρος, στο κεφάλι του Ρικ Νάι. ‘’Εκρηκτικά’’. ‘’Εμπλακείτε’’, επανέλαβε αυτός. Ο αστυνομικός ένιωσε ένα τσίμπημα στην πλάτη του, σαν το κεντρί μιας μέλισσας. Ήταν νεκρός αμέσως μετά. Ένας άλλος είδε την Ντιάνα, πρόσωπο με πρόσωπο, ούτε που κατάλαβε ότι τον ακολουθούσε σαν αράχνη από το ταβάνι τόση ώρα. Μια ηλεκτρική εκκένωση από τα ακροδάχτυλά της τον τίναξε αρκετά μέτρα πίσω, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.

[375]


΋λοι οι υπόλοιποι ξαφνικά,ακούσανε μια φωνή που έβγαινε μέσα από τους τοίχους και την οροφή. Ο Ρικ Νάι μουρμούρισε λίγο πριν το ασανσέρ φτάσει στο υπόγειο. ‘’Θα πεθάνετε όλοι’’, είπε. Η Άλις και ο Ρίτσαρντ δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε στην πόλη τους. ΋ταν το κτίριο των Προστατών μετατράπηκε από την μια στιγμή στην άλλη σε ένα σωρό από φλεγόμενα συντρίμμια, ακούστηκε ένα μακρινό βουητό, που θα μπορούσε να είναι ο άνεμος. Ο Ρίτσαρντ είχε σταματήσει κάποια ώρα τώρα, καθισμένος σε ένα πεζοδρόμιο, να μουσκέυεται από την βροχή, παραιτημένος, σαν να περίμενε να τον βρουν και να του αποδώσουν δικαιοσύνη. Η Άλις είχε καταχωνιαστεί σε μια προστατευμένη είσοδο, αφού πρώτα είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια να τον πείσει να συνεχίσουν. Αυτός της είπε να φύγει και να προστατέψει τον εαυτό της όσο αυτός ‘’θα τους κρατούσε πίσω’’. Η Άλις δεν θα τολμούσε να τον αφήσει, αν και δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει, μισότυφλη καθώς ήταν, μουσκεμένη μέχρι το κόκκαλο και χαμένη σε μια άγνωστη πόλη. Πέρασε αρκετός χρόνος, όταν μια μηχανή με σβησμένα φώτα πέρασε από κοντά τους με χαμηλή ταχύτητα. ΋ταν ο οδηγός της σταμάτησε και την έφερε προς τα πίσω με τα πόδια του, η Άλις ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είχε έρθει το τέλος. Ο Ρίτσαρντ δεν κουνήθηκε καν, ακίνητος στην άκρη, μια κουλουριασμένη μάζα. Ο οδηγός της μηχανής έφτασε κοντά του, και έβγαλε το κράνος του. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με μακριά σκούρα μαλλιά κοίταξε προς τον Ρίτσαρντ και ύστερα τον φώναξε με το όνομά του. Η Άλις έκανε ένα βήμα προς τα έξω, βλέποντας μόνο σιλουέτες μέσα στην βροχή. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου σήκωσε το κεφάλι του. ‘’Μπιλ;’’ Είπε απορημένος. ‘’Ο Σσέστερ μου είπε να έχω το νου μου. Ψ, Ρίτσαρντ, έρχονται μπελάδες προς τα εδώ’’, του είπε αυτός. Ο Ρίτσαρντ τινάχτηκε όρθιος. ‘’Άλις!’’, φώναξε δυνατά, χωρίς να είναι σίγουρος αν ήταν εκεί κοντά ή τον είχε παρατήσει. Εκείνη ξεπρόβαλλε από την είσοδο. Αφού την είδε, της έκανε ένα βιαστικό νόημα και γύρισε προς τον Μπιλ. ‘’Μπιλ, σε παρακαλώ, βοήθησέ μας’’. ‘’Για αυτό είμαι εδώ’’, του είπε και ξαναφόρεσε το κράνος του. ‘’Θα το πάμε τρικάβαλο αναγκαστικά. Θα σας πάω στα υπόγεια. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μας

[376]


πιάσουν’’. Η Άλις έφτασε κοντά τους. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει τίποτα. Ανέβηκε ύστερα από υπόδειξη του Ρίτσαρντ στην μηχανή, και αυτός ανέβηκε πίσω της. Ο Μπιλ έβαλε μπροστά, και η μηχανή μούγκρισε με ένα παράπονο για το πρόσθετο βάρος. Ελπίδα. ΢την σκοτεινή, βρεγμένη πόλη τους, υπήρχε ακόμα ελπίδα. Ή κάτι τέτοιο. Η Φόλυ Σζένκινς έφτασε μέχρι το αυτοκίνητό της, το πρόσωπο της υγρό, δεν μπορούσες να ξέρεις αν είναι από δάκρυα ή από την βροχή. Δεν είχε τολμήσει να σηκώσει το τηλέφωνο, ούτε να συνδεθεί στην ενδοεπικοινωνία. Σο κεφάλι της την σφυροκοπούσε- δεν ήταν μόνο η διάσειση, που είχε κάπως υποχωρήσει από τον ύπνο. Ήταν ο τρόμος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί, για αυτό που είχε μόλις γίνει. Ο Ρικ Νάι σκούπισε αργά την ματωμένη μεταλλική γροθιά του. Η τελευταία που έριξε είχε διαλύσει το πρόσωπο ενός αστυνομικού. Ένας άλλος, με κομμένο χέρι από τον ώμο, σπαρταρούσε κοντά στα πόδια του. Ο Ρικ Νάι τον κοίταξε και στερέωσε το κόκκινο μάτι του πάνω του. ‘’Νομίζω ότι τώρα πρέπει να μου πεις μερικά πράγματα’’, είπε στον αστυνομικό. ‘’Έχεις ακόμα αρκετά άκρα για να σου κόψω’’, συμπλήρωσε μοχθηρά. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ έσφιξε έναν παλιό επίδεσμο γύρω από το πόδι του, αφού είχε περάσει αρκετή ώρα περιποιούμενος τον ώμο του, και ύστερα άνοιξε το ντουλαπάκι για να σιγουρευτεί ότι τα σχεδιαγράμματα της Άζρα ήταν ακόμα εκεί. ΢το κεφάλι του υπήρχε μόνο ο δρόμος μπροστά του, αλλά η καταστροφή του κτιρίου γρατζουνούσε την συνείδησή του, και ας ήταν ένα κτίριο που ο ίδιος ποτέ δεν επισκέφτηκε. Αναρωτήθηκε για τον ΢μίτυ, για τον Οράτιο, για τον Σζορτζ Γκίλμορ και την Μόνικα και τους άλλους. Θυμήθηκε τον Υρέντι και την Σζέσσικα. Προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις ότι η προστασία του απέναντι στην Άζρα ίσως είχε οδηγήσει στον θάνατο των παλιών του φίλων. Η προδοσία του αυτή, ακόμα ένας λόγος να φύγει. Ακόμα ένας λόγος να αφήσει την πόλη και το παρελθόν του πίσω του. Η Ρεμπέκα σταμάτησε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου και τινάχτηκε έξω. Ο Σζορτ Γκίλμορ που είχε ήδη φτάσει στο σημείο την έπιασε πριν πλησιάσει το φλεγόμενο

[377]


κτίριο και έπεσαν μαζί στο βρεγμένο οδόστρωμα. Ο ΢μίττυ σταμάτησε να τηλεφωνεί στην Φόλυ, και αποφάσισε ότι θα πρέπει να σκεφτεί το χειρότερο για εκείνη. Η καταστροφή του κτιρίου τον έκανε να κλείσει τα μάτια. Η Λίντια έκλαιγε στο πίσω κάθισμα, και άνοιξε την πόρτα αργά για να λουστεί από ένα δροσερό κύμα βροχής που δεν έφερε καμία λύτρωση. Από την άλλη κατεύθυνση εμφανίστηκε το αυτοκίνητο του Κάιλ Κρέιμερ, με την σειρήνα του να ουρλιάζει. Η Νικόλ Άντερσον έσπρωξε και ξαναέσπρωξε με μανία τον Λιρόι, αηδιασμένη. ‘’΋τι έχω να πω για σένα σήμερα, θα το πω στην Διοίκηση κατευθείαν’’, του είπε. ‘’Κάνε ότι θες’’, απάντησε αυτός και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Μετά από λίγο και αφού είχε φύγει, κατέβηκε ο Σέρι Κρος, κρατώντας ένα τσιγάρο. Σης έκλεισε το μάτι και την είδε να απομακρύνεται πεζή στην δυνατή βροχή, προς άγνωστη κατεύθυνση. ΢ιγά σιγά, ολόκληρη η πόλη άνοιγε τα φώτα της, ξαφνιασμένη και μουδιασμένη. Ένας μαύρος σαν τον θάνατο κόκκορας από κάποια αρχαία κόλαση είχε ξεκινήσει ένα παράξενο τραγούδι πριν την ώρα του. Σο χάραμα ερχόταν. Αλλά κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι είχε περάσει το πιο σκοτεινό μέρος της νύχτας.

[378]


Η Ντάιαμοντ στον ουρανό με την λαγνεία

Αυτό εδώ συνεχίστηκε με μια υπέροχη θέα. Λίγο πριν ο Γουίλιαμ Κόρβερ φτάσει κάτω από το σπίτι της Φόλυ Σζένκινς, και ανέβει σαν διαρρήκτης για να σώσει τελευταία στιγμή την γυναίκα που δεν κατάφερε ποτέ να σταματήσει να αγαπάει, η Ντάιαμοντ ένιωσε μετά από ώρα την φαγούρα στο πόδι της, καθώς έφτασαν στην ταράτσα του ψηλού κτιρίου του Μετρό και έτρεξαν κάτω από ένα φαρδύ υπόστεγο που στην οροφή του λειτουργούσε ως διάδρομος προσγείωσης των χόβερ. Ο βαρύς, συννεφιασμένος ουρανός έκρυβε ακόμα την αυγή που ερχόταν. Οι αστραπές φαινόντουσαν κάπως πιο μακρινές τώρα, σαν αντανακλάσεις ενός πολέμου που λάμβανε χώρα στον ουράνιο θόλο. Η Ντάιαμοντ σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να γράψει κάποιο ποίημα εκείνη τη στιγμή, ο Μαύρος Πύργος λίγο μακριά τους,επιβλητικός και τρομακτικός, τα ψηλά κτίρια, η θάλασσα από νέον φώτα και αστρικά αυτοκίνητα. Και ένας ασημένιος άντρας, γήινος αλλά εξωγήινος, άσχημος αλλά και όμορφος, παράξενος αλλά και αναπάντεχα οικείος. Σόσο οικείος. ‘’Από εδώ, θα δούμε το τέλος του κόσμου σας’’, φώναξε αυτός και αγκάλιασε την βροχή. ‘’Θα έρθει με λάμψεις, θα έρθει με κρότους, αλλά θα έρθει με μια ατελείωτη γιορτή που σου υπόσχομαι ότι θα κρατήσει μέρες. Και θα μείνουμε εδώ, να κοιτάμε τον θάνατο και την αναγέννηση, θα δούμε το ψέμμα να καταρρέει και την φωτεινή ελπίδα να επελαύνει και να καθαρίζει τους βρώμικους δρόμους σας.’’, φώναξε θριαμβευτικά. ‘’Είσαι πολύ φευγάτος’’, τον προσγείωσε αυτή ψύχραιμα, αλλά της άρεσε που ήταν. ‘’Μήπως έρχεσαι και εσύ από το ΢άικεντ και μας κοροιδεύεις όλους;’’ ΢πρώξανε κάποια κιβώτια και έκατσαν επάνω τους. Κοιτάξανε την θέα της πόλης, σαν να περίμεναν να δουν κάποια ταινία. Γελάσανε καθώς ένα δυνατό μπουμπουνητό τους τίναξε τρομαγμένους. ‘’Αλήθεια θες να αυτοκτονήσεις’’, ρώτησε. ‘’Αν δεν καταστραφεί η πόλη πρώτα’’, απάντησε. ‘’Υίλα με’’, είπε αυτός ξαφνικά. Η Ντάιαμοντ τον κοίταξε χαμογελώντας. ‘’Υίλα με, είσαι πολύ όμορφη και αυτές είναι σίγουρα οι τελευταίες στιγμές’’

[379]


‘’Δεν θα σε φιλήσω’’, διαμαρτυρήθηκε και αυτός έσκυψε και φιληθήκανε. Ήταν ένα υγρό φιλί που κράτησε πολύ. Ήταν από εκείνα τα φιλιά που δεν είχαν σκέψη. ΢το τέλος η Ντάιαμοντ τον έσπρωξε παιχνιδιάρικα. ‘’Αν λες αλήθεια σε αυτά που είπες πριν.....τότε τι θα γίνει μετά;’’ ‘’Μετά θα αποκαλυφθεί η αλήθεια’’, είπε αυτός. ‘’Ναι αλλά αυτό θα έλεγε ο κάθε τρελλός. Ποια είναι η αλήθεια; Και με ποιο δικαίωμα θα επιτεθείτε στην πόλη μας;’’ ‘’Η πόλη σας είναι ένα σκοτεινό απομεινάρι μιας άλλης εποχής, όμορφη Ντάιαμοντ. Η πόλη σας δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Έξω, η ζωή έχει προχωρήσει με τρόπους που δεν τους φαντάζεσαι. Είμαστε ευτυχισμένοι, αγαπημένοι, ερωτευμένοι με την ζωή και με τους υπόλοιπους. Δεν υπάρχουν ΢άικεντ εκεί έξω, δεν υπάρχουν φάρμακα, δεν υπάρχουν όπλα και αστυνομικοί, δεν υπάρχουν Προστάτες γιατί δεν υπάρχει τίποτα να προστατέψουν.’’ ‘’Μπορεί να είναι έτσι. Αλλά ο κόσμος εδώ, οι άνθρωποι, έχουν δικαίωμα να επιλέξουν. Δεν μπορείτε να επιτίθεστε μέσα στην νύχτα, είστε απλοί τρομοκράτες. Ποια είναι η αλήθεια μετά, όταν ο φόβος κυριαρχεί;’’ Ο Βίκτωρ ξάπλωσε προς τα πίσω χαμογελώντας. ‘’Ψ, μα, όμορφή μου Ντάιαμοντ, οι άνθρωποι έχουν ήδη επιλέξει. Και αναφέρομαι στους ανθρώπους του κόσμου όλου. Εδώ εσείς, είστε πόσοι; Πενήντα εκατομύρια ψυχές και πολλά λέω, πηγμένες στις ουσίες και την παραπλάνηση, εκεί έξω είμαστε δισεκατομύρια Ντάιαμοντ. Οι άνθρωποι έχουν επιλέξει. Εσείς δεν είστε παρά αιχμάλωτοι των επιλογών λίγων, λίγων ανθρώπων που στις στάχτες του πεθαμένου κόσμου γατζώθηκαν στην εξουσία που είχαν πριν και αποφάσισαν να μείνουν πάνω της, να την διατηρήσουν με κάθε κόστος, να διατηρήσουν τον πλούτο τους. Ξέρεις γιατί έγινε ο μεγάλος πόλεμος αλήθεια; Σι σας λένε στην Ιστορία εδώ;’’ ‘’Σο κεφάλι μου είναι γεμάτο θολές εικόνες και ασαφή σχήματα. Μην ξεχνάς ότι ήμουν τρελλή, και μάλιστα για πολλά χρόνια. Αλλά και πάλι....Θα έρθετε με τα όπλα σας, έτσι δεν είναι; Θα έρθετε για πόλεμο, έτσι δεν είναι;’’ ‘’Κατά προσέγγιση. Εμείς δεν αναπτύξαμε την τεχνολογία μας στα όπλα, όπως εσείς. Αναπτύξαμε την τεχνολογία μας στην παραγωγή, στην διασκέδαση, στην άνεση, αλλά όχι στα όπλα. Είμαστε πολύ περισσότεροι, αλλά στην πραγματικότητα, είμαστε χαμένοι σε μια μάχη όπλων με την πόλη σας. Δεν έχουμε παρά το πλεονέκτημα της σκιάς, και τις αντιφάσεις της μηχανής σας για να τις εκμεταλλευτούμε. Αναλογίσου,

[380]


αλήθεια, πόσοι άνθρωποι πίστεψαν σήμερα ότι είμαι πράγματι εξωγήινος. Πόσοι αλήθεια ήθελαν να πιστέψουν ότι είμαι εξωγήινος. Και ήρθαν να με δουν, βγήκαν στον δρόμο. Σο μόνο που έκανα ήταν να φωτίσω μια ειδικά σχεδιασμένη στολή και να προκαλέσω μαζική υστερία. Αυτό κάτι δείχνει για τον κόσμο, ο κόσμος είναι ικανός να πιστέψει το οτιδήποτε όταν του έχουν πάρει υπόγεια την κρίση και την ερμηνεία των αισθήσεών του. Μην νομίσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε εδώ. Έχουμε ξανάρθει, και έχουμε ξαναπροσπαθήσει. Είμασταν σε διχογνωμία τότε, κάποιοι υποστήριζαν αυτό που λες και εσύ, ότι ο κόσμος είχε δικαίωμα να ξέρει, να αποφασίσει, ότι η μάχη ξεκινούσε από το εσωτερικό. Αποφασίσαμε λοιπόν να σας μπολιάσουμε και εμείς αθόρυβα και υπόγεια την αμφισβήτηση, να σας βοηθήσουμε να δείτε. Αλλά τα σύμβολά σας, τα ναρκωτικά σας, η τεχνολογία σας, απαιτούσε πιο δραστικά μέτρα. Πριν από δέκα χρόνια, εγώ ήμουν ακόμη ένας έφηβος που παρακολουθούσα με αγωνία. Θυμάμαι να ακούω τα νέα. Η πόλη Φόουπ στην Ανατολή είχε πέσει. Είχε πέσει από τους ίδιους τους ανθρώπους της. Είχαμε πετύχει. Θυμάμαι επίσης ότι ήρθαμε ξανά εδώ, στην Έρθ, με στόχο να χτυπήσουμε ένα και μόνο πράγματα σύμβολα σας. Ήρθαμε εδώ να χτυπήσουμε τους Προστάτες, και τους παγιδεύσαμε στην Νεκρή Ζώνη. Σους παγιδεύσαμε χάρη στην αλαζονεία τους. Φάρη στο γεγονός ότι πιστέψανε, ότι χάρη στις ολόμαυρες στολές τους, ότι είναι θεοί. ΋τι είναι άτρωτοι. Είχαν άδικο. Οι προστάτες γονάτισαν εκείνη την ημέρα, από όπλα όχι πιο σύνθετα από ένα πιστόλι και ένα μαχαίρι. Και όταν το φόβητρό τους δεν έγινε παρά μια ανάμνηση και σκια, ετοιμαστήκαμε για το επόμενο βήμα. Αλλά η πόλη σας αποδείχθηκε τότε πιο έξυπνη από εμάς. ΢τράφηκε αναπάντεχα ενάντια στα ίδια της τα σύμβολα, τα τσάκισε ακόμα περισσότερο και τα εξόρισε στην Νεκρή Ζώνη. Σους βλέπαμε για καιρό,καταραμένες και χαμένες ψυχές μιας πρώην υπερδύναμης, θα μπορούσαμε να τους σκοτώσουμε όλους ανα πάσα στιγμή. Αλλά η Πόλη μπορούσε και χωρίς αυτούς. Ήταν ένα βήμα μπροστά από εμάς. Φρησιμοποίησε το φόβο όπως ακριβώς λες, ως μέσο απόκρυψης. Επένδυσε σε αυτόν. ΢ας γέμισε με φάρμακα και ψυχότροπες ουσίες, σας γέμισε με κανονισμούς, σας αφαίρεσε χρόνο και χώρο να σκεφτείτε...ούτε ακριβώς ξέρουμε πως έγινε αυτή η μεταμόρφωση. Αλλά ξέρουμε ότι χάσαμε, ο σπόρος της αμφισβήτησης δεν πέρασε καν τα ανώτερα στρώματα ενός εδάφους καλά ραντισμένου για να μείνει άγονο. Αλλά τώρα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι.

[381]


Οπότε για να απαντήσω και στην ερώτησή σου, όχι. Δεν είμαστε εδώ για πόλεμο. Θα τον χάσουμε τον πόλεμο. Ίσως αν δεν ήταν ξανά οι Προστάτες στο προσκήνιο να είχαμε μια ελπίδα, αλλά τώρα όχι. Για αυτό και πρώτα θα χτυπήσουμε όλες τις γραμμές της άμυνάς σας. Αν πέσουν αυτές, πέφτει και η πόλη σαν χάρτινος πύργος. Σο μόνο μας μέσο είναι ο αιφνιδιασμός. Κοίτα την πόλη σου, κοιμάται. ΢ύντομα θα ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο, και θα συνηδειτοποιήσει, με όσο χρόνο της πάρει, ότι το κακό όνειρο ήταν πριν και αυτή είναι η πραγματικότητα. Θα χτυπήσουμε στην καρδιά, όχι στους ανθρώπους. Θα χτυπήσουμε την καρδιά που δίνει το ψεύτικο ρυθμό, για να ανακαλύψει ο καθένας την καρδιά του και την ακούσει.’’ Η Ντάιαμοντ κοίταξε προς την πόλη. ΢ειρήνες σποραδικές, χαμένες στην βροχή. Μακρινά χόβερ. Κανονικότητα. Ο Βίκτωρ την τράβηξε κοντά του. ‘’Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα’’, της είπε. Όστερα την ξαναφίλησε και με το χέρι του πέρασε μια βόλτα από το σώμα της. Η Ντάιαμοντ ανατρίχιασε. Ανταπέδωσε ένα χάδι, ενέτεινε το φιλί. Η ερωτική της παρόρμηση είχε άγνωστη προέλευση, είχε προέλευση από την ένταση ενός επερχόμενου κακού και από την λύτρωση μιας απερχόμενης φυλακής του μυαλού της. Ήταν ωραία η στιγμή, ήταν ωραία η καταιγίδα, ήταν ωραία τα λόγια του, ήταν ωραία η αβεβαιότητα. Ήταν όλα φτιαγμένα γύρω της για να ενισχύσουν μια καταπιεσμένη λαγνεία, για να πλαισιώσουν μια σαρκική επαφή που το σώμα της λαχταρούσε. ‘’Κάνε μου έρωτα’’, του είπε σαν να μιλούσε κάποια άλλη αντί για αυτήν. ‘’Κάνε μου έρωτα και άσε τον κόσμο να τελειώσει’’. Ο Βίκτωρ την έσφιξε δυνατά ανάμεσα στα χέρια του. ‘’΋ταν το θέτεις έτσι’’, μουρμούρισε χαμογελώντας και την ξάπλωσε ανάσκελα στο σκληρό κιβώτιο. Η Ντάιαμοντ έκλεισε τα μάτια της. Η επαφή τους ήταν γρήγορη, κάπως αβέβαιη στον άβολο χώρο. Σον έσφιξε κοντά της, άφησε το σώμα της να απολαύσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας. Δεν είχε καμία ενοχή, καμία σκέψη, κανένα άγχος. Αυτός ήταν λαίμαργος, τα μισά του καύσιμα ήταν ενθουσιασμός και ανδρεναλίνη, τα άλλα μισά ένα φερμένο από αλλού απελευθερωμένο πάθος. Άφηνε το ρυθμό να τον καθορίσουν τα σώματά τους, ο ρυθμός άλλαζε, ήταν μια τζαζ μελωδία χωρίς μέτρο. Σα κύτταρα της αφέθηκαν σε μια σιωπηλή, όχι ιδιαίτερα ελεγχόμενη, κορύφωση. Κάθε ένα από αυτά σπαρταρούσε σε ένα σώμα που έμενε σχεδόν ακίνητο, μόνο κάποια ρίγη υποδήλωναν τον οργασμό της. Αυτός το ένιωσε, και αυτό ήταν το δικό του

[382]


εισητήριο. Οι τελευταίες του ανάσες ήταν μεγάλες σε διάρκεια, βραχνές, τρεμάμενες. ΋ταν τα σώματά τους χαλάρωσαν, γλίστρησαν από το κιβώτιο και έπεσαν κάτω, με αυτήν επάνω του, ακόμα αγκαλιασμένοι. Έμειναν εκεί, ενωμένοι, για λίγη ώρα, οι σταγόνες έφταναν στα σώματά τους και εξατμίζονταν αμέσως από την θερμότητά τους. Μετά από μερικές ανάσες, αυτός σηκώθηκε αργά, ντύθηκε, και την βοήθησε να κάνει το ίδιο. Όστερα, την πήρε από το χέρι και την έβγαλε στη βροχή. Η δροσιά της την ξύπνησε από μια παρατεταμένη εσωτερική αιώρηση. Υτάσανε μέχρι την άκρη της ταράτσας, η πόλη ήταν στα πόδια τους, δική τους. Λίγο μακριά, ένα κτίριο έσκασε σαν πυροτέχνημα, και αυτός την έσφιξε δυνατά πάνω του. Ο ήχος της έκρηξης ήρθε μέσα από τις σταγόνες και ήταν ξερός και βίαιος. Η Ντάιαμοντ έβγαλε ένα επιφώνημα δέους. Αυτός την έστρεψε κάπως, και τώρα κοιτούσαν τον μαύρο πύργο ευθεία μπροστά τους. Η Ντάιαμον γούρλωσε τα μάτια και κράτησε την αναπνοή της. Πέρασαν μερικές στιγμές. Οι σειρήνες πολλαπλασιάστηκαν, τα χόβερ έφτυσαν φώτα από τις κοιλιές τους και άρχισαν να πλησιάζουν το σημείο της πρώτης έκρηξης. ‘’Σι ήταν εκεί;’’, ρώτησε η Ντάιαμοντ. ‘’Εκεί ήταν που κρατάγατε το φόβο’’, απάντησε αυτός. ‘’Εκεί που κρατάγατε αυτούς που σας προστάτευαν από την αλήθεια. Και τώρα κοίτα, όμορφη Ντάιαμοντ, κοίτα αυτούς που κρατάνε τα κλειδιά, αυτούς που κρατάνε τις ζωές σας. Κοίτα τους να γίνονται παρανάλωμα και στάχτη. Κοίτα τον παλιό σας, γερασμένο κόσμο να καίγεται ‘’ Η Ντάιαμοντ κοίταξε με έναν ένοχο ενθουσιασμό και τρεμάμενες αναπνοές. Είχε τα μάτια της μισόκλειστα, να τα προφυλάξει από μια ακόμα έκρηξη. Αυτή δεν ήρθε ποτέ. ΢την θέση της, ο Μάυρος Πύργος έγινε σε μια στιγμή ολόχρυσος από φως. Έκαναν και οι δυο ένα βήμα πίσω από την φωτεινή πλημμύρα, για μια στιγμή θεώρησαν ότι αυτή ήταν η στιγμή, αλλά αμέσως κατάλαβαν ότι δεν ήταν. Μια δυνατή μπάσα σειρήνα αναδύθηκε από τα έγκατα. ΢άρωσε τον αέρα, χτύπησε την βροχή σαν να ήθελε να την σταματήσει. Ο Βίκτωρ της έσφιξε το χέρι, αλλά τώρα το άγγιγμά του ήταν νευρικό, μπορούσε να νιώσει τους χτύπους του διαφορετικούς, την ανάσα του κοφτή και αβέβαιη. Μια πόρτα πίσω τους άνοιξε, την ακούσανε αλλά δεν ήταν ακόμα σε θέση να γυρίσουν να κοιτάξουν. ‘’Κάτι δεν πάει καλά’’, είπε αυτός. ‘’Κάτι δεν πάει καλά’’. Σον ένιωσε να αποτραβιέται. Μια πολύ γνωστή φωνή έφτασε στα αυτιά της, δεν μπορούσε να την αποκωδικοποιήσει αμέσως.

[383]


‘’Πρέπει να φύγω’’, είπε αυτός ξαφνικά, και τώρα το πρόσωπό του έμοιαζε άδειο και βλοσυρό. Η Ντάιαμοντ έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τώρα ο Βίκτωρ ήταν ένας άγνωστος άντρας, δεν την ήξερε καν, δεν τον ήξερε ούτε αυτή, πως βρέθηκαν μαζί εκεί πάνω; Ξανά η φωνή. Σην ξέρει αυτή τη φωνή. Ο Βίκτωρ δεν ήταν πουθενά. Μόνο η φωνή. Είναι ένας εφιάλτης. Αναμφίβολα. Κάπου, κάποιος την φωνάζει για να ξυπνήσει. ΋που να ‘ναι, θα ξυπνήσει. ‘’Ντι;’’ Σην ξέρει αυτή τη φωνή. Αυτή η φωνή ήταν η αρχή του εφιάλτη της. Είναι αυτός, και θέλει να την ξυπνήσει. Είναι στο σπίτι του, έχει αργήσει να σηκωθεί, της έχει ετοιμάσει πρωινό, τι παράξενος εφιάλτης. Ο Βίκτωρ δεν υπήρξε ποτέ, ένα υγρό όνειρο. Με έναν εξωγήινο. Σι ανωμαλίες. ‘’Ντι;’’ Νάτος. Σο Κάθαρμα. Ή ο έρωτάς της. Αυτός που την πρόδωσε. Ή ο άντρας της. Αυτός που την έκανε να θέλει να αυτοκτονήσει. Ή η ομορφιά στη ζωή της. Προσπέρασε το καταφύγιό της και τον κοίταξε.

Είναι αυτός. Σην βλέπει.

Φαμογελάει. Κάτι κρατούσε και έβαλε βιαστικά στην τσέπη του μόλις την είδε. ‘’Ψ, Ντι....Δεν φαντάζεσαι τι λαχτάρα έχω πάρει...’’. ΄Αρχισε να περπατάει γοργά προς το μέρος της. ‘’Σι κάνεις μόνη σου εδώ πάνω, στην βροχή;’’ ‘’Δεν είμαι μόνη μου’’, είπε αυτή. ‘’Ήμουν με τον εξωγήινο’’. Έδειξε προς την μεριά που έφυγε αυτός. Αυτός κοίταξε ερευνητικά το τίποτα, και ύστερα ξαναγύρισε προς το μέρος της.. Σώρα είχε φτάσει μπροστά της, και έτεινε το χέρι του. ‘’Αγάπη μου..’’, είπε. ‘’Κάτι έγινε,κάτι άκουσα, μια έκρηξη;. Γιατί εξαφανίστηκες απόψε; Που ήσουν όλο το βράδυ; Ξέρεις πόσο τρόμαξα;’’ Η Ντάιαμοντ όσο δεν ξυπνούσε, τον αντιμετώπιζε με μεγαλύτερο δισταγμό. ‘’Πάμε σπίτι’’, της είπε, και η φράση αυτή ήρθε σαν τσάπα και σκάλισε μέσα στο κεφάλι της. ‘’Σο ΢άικεντ δεν είναι σπίτι’’, του απάντησε και το πρόσωπό του σκοτείνιασε σαν να είχε φάει χαστούκι. ‘’Σι..τι είναι αυτό;’’, ρώτησε, αλλά η προσποιητή του φωνή τον πρόδιδε. ‘’Ποιος

είσαι;’’,

τον

ρώτησε

αυτή,

με

μεταοργασμική της ευεξία.

[384]

ένα

πείσμα

οχυρωμένο

από

την


‘’Σι εννοείς Ντι;’’, την ρώτησε αλλά μπορούσε να δει την υποκρισία του, σαν να είχε ένα καινούριο ζευγάρι μάτια τώρα πια. ‘’Εγώ είμαι, ο Λιρόι, εγώ είμαι ερωτά μου’’. Η Ντάιαμοντ πισωπάτησε. ‘’Δεν σε ξέρω’’, είπε. Μια μακρινή αστραπή φώτισε το πρόσωπό του. Η βροχή έμοιαζε κάπως να υποχωρεί. ‘’Ντι, σε παρακαλώ’’, είπε. ‘’Δεν σε ξέρω’’. ‘’Ντι, μην το συνεχίζεις άλλο’’ ‘’Δεν σε ξέρω’’. ‘’Ψ, Ντι’’. ΢ειρήνες. Φόβερ. Σο μουρμουρητό της βροχής στα πόδια του, ένα θρόισμα σε ολόκληρη την πόλη. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη. Η Ντάιαμοντ πισωπάτησε και άλλο, αλλά ήξερε ότι η ταράτσα δεν είχε πολλά βήματα ακόμα μέχρι την άκρη της. Σο κάθαρμα με το άλλο χέρι έβγαλε ένα μικρό μικρόφωνο. ‘’Σερι;’’, είπε, χωρίς να πάρει απάντηση. Όστερα κοίταξε πάλι την Ντάιαμοντ, μόνο που τώρα το βλέμμα του ήταν ακόμα πιο απειλητικό. Η Ντάιαμοντ δεν θα ξυπνούσε. Ο εφιάλτης ήταν αληθινός. ‘’Ποιος είσαι; Και ποια είμαι εγώ;’’, τον ρώτησε. ‘’Είμαι αυτός που θα σε πάει πίσω’’, της είπε και τώρα η φωνή του είχε αλλάξει. Σο φίδι άλλαζε το δέρμα του γοργά. Από την τσέπη του έβγαλε τελικά μια μακρόστενη σύριγγα, με τα δάχτυλά του ήδη περασμένα στην πεταλούδα. Η Ντάιαμοντ έκανε ακόμα ένα βήμα προς τα πίσω και άρχισε να αναζητά διεξόδους διαφυγής. ‘’Σέρι!’’, ξαναφώναξε αυτός,αλλά κανένας Σέρι δεν απαντούσε. ‘’Πάμε σπίτι Ντάιαμοντ’’, ξαναείπε. Η Ντάιαμοντ έσφιξε τα δόντια. Όστερα, φώναξε με όλη την δύναμη από τα πνευμόνια της. ‘’ΠΟΙΟ΢ ΕΙ΢ΑΙ;’’ Σο Κάθαρμα πλησίασε αποφασιστικά. Η Ντάιαμοντ έκανε να τρέξει, αλλά τον είδε. Από πίσω του. Αθόρυβο. Μεγαλόπρεπα ασημένιο σε μια ακόμα μακρινή αστραπή. Ο Λιρόι τινάχτηκε, η ένεση έπεσε μακριά του. Ο Βίκτωρ τον έριξε στα γόνατα, και πέρασε ένα σκοινί στο λαιμό του. ‘’΋,τι σε ρώτησε εκείνη’’, είπε με επιθετική ηρεμία. ‘’Ο κύριος μέσα που μου έκανε τσαμπουκάδες, φίλος σου ήταν;’’, συνέχισε.

[385]


Ο Λιρόι προσπάθησε να πάρει ανάσα. Η λαβή του άντρα ήταν ισχυρή. Έβγαζε μόνο ήχους πνιξίματος. Η Ντάιαμοντ κοιτούσε σχεδόν απαθής. ‘’Λοιπόν, όμορφη Ντάιαμοντ, μπορείς να φύγεις. Θα τον αναλάβω εγώ’’. Ο Λιρόι έβγαλε μια πνιχτή κραυγή, σαν να ήθελε να πει κάτι. ΢το κεφάλι της Ντάιαμοντ γινόταν ένας σιωπηρός πόλεμος με τις αισθήσεις της και την αντίληψή τους για το πραγματικό. ‘’Πήγαινε’’, της είπε. ‘’Νόμιζα ότι ερχόντουσαν για μένα, αλλά ερχόντουσαν για σένα. Ο άλλος είχε όπλο. ΋τι και αν είναι, δεν θέλουν το καλό σου.’’ Η Ντάιαμοντ έκανε μερικά αβέβαια βήματα, και σήκωσε την σύριγγα. Σην κοίταξε, δεν έγραφε τίποτα. Σο υγρό μέσα ήταν κοκκινωπό. Όστερα, την έτεινε προς τον Λιρόι, που τινάχτηκε προσπαθώντας να απελευθερωθεί. ‘’Εντάξει, εντάξει’’, κατόρθωσε να αρθρώσει. ‘’Θα σου πω’’, είπε πνιχτά. Η Ντάιαμοντ κοίταξε τον Βίκτωρ με νόημα και αυτός χαλάρωσε την λαβή του, αλλά λίγο. Ο Λιρόι πήρε μερικές βαθιές ανάσες. ‘’Θα σου πω’’, επανέλαβε. ‘’Λιρόι ΜακΜπράιαντ’’, πρόσθεσε. Η Ντάιαμοντ πλησίασε και έσκυψε μπροστά του, η ένεση ακόμα στο χέρι της, με την βελόνα να τον δείχνει. Η βροχή σαφέστατα υποχωρούσε τώρα. Σα μαλλιά της είχαν μουσκέψει αρκετά, και έπεφταν στο πρόσωπό της. ‘’Νταιαμοντ Υίλιπς’’, της είπε. ‘’Είμαι ο Λιρόι ΜακΜπράιαντ, και είσαι η Ντάιαμοντ Υίλιπς. Θα σου πω, θα σου τα πω όλα. Πες του να με αφήσει.’’ Ο Βίκτωρ στο άκουσμα αυτό έσφιξε την λαβή του, αλλά το βλέμμα της Ντάιαμοντ τον σταμάτησε. Ξεφυσώντας απρόθυμα, άφησε τελείως τον Λιρόι που έπεσε κάτω, πιάνοντας τον λαιμό του βήχοντας. Μετά από λίγο, γύρισε καθιστός. Ο Βίκτωρ έμεινε σε ετοιμότητα. ‘’Με λένε Λιρόι ΜακΜπράιαντ, και είμαι γενικός διευθυντής ψυχίατρος της Πτέρυγας Β του θεραπευτηρίου ΢άικεντ. Είμαι γιατρός, ψυχίατρος. Παρακαλώ ηρεμήστε, δεν έχω έρθει να κάνω σε κανέναν κακό. Ντάιαμοντ...σε παρακαλώ άκουσέ με. Θα ήθελα να τα συζητήσουμε με την ησυχία μας πίσω, αλλά ακόμα και έτσι.....Πρώτον, είσαι υπό την επήρρεια δραστικών φαρμάκων. Θα παρουσιάσεις, αν δεν

παρουσιάζεις

ήδη,

διάφορα

στερητικά

σύνδρομα.

Πονοκέφαλοι,

ναυτίες,

αποπροσαντολισμός, μπλακ άουτ, ποιος ξέρει τι άλλο. Είναι αναγκαίες οι δόσεις σου. Πρέπει να με ακούσεις, και να γυρίσουμε πίσω μαζί’’.

[386]


‘’Μίλα’’, είπε αυτή κοφτά. Αυτός ξεροκατάπιε, κοιτάζοντας κλεφτά προς τον Βίκτωρ. ‘’Ντάιαμοντ Υίλιπς, είσαι τρόφιμος στο ΢άικεντ τα τελευταία εφτά χρόνια. Πάσχεις από ισχυρό μετατραυματικό στρες. Ήσουν επικίνδυνη για τον εαυτό σου και για τους γύρω σου, ήσουν αυτοκτονική και ήρθες σε εμάς ετοιμοθάνατη, μετά από προσπάθειά σου να αφαιρέσεις την ζωή σου.’’, είπε βήχοντας. Η Ντάιαμοντ έσκυψε και άλλο, για να βρεθεί στο ίδιο ύψος με αυτόν. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. ‘’Ντάιαμοντ, ήσουν μια..γκουχ...μια νεαρή καθηγήτρια, δίδασκες ιστορία ποίησης και έγραφες κιόλας. Ποιήματα. Δίδασκες στο σχολείο του Μπαρναμ. Καλό σχολείο. Είχες έναν άντρα, τον λέγανε Ράιαν Μίτσαμ. Ήταν μηχανικός. Είχες και...είχες ένα παιδί’’. Εκεί σταμάτησε, φάνηκε να δυσκολεύεται και να κομπιάζει. Ακόμα και ο Βίκτωρ κοίτουσε τώρα έκπληκτος και απορροφημένος. ΄΄Σο παιδί σου σκοτώθηκε, Ντάιαμοντ. Λυπάμαι πάρα, πάρα πολύ. Είχες δώσει σημαντικό και επίπονο αγώνα για την άδεια, δεν το ξεπέρασες ποτέ. Κλείστηκες στον εαυτό σου και έριξες τείχη στην λογική σου. Σα έχασες Ντάιαμοντ. Έχασες τον κόσμο’’. Η Ντάιαμοντ ήταν σαφώς σοκαρισμένη, αλλά δεν είχε καμία ανάμνηση από όλα αυτά. Ο Λιρόι σηκώθηκε όρθιος. ‘’Ήρθες σε εμάς, και ανέλαβα να σε κουράρω. Είχες χάσει σημαντικό κομμάτι από την αντίληψή σου. Αυτό που συνέβη, συμβαίνει πιο συχνά ίσως από όσο θα θέλαμε, αλλά συμβαίνει. Απέκτησες μια εξάρτηση από την σχέση μας. Οι συνεδρίες μας για εσένα, απέκτησαν ένα χαρακτήρα επαναφοράς στην πραγματικότητα. Γατζώθηκες πάνω σε αυτήν την επαφή, ενώ μια δίνη σε ρουφούσε με δύναμη. Δεν ήθελες να σε πάρει, κρατήθηκες γερά, κρατήθηκες με όλο σου το είναι. Με ερωτεύτηκες Ντάιαμοντ. Η πνευματική μας σχέση γρήγορα μετατράπηκε σε ερωτική. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, αυτός που έβλεπα στις συνεδρίες μας, γεμάτος ζωντάνια, χαρά, καμία σχέση με την υπόλοιπη καθημερινότητά σου. ΢ε αυτήν ήσουν νωθρή, σαν να μην είσαι εκεί... Θεωρήσαμε, και εγώ θεώρησα, ότι η σχέση μας μπορούσε να αποτελέσει τον βατήρα της επαναφοράς σου. Πεισμένος εγώ, ερωτευμένος με τον υπέροχο άνθρωπο και ερωτευμένος με την θέλησή μου να επανέλθεις, αποφάσισα ότι αυτή είναι η οδός. Είμασταν μαζί Ντάιαμοντ, αναπτύξαμε μια σχέση που ξεπέρασε τα όρια γιατρούασθενούς. Μπορείς να με κατηγορήσεις για αυτό. Μπορείς να με πεις ανήθικο, μπορείς να πεις ότι έπαιξα και ρίσκαρα με το μυαλό σου, που ίσως να μην είχα κανένα

[387]


δικαίωμα. Και ύστερα όμως, άρχισες πάλι να γράφεις, άρχισες πάλι να επικοινωνείς, θέλησες να αποκτήσεις ένα κατοικίδιο, το οποίο ήταν μια οργανική σύνδεση, τομή με την επαφή σου με την πραγματικότητα...’’ ‘’Ο Σίγρης’’, μονολόγησε η Ντάιαμοντ, που κοιτούσε το κενό. ΢το λαβύρινθο του μαυλού της, κάποιος είχε ανοίξει τα φώτα και είχε κάνει τα μεσοτοίχια διάφανα. ‘’Ο Σίγρης. Και μαζί με αυτόν μια ζωή σχεδόν αληθινή, αλλά δυστυχώς, στην ουσία της, φαρμακευτικά και ιατρικά υποστηριζόμενη. Μια ζωή με γυάλινα θεμέλια. Η διαδικασία του χωρισμού μας, έπρεπε να είναι η οριστική δικλείδα. Θα έφευγες από το ΢άικεντ χωρίς ανάμνηση της παλιάς σου ζωής, αλλά με την επίπονη ανάμνηση ενός χωρισμού. Θα έφευγες από το ΢άικεντ πληγωμένη, εκεί που ήσουν σχεδόν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη. Ναι, Ντάιαμοντ. Παίξαμε με το μυαλό σου. Έχεις κάθε λόγο να νιώθεις οργισμένη τώρα, να νιώθεις διπλά προδομένη. Αλλά σε διαβεβαιώ, οι προθέσεις μου, οι προθέσεις μας ήταν οι καλύτερες δυνατές.’’ ‘’Είστε άρρωστοι’’, μουρμούρισε με αποστροφή ο Βίκτωρ. Ο Λιρόι τον κοίταξε απολογητικά αλλά και εχθρικά ταυτόχρονα. ‘’Είναι ένα αεροπλάνο, που δεν μπορεί πια να πετάξει και μένει προσγειωμένο στο έδαφος. Σο αεροπλάνο πηγαίνει για επισκευή. ΢ιγά σιγά, όχι μονομιάς, αλλάζουμε κάθε πιθανό του τμήμα, κάθε βίδα, κάθε λαμαρίνα. ΢το τέλος, όλο το προηγούμενο αεροπλάνο είναι ένας σωρός που δεν σημαίνει τίποτα, ανερμάτιστα υλικά χωρίς καμία συνοχή, αρχή και τέλος. Αλλά το αεροπλάνο είναι ακόμα εκεί. Και μπορεί πλέον να απογειωθεί ξανά. Είναι το ανθρώπινο σώμα. Κάθε κύτταρο του σώματός σου, όταν γεννιέσαι, έχει πεθάνει και ένα άλλο έχει γεννηθεί στη θέση του. ΢το τέλος δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο κοινό με αυτό που είχες παλαιότερα. Είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Έπρεπε να παρέμβουμε σε αυτήν την διαδικασία Ντάιαμοντ. Αυτό κάνουμε. Έπρεπε να καθαρίσουμε τον ιό και να βάλουμε στην θέση του ένα πιο ανώδυνο, ένα εμβόλιο συνείδησης. ΋λα κρίνονται όμως από το αποτέλεσμα, και το αποτέλεσμα απέτυχε. Η εξάρτησή σου από εμένα αποδείχθηκε βαθύτερη από όσο υπολογίζαμε. Δεν δέχτηκες το νέο δηλητήριο που τοποθετήσαμε στην θέση του παλιού, με την έννοια ότι το βίωσες όπως και το προηγούμενο, και ας μην ήταν. Δεν είμαι εδώ για να σου πω ότι πετύχαμε. Είμαι εδώ να σου ζητήσω συγνώμμη, να σε παρακαλέσω να με ακούσεις, να με αφήσεις να κάνω ότι μπορώ, να αποκαταστήσω όση ζημιά έχει γίνει αλλά και όση έχω προκαλέσει εγώ, με την απερισκεψία μου.’’ ‘’Έχεις μεγάλο θράσος, ελεεινέ’’, του είπε ο Βίκτωρ και έσφιξε την γροθιά του.

[388]


‘’Πως πέθανε;’’, ρώτησε αυτή. Ο Λιρόι απάντησε γρήγορα για να αποφύγει το απειλητικό βλέμμα του Βίκτωρ. ‘’Ατύχημα. ΢το λάθος μέρος, την λάθος στιγμή. Θα τον πήγαινες στην παιδική χαρά, κοντά στο σπίτι σου. Έτρεχε, πετάχτηκε στο δρόμο. Σο αυτοκίνητο που ερχόταν ήταν σε αυτόματη λειτουργία, κοκκάλωσε ακαριαία, αλλά το χρονικό περιθώριο ήταν μικρότερο. Ένιωσες ένοχη. Δεν ήσουν’’. Ο Βικτωρ τον τράβηξε και τον έπιασε από τον γιακά. ‘’Πηδούσες την ασθενή σου και έπαιζες παιχνίδια με το μυαλό της, άρρωστε άρρωστε μπάσταρδε. Ντάιαμοντ, άφησέ με να σκοτώσω αυτό το σκουλήκι, εδώ και τώρα.’’ Ο Λιρόι προσπάθησε λίγο να αμυνθεί, αλλά γύρισε ικετευτικά προς το μέρος της. ‘’Ντάιαμοντ, σε παρακαλώ. Έλα μαζί μου. Θα αφιερώσω όλη μου την ζωή να επανορθώσω.’’ ‘’Πως μπόρεσες;’’, είπε αυτή αλλά όχι επικριτικά. Η απορία της ήταν αληθινή, ανθρώπινη. ‘’Σο ξέρω ότι νιώθεις χάλια αυτή τη στιγμή, αλλά..’’ ‘’΋χι’’, τον έκοψε. ‘’Ξέρω ότι θα έπρεπε να νιώθω χάλια, αλλά δεν νιώθω. Είναι περίεργο, αλλά νιώθω μια λύτρωση, σαν μια ομίχλη στο κεφάλι μου να άρχισε να ξεδιαλύνεται και να αραιώνει. Δεν ξέρω τι πόνος μπορεί να υπάρχει όταν ο ορίζοντας καθαρίσει πλήρως, αλλά δεν έχω καμία ανάμνηση από αυτό το παιδί, από αυτή τη ζωή, νιώθω την απώλεια αλλά μόνο όταν μου την περιγράφεις. Σην νιώθω σαν τρίτος. Αλλά αυτό...μεταξύ μας...αυτό το πράγμα...ήταν ένα παραμύθι; Μια μέθοδος; Αυτή η δυστυχία, ήταν εικονική; Εικονική δυστυχία; Δεν μπορώ να το καταλάβω, δεν μπορώ να το διανοηθώ.’’ ‘’Άσε με να τον σκοτώσω’’, επανέλαβε ο Βίκτωρ, που έριχνε ταυτόχρονα κλεφτές ματιές προς την μεριά του ακόμα φωταγωγημένου Πύργου, ελπίζοντας ότι κάτι θα άλλαζε. Ο Ρικ Νάι όμως είχε ήδη τελειώσει την δουλειά του. Η Ντάιαμοντ έκανε μερικά βήματα μακριά τους. ‘’Πως το λέγανε, το παιδί;’’ ‘’Σζόναθαν.’’ ‘’Και ο...άντρας μου, ο...Ράιαν;’’ ‘’Αυτός σε έφερε σε εμάς. ΢ου έσωσε την ζωή. Σου είπαμε ότι αποτελούσε την άγκυρά που σε έφερνε στον πάτο, σου θύμιζε το παρελθόν. Σον υποχρεώσαμε σχεδόν να

[389]


φύγει, και αυτός το έκανε επειδή σε αγαπούσε αληθινά. Δεν ξέρω που είναι, τελευταία φορά που κοίταξα ζει και εργάζεται κάπου στον Δυτικό Σομέα.’’ ‘’Και η Νικόλ;’’ ‘’΢υνάδελφος. Μέρος της διαδικασίας.’’ Η Ντάιαμοντ γέλασε, αλλά περισσότερο από την αμηχανία των αποκαλύψεων. ‘’΢ου αξίζει ένας πολύ άσχημος θάνατος’’, του είπε ο Βίκτωρ μέσα από τα δόντια. ‘’Πολύ άσχημος θάνατος,καθίκι’’. ‘’΋χι...’’, είπε αυτή, κοιτάζοντάς τον. ‘’΋χι, δεν ξέρω και δεν μπορώ να κρίνω τι του αξίζει. Δεν θα πάρω μια τέτοια επιλογή, όχι εγώ και όχι τώρα. Αλλά επίσης όχι (γύρισε ξανά προς τον Λιρόι) Δεν γυρίζω πίσω. Θέλω να ξεδιαλύνω την ομίχλη και να κατακάτσει η σκόνη. Θέλω να μείνω μακριά. Θεώρησε ότι το έργο σου τελείωσε εδώ’’, είπε αποφασιστικά. ΄΄Ντάιαμοντ, τα φάρμακα, η αγωγή’’, μουρμούρισε αυτός, αλλά ένα δυνατό χαστούκι από τον Βίκτωρ τον σταμάτησε. ‘’Η κοπέλα σου είπε κάτι’’, του είπε. ‘’Να αισθάνεσαι τυχερός που δεν σε ξεκοιλιάζω, εδώ και τώρα’’. Ο Λιρόι ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του από το τσούξιμο του χαστουκιού και τον εγκλωβισμό του. ‘’Ποιος σκατά είσαι εσύ, τέλος πάντων;’’, τον ρώτησε εχθρικά. Ο Βίκτωρ σήκωσε το χέρι του για άλλο ένα. Σελευταία στιγμή όμως, έδειξε στο βάθος, προς το κτίριο των Προστατών, που ήταν τώρα ένα σύννεφο πυρακτωμένης σκόνης. ‘’Αυτός εκεί είμαι εγώ. Θα μάθεις πολύ καλά ποιος είμαι εγώ, γιατί εγώ είμαι εδώ για ανθρώπους σαν εσένα.’’ Ο Λιρόι δεν κατάλαβε, αλλά δεν έδωσε άλλη σημασία. Είχε άλλες προτεραιότητες. ‘’Ντάιαμοντ, σε παρακαλώ’’, είπε προς το μέρος της. Εκείνη κούνησε απλά αρνητικά το κεφάλι της, χωρίς να τον κοιτάει. ‘’Πάμε να φύγουμε’’, είπε στον Βίκτωρ που χαμογέλασε μοχθηρά. ‘’Μετά χαράς’’, είπε. ‘’Επέτρεψέ μου όμως πρώτα...’’. Πριν τελειώσει, ένα ακόμα χαστούκι ζεμάτισε το μάγουλο του Λιρόι, και ύστερα μια συγχρονισμένη γροθιά. Ο Λιρόι πισωπάτησε και έπεσε, περισσότερο για να προφυλαχθεί από επιπλέον χτυπήματα. Ο Βίκτωρ τον γύρισε μπρούμυτα με σίγουρες κινήσεις, και έπιασε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Όστερα, χρησιμοποίησε το νήμα για να τα δέσει σφιχτά εκεί. Ο Λιρόι ακούμπησε το μέτωπό του στην υγρή ταράτσα.

[390]


‘’Κάνετε ένα πολύ μεγάλο λάθος’’, είπε, αλλά ύστερα μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του τον έκοψε στα δυο από τον πόνο. ‘’Αντίο Γιατρέ, Λιρόι, ή ότι άλλο. ΢ε παρακαλώ εγώ, άσε με επιτέλους ήσυχη’’, του είπε αυτή. ‘’..Γιατί αν δεν την αφήσεις, εγώ έχω πολύ χρόνο στα χέρια μου’’, συμπλήρωσε ο Βίκτωρ, αν και γνώριζε ότι ήταν μια κούφια απειλή. Αν το σχέδιό τους αποτύγχανε, θα είχε να ασχοληθεί με πολύ σοβαρότερα πράγματα. Καθώς απομακρυνόντουσαν, άλλη μια έκρηξη ακούστηκε από μακριά, και ο Βίκτωρ χαμογέλασε, προσπαθώντας να βρει την προέλευση του ήχου. Σο σχέδιο προχωρούσε, παρά την απρόσμενη καθυστέρηση στον Μαύρο Πύργο. Η Ντάιαμοντ ήταν πολύ απορροφημένη για να το ακούσει. ‘’Γιατί δεν σκότωσες το κάθαρμα;’’, την ρώτησε. Αυτή σήκωσε τους ώμους, έμοιαζε χαμένη αλλά και συγκεντρωμένη ταυτόχρονα. ‘’Νομίζω ότι έχω πολλά ακόμα να καταλάβω και να βρω. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να μου χρειαστεί ξανά’’, απάντησε. ‘’Και τώρα τι;’’ ‘’Και τώρα.....έχω να περιμένω το τέλος του κόσμου....και να βρω έναν ξεχασμένο άντρα...και ίσως να κλάψω ξανά ένα παιδί. Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα. Θα ακολουθήσω το δρόμο, ελπίζοντας ότι δεν θα με χτυπήσει κάποια βόμβα σας’’ ‘’Σότε να αποφύγεις κάποιες οδούς που θα σου πω’’, απάντησε αυτός χαμογελώντας. ΄΄΢ε ευχαριστώ για την βοήθεια, και για την θέα’’, του είπε και ήδη σκεφτόταν την στοργική αγκαλιά του ΢άλυ. ‘’Δηλαδή χωρίζουν οι δρόμοι μας εδώ;’’, είπε αυτός κάπως θλιμμένα, αλλά περισσότερο παιχνιδιάρικα. ‘’Νομίζω πως δεν είμαι ψυχικά έτοιμη να τα φτιάξω με ένα εξωγήινο που ανατινάζει κτίρια της πόλης μου’’, του απάντησε. ΄΄Θέλει σημαντική αυτογνωσία μια τέτοια σχέση, και εμένα μου λείπει αρκετή από αυτήν’’. Ο Βίκτωρ γέλασε, και σταμάτησε λίγο πριν την πόρτα. Μαζί με αυτόν, η βροχή κόπαζε σιγά σιγά, και ξαναγινόταν ψίθυρος. ‘’Θα ψάξω να σε βρω, όταν όλα τελειώσουν. Ελπίζω να βρεις τις απαντήσεις σου. ΢ου αξίζει’’. ‘’Ευχαριστώ, φαντάζομαι’’

[391]


‘’΢ίγουρα δεν θες βοήθεια;’’ ‘’΋χι...κάνε την δουλειά που έχεις να κάνεις. Έχω βοήθεια, και μάλλον με περιμένει κάτω...’’ ‘’Ααα....ο νέος μέντορας του μπόμπιρα; Πάσο τότε. Μεταξύ παρανόμων, αλληλεγύη. Αλλά και πάλι, εγώ θα ψάξω να σε βρω’’. ‘’...΋ταν όλα θα έχουν τελειώσει..’’ ‘’Και όταν τα τείχη έχουν γκρεμιστεί, και αυτή η κακάσχημη χοντρή κακοτεχνία έχει γίνει χαλίκι για οδόστρωμα’’, είπε αυτός, δείχνοντας προς το Μαύρο Πύργο. Μείνανε λίγο σιωπηλοί. ‘’Εις το επανιδείν’’ ‘’΢ε μια όμορφη μέρα’’, απάντησε και ύστερα την άφησε να κατέβει τις σκάλες. Αυτός ήθελε να περιμένει λίγο ακόμα στην ταράτσα κα επιπλέον, ένιωθε ότι ο Λιρόι δεν είχε φάει το ξύλο που του αναλογούσε. Σουλάχιστον θα μπορούσε να περνάει το χρόνο του περιμένοντας τα καθυστερημένα πυροτεχνήματα από το Μαύρο Πύργο. Ίσως μάλιστα να είχε θέα και για το άλλο, το τελευταίο. Α, θα έπρεπε να έχει πάρει μαζί του και ένα ωραίο ζεστό πρωινό για να συνοδέψει το θέαμα. ΋ταν ξαναέφτασε στον Λιρόι αυτός είχε συρθεί αγκομαχώντας προς την στεγανή προστασία της εξέδρας που είχε λάβει χώρα η ερωτική ένωση του με την Ντάιαμοντ. ΋ταν τον είδε να ξανάρχεται προς το μέρος του άρχισε να κινείται κάπως σπασμωδικά και σπαστικά, το ειρωνικό και μοχθηρό χαμόγελο του Βίκτωρ του έστελνε ένα σαφές μήνυμα ενός επερχόμενου πόνου. Η βροχή ήταν αδύναμη, ενώ ένας κρύος αέρας ερχόταν από τα ανατολικά και παρέσερνε τις αδύναμες πια και μοναχικές εναπομείναντες σταγόνες,. Μια μικρή σημαία αποκολλήθηκε από ένα στύλο της εξέδρας και κυμάτισε ελαφριά ανάμεσά τους, μετέωρη και αβέβαιη. Ήταν μια μικρογραφία της σημαίας της πόλης, σε ένα επιμήκες τριγωνικό σχήμα. Η σημαία της πόλης ήταν ένα μινιμαλιστικό σχήμα σε λευκό, μπλε και κόκκινο χρώμα. Δυο εναλλαγές από κόκκινες και άσπρες ρίγες στη βάση, πάνω τους μια λευκή έλλειψη και πίσω της ένα μπλε φόντο. Ίσως να ήταν η ανατολή από μια κόκκινη θάλασσα. Ή ίσως η δύση ενός μπλε ουρανού. Η σημαία αιωρήθηκε μέχρι που ξεπέρασε τα όρια της ταράτσας και βρέθηκε μετέωρη, πάνω από την πόλη, σαν την χαμένη ψυχή ενός χόβερ.

[392]


Ένα ακόμα δυνατό κύμα αέρα την έσπρωξε προς το μέρος του Μαύρου Πύργου, που πλέον ήταν ένα φωταγωγημένο κόσμημα σαν φάρος για διαγαλαξιακά πλοία. Οι δρόμοι είχαν αρχίσει να γεμίζουν από αυτοκίνητα, αρκετά από αυτά είχαν σειρήνες και φώτα που αναβοσβήνανε ρυθμικά. Ο άνεμος πρέπει να ερχόταν από ένα μακρινό σημείο του ορίζοντα που το μαύρο του ουρανού σχιζόταν από πινελιές του μπλε και του γκρι και του απαλού μωβ. Φάραζε. Έκανε να πέσει, αλλά κρατήθηκε και συνέχισε. Προσπέρασε άλλα δυο ψηλά κτίρια, σε λίγο η εξέδρα, ο Βίκτωρ και ο Λιρόι ήταν μια μακρινή εικόνα. Πέρασε κοντά από ένα χόβερ, αυτό ήταν τόσο προσηλωμένο στο στόχο του που ούτε που την παρατήρησε. Κάπως ανυψώθηκε λίγο και η εικόνα κάπως καθάρισε- τα κτίρια που ήταν τυλιγμένα σε μια μεταεκρηκτική πάχνη από θερμά σωματίδια σκόνης ήταν δυο πλέον. Σο σύστημα είχε δεχτεί πλήγμα σε δυο μερές, και τα αντιβιοτικά έτρεχαν σπασμωδικά να τις ιάνουν, αλλά με φόβο ότι μπορεί να υπάρξει και επόμενο. Η αιώρηση διακόπηκε κάπως απότομα, σαν να τελείωσε κάποια μπαταρία. Η σημαιούλα έκανε μια κατακόρυφη βουτιά με τη μύτη, κάπως επανασταθαροποιήθηκε για λίγο, ακόμα μια βουτία, ένα παραλίγο μπλέξιμο με μια μεγαλύτερη και πιο μεγαλοπρεπή συγγενή της σε ένα στύλο που στεκόταν σε ένα μπαλκόνι, ύστερα λίγο πιο κάτω, σχεδόν προσγειώθηκε στο κράνος του Μπιλ και την μηχανή με τους τρεις αναβάτες που έφτανε σε μια ακόμα είσοδο για τα υπόγεια κρυσφήγετα μιας απρόσμενης οργάνωσης, αλλά συνέχισε για λίγο ακόμα, οριζόντια και παράλληλα στο έδαφος. Η σημαία προσγειώθηκε τελικά στο βρεγμένο οδόστρωμα και αμέσως πατήθηκε από ένα διερχόμενο αστυνομικό αυτοκίνητο. Δεν ήταν περιοπολικό, αλλά ένα από τα λίγα

αυτοκίνητα

της

διεύθυνσης

της

αστυνομίας,

μεταφέροντας

σημαντικούς

ανθρώπους που κυκλοφορούν στους δρόμους μόνο για πολύ σημαντικές υποθέσεις. Για κάποιο λόγο, δικό της, η σημαία κόλλησε κάτω από το αυτοκίνητο και ταξίδεψε για λίγο μαζί του, ταξίδεψε στους βρεγμένους δρόμους και νοτιζόταν περεταίρω από σταγονίδια που έφερναν οι ρόδες, μέχρι που σε λίγη ώρα αυτά τα σταγονίδια ήταν πιο ζεστά, κάπως πιο πυκνά, κάπως σαν τηγανισμένη λάσπη. Σο κτίριο των Προστατών, που σταμάτησε το αυτοκίνητο, ήταν μια άμορφη μάζα από συντρίμμια, σκεπασμένο με ένα νεκρικό φωτοστέφανο μιας θερμής αύρας. Αντλίες νερού επιτάχυναν το αργό έργο της βροχής, ζαλιστικά φώτα, άνθρωποι σε όλες τις κατευθύνσεις, παγωμένα πρόσωπα,

[393]


βουρκωμένα πρόσωπα, φωνές, θαραλλέα συνεργεία που πλησιάζανε το τοπίο καταστροφής με ενισχυμένες στολές για να βρούν επιζώντες. Η Φόλυ Σζένκινς έφτασε στο χώρο και το πρόσωπό της ήταν παγερό σαν τον πρωινό άνεμο, αλλά πίσω από τα μάτια της υπήρχε μια γυναίκα που σπάραζε. Ο ΢μίττυ την είδε από μακριά, και κουτσαίνοντας, κλαίγοντας σχεδόν, έτρεξε προς το μέρος της. Έπεσε σχεδόν πάνω της και την αγκάλιασε. Αυτή ανταπέδωσε την χειρονομία αλλά περισσότερο παρηγορητικά. Δεν είχε ανάγκη για αγκαλιές και τρυφερότητα εκείνη την στιγμή. Η Ρεμπέκα την είδε και αυτή, αλλά την κοίταξε από μακριά επίμονα, μέχρι να διασταυρωθούν τα βλέμματά τους. ‘’Είμαι εδώ’’, είπαν και οι δυο με τα μάτια, από απόσταση. Ήταν αρκετό. ‘’Έχουμε και άλλο χτύπημα’’, είπε ο ΢μίττυ. ‘’΢το κέντρο Σεχνολογίας και Πρωτοπορίας’’. ‘’Σο άκουσα’’. Όστερα την ρώτησε αν είναι σίγουρα καλά. ΢κέφτηκε να του πει ότι το οφείλει στον Γουίλιαμ Κόρβερ, αλλά τελικά του απάντησε μόνο ένα ξερό ναι. Σην ρώτησε περισσότερο ρητορικά για το τι γίνεται, του απάντησε ειλικρινά ότι δεν ξέρει. Αλλά μετά από λίγο, έκανε ένα βήμα μπροστά και σταμάτησε να του μιλάει απευθείας. Άνοιξε την ενδοεπικοινωνία, και στα αυτιά όλων των Προστατών ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, μια φωνή που από μόνη της ήταν αρκετή να ηρεμήσει την αγωνία τους, ακόμα και αν το περιεχόμενο των λέξεων θα έπρεπε να την επιτείνει. ‘’Δυο χτυπήματα. Ο Ρικ Νάι με ενημέρωσε ότι απέτρεψε χτύπημα στον Πύργο Διοίκησης. Θα υπάρξουν και άλλα’’ Ένα σούσουρο ξεχύθηκε σαν απάντηση, κάποιες υστερικές φωνές για τους νεαρούς Προστάτες που βρισκόντουσαν μέσα στα συντρίμμια, για τον Οράτιο Γουέστ, για τον ΢αμ, για την Σούλα, την Λίσα, τον Έντουαρντ, την Έμιλυ, τον Κρις, ονόματα διάσπαρτα, θα έπρεπε να σημαίνουν πολλά, σήμαιναν πολλά, αλλά εκείνη την ώρα δεν έπρεπε να σημαίνουν τίποτα. Σουλάχιστον για εκείνη. Ένα νοητό κλουβί είχε καλύψει κάθε περιοχή του εγκεφάλου της που θα της απέτρεπε να σκεφτεί καθαρά. Η Ρεμπέκα την πλησίασε. ‘’Άλλοι στόχοι’’, της είπε, περιμένοντας οδηγίες. Σο βλέμμα της είχε μια στρατιωτική πειθαρχία. Η Φόλυ έπρεπε να δείξει απλώς με το δάκτυλο.

[394]


‘’Αναρίθμητοι’’, διαμαρτυρήθηκε ο ΢μίττυ. ‘’Δεν έχουμε πια τους ανθρώπους να τους καλύψουμε όλους, είμαστε αποδεκατισμένοι’’. ‘’Ο Ρικ Νάι έρχεται προς τα εδώ’’, ακούστηκε μια φωνή. Η Φόλυ έκανε μια γκριμάτσα δυσφορίας. Δεν ήθελε να έχει την παραμικρή επαφή με το σάιμποργκ του Μαύρου Πύργου, ούτε με τις δίδυμες. Κάποια γρανάζια κινήθηκαν στο μυαλό της, λαδωμένα από την ανάγκη. ‘’Ποιος ήξερε ότι κοιμόμουν;’’, ρώτησε τελικά, στο κατώφλι μιας ανακάλυψης. Ο ΢μίττυ και η Ρεμπέκα την κοίταξαν κάπως αιφνιδιασμένα. ‘’Ποιος ήξερε ότι κοιμόμουν;’’, επανέλαβε κάπως πιο αυστηρά, αν και τώρα έμοιαζε να ξέρει την απάντηση. ‘’΋λοι, όλοι οι Προστάτες το ξέρανε’’, είπε κάπως αμήχανα ο ΢μίττυ. ‘’Πέρα από τους Προστάτες’’ ‘’Κανείς Φόλυ. Κανένας. Δεν είναι πληροφορία που μοιραστήκαμε με την αστυνομία ή άλλες υπηρεσίες’’. ‘’Ποιος άλλος;’’, επέμενε. ‘’Κανένας’’, είπε κοφτά και ανυπόμονα η Ρεμπέκα. Όστερα η Φόλυ τους κοίταξε, και έφερε μια στροφή με το βλέμμα της, για να δει όλα τα σημαντικά πρόσωπα που βρισκόντουσαν στην σκηνή. Η Λίντια και ο Σζορτζ Γκίλμορ την εντόπισαν και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος της. Η βασίλισα συγκέντρωνε με την παρουσία της τους αποπροσανατολισμένους στρατιώτες, τις μέλισσές της. ‘’Ο Κάιλ Κρέιμερ’’, είπε τελικά, συλλαβίζοντας το όνομα.

‘’Που είναι

ο Κάιλ

Κρέιμερ;’’ Ο ΢μίττυ έμεινε κάπως έκπληκτος να την κοιτάει, προσπαθώντας να εντοπίσει τον συλλογισμό της. Η Ρεμπέκα δεν χρειαζόταν να σκεφτεί, όταν μιλούσε η αρχηγός σε καταστάσεις σαν και αυτή η σκέψη της ήταν περιττή. ‘’Ο Κάιλ Κρέιμερ ήρθε από εδώ και αμέσως μετά πήρε το μετρό για να ακολουθήσει ένα ίχνος, όπως δήλωσε’’, είπε σταθερά. ‘’Έχει φύγει ένα τέταρτο’’. Η Λίντια έφτασε, έκλαιγε, ο Σζορτζ Γκίλμορ έμοιαζε οργισμένος και κατακόκκινος. Ο ΢μίττυ προσπάθησε να ισσοροπήσει τα αχρηστευμένα, μηχανικά υποστηριζόμενα πόδια του, προσπαθώντας να χωνέψει το όνομα και τον υπαινιγμό. ‘’Ο Κάιλ Κρέιμερ;’’, ξαναρώτησε. Η Φόλυ έσφιξε την γροθιά της.

[395]


‘’΢τόχοι στην πράσινη γραμμή του μετρό’’, είπε, στην πραγματικότητα ρωτώντας, καθώς στο κτίριο των Προστατών περνούσε η πράσινη γραμμή και ενωνόταν μερικές στάσεις προς το βορρά με την κίτρινη. ‘’΢τόχοι στην πράσινη και την κίτρινη γραμμή’’, πρόσθεσε. Η Λίντια ανασυγκροτήθηκε, είχε και αυτή ανάγκη την Φόλυ, όπως όλοι. ‘’Γενικό Νοσοκομείο Ζόλερ’’ ‘’Πολύ μακριά από την στάση’’, είπε η Φόλυ. ‘’Περιορίστε το στις στάσεις. Σα πάντα, οτιδήποτε με σημασία’’. ‘’5ο Αστυνομικό Σμήμα’’, είπε ο Σζορτζ Γκίλμορ. ‘’Με τίποτα’’, απάντησε η Ρεμπέκα. ‘’Αμελητέο’’. Ο ΢μίττυ ξερόβηξε. ‘’Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας της ΢άικεντ’’, είπε αλλά αβέβαια. Η Φόλυ γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος του. Σο Ινστιτούτο Βιοτεχνολογίας της ΢άικεντ ήταν εκεί που τα θαύματα γινόντουσαν και ήταν ακριβώς πάνω στην στάση. ‘’Λίντια, Σζορτζ, φύγατε’’, είπε κοφτά και δεν χρειάστηκε τίποτα άλλο να πει. ‘’Άλλο!’’, ρώτησε στους άλλους δυο έντονα. Η Ρεμπέκα δεν είχε μιλήσει. ΢κέφτηκε να πει αμελητέο και για το Ινστιτούτο, αλλά δεν ήθελε να πάει κόντρα στην Φόλυ. ‘’Σερματικός σταθμός’’, είπε τελικά. ‘’Η πράσινη γραμμή, ο γρηγορότερος δρόμος να πας στο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.’’ Η Φόλυ πήρε μια βαθιά ανάσα. Μα, φυσικά. Φτυπήθηκε το ανοσοποιητικό, έγινε προσπάθεια να χτυπηθεί ο εγκέφαλος, το δυνατό, θανατηφόρο χτύπημα έπρεπε να είναι στην καρδιά. Η Ρεμπέκα ερμήνευσε το βλέμμα της Φόλυ. ‘’Να φέρω το χόβερ;’’, ρώτησε σε ετοιμότητα. ‘’Η μονάδα έχει υπόγεια που συνορεύουν με το χώρο στάθμευσης των οχημάτων’’, μουρμούρισε η Φόλυ. ‘’Θα πάρουμε το μετρό και εμείς’’, προσέθεσε. ‘’΢μίττυ, στείλε τουλάχιστον τέσσερις προστάτες που στέκονται στα πόδια τους με χόβερ. Αν φτάσουν πρώτοι, οτιδήποτε ύποπτο να χτυπηθεί στη στιγμή’’. Ο ΢μίττυ έγνεψε καταφατικά. Η Φόλυ δεν είχε ρωτήσει το παραμικρό για το κτίριο. Ούτε τον αριθμό των θυμάτων, ούτε το αν υπήρχαν ελπίδες να σωθεί κάποιος, ούτε το ποιοί ήταν. Η Φόλυ ήταν το απάνθρωπο ρομπότ που χρειαζόντουσαν. Πριν απομακρυνθεί μαζί με την Ρεμπέκα, αναγνώρισε την ογκώδη σιλουέτα, το αργό περπάτημα, το παχύ, γεμάτο χοντρά καλώδια χέρι, το ελαφρύ ερυθρό φως που έβγαινε από το ένα μάτι. Ο Ρικ Νάι στάθηκε μπροστά τους και τις κοίταξε με το καλό του μάτι εναλλάξ.

[396]


‘’Κορίτσια πάτε βόλτα;’’, ρώτησε με την βραχνή από λεπτό ατσάλι φωνή του. ‘’Πήγαινε στο σκυλόσπιτό σου Ρικ’’, του είπε η Φόλυ και έκανε να τον προσπεράσει. Αυτός δεν έκανε καμία κίνηση. ‘’Σο σκυλόσπιτό μου είναι ασφαλές, όπως και το σπίτι του αφεντικού. Σο αφεντικό με άφησε να βοηθήσω τους γειτόνους, που φαίνεται να έχουν πρόβλημα’’, είπε αργά. Η Ρεμπέκα τον κοίταξε απαξιωτικά. ‘’Δεν χρειαζόμαστε βοήθεια’’, έφτυσε η Φόλυ και απομακρύνθηκε. ‘’΋πως αγαπάς μικρή μου πεταλούδα’’, απάντησε αυτός και ίσως ο μεταλλικός ήχος που το συνόδεψε να ήταν γέλιο. Σο σιχαινόταν όταν την έλεγε έτσι. ‘’Αλλά σε προειδοποιώ- τα ποντικάκια που ήρθαν να πειράξουν το κελάρι μου, δεν ήταν κομάντο. Ήταν μπατσούληδες. Ίσως καλά εκπαιδευμένοι μπατσούληδες, αλλά μπατσούληδες’’. Η Φόλυ κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την αμφίεση των πτωμάτων που είχε αφήσει πίσω του ο Γουίλιαμ Κόρβερ. Αστυνομικοί. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. ΢υνομωσία; ‘’Σι σκέφτεσαι;’’, την ρώτησε η Ρεμπέκα που προσπέρασε και αυτή το ογκώδες ΢άιμποργκ που έβγαζε μια σφυριχτή μηχανική αναπνοή. ‘’Σίποτα ακόμα’’, μουρμούρισε αυτή. ‘’Απλά ας έχουμε στο νου μας τους αστυνομικούς’’, πρόσθεσε. Όστερα της έκανε νόημα να συνεχίσουν προς το μετρό και επιτάχυναν. Πριν απομακρυνθούν πολύ, ο Ρικ Νάι γύρισε προς το μέρος τους, το κόκκινο μάτι του ήταν λίγο πιο λαμπερό. ‘’΋ταν ξαναδείς τον Γουίλιαμ, να του πεις ότι είστε καλεσμένοι για ποτό στα γραφεία μου. Να θυμηθούμε τα παλιά. Αν θυμάμαι καλά, μπορούσες να τον δείρεις τότε, έτσι δεν είναι; Δεν ήσουν ποτέ η κυρία σε απόγνωση εσύ πεταλουδίτσα μου’’. Η Φόλυ κοντοστάθηκε και το πρόσωπό της πήρε μια γκριμάτσα οργής. Θα μπορούσε άνετα να γυρίσει και τον χτυπήσει με μια δυνατή ριπή, να τον κόψει στα δυο. Υυσικά και ήξερε, όλο και κάποιο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης θα έπιασε τον Γουίλιαμ να την σώζει και θα έφτασε σε αυτόν. Αλλά δεν είχε δικαίωμα ούτε να ακουμπήσει τον Ρικ Νάι, με βάση κάθε πιθανό κανονισμό που υπήρχε στην Πόλη. Ήταν περίπου τόσο σημαντικός όσο η Κυρία. ‘’Αν θυμάμαι καλά’’, γύρισε προς το μέρος του με σφιγμένα δόντια, ‘’εσένα τουλάχιστον σε είχα για πρωινό’’.

[397]


Κοιταχτήκανε. Ο Ρικ χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν αυθάδικο και αλαζονικό. ‘’Καλό κυνήγι πεταλουδίτσα μου’’, είπε τελικά. ‘’Θα περιμένω να με πάρετε τηλέφωνο’’. Η Φόλυ έκανε κάτι να πει, κρατήθηκε, γύρισε προς την Ρεμπέκα που είχε ήδη απομακρυνθεί. Σην ίδια ώρα, ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου έπεφτε λυτρωμένος πάνω στον Σσέστερ Μπάρναμπι. Σα υπόγεια των Παραλόγων είχαν κόσμο τώρα, αλλά όλοι τους ήταν ανήσυχοι

και

σκοτεινιασμένοι,

οι

περισσότεροι

κοιτούσαν

την

τηλεόραση

μαρμαρωμένοι, κάποιοι κάποιους υπολογιστές, ενώ μια μικρή παρέα στεκόταν γύρω από μια χαμογελαστή, μυστηριώδη γυναίκα, περίπου τόσο μουσκεμένη όσο αυτός και η Άλις. Σο όνομα της γυναίκας ήταν Άζρα. ‘’Σσέστερ, φίλε μου, σε ευχαριστώ’’, είπε. Η Άλις έστιψε μια τούφα από τα μαλλιά της και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να βρει μια αλλαξιά ρούχα καθώς το νερό είχε παγώσει το δέρμα της. Σο πρόσωπο του Σσέστερ ήταν σκοτεινό τώρα. ‘’Άστο τώρα αυτό, Ρίτσαρντ’’, του είπε χαμηλόφωνα. ‘’Κάτι συμβαίνει απόψε, κάτι πολύ περίεργο. Ο..εξωγήινος, θυμάσαι; Ήρθε εδώ, του μιλήσαμε, μας είπε ότι ήρθε έξω από τα τείχη για να καταστρέψει την πόλη....και τώρα..πριν λίγο το κτίριο των Προστατών έγινε φύλλο και φτερό, μαζί και το Κέντρο Σεχνολογίας, κάτι γίνεται Ρίτσαρντ, κάτι πολύ τρομακτικό γίνεται’’. Η Άλις τέντωσε το αυτί της για να ακούσει. ‘’Ας καούν όλοι, δεν με νοιάζει’’, του είπε. Ο Σσέστερ δεν έδειξε να συμφωνεί. ‘’Περιπολικά γυρίζουν πάνω από τις εισόδους των μετρό. Υοβάμαι ότι θα έρθουν και εδώ, για να βρουν απαντήσεις’’, του είπε. ‘’Σότε πρέπει να κρυφτούμε καλύτερα’’, είπε ο Ρίτσαρντ. ‘’Υεύγουμε’’, του είπε τελικά ο Σσέστερ, θλιμμένος. ‘’Υεύγουμε όλοι από εδώ, πάμε στα σπίτια μας. Δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε’’. Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. ‘’Σσέστερ μας κυνηγούν, σκοτώσαμε έναν γιατρό του ΢άικεντ, πρέπει να προστατευτούμε....’’ ‘’Δεν μπορώ να κάνω κάτι για εσάς. Λυπάμαι’’.

[398]


Ο Ρίτσαρντ κοίταξε κλεφτά την Άλις. Βρεγμένη, ταλαιπωρημένη, αδύναμη να δει μέσα από τα σπασμένα γυαλιά της, ένα αθώο θύμα της απερισκεψίας του. Μια αθώα γυναίκα, συνένοχη για ένα φόνο που εκείνος διέπραξε. Ο Σσέστερ προσπάθησε να παρηγορήσει την αγωνία του. ‘’Δεν νομίζω όμως ότι αυτήν την στιγμή θα ασχοληθούν με εσάς. Οι Προστάτες Ρίτσαρντ, χτυπήσανε τους Προστάτες. Λες να ασχοληθούν με ένα γιατρό του ΢άικεντ;’’ ‘’Σσέστερ, το ΢άικεντ είναι η Κυρία! Δεν το καταλαβαίνεις; Αυτή η γερασμένη πουτάνα νοιάζεται πολύ περισσότερο για το παιδί της παρά για τους γαμημένους Προστάτες! Σους Προστάτες η ίδια τους διέλυσε, τους εξόρισε, τους ταπείνωσε, τους έγδυσε, τους άφησε ευάλωτους. Δεν ξέρω τι γίνεται εκεί έξω, δεν ξέρω ποιος έχει έρθει και τι θέλει, αλλά ξέρω ότι θα έρθουν για εμάς’’.Σον έπιασε από τους ώμους και τον ταρακούνησε δυνατά. Ο Σσέστερ όμως ήταν ένας γερασμένος, φοβισμένος άνθρωπος τώρα, σκιά του παλιού εαυτού του. ‘’Δεν ξέρω τι να σου πω’’, του είπε χαμηλόφωνα. Ένας άντρας προσέφερε μια μπλούζα και μια κουβέρτα στην Άλις. Ήταν κάτι. Όστερα προσέφερε αντίστοιχα και στον Ρίτσαρντ, αλλά αυτός δεν τους έδωσε καν σημασία. Ξαναταρακούνησε τον Σσέστερ. ‘’Σσέστερ Μπάρναμπι, μου χρωστάς!’’, του φώναξε τελικά, τόσο δυνατά που αρκετοί γυρίσανε να κοιτάξουν, αλλά ύστερα ξαναγύρισαν προς την τηλεόραση, που έδειχνε πανοραμικά πλάνα από πυρακτωμένα συντρίμμια, και ένα τεράστιο, πηχαίο τίτλο: ΟΙ ΠΡΟ΢ΣΑΣΕ΢ ΕΠΕ΢ΑΝ ΢την σιωπή μετά την φωνή του, ένας εκφωνητής ακούστηκε μόνο, να λέει με σοβαρό ύφος ότι οι πληροφορίες μιλούσαν και για απόπειρα στον Μαύρο Πύργο. Εκεί η Άζρα κάπως ανασηκώθηκε, αλλά σκέφτηκε ότι δεν θα έρπεπε να είναι τόσο εκφραστική και προδώσει την πραγματική της ταυτότητα, και προσπάθησε να αφουγκραστεί την ροή των ειδήσεων. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι αναστέναξε. ‘’Ίσως υπάρχει κάποιος που μπορεί να σας βοηθήσει....’’, είπε σκεφτικός. ‘’Αλλά δεν θα σου αρέσει’’.

[399]


‘’Ποιός είναι;’’, ρώτησε ο Ρίτσαρντ. Η Άλις τελικά βρήκε και ένα παντελόνι, και με στεγνά ρούχα πλέον, κουλουριάστηκε στην κουβέρτα της και επέστρεψε προς τον Ρίτσαρντ. Εκείνος τώρα έπιανε το κεφάλι του και μονολογούσε. ‘’΋χι, όχι, όχι, όχι αυτόν. ΋χι αυτό το ξιπασμένο, ανήθικο κάθαρμα’’. Αρκετά μακριά, ένα τροποποιημένο αυτοκίνητο που κάποτε άνηκε στα αυτοκίνητα του πιο επίλεκτου σώματος στην Ιστορία του πλανήτη, επιτάχυνε σε ένα κεντρικό δρόμο, προσπερνώντας περιπολικά και κάποια άλλα αυτοκίνητα που είχαν αρχίσει να βγαίνουν στους δρόμους. Μπροστά του ήταν η Ανατολή, την πλησίαζε με τον ίδιο ρυθμό που ο ήλιος έστελνε θερμές φωτεινές ακτίνες στην άκρη του ουρανού. Ένα τηλέφωνο του αυτοκινήτου κουδούνισε ελαφρά. Αυτό το νούμερο το είχαν πολύ λίγοι άνθρωποι. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ άκουσε στην άλλη γραμμή την παράκληση του Σσέστερ Μπάρναμπι. Απάντησε αυτόματα ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν και σε καμία περίπτωση. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι έκανε μια μικρή εξιστόρηση, ο Γουίλιαμ Κόρβερ απάντησε ότι η Πόλη είχε πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθεί. Ο Σσέστερ συμφώνησε αλλά παρακάλεσε ξανά. Η συζήτηση ήταν μάταιη. Ο Γουίλιαμ τελικά του είπε τον προορισμό του και τον λόγο που δεν μπορούσε. Ο Σσέστερ ζήτησε ένα λεπτό. Γύρισε στον Ρίτσαρντ. Σου εξήγησε. ‘’Θέλει να βγει έξω από τα τείχη’’, είπε τελικά. Ο Ρίτσαρντ δεν θυμόταν να έχει ξανακούσει κάτι τόσο αναπάντεχο και πρωτότυπο.. Η Άλις ήταν που, αν και σιωπηλή για αρκετή ώρα, ούτε που χρειάστηκε να σκεφτεί για απαντήσει. ‘’Και εγώ θέλω να πάω εκεί’’, είπε ενστικτωδώς. Ένα τείχος την φορά. Είχε δίκιο. Ο Σσέστερ κοίταξε τον Ρίτσαρντ. Αυτός την Άλις και ύστερα το έδαφος. Έκανε ένα νεύμα. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ επανέλαβε την άρνησή του. Όστερα, ο Σσέστερ χρησιμοποίησε την Άζρα. ‘’Μου ζήτησες να την προσέχω, αυτήν την περίεργη Παράνομη που μας έφερες. Δεν σου είπα όχι, και θα το κάνω.’’ Δεν απείλησε, ούτε εκβίασε. Τπονόησε. Ο Γουίλιαμ κοίταξε προς τον ουρανό που χάραζε, ένιωσε πως το ταξίδι του στην ελευθερία δεν έπρεπε να δεχτεί άλλη παράκαμψη. Ο Σσέστερ στην πραγματικότητα δεν

[400]


χρειαζόταν να του βάλει στο τραπέζι τόσο ωμά το μια σου και μια μου. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι και οι Παράλογοι ήταν το μόνο στήριγμα σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, ένα στήριγμα που δεν του το είχε δώσει σε καμία περίπτωση ο Γκουρού, δεν μπορούσε σίγουρα να του το δώσει το παρελθόν του, δεν μπορούσε να το βρει σε οποιοαδήποτε εκδοχή παρόντος ή μέλλοντος. Αυτό το τηλεφώνημα στην πραγματικότητα, ίσως δεν θα έπρεπε να συμβεί ποτέ. Αυτό το τηλεφώνημα ήταν ένας παλιός κύκλος από μεταφερόμενων χρεών, παλιών υποχρεώσεων από πράξεις που κάποτε ήταν καθοριστικές και έπρεπε τώρα να κάνουν μια καθυστερημένη απόσβεση. Ο Σσέστερ πράγματι χρωστούσε στον Ρίτσαρντ Λίθγκοου. Ο τελευταίος είχε θυσιαστεί για εκείνον, όταν το χρειαζόταν. Αυτός ήταν ο Ρίτσαρντ άλλωστε, ο άνθρωπος που έβαζε την ανάγκη των ανθρώπων γύρω του πάνω από την δική του, μια παράξενη ηθική αξία φερμένη από τον κόσμο πέρα από τις λέξεις, και για αυτό μια ηθική αξία που δεν περιγραφόταν με λέξεις. Ο Ρίτσαρντ δεν χρώσταγε σε κανέναν. Ένιωθε όμως βαθιά υποχρεωμένος σε μια γυναίκα που ελάχιστα γνώριζε στην αρχή της ίδιας νύχτας, και που το πέρασμά της τον έδεσε σε αυτήν. Η Άλις, εύθραυστη, μυστήρια, απρόβλεπτη, αναπάντεχη, σπάνια, όμορφη με το δικό της όμορφο τρόπο. Και τώρα η Πόλη ήταν ένα σαρκοφάγο ζωντανό κύτταρο, ένα ναρκοπέδιο, ένας χώρος μη χώρος για αυτούς. Ο μόνος τρόπος για να οριστούν εντός της, ήταν να οριστούν ως κρατούμενοι, ή φυγάδες, ή δολοφόνοι, ή πρωην άνθρωποι, ειδικά αν γυρνούσαν πίσω στο ΢άικεντ. Έξω από τα Σείχη...πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; ΋λα υπήρχαν έξω από τα τείχη, ή μπορεί και τίποτα. Σα ηθικά χρέη έμειναν μετέωρα στην συνομιλία, εκφράστηκαν με σιωπές και ύστερα ενστάσεις, επιχειρήματα και ύστερα σιωπές ξανά. Η Άζρα εκείνη την στιγμή, ειδικά μετά από αυτό που είχε γίνει, θα γνώριζε σίγουρα μια μαρτυρική συνεδρία με κάποιον, Προστάτη ή ακόμα χειρότερα άνθρωπο της Διοίκησης. Η Άζρα ήταν ένα εξωτικό, παράξενο φρούτο απο μια αχαρτογράφητη χώρα, ανήμερη και αδάμαστη, έτοιμη να βγάλει νύχια ακόμα και αν το χέρι την τάιζε πλουσιοπάροχα. Σην θυμήθηκε ξανά, τσακισμένη αλλά περήφανη στο κελί του Γκουρού. Δεν της χρωστούσε τίποτα, αντιθέτως. Εκείνη χρωστούσε σε αυτόν την ζωή της και την αξιοπρέπειά της. ΋πως επίσης δεν χρωστούσε τίποτα στους Προστάτες, αλλά και στην Φόλυ. Σο βίαιο και δολοφονικό του κρεσέντο ήταν ένας τρόπος να ισοφαρίσει, όχι μόνο την προηγούμενή τους συνάντηση, αλλά και μια ολόκληρη δεκαετία διάψευσης προσδοκιών και

[401]


απογοήτευσης. Και η Φόλυ το ήξερε, για αυτό τον άφησε να φύγει ενώ θα μπορούσε άνετα να τον κρατήσει κλειδωμένο ή ακόμα και να τελειώνει, μια και καλή μαζί του. Ίσως ο μόνος άνθρωπος στον οποίο να χρώσταγε, να ήταν ο Σσέστερ Μπάρναμπι. Ο Γουίλιαμ έκανε απρόθυμα το αυτοκίνητο να πάει πιο αργά, και έστριψε απότομα σε ένα κάθετο δρόμο, αλλάζοντας την πορεία του. Ένα αναπάντεχο πιόνι είχε μπει στην παρτίδα, και στο κεφάλι του έπαιξαν νέες εκδοχές. Μια συγκεκριμένα, προέκυψε πολύ πιο ενδιαφέρουσα από αυτήν που είχε ήδη να ξετυλίγεται μπροστά του. ‘’Άκου πως θα γίνει’’, είπε τελικά. Η Φόλυ την ίδια στιγμή, είχε πάψει να σκέφτεται για αρκετή ώρα τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Κάποιοι άνθρωποι πηγαίνανε νωρίς νωρίς στις δουλειές τους και κοιτούσαν με διακριτική περιέργεια τις δυο Προστάτιδες να περνούν ανάμεσά τους και να περιμένουν το Μετρό. Η Ρεμπέκα έπιασε τα βρεγμένα της μαλλιά με το κόκκινο κοκκαλάκι. ΋ταν το μετρό έφτασε, ακριβώς στην ώρα του και ένα λεπτό μετά το προηγούμενο, η Ρεμπέκα έτρεξε προς την μεριά που ήταν το αυτόματο χειριστήριο. Η Φόλυ μπήκε στο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά της και στάθηκε στην μέση του βαγονιού. Η Ρεμπέκα έσπασε το προστατευτικό πορτάκι και μπήκε μέσα. Μια φωνή ακούστηκε μετά από μερικά δευτερόλεπτα, και αντήχησε σε όλη την στάση. ‘’Αγαπητοί κύριοι και κυρίες επιβάτες. Ο συρμός στον σταθμό θα κινηθεί απευθείας για τον τερματικό σταθμό. Επαναλαμβάνω, δεν θα πραγματοποιηθεί καμία στάση πριν τον τερματικό σταθμό’’. Ανέκφραστη η Φόλυ άκουσε μια διευρυμένη μουρμούρα και είδε τους επιβάτες να κατεβαίνουν από το βαγόνι. Ίσως δεν ξέρανε ακόμα τίποτα, ίσως η καθημερινότητά τους να μην είχε διαταραχτεί, η ημέρα τους ξεκινούσε όπως οποιαδήποτε άλλη μέρα. Μετά οι πόρτες έκλεισαν και το εξαβάγονο όχημα ξεκίνησε στην αρχή αργά, και ύστερα με μεγάλη ταχύτητα. Η φωνή της Ρεμπέκα αντήχησε σε όλα τα βαγόνια. ‘’Σερματικός σταθμός, δεκατέσσερα λεπτά’’. Σο μόνο που σκεφτόταν η Φόλυ ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί.

[402]


Όστερα, μια άλλη παράμετρος μπήκε στην σκέψη της, σαν δοκιμαστικό κομμάτι στην εξίσωση. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Εξωγήινος. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Εξωγήινος. Πίσω τους, ο ΢μίττυ έτρεξε προς μια διμοιρία αστυνομικών, που στεκόντουσαν ακίνητοι σχεδόν μπροστά στο κτίριο. ‘’Σι κάνετε;’’, τους φώναξε. ‘’Γιατί δεν βοηθάτε;’’ Σο χόβερ της Λίντια και του Σζορτζ Γκίλμορ είχε φτάσει ήδη στο Ινστιτούτο της ΢άικεντ. Έξω από αυτό υπήρχαν ήδη αρκετά περιπολικά. Η ΢άικεντ άνοιγε τις πόρτες της μόνο ύστερα από εντολή της Διοίκησης, δεν μπορούσε καν η Αστυνομία. Ακόμα και το πρωτόκολλο τρομοκρατικής ενέργειας περιλάμβανε τις πύλες της κλειστές. Οι μόνοι που μπορούσαν να παρακάμψουν αυτό το σήμα ήταν οι Προστάτες. Πριν το χόβερ προσγειωθεί στην οροφή, ο Σζορτζ έδωσε την εντολή, και οι πύλες του ινστιτούτου άνοιξαν, αφήνοντας τους αστυνομικούς μέσα. Ο Ρικ Νάι άφησε το ογκώδες αιωρούμενο τζιπ να κινηθεί αργά στους δρόμους, και κοίταξε στα πρώτα πρωινά φώτα τα πρώτα αυτοκίνητα. Η Βίνους είχε μείνει στην Διοίκηση, αλλά η Ντιάνα ήταν μαζί του, στο πίσω κάθισμα. ‘’Μπάτσους καθάρισε ο Κόρβερ στο σπίτι της πεταλουδίτσας;’’, ρώτησε, σαν να σκεφτόταν δυνατά. ‘’Σην διμοιρία προστασίας της Φόλυ Σζένκινς’’, απάντησε αυτή. ‘’Θα ανέβαιναν ενισχύσεις, αλλά μόλις η Φόλυ ξύπνησε έλαβαν κάποια εντολή και αποσύρθηκαν’’ ‘’Μμμ-χμ’’, μούγκρισε αυτός αργά, αν και ήξερε την απάντηση. ‘’Κάποια κρυφή κάμερα από την μπανιέρα της πεταλουδίτσας έχουμε;’’, ξαναρώτησε. ‘’Αρνητικό’’ ‘’Κρίμα’’, είπε, αν και φυσικά, ήξερε και αυτήν την απάντηση. ‘’Αλλά κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτούς τους αστυνόμους. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι αστυνομικοί μας τρελλάθηκαν και κάνουν αυτές τις μαλακίες’’. Ο ΢μίτυ επανέλαβε την ερώτησή του, αλλά οι αστυνομικοί τον κοιτούσαν απαθώς.

[403]


‘’Δεν έχουμε εντολή’’, είπε ένας τελικά. Ο ΢μίττυ έσφιξε τα δόντια του. Είχε μείνει μόνος του από τους Προστάτες, έξω από το κτίριο. ‘’Ποιος σας δίνει τις εντολές σας;’’ Ρώτησε αγριεμένα. Ο ένας έδειξε προς τα πίσω, σε ένα σταθμευμένο βαν. Ο ΢μίττυ περπάτησε προς τα εκεί κουτσαίνοντας, αλλά επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις. Δυο αστυνομικοί τον ακολούθησαν αθόρυβα. Σο τζιπ του Ρικ Νάι πήγε ακόμα πιο αργά. Η Ντιάνα είχε πάρει μια εντολή αθόρυβα από την ενδοεπικοινωνία τους. Σης πήρε μόλις μισό λεπτό να την εκτελέση. ‘’Ο γενικός διευθυντής θα σου στείλει εντός λεπτών πλήρη λίστα των αστυνομικών που βρίσκονται στο δρόμο,και που ακριβώς βρίσκονται’’, είπε. ‘’Εγγυάται λέει για κάθε άνθρωπο που έχει έκει έξω, δηλώνει ότι αποκλείεται να είναι αστυνομικοί και να κοιτάξουμε καλύτερα’’. Ο Ρικ Νάι έσφιξε την γροθιά του. Η γροθιά του από το μηχανικό χέρι θα μπορούσε να συνθλίψει φορτηγό, πόσο μάλλον έναν λακέ αστυνομικό διευθυντή. Αμέσως μετά όμως το τζιπ σταμάτησε την πορεία του, λίγα μόλις πόδια πάνω από το έδαφος. Σο κανονικό του μάτι έκλεισε από απογοήτευση. Απογοήτευση που δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. ‘’Και για πες μου, Ντιάνα’’, είπε. ‘’Πόσοι αστυνομικοί χρεώνονται στο κτίριο των Προστατών, όταν λειτουργεί το Πρωτόκολλο τρομοκρατικής ενέργειας;’’. Η Ντιάνα απάντησε αμέσως. Σο λογισμικό στο κεφάλι της είχε κάθε πιθανό κανονισμό, στην τελευταία του λεπτομέρεια, ανασύρισμο σε χρόνο κλασμάτων. ‘’Κανένας’’, του είπε. ‘’Κανένας Ντιάνα’’, επανέλαβε αυτός. Όστερα, το τζιπ έκανε μια περιστροφή στον αέρα και άλλαξε τελείως κατεύθυνση. ‘’Α, ρε πεταλουδίτσα. Να κάνω εγώ την δουλειά σου για σένα. Και κάποτε έλεγες ότι είμαι άχρηστος για να κάνω την δουλειά σου’’, μουρμούρισε, αλλά τα λόγια βγήκαν από την ανθρώπινη μεριά του εγκεφάλου. Η ρομποτική πλευρά ήδη σήμανε συναγερμό στο αυτοκίνητο της Φόλυ αλλά και στο τηλέφωνο του ΢μίττυ. Οι Προστάτες ήταν οι μόνοι που επέμεναν να βάζουν φράγματα προστασίας από εκείνον, ώστε να μην μπορεί να τους βρει όποτε ήθελε. Και να που είχαν κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Εξωγήινος.

[404]


Η Φόλυ ξανακοίταξε σε μια μικρή οθόνη όλα τα πεπραγμένα, τουλάχιστον αυτά που είχαν καταγραφεί, όσο αυτή κοιμόταν. Εστίασε σε ένα, και αμέσως επικοινώνησε με την Μόνικα Άπλχάιμ. ‘’Φόλυ, ω Φόλυ, πόσο χαίρομαι που είσαι καλά’’, είπε αυτή. ‘’΋χι τώρα’’, την έκοψε. ‘’Πες μου λίγο, τι βρήκες στα Σμήματα;’’ ‘’Ψ, Φόλυ, δεν πήγα σε όλα, πήγα σε τρια, τώρα με πήρε ο Σζωρτζ, είμαι κοντά στο Ινστιτούτο της ΢άικεντ, μου είπε ότι είναι υποψήφιος στόχος και..’’ ‘’΢ε αυτά τα τρια’’. ‘’Σίποτα απολύτως. Έλειπαν κάποια αντικείμενα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη παραβίασης. Δουλειά από μέσα σαφέστατα, αν και ένας αστυνόμος μου το απέκλεισε και...’’ ‘’Σι αντικείμενα Μόνικα;’’, ρώτησε η Φόλυ και τώρα η φωνή της είχε την ταραχή και το δεος μιας επερχόμενης ανακάλυψης. ‘’΢τολές, κυρίως.’’, απάντησε αυτή. ‘’΢τολές!’’, αναφώνησε η Φόλυ. Όστερα, ένα κομμάτι ακόμα. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Εξωγήινος. Κλεμμένες στολές. Και άλλο ένα. Κάιλ Κρέιμερ. Αστυνομικοί. Εξωγήινος. Κλεμμένες στολές. Άγνωστη γυναίκα που προστατεύει ο Γουίλιαμ Κόρβερ, τον προειδοποιεί για εκείνη. Σο χόβερ της Λίντια και του Σζορτζ προσγειώθηκε στην ταράτσα, και οι δυο Προστάτες κατέβηκαν γρήγορα, σπάζοντας την πόρτα της οροφής για το εσωτερικό του κτιρίου. Η Μόνικα Άπλχαιμ ήταν ακόμα δυο τετράγωνα μακριά, και κατέφτανε με μεγάλη ταχύτητα. ‘’Σι σκατά ψάχνουμε’’, μουρμούρισε η Λίντια Υάρμερ, που δεν μπορούσε να βγάλει από το κεφάλι της το κατεστραμμένο κτίριο, τα πρόσωπα των χαμένων συντρόφων της. ‘’Χάχνουμε να μην βρούμε απολύτως τίποτα’’,απάντησε αυτός. ‘’Οι μπάτσοι θα ανεβαίνουν προς τα πάνω, αλλά ακόμα και αν συναντηθούμε στη μέση θα πάμε προς τα κάτω. Δεν τους εμπιστεύομαι’’, πρόσθεσε.

[405]


Η Ρεμπέκα φαινόταν πίσω από αρκετές πόρτες, να τις ανοίγει μια μια και να πλησιάζει προς την Φόλυ. Εκείνη, ανακάτεβε την σειρά των κομματιών στο κεφάλι της. ΢ε κάποια στιγμή, επανήλθε σε αυτό που θα έπρεπε να είναι προφανές από την αρχή. Ο καταλύτης. Σο κομμάτι που έδινε σε όλα τα υπόλοιπα νόημα. Ο εξωγήινος. Ο εξωγήινος προβολέας. Φτύπησε το κεφάλι της, σαν να του είχε θυμώσει που είχε αργήσει τόσο πολύ. Ο ΢μίττυ χτύπησε την πίσω πόρτα του βαν, αλλά φαινόταν άδειο. Οι δυο αστυνομικοί πίσω του, ούτε που τους είχε αντιληφθεί. Ο ένας από αυτούς, έβγαλε προσεκτικά ένα όπλο, το οποίο έφερε σιγαστήρα. Η Φόλυ έφερε τον καρπό της στο στόμα της. Η ενδοεπικοινωνία των Προστατών, ήταν η πιο ασφαλής συχνότητα από όλες. ‘’Προς όλους τους Προστάτες’’, είπε. ‘’Εδώ η Φόλυ Σζένκινς. ΢ταματήστε ότι κάνετε, και

ακινητοποιήστε

κάθε

αστυνομικό

στο

οπτικό

σας

πεδίο,

ανεξαιρέτως,

ακινητοποιήστε με κάθε τρόπο. ΢ε περίπτωση αντίστασης, μην διστάσετε να χρησιμοποιήσετε θανάσιμη βια. Επαναλαμβάνω, κάθε αστυνομικό. ΢την αστυνομία έχουν παρεισφρήσει εχθροί. Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Υορούν αστυνομικές στολές, κινούνται αυτόνομα αλλά διακριτικά, αναλαμβάνουν όλα όσα υποτίθεται ότι αναλαμβάνουν οι αστυνομικοί. Μην εμπιστεύεστε κανέναν, επιτεθείτε σε όλους.’’ ‘’΢κατά’’, πρόσθεσε, απομακρύνοντας το χέρι της. Η Ρεμπέκα έτρεξε στο τελευταίο βαγόνι, και βρέθηκε δίπλα της. ‘’Σι έγινε;’’, ρώτησε. ‘’Θα σου πω τι έγινε’’, απάντησε η Φόλυ εκνευρισμένη, εκνευρισμένη με τον εαυτό της που δεν είχε καταλάβει ένα τόσο προφανές σχέδιο. Προφανώς και έφταιγε εκείνος ο μαλάκας, ο Γουίλιαμ Κόρβερ, που της είχε αποσπάσει την προσοχή. Ο ΢μίττυ συνοφρυώθηκε από την εντολή στα αυτιά του, και σταμάτησε να χτυπάει στο βάν. Όστερα, έκανε να γυρίσει προς την διμοιρία, αλλά η κάννη ενός όπλου τον κοίταξε κατα πρόσωπο. ‘’΢υγνώμμη παππούλη’’, του είπε ο αστυνομικός. ‘’Κανονικά έπρεπε να είσαι μέσα και εσύ, με τους άλλους’’.

[406]


Ο ΢μίττυ έκανε να αντιδράσει, το δάχτυλο του αστυνομικού έκανε να πατήσει την σκανδάλη. Μια κόκκινη ριπή όμως τα σταμάτησε όλα, και σχεδόν απανθράκωσε τον αστυνομικό. Όστερα άλλη μια, το ίδιο στον δεύτερο. Ο ΢μίττυ τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Λίγο πιο πίσω, το μηχανικό χέρι του Ρικ Νάι κρατούσε ένα επίσης ογκώδες όπλο, που ακόμα άχνιζε στο κοκκινωπό του στόμιο. Όστερα γύρισε το πρόσωπό του προς κάποια ουρλιαχτά. Η Ντιάνα είχε καθαρίσει όλους τους υπόλοιπους. Ξανακοίταξε τον Ρικ Νάι, που πέρασε το αχνιστό του όπλο στο ύψος της μέσης του. Σο ογκώδες σάιμποργκ του έριξε ένα βλέμμα που κουβαλούσε μεγάλη ιστορία πίσω του. ΄’Ακατάλληλος για ομαδική συνεργασία’’, είπε με νόημα. Όστερα, γύρισε την πλάτη του και δεν περίμενε για καμία απάντηση. Ο Σζορτζ Γκίλμορ και η Λίντια Υάρμερ έμειναν για λίγες στιγμές στάσιμοι, ακούγοντας την οδηγία. ‘’Είναι κάτω’’, είπε αυτή. ‘’Σι κάνουν όμως κάτω;’’, απάντησε αυτός. Όστερα, η ίδια σκέψη διαπέρασε και τους δυο, σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Οι δυο Προστάτες άρχισαν να τρέχουν σε φρενίτιδα ξανά προς την ταράτσα. Ο χρόνος ήταν ο εχθρός τους. Ακόμα ένας όροφος. Βγήκαν στην οροφή και έτρεξαν προς το σταθμευμένο χόβερ. Λίγο ακόμα. Ο Σζορτζ έβαλε μπροστά, το χόβερ μούγκρισε και ανυψώθηκε απότομα κατακόρυφα. ΢χεδόν τα κατάφεραν. Σο χόβερ τινάχτηκε σχεδόν διαγώνια προς τα πάνω, μπορούσε να το διακρίνει και η Μόνικα Άπλχαιμ από τον δρόμο, όταν το κτίριο μπροστά της φούσκωσε απότομα και εξέπεμψε μια δυνατή θερμή λάμψη. Όστερα, τινάχτηκε στον αέρα σαν υπερμεγέθες δυναμιτάκι, με το ωστικό κύμα να χτυπάει γερά και ασυγχώρητα το χόβερ, στέλνοντας το με δύναμη προς ένα απέναντι κτίριο. Σα τζάμια όλων των γειτονικών κτιρίων έσπασαν από την έκρηξη, συντρίμμια εκτοξεύτηκαν στον αέρα, το αυτοκίνητο της Μόνικα πιέστηκε προς τα πίσω και το αδιαπέραστο τζάμι της έμοιαζε έτοιμο να σπάσει στο πρόσωπό της. Αντανακλαστικά, ο Σζορτζ Γκίλμορ πάτησε την εκτίναξη, λίγο πριν το χόβερ συγκρουστεί θανάσιμα με το κτίριο, και οι δυο Προστάτες τινάχτηκαν προς τα πάνω.

[407]


Για την ακρίβεια, τινάχτηκαν κάθετα προς το κτίριο, από την στρέψη του οχήματος, και διαπέρασαν με δύναμη τα μισοσπασμένα τζάμια του κτιρίου, καθώς το χόβερ χτύπησε με δύναμη και μετατράπηκε σχεδόν αυτόματα σε μια πύρινη μπάλα. Ένα παχύ κομμάτι τσιμέντο προσγειώθηκε στην οροφή του αυτοκινήτου της Μόνικα, και ήταν το τελευταίο σήμα για να λειτουργήσει ξανά ο σοκαρισμένος της εγκέφαλος και να επιταχύνει γρήγορα με την όπισθεν. Ένα κύμα σκόνης είχε ήδη πλημμυρίσει το χώρο σε ακτίνα τετραγώνων, η Μόνικα δεν μπορούσε να δει καλά, το αυτοκίνητό της έπεσε με δύναμη μέσα στην πρόσοψη ενός καταστήματος με προιόντα της ΢άικεντ, και συνέχισε προς τα πίσω, ρίχνοντας το ένα ράφι μετά το άλλο. Μια νέα αλυσίδα εκρήξεων έφεραν μπάσους παλμούς στο αυτοκίνητο που τελικά σταμάτησε στην μέση του καταστήματος, καθώς συντρίμμια συνέχισαν να προσγειώνονται στο δρόμο. Σα σώματα της Λίντια και του Σζορτζ διαπέρεσαν ακόμα ένα λεπτό εσωτερικό μεσοτοίχιο, και χτύπησαν σαν χαλασμένες μαριονέττες διάφορα έπιπλα γραφείου. ΋λα αυτά τα χτυπήματα είχαν επιβραδύνει την εκτίναξή τους, και δυο αλεξίπτωτα άνοιξαν ταυτόχρονα και αμέσως γατζώθηκαν στο στενό χώρο, ρίχνοντάς τους κάτω με δύναμη. Η Λίντια ήταν από την αρχή της πρόσκρουσής τους σχεδόν, αναίσθητη. Ο Σζόρτζ ήταν πιο άτυχος, καθώς μπορούσε να νιώσει σε όλο του το σώμα τον φρικτό πόνο, που δεν του έδινε καθόλου περιθώριο να σκεφτεί πόσο τυχερός που ήταν να είναι ακόμα ζωντανός. Ανήμπορος, έμεινε και αυτός ακίνητος στα σκοτεινά γραφεία, σαν την Λίντια, και τα λευκά υφάσματα πίσω τους ακούμπησαν απαλά στο έδαφος και πάνω στα γραφεία και τις καρέκλες. Ο ΢μίττυ περπάτησε εμβρόνητος ανάμεσα στα πτώματα που είχε αφήσει πίσω της η Ντιάνα με χειρουργική αποτελεσματικότητα και ταχύτητα. Είδε ένα περιπολικό να πλησιάζει ουρλιάζοντας από μακριά, και σήκωσε το χέρι του προς το μέρος του. Μια δυνατή ριπή προσγειώθηκε λίγο μπροστά στο αυτοκίνητο, δίνοντάς του χρόνο να φρενάρει αλλά και κάθε λόγο να μην πλησιάσει άλλο. Η Φόλυ κρέμασε το κεφάλι της καθώς η κάψουλα σφύριζε πάνω στις ράγες της. ‘’Ο εξωγήινος’’, είπε ‘’Ο γαμημένος εξωγήινος. Ο γαμημένος αντιπερισπασμός. Η σύγκρουση με την αστυνομία. Έπρεπε να το είχαμε δει’’. Πριν συνεχίσει, η Ρεμπέκα είχε ήδη πάρει το μήνυμα και η εικόνα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο δικό της κεφάλι.

[408]


‘’Ο εξωγήινος ήταν η παράσταση που θα τραβούσε την προσοχή. Η σύγκρουση ήταν η υποκινούμενη ευκαιρία. ΢τοιχηματίζω ότι αρκετοί αστυνομικοί θα δέχτηκαν επίθεση στην σύγκρουση αυτή, και η Λίντια το είχε διαισθανθεί, μας το είχε πει γαμώτο. Πήραν τις στολές τους, ίσως μια ντουζίνα, μπορεί και παραπάνω, και ύστερα μπήκαν και βγήκαν από τα αστυνομικά τμήματα να πάρουν και άλλες. Δεν είχαν πολύ χρόνο για αυτό το κομμάτι, και έτσι οι κλοπές ήταν τόσο πρόχειρες που δεν έβγαζαν νόημα σε εμάς και οι δολιοφθορές ήταν μόνο προσχηματικές. ΋σο χρειαζόταν για να κερδίσουν όμως στην πραγματικότητα χρόνο και να καθυστερούν εμάς. Οι στόχοι είχαν επιλεχθεί από την αρχή, η αστυνομία είναι υπεράνω υποψίας, μπορούσαν να έχουν πρόσβαση παντού, ακόμα και σε μένα. Ο Κάιλ Κρέιμερ φαγώθηκε να μας φέρει σε συμβούλιο, ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν πάω για ύπνο. Μας ήθελε όλους μέσα. Όστερα, με ξεγέλασε και συνδέθηκε με τη μονάδα της ύπνωσης για να ελέγχει αν κοιμάμαι ή όχι. Υυσικά δεν με ξύπνησε ποτέ. Οι ψεύτικοι αστυνομικοί, ίσως και να είναι εκατό εκεί έξω, μπορεί και παραπάνω, πήραν από πολλά τμήματα στολές για να μην φανεί κατευθείαν ότι οι στολές ήταν το ζητούμενο, μπήκαν και φύτεψαν τα εκρηκτικά στα κτίρια που εμείς τους στείλαμε. Ο Ρικ Νάι τους πήρε χαμπάρι εγκαίρως, εμείς όχι’’ Η Ρεμπέκα έμεινε σιωπηλή. Όστερα έκλεισε τα μάτια από ενοχή. ‘’Άρα το Πρωτόκολλο έκανε την δουλειά τους πιο εύκολη’’, είπε αναλογιζόμενη το μοιραίο λάθος της. Η Φόλυ την ακούμπησε στον ώμο, και για πρώτη φορά η έκφρασή της μαλάκωσε. ‘’΋χι Ρεμπέκα. Δεν είχε σχέση με τίποτα. Αυτό θα γινόταν ούτως ή άλλως. Γιατί ο Οράτιος ή ο ΢μίττυ να υποψιαστούν αν πέντε περιπολικά έφταναν κάτω από το κτίριό μας και χωρίς το Πρωτόκολλο; Θα τους ανοίγανε κιόλας. ΋χι, έκανες πολύ καλά σε όλα όσα έκανες εκεί έξω, τα έκανες και καλύτερα από όσο θα τα έκανα εγώ. Κοίταξα το λόγκ που κατέγραφε ο Οράτιος και σκέφτηκα ότι εγώ θα τους είχα ακόμα όλους έξω να κυνηγούν τον Γουίλιαμ Κόρβερ...’’. Η Ρεμπέκα αναθάρρησε, αλλά και πάλι δεν μπορούσε εύκολα να συγχωρήσει τον εαυτό της. ‘’Ξέρεις’’, της είπε. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ με έσωσε σπίτι μου. Εκείνη η γυναίκα, η ΢φίκα, ήταν μια από αυτούς. Προφανώς πιάστηκε κατα λάθος από τον Γκουρού, και ο Γουίλιαμ Κόρβερ παραμόνευε για την παραμικρή ευκαιρία. Είχε φυσικά σχέση το παρελθόν του με τον Γκουρού, γιατί του ήταν πια εύκολο να τον παρακολουθεί. Επιπλέον, είχε δοσοληψίες με κάθε λογής παράνομο, αλλά και με κρυφές ανταλλαγές

[409]


στην Νεκρή Ζώνη και όλες αυτές τις περιοχές. ΋ταν ο Γουίλιαμ έμαθε ότι ο Γκουρού είχε μια γυναίκα από την Νεκρή Ζώνη και ήθελε τους Προστάτες να την παραλάβουν, ήταν η μόνη του ευκαιρία. Αυτή προφανώς του είπε ότι ήμουν στόχος τους, αυτός προφανώς θεώρησε ότι στο σπίτι θα ήμουν πιο ευάλωτη, ήρθε’’ Η Ρεμπέκα αναλογίστηκε τις πληροφορίες και σειρά ερωτήσεων πέρασαν από το κεφάλι της αυτόματα. Η Φόλυ την πρόλαβε. ‘’Ξέρω τι μπορεί να σκέφτεσαι. Ναι, είμαι πλέον εκατό τις εκατό σίγουρη ότι είναι εκείνοι, ο εχθρός δεν είναι εσωτερικός, είναι εκείνοι οι άνθρωποι πέρα από το Σείχος, εκείνοι που σκότωσαν τον Υρέντι δέκα χρόνια πριν στην Νεκρή Ζώνη. Και στην άλλη ερώτηση που πιστεύω ότι θα έχεις, όχι. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν έχει κανένα ρόλο στην σημερινή εξίσωση. Αν ψάχνεις για τα κίνητρά του, δεν θα τα βρεις να σχετίζονται με κάτι που γίνεται τώρα εδώ. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ήθελε οπωσδήποτε έναν από αυτούς....γιατί ήθελε να μάθει πως να φύγει από αυτήν την Πόλη. Μου το είπε Ρεμπέκα. Και τώρα ίσως να ταξιδεύει μακριά από την πόλη, ψάχνοντας κάποια κρυφή είσοδο αυτών για να χρησιμοποιήσει ως έξοδο.’’ ‘’Κανείς δεν βγαίνει από τα τείχη’’, είπε η Ρεμπέκα μηχανικά. ‘’΋πως και κανείς δεν μπαίνει’’, απάντησε με νόημα η Φόλυ. ‘’Αλλά να ‘μαστε τώρα εδώ. ΋λοι αυτοί, είτε μπήκαν εχθές είτε μπήκαν χρόνια πριν. Ο Κάιλ Κρέιμερ, είτε είναι ένας από αυτούς είτε συνεργάζεται με αυτούς, είναι στην απόλυτη εμπιστοσύνη της Διοίκησης εδώ και πέντε χρόνια. Για να φτάσει εκεί σίγουρα χρειάστηκε αρκετά ακόμα. ΋χι, Ρεμπέκα, μπορεί να μπει κάποιος από τα Σείχη. Να μπει και να κρυφτεί μέσα από αυτά, και να ετοιμάζει ένα χτύπημα που μπορεί να είχε σχεδιαστεί εδώ και πολύ, πολύ καιρό.’’ ‘’Άρα..’’, αναλογίστηκε ξαφνικά η Ρεμπέκα, ‘’άρα μπορεί να είναι οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε στόχο σε όλη την πόλη..’’ Σην ώρα που το είπε, άλλη μια έκρηξη έλαβε χώρα, αρκετά μακριά τους. Σο αυτόνομο παράρτημα του Σομέα Ανάπτυξης Οπλικών ΢υστημάτων έγινε παρανάλωμα του πυρός. Η σφοδρή έκρηξη, ανατροφοδοτούμενη από ευφλεκτα υλικά στο εσωτερικό του, σάρωσε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, ευτυχώς χωρίς κανένα κατοικήσιμο σπίτι. Θα το μάθαιναν σε λίγα λεπτά. ‘’Πράγματι’’, είπε η Φόλυ. ‘’Αλλά από όλους τους στόχους αυτήν την στιγμή, οι κομβικοί είναι δυο. Σο Κτίριο της Διοίκησης, ο Μαύρος Πύργος του Ρικ Νάι, και η μονάδα παραγωγής. Αν αυτά πέσουν, όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν κανένα νόημα. Απλοί

[410]


αντιπερισπασμοί. Σο δικό μας κτίριο, να αποσπάσει εμάς από τον Μαύρο Πύργο. ΋λα τα υπόλοιπα, να αποσπάσουν από την μονάδα παραγωγής, από το φως και την ενέργεια της Πόλης.’’ Η Ρεμπέκα κοίταξε το ρολόι της. ΋που να ‘ναι θα έφταναν. ‘’Είμαστε δυο, Φόλυ’’, είπε. ‘’Ίσως να χρειαστούμε και την βοήθεια του Ρικ Νάι, όσο και αν σιχαίνομαι αυτό το μισοανδροειδές’’. ‘’Ο Ρικ Νάι δεν θα έρθει, ειδικά αν του ζητήσουμε να έρθει. ΋ταν του ανοίγανε το μυαλό και φυτεύανε ηλεκτρόδια, δεν πειράξανε ούτε λίγο από τα κόμπλεξ του και τον χυδαίο χαρακτήρα του. Ο Ρικ Νάι θα έρθει αν του πει η Κυρία να έρθει, ως καλό σκυλί. Η Κυρία είναι ενήμερη που πάμε. Εξαρτάται από εκείνη’’. ‘’Ήρθε όμως, σε εμάς’’, έκανε η Ρεμπέκα. ‘’Ήρθε να κομπάσει. Ήρθε να μας χαμογελάσει κατάμουτρα. Ήρθε να μας μοστράρει αυτά τα δίδυμα ρομπότ και να μας πεί ότι τα ρομπότ και ο ίδιος είναι καλύτεροι από εμάς, ότι οι Προστάτες είναι μια απάτη. Μην ξεχνάς από που ξεκίνησε και τον λόγο που είναι αυτό που είναι Ρεμπέκα. Ήσουν πολύ μικρή τότε, αλλά κάποτε ο Ρικ Νάι θεωρούταν ως μια μεγάλη ελπίδα για τους Προστάτες. ΋ταν ο χαρακτήρας του τον οδήγησε μακριά, το κεφάλι του κόλλησε να αποδείξει ότι είναι καλύτερος από εμάς. Άφησε το σώμα του να κατακρεουργηθεί, κατουράει μέσα στα ίδια του τα νεφρά σε συνθετικές κυψελίδες, και ο μισός μπορεί να κουνηθεί από ένα τζόιστικ, αν το επιθυμήσει η Κυρία. Μην εμπιστευτείς ποτέ τον Ρικ Νάι.’’, κατέληξε. Η Ρεμπέκα σήκωσε το χέρι της και περιεργάστηκε το γάντι της. ‘’Και εμείς όμως, σε ένα βαθμό, εξαρτώμαστε από την Κυρία’’, μουρμούρισε, ίσως αναλογιζόμενη την εποχή της απόλυτης ελευθερίας, που εκείνη ίσα που πρόλαβε να ζήσει. ‘’Και καλά κάνουμε’’, απάντησε με τυπικό επαγγελματισμό η Φόλυ. Σο τρένο σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα, από άκρη σε άκρη. Οι δυο γυναίκες πήραν μια βαθιά ανάσα. ‘’Εχουμε τα σχεδιαγράμματα;’’, ρώτησε και κοίταξε μια μικρή οθόνη από την τσέπη της. ‘’΋λα εδώ’’, απάντησε η Ρεμπέκα και βγήκε πρώτη σε έναν άδειο σκοτεινό σταθμό. ‘’Ψραία. ΢τείλε σήμα, σε όσους έχουν μείνει να στέκονται εκεί έξω, αν έχει μείνει και κανείς, να έρθουν αυτή τη στιγμή όλοι εδώ. ΋λοι οι άλλοι στόχοι θεωρούνται δευτερεύοντες. ΢τείλε απαγορευτικό στην αστυνομία. ΋ποιο περιπολικό βρίσκεται εδώ,

[411]


θα θεωρείται ύποπτο και θα χτυπηθεί χωρίς ερωτήσεις. Να έρθουν μόνο τα αυτόματα χόβερ, όλα, και να σαρώσουν κάθε πλευρά, να φωτίσουν κάθε εναπομείνουσα σκια. Πιστεύω ότι το χτύπημα θα γίνει από εδώ, από τα υπόγεια, οπότε στην πραγματικότητα, είμαι εγώ και εσύ Ρεμπέκα. Είσαι έτοιμη;’’ ‘’Πάντα’’, απάντησε αυτή και οι δυο γυναίκες έτρεξαν προς το χώρο απόσυρσης των αμαξοστοιχιών. Φόλυ Σζένκινς, Ρεμπέκα Μόρις. Η νυν ηγεσία και η μελλοντική ηγεσία. ΢το πεδίο, σε καθοριστική αποστολή. Γουόλτερ ΢μιντ. Η παλιά άτυπη ηγεσία, η τιμητική θέση, ο γηραιότερος. Έξω από το κατεστραμμένο αρχηγείο του ΢ώματος, να προστατεύει τα συντρίμμια από διερχόμενα περιπολικά. Σζορτζ Γκίλμορ και Λίντια Υάρμερ. Ημιαναίσθητοι, σε κάποια γραφεία που σε λίγο θα δεχόντουσαν κανονικά τους εργαζόμενούς τους, ανήμποροι να συνεχίσουν στο πεδίο. Μόνικα Άπλχαιμ, σχεδόν εγκλωβισμένη σε κατάστημα της ΢άικεντ. ΢ε θέση να βγει στο πεδίο. Ίθαν Νίκολσον. ΢ε νοσοκομείο του Βόρειου Σομέα, σε κρίσιμη κατάσταση. Ανήμπορος να βγει στο πεδίο. Κέιτ Λόσον. ΢την αίθουσα αναμονής του Νοσοκομείου. ΢ωματικά σε θέση να βγει στο πεδίο. Μπεν Ντέρντεν. ΢το πεδίο, στην ανατολική πλευρά, ακόμα σε αναζήτηση του εξωγήινου. Οράτιος Γουέστ. Νεκρός. Υρανκ Ντενσβάγκερ. Νεκρός. Είκοσι νέοι Προστάτες. Νεκροί. Δεκαοχτώ στελέχη του ΢ώματος. Νεκροί. Εννέα νέοι Προστάτες. ΢το πεδίο, έλαβαν σήμα να κατευθυνθούν προς την μονάδα παραγωγής ενέργειας. Εφτά στελέχη ακόμα. ΢το πεδίο, ανάλογη εντολή.

[412]


Ο Γουόλτερ ΢μιντ ξανααναλογίστηκε την κατάσταση. Οι Προστάτες, νέοι και παλιοί, ήταν πλέον εικοσιπέντε. Από αυτούς, αρκετοί ανήμποροι να βρεθούν στο πεδίο, και οι νέοι άπειροι να βγουν στο πεδίο. Η πόλη τους χρειαζόταν περισσότερο ίσως από ποτέ, από την αρχή της ίδρυσής τους, αλλά εκείνοι βρισκόντουσαν στην πιο αδύναμη στιγμή τους. Από την αρχή εκείνης της νύχτας και το κυνηγητό με τον Γουίλιαμ Κόρβερ, οι Προστάτες ήταν ανήμποροι να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Οι εκλεκτοί της ανθρωπότητας, η ελίτ του πνεύματος και του σώματος του ανθρώπου, ήταν τώρα κουτσοί, όπως ο ίδιος, και με μηχανική υποστήριξη, όπως ο ίδιος. Και όπως και ο ίδιος, ήταν έτοιμοι να καταρρεύοσυν από το βάρος της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στο ρόλο τους, δίπλα στα χαλάσματα, κλαίγοντας τους νεκρούς τους. Η βροχή είχε σταματήσει, και οι υπόνομοι ρουφούσαν τα τελευταία της υπολλείματα, σε έναν αγώνα δρόμου από μια ψυχρή και απειλητική αυγή. Ένας τσακισμένος άντρας κατέβηκε από το αυτοκίνητό του, σε μια υπόγεια διάβαση κάπου στα κεντρικά της Πόλης. Η παρουσία του, έδωσε σήμα να ξεπροβάλλουν τρεις σιλουέτες από τις σκιες. ‘’Είσαι στα καλύτερά σου’’, είπε από μακριά μια σιλουέτα, ένας άντρας ονόματι Ρίτσαρντ Λίθγκοου. ‘’Να ξέρεις ότι αν με έπαιρνες εσύ, θα έκλεινα το τηλέφωνο πριν μιλήσεις’’, μουρμούρισε ο οδηγός, ένας άντρας ονόματι Γουίλιαμ Κόρβερ. Όστερα εστίασε σε μια ψηλή, αδύνατη κοπέλα, με μακριά ξανθά μαλλιά και ένα ζευγάρι σπασμένα γυαλιά να κρύβουν τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. Θα ορκιζόταν ότι κάπου την είχε ξαναδεί, ή ίσως και όχι. Σο κεφάλι του ήταν βαρύ από την ζαλάδα, τα μάτια του πρησμένα από την κούραση και η χαραυγή του προξενούσε κάτι σαν μέθη. Ο Ρίτσαρντ Λίθγκοου τον πλησίασε σοβαρός. ‘’Να ξέρεις ότι συνεχίζω να σε θεωρώ ένα κακομαθημένο φασίστα’’, του είπε, δείχνοντάς τον με το δάχτυλο. ‘’Κακώς σου ανοίξαμε την πόρτα μας, κακώς σε εμπιστευτήκαμε. Σα σκουπίδια του ΢ώματός σου δεν μας αφορούν’’. Η Άλις ξαφνιάστηκε με την βιαιότητα των λόγων του. Ο άντρας απέναντί της φαινόταν σκυφτός, αδύναμος και ταλαιπωρημένος. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Ο Ρίτσαρντ δεν σταματούσε.

[413]


‘’Εσύ, εσύ και το πρόσωπό σου. Αλήθεια, δεν το θυμόμουν, έπρεπε να ξαναδώ αυτή την υποκριτική μούρη για να την θυμηθώ. Δεν έχεις πρόσωπο, δεν έχεις κανένα χαρακτηριστικό άξιο λόγου, και μου λες ότι εσύ είσαι η Άρεια Υυλή που θα μας εκπροσωπεί; ΋χι, δεν έπρεπε ποτέ να ασχοληθούμε μαζί σου’’. Ο Σσέστερ, λίγο πίσω τους δαγκωνόταν και αγωνιούσε για την έκβαση της συζήτησης. ‘’Και όμως, είμαι εδώ τώρα, και με χρειάζεστε’’. Η φωνή του ήταν ήρεμη. ΢ίγουρη. Η Άλις πλησίασε και άλλο να διακρίνει το πρόσωπό του. ‘’Σσέστερ, πες του να το βουλώσει, σε τελική ανάλυση δεν το έχω σε τίποτα να φύγω...’’ ΄΋χι’’’, τους έκοψε η Άλις. ‘’΋χι σε παρακαλώ’’. Ο Ρίτσαρντ πήρε μια ανάσα, και σταμάτησε να μιλάει. ‘’΋λα εντάξει;’’, ρώτησε ο Σσέστερ. ‘’΋λα εντάξει’’, είπε ο Ρίτσαρντ μέσα από τα δόντια του. Ο Γουίλιαμ έγνεψε καταφατικά. ‘’Πολύ ωραία λοιπόν’’, είπε. ‘’Θυμάστε ότι σας είπα;’’ Ο Ρίτσαρντ έτριξε τα δόντια του. ‘’Και ποιος μου εξασφαλίζει ότι το σαράβαλό σου θα κάνει αυτό που πρέπει’’, ρώτησε. ΢ε εκείνο το σημείο ο Γουίλιαμ χαμογέλασε παράταιρα, σαν ένα μικρό παιδί που πρέπει να μιλήσει για το αγαπημένο του παιχνίδι. Φάιδεψε λίγο το φτερό του αυτοκινήτου. ‘’Σο σαράβαλό μου θα κάνει ακριβώς αυτό που πρέπει. Και ευτυχώς που ρώτησες, γιατί θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό. ΋τι και να γίνει, και το τονίζω: Ότι και να γίνει, πρέπει να μείνετε μέσα στο αυτοκίνητο. Να θυμάστε πάντα, αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. Μείνετε στο πίσω κάθισμα, μείνετε κρυμμένοι. Ότι και να γίνει. Ακόμα και αν η κόλαση η ίδια έρθει να σας χτυπήσει το τζάμι, θυμηθείτε: Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου.’’ Όστερα, πίεσε ένα μοχλό, και η πίσω πόρτα άνοιξε. Η Άλις μπήκε πρώτη, η σκέψη της είχε αφοσιωθεί στη φωνή του. Σην είχε ξανακούσει σε κάποιο όνειρο. Σα καθίσματα ήταν ζεστά και άνετα. Ο Ρίτσαρντ ακολούθησε απρόθυμα.

[414]


Ο Γουίλιαμ έκλεισε την πόρτα, και κανείς δεν μπήκε στην θέση του οδηγού. Ο Γουίλιαμ έδωσε μια ψιθυριστή φωνητική εντολή σε ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο που κρατούσε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Η αυτόματη λειτουργία του αυτοκινήτου έδωσε έναυσμα και η μηχανή ξεκίνησε, προκαλώντας αρκετές συνάψεις από τα καλώδια πάνω από το δρόμο, που τίναξαν ρεύμα προς το όχημα. Η Άλις παρατήρησε τα τζάμια να σκοτεινιάζουν, και μέσα στο αυτοκίνητο ήταν τώρα ακόμα νύχτα. ΢τα πόδια τους υπήρχε η μαύρη κουβέρτα για την οποία τους είχε μιλήσει στις αρχικές του οδηγίες ο Σσέστερ. Δεν ήταν ακόμα ώρα. ΢ε λίγη ώρα, ένα αυτοκίνητο φάντασμα, χωρίς οδηγό, πέρασε στην υπερυψωμένη κεντρική οδική αρτηρία, και κοίταξε ξανά προς τον ορίζοντα. Πιο πίσω, ο Γουίλιαμ έβαλε ξανά την μικροσκοπική συσκευή στην τσέπη του, και κοίταξε προς τον Σσέστερ. ‘’Δείχνεις χάλια’’, του είπε αυτός, παρατηρώντας τα νοτισμένα από αίμα ρούχα του, και τα παραφουσκωμένα από επιδέσμους σημεία στα χέρια και τα πόδια του. Ο Γουίλιαμ γύρισε προς το μέρος του. ‘’Μια χαρά είμαι. Εκείνη;’’ ‘’Θα είναι εντάξει. Θα την προσέχω όπως σου υποσχέθηκα. Θα την πάρω μαζί μου.’’ ‘’Ψραία’’ ‘’΢ε ευχαριστώ για αυτό που έκανες’’ ‘’Εγώ σε ευχαριστώ για όλα Σσέστερ’’, απάντησε αυτός και έτεινε το χέρι του. Ο Σσέστερ ανταπέδωσε την χειρονομία, και το έσφιξε. ‘’Οπότε αυτό είναι οριστικό αντίο;’’, τον ρώτησε. ‘’Πολύ καθυστερημένο. Αλλά ναι, είναι οριστικό.’’ Ο Σσέστερ έγνεψε καταφατικά. Άφησαν τα χέρια τους και ο Σσέστερ τον είδε να γυρίζει την πλάτη του. ‘’Είναι αλήθεια όμως; ΋λα αυτά, οι επιθέσεις, είναι από ανθρώπους πέρα από το Σείχος;’’, τον ρώτησε πριν φύγει. Ο Γουίλιαμ κοντοστάθηκε.

[415]


‘’Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το Σείχος, φίλε μου’’, του είπε. ‘’Αλλά είμαι και πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει καταστροφή και θάνατος. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, από που έρχονται και τι θέλουν. Ελπίζω ίσως να τους συναντήσω και να μάθω. Από την άλλη, μπορεί να είναι απλά μια συμμορία- πολλές ιστορικές αναφορές από τα πρώτα χρόνια της πόλης μιλούν για περιπλανώμενες ομάδες, μερικές βίαιες, μερικές άρρωστες, μερικές τελείως χαμένες. Εμένα μου αρκεί που έρχονται ζωντανοί από εκεί. Βαρέθηκα να είμαι κλεισμένος στην γυάλα, φοβούμενος ότι ο ωκεανός θα την σπάσει μια μέρα και θα με σκοτώσει. ΢ε τελική ανάλυση, αν κάποιος θέλω να με σκοτώσει, αυτός είναι ο ωκεανός’’. ‘’΢ε έναν έντιμο θάνατο λοιπόν;’’ ‘’΢ε έναν θάνατο έξω από εδώ....και με μια χαραμάδα ζωής στο ίδιο μέρος, κατα προτίμηση’’. Σελικά έφυγε και η συζήτηση τελείωσε, όπως τελειώνει μια συζήτηση πολύ πριν την ώρα της, χωρίς να προλάβουν να ειπωθούν όλα όσα θα μπορούσαν και όλα όσα θα έπρεπε. Ο Σσέστερ Μπάρναμπι επέστρεψε στην φωλιά του, για να επιβλέψει το αναγκαστικό της άδειασμα.

[416]


Οι Προστάτες έπεσαν

Οι Προστάτες έπεσαν. Μπορούσες να το ακούσεις πλέον, στην βραχνή ανάσα της αγουροξυπνημένης πόλης, ένα υπόκωφο σούσουρο, πρώτα έκπληξης, μετά απορίας, ύστερα ανησυχίας. Οι Προστάτες έπεσαν. Ένας άντρας την έπιασε από τους ώμους, φαινόταν αλήθεια υστερικός, την ταρακούνησε, επαναλαμβάνοντάς το: Οι Προστάτες έπεσαν. Δεχόμαστε επίθεση. Σο τέλος έρχεται. ΢ε πολλά σημεία της πόλης, και αναλόγως τον αέρα και την απόσταση, μπορούσες να μυρίσεις την πυκνή σκόνη από λιωμένο τσιμέντο, ατσάλι και πλαστικό. Άνθρωποι προχωρούσαν με το κεφάλι σκυφτό σε ηλεκτρονικές συσκευές, ιδιωτικές τηλεοράσεις που έδειχναν σε καθολική προβολή μια θεατρική παράσταση υστερικού τρόμου και σε ψηλά ντεσιμπέλ που έφταναν μέσα από τα προσωπικά ακουστικά. Κάποιος είχε εξαπολύσει εκρηκτική οργή πάνω στην Πόλη, αλλά ποιος; Κάποιοι μίλησαν αμέσως για τρομοκρατικές επιθέσεις από παράφρονες συμμορίες- κάποιοι άλλοι μιλήσανε για συνομωσία της αστυνομίας. Παιχνίδια εξουσίας και δικτατορίες από διάφορες διοικητικές και παραδιοικητικές ομάδες. Άλλοι φωνάζανε υστερικά ότι όλο αυτό, ήταν έργο του εξωγήινου. Αυτός και οι όμοιοί του είχαν έρθει για να εξολοθρεύσουν

την

Πόλη,

και

μαζί

την

τελευταία

νησίδα

ανθρώπινης

ζωής.

Προβληματισμένα πρόσωπα κοιτούσαν προς τα τείχη από τα ψηλά μπαλκόνια τους, ο καιρός ήταν μουντός και ο ορίζοντας ομιχλώδης. Η καλά περιφραγμένη φωλιά τους αιμορραγούσε από τα μέσα, και τα τείχη ήταν τώρα ένα σύμβολο εγκλωβισμού, από σύμβολο ασφάλειας. Ο συλλογικός φόβος ξυπνούσε μαζί τους ήχους των ξυπνητηριών, και το ξύπνημα ήταν τώρα σε ένα ολοκαίνουριο, απρόσμενο εφιάλτη. Που θα γίνει το επόμενο χτύπημα; Θα χτυπηθούν και σπίτια απλών πολιτών; Σι θέλουν οι επιτεθέμενοι; Και μέσα σε όλα αυτά, οι Προστάτες έπεσαν. Η Ντάιαμοντ προχωρούσε ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν κρυβόταν πια, με τα ακόμα βρεγμένα μαλλιά της να της καλύπτουν το πρόσωπο, το βλέμμα της άδειο, τα χέρια της κρεμασμένα από την κούραση. Η Ντάιαμοντ μπορεί να μην ήξερε πολλά, για

[417]


τα κτίρια, τους Προστάτες, τα τείχη,ή μπορεί να μην θυμόταν, αλλά ήξερε όσα χρειαζόταν από το Βίκτωρ. Η επίθεση αυτή μόλις ξεκινούσε, και ήταν δεν ήταν μια μάχη τακτικής- είχαν έρθει για να δώσουν το οριστικό φινάλε σε ένα πόλεμο που φαίνεται να γνώριζε όλος ο κόσμος, εκτός από τους πολίτες της Ερθ. Ο ΢άλυ δεν εμφανίστηκε πίσω από κανένα στενό, κανένα αστείο για τα βρεγμένα της μαλλιά δεν ακούστηκε, ο μικρός Νίκολας δεν της έριξε κανένα σύνθημα μέσα από κάποια κρυψώνα. ΢υνέχιζε ωστόσο να τους φαντασιώνεται να το κάνουν, τουλάχιστον όσο μπορούσε να αποσπάσει την σκέψη της που στροβιλιζόταν επώδυνα γύρω από αναρίθμητα ερωτήματα για το παρελθόν και το μέλλον της. Κοιτάχτηκε σε έναν καθρέπτη και κοντοστάθηκε. Προσπάθησε να σκεφτεί μια σύζυγο, μια μητέρα, μια δασκάλα, μια ποιήτρια. Προσπάθησε να σκεφτεί έναν ένοχο πόνο, ένα σπάραγμα, μια απώλεια λογικής. Έβλεπε ακόμα μόνο την Ντάιαμοντ του Καθάρματος, την Ντάιαμοντ του Σίγρη, την Ντάιαμοντ που τέτοια ώρα περίπου θα έπρεπε να έχει βάλει μπρος την επιχείρηση Αυτοκτονία. ΢κέφτηκε να κλάψει, ή έστω να εξωτερικεύσει ένα κομμάτι από την αγριεμένη θάλασσα μέσα της. ΢κέφτηκε να φωνάξει το όνομα του ΢άλυ και αυτός να εμφανιστεί χαμογελαστός και την πάρει στην παράνομη αγκαλιά του. ΢κέφτηκε να καθίσει να τα γράψει όλα, από το φόβο ενός επόμενου μπλακ-άουτ που ίσως και να είχε αργήσει. Ή ίσως το επόμενο μπλακ άουτ να ήταν λυτρωτικά οριστικό, και να μην χρειάζεται να σκέφτεται. Μετά σκέφτηκε ότι η Μαριάν θα ξυπνούσε από στιγμή σε στιγμή, δεν θα την έβρισκε δίπλα και η καημένη θα ανησυχούσε τώρα πάρα πολύ. Αλλά ποια ήταν η Μαριάν; Μήπως η Μαριάν ήταν ακόμα μια τρελλή, στο βαγόνι μιας παραπλάνησης, παρέα με φανταστικούς καλεσμένους; ΢κέφτηκε με τρόμο ότι ίσως ο μόνος που την αναζητάει είναι το Κάθαρμα, ο γιατρός και άλλοι ακόμα σοβαροί και ψυχροί γιατροί από ένα άσυλο για τρελλούς ανθρώπους. Περπατούσε, και σε κάθε της βήμα έλεγε ότι το πεζοδρόμιο θα καταρρεύσει- λίγο από την μπερδεμένη λογική της, λίγο από τα χτυπήματα που δεχόταν από έναν αόρατο εχθρό. Περπατούσε και ένιωθε ότι όλη η Πόλη τώρα πια βούιζε σαν τον συναγερμό ενός μελισσιού που δέχεται επίθεση από κόκκινες μεγάλες σφήκες. Περπατούσε, αλλά δεν περπατούσε μόνη της. Μέσα στο συνεχώς αυξανόμενο πλήθος, ένας ακόμα βηματισμός ακολουθούσε τον δικό της, λίγο πιο διακριτικά για να μην γίνει άμεσα αντιληπτός, ίσως περίπου το ίδιο αβέβαιος για τον προορισμό και τον

[418]


ιδιαίτερο ρόλο στην μεγάλη εικόνα που σχηματιζόταν γύρω τους, ίσως και με ένα ελαφρύ τσούξιμο στην φτέρνα. Αλλά ότι και να συνέβαινε εκείνη την στιγμή στην Ντάιαμοντ και την μικρή της ολονύχτια περιπέτεια μέχρι την ανακάλυψη ενός εαυτού που είχε για τα καλά ξεχάσει, λίγη σημασία είχε,για την ώρα τουλάχιστον, με το μέλλον της Πόλης. Αυτό, παιζόταν πλέον στις ακριανές παρυφές της, όπου η τεράστια μονάδα παραγωγής ενέργειας, χτισμένη στην πλαγιά ενός μικρού λόφου και με την μορφή ενός κολοσιαίου, τσιμεντένιου σκατντζόχοιρου, συνέχιζε να εκπέμπει δέσμες ηλεκτρικής ενέργειας προς κάθε σημείο της πόλης, κάθε κεραία, κάθε σύρμα πάνω από τους δρόμους, μια ζωογόνος καρδιά με ασταμάτητους χτύπους. Σώρα, ένα συνήθως μοναχικό κτίριο στην λοφοσειρά που όριζε την Πόλη από το βορειοδυτικό της τμήμα και πίσω της άρχιζαν οι εκτεταμένες γεωργικές, κτηνοτροφικές αλλά και διάσπαρτα, βιομηχανικές μονάδες και κάποια χωριά, έβλεπε χόβερ και αυτοκίνητα να πλησιάζουν με μεγάλη ταχύτητα. Σην ίδια στιγμή, σε μια παράξενη εντολή, διάφορα περιπολικά κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση. Εξ’ άλλου το μήνυμα ήταν σαφές: Οποιοδήποτε διακριτικό της αστυνομίας στην περιοχή, θα αντιμετωπιζόταν από τους Προστάτες χωρίς δισταγμό. Οι Προστάτες μπορεί πράγματι να είχαν πέσει, αλλά ήταν αρκετοί ακόμα που στεκόντουσαν στα πόδια τους. Ακόμα και έτσι, οι αστυνομικοί ξέρανε καλύτερα να απομακρυνθούν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, με τον πιο διακριτικό τρόπο. Ούτε σηρείνες, ούτε φώτα να αναβοσβήνουν- τα περιπολικά απομακρύνθηκαν σαν κοινά αυτοκίνητα. Από κάτω τους, ακολουθώντας μια σειρά σκοτεινών διαδρόμων σαν τούνελ που συνέχιζαν μετά τους χώρους ανάπαυσης των αμαξοστοιχιών του Μετρό, η Ρεμπέκα έσκυψε και έριξε μια φωτεινή δέσμη από το χέρι της για να εξακριβώσει μερικά πεταμένα αστυνομικά τζάκετ. ‘’Είναι εδώ’’, είπε στην Φόλυ, που περπατούσε στο σκοτάδι, σιωπηλή. ‘’Είμαστε και εμείς εδώ’’, της απάντησε. Σο Σούνελ σε λίγο αποκτούσε μια πιο ξεκάθαρη φυσιογνωμία: ΢την οροφή του ξεκινούσαν τυλιγμένοι σε αλουμίνιο σωλήνες και καλώδια, αεραγωγοί και αγωγοί μεταφοράς νερού. Κάποιες πινακίδες προειδοποιούσαν για υψηλές τάσεις. Κάποιες άλλες έδειχναν με ξεθωριασμένα βέλη προς τα εμπρός αλλά και διαγώνια, σε διάφορα σημεία των υπογείων της τεράστιας εγκατάστασης.

[419]


‘’Μπορεί να είναι οπουδήποτε’’, ξαναείπε, και από το χέρι της βγήκε ένα πολύ έντονο φως, που φωταγώγησε όλο το σκοτεινό διάδρομο, και στο βάθος του είδαν ότι αποκτούσε μια διπλή κατεύθυνση. ‘’Θα χρειαστεί να χωριστούμε’’’,συμπλήρωσε. Η Φόλυ έγνεψε αρνητικά. ‘’΋χι’’, της είπε. ‘’Δεν έχουμε χρόνο και πολυτέλεια να πάμε ψάχνοντας. Ο Κάιλ Κρέιμερ είναι ένας άνθρωπος με πρόσβαση σε κάθε πιθανή γωνιά κάθε σημείου της πόλης- δεν κινείται τυχαία. Θα ψάξει να βρει την καρδιά της καρδιάς, και η καρδιά της καρδιάς είναι σε μια πολύ συγκεκριμένη θέση.’’ ‘’Οι γεννήτριες’’, μουρμούρισε η Ρεμπέκα,κοιτάζοντας μπροστά. ‘’Οι γεννήτριες’’, επανέλαβε η Φόλυ. Όστερα έδειξε προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση της διχάλας, εκείνη μάλιστα που συγκεντρωνόταν ο μεγαλύτερος όγκος του καλωδιακού συστήματος της οροφής. Όστερα, άνοιξε το βήμα της, και σε λίγο οι δυο γυναίκες άρχισαν να τρέχουν. ΋χι πολύ μακριά, ένα ξεχασμένο σύστημα με μικροκάμερες στην οροφή των υπογείων έδωσε στον Κάιλ Κρέιμερ μια στιγμαία εικόνα των δυο γυναικών. Κοίταξε προς την μεγάλη σκοτεινή αίθουσα, γεμάτη παρατεταγμένες μηχανές με αεικήνιτους, αθόρυβους έλικες και έβγαλε ένα συνθηματικό σφυριχτό ήχο. Σέσσερις άντρες τον πλησίασαν τρέχοντας. ‘’Είμαστε έτοιμοι;’’ ‘’΢χεδόν έτοιμοι’’ ‘’Σο σχεδόν δεν μου αρκεί. Έρχονται.’’ Κανένας δεν του απάντησε. Ο Κάιλ Κρέιμερ ήξερε ότι σε εκείνο το σημείο, μόνο ένας ή δυο Προστάτες θα μπορούσαν να είναι απειλή, και τώρα ερχόντουσαν προς το μέρος του ίσως οι δυο πιο επικίνδυνοι. Η Φόλυ ήταν ζωντανή και το ήξερε αρκετή ώρα τώρα, αλλά η παρουσία της του δημιούργησε για πρώτη φορά, μια ολόκληρη δεκαετία σχεδόν, μια γεύση αβεβαιότητας στον ουρανίσκο. ‘’Έρχονται και απ’ έξω’’, είπε άλλος ένας που έφτασε στην συζήτηση λίγο καθυστερημένα. ‘’Να τους κρατήσουμε απασχολημένους;’’, πρότεινε ένας αλλά ο Κάιλ Κρέιμερ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. ‘’Δεν έχει νόημα’’. Όστερα σκέφτηκε λίγο ακόμα. ‘’Υεύγουμε όλοι και ακολουθώ εγώ. Θυμούνται όλοι τις εξόδους;’’

[420]


Ένας άντρας έγνεψε καταφατικά, και έκανε ένα σήμα με το χέρι του προς το σκοτάδι. Σο σήμα επαναλήθηκε μέσα στις σκιες, και ύστερα δέκα περίπου άντρες όπλισαν τα όπλα τους και προσπέρασαν τον Κάιλ Κρέιμερ με ταχύ βήμα. Εκείνος γνώριζε για τα καλά ότι η Φόλυ και οι Προστάτες είχαν κάνει όσα λάθη ήταν να κάνουν για την ημέρα. Από την άλλη όμως, εκείνος είχε προετοιμαστεί, ακόμα και για ενδεχόμενα τόσο ακραία όσο εκείνο. Βγήκε από την αίθουσα των γεννητριών, στο σκοτεινό διάδρομο, και βρήκε το τετράγωνο τρόλλει. Ανέβηκε, το ετοίμασε να ξεκινήσει και περίμενε. Η Φόλυ και η Ρεμπέκα δεν άργησαν πολύ. Μόλις ένιωσε την παρουσία τους, πληκτρολόγησε μια εντολή, και ένα κομμάτι του διαδρόμου φωταγωγήθηκε. Πρώτη τον είδε η Φόλυ, και αμέσως σήκωσε το χέρι της. ‘’Απ απ απ!’’, της φώναξε. ‘’Θυμίσου που βρίσκεσαι αγαπητή μου Φόλυ!’’, συμπλήρωσε και έδειξε ολόγυρά του, μια σειρά από καλώδια και αλλεπάλληλες επιγραφές υψηλών τάσεων. Η Φόλυ δίστασε για μια στιγμή, αλλά δεν σταμάτησε να τον πλησιάζει. Η Ρεμπέκα άφησε το δικό της χέρι να εκπέμψει μια πορτοκαλί αύρα, σε ετοιμότητα, κοιτάζοντας γύρω της. ‘’Μπορώ να σε σκοτώσω με πάρα πολλούς τρόπους’’, είπε αυτή. ‘’Κατέβα από το τρόλλευ και γονάτισε’’, πρόσταξε. Ο Κάιλ Κρέιμερ χαμογέλασε, με μια ενοχλητική σιγουριά. Η Ρεμπέκα έστριψε προς τον χώρο με τις γεννήτριες, σκυφτή. ‘’Αργήσατε, Φόλυ. Βέβαια, θα έπρεπε τώρα να κοιμάστε βαθιά, αλλά αργήσατε όπως και να έχει. Είναι όλα θέμα χρόνου.’’ Η Φόλυ έριξε μια κλεφτή ματιά προς τους δίπλα χώρους. Η Ρεμπέκα είχε ήδη μπει μέσα. Ο Κάιλ Κρέιμερ φούσκωσε τα μά γουλά του, σχηματίζοντας την λέξη ‘μπουμ’. ‘’Και τώρα κυρίες μου, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να απομακρυνθώ από εδώ. Θα αρχίσει να έχει πολύ ζέστη σε λίγο.’’. Η Φόλυ κοντοστάθηκε.’’Αλλά τώρα καταλαβαίνω το δίλημμα. Ο άνθρωπος που σας πρόδωσε; Ή μήπως το πολυτιμό σας εργοστάσιο, από λεπτό σε λεπτό έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα;’’. Σο τρόλει έκανε μια κοφτή κίνηση προς τα πίσω. ‘’Κατέβα κάτω και γονάτισε’’, του επανέλαβε αυτή αυστηρά. Έκανε ακόμα ένα βήμα. ΢αν απάντηση, ο Κάιλ Κρέιμερ πάτησε ένα κουμπί και πιάστηκε σφιχτά από μια χειρολαβή. Σο μικρό βαγόνι εκτινάχθηκε με μια στριγγλιά και μια σειρά από

[421]


σπινθήρες προς τα πίσω. Θα ορκιζόταν ότι τους έστειλε ένα φιλί πριν χαθεί στις σκιές, και ύστερα τα φώτα έπεσαν ξανά και η Φόλυ έμεινε στο σκοτάδι. ‘’Ρεμπέκα!’’, φώναξε δυνατά. Μέσα από το χώρο δίπλα τους, μια φωνή ακούστηκε με μια μικρή καθυστέρηση. ‘’Σο ‘χω’’, είπε. ΢το άκουσμα των λέξεων η Φόλυ έσφιξε την γροθιά της και ύστερα άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του βαγονιού. Η Ρεμπέκα συνέχισε, αλλά μέσα από την ενδοεπικοινωνία τους. ‘’Θα τον ακολουθήσεις;’’ ‘’Θα τον σκοτώσω.’’ ‘’Οι στοές βγαίνουν από την πίσω μεριά του λόφου, στα Θερμοκήπια. Να στείλω υπέργειες δυνάμεις εκεί;’’ ‘’΋χι. Να απομακρυνθούν όλοι από την μονάδα άμεσα. Να ακολουθήσουν αν εντοπίσουν περιπολικά που φεύγουν τώρα από εδώ’’. ‘’Φόλυ, σου είπα, το ‘χω.’’, απάντησε η Ρεμπέκα με σιγουριά. ‘’Δεν είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί. Προλάβαμε Φόλυ.’’ Εκείνη δεν απάντησε, αλλά ένιωσε μια σιγουριά από την ψυχραιμία της φωνής της. ΢υνέχισε να τρέχει, φωτίζοντας στιγμιαία το χώρο για να αποφύγει πιθανά εμπόδια, ακολουθώντας κυρίως τον άξονα πλοήγησης του βαγονιού. Μπορεί η Ρεμπέκα, όπως και όλοι οι Προστάτες, να ήταν άριστα εκπαιδευμένη να αποσυνδέσει έναν εκρηκτικό μηχανισμό, όσο μεγάλος και να ήταν, αλλά δεν μπόρεσε να καταπολεμήσει την σκέψη ότι μπορεί ανα πάσα στιγμή να εμφανιστεί πίσω της ένα πύρινο κύμα. Έτσι, έτρεχε λίγο παραπάνω. Επιβράδυνε μόνο όταν είδε μια διαρρηγμένη πύλη, στο βάθος της οποίας τρύπωνε το φως της αυγής, γκρίζο και μουντό, και σε λίγο η Φόλυ βρέθηκε από την πίσω πλευρά της λοφοσειράς, στις εκτεταμένες εκτάσεις με τα θερμοκήπια, με το φως του ήλιου που αναδυόταν αργά και χωρίς να νοιάζεται να την ζαλίζει για μια στιγμή μόνο. Σα θερμοκήπια ήταν ακόμα ένα θαύμα μιας γεωγραφικά περιορισμένης αλλά ραγδαία αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Μεγαλόπνοες εγκαταστάσεις από νάυλον και συνθετικά υλικά, όπου όλη η διαδικασία της παραγωγής ήταν αυτοματοποιημένη. Σο εσωτερικό κάθε θερμοκηπίου αποτελούταν από δαιδαλώδη κανάλια με νερό, στα οποία έπλεαν εκατοντάδες τελάρα, ενώ ρομποτικά χέρια και εξαρτήματα αιωρούνταν σχεδόν πάνω από το χώρο, επιβλέποντας και παρεμβαίνοντας συνεχώς. ΢ε έναν τεθλασμένο

[422]


και ασαφή άξονα, όλη η διαδικασία της ζωής λάμβανε χώρα με μηχανική υποστήριξη και τεχνολογική επιτάχυνση. ΢τα πρώτα τελάρα, σχεδόν άδεια, έμπαινε χώμα σε μικρές οπές. Μια ρομποτική σφήνα με άκρη σαν ένεσης φύτευε το σπόρο, και το τελάρο ξεκινούσε ένα πλευστό ταξίδι μέχρι το σημείο που ένα άλλο μηχανικό χέρι έβγαζε την μικρή γαβάθα χώματος και την μεταφύτευε σε μια άλλη, μεγαλύτερη οπή. Η διαδικασία έπαιρνε το χρόνο της, κάποια είδη φυτών θέλανε ολόκληρους μήνες για να αναπτυχθούν μέχρι να βγουν, συσκευασμένα και έτοιμα, στην έξοδο, αλλά ήταν τέτοιο το μέγεθος που η παραγωγή έμοιαζε να μην σταματούσε ποτέ, μεταφύτευση τη μεταφύτευση. Η Φόλυ τρύπωσε στο πρώτο θερμοκήπιο που βρέθηκε στο δρόμο της, σε ένα χαοτικό τοπίο γεμάτο ρομπότ και πολυάριθμα κανάλια κατα μήκος, κατα πλάτος, αλλά και κατα ύψος, που έφτιαχναν παράλληλες, αργές σαν την κίνηση του νερού τους, διαδρομές. Σο μόνο που ακουγόταν ήταν η ασταμάτητη λειτουργία μιας πολύπλοκης μηχανής, ένα βουητό χωρίς αυξομειώσεις. ‘’Ρεμπέκα;’’, ψυθίρισε. Από την άλλη πλευρά, η φωνή δεν άργησε. ‘’Ελέγχω μόνο μήπως έχω χάσει κάτι. Εννιά βόμβες ως τώρα Φόλυ... ήθελαν να κάνουν το μεγαλύτερο σόου εδώ. Εσύ;’’ Πριν προλάβει να απαντήσει, με την άκρη του ματιού της αισθάνθηκε κινητικότητα και κίνδυνο. Σρια τελάρα χτύπησαν μεταξύ τους, σαν να τα χτύπησε κάποιο κύμα. Η Φόλυ έσκυψε, αλλά σε εκείνο το χώρο ήταν παντού καλυμμένη και παντού ακάλυπτη, ήταν όλα θέμα οπτικής γωνίας. Πριν προλάβει να προετοιμαστεί, ένα κεφάλι και ένα όπλο αναδύθηκαν από ένα κανάλι σχεδόν δίπλα της, και η Φόλυ τινάχτηκε σπασμωδικά προς τα εμπρός, αποφεύγοντας για δευτερόλεπτα μια ομοβροντία αθόρυβων σφαιρών. Δεν ήταν όμως ώρα για παιχνίδια, και αυτός, δεν ήταν ο Κάιλ Κρέιμερ. Φωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς απευθείας οπτική επαφή, από το χέρι της αναδύθηκε μια λαμπερή λευκή ακτίνα, που προσγειώθηκε προς την κατεύθυνση της ενέδρας, τινάζοντας στον αέρα κανάλια και τελάρα, σε ένα μικρό χορό από χώμα, νερό και φύλλα από κάποιο ζαρζαβατικό σε νεαρή ηλικία. Ίσως και κομμάτια ανθρώπινου σώματος. Φωρίς να σηκωθεί από την θέση της, ξαναετοίμασε το χέρι της, γυρίζοντας το περιστροφικά. ‘’Κρέιμερ!’’, ούρλιαξε δυνατά. ‘’Σελείωσε!’’

[423]


Σα τελάρα συνέχισαν να έρχονται, αλλά πλέον η διαδρομή είχε διακοπεί και έτσι έπεφταν προς τα κάτω, μαζί με μικρούς καταρράκτες από νερό που άδειαζε γρήγορα. Μια ακόμα περίεργη κίνηση, αυτή τη φορά προς τα δεξιά της. Ακόμα μια ριπή, χωρίς δεύτερη σκέψη και ας μην ήταν τίποτα. ‘’Κρέιμερ!’’, επανέλαβε. Όστερα, στο αυτί της ακούστηκε μια γνώριμη φωνή, που δεν άνηκε σε κανένα Προστάτη, από μια πολύ ειδική συχνότητα, στην οποία είχε πρόσβαση μόνο ο αρμόδιος της Διοίκησης για τους Προστάτες. ‘’Γιατί φωνάζεις Φόλυ;’’, ρώτησε. ‘’Σελείωσαν όλα’’, επανέλαβε αυτή, συνεχίζοντας να επιθεωρεί το χώρο. Σα ρομποτικά εξαρτήματα συνέχισαν να κάνουν τις ίδιες ακριβώς κινήσεις, μόνο που τώρα έπιαναν αέρα, ενώ το νερό πλημμύριζε το έδαφος. ‘’Δεν θα το έλεγα’’, της είπε. Ακόμα ένας, τον είδε να σημαδεύει από απόσταση. Ήταν μάλλον όλοι κρυμμένοι σε διάφορα κανάλια, μια τέλεια παγίδα για οποιονδήποτε άλλο. ‘΋χι για αυτήν. Η επόμενη ριπή είχε μεγαλύτερη ένταση. Η Φόλυ δεν αστειευόταν. Ο Κάιλ Κρέιμερ συνέχισε. Η ανάσα του ακουγόταν σαν να περπατάει. ‘’Ξέρεις, όταν τελικά η Κυρία σας έκανε την χάρη να σας ξαναβάλει να κάνετε κάτι για αυτήν την βρωμερή πόλη....είπε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σας δοθεί πάλι η δύναμη που είχατε στο παρελθόν. Κόψαμε τις στολές σας σε ένα μακρύ γάντι, εγώ να ξέρεις υποστήριζα ότι δεν σας έπρεπε ούτε αυτό. Ξέρεις, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν κατάλαβα αυτή την εμμονή της Πόλης, να αναζητήσει την τεχνολογική τελειότητα για να θωρακίσει τους εκλεκτούς της. Και από την άλλη,ποτέ δεν κατάλαβα αυτήν την επιλογή των εκλεκτών της, να φορέσουν αυτά τα τέρατα και να τα αφήνουν κάθε φορά να μπήγουν τα μικροσκοπικά τους δόντια μέσα στην σάρκα σας, να γατζώνονται στο νευρικό σας σύστημα...πάντα αναρωτιόμουν αν πονάει, κάθε φορά που φοράτε έστω αυτό το γάντι. Ίσως και για αυτό δεν το βγάζετε ποτέ; Αλλά, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν με νοιάζει και πολύ.’’ ΋σο μίλαγε, η Φόλυ σηκώθηκε ξανά και άρχισε να περπατάει αργά. Από την άλλη άκρη του ακουστικού ακουγόταν ακόμα το μηχανικό βουητό του χώρου, ο Κρέιμερ ήταν ακόμα μέσα. Νόμισε ότι είδε ξανά κάτι, έριξε ξανά με δύναμη, τινάζοντας ακόμα ένα σημείο. ΢ε τελική ανάλυση, της καθάριζε και την ορατότητα. Μικρές λίμνες λάσπης με πράσινα φυλλαράκια είχαν αρχίσει να σχηματίζονται ολόγυρά της. ‘’Αυτό που με νοιάζει, και θα έπρεπε να νοιάζει και εσένα, είναι ότι τα καινούρια σας λουριά τα κρατάει πλέον η Κυρία, και όχι μεταξύ σας. Και η Κυρία τα έδωσε σε

[424]


μένα, να τα προσέχω. Δεν το έκανα από την αρχή, γιατί έτσι πίστευα ότι θα φανερωθώ, αλλά εσύ με βρήκες ούτως ή άλλως Φόλυ. Οπότε δεν έχω λόγο να παίζω άλλο.’’ Η Φόλυ είχε αρχίσει να καταλαβαίνει που το πήγαινε, και επιτάχυνε με βιασύνη, περνώντας μέσα από τα σημεία που είχε καταστρέψει, αφήνοντας μικρές ροές νερού με λάσπη να την μουσκέψουν. ‘’Είναι φοβερό, τι μπορώ να κάνω με ένα μικρό γκάτζετ στα χέρια μου, στους ανίκητους Προστάτες αυτής της Πόλης. Θα με παρακάμψουν φυσικά, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχω εξασφαλίσει, με αρκετά χρόνια σκληρής δουλειάς και πίστεψέ το αυτό, ότι θα τους πάρει ώρα.’’ Η Φόλυ έσφιξε τα χείλη της. ΢κέφτηκε να ρίξει ότι δυνατότερο είχε, και ας τίναζε όλο το θερμοκήπιο στον άερα. ‘’Σα δώρα της τεχνολογίας που φοράτε στα χέρια σας, όσο εκλεπτυσμένα και να είναι, Φόλυ, δεν είναι παρά φτιαχτά μηχανάκια που δουλεύουν με μπαταρία και κλείνουν με τηλεκοντρόλ’’ ‘’Γαμημένο καθίκι’’, μουρμούρισε αυτή, αλλά είδε στο βάθος έναν ακόμα, να προχωράει σκυφτός, σχεδόν παράλληλα σε μια σειρά από κανάλια και αεροκανάλια. Γύρισε την παλάμη της και σημάδεψε. ‘’Ουπς’’, έκανε ο Κάιλ Κρέιμερ. Καμία ριπή δεν εκτινάχτηκε από το χέρι της. Ένα καυτό τσίμπημα λίγο κάτω από τον ώμο της, καθώς το νευρωνικό τεχνητό δίκτυο του γαντιού εξήρθε από το χέρι της. Η Φόλυ τώρα φορούσε ένα απλό, μαύρο γάντι. Ο άντρας απέναντί της έφερε το όπλο του στην ευθεία με το σώμα της. Η ομοβροντία των σφαιρών ήταν και αυτή αθόρυβη. Μπορούσε να ακούσει μόνο τα μικρά τους σφυρίγματα καθώς περνούσαν από δίπλα της και ενώ εκείνη τιναζόνταν προς διάφορες κατευθύνσεις. ‘’Ψ, μου ξέφυγες’’, είπε η φωνή. Ήταν αυτός. ‘’Αλλά για λίγο’’, συμπλήρωσε. Η Φόλυ προσγειώθηκε στο γεμάτο λάσπη και πράσινα φύλλα έδαφος. Δεν υπήρχε πλέον ούτε ενδοεπικοινωνία για να αναζητήσει την Ρεμπέκα. Προσπάθησε να συρθεί κάτω από μια πλατφόρμα που περνούσαν τα κανάλια. ‘’΢ήκω πάνω άτακτο κορίτσι’’, κάποιος την πρόσταξε, και η φωνή ακούστηκε τόσο στο ακουστικό όσο και πίσω της. Έκλεισε τα μάτια της. ΢ηκώθηκε και γύρισε αργά. Σο πρόσωπο του Κάιλ Κρέιμερ ήταν μοχθηρό και χαμογελαστό κάτω από το αστυνομικό

[425]


καπελάκι. Η κάννη του όπλου στραμμένη προς το μέρος της. Η Φόλυ έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, και αυτός ακολούθησε με το ίδιο τέμπο. ‘’Φάσατε’’, του είπε αποφασιστικά, και χαμογέλασε επίτηδες κατα πρόσωπο. ‘’Εσείς, πολλά περισσότερα’’, της απάντησε αυτός και ίσως είχε δίκιο. ‘’΋που να ναι φτάνει η Ρεμπέκα’’ ‘’Ακόμα μια που δεν καταδέχεται να κουβαλάει όπλο’’, είπε αυτός κουνώντας επιδεικτικά το δικό του. ‘’Ακόμα μια που πιστεύει ότι κρατάει το σύμπαν από τα αρχίδια χάρη σε αυτό το γελοίο γάντι’’. Η Φόλυ έγνεψε καταφατικά. ‘’Ναι, αλλά ποτέ δεν είχε να κάνει με το γάντι’’, είπε. Σο γυμνό της χέρι κόλλησε στα πλαινά της μέσης της. Ο Κρέιμερ δεν το είδε. Ήταν απορροφημένος στην αυταρέσκεια της επικράτησής του. ‘’Ξέρεις, είναι κρίμα, γιατί αυτά που σου είπα στο αυτοκίνητο, τα εννοούσα. Ίσως σε μια άλλη εποχή, με άλλες συνθήκες....Μου αρέσεις πολύ, πάντα μου άρεσες’’ ‘’ Σι θέλετε από εμάς’’, τον ρώτησε αυτή, με παγερή αδιαφορία. ‘’Για αρχή να καταλάβετε την ασχήμια του κόσμου που ζείτε...Και μακάρι και αυτό να γινόταν αλλιώς. Είστε η τελευταία Πόλη...η τελευταία πόλη που κρατάει ακόμα, να θυμίζει το μαύρο παρελθόν της ανθρωπότητας. Αναρωτήθηκες ποτέ, όμορφη Φόλυ, τι υπάρχει εκεί έξω;’’ ‘’Πολλές φορές. Αλλά τώρα που σε είδα, δεν με νοιάζει πλέον. Δεν συμπαθούσα ποτέ τα σαλιγκάρια’’. ‘’Φμ, εντάξει, ίσως και να είναι και έτσι. Ούτως ή άλλως, το τραίνο για την απελευθέρωση της Ερθ δεν είχε θέσεις για Προστάτες. Είστε άλλωστε, τα σύμβολα αυτής της πόλης. Είστε η πόλη, η απελευθέρωσή της σημαίνει απελευθέρωση από εσάς. Αλλά επειδή, νομίζω ότι σε ξέρω πια, θα έβλεπες και εσύ ότι εκεί έξω, εκεί έξω βρίσκονται όλα τα ιδανικά που υποτίθεται ότι προστατεύεις εδώ. Η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η αγάπη. ΋λα είναι εκεί. Ένα τείχος μακριά. Ένα βήμα, πρώτα νοητικό και ύστερα φυσικό. Πέρασαν πολλά χρόνια που δεν έγινε το παραμικρό άλμα εδώ. Ίσως χρειαζόταν μια γερή ώθηση. Θα ήθελα να μείνεις ζωντανή για να το δεις και εσύ, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα το καταλάβεις.’’ Σο χέρι της Φόλυ πίεσε απαλά και διακριτικά την ζώνη. Όστερα, πολύ διακριτικές αιχμές εξήρθαν από αυτή, και στάθηκαν ανάμεσα στα δάχτυλά της.

[426]


‘’Ξέρω ότι τώρα βλέπεις μόνο ένα εχθρό μπροστά σου. Ο οποίος ήδη μια φορά σε ξεγέλασε. Αλλά ας είναι αυτή η τελευταία μας κουβέντα, Φόλυ, δεν είμαι ο εθχρός σου. Αυτοί που κουνάνε τα νήματά σου είναι ο εχθρός σου. Αυτοί που σε ταπείνωσαν πριν δέκα χρόνια. Αυτοί που σου κρύβουν την αλήθεια. Αυτή η σιχαμένη γριά που διευθύνει μια κάστα υπανθρώπων, που καταδυναστεύουν πενήντα εκατομύρια ψυχές σαν γρανάζια σε μηχανή. ΢ου ακούγονται ανοησίες; Σο βλέπω στο πρόσωπό σου. Αλλά Φόλυ, αναρωτήσου: Σι είμασταν εμείς που σας επιτεθήκαμε δέκα χρόνια πριν στην Νεκρή Ζώνη; Σι είμαστε εμείς που είμαστε εδώ τώρα; Σι θέλουμε; Από που ερχόμαστε; Γιατί έχετε ακόμα τείχη, κοντά 100 χρόνια μετά από την μεγάλη Καταστροφή; Σι προστατεύουν τα τείχη σας; Γιατί μόνο η Κυρία και άλλοι είκοσι άνθρωποι σε όλη την Έρθ, έχουν πρόσβαση σε εικόνα και ήχο έξω από την Πόλη; Γιατί ακόμα και οι Προστάτες, έχουν σκοτάδι για το τι συμβαίνει εκεί έξω; Γιατί πήγατε σαν πρόβατα για σφαγή εκείνη την ημέρα στην Νεκρή Ζώνη; Δεν γίνεται να μην έχεις αυτές τις απορίες Φόλυ. Δεν γίνεται να είσαι τόσο βυθισμένη σε ένα τόσο προφανές ψέμμα.’’ ‘’Δεν έχω την παραμικρή απορία για σένα και όλους εσάς. ΢τυγνοί δολοφόνοι, μια συμμορία. Δεν με νοιάζει από που έρχεστε, με νοιάζει ότι για άλλη μια φορά αποτύχατε.’’ ‘’Φωρίς εσάς η Πόλη είναι απροστάτευτη’’, απάντησε αυτός, αλλάζοντας τώρα ένα τόνο που προσπαθούσε να την προσεγγίσει. Έτεινε το όπλο του προς το μέρος της ξανά. ‘’Για άλλη μια φορά Φόλυ, λυπάμαι πολύ. Μπορεί να είσαι Προστάτης, μπορεί να είσαι ότι εχθρεύομαι στην ζωή μου, αλλά είσαι μια υπέροχη γυναίκα, αλήθεια. Λυπάμαι που το κάνω αυτό, με βαραίνει, με πονάει, θα ήθελα να περπατήσω μαζί σου από τα μέρη που έρχομαι εγώ, να δεις ένα κόσμο τόσο μεγάλο και τόσο θαυμάσιο, τόσο ειρηνικό, που η βρωμερή παραφωνία που λέγεται Ερθ θα σου φαίνεται ως κακό όνειρο.’’ Σέντωσε το χέρι του. Σο όπλο σημάδευε στην καρδιά. ‘’Φόλυ, νιώθω....’’, έκανε να πει. ‘’Ξέρω, ξέρω.....’’, τον έκοψε. ‘’Πεταλούδες στο στήθος...’’. Λέγοντας αυτές τις λέξεις, το χέρι της τινάχτηκε ξαφνικά προς τα εμπρός. Ανάμεσα στα δάχτυλά της, μικρές ατσάλινες λάμες, στο σχήμα μικρής κλεψύδρας, εκτινάχτηκαν μαζί του και καρφώθηκαν με δύναμη στο στήθος του Κάιλ Κρέιμερ. Σο ξάφνιασμά του διαδέχτηκε ένας καυτός πόνος, και πισωπάτησε, τόσο όσο χρειαζόταν η Φόλυ για να ορμήξει πάνω του και να χτυπήσει το όπλο μακριά. Όστερα, μια γυριστή κλωτσιά ακριβώς στο σημείο που είχαν καρφωθεί οι μικρές, μεταλλικές και κοφτερές της πεταλούδες, τον

[427]


προσγείωσαν με μια πνιχτή κραυγή στο έδαφος που πλέον έμοιαζε με ένα μικρό ρυάκι από το ρέον νερό. Η Φόλυ πλησίασε ανέκφραστη, και ψαχούλεψε στις τσέπες του όσο αυτός ανέπνεε γρήγορα και προσπαθούσε να πιάσει τις ατσάλινες πεταλούδες που είχαν καρφωθεί στο στήθος του. Έπιασε μια μικρή συσκευή, και αφού την περιεργάστηκε λίγο έστειλε μια ξεκάθαρη εντολή. Ακόμα ένας καυτός πόνος που είχε μάθει να αντέχει. Ένα συνθετικό νευρωνικό δίκτυο συνδέθηκε με το νευρικό της σύστημα, και η αίσθηση του χεριού της ήταν ζωογόνος. Ο Κρέιμερ τώρα προσπαθούσε πάλι να σηκωθεί. Η Φόλυ τον κοίταξε, και άπλωσε το χέρι της. Όστερα, το έστρεψε λίγο, σαν να έστριβε μια πολύ μεγάλη βίδα, και ο Κάιλ Κρέιμερ ούρλιαξε από ένα πρωτοφανή για την ζωή του πόνο, καθώς οι ατσάλινες μικρές κλεψύδρες περιστράφηκαν μαζί με το χέρι της, υπακούωντας στο μαγνητικό της πεδίο. Μετά η Φόλυ πέρασε το μεσαίο της δάχτυλο πίσω από τον αντίχειρα, και το κράτησε με δύναμη, περιμένοντας να το απελευθερώσει. Ο Κρέιμερ σταμάτησε να φωνάζει και την κοίταξε, βρεγμένος και δακρυσμένος. ‘’΢κότωσέ με Φόλυ. ΢κότωσέ με.’’, της φώναξε. ‘’Αλλά άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα!’’ Η Φόλυ δεν μίλησε. Κράτησε το δάχτυλό της σε ένταση, έτοιμο να τιναχτεί. Αναρωτήθηκε αν αυτός ο άνθρωπος μπροστά της άξιζε τον παραμικρό οίκτο, αν θα μπορούσε να του χαρίσει την ζωή και ίσως να χρησιμοποιηθεί για μια αναγκαία ανάκριση. ‘’Άσε με, να σε βγάλω από την δύσκολη θέση’’, μούγκρισε αυτός, και με τρεμάμενο χέρι έπιασε ένα περίστροφο από την ζώνη του, προσπαθώντας να τραβήξει. Η Φόλυ αναστέναξε. Όστερα, απελευθέρωσε το δάχτυλό της, και ένα από τα μεταλλικά κοπίδια στο στήθος του καρφώθηκε με δύναμη προς τα μέσα, σκίζοντας τον πνεύμονά του και φτάνοντας μέχρι την πλάτη του. Ο Κάιλ Κρέιμερ σφάδαξε από ένα νέο, ανείπωτο πόνο και τινάχτηκε σαν δέχτηκε ηλεκτροσόκ. Σο ουρλιαχτό του έσβησε προοδευτικά, σε μια βραχνή ανάσα. Ξανά, τα δάχτυλα της Φόλυ, ετοιμάστηκαν για ακόμα ένα χτύπημα. ‘’Θα δεις...θα δεις ότι το ψέμμα θα καταρρεύσει...αργ...αργά ή γρήγορα.Μετά από αυτό’’, είπε αυτός ανάμεσα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να αναπνεύσει και να διαχειριστεί τον πόνο. ‘’Θα πέσει το προσωπείο του ψέμματος...θα δεις’’, είπε, και με ένα θάρρος που εντυπωσίασε ακόμα και την ίδια, ξαναέτεινε προς το όπλο στην ζώνη του. Ακόμα ένα τίναγμα, ένα απλό τίναγμα ενός δαχτύλου. Ακόμα μια λάμα εισχώρησε

[428]


προς τα μέσα, σχίζοντας στο πέρασμά της τα τοιχώματα της καρδιάς του Κάιλ Κρέιμερ, και τώρα ο πόνος ήταν ταυτόχρονα ζεστός, τον τύλιξε σαν ζεστό φιλί από μια γλυκιά ερωμένη, έκανε αίμα να αναβλύσει πηχτό στα σωθικά του. Σο σώμα του έκανε μερικά τινάγματα, η αναπνοή του έγινε μια μάταιη προσπάθεια, εγκατέλειψε γρήγορα ακόμα και ίδιος. Σο χέρι της Φόλυ έπεσε στα πλευρά της, σαν παράλυτο. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, και τελικά έκατσε και αυτή στην ρηχή λασπερή λιμνούλα, βάζοντας τους αγκώνες στα γόνατά της. ΢το αυτί της άκουσε την φωνή της Ρεμπέκα να αναδύεται μέσα από κάποια παράσιτα. ‘’Φόλυ; Είσαι καλά; Που βρίσκεσαι; Σι σκατά συνέβη στα γάντια μας;’’ Η Φόλυ χρειάστηκε να ακούσει μια ακόμα φορά την ερώτηση για να σηκώσει το κεφάλι της. Έφερε τον καρπό της κοντά στο στόμα και απευθύνθηκε προς όλους. ‘’Εδώ είναι η Φόλυ Σζένκινς. Ο Κάιλ Κρέιμερ είναι νεκρός. Επιβεβαιώνεται η συμμετοχή του στην επίθεση’’, είπε και ύστερα κόμπιασε λίγο, κοιτάζοντας το πτώμα του άντρα μπροστά της. ‘’Με την Ρεμπέκα Μόρις αποτρέψαμε την επίθεση στην μονάδα Ενερτζίαν. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι μαζί με το κτίριο της Διοίκησης, αποτελούσαν τους κεντρικούς στόχους. Δεν έχουμε κανένα λόγο να θεωρήσουμε ότι η επίθεση έχει ολοκληρωθεί. Κάθε αστυνομικός είναι ύποπτος, μέχρι επιβεβαίωση της ταυτότητάς του. Είναι πιθανό, από το σημείο εδώ και έπειτα, να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες της αστυνομίας για καμουφλάζ. Επαναλαμβάνω όμως, κάθε αστυνομικός είναι ύποπτος. ΋σοι Προστάτες, υπάλληλοι της Διοίκησης, άλλα σώματα, βρίσκονται εκεί έξω, έχουν άδεια να εμπλακούν και να χρησιμοποιήσουν βια σε οποιαδήποτε αφορμή δοθεί. Η αστυνομική διεύθυνση να δώσει εντολή να παραδωθούν όλα τα περιπολικά και όλα τα όπλα, σε κεντρικά τμήματα της Πόλης. ΋λοι παραμένουν σε ετοιμότητα μέχρι να σιγουρευτούμε ότι δεν έχει μείνει κανείς εκεί έξω’’. Λέγοντας αυτά, έσκυψε πάλι το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα, καθώς η στάθμη του νερού είχε ανέβει λίγο ακόμα. Η Ρεμπέκα εμφανίστηκε πίσω από ένα ρομποτικό γερανό και την πλησίασε διστακτικά, ανάμεσα από καταρράκτες που δεν σταματούσαν να φέρνουν τελάρα στο κενό, τα οποία στιβάζονταν σε ένα σωρό, το ένα μετά το άλλο. ‘’Έχουμε συμπλοκές σε όλη την πόλη’’, της είπε. ‘’Οι ίδιοι αστυνομικοί εντοπίζουν τους παρείσακτους και κάποιοι νεαροί προστάτες συλλαμβάνουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα’’. Η Φόλυ δεν κουνήθηκε.

[429]


‘’Απολογισμός;’’, ρώτησε. ‘’Σέσσερα κτίρια, μαζί με το δικό μας, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ινστιτούτο ΢άικεντ, Κέντρο Ανάπτυξης Σεχνολογίας, Κέντρο Ρομποτικού Ελέγχου και Οπλικών ΢υστημάτων. Σρεις επιθέσεις αποτράπηκαν, Πύργος Διοίκησης, γενική αστυνομική διεύθυνση, εδώ’’. ‘’Μπορεί να είναι και άλλα’’ ‘’Μπορεί. Αλλά δεν υπάρχει πια αιφνιδιασμός’’. ‘’Εμείς;’’, ρώτησε κάπως πιο δειλά. ‘’Ο Σζορτζ επικοινώνησε και μεταφέρει την Λίντια σε νοσοκομείο. Είναι αναίσθητη ακόμα, αλλά θα ζήσει. Η Μόνικα είναι ήδη μαζί με τον ΢μίττυ.’’ ‘’Μου ανέφερες τρια ονόματα Ρεμπέκα’’, της είπε κάπως μελαγχολικά. ‘’Δεν έχω πλήρη εικόνα’’, είπε αυτή σκυθρωπά. Η Φόλυ αναστέναξε και σηκώθηκε όρθια. Μια μικρή δόνηση στον καρπό της προλόγισε την φωνή του ΢μίττυ. ‘’Φόλυ; Είσαι καλά;’’ ‘’Γιατί; Θα με στείλεις για ύπνο;’’ Θα μπορούσε να είναι και αστείο, αλλά κανείς δεν μειδίασε καν. ‘’Η Κυρία ζήτησε ΢υνάντηση’’, είπε τελικά αυτός. ‘’Λογικό’’, του είπε. ‘’Πήγαινε στην θέση μου, είμαι μακριά’’. ‘’΋χι,

όχι,

Φόλυ,

η

Κυρία

ζήτησε

΢υνάντηση

και

δεν

θέλει

άτυπους

αναπληρωματικούς. Πρέπει να πας, το καταλαβαίνεις.’’. ‘’Η ΢υνάντηση δεν είναι θεσμοθετημένη. Αν θέλει να πει κάτι, υπάρχουν διαδικασίες’’. ‘’Φόλυ...’’, αναστέναξε ο ΢μίττυ. ‘’Ποιες γαμημένες διαδικασίες;’’ Η Φόλυ κοίταξε την Ρεμπέκα, που περίμενε καρτερικά κάποια εντολή. Υαινόταν και αυτή κουρασμένη και ταλαιπωρημένη, αλλά σίγουρη. Σα πορτοκαλί, σγουρά μαλλιά της ήταν τώρα λυτά και σκέπαζαν το μισό της πρόσωπο. ΄΄Πάμε στον Πύργο’’, της είπε τελικά και τσαλαβούτησε μέσα σε κομμάτια από τελάρα και πηχτό από την λάσπη νερό, που πλέον είχε σχεδόν καλύψει τον νεκρό Κάιλ Κρέιμερ. Αυτόν και τις πεταλούδες στο στήθος του.

[430]


Θυμηθείτε: Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου

Εσείς δεν θα κάνετε απολύτως τίποτα. Θα αφήσετε να τα κάνει όλα το αυτοκίνητο. Από την ώρα που θα βγείτε στην κεντρική αερογέφυρα, θα έχετε δυο ώρες. Ξεκουραστείτε. Κοιμηθείτε. Η πόλη θα μείνει στην πλάτη σας, και θα ανοιχτείτε προς την περιοχή της Λίμνης. Θα δείτε το Σείχος στον ορίζοντά σας, και θα δείτε την Νεκρή Ζώνη να απλώνεται στους πρόποδές του, σε όλη της την μακάβρια μεγαλοπρέπεια. ΢ε αυτό το σημείο πρέπει να κρατήσετε την ψυχραιμία σας. Θα φτάσετε στις πύλες ελέγχου. Θα σας ζητήσουν να σταματήσετε. Θα σας ζητήσουν να πείτε τα ονόματά σας. Δεν θα κουνηθείτε καθόλου. Θα μείνετε στο πίσω κάθισμα, κρυμμένοι, σκεπασμένοι με την κουβέρτα. Από εκείνο το σημείο και μετά, θα μείνετε εκεί. Δεν ξέρω πόση ώρα θα πάρει, ούτε πόσα ακριβώς εμπόδια θα έχει ο δρόμος. Αλλά δεν θα κάνετε τίποτα. Θυμηθείτε: Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. Σο αυτοκίνητο θα αναλάβει μόνο του να περάσει τις πύλες ελέγχου και να σας βγάλει στην Νεκρή Ζώνη. Εκεί οι άμυνες τους είναι χειρότερες. Μην τολμήσετε καν να κοιτάξετε απ’έξω, μην τολμήσετε καν να κουνηθείτε, αφήστε το αυτοκίνητο να τα αναλάβει όλα. Αφήστε την φρίκη να περάσει έξω από τα παράθυρά σας. Θα σας περιμένω εκεί, στο σταυροδρόμι μεταξύ του κόσμου και του κόσμου. Τπήρχε μια γαλήνη. ΢το απαλό γουργούρισμα της μηχανής. ΢το σκοτεινό, ζεστό εσωτερικό. ΢το αναπαυτικό κάθισμα. ΢το χέρι του Ρίτσαρντ. Η Άλις έβγαλε τα γυαλιά της, είχε πλέον ζαλιστεί. Δεν είχε και ιδιαίτερο νόημα, έτσι και αλλιώς. Η θέα ήταν η ίδια για κάποια ώρα τώρα, και το φιμέ τζάμι έκοβε την φούρια του πρωινού ήλιου, επιτρέποντας σε αδύναμες ακτίνες να διαπερνούν αδύναμες και να ξεψυχούν πριν φτάσουν στα πρόσωπά τους. Η οδική αρτηρία που οδηγούσε έξω από την πόλη ήταν μια υπερυψωμένη αερογέφυρα, περνούσε κοντά από τους ψηλούς ορόφων των κτιρίων που όλο και αραίωναν, οι απόηχοι της καταστροφής δεν τους έφταναν πια, υπήρχε μια παράδοξη ειρήνη που ερχόταν με υπνηλία όσο απομακρυνόντουσαν.

[431]


Εκείνος ήταν πιο νευρικός. Κοιτούσε το αυτοκίνητο, προσπαθούσε να δει, στα πολύπλοκα ταμπλό στη θέση του οδηγού κάποιο κομμάτι της αυτόματης ψυχής που τους καθοδηγούσε, δομικά ανίκανος να την εμπιστευτεί, πολύ καχύποπτος για να ηρεμήσει. Ενίοτε μονολογούσε, κυρίως εκτοξεύοντας κάποια δηλητηριώδη βέλη προς τον άντρα με το όνομα Γουίλιαμ Κόρβερ, κάποιες ιστορίες από τα παλιά, κάποιες παράλληλες ιστορίες για μια ζωή που η Άλις περνούσε μέσα σε ένα σύννεφο ψέμματος και παραπλάνησης. ΋ταν η νύχτα ξεκινούσε, η Άλις ήταν μια ντροπαλή μοναχική πιανίστρια. ΋ταν τον γνώρισε, ούτε εφτά ώρες πριν, ήταν ένας πολυλογάς, αυτάρεσκος φιλόσοφος πέρα από τις λέξεις. Σώρα, ήταν δυο κυνηγημένοι φυγάδες, εκείνη ήταν μια τρόφιμος που δραπέτευσε και έτρεξε πιο γρήγορα από τους φύλακες που την κρατούσαν, εκείνος ήταν ένας εν ψυχρώ δολοφόνος ενός νέου ανθρώπου. Σης είχε πει, ένα τείχος την φορά. Σο ταξίδι τους είχε ξεκινήσει χωρίς σαφή προορισμό, ακόμα και η Ντάιαμοντ τώρα έμοιαζε μια απροσδιόριστη αφορμή μιας χρήσης, κάτι για να ξεκινήσει. Και το ταξίδι τους χωρίς προορισμό, γκρέμιζε τείχη: Σο πρώτο τείχος, μιας καλοστημένης αυταπάτης, τα δωμάτια και τα ναρκωτικά της ΢άικεντ.

Σο

δεύτερο

τείχος,

μιας

θολής

συνείδησης,

μιας

καταπιεσμένης

σεξουαλικότητας, ενός ξεχασμένου ενστίκτου. Και τώρα, πήγαιναν για το τρίτο, κλεισμένοι στην ασφάλεια ενός αυτοκινήτου που για κάποιο λόγο είχε πολύ σημασία ότι άνηκε συγκεκριμένα στον Γουίλιαμ Κόρβερ. Ξένοι και παρείσακτοι μιας Πόλης που τους καλούσε να είναι ευγνόμωνες που υπήρξαν πολίτες της, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, φυλακισμένοι στα ψυχιατρεία της- αλλά για αυτούς ήταν και η Πόλη ξένη. Μια ράγα ελευθερίας τους οδηγούσε στο άγνωστο, ίσως όμως τελικά λιγότερο άγνωστο από εκείνη την στιγμή. Ποια σειρά παρορμήσεων, ποια συνέχεια επιλογών ήταν δυνατό να τους φέρει εκεί; Έσφιξε το χέρι του σε αυτές τις σκέψεις, καθώς το όχημα επιτάχυνε στους ψηλούς δρόμους, ανακοινώνοντας κάθε περίπου ένα τέταρτο μια απροσδιόριστη αντίστροφη μέτρηση. Διέκρινε από το παράθυρο ένα σκοτεινό ογκώδες κτίσμα σε μια τοπογραφική ανύψωση ακριβώς στα όρια της Πόλης. Η μεγάλη ενεργειακή καρδιά, ακόμα ένα θαύμα ενός κόσμου που αντιστέκεται. Κάπου εκεί, ένας ακόμα σωρός από πτώματα χωρίς ληξιαρχικές πράξεις στην υποτιθέμενα τελευταία κοιτίδα της ανθρωπότητας, από το χέρι της Φόλυ Σζένκινς. Η αρχηγός των Προστατών εκείνη την ώρα ήταν ξανά στα ενδότερα της Πόλης, βρίσκοντας το δρόμο της για τον Μαύρο Πύργο, με την πορτοκαλομαλλούσα Ρεμπέκα Μόρις στο πλευρό της. Ένιωσε την νευρικότητα του

[432]


Ρίτσαρντ καθώς τώρα περνούσαν πάνω από μεγάλες εκτάσεις σκεπασμένες με νάυλον και συνθετικά υλικά, στον ορίζοντα εκείνος μπορούσε να δει το Σείχος, που έμοιαζε με ένα γκρίζο κύμα κάποιας κοσμογονικής συντέλειας. Η ώρα περνούσε χωρίς να την αντιλαμβάνονται, η μόνη σταθερά η μηχανική γυναικεία φωνή που συνέχιζε την αντίστροφη μέτρηση. Η Άλις πρέπει να κοιμήθηκε και να ξύπνησε πολλές φορές, η παλάμη της είχε ιδρώσει πάνω στην παλάμη του, δεν θα τον άφηνε. Φωρίς τα γυαλιά της, ο Ρίτσαρντ ήταν πλέον μια προέκταση, ένας δίαυλος προστασίας απέναντι στο Κακό όλου του κόσμου. Ο δρόμος τώρε είχε αρχίσει να κατηφορίζει ξανά, και η κάθοδός του τους έφερε μπροστά σε ένα χαμηλό στρώμα ομίχλης ή ίσως μιας ακόμα ψευδαίσθησης του νοτισμένου εδάφους από τις πρώτες πρωινές δέσμες φωτός από έναν πάντα συνεπή Ήλιο. Σο τσιμεντένιο κύμα ορθονώταν ακόμα περισσότερο όσο προχωρούσαν, και τώρα ο δρόμος ήταν ξανά στην επιφάνεια της Γης, περνούσε με μαιανδρική γεωμετρία ανάμεσα σε μια λοφώδη έκταση, διάφορα ζώα κινούνταν σε μικρές αγέλες, η ανθρώπινη παρουσία ήταν πλέον διακριτική- τα σύρματα πάνω από το δρόμο, κάποιες εστίες φωτισμού, κάποιες ηλεκτρονικές σημάνσεις για οδηγίες: Από εκεί για την λίμνη, από εκεί για το τείχος. Μια ακόμα πινακίδα, την είδε φευγαλέα μόνο ο Ρίτσαρντ, με μια ηλεκτρονική επιγραφή: Οι δρόμοι για το τείχος-κλειστοί. Μια αόρατη μηχανή της Πόλης τους καλούσε να γυρίσουν πίσω. Σο πρωτόκολλο τρομοκρατικής ενέργειας θα ήταν από μόνο του αρκετό για την περιφρούρηση του Σείχους. Οι επιθέσεις είχαν ενεργοποιήσει και την τελευταία γραμμή άμυνας. Μια εκτεταμένη πορτοκαλί βαφή στο δρόμο τους προειδοποιούσε ότι τώρα περνούσαν τα ακριανά σύνορα της Πόλης. Μια ανατριαχιαστική αύρα διαπέρασε το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο στη θέαση μιας ακόμα ακροτελεύτιας πινακίδας: Η Νεκρή Ζώνη. Η μηχανική φωνή σταμάτησε την αντίστροφη μέτρηση. ‘’Νεκρη. Ζώνη.’’ Πόση ώρα είχε περάσει; Είχε πει για δυο ώρες, αποκλείεται. Αλλά λιγότερο ή περισσότερο από δυο ώρες είχαν περάσει;

[433]


Η Άλις έβαλε τα γυαλιά της. Ένιωσε το χέρι του να τη σφίγγει. Διέκρινε το σχήμα και την απειλή του τείχους, διέκρινε στους πρόποδές του μια εκτεταμένη περιοχή που έμοιαζε με πόλη, σαν την δική τους, αλλά τα σπίτια ήταν χαμηλότερα, ακανόνιστα. Μπροστά τους όμως, απλωμένο σαν μια μεγάλη γκρίζα και παχιά γραμμή τερματισμού, ένα πολύ μικρότερο τείχος. Η Άλις έπιασε την κουβέρτα και έκανε να σκεπαστεί. Ο Ρίτσαρντ αναστέναξε. ‘’Είναι μάταιο’’, είπε. Από το αυτοκίνητο ακούστηκε άλλη μια φωνή. Ήταν ανθρώπινη.

Ο Γκας Λόντον, με το επώνυμο της παλιάς αγγλικής πρωτεύουσας και περηφάνεια ότι

ίσως

η

γενεαλογική

του

γραμμή

αφορμά

από

εκεί,

κοίταξε

τους

δυο

αγουροξυπνημένους συναδέλφους του με απορία. Όστερα, από το παρατηρητήριό του, επανέλαβε αργά και σταθερά: ‘’Εδώ Παρατηρητήριο Ψμέγα. Εισέρχεστε με μεγάλη ταχύτητα στην Νεκρή Ζώνη. Η διάβαση είναι κλειστή. Επαναλαμβάνω, η διάβαση είναι κλειστή. Παρακαλώ σταματήστε το αυτοκίνητο και δηλώστε την ταυτότητά σας και τους σκοπούς σας. Η διάβαση είναι κλειστή ύστερα από εντολή της Κεντρικής Διεύθυνσης. Παρακαλώ διορθώστε την πορεία του οχήματός σας, και γυρίστε πίσω’’. Σο αυτοκίνητο φαινόταν ακόμα σαν κουκκίδα, αλλά μπορούσαν να το δουν στο ραντάρ και το σύστημα παρακολούθησης κατα μήκος του δρόμου. Για την ακρίβεια, μπορούσαν να δουν ότι η απάντησή του ήταν να επιταχύνει ευθαρσώς. Ο Γκας Λόντον ξεροκατάπιε, και πληκτρολόγησε κάποιες εντολές. ‘’Σι σκατά;’’, ρώτησε τους άλλους δυο, που σήκωσαν τους ώμους. ΢το δωμάτιο μπήκε φουριόζος ο Τπεύθυνος των Παρατηρητηρίων του Σομέα, εμφανώς νευρικός. ‘’Λόντον, δώσαμε την εντολή να σταματήσουν;’’, ρώτησε ανυπόμονα. ΢το κιτρινωπό του πουκάμισο είχαν σχηματιστεί ήδη εστίες από ιδρώτα. ‘’Μάλιστα Κύριε’’. ‘’Και;’’ ‘’Επιταχύνουν Κύριε..’’ ‘’Σα καθάρματα. Αυτοί θα είναι, και μας κάνουν τσαμπουκά. Σα καθίκια. Δώσε μου το μικρόφωνο’’, είπε και τράβηξε την συσκευή από το κεφάλι του νεαρού.

[434]


Ο Ρίτσαρντ έσπρωξε την κουβέρτα μουρμουρώντας για την άρνησή του να κρυφτεί κάτω από μια κουβέρτα. Άφησε για πρώτη φορά το χέρι της στο άκουσμα της νέας εντολής που αντήχησε στο αυτοκίνητο. ‘’΢ας μιλαέι ο Διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ψ. Με λένε Σζακ Μάλλιν. Εισέρχεστε σε περιοχή με απαγόρευση κυκλοφορίας. ΢ταθμεύστε το αυτοκίνητο αλλιώς θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε βια. ΢ταθμεύστε το τώρα’’. Ο Ρίτσαρντ ξεφύσηξε. ‘’Πάμε χαμένοι’’, είπε προς την Άλις, και έκανε να σηκωθεί για να κάτσει στην θέση του οδηγού, αλλά η Άλις τον κράτησε. Θυμηθείτε, τους είχε πει, αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. ‘’Μας είπε να μην κάνουμε τίποτα’’. ‘’Μας έχει στείλει για αντιπερισπασμό Άλις, δεν το βλέπεις;’’, φώναξε ξαφνικά αυτός. ‘’Για αυτό δέχτηκε να μας βοηθήσει ο απατεώνας οπορτουνιστής. Μόνο για αυτό. Είμαστε δόλωμα αγαπητή μου. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι ένα Προστάτη, ακόμα και αν είναι ανενεργός. Εγώ τα έλεγα στον Σσέστερ’’. Έκανε να σηκωθεί πάλι, η Άλις ξανά τον κράτησε. Ήταν η μηχανική γυναίκα ξανά, από τα ηχεία. ‘’΋χημα. ΢τοχευμένο. Πυραυλικά συστήματα αναχαίτισης.’’. ‘’΢κατά’’, είπε ο Ρίτσαρντ. ‘’Αν σταματήσουμε τώρα όλα πάνε χαμένα’’, του είπε πίσω από τα σπασμένα γυαλιά της. ‘’Θα μας πιάσουν και θα μας γυρίσουν πίσω’’. Αναζήτησε το χέρι του και το έπιασε. Αυτός στην αρχή έκανε να το τραβήξει, αλλά τελικά υποχώρησε. Με το άλλο της χέρι τον ακούμπησε στον ώμο απαλά και στοργικά. ‘’Είναι η μόνη μας ελπίδα’’. Ο Σζακ Μάλλιν πέταξε τα ακουστικά και το μικρόφωνο πάνω στον πάγκο του νεαρού εργαζόμενου και πέρασε νευρικά τα χέρια του από τα μαλλιά του. ‘’΢ταμάτα την παροχή ρεύματος’’, είπε τελικά. Ένας άλλος γύρισε απότομα και πληκτρολόγησε κάποιον κώδικα, ύστερα πατώντας κάποιους διακόπτες. Μπορούσαν πλέον να δουν το αυτοκίνητο, τα τελευταία μέτρα ήταν μια επίπεδη ευθεία προς αυτούς. ‘’΢ταμάτα την παροχή ρεύματος, και ενεργοποίησε τον μπλοκαρισμό πύλης’’, επανέλαβε. Όστερα, επικράτησε σιωπή.

[435]


Σα καλώδια πάνω από το δρόμο δεν κουνήθηκαν, ούτε έβγαλαν ήχο όταν η παροχή ρεύματος διακόπηκε. ΢το αυτοκίνητό τους ακούστηκε μόνο η φωνή. ‘’Διακοπή. Παροχής. Ενέργειας’’. ‘’Ορίστε’’, είπε ο Ρίτσαρντ. ‘’Και τώρα;’’. ‘’Ενεργοποίηση. ΢υμβατικής. Ενέργειας.’’. ‘’Ε;’’ ‘’Ε;’’ Η ολιγομελής ομάδα στο παρατηρητήριο κοίταξε με περιέργεια το αυτοκίνητο. Σο όχημα δεν σταμάτησε να κινείται. Ελέγξανε πάλι την παροχή ρεύματος. Ήταν μηδενική. Ξανά. Σα καλώδια ήταν νεκρά. Ο Σζακ Μάλλιν έκανε μια γκριμάτσα απορίας. ‘’Βενζίνη;’’, ρώτησε σαν να έπρεπε να ανασύρει την συγκεκριμένη λέξη από ξεχασμένα λεξικά του παρελθόντος. Οι άλλοι τον κοιτάξανε, με ανάλογη έκπληξη. ‘’Είναι κυβερνητικό αυτοκίνητο’’, μουρούρισε ο Γκας Λόντον. ‘’Κανένα κυβερνητικό αυτοκίνητο δεν έχει δηλωθεί. Θα μας έλεγαν ένα όνομα τουλάχιστον. ΋τι και αν είναι, δεν είναι κυβερνητικό’. ‘’Η είναι κλεμμένο’’. Θυμηθείτε. Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. Ο Σζακ Μάλλιν έσφιξε τα δόντια του. ‘’΢ηκώστε τα καρφιά. Ρίξτε προειδοποιητική’’. Η γυναικεία φωνή έκανε μια ανάλογη ανακοίνωση. Η Άλις χώθηκε κάτω από την κουβέρτα

και

έσφιξε

το

μπράτσο

του

Ρίτσαρντ,

που

ακόμα

αναλογιζόταν

εντυπωσιασμένος το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του Γουίλιαμ Κόρβερ είχε ακόμα βενζίνη. ΢χεδόν χαχάνιζε στην έκπληξη. Μια μικρή οβίδα προσγειώθηκε στην χωμάτινη έκταση δεξιά τους, σηκώνοντας ένα μικρό πίδακα σκόνης. Σο αυτοκίνητο δεν έκανε την παραμικρή μανούβρα. Όστερα, όλοι τους, επιβάτες και παρατηρητές, θα γινόντουσαν μάρτυρες της μεγαλύτερης έκπληξης.

[436]


΢το μισό μίλι από το αυτοκίνητο ανυψώθηκε μια σειρά από ατσάλινα λεπτά καρφιά. Η μπλοκαρισμένη κλειστή πύλη του Παρατηρητηρίου απείχε άλλο μισό. Ο Ρίτσαρντ τα είδε, και έκλεισε τα μάτια, περιμένοντας κάποια μανούβρα από το αυτοκίνητο. Όστερα είδε με τρόμο πως τα καρφιά επεκτείνονταν δεξιά και αριστερά του δρόμου, σε τέτοια έκταση που θα ήταν αδύνατος κάποιος ελιγμός. Θυμηθείτε. Αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. Οι επιβάτες το ένιωσαν σαν ένα φτερούγισμα στο στομάχι. Οι Παρατηρητές το κοίταξαν, με ανοιχτά στόματα, μάτια διεσταλμένα από την έκπληξη. Σο αυτοκίνητο έκανε ένα μικρό τράνταγμα, και ύστερα η μπροστινή του όψη βρέθηκε υπό γωνία προς τα πάνω. Όστερα, το αυτοκίνητο ανυψώθηκε σε μια απότομη αιώρηση. ‘’Λειτουργία. Φόβερ. Ενεργοποιήθηκε. Ενεργειακή.Κάλυψη. Έξι. Λεπτά’’. Η απογείωση κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. ΋σο κρατάει μια αναπνοή. ΋σο κρατάει η σκέψη μιας απόδρασης. Σο χόβερ ισσορόπησε στον αέρα, αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος, αρκετά μέτρα πάνω από το χαμηλό τείχος του Παρατηρητηρίου, αρκετά μέτρα πάνω από παγίδες, μπλόκα και εμπόδια. Αρκετά μέτρα πιο κοντά στην ελευθερία, που η αίσθησή της τώρα ερχόταν από το στομάχι. Ο Σζακ Μάλλιν το ακολούθησε με το βλέμμα, μέχρι που το χόβερ πέρασε την οροφή του κτίσματος και χάθηκε προς την κατεύθυνση της Νεκρής Ζώνης. Όστερα, κοίταξε εμβρόνητος προς τους υπόλοιπους, που τον κοιτούσαν πίσω. ‘’Αυτό είναι όχημα Προστάτη’’, είπε χαμηλόφωνα. ‘’Ελέγξτε ξανά ότι όλες τις άμυνες της Νεκρής Ζώνης λειτουργούν, αφού λάβετε επιβεβαίωση ότι κανένας Προστάτης δεν βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή’’. Θυμηθείτε, αυτό είναι το αυτοκίνητό μου. ‘’Προσγείωση. Λειτουργία. Αυτοκινήτου. Ενεργειακή. Αυτονομία. Εξοικοινόμηση’’

[437]


Λέξεις. Μια φωνή χωρίς σώμα. Σο αυτοκίνητο προσγειώθηκε με δυσκολία, καθώς ο μικρός διάδρομος που επέλεξε ήταν γεμάτος συντρίμμια. Καλώς ήλθατε στην Νεκρή Ζώνη. Καλώς ήλθατε στην ξεχασμένη Πολιτεία του παρελθόντος. Καλώς ήλθατε στην ανάμνηση ενός εφιάλτη. Η Άλις κοίταξε προς την Πόλη φάντασμα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των γυαλιών της, και της φάνηκε όμορφη, με ένα δικό της τρόπο. Είχε μια αίσθηση του οριστικού, στολισμένη με την χρυσή πάχνη της αυγής η οποία ακουμπούσε απαλά πάνω στο καπνισμένο μαύρο γκρεμισμένων τείχων. Μεγαλύτερα και μικρότερα κτίρια, διαλυμένα σε περίεργα κωνικά και ανισόμετρα σχήματα, με σπασμένα τζάμια και ένα ξεχασμένο πολιτισμό στα συντρίμμια τους. Ραγισμένα πεζοδρόμια και πρωην δρόμοι με αγριόχορτα, παρασιτικά αναριχώμμενα φυτά σε φράχτες, υποψίες από σμήνη πτηνών στα ψηλότερα κτίρια, μια τσιμεντένια ζούγκλα με σπασμένες πινακίδες και ευωδία θανάτου. ΢τις βιτρίνες υπήρχαν ακόμα μισολιωμένες, ακρωτηριασμένες κούκλες, τα υφάσματα τώρα ήταν υπολλείματα σκόνης. Η φρίκη ούρλιαζε μαζί με τον άνεμο ανάμεσα στα σπασμένα κουφώματα, και από τις πολλαπλές αντηχήσεις έφτανε στο αυτοκίνητό τους σε υψίτονα, μελωδικά αρπίσματα. Εδώ ήταν η εγκατάλειψη, η διάβρωση, το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, ο θάνατος, η αποσύνθεση και η αναγέννηση μαζί σε μια συγχορδία τσιμέντου, σκόνης και ταξιδιωτών του ανέμου σπόρων. Ο Ρίτσαρντ ήταν ακουμπισμένος σχεδόν στο παράθυρο, ατενίζοντας μια χώρα που ίσως να έμοιαζε με την χώρα πέρα από τις λέξεις, την χώρα που θα ήθελε να κατοικεί. Πολυάριθμα κόκκινα μάτια τον κοιτούσαν πίσω, παραμονεύοντας στις σκιες, περιμένοντας. Η Άλις έγειρε κοντά του, καθώς κάποιος αργχέγονος φόβος βάραινε την οροφή του αυτοκινήτου και την ατμόσφαιρα και δυσκόλευε την ανάσα της. Σο αυτοκίνητο είχε ελλαττώσει ταχύτητα, κάνοντας αλλεπάλληλες μανούβρες γύρω από εμπόδια, προσπερνώντας σωρούς από άτακτα πρώην δομικά υλικά. Η μηχανική γυναικεία φωνή είχε σταματήσει και αυτή, ίσως και αυτή η ρομποτική νοημοσύνη να είχε κομπιάσει από το θέαμα. Σον άκουσε να μουρμουράει κάτι για παλιά αρχιτεκτονική, τον άκουσε να φιλοσοφεί ξανά, αλλά για τον εαυτό του και μόνο, με ακατάληπτες περίεργες λέξεις και νοήματα. Ένιωσε ότι ήταν μόνη του μαζί του, σε ολόκληρο τον κόσμο, και ένιωσε καλά. Ίσως όλος ο υπόλοιπος κόσμος να ήταν για αυτούς τους δυο και μόνο. Θα τον γυρίζανε, ένα τείχος την φορά. Σην αίσθηση της

[438]


ελευθερίας την ήξερε μόνο ως νόημα και ως ψευδαίσθηση ψυχότροπων. Σώρα την λησμονούσε, σαν καταπιεσμένο ένστικτο. ΢αν προορισμό. ΢αν το σπάσιμο σε εκείνο το πελώριο μαύρο παραπέτασμα μπροστά τους, το Σείχος, που ορθονώνταν σαν κάθετη βουνοκορφή. ΢κέφτηκε ότι ήταν χάρτινο, ένα μεγάλο τραπουλόχαρτο, και θα περνούσαν από μέσα. Σο ακούσανε σαν να ερχόταν από μακριά, απορροφημένοι σε ένα οπτικό ταξίδι από τα παράθυρά τους. ‘’Μηχανικοί. ΢τόχοι. Εκατέρωθεν’’. Ο Ρίτσαρντ τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του. Σου πήρε λίγη ώρα μέχρι να τα δει. Έμοιαζαν με μέδουσες, όπως είχε δει τουλάχιστον τις μέδουσες, με το ατσάλι τους να αστράφτει καθώς περνούσαν από χαραμάδες φωτός, με ένα κόκκινο μάτι στο κέντρο τους. Πετούσαν γύρω και παράλληλα με το αυτοκίνητο, σε κάποιο απειλητικό σχηματισμό. Σα τρια ή τέσσερα πλοκάμια τους αιωρούνταν πίσω τους σε ένα μικρό κυματισμό. Σης έσφιξε το χέρι. Εκείνη ένιωσε την απειλή, αλλά δεν τα είδε παρα μόνο όταν ένα κόκκινο ωοειδές μάτι τους κοίταξε από το παρμπρίζ. Σα πλοκάμια έκαναν να γατζωθούν από το καπώ, αλλά το αυτοκίνητο επιτάχυνε απότομα και η μεταλλική μονόφθαλμη μπάλα χτύπησε στο τζάμι και ύστερα αναπήδησε στην οροφή και βρέθηκε πίσω τους. Ο Ρίτσαρντ και η Άλις βυθίστηκαν στο κάθισμά τους. Άλλο ένα έφτασε δίπλα από το παράθυρό της, και εκείνη έβγαλε ένα πνιχτό ήχο καθώς το είδε μόνο αφού ήταν ήδη εκεί. Σο κόκκινο μάτι έμοιαζε να κινείται και να σαρώνει

το

εσωτερικό

του

αυτοκινήτου,

μια

νοημοσύνη

τεχνητής

μέδουσας

επεξεργαζόταν την πληροφορία. Άλλο ένα στο δικό του παράθυρο, και άλλο ένα μπροστά. Ο Ρίτσαρντ πρόλαβε να δει σε ένα γειτονικό πεζοδρόμιο και ένα σμήνος από μικρές, μεταλλικές αραχνοειδείς μάζες, να κινούνται νευρικά παράλληλα με το αυτοκίνητο, ξανά ένα κόκκινο μοναδικό μάτι στην μεταλλική τους αποκρουστική πρόσοψη. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι. Οι μικρές μηχανές στεκόντουσαν γύρω από το αυτοκίνητο, σε μια συγχρονισμένη αιώρηση, και αυτό συνέχισε να κινείται ανάμεσα από χαλάσματα και παλιούς μονοδρόμους, σαν να ήξερε ακριβώς που πηγαίνει. Η Άλις ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Σου κράταγε σφιχτά το χέρι, μπορούσε να νιώσει και στο δικό του έντονους παλμούς. Εκείνος είδε, μέσα από ένα στενό δρομάκι,

[439]


ότι στον παράλληλο με τον δικό τους δρόμο ένας ακόμα μεταλλικός διώκτης τους ακολουθούσε, μεγάλος σαν το αυτοκίνητό τους. Κοίταξε πίσω και είδε ότι τα σμήνη ερχόντουσαν προς το μέρος τους, είτε από αέρα είτε από το έδαφος. Θα ορκιζόταν ότι είδε και χόβερ να κρύβονται πίσω από οροφές κτιρίων και να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθούν. Κοίταξε την Άλις, αλλά δεν της είπε τίποτα. Υοβόταν ήδη αρκετά. ‘’Ελπίζω να ξέρει που μας έχει στείλει’’, της ψιθύρισε, και με την άκρη του ματιού του είδε το κόκκινο μάτη του εξωτερικού του συνεπιβάτη να ταλαντώνεται στον αμυδρό ήχο. ‘’Μας έχει στείλει στο στόμα του ρομποτικού λύκου’’, συμπλήρωσε. Λίγο ακόμα σιωπή. Φωρίς κάποια σημαντική αφορμή, ένα πλοκάμι προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο παράθυρο, προκαλώντας ένα ουρλιαχτό από την Άλις. Σο τζάμι παρέμεινε ανέπαφο, αλλά η σύγκρουση και μόνο έκανε το αυτοκίνητο να επιταχύνει. Η μηχανή μούγκρισε και οι ρόδες στρίγγλισαν πάνω στο δρόμο καθώς το όχημα πήρε μια απότομη στροφή, χτυπώντας πλευρικά δυο από τα μηχανικά τέρατα και ίσως πατώντας κάποια από αυτά που ακολουθούσαν χαμηλά. Αυτά έμοιασαν να εκπλήσσονται προς στιγμήν, αλλά ύστερα μπορούσαν να ακούσουν το αγριεμένο τους μηχανικό θρόισμα, σαν ένα σμήνος από τηλεκατευθυνόμενες μέλισσες. Σρια χτυπήματα στο πίσω τζάμι. Άλλο ένα στα πλευρά. Σο αυτοκίνητο πέρασε κάτω από μια γέφυρα τινάζοντας συντρίμμια γύρω του. Μετά το παιχνίδι χόντρυνε. Μια μέδουσα προπορεύτηκε και έμεινε να αιωρείται για λίγο μπροστά από το αυτοκίνητο. Όστερα, από το κόκκινο μάτι ξεπήδησε μια δέσμη με μια ηλεκτρική στριγγλιά. Ο κοφτός ελιγμός δεν πρόλαβε να σώσει τίποτα, καθώς η δέσμη χτύπησε το αυτοκίνητο στο καπό και το χτύπημα ήταν σαν τρακάρισμα. Ο Ρίτσαρντ, που δεν φόρεσε ποτέ του ζώνη, χτύπησε στο κάθισμα του συνοδηγού και έπεσε ξανά πίσω με δύναμη. Όστερα άλλο ένα χτύπημα, και άλλο ένα στα πλευρά. Σο αυτοκίνητο συνέχισε,επιταχύνοντας και άλλο. Η Άλις βυθίστηκε κάτω από την κουβέρτα, ο φόβος και η ένταση της είχαν φέρει δάκρυα στα μάτια. Αυτός προσπαθούσε να φαίνεται σίγουρος, αλλά το χέρι του έτρεμε. Όστερα, μια ομοβροντία ριπών και μια σειρά από απότομοι ελιγμοί τους έκοψε την ανάσα και τους οδήγησε να βυθιστούν κάτω από την κουβέρτα, έντρομοι, γαντζωμένοι ο ένας από τον άλλο. <<Ενεργοποίηση. Αμυντικών. Μέτρων>> Θυμηθείτε, αυτό είναι το αυτοκίνητό μου.

[440]


Μια ακόμα ομοβροντία. Ερχόταν απ’ έξω, δεν συνοδευόταν από κραδασμούς. Σα μάτια τους ήταν κλειστά, αλλά μπορούσαν να δουν τις λάμψεις. Μπορούσαν να μυρίσουν το σίδερο να καίγεται και να λιώνει, να ακούσουν μικρές εκρήξεις. Σο αυτοκίνητο χοροπηδούσε και βούιζε. Η στιγμή πρέπει να κράτησε ώρα, δεν έμοιαζε να τελειώνει. Φτυπήματα. Εκρήξεις. Μυρωδιά καμμένου στα ρουθούνια τους. Μετά πάλι ηρεμία. <<85. Σις εκατό. Απώλεια Ενέργειας>> Ο Ρίτσαρντ άνοιξε τα μάτια του. Περιεργάστηκε. Δεν βρήκε κανένα παράθυρο ελπίδας. Σο ακυβέρνητο αυτοκίνητο φλεγόταν. Δεν υπήρχε κανένας οδηγός στο τιμόνι. Οι υπόνομοι της Νεκρής Ζώνης έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από μοναχικές αυτοκτονίες. Εμείς το κάναμε αυτό. Η Πόλη τους ήταν διεφθαρμένη. Και εκείνοι παραγεμισμένοι με ναρκωτικά και ψυχότροπες ουσίες για να το αντέχουν. Η Πόλη τους κυνηγούσε με φριχτά μεταλλικά τέρατα. Σο ραδιόφωνο του κόσμου αντηχούσε τα μεταλλικά πονεμένα ουρλιαχτά τους, και τα φιμέ τζάμια ήταν ραγισμένα. Ένας σκοτεινός αέρας φυσούσε ουρλιάζοντας. ‘’Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην κοιλιά μιας τρομακτικής μηχανής’’, της είπε. ‘’Και απόψε η μηχανή αιμορραγεί προς τον θάνατό της’’. Η Άλις άφησε την φωνή του να συγκρατήσει την ταραχή της. Κοίταξε χωρίς να μπορεί να βλέπει, και είδε τις φλόγες μπροστά της, τον ήλιο που έμοιαζε να επιστρέφει πίσω πέφτοντας, τις σπασμένες βιτρίνες και τις επιγραφές γύρω της να σαπίζουν. ΢ε ένα παλιό ξενοδοχείο που προσπέρασαν, κουρελιασμένες σημαίες από όλο τον κόσμο έστεκαν νεκρές στα κοντάρια τους. Όστερα

εμφανίστηκαν

ξανά.

Μπροστά

τους,

ολόγυρά

τους,

μικρότερα,

μεγαλύτερα. Μια μεγάλη μεταλλική μάζα βρέθηκε σχεδόν κατα πρόσωπο, έμοιαζε με ιππότη σε κάποια μεγάλη παρτίδα σκάκι, αντί για χέρα είχε δυο αναποδογυρισμένα τρίγωνα, σαν ασπίδες. Μια νέα ομοβροντία, και από τις δυο μεριές. Σα κτίρια γύρω τους άρχισαν να πέφτουν από τις αδέσποτες ρίψεις. Έμοιαζαν να περίμεναν το ένυασμα, για να καταρρεύσουν, από μέσα προς τα έξω. Υαντάστηκαν και

[441]


οι δυο μια ανάλογη εικόνα από το παρελθόν, στο ίδιο μέρος ή κάποιο ανάλογο. Σις μητέρες να κρατούν τα παιδιά τους ουρλιάζοντας μέσα από χαλάσματα. Αυτά να τους τραβούν τα μαλλιά, ίσως όλο αυτό να είναι ένα παιχνίδι. Ο φλογερός ορίζοντας μπροστά από το παρμπρίζ τους, ήταν όμορφος. Μέταλλο σκίζονταν και πεταγόταν στον αέρα, μέταλλο τριβόταν με μέταλλο και σπινθήριζε και όλα μαζί ξεπλένονταν σε μια πορτοκαλόχρωμη αιθαλομίχλη. Ο Ρίτσαρντ γύρισε προς το μέρος της. Έμοιαζε σίγουρος. ‘’Είσαι τόσο όμορφη’’, της είπε. ‘’Υίλα με. Αυτό είναι σίγουρα το τέλος, και το ζούμε αυτή τη στιγμή. Σις τελευταίες ημέρες. ΍ρες. Λεπτά’’. ‘’΋χι’’, ψέλλισε με πείσμα, αλλά έπεσε πάνω του και τον φίλησε, και βυθιστήκαν σε εκείνο το φιλί που έμοιαζε με ονειροπόληση. Ή πυρετός. ΄΄Είναι σαν εκείνα τα όνειρα’’, συνέχισε αυτός, η φωνή του έμοιαζε να χάνεται στο καυτό χάος ακριβώς έξω από τα παράθυρά τους. ‘’Που πέφτεις, πέφτεις και ξυπνάς στο σημείο που βυθίζεσαι. Ίσως ξυπνήσουμε λίγο πιο κάτω εμείς. Και δούμε επιτέλους αυτήν την κοιλάδα του θανάτου, αυτήν που ποτέ δεν σταματήσαμε να φοβόμαστε.’’ ‘’΋χι’’, επανέλαβε. Σην κοίταξε. Ίσως και να είχε δίκιο. Εκείνη δεν έφταιγε. Εκείνη ήταν εκεί μόνο εξαιτίας της αλαζονείας του. ‘’Είναι μόνο ένα αυτοκίνητο’’, της είπε. ‘’Και αυτά είναι μόνο ηλίθιες καφετέριες’’. Η Άλις έσφιξε το χέρι του. Αυτός το τράβηξε. ‘’Ζήσε’’, της είπε με χαμόγελο. ‘’Ζήσε και φτιάξε τις δικές σου λέξεις. Και μετά περιέγραψέ τα όλα. Γράψτα όλα κάτω. ΋λα όσα είδες.’’ Η Άλις δεν μπόρεσε να καταλάβει αμέσως. Αν κατάλαβαινε, θα όρμαγε πάνω του και θα τον αγκάλιαζε σφιχτά. Σο αυτοκίνητο μούγκρισε από μηχανικό πόνο. Η γυναικεία φωνή κάτι είπε, αλλά δεν ακούστηκε καν. Ο Ρίτσαρντ άνοιξε την πόρτα και άφησε για μια στιγμή το χάος να μπει μέσα. ‘’Θυμίσου’’, είπε φωνάζοντας. ‘’Είναι το αυτοκίνητό του. Εγώ απλά του δίνω λίγο χρόνο’’. Όστερα, πήδηξε απ’έξω, και η πόρτα έκλεισε με δύναμη και όλα μπήκαν στην σίγαση. Η Άλις ούρλιαξε, τινάχτηκε, η ζώνη την συγκράτησε, την χτύπησε κάτω, τα γυαλιά της έπεσαν στην μαύρη κουβέρτα, η ανάσα της τελείωσε, η φωνή της έσβησε, ο

[442]


Ρίτσαρντ δεν ήταν πλέον δίπλα της, το αυτοκίνητο επιτάχυνε. Και ύστερα, επιτάχυνε και άλλο. Θολούρα. Βοή. Αφρός στο τζάμι. Απόηχος μεταλλικών βογγητών. Είναι μόνη της. Σα γυαλιά στο χέρι της. Είναι άχρηστα πολύ ώρα τώρα. Καλύτερα η θολούρα, είναι πιο ασφαλής. Σα σπίτια αραιώνουν. Δεν υπάρχει φωτιά πια. Σο αυτοκίνητο επιταχύνει και άλλο, και ας έχει πληγές παντού. Διακρίνει μπροστά της μια σκοτεινή ογκώδη σκια. Κάτι ακούγεται, είναι εκείνη η γυναίκα, προειδοποιεί για κάτι. Δεν είναι καθόλου ευκρινές. ΢κέτες συλλαβές που διακόπτουν παράσιτα. Η σκια μεγαλώνει, είναι σταθερή μπροστά τους. Πίσω της, ορθώνεται πιο ψηλά από όσο φτάνει το βλέμμα της, το τέλος του δρόμου. Είναι στο αδιέξοδο της ανθρωπότητας. Σο Σείχος. Η Άλις σκεπάζεται. Αποφασίζει να μην βλέπει τίποτα άλλο. Μέσα της σπαράζει αλλά ακόμα τα δάκρυα δεν έχουν βγει. Ίσως έχουν στεγνώσει. Ίσως να μην έχει σημασία πια. Είναι τώρα στο σταυροδρόμι του κόσμου με τον κόσμου, και μπροστά της είναι ένας τελευταίος φρουρός. Σα τελευταία διόδια. Σο σμήνος ίσως τώρα αποτελείωσε την δουλειά του, και την ακολουθεί ξανά. Κάτι συμβαίνει, αλλά είναι μόνο ήχος. Μια έκρηξη. Δεν τον βλέπει. Δεν τον περιμένει. Σον είχε ξεχάσει. Άλλη

μια.

Σο

αυτοκίνητο

φρενάρει

απότομα,

οι

καταπονημένες

ρόδες

στριγγλίζουν. Όστερα σταματά τελείως. Η Άλις περιμένει. Ακούει μια μπροστινή πόρτα να ανοίγει. Ξανακλείνει. Σο αυτοκίνητο επιταχύνει ξανά. Φώμα και χαλίκια τινάζονται από τις ρόδες. Προσπερνάει την σκιά, που τώρα είναι τελείως ακίνητη, σπινθηρίζει σε διάφορα σημεία. Ένα χέρι τραβάει την κουβέρτα, απότομα. Η Άλις δεν ανοίγει τα μάτια. ‘’Πάντα μαλάκας’’, λέει μια φωνή. Αλλά το λέει με παράπονο. Όστερα νιώθει ένα χέρι στο γόνατό της. ‘’΋λα θα πάνε καλά’’, της λέει. Λέει ψέμματα, το καταλαβαίνει. ‘’Είμαι εδώ’’. Η Άλις ανοίγει τα μάτια. Θολούρα. Σο αυτοκίνητο έχει οδηγό. Δεν είναι ο Ρίτσαρντ.

[443]


Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ενεργοποιεί την αυτόματη λειτουργία. Μια φωνή ακούγεται βραχνά, μέσα από παράσιτα. Έχουν ακόμα πέντε τις εκατό ενέργεια. Κοιτάει έξω από το τζάμι. Δεν υπάρχει Σείχος. Κλαίει. Θυμηθείτε. Αυτό, είναι το αυτοκίνητό μου.

[444]


Η Κυρία

Ο χώρος ήταν κατάλευκος, εκτός από την μια του πλευρά που ήταν μόνο τζάμι, και από εκεί μπορούσες να δεις τα πάντα. Μπορούσες να δεις την ακτινωτή γεωμετρία της Πόλης, την λοφοσειρά που την διαχωρίζει από τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις, ίσως, αν έχει και ορατότητα, να μπορείς να δεις και την Λίμνη. ΢ίγουρα μπορείς να δεις τον τσιμεντένιο φράχτη, το Σείχος, να απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, σαν μακρινό μακρόστενο νησί ανάμεσα σε μια θάλασσα από κτίρια και ουρανοξύστες. ΢τον τοίχο απέναντι, υπήρχαν δυο αντικριστές σειρές από μαύρους μονοθέσιους καναπέδες. Ανάμεσά τους υπήρχε μια γυάλινη επιφάνεια, σαν τραπεζάκι, που έμοιαζε να μην στηρίζεται πουθενά. Ο χώρος ήταν τόσο καλά μονωμένος και ήσυχος, που μπορούσες να ακούσεις την αναπνοή σου. ΢ε ότι αφορά την δική του αναπνοή, σαν χαλασμένη βραχνή φυσαρμόνικα, αυτήν μπορούσες να την ακούσεις οπουδήποτε. Η Φόλυ είχε τα χέρια της ανάμεσα στους μηρούς της, έχοντας αφήσει το σώμα της να βυθιστεί στον μαλακό καναπέ. Σα πόδια της ανεβοκατέβαιναν με άξονα τις φτέρνες της, σκεφτόταν αρκετή ώρα να τα βάλει πάνω στο γύαλινο αιωρούμενο τραπεζάκι. Προσπαθούσε να κοιτάει το ταβάνι, ή οπουδήποτε αλλού, αλλά ήταν έτσι φτιαγμένος ο χώρος που σε υποχρέωνε σχεδόν, με την κενότητά του, να εστιάσεις σε οποιονδήποτε μπορεί να ήταν απέναντί σου. Η Ρεμπέκα δίπλα της ήταν καθισμένη με τα πόδια της σταυρωτά, τα χέρια στο ύψος της μέσης της, κοιτούσε ατάραχη και ανέκφραστη απέναντί της. Για εκείνον, η δυναμική αυτή στάση ήταν πολύ πιο βαρετή από αυτήν της Φόλυ, που έμοιαζε με πεισματάρικο και νευρικό αγοροκόριτσο που οι γονείς του πήραν την μπάλα του μπάσκετ. Έτσι, εκείνος την κάρφωνε επίμονα από την πρώτη στιγμή, με ένα μόνο μικρό μειδίαμα. Σο ένα μάτι του κοιτούσε ευθεία στο ύψος των δικών της, το άλλο, μια μικρή κόκκινη εστία από κάποιο υπερσύγχρονο κλείστρο, σάρωνε το σώμα της. Η Φόλυ πάντα υποστήριζε ότι το ρομποτικό του μάτι ήταν ακόμα πιο λάγνο και πρόστυχο από το κανονικό. Η σιωπή ανάμεσα στην τριάδα ήταν τόσο πηχτή, που ίσως η πυκνότητά της ήταν αυτή που κρατούσε την γύαλινη διαφανή πλάκα σε αιώρηση. Περίμεναν όλοι να ανοίξει η πόρτα, μια παράταιρα ξύλινη και παλιομοδίτικη πόρτα. Η Φόλυ την είχε περάσει μόλις άλλες δυο φορές στην ζωή της.

[445]


Σην πρώτη βγήκε με το κεφάλι κατεβασμένο, τα φτερά κομμένα και με βαθιά δυστυχία. Σην δεύτερη είχε βγει με ένα αμυδρό χαμόγελο αισιοδοξίας. Και τις δυο, είχε μπει με νευρικότητα και αγωνία. Αυτή ήταν η πρώτη που το μίγμα είχε και ανυπομονησία. Η Κυρία φρόντιζε πάντα να περιμένουν λίγο οι καλεσμένοι της. Ο Ρικ Νάι συνέχιζε να έχει το ίδιο μειδίαμα. Η Φόλυ έριξε το κεφάλι της τελείως πίσω και του έριξε μια κλεφτή ματιά, έτσι που τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Έβαλε τα χέρια της στα μπράτσα της πολυθρόνας και άρχισε να χτυπάει τα δάχτυλά της στο μαλακό δέρμα. Ο ήχος ακούστηκε σαν πυροβολισμός. ‘’Σελείωσε η μπαταρία σου;’’, είπε τελικά. Ο Ρικ Νάι χαμογέλασε λίγο πλατύτερα. ‘’Έχω ενεργειακή αυτονομία εφ’ όρου ζωής’’, απάντησε μετά από λίγο. ‘’Σα ρομπότ δεν έχουν ζωή’’, απάντησε αυτή ξερά, και αυτός κάπως έμοιασε να εκνευρίζεται, αλλά διατήρησε το μειδίαμα. ‘’Δεν είμαι ρομπότ πεταλουδίτσα’’, της είπε. ‘’Αυτή είναι’’, συμπλήρωσε και έδειξε προς τα αριστερά τους, όπου η Ντιάνα κοιτούσε το τίποτα, σαν άγαλμα. ΢τεκόταν εκεί τόση ώρα, ακίνητη τελείως, που θα μπορούσε να είναι κομμάτι της επίπλωσης. ‘’Και πως είναι το σεξ μαζί της;’’, τον ρώτησε χωρίς να την κοιτάξει. ‘’Πάντα..πάντα η Φόλυ. Να το γυρίσεις σε κάποιο σεξουαλικό υποννοούμενο. Ακούγεσαι

σαν

να

μην κάνεις πολύ

σεξ,

πεταλουδίτσα. ΢ε πληροφορώ

ότι

υπάρχουν....μέρη μου, που δεν έχουν αντικατασταθεί’’. Σο μειδίαμά του έγινε κάτι σαν χαμόγελο. Τπήρχε ίσως ένα όριο στο πόσο μπορούσε να τραβηχτεί το πρόσωπό του. ‘’Ορίστε, η άχρηστη πληροφορία της εβδομάδας’’, απάντησε κοφτά αυτή. ‘’Νόμιζα ότι τα αδύναμα μέλη σου ήταν που αντικαταστούσαν. Φέρια, μυαλό και πέος’’. Ο Ρικ Νάι έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα, σαν να έκανε ‘’άουτς’’. Όστερα έσκυψε λίγο προς τα εμπρός χαμογελώντας. ‘’Με τον γερο-Γουίλιαμ ξέρεις, τις είχαμε μετρήσει. Και ήταν ίδιες. Αν σου έχει λείψει πολύ, εδώ είμαι για σένα’’. Η Ρεμπέκα ανασηκώθηκε λίγο, σαν να ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί την τιμή της Φόλυ, η οποία παρέμενε ατάραχη. Η Ρεμπέκα έδειξε πολλές φορές σημαντικό ζήλο για την αρχηγό της. Σο να τα βάλει βέβαια με τον Ρικ Νάι, ίσως ήταν και αποστολή αυτοκτονίας, ιδίως μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αυτός της έριξε μια κλεφτή ματιά με το τεχνητό μάτι. ‘’Σους έχεις καλά εκπαιδευμένους Φόλυ’’, πρόσθεσε. Αυτή σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.

[446]


‘’Είμαστε Προστάτες Ρικ. Είμαστε άριστα εκπαιδευμένοι’’, του είπε, και η φωνή της είχε ένα τόνο απειλής. Η Ρεμπέκα ένιωσε τον ηλεκτρισμό της εμψύχωσης. Οι μυς της ήταν σε ετοιμότητα. Ο Ρικ γέλασε δυνατά και το γέλιο του ήταν σαν σκουριασμένα τακάκια σε δίσκο. ‘’Οι Προστάτες έχουν τελειώσει πεταλουδίτσα. Πολλά χρόνια τώρα. Δεν λέω, θαυμάζω την επιμονή σου, δεν περίμενα ποτέ να μαζέψεις το σωρό και να τον βάλεις πάλι σε λειτουργία, αλλά και πάλι....΢ήμερα ήταν μια μέρα που απέδειξε ότι δεν μπορείς με παλιές συνταγές να φτιάξεις καινούρια τούρτα. ΢ας φάγανε λάχανο’’. Ξανά η Ρεμπέκα ρουθούνισε, ξανά η Φόλυ έμεινε ακίνητη. Μετά από μερικές στιγμές σήκωσε με δυσκολία τον αυχένα της και έσκυψε ελαφρά προς τα εμπρός. ‘’΋σο εσύ βαυκαλιζόσουν ότι σταμάτησες τρεις αστυνομικούς με νεροπίστολα, εμείς είμασταν απασχολημένοι με τις σημαντικές δουλειές. Η επίθεση στην μονάδα παραγωγής ενέργειας ήταν το σχέδιο, όλα τα άλλα ήταν αντιπερισπασμοί. Φωρίς ενέργεια ακόμα και μια εκλεπτυσμένη, μεγαλόσωμη τοστιέρα σαν εσένα θα καθόταν σαν ξεκούρδιστο ρολόι σε μια γωνιά και θα έκλαιγε σαν κοριτσάκι.’’ ‘’Ήμουν δυστυχώς απασχολημένος εκείνη την στιγμή. Ο ΢μίττυ ετοιμαζόταν να γίνει οδοντόκρεμα. Είπα, ας μείνουν και δυο τρεις από τους παλιούς μου συναδέλφους ζωντανοί. Θα έπρεπε να ακούω ευχαριστώ που έσωσα τον μπαμπάκα σου’’. ‘’Δεν είμασταν ποτέ συνάδελφοι’’ ‘’Ήμουν εκεί πριν έρθεις εσύ τσούπρα’’ ‘’Και σε διώξαμε’’ ‘’Και να ‘μαστε τώρα εδώ’’ Ο διάλογος είχε αρχίσει να σφίγγει σαν πένσα, τα λόγια εκτοξευόντουσαν με τραχύτητα, κοφτά και αιχμηρά. Η Φόλυ σηκώθηκε όρθια και περπάτησε αργά προς το παράθυρο. Καθώς τον προσπέρασε, στάθηκε λίγο πίσω του, έσκυψε ελαφρώς. ‘’Εγώ είμαι τώρα εδώ. Εσύ δεν είσαι πλέον άνθρωπος’’. Ο Ρικ δεν γύρισε, αλλά η Ρεμπέκα είδε το οριστικό σβήσιμο του μειδιάματός του. Ένιωσε ακόμα και την Ντιάνα να ανακινείται κάπως, σαν να ήταν έτοιμη, όπως εκείνη. ‘’Μπορώ να σε σκοτώσω σε δευτερόλεπτα’’, είπε αργά, κοιτώντας προς τον τοίχο όπου πριν καθόταν αυτή. Η Ρεμπέκα είδε μια στιγμιαία λάμψη στα μάτια της Ντιάνα. Μια άλλη στιγμιαία λάμψη πέρασε στα ακροδάχτυλά της. Η μεταλλική γροθιά του Ρικ

[447]


Ναι έσφιξε ελαφρώς. Η Φόλυ συνέχισε να προχωράει αργά, φτάνοντας στο παράθυρο και σταυρώνοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη της. ‘’Είσαι καλεσμένος να δοκιμάσεις, οποιαδήποτε στιγμή. Ακόμα και η Κυρία σου όμως, το έχει αποφασίσει αυτό. Ρομπότ για τα μαντροσκυλά της και τον καφέ της, ανθρώπους για την Προστασία της Πόλης. Σα ρομπότ είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφισβήτηση για τον νικητή οποιασδήποτε μονομαχίας’’. Ο Ρικ Νάι σηκώθηκε όρθιος, απότομα και κοφτά. Η Ντιάνα έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, τα μάτια της τώρα έβγαζαν μια ελαφριά φωτεινή απόχρωση, το ρομπότ ήταν σίγουρα σε ετοιμότητα και περίμενε μόνο μια εντολή. Η Ρεμπέκα σηκώθηκε και αυτή. Η Φόλυ δεν γύρισε καν την πλάτη της. Ο Ρικ Νάι έκανε δυο βήματα και στάθηκε πίσω της, με τα πόδια μισάνοιχτα. ‘’΋ταν θα σου μιλάω θα με κοιτάς’’, είπε, αλλά ήταν ξεκάθαρα τόνος διαταγής. Η Φόλυ δεν γύρισε. Η Ρεμπέκα συγκέντρωσε την σκέψη της στην παλάμη της. ΋τι θα ερχόταν, θα ερχόταν με ένταση. Αναρωτήθηκε αν η Φόλυ ήταν πραγματικά προετοιμασμένη για να το τραβήξει μέχρι το τέλος. Ο Ρικ Νάι σίγουρα ήταν. ‘’Ρεμπέκα’’, είπε τελικά, πάντα με την πλάτη γυρισμένη. ‘’Βρες σε παρακαλώ ένα τηλεκοντρόλ και βάλτον στο αθόρυβο. Ή βρες το κουμπί για τον καφέ. Θα έπινα ένα καφέ. Μπορείς να πάρεις και για σένα’’. Η Ρεμπέκα έκλεισε τα μάτια. ‘’Μαλακισμένη ψωνισμένη σκύλα’’, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Ρικ Νάι, σαν να εκπλήσσεται και ο ίδιος. Όστερα, έκανε δυο σίγουρα βήματα προς το μέρος της, το βιονικό του χέρι σφιγμένο σε μια γροθιά ανάλογη δέκα σφυριών. Η Ρεμπέκα άπλωσε το χέρι της, αλλά από το χέρι της Ντιάνα πετάχτηκε ένα λεπτό φωτεινό πλοκάμι, που το τύλιξε και το τράβηξε μακριά από τον Ρικ. Η Ρεμπέκα έκανε να χτυπήσει, αλλά παρατήρησε ότι το γάντι της ήταν ουσιαστικά αχρηστευμένο. Η Φόλυ τελικά γύρισε αργά, το χέρι της φεγγοβολούσε οργή, ο Ρικ συνέχισε να πλησιάζει και λίγο πριν την έκρηξη στο μικρό δωμάτιο μια φωνή ακούστηκε δυνατή και τελεσίδικη, σαν να έβγαινε από τους τοίχους. ‘’Αρκετά’’. ΋λοι σταματήσανε και μείνανε ακίνητοι, σαν κάποιος να είχε παγώσει το χρόνο στην κατάλευκη αίθουσα. Σο ηλεκτρικό πλοκάμι της Ντιάνα μαζεύτηκε πίσω στον καρπό της.

[448]


‘’Ρικ. Παρακαλώ συνόδευσε τον Νίκολας Βέρν από το ισόγειο εδώ. Κάλεσε και τους υπόλοιπους. Είμαστε έτοιμοι’’. Η Φόλυ κοίταξε τον Ρικ και έβγαλε την γλώσσα της αναπνέοντας σαν χαρούμενο σκυλί. ‘’Ναι Ρικ. Πήγαινε συνόδευση τον Νίκολας Βερν’’, ψιθύρισε ειρωνικά. ‘’Θα σου δώσω ένα ηλεκτρικό μπισκοτάκι μετά’’. Ο Ρικ Νάι γύρισε απότομα και προχώρησε προς την έξοδο του δωματίου. Η συρόμενη πόρτα άνοιξε μόλις το φωτοκύτταρο τον αισθάνθηκε, αλλά δεν άνοιξε αρκετά γρήγορα- ο ώμοι του Ρικ χτύπησαν τα φύλλα της πόρτας και η ορμή του σχεδόν τα έσπασε. Η πόρτα έμεινε ακίνητη, μισάνοιχτη. Η Ντιάνα μαρμάρωσε ξανά. Η Ρεμπέκα κοίταξε την Φόλυ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Εκείνη, χωρίς να πει τίποτα, ξαναγύρισε να δει την θέα. Μετά από λίγο, ήταν και άλλοι εκεί, και μια ακόμα πόρτα άνοιξε αργά. ‘’Περάστε’’, είπε η ίδια φωνή, που τώρα ακούστηκε από τους τοίχους αλλά και μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Η Φόλυ πέρασε πρώτη, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την Ρεμπέκα, που ξαναέκατσε στον καναπέ. Η ματιά της ήταν κάτι σαν ‘ευχαριστώ’ για την στήριξή της προηγουμένως. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρά ένα συμβούλιο, ένιωθε μια ασφάλεια με την Ρεμπέκα ακριβώς απ’έξω. Ο χώρος που θα φιλοξενούσε την συνεδρίαση ήταν ένα από τα πολλά δωμάτια των τελευταίων ορόφων του Κέντρου Διοίκησης, όλα εκ των οποίων άνηκαν στην Κυρία. Εκεί ήταν το σπίτι της, εκεί ήταν ο χώρος εργασίας της, εκεί ήταν το εξοχικό της και εκεί ήταν το συντριπτικό ποσοστό της καθημερινότητάς της. Παλιό και νέο σε μια φαινομενικά τυχαία εναλλαγή, και ένας συγκερασμός της υψηλότερης τεχνολογίας με μια παλιομοδίτικη αισθητική. ΢τα δωμάτια της Κυρίας μπορούσες να δεις μια οργανική σύνδεση με το παρελθόν και ένα παράθυρο στο μέλλον. Σο παρόν ήταν πάντα ένα πέρασμα. Σο δωμάτιο ήταν σκοτεινό όσο ένας μπαρόκ πίνακας, ψηλό, ευρύχωρο και γεμάτο σκαλιστές λεπτομέρειες στην ξύλινη επένδυσή του, σαν το εσωτερικό ενός γοτθικού ναού. Η μια πλευρά ήταν ένα εκτεταμένο μπαρ, η προθήκη με τα μπουκάλια ίσως και να ήταν ένα ζωντανό μουσείο της Ιστορίας του αλκοόλ, μερικά από τα μπουκάλια είχαν αφεθεί σκονισμένα και παλιωμένα. Ο φωτισμός ερχόταν από ένα πολυέλαιο πολύ παλιάς αισθητικής, μόνο που τα φώτα του δεν ήταν λάμπες πυρακτώσεως αλλά ειδικά προσαρμοσμένα

λέντ.

Κάποιες

ξύλινες

κολώνες,

[449]

διάσπαρτες

και

φαινομενικά


αχρείαστες. Διάφορα μικρά τραπεζάκια, σαν εκθέματα. Σο μέρος θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργεί ως ένα μπαρ-χρονομηχανή και πράγματι, όπως παρατήρησε η Φόλυ, υπήρχε μια ξεθωρισμένη επιγραφή που ανέφερε: ‘’Ο Μαρσεγιάνος’’. Αυτό ίσως και να ήταν μια πολιτιστική αναφορά, την οποία επιβεβαίωσε η Κυρία αυτοπροσόπως. ‘’΢ε αυτό το μαγαζί, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας, ο Πάμπλο Πικάσο στεκόταν να πιεί αψέντι μαζί με τον απλό λαό’’, ακούστηκε μια ένρινη και ήρεμη φωνή. Η Φόλυ γύρισε προς το μέρος της φωνής. ΢τη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ, ξύλινο τραπέζι, σαν έπιπλο για δείπνο κάποιας πολύ πλούσιας φεουδαρχικής οικογένειας. Σεχνητά κεριά υπήρχαν κατα μήκος του κεντρικού άξονα, μέχρι που στην ανώτερη άκρη η τεχνολογία συνέθετε ένα έντονο κοντράστ. Μια σειρά από ολογραμματικές εικόνες, κάθετες στο τραπέζι, αιωρούνταν γύρω από την καρέκλα της κεφαλής. Οι εικόνες έδειχναν πλάνα από ειδήσεις, υπήρχαν ανοιχτά αρχεία-φακέλων, μια αντίστροφη όπως την έβλεπε αυτή μεγάλη φωτογραφία του Κάιλ Κρέιμερ και διάφορες άλλες πληροφορίες φτιαγμένες από φως και λέιζερ. Ένα χέρι έκανε πως σκουπίζει τον αέρα και όλες οι οθόνες έκαναν μια γρήγορη περιστροφή και ύστερα σαν να ρουφήχτηκαν από μια συσκευή μπροστά της εξαφανίστηκαν. Όστερα, η Κυρία εμφανίστηκε πίσω τους, και κοιταχτήκανε. Δεν υπήρχε κάποια έκφραση στο πρόσωπό της. Από την τελευταία φορά που το είχε δει, της φάνηκε γερασμένο και κουρασμένο, ίσως η ταλαιπωρία της ημέρας ίσως η ταλαιπωρία του ακατάδεκτου στις διακρίσεις χρόνου. Η κυρία μπορεί να έφτανε και τα εξήντα της χρόνια πλεον. Σα μαλλιά της ήταν αραιά με μια ευδιάκριτη βαφή ενός παράξενου μωβ καφέ μίγματος, αν και στους κροτάφους μπορούσε κάποιος να δει ένα γνήσιο γκρίζο. Έφτιαχναν ένα μικρό περίβλημα με τις μπούκλες τους, σαν σβηστό φωτοστέφανο. Σα μάτια της ήταν κάπως σκοτεινά κάτω από τα παχιά φρύδια της. Σο στόμα της ήταν σχεδόν χωρίς χείλη. ‘’Αλλά φυσικά, είναι μόνο μια αναπαράσταση. Ο πραγματικός Μαρσεγιάνος ισοπεδώθηκε χρόνια τώρα. Η Βαρκελώνη είναι μόνο στάχτη και χαλίκια. Ίσως να υπάρχει κάποιο δάσος εκεί, τώρα που μιλάμε. Θα ήθελα να δω ένα δάσος που το χώμα του κουβαλάει τόση ιστορία ανθρώπινου πολιτισμού. Ίσως τα δέντρα να μοιάζουν με οικοδομήματα του Γκαουντί’’ Η Φόλυ δεν μίλησε. Δεν είχε και κάτι να πει, αν και ήξερε τον Πικάσο και τον Γκαουντί και είχε καλή εξοικείωση με την Ιστορία της Σέχνης. Αναρωτήθηκε αν όλα τα

[450]


δωμάτια ήταν αναπαραστάσεις τέτοιου τύπου, και αν αυτό ήταν ένα φετίχ της Κυρίας ή και όλων των προκατόχων της. ‘’Πατάμε γερά στο παρελθόν...’’, είπε σαν να ξεκινούσε κάποια απαγγελία. ‘’...Για το άλμα στο μέλλον’’, συνέχισε η Κυρία. ‘’Πολύ σωστά. Καθίστε κυρία Σζένκινς. Υαίνεστε ταλαιπωρημένη και μα την αλήθεια, έχετε κάθε λόγο. Δεν θυμάμαι χειρότερη νύχτα όσο ζω. Μια φορά μόνο, ήμουν μικρό κορίτσι τότε, που οι συναγερμοί της Πόλης άρχισαν να ουρλιάζουν μέσα στην νύχτα. Ούτε που θυμάμαι γιατί, θυμάμαι μόνο ότι είχα πιάσει τα αυτιά μου και είχα χωθεί σε μια γωνία δίπλα στο κρεββάτι, και περίμενα την νύχτα να περάσει. Ακόμα και όταν τελικά ο συναγερμός σίγησε,

δεν

κατάφερα να κοιμηθώ. Αυτή ήταν ίσως άλλη μια νύχτα που είχα χάσει τον ύπνο μου. Μην σου φαίνεται κάτι απλό αυτό- για μένα το να κοιμάσαι ήρεμος αποτελεί το θεμέλιο της σταθερότητας. Δεν έχω φυσικά κανένα από αυτά τα μαραφέτια του Όπνου. Σο σώμα μου είναι φτιαγμένο για να γεμίζει με εφτά ώρες ύπνου κάθε βράδυ. Δεν έχω χάσει από τότε ούτε μισάωρο. Εκτός φυσικά από σήμερα. ΢ήμερα υπήρχε κάθε λόγος να χάσω τον ύπνο μου’’. ‘’Πλέον μπορείτε να τον αναπληρώσετε’’,είπε η Φόλυ και κοίταξε προς την πόρτα, που ένα ένα τα μέλη του άτυπου συμβουλίου περνούσαν να πάρουν τις θέσεις τους. Η Κυρία για πρώτη φορά άφησε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματιστεί. ‘’Μακάρι να ήταν έτσι γλυκιά μου’’, της είπε και πρότεινε με μια χειραψία να καθίσει κάπου κοντά της. Η Φόλυ τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε, καθώς ο Ρικ Νάι περπατούσε με το βαρύ του βήμα από πίσω της, και έκατσε δίπλα ακριβώς στην Κυρία. Δεν αλλάξανε ούτε βλέμμα. Απέναντί της έκατσε ο Πολ Άντριους, γενικός διευθυντής Ασφάλειας και ΢ταθερότητας. Δίπλα του η Υέι Μπρούκς, γενική διευθύντρια Τγείας και Βιοτεχνολογίας. Πιο κάτω, ο γενικός αστυνομικός διευθυντής, ένας τρομαγμένος και σκυθρωπός ανθρωπάκος ονόματι Σζος Ντελαγουέι. Να, και ο περιβόητος διευθυντής της Ενερτζίαν Ρισόρσις. Δεν θυμόταν πως τον λένε, κάποιος θα τον ανέφερε ως Σζακ. Ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε την ιδιωτικότητά του. Ο Επίτιμος Πρόεδρος της Δικαιοσύνης και Άμυνας, Υράνσις Ντόνοβαν. Μια γέρικη, σοβαροφανής, στητή σαν να έχει φάει καλόγερο, φιγούρα. Η αδερφή της Κυρίας, Εμμανουέλα Σζόνσον, νυν διευθύντρια της ΢άικεντ.

[451]


Ο ιδιοκτήτης της Ρόμποτεκ, ένας χοντρός βλοσυρός άντρας που μύριζε πράσινο μήλο από τεχνητά αρωματικά ανάσας. Σελευταίος, ο γενικός εκτελεστικός διευθυντής παρα τη Κυρία, ο Κρίστοφερ Γκρίφιν, ένας ακόμα από τους ανθρώπους που εμπιστευόντουσαν τον Κάιλ Κρέιμερ. Καθίσαν όλοι, ήρεμοι και βλοσυροί, ντυμένοι βιαστικά αλλά όχι πρόχειρα, αγουροξυπνημένοι ή απλώς κουρασμένοι και άυπνοι. Σο συμβούλιο ήταν χωρίς κάποια εσωτερική συνοχή, άτυπο σαν συνάντηση σε καφέ, ενώ μπροστά από την κυρία φαινόντουσαν αντεστραμμένα κάποια ακόμα σκοτεινά πρόσωπα, άγνωστης ταυτότητας και ιδιότητας. Η Φόλυ ένιωθε σαν να είχε περίοδο χωρίς βρακί και ανοιχτή φούστα. Άφησε την πλάτη της να βυθιστεί στην πλάτη της καρέκλας, απλώνοντας τα πόδια κάτω από το τραπέζι, ακουμπώντας τα πόδια του Πολ Άντριους, ο οποίος της ζήτησε συγνώμμη. Η Φόλυ ήταν πιο χαμηλά από όλους. Η καρέκλα ήταν άβολη και σκληρή στον πισινό της. Ξεφύσηξε, περιμένοντας. Η πόρτα έκλεισε μόνη της πίσω τους και επικράτησε μια αμήχανη ησυχία, ανάσες και μεταλλικά θροίσματα. Η Κυρία έβγαλε έναν ήχο από το κλειστό της στόμα και κοίταξε προς τον Γραμματέα της. Ο Κρίστοφερ Γκρίφιν ξερόβηξε και κάπως ανασηκώθηκε. ‘’Κυρίες Κύριοι’’, είπε κοιτώντας προς τα κάτω. Εκεί είχε και αυτός μια πεπλατυσμένη, φυλλοειδούς πάχους οθόνη. ‘’΋λοι γνωρίζετε την κατάσταση ως τώρα. Κεντρικό Κτίριο Προστατών, Ινστιτούτο Σεχνολογίας, Κέντρο ερευνητικής ανάπτυξης ΢άικεντ,

Γενική

καταστροφή,

Αστυνομική

συνολικός

Διεύθυνση,

απολογισμός

Ρομποτικά περί

τα

΢υστήματα.

Ολοσχερής

εξήντατέσσερα

νεκροί,

εκατόνογδόνταπέντε, τραυματίες. Η κυρία Σζένκινς ηγήθηκε της προστασίας της Ενεργειακής μας Μονάδας, ο κύριος Νάι ηγήθηκε της προστασίας του Κτιρίου Διοίκησης. ΋λες οι ενδείξεις ταυτοποιούν: Άγνωστος έφτασε στις αποθήκες του Δυτικού Σομέα με χρήση δικής μας κλεμμένης τεχνολογίας αεροσκαφών ΢τελθ. Σο κλίμα εξωγήινης παρουσίας ίσως και να είναι υποκινημένο, το διερευνούμε ακόμα. Κόσμος μαζεύτηκε στο σημείο, ο άγνωστος άντρας εξήλθε και χρησιμοποίησε στολή δική μας τεχνολογίας για εξερεύνηση σπηλαίων. ΢ε εκείνο το σημείο, το σχέδιο των τρομοκρατών εξελίσσεται σε δυο όψεις:

[452]


Ο Κάιλ Κρέιμερ, και ίσως και άλλοι άνθρωποι ακόμα και στην Διοίκηση, υπό έρευνα ακόμα, προκάλεσαν διακοπή ρεύματος στο σημείο και προκάλεσαν μια καλά συντονισμένη και ενορχηστρωμένη διακοπή λειτουργίας ενός χόβερ στην περιοχή. Σα διάφορα βίντεο δείχνουν ότι πριν το χόβερ συντριβεί, μπροστά σχεδόν στον εξωγήινο, πράσινη λάμψη τύπου φωτοβολίδας άναψε από μέρος του πλήθους. Πιστεύουμε ότι είναι κάποιο ‘σήμα’ το οποίο βοήθησε τον φερόμενο ως εξωγήινο να υποκριθεί ότι ρίχνει το χόβερ. Σην ίδια στιγμή, σαφώς υποκινούμενη σύγκρουση οδηγεί στην εκτεταμένη χρήση αερίων- τουλάχιστον οχτώ αστυνομικοί δέχονται επίθεση από προετοιμασμένες ομάδες δήθεν πολιτών, κλέβουν τις στολές και τα περιπολικά τους. Τπολογίζουμε περίπου άλλους εικοσιπέντε αστυνομικούς να δέχονται επίθεση από ‘συναδέλφους’ τους, και να κλέβονται τα διακριτικά τους. Ο φερόμενος ως ‘εξωγήινος’ εξαφανίζεται από αδιευκρίνιστες ακόμα συνθήκες. Εκτιμούμε εμπλοκή ομάδων όπως οι Παράλογοι, οι οποίοι είχαν μεγάλη κινητικότητα καθ’όλη την διάρκεια της νύχτας. Έχουν ήδη σταλεί ομάδες για συλλήψεις και εξακριβώσεις. ΋που και αν είναι, θα τον βρούμε. Σην ίδια ώρα, επιθέσεις λαμβάνουν χώρα σε διάσπαρτα αστυνομικά τμήματα, όπου γίνονται κλοπές εξοπλισμών και διακριτικών. Αποτέλεσμα είναι η παρουσία μιας ισχυρής ομάδας αστυνομικών σε όλη την πόλη, οι οποίες κινούνταν ανενόχλητες προς τους επιλεγμένους στόχους. Σο πρωτόκολο τρομοκρατικής ενέργειας που ενεργοποίηθηκε από τον Κάιλ Κρέιμερ ύστερα από προτροπή της Ρεμπέκα Μόρις και παρά την απουσία της Φόλυ Σζένκινς, επιτάχυνε κάπως την παρουσία των αστυνομικών δυνάμεων, ή ίσως την έκανε λιγότερο ύποπτη. Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν με την χρήση εκρηκτικών τύπου Σζι-184, χημικής αντίδρασης, κατασκευής όμως με υλικά αυτοσχέδια. Οι εκρήξεις ήταν ελεγχόμενες, στοχεύοντας κυρίως σε δομικά αδύναμα σημεία των κτιρίων, κάτι που έχει προκύψει μόνο με συστηματική έρευνα. Οι εκρήξεις πραγματοποιήθηκαν με πολύ μικρής διάρκειας χρονοδιακόπτες, καθώς η αποσύνδεσή τους ήταν σχετικά εύκολη για να παραμείνουν εκεί. Αρκετά στοιχεία των μηχανισμών θα εμφανιστούν μπροστά σας, ύστερα και από την επί τόπου απενεργοποίησή τους από την Ρεμπέκα Μόρις και την δειγματοληψία που έγινε. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φερόμενοι ως αστυνομικοί συλλαμβάνονται και ταυτοποιούνται. Έχουμε προχωρήσει σε 15 συλλήψεις τρομοκρατών. Αξίζει να αναφερθεί, πριν προχωρήσω στην υπάρχουσα εκτίμηση και κατάσταση, ο ιδιαίτερος ρόλος ένος Πρώην Προστάτη, του Γουίλιαμ Κόρβερ, ο οποίος φέρεται να απήγαγε

[453]


στόχο, ίσως μέλος των τρομοκρατών, που βρέθηκε στην Νεκρή Ζώνη, και κρατούσε σε αποσυντονισμό το ΢ώμα των Προστατών όλη τη νύχτα.’’ Η Φόλυ Σζένκινς ανασηκώθηκε, αλλά κάπως διακριτικά για να μην δείξει ανησυχία. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ ευθύνεται για την δίωρη περίπου ύπνωση της Φόλυ Σζένκινς και τον σοβαρό τραυματισμό του Ίθαν Νίκολσον, που είναι ακόμα σε κρίσιμη κατάσταση, ενώ απέτυχε να δολοφονήσει τον ΢αμ Υρίντμαν, ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα στην καταστροφή του κτιρίου. Έχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι ένας πρώην Προστάτης βρίσκεται στο πλευρό των τρομοκρατών, ενώ πριν λίγο έφτασε στις οθόνες μας ένα βίντεο από την περιοχή της Νεκρής Ζώνης, στο οποίο διακρίνεται το αυτοκίνητό του. Παρακαλώ-‘’ Η Φόλυ τώρα ανασηκώθηκε χωρίς προσχήματα και ξεροκατάπιε. Μπροστά στο πρόσωπό της εμφανίστηκε μια ολογραμματική οθόνη και ένα βίντεο χαμηλής ευκρίνειας λόγω μεγάλης απόστασης της κάμερας άρχισε να παίζει, απεικονίζοντας ένα σημείο της Νεκρής Ζώνης. Σο τοπίο ήταν στατικό, χωρίς ήχο. Σίποτα δεν έγινε για μερικά δευτερόλεπτα. Όστερα, ένα θολό χάος εμφανίστηκε στην οθόνη. Ένα αυτοκίνητο, το δικό του αυτοκίνητο, εμφανίστηκε να κινείται με μεγάλη ταχύτητα, ακολουθούμενο από σειρά ρομπότ, τα οποία το χτυπούσαν με μικρές ριπές. Σο αυτοκίνητο ανταπάντησε –ήταν σίγουρα το δικό του- εκτοξεύοντας ριπές και ενεργειακές δέσμες από σχεδόν κάθε πλευρά του. Σα ρομπότ ανασυκγροτήθηκαν πίσω του, το αυτοκίνητο ήταν τώρα στις φλόγες. Σο αυτοκίνητο περικυκλώθηκε. Ξαφνικά, μια σκοτεινή σιλουέτα πετάχτηκε από το αυτοκίνητο, εν κινήσει, και κουτρουβάλησε στο οδόστρωμα. Η Φόλυ έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Η σιλουέτα στάθηκε για λίγο, σαν ζαλισμένη, αβέβαιη. Όστερα άρχισε να τρέχει προς κάποια κατεστραμμένα κτίρια. Ήταν αυτός. ΢ίγουρα αυτός. Μεγάλη ομάδα των ρομπότ κινήθηκε προς την κατεύθυνσή του, ενώ ένα ακόμα σμήνος πέρασε και συνέχισε προς το αυτοκίνητο. Όστερα, η εικόνα έγινε πάλι στατική, μόνο σκιες από καπνούς και κάποια κατεστραμμένα ρομπότ που σπινθηρίζανε ετοιμοθάνατα.

[454]


Η Φόλυ ανέπνεε γρήγορα, προσπαθώντας να δείξει ατάραχη. Ο Ρικ την κοιτούσε με την άκρη του ματιού του, και πληκτρολόγησε κάτι που εμφανίστηκε μόνο στην δική της οθόνη. ‘’Ίδιο μέγεθος’’. Ήταν ότι χρειαζόταν εκείνη για να μην αφήσει τα μάτια της να βουρκώσουν. Ίσως, ο κερατάς να το έκανε και επίτηδες για να την βοηθήσει να μην το σκέφτεται. Ανασυγκροτήθηκε και κοίταξε πάλι προς τον Άντριους. ‘’Η σιλουέτα που είδατε χτυπήθηκε και σκοτώθηκε από τους ρομποτικούς μηχανισμούς άμυνας. Έχει ήδη ανασυρθεί και θα μεταφερθεί για ταυτοποίηση στα Παρατηρητήρια, που επεξεργάζονται τις καταγραφές των ρομπότ για να μας τις στείλουν μονταρισμένες. Θα επιβεβαιώσουμε την ταυτότητα του Γουίλιαμ Κόρβερ σύντομα. Οφέίλω να προσθέσω ότι το αυτοκίνητο κατάφερε να περάσει τα σημεία ελέγχου, ενώ από άλλες λήψεις εξακριβώνουμε μια ακόμα παρουσία εντός του. Θεωρούμε ότι ο Γουίλιαμ Κόρβερ προσπάθησε να φυγαδεύσει την γυναίκα, με κωδικό ΢φίκα, την οποία απήγαγε από τον Γκουρού Καν και τους Προστάτες. Η τελευταία μας ενημέρωση είναι ότι δυο επανδρωμένα χόβερ ακολουθούν το αυτοκίνητο, συνοδεία κάποιων ακόμα ρομπότ. Αναμφίβολα θα την πιάσουμε σύντομα, πριν απομακρυνθεί. Η παρουσία του Κόρβερ αποτελεί ερωτηματικό. Αναζητούμε τις ρίζες της συνεργείας του με τους τρομοκράτες, μια παράλληλη συζήτηση για το ποιόν των τρομοκρατών. ΢ε αυτό το σημείο, θα ήθελα να σας επιβεβαιώσω κάποιες σκέψεις που ίσως όλοι έχετε: Οι τρομοκράτες δεν είναι πολίτες της Έρθ. Κανένας από αυτούς, όσους έχουμε νεκρούς ή ζωντανούς, δεν υπάρχει σε κανένα αρχείο, ακόμα και αρχείο καταγεγραμμένων Παρανόμων.’’ Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στην αίθουσα. Φαμηλόφωνο, διακριτικό, διέκοψε την ενοχλητική εικόνα του Γουίλιαμ Κόρβερ στο μυαλό της. ΢το κεφάλι της αναβόσβηνε μια επιγραφή- Αποκλείεται. Αποκλείεται. Αποκλείεται.

Ο Άντριους

συνέχισε. ‘’Οι τρομοκράτες έρχονται έξω από την Έρθ. Αυτή τη στιγμή εξακριβώνουμε το φάκελο του Κάιλ Κρέιμερ, για να διαπιστώσουμε αν είναι συνεργός ή και ο ίδιος από εκεί. Είμαστε σε επαγρύπνηση, κυρίες και κύριοι, μπορεί να είναι αρκετοί ακόμα, είτε σε συνεργασία, είτε μυστικοί. Οι περισσότεροι θα γνωρίζετε σίγουρα, εξ’ ου και η σύνθεση της συνεδρίασης αυτής, ότι αναγκαστικά ανοίξαμε τον φάκελο της Νεκρής Ζώνης μετά από δέκα χρόνια.’’

[455]


Η Φόλυ ξεροκατάπιε ξανά. Σο κεφάλι της δεχόταν συνεχώς χτυπήματα. Έπρεπε να συγκεντρωθεί και να εστιάσει κάπου. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ μπορούσε να καεί ήσυχος και να φάνε το κουφάρι του ρομποτικά σκουλήκια. Δεν έπρεπε να την απασχολεί. Αν και του το είχε πει, του μαλάκα. Δεν μπορείς να φύγεις, ηλίθιε ξεροκέφαλε κρετίνε. Και τώρα πέθανες, πριν σε πεθάνω εγώ. ‘’Θεωρούμε ότι είναι οι ίδιες ομάδες με τότε. Επιμένουμε στις στοχεύσεις τους και την

προέλευσή

τους.

Η

μεθοδολογία

άλλωστε-

ενέδρα,

αντιπερισπασμός

και

παραπλάνηση, είναι σχεδόν όμοια. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εναπομείναντες επιβιώσαντες κοινότητες σε μη ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου είναι δυνατόν να προσομοιάζουν βάρβαρα αναρχικά φύλα, ισοπεδωτικής αντίληψης και χαοτικής συνείδησης. Δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε και φανατικούς αντι-ανθρωπιστές, μικρές σέχτες που θέλουν η αυτοκτονία τους να συνοδεύει θάνατο κάθε ελπίδας ανάκαμψης του ανθρώπινου είδους. Η Εμμαν...η κυρία Σζόνσον, έχει κάποιες πρώτες εκτιμήσεις από ειδικές ομάδες της ΢άικεντ, σε σχέση με τα ψυχολογικά προφίλ των επιτεθέμενων. Κυρία Σζόνσον;’’ Η Εμμανουέλα Σζόνσον έμοιαζε στην αδερφή της όσο ένα καλάθι με κεράσια με ένα ταψί μπρόκολα. Ήταν εμφανισιακά κατά πολύ νεότερη, ίσως να περνούσε και για κόρη της. Σο μόνο συνδετικό στοιχείο τους, τα μικρά μάτια και τα παχιά φρύδια. Αυτή πληκτρολόγησε κάτι και νέες πληροφορίες εμφανίστηκαν μπροστά σε όλους. Η Φόλυ κοίταζε, αλλά η ματιά της διαπερνούσε την οθόνη και συνέχιζε στο πουθενά. ‘’Ναι, βεβαίως. Δεν θέλω να σας πω πολλά, άλλωστε οποιοδήποτε ψυχολογικό προφίλ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αναλυτική δουλειά. Η μεθοδολογία ωστόσο σίγουρα υποδηλώνει κάποιο στοιχείο φανατισμού, μιας δηλαδή κεντρικής Ιδέας, η οποία αποτελεί άλλοθι για οποιαδήποτε ηθική απόκλιση. Οι άντρες που έκαναν την δουλειά έδειξαν αυταπάρνηση και γενναιότητα μπροστά στο θάνατο. Με τον ίδιο τρόπο που έδειξαν απουσία ευαισθησίας προς τον θάνατο των άλλων, είτε λέγεται Προστατών είτε λέγεται απλών πολιτών ως παράπλευρες απώλειες’’ ΋σο μιλούσε, στην οθόνη της Φόλυ εμφανίστηκε ένα ακόμα μήνυμα, ξανά από τον Ρικ Νάι. ‘’ΜΗΝ ΣΟ ΠΕΙ΢’’, έγραφε, με κεφαλαία γράμματα. Η Φόλυ τινάχτηκε λίγο, σαν να ήθελε να του απαντήσει, αλλά είδε το βλέμμα της Κυρίας. Δεν θα ήθελε να διακόψει την αδερφή της. Έσβησε το μήνυμα, αλλά μετά από λίγο αυτό ξαναεμφανίστηκε. Μην το πεις.

[456]


Η Εμμανουέλα Σζόνσον συνέχισε να μιλάει,περί φανατισμού και περί βιαιότητας απέναντι στην Ερθ.

Φρησιμοποίησε

την φράση ‘’δεν επιδέχονται διορθώσεις’’

τουλάχιστον τέσσερις φορές. Μιλούσε αργά και υπνωτικά, σαν χαλασμένο νανούρισμα. Μιλούσε άσκοπα. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για το ψυχολογικό προφίλ. Κάποιος ανέφερε το όνομά της, ίσως ο Άντριους. Προφανώς περίμεναν από αυτήν κάποια αποτίμηση, από την σκοπιά του σώματος. ‘’κ. Σζένκινς;’’ ΜΗΝ ΣΟ ΠΕΙ΢. Η Φόλυ έσκυψε προς τα εμπρός, και το κεφάλι της πήγε να ακουμπήσει την οθόνη. Ο Άντριους τις έσβησε όλες. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ δεν είναι συνεργός’’, είπε τελικά, σαν να κρεμόταν στην άκρη των χειλιών της. Ηλίθια σκύλα, έγραψε ο Ρικ Νάι, αλλά το μηνυμα δεν έφτασε ποτέ, καθώς οι οθόνες ήταν κλειστές. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ με έσωσε καθώς δέχτηκα επίθεση στο σπίτι μου, σε κατάσταση ύπνωσης, ύστερα από σκευωρία του εκπροσώπου της Διοίκησης, Κάιλ Κρέιμερ’’. Ο τόνος της φρόντισε να είναι δηκτικός όσο χρειαζόταν. ‘’Ο Γουιλιαμ Κόρβερ ήταν ένας άνθρωπος που δεν θα συνεργαζόταν ποτέ με τρομοκράτες’’. Αυτό το τελευταίο δεν έστεκε. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ συνεργαζόταν όλο το βράδυ με μια από αυτές. Ησυχία ξανά. ΋λοι φυσικά ήξεραν για το παρελθόν της με τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Ένιωσε να θυμώνει, αλλά κυρίως με τον εαυτό της. ‘’Ο Γουίλιαμ Κόρβερ είναι νεκρός’’, είπε ο Ρικ Νάι τελικά, σπάζοντας την σιωπή με την μπάσα φωνή του. ‘’Η κυρία Σζένκινς καλά θα κάνει να μας πει για όσους έχουν μείνει ζωντανοί από το ΢ώμα της. Κυρίως, σε τι κατάσταση είναι να συνεχίσουν να προστατεύουν την πόλη, ειδικά τώρα που το χρειάζεται περισσότερο από ποτέ’’. Μαλακισμένο ρομπότ. ‘’Είμαστε σε πλήρη ετοιμότητα’’, είπε. Και αυτό δεν έστεκε. Η Φόλυ δεν έστεκε. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ είναι νεκρός. Και όχι από το χέρι της. Για κάποιο λόγο ένιωσε ότι κάποιος της έκλεψε κάτι δικό της. Κάποιες μουρμούρες. Θα μπορούσε να σηκώσει την παλάμη της και να τους κάνει όλους παστό ξύγκι. Μια σκέψη της και μόνο θα μπορούσε να πάρει τα μισά κεφάλια στον αέρα. Αλλά φυσικά, το γάντι ήταν σβηστό από την ώρα που μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Η δύναμή της ήταν κομποστοποιημένη σε ένα κουμπί. Σο πάτησε εύκολα και ένας από αυτούς, και τώρα το ξαναπάταγε η Κυρία.

[457]


Ο Γουίλαμ Κόρβερ είναι νεκρός. Ο χώρος βρωμάει πράσινο μήλο, σαν κάποιος να μην μπορεί να χωνέψει μια μηλόπιτα. Κάποιος έδωσε το λόγο στον αστυνομικό διευθυντή. Μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τι λέει. Απολογίες, φόβος, ικεσία για άφεση αμαρτιών. Λες και φταίει. Η Κυρία φταίει. Η Κυρία είχε τον Κάιλ Κρέιμερ. Αυτός ήταν το μισό σχέδιο. Και αυτή δεν μιλάει καθόλου. ΢χέδια κατατέθηκαν, και έτσι μάλλον είχε περάσει κάποια ώρα. Κάποια πρωτόκολλα. Ο Ρικ Νάι ζητάει την αντικατάσταση των Προστατών με μια σύγχρονη γενιά εθελοντών σάιμποργκ. Οι ίδιες μαλακίες μια ζωή. Η βιοτεχνολογία είναι το ιπτάμενο χαλί για την υπέρβαση του ανθρώπινου. Ο θεός είναι σε κώδικες προγραμματισμού και αμφεταμίνες. Κάποιοι γελοίοι θα χειροκροτούσαν αν δεν ντρεπόντουσαν. Ηλίθιοι παρατρεχάμενοι, βλέπουν χρήμα και φωνάζουν για ασφάλεια. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ πέθανε για να ξεφύγει από όλους αυτούς. Αλλά ήταν δειλός και ηλίθιος και ο ίδιος. Ο Ρικ Νάι φοράει τα μεταλλικά του αρχίδια και νομίζει ότι δεν πονάνε αν του τα κλωτσήσουν. Η Κυρία τους κοιτάει όλους ανέκφραστη, ίσως να μην ξέρει τι να πει αν δεν της έχουν γράψει λόγο. Η συζήτηση είναι άτυπη, η σύνθεση είναι άτυπη, όλα είναι άτυπα. Αλλά θα καθορίσουν το επόμενο εικοσιτετράωρο, γιατί η απόφαση θα είναι απόφαση της Κυρίας. Και μετά από λίγο, τα ενδεχόμενα καταλήγουν στο να είναι τρια, το ένα χειρότερο από το άλλο: 1. Ο Ρικ Νάι να αναλάβει γενικά καθήκοντα αμυντικής στρατηγικής. ΋τι ήταν ο Κάιλ Κρέιμερ, ότι είναι ο Άντριους, ότι ήταν ο ίδιος, συν μερικές αρμοδιότητες ακόμα. Να αφήσουμε την τύχη της πόλης στο τίμιο ΢άιμποργκ. Άλλωστε, το μυαλό του είναι φτιαγμένο από ηλεκτρόδια φτιαγμένα στην Έρθ, είναι αξιόπιστος μέχρι το τέλος. 2. Σο πρωτόκολλο τρομοκρατικής ενέργειας να γίνει στρατιωτικός νόμος. Απαγόρευση κυκλοφορίας μέχρι να καθαρίσει ακόμα και ο υπόνομος. ΋λες οι δυνάμεις να ενισχύσουν τυχόν νέες εισβολές στα τείχη. Ένα φαρμακερό κονδύλι για τις άμυνες. 3. Η Νεκρή Ζώνη να επαναληφθεί. Απόκρυψη, διατήρηση της ψυχραιμίας, το φταίξιμο στην αστυνομία, εσωτερική τρομοκρατία, επιβούλευση της σταθερότητας. Κάποιος που βρωμάει πράσινο μήλο και διευθύνει την Ρομποτεκ συμφωνεί, αλλά συμφωνεί και με τα τρια. Να κάνουνε και τα τρια μαζί. Επειδή ξεχωριστά, δεν ήταν ήδη

[458]


αρκετά απαράδεκτα. Η Φόλυ πιάνει το κεφάλι της. Οι οθόνες έχουν ξαναεμφανιστεί, με σχεδιαγράμματα της πόλης.Ένα μήνυμα: ‘’Αν βγω υπεύθυνος, θα ελέγχω το καλό σου χέρι’’. Η Φόλυ το σβήνει από την οθόνη της. Εμφανίζεται ένα καινούριο. ‘’Ξέρεις τι θα το βάλω να κάνει’’. Η Φόλυ το ξανασβήνει. ΢κέφτεται να του ρίξει μια κλωτσιά. Ακόμα ένα. ‘’Μήπως θέλεις την ολόσωμη στολή;’’ Η Φόλυ αποφασίζει να γράψει. ‘’Άλλη. Μια. Κουβέντα.’’ Ο Ρικ Νάι πληκτρολογεί. Η Φόλυ περιμένει, αλλά κανένα μήνυμα δεν εμφανίζεται. Έχει χάσει σχεδόν όλη την συζήτηση. Προσπαθεί να συγκρατήσει αυτά που λέει ο Άντριους, καθώς κάνει μια πρώτη σούμα: ‘’........Οι πολίτες της Ερθ πρέπει να νιώθουν ασφαλείς. Μέχρι νεωτέρας, το ‘εξώ από τα τείχη’ μένει μέσα σε αυτήν την αίθουσα. Αστυνομικό πραξικόπημα’’. Η Φόλυ ετοιμάζεται. Είχε έρθει η ώρα να παίξει το ρόλο της απέναντι στην συσσωρευμένη βλακεία. Η αλήθεια είναι η μόνη υπερδύναμη απέναντι στο φόβο, σκέφτεται, και ετοιμάζεται να πει κάπως άγαρμπα την πρώτη λέξη που της έρχεται: ‘’Μαλακίες’’. Αλλά δεν βγήκε από το στόμα της. Γυρίζει να επιβεβαιώσει ποιος την πρόλαβε. Η Κυρία μίλησε. ΋λοι σχεδόν σκύψανε το κεφάλι τους. Ο Ρίκ Νάι γύρισε και αυτός. Ακόμα και τα ΢άιμποργκ εκπλήσσονται. Η Μάργκαρετ Σζόνσον, γνωστή ως Κυρία, έσβησε όλες τις οθόνες και κοίταξε το τραπέζι, έναν έναν ξεχωριστά και ύστερα όλους μαζί. ‘’Σο λάθος με αυτούς τους ανθρώπους το κάναμε και στο παρελθόν. Οι πολίτες της Έρθ είναι άξιοι μεγαλύτερης εμπιστοσύνης από αυτήν που τους δείχνετε. Και αυτά τα αποβράσματα, είναι άξια μεγαλύτερης προσοχής και φόβου από αυτήν που εκφράζετε. Αλήθεια τώρα, περίμενα να δω φόβο. Μου υπενθυμίζει ότι έχω να κάνω με ανθρώπους που αγαπούν αληθινά αυτήν την Πόλη, και όχι με τυπικούς επαγγελματίες, που γύρω τους καταστρέφονται σύμβολα όπως οι Προστάτες και αυτοί παραμένουν ατάραχοι και κατασκευάζουν σχέδια επί χάρτου. ΋σο για σένα, κύριε Νάι, ελπίζω να μην χρειαστεί να στο υπενθυμίσω-

η καρδιά της ανθρωπότητας είναι μια ανθρώπινη καρδιά. Αν

σήμερα μας χτυπούσαν στην βοηθητική καρδιά, αν δηλαδή δεν ήταν εκεί η κυρία

[459]


Σζένκινς και η κυρία Μόρις, οι Προστάτιδές μας, θα ήταν μόνο οι άνθρωποι, στα σκοτάδια. Και πάλι θα νικούσαμε όμως, να το ξέρετε’’. ΢ιωπή. Κάποιοι ένιωσαν ντροπή. Ο Ρικ Νάι έσκυψε το κεφάλι του από ίσως προγραμματισμένο

σε

κώδικα

σεβασμό

και

ταπεινοφροσύνη.

Και

όλα

αυτά

ερχόντουσαν από την γυναίκα που δέκα χρόνια πριν είπε τα ακριβώς ανάποδα. Η Φόλυ την κοίταξε με περιέργεια. Ερχόμενη, είχε την εντύπωση ότι η κύρια διαφωνία της θα ήταν με την Κυρία. Δεν είχε καθόλου άδικο γενικά, αλλά εκείνη την στιγμή η Κυρία ήταν μια αναπάντεχη έκπληξη. ‘’Η Έρθ σας έχει αναθέσει αξιώματα μεγάλης ευθύνης’’, συνέχισε αυτή. Σο ύφος ήταν ανθρώπινο, ούτε στο ελάχιστο δασκαλίστικο. Ήταν άλλη μια σαν αυτούς, με ένα αξίωμα. ‘’Και φυσικά σε εμένα. Αλλά εγώ, αν με βγάλεις από αυτό το κτίριο, δεν είμαι παρά μια γιατρός, στον εσωτερικό πυρήνα μου. Πάντα ήμουν, πάντα θα είμαι. Εσείς είστε πολιτικοί, επιχειρηματίες, άνθρωποι της δράσης, Προστάτες. Είστε η ελίτ. Εσείς είστε. Εγώ δεν είμαι. Κάθομαι στην κεφαλή αυτού του τραπεζιού, αλλά περιμένω το σώμα μου για να στραφώ να κοιτάξω προς κάποια κατεύθυνση. Και το σώμα μου στέλνει περίεργα μηνύματα, περίεργες εκδοχές, περίεργα σχέδια. Είστε απλώς αμήχανοι ή κρύβετε ένα πραγματικό φόβο μέσα από γραφειοκρατικές μαλακίες;’’ ΢ιωπή ξανά. Μα τα λέει αυτή όλα αυτά;

Αυτή; Η Φόλυ αναρωτιέται αν είναι

κολλημένη στο παρελθόν. Ίσως η Κυρία έχει αλλάξει απόψεις. Ίσως τίποτα δεν έχει όμως και τόσο πολύ σημασία, γιατί πρέπει να βρει το κουράγιο να πενθήσει για τον Γουίλιαμ Κόρβερ. Αλλά αυτό ειδικά το έχει κάνει αρκετές φορές. ‘’Ψς γιατρός, σκέφτομαι μόνο έτσι. Κάποτε η πόλη μας είχε χτυπηθεί από μια ασθένεια. Ήταν τότε, την εποχή του συναγερμού’’, είπε κοιτώντας προς την Φόλυ κλεφτά. ‘’Μας είχε χτυπήσει μια ασθένεια. ΄Ενας ζόρικος ιός, μεταλλαγμένος από την ραδιενέργεια και την καταστροφή που είχαμε φέρει, απεσταλμένος και αυτός από τις πύλες της κόλασης που είχε ανοίξει η ανθρωπότητα τότε. Φτυπούσε, και χτυπούσε καλά και δυνατά. Φτυπούσε άτακτα, χτυπούσε απρόσμενα, χτυπούσε χωρίς προφανές σχέδιο, που είναι πάντα το καλύτερο σχέδιο. Είμαστε κλεισμένοι σε τείχη, ξανά στο ένα γόνατο. Επενδύεται χρόνος, χρήμα, ενέργεια, άνθρωποι. Ο πατέρας μου κάνει την καλύτερη είσοδο για τη ΢άικεντ, που τότε γεννιόταν, κατασκευάζοντας ένα πανάκριβο και δύσκολο αντίδοτο. Έδωσε χρόνια από την ζωή του σε λίγες μόνο εβδομάδες που κράτησε, για να το σκεφτεί, να το πραγματοποιήσει, να το κατασκευάσει μαζικά. Ένα λαμπρό μυαλό, ήταν ο πατέρας μου, με λαμπρά μυαλά να τον πλαισιώνουν,

[460]


θαραλλέους ανθρώπους να κάνουν τα πειραματόζωα, γενναίες επιχορηγήσεις για να γίνει η ελπίδα πράξη... Σο αντίδοτο βγήκε στην αγορά. Παρά το κόστος και την δυσκολία κατασκευής του, η τότε Διοίκηση το πήρε πάνω της και το μοίρασε πλατιά. Θυμάμαι τις στατιστικές μέχρι τώρα, τις έχω κρατήσει- έξι τις εκατό κάτω η θνησιμότητα. ΢πουδαία υπόθεση. Έξι τις εκατό κάτω. Αλλά το υπόλοιπο ενενήντα και τέσσερα, συνέχισε να πεθαίνει. Και τότε επενδύσαμε στην μελέτη του ιού και άλλο, βρήκαμε το σχέδιό του, βρήκαμε τους μηχανισμούς του- οι αποχετεύσεις της Ερθ ανακατασκευάστηκαν, τα φίλτρα αέρος αποσύρθηκαν και φτιάχτηκαν καινούρια, η Νεκρή Ζώνη γέμισε με αέριες αντιβιώσεις που από τότε μέχρι σήμερα συνεχώς ψεκάζουν την ευρύτερη περιοχή, κάθε ίντσα ανέμου που έρχεται απ’ έξω. Και ιδού. Ενενηνταπέντε τις εκατό. ΋χι απλά η θνησιμότητα έπεσε ενενηνταπέντε τις εκατό κάτω, αλλά μετά από αυτό, κανένας ιός δεν μπορεί να τρομάξει την Έρθ. Και όλα αυτά, για μια λύση που περιλάμβανε φίλτρα αέρος. Αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρο εδώ: Η πρόληψη, η ριζική αντιμετώπιση της πηγής, είναι πολύ πιο αποτελεσματική από οποιαδήποτε θεραπεία. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν δέκα χρόνια πριν, μας χτύπησαν, θεραπεύσαμε, ξαναήρθαν. Η αδερφή μου με πληροφόρησε ότι σήμερα, σε αυτό το χαμό, είχαμε και το δυστυχές γεγονός της δολοφονίας ενός γιατρού από τρεις δραπέτες τρόφιμους. Δεν ξέρω αν θυμάστε την Ντάιαμοντ Υίλιπς;’’ ΢τις οθόνες εμφανίστηκε ο φάκελος της Ντάιαμοντ. Η Φόλυ ούτε που έδωσε σημασία. ‘’΢ήμερα λοιπόν, καθόλου τυχαία, έρχονται ξανά. Δέκα χρόνια απόσταση. Και ο ιός ήταν πάντα εδώ, σε λανθάνουσα κατάσταση, και τώρα χτύπησε γερά το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Αστυνομία, Προστάτες, ρομπότ...Και εσείς μου μιλάτε ακόμα για θεραπείες και αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Εγώ, θα ήθελα να σας ακούσω να μιλάτε για ριζική αντιμετώπιση. Σο σχέδιό τους νομίζω ότι είναι σαφέςθέλουν να καταστρέψουν την Ερθ. Να την δουν να καίγεται. Γιατί; Γιατί έτσι είναι, όπως ακριβώς και οι ιοί. Ίσως θεωρούν ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται από αυτό, ίσως δεν τους ενδιαφέρει η επιβίωση, όπως μας περιέγραψε η αδερφή μου. Δεν με νοιάζουν και πολύ αυτά. Αλλά εγώ βλέπω τον εχθρό, και δεν θέλω άλλο να κοιτάω στον καθρέπτη για να δω αν είμαι αντάξιά του. Σον θέλω ηττημένο. Θέλω τα φίλτρα αέρα.’’

[461]


Κανείς δεν είχε κάτι να πει. Ούτε η Φόλυ. ΢το μυαλό της μια αφηρημένη τραμπάλα άρχισε να γέρνει από την αντίθετη πλευρά, με το φόβο ένος βάρους πριν το βάρος εμφανιστεί. ΢υνέχισε να κοιτάει την Κυρία, περιμένοντας. Μέχρις εδώ καλά, αλλά ο δρόμος που άνοιγαν τα λόγια της ήταν θολός ακόμα. Κανείς βέβαια δεν ρώτησε, οπότε ρώτησε η ίδια. ‘’Δηλαδή;’’ Η Κυρία σηκώθηκε όρθια, σαν να περίμενε την ερώτηση αυτή. ΢τάθηκε όρθια μπροστά τους, δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή, ούτε ιδιαίτερα επιβλητική, με τα λεπτά της άκρα και τα συντηρητικά της ρούχα. ‘’Δηλαδή ήρθε η ώρα να βγούμε έξω και να κάψουμε αυτά τα καθάρματα. Δεν πρόκειται να περιμένω άλλο πότε θα ξαναμπούν, ή πότε θα εμφανιστεί ο άλλος σιωπηλός φορέας, σαν τον Κάιλ Κρέιμερ’’. Η Φόλυ έκλεισε αργά τα μάτια της. Ένα μελίσσι από ψιθυριστές συζητήσεις. Σους φαντάζεται όλους να κοιτάζονται, να επαναλαμβάνουν, να επεξεργάζονται. Η Κυρία είπε. Και η Κυρία είχε ένα καλό τρόπο να λέει αυτό που θέλει. Κάποιος το είπε λίγο αλλιώς: ‘’Ήταν καιρός’’, λέει, ‘’καιρός να βγούμε από αυτά τα τείχη και να χτυπήσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του’’. Που ήταν κρυμμένη αυτή η καταπιεσμένη θέληση; Που βρισκόταν αυτή η αποφασιστικότητα; Σότε

όλοι

αρχίσαν

να

ξαναμιλάνε.

Κανένα

ενδεχόμενο.

Κανένα

αντιμετώπισης μεταμφιεσμένων αστυνομικών. Κανένα άλλο αμυντικό σχέδιο.

σχέδιο Μόνο

επίθεση. ΢αν κάποιος να είχε αμολήσει μια καλά τεντωμένη σφεντόνα. Κάποιος άλλος, ο άντρας που μύριζε πράσινο μήλο, είπε ακόμα κάτι: ‘’Καιρός να φέρουμε τον πόλεμο σε αυτούς’’. Η Φόλυ άνοιξε ξανά τα μάτια και έψαξε με το βλέμμα της τον ΢μίττυ. Ίσως και τον Γουίλιαμ. Η Ρεμπέκα ήταν απ’έξω. Η Ρεμπέκα ήταν μια πιστή σύντροφος και άξια Προστάτης. Αλλά ίσως ήταν άπειρη για αυτό. Η εκπαίδευσή της άλλωστε είχε ένα πολύ μεγάλο διάλλειμμα. Κάποια πράγματα θέλουν σταθερότητα για να ριζώσουν και να αναπτυχθούν. Γρήγορα, η άτυπη ομάδα συνέθεσε ένα νέο, άτυπο ακόμα σχέδιο. Διάταξη δυνάμεων. Οι Προστάτες, τα ρομπότ, οι καθαροί αστυνομικοί, τα όπλα. Η Έρθ δεν έχει στρατό. Οι άλλοι έχουν. Η Έρθ πρέπει να αποκτήσει στρατό. Η Κυρία περιμένει λίγη ώρα, ύστερα ξαναμιλάει. Λίγες μόνο λέξεις: Ο στρατός της Έρθ πρέπει να βγει το συντομότερο δυνατόν. Κάποιος ρίχνει την ιδέα για ένα εικοσιτετράωρο. Άλλος ζητάει

[462]


χρόνο να προετοιμάσει κάτι. Κάποιος τρίτος ζητάει να αναγνωριστεί ο χώρος έξω από τα Σείχη και να βρεθούν τα καταφύγια των τρομοκρατών. Η Κυρία εκεί κάπου κομπιάζει, δεν υπάρχουν τα μέσα, δεν υπάρχουν δορυφόροι λέει. Ακούγεται σαν να λέει ψέμματα. Η όλη συζήτηση μετατρέπεται σε ένα παράλογο παραλήρημα μιας ενιαίας ενότητας, της Διοικητικής Έρθ. Σα σκοτεινά κεφάλια δεν μιλούν. Ή ίσως και να μιλούν. Η Κυρία φοράει ένα ακουστικό. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι; Ποιοι σκατά είναι αυτοί οι άνθρωποι και τι σκατά λένε; Η Φόλυ προετοιμάστηκε, κάποιες λέξεις πήραν φόρα στο κεφάλι της σαν να ετοιμάζονταν να πεταχτούν έξω. ΋λο κάποιος την προλάβαινε, δεν τηρούταν κάποια διαδικασία για αρκετή ώρα, ήταν όλοι ενθουσιασμένοι με την προοπτική ενός απροσδιόριστου πολέμου, μιας επίθεσης προς τα έξω. Η Φόλυ σκέφτηκε ότι χρειάστηκαν εκατό χρόνια. Ένας αιώνας αναμονής, και να ξανά το πολεμικό ένστικτο. Μόνο που τώρα ο πάντα παρών ‘εχθρός’ δεν είχε όνομα, χώρα, ταυτότητα, τίποτα. Μόνο ένα ερωτηματικό, βαρύ σαν την ιστορία. Σελικά μίλησε. Είπε ‘’όχι’’. Μια λέξη, αλλά όλοι την κοιτάξανε και σωπάσανε. Ίσως λόγω σεβασμού και στην περίπτωσή της, ήταν άλλωστε η αρχηγός των Προστατών, ήταν η αρχιέρεια της ανθρώπινης ελίτ. Ίσως σε μια άλλη εποχή να την σεβόντουσαν παραπάνω και από την Κυρία, αλλά η τελευταία είχε αρκετό καιρό αποκαταστήσει την θέση της ως Άλφα Θηλυκό. ‘’΋χι;’’, ρώτησε η Κυρία, με την ψυχρή της ευγένεια που ακουγόταν σαν λεπίδα από πολύ κοφτερό μέταλλο. ‘’΋χι’’, επανέλαβε η Φόλυ, χωρίς να την κοιτάει και σαν να απαντούσε σε μια ερώτηση που τέθηκε από πολλούς μαζί. Ήταν ταυτόχρονα πεισματάρα και αμυντική. Σα βλέμματα που ερχόντουσαν κατ’επάνω της προκαλούσαν εκνευρισμό και έτσι κοίταξε προς το μπαρ – ρέπλικα, περιμένοντας το συγκαταβατικό νεύμα κάποιου μπάρμαν- παράτα αυτούς τους χαρτογιακάδες και έλα να πιείς και να χορέψεις μέχρι να γίνει το μυαλό σου σούπα. ΢κέφτηκε λίγο για το πως να ξεκινήσει και το στόμα της έμεινε μισάνοιχτο και μετέωρο για μερικές στιγμές. Αλλά τα λόγια βγήκαν άνετα και σίγουρα, όπως θα έπρεπε, όπως τα είχε μάθει. ‘’Δεν ξέρουμε ποιοί είναι, δεν ξέρουμε γιατί επιτεθήκανε, δεν ξέρουμε από που έρχονται, δεν ξέρουμε, όπως λέτε, τίποτα για το τι γίνεται εκεί έξω εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Μπορούμε μόνο να κάνουμε υποθέσεις. Να υποθέσουμε πολέμους, να υποθέσουμε παράνοια, να υποθέσουμε βάρβαρες φυλές με εκλεπτυσμένα και εξόχως

[463]


πολιτισμένα σχέδια επιδρομών. Οι βάρβαροι και οι υστερικοί δεν μένουν στα σκοτάδια για δεκαετίες- αυτοί οι άνθρωποι έχουν ραφιναρισμένα σχέδια και πολύ λεπτοδουλειά στις λεπτομέρειες, δεν είναι βάρβαρα τα χέρια τους αλλά θα έλεγα αρκετά μοντέρνα. Και μάλιστα, ότι είδαμε σήμερα, είναι ολότελα δικό μας. Οι στολές, τα σκάφη, τα όπλα. Φρησιμοποίησαν την δική μας βαρβαρότητα για να την στρέψουν απέναντί μας. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα; Ο αντιπερισπασμός τους. Θα μπορούσαν να υποδηθούν τους αστυνομικούς με χίλιους και έναν τρόπους- αυτοί επέλεξαν να χαϊδέψουν μια από τις πιο υστερικές φοβίες της Πόλης και τα είχαν όλα έτοιμα στο πιάτο. Ο εξωγήινος είναι μια τραβηγμένη, απρόσμενη, γεμάτη ρίσκο, έξυπνη πινελιά’’ Πήρε μια ανάσα. Έδωσε λίγο χρόνο. Η Κυρία ήταν πάλι εκεί, ευγενική σαν παγωμένη λεμονάδα. ‘’Σι θέλεις να πεις, κ. Σζένκινς;’’. Θα συνέχιζε, αλλά η Φόλυ είχε τώρα πάρει για τον εαυτό της το προνόμιο να διακόψει την Κυρία. ‘’Θέλω να πω ότι έχετε δίκιο- δεν μπορούμε να συνεχίσουμε κλεφτοπόλεμο με αυτούς. Οι σκιες και η παραπλάνηση είναι το σπίτι τους, και πρέπει να τους βγάλουμε στο ανοιχτό γήπεδο. Αλλά θέλω για μια στιγμή όλοι εδώ πέρα να σταματήσετε να μιλάτε και να αφήσετε αυτήν την σκέψη να πέσει, να κατακάτσει και να ρουφηχτεί! ΢ταματήστε και ακούστε τον εαυτό σας να μιλάει για πόλεμο προς τα έξω!’’ Ξανά μια διακοπή. Κανείς δεν μίλησε, ούτε η Κυρία. Η Φόλυ είχε πιάσει μια χορδή από την ακουστική λύρα της πόλης και την τίναξε με δύναμη. Σο τρέμολο ήταν ο απόηχος ξεχασμένων αρχών. ‘’Πόλεμο έξω;’’, επανέλαβε δυνατά και τώρα ήταν μόνο πείσμα. ‘’Αυτή η Πόλη φτιάχτηκε επειδή δεν υπήρχε τίποτα έξω. Και τώρα η Πόλη ετοιμάζεται να επιτεθεί έξω προς έναν άγνωστο εχθρό; Δεν ξέρω αν μπορείτε να αισθανθείτε αυτήν την τεράστια και παράλογη αντίφαση. Κάπου χάθηκε ένα λογικό νήμα εδώ, δεν ξέρω αν το κρατάτε όλοι οι υπόλοιποι ακόμα. Και αν πάλι σας φαίνεται μπερδεμένο, να σας θυμίσω: Κανένα σώμα, καμία υπηρεσία, και ιδίως οι Προστάτες, δεν φτιάχτηκε για επίθεση. Είναι όλα στη δομή τους αμυντικά μέσα για την επιβίωση. Είναι όλα φτιαγμένα με την παραδοχή ότι ο άνθρωπος έξω από τα Σείχη δεν υπάρχει πια, και πρέπει να αντιμετωπιστούν τα τέρατα όταν και αν φτάσουν στην πόρτα μας. Αν κάτι λοιπόν συζητάμε σήμερα, αυτό είναι μια τεράστια ανακάλυψη, με την μορφή μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Η ανακάλυψη πως εκεί έξω υπάρχει, κόσμος, άνθρωποι, ομάδες, ζωή. Ποιος ξέρει τι άλλο; Είναι ένας άνθρωπος, μεγαλωμένος σε μια ζούγκλα όλη του τη ζωή, και μια μέρα

[464]


ο περίπατός του τον οδηγεί σε μια πόλη. Εκεί θα δει τέρατα αληθινά, θα του επιτεθούν αυτοκίνητα, θα τον εμποδίσουν κοφτεροί φράχτες. Αλλά έχει τρεις επιλογές: Να γυρίσει πίσω και να πει ότι εκεί τελειώνει ο κόσμος και αρχίζει η κόλαση, να μαζέψει πέτρες και να επιτεθεί σε ένα καινούριο φόβο, ή τέλος, να εξερευνήσει. Να μάθει. Να μάθουμε. Σο να επιτεθούμε κάνει όλα όσα μας ορίζουν, μάταια και παράλογα. Σο να επιτεθούμε σημαίνει ένα κόσμο χωρίς τείχη, αλλά με στρατό.’’ Καινούρια παρατεταμένη σιωπή. Να τους έπεισε; Μήπως κατάφερε να διαπεράσει το ξερό κέλυφος; Η Κυρία μίλησε. ‘’Κυρία Σζένκινς, με όλο το σεβασμό προς εσένα και το ΢ώμα σου, που είναι συνυφασμένο με την Ιστορία της Έρθ από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής της, προσπαθώ να καταλάβω τι λες, και δεν καταλαβαίνω καθόλου.’’. Κοίταξε προς την ομύγηρη. ‘’Έχουν περάσει εκατό χρόνια. Σα δεδομένα δεν καταγράφονται σε κάποιον κώδικα, σε ένα ρομπότ, για να μην μπορούν να αλλάζουν. Είμαστε άνθρωποι και αυτό είναι το πλεονέκτημά μας. Προσαρμοζόμαστε. Η επιβίωση είναι προσαρμογή. ΢ας είπα, μόνο ιατρικά βλέπω κάποια θέματα, και ίσως η κ. Σζένκινς ξέρει καλύτερα, αλλά η κ. Σζένκινς μας ζητάει να μάθουμε όταν όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε είναι συντρίμμια με νεκρούς συντρόφους της Προστάτες, είναι τρύπες μέσα στο σώμα της Πόλης που αχνίζουν ακόμα από βία και μίσος απέναντί μας. Σι ακριβώς να μάθουμε κ. Σζένκινς; Σι θέλεις να μάθεις ακόμα; Πόσους νεκρούς χρειάζεσαι για να πεις ότι τώρα, τώρα είναι ώρα για δράση και όχι για άλλες μελοδραματικές μελαγχολικές αναπολήσεις της ύπαρξής μας και της μοίρας μας; ‘’ Η Φόλυ έκανε να διαμαρτυρηθεί αλλά η Κυρία δεν σταμάτησε. Σης είχε αφήσει το προνόμιο για πολύ ώρα. ‘’΋σο βρίσκομαι εγώ σε αυτούς τους ορόφους, η αδράνεια δεν θα είναι ποτέ κανόνας. Δεχόμαστε επίθεση κυρίες και κύριοι. Εκτιμώ ότι θα είναι παρατεταμένη, βίαη, αδυσώπητη, χωρίς περιθώρια και χωρίς να συγχωρεί. Εχθρός μας και σύμμαχός τους, είναι η αδράνεια. Πρέπει να χτυπήσουμε, και να χτυπήσουμε γερά. Δεν θα κρυβόμαστε σαν ποντίκια στην φάκα που υποτίθεται ότι μας προστατεύει. Κ. Σζένκινς, οι Προστάτες, είναι το μεγαλύτερό μας όπλο. Είναι η μεγαλύτερή μας ελπίδα. Είναι το κλειδί της οποιαδήποτε νίκης μας. Θα περίμενα τα λόγια σας να είναι φάρος σε αυτή τη σκιερή εικόνα, όχι χαλασμένη πυξίδα που δεν ξέρει προς τα που να δείξει. Θα περίμενα να είστε μπροστάρηδες στην ανάγκη μας να προστατέψουμε αυτήν την πόλη.’’

[465]


΢το τέλος γύρισε, την κοίταξε, επέμενε με το βλέμμα της. Η Φόλυ επέμεινε και αυτή. ‘’Οι Προστάτες δεν είναι φτιαγμένοι για επιθέσεις. Οι αρχές δεν καταγράφονται σε κώδικα, όπως στα ρομπότ, για να μπορούν να αλλάζουν με μια απλή εντολή. Δεν έχουμε αποφασιστικό ρόλο για την Πόλη, όπως ούτε αυτό το εντελώς άτυπο συμβούλιο, αλλά ως ΢ώμα-εκεί έχουμε λόγο. Από τον δεκάλογο αρχών του καταστατικού μας, μας επιβάλλεται η στάση ουδετερότητας σε οποιαδήποτε επιθετική κίνηση έξω από τα Σείχη της Πόλης. Αυτή ήταν η δικλίδα προστασίας ανάμεσα στις πόλεις που είχαν επιβιώσει μετά την Καταστροφή, ότι δεν θα στραφεί η μια έναντι της άλλης. Σουλάχιστον όχι με τους Προστάτες της.’’ Η Φόλυ ακούμπησε τις παλάμες της στο τραπέζι σαν να ήθελε να κλείσει με αυτό. ‘’Αδράνεια...’’, είπε η Κυρία, τραβώντας την λέξη σαν φωνητικά αποσιωπητικά. ‘’Είμαστε η τελευταία πόλη κ. Σζένκινς. Και οι Προστάτες είναι η τελευταία της ελπίδα.’’ Η Φόλυ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο Ρικ Νάι χαμογελούσε ξανά. ‘’Οι Προστάτες, σε οποιοδήποτε σχέδιο επίθεσης έξω από τα τείχη, δηλώνουν στάση ουδετερότητας. Πρώτα πρέπει να ξέρουμε’’, είπε εμφατικά. Η Κυρία έσκυψε μπροστά απότομα, και τώρα η παγερή της ηρεμία είχε σβήσει κάτω από τα σμιχτά της φρύδια. ‘’Οι Προστάτες είναι μέλη αυτού του ΢υμβουλίου και αποφασίζουμε από κοινού’’, είπε. ‘’Σο ΢υμβούλιο αυτό είναι άτυπο’’, επανέλαβε η Φόλυ και τώρα κανείς άλλος δεν μιλούσε, οριακά δεν ανέπνεε. Η Κυρία σήκωσε το χέρι της και την έδειξε με το δάχτυλο. ‘’Εγώ δεν είμαι’’, είπε τελικά, και εχθρικές φλέβες πετάχτηκαν στο μέτωπό της. Η Κυρία σηκώθηκε. ΋λοι ανακάθισαν αγχωμένοι. Η Φόλυ δεν άλλαξε έκφραση. Δεν ήταν πολύ ψηλή, και τα ρούχα της την έκαναν να φαίνεται κάπως ορθογώνια. ΋ρθια πλέον, έσκυψε προς το τραπέζι. ‘’Κ. Σζένκινς, δεν μπορώ να κρύψω την απογοήτευσή μου, που εναλάσσεται με έκπληξη. Σόση ώρα η συνεισφορά σας ήταν να μας πείσετε ότι αυτός ο... Γουίλιαμ Κόρβερ δεν είναι συνεργός των τρομοκρατών, κάτι που προκύπτει συνεχώς από τα στοιχεία. ΋λο το βράδυ το περάσατε κυνηγώντας αυτόν απέναντι στον πραγματικό κίνδυνο, και όταν το πιο ασφαλές κτίριο στην Ιστορία έγινε στάχτη εσείς κοιμόσασταν επειδή σας είχε κατατροπώσει ένας άντρας που δεν είχε καν όπλο.

[466]

Οι μισοί σας


άνθρωποι είναι είτε νεκροί είτε στο νοσοκομείο και μετά από αυτό το ...φιάσκο, έρχεστε να δηλώσετε με περίσσειο θράσος ότι είμαστε εμείς άτυποι και ότι το φέουδό σας δεν θα στηρίξει τις προσπάθειες της Πόλης αυτής. Θα ήμουν άναυδη και αδρανής από την συμπεριφορά σας, αν η ανάγκη δεν ξεπερνούσε τα συναισθήματά μου.....Αλλά ευτυχώς. Η Πόλη, οι Προστάτες, οι άμυνές μας, εξελίσσονται, δεν μένουν στατικές.’’ Κάποια βλέμματα μεταφέρθηκαν από την Κυρία προς την Φόλυ. Εκείνη ανέπνεε αργά, περιμένοντας μια ακόμα αφορμή για να φύγει. Ας έκαναν ότι θέλανε. ΢κέφτηκε να καλέσει την Ρεμπέκα για την συνοδέψει έξω. Η απόφασή της ήταν αμετάκλητη. Αλλά τα τελευταία λόγια της Κυρίας την είχαν κάνει να νιώσει ξανά το σκληρό κάθισμα στον πισινό της. ‘’΋σο εσείς κοιμόσασταν κυρία Σζένκινς, οι Προστάτες πέρασαν μερικές στιγμές που σταμάτησαν να κυνηγούν την ουρά τους στα σκοτάδια, και ενεργοποίησαν τους μηχανισμούς άμυνας σε αυτήν την Πόλη. Δεν με ενδιαφέρει αν το σκουλήκι ο Κάιλ Κρέιμερ χρησιμοποίησε τα πάντα προς όφελός του. Με ενδιαφέρει ότι η παρουσία σας εκείνη τη στιγμή ήταν μια ένδειξη δράσης και όχι αδράνειας. Δεν με ενδιαφέρει επίσης αν ο Κόρβερ σας έσωσε ή όλα αυτά είναι μια ακόμα παραπλάνηση. Δεν με ενδιαφέρει το ερωτικό σας παρελθόν και δεν διανοήθηκα ποτέ να μπλέξω τέτοια ευτελή συναισθήματα να παίξουν τον παραμικρό ρόλο μπροστά στο καθήκον μου απέναντι στην Πόλη’’. Ο Ρικ Νάι ήταν έτοιμος να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Η Φόλυ έσφιξε την γροθιά της. Προσβολή και υποτίμηση. Παλιά συνταγή, έπρεπε να την περιμένει. Αλλά η Κυρία ζεσταινόταν ακόμα. ΢ταμάτησε τις ευγένειες. Ήταν ανθρώπινη. ‘’΋ταν ήρθες στο γραφείο μου, ταπεινή αλλά με ενέργεια, μαζεμένη αλλά με ορμή, και μου περιέγραψες την αναγέννηση του ΢ώματός σας, ήμασταν ήδη έτοιμοι να εξελιχθούμε και να αφήσουμε τους Προστάτες πίσω. Αλλά εσύ αποδέχτηκες την εξέλιξη αυτή, είδες το τραίνο, ζήτησες ένα ταιριαστό βαγόνι, μου περιέγραψες πως θα μπείτε μέσα. Εγώ είδα σε σένα την δίψα για δράση, την αγάπη για την Πόλη μας, την εμπιστοσύνη στην Διοίκησή της....σε εμπιστεύτηκα πίσω. Και οι Προστάτες γίνατε ξανά η καρδιά μας, τα σύμβολά μας, η ελπίδα μας. Εσύ το έκανες αυτό Φόλυ, και σου αξίζει κάθε στιγμή του. Αλλά τώρα...τώρα έρχεσαι και είσαι σκιά του εαυτού σου. Οι Προστάτες χτυπήθηκαν όσο κανένας, και ίσως αυτό να φταίει, δεν ξέρω. Αλλά αν θυμάσαι, είχαμε προβλέψει ακόμα και για αυτό, εσύ είχες προβλέψει ακόμα και για αυτό.’’

[467]


Η Φόλυ ξεροκατάπιε για πρώτη φορά. Πήγε να σηκωθεί. Ένα νεύμα την καθήλωσε. ‘’Κυρία Σζένκινς, με την αρμοδιότητα που μου ανατίθεται από τους Νόμους και τους Κανονισμούς αυτής της Πόλης, σε καθαιρώ από την ηγεσία των Προστατών’’. Μια γροθιά στο στομάχι. Δυνατή, ξερή, την κάνει να φτύσει την ανάσα της και να γονατίσει. Κοιτάει με ορθάνοιχτα μάτια προς την Κυρία. Δεν ξέρει τι να πει. Ο Γουίλιαμ, οι Προστάτες, η Κυρία, ο Κάιλ Κρέιμερ, ο εξωγήινος, η ΢φίκα, οι επιθέσεις, οι αστυνομικοί, τα τείχη, τα γεμάτα στάχτη πεζοδρόμια, όλα τώρα είναι ένα και την πνίγουν σαν κινούμενη άμμος. Δεν βγαίνουν λέξεις από το στόμα της. Η Κυρία πατάει ένα κουμπί. ‘’Ρεμπέκα;’’, λέει. ΋χι. Η πόρτα ανοίγει. Η Ρεμπέκα Μόρις μπαίνει στην αίθουσα, τα μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω, είναι αυστηρή, σίγουρη, σαν να ήξερε από καιρό. Δεν την κοιτάει. Προχωράει παράλληλα με το τραπέζι και στέκεται δίπλα στην Κυρία. Σα χέρια πίσω από την πλάτη. Ρεν. ‘’΢ας παρουσιάζω την Ρεμπέκα Μόρις. Από εδώ και στο εξής, θα αναλάβει τα καθήκοντά της ως υπεύθυνη του συμβουλίου των Προστατών. Είναι η αρχηγός της Πόλης μας’’. ΋χι. Η Ρεμπέκα δεν κοιτάει κανέναν, τα μάτια της είναι καρφωμένα σε ένα αόρατο Ιδανικό στο βάθος. Σο γνωρίζει αυτό το βλέμμα. Δεν θα διακοπεί με καμία δύναμη γνωστή στον άνθρωπο. ‘’Κυρία Σζένκινς, μπορείτε να αποσυρθείτε. Είστε ακόμα μέλος του ΢υμβουλίου των Προστατών. Είστε κομμάτι της Ιστορίας μας. Αυτό δεν είναι τιμωρία. Βρισκόμαστε σε καιρό κρίσης, βρισκόμαστε σε καιρό πολέμου. Η αδράνεια δεν είναι σύμμαχός μας. Ρικ;’’

[468]


Ο Ρικ Νάι σηκώθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο, και έτεινε το χέρι του προς το δικό της. Η Φόλυ το τράβηξε μακριά του και σηκώθηκε. Πήρε το βλέμμα της από την Ρεμπέκα με περιφρόνηση. ‘’Οι Προστάτες δηλώνουν ουδετερότητα’’, είπε, αλλά τώρα ακούστηκε σαν αβέβαιος ψίθυρος. Πριν προλάβει να την ακουμπήσει ο Ρικ Νάι, άρχισε να περπατάει. Η λευκή αίθουσα. Σο σάιμποργκ την ακολουθεί. Θα έχει πολλά να της πει. Σο ασανσέρ, ατελείωτο. Μπορεί να ακούσει την ανάσα του στα μικρόφωνα, σκέφτεται τι να της πει. Δεν της λέει τίποτα τελικά. Σο μουδιασμένο και ψυχρό πρωινό, τα μάτια της πονάνε στο φως. Οι δρόμοι έχουν κίνηση, τα πεζοδρόμια γεμάτα ανθρώπους. Απορία, μικρά σύννεφα από ερωτηματικά που φτιάχνουν μια λεπτή ομίχλη από τις οροφές των κτιρίων. Κόσμος έξω από την πολυκατοικία της. Αστυνομικοί. Σους κοιτάει με αμφιβολία. Σους προσπερνά. Η πόρτα του διαμερίσματός της είναι ανοιχτή. Σα πτώματα δεν είναι εκεί, αλλά το αίμα τους είναι, μαζί με την μυρωδιά του. Ένας αστυνομικός είναι μέσα, κάτι φωτογραφίζει. Η Φόλυ απλώνει την παλάμη της. Κάτι του λέει. Να φύγει. Ή να πεθάνει. Αυτός τρέχει φοβισμένος. Σο δωμάτιό της είναι το ίχνος μιας σφαγής αλλά και ενός τελευταίου ασπασμού. Νιώθει το βάρος της βιας να βαραίνει τους αρμούς του. Η Φόλυ βγάζει μόνο τα παπούτσια της. Μπαίνει στην μπανιέρα με τα ρούχα της, αφήνει το σώμα της να αναπαυθεί. Η Έντιθ Πιαφ. Κοιμάται χωρίς την βοήθεια καμίας συσκευής. Κοιμάται επειδή το έχει ανάγκη αλλά και επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί τις σκέψεις της ξύπνια. Κοιμάται σχεδόν αμέσως. Κοιμάται σε ένα ύπνο χωρίς όνειρα. Ο Λανς, ο σύντροφός της τα τελευταία δυο χρόνια την καλεί ασταμάτητα. Δεν θα του το σηκώσει. Δεν θα καταλάβει. Σίποτα δεν ακούγεται πέρα από την βουή της πόλης και κάποιους κυματισμούς του υγρού στην μπανιέρα της.

[469]


Πρόλογος, μέρος πρώτο Σα γεγονότα είναι: Σο αυτοκίνητο σταμάτησε έτσι απλά, χωρίς να προειδοποιήσει. Η μηχανική γυναίκα δεν μιλούσε πια, είχε σβήσει εδώ και λίγη ώρα σε ένα μονότονο λευκό θόρυβο, όπως θα ακούγονται οι ψυχές των νεκρών ρομπότ σε έναν ηλεκτρονικό παράδεισο. Πρέπει να έκλαιγε αρκετή ώρα, η ανάσα της ερχόταν μόνο με αναφιλητά. Αυτός δεν μιλούσε, ή ίσως και να μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να τον ακούσει. Έμειναν λίγο μέσα, καθώς άκουγαν την μισοκαμένη μηχανική καρδιά του οχήματος να σβήνει σιγά σιγά, μετά από κάποιους αργόσυρτους χτύπους. Πρώτος άνοιξε αυτός την πόρτα του, και ένας ψυχρός αέρας καθάρισε την μυρωδιά καμένου και την ζέστη. Σο τείχος ήταν τώρα πια πίσω τους, ο δρόμος τους ήταν ένα χωμάτινο σχεδόν μονοπάτι, μπροστά τους απλωνόταν μια γυμνή λοφοσειρά, ψυχρή και νεκρική. Ο δρόμος εκτεινόταν μπροστά τους, κρυβόταν πίσω από λόφους, εμφανιζόταν ξανά, ένα αχανές τοπίο όπου η ζωή δεν ξεπερνούσε το μισό μέτρο, θάμνοι, ρείκια και αγριόχορτα. Μια απαλή, διάφανη ομίχλη σκέπαζε τον κόσμο, και τον έκανε να μοιάζει με ένα νεκροταφείο. Η Άλις άνοιξε και αυτή την πόρτα της. Πόση ώρα ταξίδευαν ακόμα μαζί; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Βγήκε έξω και πήρε μερικές ανάσες. Ο αέρας ήταν καθαρός, φρέσκος, κρυος, τα πνευμόνια της τον υποδέχτηκαν σαν κάτι άγνωστο. Υόρεσε ξανά το παραμορφωτικό φίλτρο της πραγματικότητας, αλλά ο κόσμος ήταν ακόμα πιο θολός και μπερδεμένος με τα γυαλιά της. Ο άντρας την πλησίασε. ‘’Πρέπει να συνεχίσουμε’’, είπε μια κουρασμένη φωνή. ‘’Έρχονται’’. Σης έπιασε το χέρι. Αυτή το τράβηξε σαν φοβισμένη. Μόνο ο Ρίτσαρντ της έπιανε το χέρι. Κοντοστάθηκε. Σον κοίταξε. Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα για αυτόν. Όστερα πλησίασε με δική της πρωτοβουλία, και έβαλε ένα τρεμάμενο χέρι στο πρόσωπό του. Σην άφησε να τον ψηλαφίσει. Πέρασε την παλάμη της στα μάγουλά του, στην μύτη του, στα χείλη του. Σα ακροδάχτυλά της χάιδεψαν το μέτωπό του, απομακρύνθηκαν. Σο άγγιγμά της ήταν στοργικό και για κάποιο λόγο, πολύ οικείο. ‘’Έχεις πολύ ωραίο πρόσωπο’’, του είπε και αυτός δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει. Να και κάτι που είχε πολλά χρόνια να ακούσει ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο.

[470]


Μετά ακούσαν το μεταλλικό βρυχηθμό. Ερχόταν από πίσω τους, ερχόταν μέσα από ανοίγματα του Σείχους, σαν άνεμος κυνηγός. ‘’Έρχονται’’, επανέλαβε αυτός, και ένα πονεμένο χέρι τράβηξε ένα όπλο από το ύψος της μέσης του. ‘’Είμαι τόσο κουρασμένη’’, του είπε. Αυτός έβαλε το όπλο στο χέρι της. Η παλάμη της το υποδέχτηκε με σιγουριά αν και η ίδια με αβεβαιότητα. Έσφιξε την λαβή, πέρασε τον δείκτη από την σκανδάλη. Λες και το είχε ξανακάνει ποτέ. Σο τοπίο ήταν αμείλικτα άδειο, ο άνεμος έλεγες ότι τους χτυπούσε από όλα τα σημεία του ορίζοντα, η ομίχλη έμοιαζε με νεκρική ημιδιάφανη κουνουπιέρα. Ένας χλωμός ήλιος ανέβαινε αργά, το ζεστό φως δεν είχε έρθει ακόμα, καθυστερούσε. Ο αχός της καταδίωξης δυνάμωνε, πλησίαζε. Γυρίσανε με πρόσωπο στους διώκτες τους. ΋που να ‘ναι, θα εμφανιζόντουσαν, πίσω από τις στροφές, κόκκινα μάτια, σιδερένια πλοκάμια, πλαστικός θάνατος από τεχνητή νοημοσύνη. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ εκπαιδεύτηκε για να είναι ανώτερός αυτής της νοημοσύνης. Άνοιξε το πορτ-παγκάζ και έπιασε ένα ακόμα όπλο, ογκώδες, απειλητικό. Ο οπλισμός του ακούστηκε σαν μια μικρή γεννήτρια, έτοιμη να σκάσει από την αδυναμία της να χειραγωγήσει την ενέργειά της. Αλλά ύστερα σταμάτησε απότομα, ήταν έτοιμο. Μπορούσαν να δουν την σκόνη να σηκώνεται πίσω από τους μικρούς λόφους. Ερχόντουσαν. Με μίσος και υστερία. Ένας αμείλικτος προγραμματισμός- κανείς δεν περνάει τα τείχη. Μόνη εντολή, θάνατος. Σο αυτοκίνητο έπρεπε να αντέξει λίγο ακόμα. Έστω λίγο. Να δουν λίγο παραπάνω από τον κόσμο εκεί έξω. Να μυρίσουν, να αισθανθούν την ελευθερία για λίγο ακόμα. Αλλά ακόμα και το δικό του αυτοκίνητο είχε όρια, όπως και ο ίδιος. Σα είχε υποτιμήσει, αν και τελικά γνώριζε από την αρχή ότι ήταν μια αποστολή αυτοκτονίες. Αλλά τώρα ήταν έξω, και το έξω ήταν ένα ωραίο μέρος για να πεθάνει κανείς. Ηλεκτρικές στριγγλιές. Η τελευταία αναμέτρηση παρανομεύει πίσω από μια στροφή. Σης κλείνει το μάτι. Δεν τον βλέπει. Κρατάει το όπλο της. Δεν την νοιάζει τίποτα. Ο Ρίτσαρντ θυσιάστηκε για εκείνη. Σης είπε να ζήσει. Θα το έκανε για όσο μπορούσε ακόμα. Αυτός στεκόταν κουρασμένος, αλλά πιο σίγουρος. Είχε νικήσει σχεδόν. Αν ήταν μόνο λίγα, θα μπορούσε να τα αντιμετωπίσει. Εκείνοι είχαν περισσότερα πιόνα. Αυτός ήταν η βασίλισσα. Τπήρχαν μερικά σενάρια που τον έφερναν νικητή.

[471]


Κάποιες μεταλλικές λάμψεις στη στροφή. Σα βλέπει. Εκείνη βλέπει μόνο μικρούς καθρεπτισμούς. Είναι πολλά. Είναι εξαλλα. ΢πινθηρίζουν. Αναστενάζει. Βοή. Ο Γουίλιαμ Κόρβερ γυρίζει ελαφρώς το κεφάλι του. Είναι τόσο έκπληκτος που παραλίγο να του πέσει το όπλο. Κάτι άλλο. Από πίσω τους. Μια ριπή. Μια έκρηξη. Ψ, τι κρύβουν οι απρόσμενες στροφές της τύχης. Ποτέ μην βιαστείς, αν δεν κάτσει καλά το ζάρι. Η Ντάιαμοντ κάθεται. Δεν ξέρει που να πάει. Ο ΢άλυ δεν είναι πουθενά. Δεν θα έρθει μάλλον, έχει περάσει τόση ώρα. Ο κόσμος τρέχει. Δεν την έχει δει. Ξαφνικά στέκεται μπροστά της. Είναι κουρασμένη, ίσως όσο αυτή. Σην κοιτάει και την αναγνωρίζει. Κάνει να σηκωθεί, έντρομη και αηδιασμένη. Η κότα ανοίγει ελαφρώς το τζάκετ της. Σης δείχνει μια συσκευή, απροσδιόριστο το τι κάνει, το εκφράζει σαν απειλή. ‘’Ντάιαμοντ, σε παρακαλώ’’. Η Ντάιαμοντ πισωπατάει αργά. ‘’Άφησέ με’’, λέει. Η Νικόλ Άντερσον δεν έχει απειλητική έκφραση. Αλλά δεν συμφωνεί με την εντολή της. ‘’Πρέπει να έρθεις μαζί μου’’ ,της λέει. ‘’Δεν έχω να πάω πουθενά.’’ Σην πλησιάζει με ένα σίγουρο βήμα. Η Ντάιαμοντ είναι έτοιμη να τρέξει, αν και έχει ήδη τρέξει πολύ εκείνη την ημέρα. Σην σταματάει κρατώντας την από το μπράτσο. ‘’Αγαπητή μου Ντάιαμοντ....’’, η φωνή της είναι τρεμάμενη. ΋πως θα έπρεπε να είναι στο φως μιας καλά κρυμμένης και ένοχης αλήθειας. ‘’Πρέπει να έρθεις μαζί μου. ΋τι σου έχει πει αυτός ο άνθρωπος, ό,τι και αν σου είπε, είναι ψέμματα. Ο Λιρόι σου λέει μόνο ψέμματα. ΋ποια και αν είναι η ιστορία που σου πούλησε, θέλω να ξέρεις ότι δεν έχει σχέση με την αλήθεια.’’ Η Ντάιαμοντ κοντοστέκεται. Αφήνεται να τραβηχτεί προς το μέρος της. ‘’Έχεις δικαίωμα να μάθεις ποια είσαι Ντάιαμοντ. Και είμαι εδώ για να σου πω την αλήθεια. Πρέπει να έρθεις μαζί μου’’. Μπορεί να λέει ψέμματα. Μπορεί και όχι.

[472]


Η Ντάιαμοντ κάνει ένα απροσδιόριστο νεύμα. Η Νικόλ Άντερσον χαμογελά φιλικά. Ο Γουόλτερ ΢μιντ δεν χαμογελά. Κοιτάει τα συντρίμμια μπροστά του για πολύ ώρα, μυρίζει τον θάνατο, νιώθει το βάρος της καταστροφής να λυγίζει τα μηχανικά του πόδια. Δεν έχει μάθει ακόμα για το ΢υμβούλιο, δεν ξέρει ακόμα για την Ρεμπέκα. Ξέρει μόνο αυτό που βλέπει. Και αυτό που βλέπει κάνει τα μάτια του να δακρύσουν. Είναι μερικοί από τους κορυφαίους ανθρώπους. Οι καλύτεροι. Οι εξυπνότεροι. Οι πιο ικανοί. Νεκροί. ΢ε μια στιγμή. Σα συνεργεία έχουν σχεδόν τελειώσει. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουν. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να βρουν. Μια δημοσιογράφος τον πλησιάζει από απόσταση, τρέχοντας σχεδόν. Η Μαράια Ντάρσι. Σην ξέρει. Θα ήθελε να την αποφύγει. ΢κοντάφτει σε ένα σκληρό αντικείμενο. ΢κύβει, αλλά περισσότερο για να κρατήσει την ισσοροπία του. Είναι η επιγραφή, κομμένη στα δυο. Η επιγραφή από την αίθουσα του συμβουλίου τους. Γράφει: ‘’Οι

Προστάτες

της

Ιστορίας’’.

Σο

τμήμα

που

έλεγε

‘’οι

καλύτεροι

της

ανθρωπότητας’’’ δεν υπάρχει. Κάρλτον Κίτσνερ. Ο άνθρωπος που σύστησε το ΢ώμα των Προστατών. Λίγα χρόνια μετά την μεγάλη καταστροφή. Ο πρώτος άνθρωπος που διοίκησε τους επιζώντες. Ο πρώτος αρχιτέκτονας της Πόλης αυτής, όταν ακόμα δεν υπήρχε ούτε τείχος ούτε Μαύρος πύργος. Ήταν κάποτε μπροστά σε μια τέτοια εικόνα. Πιο εκτεταμένη. Καμία ελπίδα σε όλο τον ορίζοντα. Ο θάνατος ήταν ο κανόνας και μια χούφτα άνθρωποι, η εξαίρεση. Ο Κάρλτον Κίτσνερ έκατσε μπροστά σε μια κάμερα, και τα λόγια του χρωμάτισαν την ανοικοδόμηση και την επιβίωση. Ο λόγος του είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κειμήλια της Έρθ. Θυμάται μόνο αποσπάσματα, αν και τον έχει ακούσει δεκάδες φορές. <.......>> ‘’.......Είμαστε τώρα στο ένα γόνατο, και κοιτάμε τον ουρανό. Κοιτάμε τον ουρανό και το γκρίζο του χρώμα μας φτύνει κατάμουτρα λέγοντας ότι δεν υπάρχει συγχώρεση, δεν υπάρχει για εσάς καμία δεύτερη ευκαιρία. ΢πείραμε το μίσος και η θύελλα που θερίζουμε δεν λέει να κοπάσει. Και το ξέρω, δεν θα κοπάσει. Εμείς πρέπει να την σταματήσουμε. <...>

[473]


Ο άνθρωπος έδειξε τα όριά του. Έδειξε την αδυναμία του. Δεν σας ζητώ να αρνηθούμε αυτά τα όρια, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια σε αυτά τα όρια. ΢ας ζητώ όμως με ορθάνοιχτα μάτια να τα ξεπεράσουμε. Μαζί με τα τείχη μας, μαζί με τα σπίτια και τις επιχειρήσεις μας, ήρθε η ώρα να χτίσουμε και κάτι άλλο, το σημαντικότερο ίσως όλων. Να χτίσουμε τους ανθρώπους του μέλλοντος. Ανάμεσά μας, υπάρχουν ήδη. Δεν τους βλέπουμε, γιατί μέσα στο χάος είναι καλά κρυμμένοι. Αλλά θα τους βρούμε, έναν έναν. Θα τους δώσουμε την γνώση, την τεχνολογία, την εκπαίδευση, την πληροφορία, τα μέσα, τα όπλα, την συλλογική μας εμπειρία. Αγαπητοί μου φίλοι. ΢ας παρουσιάζω την εκκίνηση της Πρωτοβουλίας των Προστατών. Οι καλύτεροι από εμάς, οι εκλεκτοί από όλους εμάς, ο φάρος και η απόδειξη ότι η ανθρωπότητα οφείλει να συνεχίσει, αλλά και οφείλει να αφήσει πίσω τα όρια του παρελθόντος. Θα ζουν ανάμεσά μας, θα είναι δίπλα μας. Θα εμπιστευτούμε στο μυαλό και την καρδιά τους ότι έχουμε, για να μας οδηγήσουν σε αυτά που πρέπει να κατακτήσουμε. Θα σταματήσουν το χέρι της βιας και θα οπλίσουν το χέρι της δικαιοσύνης. Θα είναι οι Προστάτες της Ειρήνης, οι φύλακες της σταθερότητας και της δημοκρατίας μας. Θα μας κρατήσουν μακριά από το παρελθόν του Πολέμου, της τυραννίας, της αδικίας, της βιας, όλο το παρελθόν που μας οδήγησε σε αυτήν την μαύρη εποχή. Θα σκίσουν το μαύρο σεντόνι για να αφήσουν την αχτίδα της ελπίδας να μας αγκαλιάσει ξανά. Οι φύλακές μας, οι φίλοι μας, η ηθική μας, το μέλλον μας, οι Προστάτες μας. Δεν είναι στρατός. Δεν είναι αστυνομία. Δεν είναι κρυα ρομπότ. Θα επιλέγονται από μικρή ηλικία, και θα εκπαιδεύονται αναμεταξύ τους, μεταλαμπαδεύοντας τα ιδανικά και τις αρχές της πρώτης γενιάς, αυτής που επέζησε μαζί με εμάς, αυτής που έζησε τη φρίκη και που δεν θέλει να την συνηθίσει ούτε να την ξεχάσει. Θα είναι το κλειδί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Η λειτουργία τους, πολύ απλή. Δέκα σελίδες, συναποφασισμένες από όλους εμάς. Κάθε μια, αφιερωμένη σε ένα πυλώνα, μια αξία, μια πυξίδα. Η ειρήνη. Η δικαιοσύνη. Η ασφάλεια. Η δημοκρατία. Η ισότητα. Η τάξη. Η ελευθερία. Η πρόοδος. Η ευημερία. Η επικράτηση απέναντι στο φόβο. Μαζί θα γράψουμε το περιεχόμενο των σελίδων αυτών, μαζί θα τους τις παραδώσουμε. Έχει έρθει η ώρα άλλωστε. Η ώρα να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας, γιατί δεν έχουμε κανέναν άλλο. Η ώρα να εμπιστευτούμε τους καλύτερους από εμάς, που εχθές

[474]


μπορεί να ήταν απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, βιοπαλαιστές, στρατιώτες, καλλιτέχνες, διανοητές, ποιητές, επιχειρηματίες, πολιτικοί. Αλλά τους ξέραμε. Ήταν οι φίλοι μας. Οάσεις στην έρημο του πραγματικού που ζούσαμε. Δεν μπορούμε άλλο να εμπιστευτούμε τους κανόνες του χτες, τους μηχανισμούς και τους νόμους του. Πρέπει να φτιάξουμε τον κόσμο από την αρχή. Να του χαρίσουμε πίσω λίγη από την ομορφιά του. <<....> Εχθές είδα ένα κοπάδι μεταναστευτικών πουλιών να περνάνε έξω από το σπίτι μου. Από κάπου έρχονται, για κάπου πάνε. Η φύση δεν μας έχει ανάγκη, εμείς την έχουμε. Θα θωρακίσουμε την χαραμάδα ελπίδας, και θα αφήσουμε το κακό απ’έξω. Είμαστε τυχεροί, μου είπε κάποιος, είμαστε άτυχοι μου είπε κάποιος άλλος. Εγώ δεν ξέρω. Ξέρω όμως σίγουρα κάτι: Είμαστε εδώ για κάποιο λόγο. Αφεθήκαμε στα συντρίμμια για κάποιο λόγο. Και αυτός είναι απλός: Η ελπίδα θέλει ξανά τους χτίστες και τους αρχιτέκτονές της. Όλους μαζί. Και αυτό θα κάνουμε. Δεν ξέρω αν θα το καταφέρουμε εμείς, ή οι επόμενοι, αλλά αυτή θα είναι η κληρονομιά μας. Και θα την προστατεύσουμε με κάθε κόστος. Ένα λοιπόν μπορώ να πω με βεβαιότητα: Η ιστορία αυτού του κόσμου θα συνεχιστεί...’’

ΣΕΛΟ΢ ΠΡΨΣΟΤ ΒΙΒΛΙΟΤ: ΟΙ ΠΡΟ΢ΣΑΣΕ΢ ΕΠΕ΢ΑΝ ΣΙΣΛΟ΢ ΔΕΤΣΕΡΟΤ ΒΙΒΛΙΟΤ: ΢ΑΙΜΠΟΡΓΚ ΜΠΛΟΤΖ

[475]


[476]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.