

ΤΙΤΛΟΣ Συσσίτιο Γκουρμέ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ Ντία Πανολάσκου
Σ Έ ΙΡΑ Έλληνική Λογοτεχνία [1358] 1122/27


Όταν ψάχνεις θαύματα, σκοντάφτεις...
Συστάσεις
ΤΙΤΛΟΣ Συσσίτιο Γκουρμέ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ Ντία Πανολάσκου
Σ Έ ΙΡΑ Έλληνική Λογοτεχνία [1358] 1122/27
Όταν ψάχνεις θαύματα, σκοντάφτεις...
Συστάσεις
Δεν τον ήθελα, πήγαινα μαζί του γιατί έπρεπε κάτι να κάνω (πώς αγοράζεις αυτό που ποτέ δεν θα φορέσεις;). Έτσι πή γαινα μαζί του, για να σκοτώνω την ώρα μου. Εσύ με σκότωνες όμως, εσύ, όχι ο άλλος. Αυτός ήταν μια σανίδα σωτηρίας που πιανόμουνα πάνω της και φούσκωνε από το νερό, αλλά συνέχιζε να με πηγαί νει και να με φέρνει πίσω ξανά, σε ένα δρομολόγιο που είχα μάθει πια απέξω... Εσένα ήθελα, αλλά εσένα δεν σε είχα – ούτε σε είχα ακου μπήσει καν· το πιστεύεις; Να νιώσω αυτό το «μυρμήγκια σμα», που λένε, στα δάχτυλα –όπως το είχα φανταστεί–, κι έτσι μουδιασμένη μετά, να μην αισθάνομαι τίποτα και με κανέναν... Δεν με
Εγώ, από την άλλη μεριά, ήμουν μια υπάλληλος, πίσω από το γραφείο της καρφωμένη, και πίσω μου ένα παράθυρο. Με την πλάτη σ’ έναν ορίζοντα που δεν με ενδιέφερε, περνούσα τα οκτάωρα και τα χρονάκια μου. Καταρχάς, πέρασε καιρός από τότε και η μνήμη –θες από άμυνα, θες από επίθεση ή και αδυναμία ακόμα– διαγράφει πολλά από τον σκληρό, ή μάλλον κρατάει τα απαραίτητα... Έτσι, μου είναι δύσκολο να συγκεντρώσω στο κεφάλι μου όσα με κόπο άφησα να πέσουν κάτω... Το κάνω όμως και ξετυλίγω το κουβάρι, τώρα, την κα τάλληλη στιγμή που αποφάσισα να σε αφήσω να φύγεις πια, αποφασισμένη πως σου παρείχα την καλύτερη δυνατή φιλο ξενία στις παραλίες του μυαλού μου. Σε θυμάμαι λοιπόν να χαιρετάς από την πόρτα πριν καν μπεις. Να λες πολλά, με μια προφορά που δεν ταίριαζε κα θόλου με την ντελικάτη φιγούρα σου, με τα μικροσκοπικά γυαλιά σου, τα λεπτοκαμωμένα χαρακτηριστικά σου· που ήταν σαν σκίτσο από καλοξυσμένο μολύβι... Οφείλω να σε παρουσιάσω σαν πρωταγωνιστή, αφού αυ τός ήσουν για μένα... Εσύ λοιπόν, ο πρωταγωνιστής μου: Μιλούσες, θυμάμαι, γρήγορα και μπερδεμένα – «πω πω, φλυαρία», σκεφτόμουν. Σχεδόν με ζάλιζες. Αράδιαζες με τά και τα χαρτιά σου όπου έβρισκες, υπερβολικά αεράτος, υπερκινητικός,
Άλλωστε το γραφείο μας ήταν κέντρο διερχομένων, τι πείραζε άλλο ένα βαγόνι σαν το δικό σου! Έτσι, χώρεσες άνετα στα πλάνα μου, προσαρμόστηκες άψογα. «Άσε που μου θυμίζει τον Μαραβέγια», συμπλήρωνε η Καίτη, κι εκεί ήταν που σκάλωνα, στην προσπάθεια να βρω τις ομοιότητές σου με τον εν λόγω τραγουδιστή. Αλ λά πάλι, μέχρι εκεί, τίποτα παραπάνω, κανένα σύμπτωμα ανησυχητικό. Στην Καίτη άρεσες, δεν σ’ το έχω πει ούτε αυτό, ε; Α, ναι, σε θεωρούσε από τους ελάχιστους ενδιαφέροντες στον χώρο... Για εμένα ήσουν ένας ακόμα αδιάφορος, σαν τα απότιστα άνθη στους διαδρόμους και τα αγόρια που έκο βαν τα χέρια τους με την Α4 σελίδα... Ούτε κι ο Μαραβέγιας ήταν ο τύπος μου, ούτε έβρισκα και καμιά ομοιότητα μεταξύ σας εδώ που τα λέμε. Έμπαινες, που λες, και πέρναγες ξυστά δίπλα μου, σε κοί ταζα με την άκρη των ματιών μου όμως, με αυτό το βλέμμα που φοράει παντόφλες και σέρνει το βήμα. Δεν σε άφηνα να χαρείς ότι σε κοίταζα, δεν σου έδινα την ικανοποίηση· είχες μια έπαρση που φώναζε από τα νύχια μέ χρι τα μαλλιά σου. Είχες και κάτι που μ’ έκανε να θέλω να σε πιάσω στον αέρα σαν χρυσόμυγα (όπως κάνανε τα αγόρια στο δημοτικό και τρόμαζαν τα κοριτσόπουλα, που έτρεχαν πέρα δώθε στο προαύλιο στη θέα της). Θα σ’ έφερνα λάφυ ρο στο σπίτι μου, με κόκκινη κλωστή δεμένη γύρω σου, έτσι που άκουγα το βουητό σου στα αυτιά
[...] Αυτό που ξέρω όμως καλά είναι πως είχες βρει τον τρόπο να με ISBN 978-618-205-357-7