



ΤΙΤΛΟΣ

Στίγματα αγάπης
ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ Αντώνης Βελιβασάκης
Σ Έ ΙΡΑ Λογοτεχνία [1358]0823/25
Έ ΠΙM Έ Λ Έ ΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ Μαρίνα Σταμέλου
LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου
COPYRIGHT© 2023 Αντώνης Βελιβασάκης
ΠΡ ΩΤΗ Έ ΚΔΟΣΗ Αθήνα, Αύγουστος 2023
ISBN 978-618-205-490-1
ΚΈΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΈΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.eu | www.ocelotos.eu
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ρο ημερών, ξύπνησα κεφάτος· το συνηθίζω τελευταία. Αφού χουζούρεψα κάνα δεκάλεπτο, βάζοντας σε τάξη τις όποιες σκέψεις μπορεί να
κάνει ένας αγουροξυπνημένος, σηκώθηκα. Πρώτο μέλημα, να ετοιμάσω την κούπα με τον καφέ, για νά ’ρθει το μυαλό μου στα ίσα του. Ξέρετε εσείς. Στην προσπά-
θεια λοιπόν να ξεκινήσω τη διαδικασία, μού ’ρθε η φαεινή ιδέα. Βρε, δεν πάω στην αγορά να ψωνίσω για το μεσημεριανό φαΐ, να χαζολογήσω και λιγάκι και να πιω εκεί το καφεδάκι μου; Ομολογώ ότι αυτό το χαζολόγημα και ειδικά στην αγορά, που σφύζει από κίνηση, με αναζωογονεί. Ξέρετε πόσο ωραίο είναι να σπαταλάς χρόνο κοιτάζοντας όλους τους άλλους να τρέχουν για
να προλάβουν τον χρόνο; Νιώθεις λίγο Θεός, βρε παι-
δί μου· στο κάτω κάτω, τι είναι ο Θεός; Τι άλλο, άραγε, από έναν άνθρωπο που δεν έχει αρχή και τέλος, που αυτός γέννησε τον χρόνο κι όχι το αντίστροφο. Βλέπει, που λέτε, ο Θεός από ψηλά το πόπολο να τρέχει, να φωνάζει, να γελά, να βρίζει, κι Αυτός κάθεται αναπαυτικά, γιατί τελευταίως ένα προβληματάκι με τη μέση το ’χει· ρουφά πιθανόν και κανέναν «πολλά βαρύ και όχι», κι αν κάτι δεν του ταιριάζει, κουνά πού και πού τα νή-
ματα για να ισιώσει τα πράματα σαν δεν του αρέσουνε, χαζολόγημα, παιδί μου, να περάσει η ώρα!
Ε, να, έτσι κάπως νιώθω κι εγώ, όποτε μπορώ να το κάνω, αραιά και πού, ομολογώ.
Έπειτα, εντάσσομαι κι εγώ στο πόπολο, με συνεπαίρνει η μανία του να τρέξω, να προλάβω τη μια δου-
λειά μα και την άλλη, να περάσω από την Πολεοδομία,
μα και από την Αρχαιολογία, από το Δασαρχείο, από τη ΔΕΗ, τη ΔΕΥΑΗ, να αγχωθώ, να στριμωχτώ, να νιώσω
κι εγώ, ρε παιδί μου, φυσιολογικός άνθρωπος. Όμως, α!
όλα κι όλα, μια φορά τον μήνα, για καμιά ώρα, το ’χω καθιερώσει, γίνομαι Θεός.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα. Νοερά έκανα τον
σταυρό μου, ε! μην είμαστε και αχάριστοι, άλλη μια
μέρα απλωνόταν μπροστά μου. «Σπουδαίο πράγμα να
μην ξεχνάς, να ευχαριστείς για ό,τι σου δίνεται, μα και
για ό,τι δεν σου δίνεται», συνηθίζει να συμπληρώνει η
γυναίκα μου! Χαμογελώ στη σκέψη και κουνώ το κεφάλι μου.
«...μέρααα», η μπάσα φωνή με επαναφέρει στην
πραγματικότητα.
Σηκώνω το κεφάλι, «Καλημέρα, Γιάννη», ανταπαντώ στον γείτονά μου, που έχει ήδη προχωρήσει 2-3 μέτρα.
Βαδίζω κεφάτος. Είναι ακόμη νωρίς, βέβαια, 7:10 π.μ. μόνο. Ο δρόμος, αν και κεντρικός, είναι σχεδόν έρημος, πού και πού συναντάς κάποιους, σκουντούφληδες οι περισσότεροι, που σε χαιρετούν, αν είναι γνωστοί, με ένα νεύμα του κεφαλιού ή ένα σήκωμα του χεριού. Χαιρετισμό με άρθρωση λέξεων μην περιμένεις, ο νους δεν έχει βάλει ακόμα μπροστά, οπότε η ομιλία αναπαύ-
εται. Θα μου πείτε, μα 7 η ώρα; Τόσο νωρίς; Τι απαιτήσεις έχεις; Εγώ, βέβαια, απαιτήσεις δεν έχω, αλλά θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι το νωρίς είναι σχετικό, εξαρτάται από τη δουλειά σου. Στην αγορά, όπου κατευθύνομαι, πολλά μαγαζιά
έχουν ανοίξει και τοποθετούν στους πάγκους την πραμάτειά τους αυτή την ώρα, για να προκάνουν να πιάσουν τον πρωινό πελάτη. Η ώρα του ανοίγματος όμως
είναι σημαντική για κάποιον σαν εμένα, που θέλει να
γευτεί τις πρωινές μυρωδιές της αγοράς. Δεν έπεσα
έξω, βέβαια. Μόλις έφτασα, άρχισαν τα ερεθίσματα, οπτικά, ακουστικά, όσφρησης, να στήνουν χορό. Τα
αυτιά τεντώνουν, ο μαγαζάτορας δεξιά μου τα ’χει βάλει με το παραγιουδάκι του, που αργεί να κουνήσει, που
μισοκοιμάται ακόμα, που δεν λέει να βάλει σε μια σειρά
τα τελάρα με τα κηπικά.
«Άντε, Γιωργιό, ξύπνα, κατάβρεξε τα χορταρικά, σε
λίγο ο ήλιος θα ’ναι ψηλά και θα μας τα μαράνει, σαν
σταφιδιασμένη γριά θα φαίνονται», λέει, και οι τριγύρω ξεσπούν σε χαχανητά συνοδευόμενα από ανάλογα σχόλια. Μόνο μια κυρία, πολύ προχωρημένης ηλικίας, γυρίζει και του ρίχνει μια ματιά σκέτη δηλητήριο, προσθέτοντας: «Τον παντέρμο νιο…» κάνοντάς τον
να στραβοκαταπιεί
και εκτοξεύοντας την ευθυμία στα ύψη.
Την παράσταση την κλείνει ένας ψαράς, ο οποίος
σκυφτός, για να αποφύγει τη μήνιδα της κυρίας, φωνάζει: «Χαράλαμπε, τον νου σου, μη σε δαγκάσει!» Πάγκοι χτυπάνε, παλαμάκια ακούγονται, χαχανητά επα-
νέρχονται! Η καημένη αναχωρεί, όσο μπορεί πιο στητή και αγέρωχη, μέσα σε γενική θυμηδία.
«Ξέρετε πόσο ωραίο είναι να
σπαταλάς

χρόνο κοιτάζοντας όλους τους άλλους να
τρέχουν για να προλάβουν τον χρόνο; Νιώθεις λίγο Θεός, βρε παιδί μου· στο κάτω
κάτω, τι είναι ο Θεός; Τι άλλο, άραγε, από
έναν άνθρωπο που δεν έχει αρχή και τέλος, που αυτός γέννησε τον χρόνο κι όχι το αντίστροφο».
Οι μικρές χαρές της καθημερινότητας, ένα κουφέτο που κλείνει μέσα του όλο το ενδι-
αφέρον και την αγάπη της μάνας, η ομορφιά και το μεγαλείο της ψυχής των απλών ανθρώπων, η ανταμοιβή της σκληρής εργασίας και του ήθους και, τέλος, το θαύμα της μητρότητας συνθέτουν το πραγματικό
νόημα της ζωής μέσα από πέντε διηγήματα, γεμάτα στίγματα αγάπης, που μετουσιώνουν τα πιο απλά πράγματα σε ουσιώδη.
ISBN 978-618-205-490-1
