Πέρασε κι ο υστερνός στρατιώτης,
θωρακισμένος,
ντυμένος τη βαθυπράσινη φορεσιά του διαφεντευτή.
Πίσω απ’ το –κομματιασμένο απ’ τα βόλια–
πέταβρο του πλίνθου με τις αλλόκοτες αυλακιές,
δυο μάτια κοιτούσαν φλογισμένα,
τυλιγμένα στη μαντήλα.
Ψύχορμη η παιδική απαλάμη
έσφιξε λατρευτικά
τη σφεντόνα του σκοτωμένου αδερφού,
όρισε το γδικιωμό