Η Βασιλική, προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ από αυτήν την αναπάντεχη εξέλιξη των πραγμάτων, σκεφτόταν τι είχε πει με τον Γιώργη στο τραπέζι όλη την προηγούμενη ώρα, πώς του είχε φερθεί, με τι θράσος τον είχε βομβαρδίσει με ερωτήσεις. Μήπως, κατά βάθος, ενστικτωδώς, όπως έλεγε και η Θεοδώρα, ή ίσως μια κρυφή έκτη αίσθηση που μπορεί να είχε, την έκανε να θέλει να μάθει τα πάντα για αυτόν τον άνθρωπο; Μήπως ήταν όντως αυτός η μοίρα της; Τη διαλέγουμε άραγε εμείς τη μοίρα μας; Ως άντρας μάλλον της άρεσε. Αδιάφορος σίγουρα δεν της πέρασε, όπως τόσα άλλα προξενιά που της είχαν φέρει. Και θυμήθηκε πως, παρόλο που και εκείνος προσπαθούσε σε όλη τη διάρκεια του τραπεζιού να μην την κοιτάζει απευθείας, είχε καταφέρει να του κλέψει δυο ματιές την ώρα που έτρωγαν, και τα γκριζοπράσινα μάτια του που ακτινοβολούσαν την είχαν γοητεύσει πολύ. Είχαν κάνει και τη δική της ματιά να ακτινοβολεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και της είχαν λίγο εγκλωβίσει το μυαλό. Τώρα, λοιπόν, έπρεπε μέσα σε μια νύχτα να πάρει μια απόφαση.