Ελεύθερο Ζευγάρι | The Open Couple

Page 1


Διοικητικό Συμβούλιο Πρόεδρος Γιαννούλα Καρύμπαλη-Τσίπτσιου

Καλλιτεχνικός Διευθυντής Νίκος Κολοβός

Αντιπρόεδρος Ιωάννης Βοτσαρίδης

Διοικητική-Οικονομική Διευθύντρια Κωνσταντία Παπαποστόλου

Μέλη Γρηγόρης Βαλτινός Αθηνά Νικολάου Ζαχαρίας Ρόχας Δημήτρης Χαλκιάς Στέφανος Χατζημιχαηλίδης

Το ΚΘΒΕ εποπτεύεται και επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το ΚΘΒΕ είναι μέλος της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης.


Ελεύθερο ζευγάρι

Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε Τίτλος πρωτοτύπου

Coppia aperta

© Dario Fo - Franca Rame - Iacopo Fo Η παράσταση βιντεοσκοπήθηκε τον Μάρτιο του 2021 για να προβληθεί ελεύθερα στο κοινό από την ιστοσελίδα του ΚΘΒΕ www.ntng.gr. Ημερομηνία πρώτης διαδικτυακής προβολής

27 Μαρτίου 2021

Η άδεια για την από σκηνής θεάτρου παρουσίαση του έργου χορηγήθηκε από την ελληνική εταιρία ΤΗΕ ΑRTBASSADOR / Performing Arts Management (www. theartbassador.gr) για λογαριασμό των συγγραφέων Dario Fo, Franca Rame, Iacopo Fo και του ατζέντη αυτού SIAE (www.siae.it)

Οι πρόβες και η βιντεοσκόπηση της παράστασης πραγματοποιήθηκαν κατόπιν άδειας της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, με πλήρη τήρηση των υγειονομικών κανονισμών και των μέτρων που προβλέπονται από την Πολιτεία.

2020-2021


Ελεύθερο ζευγάρι Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε Τίτλος πρωτοτύπου

Coppia aperta

© Dario Fo - Franca Rame - Iacopo Fo Μετάφραση: Άννα Βαρβαράσου-Τζόγια Σκηνοθεσία: Μιχάλης Σιώνας Σχεδιασμός ήχου: Χρήστος Γούσιος Μουσική: The Prefabricated Quartet Στίχοι, Μουσική τραγουδιού: Θοδωρής Παπαδημητρίου Βοηθός σκηνοθέτη: Στέφανος Πίττας Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη: Μυρσίνη Καρματζόγλου Φωτογραφίες δοκιμών: Τάσος Θώμογλου Διανομή Λίλα Βλαχοπούλου Γιάννης Σαμψαλάκης Στέφανος Πίττας

Γυναίκα Άντρας Καθηγητής

Φωνή γιου: Σέργιος Σωτηρούδης Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο Panorama the Sound of Film Ο ηχητικός σχεδιασμός, η ηχοληψία και η μίξη των ήχων που συμπεριλαμβάνονται στις κασέτες έγιναν από τον Χρήστο Γούσιο με τις υποδείξεις του Μιχάλη Σιώνα. Για την τηλεοπτική αποτύπωση του έργου συνεργάστηκαν : Κατά τη διάρκεια της βιντεοσκόπησης συνεργάστηκαν οι: Διεύθυνση Φωτογραφίας-Steadicam: Χάρης Πάλλας Ηχοληψία- Sound design: Χρήστος Γούσιος Ηλεκτρολόγοι σκηνής: Τάσος Δαηλίδης (Συντονιστής Γραφείου Ηλεκτρολόγων Σκηνής) Πασχάλης Κώτσιος, Νίκος-Ανδρέας Τερζόπουλος Χειριστής κονσόλας φωτισμού: Μιχάλης Ζίφτης Ενδύτρια: Έλενα Ζουρνατζόγλου Ευχαριστίες: Ενές Αχμετ Κεχαγιά, Μίλτος Τακόπουλος



Σημείωμα Καλλιτεχνικού Διευθυντή Και μόνο ο τίτλος του έργου, σημειώνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του ΚΘΒΕ, Νίκος Κολοβός, που οραματίστηκε Μεγάλες παραστάσεις στις Μικρές μας σκηνές, κι ένα εναλλασσόμενο δραματολόγιο ιδίοις δυνάμεις, όπως συνηθίζει να υπογραμμίζει Ελεύθερο ζευγάρι. Δύο λέξεις. Των οποίων ο αναφερόμενος στο δυναμικό του Οργανισμού, περικλείει συνδυασμός θα έπρεπε λογικά να φέρνει ευχαρίστηση συνάμα τις ευχές όλων μας, καθώς παραπέμπει σεσυντροφικότητα. αναγωγές: απ’ το ένα ελεύθερο ζευγάρι χέρια για και ηρεμία σε όσουςαυτοδίκαια αγαπούν τη να αγκαλιάσουμε επιτέλους ο ένας τον άλλον, ένα ζευγάρι μάτια ελεύθερα επίσης ν’ Ωστόσο. Συνοδεύεται πάντα από δεύτερες σκέψεις. αναπνεύσουμε το κοίταγμα θεαμάτων κι ακροαμάτων και εν τέλει... στην καθολικά ελεύθερη έκφραση του Πολιτισμού μας. Έως την ενσάρκωση της ευχής, η παράσταση Μιχάλης Σιώνας θα είναι ελεύθερα διαθέσιμη απ’ την ιστοσελίδα και τα podcast του ΚΘΒΕ, καθώς κινηματογραφήθηκε για να φθάσει στο κοινό που σήμερα παρά ποτέ θέλει την Τέχνη για σύντροφό του… και μάλιστα τη θέλει ΕΛΕΥΘΕΡΗ.

Νίκος Κολοβός Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΚΘΒΕ


Σημείωμα σκηνοθέτη Ελεύθερο ζευγάρι. Δύο λέξεις. Των οποίων ο συνδυασμός θα έπρεπε λογικά να φέρνει ευχαρίστηση και ηρεμία σε όσους αγαπούν τη συντροφικότητα. Ωστόσο. Συνοδεύεται πάντα από δεύτερες σκέψεις. Μιχάλης Σιώνας








Ντάριο Φο (1926 – 2016) Ο Ντάριο Φο, Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σκηνογράφος και θεατρικός παραγωγός, θεωρείται ο τελευταίος γνήσιος απόγονος της Κομέντια ντελ Άρτε και είναι ένας από τους κυριότερους θεατρανθρώπους του σύγχρονου ιταλικού θεάτρου. Γεννήθηκε το 1926 στο Σαν Τζιάνο, στις όχθες της λίμνης Ματζόρε, στην επαρχία Βαρέζε, σε μια οικογένεια με δημοκρατική και αντιφασιστική παράδοση. Ο παππούς του, με τον οποίο περνούσε τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας, ταξίδευε στην επαρχία πουλώντας τα προϊόντα από το αγρόκτημά του. Για να προσελκύσει πελάτες αφηγούνταν ιστορίες, προσθέτοντας σε αυτές ανέκδοτα και τοπικά νέα. Από αυτόν τον άνθρωπο πήρε ο Ντάριο Φο τα πρώτα στοιχεία αφηγηματικού λόγου. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μετακινούμενος από πόλη σε πόλη, ανάλογα με το πού έστελναν για δουλειά τον πατέρα του, Φελίτσε, που ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεών του. Προικισμένος με ζωγραφικό και σχεδιαστικό ταλέντο, ο Ντάριο Φο μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Μπρέρα στο Μιλάνο, ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω της έναρξης του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικογένειά του πήρε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Μετά το τέλος του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στο Μιλάνο, όπου ανακάλυψε τη σκηνογραφία στην οποία αφοσιώθηκε με πάθος. Η πρώτη περίοδος δημιουργίας του Ντάριο Φο αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1959. Έπειτα από διάφορες δοκιμές σατιρικού θεάτρου, ο Φο γράφει για την Ιταλική Ραδιοφωνία (RAI) μια σειρά από κωμικούς μονολόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην ιστορία, στη λαϊκή παράδοση και στους μύθους της παλιάς Ιταλίας. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με τον θίασο των Παρέντι και Ντουράνο, ανεβάζοντας επιθεωρήσεις στο Μιλάνο που προκάλεσαν την αντίδραση της κυβέρνησης και της εκκλησίας, γνώρισαν όμως μεγάλη επιτυχία στο κοινό. Η γνωριμία του με τον Φράνκο Παρέντι, αλλά και η μετέπειτα μαθητεία του στον Ζακ Λεκόκ, μαθητή του Ζαν Λουί Μπαρρώ και δασκάλου μιμικής μαζί με τον Μαρσέλ Μαρσώ στη σχολή του πρώτου, διαμόρφωσαν το τόσο χαρακτηριστικό ύφος της υποκριτικής του τέχνης. Στην πορεία του καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η Φράνκα Ράμε, συμπρωταγωνίστρια και σύζυγός του, με την οποία παντρεύτηκαν το 1954, κι έκαναν έναν γιο. Το 1953 γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell’occhio). Μετά από την αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν. Παρ’ όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής απ’ το κοινό. Ο Φο εργάζεται στο Μικρό Θέατρο


(Piccolo Teatro) του Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ απ’ τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής. Το 1955 ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη. Η δεύτερη περίοδος του Ντάριο Φο ξεκινά με τη δημιουργία του θιάσου Φο-Ράμε το 1959 στο Μιλάνο και τελειώνει το 1967. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κοστούμια και τα σκηνικά. Πρόκειται για την «αστική» του περίοδο κατά την οποία γράφει επτά κωμωδίες που προορίζονται για αστικά θέατρα και οι περισσότερες από αυτές παρουσιάζονται και στο εξωτερικό. Το 1960 κερδίζουν την αναγνώριση με το έργο Οι Αρχάγγελοι δεν παίζουν φλίπερ στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο, ενώ ακολουθούν κι άλλες επιτυχίες και τα έργα του αρχίζουν να παίζονται στο εξωτερικό. Βασικά χαρακτηριστικά στο θέατρο του Ντάριο Φο είναι η ειρωνεία και το γκροτέσκο. Μέσα από τα έργα του επιβεβαιώνεται η θέλησή του να προχωρήσει σε βάθος στην εξερεύνηση της λαϊκής κουλτούρας και προωθεί την κοινωνικο-πολιτική κριτική της εποχής του. Το 1966 ανεβάζει το έργο Στοχάζομαι και τραγουδώ (Ci ragiono e canto), θέαμα που υμνεί τον πλούτο του λαϊκού πολιτισμού μέσα από τα τραγούδια, τα οποία ο ίδιος ο Φο γράφει και επιμελείται με λαϊκούς τραγουδιστές της Ιταλίας. Τα σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι τα εξής: Οι άγγελοι δεν παίζουν φλίπερ (Gli Archangeli non giocano a flipper), Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς (Isabella, tre caravelle e un cacciaballe), Έβδομη εντολή: κλέβε λιγότερο (Settimo: ruba un po’ meno), Φταίει πάντα ο διάβολος (La colpa è sempre del diavolo), Η κυρία είναι για πέταμα (La signora è da buttare). To 1967 ο Ντάριο Φο ξεκινά τη συνεργασία του στην τηλεόραση, έπειτα από την άνοδο του κεντρο-αριστερού κυβερνητικού συνασπισμού. Μαζί με τη Φράνκα Ράμε θριαμβεύουν με τις εκπομπές “ Chi l`ha visto ” και “ Canzonissima”. Η τρίτη περίοδος της δημιουργίας του Ντάριο Φο αρχίζει το 1968, όταν εξαιτίας της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, καθώς και της ανάπτυξης αγωνιστικών κινημάτων στην Ιταλία, οδηγείται στη διάλυση του θιάσου του και στη δημιουργία του συνεταιρισμού Νέα Σκηνή (Nueva Scena). Απαρνιέται το «αστικό θέατρο» και ξεκινά συνεργασία με το ΑRCI που ελέγχεται από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Την περίοδο αυτή σκηνοθετεί και ερμηνεύει τη Μεγάλη παντομίμα με παντιέρα και κούκλες μικρές και μέτριες (Grande pantomime con bandiera e pupazzi picolli e medi), ένα θέαμα που αναφέρεται στην ταξική πάλη και παρουσιάστηκε με μάσκες, κούκλες και μαριονέτες. Την επόμενη χρονιά συνεχίζει με τα έργα: Στοχάζομαι και τραγουδώ Νο 2, Μίστερο Μπούφο (Mistero Buffo), Έλα μαζί μου, θα τα σπάσω όλα για όλα (Legami pure che tanto spacco tutto lo stesso) – μία αναφορά στην εκμετάλλευση της οικιακής εργασίας. Σταδιακά, αρχίζει να απομακρύνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εναντίον του οποίου είχε αρχίσει να ασκεί όλο και πιο έντονη κριτική. Το 1973, διακόπτει εντελώς τους δεσμούς του με το κύκλωμα ΑRCI και δημιουργεί με τη Ράμε τη θεατρική κοινότητα Λα Κομούνε (La Comune),


παρουσιάζοντας έργα με θέματα από τα παγκόσμια πολιτικά γεγονότα, όπως: Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού (Morte accidental di un anarchico) – με αφορμή τον θάνατο του αναρχικού Πινέλι μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα, Κάλλιο να πεθάνω απόψε παρά να σκέφτομαι πως δεν χρησίμευσε σε τίποτα (Vorrei morire anche stasera se dovessi pensare che non e’ servito a niente) – με θέμα την ιταλική και παλαιστινιακή αντίσταση, Όλοι μαζί, όλοι ενωμένοι! Αλλά με το συμπάθειο, αυτός εκεί δεν είναι το αφεντικό; (Tutti unity tutti insieme! Ma scusa, quello non e il padrone?) – μια εξιστόρηση των εργατικών αγώνων στην Ιταλία την περίοδο 1911-1922, μέσα από τη ζωή μιας μοδίστρας. Ακολουθούν τα έργα: Ο θάνατος και η ανάσταση μιας κούκλας (Morte e risurrezione di un pupazzo), Στις προσταγές του Θεού-χρήμα (Ordive per di 0.000.000), Μπουμ! Μπουμ! Ποιος είναι? Η αστυνομία (Puni! Puni! Chi e? La policia), Ο λαός πολεμά στη Χιλή (Guerra di popolo in Cile), Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! (Non si paga, non si paga). Το 1975 ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά. Το 1976 ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Όταν η δεύτερη έκδοση του Μίστερο Μπούφο παρουσιάζεται στην τηλεόραση το 1977, το Βατικανό το θεωρεί “βλάσφημο”. Το 1980 ο Φο και η οικογένειά του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια. Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ’ το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στη Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. To 1997 η Σουηδική Ακαδημία απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Ντάριο Φο, αιφνιδιάζοντας τους πάντες και προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ο Ντάριο Φο συνέχισε τη θεατρική του πορεία έχοντας πάντα στο προσκήνιο τη διαπόμπευση του κατεστημένου. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τον αντικομφορμισμό και τη δυνατή σάτιρα απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, την εκκλησία και την ηθική, που βαραίνουν την καθημερινή μας ζωή διαιωνίζοντας τον ιδιόμορφο κοινωνικό μεσαίωνα που διανύουμε και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες και έχουν ανέβει σε θέατρα όλου του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαζί τη Φράνκα Ράμε ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο δίνοντας διαλέξεις και παραδίδοντας σεμινάρια σε πολλά πανεπιστήμια. Πέθανε στις 13 Οκτωβρίου 2016, σε ηλικία 90 χρονών.


Πηγές:

1. Tony Mitchell, Dario Fo: People’s Court fester Methuen Drama, 2006 2. Tom Behan, Dario Fo: Revolutionary Theatre Pluto Press, 2000 3. Joseph Farrell and Antonio Scuderi, eds, Dario Fo: Stage, Text, and Tradition, Southern Illinois University Press, 2000 4. David L. Hirst, Dario Fo and Franca Rame, (Macmillan Modern Dramatists), Palgrave Macmillan, 1989 5. Θανάσης Νιάρχος, «Βιογραφίες: Ντάριο Φο», στο Ένας αιώνας Νόμπελ, Καστανιώτης, Αθήνα 2001 6. Μίρκα Θεοδωροπούλου, «Ντάριο Φο», στο: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, Πάπυρος, Αθήνα 1994. 7. https://www.theguardian.com/stage/2013/may/29/franca-rame


Φράνκα Ράμε (1929 – 2013) Η Φράνκα Ράμε, ηθοποιός, συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια, γεννήθηκε το 1929 στο Παραμπιάγκο της Λομβαρδίας και καταγόταν από μια οικογένεια με μακρόχρονη ιστορία στην τέχνη του θεάτρου. Η πιο σημαντική συμβολή της στο σύγχρονο θέατρο είναι η δημιουργία δυνατών κωμικών και τραγικών μονολόγων γυναικών που προκαλούν με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας στο δυτικό θέατρο το οποίο κυριαρχείται από ανδρικούς ρόλους, τους οποίους ανεβάζει σε διάφορους χώρους. Από το 1977 ξεκίνησε την καριέρα της ως συγγραφέας γράφοντας σειρά μονολόγων με τίτλο Όλο σπίτι κρεβάτι κι εκκλησία (Tutta casa, letto e chiesa) με θέμα την κατάσταση της γυναίκας, και ιδίως τη σεξουαλική δουλεία της και την καταπίεση. Ακολούθησε η σειρά μονολόγων με τίτλο Parti femminili (1988), και η συνεργασία της με τον Ντάριο Φο στη συγγραφή του έργου Ελεύθερο ζευγάρι. Η Φράνκα Ράμε υπήρξε ενεργό μέλος του Soccorso Rosso, ενός δικτύου για τη στήριξη των φυλακισμένων μελών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και των οικογενειών τους. Το 1967 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, ενώ το 2006 εξελέγη γερουσιαστής Πεδεμοντίου εκπροσωπώντας το κεντροαριστερό κόμμα Ιταλία των Αξιών, το οποίο εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα, το 2008, για πολιτικούς λόγους. Επίσης, το 2006 προτάθηκε ως υποψήφια Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Το 2010 εντάχθηκε στο Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Τον Απρίλιο του 2012 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε στο Μιλάνο στις 29 Μαΐου 2013, σε ηλικία 83 ετών.

Πηγές: 1. Firenza Guidi, “Franka Rame”, The Continuum Companion to Twentieth Century Theatre, επιμ. Colin Chambers, Oxford University Press, 2010 2. David L. Hirst, Dario Fo and Franca Rame, Macmillan modern dramatists, Basingstoke, Macmillan, 1989. 3. Monica Leigh Streifer, The Body Politic on Stage: Women Writers and Gender in Twentieth-Century Italian Theater, Διδακτορική διατριβή στο: University of California 2016 4. https://en.wikipedia.org/wiki/Franca_Rame


«Σε όλη μου τη ζωή δεν έγραψα τίποτα με μόνο σκοπό τη διασκέδαση. Πάντα επιδίωκα να συμπεριλάβω στα κείμενά μου τις ρωγμές εκείνες που θα ήταν σε θέση να ταρακουνήσουν τις βεβαιότητες, να αμφισβητήσουν παγιωμένες απόψεις, να προκαλέσουν θυμό, να ανοίξουν λιγάκι το μυαλό του κόσμου. Όλα τα υπόλοιπα, η ομορφιά για την ομορφιά, η τέχνη για την τέχνη, δεν μ’ ενδιαφέρουν». Ντάριο Φο


Πολεμώντας τις συμβάσεις με όπλο το γέλιο: ο δρόμος για ένα ελεύθερο ζευγάρι Το Ελεύθερο ζευγάρι, μια πικρή κωμωδία που στηλιτεύει τις κοινωνικές συμβάσεις ξεκινώντας από τη μικρότερη κοινωνική μονάδα –αυτή της οικογένειας– φέρνει στο φως προβληματικές γύρω από τη σχέση των ζευγαριών, σε έναν κόσμο που αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα, διατηρώντας όμως σταθερές τις βασικές του δομές. Τα πρόσωπα του έργου παλεύουν να προσαρμόσουν τη ζωή τους μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, εντός των οποίων δοκιμάζουν τα όρια και τις ισορροπίες της σχέσης τους. Οι προοδευτικές ιδέες που οδηγούν σε κοινωνικά άλματα προϋποθέτουν και γρήγορα ψυχικά αντανακλαστικά. Όταν οι χαρακτήρες επιχειρούν να ανταποκριθούν σε αυτές, έρχονται αντιμέτωποι με δυσκολίες που απαιτούν σημαντικές, δομικές, αλλαγές του εαυτού. Πρόκειται για διεργασίες που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο σε πρακτικό επίπεδο. Και με έναν τέτοιο, πλάγιο ίσως τρόπο, μέσα στο έργο αυτό, η ψυχανάλυση συναντά την πολιτική. Στο Ελεύθερο ζευγάρι διακρίνουμε μια φαινομενικά ελεύθερη σχέση σε ένα ιδιότυπο ζευγάρι, στο οποίο ο άντρας παροτρύνει τη γυναίκα να εμπλουτίσει την ερωτική της ζωή για να ξεφύγει (όπως και ο ίδιος κάνει) από τα μικροαστικά κατάλοιπα της μονογαμίας. Η σχέση αυτή στην ουσία της παραμένει βαθειά άνιση, μιας και ορίζεται αποκλειστικά από τις επιθυμίες του ενός (και συγκριμένα του άντρα). Στον γυναικείο, λοιπόν, χαρακτήρα προβάλλεται ένας νέος τύπος Αρλεκίνου∙ η γυναίκα αυτή είναι πεινασμένη (από έρωτα, από αγάπη, από αποδοχή), είναι αντιδραστική (στην καταπίεση που υφίσταται σε σχέση με την ερωτική της ζωή) αλλά είναι και ιδιαίτερα ευφυής μιας που καταφέρνει στο τέλος να ανατρέψει την κατάσταση, παίζοντας φαινομενικά με τους όρους του «αφέντη». Καλείται, λοιπόν, να σπάσει τους κυρίαρχους, καταπιεστικούς κανόνες μιας πατριαρχικής κοινωνίας, ακόμα και τη στιγμή που αυτοί οι κανόνες μοιάζουν να λειτουργούν προς όφελός της: η εντολή να απιστήσει δίνεται στο όνομα της ελευθερίας του καταπιεζόμενου. Η υποσυνείδητη πρόθεση του δυνάστη αποκαλύπτεται στο τέλος του έργου, και η πραγματική ανατροπή των σχέσεων εξουσίας οδηγεί το αφεντικό στον θάνατο. Ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε, που διένυσαν μαζί μια καλλιτεχνική και ακτιβιστική πορεία ζωής, συνέγραψαν το έργο το 1983. Με τη χρήση μπρεχτικών τεχνικών, μέσω της αφηγηματικότητας και της αποστασιοποίησης, προκαλούν το γέλιο καταδεικνύοντας, παράλληλα, βασικές προβληματικές που αφορούν τη σχέση των δύο φύλων. Οι ευφυείς και ζωντανοί διάλογοι και οι συνεχείς ανατροπές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία στιγμή, ενώ το χιούμορ αναδεικνύεται ως το βασικό εργαλείο κριτικής στους κυρίαρχους λόγους.


Ο Ντάριο Φο αξιοποιεί την πλούσια παράδοση της Κομέντια ντελ Άρτε και αναζητά τρόπους να μιλήσει από κάτω προς τα πάνω, δημιουργώντας έναν ριζοσπαστικό λόγο. 1 Δεσμεύεται να είναι η φωνή της εργατικής τάξης και θεωρεί πως το να θέτει κανείς στα έργα του ζητήματα όπως η πείνα, η αξιοπρέπεια και η ελευθερία, είναι από μόνο 2 του «ανατρεπτικό» . Σαν καλλιτέχνης αντιστεκόταν στις αυστηρά οριοθετημένες ζώνες του επαγγελματισμού. Υπηρέτησε τον χώρο της τέχνης με πολλές ιδιότητες: ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνογράφος, ζωγράφος. Η κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητάς του ξεπερνούσε όρια και διαχωριστικές γραμμές. Αντλούσε το υλικό του από καθημερινές ιστορίες, από την Ιστορία, από την πολιτική κατάσταση, την επικαιρότητα, από κάθε μορφή τέχνης («λαϊκή», «δημοφιλή» ή «υψηλή») αλλά και από τη λαϊκή παράδοση. Η Κομέντια ντελ Άρτε, οι τύποι της, η χρήση της μάσκας, ο αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας, η δύναμη της κίνησης και της μιμικής τέχνης αποτελούσαν τις βασικές καλλιτεχνικές του αποσκευές.Επηρεάστηκε από το έργο 3 του Μιχαήλ Μπαχτίν και ενδιαφέρθηκε για εκείνα τα καρναβαλικά και γκροτέσκα στοιχεία των λαϊκών θεαμάτων όπως και για τα «δευτεροκλασάτα» ή «περιθωριακά» 4 είδη, τα οποία θέλησε να τα χρησιμοποιήσει για μια τέχνη που θα απευθυνόταν στον λαό και θα έσπαγε, παράλληλα, την πολιτιστική ηγεμονία της αστικής τάξης. Υπήρξε άλλωστε και μεγάλος θαυμαστής του έργου του Αντόνιο Γκράμσι, του οποίου 5 τις απόψεις ενστερνίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Ήταν ένας ζωντανός καλλιτέχνης που τσαλαβουτούσε στα είδη και ανοιγόταν στη ζωή και στην εμπειρία. Με την ξεχωριστή του ευφυΐα, στάθηκε δημιουργικά απέναντι στα γεγονότα, έχοντας πίστη στη θετική αλλαγή της ζωής αλλά πάντοτε μέσω μιας κυνικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας.6 7

Το «γέλιο δεν αρέσει στους ισχυρούς» και ο Φο συνδεόταν με όλους τους μεγάλους συγγραφείς, που με το έργο τους στηλίτευαν την αδικία και την αλαζονεία της εξουσίας προκαλώντας γέλιο. Γελούσαν κυρίως εκείνοι που είχαν υποστεί την αδικία και είχαν βιώσει την απελπισία, μέσα σ’ ένα σύστημα ακραίων ανισοτήτων. Έτσι, στα κείμενά του, φρόντιζε με το κωμικό στοιχείο να οδηγεί τις καταστάσεις στα άκρα, εντείνοντας τις αντιθέσεις και προβάλλοντας τη διαλεκτική «μεταξύ ελευθερίας και καταπίεσης» 8. 1 2 3 4 5 6 7 8

Tom Beham, Dario Fo, Revolutionary Theatre, Pluto Press, Λονδίνο, Στέρλινγκ Βιρτζίνια, 2000, σ. 4. Anders Stephanson, Daniela Salvioni and Dario Fo, «A short interview with Dario Fo», Social Text, τχ. 16, 1986, 1987, σ. 163. Antonio Scuderi, «Unmasking the holy jester Dario Fo», Theatre Journal, τμ. 55, τχ. 2, 2003, σ. 285. Scuderi, ό.π., σ. 276. Scuderi, ό.π., σ. 276. Stephanson, Salvioni, ό.π. σ. 164. Ντάριο Φο, Εναντίον των γελωτοποιών, Ανοιχτή Βιβλιοθήκη, 2020, σ. 20. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: [https://www.openbook.gr/enantion-ton-gelotopoion/ (18/12/2020)]. Ron Jenkins, «The Roar of the Clown», The Drama Review: TDR, τμ. 30, τχ. 1, 1986, σ. 178.


Όπως ο ίδιος ανέφερε, είχε καταφέρει να «απελευθερώ[νεται] από τη συμβατική λογοτεχνική γραφή» και να εκφράζεται με το προσωπικό του στυλ, χρησιμοποιώντας τις λέξεις με διαφορετικό τρόπο, αξιοποιώντας διαλέκτους, αναπαράγοντας «ασυνήθιστους ήχους», παίζοντας με τον ρυθμό και την αναπνοή και τελικά δημιουργώντας έναν άλλο τρόπο έκφρασης, που ενώ κουβαλούσε την παράδοση, 9 ανοιγόταν, ταυτόχρονα, σε νέους χώρους υπόκρισης. Τα κείμενά του είναι ανοιχτά και ελεύθερα στους αυτοσχεδιασμούς. Για τον Φο, το έργο χτίζεται στη σκηνή. Παρά την ιδιότυπη σχέση που είχε με τα κείμενα, βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.10 Η βασική σχέση γέλιου και εξουσίας, το πυρηνικό αυτό δίπολο που συναντάμε στο έργο του Ντάριο Φο, καθώς και το ιδιαίτερο βλέμμα του πάνω στη σχέση θεάτρου και πολιτικής συνοψίζεται εξαιρετικά στη φράση του ίδιου του συγγραφέα: «Το γέλιο, αν 11 εκφράζεται σωστά, μπορεί να γίνει ο τάφος αυτών που έχουν την εξουσία» . Στέλλα Παπαδημητρίου 1 Γραφείο Δραματολογίου ΚΘΒΕ

Ντάριο Φο, Εναντίον των γελωτοποιών, ό.π. Scuderi, ό.π., σσ. 275, 276. 10 «Ντάριο Φο – Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της μάσκας», διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://selides. kastaniotis.com Ντάριο Φο, Εναντίον των γελωτοποιών, ό.π. 11 Scuderi, ό.π., σσ. 275, 276. «Ντάριο Φο – Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της μάσκας», διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: https://selides.kastaniotis.com 9


«Όμορφος όχι, δεν υπήρξα ποτέ. Το κατάλαβα αμέσως ότι η ομορφιά δεν ήταν το δυνατό μου σημείο. Το σώμα μου δεν ήταν κακό, ψηλός και αδύνατος, μεγάλη πλάτη, γεμάτος μύες, ούτε ένα γραμμάριο λίπους. Ήταν το πρόσωπο αυτό που τα χάλαγε όλα: η μύτη που δεν ήταν καθόλου ελληνική, τα στρογγυλά μάτια, οι δοντάρες που εξείχαν… Όμως, άρεσα. Δεν ήμουν ωραίος, και ήμουν φτωχός. Για να κερδίσω, έπρεπε να ρίξω το βάρος μου σε κάτι άλλο. Κάτι που πάντα κατόρθωνα με ευκολία: να κάνω τους άλλους να γελούν. Έτσι ανακάλυψα ότι οι κοπέλες μπορούν να αντισταθούν στους πάντες, αλλά όχι σε εκείνους που τις κάνουν να γελούν. Το δοκίμασα πολλές φορές. Το γέλιο μετριάζει την ένταση, κι όταν εκείνη χαλαρώσει… Ακόμα και σήμερα, όταν κάποιος νεαρός μου εξομολογείται ότι έχει ερωτικά προβλήματα, του χαρίζω μια σίγουρη συμβουλή: “κάνε τη να γελάσει, και θα πέσει στην αγκαλιά σου…». Ντάριο Φο, 2015


Γύρω από το έργο του Ντάριο Φο Ο Ντάριο Φο θεωρείται σήμερα δίκαια, ένας από τους μεγαλύτερους θεατρανθρώπους. Με την έννοια ότι, όχι μόνο γράφει θέατρο, θέατρο σύγχρονο, συγκλονιστικό, αλλά παίζει και ο ίδιος τα έργα του, τα σκηνοθετεί, γράφει μουσική και, μαζί με την αχώριστη σύντροφό του στη ζωή και στο θέατρο και στους πολιτικούς αγώνες, την ηθοποιό Φράνκα Ράμε, διατηρεί ένα σημαντικό κέντρο θεάτρου στο Μιλάνο, περιοδεύει σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας και, ακούραστα, αναλώνει μία ζωή στο σανίδι της σκηνής, θυμίζοντάς μας τον Σαρλώ, τη μια στιγμή και την άλλη τους πιο μεγάλους ρολίστες της σκηνής. Στη ζωή του ο Ντάριο Φο είναι ένας χαρούμενος άνθρωπος που μιλάει απλά για τα πιο πικρά πράγματα. Σαν ηθοποιός, είναι πληθωρικός, με πλούσια φλέβα, με ποικιλία εκφράσεων, ευφάνταστος σε ευρηματικότητα και μια κίνηση εκπληκτική. Θαρρείς πως βλέπεις πότε κλόουν, πότε μίμο, πότε χορευτή. Παίζει ο ίδιος μόνο το πολιτικό θέατρο. Τον εμπνέει η σύγχρονη πραγματικότητα, τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, η θυσία των ανθρώπων που καθημερινά γίνονται ολοκαύτωμα για το ιδανικό της ελευθερίας. Στην εποχή της δικτατορίας ο Ντάριο Φο είχε γράψει ολόκληρες σκηνές με τους Έλληνες συνταγματάρχες ονομαστικά, και τις έπαιζε στις κωμωδίες του μιλώντας ξεκάθαρα για τους εκτοπισμούς και τα βασανιστήρια. Το πέρασμά του στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1976, με την ευκαιρία της Συνάντησης Μεσαιωνικού Θεάτρου στη Ζάκυνθο, ήταν αφορμή να μας δώσει δυο-τρεις εκπληκτικές στιγμές μεγάλης τέχνης στη συγκέντρωση του Σωματείου Ηθοποιών, στο θέατρο Αθηνά και στην τηλεόραση. Η φωνή του έχει ξεπεράσει πια τα όρια της πατρίδας του. Η σάτιρά του είναι πανανθρώπινη. Δεν κάνει στεγνή πολιτική, φέρνει μηνύματα ανθρωπιάς, καταγγέλλει, ξεσηκώνει συνειδήσεις. Φεύγεις από το θέατρό του συλλογισμένος. Άννα Βαρβαρεσου-Τζόγια

Αναδημοσίευση από το πρόγραμμα της παράστασης Είχε δυο πιστόλια με μάτια ασπρόμαυρα του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, καλοκαίρι 1996.


Ο Ντάριο Φο και ο ελεύθερος χώρος του Θεάτρου Ο Ντάριο Φο είναι διάσημος και άγνωστος. Βρίσκεται σε καλό δρόμο για να γίνει μυθικός. Μήπως δεν είναι ο μόνος που από το 1968 και μετά, πέτυχε να οργανώσει αυτό που οι Ιταλοί ονομάζουν «εναλλακτικό κύκλωμα», χωρίς να συμβιβαστεί με τον θεατρικό θεσμό ή για να επαναλάβουμε τον τίτλο ενός ιταλικού βιβλίου, με το «θέατρο του καθεστώτος» και να παράγει θεάματα, που ενώ αγωνίζονται ξεκάθαρα και άμεσα για στόχους, ας πούμε «αριστερίστικους», αγγίζουν σίγουρα ένα ευρύ κοινό. […] Με λίγα λόγια, ενσαρκώνει αυτό που δεν πάψαμε να ονειρευόμαστε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ένα θέατρο συνάμα λαϊκό και αγωνιστικό, που τοποθετείται αποφασιστικά έξω από το κυρίαρχο σύστημα, δηλαδή, με την απόλυτη σημασία της λέξης, ένα ελεύθερο θέατρο. […] Αντί να εξαρτά τη δραστηριότητά του από έναν κομματικό στόχο, οι Ντάριο Φο δεν έπαψε να επιβεβαιώνει την αυτονομία και τον «ενωτικό» χαρακτήρα της πολιτιστικής εργασίας, ως όρο για την πολιτική της αποτελεσματικότητα. Βέβαια, γνωρίζει ότι τα έργα του κινδυνεύουν να χρησιμοποιηθούν από την αστική τάξη, ακόμη κι όταν την καταγγέλλουν: αρκεί να το κάνουν στο «εσωτερικό των αστικών δομών» και τη διανομή ή την αναπαράστασή τους να τη «διαχειρίζεται η εξουσία που απορρέει από την αστική τάξη». Αλλά δεν άγει και φέρει το θέατρο και δεν το υποτάσσει σε μια κομματική δράση. Αντί να στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη ανθεκτικότητα των αγωνιστικών κειμένων ή να ονειρεύεται μια αδύνατη καθαρότητα ιδεολογικών θέσεων, ο Ντάριο Φο διευρύνει την έννοια του θεάτρου ως σ’ αυτήν του χώρου (διαστήματος) –του πολιτιστικού και πολιτικού χώρου. Στόχος του είναι η επινόηση τέτοιων καινούργιων χώρων: χώροι που διαχειρίζεται η εργατική τάξη, τόποι που επιτρέπουν μια «αδιάκοπη αντιπαράθεση» και όπου «μπορούν να αναπτυχθούν η συζήτηση και η διαλεκτική»– όχι «ένα πεδίο όπου κάθε φορά η ηγεμονική τάση δίνοντας μάχη ενάντια στην τάδε γραμμή ή την τάδε ομάδα, αναζητά να μείνει η μόνη κυρίαρχη», γιατί σε ένα τέτοιο πεδίο, δεν μπορεί τίποτε να φυτρώσει ούτε ακόμη και ζιζάνια, αλλά ελεύθεροι χώροι, όπου μέσα (στην) και με την παράσταση, μπορούμε να συζητήσουμε για μια καινούργια κοινωνία.


Η προφορική γλώσσα γίνεται γραπτή γλώσσα, η παράδοση αναλαμβάνει την επικαιρότητα, το παρελθόν αντιπαρατίθεται στο πιο άμεσο παρόν, η μνήμη απαιτεί τη δράση, η αφήγηση μετατρέπεται σε ερμηνεία και το σώμα αντικαθιστά την ομιλία: ποτέ ο Ντάριο Φο δεν βασίζεται σε μια κεκτημένη αλήθεια. Πρόκειται πάντοτε να δημιουργήσει έναν χώρο ερμηνείας όπου οι παραδεδεγμένες ιδέες τρελαίνονται, όπου οι βεβαιότητες συντρίβονται και όπου οι πιο ξεκάθαρες αποφάσεις κινητοποιούνται. […] Κανένας πουριτανισμός, καμία «ανόητη ηθικολογία» στον Φο. Αλλά μια ορατή, αισθητή ευτυχία να κάνεις να παίζουν θέατρο, να το ωθείς μέχρι τα τελευταία χαρακώματά του. Ο Φο δεν παραλείπει για μας καμιά διακύμανση, καμιά απροσδόκητη πράξη (χτύπημα) – με την κύρια και μεταφορική έννοια, αλλά είναι για να δοκιμάσει καλύτερα τις μεταμφιέσεις μας και τις δανεικές γλώσσες μας. […] Χωρίς αμφιβολία η θεατρική αναπαράσταση αποτελεί τον τόπο, αν όχι το μοναδικό, τουλάχιστον το προνομιούχο της κίνησης του πήγαινε-έλα ανάμεσα στο προφορικό και το γραπτό, το παρελθόν και το παρόν, τον μύθο και την ιστορία, το όνειρο και την ανάγκη, την υπόθεση και την πραγματικότητα, που είναι ο ίδιος για ολόκληρο το έργο του Φο: εκεί όπου αυτή η κίνηση μπορεί να αναπτυχθεί με τη μεγαλύτερη ευρύτητα και τη μεγαλύτερη ένταση και όπου παίρνει, κυριολεκτικά, κατά μέρος τους θεατές. Το διαβάζουμε ήδη καθαρά στην κατασκευή των έργων. Αλλά η λειτουργία ενός τέτοιου τόπου βασίζεται, ας μην το ξεχνάμε, σε μια συγκεκριμένη εργασία: αυτή του ηθοποιού, του «ζογκλέρ», κατά τον Φο. Σε αυτόν ανήκει να βάλει σε κίνηση τις σκηνικές μηχανές του που, μέσα στο κείμενο, δεν έχουμε παρά τα πλάνα, παρά τα στοιχεία τους ή είναι αυτό που, τελικά, έχοντας παίξει, θα πάρει τον λόγο. Με το παίξιμο, καθόρισε τον τόπο, κατέκτησε έναν ελεύθερο χώρο (διάστημα). Σε μας ανήκει να συσκεφτούμε μαζί του για το τι θα ταιριάξει να κατασκευάσουμε εκεί. Μπερνάρ Ντορτ, Ο Ντάριο Φο και ο ελεύθερος χώρος του Θεάτρου, στο: Αφιέρωμα στον Ντάριο Φο, Ουτοπία, τ.43, 2001. Μετάφραση Αντρέας Παγουλάτος Πηγή: pandemos.panteion.gr/index.


Ένας αιρετικός αφηγητής Με το βραβείο Νόμπελ ανά χείρας ο Ιταλός Ντάριο Φο δεν είναι πλέον «καθ’ οδόν προς τον θρύλο» όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν ο Γάλλος θεατρολόγος Μπερνάρ Ντορτ σε μια σειρά κριτικών κειμένων του «Για τον Ντάριο Φο» τον παρουσίαζε ως μια εξέχουσα περίπτωση επικού ηθοποιού κατά το μπρεχτικό πρότυπο. Τώρα ο πολυμήχανος και αγωνιστικός Φο, άνθρωπος του θεάτρου με την πλήρη σημασία του όρου αφού συνδυάζει τέλεια στο πρόσωπό του τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό και τον εμπνευστή θεατρικών επεμβάσεων, είναι ένας ζωντανός θρύλος, με την ευρύτερη δυνατή αναγνώριση σε χώρες, πολιτισμούς, κοινωνικά στρώματα, καλλιτεχνικές ομάδες και κοινό. Φυσικά η πριν από το Νόμπελ σαρανταπεντάχρονη πορεία του κάθε άλλο παρά ομαλή και ανεμπόδιστη υπήρξε. Γιατί ο αυθεντικός, αιρετικός και προκλητικός Ντάριο Φο, ο βάρδος του πολιτικού θεάτρου για τη γενιά του Μάη του ’68 (και για όσους τον πρωτοείδαμε στο αλησμόνητο εκείνο Μίστερο Μπούφο να ανασταίνει επί σκηνής τον Giullare, περιπλανώμενο τραγουδιστή του Μεσαίωνα, προκειμένου να διηγηθεί τα χρονικά τού άλλοτε από τη σκοπιά της σύγχρονης συνείδησης) είχε αναλάβει, δεκαετίες ολόκληρες, τον ρόλο θεατρικού δυναμίτη. Στόχοι του ήταν οι μηχανισμοί της εξουσίας και οι κατεστημένοι θεσμοί, οι στερεότυπες ιδέες και προκαταλήψεις, οι κοινωνικές ανισότητες και μορφές αλλοτρίωσης. Ανοιχτός πάντα στα προβλήματα του καιρού του και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις ο Φο συγκαταλέγεται στους σημαντικούς θεατρικούς δημιουργούς που με συνέπεια και αποτελεσματικότητα ανέδειξαν το θέατρο σε μια δυναμική πολιτικο-καλλιτεχνική οντότητα, ικανή να διασκεδάζει, να καταδείχνει τις σκληρές όψεις της πραγματικότητας και να προβληματίζει με τη συνδρομή του κωμικού. Ο Ντάριο Φο γονιμοποίησε τις μεγάλες θεατρικές παραδόσεις από τους λαϊκούς αφηγητές, την Κομέντια ντελ Αρτε, τους κλόουν, μίμους και καμπαρετίστες ως την αγκίτ-προπ και τα κριτικά, μορφοπλαστικά εγχειρήματα πρωτοπόρων του 20ού αιώνα όπως ο Μαγιακόφσκι. Ιδιοφυής, εκρηκτικός, πνευματώδης, αφομοίωνε τις αντιδράσεις των θεατών και τις επενέδυε παραγωγικά στη γραφή του. Ήταν ο σχοινοβάτης που εξισορροπούσε μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, ανάμεσα στα αιτήματα για αυτοσχεδιαστική έκφραση και λογοτεχνικότητα. Ενεργοποιώντας την κωμωδία, τη φάρσα, την πολιτικο-σατιρική επιθεώρηση, το σκετς, όλες τις μορφές του κωμικού γένους, ηγήθηκε ενός «εναλλακτικού θεάτρου», πολιτικού και λαϊκού όπου η θεατρική πράξη συναντούσε την πολιτική δραστηριότητα. Ο θεατρίνος και αγκιτάτορας Ντάριο Φο, με το θαυμαστό ταμπεραμέντο και τη σκηνική μαεστρία, προερχόμενος από τα μέρη της βορειοϊταλικής Λάγκο Ματζόρε και από ένα οικογενειακό περιβάλλον παρτιζάνων και παραμυθάδων, ανακάλυψε στην Μπρέρα όπου είχε φτάσει, εικοσάχρονος, για σπουδές αρχιτεκτονικής, πώς οι


καθεδρικοί ναοί, οι υπέροχες ρομανικές εκκλησίες, ήταν έργα χιλιάδων εργατών, ενός πλήθους από ανώνυμους τεχνίτες, προτού είναι έργο του επώνυμου αρχιτέκτονα, δασκάλου. Τις λαϊκές φωνές θέλησε από τότε να μεταφέρει στο θέατρό του πανηγυρικά ο Φο. Σε ένα θέατρο που αποκαθίσταται το ίδιο ως χώρος των πολιτών μέσα στην πόλη καθώς σ’ αυτό γίνεται λόγος για τα κοινά με τρόπο άμεσο και απλό. Καθώς το ιστορικό παρελθόν ζυμώνεται με την επικαιρότητα και καθημερινότητα, καθώς οι λαϊκές διηγήσεις μετατρέπονται σε σωματική επίδειξη, δράση, αναπαράσταση. Θέατρο προσανατολισμένο στη χειρονομιακή έκφραση του πολιτικού: τέτοια ήταν πάντοτε η θεατρική δημιουργία του Ντάριο Φο, καθώς διάφορα στοιχεία παρμένα από το πλανόδιο θέατρο του Μεσαίωνα ή τα λαϊκά πανηγύρια της Ιταλίας δεν λειτουργούσαν απλώς σαν αναφορές σε θεατρικές κουλτούρες του παρελθόντος προσφέροντας «πολιτιστική αρχαιολογία», αφού η φάρσα, η παντομίμα, το κωμικό λεξιλόγιο, το καρναβάλι απέβλεπαν όχι στο να αποδώσουν το κλίμα περασμένων εποχών αλλά να μεταδώσουν ένα πολιτικό μήνυμα και να βοηθήσουν στη διαμόρφωση της γνώμης του κοινού. Το θέατρο του Ντάριο Φο ζητούσε από τον ηθοποιό έντονη σωματική και εκφραστική δράση, ένα σώμα πλήρως ενεργοποιημένο για τη μετάδοση του μηνύματος. Και ήταν η επέμβαση των ίδιων των θεατών εκείνη που συχνά έκανε τη δράση να προχωρήσει. […] «Αυτό που προσπαθήσαμε πάντα», είπε ο Φο το 1980, «ήταν να πείσουμε τους ανθρώπους ότι το θέατρο δεν είναι κάτι το τρομερό. Θέλαμε να απομυθοποιήσουμε τον ρόλο του Ιερέα που έχει ο ηθοποιός στο αστικό θέατρο και να αποκαλύψουμε την απλότητα της τεχνικής. Ο καθένας που έχει κάποια μόρφωση και μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του είναι ικανός να ενταχθεί στο θέατρο. Το να γίνεις επαγγελματίας είναι περισσότερο μια σωστή ιδεολογία παρά μια άδεια άσκησης επαγγέλματος ή μια ξεχωριστή κλίση». «Τα θεάματά μας βασίζονται στις παραδόσεις του μεσαιωνικού και λαϊκού θεάτρου. Ενός θεάτρου όπου η ατομική προσωπικότητα δεν είχε, όπως στο αστικό θέατρο, την πρώτη θέση, αλλά υπερίσχυε η συλλογική συνείδηση. Στο λαϊκό θέατρο όλα είναι άμεσα. Πρόκειται για έναν διάλογο με το κοινό που βασίζεται στο γέλιο, την πρόκληση, τις αντιδράσεις της πλατείας. Ο λαϊκός ηθοποιός παρουσιάζει ένα πρόσωπο, πέρα από τον εαυτό του, το σχολιάζει και αποβλέπει στην καθολική συμμετοχή των θεατών». Η «πληβειακή» διάσταση του κωμικού και λαϊκού θεάτρου (με την μπρεχτική χροιά της λέξης) κυριαρχεί στο θέατρο του Φο: στις τεχνικές του σώματος και του κειμένου. Στις προτάσεις για ένα θέατρο «από τον λαό» και «για τον λαό», με τις μικρές ιστορίες και τις παραβολές να ξεσκεπάζουν την Ιστορία. Στα θεατρικά σχήματα, από το αρχικό της Κομπανία Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε ως τις μετέπειτα ομάδες, τη Νουόβα Τσένα


ή την κολεκτίβα Λα Κομούνε. Το Νόμπελ σε έναν τέτοιο καλλιτέχνη είναι μια πολιτική χειρονομία που επιβεβαιώνει την αναγνώριση ενός θεάτρου προσανατολισμένου στη χειρονομιακή έκφραση του πολιτικού. Είναι όμως και μια χειρονομία που επισημαίνει την ανάγκη να αποκατασταθεί το χαμένο γόητρο της πολιτικής χειρονομίας. Ελένη Βαροπούλου, «Αφηγηματικότητες. Ένας αιρετικός αφηγητής» στο: Το ζωντανό θέατρο. Δοκίμιο για τη σύγχρονη σκηνή, Άγρα, Αθήνα 2002, σσ. 256-259 Αναδημοσίευση από το πρόγραμμα της παράστασης του ΚΘΒΕ, Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς, Θεατρική περίοδος 2009-2010.


Το γέλιο, όπλο πολιτικό

Βάση κάθε γνήσιου λαϊκού θεάτρου Ξεκίνησα από ηθοποιός. Έπαιξα σε όλα περίπου τα θέατρα της Ιταλίας. Έγινα πολύ δημοφιλής χάρη σε κάτι ραδιοφωνικές συνέχειες: σύντομες σατιρικές κωμωδίες πάνω σε θέματα παρμένα από την επικαιρότητα. Συνέχισα και συνεχίζω την παράδοση των Giuliarι. Πλανόδιοι θεατρίνοι, ανεξάρτητοι, οι Giuliarι πήγαιναν από πόλη σε πόλη παρουσιάζοντας θεάματα που ήταν ένα είδος εφημερίδας μαζί και παντομίμας: καλωσόριζαν το τέλος της φεουδαρχίας και ενημέρωναν συγχρόνως τους θεατές τους για το αν είχε κηρυχτεί πόλεμος ή αν είχε υπογραφεί ειρήνη. Στο εξωτερικό μόλις κάνεις λόγο ιταλικό θέατρο, ο νους του άλλου πάει στην Κομέντια ντελ Άρτε. Οι Giuliarι είναι παλιότεροι. Τους αφάνισαν οι θίασοι της Κομέντια ντελ Άρτε που δεν ήταν άλλο από συντεχνιακά συγκροτήματα που είχαν κάτι σαν μονοπώλιο και τα οποία ήταν αναγκασμένα να μην παίζουν παρά ανώδυνες ευτραπελίες, μια και βρίσκονταν κάτω από τη θεσμική και οικονομική εξάρτηση των ευγενών. Με τη γυναίκα μου, τη Φράνκα Ράμε, είχαμε συγκροτήσει έναν θίασο και βρεθήκαμε κι εμείς σε μια ανάλογη κατάσταση. Παντού όπου πηγαίναμε είχε τεράστια επιτυχία. […] Κάναμε και μια σειρά εκπομπών στην τηλεόραση. Σε μια εποχή που ακόμα και η λέξη μαφία ήταν ταμπού, καταγγείλαμε την επέμβαση αυτής της πανίσχυρης οργάνωσης σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Διακόψαμε τις εκπομπές επειδή αρνήθηκα να αυτολογοκριθώ. […]


Παίζαμε μπροστά σ’ ένα αστικό κοινό και του προσφέραμε μια κριτική εικόνα του εαυτού του. Το γεγονός εξάλλου ότι ήμασταν θύματα της λογοκρισίας, ανάπαυε τη συνείδησή μας. Πιστεύαμε ειλικρινά πως κάναμε αριστερό θέατρο και είχαμε φτάσει, ταυτόχρονα, σε κάτι το εντελώς τρελό: ήμασταν ο εμπορικότερος θίασος της Ιταλίας. Δίναμε τις περισσότερες παραστάσεις και ,παρά την πολύ χαμηλή τιμή των εισιτηρίων, κάναμε τις μεγαλύτερες εισπράξεις. Τι σήμαινε αυτό; Ότι οι αστοί διαθέτουν μια πνευματική καλλιέργεια που τους επιτρέπει να διακρίνουν την κριτική, να τη δέχονται και να γελάνε. […] Ήθελα να θρυμματίσω μια ορισμένη νοοτροπία της αστικής τάξης, αλλά εκείνη είχε μπει πανευτυχής στο παιχνίδι κι ερχόταν να ψυχαγωγηθεί με τις φαιδρές ξυλιές που της έδινα. Υπήρχαν βέβαια και προλετάριοι ανάμεσα στους θεατές. Αλλά τι να το κάνεις; Γελούσαν κι αυτοί μ’ εκείνους που βλέπαν πάνω στη σκηνή. Ερχόταν να γελάσουν μ’ ένα κωμικό θέατρο που κατέληγε ν’ αποτελεί φενάκη. Κατάλαβα πως είναι μάταιο να πολεμάς όσους σ’ έχουν προσλάβει με συμβόλαιο. Σ’ αφήνουν να χτυπιέσαι, το δέχονται – κι αυτό είναι όλο. Δεν καταφέρνει να θέσεις τίποτα υπό αμφισβήτηση. […] Το να κάνεις «αριστερό» θέατρο μέσα σε δομές δεξιές ισοδυναμεί με το να υπηρετείς τη δεξιά και ν’ αναπαύεις τη συνείδησή της, επιτρέποντάς της ν’ απολαμβάνει τον υποτιθέμενο φιλελευθερισμό της. Στα παλιά χρόνια οι βασιλιάδες άφηναν τους τρελούς τους να λένε οτιδήποτε, να καταγγέλλουν τα δεινά της αυθαιρεσίας και της απόλυτης εξουσίας. Αν ύψωνε όμως τη φωνή κανένας χωριάτης, τον ξεπάστρευαν. Δεν μπορούσα να παίζω πια τέτοιο ρόλο. Όταν μου απένειμαν το βραβείο της Ακαδημαϊκής επιτροπής για το κλασικό θέατρο, ντράπηκα. Κι αρνήθηκα. Αρνήθηκα οκτώ εκατομμύρια λιρέτες. Διέλυσα τον θίασό μου και τον ανασύστησα με μορφή ανεξάρτητου συνεταιρισμού, εξισώνοντας τεχνικούς και ηθοποιούς. Μερικοί ηθοποιοί έφυγαν γιατί όπως είναι ευνόητο, από τη στιγμή που όλοι κερδίζουν τα ίδια, μερικοί κερδίζουν λιγότερα. Η ομάδα όμως ανανεώθηκε κι αποφασίσαμε να δίνουμε παραστάσεις όπου μας ήταν δυνατό: σ’ ένα δημοτικό θέατρο, σε μία αίθουσα εορτών, σ’ έναν κινηματογράφο, οπουδήποτε. Ο μοναδικός μας όρος ήταν και είναι: οι οργανωτές των παραστάσεων να βρίσκονται στην υπηρεσία της εργατικής τάξης.

Ντάριο Φο, «Το γέλιο όπλο πολιτικό», περ. Θέατρο, τόμος Ζ΄, τ. 40/42, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1974. Μετάφραση Κωστής Σκαλιόρας. Αναδημοσίευση από το πρόγραμμα του ΚΘΒΕ Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς, ό.π.


Ένας σύγχρονος Goliardus Ο Ντάριο Φο κάνοντας την εισαγωγή μια παράστασης και απευθυνόμενος στο κοινό επισημαίνει: Το λαϊκό θέατρο χρησιμοποιεί ανέκαθεν το γκροτέσκο, τη φάρσα που είναι μια επινόηση του λαού για να αναπτύξει τους πιο δραματικούς του διαλόγους. Αυτό ίσχυε σε όλη την παράδοση του θεάτρου και του ελληνικού και του ρωμαϊκού. Η Ιταλίδα βιογράφος Κιάρα Βαλεντίνι […] τον χαρακτηρίζει «εθνικό giuliare» αλλά και ο ίδιος ο Φο στο έργο του Μίστερο Μπούφο δηλώνει ότι είναι ένας giuliare. […]


Ακριβώς επειδή ο giuliare ήταν ο εκφραστής ενός διαφορετικού πολιτισμού ή ο προάγγελος ενός εναλλακτικού τύπου αξιών, δέχτηκε την προσβολή των επίσημων εκπροσώπων του καθεστώτος. Ιστορικά, κατά τον Μεσαίωνα αντιπροσώπευε το λαϊκόερασιτεχνικό δράμα, το οποίο ανατάχθηκε στο θρησκευτικό δράμα. […] Χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός που δίνει ο ίδιος ο Ντάριο Φο για τον giuliare.[…] Κατά τον Φο είναι ένας μίμος, που τις περισσότερες φορές δεν χρησιμοποιεί συγκεκριμένο γραπτό κείμενο αλλά προφορικά και από μνήμης αυτοσχεδιάζει. Το προσφιλές γλωσσικό όργανο του Φο είναι το grammelot, ένας εκφραστικός τρόπος με χειρονομίες και ήχους που συλλέγοντας χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε γλώσσας, γίνεται μέσο επικοινωνίας άμεσα, ευθύ, με υπονοούμενα από την καθημερινή εμπειρία των λαϊκών μαζών. Ο Φο χρησιμοποίησε το τέχνασμα του grammelot κυρίως για να ξεπεράσει τις δυσκολίες της γλώσσας. Οι θεατρικές του ικανότητες στόχευαν στον συντονισμό της χειρονομίας και του ήχου. Ο G. Folena παρατηρεί σχετικά με το grammelot τα εξής: «Ο Φο, αναμειγνύοντας ζωντανά λαϊκά στοιχεία της λαϊκής λομβαρδικής διαλέκτου του με άλλες διαλέκτους της βόρειας λομβαρδο-βενετικής περιοχής του Πάδου, θέλησε να ξαναδημιουργήσει ως γλώσσα των guillari μια “ταξική“ γλώσσα, μια υπερδιάλεκτο προχρονολογημένη σε έναν φανταστικό μεσαίωνα, που είναι η μεταφορά της φεουδαρχικής βίας και της κοινωνικής και ιδεολογικής κατάχρησης. Στη γλώσσα αυτή ο Φο έβαλε τη μυστηριώδη επιγραφή grammelot, το άμορφο δηλαδή μουρμούρισμα.Στο αρχείο CTFR και συγκεκριμένα στον φάκελο Μίστερο Μπούφο φυλάσσεται χειρόγραφο του Φο, στο οποίο αναφέρονται οι ακόλουθοι χαρακτηρισμοί για το grammelot: «Το grammelot είναι μια ονοματοποιημένη μορφή έκφρασης ή καλύτερα αναπαράστασης αποκλειστικά θεατρικής. Το grammelot είναι το ίδιο μια ονοματοποίηση, που σημαίνει να καταφέρεις να γίνεις κατανοητός μη χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις με την καθημερινή σημασία αλλά κυρίως ήχους, που επινοούνται και υπαινίσσονται έννοιες και εικόνες τοποθετημένες με χειρονομίες και μουσικούς ρυθμούς κατάλληλους ώστε να αντιληφθείς μια αφήγηση. Το grammelot είναι με λίγα λόγια μια γλώσσα που έχει επινοηθεί και που επινοείται κάθε φορά, και που δεν μπορεί να καθοριστεί και να κλειστεί σε κανόνες και πλαίσια. Είναι, τελικά, μια γλώσσα που δεν μπορεί να είναι προνόμιο μιας εξουσίας, δεδομένου ότι κάθε “εξουσία” έχει ανάγκη να κωδικοποιήσει μια γλώσσα (την επίσημη γλώσσα) για να μπορέσει να την επιβάλει με τους δικούς της κανόνες στις κατώτερες τάξεις».

Στέλλα Πριόβολου, Ένας σύγχρονος goliardus, Περίπλους, Αθήνα 2001.


Ο Ντάριο Φο και το θέατρο σαν πολιτιστική πρακτική αντίστασης Μέσα στην πενηντάχρονη θεατρική του εργασία και πρακτική, [ο Ντάριο Φο], μαζί με τη σύντροφό του, ηθοποιό και συγγραφέα Φράνκα Ράμε, […] ακολουθώντας τη ροή της ιστορίας, κατόρθωσε να ξεπεράσει με ριζοσπαστικό και δημιουργικό τρόπο τις αντιλήψεις και την ιδεολογία ενός κλειστού, αστικού, σε τελευταία ανάλυση, θεάτρου, να ανανεώσει την παράδοση ενός παλιού λαϊκού θεάτρου, μπολιάζοντάς το με τις σύγχρονες επαναστατικές ιδέες, να ανοίξει το θέατρο και τη θεατρική πρακτική στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τους αγώνες, επινοώντας και διευρύνοντας τα πεδία και τους χώρους δημιουργικής θεατρικής παρέμβασης. Αντρέας Παγουλάτος, «Ο Ντάριο Φο και το θέατρο σαν πολιτιστική πρακτική αντίστασης», Αφιέρωμα στον Ντάριο Φο, στο: Ουτοπία: διμηνιαία έκδοση θεωρίας και πολιτισμού, τ. 43, Ελληνικά Γράμματα 2001. σσ.163-164


Ο κόσμος μου - απόσπασμα Σε όλη μου τη ζωή δεν έγραψα τίποτα με μόνο σκοπό τη διασκέδαση, πάντα επιδίωκα να συμπεριλάβω στα κείμενά μου τις ρωγμές εκείνες που θα ήταν σε θέση να ταρακουνήσουν τις βεβαιότητες, να αμφισβητήσουν παγιωμένες απόψεις, να προκαλέσουν θυμό, να ανοίξουν λιγάκι το μυαλό του κόσμου. Όλα τα υπόλοιπα, η ομορφιά για την ομορφιά, η τέχνη για την τέχνη, δεν μ’ ενδιαφέρουν. […] Συμβαίνει σε πολλούς καλλιτέχνες. Συνέβη και σε εσάς. Υπήρχαν φορές που δοκιμάσατε κι εσείς τις συνέπειες εκείνου του σκοτεινού δαίμονα που σήμερα ονομάζουν κατάθλιψη; Ένας όρος τον οποίο νομίζω ότι χρησιμοποιούμε υπερβολικά. Με ανησυχεί και με κάνει καχύποπτο όλη αυτή η μανία να θέλουμε να μεταμορφώσουμε σε παθολογία αυτό που μέχρι χθες ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η μελαγχολία, η δυσθυμία, οι στιγμές που χάνεις το θάρρος σου είναι κομμάτι της ζωής του καθενός μας, άρα και της δικής μου. […] Κι ύστερα, αυτές οι «μαύρες» περίοδοι μας δίνουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον εαυτό μας, τον κόσμο. Κάποιες φορές μάλιστα μας προκαλούν να γίνουμε πιο δημιουργικοί. Γιατί λοιπόν να τις κατευνάζουμε με χάπια; Βεβαίως, αν η ταλαιπωρία γίνεται πολύ έντονη, είναι καλύτερα να προσπαθήσουμε να την αντιμετωπίσουμε και με φάρμακα. Έχω όμως την αίσθηση ότι τώρα πια έχουμε μπει στο μεγάλο βασίλειο των φαρμάκων και των φαρμακευτικών εταιρειών. Στο πρώτο ελαφρύ σύμπτωμα, είτε είναι πονοκέφαλος είτε ψυχικός πόνος, έχουμε πάντα έτοιμο το χάπι που θα τα εξαφανίσει. Θεωρούμε μια τέτοια λύση πιο γρήγορη και πρακτική από το να μάθουμε να ανεχόμαστε τον πόνο, είτε αυτός είναι σωματικός είτε ψυχικός, ή να ψάξουμε να βρούμε τις αιτίες. Σε μια κοινωνία όπου το μόνο που μετράει είναι η αποτελεσματικότητα, όπου κανένας ποτέ δεν πρέπει να τα “παρατάει”, όπου η ασθένεια και ο θάνατος είναι κάτι που πρέπει να καταχωνιάζουμε σαν να είναι ντροπή, το χημικό πυροτέχνημα, είτε αυτό ονομάζεται φάρμακο είτε ναρκωτικό, έγινε από τη μια πλευρά η εμπορική επιχείρηση του αιώνα, από την άλλη η άνετη παρακαμπτήριος για να μεταμφιέζουμε αυτό που συχνά είναι μια ατομική ή κοινωνική δυσφορία. Αν έδιναν στον Ροσίνι το Προζάκ, ποιος ξέρει πόσες υπέροχες μουσικές δεν θα είχε γράψει.

Ντάριο Φο, Ο κόσμος μου, Καστανιώτη, Αθήνα, 2013 Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης


Ο Ντάριο Φο και το βραβείο Νόμπελ Κάποια στιγμή, στα μέσα του ταραγμένου 1968, ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε, αποφασίζουν να σταματήσουν τις επιτυχημένες παραστάσεις τους στα αστικά θέατρα. “Είχαμε βαρεθεί, λέει ο Φο, να κάνουμε τους γελωτοποιούς της αστικής τάξης, στην οποία πια οι κριτικές μας λειτουργούσαν σαν χωνευτικό. Έτσι αποφασίσαμε να γίνουμε οι γελωτοποιοί του προλεταριάτου”. Λίγο αργότερα, σε μια συνέντευξή του στη Λιμπερασιόν, λέει σχετικά, με το ίδιο θέμα: “Η αστική τάξη δεχόταν να την κριτικάρουμε ακόμα και άγρια μέσα από την σάτιρα και το γκροτέσκο, αλλά με τον όρο να την κριτικάρουμε από το εσωτερικό της δικής της δομής. Όπως ακριβώς ο γελωτοποιός του βασιλιά έχει το ελεύθερο να λέει τα πιο βαριά πράγματα ακόμα και για τον ίδιο τον βασιλιά, φτάνει να το κάνει μέσα στην αυλή, ανάμεσα στους αυλικούς που γελούν, χειροκροτούν και λένε: «Για κοίτα πόσο δημοκρατικός είναι ο μονάρχης μας». Για την αστική τάξη ήταν μάλιστα ένας τρόπος ν’ αποδείξει στον εαυτό της πόση κατανόηση είχε, πόσο ήταν... δημοκρατική. Οι μεγάλοι βασιλιάδες, οι ισχυροί που καταλαβαίνουν καλά ορισμένα πράγματα πληρώνουν πάντα τους γελωτοποιούς της αυλής για να τους ειρωνεύονται. Αλλά κάθε φορά που ένας βγαίνει από αυτήν τη διάσταση και πάει να μιλήσει στους αγρότες, στους εργάτες, στους υπό εκμετάλλευση για να πει ορισμένα πράγματα, τότε πια δεν τον δέχονται άλλο. Μπορείς να περιγελάς την εξουσία μέσα από τα πλαίσιά της, αλλά δεν επιτρέπεται να την περιγελάς από τα έξω» Η απόφαση του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε ήταν αναμφισβήτητα έντιμη και συνεπής απέναντι σε όσα πίστευαν. Η ίδια η εξουσία όμως φρόντισε να διαψεύσει τα παραπάνω λόγια. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, το 1997, η Σουηδική Ακαδημία, απονέμει το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Ντάριο Φο. Οι πάντες αιφνιδιάζονται. […] Πολλοί περιμένουν ότι δεν θα το δεχτεί. Ο Ντάριο Φο όμως τους εκπλήσσει. Αποδέχεται το βραβείο και δηλώνει ότι τα χρήματα που το συνοδεύουν, ένα εκατομμύριο δολάρια, θα δοθούν για τον αγώνα της απελευθέρωσης τριών Ιταλών πολιτικών κρατουμένων […] που εκείνη την εποχή είχαν καταδικαστεί σε 21 χρόνια φυλάκιση, ως υπεύθυνοι για τη δολοφονία του αστυνομικού διοικητή Καλαμπρέζι στο Μιλάνο το 1972. Θυμίζουμε ότι ο Καλαμπρέζι ήταν επικεφαλής των ανακρίσεων στην υπόθεση Πινέλλι, προσπαθώντας να φορτώσει σε αυτόν την έκρηξη στην Πιάτσα Φοντάνα το 1969, που στοίχισε τη ζωή σε δεκαέξι άτομα. […] Ο Ντάριο Φο υποστηρίζει πως και στην περίπτωση των τριών ηγετικών στελεχών της Lotta Continua έχουμε να κάνουμε με μια σκευωρία των δικαστικών αρχών, ανάλογη της περίπτωση Πινέλλι, βασισμένη σε εκατόν είκοσι ψέματα του βασικού μάρτυρα κατηγορίας Μαρίνο, πρώην συντρόφου των καταδικασθέντων. Στις 16 Μαρτίου του 1988 ο Ντάριο Φο και η Φράνκα Ράμε παρουσιάζουν στο Εθνικό Θέατρο του Μιλάνου θεατρική παράσταση που αναφέρεται σε αυτήν την υπόθεση.


Οι εκπλήξεις από την πλευρά του Ντάριο Φο δεν σταματούν εδώ. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1997, βραδιά απονομής του βραβείου, διαβάζει την ομιλία του ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας και των προσκεκλημένων στην τελετή ως είθισται. Ο τίτλος της, προφανώς εμπνευσμένος και από το σκεπτικό της βράβευσης, είναι: «Εναντίον των γελωτοποιών», δανεισμένος από τον ομότιτλο νόμο που θέσπισε το 1221 ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Ε’, “Contra Jogulatores Οbloquentes” [Εναντίον των γελωτοποιών που δυσφημούν και προσβάλλουν]. Ο νόμος έδινε το δικαίωμα σε οποιοδήποτε πολίτη να βιαιοπραγήσει εναντίον ενός γελωτοποιού, ακόμα και να τον σκοτώσει, ατιμωρητί, αν θεωρούσε ότι ήταν προσβλητικός! Η ομιλία αναμφίβολα προκάλεσε αμηχανία σε πολλούς παρευρισκόμενους, αλλά δεν κρύβει και την αμηχανία του Ντάριο Φο σε ορισμένα σημεία. Ποιος ξέρει ίσως τη βραδιά εκείνη να γυρνούσαν στο μυαλό του τα όσα έλεγε στη Λιμπερασιόν τριάντα χρόνια πριν... Κώστας Δεσποινιάδης, «Ο Ντάριο Φο και το βραβείο Νόμπελ» στο: Ντάριο Φο, Εναντίον των γελωτοποιών. Η ομιλία στη Σουηδική Ακαδημία, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2003


Η ομιλία του Ντάριο Φο κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας Κυρίες και κύριοι, ο τίτλος που έχω επιλέξει γι’ αυτή τη μικρή ομιλία είναι “Contra jogulatores obloquentes”, τον οποίο όλοι αναγνωρίζετε ως λατινικά, μεσαιωνικά λατινικά για να είμαστε ακριβείς. Είναι ο τίτλος ενός νόμου που εκδόθηκε στη Σικελία το 1221 από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’ της Σουαβίας, έναν αυτοκράτορα «χρισμένο από τον Θεό», που μας δίδαξαν στο σχολείο να θεωρούμε έναν ηγεμόνα εξαιρετικά φωτισμένο, έναν φιλελεύθερο. “Jogulatores obloquentes” σημαίνει “γελωτοποιοί που συκοφαντούν και προσβάλλουν”. Ο εν λόγω νόμος επέτρεπε σε όλους τους πολίτες να προσβάλλουν τους γελωτοποιούς, να τους χτυπούν και –αν θέλουν– ακόμη και να τους σκοτώσουν χωρίς να κινδυνεύουν να προσαχθούν στα δικαστήρια και να καταδικαστούν. Σπεύδω να σας διαβεβαιώσω ότι αυτός ο νόμος δεν είναι πλέον σε ισχύ, οπότε μπορώ να συνεχίσω με ασφάλεια. Κυρίες και κύριοι, φίλοι μου, διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων έχουν δηλώσει σε διάφορες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συνεντεύξεις: «Σο ύψιστο βραβείο θα πρέπει να το απονείμουμε στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, γιατί είχαν το θάρρος να τιμήσουν φέτος με το βραβείο Νόμπελ έναν γελωτοποιό». Συμφωνώ. Η θαρραλέα πράξη σας αποτελεί σχεδόν πρόκληση. Αρκεί να αξιολογήσετε τον σάλο που προκάλεσε: Κορυφαίοι ποιητές και συγγραφείς που κατοικούν στις ανώτερες σφαίρες και που σπάνια ενδιαφέρονται για όσους ζουν και μοχθούν σε ταπεινά επίπεδα, έμειναν έκπληκτοι, σαν να έπεσαν σε ανεμοστρόβιλο. Όπως είπα, επικροτώ και συμφωνώ με τους φίλους μου. Αυτοί οι ποιητές είχαν ήδη ανέλθει στα ύψη του Παρνασσού όταν εσείς, με την αυθάδειά σας, τους γκρεμίσατε στη γη, όπου έπεσαν μπρούμυτα στο βούρκο της κανονικότητας. Προσβολές και ύβρεις εξαπολύθηκαν στη Σουηδική Ακαδημία, στα μέλη της και στους συγγενείς τους μέχρι έβδομης γενιάς. Οι πιο άγριοι απ’ αυτούς κραυγάζουν: «Κάτω ο βασιλιάς… της Νορβηγίας!» Φαίνεται ότι έκαναν λάθος τη δυναστεία μέσα στη σύγχυσή τους. […] Αλλά, αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, ας το παραδεχτούμε, αυτή τη φορά, το παρακάνατε. Πρώτα δίνετε το Βραβείο σε έναν μαύρο και μετά σε έναν Εβραίο συγγραφέα. Τώρα το δίνετε σε έναν κλόουν. Τι τρέχει; Όπως λένε στη Νάπολη: «Pazziàmme?» Χάσαμε τα λογικά μας; Επίσης, οι ανώτεροι κληρικοί υπέφεραν στιγμές τρέλας. Διάφοροι αξιωματούχοι επιφανείς εκλέκτορες του Πάπα, επίσκοποι, καρδινάλιοι και αρχιερείς του Opus Dei έχουν ξεπεράσει τα όριά τους, σε σημείο μάλιστα να αιτούνται την επαναφορά του νόμου που επέτρεπε να καίγονται οι γελωτοποιοί στην πυρά. Σε σιγανή φωτιά. Από την άλλη, μπορώ να σας πω ότι υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός ανθρώπων που χαίρονται μαζί μου για την επιλογή σας. Και γι’ αυτό σας μεταφέρω τις πιο γιορτινές ευχαριστίες, εξ ονόματος πλήθους μίμων, γελωτοποιών, κλόουν, ακροβατών και παραμυθάδων. […]


Τους τελευταίους μήνες, η Φράνκα και εγώ επισκεφθήκαμε πολλές πανεπιστημιουπόλεις για να διοργανώσουμε εργαστήρια και σεμινάρια σε ακροατήρια νέων. Μας εξέπληξε για να μην πω μας ενόχλησε όταν ανακαλύψαμε την άγνοιά τους για την εποχή που ζούμε. Τους είπαμε για τις δίκες που διεξάγονται τώρα στην Τουρκία, εναντίον όσων κατηγορούνται για την σφαγή της Σεβάστειας. Τριάντα επτά σημαντικοί δημοκρατικοί διανοούμενοι, που συναντήθηκαν στην πόλη της Ανατολίας για να τιμήσουν τη μνήμη ενός περίφημου μεσαιωνικού γελωτοποιού της οθωμανικής περιόδου, κάηκαν ζωντανοί μέσα στη νύχτα, παγιδευμένοι στο ξενοδοχείο τους. Η φωτιά ήταν έργο μιας ομάδα φανατικών φονταμενταλιστών που προστατεύτηκαν από ανθρώπους της κυβέρνησης. Μέσα σε μία νύχτα τριάντα επτά από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και κούρδους χορευτές εξαφανίστηκαν από τη γη. Με ένα χτύπημα, αυτοί οι φανατικοί κατέστρεψαν ορισμένους από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του τουρκικού πολιτισμού. Χιλιάδες φοιτητές μάς άκουσαν. Τα βλέμματα στα πρόσωπά τους έδειχναν την έκπληξη και τη δυσπιστία τους. Δεν είχαν ακούσει ποτέ για τη σφαγή. Αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι ότι ούτε οι παρόντες διδάσκοντες και καθηγητές την είχαν ακούσει. Σε αυτήν την Τουρκία, μια μεσογειακή χώρα, πρακτικά μπροστά στα μάτια μας, που επιμένει για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κι ωστόσο κανένας δεν είχε ακούσει για τη σφαγή. Ο Σαλβίνι, γνωστός Ιταλός δημοκράτης, είχε δίκιο όταν έκανε την παρατήρηση: «Η εκτεταμένη άγνοια των γεγονότων είναι το κύριο στήριγμα της αδικίας». Αλλά αυτή η άγνοια των νέων προέρχεται από εκείνους που είναι επιφορτισμένοι να τους μορφώσουν και να τους διδάξουν: όταν μιλάμε για άγνοια και έλλειψη ενημέρωσης, πρώτοι υπεύθυνοι είναι οι δάσκαλοι και οι άλλοι εκπαιδευτικοί. Οι νέοι εύκολα υποκύπτουν στον βομβαρδισμό από ανώφελες κοινοτοπίες και χυδαιότητες που καθημερινά τους σερβίρουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Σκληρές τηλεοπτικές ταινίες δράσης, όπου σε διάστημα δέκα λεπτών, έχουν να αντιμετωπίσουν τρεις βιασμούς, δύο δολοφονίες, έναν ξυλοδαρμό και μια καραμπόλα δέκα αυτοκινήτων πάνω σε μια γέφυρα που καταρρέει και στη συνέχεια τα πάντα αυτοκίνητα, οδηγοί και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα… μόνον ένας επιβιώνει από την πτώση, αλλά δεν ξέρει κολύμπι και έτσι πνίγεται, υπό τις επευφημίες του πλήθους των περίεργων περαστικών που ξαφνικά έχουν εμφανιστεί στη σκηνή. […] Αυτές οι συναντήσεις ενίσχυσαν την πεποίθησή μας ότι δουλειά μας είναι –σύμφωνα με την προτροπή του μεγάλου Ιταλού ποιητή Σαβίνιο– «να λέμε την ιστορία μας». Σο καθήκον μας ως διανοούμενοι, ως πρόσωπα που ανεβαίνουμε στον άμβωνα ή στη σκηνή, και που, το σημαντικότερο, απευθυνόμαστε σε νέους ανθρώπους, δεν είναι μόνο να τους διδάξουμε μεθόδους, πώς να χρησιμοποιούν τα χέρια, πως να ελέγχουν την αναπνοή, πώς να χρησιμοποιούν το στομάχι, τη φωνή, το φαλτσέτο, το κοντρακάμπο. Δεν αρκεί να διδάξουμε μια τεχνική ή ένα στυλ: πρέπει να τους δείξουμε


τι συμβαίνει γύρω μας. Πρέπει να είναι ικανοί να πουν τη δική τους ιστορία. Ένα θέατρο, μια λογοτεχνία, μια καλλιτεχνική έκφραση που δεν μιλούν για την εποχή τους δεν έχουν καμιά χρησιμότητα. […] Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου να μοιραστώ αυτό το μετάλλιο με τη Φράνκα. Η Φράνκα Ράμε, σύντροφός μου στη ζωή και στην τέχνη, που εσείς, μέλη της Ακαδημίας, την αναγνωρίζετε με το βραβείο σας ως ηθοποιό και συγγραφέα που έχει βάλει το χεράκι της στη συγγραφή πολλών κειμένων του θεάτρου μας. Η Φράνκα έχει πολύ κοφτερό μυαλό, σας διαβεβαιώ. Ένας δημοσιογράφος της έθεσε το ακόλουθο ερώτημα: «Πώς αισθάνεστε ως σύζυγος ενός νικητή του βραβείου Νόμπελ; Που έχετε στο σπίτι σας ένα μνημείο;». Του απάντησε: «Δεν ανησυχώ. Δεν νιώθω καθόλου μειονεκτικά, εκπαιδεύομαι πολύ καιρό. Κάθε πρωί κάνω τις ασκήσεις μου: γονατίζω και ακουμπώ τις παλάμες στο πάτωμα και με αυτόν τον τρόπο προετοιμάζομαι για να γίνω το βάθρο του μνημείου. Έχω γίνει καλή σε αυτό». Όπως είπα, έχει ένα κοφτερό μυαλό. Μερικές φορές μάλιστα, στρέφει την ειρωνεία της εναντίον του εαυτού της. Χωρίς αυτή στο πλευρό μου, όπου βρίσκεται για μια ολόκληρη ζωή, ποτέ δεν θα είχα πραγματοποιήσει το έργο που κρίνατε άξιο να τιμήσετε. Μαζί σκηνοθετήσαμε και ανεβάσαμε χιλιάδες παραστάσεις σε θέατρα, κατειλημμένα εργοστάσια, σε πανεπιστημιακές καταλήψεις, ακόμη και σε εκκλησίες που δεν λειτουργούν πια, σε φυλακές και σε πάρκα, με λιακάδα και με καταρρακτώδη βροχή, πάντα μαζί. Έπρεπε να υπομείνουμε προπηλακισμούς, επιθέσεις από την αστυνομία, προσβολές από τους δεξιούς και βία. Και η Φράνκα είναι αυτή που έχει υποστεί την πιο φρικτή επίθεση. Αναγκάστηκε να πληρώσει πολύ πιο ακριβά από τον καθένα μας, με σπασμένο λαιμό και πόδι, για την αλληλεγγύη της προς τους ταπεινούς και τους ηττημένους, που ήταν η βασική αρχή μας. Την ημέρα που ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να μου απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ, βρέθηκα μπροστά στο θέατρο στη Βία ντι Πόρτα Ρομάνα στο Μιλάνο, όπου η Φράνκα, μαζί με τον Τζιόρτζιο Αλμπεράτσι, έπαιζαν το έργο Ο διάβολος με βυζιά. Ξαφνικά, περικυκλώθηκα από ένα τσούρμο δημοσιογράφων, φωτογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων. Ένα διερχόμενο τραμ σταμάτησε, απροσδόκητα, ο οδηγός κατέβηκε για να με χαιρετήσει, μετά κατέβηκαν και όλοι οι επιβάτες, με χειροκρότησαν και όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι και να με συγχαρούν… όταν κάποια στιγμή όλοι σταμάτησαν και με μια φωνή φώναξαν: «Πού είναι η Φράνκα;». Άρχισαν να κραυγάζουν «Φράνκααα» ώσπου, έπειτα από λίγο, εμφανίστηκε. Σαστισμένη και έτοιμη να βάλει τα κλάματα κατέβηκε να με αγκαλιάσει.


Εκείνη τη στιγμή, από το πουθενά, εμφανίστηκε μια μπάντα παίζοντας μόνο πνευστά και τύμπανα. Συμμετείχαν παιδιά από όλα τα μέρη της πόλης που έτυχε να παίζουν μαζί για πρώτη φορά. Έπαιξαν το «Porta Romana bella, Porta Romana» σε ρυθμό σάμπα. Ποτέ δεν έχω ακούσει τραγούδι να παίζεται τόσο φάλτσα, αλλά ήταν η ωραιότερη μουσική που είχαμε ακούσει ποτέ η Φράνκα κι εγώ. Πιστέψτε με, αυτό το βραβείο ανήκει και στους δυο μας. Σας ευχαριστώ. Ντάριο Φο Πηγή: Ανοιχτή Βιβλιοθήκη 2020, ό.π. https://www.openbook.gr/tag/ntario-fo/ Μετάφραση: Γιάννης Φαρσάρης


Μια μαρτυρία της Φράνκα Ράμε Για τον Ντάριο Φο, τον συγγραφέα, σκηνοθέτη, ηθοποιό, έχουν ειπωθεί πάρα πολλά. Αυτό που μπορώ να προσθέσω εγώ είναι για τη συμπεριφορά του όταν παίζει στη σκηνή. Πάντα παρών, έτοιμος να αρπάξει τη διάθεση του κοινού, κάθε στιγμή, με τρόπο μοναδικό. Αληθινός σύντροφος για τους συναδέλφους του, τους ηθοποιούς, τόσο που πολλές φορές στεναχωριέται για την προσωπική επιτυχία. Αν κάποιος σύντροφος ηθοποιός «χάσει γέλιο» όπως λέμε στο θέατρο, δουλεύει μαζί του και δεν ησυχάζει ώσπου να τον βοηθήσει και να το ξανακερδίσει. Για τον Ντάριο, σαν άνθρωπο-σύντροφο, ντρέπομαι να μιλήσω. Θα πω μόνο πως την εντιμότητα και την εσωτερική του ομορφιά τη βλέπει κανείς τώρα που γερνάει στο πρόσωπό του. Γίνεται όλο και πιο γλυκός, σεμνός, όλο και πιο γενναιόδωρος, συμπαθητικός, ήρεμος και υπομονετικός. Δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει τόση υπομονή, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές. Κι ένας Θεός ξέρει πόσες δυσκολίες συναντήσαμε. Τίποτα δεν τον απογοητεύει. Ποτέ δεν τον άκουσα να λέει: Δε βαριέσαι: Άσ’ το! Ακόμα και δοκιμασίες σκληρές, όπως η σύλληψή μου από τους φασίστες, ή η διάλυση της ομάδας μας το 1972, τις ξεπέρασε με τη λογική του, με τη δύναμή του, με τη συνέπειά του και την ηρεμία του. Σίγουρος πως θα τα κατάφερνε. Σίγουρος για τη συμπαράσταση και την εκτίμηση των συντρόφων που κατά χιλιάδες στέκονται πάντα στο πλευρό μας. Τι είπατε; Νομίζετε ότι είμαι φανατισμένη με τον Ντάριο; Πως τον θαυμάζω πολύ; Πάρα πολύ; Ε, λοιπόν, σας λέω: Ναι! Τον θαυμάζω. Μα ακόμα περισσότερο τον εκτιμάω. Ήταν μεγάλη τύχη που τον συνάντησα. Κι αν δεν το είχα ήδη κάνει, θα τον παντρευόμουνα. Πηγή: Πρόγραμμα της παράστασης του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, Ντάριο Φο, Είχε δυο πιστόλια με μάτια ασπρόμαυρα, καλοκαίρι 1996


Εγώ σε θέλω ακόμα. Μου αρέσει που άλλαξες, αλήθεια. Μου αρέσεις πιο πολύ από πριν. Αλλά ρε παιδί μου, πώς να το πω, είναι σα να μην είσαι εσύ, εγώ σε θέλω όπως ήσουν πριν. Μπορείς να ξαναβρείς λίγο τον εαυτό σου;


Ο Ντάριο Φο στο ΚΘΒΕ Θεατρική περίοδος 2009-2010

Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς Κατά τη θεατρική περίοδο 2009-2010 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανέβηκε το έργο του Ντάριο Φο Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες και ένας παραμυθάς, σε μετάφραση του Κωστή Σκαλιόρα και σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα. Τον ρόλο του Χριστόφορου Κολόμβου ερμήνευσε ο Κώστας Σαντάς, τον ρόλο του Βασιλιά Φερδινάνδου ερμήνευσε ο Νίκος Κολοβός και τον ρόλο της Βασίλισσας Ισαβέλλας η Πολυξένη Σπυροπούλου. Η πρεμιέρα έγινε στο Βασιλικό Θέατρο στις 5 Φεβρουαρίου 2010. Απόσπασμα από το σημείωμα σκηνοθέτη για την προβολή της παράστασης: «Ο Ντάριο Φο διηγείται, με τον δικό του αμίμητο τρόπο, την ιστορία του Χριστόφορου Κολόμβου. Χειμαρρώδης, γενναιόδωρος, απολαυστικός. Οξυδερκής, καυστικός, ανατρεπτικός. Βαθιά πολιτικός. Ενοχλητικός. Θεατρίνος και γελωτοποιός. Ξετυλίγει το κουβάρι μιας “γνωστής” ιστορίας και ανάγει ένα λησμονημένο ‘παραμύθι’ σε προβληματισμό ενός σύγχρονου πολίτη. Γιατί το ταξίδι του Κολόμβου μπορεί να είναι, εντέλει, η διαδρομή του καθενός μας. Το παραμύθι της δικής μας ζωής. Το όνειρό μας». Γιάννης Ρήγας Οι συντελεστές της παράστασης Μετάφραση: Κωστής Σκαλιόρας Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν Κοστούμια: Χρήστος Μπρούφας Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Χορογραφία: Μαριάνθη Ψωματάκη Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη Μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης Βοηθός σκηνοθέτη: Καρολίνα Σεργάκη Οργάνωση παραγωγής: Ροδή Στεφανίδου


Έπαιξαν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Πάνος Αργυριάδης (Α Κήρυκας, Στρατιώτης, Ναύτης, Λαός) Άννα Γιαγκιώζη (Λαός, Θεραπαινίδα, Σοφός, Μεταφράστρια, Ναύτης, Γραμματέας) Δημήτρης Διακοσάββας (Λαός, Σοφός, Κατήγορος, Καλόγερος) Νίκος Καπέλιος (Λαός, Σοφός, Κατήγορος, Καλόγερος) Γιάννης Καραμφίλης (Λαός, Υπηρέτης, Σοφός, Κουιντινίλα, Υποδιοικητής) Νίκος Κολοβός (Βασιλιάς Φερδινάνδος) Δημήτρης Μορφακίδης (Α’ Μαραγκός, Β’ Κήρυκας, Στρατιώτης, Ναύτης, Λαός) Φούλης Μπουντούρογλου (Λαός, Σοφός, Πατήρ Ντιέγκο) Πάολα Μυλωνά (Λαός, Θεραπαινίδα, Στρατιώτης, Ιωάννα η τρελη) Χρίστος Νταρακτσής (Δήμιος) Κώστας Σαντάς (Καταδικασμένος ηθοποιός, Κολόμβος) Γιάννης Σιαμσιάρης (Καλόγερος, Σοφός, Επίσκοπος Φονσέκα) Πολυξένη Σπυροπούλου (Λαός, Βασίλισσα Ισαβέλλα) Βιργινία Ταμπαροπούλου (Λαός, Γυναίκα του κατάδικου, Θεραπαινίδα, Μαρία, Ναύτης) Μαριάννα Τάντου (Λαός, Θεραπαινίδα, Άρρωστη κοπέλα, Στρατιώτης, Ναύτης) Γιάννης Τσιακμάκης (Β’ Μαραγκός, Λαός, Ναύτης, Γραμματέας) Μανώλης Φουντούλης (Γ Μαραγκός, Αγγελιοφόρος, Λαός, Ναύτης, Γραμματέας) Ευάγγελος Χαλκιαδάκης (Φρουρός, Καλόγερος, Λαός, Σοφός, Υπηρέτης, Πλοίαρχος Πινθόν) Λαός, Καλόγεροι, Στρατιώτες: Λουκία Βασιλείου, Κωνσταντίνος Βουδούρης, Μαρία Γιαννακέα, Γιώργος Γιόκοτος, Θανάσης Μεγαλόπουλος, Ξένια Πετμεζά, Αντώνης Πριμηκύρης, Αμαλία-Ελευθερία Ταταρέα, Δανάη Τίκου, Αναστασία Χατζάρα, Μαρία Ψαρολόγου. Πηγή: Αρχείο ΚΘΒΕ


Θεατρική περίοδος 2016-2017 Η Γέννηση του γελωτοποιού Στο πλαίσιο του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε τη Γέννηση του γελωτοποιού -από το Μίστερο Μπούφο- του Ντάριο Φο, σε σκηνοθεσία Θανάση Ραφτόπουλου, στο Φουαγιέ του Βασιλικού Θεάτρου, στις 26 Μαρτίου 2017, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό*. Απόσπασμα από το σκηνοθετικό σημείωμα για την προβολή της παράστασης: «Οι γελωτοποιοί στο Μεσαίωνα πήγαιναν από χωριό σε χωριό λέγοντας ιστορίες αντλούμενες από θρησκευτικά θέματα. Οι ιστορίες αυτές πολλές φορές, ενοχλούσαν και μπορεί να στοίχιζαν στους γελωτοποιούς την ίδια τους τη ζωή. Ο Ντάριο Φο παίρνει τις ιστορίες των γελωτοποιών του Μεσαίωνα και, με όπλο το χιούμορ του, συνθέτει το Μίστερο Μπούφο. Μια από αυτές τις ιστορίες είναι η «Γέννηση του Γελωτοποιού». Θανάσης Ραφτόπουλος Μετάφραση: Θωμάς Μοσχόπουλος Σκηνοθεσία και ερμηνεία: Θανάσης Ραφτόπουλος *Η παράσταση παρουσιάστηκε μαζί με την Απολογία του Θεόφιλου Τσάφου του Νίκου Κούνδουρου.



Οι συντελεστές για τις διαδικτυακές πρόβες και την κινηματογράφηση της παράστασης για διαδικτυακή προβολή Το ζήτημα είναι πως αυτό που ζούμε τους τελευταίους μήνες δεν είναι κάτι ελεγχόμενο από τον εαυτό, γι’ αυτό και βλέπουμε να αφήνει ανεπούλωτες πληγές γύρω και ψυχολογικές επιπτώσεις. [...] Όσο γρηγορότερα κατανοήσουμε και αποδεχθούμε την αδυναμία μας έναντι της νέας –προσωρινής ή όχι δεν έχει σημασία– “κανονικότητας”, τόσο ευκολότερα θα βγούμε απ’ την παιδωμή της, χωρίς να ξοδέψουμε όλες μας τις οικονομίες σε ψυχολόγους. Η συναναστροφή με ανθρώπους που από λίγη γίνεται ελάχιστη, ελπίζω να μην παγιωθεί ως τακτική. Αυτό στο πεδίο των κοινωνικών μας συναναστροφών. Επαγγελματικά είναι διαφορετικά. Έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα πράγμα, τα όρια. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να εκπαιδευτούμε στις πρόβες από απόσταση. Αλλά πάλι, πόση συζήτηση να κάνουμε; Πώς θα μεταδοθεί κάτι ενεργειακά μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή; Εξαντλούμε τα όρια της λογοτεχνίας. Άσε που η παράσταση πριν σχετιστεί με το κοινό είναι στο πενήντα τοις εκατό της. Είναι κυριολεκτικά μισή παράσταση χωρίς θεατές. Γιατί τώρα, αυτό που δημιουργούμε το κρίνω εγώ κι άλλοι τρεις νοματαίοι, οι συνεργάτες μου. Θα παιχθεί άραγε ποτέ μπροστά σε κοινό; Με απασχολεί πάρα πολύ. Έχουμε όλοι ανάγκη να βγει στον κόσμο, να μετρήσει πέντε δέκα παραστάσεις για να καταλάβουμε. Πού άρεσε, πού σκόνταψε, πού κάναμε λάθος, πού πετύχαμε χωρίς να το περιμένουμε και πολλά άλλα. Μόνο με κόσμο μπορείς να κρίνεις και να πας παρακάτω. Οι ηθοποιοί πρέπει να τεστάρουν αυτά που κάνουν. Δεν ετοιμάζουν ένα προϊόν για να το στείλουν στο φως και ύστερα δεν ασχολούνται με τη μοίρα του. Αναφορικά δε με την καταγραφή των παραστάσεων σε βίντεο, δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος να πηγαίνουμε όλο και κοντύτερα στη λογική του σινεμά. Είναι πολύ δυνατό μέσο, δεν τα βάζεις με το σινεμά. Από την άλλη δε μπορούμε να κάτσουμε και με σταυρωμένα χέρια. Αν το μέσον αυτή τη δεδομένη περίοδο είναι η ψηφιακή προβολή σε μια οθόνη, αυτό έχουμε, αυτό θα χρησιμοποιήσουμε». Μιχάλης Σιώνας


Εγώ επιλέγω να βλέπω την κατάσταση που ζούμε σαν μια πρωτοφανή πρόκληση. Είναι μια νέα εμπειρία. Δεν στέκω στα αρνητικά της. Βασικό της έλλειμμα συνεπεία της πραγματικότητάς μας είναι η έλλειψη κοινού. Όμως, ταυτόχρονα, σκέφτομαι πως το θέατρο έδωσε τόσα πολλά στην τέχνη του κινηματογράφου. Ίσως είναι η στιγμή να πάρει απ’ το σινεμά. Να βοηθηθεί απ’ αυτό να φθάσει στον κόσμο. Στέφανος Πίττας

Νομίζω ότι οτιδήποτε σχετίζεται με την ενέργεια της συνύπαρξης των ανθρώπων, όταν γίνεται διαδικτυακά, σου στερεί ένα κομμάτι που είναι στον πυρήνα της ουσίας. Δηλαδή η πρόβα, νομίζω πως δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει, είτε στο θέατρο είτε στο σινεμά είτε στη μουσική εξ’ αποστάσεως με αξιώσεις αντίστοιχες. Χρήστος Γούσιος


Ο ήχος τέταρτος πρωταγωνιστής στο Ελεύθερο ζευγάρι του ΚΘΒΕ Η σχέση μου με το ήχο είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι με την εικόνα. Δουλεύοντας, συχνά, κατεβάζω το κεφάλι και ακούω το σύμπαν γύρω. Και μόνο απ’ τον ήχο που κάνει ένα σώμα δίπλα, φτιάχνω την εικόνα του, εκμαιεύω την περιπέτεια του χαρακτήρα, την ψυχολογία του. Επίσης αγαπώ τις λέξεις, τη συντακτική συναρμολόγηση των φράσεων, την εκφορά του λόγου, το πώς τονίζονται και εννοούνται, τη μουσική της προφορικής λογοτεχνίας. Τίποτε δεν είναι τυχαίο γύρω μας. Στο Ελεύθερο ζευγάρι, ο τεχνητός ήχος συμπρωταγωνιστεί με τους ηθοποιούς. Ακόμη, επιχειρώ συχνά να καταλάβω πώς εντάσσονται στη σκηνοθεσία τα εξωγενή στοιχεία. Πώς απ’ το πουθενά, λόγου χάρη, έρχεται μια μουσική απ’ τα ηχεία του θεάτρου. Ακόμη κι αν το αποδέχομαι ως μια επιβεβλημένη σύμβαση, δεν το δικαιολογώ εύκολα. Μπορεί να αναγνωρίζω την πηγή, όμως το ερωτηματικό είναι διαρκές κι επαναλαμβανόμενο: «στον κόσμο των ηρώων, τι δουλειά μπορεί να έχουν αυτά τα ηχεία»; Τα κασετόφωνα που χρησιμοποιούμε στην παράσταση καταργούν με έναν τρόπο την “από θεού” παρέμβαση. Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές που τα χειρίζονται ζωντανά, συνομιλούν εν ώρα δράσης με τον εξωγενή αυτό ήχο, στο εδώ και κάποτε. Η ιστορία ξαναλέγεται σε real time, οι λέξεις ξεπηδούν από μια μικρή πομπίνα. Μπορεί να μασήσει άμα την «τρέξεις», και τότε θα έχεις χάσει αυτό που πρέπει να ειπωθεί. Είναι κι αυτό το ταυτόσημο του rewind-fast forward, μπρος-πίσω της ζωής.


Έτσι δεν κάνουμε όλοι μας; Λέμε τα ίδια και τα ίδια, αναμοχλεύουμε καταστάσεις, τις επαναφέρουμε σε ένα λεκτικό προσκήνιο, επιχειρώντας να επιβάλλουμε τη θέση μας, να δικαιολογήσουμε επιλογές και στάσεις ζωής, στιγμές κι ειλημμένες αποφάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στο Ελεύθερο ζευγάρι που το ενσαρκώνουν η Λίλα Βλαχοπούλου και ο Γιάννης Σαμψαλάκης μαζί με τον Στέφανο Πίττα, το τρίτο όπως συνηθίζουμε να λέμε πρόσωπο. Προσπαθεί να μάθει ο ένας λίγο παραπάνω τον άλλο. Μαθαίνουμε τον άλλον ζώντας μαζί του. Ειδικά στις ερωτικές σχέσεις το έδαφος είναι ευδόκιμο να χτιστεί όλο αυτό. Τι γίνεται ανάμεσα στα ζευγάρια; Πόσο ξέρουμε το άλλο εγώ, πόσο το κατανοούμε, πόσο το «μανιπουλάρουμε»; Ακούγεται παράλογο αλλά, τον κακό μας εαυτό, είθισται να μην τον βγάζουμε σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε αλλά σε κείνους που αγαπάμε. Με τους ξένους είμαστε πιο ευγενικοί, πιο ανεκτικοί. Τουναντίον, γινόμαστε σκληροί πολύ και άδικοι συχνά με τα άτομα που έχουμε κοντά μας. Τα παιδιά μας, τους συντρόφους μας, και όχι μόνο συνειδητά για να τους κάνουμε δήθεν καλύτερους ανθρώπους. Μιχάλης Σιώνας Αποσπάσματα από συνομιλίες των συντελεστών με τη Χρύσα Σάμου για τη διαδικτυακή προβολή των παραστάσεων


Ο Χρήστος Γούσιος για τη συμμετοχή του στην παράσταση Όταν με φωνάζουν να δουλέψω για μια παράσταση ή για ένα κινηματογραφικό έργο ή για οτιδήποτε άλλο έχει οπτικοακουστικά, αρχίζω και σκέφτομαι αποκλειστικά τους ήχους. Η δικιά μου η δουλειά είναι να σκέφτομαι αποκλειστικά αυτό το πράγμα. Και μετά να αφαιρέσουμε φυσικά. Γιατί πάντα η δική μου σκέψη, κι όλων των ανθρώπων που εξειδικεύονται σε κάτι, είναι στο να εκφραστούν και οι ίδιο μέσα απ’ αυτό. Άρα και μόνο που μου λέει κάποιος έναν τίτλο για κάτι, εγώ αρχίζω και σκέφτομαι τι θα μπορούσε να υπάρχει ηχητικά εκεί μέσα. Για τον ήχο Ο ήχος είναι κάτι το οποίο, επειδή ακριβώς είναι αόρατος, κατά περιόδους μας απασχολεί και κατά περιόδους δεν μας απασχολεί. Το ευχάριστο είναι πως τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να μας απασχολεί έντονα μέσα στα θεατρικά και κινηματογραφικά έργα. Δηλαδή, συμβαίνουν πράγματα και στο ελληνικό σινεμά και στο ελληνικό θέατρο, τα οποία πριν από αρκετά χρόνια δεν συνέβαιναν. Υπάρχει πλέον η δυνατότητα να βάλεις κάποιες ηχητικές πινελιές μέσα στο οποιοδήποτε έργο και να δώσουν κάτι που παλαιότερα δεν υπήρχε. Κι επίσης, υπάρχει η δυνατότητα να δοκιμάζεις και να πειραματίζεσαι με πράγματα, όπου ο ήχος έχει τη δυνατότητα, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, να πει πράγματα και να αφηγηθεί, όντας ταυτόχρονα και διακριτικός. Για τη μουσική Η μουσική είναι το καμάρι της οικογένειας του ήχου. Δεν μπορώ να το πω πιο απλά. Δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι που είναι μέσα στον κόσμο του ήχου, τη μουσική έχουμε για καμάρι. Είναι το παιδί μας για το οποίο είμαστε φοβερά υπερήφανοι. Φυσικά υπάρχουν και κάποια στοιχεία οργάνωσης του ήχου, που έχουν μέσα και διαστάσεις μουσικότητας. Για την παράσταση Θέλει φοβερή προσπάθεια να «παντρέψεις» αυτό που κάνεις με ό,τι χρειάζεται μια παράσταση. Να είναι λειτουργικό μέσα στην παράσταση. Να την υπηρετεί. Το ωραίο κάθε φορά είναι ότι συνειδητοποιώ κάτι επιπλέον για τη δικιά μου δουλειά. Γιατί το να πεις ότι κάνω αυτό με τον ήχο μες σε μια παράσταση, δεν είναι ξεχωριστό


δεν είναι ξεχωριστό απ’ την υποκριτική. Δεν είναι ξεχωριστό απ’ το πιθανό σκηνικό που δεν υπάρχει εδώ, αλλά όλα συνδέονται μεταξύ τους. Δηλαδή εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι που να μην ταιριάζει με τον τρόπο που ερμηνεύουν η Λίλα, ο Γιάννης… Πρέπει αυτό που κάνω να είναι ταιριαστό, λειτουργικό για την παράσταση. Άρα είναι πράγματα που συνέχεια τα επανεξετάζει κανείς. Και επειδή ακριβώς είναι πολύ δημιουργικό είναι και πολύ όμορφο και για μένα. Ας πούμε, το σημαντικότερο είναι να μπορούν να ερμηνεύσουν, χωρίς να σκέφτονται το κομμάτι του ήχου και της μουσικής οι ηθοποιοί. Από την άλλη, θεωρώ φοβερά σημαντικό, να μπορούν τα ηθογραφήματα κι όλες οι συνθέσεις που ετοιμάζονται γι’ αυτή την παράσταση να καταλάβουν καθ’ ολοκληρία τον χώρο ο οποίος τους παρέχεται. Δηλαδή, εφόσον λόγου χάρη, πρέπει να έχουμε μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει και ξαφνικά βρισκόμαστε σ’ ένα εξωτερικό περιβάλλον, θα πρέπει αυτό για τα πέντε, δέκα, είκοσι δευτερόλεπτα που διαρκεί να είναι φτιαγμένο μ’ έναν τρόπο που θα εξυπηρετήσει πραγματικά όλη την παράσταση. Και αναφορικά με την ποιότητα του και αναφορικά με το περιεχόμενό του… Και αναφορικά με το συναισθηματικό του περιεχόμενο. Είναι μια παράσταση που δεν έχει σκηνικά, δεν έχει φώτα, και οροθετούνται κάποιες δράσεις και χώροι με τον ήχο μόνο, ο οποίος παίζει από κασετόφωνο. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό για όλους όσοι συμμετέχουμε νομίζω. Θα ήθελα να πιστεύω και για τους ηθοποιούς…Και για μένα, αφού καλούμαι να φτιάξω πράγματα απ’ τη μια λειτουργικά απ’ την άλλη να δέσουν με τη δραματουργία πετυχαίνοντας τον σκοπό τους. Να διαμορφώσουν τους χώρους μέσα απ’ τον ήχο. Αυτό προέκυψε με κάποιες κουβέντες που κάναμε προηγούμενα. Για παράδειγμα, αυτή η περιβόητη ενορία που μιλάμε στην πατρίδα μας. Λέμε λόγου χάρη «ποια είναι η ενορία σου» ; «… η τάδε»! Η ενορία λοιπόν, είναι εντός των ορίων που φθάνει ο ήχος της καμπάνας. Και το τελευταίο σπίτι στο χωριό, πρέπει να ακούσει την καμπάνα. Αυτή λοιπόν είναι η ενορία μας. Κατά συνέπεια, αν ο ήχος της καμπάνας, ορίζει τα όρια του χωριού μας, γιατί να μην μπορεί να ορίσει με το ηχοτοπίο της κασέτας, τον χώρο μέσα στο σπίτι που ζει το «Ελεύθερο ζευγάρι»; Αυτή είναι αν θες η σκέψη ή αυτό προσπαθούμε κι εμείς να δούμε, κατά πόσο λειτουργεί μέσα στην παράσταση, και ομολογώ πως έως τώρα, λειτουργεί πολύ καλά. Αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Χρήστου Γούσιου στη ραδιοφωνική εκπομπή του ΚΘΒΕ Φώτα, σανίδι, χαρτί με τη Μάρα Τσικάρα και τον Γιώργο Κολοβό



Πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη σε αυτόν που σκηνοθετεί. Έχω δει σε πολλά μέρη του κόσμου παραστάσεις με έργα μου. Δεν προλαβαίνω να τα δω όλα, κάθε τόσο όμως βλέπω κάτι. Και πρέπει να πω ότι συχνά αυτοί οι δημιουργοί –γιατί δεν είναι μόνο ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, είναι δημιουργοί– βάζουν κάτι από τη δική τους πραγματικότητα στο έργο. Είναι εξυπνάδα αυτό. Ντάριο Φο



«Εκείνο που πάντα προσπάθησα να κάνω αυτά τα χρόνια ήταν να επιδιώξω να δει ο κόσμος την πραγματική διάσταση της εξουσίας, να ανακαλύψει το πρόσωπό της. Με λίγα λόγια, θέλω να πω, ότι οι επαναστάσεις δεν γεννιούνται επειδή κάποιος ξυπνάει ένα πρωί και λέει: «Τι ωραία μέρα, ας κάνουμε την επανάσταση». Με άλλα λόγια να δημιουργήσεις στον κόσμο την συνείδηση ότι είναι εκμεταλλευόμενος, να τον κάνεις να δει τη διάσταση της εκμετάλλευσής του». Ντάριο Φο





- Η ελεύθερη σχέση είναι ωραία και καλή, μόνο όταν λειτουργεί από τη μεριά του ενός. - Έτσι είναι, ναι. Μου άρεσε όταν το έκανα μόνο εγώ, το παραδέχομαι. Εγώ σε παρατούσα, εγώ γυρνούσα...



«Αυτό που σήμερα εύχομαι σε κάθε παιδί είναι να έχει μια θαυμάσια οικογένεια, σαν τη δική μου. Όπου τα χρήματα δεν περίσσευαν αλλά η τρυφερότητα, η καλή διάθεση, η φιλοξενία, ναι. Μας μεγάλωσαν –εμένα, τον αδελφό μου Φούλβιο και την αδελφή μου Μπιάνκα– στον αστερισμό της ελευθερίας και της ειρωνείας. Προσπαθώντας πάντα να καταλάβουν τη δική μας λογική και χωρίς να επιβάλουν ποτέ τη δική τους». Ντάριο Φο



- Γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να αντιδράσουμε, να πάμε κόντρα στο σύστημα. Ανοιχτό ζευγάρι, πολιτισμένο, ελεύθερο. - Πολιτισμένο, ελεύθερο. Μόνο που τ’ άκουγα με έπιανε αηδία. Τελικά όμως το έκανα. Ήταν ο μόνος τρόπος να σωθεί η σχέση μας. Να ξενοκοιμόμαστε.




Βιογραφικά σημειώματα

Λίλα Βλαχοπούλου Ηθοποιός Σπουδές: Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ. Παρακολούθησε σεμινάρια σκηνικής κίνησης με τον N.Karpov καθώς και σεμινάρια φωνητικού αυτοσχεδιασμού με τη Σ. Γιαννάτου. Θεωρία της μουσικής και αρμόνιο στο Ιόνιο Ωδείο. Συμμετείχε στις παραστάσεις του ΚΘΒΕ: Το Κύμα (σκην. Γ. Ρήγας), Πεέρ Γκυντ (σκην. Γ. Μαργαρίτης), Γλυκό πουλί της νιότης (σκην. Β. Νικολαϊδης), Με δύναμη από την Κηφισιά (σκην. Γ. Ρήγας), Η κωμωδία του αυτόχειρα (σκην. Γ. Ρήγας), Το αγόρι με την βαλίτσα (σκην. Μ. Σιώνας), Οιδίπους Τύραννος (σκην. Γ. Κολοβός), Κολοβός), Υπηρέτης δύο αφεντάδων (σκην. Μ. Σιώνας), Όρνιθες (σκην. Γ. Ρήγας). Έχει εργαστεί, επίσης, ως βοηθός σκηνοθέτη και έχει ασχοληθεί με τη σύνθεση κειμένων.

Χρήστος Γούσιος Σχεδιασμός ήχου Σπουδές: Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της ΠΣ του ΑΠΘ. Διδάσκει από το 2005 στο Τμήμα Κινηματογράφου μαθήματα της ενότητας Ήχος & Μουσική στον Κινηματογράφο, όπου και είναι επίκουρος καθηγητής. Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας sound designer και έχει συνεργαστεί με πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες για κινηματογραφικές ταινίες, ντοκιμαντέρ, θεατρικά κ.ά. Έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, μόνος του, με τον Θοδωρή Παπαδημητρίου και με το μουσικό σχήμα the Prefabricated Quartet, του οποίου είναι ιδρυτικό μέλος. Επίσης έχει συνθέσει κι ερμηνεύσει μουσική για ταινίες του βωβού κινηματογράφου σε συνεργασία με διάφορους καλλιτέχνες. Είναι μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και το 2019 απέσπασε το Βραβείο Ήχου Ίρις, μαζί με τους Κ. Βαρυμποπιώτη και Δ. Αθανασόπουλο, για τον ήχο της ταινίας 1968 (σκην. Τ. Μπουλμέτης).


Μιχάλης Σιώνας Σκηνοθέτης Σπουδές: Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ. Σκηνοθέτησε τις παραστάσεις: Nordost του T. Buchsteiner, Ορέστης του Ευριπίδη, Το αγόρι με τη βαλίτσα του Μ. Κέννυ, Δεν σε ξέχασα ποτέ του Λ. Ναρ, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Μεσαίωνας 2015, After the campsite (The Future of Europe – International Theatre Festival – Schauspiel Stuttgart), Υπηρέτης δύο αφεντάδων του Κ. Γκολντόνι, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας Concert Overture του F. Mendelssohn, Το σύστημα του Πόντζι του D. Lescot. Διδάσκει υποκριτική στη Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ. Ιδρυτικό και σταθερό μέλος του μουσικού συνόλου The Prefabricated Quartet. Έχει συνθέσει μουσική για κινηματογραφικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, ντοκιμαντέρ, ταινίες του σιωπηλού κινηματογράφου-περίοδος 1895-1927, θεατρικές παραστάσεις. Συνεργάζεται με το τμήμα εκπαιδευτικών και κοινωνικών δράσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (Σχεδιασμός και εκτέλεση προγράμματος με θέμα «Μουσική και Αυτοσχεδιασμός» σε Γενικά Καταστήματα Κράτησης).

The Prefabricated Quartet Μουσική Το μουσικό σύνολο the Prefabricated Quartet σχηματίστηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη από τους: Χρήστο Γούσιο, Θοδωρή Παπαδημητρίου, Δημήτρη Τασούδη και Μιχάλη Σιώνα. Μέχρι το 2011 το σύνολο κυκλοφόρησε δύο δίσκους (Side the Sail, 3 Στιγμές (soundtrack)), πραγματοποίησε αρκετές ζωντανές εμφανίσεις και συνέθεσε πρωτότυπη μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση (Attractive Illusion, σκην. Π. Σεβαστίκογλου, Κανένας, σκην. Χ. Νικολέρη, Τρεις στιγμές, σκην. Π. Σεβαστίκογλου, Άγρια παιδιά (τραγούδι τίτλων τηλεοπτικής σειράς), σκην. Χ. Νικολέρη κ.ά.). Συνέθεσε πρωτότυπη μουσική για το αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου Τhe Crowd (σκην. King Vidor), το οποίο παρουσίασε στο πλαίσιο του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2009) με ζωντανή συνοδεία μουσικής. Το 2019 παρουσίασε την πρωτότυπη μουσική του προσέγγιση για την εμβληματική ταινία του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού Das Cabinet des Dr. Caligari (the Cabinet of Dr. Caligari), 1920 (σκην. Robert Wiene), (τύμπανα: Αλέξανδρος Γεωργελής). Μουσική και τραγούδια του συνόλου εμπεριέχονται σε αρκετές συλλογές. Αυτή την περίοδο (2021) συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Πέτρο Σεβαστίκογλου για τη μουσική της νέας του ταινίας Η Βοή του Κόσμου.

Τhe Prefabricated Quartet Μιχάλης Σιώνας: φωνή & μπάσο Θοδωρής Παπαδημητρίου: τσέλο Χρήστος Γούσιος: ηλεκτρική κιθάρα


Θοδωρής Παπαδημητρίου Στίχοι-Μουσική τραγουδιού

Σπουδές: Τμήμα Μουσικών Σπουδών ΑΠΘ. Master of Music με ειδίκευση στη διεύθυνση ορχήστρας (University of Hull, UK). Δίπλωμα Διεύθυνσης Ορχήστρας (ΚΩΘ). Δίπλωμα Τσέλου. Πτυχίο Πιάνου. Πτυχία Ανώτερων Θεωρητικών. Συνθέτει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, τραγούδια, καθώς και συμφωνικά έργα εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Είναι μαέστρος της MOYSA (Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης), διευθύνει τις ορχήστρες του Νέου Ωδείου Θεσσαλονίκης και τη χορωδία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ως μέλος του σχήματος The Prefabricated Quartet έχει συμπράξει στη σύνθεση και εκτέλεση μουσικής για ταινίες και για ζωντανή συνοδεία βωβού κινηματογράφου. Είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ με αντικείμενο τη μουσική στον κινηματογράφο. Έχει συνεργαστεί με το ΚΘΒΕ στις παραστάσεις Βάτραχοι (2003, μουσικός σκηνής, τσέλο και πιάνο) και Πέρσες (2014, μουσικός σκηνής, τσέλο).

Στέφανος Πίττας Βοηθός σκηνοθέτη, Ηθοποιός Γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπουδές: Δραματική Σχολή Ροντίδη. Τα τελευταία πέντε χρόνια συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στο Ηρώδειο, στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων κ.α. Για έξι θεατρικές περιόδους ήταν μέλος της Παιδικής Σκηνής Νέο Θέατρο Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε παραγωγές θεατρικών σκηνών της πόλης. Έχει διδάξει θεατρικό παιχνίδι και θεατρικό αυτοσχεδιασμό σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες.


Μυρσίνη Καρματζόγλου Β΄ Βοηθός σκηνοθέτη Σπουδές: Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης στην κατεύθυνση Θεάτρου-Κινηματογράφου (2014). Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ (2020). Τελειόφοιτη του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ με κατεύθυνση σκηνοθεσίας.

Γιάννης Σαμψαλάκης Ηθοποιός Σπουδές: Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ (αριστούχος απόφοιτος). Συμμετείχε στις παραστάσεις του ΚΘΒΕ: L΄histoire de Babar (σκην. Τ. Αγγελίδου - Γ. Σαμψαλάκης), Όρνιθες, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, Το Κύμα (σκην. Γ. Ρήγας), Μαντάμ Σουσού (σκην. Γ. Αρμένης), Τζοκόντα VS Ντα Βίντσι, Ο Πειρασμός (σκην. Ε. Φεζολλάρι), Η πτωτική άνοδος του Αρτούρο Ούι (σκην. Ν. Χαραλάμπους), Γλυκό πουλί της νιότης (σκην. Β. Νικολαΐδης), Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (σκην. Τ. Μύρκου). Συμμετείχε, επίσης, στις παραστάσεις: Between (σκην. Μ. Ληνού-Γ. Κριθάρας, Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς Μ. Μερκούρη), Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (σκην. Μ. Σιώνας, Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ, Θέατρο Αυλαία, Blackbox, Θησείο ένα θέατρο για τις τέχνες, ΚΘΒΕ, Almagro Off - Festival de Teatro Clásico de Almagro στην Ισπανία, Itaka Shakespeare Festival στην Σερβία, Butrinti Festival στην Αλβανία), Ράφτης κυριών (σκην. Δ. Μυλωνάς, Από Μηχανής Θέατρο), Δον Κιχώτης (σκην. Τ. Χάνος, Από Μηχανής Θέατρο, ΚΘΒΕ, Θέατρο Άλφα. Ιδέα), Το σύστημα του Πόντζι (σκην. Μ. Σιώνας, Θέατρο 104). Είναι ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας Εταιρεία Θεάτρου Θέση. Συνεργάστηκε με τον Π. Καρκανεβάτο στην ταινία Όχθες και με τον Δ. Κουτσιαμπασάκο στην ταινία Δρόμοι.












Υπεύθυνοι παράστασης

Προϊστάμενοι Τμημάτων

Οργάνωση παραγωγής Ειρήνη Χατζηκυριακίδου

Τμήμα Διοικητικού Ιωάννα Καρτάση

Μηχανικοί σκηνής Κώστας Γεράσης (Συντονιστής γραφείου μηχανικών σκηνής) Χρήστος Μανάφης

Τμήμα Οικονομικού Δημήτρης Μπίκας

Χειριστής κονσόλας φωτισμού Βασίλης Αϊβαζίδης Χειριστής κονσόλας ήχου Σωτήρης Τσολάκης Φροντιστής Γιάννης Κλειδέρης

Τμήμα Εργαστηρίων και Σκηνών Στέλιος Τζολόπουλος Τμήμα Εκδόσεων και Δημοσίων Σχέσεων Δήμητρα Βαλεοντή Τμήμα Καλλιτεχνικού έργου και Δραματολογίου Αμαλία Κοντογιάννη

Ενδύτρια Αλέκα Τσιλιγκαρίδου Κατασκευές σκηνικών και κοστουμιών Εργαστήρια ΚΘΒΕ

Υπεύθυνοι χώρων Δημήτρης Καβέλης Ανέστης Καραηλίας Γιώργος Κασσάρας Δημήτρης Μητσιάνης Βασίλης Μυτηλινός Περικλής Τράιος


Θεατρική περίοδος 2020-2021

Ελεύθερο ζευγάρι

Ντάριο Φο – Φράνκα Ράμε Τίτλος πρωτοτύπου

Coppia aperta

©Dario Fo - Franca Rame - Iacopo Fo Τμήμα Εκδόσεων και Δημοσίων Σχέσεων Γραφείο Εκδόσεων Επιμέλεια ύλης-έκδοσης Αιμιλία Καρακόκκινου Γραφιστική επιμέλεια Σιμώνη Γρηγορούδη Φωτογραφίες δοκιμών Τάσος Θώμογλου Ευχαριστούμε τον κ. Ενές Αχμέτ Κεχαγιά για την τεχνική υποστήριξη στον ήχο, κατά την πραγματοποίηση της βιντεοσκόπησης.



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.