Όσο μεγαλώνουμε παιδί μου, γινόμαστε πιο ευσυγκίνητοι… Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς. Τα θυμάμαι μαζί με τα δάκρυά της… όταν θυμόταν τον άντρα της… όταν θυμόταν τον αδερφό της… όταν θυμόταν την κόρη της… συχνά, όλο και πιο συχνά… Γιατί; Γιατί συμβαίνει αυτό; την ρώτησα κάποια μέρα. Θα πρέπει να ήταν μήνες πριν φύγει από το σπίτι και δεν την ξανάδα. Οι γνωστές οικογενειακές έριδες την ενέπλεξαν σε ένα παιχνίδι ‘εξουσίας’ και ‘κυριότητας’ από το οποίο δεν ήθελε να ξεφύγει. Ακόμη κι αν μπορούσε. Δεν ξέρω αγόρι μου. Ίσως γιατί πλησιάζουμε όλο και πιο κοντά… Στο τέλος; Ναι… αλλά μην σε απασχολούν εσένα αυτά… εσύ είσαι νέος… Οι μνήμες είναι πιο ζωηρές τότε; Γι αυτό συμβαίνει; επέμεινα. Ή μήπως αναδύονται ευκολότερα; σκέφτηκα.
Γιατί έχουν πάψει πια να είναι
αναμνήσεις. Έχουν μια άλλη ποιότητα. Είναι μνήμες, πάει να πει εγγραφές που η δύναμή τους παραμερίζει την καιρικότητα και μοιάζουν με το πυρωμένο σίδερο… ακόμα κι αν δεν το αγγίξεις, είναι εκεί… και νιώθεις τη θερμότητα… ως τα εσώψυχά σου… Η γιαγιά κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. Μα, τώρα πια, τα έχουμε κλείσει αυτά τα τετράδια, μου είπε και με άφησε απορημένο να την κοιτώ. Τα τετράδια που έχουν κι άλλες λευκές σελίδες. Επομένως, κι αν ξέρω την απάντηση Αντώνη μου, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει χώρος να την γράψω. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα την ευκαιρία να συνεχίσω τη συζήτηση. Και με στενοχώρησε αυτό. Τότε όχι τόσο, αργότερα όμως… Επειδή μεγαλώνοντας μερικοί δεν γίνονται μονάχα πιο ευσυγκίνητοι αλλά και εξυπνάκηδες, αν ζούσε σήμερα ίσως να της απαντούσα πως, αυτό οφείλεται – ίσως -