ουσ κυμάμαι και τουσ δυο ςαν χτεσ. ε κείνο το φτωχικό αλλά πολφ φιλόξενο ςπιτάκι τουσ, ςε κάποιο δρόμο ζξω από τα Μζγαρα, χωμζνο μζςα ςε ζναν απζραντο ελαιϊνα. Ζνα μεγάλο δωμάτιο ςτθν ουςία που είχε μια ξεχωριςτι, ζντονθ μυρωδιά από το τηάκι που πάντα ζκαιγε ςτθ μια γωνία. Ζχω τθ μυρωδιά φρζςκου ψωμιοφ ακόμθ να με πλθμμυρίηει. Παράξενο αλικεια, οι μυρωδιζσ να είναι βαςικόσ άξονασ των μνθμονικϊν ταξιδιϊν. Λεσ και χωρίσ αυτζσ, οι εικόνεσ παραμζνουν αςπρόμαυρεσ, άτονεσ, άοςμεσ… ςτθν κυριολεξία. Σότε, ςτα μζςα τθσ δεκαετίασ του ’70, όταν επιςκεπτόμαςταν οικογενειακϊσ πάντα, το ηευγάρι αυτό από τα Μζγαρα, για τον αδελφό μου κι εμζνα, δεν ιταν κι ό,τι καλφτερο. Οι δικοί μου απολάμβαναν τθ ςυντροφιά, το εξαιρετικό φαγθτό και το μυκικό κραςί αλλά για μασ τουσ πιτςιρικάδεσ, όλεσ αυτζσ οι Κυριακάτικεσ ϊρεσ ιταν ατελείωτεσ και βαρετζσ. Σο ομολογϊ ανερυκρίαςτα, κακϊσ λζνε. Θζλαμε να γυρίςουμε ςτο μεγάλο και άνετο διαμζριςμά μασ, με τθν τθλεόραςθ και τα παιχνίδια και τα βιβλία μασ. Σι δουλειά είχαμε ανάμεςα ςτουσ μεγάλουσ και μάλιςτα ςε ζνα απομονωμζνο ςπίτι, μζςα ςτα χωράφια; Και με ποιον να μιλιςεισ και να ςου πει τι; Ο Νικόλασ, ζνασ άνκρωποσ χαρακωμζνοσ από τθ ηωι ςτο πρόςωπο αλλά όχι και ςτθ ψυχι, ζνασ βοςκόσ που τελικά ςε μεγάλθ θλικία ζνωςε τθ μοναξιά του με κείνθ τθσ καπάτςασ, φλφαρθσ και πάντα γελαςτισ Ρθνιϊσ. Ζτςι τουσ κυμάμαι. Εκείνοσ φοροφςε τθν κάπα του και μιλοφςε ελάχιςτα. Ζκανε τα ‘κελιματα’, μπαινόβγαινε ςτο ςπίτι για δουλειζσ, άκουγε τισ ςυηθτιςεισ των άλλων για πολιτικι, ποδόςφαιρο, τθν πρόοδο τθσ επιςτιμθ και τισ «κατακτιςεισ του ανκρϊπου» και όλα τα ςχετικά και δεν μιλοφςε. Μονάχα τον κυμάμαι να κοιτάηει τθ γυναίκα του, που ιταν και αρκετά μεγαλφτερι