Έξοδος και όχι Υπέρβαση [2]
Π
ερπατούσαμε σιωπηλοί αρκετή ώρα μέσα σ’αυτό το όμορφο και τακτοποιημένο αλσύλλιο. Τέτοια ώρα ο κόσμος ήταν λιγοστός. Που και που κάποιο ζευγαράκι μόνο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι, στην πιο απόμερη πλευρά του άλσους. Αργήσαμε να σπάσουμε τη σιωπή που βάραινε την εωθινή ατμόσφαιρα της καλοκαιρινής ημέρας που ερχόταν. Δεν θα είχαμε πολλή ώρα ακριβής ησυχίας. Δεν θα αργούσε όλος τούτος ο πνεύμονας δροσιάς να γεμίσει από κόσμο, παιδιά και περαστικούς περιπατητές. «Τι είναι αυτό που φοβάσαι;», αποφάσισα να κάνω εγώ την αρχή. «Πώς το ένιωσες;», με ρώτησε ενώ κοιτούσε χαμηλά, στα πόδια του. «Αν δεν ήταν φόβος δεν θα με αναζητούσες ύστερα από τόσα χρόνια και δεν θα επέμενες να έρθουμε ξανά εδώ… όπως τότε…» Χαμογέλασε πικρά. «Ναι… όπως τότε» «Λοιπόν; Τι είναι;», επέμεινα. «Φοβάμαι πως θα πρέπει να αντιμετωπίσω το πιο εφιαλτικό Υ της ζωής μου… αυτό θυμήθηκα και ο νους μου πήγε κατευθείαν σε σένα… το ξέρω… είμαι ασυγχώρητος που εξαφανίστηκα όμως…»