Ένα ερώτημα… «Καλημέρα κε Ευδυμίωνα. Θυμάμαι καλά το όνομά σας;» Η νεαρή ταμίας τον κοίταξε για μια στιγμή μονάχα στα μάτια, δεν περίμενε για απάντηση και καταπιάστηκε με το έργο της. Δεν θα της έπαιρνε πολύ. Όπως πάντα τα δικά του ψώνια ήταν λιγοστά και τα δικά της χέρια ευκίνητα και ασκημένα. Δεν έκανε τον κόπο να της διορθώσει το λάθος. Οι εννιά στους δέκα έκαναν το ίδιο λάθος ακόμη κι όταν τους είχε κάποια στιγμή επισημανθεί. Λες και υπήρχε μια αόρατη συνωμοσία. Την είχε συνηθίσει όμως και δεν τον ενδιέφερε πλέον. Άλλωστε ήταν πολύ πρωί ακόμη. Για κάποιους βέβαια τούτη η ώρα ήταν η καταλληλότερη για ετυμολογικές αναδιφήσεις. «Πώς είπες το όνομα;» Αυτή η ‘αναδυομένη’ ήταν η καινούργια, η εντυπωσιακή, η ψηλή ξανθιά που ρωτούσε. Ήταν σκυμμένη τόση ώρα και τακτοποιούσε πράγματα κάτω από τον πάγκο. «Ποιο όνομα;», ρώτησε η συνάδελφός της περνώντας από το σαρωτή ένα ψωμί του τοστ. Η ξανθιά με το κάπως αναιδές ύφος και το αυτάρεσκο χαμόγελο της ασίγαστης όρεξης στα χείλη είδε τον πελάτη την κοιτά στα μάτια κουρασμένα αλλά δεν πτοήθηκε. Ήθελε να το λύσει το ζήτημα. Τα περίεργα ονόματα την ερέθιζαν. «Ενδυλίωνα;» «Ευδυμίωνας… το όνομα του κυρίου», της είπε αυστηρά η αναψοκοκκινισμένη ταμίας περνώντας και το κουτί με τον καφέ και ανακοινώνοντας το τελικό ποσό. «Το σωστό είναι Εβημίων… έτσι νομίζω», πετάχτηκε και κάποιος από αριστερά. Σαν αριστερό εξτρέμ ας πούμε που βλέπει την ευκαιρία να ‘μπουκάρει’ στην μεγάλη περιοχή και να σκοράρει. Κοίταξε το ρολόι του. Δέκα λεπτά μετά τις οχτώ. Ο κόσμος είχε κέφι πρωί πρωί. Και μάλιστα κέφι να κακοποιεί την ελληνική μυθολογία και το όνομά του.