έπαλξη
έξοδος (η)
1. μετακίνηση από μέσα προς τα έξω: ►Η έξοδος των φιλάθλων από το γήπεδο έγινε με απόλυτη τάξη. 2. απομάκρυνση από μια υπηρεσία: ►Η έξοδος από την υπηρεσία είναι δυνατόν να γίνει και λόγω ορίου ηλικίας. 3. η μαζική αναχώρηση από έναν τόπο ή χώρο για λόγους αναψυχής: ►Η έξοδος των κατοίκων της πρωτεύουσας για το εορταστικό τριήμερο ήταν μεγάλη.
Αντίθ.: είσοδος (1) Σύνθ.: διέξοδος, αδιέξοδος Οικογ. Λέξ.: έξοδο (το) Προσδιορ.: αιφνιδιαστική, αναγκαστική, ομαδική (1, 2, 3), μυστική (1, 3) Φράσεις: ►Η έξοδος του Μεσολογγίου (= η εξόρμηση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826)
εξοφλώ
(μτβ.) πληρώνω χρέος: ►Εξόφλησε το χρέος του με δόσεις μέσα σε τρία χρόνια.
Συνών.: αποπληρώνω, ξεπληρώνω Οικογ. Λέξ.: εξόφληση, εξοφλητικός
(Ουσιαστικό, Ο28) (έ-ξο-δος, γεν. -όδου, πληθ. -οι) [αρχ. ξοδος < ~κ + δVς]
(Ρήμα, Ρ6)
(ενεστ. ε-ξο-φλώ, αόρ. εξόφλησα, παθ. αόρ. εξοφλήθηκα, παθ. μτχ. εξοφλημένος) [µεσν. ~ξοφλU < εκ + φλU (= φείλω)]
εξπρές (το)
1. γρήγορο μεταφορικό μέσο, συνήθως τρένο, που κάνει ελάχιστες ή καθόλου στάσεις: ►Ταξιδέψαμε με την εξπρές αμαξοστοιχία Αθηνών-Θεσσαλονίκης. 2. αποστολή ταχυδρομικών επιστολών η δεμάτων με τρόπο ταχύτερο από το συνηθισμένο: ►Έστειλε ένα γράμμα εξπρές στην κόρη του που σπουδάζει στην Αλεξανδρούπολη.
έπαλξη (η)
1. το πάνω μέρος των τειχών ενός φρουρίου ή πύργου, απ’ όπου μάχονταν προστατευμένοι οι πολεμιστές: ►Πολλές πόλεις περιβάλλονται από παλιά
(Ουσιαστικό, - ) (εξ-πρές) [λόγ. < γαλλ. express]
(Ουσιαστικό, Ο28) (έ-παλ-ξη, γεν. -ης, -άλξεως, πληθ. -άλξεις) [αρχ. παλξις]
69