δόξα
δόξα (η)
(Ουσιαστικό, Ο19) (δό-ξα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. - ) [αρχ. δόξα < δοκU (= νοµίζω)]
δραχμή (η)
(Ουσιαστικό, Ο24) (δραχ-μή) [αρχ. δραχµD < δράττω (= παίρνω κάτι µε το χέρι)]
62
η μεγάλη φήμη, ο θαυμασμός που προκαλεί και το όνομα που αποκτά κάποιος για τις ικανότητές του: ►Με τις λαμπρές του επιτυχίες κέρδισε μεγάλη δόξα στο πανελλήνιο.
Συνών.: αίγλη, μεγαλεία (τα) Σύνθ.: δοξολογία, ένδοξος, άδοξος, φιλόδοξος Οικογ. Λέξ.: δοξάζω, δοξασία, δοξαστικός Προσδιορ.: αθάνατη, αιώνια, εφήμερη Φράσεις: ►Στο απόγειο της δόξας (= στο μέγιστο σημείο)
το νόμισμα της Ελλάδας μέχρι το 2002: ►Το εισιτήριο για το θέατρο κόστιζε παλιότερα περίπου πέντε χιλιάδες δραχμές.
Σύνθ.: δραχμοποιώ, δεκάδραχμο, εικοσάδραχμο Οικογ. Λέξ.: δραχμικός