«ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΦΩΝΩΝ: Εκεί όπου η εξαίρεση ... δεν επιβεβαιώνει τον κανόνα!» «Κοιτάξτε, κύριοι, αυτός είναι ο κανόνας. Ασφαλώς, εγώ δεν συνθέτω με αυτόν τον τρόπο». Anton Bruckner (1824-1896)1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ανάμεσα στις δεκάδες απαγορεύσεις που συναντώνται στα εγχειρίδια της κλασικής αρμονίας, περιλαμβάνεται και η διασταύρωση των φωνών (αγγλ. voice– crossing, γερμ. Verwechselung). Ο σπουδαστής, από τα πρώτα κιόλας μαθήματα μαθαίνει ότι οφείλει να την αποφεύγει, χωρίς όμως επαρκώς να δικαιολογείται ο λόγος ύπαρξης του εν λόγω περιορισμού. Περιοριζόμενοι προς το παρόν στα πλαίσια της χορωδιακής μουσικής, το φαινόμενο της διασταύρωσης εντοπίζεται στην ανατροπή της καθ’ ύψος φυσικής διάταξης των φωνών (S.A.T.B.). Δηλαδή, μια φωνή που βρίσκεται χαμηλότερα (πχ., ο τενόρος, [Τ]), καταλήγει να τραγουδάει ψηλότερα από την αμέσως επόμενη (δηλ. την άλτο, [A]) ή αντίστροφα, μια φωνή που βρίσκεται ψηλότερα (πχ. η σοπράνο, [S]), τραγουδάει χαμηλότερα από την αμέσως πιο κάτω φωνή (την άλτο, [A]), κλπ. 1) Τυπικές εκδοχές φωνητικής διασταύρωσης:
Όπως και για τα υπόλοιπα αρμονικά φαινόμενα, η επιχειρηματολογία γύρω από την αποφυγή της διασταύρωσης, βασίζεται σε δύο κύριους άξονες: α) τον θεωρητικό – φυσιοκρατικό, που αφορά στην a priori παραδοχή ενός και μόνο θεμελιώδους προτύπου αρμονικής απεικόνισης που προάγει την πυραμιδική τοπολογία των φωνών επί τη βάσει της φυσικής διαφοράς του ύψους και β) τον εμπειρικό – μπιχεβιοριστικό, που επικεντρώνεται σε a posteriori συμπεράσματα που προκύπτουν από την ‘αποσταθεροποιητική’ φύση της διασταύρωσης και τον υπονομευτικό της ρόλο στην διαδικασία συστοίχισης της θεμελιακής αρμονίας με τις γραμμές που την συναποτελούν. Κάθε χάσμα στην συναρμογή των φωνών ή μη επικύρωσης της καθ’ ύψος συγκρότησής τους είναι, σύμφωνα με την ετυμηγορία των ‘ειδικών’ μια σχέση καταχρηστική που πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα, αν όχι με καχυποψία. Αυτά τουλάχιστον λένε τα περισσότερα βιβλία.2 Γιατί στην πράξη, ο συντηρητισμός των θεωρητικών σπάνια εμπόδισε τους συνθέτες από την δημιουργία 1
“Segn’s, mein’ Herrn, dass ist die Regl, I schreib’ natirli not a so”, βλ. Schenker [1906] 1980:177. O Riemann είναι ένας από τους ελάχιστους παραδοσιακούς θεωρητικούς που διαφοροποιείται έναντι των υπόλοιπων. Στο Μουσικό Λεξικό (βλ. Riemann – Shedlock, 1895:172, λήμμα: ‘διασταύρωση’), παρ’ ότι δηλώνει επιφυλακτικός για την χρήση της διασταύρωσης στα πρώτα βήματα εκμάθησης της αρμονίας, συμβουλεύει τον δάσκαλο να «γνωρίσει στον μαθητή τις αρετές της», που μεταξύ άλλων, είναι η αντιστικτική αυτονομία και η μελωδική χειραφέτηση των φωνών ή οργάνων, αντίστοιχα. 2
1